text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 642/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσθένη Δημοσθένους, περί αναιρέσεως της 597/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 895/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 § 1Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας? α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη 597/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ο αναιρεσείων κηρύχτηκε ένοχος για? α ) την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, και β) την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, και του επέβαλε, για κάθε πράξη, ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, και συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεώς του, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το δικάσαν κατ' έφεση την υπόθεση Τριμελές Εφετείο Θεσ/κης, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον ίδιο κρίση του, αφού δεν συμπεριλαμβάνεται στην αρχή της αιτιολογίας της, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ' είδος όλα τα ληφθέντα υπόψη από το Δικαστήριο αυτό αποδεικτικά μέσα, αλλ' ούτε και από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνάγεται ότι ελήφθη υπόψη από το ίδιο Δικαστήριο, και συνεκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης του ........., (αγρονόμου-τοπογράφου), η οποία διατάχτηκε από το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, με την 5978/2004 απόφασή του. Όμως, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων που ανεγνώσθησαν περιλαμβάνεται και η ως άνω πραγματογνωμοσύνη, η οποία, ας σημειωθεί, διατάχτηκε με την ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου, στα πλαίσια αστικής δίκης, και την οποία το Δικαστήριο, ως έγγραφο, την περιέλαβε και αξιολόγησε μαζί με τα λοιπά κατ' είδος αναφερόμενα έγγραφα, (ως δοθείσα σε πολιτικό δικαστήριο), και ορθά δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία αυτής ως πραγματογνωμοσύνης, ώστε να χρήζει ειδικής αιτιολογίας, σε περίπτωση αντίθετης του πορίσματός της, κρίσης του δικαστηρίου, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, που υποστηρίζει τα αντίθετα. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, κατά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, ισχυρίζεται ότι ανεγνώσθη και μονογραφήθηκε από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου και άλλη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, και συγκεκριμένα εκείνη την οποία φέρεται ότι διενήργησε ο δικαστικός γραφολόγος ......, και παρά ταύτα δεν μνημονεύεται στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων, αλλά και στην έκθεση των αποδεικτικών μέσων, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, με συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση να μην διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, που επιτρεπτώς επισκοπούνται για τον έλεγχο του παραδεκτού του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως, δεν επιβεβαιώνεται η από τον αναιρεσείοντα ή τους συνηγόρους του υποβολή αιτήματος για την ανάγνωση της επικαλούμενης ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης. Επίσης δεν επιβεβαιώνεται και η απόρριψη τέτοιου αιτήματος από το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο Θεσ/κης, ώστε να θεμελιωθεί ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, εφόσον βέβαια θα επακολουθούσε η παράλειψη ή άρνηση του Εφετείου να την αναγνώσει. Όπως προκύπτει δε από τη διάταξη του άρθρου 141 § 3 του ΚΠΔ, δεν χωρεί απλή ανταπόδειξη κατά του περιεχομένου των πρακτικών, τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη, ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα, τόσο κατά τις θετικές βεβαιώσεις τους ότι τηρήθηκε δηλαδή κάποια διατύπωση, όσο και ως προς την έλλειψη ορισμένης διατυπώσεως, η τήρηση της οποίας δεν βεβαιώνεται σ' αυτά. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 § 2, 358, 364 § 1 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 171 § 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σχετικά με την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν ανεγνώσθησαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του αυτού Κώδικα λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο εκάστου εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα με τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο ανεγνώσθη κάθε φορά. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν πάντοτε, με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του τελευταίου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο ανεγνώσθη στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει, σύμφωνα με το άρθρο 358 του ΚΠΔ, τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του, γιατί διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του εγγράφου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, προβάλλεται από τον ως άνω αναιρεσείοντα η αιτίαση ότι το δίκασαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για την ενοχή του έγγραφα, τα οποία φέρονται μεν ως αναγνωσθέντα στην 4η σελίδα της προσβαλλόμενης αποφάσεως και είναι τα εξής: 1) Μετάφραση εκ της τουρκικής, 2) Σχεδιάγραμμα, 3) δύο φωτογραφίες, 4) άδεια οικοδομής, 5) Ιδιωτικό συμφωνητικό, και 6)Φ/φο ταυτότητας, των οποίων, όμως, εγγράφων δεν προσδιορίζεται με επάρκεια στην απόφαση η ταυτότητα, και επήλθε έτσι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ενόψει όμως του ότι, ο προσδιορισμός της ταυτότητας του κάθε αναγνωστέου εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας περί του ότι το έγγραφο αυτό, (και όχι κάποιο άλλο), ανεγνώσθη στη συγκεκριμένη δίκη, ο προαναφερόμενος προσδιορισμός της ταυτότητας των παραπάνω εγγράφων, παρά την ελλιπή αναφορά του τίτλου του καθενός εξ αυτών, είναι επαρκής, ώστε να μην καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους, ενόψει της αριθμήσεώς τους και της μη αναγνώσεως άλλων εγγράφων με τους ίδιους προσδιορισμούς, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Ακολούθως, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στα έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.597/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στα έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος, που ανέρχονται σε πεντακόσια (500) ευρώ, Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πραγματογνωμοσύνη η οποία διατάχθηκε από πολιτικό Δικαστήριο αποτελεί απλό έγγραφο και όχι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Η αναγραφή στα πρακτικά της αποφάσεως των αναγνωσθέντων εγγράφων με τα στοιχεία εκείνα που είναι αρκετά για τον προσδιορισμό τους δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Πραγματογνωμοσύνη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 638/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον Ψ1 και εγκαλουμένη την Χ1, Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών.. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 7-6-2007., που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1090/2007 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 422/30-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τα άρθρα 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμόν πρωτοκόλλου 33312/7-6-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για την παραπομπή της από 1-8-2005 εγκλήσεως του Ψ1, κατά της υπ'αριθμόν ΕΓ 122-06/210/11Δ/07 Διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, από το αρμόδιο Εφετείο Αθηνών, σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 136 περ. εδ' ε'Κ.Π.Δ., όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διατάξεως, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης το δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένη στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και αυτού ακόμη της διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 Κ.Π.Δ., την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι'αυτήν ο 'Αρειος Πάγος σε συμβούλιο, εκτός αν είναι για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' και β' του ιδίου άρθρου και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με την προαναφερομένη αίτησή του ζητάει να προσδιορίσει ο 'Αρειος Πάγος άλλο δικαστήριο από το Εφετείο Αθηνών, για να εκδικάσει μία υπόθεση ως κατά παραπομπή αρμόδιο, λόγω του ότι η κατηγορουμένη υπηρετεί στο άνω Εφετείο. Συγκεκριμένα ο Ψ1, με την από 1.8.2005 έγκλησή του κατά της υπηρετούσης στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών αντεισαγγελέα Εφετών Χ1, εγκαλεί αυτήν για συκοφαντική δυσφήμηση, ισχυριζόμενος ότι στην υπ'αριθμόν 406/2005 Διάταξή της αναφέρει σε βάρος του συκοφαντικά γεγονότα. Η άνω έγκλησή του, κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών με την υπ'αριθμόν ΕΓ 122-06/210/11Δ/2007 Διάταξή του. Κατά της Διατάξεως αυτής ο άνω εγκαλών άσκησε την υπ'αριθμόν 141/2007 προσφυγή του ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Ούτω ο τελευταίος και επειδή η εγκαλουμένη υπηρετεί στην άνω Εισαγγελία, ζήτησε δια της άνω αιτήσεως την παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Ανακύπτει λοιπόν περίπτωση παραπομπής της δικογραφίας σε άλλον Εισαγγελέα Εφετών, κρίνω δε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α------------------ Π ρ ο τ ε ί ν ω να παραπεμφθεί η δικογραφία που έχει σχηματισθεί κατά της αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών Χ1, από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά. Αθήνα 25.9.2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' ΚΠοινΔ, όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125, Δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές Δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο Δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η άσκηση ποινικής διώξεως, καθώς και η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' ΚΠοινΔ, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορούν να ζητήσουν ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το Δικαστήριο της περιφέρειας ενός Εφετείου σε Δικαστήριο της περιφέρειας άλλου Εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδάφ. 1 του ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο Ψ1, με την από 1-8-2005 έγκλησή του κατήγγειλε την Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών 'Χ1 για τη διαλαμβανόμενη σ' αυτήν αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Στη συνέχεια, με τη διάταξη ΕΓ 122-06/210/11Δ/07 του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών απορρίφθηκε η πιο πάνω έγκληση ως προφανώς αβάσιμη κατ' ουσίαν, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Κατά της διατάξεως δε αυτής ο εγκαλών Ψ1 άσκησε, κατά το άρθρο 48 του ίδιου Κώδικα, την από 7 Μαρτίου 2007 προσφυγή του στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Σύμφωνα λοιπόν με τις πιο πάνω διατάξεις και προκειμένου να αποφευχθεί κάθε υπόνοια μεροληψίας, πρέπει να χωρήσει κανονισμός αρμοδιότητας, αφού συντρέχει νόμιμη περίπτωση, ενόψει του ότι η πιο πάνω καταγγελλομένη υπηρετεί ως Αντεισαγγελέας Εφετών στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, όπως βασίμως ζητεί με την υπ' αριθμ. 33312/7-6-2007 αναφορά του ο Εισαγγελεύς Εφετών Αθηνών. Προς τούτο, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ως πλησιέστερον, προκειμένου να επιληφθεί αυτός της ανωτέρω προσφυγής του εγκαλούντος και να ενεργήσει στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, καθώς και στις δικαστικές Αρχές του Εφετείου και του Πρωτοδικείου Πειραιώς και των αντιστοίχων Εισαγγελιών, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση της από 7 Μαρτίου 2007 προσφυγής του εγκαλούντος Ψ1, κατά της ΕΓ 122-06/210/11Δ/07 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (που απέρριψε την από 1-8-2005 έγκλησή του κατά της Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών), στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και στις δικαστικές Αρχές του Εφετείου και του Πρωτοδικείου Πειραιώς και των αντιστοίχων Εισαγγελιών, αν ήθελε συντρέξει, περαιτέρω, νόμιμη περίπτωση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου και του Πρωτοδικείου Πειραιώς και τον αντιστοίχων Εισαγγελιών, αν ήθελε συντρέξει.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 634/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούσα την Ψ1 και εγκαλουμένη την Χ, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 28-8-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1576/2007 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 370/10-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι)Η Ψ, Ψ1 και Ψ2 υπέβαλαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς την από 1-11-2005 έγκλησή τους κατά των Χ1 και Χ2, για ψευδή καταμήνυση κλπ. Επί της μηνύσεως αυτής η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς εξέδωσε την υπ'αριθμ. 237/2007 διάταξη, με την οποία απέρριψε την άνω μήνυση. Η από τους μηνυτές Ψ1 υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά κατά της ρηθείσης Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά (=Χ, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών) - προφανώς για παράβαση καθήκοντος (259 Π.Κ.). Επειδή στο Εφετείο Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο πρωτοδικείο έτσι ώστε να αποφασίσει την παραπομπή σε αυτό το συμβούλιο Εφετών, η δικογραφία διαβιβάστηκε στον 'Αρειο Πάγο. ΙΙ) 'Όντως, κατά το άρθρο 136 εδ. ε' Κ.Ποιν.Δ. όταν κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Στην έννοια του όρου κατηγορούμενος περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος (βλ. και ΑΠ 364/2006, ΑΠ 1218/2006 κ.α.), η δε παραπομπή περιλαμβάνει και το στάδιο της προδικασίας, στο οποίο ανήκει και η άσκηση ποινικής δίωξης, ως εκ του δικαιολογητικού λόγου της άνω διατάξεως του εδ. ε' του άρθρου 136 Κ.Π.Δ. που έγκειται στην εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία που να οφείλεται στο γεγονός ότι ο καταγγελλόμενος υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο (βλ. ΑΠ 156/2003, ΑΠ 2080/2002, ΑΠ 223/2003 κ.α.). 'Ετσι περιλαμβάνεται και η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (βλ. ΑΠ 2095/93, ΑΠ 1408/83 κ.α.). Επειδή την παραπομπή όταν πρόκειται για παραπομπή από ένα πλημμελειοδικείο σε άλλο διατάσσει το συμβούλιο Εφετών (137 § 1 εδ. β' Κ.Π.Δ.), πλην όμως αυτό προϋποθέτει αυτή τη δυνατότητα, ήτοι ότι υπάρχουν πλείονα πλημμελειοδικεία στην περιφέρεια του Εφετείου άλλως αυτή διατάσσει ο 'Αρειος Πάγος (136 § 1 εδ. γ' Κ.Π.Δ.) -βλ. ΑΠ 840/2005, ΑΠ 2080/2002, Κονταξή Κ.Π.Δ. (2006) σελ. 1035 στο τέλος, 1038 με παραπομπές). Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι στο Εφετείο Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο πρωτοδικείο, πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης στο Πρωτοδικείο Θηβών και τις οικείες δικαστικές αρχές αυτού. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ.1 περ.γ' ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, όταν εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω, ο οποίος υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα δικαστήριο, διατάσσεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, από τον 'Αρειο Πάγο σε Συμβούλιο, η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, ομοειδές και ισόβαθμο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 132, 134 και 135 παρ.1 ΚΠοινΔ. Η παραπομπή αυτή νοείται όχι μόνο κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας αλλά και κατ'εκείνο της προδικασίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η άσκηση ποινικής διώξεως καθώς και η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, γιατί και στις περιπτώσεις αυτές. συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, ήτοι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας αυτού, εξαιτίας της συνυπηρετήσεώς του στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούντα, παθόν ή κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Οι Ψ, Ψ1 και Ψ2 υπέβαλαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς την από 1-1-2005 έγκλησή τους κατά των Χ1 και Χ2 για ψευδή καταμήνυση κλπ. Επί της εγκλήσεως αυτής η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς (Χ, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς) εξέδωσε την υπ'αριθ. 237/2007 διάταξη, με την οποία απέρριψε την εν λόγω έγκληση. Στη συνέχεια, η εκ των εγκαλούντων Ψ1 υπεβαλε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την από 3-8-2007 μηνυτήρια αναφορά κατά της ειρημένης Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, προφανώς για παράβαση καθήκοντος (άρθρ. 259 τυ ΠΚ). Η εν λόγω δε μηνυτήρια αναφορά διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου ο τελευταίος να ζητήσει από το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, κατ'εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 137 παρ.1 εδ.β' ΚΠοινΔ, την παραπομπή της από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις αντίστοιχες άλλου Πρωτοδικείου. Ενόψει, όμως, του ότι το Συμβούλιο Εφετών μπορεί να παραπέμπει μόνο σε δικαστήρια που εδρεύουν εντός της περιφέρειάς του και ενόψει του ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο, εκτός από το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ο ανωτέρω Εισαγγελέας Εφετών υπέβαλε την υπόθεση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την κρινόμενη αίτησή του, με την οποία ζητεί από τον 'Αρειο Πάγο τον κανονισμό αρμοδιότητας. Η αίτηση αυτή είναι νόμιμη και ενόψει των προεκτεθέντων, κατ'ουσίαν βάσιμη. Πρέπει, επομένως να γίνει δεκτή και να χωρήσει κανονισμός αρμοδιότητας, προκειμένου να αποκλεισθεί κάθε υπόνοια μεροληψίας. Προς τούτο, πρέπει, η υπόθεση να παραπεμφθεί στις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές Θηβών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την αναφερόμενη στο σκεπτικό υπόθεση από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Θηβών για να επιληφθούν των νομίμων. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Θηβών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 629/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στην Αγροτικη Φυλακή Τίρυνθας, ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 632/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Αυγούστου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1660/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 461/20-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την με αριθμό 14/10-8-2007 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατουμένου των φυλακών Τίρυνθας, για αναίρεση της με αριθμό 632/13-7-2007 απόφασης του Τριμελούς, για πλημμελήματα, Εφετείου Ναυπλίου, με την οποίαν καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, σε απόπειρα και τετελεσμένη και εκθέτω τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 484 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ'ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων ή αποφάσεων πρέπει στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερομένους περιοριστικά στα άρθρα 484 και 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρα 476 και 513 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ., την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης (Ολομ. Α.Π. 2/2002). Στη προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την υπ'αριθμόν 632/13-7-2007 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον Χ1 για το αδίκημα της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, που μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Ούτος με έκθεση ενώπιον του Διευθυντού των Αγροτικών Φυλακών Τίρυνθας άσκησε αναίρεση κατά της άνω αποφάσεως, στο κείμενο της οποίας αναφέρει ότι: "θέλει να γίνει δεκτή η παρούσα αναίρεση, να εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση διότι α) Στο πρωτόδικο της 16 Μαρτίου 2006 με αριθμό 1175/06 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Κορίνθου εδικάσθη ερήμην, χωρίς ουδέποτε να λάβει κλήση και δεν έχει λάβει καμία γνώση για την υπ'αριθμόν πρωτοκόλλου 205 Αίτηση Ακυρώσεως Διαδικασίας που υπέβαλε την 10-1-2007 από την ΑΣΚΑ ΚΑΣΣΑΒΕΤΕΙΑΣ, β) η υπ'αριθμόν 632/13-7-2007 ελήφθη ύστερα από δύο αναβολές που εδόθηκαν αιτία του Δικαστηρίου λόγω πληθώρας υποθέσεων, κατά τις οποίες παραβρέθηκα μαζί με τον δικηγόρο μου και στην τρίτη ημέρα όντως παρών χωρίς τον δικηγόρο, λόγω προσωπικού κωλύματος, δεν μου εδόθη αναβολή αλλά ούτε και η συνδρομή άλλου δικηγόρου και δικάστηκα χωρίς να ληφθούν υπόψη κανένα από τα στοιχεία που παρέθεσα στο δικαστήριο, που αιτιολογούσαν την αθώωσή μου και καταδικάστηκα μόνο λόγω του νομικού παρελθόντος μου. Στην όλη υπόθεση δεν στοιχειοθετείται καμία παράνομη πράξη ούτε υπάρχει κανένα έγγραφο υπηρεσίας που να δηλώνει ότι ένα κολλημένο φύλλο βιβλιαρίου υγείας είναι πλαστό, μόνο και μόνο επειδή εφθάρη και στο τέλος γιατί δεν εδιώχθη ο κάτοχος αυτού αντ'εμού, που δεν είχα καμία σχέση με το όλο θέμα και απλώς ευρέθηκα στο χώρο που έγινε η έρευνα. Για όλους αυτούς του λόγους ζητώ την αναίρεση της αποφάσεως 632/13-7-07 του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου". Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στην έκθεση αναίρεσης δεν περιέχεται ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερομένους περιοριστικά στα άρθρα 484 και 510 Κ.Π.Δ., λόγους αναιρέσεως και κατά συνέπεια πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον αναιρεσείοντα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: 1) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμόν 14/10-7-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της υπ'αριθμόν 632/13-7-2007 απόφασης του Τριμελούς, για πλημμελήματα, Εφετείου Ναυπλίου και 2) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον ανωτέρω. Αθήνα 2 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠοινΔ, "στην έκθεση (άσκησης ένδικου μέσου) πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 462 ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως ή βουλεύματος είναι να περιέχεται σ' αυτή λόγος αναίρεσης, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και, ως τέτοια, απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Απλή επίκληση του περιεχομένου της οικείας διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά συγκεκριμένων περιστατικών και, ειδικότερα, χωρίς προσδιορισμό των περιστατικών που θεμελιώνουν την προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δεν αρκεί. Εξάλλου, οι ανύπαρκτοι λόγοι αναιρέσεως και οι εξομοιούμενοι με αυτούς ασαφείς και αόριστοι λόγοι, που είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, δεν μπορούν να συμπληρωθούν παραδεκτώς με πρόσθετους λόγους ή με λόγους που βρίσκονται έξω από την έκθεση αναιρέσεως. Ειδικότερα, για το ορισμένο των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγων αναιρέσεως α) της ελλείψεως της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, απαιτείται, στην πρώτη περίπτωση, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (Ολ. ΑΠ 19/2001). Στη δεύτερη δε περίπτωση, απαιτείται να προσδιορίζεται η ουσιαστική ποινική διάταξη που παραβιάσθηκε και η νομική πλημμέλεια της αποφάσεως σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές αυτής, επί δε εκ πλαγίου παραβιάσεως της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, να προσδιορίζονται οι ασάφειες, οι αντιφάσεις ή τα λογικά κενά που έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, αναφορικά με τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος και, τέλος, επί εσφαλμένης ερμηνείας, ποια είναι η αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με την κρινόμενη αίτηση, πλήττει την υπ' αριθ. 632/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό για κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα πλαστογραφία (άρθρ. 42, 98 και 216 παρ.1 του ΠΚ), σε ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Αυτός με έκθεση ενώπιον των Αγροτικών Φυλακών Τίρυνθας άσκησε αναίρεση κατά της άνω αποφάσεως, στο κείμενο της οποίας αναφέρει ότι: "θέλει να γίνει δεκτή η παρούσα αναίρεση, να εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διότι α) Στο πρωτόδικο της 16 Μαρτίου 2006, με αριθμό 1175/06 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Κορίνθου εδικάσθη ερήμην, χωρίς ουδέποτε να λάβει κλήση και δεν έχει λάβει καμία γνώση για την υπ' αριθμό πρωτοκόλλου 205 Αίτηση Ακυρώσεως Διαδικασίας, που υπέβαλε την 10-1-2007 από την ΑΣΚΑ ΚΑΣΣΑΒΕΤΕΙΑΣ. β) Η υπ' αριθμόν 632/13-7-2007 ελήφθη ύστερα από δύο αναβολές που εδόθησαν αιτία του Δικαστηρίου, λόγω πληθώρας υποθέσεων, κατά τις οποίες παραβρέθηκα μαζί με το δικηγόρο μου και στην τρίτη ημέρα όντως παρών αλλά χωρίς το δικηγόρο, λόγω προσωπικού κωλύματος, δεν μου εδόθη αναβολή, αλλά ούτε και η συνδρομή άλλου δικηγόρου και δικάστηκα χωρίς να ληφθούν υπόψη κανένα από τα στοιχεία που παρέθεσα στο δικαστήριο, που αιτιολογούσαν την αθώωσή μου και καταδικάστηκα μόνο λόγω του νομικού παρελθόντος μου. Στην όλη υπόθεση δεν στοιχειοθετείται καμία παράνομη πράξη, ούτε υπάρχει κανένα έγγραφο υπηρεσίας που να δηλώνει ότι ένα κολλημένο φύλλο βιβλιαρίου υγείας είναι πλαστό, μόνο και μόνο επειδή εφθάρη και στο τέλος γιατί δεν εδιώχθη ο κάτοχος αυτού αντ' εμού, που δεν είχα καμία σχέση με το όλο θέμα και απλώς ευρέθηκα στο χώρο που έγινε η έρευνα. Για όλους αυτούς τους λόγους ζητώ την αναίρεση της 632/13-7-2007αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου". Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως, όπως διατυπώθηκαν στην έκθεση αναιρέσεως, είναι τελείως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται στην αίτηση οι νομικές πλημμέλειες της αιτιολογίας σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης, ούτε προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή της εφαρμοσθείσας διατάξεως και από ποιες παραδοχές της αποφάσεως αυτής προκύπτει, ούτε ακόμη προσδιορίζονται οι αντιφάσεις που εμφιλοχώρησαν, αναφορικά με τα στοιχεία και την ταυτότητα της εγκληματικής πράξεως, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, ούτε και η αληθινή έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Μετά από αυτά, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-8-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 632/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως είναι να περιέχεται σ’ αυτή λόγος αναίρεσης, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και ως τέτοια απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Επειδή οι λόγοι αναιρέσεως, όπως διατυπώθηκαν στην έκθεση αναιρέσεως, είναι αόριστοι, η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 628/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 5776/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από ο αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1622/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 454/14.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθμ. 126/6-8-2007 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 5776/2-7-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δυο (2) ετών, που μετατράπηκε προς 4,40 ευρώ την ημέρα, για την πράξη της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 παρ. 18 Ν.2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά αποφάσεως είναι δεκαήμερη, αρχόμενη από την έκδοση της αποφάσεως, παρόντος του διαδίκου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της στον δικαιούμενο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η εν λόγω προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρηση της καθαρογραφημένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφημένων τελεσιδίκων αποφάσεων της τρίτης παραγράφου του άρθρου 473 Κ.Π.Δ., ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Π.Δ. συντασσόμενη έκθεση ασκήσεώς του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που επιβεβαιώνουν τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 1052/2007, ΑΠ 2078/2006). Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη ως άνω υπ'αριθ. 5776/2-7-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη παρόντος του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, καταχωρήθηκε στο βιβλίο καταχωρημένων αποφάσεων του άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. την 17-7-2007, όπως αυτό προκύπτει από την με ημερομηνία .... υπηρεσιακή βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Παρά ταύτα όμως ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως εκπροθέσμως και συγκεκριμένα την 6-8-2007, δηλαδή μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 473 ΚΠΔ δεκαήμερης προθεσμίας, χωρίς μάλιστα να επικαλείται συγκεκριμένους λόγους ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΠροτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 126/6-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, κατά της υπ'αριθμ. 5776/2-7-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 13 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 παρ. 18 Ν.2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως που έχει προσβληθεί. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1 και 3 του Κ.Π.Δ, προκύπτει, ότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, αν αυτή έγινε με παρόντα τον κατηγορούμενο και αρχίζει, από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται για το σκοπό αυτό από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465 και 473 ΚΠΔ και εν όψει της γενικής αρχής του δικαίου, που πηγάζει από το άρθρο 255 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα, προκύπτει ότι, αν από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα είναι αδύνατη η εμπρόθεσμη από το διάδικο άσκηση του ενδίκου μέσου που του ανήκει, συγχωρείται να γίνει αργότερα, μέσα όμως στη νόμιμη προθεσμία, που αρχίζει για την περίπτωση αυτή από τότε που θα παύσει ο λόγος της ανώτερης βίας ή θα αρθεί το ανυπέρβλητο κώλυμα. Τα περιστατικά αυτά που συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα πρέπει να αναφέρονται στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και ταυτοχρόνως να γίνεται επίκληση των αποδεικτικών μέσων που τα αποδεικνύουν. Αν δεν διαλάβει τέτοια περιστατικά το ένδικο μέσο ή αν τα περιστατικά αυτά δεν αποδεικνύονται από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσκομίζει αυτός που το ασκεί, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Στην κρινόμενη υπόθεση η προσβαλλόμενη υπ' αριθ, 5776/2-7-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία, σημειωτέον, δημοσιεύθηκε παρόντος του αναιρεσείοντος, καταχωρίστηκε στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 17-7-2007, όπως αυτό προκύπτει από την οικεία υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Παρά ταύτα όμως ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στις 6-8-2007, δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 473 ΚΠΔ δεκαήμερης προθεσμίας, μέχρι την έναρξη της αναστολής της (1.8.2007), χωρίς μάλιστα να επικαλείται συγκεκριμένους λόγους ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρα 476 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6 Αυγούστου 2007, αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 5776/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης, αν αυτή έγινε με παρόντα τον κατηγορούμενο και αρχίζει από τότε που η απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτό στη γραμματεία του δικαστηρίου. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της η αίτηση αναιρέσεως, στην οποία δεν επικαλείται συγκεκριμένος λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 627/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Παναγιωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 238/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελειοδικών) Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1121/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του Π.Κ., ''όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών'' και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Π.Κ., ''από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν''. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι και ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. 'Όταν όμως η αμέλεια συνίσταται σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ.. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση, μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά δε επί εγκλήματος εξ αμελείας που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός. Η απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε, καθώς και την απόφαση με την οποία απορρίπτονται αυτοτελείς του κατηγορουμένου ισχυρισμοί. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από το καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει (καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που ανεγνώσθησαν, και τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά), αποδείχτηκαν τα εξής? Ο κατηγορούμενος, κατά τον στο διατακτικό αναφερόμενο τόπο και χρόνο, με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ατομικής επιχειρήσεως γενικών καθαρισμών κτιρίων με την επωνυμία .........ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΙ, ενώ είχε αναλάβει, μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό, με την από ....... σύμβαση έργου, το γενικό καθαρισμό του Γενικού Περιφερειακού Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Μεταξά και είχε προς τούτο αποστείλει συνεργείο καθαρισμού, στο οποίο εργαζόταν και ο αλλοδαπός Ψ1, ως εργάτης, από αμέλειά του, ήτοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την παρακάτω παράλειψή του και έτσι δεν μπόρεσε να το αποτρέψει. Ειδικότερα, παρέλειψε να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας για την χωρίς κίνδυνο ζωής εργασία των μελών του συνεργείου καθαρισμού και συγκεκριμένα δεν επιμελήθηκε να τοποθετήσει ένα ανθεκτικό κιγκλίδωμα, προσωρινό, με επαρκές ύψος ενός (1) μέτρου και επαρκές πάχος τουλάχιστον 2,5 εκατοστών, όπως υποχρεούταν σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1, 2 περ. α του ΠΔ 305/1996,ως μέτρο ασφαλείας, με τις προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙV του άρθρου 12 του διατάγματος αυτού (305/1996),προς αποφυγή τυχόν πτώσεως εργαζομένου εντός του φωταγωγού , με συνέπεια ο ανωτέρω αλλοδαπός, ο οποίος απασχολείτο με τον καθαρισμό των υαλοπινάκων και είχε εξέλθει προς τούτο από το παράθυρο του πρώτου ορόφου του Νοσοκομείου στην πλάκα του δώματος της αριστερής εισόδου του Νοσοκομείου, πλησίον της παρυφής της πλάκας, στην προσπάθειά του να καθαρίσει την εξωτερική πλευρά των υαλοπινάκων, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από το φωταγωγό στο κενό, με αποτέλεσμα να επιπέσει στο δάπεδο του Γ υπογείου του Νοσοκομείου και να τραυματισθεί θανάσιμα υποστάς βαριές κακώσεις κεφαλής και θώρακος. Ο θάνατος του ως άνω εργαζομένου επήλθε από την προαναφερόμενη παράλειψη του κατηγορουμένου ως τη μόνη ενεργό αιτία. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού ότι ουδεμία νομική υποχρέωση είχε να λάβει τα ως άνω μέτρα ασφαλείας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ανθρωποκτονίας από αμέλεια, δια παραλείψεως τελεσθείσα και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 4,4 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με τις παραδοχές του αυτές το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερόμενων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά και ειδικότερα η αναφορά της αξιολόγησης εκάστου και της συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους και ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 302 παρ. 1 του ΠΚ και 8 παρ. 2, περ. α και 12 του ΠΔ 305/1996,τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και δεν τις παραβίασε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Ειδικότερα, η απόφαση προσδιορίζει την εργασιακή σχέση μεταξύ του αναιρεσείοντος ως ιδιοκτήτη συνεργείου καθαρισμού, που είχε αναλάβει, ύστερα από μειοδοτικό διαγωνισμό, με σύβαση έργου, τον καθαρισμό του Γενικού Περ/κού Αντικαρκινικού Νοσ. Μεταξά, στον Πειραιά, και του παθόντος, τον οποίο είχε προσλάβει ως εργάτη. Αυτός στις 5-12-2000 ασχολείτο με τον καθαρισμό υαλοπινάκων του ως άνω νοσοκομείου και είχε εξέλθει από το παράθυρο του πρώτου ορόφου στην πλάκα του δώματος της αριστερής εισόδου, πλησίον της παρυφής της πλάκας και στην προσπάθειά του να καθαρίσει την εξωτερική πλευρά των υαλοπινάκων, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από το φωταγωγό στο κενό με αποτέλεσμα να επιπέσει στο δάπεδο του Γ υπογείου και να τραυματισθεί θανάσιμα, υποστάς βαριές κακώσεις κεφαλής και θώρακος. Η απόφαση αναφέρεται στη νόμιμη υποχρέωση του αναιρεσείοντος προς παρεμπόδιση του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος, η οποία απορρέει από το άρθρο 8 παρ. 1 , 2 περ. α και 12 του ΠΔ 305/1996, που αφορά τις προδιαγραφές ασφαλείας προσωρινών - κινητών εργοταξίων. Κατά το άρθρο αυτό ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος να λάβει μέτρα ασφαλείας, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στο παράρτημα iv του άρθρου 12 αυτού, προς αποφυγή πτώσεως του ως άνω εργαζομένου εντός του φωταγωγού. Στο μέρος Β, τμήμα 5. Πτώσεις από ύψος, στην παρ. 5.1 ορίζει ότι οι πτώσεις από ύψος πρέπει να προλαμβάνονται, ιδίως μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων, με επαρκές ύψος, που θα διαθέτουν τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, ή άλλο ισοδύναμο μέσο, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Στην παρ. 5.2 ορίζεται ότι οι εργασίες σε ύψος μπορούν να πραγματοποιούνται μόνο με τη βοήθεια κατάλληλου εξοπλισμού ή με μηχανισμούς συλλογικής προστασίας, όπως κιγκλιδώματα, εξέδρες ή δίχτυα προστασίας... Είναι λοιπόν σαφές ότι οι εν λόγω διατάξεις ανάγονται στην υποχρέωση του αναιρεσείοντος, την οποία παρέλειψε. Η αναφορά στο διατακτικό και των άρθρων 17 και 20 του ΠΔ 778/1980 γίνεται εκ περισσού και αδόκιμα, αφού αφορά οικοδομικές εργασίες και όχι το υπό κρίση συμβάν και για το λόγο αυτό δεν δημιουργούν νομική πλημμέλεια. Τέλος, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η ως άνω απόφαση δεν διέλαβε σκέψη περί των πραγματικών περιστατικών επί του ανακύψαντος θέματος της βαρυτάτης μέθης του θανόντος, όπως αυτή διαπιστώθηκε από την έκθεση νεκροψίας και νεκροτομής του ιατροδικαστή ...... Όμως, το Τριμελές Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να διαλάβει ειδική αιτιολογία περί μέθης, εφόσον δεν προβλήθηκε σ' αυτό τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για? α) έλλειψη της επιβαλλόμενης κατά τα άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι αβάσιμοι, με εξαίρεση εκείνον της ελλείψεως της επιβαλλομένης αιτιολογίας αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μέθης ο οποίος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και, ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 238/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ανθρωποκτονίας από αμέλεια, με παράλειψη του ιδιοκτήτη επιχειρήσεως γενικών καθαρισμών κτιρίων να λάβει τα απαιτούμενα από το ΠΔ 305/1996 μέτρα ασφαλείας προσωρινών κινητών εργοταξίων, με αποτέλεσμα ο εργάτης να πέσει στο κενό και να τραυματισθεί θανάσιμα. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ο ισχυρισμός περί μέθης είναι αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 626/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσθένη Βλήτα, περί αναιρέσεως της 62132/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 326/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το 38 του ν. 3160/2003, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απoλέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ποινική Ολομέλεια Α.Π. 6&7/1994 και 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ''ως αγνώστου διαμονής'', χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε ''γνωστή διαμονή''. Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανωτέρας βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης, ως αγνώστου διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται, εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται, εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, που την εξέδωσε, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, την υπ' αριθμ. 5636/17-5-2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 108123/1995αποφάσεωςτου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 5μηνώνκαι χρηματική ποινή 100.000 δρχ. για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Για να στηρίξει την κρίση του αυτή το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ? η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία ο εκκαλών καταδικάστηκε ερήμην για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 , επιδόθηκε προς αυτόν στις ....., ως άγνωστης διαμονής, στο Δήμαρχο Ηρακλείου Αττικής, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία του, στην οδό .... αρ. .... στο ...... Αττικής και δεν ανευρέθη (βλ. το από ...... αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχ. ........ του ΑΤ Ηρακλείου Αττικής. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 17-5-2006 (βλ. την5636/17-5- έκθεση εφέσεως του Γραμματέα Πλημ/κών Αθηνών),δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των δέκα ημερών. Ο εκκαλών επικαλείται ότι κατά το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης δεν ήταν άγνωστης διαμονής, αλλά γνωστής, στην οδό ...., αρ. ..., στο .... Αχαΐας, όπου είχε μετοικήσει από το έτος 1994, μετά τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων του της ..... ΕΠΕ, εκδότριας της ένδικης επιταγής, της οποίας ήταν διαχειριστής, που είχε την έδρα της στην οδό ..... αρ. ..... Πράγματι, από το προσκομιζόμενο ....... τροποποιητικό του καταστατικού της ως άνω εταιρείας του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Κοτρότσου, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 1631/13-4- 1995, προκύπτει η επικαλούμενη απ' αυτόν μεταβίβαση και η αποξένωσή του από την εταιρεία και δηλώνει σ' αυτό ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό .... αρ. ... στο ....., πλην όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι η νέα του διεύθυνση ήταν γνωστή στην αρμόδια για την παραγγελία της επίδοσης εισαγγελική αρχή ή στα όργανα του ΑΤ Ηρακλείου, που διενήργησαν την επίδοση και συνεπώς εγκύρως επιδόθηκε προς αυτόν, ως άγνωστης διαμονής, η εκκαλουμένη, αφού δεν ανευρέθη στην οδό ......, την οποία ο ίδιος είχε γνωστοποιήσει στην πληρώτρια Τράπεζα (CRETΑ BANK),όπως προκύπτει από τη σχετική αναγγελία αυτής προς τον ενταύθα εισαγγελέα, για την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. Περαιτέρω η μη αναγραφή στο αποδεικτικό επιδόσεως της ιδιότητας της παραλαβούσας δημοτικής υπαλλήλου Γ1, ως εντεταλμένης για την παραλαβή της εκκαλουμένης, δεν προκαλεί ακυρότητα της επιδόσεως. Επομένως πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς της?. Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως αποφάσεως κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως εκπρόθεσμης και απαράδεκτης είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτή όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης ως αγνώστου διαμονής και διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης ως αγνώστου διαμονής και το αποδεικτικό από το οποίο αυτή προκύπτει και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως. Εφόσον δε ο εκκαλών, κάτοικος κατά το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως ....... Αττικής, δεν προέβαλε με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή και στην Εισαγγελική αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή τη διεύθυνση της κατοικίας του κατά το επικαλούμενο διάστημα από το έτος 1994 μέχρι και το 1998 στο .... Αχαΐας, οδός ...... .., νομίμως αυτός αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη διεύθυνση που αναφέρεται στη μήνυση και δεν υποχρεούταν το Δικαστήριο να διαλάβει αιτιολογία σε σχέση με το αν αυτός διέμενε ή όχι στο ....., εκ περισσού δε εξετάστηκε σχετικά με το ζήτημα αυτό μάρτυρας στο ακροατήριο ο ...... και ανεγνώθη η υπ' αριθμ. ..... βεβαίωση του Δήμου Αιγίου. Περαιτέρω, με την τελευταία σκέψη αιτιολογείται ότι η μη αναγραφή στο αποδεικτικό επιδόσεως της ιδιότητας της παραλαβούσας δημοτικής υπαλλήλου Γ1, ως εντεταλμένης για την παραλαβή της εκκαλουμένης, ανεξαρτήτως του ότι η ιδιότητα αυτή προκύπτει από τη σχετική σφραγίδα στο αποδεικτικό επιδόσεως, δεν προκαλεί ακυρότητα. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της απόφασης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-2-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 62132/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη είναι επιτρεπτή η άσκηση αναίρεσης. Τι πρέπει να διαλαμβάνει ο λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ του ΚΠΔ. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για την Εισαγγελική αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 625/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Νάκο, για αναίρεση της 12398/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Μπότσαρη και 2. ........, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Καπρέλη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 787/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 302 παρ.1 του Π.Κ., όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν πρόκληση του θανάτου άλλου, υποκειμενικώς δε α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) η δυνατότητα αυτού βάσει των προσωπικών του περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την πράξη ή την παράλειψή του. Εξάλλου, έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνην που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο συμπληρώνεται επιτρεπτά το διατακτικό της, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως και χωρίς όρκο οι πολιτικώς ενάγοντες στο δικαστήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που ανεγνώσθησαν, καθώς και τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά, απεδείχθησαν τα εξής? Την ..... και περί ώρα 03, στο ύψος της 59.600 χιλιομετρικής αποστάσεως της ΝΕΟΑΚ, ο Ζ1 οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας .... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας AUDI, που ανήκε στην κυριότητά του κατά 50?. Στο αυτοκίνητό του ήταν συνεπιβάτης και η μνηστή του Ζ2. Η κατεύθυνσή του ήταν προς Αθήνα και εκινείτο στη δεξιά πλευρά του ρεύματος. Κατά τον αυτό χρόνο και στον αυτό τόπο και ομόρροπα προς την κατεύθυνση του Ζ1 και προπορευόμενος του Ζ1 εκκινήθη ο Γ1, οδηγώντας το ...... ΙΧΦ αυτοκίνητο ψυγείο, μάρκας MERCEDES και μάλιστα στο άκρο δεξιό της εν λόγω κατεύθυνσης. Ο εν λόγω οδηγός Γ1 όλως ξαφνικά άλλαξε πορεία και κινήθηκε από το άκρο δεξιό προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να αποκλείσει την πορεία του ...... ΙΧΕ (AUDI), με συνέπεια το τελευταίο να επιπέσει με το εμπρόσθιο και δεξιό τμήμα στο πίσω μέρος του άνω.....ΙΧΦ ψυγείου και να ακινητοποιηθεί κάθετα. Ενώ λοιπόν το εν λόγω AUDI με οδηγό το Ζ1 βρισκόταν ακινητοποιημένο ο κατηγορούμενος Χ1 που κατ' εκείνο το χρόνο και σε εκείνο τον τόπο οδηγούσε το ...... ΔΧ ρυμουλκό ρυμουλκούμενο και ακολουθούσε το άνω AUDI, επέπεσε με μεγάλη σφοδρότητα επί του ακινητοποιημένου AUDI, με το εμπρόσθιο τμήμα του, πάνω στη δεξιά πλευρά του, το οποίο παρέσυρε σε απόσταση 300 μέτρων και το εκτόξευσε στις υπάρχουσες εκεί προστατευτικές μπάρες. Αποτέλεσμα της ως άνω διαδοχικής σύγκρουσης ήταν να τραυματισθούν τόσο ο οδηγός του AUDI Ζ1, όσο και η μνηστή του Ζ2, οι οποίοι υπέστησαν, ο πρώτος σοβαρές κακώσεις κεφαλής και θώρακος και η δεύτερη βαριές κακώσεις κεφαλής, θώρακος και κοιλίας, από τους οποίους τραυματισμούς ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός τους. Το άνω αποτέλεσμα οφείλεται και στο ότι ο παρών κατηγορούμενος Χ1 δεν είχε συνεχώς τεταμένη την προσοχή του περί την οδήγηση ως όφειλε, λόγω της νύχτας και της περιορισμένης ορατότητας και δεν αντιλήφτηκε εγκαίρως το ακινητοποιημένο AUDI, ενώ αντιλήφτηκε τούτο ο συνεπιβάτης του από απόσταση 40-50 μέτρα, όπως τούτο προκύπτει από την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατάθεσή του, ο οποίος και του φώναξε, πλην όμως, λόγω της αμελούς συμπεριφοράς περί την οδήγηση, δεν μπόρεσε να ακινητοποιήσει εγκαίρως το όχημά του, αλλ' ούτε και να εκτελέσει τους ενδεδειγμένους αποφευκτικούς ελιγμούς, ώστε να αποφύγει την παράσυρση του άνω AUDI ...... . Σύμφωνα με τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια για το οποίο πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για κάθε πράξη και συνολικώς ποινή φυλακίσεως δεκατριών (13) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απεδείχθησαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28, 94 παρ. 1 και 302 του ΠΚ, τις οποίες εφήρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση, είναι δε αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. Δ και Ε του ΚΠΔ, που υποστηρίζουν τα αντίθετα. Ειδικότερα δεν δημιουργεί αντίφαση η αναγραφή στο διατακτικό ότι "από αμέλειά του δεν φρόντισε να έχει ικανή απόσταση από τα προπορευόμενα αυτοκίνητα...", διότι οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ως προς την αμέλεια, συνίστανται σε άλλα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται με σαφήνεια στο σκεπτικό. Η σχετική ως άνω αναφορά στο διατακτικό οφείλεται προφανώς στην από παραδρομή παράλειψή διαγραφής της από την κατηγορία, αφού γι' αυτήν κηρύχτηκε αθώος ο κατηγορούμενος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Τέλος, τα αναφερόμενα στην αναίρεση περί μη ορθής αξιολογήσεως των αποδείξεων αποτελούν αμφισβήτηση της ουσιαστικής εκτίμησης των αποδείξεων και απαραδέκτως προβάλλονται ως λόγος αναίρεσης. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του ΚΠΔ, στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-4-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 12398/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ανθρωποκτονίας εξ αμελείας. Απορρίπτονται οι προσβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως. Το αιτιολογικό επιτρεπτά συμπληρώνει το διατακτικό ως προς τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμέλεια. Δεν δημιουργείται αντίφαση από την αναγραφή στο διατακτικό επιπλέον στοιχείου αμελείας, το οποίο προφανώς από παραδρομή δεν διαγράφτηκε από την κατηγορία, αφού για το τελευταίο κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η αμέλεια συνίσταται και σε άλλα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αυτοτελώς στηρίζουν την κατηγορία. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 600/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεοδώρα Αντωνίου, περί αναιρέσεως της 1131/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1691/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, οι υπό κρίση από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως των? 1)Χ1 και 2)Χ2, αντιστοίχως, κατά της υπ' αριθμ. 1131/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι παραδεκτές και εν πολλοίς ταυτόσημοι, πρέπει, λόγω τη πρόδηλης συνάφειάς τους, να συνεκδικαστούν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ. "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται, αντικειμενικώς, η καταμηνυόμενη ή αναφερόμενη στην αρχή πράξη να συνιστά έγκλημα ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης - επίγνωσης) ότι η ανωτέρω πράξη είναι ψευδής και τη θέληση αυτού να καταμηνύσει τον παθόντα ή να τον αναφέρει στην αρχή, με σκοπό να προκαλέσει την άσκηση εναντίον του ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του σκοπού αυτού. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται, αντικειμενικώς, α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέμενα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους - εντελούς γνώσης - επίγνωσης), ότι τα κατατιθέμενα είναι ψευδή ή τη γνώση με την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και αφετέρου, τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγματικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση της πράξεως του αυτουργού απαιτείται, άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός θα πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικά, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται η εν γνώσει τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος), όπως στην ψευδή καταμήνυση, στη συκοφαντική δυσφήμηση και στην ψευδορκία μάρτυρα ή υπερχειλής δόλος, όπως στην ψευδή καταμήνυση, απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με τις ανωτέρω μορφές δόλου, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή καταμήνυσε ή κατέθεσε στην Αρχή, και επί πλέον, όταν απαιτείται υπερχειλής δόλος (εγκληματικός σκοπός), να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο δράστης επιδίωκε την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, για να αποκλειστεί και στις δύο περιπτώσεις, ότι ο δράστης ενήργησε από ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισμός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, για την ενοχή του κατηγορουμένου ή την επιβολή ποινής ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, με τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ή, προκειμένου περί φωτογραφιών, ότι επεδείχθησαν από το διευθύνοντα τη συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και επισκοπήθηκαν από αυτούς, οπότε ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά τους, έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών ή η επισκόπηση των φωτογραφιών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που ανεγνώσθη δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που ανεγνώσθη και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1131/2007 απόφασης, το Εφετείο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής των αναιρεσειουσών κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις, και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία όλα ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και " ...5)Προτάσεις Χ2 στο Μονομελές Πρωτ, Αθηνών...7)Φωτ/φο του γνησίου τοπογραφικού διαγράματος, 8)Φωτ/φο του νοθευμένου τοπογραφικού διαγράμματος, 9)Φωτογραφίες...". Η κατά τον τρόπο αυτό καταχώριση στα πρακτικά των εν λόγω εγγράφων δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν ανεγνώσθησαν, με την ανάγνωση δε του κειμένου αυτών και την επίδειξη των φωτογραφιών στους παράγοντες της δίκης και την επισκόπησή τους, κατέστησαν αυτά γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στις αναιρεσείουσες, οπότε αυτές είχαν την πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ειδικότερα, με την πιο πάνω αναφορά των φωτογραφιών αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, (τι απεικονίζεται με αυτές κλπ), αφού, με την επίδειξή τους στους παράγοντες της δίκης, και την επισκόπησή τους, κατέστησαν γνωστές κατά το περιεχόμενό τους στις αναιρεσείουσες, οι οποίες δεν αντέλεξαν σχετικά. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω με αριθμούς5,7,8 και 9 αριθμούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγοι αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειουσών κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα και φωτογραφίες, που ανεγνώσθησαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, δέχτηκε, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση διατακτικού και αιτιολογικού, ότι, από τα κατά το είδος τους αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκαν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά? " "Η πρώτη κατηγορουμένη Χ2 είναι ιδιοκτήτρια του ημιυπογείου ορόφου και η εγκαλούσα μηνύτρια και πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 είναι ιδιοκτήτρια του υπερυψωμένου ισογείου ορόφου, του πρώτου ορόφου και του δικαιώματος του υψούν του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται στο ....Αττικής και επί της οδού ...., στον αριθμό .... Κατόπιν αγωγής της πρώτης κατηγορούμενης με την υπ' αριθμ. 4746/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υποχρεώθηκαν η εγκαλούσα μηνύτρια Ψ1 και ο σύζυγός της ...... να απομακρύνουν από τους κοινόχρηστους χώρους της πυλωτής και του κήπου της ως άνω πολυκατοικίας τα παλαιά αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους, να ανοίξουν τους κοινόχρηστους χώρους της πυλωτής και του κλιμακοστασίου, που είχαν κλειστεί με κατασκευές από τούβλα, να κλείσουν την τρύπα στον κοινόχρηστο τοίχο της όμορης ιδιοκτησίας της ενάγουσας και να παραλείπουν στο μέλλον το κλείσιμο των κοινόχρηστων τμημάτων της πυλωτής και του κλιμακοστασίου της ως άνω πολυκατοικίας. Η εγκαλούσα μηνύτρια Ψ1 και ο σύζυγός της συμμορφώθηκαν με την ως άνω απόφαση και απομάκρυναν τα παλαιά αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους από τους κοινόχρηστους χώρους της πυλωτής και του κήπου της πολυκατοικίας και έκλεισαν και την τρύπα στον κοινόχρηστο τοίχο της όμορης ιδιοκτησίας της πρώτης κατηγορουμένης, όπως διαπιστώθηκε και από το δικαστικό επιμελητή που εκτέλεσε κατά τα λοιπά την ως άνω δικαστική απόφαση και γκρέμισε τις κατασκευές από τούβλα που είχαν γίνει στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, (βλ. την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. ... έκθεση αναγκαστικής εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ....). Ενώ είχαν συμμορφωθεί με την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η εγκαλούσα μηνύτρια Ψ1 και ο σύζυγός της, και απομάκρυναν τα αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους από τους κοινόχρηστους χώρους της πυλωτής και του κήπου της πολυκατοικίας, η πρώτη κατηγορουμένη, στην Αθήνα, στις 4-4-2000, κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 21-3-200Ο μηνυτήρια αναφορά της κατά της εγκαλούσας Ψ1, κατά του γιου της Ψα και κατά της θυγατέρας της Ψβ με την οποία, μεταξύ των άλλων, τους καταμήνυσε εν γνώσει της ψευδώς ότι δεν συμμορφώθηκαν με την ως άνω υπ' αριθμ. 4746/1 998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι διατηρούν διάφορα άχρηστα παλιά πράγματα στους κοινόχρηστους χώρους, επειδή λένε ότι έχουν το 90% των κοινοχρήστων και μπορούν να κάνουν ότι θέλουν, ότι τα δύο σκυλιά τους κατεβαίνουν και ουρούν και αφοδεύουν στην πυλωτή, κατεβαίνουν κόρη και μητέρα και την υβρίζουν για να φύγει, ότι η ψυχοκόρη της εγκαλούσας μηνύτριας παίρνει το λάστιχο ότι θα ποτίσει τις γλάστρες και βρέχει επίτηδες τα τζάμια της και την πόρτα της, ότι ενώ υποχρεώθηκαν με δικαστική απόφαση κατόπιν αγωγής της να παραλείπουν το κλείσιμο των κοινοχρήστων τμημάτων της πυλωτής και του κλιμακοστασίου, καθώς και κάθε ενέργεια μεταβολής του χώρου του λεβητοστασίου, από όλα αυτά τίποτα δεν τηρήθηκε και γι' αυτό παρακαλεί όπως αναγκασθούν να συμμορφωθούν και να αναγνωρίσουν την απόφαση του Δικαστηρίου. Εξαιτίας της ως άνω μηνυτήριας αναφοράς της ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της εγκαλούσας , του γιου της και της θυγατέρας της για από κοινού παράβαση του άρθρου 232Α παρ, 1 του Π.Κ. και παράβαση του άρθρου 17 παρ. 1 της 2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως, πλην όμως αυτοί αθωώθηκαν αμετακλήτως με την υπ' αριθμ. 3858/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η πρώτη κατηγορουμένη προέβη στην κατά τα ανωτέρω ψευδή καταμήνυση με την ως άνω μηνυτήρια αναφορά της προς τον Εισαγγελέα, ενώ γνώριζε την αναλήθεια των ως άνω καταγγελλομένων με τη μηνυτήρια αναφορά της, αφού η συμμόρφωση των μηνυομένων με την αναφορά της προς το διατακτικό της προαναφερθείσας υπ' αριθμ. 4746/1998 δικαστικής αποφάσεως προηγήθηκε χρονικά της μηνυτήριας αναφοράς της και είχε διαπιστωθεί και από το δικαστικό επιμελητή ....., που είχε στείλει για να εκτελέσει την ως άνω απόφαση και είχε καταχωρηθεί και στην υπ' αριθμ. .......έκθεση αναγκαστικής εκτέλεσης που συνέταξε. Άλλωστε, ως ιδιοκτήτρια διαμερίσματος και ένοικος της πολυκατοικίας, είχε άμεση αντίληψη για το ότι οι μηνυόμενοι με την αναφορά της είχαν συμμορφωθεί με το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως και ότι τα σκυλιά τους δεν αφόδευαν και δεν ουρούσαν στους κοινόχρηστους χώρους και ότι δεν την έβριζαν για να φύγει από την πολυκατοικία και ότι η ψυχοκόρη τους δεν της έβρεχε επίτηδες τα τζάμια και την πόρτα του διαμερίσματός της, και προέβη στην κατάθεση της ως άνω μηνυτήριας αναφοράς της με αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη των εγκαλούντων για τις πράξεις που αναφέρονται σ' αυτήν. Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα, και συγκεκριμένα, στην Αθήνα, στις 4-4-2000, κατέθεσε ως μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ότι η ως άνω μηνυτήρια αναφορά της είναι αληθής, ενώ γνώριζε ότι τα όσα ανέφερε σ' αυτήν και προαναφέρθηκαν ανωτέρω ήταν ψέματα, και στη συνέχεια στην Αθήνα, στις 24-5-2000, κατέθεσε ως μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη του 15ου Τμήματος Αθηνών ότι μέχρι τότε, και παρά την απόφαση του Δικαστηρίου, οι μηνυόμεγοι δεν είχαν συμμορφωθεί και ότι τα ίδια προβλήματα που αναφέρει στη μήνυσή της εξακολουθούν να υφίστανται, ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν ψέματα. Εξάλλου, όπως αποδείχτηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, η δεύτερη κατηγορουμένη Χ1, στην Αθήνα, στις 24-5-2000, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα, και ειδικότερα, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Πταισματοδίκη του 15ου Τμήματος Αθηνών, επί της μηνυτήριας αναφοράς της πρώτης κατηγορουμένης, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι οι μηνυόμενοι έχουν δύο σκυλιά, τα οποία λερώνουν το χώρο της πυλωτής, ότι οι χώροι γύρω από το σπίτι είναι σαν παλιατζίδικο, επειδή υπάρχουν αρκετά πράγματα στοιβαγμένα, ότι η ψυχοκόρη των μηνυομένων όταν ποτίζει λερώνει τα παράθυρα και την πόρτα της μηνύτριας, ότι η πρώτη μηνυομένη το καλοκαίρι του 1999 απευθύνθηκε στη μηνύτρια και της είπε θα δεις τι θα σου κάνω εσένα και της φίλης σου, τις "παστρικές" και ότι οι μηνυόμενοι δεν έχουν συμμορφωθεί στην απόφαση μέχρι σήμερα και η ζωή της μηνύτριας σ' αυτό το σπίτι έχει γίνει αφόρητη, από τις παράλογες ενοχλήσεις, από τη βρώμα των σκυλιών και ότι η μηνύτρια φοβάται για τη σωματική της ακεραιότητα, ενώ γνώριζε ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψέματα, διότι επισκεπτόταν τακτικά τη μηνύτρια και φίλη της στο διαμέρισμά της και έβλεπε ότι οι τότε μηνυόμενοι και ήδη εγκαλούντες είχαν συμμορφωθεί με την προαναφερθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και είχαν απομακρύνει τα παλαιά αντικείμενα της ιδιοκτησίας τους από τους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, και δεν υπήρχαν παλιά αντικείμενα στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, και αυτοί ήταν καθαροί, ότι τα σκυλιά δεν λέρωναν το χώρο της πυλωτής, ότι η ψυχοκόρη των μηνυομένων όταν ποτίζει δεν λερώνει τα παράθυρα και την πόρτα της μηνύτριας, ότι ποτέ η πρώτη μηνυομένη δεν απευθύνθηκε στη μηνύτρια και δεν της είπε θα δεις τι θα σου κάνω εσένα και της φίλης σου, τις "παστρικές", ότι η ζωή της μηνύτριας σ' αυτό το σπίτι δεν είχε γίνει αφόρητη από τις παράλογες ενοχλήσεις, από τη βρώμα των σκυλιών και ότι η μηνύτρια δεν είχε λόγους και δεν φοβόταν για τη σωματική της ακεραιότητα. Τέλος, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη Χ2, με συνεχείς προτροπές, πειθώ και φορτικότητα προκάλεσε στη δεύτερη κατηγορούμενη και φίλη της Χ1 την απόφαση να τελέσει την ως άνω πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, και να καταθέσει ως μάρτυρας, εν γνώσει της ψευδώς τα όσα κατά τα ανωτέρω κατέθεσε ενώπιον του Πταισματοδίκη του 15ου Τμήματος Αθηνών, για να υποστηρίξει την ψευδή μηνυτήρια αναφορά της και να καταδιώξει μ' αυτήν τους τότε μηνυόμενους και ήδη εγκαλούντες μηνυτές. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η πρώτη κατηγορουμένη Χ2 να κηρυχθεί ένοχη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, της κατ' εξακολούθηση ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, μάλιστα και της ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση, όπως και πρωτοδίκως, αφού δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση της από την άσκηση της εφέσεώς της και να κριθεί ένοχη ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή (βλ. άρθρ. 470 ΚΠΔ) και η δεύτερη κατηγορούμενη Χ1 ένοχη ψευδορκίας μάρτυρα, σύμφωνα με το διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 2, 46 παρ. 1 εδ. α', 94, 98 παρ. 1, 224 παρ. 2-1 και 229 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες, ούτε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Η αιτιολογία δε αυτή δεν είναι τυπική, αν και αποτελεί, ως επί το πλείστον, επανάληψη του διατακτικού, αφού περιέχει το τελευταίο, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά, τόσον αναλυτικά, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία ότι ελήφθησαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και όχι μόνο των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως. Έτσι ουδεμία αμφιβολία δημιουργείται και προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία αποτελεί το βασικό μάρτυρα κατηγορίας, είναι δε αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα. Περαιτέρω, αιτιολογείται ειδικώς ο άμεσος δόλος των ανωτέρω αναιρεσειουσών, αναφορικώς προς τα εγκλήματα: α) της ψευδορκίας μάρτυρα,και β) της ψευδούς καταμηνύσεως, καθώς και ο εγκληματικός σκοπός (υπερχειλής δόλος) της Χ2, ως προς το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, αφού παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης - εντελούς γνώσης), της εν λόγω αναιρεσείουσας του ψευδούς γεγονότος που αναφέρει αυτή στη μήνυσή της, ισχυρίστηκε δε και κατέθεσε ενόρκως με τη μήνυσή της και την ένορκη κατάθεσή της, προς επιβεβαίωση του περιεχομένου της, στις 4-4-2000, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών ότι η ως άνω από21-3-2000 μηνυτήρια αναφορά της είναι αληθής, ενώ γνώριζε ότι τα όσα ανέφερε σ' αυτήν και προαναφέρθηκαν ανωτέρω ήταν ψέματα. Στη συνέχεια, στην Αθήνα και στις 24-5-2000 κατέθεσε ως μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη του 15ου Τμήματος Αθηνών ότι μέχρι τότε και παρά την απόφαση του δικαστηρίου οι μηνυόμενοι δεν είχαν συμμορφωθεί, και ότι τα ίδια προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται , ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν ψέματα, ενόψει των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τις οποίες η εν λόγω αναιρεσείουσα κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών την υπ' αριθμ. ΑΒΜ Α 2000/21-3-2000 μηνυτήρια αναφορά της, με την οποία εν γνώσει ψευδώς καταμήνυσε την εγκαλούσα Ψ1, καθώς και τους Ψα και Ψβ ότι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως του άρθρου 232 Α' παρ. 1 του ΠΚ και του άρθρου 17 παρ. 1 της υπ' αριθμ. 2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως, για τις οποίες ασκήθηκε αρμοδίως ποινική δίωξη κατά των ανωτέρω τριών καταμηνυθέντων και τελικώς αθωώθηκαν αυτοί με την ήδη αμετάκλητη υπ' αριθμ. 3858/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Η ως άνω αναιρεσείουσα γνώριζε ότι ο Ψα και η Ψβ δεν ήσαν διάδικοι στην αστική δίκη, και παρά ταύτα τους καταμήνυσε, με σκοπό να επιτύχει την ποινική τους δίωξη, πράγμα το οποίο και πέτυχε. Η αναιρεσείουσα Χ2 αβάσιμα υποστηρίζει ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα αυτό για το λόγο ότι δεν διευκρινίζεται αν ο Ψα και η Ψβ ήταν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας είχε εκδοθεί η υπ' αριθμ. 4746/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γιατί τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής του υποστάσεως. Η ίδια αναιρεσείουσα προφανώς για να επιβαρύνει τη θέση της Ψ1 και Ψβ για τις άλλες πράξεις εν γνώσει ανακοίνωσε ψευδώς στην αρχή αόριστα ότι την υβρίζουν, προφανώς για να επιβαρύνει τη θέση τους, και έτσι αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, στα πλαίσια της αιτιολογημένης απάντησης επί της σχετικής αιτιάσεως αυτής. Περαιτέρω, αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα ο τρόπος, με τον οποίο η ανωτέρω αναιρεσείουσα, προκάλεσε στη δεύτερη συγκατηγορουμένη και φίλη της, Χ1 την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, την οποία και διέπραξε αυτή, με την αναφορά στο σκεπτικό αυτής, ότι την έπεισε με συνεχείς προτροπές, πειθώ και φορτικότητα να τελέσει την ως άνω πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και να καταθέσει ως μάρτυρας, εν γνώσει της ψευδώς, τα όσα η μάρτυρας κατέθεσε για να υποστηρίξει την ψευδή μηνυτήρια αναφορά της μηνύτριας φίλης της, των οποίων την αναλήθεια γνώριζε με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά στο σκεπτικό της αποφάσεως. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της Χ2, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 27 παρ. 2, 46 παρ. 2 εδ. α',94, 98 παρ.1, 224 παρ. 2-1 και 229 παρ.1 του ΠΚ είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν, ενώ, οι λοιπές αιτιάσεις αυτών, με τις οποίες πλήττεται με την επίκληση, κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης ως άνω αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν. Συνακολούθως, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 12-9-2007 αιτήσεις των? 1)Χ1 και 2) Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1131/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Απορρίπτει αυτές. Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για την κάθε μια. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία. Απορρίπτει ως αβάσιμους λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ. Ο πολιτικώς ενάγων αποτελεί το βασικό μάρτυρα κατηγορίας και από την επισκόπηση προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος. Προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα των εγγράφων που αναγνώστηκαν. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 597/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καρύδα, περί αναιρέσεως της 656/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Στασινόπουλο. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1740/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 3327/2005, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται, αντικειμενικώς, η καταμηνυόμενη πράξη ή αναφερόμενη στην αρχή πράξη να συνιστά έγκλημα ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης) ότι η ανωτέρω πράξη είναι ψευδής και τη θέληση αυτού να καταμηνύσει τον παθόντα ή να τον αναφέρει στην αρχή, με σκοπό να προκαλέσει την άσκηση εναντίον του ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του σκοπού αυτού. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της εφέσεως του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση, πρέπει, εκτός των άλλων, να εξειδικεύεται η καταμηνυθείσα πράξη, να αναφέρεται ο επιδιωκόμενος σκοπός και επιπλέον, δεδομένου ότι για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης), ότι η ανακοίνωση ή καταμήνυση είναι ψευδής, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά με παράθεση των πραγματικών περιστατικών τα οποία δικαιολογούν τη γνώση αυτή, για να αποκλειστεί ότι ο δράστης ενήργησε από ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ.1 και 498 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως πρέπει, καταρχήν, να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά όμως προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με την παράγρ. 3 του άρθρου 486 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παράγρ. 19 του ν. 2408/1996 και ισχύει από 4/6/1996, (άρθρο 7 του νόμου αυτού), "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από τη διατύπωση αυτή του νόμου προκύπτει σαφώς ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου αυτού μέσου, που ασκείται μετά την ισχύ του νόμου 2408/1996, ήτοι μετά τις 4 Ιουνίου 1996. Γίνεται πλέον φανερό ότι ο νομοθέτης δεν αρκείται όπως γινόταν δεκτό μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.2408/1996, στην τυπική επίκληση ως λόγου εφέσεως "της κακής εκτίμησης των αποδείξεων" από την εκκαλούμενη αθωωτική απόφαση, αλλά αξιώνει από τον Εισαγγελέα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση του λόγου εφέσεως, στον οποίο πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν. Όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να απορρίψει ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας στη σχετική έκθεση, προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υπερβαίνει την εξουσία του, οπότε ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως (βλ. Ολ.ΑΠ 9/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά, το Τριμελές Εφετείο Πατρών, απέρριψε την ένσταση του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντος, περί απαραδέκτου της υπ' αριθμ. 95/21-6-2005 έφεσης της Εισαγγελέως Πλημ/κών Αγρινίου, κατά της υπ' αριθμ. 1291/9-6-2005 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αγρινίου και αφού δέχθηκε τυπικά την ως άνω έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών κατά της αθωωτικής αυτής αποφάσεως, στη συνέχεια, εξήτασε την ουσία της υποθέσεως και κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για ψευδή καταμήνυση, τον οποίον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στην ως άνω έκθεση εφέσεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αγρινίου, που συντάχθηκε ενώπιον της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοδικείου, και την οποία παραδεκτά επισκοπεί ο 'Αρειος Πάγος για την εξέταση του προβαλλομένου πρώτου λόγου αναιρέσεως, αναφέρεται ότι η παραπάνω Εισαγγελέας δήλωσε ότι ασκεί έφεση κατά της 1291/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος για ψευδή καταμήνυση, ενώ έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, για την αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη που προαναφέρθηκε, καθόσον, "από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα υπ' αριθμ. ...... και από ....... έγγραφα της Δ/νσης Πολεοδομίας Αιτ/νίας και του Τοπικού Συμβουλίου του Τ.Δ. Αετόπετρας του Δήμου Θέρμου, αντίστοιχα, προέκυψε, ότι ο κατηγορούμενος κατήγγειλε προφορικά σε υπαλλήλους της Δ/νσεως Πολεοδομίας Αιτ/νίας, που είχαν μεταβεί στην ....... για διενέργεια αυτοψίας, ότι ο εγκαλών ψ1 κατασκεύασε τοιχίο, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, αν και γνώριζε ότι το αυθαίρετο αυτό κτίσμα δεν κατασκευάστηκε από αυτόν (εγκαλούντα). Στην καταγγελία προέβη ο κατηγορούμενος με αφορμή τη μετάβαση των υπαλλήλων της Δ/νσης Πολεοδομίας για διενέργεια αυτοψίας επί δικών του αυθαιρέτων κατασκευών κατόπιν καταγγελίας του εγκαλούντος, γεγονός που καταδεικνύει και το σκοπό της καταμήνυσης αυτής". Η αιτιολογία όμως αυτή της έφεσης της Εισαγγελέως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, και επομένως έπρεπε αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διότι, καίτοι στρέφεται κατά αθωωτικής απόφασης, δεν περιέχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτεί ο νόμος, αφού δεν εκτίθεται σ' αυτήν ποιες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων και από ποια συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση της εφέσεως. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται ειδικώς ο δόλος, δηλαδή η γνώση του ψεύδους της ανακοίνωσης. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό η έφεση περιορίζεται να παραθέσει απλώς τη φράση "αν και γνώριζε", χωρίς όμως να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά εκείνα από τα οποία η Εισαγγελέας συνήγαγε την κρίση ότι ο αναιρεσείων τελούσε εν γνώσει, ότι το επίμαχο τοιχίο κατασκευάστηκε από τον εγκαλούντα. Κατά συνέπεια, υπερέβη την εξουσία του το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Εφετείο, με το να απορρίψει αναιτιολόγητα την ένσταση περί απαραδέκτου της έφεσης και στη συνέχεια με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα και έτσι κατέστησε αυτήν αναιρετέα. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την περί ενοχής του αναιρεσείοντος διάταξή της για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης. Μετά ταύτα, μη συντρεχούσης περιπτώσεως παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ένδικη έφεση της Εισαγγελέως κατά της 1291/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ'αριθμ.656/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών κατά την περί ενοχής διάταξή της ως προς τον αναιρεσείοντα για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης. Απορρίπτει ως απαράδεκτη την υπ' αριθμ. 95/05 έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αγρινίου κατά της υπ' αριθμ. 1291/2005 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 3 του ΚΠΔ η έφεση του Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Υπερέβη την εξουσία του το Εφετείο με το να απορρίψει αναιτιολόγητα την ένσταση περί απαραδέκτου, να δεχθεί την έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, η οποία δεν είχε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και στη συνέχεια να καταδικάσει τον κατηγορούμενο. Αναιρεί την απόφαση η οποία είχε κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο για ψευδή καταμήνυση. Απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Έφεση Εισαγγελέα.
0
Αριθμός 596/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως). Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Γιαννούλη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3407/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1085/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 500/14-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 25/2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 3407/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, (που μετετράπη προς 4,40 ευρώ ημερησίως), για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση και εκθέτω τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, είναι απαράδεκτο και ως τέτοιο απορριπτέο. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 504 § 1 Κ.Π.Δ. όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου όταν κατ'αυτής έχει ασκηθεί έφεση και έχει ήδη εκδοθεί απόφαση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1568/06, ΑΠ 78/05), η απόφαση του οποίου υπόκειται πλέον σε αναίρεση, εφόσον είναι τελειωτική της κατηγορίας, όπως είναι εκείνη που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη, αφού στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται ρητά τέτοιο δικαίωμα από τις διατάξεις των άρθρων 476 § 2 και 501 § 1 Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά της ανωτέρω 3407/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων άσκησε, καθ'ό είχε δικαίωμα, την υπ'αριθμ. 829/2006 έφεσή του, η οποία με την υπ'αριθμ. 1233/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Με την κρινομένη 25/2007 αίτησή του, την οποία άσκησε για λογαριασμό του, (και δυνάμει της από 26-3-07 εξουσιοδοτήσεώς του) ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Δημήτριος Λάζος, ο αναιρεσείων ζητάει την αναίρεση της ως άνω 3407/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, εκθέτοντας, μεταξύ άλλων, ότι "......... ο παραπάνω εντολέας του, αναιρεσειβάλει δι'αυτού, ως συνηγόρου του παραστάντος στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 9-3-2006 (άρθ. 465 § 2 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Αρείου Πάγου την με αριθμό 3407/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος παράβασης του αδικήματος της ψευδής καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης σε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών............επί της παραπάνω απόφασης ασκήθηκε η υπ'αριθμό 829/2006 έφεση που απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την υπ'αριθμ. 1233/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση και συγκεκριμένα κηρύχθηκε ένοχος........ Η ανωτέρω απόφαση που ας σημειωθεί επικυρώθηκε με την υπ'αριθμ. 1233/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης χωρίς από την πλευρά μου να προσβληθεί...... Ειδικότερα η πρωτόδικη απόφαση που επικυρώθηκε από το Εφετείο με καταδίκασε με ένα πλημμελές και μη ειδικό και εμπεριστατωμένο αιτιολογικό................ενώ το έκρινε ορθά το αποδεικτικό υλικό έπρεπε να με απαλλάξει από κάθε κατηγορία......... Συνεπώς, η απόφαση είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. ε' (εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης) και συγκεκριμένα των περί του αδικήματος της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ο αναιρεσείων ζητεί την για τους εκτεθέντες λόγους αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ...................και κηρυχθεί αθώος της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε καθώς και κάθε άλλης πράξης..........". Ενόψει αυτών η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, αφού στρέφεται κατά αποφάσεως, που δεν υπόκειται σε αναίρεση και επομένως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Τέλος και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η κρινομένη αίτηση αναίρεσης στρέφεται και κατά της παραπάνω 1233/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η υπ'αριθμ. 829/2006 έφεσή του κατά της 3407/2006 πρωτόδικης απόφασης και πάλι είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν διαλαμβάνει ούτε ένα σαφή, ορισμένο και νόμιμο λόγο αναιρέσεως για τον οποίο πλήττεται η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού με τον αναφερόμενο ως άνω λόγο αναιρέσεως, ευθέως αμφισβητείται η ορθότητα της ουσιαστικής εκτίμησης των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 25/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της υπ'αριθμ. 3407/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 28 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 489 παρ.1 περίπτ. γ' ΚΠοινΔ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αν με αυτή καταδικάσθηκε σε φυλάκιση πάνω από τέσσερις μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια πεντακόσια ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 504 παρ.1 ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως ή απόφαση, η οποία κατά το χρόνο απαγγελίας της μπορούσε να προσβληθεί με έφεση, έστω και αν, επιγενομένως, έγινε τελεσίδικη είτε γιατί παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της εφέσεως, είτε γιατί απορρίφθηκε η ασκηθείσα έφεση ως ανυποστήρικτη. Στην τελευταία περίπτωση, με αναίρεση προσβάλλεται παραδεκτώς μόνον η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και μόνον για το ότι όχι ορθώς απορρίφθηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δίκασε την ουσία της υποθέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε κατ'αποφάσεως, κατά της οποίας δεν προβλέπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, διώκεται η αναίρεση της 3407/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων σε φυλάκιση δέκα μηνών για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Η αίτηση αναιρέσεως αυτή είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, καθόσον, όπως σ'αυτήν εκτίθεται αλλά και από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία υπέκειτο σε έφεση από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, ασκήθηκε από τον τελευταίο τέτοια έφεση, απορριφθείσα ως ανυποστήρικτη με τη 1233/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά της οποίας και μόνον θα ήταν παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί, για τον ανωτέρω λόγο, η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 3407/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατ’ αποφάσεως που υπόκειται στο ένδικο μέσο της εφέσεως δεν επιτρέπεται και όταν ακόμη η ασκηθείσα κατ’ αυτής έφεση έχει απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Στην τελευταία περίπτωση με αναίρεση προσβάλλεται η απορριπτική απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Απορρίπτει αίτηση.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 595/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως). Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Γιαννούλη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2734/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1084/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 498/14-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 21/2007 αίτηση αναιρέσεως του χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2734/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, που μετετράπη προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για απάτη με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη κατ'εξακολούθηση και εκθέτω τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, είναι απαράδεκτο και ως τέτοιο απορριπτέο. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 504 § 1 Κ.Π.Δ. όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Συνεπώς δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου όταν κατ'αυτής έχει ασκηθεί έφεση και έχει ήδη εκδοθεί απόφαση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1568/06, ΑΠ 78/05), η απόφαση του οποίου υπόκειται πλέον σε αναίρεση, εφόσον είναι τελειωτική της κατηγορίας, όπως είναι εκείνη που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη, αφού στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται ρητά τέτοιο δικαίωμα από τις διατάξεις των άρθρων 476 § 2 και 511 § 1 Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά της ανωτέρω 2734/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων άσκησε, καθ'ό είχε δικαίωμα, την υπ'αριθμ. 828/2006 έφεσή του, η οποία με την υπ'αριθμ. 1235/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Με την κρινομένη 21/2007 αίτησή του, την οποία άσκησε για λογαριασμό του, ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Δημήτριος Λάζος, ο αναιρεσείων ζητάει την αναίρεση της ανωτέρω 2734/2006 πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, εκθέτοντας, μεταξύ άλλων, ότι "......... ο παραπάνω εντολέας του αναιρεσειβάλει δι'αυτού, ως συνηγόρου του παραστάντος στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 24-2-2006 (άρθ. 465 § 2 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Αρείου Πάγου την με αριθμό 2734/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος του αδικήματος της απάτης......... επί της παραπάνω απόφασης ασκήθηκε έφεση που απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την υπ'αριθμ. 1235/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση........ Η ανωτέρω απόφαση που ας σημειωθεί επικυρώθηκε με την υπ'αριθμ. 1235/07 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης χωρίς από την πλευρά μου να προσβληθεί...... ειδικότερα η πρωτόδικη απόφαση.............. με καταδίκασε με ένα πλημμελές και μη ειδικά και εμπεριστατωμένο αιτιολογικό................ Συνεπώς, η απόφαση είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. ε' (εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης) και συγκεκριμένα του αδικήματος της απάτης. Ο αναιρεσείων ζητεί την για τους εκτεθέντες λόγους αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ...................και να κηρυχθεί αθώος της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε και κάθε άλλης πράξης......". Ενόψει αυτών η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, αφού στρέφεται κατά της 2734/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δεν υπόκειται σε αναίρεση και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Τέλος και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η κρινομένη αίτηση αναίρεσης στρέφεται και κατά της παραπάνω 1235/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η υπ'αριθμ. 828/2006 έφεση του αναιρεσείοντα κατά της 2734/2006 πρωτόδικης απόφασης και πάλι είναι απαράδεκτη, αφού ασκήθηκε από τον παραπάνω δικηγόρο, χωρίς εξουσιοδότηση του εντολέα του, χ1, δεδομένου ότι με την επισυναπτόμενη από 1-3-07 εξουσιοδότησή του, ο τελευταίος του έδωσε την εντολή για άσκηση αναίρεσης κατά της πρωτόδικης 2734/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και όχι και για αναίρεση της 1235/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν δικαιούται στην άσκησή της, αφού ο δικηγόρος δικαιούται να ασκήσει αναίρεση αν παραστάθηκε στην κατ'έφεση δίκη και εφόσον η απόφαση είναι καταδικαστική. Εάν όμως με αυτή απορριφθεί η έφεση, όπως εν προκειμένω, ως ανυποστήρικτη δεν νομιμοποιείται και χρειάζεται πληρεξούσιο, το οποίο προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης (Συμ. ΑΠ 1279/2000). Πέραν αυτού η κρινομένη αίτηση δεν διαλαμβάνει ούτε ένα σαφή, ορισμένο και νόμιμο λόγο αναιρέσεως για τον οποίο πλήττεται η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού με τον αναφερόμενο ως άνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται η απόφαση (2734/2006) του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οπότε και εξ αυτού του λόγου είναι απαράδεκτη. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 21/2007 αίτηση αναίρεσης του χ1 κατά της υπ'αριθμ. 2734/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 28 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 489 παρ.1 περίπτ. γ' ΚΠοινΔ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αν με αυτή καταδικάσθηκε σε φυλάκιση πάνω από τέσσερις μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια πεντακόσια ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 504 παρ.1 ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως ή απόφαση, η οποία κατά το χρόνο απαγγελίας της μπορούσε να προσβληθεί με έφεση, έστω και αν, επιγενομένως, έγινε τελεσίδικη είτε γιατί παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της εφέσεως, είτε γιατί απορρίφθηκε η ασκηθείσα έφεση ως ανυποστήρικτη. Στην τελευταία περίπτωση, με αναίρεση προσβάλλεται παραδεκτώς μόνον η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και μόνον για το ότι όχι ορθώς απορρίφθηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δίκασε την ουσία της υποθέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε κατ'αποφάσεως, κατά της οποίας δεν προβλέπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, διώκεται η αναίρεση της 2734/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων σε φυλάκιση δύο ετών για απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας. Η αίτηση αναιρέσεως αυτή είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, καθόσον, όπως σ'αυτήν εκτίθεται αλλά και από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία υπέκειτο σε έφεση από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, ασκήθηκε από τον τελευταίο τέτοια έφεση, απορριφθείσα ως ανυποστήρικτη με τη 1235/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά της οποίας και μόνον θα ήταν παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί, για τον ανωτέρω λόγο, η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Μαΐου 2007 αίτηση του χ1, περί αναιρέσεως της 2734/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατ’ αποφάσεως που υπόκειται στο ένδικο μέσο της εφέσεως δεν επιτρέπεται και όταν ακόμη η ασκηθείσα κατ’ αυτήν έφεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Στην τελευταία περίπτωση με αναίρεση προσβάλλεται η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Απορρίπτει αίτηση.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 590/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό, Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπα-γίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4, 5) Χ5 και 6) Χ6 και εγκαλούντα τον Ψ1.Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2060/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 25/28.01/2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω σύμφωνα με τα άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Π.Δ. το υπ'αρ. 57858/2007 έγγραφο του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών εις εκτέλεση του υπ'αρ. 2563/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο παραπέμπεται στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου για κανονισμό αρμοδιότητας η δικογραφία που σχηματίστηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών βάσει των από 8-11-2006 και 25-1-2007 μηνυτήριων αναφορών του Ψ1, για τις αναφερόμενες σ'αυτές πράξεις κατά των 1)Χ1 Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, 2) Χ2 Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, 3) Χ3 Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 4) Χ4 Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 5) Χ5, Πρωτοδίκη Αθηνών και 6) Χ6 Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών που έχει ήδη παραιτηθεί, και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά την διάταξη του αρ. 136 εδ. ε' Κ.Π.Δ. στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από του βαθμού του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 του ΚΠΔ, δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσεως και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο. Εξάλλου κατά την διάταξη του αρ. 137 παρ. 1 εδ. γ' του ίδιου Κ.Π.Δ. αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, όπως επί παραπομπής από ένα Εφετείο σε άλλο. Στην προκειμένη περίπτωση με αφορμή τις από 28-11-2006 και 25-1-2007 εγκλήσεις του Ψ1 σχηματίσθηκε από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών δικογραφία σε βάρος των προαναφερθέντων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που υπηρετούν (αντιστοίχως), ως ήδη εξετέθη εις το Πρωτοδικείο, Εισαγγελία Πρωτοδικών και Εισαγγελία Εφετών Αθηνών ο δε 6ος Χ6 έχει ήδη αποχωρήσει λόγω παραιτήσεως. Στους ανωτέρω αποδίδεται η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος. Η δικογραφία διεβιβάσθη στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών εισήχθη εις το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών για τον κανονισμό αρμοδιότητος το οποίο με το υπ'αρ. 2563/2007 βούλευμα του εκηρύχθη αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση εις το Υμέτερο Δικαστήριο. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και περαιτέρω παραπομπής ως προς τον εγκαλούμενο Χ6 λόγω (πλέον) συναφείας, από τις κατά τόπο αρμόδιες Δικαστικές Αρχές περιφέρειας Εφετείου Αθηνών στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και στις αντίστοιχες Δικαστικές Αρχές του αυτού Εφετείου αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. Για τους λόγους αυτούς. Π ρ ο τ ε ί ν ω. Να διατάξει το δικαστήριό Σας την παραπομπή της υποθέσεως, επί της οποίας σχηματίσθηκε η υπ'αρ. ΑΒΜ Α 2007/4550 δικογραφία της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών αναφορικά με τα καταγγελόμενα στις από 8-11-2006 και 25-1-2007 εγκλήσεις του Ψ1, κατά των 1) Χ1 Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, 2) Χ2 Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, 3) Χ3 Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 4) Χ4 Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών,5) Χ5 Πρωτοδίκη Αθηνών και 6) Χ6 τ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών από τις κατά τόπο αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές Περιφέρειας Εφετείου Αθηνών στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και στις αντίστοιχες δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. Αθήνα 17-1-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης". Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 στοιχ. γ' ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, όταν εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω, ο οποίος υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα δικαστήριο, διατάσσεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντα, από τον Άρειο Πάγο σε Συμβούλιο (αν δεν πρόκειται για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α' και β' του ίδιου άρθρου) η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, ομοειδές και ισόβαθμο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Η παραπομπή αυτή νοείται όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως, ακόμη και της διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως, διότι και κατ' αυτά συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, ήτοι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας αυτού, εξαιτίας της συνυπηρετήσεώς του στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούντα, παθόντα ή κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με αφορμή τις από 8.11.2006 και 25.1.2007 μηνυτήριες αναφορές του Ψ1, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, αντιστοίχως, με τις οποίες ο ανωτέρω κατήγγειλε για παράβαση καθήκοντος τους 1) Χ1, Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, 2) Χ2, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, 3) Χ3, Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 4) Χ4, Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 5) Χ5, Πρωτοδίκη Αθηνών και 6) Χ6, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ήδη παραιτηθέντα, σχηματίσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, όπου οι αναφορές αυτές διαβιβάσθηκαν, η ΑΒΜ Α2007/4550 ποινική δικογραφία, η οποία υποβλήθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθ. πρωτ. 118342/25.10.2007 έγγραφό του, στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, διότι προέκυψε ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, προκειμένου ο τελευταίος να ζητήσει την παραπομπή της υποθέσεως σε άλλη Δικαστική Αρχή. Ενόψει του ότι οι ανωτέρω (πλην του τελευταίου) υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Αθηνών και στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών και Εφετών Αθηνών, όπως προεκτέθηκε, συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, παραπομπής της υποθέσεως από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών στις αντίστοιχες του Πειραιώς (ως πλησιέστερες) και αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση, στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Πειραιώς, σύμφωνα με την από 7.11.2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών περί κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπήν, παραπεμφθείσα στο Δικαστήριο τούτο με το 2563/2007 βούλευμά του, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή και να χωρήσει κανονισμός αρμοδιότητος κατά τα ανωτέρω και παραπομπή της υποθέσεως, όπως στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση που αναφέρεται στο σκεπτικό, επί της οποίας έχει σχηματισθεί η ΑΒΜ Α2007/4550 δικογραφία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες Αρχές του Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει την υπόθεση στις Εισαγγελικές Αρχές και Δικαστικές του Πρωτοδικείου Πειραιά και αν συντρέχει περίπτωση στις αντίστοιχες του Εφετείου Πειραιά.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 578/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαρίτο, για αναίρεση της 76/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαρτίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 728/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν αυτόκλητοι, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, κατά της αποφάσεως ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνον αναίρεση. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται και για την απόφαση αυτή, η οποία απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη, Στην περίπτωση αυτή, τέτοια αιτιολογία, που να πληροί δηλαδή τις απαιτήσεις των διατάξεων αυτών, προϋποθέτει ότι διαλαμβάνεται στην απόφαση ή το βούλευμα του εφετείου, ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως και εκείνος της ασκήσεως του ένδικου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (ΟλΑΠ 5/1995, 6, 7/1994), χωρίς να απαιτείται ο ειδικότερος προσδιορισμός των κατ' άρθρο 161 παρ. 1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητάς του, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία θα πρέπει να καλύπτει και το θέμα αυτό. Αιτιολογία αποτελεί το σκεπτικό της απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, όπως αυτά εκτίθενται σε αυτήν και όχι η επί του εξωφύλλου του φακέλου της δικογραφίας σχετική σημείωση του διευθύνοντος τη συζήτηση. Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η 76/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, που απέρριψε ως απαράδεκτη, καθ' ό εκπρόθεσμη, την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 3720/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, που τον καταδίκασε ερήμην για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης έχει ως εξής: Από το από ...... αποδεικτικό επίδοσης του αρχιφύλακα ......., αποδεικνύεται ότι αντίγραφο της ερήμην του εκκαλούντος εκδοθείσας 3720/2002 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Ρόδου, που προσβάλλεται με την έφεση, επιδόθηκε νόμιμα στον εκκαλούντα στις 17 Φεβρουαρίου 2004 με θυροκόλληση αυτής, κατά το άρθρο 155 παρ. 2 Κ.Π.Δ., στη διεύθυνση οδό ..... αρ. ......, στην πόλη της ....... Όπως δε αποδεικνύεται από τη ρητή δήλωση του εκκαλούντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, "Στην οδό ....... έμενα", αυτός πράγματι διέμενε στη διεύθυνση αυτή, ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ορθά επιδόθηκε η εκκαλούμενη με θυροκόλληση στη διεύθυνση αυτή. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε από τον ίδιο τον εκκαλούντα με δήλωση του ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, στις 24.11.2005, δηλαδή μετά την πάροδο της οριζόμενης από το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ δεκαήμερης προθεσμίας, η οποία άρχισε στις 18 Φεβρουαρίου 2004, είναι εκπρόθεσμη. Παραπέρα, από το περιεχόμενο της κρινόμενης έφεσης δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι από ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο αυτό μέσο, οπότε, και μόνο τότε, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, θα εσυγχωρείτο το εκπρόθεσμο αυτής και μάλιστα, εφόσον συνέτρεχαν και οι λοιπές προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Κατ' ακολουθίαν πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατ'αναγκαία συνέπεια, να διαταχθεί η εκτέλεση της εκκαλουμένης. Η αιτιολογία αυτή είναι η, κατά τα παραπάνω, από το Σύνταγμα και το νόμο, απαιτούμενη, αφού περιέχει όλα τα πιο πάνω αναγκαία για την πληρότητά της, στοιχεία, είναι δε αντιθέτως προς τα υπό του αναιρεσείοντος σχετικώς υποστηριζόμενα, αδιάφορο το περιεχόμενο της επί του εξωφύλλου του φακέλου της δικογραφίας σχετικής με την απόφαση σημείωσης του διευθύνοντος τη συζήτηση και η θέση αναγραφής αυτής. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης. Εξάλλου, ο πρώτος από το στοιχ. Ε της ίδιας παραγράφου, λόγος, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 498 και 494 παρ.1 ΚΠΔ, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, αφού οι διατάξεις αυτές δεν είναι ουσιαστικές, αλλά δικονομικές. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθμό 7/2006 και με ημερομηνία 21 Μαρτίου 2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά της 76/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη. Αιτιολογημένη η απόρριψη της εφέσεως του κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμης, αφού αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως και εκείνος της ασκήσεως του ένδικου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, ενώ ο κατηγορούμενος δεν αναφέρει στην έκθεση εφέσεώς του (λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος), που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 572/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο, περί αναιρέσεως της 274/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη . Το Τριμέλες Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 12 Νοεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1554/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 302 παρ.1 και 28 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση θανατώσεως άλλου, υποκειμενικώς δε: α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ'αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής, β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους τα περιστατικά που αποδείχτηκαν έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατά το είδος καθενός αναφορά τους ,χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου και του τι προέκυψε από το καθένα απ'αυτά. Πρέπει όμως να προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά απ'αυτά για να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα , δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, δηλαδή, εκτός άλλων, όταν κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (πλημμελημάτων) Καλαμάτας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 274/2007 απόφασή του με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στο 75,5 χιλιόμετρο της εθνικής οδού ..... - ......, την 11-6-2001, ο κατηγορούμενος, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, επέφερε το θάνατο άλλου και δη της Ψ, χωρίς να προβλέψει το ως άνω αξιόποινο αποτέλεσμα που παρήχθη από την παρακάτω πράξη του. Συγκεκριμένα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, οδηγώντας το υπ' αριθμ. ....... ΔΧΦ αυτοκίνητό του, μεταφοράς τσιμέντου, της ανώνυμης εταιρίας τσιμέντων ΤΙΤΑΝ και βαίνοντας με αυτό στην ανωτέρω εθνική οδό, συνολικού πλάτους 7,20 μέτρων, με κατεύθυνση προς ......, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στη οδήγηση και επεχείρησε υπέρβαση από τα αριστερά προπορευόμενου αυτοκινήτου (λεωφορείου του ΚΤΕΛ), εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας (προς ........), με αποτέλεσμα, κατά την κίνηση του αυτή και ενώ ευρίσκετο σε θέση παράλληλη με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, το οποίο επιχειρούσε να προσπεράσει, να παρεμποδίσει την κίνηση του αντιθέτως κινουμένου υπ' αριθμ. ....... ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο ευρίσκετο στην ελάχιστη απόσταση των 15 περίπου μέτρων, η οδηγός του οποίου, Ψ, στην προσπάθεια της να αποφύγει την σύγκρουση, εξετράπη της πορείας της προς τα δεξιά και προσέκρουσε σε μανδρότοιχο οικίας, εκ της οποίας προσκρούσεως ως μόνης ενεργού αιτίας προήλθε αρχικά ο τραυματισμός της (ανοικτό διαυπερκονδύλιο κάταγμα ΔΕ μηριαίου, κάταγμα διαφύσεως ΑΡ μηριαίου, διατροχαντήριο κάταγμα και κρανιοεγκεφαλική κάκωση) και, συνεπεία αυτού, στις 19-6-2001, ο θάνατος της. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι "Εγώ πέρασα όντως από εκεί που έγινε το ατύχημα, αλλά μια ώρα μετά αφού είχε ήδη γίνει" δεν αποδείχθηκε και αναιρείται, κυρίως, από τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα Γ1, από τον οποίο, όπως αναφέρεται στην αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, "δηλώθηκε ευθύνη του οδηγού του υπ' αριθμ. ..... ΔΧΦ αυτοκινήτου του Χ1, ο οποίος, στην προσπάθειά του να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα πορείας της οδηγού, που, στην προσπάθειά της να αποφύγει τη σύγκρουση, εξετράπη της πορείας της και προσέκρουσε σε μανδρότοιχο". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία, κατά τα άνω, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές, δεν τις παραβίασε. Ειδικότερα προσδιορίζονται με επάρκεια οι συνθήκες επέλευσης του ένδικου ατυχήματος, το είδος της αμέλειας του κατηγορουμένου (άνευ συνειδήσεως αμέλεια) και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου της Ψ. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ήταν αναγκαία η έκθεση και των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων. Συγκεκριμένα ,ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το θανατηφόρο ατύχημα, και ως προς την αμέλεια του αναιρεσείοντος για το αποτέλεσμα αυτό ,αρκεί η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων επιχείρησε ανεπιτρέπτως και ακαίρως υπέρβαση από τα αριστερά προπορευμένου λεωφορείου του ΚΤΕΛ, εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, παρεμποδίζοντας την κίνηση του αντιθέτως κινουμένου αυτοκινήτου μετά του οποίου και συγκρούσθηκε, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω η διευκρίνιση αν, από προκύπτοντα περιστατικά , ήταν επιτρεπτή ή όχι η υπέρβαση και αν είχε ή όχι τη δυνατότητα, κατά την έναρξη αυτής, να αντιληφθεί ο αναιρεσείων ότι ερχόταν το εξ αντιθέτου κατευθύνσεως κινούμενο αυτοκίνητο της παθούσας. Τούτο δε, διότι ήταν σε κάθε περίπτωση ανεπίτρεπτη η υπέρβαση, υπό τις περιγραφόμενες στην απόφαση συνθήκες, ιδιαιτέρα δε όταν ο αναιρεσείων δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει προηγουμένως και να αντιληφθεί αν ερχόταν αντιθέτως κινούμενο όχημα, λόγω των συγκεκριμένων επικρατουσών συνθηκών. Ο αναιρεσείων, με την κρινόμενη αίτησή του προβάλλει, περαιτέρω, τις αιτιάσεις, ότι ,ενώ στο Εφετείο αναγνώσθηκαν, μεταξύ άλλων εγγράφων, ο ταχογράφος του αυτοκινήτου του και το ....... Δελτίο Αποστολής-Τιμολόγιο Πώλησης που συνόδευαν το μεταφερόμενο φορτίο, που επικαλέσθηκε προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι από το σημείο του ατυχήματος διήλθε με το αυτοκίνητό του μία περίπου ώρα μετά το ατύχημα, η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό του αυτόν, στηριζόμενη στην κατάθεση του μάρτυρα Γ1, χωρίς όμως να διαλαμβάνει οποιοδήποτε στοιχείο που να δικαιολογεί για ποιο λόγο παρέλειψε να αναφερθεί στα ως άνω έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, έτσι ώστε, όπως αιτιάται, δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι συνεκτίμησε τα αναγνωσθέντα αυτά έγγραφα . Τις αιτιάσεις αυτές ο αναιρεσείων αναπτύσσει λεπτομερέστερα και με τους προσθέτους λόγους αναίρεσης, όπου υποστηρίζει ότι δεν αρκεί ότι στην αρχή του σκεπτικού βεβαιώνεται γενικώς ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα , διότι αυτό δεν καθιστά αδιστάκτως βέβαιο, ότι εκτίμησε ειδικώς τα δύο πιο πάνω έγγραφα, στα οποία βασιζόταν ο αυτοτελής ισχυρισμός του , ότι δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στο ατύχημα, αφού δεν διέλαβε στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης οποιαδήποτε σκέψη για το περιεχόμενο των δύο εγγράφων και το τι προέκυπτε από αυτά. Περαιτέρω ο αναιρεσείων, προβάλλοντας τις αυτές αιτιάσεις, υποστηρίζει, με τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης, ότι, ενόψει του ισχυρισμού του, ότι δεν προκάλεσε αυτός το τροχαίο ατύχημα από το οποίο επήλθε αιτιωδώς ο θάνατος της παθούσας, διότι το αυτοκίνητο του διήλθε από το σημείο του ατυχήματος, αφού τούτο είχε ήδη συμβεί, το Δικαστήριο όφειλε και για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης του , αλλά και χάριν της εκδικάσεως της κατηγορίας "δικαίως", να ερευνήσει ειδικά αν τα προσκομιζόμενα προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού έγγραφα (ταχογράφος και δελτίο αποστολής -τιμολόγιο) καθιστούν βέβαιο, ότι το αυτοκίνητο του αναιρεσείοντος βρισκόταν αληθώς στον τόπο του ατυχήματος, κατά το χρονικό σημείο που τούτο συνέβη, ή όχι, και ότι η παράλειψή του να πράξει αυτό, πέραν της ελλείψεως αιτιολογίας, συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επίσης προβάλλει την αιτίαση ότι, κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, η προσβαλλόμενη απόφαση παραμόρφωσε το περιεχόμενο της καταθέσεως του μάρτυρα Γ1, και δέχθηκε, ανακριβώς, ότι από την κατάθεση αυτή προέκυπτε ότι δηλώθηκε ευθύνη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που πλήττουν την απόφαση του Εφετείου για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα , τον ταχογράφο του αυτοκινήτου του και το ...... δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησης, από τα οποία προκύπτει η βασιμότητα των ισχυρισμών του , είναι αβάσιμες. Από τη γενόμενη επίκληση στην αρχή του σκεπτικού όλων των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά και συνεπώς και τα πιο πάνω έγγραφα. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την ειδική αναφορά που γίνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως στον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι αυτός διήλθε μεν από το χώρο που έγινε το ατύχημα, αλλά μια ώρα αφού είχε ήδη γίνει, κρίνοντας, ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει, ήταν αβάσιμος. Η παράλειψη δε αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων ( και επομένως και των δύο πιο πάνω εγγράφων ), όπως και πιο πάνω αναπτύχθηκε, δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως . Άλλωστε, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν διέπραξε την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, διότι δεν βρισκόταν στο χώρο του ατυχήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνιστά απλή άρνηση της κατηγορίας, με το επιχείρημα , ότι, εφόσον από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι διήλθε από τον τόπο του ατυχήματος μία ώρα μετά τι συμβάν , δεν ήταν εκείνος ο δράστης της ανθρωποκτονίας . Συνεπώς, δεν πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό , του οποίου το Δικαστήριο όφειλε ειδικώς να αιτιολογήσει την απόρριψη. Εντούτοις, το Δικαστήριο απέρριψε αυτόν με την πιο πάνω αιτιολογία, χωρίς όμως να είναι αναγκαία η περαιτέρω ειδική αντίκρουση και αξιολόγηση των δύο πιο πάνω εγγράφων, από τα οποία, άλλωστε, (όπως το περιεχόμενο αυτών προσδιορίζεται στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους αυτής λόγους), το μόνο το οποίο, προέκυπτε, ήταν ότι , ενδεχομένως, ο αναιρεσείων διήλθε από το χώρο του ατυχήματος μία ώρα αργότερα ( και όχι ότι δεν διήλθε κατά το χρόνο που αυτό συνέβη ) . Επίσης η αιτίαση του αναιρεσείοντος, κατά την οποία το Δικαστήριο "παραμόρφωσε" την κατάθεση του μάρτυρα Γ1, διότι (όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων), από την κατάθεση του μάρτυρα αυτού, δεν προκύπτει ότι ήταν εκείνος που "δήλωσε" την ευθύνη του αναιρεσείοντος στην αστυνομία, αλλά άλλος ( αυτόπτης) μάρτυρας, ο οποίος ακολούθησε το φορτηγό που συγκρούσθηκε με το αυτοκίνητο του θύματος και "γύρισε μετά έχοντας πάρει τα στοιχεία του φορτηγού" , ενώ ο μάρτυρας Γ1 κατέθεσε απλώς ότι ήταν μπροστά όταν ο άλλος αυτόπτης μάρτυρας έδωσε τα στοιχεία του δράστη στην Αστυνομία, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, διότι προβάλλεται απαραδέκτως , αφού η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά λόγο αναίρεσης. Ανεξάρτητα όμως από αυτό ,πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αιτίαση αυτή, είναι επιπλέον και αβάσιμη. Από τα όσα διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο στήριξε την απορριπτική του πιο πάνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος κρίση του ( λόγω της αναφερόμενης στο σκεπτικό "δήλωσης" ευθύνης του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου) , κυρίως, στην αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, όπου, από τον αυτόπτη πιο πάνω μάρτυρα, φέρεται ότι "δηλώθηκε ευθύνη του οδηγού του υπ' αριθμ. ........ ΔΧΦ αυτοκινήτου του Χ1" και όχι στα όσα κατέθεσε ενώπιόν του Δικαστηρίου ο μάρτυρας Γ1, την κατάθεση του οποίου απλώς συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, Συνεπώς, δεν δύναται να γίνει λόγος για "παραμόρφωση" του περιεχομένου της καταθέσεως αυτής. Συνακόλουθα , η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω των πιο πάνω αιτιάσεων, καθώς και η εξαιτίας αυτών παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ , είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος , ότι από τα πιο πάνω δύο αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει η βασιμότητα των ισχυρισμών του και συνακόλουθα η αθωότητά του, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της παράβασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι αντίθετοι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης, καθώς και οι αιτιάσεις για παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 25/3-9-2007 αίτηση ( έκθεση) αναίρεσης και τους από 12/11/2007 πρόσθετους αυτής λόγους ( που κατατέθηκαν στις 20/11/2007) του Χ1 για αναίρεση της 274/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας . Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια (αυτ/κο ατύχημα). Στοιχεία εγκλήματος. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Ισχυρισμός κατηγορουμένου οδηγού ότι δεν ήταν ο δράστης. Επίκληση εγγράφων ότι διήλθε ύστερα από μία ώρα από το σημείο του ατυχήματος. Απόρριψη ισχυρισμού, δεν απαιτείται η ειδική αναφορά και αξιολόγηση των αποδεικτικών αυτών μέσων. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση ΕΣΔΑ. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
Αριθμός 571/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσοτανίδη, για αναίρεση της 486/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Οργανισμό με επωνυμία "ΟΓΑ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαΐου 2007 αίτηση καθώς και τους από 12 Ιουνίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 991/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 258 περ. α' ΠΚ, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Από την εν λόγω διάταξη, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 υπεξαίρεσης με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α' του ίδιου Κώδικα, γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και ως, προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατ' είδος αναφορά τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση και μνεία του τι προέκυψε από καθένα, αλλά πρέπει να προκύπτει ανενδοιάστως, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθ.258 Α.Κ.), για το οποίο η περί τούτου (δόλου) κρίση περιέχεται στην παραδοχή της παράνομης ιδιοποίησης. Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σ' αυτή κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι, από τις καταθέσεις των ενόρκως στο ακροατήριο εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε "ότι ο κατηγορούμενος που υπηρετούσε μέχρι την 31-12-2003 ως ανταποκριτής του ΟΓΑ, δηλαδή ήταν υπάλληλος, με την έννοια του άρθρου 13 παρ.1 Π.Κ και του είχε ανατεθεί από τον ΟΓΑ μόνο η θεώρηση των βιβλιαρίων ασθενείας των ασφαλισμένων του ΟΓΑ, χωρίς να είναι αρμόδιος να λαμβάνει και χρήματα εισφορών των ασφαλισμένων, πού οφείλονταν στον ΟΓΑ, αφού αυτά εκ του νόμου αποστέλλονταν στον ΟΓΑ, αποκλειστικά μέσω ΕΛΤΑ, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα από καθυστερημένες εισφορές στον ΟΓΑ, που ορισμένοι ασφαλισμένοι του έδωσαν λόγω της πιο πάνω ιδιότητάς του, για να τα αποστείλει στον ΟΓΑ, αλλά αυτός δεν τα απέστειλε και τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Συγκεκριμένα: α)την 3-7-2000 πήρε από την ....... ποσό 50.820 δρχ για εισφορές του πρώτου εξαμήνου 1999, β)την 3-7-2000 πήρε από τον ...... ποσό 50.820 δρχ για εισφορές του πρώτου εξαμήνου του 1999, γ)την 3-7-2000 πήρε από την ...... το ποσό των 50.820 δρχ για εισφορές του πρώτου εξαμήνου του 1999, δ)την 3-7-2000 πήρε από την ...... ποσό 50.820 δρχ για εισφορές του πρώτου εξαμήνου του 1999, ε)την 24-11-2000 πήρε από τον ....... ποσό 264.300 δρχ για εισφορές του πρώτου εξαμήνου του 2000, στ)την 8-1-2001 πήρε από τον ....... ποσό 114.300 δρχ για εισφορές του πρώτου εξαμήνου του 2000 και ζ) την 27-11-2001 πήρε από τον ...... ποσό 325.860 δρχ για ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς τον ΟΓΑ. Τα χρήματα αυτά, αν και παρατύπως ληφθέντα, όφειλε να αποστείλει αμέσως στον ΟΓΑ, αλλά αυτός δεν τα απέστειλε και τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του, δηλαδή τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Τα επέστρεψε πολύ αργότερα, όταν είχε αποκαλυφθεί η πράξη του και είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του και αφού οι ασφαλισμένοι αυτοί, αναγκάστηκαν να τα καταβάλουν στον ΟΓΑ, με τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν λόγω υπερημερίας τους. Γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πιο πάνω πράξεως που κατηγορείται." Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, κήρυξε τον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο ένοχο της πράξεως της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία (άρθρο 258 του Π.Κ) και τον καταδίκασε σε φυλάκιση ενός(1) έτους, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 258 του Π.Κ, που εφαρμόστηκε και όχι του άρθρου 257 του ίδιου Κώδικα, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται η ιδιότητά του ως υπαλλήλου και αυτή του ανταποκριτή του ΟΓΑ, τόσο κατά τους χρόνους κατοχής των μερικότερων χρηματικών ποσών, όσο και κατά τους αντίστοιχους της ιδιοποίησής τους, προσέτι δε ότι τα ως άνω χρηματικά ποσά τα έλαβε αυτός και τα κατείχε λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του, ως υπαλλήλου και ανταποκριτή του ΟΓΑ. Ακόμη, αιτιολογείται ότι τα ποσά που αυτός είχε λάβει και αφορούσαν ασφαλιστικές εισφορές των υπόχρεων προσώπων, έναντι του ΟΓΑ, τα ενσωμάτωσε παράνομα στην ατομική του περιουσία, αν και γνώριζε ότι τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, έπρεπε να τα καταθέσει στη συνέχεια στον δικαιούχο ΟΓΑ. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που, με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, το υπό του άρθρου 258 Π.Κ. προβλεπόμενο έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, περιλαμβανόμενο στο ΙΒ' κεφάλαιο του ίδιου Κώδικα "περί των εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία" είναι διάφορο του, από το άρθρο 375 του αυτού Κώδικα, καθοριζομένου εγκλήματος της κοινής υπεξαιρέσεως, που περιλαμβάνεται στο ΚΓ' κεφάλαιο του Π.Κ. "περί των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας". Το δε άρθρο 379 του αυτού Κώδικα, περιλαμβανόμενο στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο και θεσπίζον την εξάλειψη του αξιοποίνου σε περίπτωση αποδόσεως του κλαπέντος ή του ιδιοποιηθέντος πράγματος ή εντελούς ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος, έχει εφαρμογή, κατά την αληθινή έννοιά του, μόνο σε περίπτωση κλοπής ή υπεξαιρέσεως (άρθρα 372 και 375 Π.Κ.) και όχι και σε εκείνη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρο 258 Π.Κ.) Επομένως, ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, μοναδικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 379 ΠΚ στην κρινόμενη περίπτωση, προεχόντως είναι απαράδεκτος, καθόσον η διάταξη αυτή, δεν έχει εφαρμογή επί του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Μαϊου 2007 αίτηση και τους από 12 Ιουνίου 2007 πρόσθετους λόγους, του χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 486/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία (άρθρο 258 ΠΚ). Αναίρεση με την επίκληση λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Μη εφαρμογή του άρθρου 379 ΠΚ στην περίπτωση του άρθρου 258 του ΠΚ. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
0
