text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 129/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη,Βασίλειο Κουρκάκη-Eισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. x1 2. x2 που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φραγκίσκο Πολυκράτη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1580/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20 Μαρτίου 2006 δυο αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 685/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή οι υπό κρίση από 20 Μαρτίου 2006 δύο αιτήσεις αναιρέσεως των 1) x1 και 2) x2, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με αριθμό 1580/2006, είναι παραδεκτές και οι λόγοι τους ταυτόσημοι, πρέπει λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, να συνεκδικαστούν. ΙΙ. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυε, κατά το χρόνο που φέρεται ότι τελέσθηκε από τους κατηγορουμένους η αξιόποινη πράξη που τους αποδίδεται, "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτή, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτήν. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξης, απαιτείται επί πλέόν και ορισμένος σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) όμως και στο έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία, τέλος, της αποφάσεως, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1580/2006 απόφασής του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι, υπό την ιδιότητά τους, ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ο πρώτος, και Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ο δεύτερος, της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΜΠΕΣΤΚΑΡ Ανώνυμη Εμπορική Εταιρία Εισαγωγής και Πωλήσεων Αυτοκινήτων και Ανταλλακτικών Αυτοκινήτων" και κατόπιν σχετικής αποφάσεως που έλαβαν στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της εταιρείας την ..... (βλ. το ..... πρακτικό) υπέβαλαν στις 17-3-99 μήνυση στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, υπογεγραμμένη μάλιστα από τον 2ο από αυτούς (εγχειρισθείσα από τον δικηγόρο τους Σ. Παπαμιχαήλ) κατά τον νυν εγκαλούντα ψ1, με την οποία τον καταμήνυσαν ότι ετέλεσε σε βάρος της εταιρείας τους, μετά των λοιπών άλλων έξι (6) καταμηνυθέντων, τις αξιόποινες πράξεις απάτης εκ της οποίας η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από κοινού, ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως, υπεξαγωγής εγγράφων κατ' εξακολούθηση και υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, κατά το διάστημα από 1-1-1996 έως 10-10-1996, με βάση δε αυτή τη μήνυση ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του. Όμως με το 1800/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητο (απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση κατ' αυτού με το 2150/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και κατά του τελευταίου δεν ασκήθηκε αναίρεση σύμφωνα με το ως άνω πιστοποιητικό), ο νυν εγκαλών απηλλάγη των κατηγοριών κατ' ουσίαν. Οι κατηγορούμενοι έχον τελέσει την ψευδή καταμήνυση, αφού τόσον από το αμετάκλητο ως άνω βούλευμα (που δεν παράγει δεδικασμένο περί της τελέσεως της ψευδούς καταμήνυσης, Α.Π. 610/83 ΠΧ ΛΓ 894), όσον και από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία (μάρτυρες - έγγραφα) προέκυψε ότι ο εγκαλών δεν διέπραξε σε βάρος της ως άνω ανώνυμης εταιρείας τις αξιόποινες πράξεις που του καταλόγιζαν οι νυν κατηγορούμενοι, και ότι ο μόνος υπεύθυνος ήταν ο διευθυντής πωλήσεων των αυτοκινήτων της ........ (συγκατηγορούμενός του τότε). Στην ψευδή καταμήνυση προέβησαν οι κατηγορούμενοι δολίως (αφού κατά το χρόνο της καταμήνυσης γνώριζαν ότι ο ψ1, μηνυτής, αγόραζε πάντα αυτ/τα τοις μετρητοίς από την εταιρεία τους και όχι με πίστωση και με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος) και ενήργησαν με σκοπό να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, πράγμα που έγινε. Ο ισχυρισμός δε των κατηγορουμένων περί ελλείψεως δόλου, περί "λάθους" και "παραδρομής" για το όνομα του μηνυτή ψ1 που περιελήφθη στη μήνυσή τους μετά των λοιπών κατηγορουμένων, το οποίο και αποδίδουν στον συντάξαντα την μήνυση Σ. Παπαμιχαήλ, ελέγχεται αβάσιμος, αφού αυτοί, μετά την έκδοση του απαλλακτικού 1800/2001 βουλεύματος, όσον αφορά τον μηνυτή ψ1, άσκησαν έφεση κατά της απαλλακτικής αυτής διατάξεώς του, που σημαίνει ότι επέμεναν στην μήνυσή τους και δεν πρόκειται για "λάθος" ή "παραδρομή" που ισχυρίζονται. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική κρίση για τους κατηγορουμένους για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως από κοινού και επέβαλε στον καθένα από αυτούς ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος και ψευδούς καταμήνυσης από κοινού για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45 και 229 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες αιτιάσεις: α) αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που αναφέρθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικά μέσα ούτε (ανάγκη) της αξιολογήσεώς του. Από την αναφορά στο προοίμιο της αιτιολογίας ότι το δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, έλαβε υπόψη του, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως, αναμφιβόλως προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και την κατάθεση του μάρτυρα .......... 2) αναφέρονται στην αιτιολογία, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη, η υποβολή, δηλαδή, μηνύσεως, καθώς και τα περιστατικά που αναφέρονται στη μήνυση και τα οποία ήταν ψευδή και 3) αιτιολογείται ιδιαιτέρως το στοιχείο της γνώσεως από μέρους των κατηγορουμένων της αναλήθειας των αναφερομένων περιστατικών που διέλαβαν στη μήνυσή τους, τον άμεσο δηλαδή δόλο τους, καθώς και ο σκοπός τους να προκληθεί η δίωξη του μηνυτή, ο οποίος επιτεύχθηκε με την άσκηση εναντίον της ποινικής δίωξης για τις αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες είχε απαλλαγεί με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητο. Η αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της εταιρείας του δεν αποφασίσθηκε να υποβληθεί μήνυση και κατά του μηνυτή ψ1 γι' αυτό, και στο προαναφερόμενο πρακτικό δεν περιλαμβάνεται το όνομά του, είναι χωρίς έννομη επιρροή, δεδομένου ότι στην υποβληθείσα από τους ίδιους (κατηγορουμένους) μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών περιλαμβάνεται και το όνομα του ως άνω μηνυτή, ανεξάρτητα βέβαια από το ότι η ποινική δίωξη για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις κακουργηματικής απάτης, πλαστογραφίας μετά χρήσεως, υπεξαγωγής εγγράφων και υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεις ασκείται και αυτεπαγγέλτως. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, και καθό μέρος βάλλουν κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ως απαράδεκτοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βεβαία η ανάγνωση τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 519 παρ. 1 περ. Α' του ΚΠοινΔ, γιατί στερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία, για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώστηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του. διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Τριμελές Εφετείο Αθηνών στήριξε την κρίση του για την ενοχή των κατηγορουμένων, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, περιλαμβάνονται κα τα ακόλουθα: "......4) το με αρ. .... πρακτικό της ..... και 5) το με αρ. πρωτ. ..... πιστοποιητικό". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών και της αριθμήσεώς τους, εφόσον μάλιστα, δεν προκύπτει ότι στη δικογραφία υπήρχαν και άλλα έγγραφα, φέροντα μάλιστα τον ίδιο τίτλο, αριθμό και ημερομηνία με αυτά με διαφορετικό περιεχόμενο, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά του και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων για τον προσδιορισμό τους, αφού ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης των κρινομένων αιτήσεων, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ απόλυτης ακυρότητας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πών αριθμούμενα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, με αποτέλεσμα να στερηθεί αυτός της δυνατότητας να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 20 Μαρτίου 2006 δύο αιτήσεις των 1) χ1 και 2) χ2, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1580/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους άνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ψευδούς καταμηνύσεως. Αιτιολογημένη καταδίκη των αναιρεσειόντων για ψευδή καταμήνυση από κοινού. Δεν εχώρησε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας αφού η ταυτότητα των αναγνωσθέντων εγγράφων προσδιορίζονται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση. Απορρίπτονται οι αιτήσεις αναιρέσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ψευδής καταμήνυση.
0
Αριθμός 128/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Νίκα, περί αναιρέσεως της 1051/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 176/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά δε: α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος. Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον πάντως το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οικονομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της απόφασης συνιστά κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη 1051/2006 απόφασή του κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών ανασταλείσα επί τριετία. Με την ίδια πιο πάνω απόφαση κηρύχθηκε, ομόφωνα, ένοχος για την ίδια πράξη (ανθρωποκτονία από αμέλεια) και ο Χ2 , που δεν είναι τώρα διάδικος, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επίσης δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, το Τριμελές Εφετείο δέχθηκε, όσον αφορά τον κατηγορούμενο Χ2,ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος αναφέρει προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις ...., στη Σαλαμίνα, ο ηλεκτροσυγκολητής ......, εργαζόταν στη δεξαμενή αρ. ... (αριστερή) του πλοίου ".....", ως μέλος του συνεργείου της εδρεύουσας στον Πειραιά εταιρίας με την επωνυμία "Ναυπηγεία Κυνόσουρας Α.Ε." η οποία είχε αναλάβει την επισκευή του πλοίου. Τη στιγμή που ο εν λόγω τεχνίτης επιχείρησε να συγκολλήσει δύο ντίζες βανών με ηλεκτροσυγκόλληση, προκλήθηκε ανάφλεξη και πυρκαϊά, συνεπεία της οποίας υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα στο σώμα του, από τα οποία επήλθε ο θάνατός του, δεδομένου και του ότι δεν κατόρθωσε να απομακρυνθεί εγκαίρως. Ο θάνατος του εν λόγω εργαζομένου, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, σχηματισθείσα ομοφώνως, οφείλεται σε αμέλεια του 1ου των κατ/νων Χ2 υπεύθυνου του συνεργείου επισκευής του πλοίου, στο οποίο (συνεργείο), όπως προελέχθη, εργαζόταν ο θανών, δεδομένου ότι από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το προαναφερθέν αποτέλεσμα της πράξης του. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ενώ ήταν υπεύθυνος του συνεργείου και επομένως υπόχρεος για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων, δεν μερίμνησε, πριν από την εκτέλεση της ανωτέρω εργασίας (ηλεκτροσυγκόλλησης) με χρήση φλόγας (θέρμης) στην υπ’ αριθμ. 7 αριστερή δεξαμενή του πλοίου "......" α) για την καλή απομόνωση των σωληνώσεων που εισέρχονταν στη δεξαμενή, για να αποφευχθεί διαρροή και συγκέντρωση επικίνδυνων αερίων στο χώρο της (άρθρο 5 παρ. 1 περ. α’ και 11 παρ. 1 περ. α’ Π.Δ/τος 70/1990), β) για την εκτέλεση μετρήσεων της συγκέντρωσης εκρηκτικών αερίων κάθε 3 ώρες, ώστε σε περίπτωση που διαπιστωνόταν ότι η συγκέντρωσή τους υπερέβαινε το 1% του κατωτέρου ορίου εκρηκτικότητας, να διακόψει τις εργασίες και να διατάξει τον εξαερισμό του χώρου (άρθρο 22 παρ. 1 περ. α’ Π.Δ/τος 70/1990), γ) για τον σε κάθε περίπτωση εξαερισμό του χώρου κατά την εκτέλεση της ηλεκτροσυγκόλλησης (άρθρο 14 περ. α’ Π.Δ/τος 70/1999) και δ) για την ύπαρξη κλίμακας ανόδου - καθόδου στη δεξαμενή (άρθρο 14 περ. γ’ και 41 παρ. 3 του ίδιου Π.Δ.), ενώ τέλος δεν είχε διαθέσει στους εργαζόμενους στη συγκεκριμένη δεξαμενή ειδικές στολές με ατομικές αναπνευστικές συσκευές, κατάλληλες για τη διάσωση των εργαζομένων σε περίπτωση κινδύνου". Περαιτέρω το πιο πάνω Δικαστήριο δέχθηκε, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Συνυπαίτιος επίσης για το θάνατο του ανωτέρω εργαζομένου είναι και ο 2ος των κατηγορουμένων ....., ο οποίος από έλλειψη της προσοχής την οποία, ενόψει των κατά τον ως άνω χρόνο συνθηκών και περιστάσεων, όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει, δεν προέβλεψε το προαναφερθέν αποτέλεσμα της πράξης του. Συγκεκριμένα, από όλα τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας σκέψης αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι, ενώ αυτός ήταν χημικός ναυτιλίας και αρμόδιος για την έκδοση, κατόπιν ελέγχου, πιστοποιητικών απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια (GAS FREE), προέβη σε πλημμελή έλεγχο της ως άνω δεξαμενής, και κατόπιν αυτού εξέδωσε το υπ’ αριθμόν ..... πιστοποιητικό απαλλαγής (αυτής) από επικίνδυνα αέρια (Gas Free) με χρονική διάρκεια ισχύος του από τις 07:15’ ώρα της 2-2-2000 μέχρι την 13:15’ ώρα της 3-2-2000. Με βάση το ενλόγω πιστοποιητικό, η προαναφερθείσα δεξαμενή χαρακτηρίστηκε "ασφαλής για τον άνθρωπο - ασφαλής για θερμές εργασίες" μολονότι η συγκέντρωση επικίνδυνων αερίων ήταν κατά πολύ ανώτερη του κατωτάτου ορίου εκρηκτικότητας (μέχρι 1%) και συγκεκριμένα η συγκέντρωση τέτοιων αερίων σ’ αυτή τη δεξαμενή κυμαινόταν κατά τον ως άνω χρόνο σε ποσοστό 40% - 67% του LEL (κατώτερο όριο ευφλεκτικότητας). Σημειώνεται ότι ο έλεγχος που όφειλε, ενόψει των ως άνω περιστάσεων και μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, να διενεργήσει ο προαναφερθείς κατηγορούμενος, έπρεπε, να είναι επισταμένος, αν ληφθεί υπόψη το είδος του τελευταίου φορτίου που είχε μεταφέρει το πλοίο αυτό και συγκεκριμένα νάφθα (λίαν πτητικό και εύφλεκτο προϊόν), το οποίο υπήρξε και μία από τις αιτίες πρόκλησης της έκρηξης που είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του παραπάνω εργαζομένου. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατά το χρόνο κατά τον οποίον αυτός πραγματοποίησε τη μέτρηση στην υπόψη δεξαμενή για ύπαρξη επικίνδυνων αερίων και εξέδωσε, κατόπιν αυτής το ως άνω, ισχύον, κατά το χρόνο της ένδικης έκρηξης πιστοποιητικό (GAS FREE) η προαναφερθείσα δεξαμενή δεν είχε τέτοια αέρια και ότι αυτά, εκ των υστέρων συγκεντρώθηκαν επειδή κάποιος από το πλήρωμα του πλοίου, μετά από τον διενεργηθέντα από αυτόν έλεγχο, και την έκδοση του πιστοποιητικού, άνοιξε το σωλήνα της γραμμής εξισορρόπησης για να ελεγχθεί αν δουλεύει από κανένα από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα δεν επιβεβαιώθηκε ούτε ενισχύθηκε. Ούτε, βέβαια, και εξηγήθηκε σε τι θα εξυπηρετούσε και για ποιο λόγο θα μπορούσε να ανοιχθεί από το πλήρωμα ο σωλήνας αυτός προκειμένου να ελεγχθεί αν λειτουργεί και μάλιστα καθ’ον χρόνο διενεργούντο στην πιο πάνω δεξαμενή εργασίες ηλεκτροσυγκόλλησης. Κατ’ ακολουθίαν, ο θάνατος του παραπάνω εργαζομένου οφείλεται και στην ως άνω περιγραφομένη αμελή συμπεριφορά του 2ου κατηγορουμένου, χωρίς την οποία το αποτέλεσμα αυτό δεν θα επήρχετο". Με βάση τις παραδοχές αυτές η πλειοψηφούσα γνώμη του πιο πάνω Δικαστηρίου έκρινε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας από μη συνειδητή αμέλεια. Έτσι κρίνοντας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα παραπάνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 του Π.Κ., που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή με άλλο τρόπο παραβίασε. Ειδικότερα, η πλειοψηφούσα γνώμη του Εφετείου, αναφορικά με τον αναιρεσείοντα, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, εξέθεσε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα συγκρούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά και προσδιόρισε σαφώς την μορφή της μη συνειδητής αμέλειας, αλλά και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτός ενεργούσε και δέχθηκε ότι από έλλειψη της προσοχής, που αυτός όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η ενέργειά του, με αποτέλεσμα να επιφέρει τον θάνατο του εργαζομένου... Ακόμη, η πλειοψηφούσα γνώμη του ως άνω Δικαστηρίου της ουσίας επαρκώς αιτιολογεί τον υφιστάμενο μεταξύ της επιδειχθείσας από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος, αιτιώδη σύνδεσμο, που αξιώνεται για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ο οποίος δεν διακόπηκε λόγω της παρεμβληθείσας αμελούς συμπεριφοράς του συγκατηγορουμένου του Χ2 υπεύθυνου του συνεργείου επισκευής του πλοίου, στο οποίο (συνεργείο) εργαζόταν ο θανών, η οποία δεν αποκλείει την ευθύνη του αναιρεσείοντος, που είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη εκείνης, δεδομένου ότι αυτή (αμελής συμπεριφορά του υπεύθυνου του συνεργείου και του αναιρεσείοντος), αυτοτελώς κρινόμενη συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνονται σε αυτή και τα επιπλέον στο αναιρετήριο αναφερόμενα στοιχεία και ειδικότερα να προσδιορίζεται σε τι συνίστατο "ο πλημμελής έλεγχος" της δεξαμενής στον οποίο προέβη ο αναιρεσείων και ποιες οι συγκεκριμένες πράξεις ελέγχου στις οποίες έπρεπε να προβεί ο ίδιος για την ανίχνευση επικίνδυνων αερίων ούτε, επίσης, να προσδιορίζονται ποιες επακριβώς εξατομικευμένες ενέργειες καθιστούν "επιστάμενο έλεγχο". Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1051/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία αμέλειας. Επί συμπτώσεως αμελείας πολλών, καθένας ευθύνεται για τη δική του αμέλεια, η οποία κρίνεται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την αμέλεια των άλλων. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντα και κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία από αμέλεια (μη συνειδητή). Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια.
0
Αριθμός 127/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1 που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη-Μαρία Καϋμενάκη, περί αναιρέσεως της 11292/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 519/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο, να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 11292/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος απόπειρας απάτης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ενώ ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κηρύχθηκε αθώος της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα απάτης: Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης παραδεκτώς αλληλοσυμπληρούμενο με το διατακτικό της, το πιο πάνω Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν, αναφορικά με τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, ότι αυτός έχει τελέσει την πράξη της απόπειρας απάτης που του αποδίδεται. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στον τόπο και χρόνο που αναφέρονται στο διατακτικό, με σκοπό να αποκομίσει η εταιρία "........ Ε.Π.Ε.", της οποίας είναι εταίρος, παράνομο περιουσιακό όφελος που συνίστατο στη διατήρηση από αυτή της κυριότητας των κινητών πραγμάτων ιδιοκτησίας της που κατασχέθηκαν με την υπ' αριθμ. ...... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας ......., αξίας 6.000.000 δραχμών, παρέστησε ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αθηνών Αθηνά Αριστείδου - Καζαντζίδου, νόμιμη αναπληρώτρια της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Ευθυμίου - Παπακώστα που είχε διορισθεί υπάλληλος του πλειστηριασμού, στον ......, που ήταν εκπρόσωπος τον επισπεύδοντα τον πλειστηριασμό πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, καθώς επίσης και στον ενδιαφερόμενο να πλειοδοτήσει στον πλειστηριασμό ........, ότι οι αεροψυκτήρες που τους έδειξε ότι επρόκειτο να πλειστηριαστούν και βρίσκονταν την ημέρα εκείνη στην αυλή του εργοστασίου της ανωτέρω οφειλέτριας εταιρίας στο 32ο χιλ/τρο της Εθνικής οδού .... - ....... ήταν δήθεν οι ίδιοι τέσσερις αεροψυκτήρες με το μοτέρ κι τα παρελκόμενά τους, που είχαν κατασχεθεί με την προαναφερόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, για οφειλή της εταιρίας του προς τον πολιτικώς ενάγοντα 23.713,691 δραχμών και είχαν εκτιμηθεί αντί 6.000.000 δραχμών και είχαν τεθεί υπό την μεσεγγύηση και φύλαξη του συγκατηγορουμένου του, ενώ γνώριζε ότι οι αεροψυκτήρες αυτοί δεν ήταν εκείνοι που είχαν κατασχεθεί, αλλά ήταν άλλοι εκτός λειτουργίας που δεν είχαν ποτέ συνδεθεί με την ψυκτική εγκατάσταση της εταιρίας και η αξία τους ανερχόταν μόλις στο ποσό των 20.000 δραχμών περίπου, γιατί ήταν φθαρμένοι, σκουριασμένοι και άχρηστοι. Από λόγους όμως ανεξαρτήτως με τη θέλησή του δεν επήλθε το αποτέλεσμα που αυτός επιδίωκε, δηλαδή, η διατήρηση της κυριότητας από την οφειλέτρια εταιρία της αξίας των 6.000.000 δραχμών κατασχεθέντων αεροψυκτήρων με την εκπλειστηρίαση στη θέση τους των ανωτέρω επιδειχθέντων αξίας 20.000 δραχμών, με αντίστοιχη ζημία του πλειοδότη, διότι η αντικατάσταση αυτών έγινε αντιληπτή από τα ανωτέρω ενδιαφερόμενα πρόσωπα και έτσι ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πρέπει ο εν λόγω κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής. Με τις πιο πάνω παραδοχές του το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απόπειρας απάτης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 α και 386 παρ. 1α του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση η μερική επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, διότι το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, και καθό μέρος βάλλει κατά της ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ως απαράδεκτος. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις με σκοπό να προσκομιστούν νέες αποδείξεις. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. Διαφορετικά, αν δηλαδή, απορρίψει το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, ενώ η μη απάντηση στο αίτημα αυτό (σιγή απόρριψης συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' λόγο αναίρεσης. Η υποβολή της αίτησης για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει με το σχετικό λόγο της ένδικης αίτησης, όπως εκτιμάται, έλλειψη ακρόασης, με την ειδικότερη αιτίαση ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας "υπέβαλε αίτημα στο δικάσαν Εφετείο να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως προκειμένου να κληθούν εκ νέου οι απολειπόμενοι αλλά βασικοί μάρτυρες της υποθέσεως δηλαδή η συμβολαιογράφος του πλειστηριασμού και ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής και ότι το αίτημά του αυτό δεν έγινε δεκτό και επιπλέον δεν καταγράφηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση". Από τα πρακτικά, όμως, του παραπάνω δικαστηρίου, που επισκοπούνται από το Δικαστήριο τούτο για τον αναιρετικό έλεγχο, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του το επικαλούμενο αίτημα, ενώ δεν ζητήθηκε η διόρθωση των ως άνω πρακτικών κατά τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Χωρίς την παραπάνω προϋπόθεση δεν θεμελιώνεται έλλειψη ακρόασης του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για τον προαναφερόμενο λόγο, που συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας, γι' αυτό και ο άνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ λόγος της αίτησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11292/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, με σκοπό να προσαχθούν νέες αποδείξεις. Το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απόρριψής του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. Αν απορρίψει το αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στο αίτημα (σιγή απόρριψης συνιστά έλλειψη ακρόασης, η οποία θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. β΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης). Η υποβολή της αίτησης αυτής πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών παρά μόνο με προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωση τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 Κ.Π.Δ. . Αλλιώς δεν θεμελιώνεται έλλειψη ακρόασης του κατηγορουμένου, που συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος με την προσβαλλόμενη απόφαση για απόπειρα απάτης. Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης
Πρακτικά συνεδρίασης
Απάτη, Αναβολής αίτημα, Πρακτικά συνεδρίασης.
0
Αριθμός 125/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 2865/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 52/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3424/1955, όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 1408/1983, αγοραστής αγροτικών προϊόντων, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 992/1979 (ήτοι προϊόντων εδάφους, κτηνοτροφίας κλπ) για μεταπώληση εξαγωγή ή βιομηχανοποίηση, που καθίσταται υπερήμερος για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς ή συνεταιρισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή μέχρι 500.000 δραχμών διωκόμενος αυτεπαγγέλτως. Εάν ο αγοραστής των αγροτικών προϊόντων είναι εταιρία, ευθύνεται ο με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος αυτής καθώς και ο δια λογαριασμό της συμβληθείς αντιπρόσωπος, την αυτήν δε ευθύνην υπέχει και ο ενεργήσας την αγοράν δια λογαριασμόν άλλου αντιπρόσωπος αυτού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 340 ΑΚ, ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή, εκτός αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνήθηκε ορισμένη δήλη ημέρα, οπότε ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής (άρθρ. 341 παρ. 1 ΑΚ). Εξάλλου, η απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο και ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση, ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψης, συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2865/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάστηκε γι απράβαση του άρθρου 1 του ν.δ. 3424/1955 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 1409/1983 κατ’ εξοκολούθηση ήτοι γιατί κατέστη υπερήμερος για την καταβολή του τιμήματος γεωργικών προϊόντων και για υπεξαίρεση, σε συνολική ποινή εννέα (9) μηνών ανασταλείσα επί τριετία και χρηματική ποινή 600 ευρώ. Από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του προέβαλε παραδεκτώς τον αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσεως της υπερημερίας ως προς την καταβολή του τιμήματος για το λόγο ότι η αγοράστρια εταιρία με την επωνυμία "ΠΕΛΛΑ ΑΒΕΕ" που εκπροσωπούσε είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ’ αριθμ. 10/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, ορισθέντος χρόνου παύσεως των πληρωμών της, της 8-8-2000, ήτοι προγενέστερου της δήλης ημέρας προς πληρωμή (1-1-2001 και συνεπώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 537 και 679 παρ. 4 του Εμπορικού Νόμου δεν υπήρχε νομική δυνατότητα πληρωμής του τιμήματος των προϊόντων την 1-1-2001. Επί του νομίμου όμως αυτού αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου (άρθρ. 2 του α.ν. 635/1937, 537 και 679 παρ. 4 του Εμπορικού Νόμου, δεν απάντησε καθόλου το δικάσαν Εφετείο και έτσι εχώρησε έλλειψη ακρόασης εκείνου. Επομένως είναι βάσιμος ο συναφής λόγος αναίρεσης της ένδικης αίτησης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠοινΔ, κατ’ εκτίμηση, και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άρθρο 519 ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2865/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράβαση του άρθρου 1 του ν.δ. 3424/1955, όπως ισχύει (υπερημερία καταβολής τιμήματος γεωργικών προϊόντων), για έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., διότι το δικαστήριο που την εξέδωσε δεν απάντησε στον υποβληθέντα από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσεως της υπερημερίας, λόγω πτωχεύσεως της εταιρείας (αγοράστριας των αγροτικών προϊόντων) που εκπροσωπούσε ο αναιρεσείων, με ορισθέντα χρόνο παύσεως των πληρωμών της, προγενέστερο της ορισθείσας δήλης ημέρας εξοφλήσεως του τιμήματος και της εντεύθεν νομικής αδυναμίας προς καταβολή του τιμήματος.
Ακροάσεως έλλειψη
Ισχυρισμός αυτοτελής, Ακροάσεως έλλειψη, Καθυστέρηση τιμήματος αγροτικών προϊόντων, Πτώχευση.
1
Αριθμός 124/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 150/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα). Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1201/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 368/10-10-2007, ως και την από 15 Σεπτεμβρίου 2006 με αριθμό 35 έκθεση παραιτήσεως του ως άνω κατηγορουμένου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: O Χ1 άσκησε στις 11-9-2006 ενώπιον του γραμματέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας -δια ειδικού πληρεξουσίου- την υπ'αριθμ. 34/2006 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ'αριθμ. 150/13-5-2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 4-10-2005 και με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η υπ'αριθμ. 71/2004 έφεσή του κατά της υπ'αριθμ. 6684/3-12-2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας με την οποία είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και δέκα ημερών για παραβάσεις του άρθρου 66 ν.2121/93 και 22, 55 της Αιβ/8577/83 Υγ. Διάταξης, προβάλλων τους αναφερομένους σ'αυτή (έκθεση αναίρεσης) λόγους. 'Ηδη ο ανωτέρω αναιρεσείων στις 15-9-2006 ο ίδιος, ενώπιον του αυτού γραμματέα του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, δήλωσε ότι παραιτείται από την άνω ασκηθείσα αναίρεση, συνταχθείσης της υπ'αριθμ. 35/2006 έκθεσης. Ενόψει τούτων -και των άρθρων 476, 475 Κ.Ποιν.Δ.- η ασκηθείσα αναίρεση είναι και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 34/2006 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της υπ'αριθμ. 150/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που συνεδρίασε στη Χαλκίδα? Να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος του. Αθήνα 17 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. Που αναφέρθηκε στην από 15 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση παραιτήσεως, πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1, 475 παρ. 1, 476 παρ.1 και 513 παρ.1 του ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του και από εκείνον που τη δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο (ως Συμβούλιο) κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων Χ1 με την από 15-9-2006 δήλωση του ενώπιον του γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. 35/2006 σχετική έκθεση, παραιτήθηκε ρητώς από την από 11-9-2006 αίτηση, με αριθμ.34/2006, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 150/13-5-2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ένδικο αυτό μέσο πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 4 του Ν 2943/2001). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-9-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 150/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγω της παραίτησης απορρίπτεται ως απαράδεκτη η ένδικη αίτηση αναίρεσης.
Παραίτηση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Παραίτηση.
0
Αριθμός 122/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ψ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 46/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Μεταβατικού Εφετείου Δωδεκανήσου στην Κω. Το Τριμελές Μεταβατικό Εφετείο Δωδεκανήσου Κω, με το ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1654/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 470/28-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το δικαστήριο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου - που δίκασε ως μεταβατικό στην Κω -, με την υπ'αριθμ. 46/2007 απόφασή του, που εκδόθηκε κατ'έφεση, κήρυξε ως απαράδεκτη την υπ'αριθμ. 19/9-2-2007 έφεση του Ψ1 κατά της υπ'αριθμ. 1499/24-11-2000 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω (με την οποία είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 4 ετών για πλαστογραφία με χρήση και απάτη), της οποίας διέταξε και την εκτέλεση. Η άνω απόφαση (46/2007) - που εκδόθηκε με την αυτοπρόσωπη παρουσία του εκκαλούντος, καταχωρήθηκε στο βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ στις 23-7-2007 (βλ. την οικεία βεβαίωση της γραμματέα). Κατ'αυτής άσκησε αναίρεση με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δη στις 11-9-2007 ο Μιχαήλ Μαυρομιχάλης - δικηγόρος- ως πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού (Ψ1) προβάλλων ως λόγο αναιρέσεως ακυρότητα της επίδοσης της κλήσεώς του ως κατηγορουμένου, χωρίς όμως να προσκομίζεται σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο του κατηγορουμένου ή να γίνεται μνεία περί αυτού στην έκθεση αναίρεσης. ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις ασκήσεώς του, το δικαστήριο (ως συμβούλιο) - όταν πρόκειται για προσβαλλόμενη απόφαση- κηρύσσει αυτό απαράδεκτο. Επειδή κατά το άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠΔ το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα..... Εξ άλλου ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 2 ΚΠΔ, το δε πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του, προσαρτάται στη σχετική έκθεση, εκτός εάν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε μπορεί αυτό (πληρεξούσιο) να προσκομισθεί στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο μέσα σε 20 ημέρες από την άσκησή του, άλλως το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο (άρθρο 465 παρ. 1 ΚΠΔ). Τέλος, το ένδικο μέσο κατά καταδικαστικής και μόνον απόφασης (βλ. ΑΠ 235/2006, ΑΠ 2062/2003 κ.α.) μπορεί να ασκηθεί αφενός μεν από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση καθ'ήν εκδόθηκε η άνω απόφαση αφετέρου δε μπορεί να ασκηθεί από τον καταδικασθέντα με δήλωση που περιέχει όσα ορίζει η παρ. 2 του άρθρου 474 ΚΠΔ η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. - βλ. 465 παρ. 2, 473 παρ. 2 ΚΠΔ - Επομένως άσκηση αναίρεσης από πληρεξούσιο δικηγόρο για λογαριασμό του κατηγορουμένου χωρίς την ύπαρξη πληρεξουσίου εγγράφου του τελευταίου προς τον ασκήσαντα αυτή (αναίρεση) δεν είναι δυνατή εάν πρόκειται για μη καταδικαστική απόφαση, όπως επίσης δεν είναι δυνατή η άσκηση αναίρεσης με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου όταν δεν πρόκειται για καταδικαστική απόφαση, όπως επίσης δεν νοείται προσκόμιση ελλείποντος πληρεξουσίου εγγράφου όταν η αναίρεση ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενώ δεν πρόκειται για καταδικαστική απόφαση ήταν όταν ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της προσβαλλομένης απόφασης. Επειδή ως καταδικαστική απόφαση είναι αυτή με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σ'αυτόν ποινή (βλ. ΑΠ 466/2007, ΑΠ 2378/2005, ΑΠ 5/2000 ολ. κ.α.). Επομένως δεν είναι τέτοια η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 1279/2000, ΑΠ 1342/2001, ΑΠ 1340/2001, ΑΠ 273/2007, ΑΠ 134/2004 κ.α.). Επειδή όταν η απόφαση απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται αναίρεση (άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠΔ) πλην όμως οι λόγοι αυτής αναφέρονται αποκλειστικά στην μη ορθότητα της κρίσης περί του απαραδέκτου (βλ. ΑΠ 869/2006, ΑΠ 2426/2005, ΑΠ 1119/2005 κ.α.). Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη γιατί έχει ασκηθεί από πρόσωπο μη δικαιούμενο χωρίς πληρεξούσιο έγγραφο από τον δικαιούμενο κατηγορούμενο, έχει ασκηθεί χωρίς τη διατύπωση που απαιτεί ο νόμος, δηλ. με δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα αλλά με διατύπωση που δεν προβλέπει ο νόμος, η οποία αναφέρεται σε καταδικαστική απόφαση, ενώ η προσβαλλομένη δεν είναι τέτοια. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α -------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 526/2007 αναίρεση του Ψ1 κατά της υπ'αριθμ. 46/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου - που συνεδρίασε στην Κω - να διαταχθεί η εκτέλεση αυτής και να καταδικαστεί ο ανωτέρω στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 31 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του ΚΠοινΔ "Με την επιφύλαξη της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή ή δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 473 του ίδιου Κώδικα "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1....". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως κατά μη καταδικαστικής απόφασης ασκείται μόνον με δήλωση ενώπιον των περιοριστικώς αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθρου 474 προσώπων και όχι με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αφορά μόνον στην καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την έφεση του κατηγορουμένου κατά καταδικαστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της δεν είναι καταδικαστική. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε (μεταξύ άλλων περιπτώσεων) χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο για την άσκησή του, κηρύσσεται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο σε συμβούλιο απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 46/2007 απόφαση του Τριμελούς Μεταβατικού Εφετείου Δωδεκανήσου στην Κω, όπως απ' αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η έφεση του αναιρεσείοντος Ψ1 κατά της υπ' αριθμ. 1499/2000 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω, με την οποία είχε κηρυχθεί αυτός ένοχος για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και απάτη από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη και του είχε επιβληθεί συνολική ποινή τεσσάρων (4) ετών. Συνεπώς, η κρινόμενη από 11-9-2007 αίτηση αναιρέσεως του ανωτέρω κατηγορουμένου κατά της μη καταδικαστικής, κατά τα προεκτεθένα, 1499/2000 απόφασης, ασκηθείσα με επίδοση δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου, Μιχαήλ Μαυρομιχάλη του αναιρεσείοντος, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 11-9-2007 και όχι κατ τον οριζόμενο στο άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠοινΔ τρόπο, είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες για την άσκησή της διατυπώσεις (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Κατ' ακολουθίαν, μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να προσέλθει και εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠοινΔ) κατά την επί του φακέλλου επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα και τη μη εμφάνισή του, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Ψ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 46/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Μεταβατικού Εφετείου Δωδεκανήσου στην Κω. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, δεν είναι καταδικαστική και ως εκ τούτου η αναίρεση κατ’ αυτής δεν μπορεί να ασκηθεί με δήλωση του καταδικασθέντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, διότι καίτοι δεν στρέφεται κατά καταδικαστικής απόφασης, αφού με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), ασκήθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 119/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 63885/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 720/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και γι' αυτό απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του, αντικειμενικώς, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από το νόμο στοιχείων και τη θέση της υπογραφής του εκδότη επί του εντύπου και αφετέρου έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικώς δε γνώση του εκδότη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, της ελλείψεως αυτής (ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων) και τη θέληση ή την αποδοχή πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Εξ άλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρεπτά κατ' είδος αναφέρει ο κατηγορούμενος, στον ...., στις 22-3-2000, εξέδωσε την υπ' αριθμ. ..... επιταγή, ποσού 1.800.000 δρχ. πληρωτέα σε διαταγή .... Ο. Ε. από την Εθνική Τράπεζα. Η επιταγή αυτή μεταβιβάστηκε στην τράπεζα Κύπρου, τελευταία κομίστρια αυτής, από την ως άνω εταιρεία. Ακολούθως, η παραπάνω επιταγή εμφανίστηκε από την εγκαλούσα στην πληρώτρια πιο πάνω Τράπεζα προς πληρωμή στις 23-3-2000, ήτοι μέσα στη νόμιμη 8ήμερη προθεσμία, αλλά δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη κατηγορουμένου κατά το χρόνο της πληρωμής, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο την κήρυξε ένοχη και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 4 μηνών και χρηματική ποινή 200 ευρώ, την οποία ποινή φυλακίσεως μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο περιγράφοντας τον τρόπο ενέργειας της αναιρεσείουσας, απορρίπτοντας άμα και τον ισχυρισμό της περί του ότι η επίδικη επιταγή είχε δοθεί αντί ενεχύρου, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις αιτιολόγησε την απόφασή του, ανεξαρτήτως του ότι αλυσιτελώς προβάλλεται αυτός ο ισχυρισμός, αφού και στην περίπτωση που η εγκαλούσα είχε λάβει την επιταγή, λόγω ενεχύρου, η Τράπεζα Κύπρου ως τελευταία κομίστρια, νομιμοποιείται να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή και δικαιούται σε έγκληση. Συγκεκριμένα με το άρθρο 1251 του ΑΚ, που έχει τον παράτιτλο "Ενέχυρο τίτλου σε διαταγή", ορίζεται ότι "Για την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή αρκεί οπισθογράφησή του σε διαταγή του δανειστή, χωρίς να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία, με το άρθρο δε 1255 ΑΚ, που έχει τον παράτιτλο "ενεχύραση τίτλου σε διαταγή", ορίζεται ότι "Αν αντικείμενο του ενεχύρου είναι τίτλος σε διαταγή, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνος και αν ακόμη δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι με την ενεχυρική οπισθογράφηση όλων των τίτλων σε διαταγή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η τραπεζική επιταγή, ο δανειστής-κομιστής του τίτλου αποκτά ενέχυρο στην απαίτηση που ενσωματώνεται στον τίτλο και στον ίδιο τον τίτλο, ο ενεχυραστής οπισθογράφος παραμένει κύριος του τίτλου και ουσιαστικός δικαιούχος της απαίτησης απ' αυτόν, παρότι δεν κατέχει πλέον τον τίτλο, ο δ' ενεχυρούχος δανειστής αποκτά με την οπισθογράφηση αυτοτελή και ανεξάρτητη νομική θέση έναντι του ενεχυραστή οπισθογράφου και ασκεί με βάση το ενέχυρο το δικαίωμα εισπράξεως του τίτλου και μάλιστα στο όνομά του. Από τα παραπάνω και σε συνδυασμό τους με τις διατάξεις του άρθρου 79 παρ. 1 και 5 του Ν. 5960/1933, όπως αυτό αντικ. με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972 και στη συνέχεια αντικ. και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, με τις οποίες ορίζεται ότι "παρ. 1. Ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού, παρ' ω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών.... και παρ. 5. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε", σαφώς προκύπτει ότι ο ενεχυρούχος δανειστής και κομιστής της τραπεζικής επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισης και μη πληρωμής της δικαιούται σε υποβολή έγκλησης για την απ' αυτές προβλεπόμενη ως άνω αξιόποινη πράξη. Ως προς το επισημαινόμενο από την αναιρεσείουσα ότι στο διατακτικό αναφέρει ότι η επιταγή δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και στη συνέχεια αναφέρει ότι δεν πληρώθηκε γιατί δεν υπήρχαν στην τράπεζα τα αντίστοιχα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής, η διαζευκτική αυτή αναφορά δεν δημιουργεί ουσιώδη αντίφαση αφού αρκεί για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής η έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, είτε κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής, είτε κατά το χρόνο εμφανίσεως αυτής στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για? α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ποινικών διατάξεων, με την έννοα της εκ πλαγίου παραβιάσεως των διατάξεων αυτών, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-4-2006 αίτηση αναιρέσεως κατά της 63885/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αλληλοσυμπληρώνονται παραδεκτά, το δικαστήριο περιγράφοντας τον τρόπο ενέργειας της αναιρεσείουσας και απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της ότι η επίδικη επιταγή είχε δοθεί αντί ενεχύρου, έχει την απαιτούμενη αιτιολογία και δεν υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή.
2
Αριθμός 120/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....... και ήδη κρατουμένου της Κλειστής Φυλακής Πατρών, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 7/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 494/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 320/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 εδ. α' του ΚΠΔ, την από 5-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ....., κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών κατά της υπ'αριθ. 7/25-1-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης και εκθέτω τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ'ακολουθία για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατ' αποφάσεως, πρέπει στην αίτηση ασκήσεως αυτής να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται στην αίτηση αναιρέσεως ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, η αίτηση αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η ανυπαρξία ή η αοριστία, εξάλλου, των λόγων της αναίρεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναιρέσεως έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ.2 του ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 2/2002 σε Ολομέλεια Ποιν. Χρ. ΝΒ/691). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 5-2-2007 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ' αριθ. 7/25-1-2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία ο αιτών καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Από τη συνταγείσα , εξάλλου, για την άσκηση της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Πατρών υπ' αριθ. 9/5-2-2007 σχετική έκθεση προκύπτει ότι ζητεί ο αναιρεσείων την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης "για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του", χωρίς να προσδιορίζει σε τι συνίσταται η ελλιπής αυτή αιτιολόγηση, ποιες είναι οι ελλείψεις και ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης κ.λ.π. Είναι κατόπιν τούτου φανερό ότι δεν περιέχεται στην υπό κρίση αίτηση αναίρεσης κάποιος σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης, από τους αναφερομένους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, και πρέπει να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς--------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 5-2-2007 αίτηση του κατηγορουμένου ....., κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, κατά της υπ' αριθ. 7/25-1-2007 αποφάσεως του πενταμελούς Εφετείου Κρήτης και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 18-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, "στην έκθεση (άσκησης ένδικου μέσου) πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 462 ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως ή βουλεύματος είναι να περιέχεται σ' αυτή λόγος αναίρεσης, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και, ως τέτοια, απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Απλή επίκληση του περιεχομένου της οικείας διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά σχετικών περιστατικών και, ειδικότερα, χωρίς προσδιορισμό των περιστατικών που θεμελιώνουν την προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δεν αρκεί. Εξάλλου, οι ανύπαρκτοι λόγοι αναιρέσεως και οι εξομοιούμενοι με αυτούς ασαφείς και αόριστοι λόγοι, που είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, δεν μπορούν να συμπληρωθούν παραδεκτά με πρόσθετους λόγους ή με λόγους που βρίσκονται έξω από την έκθεση αναιρέσεως. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας απαιτείται, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (ΟλΑΠ 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με την κρινόμενη αίτηση, πλήττει την υπ' αριθ. 7/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και έξι (6) μηνών για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όπως διατυπώθηκε στην έκθεση αναιρέσεως, είναι τελείως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται στην αίτηση οι πλημμέλειες της αιτιολογίας σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης. Δεν προσδιορίζει ο αναιρεσείων σε τι συνίσταται η ελλιπής αυτή αιτιολόγηση, και ποιες είναι οι ελλείψεις και ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης. Μετά από αυτά, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-2-2007 αίτηση του ....., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αναίρεση διότι δεν περιέχεται κάποιος σαφής και ορισμένος λόγος. Ειδικότερα ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, χωρίς να προσδιορίζει σε τι συνίσταται η ελλιπής αυτή αιτιολόγηση, ποιες είναι οι ελλείψεις και ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 118/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2325/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 566/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 237/13-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 30/29-2-2007, και όχι 2003 όπως αναγράφεται στην έκθεση αναίρεσης (του λάθους αυτού θεωρουμένου ως λάθους από παραδρομή του γραμματέα που συνέταξε την έκθεση αναίρεσης) αίτηση του Χ1 γενομένη δια πληρεξουσίου ο οποίος είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης , για αναίρεση του με αριθμ. 2325/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 167/29-5-2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 595/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για α) πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος ποσού άνω των 15.000 ευρώ και β) απάτη στο δικαστήριο, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και με περιουσιακή ζημία άνω των 15.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει ως λόγο, την, έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 α, και δ, ΚΠΔ) Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί προβαλλόμενος λόγος ο οποίος συνίσταται στο ότι α) στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται όπως επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς του οποίους υπέβαλλε αναιτιολόγητα και β) ότι αναιτιολόγητα τον παρέπεμψε με την επιβαρυντική περίπτωση ότι διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια γιατί δεν αναφέρει κανένα πραγματικό περιστατικό για να δικαιολογήσει την κρίση του αυτή . Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 παρ. 1 "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση.... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών". και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1472α του Ν 2721/99 κατά την οποία '' εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ (73.370 ευρώ) '' Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ υπαρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του Π.Κ κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός για την στοιχειοθέτηση δε της κακουργηματικής μορφής της πλαστογραφίας απαιτείται και πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του η σε άλλο περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλο εάν το ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73,000 ευρώ ή να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία άλλου υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ.( ΑΠ 858/2004 ΠΧ NE-322 AP 1505/2004 Π X NE 622 ΑΠ 814/2000 ,ΠΧ ΝΑ-130 ΑΠ 1167/2000 Πράξ.και Λόγος -2000). Κατά δε το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή 15.000 ευρώ ή χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών η 73.000 ευρώ. Για τον προσδιορισμό του ποσού στην κατ' εξακολούθηση απάτη για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ 1913 /2000, ΑΠ 1820/2003, 1944/2003, ΑΠ 190/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα όπως εκτίθενται στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Ο αναιρεσείων έμπορος κρεάτων και προμηθευτής της μηνύτριας επέδωσε στην μηνύτρια την με ημερομηνία 18-3-2005 εξώδικη δήλωση πρόσκληση με την οποία την καλούσε να του καταβάλλει το ποσό των 196,44 ευρώ, το οποίο του όφειλε από αγορές κρεάτων για το διάστημα από 22-4-2003 έως 31-5-2003. Η μηνύτρια με εξώδικη απάντηση τους του απάντησε ότι κατά το διάστημα αυτό δεν είχε κάνει αγορές από αυτόν και ότι η τελευταία αγορά που έκανε ήταν την 19-4-2003 και ότι δεν του όφειλε κανένα ποσό. Ο αναιρεσείων στην συνέχεια κατέθεσε αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο στο οποίο προσκόμισε τιμολόγια και δελτία αποστολής και ζήτησε την έκδοση διαταγής, και βάσει αυτών το παραπάνω δικαστήριο εξέδωσε την με αριθμ. 7964/2003 διαταγή πληρωμής την οποία κοινοποίησε στην εγκαλούσα η οποία και άσκησε κατ' αυτής ανακοπή η οποία απορρίφθηκε όπως απορρίφθηκε και σχετική έφεση της. Η μηνύτρια στην συνέχεια υπέβαλλε κατά του αναιρεσείοντα μήνυση για πλαστογραφία και απάτη στο δικαστήριο γιατί όπως εξέθετε στην μήνυση της δεν είχε κάνει αγορές κρεάτων από τον αναιρεσείοντα και ότι οι υπογραφές είχαν τεθεί από αυτόν. Ασκήθηκε κατ' αυτού η υπό κρίση ποινική δίωξη και διατάχθηκε τακτική ανάκριση στα πλαίσια της οποίας βάσει παραγγελίας του 22ου Ανακριτή Αθηνών διενεργήθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί των τιμολογίων και των δελτίων αποστολής από την οποία προέκυψε ότι οι υπογραφές της μηνύτριας όπως και οι αναπτυγμένες μονογραφές επί των τιμολογίων δεν είχαν τεθεί από αυτήν αλλά από τον αναιρεσείοντα. Περαιτέρω από την σύγκριση των τιμολογίων και των δελτίων αποστολής κρεάτων από τον αναιρεσείοντα στην μηνύτρια κατά το πριν την 18-4-2003 χρονικό διάστημα προκύπτει ότι οι αγορές της μηνύτριας κατά το πριν την 18-4-2003 χρονικό διάστημα σε σχέση με τις μετά την ημερομηνία αυτή και συγκεκριμένα κατά το επίδικο διάστημα ποσότητες ήταν πολύ μικρότερες, και συγκεκριμένα ενώ οι αγορές πριν από τις 18-4-2003 ανέρχονταν σε ύψος όχι πάνω από 100 ευρώ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε ύψος από 352 έως και 1086 ευρώ. Για τα παραπάνω ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτιολογία ότι ο σύζυγος της μηνύτριας τροφοδοτούσε άλλα καταστήματα. Ο παραπάνω ισχυρισμός, δεν αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό αλλά άρνηση της κατηγορίας και απορρίφθηκε από το προσβαλλόμενο σαν αβάσιμος, καθ' όσον οι αναφερόμενες ως από τον σύζυγο της μηνύτριας γενόμενες πωλήσεις γινόταν όχι με τιμολόγια της μηνύτριας άλλα με τιμολόγια του αναιρεσείοντα. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98, 216 & 1-3 και 386 & 1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι δεν παρατηρούνται ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος, περιλαμβάνει δε πλήρη και σαφή περιστατικά της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 21/2-2-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 2325/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 21-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 216 παρ.1,2 και3 του ΠΚ, όπως ισχύει "1. όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση...., παρ. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ". Από τις διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, αδιαφόρου όντος αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του ΠΚ κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται : α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όντος αδιαφόρου, αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός και β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ενώ, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως του δευτέρου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου, απαιτείται η προξενηθείσα ζημία να είναι ιδιαίτερα μεγάλη, πράγμα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας ανελέγκτως, πλην όμως, η κρίση του αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν η στο παρόν και όχι εκείνα, που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή ανάγονται στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις, εκτός αν οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα από ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν κατά τέτοιο τρόποι ώστε να δημιουργείται η εντύπωση, βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως, μέλλοντας εκπληρώσεως από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ υπαρχής την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, οπότε αυτές, κατά την αληθινή έννοια της ανωτέρω διατάξεως, αποτελούν γεγονός και θεμελιώνουν, συντρεχόντων και των λοιπών απαιτούμενων συστατικών όρων, την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης. Από δε την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου προκύπτει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.... Απάτη μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή, όταν υποβάλλεται ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών εγγράφων, από τα οποία παραπλανήθηκε ο δικαστής και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επέρχεται βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδάφ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής (13 στ' ΠΚ) προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής αυτής περιπτώσεως, απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Από το δεύτερο εδάφιο της ιδίας παραγράφου προκύπτει ότι κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, Γ' Τμήμα Διακοπών, με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε ανέλεγκτα ότι από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων, έμπορος κρεάτων και προμηθευτής της εγκαλούσας, επέδωσε σ' αυτήν τη με ημερομηνία 18-3-2005 εξώδικη δήλωση- πρόσκληση, με την οποία την καλούσε να του καταβάλει το ποσό των 19.644,66 ευρώ, ως οφειλόμενο από αγορές κρεάτων, για το διάστημα από 22-4-2003 έως 31-5-2003. Η εγκαλούσα με εξώδικη απάντηση του δήλωσε ότι κατά το διάστημα αυτό δεν είχε κάνει αγορές από αυτόν και ότι η τελευταία αγορά που έκανε ήταν στις 19-4-2003 και ότι δεν του όφειλε κανένα ποσό. Ο αναιρεσείων όμως, με την από 1-7-2003 αίτηση του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της εγκαλούσας με βάση τα τιμολόγια-δελτία αποστολής, που αναφέρονται λεπτομερώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε. Με βάση αυτά το παραπάνω δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμό 7964/2003 διαταγή πληρωμής, με την οποία διατασσόταν η εγκαλούσα να καταβάλλει στον αιτούντα το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως, την οποία κοινοποίησε στην εγκαλούσα. Κατ' αυτής η τελευταία άσκησε ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την115/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως απορρίφθηκε και η από 24-2-2005 έφεση αυτής- ανακόπτουσας με τη 1317/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Η εγκαλούσα υπέβαλε στην Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών την από 24-11-2003 έγκληση της, κατά του κατηγορούμενου και έτσι ασκήθηκε κατ' αυτού η υπό κρίση ποινική δίωξη και διατάχτηκε τακτική ανάκριση, στα πλαίσια της οποίας διενεργήθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί των τιμολογίων-δελτίων αποστολής. Με την από 2-6-2005 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης ο δικαστικός γραφολόγος ...... αποφαίνεται ότι "οι υπό έλεγχο υπογραφές δεν τέθηκαν από τη ...... Όσο και με τις (σχετικά ανεπτυγμένες) μονογραφές στη θέση Ο ΕΚΔΟΤΗΣ.....προέρχονται από αυτόν (Χ1)......". Εξάλλου, με προγενέστερα τιμολόγια, ήτοι του έτους 2002 μέχρι και18-4-2003,πουηεγκαλούσα προμηθευόταν από τον αναιρεσείοντα προϊόντα κρέατος, η αξία των παραγγελιών κυμαίνονταν μεταξύ των 60-100 ευρώ, ενώ τα επίδικα τιμολόγια περιλαμβάνουν αυξημένες ποσότητες κρεάτων, που κυμαίνονται από 352-1086 ευρώ. Για τα παραπάνω ο αναιρεσείων προβάλει την αιτιολογία ότι ο σύζυγος της εγκαλούσας τροφοδοτούσε και άλλα ψητοπωλεία με τα εμπορεύματα του. Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν αποτελεί αυτοτελή τοιούτο, αλλά άρνηση της κατηγορίας, απορρίφτηκε δε με το προσβαλλόμενο βούλευμα σαν αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι οι τελευταίες αυτές πωλήσεις γίνονταν με τιμολόγια του κατηγορουμένου.....απ' ευθείας προς τους τρίτους προς τους οποίους ο ...... (σύζυγος της εγκαλούσας) προωθούσε τα προϊόντα κρέατος, κατά τη συμφωνία του μετά του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, δέχτηκε ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε επανειλημμένως με σχέδιο και μεθοδευμένα, με σκοπό το όφελος και πορισμό εισοδήματος για τον εαυτό του, έχοντας εξασφαλίσει την απαιτούμενη για την παράνομη συμπεριφορά του υποδομή και τις αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού του γνώσεις και με σταθερή ροπή στη διάπραξη των αδικημάτων αυτών. Έτσι που έκρινε το Συμβούλιο Εφετών και κατ' ακολουθίαν της κρίσης του αυτής απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος του πρωτοβάθμιου Συμβουλίου, που και αυτό τα ίδια είχε δεχθεί, περιέλαβε στο βούλευμα του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98, 216 παρ. 1-3β και 386 παρ. 1 και 3α και 13 εδ. στ' του ΠΚ, είναι δε βάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί ο από το άρθρο 484 παρ. 1δ' του ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα. Κατά το μέρος δε που με αυτόν με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτος. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθμό 30/29-2-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του 2325/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για τις παραβάσεις των άρθρων 216 παρ. 1-3 και 386 παρ. 1 και 3α του Π.Κ.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Πλαστογραφία.
2
Αριθμός 117/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιο Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας χ1, δικηγόρου Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Δημητρούκα για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 93-93α/2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αιτούσα ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 626/2007 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 229/08.06.2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Eισάγω ενώπιον σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 § 3 και 528 § 1 Κ.Π.Δ., την από 3-4-2007 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτηση της χ1, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ'αριθμόν 93-93α/12-5-2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, δια της οποίας κατεδικάσθη η αιτούσα σε φυλάκιση 20 μηνών και χρηματική ποινή 1.000.000 δρχ., που μετετράπη προς 1.500 δρχ. ημερησίως και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά το άρθρ. 525 § 1 περ. 2 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται σ'αυτό και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, απεκαλύφθησαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που κατεδικάσθη είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα" ή "νέες αποδείξεις" είναι εκείνες οι οποίες, ασχέτως του αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη, δεν υπεβλήθησαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν και μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμη και καταθέσεις μαρτύρων, νέα έγγραφα, ή άλλα στοιχεία διευκρινίζοντα αμφίβολα σημεία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που τον κατεδίκασε, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει την βεβαιότητα, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Τη σχετική περί αυτού κρίση του, το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως αρμόδιο δικαστήριο σχηματίζει από την έρευνα των πρακτικών της δίκης που προηγήθηκε και από τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία. Δεν είναι, πάντως, άγνωστα τα γεγονότα ή οι αποδείξεις που έχουν υποβληθεί αμέσως ή εμμέσως στους δικάσαντες δικαστές και δεν ελήφθησαν υπό όψιν από αυτούς ή εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν εσφαλμένα. Βαρύτερο δε έγκλημα, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως υφίσταται, όταν μεταβάλλεται το είδος της πράξεως και όχι όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχειρίσεως του υπαιτίου της ίδιας πράξεως με την επιβολή ενδεχομένως, κατά το μέτρο του άρθρ. 83 Π.Κ., ποινής. Περαιτέρω σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για παράβαση του άρθρ. 79 § 1 ν. 5960/33, επίκληση από τον καταδικασθέντα της κατά την παράγραφο 3 πλήρους αποζημιώσεως του παθόντος, που ίσχυε ως ελαφρυντική περίπτωση, μέχρι την κατά την 4-6-1996 αντικατάσταση της από το άρθρο 4 § ιβ ν.2408/96, δεν αποτελούσε νόμιμο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, γιατί ήταν δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα μόνο την επιβολή στον υπαίτιο του εγκλήματος αυτού ποινής ελαττωμένης, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτός είναι αθώος ή κατεδικάσθη για έγκλημα βαρύτερο εκείνου που πράγματι έχει κάνει. 'Ηδη όμως, μετά την αντικατάσταση της ως άνω παραγράφου ορίζεται ότι "το αξιόποινο της πράξης της παραγρ. 1 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος απεζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά την νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής". Η νέα αυτή διάταξη, η οποία, σύμφωνα με το άρθρ. 7 του ιδίου ως άνω νόμου, ισχύει από τη δημοσίευση της στην εφημερίδα της κυβερνήσεως (4-6-1996) είναι προδήλως επιεικέστερη από την προϊσχύουσα, αφού, κατ'αυτή, η πλήρης αποζημίωση του κομιστή της επιταγής από τον εκδότη μετά την νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της, αποτελεί λόγο εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξης, ενώ κατά την αντικατασταθείσα διάταξη, αποτελούσε λόγο μειώσεως της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 § 1 Π.Κ., αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως όριο εφαρμογής του επιεικεστέρου νόμου τίθεται το αμετάκλητο της εκδικάσεως και συνεπώς ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή όταν η υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ή του Αρείου Πάγου και ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση δεν επιτρέπεται η εφαρμογή ηπιότερου ουσιαστικού νόμου που επακολούθησε, διότι η αναδρομική εφαρμογή του θα προσέκρουε στο δεδικασμένο που προκύπτει από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για παράβαση του άρθρ. 79 § 1 ν.5960/33, μετά την ισχύ του ν.2408/96, ο καταδικασθείς εκδότης της επιταγής πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι απεζημίωσε πλήρως τον κομιστή της επιταγής πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση με την οποία κατεδικάσθη, για να αποτελέσει νόμιμο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας που περατώθηκε αμετακλήτως με την καταδικαστική απόφαση. Για να εξαλειφθεί όμως το αξιόποινο και να ληφθεί υπό όψιν ως λόγος επαναλήψεως της διαδικασίας, δεν αρκεί η πληρωμή της επιταγής, διότι απαιτείται, κατά τον νόμο, πλήρης αποζημίωση, που είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει την αποκατάσταση και κάθε άλλης ζημίας που τυχόν υπέστη ο κομιστής από την καθυστερημένη πληρωμή της επιταγής. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ'αριθ. 93-93α/12-5-2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς η αιτούσα κατεδικάσθη σε φυλάκιση 20 μηνών και χρηματική ποινή 1.000.000 δρχ, διότι εξεδόθησαν υπ'αυτής, με την ιδιότητά της ως αντιπροέδρου της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΙ ΓΡΑΜΜΕΣ ΑΕ", αι υπ'αριθ. ....., ...... και ..... επιταγές, ποσού 1.500.000 δρχ, 2.500.000 δρχ, και 6.500.000 δρχ., αντιστοίχως, οι οποίες, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, δεν επληρώθηκαν από την πληρώτρια τράπεζα κατά την εμφάνιση των από τους νομίμους κομιστάς των και εγκαλούντας ψ1 (της υπ'αριθ. .....), ψ2 (της .....) και ψ3 (της .......), ο τελευταίος από τους οποίους παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του Δικαστηρίου, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Λιαπάκη. Κατά της απόφασης αυτής ησκήθη υπό της αιτούσης το ένδικο μέσο της αναίρεσης επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθμ. 929/9-4-2002 απόφαση του Αρείου Πάγου δια της οποίας ανηρέθη η προσβαλλομένη ως άνω απόφαση μόνο κατά την διάταξη της που αφορούσε την μετατροπή της ποινής, που της επεβλήθη, παραπέμποντας για τον λόγο αυτό ως προς την αναιρούμενη διάταξη εις το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, το οποίο με την υπ'αριθ. 154-154α/2002 απόφαση του ανέστειλε επί τριετία την εκτέλεση της επιβληθείσης ως άνω ποινής. Μάλιστα προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί πλήρους αποζημιώσεως των προαναφερθέντων κομιστών των επιταγών, η οποία έλαβε χώραν, όπως η ιδία η αιτούσα ισχυρίζεται, την 1-4-2002, δηλαδή πριν την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του Αρείου Πάγου την 9-4-2002 και συνεπώς πριν καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση του εφετείου, η αιτούσα προσκομίζει και επικαλείται τα πρωτότυπα των παραπάνω επιταγών καθώς και τις με αριθ. 2122/20-5-2005 και 726/11-3-2007 ένορκες καταθέσεις, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς και Καλλιθέας-Αττικής των Νικολάου Λιαπάκη, δικηγόρου, και Γ2, αντιστοίχως, από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ότι αι προσδιαληφθείσες ως άνω επιταγές εξοφλήθησαν πλήρως και ολοσχερώς την 1-4-2002, καταβάλλοντας τα ποσά αυτά εις τον παραπάνω εξετασθέντα, ως μάρτυρα, Νικόλαο Λιαπάκη την προδιαληφθείσαν ημερομηνία (1-4-2002), ως πληρεξούσιον δικηγόρον των κομιστών των επιταγών και δεκτικόν καταβολής. Πρέπει να σημειωθεί δε ότι η αιτούσα, με προηγούμενη κατά το παρελθόν από 25-5-2005 αίτησιν της, εζήτησε την επανάληψη της περιγραφομένης ως άνω διαδικασίας, επικαλούμενη, ως νέα γεγονότα, τα παραπάνω έγγραφα, εκτός από την με αριθμ. 726/11-3-2007 ένορκον κατάθεσιν, πλην όμως με την υπ'αριθ. 1615/2006 απόφασιν του Αρείου Πάγου εκρίθη ότι "τα στοιχεία αυτά είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, δεν καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα....", καθ'όσον δεν προέκυπτε μετά βεβαιότητος ότι η ολοσχερής εξόφλησης των παραπάνω επιταγών έλαβε χώραν κατά την επικαλουμένην ημερομηνίαν της 1-4-2002, εν όψει μάλιστα και του ότι η αιτούσα επεδίωξε το πρώτον την επανάληψιν της διαδικασίας μετά την παρέλευσιν τριών περίπου ετών, αφότου, κατά τους ισχυρισμούς της, απεκατέστησε πλήρως του εγκαλούντες, δι'όν λόγoν και απερρίφθη η σχετική αίτησίς της. 'Ηδη δε, προς ενίσχυσιν των παραπάνω στοιχείων, η αιτούσα προσκομίζει και επικαλείται με την υπό κρίσιν αίτησίν της, ως νεώτερο στοιχείο, την με αριθμ. 726/11-3-2007 ένορκον κατάθεσιν της Γ1, πλην όμως, πέραν εκείνων των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπ'όψιν κατά την κρίσιν της προηγούμενης ως άνω αιτήσεως της επί της οποίας εξεδόθη η προαναφερόμενη απόφασις του Αρείου Πάγου, ουδέν νεώτερον στοιχείον προκύπτει εκ της ως άνω ενόρκου καταθέσεως περί του αν πράγματι ή ολοσχερής εξόφλησις των ως άνω επιταγών έλαβε χώραν την παραπάνω ημερομηνίαν (1-4-2002) τοσούτω μάλλον καθ'όσον δι'αυτής επιβεβαιούνται μόνον τα περιστατικά που κατετέθησαν υπό του πληρεξουσίου δικηγόρου των κομιστών Νικολάου Λιαπάκη. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις, ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αιτούσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί , ως ουσιαστικώς αβάσιμη, η από 3-4-2007 αίτησις της χ1 για επανάληψη της διαδικασίας που επερατώθη με την υπ'αριθμ. 93-93α/12-5-2000 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιάς. Και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αιτούσης. Αθήναι τη 30 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο της αιτούσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παράγραφο 1 περ. 2 του άρθρου 525 ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους· ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Ως νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μπορούν να θεωρηθούν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως συμπληρωματικές, διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων, που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις μαρτύρων, νέα έγγραφα, διευκρινιστικά αμφίβολων σημείων της υπόθεσης, ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο, και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με τα ήδη ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά στοιχεία καθιστούν πρόδηλο (αγγίζουν τη βεβαιότητα) και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πράγματι διέπραξε. Τη σχετική περί αυτού κρίση του, το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως αρμόδιο δικαστήριο σχηματίζει από την έρευνα των πρακτικών της δίκης που προηγήθηκε και από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία. Δεν είναι, πάντως άγνωστες η αποδείξεις που έχουν υποβληθεί αμέσως ή εμμέσως στους δικάσαντες δικαστές και δεν ελήφθησαν υπόψη από αυτούς ή εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν εσφαλμένα. Βαρύτερο δε έγκλημα, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως υφίσταται, όταν μεταβάλλεται επί το ελαφρότερον ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως και όχι όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχείρισης του υπαιτίου της ίδιας πράξεως με την επιβολή ενδεχομένως, κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ ποινής. Περαιτέρω, σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", επίκληση από τον καταδικασθέντα της κατά την παράγραφο 3 πλήρους αποζημιώσεως του παθόντος, που ίσχυε ως ελαφρυντική περίπτωση, μέχρι την κατά την 4-6-1996 αντικατάστασή της από το άρθρο 4 παρ. 1 β του ν. 2408/1996, δεν αποτελούσε νόμιμο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, γιατί ήταν δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα μόνο την επιβολή στον υπαίτιο του εγκλήματος αυτού ποινής ελαττωμένης, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτός είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο εκείνου που πράγματι έχει κάνει. Ήδη όμως, μετά την αντικατάσταση της άνω παραγράφου ορίζεται ότι "το αξιόποινο της πράξης της παραγράφου 1 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής". Η νέα αυτή διάταξη, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ως άνω νόμου, ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (4-6-1996) είναι προδήλως επιεικέστερη από την προϊσχύουσα, αφού, κατ' αυτή, η πλήρης αποζημίωση του κομιστή της επιταγής από τον εκδότη, μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της, αποτελεί λόγο εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξης, ενώ κατά την αντικατασταθείσα διάταξη, αποτελούσε λόγω μειώσεως της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ΠΚ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει της ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως απώτερο όριο εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου τίθεται το αμετάκλητο της εκδικάσεως και συνεπώς ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή όταν η υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας ή του Αρείου Πάγου και ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση δεν επιτρέπεται η εφαρμογή ηπιότερου ουσιαστικού νόμου που επακολούθησε, διότι η αναδρομική εφαρμογή του θα προσέκρουε στο δεδικασμένο που προκύπτει από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 (έκδοση ακάλυπτης επιταγής) μετά την ισχύ του ν. 2408/1996, ο καταδικασθείς εκδότης της επιταγής πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει ότι αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή της επιταγής πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση με την οποία καταδικάστηκε, για να αποτελέσει η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής νόμιμο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας που περατώθηκε αμετακλήτως με την καταδικαστική απόφαση. Για να εξαλειφθεί όμως το αξιόποινο και να ληφθεί υπόψη ως λόγος επαναλήψεως της διαδικασίας, δεν αρκεί η πληρωμή της επιταγής, διότι απαιτείται κατά το νόμο, πλήρης αποζημίωσης, που είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει την αποκατάσταση και κάθε άλλης ζημίας που τυχόν υπέστη ο κομιστής από την καθυστερημένη πληρωμή της επιταγής. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση η χ1, δικηγόρος Αθηνών, με την κρινόμενη από 22-1-2007 αίτησή της ζητεί την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την 94-94α-94β/12-5-2000 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία καταδικάστηκε για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, γιατί από τις επικαλούμενες νέες αποδείξεις, άγνωστες στους δικαστές, που τον καταδίκασαν, καθίσταται φανερό ότι είναι αθώα της ως άνω πράξης, και συγκεκριμένα διότι, πριν καταστεί αμετάκλητη η άνω καταδικαστική απόφαση, αποζημίωσε πλήρως τους κομιστές, και συνεπώς το αξιόποινο της πράξης της εξαλείφθηκε. Η αίτηση αυτή παραδεκτά εισάγεται, σύμφωνα με τα άρθρα 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 ΚΠοινΔ ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε συμβούλιο και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. ΙΙΙ. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την προαναφερόμενη 94-94α-94β/12-5-2000 απόφασή του καταδίκασε σε φυλάκιση τριών ετών και χρηματική ποινή 1.000.000 δραχμών, την ήδη αιτούσα χ1, δικηγόρο Αθηνών, για την έκδοση των ......, ..... και ...... επιταγών, ποσού δραχμών 1.500.000, 2.500.000 και 6.500.000 αντιστοίχως, οι οποίες, λόγω ελλείψεως αντικρύσματος στην πληρώτρια Ιονική Τράπεζα, δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους από τους τελευταίους νόμιμους κομιστές και εγκαλούντες,ψ1 (της .....), ψ2 (της .....) και ψ3 (της .......), ο τελευταίος από τους οποίους παραστάθηκε στη δίκη εκείνη ως πολιτικώς ενάγων, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Λιαπάκη. Κατά της αποφάσεως αυτής η ήδη αιτούσα άσκησε την από 27-10-2000 αίτηση αναίρεσης επί της οποίας εκδόθηκε η 929/9-4-2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά τη διάταξή της που αφορούσε την μετατροπή της ποινής που της επιβλήθηκε, παραπέμποντας για το λόγο αυτό ως προς την αναιρούμενη διάταξη στο Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, το οποίο με την 154-154α/2002 απόφασή του ανέστειλε επί τριετία την άνω ποινή που της επιβλήθηκε. Η αιτούσα, για την απόδειξη του ισχυρισμού της περί πλήρους αποζημιώσεως των άνω κομιστών, η οποία έλαβε χώρα (κατ' αυτήν) την 1-4-2002, δηλαδή πριν την έκδοση (στις 9-4-2002) της προαναφερόμενης απόφασης του Αρείου Πάγου και συνεπώς πριν καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση του Εφετείου, προσκομίζει τα πρωτότυπα των άνω επιταγών, την υπ' αριθμ. 2122/20-5-2005 ένορκη βεβαίωση του προαναφερόμενου δικηγόρου Νικολάου Λιαπάκη, η οποία δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν αιτήσεώς της (αιτούσας), ο οποίος αναφέρει σχετικά με τις άνω επιταγές, "... είχα διοριστεί και παριστάμην πληρεξούσιος δικηγόρος των κ.κ. μηνυτών, οι οποίοι παρίσταντο ως πολιτικώς ενάγοντες, ενώ γενικότερα με είχαν διορίσει αυτοί πληρεξούσιο δικηγόρο τους, αντίκλητο και δεκτικό καταβολής, για την περίπτωση που εξοφλούντο οι επιταγές...", "... την 1-4-2002 η εκδότρια των επιταγών χ1 εξόφλησε εμένα ως δεκτικό καταβολής, και για λογαριασμό των κ.κ. ψ2, ψ3 και ψ1, τις ως άνω επιταγές, εξόφληση την οποία αποδείχθηκαν οι τελευταίοι ως πλήρη και ολοσχερή, έτσι ώστε ουδέν να οφείλεται πλέον σε αυτούς, εκ του λόγου τούτου...", καθώς και την υπ' αριθμ. 726/11-3-2007 ένορκη βεβαίωση της Γ1, που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία αναφέρει σχετικά με τις άνω επιταγές, "... τις παραπάνω επιταγές γνωρίζω ότι εξόφλησε πλήρως και ολοσχερώς την 1η Απριλίου 2002, καταβάλλοντας το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000,00) ευρώ περίπου για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, αποκλειστικά εξ ιδίων, στον πληρεξούσιο και δεκτικό καταβολής των τελευταίων κομιστών, κ. Λιαπάκη, δικηγόρο Πειραιά. Θυμάμαι μάλιστα, μετά βεβαιότητας την ημέρα καταβολής του παραπάνω ποσού, δεδομένου ότι η εξόφληση των παραπάνω επιταγών αποτελούσε την πρώτη καταβολή εκ μέρους της χ1 για το σύνολο των επιταγών που είχε εκδώσει εκπροσωπώντας τη "ΣΙ ΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε.", και η ίδια μου εκμυστηρεύθηκε ότι της φαινόταν σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα ότι κατόρθωσε επιτέλους να συγκεντρώσει κάποια χρήματα και να εξοφλήσει τις παραπάνω επιταγές...". Σημειώνεται ότι η αιτούσα χ1 με προηγούμενη κατά το παρελθόν 25-5-2005 αίτησή της ζήτησε την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την προαναφερόμενη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, για τον ίδιο λόγο που αναφέρει στην ένδικη αίτηση, επικαλούμενη, ως νέες αποδείξεις, τα παραπάνω έγγραφα, εκτός από την υπ' αριθμ. 726/11-3-2007 ένορκη βεβαίωση, πλην όμως με την υπ' αριθμ. 1615/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι "... τα στοιχεία αυτά είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό μ' εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, δεν καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα..." καθόσον δεν προέκυπτε μετά βεβαιότητος ότι η ολοσχερής εξόφληση των παραπάνω επιταγών μετά των τόκων και εξόδων έλαβε χώρα κατά την επικαλούμενη ημερομηνία την 1-4-2002 και πάντως πριν η άνω καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, ενόψει μάλιστα και του ότι η αιτούσα, δικηγόρος, επιδίωξε το πρώτον την επανάληψη της διαδικασίας μετά την παρέλευση τριών περίπου ετών, αφότου κατά τους ισχυρισμούς της, αποκατέστησε πλήρως τους εγκαλούντες, γι'αυτό και απορρίφθηκε ως αβάσιμη, η σχετική αίτησή της. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα τα ανωτέρω νέα στοιχεία και ειδικότερα η υπ' αριθμ. 726/11-3-2007 ένορκη βεβαίωση της Γ1 τα οποία επικαλείται η αιτούσα για την ευδοκίμηση της κρινόμενης αιτήσεώς της, τόσο από μόνα τους, όσο και σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί και ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω υπ' αριθμ. 93-93α/12-5-2000 σε βάρος της καταδικαστική απόφαση, δεν καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα, διότι κρίνονται εξαιρετικά αδύναμα ως προς την απόδειξη των κρίσιμων εν προκειμένω περιστατικών, δηλαδή: 1) της πλήρους αποζημίωσης των κομιστών, 2) της καταβολής της αποζημίωσης κατά την επικαλούμενη ημερομηνία (1-4-2002) και πάντως πριν η άνω καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, ενόψει μάλιστα και του ότι η αιτούσα, δικηγόρος, επιδίωξε, όπως προαναφέρθηκε, την επανάληψη της διαδικασίας, το πρώτον μετά την παρέλευση τριών ετών, αφότου κατά τους ισχυρισμούς της, αποζημίωσε πλήρως τους εγκαλούντες. Συνεπώς, ο επικαλούμενος λόγος από την αιτούσα για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας είναι αβάσιμος και θα πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η κρινόμενη αίτηση και να καταδικαστεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Ιανουαρίου 2007 (ημερομ. κατάθ. 3 Απριλίου 2007) αίτηση της χ1, για επανάληψη προς το συμφέρον της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 93-93α/12-5-2000 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Και Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία η αιτούσα καταδικάστηκε για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, διότι τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η αιτούσα, πρωτότυπα επιταγών και ένορκες βεβαιώσεις, είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση με την κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, δεν καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα αποζημίωσε πλήρως τους κομιστές επιταγών πριν η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, ώστε να επέλθει εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης και ως εκ τούτου ότι είναι αθώα για την πράξη που καταδικάστηκε.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
1
Αριθμός 116/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 115-116/2007 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου (Μεταβατικό Αγίου Νικολάου). Με κατηγορουμένους τους: 1) ...... και 2) ...... , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Διονύσιο Βέρρα. Με πολιτικώς ενάγουσα την ...... , η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σταυρούλα Σφακιανάκη. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου (Μεταβατικό Αγίου Νικολάου), με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 35/31.05.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1031/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο μόνο του Α.Ν. 690/1945 "πας εργοδότης - διευθυντής ή επιτετραμένος ή με οποιονδήποτε τίτλον εκπρόσωπος οιασδήποτε επιχειρήσεως ή εργασίας, μη καταβαλών εμπροθέσμως εις τους παρ' αυτού αντί μισθού απασχολουμένους, τους εις τούτους, ως εκ της σχέσεως εργασίας οφειλομένας αποδοχάς ή πάσης φύσεως χορηγίας, τας καθοριζομένας υπό της συμβάσεως εργασίας, είτε υπό διοικητικών πράξεων, είτε υπό του νόμου ή εθίμου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών και με χρηματική ποινή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το καθιερούμενο ως άνω έγκλημα, τιμωρείται ως γνήσιο παραλείψεως πλημμέλημα, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, (όχι δε αποζημιώσεις ή άλλες απαιτήσεις, έστω και αν προέρχονται από τη σχέση εργασίας), μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου, κατά το άρθρο 664 Α.Κ., ο συμψηφισμός ανταπαίτησης του εργοδότη σε αξιώσεις του μισθωτού από μισθούς είναι επιτρεπτός, εφόσον οι μισθοί δεν είναι απόλυτα αναγκαίοι για τη διατροφή του μισθωτού και της οικογένειάς του, εκτός αν η ανταπαίτηση προέρχεται από ζημιά, την οποία προξένησε με δόλο ο εργαζόμενος κατά την εκτέλεση της εργασίας, οπότε ο συμψηφισμός επιτρέπεται χωρίς κανένα περιορισμό. Ο δικαιούχος τής από τέτοιο αδίκημα απαιτήσεως δύναται να την προτείνει σε συμψηφισμό. Ο συμψηφισμός, ο οποίος μπορεί να γίνει και με συμφωνία των διαδίκων μερών κατ' άρθρ. 361 του ΑΚ, επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού ανταπαίτησης του εργοδότη σε αξιώσεις του μισθωτού από μισθούς είναι αυτοτελής. Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνος της ελλείψεως της από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση, εν όψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά της πράξεως, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά της αποφάσεως και τα οποία έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημ/κείο Αγίου Νικολάου με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 115-116/2007 απόφασή του, κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους για παράβαση του άρθρου μόνου α. ν. 690/1945, με την εξής αιτιολογία "Από όλη τη σχετική με την απόδειξη κυρία διαδικασία, τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν, τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν, την απολογία των κατηγορουμένων και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν πείστηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη που τους αποδίδεται με τα κατηγορητήρια και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθούν αθώοι. Ειδικότερα αποδείχτηκε ότι η εγκαλούσα προσλήφθηκε στην επιχείρηση της α' κατ/νης και συγκεκριμένα στο ζαχαροπλαστείο ..... που αυτή διατηρεί στον .... ως πωλήτρια - ταμίας, από τις 26/11/2004 έως τις 17/11/2005. Κατά το χρονικό διάστημα αυτό και ειδικότερα μετά το μήνα Αύγουστο 2005, η κατ/νη - εργοδότρια ανακάλυψε ότι οι εισπράξεις ήταν λιγότερες στη βάρδια της εγκαλούσας και για το λόγο αυτό τοποθέτησε κρυφή κάμερα και έτσι αποκαλύφθηκε ότι η μηνύτρια υπεξαιρούσε διάφορα χρηματικά ποσά από το ταμείο. Στη συνέχεια, αφού η τελευταία αποδέχθηκε την πράξη της, περαιτέρω υπέγραψε την από 18/11/05 υπεύθυνη δήλωσή της, θεωρημένη από το Α.Τ. ...., στην οποία δήλωσε ότι αποχωρεί στις 17/11/2005 οικειοθελώς από την επιχείρηση της κατ/νης, δηλώνοντας ότι είχε εξοφληθεί και ότι δεν είχε καμία άλλη απαίτηση από την εργοδότριά της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο αποχώρησης της μηνύτριας από την εργασία της η πρώτη κατ/νη - εργοδότρια της, της όφειλε τις αποδοχές του μηνός Νοεμβρίου από 1/11 έως 17/11/05, την αποζημίωση αδείας, το επίδομα αδείας και το αναλογούν Δώρο Χριστουγέννων και συνολικά το ποσό των 3.051 περίπου Ευρώ. Η ίδια αποδεχόμενη αρχικά την πράξη της υπεξαίρεσης την οποία διέπραξε, [το ποσό της οποίας ανέρχεται μετά από πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε (βλ. τη με χρον. 22/2/06 πραγματογνωμοσύνη του ......) στο ποσό των 23.372,84 €], συμφώνησε να συμψηφίσει έναντι των οφειλομένων στην εργοδότριά της το προαναφερόμενο ποσό, καθώς επίσης να της μεταβιβάσει το αυτοκίνητό της, για κάλυψη του υπολοίπου. Για το λόγο αυτό η κατ/νη δεν της κατέβαλλε τις παραπάνω οφειλόμενες αποδοχές. Στη συνέχεια όμως η μηνύτρια, μετανοώντας για την παραπάνω δήλωσή της, υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λασιθίου την από 20/11/05 μήνυσή της κατά των κατηγορουμένων και του ......ισχυριζόμενη ότι οι προαναφερόμενες δηλώσεις της (οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία, καταβολής ποσού 3.000 € και μεταβίβασης του αυτοκινήτου) υπήρξαν προϊόν εκβίασης και απάτης κατά συναυτουργία εναντίον της. Επί της μήνυσης αυτής εκδόθηκε η με αρ. Α 06/4 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λασιθίου και στη συνέχεια μετά από προσφυγή της μηνύτριας η με αρ. 76/06 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης, με την οποία κρίθηκε, ότι δεν υπήρξαν σοβαρές ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων για τα εγκλήματα της εκβίασης και της απάτης και έτσι δεν ασκήθηκε κατ' αυτών ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές. Περαιτέρω δε προέκυψε, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν ήταν εργοδότης της μηνύτριας, καθώς η επιχείρηση ανήκει στην πρώτη κατηγορούμενη. Μετά από αυτά πρέπει και οι δύο κατηγορούμενοι να κηρυχθούν αθώοι για την πράξη για την οποία κατηγορούνται". Σύμφωνα με τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αφού περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αθώους τους κατηγορουμένους. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία ότι ελήφθησαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και όχι μόνο των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως. Έτσι ουδεμία αμφιβολία δημιουργείται και προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, επιπλέον δε αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και από την επισκόπησή της προκύπτει ότι έγινε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η επιβαλλόμενη από το συνδυασμό των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται παραπάνω και δεν ελήφθη επιλεκτικά υπόψη η από 18-11-2005 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής της και ο αναφερόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κρίθηκε αθώος ο δεύτερος κατηγορούμενος, καθόσον, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η επιχείρηση ανήκει στην πρώτη κατηγορουμένη, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητείται και με ειδικό λόγο αναιρέσεως. Επίσης, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, κρίθηκε ότι δεν οφειλόταν κατά το χρόνο αποχώρησης της εγκαλούσας οι διαλαμβανόμενες στη έγκληση αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-12-2004 έως 30-19-2005. Για τις λοιπές αξιώσεις η εργοδότρια πρότεινε την έγκυρη, σαφή και ορισμένη συμφωνία περί συμψηφισμού. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι αποδοχές της πολιτικώς ενάγουσας στο συνολικό ποσό των 3.051,12 ευρώ (αποδοχές μηνός Νοεμβρίου 2005 1.087, αποζημίωση αδείας 742,77, αναλογία επιδόματος αδείας 442,12 και δώρο Χριστουγέννων 2005 779,23) και η έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού του ως άνω ποσού προς τη μεγαλύτερη απαίτηση της εργοδότριας για αποζημίωση, λόγω κλοπής, ποσού 23.372,28 ευρώ, με συνακόλουθο αποτέλεσμα η πράξη να μην είναι τελικώς άδικη, λόγω του γενομένου κατά τα άνω συμψηφισμού. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και πρέπει, επομένως να απορριφθεί. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 35/31-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της 115-116/2007 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Αγίου Νικολάου Λασιθίου Κρήτης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση Α.Ν. 690/1945. Έγκυρη η συμφωνία συμψηφισμού ανταπαίτησης του εργοδότη με αξιώσεις του μισθωτού, εφόσον καλύπτονται. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ΄ λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
2
Αριθμός 115/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιατράκο, περί αναιρέσεως της ΒΤ 6373/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ..... και 2) ...., οι οποίοι δεν παρέστησαν. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 842/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ’ αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν ως οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε καταστάσεις διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ’ αυτόν αποδοχές ή άλλες φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος οι αποδείξεις που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διατάξεως του α.ν. 690/1945, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, την ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων, να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 6373/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη καταδικάστηκε για παράβαση του πιο πάνω αν.ν. 690/1945 σε φυλάκιση έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 4.000,00 ευρώ. Το Δικαστήριο δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που επιτρεπτώς κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής, τα οποία περιέχονται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, που παραδεκτώς συμπληρώνεται με το διατακτικό της. "Η κατηγορουμένη στον ..... κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 30-10-2002 ως διαχειρίστρια και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "...... ΕΠΕ" που βρίσκεται στην ....., δεν κατέβαλε σε αυτούς που απασχόλησε με μισθό τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές, που καθορίσθηκαν από τη σύμβαση εργασίας, είτε από το νόμο. Συγκεκριμένα αν και είχε απασχολήσει στο κατάστημα της ..... της ράμπας ... και στα καταστήματα .... και .... ως φύλακες και παραλήπτες εμπορευμάτων του εγκαλούντες α) ..... β) ...... και γ) ....., δεν τους κατέβαλε δεδουλευμένες αποδοχές στον πρώτο από αυτούς ποσό 8.512 ευρώ για χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 3-10-2002, στον δεύτερο από αυτούς ποσό 7.714,69 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 27-6-2002 και στον τρίτο εξ αυτών ποσό 798 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 28-6-2000 έως 3-10-2002 ...". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και κήρυξε στη συνέχεια ένοχη την κατηγορουμένη για παράβαση του πιο πάνω ν. 690/1945, δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται σ’ αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ούτε στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό ποιες ήταν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές των πιο πάνω εργαζομένων και αν οι παραπάνω αποδοχές καθορίζονται από την ατομική σύμβαση εργασίας των ανωτέρω απασχοληθέντων ή από συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση ή έθιμο. Ακόμη δεν καθορίζεται, ενόψει της αναφερόμενης στην απόφαση συνολικής διάρκειας απασχόλησης του καθενός των εργαζομένων, ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής τους καθορίζεται από την ατομική σύμβαση εργασίας, νόμο, συλλογική σύμβαση κλπ. Εξαιτίας των προαναφερομένων ελλείψεων στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων, να αναιρεθεί αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 6373/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτημένο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τι πρέπει να περιέχει η αιτιολόγηση της καταδικαστικής απόφασης για παράβαση του ΑΝ 690/1945. Αναιρείται η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση για παράβαση του ΑΝ 690/45 λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, διότι δεν προσδιορίζονται σ’ αυτήν το ύψος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών των εργαζομένων, αν αυτές καθορίζονται από την ατομική σύμβαση εργασίας των απασχοληθέντων ή από συλλογική σύμβαση εργασίας κ.λ.π. καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής τους καθορίζεται από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 114/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Αρβανίτη, περί αναιρέσεως της 1289/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σερρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 331/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, τιμωρείται με τις αναφερόμενες ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου και νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ’ αυτόν (εργατικές) με σκοπό αποδόσεώς τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία ευθύνεται η εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης και κατά τις ως άνω διατάξεις κατά το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951 ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβασης του άρθρου 1 του α.ν. ν. 86/1967 αποφάσεως (καθυστέρηση καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ) πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν, τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων που είναι η απασχόληση κατά συγκεκριμένο χρόνο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ασφαλισμένου στους άνω Οργανισμούς προσωπικού, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ποιν. Ολομ. Α.Π. 1/1996) καθώς και αναφορά, αν πρόκειται για προσωπική (ατομική) ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ’ αυτήν, ώστε να ανακύπτει η ιδιότητα του φερόμενου ως υπόχρεου για παρακράτηση ή απόδοση των εισφορών. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1289/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών, όπως προκύπτει από αυτή, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, σε δεύτερο βαθμό, για καθυστέρηση καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος "στις Σέρρες από την 28-2-2000 έως 30-6-2001, ενώ ήταν εργοδότης επιχείρησης Αγροτ. Βιομ/κής και Εμπορικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΑΤΤΙΚΑ Α.Ε." και απασχόλησης κατά την μισθολογική περίοδο 1/2000 μέχρι 5/2001, στην επιχείρηση αυτή σε εξαρτημένη με αμοιβή εργασία προσωπικό ασφαλισμένο στο ΙΚΑ, δηλαδή σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης, που υπάγεται στο Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών, προς το οποίο έπρεπε για την ασφάλιση του προαναφερομένου προσωπικού να καταβάλει τις εισφορές που αναφέρονται παρακάτω μέσα σε τριάντα ημέρες από τον ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία, εξετέλεσε δε τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: Α) Ενώ είχε νόμιμη υποχρέωση να καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο ατομικά (εργοδοτικές) ποσού 4.178.133 δραχμών ή 12.261,58 ευρώ δεν κατέβαλε αυτές στον παραπάνω Οργανισμό μέσα σε ένα μήνα από τότε που έγιναν απαιτητές, Β) παρακράτησε τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν (εργατικές) ποσού 2.089,067 δραχμών ή 6.130.79 ευρώ, με σκοπό την απόδοση αυτών μέσα σε ένα μήνα από τότε που έγιναν απαιτητές και έτσι κατέστησε τον εαυτό του άξιο τιμωρίας για υπεξαίρεση... ", με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και κήρυξε στη συνέχεια τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 86/1487 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, δηλαδή για μη καταβολή εργοδοτικών και παρακράτηση (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα δεν εκτίθενται σ’ αυτήν, ούτε στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό, μολονότι πρόκειται για εταιρική και όχι ατομική επιχείρηση και μάλιστα ανώνυμη εταιρία, όπως φαίνεται από την επωνυμία της, πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος στην ανώνυμη αυτή εταιρία (η οποία κατά νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο) ώστε να ανακύπτει και η υποχρέωση του να παρακρατήσει τις ένδικες εισφορές και να αποδώσει αυτές μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές στο ΙΚΑ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια της απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού και χωρίς έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης, που είναι περιττή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1289/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Σερρών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές πλην εκείνων που τη δίκασαν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ. Στοιχεία του εγκλήματος. Έννοια του εργοδότη. Εφόσον ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, θα πρέπει να προσδιορίζεται η ιδιότητα και η θέση του κατηγορουμένου στην εταιρεία και έτσι να προκύπτει ότι αυτός ήταν υπόχρεος της καταβολής. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για μη εκπρόθεσμη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ της κατηγορουμένης, διότι εμφιλοχωρεί ασάφεια στην προσβαλλομένη, ως προς την ιδιότητα και τη θέση της αναιρεσείουσας στην ανώνυμη (εργοδότρια) εταιρεία, μη αρκούσης της αναφοράς της ιδιότητάς της ως εργοδότριας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 112/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 2α Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 315/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας. Με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1 ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τζούμα και 2) Χ2 ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Σδούκο και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρβανίτη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άρτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 9/28.02.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 327/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης αποφάσεως καθαρογραμμένης στο προβλεπόμενο από το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε Ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ίδιου Κώδικα απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά δε, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα εκείνου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε απαλλακτική κρίση για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 315/2006 αποφάσεώς του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άρτας (που δίκασε σε πρώτο βαθμό και κήρυξε αθώους του κατηγορούμενους Χ1 και Χ2 εκτός των άλλων, και για τις πιο κάτω πράξεις, και συγκεκριμένα το μεν πρώτο απ’ αυτούς α) για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση και β) για την πράξη της νοθεύσεως εγγράφων από υπάλληλο, προσιτών σ’ αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, κατ’ εξακολούθηση, το δε δεύτερο για την άνω με στοιχ. α’ αξιόποινη πράξη) δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, - σε σχέση με τις άνω αξιόποινες πράξεις, οι οποίες και μόνο αποτελούν το αντικείμενο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (αφού για την αθώωση του δεύτερου κατηγορουμένου, αναφορικά με την άνω με στοιχ. β’ αξιόποινη πράξη, δεν ασκήθηκε από τον εν λόγω Εισαγγελέα αναίρεση, ενόψει του ότι είχε ήδη ασκηθεί έφεση κατά της άνω αποφάσεως για την πράξη αυτή από τον Εισαγγελέα Εφετών Ιωαννίνων) - μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 9-11-2000 και έως το Μάρτιο του έτους 2005, ήσαν υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ, όπως αυτή προεκτέθηκε, και συγκεκριμένα ο πρώτος από αυτούς ήταν Προϊστάμενος της Τεχνικής Υπηρεσίας Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΥΔΚ) Νομού Άρτας και ο δεύτερος επιβλέπων μηχανικός της αυτής υπηρεσίας. Με τις ιδιότητες του αυτές αποτελούσαν μέλη της "Διευθύνουσας Υπηρεσίας" για την παρακολούθηση επίβλεψης και εκτέλεσης των παρακάτω δημοτικών έργων: 1) Ολοκλήρωση οδικού δικτύου ....., 2) Ολοκλήρωση οδικού δικτύου ...., 3) Κατασκευή δρόμου...., 4) Κατασκευή νέου Χώρου Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων / Χ.Υ.Τ.Α. των Ο.Τ.Α. περιοχής του Συνδέσμου Διαχείρισης Απορριμμάτων Πεδινής και Ημιορεινής περιοχής νομού .... και 5) Κατασκευή αναψυκτηρίου και ανάπλαση χώρου στη θέση ....., διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου αναψυκτηρίου ..... Κύριοι των προαναφερθέντων έργων ήσαν οι αντίστοιχοι Δήμοι Άρτας, Πέτα και Τετραφυλίας, ενώ Προϊσταμένη Αρχή ήταν το Δημοτικό Συμβούλιο και κατά περίπτωση η Δημαρχιακή Επιτροπή των αντίστοιχων Δήμων. Την εκτέλεση του πρώτου, δεύτερου και πέμπτου των παραπάνω έργων, μετά από δημοπρασία, ανέλαβε ως ανάδοχος η τεχνική εταιρία με την επωνυμία "Ψ1 ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", που εδρεύει στο .... και της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο πολιτικός ενάγων, ενώ την εκτέλεση των λοιπών ανέλαβαν τρίτοι και συγκεκριμένα του τρίτου έργου ο .... Ε.Δ.Ε. και του τετάρτου η εταιρία ".....". Περαιτέρω, από κανένα από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι με τις ιδιότητες που προαναφέρθηκαν και συγκεκριμένα ο πρώτος ως προϊστάμενος της ΤΥΔΚ και ο δεύτερος ως επιβλέπων μηχανικός των παραπάνω έργων ενήργησαν με δόλο κατά παράβαση των διατάξεων των σχετικών με τα δημοτικά έργα και των καθηκόντων της υπηρεσίας τους με σκοπό να βλάψουν τον πολιτικώς ενάγοντα ή το Κράτος ή αντίθετα να προσπορίσουν παράνομο όφελος στους άλλους αναδόχους. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι στο χειρισμό όλων των ένδικων έργων από τους κατηγορουμένους (και των πέντε) υπήρξε σαφώς κακή διαχείριση και μη ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων για την εκτέλεση των Δημοτικών Έργων διατάξεων, οφειλόμενες, όμως, όχι σε δόλο των κατηγορουμένων και σε σκοπό αυτών να βλάψουν τον πολιτικώς ενάγοντα ή το Κράτος ή να προσπορίσουν όφελος σε τρίτους, αλλά στο φόρτο εργασίας αυτών, στις αυξημένες υποχρεώσεις τους και στην ταυτόχρονη διαχείριση πολλών έργων. Χαρακτηριστικό είναι μέσω των ΤΥΔΚ εκτελείτε από του ΟΤΑ μεγάλος αριθμός μικρών, κατά κανόνα, έργων, τα οποία απαιτούν την ίδια με τα μεγάλα έργα περίπλοκη διαχείρισης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ανεπαρκή στελέχωση των υπηρεσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της "προϊστάμενης αρχής" από το κάθε δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο χωριστά, οδηγούν πολλές φορές στην κακή διαχείριση των έργων αυτών από τους αρμοδίους. Στο συμπέρασμα αυτό, εξάλλου, καταλήγουν και οι μάρτυρες του κατηγορητηρίου, ελεγκτές, ενώ τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι καμία πειθαρχική δίωξη δεν ασκήθηκε σε βάρος των κατηγορουμένων, καίτοι διενεργήθηκε ΕΔΕ για τα επίμαχα έργα και συντάχθηκε η από 29-4-2003 πορισματική έκθεση, η οποία δεν εντοπίζει συγκεκριμένες παραβάσεις και συγκεκριμένους υπευθύνους, αλλά χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, προτείνει την ενίσχυση της ΤΥΔΚ με υπαλλήλους. Επίσης, ενισχυτικό των παραπάνω είναι ότι με τις υπ’ αριθμ. 228/2005, 52/2006 και 72/2006 αποφάσεις του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων απορρίφθηκαν προσφυγές της εταιρίας "Ψ1 ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", αφορώσες τα επίμαχα έργα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι όσον αφορά τα επίμαχα έργα είτε είχαν το δικαίωμα, είτε τη διακριτική ευχέρεια να πράξουν όπως έπραξαν, πάντως ενεργούσαν εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων τους, στις περιπτώσεις δε που ενήργησαν εκπρόθεσμα ή άκαιρα, κατά τα ειδικότερα αποδιδόμενα σε αυτούς με το κατηγορητήριο, δεν το έπραξαν δολίως αλλά η όποια ολιγωρία τους οφείλεται στο φόρτο εργασίας τους. Τέλος, στην προκειμένη περίπτωση, δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικά η αποδιδόμενη στους κατηγορουμένους πράξη της νόθευσης εγγράφων κατ’ εξακολούθηση και από κοινού, δοθέντος ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι μεταβολές στο περιεχόμενο των αναφερομένων στο κατηγορητήριο εγγράφων έγιναν από τους κατηγορουμένους με τη γνώση, τη θέληση και τον σκοπό όπως με τη χρήση των εγγράφων αυτών παραπλανήσουν άλλους για γεγονότα που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οι αναλυτικά αναφερόμενες στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας μεταβολές εγγραφών σχετικών με τα ένδικα έργα έγιναν από τους κατηγορουμένους μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, χωρίς όμως να ακολουθηθεί με ακρίβεια η νόμιμη διαδικασία, την οποία οι κατηγορούμενοι, λόγω φόρτου εργασίας, αδυνατούσαν να εφαρμόσουν. Χαρακτηριστική περί αυτού είναι η κατάθεση τόσο του μάρτυρα Μ1, επιθεωρητή δημοσίων έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ και ελεγκτή των ένδικων εργολαβιών, ο οποίος μεταξύ άλλων καταθέτει: ".... Διορθώθηκε από τον Χ2 ο χαρακτηρισμός κάποιου έργου, προσθέτοντας τη φράση "Δ.Δ. Μεσόπυργου". Αυτή η διόρθωση θα μπορούσε να γίνει με νόμιμο τρόπο. Υπάρχει νόμιμη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί. Δε ακολουθήθηκε όμως η νόμιμη διαδικασία..... Μπορεί οι κατηγορούμενοι να ήθελαν να βλάψουν τον ανάδοχο, μπορεί όμως και να μην ήξεραν τη νόμιμη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν. Μπορεί επίσης η κακή διαχείριση να οφείλεται στο φόρτο εργασίας των υπαλλήλων της υπηρεσίας....", όσο και του μάρτυρα Μ2, επίσης επιθεωρητή δημοσίων έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ και ελεγκτή των ένδικων εργολαβιών, ο οποίος καταθέτει μεταξύ άλλων "Οι υπάλληλοι της ΤΥΔΚ πρέπει να εργάζονται ιεραποστολικά για να φέρουν εις πέρας τα έργα αυτά.... Δεν μπορώ να κρίνω εγώ αν οι ενέργειες έγιναν με δόλο ή εκ προθέσεως να βλάψουν κάποιον.... Και τα τρία έργα του Ψ1 που εξετάσαμε ήταν μικρού προϋπολογισμού. Διαπιστώσαμε κακή διαχείριση εκ μέρους της ΤΥΔΚ.... Οι υπάλληλοι είναι αναγκασμένοι να εργάζονται υπό άγριες συνθήκες από τις 7 το πρωί ως τις 10 το βράδυ. Ίσως η κακή διαχείριση να οφείλεται στο φόρτο εργασίας των υπαλλήλων. Είναι κάτι που συμβαίνει συχνά αυτό. Δεν μπορώ να αποδώσω δόλο στους υπαλλήλους. Οι ενέργειες των κατηγορουμένων είναι παράτυπες και όχι παράνομες.... Κακώς άλλαξε η Υπηρεσία κάποια ΠΠΑΕ. Δεν επιτρέπεται να αλλάξει η Υπηρεσία τα έγγραφα που έχουν υπογραφεί από τον εργολάβο. Και σε κάποιους λογαριασμούς θυμάμαι ότι είχα δει διορθώσεις. Άλλαξαν τις εργασίες και την τιμολόγηση των εργασιών.... Το ξέρουν οι κατηγορούμενοι ότι δεν πρέπει να αλλάζουν τα πρωτόκολλα μετά την υπογραφή τους από τον εργολάβο και τους ίδιους. Εγώ δεν θα το έκανα αυτό. Η πράξη με υπογραφές δεν αλλάζει ποτέ. Η αλλαγή έχει επιπτώσεις στον εργολάβο. Διαπίστωσα πολλές παρατυπίες οι οποίες μου προκάλεσαν εντύπωση. Συμβαίνουν συχνά τέτοιου είδους παρατυπίες. Πολλές φορές έχω διαπιστώσει παρατυπίες...". Κατόπιν όλων των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι στοιχειοθετούνται οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους με το κατηγορητήριο πράξεις της παράβασης καθήκοντος από κοινού και κατά μόνας (κατ’ εξακολούθηση), της νοθεύσεως εγγράφων παρ’ υπαλλήλων, προσιτών λόγω της Υπηρεσίας τους κατ’ εξακολούθηση από κοινού... με τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται και περιγράφονται στο διατακτικό και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι για τις παραπάνω πράξεις". Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφασή του ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία για τα πιο πάνω εγκλήματα α) της παραβάσεως καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση και β) της νοθεύσεως από υπάλληλο εγγράφων, προσιτών σ’ αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, κατ’ εξακολούθηση και δεν αιτιολογείται επαρκώς, γιατί δεν πείσθηκε το Δικαστήριο για την ενοχή των κατηγορουμένων, και δη του μεν πρώτου απ’ αυτούς για τα άνω (δύο) εγκλήματα, του δε δεύτερου για το πρώτο απ’ αυτά, από τα αναφερόμενα στην απόφασή του και τα πρακτικά αποδεικτικά μέσα. Και ειδικότερα, ενώ δέχεται το Τριμελές Πλημμελειοδικείο α) ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι με τις ιδιότητες που προαναφέρθηκαν, και δη ο πρώτος απ’ αυτούς ως προϊστάμενος της ΤΥΔΚ Νομού Άρτας και ο δεύτερος ως επιβλέπων των άνω δημοτικών έργων μηχανικός της ίδιας Υπηρεσίας ενήργησαν με δόλο κατά παράβαση των διατάξεων των σχετικών με τα δημοτικά έργα και των καθηκόντων της υπηρεσίας τους με σκοπό να βλάψουν τον πολιτικώς ενάγοντα ή το Κράτος ή αντίθετα να προσπορίσουν παράνομο όφελος στους άλλους αναδόχους και β) ότι στο χειρισμό όλων των ένδικων έργων από τους κατηγορουμένους υπήρξε σαφώς κακή διαχείριση και μη ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων για την εκτέλεση των Δημοτικών έργων διατάξεων, οφειλόμενες, όμως, όχι σε δόλο των κατηγορουμένων και σε σκοπό αυτών να βλάψουν τον πολιτικώς ενάγοντα ή το Κράτος ή να προσπορίσουν όφελος σε τρίτους, αλλά στο φόρτο εργασίας αυτών, στις αυξημένες υποχρεώσεις τους και στην ταυτόχρονη διαχείριση πολλών έργων, δεν προσδιορίζει, όμως, στη συνέχεια κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο την εν λόγω μη σύμφωνη προς το νόμο συμπεριφορά των κατηγορουμένων (πράξεις και παραλείψεις τους) κατά την άσκηση των άνω υπηρεσιακών καθηκόντων τους, αλλ’ ούτε διευκρινίζει ποιες ήταν οι αυξημένες υποχρεώσεις και ο φόρτος εργασίας αυτών και πόσα ήταν τα ταυτοχρόνως απ’ αυτούς διαχειριζόμενα έργα, καθώς και ποιες ακριβώς ήταν οι γενόμενες παρατηρήσεις των Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων στα προαναφερθέντα έργα που επέβλεπε η ΤΥΔΚ Ν. Άρτας, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί εάν πράγματι στην προκείμενη περίπτωση αποκλειόταν ο δόλος των κατηγορουμένων για την εξ υποκειμένου στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση. Περαιτέρω, αναφορικά και με την αξιόποινη πράξη της νοθεύσεως από υπάλληλο εγγράφων, προσιτών σ’ αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, κατ’ εξακολούθηση, σε σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως είναι ελλιπής και ανεπαρκής. Και τούτο γιατί, ενώ αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως οι ειρημένες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων Μ1 και Μ2, επιθεωρητών των Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ και ελεγκτών των ένδικων εργολαβιών, σύμφωνα με τις οποίες, εκτός των άλλων, α) υπήρχε νόμιμη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί σε σχέση με τη γενόμενη διόρθωση του χαρακτηρισμού κάποιου από τα άνω έργα δια της προσθήκης στο σχετικό έγγραφο της φράσεως "τμήμα Δ.Δ. Μεσοπύργου", που, όμως, εν προκειμένω δεν ακολουθήθηκε (κατάθεση του πρώτου από τους άνω μάρτυρες), και β) "... οι ενέργειες των κατηγορουμένων είναι παράτυπες, όχι παράνομες... Κακώς άλλαξε η Υπηρεσία κάποια ΠΠΑΕ. Δεν επιτρέπεται να αλλάξει η Υπηρεσία τα έγγραφα, που έχουν υπογραφεί από τον εργολάβο. Και σε κάποιους λογαριασμούς θυμάμαι ότι είχα δει διορθώσεις. Άλλαξαν τις εργασίες και την τιμολόγηση των εργασιών.... Το ξέρουν οι κατηγορούμενοι ότι δεν πρέπει να αλλάζουν τα πρωτόκολλα μετά την υπογραφή τους από τον εργολάβο και τους ίδιους. Εγώ δεν θα το έκανα αυτό. Η πράξη με υπογραφές δεν αλλάζει ποτέ. Η αλλαγή έχει επιπτώσεις στον εργολάβο. Διαπίστωσα πολλές παρατυπίες, οι οποίες μου προκάλεσαν εντύπωση..." (κατάθεση του δεύτερου από τους άνω μάρτυρες), δεν αιτιολογεί περαιτέρω επαρκώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, γιατί δεν πείσθηκε εν προκειμένω για την ύπαρξη δόλου του πρώτου κατηγορουμένου αναφορικά με το άνω (δεύτερο) έγκλημα. Οι προαναφερθείσες δε ελλείψεις στερούν την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την αθώωση α) του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση και για την πράξη της νοθεύσεως από υπάλληλο εγγράφων, προσιτών σ’ αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, κατ’ εξακολούθηση και β) του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2 για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 315/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας κατά το μέρος που αφορά την αθώωση α) του κατηγορουμένου Χ1 για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση και για την πράξη της νοθεύσεως από υπάλληλο εγγράφων, προσιτών σ’ αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, κατ’ εξακολούθηση και β) του κατηγορουμένου Χ2 για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος από κοινού κατ’ εξακολούθηση. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κηρύσσονται αθώοι για α΄) παράβαση καθήκοντος 45 και 98 και οι δύο κατηγορούμενοι και β΄) για 242 παρ. 2 ΠΚ ο πρώτος. Λόγοι Δ΄ και Ε΄. Δεκτός λόγος Δ΄ (όχι αιτιολόγηση σχετικά με ανυπαρξία δόλου κατηγορουμένων). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παράβαση καθήκοντος, Ψευδής βεβαίωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 111/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοϊνη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαϊου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1501/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 142/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 172/3.5.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ' αριθ. 172/15-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ' αριθ. 1501/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 2027/2005 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων: α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ για κάθε μερικώτερη πράξη και β) της απάτης κατ'επάγγελμα, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 1501 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 5-12-2006 με θυροκόλληση, σύμφωνα με τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 155 παρ. 2 και 273 ΚΠΔ, η δε αίτηση ασκήθηκε την 15-12-2006 αυτοπροσώπως από τον ίδιο, ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 172/15-12-2006 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακουργήματα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠΔ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο (ΑΠ 1933/2005). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής κατάρτιση πλαστού εγγράφου υπάρχει όταν το έγγραφο καταρτίσθηκε επ'ονόματι άλλου, σαν να εκδόθηκε από αυτόν. Τέτοια δε περίπτωση καταρτίσεως πλαστού εγγράφου υπάρχει και όταν ο δράστης, επικαλούμενος ανύπαρκτο δικαίωμα αντιπροσωπεύσεως του νομικού προσώπου της εταιρείας, υπογράφει κάποιο έγγραφο για λογαριασμό της εταιρείας αυτής, ώστε να φαίνεται η τελευταία ως εκδότρια του εγγράφου αυτού (Μπουροπούλου Ερμην. ΠΚ, τόμ. Β' σελ. 234, ΑΠ 2418/2005, ΑΠ 981/2002). Εξάλλου κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με τα άρθρα 1 παρ. 7β' Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 6 Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τελικώς ο σκοπός του οφέλους ή της βλάβης του τρίτου. Η διάταξη της παραγράφου 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7β' Ν. 2408/1996, που ισχύει από της 4ης Ιουνίου 1996 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 6 Ν. 2721/1999, που ισχύει από της 3ης Ιουνίου 1999 και ορίσθηκε ότι "αν όμως ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ". Η ρύθμιση των νέων διατάξεων στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτές ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης (73.000 ευρώ) είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο εκείνης του προηγουμένου δικαίου, στην οποία δεν προβλεπόταν ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης, ενώ στο μέτρο που καθιερώνεται νέα μορφή κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως είναι δυσμενέστερη και εφαρμοστέα κατά συνέπεια είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ρύθμιση (ΑΠ 2416/2005). Στην περίπτωση τελέσεως πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με το ύψος του οφέλους ή της ζημίας και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ η οποία προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 εδάφιο πρώτο Ν. 2721/1999, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου της πράξεως, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Αν όμως οι μερικότερες πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο κάθε μιας μερικώτερης πράξεως, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση, που προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη (Ολ. ΑΠ 5/2002, ΑΠ 1855/2006). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστο δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού. β) Εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντα, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Η νεώτερη αυτή διάταξη του άρθρου 14 Ν. 2721/1999 ως αξιώνουσα πρόσθετα στοιχεία για την κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της απάτης, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και επομένως πρέπει αυτή να εφαρμοσθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 294/2004). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, όπως το τελευταίο αυτό (στ) προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, δεν είναι δε απαραίτητο να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 1074/2006, ΑΠ 1445/2004, ΑΠ 1820/2003, ΑΠ 865/2003).- 3.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135, ΑΠ 1364/2006). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4.- Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις όλων των εξετασθέντων μαρτύρων και από όλα τα προσκομισθέντα και επισυναφθέντα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και το υπόμνημα του ίδιου, προέκυψαν τα εξής, κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο ειρημένος κατηγορούμενος διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.Α.Ζ." κατά το έτος 1999. Ο ανωτέρω κατήρτισε στις 5-1-1999 ως νόμιμος εκπρόσωπος της "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΕΑΖ" και για λογαριασμό αυτής, σύμβαση πιστώσεως αλληλοχρέου λογαριασμού, με τη Γενική Τράπεζα (κατάστημα .....), δυνάμει της οποίας η προαναφερθείσα Τράπεζα παρείχε στην πιστούχο πίστωση μέχρι το ποσό των 80.000.000 δραχμών (234.776,23 ευρώ) με βασικό επιτόκιο χορηγήσεως 14,8% (βλ. την υπ' αριθμ. συμβ. 1...... πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό). Για την ασφάλεια της χρηματοδοτήσεως ενεχυράσθησαν προς την Τράπεζα αξιόγραφα και εγγυήθηκαν προσωπικά ο άνω κατηγορούμενος, η (σύζυγός του) ..... και η ...... Η εν λόγω Τράπεζα ζήτησε περαιτέρω εγγυήσεις, οι οποίες και δόθηκαν με όσα ακολούθως περιγράφονται. Ο κατηγορούμενος προκειμένου να επιτύχει την ολοκλήρωση της προαναφερομένης συμβάσεως πιστώσεως και (να) ικανοποιήσει την αξίωση της Τράπεζας για περαιτέρω παροχή εγγυήσεως, συνέλαβε και εξετέλεσε σχέδιο παραπλανήσεως των αρμοδίων υπαλλήλων της, μεταξύ των οποίων και εκείνων που συνεβλήθησαν για λογαριασμό της Τράπεζας, όπως οι Γ1 και Γ2 (βλ. και την από 1-2-99 σύμβαση παροχής εγγυήσεως). Συγκεκριμένα, κατήρτισε πλαστό έγγραφο και δη το από 12-1-1999 "πρακτικό έκτακτης γενικής συνελεύσεως" σύμφωνα με το οποίο εμφαινόταν ότι, κατά τον ανωτέρω χρόνο οι μέτοχοι της εγκαλούσας "ΒΕΟΚ Α.Ε." συνήλθαν περί ώρα 11.30 π.μ. σε έκτακτη γενική συνέλευση και αποφάσισαν ομοφώνως να παράσχουν εγγύηση υπέρ της εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" σε Ελληνική Τράπεζα δίδοντας προς τον σκοπό αυτό αντίστοιχη εντολή προς τον διευθύνοντα σύμβουλο, προς δε ότι, εξέλεξαν δια μυστικής ψηφοφορίας νέο τριμελές Δ.Σ. για την περίοδο 1999-2001, αποτελούμενο από τον ειρημένο κατηγορούμενο Χ1 την Υ2 και τη Υ3 (βλ. το πρακτικό εκτάκτου γενικής συνελεύσεως της ΒΙΟΜ. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΠΤΙΚΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ "ΒΕΟΚ ΑΔΑΜ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ Α.Ε."). Επί του πλαστού αυτού εγγράφου έθεσε, ο ανωτέρω κατηγορούμενος, ως ημερομηνία την 20-1-1999 και υπό την ένδειξη "ακριβές αντίγραφο εκ του βιβλίου των πρακτικών ΓΣ-Ο Πρόεδρος του Δ.Σ." έθεσε την υπογραφή του και κατ'απομίμηση πλαστή σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρείας με στοιχεία "Β.Ε.Ο.Κ. ΒΙΟΜ/ΝΙΑ ΕΠΕΞ/ΣΙΑΣ ΟΠΤΙΚΩΝ ΚΡΥΣΤ/ΛΩΝ, ΑΔ.Σ. ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ Α.Ε. ΕΔΡΑ & ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥ 13, ΑΧΑΡΝΑΙ, ΑΤΤΙΚΗΣ, ΤΗΛ......... ΑΦΜ ..... ΑΡ.ΦΑΚ. ......" (βλ. το παραπάνω έγγραφο). Ο ίδιος ως άνω, κατήρτισε στη συνέχεια (14-1-1999) άλλο πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του τους συναλλασσόμενους μαζί του και δη τα από 14-1-1999 πρακτικά διοικητικού συμβουλίου, στα οποία εμφαινόταν ότι, τα εκλεγέντα μέλη του Δ.Σ. την 12η Ιανουαρίου 1999 από την έκτακτη γενική συνέλευση της εγκαλούσας εταιρείας ("ΒΕΟΚ - ΑΔΑΜ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ Α.Ε. ΒΙΟΤΕΧΜΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΠΤΙΚΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ") συγκροτήθηκαν σε σώμα και εξελέγησαν, ο μεν προειρημένος (Χ1 , κατηγορούμενος και νυν εκκαλών) ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας οι δε Υ2 και Υ3 ως μέλη (βλ. πρακτικά Διοικητικού Συμβουλίου, ΒΕΟΚ - ΑΔΑΜ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ ΑΕ, 14-1-99). Προς δε, δια των προαναφερομένων πλαστών πρακτικών, εμφαινόταν ότι, το διοικητικό συμβούλιο της ειρημένης εταιρείας είχε ομοφώνως αποφασίσει την προς τον κατηγορούμενο παροχή εντολής και πληρεξουσιότητας, όπως υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές του, ασκεί όλες τις αρμοδιότητες, εξουσίες και δικαιώματα τα αναφερόμενα στο άρθρο 15 του καταστατικού, να ενεργεί μόνος του και να δεσμεύει την εταιρεία δια μόνης της υπογραφής του έναντι παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, ήτοι να αναλαμβάνει χρήματα, χρηματόγραφα, μερίσματα, αποδείξεις και τοκομερίδια, να εισπράττει χρήματα εμβαζόμενα ή δι'οιουδήποτε οφειλόμενα στην εταιρεία, να εκδίδει, αποδέχεται, οπισθογραφεί και εξοφλεί συναλλαγματικές και επιταγές, να παραλαμβάνει φορτωτικές και συνάπτει συμβάσεις μετά των Τραπεζών για το άνοιγμα ενέγγυων πιστώσεων, έκδοση εγγυητικών επιστολών υπέρ της εταιρείας ή υπέρ οιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου και προς οιοδήποτε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είσπραξη φορτωτικών μετά ενεγγύου προκαταβολής, χορήγηση δανείων προς την εταιρεία, πιστώσεων δι'ανοικτού λογαριασμού με προσωπική ασφάλεια και για την αύξηση των ήδη υφιστάμενων πιστώσεων ή και ασφαλισμένων με υποθήκη ή γραμμάτια και παντός είδους ενεχύρου και να ποιείται χρήση αυτών, είτε δι'επιταγών, είτε δι'εντολών, είτε δι'αποδείξεως λήψεως χρημάτων, ως και την υπέρ της εταιρείας μισθωμένων γραφείων, να παρέχει εμπράγματη ασφάλεια προς εξόφληση απαιτήσεως κατά της εταιρείας υπέρ κινητών και ακινήτων πραγμάτων, δηλαδή ενέχυρο πάσης φύσεως, υποθήκη, προσημείωση και να παρέχει εγγυήσεις εκ μέρους και δια λογαριασμό της εταιρείας υπέρ οιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, να αναλαμβάνει τα εις ενέχυρο δοθέντα και να χορηγεί απαλλαγές από εγγυητικές επιστολές, να συνάπτει μισθώσεις και να λύει αυτές, να προσλαμβάνει, απολύει και να ρυθμίζει τις αποδοχές του πάσης φύσεως προσωπικού της εταιρείας διοικητικού ή εργατοτεχνικού και εν γένει να ενεργεί κάθε πράξη διαχειρίσεως εκ των πάσης φύσεως εισπράξεων και να κανονίζει τις πάσης φύσεως πληρωμές δια λογαριασμό της εταιρείας. Περαιτέρω δε, να εκπροσωπεί την εταιρεία ενώπιον των δικαστηρίων και ενώπιον πάσης Αρχής (βλ. πρακτικά του Δ.Σ. της 14-1-1999). Επί του πλαστού αυτού εγγράφου έθεσε ως ημερομηνία την 14-11-1999 και υπό την ένδειξη "ακριβές αντίγραφο εκ του βιβλίου των πρακτικών Γ.Σ. - Ο Πρόεδρος του Δ.Σ." έθεσε την υπογραφή του και κατ' απομίμηση πλαστή σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρείας με τα προειρημένα στοιχεία (βλ. το παραπάνω έγγραφο). Ακολούθως στις 28-1-1999 κατήρτισε με μηχανικό τρόπο πλαστό έγγραφο, ήτοι έγγραφο που εφέρετο ότι είχε εκδοθεί από το Τμήμα ανωνύμων εταιρειών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής με θέμα την "ανακοίνωση καταχώρησης στο Μητρώο ΑΕ απόφασης εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου και Συγκρότησης αυτού σε σώμα της ΒΕΟΚ ΑΕ", δυνάμει του οποίου εμφαινόταν, ότι στο Μητρώο Ανωνύμων εταιρειών καταχωρήθηκε η από 18-1-1999 απόφαση Γενικής Συνελεύσεως των Μετόχων της ανωτέρω εταιρείας και το από 14-1-1999 Πρακτικό του Δ.Σ., δυνάμει του οποίου προέκυπτε πως το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείτο από τον Χ1 (κατηγορούμενο) ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο και τις Υ2 Υ3 ως μέλη και τη εταιρεία εκπροσωπούσε από την 12η Ιανουαρίου 1999 ο προαναφερόμενος (Χ1 ). Προς δε, επί του πλαστού αυτού εγγράφου έθεσε πλαστή σφραγίδα του Εθνικού Τυπογραφείου, επί της οποίας ανέγραψε ως αριθμό πρωτοκόλλου τον αριθμό "....." και ως ημερομηνία εισόδου την ...... (βλ. το παραπάνω έγγραφο). Με τα προαναφερόμενα πλαστά έγγραφα ο κατηγορούμενος, Χ1 , είχε σκοπό να παραπλανήσει κάθε τρίτο αποδέκτη αυτών, σχετικά με γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα ότι αυτός έφερε, δήθεν, την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ("ΒΕΟΚ Α.Ε.") εγκαλούσας εταιρείας, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, υπό την προεκτεθείσα σύνθεσή του είχε νομίμως εκλεγεί από τη Γενική Συνέλευση, ότι είχε (δήθεν) γίνει η καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων εταιρειών και η καταχώρηση αυτή είχε κοινοποιηθεί στο Εθνικό Τυπογραφείο προς δημοσίευση και είχε, δήθεν, λάβει και αριθμό πρωτοκόλλου και αριθμό εισόδου. Περαιτέρω, σκοπός του άνω κατηγορουμένου ήταν, με κάθε ένα εκ των ειρημένων πλαστών εγγράφων να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους της Γενικής Τράπεζας, σχετικά με το γεγονός ότι, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του είχε την εντολή και πληρεξουσιότητα από το Δ.Σ. της "ΒΕΟΚ Α.Ε." Εταιρείας, μεταξύ των άλλων, να παράσχει εγγύηση υπέρ της Τράπεζας για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου που θα προέκυπτε από την από 5-1-1999 σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού που είχε καταρτίσει με την ασφαλιστική εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.Α.Ζ" της οποίας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ετύγχανε ο ανωτέρω, και να επιτύχει έτσι την χορήγηση σ'αυτή πιστώσεως ύψους ποσού 80.000.000 δραχμών (234,776,23 ευρώ) με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρείας "ΒΕΟΚ Α.Ε.", αλλά και της Τράπεζας, το επιδιωκόμενο δε όφελος για τον ίδιο και την εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" συνδέεται αυτοτελώς με κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις πλαστογραφίας που κατά τα ανωτέρω διέπραξε. Περαιτέρω προέκυψε, ότι ο κατηγορούμενος, σε ημερομηνία που δεν διακριβώθηκε επ'ακριβώς, αλλά πάντως στο χρονικό διάστημα από 28-1-1999 έως 1-2-1999 εμφανίσθηκε ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων της Γενικής Τράπεζας (Γ1 και Γ2)και παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς σε αυτούς, ότι ετύγχανε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εγκαλούσας εταιρείας "ΒΕΟΚ Α.Ε.", ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, υπό την προεκτεθείσα σύνθεσή του είχε νομίμως εκλεγεί από τη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας, ότι είχε γίνει η σχετική καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων εταιρειών και η καταχώρηση αυτή είχε κοινοποιηθεί στο Εθνικό Τυπογραφείο προς δημοσίευση και είχε λάβει αριθμό πρωτοκόλλου και αριθμό εισόδου, ότι το ανωτέρω Δ.Σ. του είχε παράσχει την εντολή και πληρεξουσιότητα και μεταξύ άλλων να δεσμεύει την εταιρεία δια μόνης της υπογραφής του έναντι παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, προς δε να παρέχει εγγυήσεις εκ μέρους και δια λογαριασμό της εταιρείας υπέρ οιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου. Τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις (του) ενίσχυσε με την προσκόμιση και επίκληση των προαναφερομένων πλαστών εγγράφων που παρέδωσε στους υπαλλήλους της άνω Τράπεζας, οι οποίοι επείσθησαν σχετικά με τη νομιμότητα εκπροσωπήσεως της εταιρείας "ΒΕΟΚ Α.Ε.", την ιδιότητα του κατηγορουμένου αλλά και την πληρεξουσιότητα παροχής εγγυήσεων και συνεβλήθησαν ως εκπρόσωποι της Τράπεζας με αυτόν, υπογράφοντας την από 1-2-1999 σύμβαση παροχής εγγυήσεως, δυνάμει της οποίας φερόταν, ότι η εγκαλούσα εταιρεία είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα τους όρους της από 5-1-1999 συμβάσεως πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό και εγγυάτο την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της πιστώσεως (αλληλόχρεο) λογαριασμό μεταξύ της Γενικής Τράπεζας και της "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", την από ..... σύμβαση παροχής εγγυήσεως μεταξύ της Γενικής Τράπεζας και της "ΒΕΟΚ ΑΕ" νομίμως εκπροσωπουμένης υπό του Χ1 το από 12-1-1999 πρακτικό εκτάκτου Γεν. Συνελεύσεως της "ΒΕΟΚ Α.Ε." τα πρακτικά του Δ.Σ. της "ΒΕΟΚ Α.Ε." της 14-1-1999, την ανακοίνωση καταχωρήσεως στο Μητρώο Α.Ε. αποφ. εκλογής Δ.Σ. και συγκροτήσεως αυτού σε σώμα της "ΒΕΟΚ ΑΕ", προς δε τα υπ'αριθμ. 5909/20-8-96 και 3105/30-5-2001 φύλλα ΦΕΚ, τεύχ. ΑΕ και ΕΠΕ Πρακτικά Δ.Σ. 25/9/01........... "ΒΕΟΚ ΑΕ", και την από 21-5-2001 ανακοπή της "ΒΕΟΚ ΑΕ" ενώπιον του Πολυμελ. Πρωτ. Αθ. κατά της Γενικής Τράπεζας και ης υπ'αριθμ. 1363/01 διαταγής πληρωμής του δικαστή Μονομ. Πρωτ. Αθηνών). Ο σκοπός του προειρημένου κατηγορουμένου ήταν, τον οποίο και επέτυχε, με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις και την παραπλάνηση των υπαλλήλων της Γενικής Τράπεζας, το παράνομο περιουσιακό όφελος υπέρ του ιδίου και της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", συνιστάμενο στην συνομολόγηση και υπογραφή της υπ'αριθμ. ...... συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό-αλληλόχρεο λογαριασμό, δια της οποίας παρείχετο στον άνω πιστούχο πίστωση μέχρι του ποσού των 80.000.000 δραχμών (234.736,23 Ευρώ), με ζημία τόσο της εγκαλούσας εταιρείας η οποία εγγυήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου, όσο και της εν λόγω Τράπεζας. 'Ετσι λοιπόν, σύμφωνα με τα προειρημένα, το συνιστάμενο στην χορήγηση της ανωτέρω πιστώσεως συνολικό όφελος για τον κατηγορούμενο και για την εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", αλλά και η αντίστοιχη ζημία, τόσο της Γενικής Τράπεζας που χορήγησε την ρηθείσα πίστωση, όσο και της εγκαλούσας εταιρείας "ΒΕΟΚ ΑΕ" που εμφαινόταν ως εγγυήτρια, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις άνω περιστάσεις, υπό τις οποίες ο κατηγορούμενος διέπραξε το έγκλημα της απάτης, προκύπτει ότι αυτός διέπραξε αυτή την πράξη, ενεργώντας κατ'επάγγελμα, έχοντας διαμορφώσει υποδομή, δηλαδή σχεδιασμό που συνίστατο στην μεθοδευμένη κατάρτιση των προαναφερομένων πλαστών εγγράφων, δια των οποίων εμφανίζετο ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εγκαλούσας εταιρείας, προς δε στην εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του των αρμοδίων υπαλλήλων της Τράπεζας, της οποίας ήταν ήδη πελάτης και πιστούχος στο προγενέστερο χρονικό διάστημα αλλά και της προθέσεώς του για (την) επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής. Ο κατηγορούμενος αρνείται τις σε βάρος του προδιαληφθείσες πράξεις, τις οποίες εν τέλει αποδίδει στον απασχολούμενο στην εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" Υ1 Οι ισχυρισμοί του όμως ελέγχονται ως κατ'ουσίαν αβάσιμοι, καθ'όσον πέραν της προσωπικής εγγυήσεως που χορήγησε ο Υ1 (βλ. την από 1-2-1999 σύμβαση), ουδεμία άλλη εμπλοκή του προκύπτει, τόσο κατά την κατάρτιση ων άνω εγγράφων, όσο και κατά την κατάθεση αυτών (των πλαστών) στην Τράπεζα, όπως ο προειρημένος διατείνεται (βλ. και την από 25-10-2001 ένορκη κατάθεση της Προϊσταμένης χορηγήσεων, προς δε τις καταθέσεις των μαρτύρων (αναφέρονται 5 ονόματα). Εν όψει αυτών και από το σύνολο των καταθέσεων μαρτύρων και όλων των εγγράφων της δικογραφίας, ο εκκαλών τυγχάνει παραπεμπτέος ενώπιον του Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων), σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1 ε' και 313 ΚΠΔ, προκειμένου να δικασθεί για τα αποδιδόμενα σ'αυτόν εγκλήματα, για τα οποία προκύπτουν εναντίον του, σοβαρές ενδείξεις ενοχής, δικαιολογούσες πλήρως ακροαματικό της υποθέσεως έλεγχο. Τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο άνω εκκαλών ελέγχονται ως αβάσιμα καθ'όσον ουδείς ισχυρισμός του συνοδεύεται ή υποστηρίζεται με συγκεκριμένα στοιχεία που να καταδεικνύει ότι το εκκαλούμενο βούλευμα δεν έκρινε ορθώς. Αυτά λοιπόν δεχθέν και το εκκαλούμενο βούλευμα είναι πρόδηλο, ότι δεν έσφαλε ούτε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών διατάξεων, ούτε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και των εν γένει πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, αλλά ούτε και περί την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στους εφαρμοσθέντες κανόνες ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Τέλος, όσον αφορά το αίτημα του εκκαλούντος για περαιτέρω κυρία ανάκριση προκειμένου να εξετασθούν οι Υ1 και Υ2 -των οποίων δεν αναφέρει την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας των- παρατηρούμε ότι: από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του ανωτέρω, όπως εκτενώς προεξετέθη και συνεπώς αλυσιτελής θα ετύγχανε (και) η εξέταση των προαναφερομένων (ΑΠ 1158/2001 Π.Χρ. ΝΒ/414). Κατ'ακολουθίαν πρέπει ν'απορριφθεί το αίτημα του εκκαλούντος για περαιτέρω κυρία ανάκριση επί τω τέλει εξετάσεως των ανωτέρω επί της υπό κρίση ποινικής υποθέσεως. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ για κάθε μερικώτερη πράξη και της απάτης κατ'επάγγελμα, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. γ', στ', 26, 27, 94, 98, 216 παρ. 1 και 3 και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο έκρινε ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είναι ο δράστης όλων των μερικωτέρων πράξεων της πλαστογραφίας. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν ήταν αναγκαίο να αναφερθούν τα στοιχεία ταυτότητας των μετόχων της εταιρείας "ΒΕΟΚ ΑΕ", αφού η κατηγορία της πλαστογραφίας δεν συνίσταται στην πλαστογράφηση της υπογραφής των προσώπων αυτών. Επίσης ρητώς αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι σκοπός του αναιρεσείοντα ήταν με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις και την παραπλάνηση των αρμοδίων οργάνων της Γενικής Τράπεζας να επιτύχει την χορήγηση στην ασφαλιστική εταιρεία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", της οποίας ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, πιστώσεως ύψους ποσού 80.000.000 δραχμών ή 234.776 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρείας "ΒΕΟΚ ΑΕ", αλλά και της Τράπεζας, χωρίς να είναι απαραίτητη η επίτευξη του οφέλους αυτού. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Ως απαράδεκτο επίσης πρέπει να απορριφθεί και το προβαλλόμενο στο διαδικαστικό αυτό στάδιο αίτημα του αναιρεσείοντα για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Τέλος αβάσιμη πρέπει να κριθεί και η αιτίαση του αναιρεσείοντα ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε αίτημά του για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου να κληθούν και εξετασθούν οι συντάξαντες τα πλαστά έγγραφα. Συγκεκριμένα από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 ΚΠΔ προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως και η διάταξη περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως ή προανακρίσεως, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος που έχει υποβληθεί από τον Εισαγγελέα ή τους διαδίκους για τη διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικά και εμπεριστατωμένα. Η αιτιολογία πάντως αυτή, η έλλειψη της οποίας προβάλλεται με τον αναιρετικό λόγο, από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ, θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στην αιτιολογία για την ύπαρξη ή μη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής και την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου για την παραπομπή ή όχι του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, εφ'όσον βέβαια η τελευταία είναι πλήρης (ΑΠ 1606/2005). Στην προκειμένη όμως περίπτωση στο προσβαλλόμενο βούλευμα, του οποίου η παραπεμπτική κρίση είναι αιτιολογημένη, με πληρότητα διαλαμβάνεται και απάντηση στο αίτημα του αναιρεσείοντα για διεξαγωγή περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές του, "όσον αφορά το αίτημα του εκκαλούντος για περαιτέρω κυρία ανάκριση, προκειμένου να εξετασθούν οι Υ1 και Υ2 των οποίων δεν αναφέρει την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας των- παρατηρούμε ότι: από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του ανωτέρω, όπως εκτενώς προεξετέθη και συνεπώς αλυσιτελώς θα ετύγχανε (και) η εξέταση των προαναφερομένων". Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 172/15-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ'αριθ. 1501/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 28 Φεβρουαρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής κατάρτιση πλαστού εγγράφου υπάρχει όταν το έγγραφο καταρτίσθηκε επ'ονόματι άλλου, σαν να εκδόθηκε από αυτόν. Τέτοια δε περίπτωση καταρτίσεως πλαστού εγγράφου υπάρχει και όταν ο δράστης, επικαλούμενος ανύπαρκτο δικαίωμα αντιπροσωπεύσεως του νομικού προσώπου της εταιρίας, υπογράφει κάποιο έγγραφο για λογαριασμό της εταιρίας αυτής, ώστε να φαίνεται η τελευταία ως εκδότρια του εγγράφου αυτού. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από τη συμπλήρωσή της και την αντικατάστασή της από τα άρθρα 1 παρ. 7α' Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 2α' και β' Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τελικώς ο σκοπός του οφέλους ή της βλάβης του τρίτου. Η διάταξη της παραγράφου 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α' Ν. 2408/1996, που ισχύει από της 4ης Ιουνίου 1996, και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2α' και β' Ν. 2721/1999, που ισχύει από της 3ης Ιουνίου 1999, και ορίσθηκε ότι "αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ)". Η ρύθμιση των νέων διατάξεων στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτές ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης (73.000 ευρώ) είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο εκείνης του προηγουμένου δικαίου, στην οποία δεν προβλεπόταν ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης, ενώ στο μέτρο που καθιερώνεται νέα μορφή κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως είναι δυσμενέστερη και εφαρμοστέα κατά συνέπεια είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ρύθμιση. Στην περίπτωση δε τελέσεως πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με το ύψος του οφέλους ή της ζημίας και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 του Ν. 2721/1999, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου της πράξεως, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Αν όμως οι μερικότερες πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο καθεμιάς μερικότερης πράξεως, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση, που προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη (Ολ. ΑΠ 5/2002). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Η νεότερη αυτή διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, ως αξιώνουσα πρόσθετα στοιχεία για την κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της απάτης, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και, επομένως, πρέπει αυτή να εφαρμόζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, δεν είναι δε απαραίτητο να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη. Επίσης, κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 1501/2006 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρίας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.Α.Ζ." κατά το έτος 1999. Ο ανωτέρω, κατήρτισε στις 5-1-1999, ως νόμιμος εκπρόσωπος της "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΕΑΖ" και για λογαριασμό αυτής, σύμβαση πιστώσεως αλληλοχρέου λογαριασμού, με τη Γενική Τράπεζα (κατάστημα .....), δυνάμει της οποίας η προαναφερθείσα Τράπεζα παρείχε στην πιστούχο πίστωση μέχρι το ποσό των 80.000.000 δραχμών (234.776,23 ευρώ) με βασικό επιτόκιο χορηγήσεως 14,8% (βλ. την υπ' αριθμ. συμβ. ..... πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό). Για την ασφάλεια της χρηματοδοτήσεως ενεχυράσθησαν προς την Τράπεζα αξιόγραφα και εγγυήθηκαν προσωπικά ο άνω κατηγορούμενος, η (σύζυγός του) ..... και η ...... Η εν λόγω Τράπεζα ζήτησε περαιτέρω εγγυήσεις, οι οποίες και δόθηκαν με όσα ακολούθως περιγράφονται. Ο κατηγορούμενος προκειμένου να επιτύχει την ολοκλήρωση της προαναφερομένης συμβάσεως πιστώσεως και (να) ικανοποιήσει την αξίωση της Τράπεζας για περαιτέρω παροχή εγγυήσεως, συνέλαβε και εξετέλεσε σχέδιο παραπλανήσεως των αρμοδίων υπαλλήλων της, μεταξύ των οποίων και εκείνων που συνεβλήθησαν για λογαριασμό της Τράπεζας, όπως οι Γ1 καιΓ2 (βλ. και την από 1-2-99 σύμβαση παροχής εγγυήσεως). Συγκεκριμένα, κατήρτισε πλαστό έγγραφο και δη το από 12-1-1999 "πρακτικό έκτακτης γενικής συνελεύσεως", σύμφωνα με το οποίο εμφαινόταν ότι, κατά τον ανωτέρω χρόνο οι μέτοχοι της εγκαλούσας "ΒΕΟΚ Α.Ε." συνήλθαν περί ώρα 11.30 π.μ. σε έκτακτη γενική συνέλευση και αποφάσισαν ομοφώνως να παράσχουν εγγύηση υπέρ της εταιρίας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" σε Ελληνική Τράπεζα δίδοντας προς τον σκοπό αυτό αντίστοιχη εντολή προς τον διευθύνοντα σύμβουλο, προς δε ότι, εξέλεξαν δια μυστικής ψηφοφορίας νέο τριμελές Δ.Σ. για την περίοδο 1999-2001, αποτελούμενο από τον ειρημένο κατηγορούμενο Χ1 την Υ2 και τη Υ3 (βλ. το πρακτικό εκτάκτου γενικής συνελεύσεως της ΒΙΟΜ. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΠΤΙΚΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ "ΒΕΟΚ ΑΔΑΜ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ Α.Ε."). Επί του πλαστού αυτού εγγράφου έθεσε, ο ανωτέρω κατηγορούμενος, ως ημερομηνία την 20-1-1999 και υπό την ένδειξη "ακριβές αντίγραφο εκ του βιβλίου των πρακτικών ΓΣ-Ο Πρόεδρος του Δ.Σ." έθεσε την υπογραφή του και κατ'απομίμηση πλαστή σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας με στοιχεία "Β.Ε.Ο.Κ. ΒΙΟΜ/ΝΙΑ ΕΠΕΞ/ΣΙΑΣ ΟΠΤΙΚΩΝ ΚΡΥΣΤ/ΛΩΝ, ΑΔ.Σ. ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ Α.Ε. ΕΔΡΑ & ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥ 13, ΑΧΑΡΝΑΙ, ΑΤΤΙΚΗΣ, ΤΗΛ......... ΑΦΜ .... - ΑΡ.ΦΑΚ. ....." (βλ. το παραπάνω έγγραφο). Ο ίδιος ως άνω, κατήρτισε στη συνέχεια (14-1-1999) άλλο πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του τους συναλλασσόμενους μαζί του, και δη τα από 14-1-1999 πρακτικά διοικητικού συμβουλίου, στα οποία εμφαινόταν ότι, τα εκλεγέντα μέλη του Δ.Σ. την 12η Ιανουαρίου 1999 από την έκτακτη γενική συνέλευση της εγκαλούσας εταιρίας ("ΒΕΟΚ - ΑΔΑΜ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ Α.Ε. ΒΙΟΤΕΧΜΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΠΤΙΚΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ") συγκροτήθηκαν σε σώμα και εξελέγησαν, ο μεν προειρημένος Χ1 , κατηγορούμενος και νυν εκκαλών) ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας, οι δε Υ2 και Υ3 ως μέλη (βλ. πρακτικά Διοικητικού Συμβουλίου, ΒΕΟΚ - ΑΔΑΜ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ ΑΕ, 14-1-99). Προς δε, δια των προαναφερομένων πλαστών πρακτικών, εμφαινόταν ότι το διοικητικό συμβούλιο της ειρημένης εταιρίας είχε ομοφώνως αποφασίσει την προς τον κατηγορούμενο παροχή εντολής και πληρεξουσιότητας, όπως, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές του, ασκεί όλες τις αρμοδιότητες, εξουσίες και δικαιώματα τα αναφερόμενα στο άρθρο 15 του καταστατικού, να ενεργεί μόνος του και να δεσμεύει την εταιρία δια μόνης της υπογραφής του έναντι παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, ήτοι να αναλαμβάνει χρήματα, χρηματόγραφα, μερίσματα, αποδείξεις και τοκομερίδια, να εισπράττει χρήματα εμβαζόμενα ή δι'οιουδήποτε οφειλόμενα στην εταιρία, να εκδίδει, αποδέχεται, οπισθογραφεί και εξοφλεί συναλλαγματικές και επιταγές, να παραλαμβάνει φορτωτικές και συνάπτει συμβάσεις μετά των Τραπεζών για το άνοιγμα ενέγγυων πιστώσεων, έκδοση εγγυητικών επιστολών υπέρ της εταιρίας ή υπέρ οιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου και προς οιοδήποτε τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είσπραξη φορτωτικών μετά ενεγγύου προκαταβολής, χορήγηση δανείων προς την εταιρία, πιστώσεων δι'ανοικτού λογαριασμού με προσωπική ασφάλεια και για την αύξηση των ήδη υφιστάμενων πιστώσεων ή και ασφαλισμένων με υποθήκη ή γραμμάτια και παντός είδους ενεχύρου και να ποιείται χρήση αυτών, είτε δι'επιταγών, είτε δι'εντολών, είτε δι'αποδείξεως λήψεως χρημάτων, ως και των υπέρ της εταιρίας μισθωμένων γραφείων, να παρέχει εμπράγματη ασφάλεια προς εξόφληση απαιτήσεως κατά της εταιρίας υπέρ κινητών και ακινήτων πραγμάτων, δηλαδή, ενέχυρο πάσης φύσεως, υποθήκη, προσημείωση, και να παρέχει εγγυήσεις εκ μέρους και δια λογαριασμό της εταιρίας υπέρ οιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, να αναλαμβάνει τα εις ενέχυρο δοθέντα και να χορηγεί απαλλαγές από εγγυητικές επιστολές, να συνάπτει πάσης φύσεως μισθώσεις και να λύει αυτές, να προσλαμβάνει, απολύει και να ρυθμίζει τις αποδοχές του πάσης φύσεως προσωπικού της εταιρίας διοικητικού ή εργατοτεχνικού και εν γένει να ενεργεί κάθε πράξη διαχειρίσεως εκ των πάσης φύσεως εισπράξεων και να κανονίζει τις πάσης φύσεως πληρωμές δια λογαριασμό της εταιρείας. Περαιτέρω δε, να εκπροσωπεί την εταιρεία ενώπιον των δικαστηρίων και ενώπιον πάσης Αρχής (βλ. πρακτικά του Δ.Σ. της 14-1-1999). Επί του πλαστού αυτού εγγράφου έθεσε ως ημερομηνία την 14-11-1999 και υπό την ένδειξη "ακριβές αντίγραφο εκ του βιβλίου των πρακτικών Γ.Σ. - Ο Πρόεδρος του Δ.Σ." έθεσε την υπογραφή του και κατ' απομίμηση πλαστή σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας με τα προειρημένα στοιχεία (βλ. το παραπάνω έγγραφο). Ακολούθως, στις 28-1-1999 κατήρτισε με μηχανικό τρόπο πλαστό έγγραφο, ήτοι έγγραφο που εφέρετο ότι είχε εκδοθεί από το Τμήμα ανωνύμων εταιριών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής με θέμα την "ανακοίνωση καταχώρησης στο Μητρώο ΑΕ απόφασης εκλογής Διοικητικού Συμβουλίου και Συγκρότησης αυτού σε σώμα της ΒΕΟΚ ΑΕ", δυνάμει του οποίου εμφαινόταν, ότι στο Μητρώο Ανωνύμων εταιριών καταχωρήθηκε η από 18-1-1999 απόφαση Γενικής Συνελεύσεως των Μετόχων της ανωτέρω εταιρείας και το από 14-1-1999 Πρακτικό του Δ.Σ., δυνάμει του οποίου προέκυπτε πως το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείτο από τονΧ1(κατηγορούμενο) ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο και τις Υ2, Υ3 ως μέλη και την εταιρία εκπροσωπούσε από την 12η Ιανουαρίου 1999 ο προαναφερόμενος (Χ1). Προς δε, επί του πλαστού αυτού εγγράφου έθεσε πλαστή σφραγίδα του Εθνικού Τυπογραφείου, επί της οποίας ανέγραψε ως αριθμό πρωτοκόλλου τον αριθμό "....." και ως ημερομηνία εισόδου την ..... (βλ. το παραπάνω έγγραφο). Με τα προαναφερόμενα πλαστά έγγραφα ο κατηγορούμενος, Χ1 , είχε σκοπό να παραπλανήσει κάθε τρίτο αποδέκτη αυτών, σχετικά με γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα ότι αυτός έφερε, δήθεν, την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ("ΒΕΟΚ Α.Ε.") εγκαλούσας εταιρίας, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, υπό την προεκτεθείσα σύνθεσή του είχε νομίμως εκλεγεί από τη Γενική Συνέλευση, ότι είχε (δήθεν) γίνει η καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων εταιριών και η καταχώρηση αυτή είχε κοινοποιηθεί στο Εθνικό Τυπογραφείο προς δημοσίευση και είχε, δήθεν, λάβει και αριθμό πρωτοκόλλου και αριθμό εισόδου. Περαιτέρω, σκοπός του άνω κατηγορουμένου ήταν, με κάθε ένα εκ των ειρημένων πλαστών εγγράφων να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους της Γενικής Τράπεζας, σχετικά με το γεγονός ότι, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του είχε την εντολή και πληρεξουσιότητα από το Δ.Σ. της "ΒΕΟΚ Α.Ε." Εταιρίας, μεταξύ των άλλων, να παράσχει εγγύηση υπέρ της Τράπεζας για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου που θα προέκυπτε από την από 5-1-1999 σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού που είχε καταρτίσει με την ασφαλιστική εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.Α.Ζ", της οποίας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ετύγχανε ο ανωτέρω, και να επιτύχει έτσι την χορήγηση σ'αυτή πιστώσεως ύψους ποσού 80.000.000 δραχμών (234.776.23 ευρώ) με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρίας "ΒΕΟΚ Α.Ε.", αλλά και της Τράπεζας, το επιδιωκόμενο δε όφελος για τον ίδιο και την εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" συνδέεται αυτοτελώς με κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις πλαστογραφίας που κατά τα ανωτέρω διέπραξε. Περαιτέρω, προέκυψε, ότι ο κατηγορούμενος, σε ημερομηνία που δεν διακριβώθηκε επ'ακριβώς, αλλά πάντως στο χρονικό διάστημα από 28-1-1999 έως 1-2-1999, εμφανίσθηκε ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων της Γενικής ΤράπεζαςΓ1 και Γ2)και παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς σε αυτούς, ότι ετύγχανε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εγκαλούσας εταιρίας "ΒΕΟΚ Α.Ε.", ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, υπό την προεκτεθείσα σύνθεσή του είχε νομίμως εκλεγεί από τη Γενική Συνέλευση της Εταιρίας, ότι είχε γίνει η σχετική καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων εταιριών και η καταχώρηση αυτή είχε κοινοποιηθεί στο Εθνικό Τυπογραφείο προς δημοσίευση και είχε λάβει αριθμό πρωτοκόλλου και αριθμό εισόδου, ότι το ανωτέρω Δ.Σ. του είχε παράσχει την εντολή και πληρεξουσιότητα και μεταξύ άλλων να δεσμεύει την εταιρία δια μόνης της υπογραφής του έναντι παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, προς δε να παρέχει εγγυήσεις εκ μέρους και δια λογαριασμό της εταιρείας υπέρ οιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου. Τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις (του) ενίσχυσε με την προσκόμιση και επίκληση των προαναφερομένων πλαστών εγγράφων που παρέδωσε στους υπαλλήλους της άνω Τράπεζας, οι οποίοι επείσθησαν σχετικά με τη νομιμότητα εκπροσωπήσεως της εταιρείας "ΒΕΟΚ Α.Ε.", την ιδιότητα του κατηγορουμένου αλλά και την πληρεξουσιότητα παροχής εγγυήσεων και συνεβλήθησαν ως εκπρόσωποι της Τράπεζας με αυτόν, υπογράφοντας την από 1-2-1999 σύμβαση παροχής εγγυήσεως, δυνάμει της οποίας φερόταν ότι η εγκαλούσα εταιρεία είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα τους όρους της από 5-1-1999 συμβάσεως πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό και εγγυάτο την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της πιστώσεως (βλ. την από 5-1-1999 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μεταξύ της Γενικής Τράπεζας και της "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", την από 1-2-1999 σύμβαση παροχής εγγυήσεως μεταξύ της Γενικής Τράπεζας και της "ΒΕΟΚ ΑΕ", νομίμως εκπροσωπουμένης υπό του Χ1 το από 12-1-1999 πρακτικό εκτάκτου Γεν. Συνελεύσεως της "ΒΕΟΚ Α.Ε.", τα πρακτικά του Δ.Σ. της "ΒΕΟΚ Α.Ε." της 14-1-1999, την ανακοίνωση καταχωρήσεως στο Μητρώο Α.Ε. αποφ. εκλογής Δ.Σ. και συγκροτήσεως αυτού σε σώμα της "ΒΕΟΚ ΑΕ", προς δε τα υπ'αριθμ. 5909/20-8-96 και 3105/30-5-2001 φύλλα ΦΕΚ, τεύχ. ΑΕ και ΕΠΕ, τα Πρακτικά του Δ.Σ. 26/9/01 της "ΒΕΟΚ ΑΕ", και την από 21-5-2001 ανακοπή της "ΒΕΟΚ ΑΕ" ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της Γενικής Τράπεζας και της υπ'αριθμ. 1363/01 διαταγής πληρωμής του δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Ο σκοπός του προειρημένου κατηγορουμένου ήταν, τον οποίο και επέτυχε, με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις και την παραπλάνηση των υπαλλήλων της Γενικής Τράπεζας, το παράνομο περιουσιακό όφελος υπέρ του ιδίου και της ασφαλιστικής εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", συνιστάμενο στην συνομολόγηση και υπογραφή της υπ'αριθμ. .......συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό-αλληλόχρεο λογαριασμό, δια της οποίας παρείχετο στον άνω πιστούχο πίστωση μέχρι του ποσού των 80.000.000 δραχμών (234.776,23 ευρώ), με ζημία τόσο της εγκαλούσας εταιρίας η οποία εγγυήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου, όσο και της εν λόγω Τράπεζας. 'Ετσι λοιπόν, σύμφωνα με τα προειρημένα, το συνιστάμενο στην χορήγηση της ανωτέρω πιστώσεως συνολικό όφελος για τον κατηγορούμενο και για την εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", αλλά και η αντίστοιχη ζημία, τόσο της Γενικής Τράπεζας που χορήγησε την ρηθείσα πίστωση, όσο και της εγκαλούσας εταιρίας "ΒΕΟΚ ΑΕ", που εμφαινόταν ως εγγυήτρια, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις ως άνω περιστάσεις, υπό τις οποίες ο κατηγορούμενος διέπραξε το έγκλημα της απάτης, προκύπτει ότι αυτός διέπραξε αυτή την πράξη, ενεργώντας κατ'επάγγελμα, έχοντας διαμορφώσει υποδομή, δηλαδή, σχεδιασμό που συνίστατο στην μεθοδευμένη κατάρτιση των προαναφερομένων πλαστών εγγράφων, δια των οποίων εμφανίζετο ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εγκαλούσας εταιρίας, προς δε στην εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του των αρμοδίων υπαλλήλων της Τράπεζας, της οποίας ήταν ήδη πελάτης και πιστούχος στο προγενέστερο χρονικό διάστημα αλλά και (ενόψει) της προθέσεώς του για (την) επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής. Ο κατηγορούμενος αρνείται τις σε βάρος του προδιαληφθείσες πράξεις, τις οποίες εν τέλει αποδίδει στον απασχολούμενο στην εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" Υ1 Οι ισχυρισμοί του όμως ελέγχονται ως κατ'ουσίαν αβάσιμοι, καθ'όσον, πέραν της προσωπικής εγγυήσεως που χορήγησε ο Υ1(βλ. την από 1-2-1999 σύμβαση παροχής εγγυήσεως) για την προαναφερθείσα σύμβαση, ουδεμία άλλη εμπλοκή του προκύπτει, τόσο κατά την κατάρτιση των άνω εγγράφων, όσο και κατά την κατάθεση αυτών (των πλαστών) στην Τράπεζα, όπως ο προειρημένος διατείνεται (βλ. και την από 25-10-2001 ένορκη κατάθεση της Προϊσταμένης χορηγήσεων, προς δε τις καταθέσεις των μαρτύρων (αναφέρονται 5 ονόματα). Εν όψει αυτών και από το σύνολο των καταθέσεων των μαρτύρων και όλων των εγγράφων της δικογραφίας, ο εκκαλών τυγχάνει παραπεμπτέος ενώπιον του Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων), σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1 ε' και 313 ΚΠΔ, προκειμένου να δικασθεί για τα αποδιδόμενα σ'αυτόν εγκλήματα, για τα οποία προκύπτουν εναντίον του σοβαρές ενδείξεις ενοχής, δικαιολογούσες πλήρως ακροαματικό της υποθέσεως έλεγχο. Τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο άνω εκκαλών ελέγχονται ως αβάσιμα, καθ'όσον ουδείς ισχυρισμός του συνοδεύεται ή υποστηρίζεται με συγκεκριμένα στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι το εκκαλούμενο βούλευμα δεν έκρινε ορθώς. Συνεπώς με βάση τα όσα δέχθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα είναι πρόδηλο, ότι δεν έσφαλε ούτε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω ουσιαστικών διατάξεων, ούτε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και των εν γένει πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, αλλά ούτε και περί την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στους εφαρμοσθέντες κανόνες ουσιαστικού ποινικού δικαίου... Τέλος, όσον αφορά το αίτημα του εκκαλούντος για περαιτέρω κυρία ανάκριση προκειμένου να εξετασθούν οι Υ1 και Υ2 παρεκτός του ότι δεν αναφέρεται η ακριβής διεύθυνση της κατοικίας τους από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του ανωτέρω, όπως εκτενώς προεκτέθηκε, και συνεπώς, αλυσιτελής θα ετύγχανε (και) η εξέταση των προαναφερομένων (ΑΠ 1158/2001 Π.Χρ. ΝΒ/414). Κατ'ακολουθίαν πρέπει ν'απορριφθεί το αίτημα του εκκαλούντος για περαιτέρω κυρία ανάκριση επί τω τέλει εξετάσεως των ανωτέρω επί της υπό κρίση ποινικής υποθέσεως". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 1501/2006 βούλευμα του ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1 των αποδιδομένων σ' αυτόν πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ για κάθε μερικότερη πράξη και β) της απάτης κατ'επάγγελμα, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, και για το λόγο αυτόν απέρριψε την ασκηθείσαν απ' αυτόν κατά του υπ' αριθ. 2027/2005 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεσή του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το βούλευμα αυτό. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά, αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. γ', στ', 26 παρ. 1α, 27, 94, 98, 216 παρ. 1 και 3 εδ. α' και 386 παρ. 1 και 3α του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος (με επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε, αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση) τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους ("καταθέσεις όλων των εξετασθέντων μαρτύρων και όλα τα προσκομισθέντα και επισυναφθέντα στην παρούσα (δικογραφία) έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και το υπόμνημα του ίδιου"), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, δεν υπάρχει δεν ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο έκρινε ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είναι ο δράστης όλων των μερικότερων πράξεων της ανωτέρω πλαστογραφίας, για την πληρότητα δε της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν ήταν αναγκαίο να μνημονευθούν τα στοιχεία ταυτότητας των μετόχων της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας "ΒΕΟΚ Α.Ε.", αφού η κατηγορία της πλαστογραφίας δεν συνίσταται στην πλαστογράφηση της υπογραφής των εν λόγω προσώπων. Επίσης, ρητώς αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι σκοπός του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ήταν με τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις και την παραπλάνηση των αρμοδίων υπαλλήλων της Γενικής Τράπεζας να επιτύχει τη χορήγηση στην ασφαλιστική εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", της οποίας αυτός ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, πιστώσεως ύψους ποσού 80.000.000 δραχμών (ήτοι 234.776 ευρώ), με αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας εταιρίας, αλλά και της άνω Τράπεζας, χωρίς να είναι απαραίτητη η επίτευξη του οφέλους αυτού. Προς τούτοις, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην αναφερόμενη υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, από την οποία προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε, κατά τα ανωτέρω, επίσης, αιτιολογημένα, το αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για περαιτέρω κυρία ανάκριση, η διάταξη της οποίας απόκειται στην κυριαρχική κρίση του Συμβουλίου που δεν ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο, προκειμένου να κληθούν και να εξετασθούν οι προαναφερθέντες μάρτυρες, και κατά συνέπεια είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το προβαλλόμενο στο διαδικαστικό αυτό στάδιο αίτημα αυτού για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς και τις σκέψεις της Εισαγγελικής Προτάσεως, στις οποίες το Συμβούλιο αυτό κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, όλοι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση τουΧ1 για αναίρεση του 1501/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο Τριμελές Εφετείο κακουργημάτων Αθηνών για τις κακουργηματικές πράξεις: α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ για κάθε μερικότερη πράξη [όλες οι μερικότερες πράξεις προ της ενάρξεως ισχύος του ν. 2721/99 (3-6-99) και δεν ισχύει γι’ αυτές η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, αφού είναι δυσμενέστερη] και β) της απάτης κατ’ επάγγελμα με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ. Απορρίπτονται λόγοι αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ. . Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος για περαιτέρω ανάκριση. Απαράδεκτο αίτημα για διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Λοιπές αιτιάσεις πλήττουν την ουσία.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Εξακολουθούν έγκλημα, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 109/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χαρίκλεια Τζέλλη, περί αναιρέσεως της 1518/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1428/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 11 του Ν. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με την υποπαρ. 1.1. της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε η σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη (του άρθρου 98 § 2 ΠΚ για το άθροισμα του ποσού) και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από το ν. 2721/1999, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη, πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Κατά δε το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 του ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάση των οποίων το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ. ΑΠ 50/1990). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως θεμελιώνει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1518/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν στα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ1, ενεργώντας κατά συναυτουργία με τον επίσης κατηγορούμενο Χ2, (ως προς τον οποίο η δίκη χωρίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του ότι φυγοδικεί, οπότε και ανεστάλη η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας, σε σχέση με τις κακουργηματικές πράξεις των απατών που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο), κατά το χρονικό διάστημα Ιουνίου-Δεκεμβρίου του έτους 1998 και κατά τους αναφερόμενους ειδικότερα στο διατακτικό τόπους και χρόνους, διαβεβαίωσε ψευδώς, εν γνώσει της αναληθείας, τους πιο κάτω πρατηριούχους υγρών καυσίμων (των Αθηνών και της Λεβαδειάς), που επιθυμούσαν να εκδοθεί επ' ονόματί τους από το Υπουργείο Μεταφορών άδεια κυκλοφορίας ΔΧΦ βυτιοφόρου μεταφοράς υγρών καυσίμων, για την αύξηση του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεώς τους, ότι είχε τη δυνατότητα να προτιμηθούν οι τελευταίοι, επειδή ο αριθμός των αδειών που επρόκειτο να παραχωρηθούν σε ανά την Ελλάδα πρατηριούχους ήταν περιορισμένος και οι ενδιαφερόμενοι πολλοί, λόγω στενών γνωριμιών αυτού και του Χ2 με αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες του εν λόγω Υπουργείου όλων των βαθμίδων, ειδικότερα δε με το διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Υπουργού, ......, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος που θα του παρέδιδαν οι πρατηριούχοι αυτοί. Τις απάτες αυτές διέπραττε, προκειμένου ν' αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ενθυλακώνοντας τα χρηματικά ποσά που αποσπούσε από καθένα πρατηριούχο, αφού ουδεμία δυνατότητα είχε να εκδοθούν οι άδειες αυτές στο όνομα των πρατηριούχων που εξαπατούσε. Με τον τρόπο αυτόν έπεισαν (αυτός και ο άνω συγκατηγορούμενός του) τους πρατηριούχους υγρών καυσίμων, α) Κ1, β) Κ2, γ) Κ3, και δ) Φ1 και Φ2 και αυτοί τους παρέδωσαν ως αντάλλαγμα, αντίστοιχα, ποσά δρχ. 7.000.000, 2.000.000, 600.000 και 15.000.000 και συνολικά 24.600.000 δρχ. ή 72.193 Ευρώ. Περί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, τα οποία στοιχειοθετούν υποκειμενικά και αντικειμενικά το έγκλημα της απάτης (κατ' εξακολούθηση), σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, καταθέτουν εξ ιδίας αντιλήψεως οι παθόντες, προκύπτουν δε τα ανωτέρω και από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προαναφέρθηκαν, ενώ ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν από τον κατηγορούμενο κατά την απολογία του στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και από το συνήγορό του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (ο οποίος υποστήριζε, όμως ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απάτης). Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι επειδή - όπως ήταν φυσικό - οι διαληφθείσες άδειες καθυστερούσαν να εκδοθούν, οι πρατηριούχοι αυτοί (που είχαν ήδη προκαταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή στους Χ2 και Χ1 για την ειρημένη διαμεσολάβησή τους) άρχισαν να δυσανασχετούν, να ζητούν να πληροφορηθούν σχετικώς και τελικά να διαμαρτύρονται εντονότατα στους τελευταίους, επειδή ο καιρός περνούσε και άδειες δεν εκδίδονταν. Οι δράστες στην αρχή τους καλούσαν σε ξενοδοχείο των Αθηνών, στο οποίο διέμενε ο Χ2, όπου τους εξέθεταν ψευδείς λόγους της καθυστέρησης και στη συνέχεια, προκείμενου να άρουν κάθε αμφιβολία τους, τους παρουσίασαν δημόσια έγγραφα, πλην όμως πλαστά, τα οποία είχαν κατασκευάσει εξυπαρχής οι ανωτέρω Χ2 και Χ1, πλαστογραφώντας τις υπογραφές των προσώπων, υπαρκτών (του τότε Υπουργού Μεταφορών) και ανυπάρκτων (ενός ......, δήθεν διευθυντή της Διευθύνσεως Συγκοινωνιών Δυτικής Αττικής), που φέρονταν ως εκδότες των εν λόγω πλαστών εγγράφων. Συγκεκριμένα, μέσω του κατηγορουμένου Χ1, που είναι δικαστικός επιμελητής, παραδόθηκαν: 1) στον Κ1, δήθεν απόφαση του Υπουργού Μεταφορών (υπ' αριθμό πρωτ. ....) περί χορηγήσεως σ' αυτόν άδειας ΔΧΦ βυτιοφόρου αυτοκινήτου υγρών καυσίμων, καθώς και δήθεν πρόσκληση προς αυτόν (υπ' αριθμό πρωτ. ....) προς παραλαβή της πιο πάνω άδειας, 2) στον Κ2 δήθεν απόφαση του Υπουργού Μεταφορών, περί χορηγήσεως σ' αυτόν άδειας ΔΧΦ βυτιοφόρου αυτοκινήτου υγρών καυσίμων, καθώς δήθεν πρόσκληση προς αυτόν (υπ' αριθμό πρωτ. ....) προς παραλαβή της πιο πάνω άδειας, 3) στον Κ3, δήθεν απόφαση του Υπουργού Μεταφορών, (υπ' αριθμό πρωτ. .....), περί χορηγήσεως σ' αυτόν άδειας ΔΧΦ βυτιοφόρου αυτοκινήτου υγρών καυσίμων, καθώς και δήθεν πρόσκληση προς αυτόν (υπ' αριθμό πρωτ. ....) προς παραλαβή της πιο πάνω άδειας και 4) στον Φ2 δήθεν απόφαση του Υπουργού Μεταφορών, περί χορηγήσεως σ' αυτόν άδειας ΔΧΦ βυτιοφόρου αυτοκινήτου υγρών καυσίμων. Επιπροσθέτως, οι πιο πάνω δράστες των απατών είχαν καταρτίσει και άλλα δύο πλαστά έγγραφα, προκειμένου να εμφανισθεί και άλλος πρατηριούχος (ο Κ4) - τον οποίο είχε εξαπατήσει μόνον ο Χ2 - ως κάτοχος της πιο πάνω άδειας και συγκεκριμένα είχαν κατασκευάσει εξ υπαρχής την υπ' αριθ. πρωτ. .... πρόσκληση του Υπουργείου προς τον Κ4 προς παραλαβή της άδειας κυκλοφορίας ΔΧΦ βυτιοφόρου αυτοκινήτου υγρών καυσίμων, καθώς και απόφαση του Υπουργού Μεταφορών, (υπ' αριθμό πρωτ. ....), περί χορηγήσεως σ' αυτόν της εν λόγω άδειας. Και τα έγγραφα αυτά παρέδωσε στον Κ4 ο κατηγορούμενος Χ1. Ειρήσθω ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο τελευταίος αναγνωρίζει και ομολογεί, εμμέσως μεν πλην όμως σαφέστατα, την πιο πάνω εγκληματική δράση του, αφού ήδη - προκειμένου να άρει τις περιουσιακές ζημίες που προξένησε στους παθόντες από τα εγκλήματά του αυτά - έχει καταβάλει στον (ΦΙ ή Φ2) ποσό 11.500 Ευρώ και στους Κ1, Κ2, Κ3 και Κ4, από κοινού, ποσό 32.000 Ευρώ, οι καταβολές δε αυτές επιβεβαιώνονται από τους ανωτέρω παθόντες, κατά την κατάθεσή τους επ' ακροατηρίου. Από τα διαληφθέντα αμέσως ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση, κατά την έννοια των άρθρων 98, 386 παρ. 1, 3 εδ. α και 13 περιπτ. στ' του Ποινικού Κώδικα, αφού αφενός έχει διαπράξει επανειλημμένως απάτες, αλλά και έχει διαμορφώσει υποδομή με την πρόθεση επανειλημμένης διάπραξης απατών, εξ αυτών δε προκύπτει σκοπός του κατηγορουμένου για τον πορισμό εισοδήματος από τα εγκλήματα αυτά, και αφετέρου προκύπτει σταθερή ροπή του για την διάπραξη αυτών. Ενόψει τούτων, και δεδομένου του ότι για δύο από τις πιο πάνω, κατ' εξακολούθηση διαπραχθείσες, εγκληματικές πράξεις, το όφελος του κατηγορουμένου και η αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ. ή 14.673,5 Ευρώ, παρέπεται ότι το έγκλημα της απάτης φέρει χαρακτήρα κακουργήματος. Επίσης από τα αυτά πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, και σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν ήδη δεκτά, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε και το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση (άρθρα 13 περ. γ', 98 και 216 παρ. 1 ΠΚ). Σημειώνεται ότι η απάτη και η πλαστογραφία μετά χρήσεως συρρέουν αληθώς (ΑΠ 238/2000 ΠοινΧ Ν. 694 κ.α.). Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για τις πιο πάνω πράξεις (κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση, και πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση), όπως οι επί μέρους πράξεις περιγράφονται ειδικότερα και στο διατακτικό. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' του Π.Κ., του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως 5 ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. γ', στ', 26 παρ. 1α, 27, 45, 98, 216 παρ. 1 και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται λεπτομερώς στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος συμμετέσχε στην τέλεση των πιο πάνω εγκλημάτων ως συναυτουργός, και δη ότι συνέπραξε στην εκτέλεση των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και της πλημμεληματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεων, κατ' εξακολούθηση, και ήθελε την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς τους, γνωρίζοντας ότι ο συμμέτοχος συγκατηγορούμενός του Χ2 έπραττε με δόλο τελέσεως των ίδιων εγκλημάτων, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Τέλος, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της παραπάνω πράξεως, η οποία συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όσο και στην άνω υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 28 Ιουλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 2044/31-7-2006) αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1518/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
α) Κακουργηματική απάτη (κατ’ επάγγελμα και συνήθεια και η ζημία και το όφελος υπερβαίνουν τα 5 εκατ. δραχμές) κατ’ εξακολούθηση. Ισχύει ο ν. 1721/99, αφού στο σύνολό του είναι επιεικέστερος και για τις προ της ενάρξεως της ισχύος του τελεσθείσες, όπως εν προκειμένω, πράξεις, β) Πλημ/κή πλαστογραφία. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του Κ.Π.Δ. (πλήρως αιτιολογούνται και η συναυτουργία και η επιβα-ρυντική περίσταση της απάτης).
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 100/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. ..... και 2. .... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Οικονομόπουλο, περί αναιρέσεως της 13/2006 αποφάσεως Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. ....., 2. ...... 3. ...... 4. ...... και 5. ...... Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "ALPΗA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παρέστη. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Μαΐου 2007 και 24 Μαΐου 2007 δυο χωριστές αιτήσεις αναίρεσης καθώς και στα από 18 Νοεμβρίου 2007 δυο χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, οι οποίοι καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1010/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 349 παρ.1 εδάφια πρώτο - τρίτο του ΚΠΔ, όπως τα δύο πρώτα τούτων αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 7 παρ. 5 του ν. 3090/2002 (ΦΕΚ, Α’329/24-12-2002) το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης για το λόγο αυτόν να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υπόθεσης. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου δεν το επιτρέπουν. Ως σημαντικά αίτια κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως είναι κάθε γεγονός προσωπικής ή άλλης φύσεως, ως και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστή στην εκδίκαση της υποθέσεως(άρθρα 14παρ. 1 και 15 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση μετά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως της ..... και του ..... κατά της 13/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης ο Αρεοπαγίτης Ελευθέριος Μάλλιος δήλωσε στον Πρόεδρο του τμήματος τούτου αποχή, λόγω του ότι μετά τη συζήτηση της ως άνω αιτήσεως διαπίστωσε ότι υφίσταται κώλυμα συμμετοχής του στην εκδίκαση αυτής, συνιστάμενο στο ότι στην υπόθεση έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής η ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ, στη νομική υπηρεσία της οποίας υπηρετεί ο γιος του ....... Μετά ταύτα συντρέχει λόγος αναβολής της προκειμένης υποθέσεως, σε άλλη δικάσιμο που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα, ενόψει του ότι οι αναιρεσείοντες δεν έχουν κληθεί να παραστούν κατά την ημέρα της δημοσιεύσεως της παρούσας απόφασης και η διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 του ΚΠΔ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, εφόσον η εν λόγω αναβολή γίνεται αυτεπαγγέλτως, προκειμένου αυτή να δικαστεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο δηλώσας αποχή ως άνω Αρεοπαγίτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την εκδίκαση των από 25-5-2007 και24-5-2007 αιτήσεων αναιρέσεως της ...... και του ...... σε δικάσιμο που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να δικαστεί από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει ο Αρεοπαγίτης, Ελευθέριος Μάλλιος. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει την εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως σε δικάσιμο που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να δικαστούν από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει Αρεοπαγίτης που δήλωσε αποχή.
Αποχής δήλωση
Αναβολή συζήτησης, Αποχής δήλωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 97/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιο Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 45049/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1736/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 α του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτής προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό πλημμελήματος αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, κατά την έννοια του άρθρου 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση, έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές, σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ αποτελεί λόγο αναιρέσεως και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του, του εφαρμοσθέντος νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 45049/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως απ’ αυτή προκύπτει, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, εκπροσωπηθείς στη δίκη από συνήγορο, για την πράξη της υπεξαιρέσεως κατ’ εξακολούθηση σε ποινή φυλάκιση έξι (6) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται ότι από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα "ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, διότι στην Αθήνα τον Μάϊο του 2000 με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του και συγκεκριμένα ιδιοποιήθηκε από τον α’ εγκαλούντα ......... 4.500.000 δραχ. και από τον β’ εγκαλούντα ....... ποσό εκ 4.000.000 δραχ., τα οποία ποσά είχαν περιέλθει στην κατοχή του με σκοπό την αγορά δύο αυτοκινήτων, τα οποία ουδέποτε τους είχαν παραδοθεί". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασής του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και τον ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υπεξαιρέσεως για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α του ΠΚ που εφάρμοσε, την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, ώστε να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, από τις παραπάνω παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει η υποχρέωση του κατηγορουμένου προς απόδοση των ως άνω χρηματικών ποσών, των οποίων δεν ήταν κύριος, στους εγκαλούντες οι οποίοι κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, ήταν κύριοι αυτών, αφού οι τελευταίοι τα είχαν παραδώσει σ’ αυτόν προς αγορά για λογαριασμό τους αυτοκινήτου που δεν παρέδωσε στον καθένα απ’ αυτούς. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της ελλείψεως νόμιμης βάσης αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 45049/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία κοινής υπεξαίρεσης και χρόνος τέλεσης της πράξεως της υπεξαίρεσης. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ο οποίος ιδιοποιήθηκε παρανόμως ποσά 4.500.000 και 400.000 δραχμών που περιήλθαν στην κατοχή του για αγορά για λογαριασμό των εγκαλούντων δύο αυτοκινήτων, τα οποία ουδέποτε παραδόθηκαν στους τελευταίους.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 95/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αιτούντος-αναιρεσείοντος ....., που παρέστη με την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Νάκη, για επανεξέταση των λόγων αναιρέσεως της από 21-12-2004 αιτήσεως και των από 15-1-2007 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της 74362/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η 502/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ....., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Και ο αιτών-αναιρεσείων ζητεί την επανεξέταση των λόγων αναιρέσεως της από 21-12-2004 αίτησης αναιρέσεως καθώς και των από 15-1-2007 προσθέτων λόγων αυτής για αναίρεση της 74362/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουλίου 2007 αίτηση επανεξέτασης λόγων αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1321/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην κατ'αναίρεση δίκη, κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους, μεταξύ των οποίων και ο πολιτικώς ενάγων, εφόσον το Εφετείο έκρινε τις πολιτικές του απαιτήσεις, ακόμη και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν προσέβαλε την αφορώσα την πολιτική αγωγή διάταξη της αποφάσεως. Κατά τα άρθρα 370 και 514 ΚΠΔ, τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως, αλλά στην περίπτωση κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε από παραδρομή, να ερευνήσει προταθέντα παραδεκτώς αναιρετικό λόγο, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως που σωρευτικώς διατυπώνεται, με τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι επί του μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει στην περίπτωση που ο Άρειος Πάγος εκ παραδρομής παρέλειψε να εξετάσει λόγο αναιρέσεως, αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ ερευνώμενο, ο οποίος δεν προτάθηκε, ανεξαρτήτως του αν ο αναιρεσείων, με υποβληθέν υπόμνημά του στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, επεσήμανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη έρευνά του καθόσον ο Άρειος Πάγος, μετά την εξέταση όλων των παραδεκτώς προβληθέντων αναιρετικών λόγων και ελλείψει εκκρεμότητας παραδεκτώς προταθέντος λόγου, απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να επανέλθει εκ νέου προς εξέταση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - αιτών, με την κρινόμενη από 18.7.2007 αίτησή του, επιδιώκει την "επανεξέταση" της με αριθμό 195/21.12.2004 αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ.74362/2004 αποφάσεως του, ως Εφετείου,δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία (αίτηση αναιρέσεως), έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ' αριθμ. 502/2007 απόφαση του δικαστηρίου τούτου και αφού εκήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση τη αιτήσεως, κατά το άρθρο 31 παρ. 1,3 του Ν.3346/2005 για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως των διατάξεων 1 και 3 της υπ' αριθμ. 102124/1938 υγειονομικής διατάξεως σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ. 10 του Ν.2307/1995, ανήρεσε εν μέρει την προσβληθείσα, ως άνω απόφαση και μόνον ως προς την διάταξή της περί μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής, της επιβληθείσης για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια και παρέπεμψε κατά τούτο την απόφαση στο εκδόσαν την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δικαστήριο. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προεκδοθείσης υπ' αριθμ. 502/2007 αποφάσεως του Αρείου Πάγου και της υπ' αριθμ. 195/21.12.2004 αιτήσεως αναιρέσεως σε συνδυασμό με τους από 15.1.2007 προσθέτους λόγους του αιτούντος κατά της προαναφερομένης υπ'αριθμ. 74362/17.12.2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μεταξύ των λόγων ο αιτών προέβαλε, ως λόγο αναιρέσεως, δια του προσθέτου δικογράφου, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος αυτός, ο οποίος, όμως, λόγος δεν ερευνήθηκε από τον 'Αρειο Πάγο εκ προφανούς παραδρομής. Επομένως, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ως προς το άνω σκέλος της και να ερευνηθεί η βασιμότης του λόγου αυτού. Κατά το άρθρο 314 παρ.1 α' του ΠΚ, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 28 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τη πράξη του. Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποίαν προέβλεψε μεν ότι από'τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διάκρισης αυτής το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποίο από τα δύο είδη της αμέλειας αυτής, συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 74362/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο αιτών-αναιρεσείων καταδικάστηκε για σωματική βλάβη εξ αμελείας σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών- η οποία αποτίθηκε, όπως προκύπτει από την εις την αρχή της πληττομένης αποφάσεως ένδειξη ότι "η ποινή εξοφλήθηκε με το υπ'αριθμ. 10390297 διπλότυπο είσπραξης" εξ ού λόγου δεν έχει εφαρμογή του άρθρου 32 του Ν.3346/2005-. Για να καταλήξει στην κρίση της αυτή η ως άνω απόφαση εδέχθη ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών από έλλειψη της προσοχής του που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει, ως ιδιοκτήτης δύο σκύλων ράτσας ελληνικού ποιμενικού, χρώματος άσπρου με μαύρα στίγματα, τα οποία εξέτρεφε με σκοπό τη φύλαξη της οικίας του που ευρίσκεται επί της οδού ..... αριθμ. .... στην ....., δεν έλαβε, όπως είχε υποχρέωση, τα προσήκοντα μέτρα για την ασφάλεια των περιοίκων και διερχομένων και ειδικότερα τελώντας σε γνώση ότι τα σκυλιά του είχαν επιθετικές τάσεις, εφόσον επανειλημμένως είχε δεχθεί παράπονα και αστυνομικές καταγγελίες, ότι οι εν λόγω σκύλοι κακοποίησαν περαστικούς και περιοίκους, δεν φρόντισε, ώστε, σε περίπτωση που ο ίδιος προτιμούσε για λόγους ασφαλείας να κυκλοφορούν ελεύθεροι εντός του οικοπέδου του, να έχει περιφράξει την ιδιοκτησία του κατά τρόπο που να μην είναι δυνατή η έξοδος των σκυλιών του, ούτε και προς την όμορη ιδιοκτησία κατά τους ισχυρισμούς του και εκείθεν σε κοινοχρήστους χώρους και οδούς, όπως προκύπτει και από τη θεώρηση των φωτογραφιών της ιδιοκτησίας του, στις οποίες τμήμα της περιφράξεως είναι κατεστραμμένο, ούτε περισσότερο (δεν φρόντισε) να τους έχει δεμένους σταθερά με αλυσίδα εντός της ιδιοκτησίας του, για τη περίπτωση που δεν ήταν δυνατόν να τους περιορίσει εντός αυτής. κατά τον τρόπο αυτό οι δύο αυτοί σκύλοι, περί της ιδιοκτησίας των οποίων δεν καταλείπεται αμφιβολία στο δικαστήριο, επιτέθηκαν κατά τους εγκαλούντος έξωθεν της οικίας του τελευταίου, η οποία ευρίσκεται σχετικά κοντά με την ιδιοκτησία του εκκαλούντος στην ίδια περιοχή, την 21-12-1996 και περί ώρα 7.45 πμ, προξενώντας σε αυτόν σωματική βλάβη, δηλαδή τραύμα στο δεξιό ιγνιακό βάθρο με έλλειψη δέρματος ολικού πάχους 15χ4 εκ. περίπου, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα ιατρικά πιστοποιητικά, για αποκατάσταση της οποίας ο εγκαλών νοσηλεύθηκε. Σημειωτέον στο σημείο τούτο ότι όπως προκύπτει από τις από 23-12-1996 και 30-1-1997) βεβαιώσεις του κτηνιάτρου ...., οι δύο σκύλοι, ελληνικοί ποιμενικοί, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου-εκκαλούντος, αφού εξετάσθηκαν και ευρέθησαν αρνητικοί για συμπτώματα λύσσας, θανατώθηκαν με ευθανασία κατόπιν εντολής του ίδιου του ιδιοκτήτη τους. Ακολούθως το δικαστήριο της ουσίας, καταλήγει, ως προς την πράξη της σωματικής βλάβης εξ αμελείας στην ενοχή του αναιρεσείοντος με την εξής αναφορά στο διατακτικό της αποφάσεως: Στην .... την 21-12-1996, όντας υπόχρεος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλειά του, δηλαδή από την έλλειψη της προσοχής που ώφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε σωματική βλάβη σ'άλλον χωρίς όμως να προβλέψει το εκ των κατωτέρω ενεργειών του παραχθέν ως άνω αξιόποινο αποτέλεσμα και συγκεκριμένα, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις εγνώριζε ότι τα 2 τσοπανόσκυλα κατοχής και ιδιοκτησίας τους, που είχε στην επί της Λεωφ. ..... .... (ή ....) κατοικία του ήταν άγρια συνήθιζαν να επιτίθενται σε περαστικούς και είχαν στο παρελθόν κατ'επανάληψη επιτεθεί και τραυματίσει πολλούς εξ αυτών, όπως τον ...., τη ......, τον .... κ.α. και μπορούσε να καταβάλει σαν ώριμο και υπεύθυνο άτομο, καίτοι σαν ιδιοκτήτης σκυλιών και ήδη αγρίων που παρουσίαζαν επιθετικές τάσεις, ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει ιδιαίτερα επιμέλεια και προσοχή κατά την φύλαξή αυτών, δεν φρόντισε να τα φυλάσσει μέσα σε περιφραγμένο, κατά τρόπο επαρκή χώρο, να τα έχει δεμένα με αλυσίδα και να τους φορά φίμωτρο, ώστε ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία αυτά εξήρχοντο του περιβόλου της κατοικίας του και επιτίθεντο σε πεζούς να μην έχουν την δυνατότητα να το τραυματίσουν με συνέπεια όταν στις 7.45 πμ της 21ης/12/96 ο εγκαλών .... ετακτοποιούσε κάποια πράγματα στο πόρτ-παγκάζ του αυτοκινήτου να του επιτεθούν με πρωτοφανή αγριότητα και να του προκαλέσουν "τραύμα" στο ΔΕ ιγνιακό βάθρο με έλλειψη δέρματος ολικού πάχους 1,5Χ4 cm περίπου ατρακτοειδούς σχήματος, ώστε να καταστεί πλέον ορατή η ινιακή φλέβα και σφύξεις άκρου πόδα, τραύμα διατάσεως 2Χ3 cm, περίπου στην πρόσθια επιφάνεια της ΔΕ κνήμης με ανώμαλη παρυφή στο όριο άνω και μέσου τριτομορίου της κνήμης και δύο οπές στο ΔΕ γλουτό, "πιθανόν από τα δόντια τους σε απόσταση 6 cm περίπου μεταξύ τους" αποτέλεσμα το οποίο αυτός δεν είχε προβλέψει. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όσον αφορά εις την σωματική βλάβη από αμέλεια, διέλαβε την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 27, 28 και 314 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Ειδικότερα, η προσβαλλομένη απόφαση δεχθείσα, ότι το επελθόν αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης από αμέλεια προήλθε "... από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει... δεν έλαβε, όπως είχε υποχρέωση, τα προσήκοντα μέτρα για την ασφάλεια των περιοίκων και διερχομένων με αποτέλεσμα κλπ", καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι, ως προς το επελθόν αποτέλεσμα από την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, δέχεται την μη συνειδητή αμέλεια. Η αναφορά, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλομένης, ότι ο αναιρεσείων εγνώριζε την επικινδυνότητα των σκύλων από προηγούμενους τραυματισμούς τρίτων προσώπων, δεν ενέχει παραδοχή περί συνδρομής ευσυνείδητης αμέλειας, αφού δεν εκτίθεται περαιτέρω, ότι συνεπεία της ως άνω γνώσεως (περί της επιθετικότητας των σκύλων), προέβλεψε ως δυνατό το επελθόν αποτέλεσμα, αλλ'επίστευε, ότι θα το αποφύγει. Απεναντίας από τις παραδοχές της αποφάσεως προκύπτει, ότι, λόγω ακριβούς γνώσεως που είχε για την επιθετικότητα των σκύλων, όφειλε και μπορούσε να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς αποτροπή του κινδύνου επιθέσεως, όπως είχε υποχρέωση, δηλαδή σαφώς και εκ τούτου προκύπτει ότι πρόκειται περί μη συνειδητής αμέλειας. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση ότι η όμορη ιδιοκτησία προς εκείνην του αναιρεσείοντος ήταν περιφραγμένη ή όχι, για να κριθεί εάν ήταν ή όχι εφικτή η έξοδος των σκύλων προς αυτήν, ούτε (ήταν απαραίτητο) να αναφέρεται ότι (ο αναιρεσείων παρείχε τροφή ή περίθαλψη στους σκύλους ή αν τους είχε υπό την εξουσία του, για να αιτιολογηθεί η ιδιότης αυτού ως κυρίου των σκύλων. Προσθέτως, πρέπει να παρατηρηθεί, ότι οι προαναφερθείσες παραδοχές που αναφέρονται στην αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι αντιφάσκουν προς εκείνες για την παράβαση της 102124/38 Υγειον.Δ/ξεως σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ.10 Ν.2307/95, γιατί από καθεμία από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, πρόκειται δηλαδή για ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες πράξεις που συγκροτούν την έννοια διαφορετικών εγκλημάτων, το δε δεύτερο των εγκλημάτων αυτών τελείται από πρόθεση γι'αυτό απαιτείται ιδία και διαφορετική αιτιολογία από εκείνη της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Με βάση αυτά που προαναπτύχθηκαν, ο ερευνώμενος εκ του άρθρου 510 παρ.1 Δ, Ε ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, οι δε λοιποί λόγοι (της αιτήσεως ανακλήσεως) που το πρώτο με αυτήν προτείνονται, είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι. Απορριπτομένης της αιτήσεως, ο αιτών-αναιρεσείων δεν πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα γιατί η από 21-12-2004 αίτηση αναιρέσεώς του έγινε εν μέρει δεκτή με την προεκδοθείσα υπ'αριθμ. 502/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 18-7-2007 αίτηση του ....., με την οποία φέρεται προς συζήτηση ο μη εξετασθείς από την υπ'αριθμ. 502/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου λόγος του από 15-1-2007 προσθέτου δικογράφου για αναίρεση της υπ'αριθμ. 74362/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανεξέταση μη εξετασθέντος λόγου αναιρέσεως από προφανή παραδρομή. Σωματική βλάβη από αμέλεια. Είδη αμέλειας. Μη συνειδητή και ενσυνείδητη. Η προσβαλλομένη απόφαση με σαφήνεια περιέχει πραγματικά περιστατικά που προσδίδουν την μορφή της μη συνειδητής αμέλειας. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως.
Σωματική βλάβη από αμέλεια
Αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Επανεξέταση λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 94/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Παριανό, περί αναιρέσεως της ΑΤ2845/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1497/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως είναι 10ήμερη, αρχόμενη από της εκδόσεως της αποφάσεως παρόντος του δικαιούχου, άλλως από της νομίμου επιδόσεώς της στον δικαιούχο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση πριν από την καταχώρησή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσομένη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξ άλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, το απορρίπτει ως απαράδεκτο κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εμπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Αν, όμως, με το ένδικο μέσο αμφισβητείται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη ΑΤ 2845/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθμ. 5665/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτή είχε κηρυχθεί ένοχος για παράβαση του Α.Ν. 86/1967 και της είχε επιβληθεί συνολική ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, μετατραπείσα επί 4,40 ευρώ ημερησίως και (συνολική) χρηματική ποινή 750 ευρώ. Με την έφεσή της, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Αρειο Πάγο, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, εζήτησε: "Να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απαλλαγεί από κάθε κατηγορία, γιατί δεν εκτιμήθηκε ορθά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα αποδεικτικά μέσα που προεβλήθησαν (μάρτυρες, έγγραφα) και έτσι κηρύχθηκε ένοχος πράξης που δεν έκανε. Ουδέποτε έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης. Πρώτη φορά έλαβε γνώση την 1.2.2007 από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της". Ως αιτιολογία για την απόρριψη της εφέσεως αυτής, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του τα ακόλουθα: "Από την ένορκη μαρτυρική κατάθεση, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 6-10-2003 και συγκεκριμένα στο σύνοικο και εργαζόμενο στην εταιρεία της ..... (βλ. αποδεικτικό επιδόσεως), ενώ η έφεση ασκήθηκε μόλις στη 7-2-2007 (βλ. υπ’ αριθμ. 302/2007 έκθεση), δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της 10ήμερης νόμιμης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ, χωρίς η εκκαλούσα να αποδεικνύει ανωτέρα βία ή άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα που δικαιολογεί την μεγάλη αυτή καθυστέρηση. Επομένως, η κρινόμενη έφεση είναι εκπρόθεσμη και κατά συνέπεια θα πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη κατά το διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο για την απόρριψη της εφέσεως ως εκπρόθεσμης, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (6-10-2003), τον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου (7-2-2007) και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (από 6-10-2003 του Αστυφύλακος ....., το οποίο αναγνώσθηκε υπ’ αύξ. αριθμό αναγνωσθέντων εγγράφων 5 και στο οποίο ρητώς με το σκεπτικό παραπέμπει η προσβαλλομένη), ως εκ περισσού δε διαλαμβάνει ειδικότερη σκέψη περί μη αποδείξεως από την αναιρεσείουσα ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος για την άσκηση της εφέσεως, γιατί (η αναιρεσείουσα) στην έκθεση εφέσεως δεν διέλαβε, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ότι από ανωτέρα βία ή άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα δεν άσκησε εμπροθέσμως έφεση ούτε ανέφερε τα αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη τέτοιου ισχυρισμού, της γενομένης εις την έφεση αναφοράς ότι "ουδέποτε έλαβε γνώση της εκκαλουμένης αφού πρώτη φορά έλαβε γνώση την 1-2-2007 από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της", μη ισοδυναμούσης με επίκληση περιστατικών ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος ούτε με ακυρότητα της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Ιουλίου 2007 αίτηση της ..... για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ΑΤ2845/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη εφέσεως, ως απαράδεκτης, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως. Η απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολογία, αφού αναφέρει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκείνον της ασκήσεως του ενδίκου μέσου καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 92/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..... , που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσούλα Μπίτσικα, περί αναιρέσεως της 7012/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ...... , που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1175/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 ΚΠΔ, αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, η έφεση απορρίπτεται, ως ανυποστήρικτη, εκτός εάν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της εκδικάσεως της υποθέσεως μετά παραπομπή, κατόπιν παραδοχής αναιρέσεως, οπότε ο εκκαλών - κατηγορούμενος, εφόσον κλητεύθηκε νομίμως και δεν εμφανισθεί, δικάζεται σαν να είναι παρών, το δικαστήριο δηλαδή προβαίνει στην κατ’ ουσίαν έρευνα της υποθέσεως. Η διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ για αναβολή της συζητήσεως, εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας κλπ. Εξ άλλου, η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κυρία αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική επί αιτήματος κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 7012/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά την έναρξη της συνεδριάσεως δεν εμφανίστηκε ο εκκαλών, αλλ’ η σύζυγός του ......, η οποία εζήτησε αναβολή της δίκης, για τον παρακάτω λόγο, ο οποίος μεταφέρεται, όπως ακριβώς καταχωρήθηκε στα πρακτικά, τον οποίον επιβεβαίωσε με την ένορκη ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου μαρτυρική της κατάθεση: "Ο σύζυγός μου απουσιάζει στο Εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Γερμανία, την κλήση την βρήκαμε τρεις μέρες πριν και δεν προλάβαμε να τον ειδοποιήσουμε και ούτε να βρούμε και τον δικηγόρο του, η υπόθεση αυτή είναι πολύ σοβαρή και έχει φθάσει μέχρι τον Άρειο Πάγο και ως εκ τούτου ζητάμε την αναβολή της δίκης". Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής με την εξής αιτιολογία: "Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ ............. Στην προκείμενη, όμως, περίπτωση κρίνει (δηλαδή το δικαστήριο) ότι δεν αποδεικνύεται πως ο λόγος, που προβάλλει ο κατηγορούμενος, είναι τέτοιος, ώστε να τον εμποδίζει να εμφανιστεί στο Δικαστήριο αυτό κατά τη σημερινή δικάσιμο και συνακόλουθα να αποτελεί σημαντικό αίτιο, που δικαιολογεί την αναβολή της δίκης. Γι’ αυτό πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη". Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη, γιατί δεν αναφέρεται αν λήφθηκε υπόψη η κατάθεση της ενόρκως εξατασθείσης μάρτυρος και δεν παρατίθενται περιστατικά ή στοιχεία που να στηρίζουν την απορριπτική για το ανωτέρω αίτημα κρίση του τόσο μάλλον καθόσον δεν εκτίθεται για ποιό λόγο η απουσία του εκκαλούντος στην αλλοδαπή που αποτελεί πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και, στην περίπτωση που αποδείχθηκε γιατί αυτή δεν είναι σημαντικό αίτιο που να δικαιολογεί την αναβολή της δίκης. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και ως εκ τούτου πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς την ανωτέρω διάταξή της. Εφόσον δε το παραπάνω δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα του αναιρεσείοντος για αναβολή της δίκης, προχώρησε στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως (διότι η υπόθεση εκδικαζόταν μετ’ αναίρεση) και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της βαρειάς σωματικής βλάβης, για την οποία κατηγορείτο, υπερέβη σχετικώς την εξουσία του και έτσι θεμελιώνεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1Η ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει, κατ’ αποδοχήν, ως βασίμων, των πιο πάνω λόγων και χωρίς έρευνα των λοιπών, αφού η παραδοχή αυτή οδηγεί στην καθ’ ολοκληρίαν αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να αναιρεθεί αυτή. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β’ και 511, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλομένη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχεται σ’ αυτήν, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ΚΠΔ, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την, κατά τα άνω απόρριψη του αιτήματος αναβολής, προχώρησε στην κατ’ ουσίαν έρευνα της υποθέσεως με τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο σαν να είναι παρών και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, μετατραπείσαν προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για βαρειά σωματική βλάβη, πράξη, η οποία, όπως από την εκκαλουμένη απόφαση προκύπτει, τελέστηκε στον Ταύρο - Αττικής στις 16 Οκτωβρίου 2998. Το αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος, που είναι πλημμέλημα, εξαλείφθηκε, λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε μετά την δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφού από την τέλεσή της (16.10.1998) μέχρι τη διάσκεψη και δημοσίευση της παρούσης, έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής. Λαμβανομένου δε περαιτέρω υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση περιέχει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Δ σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, ήτοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που γίνεται δεκτός καθώς και τον αυτεπαγγέλτως ακολούθως εξεταζόμενο λόγο της υπερβάσεως εξουσίας, όπως εσημειώθη, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παύσει οριστικώς η κατά του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθ. 7012/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παύει οριστικώς την κατά του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, όπως η πράξη που του αποδίδεται περιγράφεται στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλομένης αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η προσβαλλομένη απόφαση: α) λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής λόγω σημαντικών αιτίων, διότι προεχόντως δεν αναφέρεται εάν ελήφθη υπόψη η κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος και β) λόγω υπερβάσεως εξουσίας ως προς την εξέταση περαιτέρω της υποθέσεως και την καταδίκη του αναιρεσείοντος (διότι η υπόθεση εκδικάστηκε μετ’ αναίρεση σαν να ήταν ο αναιρεσείων παρών). Παύει οριστικώς ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή.