Αριθμός 570/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λέκκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιπποκράτη Μυλωνά, περί αναιρέσεως της 454,458/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Φεβρουαρίου 2007 και 3 Απριλίου 2007 αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 488/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Κατά το άρθρο 514 εδ. γ ΚΠΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί , παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ1 άσκησε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κώστα Λαμπράκη , εμπροθέσμως στις 23/2/2007 (πριν καθαρογραφεί η προσβαλλόμενη απόφαση) ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, την 22/2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της 454,458/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και, ακολούθως, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ιπποκράτη Μυλωνά , άσκησε εμπροθέσμως , στις 3/4/2007, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 473 παρ.2 ΚΠΔ), δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της ιδίας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως. Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως , η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Εφετείο Αθηνών ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 15/3/2007, και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν. II. Κατά τις διατάξεις των αρ. 111 παρ. 1 και 3 και 112 ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Κατά τη διάταξη του αρ. 113 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κυρία διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των αρ. 320, 321, 339, 340 και 343 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωση στη συζήτηση της υποθέσεως. Αν η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κυρία διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αρ. 319 παρ. 5 ΚΠΔ, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που εκδόθηκε κατά τις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου, επιδίδεται, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, στον κατηγορούμενο και τους υπολοίπους διαδίκους, με τη φροντίδα του Εισαγγελέα Εφετών ή Πλημμελειοδικών και μόλις γίνει αμετάκλητο το βούλευμα, γίνεται η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά το αρ. 321 ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των αρ. 320 και 321 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η μη έγκυρη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο συνεπάγεται και την ακυρότητα της κλήσης προς αυτόν στο ακροατήριο, σύμφωνα με το αρ. 171 παρ. 1, η οποία, αν δεν ανακύπτει θέμα αναστολής της παραγραφής της πράξης, μπορεί να καλυφθεί, κατά το αρ. 174 παρ. 2, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Τούτο ,πολύ περισσότερο , ισχύει και στην περίπτωση που η κλήση στο ακροατήριο επιδόθηκε πριν καταστεί αμετάκλητο, παρά τα οριζόμενα στα αρ. 314 και 319 παρ. 5 ΚΠΔ, οπότε και στην περίπτωση αυτή το βούλευμα και η επίδοση τούτου είναι άκυρη. Το αμετάκλητο, όμως, του βουλεύματος στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 319 § 5 τέθηκε με την έννοια του σχετικώς αμετακλήτου. Δηλαδή σε σχέση με κάθε κατηγορούμενο, για τον οποίον το παραπεμπτικό βούλευμα κατέστη αμετάκλητο. Εφόσον, λοιπόν, για ένα των συγκατηγορουμένων, που συμπαραπέμπονται , το βούλευμα έχει καταστεί αμετάκλητο, κατά την § 2 του άρθρου 546 ΚΠΔ, νομίμως επιδίδεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 314 και 319 § 5 η κλήση προς εμφάνιση αυτού στο ακροατήριο. Όπως, άλλωστε, δεν δύναται να προβάλει αντιρρήσεις ο κατηγορούμενος που παραπέμπεται , ότι το βούλευμα αυτό δεν έχει καταστεί αμετάκλητο για τον εισαγγελέα, λόγω μη παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων από αυτόν. Το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της εκκρεμούς ποινικής υποθέσεως και δεν έχει νόημα να αναμείνει ο εισαγγελέας να καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, είτε ως προς άλλους συγκατηγορουμένους, είτε, βεβαίως, και ως προς την εκπροσωπούμενη από τον ίδιο εισαγγελική αρχή, όταν, μάλιστα, σε σχέση με τον κατηγορούμενο αυτόν, επίκειται παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως, για την οποίαν παραπέμπεται στο ακροατήριο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 319 παρ. 1 και 5 εδ. β', 321 παρ. 2, 471 και 482 παρ. 1Α' στοιχ. α' ΚΠΔ, προκύπτει, ότι το τελεσίδικο βούλευμα, με το οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος για πλημμέλημα στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου είναι από το νόμο αμετάκλητο, πράγμα που δεν αίρεται εκ του ότι ασκήθηκε εναντίον του αναίρεση, ο δε αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει να μη λάβει υπόψη την ασκηθείσα (απαραδέκτως) αναίρεση, αλλά να προβεί στην εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, με επίδοση κλήσεως στον κατηγορούμενο. Εξάλλου, η απαγόρευση της ασκήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο, κατά βουλεύματος που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη (482 παρ. 1β ΚΠΔ) , ενώ στον εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο και 483 παρ. 1 ΚΠΔ, παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά όλων των βουλευμάτων, άρα και του προαναφερομένου, δεν προσκρούει ούτε στα άρθρα 4, 20 και 25 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου της 4 Νοεμβρίου 1960 (που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974) που θεσπίζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου για μια δίκαιη δίκη (χωρίς να καθιερώνει υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου), αφού μεταξύ των κατηγορουμένων που αποτελούν διαδίκους (άρθρ. 96 επ. και 477 ΚΠΔ) και των Εισαγγελέων που είναι δικαστικοί λειτουργοί (άρθρ. 87 παρ. 3 και 88 παρ. 5 του Συντάγματος) και εκ του νόμου προστάτες της έννομης τάξης, υπάρχει διαφοροποίηση της ιδιότητάς τους και συνεπώς επιβάλλεται η διαφορετική δικονομική μεταχείριση τους, με την χορήγηση στους παραπάνω εισαγγελείς, κατ' άρθρο 483 ΚΠΔ, δικαιώματος να ασκούν αναίρεση και στα βουλεύματα, τα οποία, κατ' άρθρο 482 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, δεν μπορούν να προσβληθούν από κατηγορουμένους ακόμη και προς το συμφέρον των τελευταίων, οι οποίοι πάντως δεν στερούνται του δικαιώματός τους προς παροχή έννομης προστασίας ,αφού διατηρούν την δυνατότητα να προβάλουν τους υπερασπιστικούς τους ισχυρισμούς ενώπιον του δικαστηρίου κατά την κυρία διαδικασία ή κατά την άσκηση των ενδίκων μέσων εναντίον της απόφασης που θα εκδοθεί, Άλλωστε, ο δικαιολογητικός λόγος που επιτρέπει την αναίρεση κατά του βουλεύματος που παύει προσωρινά την ποινική δίωξη είναι ότι με το βούλευμα αυτό παραμένει σε εκκρεμότητα η απειλή της εξακολούθησης στο μέλλον της ποινικής δίωξης και, επομένως, καθίσταται αντίστοιχα φανερό το συμφέρον του για την προσβολή του. Αντίθετα, δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός αυτός λόγος και όταν το βούλευμα παύει οριστικά την ποινική δίωξη, γιατί το βούλευμα αυτό εκδίδεται διότι η αξίωση της Πολιτείας για την τιμωρία του δράστη υποχωρεί για λόγους δημόσιου συμφέροντος και δη της ανάγκης για τον κατευνασμό των παθών και την εσωτερική γαλήνη, ενώ το δικαστήριο εξαντλεί τη δικαιοδοσία του και απεκδύεται οριστικά από την υπόθεση, οπότε ο κατηγορούμενος δεν έχει έννομο συμφέρον για την προσβολή του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ, ως λόγος αναίρεσης της απόφασης, μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα, που έλαβε χώρα στην ακροαματική διαδικασία, εφόσον δεν καλύφθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Επίσης, κατά το άρθρο 321 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να μνημονεύει ,μεταξύ άλλων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης και το άρθρο του ποινικού νόμου, το οποίο προβλέπει την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Αντίθετα, η κλήση ,κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, δεν απαιτείται να περιέχει τα ανωτέρω, αλλά αρκεί να παραπέμπει στο παραπεμπτικό βούλευμα, στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία αυτά. Κατά τα λοιπά, η κλήση πρέπει να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα. Αν η κλήση δεν περιέχει και τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική σε τελευταίο βαθμό, απόφαση, αλλιώς καλύπτεται. Η τυχόν εσφαλμένη ,από παραδρομή, εγγραφή στο κλητήριο θέσπισμα ή στο παραπεμπτικό βούλευμα του άρθρου του ποινικού νόμου, που προβλέπει την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη, δεν επιφέρει την πιο πάνω ακυρότητα, όταν σε άλλο σημείο του κλητηρίου θεσπίσματος ή του βουλεύματος αναγράφεται ο σωστός αριθμός του ουσιαστικού ποινικού νόμου που προβλέπει την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδομένου στον αναιρεσείοντα ποινικού αδικήματος και διαλαμβάνονται σε αυτά με σαφήνεια και πληρότητα τα επιμέρους πραγματικά περιστατικά που το θεμελιώνουν εξ αντικειμένου και υποκειμένου, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος να δύναται να λάβει πλήρη γνώση της αποδιδόμενης σ' αυτόν κατηγορίας, δυνάμενος να ετοιμάσει την υπεράσπισή του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης. ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη 3136 και 3198/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων ) Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων , πρότεινε ότι η 3/2006 κλήση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ήταν άκυρη , γιατί, όταν του κοινοποιήθηκε η κλήση αυτή την 13-1-2006, δεν είχε καταστεί αμετάκλητο το 2761/2005 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο , το μεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την μερικότερη πράξη της παράβασης καθήκοντος, που φέρεται ότι τέλεσε αυτός την 4.10.2000, το δε παρέπεμψε αυτόν να δικαστεί για τα πλημμελήματα της δωροδοκίας δικαστή και παράβασης καθήκοντος. Το παραπεμπτικό αυτό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, κατά τους ισχυρισμούς του ήδη αναιρεσείοντος, δεν είχε καταστεί αμετάκλητο, διότι είχε ασκήσει εμπροθέσμως κατ' αυτού την από 5-1-2006 αίτηση αναιρέσεως. Ως εκ τούτου ,κατά τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, θα έπρεπε το Δικαστήριο να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου των πράξεων, σύμφωνα με τα άρθρα 111 αρ.3, 112, 113 του Π.Κ και 370 στ.β του Κ.Ποιν.Δικ, ενόψει του ότι, από τον φερόμενο χρόνο τελέσεως των πράξεων αυτών, ήτοι από την 1-1-2001 έως 1-2-2001, όσον αφορά το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή και την 14-2-2001, όσον αφορά το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, μέχρι του χρόνου εκδικάσεως των πράξεων αυτών ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου(3-4-2006), έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής, αφού δεν μεσολάβησε αναστολή του χρόνου αυτής, λόγω της ακυρότητας της κλήσεως. Επίσης, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων προέβαλε , ενώπιον του αυτού πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου , ακυρότητα της αυτής (3/2006) κλήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, διότι η κλήση αυτή δεν περιείχε τα, επί ποινή ακυρότητας, στοιχεία αυτής και ειδικότερα τις οικείες διατάξεις του Π.Κ, που προβλέπουν τα διωκόμενα εγκλήματα της δωροδοκίας δικαστή και της παραβάσεως καθήκοντος, με συνέπεια και πάλι να μην έχει αρχίσει η κύρια διαδικασία και το αξιόποινο των πιο άνω πράξεων να έχει υποκύψει στην προβλεπόμενη για τα πλημμελήματα πενταετή παραγραφή. Τους ισχυρισμούς αυτούς απέρριψε το Τριμελές Εφετείο, ως αβάσιμους. Ειδικότερα τον πρώτο τούτων απέρριψε, γιατί το προσβληθέν από τον κατηγορούμενο με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, παραπεμπτικό βούλευμα, δεν υπέκειτο από τον κατηγορούμενο σε αναίρεση. Τον δεύτερο δε ισχυρισμό τον απέρριψε, διότι τα άρθρα του ποινικού νόμου για τις πράξεις που παραπεμπόταν ο κατηγορούμενος , αναφέρονταν στο παραπεμπτικό βούλευμα , που είχε προκοινοποιηθεί , ενώ στην κλήση αναφερόταν ρητώς ότι αυτός εκαλείτο να δικασθεί σύμφωνα με το βούλευμα αυτό. Την απορριπτική αυτή των ισχυρισμών του απόφαση ο ήδη αναιρεσείων δεν προέβαλε με λόγο εφέσεως, όπως προκύπτει από την από την από 5-4-2006 σχετική έκθεση , όπου, ως μόνος λόγος εφέσεως αναγράφεται ότι " δεν εκτιμήθηκαν ορθά από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, όπως προέκυψαν από την διαδικασία και έτσι κηρύχθηκε ένοχος πράξεως, την οποία δεν διέπραξε" .Εντούτοις, ο ήδη αναιρεσείων επανέφερε τους ισχυρισμούς του αυτούς στο Πενταμελές Εφετείο, που δίκασε την προαναφερόμενη έφεσή του, ενώ παράλληλα υπέβαλε " συμπληρωματικό περί παραγραφής" ισχυρισμό , προβάλλοντας ότι η αναίρεση που είχε ασκήσει κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος δεν ήταν απαράδεκτη , διότι, εφόσον ο Εισαγγελέας είχε δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατ' αυτής, το ίδιο δικαίωμα είχε και αυτός, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και ότι, σε κάθε περίπτωση, αρμόδιο να αποφανθεί περί του τυχόν απαραδέκτου δεν ήταν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Επίσης προέβαλε τον ( συπληρωματικό) ισχυρισμό ότι, όχι μόνο στην κλήση που του είχε επιδοθεί δεν αναγράφονταν οι σχετικές διατάξεις των άρθρων των αδικημάτων για τα οποία είχε παραπεμφθεί να δικασθεί, αλλά ούτε στο παραπεμπτικό βούλευμα γινόταν ορθή αναγραφή των σχετικών άρθρων. Τους ισχυρισμούς αυτούς, παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προσβάλει με λόγο εφέσεως, για την απόρριψη αυτών από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε το Πενταμελές Εφετείο, ως αβασίμους, με τις αυτές κατά βάση σκέψεις , που αναπτύχθηκαν πιο πάνω. Ετσι το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε, τον περί παραγραφής ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, διότι δεν μεσολάβησε, όπως υποστήριζε, αναστολή του χρόνου αυτής, λόγω της ακυρότητας της κλήσεως, γιατί, σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί, το προσβληθέν από τον κατηγορούμενο με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, παραπεμπτικό βούλευμα με αριθμό 2761/2005 του Συμβουλίου Εφετών, δεν υπέκειτο από μέρους αυτού (κατηγορουμένου) σε αναίρεση, χωρίς να παραβιάζεται προς τούτο η απορρέουσα από τα άρθρα 4 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αρχή της ισότητας των όπλων, από μόνο το γεγονός ότι αντίστοιχο με τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δικαίωμα για άσκηση αναιρέσεως κατά του ως άνω βουλεύματος, που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, δεν παρέχεται και στον κατηγορούμενο. Ως προς την προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο ακυρότητα της με αριθμό 3/2006 κλήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, που του επιδόθηκε την 13-1-2006 και με την οποία κλήθηκε αυτός να εμφανισθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 1ης Μαρτίου 2006, το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς, με την αιτιολογία ότι, όπως προκύπτει από την εν λόγω κλήση, "περιέχονται όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 321 του Κ.Ποιν.Δικ. Συγκεκριμένα προσδιορίζονται σ' αυτή: α) το ονοματεπώνυμο και τα λοιπά στοιχεία προσδιοριστικά της ταυτότητος του κατηγορούμενου, β) το δικαστήριο στο οποίο καλείται να εμφανισθεί,( Γ Τριμελές Εφετείο Αθηνών), γ) η χρονολογία που έπρεπε να εμφανιστεί, δ) η επίσημη σφραγίδα και υπογραφή της εισαγγελέως και ε) τα αδικήματα για τα οποία αυτός καλείται να δικαστεί, ήτοι αυτά της δωροδοκίας δικαστή και της παραβάσεως καθήκοντος. Μόνο δε το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη κλήση δε γίνεται ακριβής προσδιορισμός των κατηγορουμένων πράξεων και των σχετικών ποινικών διατάξεων που προβλέπουν αυτές, είναι χωρίς έννομη επιρροή, προεχόντως, γιατί στην κλήση αυτή, εκτός του ότι γίνεται αναφορά του νομίμως προκοινοποιηθέντος σ' αυτόν (κατηγορούμενο), με αριθμό 2761 /2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, γίνεται επίσης ρητή αναφορά των συγκεκριμένων αδικημάτων- κατηγοριών, ώστε πλέον η εκ νέου αναφορά στην κλήση των αδικημάτων να αποτελεί πλεονασμό και σε καμία περίπτωση να μην αποστερεί τον κατηγορούμενο των οποιωνδήποτε υπερασπιστικών του δικαιωμάτων και να μη δυσχεραίνεται πλέον η υπεράσπιση του. Περαιτέρω, με τον προβαλλόμενο, συμπληρωματικό του προηγούμενου, αυτοτελή ισχυρισμό του, ο κατηγορούμενος προβάλλει ακυρότητα της προαναφερθείσας κλήσεως με αριθμό 3/2006 γιατί στο προκοινοποιηθέν σ'αυτόν με αριθμό 2761 /2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εσφαλμένα αναφέρονται οι διατάξεις του ΠΚ για τα αδικήματα που αυτός καλείται να δικαστεί. Ειδικότερα γιατί αναφέρεται στο ως άνω βούλευμα για μεν το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος η διάταξη του άρθρου 257, αντί της ορθής διατάξεως του άρθρου 259 του Π. Κ, καθώς και η διάταξη του άρθρου 273, για το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή, αντί της ορθής διατάξεως του άρθρου 237 παρ.1 του αυτού κώδικα. Από το με αριθμό 2761/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, προκύπτει ότι ναι μεν είναι αληθές ότι στο φύλλο 8β αυτού, παρατίθεται από προφανή παραδρομή η διάταξη του άρθρου 273 παρ.1 του ΠΚ, όμως στη συνέχεια ως περιεχόμενο της διατάξεως αυτής( 273 παρ.1 ΠΚ) παρατίθεται όλο το κείμενο που αφορά το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή, ώστε πλέον να μη καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η κατηγορούμενη πράξη για την οποία κλήθηκε αυτός να δικαστεί, ήταν αυτή της δωροδοκίας δικαστή και όχι εκείνη του άρθρου 273 που αναφέρεται σε κοινώς επικίνδυνη βλάβη. Πέραν πάσης αμφιβολίας βέβαιον όμως είναι ότι στο φύλλο 13 (οπίσθια πλευρά), του βουλεύματος 2761/2005, εκτός του ότι γίνεται ρητή αναφορά στην ενσωματούμενη εισαγγελική πρόταση, όπου παρατίθενται ορθώς οι οικείες ποινικές διατάξεις, γίνεται και στο σκεπτικό του βουλεύματος ορθή αναφορά στη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 του Π Κ κατά το μέρος που αφορά το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή. Η επαναφορά δε του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού περί ακυρότητας της κλήσεως εκ του γεγονότος ότι όντως αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 257 του Π. Κ αντί της ορθής διατάξεως του άρθρου 259 του ίδιου Κώδικα, δεν ασκεί στην προκείμενη περίπτωση έννομη επιρροή εκτός των όσων προαναφέρθηκαν και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι για το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος ήδη έχει απαλλαγεί με την εκκαλούμενη απόφαση". Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, σύμφωνα και με τις σκέψεις που έχουν αναπτυχθεί πιο πάνω, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, σχετικά με τις προβαλλόμενες από αυτόν ακυρότητες της 3/2006 κλήσεως και του 2761/2005 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Η βασιμότητα δε των πιο πάνω παραδοχών, σε σχέση με το περιεχόμενο της κλήσεως και του παραπεμπτικού βουλεύματος, προκύπτει και από την παραδεκτή επισκόπηση τούτων , προς έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναίρεσης στον οποίο προβάλλονται οι αιτιάσεις για ακυρότητα των εν λόγω εγγράφων. Ετσι , οι διαλαμβανόμενες στην συνεκδικαζόμενη 22/23-2-2007 αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η 3/2006 κλήση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ήταν άκυρη , διότι α) όταν του κοινοποιήθηκε η κλήση αυτή την 13-1-2006, δεν είχε καταστεί αμετάκλητο το 2761/2005 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, αφού αυτός είχε ασκήσει εμπροθέσμως κατ' αυτού την από 5-1-2006 παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως και β) διότι , στην μεν πιο πάνω κλήση δεν γινόταν μνεία των άρθρων του Ποινικού Κώδικα , που αφορούσαν τις πράξεις για τις οποίες αυτός παραπέμπετο, στο δε παραπεμπτικό βούλευμα γινόταν εσφαλμένη αναγραφή των άρθρων αυτών με επακόλουθο τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, καθόσον, λόγω της ακυρότητας αυτής, δεν επήλθε αναστολή του χρόνου παραγραφής, είναι αβάσιμες. Επίσης, σύμφωνα και με τις σκέψεις που αναπτύχθηκαν πιο πάνω, είναι απορριπτέα η περιεχόμενη στην αυτή αίτηση αιτίαση, ότι παραβιάζεται για τους προαναφερόμενους λόγους η απορρέουσα από τα άρθρα 4 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αρχή της ισότητας των όπλων, από μόνο το γεγονός ότι αντίστοιχο με τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δικαίωμα για άσκηση αναιρέσεως κατά του ως άνω βουλεύματος, που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, δεν παρέχεται και στον κατηγορούμενο. Επομένως , ο διαλαμβανόμενος στην πιο πάνω αίτηση από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Η Κ.Π.Δ, όπως εκτιμάται, πρώτος λόγος αναιρέσεως , για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των προαναφερόμενων αυτοτελών ισχυρισμών του και για υπέρβαση εξουσίας ( με το να εκδικάσει το Δικαστήριο κατ' ουσία την υπόθεση , αντί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη , λόγω παραγραφής) είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙV. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, στην από 3-4-2007 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως, προβάλλει για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου , επιπλέον λόγο ακυρότητας της πιο πάνω από 13-1-2006 κλήσεως. Ειδικότερα, προβάλλει την αιτίαση ότι, εφόσον το παραπεμπτικό 2761/2005 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εκδόθηκε στις 27-12-2005, ενώ η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο επιδόθηκε σε αυτόν στις 13-1-2006, η ανωτέρω κλήση είναι άκυρη, αφού αυτή επιδόθηκε πριν το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, διότι η μηνιαία (κατ' άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ) προθεσμία που είχε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για να ασκήσει αναίρεση, έληγε στις 27-1-2006. H τυχόν ακυρότητα αυτή, όμως, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 ΚΠΔ και με όσα αναπτύχθηκαν πιο πάνω, καλύπτεται, αν ο κλητευθείς στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Επομένως, η πιο πάνω αιτίαση, με την οποία ο αναιρεσείων μέμφεται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών , το οποίο δικάζοντας έφεσή του αναιρεσείοντος, απέρριψε ένστασή του περί ακυρότητας της κλήσεως για τον πιο πάνω λόγο, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, σύμφωνα και με τις αναφερόμενες στην αρχή σκέψεις, αφού ακυρότητα με παρόμοιο περιεχόμενο δεν προβλήθηκε ούτε πρωτοδίκως ούτε ως λόγος έφεσης, κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκαν ισχυρισμοί του για ακυρότητα της από 13-1-2001 κλήσεως , έστω και για διαφορετικό λόγο από τον προβαλλόμενο. Ανεξαρτήτως αυτών, ο προβαλλόμενος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε και Δ του ΚΠΔ πρώτος λόγος της από 3-4-2007 αίτησης - δήλωσης αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Πενταμελές Εφετείο , λόγω του ότι η επίδοση της από 13-1-2001 κλήσεως έγινε πριν καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό βούλευμα ( λόγω μη παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αυτού από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την περί αναστολής της παραγραφής διάταξη του άρθρου 113 ΠΚ και στη συνέχεια, με το να προχωρήσει στην κατ' ουσία έρευνα της υπόθεσης, αντί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, δεδομένου ότι, λόγω ακυρότητας της κλήσης, δεν είχε ανασταλεί η προθεσμία της παραγραφής, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση . Τούτο δε, διότι , σύμφωνα με την αναπτυσσόμενη στην αρχή σκέψη, αρκεί ότι το παραπεμπτικό βούλευμα κατέστη αμετάκλητο ως προς τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα , χωρίς αυτός να δύναται να προβάλει αντιρρήσεις , ότι το βούλευμα αυτό δεν έχει καταστεί αμετάκλητο και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου , λόγω μη παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων και από αυτόν. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 του Π.Κ. (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3327/2005, ισχύοντος από της 11-3-2005), "1. Εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα λάβουν, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Το έγκλημα δε της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, που ήταν (προ της ισχύος του ν. 3327/2005) πλημμέλημα, προϋποθέτει , εκτός από τη δικαστική ιδιότητα του υπαίτιου, απαίτηση ή αποδοχή από αυτόν δώρου ή άλλου ωφελήματος, που δεν το δικαιούται, ή έστω αποδοχή υπόσχεσης παροχής δώρου ή ωφελήματος. Το έγκλημα, δηλαδή, της δωροδοκίας δικαστή , είναι υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του (απαίτηση ή αποδοχή δώρου ή ωφελήματος ή υπόσχεσης παροχής), αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορεί να εναλλαχθούν, σε περίπτωση δε συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης, τελείται ένα μόνον έγκλημα. Από υποκειμενική δε άποψη, εκτός από το δόλο, που αρκεί να είναι και ενδεχόμενος, απαιτείται και περαιτέρω σκοπός του υπαίτιου, για διεξαγωγή ή κρίση μιας υπόθεσης που του έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Δεν αποτελεί επίσης έλλειψη αιτιολογίας η ενδεικτική μνεία ορισμένου ή ορισμένων αποδεικτικών μέσων από αυτά που έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 454-458/2007 απόφασής του, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Ο κατηγορούμενος υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών από τις αρχές του έτους 2000 με το βαθμό του Πρωτοδίκη, είχε δε ορισθεί ως τακτικός ανακριτής του 23ου ανακριτικού τμήματος. Με τη λειτουργική του αυτή ιδιότητα, του ανατέθηκε ο χειρισμός και η επεξεργασία μιας σημαντικής ποινικής δικογραφίας και η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως σε βάρος τεσσάρων κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και του Χ και της αμερικανίδας συζύγου του Γ1, κατηγορουμένων αμφοτέρων, για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών ουσιών, σε κακούργηματική μορφή. Μετά την απολογία των ως άνω κατηγορουμένων, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον συνήγορό τους Αλέξιο Κούγια, δικηγόρο Αθηνών, διατάχθηκε, μετά από σύμφωνη γνώμη του γνωμοδοτήσαντος εισαγγελέως και του ανακριτού, η προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων αυτών και ο εγκλεισμός τους στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, σε εκτέλεση των υπ' αριθμό .... και .... ενταλμάτων προσωρινής κρατήσεως του ως άνω ανακριτού. Μετά τη συμπλήρωση διμήνου από του χρόνου της κρατήσεως αυτών, ο παραστάς κατά την απολογία τους συνήγορος Αλέξιος Κούγιας, στα πλαίσια των υπερασπιστικών του καθηκόντων, επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο στο γραφείο του, προκειμένου να συζητήσει με αυτόν, όπως συνήθιζε να πράττει ο εν λόγω συνήγορος, σύμφωνα με την κατάθεσή του, το ζήτημα της υποβολής ή μη, για λογαριασμό των εντολέων του, των σχετικών αιτήσεων αντικαταστάσεως της προσωρινής κρατήσεως με περιοριστικούς όρους και το ενδεχόμενο της θετικής ή μη εκβάσεως αυτών. Κατά τη διάρκεια της σχετικής συζητήσεως στο ανακριτικό γραφείο, υποδείχθηκε από τον κατηγορούμενο-δικαστικό λειτουργό προς τον ως άνω συνήγορο των κατηγορουμένων, η υποβολή σχετικών αιτήσεων από μέρους των εντολέων του, με ταυτόχρονη υπόδειξη του κατηγορούμενου, όπως στη σχετική αίτηση που αφορούσε μόνο την εντολέα του, Γ1 να περιληφθεί ως τόπος εμφανίσεώς της, όχι το οικείο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας ή διαμονής της, αλλά αυτό τούτο το ανακριτικό γραφείο του, γεγονός πρωτοφανές, κατά το μάρτυρα κατηγορίας Αλέξιο Κούγια. Ο συνήγορος των κατηγορουμένων υπέβαλε μετά ταύτα τις σχετικές αιτήσεις και για τους δυο εντολείς του, από τις οποίες όμως θετική εξέλιξη είχε μόνο αυτή που αφορούσε την Γ1, ενώ η αντίστοιχη αίτηση για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως του συζύγου της Χ απορρίφθηκε, με την υπ' αριθμό 456/2000 διάταξή του, παρά το γεγονός ότι η συμμετοχική δράση της Γ1 σύμφωνα με την κατηγορία ήταν πλέον βαρύνουσα σε σχέση με εκείνη του συζύγου της. Με την υπ' αριθμό 457/2000 λοιπόν διάταξη του ως άνω ανακριτού, με την οποία έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αίτηση αντικαταστάσεως της προσωρινής κρατήσεώς της, τέθηκαν σε βάρος της, μεταξύ άλλων περιοριστικών όρων και αυτός της προσωπικής εμφανίσεώς της στο γραφείο του κατηγορούμενου, την 1η και 16η κάθε μήνα. Ο ασυνήθης στην πρακτική της ανακριτικής διαδικασίας αυτός περιοριστικός όρος, που δεν τηρήθηκε στη συνέχεια για το σύζυγό της Χ, μετά την παραδοχή της δεύτερης κατά σειρά αιτήσεως του με χρονολογία 23-1-2001, με την από 14 Φεβρουαρίου του έτους 2001 διάταξή του, παρά την αντίθετη περί αυτού εισαγγελική πρόταση, είχε την εύλογη εξήγηση, ενόψει του εμφανούς σκοπού του κατηγορούμενου, ο οποίος επεδίωκε τη σύναψη έστω περιστασιακής ερωτικής σχέσεως με την Γ1, διάθεση άλλωστε την οποία εκδήλωσε ποικιλότροπα, όπως θα εκτεθεί παρακάτω, όχι μόνο στην ίδια, αλλά και στο συνήγορό της Αλέξιο Κούγια, κατά την επίσκεψη του τελευταίου ,στο ανακριτικό γραφείο του κατηγορούμενου. Πράγματι ο κατηγορούμενος, μετά την απόρριψη της πρώτης αιτήσεως του κρατούμενου Χ για την προσωρινή του αποφυλάκιση, σε νέα επίσκεψη του αυτού συνηγόρου στο ανακριτικό γραφείο, κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 2000, εξάρτησε την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως του εντολέα του, με την προηγούμενη προς αυτόν (κατηγορούμενο) καταβολή, ως δώρου, του χρηματικού ποσού των 50.000.000 δραχμών. Τούτο το εξάρτησε ο κατηγορούμενος, σύμφωνα, πάντοτε με την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Αλεξίου Κούγια, κυρίως λόγω της καλής οικονομικής καταστάσεως των εντολέων του- κατηγορουμένων, γεγονός που διαπιστώθηκε από τον κατηγορούμενο από τη μελέτη των στοιχείων της δικογραφίας, από την ανάμειξή τους με τη διακίνηση των ναρκωτικών μέσω του διαδικτύου, όπως επικαλέσθηκε ο κατηγορούμενος. Την πρόταση του κατηγορούμενου, που την μετέφερε ο συνήγορός του, στον έγκλειστο στις δικαστικές φυλακές εντολέα του, την απέρριψε ευθέως ο Χ. Ο κατηγορούμενος όμως δικαστικός λειτουργός, στη συνέχεια, με αλλεπάλληλα τηλεφωνήματά του προς την Γ1 , που πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία του,( ο ίδιος κατά την απολογία του στο δικαστήριο αυτό αρνήθηκε ότι τηλεφωνήθηκε με αυτή, ενώ στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραδέχθηκε ότι πραγματοποίησε 4 τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, γεγονός που του επισημάνθηκε, χωρίς όμως να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση), επεδίωκε να συνάψει με αυτή ερωτική σχέση, ενόψει του ότι αυτή, ήδη μετά την αποφυλάκισή της, αποχώρησε από τη συζυγική οικία και τελούσε σε διάσταση με αυτόν, οπότε θα ήταν πλέον ευχερής η σύναψη με αυτή μιας τέτοιας σχέσης. Προς τούτο ο κατηγορούμενος, κατόπιν τηλεφωνικής του επικοινωνίας, προσκάλεσε την Γ1 κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε σκάφος με την ονομασία ......, που ναυλοχούσε στη .... του ...., ενώ για τη μετάβασή της απέστειλε ο ίδιος ο κατηγορούμενος αυτοκίνητο τύπου ...... και με οδηγό που την οδήγησε στο σκάφος. Στο σκάφος αυτό που ας σημειωθεί βρισκόντουσαν ακόμη 3 αλλοδαπές γυναίκες, παρέμεινε επί αρκετή ώρα και στη διάρκεια του δείπνου, ο κατηγορούμενος συζήτησε το θέμα της αποφυλάκισης του συζύγου της. Προς τούτο ο κατηγορούμενος προσπάθησε να τη δελεάσει με την επικείμενη αποφυλάκιση του συζύγου της, με την προϋπόθεση ότι αυτή θα συνδεθεί μαζί του ερωτικά ή διαφορετικά, σε περίπτωση μη αποδοχής της προτάσεως του αυτής, να στέρξει ο κρατούμενος- σύζυγος της για την καταβολή του χρηματικού ποσού των 50.000.000 δραχμών. Αντίστοιχη επίσκεψη αποδείχθηκε περαιτέρω ότι πραγματοποίησε η ως άνω Γ1 στο σπίτι του κατηγορούμενου, κατόπιν πρωτοβουλίας του, προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις της, χωρίς όμως η τελευταία να υποκύψει στις επιθυμίες του. Ακόμη, κατά την επίσκεψη της αυτή στο σπίτι του κατηγορούμενου, όπως κατέθεσε αυτή στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, ο τελευταίος της επέδειξε μια σειρά επιταγών, που είχαν δεσμευθεί και αποτελούσαν στοιχεία της δικογραφίας, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να κλονίσει οποιαδήποτε αντίστασή της για επίκληση ενδεχόμενης οικονομικής αδυναμίας του ζεύγους Χ, να ικανοποιήσει την αξίωση του κατηγορούμενου για την καταβολή προς αυτόν του ως άνω χρηματικού ποσού. Μάλιστα, όπως βεβαίωσε κατά την κατάθεση της στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου η προαναφερθείσα, Γ1, ο κατηγορούμενος της ζήτησε συγγνώμη για το γεγονός ότι προφυλάκισε το σύζυγό της. Η συγκεκριμένη όμως πρόταση του κατηγορούμενου προς την Γ1 επαναλήφθηκε αρκετές φορές μέχρι των εορτών του έτους 2001, κατά τη διάρκεια της προσωρινής απουσίας της γραμματέως, στις επισκέψεις που αυτή πραγματοποιούσε συμμορφούμενη στη σχετική διάταξη του κατηγορούμενου να εμφανίζεται στο ανακριτικό γραφείο και να δηλώνει την παρουσία της. Ανάλογη συμπεριφορά εκδηλώθηκε από μέρους του κατηγορουμένου προς την Γ1, όταν, σε σχετική επίσκεψη της στο γραφείο του την 15 ή Ιανουαρίου και την 1-2-2001, της επανέλαβε για μια ακόμη φορά την πρότασή του για καταβολή του ποσού των 50.000.000 δραχμών είτε για τη σύναψη περιστασιακής ερωτικής σχέσεως ή ακόμη με άλλες γυναίκες για τις οποίες θα μεριμνούσε αυτή να του εμφανίσει, προκειμένου αυτός(κατηγορούμενος) να αντιμετωπίσει ευνοϊκά το θέμα της προσωρινής αποφυλάκισης του συζύγου της, που αναγόταν στα δικαιοδοτικά του καθήκοντα, ενόψει του ότι εξακολουθούσε αυτός να έχει τη λειτουργική εξουσία. Χαρακτηριστική στο σημείο τούτο είναι η κατάθεση της Γ1 στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος της υπέδειξε τα εξής:" να έχεις πάντα στο νου σου αυτά που σου είπα και να σκέπτεσαι την πρόταση που σου έκανα, αν θέλεις να βγει από τη φυλακή ο σύζυγός σου" υπονοώντας χωρίς καμία επιφύλαξη η μάρτυρας ότι για την αποφυλάκιση του συζύγου της ή θα έπρεπε να καταβάλει το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δρχ ή να συναινέσει να κοιμηθεί με αυτόν. Βέβαια ο κατηγορούμενος και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου αρνήθηκε κατηγορηματικά τα περιστατικά αυτά, όμως, κατά την κρίση των μελών του δικαστηρίου, δεν καταλείπεται η ελάχιστη αμφιβολία ότι έλαβαν χώρα αυτά, όπως κατατέθηκαν από όλους τους μάρτυρες κατηγορίας. Μάλιστα η μάρτυρας Γ1, σε σχετικό ερώτημα για όσα κατέθεσε σε βάρος του κατηγορούμενου, αν ενέχουν ενδεχομένως στοιχεία πικρίας ή υπερβολής, ενόψει του ότι στερήθηκαν την ελευθερία τους, υπήρξε κατηγορηματική για την αλήθεια αυτών, χωρίς να επηρεασθεί αρνητικά για την αντιμετώπιση που έτυχε η ίδια και ο σύζυγος της. Βέβαια, στην εύλογη απορία του Δικαστηρίου, αλλά και του κατηγορούμενου, για την βραδύτητα που επιδείχθηκε εκ μέρους των μαρτύρων και κυρίως εκ μέρους της ιδίας της Γ1 να καταγγείλουν σε προγενέστερο χρονικό στάδιο, όσα στη συνέχεια κατάγγειλαν, η τελευταία, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, κατέθεσε ότι διακατεχόταν από αίσθημα φόβου, αφού απέναντί της είχε ένα δικαστή και μάλιστα εκείνον στα χέρια του οποίου εκκρεμούσε το χρόνο εκείνο η σε βάρος τους ποινική δικογραφία. Αποδείχθηκε, μετά ταύτα, ότι ο κατηγορούμενος παρέβη τα καθήκοντα του, ως καθ'ύλην αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, ήτοι αυτά του ανακριτού, αφού δολίως επιζήτησε, προκειμένου να κρίνει ευνοϊκά το θέμα της αποφυλάκισης του προσωρινά κρατούμενου Χ, το μεν ως δώρο το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δραχμών, εναλλακτικά δε ωφελήματα από την ίδια την Γ1 και συγκεκριμένα να αποδεχθεί αυτή την πρόταση του είτε να κοιμηθεί μαζί του είτε να επιμεληθεί αυτή και να του προσφέρει αλλοδαπές γυναίκες με τις οποίες αυτός (κατηγορούμενος) θα συνήπτε, έστω περιστασιακά, ερωτική σχέση. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της πράξεως της δωροδοκίας δικαστή( άρθρο 237 παρ. 1 του Π.Κ)....". Με βάση τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο, της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιόποινης πράξης της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή και , αφού απέρριψε το αίτημα για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 § 2α ΠΚ, επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών . Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, και 237παρ.1 του ΠΚ, που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές, παραβίασε. VI. Ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αντιφατική καθόσον, ενώ, σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης, τέλεσε τα εξής δύο εγκλήματα και ειδικότερα : α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 1.2.2001, απαίτησε από τον Χ δια του δικηγόρου του Αλέξη Κούγια σημαντικό χρηματικό ποσό, και β) κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (από 1.1.2001 έως 1.2.2001), απαίτησε από τον Χ, δια της συζύγου του, χρηματικό ποσό πενήντα εκατομμυρίων δραχμών, στο αιτιολογικό της απόφασης δέχεται ότι τον Οκτώβριο του έτους 2000 απαίτησε από τον Χ δια του δικηγόρου του Αλέξη Κούγια χρηματικό ποσό πενήντα εκατομμυρίων δραχμών και από την σύζυγο του Χ απαίτησε επανειλημμένα από αυτήν την καταβολή πενήντα εκατομμυρίων δραχμών "μέχρι των εορτών του έτους 2001", αλλά και δύο φορές επιπλέον, "την 15 ή 16 Ιανουαρίου και την 1-2-2001". Από την αντίφαση σ' αυτή, μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, προκύπτει η έλλειψη σαφήνειας και η ύπαρξη αντιφάσεων, ιδίως ως προς το χρόνο τέλεσης των δύο εγκλημάτων, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, το πρώτο έγκλημα, που τελέστηκε τον Οκτώβριο 2000, έχει παραγραφεί, αφού η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο του επιδόθηκε στις 13-1-2006, δηλαδή μετά την παρέλευση της πενταετούς παραγραφής των πλημμελημάτων. Επίσης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής αιτιολογίας, ως προς τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος δια της συζύγου του Χ , διότι, ενώ στο διατακτικό αυτής αναφέρεται ότι απαίτησε από τον Χ,δια της συζύγου του, το ποσό των 50.000.000 δραχμών κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 1.2.2001, στο σκεπτικό αναφέρεται ότι το ποσό αυτό απαίτησε "μέχρι των εορτών τον έτους 2001", αλλά και δύο φορές επιπλέον, "την 15 ή 16 Ιανουαρίου και την 1-2-2001" και, κατ' αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται αντίφαση και σύγχυση ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων για την παραγραφή της υπόθεσης , αφού, αν η ανωτέρω εγκληματική πράξη έχει τελεστεί μέχρι τις 13-1-2001 (ημέρα επίδοσης της κλήσης), τότε έπρεπε να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Οι πιο πάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για δύο πράξεις, είτε κατά συρροή, είτε κατ' εξακολούθηση. Η αναφορά στο διατακτικό ότι αυτός "τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα", οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή , όπως αυτό προκύπτει όχι μόνο από τις παραδοχές του σκεπτικού, αλλά και από το ίδιο το διατακτικό , στο οποίο, ενώ γίνεται λόγος για περισσότερα εγκλήματα , στη συνέχεια , κατά την αρίθμηση αυτών των εγκλημάτων, γίνεται αναφορά μόνο για ένα. Το δεύτερο αδίκημα αφορούσε την πράξη της παράβασης καθήκοντος , για την οποία όμως κρίθηκε αθώος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πλην όμως, κατά τη διατύπωση του διατακτικού, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επανέλαβε , από παραδρομή, τη διατύπωση του διατακτικού του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, είναι, όπως και πιο πάνω αναπτύχθηκε, αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό και συνεπώς ένα αδίκημα τελέστηκε, έστω και αν συρρέουν περισσότεροι τρόποι τελέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση , όπως προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εγκληματική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος εκδηλώθηκε με περισσότερους αλλά όχι διαφορετικούς κατά τη διάπραξη τρόπους, και συγκεκριμένα ,με την κατ' επανάληψη απαίτηση δώρου που δεν εδικαιούτο , δηλαδή του ποσού των 50.000.000 δραχμών. Η απαίτηση του ποσού αυτού, ανεξάρτητα από πόσες φορές το ζήτησε ο κατηγορούμενος, συνιστά ένα και μόνο έγκλημα. Χρόνος τελέσεως του εν λόγω εγκλήματος πρέπει να θεωρηθεί, κατά την ορθότερη άποψη, ο χρόνος της τελευταίας πράξεως. Τούτο δε, διότι, ανεξάρτητα του ότι το εν λόγω έγκλημα ολοκληρώνεται και με την απλή απαίτηση του δώρου, η ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος γίνεται με την τελευταία πράξη, η οποία ,συνήθως, είναι η "δόση" του δώρου, και σε αυτή αποβλέπει και η συνέχιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη, που εκδηλώνεται με την κατ' επανάληψη απαίτηση για τη λήψη του δώρου. Άλλωστε, με τη διάπραξη και της τελευταίας πράξεως, διαμορφώνεται η συνολική εγκληματική συμπεριφορά του δράστη, την οποία θα πρέπει να αξιολογήσει το Δικαστήριο ,προκειμένου να επιβάλει την προσήκουσα ποινή. Διαφορετική άποψη θα οδηγούσε στην εξασφάλιση της ατιμωρησίας της μεταγενέστερης της αρχικής, εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη, ο οποίος δεν θα είχε πλέον λόγους να μην επιμείνει στην απαίτησή του να του δοθεί το δώρο που ζητεί. Αν μάλιστα αυτός εισπράξει το ποσό του "δώρου" μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής της πρώτης πράξεως ( με την οποία το απαίτησε) , τότε η τελευταία αυτή πράξη του θα παραμείνει ατιμώρητη. Κατά τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, για την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος , λαμβάνει χώρα, όπως αναφέρεται στο διατακτικό, κατά το διάστημα από 1/1/2001 έως 1/2/2001, ενώ στο σκεπτικό διευκρινίζεται ο ακριβής χρόνος εντός του διαστήματος αυτού, κατά τον οποίο έλαβε χώρα η εγκληματική συμπεριφορά του, για την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος, δηλαδή στις "15 ή 16" του Ιανουαρίου του 2001 και την 1/2/2001, ημερομηνία κατά την οποία αυτός απαίτησε για τελευταία φορά την καταβολή του πιο πάνω ποσού. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, το Εφετείο απέρριψε ένσταση παραγραφής της πράξεως, με την αρχική παρεμπίπτουσα απόφασή του, δεχόμενο ότι, από τον προαναφερόμενο χρόνο τελέσεως της πράξεως μέχρι την γενομένη επίδοση της κλήσεως προς εμφάνιση στο ακροατήριο ( 13/1/2006) , δεν είχε συμπληρωθεί ο προβλεπόμενος για τα πλημμελήματα πενταετής χρόνος παραγραφής, ενώ, με την επίδοση της κλήσεως και του προεπιδοθέντος στις 29/12/2000 παραπεμπτικού βουλεύματος χώρησε τριετής αναστολή του χρόνου παραγραφής. Επομένως, με τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ουδεμία αντίφαση υπάρχει μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, ως προς τον κρίσιμο για την παραγραφή χρόνο τελέσεως , αφού σκεπτικό και διατακτικό, αλληλοσυμπληρώνονται και οι προβαλλόμενοι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ , δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης της από 3-4- 2007 αιτήσεως- δηλώσεως και ο συναφής δεύτερος λόγος της 22/23-2-2007 αιτήσεως, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, οι διαλαμβανόμενες αιτιάσεις στον τέταρτο λόγο αναίρεσης της 3-4- 2007 αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, κατά τις οποίες (αιτιάσεις) το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος απαίτησε από την Γ1, στο γραφείο, στις 15 ή 16 Ιανουαρίου και την 1/2/2001 το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ενώ από την κατάθεση της μάρτυρος αυτής δεν προκύπτει κάτι τέτοιο , καθώς και οι αιτιάσεις που εμπεριέχονται στον δεύτερο λόγο αναίρεσης της 22/23-2- 2007 αιτήσεως ,κατά τις οποίες δημιουργείται αντίφαση από την παραδοχή του Δικαστηρίου, ότι ο αναιρεσείων φέρεται να αξιώνει χρήματα για την αποφυλάκιση κατηγορουμένου, ο οποίος αρνείται να του τα καταβάλει κι αυτός (αναιρεσείων) αποφυλακίζει τον κατηγορούμενο, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της παράβασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας . Aβάσιμη, επίσης είναι η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι υφίσταται αντίφαση στην προσβαλλόμενη απόφαση , η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και συνιστά εκ πλαγίου παραβίαση της εφαρμοζόμενης ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 237 ΠΚ, διότι , όπως υποστηρίζει, ενώ αυτός καταδικάστηκε για δωροληψία, στο αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης γίνεται δεκτό ότι τέλεσε παράβαση καθήκοντος, αφού στο σκεπτικό αναφέρεται ότι αυτός "παρέβη τα καθήκοντα του, ως καθ' ύλην αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, ήτοι αυτά του ανακριτού, αφού δολίως επιζήτησε, προκειμένου να κρίνει ευνοϊκά το θέμα της αποφυλάκισης του προσωρινά κρατούμενου Χ, το μεν ως δώρο το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δραχμών, εναλλακτικά δε ωφελήματα από την ίδια την Γ1 και συγκεκριμένα να αποδεχθεί αυτή την πρόταση του είτε να κοιμηθεί μαζί του είτε να επιμεληθεί αυτή και να του προσφέρει αλλοδαπές γυναίκες με τις οποίες αυτός (κατηγορούμενος) θα συνήπτε, έστω περιστασιακά, ερωτική σχέση". Από τις πιο πάνω παραδοχές της αποφάσεως, αλλά και από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό και το διατακτικό αυτής, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή και όχι για παράβαση καθήκοντος . Η αναφορά ότι με την περιγραφόμενη δωροληψία "παρέβη τα καθήκοντά του" , ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση δημιουργεί και έγινε προκειμένου να επισημανθεί η απαξία της πράξεώς του του αναιρεσείοντος . Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ , διαλαμβανόμενος στην από 3-4-2007 αίτηση πέμπτος λόγος αναίρεσης με την πιο άνω αιτίαση , για εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (237 ΠΚ) , είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VΙI. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής , κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ, θεωρείται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ.α). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την , κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και το πιο πάνω αίτημα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ , που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ , αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα ( θετικά ) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για την πράξη που προαναφέρθηκε στην πιο πάνω ποινή , δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ζήτησε "σε περίπτωση ενοχής του , όμως επικουρικά , να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ". Με αυτό το περιεχόμενο το αίτημα του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, για τη χορήγηση του προαναφερόμενου ελαφρυντικού, είναι αόριστο, αφού ουδόλως εκτίθενται περιστατικά που να το θεμελιώνουν. Το Δικαστήριο της ουσίας, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του, απάντησε, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας αυτόν κατ' ουσία. Άλλωστε, ο ίδιος ο κατηγορούμενος ουσιαστικά ανακάλεσε το πιο πάνω αόριστο αίτημά του, αφού, αμέσως μετά την υποβολή του από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, δήλωσε ότι "σε περίπτωση ενοχής του, δεν υπάρχουν ελαφρυντικά". Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, ταυτόσημοι κατά το περιεχόμενο, έκτος και έβδομος λόγοι αναιρέσεως της από 3-4-2007 αιτήσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. IIX. Από τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι "στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται αφαιρείται από την ποινή που επιβλήθηκε για κάποιο από αυτά ο χρόνος της προσωρινής κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτά, επίσης αφαιρείται και ο χρόνος της κράτησης που προβλέπει το εδάφιο 1 αυτού του άρθρου, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασμένο αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί προσωρινά", προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται επί συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται και καθορίζεται συνολική ποινή. Το εδάφιο α της εν λόγω διατάξεως ρυθμίζει την περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για όλα τα συρρέοντα εγκλήματα, οπότε αφαιρείται από την συνολική ποινή που επιβλήθηκε ο χρόνος προσωρινής κράτησης για οποιοδήποτε από τα συρρέοντα, ενώ το εδάφιο β αυτής ρυθμίζει την περίπτωση που ο κατηγορούμενος για κάποιο από τα συρρέοντα εγκλήματα, για το οποίο είχε κρατηθεί προσωρινά, κηρύσσεται αθώος, οπότε, από την επιβληθείσα ποινή για τα λοιπά εγκλήματα, αφαιρείται ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου σε σχέση προς το έγκλημα, για το οποίο στη συνέχεια κηρύχθηκε αθώος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των πρακτικών της δίκης καθώς και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας , προς έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, προκύπτουν τα εξής. Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων , μετά την καταδίκη του με την προσβαλλόμενη απόφαση, για την πράξη της δωροδοκίας δικαστή σε βάρος του Χ για την οποία του επιβλήθηκε η ποινή της φυλάκισης των 3 ετών και 6 μηνών, ζήτησε να του αφαιρεθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 87 παρ.2 του ΠΚ, ο χρόνος της προσωρινής του κράτησης από την πιο πάνω ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως δε προκύπτει από το ...... ένταλμα προσωρινής κρατήσεως του Ειδικού Ανακριτού- Εφέτη, είχε διαταχθεί η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου από της 14ης Οκτωβρίου 2005, για τις πράξεις: α) της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που έχει τελεστεί από κερδοσκοπία και κατ' επάγγελμα και β) της καταχρήσεως εξουσίας. Προϋπόθεση δε για την αφαίρεση του χρόνου κρατήσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 87 παρ.2 του ΠΚ, είναι η καταδίκη του κατηγορουμένου για συρρέοντα , επομένως, περισσότερα του ενός, εγκλήματα, τα οποία συνεκδικάσθηκαν και καθορίζεται για αυτά συνολική ποινή. Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση η πράξη που εκδικάστηκε και για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων αφορούσε μόνο την κατηγορία της δωροδοκίας δικαστή και όχι οποιαδήποτε άλλη που να συνεκδικάστηκε με αυτή. Συνεπώς δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως άρθρου 87 παρ. 2 του ΠΚ, εφόσον ούτε συνεκδίκαση συρρεόντων εγκλημάτων έγινε ούτε επιβολή γι' αυτά συνολικής ποινής, ώστε να δύναται να λάβει χώρα η αιτούμενη αφαίρεση χρόνου κρατήσεως. Οι ισχυρισμοί δε του αναιρεσείοντος, ότι η υπόθεση αφορά συρρέοντα εγκλήματα, τα οποία συνεκδικάστηκαν , αφού τόσο για τα δύο κακουργήματα, για τα οποία είχε επιβληθεί προσωρινή κράτηση, όσο για το πλημμέλημα, για το οποίο καταδικάστηκε σε φυλάκιση από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών , διεξάχθηκε ενιαία ανάκριση, είναι αβάσιμοι , αφού " συνεκδίκαση", κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως , νοείται η συνεκδίκαση των συρρεόντων αδικημάτων από το δικαστήριο που θα επιβάλει την συνολική ποινή και όχι η διενέργεια ενιαίας ανάκρισης για περισσότερα αδικήματα. Αβάσιμες είναι και οι αιτιάσεις αυτού, ότι, με την απόσπαση της υποθέσεως αυτής από τις υποθέσεις για το "παραδικαστικό κύκλωμα" , ενόψει της επικείμενης παραγραφής, συνιστούν μεθοδεύσεις των δικαστικών αρχών "προκειμένου να στερηθεί των εγγυήσεων του άρθρου 87 ΠΚ και να παραμείνει παρανόμως κρατούμενος στη φυλακή, λόγω μη αφαιρέσεως του χρόνου προσωρινής κράτησης", κατά παράβαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, αφού ο χωρισμός και η χωριστή εκδίκαση της πλημμεληματικής πράξεως της δωροδοκίας, ενόψει του κινδύνου παραγραφής δεν συνιστά " μεθόδευση" για να μην εφαρμοσθεί η διάταξη του πιο πάνω άρθρου 87 παρ.2 ΠΚ . Επομένως, το Πενταμελές Εφετείο, με το να απορρίψει το αίτημα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου να προβεί σε αφαίρεση ,από την επιβληθείσα ποινή, του χρόνου που αυτός κρατήθηκε δυνάμει του προαναφερθέντος εντάλματος προσωρινής κρατήσεως, για τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική οργάνωση από κερδοσκοπία και κατ' επάγγελμα καθώς και της κατάχρησης εξουσίας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 87 παρ.2 του ΚΠΔ, με την αιτιολογία ότι "στην προκείμενη περίπτωση δεν υφίσταται η συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 2 του άρθρου 87 του Π.Κ, ήτοι αυτή της υπάρξεως συρροής εγκλημάτων που να συνεκδικάσθηκαν. Τούτο γιατί η προκείμενη κατηγορία που εκδικάστηκε και για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, αφορούσε μόνο την κατηγορία της δωροδοκίας δικαστή( άρθρο 237 παρ.1) και όχι οποιαδήποτε άλλη που να συνεκδικάστηκε με αυτή" , δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 87 ΠΚ.παρ.2, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται με τις διαλαμβανόμενες περί του αντιθέτου αιτιάσεις στους δεύτερο και όγδοο, αντίστοιχα, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ λόγους αναίρεσης των από 23-2-2007 και 3-4-2007 συνεκδικαζομένων αιτήσεών του .Η αιτίαση, εξάλλου, που αναφέρεται στην επάλληλη σκέψη της ανωτέρω αιτιολογίας, κατά την οποία δε μπορεί να γίνει αιτούμενη αφαίρεση από την ποινή που του επιβλήθηκε για την πράξη της δωροδοκίας, διότι αυτός δεν είχε κρατηθεί προσωρινά και για την πράξη αυτή, ούτε προβλεπόταν η επιβολή της προσωρινής κράτησης, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού μόνη η πιο πάνω αιτιολογία στηρίζει επαρκώς την απόρριψη του αιτήματος και άρα, πρέπει οι προαναφερόμενοι λόγοι αυτοί αναιρέσεως των συνεκδικαζομένων αιτήσεων, να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμοι. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις 22/ 23-2-2007 και από 3/4/2007 (αρ.πρωτ. 3131/2007) αιτήσεις αναιρέσεως του Χ1, ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού , κατά της 454 και 458/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών . Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. - Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δύο αναιρέσεις του ιδίου κατά της αυτής απόφασης. Συνεκδίκαση. Παραγραφή. Αναστολή προθεσμίας της παραγραφής. Πότε αρχίζει η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο. Αν η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κυρία διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής, Η μη έγκυρη επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο συνεπάγεται και την ακυρότητα της κλήσης. Αν δεν ανακύπτει θέμα αναστολής της παραγραφής της πράξης μπορεί να καλυφθεί, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Το αμετάκλητο του βουλεύματος στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 319 § 5 τέθηκε με την έννοια του σχετικώς αμετακλήτου. Ο κατηγορούμενος δεν δύναται να προβάλλει αντιρρήσεις, ότι το βούλευμα αυτό δεν κατέστη αμετάκλητο για τον εισαγγελέα. Τελεσίδικο βούλευμα, με το οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος για πλημμέλημα είναι από το νόμο αμετάκλητο, το οποίο δεν αίρεται εκ του ότι ασκήθηκε εναντίον του (απαραδέκτως) αναίρεση. ΕΣΔΑ. Δεν αντίκειται το ότι δίδεται ένδικο μέσο στον εισαγγελέα που δεν δίδεται στον κατηγορούμενο. Περιεχόμενο κλήσεως, κλητηρίου θεσπίσματος, παραπεμπτικού βουλεύματος. Πότε η από παραδρομή μη αναφορά του άρθρου του ποινικού νόμου δεν δημιουργεί ακυρότητα. Εφετείο. Κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης. Απόρριψη λόγων αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του περί ακυρότητας της κλήσεως κλπ και του περί παραγραφής ισχυρισμού. Δωροδοκία Δικαστή. Στοιχεία. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Ακυρότητα κλήσης προς εμφάνιση. Αναίρεση. Απαράδεκτος λόγος σχετικής ακυρότητας, διότι δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης το κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης για την απόρριψη της ένστασης ακυρότητας κλήσης προς εμφάνιση. Η δωροδοκία δικαστή είναι υπαλλακτικώς μικτό και συνεπώς ένα αδίκημα τελέστηκε, έστω και αν συρρέουν περισσότεροι τρόποι τελέσεως. Χρόνος τελέσεως, πρέπει να θεωρηθεί ο χρόνος της τελευταίας πράξεως. Ελαφρυντικά προτέρου εντίμου βίου. Πότε είναι ορισμένο το σχετικό αίτημα. Απόρριψη ως αορίστου. Ποινή. Αφαίρεση χρόνου κρατήσεως κατά το άρθρο 87 παρ. 2 ΠΚ. Προϋποθέσεις. Απόρριψη με επάλληλη αιτιολογία. Αλυσιτελής ο λόγος που αφορά την επάλληλη αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ε.Σ.Δ.Α., Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ακυρότητα σχετική, Δωροδοκία δικαστή.
0
Αριθμός 568/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αναγνωστόπουλο, περί αναιρέσεως της 2731/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Πανάγου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1188/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ.4 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσής του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. Παραβίαση όμως της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών αυτού καταθέσεων , και όχι με την αξιοποίηση όσων ό ίδιος, μη εξεταζόμενος κατά την προδικασία, αποκάλυψε εκουσίως, σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικώς. Παραβίαση της πιο πάνω αρχής δύναται να επέλθει και όταν εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα, τα οποία μεταφέρουν στο Δικαστήριο το περιεχόμενο της προανακριτικής καταθέσεως του κατηγορουμένου, όχι όμως και όταν τα πρόσωπα αυτά απλώς έλαβαν γνώση της εν λόγω καταθέσεως και καταθέτουν περιστατικά, τα οποία δεν έχουν την κατάθεση αυτήν ως αποκλειστική πηγή γνώσεως .Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211 εδ.α ΚΠΔ, με ποινή ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την αποδεικτική διαδικασία όσοι άσκησαν και ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική (άρθρα 170 παρ.2 και 171 παρ.1 ΚΠΔ) , καλυπτόμενη, επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας , σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ΚΠΔ, διαφορετικά, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Λόγω της γενικότητας της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 211, αυτή συμπεριλαμβάνει όλους όσους άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα προανακριτικά, ο λόγος δε της εξαιρέσεως των προσώπων αυτών στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Ο λόγος για τον οποίο έχει επιβληθεί η απαγόρευση εκτείνεται και στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, κατά το άρθρο 34 ΚΠΔ, εφόσον ενήργησαν προς βεβαίωση πράξεων από εκείνες που είναι αρμόδιοι. Κατ' εξαίρεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 174 του Ν. 2960/2001 περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, "οποιοσδήποτε Οικονομικός Υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, Υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος), όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σε αυτές, δεν αποκλείεται να εξεταστεί ως μάρτυρας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο", ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 23 του Ν. 3296/2004, η προαναφερθείσα διάταξη εφαρμόζεται ανάλογα κατά περίπτωση και για το σύνολο των υποθέσεων και του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΕΕ), η οποία αντικατέστησε το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο ανήκουν. Στην προκειμένη υπόθεση, ο αναιρεσείων, με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι, δια της επ' ακροατηρίου εξετάσεως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης των μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, έγινε αποδεικτική αξιοποίηση παρανόμου αποδεικτικού μέσου και ειδικότερα των από 19-3-2003 και 10-11-2003 δύο ενόρκων εξετάσεων του ίδιου, ως μάρτυρα, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, αξιοποίηση η οποία επιτεύχθηκε, διότι ο πρώτος των ανωτέρω μαρτύρων άσκησε κατά την λήψη αυτών καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου και η δεύτερη καθήκοντα γραμματέως και διότι ο μάρτυρας Ζ1, σχετικώς με το πώς περιήλθαν σε γνώση του τα υπ' αυτού κατατιθέμενα επ' ακροατηρίου, κατέθεσε ότι : "Αυτά τα ξέρω από την ένορκη κατάθεση", ενώ η μάρτυρας Ζ2 καταθέτοντας ανέφερε ότι "Ο Χ1 τα παραδέχθηκε". Περαιτέρω δε, όπως αναφέρει ο αναιρεσείων, οι ίδιοι μάρτυρες, ήσαν οι συντάκτες της από ....... εκθέσεως ελέγχου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας του ΣΔΟΕ, η οποία έκθεση περιλαμβάνει και αξιοποιεί για το τελικό της συμπέρασμα μαρτυρικές καταθέσεις αυτού, που δόθηκαν προανακριτικά και πριν αυτός λάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και έτσι, με το να εξετάσει το Δικαστήριο τα παραπάνω πρόσωπα, παρά την ρητή εναντίωση του συνηγόρου του, αξιοποίησε παράνομα αποδεικτικά μέσα και, επομένως, εχώρησε απόλυτη ακεραιότητα της διαδικασίας . Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος , σύμφωνα και με τις πιο πάνω σκέψεις, είναι αβάσιμες. Ειδικότερα α) δεν προκύπτει απαράδεκτο από την εξέταση , στο ακροατήριο, των μαρτύρων του κατηγορητηρίου - υπαλλήλων του ΣΔΟΕ (ήδη ΥΕΕ), ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αυτοί άσκησαν καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου στην εξεταζόμενη υπόθεση, αφού οι κατά τα άνω διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα και του Ν. 3296/2004, ως ειδικότερες, υπερισχύουν της γενικής τοιαύτης του άρθρου 211 του ΚΠΔ και β) δεν έλαβε χώρα, με την εξέταση των πιο πάνω μαρτύρων, αποδεικτική αξιοποίηση των πιο πάνω από 19-3-2003 και 10-11-2003 δύο ενόρκων εξετάσεων του ήδη αναιρεσείοντος, ως μάρτυρα, από το γεγονός ότι αυτοί ήταν συντάκτες της από ....... εκθέσεως ελέγχου του ΣΔΟΕ, ούτε από το περιεχόμενο των καταθέσεων αυτών προκύπτει κάτι τέτοιο. Η αναφορά του μάρτυρα Ζ1 ότι "αυτά τα ξέρω από την ένορκη κατάθεση", δεν υπονοεί, κατ' ανάγκη, ότι αναφέρεται στις επίμαχες δύο ένορκες καταθέσεις, ούτε η αναφορά της Ζ2 ότι "ο Χ1 τα παραδέχθηκε", υποδηλώνει, κατ' ανάγκη, ότι η μάρτυρας πληροφορήθηκε αυτό αποκλειστικά από τις ένορκες αυτές καταθέσεις και όχι ότι ο αναιρεσείων δεν δέχθηκε, όσα αυτή κατέθεσε, και κατ' άλλον τρόπο. Η κρίση, άλλωστε, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προέβη σε αξιοποίηση των από 19-3-2003 και 10-11-2003 δύο ενόρκων εξετάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις των δύο πιο πάνω μαρτύρων, ως συντακτών της από ..... εκθέσεως ελέγχου του ΣΔΟΕ, ενισχύεται και από το ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το Δικαστήριο έκανε δεκτή ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για μη ανάγνωση της από .... έκθεσης ελέγχου, που συνέταξαν οι πιο άνω μάρτυρες, διότι η ως άνω έκθεση ελέγχου προς συναγωγή των διαπιστώσεών της, έλαβε υπ' όψη τις προαναφερόμενες από 19/3/2003 και 10/11/2003 δύο εκθέσεις ένορκης εξέτασης ως μάρτυρα του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος. Ειδικότερα στο αιτιολογικό της σχετικής παρεμπίπτουσας απόφασής του το Δικαστήριο διέλαβε ότι η πιο πάνω έκθεση ελέγχου "περιλαμβάνει και αξιοποιεί για το τελικό της συμπέρασμα μαρτυρικές καταθέσεις του κατηγορουμένου, που δόθηκαν προανακριτικά και πριν αυτός λάβει την ιδιότητα αυτή (του κατηγορουμένου). Εν όψει τούτων και όσων ανωτέρω σχετικώς αναφέρονται, πρόδηλο είναι ότι πρέπει από τούδε να γίνει δεκτό, κατά παραδοχή της συναφούς ενστάσεως του κατηγορουμένου, προβληθείσης δια του συνηγόρου του, ότι η έκθεση αυτή δεν μπορεί ν' αναγνωσθεί...". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α του ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ ) και η δικαστική δαπάνη τoυ πολιτικώς εν;aγoντος Ελληνικού Δημοσίου, που παραστάθηκε. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-6-2007 αίτηση ( δήλωση) αναιρέσεως του Χ1, κατά της 2731/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που παραστάθηκε, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήκοντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα. Παράβαση ΕΣΔΑ, διότι λήφθηκαν υπόψη προανακριτικές καταθέσεις του κρατουμένου. Αυτοενοχοποίηση. Αρ. 211 εδ. α ΚΠΔ. Δεν εξετάζονται ως μάρτυρες όσοι άσκησαν προανακριτικά και ανακριτικά καθήκοντα. Η απαγόρευση εκτείνεται και στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους. Εξαίρεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 174 του Ν. 2960/2001 περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, για Οικονομικούς Υπαλλήλους. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ανάλογα (30 παρ. 23 του Ν. 3296/2004) και στο ΣΔΟΕ (ΥΕΕ). Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Κατηγορούμενος, Μάρτυρες.
0
Αριθμός 567/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπεκρή, περί αναιρέσεως της 311/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 639/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, εκτός των λοιπών στοιχείων, το ξένο κινητό πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, είτε συνεπεία συμβατικής σχέσεως, είτε από άλλα τυχαία περιστατικά, και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του. Ως κατοχή νοείται η πραγματική σχέση του δράστη προς το πράγμα, που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη, κατά τη βούλησή του. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, δεν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον αμέσως ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, εξέδωσε αυτή, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "στις 6-3-1998, ο εγκαλών ψ1 κατέβαλε στον κατηγορούμενο, με τραπεζική επιταγή, ποσό 16.435.375 δραχμών, προκειμένου ο κατηγορούμενος να επενδύσει το ποσό αυτό για λογαριασμό του εγκαλούντος σε ασφαλιστικό επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας " SCOP LIFE". Πλήν όμως, ο κατηγορούμενος δεν πραγματοποίησε την επένδυση αυτή, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και του ψ1, ο οποίος είναι θείος του κατηγορούμενου, που ζούσε τότε και εργαζόταν στον Καναδά, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα το παραπάνω ποσό. Όταν ο κατηγορούμενος πιέστηκε από τη σύζυγο του μηνυτή και από το δικηγόρο του Φώτιο Λεπίδα για να τους ενημερώσει για την τύχη των χρημάτων, τους αποκάλυψε ότι τα χρήματα τα έχει παρακρατήσει για τον εαυτό του και, προκειμένου να μην υποβληθεί μήνυση εναντίον του, υπέγραψε το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ανέλαβε να επιστρέψει στον εγκαλούντα το κεφάλαιο, μαζί με τους τόκους, συνολικού ύψους 22.336.341 δραχμών σε τετραμηνιαίες δόσεις των 2.500.000 δραχμών, αρχής γενομένης από 30-1-2000. Ο κατηγορούμενος, όμως, κατέβαλε μόνο τις τρείς δόσεις, συνολικού ποσού 7.500.000 δραχμών και από 30-1-2001 και μετά ουδέν ποσόν κατέβαλε στον εγκαλούντα, με αποτέλεσμα να ιδιοποιηθεί, τελικά, παράνομα το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, ύψους 18.318.247 δραχμών, ήδη 53.578,60 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε επί τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω αναπτυχθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, συγχρόνως δε, παραβίασε εκ πλαγίου της ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ που εφάρμοσε, διότι κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της, στερώντας έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, διέλαβε ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, με λογικά κενά, αναφορικά με τον τρόπο και χρόνο που περιήλθε το ανωτέρω χρηματικό ποσό στην κατοχή του κατηγορουμένου, και το χρόνο κατά τον οποίο αυτός εκδήλωσε τη βούλησή του να το ιδιοποιηθεί. Τούτο γιατί, ενώ δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος έλαβε, για λογαριασμό του εγκαλούντος, το ποσό της επιταγής (16.435.375 δραχμές), στις 6-3-1998, στη συνέχεια δεν προσδιορίζεται στην απόφαση πότε ακριβώς ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος εκδήλωσε τη βούλησή του να ιδιοποιηθεί το ως άνω ποσό, γεγονός, το οποίο αναμφισβήτητα συνέχεται με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, από τον οποίο αρχίζει και ο χρόνος παραγραφής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ δέχεται ότι ο κατηγορούμενος, που είχε παρακρατήσει τα χρήματα, προκειμένου να αποφύγει την εναντίον του δίωξη, υπέγραψε το με χρονολογία ....... ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει στον εγκαλούντα το κεφάλαιο με τους τόκους, συνολικού ύψους 22.336.341 δραχμών, στη συνέχεια δέχεται ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα στις 30-1-2001 το υπόλοιπο ποσό, ύψους 18.318.247 δραχμών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση με τις προηγούμενες παραδοχές, και συγκεκριμένα, ενώ αρχικά φέρεται να έχει ιδιοποιηθεί το ποσό της επιταγής, ανερχόμενο σε 16.435.375 δρχ., στη συνέχεια εμφανίζεται να έχει ιδιοποιηθεί μεγαλύτερο ποσό, και συγκεκριμένα αυτό των 18.318.247 δραχμών, στο οποίο προφανώς έχουν ενσωματωθεί και τόκοι, οι οποίοι όμως δεν προσδιορίζονται, ώστε, πλέον, έτσι, να δημιουργείται ασάφεια, τόσο ως προς το ακριβές ύψος του ποσού που αυτός ιδιοποιήθηκε, όσο και ως προς τον ακριβή χρόνο που εκδήλωσε τη βούλησή του να ιδιοποιηθεί παράνομα το οποιοδήποτε ποσό. Επομένως, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 311/15-1-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση. Καταδικαστική απόφαση. Αναίρεση με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αντιφατικές παραδοχές ως προς το ακριβές ποσό και το χρόνο της ιδιοποίησης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 566/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορίνθου, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 155/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας, με συγκατηγορούμενο τον .......... Το Τριμελές Εφετείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1233/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την με αριθμό 420/29-10-2007 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων την από 14-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της υπ'αριθμ. 155/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας, εκθέτω τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474, 476 παρ. 1 και 509 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως είναι, οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναιρέσεως, από τους αναφερομένους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορρίπτεται (άρθρ. 476 και 513 ΚΠΔ). Απλή επανάληψη των διατάξεων του άρθρ. 510 ΚΠΔ, που προβλέπει τους λόγους αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ/906, ΑΠ 2397/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/822). Στην προκειμένη περίπτωση, δια της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πλήττεται το ανωτέρω βούλευμα, δι'έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Όμως, στην σχετική έκθεση ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, εκτός από την επίκληση του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. δ' και ε' ΚΠΔ και των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, μόνο με την ως άνω ονομασία των, ουδεμία αναφορά εις περιστατικό θεμελιωτικό των επικαλουμένων πλημμελειών διαλαμβάνεται. Αλλά, με αυτό το περιεχόμενο, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι, συμφώνως προς τα προαναφερόμενα, απαράδεκτη, αφού οι ως άνω επικαλούμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστοι και δεν δύνανται να συμπληρωθούν με στοιχεία ευρισκόμενα εις άλλο έγγραφο. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθή και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς τα άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω------------------ Να απορριφθή ως απαράδεκτη η από 14-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ'αριθμ. 155/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 24 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει, ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει, στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του ΚΠΔ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και εντεύθεν απορρίπτεται, χωρίς άλλη περαιτέρω έρευνα (476 παρ.1, 513 παρ.1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Ως προς τον από τα άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, πρέπει, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος, να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή, σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση ή επί παραβιάσεως εκ πλαγίου της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης, σε τι συνίστανται οι ασάφειες ή λογικά κενά, εξαιτίας των οποίων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε και τέλος επί εσφαλμένης ερμηνείας, ποία είναι η αληθής έννοια της διατάξεως αυτής. Στην κρινόμενη 10/14-5-2007 έκθεση αναιρέσεως, κατά της 155/7-5-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, ο αναιρεσείων Χ1, ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης οκτώ ετών και τεσσάρων μηνών και συνολική χρηματική ποινή 110.000 ευρώ, για κατ' επάγγελμα προώθηση στο εξωτερικό προσώπων που δεν είχαν δικαίωμα εξόδου από τη Χώρα, για τους εξής λόγους: "Στο άρθρο 510 παρ.1 εδ.δ ( έλλειψη αιτιολογίας ) και εδ.ε (εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης) ΚΠΔ". Έτσι, όμως, όπως έχουν διατυπωθεί οι λόγοι αυτοί, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται, ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, και χωρίς να προσδιορίζεται η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ούτε το σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία αυτής, πρέπει, να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, λόγω παντελούς αοριστίας αυτών. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 10/14-5-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου του Καταστήματος Κράτησης Κορίνθου, η οποία στρέφεται κατά της 155/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας. Και Kαταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αίτηση κρατουμένου (αόριστοι λόγοι για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης). Απορρίπτει.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 565/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Μαρούπα, περί αναιρέσεως της 855/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) ....... και 2) ......... Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 23.1.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1645/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 1 εδ. α-γ του ΚΠΔ, όπως τα δύο πρώτα αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 3090/2002, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί, επίσης, για τον λόγο αυτό, να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου, δεν τον επιτρέπουν. Σημαντικά αίτια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι, μεταξύ άλλων, και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστή στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όχι μόνον όταν έχει συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 14 παρ. 3 του ΚΠΔ), αλλά και σε στάδιο προγενέστερο εκείνης, όταν λ.χ. έχει συμπράξει και στην έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, αφού έχει ήδη εκφράσει γνώμη και είναι δυνατόν, από προκατάληψη, να μην κρίνει κατά τρόπο ανεπηρέαστο. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή. Άλλωστε, το δικαίωμα εξαιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται στο άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης, περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που, λειτουργώντας νόμιμα, θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσης, είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσης". Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ' αριθ. 855/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προέκυψε ότι ο εκ των μελών της παρούσης σύνθεσης Νικόλαος Ζαΐρης, Αρεοπαγίτης, μετέσχε ως Προεδρεύων Εφέτης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και δη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, το οποίο, μεταξύ άλλων, με την υπ' αριθ. 1079/2005 απόφασή του, κατεδίκασε τον αναιρεσείοντα σε κάθειρξη 12 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για τα σε αυτή αναφερόμενα αδικήματα. Μετά από αυτά, ενόψει της εκφθασθείσας γνώμης του ως άνω μέλους του Δικαστηρίου και των προαναπτυχθέντων, συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν έχει κληθεί να παραστεί κατά την ημέρα της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης και η διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 ΚΠΔ δεν είναι εφαρμοστέα, αφού η εν λόγω αναβολή γίνεται αυτεπαγγέλτως, προκειμένου αυτή να δικασθεί από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει ο ανωτέρω κωλυόμενος Αρεοπαγίτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την εκδίκαση της προκειμένης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προκειμένου αυτή να δικασθεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο Αρεοπαγίτης Νικόλαος Ζαΐρης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει λόγω κωλύματος μέλους συνθέσεως.
Αναβολή συζήτησης
Αναβολή συζήτησης.
1
Αριθμός 564/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίο Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κανάκη, για αναίρεση της με αριθμό 3891/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαΐου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1035/2007. Αφ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 239 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να είναι ορισμένοι, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούντα κατά νόμο για τη συγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα αξιολογήσεως και, σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των αορίστων αυτών ισχυρισμών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέλος, η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, αφού περί αυτών κρίνει κυριαρχικά το Δικαστήριο της ουσίας και κάθε σχετική αιτίαση ως προς την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του Δικαστηρίου, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που εκτίμησε, είναι απαράδεκτη, γιατί ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα της αποφάσεως και δεν εισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 3891/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε έπειτα από την υπ' αρ. 1761/2006 έφεση της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας κατά της υπ' αρ. 21770/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η τελευταία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, για άμεση συνέργεια σε έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, ήτοι για παράβαση των άρθρων 19 παρ. 1, 2, 3, 4, 21 Ν.2523/1997, 45, 46 παρ. 1β και 98 Π.Κ. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμνη απόφαση η αναιρεσείουσα, δια του συνηγόρου της, προέβαλε "την ένσταση παραγραφής", χωρίς να αναφέρει, κατά τρόπο αναλυτικό, τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωση της ένστασης παραγραφής της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός, ήταν αόριστος και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει επ' αυτού, σημειουμένου πάντως του γεγονότος ότι, η προσβαλλομένη, παρόλα αυτά, απήντησε επί της ως άνω ενστάσεως. Όσον αφορά τον ισχυρισμό, ότι η προσβαλλομένη δεν έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την ειδικότερη αιτίαση ότι "προφανώς δεν αξιολόγησε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τις μαρτυρικές καταθέσεις (μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως) και τα επικληθέντα και κατατεθέντα ουσιώδη έγγραφα (αναγνωστέα) και ήχθη ούτω εις καταδικαστικήν απόφασιν", αυτός είναι απαράδεκτος, διότι προσβάλλει την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Τέλος, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, προφανώς προς θεμελίωση αναιρετικού λόγου εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Ε' Κ.Π.Δ., σύμφωνα με τον οποίο, κακώς δεν κηρύχθηκε απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη, διότι δεν υποβλήθηκε από την αρμόδια αρχή (Σ.Δ.Ο.Ε) μηνυτήρια αναφορά σε βάρος της, αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, στην περίπτωση της παράβασης του άρθρου 19 του Ν.2523/1997, όπως εν προκειμένω, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τα μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.), σύμφωνα με την παρ. 2 εδ. β' του άρθρου 21 του παραπάνω νόμου και όχι με μηνυτήρια αναφορά του Σ.Δ.Ο.Ε. Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, κατ' άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23 Μαΐου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 3891/23.3.2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άμεση συνέργεια σε παρ. του αρ. 19 Ν. 2523/97 (έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων). 1)Αόριστος ισχυρισμός περί παραγραφής. 2)Έλλειψη αιτιολογίας που πλήττει την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου. 3)Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 563/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1539/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1559/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 457/19-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. σε συνδ. με αρ. 5 §1 εδαφ. τελευταίο Ν. 3213/2003, την υπ' αρ. 182/7-9-2007 (ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως Εφετείου Αθηνών) ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως της Χ1, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ασημίνας Σκιντζόγλου-Λάλα κατά του υπ' αρ. 1539/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Με το ανωτέρω βούλευμα παρεπέμφθη η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών όπως δικασθεί για παράλειψη υποβολής δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως ετών 2002 έως και 2006 (αρ. 1 §1 περ. ιε, 2 § 1α, 4 §3α, β, 5, 9 §5 Ν. 3213/2003 ως η παρ. 5 του αρ. 9 προσ. με αρ. 13 §4β Ν. 3242/04 σε συνδ. με αρ. 24 §1 περ. ιζ, 25 §§1, 2, 3, 27 §3α, β 22 Ν. 2429/1996 όπως η παρ. 2 αρ. 24 αντ. με αρ. 13 §1 Ν. 2836/2000). Κατά του εν λόγω βουλεύματος η κατηγορουμένη άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως την 7-9-2007 ενώπιον του Γραμματέως Εφετείου Αθηνών (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.) την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως διότι το βούλευμα επεδόθη στον σύνοικο πατέρα της (αρ. 155 §ιβ Κ.Π.Δ.) την 6-8-2007 και τον Αύγουστο αναστέλλονται οι προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων (αρ. 473 §4 Κ.Π.Δ.). Είναι δε παραδεκτή διότι περιέχει συγκεκριμένους λόγους (αρ. 474 §2 Κ.Π.Δ.) και επιτρέπεται για το εν λόγω πλημμέλημα με ρητή διάταξη του αρ. 5 §1 εδαφ. τελευταίο Ν. 3213/2003. II) Προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως: α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι αυτή δεν επεξετάθη και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς οι οποίοι προεβλήθησαν και συγκεκριμένα της πραγματικής πλάνης διότι είχε πλήρη άγνοια και εσφαλμένη αντίληψη ως προς την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως, διότι ο σύζυγός της που είναι δικηγόρος την είχε ρητώς διαβεβαιώσει ότι δεν είχε υποχρέωση υποβολής δηλώσεως. Συνεπώς η πλάνη της κατά το αρ. 30 §1 Π.Κ. ήταν συγγνωστή και μη καταλογιστέα. β) Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι ενώ το βούλευμα εδέχθη ότι ευρίσκετο σε πλάνη ως προς την υποχρέωση αφού είχε την πεποίθηση ότι δεν υπεχρεούτο στην υποβολή δηλώσεως από ρητή διαβεβαίωση του νομικού της συμβούλου πρώην συζύγου της Γ1, ως δικηγόρου αντιφατικά και χωρίς αιτιολογία δεν υπήγαγε την πλάνη της στην παράγραφο 2 του αρ. 31 Π.Κ. ΙΙΙ) Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οικονομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα τέτοιας αιτιολογίας α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων αν υπάρχουν, μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τι σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 1749/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγω αναιρέσεως κατ' άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (Α.Π. 1307/2004 Π.Χρ. ΝΕ/535, Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50, Α. Καρρά "Ποιν. Δικον. Δίκαιο" σελ. 952-954). IV) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρ. 24 περιπτ. (ιξ) ν. (ιζ) 2429/1996, στα πρόσωπα που υποχρεούνται να υποβάλλουν στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης περιλαμβάνονται και οι δημοσιογράφοι μέλη οικείων ενώσεων συντακτών. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις της παραγρ. 2 του ίδιου παραπάνω άρθρου και νόμου όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ., 13 ν. 2836/2000 (η ισχύς της οποίας άρχισε από 1-3-2000), η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε 30 ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας ή την έναρξη της επιχείρησης ή του επαγγέλματός τους. Επίσης, η δήλωση αυτή επανυποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υποχρέων και επί τρία χρόνια μετά την απώλεια ή την λήξη της, το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μακρότερης προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Τέλος κατά τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου 27 του ως άνω ν. 2429/1996, ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα έως τέσσερα έτη. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση τριών (3) μηνών έως δύο (2) ετών. Σημειώνεται, ότι στη συνέχεια οι παραπάνω διατάξεις των άρθρων 24 έως και 29 του ως άνω νόμου 2429/1996 επαναδιατυπώθηκαν στα άρθρα 1 μέχρι και 4 του ν.3213/2003, του οποίου η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (31-12-2003) και ο οποίος με το άρθρ. 12 παρ. 1 αυτού, κατήργησε τα παραπάνω άρθρα (24 έως και 29) του πρώτου νόμου. Μόνο δε με την παράγρ. 2 του άρθρου 1 του ως άνω νόμου 3213/2003, η προαναφερθείσα δήλωση έπαυσε να συναρτάται με την χρονολογία υποβολής κάθε έτος της φορολογικής δήλωσης, (που ήταν η μακρότερη προθεσμία μέχρι 31-5) και τέθηκε ότι η δήλωση αυτή περιουσιακής κατάστασης πρέπει να υποβληθεί το αργότερο την 30η Ιουνίου κάθε έτους και ακόμη με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου (3213/2003) ορίζεται ότι "Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται σαφώς, ότι οι υπόχρεοι δήλωσης περιουσιακής κατάστασης υποχρεούνται να υποβάλλουν αυτή κάθε έτος, εντός ορισμένης προθεσμίας, (η οποία προ του ως άνω νόμου 3213/2003 συνδεότανε με την χρονολογία υποβολής της ετήσιας φορολογικής δήλωσης, στη συνέχεια δε τέθηκε το αργότερο η πιο πάνω προθεσμία), η παράλειψη της οποίας εντός αυτής έχει ως συνέπεια να θεμελιώνεται σε βάρος του υποχρέου αντικειμενικά και υποκειμενικά η διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρ. 27 του ν. 2429/1996, μετά δε την 31-12-2003 της παραγρ. 3 του άρθρ. 4 ν. 3213/2003. Η τυχόν δε εκπρόθεσμη υποβολή από τον υπόχρεο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης δεν έχει βέβαια ως συνέπεια την άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ήταν αποκλεισμό του καταλογισμού της πράξεως αυτής στον υπαίτιο, αφού κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στο νόμο. Ενώ όμως μπορεί να ληφθεί υπόψη η ενέργεια αυτή κατά την επιμέτρηση της ποινής (Α.Π. 1749/2005, Π. Δ/σύνη 2005/496). V) Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1 και 3 Π.Κ. και 112 Π.Κ. το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία τελέστηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β', 370β και 485 Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ως συμβούλιο ο οποίος, αν διαπιστώσει την συμπλήρωσή της οφείλει ν' αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 §1 Κ.Π.Δ., όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 Ν. 3160/2003 δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 Κ.Π.Δ., όπως τούτο αντικαταστάθηκε με αρ. 50 §5 Ν. 3160/2003 (Α.Π. 1712/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προανεφέρθη, η αναιρεσείουσα παρεπέμφθη στο ακροατήριο για παράλειψη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως κατ' εξακολούθηση, από αμέλεια που φέρεται ότι διέπραξε τα έτη 2002 έως και 2006. Η πρώτη όμως πράξη του εγκλήματος τούτου, η οποία και κρίνεται αυτοτελώς τριών μηνών έως δύο ετών, είναι πλημμέλημα αφού από της τελέσεώς της 30-6-2002 (τελευταία ημέρα προθεσμίας υποβολής δηλώσεως) μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα πέντε ετών και πλέον, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής και χωρίς βέβαια το ως άνω έγκλημα να είναι διαρκές. Κατόπιν αυτών, εφ' όσον, η κρινόμενη αναιρετική αίτηση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχει τους ως άνω παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει κατά τούτο το πληττόμενο βούλευμα, ήτοι ως προς την πρώτη πράξη που τελέστηκε την 30-6-2002 και να παύσει οριστικώς γι' αυτήν η κατά της αναιρεσείουσας ποινική δίωξη εξ' αιτίας παραγραφής. VI) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση και ειδικότερα τα έγγραφα της δικογραφίας, την αιτιολογία και το απολογητικό υπόμνημα της κατηγορουμένης εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα: Η κατηγορουμένη Χ1, κατά τα έτη από 2002 έως και 2006 είχε την ιδιότητα της δημοσιογράφου-μέλους της ΕΣΗΕΑ και συνεπώς την υποχρέωση να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 1 παραγρ. 1 περ. ιε του ν. 3213/2003, αλλά και το άρθρο 24 παρ. 1 στοιχ. ιζ' του Ν. 2429/1996 στον αρμόδιο για τον έλεγχο της περιουσιακής της κατάστασης Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωση περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) για τα έτη 2002, 2003, 2004, 2005 και 2006. Όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ..... υπηρεσιακή βεβαίωση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και την υπ' αριθμ. 142/10-5-2007 έκθεση υπογραφόμενη από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ως Πρόεδρο της ως άνω Επιτροπής και τη διενεργήσασα το σχετικό έλεγχο Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η κατηγορούμενη δεν είχε υποβάλει μέχρι τις 10-5-2007 δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των ετών 2002 έως και 2006. Τούτο διαπιστώθηκε ειδικότερα μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε στα αρχεία της υπηρεσίας Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, συνεπεία του οποίου συντάχθηκε από τον αρμόδιο για τον Έλεγχο των Δηλώσεων Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου η παραπάνω έκθεση, στην περιέχεται η εν λόγω διαπίστωση και ακολούθως ασκήθηκε η προαναφερόμενη ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης. Η ως άνω κατηγορουμένη με την απολογία της ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη, δεν αμφισβητεί τη μη υποβολή των ως άνω δηλώσεων, εντός της νόμιμης προθεσμίας, πλην όμως ισχυρίζεται ότι πίστευε ότι δεν είχε υποχρέωση να υποβάλει δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά τα ως άνω έτη λόγω μη ασκήσεως εργασίας ως δημοσιογράφου και ανυπαρξίας εισοδημάτων από δημοσιογραφική δραστηριότητα, γεγονός για το οποίο την είχε διαβεβαιώσει ο πρώην σύζυγος της Γ1, δικηγόρος. Ο ως άνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης, ο οποίος αναφέρεται σε εσφαλμένη αντίληψη της περί μη υποχρεώσεως της υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως για τα έτη 2002 έως και 2006 δεν δύναται να στοιχειοθετήσει περίπτωση συγγνωστής νομικής πλάνης, κατά το άρθρο 31 παρ. 2 Π.Κ., καθόσον η κατηγορουμένη κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης είχε τη δυνατότητα, αν κατέβαλε την επιμέλεια που αντικειμενικά όφειλε και υποκειμενικά μπορούσε να καταβάλει, ενόψει ιδίως της επαγγελματικής της ιδιότητας και πείρας να αποκτήσει με δικές της ενέργειες ακριβή και ορθή ενημέρωση ως προς την ύπαρξη και τους όρους της υποχρέωσης της να υποβάλει δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης για τα έτη 2002, 2003, 2004, 2005 και 2006, εμπρόθεσμα, μέχρι τις 4-7-2002, 30-6-2003, 24-8-2004, 30-6-2005 και 30-6-2006, αντίστοιχα, και να άρει έτσι την πλάνη στην οποία τελούσε (ότι δεν είχε υποχρέωση υποβολής τέτοιας δήλωσης). Επομένως, και σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμοι. Για τη μη εκπλήρωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης της κατηγορουμένης δεν υπάρχουν ενδείξεις δόλιας προαίρεσης αυτής, αφού, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι κατά τους κρίσιμους χρόνους υπήρξε επιλήψιμη μεταβολή της περιουσίας της. Δεδομένου, όμως, ότι η αποδιδόμενη σ' αυτήν πράξη τιμωρείται και από αμέλεια, πρέπει να ερευνηθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίασε το καθήκον επιμέλειας και συγκεκριμένα αν κατέβαλε την επιμέλεια εκείνη, την οποία υποθετικώς καταβάλλει ο μέσος ευσυνείδητος άνθρωπος, τοποθετούμενος υπό τις ίδιες με αυτήν αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις. Η κατηγορουμένη όφειλε και μπορούσε, να εκπληρώσει εμπρόθεσμα την ως άνω υποχρέωση της και να αποφύγει έτσι την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, πράγμα το οποίο δεν έπραξε, λόγω απάμβλυνσης της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, με απότοκο συνέπεια να μην ανταποκριθεί στην υποχρέωση της και να μην προβλέψει το προκληθέν δια της πράξεως της αξιόποινο αποτέλεσμα. Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, συνισταμένης στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό και ορθή νομική υπαγωγή των αυτών πραγματικών περιστατικών, να χαρακτηριστεί η βαρύνουσα την κατηγορουμένη κατηγορία από εκ προθέσεως σε εξ αμελείας τοιαύτη, με ειδικότερη μορφή επιδειχθείσας αμέλειας την άνευ συνειδήσεως αμέλεια. Πρέπει να αναφερθεί εδώ, ότι με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3213/03 η συγκεκριμένη δήλωση έπαυσε συναρτώμενη προς τη χρονολογία υποβολής κατ' έτος φορολογικής δηλώσεως (το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μακρότερης προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων) και τέθηκε ως απώτατος χρόνος υποβολής της η 30η Ιουνίου κάθε έτους, με την ειδική επίσης επισήμανση ότι, με την ίδια ως άνω διάταξη και μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο 13 παρ. 4 εδ. α' του ν. 3242/24-5-2004, ειδικώς για το έτος 2004 προβλέφθηκε, για όλους τους υπόχρεους, ως προθεσμία υποβολής ενενήντα ημέρες από τη δημοσίευση (24-5-2004) του νόμου αυτού (3242/2004), δηλ. έως τις 24-8-2004. Με τα δεδομένα αυτά προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις που μπορούν στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη της παράλειψης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης από αμέλεια στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 26 παρ. 1β, 28 ΠΚ, 1 παρ. 1 περ. ια, 2 παρ. 1, 4 παρ. 3 εδ. α'και β, 5 και 9 παρ. 5 του ν. 3213/03, όπως η παρ. 5 του άρθρου 9 προστέθηκε με το αρθρ. 13 παρ. 4 εδ. β'του ν. 3242/04 και άρθρο 27 παρ. 3 σε συνδ. προς άρθρα 24 παρ. 1 περ. ιζ και 2, 25 παρ. 1, 2 και 3 όπως η παρ. 2 του αρθρ. 24 αντικ. με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2836/2000 και του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 3213/2003 και πρέπει, να παραπεμφθεί αυτή, για να δικαστεί για την ως άνω πράξη της, ενώπιον του αρμόδιου καθ' ύλην και κατά τόπον Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. VII) Με τις παραδοχές αυτές του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του προπεριγραφέντος εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ότι έπρεπε να παραπεμφθεί η κατηγορουμένη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε εκ πλαγίου. Αναφορικά δε με το είδος της αμέλειας, με τα όσα δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα και τα οποία αναφέρονται παραπάνω, σαφές είναι ότι δέχεται ασυνείδητη αμέλεια στο πρόσωπο της κατηγορουμένης αφού μετέτρεψε επιτρεπτώς την κατηγορία από πρόθεση σε αμέλεια την οποία προσδιορίζει σε "άνευ συνειδήσεως" και επαναλαμβάνει στο διατακτικό. Πιο συγκεκριμένα: Το Συμβούλιο Εφετών αφού παρέθεσε το νομικό μέρος και εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά, με ειδικές σκέψεις δέχεται την μη ύπαρξη δολίας προαιρέσεως, αλλά αμελείας, αντικρούωντας διεξοδικώς τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης ότι πίστευε πως δεν είχε την υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση περιουσιακής καταστάσεως λόγω μη ασκήσεως εργασίας ως δημοσιογράφου και ανυπαρξίας εισοδημάτων από δημοσιογραφική δραστηριότητα ως την είχε διαβεβαιώσει ο πρώην σύζυγός της Γ1. Η απόφαση αιτιολογεί με σαφήνεια την μη ύπαρξη συγγνωστής νομικής πλάνης που είχε προβάλλει με αυτοτελή ισχυρισμό, διότι είχε την δυνατότητα, αν κατέβαλε την επιμέλεια που αντικειμενικά όφειλε και υποκειμενικά μπορούσε να καταβάλλει, ενόψει και της επαγγελματικής ιδιότητας και πείρας, να αποκτήσει με δικές της ενέργειες ακριβή και ορθή ενημέρωση ως προς την ύπαρξη και υποχρέωση υποβολής δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως ώστε να άρει την πλάνη της. Το γεγονός ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν ενδείξεις δολίας προαιρέσεως αφού, κατά τους κρίσιμους χρόνους, δεν προέκυψε επιλήψιμη μεταβολή της περιουσίας της, δεν τελεί σε αντίφαση με την παραδοχή της εξ αμελείας τελέσεως του εγκλήματος. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι τους οποίους προβάλλει η αναιρεσείουσα και ορθώς το Συμβούλιο Εφετών απεφάνθη για την παραπομπή της. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 182/7-9-2007 αίτηση αναιρέσεως της Χ1 κατά του υπ' αρ. 1539/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας. 3) Να αναιρεθεί εν μέρει το υπ' αρ. 1539/07 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, κατά της Χ1 για μη εμπρόθεσμη υποβολή δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως, πράξη η οποία φέρεται ότι τελέστηκε από αυτήν στην Αθήνα την 30-6-2002. Αθήνα 15-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η κρινόμενη 182/2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως της Χ1 κατά του 1539/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που παρέπεμψε αυτήν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για παράλειψη από αμέλεια υποβολής δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως ετών 2002 έως και 2006 από υπόχρεο δημοσιογράφο (αρ. 1 §1 περ. ιε, 2 § 1α, 4 §3α, β, 5, 9 §5 Ν. 3213/2003 ως η παρ. 5 του αρ. 9 προσ. με αρ. 13 §4β Ν. 3242/04 σε συνδ. με αρ. 24 §1 περ. ιζ, 25 §§1, 2, 3, 27 §3α, β 22 Ν. 2429/1996 όπως η παρ. 2 αρ. 24 αντ. με αρ. 13 §1 Ν. 2836/2000), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, κατά τη ρητή διάταξη του αρ. 5 §1 εδαφ. τελευταίο Ν. 3213/2003, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. ΙΙ. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Η κύρια διαδικασία αρχίζει είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του, στη συζήτηση της υποθέσεως (307 επ., 314, 320, 321, 339, 340, και 343 ΚΠΔ). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ.β, και 484, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα συμβούλια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Αρειο Πάγο, ως συμβούλιο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως οφείλει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον ή αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτήν, ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα παρεπέμφθη στο ακροατήριο για παράλειψη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως κατ' εξακολούθηση, από αμέλεια που φέρεται ότι διέπραξε τα έτη 2002 έως και 2006. Η πρώτη όμως πράξη του εγκλήματος τούτου, η οποία και κρίνεται αυτοτελώς, είναι πλημμέλημα και, από την τέλεσή της, 30-6-2002 (τελευταία ημέρα προθεσμίας υποβολής δηλώσεως), μέχρι σήμερα, παρήλθε χρονικό διάστημα πέντε ετών και πλέον, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Το αξιόποινο, συνεπώς, της πράξεως αυτής εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, αφού από της τελέσεώς της μέχρι τη διάσκεψη και την έκδοση της παρούσας έχει συμπληρωθεί, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, (αφού δεν άρχισε ακόμη η κύρια διαδικασία για να συντρέξει χρόνος αναστολής). Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτώς και περιέχει τους από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ ΚΠΔ και ε' σαφείς και ορισμένους λόγους αναιρέσεως, ήτοι, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει κατά τούτο το πληττόμενο βούλευμα, ήτοι ως προς την πρώτη πράξη, που τελέστηκε την 30-6-2002 και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. ΙΙΙ.- Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του ν. 2429/1996, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 13 § 1 του Ν. 2836/2000, διατάχθηκε δε η εξακολούθηση της ισχύος της, καθώς και των άλλων διατάξεων των άρθρων 24, 25, 26, 27 και 28 του ίδιου νόμου (2429/1996), με το άρθρο 9 § 5 του Ν. 32132003, όπως η παρ. 5 προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 13 § 4 εδ. β' του Ν. 3242/2004, "υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, του ή της συζύγου τους και των ανηλίκων τέκνων τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 25: α)....β)....γ)... ιζ. Οι δημοσιογράφοι, μέλη των οικείων ενώσεων συντακτών, καθώς και όσοι προσφέρουν δημοσιογραφικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις έκδοσης εντύπων ή σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης με σύμβαση εργασίας ή έργου, εφόσον το έργο συνίσταται στην προετοιμασία περισσότερων από δύο δημοσιευμάτων ή εκπομπών κάθε μήνα", κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 13 § 1 του Ν. 2836/2000, "η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας κ.λπ... Επίσης, η δήλωση αυτή επανυποβάλλεται κάθε χρόνο, κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και επί τρία (3) χρόνια μετά την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μακρότερης προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων...". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού ως άνω άρθρου 25 του ν. 2429/1996, "Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, υποβάλλονται στην Επιτροπή του άρθρου 19 του νόμου αυτού, ενώ οι δηλώσεις των άλλων υποχρέων υποβάλλονται στον κατά το επόμενο άρθρο (26) αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου". Τέλος, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 27 του ιδίου ως άνω νόμου 2429/1996, "Ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως τέσσερα (4) έτη. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση τριών (3) μηνών έως δύο (2) ετών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, σαφώς προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 του άρθρου 27 του παραπάνω νόμου (2429/1996) αξιόποινη πράξη στοιχειοθετείται και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υποβάλλει ο ελεγχόμενος τη σχετική δήλωση περιουσιακής κατάστασης μέσα στην οριζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 24 § 2 του ίδιου νόμου προθεσμία είτε από πρόθεση, είτε από αμέλεια. Οι παραπάνω διατάξεις των άρθρων 24 έως και 29 του ως άνω νόμου 2429/1996 επαναδιατυπώθηκαν στα άρθρα 1 μέχρι και 4 του ν.3213/2003, του οποίου η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (31-12-2003) και ο οποίος, με το αρθρ. 12 παρ. 1 αυτού, κατήργησε τα παραπάνω άρθρα (24 έως και 29) του πρώτου νόμου. Μόνο δε με την παραγρ. 2 του άρθρου 1 του ως άνω νόμου 3213/2003, η προαναφερθείσα δήλωση έπαυσε να συναρτάται με την χρονολογία υποβολής κάθε έτος της φορολογικής δήλωσης, (που ήταν η μακρότερη προθεσμία μέχρι 31-5) και τέθηκε ότι η δήλωση αυτή περιουσιακής κατάστασης πρέπει να υποβληθεί το αργότερο την 30η Ιουνίου κάθε έτους και ακόμη με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου (3213/2003) ορίζεται ότι "Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται σαφώς, ότι οι υπόχρεοι δήλωσης περιουσιακής κατάστασης υποχρεούνται να υποβάλλουν αυτή κάθε έτος, εντός προθεσμίας, η παράλειψη της οποίας έχει ως συνέπεια να θεμελιώνεται σε βάρος του υπόχρεου αντικειμενικά και υποκειμενικά η παράβαση της διάταξης της παραγρ. 3 του αρθρ. 27 του ν. 2429/1996, μετά δε την 31-12-2003 της παραγρ. 3 του αρθρ. 4 ν. 3213/2003. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, .πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσο γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.1 εδ. β' ΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν, συνάγεται ότι η πραγματική πλάνη του δράστη, δηλαδή η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως, αίρει τον καταλογισμό του. Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψης του. Από το εδ. β' όμως της αυτής διατάξεως του άρθρου 30 παρ.1 ΠΚ, κατά την οποία, αν η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια, συνάγεται ότι η πραγματική πλάνη του δράστη αποκλείει, καταρχήν, το δόλο αυτού, όχι όμως και την αμέλεια. Συνεπώς, αν η άγνοια των περιστατικών του δράστη για κάποιο συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, οφείλεται σε αμέλεια αυτού, η πράξη καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια, εφόσον η πράξη αυτή τιμωρείται και εξ αμελείας. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του. Στην περίπτωση της συγγνωστής νομικής πλάνης, σε αντίθεση με την περίπτωση της πραγματικής πλάνης, η πράξη δεν μπορεί να αποδοθεί στον δράστη ούτε εξ αμελείας. Η απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση, Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, απολογία κατηγορουμένης απολογητικό αυτής υπόμνημα), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: " ··· Η κατηγορουμένη Χ1, κατά τα έτη από 2002 έως και 2006 είχε την ιδιότητα της δημοσιογράφου-μέλους της ΕΣΗΕΑ και συνεπώς την υποχρέωση να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 1 παραγρ. 1 περ. ιε του ν. 3213/2003, αλλά και το άρθρο 24 παρ. 1 οτοιχ. ιζ του Ν. 2429/1996 στον αρμόδιο για τον έλεγχο της περιουσιακής της κατάστασης Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωση περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) για τα έτη 2002, 2003, 2004, 2005 και 2006. Όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ...... υπηρεσιακή βεβαίωση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και την υπ αριθμ. 142/10-5-2007 έκθεση, υπογραφόμενη από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο της ως άνω Επιτροπής και τη διενεργήσασα το σχετικό έλεγχο Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η κατηγορουμένη δεν είχε υποβάλει μέχρι τις 10-5-2007 δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των ετών 2002 έως και 2006. Τούτο διαπιστώθηκε ειδικότερα, μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε στα αρχεία της υπηρεσίας Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, συνεπεία του οποίου συντάχθηκε από τον αρμόδιο για τον Έλεγχο των Δηλώσεων Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου η παραπάνω έκθεση, στην περιέχεται η εν λόγω διαπίστωση και ακολούθως ασκήθηκε η προαναφερόμενη ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης. Η ως άνω κατηγορουμένη, με την απολογία της ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή-Εφέτη, δεν αμφισβητεί τη μη υποβολή των ως άνω δηλώσεων, εντός της νόμιμης προθεσμίας, πλην όμως ισχυρίζεται ότι πίστευε ότι δεν είχε υποχρέωση να υποβάλει δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά τα ως άνω έτη, λόγω μη ασκήσεως εργασίας ως δημοσιογράφου και ανυπαρξίας εισοδημάτων από δημοσιογραφική δραστηριότητα, γεγονός για το οποίο την είχε διαβεβαιώσει ο πρώην σύζυγός της Γ1, δικηγόρος. Ο ως άνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης, ο οποίος αναφέρεται σε εσφαλμένη αντίληψή της, περί μη υποχρεώσεώς της υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως για τα έτη 2002 έως και 2006, δεν δύναται να στοιχειοθετήσει περίπτωση συγγνωστής νομικής πλάνης, κατά το άρθρο 31 παρ. 2 Π.Κ., καθόσον η κατηγορουμένη, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, είχε τη δυνατότητα, αν κατέβαλλε, την επιμέλεια που αντικειμενικά όφειλε και υποκειμενικά μπορούσε να καταβάλει, ενόψει ιδίως της επαγγελματικής της ιδιότητας και πείρας, να αποκτήσει με δικές της ενέργειες ακριβή και ορθή ενημέρωση ως προς την ύπαρξη και τους όρους της υποχρέωσής της να υποβάλει δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης για τα έτη 2002, 2003, 2004, 2005 και 2006, εμπρόθεσμα, μέχρι τις 4-7-2002, 30-6-2003, 24-8-2004, 30-6-2005 και 30-6-2006, αντίστοιχα, και να άρει έτσι την πλάνη στην οποία τελούσε (ότι δεν είχε υποχρέωση υποβολής τέτοιας δήλωσης). Επομένως, και σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Για τη μη εκπλήρωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης της κατηγορουμένης δεν υπάρχουν ενδείξεις δόλιας προαίρεσης αυτής, αφού, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι, κατά τους κρίσιμους χρόνους, υπήρξε επιλήψιμη μεταβολή της περιουσίας της. Δεδομένου, όμως, ότι η αποδιδόμενη σ' αυτήν πράξη τιμωρείται και από αμέλεια, πρέπει να ερευνηθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίασε το καθήκον επιμέλειας και, συγκεκριμένα, αν κατέβαλε την επιμέλεια εκείνη, την οποία υποθετικώς καταβάλλει ο μέσος ευσυνείδητος άνθρωπος, τοποθετούμενος υπό τις ίδιες με αυτήν αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις. Η κατηγορουμένη όφειλε και μπορούσε, να εκπληρώσει εμπρόθεσμα την ως άνω υποχρέωσή της και να αποφύγει έτσι την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, πράγμα το οποίο δεν έπραξε, λόγω απάμβλυνσης της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, με απότοκο συνέπεια να μην ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της και να μην προβλέψει το προκληθέν δια της πράξεώς της αξιόποινο αποτέλεσμα. Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, συνισταμένης στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό και ορθή νομική υπαγωγή των αυτών πραγματικών περιστατικών, να χαρακτηριστεί η βαρύνουσα την κατηγορουμένη κατηγορία, από εκ προθέσεως, σε εξ αμελείας τοιαύτη, με ειδικότερη μορφή επιδειχθείσας αμέλειας την άνευ συνειδήσεως αμέλεια. Πρέπει να αναφερθεί εδώ, ότι, με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3213/03, η συγκεκριμένη δήλωση, έπαυσε συναρτώμενη προς τη χρονολογία υποβολής κατ' έτος φορολογικής δηλώσεως (το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μακρύτερης προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων) και τέθηκε ως απώτατος χρόνος υποβολής της η 30ή Ιουνίου κάθε έτους, με την ειδική επίσης επισήμανση ότι, με την ίδια ως άνω διάταξη και μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 13 παρ. 4 εδ. α' του ν. 3242/24-5-2004, ειδικώς για το έτος 2004 προβλέφθηκε, για όλους τους υπόχρεους, ως προθεσμία υποβολής ενενήντα ημέρες από τη δημοσίευση (24-5-2004) του νόμου αυτού (3242/2004), δηλ. έως τις 24-8-2004.....". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για μη υποβολή από αμέλεια δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως ετών 2002 έως 2006 από υπόχρεο δημοσιογράφο (άρθρα 26 παρ. 1β, 28 ΠΚ, 1 παρ. 1 περ. ια, 2 παρ. 1, 4 παρ. 3 εδ. α' και β, 5 και 9 παρ. 5 του ν. 3213/03, όπως η παρ. 5 του άρθρου 9 προστέθηκε με το αρθρ. 13 παρ. 4 εδ. β' του ν. 3242/04 και άρθρο 27 παρ. 3 σε συνδ. προς άρθρα 24 παρ. 1 περ. ιζ και 2, 25 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2429/1996, όπως η παρ. 2 του αρθρ. 24 αντικ. με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2836/2000 και του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 3213/2003). Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της περί νομικής πλάνης αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στην κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα πιο πάνω αξιόποινη πράξη και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της πράξεως αυτής, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης -αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα προβάλλει τις αιτιάσεις ότι, ενώ κατά την απολογία της και με το υπόμνημα που κατέθεσε, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι βρισκόταν σε πραγματική πλάνη, ως προς την υποχρέωση υποβολής της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, διότι είχε προς τούτο την απόλυτη και ρητή διαβεβαίωση του τότε συζύγου της Γ1, ως δικηγόρου, ότι δεν είχε υποχρέωση να υποβάλει την ως άνω δήλωση, λόγω ανυπαρξίας εισοδημάτων από δημοσιογραφική εργασία και μη απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε τον ισχυρισμό της αυτόν, χωρίς να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης, διότι, ενώ δέχεται, ότι αυτή βρισκόταν σε πλάνη ως προς την πιο πάνω υποχρέωσή της, κατά τρόπο αντιφατικό και χωρίς αιτιολογία, δεν υπήγαγε την πλάνη της αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 του ΠΚ .Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Η αναιρεσείουσα πράγματι είχε ισχυρισθεί, κατά την απολογία της, ότι πίστευε ότι δεν είχε υποχρέωση να υποβάλει δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά τα πιο πάνω έτη, λόγω μη ασκήσεως εργασίας ως δημοσιογράφου και ανυπαρξίας εισοδημάτων από δημοσιογραφική δραστηριότητα, γεγονός για το οποίο την είχε διαβεβαιώσει ο πρώην σύζυγος της Γ1, δικηγόρος, και, επομένως, ότι βρισκόταν σε πραγματική πλάνη, όσο αφορά την υποχρέωσή της αυτή. Η αναιρεσείουσα, όμως, αλυσιτελώς προβάλλει πραγματική αυτής πλάνη ως προς την προαναφερόμενη υποχρέωσή της, αφού η παραδοχή πραγματικής πλάνης, αίρει μεν τον δόλο όχι όμως και την αμέλεια. Στην προκειμένη δε περίπτωση, στην αναιρεσείουσα αποδίδεται η τέλεση της πιο πάνω πράξεως όχι από δόλο αλλά από αμέλεια. Ο ισχυρισμός αυτός, ως ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης χαρακτηριζόμενος, απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Εφετών με την πιο πάνω αναφερόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεχθέντος του Συμβουλίου με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν δύναται να στοιχειοθετήσει περίπτωση συγγνωστής νομικής πλάνης, κατά το άρθρο 31 παρ. 2 Π.Κ. Τούτο δε, διότι η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα "είχε τη δυνατότητα, αν κατέβαλλε την επιμέλεια που αντικειμενικά όφειλε και υποκειμενικά μπορούσε να καταβάλει, ενόψει ιδίως της επαγγελματικής της ιδιότητας και πείρας, να αποκτήσει με δικές της ενέργειες ακριβή και ορθή ενημέρωση ως προς την ύπαρξη και τους όρους της υποχρέωσης της να υποβάλει δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης για τα έτη 2002, 2003, 2004, 2005 και 2006, εμπρόθεσμα" . Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. στοιχ. δ και ε ΚΠΔ, μοναδικοί λόγοι αναιρέσεως, κατά τους οποίους το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, όσον αφορά στην απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί πραγματικής και συγγνωστής νομικής πλάνης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί μερικώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα, μόνο ως προς την πρώτη πράξη του πιο πάνω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, και να παύσει οριστικώς η ασκηθείσα εναντίον της αναιρεσείουσας ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής για μη εμπρόθεσμη υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, πράξη η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτήν στην Αθήνα, την 30-6-2002, τιμωρούμενη σε βαθμό πλημμελήματος και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί εν μέρει το 1539/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και μόνον ως προς την στο σκεπτικό αναφερόμενη και παραγραφείσα πρώτη αξιόποινη πράξη, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα την 30-6- 2002. Παύει οριστικώς την ποινική δίωξη κατά της Χ1, για την πρώτη αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση μη εμπρόθεσμης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα την 30-6-2002. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την 182/7-9-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως της Χ1 κατά του 1539/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα που παραπέμπει για μη υποβολή δηλώσεως πόθεν έσχες. Ισχυρισμός περί πραγματικής - νομικής συγγνωστής πλάνης. Δεν αίρει την αμέλεια. Συγγνωστή νομική πλάνη. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας του ισχυρισμού πλάνης. Παραγραφή επί μέρους πράξης. Αυτεπάγγελτη έρευνα παραγραφής, εφόσον η αναίρεση είναι παραδεκτή. Αναιρεί εν μέρει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ισχυρισμός αυτοτελής, Παραγραφή, Πλάνη νομική και πραγματική, Πόθεν έσχες.
1
Αριθμός 562/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ηρειώτη, για αναίρεση της ΒΤ7120/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 843/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αριθ. 7120/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως και χρηματική ποινή έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στον Πειραιά, στις .... και ......, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ο κατηγορούμενος εξέδωσε τις υπ'αρ....... και ........ επιταγές της "ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ", ποσού 5.800.000 δραχμών και 3.000.000 δραχμών αντίστοιχα, εις διαταγή του εγκαλούντος ........, οι οποίες, αν και εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα στις 9-10-2000 και 3-11-2000, αντίστοιχα, δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός που ο κατ/νος γνώριζε. Τα πιο πάνω περιστατικά προέκυψαν από την κατάθεση του εγκαλούντος, σύμφωνα με την οποία ο κατ/νος δεν έχει καταβάλει μέχρι σήμερα κανένα ποσό έναντι των ως άνω επιταγών που εκδόθηκαν από τον ίδιο, ως αντάλλαγμα για τις εκτελεσθείσες εργασίες επισκευής πλοίου. Οι ισχυρισμοί του κατ/νου, ότι δεν υπέγραψε ο ίδιος τις επίδικες επιταγές δεν αποδεικνύονται ως ουσία βάσιμοι, αφού δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο, πλην της αόριστης και γενικόλογης κατάθεσης του μάρτυρά του. Πρέπει, συνεπώς, ο κατ/νος να κηρυχθεί ένοχος για την παραπάνω πράξη". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του Ν.5960/1933. Η περαιτέρω αιτίαση, σύμφωνα με την οποία, με το να χαρακτηρίσει η προσβαλλόμενη την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως "γενικόλογη και αόριστη", αναφορικά με τον αρνητικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, ότι δεν υπέγραψε αυτός τις επίδικες επιταγές, στερείται αυτή (απόφαση) αιτιολογίας, είναι απαράδεκτη, διότι προσβάλλει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος, εκ του αρ. 510 παρ.1 περ.Δ' ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 99 παρ.1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.3 του Ν. 2479/1997, αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα η πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη. το δικαστήριο, με την απόφασή του, διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα (3-5 έτη), εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, αν ο κατηγορούμενος καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως που δεν υπερβαίνει τα δυο έτη, το δικαστήριο υποχρεούται να αποφασίσει συγχρόνως, πριν από κάθε μετατροπή, για την αναστολή της ποινής, αφού διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως αν υπάρχει, προηγούμενη καταδίκη του κατηγορουμένου σε στερητική της ελευθερίας ποινή (ή ποινές) πάνω από έξι μήνες και αποφανθεί για τη συνδρομή ή όχι της προϋποθέσεως αυτής. Διαφορετικά, αν το δικαστήριο αποφασίσει τη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφανθεί και να αποκλείσει την αναστολή αυτής, υπερβαίνει την εξουσία του. Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, ενώ καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για την ανωτέρω παράβαση σε ποινή φυλακίσεως 20 μηνών, μετέτρεψε αυτή σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει για την αναστολή ή όχι αυτής, με αυτεπάγγελτη έρευνα αν ο αναιρεσείων, βαρύνεται ή όχι με προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη σε ποινές άνω των έξι μηνών. 'Ετσι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και, συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' του ΚΠΔ πρώτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της για μετατροπή της ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό μόνο, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί, από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί εν μέρει την υπ'αρ.7120/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξη της για μετατροπή της ποινής. Και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί, από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Μη αυτεπάγγελτη από το Δικαστήριο έρευνα, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 99 ΠΚ, σε περίπτωση που κάποιος καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη. Δεκτή αναίρεση για μη αυτεπάγγελτη εφαρμογή αρ. 99 ΠΚ (για αναστολή της ποινής). Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Τραπεζική επιταγή.
0
Αριθμός 561/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Μήτση, για αναίρεση της 9444/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 521/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Κατά τις διατάξεις των άρθρων 168 παρ.1, 473 παρ.1 και 3, 476 παρ. 1 και 507 παρ.1 του ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατ'αποφάσεως, με δήλωση στο Γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την επομένη της καταχωρίσεως της τελεσίδικης αποφάσεως καθαρογραμμένης στο κατ'αρ. 473 παρ.3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, αν ο δικαικούμενος στην άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη... και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο δικαιούμενος στην άσκηση του ενδίκου μέσου στης αναίρεσης είναι παρών, οσάκις είναι πραγματικώς παρών, παρίσταται δηλαδή αυτοπροσώπως ή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ.2 και 501 παρ.1 ΚΠΔ, εκπροσωπείται από συνήγορο, διότι τότε λαμβάνει ο ίδιος ή ο συνήγορός του γνώση της αποφάσεως και του περιεχομένου της και ως εκ τούτου μπορεί να ασκήσει κατ'αυτής το ένδικο μέσο της αναίρεσης. Δεν είναι δε τέτοιος αυτός που δικάστηκε "ωσεί παρών", οπότε, στην περίπτωση αυτή, απαιτείται επίδοση της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς εξετάζει ο 'Αρειος Πάγος για να διακριβώσει το παραδεκτό της αναιρέσεως, με την προσβαλλόμενη υπ'αρ. 9444/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, δικάσθηκε "ωσεί παρών" και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 Ευρώ ημερησίως και χρηματική ποινή χιλίων (1000) Ευρώ, για την πράξη της μαστροπείας κατ'επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει δηλαδή του ότι ο αναιρεσείων δικάσθηκε "ωσεί παρών" και δεν εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, για να αρχίσει να τρέχει η προαναφερθείσα δεκαήμερη προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, έπρεπε η ως άνω τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση να επιδοθεί στον κατηγορούμενο, κάτι που δεν συνέβη εν προκειμένω, το δε γεγονός ότι η προσβαλλόμενη καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την 9-1-2007, είναι χωρίς έννομη επιρροή, συνεπεία της μη επίδοσης αυτής στον κατηγορούμενο. Συνεπώς, η από 22-3-07 ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης, με τις εκ του άρθρου 474 ΚΠΔ επιβαλλόμενες διατυπώσεις, είναι τυπικά δεκτή, ως εμπροθέσμως ασκηθείσα. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του αρ. 349 παρ.3 (εδ. 1) του ΠΚ, "όποιος κατ'επάγγελμα ή από κερδοσκοπία, προάγει στην πορνεία γυναίκες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και μη χρηματική ποινή". Η αναφερόμενη διάταξη δεν έχει θιγεί με το αρ. 7 του Ν. 3064/2002 και απλώς προστέθηκε εδ. 2, που προβλέπει την τέλεση της πράξεως από υπάλληλο, ως επιβαρυντική περίσταση. Προαγωγεία στην πορνεία νοείται η καθοιονδήποτε τρόπο (παροτρύνσεις, πιέσεις, συστάσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων, άσκηση ψυχολογικής βίας κλπ), παρακίνηση της γυναίκας, που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσας ακόμη απόφασης αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας, ανήλικη δηλαδή ή ενήλικη. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν περισσότερες γυναίκες θύματα (ούτε εκ της χρήσεως του όρου "γυναίκες" προκύπτει το αντίθετο), ούτε επίσης η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών Είναι όμως αναγκαίο, να μην είναι αυτή ήδη πόρνη, υπό την έννοια που αναφέρεται παρακάτω. Η άποψη ότι αρκεί και η παρακίνηση της ήδη εταιριζόμενης γυναίκας, να συνεχίσει τη δραστηριότητά της αυτή, δεν έχει επικρατήσει. Στοιχείο επομένως του εγκλήματος της μαστροπείας είναι, η προαγωγεία στην πορνεία να αφορά γυναίκα που δεν είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε περισσότερα πρόσωπα άνευ εκλογής, έναντι χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγεία στην πορνεία, πρέπει επίσης να γίνεται κατ'επάγγελμα ή από κερδοσκοπεία ή και από τα δύο αυτά. Κατ'επάγγελμα άσκηση της μαστροπείας υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για τον πορισμό εισοδήματος, ενώ από κερδοσκοπία άσκηση υπάρχει όταν ο δράστης ενεργεί με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθεμίτου περιουσιακού ωφελήματος ή ενός αθέμιτου κέρδους, θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξάρτητα από την επίτευξή του ....Η αιτιολογία της αποφάσεως, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους, τρόπο ώστε να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'άρ. 9444/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της μαστροπείας κατ'επάγγελμα και από κερδοσκοπία, σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως και χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται ότι, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη διαδικασία, αποδείχθηκε ότι: "Ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται και ειδικότερα ότι αυτός, την 25-9-2003, προήγαγε στην πορνεία γυναίκες και συγκεκριμένα με υπόσχεση χρηματικών ωφελημάτων και παρέχοντας διευκολύνσεις μετακινήσεων και εξεύρεσης πελατών τις παρακινούσε να εκδίδονται. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού, την άνω ημερομηνία κατελήφθη να οδηγεί το .........ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ....., με το οποίο λίγο νωρίτερα είχε μεταφέρει την αλλοδαπή ..... στο ξενοδοχείο ...... που βρίσκεται στην οδό ........, σε ερωτικό ραντεβού που είχε κλείσει τηλεφωνικώς αστυνομικός, εμφανισθείς ως πελάτης, ανταποκρινόμενος σε δήλωση αγγελίας που ο κατηγορούμενος είχε καταχωρίσει στην εφημερίδα ...... και διαφήμιζε ότι "βουλγάρα 20χρονη ξανθιά και πρασινομάτα με υπέροχα σαρκώδη χείλη έρχεται στο χώρο σου για να σε αναστατώσει αισθησιακά".Από το ποσό που θα εισέπραττε από την συνεύρεση της άνω αλλοδαπής με τον άγνωστο πελάτη 60 ευρώ θα κρατούσε αυτός ως αντάλλαγμα για την εξεύρεση του πελάτη και την μεταφορά της και το υπόλοιπο των 2ο ευρώ θα παρέδιδε στην άνω αλλοδαπή γυναίκα μετά το τέλος της "βάρδιας" της και την ολοκλήρωση των άνω ερωτικών συναντήσεων. Τις άνω πράξεις ο κατηγορούμενος τελούσε κατ'επάγγελμα αφού μόνο τις τελευταίες 30 ημέρες από το συμβάν μετέφερε την άνω αλλοδαπή σε δύο τουλάχιστον ερωτικά ραντεβού ημερησίως τα οποία είχε αυτός ρυθμίσει, με την δημοσίευση αγγελιών σε διάφορες εφημερίδες και μεταφέροντάς την στους χώρους όπου είχε κανονίσει να συνευρεθεί με τους άγνωστους πελάτες ενώ πάντα τα ανωτέρω έπραττε με σκοπό την αποκόμιση κέδρους, ενώ είχε κατηγορηθεί στο παρελθόν για παρόμοιες πράξεις". Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει, ούτε στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό, αν η αναφερόμενη αλλοδαπή, την οποία ο κατηγορούμενος προήγαγε στην πορνεία, δεν ήταν και προηγουμένως πόρνη, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πράγμα που συνιστά, όπως επίσης αναφέρθηκε αρχικά, στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του αρ. 349 παρ.3 εδ.α' ΠΚ. Επίσης το Δικαστήριο στέρησε την απόφασή του, με την ελλιπή κατά τούτο αιτιολογία, νόμιμης βάσης, αφού δεν αναφέρθηκε καθόλου στο περιστατικό, του προηγούμενου μη εταιρισμού της παθούσης, στο αν δηλαδή αυτή δεν ασκούσε και προηγουμένως την πορνεία, πράγμα που αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως του Εφετείου, προβάλλεται με τους συναφείς, από το αρ. 510 παρ.1 περ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ, πρώτο και δεύτερο λόγο αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης και έλλειψη νόμιμης βάσης αυτής, οι οποίοι είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, όπως και η κρινόμενη αίτηση αίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (αρ.519 του ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ'αρ.9444/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μαστροπεία κατ’ επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Πότε ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών κατά την απαγγελία της καταδικαστικής απόφασης. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρείται η προσβαλλόμενη διότι δεν αναφέρεται εάν η παρασυρόμενη σε πορνεία γυναίκα δεν ήταν προηγουμένως πόρνη.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Μαστροπεία.