0
Αριθμός 91/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Πανάγο, για αναίρεση της ΒΤ-5351/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 436/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ.2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ.α’ προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (παρ.2). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ.ΑΠ 6/1994 και 4/1995), Αν όμως με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως ιδρύεται ο κατ’άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη ΒΤ-5351/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’αριθμ. ΒΜ 6169/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτός είχε κηρυχθεί ένοχος για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και του είχε επιβληθεί συνολική ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών. Με την έφεσή του, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο πάγο, ο αναιρεσείων επικαλέστηκε, ότι δεν έλαβε εγκαίρως γνώση της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία του κοινοποιήθηκε, ως αγνώστου διαμονής, ότι εσφαλμένα έγινε η εν λόγω επίδοση, διότι αυτός ήταν γνωστής διαμονής αφού, κατά το χρόνο επιδόσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως κατοικούσε στην οδό ...., διεύθυνση που ήταν γνωστή στις αρχές. Ως αιτιολογία για την απόρριψη της εφέσεως αυτής, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του τα ακόλουθα: "Επειδή η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, όπως συνομολογείται, χωρίς ο κατηγορούμενος να αποδεικνύει ύπαρξη ανώτερης βίας ή έστω κάποιον ιδιαίτερο σοβαρό λόγο, για τούτο θα πρέπει αυτή (έφεση) να θεωρηθεί εκπρόθεσμη και επομένως να απορριφθεί, ως απαράδεκτη". Με αυτά που δέχθηκε το πιο πάνω δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την κατά τα άνω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρει: α)το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, β) το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως και γ) το αποδεικτικό επιδόσεως της εκκληθείσης αποφάσεως. Περαιτέρω, δεν διέλαβε αιτιολογία, αν ο αναιρεσείων ήταν ή όχι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, αγνώστου διαμονής για τη δικαστική αρχή που είχε παραγγελία την επίδοση της αποφάσεως. Προσέτι, από το περιεχόμενο του σκεπτικού δεν προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην προαναφερόμενη απορριπτική κρίση του, έλαβε υπόψη του και ποια αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα δεν προκύπτει αν έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσης μάρτυρος καθώς και τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ) και το οποίο (δικαστήριο) θα κρίνει περί της παραγραφής ή μη των μερικωτέρων πράξεων, αναλόγως του εάν κρίνει παραδεκτή ή όχι την ασκηθείσα έφεση. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ’αριθμ. ΒΤ-5351/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Και Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη εφέσεως, ως απαράδεκτης, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως. Αναιρείται η προσβαλλομένη γιατί δεν αναφέρει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλομένης, το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 90/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Πανάγο, περί αναιρέσεως της ΒΤ-5350/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 435/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της απόφασης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α’ προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η πιο πάνω προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (άρθρ. 476 παρ. 2 του ΚΠΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ένδικου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Σε περίπτωση δε, που, με το ένδικο μέσο, αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, καθώς και η, από την αιτία αυτή, αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, που ήταν γνωστή στην εισαγγελική αρχή, που παρήγγειλε την επίδοση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο κατ’ άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. 2.- Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5350/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 3084/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Με την έφεσή του, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προέβαλε ότι δεν έλαβε έγκαιρα γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως η οποία επιδόθηκε σε αυτόν ως άγνωστης διαμονής, ενώ είχε αυτός κατά το χρόνο της επίδοσης γνωστή διαμονή, στις αναφερόμενες στην έφεσή του διευθύνσεις, προς απόδειξη δε του γεγονότος αυτού προσκόμισε έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν και εξήτασε ως μάρτυρα τη σύζυγό του ...... Ως αιτιολογία για την απόρριψη της παραπάνω εφέσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του τα ακόλουθα: "... Επειδή η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα και συνομολογείται, χωρίς ο κατηγορούμενος να αποδεικνύει ύπαρξη ανώτερης βίας ή έστω κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό λόγο, για τούτο θα πρέπει αυτή (έφεση) να θεωρηθεί εκπρόθεσμη και επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτη...". 3.- Με αυτά που δέχθηκε το πιο πάνω Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρει α) το χρόνο επίδοσης της εκκαλούμενης αποφάσεως, β) το χρόνο άσκησης της εφέσεως και γ) το αποδεικτικό επίδοσης της άνω αποφάσεως. Περαιτέρω δε, δεν διέλαβε καθόλου αιτιολογία και για τον πιο πάνω ισχυρισμό του εκκαλούντος κατηγορουμένου, τον οποίο περιέλαβε αυτός στις εφέσεις του, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση τούτων, δηλαδή τον ισχυρισμό ότι αυτός δεν ήταν άγνωστης, αλλά γνωστής διαμονής, ούτε έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε τα αναγνωσθέντα έγγραφα και την κατάθεση της μάρτυρος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος. 4.- Συνακόλουθα, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). Το εν λόγω Δικαστήριο, στην περίπτωση που θα κρίνει ότι η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή, θα προβεί και σε έρευνα σχετικά με την τυχόν εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως λόγω παραγραφής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. ΒΤ-5350/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη εφέσεως ως εκπρόθεσμης. Αναίρεση της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το εκπρόθεσμο.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 85/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κυπριώτη, περί αναιρέσεως της 318/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Με συγκατηγορούμενο τον Ψ1. Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1771/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του ν. 2910/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003 (ΦΕΚ Α’ 153/19.6.2003) "...οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους, ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ’ επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει αα) ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα, υπαλλακτικώς μικτό, που πραγματοποιείται με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους από τα πρόσωπα, που αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδό τους ως λαθρομεταναστών, ββ) ότι για την τέλεση του αδικήματος της μεταφοράς αλλοδαπού μη έχοντος δικαίωμα εισόδου στο εσωτερικό της χώρας, απαιτείται υποκειμενικά δόλος, είτε άμεσος, είτε ενδεχόμενος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση στερείται της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε. 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την υπ’ αριθ. 318/2006 απόφασή του δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 13.7.2003 ο κατηγορούμενος Χ1 στο .... από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του (Ψ1 και Ζ1) μετέφερε προωθώντας στο εσωτερικό της χώρας αλλοδαπούς που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος με σκοπό το παράνομο κέρδος και συγκεκριμένα ο ως άνω κατηγορούμενος προπορευόταν του υπ’ αριθμ. κυκλ. .... αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Ζ1 και μετέφερε μ’ αυτό τέσσερις αλλοδαπούς παράνομα στο εσωτερικό της χώρας, με το υπ’ αριθμ. ..... Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του Ψ1 ο οποίος και το οδηγούσε, ως προπομπός με σκοπό την διευκόλυνσή του οδηγού του αυτοκινήτου που τους ακολουθούσε, ο οποίος ως προαναφέρθηκε μετέφερε 4 λαθρομετανάστες από την περιοχή των Ιωαννίνων στην Αθήνα, αντί αμοιβής των 2.000 ευρώ συνολικά .Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω αξιοποίνου πράξεως, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, δεν διέλαβε, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνήγαγε από τις αποδείξεις και συγκροτούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1α του ν. 2910/2001, που εφάρμοσε. Ειδικότερα α) δεν αναφέρεται η εθνικότητα των τεσσάρων μεταφερομένων αλλοδαπών β) δεν αιτιολογείται γιατί οι ανωτέρω αλλοδαποί δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος και γ) δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά τα οποία να θεμελιώνουν τη γνώση του αναιρεσείοντος ότι οι μεταφερόμενοι τέσσερις αλλοδαποί δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’αριθ. 318/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία παράβασης του άρθρου 55 παρ. 1 του Ν. 2910/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 37 του Ν. 3153/2003 (παράνομη μεταφορά αλλοδαπού). Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, για την πιο πάνω παράβαση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αλλοδαπού παράνομη μεταφορά.
0
Αριθμός 84/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Μαγγίβα, περί αναιρέσεως της 1845/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Σαντούση, και συγκατηγορούμενο τον ...... Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1335/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’του ΚΠΔ καθιδρύεται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ.1) εφόσον δεν καλύφθηκε, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 του ΠΚ τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών εκείνος που από αμέλεια επιφέρει τον θάνατο άλλου. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. ‘Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται απλώς σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, κατά το οποίο, όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευσή του αποτελέσματος. Αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της διατάξεως αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής (και όχι ηθικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομης τάξης ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφάλειας του έννομου αγαθού το οποίο προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί, συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, πηγάζει δε από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 302 παρ.1 του ΠΚ, εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρ. 321 § 1 του ΚΠΔ άλλων στοιχείων, πρέπει επί πλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου να ενεργήσει, και σε περίπτωση που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός. Η υποχρέωση να περιέχει τα πρόσθετα αυτά στοιχεία το κλητήριο θέσπισμα, επιβάλλεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδαφ. α της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, το οποίο ορίζει ότι " .. ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας ... ", παρεπομένου ότι το δικαίωμα της λεπτομερούς πληροφόρησης εμπεριέχει και τη γνώση του επιτακτικού κανόνα δικαίου από τον οποίο υποκειμενικώς και αντικειμενικώς απορρέει η υποχρέωσή του να ενεργήσει. Αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα πρόσθετα αυτά στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε το κλητήριο θέσπισμα και μαζί με αυτό η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 § 4 του ΚΠΔ. Την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 § 1 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το υπ’ αριθμ. 20.435/30-1-2004 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο τούτου στις 8-5-2006, προκειμένου να δικαστεί για ανθρωποκτονία από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη, πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 15, 28 και 302 § 1 του ΠΚ. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω Δικαστηρίου και πρόβαλε δια των συνηγόρων του ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος σ’ αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος σύμφωνα με το άρθρο 321 §§ 1 και 4 του ΚΠΔ, για τους λόγους α) ότι δεν αναφερόταν σε αυτό η ιδιαίτερη (ειδική) νομική υποχρέωση του ιδίου να ενεργήσει για να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, αλλά γενική προς τούτο υποχρέωσή του, που προέκυπτε από την ιδιότητά του ως υπαλλήλου των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, και β) ότι περαιτέρω δεν προσδιοριζόταν σε αυτό ούτε ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο πήγαζε η σχετική ειδική υποχρέωσή του. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την παρεμπίπτουσα και κατ’ αριθμόν ταυτάριθμη με την οριστική υπ’ αριθ. 29.825/2006 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ακολούθως δίκασε την υπόθεση κατ’ ουσίαν και κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο της αποδοθείσας σε αυτόν αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, με την οποία παραπονέθηκε, εκτός άλλων, και για την απόρριψη της νομοτύπως προβληθείσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο ενστάσεώς του για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κατά το άρθρ. 321 §§ 1 και 4 του ΚΠΔ. Από την επισκόπηση του αντίτυπου του κλητηρίου θεσπίσματος που υπάρχει στη δικογραφία, στην οποία παραδεκτώς προβαίνει ο Άρειος Πάγος, κατά το άρθρο 321 παρ.5 του ΚΠΔ, για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου ακυρότητάς του, προκύπτει, ότι τούτο, σε σχέση με την βαρύνουσα τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει και να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, κατά την περιγραφή της πράξης, που αποδίδεται στον εν λόγω κατηγορούμενο, διέλαβε στο περιεχόμενό του ότι, ".... Στη Λεωφόρο .... και πριν από τη διασταύρωσή της με την ...., την 15η Μαϊου 2000, από αμέλειά του προκάλεσε το θάνατο του ...., κατοίκου εν ζωή Αθηνών. Ειδικότερα ενώ ήταν ...... και ο δεύτερος εξ αυτών Χ1, τεχνικός υπάλληλος της Υπηρεσίας μελετών-κατασκευών και συντήρησης έργων του Δήμου ...., αρμόδιος για επισκευές φθορών αντιολισθηρού οδοστρώματος και υποχρεωμένος λόγω του επαγγέλματός του να δείξει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή για την αποκατάσταση βλαβών του οδοστρώματος, που ανήκε στην περιφέρεια της αρμοδιότητας του Δήμου του, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που πραγματοποιήθηκε από την πράξη του και συγκεκριμένα παρέλειψε και δεν έλαβε, όπως όφειλε, τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή ατυχήματος των διερχομένων οδηγών επί της λεωφόρου .... και πριν τη διασταύρωσή της με την ....., μολονότι στο σημείο αυτό υπήρχαν ανωμαλίες στο οδόστρωμα (σαμαράκια) τα οποία δεν ήταν πρόσθετα για να αναγκάζουν τους οδηγούς να κινούνται με μικρή ταχύτητα, αλλά ενσωματωμένα στο οδόστρωμα με την μορφή λακκούβων και δεν επεσήμανε την ύπαρξή τους με την τοποθέτηση καταλλήλων εμποδίων, είτε με την τοποθέτηση σταθερού και ασφαλούς παραπετάσματος προστασίας των διερχομένων, ώστε να καλυφθούν οι ανωμαλίες, ούτε βέβαια προέβη σε διόρθωση της ασφαλτόστρωσης του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς ..... ". Στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα ως νομικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη για την οποία ο κατηγορούμενος κλήθηκε να δικασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μνημονεύονται εκείνες των άρθρων 1, 14, 15, 18, 26 παρ.1β, 28, 51, 53, 61, 63, 79 και 302 παρ.1 του ΠΚ. Ενόψει τούτων είναι προφανές, ότι στο κλητήριο θέσπισμα δεν διαλαμβάνεται, όπως έπρεπε, η ιδιαίτερη ειδική νομική υποχρέωσή του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου και από ποιες διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας) προέκυπτε η υποχρέωση αυτή, από μόνη την ιδιότητά του ως τεχνικού υπαλλήλου της προαναφερθείσας υπηρεσίας του Δήμου ...., να καλύψει τις επί του οδοστρώματος ανωμαλίες. Περαιτέρω και πέραν, όμως, από την παράλειψη αυτή, στο κλητήριο θέσπισμα, δεν περιέχεται επί πλέον, είτε στο καθόλου κείμενό του για την περιγραφή της πράξης είτε κάτω από αυτό, αναφορά στον επιτακτικό κανόνα δικαίου, από τον οποίο προέκυπτε η ειδική νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου να ενεργήσει κατά τα προδιαληφθέντα. Συνεπώς, το επιδοθέν στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο υπ’ αριθμ. 20.435/30-1-2004 κλητήριο θέσπισμα ήταν άκυρο και έπρεπε να κηρυχθεί άκυρο, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό τούτου. Όμως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1854/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη την εν λόγω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία ο αναιρεσείων εγκαίρως είχε προβάλει στον πρώτο βαθμό και μετά την απόρριψή της κατ’ ουσίαν, την επανέφερε στο Δικαστήριο αυτό με την έφεση. Ακολούθως, το Δικαστήριο τούτο προχώρησε, με βάση το ανωτέρω άκυρο κλητήριο θέσπισμα, στη συζήτηση της υποθέσεως και με την ταυτάριθμη οριστική απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη κατά τα προεκτεθέντα και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Έτσι, όμως, που αποφάνθηκε το Τριμελές Εφετείο, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν καλύφθηκε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να αναιρεθούν οι ταυτάριθμες, παρεμπίπτουσα και οριστική, αποφάσεις του, κατά το βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και να κηρυχθεί άκυρο το προσβαλλόμενο κατά τα άνω κλητήριο θέσπισμα. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιαφόρως αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο είναι άκυρο και κηρυχθεί τέτοιο, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία, ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 εδαφ. β, 370 εδαφ. β και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και προτείνεται σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Ο τελευταίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, οφείλει να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 370 εδαφ. β του ΚΠΔ. Στην υπόθεση που ερευνάται, η πράξη που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, φέρεται ότι τελέσθηκε στις 15-5-2000. Από τότε, όπως προκύπτει από το εν χρήση ημερολόγιο, παρήλθε πλήρης πενταετία, χωρίς να έχει αρχίσει η κύρια διαδικασία, ώστε να ανασταλεί η παραγραφή της, αφού το επίμαχο κλητήριο θέσπισμα, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη ήταν άκυρο και στο μεταξύ δεν του επιδόθηκε άλλο έγκυρο κλητήριο θέσπισμα. Έτσι, το αξιόποινο της αναφερόμενης πράξης του κατηγορουμένου, που φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, εξαλείφθηκε με παραγραφή. Κατά συνέπεια, πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη αυτού για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1845/2007 οριστική και την ταυτάριθμη παρεμπίπτουσα αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κηρύσσει άκυρο το 20.435/30-1-2004 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κλήθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για να δικαστεί για ανθρωποκτονία από αμέλεια, που φέρεται ότι τελέστηκε στο ..... την 15η Μαϊου 2000. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου για ανθρωποκτονία από αμέλεια που τελέσθηκε στον αναφερόμενο τόπο και χρόνο. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια τελουμένη με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Κατά το άρθρο 15 του ΠΚ πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου να ενεργήσει, που πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων κ.λ.π. Τα στοιχεία αυτά και η μνεία των νομικών διατάξεων που επιβάλλουν στον κατηγορούμενο ορισμένη ενέργεια από την παράλειψη της οποίας επήλθε το αποτέλεσμα, πρέπει να διαλαμβάνονται στο κλητήριο θέσπισμα και δεν αρκεί η αναφορά μόνο του άρθρου 15 του ΠΚ. Προβολή ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφορά με λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της απορριφθείσης ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Σχετική ακυρότητα μη καλυφθείσα. Έρεισμα της ενστάσεως στη α) μη ειδική αναφορά στο κλητήριο θέσπισμα της ειδικής υποχρεώσεως του κατηγορουμένου, υπαλλήλου τεχνικών υπηρεσιών Δήμου, να αποκαταστήσει ανωμαλίες οδοστρώματος και β) μη αναφορά των διατάξεων από τις οποίες προκύπτει η υποχρέωσή του αυτή. Βάσιμος ο για σχετική ακυρότητα λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ. Αναίρεση της αποφάσεως, κήρυξη άκυρου του κλητήριου θεσπίσματος και οριστική παύση της ποινικής διώξεως λόγω παρόδου πενταετίας από της τελέσεως της πράξεως.
Παύση οριστική ποινικής διώξεως
Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια, Κατηγορούμενος, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
0
Αριθμός 89/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ----- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυττέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Πανάγο, για αναίρεση της με αριθμό ΒΤ - 5349/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 434/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της απόφασης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α’ προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η πιο πάνω προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (άρθρ. 476 παρ. 2 του ΚΠΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ένδικου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Σε περίπτωση δε, που, με το ένδικο μέσο, αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, καθώς και η, από την αιτία αυτή, αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, που ήταν γνωστή στην εισαγγελική αρχή, που παρήγγειλε την επίδοση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο κατ’ άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. 2.- Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5349/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 3106/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειριώς, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών για έκδοση εικονικών τιμολογίων. Με την έφεσή του, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προέβαλε ότι δεν έλαβε έγκαιρα γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως η οποία επιδόθηκε σε αυτόν ως άγνωστης διαμονής, ενώ είχε αυτός κατά το χρόνο της επίδοσης γνωστή διαμονή, στις αναφερόμενες στην έφεσή του διευθύνσεις, προς απόδειξη δε του γεγονότος αυτού προσκόμισε έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν και εξήτασε ως μάρτυρα τη σύζυγό του ...... Ως αιτιολογία για την απόρριψη της παραπάνω εφέσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του τα ακόλουθα: "... Επειδή η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα και συνομολογείται, χωρίς ο κατηγορούμενος να αποδεικνύει ύπαρξη ανώτερης βίας ή έστω κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό λόγο, για τούτο θα πρέπει αυτή (έφεση) να θεωρηθεί εκπρόθεσμη και επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτη... ". , 3.- Με αυτά που δέχθηκε το πιο πάνω Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρει α) το χρόνο επίδοσης της εκκαλούμενης αποφάσεως, β) το χρόνο άσκησης της εφέσεως και γ) το αποδεικτικό επίδοσης της άνω αποφάσεως. Περαιτέρω δε, δεν διέλαβε καθόλου αιτιολογία και για τον πιο πάνω ισχυρισμό του εκκαλούντος κατηγορουμένου, τον οποίο περιέλαβε αυτός στις εφέσεις του, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση τούτων, δηλαδή τον ισχυρισμό ότι αυτός δεν ήταν άγνωστης, αλλά γνωστής διαμονής, ούτε έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε τα αναγνωσθέντα έγγραφα και την κατάθεση της μάρτυρος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος. 4.- Συνακόλουθα, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλ-λόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). Το εν λόγω Δικαστήριο, στην περίπτωση που θα κρίνει ότι η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή, θα προβεί και σε έρευνα σχετικά με την τυχόν εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως λόγω παραγραφής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. ΒΤ-5349/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη εφέσεως ως εκπρόθεσμης. Αναίρεση της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το εκπρόθεσμο.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 96/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1. Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και 2. Χ2, Αντεισαγγελέα Εφετών Λάρισας. Με εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1714/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 453/14.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την υπ’αριθ. πρωτ. 2513/1-10-2007 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, περί καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, επί υποθέσεως με εγκαλούμενο και τον Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, εκθέτω τα εξής: Κατά την διάταξη του άρθρ. 136 περ. ε’ ΚΠΔ, ζήτημα καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή υπάρχει και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άρθρ. 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή καταγγελόμενος, όταν η υπόθεση ευρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθή ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, δηλαδή την εξασφάλιση του ανεπηρεάστου της δικαστικής κρίσεως και τον αποκλεισμό υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρετήσεως. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρ. 137 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠΔ, αρμόδιο να αποφασίση για την παραπομπή δικαστήριο είναι ο Άρειος Πάγος, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, δια της υπ’αριθμ. ...... πράξεως αρχειοθετήσεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ετέθη στο αρχείο η υπό στοιχ. ......... δικογραφία, σχηματισθείσα κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως με αφορμή την από 5-12-2005 αναφορά-αίτηση του Ψ1, στρεφομένη κατά των Χ1, Αντεισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, και Χ2, ήδη Αντεισαγγελέως Εφετών Λάρισας. Ήδη δε, ανακύπτει περίπτωση εγκρίσεως ή μη της ως άνω ενεργείας του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. ‘Εφ’όσον, όμως, ο εκ των αναφερομένων-μηνυομένων Χ1, Αντεισαγγελεύς Εφετών, υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, συντρέχει περίπτωση καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, και παραπομπής της υποθέσεως ως προς τους δύο μηνυομένους, λόγω συναφείας, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Θεσσαλονίκης στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές άλλου Εφετείου και ειδικότερα αυτές του Εφετείου Θράκης. Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω---------------- Να παραπεμφθή η υπόθεση περί της οποίας η υπό στοιχ. ...... δικογραφία προκαταρκτικής εξετάσεως επί της από 5-12-2005 αναφοράς-αιτήσεως του Ψ1, κατά των Χ1, Αντεισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, και Χ2, ήδη Αντεισαγγελέως Εφετών Λάρισας, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Εφετείου Θεσσαλονίκης στις Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Εφετείου Θράκης. Αθήναι 30 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε’ και 137 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που έχει το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελέα και ανώτερο και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠοινΔ δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως από το αρμόδιο αυτό δικαστήριο σε άλλο του ίδιου και ίσου βαθμού δικαστήριο. Την παραπομπή αποφασίζει α) το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο, β) το συμβούλιο των εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από το δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του από το ότι υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι η παραπομπή της υποθέσεως πρέπει να γίνεται όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατά το στάδιο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άσκηση της ποινικής διώξεως αφού και γι’ αυτό συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, με την ..... πράξη ο Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης αρχειοθέτησε την υπό στοιχ. ..... δικογραφία, που σχηματίσθηκε μετά την ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως με αφορμή την από 5-12-2005 αναφορά - αίτηση του Ψ1, σε βάρος των Χ1, Αντεισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, και Χ2, ήδη Αντεισαγγελέως Εφετών Λάρισας και υπέβαλε αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 ΚΠοινΔ προκειμένου ο τελευταίος να εγκρίνει την αρχειοθέτηση αυτής ( δικογραφίας ) ή να παραγγείλει καθό έχει δικαίωμα να κινηθεί η ποινική δίωξη κατά των παραπάνω. Ενόψει των ανωτέρω, συντρέχει νόμιμη περίπτωση, να γίνει δεκτό το σχετικό αίτημα του Εσαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, αφού ο από τους αναφερομένους Αντεισαγγελέας Εφετών Χ1 είναι δικαστικός λειτουργός (άρθρο 136 στοιχ. ε’ ΚΠοινΔ) και υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, για λόγους δε συναφείας και για τον δεύτερο, και να διαταχθεί η παραπομπή της υποθέσεως στον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου Θράκης και Πρωτοδικείου Θράκης και των αντιστοίχων Εισαγγελιών, αν συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης την υπ’ αριθμ. ........ ποινική προκαταρκτική δικογραφία, προς έγκριση ή μη της αρχειοθέτησής της, με μηνυτή τον Ψ1, ως και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου και Πρωτοδικείου Θράκης και των αντίστοιχων Εισαγγελιών, αν περαιτέρω συντρέξει νόμιμη περίπτωση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας - Παραπέμπει Εισαγγελέα Εφετών Θράκης και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου και Πρωτοδικείου Θράκης και των αντιστοίχων Εισαγγελιών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 83/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Βασιλειάδη, περί αναιρέσεως της 18382/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 765/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, συντρέχει όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 18.382/2005 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, καταδίκασε τον κατηγορούμενο - ήδη αναιρεσείοντα - για παράβαση του άρθρου 22 παρ.1 του Ν 1882/1990 κατ’ εξακολούθηση ήτοι στη Θεσσαλονίκης και κατά το χρονικό διάστημα από 28-9-2001 έως 31-5-2003, παραβίασε την προθεσμία καταβολής χρεών του προς το Δημόσιο. Ως αιτιολογία της αποφάσεώς του, το δικαστήριο διέλαβε τα εξής, κατά λέξη: ".. Στη Θεσσαλονίκη, κατά αναφερόμενα στο διατακτικό χρονικά διαστήματα, κατ’ εξακολούθηση παραβίασε την προθεσμία καταβολής χρεών προς το Δημόσιο τα οποία ήταν βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα, όπως ειδικότερα τα χρέη αυτά αναφέρονται με λεπτομέρεια στο διατακτικό..". Η αιτιολογία όμως αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής, αφού δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για το έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει το σκεπτικό. Επομένως, κατά παραδοχή του συναφούς λόγου της αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωκε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 18.382/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Τυπική αιτιολογία. Πλήρης και ολοκληρωτική παραπομπή στο διατακτικό.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 81/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, για αναίρεση της με αριθμό 243-244/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 530/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 257/25.6.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω εις το Συμβούλιο σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 509 § 1, 513 § 1 και 476 § 1 Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως του Χ1 ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, ασκηθείσαν νομοτύπως ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών, όπου κρατείται, κατά της υπ'αριθ. 243-244/6-2-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία κατεδικάσθη σε κάθειρξη 14 ετών και χρηματική ποινή 15.000 ευρώ για α) παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών και β) παράνομη κατοχή ναρκωτικών ουσιών και παράλληλα διετάχθη η απέλασις του μετά την έκτιση της ποινής του και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Επειδή κατά το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι'άρθρ. 2 § 18 ν.2408/1996, προϋπόθεσις της κηρύξεως απαραδέκτου του ασκηθέντος ενδίκου μέσου κατ'αποφάσεως υπό του αρμοδίου να κρίνει επί τούτου δικαστηρίου (εν Συμβουλίω) μετά από πρόταση του αρμοδίου παρ'αυτώ Εισαγγελέως, κατόπιν κλητεύσεως του αναιρεσείοντος, προκειμένου να παραστεί κατά την συζήτησιν, είναι η συνδρομή μιας των εν αυτώ ρητώς και περιοριστικώς αναφερομένων περιπτώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. Αρμόδιο δε να κηρύξει το απαράδεκτον, είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, εν συμβουλίω, επί ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. ΙΙ) Επειδή από τα άρθρα 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2 και 509 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι προϋπόθεσις του κύρους της αίτησης ή δήλωσις αναίρεσης κατά αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σ'αυτές λόγοι, από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 του ίδιου κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί, διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, από την ανωτέρω δε αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος στο παραπάνω άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. Εν όψει τούτου για το ορισμένο του λόγου τούτου πρέπει αφ'ενός μεν, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης, εις τα οποία αναφέρεται η αιτίαση και αφ'ετέρου δε, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον, σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της απόφασης (ολ. Α.Π. 19/2001). ΙΙΙ) Εν προκειμένω η με αριθ. 6/27-2-2007 έκθεσις Αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 ενώπιον του Διευθυντού της Κλειστής Φυλακής Πατρών, κατά της υπ αριθ. 243-244/6-2-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με την οποίαν αποδίδεται εις αυτήν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην παραπάνω έκθεση η αιτίασις της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλεται από το άρθρο 93 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. και που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατ'άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., διότι δεν αναφέρονται εις αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τ'αποδεικτικά μέσα, που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που απεδείχθησαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε, η δε αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή, εκείνους, που κατατείνουν στην άρση αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή οδηγούν στην απόσβεση του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Επομένως, εν όψει του ότι η υπό κρίσιν έκθεσις αναίρεσης δεν περιέχει κανένα, εκ των εν άρθρω 510 § 1 Κ.Π.Δ. περιοριστικώς αναφερομένων λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν έκθεσις αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα (άρθρ. 476 § 1, 583 § 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτο, το ένδικο μέσο της εκθέσεως αναιρέσεως, που ησκήθη υπό του κατηγορουμένου Χ1 ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών Πατρών, και καταχωρηθείσης εις το ειδικόν βιβλίον του Εφετείου Θεσσαλονίκης με αριθ. 6/2007, κατά της υπ'αριθ. 243-244/6-2-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα τη 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης". Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 484 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και ως τοιαύτη απορριπτέα (άρθρο 513 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα πρέπει να προσδιορίζεται με την αίτηση αναιρέσεως εις τί συνίσταται η έλλειψη, ποίες οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποία αποδεικτικά μέσα δεν έχουν ληφθεί υπ' όψη ή δεν εξετιμήθησαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.Α.Π. 2/2002, 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση για την κρινομένη από 27.2.2007 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 243-244/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποίαν ο αναιρεσείων κατεδικάσθη εις ποινή καθείρξεως δέκα τεσσάρων (14) ετών και χρηματική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ για εισαγωγή εις την Ελληνική Επικράτεια και κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Στην έκθεση αυτή αναιρέσεως δηλώνει ο αναιρεσείων, επί λέξει ότι "Αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του" και ουδέν πέραν τούτου. Ούτως όμως η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ουδένα περιέχει εκ των αναφερομένων εις το άρθρο 510 ΚΠΔ περιοριστικά λόγων και συνεπώς πρέπει αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27.2.2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 243-244/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να διαλαμβάνεται στη δήλωση ασκήσεως της ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως. Δεν αρκεί η παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως. Πότε είναι ορισμένος ο λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως με την οποία ζητείται η αναίρεση για «έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτεί το Σύνταγμα και ο Νόμος».
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 79/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Χατζηαποστόλου, για αναίρεση της 1608/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30 Νοεμβρίου 2006 και 19 Δεκεμβρίου 2006 αιτήσεις του, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2022/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει ως προς την μετατροπή της ποινής η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 514 εδ. γ ΚΠΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων άσκησε, εμπροθέσμως στις 4/12/2006 (πριν καθαρογραφεί η προσβαλλόμενη απόφαση), με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 473 παρ.2 ΚΠΔ), την με αρ.πρωτ 10876 /2006 αίτηση αναιρέσεως κατά της 1608/2005 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λειβαδιάς και, ακολούθως, ο ίδιος άσκησε, εμπροθέσμως, στις 21-12-2006, κατά τον ίδιο τρόπο, δεύτερη αίτηση αναιρέσεως στρεφόμενη κατά της ίδιας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως. Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Εφετείο Αθηνών ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 5-12-2006, και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν. ΙΙ.Μετά την κατάργηση, με το άρθρο 3 του ν. 1401/1983, της παρ. 2 του άρθρου 36 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/1946), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 11 του ν. 802/1978, που καθιέρωνε την ποινική ευθύνη των συμβατικά οριζομένων ως αγορανομικώς υπευθύνων των επιχειρήσεων, ευθύνονται πλέον, σύμφωνα με την ισχύουσα παρ. 1 του άρθρου 36 του ίδιου Κώδικα, για κάθε αγορανομική παράβαση στα αναφερόμενα καταστήματα, εργοστάσια, εργαστήρια κλπ και τιμωρούνται ως αυτουργοί "ο κύριος της επιχειρήσεως, ο διευθυντής και ο επόπτης" του καταστήματος, εργοστασίου κλπ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 30 παρ.12 του αυτού Αγορανομικού Κώδικα, τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές, οι μη συμμορφούμενοι με τις υπό της αρμόδιας χημικής υπηρεσίας εκδιδόμενες οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι, τους οποίους πρέπει να πληρούν τα εδώδιμα και ποτά που προσφέρονται προς κατανάλωση, όπως και τα αντικείμενα χρήσεως και οι όροι οι οποίοι πρέπει να τηρούνται κατά την κατεργασία και τη συντήρησή τους προς φύλαξη της δημόσιας υγείας και αποφυγή απάτης των αγοραστών. Εάν δε η παράβαση αυτή, όπως και εκείνες, που προβλέπονται υπό των άρθρων 31 και 32 του αυτού Κώδικα, τελέσθηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή χρηματική ποινή (άρθρο 33 Αγορ. Κώδικα). Εξάλλου, στο άρθρο 11 παρ.3 εδ. Ι και ΙΙα του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών (YA 1100/1987, όπως ισχύει) ορίζονται τα εξής. "Οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στην επισήμανση των τροφίμων, με τους όρους και με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο εδ. γ’ της παρ. αυτής και στις παραγράφους 4 έως 13 είναι: i) Η ονομασία πώλησης ii) ο κατάλογος των συστατικών....". Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ` αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την προσβαλλομένη 1608/2006 απόφασή του, δέχθηκε, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του και κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, ότι, από τα μνημονευόμενα στο ίδιο κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν, σε σχέση με τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα (και για την πράξη που κρίθηκε ένοχος), τα ακόλουθα περιστατικά. ".....Στην ......., την 17-3 2005 ο δεύτερος κατηγορούμενος(δηλαδή ο αναιρεσείων), με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΣΟΓΙΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ" με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις της αρμόδιας Χημικής Υπηρεσίας αναφορικά με τους όρους που πρέπει να πληρούν τα εδώδιμα που προσφέρονται προς κατανάλωση για διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Συγκεκριμένα σε κλειστή συσκευασία 10 λίτρων από εκλεκτό λάδι τηγανίσματος "......." το οποίο παρασκευάζεται για λογαριασμό της εταιρίας ΣΟΓΙΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος κατηγορούμενος και το οποίο (δείγμα) ελήφθη από το κατάστημα της ΕΠΕ ........ στην ......, με το υπ’ αριθμ ...... πρωτόκολλο δειγματοληψίας, διαπιστώθηκε ότι δεν αναγράφονται η ονομασία πώλησης του προϊόντος (π. χ. μίγμα φυτικών ελαίων) και ο κατάλογος των συστατικών από τα οποία το προϊόν αυτό αποτελείται, κατά παράβαση των άρθρων 11 παρ 3 εδάφια (ι) και (ιι) του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών. Το γεγονός ότι το προϊόν αυτό παρασκευάζεται σε άλλη χώρα (όπως κατατέθηκε), εκτός του ότι δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, πλην της καταθέσεως του μάρτυρα υπεράσπισης, δεν απαλλάσσει από την ευθύνη την ως άνω εταιρία η οποία το θέτει στην κυκλοφορία και το προσφέρει προς κατανάλωση, χωρίς την αναγραφή ων αναγκαίων κατά την ελληνική νομοθεσία στοιχείων επί της συσκευασίας. ....". Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο, με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα, με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ 2 β ΠΚ, του ότι στις 17-3-2005 στη ......... Βοιωτίας με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΣΟΓΙΑ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.", με πρόθεση τέλεσε την περιγραφόμενη σε αυτό και στο σκεπτικό πιο πάνω αξιόποινη πράξη και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλακίσεως 15 ημερών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως (και συνεπώς επιτρεπτώς ασκείται κατά της αποφάσεως αυτής αναίρεση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 504 παρ.1α και 489 παρ.1β ΚΠΔ) . Η ανωτέρω αιτιολογία δεν είναι από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη. Διότι ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που αλληλοσυμπληρώνουν παραδεκτά την αιτιολογία, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος είχε, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε, μία από τις προεκτεθείσες ιδιότητες (κυρίου της επιχειρήσεως ή του διευθυντή ή επόπτη αυτής). Μόνη η αναφερόμενη ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου, της πιο πάνω ανώνυμης εταιρείας δεν μπορεί να θεμελιώσει ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος για την παραπάνω αγορανομική παράβαση .Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠΔ). Η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τις απαλλακτικές αυτής διατάξεις που αφορούν τους δύο συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος και τον ίδιο (παράβαση του άρθρου 70 παρ.7α εδάφιο τελευταίο του Κ.Τ.Π.), δεν θίγεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1608/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λειβαδιάς, ως προς την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα διάταξή της . Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, κατά το αναιρούμενο μέρος της. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δύο εμπρόθεσμες αναιρέσεις του ιδίου αναιρεσείοντα, η 1η πριν από την καθαρογραφή της προσβαλλόμενης απόφασης. Θεωρείται ότι αλληλοσυμπληρώνονται. Αγορανομικές παραβάσεις. Παράβαση άρθρου 30 παρ. 12 ΝΔ 136/46 (Αγορανομικού Κώδικα). Τιμωρούνται ως αυτουργοί ο κύριος της επιχείρησης, ο διευθυντής και ο επόπτης. Όχι ο εκπρόσωπος της Α.Ε. . Παράβαση άρθρου 35 παρ. 1 ζ-3 και 11 παρ. 3 εδ. Ι και ΙΙ του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών. Μη αναγραφή επί της συσκευασίας ενδείξεων ονομασίας πώλησης, κατάλογος συστατικών. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. Η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση στερείται της νομίμου αιτιολογίας, αφού δεν αναφέρεται αν ο κατηγορούμενος είχε κάποια από τις ανωτέρω ιδιότητες. Περιστατικά. Δέχεται αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αγορανομικός Κώδικας.
2
Αριθμός 75/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 65/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων. Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 937/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 294/16.7.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 513 § 1 Κ.Π.Δ. "Αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη.........Διαφορετικά αρχίζει η διαδικασία στον 'Αρειο Πάγο, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Από αυτή τη διάταξη σαφώς προκύπτει ότι, όταν εισαχθεί για συζήτηση στον 'Αρειο Πάγο αίτηση αναιρέσεως, η έρευνα των λόγων αυτής στη ουσία δεν μπορεί να προχωρήσει αν συντρέχει κάποια περίπτωση απαραδέκτου απ'αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 476 § 1 του ιδίου Κώδικα, ανάμεσα στις οποίες είναι και όταν ασκήθηκε η αίτηση αναιρέσεως χωρίς να τηρηθούν για την άσκησή της οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 474 § 1 του ίδιου Κώδικα, η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ'αποφάσεως ή βουλεύματος, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 473 (δηλαδή όταν πρόκειται για καταδικαστική απόφαση, οπότε μπορεί να ασκηθεί και με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου ή του συμβουλίου, που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα, αντίστοιχα, για την οποία δήλωση συντάσσεται έκθεση, η οποία υπογράφεται από αυτόν που κάνει τη δήλωση ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 § 1 Κ.Π.Δ.) και από εκείνον στον οποίο γίνεται αυτή (δήλωση). Στην προκειμένη περίπτωση ο X1, κατέθεσε στην Εισαγγελία Εφετών Ιωαννίνων την υπ'αριθμ. 1/2007 από 11-5-2007 "Δήλωση Αναιρέσεως, Ενώπιον του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ", κατά του υπ' αριθμ. 65/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με το οποίο απορρίφθηκε η από 22-9-2006 αίτησή του για επανάληψη διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 1998/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, με την οποία καταδικάσθηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για παράβαση του ν.5960/33. Τη δήλωση αυτή έκανε δια του συνηγόρου του Δημητρίου Η. Δήμου, δικηγόρου Ιωαννίνων, ο οποίος και υπέγραψε αυτή ως πληρεξούσιος δικηγόρος του. Η με τον τρόπο αυτόν ασκηθείσα δήλωση αναίρεσης, πέραν του ότι ο παραπάνω δικηγόρος δεν είχε εξουσιοδοτηθεί για τη δήλωση αυτή, δεν είναι σύννομη, σύμφωνη με τη διάταξη του άρθρου 474 § 1 Κ.Π.Δ., αφού δεν έγινε ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων ή των αναφερομένων στο άρθρο αυτό προσώπων με τη σύνταξη της προβλεπόμενης έκθεσης και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 11-5-2007 δήλωση αναίρεσης του X1, κατά του υπ'αριθμ. 65/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 29 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΝικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως ή βουλεύματος, γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου ή του συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα, αντίστοιχα, για την οποία συντάσσεται έκθεση, η οποία υπογράφεται από αυτόν που κάνει τη δήλωση ή τον αντιπρόσωπό του (άρ. 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και από εκείνον στον οποίο γίνεται αυτή. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 513 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη, μία δε περίπτωση απαραδέκτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. είναι και εκείνη κατά την οποία η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο.- Στην προκειμένη περίπτωση ο X1, κατέθεσε στο Εφετείο Ιωαννίνων την με αριθ. 1/2007 από 11.5.2007 "Δήλωση Αναιρέσεως Ενώπιον του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ", κατά του υπ' αρ. 65/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με το οποίο απορρίφθηκε η από 22.9.2006 αίτησή του για επανάληψη διαδικασίας η οποία περατώθηκε με την υπ' αρ. 1998/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων και σύμφωνα με την οποία καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, για παράβαση του Ν. 5960/1933. Την αναφερόμενη δήλωση έκανε ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του Δημητρίου Η. Δήμου, δικηγόρου Ιωαννίνων, ο οποίος και την υπέγραψε ως πληρεξούσιος δικηγόρος του. Όμως, η με τον αναφερόμενο τρόπο ασκηθείσα δήλωση αναίρεσης, πέρα από το γεγονός ότι, ο ως άνω δικηγόρος, δεν είχε εξουσιοδοτηθεί για τη δήλωση αυτή, δεν είναι σύννομη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ., αφού δεν έγινε ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων ή των αναφερομένων στο άρθρο αυτό προσώπων, με τη σύνταξη μάλιστα και της προβλεπόμενης έκθεσης και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη. Πρέπει, συνεπώς, η αναίρεση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 1/11.5.2007 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ' αρ. 65/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αναίρεση. Κατατέθηκε σε πρόσωπο που ήταν αναρμόδιο για την παραλαβή εκθέσεων αναιρέσεως και δεν συντάχθηκε σχετική έκθεση.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 82/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Νάκη, περί αναιρέσεως της 4232/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1454/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικός δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν την γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπερισταωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, όπως συμβαίνει επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, πρέπει να εκτείνεται και σ’ αυτό. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αλλά όπως συνάγεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρθρ. 362 ΠΚ) ή της εξύβρισης (άρθ. 361 παρ. 1 ΠΚ), όχι όμως και όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψή του δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ομοίως αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί πραγματικής πλάνης τοιούτος και πρέπει να απαντηθεί από το δικαστήριο, εφόσον προτείνεται κατά τρόπο ορισμένο και αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, έχει δε, σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, ως συνέπεια τον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη, καθώς (αυτοτελής ισχυρισμός είναι) και ο περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων, εφόσον προτείνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 4232/2007 αποφάσεως, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ’ είδος, μνημονεύει, εκήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχο συκοφαντικής δυσφημήσεως, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Ιούλιο του 1998, ο πατέρας της κατηγορουμένης, με τον Ν1, συμφώνησαν να λειτουργήσουν ένα πρατήριο χονδρικής πώλησης τσιγάρων ως συνεταίροι. Ο Ν1 δεν είχε δικαίωμα να διατηρεί πρατήριο χονδρικής πωλήσεως τσιγάρων, λόγω μεγάλων χρεών του προς τις καπνοβιομηχανίες. Ετσι συμφώνησαν το πρατήριο να λειτουργεί στο όνομα της κατηγορουμένης, η οποία δεν είχε προβλήματα με τις τράπεζες. Ο Ν1 συμφωνήθηκε ότι θα ήταν ο αφανής εταίρος και στην ουσία διαχειριστής της αφανούς εταιρίας, ενώ η κατηγορουμένης, στην αρχή βρισκόταν στην Αγγλία για σπουδές και στο πρατήριο συμμετείχε στην πραγματικότητα ο πατέρας της. Μετά την πάροδο έτους, διαπιστώθηκε ότι η λειτουργία του πρατηρίου ήταν προβληματική και Ν1 είχε δημιουργήσει τεράστια χρέη, στο όνομα της κατηγορουμένης, η οποία εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει και έδιδε εντολές στο δικηγόρο της για την αντιμετώπιση του προβλήματος που είχε δημιουργηθεί. Αρχικά στράφηκε κατά του πρώην αφανούς συνεταίρου της, ο οποίος δεν διέθετε καμία περιουσία, ούτε είχε τη δυνατότητα να την αποζημιώσει. Στη συνέχεια στράφηκε μεταξύ άλλων και κατά του εγκαλούντος και συγκεκριμένα α) στις 25-7-2000 κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την 6790/2000 αγωγή της, σε βάρος, μεταξύ άλλων και του εγκαλούντος Ψ1, στο περιεχόμενο της οποίας διέδωσε για τον εγκαλούντα ότι "Αυτός, μαζί με τους άλλους εναγομένους, από τον Μάρτιο του 1999, άρχισαν να σκηνοθετούν την καταστροφή της ίδιας και του πρατηρίου της και έτσι, αφού έκαναν, ενεργούντες από κοινού, αυξημένες παραγγελίες προς τις καπνοβιομηχανίες, έδωσαν για εξόφληση πλαστογραφημένες επιταγές, υπογεγραμμένες από τον πρώτο εναγόμενο, αποφασισμένοι να μην τις πληρώσουν κατά τη λήξη τους που ήταν πάντα, μετά από 12 ημέρες τουλάχιστον. Στη συνέχεια, παρέλαβαν αυτοί το εμπόρευμα, το ιδιοποιήθηκαν παράνομα και άφησαν τις επιταγές ακάλυπτες. Την 10-5-1999, παρέλαβαν από το πρατήριο που ήταν στο όνομα της κατηγορουμένης την τελευταία παραγγελία τσιγάρων, εκδίδοντας και τις τελευταίες επιταγές που επίτηδες είχαν αφήσει ακάλυπτες και με κοινή συμφωνία μετέφεραν όλα τα εμπορεύματα που υπήρχαν στο δικό της πρατήριο, στο πρατήριο του Ψ1, παρουσιάζοντας εικονική πώληση, δηλαδή ότι αυτή πώλησε προς αυτόν, τσιγάρα αξίας 11.000.000 δρχ., ενώ η πώληση αυτή δεν ήταν πραγματική. Οι εναγόμενοι, εισέπραξαν το τίμημα πωλήσεως αυτών των τσιγάρων, από τους πελάτες τους, ενώ στην πραγματικότητα αυτά έπρεπε να εισπράξει η κατηγορουμένη στην οποία και ανήκαν. Τα ποσά δηλαδή που εισέπραξαν αντί να τα παραδώσουν είτε στην κατηγορουμένη, είτε στις καπνοβιομηχανίες για την πληρωμή των αντίστοιχων ποσών των επιταγών, δεν τα παρέδωσα και έτσι οι επιταγές σφραγίστηκαν. Τις παραγγελίες αυτές τις εκτελεί πλέον το πρακτορείο του Ψ1 και όλοι μαζί ιδιοποιούνται τα κέρδη που είναι 3.000.000 δρχ. το μήνα". Επίσης αναφέρει στο δικόγραφο αυτό ότι η απάτη και η υπεξαγωγή εγγράφων συνίσταται στο ότι οι καπνοβιομηχανίες εξέδωσαν διαταγές πληρωμής από το Πρωτοδικείο Πειραιώς για την πληρωμή των πλαστογραφημένων επιταγών. Τις διαταγές πληρωμής αυτές κοινοποίησαν στη διεύθυνση του πρατηρίου τσιγάρων της κατηγορουμένης, το οποίο διαχειρίζονταν πλέον αποκλειστικά ο Ν1, ενώ με κοινή συμφωνία τις απέκρυψαν από την κατηγορουμένη. β) την 24-7-2000 η κατηγορουμένη συνέταξε και απέστειλε μία εξώδικη δήλωσή της προς το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, προς τον Πρόεδρο του Συνδέσμου πρατηριούχων τσιγάρων Πειραιώς ......, προς την ....., έμπορο - πρατηριούχο τσιγάρων, προς τους Ν1, Ζ1, Ψ1, Ν2, Ν3, ... και ...... Στην εξώδικο δήλωση αυτή, αφού επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της αγωγής που εκτέθηκε πιο πάνω, επιπλέον ισχυρίστηκε και διέδωσε σε βάρος του εγκαλούντος ότι "ήδη κατέθεσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και κατά του γιού του (Ψ1), ο οποίος αργά διαπίστωσα ότι μετέχει σ’ όλη τη ραδιουργία που πρωτοστατεί ο πατέρας του και κατασπαράσσουν πρατήρια που όπως σας είναι γνωστό, πήρε και τα δύο που σήμερα κατέχει". γ) την 21-7-2000 κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (αριθμ. κατάθεσης 10134/2000) σε βάρος του εγκαλούντα Ψ1 ισχυριζόμενη ότι "Από τα μέσα Μαρτίου 1999, όλοι μαζί (όσοι δηλαδή αναφέρονται στην αγωγή της υπό στοιχείο Α πιο πάνω), άρχισαν να σκηνοθετούν την καταστροφή του πρατηρίου και ειδικότερα τη δική μου, με απώτερο σκοπό να μου το πάρουν για λογαριασμό τους. Οι τρεις Ν1,Ν2,Ν3, λοιπόν, συμφώνησαν σαν αρχή με τον Ζ1 και τον καθ’ ου να υπεξαιρέσουν και να οικειοποιηθούν το τίμημα των παραγγελιών που έμελλε να εκτελέσω προς τους πελάτες του πρατηρίου μου, το πρώτο δεκαήμερο του Μαϊου 1999 και μετά από αυτό να οικειοποιηθούν παράνομα και ίδιο το πρατήριό μου, μεταφέροντας όλους του πελάτες του στο πρατήριο του καθ’ ου". Στη συνέχεια στο δικόγραφο αυτό επαναλαμβάνει κατά γράμμα το περιεχόμενο της πιο πάνω αγωγής της. Όμως όλα τα πιο πάνω γεγονότα, όσον αφορά τον εγκαλούντα είναι παντελώς ψευδή και η κατηγορούμενη γνώριζε την αναλήθειά τους, αλλά τα ισχυρίστηκε προκειμένου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Είναι αληθές ότι το πρατήριο της διαχειριζόταν αποκλειστικά ο Ν1 και όλες τις ενέργειες που αναφέρει στα δικόγραφά της η κατηγορουμένη τις έκανε αυτός, γιαυτό και έχει καταδικαστεί επανειλημμένως. Αυτός υπέγραφε τις επιταγές, που όμως ήταν στο όνομα της κατηγορουμένης και αυτός ασκούσε την εμπορία τσιγάρων. Όταν ο πατέρας της κατηγορουμένης και στη συνέχεια η ίδια, όταν επέστρεψε από το εξωτερικό αντιλήφθηκαν το μέγεθος της ζημίας που είχαν υποστεί, στράφηκαν (και κυρίως η κατηγορουμένη διότι αυτή είχε έννομο συμφέρον) κατά το Ν1. Σύντομα όμως αποκαλύφθηκε ότι αυτός δεν είχε καμία περιουσία, ώστε να μπορέσουν να ικανοποιηθούν οι παθόντες και έτσι στράφηκε κατά των λοιπών πρατηριούχων τσιγάρων, ισχυριζόμενη ότι δρούσαν ως ομάδα, προκειμένου να ιδιοποιηθούν την περιουσία της επιχείρησής της. Όμως όλα όσα αυτή ανέφερε ήταν ψευδή και γνώριζε την αναλήθειά τους, διότι εκτός από τον Ν1, κανείς δεν είχε συμμετοχή στις πράξεις που αναφέρει. Αυτοί, μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών, είχαν επαγγελματική συνεργασία με αυτόν, τον οποίο θεωρούσαν ως νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης της κατηγορουμένης, νόμιμα συναλλασσόταν με αυτόν, χωρίς να γνωρίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις, Η κατηγορουμένη τους ανέφερε, ψευδώς, ως συμμέτοχους στις εναντίον της παράνομες πράξεις που τέλεσε ο συνεταίρος της, προκειμένου να ικανοποιηθεί οικονομικά, διότι ούτος, δεν διέθετε καμία περιουσία. Σε όλες τις δίκες που επακαλούθησαν, αστικές και ποινικές, ο εγκαλών απαλλάχθηκε, διότι κρίθηκε ότι δεν είχε συμμετοχή στις καταγγελλόμενες από την κατηγορουμένη πράξεις. (βλ. σχετικές αναγνωσθείσες αποφάσεις απαλλακτικές για τον εγκαλούντα). Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι όσα ανέφερε στα δικόγραφά της για τον μηνυτή δικαιολογημένα πίστευε ότι ήταν αληθή και τα ισχυρίστηκε προς άσκηση νομίμου δικαιώματός της και κυρίως διότι κυκλοφορούσαν οι πλαστογραφημένες από τον αφανή συνεταίρο της επιταγές μερικές από τις οποίες εμφάνισε προς πληρωμή ο εγκαλών, πρέπει ν’ απορριφθεί σαν ουσιαστικά αβάσιμος. Η πλαστογραφία επιταγής, ως γνωστόν, προβάλλεται έναντι πάντων και δεν απαιτείται γνώση της πλαστογραφίας από τον κομιστή της. Επομένως δεν ήταν απαραίτητο να ισχυριστεί η κατηγορουμένη συμμετοχή του εγκαλούντος στις παράνομες πράξεις του αφανούς συνεταίρου της, αφού γνώριζε ότι αυτός δεν είχε συμμετοχή. Για το ότι αυτή το γνώριζε, καταθέτουν με σαφήνεια όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας. Μάλιστα καταθέτουν ότι αμέσως μετά την κοινοποίηση του πρώτου δικογράφου, πληροφόρησαν την κατηγορουμένη και τον πατέρα της ότι ο εγκαλών δεν έχει απολύτως καμία συμμετοχή και παρά ταύτα αυτή συνέχισε την κατάθεση δικογράφων και μηνύσεων εναντίον του. Επίσης και ο ισχυρισμός της ότι αυτή απουσίαζε και ο πατέρας της έδιδε τις εντολές για την άσκηση αγωγών μηνύσεων, καθώς και την κατάθεση των δικογράφων, αποδείχθηκε ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι πολλά δικόγραφα υπογράφει η ίδια, ενώ είχε παρασταθεί και σε ορισμένες δίκες. (βλ. αναγνωσθείσες αποφάσεις και πρακτικά). Αντίθετα από όλα τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε πλήρως ότι οι αναφερόμενοι στα δικόγραφα της κατηγορουμένης ισχυρισμοί κατά του εγκαλούντος είναι ψευδείς, ότι αυτή τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους και ότι είχε την πρόθεση να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ο οποίος υποβλήθηκε σε μεγάλη ψυχική και οικονομική ταλαιπωρία προκειμένου να απαλλαγεί από τις εις βάρος του αναγγελθείσες κατηγορίες και ν’ απορριφθούν οι σχετικές αγωγές. Των δικογράφων αυτών, έλαβαν γνώση οι δικαστές και γραμματείς των αντίστοιχων δικαστηρίων, όπου αυτά κατατέθηκαν, οι δικαστικός επιμελητής που τα κοινοποίησε και οι δικηγόροι των αντιδίκων μερών. Οσον αφορά την εξώδικη δήλωση, αφού αυτή κοινοποιήθηκε και στα πρόσωπα που αναφέρθηκαν ήδη πιο πάνω, ούτοι έλαβαν γνώση των συκοφαντικών ισχυρισμών που περιλαμβάνονται σ’ αυτή. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362-363 ΠΚ τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Ειδικότερα, παρατίθενται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης) της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των ισχυρισθέντων γεγονότων, αφού ειδικότερα γίνεται δεκτόν ότι αυτή στράφηκε κατά τον εγκαλούντος - μετά την διαπίστωση ότι ο Ν1, κατά του οποίου αρχικώς είχε στραφεί, δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία προς ικανοποίηση της όποιας αξιώσεώς της - προκειμένου να ικανοποιήσει τις αξιώσεις της από την περιουσία αυτού, ισχυρισθείσα γι’ αυτόν όσα η προσβαλλομένη απόφαση δέχεται. Προσθέτως με βεβαιότητα προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του: α) την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος - μολονότι δεν κάνει ειδική μνεία εις το προοίμιο του σκεπτικού ότι ελήφθη υπόψη και η χωρίς όρκο κατάθεση αυτού (πολιτικώς ενάγοντος) - και τούτο διότι η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, αλλά και ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας και ως τέτοιας εξετάστηκε, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, η οποία δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, και β) την υπ’ αριθμ. 4551/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναγνώσθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, παρότι το έγγραφο τούτο δεν εξαίρεται ειδικώς στην απόφαση. Περαιτέρω, δεν απαιτείτο ειδική αιτιολογία για την απόρριψη: 1) τον εκ του άρθρου 367 παρ. 1γ’ ΠΚ προβληθέντος από την κατηγορουμένη ισχυρισμού, αφού το άρθρο αυτό δεν έχει εφαρμογή επί συκοφαντικής δυσφημήσεως (βλ. άρθρ. 367 παρ. 2 α ΠΚ), 2) του τοιούτου (ισχυρισμού) περί πραγματικής πλάνης, γιατί τα επικαλούμενα περιστατικά δεν θεμελιώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό, αλλ’ αποτελούν απλά επιχειρήματα που βάλλουν κατά της κατηγορίας και 3) της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, γιατί και το αίτημα τούτο είχε προβληθεί αορίστως, χωρίς δηλαδή την επίκληση πραγματικών περιστατικών και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Επομένως οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και έβδομος λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προτείνεται η έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, λόγω μη λήψεως υπόψη της χωρίς όρκο καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος και της υπ’ αριθμ. 4551/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μη αιτιολογίας της γνώσεως της αναιρεσείουσας ως προς την αναλήθεια των υπ’ αυτής ισχυρισθέντων γεγονότων για τον εγκαλούντα, μη παραδοχής του ισχυρισμού περί πραγματικής πλάνης, μη εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1γ’ ΠΚ καθώς και της μη αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τους λόγους αυτούς πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι. Εφόσον δε ο περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται, όπως εσημειώθη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη ακροάσεως, λόγω μη απαντήσεως του δικαστηρίου επ’ αυτού. Συνεπώς, και η ειδικότερη αυτή αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εξετάστηκαν συνολικώς τρεις μάρτυρες, δηλαδή δύο μάρτυρες κατηγορίας (ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 και .....) και ένας μάρτυρας υπερασπίσεως (.....). Αρα, εφόσον στο σκεπτικό της αποφάσεως γίνεται αναφορά, ότι περί της γνώσεως της αναληθείας των υπό της κατηγορουμένης ισχυρισθέντων "καταθέτουν με σαφήνεια όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας", η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως. Η αναιρεσείουσα με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως προβάλλει την αιτίαση της ελλείψεως της αιτιολογίας λόγω ασάφειας που δημιουργείται εκ του ότι, ενώ εξετάστηκε ένας μόνο μάρτυρας κατηγορίας, ο Ψ1, εν τούτοις η προσβαλλομένη χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό, ομιλούσα για μάρτυρες πλείονες του ενός. Η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, εξετάστηκαν δύο μάρτυρες κατηγορίας και όχι ένας. Αλλά ανεξαρτήτως τούτων δεν προκαλείται καμμία ασάφεια και αν ακόμη είχε εξετασθεί ένας μάρτυρας και τιμά ταύτα το δικαστήριο, από προφανή παραδρομή, ανέφερε ότι λήφθηκαν υπόψη μαρτυρικές καταθέσεις πλειόνων μαρτύρων. Η περαιτέρω αιτίαση που διατυπώνεται με τον αυτό λόγο, ότι δηλαδή οι μάρτυρες δεν κατέθεσαν αυτά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, γιατί βάλλει κατά των ουσιαστικών παραδοχών της αποφάσεως. Υπέρβαση εξουσίας που συνιστά τον κατά τα άρθρα 510 παρ. 14 και 484 παρ. 1 στ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, με βάση τον γενικό κανόνα, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίζει κάτι, το οποίο υποχρεούνται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην εξεταζομένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλει την αιτίαση, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέστησε χείρονα τη θέση αυτής γιατί την καταδίκασε για δύο επί πλέον πράξεις από ό,τι την είχε καταδικάσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επελθούσης συνάμα και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, κατ’ αμφότερα τα σκέλη του, ως αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση τόσον της πρωτόδικης όσο και της δευτεροβάθμιας αποφάσεως, τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία χώρησε η καταδίκη της αναιρεσείουσας τόσον πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, ταυτίζονται. Η παράληψη αναγνώσεως εγγράφων από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, που προσκομίστηκαν από τον συνήγορο υπερασπίσεως και των οποίων εζήτησε την ανάγνωση, δεν συνιστά μόνη αυτή, έλλειψη ακροάσεως κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά περιέχει στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, σε περίπτωση δε αρνήσεως αποφάσεως ή παρά το νόμο απορρίψεως αυτής, τότε υφίσταται έλλειψη ακροάσεως και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 β ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει, ότι κατά την έναρξη της συζητήσεως ο συνήγορος της τότε εκκαλούσας (αναιρεσείουσας), ενεχείρισε στο δικαστήριο και ανέπτυξε προφορικώς "αυτοτελείς", κατ’ αυτόν ισχυρισμούς και συγχρόνως "προσκόμισε" και διάφορα έγγραφα, των οποίων εζήτησε την ανάγνωση. Από την παραδεκτή, όμως, επισκόπηση των αυτών πρακτικών ναι μεν δεν προκύπτει η ανάγνωση των κατά τα άνω εγγράφων, αλλ’ ούτε (προκύπτει) και προσφυγή της αναιρεσείουσας στο δικαστήριο και ότι τούτο αρνήθηκε να αποφανθεί ή την απέρριψε. Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο στηρίζεται ότι εκ της μη αναγνώσεως των ως άνω εγγράφων ιδρύθηκε ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Β ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Ιουλίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4232/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αιτιολογία. Είναι ειδική και εμπεριστατωμένη μολονότι δεν αναφέρεται ειδικώς ότι ελήφθη υπόψη και η χωρίς όρους κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, γιατί είναι ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας και ως τέτοιος εξετάστηκε, δεν αποτελεί δε ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου. Πραγματική πλάνη. Αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Αόριστη επίκληση. Επί συκοφαντικής δυσφημήσεως δεν είχε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1γ ΠΚ (βλ. παρ. 2 άρθρ. 367). Υπέρβαση εξουσίας. Απορρίπτεται ο συναφής λόγος, γιατί τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία εχώρησε η καταδίκη ταυτίζονται (;). Παράληψη αναγνώσεως εγγράφων των οποίων ζητήθηκε η ανάγνωση. Δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1β ΚΠΔ, παρά μόνον, εάν μετά την άρνηση του διευθύνοντος για την ανάγνωση ζητά προσφυγή στο δικαστήριο και αυτό αρνήθηκε να αποφανθεί ή την απέρριψε.
Ακροάσεως έλλειψη
Έγγραφα, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πολιτική αγωγή, Ακροάσεως έλλειψη, Πλάνη πραγματική.
0
Αριθμός 57/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Μαΐου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ. 859/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" και τον διακριτικό τίτλο "ΠΑΚΟ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5.12.2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1959/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμούς 78 και 78α/16.2.2007, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, ασκηθείσαν υπό της κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ......, από 5 Δεκεμβρίου 2006 αίτησιν αναιρέσεως, κατά του υπ’ αριθμ. 859/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτομεν τα εξής: Ι. Δια του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν ασκήσεως εφέσεων υπό των πολιτικώς εναγουσών 1) Ψ1 και 2) ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμίαν "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα -Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Α.Ε.", κατά του υπ’αριθμ. 1991/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη εις το ακροατήριον δια να δικασθή δια πλαστογραφίαν μετά χρήσεως, εκ της οποίας το συνολικόν όφελος και η αντίστοιχος συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη η αναιρεσείουσα, προβάλλουσα τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α’, β’, δ’ και στ’ λόγους αναιρέσεως. ΙΙ.Υπέρβασις εξουσίας: Κατά το άρθρον 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος είναι και η υπέρβασις εξουσίας. Υπάρχει δε υπέρβασις εξουσίας και όταν το δικαστικόν συμβούλιον ασκεί δικαιοδοσίαν, την οποίαν έχει μεν γενικώς, δεν συντρέχουν όμως εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν αι απαιτούμεναι κατά τον νόμον προϋποθέσεις δια την άσκησίν της. Το τελευταίον συμβαίνει, όταν το συμβούλιον εφετών εξετάζει κατ’ουσίαν την υπόθεσιν και αποφαίνεται μετά από έφεσιν κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, η οποία είναι απαράδεκτος κατά το άρθρον 476 Κ.Π.Δ. (Α.Π. 1561/2002 Π Λογ 2002 σελ. 1581 κ.ά.), όπως επί ασκήσεως εφέσεως κατ’ απαλλακτικού βουλεύματος υπό προσώπου που δεν προκύπτει ότι εδήλωσε νομοτύπως παράστασιν πολιτικής αγωγής (Α.Π. 919/1997 Ποιν Χρ ΜΗ’ σελ. 277 κ.ά.). Περαιτέρω εκ των διατάξεων των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 ν. 2190/1920 συνάγεται, ότι το πρόσωπον εις το οποίον το Δ.Σ. της Α.Ε. ανέθεσε την εκπροσωπευτικήν δραστηριότητα είναι υποκατάστατος του Δ.Σ., εφ’όσον υπάρχει εις το καταστατικόν σχετική πρόβλεψις μεταβιβάσεως της εξουσίας του Δ.Σ. Εάν δεν υφίσταται τοιαύτη πρόβλεψις, το πρόσωπον εις το οποίον το Δ.Σ. ανέθεσεν εκπροσωπευτικήν δραστηριότητα δεν είναι υποκατάστατον του Δ.Σ., αλλ’ ενεργεί εις τα πλαίσια της υπό των άρθρων 211 και 713 Α.Κ. προβλεπομένης αντιστοίχως πληρεξουσιότητος ή εντολής και πρέπει το σχετικόν πρακτικόν του Δ.Σ. να φέρη βεβαίωσιν της γνησιότητος των υπογραφών των μελών αυτού υπό αρχής ή δικηγόρου (ολ. Α.Π. 6/2006 Πραξ Λογ ΠΔ 2006 σελ. 232). Εις την προκειμένην περίπτωσιν η δήλωσις παραστάσεως πολιτικής αγωγής, δια λογαριασμόν της ανωνύμου εταιρίας "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Α.Ε", εγένετο δια της υποβληθείσης εγκλήσεως κατά της κατηγορουμένης Χ1 υπό του δικηγόρου Ανδρέου Γκούβα, κατόπιν της παρασχεθείσης εις αυτόν πληρεξουσιότητος υπό της Ψ1, δια του υπ’αριθμ. .... συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Στείρου. Εις αυτό αναφέρεται, ότι η προαναφερθείσα Ψ1 ενεργεί δυνάμει εξουσίας που παρεσχέθη εις αυτήν δια του από 18/4/2003 πρακτικού συνεδριάσεως του Δ.Σ. Τοιούτον όμως πρακτικόν ουδέποτε προσεκομίσθη μέχρι και της εκδόσεως του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος, ούτε και το σχετικόν καταστατικόν, δια να κριθή εάν η Ψ1 είχε πράγματι αυτήν την εξουσίαν και υπό ποίαν ιδιότητα ενήργησε, δηλαδή ως υποκατάστατος ή ως εντολοδόχος του Δ.Σ. Περαιτέρω δια του από 20/12/2004 πρακτικού συνεδριάσεως του Δ.Σ. της Α.Ε. παρεσχέθη εις αυτήν υπό την ιδιότητα της Προέδρου και διευθυνούσης συμβούλου της ανωτέρω Α.Ε., το δικαίωμα εκπροσωπήσεως αυτής. Εξ άλλου δια του υπό την αυτήν ημερομηνίαν ετέρου πρακτικού συνεδριάσεως του Δ.Σ. εξουσιοδοτήθη η Ψ1, να δηλώση δια λογαριασμόν της εταιρίας παράστασιν πολιτικής αγωγής δια χρηματικήν ικανοποίησιν λόγω ηθικής βλάβης εκ των εις βάρος της διαπραχθεισών αξιοποίνων πράξεων υπό της κατηγορουμένης. Και πάλιν όμως δεν προσεκομίσθη το σχετικόν καταστατικόν, δια να κριθή εάν αυτή εξουσιοδοτήθη ως υποκατάστατος ή ως εντολοδόχος του Δ.Σ., δεδομένου ότι, επί συνδρομής της τελευταίας ιδιότητος, εις το προαναφερθέν πρακτικόν δεν υφίσταται βεβαίωσις της γνησιότητος των υπογραφών των μελών του Δ.Σ. υπό αρχής ή δικηγόρου. Το πρακτικόν αυτό ενεχειρίσθη μεν εις τον Ανακριτήν την 21/12/2004, πλην όμως υπό της Ψ1 δεν εγένετο και η απαιτουμένη δήλωσις παραστάσεως πολιτικής αγωγής δια λογαριασμόν της Α.Ε. Εν όψει δε του ότι κατά τα ανωτέρω, δεν προέκυπτε νομότυπος δήλωσις παραστάσεως πολιτικής αγωγής της ειρημένης Α.Ε. και συνακολούθως δεν προέκυπτεν η νομιμοποίησις της ως πολιτικώς εναγούσης, αυτή δεν ενομιμοποιείτο υπό την προαναφερθείσαν ιδιότητα εις άσκησιν εφέσεως κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος (Α.Π. 2005/2003 Πραξ Λογ ΠΔ 2003 σελ. 532 κ.ά.). Αλλά πέραν αυτού η έφεσις της ανωτέρω εταιρίας ησκήθη δι’αντιπροσώπου, ήτοι δια του δικηγόρου Ανδρέου Γκούβα, χωρίς αυτός να έχη την ειδικήν προς τούτο εντολήν κατά τας διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1 και 42 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Η από 15/7/2005 εξουσιοδότησις της Ψ1 προς τον ανωτέρω δικηγόρον δι’άσκησιν εφέσεως κατά του ως άνω βουλεύματος αφορά ατομικώς αυτήν, η οποία ως αμέσως ζημιωθείσα ατομικώς εκ της προαναφερθείσης πράξεως της κατηγορουμένης, στρεφομένης ατομικώς και κατ’αυτής, είχε δηλώσει νομότυπον παράστασιν πολιτικής αγωγής δια της από 23/4/2003 εξουσιοδοτήσεώς της προς τον δικηγόρον Ανδρέαν Γκούβαν. Ουδόλως όμως εκ του περιεχομένου της ανωτέρω από 15/7/2005 εξουσιοδοτήσεως προκύπτει, ότι η Ψ1 παρέσχεν, υπό την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου της ως άνω Α.Ε., την εντολήν εις τον δικηγόρον Ανδρέαν Γκούβαν να ασκήση έφεσιν δια λογαριασμόν της προαναφερθείσης εταιρίας. Επομένως και εκ του λόγου τούτου η ασκηθείσα έφεσις τυγχάνει απαράδεκτος, καθότι ησκήθη υπό αντιπροσώπου του διαδίκου άνευ της υπάρξεως εντολής προς άσκησίν της (Α.Π. 845/2006 Ποιν Δικ 2006 σελ. 1229 κ.ά.). Κατ’ακολουθίαν, καθ’υπέρβασιν εξουσίας το ανωτέρω Συμβούλιον εξήτασε την ουσίαν της υποθέσεως, σχετικώς με την ανωτέρω Α.Ε. και παρέπεμψε την κατηγορουμένην εις το ακροατήριον δια την προαναφερθείσαν πράξιν, φερομένην ως τελεσθείσαν και εις βάρος της εταιρίας αυτής, καίτοι η έφεσίς της ήτο απαράδεκτος. Συνεπώς πρέπει, κατά τον βάσιμον λόγον αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας, να αναιρεθή το πληττόμενον βούλευμα καθ’όσον αφορά την προαναφερθείσαν εταιρίαν. Περαιτέρω εφ’όσον δεν συντρέχει περίπτωσις παραπομπής της υποθέσεως κατά το άρθρον 519 Κ.Π.Δ., πρέπει κατ’εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 476 Κ.Π.Δ. να απορριφθή ως απαράδεκτος η έφεσις της προαναφερθείσης Α.Ε. (Α.Π. 1034/1990, 2/1990 Ποιν Χρ ΜΑ’ σελ. 315 και Μ’ σελ. 297 αντιστ. κ.ά.). Ο ανωτέρω όμως λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθή καθ’όσον αφορά την πολιτικώς ενάγουσαν Ψ1, η οποία ατομικώς εδήλωσε νομοτύπως παράστασιν πολιτικής αγωγής. Ενομιμοποιείτο δε ενεργητικώς προς τούτο, δεδομένου ότι ήτο αμέσως ζημιωθείσα ατομικώς εκ της προαναφερθείσης αξιοποίνου πράξεως της κατηγορουμένης, ήτοι της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφού η από 31/7/2000 αγωγή της κατηγορουμένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας εζήτει την επιδίκασιν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ησκήθη και κατ’αυτής προσωπικώς. ΙΙΙ. Απόλυτος ακυρότης: Κατά το άρθρον 309 παρ. 2 εδ. τελευταίον Κ.Π.Δ., όπως προσετέθη δια του άρθρου 19 παρ. 2 ν.δ. 4090/1960, αν μετά το τέλος της ανακρίσεως και την υποβολήν των εγγράφων εις τον Εισαγγελέα υπεβλήθησαν εις το συμβούλιον από ένα διάδικον έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροήν εις την κρίσιν του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέση τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους αυτών, δια να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τας παρατηρήσεις των, εντός ευλόγου υπό του συμβουλίου τασσομένης προθεσμίας. Η παράβασις της διατάξεως αυτής, η οποία κατά το άρθρον 316 παρ. 2 Κ.Π.Δ. εφαρμόζεται και εις την διαδικασίαν ενώπιον του συμβουλίου εφετών, επάγεται δια τον κατηγορούμενον απόλυτον ακυρότητα, συμφώνως με το άρθρον 171 παρ. 1 εδ. δ’ Κ.Π.Δ., διότι αποστερεί αυτόν από υπερασπιστικόν δικαίωμα που παρέχεται εις τούτον υπό του νόμου και ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α’ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως (Α.Π. 1563/2006, 2008/2004 Ποιν Δικ 2005 σελ. 369 κ.ά.). Εις την προεκειμένην περίπτωσιν το αναιρεσιβαλλόμενον βούλευμα παρέπεμψε την κατηγορουμένην εις το ακροατήριον δια να δικασθή δια κακουργηματικήν πλαστογραφίαν μετά χρήσεως. Την κρίσιν αυτήν το Συμβούλιον Εφετών Αθηνών εστήριξεν εις τα υποβληθέντα εις αυτό έγγραφα, που προσεκομίσθησαν την 30/8/2005 εις τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών υπό της Ψ1 και της προαναφερθείσης Α.Ε. Συγκεκριμένως εις το υπ’αριθμ. πρωτ. 43297/13-7-2005 έγγραφον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών προς την ανωτέρω Α.Ε. και το επισυναπτόμενον από 4/7/2005 έγγραφον του προϊσταμένου του Τμήματος Πληροφορικής της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς τον ανωτέρω Εισαγγελέα κατά το οποίον "η ώρα και ημερομηνία καταχωρίσεως της μηνύσεως εις το πληροφοριακόν σύστημα της υπηρεσίας μας είναι αυτή του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή την 10:30:27 της 22/6/2000", ως και εις την συνημμένην καρτέλαν μηνύσεως. Εκ των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει, ότι η κατηγορουμένη δεν εκλήθη δια να λάβη γνώσιν των εγγράφων αυτών και να υποβάλη τας παρατηρήσεις της. Τοιουτοτρόπως όμως εδημιουργήθη απόλυτος ακυρότης δια την αναιρεσείουσαν κατηγορουμένην. Συνεπώς πρέπει να αναιρεθή το προσβληθέν βούλευμα, κατά τον βάσιμον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α’ Κ.Π.Δ. τρίτον λόγον αναιρέσεως και να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν σχετικώς με την έφεσιν της Ψ1 εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων Δικαστών, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν: Ι. Να αναιρεθή το υπ’αριθ. 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ. Να κηρυχθή απαράδεκτος η έφεσις της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμίαν "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Α.Ε.", κατά του υπ’αριθμ. 1991/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. ΙΙΙ. Να καταδικασθή η ανωτέρω Α.Ε. εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. IV. Να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων Δικαστών. Αθήνα 17 Ιανουαρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΙΣ Μετά την κατάρτισιν της ανωτέρω προτάσεώς μας περιήλθεν εις ημάς η από 18 Ιανουαρίου 2007, εγχειρισθείσα την 19 Ιανουαρίου 2007, αίτησις της αναιρεσειούσης κατηγορουμένης περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της ενώπιον του Συμβουλίου υμών (άρθρα 309 παρ. 2 και 485 παρ. 1, 3 και 4 Κ.Π.Δ.). Η αίτησις αυτή είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρει εις αυτήν, ότι ζητεί την αυτοπρόσωπον εμφάνισίν της προς παροχήν διευκρινίσεων επί των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως (Α.Π. 85/2006 Ποιν Δικ 2006 σελ. 804 κ.ά.). Κατά πάσαν δε περίπτωσιν είναι ουσιαστικώς αβάσιμος, αφού εις την προαναφερθείσαν αίτησιν αναιρέσεως εκτίθενται με σαφήνειαν και πληρότητα αι πλημμέλειαι, που αποδίδονται δια των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως εις το πληττόμενον βούλευμα (Α.Π. 1959/2006 Δ 38 σελ. 99 κ.ά.). Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν: Να απορριφθή η από 18 Ιανουαρίου 2007 αίτησις της αναιρεσειούσης περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της ενώπιον του Συμβουλίου υμών. Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτημα ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα της αναιρεσείουσας, διατυπούμενο κατά λέξη στην από 18.1.2007 αίτηση "Να κληθώ να παραστώ ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, ώστε να υποστηρίξω και αυτοπροσώπως την υπ’ εμού υποβληθείσα αίτηση αναίρεσης του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών", παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει διευκρινήσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. ΙΙ. Με το προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο εκδόθηκε, ύστερα από την άσκηση εφέσεων από τους πολιτικώς ενάγοντες 1) Ψ1 και 2) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος "Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" κατά του υπ’ αριθ. 1991/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για τα κακουργήματα) για να δικαστεί για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό πορισμού περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠοινΔ λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι και η υπέρβαση εξουσίας. Υπάρχει δε υπέρβαση εξουσίας και όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, την οποία έχει μεν γενικώς, δεν συντρέχουν όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι απαιτούμενες κατά νόμο προϋποθέσεις για την άσκησή της. Το τελευταίο συμβαίνει όταν το Συμβούλιο Εφετών εξετάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση και αποφαίνεται μετά από έφεση κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, που είναι απαράδεκτη κατά το άρθρο 476 ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση του λόγου αυτού ο Άρειος Πάγος εξετάζει κάθε στοιχείο της δικογραφίας για να κρίνει τη βασιμότητα της αναίρεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 480 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όπως η παρ. 1 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 40 παρ. 3 του ν. 3160/2003, ο πολιτικώς ενάγων έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών όταν πρόκειται για κακούργημα και μόνο στις περιπτώσεις β, γ και δ της παραγράφου 1 του άρθρου 479, υπό την προϋπόθεση ότι προ της εκδόσεως του βουλεύματος τούτου δήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής. Περαιτέρω από τα άρθρα 63-64, 82-84 και 87 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία μόνο ο δικαιούμενος να απαιτήσει αποζημίωση ως παθών από το τελεσθέν έγκλημα και δη εκείνος που άμεσα έχει υποστεί ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη εξαιτίας του εγκλήματος. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών" συνάγεται, ότι το πρόσωπο στο οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας ανέθεσε την εκπροσωπευτική δραστηριότητα είναι υποκατάστατος του Δ.Σ., εφόσον υπάρχει στο καταστατικό σχετική πρόβλεψη μεταβιβάσεως της εξουσίας του Δ.Σ. Αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη το πρόσωπο στο οποίο το Δ.Σ. ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα δεν είναι υποκατάστατο του Δ.Σ., αλλά ενεργεί στα πλαίσια της υπό των άρθρων 211 και 713 ΑΚ προβλεπομένης αντιστοίχως πληρεξουσιότητας ή εντολής και πρέπει το σχετικό πρακτικό του Δ.Σ. να φέρει βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών των μελών αυτού από αρχή ή δικηγόρο (Ολ. ΑΠ 6/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" έγινε με την υποβληθείσα από 30.4.2003 έγκληση κατά της κατηγορουμένης Χ1, από τον δικηγόρο Ανδρέα Γκούβα κατόπιν της παρασχεθείσας σ’ αυτόν πληρεξουσιότητας από την Ψ1, δια του υπ’ αριθ. .... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Στείρου. Σ’ αυτό αναφέρεται ότι η προαναφερόμενη Ψ1, ενεργεί δυνάμει εξουσίας που παρασχέθηκε σ’ αυτή με το από 18.4.2003 πρακτικό συνεδριάσεως του Δ.Σ. Τέτοιο όμως πρακτικό ουδέποτε προσκομίσθηκε μέχρι και της εκδόσεως του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος, ούτε και το σχετικό καταστατικό, για να κριθεί αν η Ψ1 είχε πράγματι αυτή την εξουσία και υπό ποία ιδιότητα ενήργησε, δηλαδή, ως υποκατάστατος ή ως εντολοδόχος του Δ.Σ. Περαιτέρω, με το από 20.12.2004 πρακτικό συνεδριάσεως του Δ.Σ. της ΑΕ παρασχέθηκε σ’ αυτήν υπό την ιδιότητα της Προέδρου και διευθύνουσας συμβούλου ανωτέρω ΑΕ, το δικαίωμα εκπροσωπήσεως αυτής. Εξάλλου, με το υπό την αυτήν ημερομηνία έτερο πρακτικό συνεδριάσεως του ΔΣ εξουσιοδοτήθηκε η Ψ1, να δηλώσει για λογαριασμό της εταιρείας παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τις εις βάρος της διαπραχθείσες αξιόποινες πράξεις από την άνω κατηγορουμένη. Και πάλι όμως δεν προσκομίσθηκε το σχετικό καταστατικό, για να κριθεί αν αυτή εξουσιοδοτήθηκε ως υποκατάστατος ή ως εντολοδόχος του ΔΣ, δεδομένου ότι, επί συνδρομής της τελευταίας ιδιότητας, στο προαναφερθέν πρακτικό δεν υπάρχει βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών των μελών του ΔΣ από αρχή ή δικηγόρο. Το πρακτικό αυτό εγχειρίσθηκε στον Ανακριτή την 21.12.2004, πλην όμως από την Ψ1 δεν έγινε και η απαιτούμενη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρείας. Ενόψει δε του ότι κατά τα ανωτέρω, δεν προέκυπτε νομότυπη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής της πιο πάνω ανώνυμης εταιρείας και συνακόλουθα δεν προέκυπτε η νομιμοποίησή της ως πολιτικώς ενάγουσας, αυτή δεν ενομιμοποιείτο υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα σε άσκηση εφέσεως κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος. Αλλά, πέραν αυτού, η έφεση της ανωτέρω εταιρείας ασκήθηκε από αντιπρόσωπο, ήτοι από τον δικηγόρο Ανδρέα Γκούβα, χωρίς αυτός να έχει την ειδική προς τούτο εντολή κατά τις διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1 και 42 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Η από 15.7.2005 εξουσιοδότηση της Ψ1 προς τον ανωτέρω δικηγόρο για άσκηση εφέσεως κατά του ως άνω βουλεύματος αφορά ατομικώς αυτήν, η οποία ως αμέσως ζημιωθείσα ατομικώς από την προαναφερθείσα πράξη της κατηγορουμένης, στρεφομένης ατομικώς και κατ’ αυτής, είχε δηλώσει νομότυπη παράσταση πολιτικής αγωγής με την από 23.4.2003 εξουσιοδότησή της προς το δικηγόρο Ανδρέα Γκούβα. Ουδόλως όμως από το περιεχόμενο της ανωτέρω από 15.7.2005 εξουσιοδοτήσεως προκύπτει, ότι η Ψ1 παρέσχε, υπό την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ΑΕ, την εντολή στο δικηγόρο Ανδρέα Γκούβα να ασκήσει έφεση για λογαριασμό της προαναφερόμενης εταιρείας. Επομένως και για το λόγο αυτό η ασκηθείσα έφεση τυγχάνει απαράδεκτη, καθόσον ασκήθηκε από αντιπρόσωπο του διαδίκου χωρίς την ύπαρξη εντολής προς άσκησή της. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, καθ’ υπέρβαση εξουσίας το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εξήτασε την ουσία της υπόθεσης, όσον αφορά την ως άνω ανώνυμη εταιρεία και παρέπεμψε την κατηγορουμένη στο ακροατήριο για την προαναφερόμενη πράξη, φερομένη ως τελεσθείσα και εις βάρος της εταιρείας αυτής, καίτοι η έφεσή της ήταν απαράδεκτη. Συνεπώς, πρέπει κατά τον βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών κατά το μέρος που αφορά την προαναφερόμενη ανώνυμη εταιρεία και δέχθηκε ως τυπικά δεκτή την έφεση της τελευταίας και παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών την κατηγορουμένη Χ1 για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, τελεσθείσα και σε βάρος της εν λόγω ΑΕ. Περαιτέρω δε, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατά το άρθρο 519 ΚΠοινΔ, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρείας κατά του 1991/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ο ανωτέρω, όμως, λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όσον αφορά την πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, η οποία ατομικώς εδήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής. Ενομιμοποιείτο δε ενεργητικώς προς τούτο, δεδομένου ότι ήταν αμέσως ζημιωθείσα ατομικώς από την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της κατηγορουμένης, ήτοι της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφού η από 31.7.2000 αγωγή της κατηγορουμένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης για την αναφερόμενη στην αγωγή αιτία, στρεφόταν και κατ’ αυτής προσωπικά. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ, αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους ή τους αντικλήτους αυτών, για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, η οποία κατά το άρθρο 316 παρ. 2 του ΚΠοινΔ εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών, επάγεται για τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠοινΔ, διότι αποστερεί αυτόν από υπερασπιστικό δικαίωμα που παρέχεται σε τούτον από το νόμο και ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 6 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών έγινε δεκτή έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1 καγτά του υπ’ αριθ. 1991/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκε η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα στο ακροατήριο για να δικαστεί για ως υπαίτια της πράξης της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Την κρίση αυτή το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στήριξε στα υποβληθέντα σ’ αυτό έγγραφα, που προσκομίσθηκαν την 30.8.2005 στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών από την Ψ1 και την προαναφερόμενη ανώνυμη εταιρεία. Συγκεκριμένα στο με αριθμό πρωτ. 43297/13.7.2005 έγγραφο του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προς την ανωτέρω ΑΕ και το επισυναπτόμενο από 4.7.2005 έγγραφο του προϊσταμένου του Τμήματος Πληροφορικής της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς τον ανωτέρω Εισαγγελέα κατά το οποίο "η ώρα και ημερομηνία καταχωρίσεως της μηνύσεως εις το πληροφοριακόν σύστημα της υπηρεσίας μας είναι αυτή του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή την 10:30:27 της 2.6.2000" ως και εις την καρτέλα μηνύσεως. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η κατηγορουμένη δεν κλήθηκε για να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών και να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Έτσι όμως δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη και γι’ αυτό πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά τον βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ τρίτο λόγο αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση σχετικά με την έφεση της Ψ1 στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ’ αριθ. 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών κατά το μέρος που αφορά την παραπεμπτική για κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως διάταξή του. Κηρύσσει απαράδεκτη την έφεση της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" κατά του υπ’ αριθ. 1991/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση σχετικά με την έφεση της Ψ1 προς νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο (Εφετών Αθηνών) συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2007 . Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα: α) για υπέρβαση εξουσίας, διότι το Συμβούλιο εφετών προχώρησε στην κατ’ ουσίαν έρευνα της έφεσης, έκανε δεκτή αυτή και εξέδωσε το προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα, αν και η έφεση είχε ασκηθεί από πρόσωπο, το οποίο δεν δήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής και β) λόγω απόλυτης ακυρότητας που προκλήθηκε από την παράλειψη του Συμβουλίου, να καλέσει τον κατηγορούμενο, προκειμένου αυτός να λάβει γνώση και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί εγγράφων τα οποία είχαν υποβληθεί μετά το τέλος της ανάκρισης στον Εισαγγελέα και στήριξαν την παραπεμπτική κρίση του Συμβουλίου Εφετών.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας.
0
Αριθμός 56/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Σαμαρά, για αναίρεση της 810Α/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και πολιτικώς ενάγοντα τον ........, δικηγόρο που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1969/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι . Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ.1 του ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο που φέρονται ότι τελέσθηκαν από τον κατηγορούμενο οι αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι'αυτή, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια της, και να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1 και 2 του ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειμενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.19 του ΠΚ προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται : α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση η παρόρμηση ή ενθάρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), πειθώ και φορτικότητα, β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή, ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτή, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ'αρχή αναγκαία, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. 'Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την έννοια αυτής, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, η ύπαρξη δηλαδή άμεσου δόλου (μη αρκούντος του ενδεχόμενου) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό. Ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφοράς τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ'εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενο του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ'αριθμ. 810/Α2006 απόφασή τους, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που φέρονται ως αναγνωσθέντα, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο εν γνώσει του ψευδώς καταμήνυσε τον εγκαλούντα με την από 29-10-2002 έγκλησή του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, ότι τέλεσε σε βάρος του τα αδικήματα της ελαφράς σωματικής βλάβης και εξυβρίσεως. Τούτο έκανε ο κατηγορούμενος με σκοπό να επιτύχει την ποινική καταδίωξη του εγκαλούντος πλην όμως η έγκληση είναι ψευδής αφού ο εγκαλών ούτε κτύπησε ούτε εξύβρισε τον κατηγορούμενο. Επί πλέον ο κατηγορούμενος με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον συγκατηγορούμενό του Χ2 να ψευδομαρτυρήσει καταθέτοντας ενόρκως ως μάρτυρας στον Πταισματοδίκη Τιρνάβου ότι ο εγκαλών τέλεσε τις αποδιδόμενες ως άνω πράξεις, πλην όμως ο ίδιος δεν ήταν παρών στο επεισόδιο αυτό και ανακάλεσε στη συνέχεια την κατάθεσή του ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα που του αποδιδόταν και του επέβαλε συνολική ποινή δέκα τριών (13) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ.1 α, 224 παρ.2 και 229 παρ.1 του ΠΚ τις οποίες εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, η υποβολή δηλαδή εγκλήσεως, καθώς και οι πράξεις με τα περιστατικά που αναφέρονται στην έγκληση, και τα οποία ήταν ψευδή. Ιδιαίτερη αιτιολογία υπάρχει, καθ'όσον αφορά το στοιχείο της γνώσεως από μέρους του κατηγορουμένου της αναλήθειας των αναφερομένων περιστατικών που διέλαβε στην έγκλησή του, τον άμεσο δηλαδή δόλο του, καθώς και το σκοπό του να προκληθεί η δίωξη του μηνυτή, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Περαιτέρω με την παραδοχή του δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον συγκατηγορούμενό του Χ2 να διαπράξει το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο κατηγορούμενος προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον πιο πάνω φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Εξάλλου, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, προσδιορίζει κατ'είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και από τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν αντικειμενικώς και υποκειμενικώς τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Η εν μέρει επανάληψη στο σκεπτικό του διατακτικού της αποφάσεως και η παραπομπή σ'ατό, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το διατακτικό είναι λεπτομερής και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση και περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση του σκεπτικού. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, και καθό μέρος βάλλουν, κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ως απαράδεκτοι. ΙΙ. 'Ελλειψη ακρόασης του δικαστηρίου, από την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 περ.β' του ΚΠοινΔ, υπάρχει κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας, ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει ότι από μέρους του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου, υποβλήθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αίτημα συνενώσεως και συνεκδικάσεως της παρούσας υπόθεσης και με άλλην δικαζομένη την ίδια ημέρα στο ίδιο δικαστήριο. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 περ.β' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη ακρόασης του δικαστηρίου, εκ της παραλείψεώς του να απαντήσει στο αίτημα αυτό του κατηγορουμένου, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης προς έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 23 Νοεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 810Α/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας μάρτυρα. Στοιχεία ηθικής αυτουργίας. Ορθά και αιτιολογημένα καταδίκασε η προσβαλλόμενη απόφαση τον αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης απόφασης για έλλειψη ακροάσεως εκ μέρους του δικάσαντος δικαστηρίου, διότι παρέλειψε να απαντήσει σε αίτημα του κατηγορουμένου, αφού όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων δεν υπέβαλε αίτημα.
Ακροάσεως έλλειψη
Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 54/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ασπρογέρακα-Γρίβα, περί αναιρέσεως της 3710/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1618/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλου σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, το οποίο είναι αντικειμενικά πρόσφορο να παράγει με τη χρήση του έννομες συνέπειες που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και ο σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή, δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο, οι οποίες μπορούν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Χρήση του πλαστού εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί και η παράδοση, ως και η αποστολή του πλαστού εγγράφου σε τρίτους, ανεξαρτήτως αν αυτό έγινε με αμοιβή ή όχι, για να παραπλανηθεί άλλος με τη χρήση του σε γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η χρησιμοποίηση του πλαστού εγγράφου με γνώση της πλαστότητας από τον τρίτο τιμωρείται κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ’ αυτά, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3710/2006 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλη/των Αθηνών), (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος εκεί αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Ο κατηγορούμενος στη ... με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, των εγγράφων δε αυτών έκανε χρήση. Ειδικότερα : Α) στις αρχές Ιουλίου 2000 κατάρτισε εξ υπαρχής δύο (2) ταυτότητες δήθεν εκδοθείσες από το Σύνδεσμο Διεθνούς Ελευθέρου Τύπου με αριθμό καταχώρησης ...... και επ’ αυτών έθεσε απομίμηση της σφραγίδας του εν λόγω συνδέσμου με τα στοιχεία "Σύνδεσμος Διεθνούς Ελευθέρου Τύπου - Ευρώπη", από τις οποίες η πρώτη ταυτότητα έφερε τα στοιχεία "Επίσημος Τύπος" και η δεύτερη τη φωτογραφία του Ζ1 p. .....GRANDOLA PORTUGAL με την επισήμανση στην πίσω όψη αυτής "Το παρόν Δελτίο Ταυτότητας ισχύει σε όλες της χώρες που δέχονται την ελευθερία της πληροφόρησης - τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών", με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους τους άλλους ότι ο κάτοχος αυτών και εικονιζόμενος στη δεύτερη από τις ταυτότητες Ζ1 είναι δημοσιογράφος - μέλος του παραπάνω Συνδέσμου Διεθνούς Τύπου στην Ευρώπη. Στη συνέχεια έκανε χρήση των εν λόγων ταυτοτήτων αποστέλλοντας αυτές στον παραπάνω πελάτη του Ζ1, κάτοικο CPANDOLA Πορτογαλίας, στον οποίο τις πώλησε αντί ποσού 224 δολλαρίων ΗΠΑ ή 80.520 δραχμών ή 236,30 ευρώ τουλάχιστον. Και Β) στις αρχές Ιουλίου 2000 κατάρτισε εξυπαρχής τα ακόλουθα έγγραφα με φερόμενο ως δικαιούχο τον Ζ2 α) την υπ’ αριθμ. ..... άδεια οδήγησης στο όνομα του Ζ2, με επικολλημένη φωτογραφία αυτού, γεννηθέντος την ...., φύλο : ΑΡΡΕΝ, ύψος : 1,80 μ., μάτια: Γαλανά, δήθεν εκδοθείσα από το Βρετανικό Χονγκ Κόνγκ στις 5-7-1999 με ημερομηνία λήξης στις 4-7-2009 και στην οπίσθια όψη της εν λόγω άδειας έθεσε τα εικονίδια ενός αυτοκινήτου, μιας μοτοσυκλέτας, ενός λεωφορείου και ενός φορτηγού, β) κάρτα της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας, ..... ROAD, ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ στο όνομα του Ζ2, με επικολλημένη φωτογραφία αυτού, και στην οπίσθια όψη της εν λόγω κάρτας ανέγραψε ΕΘΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΓΕΙΑΣ, όνομα ασφαλισμένου: Ζ2, γ) κάρτα μέλους του Βασιλικού Ναυτικού Ομίλου του Χονγκ Κονγκ στο όνομα του Ζ2, εγγεγραμμένου μέλους, VICTORIA MARBOUR, ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ, δ) το υπ’ αριθμ. .... διαβατήριο του Βρετανικού Χονγκ Κονγκ με στοιχεία ταυτότητας "Επώνυμο: Ζ2, Όνομα: Ζ2, Υπηκοότητα: ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ, Φύλο: ΑΡΡΕΝ, Ημερομηνία γεννήσεως: ...., Τόπος γεννήσεως: ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ, Ημερομηνία εκδόσεως: ..... 1998, Ισχύει μέχρι ..... 2008, Τόπος κατοικίας: .... ROAD, ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ, Φωτογραφία κατόχου του Ζ2, στη σελίδα 3 έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη: ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΙΝΔΙΕΣ -07 ΜΑΪΟΥ 1999 - ΕΙΣΟΔΟΣ MONTSERRAT, στη σελίδα 4 έθεσε σφραγίδα: ΒΙΡΜΑΝΙΑ -19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1999- ΕΙΣΟΔΟΣ, στη σελίδα 5 έθεσε σφραγίδα δυσανάγνωστη, στη σελίδα 6 έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ - ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ (IMMIGRATION) 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1999 - ΑΦΙΞΗ, στη σελίδα 7 έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ -ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ (IMMIGRATION) 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1999 - ΑΦΙΞΗ, στη σελίδα 9 έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ - ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ (IMMIGRATION) -11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000 - ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ, στη σελίδα 11 έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2000 - ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΕΞΟΔΟΣ, στη σελίδα 15 έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη PAGO-RAGO ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΣΟΜΟΑ -3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1999, ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ και στη σελίδα 19 έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΙΝΔΙΕΣ -14 ΜΑΪΟΥ 1999- ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ Α-104. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους τους άλλους ότι δήθεν ο εικονιζόμενος και αναγραφόμενος στα έγγραφα αυτά είναι ο νόμιμος κάτοχός τους. Στη συνέχεια έκανε χρήση των παραπάνω εγγράφων αποστέλλοντας αυτά σε πρόσωπο με τα στοιχεία ......, ΒΛΑΔΙΒΟΣΤΟΚ ΡΩΣΙΑ, Ταχ. Κωδ. ...., αριθμός τηλεφώνου ...., στο οποίο τα πώλησε αυτή συνολικού ποσού τουλάχιστον 460 δολλαρίων ΗΠΑ ‘η 165.353 δραχμών ή 485,26 ευρώ. Στην κρίση του αυτή άγεται το Δικαστήριο από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων (μάρτυρες κατηγορίας σε συνδυασμό με τα αναγνωσθέντα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο του αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη (πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση) με την αναγνώριση σ’ αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 Ε’ του ΠΚ, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινής πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ την οποία εφάρμοσε σωστά, χωρίς να την παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού τα δεκτά γενόμενα ως άνω περιστατικά συνιστούν κατάρτιση πλαστών εγγράφων, δια της χρήσεως των οποίων μπορούσε να παραπλανηθεί άλλος περί του ότι α) ήταν δήθεν ο κάτοχος των δύο πλαστών ταυτοτήτων και εικονιζόμενος στη δεύτερη απ’ αυτές Ζ1 δημοσιογράφος - μέλος του Συνδέσμου Διεθνούς Ελευθέρου Τύπου στην Ευρώπη και β) ήταν δήθεν ο εικονιζόμενος και αναγραφόμενος στα λοιπά πλαστά έγγραφα Ζ2 νόμιμος κάτοχος αυτών, τα οποία αποτελούν γεγονότα δυνάμενα να έχουν έννομες συνέπειες, ενώ εξάλλου κατά τις ίδιες παραδοχές της απόφασης υπάρχει και χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων από τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι με την αποστολή και παράδοση από τον ίδιο των εν λόγω πλαστών εγγράφων τα προαναφερόμενα πρόσωπα έγινε με δόλο για να χρησιμοποιηθούν από αυτά προς παραπλάνηση άλλων τρίτων προσώπων. Περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται επαρκώς αφενός μεν ο δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στην τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξεως και δη η γνώση της πλαστότητας των καταρτισθέντων πλαστών εγγράφων και αφετέρου ο σκοπός του να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους ως προς τα προαναφερόμενα γεγονότα. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 216 παρ. 1α ΠΚ, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. ΚΠοινΔ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση του ...... για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3710/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη του αναιρεσείοντος για πλαστογραφία μετά χρήσεως του πλαστού εγγράφου κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 55/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γιώτσα, περί αναιρέσεως της 893/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1985/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 258 περ. α’ του ΠΚ, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι’ αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει τη αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 υπεξαίρεσης με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) παράνομα ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται και εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του αρ. 13 στοιχ. α’ ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το αρ. 263 α’ του ίδιου Κώδικα και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι’ αυτό. Ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να ήταν κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Εξάλλου, το αξιόποινο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία δεν εξαλείφεται αν ο δράστης αποδώσει το πράγμα που υπεξαίρεσε ή ικανοποιήσει πλήρως τον ζημιωμένο, διότι το άρθρο 379 ΠΚ, που ορίζει ότι το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο (εδ. α’) και ότι η μερική απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος (εδ. β’), εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις των αρ. 372 επ. (κοινή κλοπή) και 375 επ. (κοινή υπεξαίρεση) ΠΚ, όχι δε και στην περίπτωση του αρ. 258 ΠΚ (υπεξαίρεση στην υπηρεσία). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Οσον αφορά το δόλο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ’ αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρ. 258 ΠΚ), για το οποίο η περί τούτου (δόλου) κρίση περιέχεται στην παραδοχή της παράνομης ιδιοποίησης. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένο μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Για την ύπαρξη αυτής της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε’ του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 893/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σ’ αυτή κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του ταμία και γραμματέα της σχολικής επιτροπής του Λυκείου ....., στο οποίο ήταν Διευθυντής, ενώ εισέπραξε κανονικά από τη μισθώτρια Μ1, ως μίσθωμα του κυλικείου του σχολείου, τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό, δεν τα εισήγαγε στο ταμείο της σχολικής επιτροπής, αλλά τα ιδιοποιήθηκε χωρίς δικαίωμα. Ο ίδιος αρνείται την πράξη του και διαμαρτύρεται για αδικαιολόγητο διασυρμό του. Αποδεικνύεται, όμως, ότι η μεν μισθώτρια πλήρωνε κανονικά τα μισθώματα (βλ. κατάθεσή της), η δε νέα διοίκηση της σχολικής επιτροπής, που διαδέχθηκε τον κατηγορούμενο, διαπίστωσε έλλειμα, που οφειλόταν στο ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καταβάλει στο ταμείο, τα μισθώματα που είχε πληρώσει η μισθώτρια του κυλικείου. Αλλωστε, μετά τη δημιουργία του ζητήματος, ο κατηγορούμενος δέχθηκε να πληρώσει στην επιτροπή το ποσό του ελλείματος. Αυτό, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του, ενισχύει την κρίση για την προηγηθείσα ιδιοποίηση. Ακολούθως το Εφετείο, με βάση τις παραδοχές αυτές, κύρηξε ένοχο τον κατηγορούμενο για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση και ειδικότερα για το ότι, κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 1999 έως Δεκέμβριο 2001 ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ Π.Κ. και συγκεκριμένα ταμίας και γραμματέας της σχολικής επιτροπής του Λυκείου ....., στο οποίο ήταν και Διευθυντής και με την ιδιότητα αυτή έλαβε ως μίσθωμα του κυλικείου του σχολείου από τη μισθώτρια Μ1 για το έτος 1999 το ποσό των 2.462.460 δραχμών, για το έτος 2000 το ποσό των 2.381.745 δραχμών για το έτος 2001, το ποσό των 2.557.242 δραχμών και επιπλέον το ποσό των 400.000 δραχμών ως εγγύηση, καταχώρησε στο βιβλίο εσόδων - εξόδων της σχολικής επιτροπής ότι έλαβε ως μίσθωμα το ποσό του 1.000.000 δραχμών για κάθε ένα από τα παραπάνω έτη και κανένα χρηματικό ποσό ως εγγύηση και τα επιπλέον ποσά δηλαδή για το έτος 1999 1.462.460 δραχ. για το έτος 2000 1.381.745 δραχ., για το έτος 2001 1.557.242 δραχ. καθώς και το χρηματικό ποσό της εγγύησης και συνολικά 4.801.447 δραχ. (14.090.82 ευρώ), τα οποία είχε εισπράξει λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του και για την προαναφερθείσα αιτία, τα παρακράτησε, τα ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία και με τον τρόπο αυτό τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Αφού δεν αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ του ΠΚ, τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις υπό τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 258 παρ. 1α’ του ΠΚ, την οποία ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, αφού το πόρισμα της απόφασης ως συνδυασμός του αιτιολογικού και του διατακτικού δεν έχει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα από την αιτιολογία που προπαρατέθηκε, προκύπτει ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει την παραπάνω κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αναγνωσθείσα από 14-11-2004 έγγραφη δήλωση του αναιρεσείοντος και η απολογία αυτού και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, χωρίς να πρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα. Ειδική αξιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. Η ιδιαίτερη μνεία στο σκεπτικό της απόφασης μόνο της μάρτυρα κατηγορίας, μισθώτριας του κυλικείου γίνεται γιατί το δικαστήριο αποδίδει μεγαλύτερη αποδεικτική σημασία, χωρίς από αυτό το γεγονός να υποδηλώνεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και όλα τα άλλα, δηλαδή οι ένορκες καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας και τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Οσον αφορά το δόλο του αναιρεσείοντος δεν απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον το άρθρο 258 παρ. 1α του ΠΚ δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του προβλεπόμενου απ’ αυτό εγκλήματος, ούτε ενδεχόμενο δόλο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και τούτο γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και, επομένως, εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση αυτών. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ολες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι’ αυτό απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει, αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του ..... αίτηση, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 893/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Έννοια ιδιοποίησης και δόλου τέλεσης της πράξης. Το άρθρο 374 δεν εφαρμόζεται στην υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
0
Αριθμός 50/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λάμπρο Μακρυγιάννη, περί αναιρέσεως της 207/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Φλώρινας. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1) .... και 2) ...., που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Φλώρινας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 471/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 εδ.γ’ και 5 παρ. 1 περ.Α εδ.γ,δ και παρ.2 του Ν.1756/1988, όπως αντικαταστάθηκαν με το αρθ.3 παρ.2 του Ν.1968/1991, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικείου και δύο Πρωτοδίκες. Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του Προέδρου, αυτός αναπληρώνεται κατά σειρά αρχαιότητας από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου, ενώ, αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αυτοί αναπληρώνονται κατά σειρά αρχαιότητας, ένας μόνο Πρωτοδίκης Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, από Πάρεδρο ή Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη της περιφέρειας του. Και στη μεν πρώτη περίπτωση, του Προέδρου Πρωτοδικών, πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση ότι δεν υπάρχουν Πρόεδροι ή οι υπάρχοντες απουσιάζουν ή κωλύονται, στη δε δεύτερη περίπτωση, της αναπλήρωσης Πλημμελειοδίκη, πρέπει να αναφέρεται η σχετική πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, με την οποία ορίστηκε κάποιος από τους αναπληρωτές. Η μη τήρηση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της αποφάσεως, για κάθε σύνθεση του Δικαστηρίου, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και ενώπιον του Αρείου Πάγου ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1α Κ.Πολ.Δ., και λόγο αναίρεσης αυτής, σύμφωνα με το αρ.510 παρ.1Α του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προμετωπίδα των πρακτικών της προσβαλλόμενης υπ’ αρ. 207/13-9-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Φλώρινας, που δίκασε ως Εφετείο και με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 1.000 Ευρώ, για παράβαση του αρ. 58 εδ. β’ του Ν.2190/1920, συμμετείχαν, ως Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης, η Πρωτοδίκης Ευτέρπη Χατζηλαμπρινού και, ως μέλη, η Αργυρώ Κίτσου, Πρωτοδίκης και ο Απόστολος Μαυρογεώργος, Ειρηνοδίκης, χωρίς όμως να αναφέρεται, αφενός μεν ότι δεν υπήρχαν Πρόεδροι ή ότι οι υπάρχοντες απουσίαζαν ή κωλύονταν, αφετέρου δε η σχετική πράξη του δικαστή που διήθυνε το ως άνω Δικαστήριο, με την οποία ορίσθηκε να συμμετάσχει στη σύνθεση ο προαναφερόμενος Ειρηνοδίκης, σε αναπλήρωση κάποιου κωλυόμενου Πλημμελειοδίκη. Επομένως, είναι βάσιμος ο, για τον ως άνω λόγο, πρώτος από το αρ. 510 παρ.1Α Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης και γι’ αυτό πρέπει, παρελκούσης, ως αλυσιτελούς, της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρ.519 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 207/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Φλώρινας. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα από κακή σύνθεση δικαστηρίου. Δεκτή αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη.
1
Αριθμός 52/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 479/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ηρακλείου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 885/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 329/19.9.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου (Κρήτης) - που δίκασε ως εφετείο- με την υπ' αριθμ 479/2007 απόφασή του καταδίκασε για παράβαση των άρθρων 14, 23 ν.1264/82 -από κοινού- τον Χ1 σε φυλάκιση τριών μηνών, την οποία και ανέστειλε για τρία χρόνια. Η απόφαση αυτή, που εκδόθηκε με την αυτοπρόσωπη παρουσία του καταδικασθέντος, καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 § 3 Κ.Ποιν.Δ. στις 26-4-2007. Κατ' αυτής άσκησε ο ανωτέρω και δη ο ίδιος στις 4-5-2007 ενώπιον του γραμματέα πλημμελειοδικών Ηρακλείου την υπ'αριθμ. 1 έκθεση αναίρεσης προβάλλων τον από το άρθρο 510Δ του ΚΠΔ λόγο "ήτοι, της ελλείψεως από την απόφαση, της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, συνισταμένης στο ότι δεν αναφέρεται σε αυτή: Για ποιούς ειδικούς λόγους, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δεν έλαβε υπόψη την κατάθεση ενώπιόν του, του μάρτυρα του κατηγορητηρίου Μ1, προϊσταμένου του μηνυτή στο εργοτάξιο της εταιρείας και εκπροσώπου μου ως εργοδότη, ο οποίος κατέθεσε ότι ο μηνυτής, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, τον εξύβρισε σκαιώς βλασφημώντας τα θεία και αποκαλώντας τον μαλάκα. Η αιτιολογία ότι δεν ελήφθη υπόψη η παραπάνω κατάθεση διότι δεν επιβεβαιώνεται από τις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων είναι εξαιρετικά ανεπαρκής, δεδομένου ότι οι άλλοι μάρτυρες δεν ήταν παρόντες στο επεισόδιο. Για τον παραπάνω λόγο και για όσους άλλους προσθέτει παραδεκτώς, ζητά την αναίρεση της παραπάνω αποφάσεως". ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Ποιν.Δ. όταν κατά την άσκηση του ένδικου μέσου, όπως και η αναίρεση, δεν ετηρήθησαν οι διατυπώσεις του νόμου τότε το ένδικο μέσο, είναι απαράδεκτο και ως τέτοιο πρέπει να απορρίπτεται. Μεταξύ των διατυπώσεων του νόμου είναι και η τήρηση της διάταξης του άρθρου 474 § 2 Κ.Ποιν.Δ., ήτοι πρέπει στην οικεία έκθεση να περιέχεται κατά τρόπον σαφή και ορισμένο ο λόγος αναίρεσης, ο οποίος και πρέπει να ανήκει σ'αυτούς που ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 510 § 1 Κ.Ποιν.Δ. Εξ άλλου λόγος αναίρεσης, ήτοι αιτίαση κατά της προσβαλλομένης απόφασης, που ανάγεται σε εσφαλμένη αξιολόγηση -εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι παραδεκτός από το νόμο, διότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με τις παραδοχές της και δεν επεκτείνεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, την ουσιαστική κρίση των οποίων πράττει το δικαστήριο της ουσίας κυριαρχικώς. Κάθε κρίση περί πραγματικού γεγονότος εκφεύγει του ελέγχου του Αρείου Πάγου, αφού ο Άρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριον ουσίας (βλ. ΑΠ 1337/2006, ΑΠ 2062/2006, ΑΠ 1551/2006, ΑΠ 1586/2005, ΑΠ 1341/2005, ΑΠ 1357/2005, ΑΠ 1615/2005 κ.ά. ιδίως ΑΠ 2199/2006, ΑΠ 474/2001, ΑΠ 1138/2002). 'Ετσι και όταν με την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας αποδίδεται στην απόφαση σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1008/99, ΑΠ 1586/2005, κ.ά.). -'Ετσι και ο αντίστοιχος λόγος του άρθρου 561 § 1 Κ.Πολ.Δ. βλ. ΑΠ 1829/2006 τμ. Δ. Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η υπό κρίση αναίρεση δεν περιέχει λόγον και δη σαφή και ορισμένο από αυτούς που ορίζει το άρθρο 510 § 1 Κ.Π.Δ. αλλά, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας περιέχει λόγον απαράδεκτον, ήτοι λόγον που ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και δη του αναφερόμενου μάρτυρα. 'Ετσι πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως απορριφθεί η υπ'αριθμ. 1/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της υπ'αριθμ. 479/2007 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 11 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 του Κ.Π.Δ., όταν κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου, όπως και η αναίρεση, δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του νόμου, τότε το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο και ως τέτοιο πρέπει να απορρίπτεται. Μεταξύ των διατυπώσεων του νόμου είναι και η τήρηση της διάταξης του άρθρου 474 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή στην οικεία έκθεση πρέπει να περιέχεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ο λόγος αναίρεσης, ο οποίος και πρέπει να ανήκει σε αυτούς που ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 510 παρ.1 Κ.Π.Δ. Εξάλλου, λόγος αναίρεσης, ήτοι αιτίαση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση ή αξιολόγηση των αποδείξεων, δεν είναι παραδεκτός από το νόμο και αυτό διότι, ο Άρειος Πάγος, ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, σε σχέση με τις παραδοχές της και δεν επεκτείνεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, την ευθύνη της ουσιαστικής κρίσης των οποίων, την έχει το Δικαστήριο της ουσίας κυριαρχικώς. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Δ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, με την υπ' αριθμ. 479/2007 απόφασή του, καταδίκασε τον Χ1 σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε επί 3ετία, για παράβαση των άρθρων 14, 23 του Ν. 1264/1982. εναντίον αυτής της απόφασης ο ανωτέρω άσκησε, ενώπιον του Γραμματέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, την από 4.5.2007 αίτηση αναίρεσης, προβάλλοντας τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο, δηλαδή της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλουν τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, συνισταμένης στο ότι δε αναφέρεται σ' αυτή "Για ποιους ειδικούς λόγους, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου, δεν έλαβε υπόψη την κατάθεση ενώπιόν του, του μάρτυρα του κατηγορητηρίου Μ1, προϊσταμένου του μηνυτή στο εργοτάξιο της εταιρείας και εκπροσώπου μου ως εργοδότη, ο οποίος κατέθεσε ότι ο μηνυτής, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, τον εξύβρισε σκαιώς βλασφημώντας τα θεία και αποκαλώντας τον "μαλάκα". Η αιτιολογία ότι δεν ελήφθη υπόψη η παραπάνω κατάθεση δεν επιβεβαιώνεται από τις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων, είναι εξαιρετικά ανεπαρκής, δεδομένου ότι οι άλλοι μάρτυρες δεν ήταν παρόντες στο επεισόδιο. Για τον παραπάνω λόγο και για όσους άλλους προσθέσει παραδεκτώς, ζητά την αναίρεση της παραπάνω αποφάσεως". Σύμφωνα με τα ως άνω αναφερόμενα, η ένδικη αίτηση δεν περιέχει λόγο αναίρεσης και μάλιστα σαφή και ορισμένο, από αυτούς που ορίζει το άρθρο 510 παρ.1 του Κ.Π.Δ., πέρα από το γεγονός ότι, με το πρόσχημα της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται απαράδεκτα η επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, με τη μορφή της εσφαλμένης εκτίμησης της κατάθεσης του ως άνω μάρτυρα. Πρέπει, συνεπώς, για τον προαναφερόμενο λόγο, να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ 583 παρ.1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 479/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου Κρήτης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση γιατί δεν περιέχει ορισμένο και σαφή λόγο αναιρέσεως. Με το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 53/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούντα τον X1 και εγκαλούμενο τον Ψ1 Αντιεισαγγελέα Εφετών Λαμίας. Η αίτηση αυτή με αριθμό 820/22-8-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1511/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 450/13-11-07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω εις ενώπιόν σας, μαζί με την σχετική δικογραφία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 και 137 παρ. 1 περ. γ’ Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη ετροπ. με το άρθρ. 14 παρ. 1 ν. 1649/1986, την με αριθ. πρωτ. 820/22-8-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, με την οποία επιδιώκεται η παραπομπή της υπόθεσης που περιγράφεται στην από 11-10-2006 έγκληση του X1 , κατά του Ψ1 Αντεισαγγελέως Εφετών Λαμίας, από το κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ. αρμόδιο Δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Σύμφωνα με την διάταξη του πέμπτου εδαφίου του άρθρ. 136 Κ.Π.Δ. παραπομπή από το κατά τα άρθρα 122-125 αρμόδιο Δικαστήριο σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές, διατάσσεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν ο εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός Λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου (Πρωτοδικών ή Εισαγγελικού) και πάνω, που υπηρετεί στο κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο δικαστήριο. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, παραπομπή διατάσσεται όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, στην οποία περιλαμβάνεται και το στάδιο άσκησης της ποινικής διώξεως, αφού και εις αυτό συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, της εξασφάλισης δηλαδή της απόλυτης ανεξαρτησίας κρίσης του δικαστικού λειτουργού και αποκλεισμού κάθε υπόνοιας, εξ αιτίας της συνυπηρέτησης στο ίδιο δικαστήριο (βλ. Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. έκδ. Β’ Τόμ. Α’ σελ. 199-200, Ζησιάδου Ποιν.Δίκ. έκδ. Γ’ Τόμ. Α’ (1976) σελ. 657). Αταλάντευτα σύμφωνη είναι η νομολογία (Α.Π. 608/96 Ποιν.Χρ. ΜΖ’ σελ. 961, Α.Π. 430/1984 Ποιν.Χρον. ΛΔ’ σελ. 879). Είναι δε φανερό ότι, όταν η παραπομπή ζητείται στο παραπάνω στάδιο (της άσκησης δηλ. της ποινικής διώξεως), πρέπει να εννοηθεί ως παραπομπή όχι σε άλλο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο στην κυριολεξία, αλλά στον Εισαγγελέα και τις λοιπές ανακριτικές αρχές που διατελούν σε τέτοιο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο και εύλογα, αφού ποινική δίωξη δεν έχει ασκηθεί ακόμη (πρβλ. και Γνωμ. Εισαγ. Α.Π. 988/1959 Ποιν.Χρον. Θ’ σελ. 356). Επομένως αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται εις το δικαστήριό σας (εν Συμβουλίω) η υπό κρίσιν αίτησις του Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ουσίαν. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι με αφορμή την από 11-10-2006 έγκληση του X1 , εις βάρος του Ψ1 Αντεισαγγελέως Εφετών Λαμίας, εξεδόθη η υπ’αριθ. 69/2007 Διάταξη, κατ’άρθρ. 47 Κ.Π.Δ., του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λαμίας, δια της οποίας απερρίφθη κατ’ουσίαν η προδιαληφθείσα έγκλησις. Όμως, κατά της ως άνω απορριπτικής Διατάξεως ο εγκαλών ήσκησε, κατ’άρθρ. 48 Κ.Π.Δ., την από 14-6-2007 προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Λαμίας, όπου υπηρετεί, ως Αντεισαγγελέας, ο εγκαλούμενος ο οποίος πρέπει να αποφανθεί επί της προαναφερόμενης προσφυγής. Συνακόλουθα και εν όψει α) του αυτεπαγγέλτου της διώξεως της καταγγελθείσης παράβασης καθήκοντος και β) του ότι ο παραπάνω Αντεισαγγελέας Εφετών (Ψ1) προσέλαβε την ιδιότητα του κατηγορουμένου (άρθρ. 72 Κ.Π.Δ.), η δε υπόθεση, λόγω του τόπου τελέσεως και της κατοικίας του μηνυομένου, κατ’άρθρ. 111 παρ. 7, 119 παρ. 1 και 122 παρ. 1 Κ.Π.Δ., υπάγεται (στην φάση αυτή), στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρ. 136 στοιχ. ε’ και 137 στοιχ. γ’ Κ.Π.Δ., αναλογικώς εφαρμοζομένων, ζητείται από τον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας η κατά το στάδιο τούτο της προδικασίας παραπομπή της υπόθεσης εις τον Εισαγγελέα Εφετών άλλης περιφέρειας. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή της παραπάνω αίτησης και, ως κατ’ουσίαν βασίμου, να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης εις τον Εισαγγελέα Εφετών του Εφετείου Αθηνών, για να ενεργηθεί ό,τι από τον νόμο (άρθρ. 48 Κ.Π.Δ.), κατά το στάδιο τούτο και το μετ’αυτό, επιβάλλεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να διαταχθεί η παραπομπή εις τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών της ποινικής υπόθεσης, που περιγράφεται στην υπ’αριθ. πρωτ. 820/22-8-2007 αναφορά του Εισαγγελέως Εφετών Λαμίας, εις βάρος του Αντεισαγγελέα Εφετών Ψ1. Αθήνα 7-11-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε’ του Κ.Π.Δ, στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείου ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 του Κώδικα, δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορούμενου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, την εξασφάλιση, δηλαδή, του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ.1 περ. γ’ του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, όπως επί παραπομπής, από ένα Εφετείο σε άλλο. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από μέρους του εγκαλούντος X1, υποβλήθηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Λαμίας η από 11-10-2006 έγκληση του, στρεφόμενη κατά του Αντεισαγγελέα Εφετών Λαμίας Ψ1, με την οποία καταγγέλλεται ο τελευταίος, για την τέλεση της πράξεως της παράβασης καθήκοντος. Η έγκληση αυτή απορρίφθηκε, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., με την 69/2007 Διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λαμίας. Κατά της διατάξεως αυτής όμως ο εγκαλών άσκησε προσφυγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 48 του ίδιου Κώδικα, η οποία εκκρεμεί στην Εισαγγελία Εφετών Λαμίας, όπου υπηρετεί ο εγκαλούμενος. ΙΙΙ. Ενόψει αυτών, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και παραπομπής της υποθέσεως, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Λαμίας, που υπηρετεί ο εγκαλούμενος, στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές άλλου Εφετείου και συγκεκριμένα, του Εφετείου Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αποφασίζει την παραπομπή της υποθέσεως, που ανοίχθηκε, με την υποβολή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Λαμίας, της από 11-10-2006 εγκλήσεως του, X1 κατά του Αντεισαγγελέα Εφετών Λαμίας Ψ1, επί της οποίας έχει εκδοθεί η 69/10-5-2007 απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λαμίας, ( κατά της οποίας ασκήθηκε η 19/14-6-07 προσφυγή), από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Λαμίας, στις Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας και παραπομπή για συζήτηση της υπόθεσης στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές άλλου Εφετείου.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
1
Αριθμός 38/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυττέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης X1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπασίμο, για αναίρεση της 8350/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, ως και στο από 16 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 413/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 229 § 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να εγνώριζε την αναλήθεια της και να έγινε απ’ αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 224 § 2 ΠΚ, της ψευδορκίας, απαιτείται αφ’ ενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα αφ’ ετέρου να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 369 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, όπως συμβαίνει στα πιο πάνω εγκλήματα πρέπει να εκτείνεται και σ’ αυτά. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αλλά όπως συνάγεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρθ. 363 ΠΚ) ή της εξύβρισης (άρθρ. 361 παρ. 1 ΠΚ), όχι όμως και όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψή του δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ’ είδος μνημονεύει, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Στις 10-12-2000 η εγκαλούσα, η οποία είναι Συμβολαιογράφος Αθηνών, μετέβη στο ...... Αττικής, επί της οδού ..... αριθμ. ...., όπου βρίσκεται η οικία του Χ, πατέρα της κατηγορουμένης. Κατά την εκεί επίσκεψή της καταρτίστηκε και υπογράφηκε το υπ’ αριθμ. .......... πληρεξούσιο, δυνάμει του οποίου ο προαναφερόμενος Χ διόρισε ειδικούς πληρεξουσίους και αντικλήτους του δικηγόρους Αθηνών Δημήτριο Παυλίδη, Εράσμια Καρρά-Χαλικιοπούλου, Αλέξανδρο Κονταξή, Μαρία Κατσαΐτη και Ανάργυρο Παπαστάμο και τους έδωσε την εντολή, εκτός άλλων πράξεων, να ασκήσουν αγωγή ανακλήσεως της δωρεάς, η οποία είχε γίνει από τον προαναφερόμενο Χ προς την κατηγορουμένη θυγατέρα του, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ....... συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Λάμπρου Θεοδοσόπουλου, που είχε νομίμως μεταγραφεί. Την μετάβαση της εγκαλούσας στην πιο πάνω οικία είχε ζητήσει ο δικηγόρος Δημήτριος Παυλίδης. Επειδή, όμως ο ανωτέρω εντολέας ήταν ηλικίας ενενήντα περίπου ετών, η εγκαλούσα, προκειμένου να κατοχυρωθεί, ζήτησε από το ανωτέρω δικηγόρο ιατρική βεβαίωση σχετική με την ικανότητα του προς δικαιοπραξία. Πράγματι ο τελευταίος της παρέδωσε την από ..... γνωμάτευση του ιατρού ....... που επιβεβαίωνε τη σχετική ικανότητα του Χ και την άριστη διανοητική του κατάσταση. Πριν την υπογραφή του παραπάνω πληρεξουσίου η εγκαλούσα ανέφερε στον τελευταίο, ο οποίος λόγω της ηλικίας του αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, το σκοπό της επισκέψεώς της και ειδικότερα ότι με την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου ο άνω δικηγόρος θα ασκούσε αγωγή για ανάκληση της δωρεάς, που κατά τα προεκτεθέντα είχε κάνει στην κόρη του και εκείνος συμφώνησε. Στο σημείο τούτο πρέπει να αναφερθεί ότι δεν προσκομίστηκε από την πλευρά της κατηγορουμένης ιατρική βεβαίωση συνταχθείσα τον ίδιο χρόνο (τέλη του έτους 2000) με αντίθετο περιεχόμενο από εκείνο της από ..... γνωματεύσεως του ιατρού ......., για την οποία έχει γίνει λόγος παραπάνω. Ανάλογο περιεχόμενο προς την τελευταία αυτή ιατρική γνωμάτευση έχουν και οι από ......, ......., ......., ........ και ....... γνωματεύσεις των ιατρών ........, ........, ........., ........ (Ιατρού-Σμηναγού) και .......... αντιστοίχως, οι οποίοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο πατέρας της κατηγορουμένης είχε κατά τον επίμαχο χρόνο συνείδηση των πραττομένων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από ....... έκθεση της Νευρολόγου- Ψυχιάτρου .........., η οποία καταλήγει σε αντίθετο πόρισμα, δεδομένου ότι αυτή συντάχθηκε χωρίς η εν λόγω ιατρός να εξετάσει τον Χ .Η κατηγορουμένη ακολούθως στις 8-5-2001 κατέθεσε μήνυση κατά της εγκαλούσας και τρίτων, στην οποία ανέφερε για την τελευταία ότι, κατά τη μετάβαση της στις 10-12-2000 στην οικία του πατέρα της, απέσπασε από αυτόν το παραπάνω πληρεξούσιο, αν και κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπογραφής του ο τελευταίος δεν είχε συνείδηση των πραττομένων ως εκ της ηλικίας του και των συναφών με αυτήν προβλημάτων και αδυνατούσε να αντιληφθεί τη σημασία του εγγράφου που υπέγραψε. Ανέφερε ακόμη στη μήνυσή της ότι η εγκαλούσα αν και αντιλήφθηκε την κακή διανοητική κατάσταση του Χ, παρ’ όλα αυτά ζήτησε τη χορήγηση σχετικής ιατρικής βεβαιώσεως για να προσδώσει το μανδύα της νομιμότητας στη συγκεκριμένη ενέργειά της. Η μήνυση όμως αυτή ήταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ψευδής και η κατηγορουμένη την κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας του περιεχομένου της και με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσας για τα εγκλήματα της ψευδούς βεβαιώσεως, της παραβάσεως καθήκοντος και της απάτης. Η γνώση της αυτή προκύπτει από το ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο κατοικούσε στον ίδιο χώρο με τον πατέρα της και ως εκ τούτου είχε άμεση αντίληψη της όλης καταστάσεως της υγείας του. Πρέπει να αναφερθεί στο σημείο τούτο ότι η κατηγορουμένη με την ίδια μήνυση, κατεμήνυσε και τους ιατρούς ......., ........ και ....... για έκδοση ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων. Προέκυψε ακόμη ότι κατά την υποβολή της μηνύσεώς της η κατηγορουμένη βεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο της ως αληθές, μολονότι, όπως ειπώθηκε ήταν ψευδές και εκείνη το γνώριζε. Τα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν ψευδή, ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας ως Συμβολαιογράφου, η δε κατηγορουμένη τα περιέλαβε στη μήνυσή της γνωρίζοντας ότι ήταν ψευδή και εξ αντικειμένου ικανά να επιφέρουν το ως άνω βλαπτικό για την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας αποτέλεσμα. Με τον ισχυρισμό δε και τη διάδοση των ως άνω γεγονότων, των οποίων έλαβε γνώση τουλάχιστον ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, θέλησε η κατηγορουμένη να εμφανίσει την εγκαλούσα Συμβολαιογράφο ως ασκούσα τα καθήκοντά της με επιλήψιμο τρόπο και κατά παράβαση των υποχρεώσεών της. Τέλος, το αίτημα περί αναγνώσεως της απομαγνητοφωνήσεως τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ μελών της οικογενείας της κατηγορουμένης πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι προέκυψε ότι η συγκεκριμένη συνομιλία αποτυπώθηκε χωρίς τη συναίνεση των εν λόγω προσώπων. Ενόψει αυτών, πρέπει, αφού απορριφθούν τα αιτήματα περί αναβολής της δίκης α) προκειμένου να προσέλθουν να εξεταστούν ως μάρτυρες . κατά τα προεκτεθέντα γνωμοδοτήσαντες ιατροί, ενόψει του ότι μετά την ανάγνωση των γνωμοδοτήσεών τους η μαρτυρία τους δεν κρίνεται από το Δικαστήριο αναγκαία και β) προκειμένου να εκδοθεί απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων, η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφημήσεως και να απορριφθεί ο ισχυρισμός της περί άρσεως του αδίκου κατά το άρθρο 367 § 1 ΠΚ αφού στην περίπτωση του τελευταίου τούτου εγκλήματος δεν έχει έδαφος εφαρμογής η εν λόγω διάταξη, όπως ρητώς ορίζει η δεύτερη παράγραφος του ιδίου άρθρου. Με τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο εκήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση και επέβαλε εις αυτήν συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, ανασταλείσαν επί τριετίαν. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι’ αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 § 1, 224 § 2 και 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή διατάξεις. Ειδικότερα παρατίθεται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (μη γνώσης) της κατηγορουμένης για την αναλήθεια του γεγονότος, το οποίο διέδωσε ενώπιον τρίτων, ενόρκως εβεβαίωσε και για το οποίο ψευδώς καταμήνυσε την εγκαλούσα. Περαιτέρω, ως εκ περισσού αιτιολογεί την απόρριψη του εκ του άρθρου 367 § 1γ’ ΠΚ προβληθέντος από την κατηγορουμένη ισχυρισμού, περί άρσεως του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ως εκ του ότι επεδίωξε να προστατεύσει νόμιμο δικαίωμά της, με την αναφορά εις το σκεπτικό ότι η παραπάνω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία δέχεται ότι ετέλεσε και για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορουμένη. Παραλλήλως, πλήρως αιτιολογημένα απερρίφθη με την προσβαλλομένη απόφαση το αίτημα της κατηγορουμένης περί αναγνώσεως της απομαγνητοφωνημένης τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ μελών της οικογενείας (της κατηγορουμένης), γιατί το δικαστήριο εδέχθη ότι η συγκεκριμένη συνομιλία αποτυπώθηκε χωρίς τη συναίνεση των εν λόγω προσώπων, ανεξαρτήτως του ότι η κατηγορουμένη εκηρύχθη αθώα της παραβάσεως του άρθρου 370 Α του ΠΚ. Τέλος, η ειδικότερη αιτίαση που διατυπώνεται με τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου, ότι δηλαδή δεν λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι καταθέσεις των εκεί μνημονευομένων μαρτύρων και τα αναφερόμενα έγγραφα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, γιατί, κατά την βεβαίωση της αποφάσεως, στο προοίμιον του σκεπτικού, ελήφθησαν και αξιολογήθηκαν όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου το δικαστήριο να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση της κατηγορουμένης. Μάλιστα την από ......... έκθεση της νευρολόγου-ψυχιάτρου ........., ειδική στο σκεπτικό της την μνημονεύει η προσβαλλομένη απόφαση και ειδικώς αιτιολογεί γιατί καταλήγει σε αντίθετο, με αυτή, συμπέρασμα, ως προς την ψυχική υγεία του Χ. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου και ο τρίτος του προσθέτου, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως (άρθρ. 510 § 1 ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τον πρώτο εξ αυτών πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αυτός ο λόγος είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Η κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να διαλαμβάνεται και στην απόφαση του δικαστηρίου επί αιτήματος αναβολής της δίκης, εφόσον όμως τούτο υποβάλλεται κατά τρόπον σαφή και ορισμένο, όπως κάθε αυτοτελής ισχυρισμός. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, για την εξέταση του ερευνωμένου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα εζήτησε δια του εκπροσωπήσαντος αυτήν συνηγόρου: Α) "Να προσέλθουν στο δικαστήριο και καταθέσεων ως μάρτυρες οι παρακάτω γιατροί: α)......β)......γ)......δ).......ε)......με τις καθοριζόμενες ειδικότητες έκαστος και Β)Να αναβληθεί η δίκη για το λόγο, ότι εκκρεμεί απόφαση πολιτικού δικαστηρίου". Η προσβαλλομένη απόφαση δεχθείσα ανελέγκτως, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει πλήρως αιτιολογημένα, κατά τα προαναπτυχθέντα, ότι η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα ετέλεσε τις αποδιδόμενες εις αυτήν αξιόποινες πράξεις απέρριψε εκ του πράγματος το αίτημα αυτής περί αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως για τους δύο παραπάνω λόγους, ανεξαρτήτως του ότι το ως άνω αίτημα κατά το δεύτερο σκέλος αυτού ήταν παντελώς αόριστον γιατί δεν ανέφερε ποία ήταν η πολιτική δίκη που εκκρεμούσε, σε ποίο δικαστήριο ήταν εκκρεμής και αν είχε σχέση με την κρινόμενη ποινική και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Εντεύθεν, ο δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία της αποφάσεως, αναφορικά με την απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 171 § 1δ’ ΚΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 333, 358 η άλλη διάταξη του ΚΠΔ, δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή όπως μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα δώσει, χωρίς αίτηση των διαδίκων το λόγο σε αυτούς για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές με τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στη συναγωγή συμπερασμάτων για την αξιοπιστία τους και τη σχέση τους προς την δικαζομένη υπόθεση. Συνεπώς, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από την μη παροχή από τον διευθύνοντα τη συζήτηση αυτεπαγγέλτως, χωρίς αίτηση της αναιρεσείουσας ή του συνηγόρου της, του λόγου σε αυτούς μετά τη κατάθεση του κάθε μάρτυρα για να εκθέσουν τις απόψεις και παρατηρήσεις τους, σχετικά με την αξιοπιστία του και έτσι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων από το άρθρο 510 § 1Α’ ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και του προσθέτου δικογράφου και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 8-3-2007 αίτηση της X1 και τους από 16-10-2007 προσθέτους λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 8350/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση. Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή να δώσει, μετά την εξέταση του κάθε μάρτυρα το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στην συναγωγή συμπερασμάτων για την αξιοπιστία τους και την σχέση τους με την δικαζόμενη υπόθεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 36/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκο Καρούτσο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πρόκο, περί αναιρέσεως της 280/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καλέργη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαϊου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 823/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ σαφώς προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως περί του οποίου το άρθρο 363 ΠΚ, απαιτείται η ύπαρξη των εις το άρθρο 363 ΠΚ στοιχείων, τα οποία απαρτίζουν το έγκλημα της απλής δυσφημήσεως και ειδικότερα να ισχυρίσθη κάποιος ή να διέδωσε καθ' οιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιο άλλο πρόσωπο γεγονός, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, 2) το γεγονός αυτό να ήταν ψευδές και 3) ο ισχυρισθείς ή διαδόσας το ψευδές γεγονός να ετέλει εν γνώσει της αναληθείας αυτού. Περαιτέρω γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά που ανάγονται στο παρόν ή το παρελθόν και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Βάσει αυτών, για να είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ θα πρέπει να εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτοί διατυπώθηκαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικώς δε πρέπει να αιτιολογείται ότι, το με την παραπάνω έννοια γεγονός, το οποίο, ισχυρίσθη ή διέδωσε ο κατηγορούμενος είναι ψευδές και ότι είχε γνώση του ψευδούς αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Ο εγκαλών μηνυτής στις 2-11-1999 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και εισήλθε και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο "ΥΓΕΙΑ" μέχρι και τις 8-5-2000. Το εγκεφαλικό αγγειακό επεισόδιο που υπέστη είχε ως συνέπεια δεξιά ημιπληγία και διαταραχή το λόγου, τύπου αφασίας εκπομπής, πλην όμως οι λοιπές νοητικές και ψυχικές του λειτουργίες δεν είχαν διαταραχθεί και ήταν ικανός για κάθε δικαιοπραξία και μπορούσε να χειρίζεται τις υποθέσεις του. Η κατάσταση της υγείας του κατά το χρονικό διάστημα που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο "ΥΓΕΙΑ" συνεχώς βελτιωνόταν και έτσι από 2-11-1999 που εισήχθη στο νοσοκομείο προς νοσηλεία μέχρι και 8-5-2000 που εξήλθε από το νοσοκομείο είχε συνεχώς τα λογικά του, μπορούσε να διαχειρίζεται την περιουσία του και να επιμελείται των υποθέσεών του και γενικά ήταν ικανός για κάθε δικαιοπραξία (βλ. τις αναγνωσθείσες από ..... και ....... ιατρικές πραγματογνωμοσύνες των γιατρών του νοσοκομείου "ΥΓΕΙΑ" Γ1, νευρολόγου - ψυχιάτρου και Γ2, νευρολόγου, την αναγνωσθείσα από........ ιατρική γνωμοδοτική έκθεση του νευρολόγου ψυχιάτρου Γ3, την αναγνωσθείσα από ....... ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου - ψυχιάτρου Γ4, την αναγνωσθείσα από ....... ενυπόγραφο γνωμάτευση των Γ5, νευρολόγου - ψυχιάτρου, Γ6, νευρολόγου - ψυχιάτρου και Γ7, νευροχειρούργου, την αναγνωσθείσα από ...... ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου - ψυχιάτρου Γ8, την αναγνωσθείσα από ....... υπ' αριθμ. .... ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή ......... σε συνδυασμό και με την από ........ έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα νευρολόγου - ψυχιάτρου .......). Κατά το χρονικό διάστημα που ο εγκαλών μηνυτής Ψ1 νοσηλευόταν στο νοσοκομείο "ΥΓΕΙΑ", η σύζυγός του και κατηγορουμένη τον επισκεπτόταν τακτικά και γνώριζε ότι είχε τα λογικά του, ότι οι νοητικές και ψυχικές λειτουργίες του δεν είχαν διαταραχθεί και ότι μπορούσε να αποφασίζει ο ίδιος για τις υποθέσεις του και για την περιουσία του και ότι δυσκολευόταν στην αρχή μόνον στην εκφορά του λόγου. Επίσης η κατηγορουμένη σύζυγός του, γνώριζε ότι την θεωρούσε υπεύθυνη για το εγκεφαλικό που υπέστη, ότι δεν της είχε πλέον εμπιστοσύνη γιατί πίστευε ότι ήθελε να πεθάνει για να τον κληρονομήσει και ότι είχε διορίσει ως πληρεξουσίους του τους φίλους του Ζ1 και Ζ2 για να διαχειρίζονται σύμφωνα με προφορικές εντολές που τους έδινε την περιουσία του και τις υποθέσεις του, όπως επίσης γνώριζε ότι αποφάσισε να την χωρίσει, αφού, ενώ ακόμη βρισκόταν στο νοσοκομείο και νοσηλευόταν, της αφαίρεσε κάθε δυνατότητα πρόσβασης στα χρήματα του που ήταν κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς και στις 25-2-2000 κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την αναγνωσθείσα από 25-2-2000 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για μετοίκηση της κατηγορουμένης συζύγου του από τη συζυγική τους οικία. Μάλιστα τόσο πολύ ήθελε να χωρίσει από την κατηγορούμενη σύζυγό του που στράφηκε και κατά της μητέρας του που έμενε μαζί της και είχε πάρει το μέρος της και την υποστήριζε. Όταν ο εγκαλών μηνυτής βγήκε από το νοσοκομείο "ΥΓΕΙΑ", μη θέλοντας να συγκατοικήσει με τη κατηγορούμενη σύζυγό του και επιθυμώντας να υλοποιήσει την απόφασή του και να την βγάλει από τη συζυγική τους οικία, ως ιδιοκτήτης της συζυγικής οικίας που βρισκόταν στο Δήμο Κρωπίας, υπέβαλε στις 11-5-2000 αίτηση προς τον Δήμαρχο Κρωπίας με την οποία ζήτησε την προσωρινή διακοπή και αφαίρεση των υδρομετρητών από τη συζυγική οικία. Η κατηγορουμένη σύζυγός του, ενώ γνώριζε ότι είχε τα λογικά του, ότι οι νοητικές και ψυχικές του λειτουργίες λειτουργούσαν κανονικά και ότι είχε διορίσει ως πληρεξουσίους τους δύο ως άνω φίλους του για να ενεργούν σύμφωνα με τις εντολές του επειδή τους είχε εμπιστοσύνη και ότι απλώς και μόνον δεν την ήθελε πλέον για σύζυγό του και ήθελε να τη διώξει από τη συζυγική οικία, προκειμένου να επιτύχει την επανασύνδεση των υδρομετρητών στη συζυγική οικία και να μπορέσει να παραμείνει σ' αυτήν, υπέβαλε στις 23-5-2000 στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 23-5-2000 αίτησή της, της οποίας έλαβαν γνώση ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, οι υπάλληλοι της ύδρευσης του Δήμου Κρωπίας και ο Δήμαρχος Κρωπίας στους οποίους διαβιβάστηκε, με την οποία ισχυρίστηκε εν γνώσει της ψευδώς για τον εγκαλούντα μηνυτή σύζυγό της ότι " ...συνεπεία του εγκεφαλικού που υπέστη παρουσιάζει σοβαρή διαταραχή του ψυχονοητικού του κόσμου ώστε να αδυνατεί να επιμελείται του εαυτού του και της μεγάλης περιουσίας του, ...ότι έχει μειωμένη αντίληψη και λανθασμένη των πραγμάτων και του περιβάλλοντος και... ότι εκμεταλλευόμενοι αυτή την κατάσταση της υγείας του, δύο "φίλοι" του, ο Ζ1 και ο Ζ2, αφού τον απομόνωσαν και τον κράτησαν μακρυά από όλους τους συγγενείς και φίλους του, κατόρθωσαν να τον στρέψουν εναντίον όλης του της οικογένειας ακόμη και εναντίον της ίδιας και της υπέργηρης μητέρας του, κατόρθωσαν με παράνομο τρόπο να του αποσπάσουν πληρεξούσια και διαχειρίζονται αποκλειστικά αυτοί όλην του την περιουσία και αποφασίζουν αυτοί για κάθε θέμα της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής γιατί δεν είναι δυνατόν ο βαρέως ασθενών σύζυγός της να έχει δώσει τέτοιες εντολές", τα ψευδή δε γεγονότα αυτά που ισχυρίστηκε εν γνώσει της αναληθείας τους ενώπιον των ως άνω τρίτων προσώπων (Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, Δημάρχου Κρωπίας, υπαλλήλων ύδρευσης) για τον εγκαλούντα μηνυτή σύζυγό της Ψ1, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου, αφού τον παρουσίαζαν ως ανίκανο και άβουλο πλάσμα που ήταν υποχείριο των δύο ως άνω φίλων του. Επομένως, αφού αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα κατηγορουμένη, στην Αθήνα και στις 23-5-2000, ενεργώντας με πρόθεση, ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα μηνυτή σύζυγό της Ψ1 ενώπιον τρίτων και συγκεκριμένα ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, του Δημάρχου Κρωπίας και των υπαλλήλων του Δήμου Κρωπίας, τα ως άνω ψευδή γεγονότα που ανέφερε στην ως άνω από 23-5-2000 αίτησή της και που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος μηνυτή συζύγου της, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειάς τους, πρέπει αυτή να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως που κατηγορείται ότι τέλεσε, σύμφωνα με το διατακτικό. Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε μ' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 363 σε συνδ. προς άρθρο 362 ΠΚ. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι η προσβαλλομένη απόφαση: α) Αυθαίρετα αναβάθμισε τις περιορισμένης αποδεικτικής ισχύος, υπό ημερομηνίες ....... και ........, απλές γνωματεύσεις των ιατρών του Νοσοκομείου , Γ1 και Γ2, σε ιατρικές πραγματογνωμοσύνες του άρθρου 183 ΚΠΔ, β) Ότι από κανένα μάρτυρα δεν προέκυψε ότι η ιδία (αναιρεσείουσα) είτε οποιοδήποτε άλλο τρίτο πρόσωπο είχε - μέχρι την ασθένεια του μηνυτή - πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Γ) Ότι, όπως πληρέστατα προέκυψε ο πολιτικώς ενάγων ουδέποτε από την έξοδό του από το νοσοκομείο "ΥΓΕΙΑ" κατοίκησε στην κείμενη στο 37ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού ..... - ...... κατοικία του και δ) Ότι η παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως πως δήθεν τελούσε σε γνώση ότι ο πολιτικώς ενάγων "είχε τα λογικά του" είναι ασαφής και ελλειπής" είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες γιατί βάλλουν κατά των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδιαίτερα δε η εξ αυτών υπό στοιχ. α' αιτίαση είναι απαράδεκτη γιατί, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού των ως άνω ιατρικών βεβαιώσεων, αυτές παραδεκτώς λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Με βάση τα προαναπτυχθέντα ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. ΙΔ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της, και πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Μαϊου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 280/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία του εγκλήματος. Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως αιτιολογίας μοναδικός λόγος αναιρέσεως και ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του που βάλλει κατά ουσιαστικών παραδοχών της απόφασης, κρίνεται απαράδεκτος. Απόρριψη αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0
Αριθμός 35/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννης Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1424/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 260/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη, με αριθμό 211/1-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 2/29-1-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 (δυνάμει της από 25-1-2007 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεσσαλονίκης Σάββα Ιωαννίδη), κατά του υπ'αριθ. 1424/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα εξής: Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αρ. 31/2006 έφεση του τώρα αναιρεσείοντος κατά του υπ'αρ. 294/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης για α) πλαστογραφία με χρήση κατά συρροή σε βαθμό κακουργήματος και β) απάτη σε βαθμό επίσης κακουργήματος και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Β) Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 § 1, 474 και 482 παρ.1 & 3 Κ.Π.Δ., με την ως άνω από 29-1-2007 δήλωση του αναιρεσείοντος στο Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, για την οποία συντάχθηκε η υπ'αρ. 2/2007 έκθεση αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα του είχε επιδοθεί την 18-1-2007 και είναι τυπικά δεκτή. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρ.93§3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π.252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762). Ε) Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στην αίτηση αναίρεσης ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός της αίτησης είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π. 1457/2000 & 591/2001, Π.Χ. ΝΑ/537 & ΝΒ/131). ΣΤ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με μνεία, όλων κατ'είδος, των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ειδικά αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Από το άρθρο 216 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικός δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται πλέον κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 216 του Π.Κ. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 2β του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) (ΑΠ 858/2004, σε Συμβούλίο Ποιν. Χρον. 2005.322). Σύμφωνα με τα παραπάνω το έγκλημα της πλαστογραφίας μπορεί να τελεστεί με δύο "τρόπους". Με κατάρτιση πλαστού εγγράφου και με νόθευση γνήσιου εγγράφου. Για την κατάφαση του πρώτου "τρόπου" τελέσεως απαιτείται η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον. Για την κατάφαση του δευτέρου "τρόπου" τελέσεως χρειάζεται νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας ή της αποδεικτικής ισχύος του με μεταβολή του περιεχομένου του με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Η κατάρτιση αναφέρεται σε πλαστό έγγραφο, ενώ η νόθευση σε γνήσιο έγγραφο. Οι δύο αυτοί τρόποι τελέσεως δεν μπορούν να εναλλαχθούν πάνω στο ίδιο υλικό αντικείμενο όσο τούτο εκφράζει την ίδια μονάδα εννόμου αγαθού. Για το λόγο αυτό η πλαστογραφία θεωρείται σωρευτικά (: και όχι διαζευκτικά) μικτό έγκλημα, πράγμα που δέχεται ομόφωνα η επιστήμη (Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο- Διάγραμμα Γενικού Μέρους 1984 σ. 118, Μανωλεδάκης, Γενική Θεωρία του ποινικού δικαίου, β'1978, σ. 127, Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κωδικός, τομ. Β' 1960, σ. 228, Δέδες, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, εγκλήματα περί τα υπομνήματα 1977, σ. 79, Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, 1978, σ. 157, Σταμάτης, Συρροή, τόμ. Α σ. 163) και η νομολογία (ΑΠ 2315/2004, Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2005, 71, ΑΠ 55/1982, ΠοινΧρον 1982.778). Στην ουσία, δηλαδή, η κατάρτιση και η νόθευση δεν αποτελούν διαφορετικούς τρόπους τελέσεως ενός εγκλήματος, αλλά σώρευση εγκλημάτων στην ίδια νομοτυπική μορφή, ενώ θα μπορούσε να είχε διαπλασθεί ξέχωρη μορφή για κάθε "τρόπο" τελέσεως. Το ίδιο υλικό αντικείμενο - το ίδιο έγγραφο - δεν μπορεί να καταρτιστεί ως πλαστό εξ υπαρχής και να νοθευτεί. Αν γίνει κατάρτιση και μετά νόθευση, αναγκαία η νόθευση να αναφέρεται σε άλλο έγγραφο που θα εξατομικεύει άλλη εγκληματική μονάδα. Θα πρόκειται για άλλο έγκλημα πλαστογραφίας (:αληθινή πραγματική συρροή). Η κατάρτιση και η νόθευση θα μπορούσαν κι έχουν περιληφθεί σε ξεχωριστή η καθεμιά τους αντικειμενική υπόσταση (: Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, σ. 263, Μανωλεδάκης, ό.π.).· Προφανές είναι, λοιπόν, ότι η κατάρτιση και η νόθευση δεν είναι ομοειδείς πράξεις. Στο βαθμό, κατά συνέπεια, που η κατάρτιση και η νόθευση δεν είναι ομοειδείς πράξεις, δεν μπορεί να καταφαθεί ενιαίο, κατ' εξακολούθηση έγκλημα, όπου άλλες από τις μερικότερες πράξεις συνιστούν κατάρτιση και άλλες νόθευση. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης με ορισμένες από τις πολλές πράξεις που τέλεσε κατάρτισε πλαστά έγγραφα και με τις υπόλοιπες από τις πολλές πράξεις που τέλεσε νόθευσε γνήσια έγγραφα υπάρχουν δύο εγκλήματα πλαστογραφίας σε αληθινή πραγματική συρροή μεταξύ τους, ήτοι μία πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση με τη μορφή της καταρτίσεως πλαστών εγγράφων και μια πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση με τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφων (Α.Π. 2349/2005, σε Συμβούλιο, Ποινικό Δικαιοσύνη 2006.659, Α.Π. 42/1982, Ποιν. Χρον. 1982.767, Α.Π. 55/1982, Ποιν. Χρον. 1982.778, Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης 921-922/1995, Υπεράσπιση 1996.830). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται: 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε ο απατώμενος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που ενέχει περιουσιακή διάθεση και συνεπάγεται περιουσιακή βλάβη και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) στην οποία παραπείστηκε ο παθών. Εξάλλου κατά την παρ. 3 εδ. β του άρθρου 386 Π.Κ. όπως αντικ. με το αρθ. 14 § 4 του Ν. 2721/1999 η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (Α.Π. 858/2004 ό.π., Α.Π. 190/2005, σε συμβούλιο, Ποιν. Χρον. 2005.919). Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ιδιαίτερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, μεταξύ των οποίων και των εγκαλούντων, τα έγγραφα, συνεκτιμωμένης και της απολογίας" του κατηγορουμένου προέκυψαν κατά την κρίση μας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 υπήρξε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΕΤΑΙΡΙΑ" με το διακριτικό τίτλο "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε." μέχρι την 24-6-2002 και κατά το χρονικό διάστημα από 5-11-2002 έως 30-12-2003 οπότε και ανέλαβε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής ο εδώ δεύτερος εγκαλών Μ1. Κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δηλαδή από 25-6-2002 έως 4-11-2003 πρόεδρος κα διευθύνων σύμβουλος της παραπάνω εγκαλούσας εταιρείας ήταν ο Δ1, ενώ κύριος μέτοχος αυτής ήταν η εταιρία με την επωνυμία "ΑΘΛΟΣ ΠΑΟΚ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος εκείνη τη χρονική περίοδο είχε κλονισμένη πιστοληπτική ικανότητα, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Για το λόγο αυτό, ο Δ1, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρίας "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε." στα πλαίσια φιλικής εξυπηρέτησης και προς διευκόλυνση του κατηγορουμένου, μετά από παράκληση του τελευταίου, εξέδωσε την ..... ατελή τραπεζική επιταγή της Τράπεζας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε." που συρόταν από το λογαριασμό ......, τον οποίο τηρούσε η εγκαλούσα εταιρία στην παραπάνω Τράπεζα. Η επιταγή αυτή, επί της οποίας είχε τεθεί στη θέση του εκδότη η σφραγίδα της εταιρίας και η υπογραφή του τότε νομίμου εκπροσώπου της Δ1, παραδόθηκε στον κατηγορούμενο με τη ρητή συμφωνία να τεθεί επ αυτής ως λήπτης τρίτο πρόσωπο -πιστωτής του κατηγορουμένου και χρηματικό ποσό όχι μεγαλύτερο των 15.000 Ευρώ. Ο κατηγορούμενος παρά τη ρητή συμφωνία που υπήρχε, συμπλήρωσε τα στοιχεία που έλλειπαν, όπως αυτός επιθυμούσε, χωρίς τη συναίνεση του Δ1. Έτσι στη θέση της ημερομηνίας έκδοσης έθεσε την "30η -12-2003", στη θέση του ποσού, ολογράφως και αριθμητικώς το ποσό των 285.000 ευρώ και στη θέση του λήπτη της επιταγής την επωνυμία της εταιρίας "INTERACTIVE Α.Ε." που εκπροσωπούσε ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος μετέβαλε το περιεχόμενο της παραπάνω επιταγής και διέπραξε πλαστογραφία με τη μορφή της νόθευσης (Α.Π. 1802/2001 Ποιν.Χρον. 2002.643, Συμβ. Α.Π. 280/2002 Πράξη και Λόγος 2002.226 και Ποιν.Δικ. 2002.791). Το ίδιο χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος κατάρτισε εξ υπαρχής την .... επιταγή της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α. Ε." που προέρχονταν από μπλοκ επιταγών την έκδοση του οποίου είχε ζητήσει ο ίδιος το διάστημα που είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσης εταιρίας και το οποίο δεν παρέδωσε, ως όφειλε, μετά την παραίτηση του από τη θέση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Έτσι στη θέση της ημερομηνίας έκδοσης έθεσε την "30η-1-2004", στη θέση του ποσού ολογράφως και αριθμητικώς έθεσε το ποσό των "498.000 ευρώ", στη θέση του λήπτη της επιταγής την επωνυμία της εταιρίας "INTERACTIVE Α.Ε." που ο ίδιος εκπροσωπούσε, έθεσε δε και σφραγίδα με λογότυπο "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε. ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" η οποία ήταν διαφορετική μεν από αυτήν που χρησιμοποιούσε η εγκαλούσα εταιρία, χωρίς όμως να μπορεί να αμφισβητηθεί ότι φερόμενος εκδότης της επιταγής είναι αυτή η ίδια. Τέλος στη θέση του εκδότη έθεσε κατ' αποτίμηση την υπογραφή του Δ1, χωρίς την εντολή ή τη συναίνεσή του, ο οποίος τον χρόνο που καταρτίσθηκε η ως άνω πλαστή επιταγή (12-2-2003) εκπροσωπούσε την εγκαλούσα εταιρία και ήταν ο μόνος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει επιταγές εκδόσεως της εταιρίας "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε.". Είναι σαφές, σύμφωνα με όσα στην αρχή αναφέρθηκαν, ότι στην περίπτωση της ..... επιταγής πρόκειται για πλαστογραφία με τη μορφή της νόθευσης ενώ στην περίπτωση της .... επιταγής πρόκειται για πλαστογραφία με τη μορφή της κατάρτισης και κατ' συνέπεια υπάρχουν δύο εγκλήματα πλαστογραφίας σε αληθινή πραγματική συρροή μεταξύ τους και όχι μια πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση όπως εσφαλμένα με την υπό κρίση έφεση του ισχυρίζεται ο εκκαλών. Τις δύο παραπάνω πλαστές επιταγές ο κατηγορούμενος στη συνέχεια τις χρησιμοποίησε, αφού ως εκπρόσωπος της φερομένης ως λήπτριας εταιρίας "INTERACTIVE Α.Ε." τις μεταβίβασε δια οπισθογραφήσεως, ως αξία για ενέχυρο, στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι συγκεκριμένες πλαστές επιταγές εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμου υπολοίπου. Στόχος του κατηγορουμένου ήταν με τη χρήση των ως άνω πλαστών επιταγών να τύχει χρηματοδότησης η εταιρία "INTERACTIVE Α. Ε" που εκπροσωπούσε και ήλεγχε ο Ίδιος, την οποία τελικά εξασφάλισε, όπως προκύπτει από την 1169/2002 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό που είχε συναφθεί μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και της εταιρίας "INTERACTIVE A.E.". Ας σημειωθεί ότι λόγω των παρανόμων αυτών ενεργειών του κατηγορουμένου η εγκαλούσα εταιρία που φέρεται ότι εξέδωσε τις επίδικες πλαστές επιταγές υποχρεώθηκε να πληρώσει τα χρηματικά ποσά που ενσωμάτωναν, αφού μετά από αίτηση της Ανώνυμης Εταιρία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" εκδόθηκε και σε βάρος της η 11112/2004 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία η εγκαλούσα εταιρία διατάσσονταν να πληρώσει το χρηματικό ποσό των 783.000 Ευρώ. Ο κατηγορούμενος από την πλευρά του αρνείται την κατηγορία περί πλαστογραφίας που του αποδίδεται και ισχυρίζεται ότι την μεν .... επιταγή την εξέδωσε το χρονικό διάστημα που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρίας, για να καλύψει μέρος του χρηματικού ποσού των 12.000.00 ευρώ που η εταιρία "INTERACTIVE Α.Ε" είχε χορηγήσει με τη μορφή ταμειακών διευκολύνσεων στην εταιρία με την επωνυμία "ΠΑΕ ΠΑΟΚ" την δε .... επιταγή ότι τη συμπλήρωσε, ως προς τα ελλείποντα στοιχεία, κατά τα συμφωνηθέντα με τον Δ1 και κατά συνέπεια τίποτε το παράνομο δεν έλαβε χώρα. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου οι οποίοι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας δεν ενισχύονται, έχομε τη γνώμη (ότι είναι έωλοι και στερούνται σοβαρότητας. Αν πράγματι έτσι ήταν, στην .... δεν θα έθετε σφραγίδα με επωνυμία της εταιρίας διαφορετική από αυτήν που η εταιρία χρησιμοποιούσε στις συναλλαγές της και την οποία ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής θα είχε στην κατοχή του, ούτε βέβαια θα υπήρχε λόγος να συμφωνήσει με την εγκαλούσα να αναλάβει ο ίδιος την πληρωμή της, αφού όπως ο ίδιος καταθέτει, το χρηματικό ποσό που αυτή ενσωμάτωνε αποτελούσε ουσιαστικά χρέος της εγκαλούσας εταιρίας προς την εταιρία "INTERACTIVE Α.Ε" που αυτός εκπροσωπούσε. Από την άλλη πλευρά η θέση του εκπροσώπου της εγκαλούσης Δ1 ότι κατά την παράδοση της ..... επιταγής στον κατηγορούμενο υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους ότι το ποσό που θα αναγραφόταν σ' αυτήν δεν θα ξεπερνούσε τις 15.000 Ευρώ φαίνεται να είναι αληθινή, καθόσον το ποσό των 285.000 ευρώ που συμπλήρωσε, παρά τα συμφωνηθέντα, ο κατηγορούμενος, έχομε τη γνώμη ότι είναι υπέρογκο για να αναγραφεί σε μια επιταγή ευκολίας που δεν ενσωμάτωνε κάποια οφειλή της εκδότριας εταιρίας προς την φερόμενη λήπτρια εταιρία. Τα παραπάνω πέρα από την κατάθεση του Δ1 ενισχύονται και από την μαρτυρική κατάθεση του Κ1, ο οποίος είναι κοινός φίλος τόσο του δευτέρου εγκαλούντα Μ1 όσο και του κατηγορουμένου Χ1 και ο οποίος καταθέτει μεταξύ άλλων ότι ο κατηγορούμενος του εκμυστηρεύτηκε ότι πράγματι ο ίδιος εξέδωσε τις επίδικες επιταγές λόγω οικονομικών προβλημάτων γι' αυτό και θα τακτοποιούσε τις οφειλές αυτές προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, από το ίδιο αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, το χρονικό διάστημα που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρίας και συγκεκριμένα στις 20-12-2003, ήλθε σε συμφωνία με τον εγκαλούντα Μ1 ο οποίος και αγόρασε 21.000 μετοχές της εγκαλούσας "ΑΘΛΟΣ ΠΑΟΚ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ". Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον Μ1, ότι δεν υπάρχουν απαιτήσεις τρίτων σε βάρος της παραπάνω εταιρίας, βέβαιες ή πιθανές, εκτός από εκείνες που απεικονίζονταν στα βιβλία και τα στοιχεία της εταιρίας και εκτός από εκείνες που πιθανόν θα προέκυπταν από τυχόν φορολογικές αναμορφώσεις, ενώ απέκλεισε ρητά την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που αλλοίωναν την οικονομική εικόνα της εταιρίας) και τα οποία αν ήταν γνωστά στον Μ1 θα τον απέτρεπαν από την αγορά των παραπάνω μετοχών. Συγχρόνως τον διαβεβαίωσε ότι στα βιβλία της εταιρίας αποτυπώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια η πραγματική εικόνα της περιουσιακής διάρθρωσης της εταιρίας και το σύνολο των υποχρεώσεων και οφειλών της. Οι δηλώσεις και οι διαβεβαιώσεις αυτές του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς, αφού στα βιβλία της εταιρίας, στους ισολογισμούς και στα ισοζύγια που επέδειξε στον Μ1, δεν αναφέρονταν οι παραπάνω δύο πλαστογραφημένες επιταγές, την ύπαρξη των οποίων γνώριζε αφού ο ίδιος τις πλαστογράφησε και δημιούργησε την αντίστοιχη οφειλή της εγκαλούσας εταιρίας. Και ενώ όφειλε και έπρεπε κατά τη συνήθεια των συναλλαγών να κάνει γνωστά τα παραπάνω στον υποψήφιο τότε αγοραστή μετοχών της εγκαλούσης εταιρίας, Μ1, αφού η ύπαρξη σε βάρος της εταιρίας "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ" μιας απαίτησης (ανεξάρτητα αν μετά από δικαστικό αγώνα αποδεικνυόταν άκυρη) της τάξεως των 783.000 ευρώ, σαφώς διαφοροποιούσε την οικονομική κατάσταση της εταιρίας, δεν το έπραξε. Αντίθετα, φρόντισε να τα αποκρύψει παρουσιάζοντας τα επίσημα βιβλία της εταιρίας από τα οποία δεν προέκυπτε η ύπαρξη της συγκεκριμένης οφειλής. Κατ' αυτόν τον τρόπο έπεισε τον Μ1 να προβεί στην αγορά των μετοχών που αποτελούσαν το 78% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της εγκαλούσας εταιρίας και να καταβάλλει στον κατηγορούμενο το χρηματικό ποσό των 100.000 ευρώ. Μάλιστα στο από 20-12-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε μεταξύ τους, αποτυπώνονται οι ψευδείς διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου οι οποίες οδήγησαν τον Μ1 στην πραγματοποίηση της αγοράς των μετοχών. Είναι δε βέβαιο ότι αν αυτός γνώριζε ότι η εγκαλούσα εταιρία ενέχονταν στην έκδοση δύο επιταγών συνολικού χρηματικού ποσού 783.000 ευρώ που θα εκαλείτο να καταβάλλει και το οποίο χρηματικό ποσό πλησίαζε το μετοχικό της κεφάλαιο που ανερχόταν σε 880.500 ευρώ, δεν θα προέβαινε στην αγορά των μετοχών της και δεν θα κατέβαλε το χρηματικό ποσό των 100.000 ευρώ, αφού αντί να ωφεληθεί από αυτή του την κίνηση, στην οποία προέβη με προφανή στόχο το κέρδος, βρέθηκε ζημιωμένος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο Μ1, γνώριζε την ύπαρξη των δύο επιταγών πριν προβεί στην αγορά των αντίστοιχων μετοχών της "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε." δεν φαίνεται πειστικός. Και τούτο διότι ο Μ1 ευθύς μόλις του κοινοποιήθηκε η 1112/2004 Διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αιφνιδιάστηκε και αμέσως ζήτησε διευκρινίσεις από τον Δ1 ο οποίος ως νόμιμος εκπρόσωπος της προαναφερομένης εταιρείας εφέρετο εν προκειμένω και εκδότης των επιδίκων επιταγών. Και βέβαια δεν αντέχει στη λογική να προβαίνει κάποιος στην αγορά της συντριπτικής πλειοψηφίας των μετοχών μιας εταιρίας ενώ γνωρίζει ότι αυτή οφείλει χρέος που πλησιάζει το μετοχικό της κεφάλαιο και είναι υπερδιπλάσιο του τιμήματος της αγοράς της συντριπτικής πλειοψηφίας των μετοχών της. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, είναι φανερό ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα κατηγορουμένου για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατά συρροή (:μια περίπτωση με τη μορφή της κατάρτισης εξ υπαρχής πλαστού εγγράφου και μια περίπτωση με τη μορφή της νόθευσης γνησίου εγγράφου) σε βαθμό κακουργήματος και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος που συρρέουν αληθινά μεταξύ τους (Συμβ. Α.Π. 1306/1998, ΝοΒ 47.478, ΑΠ 75/1999 Ποιν.Χρον. 1999.319), ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία εναντίον του. Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθά παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για τις ως άνω πράξεις. Ζ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13γ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ.1, 216 παρ. 3 α-1 και 386 παρ. 3β-1 Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρ.484 § 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ : Η) Δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση (Α.Π.193/88, Π.Χ. ΛΗ/498) του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1334 & 1424/89, Π.Χ. Μ/586 & 705), καθόσον αρκεί η λήψη αυτών συνολικά (Α.Π. 798/88, Π.Χ. ΛΗ/889) και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνήχθη από το καθένα (ΑΠ 1140/89, Π.Χ. Μ/424), όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (ανωτέρω υπό ΣΤ'), το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα κατ'είδος τ'αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 1825/99, Π.Χ. Ν/810) και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις της έκθεσης αναίρεσης είναι αβάσιμες. ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ: Θ) Οι αιτιάσεις της σελ. 7 της αίτησης αναίρεσης, ότι δηλ. πρόκειται περί πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, όπως δέχτηκε το πρωτόδικο βούλευμα, και όχι κατά συρροή, όπως δέχεται το προσβαλλόμενο και επιπλέον η πλαστογραφία φέρεται υπό την ειδικότερη μορφή της νόθευσης εγγράφου και όχι της εξ υπαρχής κατάρτισης πλαστού εγγράφου, έχουν αιτιολογημένα και αναλυτικά αναπτυχθεί στο προσβαλλόμενο βούλευμα κατά τις εν λόγω διακρίσεις και έννοιες, πέραν του ότι οι τελευταίες προβάλλονται και άνευ εννόμου συμφέροντος, καθόσον από απόψεως ποινικής μεταχείρισης δεν διαφέρουν οι ως άνω 2 μορφές της πλαστογραφίας. Ι) Η άρνηση της κατηγορίας της πλαστογραφίας (σελ. 7 εν τέλει και αρχή σελ. 8 της αίτησης αναίρεσης) και η αμφισβήτηση στοιχείων της, ειδικότερα εν σχέσει προς την ύπαρξη ή μη και το είδος της συμφωνίας του αναιρεσείοντος με τον Δ1, καθώς και οι λοιπές ουσιαστικές εκτιμήσεις, είναι απαράδεκτες ως εκτός αναιρετικού ελέγχου. ΙΑ) Για τον ίδιο λόγο είναι απαράδεκτες, αλλιώς αβάσιμες, οι αιτιάσεις των σελ. 8-9 της αναίρεσης ότι δήθεν δεν προκύπτουν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης και ιδίως της περιουσιακής βλάβης, αφού κάτι τέτοιο δεν επαληθεύεται από την προηγηθείσα λεπτομερή παράθεση πραγματικών περιστατικών και νομικών συλλογισμών του βουλεύματος ως προς το εν λόγω αδίκημα του ά. 386 Π.Κ. ΙΒ) Τέλος αβάσιμες είναι και ο αιτιάσεις της σελ. 10 της αναίρεσης ότι δήθεν δεν αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, καθώς και οι νομικές σκέψεις και τ'αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων βασίσθηκε το Συμβούλιο Εφετών προς έκδοση του βουλεύματός του, ενόψει του ότι ακριβώς το αντίθετο προκύπτει από την παράθεση του σκεπτικού του (βλ. ανωτέρω υπό στοιχ. ΣΤ'). Πέραν των ανωτέρω είναι και αόριστες, εν σχέσει προς τις παραδοχές του βουλεύματος, οι επικαλούμενες, κατά τρόπο ασαφή, αντιφάσεις, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται σε ποια κεφάλαια του βουλεύματος αναφέρονται. ΙΓ) Για όλους τους παραπάνω λόγους, θα πρέπει ν'απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. ΓΙ' ΑΥΤΟ Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Ν' απορριφθεί η υπ'αρ. 2/29-1-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, δυνάμει της από 25-1-2007 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεσσαλονίκης Σάββα Ιωαννίδη, κατά του υπ'αρ. 1424/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον ως άνω αναιρεσείοντα. Αθήνα, 11-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., υφίσταται, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Εξάλλου, εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, υφίσταται, όταν το συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από το άρθρο 216 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικός δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, απαιτείται πλέον, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 216 του Π.Κ. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 2β του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) (ΑΠ 858/2004, σε Συμβούλίο, Ποιν. Χρον. 2005.322). Σύμφωνα με τα παραπάνω, το έγκλημα της πλαστογραφίας μπορεί να τελεστεί με δύο "τρόπους". Με κατάρτιση πλαστού εγγράφου και με νόθευση γνήσιου εγγράφου. Για την κατάφαση του πρώτου "τρόπου" τελέσεως απαιτείται η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον. Για την κατάφαση του δευτέρου "τρόπου" τελέσεως χρειάζεται νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας ή της αποδεικτικής ισχύος του, με μεταβολή του περιεχομένου του, με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Η κατάρτιση αναφέρεται σε πλαστό έγγραφο, ενώ η νόθευση σε γνήσιο έγγραφο. Οι δύο αυτοί τρόποι τελέσεως δεν μπορούν να εναλλαχθούν πάνω στο ίδιο υλικό αντικείμενο, όσο τούτο εκφράζει την ίδια μονάδα εννόμου αγαθού. Για το λόγο αυτό η πλαστογραφία θεωρείται σωρευτικά (: και όχι διαζευκτικά) μικτό έγκλημα, πράγμα που δέχεται ομόφωνα η επιστήμη (Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο- Διάγραμμα Γενικού Μέρους 1984 σ. 118, Μανωλεδάκης, Γενική Θεωρία του ποινικού δικαίου, β'1978, σ. 127, Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κωδικός, τομ. Β' 1960, σ. 228, Δέδες, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, εγκλήματα περί τα υπομνήματα 1977, σ. 79, Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, 1978, σ. 157, Σταμάτης, Συρροή, τόμ. Α σ. 163) και η νομολογία (ΑΠ 2315/2004, Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2005, 71, ΑΠ 55/1982, ΠοινΧρον 1982, 778). Στην ουσία, δηλαδή, η κατάρτιση και η νόθευση δεν αποτελούν διαφορετικούς τρόπους τελέσεως ενός εγκλήματος, αλλά σώρευση εγκλημάτων στην ίδια νομοτυπική μορφή, ενώ θα μπορούσε να είχε διαπλασθεί ξέχωρη μορφή για κάθε "τρόπο" τελέσεως. Το ίδιο υλικό αντικείμενο - το ίδιο έγγραφο - δεν μπορεί να καταρτιστεί ως πλαστό εξ υπαρχής και να νοθευτεί. Αν γίνει κατάρτιση και μετά νόθευση, αναγκαία η νόθευση θα αναφέρεται σε άλλο έγγραφο που θα εξατομικεύει άλλη εγκληματική μονάδα. Θα πρόκειται για άλλο έγκλημα πλαστογραφίας (:αληθινή πραγματική συρροή). Η κατάρτιση και η νόθευση θα μπορούσαν κι έχουν περιληφθεί σε ξεχωριστή η καθεμιά τους αντικειμενική υπόσταση (: Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, σ. 263, Μανωλεδάκης, ό.π.).· Προφανές είναι, λοιπόν, ότι η κατάρτιση και η νόθευση δεν είναι ομοειδείς πράξεις. Στο βαθμό, κατά συνέπεια, που η κατάρτιση και η νόθευση δεν είναι ομοειδείς πράξεις, δεν μπορεί να καταφαθεί ενιαίο, κατ' εξακολούθηση έγκλημα, όπου άλλες από τις μερικότερες πράξεις συνιστούν κατάρτιση και άλλες νόθευση. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης, με ορισμένες από τις πολλές πράξεις που τέλεσε, κατάρτισε πλαστά έγγραφα και, με τις υπόλοιπες από τις πολλές πράξεις που τέλεσε, νόθευσε γνήσια έγγραφα, υπάρχουν δύο εγκλήματα πλαστογραφίας σε αληθινή πραγματική συρροή μεταξύ τους, ήτοι μία πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση με τη μορφή της καταρτίσεως πλαστών εγγράφων και μία πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση με τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφων (Α.Π. 2349/2005, σε Συμβούλιο, Ποινική Δικαιοσύνη 2006, 659, Α.Π. 42/1982, Ποιν. Χρον. 1982, 767, Α.Π. 55/1982, Ποιν. Χρον. 1982.778, Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης 921-922/1995, Υπεράσπιση 1996, 830). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Π.Κ., προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται: 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε ο απατώμενος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που ενέχει περιουσιακή διάθεση και συνεπάγεται περιουσιακή βλάβη και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή), στην οποία παραπείστηκε ο παθών. Εξάλλου κατά την παρ. 3 εδ. β του άρθρου 386 Π.Κ. όπως αντικ. με το αρθ. 14 § 4 του Ν. 2721/1999 η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (Α.Π. 858/2004, ό.π., Α.Π. 190/2005, σε συμβούλιο, Ποιν. Χρον. 2005.919). Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ιδιαίτερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, μεταξύ των οποίων και των εγκαλούντων, τα έγγραφα, συνεκτιμωμένης και της απολογίας" του κατηγορουμένου προέκυψαν κατά την κρίση μας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 υπήρξε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΕΤΑΙΡΙΑ" με το διακριτικό τίτλο "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε." μέχρι την 24-6-2002 και κατά το χρονικό διάστημα από 5-11-2002 έως 30-12-2003 οπότε και ανέλαβε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής ο εδώ δεύτερος εγκαλών Μ1. Κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δηλαδή από 25-6-2002 έως 4-11-2003, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της παραπάνω εγκαλούσας εταιρείας ήταν ο Δ1, ενώ κύριος μέτοχος αυτής ήταν η εταιρία με την επωνυμία "ΑΘΛΟΣ ΠΑΟΚ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος εκείνη τη χρονική περίοδο είχε κλονισμένη πιστοληπτική ικανότητα, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Για το λόγο αυτό, ο Δ1, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρίας "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε." στα πλαίσια φιλικής εξυπηρέτησης και προς διευκόλυνση του κατηγορουμένου, μετά από παράκληση του τελευταίου, εξέδωσε την ..... ατελή τραπεζική επιταγή της Τράπεζας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε." που συρόταν από το λογαριασμό ......, τον οποίο τηρούσε η εγκαλούσα εταιρία στην παραπάνω Τράπεζα. Η επιταγή αυτή, επί της οποίας είχε τεθεί στη θέση του εκδότη η σφραγίδα της εταιρίας και η υπογραφή του τότε νομίμου εκπροσώπου της Δ1, παραδόθηκε στον κατηγορούμενο, με τη ρητή συμφωνία να τεθεί επ' αυτής ως λήπτης τρίτο πρόσωπο -πιστωτής του κατηγορουμένου και χρηματικό ποσό όχι μεγαλύτερο των 15.000 Ευρώ. Ο κατηγορούμενος, παρά τη ρητή συμφωνία που υπήρχε, συμπλήρωσε τα στοιχεία που έλλειπαν, όπως αυτός επιθυμούσε, χωρίς τη συναίνεση του Δ1. Έτσι, στη θέση της ημερομηνίας έκδοσης έθεσε την "30ή -12-2003", στη θέση του ποσού, ολογράφως και αριθμητικώς το ποσό των 285.000 ευρώ και στη θέση του λήπτη της επιταγής την επωνυμία της εταιρίας "INTERACTIVE Α.Ε." που εκπροσωπούσε ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος μετέβαλε το περιεχόμενο της παραπάνω επιταγής και διέπραξε πλαστογραφία με τη μορφή της νόθευσης (Α.Π. 1802/2001 Ποιν.Χρον. 2002, 643, Συμβ. Α.Π. 280/2002, Πράξη και Λόγος 2002, 226 και Ποιν.Δικ. 2002, 791). Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο κατηγορούμενος κατάρτισε εξ υπαρχής την ...... επιταγή της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α. Ε." που προέρχονταν από μπλοκ επιταγών, την έκδοση του οποίου είχε ζητήσει ο ίδιος το διάστημα που είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσης εταιρίας και το οποίο δεν παρέδωσε, ως όφειλε, μετά την παραίτηση του από τη θέση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Έτσι, στη θέση της ημερομηνίας έκδοσης, έθεσε την "30ή-1-2004", στη θέση του ποσού ολογράφως και αριθμητικώς έθεσε το ποσό των "498.000 ευρώ", στη θέση του λήπτη της επιταγής την επωνυμία της εταιρίας "INTERACTIVE Α.Ε." που ο ίδιος εκπροσωπούσε, έθεσε δε και σφραγίδα με λογότυπο "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε. ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" η οποία ήταν διαφορετική μεν από αυτήν που χρησιμοποιούσε η εγκαλούσα εταιρία, χωρίς όμως να μπορεί να αμφισβητηθεί ότι φερόμενος εκδότης της επιταγής είναι αυτή η ίδια. Τέλος, στη θέση του εκδότη, έθεσε κατ' αποτίμηση την υπογραφή του Δ1, χωρίς την εντολή ή τη συναίνεσή του, ο οποίος, τον χρόνο που καταρτίσθηκε η ως άνω πλαστή επιταγή (:12-2-2003), εκπροσωπούσε την εγκαλούσα εταιρία και ήταν ο μόνος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει επιταγές εκδόσεως της εταιρίας "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε.". Είναι σαφές, σύμφωνα με όσα στην αρχή αναφέρθηκαν, ότι στην περίπτωση της .... επιταγής, πρόκειται για πλαστογραφία με τη μορφή της νόθευσης ενώ, στην περίπτωση της ..... επιταγής, πρόκειται για πλαστογραφία με τη μορφή της κατάρτισης και, κατ' συνέπεια, υπάρχουν δύο εγκλήματα πλαστογραφίας σε αληθινή πραγματική συρροή μεταξύ τους και όχι μία πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση όπως εσφαλμένα, με την υπό κρίση έφεση του, ισχυρίζεται ο εκκαλών. Τις δύο παραπάνω πλαστές επιταγές ο κατηγορούμενος στη συνέχεια τις χρησιμοποίησε, αφού, ως εκπρόσωπος της φερομένης ως λήπτριας εταιρίας "INTERACTIVE Α.Ε." τις μεταβίβασε δια οπισθογραφήσεως, ως αξία για ενέχυρο, στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι συγκεκριμένες πλαστές επιταγές εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή, πλην όμως δεν πληρώθηκαν, λόγω ελλείψεως διαθεσίμου υπολοίπου. Στόχος του κατηγορουμένου ήταν, με τη χρήση των ως άνω πλαστών επιταγών, να τύχει χρηματοδότησης η εταιρία "INTERACTIVE Α.Ε", που εκπροσωπούσε και ήλεγχε ο Ίδιος, την οποία τελικά εξασφάλισε, όπως προκύπτει από την 1169/2002 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό που είχε συναφθεί μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και της εταιρίας "INTERACTIVE A.E.". Ας σημειωθεί ότι, λόγω των παρανόμων αυτών ενεργειών του κατηγορουμένου, η εγκαλούσα εταιρία, που φέρεται ότι εξέδωσε τις επίδικες πλαστές επιταγές, υποχρεώθηκε να πληρώσει τα χρηματικά ποσά που ενσωμάτωναν, αφού, μετά από αίτηση της Ανώνυμης Εταιρία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", εκδόθηκε και σε βάρος της η 11112/2004 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία η εγκαλούσα εταιρία διατάσσονταν να πληρώσει το χρηματικό ποσό των 783.000 Ευρώ. Ο κατηγορούμενος, από την πλευρά του, αρνείται την κατηγορία περί πλαστογραφίας που του αποδίδεται και ισχυρίζεται ότι, την μεν .....επιταγή, την εξέδωσε το χρονικό διάστημα που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρίας, για να καλύψει μέρος του χρηματικού ποσού των 12.000.00 ευρώ που η εταιρία "INTERACTIVE Α.Ε" είχε χορηγήσει με τη μορφή ταμειακών διευκολύνσεων στην εταιρία με την επωνυμία "ΠΑΕ ΠΑΟΚ", την δε ..... επιταγή, ότι τη συμπλήρωσε, ως προς τα ελλείποντα στοιχεία, κατά τα συμφωνηθέντα με τον Δ1 και, κατά συνέπεια, τίποτε το παράνομο δεν έλαβε χώρα. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, οι οποίοι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας δεν ενισχύονται, έχομε τη γνώμη (ότι είναι έωλοι και στερούνται σοβαρότητας. Αν πράγματι έτσι ήταν, στην ..... δεν θα έθετε σφραγίδα με επωνυμία της εταιρίας διαφορετική από αυτήν που η εταιρία χρησιμοποιούσε στις συναλλαγές της και την οποία, ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, θα είχε στην κατοχή του, ούτε βέβαια θα υπήρχε λόγος να συμφωνήσει με την εγκαλούσα να αναλάβει ο ίδιος την πληρωμή της, αφού, όπως ο ίδιος καταθέτει, το χρηματικό ποσό που αυτή ενσωμάτωνε αποτελούσε ουσιαστικά χρέος της εγκαλούσας εταιρίας προς την εταιρία "INTERACTIVE Α.Ε", που αυτός εκπροσωπούσε. Από την άλλη πλευρά, η θέση του εκπροσώπου της εγκαλούσης Δ1, ότι, κατά την παράδοση της .... επιταγής στον κατηγορούμενο, υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους ότι το ποσό που θα αναγραφόταν σ' αυτήν δεν θα ξεπερνούσε τις 15.000 Ευρώ, φαίνεται να είναι αληθινή, καθόσον το ποσό των 285.000 ευρώ που συμπλήρωσε, παρά τα συμφωνηθέντα, ο κατηγορούμενος, είναι υπέρογκο για να αναγραφεί σε μια επιταγή ευκολίας που δεν ενσωμάτωνε κάποια οφειλή της εκδότριας εταιρίας προς την φερόμενη λήπτρια εταιρία. Τα παραπάνω, πέρα από την κατάθεση του Δ1, ενισχύονται και από την μαρτυρική κατάθεση του Κ1, ο οποίος είναι κοινός φίλος τόσο του δευτέρου εγκαλούντα Μ1 όσο και του κατηγορουμένου Χ1 και ο οποίος καταθέτει, μεταξύ άλλων, ότι ο κατηγορούμενος του εκμυστηρεύτηκε ότι πράγματι ο ίδιος εξέδωσε τις επίδικες επιταγές λόγω οικονομικών προβλημάτων, γι' αυτό και θα τακτοποιούσε τις οφειλές αυτές προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, από το ίδιο αποδεικτικό υλικό, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, το χρονικό διάστημα που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρίας και συγκεκριμένα στις 20-12-2003, ήλθε σε συμφωνία με τον εγκαλούντα Μ1 ο οποίος και αγόρασε 21.000 μετοχές της εγκαλούσας "ΑΘΛΟΣ ΠΑΟΚ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ". Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον Μ1, ότι δεν υπάρχουν απαιτήσεις τρίτων σε βάρος της παραπάνω εταιρίας, βέβαιες ή πιθανές, εκτός από εκείνες που απεικονίζονταν στα βιβλία και τα στοιχεία της εταιρίας και εκτός από εκείνες που πιθανόν θα προέκυπταν από τυχόν φορολογικές αναμορφώσεις, ενώ απέκλεισε ρητά την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που αλλοίωναν την οικονομική εικόνα της εταιρίας) και τα οποία, αν ήταν γνωστά στον Μ1, θα τον απέτρεπαν από την αγορά των παραπάνω μετοχών. Συγχρόνως τον διαβεβαίωσε ότι στα βιβλία της εταιρίας αποτυπώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια η πραγματική εικόνα της περιουσιακής διάρθρωσης της εταιρίας και το σύνολο των υποχρεώσεων και οφειλών της. Οι δηλώσεις και οι διαβεβαιώσεις αυτές του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς, αφού στα βιβλία της εταιρίας, στους ισολογισμούς και στα ισοζύγια που επέδειξε στον Μ1, δεν αναφέρονταν οι παραπάνω δύο πλαστογραφημένες επιταγές, την ύπαρξη των οποίων γνώριζε αφού ο ίδιος τις πλαστογράφησε και δημιούργησε την αντίστοιχη οφειλή της εγκαλούσας εταιρίας. Και ενώ όφειλε και έπρεπε, κατά τη συνήθεια των συναλλαγών, να κάνει γνωστά τα παραπάνω στον υποψήφιο τότε αγοραστή μετοχών της εγκαλούσης εταιρίας, Μ1, αφού η ύπαρξη σε βάρος της εταιρίας "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ" μιας απαίτησης (ανεξάρτητα αν μετά από δικαστικό αγώνα αποδεικνυόταν άκυρη) της τάξεως των 783.000 ευρώ, σαφώς διαφοροποιούσε την οικονομική κατάσταση της εταιρίας, δεν το έπραξε. Αντίθετα, φρόντισε να τα αποκρύψει, παρουσιάζοντας τα επίσημα βιβλία της εταιρίας από τα οποία δεν προέκυπτε η ύπαρξη της συγκεκριμένης οφειλής. Κατ' αυτόν τον τρόπο έπεισε τον Μ1 να προβεί στην αγορά των μετοχών, που αποτελούσαν το 78% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της εγκαλούσας εταιρίας και να καταβάλει στον κατηγορούμενο το χρηματικό ποσό των 100.000 ευρώ. Μάλιστα στο από 20-12-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε μεταξύ τους, αποτυπώνονται οι ψευδείς διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, οι οποίες οδήγησαν τον Μ1 στην πραγματοποίηση της αγοράς των μετοχών. Είναι δε βέβαιο ότι, αν αυτός γνώριζε ότι η εγκαλούσα εταιρία ενέχονταν στην έκδοση δύο επιταγών συνολικού χρηματικού ποσού 783.000 ευρώ, που θα εκαλείτο να καταβάλει και το οποίο χρηματικό ποσό πλησίαζε το μετοχικό της κεφάλαιο, που ανερχόταν σε 880.500 ευρώ, δεν θα προέβαινε στην αγορά των μετοχών της και δεν θα κατέβαλλε το χρηματικό ποσό των 100.000 ευρώ, αφού αντί να ωφεληθεί από αυτή του την κίνηση, στην οποία προέβη με προφανή στόχο το κέρδος, βρέθηκε ζημιωμένος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι ο Μ1, γνώριζε την ύπαρξη των δύο επιταγών πριν προβεί στην αγορά των αντίστοιχων μετοχών της "ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ Α.Ε." δεν φαίνεται πειστικός. Και τούτο, διότι ο Μ1, ευθύς μόλις του κοινοποιήθηκε η 1112/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αιφνιδιάστηκε και αμέσως ζήτησε διευκρινίσεις από τον Δ1, ο οποίος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της προαναφερομένης εταιρείας, εφέρετο εν προκειμένω και εκδότης των επιδίκων επιταγών. Και βέβαια δεν αντέχει στη λογική να προβαίνει κάποιος στην αγορά της συντριπτικής πλειοψηφίας των μετοχών μιας εταιρίας, ενώ γνωρίζει ότι αυτή οφείλει χρέος που πλησιάζει το μετοχικό της κεφάλαιο και είναι υπερδιπλάσιο του τιμήματος της αγοράς της συντριπτικής πλειοψηφίας των μετοχών της. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, είναι φανερό ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα κατηγορουμένου για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατά συρροή (:μία περίπτωση με τη μορφή της κατάρτισης εξ υπαρχής πλαστού εγγράφου και μία περίπτωση με τη μορφή της νόθευσης γνησίου εγγράφου) σε βαθμό κακουργήματος και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, που συρρέουν αληθινά μεταξύ τους (Συμβ. Α.Π. 1306/1998, ΝοΒ 47, 478, ΑΠ 75/1999, Ποιν.Χρον. 1999, 319), ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία εναντίον του". Στη συνέχεια δε κατέληξε ότι ορθά παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος, με το εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα, για τις πράξεις τις πλαστογραφίας με χρήση κατά συρροή, σε βαθμό κακουργήματος και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος και απέρριψε την έφεσή του. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης διέλαβε, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού σ' αυτό εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους τα περιστατικά αυτά, τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, δηλαδή στις διατάξεις των άρθρων 1, 13γ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 216 παρ. 3α-1 και 386 παρ. 3β-1 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Πιο συγκεκριμένα: 1)Δεν απαιτείται χωριστή εκτίμηση και αξιολόγηση του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου, δεδομένου ότι αρκεί η λήψη υπόψη αυτών συνολικά και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνάγεται από κάθε αποδεικτικό μέσο, όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών, Θεσσαλονίκης, συνεκτίμησε όλα τα κατ' είδος σ' αυτό αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, οι δε αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. 2)Ο ισχυρισμός ότι πρόκειται περί πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, όπως δέχθηκε το πρωτόδικο βούλευμα και όχι κατά συρροή, όπως δέχθηκε το προσβαλλόμενο και επιπρόσθετα ότι η πλαστογραφία φέρεται με την ειδικότερη μορφή της νόθευσης εγγράφου και όχι της εξ υπαρχής κατάρτισης πλαστού εγγράφου, είναι αβάσιμος, ενόψει του ότι στο βούλευμα υπάρχει ανάλυση πλήρως αιτιολογημένη, των δύο μορφών (συντέλεσης) της πλαστογραφίας και αξιολογείται ορθώς ότι η υπ' αρ. ...... επιταγή πλαστογραφήθηκε με την πρώτη μορφή αυτής (κατάρτιση εξυπαρχής πλαστού εγγράφου) και ότι η υπ' αριθ. ..... επιταγή πλαστογραφήθηκε με την δεύτερη μορφή αυτής (νόθευση) και ορθώς το Συμβούλιο έκρινε, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας σωστά τη διάταξη του άρθρου 216 του Π.Κ., ότι πρόκειται για σώρευση εγκλημάτων στην ίδια νομοτυπική μορφή και όχι για έγκλημα κατ' εξακολούθηση. 3)Ο ισχυρισμός ότι δεν προκύπτουν τα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης και ειδικότερα αυτά της περιουσιακής βλάβης, είναι αβάσιμος, ενόψει του ότι, στο βούλευμα διεξοδικά αναλύονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθέτησαν την αξιόποινη πράξη της απάτης αφού εκτίθεται λεπτομερώς ότι ο κατηγορούμενος διαβεβαίωσε ψευδώς τον Μ1, ότι δεν υπάρχουν απαιτήσεις σε βάρος της εταιρίας "ΠΑΟΚ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", εκτός από εκείνες που αναγράφονται στα βιβλία αυτής, αποκρύπτοντας την ύπαρξη των δύο επιταγών που προαναφέρθηκαν, συνολικού ύψους 783.000 Ευρώ, που ο τελευταίος, αγοράζοντας το πλειοψηφικό πακέτο του ως άνω σωματείου αντί του ποσού των 100.000 Ευρώ, θα εκαλείτο να καταβάλει, αφού, η προοπτική του κέρδους, από την ως άνω αγορά, μετατρέπονταν σε ζημία. Οι περαιτέρω αιτιάσεις, όπως η άρνηση της κατηγορίας της πλαστογραφίας, καθώς και η αμφισβήτηση των στοιχείων της, σε σχέση με την ύπαρξη ή μη και το είδος της συμφωνίας του αναιρεσείοντος με τον Δ1, όπως επίσης, και οι λοιπές ουσιαστικές εκτιμήσεις, είναι απαράδεκτες, διότι ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία (εκτίμηση) απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-1-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 1424/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία κατά συρροή κακουργηματική και απάτη κακουργηματική, Λόγοι αναιρέσεως για: 1) εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης και 2) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
2
Αριθμός 33/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Μιχαηλίδη, περί αναιρέσεως της 1197/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαΐου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1024/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ.1 εδάφιο α του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται, ότι όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 3 ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δε θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια (μη συνειδητή), απαιτείται, αντικειμενικά μεν να προκληθεί σωματική βλάβη σε άλλον, υποκειμενικά δε να διαπιστωθεί αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και τη λογική, αφετέρου να διαπιστωθεί ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί αντικειμενικά σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν στο δικαστήριο τούτο, από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, τα πρακτικά της δίκης, την απολογία του κατηγορούμενου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι αυτός (ο κατηγορούμενος) τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο και γι’ αυτό πρέπει, ανεξάρτητα από την συντρέχουσα αμέλεια του παθόντος, να κηρυχθεί ένοχος. Ειδικότερα, στις 25-9-2002 και περί ώρα 6.45 περίπου, ο κατηγορούμενος οδηγώντας το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας ....... ΙΧΦ αυτοκίνητο εκινείτο επί της Λεωφόρου ........ με κατεύθυνση από Αθήνα προς ....... και στο αριστερό ρεύμα πορείας. Όταν έφθασε στη διασταύρωση της προαναφερθείσας Λεωφόρου με τη Λεωφόρο ........ και προτιθέμενος να στρίψει αριστερά, ώστε να εισέλθει στην εν λόγω Λεωφόρο, σταμάτησε μπροστά στον ερυθρό σηματοδότη και κοντά στη νησίδα, που οριοθετεί τα δυο ρεύματα πορείας της Λεωφόρου ........., αναμένοντας την αφή του πρασίνου. Με την ίδια κατεύθυνση και πίσω από το φορτηγό εκινείτο το οδηγούμενο από τον Ψ1 υπ’ αριθμό ...... δίκυκλο μοτοποδήλατο. Όταν σταμάτησε το φορτηγό (λόγω του ερυθρού σηματοδότη) το μοτοποδήλατο που επίσης ήθελε να στρίψει αριστερά, ώστε να εισέλθει στη Λεωφόρο ........., ανεπίτρεπτος κινήθηκε δεξιά του φορτηγού και σταμάτησε ενάμισυ περίπου μέτρα μπροστά του, ώστε να μπορεί να βλέπει το σηματοδότη. Όταν ο φωτεινός σηματοδότης έδειξε πράσινο, ο κατηγορούμενος, του οποίου το αυτοκίνητο είναι ψηλό και από τη θέση του οδηγού δεν είχε άμεση ορατότητα για το προ του αυτοκινήτου του διάστημα του 1,5 έως 2 μέτρα, ξεκίνησε το όχημα του χωρίς να ελέγξει το διάστημα αυτό, με αποτέλεσμα να προσκρούσει με τον εμπρόσθιο προφυλακτήρα του οχήματος του, στον οπίσθιο τροχό του μοτοποδηλάτου και να το παρασύρει για αρκετά μέτρα, με επακόλουθο τον τραυματισμό του οδηγού του (Ψ1), ο οποίος υπέστη κάταγμα εξάρθρωμα ισχύου (ΑΡ) και κάταγμα(ΑΡ) αντιβραχίου. Ο τραυματισμός οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια τόσο του παθόντος, που δεν περίμενε πίσω από το φορτηγό, αλλά ανεπίτρεπτος κινήθηκε από δεξιά και σταμάτησε μπροστά του, σε απόσταση που δεν ήταν άμεσα ορατός, όσο και του κατηγορούμενου, ο οποίος, μολονότι γνώριζε ότι, λόγο του ύψους του οχήματος του, δεν ήλεγχε άμεσα την κίνηση στα 1,5-2 μέτρα μπροστά του, εν τούτοις δεν έλεγξε την κίνηση, γιατί δεν προέβλεπε ότι θα μπορούσε κάποιο μοτοποδήλατο να μπεί μπροστά του κατά τον χρόνο που ήταν σταματημένος (άνευ συνειδήσεως αμέλεια). Ο παθών δεν είναι δυνατόν να κινήθηκε αριστερά του φορτηγού, γιατί αυτό, όπως προαναφέρθηκε, ήταν σταματημένο δίπλα στη νησίδα, ενώ η ζημιά που είχε το φορτηγό στη μέση του εμπρόσθιου προφυλακτήρα του, δηλώνει ότι το μηχανάκι ήταν σταματημένο μπροστά του, ενώ η μη παράσυρσή του σε μεγαλύτερη απόσταση, με βαρύτερες ενδεχομένως συνέπειες, οφείλεται στο ότι ο εξετασθείς και στο ακροατήριο αυτόπτης μάρτυρας .........., ειδοποίησε τον κατηγορούμενο, ο οποίος, ενόψει της προαναφερθείσας αμέλειάς του, παρότι όφειλε ως επαγγελματίας (υπόχρεος) δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που θα είχε ο μη έλεγχος της έμπροσθεν του φορτηγού του μη άμεσα ορατής κυκλοφοριακής κινήσεως και γι’ αυτό, ανεξάρτητα από τη συντρέχουσα αμέλεια του παθόντος, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος.". Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, περιέχει ασαφείς, ελλείπεις και αντιφατικές αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν περαιτέρω ανέφικτο τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων τον άρθρον 314 παρ.1 και 315 παρ.1β του Π.Κ και έτσι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τούτο, γιατί, πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος δεν είχε ορατότητα σε απόσταση 1,5-2 μέτρων, από τη θέση του οδηγού, λόγο της κατασκευής του οχήματος του και ότι ανεπίτρεπτος ο παθών μετακινήθηκε από δεξιά σε σχέση με το ζημιογόνο όχημα προς τα αριστερά και στη συνέχεια ανεπίτρεπτος αυτός σταμάτησε μπροστά από το όχημα του κατηγορούμενου, στην απόσταση του 1,5 μέτρου, δεν αιτιολογεί ειδικώς γιατί ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία του παθόντος και του μοτοποδηλάτου του, παρά την εν λόγω έλλειψη ορατότητας και β) ενώ η ίδια απόφαση δέχεται, όπως προαναφέρθηκε ότι ο παθών ανεπιτρέπτως κινήθηκε μπροστά από το όχημα του κατηγορούμενου και δεν ήταν ορατή η παρουσία του από τον κατηγορούμενο, ακριβώς λόγω της υψομετρικής διαφοράς των δυο οχημάτων, ταυτόχρονα δέχεται, ότι ο αναιρεσείων δεν ήλεγξε την κίνηση του μοτοποδηλάτου και ότι δεν προέβλεψε ότι είναι δυνατό να μεσολαβήσει η διέλευση του από δεξιά, σε σχέση με τη θέση του οχήματος, που οδηγούσε ο αναιρεσείων. Έτσι, όμως, υφίσταται αντιφατική αιτιολογία, ενόψει της παραδοχής ότι δεν ήταν ορατή η θέση του παθόντος και του μοτοποδηλάτου του, αφενός λόγω της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ των δυο οχημάτων, αφετέρου δε, λόγω της ανεπίτρεπτης κίνησής του, από δεξιά προς τα αριστερά, και εκείνης κατά την οποία ο αναιρεσείων δεν ήλεγξε την κίνηση του μοτοποδηλάτου, τη στιγμή που η θέση του ζημιογόνου οχήματος ήταν η πρέπουσα και, με την αφή του πράσινου φωτός του σηματοδότη, ξεκίνησε. Επομένως ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τη μορφή της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, είναι ουσιαστικά βάσιμος, ενώ παρέλκει η έρευνα για τον έτερο λόγο αναιρέσεως, περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ). Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμό 1197/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Ιανουαρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια παρά υποχρέου (άρθρα 28, 314 παρ. 1 εδ. α και 315 του Π.Κ.). Αναιρείται η απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και λόγω αντιφατικών αιτιολογιών.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 32/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου:........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 1178/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 825/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστκή απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 περ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίσταση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Εξ’ άλλου, κατά το άρθρο 23 Α παρ. 1 του Ν. 248 της 20/25 ορίζεται: με την επιφύλαξη των διοικητικών κυρώσεων των ειδικότερων κτηνιατρικών διατάξεων, όπου αυτές προβλέπονται, επιβάλλεται πρόστιμο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) έως δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα: α)..., β)...Επίσης, κατά το άρθρο 23 Β του ως άνω νόμου, όπως το εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 2732/30-7-1999, ορίζεται ότι οι παραβάτες του παρόντος νόμου "και των σε εκτέλεση αυτού εκδιδομένων προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων" τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών τουλάχιστον. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι ο αναιρεσείων " στον ........, επί της οδού ......., στις 15-4-2002, εντός του καταστήματος χονδρικής πώλησης κρεάτων με την επωνυμία ...... ΑΕ, με υπεύθυνο τον κατηγορούμενο, κατά τον έλεγχο που διενήργησαν υπάλληλοι της διεύθυνσης Κτηνιατρικής του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιά, βρέθηκαν τρόφιμα ακατάλληλα προς βρώση.....", και κήρυξε στη συνέχεια τον αναιρεσείοντα ένοχο και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, που την μετέτρεψε σε χρηματική ποινή. Με την παραδοχή του αυτή, ότι αυτός (ο κατηγορούμενος) ήταν ο υπεύθυνος του καταστήματος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 248/1914 και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος. Τούτο, γιατί, από μόνο το γεγονός που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος του καταστήματος, χωρίς οποιοδήποτε άλλο προσδιορισμό της ιδιότητάς του και ειδικότερα του εάν αυτός ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος, ή ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "....... ΑΕ", ή εξουσιοδοτημένο από το διοικητικό Συμβούλιο πρόσωπο, ή αγορανομικά υπεύθυνος, δημιουργείται ελλιπής αιτιολογία και ασάφεια, ως προς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε και έτσι να μη δύναται να ελεγχθεί η ορθή εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ.), με τον οποίο προβάλλεται η κρινόμενη πλημμέλεια είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά και, αφού παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού, είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμό 1178/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση για παράβαση του Ν. 248/1914 'Περί Οργανώσεως της Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας', με την επίκληση λόγου αναιρέσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Δεν προσδιορίζεται στην απόφαση, η ιδιότητα του υπευθύνου ως νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας ή διευθύνοντος συμβούλου ή αγορανομικά υπευθύνου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ζωοτεχνική Υπηρεσία.