1
Αριθμός 559/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους 1)χ1, 2)χ2 και 3)χ3. Και εγκαλούντα τον ψ1. Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 58878/7-11-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1864/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 514/20-12-2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Π.Δ., την υπ'αρ. 58878/7-11-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 εδ. ε' Κ.Π.Δ., στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από του βαθμού του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 του Κ.Π.Δ., δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσεως και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. γ' του ίδιου ΚΠΔ αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, όπως επί παραπομπής από ένα Εφετείο σε άλλο. Στην προκειμένη περίπτωση, με αφορμή την από 28-11-2005 έγκληση του ψ1, σχηματίσθηκε από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών η υπ'αριθ. Δ06/937 προκαταρκτική ποινική δικογραφία σε βάρος της χ1 Εφέτη, που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών ως και χ2 και χ3. Στους ανωτέρω αποδίδονται οι πράξεις της εκβιάσεως σε απόπειρα, ηθικής σ'αυτήν αυτουργίας, ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρος, παραβάσεως καθήκοντος και ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος. Η δικογραφία αυτή, αναφορικά με τα παραπάνω πρόσωπα, τέθηκε στο αρχείο, σύμφωνα με το άρθρο 43 Κ.Π.Δ. και στη συνέχεια υποβλήθηκε για έγκριση στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί. Όμως μεταξύ των ως άνω καταγγελλομένων προσώπων περιλαμβάνεται και η χ1, η οποία είναι δικαστικός λειτουργός με τον βαθμό του Εφέτη και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και περαιτέρω παραπομπής της υποθέσεως ως προς την χ1 και ως προς τους λοιπούς εγκαλουμένους χ2, χ3, λόγω συναφείας, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και στις Δικαστικές αρχές του αυτού Εφετείου, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω να διατάξει το δικαστήριό σας την παραπομπή της υποθέσεως, επί της οποίας σχηματίσθηκε η υπ αριθμ. Δ06/937 δικογραφία της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με τους καταγγελομένους: 1) χ1 Εφέτη Αθηνών, 2) χ2, 3) χ3, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές περιφέρειας Εφετείου Αθηνών στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και στις αντίστοιχες δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. Αθήνα 17 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε' του Κ.Ποιν.Δ, στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού του Προέδρου σε Πρωτοδικείο η Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 122-125 δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης στο ίδιο δικαστήριο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 περ. γ' του ίδιου Κ.Ποιν.Δ, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, όπως επί παραπομπής από ένα Εφετείο σε άλλο. Στην προκείμενη περίπτωση με αφορμή την από 28-11-2005 έγκληση του ψ1, σχηματίσθηκε από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών η υπ' αριθμ. Δ06/937 προκαταρκτική ποινική δικογραφία σε βάρος της χ1, Εφέτη που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, ως και χ2 και χ3. Στους ανωτέρω αποδίδονται οι πράξεις της εκβιάσεως σε απόπειρα κατ' εξακολούθηση, ηθικής σ' αυτήν αυτουργίας, ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα, παραβάσεως καθήκοντος και ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος. Η δικογραφία αυτή, αναφορικά με τα παραπάνω πρόσωπα, τέθηκε στο αρχείο, σύμφωνα με το άρθρο 43 Κ.Ποιν.Δ, και στη συνέχεια υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί. Όμως μεταξύ των ως άνω εγκαλουμένων προσώπων περιλαμβάνεται και η χ1, η οποία είναι δικαστικός λειτουργός με το βαθμό του Εφέτη και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών. Μετά δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και περαιτέρω παραπομπής της υποθέσεως ως προς την χ1 και ως προς τους λοιπούς εγκαλούμενους χ2, χ3, λόγω συναφείας, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον αντίστοιχο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς, αν ήθελε, περαιτέρω συντρέξει νόμιμη περίπτωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, επί της οποίας σχηματίσθηκε η υπ' αριθμ. Δ06/937 δικογραφία της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με τους καταγγελόμενους: 1)χ1, Εφέτη Αθηνών, 2)χ2 και 3)χ3, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον αντίστοιχο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, καθώς και στις αντίστοιχες δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς, αν ήθελε, περαιτέρω, συντρέξει νόμιμη περίπτωση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ώστε να αποφανθεί για έγκριση ή μη αρχειοθετήσεως δικογραφίας, η οποία εισήχθη για τον ίδιο λόγο κατ’ αρχήν στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οπότε και ανέκυψε ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, λόγω του ότι μεταξύ των καταγγελλομένων προσώπων ένας είναι εφέτης και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
Αριθμός 552/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαυρομάτη, για αναίρεση της με αριθμό 425,425Α/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1005/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβάλλουν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όλων των δικαστικών αποφάσεων, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, επομένως και της παρεμπίπτουσας απόφασης που απορρίπτει το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσής του. Κατά την έννοια δε των ως άνω διατάξεων, έλλειψη της επιβαλλόμενης από αυτές αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υπάρχει όταν στην απόφαση δεν μνημονεύονται τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο και στήριξε την απορριπτική του αιτήματος της αναβολής κρίση του, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα ως άνω περιστατικά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κατέληξε στο απορριπτικό πόρισμά του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 425/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, ο Νικόλαος Μαχαιριώτης ενεφανίσθη, ως άγγελος του κατηγορουμένου, ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, κατά την έναρξη της δίκης και εξεταζόμενος ως μάρτυρας κατέθεσε τα εξής? "Ο δικηγόρος Νίκος Μαυρομάτης, που χειρίζεται το ποινικό μέρος της παρούσας υπόθεσης, βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου υπερασπίζεται άλλον πελάτη του στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, Εγώ χειρίζομαι το αστικό μέρος και δεν γνωρίζω το ποινικό. Ο κατηγορούμενος είναι ναυτικός και ταξιδεύει, θα βρίσκεται εν πλω μέχρι το τέλος Μαΐου, αλλά επιθυμεί να έρθει στην Ελλάδα για να δικασθεί. Ζητάω για λογαριασμό του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του την αναβολή της δίκης". Το Δικαστήριο, εκτιμώντας την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που ανεγνώσθηκαν, απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης με την εξής αιτιολογία ότι "...στο αναγνωσθέν από ....... πληρεξούσιο, ο κατηγορούμενος, αναφέροντας ότι αδυνατεί να παραστεί στη δίκη λόγω του ότι βρίσκεται σε ταξίδι με το πλοίο .........., ως πλοίαρχός του, ακολούθως εξουσιοδοτεί, πλην του προαναφερθέντος δικηγόρου Νικ. Μαυρομάτη, και τον υποβάλλοντα το αίτημα αναβολής δικηγόρο Ευάγγελο Μαχαιριώτη να τον εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει λόγος αναβολής της, δεδομένου και του ότι ως εκ του χρόνου καθ' ον φέρονται τελεσθείσες οι αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις (12- 7-2000), υπάρχει ορατός κίνδυνος να υποκύψει το αξιόποινό τους σε παραγραφή". Κατά το άρθρο 349 παρ. 1 του ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως. Σημαντικό δε αίτιο για την αναβολή της δίκης, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, αποτελεί και η κατ' αυτήν (δίκη) αδυναμία από ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του συνηγόρου του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο υπάρχει και όταν ο συνήγορος του κατηγορουμένου αδυνατεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο, λόγω απασχόλησής του σε άλλη δίκη, ενώπιον άλλου, ανωτέρου δικαστηρίου. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, η αιτιολογία της αποφάσεως, εν όψει του ότι ο αιτησάμενος την αναβολή της δίκης δικηγόρος, Νικόλαος Μαχαιριώτης προέβαλε ότι ο ίδιος χειρίζεται το αστικό μέρος της υπόθεσης και δεν γνωρίζει το ποινικό, το οποίο χειρίζεται ο δικηγόρος Νίκος Μαυρομάτης, ο οποίος υπερασπίζεται στο Τριμελές για Κακουργήματα Εφετείο Θεσσαλονίκης άλλον κατηγορούμενο, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, ενώ ο κίνδυνος παραγραφής της πράξεως δεν μπορεί να αποτελέσει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός και επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι εφικτή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έχουν δικάσει την υπόθεση, για νέα συζήτηση (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 425,425α/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβολή δίκης. Το Δικαστήριο οφείλει να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Ζητήθηκε η αναβολή της δίκης, από δικηγόρο που χειρίζεται το αστικό μέρος της υπόθεσης, γιατί ο δικηγόρος που χειρίζεται το ποινικό της μέρος την ίδια ημέρα υπερασπίζεται άλλον πελάτη, προσωρινά κρατούμενο, σε άλλη πόλη, σε ανώτερο δικαστήριο, και για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος είναι ναυτικός και ταξιδεύει. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής, διότι δέχτηκε ότι ο κατηγορούμενος εξουσιοδοτεί, πλην του ως άνω δικηγόρου, και το δικηγόρο που υπέβαλε το αίτημα αναβολής, χωρίς να αιτιολογήσει όπως έπρεπε αν αυτός τον είχε εκπροσωπήσει πρωτοδίκως και γνώριζε και το ποινικό μέρος της υπόθεσης ή ότι ενήργησε ο κατηγορούμενος με πρόθεση παρέλκυσης της δίκης. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση του βασίμου λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ και αυτεπαγγέλτως για υπέρβαση εξουσίας (στοιχ. Η΄) αναιρείται και η απόφαση επί της ουσίας της υποθέσεως.
Αναβολής αίτημα
Αναβολής αίτημα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 550/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..... , ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 34856/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Μαρτίου 2007 δύο και 27-2-2007 αντίστοιχα, αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 716/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 255/25-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, ενώπιον σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 509 §1, 513 § 1 και 476 § 1 Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως του ..... , που ησκήθη δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Καλουτά, δια δηλώσεώς του ενώπιον του Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας-Αττικής, κατά της με αριθ. 34856/2005 απόφασης του Α' Αυτοφόρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δια της οποίας απερρίφθη, ως ανυποστήρικτη έφεσίς του κατά της υπ'αριθ. 4135/02 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποίαν κατεδικάσθη σε συνολική ποινή φυλάκισης 26 μηνών και χρηματική ποινή 3.500 ευρώ, που μετετράπη προς 4,40 ευρώ ημερησίως και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Επειδή από τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 465 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, επομένως και εκείνο της αναιρέσεως, κατ'αποφάσεως, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρ. 96 § 1 Κ.Π.Δ. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στην σχετική έκθεση. Στην περίπτωση άσκησις ενδίκου μέσου κατά απόφασης, όταν ο δικαιούμενος δεν ήτο παρών κατά την απαγγελία της, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη το ένδικο μέσο εντός είκοσι ημερών από την άσκηση του. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ. το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, οπότε πρέπει στην επακολουθούσα σχετική έκθεση, στην οποία γίνεται επίκληση του, να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 474 § 1 και 473 § 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, κατ'εξαίρεση, η αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνου που καταδικάσθηκε, όχι μόνον με δήλωση ενώπιον των αρμοδίων προσώπων που ορίζονται από την διάταξη του άρθρ. 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και με σύνταξη σχετικής έκθεσις, αλλά και με δήλωση αυτού (καταδικασθέντος), η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, με την αναγκαία προϋπόθεση να είναι η προσβαλλομένη απόφαση καταδικαστική. Χαρακτήρα που δεν έχει η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ανυποστήρικτη (ΑΠ 754/2005 Ποιν. Χρ. ΝΕ σελ. 1019). Εξάλλου, με την επιφύλαξη του άρθρ. 473 § 2 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο ασκείται, εκτός των άλλων, με δήλωση στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος και ότι σε περίπτωση που ο διάδικος ασκεί το ένδικο μέσο με αντιπρόσωπο, η δήλωση γίνεται στον γραμματέα του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο αντιπρόσωπος. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ'αριθ. 4135/2002 απόφασιν του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατεδικάσθη ο αναιρεσείων ερήμην εις συνολική ποινή φυλακίσεως 26 μηνών και χρηματική ποινή 3.500 ευρώ για τις πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Κατά της απόφασης αυτής ησκήθη έφεσις πλην όμως με την προσβαλλομένην υπ'αριθμ. 34856/18-5-05 απόφασιν του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, απερρίφθη, ως ανυποστήρικτο το παραπάνω ένδικο μέσο της εφέσεως. Κατά της απόφασης αυτής ο ως άνω καταδικασθείς ήσκησε την με αριθ. 6/16-3-2007 αίτηση αναίρεσης δια του αντιπροσώπου και πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Καλουτά, ο οποίος δεν είχε παραστεί ως συνήγορός του κατά την συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση. Ο τελευταίος δεν προσήρτησε το σχετικό πληρεξούσιο στην υποβληθείσα ως άνω αίτηση ούτε προσεκόμισε τούτο εντός της νόμιμης προθεσμίας των 20 ημερών. Επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως απαραδέκτως ασκηθείσα υπό προσώπου μη δικαιουμένου προς τούτο η με αριθ. 6/16-3-2007 υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως καθώς και η συμπληρωματική αυτής με αριθ. 70/5-3-07 ως και αι συνημμένες από 27-2-2007 και 16-3-07 δηλώσεις του κατηγορουμένου προς τον εισαγγελέα Αρείου Πάγου περί ασκήσεως αναιρέσεως, στρεφομένη προφανώς με εσφαλμένην αριθμό 757/2004 κατά της πρωτοδίκου ως άνω αποφάσεως με αριθ. 4135/2002 και επί πλέον κατά της παραπάνω απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, εν όψει του ότι επί άσκησις αναίρεσης κατά απόφασης που εκδίδεται ύστερα από έφεση, δεν μπορούν να προταθούν λόγοι αναίρεσης κατά πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία, μετά την παραδοχή τυπικά της έφεσης, εξαφανίζεται, να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η με αριθ. 6/16-3-2007 έκθεσις αναιρέσεως καθώς και η συμπληρωματική αυτής με αριθ. 70/5-3-2007, του κατηγορουμένου ..... , κατά της υπ'αριθ. 34856/18-5-2007 αποφάσεως του Α' Αυτοφόρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, εκδοθείσης κατ'έφεσιν της υπ'αριθ. 4135/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών δια της οποίας κατεδικάσθη εις συνολική ποινική φυλάκισις 26 μηνών και χρηματική ποινή 3.500 ευρώ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 30 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται προς κρίση, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, α) η από 16-3-2007 με αριθμό έκθεσης 6/2007, β) η από 16-3-2007 και γ) 27-2-2007 αιτήσεις αναίρεσης του κατηγορουμένου ...... κατά της ίδιας με αριθμό 34856/2005 απόφασης του Α'Αυτοφόρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465 παρ.1 και 474 παρ.1 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, επομένως και εκείνο της αναιρέσεως κατ'αποφάσεως, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.1 ΚΠοινΔ . Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο ή τον αντιπρόσωπό του και εκείνον που συντάσσει αυτή (έκθεση) Στην περίπτωση άσκησης ένδικου μέσου κατά απόφασης, όταν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο εντός είκοσι ημερών από την άσκησή του. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠοινΔ. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 474 παρ.1 και 473 παρ.2 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, κατ'εξαίρεση η αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε, όχι μόνο με δήλωση ενώπιον των αρμοδίων προσώπων που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.1 ΚΠοινΔ και με σύνταξη σχετικής έκθεσης, αλλά και με δήλωση αυτού (καταδικασθέντος), η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 473, με την αναγκαία προϋπόθεση να είναι η προσβαλλόμενη απόφαση καταδικαστική, χαρακτήρα που δεν έχει η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 474 παρ.1 του ΚΠοινΔ, με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ.2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται, εκτός άλλων, με δήλωση στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίού κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ.1) και από εκείνον που τη δέχεται. Στην προκείμενη περίπτωση με την υπ'αριθμ. 4135/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδικάστηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ερήμην σε συνολική ποινή φυλάκισης 26 μηνών και χρηματική ποινή 3.500 ευρώ για τις πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την υπ'αριθμ. 34856/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ο ως άνω καταδικασθείς άσκησε ενώπιον του γραμματέως του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας αναίρεση δια του αντιπροσώπου και πληρεξουσίου του δικηγόρου Αθηνών Δημητρίου Καλουτά, συντάχθηκε δε προς τούτο η υπ'αριθμ. 6/16-3-2007 έκθεση. Ο τελευταίος, ο οποίος δεν είχε παραστεί ως συνήγορος του αναιρεσείοντος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προσήρτησε στη σχετική έκθεση το σχετικό πληρεξούσιο, ούτε προσκόμισε τούτο εντός της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών. Επομένως, η υπό κρίση με αρ.έκθ. 6/16-3-2007 αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Περαιτέρω ως απαράδεκτες πρέπει να απορριφθούν και οι υπό κρίση από 16-3-2007 και 27-2-2007 αναιρέσεις, διότι ασκήθηκαν κατά μη καταδικαστικής, αλλά απορρίπτουσας την έφεση ως ανυποστήρικτης απόφασης, δια δηλώσεως του κατηγορουμένου προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλαδή όχι κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Τέλος, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 16-3-2007, 16-3-2007 και 27-2-2007 αιτήσεις του ..... για αναίρεση της υπ'αριθμ. 34.856/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτονται ως απαράδεκτες οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, διότι η μεν μία από αυτές ασκήθηκε από τον μη παραστάντα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς προσάρτηση στη σχετική έκθεση πληρεξουσίου, οι δε άλλες δύο διότι καίτοι δεν στρέφονται κατά καταδικαστικής απόφασης, αφού με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη, ασκήθηκαν με δήλωση του αναιρεσείοντος προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και όχι κατά τις νόμιμες διατυπώσεις.
Πληρεξουσιότητα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πληρεξουσιότητα.
0
Αριθμός 549/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 6907/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1592/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παραγρ. 1 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, τιμωρείται με τις στη διάταξη αυτή ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτόν (εργατικές), με σκοπό αποδόσεως τους στους κατά την παραγρ. 1 Οργανισμούς, και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005, που ορίζει ότι, για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, απαιτείται το ποσόν των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα 2000 Ευρώ, προκύπτει ότι α) το όριο των 2.000 ευρώ αναφέρεται στο συνολικό ποσόν των κατά περίπτωση εισφορών, εργοδοτικών ή εργατικών, αφού πρόκειται για δύο αυτοτελή εγκλήματα, η αντικειμενική υπόσταση των οποίων συγκροτείται από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, β) αν το συνολικώς οφειλόμενο ποσόν εισφορών, εργοδοτικών ή εργατικών, είναι μικρότερο των 2.000 ευρώ, δεν θεμελιώνεται αξιόποινη πράξη μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών ή παρακρατήσεως εργατικών εισφορών, γ) η εν λόγω διάταξη είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού απαιτεί επιπροσθέτως η οφειλή να υπερβαίνει το ποσόν των 2.000 ευρώ και επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από τη θέση της σε ισχύ, στις 17-6-2005 και δ) το συνολικό ποσόν της οφειλής προσδιορίζεται από το συνολικό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο υπόχρεος καθυστερεί την καταβολή των εισφορών και όχι από το ύψος της κατά μήνα οφειλής. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 6907/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για μη έγκαιρη καταβολή στο ΙΚΑ εργοδοτικών αφενός και εργατικών αφετέρου ασφαλιστικών εισφορών και του επιβλήθηκαν, αντιστοίχως, φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή 200 ευρώ και φυλάκιση έξι μηνών και χρηματική ποινή 200 ευρώ, συνολικώς δε φυλάκιση επτά μηνών και χρηματική ποινή 300 ευρώ. Συγκεκριμένα, καταδικάσθηκε για το ότι στη ......., κατά το διάστημα από 1-7-2003 έως 31-12-2003, ως υπεύθυνος εργοδότης και δη ως νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στη ..... εταιρίας "......... ΕΠΕ", δεν κατέβαλε στο ΙΚΑ τις ασφαλιστικές εισφορές για τους μισθωτούς που απασχολήθηκαν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα στην υπ' αυτού εκπροσωπούμενη επιχείρηση, συνολικού ποσού 4.190,26 ευρώ, οι οποίες ήταν καταβλητέες, κατά τα μικρότερα, αντιστοιχούντα σε καθένα μήνα του χρονικού αυτού διαστήματος, κονδύλιά τους, εντός τριάντα ημερών από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα στον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία, και ειδικότερα Α) δεν κατέβαλε στον ανωτέρω Οργανισμό τις βαρύνουσες την υπ' αυτού εκπροσωπούμενη ως άνω εταιρία εργοδοτικές εισφορές, ανερχόμενες για το άνω διάστημα σε 2.793,51 ευρώ και Β) παρακράτησε ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην υπ' αυτού εκπροσωπούμενη επιχείρηση (εργατικές), ανερχόμενες για το άνω διάστημα σε 1396,75 ευρώ, και δεν τις απέδωσε στον ανωτέρω Οργανισμό, όπως είχε υποχρέωση. Εφόσον, όμως, κατά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ίσχυε ήδη η επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005, που προεκτέθηκε, το δε ποσόν των εργατικών εισφορών, που φέρονται ότι παρακρατήθηκαν και δεν αποδόθηκαν στο ΙΚΑ, δεν υπερβαίνει συνολικώς τα 2.000 ευρώ, έπεται ότι το Εφετείο, με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα και για την παρακράτηση (υπεξαίρεση) των εργατικών αυτών εισφορών, η οποία είχε καταστεί ανέγκλητη κατά τα προεκτεθέντα, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε, κατά τούτο, τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του ΑΝ 86/1967 και 33 του Ν. 3346/2005. Αντιθέτως, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη της παραγ. 2 του ίδιου άρθρου 1 του Ν. 86/1967 και εκείνη του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005, με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα για μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών, αφού το σύνολο των εν λόγω εργοδοτικών εισφορών που δέχθηκε ως οφειλόμενες, το οποίο και λαμβάνεται υπόψη κατά τα εκτεθέντα και όχι το ποσόν της οφειλής κάθε μήνα όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, υπερβαίνει τα 2.000 ευρώ, ανερχόμενο σε 2.793,51 ευρώ. Επομένως, καθόσον αφορά στην καταδίκη του αναιρεσείοντος και για την πράξη της παρακρατήσεως των εργατικών εισφορών, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ, καθόσον αφορά στην καταδίκη του αναιρεσείοντος για την πράξη της μη καταβολής των εργοδοτικών εισφορών, ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει, ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την παρακράτηση των εργατικών εισφορών και, σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠοινΔ, να κηρυχθεί αθώος της πράξεως αυτής, αφού, όπως προαναφέρθηκε, κατ' εφαρμογήν της ανωτέρω επιεικέστερης διατάξεως, η πράξη αυτή δεν ήταν αξιόποινη κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινής για την πράξη ως προς την οποία κηρύσσεται αθώος ο αναιρεσείων (φυλακίσεως έξι μηνών και χρηματικής 200 ευρώ) και περί συνολικής ποινής (φυλακίσεως επτά μηνών και χρηματικής 300 ευρώ), αφού για τον καθορισμό της δεύτερης συνυπολογίσθηκε και η πρώτη. Μετά ταύτα απομένει προς έκτιση η προ του καθορισμού συνολικής ποινής ποινή, που επιβλήθηκε για την πράξη της μη καταβολής των εργοδοτικών εισφορών, ήτοι φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή 200 ευρώ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 6907/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες α) κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παρακράτηση (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών ποσού 1396,75 ευρώ, οφειλομένων στο ΙΚΑ, β) επέβαλε στον αναιρεσείοντα για την πράξη αυτή ποινή φυλακίσεως έξι μηνών και χρηματική ποινή διακοσίων ευρώ και γ) καθόρισε κατά του αναιρεσείοντος συνολική ποινή φυλακίσεως επτά μηνών και συνολική χρηματική ποινή 300 ευρώ, μετά την προσμέτρηση στην ποινή βάση (φυλακίσεως 6 μηνών και χρηματικής ποινής 200 ευρώ) της συντρέχουσας ποινής των 3 μηνών και χρηματικής ποινής 200 ευρώ, που επιβλήθηκε για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 1 παρ. 1 ΑΝ 86/1967. Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα της πράξεως της παρακρατήσεως οφειλομένων στο ΙΚΑ εργατικών εισφορών, ποσού 1396,75 ευρώ, όπως η πράξη αυτή περιγράφεται ειδικότερα στην αναιρούμενη απόφαση. Και Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 19 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της αυτής ως άνω 6907/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη έγκαιρη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ. Αξιόποινο μετά τον Ν. 3346/2005 μόνον αν οι εισφορές υπερβαίνουν στο σύνολό τους το ποσό των 2.000 ευρώ. Επιεικέστερος ο Ν. 3346/2005, της παλαιάς ρυθμίσεως. Εφαρμογή και στις τελεσθείσες προ της 17.6.2005 πράξεις. Το συνολικό ποσόν προσδιορίζεται από το συνολικό χρονικό διάστημα που ο υπόχρεος καθυστερεί την καταβολή και όχι από το ύψος της κατά μήνα οφειλής. Το όριο των 2.000 ευρώ αναφέρεται στο σύνολο των εργοδοτικών ή των εργατικών εισφορών και όχι στο άθροισμα και των δύο. Εσφαλμένη καταδίκη για μη καταβολή (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών, διότι δεν υφίσταται πλέον αξιόποινη πράξη αφού το σύνολο της αντίστοιχης οφειλής είναι μικρότερο των 2.000 ευρώ. Ορθή, όμως, καταδίκη για τη μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών εισφορών το σύνολο των οποίων είναι μεγαλύτερο των 2.000 ευρώ. Αναιρεί εν μέρει και αθωώνει τον αναιρεσείοντα ως προς υπεξαίρεση, αναιρεί και για συνολική ποινή.
Ποινή
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ποινή, Νόμος επιεικέστερος, Αναίρεση μερική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 542/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ -Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξουσίου δικηγόρο τους Χρήστο Αντωνίου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 67426/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Νοεμβρίου 2007 δύο αυτοτελείς αιτήσεις του, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2032/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 29/28-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) την παρούσα δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 473 παρ. 1 έως 3, 474 παρ. 1, και 507 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ συνάγεται ότι, εφόσον με ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζεται διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε, αν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, είναι δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης στην περίπτωση που το ένδικο αυτό μέσο ασκείται με δήλωση στο Γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή σ1 εκείνον που διευθύνει τη φυλακή, αν ο αναιρεσείων κρατείται, και 20 ημερών όταν ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώριση της τελεσίδικης απόφασης στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άνω άρθρου 473 Κ.Ποιν.Δ. Επίδοση της απόφασης, για να τρέξουν οι παραπάνω προθεσμίες, απαιτείται μόνον όταν ο κατηγορούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, και δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη δια πληρεξούσιου δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ.( ΑΠ 851/2006 ). Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος προ 24 ωρών από τον Γραμματέα της Εισαγγελίας, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της απόφασης που έχει προσβληθεί και την καταδίκη του αναιρεσείοντος στα έξοδα. Εκπρόθεσμη άσκηση του άνω ένδικου μέσου τότε μόνο συγχωρείται όταν στην κατά το άρθρο 474 του Κ.Ποιν.Δ έκθεση γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησαν αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά. II. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, η προσβαλλόμενη με τις υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης 67426/4-11-2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση και απέρριψε ως απαράδεκτες εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 18393/2001 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άνω άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. στις 22-2-2006,ενώ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ο κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από την συνήγορο τους δικηγόρο Παναγιώτα Πάντου (βλ.πρακτικά). Οι κρινόμενες αναιρέσεις ασκήθηκαν στις 21-11-2007 με δήλωση στον αρμόδιο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Έτσι όμως, η άσκηση τους, έγινε μετά την παρέλευση της πιο πάνω δεκαήμερης προθεσμίας, από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, και για το λόγο αυτό είναι εκπρόθεσμες Κατ' ακολουθία, και δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται οποιοδήποτε λόγο για τη δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησης τους, πρέπει οι αναιρέσεις αυτές, να κηρυχθούν απαράδεκτες, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚποινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Ι. Να απορριφθούν οι με αριθμό 120/21-11-2007 και 121/21-11-2007 αιτήσεις αναιρέσεως , που ασκήθηκαν αντιστοίχως από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2 ,κατά της 67426/4-11-2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. II. Να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Αθήνα 10-1-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο των αναιρεσειόντων, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ.1 του άρθρου 476 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ.18 του άρθρου 2 του Ν.2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος από τον γραμματέα της Εισαγγελίας 24ώρες, πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως, απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Εξ άλλαου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, κατ'αποφάσεως είναι 10ήμερη, αρχόμενη από της εκδόσεως της αποφάσεως παρόντος του δικαιούχου άλλως από της νομίμου επιδόσεώς της στον δικαιούχο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρησή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ.3 του άρθρου 473 ΚΠΔ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες άσκησαν τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως με δήλωση ενώπιον του γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, στις 21 Νοεμβρίου 2007, ενώ η εν λόγω απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε εκπροσωπηθέντων αυτών δια πληρεξουσίου δικηγόρου, καταχωρήθηκε στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 22 Φεβρουαρίου 2006 όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέως, χωρίς στις εκθέσεις αναιρέσεως να επικαλείται ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση. Συνεπώς, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1, 513 παρ.1 α και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 21-11-2007 δύο αιτήσεις των Χ1 και της Χ2, περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 67426/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκπρόθεσμες οι εκθέσεις αναιρέσεως. Απορρίπτει τις αιτήσεις ως απαράδεκτες, λόγω μη επικλήσεως (στην έκθεση αναιρέσεως), πραγματικών περιστατικών που να συνιστούν ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
Αριθμός 541/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Μπρέγιαννο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 141/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1674/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 515/20.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 §1 και 476 § 1 Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως του χ1, ασκηθείσα δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γεωργίου Μόνιου, δυνάμει της από 4-9-2007 εξουσιοδότησις, κατά του υπ'αριθμόν 141/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 308 § 1 εδ. 3 και 4 Κ.Π.Δ., που προσετέθη με το άρθρο 5 § 7 του ν.1738/1987 "στα εγκκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν.1608/1950 ("για τους καταχραστές του Δημοσίου"), η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, να αποφαίνεται σε μια τέτοια περίπτωση αμετακλήτως, προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που της εδόθη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, με την άσκηση της ποινικής διώξεως και από τον Ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το Συμβούλιο, κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει, ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρ. 1 του ν.1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί, ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρ. 1 του ν.1608/1950. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Εφετών οφείλει, αφού δώσει με βάση τα περιστατικά που κατά την κυριαρχική εκτίμηση του προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον κατηγορούμενο, για να δικασθεί για την πράξη αυτή, όπως ορθά εχαρακτηρίσθη από τούτο, το σχετικό δε βούλευμα του δεν υπόκειται σε αναίρεση. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ησκήθη, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται, και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι και το αμετάκλητο βούλευμα, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο σε Συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο (Α.Π. 1040/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ σελ. 129). ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 141/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, εξεδόθη μετά την άσκηση εις βάρος του αναιρεσείοντος, ποινικής διώξεως για την πράξη της χρήσεως πλαστού εγγράφου εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, η επελθούσα ζημία του οποίου υπερβαίνει του ποσού των 50.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), με την συνδρομή δηλαδή του άρθρ. 1 ν.1608/1950, μετά δε την περάτωση της κυρίας ανάκρισης που ενηργήθη σχετικώς και επερατώθη νομίμως, η υπόθεση εισήχθη από τον Εισαγγελέα Εφετών εις το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα, εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Θράκης (επί κακουργημάτων), προκειμένη να δικασθεί για την προαναφερόμενη πράξη, την οποίαν εθεώρησε ως στρεφομένην, ουχί κατά του Δημοσίου, αλλά σε βάρος του νομικού προσώπου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η ζημία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και επίσης θεώρησε ότι δεν συντρέχουν επί του προκειμένου, αι προϋποθέσεις του άρθρ. 1 του ν.1608/50. Η δυνατότητα αναιρέσεως του βουλεύματος αυτού, δηλαδή το αμετάκλητο ή μη του βουλεύματος, θα κριθεί, σύμφωνα με όσα ανεφέρθησαν, εκ των πράξεων για τις οποίες ησκήθη η ποινική διώξις και όχι εκ των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Κι, εφόσον η ποινική δίωξις ησκήθη με την συνδρομή του ν.1608/50, το προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι αμετάκλητο, μη υποκείμενο σε αναίρεση. Επομένως η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως του κατηγορουμένου, στρεφομένη κατά του παραπάνω αμετακλήτου βουλεύματος είναι απαράδεκτη και δια τον πρόσθετον λόγον ότι αύτη ησκήθη εκπροθέσμως, δηλαδή μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας των τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως του εις τον αντίκλητον του κατηγορουμένου που διαμένει εις την αλλοδαπήν, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος αναστολής αυτής του μηνός Αυγούστου. Μετά ταύτα η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 52/21-9-2007 αίτησις αναιρέσεως του χ1, κατά του υπ'αριθμ. 141/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι 14 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. 3 και 4 του Κ.Π.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 1738/1987, στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, να αποφαίνεται σε μία τέτοια περίπτωση αμετακλήτως, προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που δόθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την άσκηση της ποινικής δίωξης και από τον ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το Συμβούλιο, κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει, ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί, ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Εφετών οφείλει, αφού δώσει με βάση τα περιστατικά που κατά την κυριαρχική εκτίμησή του προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον κατηγορούμενο, για να δικαστεί για την πράξη αυτή, όπως ορθά χαρακτηρίσθηκε από τούτο, το σχετικό δε βούλευμά του, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων για τις οποίες δεν πρόκειται και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι και το αμετάκλητο βούλευμα, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο σε Συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμό 141/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, εκδόθηκε μετά την άσκηση σε βάρος του αναιρεσείοντος ποινικής διώξεως για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε και η συνολική ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 146.735,14 με τη συνδρομή δηλαδή του ν. 1608/1950, μετά δε την περάτωση της κύριας ανάκρισης που ενεργήθηκε σχετικά και περατώθηκε νομίμως, η υπόθεση εισήχθη από τον Εισαγγελέα Εφετών στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο και παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, προκειμένου να δικαστεί για την αναφερόμενη πράξη, την οποία θεώρησε ότι στρέφεται όχι κατά του Δημοσίου, αλλά σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η ζημία των οποίων υπερέβαινε το ποσό των 73.000 Ευρώ και επίσης θεώρησε, ότι δεν συντρέχουν επί του προκειμένου, οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950. Η δυνατότητα αναιρέσεως του βουλεύματος αυτού, δηλαδή το αμετάκλητο ή μη του βουλεύματος, θα κριθεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, εκ των πράξεων για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη και όχι εκ των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Και εφόσον η ποινική δίωξη ασκήθηκε με τη συνδρομή του ν. 1608/1950, το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αμετάκλητο, μη υποκείμενο σε αναίρεση. Επομένως η ένδικη αίτηση αναιρέσεως κατά του παραπάνω βουλεύματος, είναι απαράδεκτη. Σε κάθε περίπτωση, ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ένδικου μέσου της αναίρεσης, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [που κυρώθηκε με το ν.δ. 52/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ], το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, διότι το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου πλήρως εξασφαλίζεται αφού, παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και να υποβάλει τα αιτήματα και τις αντιρρήσεις του. Πολύ περισσότερο ο αποκλεισμός του κατηγορουμένου από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά του εν λόγω βουλεύματος δεν αντίκειται στο άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ν. 1705/1987), ούτε στο άρθρο 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997), δεδομένου ότι οι ανωτέρω διατάξεις αναφέρονται στο δικαίωμα επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της καταδικαστικής απόφασης ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ποινή. Τέλος, η ως άνω απαγόρευση δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις 7 παρ.2, 8 εδαφ. α', 20 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, αφού οι δικονομικές διατάξεις, ως αυτή του άρθρου 308 παρ.1 του ΚΠΔ αποτελούν νόμους δημόσιου χαρακτήρα, που εκφράζουν άμεσα γενικά και δημόσια συμφέροντα και εκτός εναντίας διατάξεως έχουν άμεση από της ισχύος τους εφαρμογή. Συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του χ1 για αναίρεση του με αριθ. 141/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών το οποίο, επί εγκλημάτων του Ν. 1608/1950 αποφαίνεται κατά το άρθρο 308 παρ. 1 του ΚΠΔ, αμετακλήτως.
Καταχραστές Δημοσίου
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Καταχραστές Δημοσίου.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 543/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 286/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 610/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του με τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ή, προκειμένου περί φωτογραφιών, ότι επεδείχθησαν από το διευθύνοντα τη συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και επισκοπήθηκαν από αυτούς και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που ανεγνώσθη, δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο που ανεγνώσθη και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 286/2007 απόφασης, το Εφετείο που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις, και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία όλα ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα αναφερόμενα σ' αυτά και στην υπό κρίση αίτηση με αριθμ.1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10,11,13, 14, 15, 16, 19, 20, 21 έγγραφα. Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους. Δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους , αφού, άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν ανεγνώσθησαν, ενώ με την ανάγνωσή τους, κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Συνεπώς δεν παραβιάστηκε το απορρέον από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμα του αναιρεσείοντος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις επί των εγγράφων αυτών. Για τους λόγους αυτούς ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 333 παρ. 2, 357 παρ. 3, 358, 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ συνάγεται ότι για να επέλθει η από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενη απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν απηύθυναν προς το μάρτυρα ερωτήσεις για εξακρίβωση της αλήθειας ή μετά την εξέτασή του δεν προέβησαν σε παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεσή του ή την αξιοπιστία του, πρέπει, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του να ζήτησαν να τους δοθεί προς τούτο η άδεια και, αν δεν τους δοθεί από το διευθύνοντα τη συζήτηση, να προσφύγουν αμέσως, μη αποδεχόμενοι την προεδρική διάταξη, σε ολόκληρο το δικαστήριο και τούτο ν' απορρίψει παρά το νόμο την προσφυγή ή να παραλείψει ν' αποφανθεί επ' αυτής. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης του αναιρετηρίου για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι, κατά παραβίαση των άρθρων 357 παρ. 3 και 358 ΚΠΔ, δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο και στο συνήγορό του κατά την εξέταση στο ακροατήριο των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, εφόσον δεν προβάλλεται, αλλά ούτε προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, ως κατηγορούμενος, ή ο συνήγορός του ζήτησαν να τους δοθεί η άδεια για να προβούν σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων, ούτε πολύ περισσότερο ότι προσέφυγαν αυτοί προς τούτο στο δικαστήριο, είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος. Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 302 του Π.Κ. στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Ενόψει της διάκρισης αυτής το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δύο είδη της αμέλειας αυτής συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή του άρθρου 79 του ΠΚ, και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ, Ε του ΚΠΔ. Στο άρθρο 79 του ΠΚ ορίζεται ότι 1) κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη? α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί...2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο αποβλέπει? α)στη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) στη φύση, στο είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του, γ) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειας του υπαιτίου. Επιπλέον πρέπει γ) να υπάρχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Ενόψει αυτών, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Περαιτέρω, η εφαρμογή του άρθρου 15 του Π.Κ. στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που τελείται με παράλειψη, προϋποθέτει ότι η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη, ο οποίος είχε ιδιαίτερη προς παρεμπόδιση της επέλευσης του αποτελέσματος νομική υποχρέωση, πηγάζουσα είτε από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του δράστη, είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. (2 παρ.5 ν. 2408/1996) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα αναγόμενα στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.- Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 286/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε με αυτή σε ποινή φυλάκισης 20 μηνών, με τριετή αναστολή για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Δέχτηκε δε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το συνδυασμό και την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό αυτής, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 15-5-2000 η σύζυγος του μηνυτή, ψ1, ψ, η οποία έπασχε από πέτρα στη χολή μετέβη στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ μετά του συζύγου της και της μητέρας της, όπου συναντήθηκαν με τον κατηγορούμενο και του έθεσαν υπόψη κάποιες εξετάσεις που είχαν μαζί τους, αλλά υποβλήθηκε και σε άλλες σχετικές καθ' υπόδειξη αυτού, αυτός δε πρότεινε να εισαχθεί η ανωτέρω Ψ για να χειρουργηθεί στις 18-5-2000. Η χειρουργική επέμβαση συμφωνήθηκε να γίνει με τη μέθοδο της λαπαροσκόπησης, στην οποία συναίνεσε και η ασθενής ψ. Στις 18 Μαΐου 2000, και δεδομένου ότι οι προεγχειρητικές εξετάσεις έδειχναν ότι μπορούσε να γίνει η πιο πάνω εγχείρηση, περί ώρα 11:30 η ανωτέρω ασθενής οδηγήθηκε στο χειρουργείο του ως άνω νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, όπου της χορηγήθηκε γενική αναισθησία και διασωληνώθηκε από την ειδικευόμενη αναισθησιολόγο ιατρό ........., προκειμένου να ξεκινήσει η χειρουργική επέμβαση. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος εισήγαγε ένα λεπτό καθετηράκι (βελόνη verres) στην περιτοναϊκή κοιλότητα, προκειμένου να γίνει εμφύσηση αερίου στην κοιλιά της ασθενούς και να εισαχθεί σ' αυτήν το λαπαροσκόπιο και μετά τοποθέτησε το πρώτο trocar στη θέση του και εισήγαγε το λαπαροσκόπιο στην κοιλιά της ως άνω ασθενούς. Αυτό έγινε περί ώρα 12:45,' ενώ περί ώρα 12:48 προέβη στην τοποθέτηση του δεύτερου trocar. Όμως κατά την είσοδο του πρώτου trocar ο κατηγορούμενος δεν εκτέλεσε τον ορθό χειρισμό, ενώ όφειλε και μπορούσε να καταβάλει τη μέγιστη προσοχή και να εισαγάγει αυτό χωρίς να βλάψει κάποιο μεγάλο αγγείο της κοιλίας, όπως είναι η κοιλιακή αορτή, πράγμα που θα έπραττε κάθε μετρίως ευσυνείδητος χειρουργός που διενεργεί λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, λαμβανομένου υπόψη ότι είχε τη σχετική εμπειρία, είχε διενεργήσει μέχρι τότε περί της τριακόσιες παρόμοιες χειρουργικές επεμβάσεις, αλλά το εισήγαγε χωρίς προσοχή, βίαια και με αδέξιο χειρισμό στην κοιλία της ασθενούς, με συνέπεια να προκαλέσει σ' αυτήν διπλή τρώση (διάτρηση) της κοιλιακής αορτής στην περιοχή του διχασμού των λαγονίων, διαμέτρου 3-4 χιλιοστών του μέτρου, με αποτέλεσμα να επέλθει περιτοναϊκή αιμορραγία στο σημείο αυτό....Στις 12:48 η πιο πάνω αναισθησιολόγος διαπίστωσε ραγδαία πτώση της αρτηριακής πίεσης της ασθενούς, η οποία μάλιστα σε διάστημα εβδομήντα (70) δευτερολέπτων έπεσε από το 130 στο 30, καθώς και αύξηση των σφυγμών, που είναι επακόλουθο της πτώσης της πίεσης. Αμέσως ενημέρωσε τον κατηγορούμενο και του ζήτησε να ξεφουσκώσει την κοιλιά της ασθενούς και ταυτόχρονα κάλεσε τον αναισθησιολόγο ιατρό Ζ1, ο οποίος προσήλθε σε σχεδόν μηδενικό χρόνο. Αυτός σε χρόνο μικρότερο του ενός λεπτού έλεγξε όλα τα μηχανήματα που αφορούσαν την αναισθησία της ασθενούς και αμέσως διαβεβαίωσε τον κατηγορούμενο ότι η πτώση της αρτηριακής πίεσης δεν οφείλεται σε αναισθησιολογικούς λόγους, ζήτησε απ' αυτόν να ερευνήσει για αιμορραγία και του πρότεινε να ανοίξει την κοιλιά της ασθενούς. Όμως ο τελευταίος αγνόησε την εκτίμησή του και των αναισθησιολόγων, επιμένοντας ότι στο δικό του μόνιτορ δεν έδειχνε ότι υπήρχε αιμορραγία, η οποία όμως ήταν πιθανό να συμβεί και να μη φαίνεται στο μόνιτορ του χειρούργου, όπως συνέβη και στην κρινόμενη περίπτωση, διότι το αίμα διοχετευόταν στην οπίσθια περιτοναϊκή κοιλότητα, όπου δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση και εικόνα η κάμερα που τοποθετήθηκε με το πρώτο trocar. Έτσι, αν και όλες οι ενδείξεις και τα κλινικά συμπτώματα της ασθενούς, όπως η μυδρίαση στις κόρες των οφθαλμών και η ταχυκαρδία, συνέτειναν στο συμπέρασμα ότι η ραγδαία πτώση της αρτηριακής πίεσης, η οποία δεν ανέβηκε, μολονότι χορηγήθηκε στην ασθενή γουϊαμίνη, υγρά και μεγάλες ποσότητες αδρεναλίνης, οφειλόταν σε απώλεια μεγάλης ποσότητας αίματος, δηλαδή σε αιμορραγία, ο κατηγορούμενος δεν το δέχθηκε αμέσως αν και γνώριζε ότι στις επιπλοκές της πιο πάνω μεθόδου που χρησιμοποίησε αναφέρετο και η τρώση της αορτής, αλλά με καθυστέρηση 11 λεπτών, όταν στις 12:59 η ώρα η εξέταση του αιματοκρίτη παρουσίασε πτώση στο 15,4% από 42% που ήταν προεγχειρητικά, οπότε προέβη στη διάνοιξη της κοιλίας της ασθενούς. Ήδη όμως είχε παρέλθει χρόνος έντεκα (11) λεπτών από τότε που είχε εντοπιστεί το πρόβλημα, ο οποίος ήταν καθοριστικός για την κατάληξη της ασθενούς. Η πιο πάνω καθυστέρηση στη διάνοιξη της κοιλίας της ασθενούς είναι αδικαιολόγητη και οι παραπάνω ενδείξεις έπρεπε να τον οδηγήσουν να δεχθεί το γεγονός της ύπαρξης αιμορραγίας και όχι κάποιας άλλη πάθησης της θανούσας, όπως ισχυρίστηκε στην απολογία του ο κατηγορούμενος (π.χ. έμφραγμα), τη στιγμή που αυτή, όπως κατάθεσε ο μάρτυρας Γ1, προεγχειρητικά είχε υποβληθεί σε διάφορες εξετάσεις από τις οποίες δεν προέκυψε ότι αυτή είχε κάποια πάθηση. Από την απώλεια αίματος περί τα τρία (3) λίτρα, η αορτή της θανούσας κατέληξε άσφυγμος και κενή, συνέπεια δε του γεγονότος αυτού, αυτή υπέστη καρδιακή ανακοπή, εξαιτίας της οποίας τελικά επήλθε ο θάνατός της, περί ώρα 23:03 της ίδιας ημέρας, αφού η καθυστέρηση των επιβαλλομένων ενεργειών από τον κατηγορούμενο είχε ως συνέπεια η καρδιά να μείνει χωρίς οξυγόνο για συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι οκτώ (28) λεπτών, με αποτέλεσμα να αποκατασταθούν μεν οι ρυθμοί της, όχι όμως και η μηχανική λειτουργία της, καθώς είχαν επέλθει μη αναστρέψιμες εγκεφαλικές βλάβες. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, καθόσον ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε την προσοχή την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, με βάση δε της προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και τις ικανότητές του, μπορούσε να προβλέψει και αποφύγει τον πιο πάνω θάνατο της Ψ, υπάρχει δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πιο πάνω πράξεων και παραλείψεών του και του θανάτου της άνω παθούσας και πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη, Εξάλλου, από το διατακτικό της ιδίας ως άνω αποφάσεως προκύπτει ότι κηρύχθηκε ίδιος ως άνω αναιρεσείων ένοχος για το ότι ?Στη Θεσ/νίκη, στις 18 Μαΐου 2000, από αμέλεια του, δηλαδή έλλειψη της προσοχής, την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξεώς του και επέφερε το θάνατο άλλου, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, συγκεκριμένα δε ως ιατρός χειρουργός, εργαζόμενος στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης, ανέλαβε, με τους Ζ2 και Ζ3, ως ιατρούς, ειδικευόμενους χειρουργούς, καθώς και το Ζ1, ως ιατρό αναισθησιολόγο, εργαζόμενους επίσης στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης, να διενεργήσουν χειρουργική επέμβαση με τη μέθοδο της λαπαροσκόπησης στην ασθενή Ψ, η οποία έπασχε από χολολιθίαση, προέβη όμως στην επέμβαση αυτή κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης του και δεν ενήργησε σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, με αποτέλεσμα οι πράξεις και οι παραλείψεις του να προκαλέσουν το θάνατο της ασθενούς αν και, ως ιατρός που ανέλαβε τη διενέργεια της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε όλες τις αντικειμενικώς επιβαλλόμενες εκ της ιδιότητάς του ενέργειες που θα εμπόδιζαν την επέλευση του θανάτου της, ειδικότερα δε, περί ώρα 11.30 της 18-5-2000 η ασθενής Ψ, η οποία είχε προγραμματιστεί απ' αυτόν (κατηγορούμενο) να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, οδηγήθηκε στο χειρουργείο του ως άνω νοσοκομείου, όπου της χορηγήθηκε γενική αναισθησία και διασωληνώθηκε, προκειμένου να ξεκινήσει η χειρουργική επέμβαση, στη συνέχεια δε εισήγαγε ένα λεπτό καθετηράκι (βελόνη νεrres) στην περιτοναϊκή κοιλότητα, προκειμένου να διενεργηθούν οι δοκιμασίες "σταγόνες" και αναρροφήσεις, να γίνει εμφύσηση αερίου στην κοιλιά και να εισαχθεί το λαπαροσκόπιο στην κοιλιά της ασθενούς, στη συνέχεια ο ίδιος (κατηγορούμενος) τοποθέτησε το πρώτο trokar στη θέση του, εισήγαγε το λαπαροσκόπιο στην κοιλία της ως άνω ασθενούς και προέβη στην τοποθέτηση του δευτέρου trokar (εργασίας), κατά την εισαγωγή όμως του ως άνω πρώτου trokar δεν εκτέλεσε τον ορθό χειρισμό, ενώ όφειλε και μπορούσε να καταβάλει τη μέγιστη προσοχή και να εισαγάγει αυτό χωρίς να βλάψει κάποιο μεγάλο αγγείο της κοιλίας και δη την κοιλιακή αορτή, όπως θα έπραττε κάθε μετρίως ευσυνείδητος χειρουργός που διενεργεί λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, αντ' αυτού όμως εισήγαγε χωρίς προσοχή, βίαια και με αδέξιο χειρισμό το πρώτο trokar στην κοιλία της ασθενούς, με συνέπεια να προκαλέσει σ' αυτήν διπλή τρώση (διάτρηση) της αορτής στην περιοχή του διχασμού των λαγονίων, διαμέτρου 3-4 χιλιοστών του μέτρου, με αποτέλεσμα να επέλθει περιτοναϊκή αιμορραγία στο σημείο τούτο, χωρίς όμως να ελέγξει επισταμένως την κατάσταση των εσωτερικών οργάνων της ασθενούς, μέσω της ειδικής οθόνης, ως όφειλε να πράξει, με αποτέλεσμα να μη αντιληφθεί εγκαίρως την ύπαρξη της αιμορραγίας και τη συνεχή εκροή αίματος στην περιτοναϊκή κοιλότητα, πράγμα που θα μπορούσε να αντιληφθεί αμέσως, εάν έλεγχε επισταμένως την οθόνη λαπαροσκόπησης και εκτιμούσε τα συμπτώματα που παρουσίασε η ασθενής, όπως θα εκτεθούν ακολούθως, συνεχίστηκε δε η διαδικασία μέχρι του σημείου εισαγωγής του δευτέρου trokar (εργασίας), οπότε και η αρτηριακή πίεση της ασθενούς, εξαιτίας της αιμορραγίας που προκλήθηκε από την τρώση της αορτής, κατήλθε ραγδαία, αφού από τα 130/80 mmHg έπεσε στα 30/10 mmΗg σε χρονικό διάστημα εβδομήντα (70) δευτερολέπτων, επιπλέον δε η ασθενής παρουσίασε ταχυκαρδία, πτώση του αιματοκρίτη στο 15,4% από 42% που ήταν προεγχειρητικά, συνεχιζόμενη πτώση της αρτηριακής πίεσης, παρά τη χορήγηση στην ασθενή μεγάλων ποσοτήτων αδρεναλίνης και μυδρίαση στις κόρες των οφθαλμών, συμπτώματα που μαρτυρούν την μεγάλη απώλεια αίματος, τα οποία ο Ζ1, ως αναισθησιολόγος της εγχείρησης είχε αντιληφθεί και ανακοινώσει αμέσως σ' αυτόν και του υπέδειξε επανειλημμένως να προβεί στη διάνοιξη της περιτοναϊκής κοιλότητας της ασθενούς και την αντιμετώπιση της αιμορραγίας με τον αποκλεισμό της αορτής, πλην όμως αυτός καθυστέρησε, συγκεκριμένα δε παρήλθε χρόνος συνολικά 11 λεπτών από το χρόνο που του ανακοινώθηκε από την ομάδα των αναισθησιολόγων ότι η πτώση της αρτηριακής πίεσης δεν οφείλεται σε αναισθησιολογικούς λόγους, αλλά σε αιμορραγία, μέχρι να προβεί στη διάνοιξη της περιτοναϊκής κοιλότητας της ασθενούς και στη συνέχεια να γίνει από τον ειδικό αγγειοχειρουργό αποκλεισμός της αορτής και συρραφή των οπών, χρόνος που ήταν ιδιαίτερα μεγάλος και σημειώθηκε μεγάλη εκροή αίματος, αφού η αορτή κατέληξε άσφυγμος και κενή, ενώ αυτός, δηλαδή ο κατηγορούμενος όφειλε και μπορούσε να ενεργήσει αμέσως τη διάνοιξη της κοιλίας, καθόσον, πέραν από την καθυστέρηση περί τα 11 λεπτά να προβεί στη διάνοιξη της περιτοναϊκής κοιλότητας, παρά το γεγονός ότι όλα τα ως άνω συμπτώματα καταδείκνυαν την ύπαρξη μεγάλης αιμορραγίας και σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας όφειλε να προβεί αμέσως στη διάνοιξη της περιτοναϊκής κοιλότητας, η ενέργειά του δε να εισαγάγει το πρώτο trokar κατά τρόπο που προκάλεσε διάτρηση της αορτής, καθώς και η παράλειψή του να ενεργήσει αμέσως τη διάνοιξη της περιτοναϊκής κοιλότητας της ασθενούς, δοθέντος ότι η κατάστασή της μαρτυρούσε ότι υπήρχε περιτοναϊκή αιμορραγία, αλλά αντιθέτως αυτός το έπραξε με μεγάλη καθυστέρηση 11 λεπτών, είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλη βλάβη η αορτή, να εκρεύσει πολύ γρήγορα μεγάλη ποσότητα αίματος, συνεπεία δε του γεγονότος αυτού η ασθενής υπέστη ανακοπή καρδιάς, εξαιτίας της οποίας επήλθε ο θάνατός της την 23.05' ώρα της ίδιας ημέρας, καθόσον και η καθυστέρηση της ως άνω επιβαλλομένης ενέργειας είχε ως αποτέλεσμα η καρδιά να μείνει χωρίς οξυγόνο (ανοξαιμία) για χρονικό διάστημα 28 λεπτών, με αποτέλεσμα να αποκατασταθούν μεν στη συνέχεια οι ρυθμοί της, όχι όμως και η μηχανική λειτουργία αυτής. Με τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Δικαστήριο δέχεται, ως προς το επελθόν αποτέλεσμα από την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, και τα δύο είδη αμέλειας, αφού ειδικότερα στο σκεπτικό δέχεται ότι ο αναιρεσείων ενήργησε στην Ψ χειρουργική επέμβαση με τη μέθοδο της λαπαροσκόπησης, χωρίς προσοχή "...αν και γνώριζε ότι στις επιπλοκές της πιο πάνω μεθόδου που χρησιμοποίησε αναφέρετο και η τρώση της αορτής".Και πιο κάτω στην ίδια σελίδα 20 ότι "...μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει τον πιο πάνω θάνατο της Ψ". Δέχεται δηλαδή το Δικαστήριο ότι ο αναιρεσείων προβλέπει μεν ότι από τη συμπεριφορά του είναι δυνατόν να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, δεν απέχει όμως από αυτή γιατί πιστεύει ότι δεν θα επέλθει τέτοιο αποτέλεσμα, δέχεται δηλαδή περιστατικά που προσιδιάζουν στην ενσυνείδητη αμέλεια. Ενώ στο διατακτικό δέχτηκε ότι από "έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξεώς του και επέφερε το θάνατο άλλου", δηλαδή δέχεται ότι συνέτρεξε στο πρόσωπό του άνευ συνειδήσεως αμέλεια. Να σημειωθεί ότι και στη μείζονα σκέψη κάνει λόγο για αμέλεια χωρίς συνείδηση. Έτσι όμως δεν καθίσταται φανερό ποιο από τα δύο είδη αμέλειας δέχτηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα από την ασάφεια και αντίφαση αυτή να στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση νομίμου βάσεως ως προς την επιμέτρηση της ποινής. Για την επιμέτρηση της ποινής είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να διεξαγάγει νέα δίκη, για να προσδιορίσει ποιο είδος αμέλειας δέχτηκε και ανάλογα με αυτό να σταθμίσει και τη βαρύτητα της πράξεως κατ' άρθρο 79 του ΠΚ, η οποία ασκεί ουσιώδη επίδραση στο ύψος της ποινής που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ως άνω ασάφεια και αντίφαση δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου γιατί το ως άνω έγκλημα τελέστηκε από έλλειψη της προσοχής, δηλαδή από αμέλεια, ορίζεται δε στο άρθρο 302 του ΠΚ ότι, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση", περιέχονται δε στην προκείμενη περίπτωση τα στοιχεία του άρθρου αυτού. Συνεπώς είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, ο οποίος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 511 του ΚΠΔ), αφού στο μείζον για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της περιέχεται και το έλασσον ως προς την ποινή. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ ως προς το κεφάλαιο περί ενοχής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν κατά τα λοιπά με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία κηρύχτηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Κατά τα λοιπά, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί κατά ένα μέρος (ως προς την ποινή) η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δηλαδή εκτός αυτών που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση υπ' αριθμ.286/2007, αλλά και την υπ' αριθμ. 1943/2005, η ποία αναιρέθηκε με τη 1602/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται κατά ένα μέρος την από 12-3-2007 αίτηση αναιρέσεως. Αναιρεί κατά ένα μέρος (ως προς την ποινή) την 286/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, ως προς την ποινή, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αναιρείται κατά το ένα μέρος (ως προς την ποινή) η απόφαση, λόγω ασαφείας και αντιφάσεως ως προς το είδος της αμέλειας, το οποίο ασκεί επιρροή στη βαρύτητα της πράξεως και συνακόλουθα στην επιμέτρηση της ποινής κατ’ άρθρο 79 του ΠΚ. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ποινή
Ποινή, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια, Αναίρεση μερική.
0
Αριθμός 551/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειου Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας χ1 και ήδη κρατούμενης στη Κλειστή Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, η οποία παρέστη αυτοπροσώπως, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 1696/2003 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αιτούσα ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Απριλίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 706/2007. 'Επειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 322/7-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τα άρθρα 527 παρ. 3, 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την από 24-4-2007 αίτηση της χ1 και ήδη κρατουμένης στην Κλειστή Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, με την οποία ζητεί την επανάληψη διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθ. 1696/2003 καταδικαστική γι'αυτήν απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Με την ανωτέρω απόφαση η αιτούσα καταδικάσθηκε για α) απάτη από κοινού κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε σ' αυτό υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές όχι όμως και τα 50.000.000 δραχμές(άρθρ.45,98,386 παρ.1,3α Π.Κ., όπως η παρ. 3 αντικ. με άρθρ. 14 παρ.4 Ν.2721/1999 και 136 στ') και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως, από κοινού, κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία η βλάβη που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε σε αυτό υπερβαίνει συνολικά τα 50.000.000 δραχμές (άρθρ.45, 98, 216παρ. παρ.1,3 Π.Κ., σε συνδ. με άρθρο 1 Ν.1608/1950), και επιβλήθηκε σε αυτήν συνολική ποινή καθείρξεως έντεκα (11) ετών. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού, κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως της ιδίας, ως άνω καταδικασθείσης , κατά της ανωτέρω αποφάσεως, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 2249/2004 απόφαση του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, που απέρριψε στην ουσία την αίτηση αναιρέσεως αυτής. Με την, υπό κρίση, από 26-8-2005, αίτηση που υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η ανωτέρω καταδικασθείσα χ1, αιτείται την κατ' αρθ. 525 επ. Κ.Π.Δ., επανάλειψη της διαδικασίας προς όφελος της, που περατώθηκε με την ανωτέρω σε βάρος της αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, επικαλούμενη την συνδρομή νέων και αγνώστων στοιχείων (-γεγονότων), αγνώστων στο δικαστήριο που την δίκασε, τα οποία, κατ'αυτήν, καθιστούν φανερό ότι είναι αθώα των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, άλλως ότι καταδικάστηκε, για έγκλημα (πλαστογραφία), βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά συνέπεια, η παρούσα αίτηση είναι τυπικά έγκυρη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 527 παρ. παρ. 1,3 Κ.Π.Δ., και, αφού στρέφεται κατά της αποφάσεως Εφετείου, νομοτύπως, κατ' άρθρο 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ. εισάγεται προς κρίση στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο). Πρέπει να σημειωθεί ότι με την, υπό κρίση, αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, η αιτούσα ζήτησε, κατ'άρθρο 529 Κ.Π.Δ., και την αναστολή εκτελέσεως της ως άνω ποινής την οποία εκτίει, πλην όμως το αίτημα της αυτό απερρίφθη με την υπ'αριθμ. 2100/2005 απόφαση του Συμβουλίου σας. Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα , στις περιπτώσεις που προβλέπονται περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο, μεταξύ των οποίων είναι και η περίπτωση του εδαφίου 2, κατά την οποία: Αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν , γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα, που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο ,που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως, καταθέσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία [Α.Π. (σε Συμβ.) 1717/2002, Π.Χ. ΝΓ, 642]. Σύμφωνα με το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως (για την οποία ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας), η αιτούσα καταδικάστηκε για τις ανωτέρω πράξεις της απάτης και πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος συνιστάμενες εις το ότι: A) Στους παρακάτω τόπους και χρόνους (15-3-1991 έως 21-11-1993), ενεργώντας από κοινού με άλλους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία και δη του Ελληνικού Δημοσίου, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, δεν υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Συγκεκριμένα, στους πιο κάτω τόπους και χρόνους, ενώ ήταν υπάλληλος και υπηρετούσε ως Γραμματέας της Πρωτοβάθμιας Υγειον. Επιτροπής της Νομαρχίας Δυτ. Αττικής, ενεργώντας από κοινού με τη Γ1, υπάλληλο της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας Νομαρχίας Δυτ. Αττικής ,και υπόλογο του προγράμματος παραπληγικών, ύστερα από συναπόφαση με αυτή αφού εμφανίστηκε στα Ταχυδρομικά Γραφεία περιοχής Αττικής πού αναφέρονται στην κατάσταση που ακολουθεί και επέδειξε στους αρμοδίους υπαλλήλους αυτών σχετική εξουσιοδότηση ως και βιβλιάριο δήθεν βοηθηματούχων-δικαιούχων επιδομάτων παραπληγίας που είχαν εκδοθεί παρανόμως στα ονόματα που αναφέρονται στην ίδια κατάσταση, ακολούθως παρέστησε σε αυτούς (τους υπαλλήλους) εν γνώσει της ψευδώς, ότι τα πρόσωπα, στο όνομα των οποίων είχαν εκδοθεί τα βιβλιάρια αυτά είναι παραπληγικοί και έχουν δικαιωθεί επιδόματος παραπληγίας. 'Ετσι τους έπεισε να της καταβάλλουν δήθεν για λογαριασμό καθενός από αυτούς κατά τους παρακάτω τόπους και χρόνους τα έναντι καθενός από αυτούς ποσά: ΕΙΣΠΡΑΞΑΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΥ:Ζ1 Α/ΑΑΡΙΘΜ. ΧΕΠΤΑΧ. ΓΡΑΦΕΙΟΜΗΝΕΣΑΡΙΘΜ. ΒΙΒΛ. ΗΜΕΡ. ΕΙΣΠΡ. ΠΟΣΟΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΠΑΡΑΠΛΗΓ. .....ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ....99.000Ζ2 ΣΥΝΟΛΟ99.000ΕΙΣΠΡΑΞΑΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΥ: Ζ3 Α/ΑΑΡΙΘΜ. ΧΕΠΤΑΧ. ΓΡΑΦΕΙΟΜΗΝΕΣΑΡΙΘΜ. ΒΙΒΛ. ΗΜΕΡ. ΕΙΣΠΡ. ΠΟΣΟΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΠΑΡΑΠΛΗΓ. 1.....ΑΙΓΑΛΕΩ.......45.000Ζ4 2 " " "..... "45.000Ζ5. 3..... " ......90.000Ζ4. 4 " " ".... "90.000Ζ5 5 .... ΑΙΓΑΛΕΩ ......117.000Ζ4 6 " " ".... "117.000Ζ5 7.....ΑΙΓΑΛΕΩ......99.000Ζ4 8 " " ".... "99.000Ζ5 9.... ".....99.000Ζ4 10 " " "357 "99.000Ζ6 11.... "......99.000Ζ6 12 " " ".... "99.000Ζ4 13....ΑΙΓΑΛΕΩ.......108.900Ζ4 14 " " ".... "108.900Ζ6 15.... ".......108.900Ζ4 16 "ΑΙΓΑΛΕΩ "..... "108.900Ζ6 17...... "......108.900Ζ4 18 "ΑΙΓΑΛΕΩ "......108.900Ζ6 19 " " ".... "108.900Ζ7 20...... "......108.900Ζ4 21 "ΑΙΓΑΛΕΩ "..... "108.900Ζ7 22....... "......108.900Ζ4 23 " " "..... "108.900Ζ7 24......ΑΙΓΑΛΕΩ1.....108.900Ζ4 25 " " "...... "108.900Ζ7 26.......ΑΙΓΑΛΕΩ......108.900Ζ4. 27 " " ".......108.900Ζ7 28......ΑΙΓΑΛΕΩ....... "108.900Ζ4. 29 " " "......108.900Ζ7 ΣΥΝΟΛΟ: 2.949.300 ΕΙΣΠΡΑΞΑΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΥ: Ζ8(Α.Δ.Ι. ........)Α/ΑΑΡΙΘΜ. ΧΕΠΤΑΧ. ΓΡΑΦΕΙΟΜΗΝΕΣΑΡΙΘΜ. ΒΙΒΛ. ΗΜΕΡ. ΕΙΣΠΡ. ΠΟΣΟΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΠΑΡΑΠΛΗΓ. 1......ΑΙΓΑΛΕΩ...........90.000ΙΔΙΟΣ2 " ".........90.000Ζ9 " " "3......45.000Ζ10. 4 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "......90.000Ζ11 5 " " ".....90.000Ζ12. 6.....ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ......90.000Ζ11 7 " " "......90.000Ζ12. 8 "ΑΙΓΑΛΕΩ "........90.000ΙΔΙΟΣ9......ΑΙΓΑΛΕΩ......90.000Ζ9 10 " " ".......90.000Ζ10 11........ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ.......117.000Ζ11. 12 " " "......117.000Ζ12. 13 " " ".......117.000Ζ13 14 " " "......117.000Ζ14 15 "ΑΙΓΑΛΕΩ "........117.000ΙΔΙΟΣ16 " " "......117.000Ζ9 17 " " "......117.000Ζ15 18 " " ".....117.000Ζ16 19.....ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ........99.000 Ζ17 20 " " ".......99.000Ζ18 21 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ "........99.000Ζ19 22 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "......99.000Ζ11 23 " " ".......99.000Ζ12. 24 " " "......99.000Ζ13 25 " " ".....99.000Ζ14. 26 "ΑΙΓΑΛΕΩ "..........99.000ΙΔΙΟΣ27 " " "27......... Ζ9 28 " " "......... 99.000Ζ15 29 " " "........99.000Ζ10 30 " " "........99.000Ζ16 31..... "........99.000ΙΔΙΟΣ32 " " "........99.000Ζ9 33 " " ".......99.000Ζ15 34 " " "........99.000Ζ10 35 " " ".......99.000Ζ16 36 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ "........99.000Ζ19 37 "ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣΖ17 ".......99.00038 " " ".........99.000Ζ18 39 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".........99.000Ζ11. 40 " " "......99.000Ζ12. 41 " " ".......99.000Ζ14. 42......ΑΙΓΑΛΕΩ...........99.000ΙΔΙΟΣ43 " " "........99.000Ζ9 44 " " "..........99.000Ζ15 45 " " ".........99.000Ζ10 46 " " ".........99.000ΝΖ16. 47 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "..........99.000Ζ14. 48 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ "........99.000Ζ19. 49 "ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ ".......99.000Ζ17 50 " " ".........99.000Ζ18 51 "ΑΓΙΑΣΒΑΡΒΑΡΑΣ "...........99.000Ζ20. 52 " " "...........99.000Ζ21 53 " " "........99.000Ζ22 54 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "......ΧΩΡΙΣ99.000Ζ13 55.......ΑΙΓΑΛΕΩ.......108.900ΙΔΙΟΣ56 " " ".........108.900Ζ9 57 " " "........108.900Ζ15 58 " " "..........108.900Ζ10 59 " " ".........108.900Ζ16 60 "ΑΓ.ΒΑΡΒΑΡΑΣ ".........108.900Ζ20. 61 " " "........108.900Ζ21. 62 " " ".........108.900Ζ22 63 "ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ "........108.900Ζ17 64 " " "401 "108.900Ζ18 65 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ".........108.900Ζ19 66 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "..........108.900Ζ11. 67 " " "..... "108.900Ζ12. 68 " " "........108.900Ζ14. 69......ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ.......108.900Ζ17 70 " " ".... "108.900Ζ18 71 "ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ "........108.900Ζ20. 72 " " "...... "108.900Ζ21. 73 " " ".... "108.900Ζ22 74 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ "......108.900Ζ19. 75 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".........108.900Ζ11. 76 " " ".... "108.900Ζ12. 77 " " ".......108.900Ζ14. 78 "ΑΙΓΑΛΕΩ ".......108.900ΙΔΙΟΣ79 " " "..... "108.900Ζ9 80 " " ".....108.900Ζ15 81 " " "......108.900Ζ10 82......ΑΙΓΑΛΕΩ......108.900Ζ16 83.......ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ......108.900Ζ20 84 " " "...... "108.900Ζ23 85 " " "...... "108.900Ζ22 86 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ "......108.900Ζ19. 87 "ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ ".......108.900Ζ17 88 " " "........108.900Ζ18 89 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "......108.900Ζ11 90 " " ".... "108.900Ζ12. 91 " " "..... "217.800Ζ13 92 " " "......108.900Ζ14. 93 "ΑΙΓΑΛΕΩ ".......108.900ΙΔΙΟΣ94 " " ".... "108.900Ζ9 95 " " "......108.900Ζ15 96 " " "........108.900Ζ10 97 " " ".........108.900Ζ16 98.......ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ.........108.900Ζ17 99 " " ".... "108.900Ζ18 100 "ΑΓ.ΒΑΡΒΑΡΑΣ ".....108.900Ζ20. 101 " " ".... "108.900Ζ23. 102......ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ.......108.900Ζ22 103 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ".......108.900Ζ19. 104 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".......108.900Ζ11. 105 " " ".... "108.900Ζ12. 106 " " "....;108.900Ζ14. 107 "ΑΙΓΑΛΕΩ ".......108.900ΙΔΙΟΣ108 " " ".... "108.900Ζ9 109 " " "......108.900Ζ15 110 " " "........108.900Ζ10 111 " " "......108.900Ζ16 112...... ".........108.900ΙΔΙΟΣ113 " " "..... "108.900Ζ9 114 " " "..... "108.900Ζ15 115 " " "..... "108.900Ζ10 116 " " ".... "108.900Ζ16. 117 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "..... "108.900Ζ11. 118 " " "..... "108.900Ζ12. 119 " " ".... "108.900Ζ14. 120 ;ΑΓ.ΒΑΡΒΑΡΑΣ "..... "108.900Ζ20. 121 ; " ".....108.900Ζ21. 122 ; " ".....108.900Ζ22 123 ;ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ "......108.900Ζ19. 124 ;ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ "......108.900Ζ17. 125 ; " "..... "108.900Ζ18 126.......ΑΙΓΑΛΕΩ.........108.900ΙΔΙΟΣ127 " " "..... "108.900Ζ9 128 " " ".... "108.900Ζ15 129...... ; " ".... "108.900Ζ10 130 " " ".... "108.900Ζ16. 131 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".......108.900Ζ11. 132 " " "..... "108.900Ζ12. 133 " " "..... "108.900Ζ14. 134 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ".....108.900Ζ19. 135 "ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ ".....108.900Ζ20. 136 " " "... "108.900Ζ21. 137 " " ".... "108.900Ζ22 138 "ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ "......108.900Ζ17. 139 " " ".... "108.900Ζ18. 140.......ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ.......108.900Ζ17. 141 " " ".... "108.900Ζ18 142 "ΑΙΓΑΛΕΩ ".......108.900ΙΔΙΟΣ143 " " "..... "108.900Ζ9 144 " " "350 " 108.900Ζ15 145 " " ".... "108.900Ζ10 146 " " "... "108.900Ζ16 147 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ "..... ........108.900Ζ12. 148 " " "...... "108.900Ζ19. 149......ΑΓ.ΒΑΡΒΑΡΑΣ.......108.900Ζ20. 150 " " ".... "108.900Ζ21 151 " " ".... "108.900Ζ22 152 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".... "108.900Ζ11. 153 " " "... "108.900Ζ12 154 " " ".... "108.900Ζ14. 155......ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ.......108.900Ζ19. 156 "ΑΙΓΑΛΕΩ "..... "108.900Ζ15 157 " " ".......108.900Ζ16. 158 " " ".......108.900ΙΔΙΟΣ159 " " "......"108.900Ζ9 160 " " "..... "108.900Ζ10 161 " " " ; "108.900;162 "ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ "......108.900Ζ17 163 " " "......108.900Ζ18 164 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "......ΧΩΡΙΣ108.900Ζ11. 165 " " "......ΧΩΡΙΣ108.900Ζ12. 166 " " ".....108.900Ζ14. 167 " " "........108.900Ζ8 168 " " "..... "108.900Ζ9 169 "ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ "......108.900Ζ17 170 " " "......108.900Ζ18 171 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ".......108.900Ζ19 172 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "........108.900Ζ11. 173 " " ".... "108.900Ζ12. 174 " " "......108.900Ζ14. 175......ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ.......108.900Ζ17 176 " " "..... "108.900Ζ18 177 "ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ "........108.900Ζ19 178.......ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΟΝ........108.900Ζ18 179 "ΑΙΓΑΛΕΩ ".........108.900ΙΔΙΟΣ180 " " ".... "108.900Ζ9 181 " " "..... ;108.900Ζ17 ΣΥΝΟΛΟ : 19.294.200ΕΙΣΠΡΑΞΑΣΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΥ: Ζ24 ΑΔΤ ........Α/ΑΑΡΙΘΜ. ΧΕΠΤΑΧ. ΓΡΑΦΕΙΟΜΗΝΕΣΑΡΙΘΜ. ΒΙΒΛ. ΗΜΕΡ. ΕΙΣΠΡ. ΠΟΣΟΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΠΑΡΑΠΛΗΓ. ......ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ.......90.000Ζ25. ..... ".... "......117.000 "...... "..... "......99.000 "....... "...... "......99.000 "...... "...... ".......108.000 "....... "..... "......99.000 "..... "..... "......108.900 "..... ".... ".....108.900 "..... "...... ".....108.900 "..... ".... "......108.900 "......ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ........108.900Ζ25. ........ ".... ".......108.900 "......."...... "......108.900 "....... "...... "..........108.900 " ΣΥΝΟΛΟ: 1.484.100 ΕΙΣΠΡΑΞΑΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΥ: Ζ9 Α/ΑΑΡΙΘΜ. ΧΕΠΤΑΧ. ΓΡΑΦΕΙΟΜΗΝΕΣΑΡΙΘΜ. ΒΙΒΛ. ΗΜΕΡ. ΕΙΣΠΡ. ΠΟΣΟΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΠΑΡΑΠΛΗΓ. 1.....ΑΙΓΑΛΕΩ.......45.000Ζ24. 2 .... ".....".......90.000 "3........ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ.........24.750Ζ17 4 " " ".......24.750Ζ18. 5 "ΑΙΓΑΛΕΩ "......117.000Ζ24. 6 " " ".....117.000Ζ10. 7...... ".......99.000Ζ24. 8..... ".... ".....99.000 "9....... "....... "........99.000 "10....... "..... "......108.900 "11....... "...... "......108.900 "12..... "..... ".....108.900 "13...... "..... "......108.900 "14...... "...... "......108.900 "15...... "..... ".....108.900 "16...... ".... "......108.900 "17..... "......108.900ΙΔΙΟΣ18 " " "........108.900 "19 " " "........108.900Ζ24. 20 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ " " "...... "21.....ΑΙΓΑΛΕΩ....... " "108.900 " ΣΥΝΟΛΟ 2.022.300ΕΙΣΠΡΑΞΑΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΥ: Ζ26 1........ΑΙΓΑΛΕΩ............99.000ΙΔΙΟΣ ΣΥΝΟΛΟ 99.000ΕΙΣΠΡΑΞΑΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΥ: Ζ27 ΑΔΤ .........ΑΙΓΑΛΕΩ........45.000Ζ28 2............ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ.......90.000Ζ14. 3 "ΑΙΓΑΛΕΩ "........90.000Ζ15 4 " " "......67.500Ζ16 5....... "..... ".......108.900Ζ29 6......ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ........217.900Ζ14. 7.....ΑΙΓΑΛΕΩ.......108.900Ζ29 8..... "..... ".....108.900 "9....... "..... ".....108.900 "10........ "...... ".........108.900 " ΣΥΝΟΛΟ 1.054.900ΕΙΣΠΡΑΞΑΣΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΚΟΥ: Ζ30 Α/ΑΑΡΙΘΜ. ΧΕΠΤΑΧ. ΓΡΑΦΕΙΟΜΗΝΕΣΑΡΙΘΜ. ΒΙΒΛ. ΗΜΕΡ. ΕΙΣΠΡ. ΠΟΣΟΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΠΑΡΑΠΛΗΓ. 1.......ΑΙΓΑΛΕΩ.........90.000Ζ26 2 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "......45.000Ζ2. 3..... ".......90.000Ζ13. 4 " " ".....90.000Ζ2. 5 "ΑΙΓΑΛΕΩ "......90.000Ζ26. 6......ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ .......117.000Ζ20. 7 " " ".... "117.000Ζ21. 8 " " "......117.000Ζ22 9 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".... "117.000Ζ2. 10 "ΑΙΓΑΛΕΩ "......117.000Ζ26. 11......ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ.......99.000Ζ20. 12 " " "..... "99.000Ζ21. 13 " " "..... "99.000Ζ22 14 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".......99.000Ζ2. 15 "ΑΙΓΑΛΕΩ ".......99.000Ζ26. 16........ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ......99.000Ζ20. 17 " " "......99.000Ζ21. 18 " " "..... "99.000Ζ22 19......ΑΙΓΑΛΕΩ.......99.000Ζ26. 20......ΑΙΓΑΛΕΩ.......108.900Ζ26. 21 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".......108.900Ζ13. 22 " " "......108.900Ζ2. 23 " " ".... "108.900Ζ14. 24 " " ".... "108.900 Ζ2. 25.......ΑΓ.ΒΑΡΒΑΡΑΣ.......108.900Ζ31 26 " ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ "......108.900Ζ13. 27 " " "......108.900Ζ2. 28 "ΑΙΓΑΛΕΩ ".......108.900Ζ26. 29......ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ.......108.900Ζ20. 30 " " ".......108.900Ζ31. 31 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".......108.900Ζ2. 32 "ΑΙΓΑΛΕΩ "......108.900Ζ26. 33.......ΑΓ.ΒΑΡΒΑΡΑΣ .......108.900 Ζ32 34 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".......108.900Ζ13 35 "ΑΙΓΑΛΕΩ "......108.900Ζ26. 36 " " ".......108.900Ζ33 37....ΑΙΓΑΛΕΩ.......108.900Ζ26. 38 " " ".......108.900Ζ13. 39.....ΑΙΓΑΛΕΩ.......108.900Ζ26. 40 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".... "108.900Ζ13. 41 " " ".......108.900Ζ34. 42 "ΑΓ.ΒΑΡΒΑΡΑΣ "........108.900Ζ32 43.......ΑΙΓΑΛΕΩ.......108.900Ζ26. 44 "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ".......108.900Ζ35. 45.......ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ.........108.900Ζ36. 46 "ΑΙΓΑΛΕΩ ".......108.900Ζ26. 47.......ΑΙΓΑΛΕΩ........108.900Ζ37. .......ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ......108.900Ζ2. ΣΥΝΟΛΟ 5.029.200 και συνολικά έπεισε τους πιο πάνω αρμοδίους υπαλλήλους να τους καταβάλλουν με τον τρόπο αυτό για παραπληγικά επιδόματα χορηγούμενα από το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων) το ποσό των 28.638.800 δρχ., πράξη στην οποία αυτοί δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την αλήθεια, αν γνώριζαν δηλαδή ότι τα παραπάνω πρόσωπα δεν ήταν παραπληγικοί και δεν δικαιούντο σχετικού επιδόματος. Στην πράξη της αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και οι άλλοι προαναφερόμενοι παράνομο περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο πιο πάνω ποσό των 28.638.800 δρχ. το οποίο και αποκόμισε με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, που κατέβαλε το πιο πάνω ποσό για την πληρωμή των επιδομάτων, η οποία δεν υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., αλλά υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ., διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που έχει διαμορφώσει ως στοιχείο της προσωπικότητας της, προκύπτει σκοπός της προς πορισμό εισοδήματος και ροπή προς τέλεση απατών. Β) Στο ..... Αττικής, κατά τους παρακάτω χρόνους ενεργώντας από κοινού με άλλους, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε, σκόπευε δε με την πράξη της αυτή να προσπορίσει στον εαυτό της και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον και μάλιστα το Ελληνικό Δημόσιο, από την οποία το όφελος που επιδίωξε και η βλάβη που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ. Συγκεκριμένα, ενώ ήταν υπάλληλος και υπηρετούσε ως Γραμματέας της Α/θμιας Υγειον. Επιτροπής Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, κατάρτισε τα παρακάτω πλαστά έγγραφα: α) τις με αριθμ. ....., ....., ....., ....., ......, ......, ....., ......, .......,........,.......,......,......., .....,......,......,.......,......, ......,......,.......,......, ......., .......,......., ......., ......, ........, ......, ......., ......, ....., .......,......, .......,......, ......, ......,....... και ........ ιατρικές γνωματεύσεις της Α/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, θέτοντας σ' αυτές τα ατομικά σφραγιδάκια του προέδρου και των μελών της Υγειονομικής Επιτροπής και κάτω από αυτά κατ' απομίμηση τις υπογραφές τους και ακολούθως τη στρογγυλή σφραγίδα της Υπηρεσίας, έτσι ώστε να εμφανίζεται ότι τα αναφερόμενα στις πλαστές αυτές ιατρικές γνωματεύσεις πρόσωπα είναι παραπληγικά ή τετραπληγικά αντιστοίχως, ακολούθως δε χρησιμοποίησαν τις πλαστές αυτές ιατρικές γνωματεύσεις ως δικαιολογητικά για τη χορήγηση στα αναφερόμενα σ' αυτές πρόσωπα επιδόματος παραπληγίας και την έκδοση σχετικών βιβλιαρίων, με βάση τα οποία εισέπραξαν η ίδια, οι συγκατηγορούμενοί της και τα λοιπά προαναφερόμενα πρόσωπα, τα πιο πάνω στην υπό στοιχ. Α' κατηγορία αναφερόμενα ποσά, συνολικού ύψους 93.915.940 δρχ. Με την, υπό κρίση, αίτηση, η καταδικασθείσα προσκομίζει και επικαλείται ως νέα στοιχεία, 1) το υπ'αριθ. πρωτ. ........έγγραφο της Δ/νσης Υγιεινής Α' τμήματος της Νομαρχίας Δυτ. Αττικής, 2) το υπ'αριθ. πρωτ. ....... έγγραφο της προηγούμενης Υπηρεσίας και 3) το υπ'αριθ. πρωτ. .......... έγγραφο (διαβιβαστικό) του Σώματος Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, διατεινόμενη ότι από τα στοιχεία των νέων αυτών εγγράφων, τα οποία οι δικάσαντες αυτήν δικαστές δεν γνώριζαν, αποδεικνύεται ότι είναι αυτή αθώα των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, άλλως ότι η πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού, κατ'εξακολούθηση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, για την οποία καταδικάσθηκε, κακώς της απεδόθη, αφού από τα μνημονευόμενα παραπάνω νέα στοιχεία (έγγραφα) που αυτή προσκομίζει, προκύπτει ότι ανέλαβε αυτή υπηρεσία στη Διεύθυνση Υγείας Δυτικής Αττικής στις 17-12-1990 και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατόν να έχουν διαπραχθεί εκ μέρους της οι αποδιδόμενες σ'αυτή με το διατακτικό της ως άνω (1696/2003) καταδικαστικής αποφάσεως μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, των ιατρικών γνωματεύσεων της πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, που φέρονται ότι τελέσθηκαν προ της 17-12-1990, και δη οι ιατρικές γνωματεύσεις ......, ...., ........., ......., ........., ........., ........., ......, ......., ....... και ........ Είναι δε αθώα, τουλάχιστον, ως προς τις μερικότερες αυτές πράξεις της εν λόγω πλαστογραφίας εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται εν προκειμένω το γεγονός ότι κατά το σκεπτικό και το διατακτικό της πιο πάνω αποφάσεως, για την οποία ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας, όλες οι ιατρικές γνωματεύσεις που περιλαμβάνονται στην κατηγορία της πλαστογραφίας κατά της αιτούσας είναι πλαστές ως προς όλα τα στοιχεία τους και κατά συνέπεια δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι η αναγραφόμενη σ'αυτές ημεροχρονολογία εκδόσεώς τους είναι αληθής. Το Δικαστήριο δε που εξέδωσε την άνω καταδικαστική απόφαση, εάν εγνώριζε το άνω έγγραφο, δεν θα οδηγείτο σε αθώωση της αιτούσας ή σε καταδίκη της για ελαφρύτερο αδίκημα από αυτό που καταδικάσθηκε εκείνη ενόψει των προεκτεθέντων, αλλά θα ερευνούσε ποιος πράγματι ήταν ο χρόνος τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων του εγκλήματος της πλαστογραφίας, που τοποθετούνται σε χρόνους πριν από τις 17-12-1990, αφού δεν ετίθετο και θέμα παραγραφής του αδικήματος οιοσδήποτε χρόνος και αν ήταν αυτός, μετά από την ανωτέρω χρονολογία μέχρι την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, μη συμπληρουμένου μέχρι τότε χρόνου 15 ετών, δεδομένου ότι πρόκειται περί εγκλήματος πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος τιμωρουμένου. 'Αλλωστε δε, σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η αιτούσα ανέλαβε υπηρεσία στη Διεύθυνση Υγείας Δυτικής Αττικής στις 17-12-1990 ήταν ασφαλώς γνωστό σ'αυτή και έπρεπε να προταθεί τούτο από την ίδια στο Δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο ήταν παρούσα. Νέα γεγονότα (αποδείξεις) είναι εκείνα που ήταν άγνωστα στο Δικαστήριο, ώστε να μη μπορεί να τα λάβει υπόψη, και στον καταδικασθέντα, ώστε να μη μπορεί να τα προβάλει, γιατί αν ήταν γνωστά έπρεπε να έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Δεν μπορεί συνεπώς να αποτελέσει εν προκειμένω λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας το ανωτέρω γεγονός, το οποίο ήταν γνωστό στην καταδικασθείσα και μπορούσε να προβληθεί από αυτήν κατά την εκδίκαση της υποθέσεως. Για τους ίδιους παραπάνω λόγους δεν είναι νέο στοιχείο η προσκομιζόμενη υπ'αριθ. πρωτ. .......... απόφαση της Δ/νσης Υγιεινής της Νομαρχίας Δυτ. Αττικής από την οποία προκύπτει ότι η δι'αυτής αποφασισθείσα, συγκροτηθείσα, Α'/θμια Υγειονομική Επιτροπή της οποίας ορίσθηκε γραμματέας η αιτούσα, συγκροτήθηκε για το χρονικό διάστημα από 21-3-1991 έως 31-12-1992 και φέρεται έτσι δια των μνημονευομένων ιατρικών γνωματεύσεων να έχει εκδόσει κάποιες από αυτές σε χρόνο που δεν υφίστατο η Επιτροπή αυτή με την όπως διαλαμβάνεται συγκρότησή της. Περαιτέρω να αναφερθεί ότι η αιτούσα υπέβαλλε και για τους παραπάνω στην κρινόμενη αίτησή της περιλαμβανόμενους λόγους, την από 26-8-2005 αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας της ιδίας καταδικαστικής αποφάσεως, εφής εξεδόθη η υπ'αριθ. 1431/2006 απόφαση του Δικαστηρίου σας (σε Συμβούλιο), η οποία απέρριψε την αίτηση αυτή. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, από τα πιο πάνω προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία (έγγραφα), εκτιμώμενα είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δεν καθίσταται φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε αμετάκλητα με την υπ'αριθ. 1696/2003 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ούτε ότι καταδικάσθηκε αυτή άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως κατ'ουσία αβάσιμη και να καταδικασθεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο το αίτημά της για αναστολή της εκτέλεσης της ποινής που της επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας. Για τους λόγους αυτούς ----------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί η από 24-4-2007 αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας της Χ1, κρατουμένης στην Κλειστή Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, κατά της υπ'αριθ. 1696/2003 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς και το αίτημά της για αναστολή εκτέλεσης της ποινής και να επιβληθούν στην αιτούσα τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 8 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και την παραστάσα αυτοπροσώπως αιτούσα ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του ΚΠΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές, που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και στον καταδικασθέντα, γιατί τότε αυτός θα μπορούσε να τις προσκομίσει την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγουμένης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές, ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές, που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, διότι η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης δεν αποτελεί ένδικο μέσο αλλ' έκτακτη διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου η από 24-4-2007 αίτηση της Χ1, για επανάληψη της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1696/2003 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για? α) απάτη από κοινού κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε σ' αυτό υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ. όχι όμως και τα 50.000.000δρχ. και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία η βλάβη που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε σε αυτό υπερβαίνει τα 50.000.000δρχ. και επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως ένδεκα (11) ετών. Ειδικότερα, αυτή καταδικάστηκε για το ότι στους πιο κάτω τόπους και χρόνους, ενώ ήταν υπάλληλος και υπηρετούσε ως Γραμματέας της Πρωτοβάθμιας Υγειον. Επιτροπής της Νομαρχίας Δυτ. Αττικής ενεργώντας από κοινού με τη Γ1, υπάλληλο της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας Νομαρχίας Δυτ. Αττικής ,και υπόλογο του προγράμματος παραπληγικών, ύστερα από συναπόφαση με αυτή, αφού εμφανίστηκε στα Ταχυδρομικά Γραφεία περιοχής Αττικής που αναφέρονται στην κατάσταση που περιέχεται στην Εισαγγελική πρόταση και επέδειξε στους αρμοδίους υπαλλήλους αυτών σχετική εξουσιοδότηση, ως και βιβλιάριο δήθεν βοηθηματούχων-δικαιούχων επιδομάτων παραπληγίας που είχαν εκδοθεί παρανόμως στα ονόματα που αναφέρονται στην ίδια κατάσταση, ακολούθως, παρέστησε σε αυτούς (τους υπαλλήλους) εν γνώσει της ψευδώς, ότι τα πρόσωπα, στο όνομα των οποίων είχαν εκδοθεί τα βιβλιάρια αυτά είναι παραπληγικοί και έχουν δικαιωθεί επιδόματος παραπληγίας. Έτσι τους έπεισε να της καταβάλουν δήθεν για λογαριασμό καθενός από αυτούς κατά τους τόπους και χρόνους που αναφέρονται σ' αυτή (κατάσταση) τα έναντι καθενός από αυτούς ποσά, σύνολο 5.029.200 δρχ. Έτσι έπεισε τους πιο πάνω αρμοδίους υπαλλήλους να τους καταβάλλουν με τον τρόπο αυτό για παραπληγικά επιδόματα χορηγούμενα από το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων) το ποσό των 28.638.800 δρχ., πράξη στην οποία αυτοί δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την αλήθεια, αν γνώριζαν δηλαδή ότι τα παραπάνω πρόσωπα δεν ήταν παραπληγικοί και δεν δικαιούταν σχετικού επιδόματος. Στην πράξη της αυτή προέβη με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και οι άλλοι προαναφερόμενοι παράνομο περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο πιο πάνω ποσό των 28.638.800 δρχ. το οποίο και αποκόμισε τελικώς με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, που κατέβαλε το πιο πάνω ποσό για την πληρωμή των επιδομάτων, η οποία δεν υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., αλλά υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ., διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που έχει διαμορφώσει ως στοιχείο της προσωπικότητάς της, προκύπτει σκοπός της προς πορισμό εισοδήματος και ροπή προς τέλεση απατών. Β) Στο Αιγάλεω Αττικής, κατά τους παρακάτω χρόνους, ενεργώντας από κοινού με άλλους, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε, σκόπευε δε με την πράξη της αυτή να προσπορίσει στον εαυτό της και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον και μάλιστα το Ελληνικό Δημόσιο, από την οποία το όφελος που επιδίωξε και η βλάβη που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ. Συγκεκριμένα, ενώ ήταν υπάλληλος και υπηρετούσε ως Γραμματέας της Α/θμιας Υγειον. Επιτροπής Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, κατάρτισε τα παρακάτω πλαστά έγγραφα: Τις με αριθμ. ......, ......., ........, ........, ........, ........., .........., ........., .........,.........,.....,.......,........., .......,........,........,.........,........., ..........,..........,.........,.........., ........, ........,........., ........, ............., ........, ........, ........., ........., .........., .........., ..........,.........., .........,........, .........., ........,........ και .......... ιατρικές γνωματεύσεις της Α/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, θέτοντας σ' αυτές τα ατομικά σφραγιδάκια του προέδρου και των μελών της Υγειονομικής Επιτροπής και κάτω από αυτά κατ' απομίμηση τις υπογραφές τους και ακολούθως τη στρογγυλή σφραγίδα της Υπηρεσίας, έτσι ώστε να εμφανίζεται ότι τα αναφερόμενα στις πλαστές αυτές ιατρικές γνωματεύσεις πρόσωπα είναι παραπληγικά ή τετραπληγικά αντιστοίχως, ακολούθως δε χρησιμοποίησε τις πλαστές αυτές ιατρικές γνωματεύσεις ως δικαιολογητικά για τη χορήγηση στα αναφερόμενα σ' αυτές πρόσωπα επιδόματος παραπληγίας και την έκδοση σχετικών βιβλιαρίων, με βάση τα οποία εισέπραξαν η ίδια, οι συγκατηγορούμενοί της και τα λοιπά προαναφερόμενα πρόσωπα, τα πιο πάνω στην υπό στοιχ. Α' κατηγορία αναφερόμενα ποσά, συνολικού ύψους 93.915.940 δρχ. Με την, υπό κρίση, αίτηση, η καταδικασθείσα προσκομίζει και επικαλείται ως νέα στοιχεία, 1) το υπ' αριθ. πρωτ. .......... έγγραφο της Δ/νσης Υγιεινής Α' τμήματος της Νομαρχίας Δυτ. Αττικής, 2) το υπ' αριθ. πρωτ. ......... έγγραφο της προηγούμενης Υπηρεσίας και 3) το υπ' αριθ. πρωτ. ......... έγγραφο (διαβιβαστικό) του Σώματος Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, διατεινόμενη ότι από τα στοιχεία των νέων αυτών εγγράφων, τα οποία οι δικάσαντες αυτήν δικαστές δεν γνώριζαν, αποδεικνύεται ότι είναι αυτή αθώα των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, άλλως, ότι η πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού, κατ 'εξακολούθηση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, για την οποία καταδικάσθηκε, κακώς της αποδόθηκε, αφού από τα μνημονευόμενα παραπάνω νέα στοιχεία (έγγραφα) που αυτή προσκομίζει, προκύπτει ότι ανέλαβε αυτή υπηρεσία στη Διεύθυνση Υγείας Δυτικής Αττικής στις 17-12-1990 και κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να έχουν διαπραχθεί εκ μέρους της οι αποδιδόμενες σ' αυτή με το διατακτικό της ως άνω (1696/2003) καταδικαστικής αποφάσεως μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, των ιατρικών γνωματεύσεων της πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, που φέρονται ότι τελέσθηκαν προ της 17-12-1990, και δη οι ιατρικές γνωματεύσεις .........., ........., ....., ........, ........., ........, ........., ........., ........... και ............. Είναι δε αθώα, τουλάχιστον, ως προς τις μερικότερες αυτές πράξεις της εν λόγω πλαστογραφίας εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται εν προκειμένω το γεγονός ότι κατά το σκεπτικό και το διατακτικό της πιο πάνω αποφάσεως, για την οποία ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας, όλες οι ιατρικές γνωματεύσεις που περιλαμβάνονται στην κατηγορία της πλαστογραφίας κατά της αιτούσας είναι πλαστές ως προς όλα τα στοιχεία τους και κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η αναγραφόμενη σ' αυτές ημεροχρονολογία εκδόσεώς τους είναι αληθής. Το Δικαστήριο δε που εξέδωσε την άνω καταδικαστική απόφαση, εάν γνώριζε το άνω έγγραφο, δεν θα οδηγείτο σε αθώωση της αιτούσας ή σε καταδίκη της για ελαφρύτερο έγκλημα από αυτό που καταδικάσθηκε εκείνη ενόψει των προεκτεθέντων. Άλλωστε δε, σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η αιτούσα ανέλαβε υπηρεσία στη Διεύθυνση Υγείας Δυτικής Αττικής στις 17-12-1990 ήταν ασφαλώς γνωστό σ' αυτή και έπρεπε να προταθεί τούτο από την ίδια στο Δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο ήταν παρούσα. Νέα γεγονότα (αποδείξεις) είναι εκείνα που ήταν άγνωστα στο Δικαστήριο, ώστε να μη μπορεί να τα λάβει υπόψη, και στον καταδικασθέντα, ώστε να μη μπορεί να τα προβάλει, γιατί αν ήταν γνωστά έπρεπε να έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Δεν μπορεί συνεπώς να αποτελέσει εν προκειμένω λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας το ανωτέρω γεγονός, το οποίο ήταν γνωστό στην καταδικασθείσα και μπορούσε να προβληθεί από αυτήν κατά την εκδίκαση της υποθέσεως. Για τους ίδιους παραπάνω λόγους δεν είναι νέο στοιχείο η προσκομιζόμενη υπ' αριθ. πρωτ. ........ απόφαση της Δ/νσης Υγιεινής της Νομαρχίας Δυτ. Αττικής, από την οποία προκύπτει ότι η δι' αυτής αποφασισθείσα, συγκροτηθείσα, Α'/θμια Υγειονομική Επιτροπή, της οποίας ορίσθηκε γραμματέας η αιτούσα, συγκροτήθηκε για το χρονικό διάστημα από 21-3-1991 έως 31-12-1992 και φέρεται έτσι δια των μνημονευομένων ιατρικών γνωματεύσεων να έχει εκδώσει κάποιες από αυτές σε χρόνο που δεν υφίστατο η Επιτροπή αυτή με την όπως διαλαμβάνεται συγκρότησή της. Περαιτέρω, πρέπει να αναφερθεί ότι η αιτούσα υπέβαλλε και για τους παραπάνω στην κρινόμενη αίτησή της περιλαμβανόμενους λόγους, την από 26-8-2005 αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας της ιδίας καταδικαστικής αποφάσεως, επί της οποίας εξεδόθη η υπ' αριθ. 1431/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο), η οποία απέρριψε την αίτηση αυτή. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, από τα πιο πάνω προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία (έγγραφα), εκτιμώμενα είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δεν καθίσταται φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 1696/2003 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ούτε ότι καταδικάσθηκε αυτή άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως κατ' ουσία αβάσιμη, καθώς επίσης, ως άνευ αντικειμένου και το αίτημά της για αναστολή της εκτέλεσης της ποινής που της επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας και να καταδικασθεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-4-2007 αίτηση της Χ1, περί επαναλήψεως της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ.1696/2003 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει ην αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια νέων αποδείξεων κατ’ άρθρο 525 παρ. 1, περ. β΄ του ΚΠΔ. Απορρίπτεται ως κατ’ ουσία αβάσιμη η αίτηση περί επαναλήψεως της διαδικασίας, διότι από τα αναφερόμενα ως αποκαλυφθέντα μετά την καταδίκη της αιτούσας νέα αποδεικτικά στοιχεία δεν προκύπτει ότι η κατηγορουμένη είναι αθώα των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
1
Αριθμός 528/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ηρειώτη, για αναίρεση της 4482/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και πολιτικώς ενάγοντα τον ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Πεπελάση. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1400/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν, όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Β' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της απόφασης είναι και η έλλειψη ακρόασης η οποία, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ.2 στοιχ.α' ΚΠΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτημα. Τέτοιο δικαίωμα αποτελεί και εκείνο του κατηγορουμένου, όταν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 211 εδαφ. α' ΚΠΔ, υποβάλει αίτημα κατά τη διάρκεια της δίκης για την μη εξέταση μάρτυρα ο οποίος έχει ασκήσει στην υπόθεση ανακριτικά καθήκοντα. Ανεξάρτητα του ότι η παραδοχή ή μη του αιτήματος αυτού υπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει αυτό με επαρκή αιτιολογία να απαντήσει στο εν λόγω αίτημα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, πριν την έναρξη της εξετάσεως των μαρτύρων, ζήτησαν να μην εξετασθεί ο μάρτυρας κατηγορίας ........., επικαλούμενοι ότι αυτός, ως συντάκτης εκθέσεως αυτοψίας, είχε ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα. Το Δικαστήριο, όμως, δεν απάντησε στο νόμιμο αυτό αίτημα του κατηγορουμένου, και χωρίς να εκδώσει παρεμπίπτουσα απορριπτική απόφαση, προέβη στην εξέταση του μάρτυρα αυτού. Από την παράλειψη αυτή του Δικαστηρίου, δημιουργήθηκε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, και κατά τούτο είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β'του ΚΠΔ πρώτος λόγος. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 4.482/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για έλλειψη ακροάσεως. Ζητήθηκε η μη εξέταση μάρτυρα που είχε ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα (άρθρο 211 εδ. α΄ ΚΠΔ). Το δικαστήριο, χωρίς να απαντήσει και να εκδώσει παρεμπίπτουσα απορριπτική απόφαση, προχώρησε στην εξέταση του μάρτυρα. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακροάσεως έλλειψη
Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 527/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου .........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, για αναίρεση της 1001/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Για την πληρότητα της αξιούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται, όσον αφορά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο, η γενική κατ' είδος αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και ιδιαίτερη μνεία καθενός από αυτά και του τί ειδικότερα προέκυψε από καθένα. Πρέπει όμως να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να καταλήξει στη κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση, στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, αναφέρεται ότι το Τριμελές Εφετείο Θράκης για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, έλαβε υπόψη του: " .... την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που μνημονεύθηκαν, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία....". Από την ανωτέρω περικοπή δεν προκύπτει και μάλιστα αδιστάκτως ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το Εφετείο η κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως και αδελφού του κατηγορουμένου ..........., ο οποίος εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Εφετείου, η οποία ούτε καν μνημονεύεται σε κάποιο σημείο του κειμένου του σκεπτικού της απόφασης. Nα σημειωθεί, τέλος, ότι με την αναφορά του εφετείου στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης τα οποία ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του, δεν μπορεί να εκτιμηθεί ότι συνεκτίμησε και την κατάθεση αυτού, αφού από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης εκείνης προκύπτει ότι κατ'αυτήν δεν είχε εξετασθεί ο ως άνω μάρτυρας. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως παρελκούσης δε της ερεύνης των λοιπών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1001/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση της αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Εξετάσθηκε μάρτυρας υπερασπίσεως και το δικαστήριο ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού αναφέρεται στον μάρτυρα αυτό, αλλά ούτε και από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού προκύπτει ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε την κατάθεσή του. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Μάρτυρες.
2
Αριθμός 526/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοτσαλή, για αναίρεση της με αριθμό 6780/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1838/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτουμένη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔικ, όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν.2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔικ, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία εκάστου των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής ή αθωώσεως του κατηγορουμένου, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠοινΔικ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, για την ύπαρξη δε της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 6780/2006 αποφάσεώς του, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: "Ο μηνυτής ψ1, αιγύπτιος υπήκοος, διατηρούσε φιλία με τον κατηγορούμενο, είχαν δε εργαστεί μαζί στην ίδια εργασία. Ο τελευταίος, που είχε επισκεφθεί επανειλημμένα την οικία του μηνυτή, γνώριζε που φύλαγε αυτός τα χρήματά του, τα οποία είχε μέσα σε δερμάτινο τσαντάκι. Λίγες μέρες πριν την απώλεια των χρημάτων τον είχε επισκεφθεί στην οικία του, όπου αυτός κοιμόταν. Τον ξύπνησε και του ζήτησε κόκα - κόλα να πιεί. Ο μηνυτής όμως δεν είχε το ποτό αυτό και ο κατηγορούμενος εξεδήλωσε την επιθυμία να μεταβεί σε πλησιέστερο κατάστημα για να αγοράσει αυτό. Πλην όμως του ζήτησε να του δώσει το κλειδί της οικίας του, ώστε κατά την επιστροφή του να μην τον ενοχλήσει εκ νέου. Το περιστατικό αυτό συνομολογεί ο κατηγορούμενος. Πράγματι του παρέδωσε το κλειδί και εξήλθε από την οικία. Σημειωτέον ότι η οικία βρίσκεται στην περιοχή ..... Αττικής (οδός ....), φρόντισε όμως προφανώς να μεταβεί σε πλησιέστερο κλειδαρά και έβγαλε αντικλείδι. 'Ετσι στο διάστημα από ώρας 18.30' της 26.7.2005 έως 02.00'ώρα της 27.7.2005 και ενώ απουσίαζε στην εργασία του ο μηνυτής, εισήλθε στην οικία του και αφαίρεσε από την κατοχή του μηνυτή το ποσό των 7.000 ευρώ. Ο τελευταίος είναι απολύτως βέβαιος ότι αυτός είναι ο δράστης της κλοπής, διότι γνώριζε την ύπαρξη των χρημάτων αυτών, είχε αντικλείδι και κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε εισέλθει άλλος στην οικία. Όπως προαναφέρθηκε, είχε ζητήσει το κλειδί της οικίας για να εξέλθει για την ανωτέρω αγορά αναψυκτικού και ήταν εύκολο να βγάλει αντικλείδι, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που είχε προς αυτόν ο μηνυτής λόγω της φιλίας τους. Ο τελευταίος διαπίστωσε ότι είχαν αφαιρεθεί τα χρήματά του την 2.00' ώρα της 27.7.2005 που επέστρεψε στη δουλειά του, ενώ την προηγούμενη ημέρα είχε μετρήσει το ποσό των χρημάτων του. Ο μάρτυρας υπερασπίσεως ....... δεν πείθει καταθέτοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της κλοπής ο κατηγορούμενος βρισκόταν στους ...... Ούτε από ανωτέρω έγγραφα που προσκόμισε ο κατηγορούμενος μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι αυτός βρισκόταν στον ανωτέρω τόπο. Με αυτά τα δεδομένα, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το έγκλημα της κλοπής, αφού αφαίρεσε από την κατοχή του μηνυτή το ανωτέρω ποσό προκειμένου να το ιδιοποιηθεί παράνομα και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Όμως έως την τέλεση αυτού έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και άρα πρέπει να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ.". Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που εδέχθη στην ποινική διάταξη (372 παρ. 1α Π.Κ.) που εφήρμοσε. Για να καταλήξει δε στην καταδικαστική του κρίση, έλαβε υπ' όψη του, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, που εξετάσθηκαν ενόρκως καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, Από την τελευταία αυτή περικοπή αναμφιβόλως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του την κατάθεση του μάρτυρος ......, αφού και αυτός χαρακτηρίζεται μάρτυρας υπερασπίσεως και ως τοιούτος αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως και δεν είναι αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να μνημονεύεται ειδικώς η κατάθεσή του και να αξιολογηθεί και αναλυθεί ειδικότερα, προς δε (έλαβε υπ' όψη του) και το ευρετήριο επισκέψεων του Γυμναστηρίου "........ ΕΠΕ", αφού και αυτό στα έγγραφα συγκαταλέγεται και ως τοιούτο αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως και δεν ήτο και αυτό αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφερθεί και εκτιμηθεί ιδιαίτερα. Περαιτέρω οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος εις αμφοτέρους τους λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι, σημειωτέον, είναι εις την ουσίαν είς και ο αυτός, της ελλείψεως, δηλαδή, της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, (αιτιάσεις) που αφορούν τη μη προσήκουσα εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, όπως της καταθέσεως του άνω μάρτυρος υπερασπίσεως και του ευρετηρίου επισκέψεων γυμναστηρίου, είναι απαράδεκτες, διότι υπό την επίκληση του ανωτέρω αναιρετικού λόγου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση της αποφάσεως για την ουσία της υποθέσεως. Εντεύθεν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10.11.2006 αίτηση του χ1 για αναίρεση τη υπ' αριθμ. 6780/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε σαφής και ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως. Αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που ελήφθησαν υπόψη. Πρέπει να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ’ όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, ασχέτως εάν εξαίρονται ορισμένα από αυτά. Ανέλεγκτη η κρίση περί εκτιμήσεως και αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων υπό της αποφάσεως. Απαράδεκτος ο σχετικός λόγος.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 525/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πουλαντζά, περί αναιρέσεως της 1946/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1587/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών τουλάχιστον μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζόμενων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν κατα-βάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, προσφέρουν την εργασία τους. Τέλος, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α., ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο Ι.Κ.Α. μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 απόφασης, για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο Ι.Κ.Α., προϋποθέτει, εκτός από την αναφορά των κρίσιμων για την θεμελίωση των αναφερόμενων δύο εγκλημάτων περιστατικών, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση προσωπικού ασφαλισμένου στο Ι.Κ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ίδρυμα ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ. Α.Π. 1/1996) και αναφορά, αν πρόκειται για προσωπική (ατομική) ή εταιρική επιχείρηση, της νομικής μορφής της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει η ιδιότητα του φερόμενου ως υπόχρεου για παρακράτηση ή απόδοση των εισφορών. Δεν αρκεί δηλαδή ο χαρακτηρισμός του κατηγορούμενου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρικής επιχείρησης. Ειδικότερα δε, σε σχέση με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, η αναφορά του είναι αναγκαία, μόνον όμως όταν αυτός ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1946/2007 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του, την οποία στήριξε στα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα. "...Ο κατηγορούμενος στην Καλαμάτα, όντας πρόεδρος του Δ.Σ και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία " ΝΕΔΡΑ ΜΑΡΚΕΤ-ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ-ΣΠΙΤΙ-ΧΟΜΠΥ-ΚΗΠΟΣ Α.Ε ενώ απασχόλησε με την παραπάνω ιδιότητα του στην εταιρία αυτή, κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-1999 μέχρι 31-10-2000 προσωπικό και συγκεκριμένα ένα άτομο, με σχέση εξαρτημένης εργασίας και ασφαλισμένο στο ΙΚΑ και είχε υποχρέωση να καταβάλλει σ' αυτό (ΙΚΑ) ασφαλιστικές εισφορές για την ασφάλιση του ως άνω απασχοληθέντος στην εταιρία, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα μέσα στον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία, δεν κατέβαλε στον ως άνω Οργανισμό μέσα σε ένα μήνα από τότε που κατέστησαν απαιτητές τις βαρύνουσες τον ίδιο ασφαλιστικές (εργοδοτικές) εισφορές, ποσού 24.782,12 ευρώ, ενώ δε παρεκράτησε τις ασφαλιστικές εισφορές του εργαζομένου στην εταιρεία (εργατικές), ποσού 12.390 ευρώ για να τις αποδώσει στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε μέσα σε ένα μήνα από τότε που κατέστησαν απαιτητές, υπεξαιρώντας αυτές. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των παραπάνω πράξεων...¨". Στη συνέχεια, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχος για παράβαση του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 86/1967, σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ.1 του ΠΚ, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικά στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ο αναιρεσείων, με την επίφαση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του ΚΠΔ), επικαλείται ότι παρά την ανυπαρξία δόλου το δικαστήριο τον καταδίκασε για τις άνω πράξεις. Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη γιατί βάλλει κατά των ουσιαστικών παραδοχών της αποφάσεως, για τα εγκλήματα δε για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου ο οποίος ενυπάρχει στη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση αυτών. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10 Σεπτεμβριου αίτηση του x1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.1.946/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειο-δικείου Καλαμάτας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση ΑΝ 86/1967. Αιτιολογημένη καταδίκη. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 524/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείυο Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαλεβίτη, για αναίρεση της ΒΤ3534/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1500/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκειμένη αίτηση αναίρεσης, ως προς την περί μετατροπής της ποινής διάταξης της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 του Ν 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμά στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού ανάλογα με το είδος του οφειλομένου φόρου και το ποσόν της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17,18, 19 και 21 παρ.2 του Ν.2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι προκειμένου περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησής της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, η οποία, ως εισάγουσα ευμενέστερη για τον δράστη των εγκλημάτων αυτών ρύθμιση, εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 24 του ν. 2523/1997, και επί εκείνων που τελέστηκαν πριν από την ισχύ του, δεν απαιτείται, προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και, συνεπώς, για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης αλλά ούτε, σε περιπτώσεις άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβίασης της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου). Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με παρεμπίπτουσα απόφαση του, απέρριψε την περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης ένσταση του κατηγορουμένου με την παρακάτω αιτιολογία "... Η ένσταση απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, για τους λόγους ότι έπρεπε να συνοδεύεται η σχετική μηνυτήρια αναφορά από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας εκθέσεως ελέγχου, της καταλογιστικής πράξεως του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2523/1997, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι διατάξεις του παραπάνω άρθρου αναφέρονται στα αδικήματα φοροδιαφυγής του Ν. 2523/1997 και όχι του Ν. 1882/1990 ... ". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο και απέρριψε την κατά τα παραπάνω ένσταση του κατηγορουμένου και στη συνέχεια χώρησε σε ουσιαστική έρευνα της κατηγορίας, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Π.Κ., όπως έχει αντικατασταθεί, με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, ''αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, οι ποινές των οποίων δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα (στην αιτιολογία) στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το 82 Π.Κ., είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Η' ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ίδιο δικαστήριο, αφού επέβαλε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, παρέλειψε να ερευνήσει τις προϋποθέσεις αναστολής της ποινής παρά την υποβολή και σχετικού αιτήματος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου και με μόνη την αιτιολογία ότι δεν προσκομίζεται το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου και συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως άνω των έξι (6) μηνών, προέβη στη μετατροπή της, προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Έτσι, όμως, το δικαστήριο με το να μην αναστείλει την επιβληθείσα ποινή, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Η' του Κ.Π.Δ., που προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Συνεπώς, κατά παραδοχή της αιτήσεως, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο κατά την διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας ποινής των τεσσάρων (4) μηνών, παραπεμφθεί δε κατά τούτο και μόνο η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ'αριθμ. ΒΤ3.534/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο Χ1 ποινής φυλακίσεως των τεσσάρων (4) μηνών. Και Παραπέμπει κατά τούτο την υπόθεση αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, με σύνθεση διαφορετική από εκείνη που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, εφαρμόζεται μόνο στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο κατά το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας από μη αναστολή εκτελέσεως ποινής 4 μηνών, κατά το άρθρο 99 του ΠΚ. Αναιρεί εν μέρει ως προς την περί μετατροπής της ποινής των 4 μηνών διάταξη. Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Αναίρεση μερική.
0
Αριθμός 523/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Χρηστομάνο, περί αναιρέσεως της 1323/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1380/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθησαν τα ακόλουθα: "... Ο κατηγορούμενος ως ιδιοκτήτης οικοπέδου, που βρίσκεται στην οδό ....... και ......., στα ......., νομού Πέλλας, κατασκεύασε αυθαίρετα επ' αυτού κτίσματα και συγκεκριμένα 1) διώροφη μονοκατοικία, με κλειστό χώρο στάθμευσης, τμήμα υπογείου, κεραμοσκεπή και περίφραξη, καθ' υπέρβαση της με αριθμό ....... οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Γιαννιτσών, κατά 10,42 τετραγωνικά μέτρα, ως προς το εμβαδόν του υπογείου, κατά 21,79 τ.μ., ως προς το εμβαδόν του κλειστού χώρου στάθμευσης, κατά 21,79 τ.μ., ως προς το εμβαδόν του ισογείου και κατά 21,79 τ.μ. ως προς το εμβαδόν του πρώτου ορόφου, και 2) διώροφη οικοδομή, με πυλωτή, με κεραμοσκεπή και περίφραξη, καθ' υπέρβαση της αριθμό ....... οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Γιαννιτσών, κατά 4,71 τετραγωνικά μέτρα, ως προς το εμβαδόν του ισογείου (ελεύθερος χώρος), κατά 4,71 τετραγωνικά μέτρα, ως προς το εμβαδόν του πρώτου ορόφου και κατά 4, 71 τετραγωνικά μέτρα, ως προς το εμβαδόν του δεύτερου ορόφου. Ο κατηγορούμενος προέβη στις παραπάνω πράξεις του με πρόθεση, καθώς γνώριζε ότι κατά την κατασκευή των δύο κτισμάτων έγιναν οι υπερβάσεις των οικοδομικών αδειών που περιγράφηκαν. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, εντός ευλόγου χρόνου, ήρε το αυθαίρετο της πρώτης από τις ανωτέρω κατασκευές με την αναθεώρηση της νόμιμης, με αριθμό ........, οικοδομικής άδειας (βλ. τη με αριθμό ....... άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας Γιαννιτσών, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα ........). Επίσης, προσπάθησε να άρει το αυθαίρετο της δεύτερης από αυτές αναθεωρώντας την ήδη υφιστάμενη, με αριθμό ....., οικοδομική άδεια. Εκδόθηκε έτσι η με αριθμό ....... άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας Γιαννιτσών, η οποία νομιμοποίησε μέρος των παραπάνω αυθαιρεσιών και συγκεκριμένα εμβαδόν 1,13 τ.μ. από το ισόγειο και από κάθε έναν από ορόφους. Επιπλέον, στις 28-2-2006, με την υπ' αριθμ. πρωτ/λου ........ απόφαση του Νομάρχη Πέλλας, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 περ. Β' της με αριθμό πρωτ/λου 7587/12.2.2004 απόφασης της Υφυπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ Β' 372/24.2.2004), τα αυθαίρετα τμήματα της δεύτερης από τις παραπάνω οικοδομές, εμβαδού πλέον 3,58 τετραγωνικών μέτρων για το ισόγειο και κάθε έναν από τους ορόφους, χαρακτηρίσθηκαν ως μικροπαραβάσεις και εξαιρέθηκαν της κατεδάφισης. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η με αριθμό πρωτ/λου οικ 7587/12.2.2004 απόφαση της Υφυπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 9 παρ. 8 του ν. 1512/1985, το οποίο, μετά την συμπλήρωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 8 με το άρθρο 9 §5 του ν. 3919/2003 (ΦΕΚ Α 308/31.12.2003), ορίζει ότι "8. Με απόφαση του νομάρχη μπορεί να εγκρίνεται η εξαίρεση ή όχι από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών, εάν πρόκειται για μικρές παραβάσεις, των οποίων κατασκευών η κατεδάφιση θα κατέληγε σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου ή θα έθετε σε κίνδυνο τη φέρουσα κατασκευή αυτού ή θα παράβλαπτε την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων ή θα απαιτούσε υπέρμετρες δαπάνες για την αποκατάσταση της αισθητικής και των οποίων η διατήρηση εν πάση περιπτώσει δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής ούτε θα απέβαινε σε βάρος της πόλεως. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίζονται οι μικρές παραβάσεις για τις οποίες είναι δυνατή η εξαίρεση από την κατεδάφιση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, οι ειδικότερες προϋποθέσεις της εξαίρεσης οι όροι εφαρμογής της διάταξης αυτής και κάθε σχετικό θέμα...". Όπως προκύπτει από τις διατάξεις που μόλις εκτέθηκαν, η νομοθετική εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε στον ως άνω Υπουργό, η σχετική αρμοδιότητα του οποίου, με την Υ6/31.10.2001 απόφαση του Πρωθυπουργού και της Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ ανατέθηκε στους Υφυπουργούς Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, αφορά τη ρύθμιση των προϋποθέσεων εξαίρεσης από την κατεδάφιση και κάθε σχετικό με το ζήτημα αυτό θέμα, στο οποίο, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται και η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης του δράστη, αφού κάτι τέτοιο δεν ορίζεται ειδικά στη διάταξη με την οποία παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 2 περ. Β 4 της με αριθμό πρωτ/λου 7587/12.2.2004 απόφασης της Υφυπουργού, κατά το σκέλος της που ορίζει ότι "4. Στις περιπτώσεις που χορηγείται εξαίρεση για τις Μικρές παραβάσεις, δεν επιβάλλονται οι λοιπές ποινικές... κυρώσεις του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, για τους ιδιοκτήτες και μηχανικούς", δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη του ανωτέρω κατηγορουμένου, καθώς εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δοθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης. Με βάση τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την τέλεση της πρώτης από τις παραπάνω πράξεις, ένοχος δε για την τέλεση της δεύτερης από αυτές, να του αναγνωρισθεί, όμως, το ελαφρυντικό ότι, μετά την τέλεση της πράξης του, έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (άρθρο 84 § 2δ' Π.Κ.)...". Με τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με την ελαφρυντική περίσταση εκ του άρθρου 84 παρ. 2δ' του Π.Κ. και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 17 του Ν. 1337/1983 την οποία εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με πληρότητα και σαφήνεια η απόφαση διαλαμβάνει στο σκεπτικό της τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι μέρος της δεύτερης διώροφης οικοδομής είχε κατασκευασθεί καθ' υπέρβαση της οικοδομικής αδείας και επαρκώς εξηγεί για ποιους λόγους υπάρχει ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου παρά τον χαρακτηρισμό, με την υπ' αριθμ. ...... απόφαση του Νομάρχη Πέλλας, των υπερβάσεων της οικοδομικής αδείας ως μικροπαραβάσεων, εξαιρούμενων της κατεδάφισης. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΙ.- Η από το ποινικό δικαστήριο επίλυση προκαταρκτικού ζητήματος που, σύμφωνα με ρητή διάταξη νόμου, υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' περ. β' αναιρετικό λόγο της υπέρβασης εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για το ότι καθ' υπέρβαση της εξουσίας του το δικαστήριο έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο αποκλειστικά υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, επικαλούμενος, κατά λέξη, τα εξής "... η Διοίκηση, παρά το γεγονός ότι έχει προσκυρώσει αποκλειστικά στην ιδιοκτησία μου τα 28 τ.μ. υπολόγισε τους συντελεστές κάλυψης και δόμησης μόνο κατά το ήμισυ και το άλλο ήμισυ δέχθηκε ότι ανήκει στην κάθετη ιδιοκτησία μου ενώ το θέμα αυτό υπάγεται αποκλειστικά στην κρίση των Πολιτικών Δικαστηρίων στα οποία έχω προσφύγει με αναγνωριστική αγωγή η οποία εκκρεμεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών, μετά το πέρας της δίκης αυτής θα κριθεί στην μεν περίπτωση ευδοκιμήσεως της αγωγής μου θα μου αναγνωρισθεί και δικαστικώς ότι το εδαφικό τμήμα των 28 τ.μ. ανήκει σε μένα και κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμιά μικροπαράβαση αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία κριθεί από τα Πολιτικά Δικαστήρια ότι κατά το ήμισυ ανήκει το εδαφικό τμήμα των 28 τ.μ. στην συνιδιοκτήτρια ......., εγώ σύμφωνα με τα ανωτέρω έχω κάνει μικροπαράβαση η οποία έχει χαρακτηρισθεί....". Και ο λόγος αυτός είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι δεν προτείνονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι το δικαστήριο αποφάνθηκε και έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα υπαγόμενο στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, τα δε ως άνω επικαλούμενα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ερεύνης ούτε με οποιοδήποτε τρόπο ερευνήθηκαν στην προκείμενη υπόθεση επί της οποίας έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Ιουνίου 2007 αίτηση του x1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1.323/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση του άρθρου 17 του Ν. 1337/1983. Η υπ’ αριθμ. 7587/24-2-2004 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ για μη επιβολή ποινικών κυρώσεων επί μικρών παραβάσεων που εξαιρούνται της κατεδάφισης, έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτήσεως από το άρθρο 9 παρ. 8 του Ν. 1512/1985. Αιτιολογημένη καταδίκη. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κτίσμα αυθαίρετο.