0
Αριθμός 31/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Αυλώνος, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου και 2) Χ2 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της 873/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικό Δικαίου με την μορφή Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (ΟΑΣΑ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Μαΐου 2006 αιτήσεις τους αναιρέσεως καθώς και στο από 15 Σεπτεμβρίου 2006 δικόγραφο προσθέτων λόγων της αίτησης αναίρεσης του δεύτερου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1100/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 1ου αναιρεσείοντος, Χ1, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 24 Μαΐου 2006 αίτηση αναίρεσης του δευτέρου αναιρεσείοντος καθώς και οι από 15 Σεπτεμβρίου 2006 πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, οι υπό κρίση από 24 Μαΐου 2006 και 24 Μαΐου 2006 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, αντιστοίχως, καθώς και οι από 14.9.2005 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του ανωτέρω δεύτερου αναιρεσείοντος, που στρέφονται κατά της αυτής υπ' αριθ. 873/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι προδήλως συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν. 2. Επειδή, κατά το άρθρο 513 § 1 εδαφ. γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155 - 161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδάφ. α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με χρονολογία ....... αποδεικτικό επιδόσεως του γραμματέα της Δ.Κ.Φ. Αλικαρνασσού ......, ο δεύτερος αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ2 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα να εμφανισθεί στη συνεδρίαση, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 514 εδαφ. α του ΚΠΔ, να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, όπως και οι πρόσθετοι λόγοι και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 του ΚΠΔ). 3. Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης (ΟλΑΠ 1/2005 Ποινική), καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, ιδιαίτερη αιτιολόγηση επιβάλλεται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 170 § 2 και 333 § 2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή στη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον όμως οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά το δικαστήριο δεν υπέχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή τους. Αυτοτελείς, με την παραπάνω έννοια, είναι οι ισχυρισμοί από τα άρθρα 30 και 31 § 2 του ΠΚ περί πραγματικής και νομικής πλάνης. Από το άρθρο 30 §§ 1 και 2 του ΠΚ, που ρυθμίζει τη σε οντολογικό επίπεδο αποκλείουσα το δόλο πραγματική πλάνη, ήτοι την άγνοια ή την εσφαλμένη αντίληψη κάποιου ουσιαστικού όρου της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει τη βαρύτητά του, συνάγεται ότι το κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι, ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένα τι πράττει και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της άγνοιάς του ή της εσφαλμένης αντίληψής του, ενώ κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 31 § 2 ΠΚ, που χαρακτηρίζει την πλάνη αυτή, όχι ως περίπτωση αποκλεισμού της υπαιτιότητας, όπως συμβαίνει επί της πραγματικής πλάνης, που αποκλείει το δόλο του δράστη, αλλά ως περίπτωση ανθρωπίνως μη φευκτής υπαιτιότητας, δηλαδή ως λόγο συγγνώμης του υπαιτίως πράξαντος, συγγνωστή νομική πλάνη υφίσταται, όταν ο δράστης πλανάται ως προς τον άδικο χαρακτήρα της πράξεώς του, υπολαμβάνει δηλαδή πεπλανημένα, ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη του, την πλάνη του δε αυτή δεν μπορούσε να τη διαγνώσει, έστω και αν κατέβαλλε την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή. Ωστόσο, απαραίτητα στοιχεία του τελευταίου αυτού ισχυρισμού για να είναι ορισμένος, είναι, εκτός εκείνων που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη, που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές του ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που κατέβαλε για να ενημερωθεί περί του ισχύοντος δικαίου, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση, αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. Τέλος, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. 4. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της πληττόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ' αριθ. 873/2006 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα : Ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών (ΟΑΣ), μετά από σχετική δημοπρασία και δυνάμει της από 19 Μαΐου 1993 συμβάσεως, ανέθεσε στην εταιρία με την επωνυμία "SELMO ΑΕ", που αναδείχθηκε μειοδότης, την πώληση στο επιβατικό κοινό εισιτηρίων και καρτών απεριόριστων διαδρομών (κουπονιών) των Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών. Η ανάθεση αυτή έγινε με βάση το άρθρο 11 § 1 του ν. 2.078/1992 για λογαριασμό και με δαπάνες των Συγκοινωνιών Επιχειρήσεων (ΣΕΠ), η δε χρονική διάρκεια της συμβάσεως ορίστηκε τριετής, με έναρξη την 1η Ιουλίου 1993. Στη συνέχεια με το ν.δ. 2.175/22.12.1993 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (ΟΑΣΑ) και ο ΟΑΣ έπαυσε να υφίσταται, ενώ οι ΣΕΠ διαλύθηκαν, στα δε δικαιώματα και αντίστοιχα στις υποχρεώσεις αυτών υπεισήλθε αυτοδικαίως ως ειδικός διάδοχος ο ΟΑΣΑ (άρθρο 3 του άνω ν.δ.). Ο τελευταίος, μετά τη λήξη της αρχικής συμβάσεως, την 1η Ιουλίου 1994 κατήρτισε την ομοίου περιεχομένου σύμβαση με την εταιρία με την επωνυμία "SELMO ΑΕ", στην οποία και ανέθεσε εκ νέου για λογαριασμό και με δαπάνες της εταιρίας με την επωνυμία "ΕΘΕΛ ΑΕ" την εκτέλεση του ίδιου έργου της διακίνησης εισιτηρίων και καρτών απεριόριστων διαδρομών. Η διάρκεια της δεύτερης αυτής συμβάσεως ορίστηκε έως τις 31.12.1997. Ως αμοιβή της ανάδοχης εταιρίας, την οποία εκπροσωπούσε ο (αναιρεσείων) πρώτος κατηγορούμενος Χ1 , καθορίστηκε ποσοστό επί των πωλήσεων, ανερχόταν δε αυτό, για την πρώτη σύμβαση σε 1, 77% επί της ονομαστικής αξίας κάθε πωλούμενου εισιτηρίου και σε 3, 33% επί της ονομαστικής αξίας των καρτών απεριόριστων διαδρομών και για τη δεύτερη σύμβαση σε 1, 47% και 90 δραχμές, αντίστοιχα. Σύμφωνα με ρητό όρο των συμβάσεων αυτών (άρθρο 7 § 3 και 7 § 4), τα χρήματα που εισέπραττε η ανάδοχος εταιρία από την πώληση των εισιτηρίων και των καρτών απεριόριστων διαδρομών, αρχικά για λογαριασμό του ΟΑΣ και στη συνέχεια του ΟΑΣΑ, όφειλε αυτή να καταθέτει, μετά την αφαίρεση των δικαιωμάτων της, που αντιστοιχούσαν στα ως άνω συμβατικά καθορισμένα ποσοστά, στον υπ' αριθ. ........ τραπεζικό λογαριασμό του ΟΑΣ και του ΟΑΣΑ, αντίστοιχα, που διατηρούσαν στην Τράπεζα Αττικής και είχε γνωστοποιηθεί σε αυτή. Επίσης, σύμφωνα με ρητό όρο της συμβάσεως, η κατάθεση των χρημάτων από μέρους της αναδόχου εταιρίας έπρεπε να γίνει μετά παρέλευση δέκα ημερών, όσον αφορά την πρώτη σύμβαση, και πέντε ημερών όσον αφορά τη δεύτερη σύμβαση, και αναφερόταν στις πωλήσεις εισιτηρίων, που είχαν πραγματοποιηθεί δέκα και πέντε ημέρες, αντίστοιχα, πριν την κατάθεση, ενώ η κατάθεση από την πώληση απεριόριστων διαδρομών (κουπονιών) θα έπρεπε να γίνεται τη δέκατη ημέρα κάθε μήνα για τις πωλήσεις, που είχαν πραγματοποιηθεί τον προηγούμενο μήνα. Για τον έλεγχο της διακινήσεως των εισιτηρίων και της καταθέσεως των χρημάτων από την πώληση αυτών (εισιτηρίων) και των κουπονιών είχε συσταθεί από τον ΟΑΣΑ ειδική τριμελής επιτροπή, την οποία συγκροτούσαν υπάλληλοί του (Γ1, Γ2 και Γ3). Έργο της επιτροπής αυτής ήταν ο έλεγχος των πωλήσεων των εισιτηρίων και ο υπολογισμός των χρηματικών ποσών, που εισέπραττε η ανάδοχος εταιρία με βάση τις πωλήσεις που πραγματοποιούσε, και έπρεπε να καταθέτει στο συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό, μετά την αφαίρεση των αναλογούντων δικαιωμάτων της. Ακόμη, η ανάδοχος εταιρία είχε τη συμβατική δέσμευση να παραδίδει στην ως άνω επιτροπή το καταθετήριο της τράπεζας, αποδεικτικό της κατάθεσης στο όνομα και για λογαριασμό του ΟΑΣ και του ΟΑΣΑ, αντίστοιχα, των χρηματικών ποσών, προκειμένου να χορηγηθεί σε αυτή (ανάδοχο εταιρία) η επόμενη σειρά - παρτίδα εισιτηρίων προς νέα διάθεση. Το μήνα Μάρτιο του 1996 τοποθετήθηκε ως προϊστάμενος του λογιστηρίου των οικονομικών υπηρεσιών του ΟΑΣΑ ο εξετασθείς μάρτυρας κατηγορίας Δ1. Αυτός, στα πλαίσια του οικονομικού ελέγχου που διενήργησε, διαπίστωσε οφειλή της αναδόχου εταιρείας με την επωνυμία "SELMO ΑΕ" προς τον ΟΑΣΑ, συνολικού ποσού 721.701.359 δραχμών, που προερχόταν από τη διάθεση εισιτηρίων και κουπονιών, που αυτή όφειλε να έχει καταθέσει υπέρ του ΟΑΣ και του ΟΑΣΑ. Η χρηματική αυτή διαφορά, που επαληθεύτηκε στη συνέχεια από τους ορκωτούς λογιστές Ζ1 και Ζ2, εμφανίστηκε μετά τη σύγκριση των οικείων καταστάσεων, που η Επιτροπή Κομίστρου έστειλε στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) του ΟΑΣΑ με τα αντίγραφα κινήσεως του λογαριασμού της Τράπεζας Αττικής, που καταθέτονταν από την εταιρία με την επωνυμία "SELMO AΕ" και αποτελούσε το προϊόν από την πώληση των εισιτηρίων. Το αποτέλεσμα του οικονομικού ελέγχου, ήτοι αυτό του ελλείμματoς των 721.701.359 δραχμών, γνωστοποιήθηκε στον Πρόεδρο και Γενικό Διευθυντή του ΟΑΣΑ την 7η Μαΐου 1996. Αμέσως κλήθηκαν από τον Πρόεδρο και το Γενικό Διευθυντή τα μέλη της οικείας Επιτροπής, προκειμένου να παραδώσει αυτή τα παραστατικά εκείνα έγγραφα, που δικαιολογούσαν το έλλειμμα. Από τα παραστατικά αυτά έγγραφα διαπιστώθηκε, ότι σε πλείστες όσες περιπτώσεις προσκομίζονταν στην Επιτροπή Κομίστρου, ως παραστατικά καταθέσεως των χρηματικών ποσών, αντί για τα καταθετήρια έγγραφα της Τράπεζας Αττικής, σώματα επιταγών σε φωτοτυπίες, στα πρωτότυπα των σωμάτων των οποίων έφεραν την ένδειξη "παρελήφθη", που ετίθετο από όργανα - υπαλλήλους του λογιστηρίου του ΟΑΣΑ, μεταξύ των οποίων, κατά κύριο λόγο, και του δευτέρου κατηγορούμενου Χ2, ο οποίος το επίδικο χρονικό διάστημα υπηρετούσε στην Δ.Ο.Υ. του ΟΑΣΑ και ήταν υπεύθυνος για τη διακίνηση των επιταγών του Οργανισμού και την παρακολούθηση των Τραπεζικών Λογαριασμών. Η ανάδοχος εταιρία με την επωνυμία "SELMO AE", έχοντας την ανοχή του Ζ3, οικονομικού διευθυντού της Δ.Ο.Υ. του ΟΑΣΑ, παρέδινε στη συνέχεια στο δεύτερο κατηγορούμενο και σε άλλους υπαλλήλους της, ως Διεύθυνσης, επιταγές αντίστοιχων ποσών, που είχε υποχρέωση με βάση τη σύμβαση να καταθέτει στην Τράπεζα Αττικής, ο δε κατηγορούμενος αυτός υπέγραφε, ότι παραλήφθηκαν οι επιταγές και ακολούθως παρέδινε φωτοτυπίες τους στον κομίζοντα το πρωτότυπο υπάλληλο της εταιρίας με την επωνυμία "SELMO ΑΕ". Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2, όταν κλήθηκε από τον Πρόεδρο του Οργανισμού, παρουσία των Ορκωτών Λογιστών Ζ1 και Ζ2 και του οικονομικού διευθυντή Ζ3, όχι μόνο παραδέχθηκε την παραλαβή των επιταγών αντί των καταθετηρίων και στη συνέχεια αποκάλυψε, ότι στο χρηματοκιβώτιο του Οργανισμού υπήρχε αριθμός επιταγών εκδόσεως της εταιρίας με την επωνυμία "SELMO AE", τις οποίες παρέδωσε έπειτα στον προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας Ζ3. Οι επιταγές, που φυλάσσονταν στο χρηματοκιβώτιο, 25 τον αριθμό, και αντιπροσώπευαν συνολική αξία 720.701.359 δραχμών, όση η οφειλή της εταιρίας με την επωνυμία "SELMO AΕ" προς τον ΟΑΣΑ, δεν είχαν εμφανισθεί στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή. Οι επιταγές αυτές είχαν εκδοθεί στο χρονικό διάστημα από 27.2.1996 έως 4.11.1996, αναφέρονται δε λεπτομερώς στο διατακτικό της παρούσας. Ο κατηγορούμενος Χ2, παρά το παράτυπο του τρόπου της παραλαβής των ως άνω επιταγών, αφού, λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας και της θέσεώς του γνώριζε, ότι έπρεπε να παραλαμβάνει μόνο τα καταθετήρια της Τράπεζας Αττικής, δεν εμφάνισε τις επιταγές αυτές προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, αλλά εξακολουθούσε να τις φυλάσσει στο χρηματοκιβώτιο του Οργανισμού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, ώστε πλέον να καθίσταται αδύνατη η πληρωμή τους και εξ αυτού του γεγονότος η πρόκληση ζημίας στην περιουσία του ΟΑΣΑ, που ανέρχεται στο ποσό των 550.215.933 δραχμών για την πρώτη σύμβαση και στο ποσό των 170.485.426 δραχμών στη δεύτερη σύμβαση. Περαιτέρω, είναι αληθές, ως αποδειχθέν πραγματικό γεγονός, ότι ο τρόπος εκτελέσεως των συμβάσεων, όπως αναφέρθηκε, από μέρους της αναδόχου εταιρείας με την επωνυμία "SELMO AE" είχε καθιερωθεί τουλάχιστον από το μήνα Δεκέμβριο του 1995, όμως τούτο δεν είναι ικανό να αποσείσει τις ευθύνες των προσώπων εκείνων, που σε γνώση τους, παρεξέκλιναν από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Βέβαια, ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 δεν ενήργησε αυτοβούλως, αλλά τον προέτρεψε ο έχων προς τούτο ίδιο συμφέρον συγκατηγορούμενός του Χ1, στον οποίο προκάλεσε οπωσδήποτε την απόφαση να παρακρατεί τις ως άνω επιταγές και να μην τις εμφανίζει, ως όφειλε, εντός της νόμιμης προθεσμίας, ζημιώνοντας με τη συμμετοχική του αυτή δράση, την περιουσία του ΟΑΣΑ και της ΕΘΕΛ κατά το ποσό των 720.701.359 δραχμών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και κυρίου μετόχου της εταιρίας με την επωνυμία "SELMO AE" παράνομα ιδιοποιήθηκε το ποσό των 720.701.359 δραχμών που αντιπροσώπευε την αξία των 25 επιταγών, οι οποίες τελικά δεν εμφανίστηκαν προς πληρωμή, γιατί ήσαν ακάλυπτες. Το ποσόν αυτό, που όπως ειπώθηκε, κάλυπτε την αξία των εισιτηρίων και κουπονιών, που διέθεσε η ανάδοχος εταιρία και οπωσδήποτε εισέπραξε, ανήκε κατά κυριότητα κατά τα επιμέρους ποσά στον ΟΑΣΑ και στην ΕΘΕΛ ΑΕ και περιήλθαν στην κατοχή του κατηγορουμένου Χ1, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή, δυνάμει των άνω δύο συμβάσεων του ΟΑΣΑ και της ΕΘΕΛ ΑΕ, από την πώληση ίσης αξίας εισιτηρίων και κουπονιών των αστικών συγκοινωνιών Αθηνών, το οποίο (ποσό) επανειλημμένα ζητήθηκε από αυτόν. Ο ίδιος κατηγορούμενος Χ1, με την αναφερθείσα ιδιότητά του, παραδέχθηκε και κατά την απολογία του στο ακροατήριο του Εφετείου, το ύψος του ελλείμματος και αντίστοιχα την οφειλή της εταιρείας από 720.701.359 δραχμές, αρνήθηκε όμως ότι αυτός ιδιοποιήθηκε το ποσόν τούτο, ισχυριζόμενος, ότι αυτό διατέθηκε εξ ολοκλήρου για την αντιμετώπιση οικονομικών αναγκών, που αφορούσαν την καλή από μέρους του εκτέλεση του έργου, που αυτός είχε αναλάβει. Ο σχετικός, όμως, περί τούτου αυτοτελής ισχυρισμός είναι χωρίς έννομη επιρροή, κυρίως γιατί ο ίδιος δεσμευόταν ρητά από συμβατικό όρο να καταθέτει σε ορισμένες, περιοριστικά γι' αυτόν καθοριζόμενες, χρονολογίες, το ισάξιο των πωλουμένων εισιτηρίων και καρτών απεριορίστων διαδρομών και σε καμία περίπτωση δεν υφίστατο υπέρ της αναδόχου εταιρίας δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του τιμήματος αυτών για οποιοδήποτε άλλο σκοπό, ακόμα και αν αυτός αφορούσε το επίδικο έργο. Οπωσδήποτε δε, υπήρξε παράνομη ιδιοποίηση από μέρους του πρώτου κατηγορούμενου του ποσού των 720.701.359 δραχμών, που ενσωμάτωσε στην περιουσία του, και κατά το ισάξιο ποσό ζημιώθηκε, τόσο ο ΟΑΣΑ, όσο και η ΕΘΕΛ ΑΕ, κατά τα επιμέρους ποσά που αναφέρθηκαν, όχι όμως και κατά το ποσό των 98.096.099 και 141.824.732 δραχμών, που εισέπραξε ο ΟΑΣΑ με την κατάπτωση εγγυητικών επιστολών. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, προς εξασφάλιση της πιο πάνω απαιτήσεως του ΟΑΣΑ και της ΕΘΕΛ ΑΕ, ύστερα από απαίτησή τους, παρέδωσε σε αυτούς επιταγή ύψους 720.000.000 δραχμών, πληρωτέα την 31η Μαΐου του 1997, αλλά αυτή δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Το αναφερόμενο ποσό των 720.701.359 δραχμών, που ιδιοποιήθηκε παράνομα ο κατηγορούμενος, ήταν οπωσδήποτε ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και με τις σημερινές ακόμη οικονομικές συνθήκες, πολύ περισσότερο δε αν το ποσό των 720.701.359 δραχμών αναχθεί σε τιμές μονάδος του 1996. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 γνώριζε, λόγω της ιδιότητάς του ως Προέδρου και κυρίου μετόχου της εταιρίας με την επωνυμία "SELMO AE", όχι μόνο τη νομική μορφή του ΟΑΣΑ και της ΕΘΕΛ ΑΕ, αλλά και τη σχέση τους με το Ελληνικό Δημόσιο, αφού ο οργανισμός και η εταιρία αυτή αποτελούσαν δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, που ανήκαν στο Κράτος, εξυπηρετούσαν δε με αποκλειστική εκμετάλλευση τις δημόσιες συγκοινωνίες, επιχορηγούμενες και χρηματοδοτούμενες από τούτο (άρθρ. 1 και 2 του ν. 2.414/1996). Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, ότι δεν δικαιολογούταν η πρόκληση πλάνης στον πρώτο κατηγορούμενο ως προς το δικαίωμά του να χρησιμοποιεί τα χρήματα, που εισέπραττε από την πώληση των εισιτηρίων και κουπονιών για την εκτέλεση του έργου, που είχε αναλάβει και το οποίο απέβη σε όφελος του ΟΑΣΑ και της ΕΘΕΛ ΑΕ, αφού ο ίδιος, με τη ρηθείσα ιδιότητά του, γνώριζε καλλίτερα από κάθε άλλο τις συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρίας του, που εξαντλούνταν στην παρακατάθεση των ποσών, που εισέπραττε, και σε καμία περίπτωση στη διάθεσή τους για αλλότριους σκοπούς. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Πενταμελές Εφετείο, αφού απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος δεύτερου κατηγορούμενου Χ1 α) περί πραγματικής του πλάνης ως προς τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως του ν. 1.608/1950 (άρθρο 30 § 2 του ΠΚ), και β) περί συγγνωστής νομικής του πλάνης (άρθρο 31 § 2 του ΠΚ), κήρυξε αυτόν ένοχο υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει τα 50.000.000 δραχμές, σε βάρος της περιουσίας του ΟΑΣΑ και της ΕΘΕΛ ΑΕ, οι οποίες αποτελούσαν δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, με αποκλειστική εκμετάλλευση των μέσων συγκοινωνίας, που επιχορηγούνται και χρηματοδοτούνται από το Κράτος, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 εδαφ. ε του ΠΚ, και επέβαλε σε αυτόν ποινή καθείρξεως ένδεκα (11) ετών. 5. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσης του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 § 1 α, 27 § 1, 98, 375 §§ 1 και 2 του ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 § 1 του ν. 1.608/1950, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 § 5 του ν. 1.738/1987 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1.887/1990, και 36 του ν. 2.172/1993, και 4 § 3 του ν. 2.408/1996, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, ενώ επί πλέον διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία και για τους προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1 και απορριφθέντες ισχυρισμούς του α) περί πραγματικής πλάνης κατά το άρθρο 30 § 2 του ΠΚ ως προς τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως του ν. 1.608/1950, που επαύξανε το αξιόποινο της πράξης της (κακουργηματικής) υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει τα 50.000.000 δραχμές σε βάρος της περιουσίας του ΟΑΣΑ και της ΕΘΕΛ ΑΕ, την οποία διέπραξε, και β) περί συγγνωστής νομικής του πλάνης, κατά το άρθρο 31 § 2 του ΠΚ, παρότι ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός, όπως προτάθηκε, ήταν αόριστος, διότι δεν αναφερόταν σε αυτόν η προσωπική κατάσταση του δράστη (ηλικία, πνευματικές ικανότητες, επάγγελμα, η προσπάθεια που κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο κλπ.), για να μπορεί να κρίνει το Δικαστήριο της ουσίας, με τη στάθμιση των προσωπικών αυτών στοιχείων, αν ο ισχυρισμός ήταν αληθινός ή προσχηματικός, και, ως εκ τούτου αυτό δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή του. Τούτο δε, περαιτέρω, διότι για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ότι προσδιορίζονταν στην πληττόμενη απόφαση τα αποδεικτικά μέσα κατά κατηγορίες, δεν απαιτείτο δε αναλυτική παράθεσή τους και του τι προκύπτει από το καθένα, ενώ δεν ήταν αναγκαία ούτε η αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε το Δικαστήριο υποχρεούταν να απαντήσει ή να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση στους προβληθέντες από τούτον κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, αφού η αιτιολογία για τους ισχυρισμούς του αυτούς (μη ενσωμάτωση των υπεξαιρεθέντων στην περιουσία του, έλλειψη δόλου υπεξαιρέσεως κλπ.) περιλαμβάνεται στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Επομένως, οι προβαλλόμενοι με τον πρώτο λόγο λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και με τη μορφή της εκ πλαγίου παραβάσεως, από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. 6. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 171 § 1 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Εξάλλου, ναι μεν στα συντασσόμενα πρακτικά της δημοσίας συζήτησης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρισθεί το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναγράφονται τα στοιχεία που το προσδιορίζουν, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να διαγνωσθεί σε ποια έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου και αν αυτά έχουν πραγματικά αναγνωσθεί, γιατί διαφορετικά παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Γ' του ΚΠΔ, παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο συνιστά μεταξύ άλλων και η κατά παράβαση των άρθρων 329 και 331 του ίδιου Κώδικα μη ανάγνωση των εγγράφων εκείνων, τα οποία αναφέρονται στην ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 364 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον ως άνω αναιρεσείοντα κρίση του, έλαβε υπόψη του, μεταξύ των άλλων εγγράφων που αναγνώστηκαν, και τα εξής : 1) Οι αγωγές της εταιρίας με την επωνυμία "SELMO AE" κατά του ΟΑΣΑ ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 2) οι εξάμηνες καταστάσεις της Επιτροπής Παρακολούθησης Συμβάσεων Διακίνησης Εισιτηρίων και Κουπονιών προς τον ΟΑΣΑ, 3) οι ενημερωτικές καταστάσεις της εταιρίας "SELMO AE" προς τον ΟΑΣΑ, 4) η οικονομική προσφορά "SELMO AE", 5) οι μηνιαίες (αναλυτικές) καταστάσεις διακίνησης εισιτηρίων από την εταιρία "SELMO AE" προς τον ΟΑΣΑ, και 6) ο φάκελος ....... με στοιχεία, προγράμματα, αποδεικτικά της ζημίας της εταιρίας "SELMO AE". Με τα στοιχεία, όμως, τα οποία παρατίθενται στην απόφαση για καθένα από αυτά, προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα των εγγράφων αυτών (για την ανάγνωση των οποίων δεν προέβαλε αντίρρηση ο ως άνω αναιρεσείων κατηγορούμενος) και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία σχετικά με το ποια έγγραφα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, εφόσον με την ανάγνωσή τους κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, που είχε έτσι πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους. Επομένως, ο αντίθετος, από το άρθρο 510 § 1 περ. Α' και Γ' του ΚΠΔ, δεύτερος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τα ως άνω έγγραφα, των οποίων δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα και παραβίασε τις περί δημοσιότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο διατάξεις, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 7. Επειδή, μετά από όλα αυτά, πρέπει και η αίτηση αναίρεσης του Χ1 να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 24 Μαΐου 2006 και 24 Μαΐου 2006 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, καθώς και τους από 15.9.2006 πρόσθετους λόγους του δεύτερου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 873/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας - εσφαλμένη εφαρμογή νόμου - μη προσδιορισμό στοιχείων ταυτότητας αναγνωσθέντων εγγράφων. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 34/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λαμπράκη, για αναίρεση της 2292/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Πέτσα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1832/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Κατά την έννοια του αρ. 375 παρ.1 ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα, τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία, ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που έχει συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλο προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγ. 2 του ίδιου άρθρου, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και εμπιστευθεί τούτο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Περαιτέρω, κατά το αρ. 2 παρ.1 του Ν.1969/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ.11 παρ.2 του Ν.2170/1993, ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το αρ. 4 παρ.1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ'αυτή επέχει έναντι της εντολίδας του επιχείρησης θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν, κατά το άρ. 3 παρ.1 του πδ 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρεώσεως του εντολοδόχου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, έγιναν δεκτά, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ'είδος αναφέρονται, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τις από ...... και ....... ασφαλιστικές συμβάσεις, που καταρτίστηκαν ανάμεσα στον κατηγορούμενο και την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΣΤΗΡ ΑΕ", η οποία ήδη έχει συγχωνευθεί με απορρόφησή της με την επίσης ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΕ", συμφωνήθηκε, ο κατηγορούμενος ως ασφαλιστικός πράκτορας να διαμεσολαβεί στην κατάρτιση επί ονόματι της άνω εταιρείας ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων κλάδων. Συγχρόνως, ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων, ήταν δε υποχρεωμένος στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου να αποδίδει στην εντολέα τον ασφαλιστική εταιρεία αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχειρίσεως των αμέσως προηγούμενων μηνών και να της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. 'Ετσι, ο κατηγορούμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας από τρίτα πρόσωπα-ασφαλισμένους, ως εντολοδόχος αυτής, το συνολικό ποσό των 21.436.000 δραχμών ή 62.938 Ευρώ, που αφορούσε ασφάλιστρα από τους κλάδους ζωής, πυρός, επιβαινόντων αυτοκινήτων και κρυστάλλων, όπως ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό. Στη συνέχεια δεν απέδωσε, όπως όφειλε, το πιο πάνω, ιδιαίτερα μεγάλο, συνολικό χρηματικό ποσό στην εγκαλούσα εταιρεία, αν και οχλήθηκε προς τούτο από τον Ιανουάριο του έτους 1997, εκδηλώνοντας έκτοτε τη βούλησή του υπεξαιρέσεως του άνω ποσού, το οποίο, κατά τα άνω λεχθέντα, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Το ποσό αυτό παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, αρνούμενος την οφειλόμενη καταβολή του, παρά τις συνεχείς προς τούτο οχλήσεις της άνω εγκαλούσας και της προεκτεθείσας από τη συγχώνευσή της (Αύγουστος 1997) και ύστερα, άνω καθολικής διαδόχου της. Δηλαδή, από το μήνα Ιανουάριο 1997, που εκδήλωσε την άνω βούλησή του, παρακρατεί και ιδιοποιείται παράνομα το άνω χρηματικό ποσό των ασφαλίστρων. Για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, κατέθεσαν οι μάρτυρες που εργάσθηκαν στην εγκαλούσα εταιρεία και συγκεκριμένα, η ......... που εξετάσθηκε στο Δικαστήριο αυτό, καθώς και οι ........ και .........., που εξετάσθηκαν πρωτόδικα και η κατάθεσή τους περιέχεται στα πρακτικά του άνω Δικαστηρίου, που αναγνώστηκαν. Τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επίσης από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο αυτό. 'Αλλωστε και ο κατηγορούμενος απολογούμενος πρωτόδικα, παραδέχθηκε την πράξη του, διατυπώνοντας μόνο, χωρίς και να το αποδεικνύει όμως, αμφιβολίες ως προς το ύψος του οφειλόμενου ποσού. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, που προβλήθηκε στο Δικαστήριο αυτό δια του εκπροσωπούντος αυτού συνηγόρου, ότι η πράξη της υπεξαιρέσεως, για την οποία κατηγορείται έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η πρόσθετη ως θεματοφύλακα ευθύνη το ασφαλιστικού πράκτορα (άρ. 3 παρ.1 του ΠΔ 298/1986) κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό της και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα, μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής, ως μέρος της κύριας υποχρεώσεως του εντολοδόχου (ΑΠ 492/2003). Επομένως, εφόσον η ευθύνη του είναι σε βαθμό κακουργήματος, πρέπει να απορριφθεί και ο άλλος ισχυρισμός του περί παραγραφής της αξιόποινης πράξης για την οποία κατηγορείται, λόγω του χαρακτήρα της, κατ'αυτόν, ως πλημμελήματος. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο αυτό, αφού δεχθεί ότι ο κατηγορούμενος, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που τα είχαν εμπιστευθεί στον ίδιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου ξένης περιουσίας και συγκεκριμένα το ποσό των 21.436.000 δραχμών ή 62.938,29 Ευρώ, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως (ΠΚ 375 παρ.1 και 2). Στη συνέχεια, μετά και την αναγνώριση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 ε' ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 Ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 και 2 του ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων, με βάση τις πρακτοριακές συμβάσεις, εισέπραττε για λογαριασμό της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας τα ασφάλιστρα, για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που ο ίδιος συνήπτε και ότι είχε υποχρέωση να αποδίδει αυτά σε ορισμένο χρόνο, θεμελιώνεται η έναντι της παθούσας εταιρείας ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου. Η ιδιότητα αυτή, κατά τη νομική της αυτοτέλεια, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο αναιρεσείων ασφαλιστικός πράκτορας, κατά το χρόνο που είχε στην κατοχή του τα ασφάλιστρα, είχε και επιπρόσθετη ευθύνη ως θεματοφύλακας, με άμεση συνέπεια, η διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, να φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα και όχι πλημμεληματικό, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων, επικαλούμενος συγχρόνως και επέλευση του χρόνου παραγραφής, αφού, πλήρως εξειδικεύονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την, χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, παράνομη ιδιοποίηση των ασφαλίστρων από τον αναιρεσείοντα, η ιδιαίτερα μεγάλη αξία αυτών, καθώς και το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, τα ασφάλιστρα τα είχε εμπιστευθεί στον αναιρεσείοντα η δικαιούχος ασφαλιστική εταιρεία, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Κατόπιν αυτών, ο μοναδικός λόγος της ένδικης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 περ.ε' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει η αναίρεση να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 27-10-2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθ.2292/4-10-2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ. Εντολοδόχος - θεματοφύλακας ΚΠΔ 510 παρ. 1 περ. Ε. Απόρριψη αναίρεσης.
Υπεξαίρεση
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 39/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σπυράκο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ’ αριθμ. 14/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.4.2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 765/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 295/ 19.7.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων την νομοτύπως υποβληθείσα από 10-4-2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, περί επαναλήψεως διαδικασίας περατωθείσης αμετακλήτως διά της υπ’ αριθμ. 14/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, εκθέτω τα εξής: Ο αιτών κατεδικάσθη, διά της ανωτέρω αποφάσεως, εις συνολική ποινή καθείρξεως δέκα πέντε ετών και τριών μηνών και συνολική χρηματική ποινή 5.500 ευρώ, διά καλλιέργεια και κατοχή ινδικής καννάβεως και παράνομη κατοχή όπλου, αμετακλήτως, απορριφθείσης της αιτήσεως αναιρέσεως την οποία ήσκησε κατά της ανωτέρω αποφάσεως, διά της υπ’αριθμ. 2263/2005 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Ήδη δε ζητεί, διά της υπό κρίση αιτήσεως, την επανάληψη της διαδικασίας, επικαλούμενος νέα στοιχεία υπέρ της αθωώτητός του, ως και ότι οι εξετασθέντες ως μάρτυρες στο ανωτέρω δικαστήριο, αστυνομικοί, εψεύσθησαν. Προς απόδειξη δε, επικαλείται την από ....., υπ’αριθμ. πρωτ. ....., βεβαίωση του Δημάρχου Ανδρούσας. Επειδή, κατά το άρθρο 525 §1 περιπτ. 2 Κ.Π.Δ., η δι’ αμετακλήτου αποφάσεως περατωθείσα ποινική διαδικασίαεπαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασθέντος δια πλημμέλημα ή κακούργημα, και εάν, μετά την οριστική καταδίκη, απεκαλύφθησαν νέα, άγνωστα τους καταδικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή εν συνδυασμώ προς τις προηγουμένως προσκομισθείσες καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος, ή κατεδικάσθη αδίκως δι έγκλημα βαρύτερο εκείνου το οποίο πράγματι εξετέλεσε. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνα τα οποία ήσαν άγνωστα στο δικαστήριο ώστε να μη δύναται να τα λάβη υπόψη, και στον καταδικασθέντα, ώστε να μη δύναται να τα προβάλη, γιατί αν ήσαν γνωστά έπρεπε να έχουν προβληθή ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Τέτοιες αποδείξεις δύνανται να είναι οποιεσδήποτε, άγνωστες στους εκδόσαντες την καταδικαστική απόφαση δικαστές, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε εν συνδυασμώ προς τα ήδη ληφθέντα υπ’ όψιν αποδεικτικά στοιχεία, καθιστούν πρόδηλο, εις σημείο εγγίζον την βεβαιότητα, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή κατεδικάσθη αδίκως δι’ έγκλημα βαρύτερο εκείνου το οποίο πράγματι ετέλεσε (ΑΠ 1703/05, ΑΠ 446/06, εις ΠΧ/ΝΣΤ/444, 975 αντιστοιχ.). Επίσης, κατά το άρθρ. 525 § § 1 περίπτ. 3 και 2 Κ.Π.Δ., λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας δύνανται να θεμελιώσουν και οι ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων "αν βεβαιωθή ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουμένου" και αν αποδεικνύονται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση διά ψευδορκία, εκτός αν δεν εξεδόθη τέτοια απόφαση επειδή υπήρχαν νόμιμοι λόγοι που εμπόδιζαν την εκδίκαση της υποθέσεως στην ουσία της ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη, περιστατικά που πρέπει να επικαλεσθή ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 612/1989, εις ΠΧ/Μ’/67, ΑΠ 580/1996, εις ΠΧ/ΜΖ’/243, ΑΠ 514/1975, εις ΠΧ/ΚΕ’/843). Στην προκειμένη περίπτωση, εκ των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο αιτών εκηρύχθη ένοχος, με την ως άνω αμετάκλητη απόφαση, διά τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις (κακουργήματα και πλημμέλημα) και επεβλήθησαν σ’αυτόν οι ανωτέρω ποινές, διότι στην θέση "......." του Δ.Δ. ....... του Δήμου Ανδρούσας Μεσσηνίας, την 3-6-2003, α) καλλιέργησε 250 δενδρύλλια ινδικής καννάβεως (χασίς) εντός ειδικά διαμορφωμένου χώρου, περιβαλλομένου από βάτα ύψους δύο περίπου μέτρων, εις εγκαταλελειμμένο αγρόκτημα του Γ1, συνορεύον βορείως με αγρόκτημα που είχε μισθώσει από τον Γ2, β) κατείχε, εντός οικίσκου πλησίον της οικίας του, ινδική κάνναβη (χασίς) βάρους 52 γραμμαρίων, και γ) κατείχε, χωρίς άδεια της αρμοδίας αστυνομικής αρχής, μία κυνηγετική καραμπίνα μάρκας ......., CAL 12 και είκοσι πέντε φυσίγγια κυνηγετικού όπλου. Ο αιτών ισχυρίζεται, ότι με την νεώτερη της ανωτέρω καταδικαστικής αποφάσεως προαναφερομένη βεβαίωση του Δημάρχου Ανδρούσας αποδεικνύεται ότι ουδέποτε αυτός κατείχε αγρό στην αναφερομένη στην ως άνω απόφαση θέση. ‘Όμως, διά της εν λόγω βεβαιώσεως, βεβαιώνεται μόνο ότι ο αιτών "ουδέποτε υπήρξε μόνιμος κάτοικος του Δ.Δ. ......., καθώς και δεν είχε οικία στο ανωτέρω δημοτικό διαμέρισμα". Αλλά τούτο το έγγραφο είναι μεν νέο γεγονός, αφού κατηρτίσθη εις χρόνο μεταγενέστερο (23-5-2006) της αμετακλήτου καταδίκης του αιτούντος, πλην όμως είναι προφανές ότι, υπό το ως άνω περιεχόμενό του, είτε μόνο του, είτε εν συνδυασμώ προς τις προηγουμένως προσκομισθείσες αποδείξεις, δεν καθιστά φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, διά τις οποίες κατεδικάσθη, ούτε ότι αυτός κατεδικάσθη δι’ έγκλημα βαρύτερο εκείνου το οποίο πράγματι ετέλεσε. Ειδικότερα, εκ της επικαλουμένης βεβαιώσεως, δεν καθίσταται βέβαιο ότι ο αιτών δεν είχε υπό την κατοχή του τον χώρο στον οποίο διεπράχθησαν τα ανωτέρω εγκλήματα, διά τα οποία κατεδικάσθη. Σημειωτέον, ότι ούτε με τα υποβληθέντα μετά της υπό κρίση αιτήσεως άλλα έγγραφα, δηλαδή την υπ’ αριθμ. ....... πράξη λύσεως μισθώσεως, το υπ’ αριθμ. ....... έγγραφο της Δ/νσεως Υγείας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Μεσσηνίας και την υπ’ αριθμ. ....... άδεια οικοδομής, επιβεβαιώνεται ο ανωτέρω ισχυρισμός του αιτούντος. Άλλως τε, τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν "νέα" γεγονότα ή αποδείξεις, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αφού δεν ήσαν άγνωστα σ’ αυτόν κατά την δίκη κατά την οποία κατεδικάσθη. Περαιτέρω, εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει αμετάκλητη καταδίκη διά ψευδορκία, εκ της καταθέσεως μάρτυρος, η οποία ελήφθη υπ’ όψη από το δικαστήριο το οποίο κατεδίκασε, ως άνω, τον αιτούντα και ούτε προβάλλεται από αυτόν, ούτε προκύπτει, ότι δεν απηγγέλθη αμετάκλητη απόφαση διά ψευδορκία ένεκα νομίμων λόγων κωλυόντων την κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως ή αναστειλάντων την ποινική δίωξη. Αλλ’ υπό τα δεδομένα αυτά, ο μεν επικαλούμενος από τον αιτούντα λόγος, περί νέων στοιχείων, είναι αβάσιμος, ο δε επικαλούμενος από αυτόν λόγος, περί ψευδομαρτυρίας κατά την δίκη κατά την οποία κατεδικάσθη, ως άνω, είναι απαράδεκτος. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθή ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Να μη ανασταλή δε, κατ’ άρθρ. 529 Κ.Π.Δ., η εκτέλεση της ποινής την οποία αυτός εκτίει, αφού, κατά τ’ανωτέρω, δεν είναι πρόδηλη η αθωώτης του. Για τους λόγους αυτούς- Προτείνω Να μη ανασταλή η εκτέλεση της εκτιομένης υπό του Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, ποινής. Να απορριφθή η από 10-4-2007 αίτηση αυτού, περί επαναλήψεως διαδικασίας περατωθείσης διά της υπ’αριθμ. 14/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Και Να καταδικασθή ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 19 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος, ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες οι οποίες, ασχέτως αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη, δεν υποβλήθηκαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν και οι οποίες μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις συμπληρωματικές, διευκρυνιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ο αιτών επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε αμετακλήτως μετά την έκδοση της υπ’αριθ. 2263/2005 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την ασκηθείσα από τον αιτούντα αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμ. 14/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, με την οποία ο αιτών καταδικάστηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα πέντε (15) ετών και τριών (3) μηνών και συνολική χρηματική ποινή 5.500 ευρώ για καλλιέργεια ινδικής κάνναβης, κατοχή ναρκωτικών ουσιών και παράνομη κατοχή κυνηγετικού όπλου (άρθρα 5 παρ.1 εδαφ. στ’ και ζ’, 19, 22 Ν1729/1987, όπως τα άρθρα 5, 19 και 22 αντικ. αντίστοιχα, με άρθρα 10, 17, και 19 Ν. 2161/1993, και 8 παρ.1 και 5 Ν2168/1993, όπως η παράγραφος 5 του τελευταίου άρθρου αντικ. με το άρθρο 4 του Ν. 2334/1995), για το λόγο ότι, από τα επικαλούμενα νέα έγγραφα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομιστεί ενώπιον του ανωτέρου δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, γίνεται φανερό (όπως διατείνεται), ότι είναι αθώος, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, παραδεκτώς δε εισαγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τα άρθρα 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ, και πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσίαν. Στην προκειμένη περίπτωση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, ως άνω, απόφασης, διαλαμβάνονται για τον αιτούντα τα εξής: "Από τις ενόρκους καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν σε αυτό την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη την διαδικασία αποδείχθηκε ότι στην θέση "......" του Δ. Δ. ....... του Δήμου Ανδρούσης Μεσσηνίας εντός ειδικά διαμορφωμένου χώρου που περιβαλλόταν από βάτα ύψους περίπου δύο μέτρων και βρισκόταν εντός εγκαταλειμμένου αγροκτήματος ιδιοκτησίας Γ1 και το οποίο συνόρευε βορείως με αγρόκτημα που είχε μισθώσει από τον Γ2, ο κατηγορούμενος κατελήφθη να καλλιεργεί στις 3.6.2003 διακόσια πενήντα (250) δενδρύλλια ινδικής κάνναβης (χασίς) τα οποία επεριποιείτο με όλες τις απαραίτητες καλλιεργητικές εργασίες (φύτευση δενδρυλλίων, πότισμα, λίπανση) και γενικώς επέβλεπε και επεριποιείτο ώστε αυτά να αναπτυχθούν σε ύψος από 0,30 εκατοστά μέχρι 1,80 μέτρα. Η μόνη δε πρόσβαση προς τον χώρο της καλλιέργειας των δενδρυλλίων αυτών ήταν μία δίοδος που είχε ανοίξει στην πλευρά των βάτων από το συνορεύον αγρόκτημα που είχε μισθώσει. Επίσης από την ιδία ως άνω διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στις 3.6.2003 κατείχε σε οικίσκο που βρισκόταν πλησίον της οικίας του στην ανωτέρω τοποθεσία και τον οποίον χρησιμοποιούσε ο ίδιος προς αποθήκευση ζωοτροφών ποσότητα ινδικής κάνναβης (χασίς) βάρους 52 γραμμαρίων. Επίσης κατείχε εντός της ανωτέρω οικίας του άνευ της προβλεπόμενης εκ του νόμου αδείας κατοχής μία κυνηγετική καραμπίνα μάρκας ......, ΟΑ!_ 12, με αριθμό ........ και είκοσι πέντε (25) φυσίγγια κυνηγετικού όπλου. Ο κατηγορούμενος καθ’ όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη του στις πράξεις της καλλιέργειας και της κατοχής της ινδικής καννάβεως, ισχυριζόμενος ότι αγνοούσε τόσο την καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως όσο και την εναποθήκευση στον οικίσκο των ναρκωτικών ουσιών. Όμως πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα που θεμελιώνουν την κρίση του Δικαστηρίου στην παραπάνω απόφαση του: Ο κατηγορούμενος στο σημείο που εντοπίσθηκε η φυτεία της ινδικής καννάβεως είχε δική του ιδιοκτησία και είχε νοικιάσει μία σειρά γειτονικά κτήματα όπου έβοσκε καθημερινά εκεί τα πρόβατα του. Τούτο σημαίνει ότι κανείς τρίτος δεν θα αποτολμούσε να περιφέρεται στην περιοχή, αφού η καλλιέργεια της παραπάνω φυτείας απαιτεί σταθερή φροντίδα και σχεδόν καθημερινή παρουσία του καλλιεργητή εντός αυτής (φυτείας), ούτε θα επιθυμούσε να διακινδυνεύσει να γίνει εκ τυχαίου λόγου αντιληπτός καλλιεργώντας (250) δενδρύλλια ινδικής καννάβεως την στιγμή που κάποιο πρόβατο ή σκύλος από αυτά που διέθετε ο κατηγορούμενος θα εύρισκε πέρασμα ανάμεσα στα βάτα, εισερχόταν στην φυτεία και απεκαλύπτετο έτσι η εκτεταμένη παράνομη καλλιέργεια που έκανε. Άλλωστε η οικοδομή του κατηγορουμένου ευρίσκετο σε ευθεία γραμμή 200 περίπου μέτρων από τον χώρο της φυτείας (βλ. καταθέσεις των εξετασθέντων αστυνομικών οργάνων), δηλαδή σε απόσταση που είναι μικρή για ένα άτομο (καλλιεργητή) που εισέρχεται σχεδόν καθημερινά και χάνεται ανάμεσα στα βάτα για μεγάλο χρονικό διάστημα με σκοπό την καλλιέργεια της φυτείας και το οποίο κάποια στιγμή θα μπορούσε να γίνει άθελα του αντιληπτό και η συμπεριφορά του να προκαλέσει την περιέργεια του ιδίου του κατηγορουμένου ή κάποιου των μελών της οικογενείας του με κίνδυνο να αποκαλυφθεί η παράνομη καλλιέργεια. Τούτο σημαίνει ότι κανείς τρίτος δεν θα διακινδύνευε να γίνει αντιληπτός από άτομα που θα μπορούσαν να παρατηρούν τυχαία τον χώρο από το σπίτι τους, ενώ ο ίδιος λόγω θέσεως δεν θα μπορούσε να τα ιδεί. Επίσης άξια αναφοράς είναι τα κατωτέρω στοιχεία, που αποδυναμώνουν την παραπάνω αρνητική θέση του κατηγορουμένου. Κατ’ αρχάς, ο αγωγός από τον οποίον αρδευόταν η παράνομος καλλιέργεια διερχόταν από το μισθωμένο από τον κατηγορούμενο κτήμα, ώστε η συχνή, πυκνή σύνδεση του αγωγού με το λάστιχο το οποίο βρέθηκε στη φυτεία και παρείχε νερό στην παράνομη καλλιέργεια δεν θα μπορούσε να διαφύγει της προσοχής του τακτικά ευρισκόμενου εντός της ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου. Δεύτερον, η δίοδος η άγουσα εντός της φυτείας ήταν ανοιγμένη από το συνορεύον με το μισθωμένο από τον κατηγορούμενο κτήμα, και το οποίο χρησιμοποιούσε αυτός ως βοσκότοπο, ώστε δεν μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κάποιος άγνωστος ήταν ο καλλιεργητής της φυτείας, αφ’ ης στιγμής θα ήταν υποχρεωμένος αυτός ο άγνωστος να είναι εκτεθειμένος στη θέα του κατηγορουμένου και με δεδομένο ότι ο άγνωστος καλλιεργητής μπορούσε να διαμορφώσει είσοδο από κάποιο άλλο σημείο μη εφαπτόμενο του βοσκότοπου και του μισθωτή του, δηλαδή του κατηγορουμένου, πράγμα που λογικά αποκλείεται. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως κατέθεσαν οι εξετασθέντες μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικοί, δεν μπορούσαν να ενεδρεύσουν εντός της φυτείας γιατί όταν θα εισέρχοντο στον χώρο, θα γινόντουσαν αμέσως αντιληπτοί από τους σκύλους του κατηγορουμένου, οι οποίοι και θα τους επιτίθεντο ως ανεπιθύμητων ξένων, εκ τούτου δε του σημείου γεννιέται η εύλογος απορία γιατί να διακινδυνεύσει ο άγνωστος κατά τον κατηγορούμενο καλλιεργητής της φυτείας να εκτίθεται στο κίνδυνο να αποκαλυφθεί ο ίδιος και η παράνομη φυτεία του από τους σκύλους του κατηγορουμένου, εκ των οποίων το ένα είναι τουλάχιστον ιδιαίτερα επικίνδυνης ράτσας σκύλος (πιτ μπουλ), όταν λόγω της συχνότητας των επισκέψεων του στον χώρο της φυτείας θα συνέπιπτε να φέρει ο κατηγορούμενος εκεί τα ζώα του για βοσκή. Πρέπει δε να σημειωθεί και το γεγονός, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου ενέχει ιδιαίτερη σημασία, ότι τα κτήματα στην περιοχή βρίσκονται ουσιαστικά υπό εγκατάλειψη (όπως τούτο τόνισαν οι εξετασθέντες μάρτυρες) και τα χρησιμοποιεί κατ’ αποκλειστικότητα ο κατηγορούμενος σαν βοσκοτόπια, πλην του γειτονικού της παράνομης φυτείας ελαιοπεριβόλου του Ζ1, ο οποίος επισκέπτεται το κτήμα του μόνο για τις λίγες εργασίες που απαιτεί η καλλιέργεια των ελαιών. Όταν λοιπόν λόγω ισχυρού ανέμου μία εκ των ελιών του Ζ1 κατέπεσε επάνω στα βάτα, που περιέβαλαν την παράνομη φυτεία, ο κατηγορούμενος Χ1 απέτρεψε αυτόν να απομακρύνει τον κορμό της ελιάς, επιθυμώντας να μην εμπλακεί ξένος στην διαδικασία αυτή, ισχυρισθείς προς αυτόν ότι θα έπραττε τούτο μόνος του, δηλαδή την απομάκρυνση της πεσμένης ελιάς, χωρίς την παρέμβαση ούτε του ιδίου του παραπάνω ιδιοκτήτη της. Χαρακτηριστικά ο ίδιος ο μάρτυρας Ζ1, που όπως αναφέρθηκε, συνορεύει με το χώρο της φυτείας και το καλλιεργούσε (το μοναδικό καλλιεργούμενο δίπλα στην φυτεία, τα λοιπά τα χρησιμοποιούσε για βοσκοτόπια ο πρώτος κατηγορούμενος), κατέθεσε ότι όταν τον έβλεπε να πηγαίνει στο κτήμα του ο κατηγορούμενος πήγαινε πάντα κοντά του, σαν να ήθελε να κρύψει κάτι ή να μη δει αυτός κάτι, πράγμα, που συνέβαινε τον τελευταίο χρόνο και όχι παλιότερα, (βλ. κατάθεση αυτού σε συνδυασμό με κατάθεση του ιδίου στο πρωτόδικο δικαστήριο) και του είχε κάνει εντύπωση, καθώς εντύπωση του έκανε και το ότι, όταν ήθελε να βάλει φωτιά να κάψει κάποια κλαριά δίπλα στην βατουριά, που ήταν η καλλιέργεια, τον απέτρεψε λέγοντάς του "άσε μη βάλεις και πάρουν φωτιά τα βάτα και φεύγουν από δω τα πρόβατα". Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι τον οικίσκο που ανερεύθησαν τα (52) γραμμάρια ινδικής καννάβεως τον μεταχειριζόταν ο κατηγορούμενος ως αχυρώνα για τα ζώα του, εξ ου και τα ευρεθέντα δέματα με σανό, πράγμα που δημιουργεί την βεβαιότητα για την ενοχή του κατηγορουμένου στην πράξη αυτήν, δεδομένου ότι κανείς άλλος δεν θα πήγαινε σε ξένο χώρο να αποθηκεύσει ναρκωτικά, αφού οιανδήποτε στιγμή θα μπορούσε να βρεθούν αυτά από τον οποιονδήποτε μετακινούσε τυχαία τα δέματα αυτά, ούτε άλλωστε θα ήταν εύκολο ένας τρίτος να επισκέπτεται ανενόχλητος τον χώρο αυτόν χωρίς τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί η αποθήκευση των ναρκωτικών. Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έλεγχε όλο τον γύρω χώρο της φυτείας, διότι γύρω ήταν τα βοσκοτόπια του αλλά και απέναντι (στα 200 μέτρα) το σπίτι του και ο ίδιος ήταν σε συνεχή φύλαξη του χώρου προσωπική και με τα σκυλιά του και δεν ήταν εύκολο να πλησιάσει κανείς ούτε στο χώρο του ούτε και στην φυτεία. Η δε αποθήκη ήταν δική του και συνεχώς την ήλεγχε όπως και την φυτεία και δεν είχε εγκαταλειφθεί, αφού η σύζυγος του, όταν έγινε η έρευνα από την αστυνομία και ρωτήθηκε παραδέχτηκε ότι ήταν δική τους και ότι εκεί έβαλαν δικό τους σανό (βλ. κατάθεση μάρτυρα αστυνομικού ........). Συνεπώς ήταν αδύνατον τρίτος, πλην του κατηγορουμένου, να είχε καλλιεργήσει στο χώρο εκείνο τα πιο πάνω δενδρύλλια και να είχε βάλει και στην αποθήκη του την παραπάνω ποσότητα. Επομένως θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος των ανωτέρω πράξεων, όπως ειδικότερα αναλύεται στο διατακτικό". Ο αιτών ως "νέες αποδείξεις" επικαλείται και προσκομίζει α) την υπ’ αριθμ......... βεβαίωση του Δημάρχου Ανδρούσας, από την οποία προκύπτει ότι ο αιτών ουδέποτε υπήρξε μόνιμος κάτοικος Δ.Δ. ........, καθώς και ότι δεν είχε οικία στο ανωτέρω δημοτικό διαμέρισμα β) υπ’ αριθμ......... πράξη της Συμβολαιογράφου Παμμίσου Ανθούλας Δημητρίου Κόλλια-Αργυροπούλου από την οποία προκύπτει ότι λύθηκε η σύμβαση δυνάμει της οποίας ο αιτών είχε μισθώσει αγροτικό ακίνητο κείμενο στη θέση "........" της Κοινότητας Αμφιθέας Μεσσηνίας του τέως Δήμου Εύας και γ) υπ’ αριθμ. ......... έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας και Διεύθυνση Υγείας, από το οποίο προκύπτει ότι ο αιτών διατηρεί στο Δημοτικό Διαμέρισμα ....... του Δήμου Μεσσηνίας ποιμνιοστάσιο χωρίς άδεια λειτουργίας και ότι ο χώρος αυτού είναι "ακάθαρτος" με αποτέλεσμα να δημιουργείται δυσοσμία. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση, ο μάρτυρας ......... αστυνομικός αναφέρει στην ένορκη κατάθεσή του ότι "Πληροφορίες που είχαν περιέλθει στην υπηρεσία μας στο Αστ. Τμήμα Μεσσήνης ανέφεραν ότι ο κατηγορούμενος καλλιεργούσε δενδρύλλια ινδικής κάνναβης σε σημείο που είχε χρησιμοποιούσε σαν βοσκοτόπια. Στις 2 προς 3 Ιουνίου ανακαλύφθηκαν μέσα σε βατουριά 250 δενδρύλλια. Τα δενδρύλλια ποτιζόντουσαν με λάστιχο που έφερνε νερό από αγωγό. Μέσα στην φυτεία βρέθηκε ένα πλαστικό βαρέλι που χρησιμοποιούσε για το πότισμα. Η φυτεία περιβαλλόταν γύρω - γύρω με βάτα που είχαν ύψος δύο μέτρα. Η φυτεία ήταν αθέατη, εντοπίστηκε από κάποιο σημείο στο οποίο είχαν χαμηλώσει τα βάτα γιατί είχε πέσει επάνω τους μια ελιά. Το σπίτι του κατηγορουμένου βρίσκεται απέναντι από την φυτεία σε μια απόσταση 200 μέτρων. Παραδέχθηκε ότι τα χτήματα τα είχε νοικιάσει, εκτός από το χτήμα του Ζ1. Το συγκεκριμένο σημείο που ήταν η φυτεία δεν το είχε νοικιάσει. Ήταν κάποια χτήματα, τα οποία ήταν εγκαταλειμμένα και στα οποία έβοσκε τα πρόβατα του, χωρίς να τον εμποδίζει κανείς. Όλος ο χώρος ανοικτός και εκεί έβοσκε τα πρόβατα του. Τα χτήματα από το σπίτι του τα χωρίζει ο δημόσιος δρόμος. Μπροστά από το σπίτι του υπάρχει μια "ξελώτσα" μια αποθήκη, που την χρησιμοποιούν οι ίδιοι. Εκεί έβαζε τα πρόβατα του. Κάτω από δεμάτια με χορτάρι βρέθηκαν σε μπλε σακκούλες 50 γραμμ. χασίς και σπόροι. Η γυναίκα του μας είπε ότι τα δέματα με το σανό είναι δικά τους και τα έχουν για τα ζώα τους. Το καλύβι αυτό απέχει πέντε μέτρα από την μάνδρα του σπιτιού τους και, αν και βρίσκεται εκτός, είναι μπροστά στο σπίτι τους. Ο κατηγορούμενος έλεγχε την περιοχή και δεν άφηνε να πλησιάσει κανείς. Ο Ζ1, που έχει ιδιοκτησία, πήγε να κόψει κάποια ελιά που είχε πέσει και ο κατηγορούμενος του είπε "άσε θα την κόψω εγώ και θα πάρω τα ξύλα". Η φυτεία βρέθηκε στο χτήμα του Γ1, ο οποίος όμως έχει εγκαταλείψει το χτήμα του, που είναι λιγότερο από στρέμμα. Έχει πάψει να το καλλιεργεί από δεκαπέντε χρόνια. Δύο ελιές είχαν πέσει επάνω στα βάτα, η μία από την βόρεια πλευρά που βρίσκεται η ιδιοκτησία του Ζ1. Εμείς μπορέσαμε να την δούμε από το άλλο σημείο. Δεν ήταν εύκολη η παρακολούθηση της φυτείας, δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε. Ο κατηγορούμενος έχει 2-3 σκυλιά, το ένα είναι πτι-μπουλ. Όταν ο κατηγορούμενος θα έφερνε τα πρόβατα, αν περιμέναμε μέσα στην φυτεία, τα σκυλιά θα μας μύριζαν και θα μας γαύγιζαν. Δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε και να την φυλάξουμε. Ο Ζ1 μας είπε ότι πήγε να σηκώσει τις ελιές που του έριξε ο αέρας και ο κατηγορούμενος δεν τον άφησε να σηκώσει την ελιά που ήταν επάνω στα βάτα. Μέσα στην φυτεία βρέθηκαν αποξηραμένοι κορμοί δενδρυλλίων, που έδειχνε ότι είχε γίνει και στο παρελθόν καλλιέργεια ινδικής καννάβεως. Η φυτεία είχε είσοδο από τρύπα ανάμεσα στα βάτα, η οποία βρισκόταν σε ευθεία γραμμή με το σπίτι του, που βρισκόταν σε απόσταση 200 μέτρων. Ο κατηγορούμενος από τον δεύτερο όροφο του σπιτιού του μπορούσε να ελέγχει ποιος πλησιάζει. Δεν παρακολουθήσαμε, ούτε φυλάξαμε την φυτεία, απλώς την εντοπίσαμε. Ήταν τα σκυλιά που δεν μας επέτρεπαν να πλησιάσουμε στην περιοχή γιατί θα γινόμαστε αντιληπτοί. Δεν θυμάμαι ίσως ήταν 3 ή 4 τα σκυλιά. Μάθαμε ότι τα χτήματα είναι νοικιασμένα από τον κατηγορούμενο και δεν μπαίνει κανείς άλλος εκεί. Ψάξαμε στην περιοχή, πήγαμε την νύκτα στις 3,00’ η ώρα. Είδαμε το εκκλησάκι, είδαμε την περιοχή, διαπιστώσαμε ότι δεν μπορούσε να φυλαχθεί. Δεν μπορούσαμε να μπούμε ούτε στο αυλάκι, ούτε να φυλάξουμε στις μουριές του .......... Ερευνήσαμε την βατουριόνα εξωτερικά. Δεν μπορούσαμε να ιδούμε τίποτα μέχρι που είδαμε τα φυτά από το σημείο που είχαν καθίσει τα βάτα. Εκείνη την ώρα δεν μπήκαμε μέσα, μπήκαμε την άλλη ημέρα. Δυσκολευτήκαμε να εντοπίσουμε την είσοδο της. Ο κατηγορούμενος έμενε στο σπίτι, για να μπούμε μας άνοιξαν την πόρτα με τηλεχειριστήριο. Υπήρχε αγωγός που έφερνε νερό από μία γεώτρηση. Το λάστιχο ερχόταν από ΒΔ διεύθυνση. Αποτυπώματα δεν βρήκαμε, ούτε στις σακκούλες με το χασίς. Η είσοδος της φυτείας βρισκόταν στο βόρειο σημείο της. Δεν είδαμε τον κατηγορούμενο να μπαίνει στην φυτεία. Όταν συνελήφθη δεν είπε τίποτα, Ο Ζ1 είναι γείτονας ένα χαντάκι τους χωρίζει. Ο κατηγορούμενος έλεγχε τον χώρο. Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος να κάνει καλλιέργεια σε εκείνο το σημείο γιατί θα πήγαινε μόνο βράδυ και θα ήταν υποχρεωμένος να ανάψει κάποιο φως που θα φαινόταν από το σπίτι του κατηγορουμένου."... Επίσης ο μάρτυρας ........ αρχιφύλακας που εξετάστηκε στο ακροατήριο του ιδίου δικαστηρίου κατέθεσε ότι "Πληροφορίες της υπηρεσίας μας έλεγαν ότι ο κατηγορούμενος καλλιεργεί ινδική κάνναβη και ότι ο γυιός του την διακινεί. Στις 2 προς 3 Ιουνίου 2003 εντοπίσαμε το σημείο που είχαν φυτέψει τα δενδρύλλια, είχε πέσει μία ελιά επάνω στην βατουριά και είχαν χαμηλώσει τα βάτα. Η έρευνα έγινε νύκτα, ξεκινήσαμε από τις 3,00" η ώρα και πρέπει να την εντοπίσαμε στις 4 με 5 η ώρα το πρωΐ. Μπορεί εκείνη την ώρα να είχε χαράξει. Το σπίτι του κατηγορουμένου βρίσκεται στα 200 μ. βορείως της φυτείας και η είσοδος του είναι επάνω στον δρόμο. Το σπίτι είναι ημιτελές αλλά κατοικείται. Η φυτεία δεν μπορούσε να φυλαχτεί. Ο κατηγορούμενος έχει 3-4 σκυλιά, τα οποία ακολουθούν τα πρόβατα, όταν θα έφερνε τα πρόβατα τα σκυλιά αμέσως θα μας αντιλαμβανόντουσαν και θα ερχόντουσαν επάνω μας. Ο κατηγορούμενος έμενε στο σπίτι που έφτιαχνε, δίπλα έβαζε τα πρόβατα του. Στην έρευνα που έγινε βρέθηκε στην αποθήκη που χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος δίπλα στο σπίτι του, και κάτω από δεμάτια με σανό μέσα σε μπλε νάϋλον σακκούλα 50 γραμμ. χασίς. Εκείνη την ώρα δεν ήταν παρών ο κατηγορούμενος, φωνάξαμε όμως την γυναίκα του και η έρευνα έγινε παρουσία της. Η γυναίκα του παραδέχθηκε ότι τα δέματα με το σανό ήταν δικά τους και τα είχαν βάλει εκεί για τα ζώα τους. Ο χώρος είχε εγκαταλειφθεί και αυτός χρησιμοποιούσε την αποθήκη να βάζει χορτάρι για τα ζώα του. Είχε ξερό χορτάρι για τα πρόβατα του. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι η αποθήκη την χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος και η οποία βρισκόταν στην πραγματικότητα στο προαύλιο του σπιτιού του. Ο κατηγορούμενος έβοσκε τα πρόβατα στην περιοχή. Κάποια από τα χτήματα είναι δικά του και κάποια τα είχε νοικιάσει για το χορτάρι τους. Έχει νοικιασμένα χτήματα αριστερά και δεξιά του δρόμου. Χτυπήσαμε στο σπίτι που φτιαχνόταν και βρισκόταν απέναντι από την φυτεία και κάποιος μας άνοιξε, δεν ξέρω ποιος μας άνοιξε. Κατοικούσαν στο σπίτι, αν και είχαν και άλλο σπίτι στο χωριό στην ........ Εμείς τον βρήκαμε στο σπίτι απέναντι από την φυτεία. Τους σταύλους των προβάτων του για τον χειμώνα, τους έχει ένα χιλιόμετρο μακριά, είναι ένα κτίσμα με τσιμεντόλιθους και ελενίτ. Εγώ προσπάθησα να ξεχώσω τον αγωγό, έσκαψα κάπου δέκα μέτρα, αλλά δεν ήταν εύκολο, στο τέλος έσπασε η αξίνα. Δεν ξέρω από πού ερχόταν ο αγωγός, ίσως να ερχόταν από το σπίτι του. Το βαρέλι που είχε στην φυτεία δεν το είχε για πότισμα, το είχε για να λιώνει λιπάσματα ή φάρμακα. Η φυτεία φαινόταν ότι ποτιζόταν με λάστιχο που έμπαινε από το μέρος που βρισκόταν η ιδιοκτησία του Ζ1. Ο αγωγός περνούσε από το χτήμα και από εκεί συνδεόταν λάστιχο που το έβαζαν στην φυτεία και πότιζαν. Το σημείο που ήταν βατουριά και μέσα της ήταν η φυτεία είναι μέρος του χτήματος του Γ1, ο οποίος όμως έχει αφήσει από πολλά χρόνια το χτήμα του εγκαταλελειμμένο". Από το περιεχόμενο των παραπάνω καταθέσεων, που δεν προκύπτει ότι είναι ψευδείς καθόσον ο αιτών δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει αμετάκλητη για αυτό δικαστική απόφαση, συνάγεται ότι δράστης των ως άνω πράξεων καλλιέργειας ινδικής κάνναβης, κατοχής ναρκωτικών ουσιών και παράνομης κατοχής κυνηγετικού όπλου, που τελέσθηκαν στην θέση ".........." του Δ.Δ. ....... του Δήμου Ανδρούσας Μεσσηνίας την 3-6-2003, ήταν ο αιτών Χ1. Οι άλλες αιτιάσεις της υπό κρίση αίτησης, που επιδιώκουν τον από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, οι επικαλούμενες από τον αιτούντα νέες αποδείξεις, τόσο από μόνες τους όσο και σε συνδυασμό προς τις ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας προσκομισθείσες, με βάση τις οποίες τούτο έκρινε, ότι ο αιτών τέλεσε τις προαναφερόμενες πράξεις καλλιέργειας ινδικής κάνναβης, κατοχής ναρκωτικών ουσιών και παράνομης κατοχής κυνηγετικού όπλου, δεν καθιστούν φανερό σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι ο Χ1 είναι αθώος των πράξεων αυτών, για τις οποίες καταδικάσθηκε αμετακλήτως και επομένως η κρινόμενη αίτησή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-4-2007 αίτηση του Χ1, για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ’ αριθ. 14/2005 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη της διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων και νέων αποδείξεων επί επαναλήψεως διαδικασίας. Απορρίπτεται η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας κατά αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως για καλλιέργεια ινδικής κάνναβης κ.λ.π., γιατί από τις νέες αποδείξεις των οποίων γίνεται επίκληση δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών ήταν αθώος.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 27/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 455/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1518/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγων αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της, ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 2/2002, Ολ. ΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της απόφασης. Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναίρεσης στο μέτρο που με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, αφού αυτός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιοριστικώς αναφερόμενων στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ λόγων αναίρεσης κατά αποφάσεων. Εξάλλου, η αίτηση αναίρεσης που δεν περιέχει λόγους, ή περιέχει λόγους ασαφείς και αόριστους, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ. την ύπαρξη παραδεκτού λόγου αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 2/2002). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων άσκησε την από 14-9-2006 έκθεση (αίτηση) αναιρέσεως ενώπιον του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Κομοτηνής κατά της 455/4.4.2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για προώθηση αλλοδαπών που δεν έχουν δΙΚαίωμα εισόδου στο εσωτερικό της Χώρας (άρθρο 33 § 1 Ν. 1975/1991). Στην παραπάνω έκθεση αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό 455/2006 αποφάσεως του Τριμλούς Εφετείου Θράκης, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για προώθηση αλλοδαπών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο εσωτερικό της Χώρας, για όσους άλλους λόγους επιφυλάσσεται να επικαλεστεί προσθέτως, αλλά και για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους: 'Ητοι Α. Διότι από την όλη πολιτεία και προσωπικότητά μου, για την οποία ελάχιστα αναφέρω, το αντίθετο συνάγεται: Καμία εγκληματική διάθεση δεν με διακρίνει, έχω οικογένεια και παιδί. Εργάζομαι ως εργάτης για να τους συντηρήσω. Δια της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, κηρύχθηκα ένοχος των ανωτέρω κατηγοριών και μου επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών. Β. Διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται της κατά το Σύνταγμα επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού στο σκεπτικό αυτής άγεται κατά τρόπο λίαν αόριστο και αναιτιολόγητο στο συμπέρασμα ότι εγώ διέπραξα τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούμαι σε τετελεσμένη μορφή. Πιο συγκεκριμένα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα δεν αποδέχτηκε ότι η εγκληματική μου δραστηριότητα συνίστατο σε απόπειρα του εγκλήματος της προώθησης αλλοδαπών στο εσωτερικό της Χώρας κι όχι σε τετελεσμένη μορφή της εν λόγω άδικης πράξης, καθώς δεν πληρούνται όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, αφού δεν αναφέρει τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί ως αόριστες και αναιτιολόγητες, ο ισχυρισμός του δε ότι η αναιρεσειομένη εσφαλμένα δεν αποδέχτηκε το ότι η εγκληματική δραστηριότητα του συνίστατο σε απόπειρα της πράξεως και όχι σε τετελεσμένο έγκλημα, πέραν της αοριστίας του, είναι απορριπτέος και ως μη νόμιμος, αφού αυτός (ισχυρισμός) αναφέρεται στην κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-9-2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της 455/4.4.2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 26/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 43/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 513/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 354/2.10.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 2/16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου χ1, κατά του υπ'αριθ. 43/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το υπ'αριθμ. 429/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο χ1 και τον μη ασκήσαντα αναίρεση κατηγορούμενο χ2, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ( ο αναιρεσείων χ1) και της ηθικής σ'αυτήν αυτουργίας (ο κατηγορούμενος χ2). Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς αναιρεσείων κατηγορούμενος χ1 άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 43/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 8-2-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 16-2-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιώς, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 2/16-2-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικώς οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) η υπέρβαση εξουσίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 277 ΠΚ όποιος με πρόθεση προκαλεί βύθιση ή προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β'επήλθε ο θάνατος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της προκλήσεως ναυαγίου απαιτείται αντικειμενικά η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη τούτου κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή προσάραξή του πρόκληση δυνατότητας κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο. Υποκειμενικώς απαιτείται πρόθεση (και υπό την μορφή του ενδεχομένου δόλου), που ενέχει τη γνώση ότι από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ανθρώπου και τη θέληση της βυθίσεως ή της προσαράξεως του πλοίου. Επομένως ο δόλος πρέπει να καλύπτει τόσο την πρόκληση ναυαγίου, όσο και τον κοινό κίνδυνο που μπορεί να προκύψει σε ξένα πράγματα και ανθρώπους. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος αυτού μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δηλαδή και ο πλοιοκτήτης ή μέλος του πληρώματος ή και τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοίου ευρισκόμενο. Η βύθιση ή η προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σχετικής ενέργειας ή παραλείψεως και της επελθούσας βυθίσεως ή προσαράξεως του πλοίου (ΑΠ 1553/2006, ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 500/2003). 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ'29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ1 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135, ΑΠ 1364/2006). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παράβαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος , που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, τα ουσιώδη έγγραφα, πλην της προσκομισθείσας τηλεοπτικής μαγνητοσκοπεισθείσας μαγνητοταινίας, η οποία δεν αποτελεί δημόσια πράξη ούτως ώστε να δύναται να ληφθεί υπόψιν, αλλά μαγνητοσκόπηση ιδιωτικής συνομιλίας, ανεξαρτήτως του αληθούς η μη του περιεχομένου της, τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, τα υπομνήματα του νυν εκκαλούντος και το υπόμνημά του που ενσωματώνεται στην παρούσα έφεσή του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι συνταξιούχος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Στο Λιμενικό Σώμα υπηρέτησε ως βατραχάνθρωπος στην ειδική μονάδα βατραχανθρώπων επί σειρά ετών και έχει πολλές γνώσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες. Τις γνώσεις του "περί τα εκρηκτικά" τις αποκόμισε κυρίως από την στρατιωτική του θητεία στην μονάδα υποβρυχίων καταστροφών (ΟΥΚ). Με τον κατηγορούμενο χ3, που απεβίωσε στις 11-3-2001 συνεπεία εγκληματικής ενέργειας σε βάρος του (πυροβολήθηκε εξ επαφής από πυροβόλο όπλο) τους συνέδεε γνωριμία και φιλική σχέση γιατί και αυτός (ο αποβιώσας) είχε υπηρετήσει την θητεία του στα ΟΥΚ και είχε τελειώσει την σχολή βατραχανθρώπων. Και οι δύο (ο εκκαλών και ο αποβιώσας) ανήκαν στον σύλλογο βατραχανθρώπων. Στον σύλλογο αυτό ανήκαν άτομα που είχαν εκπληρώσει την στρατιωτική τους θητεία στην ως άνω μονάδα, είχαν υποστεί πολύ σκληρή εκπαίδευση, και είχαν άριστες γνώσεις σχετικά με τις εκρηκτικές ύλες. Ο φερόμενος ως ηθικός αυτουργός στην παρούσα υπόθεση και μη εκκαλών χ2, είναι επιχειρηματίας, ασχολούμενος κυρίως με το εμπόριο των αυτοκινήτων, έχει φιλία και οικογενειακές σχέσεις με τον εκκαλούντα, και οι δύο έχουν και άλλες εκκρεμότητες με την Δικαιοσύνη. Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει ως εξής: Στις 9-3-1997 (ημέρα Κυριακή) στην περιοχή ".........." του Λιμένα ......... σημειώθηκε έκρηξη ανάμεσα στα Δ/Ξ Μ/S "........." Νηολ. Χαλκίδας ..... και "'......." Νηολ. Πειραιά ...... τα οποία ευρίσκοντο πλαγιοδετημένα, με αποτέλεσμα την δημιουργία ρηγμάτων, την εισροή υδάτων και την επικάθησή τους στο βυθό (ημιβύθιση). Το Δ/Ξ "........" ήταν κενό φορτίου και εκτελούσε επισκευές ενώ το Δ/Ξ "'........" ήταν έμφορτο πετρελαίου 75010 lit Diesel + Fl oil 460656 Μ/Τ (κίνησης πλοίων). Και τα δύο πλοία ανήκαν στον πλοιοκτήτη Γ1 και ήταν ανασφάλιστα. Συνεπεία της εκρήξεως το μεν πλοίο "........" ημιβυθίστηκε με προοδευτική αυξανόμενη κλίση προς τα αριστερά, το δε "'........." επικάθησε στον πυθμένα του λιμένα ..........., το βάθος του οποίου στο εν λόγω σημείο ήταν και είναι περί τα έξι (6) μέτρα. Ειδικότερα από την εξέταση των ρηγμάτων που υπέστησαν τα πλοία προέκυψε ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί επάνω στο εξωτερικό κέλυφος των ισάλων του Δ/Ξ "..........". Το εκρηκτικό κύμα πέρασε στο εσωτερικό του πλοίου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί συνεχόμενο ρήγμα στην ΑΡ Νο6 δεξαμενή φορτίου και στο μηχανοστάσιο μήκους 1,20 μέτρων Χ 0,8 και στην συνέχεια επειδή συνάντησε εγκάρσια στεγανή φρακτή, διαχωρίστηκε ακολουθώντας δύο διαφορετικές διαδρομές, που κατέληγαν και οι δύο στο μηχανοστάσιο. Επίσης προκάλεσε μεγάλη παραμόρφωση των χαλύβδινων ελασμάτων του πλοίου στο σημείο της έκρηξης, καθώς και παραμόρφωση-ρήγμα διαστάσεων 2,40m Χ 5 cm στο Δ/Ξ "'.........". Ο φύλακας των πλοίων Β1 που τη στιγμή της έκρηξης βρισκόταν στον μώλο, άκουσε ένα ξερό κρότο πολύ δυνατό σαν να είχαν πέσει σίδερα από κάποιο γερανό, τρομοκρατήθηκε τρομερά και άρχισε να τρέχει για να σωθεί, αλλά και για να ειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη των πλοίων Γ1 με τηλεφωνική επικοινωνία, για την καταστροφή που είχαν υποστεί τα πλοία του συνεπεία της εκρήξεως. Όπως καταθέτει χαρακτηριστικά στην από 12-3-1997 ένορκη μαρτυρική κατάθεσή του ο ανωτέρω μάρτυρας ενώπιον των αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, που επελήφθησαν εν συνεχεία της υποθέσεως, "επειδή τρομοκρατήθηκα πολύ και έτρεξα κιόλας για να γρηγορεύσω, κόντεψα να μείνω από την καρδιά μου". 'Όπως φαίνεται από την από ...... έκθεση αυτοψίας επί των ανωτέρω βυθισθέντων πλοίων των αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος Ε1 και Ε2, η οποία επισυνάπτεται και επιβεβαιώνεται από την υπ'αριθμ. πρωτ. ......... υποβλητική αναφορά του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ακόμη και από την υπ'αριθμ. ..... έκθεση του Γ' Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων του ΓΕΝ, αλλά και από την από ...... εγχειρισθείσα πραγματογνωμοσύνη επί των ανωτέρω πλοίων, την οποία διενήργησαν κατόπιν διορισμού τους από την Λιμενική προανακριτική αρχή, οι ........., Διπλωματούχος Ναυπηγός-Μηχανολόγος και .......... Ανθυπασπιστής Λ.Σ, η ανωτέρω βύθιση έγινε μετά από μελετημένη επιχειρησιακή υποθαλάσσια ενέργεια από έμπειρα πρόσωπα, τα οποία, κινούμενα καταδυτικώς και υποβρυχίως και μη γενόμενα ωσαύτως αντιληπτά, επικόλλησαν εξωτερικώς επί των ελασμάτων των υφάλων του Δ/Ξ ".........." εκρητική ύλη, πιθανότατα λόγω της ισχύος της στρατιωτικού υλικού ΤΝΤ ή C4. Η εκρηκτική ύλη αυτή ήταν προσεκτικά επιλεγμένη και προμελετημένη για την πρόκληση της μέγιστης δυνατής κατακλίσεως του ανωτέρω πλοίου με προφανή στόχο την ολοκληρωτική βύθισή του, (βλ. όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα και την πραγματογνωμοσύνη .........-........... στη σελίδα 6η). 'Όλα τα ανωτέρω ήτοι η ύπαρξη εκρήξεως ένεκα εκρηκτικού μηχανισμού, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από τα πλοία στη γύρω περιοχή, όπως π.χ. στον φύλακα Β1, αλλά και σε άλλους που πιθανόν να ευρίσκοντο πέριξ των πλοίων, παρά την απουσία πληρώματος στα πλοία αυτά, δεν αναιρούνται από την υπ'αριθμ. .......... έκθεση εργαστηριακής εξετάσεως της Δ/νσεως Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, η οποία αναφέρει ότι επί των υπολειμμάτων δεν ανιχνεύθηκαν υπολείμματα εκρηκτικής ύλης, και τούτο διότι η ως άνω έκθεση αποφαίνεται βάσει μόνο των πειστηρίων που εστάλησαν εκεί από τις λιμενικές αρχές και όχι επί πλειόνων αντικειμένων των ανωτέρω πλοίων (βλ. και τις σχετικές φωτογραφίες των πλοίων). 'Αλλωστε από την ίδια έκθεση δεν αποκλείεται η ύπαρξη εκρηκτικού μηχανισμού (βλ. την παράγραφο με την εξής παρατήρηση: " δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε για το είδος του τυχόν χρησιμοποιηθέντος εκρηκτικού μηχανισμού). Είναι απολύτως βέβαιο ότι πρόκειται για "δολιοφθορά" επί των δύο πλοίων με τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού που εξερράγη προγραμματισμένα και προκάλεσε την κλίση επ' αριστερών στο πλοίο "......." και την επικάθηση στον πυθμένα του Λιμένος ...... στο πλοίο "'.........", είναι δε πασιφανές ότι από την ενέργεια αυτή μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο και άλλον εκτός από τον προαναφερθέντα φύλακα που, ως προελέχθη, κινδύνευσε να πεθάνει από ανακοπή καρδιάς από τον τρόμο του. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι το δεξαμενόπλοιο "'........" ήταν έμφορτο πετρελαίου που σε περίπτωση αναφλέξεώς του οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες για τους ανθρώπους, αλλά και τα αντικείμενα της περιοχής του λιμένος ......... Αυτή η δυνατότητα της πρόκλησης κινδύνου σε ένα πολυσύχναστο λιμάνι σαν το λιμάνι του ....... -έστω και ημέρα Κυριακή- σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Κινδύνευσαν άνθρωποι που πιθανότατα ευρίσκοντο στην περιοχή την στιγμή της εκρήξεως και οι δράστες που τοποθέτησαν τον εκρηκτικό μηχανισμό στα ύφαλα του πλοίου το γνώριζαν και το αποδέχθηκαν. Μετά ταύτα και την διαβίβαση της σχετικής δικογραφίας από τις Λιμενικές Αρχές στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά ασκήθηκε ποινική δίωξη για πρόκληση ναυαγίου από πρόθεση από κοινού, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο (1,14,26 παρ. 1α 27 § 2 45, 277 στοιχ. β' Π.Κ.) κατ'αγνώστων δραστών και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης, η οποία ανατέθηκε στην ΣΤ' τακτική ανακρίτρια Πειραιά. Μετά την διενέργεια της κυρίας ανάκρισης η ΣΤ'Ανακρίτρια με την υπ αριθμ. 343/23-12-98 σημείωσή της περαίωσε την ανακριτική δικογραφία χωρίς να καταστεί δυνατή η ανεύρεση των αγνώστων δραστών, ενώ στις 9-2-99 η ως άνω υπόθεση με εισαγγελική παραγγελία τέθηκε στο αρχείο αγνώστων δραστών. Μετά την πάροδο σημαντικού χρόνου και δη στις 10-2-2004 κατά την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε δυνάμει της υπ'αριθμ. ΔΟ2/2204 Εισαγγελικής παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών από την ανακρίτρια του 11ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για τις πράξεις της εγκληματικής οργάνωσης, ανθρωποκτονίας από πρόθεση, εκβιάσεως σε βαθμό κακουργήματος κλπ με 42 κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνοντο και οι Χ1 και Χ2 εξετάσθηκε ενόρκως ο μάρτυρας Ζ1 ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι τα δυο βυθισθέντα πλοία ΔΧ "......." και ΔΧ "........." βυθίστηκαν από τους Χ1 και Χ3 ύστερα από προτροπή του Χ2. Η ως άνω ανακριτική ένορκη μαρτυρική κατάθεση διαβιβάσθηκε στις 2-3-2004 από την 11η ανακρίτρια Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2680/15-3-2004 έγγραφό της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με αποτέλεσμα η υπ'αριθ. ΑΒΜ Β 98/511 ανακριτική δικογραφία να ανασυρθεί από το αρχείο και να δοθεί η από 21-4-2004 εισαγγελική παραγγελία προς τον ΣΤ' ανακριτή για την διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης. Κατά την συμπληρωματική κυρία ανάκριση εξετάσθηκε εκ νέου από τον ΣΤ Ανακριτή Πειραιά ο μάρτυρας Ζ1 στις 22-12-2004 και στην νέα του κατάθεση επιβεβαίωσε όλα όσα είχε καταθέσει στις 10-2-2004 στην 11η Ανακρίτρια Αθηνών, αναφέροντας περισσότερες λεπτομέρειες για την υπόθεση. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος Χ2 και ο πλοιοκτήτης των δύο ως άνω πλοίων Γ1 είχαν έλθει σε προστριβή, με αφορμή μία υπόθεση λαθρεμπορίας, στην οποία συμμετείχαν οι κατηγορούμενοι αυτοί. Επειδή ο Γ1 ενεπλάκη στην υπόθεση χωρίς να ευθύνεται, προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του, μαγνητοφώνησε τον Χ2, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει. Την μαγνητοφωνημένη αυτή ταινία την κατέθεσε ο Γ1 στον ανακριτή και στον προϊστάμενο του Λιμενικού Σώματος. Το γεγονός αυτό της διάρρηξης των σχέσεων του Γ1 και του Χ2 με αφορμή την υπόθεση λαθρεμπορίας επιβεβαιώνεται και από τον Γ1, ο οποίος και παραδέχεται την μαγνητοφώνηση συνομιλιών με τους παρόντες κατηγορουμένους εν αγνοία τους, προκειμένου να απαλλαγεί από την κατηγορία της λαθρεμπορίας. Προσκομίζει δε αυτός (ο Γ1) και αντίγραφο της επιστολής του στον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος, καθώς και αντίγραφο των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών (βλ. το αντίγραφο της επιστολής του Γ1 προς τον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος). Ο εξετασθείς μάρτυς Ζ1 κατέθεσε ότι τα εκρηκτικά για την βύθιση των πλοίων τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό σκαρί του ενός πλοίου και όχι στο εσωτερικό του κύτους, ότι τα εκρηκτικά τα είχε πάρει ο Χ1 από την βάση του ναυτικού, ότι ο Χ2 την επόμενη ημέρα του είπε "Ζ1 το ένα πλοίο έκατσε με τον κώλο, και το άλλο στο πλάι, και ότι οι Χ1 και Χ3 έπεσαν στη θάλασσα από απόσταση 200 μέτρων και τοποθέτησαν υποθαλάσσια τα εκρηκτικά. Τα ανωτέρω λεχθέντα από τον μάρτυρα Ζ1 περιέχουν φοβερές λεπτομέρειες που καταδεικνύουν την γνώση του για την συγκεκριμένη υπόθεση και εκτός αυτού ενισχύονται και από τα στοιχεία της παρούσης δικογραφίας όπως α) Από την από ...... έκθεση αυτοψίας, στην οποία αναφέρεται ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί μεταξύ των δύο πλοίων σε απόσταση ενός μέτρου από την ισαλογραμμή β) Από την υπ'αριθ. ...... έκθεση του Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων ΑΣΝΑ, στην οποία αναφέρεται ότι το μεν πλοίο Δ/Ξ "......." παρουσίασε κλίση προς τα αριστερά, το δε πλοίο Δ/Ξ "'......." κατακλύσθηκε από νερά και επικάθησε στον πυθμένα του λιμανιού που είχε βάθος 6μ., συνεπεία εκρήξεως με πιθανό στρατιωτικό υλικό γ) από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ........., στην οποία ο πραγματογνώμονας αυτός γνωματεύει ότι η εκρηκτική ύλη ήταν στρατιωτικό εκρηκτικό υλικό (ΤΝΤ ή C4). Το ακριβές σημείο της εκρήξεως ήταν στο μεν Δ/Ξ "......." στην αριστερή πλευρά των υφάλων, στο δε "'........" στην δεξιά πλευρά των υφάλων του δ) στο γεγονός ότι τόσο ο κατηγορούμενος Χ1, όσο και ο θανών Χ3 έχουν υπηρετήσει στους βατραχανθρώπους και έχουν θητεύσει στα ΟΥΚ, έχοντας εκπαιδευτεί στα εκρηκτικά (βλ. εκ νέου τα επικαλούμενα έγγραφα). Επομένως και οι δύο είχαν την δυνατότητα να προβούν σε υποθαλάσσια επιμελή καταδυτική ενέργεια τοποθετήσεως εκρηκτικού μηχανισμού. Επιπροσθέτως οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, που τυγχάνουν οικογενειακοί φίλοι, παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το έγκλημα της συγκροτήσεως εγκληματικής οργάνωσης, δια της οποίας επιδιώκετο μεταξύ άλλων και η τέλεση του εγκλήματος της εκρήξεως. Ως προελέχθη με έκρηξη στην προκειμένη περίπτωση πραγματοποιήθηκε η βύθιση των εν λόγω πλοίων. 'Αλλωστε αποκλείεται η δολιοφθορά να προέρχεται από τον ιδιόκτήτη των εν λόγω πλοίων, καθόσον τα τελευταία ήταν ανασφάλιστα. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι ο μάρτυρας Ζ1 δεν είναι αξιόπιστος εκ του λόγου ότι απελύθη εκ της τάξεως του Ελληνικού Στρατού πάσχων από ψυχοπαθητικού τύπου εκδηλώσεις με τα δυσπροσαρμοστίας στο στρατιωτικό περιβάλλον, δεν αναιρεί την αλήθεια των υπ'αυτού λεχθέντων. Ο ανωτέρω μάρτυρας μπορεί να είχε ψυχολογικά προβλήματα σε νεαρή ηλικία, σήμερα όμως μετά την πάροδο αρκετών ετών καταθέτει λεπτομέρειες για την υπόθεση της έκρηξης και της πρόκλησης ναυαγίου στα πλοία του Γ1, οι οποίες επιεβεβαιώνονται πλήρως, ως προελέχθη, και από άλλα στοιχεία της δικογραφίας. Δεν πρόκειται για μυθεύματα, αλλά για πραγματικά γεγονότα που τα είπε στον ανωτέρω μάρτυρα ο ίδιος ο Χ2, με τον οποίο είχε πολύ στενή σχέση, η οποία διερράγη για άγνωστη αιτία. Ακόμη ο ίδιος ο μάρτυρας στην από 22-12-2004 ένορκη ανακριτική μαρτυρική του κατάθεση καταθέτει ότι τα εκρηκτικά τα είχε πάρει ο Χ1 από την βάση του Ναυτικού. Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε κλοπή εκρηκτικού υλικού για μία δεκαετία στην μονάδα υποβρυχίων αποστολών, στην οποία υπηρετούσε ο Χ1, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η κλοπή εκρηκτικού υλικού από οποιαδήποτε βάση του Ναυτικού. 'Αλλωστε ο μάρτυρας αυτός δεν αναφέρεται ειδικώς στην μονάδα υποβρυχίων αποστολών. Τέλος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η έκρηξη με την οποία προκλήθηκε η βύθιση των πλοίων μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο σε πράγματα και όχι σε άνθρωπο, δεδομένου ότι ήταν Κυριακή και στο λιμάνι ......... δεν ήταν κανείς, δεν ευσταθεί, διότι ακόμη και εν απουσία πληρωμάτων των πλοίων που είναι ελλιμενισμένα στο λιμάνι αυτό, στην περιοχή υπάρχουν φύλακες ακόμη και τις αργίες για τον φόβο των δολιοφθορών. Οι φύλακες αυτοί, αλλά και οποιοσδήποτε βρισκόταν στο λιμάνι την ημέρα αυτή, κινδύνευε άμεσα από την έκρηξη λαμβανομένου υπόψη ως προελέχθη και του γεγονότος ότι το ένα εκ των δύο πλοίων ήταν έμφορτο καυσίμων. Χαρακτηριστική είναι στο σημείο αυτό και η από 12-3-97 ένορκη προανακριτική μαρτυρική κατάθεση του φύλακα μεταξύ άλλων πλοίων και των υπό κρίση δεξαμενόπλοιων Γ2. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με αυτά που δέχθηκε διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26, 27, 45 και 277 εδ. β' Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα ρητώς και με εκτενείς σκέψεις εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι από την βύθιση και την προσάραξη των αναφερομένων σ'αυτό πλοίων, που οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου και του αποβιώσαντα συναυτουργού του, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο και συγκεκριμένα τόσο για τον φύλακα των πλοίων Β1, όσο και σε αόριστο αριθμό άλλων προσώπων (φυλάκων άλλων πλοίων, καθώς και οποιουδήποτε τρίτου παρευρισκομένου πλησίον των πλοίων). Εξ'άλλου από το σύνολο του αιτιολογικού προκύπτει καθαρά ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται την ύπαρξη στο πρόσωπό του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου όχι ενδεχομένου δόλου, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται, αλλά αμέσου δόλου, ο οποίος δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, όπως αυτές περιγράφονται με λεπτομέρεια στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, ενώ, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της προκλήσεως ναυαγίου με πρόθεση. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να απορριφθούν οι ανωτέρω δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως, δηλαδή αυτοί της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. 5.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος τα κακουργήματα δικάζονται (κατ'αρχή) από μικτά ορκωτά δικαστήρια, που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως ορίζει ο νόμος, όσα δε κακουργήματα έχουν υπαχθεί, κατ'εξαίρεση, μέχρι την ισχύ του Συντάγματος, με συντακτικές πράξεις, ψηφίσματα ή ειδικούς νόμους, στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν με νόμο στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, ενώ θεσπίζεται και δυνατότητα υπαγωγής με νόμο στη δικαιοδοσία των ίδιων εφετείων και άλλων κακουργημάτων. Περαιτέρω κατά το άρθρο 109 ΚΠΔ το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό, μεταξύ άλλων, τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων, ενώ κατά το άρθρο 111 του ίδιου Κώδικα (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 Ν.1272/1982 και έχει περαιτέρω αντικατασταθεί), στην αρμοδιότητα των τελευταίων (Εφετείων) υπάγονται, μεταξύ άλλων και τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους, καθώς και τα συναφή με αυτά κακουργήματα ή πλημμελήματα, έστω και αν τα τελευταία κακουργήματα τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα. Τέλος κατά το άρθρο 277 ΠΚ, που είναι εντεταγμένο στις διατάξεις του 13ου κεφαλαίου για τα "Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα", όποιος με πρόθεση προκαλεί την βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, με κάθειρξη, ενώ κατά το άρθρο 291 του ίδιου Κώδικα, που είναι εντεταγμένο στις διατάξεις του 14ου κεφαλαίου για τα "Εγκλήματα κατά της Ασφάλειας των Συγκοινωνιών", όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, τιμωρείται, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, με κάθειρξη. Είναι φανερό ότι τα δύο αυτά εγκλήματα, εκ των οποίων το πρώτο περιλαμβάνεται στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, ενώ το δεύτερο στα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών, είναι μεταξύ τους εντελώς διαφορετικά και ότι η αναφερόμενη εξαίρεση του άρθρου 111 Κ.Π.Δ. και η υπαγωγή στην εξαιρετική αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων, αφορά μόνο τα κακουργήματα του άρθρου 291 ΠΚ και όχι εκείνα του άρθρου 277, τα οποία συνεχίζουν (αφού δεν έχουν εξαιρεθεί) να υπάγονται στην αρμοδιότητα των Μικτών Ορκτωτών Δικαστηρίων (ΑΠ 718/2003). Στην προκειμένη περίπτωση με το πρωτόδικο υπ'αριθ. 429/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς παραπέμφθηκαν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1, καθώς και ο μη ασκήσας αναίρεση Χ2, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, με την αιτιολογία ότι η πράξη αυτή στρέφεται κατά της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας. Το εν λόγω πρωτόδικο βούλευμα, μετά από έφεση που άσκησε εναντίον του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, επικυρώθηκε στο σύνολό του, (δηλαδή και κατά την περί παραπομπής στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς διάταξή του) από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 43/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Σύμφωνα όμως με τα όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, καθ'ύλην αρμόδιο να δικάσει το κακούργημα αυτό είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, το οποίο θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα που δέχθηκε τα αντίθετα υπερέβη την εξουσία του κατά το σκέλος του αυτό. 'Ετσι ο από το άρθρο 484 στοιχ. στ' Κ.Π.Δ. τρίτος λόγος αναιρέσεως (πρώτος του δικογράφου της αιτήσεως) είναι βάσιμος. Κατά συνέπεια πρέπει να αναιρεθεί κατά το σκέλος του αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 516 Κ.Π.Δ., στο αρμόδιο δικαστήριο και συγκεκριμένα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Το αποτέλεσμα αυτό της αναιρέσεως πρέπει να επεκταθεί και στον μη ασκήσαντα αναίρεση Χ2, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 Κ.Π.Δ., δεδομένου ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δεν αρμόζει αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 43/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, αναφορικά με τη διάταξη του περί παραπομπής του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 και του μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορουμένου του Χ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Β) Να παραπεμφθούν οι ανωτέρω κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, για να δικασθούν ως υπαίτιοι της αναφερόμενης στο προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 43/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και σε βαθμό κακουργήματος τιμωρούμενης αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και της ηθικής σ'αυτήν αυτουργίας. Και Γ) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Αθήνα 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη 2/16-2-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1, κατά του 43/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η 39/9-62006 έφεση του κατά του. 429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς καθώς και τον μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενό του Χ2, προκειμένου να δικασθεί ο μεν αναιρεσείων, ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία (με τον ήδη θανόντα Χ3), από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο (άρ. 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 277 β ΠΚ), ο δε συγκατηγορούμενός του Χ2, της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Κατά το άρθρο 277 ΠΚ, όποιος με πρόθεση προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για τον άνθρωπο, και γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β` επήλθε θάνατος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της πρόκλησης ναυαγίου, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη τούτου κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή προσάραξή του πρόκληση κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, υποκειμενικώς δε πρόθεση (και με τη μορφή του ενδεχομένου δόλου), που ενέχει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος ανθρώπου και τη θέληση ή την αποδοχή της βύθισης ή της προσάραξης του πλοίου. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οιοσδήποτε, δηλαδή και ο πλοιοκτήτης ή μέλος του πληρώματος ή και τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοίου ευρισκόμενο. Η βύθιση ή η προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη, όταν το υποκείμενο της πράξης είναι πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ της σχετικής παράλειψης ή ενέργειας και της επελθούσας βύθισηςή προσάραξης του πλοίου. Το έγκλημα αυτό, της πρόκλησης ναυαγίου, διαπλάσσεται από το νομοθέτη και σε διακεκριμένη μορφή, ως έγκλημα εκ του αποτελέσματος, τιμωρούμενο, με κάθειρξη μεν ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, εάν από τη συμπεριφορά του δράστη επήλθε θάνατος (άρθρο 277 περ. γ` ΠΚ), και με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ( άρθρο 277 περ. β` ΠΚ). Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ` αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ` αυτό κατ` είδος αποδεικτικών (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα, πλην της αναφερόμενης τηλεοπτικής μαγνητοσκοπεισθείσας ιδιωτικής συνομιλίας, τις απολογίες και τα υπομνήματα των κατηγορουμένων), δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι συνταξιούχος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Στο Λιμενικό Σώμα υπηρέτησε ως βατραχάνθρωπος στην ειδική μονάδα βατραχανθρώπων επί σειρά ετών και έχει πολλές γνώσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες. Τις γνώσεις του "περί τα εκρηκτικά" τις αποκόμισε κυρίως από την στρατιωτική του θητεία στην μονάδα υποβρυχίων καταστροφών (ΟΥΚ). Με τον κατηγορούμενο Χ3, που απεβίωσε στις 11-3-2001, συνεπεία εγκληματικής ενέργειας σε βάρος του (πυροβολήθηκε εξ επαφής από πυροβόλο όπλο) τους συνέδεε γνωριμία και φιλική σχέση γιατί και αυτός (ο αποβιώσας) είχε υπηρετήσει την θητεία του στα ΟΥΚ και είχε τελειώσει την σχολή βατραχανθρώπων. Και οι δύο (ο εκκαλών και ο αποβιώσας) ανήκαν στον σύλλογο βατραχανθρώπων. Στον σύλλογο αυτό ανήκαν άτομα που είχαν εκπληρώσει την στρατιωτική τους θητεία στην ως άνω μονάδα, είχαν υποστεί πολύ σκληρή εκπαίδευση, και είχαν άριστες γνώσεις σχετικά με τις εκρηκτικές ύλες. Ο φερόμενος ως ηθικός αυτουργός στην παρούσα υπόθεση και μη εκκαλών Χ2, είναι επιχειρηματίας, ασχολούμενος κυρίως με το εμπόριο των αυτοκινήτων, έχει φιλία και οικογενειακές σχέσεις με τον εκκαλούντα, και οι δύο έχουν και άλλες εκκρεμότητες με την Δικαιοσύνη. Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει ως εξής: Στις 9-3-1997 (ημέρα Κυριακή), στην περιοχή "......." του Λιμένα ...... σημειώθηκε έκρηξη ανάμεσα στα Δ/Ξ Μ/5 "........" Νηολ. Χαλκίδας ..... και "........." Νηολ. Πειραιά ..... τα οποία ευρίσκοντο πλαγιοδετημένα, με αποτέλεσμα την δημιουργία ρηγμάτων, την εισροή υδάτων και την επικάθησή τους στο βυθό (ημιβύθιση). Το Δ/Ξ "........" ήταν κενό φορτίου και εκτελούσε επισκευές ενώ το Δ/Ξ "......." ήταν έμφορτο πετρελαίου 75010 lit diesel + fl oil 460656 Μ/Τ (κίνησης πλοίων). Και τα δύο πλοία ανήκαν στον πλοιοκτήτη Γ1 και ήταν ανασφάλιστα. Συνεπεία της εκρήξεως το μεν πλοίο "......" ημιβυθίστηκε με προοδευτική αυξανόμενη κλίση προς τα αριστερά, το δε "........." επικάθησε στον πυθμένα του λιμένα ......., το βάθος του οποίου στο εν λόγω σημείο ήταν και είναι περί τα έξι (6) μέτρα. Ειδικότερα από την εξέταση των ρηγμάτων που υπέστησαν τα πλοία προέκυψε ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί επάνω στο εξωτερικό κέλυφος των ίσαλων του Δ/- ".......". Το εκρηκτικό κύμα πέρασε στο εσωτερικό του πλοίου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί συνεχόμενο ρήγμα στην ΑΡ Νο6 δεξαμενή φορτίου και στο μηχανοστάσιο μήκους 1,20 μέτρων Χ 0,8 και στην συνέχεια, επειδή συνάντησε εγκάρσια στεγανή φρακτή, διαχωρίστηκε, ακολουθώντας δύο διαφορετικές διαδρομές, που κατέληγαν και οι δύο στο μηχανοστάσιο. Επίσης προκάλεσε μεγάλη παραμόρφωση των χαλύβδινων ελασμάτων του πλοίου στο σημείο της έκρηξης, καθώς και παραμόρφωση-ρήγμα, διαστάσεων 2,40 m Χ 5 cm στο Δ/Ξ ".......". Ο φύλακας των πλοίων Β1 που τη στιγμή της έκρηξης βρισκόταν στον μώλο, άκουσε ένα ξερό κρότο πολύ δυνατό σαν να είχαν πέσει σίδερα από κάποιο γερανό, τρομοκρατήθηκε τρομερά και άρχισε να τρέχει για να σωθεί, αλλά και για να ειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη των πλοίων Γ1 με τηλεφωνική επικοινωνία, για την καταστροφή που είχαν υποστεί τα πλοία του συνεπεία της εκρήξεως. Όπως καταθέτει χαρακτηριστικά στην από 12-3-1997 ένορκη μαρτυρική κατάθεσή του, ο ανωτέρω μάρτυρας ενώπιον των αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, που επελήφθησαν εν συνεχεία της υποθέσεως, "επειδή τρομοκρατήθηκα πολύ και έτρεξα κιόλας για να γρηγορεύσω, κόντεψα να μείνω από την καρδιά μου". Όπως φαίνεται από την από ..... έκθεση αυτοψίας επί των ανωτέρω βυθισθέντων πλοίων των αξιωματικών του Λιμενικού Σώματος Ε1 και Ε2, η οποία επισυνάπτεται και επιβεβαιώνεται από την υπ'αριθμ. πρωτ............ υποβλητική αναφορά του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ακόμη και από την υπ'αριθμ. ..... έκθεση του Γ' Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων του ΓΕΝ, αλλά και από την από ...... εγχειρισθείσα πραγματογνωμοσύνη επί των ανωτέρω πλοίων, την οποία διενήργησαν κατόπιν διορισμού τους από την Λιμενική προανακριτική αρχή, οι ........, Διπλωματούχος Ναυπηγός-Μηχανολόγος και ........ Ανθυπασπιστής Λ.Σ, η ανωτέρω βύθιση έγινε μετά από μελετημένη επιχειρησιακή υποθαλάσσια ενέργεια από έμπειρα πρόσωπα, τα οποία, κινούμενα καταδυτικώς και υποβρυχίως και μη γενόμενα ωσαύτως αντιληπτά, επικόλλησαν εξωτερικώς επί των ελασμάτων των υφάλων του Δ/Ξ "........" εκρητική ύλη, πιθανότατα, λόγω της ισχύος της, στρατιωτικού υλικού ΤΝΤ ή C4. Η εκρηκτική ύλη αυτή ήταν προσεκτικά επιλεγμένη και προμελετημένη για την πρόκληση της μέγιστης δυνατής κατακλίσεως του ανωτέρω πλοίου, με προφανή στόχο την ολοκληρωτική βύθιση του, (βλ. όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα και την πραγματογνωμοσύνη .......-....... στη σελίδα 6η). Όλα τα ανωτέρω,ήτοι η ύπαρξη εκρήξεως ένεκα εκρηκτικού μηχανισμού, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από τα πλοία στη γύρω περιοχή, όπως π.χ. στον φύλακα Β1, αλλά και σε άλλους που πιθανόν να ευρίσκοντο πέριξ των πλοίων, παρά την απουσία πληρώματος στα πλοία αυτά, δεν αναιρούνται από την υπ'αριθμ. ...... έκθεση εργαστηριακής εξετάσεως της Δ/νσεως Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, η οποία αναφέρει ότι επί των υπολειμμάτων δεν ανιχνεύθηκαν υπολείμματα εκρηκτικής ύλης, και τούτο διότι η ως άνω έκθεση αποφαίνεται βάσει μόνο των πειστηρίων που εστάλησαν εκεί από τις λιμενικές αρχές και όχι επί πλειόνων αντικειμένων των ανωτέρω πλοίων (βλ. και τις σχετικές φωτογραφίες των πλοίων). Άλλωστε, από την ίδια έκθεση δεν αποκλείεται η ύπαρξη εκρηκτικού μηχανισμού (βλ. την παράγραφο με την εξής παρατήρηση: "δεν είναι δυνατόν να αποφανθούμε για το είδος του τυχόν χρησιμοποιηθέντος εκρηκτικού μηχανισμού). Είναι απολύτως βέβαιο ότι πρόκειται για "δολιοφθορά" επί των δύο πλοίων με τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού που εξερράγη προγραμματισμένα και προκάλεσε την κλίση επ' αριστερών στο πλοίο "......." και την επικάθηση στον πυθμένα του Λιμένος ...... στο πλοίο ".......", είναι δε πασιφανές ότι από την ενέργεια αυτή μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο και άλλον εκτός από τον προαναφερθέντα φύλακα που, ως προελέχθη, κινδύνευσε να πεθάνει από ανακοπή καρδιάς από τον τρόμο του. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι το δεξαμενόπλοιο "......" ήταν έμφορτο πετρελαίου, που σε περίπτωση αναφλέξεώς του οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες για τους ανθρώπους, αλλά και τα αντικείμενα της περιοχής του λιμένος ....... Αυτή η δυνατότητα της πρόκλησης κινδύνου σε ένα πολυσύχναστο λιμάνι σαν το λιμάνι του ....... -έστω και ημέρα Κυριακή- σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Κινδύνευσαν άνθρωποι που πιθανότατα ευρίσκοντο στην περιοχή την στιγμή της εκρήξεως και οι δράστες που τοποθέτησαν τον εκρηκτικό μηχανισμό στα ύφαλα του πλοίου το γνώριζαν και το αποδέχθηκαν. Μετά ταύτα και την διαβίβαση της σχετικής δικογραφίας από τις Λιμενικές Αρχές στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά ασκήθηκε ποινική δίωξη για πρόκληση ναυαγίου από πρόθεση από κοινού, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο (1,14,26 παρ. Γ 27 § 2 45, 277 στοιχ. β' Π.Κ.) κατ'αγνώστων δραστών και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης, η οποία ανατέθηκε στην ΣΤ' τακτική ανακρίτρια Πειραιά. Μετά την διενέργεια της κυρίας ανάκρισης η ΣΤ Ανακρίτρια με την υπ αριθμ. 343/23-12-98 σημείωσή της, περαίωσε την ανακριτική δικογραφία χωρίς να καταστεί δυνατή η ανεύρεση των αγνώστων δραστών, ενώ στις 9-2-99 η ως άνω υπόθεση με εισαγγελική παραγγελία τέθηκε στο αρχείο αγνώστων δραστών. Μετά την πάροδο σημαντικού χρόνου και δη στις 10-2-2004 κατά την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε δυνάμει της υπ'αριθμ. ΔΟ2/2204 Εισαγγελικής παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών από την ανακρίτρια του 11ου τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για τις πράξεις της εγκληματικής οργάνωσης, ανθρωποκτονίας από πρόθεση, εκβιάσεως σε βαθμό κακουργήματος κλπ με 42 κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνοντο και οι Χ1 και Χ2 εξετάσθηκε ενόρκως ο μάρτυρας Ζ1, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι τα δυο βυθισθέντα πλοία ΔΧ "......" και ΔΧ "......." βυθίστηκαν από τους Χ1και Χ3 ύστερα από προτροπή του Χ2. Η ως άνω ανακριτική ένορκη μαρτυρική κατάθεση διαβιβάσθηκε στις 2-3-2004 από την 11η ανακρίτρια Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2680/15-3-2004 έγγραφό της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με αποτέλεσμα η υπ'αριθ. ΑΒΜ Β 98/511 ανακριτική δικογραφία να ανασυρθεί από το αρχείο και να δοθεί η από 21-4-2004 εισαγγελική παραγγελία προς τον ΣΤ' ανακριτή για την διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης. Κατά την συμπληρωματική κυρία ανάκριση εξετάσθηκε εκ νέου από τον ΣΤ Ανακριτή Πειραιά ο μάρτυρας Ζ1 στις 22-12-2004 και στην νέα του κατάθεση επιβεβαίωσε όλα όσα είχε καταθέσει στις 10-2-2004 στην 11η Ανακρίτρια Αθηνών, αναφέροντας περισσότερες λεπτομέρειες για την υπόθεση. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος Χ2 και ο πλοιοκτήτης των δύο ως άνω πλοίων Γ1 είχαν έλθει σε προστριβή, με αφορμή μία υπόθεση λαθρεμπορίας, στην οποία συμμετείχαν οι κατηγορούμενοι αυτοί. Επειδή ο Γ1 ενεπλάκη στην υπόθεση χωρίς να ευθύνεται, προκειμένου να αποδείξει την αθωότητα του, μαγνητοφώνησε τον Χ2, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει. Την μαγνητοφωνημένη αυτή ταινία την κατέθεσε ο Γ1 στον ανακριτή και στον προϊστάμενο του Λιμενικού Σώματος. Το γεγονός αυτό της διάρρηξης των σχέσεων του Γ1 και του Χ2 με αφορμή την υπόθεση λαθρεμπορίας επιβεβαιώνεται και από τον Γ1, ο οποίος και παραδέχεται την μαγνητοφώνηση συνομιλιών με τους παρόντες κατηγορουμένους, εν αγνοία τους, προκειμένου να απαλλαγεί από την κατηγορία της λαθρεμπορίας. Προσκομίζει δε αυτός (ο Γ1) και αντίγραφο της επιστολής του στον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος, καθώς και αντίγραφο των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών (βλ. το αντίγραφο της επιστολής του Γ1 προς τον αρχηγό του Λιμενικού Σώματος). Ο εξετασθείς μάρτυς Ζ1 κατέθεσε ότι τα εκρηκτικά για την βύθιση των πλοίων τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό σκαρί του ενός πλοίου και όχι στο εσωτερικό του κύτους, ότι τα εκρηκτικά τα είχε πάρει ο Χ1 από την βάση του ναυτικού, ότι ο Χ2, την επόμενη ημέρα, του είπε "Ζ1 το ένα πλοίο έκατσε με τον κώλο, και το άλλο στο πλάι, και ότι οι Χ1 και Χ3 έπεσαν στη θάλασσα από απόσταση 200 μέτρων και τοποθέτησαν υποθαλάσσια τα εκρηκτικά". Τα ανωτέρω λεχθέντα από τον μάρτυρα Ζ1 περιέχουν φοβερές λεπτομέρειες, που καταδεικνύουν την γνώση του για την συγκεκριμένη υπόθεση και εκτός αυτού ενισχύονται και από τα στοιχεία της παρούσης δικογραφίας, όπως α) Από την από ...... έκθεση αυτοψίας, στην οποία αναφέρεται ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε τοποθετηθεί μεταξύ των δύο πλοίων σε απόσταση ενός μέτρου από την ισαλογραμμή β) Από την υπ'αριθ. ....... έκθεση του Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων ΑΣΝΑ, στην οποία αναφέρεται ότι το μεν πλοίο Δ/Ξ "......." παρουσίασε κλίση προς τα αριστερά, το δε πλοίο Δ/Ξ "......" κατακλύσθηκε από νερά και επικάθησε στον πυθμένα του λιμανιού, που είχε βάθος 6μ., συνεπεία εκρήξεως με πιθανό στρατιωτικό υλικό γ) από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ......., στην οποία ο πραγματογνώμονας αυτός γνωματεύει ότι η εκρηκτική ύλη ήταν στρατιωτικό εκρηκτικό υλικό (ΤΝΤ ή C4). Το ακριβές σημείο της εκρήξεως ήταν στο μεν Δ/- "......" στην αριστερή πλευρά των υφάλων, στο δε "........" στην δεξιά πλευρά των υφάλων του δ) στο γεγονός ότι τόσο ο κατηγορούμενος Χ1, όσο και ο θανών Χ3 έχουν υπηρετήσει στους βατραχανθρώπους και έχουν θητεύσει στα ΟΥΚ, έχοντας εκπαιδευτεί στα εκρηκτικά (βλ. εκ νέου τα επικαλούμενα έγγραφα). Επομένως και οι δύο είχαν την δυνατότητα να προβούν σε υποθαλάσσια επιμελή καταδυτική ενέργεια τοποθετήσεως εκρηκτικού μηχανισμού. Επιπροσθέτως οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, που τυγχάνουν οικογενειακοί φίλοι, παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το έγκλημα της συγκροτήσεως εγκληματικής οργάνωσης, δια της οποίας επιδιώκετο μεταξύ άλλων και η τέλεση του εγκλήματος της εκρήξεως. Ως προελέχθη, με έκρηξη στην προκειμένη περίπτωση πραγματοποιήθηκε η βύθιση των εν λόγω πλοίων. Άλλωστε αποκλείεται η δολιοφθορά να προέρχεται από τον ιδιοκτήτη των εν λόγω πλοίων, καθόσον τα τελευταία ήταν ανασφάλιστα. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι ο μάρτυρας Ζ1 δεν είναι αξιόπιστος εκ του λόγου ότι απελύθη εκ της τάξεως του Ελληνικού Στρατού πάσχων από ψυχοπαθητικού τύπου εκδηλώσεις μετά δυσπροσαρμοστίας στο στρατιωτικό περιβάλλον, δεν αναιρεί την αλήθεια των υπ' αυτού λεχθέντων. Ο ανωτέρω μάρτυρας μπορεί να είχε ψυχολογικά προβλήματα σε νεαρή ηλικία, σήμερα όμως μετά την πάροδο αρκετών ετών, καταθέτει λεπτομέρειες για την υπόθεση της έκρηξης και της πρόκλησης ναυαγίου στα πλοία του Γ1, οι οποίες επιβεβαιώνονται πλήρως, ως προελέχθη, και από άλλα στοιχεία της δικογραφίας. Δεν πρόκειται για μυθεύματα, αλλά για πραγματικά γεγονότα που τα είπε στον ανωτέρω μάρτυρα ο ίδιος ο Χ2, με τον οποίο είχε πολύ στενή σχέση, η οποία διερράγη για άγνωστη αιτία. Ακόμη ο ίδιος ο μάρτυρας στην από 22-12-2004 ένορκη ανακριτική μαρτυρική του κατάθεση καταθέτει ότι τα εκρηκτικά τα είχε πάρει ο Χ1 από την βάση του Ναυτικού. Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε κλοπή εκρηκτικού υλικού για μία δεκαετία στην μονάδα υποβρυχίων αποστολών, στην οποία υπηρετούσε ο Χ1, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η κλοπή εκρηκτικού υλικού από οποιαδήποτε βάση του Ναυτικού. Άλλωστε, ο μάρτυρας αυτός δεν αναφέρεται ειδικώς στην μονάδα υποβρυχίων αποστολών. Τέλος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η έκρηξη με την οποία προκλήθηκε η βύθιση των πλοίων μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο σε πράγματα και όχι σε άνθρωπο, δεδομένου ότι ήταν Κυριακή και στο λιμάνι ...... δεν ήταν κανείς, δεν ευσταθεί, διότι ακόμη και εν απουσία πληρωμάτων των πλοίων που είναι ελλιμενισμένα στο λιμάνι αυτό, στην περιοχή υπάρχουν φύλακες ακόμη και τις αργίες για τον φόβο των δολιοφθορών. Οι φύλακες αυτοί, αλλά και οποιοσδήποτε βρισκόταν στο λιμάνι την ημέρα αυτή, κινδύνευε άμεσα από την έκρηξη, λαμβανομένου υπόψη ως προελέχθη και του γεγονότος ότι το ένα εκ των δύο πλοίων ήταν έμφορτο καυσίμων. Χαρακτηριστική είναι στο σημείο αυτό και η από 12-3-97 ένορκη προανακριτική μαρτυρική κατάθεση του φύλακα, μεταξύ άλλων πλοίων και των υπό κρίση δεξαμενόπλοιων Γ2". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο (αρθ. 26§ια, 27§1,45, 277 περ.β ΠΚ). Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την 39/9-6-2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο και επικύρωσε. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη της προκλήσεως ναυαγίου κατά συναυτουργία, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως , τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο , καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων αρθ. 26§ια, 27§1,45, 277 περ.β ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η βύθιση και την προσάραξη των αναφερομένων σ'αυτό πλοίων οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και του αποβιώσαντος συναυτουργού του και ότι μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο και συγκεκριμένα τόσο για τον φύλακα των πλοίων Β1, όσο και σε αόριστο αριθμό άλλων προσώπων (φυλάκων άλλων πλοίων, καθώς και οποιουδήποτε τρίτου ευρισκομένου πλησίον των πλοίων), χωρίς να υποχρεούται, περαιτέρω το Συμβούλιο , για την πληρότητα της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, να προβεί σε αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και στην αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών στοιχείων. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται από την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, "αφού δέχεται ως αληθινά πραγματικά περιστατικά αυθαίρετα και χωρίς να έχουν προκύψει από την προδικασία κατά πλήρη μάλιστα διαστροφή των επαγωγικών συλλογισμών των αποδεικτικών μέσων, δεχόμενο ότι στις αργίες στο λιμάνι του ..... υπάρχουν φύλακες, ότι το λιμάνι του ....... είναι πολυσύχναστο και ότι πραγματώθηκε η δυνατότητα επέλευσης κινδύνου λόγω πιθανότητας καρδιακής προσβολής του φύλακα από τον τρόμο που του προκάλεσε η έκρηξη", ενώ, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων , από τα αναφερόμενα στη αίτησή του αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν τα αντίθετα, και ότι "κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων παραβιάστηκαν τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι ουδείς είναι δυνατό να κινδυνεύσει από το ναυάγιο την συγκεκριμένη ώρα και ημέρα, και επρόκειτο για μια καλά μελετημένη κοινώς επικίνδυνη ενέργεια σε χρόνο που δε θα κινδύνευαν άνθρωποι" , απαραδέκτως προβάλλονται , καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας , ή της ελλείψεως νόμιμης βάσης, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ανεξαρτήτως αυτών, δεν στήριξε το συμπέρασμά του, όπως αβασίμως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι από την εγκληματική ενέργεια του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και του αποβιώσαντος συναυτουργού του μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο, στην "πιθανότητα καρδιακής προσβολής του φύλακα από τον τρόμο που του προκάλεσε η έκρηξη", περιστατικό που αναφέρεται στο βούλευμα, προκειμένου να επισημανθεί η ένταση της εκρήξεως και ο εξ αυτής άμεσος κίνδυνος ζωής του πιο πάνω φύλακα. Εξάλλου, από το σύνολο του αιτιολογικού προκύπτει με σαφήνεια ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται την ύπαρξη στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου όχι ενδεχόμενου δόλου, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται, αλλά άμεσου δόλου, ο οποίος δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, όπως αυτές περιγράφονται με λεπτομέρεια στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ενώ, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της προκλήσεως ναυαγίου με πρόθεση. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι, με αυτές, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου. Επομένως, οι από τις διατάξεις του άρθρου 484 στοιχ. β και δ ΚΠΔ δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Η παραπομπή σε αναρμόδιο Δικαστήριο δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, αφού τέτοιος λόγος δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των περιοριστικώς αναφερομένων στο άρθρ. 484 ΚΠΔ, εκτός αν η παραπομπή αυτή είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε ιδρύεται ο από το άρθρ. 484 παρ.1 εδ.β ΚΠΔ λόγος. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το Συμβούλιο Εφετών, με το να επικυρώσει το πρωτόδικο βούλευμα, μετά την έφεση που άσκησε εναντίον του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, και κατά την περί παραπομπής διάταξή του, καθ' υπέρβαση εξουσίας παρέπεμψε αυτόν, προκειμένου να δικασθεί για το πάνω κακούργημα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, αντί στο αρμόδιο καθ'ύλη Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι το κακούργημα του άρθρου 277 περ.β του Π.Κ., για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων είναι ενταγμένο στις διατάξεις του 13ου κεφαλαίου για τα ``Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα``,και όχι στις διατάξεις του 14ου κεφαλαίου για τα ``Εγκλήματα κατά της Ασφάλειας των Συγκοινωνιών, όπως το κακούργημα του άρθρου 291περ β ΠΚ ( διατάραξη ασφάλειας πλοίων κλπ), η αναφερόμενη δε εξαίρεση του άρθρου 111 του Κ.Π.Δ. και η υπαγωγή στην εξαιρετική αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων, αφορά μόνον τα κακουργήματα του άρθρου 291 του Π.Κ. και όχι εκείνα του άρθρου 277, τα οποία συνεχίζουν (αφού δεν έχουν εξαιρεθεί) να υπάγονται στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων. Επομένως πράγματι αρμόδιο για την εκδίκαση του κακουργήματος του άρθρου 277 περ.β του Π.Κ., για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιώς, πλην όμως, όπως, προαναφέρθηκε, δεν δίδεται από το νόμο λόγος αναίρεσης του βουλεύματος για την εσφαλμένη αυτή παραπομπή, προφανώς, διότι το Δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να εκδικασθεί η υπόθεση υποχρεούται να ερευνήσει την καθ' ύλην αρμοδιότητά του και να ενεργήσει τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 120 παρ.1 και 2 ΚΠΔ. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 2/16-2-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1, κατά του 43/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα ,που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα παραπεμπτικό για πρόκληση ναυαγίου (άρθρο 277 περ. β΄ Π.Κ.). Αρμοδιότητα ΜΟΔ. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας για παραπομπή σε αναρμόδιο δικαστήριο. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Ναυαγίου πρόκληση.
0
Αριθμός 25/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Τσακίρη, περί αναιρέσεως της 6/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 601/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 και 3 του ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν, παρά την παραπάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι παραβίαση του δεδικασμένου, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. ΣΤ' του ΚΠΔ, υφίσταται όταν ο αμετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς καταδικάζεται για την ίδια ακριβώς πράξη και όχι για άλλη συρρέουσα. Εξάλλου, αν υπάρχει κατ' ιδέαν συρροή, κατά την οποίαν με την ιδία πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του δράστη, τελούνται περισσότερα εγκλήματα (άρθρο 94 παράγραφος 2 του ΠΚ), όπως συμβαίνει, όταν με την ίδια αξιόποινη πράξη προσβάλλονται τα ίδια (ομοειδής κατ' ιδέαν συρροή) ή διαφορετικά (ετεροειδής κατ' ιδέαν συρροή) έννομα αγαθά περισσοτέρων προσώπων (πλείονες παθόντες), το δεδικασμένο εξαντλείται σε κάθε συρρέουσα πράξη χωριστά και δεν καταλαμβάνει όλες τις συρρέουσες πράξεις για τις οποίες έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία της μιας πράξεως αποτελούν και στοιχεία της άλλης που κρίθηκε (Ολ. ΑΠ 1110/1982). Κατά συνέπεια δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο όταν το δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως και περιστατικά αμετακλήτως κριθέντα με προηγούμενη απόφαση, εφόσον αυτά δεν ταυτίζονται κατ' αντικείμενο προς την κρινόμενη πράξη που είναι αυτοτελής. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας παραβίασε το δεδικασμένο το οποίο προκύπτει από την υπ' αριθ. 3830/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος της παραβάσεως του άρθρου 17 του Ν. 1337/1983, ήτοι του ότι στη θέση ....... της Κοινότητας Κεραμιδίου και εντός δασικής εκτάσεως ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής ........, κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, χωρίς άδεια, κατασκεύασε αυθαίρετα κτίσμα. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας, για την έρευνα του βασίμου ή μη του εξεταζομένου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για παράβαση του άρθρου 71 παράγραφος 1 του Ν. 998/1979, ήτοι για το ότι προέβη στην κατασκευή κτίσματος εντός μοναστηριακής δασικής εκτάσεως χωρίς να έχει δικαίωμα, προκαλώντας έτσι ανεπίτρεπτη μεταβολή στη χρήση δάσους, η οποία είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής της πράξεως της αυθαίρετης κατασκευής, της παραβάσεως δηλαδή του άρθρου 17 του Ν. 1337/1983, ήτοι πρόκειται για διαφορετική πράξη, που τελέσθηκε σε κατ' ιδέα συρροή με εκείνη για την οποία κηρύχθηκε αθώος με την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειο-δικείου Βόλου. Δεν παραβιάσθηκε, συνεπώς, το δεδικασμένο που απορρέει από την τελευταία αυτή απόφαση και ο αντίθετος, από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Στ' ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 6/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, ανασταλείσαν επί 3ετία, για παράβαση του άρθρου 71 παράγραφος 1 του Ν. 998/1979, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "Ο κατηγορούμενος στη δασική θέση ...... του Μοναστηριακού δάσους της Ιεράς Μονής ..... της περιφέρειας ........ Ν. Μαγνησίας, κατά το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου μέχρι 24 Ιανουαρίου 2000, προέβη στην κατασκευή κτίσματος εντός μοναστηριακής δασικής εκτάσεως χωρίς να έχει δικαίωμα, προκαλώντας έτσι ανεπίτρεπτο μεταβολή στη χρήση δάσους. Ειδικότερα, σε δασική έκταση στην ως άνω δασική θέση, προέβη στην ανέγερση κτίσματος με τσιμεντόλιθους και κεραμοσκεπή διαστάσεων 4 Χ 5,90 [23,6] προκαλώντας έτσι ανεπίτρεπτο μεταβολή της χρήσης του δάσους. Ο χαρακτήρας της εκτάσεως 120 τμ, επί της οποίας ανηγέρθη το κτίσμα, ως δασικής (ανήκουσας στην Ιερά Μονή .........) αποδεικνύεται εκ του ότι αυτή, πριν εκχερσωθεί παράνομα προ του έτους 1980 από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και τους συγγενείς του (συμπεθέρους του) ....... και ..........., είχε άγρια βλάστηση με δένδρα αείφυλλα, την οποία και κατάστρεψαν, συνορεύει δε γύρωθεν με μη αμφισβητούμενου χαρακτήρα δασική έκταση, η οποία πριν την εκχέρσωση αποτελούσε ένα ενιαίο οργανικό σύνολο αείφυλλων δένδρων. Για τον δασικό χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως με σαφήνεια και βεβαιότητα κατέθεσαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου ο δασοφύλακας Ζ1 και ο δασοπόνος Ζ2. Η εν λόγω έκταση μάλιστα, ακριβώς λόγω της καταστροφής της βλάστησης από τον κατηγορούμενο και τους συγγενείς του, είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την Δ2077/1980 απόφαση του Νομάρχη Μαγνησίας, η οποία έκτοτε δεν ανακλήθηκε. Ο κατηγορούμενος γνώριζε τον δασικό χαρακτήρα της άνω εκτάσεως, αφού, όπως κατέθεσαν και οι μάρτυρες Ζ1 και Ζ2, το έτος 1980, όταν κηρύχθηκε αναδασωτέα, είχε συνταχθεί έκθεση αυτοψίας και πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, κατά του οποίου, μάλιστα, ο κατηγορούμενος άσκησε ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε. Επομένως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η κατασκευή κτίσματος εντός εκτάσεως κηρυχθείσας αναδασωτέας δεν συνιστά το ποινικό αδίκημα της παράβασης του άρθρου 71 παρ.1 του Ν. 998/79, είναι απορριπτέος (ΑΠ 1855/2005). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο χρόνος τέλεσης της αξιόποινης πράξης, δηλαδή της ανέγερσης από τον κατηγορούμενο του κτίσματος εντός της άνω δασικής έκτασης, είναι από 1.1.2000 έως 24.1.2000, όπως με σαφήνεια κατέθεσαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου γι' αυτό οι ίδιοι ως άνω μάρτυρες, οι οποίοι προσδιορίζουν το είδος και τις διαστάσεις του κτίσματος, καθώς και τον χρόνο κατασκευής του, χωρίς να καταλείπεται καμιά αμφιβολία γι αυτό, και όχι το έτος 1970, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Οι ίδιοι μάρτυρες κατέθεσαν ότι πριν το έτος 2000 το συγκεκριμένο κτίσμα δεν υπήρχε, φαινόταν δε καθαρά, σε επιτόπιο έλεγχο που πραγματοποίησαν στις 25.1.2000, ότι τούτο είχε ανεγερθεί εξ ολοκλήρου πρόσφατα. Σημειωτέον ότι, ναι μεν υπήρχε στην ίδια θέση παλαιό πρόχειρο πήγμα από λαμαρίνες, το οποίο όμως ήδη από ετών ήταν μισογκρεμισμένο. Επομένως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί παραγραφής της αξιόποινης πράξης του είναι απορριπτέος. Επιπλέον, από την 3830/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος του ότι στη θέση ....... της κοινότητας ....... Μαγνησίας και εντός δασικής εκτάσεως ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής ...... κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 24.1.2000 κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων χωρίς άδεια κατασκεύασε αυθαίρετα κτίσμα ή κατασκευή και ειδικότερα ότι προέβη στην αυθαίρετη κατασκευή κτίσματος από τσιμεντόλιθους και τσιμεντοκολώνες και στέγη από κεραμίδια, διαστάσεων 4 Χ 5,9 μ., ιδιοκτησίας του, χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Αρχής. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, πέραν του ότι εξ ουδενός αποδεικνύεται το αμετάκλητο της ως άνω αποφάσεως, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 17 Ν. 1337/83, η οποία διαφέρει της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 71 παρ.1 του Ν. 998/79 ως προς τα στοιχεία της νομοτυπικής της μορφής. Εξάλλου, μεταξύ των δύο πράξεων υπάρχει κατ ιδέαν συρροή (άρθρο 94 παρ.2 ΠΚ) και το δεδικασμένο εξαντλείται σε κάθε συρρέουσα πράξη χωριστά, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία της μιας πράξης αποτελούν και στοιχεία της άλλης που κρίθηκε (ΑΠ 1300/2003, ΠοινΧρ ΝΔ, 329). Συνεπώς, ο προτεινόμενος από τον κατηγορούμενο ισχυρισμός περί δεδικασμένου (άρθρο 57 ΚΠΔ), που απορρέει από την παραπάνω απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου είναι απορριπτέος. Επίσης, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί νομικής του πλάνης, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος απλώς επεσκεύσασε την σκεπή επί προϋπάρχοντος κτίσματος, ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε ότι αυτός κατασκεύασε εξ υπαρχής νέο κτίσμα εντός δασικής εκτάσεως, τον χαρακτήρα της οποίας, ως δασικής, εγνώριζε και, επομένως, είχε πλήρη επίγνωση του άδικου της πράξης του. Αυτά, ανεξαρτήτως του ότι ο ανωτέρω περί νομικής πλάνης ισχυρισμός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, καθόσον η προβολή ισχυρισμού περί νομικής πλάνης συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό μόνον αν είναι ορισμένος κατά περιεχόμενο και περιλαμβάνει τα επιμέρους περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως με ειδική αναφορά ότι η πλάνη ήταν συγγνωστή, ότι δηλαδή από τις ειδικές συνθήκες τις συναφείς με την προσωπικότητα του δράστη και τις ικανότητές του και παρά την καταβολή της επιβαλλόμενης επιμέλειας προκύπτει ότι δεν μπόρεσε αυτός να διαγνώσει το άδικο της πράξης του, εν προκειμένω δε, δεν εκτίθενται οι ειδικές συνθήκες οι συναφείς με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου και τις ικανότητές του, εξαιτίας των οποίων (ειδικών αυτών συνθηκών), παρά την καταβολή της επιβαλλόμενης επιμέλειας και όσον και αν εξέτεινε τις πνευματικές του δυνάμεις, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως του (ΑΠ 643/1993, ΠοινΧρ ΜΓ, 507, ΝοΒ 42, 102). Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως για την οποία κατηγορείται, χωρίς να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παράγραφος 2ε ΠΚ, όπως ο κατηγορούμενος ζήτησε, καθόσον, όπως και ο ίδιος κατέθεσε κατά την απολογία του στο ακροατήριο, το συγκεκριμένο κτίσμα χρησιμοποιεί όχι ως κύρια κατοικία, αλλά ως δευτερεύουσα παραθεριστική κατοικία κατά τους καλοκαιρινούς μόνον μήνες του ιδίου και της πολυμελούς οικογενείας του, ο ίδιος δε έχει απασχολήσει επανειλημμένα την Υπηρεσία Δασών (σχ. κατάθεση μάρτυρος Ζ2), απορριπτόμενου και του αιτήματος αναβολής της δίκης κατ άρθρο 352 ΚΠΔ για να κληθεί και να εξετασθεί ο προτεινόμενος από τον κατηγορούμενο μάρτυρας υπερασπίσεως .........., πολιτικός μηχανικός, δεδομένου ότι η τεχνική έκθεση αυτοψίας που αυτός συνέταξε αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και, συνεπώς, δεν κρίνεται αναγκαία η κατάθεσή του, αφού ήδη το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 71 παράγραφος 1 του Ν. 998/1979, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ως άνω διάταξη. Στον προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η κατασκευή κτίσματος εντός αναδασωτέας εκτάσεως δεν είναι ποινικό αδίκημα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει το Δικαστήριο της ουσίας, γιατί πρόκειται περί νομικού επιχειρήματος, πέρα από το γεγονός ότι ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού, ο αναιρεσείων δεν καταδικάστηκε για κατασκευή κτίσματος εντός αναδασωτέας εκτάσεως, αλλά για κατασκευή κτίσματος εντός δασικής εκτάσεως, τα χαρακτηριστικά της οποίας (δασικής εκτάσεως) πλήρως περιγράφει στην αρχή του αιτιολογικού. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι απορρίφθηκε αναιτιολόγητα η ένσταση παραγραφής που υπέβαλε, διότι το Δικαστήριο της ουσίας στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στις καταθέσεις των δασικών υπαλλήλων Ζ1 και Ζ2, είναι απαράδεκτος, διότι, με αυτόν, με την επίκληση του εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, η έξαρση των καταθέσεων των ως άνω μαρτύρων, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και οι καταθέσεις των άλλων μαρτύρων. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμούς του, περί νομικής πλάνης, έγινε, χωρίς η προσβαλλόμενη να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος υπέβαλε, εκτός των άλλων, και τον εξής αυτοτελή ισχυρισμό "της νομικής πλάνης του άρθρου 31 ΠΚ, δηλαδή, εφόσον το κτίσμα υπήρχε και υπέστη κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κάποιες μικροβλάβες η σκεπή του, που ήταν με λαμαρίνα, νόμιζα ότι μπορούσα να την επισκευάσω και αυτό έκανα", πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός ήταν αόριστος, διότι δεν περιείχε πραγματικά περιστατικά, ότι η επικαλούμενη πλάνη ήταν συγγνωστή και, συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού. Παρ' όλα αυτά, η προσβαλλομένη, αφού επισήμανε την ως άνω αοριστία, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέλος, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλομένη απέρριψε χωρίς αιτιολογία τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παράγραφος 2 ε ΠΚ, καθόσον, πέραν της αοριστίας του ως άνω ισχυρισμού, αφού, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των παραπάνω πρακτικών, σε αυτόν έγινε μνεία μόνο της ως άνω διάταξης του άρθρου 84 παράγραφος 2 ε ΠΚ, χωρίς περαιτέρω παράθεση περιστατικών, που να δικαιολογούν τη χορήγηση, εν τούτοις, η προσβαλλομένη τον απέρριψε με την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, αφού εκθέτει αναλυτικά στο σκεπτικό της, αρνητικά περιστατικά, που δικαιολογούν τη μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως. Με τα δεδομένα αυτά, ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τις σημειωθείσες επί μέρους Α', Β', Γ' και Δ' διακρίσεις, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, απορριπτομένων όλων των λόγων αναίρεσης και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 6/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση άρθρ. 71 παρ. 1 του Ν. 998/79, α) δεδικασμένο, β) έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτεται η αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δεδικασμένο, Δασικά αδικήματα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 24/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Φωτάκη, περί αναιρέσεως της 7270/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1169/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τα άρθ. 111, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 307 επ. 314, 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Π.Δ., αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, κατά το αρ. 174 παρ. 1 Κ.Π.Δ., η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, αρχίζει η κύρια διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, διότι, έτσι, καλύπτεται η ακυρότητα και η επίδοση θεωρείται έγκυρη. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης, καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναίρεσης, με την 7938/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με απόντα τον αναιρεσείοντα, καταδικάστηκε αυτός σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, για την πλημμεληματική πράξη της παράβασης του άρθρου 17 παρ. 1, 8 του Ν. 1337/1983, ήτοι την κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας, η οποία (πράξη) έλαβε χώρα στις 3 Απριλίου 2000. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την από 25.10.2006 και με αρ. 12283 έφεση, στην οποία δεν προέβαλε με λόγο έφεσης ακυρότητα της επίδοσης προς αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το οποίο καταδικάστηκε αυτός πρωτοδίκως. Κατά την εκδίκαση της έφεσης αυτής, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσια δικηγόρο, η οποία, μετά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, προέβαλε ισχυρισμό περί εξαλείψεως του αξιοποίνου της εκδικαζόμενης αξιόποινης πράξης λόγω παραγραφής, με την αιτιολογία ότι η επίδοση προς αυτόν, αρχικά την 11.12.2003, του κλητηρίου θεσπίσματος για να εμφανισθεί στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την 7938/2004 απόφαση, ερήμην του, ήταν άκυρη, δεδομένου ότι στο οικείο αποδεικτικό δεν αναφέρεται που έγινε η θυροκόλληση (οικία, κατάστημα, γραφείο), ούτε ο αριθμός της Λεωφ. ......., όπου έγινε η θυροκόλληση και, ως εκ τούτου, δεν επήλθε έκτοτε αναστολή της πενταετούς, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα της επίμαχης πράξης, προθεσμίας παραγραφής, η οποία είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο (25.10.2006) άσκησης της έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω, η τυχόν ακυρότητα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον αναιρεσείοντα, που για πρώτη φορά αυτός προέβαλε με τον ως άνω τρόπο, δηλαδή χωρίς λόγο έφεσης, καλύφθηκε, με αποτέλεσμα από την επίδοση αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, να έχει επέλθει, λόγω ενάρξεως της κυρίας διαδικασίας, η αναστολή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής και ο χρόνος παραγραφής της επίμαχης πράξης να είναι οκταετής. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, ορθώς απέρριψε, με την προσβαλλομένη απόφαση, τον περί παραγραφής ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και δεν έπαυσε οριστικά την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για την προκειμένη αξιόποινη πράξη, μολονότι, παρά τα ως άνω αναφερόμενα, ερεύνησε και το νομότυπο της επίδοσης προς τον αναιρεσείοντα του κλητηρίου θεσπίσματος και συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση, προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13.6.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 7270/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου. Πως προτείνεται και πότε επέρχεται η παραγραφή. Απορρίπτει αναίρεση.
Παραγραφή
Παραγραφή, Κλητήριο θέσπισμα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 22/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπαουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 229/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαϊου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1010/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή σε περίπτωση μη τηρήσεως της διατάξεως του άρθρου 368 Κ.Π.Δ. που αποτελεί ειδικότερη ανάπτυξη των διαλαμβανομένων στο άρθρο 333 ιδίου Κώδικα, δηλαδή στην περίπτωση που πριν κηρυχθεί η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας ο διευθύνων τη συζήτηση δεν ρώτησε τον κατηγορούμενο αν έχει ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση, δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 Κ.Π.Δ ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, γιατί δεν απαγγέλλεται από αυτή τέτοια ακυρότητα, ούτε και από την παράλειψή της παρακωλύεται η άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, αφού αυτός, αν θέλει κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση, μπορεί να το ζητήσει, οπότε επέρχεται ακυρότητα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 229/2006 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, επέτρεψε τη δια συνηγόρου εκπροσώπηση του απολειπόμενου- κατηγορούμενου (ήδη αναιρεσείοντος) Χ1 και ο τελευταίος δικάστηκε σαν να ήταν παρών, ο δε συνήγορός του τον εκπροσώπησε πλήρως (άρθρο 502 παρ.1 Κ.Π.Δ). Περαιτέρω, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, αναφέρονται κατά πιστή μεταφορά τα εξής: " Μετά απ' αυτά η Πρόεδρος ρώτησε την Εισαγγελέα εάν χρειάζεται καμία συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και, όταν απάντησε αρνητικά, η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση, ζήτησε την απαλλαγή του πελάτη του....". Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η περί του αντιθέτου αναιρετική αιτίαση για απόλυτη ακυρότητα, εκ του ότι, προ της κηρύξεως του πέρατος της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν ρωτήθηκε ο εκπροσωπών τον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο πληρεξούσιός του δικηγόρος, για την άσκηση του πιο πάνω δικαιώματος, ενόψει και του ότι δεν προβάλλεται ότι αυτός ζήτησε την άσκηση του δικαιώματός του αυτού και το Δικαστήριο του το αρνήθηκε. Εξ' άλλου, έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο την ουσιαστική κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ. ΑΠ 1/2005). Ειδικότερα, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη 229/2006 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε "ότι ο κατηγορούμενος στις 30-4-1998 νόθευσε έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλο σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό. Συγκεκριμένα, αποδεικνύεται ότι, ενώ ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, διευθυντής και εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία ......... LTD και έλαβε για λογαριασμό της εταιρείας αυτής από τον εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία ......... EΠE ........ την υπ' αριθμό ......... επιταγή της GRETA BANK έκδοσης της τελευταίας εταιρείας στον Πειραιά σε διαταγή της πρώτης ποσού 3.000.000 δραχμών χωρίς ημερομηνία έκδοσης, ως εγγύηση τήρησης εκ μέρους της εταιρείας ........ EΠE των όρων του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού, καταρτισθέντος μεταξύ των ως άνω εταιρειών, αυτός, χωρίς νόμιμο λόγο και χωρίς τη γνώση και τη συναίνεση του μηνυτή, συμπλήρωσε ως χρόνο έκδοσης της επιταγής την 30-4-1998 με σκοπό να παραπλανήσει τους τρίτους ως προς το γεγονός της νόμιμης έκδοσής της και στη συνέχεια περί τα τέλη του έτους 2001 την χρησιμοποίησε αφού την κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της εκδότριας εταιρείας." Με τις σκέψεις αυτές, στη συνέχεια στο διατακτικό κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι "στον Πειραιά, στις 30-4-1998, νόθευσε έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό. Ειδικότερα, ενώ ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, διευθυντής και εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία ....... LTD. Που είχε την έδρα της στο Πειραιά και έλαβε για λογαριασμό της εταιρίας αυτής από το μηνυτή και εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία ..... EΠΕ ..... την υπ' αριθμ. ....... επιταγής της CRETA BANK, έκδοσης της τελευταίας εταιρείας στον Πειραιά, σε διαταγή της πρώτης, ποσού 3.000.000 δρχ., χωρίς ημερομηνία έκδοσης, ως εγγύηση καλής συνεργασίας των δύο εταιρειών και τήρησης εκ μέρους της εταιρείας ........ ΕΠΕ των όρων του από ...... μεταξύ των δύο εταιρειών καταρτισθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού μεταφοράς προσώπων και οχημάτων της εταιρείας ...... ΕΠΕ, με πλοία της εταιρείας ......... LTD, αυτός, χωρίς νόμιμο λόγο και χωρίς τη γνώση και συναίνεση του μηνυτή, συμπλήρωσε ως χρόνο έκδοσης της επιταγής την 30-4-1998, με σκοπό να παραπλανήσει τους τρίτους, ως προς το γεγονός της νόμιμης έκδοσής της και στη συνέχεια σε μη διακριβωθέντα χρόνο, πάντως περί τα τέλη του έτους 2001, τη χρησιμοποίησε, αφού την κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της εκδότριας εταιρείας". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, όπως γι' αυτήν τελικώς καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 12,14,16,26 παρ.1, 27 παρ.1 και 216 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες εφάρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, υπάρχει πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, παρόλο που το αιτιολογικό είναι σχεδόν ταυτόσημο με το διατακτικό της, αφού στο τελευταίο αναφέρονται αναλυτικά και με λεπτομέρεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29 Μαϊου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 229/14-2-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1, 368 ΚΠΔ. Συμπληρωματικές έρευνες. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας από το ότι το αιτιολογικό αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, όταν αναφέρονται σ’ αυτό αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το αδίκημα.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια.
0
Αριθμός 23/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Τζίμα, περί αναιρέσεως της 2398/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Πλημ/κείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 433/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από το άρ. 94 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της απόφασης, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, ενώ η μη ορθή εκτίμηση τους δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 2398/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για παράβαση του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : "Την 18-4-2000 και περί ώρα 10:00, ο Δασοφύλακας της Διεύθυνσης Δασών Ν. Αργολίδας Ψ1, ευρεθείς εκ της υπηρεσίας του στη θέση "............", διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος είχε επέμβει πριν περίπου (4) ημέρες σε ιδιωτικό δάσος σε εμβαδόν (4) στρεμμάτων περίπου ξεριζώνοντας (28) δένδρα χαλεπίου πεύκης, μεγάλης ηλικίας, οργώνοντας αυτήν με γεωργικό μηχάνημα. Μετά την εκρίζωση των πεύκων, ο κατηγορούμενος προέβη στην μεταφύτευση (14) ελιών και δη (5) μεγάλων και (9) μικρών, ώστε να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της εκτάσεως από δάσος σε αγρό, στην οποία είχε γίνει καν παράνομη κατάτμηση. Κατά του κατηγορουμένου επίσης είχε, στις 29-9-1997, υποβληθεί το υπ' αριθμ. ..... πρωτόκολλο μηνύσεως από τη Διεύθυνση Δασών Αργολίδας, διότι στην εν λόγω έκταση είχε εκχερσώσει την υπόροφο βλάστηση των (4) περίπου στρεμμάτων, αφήνοντας τότε τα 28 δένδρα χαλεπίου πεύκης. Επί της μηνύσεως αυτής ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράνομη εκχέρσωση και ο κατηγορούμενος (μαζί με τον Γ1) παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, που συνεδρίαζε στο Κρανίδι, όπου και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 725/19.9.2001 απόφαση με την οποία οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι ελλείψει δόλου, δεχόμενο συνεπώς το Δικαστήριο ότι οι κατηγορούμενοι είχαν τελέσει την άδικη πράξη της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης. Η εκχερσωθείσα παρανόμως έκταση, αποτελείτο πριν, σύμφωνα με το από 18-4-2000 πρωτόκολλο μηνύσεως του Δασοφύλακα Ψ1 και την ένορκη κατάθεση του, από σχοίνα και πεύκα και είχε αναγνωρισθεί ως ιδιωτικό δάσος με τις υπ' αριθμ. 30201/8-3-1932 και 2827/10-2-1937 αποφάσεις του Υπουργείου Γεωργίας. Κατόπιν εντολής της Διεύθυνσης Δασών Αργολίδας, η Δασοπόνος Β1 κατάρτισε το από ......... τοπογραφικό διάγραμμα ιδιωτικού δάσους, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου και του Γ1, επί του οποίου είχε γίνει η ως άνω παράνομη εκχέρσωση, η οποία είχε πραγματική έκταση (5.210,435) τ.μ. και όχι (4) στρέμματα, όπως την είχε υπολογίσει περίπου ο Δασοφύλακας Ψ1, κατά την υποβολή της από 18-4-2000 μήνυσης του. Εν συνεχεία ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Πελοποννήσου, με βάση την κείμενη νομοθεσία και την από 12-11-2000 πρόταση της Διεύθυνσης Δασών Αργολίδας για κήρυξη ιδιωτικού δάσους ως αναδασωτέου (στην οποία σημειώνεται η ύπαρξη στην επίδικη έκταση 22 πευκόδενδρων μεγάλης ηλικίας), με την αριθμ. πρωτ. ........ απόφασή του, κήρυξε αναδασωτέο, με σκοπό την επαναδημιουργία της δασικής βλάστησης, με φυσική αναγέννηση ,που καταστράφηκε από εκχέρσωση, σταδιακά από το 1960 έως σήμερα από αγνώστους και το τμήμα 1 από τον κατηγορούμενο και τον Γ1 (αφορά το υπ' αριθμ. .... πρωτόκολλο μηνύσεως από τη Διεύθυνση Δασών Αργολίδας), το ιδιωτικό δάσος εμβαδού 5.210.435 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "........." δημοτικού διαμερίσματος ....... του Δήμου Κρανιδίου και προσδιορίζεται από τα στοιχεία: 1, 2, 3, 4 , 5, 6, 7γ, β, α, 81, 8', 9, 10, 11, 1 στο από ........ τοπογραφικό διάγραμμα με κλίμακα 1:500, που σύνταξε η δασοπόνος Β1 και έχει όρια: Ανατολικά: Με έκταση μη διεπόμενη από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Δυτικά: Με έκταση μη διεπόμενη από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και ιδιωτικό δάσος. Βόρεια: Με ιδιωτικό δάσος και έκταση μη διεπόμενη από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Νότια: Με ιδιωτικό δάσος και χωματόδρομο (οδός πεύκων), η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ΦΕΚ Δ/144/28-2-2001.- Περαιτέρω, ο Δασολόγος της Διεύθυνσης Δασών Αργολίδας Β2 προέβη στην αριθμ. πρωτ. ....... έκθεση φωτοερμηνείας επί της εκτάσεως που αναφέρεται το από 18-4-2000 πρωτόκολλο μήνυσης του Δασοφύλακα της υπηρεσίας τους Ψ1 κατά του κατηγορουμένου, που βρίσκεται στην θέση "..........." του δ.δ. ...... του Δήμου Κρανιδίου και κηρύχθηκε αναδασωτέα, με την πιο πάνω απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου, νομίμως δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αφού εντόπισε την έκταση που απεικονίζεται στο από ..... τοπογραφικό διάγραμμα της Δασοπόνου Β1, που συνοδεύει αναπόσπαστα την απόφαση αναδάσωσης στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1979 και 1988 και διενήργησε στερεοσκοπική παρατήρηση στο ζεύγος των επικαλυπτόμενων αεροφωτογραφιών με φορητό στερεοσκόπιο SOKKISHA ΡS 4Α, διαπίστωσε τα εξής: α) Στο ζεύγος των αεροφωτογραφιών έτους λήψης 1945, με αριθμ. .......... , η επίδικη έκταση εμφανίζεται στο σύνολο της καλυπτόμενη από άγρια ξυλώδη βλάστηση δενδρώδους και θαμνώδους μορφής, με συνολικό βαθμό δασοκάλυψης 50-60%, χωρίς να παρατηρούνται στοιχεία ανθρώπινων καλλιεργητικών ή άλλων επεμβάσεων, β) Στο ζεύγος των αεροφωτογραφιών έτους λήψης 1960 με αριθμ. ........., η επίδικη έκταση εμφανίζεται με την μορφή δάσους, καλυπτόμενη από άγρια ξυλώδη βλάστηση δενδρώδους και θαμνώδους μορφής, με συνολικό βαθμό δασοκάλυψης 70-80%, εκτός από το νοτιοανατολικό όριο της έκτασης πλησίον των σημείων 2-3, όπου εντοπίζεται επιφάνεια 300 τ.μ. περίπου η οποία φαίνεται να έχει καλλιεργηθεί, γ) Στο ζεύγος των αεροφωτογραφιών έτους λήψης 1979, με αριθμ. ........., η επίδικη έκταση εμφανίζεται, σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη, με στοιχεία ανθρώπινων επεμβάσεων σε ολόκληρη την επιφάνεια της. Η προϋφιστάμενη άγρια βλάστηση έχει απομακρυνθεί, με εξαίρεση ολιγάριθμα δέντρα τα οποία είτε βρίσκονται διάσπαρτα εντός της έκτασης, είτε, προς τα νοτιοανατολικό όρια της, σε σειρά. Τα δέντρα που εντοπίζονται, κρίνοντας από την μορφή, τον τόνο αλλά και την ομοιότητα με το παρακείμενο δάσος, είναι Χαλεπίου Πεύκης (Pinus Halerencis), ενώ το συνολικό ποσοστό της άγριας ξυλώδους βλάστησης που φύεται στην έκταση δε ξεπερνά σε κάλυψη το 15%. δ) στο ζεύγος των αεροφωτογραφιών έτους λήψης 1988, με αριθμ. .......... , η επίδικη έκταση εμφανίζεται όμοια με αυτή του έτους 1979 χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, ο Δασολόγος Β2 κατέληξε ότι η έκταση που παρανόμως εκχέρσωσε ο κατηγορούμενος την 18-4-2000 χαρακτηρίζεται ως δάσος χαλεπίου Πεύκης (Pinus Halerencis) κατά tην έννοια των παραγράφων 1 και 3 (I, II, III) α' του αρ 3 του Ν.998/79 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας". Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος, ισχυρίστηκε ότι η επίδικη έκταση είναι αγροτική, ότι δεν ξερίζωσε τα πεύκα, αφού ακόμα και σήμερα υπάρχουν 10-12 πεύκα στην άκρη της επίδικης έκτασης και ότι εντός αυτής υπήρχαν μόνο μεγάλες ελιές, ενώ αυτός φύτευσε μόνο μικρές. Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών του, προσκόμισε αντίγραφο του με αριθμό ......... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αθ. Γ. Παπαστεργίου, αντίγραφο του με αριθμό ........ αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Κρανιδίου Π. Πολυζώη Πήλια (τα οποία εμφανίζουν την επίδικη έκταση ως αγροτική), το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό εκμισθώσεως αγροκτημάτων προς χορτοβοσκήν, μεταξύ Ζ1 και Ζ2, αίτηση-δήλωση κατόχου γεωργικής εκμετάλλευσης περιόδου 2001, το με αριθμ. πρωί:. Ζ1 έγγραφο Δ/νσης Δασών Αργολίδας και εξέτασε ως μάρτυρα υπεράσπισης την, η οποία κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος, από το έτος 1950, καλλιεργούσε την επίδικη έκταση, η οποία ανέκαθεν ήταν αγροτική και ότι η αναδάσωση δεν περιλαμβάνει το επίδικο. Τα ανωτέρω όμως αναιρούνται, και για το λόγο αυτό δεν κρίνονται πειστικά, από τα ανωτέρω προδιαληφθέντα αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα: από το από ..... πρωτόκολλο μηνύσεως του Δασοφύλακα Ψ1 και την ένορκη κατάθεσή του, όπου κατηγορηματικά αναφέρεται η εκρίζωση από τον κατηγορουμένου την 14-4-2000 (28) δένδρων χαλεπίου πεύκους και η εμφύτευση την 18-4-2000 (14) ελιών εκ των οποίων (5) μεγάλες και (9) μικρές ώστε να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας της έκτασης από δάσος σε αγρό και το από ........ τοπογραφικό διάγραμμα της συντάξασας Δασοπόνου Β1, την με αριθμ. πρωτ. ........ έκθεση φωτοερμηνείας, την με αριθμ. πρωτ, .......... πρόταση της Διεύθυνσης Δασών Αργολίδας για κήρυξη ιδιωτικού δάσους ως αναδασωτέου και την με αριθμ. πρωτ. 195/22-1-2001 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου για κήρυξη αναδασωτέας έκτασης, νομίμως δημοσιευθείσα στο αριθμ. φύλλου 144/28,02.2001 Φ.Ε.Κ. (τεύχος Δ'), από τα οποία αναντίρρητα προκύπτει ότι η επίδικη έκταση είναι δασική, αφού πρόκειται για τμήμα ιδιωτικού δάσους, αναγνωρισμένο με την αριθμ. 2827/10-2-1937 απόφαση του Υπ. Γεωργίας υπέρ ........ - ......... - ........., η άγρια ξυλώδης βλάστηση δενδρώδους και θαμνώδους μορφής εμφανίζει βαθμό δασοκάλυψης 50-60%, 70-80% και 15% κατά τα έτη 1945, 1960 1979, 1988, χωρίς να παρατηρούνται στοιχεία ανθρώπινων καλλιεργητικών ή άλλων επεμβάσεων μέχρι τουλάχιστον και το έτος 1960 και υπάρχουν ακόμα και σήμερα 22 πευκόδενδρα μεγάλης ηλικίας, χαρακτηριζόμενη έτσι η επίδικη έκταση ως δάσος Χαλεπίου Πεύκης (Pinus Halerencis), κατά την έννοια του 3 παρ. 1 και 3 του Ν. 998/1979. Ως προς το με αριθμ. πρωτ. .......... έγγραφο Δ/νσης Δασών Αργολίδας, που επικαλείται ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με το οποίο η αναφερόμενη σε αυτό έκταση, που βρίσκεται στη θέση "............" ........, είναι αγροτική, ανεξαρτήτως ότι δεν προέκυψε ότι αφορά την επίδικη έκταση, αφού, ως συμβολαιογραφικός τίτλος, διαλαμβάνεται σε αυτό το υπ' αριθμ. ......... Συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αθανάσιου Γ. Παπαστεργίου, το οποίο όμως ο κατηγορούμενος ουδόλως επικαλείται και προσκομίζει, ενώ δεν επιβεβαιώθηκε ούτε και από τον μάρτυρα Ψ1, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την κατάθεση του τελευταίου μάρτυρος, πρόκειται για ένα πληροφοριακό έγγραφο που δεν ισχύει πλέον. Τέλος, όσον αφορά το ποσοστό του 15% δασοκάλυψης κατά τα έτη 1979, 1988, που εμφανίζει η επίδικη έκταση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες σκέψεις, ο Ν. 3208/2003 δεν είναι εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η εκχέρσωση σημειώθηκε την 18-4-2000, ήτοι πριν την δημοσίευσή του και αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. αυτή (η επίδικη έκταση) έχει εμβαδόν 5.210,435 τ.μ. και τόσο πριν την εκχέρσωση, όσο και μετά φύονταν σποραδικά άγρια ξυλώδη φυτά τα οποία με δασική εκμετάλλευση μπορούσαν να παράγουν δασικά προϊόντα (δασοπονικά είδη) κι έτσι σε κάθε περίπτωση υπάγεται στην έννοια της δασικής έκτασης (άρθρο 3 παρ.2 και 32Ι του Ν. 3208/2003). Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν, εφόσον η επίδικη έκταση καλύπτονταν αραιά από άγρια ξυλώδης βλάστηση δενδρώδους και θαμνώδους μορφής, με βαθμό δασοκάλυψης 50-60%, 70-80% και 15%) κατά τα έτη 1945, 1960 1979 και 1988 και εκτός από τα 28 δένδρα χαλεπίου πεύκης μεγάλης ηλικίας, που ξερίζωσε ο κατηγορούμενος, υπάρχουν ακόμα και σήμερα 22 πευκόδενδρα μεγάλης ηλικίας, πρόκειται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες σκέψεις, για δασική έκταση (Χαλεπίου Πεύκης ), καθότι αποτελεί οργανικό σύνολο αραιών αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), μπορούν δε να παράγουν προϊόντα και να συμβάλλουν στη διατήρηση της βιολογικής ισορροπίας και την εξυπηρέτηση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 και 2 του Ν. 998/1979. Είναι δε αδιάφορο ότι, μεταγενέστερα η επίδικη έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα, καθότι, ανεξαρτήτως του ότι ούτως ή άλλως η επίδικη έκταση έχει τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που ορίζονται στο άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Ν. 998/1979, την ίδια ποινική προστασία έχει και η έκταση, που αρχικώς αποτελούσε δάσος ή δασική έκταση, αλλά στη συνέχεια, για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 37 του Ν. 998/1979, (η ίδια αυτή έκταση) κηρύχθηκε αναδασωτέα, αφού η αναδημιουργία του δάσους επιδιώκεται με την αναδάσωση και έτσι ουσιαστικά αυτή δεν έχει αποβάλει το δασικό της χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να υπάρχουν οι λόγοι που επιβάλλουν τη προστασία της, ανεξαρτήτως, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παράνομης εκχέρσωσης (άρθρο 71 παρ. 3-1 του Ν. 998/1979), αν αυτή έχει οποιοδήποτε από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 του ιδίου νόμου. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα και με τις προπαρατεθείσες σκέψεις, πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράνομης εκχέρσωσης, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, δεν υπάρχει ασάφεια αιτιολογιών, αφού πλήρως εξειδικεύεται η μορφή της δασικής έκτασης που παράνομα εκχέρσωσε ο αναιρεσείων, με την αποκοπή 28 δένδρων χαλεπίου πεύκης, τα οποία συνέβαλλαν στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, πράξη η οποία τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι έπρεπε να τιμωρηθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 του ίδιου νόμου, διότι η επίδικη δασική έκταση είχε κηρυχθεί αναδασωτέα, είναι αβάσιμος, διότι, όπως σαφώς επισημαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Πελοποννήσου, μετά την ως άνω παράνομη ενέργεια του αναιρεσείοντος, καθώς και μετά από άλλες παρόμοιες ενέργειες αυτού στο παρελθόν, κήρυξε την επίδικη δασική έκταση, την οποία σαφώς προσδιορίζει κατά θέση, έκταση και όρια η προσβαλλόμενη, αναδασωτέα, με την υπ' αριθ. 195/22.1.2001 απόφασή του και συνεπώς ορθά εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 και όχι του άρθρου 70 παρ. 1 του Ν. 998/1979, σημειουμένου μόνο του γεγονότος ότι, η παράβαση, είτε της μιας, είτε της άλλης διάταξης, έχει την ίδια ποινική μεταχείριση. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί η αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 2398/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράνομη εκχέρσωση ιδιωτικής δασικής έκτασης. Λόγοι αναιρέσεως για: 1) Έλλειψη αιτιολογίας και 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δασικά αδικήματα.
0
Αριθμός 21/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπύρο Διαμαντή, περί αναιρέσεως της 887/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 545/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα κα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του κα, συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 887/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική, για πλαστογραφία από κοινού κατ' εξακολούθηση, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : "Στα ........, την 10.12.2000, στο ........, ήταν σταθμευμένο το με αριθμό ......... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του Γ1. Το αυτοκίνητο αυτό παραβιάστηκε και το άτομο ή τα άτομα που προέβησαν στην πιο πάνω ενέργεια, αφαίρεσαν από το αυτοκίνητο αυτό δύο κομπιούτερ υπολογιστή, μάρκας SONY και PALMO αντίστοιχα, καθώς και ένα μπλοκ επιταγών της Τράπεζας Πειραιώς, με τα με αριθμούς ...... έως ........ ασυμπλήρωτα φύλλα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Δύο από τις πιο πάνω επιταγές, ήτοι με αριθμούς ...... και .......... συμπληρώθηκαν από τον κατηγορούμενο, αναγράφοντας σε αυτές ως τόπο έκδοσης "........, ημερομηνία έκδοσης ..... και ..... αντίστοιχα και ποσό, η μεν πρώτη, 700.000 δρχ., η δε δεύτερη, 13.700.000 δρχ. σε διαταγή "εμού του ιδίου" και κάτω από τη θέση υπογραφής του εκδότη, έθεσε και στις δύο, κατ' απομίμηση, την υπογραφή του δικαιούχου του λογαριασμού (Γ1). Σ την πιο πάνω πράξη προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων οποιοδήποτε καλόπιστο τρίτο και την πληρώτρια τράπεζα, ότι αυτές είναι γνήσιες και ότι είχαν εκδοθεί από τον δικαιούχο (εγκαλούντα) και ότι αυτός, με την υπογραφή του, δεσμευόταν για την πληρωμή τους. Tις επιταγές αυτές τις μεταβίβασε στον Ζ1, προς εξόφληση οφειλής του και αυτός στον .........., οι οποίες όμως δεν πληρώθηκαν σ' αυτόν από την πληρώτρια τράπεζα γιατί είχαν ανακληθεί από τον δικαιούχο (εγκαλούντα), λόγω της κλοπής τους. Ενόψει αυτού, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της δεύτερης πράξης που του αποδίδεται, δηλαδή της πλαστογραφίας από κοινού κατ' εξακολούθηση και αθώος της κλοπής, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε αυτές από το αυτοκίνητο του εγκαλούντος". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Πιό συγκεκριμένα, δεν δημιουργείται αντίφαση από το γεγονός ότι ο αναιρεσείων, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κηρύχθηκε αθώος της πράξης της κλοπής των ενδίκων επιταγών, πριν αυτές συμπληρωθούν, αφού δεν αποκλείεται άλλος να είναι ο δράστης της κλοπής των επιταγών και άλλος της πλαστογράφησης αυτών. Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο τρόπος και οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες περιήλθαν στην κατοχή του αναιρεσείοντος οι ένδικες επιταγές πριν από την πλαστογράφησή τους. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, είναι απαράδεκτες, καθόσον, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου. Με τα δεδομένα αυτά, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, ο ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., δηλαδή αυτόν της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 364 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ.. Η έλλειψη, όμως, ακροάσεως, προϋποθέτει υποβολή γραπτής ή προφορικής αιτήσεως ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο με προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους με τη διαδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ανέγνωσε και περαιτέρω δεν έλαβε υπόψη του κρίσιμα έγγραφα που αυτός επικαλέσθηκε κατά την αποδεικτική διαδικασία και παρέδωσε για ανάγνωση. Ειδικότερα, διατείνεται ότι δεν ανέγνωσε και δεν έλαβε υπόψη του, το υπ' αριθ. ......... διαβατήριό του, την από ....... προσφορά της ΠΕΤΡΟΪΛ - ΤΡΑΝΣ ΝΕ, τα υπ' αριθ. ...... και ......... τιμολόγια της Α.Ε. ΔΙΩΡΥΓΑ Κορίνθου, το από ....... δελτίο κινήσεως της ναυτικής εταιρείας ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗΣ και τις από ...... και ........ αποδείξεις εισπράξεως της ΠΕΤΡΟΪΛ - ΤΡΑΝΣ ΝΕ, μολονότι είχε προσκομίσει στο Δικαστήριο και είχε επικαλεσθεί τα έγγραφα αυτά. Όμως, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, για τον έλεγχο της βασιμότητας του προτεινόμενου λόγου, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε, από το συνήγορο που εκπροσώπησε τον αναιρεσείοντα στη δίκη, το επικαλούμενο αίτημα για ανάγνωση των προαναφερομένων εγγράφων, ενώ δεν ζητήθηκε, κατά τούτο, η διόρθωση των πρακτικών. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ. πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιό αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του, αφού ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, είχε κάθε δυνατότητα και ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 Κ.Π.Δ., κατά τα άνω, δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα συντελέσθηκε η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρασχέθηκε πλήρως η δυνατότητα σ' αυτόν να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις, ακόμα και αμφισβητήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, ενόψει του ότι η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του και στα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ δε αυτών είναι και ........3) η από 23.5.2001 ένορκη εξέταση μάρτυρα Ζ1. Με την κατά τα ανωτέρω καταχώριση του εγγράφου αυτού στα πρακτικά, για την ανάγνωση του οποίου, άλλωστε, ο αναιρεσείων δεν προέβαλε καμία αντίρρηση, δεν δημιουργείται η οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του και δεν ήταν αναγκαία η ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού του, ενόψει του ότι, με την ανάγνωσή του, έγινε γνωστή η ταυτότητά του και κατά το περιεχόμενό του στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός, μέσα στα πλαίσια της δυνατότητας που του παρέχει το άρθρο 358 του Κ.Π.Δ., μπορούσε να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό του. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι πρόκειται για έκθεση απολογίας και όχι για μαρτυρική κατάθεση, πέρα από το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν διαφοροποιεί την κατά τα άνω εξαναχθείσα κρίση. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου, σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ., τρίτος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211Α Κ.Π.Δ., μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Από η διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως, για την καταδίκη του κατηγορουμένου, της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου, καθώς επίσης και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία, ως μοναδική πηγή πληροφόρησής τους, έχουν τον συγκατηγορούμενο. Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη, όταν το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά, συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και στις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, όχι μόνο στην αναγνωσθείσα ένορκη, από 23.5.2001, κατάθεση του Ζ1, ο οποίος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ήταν συγκατηγορούμενός του, αλλά και σε άλλα δώδεκα (12) έγγραφα, τα οποία και αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος αναίρεσης, ερειδόμενος, στις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ. 583 παρ. 1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 887/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Κρήτης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία από κοινού κατ’ εξακολούθηση. Λόγοι αναιρέσεως για: 1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Παράβαση του άρθρου 364 του Κ.Π.Δ., 3)Λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε, 4) Παράβαση του άρθρου 211Α (συγκατηγορούμενου μαρτυρία) του Κ.Π.Δ. . Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 21/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Δημήτριο Λοβέρδο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, λόγω κωλύματος του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος πάρεδρος Ν.Σ.Κ Θεόδωρος Ράπτης. Της αναιρεσιβλήτου - καθής η κλήση : ......., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Βασιλικής Σκορδάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10.04.2001 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 449/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6410/2002 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 23.12.2002 αίτησή του . Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1536/2006 απόφαση του Β1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως για αναίρεση της 6410/2002 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 08.03.2007 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, η δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους προαναφερόμενους πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την κρινόμενη 1472/24-12-2002 αίτηση αναιρέσεως, οι τρεις πρώτοι κατά σειρά λόγοι της οποίας παραπέμφθηκαν με την 1536/2006 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου στην τακτική Ολομέλεια, προσβάλλεται η 6410/5-7-2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, με την 48766/10-4-2001 αγωγή εφέρετο προς διάγνωση αξίωση αποζημιώσεως της ήδη αναιρεσίβλητης, ισόποση προς τις μισθολογικές διαφορές για το από 1-1-1996 έως 31-12-1999 χρονικό διάστημα, τις οποίες, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, στερήθηκε από την παράνομη άρνηση του αρμοδίου προς τούτο οργάνου του ήδη αναιρεσείοντος ν.π.δ.δ. (ΟΓΑ), με το οποίο συνδεόταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να προβεί στην έκδοση της σχετικής πράξεως για την μισθολογική της προαγωγή στον καταληκτικό βαθμό του γενικού διευθυντή. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά παραδοχή της, η 449/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από την 3040/12-4-2002 έφεση του εναγομένου και την αντέφεση, με τις προτάσεις, της ενάγουσας, η 6410/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση η έφεση του εναγομένου ν.π.δ.δ. απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Αντίθετα, κατά παραδοχή της αντεφέσεως της ενάγουσας, εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δι' αυτής αποφάσεως, διακράτηση και εξέταση κατ' ουσίαν της υποθέσεως, υποχρέωσε το εναγόμενο ν.π.δ.δ, κατ' αποδοχή της αγωγής, να καταβάλει στην ενάγουσα τις διωκόμενες προς καταψήφιση μισθολογικές διαφορές με τον τόκο υπερημερίας από την αναφερόμενη στις αιτιολογίες της δήλη ημέρα πληρωμής τους. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε το ηττηθέν εκκαλούν - εναγόμενο ν.π.δ.δ. με την 1472/24-12-2002 αίτηση αναιρέσεως, με προβαλλόμενες δι' αυτής αναιρετικές αιτιάσεις ότι το δικαστήριο της ουσίας, Ι.- δεν έλαβε υπόψη την ένσταση και τον αντίστοιχο λόγο εφέσεως για παραγραφή της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης για το από 1-1-1996 έως 31-12-1998 χρονικό διάστημα (Κ.Πολ.Δ 559 αρ. 8), ΙΙ. κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18 του ν. 4169/1961 και 90 §§ 3, 5, 94 του ν. 2362/1995 παρέλειψε να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις διετή παραγραφή (Κ.Πολ.Δ 559 αρ. 1) και ΙΙΙ.- κατά παράβαση των διατάξεων των 18 του ν. 4169/1961, 21 § 9 του ν. 1902/1990 και 21 του ΚΔ 26-6/10-7-1944 επεδίκασε τόκους υπερημερίας (Κ.Πολ.Δ 559 αρ. 1). Επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε η 1536/2006 απόφαση του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε, κατά την ακολουθούμενη από εκείνη, ως ορθοτέρα, άποψη, ότι επί του αναιρεσείοντος Ο.Γ.Α εφαρμόζονται, κατ' επιταγή του άρθρου 18 § 1 του ν. 4169/1961, οι διατάξεις (α) του άρθρου 21 του Κ.Δ 26-6/10-7-1944) και (β) των άρθρων 90§§ 3, 5, 94 του ν. 2362/1995, κατά τους ορισμούς των οποίων (α) οφείλεται τόκος από την επίδοση της αγωγής και (β) προβλέπεται διετής παραγραφή, λαμβανομένη υπόψη αυτεπαγγέλτως, νομική παραδοχή αντίθετη, κατά τις αιτιολογίες της, προς την κρατούσα νομολογία του Αρείου Πάγου, θέτοντας παράλληλα και θέμα αντισυνταγματικότητας των νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων, λόγους για τους οποίους και κατέληξε, με βάση την παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 563 §2 β' Κ.Πολ.Δ δικονομική ευχέρεια, στην παραπομπή της 1472/2002 αιτήσεως αναιρέσεως κατά τους τρεις (3) πρώτους κατά σειρά λόγους αυτής στην Τακτική Ολομέλεια, για το παραδεκτό και βάσιμο των οποίων νομότυπα και εμπρόθεσμα εκδόθηκε η 259/1-3-2003 θετική γνωμοδότηση του αρμοδίου Γ' Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για την εμπρόθεσμη κατάθεση της οποίας στην γραμματεία του Εφετείου Αθηνών συντάχθηκε προς τούτο η από 11-3-2003 έκθεση (άρθρο 12 ν. 2248/1995, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 28 §3 ν. 2579/1998 και ακολούθως με άρθρο 42 του ν. 2721/1999), έννοια με την οποία και ερευνώνται στη συνέχεια. Ι.- Ειδικότερα, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Ομοίως κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ επιτρέπεται αναίρεση και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό που παραδεκτά προτάθηκε και έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, τελευταία προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν πρόκειται για ισχυρισμό μη νόμιμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 § 1 του ν. 4169/1961, "ο Ο.Γ.Α απαλλάσσεται παντός δημοσίου, δημοτικού και κοινοτικού ή υπέρ τρίτου φόρου άμεσου ή έμμεσου, των υπέρ ΜΤΠΥ κρατήσεων, παντός τέλους ταχυδρομικού ως και δικαστικού εις πάσαν δίκην του και απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών και προνομίων δικαστικών, διοικητικών και δικονομικών, ως εάν είναι αυτό τούτο το Δημόσιον". Αντίστοιχου περιεχομένου διάταξη διαλαμβάνεται στο άρθρο 19 του ν. 1846/1951 για το Ι.Κ.Α. Από την όλη διατύπωση των διατάξεων αυτών, παρά την ατέλειά τoυς, εκτιμάται ότι στην εξομοίωση του Ο.Γ.Α και του Ι.Κ.Α με το Δημόσιο περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού, στα οποία εντάσσονται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 90 §§ 3, 5, 94 του ν. 2362/1995 διετής παραγραφή και η υποχρέωση του δημοσίου κατά το άρθρο 21 του Κ.Δ 26-6/10-7-1944 για καταβολή νομίμου ή υπερημερίας τόκου σε ποσοστό 6/οο από την επίδοση της αγωγής, νομική παραδοχή η οποία επιβεβαιώνεται από τις επακολουθήσασες νομοθετικές ρυθμίσεις. Ειδικότερα ορίσθηκε στη συνέχεια με το άρθρο μόνο του π.δ 437/1977 ότι εξαιρούνται της εφαρμογής του ν.δ. 496/1974 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ., οι διατάξεις των άρθρων 7 § 2 και 48 § 3, του οποίου είναι όμοιου περιεχομένου με εκείνες του άρθρου 21 του Κ.Δ 26-6/10-7-1944 και 90 §§ 3, 5, 94 του ν. 2362/1995, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί που υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, και ακολούθως, με ο άρθρο μόνο του π.δ. 305/1985, ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 § 2 και 43 του ν.δ. 496/1974 εφαρμόζεται και για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που υπάγονται στο Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πλην Ι.Κ.Α και Ο.Γ.Α, καταργουμένης της εξαίρεσης που θεσπίσθηκε για τα θέματα αυτά στο π.δ. 437/1977. Το προηγούμενο νομικό καθεστώς του άρθρου 18 § 1 του ν. 4169/1961 επανήλθε σε ισχύ με την αντίστοιχου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 21 § 9 του ν. 1902/1990, κατά τους ορισμούς του οποίου το Ι.Κ.Α και οι λοιποί οργανισμοί αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχουν όλα τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, δεν διατάσσεται προσωρινή εκτέλεση κατ' αυτών, αναστέλλεται δε η δικαστική εκτέλεση κάθε τελεσίδικης απόφασης κατ' αυτών, τόσο κατά την προθεσμία άσκησης αίτησης αναίρεσης, όσο και από την άσκηση αυτής. Με την τελευταία αυτή νομοθετική ρύθμιση το Ι.Κ.Α και οι λοιποί ασφαλιστικοί οργανισμοί, στους οποίους προφανές είναι ότι περιλαμβάνεται και ο Ο.Γ.Α, αποσυνδέονται από το ν.δ. 496/1974 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. και τους παρέχονται, με την επανάληψη της διατυπώσεως του άρθρου 18 § 1 του ν. 4169/1961, τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, στα οποία, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού. Τέλος, με το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 3232/2004 ορίσθηκε "Η έννοια της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 4169/1961 είναι ότι ο ΟΓΑ απολαύει ανεξαιρέτως όλων των ατελειών και ουσιαστικών προνομίων, ως εάν είναι το ίδιο το Δημόσιο". Αντίθετα κατά τη γνώμη των μελών του Δικαστηρίου Γ. Φώσκολου, Αντιπροέδρου, και Ι.Τέντε, Θ.Γκοίνη και Ν.Λεόντη, Αρεοπαγίτων, στην εξομοίωση του ΟΓΑ και του ΙΚΑ με το Δημόσιο δεν περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού, την εκτίμησή τους δε αυτή στηρίζουν στις ακόλουθες παραδοχές. Και ειδικότερα (α) οι ασφαλιστικοί οργανισμοί αποσυνδέονται από τις αντίστοιχου περιεχομένου ευεργετικές διατάξεις του ν.δ. 496/1974 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ περί παραγραφής και τοκοδοσίας, ρύθμιση η οποία πάγια ακολουθήθηκε κατά το προηγούμενο νομικό καθεστώς για ΙΚΑ και το ΟΓΑ. Τούτο εκτιμάται ότι οφείλεται στο γεγονός ότι λήφθηκε υπόψη ότι κυρίως πρόκειται για αξιώσεις των ασφαλισμένων κατά των ασφαλιστικών οργανισμών για παρεκομένες από αυτούς ασφαλιστικές παροχές, χωρίς παράλληλα να δικαιολογείται συσταλτική ερμηνεία της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως με την έννοια του περιορισμού της μόνο στις διαφορές που αναφέρονται μεταξύ ασφαλισμένων και ασφαλιστικών οργανισμών, (β) Παρά το γεγονός ότι με την διάταξη του άρθρου 21 παρ. 9 του ν. 1902/1990 επαναλαμβάνεται η διατύπωση εκείνης του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 4169/1961, με περαιτέρω αναλυτικό περιεχόμενο σχετικά με την εκτέλεση των κατά των ασφαλιστικών οργανισμών αποφάσεων οριστικών και τελεσίδικων, που καλύπτεται από τα δικονομικά και δικαστικά προνόμια, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα μείζονα σπουδαιότητας ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια του Δημοσίου και (γ) στο διάταγμα της 26-6/10-7-1944 " περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου" γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ δικαστικών και, εννοιλογικώς ταυτοσήμων, δικονομικών προνομίων, περιλαμβανομένων στα άρθρα 1-17 του Κεφαλαίου Ι αυτού υπό τον τίτλο "Γενικαί Δικονομικαί Διατάξεις" αφενός, και ουσιαστικών διατάξεων αφετέρου, περιλαμβανομένων στο Κεφάλαιο ΙΙ υπό τον τίτλο "Γενικαί ουσιαστικού δικαίου διατάξεις", μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 21 αυτού. Μετά την διαμορφωθείσα κατά πλειοψηφία γνώμη ότι στην εξομοίωση του ΟΓΑ με το Δημόσιο περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού στα οποία εντάσσονται, όπως προαναφέρθηκε, η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 3,5, 94 του ν. 2362/1995 διετής παραγραφή και η υποχρέωση του Δημοσίου κατά το άρθρο 21 του Κ.Δ 26-6/10-7-1944 για καταβολή νομίμου ή υπερημερίας τόκου σε ποσοστό 6/00 από επίδοση της αγωγής, η βασιμότητα των λόγων αναιρέσεως εξαρτάται από τη συνταγματικότητα των κατά παραπομπή εφαρμοζόμενων διατάξεων αυτών, θέμα που έτσι ακριβώς τίθεται από την παραπεμπτική απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Με την έννοια αυτή τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, για την έρευνα του οποίου εκτιμάται ότι οι παραπεμφθέντες από το Τμήμα λόγοι αναιρέσεως πρέπει, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. γ, δ' του ν. 1756/1988, να παραπεμφθούν κατά τούτο από την παρούσα Α'Τακτική ολομέλεια στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, Κατά την γνώμη όμως των μελών του Δικαστηρίου Ηρακλή. Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρου, Δημητρίου Δαλιάνη, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστου Αλεξόπουλου, Ειρήνης Αθανασίου και Αναστάσιου Λιανού, Αρεοπαγιτών, δεν δικαιολογείται η εν λόγω παραπομπή και αρκούσε προς τούτο η απόφαση της παρούσης Τακτικής Ολομέλειας ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει τους τρεις (3) πρώτους λόγους της 1472/2002 αιτήσεως για αναίρεση της 6410/2002 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, που παραπέμφθηκαν με την 1536/2006 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου πάγου στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικαστικά και ουσιαστικά προνόμια του Ο.Γ.Α.