0
Αριθμός 522/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μπακρώζη, περί αναιρέσεως της 37267/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1439/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ. Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 του Ν 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμά στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης α) ...β) ...γ).... Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 25, στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ, στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές...... Τέλος, κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου, για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήσαν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθησαν τα ακόλουθα: "... αν και στις 31-7-2000 βεβαιώθηκε χρέος της εταιρίας με την επωνυμία ΕΤΕΓΕΠ Α.Ε με έδρα τη Ν. Χαλκηδώνα, προερχόμενο από βιοτεχνικό δάνειο του έτους 1986, κατά το οποίο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας αυτής ήταν ο κατηγορούμενος, από το ΔΥΟ ΦΑΒΕ Αθηνών, ύψους 27.990,03 που ήταν καταβλητέο εφάπαξ την 31-8-2000, καθυστέρησε την καταβολή του πέραν των τεσσάρων μηνών και δεν το κατέβαλε ως όφειλε μέχρι την 31-12-2000.Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν ήταν το χρονικό εκείνο διάστημα διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας αυτής καθώς και ότι το επίδικο χρέος έχει παραγραφεί, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκόμισε προς τούτο, ενώ αντιθέτως ο μάρτυρας που εξετάσθηκε ήταν σαφής για την ιδιότητα του κατηγορουμένου ως διευθύνοντα...." Με τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με την ελαφρυντική περίσταση των μη ταπεινών αιτίων και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το δικαστήριο, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από το νόμο και το Σύνταγμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα ενώ δέχεται ότι το έτος 1986 που η εταιρία ΕΤΕΓΕΠ Α.Ε έλαβε βιοτεχνικό δάνειο ο κατηγορούμενος ήταν διευθύνων σύμβουλος αυτής και ότι το χρέος προς το Δημόσιο βεβαιώθηκε την 31-7-2000, δεν διευκρινίζει εάν και κατά τον τελευταίο αυτό χρόνο βεβαιώσεως του χρέους ο κατηγορούμενος είχε και διατηρούσε την ιδιότητα του διευθύντος συμβούλου της παραπάνω εταιρίας. 'Ετσι, όμως, κατά τούτο εστέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, διότι με αυτά που δέχθηκε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 25 παρ.3 του Ν.1882/1990. Συνεπώς, κατά παραδοχή και ως ουσία βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 37.267/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Αναίρεση αποφάσεως για εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1-3 του Ν. 1882/1990. Δεν διευκρινίζεται εάν κατά το χρόνο βεβαιώσεως χρέους ανωνύμου εταιρίας προς το Δημόσιο, ο κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή.
0
Αριθμός 521/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Μέντη, περί αναιρέσεως της 1741/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1394/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία '', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. " Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται πλαστό, επίσης, το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθησαν τα ακόλουθα: "... Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε, στις ......, από υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. της Περιφερειακής Δ/νσης Κρήτης, στην εδρεύουσα στο Ηράκλειο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Εκθεσιακό Κέντρο Επίπλου Βλαντής Α.Ε.", οποία είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία και κατασκευή επίπλων, και της οποίας Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος ήταν ο κατηγορούμενος (εκκαλών), διαπιστώθηκε ότι, υπό την ιδιότητά του αυτή, ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από 5-2-2003 έως 30-6-2003 απεδέχθη, και περιέλαβε στην τελευταία περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. της εταιρείας που υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., τα ακόλουθα εικονικά φορολογικά στοιχεία εφόσον εξεδόθησαν για συναλλαγές στο σύνολό τους ανύπαρκτες, ήτοι δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως, και ειδικότερα ι) τα υπ' αριθ. ........... αξίας 14.108 € πλέον Φ.Π.Α. 2539,44 €, ........ αξίας 11.490 € πλέον ΦΠΑ 2.068,64 €, ...... αξίας 14.108 € πλέον ΦΠΑ 2.539,44 €, ..... αξίας 11.868 € πλέον ΦΠΑ 2.136,00 €, ......, αξίας 14.081 € πλέον Φ.Π.Α. 2.534,58 €, ....... αξίας 14.948 € πλέον Φ.Π.Α. 2.690,64 €, ....... αξίας 12.710 € πλέον Φ.Π.Α. 2.287,80 €, ....... αξίας 13.960 € πλέον ΦΠΑ. 2.464,20 €, ..... αξίας πλέον Φ.Π.Α. 2.773, 44 €, ...... αξίας 12.724 € πλέον ΦΠΑ 2.290,32 € και ......... αξίας 13.280 € πλέον ΦΠΑ 2.390,40, εκδόσεως όλων Ζ1, και ιι) τα υπ' αριθμ. ....... αξίας 14.445 € πλέον ΦΠΑ 2.600,10 €, ....... αξίας 15.036 € πλέον ΦΠΑ 2.706,48 €, ...... αξίας 15.139 € πλέον ΦΠΑ 2.725,02 €, ..... αξίας 12.162 € πλέον ΦΠΑ 2.189,16 € ..... αξίας 12.270 € πλέον Φ.Π.Α. 2/208,60 €, ..... αξίας 12.945 € πλέον Φ.Π.Α. 2.330,10 €, ...... αξίας 6.790 € πλέον Φ.Π.Α. 1.222,20 €, ....... αξίας 10.395 € πλέον Φ.Π.Α. 1.871,10 €, ....... αξίας 11.125 € πλέον Φ.Π.Α. 2.002,50 €, ..... αξίας 11.470 € πλέον Φ.Π.Α. 2.064,60 € ..... αξίας 11.475 € πλέον Φ.Π.Α. 2.065,50 ευρώ, ....... αξίας 11.575 € πλέον ΦΠΑ 2.083,50 €,.... αξίας 11.322, 50 € πλέον ΦΠΑ 2.038,05 € .... αξίας 12.125 € πλέον Φ.Π.Α. 2.182,50 €, ..... αξίας 11.190 € πλέον Φ.Π.Α. 2.014,20 €, ..... αξίας 11.640 € πλέον Φ.Π.Α. 2.095,20 €, ..... αξίας 12.267,50 € πλέον ΦΠΑ 2.208,15 €, ....... αξίας 11.800 € πλέον Φ.Π.Α. 2.124 €, .... αξίας 13.520 € πλέον Φ.Π.Α. 2.433,60 €, .......αξίας 11.470 € πλέον Φ.Π.Α. 2.064,60 € και ....... αξίας 11.600 € πλέον Φ.Π.Α. 2.088 €, εκδόσεως όλων Ζ2. Οι επιχειρήσεις των ανωτέρω προσώπων που εξέδωσαν τα προαναφερόμενα δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως ήσαν ουσιαστικά ανύπαρκτες καθόσον, ουδεμία από αυτές ευρέθη στη διεύθυνση που είχε δηλωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τόσο κατά την έναρξη των εργασιών της όσο κατά τη βεβαίωση μεταβολής εγκαταστάσεώς της. Τα διαλαμβανόμενα δε στα παραπάνω δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως εμπορεύματα ουδέποτε επωλήθησαν ή διακινήθηκαν, και ως εκ τούτου είναι αυτά εικονικά και αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, εφόσον, οι επιχειρήσεις αυτές ουδέποτε άσκησαν ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα στις διευθύνσεις που είχαν δηλώσει. Μοναδικός αντιθέτως σκοπός των επιχειρήσεων αυτών, οι οποίες υπέβαλαν δηλώσεις ενάρξεως επαγγέλματος χωρίς ουδέποτε να λειτουργήσουν ουσιαστικά, ήταν να εκδίδουν εικονικά και πλαστά, φορολογικά στοιχεία, τα οποία παρέδιδαν μετέπειτα στους λήπτες τούτων, χωρίς οι ίδιες να καταβάλουν τον Φ.Π.Α. που αναλογούσε σε αυτά, ενώ οι λήπτες αυτών εξέπιπταν παράνομα τον μη καταβληθέντα Φ.Π.Α. στο φόρο των εισροών τους. Ο κατηγορούμενος εξ άλλου, ενώ δήλωσε ότι συνεργαζόταν και είχε επαφές (μόνον) με αντιπροσώπους των άνω προμηθευτών, καθώς και ότι η διακίνηση των εμπορευμάτων προς την ανώνυμη εταιρεία γινόταν με μεταφορικά μέσα αυτών (προμηθευτών), η δε εξόφληση των αντιστοίχων φορολογικών στοιχείων τοις μετρητοίς κατά την παραλαβή των εμπορευμάτων, εν τούτοις, (και) παρά το γεγονός ότι επρόκειτο περί εκτεταμένων συναλλαγών, δεν μπόρεσε να κατονομάσει τους (δήθεν) αντιπροσώπους, τους οδηγούς των μεταφορικών μέσων ούτε άλλως εκείνους προς τους οποίους παρέδιδε τα χρήματα, ούτε και παρουσίασε αντίστοιχες αποδείξεις περί των καταβολών, όπως εάν ήσαν αληθείς οι συναλλαγές θα συνέβαινε. Επιπλέον, με βάση τα ελεγχόμενα ως άνω φορολογικά στοιχεία, η ανώνυμη εταιρεία αγόρασε, και παρέλαβε, ικανές ποσότητες εμπορευμάτων (διαφόρων ειδών ξυλεία), πλην όμως κατά το χρόνο του ελέγχου δεν ευρέθησαν αποθέματα τούτης, παρότι η μεταποίηση του συνόλου αυτής ήταν αδύνατον να έχει πραγματοποιηθεί εντός του (μικρού) χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από της εκδόσεως των οικείων φορολογικών στοιχείων έως του ελέγχου, δοθέντων και του μικρού αριθμού του προσωπικού της ανώνυμης εταιρείας ως και του περιορισμένου παγίου εξοπλισμού αυτής' το γεγονός δε τούτο ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει. Σημειωτέον και ότι, αν και πρόκειται για τιμολόγια πωλήσεως - δελτία αποστολής, δεν αναγράφονται στα άνω φορολογικά στοιχεία οι αριθμοί κυκλοφορίας των μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διακίνηση (μεταφορά) των αναγραφομένων σε αυτά ως αγορασθέντων εμπορευμάτων (βλ. και άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 2992/2002) ούτε η εξόφληση όσων εξ αυτών η αξία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 € έγινε μέσω τραπεζικών λογαριασμών των προμηθευτών άλλως με δίγραμμες επιταγές, ως ο νόμος ορίζει (άρθρο 16 παρ. 5 Ν 2992/2002' αλλά τοις μετρητοίς όπως ο κατηγορούμενος εδήλωσε χωρίς να δύναται να αποδείξει όπως προεκτέθηκε ότι κατέβαλε πράγματι και σε ποιους την αξία αυτών). Εξ άλλου, πλέον των άλλων, δεν έχουν θεωρηθεί στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. τα επίμαχα φορολογικά στοιχεία' και συνεπώς, εκτός από εικονικά, είναι τούτα και πλαστά, καθόσον, η μεν επιχείρηση του Ζ1 ουδέποτε θεώρησε βιβλία και στοιχεία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ούτε υπέβαλλε περιοδικές ή εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. άλλωστε, ενώ η επιχείρηση Ζ2, θεώρησε στελέχη εκδόσεως ΔΑ-ΤΠ με α/α ....., δηλαδή διαφορετικής αρίθμησης των παραπάνω φορολογικών στοιχείων εκδόσεως αυτής τα οποία απεδέχθη ο κατηγορούμενος. Επομένως, η ελεγχόμενη ανώνυμη εταιρεία, λήπτρια των οικείων φορολογικών στοιχείων, μόνον κατά το φαινόμενο (εικονικά) συναλλάχθηκε με τις εκδότριες τούτων ανύπαρκτες ουσιαστικά επιχειρήσεις των Ζ1 και Ζ2, εφόσον οι αναγραφόμενες σε αυτά συναλλαγές ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν, απεδέχθη δε τούτα ο κατηγορούμενος με σκοπό να μην καταβάλει η ανώνυμη εταιρεία τον Φ.Π.Α. που αναλογούσε συμψηφίζοντάς τον παράνομα στο φόρο εισροών. Ως εκ τούτων, τα προαναφερόμενα δελτία αποστολής -τιμολόγια πωλήσεως είναι (πλαστά και) εικονικά ως προς το σύνολο των αναγραφομένων σε τούτα συναλλαγών. Εκ παραλλήλου, κατά τον διενεργηθέντα ως άνω έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος υπό την αυτή ιδιότητά του, εντός του έτους 2002 απεδέχθη και καταχώρησε στη συγκεντρωτική κατάσταση προμηθευτών της ανώνυμης εταιρείας του έτους τούτου που υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., πέντε (5) φορολογικά στοιχεία (δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως), συνολικής αξίας 118.425,03 € εκδόσεως του Ζ1, καθώς και τρία (3) φορολογικά στοιχεία (δελτία αποστολής - τιμολόγια πωλήσεως),συνολικής αξίας 106.169,52 €, εκδόσεως του Ζ2. Σημειωτέον, ότι, τα πρωτότυπα των τελευταίων τούτων (οκτώ συνολικά) φορολογικών στοιχείων, μολονότι εζητήθησαν επανειλημμένως από τους ενεργούντες τον έλεγχο, -υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε., ο κατηγορούμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της ελεγχόμενης ανώνυμης εταιρείας, δεν έθεσε στη διάθεση αυτών. Είναι δε και τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία εικονικά, γεγονός που ήταν γνωστό στον κατηγορούμενο, εφόσον αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους και τα απεδέχθη, προκειμένου να τα καταχωρήσει στα βιβλία της εταιρείας με τον κατωτέρω σκοπό. Πράγματι, σύμφωνα με όλα όσα σχετικά ανωτέρω εξετέθησαν, οι επιχειρήσεις που τα εξέδωσαν ουδέποτε άσκησαν ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα στις διευθύνσεις που είχαν δηλώσει, εκ των οποίων μάλιστα αυτή του Ζ1 ουδέποτε θεώρησε βιβλία και στοιχεία, μη δυνάμενος άλλωστε να δικαιολογήσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος καθ' οιονδήποτε τρόπο τη συνεργασία με αυτές, αλλά σκοπός τους ήταν η έκδοση εικονικών, και πλαστών, φορολογικών στοιχείων, ώστε, αφορούσαν και τούτα ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, εφόσον τα απεδέχθη αποκλειστικά, προκειμένου να τα καταχωρήσει στα βιβλία της εταιρείας ώστε να εμφανίσει διογκωμένες τις δαπάνες και αντιστοίχως μειωμένα τα κέρδη αυτής (ελεγχόμενης, ανώνυμης εταιρείας) και με τον τρόπο αυτό να μειωθεί ο φόρος εισοδήματος αυτής αλλά και να αποδώσει μειωμένο Φ.Π.Α. στο Δημόσιο (συμψηφισμός Φ.Π.Α. εισροών με αυτόν των εκροών της εταιρείας). Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος του αδικήματος της φοροδιαφυγής που του αποδίδεται και υπό την άνω ιδιότητά του ετέλεσε, καθόσον απεδέχθη τα εικονικά φορολογικά στοιχεία εκδόσεως των επιχειρήσεων Ζ1 και Ζ2". Με τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση και επέβαλε σ' αυτόν σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το δικαστήριο, και αναφορικά ειδικότερα με τις μερικότερες πράξεις της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που εμπίπτουν στην χρονική περίοδο από 5-2-2003 έως 30-6-2003, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού με αυτά που δέχθηκε δεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως. Ειδικότερα, προσδιορίζονται κατά τα αριθμητικά τους στοιχεία και την αξία τους καθένα από τα τιμολόγια-δελτία αποστολής εκδόσεως του Ζ1 και εκείνα του Ζ2 και παρατίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο άγεται στο αποδεικτικό πόρισμα αφενός μεν ότι όλα τα άνω τιμολόγια ήσαν εικονικά, αφετέρου δε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την εικονικότητα αυτών. Η αιτίαση για ασαφή αιτιολογία της αποφάσεως δεν είναι βάσιμη. Από το γεγονός ότι στο διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, διαλαμβάνεται "... εξέδωσε πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νόθευσε τέτοια στοιχεία...", ουδεμία ασάφεια δημιουργείται αναφορικά με ποιόν από τους υπαλλακτικούς τρόπους, το δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη. Αδοκίμως μεν τίθεται στην αρχή του διατακτικού το περιεχόμενο της διατάξεως ως η μείζων σκέψη του δικανικού συλλογισμού, σαφώς όμως τόσο στο διατακτικό όσο και στο σκεπτικό διαλαμβάνεται ότι ο κατηγορούμενος " αποδέχθηκε" εικονικά φορολογικά στοιχεία. Αναφορικά, όμως, με την μερικότερη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά το έτος 2000 και δή α) πέντε (5) τιμολογίων - δελτίων αποστολής εκδόσεως Ζ1, συνολικού ποσού 118.425,03 ευρώ και β) τριών (3) τιμολογίων - δελτίων αποστολής εκδόσεως Ζ2 συνολικού ποσού 106.169,52 ευρώ, για την οποία πράξη επίσης ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε στο σκεπτικό της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται κατά την ταυτότητά τους και τον χρόνο εκδόσεως τα ως άνω οκτώ (8) τιμολόγια-δελτία αποστολής αλλά αναφέρεται γενικώς ότι καταχωρίσθηκαν αυτά σε συγκεντρωτική κατάσταση την οποία ο κατηγορούμενος υπέβαλε στην αρμόδια ΔΟΥ και ενώ, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, τα τιμολόγια αυτά ζητήθηκαν από το ΣΔΟΕ και ο κατηγορούμενος δεν τα έθεσε στη διάθεση της άνω υπηρεσίας, δεν εξηγείται από ποια στοιχεία το δικαστήριο καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι και τα τιμολόγια αυτά, τα οποία ούτε το ΣΔΟΕ είχε στη διάθεσή του, αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές και είναι εικονικά. 'Ετσι, όμως, κατά τούτο εστέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, διότι με αυτά που δέχθηκε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 19 παρ.1 έως 4 του Ν.2523/1997. Συνεπώς, κατά παραδοχή και ως ουσία βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, ως προς την κατά τα άνω μερικότερη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, συνακόλουθα δε και ως προς την περί ποινής διάταξη αυτής και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 1.741/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου α) ως προς την πράξη της αποδοχής οκτώ (8) εικονικών φορολογικών στοιχείων τα οποία φέρεται ότι αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος το έτος 2000 και β) ως προς την περί ποινής διάταξη αυτής. Παραπέμπει κατά τούτο και μόνο την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ’ εξακολούθηση. Ανεπάρκεια αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση άρθρου 19 παρ. 1-4 του Ν. 2325/1997 για μία των μερικότερων πράξεων. Μερική αναίρεση κατά τούτο της αποφάσεως και της διάταξης αυτής για την ποινή.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Ποινή, Αναίρεση μερική.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 534/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας Δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον Ψ1. Με εγκαλούμενο τον Χ1, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Η αίτηση αυτή με αριθμ.πρωτ. 2365/18-9-2005, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1705/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 507/17.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την κατά του Χ1 Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά μήνυση του Ψ1 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 136 ΚΠΔ και εκθέτω τα παρακάτω. Από τις διατάξεις των άρθρων 136 εδ. ε και 137εδ.β ΚΠΔ κατά τις οποίες , κατά μεν την πρώτη '' Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 -125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν α) ......... ε) όταν ο εγκαλών η ο ζημιωμένος η ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο η εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122- 125 δικαστήριο '' κατά δε την δεύτερη '' ..... Για την παραπομπή αποφασίζει α) .......... β) το συμβούλιο εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές η τριμελές Πλημ/κείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο.......'' προκύπτει ότι εφ' όσον εγκαλών , ζημιωμένος ή μηνυόμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο αρμόδιο δικαστήριο με βαθμό από του παρέδρου και πάνω το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί δεν μπορεί να επιληφθεί τής εκδίκασης υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται ο δικαστικός αυτός λειτουργός με οποιαδήποτε από τις παραπάνω ιδιότητες και για τον λόγο αυτό απαιτείται η υπόθεση στην οποία εμπλέκεται να παραπεμφθεί σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο και ότι για την παραπομπή αποφασίζει το συμβούλιο εφετών Στην περίπτωση όμως κατά την οποία στην περιφέρεια αρμοδιότητας του Εφετείου δεν υπάγονται Πρωτοδικεία πλείονα του ενός ώστε να είναι δυνατή η παραπομπή σε Εισαγγελικές και Ανακριτικές Αρχές άλλου Πρωτοδικείου από αυτό που υπηρετεί ο εγκαλούμενος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός τότε ο κανονισμός αρμοδιότητας πρέπει να γίνει από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου το οποίο και θα προσδιορίσει τις Εισαγγελικές και Ανακριτικές αρχές οι οποίες θα καταστούν αρμόδιες για τον χειρισμό της κατά του Εισαγγελικού ή δικαστικού λειτουργού μηνύσεως ή εγκλήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση κατά του Χ1 Αντ/λέα Πρωτοδικών Πειραιά υποβλήθηκε η με ημερομηνία 7-12-2006 μήνυση του Ψ1 και αφού αναφέρει τα όσα καταλογίζει κατά του παραπάνω Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών ζητάει την ποινική του δίωξη. Κατόπιν των παραπάνω υποβάλλομε στο Συμβούλιο σας την κατά του του Χ1 Αντ/λέα Πρωτοδικών Πειραιά μήνυση του Ψ1 σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις για τον ορισμό Εισαγγελικών και Ανακριτικών αρχών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών ως αρμοδίων για τον χειρισμό και την περάτωση της κατά του Εισαγγελικού λειτουργού μήνυσης του παραπάνω. Δια ταύτα Προτείνω όπως : Οριστούν σαν αρμόδιες oι Δικαστικές αρχές η Εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών για τον χειρισμό και περάτωση της κατά του Χ1 Αντ/λέα Πρωτοδικών Πειραιά με ημερομηνία 7-12-2006 μήνυσης. του Ψ1. Αθήνα την 15-11-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 136 περίπτ. ε' Κ.Π.Δ. ορίζει ότι εάν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατ/νος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τόπο σύμφωνα με το άρθρο 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμό και ομοειδές, κατά δε την παρ. 1 του άρθρου 137 Κ.Π.Δ. την παραπομπή μπορεί να ζητήσει και ο Εισαγγελεύς, αποφασίζει δε περί αυτής ο Αρειος Πάγος που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφ' όσον πρόκειται για περιπτώσεις, που δεν διαλαμβάνονται στα εδάφια α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 137 και συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε άλλο ισόβαθμο Εισαγγελέα. Η ανωτέρω περίπτωση (του άρθρου 136 στοιχ. ε' ΚΠΔ) αποβλέπει στο αδιάβλητο της δικαστικής κρίσης στην κοινή συνείδηση, γι' αυτό τον λόγο η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κυρία διαδικασία, αλλ' ένεκα της ταυτότητος του λόγου, του ανεπηρεάστου, δηλαδή, της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας λόγω (της) συνυπηρετήσεως, και για την προδικασία, καθώς και το στάδιο της ασκήσεως της ποινικής διώξεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο εγκαλούμενος διά της από 7-12-2006 μηνύσεως του Ψ1, διά τα εις αυτήν αναφερόμενα υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς ως Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών, η Εισαγγελία δε αυτή είναι η μόνη στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς. Δι' ο και συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, κατά κανονισμόν αρμοδιότητος, η οποία θα επιληφθεί της υποθέσεως. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Παραπέμπει την κατά του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Χ1 υπόθεση, την οποίαν αφορά η από 7/12/2006 μήνυση του Ψ1, από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, εις την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 520/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ............., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Κιοσσέ, περί αναιρέσεως της 12201/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Κούβαρη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1770/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλο τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη... τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα εάν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίο προέρχεται το πράγμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν πράγμα που προέρχεται από αξιόποινη πράξη, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει, τη γνώση έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της παράνομης προέλευσης του πράγματος και τη θέληση απόκρυψης, λήψης ως ενεχύρου κ.λ.π. Δηλαδή, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και η θέληση να αγοράσει τούτο ή να αποκρύψει κ.λ.π. ΙΙ.- Η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, σχετικά με το αδίκημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, για το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, την οποία ανέστειλε, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " ... ο παθών ψ1, στις ... και .... μετέβη στην Αστυνομική Διεύθυνση Ασφάλειας Αλεξανδρείας και δήλωσε ότι υπήρξε θύμα κλοπής από άγνωστους δράστες, οι οποίοι του αφαίρεσαν μεταξύ άλλων αντικειμένων από τη μάνδρα παλαιών σιδήρων που βρίσκεται στην αγροτική περιοχή της ........ αλουμίνιο σε μπάλες και ποσότητες χαλκού, υπέβαλλε δε μήνυση κατ' αγνώστων δραστών. Στις 19-12-2001, άγνωστος τον ενημέρωσε ότι τα κλοπιμαία αντικείμενα βρίσκονταν στις αποθήκες της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΛΟΔΟΜΗ Α.Ε.", που βρίσκονται στην περιοχή του 13ου χιλιομέτρου της Επαρχιακής Οδού .......... της οποίας ο κατηγορούμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος. Μετέβη στις εγκαταστάσεις της παραπάνω εταιρίας με την παρουσία Αστυνομικού ............ της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αλεξάνδρειας και μάρτυρα κατηγορίας στην παρούσα υπόθεση, όπου αμέσως αναγνώρισε τα αντικείμενα που κλάπηκαν από την αποθήκη του και συγκεκριμένα εκατόν είκοσι έξι (126) πακέτα (μπάλες) αλουμινίου διαστάσεων 50cm χ 60cm, προερχόμενα από πίεση τεμαχίων αλουμινίου, τα οποία βρίσκονταν στον αύλιο χώρο της πιο πάνω εταιρίας και τρία (3) τεμάχια χαλκού προερχόμενα από πίεση άλλων τεμαχίων χαλκού ευρισκόμενα εντός της αποθήκης της ως άνω εταιρίας. Τα ως άνω τεμάχια αλουμινίου και χαλκού τα αγόρασε ο κατηγορούμενος από τους άγνωστους δράστες της κλοπής, αθίγγανους κατά πάσα πιθανότητα, ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν προϊόντα κλοπής χωρίς παραστατικά και προφανώς σε χαμηλή τιμή και τα δέχτηκε στην κατοχή του ενώ γνώριζε ότι αυτά ήταν προϊόντα κλοπής, αφού οι άγνωστοι δράστες τα πούλησαν σ' αυτόν χωρίς παραστατικά και προφανώς σε χαμηλότερη τιμή από την συνηθισμένη σε νόμιμες συναλλαγές και προφανώς σε χαμηλότερη τιμή από την συνηθισμένη σε νόμιμες συναλλαγές και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν κατηγορίας". Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο, αφενός μεν, γιατί στην απόφαση δεν γίνεται καμία μνεία για τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Εφετείο συνήγαγε την κρίση του, ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της παράνομης προέλευσης του πράγματος, ούτε αναφέρονται οι σκέψεις με τις οποίες πείστηκε ότι η αγορά και αποδοχή εκ μέρους του των δεμάτων αλουμινίου, έγινε με πρόθεση και σε γνώση του ότι ήταν προϊόν αξιόποινης πράξης (κλοπής). Αντίθετα η αιτιολογία της αποφάσεως ως προς το στοιχείο της γνώσης είναι ενδοιαστική αφού δέχεται το δικαστήριο ότι η τιμή κτήσης ήταν "προφανώς" χαμηλότερη από τη συνηθισμένη σε νόμιμες συναλλαγές, χωρίς να εξειδικεύει ούτε την τιμή κτήσης ούτε ποια ήταν για την άνω ποσότητα αλουμινίου η συνηθισμένη τιμή για αγορά από νόμιμη συναλλαγή. Τέλος, ενδοιαστικώς αναφέρεται η απόφαση στο πρόσωπο από το οποίο ο κατηγορούμενος φέρεται ότι αγόρασε το πράγμα " αθίγγανους κατά πάσα πιθανότητα ". Επομένως είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 Κ.Π.Δ. για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 12.201/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας. Δεν αιτιολογείται ειδικώς η γνώση της παράνομης προέλευσης του πράγματος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 511/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Κουκούτση, περί αναιρέσεως της 1521/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ...... , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αποστολίδη. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 5 Ιανουαρίου 2007 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 512/2005. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως κατά τα ανωτέρω επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Περαιτέρω, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του.Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 παρ. 1 ΠΚ), που είναι η άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, που αποκλείει τον καταλογισμό, πρέπει, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1521/2004 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στον Πειραιά στις 15.4.2000 ενώπιον του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. ....., όπου είχε εμφανιστεί μετά της τέως συζύγου του ...... και ήδη συζύγου του πολιτικώς ενάγοντος ...... προς επίλυση θέματος επικοινωνίας των δύο τέκνων τους, ισχυρίστηκε ενώπιον των ανωτέρω (ήτοι του αξιωματικού υπηρεσίας, της τέως συζύγου του και των ανηλίκων παιδιών του) ότι ο ήδη σύζυγος της ...... δηλαδή ο μηνυτής και πολιτικώς ενάγων είναι ανώμαλος και ότι στο παρελθόν είχε βιάσει ένα τρίχρονο αγόρι, αν και γνώριζε ότι το περιστατικό αυτό είναι ψευδές. Το γεγονός δε αυτό, όπως είναι προφανές, μπορούσε να βλάψει βάναυσα την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου ισχυρίζεται ότι πλανήθηκε σε σχέση με το πρόσωπο του δράστη του ως άνω περιστατικού, δοθέντος ότι αυτό (συκοφαντικό για τον μηνυτή περιστατικό) αφορούσε τον δίδυμο αδελφό του κατηγορουμένου (εννοείται: του μηνυτή) και ως εκ τούτου πλανήθηκε ως προς το πρόσωπο του αληθούς δράστη. Προς επίρρωση δε του ισχυρισμού του αυτού προσκόμισε τα από 25.3.1993 φύλλα των εφημερίδων "....." και ".....", από τα οποία όμως προκύπτουν τα ακόλουθα: Ότι 14χρονη μαθήτρια κατά τον Μάρτιο του έτους 1993 φέρεται να κατηγορεί τον δάσκαλο ....... (δίδυμο αδελφό του κατηγορουμένου) (εννοείται: του μηνυτή) ότι την αποπλάνησε. Όπως είναι προφανές το αναφερόμενο στις ως άνω εφημερίδες περιστατικό είναι διάφορο από εκείνο, που ισχυρίστηκε ψευδώς ο κατηγορούμενος για τον μηνυτή και δεν μπορούσε συνεπώς να πλανηθεί ως προς το πρόσωπο του δράστη, αφού εκείνο αναφέρεται σε 14χρονη μαθήτρια και όχι σε τρίχρονο αγόρι, πλέον του ότι, ως εκ του χρόνου που φέρεται να έχει συμβεί εκείνο (αναφερόμενο στις εφημερίδες), ήτοι το έτος 1993, ήταν ευχερής η εξακρίβωση του φερομένου ως δράστη και συνεπώς ο κατηγορούμενος όταν στις 15.4.2000 ισχυρίστηκε για τον μηνυτή τα ανωτέρω, γνώριζε ότι το αναφερόμενο στις εφημερίδες γεγονός δεν αφορούσε τον μηνυτή. Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως για την οποία κατηγορείται". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, ...... για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 362 και 363 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, αναφέρονται στην αιτιολογία, η οποία δεν περιέχει αποκλειστικά και μόνο τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου που ταυτίζονται με εκείνα του διατακτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, τα περιστατικά που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος για τον εγκαλούντα, τα οποία είναι πράγματι γεγονότα κατά την έννοια των αναφερόμενων διατάξεων, και επίσης ότι τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Σε σχέση δε με τον άμεσο του κατηγορουμένου δόλο, ο οποίος επί του προκειμένου περιλαμβάνει, όχι μόνο τη γνώση του ότι τα γεγονότα που ισχυρίσθηκε ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και τη θέλησή του να τα ισχυρισθεί, αλλά και τη γνώση ότι τα γεγονότα αυτά είναι ψευδή, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει συστηματικά και αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή. Προς τούτοις, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απέρριψε με ειδική αιτιολογία τον ειρημένο αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης του ως προς το πρόσωπο του δράστη του συκοφαντικού για τον εγκαλούντα πιο πάνω περιστατικού. Τέλος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ο Εισαγγελέας της έδρας "ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε τη ενοχή του κατηγορουμένου" (σελ. 8, στιχ. 17), η πρότασή του δε αυτή επί της κατηγορίας εμπεριέχει οπωσδήποτε και την πρότασή του για την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου και κατά συνέπεια δεν δημιουργήθηκε εν προκειμένω καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3 και 171 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Α' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιποί δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-1-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15 Φεβρουαρίου 2005 (υπ' αριθ. πρωτ. 460/16-2-2005) αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-1-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του ...... για αναίρεση της 1521/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αυτoτελής ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης. Αιτιολογία του άμεσου δόλου του κατηγορουμένου και της απορρίψεως του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού. Πρόταση του Εισαγγελέα για την ενοχή του κατηγορουμένου, εμπεριέχει και πρότασή του για την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού. Απορριπτέοι λόγοι: Έλλειψη αιτιολογίας (Δ΄) και απόλυτη ακυρότητα (Α΄). Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πλάνη πραγματική, Εισαγγελική Πρόταση.
0
Αριθμός 510/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λιάρο, περί αναιρέσεως της 3785/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουνίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1139/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 1 και 498 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αξιούμενη αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του ένδικου αυτού μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τον Εισαγγελέα των λόγων της εφέσεως, στην οποία πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν δε η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τη δέχεται τυπικά και προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, δεν υπερβαίνει την εξουσία του και δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτή ο από το άρθρο 510 παραγρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3785/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, το εν λόγω Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά την από 3-12-2004 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Παντελή Στραγάλη) κατά της 67.631/2004 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, ...... για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως και επέβαλε σ'αυτόν ποινή φυλακίσεως 5 μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Στην ανωτέρω έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τον αναιρετικό έλεγχο, αναφέρεται ότι ο εκκαλών Εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της προδιαληφθείσας αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο αναιρεσείων για την άνω πράξη, "ενώ, κατ'ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, έπρεπε να κηρυχθεί αυτός ένοχος, αφού από τις καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 όλων των λοιπών εξετασθέντων μαρτύρων (Μ1, Μ2, Μ3) την απολογία του κατηγορουμένου και από όλα ανεξαιρέτως τα συνημμένα και αναγνωσθέντα στη δικογραφία έγγραφα προέκυψε κατά τρόπο σαφή ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται. Συγκεκριμένα προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε στις ...., ενώπιον τρίτων και δη σε ανοικτή συγκέντρωση στην πλατεία του Δήμου Βιλλίων Αττικής για τον εγκαλούντα Ψ1 δήμαρχο του Δήμου Βιλλίων, ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του, και δη ότι 1) ".... ο δρόμος του νεκροταφείου στοίχισε κοντά 40.000.000 δραχμές και είναι μόλις 120 μέτρα", ενώ το αληθές είναι και ο κατηγορούμενος το γνώριζε ως δημοτικός σύμβουλος και μάλιστα επικεφαλής της αντιπολιτεύσεως ότι ο άνω δρόμος ήταν 346 μέτρα και στοίχισε 26.000.000 δρχ. περίπου (βλ. καταθέσεις των μαρτύρων Μ1, Μ2, το υπ'αριθμ. ...... συμφωνητικό μεταξύ Δήμου Βιλλίων και Φ1 υπ'αριθμ. ....έγγραφο της Γενικής Δ/νσεως Περιφέρειας, Τμ. Τ.Υ.Δ.Κ. προς Δήμο Βιλλίων και λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα που περιέχονται στο φάκελο 1-"Δρόμος νεκροταφείου"). 2) "Το κύρος του Δημάρχου να ξέρετε πως δεν μειώνεται από ομάδες, αλλά από αξιόποινες πράξεις και ενέργειες που προκαλούν δημοσιεύματα του Αθηναϊκού Τύπου που διαβάζει όλη η Ελλάδα και σας κατατάσσουν στους πρωταθλητές της παρανομίας", ενώ το αληθές είναι και το γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι για το αποδιδόμενο σε βάρος του εγκαλούντος, με πόρισμα του ΑΣΕΠ, πειθαρχικό αδίκημα είχε αυτός απαλλαγεί (βλ. κατάθεση του Ψ1 την γνωμοδότηση του Συμβουλίου', άρθρο 185 ΠΔ 410/95 Δ.Κ.Κ., αποτελουμένου από τους δικαστές Φίλιππο Μανώλαρο, Νικόλαο Σαλάτα, Ιωάννα Γυφτοπούλου και τους ..... δήμαρχο Ηρακλείου, .... υπάλληλο Περιφέρειας Αττικής, και την με αριθμ...... απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής). 3) "Ακούσαμε για την ύδρευση του Πόρτο Γερμενού και του Αγίου Νεκταρίου... Δεν ακούσαμε όμως τη μεγάλη αλήθεια πως χάσατε τα χρήματα επειδή καταθέσατε μία ψεύτικη μελέτη, με ελλείψεις..., ποιος έκανε αυτή τη μελέτη... ποιος πλήρωσε το μελετητή.... γιατί έχει δύο προϋπολογισμούς... γιατί δεν έχει έγκριση της δασικής υπηρεσίας... γιατί δεν έχει περιβαλλοντολογική μελέτη", ενώ το αληθές είναι και το γνώριζε ο κατηγορούμενος και ως εκ της ιδιότητός του ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του προαναφερομένου Δήμου ότι ο εν λόγω Δήμος δεν διαθέτει τεχνική υπηρεσία για τη σύνταξη μελέτης έργων και αυτές συντάσσονται από την τεχνική υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων Περιφέρειας Αττικής (βλ. και κατάθεση Μ1 και τα αναγνωσθέντα έγγραφα του φακέλλου 3 "Ύδρευση Πόρτο Γερμενό"). 4) "Το κύρος του Δημάρχου μειώνεται όχι από την ομάδα αλλά όταν έχει στον προϋπολογισμό του το ποσό των 6.000.000 δραχμών ως αμοιβή του μαέστρου της Φιλαρμονικής για ένα οκτάμηνο και που εντελώς τυχαία είναι υιός του", ενώ το αληθές είναι και το γνώριζε ο άνω κατηγορούμενος ότι το άνω ποσό αποτελούσε αμοιβή ολόκληρης της Φιλαρμονικής του Δήμου και όχι του μαέστρου αυτής, ο οποίος προσελήφθη (στη Φιλαρμονική) για οκτώ μήνες με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Πνευματικού Κέντρου Δ. Βιλλίων και ο μισθός του ανήρχετο στο ποσό των 223.187 δρχ. (μικτά) μηνιαίως, όπως αυτό προκύπτει και από το υπ'αριθμ. ..... έγγραφο του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Βιλλίων (βλ. κατάθεση Μ2 ,Μ3 την υπ'αριθμ. ..... απόφαση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Βιλλίων, υπ'αριθμ. ..... έγγραφο Πνευματικού Κέντρου Δήμου Βιλλίων, βεβαιώσεις αποδοχών και λοιπά έγγραφα φακέλλου υπ'αριθμ. .... "Μαέστρος Φιλαρμονικής"). Και 5) "Ακούσαμε ότι η μηχανοργάνωση του Δήμου στοίχισε 14.000.000 δρχ. Σας πληροφορούμε ότι δεν υπήρχε δεύτερη προσφορά και δεν ενημερώθηκαν οι Βιλλιώτες που ασχολούνται με το αντικείμενο" και ότι "μετά από δικές μας ενέργειες πετύχαμε τη διάνοιξη του λιμανιού του Αλεποχωρίου που στοίχισε 4.000.000 δραχμές", ενώ τα ανωτέρω δεν είναι αληθή και ο κατηγορούμενος τα γνώριζε και ως εκ της προαναφερομένης ιδιότητός του, καθ'όσον αφ'ενός ο εγκαλών δεν προέβη σε χαριστική ανάθεση της μηχανοργανώσεως αλλά η εν λόγω (ανάθεση) έγινε με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου (βλ. κατάθεση Μ1 και αποσπάσματα από τα πρακτικά της 3ης συνεδριάσεως του Δ.Σ. Δήμου Βιλλίων και λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα του φακέλλου με αριθ. ......), αφ'ετέρου δε μεριμνούσε για την εύρυθμη λειτουργία των εγκαταστάσεων της περιοχής του, όπως του λιμένος Αλεποχωρίου (βλ. καταθέσεις Μ3, Μ2 το από .....έγγραφο του Δημάρχου Ψ1 προς τον Νομάρχη Δυτικής Αττικής, το υπ'αριθμ. ..... έγγραφο Υπουργείου Εμπορ. Ναυτιλίας προς Δήμαρχο Βιλλίων Ψ1 και λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα του φακέλλου με αριθμ. ....). Έτσι όπως έχει η έφεση του πιο πάνω Εισαγγελέα, περιέχει την κατά τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ απαιτούμενη για την άσκησή της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον ο Εισαγγελέας στη συνταχθείσα σχετική έκθεση εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της συκοφαντικής δυσφημήσεως και, επί πλέον, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως, όπως και τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Μετά από αυτά, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, το οποίο έκρινε ως τυπικά δεκτή την ανωτέρω έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και επιλήφθηκε της κατ'ουσίαν έρευνας της υποθέσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ'αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Περαιτέρω, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3785/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το έτος ..... ο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων Ψ1 ήταν Δήμαρχος Βιλλίων Αττικής. Αρχηγός της δημοτικής αντιπολίτευσης κατά τον ίδιο χρόνο ήταν ο κατηγορούμενος, σημερινός Δήμαρχος. Στις αρχές ..... ο Δήμαρχος οργάνωσε, όπως συνηθιζόταν, ανοικτή συγκέντρωση των συμπολιτών του στην πλατεία των Βιλλίων προκειμένου να κάνει λογοδοσία για τα πεπραγμένα του Δήμου. Στις ..... ο κατηγορούμενος οργάνωσε παρόμοια συγκέντρωση για να απαντήσει στην προηγηθείσα λογοδοσία του Δημάρχου. Στη συγκέντρωση αυτή ισχυρίστηκε ενώπιον πολλών συμπολιτών του μεταξύ των άλλων και τα εξής: Α) "Ο δρόμος του νεκροταφείου στοίχισε κοντά στα 40.000.000 δρχ. και είναι μόλις 120 μέτρα. Φαίνεται πως έχει ακριβύνει η άσφαλτος τώρα τελευταία και ανέβηκαν οι τιμές", Β) "Το κύρος του Δημάρχου μειώνεται όχι από την ομάδα, αλλά όταν έχει στον προϋπολογισμό του το ποσό των 6.000.000 δρχ. ως αμοιβή του μαέστρου της Φιλαρμονικής για ένα οκτάμηνο και που εντελώς τυχαία είναι υιός του", Γ) "Το κύρος του Δημάρχου να ξέρετε πως δεν μειώνεται από ομάδες, αλλά από αξιόποινες πράξεις και ενέργειες, που προκαλούν δημοσιεύματα του Αθηναϊκού Τύπου και διαβάζει όλη η Ελλάδα και σας κατατάσσουν στους πρωταθλητές της παρανομίας", Δ) "Ακούσαμε για την ύδρευση του Πόρτο Γερμένου και του Αγίου Νεκταρίου και ότι σύντομα θα βρείτε χρήματα. Δεν ακούσαμε όμως τη μεγάλη αλήθεια πως χάσατε τα χρήματα, επειδή καταθέσατε μια ψεύτικη μελέτη, με ελλείψεις, που δεν αφορούσε καν το Δήμο μας, όπως αναφέρει το έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, που έχουμε στα χέρια μας. Χάθηκε λοιπόν το έργο τουλάχιστον μέχρι το 2006. Ποιος έκανε αυτή τη μελέτη; Ποιος πλήρωσε το μελετητή και ποιος είναι φορέας του έργου; Γιατί έχει δύο προϋπολογισμούς; Γιατί δεν έχει την έγκριση της δασικής υπηρεσίας; Ούτε παραχωρητήρια έχει. Τέλος, γιατί δεν έχει περιβαλλοντική μελέτη;". Ε) "Ακούσαμε ότι η μηχανοργάνωση του Δήμου στοίχισε 14.000.000 δρχ. Σας πληροφορούμε ότι δεν υπήρχε δεύτερη προσφορά και δεν ενημερώθηκαν οι Βιλλιώτες που ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο" και ΣΤ) "Μετά από δικές μας ενέργειες πετύχαμε τη διάνοιξη του λιμανιού του Αλεποχωρίου, που στοίχισε 4.000.000 δρχ.". Με όσα ανωτέρω ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος κατηγόρησε ευθέως τον τότε Δήμαρχο: 1) για κακοδιαχείριση και διασπάθιση του δημοτικού χρήματος, αφού για τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση δημοτικής οδού μήκους μόλις 120 μ. πλήρωσε στον εργολάβο 40.000.000 δρχ., υπαινισσόμενος με τη φράση "φαίνεται πως έχει ακριβύνει η άσφαλτος τώρα τελευταία και ακρίβυναν οι τιμές" χρηματισμό του Δημάρχου από τον εργολάβο. Τα ανωτέρω περιστατικά, που ήταν αντικειμενικά ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ήταν ψευδή, δεδομένου ότι το μήκος του δρόμου ήταν 346 μέτρα, για τη δημοπράτηση του έργου έγινε διαγωνισμός, τούτο κατακυρώθηκε στον Φ1 που προσέφερε έκπτωση 47,35% επί του προϋπολογισμού των 56.000.000 δρχ. και στοίχισε τελικά 25.981.077 δρχ. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι αυτά που ισχυρίστηκε ήταν ψευδή, καθόσον είχε λάβει γνώση ως δημοτικός σύμβουλος του περιεχομένου της συμβάσεως και των προσηρτημένων σ'αυτήν μελετών, στις οποίες αναφέρονται και οι διαστάσεις της οδού, των χρημάτων που είχε ανωτέρω καταβάλει ο Δήμος στον εργολάβο και επί πλέον ως δημότης των Βιλλίων είχε προσωπική αντίληψη για το εκτελούμενο έργο, έτσι ώστε να μη δικαιολογείται ουδεμία πλάνη του. Ο ίδιος μάλιστα είχε παραστεί στο Δημοτικό Συμβούλιο κατά τη συζήτηση ανάθεσης του έργου. 2) Ότι είχε προσλάβει τον υιό του ως μαέστρο της Φιλαρμονικής του Δήμου επί 8μηνο με αμοιβή 6.000.000 δρχ. που είχε εγγράψει στον προϋπολογισμό. Το αληθές ήταν και ο κατηγορούμενος το γνώριζε, αφού είχε γίνει στο Δημοτικό Συμβούλιο σχετική συζήτηση και είχαν παρασχεθεί οι αναγκαίες διευκρινίσεις, ότι ο μισθός που λάμβανε ο υιός του Δημάρχου ανέρχονταν σε 223.187 δρχ. μηνιαίως και ότι το κονδύλιο των 6.000.000 αφορούσε το σύνολο των μελών της Φιλαρμονικής. Η καταγγελία αυτή έκανε εντύπωση και προκάλεσε δυσμενή σε βάρος του Δημάρχου σχόλια, ακόμη και από τους πολιτικούς φίλους του, οι οποίοι ζήτησαν απ'αυτόν εξηγήσεις. 3) ότι πρωταγωνιστεί στις παράνομες προσλήψεις προσωπικού στο Δήμο κατά παράκαμψη της διαδικασίας του ΑΣΕΠ, ενώ καλώς γνώριζε ότι ο Δήμαρχος είχε απαλλαγεί αμετάκλητα από τις σχετικές κατηγορίες και ότι για την απαλλαγή του αυτή είχε προβεί σε σχετική ανακοίνωση που τοιχοκολλήθηκε στον Δήμο και με πρωτοβουλία του διανεμήθηκε σε όλους τους Δημότες και της οποίας και ο ίδιος είχε λάβει γνώση, 4) ότι για την ύδρευση του Πόρτο Γερμένου ο Δήμος κατέθεσε ψεύτικη μελέτη, ενώ καλώς εγνώριζε ότι ο Δήμος Βιλλίων δεν διαθέτει τεχνική υπηρεσία και ότι η υποβληθείσα από την Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων Δυτ. Αττικής ήταν πλήρης (βλ. ..... έγγραφο Περιφέρειας Αττικής), 5) ότι ο Δήμαρχος προέβη χαριστικά σε απ'ευθείας ανάθεση της μηχανοργάνωσης του Δήμου, που στοίχισε 14.000.000 δρχ. στην εταιρία ......, ενώ γνώριζε ότι το έργο ήταν κατεπείγον και η ανάθεση έγινε με την 20/01 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, την οποία και ο κατηγορούμενος ψήφισε, έστω και με επιφύλαξη, 6) ότι αδιαφόρησε για τη διάνοιξη του λιμανιού Αλεποχωρίου και ότι αυτό επιτεύχθηκε με δικές του (κατηγορουμένου) ενέργειες, γεγονός που δεν είναι αληθές και ο κατηγορούμενος το γνώριζε. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο κατηγορούμενος ήθελε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικού του αντιπάλου ενόψει και των επικειμένων δημοτικών εκλογών. Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά σε βάρος του κατηγορουμένου η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία και κατηγορείται, μη εχούσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 1γ' ΠΚ, κατ'άρθρο 367 παρ. 2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27, 362 και 363 του Π.Κ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα -στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η αναγνωσθείσα υπ'αριθμ. 4786/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών- και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ'αυτά. Επίσης, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα περιστατικά που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος για τον εγκαλούντα, τα οποία είναι πράγματι γεγονότα κατά την έννοια των αναφερόμενων διατάξεων, και επίσης, ότι τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Σε σχέση δε με τον άμεσο του κατηγορουμένου δόλο, ο οποίος επί του προκειμένου περιλαμβάνει, όχι μόνο τη γνώση του ότι τα γεγονότα που ισχυρίσθηκε ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και τη θέλησή του να τα ισχυρισθεί, αλλά και τη γνώση ότι τα γεγονότα αυτά είναι ψευδή, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει συστηματικά και αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά δε με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Ιουνίου 2006 αίτηση του ......για αναίρεση της 3785/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση Εισαγγελέα Εφετών κατά πρωτόδικης αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Πρώτος λόγος: Υπέρβαση εξουσίας (Η΄). Απορριπτέος γιατί η άνω έφεση έχει την απαιτούμενη για την άσκησή της αιτιολογία. Δεύτερος λόγος: Έλλειψη αιτιολογίας για την ενοχή (Δ). Απορριπτέος, γιατί διέλαβε στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (επίσης αναφέρονται κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα και υπάρχει αιτιολογία του άμεσου δόλου του κατηγορουμένου). Κατά τα λοιπά πλήττεται απαραδέκτως για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Απορρίπτει την αίτηση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Δυσφήμηση συκοφαντική, Εισαγγελέας Εφετών.
0
Αριθμός 508/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου X1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3446/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 505/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 249/20.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας , σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, την υπ' αριθμ. 71/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1, κατά του υπ' αριθμ. 3446/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2621/06 βούλευμα του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας με χρήση, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση, β) απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση και γ) της απόπειρας απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ και δ) της κλοπής ( άρθρα 1,13 περιπτ. γ' και στ', 14, 26 παρ. 1α,27 παρ. 1,42 παρ. 1, 94,216 παρ. 1 και 3β, 372παρ. 1α και 386 παρ. Ι και 3α,β ΠΚ, όπως η παρ. 3 του άρθρου216 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999 και το εδ. β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του ιδίου Νόμου και η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999). Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αριθμ. 364/8-9-2006 έφεση του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3446/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε αυτή τυπικώς δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία, ενώ μεταρρύθμισε το εκκληθέν βούλευμα και έπαψε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για το πλημμέλημα της κλοπής. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκηση της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ.1, 473 παρ.1, 474 παρ.1 και 482 παρ 1α του ΚΠΔ, όπως η παρ.1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ.1 του ν. 3160/2003. Διαλαμβάνεται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1δ' ΚΠΔ). Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ.ΝΣΤ/627, ΑΠ 1687/2002 Ποιν. Χρ.ΝΓ/638). Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, με την μορφή καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση ( ΑΠ 1505/2004,Ποιν.χρ. ΝΕ/622, ΑΠ858/2004, Ποιν. Χρ.ΝΕ/322, ΑΠ1753/2003, Ποιν. Χρ. ΝΔ/635 ΑΠ 1303/2003,Ποιν. Χρ. ΝΔ/335). Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ, ή β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (παρ. 3 αρθ. 216 ΠΚ, ως αντικ. με αρθ. 14 παρ. 2 και 2β' Ν.2721/1999), (δειτ. ΑΠ 858/2004, Ποιν. Χρ. ΝΕ/322). Ως περιουσιακό όφελος (επί της ως άνω α' περιπτώσεως) νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (ΑΠ 725/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/59). Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής (ΑΠ 829/2006, Ποιν. Δικ.2006, 713, ΑΠ 1174/2005 Ποιν. Δικ, 2005,1485). Περαιτέρω, από τη διάταξη του αρ. 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγει ( ΑΠ 911/2004, Ποιν. Χρ ΝΕ/419,ΑΠ858/2004, Ποιν. Χρ.ΝΕ/322).Η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ ( παρ. 3 αρ. 386 ΠΚ, ως η παρ. 3 αντικ. με αρ. 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999). Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε, δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή(ΑΠ1506/2005,Ποιν. Χρ.ΝΣΤ/308). Μεταξύ δε των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και απάτης υπάρχει αληθής συρροή(ΑΠ 1265/2005, Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/228, ΑΠ1753/2003, Ποιν. Χρ.ΝΔ/635). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 ΠΚ, ως αντικ. με άρ. 14 παρ. 1 Ν2721/1999, ορίζεται ότι αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπισθεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή ,λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων (ΑΠ 59/2004, Ποιν. Χρ. ΝΔ/512). Κατά δε την παρ. 2 του αρ. 98 ΠΚ, όπως προστέθηκε με αρ. 14 παρ. 1 Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό, και στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 3446/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από την κυρία ανάκριση που ενεργήθηκε και μάλιστα από το περιεχόμενο της έγκλησης, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μία χωριστά και στο σύνολο τους, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου υπάρχουν πράγματι επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθόσον, κατά την κρίση μας, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής Ψ1, τεχνίτης αρτοσκευασμάτων το επάγγελμα, αρχές περίπου του έτους 2000 γνωρίσθηκε με τον κατηγορούμενο μέσω αγγελίας στην εφημερίδα ".........", όταν προσφέρθηκε να τον προσλάβει σε επιχείρηση αρτοποιίας που επρόκειτο να δημιουργήσει ο κατηγορούμενος στην περιοχή ........ Αττικής, εξαγοράζοντας προηγούμενη επιχείρηση με την επωνυμία "...........Ε.Ε." που δραστηριοποιούνταν στην αρτοποιία και προχωρώντας σε επενδύσεις με την αγορά μηχανημάτων κ.λ.π. Για να δελεάσει δε τον μηνυτή του προσέφερε τον πολύ ικανοποιητικό μισθό των 1.200.000 δραχμών το μήνα σε επιχείρηση αρτοποιίας του κατηγορουμένου στην οδό ..... αριθμός ..... στην ίδια περιοχή όπου ο μηνυτής ασχολούνταν αποκλειστικά με την παραγωγή των προϊόντων αρτοποιίας όπου εργαζόταν νυχτερινές ώρες. Με τη δικαιολογία ότι δεν ήθελε να φαίνεται το όνομα του στην επιχείρηση, επειδή θα έχανε τη σύνταξη του ως πρώην ναυτικός, ο κατηγορούμενος έπεισε τον μηνυτή να συστήσουν ετερόρρυθμη εταιρία και έτσι υπέγραψαν το από ...... καταστατικό σύστασης της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ".........Ε.Ε.", με ομόρρυθμο μέλος τον μηνυτή και ετερόρρυθμο τον ίδιο (κατηγορούμενο). Διευθυντής, διαχειριστής, ταμίας και εκπρόσωπος της εταιρείας ορίσθηκε ο μηνυτής, πλην όμως ο τελευταίος είχε αποκλειστικά και μόνο την ευθύνη του τομέα παραγωγής της επιχείρησης και ουσιαστικά με τη διοίκηση, τον έλεγχο του προσωπικού και τις συναλλαγές με τρίτους ασχολούνταν αποκλειστικά ο κατηγορούμενος. Προφανώς στα πλαίσια σχεδίου του κατηγορουμένου, όπως εκ των υστέρων προέκυψε, και προκειμένου ο ίδιος να αποξενωθεί από την εταιρεία έπεισε τον μηνυτή και μετεβίβασε ο κατηγορούμενος το εταιρικό του μερίδιο με το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό στον φίλο και συγγενή του μηνυτή Γ1, πλην όμως ο κατηγορούμενος συνέχιζε να έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεων της εταιρείας. Ανεξαρτήτως όμως αυτών και των ακριβών αιτίων της ανωτέρω μεταβίβασης ο κατηγορούμενος που φέρει τα στοιχεία Χ1 και έχει γεννηθεί στη ........ το 1958 και έχει καταδικασθεί πλειστάκις σε πολυετείς φυλακίσεις για σωρεία αδικημάτων πλαστογραφίας, απάτης, κλοπής κ.λ.π. (βλ. αντίγραφο ποινικού μητρώου) την 7-11-2001 έκλεψε από τον μηνυτή το υπ' αριθμό ....... έκδοσης ...... από το Α/Τ Εμπεδού Αιτωλοακαρνανίας δελτίο αστυνομικής του ταυτότητας και ο μηνυτής όντας ανυποψίαστος και αφού αδυνατούσε να βρει την ταυτότητα του δήλωσε ύστερα από εύλογο χρόνο την 13-12-2001 απώλεια της ανωτέρω αστυνομικής ταυτότητας στο Α/Τ Πατησίων και εκδόθηκε στο όνομα του νέο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με αριθμό ........... Με το ανωτέρω δελτίο αστυνομικής ταυτότητας στα χέρια του ο κατηγορούμενος την 7-12-2001 πήγε στο κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος στην Κηφισιά και υπέβαλε αίτηση για χορήγηση δανείου υπέρ της ανωτέρω εταιρείας ".......... Ε.Ε." για ποσό 250.000Ό00 δραχμών θέτοντας κάτω από την ένδειξη "ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας" κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή - νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας, εν αγνοία του τελευταίου και χωρίς οποιαδήποτε συναίνεση του (βλ. την ως άνω αίτηση) και παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος ότι είναι ο Ψ1, νόμιμος εκπρόσωπος, διαχειριστής, και κύριος μέτοχος της ως άνω εταιρείας, επιδεικνύων σ' αυτούς το με αριθμό ........ δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, που είχε αφαιρέσει, όπως προαναφέρθηκε από τον κάτοχό του μηνυτή. Το αίτημα δανεισμού, αφού εξετάσθηκε και εγκρίθηκε από την Κεντρική Διεύθυνση Επιχειρήσεων της ΑΤΕ για ποσό 440.000 ευρώ, απεστάλη για τη διεκπεραίωση στο κατάστημα Αμαρουσίου της ΑΤΕ, για την υπογραφή δηλαδή της σύμβασης και την εκταμίευση του δανείου. Εκεί, στο Μαρούσι, στις 12.3:2002, κατά την υπογραφή της υπ' αριθμ. ...... σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που συνήφθη μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, της εταιρείας ".........ΕΕ" ως πιστούχου και του Ψ1 ως συνοφειλέτη, σύμφωνα με την οποία το όριο της πίστωσης προς την εταιρεία ανέρχονταν στο ποσό των 440.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 261.000 ευρώ διασφαλίζονταν με τη χορήγηση-ενεχυρίαση αξιόγραφων εκ μέρους της πιστούχου εταιρείας, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 179.000 ευρώ διασφαλίζονταν με την εγγραφή υποθήκης εκ μέρους της Τράπεζας σε ακίνητο ιδιοκτησίας της εταιρείας, ο κατηγορούμενος, εμφανιζόμενος και πάλι ως Ψ1, ήτοι ως νόμιμος εκπρόσωπος της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας, έθεσε σε κάθε φύλλο της σύμβασης, καθώς και στο τελευταίο φύλλο αυτής κάτω από τις ενδείξεις "ο πιστούχος" και "ο συνοφειλέτης", κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή ως νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας και ως συνοφειλέτη, εν πλήρη αγνοία του τελευταίου και χωρίς βεβαίως οποιαδήποτε συναίνεση του (βλ. την άνω σύμβαση). Ακολούθως ο κατηγορούμενος, στις 14.3.2002, 21.3.2002, 26.3.2002, 28.3.2002, 3.4.2002, 5.4.2002, 9.4.2002 και 11.4.2002 προέβηκε στην είσπραξη συνολικού ποσού 261.000 ευρώ, με βάση σχετικά εντάλματα πληρωμής που εξέδιδε η άνω τράπεζα, θέτοντας επί ενός εκάστου εντάλματος κάτω από την ένδειξη "ο λαβών" κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή, εν αγνοία του τελευταίου και χωρίς την συναίνεση του, (βλ. τα 8 εντάλματα πληρωμής με τις ως άνω ημερομηνίες), επιδεικνύοντας δε σε κάθε συναλλαγή το κλαπέν κατά τα άνω δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του μηνυτή και παριστώντας σε κάθε αρμόδιο υπάλληλο εν γνώσει του ψευδώς ότι είναι ο Ψ1, ο νόμιμος εκπρόσωπος της πιστούχου εταιρείας (βλ. τις ανακριτικές καταθέσεις των τραπεζικών υπαλλήλων, Ζ1 και Ζ2). Έτσι εκ των ανωτέρω πράξεων, ο κατηγορούμενος προσπόρισε στον εαυτό του συνολικά περιουσιακό όφελος ποσού 261.000 ευρώ, αφού το εκταμιευθέν από την τράπεζα ως άνω ποσό περιήλθε στην ιδική του απόλυτη κατοχή και κυριότητα. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος μετέβηκε εκ νέου στις 26.4.2002 στο κατάστημα Αμαρουσίου της ΑΤΕ, όπου εμφανιζόμενος και πάλι ψευδώς ως Ψ1, δηλαδή νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας "............ Ε.Ε", επιδεικνύοντας στους αρμοδίους υπαλλήλους το αφαιρεθέν από τον μηνυτή δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, ζήτησε την εκταμίευση και του υπολοίπου (αιτηθέντος και εγκριθέντος) ποσού 179.000 ευρώ, παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς σ' αυτούς ότι με το υπ' αριθμ ...... της ....... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Μάιδα του Ιωάννη, μετεβιβάσθηκε αιτία πωλήσεως στην ως άνω πιστούχο εταιρεία, ".............Ε.Ε" ένα οικόπεδο μετά κτίσματος που βρίσκεται στην κοινοτική περιφέρεια ....... του Δήμου Μακρυνείας Αιτωλοακαρνανίας και ότι έχει ήδη εγγραφεί υποθήκη υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας επ' αυτού. Έτσι ο κατηγορούμενος, σκοπώντας να παραπλανήσει με τη χρήση των πλαστών εγγράφων τους αρμοδίους υπαλλήλους της ΑΤΕ, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, για την χορήγηση δηλαδή σε αυτόν του ποσού των 179.000 ευρώ που διασφαλιζόταν δήθεν με εγγραφή υποθήκης επί ακινήτου της εταιρείας, κατήρτισε εξ υπαρχής κατά περιεχόμενο, σφραγίδες και υπογραφές τα εξής πλαστά έγγραφα: 1) πλαστό συμβόλαιο πώλησης οικοπέδου μετά κτίσματος, με αριθμό ........, το οποίο φέρεται να συνέταξε ο συμβολαιογράφος Αθηνών Νικόλαος Μάϊδας του Ιωάννη στις ..... και στο οποίο φέρεται ότι συνεβλήθησαν, αφενός μεν ο Δ1 ως πωλητής και ο Ψ1 ως νόμιμος εκπρόσωπος της αγοράστριας εταιρείας "....... Ε.Ε.", για την πώληση ενός ακινήτου (οικοπέδου μετά κτίσματος) που βρίσκεται στην κοινοτική περιφέρεια ....... του δήμου Μακρυνείας Αιτωλοακαρνανίας καθώς και ότι κατά την υπογραφή του (συμβολαίου) παραστάθηκαν οι δικηγόροι Κωνσταντίνος Μυλωνάς και Ευθύμιος Τζιάχανας (για τον πωλητή ο πρώτος και για την αγοράστρια ο δεύτερος), θέτοντας στο συμβόλαιο αυτό τις υπογραφές των Νικολάου Μάιδα, Δ1, Ψ1, Κωνσταντίνου Μυλωνά και Ευθυμίου Τζιάχανα, εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους. Το ως άνω συμβόλαιο κατήρτισε εξ υπαρχής και ως προς όλα τα στοιχεία του (περιεχόμενο, σφραγίδες, υπογραφές) ο κατηγορούμενος αφού, εκ των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο Νικόλαος Μάϊδας δεν είναι συμβολαιογράφος Αθηνών και ουδέποτε συνέταξε το ανωτέρω συμβόλαιο, ούτε ο Δ1 μεταβίβασε το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο στην εταιρία "........ Ε.Ε", η οποία εμφανίστηκε ότι εκπροσωπούνταν από τον κατά το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπο της Ψ1, ούτε και παραστάθηκαν κατά τη σύνταξη του συμβολαίου οι δικηγόροι Κωνσταντίνος Μυλωνάς και Ευθύμιος Τζιάχανας (βλ. περί των ανωτέρω, την από 6.6.05 κατάθεση του Νικολάου Μάϊδα του Βίκτωρα, συμβολαιογράφου Λευκάδας και την από 5.7.05 κατάθεση του Κων/νου Μυλωνά, δικηγόρου, φερομένου στο. άνω πλαστό συμβόλαιο ως δικηγόρου του πωλητή, οι οποίοι καταγγέλλουν το εν λόγω συμβόλαιο ως απολύτως πλαστό, όπως βεβαίως και τις υπογραφές των). 2) το υπ' ....... πλαστό πιστοποιητικό που φέρεται ότι εξέδωσε ο Μεταγραφοφύλακας Μακρυνείας ....... και βεβαιώνει ότι μεταγράφηκε το ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης στον τόμο ... και με αριθμό .... των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Μακρυνείας, 3) το υπ' αριθμ. ...... πλαστό πιστοποιητικό που φέρεται ότι εξέδωσε ο ως άνω Μεταγραφοφύλακας και βεβαιώνει ότι μέχρι την ως άνω ημερομηνία (......) δεν μεταγράφηκε πράξη εκποιήσεως σε τρίτο από τον Δ1 που να αφορά το ακίνητο που περιγράφεται στο ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης, 4) το υπ' αριθμ. ........ πλαστό πιστοποιητικό που φέρεται ότι εξέδωσε ο ως άνω Υποθηκοφύλακας και βεβαιώνει ότι μέχρι την ως άνω ημερομηνία (.....) δεν γράφηκε υποθήκη, προσημείωση, κατάσχεση, ή επιταγή κατά του Δ1 που να αφορά το ακίνητο που περιγράφεται στο ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης, 5) το υπ' αριθμ ......... πλαστό πιστοποιητικό που φέρεται ότι εξέδωσε ο Υποθηκοφύλακας Μακρυνείας ........ και βεβαιώνει ότι μέχρι την ως άνω ημερομηνία (8.4.2002) δε γράφηκε αγωγή κατά του Δ1 που να αφορά το ακίνητο που περιγράφεται στο ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης και 6) τη με ημερομηνία ....... πλαστή βεβαίωση που φέρεται ότι εξέδωσε ο ως άνω Υποθηκοφύλακας και βεβαιώνει ότι στο ακίνητο που περιγράφεται στο ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης, στις ..... έγινε εγγραφή υποθήκης στα βιβλία υποθηκών της περιφέρειας του Δήμου Μακρυνείας ποσού 440.000 ευρώ, στον τόμο ... και στον αριθμό ...., υπέρ της "ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε", για την εξασφάλιση του δανείου που η τελευταία χορήγησε στην εταιρία "..........Ε.Ε" κατά τα ως άνω αναγραφόμενα, καθώς και ότι στο ίδιο ακίνητο δεν υπάρχει άλλη υποθήκη. Τα ως άνω πιστοποιητικά και βεβαίωση είναι καθ' ολοκληρίαν πλαστά, και καταρτίσθηκαν από τον κατηγορούμενο, αφού εκ των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει ότι τα ως άνω έγγραφα δεν έχουν εκδοθεί από τον Υποθηκοφύλακα Μακρυνείας, δεν φέρουν την υπογραφή του, φέρουν παραποιημένη σφραγίδα του Υποθηκοφυλακείου Μακρυνείας και οι αναγραφόμενοι σ' αυτά τόμοι, αριθμοί και ημερομηνίες είναι φανταστικοί [βλ. σχετικώς τις από 2.5.02, 27.6.02 και 23.10.03 καταθέσεις του Ιωάννη Τσιτσέλη, συμβολαιογράφου, ο οποίος κατά τους επίδικους χρόνους εκτελούσε χρέη υποθηκοφύλακα Μακρυνείας, ο οποίος καταγγέλλει τα άνω έγγραφα ως απολύτως πλαστά μηδέποτε εκδοθέντα και ως από το άνω Υποθηκοφυλακείο]. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος κατήρτισε εξ απαρχής και εξ ολοκλήρου πλαστό πληρεξούσιο με αριθμό ......, το οποίο φέρεται ότι συνέταξε ο συμβολαιογράφος Αθηνών Νικόλαος Ιωάννη Μάϊδας στις ....., και στο οποίο φέρεται ότι η Β1 διόρισε ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της τον Ψ1, δίνοντας σ' αυτόν ταυτόχρονα, μεταξύ άλλων, την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα, να παρέχει με ακίνητο ιδιοκτησίας της (αγροτεμάχιο έκτασης 8.768,92 τμ που βρίσκεται στην .......) εγγύηση προς την Αγροτική Τράπεζα και υπέρ της εταιρίας "............Ε.Ε" για εξασφάλιση πιστώσεως που χορηγεί σ' αυτή η ως άνω Τράπεζα, καθώς και να υπογράφει οποιοδήποτε έγγραφο απαιτείται για την εγγραφή υποθήκης επί του ανωτέρω ακινήτου της και υπέρ της Αγροτικής -Τράπεζας της Ελλάδος και για οποιοδήποτε ποσό, προς ασφάλεια της χορηγούμενης πιστώσεως από την τράπεζα προς την πιστούχο εταιρία, θέτοντας στο πληρεξούσιο αυτό τις υπογραφές των Νικόλαου Μάϊδα και Β1, εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους. Το ως άνω πληρεξούσιο είναι εξ ολοκλήρου πλαστό, ως προς το περιεχόμενο, τις σφραγίδες και τις υπογραφές, καθόσον ο Νικόλαος Μάϊδας δεν είναι συμβολαιογράφος Αθηνών αλλά Λευκάδας όπως προαναφέρθηκε και ουδέποτε συνέταξε το ανωτέρω πληρεξούσιο, ούτε η Β1 έδωσε τις ανωτέρω αναγραφόμενες ειδικές εντολές προς τον μηνυτή, ο οποίος δεν γνώριζε απολύτως τίποτα περί όλων των αναφερομένων εγκληματικών πράξεων του κατηγορουμένου. Σκοπούσε δε ο κατηγορούμενος, όπως προαναφέρθηκε με την κατάρτιση και προσκομιδή των ως άνω πλαστών εγγράφων να παραπλανήσει του αρμόδιους υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με τα αναληθή γεγονότα ότι η εταιρεία με την επωνυμία "......... Ε.Ε." της οποίας εμφανίστηκε ως διαχειριστής, νόμιμος εκπρόσωπος και κύριος μέτοχος, αφενός μεν έχει ακίνητη περιουσία, αφετέρου δε έχει στη διάθεση της και άλλο ακίνητο επί του οποίου μπορεί να εγγραφεί υποθήκη προς εξασφάλιση της χορηγηθείσας σε αυτή πίστωσης, τα οποία (αναληθή γεγονότα) είχαν έννομες συνέπειες, αφού συνεπάγονταν την υποχρέωση της Αγροτικής Τράπεζας να χορηγήσει στην πιο πάνω εταιρεία ως δάνειο το ποσό των 179.000 ευρώ, και έτσι να εισπράξει αυτός (κατηγορούμενος) από την Τράπεζα, εμφανιζόμενος ως δήθεν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, το πιο πάνω ποσό. Πλην όμως η άνω πράξη του δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά, γιατί οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας διαπίστωσαν κατόπιν ελέγχου, ότι όλα τα ανωτέρω έγγραφα ήσαν πλαστά και δεν ενέκριναν την χορήγηση σ' αυτόν του ποσού των 179.000 ευρώ. Τέλος, ο κατηγορούμενος κατήρτισε εξ υπαρχής, κατά περιεχόμενο και υπογραφές, πλαστή τροποποίηση εταιρικού της ως άνω εταιρείας, στην οποία φέρεται ότι ο Ψ1 και Γ1, μοναδικοί εταίροι της εταιρίας "....... Ε.Ε", συμφωνούν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ως άνω εταιρίας κατά το ποσό των 9.000.000 δραχμών, εκ του οποίου ο μεν Ψ1 κατέβαλε το ποσό των 8.910.000 δραχμών, ενώ ο Γ1 το ποσό των 90.000 δραχμών, θέτοντας στο έγγραφο τις υπογραφές των Ψ1 και Γ1 εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους (βλ. την από ...... "τροποποίηση εταιρικού"). Το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό είναι πλαστό, αφού ουδέποτε οι Ψ1 και Γ1 συμφώνησαν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ".......... Ε.Ε" και ουδέποτε κατήρτισαν τέτοιο συμφωνητικό, ο δε κατηγορούμενος έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου, προσκομίζοντας αυτό στη Δ.Ο.Υ Νέας Φιλαδέλφειας, στο Ταμείο Νομικών, στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών και στο Πρωτοδικείο Αθηνών, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους των πιο πάνω υπηρεσιών σχετικά με το αναληθές γεγονός, ότι η εταιρία με την επωνυμία "....... Ε.Ε." προέβηκε σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, το οποίο (αναληθές γεγονός) είχε έννομες συνέπειες αφού έτσι παρουσιάζονταν ότι η ανωτέρω εταιρία είχε μεγαλύτερο μετοχικό κεφάλαιο κατά το ποσό των 9.000.000 δραχμών από εκείνο που πράγματι είχε. Τα ανωτέρω έγιναν γνωστά στον μηνυτή κατά μήνα Φεβρουάριο του 2005 όταν πληροφορήθηκε ότι εκκρεμεί σε βάρος του το υπ' αριθμό ........ ένταλμα σύλληψης του Ανακριτή Μεσολογγίου που αφορούσε τις ανωτέρω πράξεις της πλαστογραφίας και της απόπειρας απάτης του ανωτέρω ποσού των 179.000 ευρώ σε βάρος της Αγροτικής Τράπεζας, αφού αυτεπάγγελτα κινήθηκε η δίωξη σε βάρος του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ".......... Ε.Ε." μετά την ανακάλυψη αρμοδίως της πλαστότητας των ανωτέρω εγγράφων που είχαν προσκομισθεί στην Τράπεζα από τον κατηγορούμενο προκειμένου να εκταμιεύσει και το ανωτέρω ποσό των 179.000 ευρώ, αφού προηγούμενα είχε λάβει εξαπατώντας την Τράπεζα το ποσό των 261.000 ευρώ για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας εκ του εγκριθέντος δανείου των 440.000 ευρώ. Αμέσως μετά ο μηνυτής την 1-3-2005 εγχείρησε την υπό κρίση μήνυση - έγκληση και μετά την ανακάλυψη των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων. Ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις του και διατείνεται ότι αυτός που εμφανίσθηκε στην Τράπεζα για την σύναψη και υπογραφή της σύμβασης και την εκταμίευση του δανείου δεν είναι ο ίδιος αλλά πρόσωπο που έχει τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά με αυτόν και ονομάζεται Η1, αγνώστων λοιπών στοιχείων και στον οποίο είχε αναθέσει ο μηνυτής την διεκπεραίωση όλων των διαδικασιών. Προσκομίζει δε και το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο φέρεται υπογεγραμμένο από τον εν λόγω Η1 και τον μηνυτή ως εκπρόσωπο της εταιρείας καθώς και την από ........... βεβαίωση της Ιωάννας Βουρδογιάννη-Παντελαίου, δικηγόρου, δικαστικής γραφολόγου, στην οποία η εν λόγω γραφολόγος βεβαιώνει κατ' εντολή του κατηγορουμένου, ότι οι υπογραφές που φέρονται ότι έχουν τεθεί από τον Ψ1 α) στην υπ' αριθμ .... σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό [....] και β) στο ιδιωτικό συμφωνητικό, με ημερομηνία 9 Νοεμβρίου 2001, με συμβαλλόμενους τον Η1 και αφετέρου τον [....] Ψ1 [....] είναι γνήσιες υπογραφές του Ψ1". Σε σχετική δε σημείωση κάτωθι της ως άνω "βεβαίωσης" δηλοί ότι "είμαι σε θέση, με τα πιο πάνω δεδομένα έγγραφα, να συντάξω αναλυτική Γραφολογική Γνωμοδότηση, οποτεδήποτε μου ζητηθεί". Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και τα δύο ως άνω έγγραφα που αυτός προσκόμισε προς επίρρωση αυτών, δεν πείθουν και δεν παρέχουν ουδέ την πλέον αμυδρά ένδειξη ότι δεν είναι αυτός που τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται, αφού εκ των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτει με περισσή σαφήνεια ότι αυτός κατήρτισε την πληθώρα των πλαστών εγγράφων, που αναφέρθηκαν και ότι αυτός είναι που μετέβη πλειστάκις στα καταστήματα Κηφισιάς και Αμαρουσίου της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, όπου εμφανιζόμενος ως Ψ1, διέπραξε όσα διεξοδικά αναφέρθηκαν. Τούτο προκύπτει από τις εκθέσεις αναγνώρισης, που έγιναν ενώπιον του Ανακριτή του 22°° Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, όλων των τραπεζικών υπαλλήλων που συνηλλάχθησαν κατά τους επίδικους χρόνους με τον κατηγορούμενο, και οι οποίοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου το πρόσωπο που παρουσιάστηκε σ' αυτούς ως Ψ1 (βλ. τις από ..... και ...... εκθέσεις αναγνώρισης των τραπεζικών υπαλλήλων, 1) Ζ3, 2) Ζ4, 3) Ζ5 και 4) Ζ1). Ακόμη, από τον συνδυασμό των ανακριτικών καταθέσεων των ........., υποθηκοφύλακα Μακρυνείας και Θωμά Παλαιογιάννη, δικηγόρου κατά τους επίδικους χρόνους του κατηγορουμένου, προκύπτει, ότι ο άνω δικηγόρος κατ' εντολήν του κατηγορουμένου είχε λάβει από το Υποθηκοφυλακείο Μακρυνείας πιστοποιητικά που αφορούσαν το ακίνητο ιδιοκτησίας Δ1 και βάσει αυτών κατασκεύασε ο κατηγορούμενος όλα τα πλαστά πιστοποιητικά και βεβαίωση που προσκόμισε κατά τα άνω στην Αγροτική Τράπεζα (βλ. την χαρακτηριστική από 23-10-03 κατάθεση του ...........: "Αρχές του 2002 με επισκέφθηκε στο υποθηκοφυλακείο [....] ο δικηγόρος Αθηνών ονόματι Παλαιογιάννης [....]. Εγώ εξέδωσα την σειρά πιστοποιητικών που μου ζήτησε. Είμαι σίγουρος ότι με βάση τα πιστοποιητικά που εξέδωσα εγώ, κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου τα πλαστά, διότι το περιεχόμενο τους συμπίπτει με αυτό των γνησίων, με την διαφορά ότι δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, ούτε οι υπογραφές, ούτε και οι σφραγίδες"). Περαιτέρω, από την με ημερομηνία 6-6-05 (προανακριτική) κατάθεση του Νικολάου Μάϊδα του Βίκτωρα, συμβολαιογράφου Βασιλικής Λευκάδας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατασκεύασε τα πλαστά συμβόλαια και πληρεξούσια επειδή γνώριζε το άνομα του και τα στοιχεία του από άλλη υπόθεση πλαστογραφίας (με κατηγορούμενο βεβαίως και ιθύνοντα νου και πάλι τον νυν κατηγορούμενο, βλ. επ1 αυτού την από 6-7-05 προανακριτική κατάθεση της Ιωάννας Κουρέτα, συμβολαιογράφου, σε συνδυασμό με την ως άνω κατάθεση Νικολ. Μάϊδα). Εκ των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι ο άνθρωπος που είχε σχέση με όλα τα έγγραφα, τα οποία, χρησίμευσαν ως βάση για την κατασκευή των πλαστών είναι ο κατηγορούμενος και όχι βεβαίως ο επινοηθείς υπ' αυτού την τελευταία στιγμή "αγνώστων λοιπών στοιχείων Η1", την ύπαρξη του οποίου αγνοεί πλήρως ο μηνυτής (βλ. την από 15-3-06 ανακριτική κατάθεση του) και ο οποίος (Η1) δεν είχε λόγο να προβεί στην κατάρτιση τόσων πολλών πλαστών εγγράφων, ενώ ο κατηγορούμενος αντιθέτως, θα απεκέρδαινε ποσό 440.000 ευρώ (261.000 + 179.000). Η δε προσκομιζόμενη υπό του κατηγορουμένου "Βεβαίωση" της ως άνω δικαστικής γραφολόγου, ασφαλώς δεν μπορεί να εκτιμηθεί αποδεικτικά, αφού δεν παρατίθενται σ' αυτήν οι συλλογισμοί, οι σκέψεις και οι συγκριτικές μελέτες βάσει των οποίων οδηγήθη στο συμπέρασμα που βεβαιώνει ώστε να μπορούν να αντιταχθούν αντίθετα επιχειρήματα σχετικώς ή να ελεγχθούν πραγματικά περιστατικά και στοιχεία τα οποία η γραφολόγος έλαβε υπόψη της σχετικώς για τον σχηματισμό της γνώμης που διατυπώνει με την ανωτέρω βεβαίωση. Επειδή κατόπιν των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με τα να δεχθεί όπως με το Βούλευμα που προσβάλλεται προκύπτει, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα κατηγορουμένου που να δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας με χρήση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση, β) της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, γ) της απόπειρας απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, δ) της κλοπής (άρθρο 1,13 περ γ' και στ', 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 94, 98, 216 παρ. 1 και 3α, 372 παρ. 1α και 386 παρ. 1 και 3α,β' Π.Κ., όπως η παρ. 3 του άρθρου 216 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2α Ν. 2721/1999 και το εδ β' προστέθηκε το άρθρο 14 παρ. 2β ιδίου νόμου και η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999), σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προέβηκε και ορθά υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Έτσι θα πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί το Βούλευμα που προσβάλλεται (άρθρο 319 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου επιπρόσθετα αναφέρομαι και να επιβληθούν τα έξοδα της υπόθεσης, κατ' άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., σε βάρος του εκκαλούντα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ'ουσία την υπ'αριθ. 364/8-9-2006 έφεση του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2621/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ενώ μεταρρύθμισε το βούλευμα τούτο ως προς την αξιόποινη πράξη της κλοπής, για την οποία έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και επικύρωσε κατά τα λοιπά το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δια της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας με χρήση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ'εξακολούθηση, β) της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ'εξακολούθηση και γ) της απόπειρας απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση που προηγήθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 § 1, 98, 94 § 1, 216 § § 1 και 3α, β και 386 § § 1 και 3α,β Π.Κ. όπως η παρ. 3 του άρθρου 216 αντικ. με το άρθρο 14 § 2 α Ν.2721/1999 και το εδάφιο β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε με το άρθρο 14 § 2β του ιδίου Νόμου και η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 § 4 του Ν.2721/1999, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Είναι επομένως αβάσιμος και απορριπτέος ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 484 § 1δ' Κ.Π.Δ. και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ'αριθμ. 71/19-3-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 3446/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 21 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΝικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε το συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι απ' αυτό συνήγαγε το συμβούλιο, αλλά αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία αναπτύσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. ΙΙ.- Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 216 Π.Κ., όπως αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999 "Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ". Εξάλλου κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη σε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παρ.3 του άρθρου 386, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 13 περ. στ' του Π.Κ., κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη τους συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθ. 3.446/2006 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε, κατ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων (καταθέσεως ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας και υπομνημάτων του κατηγορουμένου), ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού μεταρρύθμισε εν μέρει το πρωτόδικο υπ' αριθμ 2621/2006 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών μόνο για την πλημμεληματική πράξη της κλοπής, για την οποία έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, κατά τα λοιπά απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται α) για πλαστογραφία με χρήση πλαστού κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ β) για απάτη κατ'εξακολούθηση και απόπειρα απάτης, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδαφ. στ , 216 παρ.1-3' και 386 παρ.1,3β Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι δεν ερευνήθηκαν οι αμυντικοί του ισχυρισμοί και ότι δεν εκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατά μεν το πρώτο σκέλος είναι απαράδεκτη διότι βάλλει κατά της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του συμβουλίου, κατά δε το δεύτερο σκέλος αυτής είναι αβάσιμη διότι μνημονεύονται στο βούλευμα κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα τα οποία το συμβούλιο έλαβε υπόψη του για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, δεν είναι δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρονται ξεχωριστά τα αποδεικτικά μέσα και τι προέκυψε από καθένα εξ αυτών. Εξάλλου, επαρκώς αιτιολογείται η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, με την αναφορά στο βούλευμα πραγματικών περιστατικών από τα οποία το συμβούλιο και με τις εν γένει άλλωστε εκ του πράγματος παραδοχές του άγεται σε κρίση για τη συνδρομή των άνω επιβαρυντικών περιστάσεων. Αναφορικώς με την σύμβαση δανειοδοτήσεως από την Αγροτική Τράπεζα της εταιρίας με την επωνυμία " ........ Ε.Ε", διαλαμβάνεται στο βούλευμα ότι ο κατηγορούμενος αφού είχε κλέψει την αστυνομική ταυτότητα του Ψ1, εμφανίσθηκε στην Τράπεζα με το όνομα εκείνου και κατήρτισε τη σύμβαση αυτή, ως δήθεν εκπρόσωπος της άνω εταιρίας, προσδιορίζεται δε το όφελος που επέτυχε με εξαπάτηση των υπαλλήλων της Τράπεζας η οποία ενέκρινε την πίστωση και την εκταμίευση, σε πρώτη φάση ποσού 216.000 ευρώ που εκείνος έλαβε και αντιστοίχως ζημιώθηκε η άνω εταιρία η οποία εμφανίζεται ως οφειλέτης της Τραπέζης. Διαλαμβάνεται, επίσης, στο βούλευμα ότι υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας αναγνώρισαν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου εκείνον που είχε συναλλαγεί με την Τράπεζα και εμφανίσθηκε με το όνομα του Ψ1. Τέλος, επαρκώς αιτιολογείται στο βούλευμα γιατί το Συμβούλιο δεν αποδέχεται τη γνωμοδότηση της γραφολόγου Ιωάννας Παντελαίου. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ 'του ΚΠΔ με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση του X1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 3.446/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση και απόπειρα απάτης. Κακουργηματική πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση. Αιτιολογημένη παραπομπή. Απόρριψη αναιρέσεως κατά βουλεύματος.
Πλαστογραφία
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 506/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρίνα Δαβάλου, περί αναιρέσεως της 9731/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 161/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άκυρη για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και, ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Ειδικότερα, όταν το γεγονός που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως είναι η ακυρότητα της επιδόσεώς της στο Δήμαρχο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του εκκαλούντος, ως αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 156 ΚΠοινΔ, πρέπει, να αναφέρεται στην έκθεση εφέσεως ότι ο εκκαλών (κατηγορούμενος) είχε γνωστή διαμονή κατά το χρόνο της επιδόσεως και να καθορίζεται με ακρίβεια ο τόπος, στον οποίο τότε διέμενε, έτσι ώστε να προκύπτει η ακυρότητα της επιδόσεως. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και ειδικότερα της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠοινΔ, κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται αναίρεση. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Τέλος, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139), απαιτείται και για την απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη για να έχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να αναφέρει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της αποφάσεως στον εκκαλούντα (Ολ. ΑΠ 4/1995, 7/1994), χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ή λόγος ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, οπότε η αιτιολογία, πρέπει, να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου αυτού κρίση του Δικαστηρίου, άλλως ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 9731/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως απ' αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 6754/17-10-2006 του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, εκπροσωπηθέντος στη δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του, κατά της 27956/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί ο κατηγορούμενος, ερήμην, για λαθρεμπορία σε φυλάκιση 13 μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στην ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο κατά την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων αναιρέσεως, δεν εκτίθενται λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της, ούτε ακυρότητα της επιδόσεως στον εκκαλούντα της εκκαλούμενης αποφάσεως. Αυτό που σχετικώς διαλαμβάνεται, ότι, δηλαδή, ο εκκαλών "μόλις έλαβε γνώση της εκκαλουμένης" δεν εμπίπτει στην έννοια της ανωτέρας βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος, ούτε συνιστά ή ενέχει επίκληση λόγου ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα. Όσα, εξάλλου, προέβαλε ο αναιρεσείων - εκκαλών κατά τη συζήτηση της εφέσεως και έχουν καταχωρηθεί στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, περί ακυρότητας της επιδόσεως προς αυτόν της εκκαλούμενης αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής, είναι απαράδεκτα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρονται, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "... Στην κρινόμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ερήμην με την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία έχει αριθμό 27956/1999. Η απόφαση αυτή του κοινοποιήθηκε στις ......, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικό επίδοσης του Αστυφύλακα ......., που υπηρετεί στο Α.Τ. Π. Φαλήρου, που βρίσκεται στη δικογραφία, και άσκησε την κρινόμενη έφεση στις 17-10-2006, δηλαδή, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και χωρίς να αναφέρει στο έγγραφο της έφεσης λόγο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Ειδικότερα, από την ανάγνωση της εκθέσεως εφέσεως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν αναφέρει καθόλου περιστατικά ανωτέρας βίας, ώστε να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση αυτής, όπως κατά νόμο είχε υποχρέωση (άρθρ. 474 παρ. 2 ΚΠΔ). Εξάλλου, τα περιστατικά ανωτέρας βίας που επικαλείται ανωτέρω για πρώτη φορά κατά την προκειμένη συζήτηση ήταν ήδη γνωστά σε αυτόν κατά την άσκηση της εφέσεως. Η δήλωσή του σε αυτήν ότι "μόλις έλαβα γνώση της εκκαλουμένης" δεν μπορεί να θεμελιώσει ανωτέρα βία". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως, ως εκπρόθεσμης και εντεύθεν απαράδεκτης, αποφάσεως είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτή τα στοιχεία, που προαναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, δηλαδή, η χρονολογία επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα (30-9-1999), το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως και η χρονολογία ασκήσεώς της εφέσεως (17-10-2006), η οποία κείται πέραν της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεώς της. Εφόσον δε ο εκκαλών δεν προέβαλε με την έφεσή του, κατά τα ανωτέρω, ούτε λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, ούτε ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, δεν υποχρεούτο το Τριμελές Εφετείο να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του άλλη, πλέον της ανωτέρω, ικανής για την στήριξη του διατακτικού της, αιτιολογία, ούτε να αποφανθεί για τη βασιμότητα των ισχυρισμών, τους οποίους απαραδέκτως, κατά τα ανωτέρω, προέβαλε για πρώτη φορά η συνήγορος του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της εφέσεως, και, κατ' επέκταση του τελευταίου, να μνημονεύσει ειδικώς στην άνω αιτιολογία το αναγνωσθέν, σύμφωνα με τα πρακτικά της αποφάσεως, υπ' αριθ. ....... έγγραφο του Δήμου Παλαιού Φαλήρου, προσκομισθέν προς απόδειξη των απαραδέκτως πιο πάνω προβληθέντων ισχυρισμών. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι αντίθετοι προς τα ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως και δη 1) ο πρώτος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, γιατί δεν διέλαβε αιτιολογία επί της προβληθείσας (στο ακροατήριο το πρώτον κατά τα ανωτέρω) ακυρότητας της προς τον εκκαλούντα, και ήδη αναιρεσείοντα, επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής και δεν μνημονεύει το ειρημένο έγγραφο του Δήμου Παλαιού Φαλήρου και 2) ο δεύτερος (λόγος αναιρέσεως) εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το δικάσαν Εφετείο, με το να απορρίψει την έφεση ως εκπρόθεσμη, ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα της προβληθείσα ένσταση περί ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, υπερέβη την εξουσία του. Ο τρίτος δε λόγος αναιρέσεως ότι δεν αναγνώσθηκαν προσκομισθέντα από τον αναιρεσείοντα έγγραφα (φορολογικές δηλώσεις και μισθωτήρια), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως γιατί από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ζήτησε την ανάγνωση οποιουδήποτε από τα άνω έγγραφα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Ιανουαρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 9731/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Α) Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της εφέσεως εκπρόθεσμα οφείλει να επικαλεσθεί ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα ή ακυρότητα επιδόσεως για συγκεκριμένο λόγο, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, άλλως απορρίπτεται το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με προβολή ισχυρισμών κατά τη συζήτηση της εφέσεως είναι απαράδεκτη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη δέον να αναφέρονται ο χρόνος επιδόσεως και ασκήσεως εφέσεως, καθώς και αποδεικτικό, χωρίς προσδιορισμό στοιχείων εγκυρότητας αποδεικτικού και επιδόσεως εκτός αν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας κλπ, οπότε πρέπει να εκτείνεται και σ’ αυτή την κρίση. Β) Εδώ στην έκθεση εφέσεως αναφέρεται “μόλις έλαβα γνώση εκκαλουμένης” και στη συνέχεια προβλήθηκε ένσταση ακυρότητας της επιδόσεως που είναι ενόψει των ανωτέρω, απαράδεκτη. Γ) Στην αιτιολογία αναφέρονται τα άνω τρία στοιχεία. Εφόσον δε δεν προβλήθηκε με το εφετήριο κανένας ισχυρισμός, δεν υποχρεούτο το Εφετείο να διαλάβει άλλη αιτιολογία. Απορριπτέοι 1ος λόγος (Δ΄) και 2ος λόγος (Η΄). Δεν ζήτησε ανάγνωση εγγράφων και απορριπτέος 3ος λόγος. Απορρίπτει.
Ακυρότητα επιδόσεως
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο, Ακυρότητα επιδόσεως.
0
Αριθμός 504/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Πέτρου - Πέτρουλα, περί αναιρέσεως της 49826/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4.12.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2027/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 6 του άρθρου 502 ΚΠοινΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν.2721/1999, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' εφαρμογή, των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφασή του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως στη μετ' αναβολή συζήτηση αυτής. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι το Εφετείο εμποδίζεται να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη στη μετ' αναβολή συζήτηση, εφόσον στη συζήτηση κατά την οποία διατάχθηκε η αναβολή, για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, είχε προχωρήσει στην εξέταση της εφέσεως και την είχε κρίνει τυπικώς παραδεκτή. Αν το Εφετείο, στην περίπτωση που ερεύνησε το παραδεκτό της εφέσεως και εχώρησε σε αναβολή για κρείσσονες αποδείξεις, απορρίψει μετά ταύτα την έφεση ως απαράδεκτη, υπερβαίνει την εξουσία του και η απόφασή του υπόκειται σε αναίρεση κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ, Η' ΚΠοινΔ. Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια υπέρβαση εξουσίας, όταν το Εφετείο ανέβαλε τη συζήτηση επί της εφέσεως για σημαντικά αίτια πριν αποφανθεί για το τυπικά δεκτό ή μη της εφέσεως και ακολούθως, κατά τη μετ' αναβολή συζήτηση, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Επίσης, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη της ανωτέρω παρ. 6 του άρθρου 502 ΚΠοινΔ, όταν το Εφετείο κρίνει παρεμπιπτόντως το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως κατά τη χορήγηση αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 497 παρ.7 του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη 49826/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, γιατί καθ' υπέρβαση εξουσίας απέρριψε ως εκπρόθεσμη την από 18.1.2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 22045/2001 καταδικαστικής γι' αυτόν αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αφού η δικάσιμος της 18.9.2006, κατά την οποία αυτή (προσβαλλόμενη) εκδόθηκε, είχε ορισθεί μετ' αναβολή από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4.4.2006 και στο μεταξύ με τη 15317/1.3.2006 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου είχε ανασταλεί η εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της ανωτέρω εφέσεως. Ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται (αλλ' ούτε από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει) ότι κατά την ειρημένη αρχική δικάσιμο της 4.4.2006 το Δικαστήριο έκρινε τυπικά παραδεκτή την ανωτέρω έφεση και στη συνέχεια ανέβαλε τη συζήτηση αυτής για την 18.9.2006, η δε τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση περί του τυπικώς παραδεκτού της εν λόγω εφέσεως με την απόφαση που διέταξε την αναστολή εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, κατ' άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠοινΔ, γενομένη μόνο για να διαταχθεί η αναστολή αυτή, δεν δέσμευε το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο στο να απορρίψει ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) την έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο της 18.9.2006. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση του εγγράφου γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται κατά το άρθρο 154 παρ. 2 ΚΠοινΔ την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση, ο έλεγχος, όμως, του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε, απέρριψε την έφεση με αριθμό εκθέσεως 442/18.1.2006 του αναιρεσείοντος κατά της 22045/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε αυτός για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο σε φυλάκιση 2 ετών που μετατράπηκε σε χρηματική, γιατί δέχθηκε ότι η έφεση αυτή ασκήθηκε στις 18.1.2006, ενώ η εκκαλούμενη απόφαση είχε επιδοθεί στον εκκαλούντα, και ήδη αναιρεσείοντα, νομότυπα και έγκυρα ως άγνωστης διαμονής στις 5.4.2004, και έτσι είχε παρέλθει η νόμιμη προθεσμία της εφέσεως των τριάντα ημερών, ήτοι, κατ' εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 473 παρ. 1 και 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, απορρίψαν έτσι αυτά που προέβαλε ο εκκαλών - αναιρεσείων με την εν λόγω έφεσή του, για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, περί ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής και μη γνώσεως εντεύθεν απ' αυτόν της αποφάσεως αυτής, ήτοι, κατά λέξη, "έλαβα γνώση της ύπαρξης της ως άνω απόφασης τυχαία την 17.1.2006 από τον πληρεξούσιο δικηγόρο μου, ενώ η εν λόγω απόφαση φαίνεται να μου έχει επιδοθεί ως αγνώστου διαμονής την 5.4.2004, ενώ ήμουν γνωστής διαμονής, καθώς κατοικώ στην οδό .... αριθ. ... στη ....... από το έτος 1990 συνεχώς και αδιαλείπτως ......". Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως δεν πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την ανωτέρω παραδοχή της ότι ο αναιρεσείων ήταν άγνωστης διαμονής και ότι συνεπώς εγκύρως του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής η εκκαλούμενη απόφαση, αλλά πλήττεται μόνο διότι το ως Εφετείο δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προέβαλε αυτός περαιτέρω με την έφεσή του ότι στην πρωτόδικη δίκη είχε εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα λόγω μη κλητεύσεώς του και ότι συνεπεία τούτου η πιο πάνω επίδοση της πρωτόδικης (εκκαλούμενης αποφάσεως προς αυτόν δεν κίνησε την προθεσμία της εφέσεως. Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος αυτός, εφόσον δεν πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την παραδοχή της ότι ο αναιρεσείων ήταν πράγματι άγνωστης διαμονής και κατά συνέπεια ότι εγκύρως έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης σ' αυτόν ως άγνωστης διαμονής, είναι απορριπτέος, γιατί η εν λόγω επίδοση της πρωτόδικης αποφάσεως κίνησε την προθεσμία της εφέσεως, ανεξαρτήτως του εάν είχε εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα κατά την πρωτόδικη διαδικασία, αρκούντος προς τούτο του υποστατού της επιδοθείσας αποφάσεως. Περαιτέρω, οι τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και δη: α) με τον τρίτο λόγο, γιατί κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των αναφερομένων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και καθ' υπέρβαση εξουσίας ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο στη συνέχεια παρά το νόμο αυτός καταδικάσθηκε, και β) με τον τέταρτο λόγο, γιατί κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 99 ΠΚ το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετέτρεψε σε χρηματική την επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δύο ετών, αντί, ως όφειλε, να την αναστείλει ενόψει της συνδρομής, εν προκειμένω, των προς τούτο προϋποθέσεων του πιο πάνω άρθρου του ΠΚ, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί δεν έχουν σχέση με την απορριπτική της εφέσεως ως απαράδεκτης (εκπρόθεσμης) κρίση του ως Εφετείου δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αλλ' αναφέρονται σε πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως. Ύστερα απ' αυτά, πρέπει, ν' απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4 Δεκεμβρίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 2969/5.12.2006) αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 49826/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Λόγοι αναιρέσεως: Πρώτος: Δεν πλήττεται μ’ αυτόν η παραδοχή της αποφάσεως ότι εγκύρως του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής η εκκαλουμένη, αλλά γιατί δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για απόλυτη ακυρότητα στην πρωτόδικη δίκη λόγω μη κλητεύσεώς του. Απορριπτέος. Η επίδοση της εκκαλουμένης κίνησε την προθεσμία της εφέσεως, ανεξαρτήτως της άνω απόλυτης ακυρότητας. Δεύτερος λόγος: Σχετικός με το άρθρο 502§6 ΚΠοινΔ. Απορριπτέος. Δεν ισχυρίζεται, αλλ’ ούτε προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων ότι κατά την αρχική δικάσιμο της 4.4.06 το Δικαστήριο έκρινε τυπικά δεκτή την έφεση, η δε τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση του περί του τυπικά παραδεκτού της εφέσεως με την απόφαση που διέταξε την αναστολή εκτελέσεως της εκκαλουμένης ΔΕΝ δεσμεύει μετά ταύτα το Δικαστήριο να την απορρίψει ως απαράδεκτη. Τρίτος και Τέταρτος λόγοι: Απαράδεκτοι γιατί δεν έχουν σχέση με την απορριπτική κρίση αλλ’ αναφέρονται σε πλημμέλειες της πρωτόδικης απόφασης. Απορρίπτει αίτηση.
Εφέσεως απαράδεκτο
Εφέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 503/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, οπυ εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Σαράκη, περί αναιρέσεως της 1757-1758/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 568/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος, δηλαδή, δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση αυτή. Περαιτέρω, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφορά και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Διαφορετικά, αν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί έχουν προταθεί απαραδέκτως, όπως όταν περιλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, χωρίς να γίνει και προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους (Ολ. ΑΠ 2/2005), ή αν έχουν προταθεί κατά τρόπο αόριστο, δεν υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει, ούτε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1757-1758/2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας των κατηγορουμένων και της ΕΠΕ "............. ΕΠΕ" για την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως, που διατηρούσε σε βάρος τους, ποσού 114.000.000 δρχ. Ετσι προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων τους και ειδικότερα ενυπόθηκης βιομηχανικής μονάδας, καθώς και αστικών ενυπόθηκων ακινήτων τους, τα οποία εκπλειστηριάσθηκαν σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό την 18-11-1998 (και) κατακυρώθηκαν στις υπερθεματίστριες εταιρείες "Πλινθοκεραμοποιϊα Κληρ. Γ. Κατσίκη ΑΕ" και "Γ. Κατσίκης ΑΕ", η βιομηχανική μονάδα και στον ........ τα αστικά ακίνητα. Το πλειστηρίασμα της βιομηχανικής μονάδας ανήλθε στο ποσό των 166.000.000 δρχ. Οι καθ' ών η εκτέλεση, και ήδη κατηγορούμενοι, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου ανακοπή κατά του παραπάνω πλειστηριασμού και ζήτησαν την ακύρωσή του για τους λόγους που ειδικότερα εξέθεταν. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η 376/1999 απόφαση του προαναφερομένου δικαστηρίου, που την απέρριψε κατ' ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής οι ανακόπτοντες άσκησαν έφεση ενώπιον του Εφετείου Πατρών, καθώς επίσης και με το από 4-9-00 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσαν στο ίδιο δικαστήριο την 22-9-2000, πρόσθετους λόγους έφεσης. Το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων επέδωσαν στην εγκαλούσα συμβολαιογράφο, η οποία ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος διενήργησε τον παραπάνω πλειστηριασμό, οι ανακόπτοντες κατηγορούμενοι την 25-9-00. Στο δικόγραφο αυτό ισχυρίσθηκαν ότι η εγκαλούσα με τους υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας, επισπεύδοντας την εκτέλεση, σύστησε άτυπη ομάδα παρακώλυσης του ελεύθερου ανταγωνισμού έτσι ώστε να αποδεικνύεται νόμιμα ο δόλος, η συμπαιγνία, η σύσταση ομάδας παρακώλυσης του ελεύθερου ανταγωνισμού... ότι με την υπάλληλο της Εθνικής Τράπεζας (εννοούσαν τη ...... - .........) είχαν εκ των προτέρων, με σύμπτυξη ομάδας με τις υπερθεματίστριες, σκοπό να εμποδιστούν οι λοιποί πλειοδότες, να συμμετάσχουν μόνο οι τελευταίες και να κατακυρωθεί σ' αυτές η βιομηχανική τους μονάδα, ως ανταγωνιστές τους, με κάθε μέσον διευκόλυνσής τους προς τούτο ακόμα και με ζημιά της Τράπεζας, αρκεί να περιήρχετο η μονάδα τους σ' αυτές. Τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή. Από κανένα αποδεικτικό μέσον αποδείχθηκαν οι παραπάνω ενέργειες της εγκαλούσας. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι, εκτός από τις υπερθεματίστριες εταιρείες, κανένας άλλος υποψήφιος πλειοδότης δεν εμφανίσθηκε στον ίδιο πλειστηριασμό. Στο αρμόδιο δημοτικό κατάστημα, όπου διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, εκτός από τον εκπρόσωπο των υπερθεματιστριών και τους εργαζομένους στην εταιρεία του πρώτου κατηγορουμένου (Χ1), δεν υπήρχε τρίτο πρόσωπο που ενδιαφέρθηκε να συμμετάσχει σ' αυτόν. Αλλωστε, η Τράπεζα έδωσε την ευκαιρία στον τελευταίο να καταβάλει το ποσό των 10.000.000 δρχ. για να αποτραπεί η διενέργεια του πλειστηριασμού. Μάλιστα ο εκπρόσωπος των υπερθεματιστριών διά μέσου τρίτου προσώπου, συνεργάτη του πρώτου των κατηγορουμένων, ενδιαφέρθηκε να τον βοηθήσει να δανειστεί το ποσόν αυτό από τον Γ1 και πράγματι συναντήθηκαν στο γραφείο του διευθυντή της επισπεύδουσας Τράπεζας ο πρώτος των κατηγορουμένων με τον παραπάνω Γ1, πλην όμως δεν καταρτίσθηκε η δανειοδοτική σύμβαση για το λόγο ότι ο δανειστής είχε υπερβολικές οικονομικές αξιώσεις για την επιστροφή του δανείου. Η εγκαλούσα μετά την αποτυχία της προαναφερομένης ενέργειας ειδοποιήθηκε από την Τράπεζα την 12η ώρα της ημέρας του πλειστηριασμού να προβεί στη διενέργειά του. Την αναλήθεια των αναγραφομένων περιστατικών, τα οποία κατ' εντολή του πρώτου των κατηγορουμένων, ατομικά, και ως εκπροσώπου της παραπάνω εταιρείας και καθ' ης η εκτέλεση, ανέγραψαν στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του, γνώριζε ο τελευταίος, αφού την ημέρα του πλειστηριασμού τόσον αυτός όσον και συνεργάτης του για λογαριασμό του παρακολουθούσε τη διαδικασία του πλειστηριασμού και στην τράπεζα μετέβη πριν από τη διενέργειά του, προκειμένου να διαπραγματευθεί το ποσό της προκαταβολής, ώστε να αποφευχθεί ο πλειστηριασμός, και είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε πλην των υπερθεματιστριών, άλλος υποψήφιος πλειοδότης. Τα ψευδή αυτά περιστατικά περιήλθαν σε γνώση των δικαστών του Εφετείου Πατρών, των γραμματέων του ιδίου δικαστηρίου, του δικαστικού επιμελητή, που κοινοποίησε το παραπάνω δικόγραφο. Ο πρώτος των κατηγορουμένων γνώριζε ότι τα ίδια περιστατικά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και παρά το γεγονός αυτό για να πετύχει την ακύρωση του πλειστηριασμού των ακινήτων του, τα εξέθεσε στο παραπάνω δικόγραφο. Με βάση τα δεδομένα αυτά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο πρώτος κατηγορούμενος. Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ένσταση περί τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 126 ΚΠΔ, καθόσον προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Τέλος, πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, στο δε κλητήριο θέσπισμα πλήρως αναγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της κατηγορουμένης πράξης (άρθρ. 363, 362 ΠΚ), και συνεπώς τούτο είναι ορισμένο". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως και του επέβαλε την αναφερόμενη στην άνω απόφαση ποινή φυλακίσεως. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 362 και 363 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα περιστατικά που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος για την εγκαλούσα, τα οποία είναι πράγματι γεγονότα κατά την έννοια των αναφερόμενων διατάξεων, και επίσης ότι τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Σε σχέση δε με τον άμεσο του κατηγορουμένου δόλο, ο οποίος επί του προκειμένου περιλαμβάνει, όχι μόνο τη γνώση του ότι τα γεγονότα που ισχυρίσθηκε ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και τη θέλησή του να τα ισχυρισθεί, αλλά και τη γνώση ότι τα γεγονότα αυτά είναι ψευδή, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει συστηματικά και αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προέβαλε εγγράφως δια του συνηγόρου του τους πιο κάτω ισχυρισμούς, που περιλήφθηκαν στα πρακτικά αυτά, και συγκεκριμένα α) ότι "αυτοί" (δηλαδή αυτός και συγκατηγορούμενός του ......, που τελικά αθωώθηκε) στη μηνύτρια συμβολαιογράφο δεν καταλόγισαν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο απ' όσα ήδη έχουν καταλογίσει με την ασκηθείσα εκ μέρους τους κατ' αυτής από 26-3-1999 μηνυτήρια αναφορά..., οπότε η τρίμηνη προθεσμία ασκήσεως εκ μέρους της μηνύτριας εγκλήσεως για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' αυτών παρήλθε από 26-6-1999... " και β) ότι " ...εξ όλων των ανωτέρω αλλά και εκ της πλήρους σειράς των δικογράφων τους, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται, προκύπτει με σαφήνεια ότι η πρόθεσή τους δεν κατέτεινε στην κατασυκοφάντησητης συμβολαιογράφου, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην προστασία των πληγέντων εννόμων αγαθών τους και μεγάλης αξίας περιουσιακών στοιχείων τους, αφού με τη μηνύτρια δεν είχαν κανένα προηγούμενο, εξ ουδεμιάς αιτίας άλλη αντιδικία, και το ίδιο ακριβώς θα είχαν πράξει οποιοσδήποτε άλλος συμβολαιογράφος και αν ήταν στη θέση της ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος". Η προβαλλόμενη δε αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν χωρίς ειδική αιτιολογία είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αναπτύχθηκαν και προφορικά και κατά συνέπεια δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Και αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός α) ότι ο πρώτος από τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού εν προκειμένω, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές της αποφάσεως, ο χρόνος τελέσεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για την οποία καταδικάσθηκε αυτός, είναι η 25-9-2000 και δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, η ένδικη έγκληση υποβλήθηκε από την παθούσα συμβολαιογράφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στις 16-10-2000, δεν υπάρχει θέμα εκπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως αυτής, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, και β) ότι η παρ. 1 του άρθρου 367 ΠΚ δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως (παρ. 2 στοιχ. α' του ίδιου άρθρου). Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Τα ίδια ορίζονται από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' και β' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), δηλαδή ότι "πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α) όπως πληροφορηθεί εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας, β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τα αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του". Η ακυρότητα, όμως, από τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 1 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου Κώδικα, ως αναγομένη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 ΚΠοινΔ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία, αλλιώς καλύπτεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με την υπ' αριθ. 1153/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου απορρίφθηκε η ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που καταδικάσθηκε για συκοφαντική δυσφήμηση, για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω αοριστίας του. Κατά της πιο πάνω αποφάσεως άσκησε ο αναιρεσείων έφεση με την υπ' αριθ. 70/28-5-2004 ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα έκθεση, με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων μόνον, ενώ δεν αναφέρθηκε καθόλου σε εσφαλμένη απόρριψη της άνω ενστάσεώς του. Την εν λόγω δε ένσταση πρότεινε αυτός και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, το οποίο την απέρριψε κατ' ουσίαν με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. 1757-1758/2005 ομοίως καταδικαστική απόφασή του. Ετσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον δεν είχε περιληφθεί στην έκθεση εφέσεως λόγος (εφέσεως), αναφορικά με την ειρημένη ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ο σχετικός, κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τη μη απαγγελία ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο που δημιουργήθηκε από τις ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. Από τη διάταξη του άρθρου 358 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι δεν υποχρεώνεται ο διευθύνων τη συζήτηση να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως. Αρα εκ της παραλείψεως αυτής δεν δημιουργείται ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του από το διευθύνοντα τη συζήτηση για να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1757-1758/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αυτοτε-λείς ισχυρισμοί. α) εκπρόθεσμο της εγκλήσεως και β) του άρθρου 367 ΠΚ. Αιτιολογίες της αποφάσεως και για τον άμεσο δόλο. Όχι και προφορική ανάπτυξη των άνω ισχυρισμών και συνεπώς όχι υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους, ανεξάρτητα του ότι α) εμπρόθεσμα υποβλήθηκε η έγκληση και β) όχι 367 ΠΚ επί συκοφαντικής δυσφημήσεως. Απορρίπτονται οι σχετικοί από Δ΄ και Ε΄ λόγοι αναιρέσεως. Ο λόγος σχετικά με την ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος (καλύφθηκε αφού όχι λόγος εφέσεως για την απόρριψη σχετ. ενστάσεως (από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο). Απορρίπτεται ο σχετικός λόγος (Β΄). Όχι αυτεπαγγέλτως ο λόγος στον κατηγορούμενο για άσκηση δικαιωμάτων του από το 358 ΚΠΔ. Απορρίπτεται σχετικός λόγος αναιρέσεως. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση συκοφαντική, Κλητήριο θέσπισμα, Έγκληση, Προφορική ανάπτυξη.
1
Αριθμός 505/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 2954/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1, εφέτη, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4, δικηγόροι, και Χ5, υπάλληλο του ΤΑΠ-ΟΤΕ, κάτοικοι άπαντες Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 42/04.12.2006 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1904/2006 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 61/06.02.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 ΚΠΔ, την 42/06 αίτηση αναιρέσεως του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητά την αναίρεση του 2954/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που παραπέμπει τους κατηγορουμένους Χ1, εφέτη, 2) Χ2 κλπ. ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για ψευδή βεβαίωση [άρθρο 242 παρ.1 ΠΚ], και, επειδή τούτη εξεταζόμενη από τυπικής και ουσιαστικής απόψεως κρίνεται ορθή για τους λόγους που σαφώς και εμπεριστατωμένα εκτίθενται στο περιεχόμενό της, στο οποίο εξ ολοκλήρου αναφέρομαι, προτείνω να γίνει από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου τυπικά και ουσιαστικά δεκτή. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η 42/06 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Β-Να αναιρεθεί το 2954/06 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Και Γ-Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, προς νέα συζήτηση της υποθέσεως. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Με το 2026/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών οι 1)Χ1, εφέτης Αθηνών, 2) Χ2, δικηγόρος Αθηνών, 3) Χ3, δικηγόρος Αθηνών, 4) Χ4, δικηγόρος Αθηνών 5) Χ5, υπάλληλος και μέλος του Δ.Σ του ΤΑΠ-ΟΤΕ, για να δικασθούν για παράβαση του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ και ειδικότερα ως υπαίτιοι του ότι στην Αθήνα, την 18-7-2002, ο πρώτος κατηγορούμενος ως Πρόεδρος της πενταμελούς επιτροπής του άρθρου 18 του Ν. 1868/1989 και οι λοιποί ως μέλη της επιτροπής, από κοινού με πρόθεση βεβαίωσαν ψευδώς στο από 18-7-2002 πρακτικό το οποίο συνέταξαν και περιείχε τον πίνακα αξιολόγησης των υποψηφίων δικηγόρων προς πρόσληψη στο ΤΑΠ-ΟΤΕ, περιστατικό το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα βεβαίωσαν ψευδώς ότι η Γ1 είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και ειδικότερα του "Maitrise mention droit prive" του Πανεπιστημίου της Lille ενώ το αληθές ήταν ότι ο προαναφερόμενος τίτλος δεν ήταν μεταπτυχιακός αλλά απλός τίτλος σπουδών, με συνέπεια να θεωρηθεί από τους κατηγορουμένους ότι εφόσον η Γ1 είχε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, υπερτερούσε επιστημονικά της δεύτερης καταταγείσας Γ2 και να προκριθεί στον πίνακα αξιολόγησης η ως άνω Γ1, η οποία και με απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ του Ταμείου ΤΑΠ-ΟΤΕ προσελήφθη στην θέση της έμμισθης δικηγόρου παρά Πρωτοδίκαις μέχρι παρ' Εφέταις. Κατά του παραπάνω βουλεύματος άσκησε την από 10-7-2006 έφεση ο εισαγγελέας Εφετών Αθηνών. Το συμβούλιο εφετών Αθηνών, με το 2.954/2006 βούλευμά του, απέρριψε την έφεση και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Ήδη, με την από 4-12-2006 αίτησή του, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί την αναίρεση του βουλεύματος του δυτεροβάθμιου συμβουλίου. ΙΙ.- Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την έννοια του άνω άρθρου, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης, που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά ή προς αναπλήρωση άλλου β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ του ΠΚ, και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, έναντι πάντων, για τα βεβαιούμενα σ' αυτό γεγονότα, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλαδή περιστατικών που δεν έλαβαν χώρα, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν τη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Δεν συνιστούν γεγονός, ως μη αναγόμενες στο παρελθόν ή το παρόν, κρίσεις, γνώμες ή εκτιμήσεις νομικές ή πραγματικές και αν ακόμη αναφέρονται σε περιστατικά που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες έστω και αν κατά την ενδεχόμενη πεποίθηση του προσώπου που τις εκφέρει αφίστανται της αληθείας, εκτός εάν υπό τον τύπο της εκφράσεως γνώμης υποκρύπτεται βεβαίωση πραγματικού περιστατικού και δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν αυτό δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και καθόσον ειδικότερα αφορά τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα επόμενα πραγματικά περιστατικά. "... Με την από ......προκήρυξη του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού ΟΤΕ (ΤΑΠ-ΟΤΕ) προκηρύχθηκαν δύο θέσεις δικηγόρων με έμμισθη εντολή στο Ταμείο, εκ των οποίων η μία θέση ήταν για θέση δικηγόρου παρ' Αρείω Πάγω και η ετέρα για θέση δικηγόρου παρά Πρωτοδίκαις έως παρ' Εφέταις, με αντικείμενον απασχολήσεως την δικαστικήν και εξώδικον υποστήριξιν υποθέσεων του ρηθέντος ταμείου. Υπό της προκηρύξεως και ειδικώτερον υπό της παραγράφου 5 εδ. ζ' αυτής προεβλέπετο ότι, κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων και "Για την επιλογή θα εκτιμηθεί, εκτός των άλλων, η εξειδίκευση και εμπειρία σε θέματα Ασφαλιστικού και Διοικητικού Δικαίου και Διοικητικής Δικονομίας" (Ορ. σχετ. την προκήρυξη). Για τις προαναφερθείσες θέσεις των δικηγόρων που προκηρύχθηκαν, συνήλθε την ..... η πενταμελής επιτροπή του άρθρου 18 του ν. 1868/1989, η οποία και εξήτασε τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά των υποψηφίων και επροχώρησεν εις ατομικές συνεντεύξεις αυτών, ως άλλωστε προεβλέπετο υπό της προκηρύξεως. Τελικώς, την ......., η ειρημένη πενταμελής επιτροπή, συντεθειμένη και καθ'α προεξετέθη υπό των κατηγορουμένων, λαβούσα υπ' όψιν της τα κατατεθέντα παρά των υποψηφίων δικαιολογητικά, την προσωπικότητα, την επιστημονική κατάρτιση και εξειδίκευση αυτών επί του αντικειμένου της προκηρύξεως, την δικαστηριακή απασχόληση και την επαγγελματική των πείρα και επάρκεια, την εκ μέρους των γνώση ξένων γλωσσών και συνεκτιμήσασα την οικογενειακή, κοινωνική και οικονομική κατάσταση, τις βιοτικές ανάγκες, την ηλικία και την πρόβλεψη εξελίξεως εκάστου υποψηφίου, προέβη εις αξιολόγησιν αυτών (υποψηφίων) για την προκηρυχθείσα θέση του δικηγόρου παρά Πρωτοδίκαις έως παρ'Εφέταις. Όπως ρητώς αναφέρεται εις το συνταχθέν παρά της επιτροπής πρακτικόν, αυτή (επιτροπή) και εν σχέσει προς την προμνησθείσαν αξιολόγησιν, απεφάσισε, μετά πρότασιν του Προέδρου "και μετά τη σύγκλιση των αποκλινουσών απόψεων να επιλέξει την υποψήφια Γ1, δικηγόρο παρά πρωτοδίκαις, διότι κατά την εκτίμησή της συγκεντρώνει τα περισσότερα ουσιαστικά προσόντα για την κατάληψη αυτής της θέσεως, η οποία θέση - ειρήσθω εν παρόδω - προκηρυσσομένη μαζί με την προηγουμένως αναφερθείσα (Δικηγόρου παρ' Αρείω Πάγω) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Ταμείο έχει ανάγκη από έναν ακόμη δικηγόρο, ο οποίος να συνδυάζει τα προσόντα των απαραιτήτων θεωρητικών γνώσεων της βασικής δικαστηριακής εμπειρίας και της σχετικά νεαρής ηλικίας, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στα ποικίλα καθήκοντά του. Από τις απόψεις αυτές η Γ1 υπερτερεί των άλλων συνυποψηφίων της διότι διαθέτει και επαρκή επιστημονική κατάρτιση (έχει μεταπτυχικό τίτλο "Maitrise mention droit prive" του Γαλλικού Πανεπιστημίου της Lille), έχει τετραετή ενεργό άσκηση δικηγορίας, με κάποια προτίμηση στο διοικητικό δίκαιο, έχει προηγούμενη εμπειρία ασκουμένης (stagiaire) στη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας (Direction Generale d' Energie) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι γνώστης δύο ξένων γλωσσών (Γαλλικής, σε καλύτερο βαθμό της Αγγλικής) και του χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή και είναι ηλικίας 31 ετών". Εις το αυτό ωσαύτως πρακτικόν αναφέρεται ότι "και ως προς τα κοινωνικά κριτήρια (οικογενειακή και οικονομική κατάσταση, βιοτικές ανάγκες) δεν υστερεί (η επιλεγείσα Γ1 εννοείται) των λοιπών, καθόσον είναι έγγαμη με δύο ανήλικα τέκνα, λόγω δε της ανηλικότητας αυτών υποαπασχολείται, βοηθώντας κυρίως τον σύζυγό της, είναι και αυτός δικηγόρος, και συνεπώς δεν έχει αξιόλογα δικά της εισοδήματα, παρά το ότι οι βιοτικές της ανάγκες είναι σχετικά αυξημένες, έχει όμως ιδιόκτητο διαμέρισμα όπου κατοικεί με την οικογένειά της (Ορ. σχετ. υφιστάμενο στην δικογραφία πρακτικόν της επιτροπής του άρθρου 11 του ν. 1649/1986, ως αντικατεστάθη δι' άρθρου 18 του ν. 1868/1989). Δευτέρα, ως προς την επιλογήν της συγκεκριμένης επιτροπής, κατετάγη ομοφώνως η Γ2, δικηγόρος Αθηνών παρ' εφέταις, η οποία, κατά το αυτό ως άνω πρακτικόν "υστερεί έναντι της προηγουμένης (έναντι δηλαδή της επιλεγείσης Γ1) ως προς το ότι είναι μητέρα ενός ανηλίκου κοριτσιού, το ότι γνωρίζει μόνο μία ξένη γλώσσα και ότι μέχρι πρόσφατα, κατά δήλωσή της, είχε εισοδήματα 200.000 δραχμών μηνιαίως από την δικηγορία, πράγμα που σημαίνει ότι οι βιοτικές της ανάγκες εν μέρει καλύπτονται. Αντίθετα υπερτερεί έναντι των επομένων υποψηφίων ως προς την επιστημονική κατάρτιση, αφού έχει μεταπτυχιακό τίτλο του Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτιστικών επιστημών, έχει δεκαετή επαγγελματική πείρα και έχει προαχθεί σε δικηγόρο παρ' Εφέταις" (Ορ. σχετ. το αυτό ως άνω πρακτικόν). Δέχεται, περαιτέρω, το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι πυρήνας και πεμπτουσία της βαρυνούσης τους κατηγορουμένους κατηγορίας είναι η υπ' αυτών βεβαίωση, στο συνταχθέν οικείον πρακτικόν, εκ προθέσεως ψευδώς και συναυτουργικώς, περιστατικού δυναμένου να έχει έννομες συνέπειες, ειδικότερα δε η υπ' αυτών βεβαίωση "ότι η Γ1 είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και ειδικότερα του "Maitrise mention droit prive" του Γαλλικού Πανεπιστημίου της Lille, ενώ το αληθές ήταν ότι ο προαναφερόμενος τίτλος δεν ήταν μεταπτυχιακός αλλά απλός τίτλος σπουδών". Περαιτέρω, διαλαμβάνονται στο βούλευμα εκτενείς σκέψεις με βάση τις οποίες το Συμβούλιο καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι οι κατηγορούμενοι εκ προθέσεως ψευδώς βεβαίωσαν ότι ο προαναφερόμενος τίτλος σπουδών του αλλοδαπού πανεπιστημίου είναι τίτλος μεταπτυχιακός. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του Π.Κ και αναιρετέο κατέστησε το βούλευμα που εξέδωσε. Ανεξάρτητα από τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των συνυποψηφίων δικηγόρων, τα οποία οι κατηγορούμενοι, ως μέλη της κατά το άρθρο 18 του Ν. 1869/1989 πενταμελούς επιτροπής, αξιολόγησαν και κατέληξαν, στη μη ελεγχόμενη ουσιαστική κρίση, ότι η δικηγόρος Γ1 υπερείχε της δικηγόρου Γ2, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος η πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία εδράζεται στο ότι οι κατηγορούμενοι στο πρακτικό αξιολόγησης των υποψηφίων το οποίο συνέταξαν, βεβαίωσαν ότι η προαναφερόμενη Γ1 ήταν κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών "Maitrise mention droit prive" του Γαλλικού Πανεπιστημίου της Lille, ενώ αυτό δεν ήταν αληθές. Γεγονός, ως αναγόμενο στο παρελθόν ή το παρόν, κατά την έννοια του άρθρου 242 παρ.1 του Π.Κ συνιστά στην προκείμενη περίπτωση η από την δικηγόρο απόκτηση ή μη του προαναφερόμενου τίτλου σπουδών. Συνεπώς, θα θεμελιωνόταν το έγκλημα του άρθρου 242 του Π.Κ. εάν στο πρακτικό της επιτροπής, που είναι δημόσιο έγγραφο, οι κατηγορούμενοι βεβαίωναν ψευδώς ότι η ως άνω δικηγόρος ήταν κάτοχος του ως άνω πανεπιστημιακού τίτλου ενώ αυτό δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Βεβαιώνεται, όμως, στο βούλευμα με σαφείς παραδοχές ότι πράγματι η δικηγόρος Γ1 είχε και συνυπέβαλε μαζί με τα άλλα δικαιολογητικά τον παραπάνω τίτλο. Κατά τούτο, δεν υπάρχει ψευδής βεβαίωση στο πρακτικό της επιτροπής. Ο περαιτέρω, όμως, χαρακτηρισμός του τίτλου ως "μεταπτυχιακού" ,δεν συνιστά γεγονός κατά την προεκτεθείσαν έννοια αλλά σφαλερή πραγματική κρίση και εκτίμηση των κατηγορουμένων η οποία, αυτή καθ' εαυτή δεν μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, αφού κατά τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος στην προκήρυξη (παράγραφος 5 εδ.ζ'), για την επιλογή, δεν προβλεπόταν ως τυπικό προσόν για την αξιολόγηση του υποψηφίου ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών. Συνεπώς, με τις παραδοχές που διαλαμβάνονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο επικύρωσε το πρωτοβάθμιο παραπεμπτικό βούλευμα, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως για την οποία παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι. Πρέπει, λοιπόν, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του λόγου αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 484 παρ. 2 ,317,318 και 315 ΚΠοινΔ, να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και αποφανθεί το δικαστήριο ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό διαλαμβανόμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το με αριθμό 2954/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Αποφαίνεται ότι κατά των κατηγορουμένων 1) Χ1, εφέτη 2) Χ2 3) Χ3 4) Χ4, δικηγόρων και 5) Χ5 υπαλλήλου του ΤΑΠ-ΟΤΕ, δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για ψευδή βεβαίωση, πράξη την οποία φέρονται ότι από κοινού τέλεσαν στην Αθήνα στις 18 Ιουλίου 2002.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουλίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί. Αποφαίνεται ότι κατά των κατηγορουμένων δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για ψευδή βεβαίωση.
Ψευδής βεβαίωση
Ψευδής βεβαίωση.
0
Αριθμός 512/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεράσιμο Θεοδωράτο, για αναίρεση της 829/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΜΙΚΤΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ Α.Ε", που εδρεύει στον Πύργο Ηλείας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Καμπά. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Ιουλίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1413/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ απάτη διαπράττει όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, Ένεκα της μη αναγκαίας ταυτίσεως του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του Δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ και στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη, όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νομοθετικών εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά το περιεχόμενό τους, με τα οποία παραπλανά το Δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση. Θεωρείται ως τετελεσμένη η απάτη αυτή, όταν το Δικαστήριο, που παραπλανάται από τον διάδικο με την υποβολή των ψευδών αποδεικτικών μέσων, εκδίδει οριστική απόφαση δυσμενή για τον αντίδικό του, εν αποπείρα δε όταν το Δικαστήριο δεν πείθεται απ' αυτόν και απορρίπτει τον ψευδή ισχυρισμό του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42, 216 και 386 του ΠΚ σαφώς προκύπτει ότι οι πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης συρρέουν αληθώς (πραγματικά) μεταξύ τους και καμιά από αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, διότι η κάθε μία από αυτές είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία συστατικό στοιχείο της άλλης ή επιβαρυντική περίσταση, ούτε και αναγκαίο μέσο διαπράξεως αυτής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς, τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 829/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "ΜΕΙΚΤΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και με το διακριτικό τίτλο "ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ Α.Ε", που έχει την έδρα της στον Πύργο Ηλείας, κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μηνός Σεπτεμβρίου 1997 συνήψε σύμβαση πωλήσεως φαρμάκων με την κατηγορουμένη, που διατηρεί και εκμεταλλεύεται στην ως άνω πόλη φαρμακείο. Με βάση τη σύμβαση αυτή, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύει την παραπάνω κλινική με τα απαραίτητα φάρμακα και συναφή είδη για τις ανάγκες της, δεδομένου ότι οι κλινικές δεν έχουν δικαίωμα να διατηρούν φαρμακαποθήκη. Ακολούθως, άρχισε η μεταξύ τους συνεργασία, χωρίς όμως τα αποσταλέντα κάθε φορά φάρμακα και παραπάνω είδη να συνοδεύονται και από το αντίστοιχο δελτίο αποστολής και τιμολόγιο πώλησης. Η συνεργασία τους αυτή συνέχισε για ένα περίπου τρίμηνο, οπότε η εγκαλούσα συνήψε τέτοια σύμβαση με άλλο φαρμακείο. Μετά τη διακοπή αυτή της συνεργασίας τους, η κατηγορουμένη, ή τρίτο πρόσωπο κατ' εντολή της, έθεσε στα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας τριάντα δύο (32) δελτία αποστολής, κάτω από την ένδειξη "για την παραλαβή", καθώς και στα αντίστοιχα τιμολόγια πωλήσεως κάτω από την ένδειξη "Ο ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ", κατ' απομίμηση την υπογραφή του διευθύνοντος συμβούλου της εγκαλούσας Γ1, εμφανίζοντας σ' αυτά ότι η τελευταία οφείλει στην πρώτη, ως τίμημα πωλήσεως, το ποσό των 10.895.076 δραχμών. Με βάση τα δελτία αυτά και τα αντίστοιχα τιμολόγια πωλήσεως, η κατηγορουμένη ζήτησε και πέτυχε σε βάρος της εγκαλούσας την έκδοση της υπ' αριθ. 72/1998 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Στη συνέχεια η κατηγορουμένη τα ίδια δελτία αποστολής και τιμολόγια πωλήσεως χρησιμοποίησε και ενώπιον του Εφετείου Πατρών, κατά τη συνεδρίαση της 14-11-2002, όταν εκδικαζόταν η από 25-4-2000 έφεση της εγκαλούσας κατά της 17/2000 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που εκδόθηκε επί της από 15-3-1999 ανακοπής της τελευταίας κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, η οποία ανακοπή είχε απορριφθεί από το ανωτέρω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως εκπρόθεσμη. Με τη χρήση των παραπάνω πλαστών δελτίων αποστολής και τιμολογίων πωλήσεως, η κατηγορουμένη παραπλάνησε τους δικαστές της συνθέσεως του Εφετείου, ως προς την ύπαρξη της προαναφερόμενης οφειλής εκ μέρους της εγκαλούσας εταιρείας προς αυτήν, με αποτέλεσμα ν' απορρίψει την ως άνω ανακοπή κατ' ουσίαν, δοθέντος ότι το ως άνω Δικαστήριο με την προηγούμενη 401/2002 απόφασή του έκρινε εμπρόθεσμη την σχετική ανακοπή και διέταξε αποδείξεις. Η κατηγορουμένη χρησιμοποίησε τα παραπάνω έγγραφα, εν γνώσει της ότι είναι πλαστά, αφού, όπως προαναφέρθηκε, την υπογραφή σ' αυτά του εκπροσώπου της εγκαλούσας την έθεσε ή άλλο πρόσωπο κατ' εντολή της. Με την ενέργειά της δε αυτή, εξαπάτησε το ως άνω Δικαστήριο, αφού, κατά τ' ανωτέρω, προσκόμισε ψευδή στοιχεία προς αντίκρουση της ως άνω εφέσεως, υποστηρίζοντας ότι αυτά είναι αληθινά και αποκρύπτοντας ότι, δεν πωλήθηκαν τα φάρμακα αυτά ή εν πάση περιπτώσει τόσα φάρμακα και ότι ουδέποτε ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας είχε θέσει την υπογραφή του στα επίμαχα δελτία αποστολής και τιμολόγια πώλησης. Σκόπευε δε με την απατηλή αυτή συμπεριφορά της ν' αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, αντίστοιχο με τη ζημία της εγκαλούσας. Για το ότι η υπογραφή στα προαναφερόμενα δελτία αποστολής και τιμολόγια πωλήσεως δεν είναι του εκπροσώπου της τελευταίας Γ1, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία από το Δικαστήριο, γιατί αυτή (υπογραφή) υπάρχει μόνο στα στελέχη των εγγράφων αυτών, που προσκόμισε στο Δικαστήριο και κατείχε η κατηγορουμένη, ενώ στα πρωτότυπα αυτών που στάλθηκαν στην εγκαλούσα δεν υπήρχε τέτοια υπογραφή, που σημαίνει ότι αυτή τέθηκε στα παραπάνω στελέχη εκ των υστέρων, προκειμένου αυτή (κατηγορουμένη) να πετύχει την είσπραξη του παραπάνω ποσού. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη των αξιοποίνων πράξεων της χρήσης πλαστών εγγράφων και απάτης του Δικαστηρίου, για τις οποίες κατηγορείται, αναγνωριστεί όμως σ' αυτή η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ., καθόσον μέχρι την τέλεση των παραπάνω πράξεων έζησε έντιμη, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, το δε έντιμο παρελθόν της αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο σχετικό ποινικό μητρώον της". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη, και ήδη αναιρεσείουσα,Χ1 για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις της χρήσεως πλαστών εγγράφων και της απάτης στο Δικαστήριο και της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφασή του από την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση, αφενός μεν συνεπεία αντιφάσεων μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της, αφετέρου δε λόγω υπάρξεως στις παραδοχές της ασαφειών, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του ΠΚ. Ειδικότερα, 1)ενώ στο σκεπτικό δέχεται το Τριμελές Εφετείο ότι η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, με βάση την αναφερόμενη σύμβαση πωλήσεως φαρμάκων, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της εγκαλούσας εταιρίας, προμήθευε την τελευταία επί ένα τρίμηνο περίπου με τα απαραίτητα φάρμακα και συναφή είδη για τις ανάγκες της κλινικής της, χωρίς να συνοδεύονται από τα αντίστοιχα δελτία αποστολής και τιμολόγια πωλήσεως, και προφανώς με τα πλαστά δελτία αποστολής και τιμολόγιο πωλήσεως καλύπτονταν κάποιο μέρος ή ολόκληρη η αξία της άτακτης αυτής προμήθειας, εν τούτοις στο διατακτικό δέχεται ότι η κατηγορουμένη με τη χρήση των πλαστών παραστατικών, που συντάχθηκαν εκ των υστέρων, και με τις σχετικές με αυτά ψευδείς παραστάσεις στο Δικαστήριο αποσκοπούσε να αποκομίσει προς βλάβη της εγκαλούσας εταιρίας ολόκληρο το αναγραφόμενο στα εν λόγω παραστατικά χρηματικό ποσό των 10.895.076 δρχ. Όμως είναι φανερό, σύμφωνα με τις άνω παραδοχές της αποφάσεως, ότι το εν λόγω ποσό κάλυπτε κάποιο μέρος ή ολόκληρη την αξία της επί τρίμηνο προμήθειας φαρμάκων και συναφών ειδών, χωρίς τα νόμιμα παραστατικά. 2)Ενώ στο σκεπτικό δέχεται ότι η αναιρεσείουσα, ή τρίτο πρόσωπο κατ' εντολή της, έθεσε στα 32 δελτία αποστολής κάτω από την ένδειξη "για την παραλαβή", καθώς και στα αντίστοιχα τιμολόγια πωλήσεως κάτω από την ένδειξη "Ο ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ", κατ' απομίμηση την υπογραφή του διευθύνοντος συμβούλου της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας Γ1, στο διατακτικό αναφέρεται ότι την εν λόγω υπογραφή έθεσε στα άνω παραστατικά η ίδια. 3)Σε άλλο σημείο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του δέχεται το Δικαστήριο της ουσίας ότι η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με τις αναφερόμενες ενέργειές της εξαπάτησε το Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι τα τιμολόγια ήταν αληθινά και αποκρύπτοντας απ' αυτό ότι δεν πωλήθηκαν τα αναφερόμενα σ' αυτά φάρμακά "ή εν πάσει περιπτώσει τόσα φάρμακα", δημιουργώντας έτσι με ενδοιαστική αιτιολογία ασάφεια ως προς την ποσότητα των δήθεν πωληθέντων φαρμάκων. Και 4)ενώ στο σκεπτικό και στο διατακτικό της πλαστογραφίας και στην αρχή της απάτης καθορίζει το Τριμελές Εφετείο το ποσό του σκοπούμενου οφέλους στα 10.895.076 δρχ., εν τούτοις στο τέλος του διατακτικού της απάτης το σκοπούμενο όφελος το καθορίζει στο ποσό των 3.000 ευρώ (ήτοι δρχ. 1.022.250). Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμων των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 829/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδίκη για α) χρήση πλαστών εγγράφων και β) απάτη στο Δικαστήριο. Ασάφειες και αντιφάσεις στο σκεπτικό και στο διατακτικό. Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Πλαστογραφία.
2
Αριθμός 501/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Μανέα, περί αναιρέσεως της 50/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Με συγκατηγορούμενο το Χ2.Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 274/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 50/2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά μη επακριβώς επακριβωθείσα ημερομηνία του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Μαρτίου 2003, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 , ο οποίος εκείνη την εποχή διέμενε στα ...... Αλβανίας, ασχολούμενος με την εμπορία ενδυμάτων, ήλθε σε επαφή με τον αλβανό υπήκοο, Μ1 ιδιοκτήτη φορτηγού αυτοκινήτου-ψυγείου, τον οποίο γνώριζε από δύο προηγούμενα ταξίδια τους στη Γερμανία, όπου μετέφεραν φρούτα, και του ζήτησε όπως μεταφέρει ποσότητα ξυλοκάρβουνου από την Αλβανία στην Ελλάδα. Ο τελευταίος αρνήθηκε, διότι με το αυτοκίνητό του διενεργούσε μεταφορές φρούτων και συνέστησε τον αλβανό υπήκοο, Ο2 ιδιοκτήτη του με αριθμ. κυκλοφορίας ..... αλβανικού φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο, με οδηγό τον επίσης αλβανό υπήκοο, Ο1 πραγματοποιούσε τακτικά δρομολόγια από την Αλβανία στην Ελλάδα, μεταφέροντας διάφορα εμπορεύματα. Ο Ο2 δέχθηκε την πρόταση για την μεταφορά του ξυλοκάρβουνου, γιαυτό και στις 15 Μαρτίου 2003, έδωσε σχετική εντολή στον ανωτέρω οδηγό του αυτοκινήτου του, ο οποίος βρισκόταν στα .... Αλβανίας (ο ίδιος με άλλο φορτηγό αυτοκίνητό του βρισκόταν στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας δρομολόγιο) προκειμένου να διενεργήσει αυτός την μεταφορά. Στις 17 Μαρτίου 2003, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ2 , εποχούμενος ενός μαύρου ΙΧΕ αυτοκινήτου και συνοδευόμενος από δύο αλβανούς υπηκόους, ο ένας εκ των οποίων ονομαζόταν Σ1 , συνάντησε, στα ..... Αλβανίας, ύστερα από σχετική συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη του φορτηγού αυτοκινήτου Ο2 τον ως άνω οδηγό του αυτοκινήτου Ο1 και του ανέφερε ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το δρομολόγιο μεταφοράς του κάρβουνου, τον πληροφόρησε δε ότι το εν λόγω εμπόρευμα θα το φόρτωνε λίγο έξω από την πόλη ......Αλβανίας, όπου και πράγματι μετέβη εκείνος με το φορτηγό αυτοκίνητό του, συνοδευόμενος από τον αδελφό του ..... Εκεί μετέβη επίσης, με το ΙΧΕ αυτοκίνητο και τους δύο αλβανούς, και ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ2. Όταν έφθασαν στο σημείο όπου θα γινόταν η φόρτωση του εμπορεύματος (σε μία μάνδρα λίγο έξω από την πόλη .....) ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου, Ο1 με τον αδελφό του, ...... προετοίμασαν το όχημα για την φόρτωση, δηλαδή έβαλαν την τέντα, και εργάτες άρχισαν να φορτώνουν την ποσότητα του ξυλοκάρβουνου, που ήταν τοποθετημένο σε σάκους, οι οποίοι ήταν εξωτερικώς ραμμένοι "ζιγκ-ζαγκ". Κατά τη διάρκεια της φόρτωσης, περίπου την 14.00; ώρα της ....., ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 , πρότεινε στον οδηγό του φορτηγού και στον αδελφό του να μεταβούν μαζί του σε παρακείμενο εστιατόριο για να γευματίσουν, πράγμα που έγινε. Όταν επέστρεψαν, το αυτοκίνητο είχε φορτωθεί, με 605 σάκκους, βάρους 12,5 τόννων περίπου, οπότε ο οδηγός αυτού και ο ανωτέρω αδελφός του έκλεισαν το αυτοκίνητο με την τέντα χωρίς να προβούν σε έλεγχο τούτου, διότι, όπως ο οδηγός Ο1 κατέθεσε, δεν υποψιάστηκε τίποτε γιατί ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 του είπε πως το ξυλοκάρβουνο το αγόρασε ο ίδιος, ο δε συνοδός του Σ1 ότι αυτός είχε πουλήσει το κάρβουνο στον δεύτερο κατηγορούμενο. Αμέσως μετά το φορτηγό αυτοκίνητο, με οδηγό τον Ο1 ακολουθούμενο από το ΙΧΕ αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε ο δεύτερος κατηγορούμενος και οι δύο αλλοδαποί συνοδοί του, μετέβησαν στο Τελωνείο των ..... όπου και αφίχθησαν την 17.00' ώρα της ίδιας ημέρας (.....). Επειδή το τελωνείο ήταν κλειστό, το αυτοκίνητο στάθμευσε, καθ'υπόδειξη του δεύτερου κατηγορουμένου και του συνοδού του Σ1 σε υπάρχοντα εκεί χώρο στάθμευσης. Ο οδηγός του διανυκτέρευσε στην κατοικία του αδελφού του, ενώ ο τελευταίος παρέμεινε στο αυτοκίνητο. Το πρωί της επόμενης ημέρας (19-3-2003), ο δεύτερος κατηγορούμενος, οι δύο αλλοδαποί συνοδοί του και ένας τρίτος, ονόματι Μ2 μερίμνησαν, αφού τακτοποίησαν όλα τα αναγκαία έγγραφα και την άδεια εξαγωγής του εμπορεύματος, ώστε το φορτίο να τελωνιστεί στο Τελωνείο των ...... Μετά την "σφράγιση" του φορτίου, με την τοποθέτηση μολυβδοσφραγίδων από τα όργανα του ανωτέρω Τελωνείου, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 παρέδωσε στον οδηγό του φορτηγού Ο1 τα συνοδευτικά έγγραφα του φορτίου, (τα οποία είναι μεν συντεταγμένα στην Αλβανική και Αγγλική γλώσσα αντίστοιχα, το Δικαστήριο δε έχοντας γνώσεις Αγγλικής, τα ανέγνωσε και κατανόησε το περιεχόμενό τους), ήτοι το από ..... έγγραφο της Αλβανικής Δημοκρατίας, στο οποίο αναγραφόταν ως πωλητής το όνομα ....., ως αγοραστής δε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 , η διεύθυνση της επιχείρησής του (......), καθώς και η από .... φορτωτική CMR, στην οποία επίσης αναφερόταν ως παραλήπτης ο ίδιος, δηλαδή ο πρώτος κατηγορούμενος, και το από ..... τιμολόγιο πώλησης, στο οποίο επίσης αναγραφόταν ως αγοραστής ο πρώτος, κατηγορούμενος (με στοιχεία ....), η διεύθυνση της επιχείρησής του και ο αριθμός του τηλεφώνου του. Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ενώ μέχρι τότε διαβεβαίωνε τον οδηγό του φορτηγού ότι θα τον συνόδευε στην Ελλάδα, ξαφνικά του δήλωσε ότι θα μετέβαινε αεροπορικώς στην ....., όπου και θα τον περίμενε, παρέδωσε στον ανωτέρω οδηγό ποσό 400 ευρώ για τα έξοδα που θα απαιτούντο στο Τελωνείο ..... . Του παρέδωσε επίσης και μικρό σημείωμα (το οποίο αναγνώσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο), στο οποίο ο ίδιος έγραψε τα στοιχεία του πρώτου κατηγορουμένου, ήτοι Χ1 την ανωτέρω διεύθυνση της επιχείρησής του (....), καθώς και τον αριθμό τηλεφώνου του γραφείου του (Χ1) προκειμένου, όπως ο ανωτέρω οδηγός βεβαίωσε, να έλθει σε επαφή μαζί του, αν παρίστατο ανάγκη, μετά την είσοδό του στην Ελλάδα. Το φορτηγό αυτοκίνητο, μετά τον τελωνειακό έλεγχο από το αλβανικό τελωνείο ...... , εισήλθε στον Ελληνικό χώρο, όπου και ο οδηγός του δήλωσε στα αρμόδια όργανα ότι είχε εντολή να προβεί σε εκτελωνισμό του εμπορεύματος στην ...... Επειδή στο τιμολόγιο αγοράς του εμπορεύματος δεν αναγράφονταν ο ΑΦΜ του φερόμενου ως αγοραστή-πρώτου κατηγορουμένου, στοιχείο αναγκαίο για τη σύνταξη του σχετικού πιστοποιητικού (Τ1) για την εισαγωγή του εμπορεύματος στην Ελληνική Επικράτεια, ο εκτελωνιστής Τ1 τηλεφώνησε στο τηλέφωνο του αγοραστή που, αναγράφονταν στο από ..... τιμολόγιο πώλησης, το οποίο πράγματι ήταν της επιχείρησης του πρώτου κατηγορουμένου. Ο τελευταίος, ενώ στην αρχή δήλωσε ότι δεν ανέμενε φορτίο κάρβουνου από την Αλβανία παρά μόνο την περίοδο του Πάσχα, στη συνέχεια δήλωσε πως θα προέβαινε στον εκτελωνισμό του στην ..... και όχι στην ...... Τα ίδια δε δήλωσε (ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ) και στον ιδιοκτήτη του φορτηγού αυτοκινήτου Ο2 ο οποίος του τηλεφώνησε, σχετικώς με το εμπόρευμα και την καταβολή του κομίστρου. Σ'εκείνον ανακοίνωσε μάλιστα, όπως ο ίδιος βεβαίωσε, πως τη συμφωνία για την μεταφορά την έκανε με τον Χ2 (δεύτερο κατηγορούμενο) και ότι θα προέβαινε στον εκτελωνισμό του κάρβουνου στην ....., όπου είχε γνωριμίες στο τελωνείο (Αθηνών) και δεν θα αργήσει. Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι, μετά από σχετική έρευνα των τελωνειακών οργάνων και με τη βοήθεια σκύλων- ανιχνευτών ναρκωτικών, διαπιστώθηκε πως μέσα στους 605 σάκους με ξυλοκάρβουνο, που μεταφέρονταν με το ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο, υπήρχαν, επιμελώς κρυμμένα, 336 δέματα ινδικής κάνναβης, συνολικού βάρους 812 κιλών. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι μετά την εισαγωγή του ανωτέρω εμπορεύματος των ξυλοκάρβουνων στην Ελληνική επικράτεια ο μόνος που νομιμοποιείτο για τον εκτελωνισμό του και την παραλαβή του από τον υποκείμενο χώρο του τελωνείου ήταν αποκλειστικά ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 , το όνομα του οποίου αναγράφονταν στα σχετικά συνοδευτικά του εμπορεύματος έγγραφα, ή εξουσιοδοτημένο, εγγράφως, από αυτόν πρόσωπο. Συνακόλουθα δε με τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, σαφώς και χωρίς καμία αμφιβολία συνάγεται ότι και η ποσότητα της ινδικής κάνναβης των 812 κιλών που ήταν επιμελώς κρυμμένη μέσα στους σάκους του ξυλοκάρβουνου θα παραλαμβάνονταν από το νόμιμο παραλήπτη του εμπορεύματος μαζί με αυτό, αφού, όπως ήδη εκτέθηκε, κανένας άλλος δεν νομιμοποιείτο σε τούτο παρά μόνο ο ίδιος ή εξουσιοδοτημένο από τον ίδιο τρίτο πρόσωπο, παράνομη δε αφαίρεση των ναρκωτικών από τρίτους-άγνωστους δράστες, κατά τη διαδρομή του φορτηγού αυτοκινήτου από την ..... στην ....., όπως ο πρώτος κατηγορούμενος προέβαλε, θα ήταν αδύνατη, καθόσον τέτοια ενέργεια θα προϋπέθετε, γνώση της ακριβούς πορείας του αυτοκινήτου, δυνατότητα ακινητοποίησής του, χωρίς την θέληση του οδηγού του (ο οποίος αθωώθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της σχετικής κατηγορίας για παράνομη εισαγωγή της εν λόγω ποσότητας ναρκωτικών, διότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του σ'αυτήν), διάρρηξη των μολυβδοσφραγίδων του τελωνείου και των σάκων με το ξυλοκάρβουνο, αφαίρεση των ναρκωτικών και μεταφόρτωσή τους -λόγω της μεγάλης ποσότητας- σε άλλο μεταφορικό μέσο. Ούτε, επίσης ήταν δυνατή η παραλαβή του εμπορεύματος από τρίτους -μη δικαιούχους τούτου- με πλαστογράφηση των σχετικών νομιμοποιητικών εγγράφων, διότι τούτο προϋπέθετε και κατοχή, από μέρους τους, του αναγκαίου για τη διαδικασία αυτή δελτίου ταυτότητας του παραλήπτη του εμπορεύματος Χ1 και, σε κάθε περίπτωση, αδράνεια τούτου (ο οποίος όμως ήδη είχε ειδοποιηθεί για την άφιξη του εμπορεύματος στην ...... και επίσης θα ειδοποιείτο για την άφιξή του στην ..... από τον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου) να παραλάβει το εμπόρευμα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος Χ1 μέχρι τότε δεν είχε καμία σχέση με την εμπορία ξυλοκάρβουνου, διότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα συνίστατο στην εμπορία χρηματοκιβωτίων, αυτή δε είχε επεκταθεί και σε άλλες βαλκανικές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Αλβανία, όπου είχε κατασκευάσει τα συστήματα ασφάλειας των αλβανικών φυλακών. Από τη δραστηριότητά του αυτή αποκόμιζε σημαντικά εισοδήματα, σε αντίθεση με τον συγκατηγορούμενό του Χ2, ο οποίος, παρά την ενασχόλησή του στην Αλβανία, με πωλήσεις ενδυμάτων, ήταν ισχνών οικονομικών δυνατοτήτων, αφού, όπως χαρακτηριστικά βεβαίωσε η μάρτυρας υπεράσπισης, ......, θυγατέρα του, ούτε καν κινητό τηλέφωνο είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί, λόγω δε της αδυναμίας του να εξοφλήσει χρέη που είχε σε διάφορους τρίτους, επιβλήθηκαν κατασχέσεις και πλειστηριασμοί εις βάρος της ακίνητης περιουσίας του. Από όλα τα ανωτέρω περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1 , ο οποίος και είχε την οικονομική δυνατότητα, ήταν εκείνος που οργάνωσε, στην ....., την μεταφορά της ανωτέρω ποσότητας ινδικής κάνναβης των 812 κιλών, από την πόλη ..... της Αλβανίας στην Ελλάδα, δια του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2 , ο οποίος ήταν εκείνος που οργάνωσε και επόπτευσε την μεταφορά, κατοχή και εισαγωγή στην Ελληνική επικράτεια της ποσότητας αυτής των 812 κιλών ινδικής κάνναβης (χασίς), από την πόλη Λατς της Αλβανίας, στην ....., καθ'υπόδειξη του Χ1, την οποία (ποσότητα) συσκεύασε σε 336 δέματα, τα οποία επιμελώς απεκρύβησαν μέσα στους 605 σάκους με ξυλοκάρβουνο, από άγνωστο άτομο, που ενεργούσε κατ'εντολή του, στη συνέχεια έδωσε την εντολή στον οδηγό του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου, Ο1 να μεταφέρει, με το αυτοκίνητο αυτό, την παραπάνω ποσότητα του ξυλοκάρβουνου στην ....., χωρίς να γνωρίζει αυτός Ο1 ότι μέσα στα ξυλοκάρβουνα ήταν κρυμμένη ποσότητα ινδικής κάνναβης, εκείνος δε μετέφερε την ποσότητα του ξυλοκάρβουνου και με τον τρόπο αυτό εισήχθη στην Ελληνική επικράτεια από το Τελωνείο ..... , με τελικό σκοπό την μεταφορά τους στην ....., όπου θα τα παραλάμβανε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 δυνάμει του με ημερομηνία .... Αλβανικού εγγράφου, της από ..... φορτωτικής CMR, όπου αναγράφεται ο τελευταίος, ως παραλήπτης της μεταφερόμενης ποσότητας ξυλοκάρβουνου, η διεύθυνση της επιχείρησης του στην ...., και το από .....τιμολόγιο πώλησης, στο οποίο αναγράφονταν τα ανωτέρω στοιχεία, καθώς και ο αριθμός του τηλεφώνου του, Η κρίση του Δικαστηρίου για την ακρίβεια των ανωτέρω περιστατικών στηρίζεται στην συνεκτίμηση όλων των αναφερόμενων αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όμως, α) στην κατάθεση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του μάρτυρα Μ1 η οποία και διαλαμβάνεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης, ο οποίος βεβαίωσε ότι μαζί του ήλθε σε επαφή ο, γνωστός του από προηγούμενα ταξίδια στη Γερμανία, δεύτερος κατηγορούμενος Χ2, ο οποίος και ζητούσε φορτηγό αυτοκίνητο για την μεταφορά ενός φορτίου ξυλοκάρβουνου από την Αλβανία στην Ελλάδα, καθ'υπόδειξη δε αυτού ο εν λόγω κατηγορούμενος απευθύνθηκε, για την μεταφορά, στον ιδιοκτήτη του φορτηγού αυτοκινήτου, με το οποίο τελικώς διενεργήθηκε η μεταφορά, Ο2. Ενισχύεται δε η κατάθεση αυτή, τόσο από τις νομίμως αναγνωσθείσες, ύστερα από αίτημα του πρώτου κατηγορουμένου, o οποίος και τις προσκόμισε σε ακριβή μετάφραση από την αλβανική στην ελληνική γλώσσα, από 21-3-2003, 20-11-2003 και 17-6-2003, ρηματικές διαδικασίες επί δηλώσεις από άτομο υπό έρευνα (καταθέσεις μαρτύρων Μ2 -πωλητή της ποσότητας του ξυλοκάρβουνου στον Χ2-και Σ1 -ανωτέρω αναφερόμενου συνοδού του Χ2 κατά την φόρτωση του ξυλοκάρβουνου στην πόλη ....), που λήφθηκαν από τον ....., αξιωματούχο της δικαστικής αστυνομίας στο Πρωτοδικείο Κορυτσάς, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι την φόρτωση των σάκων με το ξυλοκάρβουνο στο ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο και την μεταφορά τους από το ....... Αλβανίας στην Ελλάδα πραγματοποίησε, με τον τρόπο που πιο πάνω αναφέρεται, ο Χ2 , όσο όμως και από τις απολογίες των Ο1 και Ο2 οδηγού και ιδιοκτήτη του φορτηγού αυτοκινήτου, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η επίδικη μεταφορά των ξυλοκάρβουνων, οι οποίες διαλαμβάνονται στα πρακτικά της αναγνωσθείσας εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίοι, παρόλο ότι εξετάσθηκαν σε διάφορο τόπο και χρόνο και από διάφορα πρόσωπα, εκθέτουν τα ίδια με τους πιο πάνω αλβανούς μάρτυρες Μ2 και Σ1 ως προς την συμμετοχή του Χ2 στην φόρτωση και μεταφορά των ξυλοκάρβουνων. β) Στο αποδειχθέν, από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, γεγονός, ότι ήταν αδύνατον να γίνει η απόκρυψη της ποσότητας της ινδικής κάνναβης των 812 κιλών μέσα στους σάκους με τα ξυλοκάρβουνα από τρίτο πρόσωπο, χωρίς την γνώση του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2 , ο οποίος ενδιαφέρθηκε για την αγορά και την αποστολή των ξυλοκάρβουνων στην Ελλάδα, δοθέντος ότι αυτός καθόρισε τον τόπο και την ώρα της φόρτωσής του ο ίδιος δε βρισκόταν συνεχώς πλησίον του φορτίου, από τη στιγμή της φόρτωσής του μέχρι και την εισαγωγή του στην Ελλάδα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα σε τρίτους να πλησιάσουν το φορτίο, οι δε εργάτες που προέβησαν στην φόρτωσή του στο φορτηγό αυτοκίνητο ήταν δικής του επιλογής και, κατάδηλα, της εμπιστοσύνης του, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι κατά τον χρόνο φόρτωσης του εμπορεύματος στο ...... Αλβανίας, αυτός συνέστησε στον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου και στον αδελφό του να μεταβούν μαζί του για φαγητό σε παρακείμενο εστιατόριο, ενώ οι εργάτες εξακολουθούσαν να φορτώνουν τους σάκους με το ξυλοκάρβουνο. γ) Στο επίσης αποδειχθέν, από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως δε από την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας ...., τελωνειακού υπαλλήλου, και Τ1 εκτελωνιστή, γεγονός ότι, εκτός από την έλλειψη δυνατότητας απόκρυψης των ναρκωτικών στους σάκους με τα ξυλοκάρβουνα από τρίτο πρόσωπο, κανένας τρίτος επίσης δεν θα είχε τη δυνατότητα παραλαβής τούτων στην Ελλάδα, δοθέντος ότι, παραλήπτης του εμπορεύματος ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος μόνον, ή εξουσιοδοτημένο εγγράφως από αυτόν τρίτο πρόσωπο (εκτελωνιστής κλπ), μπορούσε να προβεί στον εκτελωνισμό και την παραλαβή του εμπορεύματος (ξυλοκάρβουνων), συνακόλουθα και των ναρκωτικών, περίπτωση δε να αφαιρεθούν τα τελευταία κατ'άλλο, μη νόμιμο, τρόπο δεν υπήρχε, όπως εκτενώς ανωτέρω ήδη εκτέθηκε. δ) Στο ότι, ενώ οι δύο κατηγορούμενοι αρνούνται ότι υπήρχε έστω και απλή γνωριμία μεταξύ τους, αποδείχθηκε ότι μεταξύ τους ασφαλώς υπήρχε δεσμός. Τούτο, σαφώς προκύπτει τόσο από το ότι το ανωτέρω ιδιόγραφο σημείωμα του δεύτερου κατηγορουμένου, Χ2 , με τα στοιχεία της ταυτότητας, τη διεύθυνση της επιχείρησής του και το τηλέφωνο του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, έδωσε ο ίδιος (Χ2) στον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου Ο1 (στα χέρια του οποίου βρέθηκε και κατασχέθηκε), όπως ο τελευταίος βεβαίωσε, προκειμένου εκείνος να έλθει σε επαφή με τον παραλήπτη του εμπορεύματος Χ1 αν παρίστατο ανάγκη. Η διαβεβαίωση δε αυτή του οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου, ο οποίος και δεν θα είχε κανένα λόγο να προβεί σ'αυτήν, δεν αναιρείται από κανένα αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο, αφού ο ισχυρισμός δεύτερου κατηγορουμένου ότι έδωσε το σημείωμα αυτό, στα ...., σε άγνωστους αλβανούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να λάβουν βίζα προκειμένου να έλθουν στην Ελλάδα και να εργασθούν για τον πρώτο κατηγορούμενο, από κανένα απολύτως στοιχείο δεν επιβεβαιώθηκε, παρόλο ότι, αν είχε συμβεί τούτο, ευχερές ήταν στον πρώτο κατηγορούμενο να διακριβώσει τα στοιχεία των δύο αυτών αλλοδαπών, τους οποίους εκείνος είχε προσκαλέσει στην Ελλάδα. Και ε) Στο γεγονός, που προέκυψε από την κατάθεση του οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου Ο1 για την ακρίβεια της οποίας το Δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλλει, ότι, ενώ αρχικώς ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ2 , δήλωσε στον οδηγό αυτόν ότι θα τον συνόδευε μέχρι την ...... όπου και θα γινόταν ο εκτελωνισμός του εμπορεύματος, στη συνέχεια και εντελώς ξαφνικά, στο Τελωνείο ......, του δήλωσε ότι ο ίδιος θα μεταβεί αεροπορικώς στην ...., όπου και θα τον συναντούσε, και εγχείρισε σ'εκείνον το ιδιόγραφό του σημείωμα, με τα στοιχεία του παραλήπτη του εμπορεύματος (Χ1) ώστε να έλθει σε επαφή μαζί του, αν παρίστατο ανάγκη, στοιχείο που είναι δηλωτικό των προθέσεών του, όπως το εμπόρευμα εκτελωνισθεί στην ...... Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των ανωτέρω πράξεων, που τους αποδίδονται, ήτοι ο πρώτος Χ1 της οργάνωσης και δόσης οδηγιών και εντολής προς τέλεση των πράξεων της εισαγωγής στην επικράτεια, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών..., όπως οι πράξεις αυτές ειδικότερα στο διατακτικό αναφέρονται... Ωσαύτως, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 πρέπει να κηρυχθεί ένοχος υπό την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 8 του ν. 1729/1987, όπως ήδη ισχύει, καθόσον οι περιστάσεις τέλεσης των ανωτέρω πράξεων, που αυτός τέλεσε, και συγκεκριμένα η μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών (812 κιλά ινδικής κάναβης) και ο επιμελής τρόπος, με τον οποίο οργανώθηκε, κατόπιν οδηγιών και εντολών δικών του, και τελέσθηκαν οι ανωτέρω πράξεις της εισαγωγής στην επικράτεια, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών, η απόκρυψη αυτής (ινδικής κάνναβης) μέσα σε σάκους με ξυλοκάρβουνο, η οποία ανευρέθη με τη συνδρομή των σκύλων - ανιχνευτών ναρκωτικών του Τελωνείου ....... , μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για τις αποδιδόμενες σ'αυτόν πιο πάνω αξιόποινες πράξεις, ήτοι για οργάνωση και δόση οδηγιών και εντολής προς τέλεση των πράξεων της εισαγωγής στην επικράτεια, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο, και του επέβαλε ποινή ισόβιας καθείρξεως και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 ΠΚ και άρθρων 4 παρ. 1, 3 Πιν. Α' περ. 6η, 5 παρ. 1 εδαφ. α', ζ', ιγ', 2 και 8 του ν. 1729/1987, όπως ισχύει, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα. Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 , που είχε και την οικονομική δυνατότητα, οργάνωσε στην ..... στις 17-3-2003 την εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια, την κατοχή και τη μεταφορά της άνω συνολικής ποσότητας 812 κιλών ινδικής κάνναβης από την πόλη ....... της Αλβανίας δια του συγκατηγορουμένου του Χ2 , ο οποίος ήταν εκείνος που κατά το χρονικό διάστημα από 17-3-2003 μέχρι 19-3-2003 στο ...... της Αλβανίας οργάνωσε και επόπτευσε τη μεταφορά, κατοχή και εισαγωγή από την τελευταία πόλη στην ....., καθ'υπόδειξη του αναιρεσείοντος, της ενλόγω ποσότητας ινδικής κάνναβης. Ειδικότερα, εκτίθεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος έδωσε εντολή στον άνω συγκατηγορούμενό του να κρύψει επιμελώς μέσα σε 605 σάκους με ξυλοκάρβουνο την πιο πάνω ποσότητα ινδικής κάνναβης, που είχε αυτός συσκευάσει σε 336 δέματα, ότι ο τελευταίος έδωσε τη σχετική αυτή εντολή σε άγνωστο τρίτο, ο οποίος απέκρυψε επιμελώς μέσα στους ειρημένους σάκους τα εν λόγω 336 δέματα ινδικής κάνναβης, ενώ, περαιτέρω, έδωσε εντολή στον οδηγό του αναφερόμενου αλβανικού φορτηγού αυτοκινήτου Ο1 να μεταφέρει, με το αυτοκίνητο αυτό, την παραπάνω ποσότητα του ξυλοκάρβουνου στην ....., χωρίς να γνωρίζει ο τελευταίος ότι μέσα στα ξυλοκάρβουνα ήταν κρυμμένη η άνω ποσότητα ινδικής κάνναβης, και ότι ο ειρημένος Ο1 μετέφερε τους άνω σάκους με ξυλοκάρβουνο και με τον τρόπο αυτό εισήχθησαν στην Ελληνική επικράτεια από το Τελωνείο ..... , με τελικό σκοπό τη μεταφορά τους στην ....., όπου θα παραλάμβανε τους εν λόγω σάκους, και συνακόλουθα και τα δέματα με τα ναρκωτικά, ο αναιρεσείων, δυνάμει του από ..... Αλβανικού εγγράφου, της από ...... φορτωτικής CMR, όπου αναγράφεται ο τελευταίος ως παραλήπτης της μεταφερόμενης ποσότητας ξυλοκάρβουνου, η διεύθυνση της επιχειρήσεώς του στην .... (...... ) και το από ..... τιμολόγιο πωλήσεως, στο οποίο αναγράφονταν τα ανωτέρω στοιχεία, καθώς και ο αριθμός του τηλεφώνου του. Τέλος, αναφέρεται στην απόφαση με πλήρη αιτιολογία ότι συντρέχει εν προκειμένω στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος η επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 8 του ν. 1729/1987, όπως ισχύει, ότι, δηλαδή, οι περιστάσεις τελέσεως των άνω αξιόποινων πράξεων μαρτυρούν ότι είναι αυτός ιδιαίτερα επικίνδυνος. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ. της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά δε με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω, αβάσιμος είναι και ο έτερος λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, που συνίσταται στο ότι μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως των άνω αξιόποινων πράξεων από 19-3-2003, όπως είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη και είχε δεχθεί η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, σε 17-3-2003, γιατί ο προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως της πράξεως, ως πραγματικό περιστατικό, ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και μόνο εάν μεταβληθεί με την απόφαση ο χρόνος της τελέσεως της πράξεως που αναφέρεται στην κατηγορία (στο κλητήριο θέσπισμα κλπ) ή υφίσταται αντίφαση ή ασάφεια στον προσδιορισμό του αυτόν και τούτο ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή στην παραγραφή, ιδρύεται ανάλογα λόγος αναιρέσεως (ακυρότητα ή υπέρβαση εξουσίας ή ελλιπής αιτιολογία), πλην όμως τοιούτον τι δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Ύστερα απ'αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Ιανουαρίου 2006 (υπ'αριθ. πρωτ. 562/18-1-2006) αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 50/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά (οργάνωση και δόση οδηγιών και εντολών προς τέλεση πράξεων εισαγωγής στην Ελληνική επικράτεια - κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών). Λόγοι: α) Δ΄ & Ε΄ (έλλειψη νόμιμης βάσεως), 2) απόλυτη ακυρότητα λόγω της μεταβολής του χρόνου από 19/3/03 σε 17/3/03. Όχι επιρροή στην ταυτότητα της πράξης ή στην παραγραφή. Απορρίπτει την αίτηση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 500/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπήκα, περί αναιρέσεως της 866/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 933/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 26 παράγραφος 1 του ΠΚ τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα τιμωρούνται μόνον όταν τελούνται με δόλο. Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια. Έτσι, το έγκλημα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, που είναι πλημμέλημα γιατί τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 18 του ΠΚ), προϋποθέτει δόλο, αφού δεν καθορίζεται από τη διάταξη αυτή το είδος της υπαιτιότητας. Εξάλλου ο δόλος συνίσταται, κατά το άρθρο 27 παράγραφος 1 εδ. α' του ΠΚ, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης και συνεπώς εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών αυτών, χωρίς να παρίσταται ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, εκτός αν για την ύπαρξή του απαιτούνται κατά νόμο πρόσθετα περιστατικά (π.χ. σκοπός) ή πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου, ούτε και στην περίπτωση που κάποιος καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 25 παράγραφος 1 του Ν. 1882/1990 και είχε κηρυχθεί πριν τη διάπραξη του αδικήματος σε κατάσταση πτωχεύσεως, πολλώ δε μάλλον όταν η κήρυξη της πτωχεύσεως επακολούθησε, δηλαδή τα χρέη προς το Δημόσιο κατέστησαν ληξιπρόθεσμα προηγουμένως και μπορούσε αυτός να προβεί στην εξόφλησή τους, πολύ δε περισσότερο δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει σε συναφή με τα άνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου, διότι αυτός δεν είναι αυτοτελής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παράγραφος 2 και 333 παράγραφος 2 του ΚΠοινΔ, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός. Επομένως, το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο, με το να μην απαντήσει στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί άρσεως της προς καταλογισμό ικανότητάς του, και ειδικότερα ότι, εφόσον, με την υπ' αριθ. 6/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίσθηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών του η 1.7.2000, δεν μπορούσε να καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις των βεβαιωθέντων χρεών του προς το Δημόσιο, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες των ως άνω άρθρων, διότι, αφενός μεν ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν αυτοτελής και αφετέρου ο δόλος αυτού, την ανυπαρξία του οποίου αυτός, κατά τα άνω, επικαλείται, ενυπάρχει στα περιστατικά που έγιναν δεκτά με την προσβαλλομένη, ως θεμελιωτικά του εγκλήματος του άρθρου 25 παράγραφος 1 του Ν. 1882/1990, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος. Πρέπει, λοιπόν, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινόμενης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Β' και Δ' ΚΠοινΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι και, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14 Μαΐου 2007 αίτηση του x1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 866/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη αυτοτελής ο ισχυρισμός ότι, εφόσον κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, δεν μπορούσε να καταβάλει τα χρέη προς το Δημόσιο, διότι έτσι ήρθη η προς καταλογισμό ικανότητα του. Απόρριψη αναίρεσης.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Ισχυρισμός αυτοτελής.
0
Αριθμός 499/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Μαύρο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Αλικαρνασσού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Λυντέρη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 1589/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7Δεκεμβρίου 2005 και από 2 Αυγούστου 2006 αιτήσεις του, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1350/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, με αριθμό 524/21-11-2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ, τις από 7-12-2005 και από 4-8-2006 (ημερομηνία καταθέσεως) αιτήσεις του Χ1, κρατουμένου Δικαστικών Φυλακών Αλικαρνασσού, με τις οποίες επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ'αριθμ. 1589/4-10-2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών δια της οποίας καταδικάστηκε ο αιτών σε κάθειρξη 6 ετών για διακεκριμένες κλοπές κατ'εξακολούθηση από κοινού και εκθέτω τα εξής: Ι. Επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επιτρέπεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται περιοριστικά, στο άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ και αν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου απεκαλύφθησαν νέα - άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως "κάνουν φανερό", ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνες που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και εκείνες που, αν και υπήρχαν δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτό ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν, την κρίση του δε ότι πρόκειται για νέες αποδείξεις ή γεγονότα, με την πιο πάνω έννοια, σχηματίζει το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων συμπληρωματικές ή τροποποιητικές εκείνων οι οποίες τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, νέα έγγραφα κλπ, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες μόνες ή σε συνδυασμό με αυτές που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο να κάνουν φανερό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος. Η φράση "κάνουν φανερό" αποτελεί μεταφορά στη δημοτική γλώσσα του κειμένου του άρθρου 525 ΚΠΔ στην καθαρεύουσα, όπου η αντίστοιχη φράση ήταν "καθιστούν πρόδηλο", η οποία είχε ερμηνευθεί ότι είχε την έννοια ότι τα νέα στοιχεία πρέπει "να εγγίζουν την βεβαιότητα", περί της αθωότητας (ΑΠ 1546/1984 Ποιν. Χρον. ΛΕ' σελ. 491). Επομένως οι υπό κρίση αιτήσεις για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου, στηριζόμενη σε νέα γεγονότα και αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη τους αιτούντος και οι οποίες φέρονται ότι καθιστούν φανερό, ότι ο αιτών καταδικάστηκε άδικα, ενώ ήταν αθώος, είναι νόμιμες, ·σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη και πρέπει να συνεκδικαστούν. ΙΙ. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 1589/4-10-2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη μετά την έκδοση της 1790/2005 αποφάσεως του Δικαστηρίου σας, ο αιτών καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως 6 ετών για διακεκριμένες κλοπές κατ'εξακολούθηση από κοινού (βλ. απόφαση). ΙΙΙ. Για να θεμελιώσει το αίτημα περί επαναλήψεως της διαδικασίας ο αιτών επικαλείται ως νεώτερα στοιχεία, που δεν είχε υπόψη του το Δικαστήριο, τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ1 και Γ2(βλ. αιτήσεις). Στην από 26-10-2006 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο μάρτυρας Γ1, δεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του αιτούντος, ενώ η δεύτερη μάρτυρας δεν κατέθεσε, γιατί ήταν άγνωστη στη διεύθυνση κατοικίας, που αναφέρεται στην αίτηση (βλ. από 23-10-2006 βεβαίωση αρμόδιου Επιμελητή Δικαστηρίων). ΙV. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, γιατί από την παραπάνω κατάθεση του μάρτυρα Γ1 δεν προκύπτει ότι ο αιτών είναι αθώος των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Ι. Να απορριφθούν οι από 7-12-2005 και 4-8-2006 (ημερομηνία καταθέσεως) αιτήσεις επαναλήψεως του Χ1, κρατουμένου Δικαστικής Φυλακής Αλικαρνασσού, κατά της 1589/4-10-2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αιτούντα. Αθήνα 10-11-2006 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου, για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά, αντιθέτως, ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ' αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, οι υπό κρίση από 7-12-2005 και από 2-8-2006 αιτήσεις του Χ1, κρατουμένου των Δικαστικών Φυλακών Αλικαρνασσού, με τις οποίες επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη 1589/4-10-2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε ο αιτών σε κάθειρξη 6 ετών, για διακεκριμένες κλοπές, κατ' εξακολούθηση από κοινού, ισχυριζόμενος, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των αιτήσεών του, ότι από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται σε αυτές, γίνεται φανερό ότι είναι αθώος, άλλως, ότι καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε, είναι νόμιμες, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγονται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ.3 και 528 παρ.1 ΚΠΔ και πρέπει, αφού η δεύτερη αίτηση είναι συμπληρωματική της πρώτης, χωρίς να έχει προηγηθεί κρίση επ' αυτής, να συνεκδικασθούν και να εξετασθούν κατ' ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από παραδεκτή επισκόπηση των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την 1589/2004 αμετάκλητη ήδη απόφασή του, καταδίκασε τον αιτούντα Χ1, σε κάθειρξη 6 ετών για διακεκριμένες κλοπές, κατ' εξακολούθηση από κοινού για το ότι "Στο ...... - Αττικής στις 26-1-1999, από κοινού με τον Ζ1, αφού είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, διέπραξαν έγκλημα που προβλέπει και τιμωρεί ο νόμος με στερητική της ελευθερίας ποινή. Ειδικότερα, αφαίρεσαν ξένα κινητά πράγματα από την κατοχή άλλων με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, από κοινού με τον Ζ1 και συγκεκριμένα: Στις 26-1-99, αφού έσπασαν το δεξιό τζαμάκι του με αρ ιθμ. κυκλοφορίας .......... Ι. Χ. Ε. αυτοκινήτου της κυριότητας του ......... που_είχε παρκάρει επί της παραλιακής λεωφόρου ........ και προ του οικοδομικού αριθμού ...., στο ..... Αττικής, αφαίρεσαν έναν φορτιστή τηλεφώνου μάρκας ΟRBIΤ, πριν δε απ ' αυτό, αφού είχαν σπάσει το τριγωνικό τζαμάκι της βάσης του συνοδηγού του με αριθμ. κυκλοφορίας ...... Ι. Χ. Ε. αυτοκινήτου της κυριότητας του ........... που ήταν παρκαρισμένο προ του οικοδομικού αριθμ. 52 της ίδιας πιο πάνω λεωφόρου, αφαίρεσαν το ραδιοκασετόφωνο του αυτοκινήτου, μάρκας ....... και μία φωτογραφική μηχανή μάρκας ΟLYMPUS, με αριθ. ....... Μετά απ' αυτά, έσπασαν και το τζάμι της πόρτας του συνοδηγού του με αριθμ. ......... Ι. Χ. Ε. αυτοκίνητου μάρκας ....... της κυριότητας της ........, που ήταν παρκαρισμένο προ του οικοδομικού αριθμ. ...... της άνω λεωφόρου και από το ντουλαπάκι της θέσης του συνοδηγού αφαίρεσαν ένα μαύρο τσαντάκι, που περιείχε διάφορα έγγραφα του αυτοκίνητου. Επίσης είχαν αφαιρέσει από κοινού με τον Ζ1, ξένα πράγματα τρίτων ιδιοκτητών, που ακόμα δεν έχουν προσδιορισθεί, τρία τηλέφωνα, εκ των οποίων τα δύο είναι μάρκας ΕRICSON ..... και ......, αντίστοιχα, και το άλλο είναι. Β0SCH, δυο ζεύγη γυαλιών ηλίου και, οράσεως αντίστοιχα. ...." Ο αιτών, προς υποστήριξη των αιτήσεών του, επικαλέστηκε, ως νεότερα στοιχεία, που δεν είχε υπόψη του το Δικαστήριο, τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ1 και Γ2. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι Γ1, ο οποίος δεν εξετάσθηκε ως μάρτυρας ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ήταν παρών κατά την προσαγωγή του στο Αστυνομικό Τμήμα Παλαιού Φαλήρου και ότι αυτός θα βεβαιώσει ότι οι αστυνομικοί που επέβαιναν στο περιπολικό είπαν ότι αντελήφθησαν την παρουσία και τρίτου ατόμου στη δεξιά πλευρά του σταθμευμένου αυτοκινήτου επί της παραλιακής λεωφόρου ......, στο οποίο επέβαινε ο ίδιος με τον συγκατηγορούμενό του, ότι οι αστυνομικοί δήλωσαν, παρουσία του Γ1, ότι αναζήτησαν ανεπιτυχώς το άτομο αυτό στην ευρύτερη περιοχή μετά τη σύλληψη αυτού και του συγκατηγορουμένου του, και ότι το άτομο αυτό , ήταν ο μόνος φυσικός αυτουργός των πράξεων των κλοπών που του αποδίδονται, σύμφωνα και με όσα δήλωσε στον Γ1 ο παθών και αυτόπτης μάρτυρας ..........., αμέσως μετά την προσαγωγή του στο Α.Τ. Παλαιού Φαλήρου. Επίσης ισχυρίζεται ότι η Γ2, σύζυγος του ιδιοκτήτη του καφενείου που ευρίσκεται επί της οδού ....... στην περιοχή του ........ Αθηνών, γνωρίζει τον ηρωινομανή δράστη των διαρρήξεων, καθόσον η ίδια είχε αρκετές φορές αγοράσει από αυτόν χρυσά κοσμήματα που αυτός είχε κλέψει σε τιμή ευκαιρίας και ότι το βράδυ του συμβάντος τον περίμενε μέχρι αργά στο καφενείο της, όπου υποτίθεται ότι θα έφερνε κάποια κλοπιμαία προς διάθεση. Επειδή όμως αυτός δεν εμφανίστηκε, ύστερα από δική της προσυνεννόηση με τον δράστη και τον συγκατηγορούμενό του, και κατόπιν προτροπής της, πείσθηκε να μεταβεί μέχρι την παραλιακή λεωφόρο ......, στον ......., όπου και συνελήφθη. Τα πιο πάνω περιστατικά, ανεξαρτήτως του αν, και αληθινά υποτιθέμενα, είναι ικανά να καταστήσουν φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος ή ότι καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε, ουδόλως επιβεβαιώθηκαν από τους προτεινομένους από τον αιτούντα πιο πάνω μάρτυρες . Συγκεκριμένα, στην από 26-10-2006 ένορκη κατάθεσή του, ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο μάρτυρας δικηγόρος Γ1, δεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του αιτούντος, διευκρινίζοντας περαιτέρω ότι δεν γνωρίζει τίποτε από όσα συνέβησαν στο Α.Τ. Φαλήρου, καθόσον δεν ήταν παρών, αφού ανέλαβε την υπόθεση, ως συνήγορος του αιτούντος για πρώτη φορά όταν είχε τελειώσει η προανάκριση. Το μόνο δε το οποίο κατέθεσε σχετικά ήταν, ότι, ως δικηγόρος του αιτούντος, διαπίστωσε την ύπαρξη αυτοπτών μαρτύρων στο τόπο του συμβάντος, χωρίς όμως να εκφράσει άποψη, αν οι μαρτυρίες τους ήταν αληθείς ή όχι. Η δεύτερη προτεινόμενη από τον αιτούντα μάρτυρας Γ2 δεν κατέθεσε, γιατί ήταν άγνωστη στη διεύθυνση κατοικίας, που αναφέρεται στην αίτηση (βλ. από ...... βεβαίωση του αρμόδιου Επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών .......). Η εν λόγω δε μάρτυρας δεν βρέθηκε από τον αιτούντα ούτε και μέχρι την αναφερόμενη στην αρχή συνεδρίαση . Επισημαίνεται ότι αιτών, δια του συνηγόρου του, ζήτησε και έλαβε κατά τη συνεδρίαση της 9/10/2007, αναβολή της εκδίκασης της υποθέσεως, προκειμένου να βρεί την πιο πάνω μάρτυρα, πλην όμως ανεπιτυχώς. Επομένως, τα επικαλούμενα από τον αιτούντα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, είτε ληφθούν υπόψη αυτοτελώς, είτε σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί και ληφθεί αρχικά υπόψη από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, ουδόλως κάνουν φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε, ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Μετά από αυτά, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμες και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αιτούντα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 7-12-2005 και από 2-8-2006 αιτήσεις του Χ1, κρατουμένου των Δικαστικών Φυλακών Αλικαρνασσού, με τις οποίες επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη 1589/4-10-2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας Αίτηση επανάληψης διαδικασίας καταδικασθέντος για διακεκριμένες κλοπές κατ’ εξακολούθηση με την επίκληση καταθέσεων μαρτύρων. Έννοια νέων γεγονότων - αποδείξεων. Απορρίπτει αίτηση.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Φ.Π Αριθμός 498/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου  .................. , κατοίκου ..................., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γαλούμη, περί αναιρέσεως της 14639/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 357/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η παραγραφή του αδικήματος της μη καταβολής προς το Δημόσιο χρεών και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 7 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997, κατά την οποία "Ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση." Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 των 3220/2004 ως εξής . "7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.". Η νέα αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη ως προς το θέμα της παραγραφής και ως εκ τούτου έχει εφαρμογή και για τα αδικήματα που τελέστηκαν υπό την ισχύ του ν. 2523/1997 Χρόνος δε έναρξης της ποινικής ευθύνης είναι ο καθοριζόμενος με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του ν. 2523/97 (παρέλευση προθεσμίας καταβολής της τρίτης δόσης και επί εφάπαξ καταβλητέου χρέους παρέλευση διμήνου από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών (3) ετών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β`, 370 εδ. β`, 511 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003) και 514 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης, που εξαλείφει την ποινική δίωξη της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόμη και από τον Αρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώνει τη συμπλήρωσή της μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και δεχθεί ως βάσιμο ένα λόγο αυτής, οφείλει, μετά την εντεύθεν αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και ειδικότερα του ότι "στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2000 έως 1-11-2004 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος καθυστέρησε να καταβάλει προς το Δημόσιο χρέη βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών , το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία υπερβαίνει το ποσό το 120.000 ευρώ. Ειδικότερα, ενώ είχαν βεβαιωθεί στην Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης χρέη συνολικού ύψους 452.312,91 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την 11/1/2005 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών), καθυστέρησε να τα καταβάλει προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από την ημέρα που αντίστοιχα το κάθε χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως οι ημερομηνίες αυτές και τα αντίστοιχα ποσά αναλύονται στον παρακάτω πίνακα χρεών, που συνέταξε η Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης ως εξής...". Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως προβάλλει τις αιτιάσεις ότι "παρά το νόμο το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που εκδίκασε την υπόθεσή του κατά τη συνεδρίαση της 10-11-2006, δεν κήρυξε την ολική ,άλλως τη μερική παραγραφή της πράξεως, καίτοι ως διάταξη δημόσιας τάξεως έπρεπε να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και να αποφανθεί περί αυτής. Ο νόμος 2954/2001, ο οποίος αναφέρει ότι τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των νόμων 1882/90 και 2523/97 (άρθρο 19) παραγράφονται μετά μία πενταετία αφ' ότου θεωρηθεί το οικείο πόρισμα του φορολογικού ελέγχου, δεν είναι δυνατόν να κατισχύσει των γενικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, αφ' ετέρου δε η διάταξη αυτή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί, διότι είναι δυσμενέστερη των διατάξεων του ν. 2523/1997, όσον αφορά την παραγραφή, δεδομένου ότι με τον προαναφερθέντα νόμο δεν θίγονται οι γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα περί παραγραφής και επομένως εφ' όσον ο έλεγχος αναφέρεται στα έτη 2001 - 2002, έπρεπε να κηρυχθούν παραγεγραμμένες, πολλώ δε μάλλον, εφ' όσον, όπως προέκυψε και από την κατάθεση της μάρτυρος εφοριακού, αυτός αφεώρα τη χρήση των ετών 1994 - 1995, πράγμα που καθιστά έτι βεβαία την παραγραφή όλων των φερομένων παράνομων πράξεων". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κατ', εξακολούθηση, για την οποία κρίθηκε ένοχος και η οποία φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος (25 παρ.1γ,7,8 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με άρθρο 23 Ν.2523/97) , τελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2000 έως 1-11-2004 , και συνεπώς , η πράξη αυτή, με τον συνυπολογισμό και του χρόνου αναστολής της παραγραφής (λαμβανομένου υπόψη ότι επιδόθηκε στον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα το κλήτηριο θέσπισμα, με το οποίο εκαλείτο να εμφανισθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης στις 23-5-2005- βλ. από 12-5-2005 αποδεικτικό επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας ....................., δεν έχει παραγραφεί. Οι επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα διατάξεις του ν. 2954/2001, αφορούν την ρυθμιζόμενη από το άρθρο 21 παρ. 10 παραγραφή των αδικημάτων των άρθρων 17-19 του ίδιου νόμου 2523/97, όπου, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο), κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Επομένως, αλυσιτελώς την επικαλείται ο αναιρεσείων και ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, όπως εκτιμάται, προβάλλεται η αιτίαση, ότι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων είχαν υποπέσει σε παραγραφή κατά το χρόνο εκδίκασης της υποθέσεως από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο (10/11/2006), που δίκασε ως εφετείο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν.1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν.1882/1990 με το άρθρο 23 του ν.2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση : 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά διατάξεις του Ν. 2523/1997 (άρ. 23 παρ.1), το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής βεβαιωμένου χρέους, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους (και δύο (2) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους) και τα (2.000.000) δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα (2.000.000) και (3.000.000) δρχ., γ) ενός έτους και έξι μηνών τουλάχιστον αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 3.000.000 και 4.500.000 δρχ. Κατά το άρθρο 34 (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών) του Ν. 3220/2004, που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004,που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ. β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσής τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικροτέρων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κρίσιμα στοιχεία, για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997, για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, είναι : 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών ο νόμος εννοεί αυτόν που ορίζεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος παρ.3 και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 περ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά επίσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη 14639/2006 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής. "... .. Ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2000 έως 1-11-2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος καθυστέρησε να καταβάλει στις δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρέη που υπερβαίνουν το συνολικό ποσό το 120.000 ευρώ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και ειδικότερα, ενώ είχαν βεβαιωθεί στην Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης χρέη συνολικού ύψους 452.312,91 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την 11/1/2005 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών), καθυστέρησε να τα καταβάλει προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από την ημέρα που αντίστοιχα το κάθε χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως οι ημερομηνίες αυτές και τα αντίστοιχα ποσά αναλύονται στους πίνακες χρεών, που συνέταξε η Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης και αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με το παρόν σκεπτικό...." . Ειδικότερα οι επί μέρους πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, όπως αυτές προσδιορίζονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. τον περιεχόμενο στο διατακτικό πίνακα χρεών), αφορούν μη καταβολή βεβαιωμένων από την ΔΟΥ Θεσσαλονίκης χρεών Α) 261,39 ευρώ καταβλητέου σε δύο δόσεις, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας κάθε δόσης, αντίστοιχα, στις 31/3/2000 και 29/9/2000 Β) 235,61 ευρώ καταβλητέου σε δύο δόσεις, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας κάθε δόσης, αντίστοιχα, στις 31/3/2001 και 29/9/2001 Γ) 19,46 ευρώ καταβλητέου εφάπαξ, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας καταβολής στις 30/5/2003 και Δ) 451.796,45 ευρώ καταβλητέου εφάπαξ, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας καταβολής στις 30/5/2003. Κατ' ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα, για παραβίαση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρα 26 παρ.1, 27, 84 παρ.2β, 98 ΠΚ, 25 παρ.1γ,7,8 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 23 Ν.2523/97 και 34 παρ.1,2 ν. 3220/04) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την τέταρτη (στοιχ. Δ.) και βασικότερη επί μέρους πράξη του πιο πάνω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορουμένος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επισημαίνεται ότι στους πίνακες χρεών, που συνέταξε η Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης και αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό της αποφάσεως και κατά τη γενόμενη στο πιο πάνω σκεπτικό ρητή αναφορά ότι διατακτικό και σκεπτικό αποτελούν ενιαίο σύνολο, διαλαμβάνονται όλα τα αναφερόμενα στην πιο πάνω σκέψη κρίσιμα στοιχεία, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η περιεχόμενη δε στον δεύτερο λόγο αναίρεσης μοναδική σχετική αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν "αναφέρεται στις επί μέρους βεβαιωθείσες οφειλές ώστε να είναι δυνατός και ο έλεγχος της νομιμότητας αυτών από το Δικαστήριο", είναι αβάσιμη, αφού, όπως προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό και ιδιαίτερα από τους διαλαμβανόμενους στο διατακτικό πίνακες χρεών, αναφέρονται λεπτομερώς οι επί μέρους οφειλές του αναιρεσείοντος και ειδικότερα η αρχή που προέβη στην βεβαίωση των χρεών, το ύψος αυτών, ο τρόπος πληρωμής τους (εφάπαξ ή με δόσεις), ο ακριβής χρόνος καταβολής τους, κλπ . Συνεπώς, ο δεύτερος, από το άρθρο 510 § 1 περ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της αποφάσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την πιο πάνω επί μέρους πράξη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όμως, οι με τα στοιχεία Α, Β και Γ πιο πάνω αναφερόμενες επί μέρους πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, είναι πράξεις που είχαν τελεσθεί υπό την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών ύψους 261,39 235,61 και 19,46 ευρώ, αντίστοιχα, δηλαδή ποσών μικροτέρων εκείνων των οποίων η μη καταβολή ορίζεται ως αξιόποινη με το νόμο αυτό. Επομένως, το Δικαστήριο, το οποίο εφάρμοσε τις δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις του άρθρου 34 παρ.1,2 του ν. 3220/04, λαμβάνοντας υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες στην προκειμένη περίπτωση επιεικέστερες αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2523/1997, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικές αυτές ποινικές διατάξεις, και συνεπώς, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναίρεσης, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 511του ΚΠΔ, αφού η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή και εμφανίστηκε εκείνος που την άσκησε. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση και, σύμφωνα και με τις διαλαμβανόμενες πιο πάνω σκέψεις, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος για τις πράξεις αυτές. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 82 παρ.2 εδ. τελευταίο του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.1 του Ν.2721/1999, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη, να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Εξάλλου, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο και το δικαστήριο της ουσίας απορρίψει αυτό, πρέπει να αιτιολογήσει την απόρριψη ειδικώς και εμπεριστατωμένως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, διαφορετικά, αν αναιτιολόγητα απορρίψει το ως άνω αίτημα, ιδρύεται ο κατά τα ανωτέρω από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος. Πρέπει, όμως, το ως άνω αίτημα να προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του, ήτοι εκείνα εκ των οποίων προκύπτει ότι αρκεί η μετατροπή για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων πράξεων και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την μετατροπή ή ο χαρακτηρισμός, με τον οποίο είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον πρόεδρο, μετά την περί ενοχής και ποινής απόφαση του Δικαστηρίου, "ζήτησε την μετατροπή της ποινής που επιβλήθηκε στον πελάτη του". Το αίτημα αυτό της μετατροπής της ποινής, έτσι που προβλήθηκε, χωρίς επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει ότι η μετατροπή της ποινής αρκεί για να αποτρέψει τον κατηγορούμενο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, είναι αόριστο. Συνεπώς το Δικαστήριο, ως εκ περισσού ασχολήθηκε με το αίτημα αυτό και το απέρριψε με την αιτιολογία, ότι "....λόγω της φύσης του αδικήματος για το οποίο κρίθηκε σήμερα ένοχος ο κατηγορούμενος, αλλά και λόγω της φύσης των άλλων αδικημάτων, που έχει τελέσει στο παρελθόν και για τα οποία έχει κριθεί ένοχος αμετάκλητα, όπως προκύπτει από ανάγνωση του ποινικού του μητρώου το δικαστήριο κρίνει ότι δεν αρκεί η μετατροπή της ποινής σε χρηματική για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αδικημάτων......". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του ΚΠΔ τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. IV.Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος για τις ανωτέρω και στο διατακτικό αναφερόμενες πράξεις, απορριπτομένης της αναιρέσεως κατά τα λοιπά και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής που θα επιβληθεί, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 14639/10-11-2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δηλαδή ως προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό και αμέσως παρακάτω πράξεις, καθώς και ως προς την ποινή που επιβλήθηκε για το σύνολο των πράξεων. Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο ............. του ............. και της ............., κάτοικο ............., για μη καταβολή των εξής χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση Α) 261,39 ευρώ, καταβλητέου σε δύο δόσεις, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας κάθε δόσης, αντίστοιχα, στις 31/3/2000 και 29/9/2000 Β) 235,61 ευρώ καταβλητέου σε δύο δόσεις με ημερομηνία λήξης προθεσμίας κάθε δόσης, αντίστοιχα, στις 31/3/2001 και 29/9/2001 Γ) 19,46 ευρώ καταβλητέου εφάπαξ, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας καταβολής στις 30/5/2003. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την 27/20-2-2007 αίτηση του ............. του ............. και της ............., κατοίκου ............., κατά της 14639/10-11-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την ανωτέρω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και, Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 498/2008 - σελ. 22
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Αιτιολογία αποφάσεως. Στοιχεία αδικήματος άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997 και 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004. Παραγραφή. Λόγος αναίρεσης για μη λήψη υπόψη παραγραφής του αδικήματος. Πότε παραγράφεται το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας για μη αναφορά επί μέρους οφειλών. Αβάσιμοι οι λόγοι. Οι διατάξεις του αρ. 34 του Ν. 3220/2004 δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων και λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους. Είναι δυσμενέστερες κατά τούτο για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους με την ισχύ του Ν. 2523/1997. Εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικροτέρων εκείνων που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Παραδοχή αυτεπαγγέλτως λόγου αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Δέχεται εν μέρει αναίρεση. Παραπομπή για νέα επιμέτρηση της ποινής.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Επιεικέστερος νόμος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Παραγραφή, Αναίρεση μερική.
0
Αριθμός 497/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Φίλιππο Ανδρέου, περί αναιρέσεως της 529/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Με συγκατηγορούμενους 1) τον X2 και 2) τον X3. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1547/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και στην περίπτωση που αυτή είναι τυπική, όπως είναι και εκείνη που δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, αλλά το δικαστήριο, περιορίζεται να αναφερθεί με τυπικές φράσεις στο διατακτικό της απόφασης που περιέχει τα στοιχεία του κατηγορητηρίου. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, μόνο όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 394 παρ.1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλο τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί στη μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος, από το οποίον προέρχεται το πράγμα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, το οποίο είναι ιδιώνυμο, αυτοτελές και υπαλλακτικώς μικτό, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η με ένα από τους ανωτέρω αναφερόμενους τρόπους τέλεση αυτού και προέλευση του πράγματος από αξιόποινη πράξη, που προσβάλλει, έστω και εμμέσως, ξένη περιουσία, με την έννοια ότι αρκεί κάθε εγκληματική πράξη, η οποία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συστηματική της τοποθέτηση, πρακτικώς προσβάλλει ξένα περιουσιακά δικαιώματα, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και τη θέληση αυτού, παρά την ενδεχόμενη εγκληματική προέλευση του πράγματος, να πραγματώσει με ένα από τους αναφερόμενους τρόπους την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Ο δόλος αυτός διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά, που καταδεικνύουν αμέσως ή εμμέσως και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αποδεχόμενος έχει γνώση ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και βούληση αποδοχής του. Δηλαδή ο αποδέκτης δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει από ποια ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει την παράνομη προέλευσή του. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι, για να είναι κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, πρέπει να αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια τις συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε στην κατοχή του δράστη το πράγμα, όπως και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του, ότι εκείνος τελούσε σε γνώση της, από αξιόποινη πράξη, προελεύσεως του πράγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας , που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: " " 1)......... 2) Ο τρίτος κατηγορούμενος X1, στο .......... Ιωαννίνων, τον μήνα Αύγουστο του 2000 δέχθηκε στη κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη και στη συνέχεια μεταβίβασε σε άλλον την κατοχή του. Ειδικότερα, παρέλαβε από τον 2° κατηγορούμενο την υπ' αριθμ............. άδεια οδήγησης, για την οποία γνώριζε ότι αυτή δεν είχε εκδοθεί νομίμως από την αρμόδια υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών, αλλά ήταν πλαστό έγγραφο και στη συνέχεια την παρέδωσε στον X2, προκειμένου αυτός να την προωθήσει στον τελικό αποδέκτη της, .........". Κατ' ακολουθία του αιτιολογικού αυτού, το Εφετείο κήρυξε ένοχο, τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, (26 παρ.1α, 27, 98, και 394 παρ.1 του ΠΚ), και του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία χρόνια. Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα και το νόμο, αφού αποτελεί απλή και κατά λέξη επανάληψη του διατακτικού, χωρίς να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη αποδεικτική διαδικασία. Το διατακτικό δε της απόφασης δεν δύναται να συμπληρώσει στην προκειμένη περίπτωση τις ελλείψεις αυτές του σκεπτικού, αφού ούτε λεπτομερές είναι, ούτε εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι η άδεια οδήγησης, που δέχθηκε στην κατοχή του ο αναιρεσείων ήταν προϊόν αξιόποινης πράξης, δεν μνημονεύονται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά, που αποδεικνύουν την τέλεση της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξεως. Επίσης η ίδια απόφαση δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του, ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση ότι το πιο πάνω έγγραφο προερχόταν από αξιόποινη πράξη (πλαστογραφία). Είναι, επομένως, βάσιμος ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 περιπτ. Δ Κ.Π.Δ. και πρέπει, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών , να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που προηγουμένως δίκασαν (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 529/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Στοιχεία αδικήματος. Δόλος αποδοχής. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
0
Αριθμός 496/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαθανασίου, περί αναιρέσεως της 54504/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα της Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσίκνα . Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 10 Ιανουαρίου 2008 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1605/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. Εξ' άλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64, και 68 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, στην άσκηση της πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. Από τα ανωτέρω παρέπεται, ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα και όταν η πολιτική αγωγή ασκηθεί, χωρίς να προσδιορίζεται στη σχετική δήλωση, με ποια ιδιότητα παρίσταται, ατομικά για τον εαυτό του ή για λογαριασμό άλλου, πολύ δε περισσότερο στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο δικαιούχος της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμό 1803/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, τέθηκε σε καθεστώς πλήρους στερητικής-δικαστικής συμπαράστασης, το κοινό τέκνο των διαδίκων Ζ1 και ορίστηκε με την ως άνω απόφαση δικαστική συμπαραστάτρια η μητέρα του, Ψ1. Όπως, δε προκύπτει από τα πρακτικά της υπ' αριθμό 54504/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, το τελευταίο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως της παραβιάσεως της υποχρεώσεως για διατροφή του κοινού τους τέκνου, και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 7 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τρία έτη. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, εμφανίστηκε η Ψ1, η οποία δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του προαναφερόμενου κατηγορουμένου και ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει 44 ευρώ, με επιφύλαξη, ως χρηματική ικανοποίηση της για την ηθική βλάβη, που έχει υποστεί λόγω του αδικήματος. Σημειώνεται, ότι την ίδια δήλωση, είχε υποβάλει και ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία έγινε δεκτή με την υπ' αριθμό 30281/2006 απόφασή του. Κατά της αποφάσεως αυτής, ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Το Δικαστήριο που την εξέδωσε στη συνέχεια και, μετά την κήρυξη του αναιρεσείοντος ως ενόχου, επιδίκασε ατομικά υπέρ της ως άνω πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, που αυτή υπέστη, το ποσό των 44 ευρώ. Με αυτές, όμως, τις παραδοχές, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι, ενώ δικαιούχος της διατροφής, ήταν το τέκνο αυτής, Ζ1, που τελούσε υπό τη δικαστική συμπαράσταση της μητέρας του, δεν διευκρινίστηκε με τη δήλωσή αυτής, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου, όσο και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, εάν αυτή (Ψ1), παρίσταται για λογαριασμό του τελούντος υπό δικαστική συμπαράσταση τέκνου της. Επομένως, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και πρέπει, κατά παραδοχή του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, προβαλλόμενου πρώτου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, ως βάσιμου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως της υπό κρίση αιτήσεως και των προσθέτων αυτής λόγων. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ, η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 54.504/2-10-2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση υποχρεώσεως για διατροφή (358 ΠΚ). Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση λόγων εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας. Αναιρείται για απόλυτη ακυρότητα, γιατί δεν διευκρινίζεται στη σχετική δήλωση, ότι η παραστάσα ως πολιτικώς ενάγουσα, παραστάθηκε για λογαριασμό του τελούντος υπό δικαστική συμπαράσταση ανικάνου τέκνου της, ενώ η χρηματική ικανοποίηση επιδικάστηκε υπέρ της ιδίας ατομικά. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή, Διατροφής υποχρέωση.
1
Αριθμός 495/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ....... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λιάπη, για αναίρεση της 2387/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον ........, που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του καθώς και στους από 26 Οκτωβρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 125/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ.1 του ν.3160/2003 "Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη". Ορίζει δε η παράγραφος 2 του άρθρου 340, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ.1 του ν.3160/2003 και ακολούθως με το άρθρο 13 του ν.3346/2005, ότι σε πταίσματα, πλημμελήματα και (από την 17-6-2005, ημέρα έναρξης της ισχύος του ν.3346/2005) κακουργήματα, επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του... Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του διενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, ότι θεωρείται πως είναι παρών ο εκκαλών, στην περίπτωση κατά την οποία, προς υποστήριξη της έφεσής του, δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως, αλλά δια του συνηγόρου του, τον οποίο ο ίδιος διόρισε με έγγραφη δήλωσή του για να τον εκπροσωπήσει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 1 εδ.1 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ.1 του ν.3160/2003, "Αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση", κατά δε το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ.2 του ν.3160/2003, "Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329 - 338, 340, 344, 347, 348, 349, 352, 357 - 363, 366 - 373". Από τις διατάξεις αυτές, εκείνη του άρθρου 344 παρ.1 εδάφ. α' ορίζει ότι "η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας". Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 501 ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ.3 του ν.3160/2003, "Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανισθεί, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών". Από τις τελευταίες ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι, αν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια, μετά την έναρξη της συζήτησης, αποχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 ΚΠΔ, αλλά οφείλει να την ερευνήσει στην ουσία. Το ίδιο ισχύει, για την ομοιότητα της περίπτωσης, κατά μείζονα λόγο και όταν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίσθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, αλλά στη συνέχεια, μετά τη λήψη της ταυτότητάς του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, η δίκη αναβλήθηκε και στη νέα, μετ' αναβολή, δικάσιμο ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Η άποψη αυτή συνάδει και με τη σκέψη που διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου ΚΠΔ για την αιτιολόγηση της ρύθμισης του άρθρου 501 παρ.1 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία εκείνος ο οποίος αδικαιολόγητα δεν εμφανίζεται για να υποστηρίξει την έφεσή του σιωπηρά παραιτείται από αυτήν, αναγνωρίζοντας την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό την έννοια ότι δεν είναι νοητό η μετ' αναβολή μη εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ο οποίος είχε εμφανισθεί και υποστηρίξει την έφεσή του σε προγενέστερη συζήτησή της, να θεωρείται ως σιωπηρή παραίτησή του από την έφεσή του και αναγνώριση της απόφασης που προσέβαλε. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η αναβολή θεωρείται ότι έγινε μετά την έναρξη της διαδικασίας και της συζήτησης της έφεσης, οπότε ο κατηγορούμενος λογίζεται σαν να ήταν παρών στη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο, και το δικαστήριο, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αλλά οφείλει να τη δικάσει στην ουσία. Διαφορετικά, η απόφαση του εφετείου είναι αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας (ΟλΑΠ 3/2006 και 8/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα, είχε κληθεί να εμφανιστεί ενώπιον του Β' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου 2006, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής απάτης. Κατά την ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε το όνομα αυτής, η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Αντί αυτής, εμφανίστηκε ο δικηγόρος Αθηνών, Ελευθέριος Κοκκίνης, ως άγγελος και δήλωσε ότι, με την ιδιότητα και μόνο αυτή, προσήλθε για λογαριασμό της απολειπόμενης κατηγορούμενης στο Δικαστήριο, και γνωστοποίησε το ανυπέρβλητο κώλυμά της για να εμφανιστεί, κατά την ως άνω συνεδρίαση του Δικαστηρίου, λόγω αιφνίδιας αναχώρησής της στο Σικάγο της Αμερικής, εξαιτίας προβλήματος υγείας μέλους της οικογένειάς της. Ο ως άνω, Ελευθέριος Κοκκίνης, με αυτή την ιδιότητα του αγγέλου, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν την εκπροσώπησε, ούτε και είχε την αναγκαία για το σκοπό αυτό εξουσιοδότησή της, ζήτησε την αναβολή εκδικάσεως της εναντίον της κατηγορίας, λόγω σημαντικών αιτίων που υπήρχαν στο πρόσωπό της. Το Δικαστήριο εκείνο, με την υπ' αριθμό 1544/14-6-2006 απόφασή του, αφού δέχθηκε την ύπαρξη σημαντικών αιτίων στο πρόσωπό της εκκαλούσας, κατά το άρθρο 349 του Κ.Π.Δ, ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεώς της, για τη δικάσιμο της 1ης Νοεμβρίου 2006, κατά την οποία όφειλε να εμφανιστεί η κατηγορούμενη, χωρίς την εκ νέου κλήτευσή της, αφού η ως άνω αναβλητική απόφαση επείχε θέση κλητεύσεώς της, κατά την ορισθείσα νέα δικάσιμο. Κατά τη νέα, όμως, μετ' αναβολή συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου 2006, η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα, δεν εμφανίστηκε η ίδια, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εκφώνησε το όνομά της και, αφού διαπίστωσε την απουσία της και τη μη εκπροσώπησή της από πληρεξούσιο δικηγόρο, ανέγνωσε την υπ' αριθμό 1544/2006 αναβλητική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, και θεώρησε αυτήν, ωσεί παρούσα. Στη συνέχεια, το ίδιο Δικαστήριο, αφού προέβη σε αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου της, προέβη στην κατ' ουσία εκδίκαση της υποθέσεως και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, αφού κήρυξε αυτήν ένοχο της πράξεως της κακουργηματικής απάτης, της επέβαλε την ποινή της καθείρξεως των έξι(6)ετών. Με τον τρόπο, όμως αυτό, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, υπερέβη την εξουσία του και υπέπεσε στην υπό του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η'του Κ.Π.Δ, πλημμέλεια. Τούτο γιατί, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, όφειλε, μετά τη διαπίστωση και βεβαίωση ότι η εκκαλούσα είχε κλητευθεί νομίμως κατά τη συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου 2006, να απορρίψει την έφεσή της ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 παρ.1 του Κ.Π.Δ, και όχι να προβεί στην κατ' ουσία εκδίκασή της, αφού το Δικαστήριο που εξέδωσε την υπ' αριθμό 1544/2006 αναβλητική απόφαση, περιορίστηκε στην έρευνα και μόνο της υπάρξεως ή μη, κατά τη διάταξη του άρθρου 349 Κ.Π.Δ, σημαντικών αιτίων στο πρόσωπό της, χωρίς προηγουμένως η εκκαλούσα να έχει εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, ώστε να θεωρείται πλέον αυτή ότι κατά τη συνεδρίαση εκείνη της 14ης Ιουνίου 2006, πράγματι ήταν ωσεί παρούσα. Επιπρόσθετα, γιατί το Δικαστήριο εκείνο, με την υπ' αριθμό 1544/2006 απόφασή του, είχε περιοριστεί στην έρευνα μόνο των σημαντικών αιτίων που δικαιολογούσαν τη βασιμότητα ή όχι του λόγου της αναβολής, χωρίς αυτό(Δικαστήριο), να έχει προβεί προηγουμένως στην έρευνα του παραδεκτού ή μη της εφέσεώς της, οπότε στη νέα μετ' αναβολή συζήτηση της υποθέσεως, κατά την 1η Νοεμβρίου 2006, η εκκαλούσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ωσεί παρούσα. Θα εθεωρείτο ωσεί παρούσα τότε μόνο, εφόσον το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε διαπιστώσει, ότι πράγματι, το προηγούμενο Δικαστήριο με την υπ' αριθμό 1544/2006 απόφασή του, είχε δεχθεί είτε την εκπροσώπηση της εκκαλούσας από πληρεξούσιο δικηγόρο, πράγμα το οποίο δεν είχε συμβεί, είτε είχε κρίνει το παραδεκτό του ενδίκου μέσου της. Ανάλογα, όμως, περιστατικά δεν συνέβησαν, ούτε προέκυψαν, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο, που δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα αντίθετα, να καταστήσει αναιρετέα την απόφασή του. Συνεπώς, ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η'του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται για την αιτία αυτή η απόφαση, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, καθώς και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Μετά από αυτά, και ενώ παρέλκει η έρευνα για τον άλλο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ, στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 2387/1-11-2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη κακουργηματική. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, με την επίκληση λόγου υπέρβασης εξουσίας. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση, γιατί το Δικαστήριο εσφαλμένως προέβη στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, ενώ έπρεπε να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, αφού το Δικαστήριο, που είχε αναβάλει την υπόθεση κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ, δεν είχε υπεισέλθει προηγουμένως στην έρευνα του παραδεκτού της εφέσεως και χωρίς να έχει εκπροσωπηθεί η απολειπόμενη εκκαλούσα.
Υπέρβαση εξουσίας
Απάτη, Υπέρβαση εξουσίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 494/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Παναγιωτακόπουλο, περί αναιρέσεως της 64/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγον το Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Σπύρο Μαυρογιάννη. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1251/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. Εξ'άλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64, και 68 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, στην άσκηση της πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. Τέλος, κατά το άρθρο 7 του ν.δ 2698/1953 περί οργανώσεως της νομικής υπηρεσίας του Ι.ΚΑ, "συνιστάται παρά τω ΙΚΑ γραφείον νομικού συμβούλου. Εις τούτο ανήκουσι: α) η ενώπιον παντός είδους δικαστηρίων ή αρχών υπεράσπισις των συμφερόντων του ΙΚΑ, ενώ, κατά το άρθρο 8 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος, ορίζεται επίσης, ότι " το προσωπικόν του παρά τω ΙΚΑ νομικού συμβούλου διαιρείται εις κύριον και βοηθητικόν. Το κύριον προσωπικόν αποτελείται: α) εκ του Νομικού Συμβούλου και β) εκ τεσσάρων παρέδρων. Επίσης, κατά το άρθρο 11 του αυτού ν.δ ορίζεται " δια την ενώπιον πάντων εν γένει πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων και δικαστικών ή διοικητικών αρχών, παράστασιν και εκπροσώπησιν του Ι.Κ.Α, υπό του κατά το άρθρο 7-8 προσωπικού, ως και δια την υπογραφήν ή κατάθεσιν αγωγών και παντός είδους δικογράφων ή ενδίκων μέσων κέκτηνται εκ του νόμου πληρεξουσιότητα, αρκούσης της βεβαιώσεως της ταυτότητος των παρισταμένων δια δελτίου υπογεγραμμένου υπό του Διοικητού του Ιδρύματος. Δια την παράστασιν όμως και υπεράσπισιν των υποθέσεων ενώπιον παντός είδους δικαστηρίων απαιτείται ειδική έγγραφος πληρεξουσιότης, είτε υπό του Διοικητού του Ιδρύματος, είτε των προς τούτο δι' αποφάσεως του εντεταλμένων υπαλλήλων, είτε του Διευθυντού του Υποκαταστήματος επί δικών αυτού. Η διάταξις του άρθρου 31 του Α.Ν 427/1945 εφαρμόζεται και εν προκειμένω". Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, κατά την έρευνα του αναιρετικού λόγου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμό 64/2007, που εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και επιδίκασε υπέρ του Ι.ΚΑ, που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, δια της πληρεξούσιάς του Βασιλικής Σαϊτη, δικηγόρου, μέλους του Δ.Σ Λάρισας, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 100,00 ευρώ, ποσό που είχε επιδικαστεί και πρωτοδίκως. Η ως άνω πληρεξούσια δικηγόρος, προκειμένου να παρασταθεί και εκπροσωπήσει το Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ, προσκόμισε την με αριθμό πρωτ. ...... εξουσιοδότηση, από το γραφείο του Νομικού Συμβούλου του Ιδρύματος, που την υπογράφει ο Διοικητής του Ιδρύματος. Σύμφωνα δε με το περιεχόμενο της εξουσιοδοτήσεως αυτής, παρασχέθηκε στην ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο, η εντολή να παραστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας κατά τη δικάσιμο της 29-9-2004 για λογαριασμό του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως πολιτικώς ενάγοντος, στην κατά του κατηγορούμενου x1, ποινική δίκη και να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση ποσού 100,00 ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης. Ως εκ τούτου, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προσηκόντως παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο, στην κατά του ήδη αναιρεσείοντος ποινική δίκη, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, και δεν επήλθε οποιαδήποτε εκ του λόγου αυτού ακυρότητα, πέραν από το γεγονός ότι, εκ μέρους του κατηγορούμενου και ήδη αναιρεσείοντος, για την ως άνω εκπροσώπηση, δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε αντίρρηση τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου, όσο και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Μετά από αυτά, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 510 παρ.1 παρ. Α'του Κ.Π.Δ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Απορριπτομένης της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176,183 Κ,Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Ιουνίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του x1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 64/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ και επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα υπέρ του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τα οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για υπεξαίρεση, με την επίκληση του λόγου της απόλυτης ακυρότητας (171 παρ. 1δ - 510 παρ. 1 στ.Α, του ΚΠΔ). Δεν επήλθε ακυρότητα από την δήλωση παράστασης, ως πολιτικώς ενάγοντος του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρου, κατόπιν εξουσιοδότησης του Διοικητού του Ι.Κ.Α. . Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή.
1
Αριθμός 493/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέργιο Σκουρολιάκο, περί αναιρέσεως της 49996/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1927/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. Ι α του ΑΝ.86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτών ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείο Εργασίας υπαγομένους κάθε φύσης Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή ειδικής και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, στους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) δρχ., κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εις αυτόν εργαζομένων με σκοπό αποδόσεως στους κατά την παρ. 1 Οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του, όπως ισχύει, ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και εργαζομένους σ' αυτόν καθώς και η μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται, συνεπώς, για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Εξ' άλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην καταδικαστική απόφαση, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν περιέχονται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί λογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 49996/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού με το διατακτικό, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, δέχθηκε ανελέγκτως, από τα μνημονευόμενα σ' αυτήν αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητά του ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ΜΟΥΛΤΙΜΠΛΕ ΜΠΑΝΚ ΜΒ ΑΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1999 έως 1/2001, δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες εργοδοτικές εισφορές ποσού 33.405,13 ευρώ, και εργατικές εισφορές ποσού 16.702,57 ευρώ, για τις οποίες είχε συνταχθεί η υπ' αριθμό 9990 Π.Ε.Ε, για το συνολικό ποσό των 50.107 ευρώ,". Μετά από αυτά, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος του ότι "στην Αθήνα την 26 Σεπτεμβρίου 2003, τυγχάνων εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία "ΜΟΥΛΤΙΜΠΛΕ ΜΠΑΝΚ ΜΒ ΑΕ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 1/99 έως 1/2002 στην επιχείρησή του αυτή προσωπικό, με σχέση εξαρτημένης με αμοιβή εργασίας, που ασφαλίζονταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του πιο πάνω προσωπικού να καταβάλει στο Ι.Κ.Α τις κατωτέρω εισφορές 50.107,70 ευρώ, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία..., υπέπεσε στις κατωτέρω αξιόποινες πράξεις: 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών ασφαλιστικών εισφορών (ΕΡΓ ποσού δρχ. ή 33,405,13 Ε δεν ακτέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίον ήταν απαιτητές, και 2) Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) 16...702,57 Ε με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, λόγω της αντίφασης που ενέχει ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης που αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Δηλαδή, ενώ στο αιτιολογικό της η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι ο κατηγορούμενος είχε νόμιμη υποχρέωση καταβολής των εισφορών για την περίοδο από 1-1-1999 έως το μήνα Ιανουάριο του 2001, για καθένα των παραπάνω μηνών, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, στο διατακτικό, αντιφατικά, δέχεται ως χρόνο τέλεσης την 26 Σεπτεμβρίου 2003, γεγονός το οποίο ασκεί ουσιώδη επιρροή, ενόψει των διατάξεων περί παραγραφής. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, (ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους), συνακόλουθα δε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Το ζήτημα της τυχόν παραγραφής των πράξεων θα κριθεί από το Δικαστήριο της παραπομπής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθμό 49.996/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ασφαλιστικές εισφορές A.N. 86/1969 (εισφορές Ι.Κ.Α.). Αναίρεση με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού ως προς το χρόνο τελέσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 491/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1, 2)Χ2, 3)Χ3 και 4)Χ4 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1815/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1)Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία "ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ-ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ" που εδρεύει στην Μεταμόρφωση Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2)Ψ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Οκτωβρίου 2007 αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1952/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στυλιανός Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, με αριθμό 22/25-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριο σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 736/2007 βούλευμά του, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, για την παράβαση των άρθρων 1 και 29 του Ν.703/77, έπαυσε υφ'όρον την ποινική δίωξη, κατ'άρθρο 31 του Ν.3346/2005, για την παράβαση επίσης των άρθρων 1 και 29 του Ν.703/77 και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατ'αυτών για τις πράξεις α) της απόπειρας εκβίασης από κοινού και κατ'εξακολούθηση τελεσθείσες από δράστες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, και β) της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού συνολικής αξίας άνω των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν εφέσεις ο πολιτικώς ενάγων Ψ2, ατομικά ως παθών και ως νόμιμος εκπρόσωπος της (εγκαλούσας-πολιτικώς ενάγουσας) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ" που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 1815/2007 βούλευμα, απέρριψε κατ'ουσίαν τις εφέσεις, κατά το μέρος που το εκκαλούμενο βούλευμα αποφάνθηκε 1) ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για την πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού συνολικής αξίας άνω των 73.000 ευρώ και καθόσον αφορά τον .......... για την πράξη της απόπειρας εκβίασης σε βαθμό κακουργήματος 2) ότι πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής και υφ'όρον για τις πράξεις της παράβασης των άρθρων 1 και 29 του Ν.703/77 και επικύρωσε ως προς τις διατάξεις αυτές το εκκαλούμενο βούλευμα, δέχθηκε όμως κατά τα λοιπά αυτές (εφέσεις) κατ'ουσίαν, μεταρρρύθμισε το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς την απαλλακτική του διάταξη για την πράξη της απόπειρας εκβίασης από κοινού και κατ'εξακολούθηση, τελεσθείσα από δράστες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους κατηγορουμένους Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 για να δικαστούν ως υπαίτιο αυτής. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε στους κατηγορουμένους στις 20-11-2007, 15-10-2007 και 22-10-2007 αντιστοίχως (βλ. σχετικά αποδεικτικά). Στις 24-10-2007 οι κατηγορούμενοι, δια του αντιπροσώπου τους δικηγόρου Γεωργίου Σαμαρά, έχοντος την προς τούτο ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, άσκησαν αναίρεση κατ'αυτού με δήλωσή τους προς την αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και έτσι συντάχθηκαν οι αριθμ. 224/24-10-2007, 227/24-10-2007, 226/24-10-2007 και 225/24-10-2007 αντίστοιχες εκθέσεις αναίρεσης. Στις εκθέσεις αυτές αναφέρονται ως λόγοι αναίρεσης η απόλυτη ακυρότητα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α-δ και β ΚΠοινΔ). Οι αναιρέσεις αυτές πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν ουσιαστικά, αφού ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, από διαδίκους που είχαν το σχετικό δικαίωμα, αφού με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν για κακούργημα (άρθρα 462, 463, 473, 474, 482 παρ. 1α ΚΠΔ σε συνδ. με άρθρα 1, 13στ, 42, 45, 98, 385 παρ. 1β' ΠΚ). Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 εδ. τελευταίο ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 2 ΝΔ 4090/60, αν μετά το πέρας της ανακρίσεως και την υποβολή των εγγράφων στον Εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του Συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους αυτών, για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, η οποία κατά το άρθρο 316 παρ. 2 ΚΠΔ, εφαρμόζεται και στη διαδικασία στο Συμβούλιο Εφετών, επάγεται για τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ, διότι τον αποστερεί από υπερασπιστικό δικαίωμα που του παρέχεται από το νόμο και ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1α ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως (ΑΠ 1937/2006 Πράξ Λογ ΠΔ 2006, 675, ΑΠ 1563/2006 Ποιν Δνη 2007, 548, ΑΠ 1496/99 ΠΧ, Ν, 707). Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο 1815/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες για να δικασθούν ως υπαίτιοι απόπειρας εκβίασης από κοινού και κατ'εξακολούθηση, τελεσθείσα από δράστες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια. Την κρίση του αυτή το Συμβούλιο στήριξε και στην αριθμ. 3820/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία με το από 16-7-2007 υπόμνημα των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και της Ανωνύμου Εταιρίας με την επωνυμία "ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ" που εγχειρίσθηκε αυθημερόν (16-7-2007) στον Εισαγγελέα Εφετών, μετά την υποβολή της αριθμ. ....... έγγραφης πρότασης αυτού (Εισαγγελέα Εφετών), υποβλήθηκε το πρώτον στο εν λόγω Συμβούλιο Εφετών, χωρίς από τα στοιχεία της δικογραφίας να προκύπτει ότι κλήθηκαν οι αναιρεσείοντες ή οι αντίκλητοί τους για να λάβουν γνώση αυτής και του υπομνήματος και να υποβάλλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους. 'Ετσι, όμως, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για τους κατηγορουμένους και το βούλευμα πρέπει να αναιρεθεί, κατά τον βάσιμο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠΔ, πρώτο λόγο των αναιρέσεων και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα έρευνα ενώπιον του αυτού Συμβουλίου, χωρίς συμμετοχή των ίδιων Δικαστών. Οι υπόλοιποι λόγοι αναίρεσης (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 98, 45, 42 παρ. 1 και 385 παρ. 1 εδ. β ΠΚ) είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Για τους λόγους αυτούς ----------------Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να γίνουν δεκτές οι με αριθμούς 224/24-10-2007, 227/24-10-2007, 226/24-10-2007 και 225/24-10-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, που ασκήθηκαν από τους κατηγορουμένους 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, αντίστοιχα, κατά του 1815/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών. Αθήνα 21-12-2007 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 309 § 2 εδ. ε' του Κ.Π.Δ., αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον Εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 309 ΚΠΔ που εφαρμόζεται αναλόγως για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία που την καθορίζει το ίδιο. Από τη διάταξη αυτή, η οποία, κατά τα άρθρα 316 § 2 και 318 ΚΠΔ, έχει εφαρμογή και όταν τα νέα στοιχεία προσκομίστηκαν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και (η οποία) εξασφαλίζει, ως προς τον κατηγορούμενο, την υπεράσπιση αυτού και την άσκηση του δικαιώματός του, όπως λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων και επιφέρει τις παρατηρήσεις του, της οποίας, επομένως, η μη τήρηση συνεπάγεται, κατά το άρθρο 171 § 1δ' ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, σαφώς προκύπτει ότι η παράβαση αυτή, δημιουργούσα τον εκ του άρθρου 484 § 1α' ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το συμβούλιο αποφασίσει την παραπομπή του κατηγορουμένου λαμβάνοντας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσεώς του ως άνω υποβληθέντα υπό άλλου διαδίκου κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να καλέσει προηγουμένως τον κατηγορούμενο να λάβει γνώση τούτων και να επιφέρει τις παρατηρήσεις του. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 1815/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για απόπειρα εκβίασης από κοινού κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα από δράστες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Τη κρίση του το Συμβούλιο την στήριξε, κατά τα εις το βούλευμα διαλαμβανόμενα: ".....στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και την κυρία ανάκριση που επακολούθησε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων και των καταθέσεων των εκκαλούντων - πολιτικώς εναγόντων τα επισυναπτόμενα εις τη δικογραφία έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται όλα ανεξαιρέτως υπόψη και αν δεν γίνεται ειδικότερα μνεία αυτών, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και το κοινό απολογητικό υπόμνημα που υπέβαλαν αυτοί", καθώς και στην υπ' αριθμ. 3820/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία, με το από 16-7-2007 υπόμνημα των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ", που εγχειρίσθηκε αυθημερόν (16-7-2007) στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετά την υποβολή της υπ' αριθμ. ...... έγγραφης πρότασης του Εισαγγελέως Εφετών, υποβλήθηκε το πρώτον στο Συμβούλιο Εφετών, χωρίς από τα στοιχεία της δικογραφίας να προκύπτει, ότι κλήθηκαν οι αναιρεσείοντες ή οι αντίκλητοί τους για να λάβουν γνώση αυτής και του υπομνήματος και να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους. Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για τους κατηγορουμένους και το βούλευμα πρέπει να αναιρεθεί, κατά του βάσιμου, εκ του άρθρου 484 § 1α' ΚΠΔ, πρώτο λόγο των αναιρέσεων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο αυτό Συμβούλιο, που όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί το υπ' αριθμ. 1815/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπομπή κατηγορουμένου στο ακροατήριο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για απόπειρα εκβιάσεως. Υποβολή υπομνήματος και εγγράφου (αποφάσεως πολιτικού Εφετείου) από τους πολιτικώς ενάγοντες μετά την υποβολή στο Συμβούλιο Εφετών της προτάσεως του Εισαγγελέως, χωρίς να κληθούν οι κατηγορούμενοι να λάβουν γνώση και να υποβάλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους. Απόλυτη ακυρότητα. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εκβίαση.