null
null
0
Αριθμός 19/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Δημόπουλο, για αναίρεση της 3474/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με συγκατηγορούμενο τον Χ2.Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 534/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ " όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση ". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω (υπερχειλής δόλος), σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Εξ' άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ, λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ποινική ουσιαστική διάταξη, έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι "από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο Εφετείο, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, έγγραφα, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία), αποδείχθηκαν τα εξής: Για τη συμμετοχή στην κλήρωση των εργατικών κατοικιών στην περιφέρεια Κιλκίς η πρώτη κατηγορουμένη κατέθεσε στον αρμόδιο υπάλληλο του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας Κιλκίς, μεταξύ των άλλων δικαιολογητικών, και την υπ' αριθ. ....... βεβαίωση χρόνου ασφάλισης του ΙΚΑ Κιλκίς, η οποία είχε χορηγηθεί στον συγκατηγορούμενο σύζυγο της Χ3 μετά την από ....... αίτηση του από το Ι.Κ.Α. Κιλκίς για αποκλειστική χρήση στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας Κιλκίς, όπου βεβαιώνονταν ότι αυτός είχε πραγματοποιήσει εξακόσιες εννέα [609] ημέρες εργασίας. Λόγω του ότι ο εν λόγω αριθμός των ημερών εργασίας δεν ήταν αρκετός για την συμμετοχή στην κλήρωση των εργατικών κατοικιών, την 26-4-2000, η πρώτη κατηγορουμένη από κοινού με τον σύζυγο της νόθευσαν τον ανωτέρω αριθμό, μεταβάλλοντας αυτόν από "609" σε "1609", θέτοντας έμπροσθεν του αριθμού "6" τον αριθμό "1" και γράφοντας έμπροσθεν της λέξης "εξακόσιες" την λέξη "χίλιες", νόθευση που επανέλαβε και στην τρίτη παράγραφο της εν λόγω βεβαίωσης, μεταβάλλοντας επίσης τον αριθμό "609" σε "1609" ημέρες ασφάλισης. Ακολούθως, αυθημερόν, η κατηγορουμένη κατέθεσε την ανωτέρω πλαστή (νοθευμένη) βεβαίωση χρόνου ασφάλισης στον αρμόδιο υπάλληλο του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας Κιλκίς μαζί με τα υπόλοιπα απαιτούμενα δικαιολογητικά, σκοπεύοντας να παραπλανήσει τον εν λόγω υπάλληλο, ότι δήθεν έχει συμπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη συμμετοχή της στην κλήρωση εργατικών κατοικιών, καθόσον, με τα ένσημα (609) που αναγράφονταν στην χορηγηθείσα από το ΙΚΑ γνήσια βεβαίωση, δεν είχαν συμπληρωθεί τα απαιτούμενα ένσημα. Περαιτέρω, την 27-4-1999. η κατηγορουμένη, προκειμένου να μπορέσει να συμμετάσχει στην προκηρυχθείσα κλήρωση εργατικών κατοικιών, υπέβαλε στον αρμόδιο να συγκεντρώσει τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιολογητικά υπάλληλο του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας Κιλκίς το με αριθμό κατάθεσης ....., επέχον θέση έγγραφης υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν. 1599/86, Δελτίο Απογραφής Αστέγου Δικαιούχου, στο οποίο δήλωνε ψευδώς στο στοιχείο "5" αυτού "ότι το σύνολο των ημερομισθίων που πραγματοποίησε ο σύζυγος της Χ3 μέχρι την 28-2-1999 ανέρχεται σε "1609", θέτοντας συγκεκριμένα τον αριθμό αυτόν εντός τεσσάρων συνεχόμενων τετραγώνων", ενώ γνώριζε ότι το σύνολο των ημερομισθίων ανέρχονταν σε 609. Ο Ζ1, που συμμετείχε στην προκηρυχθείσα κλήρωση εργατικών κατοικιών, υπέβαλε στον κατηγορούμενο Χ2, ως Προϊστάμενο του Γραφείου του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας στο Κιλκίς, ένσταση σε βάρος της κατηγορουμένης ως προς τον αριθμό των δηλωθέντων εκ μέρους της ενσήμων, ότι το αναφερόμενο στο ως άνω Δελτίο Απογραφής Αστέγου Δικαιούχου, που υπέβαλε την ...... στην υπηρεσία του η κατηγορούμενη, ήταν ψευδές ως προς τον αριθμό των ημερομισθίων που δήλωσε η τελευταία ότι δήθεν πραγματοποίησε ο σύζυγος της, ήτοι "1609" αντί "609". Η πλαστογράφηση του εν λόγω δελτίου απογραφής από την πρώτη κατηγορουμένη και τον σύζυγό της αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, καθώς και από το γεγονός ότι το δελτίο αυτό το κατείχε η πρώτη κατηγορουμένη στην οικία της αρκετές ημέρες μετά την χορήγηση του από το ΙΚΑ Κιλκίς και αυτή με τον σύζυγο της είχαν συμφέρον να το νοθεύσουν, αυξάνοντας τον απαιτούμενο για τη συμμετοχή στην κλήρωση των εργατικών κατοικιών αριθμό ημερών ασφάλισης στο ΙΚΑ. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ........, στην οποία γνωματεύει, ότι η νόθευση του επίμαχου δελτίου δεν έγινε από την κατηγορουμένη και τον σύζυγο της, δεδομένου ότι η πραγματογνωμοσύνη διενεργήθηκε με εντολή τους [κατηγορουμένης· και συζύγου της], ο πραγματογνώμονας αυτός έλαβε υπόψη αντίγραφα [και όχι πρωτότυπα] των εγγράφων που αυτοί του προσκόμισαν και αποφαίνεται με πιθανολόγηση και όχι βεβαιότητα. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να αναβληθεί η δίκη, προκειμένου να κληθεί ο Ζ1 που είχε υποβάλει ένσταση κατά της πρώτης κατηγορουμένης και να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη για διαπίστωση του πλαστογράφου του εν λόγω δελτίου, και το σχετικό αίτημα της κατηγορουμένης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 216 παρ.1 του ΠΚ και 8 παρ.1, 22 παρ.6 εδ. πρώτο και 7 του ν.1599/1986, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκεκριμένα, ότι η αναιρεσείουσα νόθευσε η ίδια την υπ' αριθμό ........ βεβαίωση του χρόνου ασφαλίσεως που είχε εκδοθεί από το Ι.Κ.Α Κιλκίς, για τον ασφαλισμένο σύζυγό της, μετά την υποβολή της από ...... αιτήσεώς του, στην οποία βεβαιωνόταν ότι ο σύζυγός της είχε πραγματοποιήσει 609 ημερομίσθια, ενώ αυτή την αλλοίωσε κατά το στοιχείο του αριθμού των αναγραφόμενων ημερομισθίων από 609 σε 1609 με την προσθήκη του αριθμού ένα(1) μπροστά από τον αριθμό 609 και την προσθήκη ολογράφως της λέξεως " χίλιες" και ότι τη βεβαίωση αυτή, με τις γενόμενες αλλοιώσεις, στη συνέχεια, την υπέβαλε αυθημερόν, με σειρά άλλων δικαιολογητικών, στον Αυτόνομο Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (Α.Ο.Ε.Κ), στο υποκατάστημα Κιλκίς, προκειμένου να συμμετάσχει στην κλήρωση των εργατικών κατοικιών σε δικαιούχους του ως άνω Οργανισμού. Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση, με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι πρόθεση της αναιρεσείουσας, ήταν να παραπλανήσει τον αρμόδιο υπάλληλο του Α.Ο.Ε.Κ, ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του συζύγου της οι κατά νόμο προϋποθέσεις για τη συμμετοχή της στην κλήρωση εργατικών κατοικιών, που θα επιχειρούσε ο ως άνω Οργανισμός. Επίσης με πλήρη αιτιολογία, απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια τους λόγους εκείνους, για τους οποίους δεν επιβάλλεται η διενέργειά της, κρίση την οποία στήριξε στην επάρκεια των αποδεικτικών μέσων που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα ........, που σε βαθμό απλής πιθανολόγησης αποφάνθηκε, για τη βασιμότητα των αντίθετων ισχυρισμών της. Επομένως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν.δ 2963/1954 " περί ιδρύσεως αυτόνομου Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας ", ορίζεται ότι συνιστάται Αυτόνομος Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, που αποτελεί νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, που τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Εργασίας. Επίσης, κατά το άρθρο 3 παρ.2 του αυτού ν.δ ο Α.Ο.Ε.Κ, διοικείται από επταμελές διοικητικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου (τακτικά και αναπληρωματικά), διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Τέλος, στο άρθρο 4 του αυτού νομοθετήματος, καθορίζονται οι αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο εκδίδει τους απαραίτητους κανονισμούς που ρυθμίζουν τη διαχείριση, τον τρόπο εκτελέσεως των έργων, δημοπρατήσεις, τον τρόπο αναθέσεως, τον τρόπο παρακολουθήσεως και ελέγχου των εκτελούμενων έργων. Ακόμη, κατά το άρθρο 9 αυτού, παρέχεται στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού, η δυνατότητα να αναθέτει την είσπραξη των εσόδων του Οργανισμού στο Ι.Κ.Α και, τέλος, κατά το άρθρο 10 παρ.1, η διάθεση και η επένδυση των κεφαλαίων του Α.Ο.Ε.Κ γίνεται ελευθέρως, χωρίς να ισχύουν οι εκάστοτε διατάξεις των νόμων περί επενδύσεως και διαθέσεως των κεφαλαίων των Ν.Π.Δ.Δ. Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ.1 και 22 παρ.6 εδ.α του ν.1599/1986, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης της κατωτέρω αναφερόμενης πράξεως, γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας, ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα, με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί. Όποιος δε εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα, ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά, με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών κλπ(άρθρο 22). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του, από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενου εγκλήματος, απαιτείται, εκτός των άλλων, η δήλωση των ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, τα οποία δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο (όχι δε μόνον γεγονότων που αφορούν προσωπικά στοιχεία του δηλούντος), να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα. Ως αρχή δε νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατά την ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς αυτού νόμους. Ενόψει όλων αυτών των διατάξεων, που ρυθμίζουν την ίδρυση και λειτουργία του ως άνω Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, που τελεί υπό την άμεση εποπτεία του Υπουργού Εργασίας, και ασκεί, κατά την ελεύθερή του κρίση σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, ο Οργανισμός αυτός πέρα από το ότι αποτελεί υπηρεσία του δημόσιου τομέα αποτελεί και Αρχή, με την παραπάνω έννοια. Συνεπώς, η προς αυτόν ψευδής δήλωση της αναιρεσείουσας ήταν αξιόποινη κατά τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 και 22 παρ. β' εδ. α' του ν. 1599/1986. Επομένως, ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, εξαιτίας του ότι ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, δεν αποτελεί δημόσια αρχή και όργανο άσκησης κρατικής εξουσίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 3474/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για πλαστογραφία (άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ) και για ψευδή δήλωση (άρθρα 8 και 22 ν. 1599/1986). Ορθώς απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη. Αποτελεί Αρχή ο Αυτόνομος Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (Α.Ο.Ε.Κ.). Διαπράττει το αδίκημα του άρθρου 22 ν. 1599/1986 ο δηλώνων ψευδώς κατά το άρθρο 8 αυτού ψευδή γεγονότα.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, Πλαστογραφία, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 18/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 311/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 18/07. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 180/10.5.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 § 2β, 465 § 1, 473 § 1, 474 § § 1+2, 482 § 1, 484 § 1 εδάφ. δ' Κ.Π.Δ., υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου την υπ'αρ. 164/11-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 (κατοίκου ........), η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Διονύσιο Πασχάλη δυνάμει της από 8-12-2006 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αρ. 311/2006 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αρ. 2082/2005 βούλευμά του παρέπεμψε εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο (ως και τον Χ2 που δεν άσκησε την αναίρεση) προκειμένου να δικασθεί για και από κοινού κατ'εξακολούθηση κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων (αρ. 98, 208 § ια Π.Κ.). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος (καθώς και ο συγκατηγορούμενός του) άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το υπ'αρ. 311/2006 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο απέρριψε την έφεση. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 1-12-2006 η δε αίτηση ασκήθηκε την 11-12-2006 (ημέρα Δευτέρα) στην οποία διατυπώνεται ο λόγος ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Από την διάταξη του άρθρου 208 § 1 εδ. α' Π.Κ. που ορίζει: "'Οποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής σαν γνήσιο, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή" προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται θέση σε κυκλοφορία μεταλλικού νομίσματος ή χαρτονομίσματος σαν να ήταν γνήσιο. Ο δράστης πρέπει να είναι άλλο πρόσωπο, πλην εκείνου που προέβη στην παραχάραξη με τον σκοπό της κυκλοφορίας και μπορεί να έλαβε στην κατοχή του το παραχαραγμένο με οποιονδήποτε τρόπο ως κλοπή, εύρεση, υπεξαίρεση (Μπουρόπουλος Ερμ. Π.Κ. τ.Β υπ'αρ. 208 σελ. 216 Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ σελ. 547). Ως γνήσιο το νόμισμα τίθεται στην κυκλοφορία, ιδίως, όταν ο δράστης εξαπατά τον λήπτη για την γνησιότητα. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος ήτοι γνώση και θέληση θέσεως σε κυκλοφορία παραχαραγμένου νομίσματος ως γνησίου. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος για όλα τα στοιχεία του εγκλήματος και περί της μη γνησιότητας του νομίσματος (Μπουρόπουλος τ.Β. υπ'αρ. 208 σελ. 216, contra Τούσης-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. -έκδοση Γ' σελ. 547 Α.Π. 1327/81 Π.Χρ. ΙΒ/327, Α.Π. 789/1978 Π.Χρ. ΚΗ 817). Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξ'άλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. 'Όταν δε εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (Α.Π. 1073/2006, Α.Π. 1565 Π. Χρ. ΝΓ/536). Δεν αποτελεί όμως λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (Α.Π. 2253/2002 Π.Χρ. ΝΓ/795). Στην κρινομένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, εδέχθη, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 16-8-2002 και περί ώρα 00,30 η εκ των κατηγορουμένων στην παρούσα υπόθεση Γ1 ενώ βρισκόταν στο Καζίνο της ...... και χειριζόταν ηλεκτρονικό μηχάνημα διεξαγωγής τυχερού παιγνίου (.....), ζήτησε από υπάλληλο του καζίνου να της αντικαταστήσει ένα χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, διότι το ηλεκτρονικό μηχάνημα που χειριζόταν δεν το δεχόταν. Ο υπάλληλος προέβη σε αντικατάσταση αυτού, αλλά μετά από σχετικό έλεγχο σε ειδικό μηχάνημα ελέγχου γνησιότητος, διεπιστώθη ότι ήταν πλαστό. Σε έλεγχο που έγινε στην συνέχεια και των υπολοίπων χαρτονομισμάτων που η ανωτέρω είχε στην κατοχή της, διεπιστώθη ότι μεταξύ άλλων γνησίων είχε και ένα ακόμη χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο επίσης ήταν πλαστό. Το ίδιο ακριβώς συνέβη λίγο αργότερα με τον ετέρο κατηγορούμενο Γ2, ο οποίος ζήτησε να του αντικαταστήσουν ένα χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο όμως ήταν πλαστό, όπως και άλλα τρία των (50) ευρώ που είχε στην κατοχή του, μεταξύ άλλων γνησίων. Τέλος περί ώρα 02,30' πρωινή της αυτής ημερομηνίας και ο κατηγορούμενος Γ3 προσκόμισε στον υπάλληλο του Καζίνου, που διεξήγαγε το τυχερό παίγνιο πόκερ, τρία χαρτονομίσματα των (50) ευρώ για τη συμμετοχή στο εν λόγω παίγνιο τα οποία όμως, όπως διαπιστώθηκε μετά από σχετικό έλεγχο ήταν και αυτά πλαστά. Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι συνελήφθησαν, αλλά από την αυτεπάγγελτη προανάκριση που διενεργήθηκε διεπιστώθη ότι ουδεμία σχέση συνέδεε τους ανωτέρω τρεις με την αξιόποινη πράξη, οι οποίοι πράγματι δεν εγνώριζαν την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων που είχαν στην κατοχή τους και τα οποία είχα προμηθευτεί ενωρίτερα από τα ταμεία του καζίνου, κατά την εξαργύρωση κερδών τους τις προηγούμενες ώρες και ειδικώτερα την πρώτη μεταμεσονύκτια ώρα της 16-8-2002. Συγκεκριμένα, η Γ1 είχε λάβει (100) ευρώ, ο Γ3 (262) ευρώ και ο Γ2 2.400 και 800 ευρώ, αντίστοιχα, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις κερδών. Κατόπιν των ανωτέρω, θορυβημένη η διεύθυνση του καζίνου, διενήργησε έλεγχο σε όλα τα ηλεκτρονικά παίγνια, κατά τον οποίον βρέθηκαν εντός αυτών (60) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ το καθένα, ενώ στα ταμεία των ηλεκτρονικών τυχερών παιγνίων ".......", βρέθηκαν σε δύο δεσμίδες εισπράξεων της 14-8-2002 επιπλέον (44) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ το καθένα. Από τις καταθέσεις των υπαλλήλων του ταμείου Ζ1 και Ζ2 συνάγεται ότι για να κυκλοφορήσουν πλαστά χαρτονομίσματα εντός του χώρου του καζίνου, απαιτείτο να τοποθετηθούν εντός των ηλεκτρονικών τυχερών παγινίων και στην συνέχεια, σε περίπτωση κέρδους, να γίνει εξαργύρωση των μαρκών, που θα εξήγοντο από το μηχάνημα, στο ταμείο του καζίνου. Επίσης από την έρευνα που διενεργήθηκε και ειδικώτερα από τον προϊστάμενο του τμήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης του καζίνου Δ1, διεπιστώθη ότι την 15-8-2002 σε όλα τα ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, εντός των οποίων είχαν βρεθεί την επομένη (16-8-02), τα πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ και ειδικώτερα στα υπ'αριθμ. ..., ..., ..., και ..... ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, είχαν συμμετοχή, ως παίκτες, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 οι οποίοι σε όλες τις περιπτώσεις βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Επιπλέον η παρουσία των ανωτέρω και η συμμετοχή τους από κοινού στα ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, επιβεβαιώθηκε ότι είχε λάβει χώρα και την αμέσως προηγούμενη ημέρα, δηλαδή στις 14-8-2002, και τούτο διότι στις εισπράξεις της ανωτέρω ημερομηνίας βρέθηκαν συνολικά (44) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ έκαστο (βλ. στα σχετικά έγγραφα, στις φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από την κάμερα και εμφαίνονται οι ανωτέρω δύο κατηγορούμενοι να προβαίνουν σε εξαργυρώσεις, στην υπ'αριθμ. .... από ....... αναφορά του προϊσταμένου του τμήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης Δ1, όπου λεπτομερώς εκτίθενται οι κινήσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων, στις εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης και στα λοιπά έγγραφα). Εκ των εξετασθέντων μαρτύρων βλέπε στις καταθέςεις του Διευθυντού της επιχειρήσεως του "........", Ζ3 της υπαλλήλου Ζ4 και του ανωτέρω Δ1, ο οποίος με σαφήνεια εκθέτει: "Ελέγχοντας από το σύστημα του τμήματός μας τις συγκεκριμένες μηχανές ..... διαπιστώσαμε ότι έπαιζαν σε όλες οι παρακάτω πελάτες α) Χ2 και β) Χ1.... Με απόλυτη βεβαιότητα αναγνωρίζω ότι στις πρώτες τέσσερες (4) των φωτογραφιών του Χ2.... που βρίσκεται στο ταμείο των ... και εξαργυρώνει κέρματα που έχει πάρει από τις μηχανές που προανέφερα. Στις άλλες πέντε (5) φωτογραφίες αναγνωρίζω επίσης με απόλυτη βεβαιότητα τον προαναφερόμενο Χ2 και δίπλα του σε όλες τις φωτογραφίες τον Χ1. Στις πέντε (5) αυτές φωτογραφίες τα εν λόγω άτομα βρίσκονται μπροστά σε μία (1) ή δύο (2) από τις προαναφερόμενες μηχανές παίζοντας ή κοιτάζοντας προς αυτές.....". Επίσης στην κατάθεση του αυτή αναφέρει και για δύο πλαστά χαρτονομίσματα των (100) ευρώ που είχαν βρεθεί μετά το κλείσιμο του καζίνο και τα οποία "κατά πάσα πιθανότητα ήταν εκείνα που είχε εξαργυρώσει ο Χ1 στις 29-8-02 στην ρουλέτα με τον αριθμό 22....". Οι κατηγορούμενοι δεν ηδυνήθησαν βασίμως να αποσείσουν την εις βάρος τους κατηγορία ισχυριζόμενοι, (ο Γ4) ότι δήθεν "επιλέχθηκε ως κατηγορούμενος για να καλυφθούν τρίτα άτομα", ποιά όμως ήσαν αυτά τα πρόσωπα και για ποιο λόγο να καλυφθούν ουδέν αναφέρει, ο δε δεύτερος ότι δήθεν εξυπηρετούσε άλλους παίχτες "στις συναλλαγές τους με το ταμείο γιατί φοβόντουσαν ότι αν σηκωθούν θα τους πάρουν το μηχανάκι". (Εννοεί το ηλεκτρονικό τυχερό μηχάνημα το οποίο θα το "κατελάμβανε" άλλος παίχτης, αν έφευγαν έστω για λίγο). Τέλος δέον να επισημανθεί ότι ο Γ4 και στο Καζίνο ... είχε συλληφθεί να τροφοδοτεί τα ηλεκτρονικά παίγνια με πλαστά χαρτονομίσματα των (50) και (100) ευρώ, σε έρευνα δε που είχε γίνει τότε στο ξενοδοχείο του, βρέθηκε ένα πλαστό χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο είχε τον ίδιο αριθμό σειράς με τα πλαστά χαρτονομίσματα που είχαν εντοπισθεί στο Καζίνο της ..., αλλά και σ'αυτό της ... ο ίδιος άλλωστε είχε ομολογήσει τότε την πράξη του ισχυριζόμενος ότι είχε προμηθευτεί "......" τεμάχια πλαστών χαρτονομισμάτων στην Γερμανία από Βούλγαρο Υπήκοο (βλ. στο υπ'αριθμ. 149/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, αλλά και στην απολογία του στον ανακριτή για την παρούσα υπόθεση. Κατ'ακολουθίαν των όσων εξετέθησαν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας επ'ακροατηρίω σε βάρος των κατηγορουμένων για την ανωτέρω πράξη για την οποία εδιώχθησαν, ως η έννοια αυτής ανεπτύχθη ανωτέρω. Ορθώς, συνεπώς, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών εξετίμησε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, παραπέμπτοντας τους ανωτέρω δύο εκκαλούντες κατηγορουμένους στο τριμελές εφετείο (για τα κακουργήματα). Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος υπ'αρ. 2082/2005 του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο εκρίθη παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 208 § ια Π.Κ. την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων στο Καζίνο της ..... κατά το χρονικό διάστημα από 14 έως 16 Αυγούστου 2002 με πρόθεση έθεσε σε κυκλοφορία 111 παραχαραγμένα νομίσματα των 50 ευρώ έκαστο ως γνήσια τα οποία χρησιμοποίησε κατά την διεξαγωγή τυχερών παιγνίων. Το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει διεξοδικά τον τρόπο δράσεως του αναιρεσείοντος παραθέτει απόσπασμα καταθέσεως υπαλλήλου του Καζίνο ... στην οποία εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο οι υπάλληλοι ενήργησαν και διασταύρωσαν τα στοιχεία για να εξιχνιάσουν την πράξη. Επίσης το βούλευμα (φύλλο 6 σελ. β) αντικρούει τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος ενώ κάνει μνεία ότι στο παρελθόν ανάλογη πράξη φέρεται ότι είχε τελέσει στο Καζίνο ... για την οποία είχε παραπεμφθεί το υπ'αρ. 149/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου. Ο ισχυρισμός του ότι ουδόλως στοιχειοθετείται επαρκώς η συμμετοχή του στις ενέργειες που κατηγορείται περισσότερο συνιστά αναφορά στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων επί της ουσίας που όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινομένη αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω Ι) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 164/2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 , κατά του υπ'αρ. 311/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείόντος. Αθήνα 22 Φεβρουαρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Το Βούλευμα του Συμβουλίου των Εφετών, που απορρίπτει την έφεση, κρίνοντας ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για ορισμένη αξιόποινη πράξη, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν οι πιο πάνω ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων. Στην κρινομένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 16-8-2002 και περί ώρα 00,30, η εκ των κατηγορουμένων στην παρούσα υπόθεση Γ1 ενώ βρισκόταν στο Καζίνο της .... και χειριζόταν ηλεκτρονικό μηχάνημα διεξαγωγής τυχερού παιγνίου (....), ζήτησε από υπάλληλο του καζίνου να της αντικαταστήσει ένα χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, διότι το ηλεκτρονικό μηχάνημα που χειριζόταν δεν το δεχόταν. Ο υπάλληλος προέβη σε αντικατάσταση αυτού, αλλά, μετά από σχετικό έλεγχο σε ειδικό μηχάνημα ελέγχου γνησιότητας, διεπιστώθη ότι ήταν πλαστό. Σε έλεγχο που έγινε στην συνέχεια και των υπολοίπων χαρτονομισμάτων που η ανωτέρω είχε στην κατοχή της, διεπιστώθη ότι μεταξύ άλλων γνησίων είχε και ένα ακόμη χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο επίσης ήταν πλαστό. Το ίδιο ακριβώς συνέβη λίγο αργότερα με τον έτερο κατηγορούμενο Γ2, ο οποίος ζήτησε να του αντικαταστήσουν ένα χαρτονόμισμα των (50) ευρώ, το οποίο όμως ήταν πλαστό, όπως και άλλα τρία των (50) ευρώ που είχε στην κατοχή του, μεταξύ άλλων γνησίων. Τέλος, περί ώρα 02,30' πρωϊνή της αυτής ημερομηνίας και ο κατηγορούμενος Γ3 προσκόμισε στον υπάλληλο του Καζίνου, που διεξήγαγετο τυχερό παίγνιο πόκερ, τρία χαρτονομίσματα των (50)ευρώ για τη συμμετοχή στο εν λόγω παίγνιο τα οποίαόμως, όπως διαπιστώθηκε μετά από σχετικό έλεγχο, ήτανκαι αυτά πλαστά. Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι συνελήφθησαν, αλλά από την αυτεπάγγελτη προανάκριση που διενεργήθηκε διεπιστώθη ότι ουδεμία σχέση συνέδεε τους ανωτέρω τρεις με την αξιόποινη πράξη, οι οποίοι πράγματι δεν εγνώριζαν την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων που είχαν στην κατοχή τους και τα οποία είχαν προμηθευτεί ενωρίτερα από τα ταμεία του καζίνου, κατά την εξαργύρωση κερδών τους τις προηγούμενες ώρες και ειδικότερα την πρώτη μεταμεσονύκτια ώρα της 16-8-2002. Συγκεκριμένα, η Γ1 είχε λάβει (100) ευρώ, ο Γ3 (262) ευρώ και ο Γ2 2.400 και 800 ευρώ, αντίστοιχα, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις κερδών. Κατόπιν των ανωτέρω, θορυβημένη η διεύθυνση του καζίνου, διενήργησε έλεγχο σε όλα τα ηλεκτρονικά παίγνια, κατά τον οποίον βρέθηκαν εντός αυτών (60) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ το καθένα, ενώ στα ταμεία των ηλεκτρονικών τυχερών παιγνίων "......", βρέθηκαν σε δύο δεσμίδες εισπράξεων της 14-8-2002 επιπλέον (44) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ το καθένα. Από τις καταθέσεις των υπαλλήλων του ταμείου Ζ1 και Ζ2. συνάγεται ότι για να κυκλοφορήσουν πλαστά χαρτονομίσματα εντός του χώρου του καζίνου, απαιτείτο να τοποθετηθούν εντός των ηλεκτρονικών τυχερών παιγνίων και στην συνέχεια, σε περίπτωση κέρδους, να γίνει εξαργύρωση των μαρκών, που θα εξήγοντο από το μηχάνημα, στο ταμείο του καζίνου. Επίσης από την έρευνα που διενεργήθηκε και ειδικότερα από τον προϊστάμενο του τμήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης του καζίνου Δ1, διεπιστώθη ότι την 15-8-2002 σε όλα τα ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, εντός των οποίων είχαν βρεθεί την επομένη (16-8-02), τα πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ και ειδικότερα στα υπ' αριθμ. ..., ...., .... και .... ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, είχαν συμμετοχή, ως παίκτες, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 οι οποίοι σε όλες τις περιπτώσεις βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Επιπλέον η παρουσία των ανωτέρω και η συμμετοχή τους από κοινού στα ηλεκτρονικά τυχερά παίγνια, επιβεβαιώθηκε ότι είχε λάβει χώρα και την αμέσως προηγούμενη ημέρα, δηλαδή στις 14-8-2002, και τούτο, διότι στις εισπράξεις της ανωτέρω ημερομηνίας βρέθηκαν συνολικά (44) πλαστά χαρτονομίσματα των (50) ευρώ έκαστο (βλ. στα σχετικά έγγραφα, στις φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από την κάμερα και εμφαίνονται οι ανωτέρω δύο κατηγορούμενοι να προβαίνουν σε εξαργυρώσεις, στην υπ' αριθμ. ..... από ..... αναφορά του προϊσταμένου του τμήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης Δ1, όπου λεπτομερώς εκτίθενται οι κινήσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων, στις εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης και στα λοιπά έγγραφα). Εκ των εξετασθέντων μαρτύρων βλέπε τις καταθέσεις του Διευθυντού της επιχειρήσεως του "........", Ζ3, της υπαλλήλου Ζ4 και του ανωτέρω Δ1, ο οποίος με σαφήνεια εκθέτει: "Ελέγχοντας από το σύστημα του τμήματος μας τις συγκεκριμένες μηχανές .... διαπιστώσαμε ότι έπαιζαν σε όλες οι παρακάτω πελάτες α) Χ2 και β) Χ1.... Με απόλυτη βεβαιότητα αναγνωρίζω ότι στις πρώτες τέσσερες (4) των φωτογραφιών τον Χ2.... που βρίσκεται στο ταμείο των ... και εξαργυρώνει κέρματα που έχει πάρει από τις μηχανές που προανέφερα. Στις άλλες πέντε (5) φωτογραφίες αναγνωρίζω επίσης με απόλυτη βεβαιότητα τον προαναφερόμενο Χ2 και δίπλα του σε όλες τις φωτογραφίες τον Χ1. Στις πέντε (5) αυτές φωτογραφίες τα εν λόγω άτομα βρίσκονται μπροστά σε μία (1) ή δύο (2) από τις προαναφερόμενες μηχανές, παίζοντας ή κοιτάζοντας προς αυτές". Επίσης στην κατάθεση του αυτή αναφέρει και για δύο πλαστά χαρτονομίσματα των (100) ευρώ που είχαν βρεθεί μετά το κλείσιμο του καζίνο και τα οποία "κατά πάσα πιθανότητα ήταν εκείνα που είχε εξαργυρώσει ο Χ1 στις 29-8-02 στην ρουλέτα με τον αριθμό 22.....". Οι κατηγορούμενοι δεν ηδυνήθησαν βασίμως να αποσείσουν την εις βάρος τους κατηγορία ισχυριζόμενοι, (ο Γ4) ότι δήθεν "επιλέχθηκε ως κατηγορούμενος για να καλυφθούν τρίτα άτομα", ποια όμως ήσαν αυτά τα πρόσωπα και για ποιο λόγο να καλυφθούν ουδέν αναφέρει, ο δε δεύτερος ότι δήθεν εξυπηρετούσε άλλους παίκτες "στις συναλλαγές τους με το ταμείο γιατί φοβόντουσαν ότι αν σηκωθούν θα τους πάρουν το μηχανάκι". (Εννοεί το ηλεκτρονικό τυχερό μηχάνημα το οποίο θα το "κατελάμβανε" άλλος παίχτης, αν έφευγαν έστω για λίγο). Τέλος, δέον να επισημανθεί ότι ο Γ4 και στο Καζίνο...... είχε συλληφθεί να τροφοδοτεί τα ηλεκτρονικάπαίγνια με πλαστά χαρτονομίσματα των (50) και (100)ευρώ, σε έρευνα δε που είχε γίνει τότε στο ξενοδοχείοτου, βρέθηκε ένα πλαστό χαρτονόμισμα των (50) ευρώ,το οποίο είχε τον ίδιο αριθμό σειράς με τα πλαστάχαρτονομίσματα που είχαν εντοπισθεί στο Καζίνο της....., αλλά και σ' αυτό της ......, ο ίδιος άλλωστεείχε ομολογήσει τότε την πράξη του ισχυριζόμενος ότιείχε προμηθευτεί "......" τεμάχια πλαστώνχαρτονομισμάτων στην Γερμανία από Βούλγαρο Υπήκοο(βλ. στο υπ' αριθμ. 149/2002 βούλευμα του ΣυμβουλίουΠλημμελειοδικών Ρόδου, αλλά και στην απολογία τουστον ανακριτή για την παρούσα υπόθεση). Κατ' ακολουθίαν των όσων εξετέθησαν, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας επ' ακροατηρίω σε βάρος των κατηγορουμένων για την ανωτέρω πράξη για την οποία εδιώχθησαν, ως η έννοια αυτής ανεπτύχη ανωτέρω". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 311/2006 Βούλευμά του, την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, σε αυτό, εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της κυκλοφορίας παραχαραγμένων νομισμάτων (χαρτονομισμάτων) από κοινού, κατ' εξακολούθηση, για το οποίο ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 208 παρ. 1α του Π.Κ.. Συγκεκριμένα, στο προσβαλλόμενο Βούλευμα, αναφέρεται με σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, στο Καζίνο της ........ και κατά το χρονικό διάστημα από 14 έως 16 Αυγούστου του έτους 2002, με πρόθεση έθεσε σε κυκλοφορία 111 παραχαραγμένα χαρτονομίσματα, των 50 ευρώ το καθένα, ως γνήσια, τα οποία χρησιμοποίησε κατά το διάστημα που πήγαινε στο Καζίνο και έπαιζε τυχερά παιχνίδια. Διαλαμβάνεται επίσης με σαφήνεια ο τρόπος δράσης του αναιρεσείοντος, καθώς και οι αλλεπάλληλες διασταυρώσεις των στοιχείων που έκαναν οι υπάλληλοι, προκειμένου, με τον εντοπισμό των δραστών, να εξιχνιασθεί η ως άνω αξιόποινη πράξη. Αντικρούονται διεξοδικά οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, περί μη συμμετοχής του στην ως άνω αξιόποινη πράξη, τόσο με την αντιπαραβολή των παραχαραγμένων νομισμάτων που βρέθηκαν στις ηλεκτρονικές μηχανές όπου αυτός και ο συγκατηγορούμενός του έπαιζαν τυχερά παιχνίδια, όσο και με τη μνεία ότι, ένα από τα παραχαραγμένα νομίσματα που βρέθηκε στο Καζίνο της ......, ήταν της ίδιας σειράς με τα παραχαραγμένα νομίσματα που αυτός συνελήφθη να παίζει στο Καζίνο της ......, πράξη για την οποία εκδόθηκε σε βάρος του το υπ' αρ. 149/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου. Μετά από αυτά, ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, συνακόλουθα και η ένδικη αναίρεση, ο δε αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρ 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 164/2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αρ. 311/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων. Βούλευμα. Έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Παραχάραξη.
0
Αριθμός 17/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 331/1974 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 179/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 177/10.05.2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Υμέτερο Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την από 31-1-2007 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτηση του Χ1, υποβληθείσα δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αριστοτέλους Χαραλαμπάκη με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ'αρ. 331/1974 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία κατεδικάσθη ο αιτών σε ποινή: α) φυλακίσεως 3 ετών για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία και β) φυλακίσεως 6 μηνών για την πράξη νοθεύσεως εγγράφων και εν συνόλω σε φυλάκιση 3 ετών και 3 μηνών και εκθέτω τα εξής: Ι) Επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επιτρέπεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται περιοριστικά, στο άρθρο 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και αν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου απεκαλύφθησαν νέα-άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως "κάνουν φανερό", ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα, για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνες που, αν και υπήρχαν δεν υπεβλήθησαν στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για τον λόγο αυτό ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν. Την κρίση του δε ότι πρόκειται για νέες αποδείξεις ή γεγονότα με την πιο πάνω έννοια, σχηματίζει το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων συμπληρωματικές ή τροποποιητικές εκείνων οι οποίες τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, νέα έγγραφα κ.λ.π., με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες μόνες ή σε συνδυασμό με αυτές που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο να κάνουν φανερό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος. Η φράση "κάνουν φανερό" αποτελεί μεταφορά στην δημοτική γλώσσα του κειμένου του άρθρου 525 Κ.Π.Δ. από την καθαρεύουσα, όπου η αντίστοιχη φράση ήταν "καθιστούν πρόδηλο" η οποία είχε ερμηνευθεί ότι είχε την έννοια ότι τα νέα στοιχεία πρέπει "να εγγίζουν την βεβαιότητα", περί της αθωότητας (Α.Π. 1546/1984 Π.Χρ. ΛΕ σελ. 491 Α.Π. 338/1967 Ποιν.Χρ. 1967 σελ. 547, Θ. Δαλακούρα η Επανάληψη της Διαδικασίας σελ. 177, 192, 200, 238). Επομένως η υπό κρίση αίτηση, για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ'αρ. 331/1974 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με επίκληση νέων αποδείξεων που απεκαλύφθησαν μετά την καταδίκη του αιτούντος είναι νόμιμη και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία. ΙΙ) Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την υπ'αρ. 331/1974 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που έχει καταστεί αμετάκλητη, ο αιτών κατεδικάσθη α) σε ποινή φυλακίσεως 3 ετών για ηθική αυτουργία σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία και β) σε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών για την πράξη νοθεύσεως εγγράφων (και όχι σε ηθική αυτουργία σε νόθευση εγγράφων ως εσφαλμένως αναφέρει στην σελ. 1 της αιτήσεως) και συνολικά σε φυλάκιση 3 ετών και 3 μηνών. Συγκεκριμένα η απόφαση έκρινε ότι: Κηρύσσει έ ν ο χ ο ν τον κατηγορούμενον Χ1 του ότι κατά τους κατωτέρω αναφερομένους τόπους και χρόνους διά πλειόνων πράξεων εξετέλεσε πλείονα εγκλήματα , ήτοι: 1) Εν Αθήναις και κατά το από 20/8/1972 μέχρι 20/9/1972 χρονικόν διάστημα, υπάλληλος τυγχάνων της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού και δη τοιούτος εν τω παρά τοις ..... Αττικής πρακτορείω αυτής, δια πλειόνων πράξεων, συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, εκ προθέσεως προεκάλεσε παρ'άλλω την απόφασιν προς τέλεσιν της υπό τούτου διαπραχθείσης αδίκου πράξεω, ήτοι, ε ν ώ ο Χ2 κατά τον αυτόν ως άνω τόπον και χρόνους, υπάλληλος τυγχάνων της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού και δη τοιούτος εν τω παρά τοις ........ Αττικής πρακτορείω αυτής, δια πλειόνων πράξεων, συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, παρανόμως ιδιοποιήθη χρήματα, άτινα υπό την ιδιότητά του ταύτην έλαβε, ήτοι χρηματικόν ποσόν 340.755 δραχμών εν συνόλω, όπερ εισέπραξεν εκ πληρωμών λογαριασμών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος 838 καταναλωτών, λεπτομερώς μνημονευομένων ανωτέρω εν τη υπό στοιχείον Α 1 πράξει του διατακτικού της παρούσης και όπερ δεν εισήγαγεν εις το ταμείον του Πρακτορείου, ως ώφειλεν, αλλ' ιδιοποιήθη παρανόμως, όπερ είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και υπερβαίνει τας 50.000 δραχμάς, μεταχειρισθείς προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα συνιστάμενα εις την απόκρυψιν των στελεχών των πληρωθέντων λογαριασμών, ίνα ούτω δυσχεραινομένου του ελέγχου αποφευχθή η αποκάλυψις τούτου υπό της αρμοδίας υπηρεσίας της παθούσης (Δ.Ε.Η.), ο ύ τ ο ς (ο κατηγορούμενος Χ1), δια συμβουλών και παραινέσεων , δοθεισών προς τον ως άνω αυτουργόν μετά πειθούς και φορτικότητος και δι'υποσχέσεως καταβολής αμοιβής, έπεισε τούτον ίνα προβή εις την διάπραξιν της ως άνω πράξεως της κατ'εξακολούθησιν υπεξαιρέσεως εν υπηρεσία εις βαθμόν κακουργήματος εις βάρος της ως άνω Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού. 2) Εν ....... Αττικής την 16ην Σεπτεμβρίου 1971, υπάλληλος τυγχάνων της Δ Ε Η και δη ταμίας ταύτης, δια πλειόνων πράξεων, συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, εκ προθέσεως ενόθευσεν έγγραφα εμπιστευθέντα ως εκ της υπηρεσίας του, ήτοι ταμίας ων του Πρακτορείου ...... της Δ Ε Η, επί των αφορωσών την περίοδον καταναλώσεως από 15//6/71 μέχρι 16/8/71 δύο αποδείξεων του εις την 39ην διαδρομήν υπαγομένου καταναλωτού Ζ1 εκ δραχμών 2.951,60 της πρώτης και 512,50 της δευτέρας, έσβεσε δια μελάνης μολυβδίδος χημικής μελάνης BIC την εφ'εκάστης τεθειμένην σφραγίδα εισπράξεως του ταμείου του Πρακτορείου της ΔΕΗ ........, ήτις έφερε την ημερομηνίαν, καθ'ην επραγματοποιήθη υπό του ρηθέντος καταναλωτού η καταβολή των ανωτέρω ποσών και έθεσεν επί τούτων σφραγίδα φέρουσαν ημερομηνίαν εισπράξεως μεταγενεστέραν της τοιαύτης της αρχικής σφραγίδος και ως εκ τούτου εμφανίζουσαν τας, εφ'ων ετέθη αύτη, δύο αποδείξεις ως εισπραχθείσας υπ'αυτού εκπροθέσμως την 16/9/1971 και ουχί την 11/9/1971, ότε το αργότερον είχον πληρωθή αύται.- ΙΙΙ) Ο αιτών προσεκόμισε προς επίρρωση της αιτήσεώς του πέντε ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον συμ/φου Πειραιώς Βασιλικής Καπράνου-Διάκου ήτοι τις υπ'αρ ........., ........, ........, ........, ...... αντιστοίχως των Γ1, Γ2, Γ3, Γ4, Γ5. Ειδικότερα: Ο Γ1 εβεβαίωσε: "Είναι αλήθεια ότι με τον Χ1 μεγαλώσαμε μαζί στους ......., παίζαμε στις ίδιες γειτονιές και είχαμε όπως και σήμερα άλλωστε, πολύ καλή σχέση. Αναφορικά με την καταδίκη του πιστεύω ότι είναι άδικη, γιατί δεν είχε καμία σχέση. Από όσα είχα μάθει, που μου είχε πει ο ίδιος αλλά και άλλοι συνάδελφοι του που δούλευαν μαζί του εκείνη την περίοδο, όπως π.χ. ο Β1, ο Χ1 είχε δανεισθεί χρήματα από ένα συνάδελφο ταμία, που τον αντικατέστησε στο πόστο του και επειδή δεν μπόρεσε να του τα επιστρέψει εγκαίρως άρχισε να του λέγει ότι τα χρήματα αυτά ήταν από την υπηρεσία και ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα που δεν τα επέστρεφε και ότι τάχα εάν δεν τα επέστρεφε εγκαίρως θα τον έμπλεκε και αυτόν. Ο Χ1 θορυβήθηκε και αφού συμβουλεύθηκε τον πατέρα του το ......., πήγε να καταγγείλει την ατασθαλία στην υπηρεσία, με αποτέλεσμα να καταδικασθεί και αυτός. Είμαι σίγουρος ότι ο Χ1 δεν είχε καμία σχέση με την υπεξαίρεση, γιατί όχι μόνο για 17 χρόνια που δούλευε στη Δ.Ε.Η. (από 14 χρονών παιδάκι σαν εισπράκτορας) δεν είχε δημιουργήσει το παραμικρό θέμα, αλλά και γιατί ήταν, όπως και εξακολουθεί να είναι, υπόδειγμα ανθρώπου και οικογενειάρχη. Λόγω της ιδιότητας μου ως πολιτικού άνδρα, που ασχολείται με τα κοινά του Δήμου Αγίων Αναργύρων, όπου μετέπειτα εγκαταστάθηκε τολμώ να πω ότι οι άνθρωποι σαν τον Χ1 σπανίζουν". Ο Γ2 εβεβαίωσε: "Μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά και μέχρι που έφυγε για την Αμερική διατηρούσαμε άριστες και πολύ δυνατές φιλικές σχέσεις. Σχετικά με το συμβάν της καταδίκης του γνωρίζω ότι απλά δεν είχε καμία ανάμειξη. Ειδικότερα, επειδή υπηρετούσε στο ταμείο των ........ και οι ......... τότε ήταν μια γειτονιά όπου όλοι γνώριζαν το τι συνέβαινε και τα νέα κυκλοφορούσαν πολύ γρήγορα από στόμα σε στόμα είχε ακουστεί ότι εξαιτίας της καταγγελίας του Χ1 ανακαλύφθηκε μια υπόθεση υπεξαίρεσης χρημάτων του ταμείου. Λεγόταν, επίσης, ότι επειδή ο Χ1 έκανε την καταγγελία οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί του ενέπλεξαν κι αυτόν από εκδίκηση για την καταγγελία. Ακόμη πολλοί συνάδελφοι του που συνυπηρετούσαν στην τότε Η.Ε.Α.Π. και έμεναν στην ευρύτερη περιοχή των ...... έλεγαν ότι αποκλείεται ο Χ1 να είχε εμπλακεί στο θέμα αυτό, γιατί δεν υπήρχε λογική στην κατηγορία ότι έπεισε τους άλλους δύο να παίρνουν τα χρήματα και για λογαριασμό του. Αυτοί μάλιστα ήξεραν καλύτερα τα πράγματα από μέσα και είχαν εμπειρία να κρίνουν τη βασιμότητα των όσων λεγόταν. Άλλωστε, εάν τα έπαιρναν οι άλλοι δεν υπήρχε λόγος να τα δίνουν και στο Χ1 ο οποίος μάλιστα το διάστημα εκείνο υπηρετούσε σε άλλη υπηρεσία. Η υπόθεση αυτή ανάγκασε το φίλο μου να φύγει για την Αμερική ντροπιασμένο, ο οποίος όμως σημειωτέον εκεί από το τίποτε δημιούργησε μια άριστη οικογένεια. Με το Χ1 κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα βρισκόμαστε και ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει την αδικία που του έγινε. Είμαι σίγουρος ότι ο Χ1 επειδή ήταν έντιμος, ηθικός και από πολύ μικρός δημιούργησε οικογένεια και μπήκε στα βάσανα της ζωής δεν είχε ανάγκη και κίνητρο να κάνει κάτι τέτοιο. Άλλωστε, πληροφορήθηκα ότι ελέγξανε το ταμείο του όταν υπηρετούσε και δεν βρέθηκε κανένα ποσό που να λείπει. Εάν ο Χ1 ήταν στο κόλπο δεν θα το έλεγε στους άλλους συγκατηγορούμενούς του και με το φόβο μάλιστα αυτοί να του δημιουργήσουν πρόβλημα καθ' όσον εξ όσων θυμάμαι δεν είχε και ιδιαίτερες σχέσεις μαζί τους". Ο Γ3 εβεβαίωσε: "Είμαι συνταξιούχος της Δ. Ε. Η. και παλαίμαχος ποδοσφαιριστής της Α.Ε.Κ. Τον καταδικασθέντα Χ1 τον γνωρίζω από το 1960 και μάλιστα ήταν και συνάδελφος. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια, με αρχές και εργαζόταν στη Δ.Ε.Η. (πρώην Η.Ε.Η.Α.Π.) από το 1960, χωρίς ποτέ να έχει δημιουργήσει κανένα πρόβλημα. Για την υπόθεση όπου καταδικάσθηκε γνωρίζω ότι δεν είχε καμία σχέση με τα όσα του απέδιδαν και για τα οποία καταδικάσθηκε. Γνωρίζω ότι υπήρξε ταμίας στο Πρακτορείο ....... για σύντομο χρονικό διάστημα, περίπου 6-7 μήνες και εν συνεχεία μετατέθηκε. Γνωρίζω ότι πριν αποχωρήσει ο Χ1 από τη θέση του ταμία που κατείχε για το παραπάνω διάστημα έγινε έλεγχος ταμειακής, πράγμα που σημαίνει ότι δεν διαπιστώθηκε καμία ατασθαλία, διότι σε διαφορετική περίπτωση ο έτερος ταμίας δεν θα αναλάμβανε, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα κανονισμό. Επειδή τότε στο χώρο της υπηρεσίας είχε δημιουργηθεί πολύ μεγάλη αναταραχή με το συμβάν, όλοι έλεγαν ότι ο Χ1 δεν είχε καμία σχέση με την υπεξαίρεση των χρημάτων, διότι απλούστατα, εάν είχε, θα είχε παρατηρηθεί και κατά τον έλεγχο της Επιτροπή που ακολούθησε και κατά το δικό του διάστημα ατασθαλία, πράγμα όμως που δεν έγινε. Τέλος, θέλω να πω ακόμη ότι ο Χ1 αφότου πήγε στην Αμερική, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι ένας τίμιος και σωστός οικογενειάρχης, πατέρας τριών παιδιών και είναι άδικο να έχει πάνω του τη ρετσινιά του κλέφτη, χωρίς πραγματικά να έχει την παραμικρή σχέση με όλα όσα συνέβησαν και για τα οποία καταδικάσθηκε". Ο Γ4 εβεβαίωσε: "Είναι αλήθεια ότι υπηρετούσα με το Χ1 στην ΔΕΗ, πρώην Η.Ε.Η.Α.Π και θυμάμαι πολύ καλά την ιστορία για την υπεξαίρεση όπως είχε εκτυλιχθεί. Ο Χ1 δεν αναμίχθηκε καθόλου στην αφαίρεση των χρημάτων με τις αποδείξεις γιατί αυτός καταρχήν τότε είχε μετατεθεί σε άλλη θέση άσχετη επί της οδού ...... Από την άλλη η σχέση που είχε με τον Χ2 ήταν ότι ο τελευταίος του είχε δανείσει, όπως κυκλοφορούσε, περίπου 70.000 δραχμές, κατά το χρόνο που συνυπηρετούσαν στο κατάστημα των ........, έχοντας υπογράψει μάλιστα και συναλλαγματικές. Αυτό σημαίνει κατά τη γνώμη μου, απλά ότι εάν ο Χ1 έβαλε τον Χ2 να παίρνει λεφτά από το ταμείο και τα μοιράζονταν, τότε δεν υπήρχε λόγος που ο Χ2 τον κυνηγούσε για τα χρωστούμενα. Πιστεύω ότι ο Χ2 έμπλεξε το Χ1, αναφέροντας το όνομα του, γιατί χάρη στον Χ1 κινήθηκε η διαδικασία για την έρευνα των ταμείων, γιατί θυμάμαι ότι τον απειλούσε ο Χ2 ότι θα τον σκοτώσει. Ακόμη, όπως το ήξεραν όλοι εάν ο Χ1 δεν κατέδιδε την πράξη της υπεξαιρέσεως η υπηρεσία ποτέ δεν θα μάθαινε για τις αποδείξεις και τον τρόπο τζιραρίσματος των άλλων κατηγορουμένων. Τέλος θυμάμαι ακόμη ότι ακάλυπτος απόδειξη του Χ1, καθόν χρόνο είχε τη θέση του ταμία, ή νοθευμένη δεν βρέθηκε καμία, πράγμα που ενισχύει την πεποίθηση μου ότι ήταν καθαρός, όπως άλλωστε γνώριζαν όλοι οι συνάδελφοι του τότε". Η Γ5 εβεβαίωσε: " Είμαι αδελφή του καταδικασθέντος Χ1. Ο αδερφός μου από πολύ μικρός, επειδή δεν τα πήγαινε καλά με το σχολείο, εργάστηκε στην Η.Ε.Η.Α.Π. που την είχαν οι Εγγλέζοι στην αρχή και μετά η Δ.Ε.Η. Από 14 χρονών δούλευε σαν εισπράκτορας και επειδή ήταν πολύ σωστός και έντιμος, έμεινε στη δουλειά και τότε που έγινε το Δικαστήριο. Σχετικά με το Δικαστήριο στενοχωρήθηκε όλη η οικογένεια γιατί ο Χ1 ήταν αθώος. Το λάθος του ήταν ότι, επειδή χρειάστηκε μερικά λεφτά για ν' αντιμετωπίσει ένα οικονομικό πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, αντί να έρθει να ζητήσει από εμάς, για λόγους υπερηφάνειας και για να μην εκτεθεί στο πρόσωπο μας ότι δήθεν δεν τα έβγαζε πέρα, δανείστηκε και μάλιστα με πολύ μεγάλο τόκο από το συνάδελφο του Χ2. Αυτός τον εκβίαζε να του δώσει τα χρήματα και επειδή ο αδερφός μου αδυνατούσε, τότε του είπε ότι τα χρήματα αυτά προέρχονται από το ταμείο και ότι αν δεν του τα επέστρεφε θα δημιουργούνταν πρόβλημα και θα έμπλεκε και το όνομα του. Ο αδερφός μου τότε πήγε αμέσως στην υπηρεσία και το κατήγγειλε και ανακαλύφθηκε το τι γινόταν. Όμως ο αδερφός μου ήταν αμέτοχος με την κλοπή, γιατί εάν πράγματι κέρδιζε έτσι χρήματα θα είχε και να τα δώσει. Ακόμη ο αδερφός μου δεν είχε καμία σχέση με το ταμείο τότε και η μοναδική επαφή που είχε με τον Χ2 ήταν για τα δανεικά που του χρωστούσε και τίποτα άλλο. Θυμάμαι ότι μετά που έφυγε ο αδερφός μου και πήγε στην Αμερική, με έβλεπαν παλιοί συνάδελφοι του και μου έλεγαν ότι ο Χ1 ήταν αθώος και πλήρωσε την εκδικητικότητα του Χ2. Όλοι ακόμα λέγανε ότι, όταν έγινε έλεγχος και για την περίοδο του αδελφού μου που είχε το ταμείο, δεν βρέθηκε καμία απόδειξη πλαστή ή ακάλυπτη και είναι περίεργο να κατηγορείται ο αδερφός μου ότι έλεγε του Χ2 να παίρνει λεφτά και να τα μοιράζονται, όταν ο Χ2 είχε συναλλαγματικές του αδερφού μου και απόφαση δικαστική". Από τα πρακτικά της υπ'αρ. 331/1974 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι ο αιτών Χ1 υπηρετούσε κατά τα έτη 1971, 1972 ως υπάλληλος της ΔΕΗ εις το Πρακτορείο αυτής στους ....... Αττικής μαζί με τους συγκατηγορουμένους του Χ2 και Χ3 και το 1971 εκτελούσε χρέη ταμία εισπράττοντας οφειλές καταναλωτών. Κατά το διάστημα αυτό έλαβε ως δάνειο από τον συγκατηγορούμενό του Χ2 το ποσό των 70.000 δρχ. ο οποίος τον πίεζε να το επιστρέψει διότι ισχυρίζετο πως το ποσό που εδάνεισε το είχε αναλάβει από το ταμείο του Πρακτορείου της ΔΕΗ. Υπό την πίεση αυτή ο αιτών Χ1 την 19-9-1972 μετέβη στο γραφείο του Β2 Δ/ντή ΔΕΗ περιοχής .... όπου υπαγόταν το Πρακτορείο ......... και του εγνώρισε ότι στο ταμείο του Πρακτορείου ........ υφίστανται ταμειακές ανωμαλίες. 'Ετσι την επομένη μετέβη Κλιμάκιο Ελέγχου και προέβη σε ενδελεχή έλεγχο του ταμείου (κατάθεση Β2 σελ. 6 επ. πρακτικών). Ο ανωτέρω μάρτυρας αναφέρει ότι ο έλεγχος επεξετάθη και σε προγενέστερο χρόνο επί εποχής κατά την οποία ήτο ταμίας ο Χ1, ανευρέθησαν και κατά την περίοδο εκείνη ορισμένες παραποιημένες αποδείξεις εις περιορισμένο όμως αριθμό. Κατά την γνώμη του εν λόγω μάρτυρα το ανωτέρω χρηματικό ποσό (που σε προγενέστερο σημείο της καταθέσεώς του τί προσδιορίζει σε 373.800 δρχ.) υπεξήρεσαν και οι τρεις κατηγορούμενοι το ποσό όμως πήρε έκαστος δεν μπορούσε να το υπολογίσει. Σημειώνει πως ο Χ1 (αιτών) αναγκάστηκε να καταγγείλει διότι είχαν ξανοιχθεί πολύ και επλησίαζε η στιγμή που θα αποκαλυφθούν. Τα χρήματα τα οποία κρατούσαν οι κατηγορούμενοι για λίγες ημέρες ήταν αδύνατο να ελεγχθεί το ακριβές ποσό που παρακρατούσαν διότι υπήρχε αυξομείωση του ποσού αυτού. Αναφέρει (σελ. 10 πρακτικών) ότι ο Χ1 παρέδωσε ταμείο την 21-9-1971 και τα προαναφερθέντα χρήματα τα κατέθεσε Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 1972, ήτοι μετά ένα έτος. Το κακό άρχισε από τον Χ1, φαίνεται δε ότι όταν έφυγε από το ταμείο, του έμειναν στα χέρια του ορισμένες αποδείξεις και επειδή δεν μπορούσε να τις δώσει μετά ο ίδιος, τις έδωσε εις τον Χ3 ο οποίος τον αντικατέστησε και εν συνεχεία ο Χ3 τις προώθησε, του αναφέρθηκε μάλιστα ότι ο Χ1 μέχρι το Πάσχα του έτους 1972 έδιδε εις τον Χ3 χρήματα και αποδείξεις. Όταν του κατήγγειλε ο Χ1 την πράξη δεν θυμάται τί του είπε πίστευε πάντως ότι την επομένη θα ανακάλυπταν τί συνέβαινε διότι ως απεδείχθη εκ των υστέρων ο Χ2 απειλούσε τον Χ1, δεν πρέπει πάντως να είναι αληθές ότι μόνο για δύο αποδείξεις επ'ονόματι Ζ1 κατηγορείται ότι ενόθευσε ο Χ1, υπήρχε και άλλη ομάδα από 15 περίπου αποδείξεις. Μετά την αποχώρησή του από το ταμείο κατά το έτος 1971 ο Χ1 δεν είχε σχέση με το ταμείο ούτε και μπορούσε να εισπράξει χρήματα πάντως η γνώμη του ήταν (σελ. 13 πρακτικών) ότι και οι τρεις κατηγορούμενοι ήταν αναμεμειγμένοι. Ο έτερος μάρτυρας Β3 υπάλληλος της ΔΕΗ (Προϊστάμενος εμπορολογιστικού τομέα) που μετείχε στην τριμελή επιτροπή η οποία διενήργησε τον έλεγχο εις το Πρακτορείο των......... κατέθεσε ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου (σελ. 14 πρακτικών) ότι: Ανεκάλυψαν πως όλοι οι κατηγορούμενοι παρεκράτησαν χρήματα χωρίς όμως πρόθεση να τα υπεξαιρέσουν κατά την γνώμη του. Κατά την περίοδο κατά την οποία ήταν ταμίας ο Χ1 βρήκαν δύο πλαστογραφημένες αποδείξεις του καταναλωτή Ζ1. Η σφραγίδα στις αποδείξεις αυτές ετέθη για δεύτερη φορά για να καλύψει την πρώτη ημερομηνία, απέκλεισε δε την περίπτωση να έκανε λάθος ο Χ1 και εν συνεχεία να προέβει εις την διόρθωση αυτού, κατά την γνώμη του (μάρτυρα) πρέπει να ήταν άλλη η αρχική ημερομηνία. Η σφραγίδα και η παλαιά και η νέα ήταν του Χ1 σ'αυτές, μόνον δε οι ανωτέρω δύο αποδείξεις ανευρέθησαν γι'αυτόν. Επίσης ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε (σελ. 15 πρακτικών) πως προέκυψε ότι ο Χ1παρέδιδε παλαιές αποδείξεις εις τον Χ3 μέχρι του Φεβρουαρίου ή Μαρτίου 1992, ήταν αδύνατον να γίνει το τζιράρισμα από άλλους εκτός των κατηγορουμένων. Ακάλυπτη απόδειξη του Χ1 (σελ. 17 πρακτικών) δεν ευρέθη καμμία εάν δεν τον εκάλυψαν οι άλλοι δεν το γνωρίζει. Εάν μετά την παράδοση ο Χ1 είχε εκκρεμότητες με το ταμείο, θα απεκαλύπτετο μετά 20ήμερο. Εάν δεν κατέδιδε ο Χ1 τις ατασθαλίες δεν θα ήταν εύκολο να αποκαλυφθεί το τέχνασμά των. Ο μάρτυρας Β4 μηχανικός της ΔΕΗ μέλος της Τριμελούς Επιτροπής που συγκροτήθηκε για την αποκάλυψη των ατασθαλιών και συνέταξαν πόρισμα αναφέρει (σελ. 18 αποφ.) ότι κάλεσαν τους κατηγορουμένους και τους ανέφεραν τι συνέβη, έκαστος δε τούτων επέρριπτε τις ευθύνες εις τους άλλους, ο δε Χ1 τους είπε να καταθέσουν και οι τρεις το ποσό, μάλιστα δε αυτός (μάρτυρας Β4) τους είπε ότι εάν καταθέσουν τα χρήματα τα οποία έλλειπαν θα κριθούν επιεικώς διότι θα υπήρχε η έμπρακτος μετάνοια και μετά από αυτό κατέθεσαν 130.000 δρχ. ο Χ1 και 100.000 ο Χ3. Παρεδέχθησαν ότι πράγματι είχαν πάρει τα χρήματα. Ο μάρτυρας Β5 δ/ντής του Υπ/τος της ΔΕΗ στον Πειραιά μέλος και αυτός της Επιτροπής ανέφερε στην κατάθεσή του (σελ. 21 πρακτικών) πως η γνώμη του είναι ότι και οι τρεις κατηγορούμενοι υπεξήρεσαν το εις το βούλευμα αναφερόμενο ποσό. Οι κατηγορούμενοι Χ3 και Χ1 πράγματι κατέβαλαν 100.000 δρχ. ο πρώτος και 130.000 δρχ. ο δεύτερος, πιστεύει όμως ότι τα κατέθεσαν διότι επίστεψαν ότι πράγματι τα υπεξήρεσαν. Ο Χ1 είχε παραδώσει το ταμείο εις τον Χ3 προ έτους, εάν δεν το παρέδιδε εντάξει θα έπρεπε μετά 20ήμερο από της παραδόσεως του ταμείου να απεκαλύπτετο εάν είχε στα χέρια του αποδείξεις. Ο μάρτυρας Β6 Προϊστάμενος του Εμπορολογιστικού Τμήματος του Πρακτορείου της ΔΕΗ ....... αναφέρει (σελ. 24) ότι ο Χ1 επί ορισμένες ημέρες απέφευγε αδικαιολογήτως να παραδώσει το ταμείο, όταν δε διαπίστωσε την καθυστέρηση αυτή εκάλεσε τον Χ3 και είπε σ'αυτόν για ποιό λόγο δεν παρέλαβε ακόμη, όταν δε αυτός του είπε ότι ο Χ1 δεν του το παρέδωσε τον εκάλεσε και τον πίεσε να παραδώσει αμέσως το ταμείο εις τον Χ3 πράγμα που έγινε την επομένη. Εκ των υστέρων απεδείχθη ότι το τέχνασμα το οποίο εφάρμοζαν οι κατηγορούμενοι ήταν τόσο αριστοτεχνικό που ήταν αδύνατον να αποκαλυφθεί. Επίσης ο αυτός μάρτυρας Β6 αναφέρει (σελ. 26 αποφάσεως) πως οι κατηγορούμενοι ταμίες παρακολουθούσαν τις αποδείξεις τις οποίες παρακρατούσαν παρανόμως. Όταν όμως ευρέθησαν προ αδιεξόδου διότι το παρακρατηθέν ποσό αυξήθηκε σημαντικά, φαίνεται ότι άρχισαν οι προστριβές μεταξύ τους και τότε ο Χ1επήγε και το κατήγγειλε, εγνώριζε δε αυτό ο Χ1 διότι ήταν και αυτός μέσα στο κύκλωμα. Ως δε πληροφορήθηκε έναντι του ποσού κατέβαλαν ο μεν Χ1 130.000 δρχ. ο δε Χ3 100.000 δρχ. Ο μάρτυρας Β7 προϊστάμενος του Τμήματος λογιστικής Καταναλωτών Περιφέρειας ΔΕΗ Αττικής στην οποία υπήγετο το Πρακτορείο ....... αναφέρει (σελ. 31): Την επομένη 21-9-97 πήγε ο Χ3 και τους είπε ότι υφίστατο πράγματι ανωμαλία και ότι αυτός ενεπλάκη εις το θέμα από τους Χ2 και Χ1 οι οποίοι ήσαν υπαίτιοι της όλης ανωμαλίας. Από την όλη έρευνα που διενήργησαν (σελ. 32 αποφάσεως) και από τις αλληλοσυγκρουόμενες καταθέσεις των κατηγορουμένων τους παρέμεινε η εντύπωση ότι τα χρήματα αυτά είχαν σκοπό να τα υπεξαιρέσουν οι κατηγορούμενοι και όχι να τα τζιράρουν απλώς. Ο μάρτυρας Β8 Προϊστάμενος του Πρακτορείου ΔΕΗ ........... αναφέρει (σελ. 36 πρακτικών) ότι οι κατηγορούμενοι άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται, οπότε απεδείχθη όλο το τέχνασμα, το οποίο αυτοί εφήρμοσαν. Το τέχνασμα το ανεκάλυψε ο Χ1 ανευρέθησαν δε αποδείξεις αυτού διορθωμένες από την περίοδο κατά την οποία ήτο ταμίας πιστεύει δε (ο άνω μάρτυρας) πως το τέχνασμα αυτό δεν το είχαν σκεφθεί οι άλλοι και ότι όλοι μαζί οι κατηγορούμενοι έφαγαν τα χρήματα ποίος όμως έφαγε τα περισσότερα και ποίος τα ολιγότερα δεν το εγνώριζε. Ο μάρτυρας Β9 που υπηρετούσε στο λογιστήριο του Πρακτορείου της ΔΕΗ ....... αναφέρει (σελ. 40) ότι οι ανωμαλίες πρέπει να εδημιουργήθησαν εις το ταμείο από τότε που ανέλαβε ο Χ1. Ο μάρτυρας Β10 που υπηρετούσε στο λογιστήριο του Πρακτορείου της ΔΕΗ ........ αναφέρει στην κατάθεσή του (σελ. 41) ότι όταν ήταν ταμίας ο Χ1 σε δύο τρεις περιπτώσεις εκινήθη η διαδικασία αποκοπής του ρεύματος σε αντίστοιχους πελάτες και διεπιστώθη ότι οι λογαριασμοί είχαν εξοφληθεί από τους πελάτες δεν ενεθυμείτο όμως ποτέ να τους ανέφερε ο Χ1 απώλεια αποδείξεως. IV. Από το σύνολο των στοιχείων (αίτηση Χ1, τις ένορκες βεβαιώσεις, την υπ'αρ. 331/74 απόφαση μετά των πρακτικών του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών) εκτιμώμενα σε συνδυασμό μεταξύ τους, καθίσταται σαφές, κατά την ημέτερη άποψη, ότι τα στοιχεία που προσεκόμισε και επικαλείται ο αιτών δεν είναι τέτοια νέα ώστε να καθίσταται φανερό πως αυτός ήταν αθώος και εσφαλμένως κατεδικάσθη. Ειδικότερα αξιολογώντας τις πέντε ένορκες βεβαιώσεις παρατηρούμε ότι οι Γ2, Γ1, Γ5 (αδελφή του αιτούντος) δεν ήσαν συνάδελφοι του Χ1 και ως εκ τούτου δεν είχαν άμεση αντίληψη. Ο Γ3 ήταν μεν υπάλληλος της ΔΕΗ δεν διευκρινίζει όμως εάν συνυπηρετούσε με τον Χ1 και όσα αναφέρει πως γνωρίζει, τα γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως. Ο έτερος καταθέσας Γ4 ήταν συνάδελφος του αιτούντος και εδήλωσε όσα ήδη εξετέθησαν εις το οικείο τμήμα της παρούσας προτάσεως τα οποία είναι ευνοϊκά υπέρ του Χ1 ότι δηλ. δεν είχε ανάμειξη στην υπόθεση κα ότι αν δεν κατέδιδε την πράξη της υπεξαιρέσεως η υπηρεσία δεν θα τα πληροφορείτο. Οι καταθέσεις των πέντε αυτών μαρτύρων που προσεκόμισε και επικαλείται ο Χ1 δεν είναι ικανές να ανατρέψουν όσα προκύπτουν από τις καταθέσεις των αρμοδίων υπαλλήλων της ΔΕΗ οι οποίοι επελήφθησαν και διενήργησαν έλεγχο σε ορισμένους των οποίων υπήρξε παραδοχή των πράξεων, ο μάρτυρας Β4 μέλος της Τριμελούς Επιτροπής Ελέγχου αναφέρει (σελ. 18 τελ. στίχος) πως παρεδέχθησαν ότι είχαν πάρει τα χρήματα. Και είναι μεν αληθές ότι η υπόθεση ανεκαλύφθη έπειτα από καταγγελία του αιτούντος Χ1 όπως όμως διευκρινίζουν εξετασθέντες ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών μάρτυρες ο Χ1 αναγκάσθηκε να προβεί στην καταγγελία διότι (κατάθεση Β2 σελ. 8) είχαν ξανοιχθεί πολύ και επλησίαζε η στιγμή που επρόκειτο να αποκαλυφθούν και (κατάθεση Β6 σελ. 26) διότι ευρέθησαν προ αδιεξόδου. Εξάλλου για ποιο λόγο να αποδώσει ο Χ1, μετά την έρευνα, στην ΔΕΗ το ποσό των 130.000 δρχ. εάν δεν το όφειλε; Περαιτέρω επισημαίνεται ότι κατά την ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών διαδικασία εξετάσθηκαν ως μάρτυρες υπερασπίσεως του Χ1, Γ6, Γ7, Γ8 οι οποίοι δεν ήταν συνάδελφοί του στην ΔΕΗ και ανεφέρθησαν στην εντιμότητα και καλή προσωπικότητά του. Δημιουργείται δε το εύλογο ερωτηματικό για ποιό λόγο δεν εξετάσθηκαν ως μάρτυρες υπερασπίσεως τουλάχιστον οι δύο συνάδελφοί του Γ3 και Γ4. Πάντως δε σε κάθε περίπτωση οι καταθέσεις αυτών, ως ήδη εξετέθη δεν μπορούν, κατά την ημέτερη άποψη, να εκληφθούν ως νέα στοιχεία από τα οποία να καθίσταται φανερό πως ο αιτών είναι αθώος και εσφαλμένως κατεδικάσθη. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ωΑ) Να απορριφθεί η από 31-1-2007 αίτηση του Χ1 (υποβληθείσα δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Α. Χαραλαμπάκη) για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ'αρ. 331/1974 απόφαση του Πεντεμελούς Εφετείου Αθηνών. Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αιτούντος. Αθήνα 12-4-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης" Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις, μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ' αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, η υπό κρίση από 31-1-2007 αίτηση, με την οποία ο αιτών Χ1, επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη 331/1974 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις α) της ηθικής αυτουργίας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία και β) της νοθεύσεως εγγράφων σε συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών και 3 μηνών, ισχυριζόμενος, ότι, από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται σ' αυτή, γίνεται φανερό ότι είναι αθώος, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 ΚΠΔ και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από παραδεκτή επισκόπηση των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ' αριθμό 331/1974 απόφασή του, που κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως με την υπ' αριθμό 302/1975 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κήρυξε ένοχο τον αιτούντα και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών και 3 μηνών, για: α) ηθική αυτουργία σε υπεξαίρεση στη υπηρεσία και β) νόθευση εγγράφων και ειδικότερα, του ότι " κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους τόπους και χρόνους δια πλειόνων πράξεων εξετέλεσε εγκλήματα, ήτοι: 1) Εν Αθήναις και κατά το από 20/8/1972 μέχρι 20/9/1972 χρονικόν διάστημα, υπάλληλος τυγχάνων της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού και δη τοιούτος εν τω παρά τοις ........Αττικής πρακτορείω αυτής, διά πλειόνων πράξεων, συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, εκ προθέσεως προεκάλεσε παρ'άλλω την απόφασιν προς τέλεσιν της υπό τούτου διαπραχθείσης αδίκου πράξεω, ήτοι, ενώ ο Χ2 κατά τον αυτόν ως άνω τόπον και χρόνους, υπάλληλος τυγχάνων της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού και δη τοιούτος εν τω παρά τοις ......... Αττικής πρακτορείω αυτής, δια πλειόνων πράξεων, συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, παρανόμως ιδιοποιήθη χρήματα, άτινα υπό την ιδιότητά του ταύτην έλαβε, ήτοι χρηματικόν ποσόν 340.755 δραχμών εν συνόλω, όπερ εισέπραξεν εκ πληρωμών λογαριασμών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος 838 καταναλωτών, λεπτομερώς μνημονευομένων ανωτέρω εν τη υπό στοιχείον Α1 πράξει του διατακτικού της παρούσης και όπερ δεν εισήγαγεν εις το ταμείον του Πρακτορείου, ως ώφειλεν, αλλ' ιδιοποιήθη παρανόμως, όπερ είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και υπερβαίνει τας 50.000 δραχμάς, μεταχειρισθείς προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα συνιστάμενα εις την απόκρυψιν των στελεχών των πληρωθέντων λογαριασμών, ίνα ούτω, δυσχεραινομένου του ελέγχου, αποφευχθή η αποκάλυψις τούτου υπό της αρμοδίας υπηρεσίας της παθούσης (Δ.Ε.Η.), ούτος (ο κατηγορούμενος Χ1), δια συμβουλών και παραινέσεων, δοθεισών προς τον ως άνω αυτουργόν μετά πειθούς και φορτικότητος και δι'υποσχέσεως καταβολής αμοιβής, έπεισε τούτον ίνα προβή εις την διάπραξιν της ως άνω πράξεως της κατ'εξακολούθησιν υπεξαιρέσεως εν υπηρεσία εις βαθμόν κακουργήματος εις βάρος της ως άνω Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού. 2) Εν ........ Αττικής, την 16ην Σεπτεμβρίου 1971, υπάλληλος τυγχάνων της ΔΕΗ και δη ταμίας ταύτης, δια πλειόνων πράξεων, συνιστωσών εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, εκ προθέσεως ενόθευσεν έγγραφα εμπιστευθέντα ως εκ της υπηρεσίας του, ήτοι ταμίας ων του Πρακτορείου ........ της ΔΕΗ, επί των αφορωσών την περίοδον καταναλώσεως από 15/6/71 μέχρι 16/8/71 δύο αποδείξεων του εις την 39ην διαδρομήν υπαγομένου καταναλωτού Ζ1 εκ δραχμών 2.951,60 της πρώτης και 512,50 της δευτέρας, έσβεσε δια μελάνης μολυβδίδος χημικής μελάνης BIC την εφ'εκάστης τεθειμένην σφραγίδα εισπράξεως του ταμείου του Πρακτορείου της ΔΕΗ ......., ήτις έφερε την ημερομηνίαν, καθ'ην επραγματοποιήθη υπό του ρηθέντος καταναλωτού η καταβολή των ανωτέρω ποσών και έθεσεν επί τούτων σφραγίδα φέρουσαν ημερομηνίαν εισπράξεως μεταγενεστέραν της τοιαύτης της αρχικής σφραγίδας και ως εκ τούτου εμφανίζουσαν τας, εφ'ων ετέθη αύτη, δύο αποδείξεις ως εισπραχθείσας υπ'αυτού εκπροθέσμως την 16/9/1971 και ουχί την 11/9/1971, ότε το αργότερον είχον πληρωθή αύται.- 3) Ο αιτών προσκόμισε, προς επίρρωση της αιτήσεώς του πέντε ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Βασιλικής Καπράνου-Διάκου, ήτοι τις υπ' αριθμό ........, .........., ........, ........ και ......... αντίστοιχα των Γ1, Γ2, Γ3, Γ4 και Γ5. Από το περιεχόμενο όμως αυτών, δεν προκύπτει ότι αυτοί γνωρίζουν κάτι το συγκεκριμένο, αναφορικά με τη συμμετοχική δράση του αιτούντος, για την υπεξαίρεση στην υπηρεσία του χρηματικού ποσού των 340.755 δραχμών και τη νόθευση των παραπάνω εγγράφων από τον αιτούντα, για τα οποία υπήρξε η καταδίκη του από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, όλοι οι μάρτυρες αυτοί, με τις ένορκες βεβαιώσεις τους, περιορίζονται γενικά και αόριστα να αναφέρουν, ότι ο αιτών δεν τέλεσε τις ως άνω πράξεις για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε. Πράγματι, από τα πρόσωπα αυτά που βεβαίωσαν ενόρκως το περιεχόμενο των καταθέσεών τους, μόνο ο Γ3 και ο Γ4, που υπήρξαν συνάδελφοί του στη Δ.Ε.Η., χωρίς όμως και να έχουν άμεση και ίδια αντίληψη για την οποιαδήποτε συμμετοχική δράση του αιτούντος, αποκλείουν το γεγονός, να έχει αυτός οποιαδήποτε εμπλοκή και καταθέτουν ότι αυτός υπήρξε κατά κάποιο τρόπο θύμα της εκδικητικότητας του συγκατηγορούμενου - συναδέλφου του Χ2, από τον οποίο ο αιτών είχε δανειστεί την εποχή εκείνη, το χρηματικό ποσό των 70.000 δραχμών. Επίσης, και οι μάρτυρες Γ1 και Γ2, που συνδέονταν με τον αιτούντα με φιλική σχέση, με τις ένορκες βεβαιώσεις τους, περιορίζονται σε γενικές πληροφορίες, σχετικά με την όποια αξιόποινη συμπεριφορά του αιτούντος, μόνη δε πηγή των πληροφοριών τους, έχουν τον ίδιο τον αιτούντα και πρώην συναδέλφους τους, και καταθέτουν ότι ο αιτών δεν διέπραξε τις πράξεις για τις οποίες αυτός καταδικάσθηκε. Τέλος, και η Γ5, η οποία συνδέεται με συγγενική σχέση με τον αιτούντα, βεβαιώνει ότι ο αδελφός της δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τις πράξεις για τις οποίες αυτός καταδικάσθηκε και ότι υπήρξε θύμα της εκδικητικότητας του συγκατηγορούμενού του Χ2. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω αμετάκλητη απόφαση, με την οποία περατώθηκε η ποινική διαδικασία, της οποίας ζητείται η επανάληψη, τα επικαλούμενα ως νέα γεγονότα ή αποδείξεις, που περιέχονται στις προσκομισθείσες ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, όπως το περιεχόμενο αυτών παρατίθεται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Δικαστήριο αυτό καθ' ολοκληρία αναφέρεται, δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που δίκασαν τον αιτούντα, αλλά είχαν υποβληθεί στην κρίση τους. Ειδικότερα, ο μάρτυρας κατηγορίας Β2, που το επίδικο χρονικό διάστημα υπήρξε Διευθυντής της ΔΕΗ στην περιοχή ...., στην οποία υπαγόταν το πρακτορείο ........., κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι "κατά τη χρονική περίοδο που ο αιτών ήταν ταμίας, ανευρέθηκαν παραποιημένες αποδείξεις και ότι το ποσό που υπεξαιρέθηκε από 373.800 δρχ. το υπεξήρεσαν και οι τρεις κατηγορούμενοι". Περαιτέρω, ο μάρτυρας κατηγορίας Β3, που υπήρξε το χρόνο εκείνο προϊστάμενος του εμπορολογιστικού τομέα της ΔΕΗ, και μέλος της τριμελούς επιτροπής ελέγχου που όρισε αυτή, κατέθεσε ότι "όλοι οι κατηγορούμενοι παρεκράτησαν τα χρήματα, χωρίς όμως να έχουν πρόθεση να τα υπεξαιρέσουν". Επίσης, ο παραπάνω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο αιτών ήταν εκείνος που νόθευσε τις επίμαχες αποδείξεις, οι οποίες βρέθηκαν στα χέρια του, ο ίδιος δε ο αιτών παρέδιδε στο συγκατηγορούμενό του Χ3 σειρά παλαιών αποδείξεων". Ακόμη, ο μάρτυρας κατηγορίας Β4, μηχανικός της ΔΕΗ και μέλος της συσταθείσας για το σκοπό αυτό τριμελούς επιτροπής, κατέθεσε ότι "όταν κλήθηκαν από την επιτροπή, καθένας από τους συγκατηγορούμενούς του, επέρριπτε την ευθύνη στον άλλο και ότι ο ίδιος ο αιτών τους παρότρυνε να καταθέσουν το ποσό που υπεξαιρέθηκε και μάλιστα τους υπέδειξε ο ίδιος ο μάρτυρας να καταθέσουν έγκαιρα, προκειμένου να κριθούν με επιείκεια, μια που, κατά τον ίδιο μάρτυρα, παραδέχθηκαν οι κατηγορούμενοι ότι είχαν πάρει τα χρήματα. Εξ' άλλου, ο μάρτυρας κατηγορίας Β5, διευθυντής υποκαταστήματος ΔΕΗ και μέλος της επιτροπής ελέγχου, κατέθεσε ότι, κατά τη γνώμη του, και οι τρεις κατηγορούμενοι, υπεξήρεσαν το ως άνω ποσό και από αυτούς ο αιτών επέστρεψε το ποσό των 130.000 δρχ...". Επίσης, ο μάρτυρας κατηγορίας Β6 προϊστάμενος του εμπορολογιστικού τμήματος του πρακτορείου της ΔΕΗ των .........,κατέθεσε ότι "ο κατηγορούμενος Χ1 για αρκετές ημέρες απέφευγε αδικαιολογήτως να παραδώσει το ταμείο στον Χ3 και.... εκ των υστέρων απεδείχθη το αριστοτεχνικό τέχνασμα που εφάρμοσαν οι κατηγορούμενοι, που ήταν αδύνατο να αποκαλυφθεί...". Επίσης και όλοι οι λοιποί μάρτυρες κατηγορίας Β7, υπάλληλος ΔΕΗ, Β8 προϊστάμενος ΔΕΗ ......., Β9 και Β10 καταθέτουν σχετικά με τη συμμετοχική δράση του αιτούντος και την αντίστοιχη ευθύνη του." Τέλος ο αιτών, απολογούμενος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την ως άνω απόφαση, με την οποία περατώθηκε η ποινική διαδικασία, της οποίας ζητείται η επανάληψη, αναφέρει μόνο το γεγονός της λήψης του δανείου των 70.000 δραχμών από το συγκατηγορούμενό του Χ2, αρνούμενος οποιαδήποτε συμμετοχή του στις πράξεις για τις οποίες αυτός καταδικάσθηκε. Κατά συνέπεια, από τα επικαλούμενα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία, ας σημειωθεί, προσκομίζονται το πρώτο, μετά από 22 συναπτά έτη, από την αμετάκλητη καταδίκη του αιτούντος, προκύπτει ότι αυτά, εκτιμώμενα, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με τα προσκομισθέντα προηγουμένως στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την περατώσασα την ποινική διαδικασία ως άνω αμετάκλητη απόφαση, δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων ή ότι καταδικάσθηκε άδικα. Πράγματι, αξιολογώντας το Δικαστήριο τούτο τις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις, κρίνει ότι αυτές, δεν είναι ικανές να ανατρέψουν τις καταθέσεις του συνόλου των μαρτύρων κατηγορίας και ειδικότερα των μελών της οικείας επιτροπής ελέγχου και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, από τα οποία να γίνεται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος των πράξεων για τις οποίες αυτός καταδικάσθηκε. Άλλωστε, εκτός των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων, δεν προσκομίσθηκαν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία, διευκρινιστικά ή τροποποιητικά εκείνων, που είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31-1-2007 αίτηση του Χ1, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 331/1974 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και, Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας αρθ. 525 επ. ΚΠΔ, προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως. Απαιτούνται νέα άγνωστα στοιχεία που δεν είχαν υποβληθεί στους δικαστές. Απορρίπτει αίτηση.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 16/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαδάκη, για αναίρεση της με αριθμό 8348/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 164/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 8348/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για κλοπή σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί 3ετία, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Στις 9-9-2002 ο εγκαλών ....., επιβιβάστηκε στο δημόσιας χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο (ταξί) με τα στοιχεία κυκλοφορίας ....., το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος X1, προκειμένου να μεταβεί στα γραφεία δισκογραφικής εταιρείας που βρισκόταν απέναντι από το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Όμως ο κατηγορούμενος προσπέρασε το σημείο όπου έπρεπε να αποβιβάσει τον εγκαλούντα και, παρά τις διαμαρτυρίες του, τον αποβίβασε βιαίως έξω από το νοσοκομείο "Σωτηρία". Όταν ο εγκαλών προσπάθησε να πάρει την τσάντα του, που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα του ταξί, ο κατηγορούμενος, με μισάνοιχτη την πόρτα, ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε. Έτσι αφαίρεσε από την κατοχή του εγκαλούντος την τσάντα του, που περιείχε δεκαπέντε βιβλία στα οποία είχε γραμμένα τραγούδια, με σκοπό να την ιδιοποιηθεί παράνομα. Ο εγκαλών συγκράτησε μόνο το αριθμητικό μέρος των στοιχείων κυκλοφορίας του ταξί και συγκεκριμένα τον αριθμό 6642, με βάση δε αυτόν, μετά την υποβολή της εγκλήσεως, αναζητήθηκε ο υπαίτιος οδηγός. Το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών με το Φ.23 5/64195/17596/11-11-2002 έγγραφο του και το συνημμένο σ' αυτό μηχανογραφημένο έγγραφο με την επικεφαλίδα "Εμφάνιση όλων των στοιχείων υπάρχουσας άδειας κυκλοφορίας", απάντησε στο Αστυνομικό Τμήμα Νέου Ψυχικού που διεξήγαγε τη σχετική έρευνα ότι με αυτό τον αριθμό υπήρχε ένα μόνο ταξί με τα στοιχεία κυκλοφορίας ....., μάρκας ....., το οποίο ανήκε στον κατηγορούμενο. Τον τελευταίο αναγνώρισε άλλωστε ο εγκαλών ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου ως το δράστη της τελεσθείσης σε βάρος του αξιόποινης πράξεως. Και ναι μεν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται τώρα ότι το πιο πάνω αυτοκίνητο ταξί, κατά το φερόμενο ως χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως που του αποδίδεται (9-9-2002) είχε αποσυρθεί της κυκλοφορίας μετά τη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του, εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος, όμως ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται ως κατ' ουσίαν αβάσιμος από το προαναφερθέν έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. Άλλωστε, τέτοιον ισχυρισμό δεν είχε προβάλει ο κατηγορούμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπου, αντίθετα, ισχυρίστηκε ότι το ταξί του είχε πωληθεί στον ..... και για την απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού του παρέδωσε στο δικαστήριο το 2907/13-11-2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Σωτηροπούλου. Το συμβόλαιο όμως εκείνο αφορούσε την πώληση στον ανωτέρω αγοραστή άλλου αυτοκινήτου ταξί, με τα στοιχεία κυκλοφορίας ....., μάρκας ..... και όχι του προαναφερθέντος αυτοκινήτου με τα στοιχεία κυκλοφορίας ....., μάρκας ...... Τούτο επισημάνθηκε στο σκεπτικό της εκκαλούμενης αποφάσεως και είχε ως συνέπεια τη μεταβολή των υπερασπιστικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου κατά τ' ανωτέρω. Ο επίσης προβαλλόμενος ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι πολύ πριν από το φερόμενο στο κατηγορητήριο ως χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως που του αποδίδεται (9-9-2000) και συγκεκριμένα από την 1-2-2000 είχε συνταξιοδοτηθεί, αποδεικνυόμενος από το αναγνωσθέν Ν 7995/Α94/7-3-2000 έγγραφο του Ταμείου Συντάξεως Αυτοκινητιστών, καθώς και το γεγονός ότι αυτός στις 3-12-2000 υπέβαλε δήλωση διακοπής εργασιών στη Δ.Ο.Υ. Αγίου Δημητρίου (βλ. την επίσης αναγνωσθείσα 430/3-12-2000 βεβαίωση της πιο πάνω Δ.Ο.Υ.), δεν έχουν οποιαδήποτε έννομη επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, αφού, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας .η συνταξιοδότηση και η δήλωση διακοπής εργασιών δεν συνεπάγονται χωρίς άλλο την πραγματική παύση της εργασίας. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο και ειδικότερα από τις αναγνωσθείσες δύο υπεύθυνες δηλώσεις των ....... και ..... με ημερομηνία 16-10-2006 και τη βεβαίωση του Παρέδρου του Δήμου Μεγανησίου Λευκάδας Σπύρου Κονιδάρη, με την ίδια ημερομηνία, σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος, τον Οκτώβριο του 2002, βρισκόταν στο ....... Οι ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις και βεβαίωση δεν κρίνονται πειστικές, κυρίως διότι έρχονται σε αντίθεση με την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ο οποίος αναγνώρισε χωρίς δισταγμό τον κατηγορούμενο αλλά και με την απολογία του ίδιου του κατηγορουμένου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 17-10-2005, κατά την οποία αυτός είπε "δύο χρόνια ζω στην επαρχία", δηλαδή από το έτος 2003. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί αυτός ένοχος της αξιόποινης πράξεως της κλοπής, η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της κλοπής, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην οικεία ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1α Π.Κ. Ειδικότερα: α) από το σκεπτικό σαφώς προκύπτει ότι, μαζί με όλα τα αποδεικτικά μέσα, η προσβαλλόμενη συνεκτίμησε και το περιεχόμενο του υπ' αριθ. Φ235/64195/17596/11.11.2002 εγγράφου του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, β) δεν απαιτείτο ιδιαίτερη αιτιολόγηση του δόλου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού αυτός (δόλος), ως υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος, ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, και γ) δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού, ως προς αυτούς, η αιτιολογία εμπεριέχεται από τα πράγματα στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή του κατηγορουμένου. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, ενόψει του ότι, με αυτές, με την επίκληση του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου και ειδικότερα πλήττεται ως εσφαλμένη η κρίση και εκτίμηση των εγγράφων και της κατάθεσης του εγκαλούντος. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφορικά με το αίτημα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσκομισθούν νέες αποδείξεις και συγκεκριμένα για να προσκομίσει από το Υπουργείο Συγκοινωνιών έγγραφο ότι δεν κυκλοφορούσε το ταξί, διέλαβε στο σκεπτικό της τα ακόλουθα: Κατά την κρίση του δικαστηρίου υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της υποθέσεως και δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να αναβληθεί η συζήτηση, προκειμένου να προσκομισθεί από τον κατηγορούμενο το έγγραφο το οποίο ισχυρίζεται ότι προτίθεται να προσκομίσει, ενόψει και του ότι, έχοντας κληθεί για την υποστήριξη της εφέσεώς του, μπορούσε να είχε ήδη μεριμνήσει να το προμηθευθεί. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης. Η απόρριψη του αιτήματος αναβολής, που υπέβαλε ο αναιρεσείων, έγινε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην παρεμπίπτουσα, περί τούτου, απόφαση του Εφετείου, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Μετά από αυτά, πρέπει ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως αβάσιμος και, κατ' επέκταση, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, ο δε αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ. 583 παρ. 1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23.12.2006 αίτηση του X1, για αναίρεση της 8348/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κλοπή. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απόρριψη αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Κλοπή.
0
Αριθμός 16/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Δημάδη-Εισηγητή, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας-καλούσας: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "............." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μελπομένη Δασκαλάκη. Του αναιρεσιβλήτου- καθού η κλήση:....................., τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Παντελίδης. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14.12.2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3530/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2002/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 17.10.2005 αίτησή της. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1984/2006 απόφαση του Α2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως για αναίρεση της 2002/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 16.04.2007 κλήση της αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν η μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή του παραπεμφθέντος πρώτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας πρότεινε ότι ο από το άρθρο 559 αριθμ.1 Κ.Πολ.Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Ι.-Επειδή, με την από 16-4-2007 κλήση της αναιρεσειούσης νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της τακτικής Ολομελείας του Αρείου Πάγου ο πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος της από 17.10.2005 αιτήσεως της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμία ".................." για αναίρεση της αριθ. 2289/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ο οποίος παραπέμφθηκε σε αυτή με την αριθ. 1984/2006 απόφαση του Α2 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, γιατί κρίθηκε ότι δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ). Ειδικότερα παραπέμφθηκε το ζήτημα αν η υπό της διατάξεως του άρθρου 15 παρ. 6 του ν. 3632/1928 θεσπιζομένη ειδική ετήσια παραγραφή, ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 περ. γ' του Ν.1806/1988, και για τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής συναλλαγής (εντολής για αγοραπωλησία χρηματιστηριακών πραγμάτων) ή αν για τις αξιώσεις αυτές έχει εφαρμογή η γενική περί εικοσαετούς παραγραφής διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ. ΙΙ.-Επειδή, κατ' άρθρο 15 παρ. 6 του Ν. 3632/1928 (που δεν καταργήθηκε με το άρθρο 17 Εισ.Ν.ΑΚ) "πάσα αξίωση πηγάζουσα εκ χρηματιστηριακής συναλλαγής, παραγράφεται μετά πάροδον έτους από της λήξεως του έτους καθ' ο συνήφθη η συναλλαγή". Κατά την παρ. 1 του ιδίου άρθρου (15ν. 3632/1928) "χρηματιστηριακαί συναλλαγαί εν τη εννοία του παρόντος νόμου είναι αι δικαιοπραξίαι αι χρηματιστηριακώς συναπτόμεναι και έχουσαι αντικείμενον χρηματιστηριακά πράγματα". Κατ' άρθρο 20 παρ. 1 ν.1806/1988 "Χρηματιστηριακές συναλλαγές κατά την έννοια του νόμου αυτού είναι μόνο α) η πώληση τοις μετρητοίς, η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από την κείμενη νομοθεσία για χρηματιστήρια αξιών, β) η πώληση με ειδικές συμφωνίες, όπως ενδεικτικά..., γ) κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων". Και κατ' άρθρο 1 παρ. 26 Ν. 2533/1997 "ως χρηματιστηριακές συναλλαγές νοούνται οι συμβάσεις επί χρηματιστηριακών πραγμάτων που καταρτίζονται στο Χ.Α.Α. σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες νόμους και κανονιστικές διατάξεις". Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 εδ. δ' Ν. 1806/1988, με την οποία ορίζεται ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται..., δ) οι διατάξεις της νομοθεσίας των χρηματιστηρίων, οι οποίες αντίκεινται στο νόμο αυτόν, ή που αφορούν θέματα τα οποία ρυθμίζονται απ' αυτόν, δεν καταργήθηκε μεν η παραπάνω διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 3632/1928, η οποία δεν έρχεται σε αντίθεση με το νέο νόμο, καταργήθηκε όμως η διάταξη του άρθρου 16 Ν. 3632/1928, η οποία περιελάμβανε στις χρηματιστηριακές συναλλαγές και ε) πάσα εν γένει παρεπόμενη δικαιοπραξία σχετιζόμενη προς την ενέργεια και την εκτέλεση των αναφερομένων περιοριστικά στη διάταξη αυτή κυρίων χρηματιστηριακών συναλλαγών, μεταξύ των οποίων και η αγορά και πώληση τοις μετρητοίς. Αλλ' η διάταξη αυτή του άρθρου 16 εδ. ε' του Ν. 3632/1928 επαναλαμβάνεται, με διαφορετική διατύπωση, με την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 στοιχ. γ' ν. 1806/1988, κατά την οποία χρηματιστηριακές συναλλαγές κατά την έννοια του νόμου αυτού είναι και κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και την εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται, όπως, προεκτέθηκε, υπό στοιχ. α) η πώληση τοις μετρητοίς, η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία για χρηματιστήρια αξιών. Από τις διατάξεις αυτές και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο νομοθέτης, τόσο του Ν. 3632/1928, με την καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 16 αυτού, όσο και του Ν. 1806/1988, με το άρθρο 20 παρ. 1 στοιχ. γ' αυτού, ρητά υπήγαγε στις χρηματιστηριακές συναλλαγές και "πάσα εν γένει παρεπόμενη δικαιοπραξία σχετιζόμενη", ο πρώτος και "κάθε δικαιοπραξία συναφή" ο δεύτερος, με τη διενέργεια των κυρίων χρηματιστηριακών συναλλαγών, συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 3632/1928 δεν αναφέρεται μόνο στις κύριες χρηματιστηριακές συναλλαγές, αλλά και στις συναφείς ή παρεπόμενες των κυρίων χρηματιστηριακών συναλλαγών, όπως είναι και η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας. Από την ειδικότητα δε των παραπάνω διατάξεων του χρηματιστηριακού δικαίου, σε σχέση με τις διατάξεις περί εντολής και ιδιαίτερα από την ειδικότητα της προαναφερομένης διατάξεως του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 3632/1928, που είναι και η μοναδική διάταξη που ρυθμίζει το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων που πηγάζουν από χρηματιστηριακές συναλλαγές, σε σχέση με τις διατάξεις των άρθρων 249 ΑΚ περί εικοσαετούς παραγραφής και 250 αριθ. 1 και 5 ΑΚ περί βραχυπρόθεσμης πενταετούς παραγραφής, προκύπτει ότι οι πηγάζουσες από τη σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας αξιώσεις των συμβαλλομένων μερών, υπόκεινται στην ειδική ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 15 παρ. 6 Ν. 3632/1928 και όχι στη βραχυπρόθεσμη πενταετή ή τη γενική εικοσαετή παραγραφή του ΑΚ. Ενώ εξ άλλου και από το αντικείμενο της συμβάσεως χρηματιστηριακής παραγγελίας, που είναι αφενός η ανάληψη από το χρηματιστή της υποχρεώσεως να εκτελέσει, με την κατάρτιση της κυρίας χρηματιστηριακής συμβάσεως, την παραγγελία (εντολή) του πελάτη για αγορά ή πώληση χρηματιστηριακών πραγμάτων και αφ' ετέρου η ανάληψη από τον πελάτη της υποχρεώσεως να καταβάλει στο χρηματιστή τη συμφωνηθείσα αμοιβή (προμήθεια) για την εκτέλεση της χρηματιστηριακής συναλλαγής, καθώς και το τίμημα των χρεωγράφων που απετέλεσαν το αντικείμενο της συναλλαγής, δεν νοείται αυτοτέλεια και ανεξαρτησία αυτής (συμβάσεως παραγγελίας χρηματιστηριακής συναλλαγής) από την κύρια χρηματιστηριακή συναλλαγή, εξ αιτίας και με αφορμή την οποία συνάπτεται και της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο παρακολούθημα. Θα αποτελούσε δε ανεπίτρεπτη διάσπαση του χρηματιστηριακού δικαίου, η εφαρμογή, για μεν τις απορρέουσες από τη σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας αξιώσεις, της εικοσαετούς ή της πενταετούς παραγραφής των άρθρων 249 και 250 αριθ. 1 και 5 ΑΚ, για δε τις απορρέουσες από τις κύριες χρηματιστηριακές συναλλαγές αξιώσεις, η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 15 παρ. 6 Ν. 3632/1928. Αντίθετη άποψη δεν συνάγεται από το γεγονός ότι η σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας, δεν συνάπτεται απ' ευθείας μεταξύ των μελών του χρηματιστηρίου, δεν τελεί υπό καθεστώς δημοσιότητας και δεν τοποθετείται εντός του "κύκλου" ή "νοερού χώρου" του χρηματιστηρίου, αφού ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης, τόσο στο άρθρο 16 εδάφ. ε' Ν. 3632/1928, όσο και στο άρθρο 20 Ν. 1806/1988, περιέλαβε στην έννοια των χρηματιστηριακών συναλλαγών, τις συναφείς ή παρεπόμενες της κύριας σύμβασης δικαιοπραξίες. Επίσης, δεν συνάγεται διαφορετική κρίση, από την έλλειψη παραπομπής των προαναφερομένων νεοτέρων νομοθετημάτων, στη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 6 Ν. 3632/1928, αφού, πέραν του ότι ο νόμος ισχύει μέχρι να καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά από νεότερο νόμο, συνηθίζεται ο νεότερος νόμος να ορίζει ρητά τις καταργούμενες διατάξεις από την έναρξη της ισχύος του, είτε να περιέχει διάταξη που να ορίζει γενικά ότι καταργείται όποια διάταξη είναι αντίθετη στο νεότερο νόμο. Από το ότι δε ο ν. 1806/1988 περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις, με τις οποίες καταργούνται συγκεκριμένες διατάξεις του Ν. 3632/1928, συνάγεται εξ αντιδιαστολής επιχείρημα υπέρ της διατηρήσεως σε ισχύ του άρθρου 15 παρ. 6 Ν. 3632/1928. Ενώ η αναφορά του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 3632/1928 στις χρηματιστηριακώς συναπτόμενες συναλλαγές, δεν έχει μόνο την έννοια της καταρτίσεως αυτών εντός του "κύκλου" του χρηματιστηρίου, αλλά και της συμμετοχής μέλους του χρηματιστηρίου στην κατάρτιση τούτων και της εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Τέλος, ενισχύεται περαιτέρω η παραπάνω άποψη και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3632/1928, κατά την οποία "οι δίκες μεταξύ χρηματιστών και πελατών από χρηματιστηριακές συναλλαγές, πρέπει, λόγω της φύσεως αυτών, να τερματίζονται το ταχύτερο, γιατί χρόνιζαν ένεκα της βραδείας διαδικασίας των τακτικών δικαστηρίων και οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, ως εκ της φύσεως αυτών, επιβάλλουν εξαιρετική ταχύτητα, όχι μόνο ως προς τη σύναψή τους, αλλά και ως προς τη ρύθμιση των εκ τούτων διαφορών". (ΟλΑΠ 28/2007). Εξάλλου κατά την έννοια του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου έγκειται στην ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, η οποία υπάρχει όταν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ενώ δεν υφίστανται οι πραγματικές προϋποθέσεις του, ή αντιστρόφως, όταν δεν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ενώ υφίστανται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. (ΟλΑΠ 12-13/95). Εν προκειμένω, το Εφετείο δέχθηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα εξής: Η ενάγουσα, εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα, ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία, στις 30-9-1999 κατάρτισε εγγράφως στην Αθήνα με τον εναγόμενο, εκκαλούντα και ήδη αναιρεσίβλητο, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε η παροχή υπηρεσίας εκτέλεσης χρηματιστηριακών συναλλαγών από την πρώτη στο δεύτερο, με τους ειδικότερους όρους και τις προϋποθέσεις που αναγράφονται σ' αυτή (σύμβαση) και τους εκεί περιλαμβανόμενους Γενικούς Όρους Συναλλαγών, όπως τα ειδικότερα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλομένη. Κατά το χρονικό διάστημα από 19-10-1999 έως 12-3-2001 η αναιρεσείουσα εκτέλεσε τις αναφερόμενες στην προσβαλλομένη αγορές και πωλήσεις μετοχών, κατόπιν αντίστοιχων εντολών του αναιρεσιβλήτου, για τις οποίες εκδόθηκαν τα αντίστοιχα πινακίδια και έγιναν οι αντίστοιχες εγγραφές χρέωσης και πίστωσης στον τηρούμενο από την αναιρεσείουσα απλό χρεοπιστωτικό (δοσοληπτικό) λογαριασμό του αναιρεσιβλήτου με τον κωδικό 2493, ενώ η κίνηση της "καρτέλας" του αναιρεσιβλήτου, κατά το πιο πάνω διάστημα, έχει όπως ειδικότερα αναφέρεται στην ίδια αναιρεσιβαλλομένη απόφαση συμπίπτουσα με τα εκτιθέμενα, στην αγωγή. Μετά την τελευταία χρηματιστηριακή συναλλαγή στην οποία προέβη η αναιρεσείουσα κατ' εντολή του αναιρεσιβλήτου στις 12-3-2001 και την καταβολή σ' αυτή από μέρους του αναιρεσιβλήτου των ποσών των 26.323,73 και 5.963,78 ευρώ στις 29-6-2001 και 30-8-2001 αντίστοιχα, το σε βάρος του αναιρεσείοντος χρεοστικό υπόλοιπο ανήλθε στο αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 24.574,58 ευρώ. Οι επίδικες αξιώσεις της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου προέρχονται από συμβάσεις χρηματιστηριακής παραγγελίας για την εκτέλεση χρηματιστηριακών αγοραπωλησιών χρηματιστηριακών πραγμάτων, οι οποίες, ως σχετιζόμενες με την ενέργεια κύριων χρηματιστηριακών πράξεων, αποτελούν χρηματιστηριακές συναλλαγές και γι' αυτές εφαρμόζεται η ειδική ετήσια παραγραφή του άρθρου 15 παρ. 6 του ν. 3632/1928, που εφαρμόζεται για κάθε αξίωση, που πηγάζει από χρηματιστηριακή συναλλαγή. Από το αιτούμενο, επομένως, με την αγωγή ποσό των 24.574,58 ευρώ, που είναι και το ποσό της τελικής οφειλής του εναγομένου, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 52.727,93 ευρώ που όφειλε αυτός μέχρι της 31-12-1999, και συγκεκριμένα στις 23-12-1999, ως υπόλοιπο των μέχρι τότε χρεοπιστώσεων, αφού μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής (27-12-2001) συμπληρώθηκε ο χρόνος της ετήσιας παραγραφής για τις μέχρι της λήξεως του έτους 1999 γενόμενες αυτοτελείς χρηματιστηριακές συναλλαγές. Έτσι, μετά την αφαίρεση των 52.727,93 ευρώ, που όφειλε ο αναιρεσίβλητος στην αναιρεσείουσα, δεν απομένει προς πληρωμή από τον πρώτο στη δεύτερη κανένα ποσό. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο δέχθηκε την ένσταση της ενιαυσίας παραγραφής που πρόβαλε ο εναγόμενος πρωτοδίκως και επανέφερε ενώπιον του με λόγο έφεσης (γιατί είχε απορριφθεί με την εκκαλουμένη) και απέρριψε την αγωγή, λόγω παραγραφής της δι' αυτής αξιούμενης απαίτησης της αναιρεσείουσας (ενάγουσας). Ενόψει των από την αναιρεσιβαλλομένη δεκτών γενόμενων πραγματικών γεγονότων, τα οποία συνιστούν, κατά τα ανωτέρω, την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και στηρίζουν το διατακτικό της, συνάγεται ότι το Εφετείο δεν παραβίασε με ψευδή ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 3638/1928, η οποία, και ήταν εν προκειμένω εφαρμοστέα, σύμφωνα με τις άνω παραδοχές του, ουδέ παρά το νόμο παρέλειψε να εφαρμόσει την ΑΚ 249, που δεν ήταν εφαρμοστέα, σύμφωνα βέβαια με τις αυτές παραδοχές του Εφετείου. Έτσι, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΙΙΙ.-Επειδή, μετά από τα ανωτέρω και εν όψει του ότι με την παραπεμπτική απόφαση δεν έχουν κριθεί οι λοιποί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση ως προς το ίδιο κεφάλαιο, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει επ' αυτών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως της από 17.10.2005 αιτήσεως της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "..........................................", για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2002/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Αναπέμπει την υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ????????16/2008 - σελ.28
Χρόνος παραγραφής για τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακών πραγμάτων.
null
null
0
Αριθμός 14/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρίνα Μωραϊτου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 2837/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαρίσης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2009/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Μετά την κατάργηση με το άρθρο 3 του ν. 1401/1983 της παρ. 2 του άρθρου 36 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/1946), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 11 του ν. 802.1978, που καθιέρωνε την ποινική ευθύνη των συμβατικά οριζομένων ως αγορανομικώς υπευθύνων των επιχειρήσεων, ευθύνονται πλέον, σύμφωνα με την ισχύουσα παρ. 1 του άρθρου 36 του ίδιου Κώδικα, για κάθε αγορανομική παράβαση στα αναφερόμενα καταστήματα, εργοστάσια, εργαστήρια κλπ και τιμωρούνται ως αυτουργοί "ο κύριος της επιχειρήσεως, ο διευθυντής και ο επόπτης" του καταστήματος, εργοστασίου κλπ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 30 παρ. 12 του αυτού Αγορανομικού Κώδικα, τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές, οι μη συμμορφούμενοι με τις υπό της αρμόδιας χημικής υπηρεσίας εκδιδόμενες οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι τους οποίους πρέπει να πληρούν τα εδώδιμα και ποτά που προσφέρονται προς κατανάλωση, όπως και τα αντικείμενα χρήσεως και οι όροι οι οποίοι πρέπει να τηρούνται κατά την κατεργασία και τη συντήρηση τους προς φύλαξη της δημόσιας υγείας και αποφυγή απάτης των αγοραστών. Εάν δε η παράβαση αυτή, όπως και εκείνες, που προβλέπονται υπό των άρθρων 31 και 32 του αυτού Κώδικα, τελέσθηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή χρηματική ποινή (άρθρο 33 Αγορ. Κώδικα). Εξάλλου, στο άρθρο 83 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών (YA 1100/1987-B-788) και ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 83 ενότητα Δ’ κεφ. 2, 2α, άρθρο 1 παρ. 1 και 2 παρ. 2 του Κώδικα αυτού, ορίζονται τα εξής : "Η ονομασία "ΦΕΤΑ" (FΕΤΑ) αναγνωρίζεται ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) για το λευκό τυρί άλμης που παράγεται παραδοσιακά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στις περιοχές που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος, από γάλα πρόβειο ή μίγμα αυτού με γίδινο....... Το γάλα, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή "ΦΕΤΑΣ" (FΕΤΑ) πληροί τις εξής προϋποθέσεις: α) Το χρησιμοποιούμενο γίδινο γάλα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30% κατά βάρος........ Απαγορεύεται η παρασκευή "ΦΕΤΑΣ" (FETA) από άλλο είδος γάλακτος πλην των ανωτέρω καθοριζομένων......". Τέλος , η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ` αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε . Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει και όταν, ενώ μία αξιόποινη πράξη τιμωρείται, είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια τελούμενη, δεν εκτίθενται στην καταδικαστική για την πράξη αυτή απόφαση περιστατικά που να στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου ότι η πράξη αυτή τελέσθηκε από πρόθεση και όχι από αμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την προσβαλλομένη 2837/2006 απόφασή του, δέχθηκε, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του και κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, ότι , από τα μνημονευόμενα στο ίδιο κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά. "Στο ......... Ελασσόνας ο κατηγορούμενος στις 24-7-2003, ενώ ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και συγκύριος της εταιρίας ".......... ΟΕ", δε συμμορφώθηκε με τις οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις της αρμόδιας χημικής υπηρεσίας, οι οποίες καθορίζουν τους όρους που πρέπει να πληρούν τα τρόφιμα, τα ποτά και τα αντικείμενα χρήσεως αυτών, που προσφέρονται για κατανάλωση, ως και τους όρους κατά την κατεργασία και συντήρηση αυτών, για φύλαξη της δημόσιας υγείας και αποφυγή απάτης των αγοραστών, δηλαδή διέθεσε προς πώληση στην επιχείρηση ......... Α.Ε.Ε.Ε. με έδρα την ......... Θεσσαλονίκης, ΦΕΤΑ ΠΟΠ σε λευκοσιδηρά δοχεία, από όπου πάρθηκε δείγμα και αφού εξετάσθηκε από την αρμόδια χημική υπηρεσία βρέθηκε ΜΗ ΚΑΝΟΝΙΚΟ και ΝΟΘΕΥΜΕΝΟ, διότι, κατά την παρασκευή του, χρησιμοποιήθηκε και αγελαδινό γάλα, η χρησιμοποίηση του οποίου απαγορεύεται στην παρασκευή του τυρού ΦΕΤΑ (ΠΟΠ) και επομένως απαγορεύεται η διάθεσή του σε οποιεσδήποτε συνθήκες, με αποτέλεσμα να παραπλανάται ο καταναλωτής όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του τροφίμου. Ειδικότερα, εκτός από όσα ήδη αναφέρθηκαν, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 24.07.2003, η εταιρία με την επωνυμία ........ ΟΕ, στην οποία συμμετείχε (και συμμετέχει) ο κατηγορούμενος, Χ1, ως ομόρρυθμος εταίρος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και, συνεπώς, ως συγκύριος της αντίστοιχης (εταιρικής) επιχείρησης, πώλησε και παρέδωσε στην εταιρία .......... ΑΕΕΕ, η οποία διατηρεί αλυσίδα σούπερ μάρκετ και αντίστοιχα καταστήματα σε διάφορες πόλεις της χώρας, 540 δοχεία με τυρί φέτα, βάρους 15 κιλών περίπου έκαστο και συνολικού βάρους 8.310 κιλών. Στις 22.08.2003 ειδικό κλιμάκιο του φορέα ελέγχου τροφίμων ΕΦΕΤ πραγματοποίησε δειγματοληψία, ήτοι λήψη δύο δειγμάτων, από σφραγισμένο λευκοσίδηρο δοχείο, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε ψυγείο του S/Μ της επιχείρησης ........ ΑΕΕΕ που βρίσκεται στην ..... & ......, στην ..........Θεσσαλονίκης, σε συνθήκες συντήρησης 5 βαθμών Κελσίου, και περιείχε τυρί φέτα (Π.Ο.Π.), το οποίο είχε παρασκευαστεί στις 15.02.2003 από την εταιρία ..........ΟΕ και πωλήθηκε στις 24.07.2003 στην εταιρία .......... ΑΕΕΕ. Από 17 έως 24.09.2003 διενεργήθηκε από την........, χημικό της β’ Χημικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, χημική εξέταση του 1ου από τα πιο πάνω δύο δείγματα τυρού φέτας που είχε λάβει το κλιμάκιο του ΕΦΕΤ. Η εξέταση διενεργήθηκε με τη μέθοδο της ισοηλεκτρικής εστίασης, αποσκοπούσε στην ανίχνευση αγελαδινού γάλακτος και απέβη θετική, καταδεικνύοντας περιεκτικότητα αγελαδινού γάλακτος στο δείγμα τυρού (και, συνεπώς, στο τυρί, από όπου είχε ληφθεί το δείγμα), ποσοστού ίσου ή μεγαλυτέρου του 1%. Στις 17.10.2003 εξετάστηκε αυτεπάγγελτα από τον .........., δρ. χημικό μηχανικό της β’ Χημικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης σαν να είχε ασκηθεί έφεση ενάντια στην έκθεση αρχικής εξέτασης (αριθμ. πρωτ. .......) ........ της β’ Χημικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης), το 2° από τα δύο δείγματα τυρού φέτας, για τα οποία έγινε λόγος. Όπως η αρχική εξέταση, έτσι και η επανεξέταση του δείγματος, η οποία διενεργήθηκε, επίσης, με τη μέθοδο της ισοηλεκτρικής εστίασης, απέβη θετική ως προς την ανίχνευση αγελαδινού γάλακτος σε τυρί και κατέδειξε περιεκτικότητα αγελαδινού γάλακτος, ποσοστού ίσου ή μεγαλυτέρου του 1%. Μολονότι το ποσοστό αυτό φαίνεται μικρό, το συμπέρασμα των πιο πάνω χημικών της β’ Χημικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης είναι και τις δύο φορές όμοιο, δηλαδή ότι πρόκειται για "Δείγμα τυρού φέτας μη κανονικό και νοθευμένο, γιατί κατά την παρασκευή του χρησιμοποιήθηκε και αγελαδινό γάλα, η χρησιμοποίηση του οποίου απαγορεύεται στην παρασκευή του τυριού ΦΕΤΑ (Π.Ο.Π)", ότι "Η ονομασία φέτα οδηγεί σε πλάνη τον καταναλωτή όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του τροφίμου" και ότι "Απαγορεύεται η διάθεση του τροφίμου στην κατανάλωση με οποιεσδήποτε συνθήκες". Είναι προφανές ότι, αν η περιεκτικότητα αγελαδινού γάλακτος, ποσοστού ίσου ή μεγαλυτέρου του 1% ήταν αμελητέα, δεν θα αποφαίνονταν οι αρμόδιοι χημικοί της β’ Χημικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης ότι το δείγμα τυρού φέτας είναι μη κανονικό και νοθευμένο ούτε ότι η ονομασία φέτα οδηγεί σε πλάνη τον καταναλωτή όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του τροφίμου ούτε ότι απαγορεύεται η διάθεση του τροφίμου στην κατανάλωση με οποιεσδήποτε συνθήκες. Συνεπώς, η περιεκτικότητα αυτή είναι σημαντική και καθιστά το προϊόν (τυρί φέτα) μη κανονικό και νοθευμένο. Μάλιστα, η χρησιμοποίηση ορισμένης ποσότητας αγελαδινού γάλακτος μαζί με πρόβειο ή γίδινο γάλα για την παρασκευή τυρού φέτας δεν προκαλεί μόνο πλάνη των καταναλωτών ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου, αλλά δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο να στερηθεί η Ελλάδα το δικαίωμα να χρησιμοποιεί, μόνη αυτή σε όλη την Ευρώπη, τον όρο "τυρί φέτα", ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης του τυρού που παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα ή μίγμα πρόβειου και γίδινου (όχι όμως και αγελαδινού) γάλακτος". Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο, με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα του ότι, ενώ ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και συγκύριος της πιο πάνω εταιρίας, τέλεσε την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλακίσεως τριών μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Έτσι όμως που αποφάνθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο, με τα υπ’ αυτού γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, δεν διέλαβε στο σκεπτικό της αποφάσεώς του την προβλεπόμενη και επιβαλλόμενη υπό των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την μορφή της υπαιτιότητας του αναιρεσείοντος, αφού, ενόψει του ότι το αγορανομικό αυτό αδίκημα τιμωρείται και από αμέλεια, κατά το άρθρο 33 του ως άνω Ν.Δ. 136/1946, με ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη, δεν εκτίθεται στο σκεπτικό ή το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ποία από τις δύο αυτές μορφές υπαιτιότητας δέχθηκε το Δικαστήριο, ούτε εκτίθενται περιστατικά τα οποία να στηρίζουν την κρίση ότι το αδίκημα τούτο τέλεσε ο αναιρεσείων από πρόθεση ή από αμέλεια. Η γενόμενη σχετική αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου για την μη αναγνώριση στον κατηγορούμενο του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2β του ΠΚ, από την οποία εμμέσως συνάγεται ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε από πρόθεση, χωρίς όμως την αναφορά περιστατικών από τα οποία να στηρίζουν την παραδοχή αυτή, δεν καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογημένη, κατά τα πιο πάνω εκτιθέμενα. Επομένως, κατά παραδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ τρίτου λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστωμένης αιτιολογίας, ο οποίος, άλλωστε, και αυτεπαγγέλτως ερευνάται, εφόσον η κρινόμενη αίτηση κρίνεται παραδεκτή ( 511 ΚΠΔ), πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την 2837/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας . Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση άρθρου 30 παρ. 12 ΝΔ 136/46 (Αγορανομικού Κώδικα) και του άρθρου 83 ενότ. Δ Κώδικα Τροφίμων και Ποτών (νόθευση φέτας με αγελαδινό γάλα). Στοιχεία. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Υπάρχει και όταν, ενώ μια αξιόποινη πράξη τιμωρείται, είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια δεν εκτίθενται στην απόφαση περιστατικά που να στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου ότι η πράξη αυτή τελέστηκε από πρόθεση και όχι από αμέλεια. Δέχεται αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αγορανομικός Κώδικας.