0
Αριθμός 487/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενο το Χ1, Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά και με εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1715/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 473/28.11.2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά με το υπ'αριθμ. 2533/28-9-2007 έγγραφό του, μας κατέστησε γνωστό ότι ο Ψ1, υπέβαλε την υπ'αριθμ 202/2007 προσφυγή του κατά της υπ'αριθμ. 271/2007 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με την οποία απέρριψε ως κατ'ουσία αβάσιμη την από 14-7-2006 έγκληση αυτού, που εστρέφετο κατά του Χ1, Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά. Κατά το άρθρο 136 περιπτ. ε', του Κ.Π.Δ. εάν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο (κατά τόπο) σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 137 Κ.Π.Δ. την παραπομπή μπορεί να ζητήσει και ο Εισαγγελέας (όπως στην κρινόμενη περίπτωση), αποφασίζει δε περί αυτής ο 'Αρειος Πάγος, που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφόσον πρόκειται για περιπτώσεις, που δεν διαλαμβάνονται στα εδάφια α' και β' της παραγράφου 1 του άρθρου 137 του ιδίου Κώδικα, συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλο ισόβαθμο Εισαγγελέα. Η Νομολογία πάγια δέχεται, ότι η περίπτωση του άρθρου 136 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ. αποβλέπει στο αδιάβλητο της δικαστικής κρίσης στην κοινή συνείδηση, γι'αυτό δε το λόγο η παραπομπή μπορεί να ανακύψει και στην προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως ποινικής διώξεως (ΑΠ 311/2001 Ποιν. Δικ/νη 917, ΑΠ 156/2003). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 48 Κ.Π.Δ. την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της απορριπτικής (της έγκλησης του) διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών (άρθρο 47 Κ.Π.Δ.) εξετάζει και κρίνει ο Εισαγγελέας Εφετών. Κατά συνέπεια, επειδή ο ως άνω εγκαλούμενος υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιά, όπου εκκρεμεί η παραπάνω ασκηθείσα προσφυγή κατά διάταξης απορριπτικής έγκλησης που στρέφεται κατ'αυτού, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 Κ.Π.Δ.). 'Εχουμε δε τη γνώμη, ότι πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, που θα επιληφθεί και θα κρίνει στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με το άρθρο 48 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να διατάξει το Δικαστήριό σας την παραπομπή της υπόθεσης, που αφορά το υπ'αριθμ. 2533/28-9-2007 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά και αναφέρεται στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά Χ1, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για να επιληφθεί της μνημονευόμενης προσφυγής του Ψ1. Αθήνα 21 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 48 του ΚΠΔ, την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 ΚΠΔ) εξετάζει και κρίνει Εισαγγελέας Εφετών... Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα? Ο εγκαλούμενος Εισαγγελέας Εφετών Χ1 υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιά. Κατ' αυτού ο Ψ1, υπέβαλε την από 14-7-2006 έγκληση για συκοφαντική δυσφήμιση. Η έγκληση αυτή απορρίφτηκε με την υπ' αριθμ. 271/2007 διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά. Κατ' αυτής ο εγκαλών άσκησε, κατ' άρθρο 48 του ΚΠΔ, την υπ' αριθμ. 202/2007 προσφυγή του. Με το υπ' αριθμ. πρωτ. 2533 /007 έγγραφο ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά αιτείται τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών να κρίνει την προσφυγή. Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή(άρθρα 136 εδ. ε' και 137 του ΚΠΔ), και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης από του κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, και όταν συντρέξει περίπτωση στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό αυτής, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Για τους λόγους αυτούς Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο υπ' αριθμ. πρωτ. 2533/2007 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά και αναφέρεται στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά Χ1, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
Αριθμός 486/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενη τη Χ1, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και με εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 28 Αυγούστου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1577/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 392/19.10.2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 + 4, 137 παρ. 1, 138 παρ. 2β Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 2299/28-8-07 αίτηση του κ. Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς σχετικά με τον καθορισμό αρμοδιότητας επί της υπ' αριθμ. ΑΒΜ-Β07-3564 μηνύσεως του Ψ1 που στρέφεται κατά της Χ1 Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και εκθέτω τ'ακόλουθα: ΙΙ) Κατά την διάταξη του αρ. 136 εδ. ε' Κ.Π.Δ. στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 του Κ.Π.Δ., δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας, και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δηλαδή την εξασφάλιση του ανεπηρεάστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών, λόγω συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο. Περαιτέρω κατά την διάταξη του αρ. 137 του ίδιου Κ.Π.Δ. την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, μεταξύ άλλων και ο Εισαγγελέας, αρμόδιο δε να αποφασίσει γι'αυτήν είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφ'όσον πρόκειται για περιπτώσεις, που δεν διαλαμβάνονται στα εδάφια α' και β' της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού (137), συνεπώς και στην περίπτωση κατά την οποία πρόκειται να κριθεί η τύχη εγκλήσεως κατά δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού του Πρωτοδικείου Πειραιώς και στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, στην οποία ανήκει το εν λόγω Πρωτοδικείο και η αντίστοιχη εισαγγελία του, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο και αντίστοιχη Εισαγγελία Πρωτοδικών (AD HOC Α.Π. 840/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1241). ΙΙΙ) Κατά συνέπεια θα πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση της Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς και να παραπεμφθεί προς έρευνα η έγκληση του Ψ1 που στρέφεται κατά εισαγγελικής λειτουργού της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών ως και στις αντίστοιχες της Εισαγγελίας Εφετών και Εφετείου Αθηνών. ΙV) Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω Να παραπεμφθεί προς έρευνα η από 10-1-2007 έγκληση του Ψ1, στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών. Αθήνα 12 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος, σε Συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα? Η εγκαλουμένη Χ1, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς. Κατ' αυτής ο Ψ1 υπέβαλε την από 10-1-2007 έγκληση. Με το από ...... έγγραφό της η Αντεισαγγελέας Εφετών Πειραιά ζητεί τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου αρμόδιος Εισαγγελέας να κρίνει την έγκληση αυτή. Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 του ΚΠΔ), και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης από του κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου να την κρίνει, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, και όταν συντρέξει περίπτωση στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Για τους λόγους αυτούς Διατάσσει την παραπομπή της από 10-1-2007 έγκλησης του Ψ1, από του κατά τόπον αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημ/κών Πειραιώς στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών και όταν συντρέξει περίπτωση στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και στις Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 502/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου X1 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της 2531/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαΐου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1095/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 Π.Κ., "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, Η χρήση του εγγράφου 3πό αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και περαιτέρω σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Περαιτέρω, για την κακουργηματική μορφή της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται επί πλέον, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του Ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή να σκόπευε να βλάψει άλλον και το όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ) Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος δεν είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτήν το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, αλλ' αρκεί ότι αυτά έχουν ενταχθεί στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και διαμορφώνονται με την πλαστογραφία οι προϋποθέσεις για να υπάρχει στη συνέχεια η δυνατότητα (ο κίνδυνος), έστω και με την παρεμβολή άλλων, μετά την τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας, ενεργειών του δράστη, να επέλθει το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος ή η σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη. Οι επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν την προσφορότητα της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή βλάβη που αυτός αοσκοπεί. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του παραπάνω περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, και περαιτέρω ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά δε. τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή το δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει, δηλαδή, ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει φανερά ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης, ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (μετατοπίσεως). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν, 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς, τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2531/2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Α)Στην Αθήνα την 13/06/1989, κατήρτισε καθολοκληρία πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση τους τρίτους και από την τελευταία αυτή να αποκομίσει παράνομο όφελος περιουσιακό με βλάβη τρίτων, υπερβαίνον τα 25.000.000 δρχ., και, ειδικότερα, συνέταξε φωτοτυπία (α) της με αριθμό ........ συμβολαιογραφικής πράξης της ανύπαρκτης Σ/φου Ελένης Παπαδοπούλου, κατά την οποία φέρονται ως συμβληθέντες οι Γ1 και Γ2, προς σύσταση της με την επωνυμία ".............ΕΠΕ", ιδρυθείσης με έδρα τον .......... Αττικής εταιρίας, της οποίας ιδρυτές ορίσθηκαν τα προαναφερόμενα φυσικά πρόσωπα, μηδέποτε συναλλαγέντα μεταξύ τους και ή με τον κατηγορούμενο στην πραγματικότητα, ο οποίος και αυτοδιόρισε ως διαχειριστή του εκ των φυσικών ως άνω προσώπων Γ3 και (β) της υπ' αριθμ ............ συμβολαιογραφικής πράξης της ίδιας ως άνω ανύπαρκτης Σ/φου, με την οποία τα ίδια ως άνω φυσικά πρόσωπα φέρονται ως ιδρυτές της με έδρα τον ......... συσταθείσης με την επωνυμία "...........ΕΠΕ" εταιρίας, της οποίας και διόρισε ως διαχειρίστρια την εκ των ιδίων φυσικών προσώπων Γ2. Τα δε ως άνω πλαστά φωτοτυπικά έγγραφα, ανεπικύρωτα, προσεκόμισε στις αρμόδιες Αρχές, δηλαδή στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, στην ΔΟΥ Αχαρνών, και στην ΔΟΥ Η' Αθηνών, κατά παραπλάνηση των οποίων επέτυχε την καταχώρηση αυτών στα οικεία βιβλία εταιριών του ως άνω Πρωτοδικείου και εν συνεχεία την έκδοση βεβαίωσης ενάρξεως εργασιών και θεώρηση βιβλίων και στοιχείων από τις προαναφερόμενες Δ.Ο.Υ για κάθε μία από τις ανωτέρω ΕΠΕ, οι οποίες κατά το από του έτους 1989 μέχρι του έτους 1992 χρονικό διάστημα, ενεφανίσθησαν ως έχουσες κέρδη 96.573.662 δρχ. και 916.550.771 δρχ. αντιστοίχως, με αντίστοιχη βλάβη των ιδρυτών αυτών και σύστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου, ο οποίος (Β) την 31/07/1989, την 15/08/1989, εξηπάτησε τους ως άνω υπαλλήλους εμφανισθείς ως νόμιμος εκπρόσωπος των ανωτέρω εταιριών, με αντίστοιχη βλάβη των φερομένων ως ιδρυτών των ως άνω ανυπάρκτων εταιριών, εν συνεχεία δε και κατά το από 16/02/1990 μέχρι 10/3/1990 (χρονικό διάστημα εξηπάτησε τον Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και την Η' Δ.Ο.Υ Αθηνών, εμφανισθείς ως νόμιμος εκπρόσωπος της ".......ΕΠΕ", ιδρυθείσης με το υπ'αριθμ. ........ συμβολαιογραφικό έγγραφο της Σ/φου Αθηνών Δήμητρας Παναγιωτοπούλου, (που) κατηρτίσθη κατ' εξαπάτηση της τελευταίας, δι' εμφανίσεως τρίτου προσώπου υποδυθέντος τον Γ1, και εν συνεχεία, κατώρθωσε με τις μηχανορραφίες αυτές, αυτός μεν να αποκομίζει τα προαναφερόμενα αθέμιτα οφέλη, οι δε Γ1 και Γ2, να υφίστανται βλάβη, ως υπεύθυνοι για την καταβολή των επιβληθέντων προστίμων στις ...... ΕΠΕ και ........ ΕΠΕ, λόγω φορολογικών ατασθαλιών, όπως εις το διατακτικό της παρούσης ειδικότερα εκτίθενται. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των εις αυτόν αποδιδόμενων πράξεων ως εις το διατακτικό". Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεώς του κήρυξε τον κατηγορούμενο του ότι: "1. Στην Αθήνα την 13-6-1989, με πολλές πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτών, σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο, το δε όφελος υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ. και ειδικότερα: α) την 13-6-1989 συνέταξε ο ίδιος τη με αριθμ. ....... συμβολαιογραφική πράξη, που φέρεται να έχει συνταχθεί από την ανύπαρκτη συμβολαιογράφο, Ελένη Παπαδοπούλου, με εταίρους τους Γ1, μηνυτή, και την Γ2, των οποίων τα στοιχεία βρήκε από τις απολεσθείσες με αριθμ. ....... και ....... αστυνομικές ταυτότητές τους, αντίστοιχα, με την οποία φέρονται να συστήνουν την εταιρία με την επωνυμία "......... ΕΠΕ" με έδρα το ...... και την οδό ....... (περιοχή ........), της οποίας το κεφάλαιο ορίσθηκε στο ποσό των 200.000 δρχ. και στο οποίο συμμετείχαν τα ως άνω πρόσωπα με ποσοστό 90% και 10%, αντίστοιχα, με διαχειριστή το μηνυτή, β) την 13-6-1989 συνέταξε ο ίδιος την με αριθμ. ......... συμβολαιογραφική πράξη, που φέρεται να έχει συνταχθεί από την ίδια ως άνω ανύπαρκτη συμβολαιογράφο με τους αυτούς εταίρους, οι οποίοι φέρονται να συστήνουν την εταιρία με την επωνυμία "...... ΕΠΕ" με έδρα το ........ (.........), της οποίας το κεφάλαιο ορίσθηκε, επίσης, στο ποσό των 200.000 δρχ. και σ' αυτό συμμετείχαν η Γ2 κατά ποσοστό 90%, ο δε Γ1 κατά ποσοστό 10%. Ως διαχειρίστρια δε αυτής ορίσθηκε η πρώτη απ' αυτούς. Στην κατάρτιση των πλαστών αυτών εγγράφων προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους τις δημόσιες αρχές ότι δήθεν συστάθηκαν νομίμως οι προαναφερόμενες εταιρίες και μπορούσαν να αναπτύξουν επιχειρηματική δραστηριότητα. Στη συνέχεια έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων και συγκεκριμένα προσκόμισε αντίγραφο των συμβολαίων αυτών στο Πρωτοδικείο Αθηνών και εξαπατήσας τον αρμόδιο Γραμματέα πέτυχε την καταχώρησή τους στο βιβλίο εταιριών περιωρισμένης ευθύνης του Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια προσκόμισε το πρώτο απ' αυτά στη ΔΟΥ Αχαρνών και το δεύτερο στη Δ.Ο.Υ Η' Αθηνών και πέτυχε την έκδοση βεβαίωσης έναρξης εργασιών και τη θεώρηση βιβλίων και στοιχείων επ' ονόματι των εικονικών αυτών εταιριών. Με την πράξη του αυτή σκόπευε βλάπτοντας το μηνυτή, Γ1, και την Γ2, καθώς και τους συναλλαγέντες μαζί του τρίτους να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, από την εμπορική δραστηριότητα και τα κέρδη των ως άνω εταιριών, που κατά τα έτη 1989 έως 1992 ανέρχονταν για μεν την εταιρία "........ ΕΠΕ" σε 96.573.662 δρχ., για δε την "........ ΕΠΕ" σε 916.550.771 δρχ. 2) Στους παρακάτω χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, το δε συνολικό όφελος και η συνολική βλάβη υπερβαίνουν τα 5.000.000 δρχ., την πράξη δε αυτή τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ειδικότερα με τον παραπάνω σκοπό: α) την 31-7-1989 επιδίωξε την εν μέρει νομιμοποίηση της προαναφερομένης ψευδοεταιρίας με την επωνυμία " .......... ΕΠΕ", και παρέστησε ψευδώς στον αρμόδιο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών ότι το ως άνω καταστατικό είναι καθόλα νόμιμο και ότι αυτός υπήρξε ο νόμιμος εκπρόσωπός της και πέτυχε την καταχώρηση του με αριθμ. ........ πλαστού καταστατικού της στο βιβλίο εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια στις αρχές Αυγούστου 1989, εμφανίσθηκε στη Δ.Ο.Υ Αχαρνών, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ίδιας εταιρίας και προσκομίζοντας το ανωτέρω πλαστό καταστατικό πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους της και να λάβει για την εταιρία αυτή βεβαίωση έναρξης εργασιών, ΑΦΜ, καθώς και να θεωρήσει τα βιβλία και στοιχεία αυτής. β) Την 16-8-1989 παρέστησε ψευδώς στους υπαλλήλους της Η' ΔΟΥ Αθηνών ότι το υπ'αριθμ. ........ καταστατικό ήταν γνήσιο και ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της Εταιρίας με την επωνυμία "......... ΕΠΕ"., η οποία συστάθηκε με το ως άνω καταστατικό και πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της και να λάβει για την εταιρία αυτή βεβαίωση έναρξης εργασιών και ΑΦΜ, καθώς και να θεωρήσει τα βιβλία και στοιχεία αυτής". γ) Κατά το έτος 1989, και κατά ημερομηνία, που δεν εξακριβώθηκε, εμφανίσθηκε στη Δ' ΔΟΥ Αθηνών και παρέστησε ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους της ότι είναι ο Γ1 και πέτυχε να εξαπατήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους της και να λάβει βεβαίωση έναρξης εργασιών, ΑΦΜ, καθώς και τα απαραίτητα βιβλία και στοιχεία για την άσκηση ατομικής επιχείρησης στο όνομα του μηνυτή, Γ1, στην οδό ........... δ)Κατά το από 16-2-90 έως 10-3-90 χρονικό διάστημα και κατά ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε, εμφανίσθηκε τόσον στον αρμόδιο γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών όσο και στους αρμοδίους υπαλλήλους της Η' ΔΟΥ Αθηνών και παρέστησε σ' αυτούς ψευδώς ότι το με αριθμ. ............ συμβολαιογραφικό έγγραφο, που συντάχθηκε από την συμβολαιογράφο Αθηνών- Δήμητρα Παναγιωτοπούλου, με το. οποίο εφέρετο ο μηνυτής να είναι εταίρος της εταιρίας "..........ΕΠΕ" με ποσοστό 96,45% (καθώς και ο ........ κατά ποσοστό 4, 55%) καθώς επίσης και διαχειριστής της εταιρίας αυτής, ήταν γνήσιο και νόμιμο και είχε υπογραφεί από τον τελευταίο. Ενώ γνώριζε ότι η συμβολαιογραφική αυτή πράξη είχε συνταχθεί κατόπιν εξαπατήσεως της ως άνω συμβολαιογράφου, ενώπιον της οποίας εμφανίσθηκε άγνωστο σε μας πρόσωπο, κατόπιν προτροπών και παραινέσεων του κατηγορουμένου, ως Γ1 και υπέγραψε το ως άνω συμβόλαιο με το όνομα αυτού. Με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις του πέτυχε το μεν να καταχωρήσει το ως άνω εικονικό συμβόλαιο-καταστατικό στα βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών το δε να παραπλανηθούν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Η' Δ.Ο.Υ Αθηνών και να δεχθούν έναρξη εργασιών της εν λόγω εταιρίας και να θεωρήσουν τα βιβλία και στοιχεία αυτής. Αποτέλεσμα δε των ως άνω ψευδών διαβεβαιώσεων του ήταν να αναπτύξει τεράστια εμπορική δραστηριότητα στο όνομα των ως άνω εταιριών και της ατομικής επιχείρησης του Γ1, παραπλανώντας παράλληλα και τους συναλλαχθέντες μαζί του τρίτους, βλάπτοντας τόσο τον τελευταίο, όσο και την Γ2, οι οποίοι άλλοτε ως διαχειριστές και εκπρόσωποι των ως άνω εταιριών και άλλοτε ως μέλη αυτών (ο πρώτος μάλιστα και ως ασκών ατομική επιχείρηση) θεωρήθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες ως υπόχρεοι και υπεύθυνοι για να καταβάλουν τα επιβληθέντα από τις αρμόδιες ΔΟΥ πρόστιμα για τις ως άνω εικονικές εταιρίες και δραστηριότητες του κατηγορουμένου. Έτσι σε βάρος της Γ2 επιβλήθηκε πρόστιμο για την εταιρία ".......... ΕΠΕ" της οποίας εφέρετο ως διαχειρίστρια, 500.000.000 δρχ. για ΦΠΑ και 4.000.000 δρχ. ως πρόστιμο. Παράλληλα δε ενεπλάκησαν σε δικαστικό αγώνα και υπέστησαν ζημιά πάνω από 5.000.000 δρχ. για αμοιβές δικηγόρων, σύνταξη μηνύσεως, που υπέβαλαν στις Δικαστικές Αρχές και στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ προκειμένου να αποδείξουν την έλλειψη συμμετοχής τους στην εγκληματική του δραστηριότητα. Προσέτι δε, ο μηνυτής καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 8 μηνών ως φοροδιαφυγάς. Με τις πράξεις του δε αυτές σκόπευε ακόμη βλάπτοντας τους ως άνω (μηνυτή και Γ2), καθώς και τους συναλλαγέντες τρίτους, να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος από την εμπορική δραστηριότητα και τα κέρδη των ως άνω εταιριών, τα οποία ανέρχονται για μεν την εταιρία " ....... ΕΠΕ" σε 96.573.662 δρχ. για δε τη "........ ΕΠΕ" σε 916.550.771 δρχ., ενώ για την τελευταία ως άνω εταιρία "............ ΕΠΕ" αγγίζουν σε ύψος πολλών εκατομμυρίων δραχμών, αφού εξέδωσε επ' ονόματι αυτής κατά τη διαχειριστική περίοδο 1988-1993 μεγάλο αριθμό τιμολογίων καθαρής αξίας 1.075.309.836 δρχ." Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφασή του από την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση, αφενός μεν συνεπεία αντιφάσεων τόσο του αιτιολογικού της όσο και μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της, αφετέρου δε λόγω υπάρξεως στις παραδοχές της ασαφειών, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του Π.Κ. Ειδικότερα, Α)ως προς την πράξη της πλαστογραφίας: 1)ενώ στο σκεπτικό, σε σχέση με τη δεύτερη φερόμενη ως πλαστή συμβολαιογραφική πράξη, δέχεται το Πενταμελές Εφετείο ότι ο αναιρεσείων με πρόθεση συνέταξε φωτοτυπία της υπ' αριθ. ......... συμβολαιογραφικής πράξεως της ανύπαρκτης συμβολαιογράφου Ελένης Παπαδοπούλου, στο διατακτικό αναφέρεται ότι συνέταξε την υπ' αριθ. ......... συμβολαιογραφική πράξη, 2)Ενώ στο σκεπτικό δέχεται ότι συνέταξε πλαστές "φωτοτυπίες" των υπ' αριθ. ......... και ....... συμβολαιογραφικών πράξεων της πιο πάνω ανύπαρκτης συμβολαιογράφου, τις οποίες προσκόμισε "ανεπικύρωτες" στις αναφερόμενες αρμόδιες αρχές, στο διατακτικό αναφέρεται ότι συνέταξε τις υπ' αριθ. ........ και ........ πλαστές "συμβολαιογραφικές πράξεις" της πιο πάνω συμβολαιογράφου, "αντίγραφα" των οποίων προσκόμισε στις άνω αρμόδιες αρχές, χωρίς περαιτέρω να διευκρινίζεται αν επρόκειτο για πρωτότυπα ή (φωτοτυπημένα) αντίγραφα και δη επικυρωμένα ή μη, και 3)ενώ στο σκεπτικό δέχεται ότι ο αναιρεσείων "αυτοδιόρισε" ως διαχειριστή της άνω εταιρίας "..........ΕΠΕ" τον Γ3 (σελ. 27 στιχ. 2), στο διατακτικό αναφέρεται ότι διαχειριστής της εν λόγω εταιρίας διορίσθηκε ο μηνυτής Γ1 (σελ. 29 στιχ. 12 και 21). Και Β) ως προς την πράξη της απάτης: α)ως προς την πιο πάνω μερικότερη τρίτη πράξη αυτής, ουδέν αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με την περιουσιακή βλάβη (ήτοι παθών, ύψος ζημίας κλπ), β)δεν αιτιολογείται καθόλου στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής η απαιτούμενη εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, υλική αντιστοιχία (ή υλική ταυτότητα), η οποία πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας, ήτοι των φερομένων ως εταίρων των άνω ΕΠΕ Γ1 και Γ2, και στο επιδιωκόμενο από τον κατηγορούμενο όφελος, ώστε να προκύπτει φανερά ότι το τελευταίο προέρχεται από την περιουσία εκείνων (εταίρων), γ)ενώ δέχεται η απόφαση ότι ο αναιρεσείων εμφάνισε πλαστές και ανεπικύρωτες φωτοτυπίες των άνω συμβολαιογραφικών πράξεων στους αρμόδιους υπαλλήλους του Πρωτοδικείου Αθηνών και των αναφερομένων Δ.Ο.Υ, δεν διευκρινίζει περαιτέρω πως οι εν λόγω δημόσιοι υπάλληλοι παραπλανήθηκαν στην προκείμενη περίπτωση και δέχθηκαν να προβούν στην καταχώριση των καταστατικών των άνω εταιριών "........ ΕΠΕ" και "......... ΕΠΕ" στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών, στην έκδοση βεβαιώσεως ενάρξεως εργασιών κλπ, δεδομένου ότι κατά νόμο, αλλά και κατά την κοινή πείρα και πρακτική οι ειρημένοι υπάλληλοι δεν αποδέχονται ανεπικύρωτες φωτοτυπίες συμβολαιογραφικών πράξεων και δεν προχωρούν με βάση αυτές στις προβλεπόμενες από το νόμο υπηρεσιακές ενέργειές τους, δ)ενώ σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως διαχειρίστρια της άνω εταιρίας "....... ΕΠΕ" είχε ορισθεί η Γ2, δεν εκτίθεται περαιτέρω πως ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε στους άνω αρμόδιους υπαλλήλους και τους έπεισε ότι είναι η αναφερόμενη στο φερόμενο ως πλαστό καταστατικό της εταιρίας αυτής άνω διαχειρίστριά της, και ε)αναφορικά με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της εξακολουθητικής απάτης, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, δεν διαλαμβάνονται καθόλου, ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό της αποφάσεως πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι τέλεσε αυτός την εν λόγω πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμων των σχετικών από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, ενώ παρέλκει μετά ταύτα η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 2531/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
α) Πλαστογραφία (216 παρ. 1 & 3 ΠΚ): Γιατί στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαία να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτή το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, αλλ’ αρκεί ότι έχουν ενταχθεί στο σχέδιο του δράστη και δια/ντη σε προϋποθέσεις με την πλαστογραφία για να υπάρχει ο κίνδυνος, έστω και με την παρεμβολή άλλων - μετά την πλαστογραφία - ενεργειών του δράστη, να επέλθει το επιδιωκόμενο όφελος ή σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη, β) Απάτη (388 παρ. 1 & 3 ΠΚ): Το παραπλανηθέν πρόσωπο δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακά βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια πράξη κλπ, το δε περιουσιακό όφελος να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου. Αναγκαία η ύπαρξη υλικής αντιστοιχίας (… ταυτότητας) ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και το επιδιωκόμενο όφελος, γ) Ασάφειες και αντιφάσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Δεκτοί οι σχετικοί λόγοι 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄& Ε΄ ΚΠοινΔ. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 472/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, για αναίρεση της 64/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 967/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 501 ΚΠΔ, αν κατά την συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί η έφεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη και η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 349 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως. Κατά το εδάφιο γ' της ως άνω παραγράφου, η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή συμβουλίου δεν το επιτρέπουν. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου "εάν το σημαντικό αίτιο αναφέρθηκε από το συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεως". Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 166 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων στο ακροατήριο ορίζεται σε δεκαπέντε ημέρες. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι τότε μόνον είναι δυνατόν να ορισθεί ρητή δικάσιμος προς εκδίκαση της εφέσεως, όταν είναι παρών ο εκκαλών ή, εν απουσία του, το σημαντικό αίτιο αναγγέλθηκε στο δικαστήριο από το συνήγορο ή από άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του απόντος κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεως και ο κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει κατά την ορισθείσα δικάσιμο. Αν δεν εμφανισθεί ο κατηγορούμενος στη νέα δικάσιμο, το δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την έφεση, ως ανυποστήρικτη. Τέλος, η προβλεπόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία είναι αναγκαία και για κάθε περίπτωση που το δικαστήριο εκδίδει δυσμενή απόφαση για τον κατηγορούμενο, όπως είναι και εκείνη με την οποία απορρίπτεται η έφεση του ως ανυποστήρικτη, οπότε πρέπει να παρατίθενται στην απόφαση τα περιστατικά που έχουν σχέση με τη νόμιμη κλήτευση του. Ειδικότερα στην περίπτωση κλήτευσης με αναβολή της δίκης σε ρητή δικάσιμο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, αρκεί η μνεία της αναβλητικής απόφασης και του ότι με αυτήν, αναβλήθηκε η εκδίκαση της έφεσης και ορίστηκε ως ρητή δικάσιμος η ημέρα συζήτησης, κατά την οποία η έφεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Λαμίας που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ* αριθ. 1740/7-8 Ιουνίου 2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, με την αιτιολογία, ότι "όπως προκύπτει από την αριθμ. 151/20-9-2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία βρίσκεται στη δικογραφία, ο κατηγορούμενος έχει νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητευθεί για να εμφανιστεί σήμερα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και να υποστηρίξει την έφεση του κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαμίας με αριθμό 1740/ 7-8 Ιουνίου 2005 και του έχει κοινοποιηθεί νόμιμα ο κατάλογος των μαρτύρων κατηγορίας που πρόκειται να εξετασθούν. Παρέλαβε δε την κλήση και τον κατάλογο των μαρτύρων ο ίδιος, όπως προκύπτει από το από ....... αποδεικτικό επίδοσης του αστ. ....... Επομένως, αφού ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε πρέπει να απορριφθεί η έφεσή του, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 326, 340, και 501 Κ.Ποιν.Δ, και να επιβληθούν σε βάρος του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δικ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 55 του Ν. 3160/30-6-2003 τα έξοδα της δίκης, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα πέντε (255) ευρώ". Με τις παραδοχές, όμως, αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρεται σ'αυτήν ότι η παραπάνω, με αριθμ 151/20-9-2006 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ήταν αναβλητική, με αυτή δε, αναβλήθηκε η εκδίκαση της έφεσης του αναιρεσείοντος για τη δικάσιμο της 20-3-2007, κατά την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη. Επομένως, η απόφαση στερείται της από τις παραπάνω διατάξεις απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο περί τούτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εφόσον η σύνθεση του, είναι εφικτή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 64/20077 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (για Πλημμελήματα) Λαμίας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση αποφάσεως (που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη), με την επίκληση του λόγου της ελλιπούς αιτιολογίας. Το Δικαστήριο που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, έχει δε προηγηθεί απόφαση περί αναβολής, έχει την υποχρέωση να αναφέρει, ότι η απόφαση αυτή είναι αναβλητική και ότι με αυτήν, αναβλήθηκε η εκδίκαση της έφεσης στη ρητή δικάσιμο, κατά την οποία αυτή απορρίφθηκε. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναβολής αίτημα.
1
Αριθμός 471/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1158/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 συγκατηγορούμενους τους 1) Χ2 2) Χ3 3) Χ4 και 4) Χ5. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 286/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 275/3.7.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω εις το Συμβούλιο σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 § 1 και 513 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως με αριθ. 176/22-12-2006 του Χ1 κατά του υπ'αριθ. 1158/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου, κατά μεταρρύθμιση του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αριθ. 1989/2005, παρεπέμφθη ούτος εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικασθεί ως υπαίτιος Άμεσης συνέργειας στην πράξιν της Απάτης τελεσθείσαν από πρόσωπο που διαπράττει την πράξιν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.00) και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, στρεφομένη κατά βουλεύματος υποκειμένου εις ταύτην, ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του δικαιουμένου προς τούτο ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών και επομένως πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και εξετασθεί κατ'ουσίαν. Κατά του ως άνω βουλεύματος παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, προβάλλων τους υπό του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. λόγους . ΙΙ) Επειδή κατά το άρθρ. 386 § 1 Π.Κ., ως αντικ. δι'άρθρ. 14 § 4 ν.2721/99, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που επροξενήθη είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παράγρ. 3 περ. α' του ίδιου άρθρου επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, β) η εν γνώσει παράστασις ψευδών γεγονότων ως αληθών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανείται κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ο τελευταίος μετέρχεται την απάτη κατ'επάγγελμα, όταν στην τέλεσή της προβαίνει έχοντας την πρόθεση της επανειλημμένης διάπραξής της για να πορισθεί εισόδημα προς βιοπορισμό, κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος αυτού προκύπτει ότι έχει αποκτήσει ροπή προς το έγκλημα. Εξάλλου, κατά το άρθρ. 46 § 1 περ. β' Π.Κ., τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά την διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, κατά δε το άρθρο 47 § 1 Π.Κ., όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιονδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό, χωρίς να είναι άμεση, εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής και της άμεσης συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στην γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξεως και στην βούληση ή αποδοχή να συμβάλλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Τέλος η απλή συνέργεια μπορεί να παρασχεθεί στον αυτουργό της πράξης και με αρνητική συνδρομή που παρέχεται με παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρ. 15 Π.Κ. και που υπάρχει όταν ο συνεργός, παρόλο, ότι έχει από τον νόμο ή από σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργεια του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του (Α.Π. 857/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ' σελ. 149, Α.Π. 174/2003 Ποιν. Χρ. ΝΓ'σελ. 920, Α.Π. 1446/1999 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 704, Α.Π. 878/93 Ποιν. Χρ. ΜΓ/675). Εξάλλου κατά το άρθρ. 49 § 2 του ίδιου κώδικα οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπ'όψιν μόνο για εκείνον τον συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν. Περαιτέρω η κατά τις διατάξεις των άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 484 § 1 περ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το Συμβούλιο που το εξέδωσε δεν εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε γι'αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου για τις πράξεις για τις οποίες ησκήθη ποινική δίωξις. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 484 § 1 περ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας ή το συμβούλιο δεν υπάγει ορθά τα περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφηρμόσθη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση ή το βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πιο πάνω περιστατικά ή κατά την ανάπτυξη αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε μεταξύ αυτών, στην αιτιολογία που τα περιέχει, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 803/96 Ποιν. Χρ. ΜΖ' σελ. 1149, ΑΠ 1446/99 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 704). ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο, ως άνω, βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έκαμε εν μέρει δεκτή κατ'ουσίαν την υπ'αριθ. 336/15-7-2005 έφεσιν του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και, μεταρρυθμίζοντας εν μέρει το εκκληθέν υπ'αριθμ. 1989/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, απεφάνθη, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος του αναιρεσείοντος (Χ1) για κακουργηματική πλαστογραφία κατ'εξακολούθησιν, δέχθηκε περαιτέρω ότι, από την αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν ως προς την πράξιν της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ'αριθ. ....... καταστατικού της Συμβολαιογράφου Αθηνών Τριαντάφυλλου Παπαδοπούλου, νομίμως δημοσιευθέντος, συνεστήθη Ανώνυμος εταιρία μεταξύ του αναιρεσείοντος, του εκ των κατηγορουμένων Χ2 και του Γ1, με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ - ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", με σκοπό την ανάπτυξη μελετών οικονομοτεχνικών, αναπτυξιακών, τεχνικών, οργάνωσης, περιβαλλοντολογικών, σκοπιμότητας και μηχανοργάνωσης επιχειρήσεων, οργανισμών, δημοσίων και ιδιωτικών έργων, παροχή συμβουλευτικών και ελεγκτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και οργανισμούς του Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα. Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της παραπάνω εταιρίας ορίσθη ο αναιρεσείων (Χ1), Αντιπρόεδρος δε αυτής ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, ενώ η γραμματειακή υποστήριξη της εταιρίας είχε ανατεθεί στην εξ αυτών Χ3. Εις τα πλαίσια των προδιαληφθεισών δραστηριοτήτων της η παραπάνω εταιρία την 4-10-2000 συνήψε σύμβαση αντιπροσώπευσης με την εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ (Ε.Ε.Ο) Α.Ε.Π.Υ.", πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας ετύγχανε ο εκ των κατηγορουμένων Χ5 και Γενικός διευθυντής ο εξ αυτών Χ4, σύμφωνα με την οποία η πρώτη εκ των ανωτέρω εταιριών είχε την δυνατότητα να παρέχει ως αντιπρόσωπος της δεύτερης, επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστάμενες στην λήψη και διαβίβαση εντολών χρηματιστηριακών συναλλαγών των πελατών της, χωρίς όμως να έχει την δυνατότητα διακίνησης ή διαχείρισης των χρημάτων των πελατών, δυνατότητα που είχε μόνο η εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ", ο οποίος με την σειρά του πραγματοποιούσε τις χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ". Η λειτουργία της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", ως γραφείου αντιπροσώπευσης της "ΕΕΟ-ΑΕΠΕΥ" ενεκρίθη από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την υπ'αριθ. .......... απόφασή της. Εις τα πλαίσια των δραστηριοτήτων αυτών ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, άτομο με ευρύ κύκλο γνωριμιών, ενεφανίζετο σε διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και εκ των εγκαλούντων Ψ1 ως γνώστης των χρηματιστηριακών δεδομένων και έμπειρος επενδυτικός σύμβουλος, εκπρόσωπος της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", η οποία ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρίας "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΑΕΠΕΥ" που ενεργεί χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας "ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ" και παράλληλα παρέστησε εις αυτούς ότι η παραπάνω εταιρία, της οποίας τυγχάνει εκπρόσωπος, έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, ο ίδιος δε, ως γνώστης των χρηματιστηριακών πραγμάτων, είναι σε θέση με κατάλληλους χειρισμούς να εξασφαλίσει μεγάλες αποδόσεις στα χρήματα που θα επενδύσουν και έτσι έπεισε τόσον τον προαναφερθέντα εγκαλούντα Ψ1 όσον και τους υπολοίπους να συνάψουν με την εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ." συμβάσεις συμβουλευτικής εκτέλεσης εντολής αγοραπωλησίας επενδυτικών χαρτοφυλακίων και παρακαταθήκης χρεωγράφων και να υπογράψουν παραλλήλως αιτήσεις ανοίγματος λογαριασμού στην παραπάνω εταιρία. Ακολούθως, πριν από την αποστολή στην Ε.Ε.Ο. των αιτήσεων για άνοιγμα λογαριασμού, μετέβαινε στο κατάστημα της Εμπορικής Τραπέζης στον Γέρακα-Αττικής, όπου, εν αγνοία των επενδυτών-εγκαλούντων, άνοιγε κοινό λογαριασμό, με πρώτο όνομα δικαιούχου το όνομα του επενδυτή και δεύτερο όνομα δικαιούχου το δικό του και εν συνεχεία, αφού ανέγραφε στην αίτηση για το άνοιγμα λογαριασμού στην Ε.Ε.Ο. τον αριθμό του προαναφερθέντα κοινού λογαριασμού, καλούσε τους εγκαλούντας να καταθέσουν χρηματικά ποσά για επένδυση, σε τραπεζιτικό λογαριασμό της Ε.Ε.Ο. Μετά ταύτα, την ίδια ημέρα που οι εγκαλούντες (επενδυτές) κατέθεταν τα χρήματά τους για επένδυση, παριστάνοντας ψευδώς από κοινού μετά της εκ των κατηγορουμένων Χ3, υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητά της, στους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟΣ- Ε.Ε.Ο.", ότι οι εγκαλούντες είχαν δώσει δήθεν εντολή εις τούτους για την μεταφορά των ήδη κατατεθέντων χρηματικών ποσών από τον λογαριασμό της παραπάνω εταιρίας (Ε.Ε.Ο.), στους κοινούς λογαριασμούς που, κατά τα ανωτέρω, είχαν ανοιχθεί στην Εμπορική Τράπεζα, έπειθαν αυτούς να δώσουν εντολή στον αρμόδιο υπάλληλο της τραπέζης, όπου είχαν κατατεθεί τα χρήματα από τους επενδυτές, σε λογαριασμούς της εταιρίας, για τη μεταφορά η οποία εκτελείτο αμέσως και εν συνεχεία ο εξ αυτών κατηγορούμενος Χ2 προέβαινε σε αναλήψεις των εν λόγω χρηματικών ποσών από τους παραπάνω κοινούς λογαριασμούς της Εμπορικής Τραπέζης, τα οποία παρανόμως ιδιοποιείτο. 'Ετσι, με τον περιγραφόμενο ως άνω τρόπο, την 8-10-2001 οι εν λόγω κατηγορούμενοι (Χ2) και Χ3 παρέστησαν εις τον εγκαλούντα Ψ1 ότι η επένδυση χρημάτων με την αγοραπωλησία μετοχών μέσω της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε." που συνεργάζεται με τις προαναφερθείσες εταιρίες, είναι ιδιαίτερα αποδοτική και έτσι έπεισε τούτον να υπογράψει την υπό ιδίαν ως άνω ημερομηνίαν σύμβαση με την "Ε.Ε.Ο." καθώς και σχετική αίτηση για άνοιγμα λογαριασμού στην "Ε.Ε.Ο.", και να καταθέσει κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-2001 έως και 27-12-2001, για επένδυση σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας "Ε.Ε.Ο." το συνολικό ποσό των 44.400.000 δρχ. Εν συνεχεία την 30-10-2001, 14-11-2001 και 31-1-2002, παρέστησαν εν γνώσει ψευδώς στους υπαλλήλους της εταιρίας "Ε.Ε.Ο." Γ1, Γ2 και Γ3, ότι τόσον ο παραπάνω εγκαλών όσον και οι λοιποί τους οποίους εκπροσωπούσαν, επιθυμούσαν την μεταφορά των χρημάτων τους στον τραπεζικό λογαριασμό που ο κάθε ένας από αυτούς είχε δηλώσει στην αίτηση του προς την "Ε.Ε.Ο." αποστέλλοντας παράλληλα προς αυτήν και τις σχετικές εντολές. 'Ετσι παρεπλανήθησαν οι παραπάνω υπάλληλοι και κατόπιν εντολής των μεταφέρθησαν από τον τραπεζιτικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας των εις τον υπ'αριθμ. ...... κοινό λογαριασμό της εμπορικής τραπέζης που ως ανωτέρω ελέχθη, είχε ανοιγεί από τον κατηγορούμενο (Χ2), εν αγνοία του εγκαλούντος, τμηματικά τα χρηματικά ποσά των 17.307.000 δρχ, 9.400.000 δρχ. και 27.730.000 δρχ, αντιστοίχως, από τα οποία ανέλαβε επίσης τμηματικά το συνολικό ποσό των 35.900.250 δρχ. ή 105.356,56 ευρώ το οποίον και παρανόμως ιδιοποιήθη. Εις την περιγραφομένη ως άνω πράξιν των παραπάνω κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ο αναιρεσείων Χ1, υπό την ιδιότητά του, ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ", οικονομολόγος και σύμβουλος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά το καταστατικό της, με ειδικές γνώσεις και εμπειρία, ήτο ο ιθύνων νούς της εταιρίας ο οποίος, εν τοις πράγμασι, οργάνωσε και διοικούσε την εταιρία, εξασφαλίζοντας με τις εξειδικευμένες γνώσεις και πλούσια εμπειρία του και περαιτέρω με τις προσωπικές επαφές του, την εύρυθμη λειτουργία της παραπάνω εταιρίας. 'Ετσι με τις προϋποθέσεις αυτές εν συνδυασμώ με την εξασφάλιση υπ'αυτού της εύρυθμης λειτουργικότητος της προδιαληφθείσης εταιρίας, με την λειτουργία γραφείων, την χορήγηση εντύπου υλικού, την εγκατάσταση απαραίτητου εξοπλισμού και κυρίως ηλεκτρονικών υπολογισμών με την σύνδεση του ενός εξ αυτών με τους αντίστοιχους της εταιρείας "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ.", την δυνατότητα συμβάσεων με τους επενδυτές-πελάτες και την κίνηση των λογαριασμών τους, παρείχε άμεση συνδρομή εις τους προαναφερθέντας κατηγορουμένους (Χ2 και Χ3) στην εκτέλεση της υπ'αυτών τελεσθείσης κακουργηματικής πράξεως της απάτης. Με το περιεχόμενο όμως αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο έγινε δεκτή η με αριθ. 336/15-7-2005 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 α) δεν περιέχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρονται εις τούτο με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις πραγματικά περιστατικά που έχουν προκύψει από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος κακουργήματος για το οποίο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών απεφάνθη να μη γίνει κατ'αυτού κατηγορία επί ταύτη δια του εκκαλουμένου ως άνω βουλεύματος του. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται καθόλου πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την κρίση της παροχής άμεσης συνδρομής από τον αναιρεσείοντα κατά την τέλεση από τον αυτουργό της προαναφερθείσης κακουργηματικής απάτης με την έννοια ότι η συνδρομή παρεσχέθη με τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς εκείνη δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η διάπραξη του εγκλήματος αυτού υπό τις περιστάσεις που φέρεται ότι ετελέσθη δεδομένου ότι εκ μόνου του γεγονότος ότι ούτος, λόγω των ειδικών γνώσεων και εμπειριών του στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρείχε η υπ'αυτού εκπροσωπουμένη, ως άνω, εταιρία, είχε την εποπτεία όλων των χρηματιστηριακών συναλλαγών που διεκπεραίωναν οι εκ των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 και επί πλέον εκ του ότι ούτος εξασφάλισε την εύρυθμο λειτουργία της εταιρίας δια του εξοπλισμού των γραφείων της με έντυπο υλικό και ηλεκτρονικούς υπολογιστάς, δεν μπορούν να υπαχθούν τα πραγματικά αυτά περιστατικά, κατά τα εκτεθέντα, στην έννοια της άμεσης συνέργειας και β) έχει υποπέσει σε ασάφειες και αντιφάσεις που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί ορθής ή μη εφαρμογής της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρ. 46 § 1 εδ. β' Π.Κ. που εφηρμόσθη και το στερούν νόμιμης βάσης, διότι, ενώ αρχικά γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων παρέσχε άμεση συνδρομή στους αυτουργούς της κύριας πράξης της απάτης, ακολούθως, εξειδικεύοντας τον τρόπο παροχής της συνδρομής αυτής, δέχεται ότι αυτή συνίσταται εις το ότι ο αναιρεσείων "με την ιδιότητά του ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ", με την οργάνωση της εταιρίας αυτής, την υποδομή που δημιούργησε, την χορήγηση εντύπου υλικού, την εγκατάσταση ηλεκτρονικών υπολογιστών παρείχε άμεση συνδρομή σ'αυτούς κατά την εκτέλεση της κακουργηματικής απάτης", ενώ παράλληλα ο χρόνος που φέρεται ότι ετελέσθη υπό του αναιρεσείοντος η ως άνω πράξις της άμεσης συνέργειας τυγχάνει διάφορος εκείνου της κυρίας πράξεως και μάλιστα μεταγενέστερος διωρισμένας εκ των κατ'εξακολούθησιν μερικωτέρων πράξεων, πράγμα το οποίον όμως δεν αποτελεί άμεση συνέργεια στην πράξιν της απάτης. Περαιτέρω δεν αναφέρεται ούτε στο σκεπτικό αλλ'ούτε στο διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι η πράξις δια την οποίαν παραπέμπεται ο αναιρεσείων έχει τελεσθεί κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς να γίνεται παράλληλα αναφορά σε πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχουν και στο πρόσωπο του συνεργού οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις. Στην εισαγγελική πρόταση στην οποία το βούλευμα παραπέμπει, αναφέρεται ότι προκύπτουν ενδείξεις κατά της εκ των κατηγορουμένων Χ3 για τετελεσμένη απάτη κατ'εξακολούθησιν, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά των λοιπών για άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό ή αιτιολογία της συνδρομής αυτοτελώς των επιβαρυντικών περιστάσεων και στο πρόσωπο των συνεργών, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρ. 49 § 2 Π.Κ., ενώ στο διατακτικό του βουλεύματος, ούτε απλή αναφορά γίνεται, περί της συνδρομής στο πρόσωπο των συνεργών των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων. Η αιτιολογία συνεπώς δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την προεκτεθείσα έννοια, και περαιτέρω το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Κατ'ακολουθία, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως για έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα μόνο ως προς τον αναιρεσείοντα για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην απάτη κατ'εξακολούθησιν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθειαν από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ) εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρ. 485, 519 Κ.Π.Δ.). Παρά το γεγονός δε ότι οι λόγοι αναίρεσης δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος δεν επεκτείνεται, κατ'άρθρ. 469 Κ.Π.Δ., το αποτέλεσμα στους συγκατηγορουμένους τους Χ4 και Χ5 για άμεση συνέργεια στην παραπάνω πράξη, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι εκείνοι δεν ήσκησαν αναίρεση παραδεκτά και εμπρόθεσμα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνει τυπικά δεκτή η υπ'αριθμ. 176/22-12-2006 αίτησις αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 1158/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην απάτη κατ'εξακολούθησιν, τελεσθείσαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία η συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.) εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1. Να Αναιρεθεί δε το προσβαλλόμενο ως άνω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεσις εις το αυτό Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστάς. Αθήναι τη 22 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 § 1 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον παθόντα συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 386 § 1 του ΠΚ νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, είτε, χωρίς την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (άρθρο 98 του ΠΚ), το οποίο συγκροτείται, όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ιδίου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 § 1 στοιχ. β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης που διέπραξε και στην εκτέλεση της πράξης αυτής (κύριας πράξης). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος που παρέχει συνδρομή στον αυτουργό κατά το χρόνο τελέσεως και στην εκτέλεση της άδικης πράξεως αμέσως προς αυτή συνδεόμενη, κατά τρόπο ώστε, χωρίς αυτή, να αποβαίνει αδύνατη η εκτέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέσθηκε. Κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 του ΠΚ όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, στοιχ. β του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελλατωμένη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό, χωρίς να είναι άμεση, εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής και της άμεσης συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξεως και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Τέλος, η απλή συνέργεια μπορεί να παρασχεθεί στον αυτουργό της πράξης και με αρνητική συνδρομή που παρέχεται με παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρ.15 ΠΚ και που υπάρχει όταν ο συνεργός, παρόλο ότι έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργειά του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του. Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46 § 1β, 49 § 2 και 386 §§ 1 & 3 εδ. α' του ΠΚ προκύπτει ότι οι επιβαρυντικές περιστάσεις της απάτης (τέλεση κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συνολικό όφελος ή συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ.), που της προσδίδουν κακουργηματικό χαρακτήρα, πρέπει να συντρέχουν ιδιαιτέρως και αυτοτελώς και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού, για να έχει και γι' αυτόν η πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη κακουργηματικό χαρακτήρα, γιατί δεν αρκεί η συνδρομή τους στο πρόσωπο του αυτουργού. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δ' εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο, ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έκανε κατά ένα μέρος δεκτή κατ' ουσία την υπ' αριθμ. 336/15-7-2005 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και, μεταρρυθμίζοντας κατά ένα μέρος το εκκληθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, απεφάνθη, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος του αναιρεσείοντος (Χ1) για κακουργηματική πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, δέχθηκε περαιτέρω ότι, από την αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν ως προς την πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ' αριθ. ......... καταστατικού του Συμβολαιογράφου Αθηνών Τριαντάφυλλου Παπαδοπούλου, νομίμως δημοσιευθέντος, συνεστήθη Ανώνυμος εταιρία μεταξύ του αναιρεσείοντος, του εκ των κατηγορουμένων Χ2 και του Γ1, με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ -ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΓΙΣΚΟ Α,Ε.", με σκοπό την ανάπτυξη μελετών οικονομοτεχνικών, αναπτυξιακών, τεχνικών, οργάνωσης περιβαλλοντολογικών, σκοπιμότητας και μηχανοργάνωσης επιχειρήσεων, οργανισμών, δημοσίων και ιδιωτικών έργων, παροχή συμβουλευτικών και ελεγκτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και οργανισμούς του Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα. Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της παραπάνω εταιρίας ορίσθηκε ο αναιρεσείων (Χ1), Αντιπρόεδρος δε αυτής ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, ενώ η γραμματειακή υποστήριξη της εταιρίας είχε ανατεθεί στην εξ αυτών Χ3. Στα πλαίσια των προδιαληφθεισών δραστηριοτήτων της η παραπάνω εταιρία την........ συνήψε σύμβαση αντιπροσώπευσης με την εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ (Ε.Ε.Ο) Α.Ε.Π.Υ.", πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας ετύγχανε ο εκ των κατηγορουμένων Χ5 και Γενικός διευθυντής ο εξ αυτών Χ4, σύμφωνα με την οποία η πρώτη εκ των ανωτέρω εταιριών είχε τη δυνατότητα να παρέχει ως αντιπρόσωπος της δεύτερης, επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστάμενες στη λήψη και διαβίβαση εντολών χρηματιστηριακών συναλλαγών των πελατών της, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα διακίνησης ή διαχείρισης των χρημάτων των πελατών, δυνατότητα που είχε μόνο η εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ", ο οποίος με τη σειρά του πραγματοποιούσε τις χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ". Η λειτουργία της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", ως γραφείου αντιπροσώπευσης της "ΕΕΟ-ΑΕΠΕΥ" ενεκρίθη από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την υπ' αριθ. ....... απόφασή της. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων αυτών ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, άτομο με ευρύ κύκλο γνωριμιών, εμφανιζόταν σε διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και εκ των εγκαλούντων Ψ1 ως γνώστης των χρηματιστηριακών δεδομένων και έμπειρος επενδυτικός σύμβουλος, εκπρόσωπος της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", η οποία ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρίας "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΑΕΠΕΥ", που ενεργεί χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσω της εταιρίας "ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ" και παράλληλα παρέστησε σ' αυτούς ότι η παραπάνω εταιρία, της οποίας τυγχάνει εκπρόσωπος, έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, ο ίδιος δε, ως γνώστης των χρηματιστηριακών πραγμάτων, είναι σε θέση με κατάλληλους χειρισμούς να εξασφαλίσει μεγάλες αποδόσεις στα χρήματα που θα επενδύσουν και έτσι έπεισε τόσο τον προαναφερθέντα εγκαλούντα Ψ1, όσο και τους υπολοίπους, να συνάψουν με την εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π. Ε.Υ." συμβάσεις συμβουλευτικής εκτέλεσης εντολής αγοραπωλησίας επενδυτικών χαρτοφυλακίων και παρακαταθήκης χρεογράφων και να υπογράψουν παραλλήλως αιτήσεις ανοίγματος λογαριασμού στην παραπάνω εταιρία. Ακολούθως, πριν από την αποστολή στην Ε.Ε.Ο. των αιτήσεων για άνοιγμα λογαριασμού, μετέβαινε στο κατάστημα της Εμπορικής Τραπέζης στο Γέρακα-Αττικής, όπου, εν αγνοία των επενδυτών-εγκαλούντων, άνοιγε κοινό λογαριασμό, με πρώτο όνομα δικαιούχου το όνομα του επενδυτή και δεύτερο όνομα δικαιούχου το δικό του και εν συνεχεία, αφού ανέγραφε στην αίτηση για το άνοιγμα λογαριασμού στην Ε.Ε.Ο. τον αριθμό του προαναφερθέντα κοινού λογαριασμού, καλούσε τους εγκαλούντες να καταθέσουν χρηματικά ποσά για επένδυση, σε τραπεζιτικό λογαριασμό της Ε.Ε.Ο. Μετά ταύτα, την ίδια ημέρα που οι εγκαλούντες (επενδυτές) κατέθεταν τα χρήματά τους για επένδυση, παριστάνοντας ψευδώς από κοινού μετά της εκ των κατηγορουμένων Χ3, υπό την προδιαληφθείσα ιδιότητά της, στους αρμοδίους υπαλλήλους της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟΣ-Ε.Ε.Ο.", ότι οι εγκαλούντες είχαν δώσει δήθεν εντολή εις τούτους για τη μεταφορά των ήδη κατατεθέντων χρηματικών ποσών από το λογαριασμό της παραπάνω εταιρίας (Ε.Ε.Ο.), στους κοινούς λογαριασμούς που, κατά τα ανωτέρω, είχαν ανοιχθεί στην Εμπορική Τράπεζα, έπειθαν αυτούς να δώσουν εντολή στον αρμόδιο υπάλληλο της τραπέζης, όπου είχαν κατατεθεί τα χρήματα από τους επενδυτές, σε λογαριασμούς της εταιρίας, για τη μεταφορά η οποία εκτελείτο αμέσως και εν συνεχεία ο εξ αυτών κατηγορούμενος Χ2 προέβαινε σε αναλήψεις των εν λόγω χρηματικών ποσών από τους παραπάνω κοινούς λογαριασμούς της Εμπορικής Τραπέζης, τα οποία παρανόμως ιδιοποιείτο. Έτσι, με τον περιγραφόμενο ως άνω τρόπο, την 8-10-2001 οι εν λόγω κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 παρέστησαν στον εγκαλούντα Ψ1 ότι η επένδυση χρημάτων με την αγοραπωλησία μετοχών μέσω της εταιρίας "ΑΓΙΣΚΟ Α.Ε.", που συνεργάζεται με τις προαναφερθείσες εταιρίες, είναι ιδιαίτερα αποδοτική και έτσι έπεισε τούτον να υπογράψει την υπό ιδία ως άνω ημερομηνία σύμβαση με την "Ε.Ε.Ο.", καθώς και σχετική αίτηση για άνοιγμα λογαριασμού στην "Ε.Ε.Ο.", και να καταθέσει, κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-2001 έως και 27-12-2001, για επένδυση, σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας "Ε.Ε.Ο." το συνολικό ποσό των 44.400.000 δρχ. Εν συνεχεία την 30-10-2001, 14-11-2001 και 31-1-2002, παρέστησαν εν γνώσει ψευδώς στους υπαλλήλους της εταιρίας "Ε.Ε.Ο." Γ1, Γ2 και Γ3, ότι τόσο ο παραπάνω εγκαλών όσο και οι λοιποί τους οποίους εκπροσωπούσαν, επιθυμούσαν τη μεταφορά των χρημάτων τους στον τραπεζικό λογαριασμό που ο κάθε ένας από αυτούς είχε δηλώσει στην αίτησή του προς την "Ε.Ε.Ο.", αποστέλλοντας παράλληλα προς αυτήν και τις σχετικές εντολές. Έτσι παραπλανήθηκαν οι παραπάνω υπάλληλοι και κατόπιν εντολής των μεταφέρθηκαν από τον τραπεζιτικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρείας των στον υπ' αριθμ. ......... κοινό λογαριασμό της Εμπορικής Τράπεζας που ως ανωτέρω ελέχθη, είχε ανοιχθεί από τον κατηγορούμενο (Χ2), εν αγνοία του εγκαλούντος, τμηματικά τα χρηματικά ποσά των 17.307.000 δρχ, 9.400.000 δρχ. και 27.730.000 δρχ, αντιστοίχως, από τα οποία ανέλαβε επίσης τμηματικά το συνολικό ποσό των 35.900.250 δρχ. ή 105.356,56 ευρώ, το οποίο και παρανόμως ιδιοποιήθηκε. Στην περιγραφόμενη ως άνω πράξη των παραπάνω κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ο αναιρεσείων Χ1, υπό την ιδιότητά του, ως προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ", οικονομολόγος και σύμβουλος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά το καταστατικό της, με ειδικές γνώσεις και εμπειρία, ήταν ο ιθύνων νους της εταιρίας ο οποίος, εν τοις πράγμασι, οργάνωσε και διοικούσε την εταιρία, εξασφαλίζοντας με τις εξειδικευμένες γνώσεις και πλούσια εμπειρία του και περαιτέρω με τις προσωπικές επαφές του, την εύρυθμη λειτουργία της παραπάνω εταιρίας. Ειδικότερα, ο Χ1 με τις προσωπικές επαφές του με τους διευθύνοντες του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ Α.Ε.Π.Ε.Υ., ήτοι τους Χ4 και Χ5, από τους οποίους ο πρώτος τυγχάνει πρώτος εξάδελφός του, εξασφάλιζε την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ. Λόγω δε των προαναφερθεισών ιδιοτήτων του ο Χ1 είχε την εποπτεία και την επίβλεψη όλων των χρηματιστηριακών συναλλαγών, τις οποίες διεκπεραίωνε ο Αντιπρόεδρος της εταιρείας ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ Χ2, είτε ο ίδιος προσωπικά είτε η αδελφή του, ως γραμματέας της εταιρείας, Χ3, μετά από προηγούμενη συνεννόησή τους (των αδελφών Χ2,Χ3 μεταξύ τους) και γενικά κατηύθυνε όλες τις δραστηριότητες της εταιρείας. Έτσι, με τις προϋποθέσεις αυτές σε συνδυασμό με την εξασφάλιση υπ' αυτού της εύρυθμης λειτουργικότητας της προδιαληφθείσας εταιρίας, με τη λειτουργία γραφείων, τη χορήγηση έντυπου υλικού, την εγκατάσταση απαραίτητου εξοπλισμού και κυρίως ηλεκτρονικών υπολογιστών με τη σύνδεση του ενός εξ αυτών με τους αντίστοιχους της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ,παρείχε τη δυνατότητα συμβάσεων με τους επενδυτές-πελάτες και την κίνηση των λογαριασμών τους, και άμεση συνδρομή στους προαναφερομένους κατηγορουμένους (Χ2 και Χ3) στην εκτέλεση της υπ' αυτών τελεσθείσας κακουργηματικής πράξεως της απάτης. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγινε δεκτή η με αριθ.336/15-7-2005 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1? α) δεν περιέχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που έχουν προκύψει από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος κακουργήματος και β) έχει υποπέσει σε ασάφειες, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο περί ορθής ή μη εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και το στερούν νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφέρονται ελλιπώς τα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν την κρίση της παροχής άμεσης συνδρομής από τον αναιρεσείοντα κατά την τέλεση από τον αυτουργό της προαναφερθείσας κακουργηματικής απάτης, με την έννοια ότι η συνδρομή παρεσχέθη με τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς εκείνη δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η διάπραξη του εγκλήματος αυτού υπό τις περιστάσεις που φέρεται ότι τελέσθηκε. Το βούλευμα αυτό περιέχει ελλιπείς αιτιολογίες και ασάφεια, αφού δεν παραθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για τη γνώση, με την έννοια της επίγνωσης του αναιρεσείοντος ότι με τις υλικές του πράξεις (ποιες ειδικότερα) παρείχε με ηθελημένη υλική ενέργεια άμεση εκ δόλου υποστήριξη της κύριας πράξης με βοηθητική ενέργεια στο έγκλημα της απάτης που διέπραξαν οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του Χ2 και Χ2 σε βάρος του Ψ1, σε τρόπο ώστε χωρίς αυτή να μην είναι δυνατή με βεβαιότητα η εκτέλεση του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε. Δεν διευκρινίζει ποια από τα υλικοτεχνικά μέσα της ΑΓΙΣΚΟ χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των χρημάτων του Ψ1 από τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟ στον τραπεζικό λογαριασμό που είχε ανοίξει ο Χ2, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και η γνώση του αναιρεσείοντος ότι με τις υλικές του πράξεις βοηθάει το Χ2 και τη Χ3 κατά τη διάπραξη της ως άνω απάτης σε βάρος του Ψ1. Οι υπάλληλοι του Ε.Ε.Ο. Γ1, Γ2 και Γ3 κατέθεσαν ότι για τη μεταφορά αυτή των χρημάτων ενεργούσαν σύμφωνα με τις οδηγίες της διοικήσεως της εταιρείας του εν λόγω επενδυτικού ομίλου, η οποία διοίκηση τους είχε συστήσει να εκτελούν τις εντολές της ΑΓΙΣΚΟ ΑΕ, που εδίδοντο για λογαριασμό των πελατών της, χωρίς να προσδιορίζει το περιεχόμενο των σχετικών εντολών και χωρίς να προσδιορίζει τα πρόσωπα που τις έδωσαν και ιδίως αν μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και ο αναιρεσείων. Περαιτέρω δεν αναφέρεται ούτε στο σκεπτικό αλλ' ούτε στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος ότι η πράξη δια την οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων έχει τελεσθεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, χωρίς να γίνεται παράλληλα αναφορά σε πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχουν και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις. Στην εισαγγελική πρόταση στην οποία το βούλευμα παραπέμπει, αναφέρεται ότι προκύπτουν ενδείξεις κατά της εκ των κατηγορουμένων Χ3 για τετελεσμένη απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά των λοιπών για άμεση συνεργεία στην πράξη αυτή, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό ή αιτιολογία της συνδρομής αυτοτελώς των επιβαρυντικών περιστάσεων και στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, ως άμεσου συνεργού, όπως απαιτεί η διάταξη του αρθρ. 49 § 2 Π.Κ., ενώ στο διατακτικό του βουλεύματος, ούτε απλή αναφορά γίνεται, περί της συνδρομής στο πρόσωπο αυτού των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων. Η αιτιολογία συνεπώς δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την προεκτεθείσα έννοια, και περαιτέρω το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ και β του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βουλευμα για? α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικώς, τόσον, ως προς την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του, που μπορούν να στηρίξουν δημόσια κατηγορία για άμεση συνέργεια του αναιρεσείοντος στην ως άνω πράξη της απάτης, κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα από πρόσωπα που διαπράττουν την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, όσον και ως προς τη συνδρομή και στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσής της και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως των διατάξεων αυτών, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τον αναιρεσείοντα για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000) εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμ.1158/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την πράξη που αποδίδεται στο Χ1 της άμεσης συνέργιας σε απάτη κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008 . Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άμεση συνέργεια στην πράξη της απάτης, τελεσθείσα από πρόσωπο που διαπράττει την πράξη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται άμεση εκ δόλου υποστήριξη της κύριας πράξης με βοηθητική ενέργεια στο έγκλημα που διαπράττει ο αυτουργός, σε τρόπο ώστε χωρίς αυτή να μην είναι δυνατή με βεβαιότητα η εκτέλεση του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που τελέστηκε. Περαιτέρω, οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις που επιτείνουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνο το συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν. Έτσι, όταν η πράξη του συμμέτοχου έχει τελεστεί κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συντρέχουν και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα κατ’ άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συνέργεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 470/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2506/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 273/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 248/20.6.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας , σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ., 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 25/2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 725/2006 βούλευμα του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών , για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου 66 παρ. 2 στοιχ. Β'περιπτ. β'και 3εδ.β'του Ν. 2121/1993. Μετά από έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του βουλεύματος αυτού, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η κριθείσα έφεση και επικυρώθηκε το εκκληθέν. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις .... (δειτ. σχετικό αποδεικτικό ) και η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 9-2-2007 ενώπιον του γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών . Είναι συνεπώς αυτή νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 παρ.1 και 474παρ. 1 Κ:Π.Δ.)και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης , ήτοι α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1δ ΚΠΔ), και β) της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρο 484 παρ. 1β ΚΠΔ). Είναι λοιπόν παραδεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης. Κατά τη διάταξη του άρθρο 66 παρ. 2 β'περιπτ.β " Με την ίδια ποινή (της παραγράφου 1 ) τιμωρείται όποιος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο διεθνών συμβάσεων για την προστασία συγγενικών δικαιωμάτων προβαίνει στις ακόλουθες πράξεις:(Β περιπτ. β') "Χωρίς την άδεια των παραγωγών φωνογραφημάτων (παραγωγών υλικών φορέων ήχου ) προβαίνει σε διανομή στο κοινό των ως άνω υλικών φορέων ή κατέχει με σκοπό διανομής. Περαιτέρω κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου "Αν το όφελος που επιδιώχθηκε ή η ζημία που απειλήθηκε από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είναι ιδιαίτερα μεγάλη , επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή 2 έως 10 εκατομμυρίων δραχμών . Αν ο υπαίτιος τελεί τις παραπάνω πράξεις κατ'επάγγελμα (ή σε εμπορική κλίμακα) ή αν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων , επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 5 έως 20 εκατομμυρίων δραχμών.....Θεωρείται ότι η πράξη έχει τελεσθεί κατ'επάγγελμα και όταν ο δράστης έχει καταδικασθεί για αδικήματα του παρόντος άρθρου ή για παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας που ίσχυαν πριν απ'αυτό με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή στερητική της ελευθερίας...". Για τον προσδιορισμό δε της κατ' επάγγελμα τελέσεως των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 66 του Ν. 2121/1993, λαμβάνεται υπ'όψη όχι μόνο η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 3, αλλά και εκείνη του άρθρου 13 εδ. στ'του Π.Κ., κατά την οποία κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που είχε διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 865/2003 Π.Χρ.ΝΔ/212). Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ'του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν ,καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακραατήριο .Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου . Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 865/2003 Π.Χρ. ΝΔ/212 και ΑΠ 501/2006 Π.Χρ.ΜΖ/39). Η αιτιολογία προκειμένου περί βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών , επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 1138/2004, ΑΠ 1566/98 Π.Χρ.ΜΘ'/907). Ακόμη εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 747/2000 Π.Χρ.ΝΑ/69). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση το οικείου Εισαγγελέα , δέχθηκε τα ακόλουθα: Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικώτερα απο τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντα κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στο γραφείο του Τμήματος Δημόσιας Ασφάλειας της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι σε υπόγειο διαμέρισμα επί της οδού ... αρ... στην .... διαμένει έγχρωμος αλλοδαπός , ο οποίος αποθηκεύει εκεί και διακινεί μεγάλο αριθμό κλεψίτυπων ψηφιακών δίσκων (CD), σε έρευνα δε που έγινε σ'αυτό , την 19-5-04 και ώρα 16.10', βρέθηκαν 9.200 ψηφιακοί δίσκοι, οι οποίοι περιείχαν το ηχητικό (μουσικό) περιεχόμενο διαφόρων νόμιμα παραχθέντων ψηφιακών δίσκων των εταιρειών ΑΛΦΑ ΡΕΚΟΡΝΤΣ ΑΕ, BMG, CHART RECORDS, EROS MUSIC A.E, HEAVEN MUSIC AE, LEGEND AE, LYRA, MBI, MINOS EMI AE, NITRO MUSIC, SONY MUSIC ENTERTAINMENT AE, UNIVERSAL MUSIC AE, V2, VASIPAR, BERTZIN EPE, WARNER MUSIC GREECE AE, καθώς και συλλογές με μουσικές εκτελέσεις που είχαν νόμιμα παραχθεί από διάφορες εταιρείες , χωρίς την άδεια των παραπάνω εταιρειών - παραγωγών των περιεχομένων στους ως άνω υλικούς φορείς φωνογραφημάτων, ειδικότερα δε οι 9.200 κλεψίτυποι ψηφιακοί δίσκοι που βρέθηκαν, αναφέρονται λεπτομερώς ανά καλλιτέχνη, τίτλο , εταιρεία παραγωγής και ποσότητα τεμαχίων στο προσβαλλόμενο βούλευμα. Οι ως άνω ψηφιακοί δίσκοι κατασχέθηκαν και παραδόθηκαν υπό μεσεγγύηση στον υπάλληλο της 'Ένωσης Ελλήνων Παραγωγών Ηχογραφημάτων (ΕΕΠΗ) Γ1.Επίσης , εντός του ως άνω διαμερίσματος βρέθηκε και ένα σχολικό τετράδιο χρώματος μπλε στις σελίδες του οποίου αναγράφεται πλήθος αριθμών και πράξεων και είναι προφανώς τετράδιο παραγγελιών κλεψίτυπων ψηφιακών δίσκων, η ύπαρξη δε του ως άνω τετραδίου καθιστά σαφές ότι ο κάτοχός του είχε διοχετεύσει στην αγορά νωρίτερα και άλλους κλεψίτυπους ψηφιακούς δίσκους , πλην βεβαίως αυτών που κατασχέθηκαν και ότι μοναδικός σκοπός του κατόχου των κατασχεθέντων ήταν αυτός της διανομής τους. Κάτοχοι του διαμερίσματος, κατά την 19-5-2004 , που βρέθηκαν εντός αυτού οι κλεψίτυποι ψηφιακοί δίσκοι και το τετράδιο παραγγελιών, ήταν ο εκκαλών Χ1, σύμφωνα με το από ...... μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας μεταξύ της ιδιοκτήτριας εκμισθώτριας αυτού Ζ1 και του εκκαλούντα για δύο έτη από 1-12-2001 έως 30-11-03 και κατόπιν σιωπηρής παράτασης της μίσθωσης από 30-11-03 και εφεξής, σύμφωνα με την από 3-7-2004 κατάθεση της Ζ1, ενώ τυγχάνει εντελώς αναπόδεικτος ο ισχυρισμός του εκκαλούντα ότι, αφού από 26-6-03 μίσθωσε ένα διαμέρισμα επί της οδού .... αριθμ..... , όπου μεταφέρθηκε μετά της συζύγου του την 8-7-03 και διαμένουν σ' αυτό , εγκατέλειψε το διαμέρισμα της οδού .... αριθμ..... και χρήση αυτού έκανε πλέον από τότε ο συμπατριώτης του Δ1 αγνώστων λοιπών στοιχείων , κατόπιν παρακλήσεώς του , με τον οποίο συμφώνησε να καταβάλει αυτός πλέον το μίσθωμα μέσω Τραπέζης , όπως καταβαλόταν και από αυτόν, δεδομένου ότι ο εκκαλών δεν ενημέρωσε σχετικά την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος Ζ1 , όπως θα έπρεπε να πράξει , εφόσον εγκατέλειψε το διαμέρισμα και δεν κατέβαλε πλέον αυτός το μίσθωμα , ενώ αναφέρει αόριστα το όνομα Δ1 , χωρίς όμως περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες για το άτομο αυτό. Κατόπιν των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι κάτοχος του διαμερίσματος και των κλεψίτυπων ψηφιακών δίσκων που βρέθηκαν σ' αυτό ήταν ο εκκαλών, ο οποίος δρούσε κατ' επάγγελμα , καθόσον από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης δράσης και ειδικότερα από τον πολύ μεγάλο αριθμό ψηφιακών δίσκων που είχαν αναπαραχθεί χωρίς την άδεια των παραγωγών τους, που βρέθηκαν στην κατοχή του με προφανή σκοπό την διανομή τους, από την ιδιαίτερα μεγάλη οικονομική τους αξία , από το γεγονός ότι είχε μισθώσει και διατηρούσε διαμέρισμα πολυκατοικίας ως αποθηκευτικό χώρο των άνω ψηφιακών δίσκων , ενώ ο ίδιος διέμενε οικογενειακώς σε άλλη οικία επί της οδού ... αρ. .. στην ..., και το γεγονός ότι τηρούσε ειδικό τετράδιο παραγγελιών των κλεψίτυπων ψηφιακών δίσκων και από το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ομολογεί , έχει καταδικασθεί στο παρελθόν σε φυλάκιση 15 ημερών για παράβαση του Ν.2121/93, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και καθίσταται σαφές ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτηαίας και των συγγενικών δικαιωμάτων. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων στοιχειοθετείται πλήρως σε βάρος του εκκαλούντα Χ1 το αδίκημα της παραβάσεως του αρθρ.66 παρ. 2β'περ .β'και 3 β'Ν.2121/93, όπως η παρ. 2 αρ.66 αντικ. με αρ. 81 παρ. 10 Ν.3057/02 και ορθώς το προσβαλλόμενο βούλευμα, υιοθετώντας την Εισαγγελική πρόταση, κατέληξε σε παραπεμπτική κρίση σε βάρος του και πρέπει ως εκ τούτου η υπό κρίση έφεσή του να απορριφθεί ως και κατ'ουσία αβάσιμη, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να του επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα , εκ 210 Ευρώ, κατ' ανάλογη εφαρμογή αρ.583 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντικ. με αρ. 55παρ. 1 Ν.3160/03. Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω αδικήματος για το οποίο διώχθηκε και παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ο ισχυρισμός δε του αναιρεσείοντος ότι θα πρέπει για να θεωρηθεί η πράξη της παραβάσεως του άρθρου 66 παρ. 2β περιπτ. β'και 3 β του Ν. 2121/93 ως τελεσθείσα σε βαθμό κακουργήματος , η ζημία που απειλήθηκε ή το όφελος που επιδιώχθηκε να είναι ιδιαίτερα μεγάλα, δεν έχει έρεισμα στο νόμο , αφού η ιδιαίτερα μεγάλη ζημία ή το ιδιαίτερα μεγάλο όφελος αποτελούν επιβαρυντική περίπτωση με αυτοτελή κύρωση και μάλιστα τιμωρούμενη με φυλάκιση δύο ετών και χρηματική ποινή 2 έως 10 εκατομμυρίων δραχμών (άρθρο 66 παρ. 3 Ν.2121/1993). Η πράξη δε των παραγράφων 1 και 2 , με ή χωρίς τις επιβαρυντικές αυτές περιπτώσεις , διώκονται και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος όταν γίνονται κατ' επάγγελμα , καθώς και με την προϋπόθεση που διαγράφει η παράγραφος 3 εδ. β'του ιδίου Νόμου. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β'και δ'του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλεται το αντίθετο, είναι αβάσιμοι. Οι άλλες αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στην αναίρεση , είτε ευθέως , είτε υπό την επίφαση των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως, πλήττουν την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών και είναι ως εκ τούτου απορριπτέες, ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς----------------Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ'αριθμ.25/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 , κατά του υπ'αριθμ. 2506/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 15-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρα 510 παρ.1 στοιχ.Ε'και 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε του βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος, για την πράξη της παράβασης του άρθρου 66 παρ. 2, στοιχ. β, περίπτ. Β' και 3 εδ. Β' του Ν. 2121/1993 και τον παρέπεμψε συνακόλουθα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης αυτής και απέρριψε την εκ μέρους του αναιρεσείοντος ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντος κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στο γραφείο του Τμήματος Δημόσιας Ασφάλειας της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι, σε υπόγειο διαμέρισμα επί της οδού ... αρ. .., στην ....., διαμένει έγχρωμος αλλοδαπός, ο οποίος αποθηκεύει εκεί και διακινεί μεγάλο αριθμό κλεψίτυπων ψηφιακών δίσκων (CD), σε έρευνα δε που έγινε σ' αυτό, την 19-5-04 και ώρα 16.10', βρέθηκαν 9.200 ψηφιακοί δίσκοι, οι οποίοι περιείχαν το ηχητικό (μουσικό) περιεχόμενο διαφόρων νόμιμα παραχθέντων ψηφιακών δίσκων των εταιρειών ΑΛΦΑ ΡΕΚΟΡΝΤΣ ΑΕ, ΒΜG, CHART RECORDS, EROS MUSIC A.E., HEAVEN MUSIC AE, LEGEND AE, LYRA, MBI, MINOS EMI AE, NITRO MUSIC, SONY MUSIC ENTERTAINMENT AE, UNIVERDAL MUSIC AE, V2, VASIPAR, BERTZIN EPE, WARNER MUSIC GREECE AE, καθώς και συλλογές με μουσικές εκτελέσεις που είχαν νόμιμα παραχθεί από διάφορες εταιρείες, χωρίς την άδεια των παραπάνω εταιρειών - παραγωγών των περιεχομένων στους ως άνω υλικούς φορείς φωνογραφημάτων, ειδικότερα δε οι 9.200 κλεψίτυποι ψηφιακοί δίσκοι που βρέθηκαν, αναφέρονται λεπτομερώς ανά καλλιτέχνη, τίτλο, εταιρεία παραγωγής και ποσότητα τεμαχίων στο προσβαλλόμενο βούλευμα. Οι ως άνω ψηφιακοί δίσκοι κατασχέθηκαν και παραδόθηκαν υπό μεσεγγύηση στον υπάλληλο της Ενωσης Ελλήνων Παραγωγών Ηχογραφημάτων (ΕΕΠΗ) Γ1. Επίσης, εντός του ως άνω διαμερίσματος, βρέθηκε και ένα σχολικό τετράδιο, χρώματος μπλε, στις σελίδες του οποίου αναγράφεται πλήθος αριθμών και πράξεων και είναι προφανώς τετράδιο παραγγελιών κλεψίτυπων ψηφιακών δίσκων, η ύπαρξη δε του ως άνω τετραδίου καθιστά σαφές ότι ο κάτοχός του είχε διοχετεύσει στην αγορά νωρίτερα και άλλους κλεψίτυπους ψηφιακούς δίσκους, πλην βεβαίως αυτών που κατασχέθηκαν και ότι μοναδικός σκοπός του κατόχου των κατασχεθέντων ήταν αυτός της διανομής τους. Κάτοχος του διαμερίσματος, κατά την 19-5-2004, που βρέθηκαν εντός αυτού οι κλεψίτυποι ψηφιακοί δίσκοι και το τετράδιο παραγγελιών, ήταν ο εκκαλών Χ1, σύμφωνα με το από ...... μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας μεταξύ της ιδιοκτήτριας εκμισθώτριας αυτού Ζ1 και του εκκαλούντα, για δύο έτη, από 1-12-2001 έως 30-11-03 και κατόπιν σιωπηρής παράτασης της μίσθωσης από 30-11-03 και εφεξής, σύμφωνα με την από 3-7-2004 κατάθεση της Ζ1, ενώ τυγχάνει εντελώς αναπόδεικτος ο ισχυρισμός του εκκαλούντα ότι, αφού από 26-6-03 μίσθωσε ένα διαμέρισμα, επί της οδού ... αριθμ. ..., όπου μεταφέρθηκε μετά της συζύγου του την 8-7-03 και διαμένουν σ' αυτό, εγκατέλειψε το διαμέρισμα της οδού .... αριθμ. ... και χρήση αυτού έκανε πλέον από τότε ο συμπατριώτης του Δ1, αγνώστων λοιπών στοιχείων, κατόπιν παρακλήσεώς του, με τον οποίο συμφώνησε να καταβάλει αυτός πλέον το μίσθωμα μέσω Τραπέζης, όπως καταβαλλόταν και από αυτόν, δεδομένου ότι ο εκκαλών δεν ενημέρωσε σχετικά την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος Ζ1, όπως θα έπρεπε να πράξει, εφόσον εγκατέλειψε το διαμέρισμα και δεν κατέβαλε πλέον αυτός το μίσθωμα, ενώ αναφέρει αόριστα το όνομα Δ1, χωρίς όμως περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες για το άτομο αυτό. Κατόπιν των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι κάτοχος του διαμερίσματος και των κλεψίτυπων ψηφιακών δίσκων που βρέθηκαν σ' αυτό ήταν ο εκκαλών, ο οποίος δρούσε κατ' επάγγελμα, καθόσον από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης δράσης και ειδικότερα από τον πολύ μεγάλο αριθμό ψηφιακών δίσκων που είχαν αναπαραχθεί χωρίς την άδεια των παραγωγών τους, που βρέθηκαν στην κατοχή του με προφανή σκοπό τη διανομή τους, από την ιδιαίτερα μεγάλη οικονομική τους αξία, από το γεγονός ότι είχε μισθώσει και διατηρούσε διαμέρισμα πολυκατοικίας ως αποθηκευτικό χώρο των άνω ψηφιακών δίσκων, ενώ ο ίδιος διέμενε οικογενειακώς σε άλλη οικία, επί της οδού .... αρ. .., στην ..., και το γεγονός ότι τηρούσε ειδικό τετράδιο παραγγελιών των κλεψίτυπων ψηφιακών δίσκων και από το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ομολογεί, έχει καταδικασθεί στο παρελθόν σε φυλάκιση 15 ημερών για παράβαση του ν. 2121/93, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και καθίσταται σαφές ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω αδικήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (άρθρ. 66 παρ. 2 στοιχ. Β περ. Β και 3 εδ. Β' του Ν. 2121/93) την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι, για να θεωρηθεί η πράξη της παραβάσεως του άρθρου 66 παρ. 2β περ. β' και 3β του Ν. 2121/1993 ότι τελέστηκε σε βαθμό κακουργήματος, θα έπρεπε η ζημία που απειλήθηκε ή το όφελος που επιδιώχθηκε να είναι ιδιαίτερα μεγάλα, δεν βρίσκει στήριγμα στο νόμο διότι, η ιδιαίτερα μεγάλη ζημία ή το ιδιαίτερα μεγάλο όφελος, αποτελούν επιβαρυντική περίπτωση με ιδιαίτερη (αυτοτελή) κύρωση, αυτών εκείνης της ποινής της φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και της χρηματικής ποινής δύο (2) έως δέκα (10) εκατομμυρίων δραχμών (άρθ. 66 παρ. 3 εδ. α Ν. 2121/1993). Οι πράξεις δε των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 66 του ως άνω νόμου, με ή χωρίς τις επιβαρυντικές αυτές περιπτώσεις, διώκονται και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, όταν γίνονται κατ' επάγγελμα, καθώς και με την προϋπόθεση που διαγράφει η παράγραφος 3 εδ. β του άρθρου 66 του ως άνω νόμου, δηλαδή "όταν ο δράστης έχει καταδικασθεί για αδικήματα του παρόντος άρθρου... με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή στερητική της ελευθερίας", προϋποθέσεις που, σύμφωνα με το προσβαλλόμενο βούλευμα, συνέτρεξαν εν προκειμένω. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Β' και Δ' του Κ.Π.Δ. μοναδικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και ενόψει του ότι οι άλλες αιτιάσεις που περιέχονται στην αναίρεση, είτε ευθέως, είτε υπό την επίφαση των ανωτέρω λόγων, πλήττουν απαραδέκτως την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 25/9.2.2007 αίτηση του Χ1(......), για αναίρεση του υπ' αρ. 2506/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση αρ. 66 παρ. 2 στοιχ. β περ β΄ και 3 εδ. β Ν. 2121/1993. 1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 469/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαo Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γαργαρέτα, για αναίρεση της 10615/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαρτίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 647/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Η καταδικαστική απόφαση έχει την από το άρ.93 παρ.3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της απόφασης, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, ενώ η μη ορθή εκτίμηση τους δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, κατά το όρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης] εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 10625/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα τριών (13) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος X1 και ο Γ1 ήταν εταίροι και διαχειριστές της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...... Ε.Π.Ε", αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητας της οποίας ήταν η εμπορία ποτών, τροφίμων κ.λ.π. Από τα μέσα του έτους 1998, η ανωτέρω εταιρεία αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Οι πιο πάνω εταίροι, προκειμένου να συνεχίσουν την εμπορική τους δραστηριότητα, ενεργοποίησαν τη μέχρι τότε αδρανή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...... Ε.Π.Ε.", η οποία είχε το ίδιο αντικείμενο. Στην εταιρεία αυτή, λόγω καταστατικής δεσμεύσεως που απαγόρευε στους ανωτέρω να είναι εταίροι σε εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο, κατέστησαν εταίροι και διαχειριστές δύο άτομα της απόλυτης εμπιστοσύνης τους, ήτοι ο Ζ1 για λογαριασμό του Γ1 και ο ...... για λογαριασμό του κατηγορουμένου, στους οποίους μεταβιβάστηκαν τα εταιρικά μερίδια της "....... Ε.Π.Ε." και της οποίας έγιναν διαχειριστές, ενώ στην ουσία οι ίδιοι αρχικοί εταίροι συνέχιζαν την ίδια εμπορική δραστηριότητα. Ενόψει όμως της δεινής οικονομικής καταστάσεως της τελευταίας εταιρείας, οι πιο πάνω αληθείς εταίροι ζήτησαν τη βοήθεια του μάρτυρα Ψ, συζύγου της εγκαλούσας Ψ1, με τον οποίο είχαν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Έτσι, μετά από συμφωνία που έλαβε χώρα στις 2-10-1998, η εγκαλούσα ανέλαβε στις 3-10-1998 το ποσό των 6.000.000 δραχμών από το λογαριασμό που τηρούσε στην "ΑLΡΗΑ Τράπεζα Πίστεως" και το κατέθεσε αυθημερόν στο λογαριασμό που τηρούσε ο Γ1, στην ίδια Τράπεζα, στη συνέχεια δε το ποσό αυτό πιστώθηκε στο λογαριασμό της εταιρείας "...... Ε.Π.Ε". Για την εξασφάλιση του ποσού αυτού και με σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου, η τελευταία εταιρεία εξέδωσε στις 5-10-1998 τις περιγραφόμενες στο διατακτικό δώδεκα συναλλαγματικές, ποσού 500.000 δραχμών την καθεμία, τις οποίες αποδέχθηκε αυθημερόν η εταιρεία "...........Ε.Π,Ε." δια του τότε νομίμου εκπροσώπου της Ζ1, τριτεγγυήθηκε δε υπέρ της αποδέκτριας ο Γ1. Οι πιο πάνω συναλλαγματικές δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους και, με βάση αυτές, εκδόθηκε, μετά από αίτηση της εγκαλούσας, η 5760/1999 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εν τούτοις, ο κατηγορούμενος, στην Αθήνα, στις 28-6-2001, υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 15-6-2000 έγγραφη μήνυσή του, με την οποία καταμήνυσε, μεταξύ άλλων, την εγκαλούσα για τις πράξεις της απάτης στο δικαστήριο και της άμεσης συνέργειας σε απιστία. Ειδικότερα την καταμήνυσε ότι: Στις 17-3-1999, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε την περιουσία της εταιρείας "....... Ε.Π.Ε.", την οποία αυτός εκπροσωπούσε, αφού επιδίωξε και πέτυχε την έκδοση της προαναφερθείσης διαταγής πληρωμής σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας, με συνειδητή παραπλάνηση του πιο πάνω δικαστή, που έγινε με την υποβολή συνειδητά ψευδών ισχυρισμών, αλλά ταυτοχρόνως και με την αθέμιτη απόκρυψη και παρασιώπηση της αλήθειας, που συνόδευσε και με την εν γνώσει προσκομιδή και επίκληση ψευδών κατά περιεχόμενο και ημερομηνία εκδόσεως και αποδοχής τίτλων (συναλλαγματικών) και συγκεκριμένα παρέστησε συνειδητά ψευδώς στον πιο πάνω δικαστή ότι είναι τάχα δικαιούχος των ανωτέρω συναλλαγματικών, απέκρυψε όμως και παρασιώπησε αθεμίτως την αλήθεια, ότι δηλαδή οι συναλλαγματικές αυτές δεν οφείλονταν πράγματι και είχαν εκδοθεί προχρονολογημένες στα μέσα Μαρτίου 1999 από το Γ1 σε συμπαιγνία με την εγκαλούσα, με τον ανωτέρω δε τρόπο, πέτυχε την έκδοση της προαναφερθείσης διαταγής πληρωμής σε βάρος της εταιρείας "..... Ε.Π.Ε.", βλάπτοντας την περιουσία της κατά το συνολικό ποσό των 6.000.000 δραχμών. Επί πλέον ο κατηγορούμενος καταμήνυσε την εγκαλούσα ότι: Με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο Γ1 κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της πράξεως της απιστίας που αυτός τέλεσε και συγκεκριμένα προκειμένου να βοηθήσει τον τελευταίο να ζημιώσει εν γνώσει του την περιουσία της εταιρείας "......... ΕΠ.Ε.", της οποίας ήταν διαχειριστής, με την έκδοση των προαναφερθεισών συναλλαγματικών χωρίς την ύπαρξη αντίστοιχης οφειλής της πιο πάνω εταιρείας, δέχθηκε να εμφανισθεί και εμφανίσθηκε πράγματι ως λήπτρια και κομίστρια των συναλλαγματικών αυτών, τις οποίες και χρησιμοποίησε, κατά τα προεκτεθέντα, η ίδια για την έκδοση της προαναφερθείσης διαταγής πληρωμής. Ο κατηγορούμενος εν γνώσει καταμήνυσε ψευδώς την εγκαλούσα ότι έχει τελέσει τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις (της απάτης στο δικαστήριο και της άμεσης συνέργειας σε απιστία), ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε (αφού επρόκειτο για γεγονότα των οποίων είχε ιδία αντίληψη), είναι ότι οι ανωτέρω δώδεκα συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 6.000.000 δραχμών, δόθηκαν στην εγκαλούσα για την εξασφάλιση του ισόποσου δανείου το οποίο αυτή χορήγησε στο νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας "..... Ε.Π,Ε" Γ1 για λογαριασμό της εταιρείας αυτής, για μεγαλύτερη δε εξασφάλιση της εγκαλούσας, οι εν λόγω συναλλαγματικές έγιναν αποδεκτές από την εταιρεία "....... Ε.Π.Ε.", δια του τότε νομίμου εκπροσώπου της Ζ1και της οποίας τον ουσιαστικό έλεγχο είχαν από τις 5-10-1998 ο κατηγορούμενος και ο Γ1 και, επομένως, οι συναλλαγματικές δεν εκδόθηκαν κατόπιν συμπαιγνίας της εγκαλούσας με τους Γ1 και Ζ1, υφισταμένης πράγματι νομίμου αιτίας, δικαιολογούσας την έκδοση, αποδοχή και οπισθογράφησή τους. Στην πράξη του δε αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη της εγκαλούσας για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις. Επί πλέον ο κατηγορούμενος, στον ίδιο πιο πάνω τόπο και χρόνο, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και απέκρυψε την αλήθεια και συγκεκριμένα, κατά την υποβολή της ανωτέρω μηνύσεως του, βεβαίωσε ενόρκως την αλήθεια του περιεχομένου της, αν και γνώριζε ότι ήταν ψευδές. Τέλος ο κατηγορούμενος, στον ίδιο πιο πάνω τόπο και χρόνο, με την προαναφερθείσα μήνυση του, της οποίας έλαβαν γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, μεταξύ άλλων, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών και ο αρμόδιος γραμματέας της Εισαγγελίας, εν γνώσει του ισχυρίστηκε και διέδωσε τα αναφερόμενα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταμήνυσε ο κατηγορούμενος την εγκαλούσα, η τελευταία απηλλάγη, με την 32281/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη (βλ. το επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω αποφάσεως και το ......... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου, τα οποία ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο), από μόνο δε το γεγονός ότι με την ανωτέρω απόφαση ο τότε μηνυτής και ήδη κατηγορούμενος απηλλάγη από την πληρωμή των εξόδων και τελών της δίκης εκείνης δεν γεννάται δεδικασμένο περί ελλείψεως δόλου αυτού, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού του. Εξάλλου η κρίση του παρόντος δικαστηρίου για την αναλήθεια του περιεχομένου της μηνύσεως και της ένορκης καταθέσεως του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται μόνο στην 32281/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αλλά σε όλα τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσης αποδεικτικά στοιχεία, απορριπτόμενου ως άνευ αντικειμένου του ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ότι προσκρούει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ η εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρου 366 παρ.2 Π.Κ. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Περαιτέρω όμως το δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος, μέχρι το χρόνο τελέσεως των πιο πάνω αξιόποινων πράξεων του, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και πρέπει να του επιβληθεί ποινή μειωμένη, κατά το άρθρο 84 παρ.2 εδ.αΠ.Κ.". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ.1, 224 παρ.2-1, 363 σε συνδ. με 362 ΠΚ τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα αιτιολογείται επαρκώς ότι η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στο εκ του άρθρου 366 παρ.2. ΠΚ τεκμήριο, από την υπ'αριθμ. 3281/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία η εγκαλούσα Ψ1 απαλλάχτηκε των κατηγοριών που της αποδόθηκαν, συνεπεία της από 28-6-2000 μήνυσης του κατηγορουμένου σε βάρος της, αλλά και σε όλα τα άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο αιτιολογικό της, με συνέπεια, αβασίμως να υποστηρίζεται ότι, παραβιάστηκε στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ορθώς δε απορρίφθηκε, με επαρκή αιτιολογία, ως αβάσιμος, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι, εφόσον με την ως άνω υπ'άριθ. 3281/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν του επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα, παρήχθη δεδικασμένο αναφορικά με την ύπαρξη δόλου στην υποβολή της από 28-6-2000 μήνυσής του εναντίον της εγκαλούσας, καθόσον δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατ'άρθρο 57 ΚΠΔ προϋποθέσεις για την παραγωγή δεδικασμένου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγος της ένδικης αίτησης, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (ΚΠΔ 583 παρ.1 και ΚΠολΔ 176 και 183). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 10-3-2006 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ'αρ. 10615/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 479/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 557/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. ..... και 2. ...... Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1294/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 403/14-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων την από 3-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ...... κατά της υπ'αριθμ. 557/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρ. 148 έως 153, 474, 476 παρ. 1 και 509 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεων είναι, να περιέχονται σ'αυτή λόγοι αναιρέσεως, από τους αναφερομένους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, οι οποίοι να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορρίπτεται (άρθρ. 476 και 513 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, στην σχετική έκθεση ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου" κατά της ανωτέρω αποφάσεως "για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει". Εν συνεχεία δε, ουδείς λόγος αναιρέσεως διατυπώνεται. Αλλά, με το περιεχόμενο αυτό, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και, επομένως, πρέπει αυτή να απορριφθή και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς τα άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω Να απορριφθή ως απαράδεκτη η από 3-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του ...... κατά της υπ'αριθμ. 557/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 25 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, "στην έκθεση (άσκησης ένδικου μέσου) πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 462 ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως ή βουλεύματος είναι να περιέχεται σ' αυτή λόγος αναίρεσης, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και, ως τέτοια, απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Απλή επίκληση του περιεχομένου της οικείας διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά σχετικών περιστατικών και, ειδικότερα, χωρίς προσδιορισμό των περιστατικών που θεμελιώνουν την προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δεν αρκεί. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με την κρινόμενη αίτηση, πλήττει την υπ' αριθ. 557/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό για εισαγωγή, μεταφορά και κατοχή ναρκωτικών, σε ποινή καθείρξεως δέκα έξι (16) ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Ειδικότερα στη σχετική έκθεση αναιρέσεως δεν προσδιορίζεται καμιά πλημμέλεια. Αναφέρει ο αναιρεσείων ότι κάνει αναίρεση για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει. Στη συνέχεια όμως κανένας λόγος αναιρέσεως δεν διατυπώνεται. Αλλά, με το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3 Μαρτίου 2007 αίτηση του ...... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 557/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋπόθεση για το κύρος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, είναι να περιέχεται σ’ αυτή ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και ως τέτοια απαράδεκτη. Επειδή στην έκθεση αναιρέσεως δεν περιέχεται κανένας λόγος, η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 465/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου . Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1810/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 516/20-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Συμβούλιό σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το 931/2005 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμόδιου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου τον χ1 για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής παιδικής πορνογραφίας κατ'εξακολούθηση και έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του ίδιου κατηγορουμένου για τη πράξη της παράβασης του άρθρου 29 παρ. 1 του Ν.5060/1931 κατ'εξακολούθηση (βλ. βούλευμα). ΙΙ. Κατά του παραπεμπτικού τμήματος του βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε την 188/27-4-2005 έφεση και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 1856/2007 βούλευμα απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση και επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς την παραπεμπτική διάταξη του. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε νομίμως στις 2-10-2007 στον κατηγορούμενο, ο οποίος στις 11-10-2007 άσκησε αναίρεση κατ' αυτού με δήλωσή του προς την αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η 207/11-10-2005 έκθεση αναίρεσης (βλ. έκθεση). Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται η έλλειψη της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 348Α Π.Κ. (άρθρα 93 Συντάγματος, 139, 484§1 β' και δ' ΚΠΔ). Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως από διάδικο που είχε το σχετικό δικαίωμα, αφού με το προσβαλλόμενο βούλευμα ο αναιρεσείων παραπέμπεται να δικαστεί για κακούργημα (άρθρα 462, 463, 473, 474, 482§1α' ΚΠΔ και 98, 348 Α Π.Κ.). ΙΙΙ. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α του ΠΚ όπως προσετέθη με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2001: "1. Όποιος από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει, διακινεί, διαθέτει, πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. 2. Πορνογραφικό υλικό κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου συνιστά κάθε περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, του σώματος ανηλίκου που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση, καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο. 3. Αν κάποια από τις πράξεις της πρώτης παραγράφου αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητος ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ' αυτού, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. Και αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων έως πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ." Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση το νέο άρθρο 348 Α ΠΚ ποινικοποιεί την πορνογραφία κατά ανηλίκων και δεν περιορίζει την ηλικία αυτών, το σώμα των οποίων αποτυπώνεται στο πορνογραφικό υλικό. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως δεν αρκεί απλώς το υλικό να είναι πορνογραφικό με τη γενική του έννοια, αλλά θα πρέπει να αναφέρεται στο σώμα του ανηλίκου, δηλαδή προσώπου ανεξαρτήτως φύλου που δεν έχει συμπληρώσει το 18° έτος της ηλικίας του. Ως παρασκευή πορνογραφικού υλικού πρέπει να νοηθεί η δημιουργία αυτού, ενώ ως θέση με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία νοείται η παράδοση στη διάθεση του κοινού. Κατοχή νοείται η φυσική εξουσία του δράστη ώστε να μπορεί να εξακριβώσει με δική του θέληση την ύπαρξη και να τη διαθέσει πραγματικά και αν ακόμη προορίζεται προσωπική χρήση του δράστη ενώ μεταφορά είναι η διαμετακόμιση από τόπο σε τόπο με οποιοδήποτε μέσο. Η επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 348Α του ΠΚ αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ' αυτού. Περαιτέρω η παραπάνω πράξη, με δεδομένο ότι για τη στοιχειοθέτησή της απαιτείται ο υπαίτιος να ενεργεί από "κερδοσκοπία", έχει την μορφή εγκλήματος με "υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση" (βλ. Μ. Μαργαρίτη: Ερμ. Ποιν. Κωδ., σελ. 92, παρ. 8 και σελ. 943, παρ. 6), πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται ειδική αιτιολόγηση περί του στοιχείου αυτού ότι ο δράστης δηλαδή ενήργησε με κίνητρο να πορισθεί περιουσιακό όφελος που αυξάνει τα εισοδήματά του, το οποίο δεν είναι αναγκαίο να το πορίσθηκε τελικά. ΙV. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 73 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' ΚΠΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα στο αιτιολογικό του βουλεύματος ή και σε συνδυασμό και με το διατακτικό του, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κύρια του προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα ποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, βάσει των οποίων έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσεις) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον της κατηγορουμένου για τη συγκεκριμένη πράξη.(ΑΠ 628/2006 ) To Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή ή όταν από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να υποβάλει στη δοκιμασία της διαδικασίας στο ακροατήριο τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αν κριθούν αυτές καθεαυτές, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του κατηγορουμένου. Για να κρίνει το Συμβούλιο το αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή και η απόφανση του για την ενοχή ή την απαλλαγή να είναι αιτιολογημένη πρέπει να συνεκτιμά το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και να αξιολογεί και να σταθμίζει τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις ενδείξεις, όσο και τα στοιχεία που τις αποδυναμώνουν.( ΟΛ.ΑΠ 9/2001 )Έλλειψη δε αιτιολογίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο ή το συμβούλιο που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα, ακόμη και αν μνημόνευσε στην αρχή του σκεπτικού της εντελώς τυπικά κατ' είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, χωρήσει ακολούθως στην αξιολογική εκτίμηση ορισμένων και μόνον ειδικώς και επιλεκτικώς κατονομαζόμενων αποδεικτικών μέσων, στα οποία στηρίζει αποκλειστικά την κρίση του, παραλείποντας έτσι κατά τα λοιπά την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση όλων των αποδεικτικών μέσων και πολύ περισσότερο όταν το δικαστήριο αγνόησε εντελώς κάποιο αποδεικτικό μέσο. (ΑΠ 1465/2006 ) V. Στην προκειμένη περίπτωση προκειμένου το Συμβούλιο να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση αναφέρει ως αιτιολογία τα εξής: Από όλο ανεξαιρέτως το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση (αρχική και περαιτέρω) και την προηγηθείσα αυτεπάγγελτη προανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, από τα έγγραφα, την απολογία του κατηγορουμένου και όλα τα υποβληθέντα από τον τελευταίο, υπομνήματα, σε συνδυασμό με την από ........ έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα, ........ και την από ......... τεχνική έκθεση του διορισθέντος από τον κατηγορούμενο, τεχνικού συμβούλου ........., προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 25-2-2004 περιήλθαν στη Γενική Αστυνομική Δ/νση Αττικής (1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων) πληροφορίες από το αρμόδιο τμήμα της εταιρείας, με την επωνυμία "PHAISTOS NETWORKS S.A - Ανώνυμη Εταιρεία Έρευνας - Ανάπτυξης Νέων Τεχνολογιών και Εφαρμογών INTERNET", σύμφωνα με τις οποίες άγνωστος δράστης διακινεί στο διαδίκτυο πορνογραφικό υλικό με ανήλικους, ηλικίας 4-16 ετών περίπου, μέσω της διαδικτυακής διεύθυνσης "............", χρησιμοποιώντας το username "..........". Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώθηκαν από τους αστυνομικούς της πιο πάνω υπηρεσίας, γ1 και γ2 (βλ. καταθέσεις τους), οι οποίοι ενήργησαν τη σχετική έρευνα και σε συνεργασία με τους φορείς παροχής υπηρεσιών INTERNET, ανακάλυψαν τα ηλεκτρονικά αποτυπώματα του δράστη στην πόλη της ....... Κατόπιν τούτου οι ως άνω αστυνομικοί μετέβησαν στο νησί της ....., όπου διαπιστώθηκε και από πληροφορίες που παρείχε η εταιρεία "PHAISTOS Network" (παροχές υπηρεσιών INTERNET), ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος φιλοξενείτο από το θείο του ζ1, χρησιμοποιούσε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που ανήκε στον τελευταίο, την τηλεφωνική σύνδεση (..........) και τον κωδικό πρόσβασης (.........) που ανήκαν επίσης στο θείο του, μέσω των οποίων ο κατηγορούμενος συνδεόταν με τις υπηρεσίες του INTERNET, για να ανανεώνει και να συντηρεί το πορνογραφικό υλικό, που συγκέντρωνε από το διαδίκτυο, το οποίο μάλιστα διακινούσε περαιτέρω σε τρίτους, χρήστες του διαδικτύου. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος είχε διαμορφώσει την ως άνω ιστοσελίδα, μέσω της οποίας έκανε χρήση των υπηρεσιών του INTERNET όπου έβρισκε, αλλά και αποθήκευε φωτογραφίες αναλόγου περιεχομένου με ανήλικα κορίτσια, ηλικίας 4-16 ετών, σε πραγματική αλλά και σε τεχνητή απεικόνιση σεξουαλικής συμπεριφοράς ή ασελγών πράξεων. Όπως προέκυψε ο κατηγορούμενος, μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης "..........", στην οποία είχαν πρόσβαση και άλλοι χρήστες του διαδικτύου, εξέθετε σε δημόσια θέα διαρκώς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, φωτογραφίες ανηλίκων κοριτσιών, ηλικίας 4-16 ετών περίπου, σε άσεμνες στάσεις, αλλά και κατά τη διάρκεια σεξουαλικών πράξεων μεταξύ τους ή με ενήλικες. Από την επισκόπηση των φωτογραφιών αυτών που εκτυπώθηκαν, οι οποίες αποτελούν μέρος του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και επισυνάπτονται σ' αυτήν, προκύπτει αναμφίβολα ότι πρόκειται για πορνογραφικό υλικό, που αναφέρεται σε σώμα ανηλίκων και αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση. Συνδέεται δε το υλικό αυτό με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας και της απειρίας των εικονιζόμενων ανηλίκων, καθόσον πρόκειται για πολύ μικρά παιδιά (4-16 ετών) τα οποία σαφώς δεν διαθέτουν την πνευματική ωριμότητα, να ενεργήσουν αυτοβούλως, γεγονός το οποίο ο κατηγορούμενος γνώριζε και το εκμεταλλεύτηκε. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διακίνηση των φωτογραφιών αυτών παρότρυνε τους επισκέπτες του διαδικτύου να τις διαθέσουν περαιτέρω και σε άλλα πρόσωπα (χρήστες), στέλνοντας αυτές ως καρτ-ποστάλ, όπως τούτο βεβαιώνει στην από 11-3-2004 ένορκη κατάθεση του ο αστυνομικός γ1, ο οποίος μάλιστα προσκομίζει και αντίγραφο απεικόνισης κοριτσιού, ηλικίας 4-5 ετών σε σεξουαλική πράξη (πεοθηλασμό) με ενήλικο άνδρα. Η φωτογραφία αυτή ήταν αποθηκευμένη στον υποφάκελλο "......." της πιο πάνω ιστοσελίδας, που είχε δημιουργήσει ο κατηγορούμενος, ήταν διαρκώς εκτεθειμένη σε δημόσια θέα, χωρίς κανένα περιορισμό και κάτω απ' αυτήν υπήρχε προτροπή του ίδιου του κατηγορουμένου προς τους επισκέπτες της ιστοσελίδας να την διακινήσουν περαιτέρω και σε άλλα πρόσωπα, στέλνοντας την ως καρτ - ποστάλ, μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, γεγονός το οποίο παραδέχτηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι "μπορεί να το έκανα από λάθος" (βλ. από 11-3-2004 προανακριτική απολογία του). Επίσης ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το υλικό αυτό το χρησιμοποιούσε μόνο για προσωπική του ικανοποίηση, ότι δεν είχε πρόθεση να το κυκλοφορήσει περαιτέρω σε τρίτους, με σκοπό το κέρδος, αλλά αντίθετα σκόπευε να το αντιγράψει σε ένα ψηφιακό δίσκο (CD) για να το επισκέπτεται, όποτε ήθελε αυτός. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί, διότι από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος δεν ενεργούσε ως απλός "συλλέκτης" πορνογραφιών ανηλίκων, αλλά διακινούσε τις φωτογραφίες αυτές σε τρίτους, μέσω της ηλεκτρονικής διευθύνσεως του "............". To γεγονός δε της αναρτήσεως των ανωτέρω φωτογραφιών στην ανωτέρω διαδικτυακή διεύθυνση και ειδικότερα σε δύο υποφακέλλους με τους τίτλους "......" και " ......", την οποία επισκέπτονταν και άλλοι χρήστες του INTERNET, υποδηλώνει τηv πρόθεση του να γνωστοποιήσει σε τρίτους ότι κατείχε προς περαιτέρω διακίνηση τις εν λόγω φωτογραφίες, ενώ εάν διέθετε αυτές μόνο για προσωπική του χρήση, όπως κατ' επανάληψη ισχυρίζεται, αρκούσε μόνο η επίσκεψη σε κάποια ιστοσελίδα, μέσω INTERNET, από τις πολλές που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Χαρακτηριστική δε είναι και η συχνότητα αποστολής των φωτογραφιών αυτών, καθόσον από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την ^Εταιρεία FORTHNET (Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών INTERNET) προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, κατά το διάστημα από 23-2-2004 έως 1-3-2004, που έκανε χρήση της τηλεφωνικής σύνδεσης του θείου του (.........) και του αντίστοιχα κωδικού πρόσβασης (......), απέστειλε συνολικά τριάντα έξι (36) πορνογραφικές φωτογραφίες ανηλίκων και ειδικότερα: την 23-2-2004 και από ώρα 5.36 έως 5.46 απέστειλε έξι (6) φωτογραφίες, την 24-2-2004 και από ώρα 3.57 έως 5.47 απέστειλε δέκα επτά (17) φωτογραφίες, την 25-2-2004 και από ώρα 4.24 έως 5.48 απέστειλε δέκα (10) φωτογραφίες, ενώ την 1-3-2004 και από ώρα 19.52 έως 19.58 απέστειλε τρεις (3) φωτογραφίες. Τις εν λόγω φωτογραφίες ο κατηγορούμενος απέστειλε σε τρίτους, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κάνοντας χρήση ειδικής "φόρμας", την οποία είχε ο ίδιος κατασκευάσει για το σκοπό αυτό (αποστολή αρχείων). Οι αντίθετοι ισχυρισμοί του περί μιας τυποποιημένης "φόρμας", την οποία το ίδιο το σύστημα αποστολής προσθέτει αυτόματα σε κάθε αρχείο, προερχόμενο από το διαδικτυακό χώρο, δεν κρίνονται πειστικοί, ενόψει του γεγονότος ότι από την επεξεργασία του συγκεκριμένου Η/Υ (κατασχεθέντος) προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος συμμετείχε σε διεθνές κύκλωμα παιδοφίλων και συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας το Username "........" και τον ίδιο κωδικό πρόσβασης (.........) επισκέπτονταν την ιστοσελίδα των Η.Π.Α. ".........." και ειδικότερα τις ιστοσελίδες "......." και ".........." στις οποίες κατ' εξακολούθηση διακινείται υλικό παιδικής πορνογραφίας. Μέσω των ιστοσελίδων αυτών ο κατηγορούμενος δεχόταν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, που διέθετε ο συγκεκριμένος Η/Υ του θείου του φωτογραφίες και μηνύματα που του απέστελναν παιδόφιλοι και περιέγραφαν ασελγείς πράξεις ανηλίκων από διάφορες χώρες, τις οποίες συγκέντρωνε στον αποθηκευτικό χώρο της ιστοσελίδας του ".........."., τις οποίες στη συνέχεια διακινούσε σε τρίτους με τον προαναφερθέντα τρόπο (ειδική φόρμα αποστολής). Τη συμμετοχή του στο κύκλωμα παιδοφίλων στην ιστοσελίδα των Η.Π.Α. ".......", παραδέχτηκε ο κατηγορούμενος στην από 11-3-2004 προανακριτική του απολογία, στην οποία κατά λέξη αναφέρει: "Ήθελα να παραμείνω μέλος της ιστοσελίδας αυτής για να προμηθεύομαι φωτογραφίες και έτσι έβαλα φωτογραφίες και με ανήλικες και ενήλικες γυναίκες ..." Επίσης η "PHAISTOS NETWORKS" που είναι η εταιρεία, η οποία προέβη στην καταγγελία σε βάρος του κατηγορουμένου και παρέσχε κρίσιμες πληροφορίες στις Αρχές, για την παράνομη δράση του, στην από ...... απαντητική επιστολή της προς τον κατηγορούμενο αναφέρει ότι "Τέλος, δεδομένης της φύσης του διαδικτύου ... δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε α) εάν κατασκευάστηκαν, προστέθηκαν, διατηρήθηκαν και κατόπιν αφαιρέθηκαν άλλες ηλεκτρονικές φόρμες, εργαλεία κλπ. από τρίτα πρόσωπα, με τα οποία θα καθίστατο δυνατή η "αυτόματη" αποστολή περιεχομένου από τους χαρτοφύλακες των μελών και β) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οποιοσδήποτε χαρτοφύλακας "briefcase" παρέμενε "ξεκλείδωτος", ώστε να επιτρέπεται ελεύθερα η πρόσβαση τρίτων σ' αυτόν...". Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, την όπως διαλαμβάνεται ανωτέρω δραστηριότητα του, ανέπτυσσε με τον πρόσθετο σκοπό της κερδοσκοπίας, όπως προκύπτει, από τη μεγάλη ποσότητα και το είδος του πορνογραφικού υλικού που διέθετε και περαιτέρω διακινούσε σε άλλους χρήστες μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, έναντι αντιτίμου. Εξάλλου, από την κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού, που τηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, προέκυψε η κατάθεση σ' αυτόν διαφόρων χρηματικών ποσών χωρίς αιτιολογία, τα οποία (ποσά) βάσιμα πιθανολογείται ότι συνιστούν το καταβληθέν αντίτιμο για τη διακίνηση του εν λόγω υλικού παιδικής πορνογραφίας, μέσω των ιστοσελίδων "......." και "........", δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος δεν διαθέτει σταθερή εργασία ή άλλους εμφανείς πόρους, δεν αιτιολογεί επαρκώς την ύπαρξη του ποσού /ων 2.832,84 ευρώ στο βιβλιάριο καταθέσεων του. Επίσης η εταιρεία "PHAISTOS NETWORKS" στην προαναφερθείσα επιστολή της αναφέρει "σε κάθε περίπτωση όμως είναι αντικειμενικά αδύνατο να γνωρίζουμε εάν θα μπορούσατε να είχατε ζητήσει από τρίτους οικονομικό αντάλλαγμα, για την αποστολή σε αυτούς περιεχομένου από το χαρτοφύλακα σας (π.χ. με την αποστολή e-mail, ή μέσω διαφόρων άλλων υπηρεσιών επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου, όπως: forums, message boards, instaut messengers, αλλά και ;μέσω των παραδοσιακών μεθόδων, όπως είναι η αλληλογραφία, τηλεφωνική επικοινωνία κλπ". Ύστερα από τα ανωτέρω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για τη στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας εναντίον του για την αξιόποινη πράξη της πορνογραφίας ανηλίκων κατ' εξακολούθηση με εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας και απειρίας ανηλίκων που κατηγορείται. Κατ' αρχήν αναμφίβολα κατείχε, προμηθευόταν, διακινούσε και εξέθετε στο διαδίκτυο το υλικό παιδικής πορνογραφίας που προαναφέρθηκε. Επίσης ο κατηγορούμενος ενήργησε από κερδοσκοπία, τελώντας εν γνώσει, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ότι το επίδικο πορνογραφικό υλικό συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας των εικονιζόμενων σ' αυτό ανηλίκων. Αυτοί ήταν εύκολο να το διαγνώσει ο κατηγορούμενος, διότι οι πορνογραφικές αυτές αποτυπώσεις των μεν σωμάτων των ανηλίκων, με σκοπό τη γενετήσια διέγερση των δε ασελγών πράξεων με ανήλικα πρόσωπα (ηλικίας 4-16 ετών) για τον ίδιο σκοπό, "συνδέονται" με κάποια από τις ως άνω μειονεκτικές καταστάσεις των ανηλίκων αυτών, δεδομένου ότι όπως είναι γνωστό κανείς δεν εμπορεύεται το σώμα του, χωρίς να συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες καταστάσεις. VI. Με τις παραπάνω παραδοχές του Συμβουλίου, ανακύπτει ζήτημα αναίρεσης του προσβαλλομένου βουλεύματος για έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (άρθρο 510 παρ. 1δ' ΚΠΔ), αιτιολογίας αλλά και για εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 348 Α παρ. 1, 2, 3 ΚΠΔ. Συγκεκριμένα ενώ με το 2384/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, διατάχθηκε περαιτέρω ανάκριση, προκειμένου να ενεργηθεί δικαστική πραγματογνωμοσύνη, για ζήτημα που απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις και συγκεκριμένα εάν η όλη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε από τον κατηγορούμενο επέφερε σ'αυτόν ή μπορούσε να επιφέρει οικονομικό όφελος και η σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης μνημονεύεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που εκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο, μαζί και με την σχετική έκθεση του νομίμως ορισθέντος τεχνικού συμβούλου, στην πραγματικότητα η αναφορά αυτή είναι εντελώς τυπική, αφού το Συμβούλιο, αγνόησε τα δύο αυτά αποδεικτικά μέσα, για το περιεχόμενο των οποίων δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, αν και αυτό ήταν αναγκαίο για να αντικρουστεί το περιεχόμενο αυτό αφού και οι δύο ειδικοί επιστήμονες, κατέληγαν στο κοινό συμπέρασμα, ότι ο κατηγορούμενος ούτε επέτυχε ούτε μπορούσε να επιτύχει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη συμπεριφορά του. Προκειμένου εξ άλλου το Συμβούλιο να στηρίξει την παραδοχή του ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε με "σκοπό κερδοσκοπίας" αναφέρει και τα εξής: "....Εξ άλλου από την κίνηση του Τραπεζικού λογαριασμού, που τηρούσε την Εμπορική Τράπεζα κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, προέκυψε η κατάθεση σ'αυτόν διαφόρων χρηματικών ποσών χωρίς αιτιολογία, τα οποία ποσά βάσιμα πιθανολογείται ότι συνιστούν το καταβληθέν αντίτιμο για τη διακίνηση του εν λόγω υλικού παιδικής πορνογραφίας, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος δεν διαθέτει σταθερή εργασία ή άλλους εμφανείς πόρους, δεν αιτιολογεί επαρκώς την ύπαρξη του ποσού των 2.834,84 ευρώ στο βιβλιάριο καταθέσεων του". Η παραδοχή αυτή είναι εντελώς αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται ποιό είναι το "επίμαχο χρονικό διάστημα" και ποιός ο συγκεκριμένος χρόνος και ποσό κάθε κατάθεσης, ώστε να κριθεί αν αυτές μπορούν λογικά να συνδεθούν με τις ενέργειες του κατηγορουμένου, ενώ επί πλέον στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει η βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να εκτιμήσει κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο, δηλαδή έγγραφο της Τράπεζας με ανάλυση του λογαριασμού, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία "κατάθεση" ποσού σ'αυτόν, έχει γίνει στις 29-12-2003, δηλαδή σε χρόνο πολύ προγενέστερο των ενεργειών του κατηγορουμένου, που φέρονται να συγκροτούν την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται. Οι ελλείψεις αυτές και τα λογικά κενά, σε σχέση με την παραδοχή του στοιχείου της "κερδοσκοπίας", καθιστούν ανέφικτη την κρίση για το αν ορθώς η συμπεριφορά του κατηγορουμένου έχει υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 348 Α ΠΚ και ως εκ τούτου ανακύπτει και ζήτημα εκ πλαγίου παράβασης της ουσιαστικής αυτής ποινικής διάταξης και έτσι το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. VII. Πρέπει συνεπώς κατά τους βάσιμους παραπάνω λόγους αναίρεσης, η κρινομένη αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών (άρθρο 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω Ι. Να γίνει δεκτή η 207/11-10-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου χ1, κατά του 1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ. Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό ως προς την παραπεμπτική του διάταξη. Και ΙΙΙ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων Δικαστών. Αθήνα 14 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 485 αριθ. 1 και 3 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του Ν. 3160/30.6.2003, προκύπτει ότι , όταν ο ασκών αναιρετική αίτηση εναντίον βουλεύματος κατηγορούμενος ζητεί να εμφανισθεί προσωπικά και να ακουσθεί από το συνεδριάζον, με τριμελή σύνθεση, ως Συμβούλιο, αρμόδιο ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου, επί του αιτήματος τούτου αποφαίνεται το εν λόγω Συμβούλιο, ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου Εισαγγελέα. Επομένως, αν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στην έγγραφη πρότασή του, επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατηγορουμένου εναντίον βουλεύματος, προς το αρμόδιο και ως Συμβούλιο συνεδριάζον Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, δεν διαλαμβάνει τίποτε περί της παραδοχής ή όχι του αιτήματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και ακρόασή του ενώπιον του ανωτέρω Συμβουλίου, τότε το τελευταίο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 και 4 και 138 παρ. 2 και 3 του ΚΠΔ, πρέπει να απόσχει, όπως αποφασίσει περί τούτου και γενικότερα και επί των λόγων αναίρεσης, μέχρις ότου υποβληθεί συμπληρωματική και έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί παραδοχής ή όχι του παραπάνω αιτήματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 207/ 11-10-2007 αίτηση αναίρεσης κατά του 1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων χ1 ζητεί, μεταξύ των άλλων, την αυτοπρόσωπη , η και δια πληρεξουσίου συνηγόρου, εμφάνιση και ακρόασή του ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, πλην, όμως, επί του αιτήματος τούτου, η 516/20-12-2007 πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν αναφέρει τίποτε περί παραδοχής ή όχι του αιτήματος αυτού του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, γι' αυτό και πρέπει το παρόν Συμβούλιο να απόσχει, όπως αποφανθεί επί της ένδικης αναιρετικής αίτησης, μέχρις ότου υποβληθεί σε αυτό ή σχετική συμπληρωματική έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για παραδοχή ή όχι του ανωτέρω αιτήματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί της 207/ 11-10-2007 αίτησης αναίρεσης, κατά του 1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος χ1, εναντίον του 1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μέχρις ότου υποβληθεί στο παρόν Συμβούλιο συμπληρωματική έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για παραδοχή ή όχι του αιτήματος του ανωτέρω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, προς αυτοπρόσωπη εμφάνιση και ακρόασή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για την πράξη της (κακουργηματικής) πορνογραφίας ανηλίκων (348Α ΠΚ). Αν στην έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δεν διαλαμβάνεται τίποτε ως προς το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και ακρόασή του ενώπιον του Συμβουλίου, τότε το Συμβούλιο απέχει να αποφασίσει μέχρις ότου υποβληθεί συμπληρωματική πρόταση.
Βούλευμα παραπεμπτικό
Βούλευμα παραπεμπτικό, Αποχή αποφάσεως, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 463/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Μαύρο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 178/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτ. Μακεδονίας. Το Τριμελές Εφετείο Δυτ. Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1151/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 369/10-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας με την υπ'αριθμ. 178/18-4-2007 απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία την από 12-3-2007 αίτηση ακύρωσης του Χ1 κατά της υπ'αριθμ. 496/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Ειδικώτερα ο ανωτέρω είχε ασκήσει την υπ'αριθμ. 17/2002 έφεση κατά της υπ'αριθμ. 382/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών και το Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την υπ'αριθμ. 496/2005 απόφασή του απέρριψε αυτή ως ανυποστήρικτη. Ο εκκαλών άσκησε κατ'αυτής αίτηση ακυρώσεως (501 § 1 Κ.Ποιν.Δ.) την οποία το αυτό δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη κατ'ουσίαν με την 178/2007 απόφασή του. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, η οποία εκδόθηκε με την παρουσία του αιτούντος και η οποία καταχωρήθηκε στο βιβλίο του άρθρου 473 § 3 Κ.Ποιν.Δ. την 23-5-2007 (βλ. οικεία βεβαίωση), ο ανωτέρω άσκησε την υπ'αριθμ. 97/1-6-2007 αναίρεση ενώπιον του Διευθυντού των φυλακών όπου κρατείται προβάλλων "α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όπως αυτή ρητά επιβάλλεται από το Σύνταγμα, β) απόλυτη ακυρότητα συντελεσθείσα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο καθώς και για όσους λόγους επιφυλάσσεται να προσθέσει νομίμως" (βλ. την έκθεση αναίρεσης). ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Ποιν.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά αποφάσεως κατά της οποίας δεν επιτρέπεται από το νόμο, τούτο είναι απαράδεκτο και ως τέτοιο πρέπει να απορριφθεί από το αρμόδιο δικαστήριο (σε συμβούλιο) χωρίς άλλο. Επειδή η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης (341 σε συνδυασμό 501 § 1 εδ. τελ. Κ.Ποιν.Δ.) είναι αμετάκλητη, ήτοι δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο, και αναίρεση, και δη είτε με αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη είτε ως αβάσιμη η αίτηση ακύρωσης αφού η διάταξη του άρθρου 341 § 2 Κ.Π.Δ. είναι ειδική και υπερισχύει της γενικής του άρθρου 476 § 2 Κ.Π.Δ. (πάγια η νομολογία- θεωρία βλ. ΑΠ 315/2006, ΑΠ 739/2006, ΑΠ 1210/2006, ΑΠ 741/2005, ΑΠ 552/2001, ΑΠ 1678/2003 κ.ά., Μπουρόπουλο υπό 341 σελ. 473 Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τόμ. β (1977) σελ. 503). Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι και πρέπει να κηρυχθεί ως απαράδεκτη για τον λόγον τούτο, (εκτός του ότι δεν περιέχει ούτε έναν ορισμένο λόγον αναίρεσης). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 97/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της υπ'αριθμ. 178/2007 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας και να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος του. Αθήνα 17 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 341 παρ. 2 περ.δ' του Κ.Π.Δ., η οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 501 παρ. 1 εδ. τελευταίο Κ.Π.Δ.) και ορίζει ότι η αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας εισάγεται, χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο "αποφασίζει αμετάκλητα", σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 546 παρ. 2 Κ.Π.Δ., κατά την οποία "αμετάκλητη" είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο", σαφώς συνάγεται ότι η απόφαση που εκδίδεται επί αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη ή κατ' ουσίαν. Η ανωτέρω διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διατάξεως του άρθρου 476 παρ. 2 Κ.Π.Δ., με την οποία ορίζεται ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας), ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνον αναίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 178/18-4-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας με την οποία αυτό απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμη την από 12-3-2007 αίτηση ακύρωσης του ήδη αναιρεσείοντος Χ1κατά της 496/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Ειδικότερα ο ήδη αναιρεσείων είχε ασκήσει την 17/2002 έφεση κατά της 382/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γρεβενών και το Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την 496/2005 απόφασή του, απέρριψε αυτή ως ανυποστήρικτη. Ο εκκαλών- αναιρεσείων άσκησε κατ' αυτής αίτηση ακυρώσεως (501 § 1 Κ.Ποιν.Δ.) την οποία το αυτό Δικαστήριο απέρριψε, ως αβάσιμη κατ'ουσίαν, με την 178/2007 απόφασή του. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, η οποία εκδόθηκε με την παρουσία του αιτούντος και η οποία καταχωρήθηκε στο βιβλίο του άρθρου 473 § 3 Κ.Π.Δ. την 23-5-2007, ο ανωτέρω άσκησε την κρινόμενη αναίρεση ενώπιον του Διευθυντού των φυλακών όπου κρατείται προβάλλοντας "α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως αυτή ρητά επιβάλλεται από το Σύνταγμα, β) απόλυτη ακυρότητα συντελεσθείσα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, καθώς και για όσους λόγους επιφυλάσσεται να προσθέσει νομίμως". Συνεπώς, εφόσον η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ανεξαρτήτως του ότι δεν περιέχει κανένα ορισμένο λόγο αναιρέσεως, στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 97/1-6-2007 αίτηση του Χ1, κατά της 178/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης του. Η απόφαση αυτή είναι αμετάκλητη. Απορρίπτει αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 454/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Δάρμαρο, περί αναιρέσεως της 2631/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πανούση. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1851/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του Π.Κ., ''όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών'' και κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α' του Π.Κ., ''όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών''. Ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Π.Κ., ''από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν''. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. 'Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ.. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., , ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά δε επί εγκλήματος εξ αμελείας που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός. Τέλος , λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 2631/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης , καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι πέντε μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της απόφασης, διαλαμβάνονται, τα εξής: " Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν νόμιμα στο δικαστήριο τούτο και αναφέρονται ονομαστικά παραπάνω, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Στο 15ο χιλιόμετρο της Ε.Ο ........., στις 5-6-2000 ,ο κατηγορούμενος εκπρόσωπος της κατασκευαστικής εταιρείας "....... ΕΠΕ", από αμέλειά του, προκάλεσε τον θάνατο του Ψ, αδελφού της εγκαλούσας, και τον τραυματισμό του Ζ1, εργαζομένων της εταιρείας αυτής, κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες. Η εν λόγω κατασκευαστική εταιρεία είχε αναλάβει ως εργολάβος την τοποθέτηση στο κατάστημα-θερινό κέντρο διασκέδασης ".......", Γ1, που βρισκόταν στην περιοχή του αεροδρομίου ........., μίας τέντας από πλαστικό υλικό σε υπάρχουσα μεταλλική στέγη διαστάσεων 20 χ 30 μέτρων. Κατά τις σχετικές εργασίες για την ολοκλήρωση του έργου (για το οποίο σημειωτέον δεν είχε εκδοθεί άδεια για την κατασκευή της Ψ1) και ενώ η τέντα τυλιγμένη σε δύο ρολλά, είχε ήδη τοποθετηθεί στην άκρη της στέγης και επρόκειτο την άλλη ημέρα να ξετυλιχθεί με τη βοήθεια γερανού και να καλύψει ολόκληρη τη μεταλλική κατασκευή, οι παραπάνω δύο εργαζόμενοι, Ψ και Ζ1, ανέβηκαν στη στέγη, ο μεν Ζ1 για να πραγματοποιήσει τις τελευταίες εργασίες ηλεκτροσυγκόλλησης, ο δε Ψ πιθανόν για να τον βοηθήσει ή για να φροντίσει για το ίσιαγμα της τέντας. Όμως, ο κατηγορούμενος από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που μπορούσε και όφειλε να καταβάλει λόγω της ιδιότητάς του, δεν έλαβε τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας προς αποφυγή του κινδύνου πρόκλησης οποιουδήποτε ατυχήματος, είτε τοποθετώντας σταθερό ικρίωμα ή σκαλωσιά ως δάπεδο εργασίας, είτε διαθέτοντας γερανό με ειδικό καλάθι - θέση του εργαζομένου, δεδομένου ότι η μεταλλική στέγη ήταν ακατάλληλη για να χρησιμεύσει ως ασφαλές δάπεδο εργασίας, με αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των άνω εργασιών οι οποίες λάμβαναν χώρα στο κανονικό κτίριο εργασίας των δύο εργαζομένων, λόγω μη κανονικής συγκόλλησης της στέγης ,αλλά και λόγω του μεγάλου βάρους της τέντας, που βρισκόταν πάνω σ' αυτήν να υποχωρήσουν (σπάσουν) τα μεταλλικά μέρη όπου βρισκόντουσαν και εργάζονταν οι δύο εργαζόμενοι, να πέσουν αυτοί από ύψος έξι περίπου μέτρων στο δάπεδο του κτιρίου και να υποστούν τις βαριές σωματικές βλάβες, που αναφέρονται στο διατακτικό και που για τον Ψ ήταν θανατηφόρες. Επομένως ο κατηγορούμενος ο οποίος ήταν υπεύθυνος του έργου και όφειλε να λάβει τα σχετικά μέτρα ασφαλείας, αλλά δεν τα έλαβε, μ' αποτέλεσμα οι άνω δύο εργαζόμενοι να πέσουν από τη στέγη, ενώ εργάζονταν ακόμη στο προβλεπόμενο ωράριο εργασίας τους, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις παραπάνω δύο αξιόποινες πράξεις, που του αποδίδονται, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό,(ήτοι να κηρυχθεί ένοχος μιας ανθρωποκτονίας και μιας σωματικής βλάβης παρ' υποχρέου)". Ακολούθως στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως κηρύσει ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι "Στο 15ο χιλιόμετρο της Ε.Ο ........, την 5-6-2000, από αμέλειά του, επέφερε το θάνατο του Ψ και προξένησε σωματική βλάβη στον Ζ1. Συγκεκριμένα ενώ ήταν υποχρεωμένος λόγω του επαγγέλματός του σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει και έτσι δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε. Πιο συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, εκπρόσωπος της εταιρείας "........ ΕΠΕ", ανέλαβε ως εργολάβος , από τον ιδιοκτήτη του υπό ανακαίνιση κέντρου διασκέδασης, με την ονομασία "........", Γ1, τις εργασίες επισκευής υπάρχουσας μεταλλικής στέγης και τοποθέτησης επ' αυτής, ως επικάλυψη, τέντας από πλαστικό υλικό. Τις σχετικές εργασίες ανέθεσε στον εργαζόμενο στην επιχείρηση του, Ψ και στον Ζ1, ο οποίος διατηρεί κατάστημα σιδηροκατασκευών. Η υπάρχουσα μεταλλική στέγη είχε διαστάσεις 20χ30 μ. περίπου, τα ζευκτά ήταν σε απόσταση 4,0 μ. περίπου οι δε τεγίδες ανά 2,0 μ. περίπου. Κατά την πιο πάνω ημεροχρονολογία είχε ήδη τοποθετηθεί στην άκρη της στέγης η τέντα, τυλιγμένη σε δύο ρολά, η οποία στη συνέχεια θα έπρεπε να ξετυλιχθεί προς την αριστερή και προς την δεξιά γωνία της στέγης και ακολούθως με τη βοήθεια γερανού, να μετακινηθεί σταδιακά μέχρι την κορυφογραμμή της στέγης και από εκεί να τραβηχτεί με σχοινιά από τη μία και την άλλη πλευρά της στέγης προς τις δύο κλίσεις της, καλύπτοντας την στο σύνολό της. Προς εκτέλεση δε της παραπάνω εργασίας (ξετυλίγματος της τέντας προς την αριστερή πλευρά και προς τη δεξιά γωνία της στέγης ), οι παραπάνω εργαζόμενοι ανέβηκαν στη στέγη, χωρίς ωστόσο ο κατηγορούμενος να λάβει τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας προς αποφυγή του κινδύνου πρόκλησης οιουδήποτε ατυχήματος και τα οποία συνίστανται είτε στην κατασκευή κατάλληλου δαπέδου εργασίας και στη δημιουργία σταθερού ικριώματος ή στη χρήση σκαλωσιάς που να πληροί τους κανόνες ασφαλείας ( άρ. 1,2,3 επ. ΠΔ 778/80), είτε στη χρήση γερανού με ειδικό καλάθι για την ασφαλή τοποθέτηση κι εργασία ενός ατόμου (άρ. 10 παρ.5,4 Π.Δ. 16/94), έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η πτώση των εργαζομένων, δεδομένου ότι τα μεταλλικά στοιχεία της στέγης ήταν ακατάλληλα να χρησιμοποιηθούν ως δάπεδα εργασίας , διότι δεν διέθεταν ούτε το αναγκαίο πλάτος (60εκ.) ούτε πλευρική προστασία έναντι πτώσεως (κιγκλίδωμα),σύμφωνα με τα αρ. 9,16 και 18 του Π.Δ. 778/80, επιπλέον δε δεν μερίμνησε να εφοδιάσει τους άνω εργαζομένους με ατομικά μέσα προστασίας και συγκεκριμένα με ζώνες ασφαλείας, οι οποίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για περιορισμένο χρονικό διάστημα και σε μη εκτεταμένο χώρο εργασίας (άρ. 107 Π.Δ 1073/,μολονότι είχε ιδιαίτερα υποχρέωση προς τούτο, η οποία πηγάζει από τις σαφείς ως άνω διατάξεις του νόμου, αναφορικά με το είδος και τη μορφή των εκτελούμενων εργασιών, με αποτέλεσμα, κατά την εκτέλεση της ως άνω εργασίας, όταν λόγω μη κανονικής συγκόλλησης της στέγης, αλλά και του κανονικού βάρους της τέντας ,που βρισκόταν πάνω σ' αυτήν, υποχώρησαν τα μεταλλικά μέρη όπου βρισκόντουσαν και εργάζονταν οι δύο εργαζόμενοι, να πέσουν στο δάπεδο του κτιρίου, από ύψος 6,0 μ. περίπου και να υποστούν ο μεν Ψ, εγκάρσιο κάταγμα της βάσεως του κρανίου επεκτεινόμενο προς το θόλο διάχυτη υπαραχνοειδηαιμορραγία και διάχυτη αιμορραγία της παρεγκεφαλίδας ,πολλαπλά κατάγματα των πλευρών δεξιά με ρήξη πνευμόνων και αιμοθώρακα, πολλαπλές ρήξεις του ήπατος και αιμοπεριτόναιο, συνεπεία δε των ως άνω βαρύτατων κακκώσεων επήλθε μαζική εσωτερική αιμορραγία, η οποία επέφερε τον θάνατό του την ιδία ως άνω ημέρα, ο δε Ζ1, βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκκωση με ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα, κατάγματα σπλαγχινικού κρανιου, κατάγματα βαρέως κρανίου, τραυματική υπαραχνοειδή αιμμοραγία, κάκκωση οπτικών νεύρων αμφοτεροπλεύρως και κάταγμα ανωνύμου και κάταγμα Colles δεξιά, απώλεια της όρασης και διαταραχές της συμπεριφοράς . Με αυτά όμως που δέχθηκε το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση, συνεπεία αντιφάσεως μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της, και ασάφειας σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε το ατύχημα, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα ενώ στο σκεπτικό δέχεται ότι "οι δύο εργαζόμενοι, Ψ και Ζ1, ανέβηκαν στη στέγη, ο μεν Ζ1 για να πραγματοποιήσει τις τελευταίες εργασίες ηλεκτροσυγκόλλησης, ο δε Ψ πιθανόν για να τον βοηθήσει ή για να φροντίσει για το ίσιαγμα της τέντας" στο διατακτικό αναφέρεται ότι οι δύο εργαζόμενοι "ανέβηκαν στη στέγη προς εκτέλεση της εργασίας του ξετυλίγματος της τέντας" εργασία (ξετύλιγμα τέντας) η οποία κατά το αιτιολογικό "επρόκειτο την άλλη ημέρα να ξετυλιχθεί με τη βοήθεια γερανού".Περαιτέρω η παραδοχή της προσβαλλομένης σε σχέση με το είδος και τη φύση της εργασίας που επέβαλλε την άνοδο του εργαζομένου Ψ στη στέγη είναι ασαφής εκδηλώνεται δε η ασάφεια αυτή με τη χρησιμοποίηση της λέξεως "πιθανόν". Επομένως είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγοι της αιτήσεως αναιρεσέως και πρέπει κατά παραδοχή αυτών να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2631/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης . Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή λόγω αντίφασης αιτιολογικού και διατακτικού. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
2
Αριθμός 453/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......., που παρέστη αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος, περί αναιρέσεως της 57/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1602/07. Αφού άκουσε Τον αυτοπροσώπως παραστάντα αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του αν. ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ'αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ'αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διατάξεως του α.ν. 690/1945, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ'αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 57/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω της ιδιότητας του αναιρεσείοντος ως δικηγόρου, ο τελευταίος καταδικάστηκε για παράβαση του πιο πάνω α. ν. 690/1945 σε φυλάκιση πέντε (5) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Το Δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής, " ... ο κατηγορούμενος δικηγόρος προσέλαβε την ......... για να απασχοληθεί ως υπάλληλος στο δικηγορικό του γραφείο, αλλά δεν της κατέβαλε μέχρι και την 30η Σεπτεμβρίου 2003 το συνολικό ποσό των 2.142,4 ευρώ που αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές τεσσάρων ημερών εκ του μηνός Μαΐου και στις αποδοχές των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2003... ".. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και κήρυξε στη συνέχεια ένοχο τον κατηγορούμενο για παράβαση του πιο πάνω ν. 690/1945, δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται σ' αυτή, ούτε στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό αν οι αποδοχές του πιο πάνω εργαζομένου οφείλονται βάσει νόμου, σύμβασης, διοικητικής πράξης, συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής αποφάσεως ή εθίμου. Ακόμη, δεν καθορίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια των μηνιαίων αποδοχών έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής τους καθορίζεται από τη σύμβαση, νόμο, συλλογική σύμβαση κ.λ.π. Εξαιτίας των προαναφερομένων ελλείψεων στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 57/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδίκη για παράβαση Α.Ν. 690/1945. Αναίρεση για ελλιπή αιτιολογία. Δεν καθορίζεται με ποια νομική βάση οφείλονται οι αποδοχές και ο χρόνος καταβολής αυτών. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 450/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 177/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. ........ και 2. ........... Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1388/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 423/31.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Ο Χ1 άσκησε στις 10-7-2007 "δια του παραστάντος δικηγόρου" με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, την από 9-7-2007 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ'αριθμ. 177/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με την οποία είχε καταδικαστεί για απλή συνέργεια στην πράξη της παράνομης προώθησης στο εσωτερικό της χώρας λαθρομεταναστών σε φυλάκιση 5 μηνών. ΙΙ) Ο ίδιος ο αναιρεσείων δια του αυτού δικηγόρου και με βάση το υπ'αριθμ. ........ ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο συνέταξε ο συμβολαιογράφος Κοζάνης Λάζαρος Σιούλας και με το οποίο παρέχει στον δικηγόρο Κοζάνης Χρήστο Σαββίδη την ειδική πληρεξουσιότητα-εντολή να παραιτηθεί από την ανωτέρω ασκηθείσα αναίρεση, παραιτήθηκε με τον αυτόν τρόπο, ήτοι με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 31-8-2007, του ασκηθέντος άνω ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Η άνω παραίτηση, η οποία είναι νομότυπη -465 παρ. 1, 475 ΚΠοινΔ και ΑΠ 1955/2006, Μαργαρίτη -'Ενδικα μέσα (2005) σελ. 185 με παραπομπές - αλλά και νόμιμη, αφού γίνεται με την εντολή του προσώπου επ'ονόματι του οποίου άσκησε το ένδικο μέσο - βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΚποινΔ τομ. β σελ. 171, Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία τομ. γ (1977) σελ. 140, ΑΠ 1212/81 - έχει ως αποτέλεσμα το ένδικο μέσο που ασκήθηκε να θεωρείται απαράδεκτο (476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α ----------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η από 9-7-2007 δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ'αριθμ. 177/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας και να καταδικαστεί ο ανωτέρω στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474 § 1, 475 § 1, 476 § 1 και 513 § 1 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο διάδικος, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου ο οποίος έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 § 2 ίδιου Κώδικα, μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος και αν αυτός κρατείται στη φυλακή σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον που τη δέχεται. Στην περίπτωση αυτή το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο και ο αναιρεσείων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1με την από 21-8-2007 δήλωσή του, η οποία έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δια του έχοντος σχετική εντολή πληρεξουσίου του, Χρήστου Σαββίδη, δικηγόρου Κοζάνης, δυνάμει του υπ' αριθμό ......... ειδικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Κοζάνης Λάζαρου Σιούλα, παραιτήθηκε, από την αίτηση αναιρέσεώς του, με αριθμό εκθέσεως 446/9.7.2007, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθμό 177/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ένδικο αυτό μέσο, πρέπει, να απορριφθεί ως απαράδεκτο και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476, 583 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 177/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραίτηση από το ένδικο μέσο της αναίρεσης. Απαράδεκτη η αναίρεση.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 449/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 1123/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 695/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά το άρθρο 79 § 1 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ'αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του πλημμελήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται, αφ' ενός μεν η έκδοση έγκυρης επιταγής και αφ' ετέρου γνώση του εκδότη της ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής και τέλος η μη πληρωμή της επιταγής, λόγω ελλείψεως αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, είτε κατά το χρόνο της εκδόσεως είτε κατά το χρόνο πληρωμής της επιταγής. Προσαπαιτείται ακόμη και η εμφάνιση της επιταγής μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών από την επομένη της εκδόσεως της επιταγής, εφόσον αυτή εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 88 § 1 του Ν. 1769/1991, η βεβαίωση μη πληρωμής της επιταγής δύναται να συντάσσεται και από κατάστημα της πληρώτριας τράπεζας διαφορετικό από εκείνο, στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός, επί του οποίου σύρεται η επιταγή, ή και από κατάστημα τράπεζας διαφορετικής από την πληρώτρια. Η τελευταία αυτή τράπεζα ενεργεί μετά από σχετική εξουσιοδότηση του πληρωτή. Εξ άλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην καταδικαστική ή οποιαδήποτε άλλη παρεμπίπτουσα απόφαση, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά διαπιστώθηκαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1E' KΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο ηθικής αυτουργίας σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής (κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας) και επέβαλε εις αυτόν ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, μετατραπείσα επί 4,40 ευρώ ημερησίως δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Απρίλιο του έτους 2000 συστάθηκε νομίμως η υπό την επωνυμία "Λουκάς Βιδάλης και Σια Ανώνυμη Εταιρεία Παραγωγής και Εμπορίας Ζαχαρωδών και Ειδών Διατροφής" ανώνυμη εταιρεία, με έδρα τη Θεσσαλονίκη και διακριτικό τίτλο "Βιδάλης Α.Ε.". Κύριος μέτοχος και ο εν τοις πράγμασι αποκλειστικός διαχειριστής της εταιρείας αυτής ήταν ο κατηγορούμενος, τύποις όμως, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ως Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της εφέρετο, κατά το δημοσιευθέν στο ΦΕΚ, κατά τα ουσιώδη του στοιχεία και τις τροποποιήσεις του, καταστατικό της, η Φ1 η οποία, αληθώς, εκτελούσε χρέη γραμματέως του κατηγορουμένου. Η προαναφερομένη υπέγραφε και εξέδιδε, υπό την άνω ιδιότητα της, μεταξύ άλλων και τραπεζικές επιταγές, προς κάλυψη υποχρεώσεων της εταιρείας έναντι τρίτων, πάντα όμως υπό την καθοδήγηση του κατηγορουμένου. Στα πλαίσια αυτά η προαναφερομένη, υπό τις προτροπές, παραινέσεις και την εν γένει καθοδήγηση του κατηγορουμένου, που, όπως προαναφέρθηκε, διηύθυνε και διαχειρίζετο εν τοις πράγμασι μόνος την, συμφερόντων του άλλωστε, ως άνω εταιρεία, εξέδωσε, στη Θεσσαλονίκη, στις 20-11-2002, για λογαριασμό της εταιρείας αυτής και υπό την φερομένη, ως άνω, ιδιότητα της, την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της Τραπέζης Αττικής Α.Ε., για το ποσόν των επτά χιλιάδων (7.000,00) ευρώ, σε διαταγή του ..... η οποία, εμφανισθείσα, παρά του τελευταίου - νομίμου κομιστή της, εμπροθέσμως και δη την 25-11-2002 προς πληρωμή στην κατά τα άνω πληρώτρια Τράπεζα Αττικής Α.Ε., επεστράφη απλήρωτη, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στον εκεί τηρούμενο υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό όψεως της, ως άνω, τύποις υπό της προαναφερομένης, Φ1 εκπροσωπούμενης, εν τοις πράγμασι όμως υπό του κατηγορουμένου διαχειριζόμενης και διευθυνομένης εκδότριας της επιταγής εταιρείας. Εκ των προαναφερομένων δε αποδεικτικών στοιχείων το Δικαστήριο πλήρως προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, ως έχων την πλήρη εποπτεία και διαχείριση των οικονομικών της, γνώριζε ότι η από μέρους του εν τοις πράγμασι διευθυνομένη, ως άνω, εταιρεία δεν είχε, κατά το χρόνο εκδόσεως της προαναφερομένης - επιδίκου επιταγής αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον, κατά τα άνω, τηρούμενο στην πληρώτρια Τράπεζα, λογαριασμό όψεως, αλλά και ότι αδυνατούσε να τον τροφοδοτήσει με τα αναγκαία κεφάλαια εν όψει πληρωμής της επιταγής αυτής. Εν όψει τούτων και αφού, υπό τις κατά τα άνω παραδοχές, δεν παρίσταται ποσώς σκόπιμη η αναβολή της συζητήσεως της ενδίκου υποθέσεως, προκειμένου προσκομισθούν στοιχεία περί του ότι αυτουργός εκδόσεως της ενδίκου επιταγής υπήρξε η προαναφερομένη Φ1 όπως αβασίμως ο εκκαλών - κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, επιζητεί και δεδομένου, περαιτέρω, ότι, ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας δεν υπάρχει όταν παραλλάσσει ο τρόπος συμμετοχής κάποιου στο έγκλημα, όπως όταν εκείνος που εισήχθη σε δίκη ως αυτουργός καταδικάζεται ως ηθικός ή άμεσος ή απλός συνεργός (Α.Π. 101/2002 ΠοινΔικ 2002.674), πρέπει ο παρών κατηγορούμενος, εισαχθείς να δικασθεί ως αυτουργός της αξιοποίνου πράξεως της εκδόσεως της κατά τα άνω ακαλύπτου επιταγής, ήτοι για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/3379 περί επιταγής, να κηρυχθεί, εν όψει όσων, κατά τα άνω λεπτομερώς εκτιθέμενα, εκ της διαδικασίας προέκυψαν, ένοχος ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, τελεσθείσα υπό της κατά τα άνω αυτουργού. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τόσον ως προς την κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου όσο και ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αφού εκτίθενται εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος (της ηθικής αυτουργίας σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής), οι αποδείξεις από τις οποίες αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστικού ποινικού δικαίου διάταξη του άρθρου 79 § 1 του Ν. 5960/1933, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Ειδικότερα, η παραδοχή της αποφάσεως ότι: "... δεν παρίσταται ποσώς σκόπιμη η αναβολή της συζητήσεως της ενδίκου υποθέσεως, προκειμένου να προσκομιστούν στοιχεία περί του ότι αυτουργός εκδόσεως της ενδίκου επιταγής υπήρξε η προαναφερόμενη Φ1 όπως αβασίμως ο εκκαλών - κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του επιζητεί...", δεν αντιφάσκει με τις λοιπές παραδοχές αυτής, με βάση τις οποίες πλήρως αιτιολογημένα ο αναιρεσείων, ο οποίος εισήχθη στη δίκη, προκειμένου να δικασθεί ως αυτουργός εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, καταδικάσθηκε, επιτρεπτώς ως ηθικός αυτουργός στην έκδοση αυτής, γενομένου δεκτού από την απόφαση, ότι φυσικός αυτουργός εκδόσεως της εν λόγω επιταγής είναι η Φ1. Περαιτέρω, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του ότι δεν γίνεται εις αυτήν (αιτιολογία) αναφορά, ότι η επίδικη επιταγή εμφανίστηκε εμπροθέσμως στην Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS AE, η οποία και εβεβαίωσε την μη ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό όψεως που τηρούσε στη πληρώτρια Τράπεζα ("Τράπεζα Αττικής Α.Ε.") η εκδότρια της επιταγής Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Λουκάς Βιδάλης και Σια Ανώνυμη Εταιρεία Παραγωγής και Εμπορίας Ζαχαρωδών και Ειδών Διατροφής" αφού η Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS ενήργησε μετά από εξουσιοδότηση της πληρώτριας Τράπεζας Αττικής Α.Ε., σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 88 Ν. 1969/1991 και την υπ' αριθμ. 6617Β/104/1992 απόφαση Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, όπως άλλως τε προκύπτει και από την παραδεκτή επισκόπηση της επιταγής και όπως προαναφέρθηκε, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, απαιτούνται τα εις την οικεία, πιο πάνω σκέψη, στοιχεία, μεταξύ των οποίων και η ανυπαρξία διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η Τράπεζα Εργασίας Α.Ε. και όχι η EUROBANK. Ενόψει των εκτεθέντων και του ότι περαιτέρω με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απερρίφθη, κατά τα άνω, το αίτημα περί αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως, αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 (άρθρ. 510 § 1Δ, ΕΚΠΔ), πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και η αίτηση (πρέπει να απορριφθεί) στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Απριλίου 2007 αίτηση του ...... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1123/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Εμφάνιση αυτής προς πληρωμή όχι στην πληρώτρια, αλλά σε άλλη τράπεζα με βάση το άρθρο 88 Ν. 1969/1991 και την υπ’ αριθμ. 6617Β/ 104/1992 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου. Αιτιολογημένη καταδίκη του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος ως ηθικού αυτουρ-γού στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας (εισήχθη ως φυσικός αυτουργός). Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή άρθρου 79 Ν. 5960/1933. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Κατηγορίας μεταβολή, Τραπεζική επιταγή.
0
Αριθμός 455/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 25611/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενη τη Χ1 που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρίστο Μανιάτη. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με ημερομηνία 8 Νοεμβρίου 2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιο Σωφρονιάδη, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1896/07. Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγάς", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.1325/1972 ορίζει ότι εκείνος, ο οποίος εκδίδει επιταγή, που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και γι' αυτό απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του, αφ' ενός έκδοση έγκυρης επιταγής, που συντελείται με τη συμπλήρωση των υπό του νόμου απαιτούμενων στοιχείων επί του εντύπου και τη θέση της υπογραφής του εκδότη και αφ'ετέρου έλλειψη αντιστοίχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Εξάλλου, η αξιόποινη αυτή πράξη διωκόταν αρχικώς, όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, αυτεπαγγέλτως και ακολούθως το άρθρο 4 παρ. 1 κεφ. α, β, γ' του Ν. 2408/1996 που άρχισε να ισχύει από 4-5-1996 (άρθρο 7 του ως άνω νόμου), θέσπισε, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη δίωξη της προαναφερθείσας πράξεως την εκ μέρους του παθόντος υποβολή, σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ. 2 και 48 Κ.Π.Δ εγκλήσεως. Περαιτέρω, ο νεότερος νόμος 2721/1999 που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1979, καθόρισε στο άρθρο 22 παρ. 1 και 2 ότι: " 1. Το εδάφιο γ' της παρ. 5 του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1α του Ν. 2408/1995, αντικαθίσταται ως εξής: γ) Για πράξεις που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται, αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου. 2. Αν η δήλωση που προβλέπεται στη παρ. 1γ του άρθρου 4 του Ν. 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβλήθηκε μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανακλήσεως της εγκλήσεως, η ποινική δίωξη παύει οριστικά. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 19,40,42,44 και 46 του Ν. 5960/1933, προκύπτει ότι δικαιούμενος σε έγκληση θεωρείται και ο εξ οπισθογραφήσεως προηγούμενος κομιστής της επιταγής, ο γενόμενος κάτοχός της, λόγω της από τον ίδιο καταβολής του εξ' αναγωγής οφειλόμενου εκ της επιταγής χρηματικού ποσού, στον εμφανίσαντα αυτή στην τράπεζα τελευταίο κομιστής της, γιατί το δικαίωμα αυτό του δικαιουμένου σε έγκληση προηγούμενου κομιστή δεν αποκρούεται υπό των ανωτέρω διατάξεων, αφού δεν γίνεται μνεία υπ' αυτών περί τελευταίου κομιστή της επιταγής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από το συνδυασμό και την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με διατακτικό αυτής, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Όσον αφορά την επιταγή με αριθμό ........ ποσού 15.340 ευρώ, όπως προκύπτει από τη φωτοτυπία της που αναγνώσθηκε, ο εγκαλών δεν είναι τελευταίος κομιστής της, γεγονός που διαλαμβάνεται και στο κείμενο της έγκλησής του. Ως εκ τούτου δεν θεωρείται αμέσως ζημιωθείς και δεν δικαιούται σε υποβολή εγκλήσεως (ΟλΑΠ 31/2003) κατά παραδοχή και του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού της κατηγορουμένης. Συνακόλουθα, εφόσον έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής εγκλήσεως, δηλαδή χρονικό διάστημα πλέον των τριών μηνών από εμφάνιση της εν λόγω επιταγής (5-4-2005), πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη σε βάρος της κατ/νης, αναφορικά με τη συγκεκριμένη επιταγή" Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την , κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί δεν εκθέτει με σαφήνεια αν ο εγκαλών είναι ή όχι ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος επλήρωσε την ανωτέρω επιταγή και έγινε κομιστής της. Η διευκρίνηση δε αυτή είναι αναγκαία, αφού σε περίπτωση που ο εγκαλών είναι ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος εξόφλησε την ανωτέρω επιταγή και έγινε κομιστής της, έχει, κατά τα προεκτεθέντα, δικαίωμα εγκλήσεως. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 4-7-2006, αντικαταστάθηκε το άρθρο 79 παρ. 5 Ν. 5960/1933 και ρητώς πλέον παρέχεται δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως και στον εξ' αναγωγής υπόχρεο, ο οποίος εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της (βλ. και ΟλΑΠ 23/2007) Εντεύθεν, αφού η κατά τα άνω ασάφεια, καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ελλιπή, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Κ.πΔ, λόγος αναιρέσεως και πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση 25611/2007 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών να αναιρεθεί, ως προς το προσβαλλόμενο μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κρίση στο δικαστήριο, το οποίο, όμως, θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρ. 519 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 25611/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείο Αθηνών και μόνο κάθε μέρος με αυτήν έπαυσε οριστικώς η κατά της κατηγορουμένης Χ1 ασκηθείσα ποινική δίωξη. Και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλο δικαστή. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί μόνο ως προς την οριστική παύση της ποινικής δίωξης. Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος.
Παύση οριστική ποινικής διώξεως
Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Αναίρεση μερική.
1
Αριθμός 460/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μαντά, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 50, 51, 52, 53, 54/2005 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1350/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στυλιανός Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 383/16-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' άρθρο 528 & 1 ΚΠΔ την με ημερομηνία 2-8- 2007 αίτηση του Χ1 κρατουμένου στις φυλακές Πατρών με την οποία διώκει την ακύρωση της με αριθμ. 50- 54/2005 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιά με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή ισόβιας κάθειρξης και φυλάκισης 2 ετών και χρηματική ποινή 800 ευρώ για ανθρωποκτονία από πρόθεση και για παράνομη οπλοφορία οπλοκατοχή και οπλοχρησία. και την επανάληψη της διαδικασίας και εκθέτω τ' ακόλουθα: Η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο αρμόδιο κατ' άρθρο 528 § 1 ΚΠΔ Συμβούλιο του Αρείου Πάγου από πληρεξούσιο ο οποίος έχει ειδική προς τούτο εντολή η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση επανάληψης διαδικασίας στρέφεται κατά απόφασης Μικτού Ορκωτού Εφετείου με την οποία καταδικάστηκε στην παραπάνω αναφερόμενη ποινή και διώκει την ακύρωση της απόφασης αυτή και την επανάληψη της διαδικασίας. και η οποία περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητά την επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 527 § 1 ΚΠΔ, οι οποίοι είναι η επίκληση νέων γεγονότων αγνώστων στους δικαστές που δίκασαν τα οποία προέκυψαν μετά την δίκη και τα οποία καθιστούν φανερό ότι είναι αθώος των κατηγοριών βάσει των οποίων καταδικάστηκε και στρεφόμενη κατά της με αριθμ. 50-54/2005 αμετάκλητης απόφασης του Μικτού Εφετείου Πειραιά όπως προκύπτει από την επισυναπτόμενη με αριθμ. 997/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίφθηκε αναίρεση του αιτούντα κατά της 50-54 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά είναι νόμιμη και παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της, για την οποία εκθέτω τα παρακάτω Από τη διάταξη του άρθρου 525 §1 αριθμ. 2 κατά την οποία '' Η ποινική διαδικασία η οποία περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημ/μα η κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις 1...... 2) Εάν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε ....... 3........ προκύπτει ότι κατ' αληθή έννοια τής διάταξης αυτής για να υπάρξει περίπτωση επανάληψης διαδικασίας η οποία είναι έκτακτο ένδικο βοήθημα και αποσκοπεί στην κατά το δυνατό αποτροπή αδικιών σε βάρος των καταδικασμένων, την απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης και την αποτροπή απαραδέκτων για το συναίσθημα του δικαίου αποτελεσμάτων πρέπει να συντρέξουν οι κατά την παραπάνω διάταξη περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις μεταξύ των οποίων είναι, 1) ο κατηγορούμενος να έχει καταδικασθεί για πλημμέλημα ή κακούργημα, 2) η απόφαση να είναι αμετάκλητη και 3) να προκύψουν μετά την οριστική καταδίκη του νέα γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία είτε μόνα είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέα δε γεγονότα και αποδείξεις κατά την έννοια τής διάταξης αυτής θεωρούνται όλα εκείνα τα οποία υπήρχαν μεν κατά τον χρόνο τής εκδίκασης πλην όμως δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που τον δίκασε και έτσι παρέμειναν άγνωστα στους δικαστές που δίκασαν. Τέτοια είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις μαρτύρων, ακόμη και νεώτερες εκείνων που έχουν εξετασθεί προηγουμένως, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές όσων είχαν τεθεί υπ' όψη του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης με την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που τον καταδίκασε καθιστούν φανερό και όχι πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για βαρύτερη πράξη ( ΑΠ 842/1994 ΠΧ ΜΔ 810, ΑΠ 1239/1998 ΠΧ ΜΘ 682 Α Π 816/1999 ΠΧ Ν 343 Α Π 760/1998 ΠΧ ΜΘ 341, ΑΠ 70/1999 Π Χ ΜΘ 313 ΑΠ 9/ 1999 ΠΧ ΜΘ 218 ΑΠ 408/1998 ΠΧ ΜΗ 1059 ΑΠ 428/ 1998 Π Χ ΜΗ 1067 Α Π 216 ΠΧ ΜΗ 801 ΑΠ 18/1998 ΠΧ ΜΗ 661 AΠ 476/2005 Π.Χ ΝΕ 2005-987) Δεν είναι όμως νέα γεγονότα και δεν θεμελιώνουν λόγο επανάληψης διαδικασίας ή εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή νόμου (ΑΠ 1894/1987,, ΑΠ 1315/1989) ούτε και η εσφαλμένη εκτίμηση η αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων (Α Π 669/1991, ΑΠ 1185/1994) όπως και παραλείψεις ή πλημμέλειες που έλαβαν χώρα κατά την κύρια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση ( ΑΠ 669/1991) Επίσης δεν είναι νέα και άγνωστα γεγονότα όσα είχαν τεθεί υπ' όψη του δικαστή ρητά ή έμμεσα και απορρίφθηκαν από αυτόν έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση ή δεν εκτιμήθηκαν από αυτόν προσηκόντως ( ΑΠ 1061/1990, ΑΠ 1185/1994) Ωσαύτως δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν σαν νέα γεγονότα ισχυρισμοί και πλημμέλειες που προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν σαν αναιρετικοί λόγοι και τούτο γιατί με την επανάληψη διαδικασίας δεν καθιερώνεται άλλος βαθμός διαδικασίας, η άλλο τακτικό ένδικο βοήθημα. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της με αριθμ. 50-54/2005 απόφασης του Μικτού Εφετείου Πειραιά καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και φυλάκισης 2 ετών για ανθρωποκτονία από πρόθεση και για παράνομη οπλοφορία οπλοκατοχή και οπλοχρησία. Ο αιτών αμέσως μετά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης με την με αριθμ. 1506/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου την οποία είχε ασκήσει υπέβαλλε την υπό κρίση αίτηση επανάληψης διαδικασίας και προς ευδοκίμηση της αναφέρει ότι προέκυψαν νέα περιστατικά και γεγονότα που δείχνουν ότι είναι αθώος, Τα νέα περιστατικά τα οποία επικαλείται και αναφέρει είναι ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρά του ότι ζητήθηκε από τον αιτούντα να προσέλθει και να εξεταστεί σαν μάρτυρας η Γ1 το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του και τον καταδίκασε στην παραπάνω ποινή. Ο αιτών εκτός των άλλων και για τον λόγο αυτό ζήτησε την αναίρεση της υπό κρίση απόφασης η οποία αίτηση απορρίφθηκε με την παραπάνω απόφαση του Αρείου Πάγου γιατί κρίθηκε ότι το αίτημα του αυτό απορρίφθηκε με επαρκή αιτιολογία Ήδη με την υπό κρίση αίτηση του επανέρχεται και υποστηρίζει ότι υπάρχουν νέα στοιχεία τα οποία συνίστανται στο ότι α) η Γ1 υπήρξε συγκατηγορουμένη του στον πρώτο βαθμό εκδίκασης της υπόθεσης του με την κατηγορία της ηθικού αυτουργού στην πράξη της ανθρωποκτονίας κατηγορία από την οποία απαλλάχθηκε β) υπήρξε σύζυγος και μητέρα του παιδιού του θύματος του και τον κυριότερο γ) υπήρξε ερωτική σύντροφος του αιτούντα επί δύο συναπτά έτη κα καταλήγοντας αναφέρει ότι εκ των ιδιοτήτων αυτών η μάρτυς αυτή με βεβαιότητα θα χωρούσε στην αποκάλυψη νέων αγνώστων στοιχείων τα οποία θα ήταν καθοριστικά για αυτόν. Από την επισκόπηση της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η υπό κρίση αίτηση προκύπτει ότι όλα όσα ο αιτών αναφέρει σαν νέα στοιχεία υπάρχοντα μεν κατά την διαδικασία αλλά παραμείναντα άγνωστα στους δικαστές που τον δίκασαν τέθηκαν υπ' όψη των δικαστών και οι δικαστές που τον δίκασαν τα έλαβαν υπ' όψη τους και τα αξιολόγησαν. Ειδικότερα, τόσο από το αποδεικτικό υλικό της απόφασης αυτής αλλά και από την απολογία του αιτούντα και από το σκεπτικό της απόφασης προκύπτει ότι οι δικαστές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου γνώριζαν ότι η Γ1 ήταν σύζυγος του θύματος του αιτούντα και μητέρα μιάς ανήλικης θυγατέρας που είχε αποκτήσει με τον σύζυγό της, και ότι από τον Δεκέμβριο του 1998 ο αιτών είχε ερωτικές σχέσεις με αυτήν όπως επίσης περιγράφονται λεπτομέρειες της σχέσεως του αυτής με την Γ1 όπως επίσης και ότι ήταν συγκατηγορουμένη του κατά την πρωτόδικη δίκη με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ανθρωποκτονίας κατηγορία από την οποία απαλλάχθηκε. Επομένως τα όσα ο αιτών αναφέρει σαν νέα άγνωστα γεγονότα υπάρχοντα μεν κατά τον χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης του άλλα μη τεθέντα υπ' όψη των δικαστών που τον καταδίκασαν στερούντα βασιμότητας. Ως προς το ότι το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του για να κληθεί και να εξεταστεί στο ακροατήριο κρίθηκε και από το αναιρετικό δικαστήριο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αιτιολογημένα απέρριψε το αίτημα του αυτό με την αιτιολογία ότι δεν έκρινε αναγκαία για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης την εξέταση της Γ1 η οποία είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού για ηθική αυτουργία του συζύγου της και αθωώθηκε από την κατηγορία αυτή, 'Αλλωστε ο λόγος αυτός δηλ. το ότι απορρίφθηκε το αίτημα του για την κλήση της παραπάνω για να καταθέσει σαν μάρτυρας δεν είναι γεγονός κατά την έννοια του 525 &1 ΚΠΔ και σαν τέτοιο δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο επανάληψης διαδικασίας. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση επανάληψη της διαδικασίας πρέπει ν'απορριφθεί. Δια ταύτα Προτείνω όπως Να γίνει δεκτή τυπικά και να απορριφθεί στην ουσία της η με ημερομηνία ΚΠΔ 2-8- 2007 αίτηση του Χ1 κρατουμένου στις φυλακές Πατρών με την οποία διώκει την ακύρωση της με αριθμ. 50- 54/2005 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιά και την επανάληψη της διαδικασίας. Αθήνα την 10-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 § 1 περ. 2 του ΚΠΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα - άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν - γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωκαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δ'αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για την επανάληψη της διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωκαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές αλλά και με σκοπό αν εξετασθεί η προτεινομένη μάρτυς εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατ' αμετακλήτου αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ' έκτακτη διαδικασία. Με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών, ο οποίος με την υπ' αριθμ. 50-54/2005 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς καταδικάστηκε αμετακλήτως σε ποινή ισοβίου καθείρξεως και σε συνολική ποινή φυλακίσεως 2 ετών καθώς και σε (συνολική) χρηματική ποινή 800 ευρώ για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και παράνομης κατοχής όπλου, ζητεί την, προς το συμφέρον του, επανάληψη της διαδικασίας, προκειμένου να εξετασθεί ως μάρτυρας η Γ1, σύζυγος του θύματος, η οποία υπήρξε συγκατηγορουμένη του στον πρώτο βαθμό για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και ερωτική του σύντροφος επί δύο συναπτά έτη και η μαρτυρία της, συνιστώσα νέο γεγονός, μετά βεβαιότητος θα είναι καθοριστική γιατί θα προβεί σε αποκάλυψη νέων γεγονότων, αγνώστων στους δικάσαντες δικαστές, σχετικά με τις περιστάσεις θανάτου του συζύγου της, το δε δικαστήριο που δίκασε όλως αναιτιολογήτως απέρριψε το αίτημά του περί κλητεύσεως και εξετάσεως αυτής στο ακροατήριο. Η αίτηση, μη περιέχουσα νέα γεγονότα και αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του αιτούντος που ήταν άγνωστοι στους δικάσαντες δικαστές και που καθιστούν φανερό, ότι ο αιτών είναι αθώος για τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε, αλλ' επιδιώκουσα - με την εξέταση της ως άνω μάρτυρος - τον "επανέλεγχο" από ουσιαστικής πλευράς της αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και τα καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε αμετακλήτως με την υπ' αριθμ. 50, 51, 52, 53 και 54/2005 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων. Απορρίπτεται η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας του κατηγορουμένου, ως απαράδεκτη γιατί με αυτήν επιδιώκεται ο από ουσιαστικής πλευρά επανέλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 447/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της 351/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 640/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσειοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.-Η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.ΙΔ ιδίου κώδικα, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. 2.- Από τη διάταξη του άρθρου 394 παρ.1ΠΚ προκύπτει, ότι στοιχείο του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος, που είναι απαλλακτικώς μικτό, ως δυνάμενο να συντελεσθεί με ένα από τους αναφερομένους σ' αυτήν τρόπους και προϋποθέτει προηγούμενη τέλεση αξιόποινης πράξεως, από την οποία προήλθε το πράγμα που μεταβιβάστηκε σε τρίτο, είναι εκτός άλλων, ο δόλος του αποδεχομένου το προϊόν του εγκλήματος, δηλαδή η γνώση αυτού ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και η θέληση αποδοχής αυτού. Ο δόλος αυτός διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά, που καταδεικνύουν αμέσως ή εμμέσως και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αποδεχόμενος έχει γνώση ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και βούληση αποδοχής του. Δηλαδή ο αποδέκτης δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει από ποια ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει την παράνομη προέλευσή του. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι για να είναι κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, πρέπει να αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια τις συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε στην κατοχή του δράστη το πράγμα, όπως και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του, ότι εκείνος τελούσε σε γνώση της αξιόποινης προέλευσης του πράγματος. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της από ιδιοτέλεια τέλεσης της πράξης, με την αναφορά στην απόφαση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών δηλωτικών του σκοπού του δράστη επιδίωξης αμέσων ή εμμέσων ωφελημάτων. Ο υπαίτιος τέλεσης του εγκλήματος του άρθρου 394 του ΠΚ τιμωρείται και αν ακόμη ο δράστης του βασικού εγκλήματος, από το οποίο το πράγμα προέρχεται δεν είναι τιμωρητέος, όχι μόνο όταν υφίσταται προσωπικός λόγος απαλλαγής εκ της ποινής, αλλά και οσάκις ελλείπει ή καταλύεται συστατικός όρος του εγκλήματος, από το οποίο το πράγμα προέρχεται. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 351/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στην ...... την 5 Απριλίου 2004. 'Οπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "..Ο κατηγορούμενος στην ....... στις 5-4-2004, με πρόθεση δέχθηκε στην κατοχή του τρία τιμολόγια της εταιρείας, με την επωνυμία "........... ΕΠΕ", καθώς και ..... φορολογικά στοιχεία, εκδόσεως της ανωτέρω εταιρείας, τα οποία λεπτομερώς αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης αποφάσεως, αν και γνώριζε ότι αυτά ήταν προϊόντα κλοπής, που διεπράχθη σε προγενέστερο χρόνο στα γραφεία της εν λόγω εταιρείας, στην οδό ..... αρ......, σε βάρος αυτής. Ο κατηγορούμενος δε ενήργησε από ιδιοτέλεια, δηλαδή με σκοπό να διαθέσει τα στοιχεία αυτά σε τρία πρόσωπα, αντί αμοιβής. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ'αυτόν πράξεως της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια, ενώ δεν προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία ότι συντρέχει υπέρ του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας, ούτε κάποια άλλη ελαφρυντική, λαμβανομένου υπόψη και του ότι έχει κατ'επανάληψη, πλειστάκις, καταδικασθεί σε πολύμηνες ποινές φυλακίσεως για αξιόποινες πράξεις (βλ. αντίγραφο του ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου), γι'αυτό και το σχετικό αίτημα του πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία "ΠΕΙΡΑΙΩΣ MULTIFIN AE" ιδιοκτήτρια του ........ ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο βρέθηκε στην κατοχή του κατηγορουμένου και κατασχέθηκε, ουδεμία απολύτως συμμετοχή είχε στην παραπάνω αξιόποινη πράξη, που τέλεσε ο κατηγορούμενος, γιαυτό και πρέπει να αρθεί η κατάσχεση του εν λόγω αυτοκινήτου και να αποδοθεί στην ιδιοκτήτρια εταιρεία, όπως επίσης πρέπει να αποδοθεί σ'αυτήν και η χρηματική εγγύηση που κατέθεσε δυνάμει τον 1338/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών...". Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ούτε στο σκεπτικό το οποίο αποτελεί απλή επανάληψη του διατακτικού ούτε στο τελευταίο (διατακτικό) παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και οι συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε στην κατοχή του δράστη το πράγμα, όπως και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του, ότι εκείνος τελούσε σε γνώση της αξιόποινης προέλευσης των φορολογικών στοιχείων τα οποία έλαβε ο αναιρεσείων στην κατοχή του. Περαιτέρω, δεν διαλαμβάνονται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά για την κατάφαση της επιβαρυντικής περίστασης της από ιδιοτέλεια τέλεσης της πράξης και από ποια στοιχεία το δικαστήριο σχημάτισε την ουσιαστική κρίση του ότι ο αναιρεσείων τα φορολογικά στοιχεία τα οποία δέχθηκε στην κατοχή του σκοπούσε να διαθέσει σε τρίτους έναντι αμοιβής. Συνεπώς, κατά παραδοχή και ως βασίμου του πρώτου, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του ΚΠΔ, λόγου αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφεί η υπόθεση για νέα έρευνα στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 351/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια. Στοιχεία για την εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου συγκρότηση του εγκλήματος. Αναίρεση αποφάσεως για ελλιπή αιτιολογία. Δεν διαλαμβάνονται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά για την γνώση από μέρους του κατηγορούμενου της αξιόποινης προέλευσης των πραγμάτων που έγιναν αποδεκτά, ούτε για τη θεμελίωση της επιβαρυντικής περίστασης της από ιδιοτέλεια τέλεσης της πράξης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
0
Αριθμός 446 /2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν.Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (λόγω κωλύματος του Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 13444/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Καζαντζίδη και 2. Χ2, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ' αριθμ. 13444/2006 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 199/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Την Αντεισαγγελέα η οποία πρότεινε να γίνει δεκτή και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του πρώτου κατηγορουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ.2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση για κάθε απόφαση, αθωωτική ή καταδικαστική, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. 'Ελλειψη δεν τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν δεν γίνεται αναφορά όλων των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην αθωωτική ή καταδικαστική κρίση του. Δηλαδή πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο όλα τα αποδεικτικά μέσα, στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτό. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες-έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. 'Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει τα άλλα. Ειδικά η αυτοψία και πραγματογνωμοσύνη, που διατάσσονται κατά τα άρθρα 180 επ. και 183 επ. ΚΠΔ με τη συνδρομή των εις τις οικείες διατάξεις προϋποθέσεων, από Ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, τα οποία, μάλιστα μνημονεύονται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 ΚΠΔ, πρέπει δε για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτά τα αποδεικτικά μέσα υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρονται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τα ιδιαίτερα αυτά αποδεικτικά μέσα, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 13444/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, οι αναιρεσίβλητοι Χ1 και Χ2 κηρύχθηκαν αθώοι ανθρωποκτονίας από αμέλεια εις βάρος του ......... Για να καταλήξει στην αθωωτική του κρίση το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στο προοίμιον του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά αποδείχθηκαν "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάστηκαν ένορκοι στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του παρόντος κατηγορουμένου". Από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν: α) υπό α/α 3.Η αριθμ........ ιατροδικαστική εξέταση και β) υπό α/α 5. η με ...... έκθεση αυτοψίας. Η .......... ιατροδικαστική εξέταση, συντάχθηκε από τον ιατρό .........., Αναπληρωτή Καθηγητή στο Εργοστάσιο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Α.Π.Θ. κατόπιν της υπ'αριθμ. ....... της ......... έγγραφης παραγγελίας του Ι'ΑΤ Θεσσαλονίκης. Περί της ιατροδικαστικής αυτής εξετάσεως (εκθέσεως), που αποτελεί, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία, ναι μεν δεν γίνεται καμία μνεία στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ'είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, όμως από το όλο περιεχόμενο της (προσβαλλομένης) αποφάσεως, αδιστάκτως προκύπτει, ότι ελήφθη υπόψη και συνεκτιμήθηκε και η ως άνω "ιατροδικαστική εξέταση", αφού το συμπέρασμα αυτής ότι "ο θάνατος οφείλεται στα εκτεταμένα εγκαύματα του σώματος που καταλαμβάνουν το 90% σχεδόν της επιφανείας του", αποτελεί παραδοχή της αποφάσεως, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής προκύπτει. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως κατά το αντίστοιχο μέρος του, ότι δηλαδή η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί γιατί δεν λήφθηκε υπόψη η ως άνω "ιατροδικαστική εξέταση", πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Ομοίως, ο αυτός λόγος και κατά το έτερο σκέλος του, ότι δηλαδή η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, γιατί δεν ελήφθη υπόψη η προμνησθείσα έκθεση αυτοψίας πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, γιατί το από ....... ως "έκθεση αυτοψίας" τιτλοφορούμενο έγγραφο, καταρτισθέν από τον .........., τεχνικό επιθεωρητή Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων του ΚΕΠΕΚ Μακεδονίας-Θράκης, δεν είναι το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της αυτοψίας που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 178 παρ.εδ β' του ΚΠΔ και το οποίο πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στο αιτιολογικό της αποφάσεως και τούτο γιατί, αυτοψία διενεργεί μόνον ο δικαστής ή ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, όταν ενεργεί προανάκριση (άρθρο 31 ΚΠΔ), εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια αυτής είναι αναγκαία, προκειμένου να διαπιστώσει με τις δικές του αισθήσεις συγκεκριμένα γεγονότα που σχετίζονται με το δικαζόμενο έγκλημα και δη στα μέσα τελέσεως αυτού, τα προϊόντα αυτού, στα ίχνη του κλπ. πράγμα που δεν συνέβη στην εξεταζομένη περίπτωση. Το ως άνω έγγραφο, τιτλοφορούμενον ως "έκθεση αυτοψίας", συνιστά το αποδεικτικό μέσο του "εγγράφου" (άρθρ. 178 εδ.στ ΚΠΔ) και ως τέτοιο ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και συνεκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Εντεύθεν, η αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 1 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ'αριθ. 13444/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση από Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατ’ αθωωτικής για ανθρωποκτονία από αμέλεια αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω μη λήψεως υπόψη «εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης» και «εκθέσεως αυτοψίας» μολονότι αναγνώσθηκαν. Απορρίπτεται ο σχετικός λόγος, γιατί από το σύνολο του σκεπτικού προκύπτει ότι η «έκθεση πραγματογνωμοσύνης» η οποία είχε συνταχθεί από τον ιατροδικαστή που διόρισε ανακριτικός υπάλληλος, είχε ληφθεί υπόψη, ενώ η «έκθεση αυτοψίας», συνταχθείσα από τον Τεχνικό Επιθεωρητή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν συνιστά το ιδιαίτερο αποδεικτικά μέσο της αυτοψίας του άρθρου 178 εδ. β΄ ΚΠΔ. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Πραγματογνωμοσύνη.
2
Αριθμός 445/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Τσεκούρα, για αναίρεση της 2932/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγουσα την ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Δεβελάσκα. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2049/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, άλλως, εάν κριθεί παραδεκτή, να απορριφθεί ως αβάσιμη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.2 του ΚΠΔ στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 462 ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως είναι να περιέχεται νόμιμος λόγος αναιρέσεως εκ των περιοριστικώς διαλαμβανομένων στο άρθρο 510 του ίδιου Κώδικα και σε κάθε περίπτωση ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, άλλως η αίτηση κατά το άρθρο 476 παρ.1 είναι απαράδεκτη. Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 474 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 509 προκύπτει ότι η έκθεση που δεν περιέχει συγκεκριμένο και σαφή λόγο αναιρέσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με αναιρετικούς λόγους που περιέχονται σε άλλο, πλην της εκθέσεως, έγγραφο, δήλωση ή υπόμνημα, εκτός εάν με το περιεχόμενο της αιτήσεως το οποίο συντάσσει ο αναιρεσείων και υπογράφεται από αυτόν και τον συντάξαντα την έκθεση αρμόδιο υπάλληλο, δηλώνεται ότι τούτο αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως και περιέχονται σ' αυτό παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως, διότι στην περίπτωση αυτή δεν ανακύπτει ζήτημα απαράδεκτης αναφοράς και παραπομπής της εκθέσεως στην αίτηση, αφού πρόκειται για ενσωμάτωση της αιτήσεως στην έκθεση αναιρέσεως και συγκρότηση, έτσι, ενιαίου δικογράφου. ΙΙ.- Στην προκείμενη υπόθεση, με την ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης συνταγείσα υπ' αριθμ. 62/22-11-2007 έκθεση, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της υπ' αριθμ. 2.932/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, "..για τους λόγους που αναφέρονται στη συνημμένη αίτησή του..". Είναι σαφές ότι στην άνω κατά το άρθρο 474 του ΚΠΔ συνταχθείσα έκθεση δεν διατυπώνεται κάποιος αναιρετικός λόγος, ενώ από την επιτρεπτή επισκόπηση της συνημμένης και προσδιοριζομένης ως "αιτήσεως αναιρέσεως" προκύπτει ότι αυτή φέρει μόνο τις υπογραφές δικηγόρων χωρίς επ' αυτής να έχει γίνει πράξη εγχειρίσεως και να υπάρχει υπογραφή του αρμοδίου δικαστικού υπαλλήλου, ενώπιον του οποίου φέρεται ότι συντάχθηκε η αίτηση αναιρέσεως. Με τα δεδομένα αυτά, η αίτηση αυτή δεν μπορεί να εκληφθεί και εκτιμηθεί ως ενσωματωμένη στο παραπάνω αναιρετήριο και δεν αποτελεί ενιαίο με αυτό δικόγραφο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως μη περιέχουσα κανένα από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, επιβληθούν δε στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476, 583 ΚΠΔ) και τη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του ....... για αναίρεση της υπ' αριθμ.2.932/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και τα δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως για την οποία συντάχθηκε η κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ έκθεση, χωρίς να περιέχει κάποιον λόγο αναιρέσεως. Επισύναψη στην έκθεση εγγράφου που περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, το οποίο υπογράφεται μόνο από δικηγόρο, χωρίς επ’ αυτού να υπάρχει πράξη εγχειρίσεως και χωρίς να υπογράφεται και από τον δικαστικό υπάλληλο ενώπιον του οποίου συντάχθηκε η έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Δεν μπορεί να εκληφθεί και εκτιμηθεί ότι αποτελεί δικόγραφο ενσωματωμένο στο αναιρετήριο. Απόρριψη της αιτήσεως που δεν περιέχει κάποιο λόγο αναιρέσεως ως απαράδεκτης.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 443/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντου-κατηγορουμένου ..........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπόκοτα, για αναίρεση της 3683/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με συγκατηγορούμενο τον ........... Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1407/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ. Κ.Ποιν.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην προκείμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, με την εμπροθέσμα ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως πλήττει την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3.683/2007 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημ/δικείου Θεσσαλονίκης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος παραβάσεως του άρθρου 1 Α.Ν 690/1945 και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία. Αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της ειδικής κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ αιτιολογίας που καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' αναιρετικό λόγο, προσδιορίζοντας ορισμένως τις ελλείψεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Στην τελευταία, κατ' επιτρεπτή επισκόπηση του περιεχομένου της, διαλαμβάνεται ότι το δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο σκεπτικό της αποδείχθηκαν από "...την κύρια διαδικασία γενικά, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την υπόλοιπη συζήτηση της υπόθεσης.... ". Δεν αναφέρεται όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για να σχηματίσει την κρίση του και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως, αν και προκύπτει ότι ως μάρτυρας υπερασπίσεως εξετάσθηκε ο ......... ο οποίος στην κατάθεσή του αναφέρεται και στους δύο κατηγορουμένους. Και ναι μεν η μη μνεία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων των μαρτύρων υπερασπίσεως μπορεί να καλυφθεί από την ειδική αναφορά του περιεχομένου της καταθέσεως αυτών στο σκεπτικό της αποφάσεως, στην προκείμενη, όμως, περίπτωση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του ουδόλως αναφέρεται στην κατάθεση του άνω μάρτυρα υπερασπίσεως, έτσι ώστε δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη του και την κατάθεση του μάρτυρα αυτού. Περαιτέρω, ενώ από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν τα εκεί αναφερόμενα έγγραφα, στο προοίμιο του σκεπτικού, ουδεμία γίνεται μνεία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τα έγγραφα αυτά. Με τα δεδομένα αυτά η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ακολούθως να παραπεμφεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 519 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3.683/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση άρθρου 1 Α.Ν. 690/1945. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για ελλιπή έκθεση των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο. Δεν γίνεται μνεία ούτε από το σκεπτικό προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη κατάθεση μάρτυρα υπερασπίσεως ούτε λήφθηκε υπόψη το σύνολο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Έγγραφα.
0
Αριθμός 442/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειο Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της 24335/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαΐου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1051/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 τταρ.1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ.2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ. α' προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Αν όμως με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, καθώς και όταν αμφισβητείται το κύρος της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως ιδρύεται ο κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 24.335/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 122.635/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και χρηματική ποινή 2.000.000 δραχμών για παράβαση του άρθρου 79 Ν.5960/1933. Με την έφεση του, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε και προέβαλε α) ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης που του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής και ότι κακώς έγινε η επίδοση της αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, ενώ είχε γνωστή στις αρχές διαμονή στην οδό ..... αρ..... στου ...... Αττικής και β) ότι στο από ........ αποδεικτικό επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής στο Δήμαρχο της Αγίας Παρασκευής Αττικής δεν προσδιορίζεται εάν το επιδοθέν έγγραφο παρελήφθη από τον Δήμαρχο ή επιτετραμμένο προς τούτο υπάλληλο του Δήμου ούτε επί του αποδεικτικού υπάρχει η ένδειξη " ο παραλαβών " ώστε να προκύπτει η ιδιότητα του παραλαβόντος. Ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα ακόλουθα: "... Η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις ......, όπως προκύπτει από το με την ίδια ημερομηνία αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα του Α.Τ Αγ. Παρασκευής ........... Η επίδοση αυτή έγινε νομότυπα κατά τη διάταξη του άρθρου 156 του Κ.Ποιν.Δ, ωςαγνώστου διαμονής, αφού ο εκκαλών αναζητήθηκε στην τελευταία γνωστή στις δικαστικές αρχές διαμονή του και δεν βρέθηκε ούτε ο ίδιος ούτε κάποιο πρόσωπο των αναφερομένων στο άρθρο 156 του Κ.Ποιν.Δ. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου που προέβαλε ο εκπροσωπών τον τελευταίο δικηγόρος ότι η ως άνω επίδοση πάσχει ακυρότητας γιατί δεν φέρει υπογραφή του υπαλλήλου που παρέλαβε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού από το προαναφερόμενο αποδεικτικό προκύπτει σαφέστατα και υφίσταται η υπογραφή του υπαλλήλου, αφού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σ' αυτό " .. ο υπογραφόμενος που παρέλαβε .." και ακολουθεί η υπογραφή του υπαλλήλου που τοιχοκόλλησε το δικόγραφο που παρελήφθη που είναι ο ίδιος ο παραλαβών. Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 21-12-2005 και μετά την πάροδο της 30ήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ. Ως εκ τούτου ασκήθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι κατά τον χρόνο επίδοσης της ανωτέρω αποφάσεως δεν διέμενε στην αναζητηθείσα και γνωστή στις αρχές διεύθυνση στην οδό ..... στην .... Αττικής, αλλά στην οδό .... αρ.... στου ........ δεν κρίνεται βάσιμος, αφού από τα ανωτέρω αναγνωσθέντα έγγραφα, η πλειονότητα των οποίων αφορά αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων και δη και σε μεταγενέστερο της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως χρόνο, φέρουν τον εκκαλούντα κάτοικο ........, στην αναζητηθείσα ως άνω διεύθυνση...". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο για την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι ήταν, κατά το χρόνο επίδοσης προς αυτήν της εκκαλούμενης απόφασης, γνωστής διαμονής, και για τη θεμελίωση της κρίσης του ότι καλώς έγινε η επίδοση αυτή ως άγνωστης διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο δε διότι από το περιεχόμενο του σκεπτικού προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε τα αναγνωσθέντα έγγραφα, δεν προκύπτει, όμως, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην προαναφερόμενη απορριπτική κρίση του και ειδικότερα ότι ο κατηγορούμενος ήταν άγνωστος στην διεύθυνση, όπου αναζητήθηκε και ότι δεν είχε γνωστή διαμονή, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη και αξιολόγησε την κατάθεση της εξετασθείσης ενόρκως μάρτυρα ........, δικηγόρου, η οποία περιέχεται στα πρακτικά της δίκης, αφού η κατάθεση αυτή δεν μνημονεύεται ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε στο κύριο περιεχόμενο αυτού, όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 519 ΚΠΔ). Το ίδιο δικαστήριο εάν δεχθεί ως εμπρόθεσμη και παραδεκτώς ασκούμενη την έφεση, θα κρίνει και επί του ζητήματος της τυχόν παραγραφής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθμ. 24.335/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη έφεσης ως απαράδεκτης (εκπρόθεσμης). Αναίρεση για ελλιπή αιτιολογία Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση ότι ο εκκαλών καλώς κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής και για να απορρίψει τον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό ότι είχε αυτός κατά το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως γνωστή διαμονή, δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 441/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δαμασκόπουλο, περί αναιρέσεως της 4626/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σιουρούνου. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1431/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται, από τα άρθρα 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ. 2. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις τελευταίες διατάξεις, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. ΙΙ. 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 4.626/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε ανέλεγκτα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 30-11-2001 ο κατηγορούμενος υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών την από 28-11-2001 έγκληση κατά του νυν εγκαλούντος και πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, ο οποίος ήταν δικαστικός επιμελητής Αθηνών. Με την έγκλησή του αυτή ο κατηγορούμενος κατήγγειλε ότι ο εγκαλών δικαστικός επιμελητής συνέταξε την υπ'αριθμ. ........ έκθεση επιδόσεως, στην οποία βεβαίωσε εν γνώσει του ψευδώς ότι επέδωσε σ' αυτόν (κατηγορούμενο) αντίγραφο της από 26-4-2000 έφεσης του .......... κατά της υπ' αριθμ. 5445/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης κατήγγειλε επί πλέον ότι ο εγκαλών έθεσε στην έκθεση αυτή κατ' απομίμηση την υπογραφή του (κατηγορουμένου) στη θέση του παραλαμβάνοντας. Τα περιεχόμενο της εγκλήσεώς του ο κατηγορούμενος το βεβαίωσε και ένορκα την ίδια μέρα που την υπέβαλε. Μετά από αυτά ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εγκαλούντος για τις πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και της πλαστογραφίας και εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 3649/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο έχει καταστεί ήδη αμετάκλητο και το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του εγκαλούντος για τις παραπάνω πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και της πλαστογραφίας. Συνεπώς η αναλήθεια αυτών που περιέλαβε ο κατηγορούμενος στην παραπάνω από 28-11-2002 έγκλησή του είναι αποδεδειγμένη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του Π.Κ., όλα δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον κατηγορούμενο με τους παραπάνω ισχυρισμούς του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέο και το αίτημα αυτού να κλητευθούν και να εξετασθούν οι γραφολόγοι .......και ......., καθώς και να διαταχθεί η διεξαγωγή νέας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και η προσκόμιση του πρωτοτύπου της από ...... εκθέσεως επιδόσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια αυτών που περιέλαβε στην έγκλησή του, αφού παρέλαβε ο ίδιος το έγγραφο που του επιδόθηκε και υπέγραψε ο ίδιος στην υπ' αριθμ. ...... έκθεση επιδόσεως στη θέση του παραλαμβάνοντος. Επίσης αποδείχθηκε ότι με την έγκλησή του αυτή ο κατηγορούμενος είχε σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του εγκαλούντος για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, πράγμα το οποίο και πέτυχε αυτός τελικά κατά τα εκτεθέντα, όλα δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτόν με τους ισχυρισμούς του που προέβαλε είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος αποδείχθηκε ότι με τα παραπάνω ψευδή γεγονότα, τα οποία περιέλαβε ο εγκαλών εν γνώσει τη αναληθείας τους στην από 28-11-2001 έγκλησή του μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Από όλα αυτά που αποδείχθηκαν προκύπτει ότι η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Τέλος δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι ο κατηγορούμενος για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκε καλά και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του και το αίτημα του προς αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών την οποία μετέτρεψε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς αυτό να αποτελεί απλή τυπική επανάληψη του διατακτικού, παρατίθενται τα αναγκαία κατά το νόμο πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση των προαναφερομένων εγκλημάτων, αιτιολογείται δε με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος, τόσο ως προς τη διάπραξη του αδικήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, όσο και εκείνων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων γνώριζε ότι η αξιόποινη πράξη για την οποία καταμήνυσε τον εγκαλούντα ήταν ψευδής, και αιτιολογεί τον άμεσο αυτό δόλο του με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προέκυπτε η γνώση του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, όπως ειδικώς αναφέρεται στο πιο πάνω σκεπτικό, ο αναιρεσείων γνώριζε την αλήθεια του γεγονότος της προς αυτόν επιδόσεως δικογράφου εφέσεως, διότι ο ίδιος παρέλαβε το επιδοθέν δικόγραφο και υπέγραψε την έκθεση επιδόσεως στη θέση του παραλαβόντος, ενήργησε δε με σκοπό να κινηθεί ποινική δίωξη εναντίον του εγκαλούντος, ενώ παράλληλα γνώριζε ότι τα ψευδή αυτά περιστατικά τα οποία διέδωσε σε τρίτους μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή. Επομένως, κατά το σκέλος αυτό, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος ΙΙΙ.- Κατά το άρθρο 366 παρ. 2 ΠΚ, "Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης. Θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό, αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχτηκε ότι το πρόσωπο που έχει δυσφημισθεί τέλεσε την αξιόποινη πράξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αν το δυσφημιστικό γεγονός συνιστά αξιόποινη πράξη και ασκήθηκε γι' αυτήν ποινική δίωξη, είναι υποχρεωτική η αναστολή της δίκης (άρθρο 59 ΚΠΔ) για τη δυσφήμηση μέχρι να περατωθεί η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά εκείνου που δυσφημίσθηκε, δηλαδή μέχρι να εκδοθεί είτε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, είτε αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Η αμετάκλητη αυτή κρίση δεσμεύει το δικαστήριο που δικάζει τη δυσφήμηση όχι υπό την έννοια του κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ δεδικασμένου, οι όροι του οποίου, μεταξύ των οποίων η έλλειψη ταυτότητας της πράξεως και του υποκειμένου, δεν συντρέχουν, αλλά υπό την έννοια ότι από την αμετάκλητη απαλλακτική κρίση παράγεται νόμιμο αμάχητο τεκμήριο περί της αναληθείας των γεγονότων τα οποία συνιστούν περιεχόμενο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημίσεως, έτσι ώστε είναι ανεπίτρεπτη, διότι άγει σε αντιφατική κρίση, η επάνοδος και εκ νέου έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των ίδιων γεγονότων. Έτσι, ειδικότερα, και στην συγκεκριμένη υπόθεση που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτό ότι ο εγκαλών δικαστικός επιμελητής με αμετάκλητο βούλευμα απηλλάγη της κατηγορίας για τις πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και της πλαστογραφίας οι οποίες σχετίζονται με την σύνταξη και υπογραφή της υπ' αριθμ. ........ εκθέσεως επιδόσεως, οι πράξεις αυτές ως προς την εμπεριεχόμενη στο αμετάκλητο βούλευμα ουσιαστική κρίση ότι δεν τελέσθηκαν, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ουσιαστικής ερεύνης και στην προκείμενη δίκη με κατηγορούμενο τον εγκαλέσαντα για τις πράξεις αυτές, δηλαδή περί του αν στην έκθεση επιδόσεως που συνέταξε ο πολιτικώς ενάγων πλαστογράφησε την υπογραφή του κατηγορουμένου και ταυτόχρονα ψευδώς βεβαίωσε ότι επέδωσε το προς αυτόν (κατηγορούμενο) απευθυνόμενο έγγραφο, χωρίς εκ τούτου να συνέπεται ότι παράγεται αμάχητο τεκμήριο και να δημιουργείται δέσμευση του δικαστηρίου και για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τις οποίες στην προκείμενη περίπτωση καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, αφού για την κατάφαση της ενοχής και για τις πράξεις αυτές το δικαστήριο δεν αρκέσθηκε μόνο στην αναλήθεια των γεγονότων για τα οποία θετικώς έκρινε το βούλευμα, αλλά ερεύνησε, ως όφειλε και το στοιχείο του αμέσου δόλου του κατηγορουμένου. Συνεπώς, μόνη η εφαρμογή του από το άρθρο 366 παρ. 2 τεκμηρίου, που έχει θεσμοθετηθεί για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και της παρέλκυσης των δικών, δεν αντιτίθεται στις διατάξεις των άρθρων ων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά ούτε και στη διάταξη 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, αφού με την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως του Ποινικού Κώδικα δεν τίθενται αποδεικτικοί περιορισμοί αναφορικά με την αθωότητα του κατηγορουμένου και ούτε καθοιονδήποτε τρόπο παραβλάπτονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα αυτού (άρθρο 171 παρ. 1δ'ΚΠΔ). Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, επαρκής κρίνεται η αιτιολογία της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του κατηγορουμένου α) για αναβολή της δίκης προκειμένου να κλητευθούν και εξετασθούν οι γραφολόγοι ...... και ......., [τα πορίσματα της γνωμοδοτήσεως των οποίων, κατά τα αναφερόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού συνεκτίμησε σε κάθε περίπτωση] και β) της διενέργειας νέας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης για το ζήτημα της πλαστογραφίας. Συνεπώς και οι προβαλλόμενες αιτιάσεις για έλλειψη κατά τούτο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων τις οποίες το δικαστήριο εφήρμοσε, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Τέλος, εκ της εφαρμογής από την προσβαλλόμενη απόφαση του τεκμηρίου του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ ο κατηγορούμενος ουδόλως στερήθηκε των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, εντεύθεν δε δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. IV.- Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι και εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητος καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, ποινής, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να απαντήσει και, επιπλέον, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση προτεινομένων κατά τα ανωτέρω άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ αυτοτελών ισχυρισμών, αν αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και δεν συνοδεύονται από αναφορά των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει ότι ο κατά το άρθρο 340 παρ. 2 του ΚΠΔ εκπροσωπήσας τον κατηγορούμενο δικηγόρος του, διετύπωσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά τα ακόλουθα, κατά λέξη "... και αν αντικειμενικώς ετέλεσα οιοδήποτε αδίκημα, ήμουν πεπεισμένος για την πλαστότητα της φερόμενης ως υπογραφής μου και ουδείς σκοπός αδίκου καταδιώξεως ή προσβολής της τιμής και της υπόληψης του μηνυτή εμφιλοχώρησε. Μόνος σκοπός μου ήταν, όπως προκύπτει και από το συνολικό περιεχόμενο και φρασεολογία της εγκλήσεώς μου, η ανακριτική διευρεύνηση της υποθέσεως...." και περαιτέρω "... Εντελώς επικουρικά αν ήθελε κριθώ ποινικά υπεύθυνος οιασδήποτε αξιόποινης πράξης αιτούμαι να μου αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά των μη ταπεινών αιτίων (αφού ανέφερα ανωτέρω το σκοπό της υποβολής της εγκλήσεως) και της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη...". Με τα παραπάνω αναφερόμενα, οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων των μη ταπεινών αιτίων και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, αορίστως προβλήθηκαν, χωρίς την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών για τη θεμελίωσή τους και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία. Ειδικότερα δε, και καθόσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ. 2β του Π.Κ., με όσα ο κατηγορούμενος διαλαμβάνει στους άνω ισχυρισμούς του, αρνείται και πλήττει την κατηγορία κατά το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, δεν παρατίθενται δε πραγματικά περιστατικά τα οποία, αληθή αποδεικνυόμενα, θα κατεδείκνυαν την ανυπαρξία ταπεινών αιτίων στην υποβολή της εγκλήσεως κατά του πολιτικώς ενάγοντος. Επομένως, και κατά τούτο, η αιτίαση με την οποία αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλειπούς αιτιολογίας, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Μετά από αυτά η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Μάριου Τζάθα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ και 176, 183 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4.626/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία. Το κατά το άρθρο 366 παρ. 2 του ΠΚ τεκμήριο δεν αντίκειται στις διατάξεις 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ. Αιτιολογημένη καταδίκη για τις άνω πράξεις. Αοριστία αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων μη ταπεινών αιτίων και καλής συμπεριφοράς. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0
Αριθμός 440/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μπαλαφούτη, για αναίρεση της 5379/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μαρία-Λουΐζα Μπακαλάκου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1346/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσσαλονίκης που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "..Ο κατηγορούμενος στη ....... κατά τη χρήση των ετών 1999, 2000 και 2001, ως μοναδικός διαχειριστής της επιχείρησης της κόρης του Γ1, συναυτουργός και πράγματι υποκρυπτόμενο πρόσωπο τέλεσε κατά εξακολούθηση τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: α) προέβη στην έκδοση φορολογικών στοιχείων, δηλαδή των αναφερομένων αναλυτικά στο διατακτικό και κατηγορητήριο κατ' αριθμό, ημερομηνία έκδοσης, επωνυμία παραλήπτη, μεταφορική εταιρία, διεύθυνση παραλήπτη, αξία, τιμολογίων πώλησης ενδοκοινοτικών παραδόσεων, με αντίστοιχους πίνακες φορτωτικών εγγράφων, συνολικής αξίας (των τιμολογίων), για τη χρήση του έτους 1999, 1.555.529, 49 ευρώ, για τη χρήση του έτους 2000, 3.268.288, 58 ευρώ και για τη χρήση του έτους 2001, 1.270.809 ευρώ, τα οποία φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά, αφού έχουν εκδοθεί για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους και με σκοπό να παρουσιάσει νομιμοφάνεια στις συναλλαγές με τους αναγραφόμενους σ'αυτούς πελάτες προς είσπραξη μεγάλων ποσών επιστροφών ΦΠΑ και β) αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία, αφού ζήτησε και έλαβε για λογαριασμό της παραπάνω Γ1, της επιχείρησης της οποίας ήταν υποκρυπτόμενο πρόσωπο ο ίδιος, φορολογικά στοιχεία, όπως αυτά λεπτομερώς στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας, κατ' αριθμό, αξία, ΦΠΑ, είδος εμπορεύματος αριθ. δελτίων αναφέρονται, τα οποία είναι εικονικά, αφού έχουν εκδοθεί για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους και με σκοπό να παρουσιάσει νομιμοφάνεια στις συναλλαγές προς είσπραξη μεγάλων ποσών επιστροφής ΦΠΑ. Το ποσό δε που εισέπραξε παράνομα από επιστροφή ΦΠΑ για τις άνω χρήσεις, 1999, 2000 και 2001 ανέρχεται σε 337.233.932 δρχ. ήδη 989.681, 40 ευρώ. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος το καλοκαίρι του έτους 1999 πρότεινε στην κόρη του, άνεργη τότε, να συστήσει επιχείρηση ετοίμων ενδυμάτων στο όνομά της και να εξουσιοδοτήσει τον ίδιο για να κάνει όλες τις συναλλαγές της επιχείρησής της, σε διατυπωθείσα δε απορία της ότι και ο ίδιος δεν γνωρίζει το αντικείμενο της επικείμενης επιχείρησης, της απάντησε ότι ήδη έχει κι αυτός όμοια επιχείρηση και συνεργάζεται με τον Ζ1, που γνωρίζει το αντικείμενο, για αντάλλαγμα μάλιστα της εξυπηρέτησης αυτής, της υποσχέθηκε πως ο Ζ1 θα της κατέβαλε κατά μήνα 400.000 -500.000 δραχμές. Την παραπάνω πρόταση αποδέχθηκε η Γ1 και με βοηθό του Ζ1, ονόματι ........, πήγε στη Δ.Ο.Υ. Νεάπολης έκανε έναρξη εργασιών της επιχείρησής της, με έδρα την οδό ......., καθώς και θεώρηση βιβλίων και στοιχείων και έκτοτε με το υπ. αριθμ. ........ πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Στυλιανής Στουπάκη-Χατζή, παρέσχε την κάθε αρμοδιότητα σχετικά με τη λειτουργία της επιχείρησής της στον κατηγορούμενο πατέρα της, χωρίς η ίδια να ασχοληθεί ποτέ με αυτή, παρά εισέπραττε μόνο κατά μήνα το ποσό που της υποσχέθηκαν, το οποίο για το όλο το διάστημα της εξυπηρέτησης που τους έκανε (μέχρι το Μάρτιο του έτους 2001), ανήλθε στο ποσό των 8.000.000 δραχμών. Η εν λόγω επιχείρηση δεν είχε πραγματική υπόσταση, δεν πραγματοποίησε οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή, μοναδικό λόγο ύπαρξής της ήταν η έκδοση και λήψη εικονικών φορολογικών παραστατικών με τελικό στόχο την παράνομη είσπραξη ΦΠΑ σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ο κατηγορούμενος δε ήταν μέρος του κυκλώματος των Ζ1, ......, ........, το οποίο έστηνε επιχειρήσεις χωρίς πραγματική υπόσταση, που το μόνο που έκαναν ήταν με τη μέθοδο της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων και παραστατικών που αφορούν εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών να πετυχαίνουν να εκταμιεύουν παράνομα εκατοντάδες εκατομμυρίων δραχμών από διάφορες Δ.Ο.Υ. της περιοχής της Θεσσαλονίκης. Για την επίτευξη του άνω στόχου, ο κατηγορούμενος συμμετείχε με τους υπόλοιπους συνεργάτες του, στην έκδοση των αναγραφομένων στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας εικονικών τιμολογίων ενδοκοινοτικών παραδόσεων, ρε φερόμενο παραλήπτη σε όλες τις χρήσεις τον Δ1, με έδρα τη Γερμανία, πλην όμως μετά από γενόμενο έλεγχο η επιχείρηση του Δ1, είναι μεν υπαρκτή στη Γερμανία, όμως η δραστηριότητά της δεν είναι το εμπόριο ετοίμων ενδυμάτων, αλλά το εμπόριο μεταχειρισμένων οχημάτων. Όσον αφορά τις μεταφορικές εταιρίες που αναγράφονται στα φορτωτικά έγγραφα που βρέθηκαν στο φάκελο επιστροφής ΦΠΑ, ότι δήθεν μετέφεραν και παρέδωσαν τα αναγραφόμενα στα τιμολόγια εμπορεύματα οι εταιρίες GEOR. H ARNS και NIC SCHRODER, με αναγραφόμενη έδρα τη Γερμανία, είναι ανύπαρκτες, ενώ ο μεταφορέας ......, που είναι το αυτό πρόσωπο με τον ........, έχει αποβιώσει από 11.8.1999, ενώ η επιχείρησή του, με αντικείμενο εμπόριο τηλεοράσεων, ραδιοφώνων και λοιπών συσκευών, διέκοψε τις εργασίες της στις 1.10.1999, όπως τα άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τον έλεγχο που πραγματοποίησαν οι αρμόδιες φορολογικές αρχές της Γερμανίας. Περαιτέρω, αναφορικά με τα 33 αναγραφόμενα στο κατηγορητήριο και το διατακτικό της παρούσας εικονικά παραστατικά αγορών, συνολικής αξίας (καθαρής) 1.032.917.800 δραχμών, που φρόντισε να προμηθευτεί ο κατηγορούμενος για να δώσει αληθοφάνεια στις φερόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές της επιχείρησης της Γ1, αυτά προέρχονται από τρείς (3) επιχειρήσεις :α) ..... ΕΠΕ, β) .... ΕΠΕ και γ) ...... Ε.Ε., οι οποίες επιχειρήσεις σύμφωνα με την υπ. αριθμ. .... έκθεση ελέγχου της ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας, ήταν "τροφοδότες" εικονικών τιμολογίων σε πολλές ανύπαρκτες επιχειρήσεις. Σε γενόμενο δε έλεγχο που έγινε στα φορολογικά βιβλία της επιχείρησης της Γ1, τα οποία προσκομίσθηκαν στην άνω ΣΔΟΕ από τον α κατηγορούμενο, δεν βρέθηκαν, ούτε επιδείχθηκαν παραστατικά εξόφλησης των" παραπάνω τιμολογίων εξωτερικού, ούτε εμβάσματα πληρωμής τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης, τα οποία υπάρχουν στις πραγματικές ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Με βάση τα παραπάνω η εικονικότητα των φερομένων ενδοκοινοτικών παραδόσεων είναι αναμφίβολη, όπως αναμφίβολη είναι και η γνώση του κατηγορουμένου καθώς και η| παράνομη επιστροφή ΦΠΑ, ύψους όπως προαναφέρθηκε 337.233.932 δρχ., ποσό που εισέπραξε ο ίδιος ο κατηγορούμενος με τραπεζικές αναλήψεις από τον κοινό λογαριασμό αριθ. ...... που τηρούσε με την κόρη του, Γ1, στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος-Υποκατάστημα Εύοσμου, στον οποίο λογαριασμό είχε μεταφερθεί το εν λόγω ποσό από τη ΔΟΥ Νεάπολης ως επιστροφή ΦΠΑ. Χαρακτηριστικό της όλης δραστηριότητας του κατηγορουμένου είναι ότι τούτος, εκτός από την παραπάνω επιχείρηση της Γ1, ήταν μοναδικός διαχειριστής και σε τρείς άλλες επιχειρήσεις :α) .........,β) ....... και γ) ......., αλλά και πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος τους, δυνάμει των με αριθμ. ....., ..... και ........ πράξεων αντίστοιχα, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Φωτεινής Σταφυλά-Μαυρίδου. Και τα τρία παραπάνω πρόσωπα ήταν φίλοι του κατηγορουμένου, ο οποίος τους έφερε σε επαφή με τον Ζ1 και πείστηκαν να δημιουργήσουν επιχείρηση στο όνομά τους, τυπικά, όπως και η επιχείρηση της κόρης του κατηγορουμένου. Όπως δε προκύπτει από την παραπάνω έκθεση ελέγχου, αλλά και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας ........, και οι τρεις παραπάνω επιχειρήσεις έλαβαν παράνομα επιστροφές ΦΠΑ, το πρόσωπο δε που εισέπραξε και στις τρεις περιπτώσεις το παράνομα επιστραφέν ΦΠΑ, είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Κι επειδή ο κατηγορούμενος αποδείχθηκε με βάση όσα προαναφέρθηκαν πως μετείχε άμεσα στη διαχείριση και διοίκηση της επιχείρησης της Γ1, είχε πλήρη επίγνωση των δραστηριοτήτων της, συμμετείχε στην έκδοση και αποδοχή των επίδικων φορολογικών στοιχείων, εισέπραξε αυτός το παράνομα επιστραφέν ΦΠΑ, δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι ήταν απλός συνεργός στην παράνομη δραστηριότητα του Ζ1, αλλά ήταν συναυτουργός και υποκρυπτόμενο πρόσωπο στην άνω επιχείρηση κι ως τέτοιος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται, όπως στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας αναγράφονται, απορριπτόμενου ως αβάσιμου, κατά συνέπεια του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί χαρακτηρισμού της συμμετοχής του στις προαναφερόμενες πράξεις ως απλού συνεργού....". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 19 παρ 1 του Ν.2523/1997 την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου τα στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, περαιτέρω δε, καθόσον αφορά την αποδοχή των τριάντα τριών (33) εικονικών φορολογικών στοιχείων εκτίθενται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την ουσιαστική κρίση του ότι ο αναιρεσείων γνώριζε την εικονικότητα των παραπάνω φορολογικών στοιχείων. Η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το δε σκεπτικό της αποτελεί απλή επανάληψη του διατακτικού της, ενόψει των προεκτεθέντων είναι αβάσιμη. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ίδιου Κώδικα, παράβαση τις διατάξεως του άρθρου19 παρ 1 του Ν.2523/1997, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Με την επίφαση της υπέρβασης εξουσίας, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο τον καταδίκασε και για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, παρά το γεγονός ότι αυτός αγνοούσε την εικονικότητα. Και ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και απορριπτέος γιατί βάλλει κατά της ανέλεγκτης περί πραγμάτων κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. ΙΙ.- Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία '', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. " Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται πλαστό, επίσης, το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 5.379/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 και συγκεκριμένα για α) κατ' εξακολούθηση έκδοση και β) κατ' εξακολούθηση αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 27-8-1999 έως 27-4-2001, και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι (6) ετών. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος πρότεινε την ένσταση τις παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων και ζήτησε να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη δεδομένου ότι παρήλθε πενταετία από τον χρόνο τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης και μέχρι την 21-1-2005 που επιδόθηκε σ'αυτόν το κλητήριο θέσπισμα. Επί του ζητήματος αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η έκθεση του πορίσματος φορολογικού ελέγχου θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο του ΣΔΟΕ Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας την 8-7-2004 με χρονική δε αφετηρία την ημερομηνία αυτή για την έναρξη της παραγραφής και μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο δικαστήριο (2-5-2007) δεν παρήλθε πενταετία για την κατά το άρθρο 111 του ΠΚ παραγραφή της πράξεως. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για τις αξιόποινες πράξεις της έκδοσης και αποδοχής από τον κατηγορούμενο εικονικών φορολογικών στοιχείων, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης του πορίσματος φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι κατά την συζήτηση της υποθέσεως δεν είχε παρέλθει πενταετία, σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε εκ πλαγίου τις παραβίασε με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ.- Στο άρθρο 21 παρ.2 εδάφια. β' και γ'του Ν.2523/1997 σχετικά με την έναρξη της ποινικής δίωξης επί των περιπτώσεων του άρθρου 19, ορίζεται ότι " κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμοδίας Δ.Ο.Υ ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο.... Στις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου. Επηκολούθησε η δικονομικού χαρακτήρα διάταξη της παρ.2 του άρθρου 40 του Ν. 3220/2004 με την οποία προστέθηκε εδάφιο δ' στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 κατά την οποία " ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγουμένου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου άρθρου". Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο καθ' υπέρβαση εξουσίας τον καταδίκασε για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, αφού παρέλειψε να ερευνήσει τη συνδρομή δικονομικών προϋποθέσεων τις οποίες τάσσει ο νόμος για την παραδεκτή άσκηση της ποινικής δίωξης. Ειδικότερα, επικαλείται ότι για την φερόμενη έκδοση και αποδοχή φορολογικών στοιχείων η μηνυτήρια αναφορά του Διευθυντή της ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας υποβλήθηκε την 16-7-2004, ενώ ακόμη δεν του είχαν επιδοθεί οι οικείες αποφάσεις επιβολής προστίμων και δεν είχε περάσει άπρακτη η προθεσμία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, επιδόθηκαν δε οι αποφάσεις για την επιβολή προστίμου την 8-9-2004, δηλαδή μετά την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς και οι προσφυγές του επί των αποφάσεων αυτών ασκήθηκαν την 4-11-2004. Όμως, από την παραδεκτή για τον έλεγχο του λόγου αναιρέσεως επισκόπηση του σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η χρηματική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων για την έκδοση και αποδοχή των οποίων κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 6.094.627, 07 ευρώ και υπερβαίνει κατά πολύ το χρηματικό όριο των 150.000 δραχμών το οποίο τίθεται στο νόμο ως κατώτατο όριο για την άμεση υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς. Συνεπώς και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο με το να τον κηρύξει ένοχο υπερέβη την εξουσία του ενώ έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη επειδή η κατ' αυτού μηνυτήρια αναφορά υποβλήθηκε πριν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την διοικητική επίλυση της διαφοράς, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου που παρέστη κατά τη συζήτηση (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠοινΔ και 176, 183 ΚΠολΔ), περιοριζόμενη, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957 και την 7429/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5.379/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου την οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290)) ευρώ.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση και αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Αιτιολογημένη καταδίκη. Αφετηρία πενταετούς παραγραφής από τη θεώρηση του πορίσματος φορολογικού ελέγχου (άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 2954/2001). Επί εικονικών φορολογικών στοιχείων αξίας άνω των 150.000 δραχμών η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται άμεσα και πριν την διοικητική επίλυση της διαφοράς. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Παραγραφή.
0
Αριθμός 438/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) X1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, 2) X2 και ήδη κρατουμένου στην κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τσόλια, 3) X3 και ήδη κρατουμένου στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνας (ΕΚΚΝ), που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γρηγόριο Τσόλια και Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, περί αναιρέσεως της 36/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κέρκυρας. Το Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 11 Μαΐου 2006, 11 Μαΐου 2006 και 28 Ιουλίου 2006 τρείς αυτοτελείς αιτήσεις αναίρεσης, αντιστοίχως, και στα από 5 Σεπτεμβρίου 2007, δύο αυτοτελή δικόγραφα προσθέτων λόγων των δευτέρου και τρίτου των αναιρεσειόντων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1434/06. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι αιτήσεις αναίρεσης των πρώτου και δευτέρου των αναιρεσειόντων και οι πρόσθετοι λόγοι του δεύτερου εξ αυτών, β) να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης του τρίτου των αναιρεσειόντων και γ) να αναιρεθεί η απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο σύνολό της για νέα κρίση και ως προς τους αναιρεσείοντες, των οποίων οι αναιρέσεις είναι απαράδεκτες. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Kατά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 36/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας, νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκήθηκαν α) η υπ' αριθμ. 47/11-5-2006 αίτηση αναιρέσεως του X1 β) η υπ' αριθμ. 49/11-5-2005 αίτηση και οι από 5-9-2005 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του X2 και γ) η υπ' αριθμ. 36/28-7-2006 αίτηση του X3. Επομένως, πρέπει οι αιτήσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να συνεκδικασθούν. ΙΙ.- Επί των αιτήσεων των α) X1 και b) X2 και των από 5-9-2007 προσθέτων λόγων του δευτέρου. 1.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 1, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ λόγου αναιρέσεως της αποφάσεως, με τον οποίο αποδίδεται σ' αυτήν η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να διαλαμβάνονται στην αίτηση αναιρέσεως οι πλημμέλειες τις αποφάσεως ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, οι τυχόν ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά και η μη αναφορά των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, η αίτηση αναίρεσης που δεν περιέχει λόγους, ή περιέχει λόγους ασαφείς και αόριστους, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ. την ύπαρξη παραδεκτού λόγου αναίρεσης (Ολ Α.Π. 2/2002). 2.- Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες πλήττουν την υπ' αριθμ. 32/2006 απόφαση του πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας, με την οποία καταδικάσθηκαν για εισαγωγή, μεταφορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών και ζητούν την αναίρεση της παραπάνω καταδικαστικής αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας, επικαλούμενοι, κατά πιστή αντιγραφή από την έκθεση αναιρέσεως τα εξής ".. Αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του ..." Με το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο λόγος αυτός της αναιρέσεως στον οποίο δεν προσδιορίζονται οι αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες, είναι αόριστος και ανεπίδεκτος εκτιμήσεως. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου και σε τι συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε ποια κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως ανάγονται αυτές και ποια πραγματικά περιστατικά τα οποία ήσαν αναγκαία για τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκαν, δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν. Συνεπώς, ο άνω λόγος και στις δύο αιτήσεις αναιρέσεως είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς και οι αιτήσεις στο σύνολό τους. Περαιτέρω, εφόσον σύμφωνα και με την προηγούμενη σκέψη, μία από τις προϋποθέσεις για την εξέταση των προσθέτων λόγων αναίρεσης είναι, κατά την έννοια του άρθρου 509 παρ. 2 ΚΠΔ, η ύπαρξη ενός τουλάχιστον παραδεκτού κύριου λόγου αναίρεσης, η δε ένδικη αναιρετική αίτηση και του X2 κρίθηκε, ότι δεν περιέχει παραδεκτό κύριο λόγο αναίρεσης, είναι απαράδεκτο και πρέπει να απορριφθεί και το από 5-9-2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτού. Οι αναιρεσείοντες, λόγω απορρίψεως των αιτήσεων αναιρέσεων και των προσθέτων λόγων του δευτέρου, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ΙΙ.- Επί της αιτήσεως του X3 και των από 5-9-2007 προσθέτων λόγων. 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Κερκύρας που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "..Οι κατηγορούμενοι, μετέχοντες σε ομάδα επτά ατόμων, Αλβανικής υπηκοότητας, εισήλθαν κρυφά στην Ελληνική επικράτεια, στην περιοχή .......... Θεσπρωτίας, μεταφέροντας συνολικά 140 κιλά ινδικής κάνναβης. Την ποσότητα αυτή εισήγαν και μετέφεραν στην Ελληνική επικράτεια με σκοπό τον βιοπορισμό, αφού για την πράξη τους αυτή έλαβαν αμοιβή 500.000 σε Αλβανικό νόμισμα. Την ποσότητα αυτή που είχαν την φυσική της εξουσία, θα πωλούσαν προς τρίτους στην αγορά ναρκωτικών..... και πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων που τους αποδίδονται, με την προσθήκη του άρθρου 8 του ν. 1729/1987 και με την χορήγηση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, εν όψει της λευκής τους ποινικής καταστάσεως, χωρίς την παροχή άλλης ελαφρυντικής περιστάσεως (μεταμελείας) αφού η χορήγηση της μιας ελαφρυντικής περιστάσεως αρκεί για την μειωμένη ποινή....". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση στο διατακτικό της κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο καθώς και τους συγκατηγορουμένους του X1 και X2 και επέβαλε σ' αυτούς ποινή κάθειρξης δέκα οκτώ (18) ετών για το ότι στις 29-10-2004, στην περιοχή .......... Ν. Θεσπρωτίας, χωρίς να είναι τοξικομανείς α) εισήγαγαν από κοινού στην Ελληνική επικράτεια από την Αλβανία, ποσότητα εκατόν σαράντα (140) κιλών ακατέργαστης ινδικής κάναβης β) από κοινού μετέφεραν εντός της Ελληνικής επικράτειας και κατείχαν ποσότητα είκοσι (20) κιλών της άνω ναρκωτικής ουσίας. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος και άρθρ. 139 Κ.Π.Δ. αλλά ασαφή και αντιφατική. Ειδικότερα, ενώ στο σκεπτικό της αποφάσεώς του το δικαστήριο με τις εκεί παραδοχές του δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι ως μέλη ομάδας επτά ατόμων από κοινού εισήγαγαν από την Αλβανία εντός της Ελληνικής επικράτειας, μετέφεραν και κατείχαν ποσότητα εκατόν σαράντα (140) της προαναφερόμενος ναρκωτικής ουσίας, στο διατακτικό του κηρύσσει ένοχο τον αναιρεσείοντα και τους συγκατηγορουμένους του, αλλά για τις πράξεις της μεταφοράς και κατοχής δέχεται, σε αντίθεση με όσα στο σκεπτικό διαλαμβάνονται, ότι αυτές αναφέρονται και αφορούν ποσότητα είκοσι (20) μόνον κιλών ινδικής κάνναβης, χωρίς να εξηγείται η διαφοροποίηση και ο περιορισμός που γίνεται στο διατακτικό. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του Κ.Ποιν.Δ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας που προβάλλεται με το δικόγραφο της αναιρέσεως (παρέλκει η έρευνα των λόγων που προβάλλονται με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων) και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα έρευνα στο δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ) ΙΙΙ.- Κατά το άρθρο 469 Κ.Ποιν.Δ αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με τον νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνον σ'αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Στην προκείμενη υπόθεση, εφόσον κατά παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως του X3 αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, ήτοι για λόγο που δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, πρέπει να ωφεληθούν και να έχει η αναίρεση αυτού επεκτατικό αποτέλεσμα και για τους αναιρεσείοντες X1 και X2, οι αναιρέσεις των οποίων, για τον ίδιο λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας κατά της αυτής αποφάσεως απερρίφθησαν, κατά τα ανωτέρω, ως απαράδεκτες. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 11-5-2006 αιτήσεις των α) X1 και β) X2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 36/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας. Και Καταδικάζει καθένα από τους παραπάνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Δέχεται την από 28-7-2006 αίτηση του X3 και αναιρεί την άνω υπ' αριθμ. 36/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Αποφαίνεται όπως η αναίρεση του X3, έχει επεκτατικό αποτέλεσμα και για τους συγκατηγορουμένους του X1 και X2. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τρεις αναιρεσείοντες. Αόριστος ο λόγος αναιρέσεως των δύο πρώτων αναιρεσειόντων για έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη αυτού και των αιτήσεων ως απαραδέκτων. Πρόσθετοι λόγοι. Προϋποθέτουν για την έρευνα παραδεκτό λόγο αναιρέσεως. Απόρριψη πρόσθετων λόγων. Ασαφής και αντιφατική αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως για εισαγωγή, μεταφορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Δεκτός ο σχετικός λόγος αναιρέσεως που παραδεκτά προβάλλεται από τον τρίτο αναιρεσείοντα. Επεκτατικό αποτέλεσμα κατ’ άρθρο 469 ΚΠΔ και στους λοιπούς αναιρεσείοντες, η αίτηση των οποίων απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Πρόσθετοι λόγοι
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Ναρκωτικά, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Επεκτατικό αποτέλεσμα, Πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 433/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέαα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 που παρέστη με την πληρεξουσία δικηγόρο του Βλασία Σεργάκη, για αναίρεση της 180/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 776/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 εδ.α' και β'και 309 ΠΚ συνάγεται, ότι για να χαρακτηρισθεί η σωματική βλάβη, δηλαδή η σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας κάποιου, ως επικίνδυνη, απαιτείται να επέλθει με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική του βλάβη είτε από το όργανο είτε από το μέσο που χρησιμοποιήθηκε είτε, τέλος από τον τρόπο που προξενήθκε η σωματική βλάβη, χωρίς να απαιτείται να πραγματώθηκε ο κίνδυνος της ζωής ή η επέλευση της βαριάς σωματικής βλάβης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν.2168/1993, προκύπτει, ότι το έγκλημα της οπλοχρησίας, αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου της πράξεως που τελέστηκε με αυτήν και δεν είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητο απ'αυτήν, αλλά παρεπόμενό της, για το λόγο ότι προϋποθέτει καταδικαστική απόφαση για την πράξη και δεν νοείται τέλεσή του χωρίς να υπάρχει και να τιμωρείται η κύρια πράξη. Ως χρήση όπλου, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται ως μεταλλικό ρόπαλο και ο σιδερένιος σταυρός (μπουλονόκλειδο) (άρθρο 1 παρ.1 εδ.α' και παρ.2 εδ.γ' Ν.2168/1993 νοείται η χρησιμοποίηση αυτού προς πραγματοποίηση του επιδιωκομένου εγκληματικού σκοπού. 'Ετσι, οπλοχρησία συνιστά και η επίθεση με τον ως άνω μεταλλικό σταυρό (μπουλονόκλειδο) και η πρόκληση εντεύθεν σωματικής βλάβης στον παθόντα. Η απαιτουμένη κατά τις διατάξεις των άρθρ. 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ'άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σ'αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία απεδείχθησαν τα περιστατικά αυτά και ο νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφηρμόσθησαν. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ'αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη, στην διάταξη που εφηρμόσθη. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώραν εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν κατά την κρίσιν του δικαστηρίου από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με την προσβαλλομένη απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύει εκήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο επικίνδυνης σωματικής βλάβης και οπλοχρησίας και επέβαλε εις αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά κατά πιστή μεταφορά: Στις 19-5-2001 και περί ώρα 10.30' ο μηνυτής Ψ1 μετέβη σε κτήμα της κόρης του στην θέση ".........." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Μολάων Λακωνίας, για να επιτηρήσει συνεργείο περιφράξεως που εκτελούσε εργασίες περιφράξεως του κτήματος αυτού. Μετά δέκα πέντε λεπτά (00.15') περίπου της ώρας κατέφθασε στο όμορο κτήμα του ο κατηγορούμενος, ο οποίος απευθυνόμενος στον μηνυτή του είπε ότι "δεν τα φτιάχνετε καλά και εγώ θα τα γκρεμίσω", εννοώντας προδήλως ότι δεν περιφράσσεται σωστά το κτήμα και ότι ένεκα αυτού αυτός θα καταστρέψει την περίφραξη. Σημειωτέον ότι μεταξύ των εν λόγω μηνυτή και κατηγορουμένου υφίστανται δικαστικές διενέξεις η τελευταία των οποίων είχε λάβει χώρα τέσσερες ημέρες προ της ανωτέρω ημεροχρονολογίας. Στην προαναφερομένη παρατήρηση του κατηγορουμένου ο μηνυτής απευθυνόμενος προς αυτόν του είπε να φύγει και μετά τούτο δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ τους κατά το οποίο αλληλοεγρονθοκοπήθησαν για διάστημα περίπου δύο λεπτών της ώρας, μετά την πάροδο των οποίων το επεισόδιο έληξε και αμφότεροι αφού χώρισαν κατευθύνθησαν προς τα σταθμευμένα σε παρακείμενη αγροτική οδό αυτοκίνητα τους. Και ενώ ο μηνυτής κατευθύνετο προς το δικό του αυτοκίνητο, ο κατηγορούμενος αφού πήγε στο δικό του αυτοκίνητο, πήρε ένα μπουλονόκλειδο και έχοντας το κρυμμένο στην πλάτη του κατευθύνθηκε και πάλι προς τον μηνυτή, τον οποίον πλησίασε σε απόσταση ενός και ημίσεος περίπου μέτρου και σηκώνοντας ψηλά το μπουλονόκλειδο που κρατούσε δίκην σιδερένιου ροπάλου προσπάθησε να κτυπήσει με αυτό τον μηνυτή στο κεφάλι. Ο τελευταίος όμως τον αντελήφθη εγκαίρως και παρό,τι του ζήτησε να φύγει ο κατηγορούμενος δεν σταμάτησε αλλά του κατέφερε με το εν λόγω μπουλονόκλειδο κτύπημα στην πλάτη και εν συνεχεία παρά τις προσπάθειες του μηνυτή να αποφύγει τα κτυπήματα προβάλλοντας ως ασπίδα τα χέρια του, του κατάφερε κτυπήματα στην δεξιά και αριστερή κροταφική χώρα, στην περιοχή των οφθαλμών του, του μετώπου και στο αριστερό ημιθωράκιο, προκαλώντας του τις σωματικές βλάβες της εκχυμώσεως με έντονο εντύπωμα δεξιάς κροταφικής χώρας εκτάσεως 8X3 ΟΉ, εκχύμωση στο υπόσφαγμα (δε) οφθαλμού, εκχύμωση άνω και κάτω βλεφάρου αριστερού οφθαλμού με υπόσφαγμα τούτου, πολλαπλές εκχυμώσεις μετωπιαίας χώρας, εντύπωμα διαστάσεων 3X2 οπι αριστερής κροταφικής χώρας, απώλεια δέρματος διαμέτρου Ιαη δεξιάς και αριστερής παλάμης και θλάση αριστερού ημιθωρακίου στο ύψος της 10ης πλευράς. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται α) από τις επ' ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου και του δικαστηρίου τούτου καταθέσεις του μηνυτού, όπου αυτός εκθέτει με σαφήνεια τα ανωτέρω περιστατικά, οι οποίες δεν αναιρούνται από άλλα περί του αντιθέτου αποδεικτικά μέσα και δη την κατάθεση της ως άνω μάρτυρος υπερασπίσεως του κατηγρουμενού, γιατί η τελευταία δεν έχει άμεση γνώση και αντίληψη των περιστατικών αυτών, αλλ' ότι κατέθεσε το γνωρίζει εκ διηγήσεων του κατηγορουμένου, β) από το υπ' αριθμ. πρωτ: ........ ιατρικό πιστοποιητικό τύπου του Κέντρου Υγείας του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Μολάων, από το οποίο αποδεικνύονται οι ως άνω σωματικές του βλάβες, γ) το από ........ αντίγραφο του Βιβλίου Αδικημάτων - Συμβάντων του ΑΤ Μολάων Λακωνίας στο οποίο αναφέρεται η προσέλευση αμφοτέρων των εν προκειμένω αντιδίκων στο αστυνομικό αυτό τμήμα κατά την ανωτέρω ημερομηνία και δήλωσαν ο μεν μηνυτής ότι ο κατηγορούμενος του επετέθη με "ένα κλειδί" και δ) την από ............. Ιατροδικαστική Έκθεση του ιατρού της χειρουργικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Σπάρτης, στο οποίο επίσης εκτίθενται οι ως άνω σωματικές του βλάβες και επίσης ότι ο μηνυτής ένεκα αυτών των βλαβών του νοσηλεύεται από 19-5-2001. Περαιτέρω, εκ του ανωτέρω τρόπου με τον οποίον ο κατηγορούμενος κτύπησε τον μηνυτή στα ανωτέρω μέρη του σώματος του, του προαναφερομένου μέσου που αυτός προς τούτο χρησιμοποίησε και των εκτεθεισών συνθηκών υπό τις οποίες προκάλεσε στον μηνυτή τις σωματικές αυτές βλάβες, αποδεικνύεται το μεν ότι ο κατηγορούμενος ενεργώντας όπως προαναφέρεται, ήθελε να προξενήσει στον τελευταίο σωματικές βλάβες, και εγνώριζε ότι έτσι επιτυγχάνει τούτο, το δε ότι με την χρήση του σιδερένιου αυτού μπουλονόκλειδου και την πλήξη με αυτό ιδίως της κεφαλής και του θώρακος του μηνυτή, εντός των οποίων, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, υπάρχουν και προστατεύονται ζωτικά και απαραίτητα για την ζωή και την διατήρηση αυτής όργανα του ανθρωπίνου σώματος, όπως ο εγκέφαλος, η καρδιά, οι πνεύμονες, οι αρτηρίες κλπ., και την ένεκα τούτων πλήξη και καταστροφή αυτών (ζωτικών τούτων οργάνων) μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος της ζωής του (μηνυτή). Αποδεικνύεται επίσης ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε^ το ως άνω μπουλονόκλειδο δίκην ροπάλου ως μέσο επιθέσεως και πλήξεως από κοντά με αυτό του μηνυτή, αφ' ενός μεν γνωρίζοντας ότι τούτο είναι μέσο που μπορεί να επιφέρει κακώσεις σε άλλον και δη στον μηνυτή, όπως τις προαναφερόμενες, και αφ' ετέρου, κατά τα εκτεθέντα, πράγματι με προς τούτο θέληση το χρησιμοποίησε και προκάλεσε με αυτό τις ως άνω σωματικές βλάβες στον μηνυτή, κάνοντας έτσι εκ προθέσεως παράνομη χρήση του ως άνω σιδερένιου μπουλονόκλειδου ως όπλου κατά την έννοια του νόμου, χωρίς η χρήση του αυτή να αποτελεί στοιχείο του εγκλήματος της, κατά τα κατωτέρω, επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Ισχυρίζεται βεβαίως ο κατηγορούμενος, ότι ενήργησε όπως τφοπεριγράφεται ευρισκόμενος σε άμυνα και ειδικότερα να αποκρούσει την εκ μέρους του μηνυτή εκδηλωθείσα σε βάρος του άδικη επίθεση του αντιδίκου του αυτού. Όμως κατά τα ως αποδειχθέντα γενόμενα δεκτά περιστατικά τοιαύτη επίθεση δεν αποδείχθηκε ότι εκδηλώθηκε εκ μέρους του μηνυτή και συνεπώς ο ισχυρισμός του αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, ανεξαρτήτως της αοριστίας του αφού αυτός δεν επικαλείται προς στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένα περιστατικά. Ισχυρίζεται ακόμη ότι δεν χρησιμοποίησε όπλο, το οποίο άλλωστε και δεν βρέθηκε. Όμως και ο ισχυρισμός του αυτός είναι ουσία αβάσιμος και απορριπτέος, καθ' όσον εκ του είδους και της εκτάσεως, κατά τα εκτεθέντα, των ως άνω σωματικών βλαβών του μηνυτή ως και των σημείων του σώματος του στα οποία αυτές επηνέχθησαν, σε συνδυασμό με την μη αναιρούμενη από άλλο αποδεικτικό μέσο κατάθεση του μηνυτή, ως και την αμέσως ενώπιον του αστυνομικών του ΑΤ Μολάων, κατά την μετ' ολίγον από το ως άνω επεισόδιο προσέλευση αυτού και του κατηγορουμένου, σαφή δήλωση του, ότι ο κατηγορούμενος τον έπληξε με σιδερένιο κλειδί, σαφώς αποδεικνύεται η χρήση του εν λόγω μπουλονόκλειδου από τον κατηγορούμενο για την τέλεση των αξιοποίνων αυτών πράξεων. Υπό τα εκτεθέντα και ως αποδειχθέντα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, το μεν αποδεικνύεται ότι με τις ανωτέρω πράξεις του ο κατηγορούμενος, ο κατηγορούμενος τέλεσε σε βάρος του μηνυτή τις αξιόποινες πράξεις α) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και β) της οπλοχρησίας για την τέλεση της πρώτης πράξεως. Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της οπλοχρησίας, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 308-309 ΠΚ και 1 παρ.1 εδ. α' και 2 εδ.γ', και 14 Ν.2168/1993 και τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Συνεπώς, αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνεία και εφαρμογής των ως άνω, ουσιαστικού δικαίου, ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος, με τους λόγους αυτούς πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (... "ο μηνυτής Ψ1 κατέθεσε επ'ακροατηρίω απερίφραστα ότι..." του λέω "ρε τι θέλεις".. ενώ στην προανακριτική κατάθεσή του αναφέρει πάλι ότι "... προσπάθησε να με κτυπήσει..." "εγώ αντέδρασα..." "η από .......... ιατροδικαστική έκθεση αναφέρει..." "στο από ......... αντίγραφο του βιβλίου συμβάντων του ΑΤ Μολάων, ουδόλως αναφέρεται..." κλπ) οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Απορριπτομένων αμφοτέρων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 18 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 180/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επικίνδυνη σωματική βλάβη και οπλοχρησία. Αιτιολογημένη η καταδίκη. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή εφαρμοσθεισών ουσιαστικού δικαίου ποινικών διατάξεων (309-308 ΠΚ και άρθρα 1 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 εδ. γ΄, 14 Ν. 2168/1993). Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Οπλοχρησία, Σωματική βλάβη επικίνδυνη.
0
Αριθμός 432/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Κατσιρούμπα, περί αναιρέσεως της 6109/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 622/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ "στην έκθεση (ασκήσεως του ενδίκου μέσου), πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 462 ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως είναι να περιέχεται σε αυτή ισχυρός λόγος αναιρέσεως εκ των διαλαμβανομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 ίδιου Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός πρέπει να είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διότι διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Έτσι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474, 509 και 510 ΚΠΔ, η έκθεση αναιρέσεως που δεν περιέχει κάποιο συγκεκριμένο λόγο κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με στοιχεία που περιέχονται σε ξεχωριστή αίτηση, δήλωση ή υπόμνημα, εκτός εάν με το περιεχόμενο της αιτήσεως που κατήρτισε ο αναιρεσείων και υπογράφεται από αυτόν και τον συντάξαντα την έκθεση αρμόδιο υπάλληλο, δηλώθηκε ότι τούτο αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως και περιέχονται σ' αυτό παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως οπότε δεν ανακύπτει ζήτημα απαράδεκτης αναφοράς της εκθέσεως στην αίτηση, αφού πρόκειται για ενσωμάτωση της αιτήσεως στο αναιρετήριο και συγκρότηση έτσι ενιαίου δικογράφου. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο αναιρεσείων με την ενώπιον του γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών συνταγείσα υπ' αριθμ. 39/26.3.2007 έκθεση ζητεί την αναίρεση της υπ' αριθμ. 6109/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών "για τους παρακάτω λόγους ". Είναι σαφές ότι στην ως άνω, κατ' άρθρο 474 ΚΠΔ, συνταχθείσα έκθεση δεν διατυπώθηκε κανένας αναιρετικός λόγος, ενώ από την επιτρεπτή επισκόπηση της συνημμένης "αιτήσεως αναιρέσεως" προκύπτει ότι αυτή έχει υπογραφεί μόνο από την πληρεξούσια δικηγόρο, δεν έγινε πράξη εγχειρίσεως και δεν υπάρχει υπογραφή του αρμοδίου δικαστικού υπαλλήλου ενώπιον του οποίου φέρεται ότι συντάχθηκε η αίτηση αναιρέσεως. Επομένως, η αίτηση αυτή δεν μπορεί να εκληφθεί ως ενσωματωμένη στο παραπάνω αναιρετήριο και δεν συγκροτεί ενιαίο με αυτό δικόγραφο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως μη περιέχουσα κανένα από τους περιοριστικώς αναφερομένους λόγους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 6109/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση που δεν περιέχει κανένα ορισμένο λόγο είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Η συνημμένη στην έκθεση αναιρέσεως «αίτηση αναιρέσεως», η οποία περιέχει μόνο την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου όχι δε και του δικαστικού υπαλλήλου και για την οποία δεν έχει γίνει πράξη εγχειρίσεως, δεν ισχύει ως έκθεση αναιρέσεως. Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 430/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Χ3 που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, 2. Χ4 3. Χ1 και 4. Χ2 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3147/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Ιανουαρίου 2007 τρεις χωριστές αιτήσεις των τριών πρώτων αναιρεσειόντων, αντίστοιχα, και την από 17 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του τετάρτου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 140/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή, με αριθμούς 103/9-3-2007, 103α/3.4.2007, 103β/8-5-2007 και 103γ/3-9-2007 στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: "1.Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, τις 1) 5/18-1-07, 2) 6/18-1-07, 3) 7/18-1-07 και 4) 4/17-1-07 των κατηγορουμένων 1) Χ4 , 2) Χ3 3) Χ1 , και 4) Χ2 κατοίκου ..... αντίστοιχα, κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε τις εφέσεις τους κατά του 481/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και επικύρωσε τούτο, τους παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για ιδιαίτερα διακεκριμένη υπεξαίρεση, κατά συναυτουργία, (άρθρα 45,60, 375 ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα. 2. Οι εισαγόμενες αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος εδράζονται στη διάταξη του άρθρου 483 παρ.1 ΚΠΔ, και ασκήθηκαν από μεν τον πρώτο και την τρίτη με δήλωση των εξουσιοδοτημένων δικηγόρων τους Αθανασίου Παπαθανασίου και Αργυρούς Περσίδου, αντίστοιχα, από δε τους δεύτερο και τέταρτο με αυτοπρόσωπη δήλωσή τους ενώπιον της αρμόδιας γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Ασκούνται δε μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία μέσα στην οποία δικαιούνται να το προσβάλλουν από την επίδοση του βουλεύματος, που έγινε σ' αυτούς ως εξής, στο μεν πρώτο με θυροκόλληση στην οικία του στις 10-1-07, χωρίς να επακολουθήσει και επίδοση στον αντίκλητό του δικηγόρο, άρα προ της έγκυρης επιδόσεως, στο δε δεύτερο με επίδοση στη σύνοικο σύζυγό του ...... στη δε τρίτη με θυροκόλληση στην οικία της και με επίδοση στον αντίκλητό της δικηγόρο Εμμ. Ελευθερόπουλο και στον τέταρτο με επίδοση στη συνεργάτισσά του ...... (βλ. τα οικεία επιδοτήρια, των δικ. επιμελητριών ....., .....,....., και ......, αντίστοιχα). Οι εκθέσεις συντάχθηκαν από τη γραμματέα με την τήρηση των απαιτούμενων από τα άρθρα 150-151 και 474 ΚΠΔ διατυπώσεων και περιέχουν προβλεπόμενους από το νόμο λόγους, για τους οποίους ασκούνται, οι οποίοι συνίστανται στην έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας και στην εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, (άρθρο 484 παρ. 1 περ. β και δ ΚΠΔ). Συνεπώς, είναι νομότυπες, εμπρόθεσμες και δικαιωματικά ασκηθείσες, καθόσον παραπέμπονται για κακούργημα (άρθρο 482 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ), οπότε πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους. 3. Έλεγχος των λόγων α. Νομικές διατάξεις. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. (ΑΠ.94/06). β. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. γ. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθό χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του, και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επιπλέον μια από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 Ε, (αρ.1 περ. β, που προστέθ. με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2171/3-6-99), ή εάν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. (παρ. 2, εδ. β που προστέθ. με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν. 2721/99). δ. Κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξή τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επί μέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος, (Α.Π. 818/89 ΠΧΡ. Μ/180). Συνίσταται δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσής της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου (Α.Π. 1085/89 ΠΧΡ. Μ/399, 1334/89 ΠΧΡ. Μ/586) Β. Περιστατικά. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών) προέκυψαν τα εξής ουσιώδη περιστατικά: Οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2001, όντας ο μεν πρώτος γενικός διευθυντής, οι δε λοιποί μέλη του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, ενώ περιήλθε στην κατοχή τους το χρηματικό ποσό των 45.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στις 18-2-00 στο ...... λογαριασμό της εταιρίας, στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, η παθούσα ...., υπό τον όρο εάν αποφασισθεί, με την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας και η διάθεση νέων μετοχών σε τρίτους, με παράλληλη κατάργηση του δικαιώματος προτίμησης των παλιών μετόχων, να τις μεταβιβάσουν και να τις παραδώσουν λόγω πωλήσεως 300.000 νέες μετοχές, ισόποσης αξίας, (με τιμή αγοράς 150 δρχ. την καθεμιά), και ενώ δεν πληρώθηκε ο ανωτέρω ο αναβλητικός όρος, ώστε να περιέλθει στην εταιρία τους οριστικά και η κυριότητα του ανωτέρω χρηματικού ποσού, ώστε να το χρησιμοποιήσουν ως τίμημα των 300.000 νέων μετοχών που θα μεταβίβαζαν στην παθούσα αιτία πωλήσεως, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, αυτοί από κοινού αρνήθηκαν να τις το επιστρέψουν, παρόλο ότι τους το ζήτησε προφορικά και γραπτά με το από 5-2-01 εξώδικό της, που κοινοποίησε στον καθένα απ' αυτούς ξεχωριστά, ιδιοποιούμενοι τούτο, το οποίο υπερβαίνει τη συνολική αξία των 73.000 Ε, παρανόμως, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία τους. Περαιτέρω το βούλευμα με λεπτομερή εξιστόρηση των συνθηκών αναφέρει τόσον ότι η παράδοση της κυριότητας από την παθούσα του ανωτέρω χρηματικού ποσού, τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της αποφάσεως από το Δ.Σ. της εταιρίας, με την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών, για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και τη διάθεση νέων μετοχών σε τρίτους, γεγονός που διατυπώθηκε και εγγράφως στην αίτηση που υπέβαλε στα γραφεία της, επί της οδού ...... , στην οποία ρητά αναγράφηκε ότι "εάν η επικείμενη συνέλευση της 18ης Φεβρουαρίου ή οι επαναληπτικές αυτής δεν εγκρίνουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, τα χρήματα που κατέθεσε θα της επιστραφούν ατόκως στον αναγραφόμενο σ' αυτήν τραπεζικό λογαριασμό της", όσον και ότι οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ενέργησαν από κοινού, καθόσον μετά την κοινοποίηση του εξωδίκου της, κατόπιν συναπόφασης, δεν προέβηκαν σε καμία ενέργεια για την επιστροφή των χρημάτων της, καίτοι γνώριζαν ότι ματαιώθηκε η αίρεση της συμφωνίας τους, αλλά άφησαν και παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα τριήμερη προθεσμία, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση της παράνομης ιδιοποίησης του ποσού τω 45.000.000 δρχ.". Από τα περιστατικά αυτά, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης υπεξαίρεσης, που τέλεσαν σε βάρος της ανωτέρω παθούσας κατά συναυτουργία, με την επιβαρυντική περίσταση του ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 Ε. Στη συνέχεια απέρριψε τις εφέσεις των κατηγορουμένων ως ουσιαστικά αβάσιμες, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και τους παραπέμπει ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν ως υπαίτιοι τελέσεως του εγκλήματος τούτου. Γ. Κριτική αξιολόγηση Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, κατά συναυτουργία, με την επιβαρυντική περίσταση του ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 Ε, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45 και 375 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι οι κατηγορούμενοι συνέπραξαν στην τέλεση της πράξεως, ότι έγιναν άπαντες συγκάτοχοι του χρηματικού ποσού των 45.000.000,που τους παρέδωσε η παθούσα υπό την αναβλητική αίρεση μεταβίβαση της κυριότητας, ότι η αίρεση δεν πληρώθηκε, και ότι ενσωμάτωσαν τούτο παρανόμως στην περιουσία τους. Οι αιτιάσεις τους ότι το Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε εσφαλμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και έτσι πείσθηκε ότι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για την οποία παραπέμπονται, και δη ότι δεν έλαβε υπόψη του την 3544/06 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι η καταβολή του χρηματικού ποσού της παθούσας αναζητείται βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ότι η μεταβίβαση του ανωτέρω χρηματικού ποσού έγινε όχι σ' αυτούς αλλά στην εταιρία, που εκπροσωπούσαν, (και συνεπώς υπαινίσσονται ότι την υπεξαίρεση τέλεσε η εταιρία.), ότι η εταιρία έγινε κύρια και όχι κάτοχος αυτού, διότι η αίρεση είχε ενοχική μόνον και όχι εμπράγματη ενέργεια, ότι η εταιρία έγινε κύρια του ποσού σύμφωνα με τις διατάξεις της ανώμαλης παρακαταθήκης και, τέλος, ότι δεν συμφωνήθηκε καμία αναβλητική αίρεση μεταβίβασης της κυριότητας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. 5. Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως των κατηγορουμένων κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει αυτούς στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 Ε. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α. Να απορριφθούν οι 1) 5/18-1-07, 2) 6/18-1-07,3) 7/18-1-07 και 4) 4/17-1-07 των κατηγορουμένων 1) Χ4 , 2) Χ3 3) Χ1 , και 4) Χ2 κατοίκου ..... , αντίστοιχα, κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β. Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 210 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής 1. Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 309 παρ.2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ, την από 29-3-07 αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένηςΧ1, με την οποία ζητά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιόν του Δικαστηρίου σας κατά τη διάσκεψή επί της 7/18-1-07 αιτήσεως αναιρέσεώς της κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, την οποία έχω προεισαγάγει ενώπιόν σας με την 103/07 πρότασή μου, και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα: 2. Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, (άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ), "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Το δικαίωμα τούτο για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως, κατά το άρθρο 20 Σ και 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ, συνιστάμενο στην παροχή δυνατότητας του κατηγορουμένου να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου (Καρράς. Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989 σελ. 167, Μαργαρίτη Λ., Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία 1992 Β`, 33). Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή εισάγεται η κατ` αντιδικία διαδικασία στο συμβούλιο (ΑΠ 1492/1981, Μπουρόπουλος, Α`, 414), γιατί προωθείται η άμεση και ζωντανή επικοινωνία δικαστή- διαδίκου. Η αίτηση υποβάλλεται με οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο (ΑΠ 1647/1982 Π.ΧΡ. 1983, 837) χρονικά πριν από την κατάρτιση (ΑΠ 680/1999 Π.ΔΙΚ. 99/919) ή την υποβολή της προτάσεως στο Συμβούλιο (ΑΠ 1295/1998 ΝοΒ 47, 475) ή τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου και την ανάπτυξη της εισαγγελικής προτάσεως (ΑΠ 57/1998 Π.ΔΙΚ. 98/ 275). Η εμφάνιση είναι δυνητική, καθόσον το Συμβούλιο μπορεί να την απορρίψει αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι (ΑΠ 1441/1997 ΝοΒ 46, 576) και διατάσσεται με παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου (Δέδες, 436, Μπουρόπουλος, Α`, 414). 3. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη με την 7/18-1-07 δεκατριασέλιδη αίτηση αναιρέσεώς της εκθέτει επαρκώς τους ισχυρισμούς της ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δεν ανακύπτει ανάγκη και περαιτέρω προφορικής εκ μέρους της αναπτύξεώς τους, με αποτέλεσμα η αίτησή της να κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη. 4.Κατ` ακολουθία, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που θα συνεδριάσει ως συμβούλιο, πρέπει να απορρίψει την ανωτέρω αίτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Να απορριφθεί η από 29-3-07 αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που θα συνεδριάσει ως συμβούλιο, προκειμένου να αποφανθεί επί της 7/18-1-07 αιτήσεως αναιρέσεως αυτής κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής 1. Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 309 παρ.2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ, την από 7-5-07 αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ2 , για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της 4/17-1-07 αιτήσεως αναιρέσεώς του κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, την οποία έχω προεισαγάγει ενώπιόν σας με την 103/07 πρότασή μου, και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα: 2.Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, [άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ], "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Το δικαίωμα τούτο για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως, κατά το άρθρο 20 Σ και 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ, συνιστάμενο στην παροχή δυνατότητας του κατηγορουμένου να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου (Καρράς Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989 σελ. 167, Μαργαρίτη Λ., Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία 1992 Β`, 33). Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή εισάγεται η κατ` αντιδικία διαδικασία στο συμβούλιο (ΑΠ 1492/1981, Μπουρόπουλος, Α`, 414), γιατί προωθείται η άμεση και ζωντανή επικοινωνία δικαστή- διαδίκου. Η αίτηση υποβάλλεται με οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο (ΑΠ 1647/1982 Π.ΧΡ. 1983, 837) χρονικά πριν από την κατάρτιση (ΑΠ 680/1999 Π.ΔΙΚ.99/ 919) ή την υποβολή της προτάσεως στο Συμβούλιο (ΑΠ 1295/1998 ΝοΒ 47, 475) ή τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου και την ανάπτυξη της εισαγγελικής προτάσεως (ΑΠ 57/1998 Π.ΔΙΚ. 98/ 275). Η εμφάνιση είναι δυνητική, καθόσον το Συμβούλιο μπορεί να την απορρίψει αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι (ΑΠ 1441/1997 ΝοΒ 46, 576) και διατάσσεται με παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου (Δέδες, 436, Μπουρόπουλος, Α`, 414). 3. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την 4/07 δεκαεπτασέλιδη αίτηση αναιρέσεώς του εκθέτει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δεν ανακύπτει ανάγκη και περαιτέρω προφορικής εκ μέρους του αναπτύξεώς τους, με αποτέλεσμα η αίτησή του να κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη. 4. Κατ` ακολουθία, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που θα συνεδριάσει ως συμβούλιο, να απορρίψει την ανωτέρω αίτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Να απορριφθεί η από 7-5-07 αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ2 , για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατά την εξέταση της 4/17-1-07 αιτήσεως αναιρέσεώς του κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ο Αντεισγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής 1.Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 476 παρ.1 ,485 παρ.1 και 513 παρ.1, 3 ΚΠΔ τις 1) 6/18-1-07 και 2) 7/18-1-07 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Χ3 και 2) Χ1 , αντίστοιχα, κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, εκτός των άλλων, αφού απέρριψε τις εφέσεις τους κατά του 481/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και επικύρωσε τούτο, τους παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για ιδιαίτερα διακεκριμένη υπεξαίρεση, κατά συναυτουργία, (άρθρα 45,60, 375 ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα. 2. Η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ3. α-Κατά το άρθρο 476 παρ.1, (όπως αντικατ. με το άρθρο 2 παρ.18 του Ν.2408/96), όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 473 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης ή, εάν αυτός δεν είναι παρών ή πρόκειται για βούλευμα, από την επίδοση τούτων στο δικαιούμενο. β. Στην προκείμενη περίπτωση, ενώ το προσβαλλόμενο τελεσίδικο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα με παράδοση στα χέρια της ενήλικης συνοίκου συζύγου του Μαργαρίτας Νικολοπούλου στις 5-1-07 (όπως προκύπτει από το από ...... αποδεικτικό επιδόσεως του δικ. επιμελητή ......), εντούτοις αυτός άσκησε την αίτηση αναιρέσεως κατ' αυτού στις 18-1-07, ήτοι μετά την εκπνοή της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας μέσα στην οποία δικαιούταν νόμιμα να την ασκήσει. Επομένως, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι εκπρόθεσμη και απορριπτέα ως απαράδεκτη. 3.Η αίτηση αναιρέσεως Χ1 α. Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ.2), "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ` του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ` άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα. β. Στην προκειμένη περίπτωση ενώ η κατηγορουμένη με την από 25-10-06 αίτησή της, που κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ένα μήνα πριν από τη συζήτηση της εφέσεώς της, η οποία διεξήχθη στις 23-11-06 ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, ζήτησε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον αυτού για την παροχή εξηγήσεων, κατ' ενάσκηση του παρεχόμενου σ' αυτήν από το άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ δικαιώματος ακροάσεως, εντούτοις το Συμβούλιο Εφετών δεν απάντησε στο αίτημά της τούτο, απορρίπτοντας δηλ. αυτό σιγή αναιτιολόγητα. Επομένως, παραβίασε ευθέως το δικαίωμα υπερασπίσεως της κατηγορουμένης με αποτέλεσμα να γεννάται απόλυτη ακυρότητα του εκδοθέντος βουλεύματος, κατά το άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ, και να θεμελιώνεται ο προβαλλόμενος απ' αυτήν δεύτερος λόγος της αναιρέσεώς της, (άρθρο 484 παρ.1α ΚΠΔ). 4.Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε συμβούλιο, επιβάλλεται το μεν να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ3 λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της, το δε να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα, μόνον όσον αναφέρεται την παραπομπή της ίδιας στο ακροατήριο, γιατί ο λόγος αναιρέσεως αφορά αποκλειστικά την ίδια, (άρθρο 469 ΚΠΔ), και να παραπέμψει την υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που το εξέδωσαν. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α. Ως προς την αίτηση του Χ3 Να απορριφθεί η 6/18-1-07 αίτηση αναιρέσεως αυτού κατά του 3147/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Β. Ως προς την αίτηση της Χ1 α-Να γίνει δεκτή η 7/18-1-07 αίτηση αναιρέσεως αυτής κατά του παραπάνω βουλεύματος. β. Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, όσον αφορά την παραπομπή της στο αρμόδιο δικαστήριο. Και γ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που το εξέδωσαν. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του πρώτου αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι υπό κρίση αιτήσεις: α) 6/18-1-2007 του κατηγορουμένου Χ3 , β) 7/18-1-2007 της κατηγορουμένης Χ1 γ) 4/17-1-2007 του κατηγορουμένου Χ2 και δ) 5/18-1-2007 του κατηγορουμένου Χ4 για αναίρεση του 3147/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις αυτών κατά του 481/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, για την πράξη της (κακουργηματικής) υπεξαίρεσης, κατά συναυτουργία, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της υφισταμένης μεταξύ των πρόδηλης συνάφειας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠΔ, ως προς τα βουλεύματα όπου ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων, είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση εκείνων. Εξάλλου η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην συντασσόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 474 ΚΠΔ, έκθεση ασκήσεώς του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο 3147/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα Χ3 την 5-1-2007 ως τούτο προκύπτει από το με ημερομηνία ...... αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ....... Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος αυτού, ασκήθηκε με δήλωση του ανωτέρω αναιρεσείοντος ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, στις 18-1-2007, ήτοι μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση αυτού, χωρίς να δικαιολογεί στη δήλωση το εκπρόθεσμο. Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ που εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 του ίδιου Κώδικα, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο προκειμένου να αναπτύξουν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους και να παράσχουν κάθε διευκρίνιση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με τα δικόγραφα της αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες διεξοδικά προβάλλουν και αναλύουν τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ' αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση, μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η παραβίαση των διατάξεων αυτών, που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που ανήκουν σ' αυτόν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ του ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 25-10-2006 αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 η οποία υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δια του Εισαγγελέα Εφετών, (πριν από την προφορική ανάπτυξη της προτάσεώς του), η κατηγορουμένη ζήτησε με αυτή, να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου αυτοπροσώπως για να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις επί της υποθέσεως. Το αίτημα όμως αυτό της κατηγορουμένης, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε σιωπηρώς και αποφάνθηκε επί της κατηγορίας που την βάρυνε, χωρίς να υπάρχει επί εκείνου (του αιτήματος) ούτε πρόταση του Εισαγγελέα. Έτσι, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά άρθρο 171 παρ. 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 138 παρ. 2, 3, 306 και 309 του ΚΠΔ και ο συναφής δεύτερος κατά τη σειρά της αιτήσεως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α του ίδιου Κώδικα είναι βάσιμος. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως της Χ1 πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, σύμφωνα δε με το άρθρο 469 ΚΠΔ, αφού ο λόγος αναιρέσεως δεν αφορά αποκλειστικά την αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι, αν γινόταν δεκτή η αίτησή της για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, τότε θα είχαν δικαίωμα να κλητευθούν και να εμφανισθούν ενώπιον του Συμβουλίου και οι λοιποί διάδικοι, το αναιρετικό αποτέλεσμα επεκτείνεται και στους συγκατηγορούμενους της συναυτουργούς α) Χ3 , β) Χ2 και γ) Χ4 παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λόγων αναίρεσης των δύο τελευταίων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 6/18-1-2007 αίτηση του Χ3 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 3147/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Απορρίπτει το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο αίτημα των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2 . Αναιρεί στο σύνολό του το 3147/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται βούλευμα διότι απέρριψε σιωπηρά αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης κατηγορουμένου. Επεκτατικό αποτέλεσμα και στους συναυτουργούς. Απορρίπτει για Δημ. Δημητρίου. Απορρίπτει αυτοπρόσωπη εμφάνιση της Μαρίας Αγγγελίδη και Χρήστου Βαρδίκου. Αναιρεί στο σύνολο του το 3147/2006 βούλευμα Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει.
Επεκτατικό αποτέλεσμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Επεκτατικό αποτέλεσμα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 444/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Τρικάλων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βωβό, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 309-313/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Αυγούστου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1492/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου με αριθμό 375/11.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 6/9-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη δικαστική Φυλακή Τρικάλων, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης Γεώργιο Νικολακόπουλο και στρέφεται κατά της υπ'αριθμ. 309-313/15-12-2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει τη σχετική εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, που παρέχεται σ'εκείνον που καταδικάσθηκε, μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα να το ασκήσει ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο (ΑΠ 738/2007, ΑΠ 1280/2006). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ'αριθμ. 309-313/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων Χ1 καταδικάσθηκε κατ'έφεση σε ισόβια κάθειρξη, καθώς και σε συνολική ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως 14 ετών, για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση και της αρπαγής. Τη συγκεκριμένη αίτηση αναιρέσεως άσκησε εμπροθέσμως για λογαριασμό του παραπάνω αναιρεσείοντα καταδικασθέντα ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Γεώργιος Νικολακόπουλος, χωρίς όμως να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου αυτού που είχε παραστεί ως συνήγορος στη γενόμενη στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης δίκη του, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη καταδικαστική σε βάρος του παραπάνω απόφαση. Τούτο δε προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται ότι συνήγορος για να υπερασπισθεί τον αναιρεσείοντα ορίσθηκε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο η δικηγόρος Θεσσαλονίκης Δέσπω Λάτσιου. Επομένως ο δικηγόρος Γεώργιος Νικολακόπουλος, ο οποίος άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως για λογαριασμό του αναιρεσείοντα Χ1 δεν ήταν συνήγορός του, κατά την εκδίκαση και έκδοση της προσβαλλομένης καταδικαστικής αποφάσεως. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι ο παραπάνω δικηγόρος Γεώργιος Νικολακόπουλος άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως για λογαριασμό του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 χωρίς σχετική εντολή αυτού, πράγμα το οποίο προκύπτει από το ότι κατά την άσκησή της συγκεκριμένης αιτήσεως αναιρέσεως δεν προσαρτήθηκε σ'αυτήν, ούτε προσκομίσθηκε μέχρι σήμερα, όπως απαιτείται από το νόμο, το σχετικό ειδικό πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφο αυτού. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε απαραδέκτως και επομένως πρέπει, κατ'εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 6/9-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Τρικάλων, κατά της υπ'αριθμ. 309-313/15-12-2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Β) Να καταδικασθεί ο ανωτέρω αναιρεσείων στο δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που είπε όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά και έπειτα αποχώρησαν. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 465 παρ. 1 ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, που παρέχεται σ'εκείνον που καταδικάσθηκε μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από το συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, πλην άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα να το ασκήσει ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η παραπάνω υπ'αριθ. 309-313/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων Χ1 καταδικάσθηκε, κατ' έφεση, στις αναφερόμενες στην απόφαση αυτή ποινές. Τη συγκεκριμένη αναίρεση άσκησε εμπρόθεσμα, για λογαριασμό του παραπάνω καταδικασθέντος, ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Γεώργιος Νικολακόπουλος, με την ιδιότητα του παραστάντος συνηγόρου ενώπιον του εκδόσαντος την καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου, χωρίς όμως να έχει την ιδιότητα αυτή, ως τούτο προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως με την οποία δικηγόρος του αναιρεσείοντος διορίσθηκε αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και παραστάθηκε η δικηγόρος Θεσσαλονίκης Δέσπω Λάτσιου. Επομένως και δεδομένου ότι για την ασκηθείσα αναίρεση ο παραπάνω δικηγόρος Γεώργιος Νικολακόπουλος δεν επικαλείται ούτε προσαρτάται στην συνταχθείσα αίτηση αναιρέσεως πληρεξούσιο έγγραφο ή έγγραφη εξουσιοδότηση του αναιρεσείοντος με την οποία παρέχεται εντολή για την άσκηση του κρινόμενου ενδίκου μέσου, τούτο ασκήθηκε απαραδέκτως. Οι με ημερομηνίες ..... και ....... εξουσιοδοτήσεις του αναιρεσείοντος που προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του δικαστηρίου τούτου από τον παριστάμενο συνήγορό του, έπρεπε σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ. να είχαν προσαρτηθεί στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου αμέσως με την άσκηση αυτού, μη συντρεχούσης περιπτώσεως νομίμου προσαγωγής αυτών στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αίτηση αναιρέσεως εντός της 20ημέρου προθεσμίας που προβλέπεται από την άνω διάταξη, αφού ο αναιρεσείων ήταν παρών κατά την απαγγελία της καταδικαστικής αποφάσεως. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 465, 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1α ΚΠΔ να απορριφθεί ως απαράδεκτη, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον παραπάνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Αυγούστου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 309-313/2006 αποφάσεως του Μικτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άσκηση αναιρέσεως από δικηγόρο με την ιδιότητα του παραστάντος συνηγόρου κατά την απαγγελία της καταδικαστικής αποφάσεως, χωρίς τούτο να είναι αληθές. Μη επίκληση και προσάρτηση στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου πληρεξουσίου ή εξουσιοδοτήσεως. Το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου προσαγωγή εξουσιοδοτήσεως για άσκηση ενδίκου μέσου είναι απαράδεκτη. Η εξουσιοδότηση έπρεπε να προσαρτηθεί στην έκθεση αναιρέσεως και ούτε μπορούσε να προσκομισθεί στον γραμματέα εντός της 20ήμερης προθεσμίας των άρθρων 465§1 ΚΠΔ αφού ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία καταδικαστικής αποφάσεως. Απόρριψη αναιρέσεως ως απαράδεκτης
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 429/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Σιδηρόπουλο, περί αναιρέσεως της 3261/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1487/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Εξ άλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 2 ΚΠΔ στο ακροατήριο διαβάζονται τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί, κατά δε την διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την κατά το άρθρο 171 εδ. δ' του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, επικαλούμενος ότι το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του έλαβε υπόψη του και στήριξε την περί της ενοχής κρίση του σε μη αναγνωσθέντα έγγραφα. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, παραδεκτά επισκοπούμενα για τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει, ότι στην δευτεροβάθμια δίκη, αναγνώσθηκαν η πρωτόδικη απόφαση και τα πρακτικά της από τα οποία αποδεικνύεται ότι στο κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται 26 έγγραφα που αναλυτικά αναγράφονται στα πρακτικά της. Επομένως, τα έγγραφα αυτά ως αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, θεωρούνται αναγνωσθέντα και παραδεκτά ελήφθησαν υπόψη και είναι αβάσιμος ο προσάπτων την άνω πλημμέλεια λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, με την κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων στα οποία στήριξε την ουσιαστική κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα επόμενα "ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της παραβίασης σφραγίδων της οποίες έθεσε η αρχή, της παραβίασης κατάσχεσης και υπεξαίρεσης. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος από 26.4.2001 έως 10.7.2003, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται από το νόμο, με πρόθεση ενεργώντας έθραυσε σφραγίδες που έθεσε η αρχή για την κατάσχεση πραγμάτων. Ειδικότερα, υπό την ιδιότητα του ως ομόρρυθμο μέλος της εταιρίας με την επωνυμία "...... Ε.Ε.", η οποία είχε μισθώσει μία αποθήκη εμβαδού 300 μ2 περίπου στην αγροτική περιοχή ...... για να ασκήσει Εμπορικές δραστηριότητες πετρελαιοειδών. Με την υπ' αριθ. ..... έκθεση κατάσχεσης του Σ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας, ορίστηκε μεσεγγυούχος των δύο (2) υπέργειων κυλινδρικών δεξαμενών καυσίμων, χωρητικότητας 35.000 λίτρων η πρώτη και 15.000 λίτρων η δεύτερη, και της ποσότητας πετρελαίου που αυτές περιείχαν, ήτοι 14.260 λίτρων πετρελαίου κίνησης και 6.300 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης αντίστοιχα, βρίσκονταν εντός της ανωτέρω αποθήκης και είχαν κατασχεθεί ως προϊόντα λαθρεμπορίας. Σε μη διακριβωθείσα ημερομηνία του χρονικού διαστήματος από 26-4-2001 έως και 10-7-2003, με πρόθεση έθραυσε τις δύο μολυβδοσφραγίδες, πού είχαν τεθεί, κατά το χρόνο της κατάσχεσης από τους αρμοδίους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. στην κεντρική είσοδο της αποθήκης και σε ένα πορτάκι (ανθρωποθυρίδα) που βρισκόταν πάνω σε ένα από τα δυο φύλλα της κεντρικής εισόδου της αποθήκης, στην οποία βρίσκονταν τα κατασχεθέντα. Στον ίδιο πιο πάνω τόπο και χρόνο, με πρόθεση υφαίρεσε κατασχεμένο πράγμα. Ειδικότερα, αφού παραβίασε τις δύο άνω μολυβδοσφραγίδες της κεντρικής εισόδου και της ανθρωποθυρίδας της μισθίου αποθήκης της εταιρίας "..... Ε.Ε.", της οποίας ήταν ομόρρυθμο μέλος, απομάκρυνε και απέκρυψε σε άγνωστο μέχρι στιγμής χώρο, ώστε να μην είναι δυνατή ή εύκολη η εποπτεία της Τελωνειακής Αρχής, ποσότητα 11.743 λίτρων πετρελαίου κίνησης από τη μεγάλη δεξαμενή, που είχε χωρητικότητα 35.000 λίτρων, καθώς και ποσότητα 1.217 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης από τη μικρή δεξαμενή, χωρητικότητας 15.000 λίτρων. Έπραξε δε τούτο εν γνώσει του ότι η προαναφερθείσα ποσότητα πετρελαίου ήταν κατασχεμένη, εφόσον είχε ορισθεί, με την υπ' αριθ. ..... έκθεση κατάσχεσης του Σ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας, μεσεγγυούχος των κατασχεθεισών δύο (2) υπέργειων κυλινδρικών δεξαμενών και του κατασχεμένου πετρελαίου που αυτές περιείχαν. Στον ίδιο πιο πάνω τόπο και χρόνο, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο ολικά κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, ενώ με την από 3-12-2002 αίτηση του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης που υπέβαλε υπό την ιδιότητα του ως ομορρύθμου μέλους και διαχειριστή της εταιρίας ".... Ε.Ε.", είχε δηλώσει ότι παραιτείται της κυριότητας της κατασχεθείσας άνω ποσότητας πετρελαίου, την οποία είχε στην κατοχή του ως μεσεγγυούχος, και είχε ζητήσει να περιέλθει αυτή στην κυριότητα του Δημοσίου, η. αίτηση του δε είχε γίνει δεκτή την ..... από την υπηρεσία του ΣΎ' Τελωνείου Θεσσαλονίκης ως Αίτηση Εγκατάλειψης και η κατασχεθείσα ποσότητα των 11.743 λίτρων πετρελαίου κίνησης και 1.217 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης, αξίας Ο/Ρ 2.280,73 και 226,53 ευρώ, αντίστοιχα, και ύψους δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων 3.862,79 και 398,39 ευρώ αντίστοιχα, περιήλθε, σύμφωνα με τη (διάταξη του άρθρου 37 του ν. 2960/2001, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφού κατ' αρχήν απομάκρυνε την ποσότητα του πετρελαίου αυτού σε άγνωστο χώρο, ιδιοποιήθηκε αυτήν, ενσωματώνοντας την στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη Ελληνικού Δημοσίου και χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από το νόμο. Για τα αποδειχθέντα πραγματικά αυτά περιστατικά κατέθεσαν οι μάρτυρες υπάλληλοι του Στ Τελωνείου ...... και ..... οι οποίοι κατέθεσαν ότι όταν πήγαν για έλεγχο τον Ιούλιο του 2003 στην αποθήκη, οι πόρτες εισόδου δεν ήταν παραβιασμένες αλλά αντίθετα ότι συνεννοήθηκαν με τον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος και έστειλε τον πατέρα του, ...... που τους άνοιξε με κλειδιά που είχε το μικρό πορτάκι και όταν μπήκαν μέσα είδαν ότι η κεντρική πόρτα της αποθήκης από τη μέσα πλευρά είχε ένα λουκέτο με αλυσίδα ενώ παρατήρησαν ότι δεν υπήρχαν σφραγίδες. Ο υπερασπιστικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο καθένας θα μπορούσε να είχε πρόσβαση στο χώρο της υπόψη αποθήκης και ότι από το 2002 είχε αφήσει το κλειδί της αποθήκης σε κάποιο κατάστημα ηλεκτρονικών προκειμένου να το παραλάβει από εκεί η εκμισθώτριά του ή ο γαμπρός της ..... και επομένως δεν ευθύνεται για τα επισυμβάντα γεγονότα μετά το χρονικό αυτό διάστημα κρίνεται, σε συνδυασμό με την ιδιότητα του κατηγορουμένου ως μεσεγγυούχου και άρα νόμιμος κάτοχος των κλειδιών, αβάσιμος και απορριπτέος. Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τις πράξεις της παραβίασης σφραγίδων που έθεσε η αρχή, παραβίαση κατάσχεσης και υπεξαίρεσης κατά συρροή κατά παραβίαση ων διατάξεων των άρθρων 177, 178, 375 §1 εδ α και 1, 41,14, εδβ, 261, 27 §1, 94 §1 ΠΚ". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, όσον αφορά το πρώτο των ως άνω εγκλημάτων (παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικά στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 178 Π.Κ. την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει εκ πλαγίου ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι τυπική, ούτε αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων είναι αβάσιμα. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, ως προς το συγκεκριμένο αυτό έγκλημα, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι της αιτήσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Ως προς τα λοιπά, όμως, δύο, εγκλήματα (παραβίαση κατάσχεσης και υπεξαίρεσης), οι αυτοί λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι, και τούτο διότι η προσβαλλομένη απόφαση στο σκεπτικό δέχεται ότι " ενώ με την από 3-12-2002 αίτηση του (ήδη αναιρεσείοντος) προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, την οποία υπέβαλε υπό την ιδιότητά του ως ομορρύθμου μέλους και διαχειριστή της εταιρείας "...... Ε.Ε.", είχε δηλώσει ότι παραιτείται της κυριότητας της κατασχεθείσας άνω ποσότητας πετρελαίου, την οποία είχε στην κατοχή του ως μεσεγγυούχος, και είχε ζητήσει να περιέλθει αυτή στην κυριότητα του Δημοσίου, η αίτησή του δε είχε γίνει δεκτή την ....από την υπηρεσία του ΣΤ' Τελωνείου Θεσσαλονίκης ως αίτηση Εγκατάλειψης και η κατασχεθείσα ποσότητα των 11743 λίτρων πετρελαίου κίνησης και 1217 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης αξίας CIF 2280,73 και 226,53 ευρώ, αντίστοιχα, και ύψους δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων 3862,79 και 398,39 ευρώ αντίστοιχα περιήλθε, σύμφωνα με η διάταξη του άρθρου 37 του ν 2960/2001, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφού κατ' αρχήν απομάκρυνε την ποσότητα του πετρελαίου αυτού σε άγνωστο χώρο ιδιοποιήθηκε αυτήν, ενσωματώνοντας την στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη Ελληνικού Δημοσίου και χωρίς δικαίωμα που να του παρέχεται από το νόμο...", προσδιορίζεται συγχρόνως ως χρόνος τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων παραβίασης κατάσχεσης και υπεξαίρεσης εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου μη επακριβώς διακριβωμένη ημεροχρονολογία του χρονικού διαστήματος από 26-4-2001 έως και 10-7-2003, που δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση και δεν καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 177 και 375 Π.Κ. αφού μετά την 19-5-2003 που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης περιήλθε η κυριότητα των ποσοτήτων πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης στο Ελληνικό Δημόσιο και έπαυσε η κατάσχεση δεν είναι δυνατό μετά την ως άνω ημερομηνία να τελεσθεί το έγκλημα της παραβίασης κατάσχεσης, ομοίως μετά την ημερομηνία αυτή (19-5-2003) και εφεξής μέχρι της 10-7-2003 μπορούσε να διαπραχθεί η αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως των ως άνω ποσοτήτων πετρελαίου εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ πριν από τις 19-5-2003 δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα των ιδίων ποσοτήτων πετρελαίου και δεν μπορούσε να είναι παθόν από την πράξη αυτή. Ενόψει των προεκτεθέντων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση εν μέρει και δη καθ' ο μέρος καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για παραβίαση κατάσχεσης και υπεξαίρεσης, και κατά συνέπεια και ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 3261/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και δη: Α) Ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για τα εγκλήματα της παραβίασης κατάσχεσης και υπεξαίρεσης. Β) Ως προς την διάταξη της για την συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές, για νέα συζήτηση και μόνον των ανωτέρω εγκλημάτων και για νέα επιμέτρηση της συνολικής ποινής. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 17 Ιουλίου 2007 αίτηση του ....., για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 26 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή και έλλειψη αιτιολογίας για παραβίαση κατάσχεσης και υπεξαίρεσης. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Παραβίαση σφραγίδων, Υπεξαίρεση, Κατασχέσεως παραβίαση.
2
Αριθμός 428/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κώνστα, για αναίρεση της 539/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1105/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 70 παρ. 1 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2081/1995 "όποιος εκχερσώνει, υλοτομεί αποψιλωτικά ή καλλιεργεί έκταση δημόσια ή ιδιωτική που κηρύχθηκε αναδασωτέα, τιμωρείται...". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ίδιου νόμου (998/1979), "η κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι' αποφάσεως του οικείου Νομάρχη, καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως". Επομένως, στην απόφαση που καταδικάζει για παράβαση του άρθρου 70 παρ. 1 του ν. 998/1979, πρέπει να αναφέρονται η απόφαση του Νομάρχη, το σχετικό σχεδιάγραμμα και η δημοσίευση αυτών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 Ν. 2408/1996 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθενται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δάσους ή δασικής εκτάσεως, δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως η έκταση αυτή, επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, δημόσια ή ιδιωτική που καλύπτεται από αραιά ή πενιχρή βλάστηση οποιασδήποτε διαπλάσεως και ειδικότερα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από δασικά είδη αείφυλλων, πλατύφυλλων (κουμαριές, σχοίνους, ρείκια, κλπ), χαρακτηρίζεται ως δασική από το άρθρο 3 παρ.2 Ν. 998/79. Ούτε άλλωστε απαιτείται ο καθ' όρια προσδιορισμός της εκχερσωθείσας εκτάσεως, εφόσον δεν ανακύπτει ζήτημα ταυτότητας της δασικής εκτάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχτηκε, μετά την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής: "Με το υπ' αριθμ. .......... πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Πατρών, διατάχθηκε η αποβολή του κατηγορουμένου από εδαφική έκταση 1453 τετραγωνικών μέτρων ευρισκομένη στη θέση "........" της κτηματικής περιφέρειας ......... της τότε Κοινότητας Πλατανόβρυσης Πατρών και συνορευομένη βόρεια με αγρό ..........., νότια με αγροτικό δρόμο και πέραν αυτού με δημόσια δασική έκταση, ανατολικά με αγρό του κατηγορουμένου και δυτικά με αγροτικό δρόμο. Η αποβολή του αυτή από την ανωτέρω έκταση έγινε με την αιτιολογία ότι η ανωτέρω έκταση ήταν ανέκαθεν δημόσια δασική έκταση καλυπτομένη εξ ολοκλήρου από κουμαριές, σχίνα και άλλη θαμνώδη δασική βλάστηση και ότι ο κατηγορούμενος την εκχέρσωσε με γεωργικό μηχάνημα, τον Αύγουστο του έτους 1989. Κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου, ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Φαρρών την από 20-10-1989 ανακοπή του, η οποία απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, για τους προαναφερόμενους λόγους, με την υπ' αριθμ. 9/1990 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο κατηγορούμενος, με την από 2-10-1990 έφεσή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, το οποίο, με την υπ' αριθμ. 446/1991 απόφασή του, δέχθηκε τυπικά την έφεση και την απέρριψε κατ' ουσίαν, με την ίδια προαναφερθείσα αιτιολογία της εκκαλουμένης, η οποία είχε επικυρώσει το πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Σημειωτέον ότι, μετά την εκχέρσωση της επίδικης εκτάσεως ο κατηγορούμενος είχε οργώσει αυτήν και είχε φυτεύσει φυτώρια αχλαδιών και ελαιοδένδρων (Βλ. σκεπτικό της πρωτόδικης αποφάσεως που εκδόθηκε μετά την διενέργεια θεωρήσεως από την εκδόσασα την απόφαση Ειρηνοδίκη). Μετά ταύτα με την υπ' αριθμ. ....... απόφαση της Δασάρχου Πατρών που ενεργούσε κατ' εντολήν του Νομάρχη Αχαΐας, η οποία απόφαση δημοσιεύθηκε στην Κοινότητα Πλατανόβρυσης στις ........ και δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (τεύχος Δ'), κηρύχθηκε αναδασωτέα η επίδικη έκταση με σκοπό την επανίδρυση με φυσική αναγέννηση της δασικής βλάστησης. Παρά το γεγονός όμως, ότι ο κατηγορούμενος εγνώριζε ότι είχε κηρυχθεί αναδασωτέα η επίδικη έκταση, με την προεκτεθείσα, δημοσιευθείσα στην Κοινότητα Πλατανόβρυσης, απόφαση της Δασάρχου Πατρών, από την οποία έκταση και είχε αποβληθεί νομίμως, μετά την απόρριψη των ενδίκων μέσων που είχε ασκήσει κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, εντούτοις, ενεργώντας με πρόθεση και προκειμένου να διεκδικήσει δικαιώματα κυριότητας επ' αυτής, προέβη στις 29-6-2000 σε παράνομη επανακαλλιέργεια και περιποίηση των οπωροφόρων δένδρων (50) και των είκοσι (20) ελαιοδένδρων που είχε φυτεύσει κατά το έτος 1989 (μετά την πρώτη εκχέρσωση) εντός της επίδικης εκτάσεως των 1453 τ.μ. Η παραπάνω πράξη του προκύπτει ευθέως από την ένορκη κατάθεση του υποβαλόντος την μήνυση δασοφύλακα .........., ο οποίος επισκέφθηκε την επίδικη έκταση και έχει ιδίαν αντίληψη για την μορφή που εμφάνιζε η έκταση αυτή, η οποία (κατάθεση) δεν αντικρούεται από οποιοδήποτεάλλο αποδεικτικό μέσον. Εν όψει των προαναφερομένων, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αποδιδομένης σ' αυτόν αξιόποινης πράξεως του άρθρου 70 παρ. 1 Ν. 998/1979, χωρίς να του αναγνωρισθεί οποιοδήποτε από τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 Π.Κ., εν όψει του ότι αυτός, από το έτος 1989, επιδιώκει με επιμονή να αποκτήσει δικαιώματα σε δημόσια έκταση, η οποία δεν του ανήκει και παρά το γεγονός ότι έχει εκδοθεί κατ' αυτού πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και έχουν απορριφθεί τα ένδικα μέσα που έχει ασκήσει κατ' αυτού". Με βάση αυτά που δέχτηκε η προσβαλλομένη με αριθμό 539/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, που δίκασε κατ' έφεση και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4.40 ευρώ την ημέρα, καθώς και σε χρηματική ποινή 2.000 ευρώ, για την πράξη της παράνομης εκχέρσωσης δασικής εκτάσεως, που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ' αριθμό .......... απόφαση του Νομάρχη Αχαίας, (άρθρο 70 παρ. 1 ν. 998/1979), δεν διέλαβε την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο γιατί ναι μεν διαλαμβάνεται σ' αυτήν, ότι η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, παρόλο που δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα το ΦΕΚ στο οποίο δημοσιεύθηκε αυτή, όμως δεν προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αν η απόφαση του Νομάρχη συνοδευόταν από σχεδιάγραμμα της αναδασωτέας έκτασης, στο οποίο καθορίζονται λεπτομερώς τα όρια, προς αποφυγή σύγχυσης με τα όμορα ιδιωτικά ακίνητα και του οποίου (σχεδιαγράμματος), η δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε κάθε περίπτωση είναι υποχρεωτική. Επομένως, η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ, βάσιμου λόγου αναιρέσεως (ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους της) και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι εφικτή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ' αριθμό 539/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και, Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Παράβαση του άρθρου 70 ν. 998/1979. Απαιτείται η απόφαση για την αναδάσωση και το σχεδιάγραμμα που τη συνοδεύει, απαραιτήτως να δημοσιεύονται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δασικά αδικήματα.
0
Αριθμός 425/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γαλενιανό, για αναίρεση της με αριθμό 1309/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 774/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδάφ. α' του Π.Κ. "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν", προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικά αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο "όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση όπου η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητήριου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Δεν αποτελούν, επίσης, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο και παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, κατά τον στο διατακτικό τόπο και χρόνο, έχοντας αναλάβει με το από ..... συμφωνητικό εκτέλεσης έργου ...., συναφθέντος μεταξύ αυτού και της Δ/νσης ΔΚΕΣΟ/ΓΕΝ.ΓΡΑΜ.ΔΗΜ. ΕΡΓ./ΥΠΕΧΩΔΕ, την εκτέλεση του έργου ... "Βελτίωση - Συντήρηση πρασίνου, καθαρισμός νησίδων και παράπλευρων χώρων των ...., ...., ....., ....., .....", δεν μερίμνησε για την κανονική και ασφαλή λειτουργία του δικτύου άρδευσης (βάνας), που ήταν εγκατεστημένο στη δεξιά πλευρά της ....., στο ρεύμα προς την Ν.Ε.Ο.Α.Κ. και εξυπηρετούσε μέσω αγωγού την άρδευση των ευρισκομένων στη διαχωριστική νησίδα της ..... φυτών, των οποίων είχε αναλάβει τη συντήρηση, όπως ήταν υποχρεωμένος, με βάση τις ανωτέρω από αυτόν αναληφθείσες συμβατικές υποχρεώσεις, συνεπεία δε της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του, συνισταμένης, ενόψει και των προεκτιθεμένων, στην έλλειψη ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής, που ήταν υποχρεωμένος να επιδείξει εκ του επαγγέλματος του ως εργολήπτης δημοσίων έργων, αλλά και όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προεκλήθη σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας άλλου, χωρίς να προβλέψει το παραχθέν από την πράξη του αξιόποινο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, από την ανωτέρω αιτία, διέρρευσαν ύδατα στο οδόστρωμα της ....., στο ρεύμα προς την Ν.Ε.Ο.Α.Κ., εξαιτίας της παρουσίας των οποίων η υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ...... δικ. μοτ/τα, κινούμενη κανονικά στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας της ίδιας Λεωφόρου με κατεύθυνση προς Ν.Ε.Ο.Α.Κ. και σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων προ αυτής, εξετράπη της πορείας της, ανετράπη και προσέκρουσε στις μεταλλικές μπάρες ασφαλείας της διαχωριστικής νησίδας, από την πρόσκρουση δε ο οδηγός της Ψ1 τραυματίστηκε, έχοντας υποστεί κάταγμα-διάσταση πυελικού δακτυλίου, ανοικτό κάταγμα (αρ) μηριαίου, κάταγμα-εξάρθρημα (αρ) άκρου ποδός, κάταγμα - εξάρθρημα (αρ.) ποδοκνημικής, συνδεσμική κάκωση (αρ) γόνατος, ρήξη ορθού και ουροδόχου κύστης. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, του Δικαστηρίου δεχόμενου ότι η τέλεση αυτής έλαβε χώρα υπό την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α' του Π.Κ., κατά τα στο διατακτικό". Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως υπόχρεου εκ του επαγγέλματός του σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, δηλαδή ως υπευθύνου εργολήπτη δημοσίων έργων, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος (άρ.26 παρ. 1β, 28, 314 παρ.1α, 315 παρ. 1 του Π.Κ ), καθώς και τα αποδεικτικά μέσα τα οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη και στα οποία στήριξε την ανέλεγκτη για τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά κρίση του, όπως και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, δεν ήταν αναγκαία, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, η παράθεση και των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του, προκειμένου να αιτιολογήσει το Δικαστήριο το συμπέρασμά του, ότι η διαρροή των υδάτων στο οδόστρωμα προήλθε από το δίκτυο άρδευσης (βάνα), που ήταν εγκατεστημένη στη δεξιά πλευρά της ......, στο ρεύμα προς την Ν.Ε.Ο.Α.Κ. και ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, στο πλαίσιο της εκτελουμένης εργολαβίας, ενώ είχε τη σχετική ευθύνη, δεν μερίμνησε για την κανονική και ασφαλή λειτουργία του εν λόγω δικτύου άρδευσης (βάνας).Οι αιτιάσεις ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει ο αναιρεσείων, προκύπτουν τα αντίθετα από όσα δέχθηκε το Δικαστήριο σχετικώς με τα πιο πάνω, απαραδέκτως προβάλλονται, διότι ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το Τριμελές Εφετείο κατέληξε στην περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, και όλα τα αναγνωσθέντα, κατά τα αναφερόμενα στα πρακτικά, έγγραφα, επομένως και το με αριθ. πρωτ. ..... έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ, που αναφέρει ο αναιρεσείων, χωρίς να απαιτείται ειδική αναφορά και αξιολόγηση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου. Αβάσιμη, επίσης, είναι και η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το σκεπτικό και το διατακτικό της αποτελούν ουσιαστικά επανάληψη - αντιγραφή του κατηγο-ρητηρίου, όπως αυτό έχει καταχωρηθεί στο κλητήριο θέσπισμα, αφού η αιτιολογία της αποφάσεως, ανεξάρτητα από το εάν αυτή αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, περιέχει με πληρότητα, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητήριου, πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί φέρει αυτός φέρει ευθύνη για τον τραυματισμό του παθόντος, "δεδομένου ότι το επίδικο συμβάν έλαβε χώρα, σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας και τις καταθέσεις των μαρτύρων και του ιδίου του παθόντος, περί ώρα 21.00' της 7-6-2001, ήτοι πολύ μετά τη λήξη του νομίμου ωραρίου εργασίας", κατά το οποίο, όπως ισχυρίζεται, και μόνο είχε υποχρέωση να εργάζεται και να έχει προσωπικό στο έργο, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ.Δ του ΚΠΔ, αναιρετικός λόγος, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ακολούθως και η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10/4/2007 (αρ. πρωτ. 3268/11-4-2007) αίτηση (δήλωση) αναίρεσης του Χ1, για αναίρεση της 1309/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια (τραυματισμός οδηγού μοτοσικλέτας λόγω διαρροής υδάτων από βάνα ποτίσματος). Αμέλεια υπεύθυνου εργολήπτη δημοσίων έργων. Στοιχεία εγκλήματος. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 424/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1163/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 105/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη με αριθμό 185/11-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 3/12-1-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 (δυνάμει της από 11-1-2007 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Χριστόφορο Αργυρόπουλο), κατά του υπ'αριθ. 1163/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής : Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αρ. 8/2006 έφεση του τώρα αναιρεσείοντος κατά του υπ'αρ. 201/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (όπως διορθώθηκε με το υπ'αρ. 312/2005 βούλευμα του ίδιου συμβουλίου), με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για α) αρπαγή από κοινού και β) βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη από κοινού και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Β) Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 §1, 474 και 482 παρ.1 και 3 Κ.Π.Δ., με την ως άνω από 12-1-2007 δήλωση του αναιρεσείοντος στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ'αρ. 3/2007 έκθεση αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα του είχε επιδοθεί την 27-12-2006 και στον αντίκλητο δικηγόρο του την 5-1-2007, είναι δε τυπικά δεκτή. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρ.93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π.252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762). Ε) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη εισαγγελική πρόταση που μνημονεύει όλα κατ'είδος τ'αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά : Ο εκκαλών είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης ιχθυοκαλλιέργειας με την επωνυμία "LION AE" που βρίσκεται στην περιοχή Πόρτο Μπούφαλο Ευβοίας. Κατά τους τελευταίους μήνες ('Ανοιξη 2004) στην πιο πάνω επιχείρηση είχαν ψοφήσει πολλά ψάρια και πίστευε ότι το γεγονός αυτό οφειλόταν σε δολιοφθορά και ειδικότερα στην ρίψη δηλητηρίου στην τροφή των ψαριών από εργαζόμενους στην επιχείρηση. Κύριο υπεύθυνο της δολιοφθοράς θεωρούσε τον εργάτη Γ1 ινδό υπήκοο. Για το λόγο αυτό ο εκκαλών μαζί με τον Χ2 συγκατηγορούμενο, ο οποίος εργαζόταν ως υπάλληλος στην επιχείρηση του εκκαλούντος αποφάσισαν από κοινού να απαγάγουν τον παραπάνω Γ1 προκειμένου να του αποσπάσουν ομολογία για τα ανωτέρω καθώς και τα στοιχεία των πιθανών συνεργατών του. 'Ετσι στις 12-5-2004 και περί ώρα 10 π.μ. ο συγκατηγορούμενος (Χ2) μετέβη στους ..... Ευβοίας όπου βρίσκεται το σπίτι του Γ1 με το αριθ. κυκλοφορίας...... ΙΧΦ ιδιοκτησίας της πιο πάνω εταιρίας και τον εξανάγκασε να επιβιβασθεί στο παραπάνω αυτοκίνητο, χρησιμοποίησε βία και φίμωσε τον παραπάνω εργάτη, τον δέσμευσε με πλαστικούς σφικτήρες (κλίπς), του έκλεισε τα μάτια με πλαστική ταινία και τον οδήγησε στην περιοχή ...... Ευβοίας όπου συναντήθηκαν με τον εκκαλούντα και οδήγησαν τον Γ1 στο υπόγειο της οικίας του εκκαλούντος όπου τον κράτησαν δεμένο μέχρι τις 15-5-2004. Στη συνέχεια μετέφεραν τον Γ1 με το ίδιο όχημα στο 17ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. .....-...... της περιοχής ......... Ευβοίας και τον κράτησαν εκεί μέχρι 17-5-2004. Στις 12-5-2004 ο πατέρας του εκκαλούντος, Χ, συνιδιοκτήτης της παραπάνω εταιρίας δήλωσε την εξαφάνιση του Γ1 στο αρμόδιο Αστυνομικό τμήμα. Στις 17-5-2004 ο εκκαλών ειδοποίησε τηλεφωνικά την αδελφή του, Ζ1, ότι είχε απαγάγει και κρατούσε τον πιο πάνω εργάτη. Η τελευταία ειδοποίησε τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του τμήματος Ασφαλείας Χαλκίδας και μετά από έρευνα στην παραπάνω περιοχή βρήκαν τον Γ1 αναίσθητο. Ο Γ1 έφερε κακώσεις των άκρων από πρόσφατο ξυλοδαρμό, ραβδομυόληση, εκτεταμένο υπόσφαγμα δεξιού οφθαλμού, οίδημα και θολερότητα κερατοειεδούς, κακώσεις για τις οποίες κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία του στο Γενικό Νοσοκομείο Χαλκίδας από 17-5-2004 έως 1-6-2004 όπως προκύπτει από το ....... έγγραφο (εξιτήριο) του ανωτέρω Νοσοκομείου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο εκκαλών μαζί με τον συγκατηγορούμενό του βιοπράγησαν εναντίον του Γ1 όσον καιρό τον κρατούσαν δεμένο και ανίκανο να αντιδράσει. Επίσης βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα περίστροφο μάρκας colt No 38 εξάσφαιρο και φυσίγγια που κατείχε ο συγκατηγορούμενος του εκκαλούντος. Ο εκκαλών με την έφεσή του ισχυρίζεται ότι τελούσε σε βρασμό ψυχής που μηδένισε την ικανότητα του να κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και ούτε είναι δυνατόν να γίνει δεκτό αφού σε ήρεμη κατάσταση αποφάσισε με τον συγκατηγορούμενό του να εκτελέσει τις πράξεις της αρπαγής και της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης και όπως αναφέρει η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της ....... ότι κατά τον επίμαχο χρόνο διατηρούσε την ικανότητα για την διάκριση του άδικου ή μη χαρακτήρα των πράξεων του. Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθά παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για τις ως άνω πράξεις. ΣΤ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 § 1α, 27 § 1, 45, 51, 52, 53, 94 § 1, 310 παρ. 3-2-1 και 322 εδ. α Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρ.484 §1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ : Ζ) Δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση (Α.Π.193/88, Π.Χ. ΛΗ/498) του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1334 & 1424/89, Π.Χ. Μ/586 & 705), καθόσον αρκεί η λήψη αυτών συνολικά (Α.Π. 798/88, Π.Χ. ΛΗ/889) και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνήχθη από το καθένα (ΑΠ 1140/89, Π.Χ. Μ/424), όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (ανωτέρω υπό Ε'), το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα κατ'είδος τ'αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 1825/99, Π.Χ. Ν/810) και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις της αναίρεσης είναι αβάσιμες. Η) Στο 6ο φύλλο του βουλεύματος απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, περί συνδρομής στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων του άρθρου 34 ΠΚ, καθόσον από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων δεν προκύπτει ότι αυτός, κατά τον χρόνο που διέπραξε τις ως άνω αξιόποινες πράξεις δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης του, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη και ότι ο διορισθείς δυνάμει της 30/04 διατάξεως της Ανακρίτριας του Α'τμήματος Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, πραγματογνώμων, ......, δεχόμενος ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 ΠΚ, στο συμπέρασμα της από ...... πραγματογνωμοσύνης του, αναφέρει για τον κατηγορούμενο ότι θεωρεί ως περισσότερο πιθανό ότι στο επίμαχο χρονικό διάστημα, αυτός (κατηγορούμενος), διατηρούσε την ικανότητα για την αρχή της διάκρισης (του άδικου ή μη χαρακτήρα των πράξεων του). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη 2η σελίδα του 1ου φύλλου του προσβαλλόμενου βουλεύματος, μνημονεύονται και συνεκτιμώνται από το συμβούλιο τόσο η από ......, όσο και η από ..... εκθέσεις ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των ψυχιάτρων ..... και ........., αντίστοιχα, οπότε η αντίθετη αιτίαση της αναίρεσης ότι το συμβούλιο, προκειμένου ν'απορρίψει τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του της έλλειψης ικανότητας προς καταλογισμό κατ'ά. 34 Π.Κ., αξιολογεί μόνο την πρώτη ως άνω πραγματογνωμοσύνη, χωρίς να εκτιμά το περιεχόμενο της 2ης, είναι αβάσιμη. 'Αλλωστε, από την αλληλοσυμπλήρωση του ως άνω σκεπτικού του βουλεύματος (όπου αξιολογείται η πραγματογνωμοσύνη του .......) προς την εισαγγελική πρόταση (όπου αξιολογείται η πραγματογνωμοσύνη της ......) προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκαν και οι 2 πραγματογνωμοσύνες. Θ) Ομοίως δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για ευθεία παράβαση του άρ. 34 Π.Κ. ούτε για εκ πλαγίου παράβαση, όπως υποστηρίζεται στην αναίρεση, για τους προαναφερθέντες λόγους, καθόσον είναι αβάσιμη η αιτίαση ότι δεν μνημονεύονται τ'αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων το συμβούλιο θεμελίωσε την εν λόγω κρίση του, αφού, όπως ήδη εξετέθη, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των αποδεικτικών μέσων και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους (ΑΠ 396 και 685/2004, Π.Χ. ΝΕ/133 και 233), ενώ δεν απαιτείται αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (Ολομ. Α.Π. 1/2005, Π.Χ. ΝΕ/781). Ι) Κατ'ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων, πρέπει ν'απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. ΓΙ'ΑΥΤΟ Προτείνω: 1) Ν'απορριφθεί η υπ'αρ. 3/12-1-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, δυνάμει της από 11-1-2007 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Χριστόφορο Αργυρόπουλο, κατά του υπ'αρ. 1163/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον ως άνω αναιρεσείοντα. Αθήνα, 23 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.'Ελλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 οτοιχ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο (ή το Δικαστικό Συμβούλιο) έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., (υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερούνται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αρ. 1163/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που απέρριψε την από 14-2-2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ'αρ.201/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με το οποίο παραπέμφθηκε, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του, να δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, για α) αρπαγή από κοινού, β) για βαρειά σκοπούμενη σωματική βλάβη από κοινού, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα κατ'ειδος τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης ιχθυοκαλλιέργειας με την επωνυμία "LION AE", που βρίσκεται στην περιοχή Πόρτο Μπούφαλο Ευβοίας. Κατά τους τελευταίους μήνες ('Ανοιξη 2004) στην πιο πάνω επιχείρηση είχαν ψοφήσει πολλά ψάρια και πίστευε ότι το γεγονός αυτό οφειλόταν σε δολιοφθορά και ειδικότερα στην ρίψη δηλητηρίου στην τροφή των ψαριών από εργαζόμενους στην επιχείρηση. Κύριο υπεύθυνο της δολιοφθοράς θεωρούσε τον εργάτη Γ1, ινδό υπήκοο. Για το λόγο αυτό ο εκκαλών, μαζί με τον Χ2, συγκατηγορούμενο, ο οποίος εργαζόταν ως υπάλληλος στην επιχείρηση του εκκαλούντος αποφάσισαν από κοινού να απαγάγουν τον παραπάνω Γ1 προκειμένου να του αποσπάσουν ομολογία για τα ανωτέρω καθώς και τα στοιχεία των πιθανών συνεργατών του. 'Ετσι, στις 12-5-2004 και περί ώρα 10 π.μ., ο συγκατηγορούμενος (Χ2) μετέβη στους ...... Ευβοίας, όπου βρίσκεται το σπίτι του Γ1, με το αριθ. κυκλοφορίας ...... ΙΧΦ ιδιοκτησίας της πιο πάνω εταιρίας και τον εξανάγκασε να επιβιβασθεί στο παραπάνω αυτοκίνητο, χρησιμοποίησε βία και φίμωσε τον παραπάνω εργάτη, τον δέσμευσε με πλαστικούς σφικτήρες (κλίπς), του έκλεισε τα μάτια με πλαστική ταινία και τον οδήγησε στην περιοχή ...... Ευβοίας όπου συναντήθηκαν με τον εκκαλούντα και οδήγησαν τον Γ1 στο υπόγειο της οικίας του εκκαλούντος όπου τον κράτησαν δεμένο μέχρι τις 15-5-2004. Στη συνέχεια μετέφεραν τον Γ1 με το ίδιο όχημα στο 17ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. ....-..... της περιοχής ......... Ευβοίας και τον κράτησαν εκεί μέχρι 17-5-2004. Στις 12-5-2004 ο πατέρας του εκκαλούντος, Χ, συνιδιοκτήτης της παραπάνω εταιρίας δήλωσε την εξαφάνιση του Γ1 στο αρμόδιο Αστυνομικό τμήμα. Στις 17-5-2004 ο εκκαλών ειδοποίησε τηλεφωνικά την αδελφή του, Ζ1, ότι είχε απαγάγει και κρατούσε τον πιο πάνω εργάτη. Η τελευταία ειδοποίησε τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του τμήματος Ασφαλείας Χαλκίδας και, μετά από έρευνα στην παραπάνω περιοχή, βρήκαν τον Γ1 αναίσθητο. Ο Γ1 έφερε κακώσεις των άκρων από πρόσφατο ξυλοδαρμό, ραβδομυόληση, εκτεταμένο υπόσφαγμα δεξιού οφθαλμού, οίδημα και θολερότητα κερατοειδούς, κακώσεις, για τις οποίες κρίθηκε απαραίτητη η νοσηλεία του στο Γενικό Νοσοκομείο Χαλκίδας από 17-5-2004 έως 1-6-2004, όπως προκύπτει από το ..... έγγραφο (εξιτήριο) του ανωτέρω Νοσοκομείου. Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι ο εκκαλών, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του, βιαιοπράγησαν εναντίον του Γ1 όσον καιρό τον κρατούσαν δεμένο και ανίκανο να αντιδράσει. Επίσης βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα περίστροφο μάρκας colt No 38 εξάσφαιρο και φυσίγγια που κατείχε ο συγκατηγορούμενος του εκκαλούντος. Ο εκκαλών, με την έφεσή του, ισχυρίζεται ότι τελούσε σε βρασμό ψυχής, που μηδένισε την ικανότητά του να κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και ούτε είναι δυνατόν να γίνει δεκτό, αφού σε ήρεμη κατάσταση αποφάσισε, με τον συγκατηγορούμενό του, να εκτελέσει τις πράξεις της αρπαγής και της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης και, όπως αναφέρει η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της ......, ότι κατά τον επίμαχο χρόνο διατηρούσε την ικανότητα για την διάκριση του άδικου ή μη χαρακτήρα των πράξεων του". Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθά παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για τις ως άνω πράξεις. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ. ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ 1α, 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 53, 94 παρ. 1, 310 παρ. 3,2,1 και 322 εδ. α Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση ότι το Συμβούλιο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, αναφορικά με την επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα ανικανότητά του για καταλογισμό, την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 34 του Π.Κ., με την ειδικότερη αιτίαση, αφενός μεν ότι στήριξε την κρίση του αποκλειστικά στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου .........., ο οποίος διορίσθηκε με την υπ'αριθ. 30/2004 διάταξη της ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, χωρίς να αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του και την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της, με την ίδια ως άνω διάταξη, διορισθείσας ψυχιάτρου ......... και αφετέρου διότι δεν εκτίθεται από ποια αποδεικτικά στοιχεία έκρινε ότι ο αναιρεσείων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, διατηρούσε την ικανότητα για την αρχή της διάκρισης του άδικου ή μη χαρακτήρα των πράξεών του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συνέτρεχαν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης, είναι αβάσιμη για τους εξής λόγους: Πρώτον, διότι, το Συμβούλιο εκθέτει επαρκώς ότι, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, κατά το χρόνο διάπραξης των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε παραπεμπτέος, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή της συνείδησής του και, ως σε ενισχυτικό στοιχείο της άποψης αυτής, αναφέρεται και στην από ..... ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ....., ο οποίος, πράγματι διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 ΠΚ. Δεύτερον, διότι, στην αρχή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος, πριν να γίνει αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, μνημονεύονται και συνεκτιμώνται από το Συμβούλιο, τόσο η από ...., όσο και η από ..... έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των Ψυχιάτρων ........ και ......., αντίστοιχα, οπότε δεν προκύπτει αμφιβολία ότι συνεκτιμήθηκαν και οι δύο αναφερόμενες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες. Το ότι στη συνέχεια του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο, προκειμένου να ενισχύσει την ως άνω κρίση του, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 ΠΚ στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, αξιολογεί με ειδική μνεία την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του ......., δεν σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του και αυτήν της ........ Αυτό, δε, διότι, από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού του βουλεύματος, όπου, κατά τα άνω, αξιολογείται η πραγματογνωμοσύνη του ......., προς την εισαγγελική πρόταση, στην οποία επιτρεπτώς το Συμβούλιο αναφέρεται, και στην οποία (εισαγγελική πρόταση) αξιολογείται η πραγματογνωμοσύνη της ........., προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκαν και οι δύο πραγματογνωμοσύνες. Τρίτον, διότι, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των αποδεικτικών μέσων επί των οποίων το Συμβούλιο των Εφετών Αθηνών, αναφορικά με τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, θεμελίωσε την αναφερθείσα κρίση του, και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους, ούτε ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται τι συνάγεται από το καθένα και, πολύ περισσότερο, δεν απαιτείται αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, οι δε περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.Β'και Δ' του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-1-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 1163/2006 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1. Αρπαγή, 2) Σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 Π.Κ. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αρπαγή, Σωματική βλάβη βαριά.
0
Αριθμός 422/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Κοτέα, για αναίρεση της με αριθμό 27/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 908/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η εκ των άνω άρθρων επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο, που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 27/7.3.2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για παράβαση του άρθ. 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, σε συνδ. με άρθρα 8, 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι με το ........ συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αμφίκλειας Αναστασίας Κολιούκου - Καλπύρη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 (αναιρεσείων) αγόρασε από την .........., ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 1.533 τ.μ. στη θέση "'........." της αγροτικής περιοχής του Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Αμφίκλειας, με μια παλιά αχυροκαλύβα εμβαδού 119 τ.μ. μέσα σ'αυτό. Αμέσως μετά την αγορά και κατά τα έτη 1997 και 1998, ο ανωτέρω κατηγορούμενος, στη θέση της παλαιάς αχυροκαλύβας, την οποία καθαίρεσε, κατασκεύασε διώροφο πετρόκτιστο κτίσμα, διαστάσεων 120 τ.μ. για κάθε όροφο, κατά τρόπο ώστε αυτό να αποτελεί δύο διώροφες αυτοτελείς οικίες, διαστάσεων 60 τμ.μ. κάθε ορόφου. Στη συνέχεια, με το ...... συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα και οι δύο κατηγορούμενοι αγόρασαν από το ........, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, όμορο προς το παραπάτω αγροτεμάχιο, εμβαδού 836 τ.μ. Ακολούθως, με το ....... συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δεύτερος κατηγορούμενος μεταβίβασε στον πρώτο κατηγορούμενο, λόγω πωλήσεως, το 1/2 εξ αδιαιρέτου από το πρώτο ακίνητο με την επ' αυτού διώροφη οικία, η οποία περιγράφεται στο συμβόλαιο αυτό ως παλαιά επισκευασμένη αχυροκαλύβα, ενώ, κατά τα προαναφερθέντα, αυτή είναι καινούργια εξ υπαρχής κατασκευή. Έτσι, ο κάθε κατηγορούμενος έγινε κύριος, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, του εν τοις πράγμασι ενιαίου ακινήτου. Κατόπιν τούτων, με το ....... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστομένη Μιχαλόπουλου, οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε διανομή του ακινήτου αυτού και ο μεν πρώτος κατηγορούμενος έλαβε το ανατολικό μισό του όλου ακινήτου, με το ήμισυ της διώροφης οικίας, ο δε δεύτερος το δυτικό μισό του όλου ακινήτου, με το άλλο μισό της διώροφης οικίας. Στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο καταχωρήθηκε υπεύθυνη δήλωση και των δύο κατηγορουμένων, με την οποία δήλωναν ότι "τα κτίσματα στο υπό διανομή ακίνητο ανηγέρθησαν προ της ισχύος του Ν.1337/1983 και ότι δεν μεταβλήθηκε μέχρι της διανομής η χρήση του κτιρίου", ενώ τούτο ήταν αναληθές και το γνώριζαν, αφού, στη θέση της παλαιάς ισόγειας αγροτικής αποθήκης (αχυροκαλύβας), είχε κατασκευαστεί κατά τα έτη 1997 - 1998, όπως προαναφέρθηκε, εξ υπαρχής νέα διώροφη σύγχρονη πετρόκτιστη οικία, που χρησιμοποιείτο πλέον ως κατοικία, ενώ η παλαιά αχυροκαλύβα εχρησιμοποιείτο μόνον ως αποθηκευτικός χώρος των ζωοτροφών και των αγροτικών εργαλείων των τότε ιδιοκτητών της. Ο δεύτερος κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια της δηλώσεως, αφού ήταν ακριβώς ο ίδιος που κατασκεύασε τη διώροφη πετρόκτιστη οικία. Αλλά και ο πρώτος κατηγορούμενος γνώριζε επίσης την αναλήθεια των όσων δήλωνε, καθόσον, από το έτος 1999, είχε αγοράσει το 1/2 εξ αδιαιρέτου από το όμορο ακίνητο και αποτέλεσε μέρος του εν τοις πράγμασι ενιαίου ακινήτου και τελικά να αποκτήσει αυτός το μισό του όλου ακινήτου. Άλλωστε, όπως αποδεικνύεται, ο τρόπος κατασκευής της διώροφης οικίας ήταν εξ αρχής τέτοιος, ώστε αυτή να αποτελέσει δύο αυτοτελείς διώροφες κατοικίες. Είναι δε εμφανές κατά την αγορά του μισού του πρώτου ακινήτου και κατά τη διανομή ότι η διώροφη οικία ήταν μία σύγχρονη κατοικία και όχι μία επισκευασμένη παλαιά αχυροκαλύβα, κατασκευασμένη πριν το έτος 1983, όπως ψευδώς δηλώθηκε. Εδώ, ας σημειωθεί, ότι η διώροφη αυτή οικία ήταν αυθαίρετη και κτίστηκε χωρίς άδεια από την αρμόδια πολεοδομική αρχή. Το γεγονός ότι τα δύο κτίσματα, δηλαδή η παλαιά αχυροκαλύβα και το διώροφο πετρόκτιστο, είναι δύο διαφορετικά κτίσματα και όχι το δεύτερο επιδιόρθωση του πρώτου, αποδεικνύεται και από τη σύγκριση της φωτογραφίας της παλαιάς οικίας, που είναι επικολλημένη στο ...... έγγραφο της ΔΕΗ, που συνοδεύει την από .... πραγματογνωμοσύνη των ..... και ......, με τις φωτογραφίες της νέας διώροφης κατοικίας, που επίσης συνοδεύουν την έκθεση αυτοψίας. Τη διώροφη αυτή κατοικία, κατά τα προαναφερθέντα, κατασκεύασε ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τα έτη 1997 - 1998, ήτοι σε χρονικό διάστημα που το ακίνητο στο οποίο κτίστηκε η διώροφη οικία, ανήκε αποκλειστικά στο δεύτερο κατηγορούμενο. Τούτο ενισχύεται και από τις ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις εντολών ασφάλισης οικοδομικών και τεχνικών εργασιών ΙΚΑ Αμφίκλειας Οκτωβρίου 1997, Δεκεμβρίου 1997 και Δεκεμβρίου 1998, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι οι εργασίες στο κτίσμα αυτό έγιναν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ενώ ουδόλως αποδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιων καταστάσεων και σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Και ενώ στο αρχικό συμβόλαιο, με το οποίο ο δεύτερος κατηγορούμενος αγόρασε το προαναφερθέν ακίνητο, στο οποίο υπήρχε η παλαιά αχυροκαλύβα, αναφέρεται απλώς η ύπαρξή της, στη συνέχεια, στο συμβόλαιο με το οποίο μεταβιβάστηκε το 1/2 εξ αδιαιρέτου αυτού, από τον δεύτερο κατηγορούμενο στον πρώτο κατηγορούμενο, γίνεται λόγος για "επισκευασμένη παλαιά αχυροκαλύβα". Επομένως και οι δύο κατηγορούμενοι εν γνώσει τους δήλωσαν ψευδή γεγονότα. Εδώ ας σημειωθεί ότι οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται για παράβαση του άρθρου 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986. Και σε κάθε περίπτωση ο συμβολαιογράφος είναι δημόσια αρχή, η ενώπιόν του δε υπεύθυνη δήλωση δεν απέβλεπε σε τακτοποίηση ιδιωτικής διαφοράς, αλλά το περιεχόμενό της αφορούσε σχέσεις κράτους - πολίτη, αφού οι κατηγορούμενοι δήλωναν ότι το νέο ως άνω κτίσμα δεν ήταν αυθαίρετο. Δεν έχει δε ουδεμία σημασία ότι το ακίνητο αυτό νομιμοποιήθηκε εκ των υστέρων. Συνεπώς, ο σχετκός ισχυρισμός των κατηγορουμένων, πρέπει να απορριφθεί. Πλάνη δε νομική ή πραγματική του Β' κατηγορουμένου δεν υφίσταται, αφού αυτός κατασκεύασε εξ υπαρχής τη νέα διώροφη κατοικία το έτος 1997 - 1998. Επομένως, οι κατηγορούμενοι, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της β' πράξης, τους χορηγηθεί δε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, κατ' άρθρ. 84 παρ. 2α Π.Κ.". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδής υπεύθυνης δήλωσης, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, σε συνδ. με το άρθρο 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, σημειώνεται ότι, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι απορρίφθηκε χωρίς αιτιολογία ο αυτοτελής, κατ' αυτόν, ισχυρισμός του "περί μη στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για το οποίο καταδικάστηκε", αφού αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν, άλλωστε, στον αρνητικό αυτό ισχυρισμό, η προσβαλλόμενη απάντησε συνολικά, με το περί της ενοχής αιτιολογικό της, στο οποίο αναλύονται λεπτομερώς τα περιστατικά, που στοιχειοθετούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη, για την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος. Συνακόλουθα αυτών (των αναφερομένων), ορθώς το Δικαστήριο υπήγαγε την αναφερόμενη στο αιτιολογικό συμπεριφορά του αναιρεσείοντος στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, με το οποίο μορφοποιούνται και καθορίζονται τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου (από την ως άνω διάταξη προβλεπομένου) εγκλήματος και στη συνέχεια αναφέρεται στο άρθρο 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986, μόνον ως προς την ποινή. Έτσι, είναι εντελώς αδιάφορο, αν ο συμβολαιογράφος είναι πράγματι, με βάση συγκεκριμένη διάταξη νόμου, "δημόσια αρχή", στην οποία ο Ν.1599/1986 απαιτεί να απευθύνεται η από αυτόν προβλεπόμενη υπεύθυνη δήλωση, στο δε αιτιολογικό της προσβαλλόμενης, ο συμβολαιογράφος αναφέρεται ως εκ περισσού, ως "δημόσια αρχή". Αβασίμως, τέλος, υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απέρριψε, χωρίς αιτιολογία, τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, περί ύπαρξης στο πρόσωπό του συγγνωστής νομικής, άλλως πραγματικής πλάνης, αφού σ' αυτήν (απόφαση) υπάρχει η αναγκαία για την απόρριψη των αυτοτελών αυτών ισχυρισμών αιτιολογία, η οποία στηρίζεται στις παραδοχές ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το πότε στην πραγματικότητα είχε κατασκευαστεί η κρίσιμη οικοδομή, αφού ο ίδιος την είχε κατασκευάσει και, παρόλα αυτά, περιέλαβε στη δήλωση διαφορετικά στοιχεία (ψευδή), ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα, εν γνώσει μάλιστα του ψεύδους αυτών. Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 17 παρ. 12 του Ν.1337/1983, ως και της τοιαύτης του άρθρου 22 παρ. 6 του Ν.1599/1986 (άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ.). είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9.5.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αρ. 27/7.3.2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης (άρθρο 17 παρ. 12 Ν. 1337/83 - αυθαίρετα κτίσματα - σε συνδυασμό με άρθρο 22 παρ. 6 Ν. 1599/86) Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κτίσμα αυθαίρετο.
1
Αριθμός 421/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ζορμπά, περί αναιρέσεως της 863/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Αυγούστου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1558/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει το λόγο στον Εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος στον κατηγορούμενο, ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, ότι είναι υποχρεωτική η δόση του λόγου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, στον δε κατηγορούμενο στο τέλος και αν δεν ζητήσει αυτός τούτο. Η παράβαση των ανωτέρω και μάλιστα προκειμένου για τον κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που παρέχονται σ' αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία δίνεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ.32 παρ. 1, 138 παρ. 2, 3, 171 παρ. 1 εδ. β' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α'του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι επέρχεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και δημιουργείται ο αυτός ως άνω αναιρετικός λόγος της αποφάσεως που εκδόθηκε, χωρίς προηγουμένως να ακουσθεί ο εισαγγελέας. Στην προκειμένη περίπτωση, καθώς διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε έπειτα από έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 862/27.6.2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, με την οποία αυτό κηρύχθηκε αναρμόδιο να εκδικάσει την σε βάρος της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στην κατηγορούμενη λόγω της ιδιότητάς της ως εντολοδόχου, "μετά την ανάπτυξη της έκθεσης έφεσης από τον εισαγγελέα, ο παριστάμενος, βάσει εξουσιοδοτήσεως, δικηγόρος της εκκαλούσας, ζήτησε να εξεταστεί ο αναφερόμενος μάρτυρας. Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει και στη συνέχεια αποσύρθηκε για διάσκεψη στο δωμάτιο διασκέψεων, όπου συσκέφθηκε μυστικά, με την παρουσία και της Γραμματέα, κατάρτισε και, αφού επανήλθε στη δικαστική έδρα, με τον Πρόεδρο, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, αμέσως την υπ' αρ. 863/26.6.2007 απόφασή του, με την οποία απέρριψε, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, την έφεση της εκκαλούσας-αναιρεσείουσας, χωρίς ο διευθύνων τη συζήτηση να δώσει το λόγο, αναφορικά με την τύχη της εκδικαζόμενης έφεσης, τόσο στον Εισαγγελέα όσο και στο συνήγορο υπεράσπισης της κατηγορουμένης. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης, οπότε παρέλκει, μετά ταύτα, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο εκδόσαν την απόφαση Τριμελές Εφετείο Λάρισας, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει προηγουμένως (άρ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 863/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την παραπάνω απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα. Δεν δόθηκε ο λόγος, τόσο στον Εισαγγελέα, όσο και στο συνήγορο υπεράσπισης. Αναίρεση δεκτή.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη.
1
Αριθμός 417/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Γεώργιο Γιαννούλη (ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για διόρθωση της υπ' αριθμ. 244/2008 αποφάσεως του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με εκζητούμενο τον ...... που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτή και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την διόρθωση - συμπλήρωση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. 220Π/08/7.2.2008 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ελευθερίου Βορτσέλα, κατόπιν της υπ' αριθμ. 31/6.2.2008 πράξεως του Προέδρου του Ποινικού Τμήματος τούτου, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 220/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε όσα αναφέρονται στην ταυτάριθμη με τα πρακτικά αυτά απόφαση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 145 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα, το δικαστήριο που την εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του Εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή της, εφόσον απ' αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της αποφάσεως και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Η διόρθωση ή συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η διορθωτέα απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μετά της συνημμένης σ' αυτή πράξεως του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, με την οποία ζητείται η διόρθωση της υπ' αριθ. 244/2008 απόφασης του τμήματος τούτου του Αρείου Πάγου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υπ' αριθ. 4/23.11.2007 εφέσεως του εκζητούμενου .......Έλληνα υπηκόου, προκειμένου να ζητηθούν και προσκομιστούν από το εκζητούν κράτος με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών συμπληρωματικές πληροφορίες σε σχέση με τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό ζητήματα. Όμως από προφανή παραδρομή στο αιτιολογικό (σελ. 9 και σειρά 17 και 18) και στο διατακτικό (σελ. 12 και σειρά 5) της παραπάνω υπ' αριθ. 244/2008 αποφάσεως διαλαμβάνεται η φράση "με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών" αντί του ορθού "με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης". Συνεπώς, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις να διορθωθεί κατά τα σημεία αυτά η ως άνω απόφαση του Τμήματος τούτου, ώστε στην ένατη σελίδα και δέκα επτά και δέκα οκτώ σειρά του αιτιολογικού αυτής καθώς και στη δωδέκατη σελίδα και πέμπτη σειρά του διατακτικού αυτής να τεθεί αντί της φράσης "με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών" η φράση "με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης". Μετά από αυτά και τη νόμιμη κλήτευση του ως άνω εκζητουμένου (όπως προκύπτει από τα υπό χρονολογία ......δύο αποδεικτικά επίδοσης ...... δικαστικού επιμελητή Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης) και τη μη εμφάνισή του στο ακροατήριο, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση διόρθωσης της πιο πάνω απόφασης, όπως αναφέρεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει την υπ' αριθ. 244/2008 απόφαση του Ζ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, ώστε στην ένατη σελίδα και δέκα επτά και δέκα οκτώ σειρά του αιτιολογικού αυτής καθώς και στη δωδέκατη σελίδα και πέμπτη σειρά του διατακτικού αυτής, να τεθεί αντί της φράσης "με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών" η φράση "με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης". Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεκτή αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την οποία ζητείται η διόρθωση ορισμένου σημείου του αιτιολογικού και του διατακτικού απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου. Διορθώνει.
Εισαγγελέας Αρείου Πάγου
Αποφάσεως διόρθωση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 416/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποιν. Τμήμα- (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 15 και 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου Χ1 Ρώσσου υπήκοου, ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που παρέστη στο ακροατήριο με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Ζήση Κωνσταντίνου και Αθανάσιο Κεχαγιόγλου, κατά της υπ' αριθμ. 63/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στο κράτος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 259/14-11-2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Μαρίας Θεοτοκά και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 80/2008. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου και επικουρικώς να αναβληθεί η έκδοση απόφασης για να ερευνηθεί εάν έχει τελεστεί το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών και εάν έχει υποβληθεί έγκληση γι'αυτό. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 451 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., ''κατά της οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών (με την οποία αυτό γνωμοδοτεί επί αιτήσεως εκδόσεως), επιτρέπεται σ' αυτόν για τον οποίο ζητείται η έκδοση και τον Εισαγγελέα, να ασκήσουν έφεση στο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη δημοσίευση της απόφασης για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα εφετών'', στην οποία, όπως και στην έκθεση για κάθε ένδικο μέσο, πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος εκζητούμενου Χ1 Ρώσου υπηκόου, κατά της υπ' αριθμ. 63/2007 αποφάσεως (βουλεύματος) του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο αυτό γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεώς του, στις Αρχές του κράτους της Ρωσικής Ομοσπονδίας , ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως την 14.11.2007 (η προσβαλλόμενη απόφαση φέρεται δημοσιευθείσα, κατά το σχετικό πρακτικό, την 14.11.2007), ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία. 2. Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.2 ΚΠΔ προκύπτει, ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης προσδιορίζεται από την έκταση και το περιεχόμενο των λόγων της, στην έρευνα των οποίων περιορίζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνον των μερών της πρωτόδικης απόφασης, στα οποία αναφέρονται οι προτεινόμενοι από τον εκκαλούντα λόγοι εφέσεως. Τούτο ισχύει και επί του ενδίκου μέσου της εφέσεως ενώπιον του κατ'άρθρο 451 παρ.1 ΚΠΔ αρμοδίου τμήματος του Αρείου Πάγου, εναντίον της περί εκδόσεως απόφασης του Συμβουλίου Εφετών. Συνεπώς, η υπό κρίση έφεση θα εξετασθεί μόνον ως προς το βάσιμο των με αυτή προβαλλομένων λόγων. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 436 του ΚΠΔ, οι όροι και η διαδικασία έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών, αν δεν υπάρχει σύμβαση, ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Εξάλλου, η από 21-5-1981 Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της άλλοτε Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.1242/1982 και εξακολουθεί να ισχύει τις επόμενες πενταετείς περιόδους από την ημερομηνία θέσεώς της σε ισχύ και να έχει εφαρμογή και ως προς τη Ρωσική Ομοσπονδία (Ρ.Ο.), αφού δεν καταγγέλθηκε ούτε από αυτή μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ (ΑΠ 293/2004 155/2000 και 2015/2001), ορίζει στα άρθρα 37 και 42 αυτής, τα εξής: Τα Συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται μετά από αίτηση και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως να εκδίδουν αμοιβαίως πρόσωπα που ευρίσκονται στο έδαφός τους, για άσκηση ποινικής διώξεως ή εκτέλεση ποινής. Η έκδοση πραγματοποιείται για πράξεις που, σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο συμβαλλομένων μερών, αποτελούν εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας άνω του ενός έτους ή βαρύτερη (37 παρ.1, 2 εδ.α'), 2) Η αίτηση εκδόσεως πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να περιλαμβάνει α) την ονομασία του οργάνου από το οποίο προέρχεται η αίτηση, β) το κείμενο του νόμου του Συμβαλλόμενου Μέρους από το οποίο προέρχεται η αίτηση που χαρακτηρίζει την πράξη ως έγκλημα, γ) το ονοματεπώνυμο του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση, πληροφορίες για την υπηκοότητά του, τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του και άλλες πληροφορίες για το πρόσωπο του όπως και, αν είναι δυνατό, περιγραφή της εξωτερικής του εμφανίσεως, φωτογραφία και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, δ) εκτίμηση του μεγέθους της ζημίας, εφόσον το έγκλημα προκάλεσε υλική ζημία (42 παρ.1), 3) Στην αίτηση εκδόσεως για άσκηση ποινικής διώξεως επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής αποφάσεως που διατάσσει προσωρινή κράτηση και περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την εγκληματική πράξη (42 παρ.2). 4) Το Συμβαλλόμενο Μέρος από το οποίο προέρχεται η αίτηση, δεν υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση εκδόσεως τις αποδείξεις ενοχής του εκζητουμένου (42 παρ.3). Τέλος η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 της από 13/12/1957 Ευρωπαϊκής Σύμβασης εκδόσεως που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν.4165/1961 και από την άλλοτε 'Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) με νόμο, του οποίου η ισχύς άρχισε στις 7/11/1966, ορίζει ότι η έκδοση ενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους, τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση, όσον και του κράτους από το οποίο ζητείται αυτή, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας, ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή με αυστηρότερη ποινή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση για την ευδοκίμηση του αιτήματος για την έκδοση αλλοδαπού είναι να πληρούνται στην πράξη που του αποδίδεται ο όρος της διπλής εγκληματικότητας ή του διττού αξιοποίνου, σύμφωνα με τον οποίο (όρο) η έκδοση με σκοπό τη δίωξη ή την επιβολή ποινής μπορεί να λάβει χώρα μόνο εφόσον η πράξη αυτή είναι αξιόποινη με βάση τη νομοθεσία όχι μόνο του εκζητούντος αλλά και του εκζητουμένου κράτους. Κατά συνέπεια, η κρίση για το αν η συγκεκριμένη πράξη που αποδίδεται στο πρόσωπο, του οποίου ζητείται η έκδοση, είναι αξιόποινη με βάση το δίκαιο τόσο του εκζητούντος, όσο και του εκζητουμένου κράτους, προϋποθέτει την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών αφενός στον κανόνα δικαίου που επικαλείται το εκζητούν κράτος, αφετέρου σε κάποιον από τους κανόνες δικαίου που τυποποιούν εγκληματική συμπεριφορά στο δίκαιο του εκζητουμένου κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εξετασθέντος μάρτυρα του εκζητουμένου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα προς την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεώς του, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό και με όσα εξέθεσαν ο παραστάς εκζητούμενος και οι συνήγοροί του προφορικώς και με το ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έγγραφο υπόμνημά τους, προκύπτει ότι το κράτος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. με έγγραφη αίτηση του αρμοδίου οργάνου του, που διαβιβάστηκε με την διπλωματική οδό, ζητεί την έκδοση του υπηκόου του Χ1 προκειμένου να δικασθεί, για την αξιόποινη πράξη της απάτης, δηλαδή κλοπής ξένης περιουσίας μέσω εξαπάτησης και κατάχρησης εμπιστοσύνης ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από οργανωμένη ομάδα. Σε σχέση με την πράξη αυτή έχουν εκδοθεί από τις Δικαστικές Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας και συνυποβλήθηκαν με την αίτηση εκδόσεως, σε επίσημο αντίγραφο και επικυρωμένη μετάφραση, α') η από 17-2-2005 απόφαση άσκηση ποινικής δίωξης και ανάληψης προς διεκπεραίωση και η από 22-7-2005 απόφαση άσκησης δίωξης κατά κατηγορουμένου που εκδόθηκαν από τον Ανακριτή του Ανακριτικού Τμήματος της Ανακριτικής Διεύθυνσης της Υπηρεσίας Εσωτερικών του Νομού Τούλα Ρωσίας β) το από 4-4-2007 ένταλμα σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου Πριβοκζάλνι της πόλεως Τούλα Ρωσίας και γ) το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 159 του ποινικού κώδικα της ΟΣΣΔ Ρωσίας το οποίο στην παράγραφο 4 αυτού προβλέπει και τιμωρεί την παραπάνω πράξη για την οποία ζητείται να δικασθεί ο εκζητούμενος με ποινή φυλάκισης πέντε έως δέκα ετών. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι ο εκζητούμενος κατηγορείται από τις Ρωσικές Αρχές ότι τέλεσε τις πιο κάτω πράξεις: Την 6-9-2001 η Εμπορική Τράπεζα "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" υπέγραψε την πιστωτική σύμβαση υπ' αριθ. ..... με την ΕΠΕ ΠΚΦ "......" εκπροσωπούμενη από τον εκζητούμενο με αντικείμενο τη χορήγηση στην τελευταία πίστωσης ύψους έως 25.500.000 ρουβλίων, με προθεσμία μέχρι και την 22-7-2004, ενώ την ίδια ημέρα όλοι οι εταίροι της εταιρείας αυτής υπέγραψαν με την πρώτη (Τράπεζα) συμβάσεις υποθήκης των μεριδίων τους στο εταιρικό κεφάλαιο. Σύμφωνα με το κείμενο της σύμβασης υποθήκης ο "υποθηκευτής" αναλάμβανε την υποχρέωση κατά την περίοδο της σύμβασης υποθήκης να μην πραγματοποιεί εμπορικές πράξεις (ενέργειες) ως προς την περιουσία της εταιρείας και να τη διαχειρίζεται μόνο με έγγραφη συγκατάθεση της Τράπεζας, περιελάμβανε δε αυτή (περιουσία) έξι ακίνητα και συγκεκριμένα πρατήρια υγρών καυσίμων (κτίρια, εγκαταστάσεις, μηχανήματα και εξοπλισμός) σε διάφορες πόλεις του νομού Τούλα Ρωσίας. Την 1-11-2001 έγινε από την Τράπεζα "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" η πρώτη κατάθεση στα πλαίσια της ως άνω πιστωτικής σύμβασης στο λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από τον εκζητούμενο ΕΠΕ ΠΚΦ "....." ύψους 15.000.000 ρουβλίων. Στις αρχές του 2002, διαπιστώνοντας την απουσία εκ μέρους της Τράπεζας του προβλεπόμενου από τους όρους της πιστωτικής σύμβασης ελέγχου των δραστηριοτήτων της εταιρείας και της χρήσης των πιστωτικών ποσών, αλλά και των περιορισμών εκ μέρους των κρατικών οργάνων σχετικά με τη διαχείριση των καθαρών ενεργητικών της εταιρείας, ο Διευθυντής της ΕΠΕ ΠΚΦ "......" (εκζητούμενος) επινόησε το εγκληματικό σχέδιο με στόχο την κλοπή των χρημάτων της Εμπορικής Τράπεζας "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" και εφαρμόζοντας μία σειρά χειρισμών με την ακίνητη περιουσία της πιο πάνω εταιρείας κατάφερε να εκμηδενίσει τα υποθηκευμένα μερίδια των εταίρων και το δικό του (65%) στο εταιρικό κεφάλαιο της ΕΠΕ ΠΚΦ "......". Υλοποιώντας τους εγκληματικούς του σκοπούς ο εκζητούμενος στις αρχές του 2002 εξέφρασε προς την ηγεσία της Εμπορικής Τράπεζας "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" το ενδιαφέρον του για την αύξηση της πίστωσης έως 25.500.000 ρούβλια. Η ηγεσία της Τράπεζας, λόγω των περιορισμών στην αύξηση του ορίου της πιστωτικής γραμμής δια μέσου συμπληρωματικών συμβάσεων, πρότεινε στον εκζητούμενο να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις της εταιρείας από την πιστωτική σύμβαση υπ' αριθ. ..... της 6-9-2001 και να υπογράψει νέα πιστωτική σύμβαση με τους ίδιους όρους εξασφάλισης αλλά με μεγαλύτερο όριο πιστωτικής γραμμής. Με σκοπό την ανάληψη μεγαλύτερου ποσού πίστωσης υπό τους ίδιους συμφέροντες όρους και τη δημιουργία στην Τράπεζα της εντύπωσης του ευσυνείδητου πελάτη, .ο οποίος διαθέτει επαρκή οικονομική επιφάνεια και δυνατότητα να εκτελεί τις πιστωτικές του υποχρεώσεις ακόμη και πριν τη λήξη τους, ο εκζητούμενος την 14-2-2002 υπέγραψε με την ΕΠΕ Εμπορική Τράπεζα "ΡΩΣΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ" τη σύμβαση υπ' αριθ. .... αγοραπωλησίας χρεογράφων, αντικείμενο της οποίας ήταν οι υποχρεώσεις της ΕΠΕ ΠΚΦ "......" με την υποχρέωση της τελευταίας Τράπεζας να αποδεχθεί να πληρώσει τα αναφερόμενα γραμμάτια, το δε ποσό της εν λόγω εμπορικής πράξης ανήλθε σε 15.000.000 ρούβλια. Στις 15-2-2002 η ΕΠΕ Εμπορική Τράπεζα "ΡΩΣΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ", εκτελώντας τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση αρ. .... αγοραπωλησίας χρεογράφων της 14ης Φεβρουαρίου 2002, κατέθεσε στο λογαριασμό της ΕΠΕ ΠΚΦ ".......", που είχε ανοιχθεί στην Εμπορική Τράπεζα "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ", το ποσό των 15.000.000 ρουβλιών. Στις 15-2-2002 ο εκζητούμενος ανακοίνωσε στην ηγεσία της τελευταίας Τράπεζας ότι ήταν έτοιμος να εξοφλήσει με τα πιο πάνω χρήματα την οφειλή της εταιρείας από την πιστωτική σύμβαση ........ Στις 18-2-2002, έχοντας βεβαιωθεί ότι η ΕΠΕ ΠΚΦ "......" διαθέτει πόρους για την κάλυψη των υποχρεώσεων της από την πιστωτική σύμβαση αρ. ......, η Επιτροπή Πιστώσεων της Εμπορικής Τράπεζας "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" εξέτασε την αίτηση της ΕΠΕ ΠΚΦ "......" για τη χορήγηση πίστωσης ύψους 25.500.000 ρουβλίων για την περίοδο μέχρι και 22-7-2004 και στη συνέχεια στις 18-2-2002 ο εκζητούμενος υπέγραψε σύμβαση υποθήκης με την τελευταία Τράπεζα, με αντικείμενο το μερίδιο του ίδιου (65%) στο εταιρικό κεφάλαιο της ΕΠΕ ΠΚΦ "......", η αγοραία αξία των ακινήτων της οποίας εκτιμήθηκε στο ποσό των 42.660.500 ρουβλιών. Ακολούθως, στις 18-2-2002 η Εμπορική Τράπεζα "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" υπέγραψε δια του νομίμου εκπροσώπου της την πιστωτική σύμβαση με αριθ. ..... με την ΕΠΕ ΠΚΦ "....." για τη χορήγηση πίστωσης προς ενίσχυση των κεφαλαίων κίνησης της εταιρείας για την περίοδο έως και 22 Ιουλίου. Έτσι, την 19-2-2002 οι υποχρεώσεις από την πιστωτική σύμβαση υπ' αριθ. ......είχαν πλήρως τακτοποιηθεί από τους συμβαλλομένους. Μετά ταύτα την 20-2-2002 στο λογαριασμό όψεως της ΕΠΕ ΠΚΦ "....", που είχε ανοιχθεί στην Εμπορική Τράπεζα "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ", με βάση τη συμπληρωματική συμφωνία αρ. 1 της 18-2-2002 κατατέθηκαν τα ποσά της πρώτης δόσης της πιστωτικής σύμβασης αρ. ..... της 18-2-2002 ύψους 19.000.000 ρουβλιών. Από τα ποσά αυτά τα 15.003.000 ρούβλια στις 20-2-2002 μεταφέρθηκαν από το Διευθυντή της ΕΠΕ ΠΚΦ "....." στην ΕΠΕ Εμπορική Τράπεζα "ΡΩΣΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ" προς εξόφληση του γραμματίου της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ ".....". Το υπόλοιπο ποσό των 3.997.0000 ρουβλίων στις 22-2-2002 κατατέθηκε στο λογαριασμό όψεως της "ΟΡΤΕΞ ΤΡΕΪΝΤΙΝΓΚ". Έχοντας υπόψη ότι η Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "...." κατέθεσε τα χρήματα της πρώτης δόσης από την πιστωτική σύμβαση αρ. ...... κατά δύο ημέρες αργότερα της ημερομηνίας της υπογραφής των συμβάσεων υποθήκης και της ημερομηνίας της υπογραφής της συμπληρωματικής συμφωνίας αρ. 1 της 18ης Φεβρουαρίου 2002 και για το λόγο αυτό επήλθε διαταραχή στον καθιερωμένο τρόπο της Τράπεζας να αποτυπώνει τις πράξεις εγγραφής των χορηγήσεων προς τους πελάτες, η ηγεσία της Εμπορικής Τράπεζας "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" στην προσπάθεια της να αποφύγει την εφαρμογή εναντίον της κυρώσεων εκ μέρους της Τράπεζας της Ρωσίας, πρότεινε στον έμπιστο πελάτη της Χ1 να γίνουν τυπικές αλλοιώσεις της ημερομηνίας της πιστωτικής σύμβασης και της συμπληρωματικής συμφωνίας. Στον Χ1., ο οποίος ανταποκρίθηκε θετικά στην παράκληση, οι υπάλληλοι της Εμπορικής Τράπεζας "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" εμφάνισαν προς υπογραφή από την Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "....." δύο αντίγραφα της πιστωτικής σύμβασης αρ. ..... και της συμπληρωματικής συμφωνίας αρ. 1 με ημερομηνία 20-2-2002 και με την υπογραφή των εξουσιοδοτημένων προσώπων της Τράπεζας. Μετά ταύτα ο εκζητούμενος, αφού παρέλαβε τις δύο παραλλαγές της ίδιας πιστωτικής σύμβασης με διαφορετικές ημερομηνίες (18-2-2002 και 20-2-2002) και χωρίς να επιστρέψει στην Τράπεζα τα υπογεγραμμένα από την Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "....." αντίτυπα της πιστωτικής σύμβασης αρ. ..... και της συμπληρωματικής συμφωνίας αρ. 1 με ημερομηνία 20-2-2002, ενισχύθηκε η πρόθεση αυτού (εκζητουμένου) να μην επιστρέψει τα ποσά της πίστωσης, δεδομένου ότι απέκτησε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τις απαιτήσεις της Τράπεζας. Ακολούθως, συνεχίζοντας να υλοποιεί τον εγκληματικό σκοπό του της κλοπής χρηματικών ποσών από την Εμπορική Τράπεζα "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ", ο Διευθυντής της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "......" Χ1., καταχρώμενος της εμπιστοσύνης, τέλεσε μία σειρά προμελετημένων πράξεων και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο έως και το Μάιο του 2002 κατάρτισε συμβάσεις αγοραπωλησίας και μεταβίβασε στην ΕΠΕ "Ενεργόϊλσέρβις" τα έξι πρατήρια καυσίμων που ανήκαν στην Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "......". Σαν αποτέλεσμα τέλεσης από τον Χ1 των ανωτέρω εμπορικών πράξεων, η πραγματική αξία των μεριδίων της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ ".....", που υποθηκεύτηκαν για την εξασφάλιση της πιστωτικής σύμβασης αρ. ...... της 18ης Φεβρουαρίου 2002, μειώθηκε από 42.660.500 ρούβλια στο μηδέν, το μέγεθος των καθαρών ενεργητικών της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "......" οδηγήθηκε σε αρνητική τιμή, γεγονός που είχε ως συνέπεια την προβλεπόμενη από τη νομοθεσία απόφαση για την εκκαθάριση της εταιρείας. Έτσι, μετά την ημερομηνία πώλησης του μεριδίου στο εταιρικό κεφάλαιο της "Ενεργόϊλσέρβις" και ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ ".......", δεν ήταν δυνατό να υλοποιηθούν οι οικονομικές δραστηριότητες της τελευταίας εταιρείας, εφόσον δεν υπήρχε πλέον η απαραίτητη για την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων της περιουσία. Επιπλέον, η πώληση της ακίνητης περιουσίας της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "....." σε κατώτερη τιμή, δηλαδή με ζημία, δεν επέτρεψε την εξασφάλιση των πιστωτικών υποχρεώσεων από την πιστωτική σύμβαση αριθ. ..... της 18-2-2002 κατά το σκέλος του βασικού χρέους και των τόκων της πίστωσης. Ακολούθως, συνεχίζοντας την υλοποίηση του εγκληματικού του σχεδίου με στόχο την κλοπή των χρηματικών ποσών της Εμπορικής Τράπεζας "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ" ο εκζητούμενος στην προσπάθεια του να αποκλείσει τη δυνατότητα διεκδίκησης από την Τράπεζα των πιστώσεων μέσω αστικής διαδικασίας, όπως προβλέπονταν με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των εταίρων της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "......", τέλεσε τις ακόλουθες εμπορικές πράξεις ως προς την ακίνητη περιουσία, η αξία της οποίας είχε υπολογιστεί κατά τη σύναψη συμβάσεων υποθήκης και συγκεκριμένα προέβη σε αγοραπωλησία των ανωτέρω έξι (6) πρατηρίων καυσίμων, καταχωρώντας το Φεβρουάριο-Μάρτιο 2005 το δικαίωμα κυριότητας επί των πρατηρίων καυσίμων στο όνομα του και επίσης συνήψε συμβάσεις αγοραπωλησίας των ανωτέρω έξι (6) πρατηρίων καυσίμων με την ΕΠΕ "ΠΑΡΚόιλ-Τούλα" το Μάιο του 2005. Οι αιτήσεις για την καταχώρηση της μεταβίβασης του δικαιώματος κυριότητας επί των ανωτέρω ακινήτων έχουν υποβληθεί από τους συμβαλλόμενους στο όργανο καταχωρήσεων. Σαν αποτέλεσμα των εγκληματικών ενεργειών του Διευθυντή της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "....." Χ1, οι οποίες αποσκοπούσαν τόσο στη μη επιστροφή του ποσού της πίστωσης που είχε αναληφθεί με βάση την πιστωτική σύμβαση αρ. ..... στις 18-2-2002 από την Εμπορική Τράπεζα "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ", όσο και στην υποτίμηση των καθαρών ενεργητικών της Ε.Π.Ε. ΠΚΦ "......", τα οποία υποθηκεύτηκαν για την εξασφάλιση της εισπραχθείσας πίστωσης, η Εμπορική Τράπεζα "ΙΣΤ ΜΠΡΙΝΤΖ ΜΠΑΝΚ", στερήθηκε τη δυνατότητα να εισπράξει τα ποσά της πίστωσης δια μέσου της επιβολής κατάσχεσης επί της υποθηκευμένης περιουσίας. Με βάση δε τα περιστατικά αυτά ο Ανακριτής του Νομού Τούλα της Ρωσικής Δημοκρατίας έκρινε ότι ο εκζητούμενος διέπραξε απάτη δηλαδή κλοπή ξένης περιουσίας μέσω εξαπάτησης και κατάχρηση εμπιστοσύνης από οργανωμένη ομάδα ποσού 19.000.000 ρουβλίων πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται όπως αναφέρθηκε από τη διάταξη του άρθρου 159 παρ. 4 του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα. Από την παράθεση όμως των ως άνω πραγματικών περιστατικών, προκύπτει ότι οι πράξεις που αποδίδονται στον εκζητούμενο δεν στοιχειοθετούν το έγκλημα που προβλέπεται από το ανωτέρω άρθρο 159 παρ.4 του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα τη μόνη παράγραφο που προβλέπει ποινή φυλακίσεως άνω του έτους, σε αντίθεση με τις λοιπές παραγράφους του ιδίου άρθρου που προβλέπουν ποινές προστίμου ή φυλακίσεως έως δύο ετών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται πλην των άλλων στοιχείων η τέλεση της πράξεως από οργανωμένη ομάδα. Το στοιχείο όμως αυτό, δεν περιγράφεται στα ανωτέρω έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση εκδόσεως, αφού η αξιόποινη συμπεριφορά που αποδίδεται στον εκζητούμενο περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στη δική του συμμετοχή χωρίς να γίνεται αναφορά σε οποιοδήποτε άλλον υπεύθυνο για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις .Αλλά και κατά το Ελληνικό ποινικό δίκαιο τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης δοθέντος ότι από τα προσημειωθέντα ως άνω στοιχεία της κατηγορίας δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών προέβη σε παράσταση ψευδών γεγονότων ή άλλως σε πράξεις εξαπάτησης της Τράπεζας προκειμένου να χορηγηθεί στην εταιρεία "......" δάνειο αλλά ούτε και της υπεξαιρέσεως καθόσον το χρηματικό ποσό που δανείστηκε η παραπάνω εταιρεία και δεν το απέδωσε κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου είχε περιέλθει στην κυριότητα αυτής και δεν ήταν ξένο ως προς αυτή .Τα πραγματικά αυτά περιστατικά στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της καταδολίευσης δανειστών ή της παρακώλησης άσκησης δικαιώματος που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 397 και 399 Π.Κ., αντίστοιχα, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Συνακόλουθα η αξιόποινη πράξη όπως αποδίδεται στον εκκαλούντα δεν απειλείται με βάση τους κανόνες δικαίου της Ελλάδος με ποινή φυλακίσεως άνω του έτους .Κατά συνέπεια δεν συντρέχει το διττό αξιόποινο όπως αυτό απαιτείται από το άρθρο 37 της συμβάσεως δικαστικής αρωγής μεταξύ Ελλάδος και της άλλοτε Ε.Σ.Δ.Δ. και το άρθρο 2 παρ. 1 της από 13/12/1957 Ευρωπαϊκής Σύμβασης εκδόσεως που θα παρείχε έδαφος για την έκδοση του εκκαλούντος, η δε πρωτόδικη απόφαση που αποφάνθηκε αντιθέτως, έσφαλε και πρέπει κατά παραδοχή σχετικού λόγου εφέσεως να εξαφανισθεί και να γνωμοδοτήσει το παρόν Συμβούλιο κατά της εκδόσεως ως προς το προαναφερόμενο έγκλημα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την έφεση κατά τους τύπους και στην ουσία της. Εξαφανίζει την υπ' αριθ. 63/2007 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών . Γνωμοδοτεί κατά της εκδόσεως του ως άνω εκζητουμένου αλλοδαπού στο Κράτος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, για την εγκληματική πράξη της απάτης, δηλαδή κλοπής (υπεξαίρεσης) ξένης περιουσίας μέσω εξαπάτησης και κατάχρησης εμπιστοσύνης ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από οργανωμένη ομάδα που φέρεται ότι τέλεσε σύμφωνα με το από 4-4-2007 ένταλμα σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου Tula Privokzalny Ρωσίας . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δέχεται την έφεση κατά τους τύπους και στην ουσία της. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση. Γνωμοδοτεί κατά της εκδόσεως στο Κράτος της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 415/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα- (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα και Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 15ης και 21ης Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ -Ρόσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου Χ1 , που παρέστη με την πληρεξουσία δικηγόρο του Κυριακή Βασιλάκη, κατά της υπ' αριθμ. 59/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 59/2007 απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του με αριθμό VIII ΚΟΡ 3/07 από 26-2-2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας Πολωνίας εις βάρος του ως άνω εκκαλούντος- εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε, στο Κατάστημα του Εφετείου Αθηνών την με αριθμό και ημερομηνία 245/2-11-2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή, ενώπιον της Γραμματέως αυτού Αικατερίνης Σωφρόνη, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1897/2007. Αφού άκουσε την πληρεξουσία του εκζητουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου και να εκτελεστεί το ανωτέρω αναφερόμενο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.-Με την υπ'αριθμ.2358/2007 απόφαση του δκαστηρίου τούτου έγινε τυπικά δεκτή η υπό κρίση υπ' αριθμ.245/2-11-2007 έφεση του εκζητουμένου Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 59/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την οποία το τελευταίο δικαστήριο απεφάσισε την εκτέλεση του υπό στοιχεία VIII KOP 3/07 από 26-2-2007 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας Πολωνίας. Επί της ουσίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως προκειμένου, κατά το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.3251/2004, να ζητηθούν και προσκομισθούν από το εκζητούν Κράτος έγγραφα και πληροφορίες. Ήδη, μετά την αποστολή των αιτηθέντων εγγράφων και την παροχή πληροφοριών, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η υπόθεση. ΙΙ.- Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω Ν. 3251/2004, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 αυτού, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12)μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της άνω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του αμέσως ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών (3) ετών. ΙΙΙ.- Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του διέταξε την εκτέλεση του με στοιχεία VIII KOP 3/07 από 26-2-2007 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας Πολωνίας που εκδόθηκε κατά του εκκαλούντος Πολωνού Υπηκόου και κατοίκου Αθηνών Χ1 Το ως άνω Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε με βάση την VIII KP 386/06 από 30-8-2006 απόφαση του άνω δικαστηρίου, προκειμένου να ασκηθεί κατά του εκκαλούντος-εκζητουμένου ποινική δίωξη για την κατωτέρω αξιόποινη πράξη, η οποία προδιορίζεται στο ένταλμα ως εξής: ".. Ο Χ1 είναι ύποπτος για το ότι στην περίοδο από τον Ιανουάριο του 1996 έτους μέχρι τον Αύγουστο του 2000 έτους στο ....., επίμονα αρνιόταν να καταβάλλει τα επιδόματα διατροφής προς όφελος της Κ1 και στην περίοδο από τον Ιανουάριο του 1996 έτους μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1999 έτους προς όφελος του Κ2 πράγμα που τους απείλησε με την ικανοποίηση των βασικών ζωτικών αναγκών...". Η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής διατροφής προβλέπεται, κατά τα αναφερόμενα στο υπό εκτέλεση ένταλμα, από το άρθρο 209 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα της Πολωνίας και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο (2) ετών, δεν περιλαμβάνεται όμως μεταξύ των πράξεων εκείνων για τις οποίες κατά το άρθρο 10 αρ.2 του Ν.3251/2004 επιτρέπεται η εκτέλεση του εντάλματος χωρίς τον διττό έλεγχο του αξιοποίνου. Εντεύθεν ανακύπτει η ανάγκη ελέγχου του διττού αξιοποίνου της πράξεως σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 5 και 10 παρ.1α του άνω νόμου. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 128 παρ.1, 129 παρ.1 και 2, 133 παρ.1 και 2 του Πολωνικού "Κώδικα Οικογενειακού και Κηδεμόνων-Νόμος από 25 Φεβρουαρίου 1964", προκύπτει ότι τους γονείς βαρύνει, κατ' ίσα μέρη, η υποχρέωση διατροφής των τέκνων τους, εφόσον αυτά είναι σε κατάσταση φτώχειας και αδυνατούν να συντηρηθούν αυτοτελώς από εισοδήματα της περιουσίας τους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 209 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα της Πολωνίας, "όποιος επίμονα αρνείται την επιβάρυνση σε αυτόν βάσει του νόμου ή της δικαστικής απόφασης την υποχρέωση πρόνοιας μη πληρώνοντας για τη διατήρηση του πλησιεστέρου ατόμου ή άλλου προσώπου και με αυτό διακινδυνεύει ανέφικτα στην ικανοποίηση των βασικών ζωτικών αναγκών, τιμωρείται με χρηματική ποινή, ποινή περιορισμού της ελευθερίας ή ποινή στέρησης της ελευθερίας μέχρι δύο (2) ετών. Από την σε επίσημη μετάφραση προσκομιζόμενη VRC 53/96/13-6-1996 απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας προκύπτει ότι, μετά από αγωγή της συζύγου του, ο εκζητούμενος υποχρεώθηκε να καταβάλλει, με χρονική αφετηρία την 19 Ιανουαρίου 1996, υπέρ της θυγατέρας του Κ1 ως διατροφή το ποσό των 180 ζλότι μηνιαίως και υπέρ του υιού του Κ2 ποσό 220 ζλότι μηνιαίως. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, με ποινή φυλακίσεως μέχρι ενός (1) έτους τιμωρείται όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τέτοιο τρόπο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκασθεί να δεχθεί βοήθεια άλλων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η μη καταβολή διατροφής στα τέκνα, που προβλέπεται από τον πολιτικό νόμο του εκζητούντος κράτους, έχει δε αναγνωρισθεί η υποχρέωση της διατροφής με απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, συνιστά αξιόποινη πράξη κατά τον Ποινικό Κώδικα της Πολωνίας, αλλά ταυτόχρονα είναι ποινικό αδίκημα και κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 358 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, εντεύθεν δε συντρέχουν, οι κατά τα άρθρα 5 και 10 παρ.1α του Ν. 3251/2004 προϋποθέσεις του διττού αξιοποίνου για την εκτέλεση του ενδίκου ευρωπαϊκού εντάλματος. Περαιτέρω, το ένδικο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο φέρει ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του Ν. 3251/2004 (ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία της αποφάσεως στην οποία βασίστηκε η έκδοση αυτού σύλληψης, η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός των αξιoποίνων πράξεων που αποδίδονται στον εκζητούμενο, οι περιστάσεις τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων, πληροί τις προϋποθέσεις και τους όρους της τυπικής νομιμότητάς του κατά το Ν. 3251/2004. Τέλος, δεν συντρέχει καμία από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ίδιου νόμου περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως ή δυνατότητας, αντιστοίχως, να απαγορευθεί η εκτέλεσή του, για τις προαναφερόμενη πράξη. Κατά συνέπεια, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ενδίκου ευρωπαϊκού εντάλματος, το δε Συμβούλιο Εφετών το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έστω και με άλλη αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, δέχθηκε ότι συντρέχουν οι νόμιμοι όροι για την εκτέλεση αυτού, δεν έσφαλε και ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε, η δε έφεση με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Ο εκκαλών λόγω της ήττας του πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την από 2 Νοεμβρίου 2007 και με αριθ. 245/2007 έφεση του Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 59/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Aθηνών. Και Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης. Ζητείται η εκτέλεση του με στοιχεία VIII KOP 3/07 από 26-2-2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας Πολωνίας. Το ένταλμα εκδόθηκε κατά Πολωνού υπηκόου προκειμένου να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για παραβίαση υποχρεώσεως προς διατροφή. Έφεση κατά αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την οποία διατάχθηκε η εκτέλεση του εντάλματος. Έλεγχος του διττού αξιοποίνου γιατί η πράξη της μη καταβολής διατροφής δεν εμπίπτει στα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 3251/2004 εγκλήματα. Η καταβολή διατροφής στα τέκνα προβλέπεται από τις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου της Πολωνίας. Ύπαρξη απόφασης πολιτικού δικαστηρίου που επιδικάζει διατροφή. Η μη καταβολή συνιστά ποινικό αδίκημα κατά το άρθρο 209 παρ. 1 του Πολωνικού Π.Κ. Η πράξη είναι αξιόποινη και κατά το άρθρο 358 του Π.Κ. Τυπικά δεκτή και ουσιαστικά αβάσιμη η έφεση. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση.
Έκδοση
Έκδοση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 412/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Χαρακτινιώτη, περί αναιρέσεως της 1207/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 649/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ.1 και 2 του άρθρου 216 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου απαιτείται αντικειμενικώς μεν η χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη και στη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο, περαιτέρω δε και σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, συντρέχει όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και του διατακτικού της, αφού έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη στην Αθήνα στις 19-3-1999 χρησιμοποίησε εν γνώσει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, και ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η μηνύτρια εταιρεία, με την επωνυμία "..... ΕΠΕ", που εδρεύει στην ......, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο μάρτυρας Γ1, έχουσα ως αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία κυτίων εκ χάρτου και χαρτοκυτίων, είχε συναλλαγές με την εταιρεία ".......... ΕΠΕ", η οποία έχει ως αντικείμενο την εμπορία, παραγωγή και εν γένει εκμετάλλευση τηλεοπτικών και κινηματογραφικών ταινιών, καθώς και βιντεοταινιών, και της οποίας μέλος είναι η κατηγορουμένη Χ1. Στα πλαίσια της συνεργασίας μεταξύ των ανωτέρω εταιρειών, η μηνύτρια εκτέλεσε παραγγελίες της .......... ΕΠΕ, δηλαδή προέβη σε κατασκευή κυτίων, για τις οποίες εξέδωσε κατά μήνα Ιανουάριο και Φεβρουάριο 1999 τιμολόγια-δελτία αποστολής, συνολικής αξίας 5.131.639 δραχμών. Για την πληρωμή μέρους των τιμολογίων αυτών η κατηγορουμένη χρησιμοποίησε την υπ' αριθ. ...... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 3.000.000 δραχμών και συγκεκριμένα στις 19-3-1999 οπισθογράφησε υπέρ της μηνύτριας εταιρείας την παραπάνω επιταγή, σε χρέωση του υπ' αριθμ. ...... λογαριασμού, που εκδόθηκε από τον Ζ1, νόμιμο εκπρόσωπο της ΟΕ ".......... ΟΕ", σε διαταγή της ιδίας και της οποίας η κατηγορουμένη έγινε κάτοχος δι' οπισθογραφήσεως. αν και γνώριζε ότι η εκδότρια εταιρεία ήταν ανύπαρκτη, δεδομένου ότι ο μεν αναγραφόμενος στη φερόμενη ως σφραγίδα της ΑΦ Μ δεν αντιστοιχεί, ο δε λογαριασμός στον οποίο συρόταν η επιταγή δεν ανήκε σε εταιρεία με αυτά τα στοιχεία, προέβη δε η κατηγορουμένη στην πράξη αυτή, δηλαδή στην οπισθογράφηση της επιταγής υπέρ της εγκαλούσας εταιρείας, με σκοπό να δημιουργήσει την εντύπωση στους αρμόδιους υπαλλήλους της μηνύτριας εταιρείας, στους οποίους την παρέδωσε δια χειρών του υιού της Χ, ότι πρόκειται για έγκυρη επιταγή. ... Σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της χρήσης πλαστού εγγράφου...". Εξάλλου, από το διατακτικό της ίδιας ως άνω αποφάσεως προκύπτει ότι κηρύχθηκε η ίδια ως άνω αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ένοχη για το ότι "Στην Αθήνα την 19η Μαρτίου 1999 χρησιμοποίησε εν γνώσει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και χρόνο οπισθογράφησε υπέρ της ήδη εγκαλούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με τον διακριτικό τίτλο "......... ΕΠΕ", που εδρεύει στην ....... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Γ1, την με αριθμό ...... επιταγή πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε χρέωση του με αριθμό ......... λογαριασμού, που εκδόθηκε την 30-6-1999 από τον Ζ1 νόμιμο εκπρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "........ ΟΕ" σε διαταγή τα ίδιας για δραχμές τρία εκατομμύρια (3.000.000) γνωρίζοντας ότι η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία είναι ανύπαρκτη, δεδομένου ότι ο μεν αναγραφόμενος στη φερόμενη ως σφραγίδα της ΑΦΜ δεν αντιστοιχεί, ο δε λογαριασμός στον οποίο συρόταν η επιταγή δεν ανήκει σε εταιρεία με αυτά τα στοιχεία, με σκοπό να δημιουργήσει την εντύπωση στους αρμόδιους υπαλλήλους της υπέρ ης η οπισθογράφηση εταιρείας, ότι πρόκειται για έγκυρη επιταγή. Την επιταγή αυτή την παρέδωσε στους υπαλλήλους της υπέρ ης η οπισθογράφηση εταιρείας, δια χειρών του υιού της Χ. Με αυτά που δέχθηκε στην προκειμένη περίπτωση το δίκασαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον εκτίθενται στην απόφαση αυτή όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε η ήδη αναιρεσείουσα Χ1, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 § 2 του ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι τυπική όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Έχει η προσβαλλόμενη απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς το δόλο της αναιρεσείουσας, αφού αιτιολογείται επαρκώς στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, αφενός μεν η γνώση της ότι ήταν πλαστή η υπ' αριθμ. ....... τραπεζική επιταγή, και τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων αυτή (γνώση) στηρίζεται, (μη αντίστοιχος Α.Φ.Μ, λογαριασμός που δεν ανήκει στην εταιρεία), την οποία (επιταγή) οπισθογράφησε η ίδια και την παρέδωσε δια των χειρών του υιού της Χ στους υπαλλήλους της εταιρείας ....... ΕΠΕ, αφετέρου δε ο σκοπός της να παραπλανήσει με τη χρήση της πλαστής αυτής επιταγής, τους τελευταίους ως προς το ότι ήταν δήθεν γνήσια και έγκυρη η ως άνω πλαστή επιταγή. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση πως οπισθογράφησε αυτή την επίδική επιταγή και ότι την παρέδωσε δια χειρός του υιού της στην εκκαλούσα εταιρεία, όπως και το γεγονός ότι ήταν ανύπαρκτη η επιχείρηση που φερόταν ότι την είχε εκδώσει είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίκληση των ως άνω λόγων, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τις παραδοχές αυτής και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 23 Μαρτίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 1207/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρήση πλαστού εγγράφου. Στοιχεία εγκλήματος. Απορρίπτει λόγο αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία.
2
Αριθμός 420/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, για αναίρεση της 2328/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Απριλίου 2007αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντα και στις από 27 Μαρτίου 2007 και 4 Απριλίου 2007 αιτήσεις του δευτέρου αναιρεσείοντα καθώς και στους από 22 Νοεμβρίου και 23 Νοεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους του πρώτου και από 23 Οκτωβρίου 2007 προσθέτους λόγους του δευτέρου αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 653/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η αίτηση του Χ1 καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών και να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναιρέσεως του Χ2. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 514 εδ. γ ΚΠΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης, κατά της ίδιας αποφάσεως, δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ2, διά των πληρεξουσίου του δικηγόρων ΑθανασίουΤριανταφύλλου και Ιπποκράτη Μυλωνά, άσκησε, αντιστοίχως, στις 27/3/2007 και 4/4/2007 αιτήσεις αναιρέσεως, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 473 παρ.2 ΚΠΔ), (με αριθμό πρωτ. ...... και ........, αντίστοιχα), μετά των από 23-10-2007 προσθέτων λόγων (που κατατέθηκαν στις 24-10-2007, κατά της 2328/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών . Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Εφετείο Αθηνών ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 16/3/2007, και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν . Επίσης κατά της αυτής αποφάσεως ο Χ1, κάτοικος ....... Αττικής και ήδη, κρατουμένος στη Κλειστή Φυλακή Πατρών, άσκησε την από 2-4-2007 αίτηση- δήλωση αναιρέσεως (με αρ.πρωτ. .......) μετά των από 22-11-2007 και 23-11-2007 προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν στις 23-11-2007. Οι αιτήσεις αυτές μετά των προσθέτων αυτών λόγων, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. H ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κλπ) και το παραπάνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, σε σχέση με τη συνδρομή περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, με την προσβαλλόμενη 2328/2006 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κηρύχθηκαν ένοχοι για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, πλην όμως, το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί ενοχής για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, έλαβε υπόψη του αμέσως και ευθέως, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων, που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και τα από ..... και ........ έγγραφα του ΣΔΟΕ, τα οποία, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και από το αιτιολογικό της ίδιας απόφασης δεν προκύπτει ότι τα πιο πάνω έγγραφα προέκυψαν από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που έλαβε υπόψη του και εκτίμησε το Πενταμελές Εφετείο, ώστε να θεωρηθεί, ότι αυτά απλώς διαλαμβάνονται ιστορικά. Έτσι, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Α ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης του 1ου αναιρεσείοντος και ο ταυτόσημος κατά το περιεχόμενο 1ος πρόσθετος λόγος του 2ου αναιρεσείοντος, η αίτηση του οποίου είναι παραδεκτή (509 παρ.2 ΚΠΔ), παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2328/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών . Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως και πρόσθετων λόγων. Ακυρότητα από τη λήψη υπόψη εγγράφων που δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν. Ναρκωτικά. Αναίρεση της απόφασης.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ναρκωτικά, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
0