0
Αριθμός 14/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος - υπερου η πρόσθετη παρέμβαση : X1, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Παναγιώτης Μπάρδης με δήλωση κατ' άρθρο242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση - πρόσθετη παρέμβαση : Ψ1, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των προσθέτως παρεμβαινόντων :1) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Αλεξανδρούπολης", που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κωνσταντίνος Κoυτσουλέλος, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 05.05.2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 84/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 337/2005 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 23.09.2005 αίτησή του . Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1371/2007 απόφαση του Β1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε τον λόγο αναιρέσεως της από 23.09.2005 αιτήσεως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 04.05.2007 κλήση του ήδη αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των προσθέτως παρεμβαινόντων ανέπτυξε προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του και ζήτησε την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον ως άνω πληρεξούσιο, ο οποίος αναφέρθηκε σε όσα προηγουμένως είχε αναπτύξει. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 10-7-2007 κλήση του αναιρεσείοντος X1, νομίμως εισάγεται για συζήτηση στη τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ μοναδικός λόγος της από 23-9-2005 αιτήσεώς του για αναίρεση της υπ' αριθ. 337/2005 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης. Η αίτηση αναιρέσεως παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ' αριθμ. 1.371/2007 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο τον παραπάνω λόγο με πλειοψηφία μίας ψήφου (άρθρο 563 παρ. 2β Κ'Πολ.Δ). Επειδή, από τις υπ' αριθμ. ...... και ...... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης ......, προκύπτει ότι τόσο η άνω υπ' αριθμ. 1371/2007 παραπεμπτική απόφαση του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου όσο και η από 10-7-2007 κλήση του αναιρεσείοντος με την οποία ο αναιρεσίβλητος καλείται να εμφανισθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης συνεδρίαση του δικαστηρίου αυτού, νομοτύπως και εμπροθέσμως επιδόθηκαν στον τελευταίο. Συνεπώς, εφόσον ο τελευταίος, κατά τα εκ των πρακτικών προκύπτοντα, δεν εμφανίσθηκε κατά την άνω δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το πινάκιο, αλλά ούτε κατέθεσε την κατά το άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ δήλωση, πρέπει, παρά την απουσία του, το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως (άρθρο 576 παρ.2 Κ.Πολ.Δ). Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ κατά την οποία αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη απόφαση για να τον υποστηρίξει, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτο ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.Περαιτέρω, από την άνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται έννομο συμφέρον προς παρέμβαση όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του. Επομένως τέτοιο έννομο συμφέρον δεν υφίσταται για το νομικό πρόσωπο των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας από το γεγονός ότι σε μεταξύ τρίτων εκκρεμή δίκη έχει ανακύψει ζήτημα που ενδέχεται να επηρεάσει τα συμφέροντα των μελών τους. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 199 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ 3026/1954) ορίζονται τα επόμενα: " Στους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα Διοικητικά τους Συμβούλια ανήκουν α) η μέριμνα για την εν γένει αξιοπρέπεια των δικηγόρων και την απονομή σ' αυτούς από κάθε Αρχή, κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους, του οφειλομένου σεβασμού β) η υποβολή προτάσεων και γνωμών που αφορούν στην βελτίωση της νομοθεσίας και την ερμηνεία και την εφαρμογή αυτής γ) η διατύπωση παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς την απονομή της δικαιοσύνης και δ) η συζήτηση και απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το δικηγορικό σώμα ή τα μέλη του συλλόγου ως τέτοια ή ως επαγγελματική τάξη και για κάθε γενικότερο ζήτημα εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου". Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται και οριοθετείται γενική υποχρέωση των δικηγορικών συλλόγων αφενός μεν να λαμβάνουν, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, εξασφαλιστικά μέτρα για τη διαφύλαξη του σεβασμού και της αξιοπρέπειας των μελών τους που αρμόζουν προς τη φύση του λειτουργήματος το οποίο επιτελούν καθώς επίσης και μέτρων προώθησης των επαγγελματικών συμφερόντων τους και αφετέρου, στο επίπεδο των σχέσεών τους με την Πολιτεία, να εκφράζονται, υποβάλλουν προτάσεις και παρατηρήσεις για τη βελτίωση της νομοθεσίας, την ερμηνεία και εφαρμογή αυτής καθώς των συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης από την οποία εξυπηρετούνται και διευκολύνονται τα μέλη τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όμως, με τη διάταξη αυτή όχι μόνο δεν παρέχεται ευθέως και αμέσως δικαίωμα στους δικηγορικούς συλλόγους να ασκούν πρόσθετη παρέμβαση σε εκκρεμή δίκη με διάδικο κάποιο από τα μέλη τους, αλλά ούτε εμμέσως από το περιεχόμενο των ορισμών αυτής και ιδία της αναφοράς σε ζητήματα που αφορούν τα μέλη του συλλόγου ως τέτοια ή ως επαγγελματική τάξη προκύπτει έννομο συμφέρον αυτών, υπό την προεκτεθείσα έννοια, για την άσκηση παρεμβάσεως. Στην προκείμενη υπόθεση η οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια για την επίλυση του νομικού ζητήματος περί του αν ο εντολοδόχος δικηγόρος, για αγωγή την οποία συνέταξε και κατέθεσε αλλά δεν επέδωσε στον εναγόμενο, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του ενάγοντα την οριζόμενη στο άρθρο 100 του Κώδικα Δικηγόρων αμοιβή ή εκείνη περί της οποίας προβλέπει το άρθρο 162 του ίδιου Κώδικα, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αλεξανδρούπολης και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με το από 9-1-2008 (αριθμ.καταθ.06/11-1-2008) κοινό δικόγραφο άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του αναιρεσείοντος - ενάγοντος. Ως έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρέμβασης επικαλούνται την ιδιότητα αυτών ως επιστημονικών συλλόγων της χώρας για τους οποίους και τα μέλη τους δικηγόρους, η επίλυση του νομικού ζητήματος και η δεσμευτικότητα της αποφάσεως, θα επηρεάσει στο μέλλον τη λύση επί ομοίων ερμηνευτικών ζητημάτων που θα τυχόν θα αχθούν σε δικαστήρια. Όμως, αυτά που επικαλούνται δεν συγκροτούν δικό τους έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης αφού η τυχόν έκδοση μη ευνοϊκής για τον αναιρεσείοντα δικηγόρο αποφάσεως δεν πρόκειται να θίξει ίδιο δικαίωμα και να επηρεάσει νομικά κατά οποιοδήποτε δυσμενή τρόπο τη θέση των παρεμβαινόντων. Συνεπώς οι πρόσθετες παρεμβάσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 παρ.1, 98 και 100 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, συνάγεται ότι ο δικηγόρος, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός που καθήκον έχει την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των υποθέσεων του εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής, δικαιούται να λάβει, εκτός από τη δικαστηριακή ή άλλη δαπάνη και αμοιβή το ύψος της οποίας εάν ειδικώς δεν έχει συμφωνηθεί με τον εντολέα του, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα όρια που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 100 επ. του ίδιου Κώδικα. Η αμοιβή του δικηγόρου, ειδικώς για την σύνταξη αγωγής προσδιορίζεται, κατ' ελάχιστο όριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.1 του Κώδικα σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου αυτής, ως κρίσιμος δε χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη αμοιβής από τη σύνταξη της αγωγής λαμβάνεται εκείνος της παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική αξίωσή του, ανεξαρτήτως εάν μετά τη σύνταξη και την άσκηση της αγωγής, ο εντολέας ανακαλεί την προς τον δικηγόρο αμοιβή ή αν ματαιωθεί οριστικώς η εκδίκασή της. Το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει αμοιβή κατά τις διατάξεις του άνω Κώδικα, προϋποθέτει ολοκληρωμένη ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η καταβολή αμοιβής, διότι μόνον αφού τελειωθεί η ενέργεια του δικηγόρου διασφαλίζονται τα συμφέροντα του εντολέα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει η ενέργεια αυτή. Θεωρείται δε, ειδικώς ως προς την άσκησης αγωγής, ότι έχει ολοκληρωθεί και τελειωθεί η προς τούτο εντολή του εντολέα πελάτη, από την χρονική στιγμή κατά την οποία ο εντολοδόχος δικηγόρος συντάξει το δικόγραφο της αγωγής και καταθέσει αυτό στην γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, χωρίς να είναι αναγκαίο να επακολουθήσει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 215 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, και επίδοση αυτής στον εναγόμενο για να επέλθουν τα εκ του άρθρου 221 παρ.1 του ίδιου κώδικα αποτελέσματα της εκκρεμοδικίας, του αμεταβλήτου της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητος και της προτίμησης, αφού αυτά, ως συνέπεια της επίδοσης, ουδόλως σχετίζονται με το δικαίωμα του δικηγόρου να αξιώσει την αμοιβή του για την σύνταξη της αγωγής, σε κάθε περίπτωση δε, επί μη προσδιορισμού δικασίμου και επίδοσης από τον ενάγοντα, δικαίωμα επίσπευσης της συζήτησης έχει κατά το άρθρο 230 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ και ο ίδιος ο εναγόμενος, χωρίς εντεύθεν να συνάγεται ότι ο συντάξας και καταθέσας το δικόγραφο της αγωγής δικηγόρος δεν έχει προβεί σε ολοκληρωμένη για την απόληψη της αμοιβής του ενέργεια. Η λύση, άλλωστε αυτή εναρμονίζεται και με την γραμματική διατύπωση του άρθρου 100 του Κώδικα Δικηγόρων που αναφέρεται απλώς σε σύνταξη αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 5-5-2000 αγωγή του που απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων δικηγόρος, επικαλείται ότι κατ' εντολή του αναιρεσίβλητου-εναγομένου πελάτη του συνέταξε την από 7-3-2000 αγωγή την οποία και κατέθεσε την 15-3-2000. Με την αγωγή αυτή εζητείτο η καταβολή από τους εναγομένους ποσού 199.391.997 δραχμών. Με τον καταληκτικό ισχυρισμό ότι την κατατεθείσα αγωγή δεν επέδωσε στους εναγομένους διότι ο εντολέας του ανεκάλεσε την προς αυτόν εντολή μετά την κατάθεση της αγωγής και πριν την επίδοσή της, ζήτησε να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος-εναγόμενος να καταβάλει σ' αυτόν για την σύνταξη της αγωγής το κατά το άρθρο 100 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων έλαχιστο όριο της αμοιβής του, ανερχόμενο στο ποσό των 3.987.839 δραχμών (199.391.997 Χ 2%). Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι νόμιμη, το δε το Εφετείο Θράκης το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αντιθέτως έκρινε και επικύρωσε την απορριπτική της αγωγής απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου προαναφερθείσες διατάξεις του κώδικα δικηγόρων. Συνακόλουθα, ο μοναδικός από το άρθρο 559 αρ.1 του Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, αναιρεθεί δε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ) και καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-1-2008 και υπέρ του αναιρεσείοντος πρόσθετη παρέμβαση των Δικηγορικών Συλλόγων Αλεξανδρούπολης και Αθηνών. Αναιρεί την υπ' αριθμ.337/2005 απόφαση του Εφετείου Θράκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων (2.200) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αμοιβή δικηγόρου στην περίπτωση της μη επίδοσης της αγωγής, άρθρα 100 επ., 162 του κώδικα Δικηγόρων.
null
null
0
Αριθμός 15/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Παναγιωτόπουλο, για αναίρεση της με αριθμό 80/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 224 παρ.2 του Κ.Π.Δ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 2408/1996, αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεσή του δεν λαμβάνεται υπόψη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι υποχρεούται μεν το δικαστήριο να μην αξιοποιήσει μία τέτοια μαρτυρική κατάθεση, που έγινε κατά παράβαση του νόμου, όμως η εκτίμηση και αυτής μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας, διότι δικονομική κύρωση για την παραβίαση της εν λόγω διατάξεως του άρθρ.224 παρ. 2 Κ.Π.Δ δεν προβλέπεται, ούτε η παραβίαση αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, αφού στην περιοριστική απαρίθμηση των λόγων αναιρέσεως των άρθρων 484 και 510 του ίδιου Κώδικα δεν περιέχεται τέτοιος λόγος. Εξ' άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ 53/1974, 105 και 223 παρ.4 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσης που έδωσε προανακριτικώς και πριν ή στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του, οπότε, αν κατά παράβαση της ως άνω απαγόρευσης, αξιοποιηθεί σε βάρος του καταθέσαντος και στη συνέχεια καταστάντος κατηγορουμένου, η εν λόγω κατάθεσή του, είτε κατά την προδικασία, είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τούτο επάγεται, κατ' άρθρο 171 παρ.1δ του Κ.Π.Δ, απόλυτη ακυρότητα, που θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης(ΑΠ 2/1999 σε Ολομέλεια). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, αποδίδεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ), διατεινομένου του αναιρεσείοντος α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κακώς αξιοποίησε τις σε βάρος του απαντήσεις, που έδωσε προφορικά ο ίδιος την 16-6-2006 στα αστυνομικά όργανα κατά τη σύλληψή του, β) ότι κακώς, η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της, την από 16-6-2006 κατάθεσή του, που έδωσε ενώπιον του προανακριτικού υπαλλήλου Ζ1 και γ) ότι κακώς η προσβαλλόμενη απόφαση συνεκτίμησε τις μαρτυρικές καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων (μαρτύρων κατηγορίας), που αυτοί έδωσαν χωρίς να κατονομάσουν την πηγή των πληροφοριών τους. Ο σχετικός όμως λόγος αναιρέσεως κατά τις με στοιχεία (α) και (γ) αιτιάσεις του, προεχόντως είναι απαράδεκτος, γιατί, καθόσον μεν αφορά την αιτίαση υπό στοιχείο (α), η διάταξη του άρθρου 105 του Κ.Π.Δ, καταλαμβάνει μόνο εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες λήφθηκε υπόψη η προανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου, που έδωσε με ή χωρίς όρκο, γεγονός το οποίο δε συμβαίνει στην υπόψη περίπτωση. 'Οσον δε αφορά την με στοιχείο (γ) αιτίαση, με την οποία αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η πλημμέλεια ότι λήφθηκε υπόψη η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, αστυνομικού, χωρίς να κατονομάσει την πηγή των πληροφοριών του, γιατί, ναι μεν το δικαστήριο οφείλει να μη λάβει υπόψη την κατάθεση του μάρτυρα εκείνου που δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών, πλην όμως η εκτίμηση της κατάθεσης αυτής, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν καθιδρύουν λόγο αναιρέσεως. Τούτο, γιατί οι ως άνω καταθέσεις δεν αξιοποιήθηκαν ως μοναδικό αποδεικτικό μέσο για την καταδίκη του αναιρεσείοντος, αλλά συνδυαστικά με τα αναγνωσθέντα έγγραφα και την απολογία του τελευταίου, όπως από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει. Τέλος, όσον αφορά την υπό στοιχείο (β) αιτίαση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, γιατί, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής του αναιρεσείοντος, δεν έλαβε υπόψη του, την από 16-6-2006 ένορκη κατάθεσή του, ενώπιον του προανακριτικού υπαλλήλου του Α.Τ Κυπαρισσίας Ζ1, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν αναγνώσθηκε κατά τη σχετική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 παρ.1 περ.δ και 510 παρ.1 στοιχ. Α'του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέος. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες τα αποδειχθέντα περιστατικά έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, που δικάζοντας κατ' έφεση, εξέδωσε αυτή, κατά την επικρατήσασα γνώμη της πλειοψηφίας, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τις ένορκες καταθέσεις των, ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, την απολογία του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα του κατηγορητηρίου και όσα προσκομίστηκαν και αναγνώστηκαν, μεταξύ των οποίων και οι επιδειχθείσες φωτογραφίες, αποδείχθηκαν κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο αυτό τα ακόλουθα : Περί τις αρχές Ιουνίου 2002, περιήλθαν πληροφορίες στο Α.Τ. Κυπαρισσίας, ότι ο κατηγορούμενος καλλιεργούσε φυτά ινδικής κάνναβης, (χασίς) στην αγροτοδασική έκταση "........" του Δημοτικού Διαμερίσματος ........ του Δήμου Κυπαρισσίας. Στις 11-6-2002 και περί ώρα 06.00", αστυνομικοί του προαναφερθέντος Α.Τ., με βάση τις πληροφορίες που, κατά τα άνω, είχαν συλλέξει και ύστερα από σχετική αναζήτηση, εντόπισαν, στην πιο πάνω περιοχή, έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο εκτάσεως 4X7 μέτρων περίπου και εντός αυτού χασισοφυτεία, οποία αποτελείτο από 30 φυτά ινδικής κάνναβης, ύψους 0,50 έως 1,80 μέτρων περίπου. Μέσα στη χασισοφυτεία αυτή επίσης, οι αστυνομικοί εντόπισαν : α) ένα χαρτοκιβώτιο με 14 φυτώρια μέσα σε μαύρα πλαστική κύπελα, ύψους 15 εκ. περίπου, καθώς και 4 μαύρα πλαστικά κυπελάκια φυτωρίου κενά και β) ένα μεταλλικό βυτίο (βαρέλι) ειδικά διαμορφωμένο για το πότισμα της φυτείας, πρασίνου χρώματος και με την ένδειξη "DACUS BAIT 100, καθαρό βάρος 245 κιλά, έτος παραγωγής 2001", στου οποίου τη βάση είχε τοποθετηθεί μεταλλικός σωλήνας για την έξοδο του νερού. Ακόμη, σε απόσταση δύο (2) μέτρων περίπου από την είσοδο, διερχόταν λάστιχο αρδεύσεως F - 20, χρώματος μαύρου, το οποίο είχε ένωση δύο (2) κομματιών και ξεκινούσε από πηγή του βουνού, καταλήγοντας στο στάβλο του κατηγορουμένου. Επειδή η φυτεία είχε ποτιστεί την προηγούμενη ημέρα, οι αστυνομικοί έκριναν σκόπιμο να αρχίσει η φύλαξή της από 16-6-2002. Πράγματι την ημερομηνία αυτή και περί ώρα 05.40' μετέβησαν εκεί αστυνομικοί του ως άνω:Α.Τ. για φύλαξη. Με την είσοδό τους στο συγκεκριμένο χώρο της χασισοφυτείας, διεπίστωσαν ότι τα φυτά είχαν εκριζωθεί, ενώ επί του καλλιεργημένου χώρου είχαν τοποθετηθεί ξερά κλαδιά. Εκτός τούτου, διεπιστώθη επίσης, ότι είχε εξαφανιστεί και το προαναφερθέν βαρέλι. Μετά ταύτα, οι αστυνομικοί μετέβησαν στην οικία του κατηγορουμένου και εκεί βρήκαν, επί του με αριθμ. ....... ΙΧΦ αυτοκινήτου του, εκτός άλλων και φύλλα ινδικής κάνναβης βάρους 0,2 γραμμαρίων, καθώς και ένα συνδετικό λάστιχο ποτίσματος μαύρου χρώματος. Στη συνέχεια στο στάβλο του ανευρέθη το πράσινο βαρέλι που ήταν στη φυτεία κατά την ημέρα του εντοπισμού της και εχρησιμοποιείτο για την άρδευση της. Ύστερα απ' αυτά, ο κατηγορούμενος συνελήφθη. Με βάση τα πιο πάνω, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι εκείνος είναι ο δράστης των παρανόμων πράξεων της καλλιέργειας και συγκομιδής φυτών ινδικής κάνναβης, οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Την κρίση της αυτή η πλειοψηφούσα γνώμη, του Δικαστηρίου τη στηρίζει στα εξής αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά : α) Στο ότι το πράσινο βαρέλι που είχε εντοπιστεί, στις 11-6-2002, από τους αστυνομικούς στη χασισοφυτεία και το οποίο εχρησιμοποιείτο για τον ποτισμό της, βρέθηκε, στις 16-6-2002, στο στάβλο του κατηγορουμένου. Περί του γεγονότος αυτού κατέθεσαν και οι δύο μάρτυρες αστυνομικοί του κατηγορητηρίου, οι οποίοι επίσης ανέφεραν ότι αυτό έφερε "ξυσίματα" στο κάτω μέρος του, που έδειχναν ότι είχε συρθεί σε πέτρες και ότι το χρώμα από τον πάτο του βαρελιού έδειχνε να ταυτίζεται με το χρώμα που είχε μείνει επάνω στις πέτρες στο χώρο της φυτείας (βλ. & την από ..... Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης), β) Στο ότι, κατά την έρευνα που έλαβε χώρα, στις 16-6-2002, στο με αριθμ. ....... ΙΧΦ αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, ανευρέθησαν φύλλα ινδικής κάνναβης 0,2 γραμμαρίων. Ο κατηγορούμενος, σε σχετική ερώτηση των αστυνομικών, ως προς την αιτία για την οποία υπήρχαν αυτά τα φύλλα στην καρότσα του αυτοκινήτου του, τη στιγμή που αυτά εντοπίστηκαν, δεν έδωσε καμία εξήγηση, ενώ ανέφερε ότι το είχε πλύνει το προηγούμενο βράδυ. Η τελευταία αυτή ενέργεια του ενισχύει την άποψη ότι επιχείρησε να καθαρίσει το όχημα από υπολείμματα φύλλων κάνναβης και λάσπης, η οποία είχε δημιουργηθεί από χώμα των φυτών που παρέμεινε επ' αυτών κατά την εκρίζωση τους και τα οποία φυτά μεταφέρθηκαν με το άνω αυτοκίνητο του. γ) Στο γεγονός ότι στο συγκεκριμένο όχημα βρέθηκαν επίσης ένα μαχαίρι (για την κατοχή του οποίου -ως όπλου- αθωώθηκε πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος) και ένας συνδετήρας λάστιχου ποτίσματος, και δ) στο γεγονός ότι το λάστιχο που έφερνε νερό στη φυτεία ξεκινούσε από πηγή του βουνού, συνέχιζε περνώντας δίπλα από το στάβλο του κατηγορουμένου και κατέληγε στη χασισοφυτεία (περί όλων αυτών βλ. σχετικά τις καταθέσεις των δύο μαρτύρων αστυνομικών, που δεν αναιρούνται, κατά την κρίση της γνώμης αυτής του Δικαστηρίου, από τις γενικές, αόριστες και ασαφείς καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, σε συνδ. με α) τα υπ' αριθμ. πρωτοκ. ......... (2) έγγραφα του Α.Τ. Κυπαρισίας, β) το υπ1 αριθμ. πρωτοκ. ........ έγγραφο του Γεν. Χημείου του Κράτους, γ) την από .......... έκθεση αυτοψίας και κατασχέσεως και δ) την από ......... Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης). Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία, διατεινόμενος ότι όλα είναι προϊόν σκευωρίας και ότι δημιουργήθηκαν από κάποιον που ήθελε να τον ενοχοποιήσει. Οι ισχυρισμοί του αυτοί κρίνονται, από την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, ως αόριστοι και αβάσιμοι δυνάμει των ως άνω γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Κατά συνέπεια, ο κατηγορούμενος, κατά την κρίση της πλειοψηφούσας γνώμης, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος του ότι κατά τον παραπάνω χρόνο και κατά τα στο διατακτικό αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, Α) με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος καλλιέργησε ινδική κάνναβη και δη 30 και 14 φυτά ινδικής κάνναβης, τα οποία πότιζε, λίπαινε, περιποιείτο και γενικώς επιμελείτο για την ανάπτυξη αυτών και Β) συγκόμισε από τα παραπάνω 30 φυτά ινδικής κάνναβης άγνωστη ποσότητα ινδικής κάνναβης. Πρέπει όμως να του αναγνωριστεί (και κατά την γνώμη αυτή), το ελαφρυντικό του άρθρου 84 ε του ΠΚ, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, επί σχετικώς μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις ως άνω παράνομες πράξεις του, συμπεριφέρθηκε καλά".Στη συνέχεια δε τον κήρυξε ένοχο, κατά πλειοψηφία. της πράξεως της καλλιέργειας ινδικής κάνναβης κατ' εξακολούθηση και συγκομιδής της ίδιας ναρκωτικής ουσίας και τον καταδίκασε σε φυλάκιση (4) ετών και χρηματική ποινή 3000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω ποινικών αδικημάτων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ποινικές διατάξεις, των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 ΠΚ και άρθρων 4 παρ.1 και 3 Πιν.Α-6 και 5 παρ.1 εδ. στ' και 2 του Ν.1729/1987, όπως το άρθρο 5 αντικ. με άρθρο 10 Ν. 2161/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα: Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει χωρίς να είναι αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία για το στοιχείο του δόλου, διότι αυτός, ενυπάρχει στη θέληση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά της υποκειμενικής υποστάσεως των εγκλημάτων αυτών και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την έκθεση των περιστατικών αυτών. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που, με τον πρώτο από αυτούς, πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα, αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ή η μη απάντηση σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Συνακολούθως δε πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναιρέσεως, αφού δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13-12-2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 80/26-9-2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι( 220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά. Καλλιέργεια - συγκομιδή ινδικής κάνναβης. Δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 1δ ΚΠΔ και άρθρο 6 της ΕΣΔΑ), η αξιοποίηση προφορικών απαντήσεων του κατηγορουμένου, ούτε η επίκληση από το μάρτυρα κατηγορίας (αστυνομικό) πληροφοριών χωρίς να κατονομάζει τη πηγή των πληροφοριών του αυτών (άρθρο 224 παρ. 2 ΚΠΔ), όταν η εκτίμηση αυτή γίνεται συνδυαστικά με άλλα αποδεικτικά μέσα
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 15/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Δημάδη- Εισηγητή, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Ιωάννη Γιαννακάκη του Εμμανουήλ, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου- καθής η κλήση: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΜΗΧΑΝΙΚΗ Α.Ε" που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Νικόλαος Καμπάς. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23.10.2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 127/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 8565/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 16.02.2004 αίτησή του. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 702/2006 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παραπέμπει την εκδίκαση του παραδεκτού της από 16.02.2004 αιτήσεως για αναίρεση της 8565/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 18.06.2007 κλήση του ήδη αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν : ο μεν αυτοπροσώπως παραστάς αναιρεσείων την παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους παραπάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, με την υπ' αριθμ. 702/2006 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του εν λόγω Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ.2 εδ. γ' του ΚΠολΔ, λόγω λήψεως της αναιρετικής αποφάσεώς του με πλειοψηφία μιας ψήφου, το ζήτημα εάν η εκ μέρους του ενάγοντος αναιρεσείοντος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου είσπραξη μέρους της τελεσιδίκως σ' αυτόν επιδικασθείσης απαιτήσεως, μετά των τόκων και της δικαστικής δαπάνης, χωρίς επιφύλαξη, συνιστά σιωπηρή αποδοχή της τελεσιδίκου αποφάσεως, με αποτέλεσμα η μεταγενεστέρως υπ' αυτού ασκηθείσα αναίρεση για το υπόλοιπο μέρος της απαιτήσεως να είναι απαράδεκτος. ΙΙ. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298 και 299 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αποδοχή της αποφάσεως, προ της ασκήσεως κάποιου ενδίκου μέσου εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της ασκήσεώς του, δεν υπόκειται σε ορισμένο διαδικαστικό τύπο, όπως εκείνη που γίνεται μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου, δυναμένη να γίνει ρητώς, με την τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του κώδικος αυτού και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρώς, με δηλώσεις ή πράξεις από τις οποίες συνάγεται αναγκαίως ο περί αποδοχής σκοπός. Τέτοια περίπτωση σιωπηρής παραιτήσεως από της ασκήσεως κάποιου ενδίκου μέσου δύναται να συντρέχει και όταν ο δικαιούχος εισπράττει το μέρος της τελεσιδίκως σ' αυτόν επιδικασθείσης απαιτήσεως μετά των τόκων και της δικαστικής δαπάνης, χωρίς επιφύλαξη από αυτόν δια το υπόλοιπο μέρος της απαιτήσεώς του, ως προς το οποίο απερρίφθη η αγωγή του. Εξ' άλλου, ναι μεν η παραίτηση από του δικαιώματος προς άσκηση ενδίκου μέσου, όπως και αυτή της αναιρέσεως, προϋποθέτει, κατά το άρθρο 98 εδ. β' ΚΠολΔ, την ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητος προς τον Δικηγόρο, ο οποίος προβαίνει στη σχετική δήλωση, πλην όμως η από την έλλειψη αυτή επερχομένη ακυρότητα, όπως προκύπτει από το άρθρο 544 αριθ. 4 του ιδίου κώδικος, διασταλτικώς ερμηνευομένου, θεραπεύεται δια της εκ των υστέρων εγκρίσεως των γενομένων πράξεων από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, με αποτέλεσμα η δηλωθείσα παραίτηση από του δικαιώματος ασκήσεως ενδίκου μέσου, να ισχυροποιείται αναδρομικώς, (Ολ.ΑΠ 626/1980). Η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει ρητώς ή και σιωπηρώς. Η αποδοχή δε της αποφάσεως επάγεται ως δικονομική έννομη συνέπεια την απόρριψη του ασκηθέντος ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου ελλείψει εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 556 παρ.2 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ. Στην κρινομένη υπόθεση η αναιρεσίβλητη δια των κατά την διάταξη του άρθρου 570 παρ.1 ΚΠολΔ, εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε, προέβαλε τον περί απαραδέκτου της ασκηθείσης αναιρέσεως ισχυρισμό λόγω σιωπηρής αποδοχής από τον αναιρεσείοντα της προσβαλλομένης αποφάσεως του Εφετείου, προ της εκδόσεώς της. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι την 11.2.2004 η Ελένη Σπανάκη, που ήταν πληρεξουσία δικηγόρος του αναιρεσείοντος στα δικαστήρια της ουσίας και είχε εντολή και πληρεξουσιότητα από τον αναιρεσείοντα, υπέγραψε χωρίς τη διατύπωση οιασδήποτε επιφυλάξεως το προσκομιζόμενο σε επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο με αριθμό ... Ένταλμα Πληρωμής - Γραμμάτιο εισπράξεως της αναιρεσιβλήτου για ποσό 14.085,76 ευρώ με αναλυτική αιτιολογία "για την εξόφληση κεφαλαίου αποφάσεως 8565/2003 Εφετείου Αθηνών 12.467,85 Ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας μετά παρακράτηση φόρου τόκων 20% 1317,91 Ευρώ, πλέον δικαστική δαπάνη 300 Ευρώ". Συγχρόνως η παραπάνω δικηγόρος παρέλαβε την με αριθμό ... ισόποση δίγραμμη τραπεζική επιταγή εκδόσεως της αναιρεσιβλήτου με πληρώτρια τράπεζα την ALPHA BANK κατάστημα Ψυχικού, την οποία εισέπραξε αυθημερόν ο ίδιος ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο φωτοτυπικό αντίγραφο της τραπεζικής επιταγής, όπου εμφαίνεται η εξόφληση με την υπογραφή του αναιρεσείοντος πάνω από την επαγγελματική του σφραγίδα ως δικηγόρου. Από τις παραπάνω ενέργειες της ρηθείσης πληρεξουσίου του αναιρεσείοντος, η οποία συμφώνησε στον ακριβή προσδιορισμό του ύψους των επί μέρους κονδυλίων της οφειλής της αναιρεσιβλήτου και υπέγραψε επί του γραμματίου-εντάλματος πληρωμής, και στη συνέχεια παρέλαβε την εκδοθείσα τραπεζική επιταγή, την οποία εισέπραξε αυθημερόν από την πληρώτρια τράπεζα ο ίδιος ο αναιρεσείων, τελών εν γνώσει ότι καμία επιφύλαξη περί του ύψους της οφειλής δεν είχε γίνει από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο του, προκύπτει σαφής αυτού βούληση περί εγκρίσεως των πράξεων της πληρεξουσίας του δικηγόρου, εντεύθεν δε και περί αποδοχής της προσβαλλομένης αποφάσεως, δια της οποίας, κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, είχε επιδικασθεί μέρος του δια της αγωγής του αναιρεσείοντος ζητηθέντος ποσού, εισπραχθέντος από τον τελευταίο κατά τον προαναφερόμενο τρόπο. Επομένως, υφισταμένης σιωπηρής αποδοχής της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως από τον αναιρεσείοντα πριν από την άσκηση της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως, αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Κατά τη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου (των αρεοπαγιτών Σπυρίδωνος Ζιάκα και Αθανασίου Κουτρομάνου) η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως έπρεπε να θεωρηθεί τυπικώς παραδεκτή για τους ακόλουθους λόγους: Η εκ μέρους του δανειστού είσπραξη του τελεσιδίκως επιδικασθέντος μέρους της παροχής, που δι' αγωγής ζήτησε, συνιστά γι' αυτόν δικαίωμα, η δε προς αυτόν καταβολή αποτελεί αντίστοιχη υποχρέωση για τον οφειλέτη. Η άσκηση δε του δικαιώματος αυτού από τον δανειστή, αυτή καθ' εαυτήν, δεν μπορεί - ελλείψει σχετικής νομοθετικής προβλέψεως - να ερμηνευθεί ως εμπεριέχουσα παραίτηση από το, εντελώς διαφορετικό και ανεξάρτητο, δικαίωμα του να ασκήσει αναίρεση ως προς τα κεφάλαια (και γενικώς κατά το μέρος) της αποφάσεως κατά τα οποία ηττήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, πέρα από την εκ μέρους του αναιρεσείοντος είσπραξη του επιδικασθέντος σ' αυτόν τελεσιδίκως χρηματικού ποσού, δεν υφίστανται και άλλα νομικώς αξιόλογα στοιχεία στα οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η εκδοχή ότι αυτός εξεδήλωσε σιωπηρώς βούληση αποδοχής της εφετειακής απόφασης, κατά το μέρος που τον έβλαπτε, και αντίστοιχης παραίτησης του από το δικαίωμα του να επιδιώξει την αναίρεση της ως προς το μέρος της κατά το οποίο είχε ηττηθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16.2.2004 αίτηση αναιρέσεως του Ιωάννη Γιαννακάκη κατά της αποφάσεως 8565/2003 του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν η είσπραξη μέρους της απαιτήσεως κλπ., χωρίς ρητά διατυπωμένη επιφύλαξη, συνιστά ή όχι σιωπηρά αποδοχή της εφετειακής απόφασης.
null
null
0
Αριθμός 17/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιος Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Χ1, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αντωνόπουλο. Της αναιρεσιβλήτου- καλούσης: Ψ1, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Λεωνίδας Μαραβέλης. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31.5.2001 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3045/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 9016/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 02.05.2004 αίτησή του. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 335/2006 απόφαση του Ζ' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παραπέμπει τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 04.05.2007 κλήση της ήδη αναιρεσιβλήτου η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή του παραπεμφθέντος πέμπτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας πρότεινε να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 559 αριθμ.1 παραπεμφθείς στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού πέμπτος λόγος αναιρέσεως του αναιρετηρίου. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 323 αριθ. 5, 780 αριθ. 2 και 905 §§ 3 και 4 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι για την αυτόματη χωρίς άλλη διαδικασία επέκταση του δεδικασμένου ή της ισχύος αλλοδαπής αποφάσεως στην Ελλάδα ή για την αναγνώριση με δικαστική απόφαση του δεδικασμένου αυτής στην Ελλάδα απαιτείται, ως αρνητική προϋπόθεση, η μη αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη, όπως αυτή εκλαμβάνεται υπό την αναφερόμενη στο άρθρο 33 του ΑΚ έννοια της διεθνούς, κατά την ορολογία που επικράτησε, δημόσιας τάξεως, που αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη Χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, που διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στην αρμονία του ρυθμού αυτού, που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές. Εξάλλου, οι διατάξεις που εκφράζουν τις ανωτέρω θεμελιώδεις αρχές, που διέπουν το βιοτικό ρυθμό της χώρας, συνιστούν και την έκφραση της υπό την εκτεθείσα έννοια δημόσιας τάξεως, γι' αυτό και οι προς αυτές αντίθεση αλλοδαπής αποφάσεως δεν συγχωρεί την αναγνώριση του δεδικασμένου ή της ισχύος της στην Ελλάδα, εφόσον αυτή θα έχει ως συνέπεια τη διαταραχή, ολική ή μερική, της εννόμου τάξεως (ΟλΑΠ 6/1990). Στους θεμελιώδεις αυτούς κανόνες και αρχές, που κρατούν στη Χώρα και απηχούν θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις, ανήκουν δε στον πυρήνα της διεθνούς δημόσιας τάξεως, περιλαμβάνονται και τα δόγματα, οι ιεροί αποστολικοί και συνοδικοί κανόνες και οι ιερές παραδόσεις της επικρατούσας στην Ελλάδα θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, των οποίων το άρθρο 3 του Συντάγματος επιτάσσει ρητά την απαρασάλευτη τήρηση, αναγορεύοντας τους σε επαυξημένης ισχύος ουσιαστικούς κανόνες δικαίου, επιταγή την οποία επαναλαμβάνει και το άρθρο 1 του ν. 590/1977 "Περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος". Περαιτέρω, σύμφωνα με τους Κανόνες Στ' Αγίων Αποστόλων, Ι' της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου και ΙΑ' της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και τις ιερές παραδόσεις δεν επιτρέπεται στους μοναχούς να υιοθετούν τέκνο, διότι η υιοθεσία επάγεται την αναδοχή κοσμικών φροντίδων, την οποία ρητά απαγορεύει ο θεμελιώδης Γ' Κανόνας της γενόμενης στη Χαλκηδόνα Δ' Οικουμενικής Συνόδου, οι Στ', Πα' και Πγ' Αποστολικοί Κανόνες και ο Κανόνας Με' της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, κατά τους οποίους οι αποκτήσαντες την ιδιότητα του μοναχού, αλλά και οι εξ αυτών κληρικοί οποιουδήποτε βαθμού, με την κουρά και τη δόση της μοναχικής επαγγελίας αποκόπτονται παντελώς από κάθε κοσμική φροντίδα, αφού "συγγένεια γαρ μοναχοίς επί γης ουκ έστι τοις γε τόν ουρανόν ζηλώσασι βίον" θεωρούμενοι "τον κόσμον και τα εν τω κόσμω" καταλιπόντες, άποψη από την οποία δεν αφίσταται ούτε ο διατηρηθείς σε ισχύ με το άρθρο 99 του ΕισΝΑΚ νόμος ΓΥΙΔ'/1909, που εξομοιώνει την κουρά του μοναχού προς το θάνατο και ανοίγει την κληρονομική του κειρόμενου διαδοχή, οι δε εκκλησιαστικοί κανόνες απειλούν τους παραβάτες των ως άνω υποχρεώσεων με καθαίρεση. Εξάλλου, κατά τους ως άνω ιερούς κανόνες η ιερή διαβεβαίωση της μοναχικής επαγγελίας, την οποία δίδει κατά την κουρά του ο μοναχός, φέρει χαρακτήρα αναλλοίωτο και ανεξάλειπτο, με δύναμη ίση με τα μυστήρια του βαπτίσματος και της ιεροσύνης, συνοδεύει δε το μοναχό και στους ιερατικούς βαθμούς, στους οποίους χειροτονείται, και δεν είναι δυνατή η αποβολή της ούτε εκουσίως ούτε αναγκαστικώς. Από τα παραπάνω παρέπεται, ότι η από τους ιερούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις απαγόρευση υιοθεσίας από μοναχό καταλαμβάνει και το μοναχό, ο οποίος χειροτονήθηκε κληρικός και έφθασε στον ιερατικό βαθμό του επισκόπου. Ενόψει δε και του περιεχομένου της μοναχικής επαγγελίας, οι ιεροί αποστολικοί και συνοδικοί κανόνες και παραδόσεις, με τους οποίους τίθενται στους μοναχούς και τους εξ αυτών κληρικούς απαγορεύσεις στην ανάληψη κοσμικών φροντίδων, αποτελούν με βάση τις κρατούσες, κατά την επικρατούσα στην Ελλάδα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις κανόνες δημοσίας τάξεως και άρα η αναγνώριση του δεδικασμένου ή της ισχύος αλλοδαπής αποφάσεως στην Ελλάδα, που δέχεται υιοθεσία από μοναχό ή επίσκοπο, που προέρχεται από την τάξη των μοναχών, προσκρούει στη διεθνή δημόσια τάξη του άρθρου 33 του ΑΚ και δεν είναι επιτρεπτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη εκτίμηση του περιεχομένου της από 31.5.2001 αγωγής της αναιρεσίβλητης, στην οποία παραδεκτώς, κατά το άρθρο 561 § 2 του ΚΠολΔ, προβαίνει ο Άρειος Πάγος, με αυτήν η αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε τα ακόλουθα : Στις 11.12.1998 αποβίωσε στην Αθήνα ο Επίσκοπος της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ......, κατά κόσμο Γ, προερχόμενος από μοναχός. Αυτός άφησε μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και κατά νόμο εξαδιαθέτου κληρονόμους του, κατά το ένα τρίτο (1/3) στην κληρονομιαία περιουσία του το καθένα, τα τρία αδέλφια του και συγκεκριμένα την ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα, τον Γ1, που αποδέχθηκαν την κληρονομιά του με συμβολαιογραφική δήλωση αποδοχής, που μεταγράφηκε νόμιμα, και τη Γ2, μητέρα του ήδη αναιρεσείοντος - εναγομένου. Στις 29.5.2000 ο αναιρεσείων - εναγόμενος επέδωσε στην αναιρεσίβλητη ενάγουσα την από 22 Μαΐου 2000 εξώδικη δήλωση του, με την οποία γνωστοποίησε σ' αυτή, ότι με την υπ' αριθ. 60.318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας Μίτσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είχε υιοθετηθεί από τον κληρονομούμενο επίσκοπο, ισχυριζόμενος ότι ως θετό τέκνο του αποβιώσαντος επισκόπου ήταν ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του. Με την αγωγή αυτή η αναιρεσίβλητη - ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί, ότι δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα η υπ' αριθ. 60.318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας Μίτσιγκαν των ΗΠΑ, με την οποία ο αναιρεσείων - εναγόμενος κηρύχθηκε θετό τέκνο του αδελφού της επισκόπου, με μοναχική κουρά, ....., κατά κόσμο Γ, εκτός άλλων, και λόγω αντιθέσεώς της προς την ημεδαπή δημοσία τάξη και τα χρηστά ήθη. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει ως μη νόμιμη την αγωγή της αναιρεσίβλητης, τη δέχτηκε ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, λόγω σιωπηρής ομολογίας από τον αναιρεσείοντα των θεμελιωτικών αυτής ουσιωδών πραγματικών περιστατικών, και αναγνώρισε ότι δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα η υπ' αριθ. 60.318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας Μίτσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με την οποία ο αναιρεσείων είχε υιοθετηθεί από τον επίσκοπο με μοναχική κουρά της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ...., κατά κόσμο Γ, αδελφό της μητέρας του αναιρεσείοντος, κρίνοντας ότι η αλλοδαπή αυτή απόφαση αντίκειται στη δημόσια τάξη, διότι η υιοθεσία από επίσκοπο που έχει δεχτεί τη μοναχική κουρά, την οποία η αλλοδαπή αυτή απόφαση επέτρεψε, ήταν αντίθετη σε πρωταρχικής και θεμελιώδους σημασίας θρησκευτικές και ηθικές αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν στην παρούσα χρονική περίοδο τη ζωή και το βιοτικό ρυθμό της Ελλάδος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 33 του ΑΚ, ως και τις ουσιαστικού δικαίου, κατά το μέρος που αναφέρονται σε αυτή, διατάξεις των άρθρων 323 αριθ. 5 και 780 αριθ. 2 του ΚΠολΔ, αλλά ούτε και εκ πλαγίου, αφού διέλαβε στην απόφαση του, με τη γενόμενη δεκτή σιωπηρή ομολογία από τον αναιρεσείοντα ενάγοντα των εκτεθέντων ανωτέρω, θεμελιωτικών της ιστορικής βάσεως της αγωγής, ουσιωδών πραγματικών περιστατικών, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της αντιθέσεως της αλλοδαπής αποφάσεως προς τη διεθνή δημόσια τάξη της Χώρας και της εκ του λόγου τούτου μη αναγνωρίσεως της ισχύος της στην Ελλάδα. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τα μέλη, όμως, του Δικαστηρίου Παπανικολάου Ιωάννης, Αντιπρόεδρος, Ζώης Χαράλαμπος, Κουτρομάνος Αθανάσιος, Λυκούδης Βασίλειος, Πολυζωγόπουλος Αθανάσιος, Σίδερης Ιωάννης, Κριτσωτάκη Βαρβάρα και Λαλούση Γεωργία, Αρεοπαγίτες, διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Με τη διάταξη του άρθρου 780 Κ.Πολ.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: "Με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) αν η απόφαση εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό δίκαιο και εκδόθηκε από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας της οποίας τον ουσιαστικό νόμο εφάρμοσε και 2) αν δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημοσία τάξη". Δημόσια τάξη, υπό την αναφερομένη στο άρθρο 33 του Α.Κ. έννοια είναι το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που κρατούν κατά ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες .αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (Ολ. ΑΠ 6/1990). Υπό την έννοια αυτή, για την αναγνώριση της ισχύος στην Ελλάδα αλλοδαπής απόφασης θα πρέπει αυτή να μην επιφέρει αυτού του είδους τη διαταραχή. Η ρηθείσα διάταξη του άρθρου 780 του Κ.Πολ.Δ. περιλαμβανομένη στο έκτο βιβλίο αυτού για την εκούσια δικαιοδοσία, εφαρμόζεται σε υποθέσεις της πιο πάνω δικαιοδοσίας και έχει προδήλως το χαρακτήρα ειδικού κανόνα έναντι εκείνης του άρθρου 905 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά στην προσωπική κατάσταση, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται στις υποθέσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 780 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται περαιτέρω ότι δεν απαιτείται οποιαδήποτε διαδικασία για την αναγνώριση στην Ελλάδα των αλλοδαπών αποφάσεων επί υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας, άρα και εκείνων για την τέλεση υιοθεσίας (άρθρο 800 Κ.Πολ.Δ.). Οι αποφάσεις αυτές ισχύουν στην ημεδαπή αυτοδικαίως, έτσι ώστε, οποιοδήποτε δικαστήριο ή άλλη αρχή, ενώπιον των οποίων ανακύπτει ως κύριο ή προδικαστικό το ζήτημα της ισχύος μιας τέτοιας αποφάσεως δικαιούται και οφείλει να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων που αξιώνει για την ισχύ της το άρθρο 780 Κ.Πολ.Δ. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 Α.Κ. οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγενείας του κάθε μέρους. Συνεπώς κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το ελληνικό δίκαιο, εφόσον ο υιοθετών και ο υιοθετούμενος έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Περαιτέρω συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 1568 επ. του Α.Κ., όπως ίσχυαν πριν από τις τροποποιήσεις που επέφερε στο δίκαιο της υιοθεσίας ο Ν. 2247/1996, επετρέπετο, υπό τις προϋποθέσεις που έθεταν οι διατάξεις αυτές του Α.Κ., η υιοθεσία ενηλίκων. Μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου, η υιοθεσία επετρέπετο μόνον όταν ο υιοθετούμενος ήταν τέκνο του συζύγου του υιοθετούντος (άρθρο 1579 Α.Κ.), ενώ, τέλος, μετά τη νέα αντικατάσταση του άρθρου 1579 του Α.Κ. με το άρθρο 25 παρ. 5 του Ν. 2915/2001, η υιοθεσία ενηλίκων επιτρέπεται μόνον όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί. Τέλος, ρητή διάταξη νόμου απαγορεύουσα την υιοθεσία από μοναχούς ή κληρικούς παντός βαθμού και συνεπώς και από επίσκοπο δεν υφίσταται στο δίκαιο της Χώρας. Εν όψει, λοιπόν, των ανωτέρω είναι πρόδηλο ότι η υιοθεσία από επίσκοπο, έστω και αν αυτός προέρχεται από μοναχό, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έρχεται σε αντίθεση προς την ελληνική δημοσία τάξη, αφού η θέση, σύμφωνα με την οποία κωλύεται η υιοθεσία από μοναχό και πολύ περισσότερο από επίσκοπο, έστω και αν προέρχεται από τις τάξεις των μοναχών, δεν στηρίζεται σε ρητή διάταξη νόμου και επί πλέον για το νομικό αυτό ζήτημα υφίσταται διχοστασία στην επιστήμη, υποστηριζόμενων και των δύο απόψεων, και επομένως δεν έρχεται σε αντίθεση προς πρωταρχικής και θεμελιώδους σημασίας κανόνα και αρχή απηχούσα παγία κοινωνική και θρησκευτική αντίληψη που διέπει τη ζωή στην Ελλάδα, ούτε έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 3 του Συντάγματος. Τα ανωτέρω ισχύουν πολύ περισσότερο αν ληφθεί υπ' όψιν ότι: 1) Μετά το Ν. 2447/1996 δεν ισχύει η διάταξη του άρθρου 1622 Α.Κ. η οποία καθιέρωνε ανικανότητα των κληρικών παντός βαθμού και συνεπώς και των επισκόπων να αναλάβουν καθήκοντα επιτρόπου ανηλίκων ή απαγορευμένων (ήδη δικαστικού συμπαράσταση) άλλων πλην των κατιόντων τους και 2) προϋπόθεση για την εγγραφή των κληρικών στον κατάλογο των εκλόγιμων αρχιερέων και συνεπώς και για την εκλογή τους, αποτελεί συμφώνως προς το άρθρο 18 παρ. 1 στοιχ. Β' του Ν. 590/1977 (καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος), -σε αντίθεση με τον παλαιότερο ν. 671/1943 (άρθρο 18 παρ. 2 εδ. β')- να είναι αυτοί κληρικοί άγαμοι ή εν χηρεία, χωρίς διάκριση αν οι εν χηρεία έχουν τέκνα ή όχι. Άλλωστε, και κατά το παρελθόν η ατεκνία δεν αποτελούσε πάντοτε προϋπόθεση για την εκλογή επισκόπου. Έτσι, η υφιστάμενη κατά το Ιουστινιάνειο δίκαιο απαγόρευση της χειροτονίας σε επισκόπους προσώπων που είχαν κατιόντες από προϋφιστάμενο γάμο τους είχε καταργηθεί με την υπ' αριθ. 2 Νεαρά του Λέοντος ΣΤ' του Σοφού και επανήλθε σε ισχύ με απόφαση του έτους 1798 της πατριαρχικής συνόδου Κωνσταντινουπόλεως. Περαιτέρω δεν θα πρέπει να αγνοηθούν και τα ακόλουθα και δη: 1) Στις περιπτώσεις σχέσεων που έχουν ήδη αναπτυχθεί στην αλλοδαπή, "εκτός του κοινωνικού πλαισίου της ημεδαπής εννόμου τάξεως" σπανίως μπορεί να εκδηλωθεί προσβολή των θεμελιωδών αντιλήψεων της ημεδαπής από την "εφαρμογή" αλλοδαπού δικαίου και 2) η δημοσία τάξη, είναι, μεταξύ των άλλων, έννοια εξαιρετική που σημαίνει ότι η εφαρμογή της ξένης lex causae πρέπει να εμποδίζεται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις. Ενώ, προκειμένου ζητήματος που αφορά την ιδιωτική ζωή του ατόμου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (κυρ. ν.δ. 53/1974),όσο και τα άρθρα 5 και 13 του Συντάγματος, χωρίς, βέβαια, να παροράται και το άρθρο 3 του Συντάγματος. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, με την οποία τελείται υιοθεσία από επίσκοπο της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας, έστω και αν είχε αρχικώς καρεί μοναχός, έρχεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη. Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη δεν υφίσταται και αν ακόμη ο υιοθετούμενος κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν ενήλικος, πολύ δε περισσότερο όταν ο ενήλικος που υιοθετήθηκε είναι συγγενής ως τον τέταρτο βαθμό του επισκόπου που τον υιοθέτησε, αφού ήδη επιτρέπεται η υιοθεσία ενηλίκου, όταν μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετουμένου υφίσταται συγγένεια μέχρι το βαθμό αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη σε σχέση με το ανωτέρω θέμα εδέχθη, μεταξύ των άλλων, και τα ακόλουθα: "Με την από 31-5-2001 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε ότι στις 11-12-1998 απεβίωσε στην Αθήνα ο επίσκοπος με μοναχική κούρα ....., κατά κόσμον Γ, ο οποίος κατέλειπε μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου τον καθένα σε όλη την περιουσία του, τους αδελφούς του, ήτοι την ίδια (την ενάγουσα), τον Γ1 και τη Γ2 (μητέρα του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου), από τους οποίους οι δύο πρώτοι έχουν αποδεχθεί την κληρονομιά του ·με την αναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Ότι στις 29 Μαΐου 2000 ο εναγόμενος της επέδωσε την από 22 Μαΐου 2000 εξώδικη δήλωση του, με την οποία της γνωστοποίησε ότι με την 60318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας Μίσιγκαν των Η.Π.Α., έχει υιοθετηθεί από τον ανωτέρω αποβιώσαντα αδελφό της ..... (Γ) Γ. Ότι η πιο πάνω απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα διότι δεν πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις που τίθενται προς τούτο από τη διάταξη του άρθρου 780 Κ.Πολ.Δ. και ειδικότερα: 1) Αν και τα δύο μέρη, ήτοι ο υιοθετήσας και ο υιοθετηθείς, είχαν την ελληνική ιθαγένεια, εν τούτοις το δικαστήριο της Πολιτείας Μίσιγκαν των Η.Π.Α. εφάρμοσε το δίκαιο της πολιτείας αυτής αντί του ελληνικού, το οποίο ήταν εφαρμοστέο και το οποίο, αν εφαρμοζόταν, δεν θα ετελείτο η υιοθεσία διότι: α) το δικαστήριο δεν έλεγξε και δεν αναφέρεται στην απόφαση του η ηλικία του υιοθετούντος και του υιοθετουμένου, η ανυπαρξία γάμου στο πρόσωπο του υιοθετουμένου, η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του υιοθετούντος και του υιοθετουμένου προκειμένου να συναινέσουν στην υιοθεσία ούτε ότι έγινε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσον η υιοθεσία είναι συμφέρουσα για τον υιοθετούμενο και β) κατά το ελληνικό δίκαιο δεν είναι επιτρεπτή η υιοθεσία σε μοναχούς. 2) Η πιο πάνω απόφαση είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και προς τη δημόσια τάξη: α) λόγω της ιδιότητος του υιοθετούντος ως άγαμου κληρικού και μάλιστα επισκόπου με μοναχική κούρα και β) λόγω της ιδιότητας του υιοθετουμένου κατά το χρόνο τελέσεως της υιοθεσίας ως ενηλίκου (20 ετών), ενώ κατά το χρόνο επικλήσεως των συνεπειών της αλλοδαπής αποφάσεως η υιοθεσία ενηλίκου στην Ελλάδα ήταν απαγορευμένη, εκτός της περιπτώσεως της υιοθεσίας τέκνου του συζύγου του υιοθετούντος που δεν συνέτρεχε στην περίπτωση αυτή. Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και ζητεί την εξαφάνιση της και την παραδοχή της αγωγής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπό κρίση έφεση, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου... Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 Α.Κ. οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους. Συνεπώς κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση υιοθεσίας, εφόσον ο υιοθετών και ο υιοθετούμενος έχουν την ελληνική ιθαγένεια, ρυθμίζονται από το ελληνικό δίκαιο. Περαιτέρω κατά τη μοναχική κούρα ο μοναχός της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας δίδει τη μοναχική επαγγελία ή ομολογία, η οποία περιλαμβάνει τις υποσχέσεις της παρθενίας, της υπακοής και της ακτημοσύνης. Οι επαγγελίες αυτές δεσμεύουν το μοναχό σε όλη του τη ζωή, δεδομένου ότι, εκτός των περιπτώσεων μεταβολής δόγματος ή θρησκεύματος, αποβολή της μοναχικής ιδιότητας δεν είναι δυνατή ούτε καν με τη μορφή ποινής που απαγγέλλεται από εκκλησιαστικό δικαστήριο. Με την κούρα του ο μοναχός εξομοιώνεται προς αποθανόντα, συνεπεία δε τούτου αποτελεί και το γεγονός ότι ανοίγει η κληρονομική του διαδοχή (βλ. άρθρο 18 ν. ΓΥΙΔΥ1909 που εξακολουθεί να ισχύει με βάση το άρθρο 99 Εισ. Ν. Α.Κ.) αλλά και το ότι με ειδικές διατάξεις του εκκλησιαστικού δικαίου του απαγορεύεται η ανάληψη κοσμικών φροντίδων. Εξάλλου η αδυναμία στην οποία βρίσκεται ο μοναχός να εκπληρώσει τις οικονομικές αλλά προ πάντων τις ηθικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη γονική μέριμνα, λόγω της ιδιότητας του και των καθηκόντων που πηγάζουν από αυτήν, σε συνδυασμό με την επιβαλλόμενη σ' αυτόν αποχή από τις κοσμικές φροντίδες, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι απαγορεύεται σ' αυτόν η υιοθεσία. Σε κάθε περίπτωση η υιοθεσία από μοναχό της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας είναι αντίθετη προς την ελληνική δημόσια τάξη, αφού είναι αντίθετη σε πρωταρχικής και θεμελιώδους σημασίας αρχές και αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τη ζωή στην Ελλάδα. Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 1568 επ. Α.Κ όπως ίσχυαν πριν από το ν. 2247/1996, επιτρεπόταν η υιοθεσία ενηλίκων, ενώ, μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου, με τον οποίο αντικαταστάθηκε το δέκατο τρίτο κεφάλαιο του Α.Κ. περί υιοθεσίας, η υιοθεσία ενηλίκου επιτρεπόταν μόνο όταν ο υιοθετούμενος ήταν τέκνο του συζύγου του υιοθετούντος (άρθρο 1579 Α.Κ.), ήδη δε με το άρθρο 25 παρ. 5 του ν. 2915/2001, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (29-5-2001), το άρθρο 1579 Α.Κ. αντικαταστάθηκε και πάλι ως εξής: "Η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο αν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί". Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, έχοντας το περιεχόμενο και αίτημα που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη αυτής της αποφάσεως, ήταν νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 Α.Κ., 70 και 780 Κ.Πολ.Δ. που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτής της σκέψεως, μόνο όμως κατά το μέρος της κατά το οποίο εζητείτο να αναγνωρισθεί ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία τελέσθηκε η υιοθεσία του εναγομένου από τον αδελφό της ενάγουσας δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα λόγω μη εφαρμογής από το δικαστήριο που την εξέδωσε του ελληνικού δικαίου που απαγορεύει την υιοθεσία στους μοναχούς της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και λόγω αντιθέσεως προς την ημεδαπή δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη για τον ίδιο λόγο... Με βάση τ' ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη και να αναγνωρισθεί ότι η 60318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της πολιτείας Μίσιγκαν των Η.Π.Α., με την οποία ο εναγόμενος υιοθετήθηκε από τον αποβιώσαντα αδελφό της ενάγουσας επίσκοπο με μοναχική κούρα ....., κατά κόσμον Γ, δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα". Με τις ως άνω, όμως, παραδοχές, κατά την άποψη της μειοψηφίας, η προσβαλλομένη εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 33 του Α.Κ., καθώς και την ουσιαστικού δικαίου, κατά το μέρος που αναφέρεται σ' αυτή, διάταξη του άρθρου 780 Κ.Πολ.Δ. και συνεπώς είναι βάσιμος ο από το άρθρο 559 αριθμ. 1 παραπεμφθείς στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ως αφορών σε ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος πέμπτος λόγος αναιρέσεως του αναιρετηρίου και έπρεπε να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά και εν όψει του ότι με την παραπεμπτική απόφαση δεν έχουν κριθεί όλοι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Α2 (πρώην Ζ') πολιτικό τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει αυτό για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια πέμπτο λόγο της από 2.5.2004 αίτησης του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 9.016/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Αναπέμπει την υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Μαίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εφαρμογή του θεσμού της υιοθεσίας και για την υιοθέτηση από επισκόπους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
null
null
0
Αριθμός 18/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Δημήτριο Λοβέρδο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, λόγω κωλύματος του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη - Εισηγητή, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση : 1) Της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "Βερνιλάκ Α.Ε", που εδρεύει στο 26ο χιλιόμετρο Παλαιάς Εθνικής Οδού Αθηνών-Θηβών και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Χ2, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιωάννης Τρίμης Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: ........, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευαγγέλου Γαλέτζα, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 04.12.2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 816/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1719/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 16.06.2006 αίτησή τους . Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1489/2007 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 04.10.2007 κλήση του ήδη αναιρεσιβλήτου-καλούντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ο τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος πέμπτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο από το άρθρο 559 αριθμ.1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους προαναφερόμενους πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την απόφαση 1489/2007 του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΠολΔ, λόγω λήψεως της αναιρετικής αποφάσεώς του με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ πέμπτος λόγος της αιτήσεως της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Βερνιλάκ ΑΕ" και του Χ2 περί αναιρέσεως της αποφάσεως 1719/2006 του Εφετείου Αθηνών. Με το λόγο αυτό προβάλλεται η αιτίαση ότι, το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298, 299, 929, 931 και 932 ΑΚ, 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951 και 16 παρ. 1 και 3 του Ν. 551/1915. Από τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ., που ορίζει ότι "η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημιώσεως, αν επιδρά στο μέλλον του", σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως, που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του. Η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 931 Α.Κ. παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον, κατά την αληθή έννοιά της, η αναπηρία ή η παραμόρφωση επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 Α.Κ., που συνθέτουν την ως άνω έννοια της αναπηρίας ή της παραμορφώσεως στο μέλλον του παθόντος. Η κατά τα άνω, όμως, αυτοτελής αξίωση αφορά στον καθορισμό και μόνον αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία αποκαθίσταται κατά το άρθρο 932 ΑΚ και η οποία δεν μπορεί να βρει έρεισμα και στη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, στην οποία γίνεται λόγος για "αποζημίωση". Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 α.ν. 1846/51, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 551/15, κωδικοποιημένου με το β.δ. της 24.07/25.8.1920, συνάγεται ότι, όταν ο εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και υποστεί ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της εργασίας, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημιώσεώς του, τόσο ως προς τη σύμφωνα με το κοινό δίκαιο ευθύνη για αποζημίωση, όσο και ως προς την προβλεπόμενη από τον παραπάνω ν. 551/15 ειδική αποζημίωση και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή αυτών που ο εργοδότης έχει προστήσει, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ. 2 α.ν. 1841/51 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που χορηγεί το ΙΚΑ. Ο παθών, όμως, διατηρεί την αξίωσή του γα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτών. 'Ετσι, λοιπόν, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται (παθητικά) αυτός να αξιώσει από τον εργοδότη και την αυτοτελή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, την 1-9-1997, ο αναιρεσίβλητος προσελήφθη από την πρώτη αναιρεσείουσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως βοηθός χημικού μηχανικού στον τομέα βερνικιών και πλαστικών χρωμάτων του εργοστασίου της, ότι στις 9-3-1998, από υπαιτιότητα του προστηθέντος από την πρώτη αναιρεσείουσα και νομίμου εκπροσώπου της δευτέρου αναιρεσείοντος, ο αναιρεσίβλητος υπέστη εργατικό ατύχημα, το οποίο του κατέλιπε προβλήματα αισθητικής και ψυχολογικής φύσεως, τα οποία θα έχουν σοβαρή και δυσμενή επίδραση στο μέλλον του καθόσον αφορά στις κοινωνικές συναναστροφές και την κοινωνική του δραστηριότητα και ότι, ο αναιρεσίβλητος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, το οποίο ανέλαβε την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας από το ατύχημα και με βάση τις παραδοχές αυτές επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία και την αποζημίωση του από το άρθρο 931 ΑΚ, η οποία, όπως δέχθηκε το Εφετείο, είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος, κατά το μέτρο της αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη, που δεν καλύπτεται από τις αξιώσεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ και πρέπει να επιδικάζεται παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ. Έτσι που έκρινε, παραβίασε τις πιο πάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, και επομένως ο σχετικός πέμπτος λόγος της αναιρέσεως, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, με τον οποίο προβάλλεται η παραβίαση των διατάξεων αυτών, είναι βάσιμος και θα πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το παραπάνω κεφάλαιο μόνο, δηλαδή κατά το μέρος που επιδικάσθηκε με αυτή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το παραπάνω κεφάλαιο, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Τα δικαστικά έξοδα όλης της αναιρετικής δίκης πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας των διαδίκων, αφού όλοι οι άλλοι λόγοι αναιρέσεως έχουν απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση. Κατά τη γνώμη, όμως, οκτώ μελών του δικαστηρίου και ειδικότερα των Αντιπροέδρων Δημητρίου Λοβέρδου και Ηρακλή Κωνσταντινίδη και των Αρεοπαγιτών Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημητρίου Δαλιάνη, Χρήστου Αλεξόπουλου, Ιωάννη -Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκου και Αναστασίου Λιανού ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως έπρεπε να απορριφθεί, γιατί η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης είναι και εκείνη εκ του άρθρου 931 ΑΚ. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας του δικαστηρίου, από τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει, στο ύψος των οποιωνδήποτε χρηματικών ποσών που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επί πλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του (άρθρο 929 ΑΚ) ή στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης από τη σωματική του αναπηρία ή παραμόρφωση (αρθ. 932 ΑΚ) μπορεί να θεμελιώσει και ιδιαίτερη αξίωση αποζημίωσης αν επιδρά στο κοινωνικό μέλλον του, υπό την έννοια της κοινωνικής του εξέλιξης και της κοινωνικής του ένταξης, που δεν καλύπτεται με τις παροχές που προβλέπονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ. Έτσι, η εκ του άρθρου 931 ΑΚ αξίωση, που δεν καλύπτεται από τις αξιώσεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, είναι αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά το μέτρο αποκατάστασης της κοινωνικής του απαξίωσης από την αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη και πρέπει το εύλογο προς τούτο χρηματικό ποσό να επιδικάζεται παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται χωρίς και να καλύπτεται από αυτήν, όπως και δεν καλύπτεται από την περιουσιακή ζημία του άρθρου 929 ΑΚ. Εξάλλου, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν αποκλείεται και στην περίπτωση του εργατικού ατυχήματος από την ειδική ρύθμιση του ν. 551/1915 γιατί δεν αποτελεί αποζημίωση για περιουσιακή ζημία. Αρκεί, στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος να συντέλεσε και αδικοπραξία του κυρίου της επιχειρήσεις ή των υπ' αυτού προστηθέντων προσώπων με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλ. της υπαίτιας ζημιογόνου πράξεως. Και τέτοια αδικοπραξία μπορεί να υπάρχει και στην περίπτωση που δε συντρέχει η ειδική αμέλεια του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 η οποία θεμελιώνει την από τους κανόνες του κοινού αστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως. Επομένως, η αξίωση για τη χρηματική ικανοποίηση μπορεί να συρρέει με την περιορισμένη αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 (ΑΠ ολομ. 444/1964 ΝοΒ 12.1075). Αξίωση δε χρηματικής ικανοποίησης που μπορεί να συρρέει με την περιορισμένη αποζημίωση του άρθρου 3 ν. 551/1915 είναι και εκείνη εκ του άρθρου 931 ΑΚ, υπό την έννοια που αναφέρθηκε, έτσι ώστε αυτή να επιδικάζεται παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη 1719/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το παραπάνω κεφάλαιο, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων όλης της αναιρετικής δίκης, τα οποία ορίζει σε χίλια (1000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατ' άρθρο 932ΑΚ - αποζημίωση άρθρου 931ΑΚ.
null
null
0
Αριθμός 19/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Δημήτριο Λοβέρδο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, λόγω κωλύματος του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε - Εισηγητή, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειουσών - καλουσών : Χ1, Χ2 και Χ3, κατοίκων ..., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κωνσταντίνος Πλεύρης. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση : Ψ1 και Ψ2, κατοίκων ..., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιωάννης Καλαϊτζίδης με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18.01.1988 αγωγή του δικαιοπαρόχου των δύο πρώτων αναιρεσειουσών Α και της τρίτης αναιρεσείουσας, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 25/1989, 13/1993, 43/1996 μη οριστικές, 72/1999 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 27/2001 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 16.10.2001 αίτησή τους. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 931/2007 απόφαση του Α' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε τον μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου . Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 23.07.2007 κλήση των αναιρεσειουσών η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειουσών ανέπτυξε προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησε την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο από το άρθρο 559 αριθμ.1 του Κ.Πολ.Δ. μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον προαναφερόμενο πληρεξούσιο των αναιρεσειουσών, ο οποίος αναφέρθηκε σε όσα προηγουμένως είχε αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 23-7-2007 κλήση των αναιρεσειουσών νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Τακτικής Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ μοναδικός λόγος της από 16-10-2001 αιτήσεως για αναίρεση της 27/2001 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας, ο οποίος παραπέμφθηκε σε αυτήν με την 931/2007 απόφαση του Α'Πολιτικού Τμήματος διότι κρίθηκε ότι με το λόγο αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή στην Ολομέλεια είναι αναγκαία για την ενότητα της νομολογίας. Κατά το άρθρο 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Με το θεσμό της διαρρήξεως σκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή, επομένως και τις ενοχικές αξιώσεις που κατά την πρωτογενή τους μορφή έχουν ως αντικείμενο πράγμα, όπως είναι η αξίωση του εκ προσυμφώνου αγοραστή προς πώληση, μεταβίβαση και, εν συνεχεία, παράδοση του προσυμφωνηθέντος πράγματος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν απαιτείται να συντρέχει ως προϋπόθεση της διαρρήξεως η μη επάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του οφειλέτη. Ο νόμος, προβλέπει την εν λόγω προϋπόθεση χωρίς να κάνει διάκριση, διότι αντιμετωπίζει τη συνήθη περίπτωση των χρηματικών αξιώσεων, των οποίων η ικανοποίηση επέρχεται με έμμεση εκτέλεση. Αντιθέτως, αν προσυμφωνηθεί η πώληση και μεταβίβαση ακινήτου, ο αγοραστής δύναται να αξιώσει τη σύναψη της κύριας συμβάσεως, ζητώντας την καταδίκη του αντισυμβαλλομένου του σε δήλωση βουλήσεως περί πωλήσεως και μεταβιβάσεως του πράγματος (Κ.Πολ.Δ 949), αλλά περαιτέρω και την εκπλήρωσή της, σωρεύοντας και αίτημα παραδόσεως του πράγματος κατ' άρθρο 69 παρ. 1δ Κ.Πολ.Δ. Μετά δε την έκδοση αποφάσεως περιέχουσας, πλην της καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως, και καταδίκη σε παράδοση του πράγματος, μπορεί να προβεί σε άμεση εκτέλεση κατά το άρθρο 943 Κ.Πολ.Δ. Η άμεση αυτή και επομένως πληρέστερη ικανοποίηση του δανειστή προϋποθέτει την εξασφάλιση της υπεγγυότητας όχι οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, αλλά του συγκεκριμένου (προσυμφωνηθέντος) πράγματος. Η αντίθετη εκδοχή, ότι απαιτείται η συνδρομή της αρνητικής προϋποθέσεως της μη επάρκειας της υπόλοιπης, δηλαδή πλην του προσυμφωνηθέντος πράγματος, περιουσίας, έχει ως αποτέλεσμα, σε περίπτωση υπάρξεως άλλων περιουσιακών στοιχείων, να είναι δυνατή η ικανοποίηση μόνο της δευτερογενούς αξιώσεως προς αποζημίωση (άρθρο 382 ΑΚ) και να παραμελούνται έτσι τα συμφέροντα του δανειστή, αν και ο τελευταίος είναι άξιος μεγαλύτερης προστασίας σε σχέση με τον τρίτο, ο οποίος είτε συμμετείχε στο δόλο του οφειλέτη είτε απέκτησε χωρίς αντάλλαγμα. Επομένως, εφόσον προβάλλεται ως προστατευτέα αξίωση του η πρωτογενής αξίωση του εκ προσυμφώνου αγοραστή κατά τα ανωτέρω, διαρρηκτέα είναι αμέσως η πράξη με την οποία απαλλοτριώθηκε το προσυμφωνηθέν πράγμα, χωρίς να ενδιαφέρει η ύπαρξη ή μη άλλων περιουσιακών στοιχείων. Στην προκείμενη περίπτωση με την από 18-1-1988 αγωγή ζητήθηκε η διάρρηξη της μεταβιβάσεως λόγω γονικής παροχής, δυνάμει του 1463/1987 συμβολαίου, της κυριότητας ακινήτου, η πώληση και μεταβίβαση του οποίου προς τον δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών Α είχε προσυμφωνηθεί με το .../1973 συμβολαιογραφικό προσύμφωνο. Από την εκτίμηση δε του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι ως αξίωση των εναγόντων, η ικανοποίηση της οποίας ματαιώνεται με την προσβαλλόμενη απαλλοτριωτική πράξη, προβάλλεται η πρωτογενής αξίωση προς σύναψη της κύριας συμβάσεως και η επακόλουθη αξίωση προς παράδοση του πράγματος που αποτελεί το αντικείμενό της. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Με το .../1973 προσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Ηγουμενίτσας Νικ. Κανούρα, ο Β είχε υποσχεθεί στους αρχικούς ενάγοντες Α και Χ3 να τους μεταβιβάσει, λόγω πωλήσεως, αντί του καταβληθέντος τιμήματος των 60.000 δραχμών, το αναφερόμενο κληροτεμάχιο του αγροκτήματος ... . Ότι την 26-7-1983 απεβίωσε ο Β και κληρονομήθηκε από την κόρη του Β1, η οποία αποδέχθηκε την κληρονομία του, με την αναφερόμενη πράξη αποδοχής κληρονομίας, που μεταγράφηκε νόμιμα, και έτσι έγινε κυρία και του ανωτέρω κληροτεμαχίου. Ότι, συγχρόνως, η Β1 κληρονόμησε και την υποχρέωση πού είχε αναλάβει ο πατέρας της (δικαιοπάροχος της) έναντι των εναγόντων να τους μεταβιβάσει την κυριότητα του κληροτεμαχίου. Ότι αυτή (Β1),παρ' ότι οχλήθηκε από τους ενάγοντες να συμπράξει στην κατάρτιση της οριστικής δικαιοπραξίας πωλήσεως του κληροτεμαχίου, δεν συνέπραξε, αλλά τελικά, με το .../1987 συμβόλαιο της Συμ/φου Ηγουμενίτσας Αθηνάς Ζηγου - Τσιάτση, μεταβίβασε στις κόρες της (εναγόμενες, ήδη αναιρεσίβλητες), κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, την κυριότητα του κληροτεμαχίου λόγω γονικής παροχής, καθιστώντας έτσι αδύνατη την ικανοποίηση της αξιώσεως των εναγόντων με βάση το παραπάνω προσύμφωνο. Ότι την 6-4-1998 απεβίωσε ο πρώτος των αρχικώς εναγόντων, ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την σύζυγό του Χ1 και την κόρη του Χ2, οι οποίες αποδέχθηκαν την κληρονομία του, υπεισελθούσες στα εξ αυτής δικαιώματα και υποχρεώσεις και συνέχισαν την προκειμένη δίκη. 'Οτι το επίδικο κληροτεμάχιο κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της αγωγής είχε αξία 9.250.000 δραχμών. Ότι η οφειλέτρια Β1 κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο είχε στην κυριότητά της τα αναφερόμενα τεμάχια του ιδίου ως άνω αγροκτήματος (...),αξίας δραχμών 5.740.800 και 2.179.200 και συνολικής τοιαύτης 7.920.000 δραχμών. Ότι η άνω οφειλέτρια μεταβίβασε στις κόρες της (αναιρεσίβλητες) το επίδικο ακίνητο λόγω γονικής παροχής για να πετύχει την ματαίωση της ικανοποιήσεως της αξιώσεως των εναγόντων (αναιρεσειόντων) από το προσύμφωνο, επειδή το επίδικο είχε λάβει, λόγω της τουριστικής αξιοποιήσεως της περιοχής, πολλαπλάσια αξία, σκοπεύοντας έτσι να βλάψει τους ενάγοντες, αφού γνώριζε ότι η υπολειπόμενη περιουσία της δεν αρκούσε για την ικανοποίησή τους. Ότι, λόγω της συγγένειας με την οφειλέτρια μητέρα τους οι εναγόμενες τεκμαίρεται ότι γνώριζαν ότι η μητέρα τους μεταβίβασε σ' αυτές το επίδικο για να βλάψει τους εκ προσυμφώνου αγοραστές, αν και τέτοια γνώση δεν απαιτείτο για να υπόκειται σε διάρρηξη η άνω απαλλοτρίωση, επειδή έγινε από χαριστική αιτία (942 Α.Κ.). Ότι, όπως προαναφέρθηκε, η οφειλέτρια, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, είχε περιουσία αξίας 7.920.000 δραχμών και οι ενάγοντες μπορούσαν να επιληφθούν αυτής για να ικανοποιήσουν εν μέρει την απαίτησή τους. Ότι, εφόσον η απαίτηση των εναγόντων κατά, τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 9.250.000 δραχμών, όση η αξία του απαλλοτριωθέντος, η δε αξία της εναπομείνασας περιουσίας της οφειλέτριας ανερχόταν σε 7.920.000 δραχμές, για την πλήρη ικανοποίηση της αξιώσεως των εναγόντων απαιτείτο η διάρρηξη της συμβάσεως γονικής παροχής κατά ποσοστό 2/14. Με βάση αυτές τις παραδοχές η προσβαλλόμενη, διατάσσοντας τη διάρρηξη της άνω απαλλοτριωτικής πράξεως όχι εξ ολοκλήρου, αλλά κατά το αναφερθέν ποσοστό (2/14), παραβίασε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του ΑΚ καθώς και τη συναφή διάταξη του άρθρου 943 παρ.1 του Α.Κ. που προβλέπει τα αποτελέσματα της διαρρήξεως, ο δε σχετικός εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ,Δ. μοναδικός λόγος της αναιρέσεως είναι βάσιμος. Δύο μέλη όμως του Δικαστήριου, οι Αρεοπαγίτες Δημήτριος Δαλιάνης και Χρήστος Αλεξόπουλος, έχουν γνώμη ότι, αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η προϋπόθεση της μη επάρκειας της υπόλοιπης περιουσίας, πρέπει να συντρέχει σε κάθε περίπτωση. Είτε δηλαδή η διάρρηξη ζητείται για την πράξη της απαλλοτριώσεως οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, προς βλάβη του δανειστή, που έχει απαρχής μόνο χρηματική απαίτηση κατ' εκείνου, είτε για την απαλλοτρίωση μόνον ορισμένου κατ' είδος πράγματος του οφειλέτη, που είχε υποσχεθεί με προσύμφωνο να μεταβιβάσει σε άλλον, ο οποίος έχει από αυτή την αιτία πρωτογενή μεν αξίωση μη χρηματική για την προς αυτόν τον ίδιο μεταβίβαση συγκεκριμένου πράγματος, κατά μετατροπή δε χρηματική εκ των άρθρων 335, 382 ΑΚ λόγω αποζημιώσεως για μη εκπλήρωση της συμβάσεως (ΟλΑΠ 6/2003, 518/1966). Επομένως, κατά την μειοψηφούσα γνώμη, το Εφετείο με την προαναφερθείσα κρίση του δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 27/2001 απόφαση του Εφετείου Κερκύρας Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας.
null
null
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 20/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 274/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 224/4.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 9-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, κατά του υπ'αριθμ. 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 365/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του αρμοδίως ορισθησομένου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, δια να δικασθή δι'αποπλάνηση παιδιού νεωτέρου των 15 ετών και μη συμπληρώσαντος το δέκατο έτος της ηλικίας του. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της εφαρμοσθείσης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή, κατά το άρθρ. 339 § 1 Π.Κ., όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήση ή να υποστή τέτοια πράξη τιμωρείται α) αν ο παθών δεν συνεπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, β) αν ο παθών συνεπλήρωσε τα δέκα έτη, όχι όμως και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, και γ) αν συνεπλήρωσε τα δεκατρία έτη, με φυλάκιση. Ως ασελγής πράξη νοείται όχι μόνον η συνουσία αλλά και κάθε άλλη ενέργεια η οποία ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζη ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών, αναλόγως (ΑΠ 1170/1999, εις ΠΧ/Ν'/608). Εξ'άλλου, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν'/41). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόσαν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 67/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/ 697), εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων στο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, κατ'είδος προσδιορισμένων, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των, έχουν ως εξής: Την 23-5-2005, περί ώρα 14,15', ο αναιρεσείων, ευρισκόμενος μετά του ηλικίας τριών ετών τέκνου της θετής θυγατέρας του στον χώρο της "παιδικής χαράς" του 'Αλσους ........, πλησίασε την γεννηθείσα την 24-6-1997 Ψ1, που έπαιζε εκεί, και αρχικώς την θώπευσε στα μαλλιά και στην πλάτη. Στην συνέχεια, πήρε την ανωτέρω ανήλικη από το χέρι και την οδήγησε πίσω από υπάρχοντα εκεί δένδρα και, κρυπτόμενος πίσω από αυτά, την αγκάλιασε, την φίλησε στο στόμα και, ακολούθως, αφού κατέβασε το μπλουζάκι που φορούσε, την φίλησε και στο στήθος. Οι πράξεις δε αυτές του αναιρεσείοντος έχουν έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα και κατέτειναν στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη της παθούσης. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε την εφαρμοσθείσα ανωτέρω ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε, και ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ'άλλου, ο άλλος λόγος αναιρέσεως (εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.), διατυπούμενος στην σχετική έκθεση αναιρέσεως με την φράση "Η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι ελλιπής και δεν επαρκεί δια την τελικήν πρότασιν", χωρίς άλλη αναφορά, δηλαδή χωρίς να προσδιορίζεται εις τί συνίσταται η έλλειψη, ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτού ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπ'όψη ή δεν εξετιμήθησαν, είναι εντελώς αόριστος και, συνεπώς, απαράδεκτος (ΑΠ 417/2006 εις ΠΧ/ΝΣΤ/909). Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 9-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 14 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 24/9 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμό 365/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικείων Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της αποπλανήσεως ανηλίκου προσώπου νεότερου των 15 ετών και μη συμπληρώσαντος το 13ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 339 παρ. 1 περ. α του ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 περ. α, και 484 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 3160/2003 "όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β..., γ... ". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει να προστατεύσει την αγνότητα της νεαρής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού, απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των 10 κ.λ.π. ετών, η οποία αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δεν κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Ετσι, συγκροτεί το έγκλημα αυτό όχι μόνο η συνουσία ή ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και καταφίληση στο πρόσωπο ή στο στόμα του ανηλίκου κ.λ.π., εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας. Ο δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10 κ.λ.π. ετών. Αρκεί όμως, ως προς το σημείο τούτο και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Επειδή λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση,το συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "Την 23-5-2005 και περί ώρα 14.15' η ανήλικη Ψ1, είχε μεταβεί με τη μητέρα της, στην παιδική χαρά του άλσους ......... Ενώ, η μητέρα της ανήλικης κόρης μετέβη προσωρινά σε παρακείμενη καφετέρια, το παιδί της επιδίδονταν με διάφορα παιγνίδια. Την ίδια χρονική στιγμή, ο κατηγορούμενος που ας σημειωθεί διήνυε το 75ον έτος της ηλικίας του, βρισκόταν στο χώρο της παιδικής χαράς του άλσους ........ Αττικής, συνοδεύοντας το ηλικίας 3 ετών τέκνον της θετής κόρης του. Σε δεδομένη χρονική στιγμή, αυτός πλησίασε την ανήλικη Ψ1, ηλικίας 8 ετών, που βρισκόταν στον ίδιο χώρο και, αφού τη ρώτησε εάν είναι μόνη της στο χώρο αυτό, άρχισε να την χαϊδεύει στα μαλλιά και στην πλάτη. Στη συνέχεια και αφού πήρε το ανήλικο κορίτσι, τη Ψ1, από το χέρι, την οδήγησε πίσω από συστάδα δένδρων και, εκμεταλλευόμενος τη φυσική αυτή απόκρυψη, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Ακόμη, της κατέβασε το μπλουζάκι που φορούσε και τη φίλησε στο στήθος. Το ανήλικο κορίτσι άρχισε να κλαίει και κατάφερε να απομακρυνθεί από την αγκαλιά του, καταφεύγοντας στη μητέρα του, στην οποία διηγήθηκε όσα έλαβαν χώρα σε βάρος της, ενώ ο ίδιος απομακρύνθηκε, χωρίς να αναμένει στις εκκλήσεις της μητέρας του ανηλίκου παιδιού και μόνο όταν ακινητοποιήθηκε από τον ......... που προσέτρεξε σε βοήθειά της, αυτός σταμάτησε". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποπλανήσεως ανηλίκου προσώπου, νεότερου των 10 ετών, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι οι συγκεκριμένες αυτές πράξεις του αναιρεσείοντος, συνιστούν ασελγείς, κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 339 παρ. 1 του ΠΚ, πράξεις, διότι αντικειμενικά προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς, των ηθών και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας υποκειμενικά δε κατευθύνονται στη διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του αναιρεσείοντος και όχι της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 του ΠΚ). Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο περιεχόμενος στην κρινόμενη αίτηση πρώτος λόγος αναιρέσεως (484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ.), με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπήγαγε τα γενόμενα από αυτό πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, στο κακουργηματικού χαρακτήρα αδίκημα της αποπλανήσεως παιδιού νεότερου των 10 ετών (339 παρ. 1 περ. α του ΠΚ), ενώ έπρεπε, όπως αυτός υποστηρίζει, αυτά να υπαχθούν στο πλημμεληματικού χαρακτήρα αδίκημα του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 474 παρ. 2 του ΚΠΔ, στην έκθεση άσκησης του ένδικου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 462 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων ή βουλευμάτων είναι να περιέχονται σ' αυτήν λόγοι αναιρέσεως από τους αναφερομένους στα άρθρα 510 και 484 αντιστοίχως του ΚΠΔ, οι οποίοι πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διότι διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, αφού δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή της, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Για να είναι δε σαφής και ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί η απλή επίκλησή του στο αναιρετήριο, αλλά προσαπαιτείται συγκεκριμένη μνεία των νομικών πλημμελειών σε σχέση με αυτόν. Ειδικότερα, ως προς τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ., προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, της έλλειψης της, από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και από το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός, πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως, η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα). Ειδικότερα δε ο αναιρεσείων, στην αίτηση αναιρέσεως, προς θεμελίωση του λόγου αυτού, περιορίζεται να αναφέρει ότι "η αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι ελλιπής και δεν επαρκεί δια την τελικήν πρότασιν". Όπως όμως διατυπώνεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω της παντελούς αοριστίας του, καθόσον δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος παραδεκτός προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμό 24/9-2-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 2534/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποπλάνηση ανηλίκου κάτω των δέκα ετών. Επίκληση λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 339 παρ. 1 περ. α ΠΚ). Ορθώς εφαρμόστηκε η διάταξη αυτή και όχι του άρθρου 337 ΠΚ. Απαράδεκτος ο δεύτερος λόγος για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας λόγω αοριστίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αποπλάνηση ανηλίκου.
0
Αριθμός 20/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Δημήτριο Λοβέρδο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, λόγω κωλύματος του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη - Εισηγητή, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση : 1) Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και 2) Του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας ....που κατοικοεδρεύει στην ...., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος πάρεδρος του Ν.Σ.Κ Ευθύμιος Τσάκας. Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: ......, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιωάννης Γρηγορίου, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23.12.2002 αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 71/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 307/2005 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 10.10.2005 αίτησή τους . Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1450/2007 απόφαση του Α1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη της αναφερόμενης στο σκεπτικό διάταξης του άρθρου 35 παρ. 6, εδάφιο τελευταίο του ν.1473/1984 και τον αντίστοιχο από το άρθρο 559 αριθμ.4 Κ. Πολ. Δ πρώτο λόγο της αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 25.09.2007 κλήση του ήδη αναιρεσιβλήτου η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν : ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο από το άρθρο 559 αριθμ.4 Κ.Πολ.Δ. πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους προαναφερόμενους πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με τη 1450/2007 απόφαση του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. 1 β και 3 περ. β'του Κ.Πολ.Δ, ο από το άρθρο 559 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ πρώτος λόγος αναίρεσης κατά της 307/2005 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης, γιατί το τμήμα τούτο του Αρείου Πάγου αρνείται να εφαρμόσει της διάταξη του άρθρου 35 παρ. 6 εδάφιο τελευταίο του ν. 1473/1983 ως αντισυνταγματική. ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το πολιτικό δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία σε υπόθεση, που κατά νόμο, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και αν ακόμη δεν έγινε σχετική επίκληση της έλλειψης δικαιοδοσίας ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, αφού αφορά τη δημόσια τάξη (άρθρο 562 παρ. 2 εδ. γ'Κ.Πολ.Δ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος "στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου" (παρ.1). "Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει", (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει, ότι διοικητικές διαφορές ουσίας είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον ο νόμος, στην περίπτωση αυτή, οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 7 του ν. 702/1977! " Εις την αρμοδιότητα του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου υπάγονται αι διοικητικαί διαφοραί ουσίας αι αναφερόμεναι εκ της αναγνωρίσεως, παραχωρήσεως ή απονομής δικαιώματος, ευεργετήματος ή οιασδήποτε άλλης παροχής, της αρνήσεως ικανοποιήσεως, εν όλω ή εν μέρει τοιούτου αιτήματος, ως και της μεταβολής δημιουργηθείσης δια διοικητικής πράξεως καταστάσεως κατά εφαρμογή της νομοθεσίας... γ)περί λαϊκής στέγης, εργατικής κατοικίας και ανταλλάξιμων ακινήτων, δ) περί αποκαταστάσεως γεωργών και κτηνοτρόφων". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 35 παρ. 6 του ν. 1473/1984, "Αστικά ακίνητα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, που βρίσκονται στην περιοχή του Δήμου ...., παραχωρούνται στους αυθαίρετους κατόχους του δωρεάν, εφόσον οι ίδιοι ή οι δικαιοπάροχοί τους την 1-1-1940 κατείχαν αυτά τα ακίνητα και η κατοχή συνεχίζεται μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου. Κάθε παραχώρηση αφορά έκταση μέχρι 350 τμ. Για έκταση μεγαλύτερη από τα 350 τμ. και συνολικά μέχρι τα 700 τμ. καταβάλλεται τίμημα, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 3 και 5 του άρθρου 4 του Α.Ν 263/1968, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 719/1977. Οι παραχωρήσεις γίνονται με απόφαση του Νομάρχη, μετά από σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων και εισήγηση του οικονομικού εφόρου. Οι αιτήσεις υποβάλλονται μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η απόφαση του Νομάρχη αποτελεί τίτλο κυριότητας και μεταγράφεται. Σε περίπτωση που η αίτηση απορρίπτεται, διότι δεν διαπιστώνεται κατοχή κατά τον κρίσιμο χρόνο, η διαφορά παραπέμπεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 του ΑΝ 263/1968, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 719/1977". Κατά την εισηγητική έκθεση της σχετικής τροπολογίας του Υπουργού Οικονομικών, με την ανωτέρω διάταξη "ρυθμίζεται η εκκρεμότητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος αστικών ακίνητων του Δημοσίου της περιοχής του Δήμου ...., στα οποία εγκαταστάθηκαν πριν από το 1940 αστέγαστοι, κυρίως πρόσφυγες". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 και 5 του ΑΝ 263/1968, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 719/1977 και στη συνέχεια με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 1473/1984, η εξαγορά γίνεται με την καταβολή, εκ μέρους του αγοραστή, τμήματος ίσου, προκειμένου περί αστικών ακινήτων, προς τα 2/10 της αγοραίας αξίας του ακινήτου, αν η κατοχή του αιτούντος ή του δικαιοπαρόχου άρχισε πριν από την 1-1-1920 και προς τα 5/10 της ως άνω αξίας, αν η κατοχή άρχισε από την 1-1-1920 έως το 1940, ενώ το μειωμένο τίμημα υπολογίζεται προκειμένου περί αξίας του εκποιουμένου ακινήτου έως 3.000.000 δρχ, η αξία δε του ακινήτου πέρα από τα 3.000.000 δρχ. καταβάλλεται από τον αγοραστή ολόκληρη. Τέλος, η παρ. 7 του άρθρου 4 α.ν 263/1968, στην οποία παραπέμπει κατά τα προεκτιθέμενα, η παράγραφος 6 του άρθρου 35 του ν.1473/1984, η οποία όμως (παρ/φος 7) μετά την αντικατάσταση αρχικώς του άρθρου 4 του α.ν 263/1968 με το άρθρο 1 του ν.719/1977 και στη συνέχεια μετά την αντικατάσταση των παραγράφων 6,7 και 8 του ιδίου αυτού άρθρου 4 με το άρθρο 34 παρ.4 του ν. 1473/1984, αποτελεί ήδη την παρ/φο 8 του άρθρου 4 του α.ν 263/1968 ορίζει τα εξής: "Αν ο δικαιούχος αμφισβητεί τον τρόπο έναρξης κατοχής του ακινήτου, καθώς και τον καθορισμό του τιμήματος, που προσδιορίσθηκε με την απόφαση του Νομάρχη, αποφασίζει το μονομελές πρωτοδικείο της περιοχής του ακινήτου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 682 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου που ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός μηνός από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης του Νομάρχη. Η αίτηση στο μονομελές πρωτοδικείο στρέφεται κατά του Δημοσίου και επιδίδεται στον Οικονομικό Έφορο, που το εκπροσωπεί στη δίκη". Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 35 παρ. 6 του ν. 1473/1984 και του άρθρου 4 του α.ν 263/1968 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 94 παρ/φοι 1 και 2 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος, σαφώς προκύπτει ότι η κατά το πιο πάνω άρθρο 35 παρ. 6 του ν. 1473/1984 δωρεάν παραχώρηση τμήματος του ακινήτου, έκτασης έως 350 τμ και η εκποίηση έκτασης αυτού από 351 έως 700 τμ με μειωμένο τίμημα, που κλιμακώνεται αναλόγως της κατοχής του παραχωρησιούχου και αγοραστή, έχουν αποκαταστατικό χαρακτήρα, ενόψει του γεγονότος ότι, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου, λόγω της ιδιότητας των κατόχων ως αστέγων και προσφύγων, δεν καταβάλλεται ή, πάντως, καταβάλλεται μειωμένο τίμημα. Επομένως η αμφισβήτηση, εκ μέρους προσώπου που διεκδικεί για λογαριασμό του δικαίωμα αποκατάστασης, της νομιμότητας της αρνήσεως της Διοικήσεως να προβεί προς αυτόν σε παραχώρηση και εκποίηση ακινήτου, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, δημιουργεί διοικητική διαφορά ουσίας, υπαγόμενη από αρμοδιότητα του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Συνακόλουθα, η παραπάνω διάταξη της παρ/φου 6, εδάφιο τελευταίο του άρθρου 35 ν. 1473/1984, σύμφωνα με την οποία "σε περίπτωση που η αίτηση απορρίπτεται, διότι δεν διαπιστώνεται κατοχή κατά τον κρίσιμο χρόνο, η διαφορά παραπέμπεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο", το οποίο αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 (ήδη 8 κατά τα προεκτιθέμενα) του α.ν 263/1968, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 682 επομ του Κ.Πολ.Δ, είναι αντίθετη προς το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η παραπεμπόμενη διαφορά αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτών και ήδη αναιρεσίβλητος, με την από 23-12-2002 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, επικαλούμενος ότι το καθού η αίτηση και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, με την 4/2002 απόφαση της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού ....., η οποία επικυρώθηκε με την 1079348/7707/40010/25-11-2002 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, απέρριψε τρεις αιτήσεις του για την παραχώρηση σ' αυτόν, βάσει της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 34 παρ. 6 του ν. 1473/1984, τμήματος 350 τμ., από το με αριθμό Β.Κ 2532 δημόσιο κτήμα, συνολικής εκτάσεως 818,95 τμ, που βρίσκεται στην περιοχή του Δήμου ...., καίτοι το δημόσιο αυτό κτήμα κατείχαν αυθαιρέτως ο ίδιος από το έτος 1950 και προ αυτού ο δικαιοπάροχος του ....... από το έτος 1928, ζήτησε να αναγνωρισθεί, α) ως χρόνος έναρξης αυθαίρετης κατοχής του ως άνω δημοσίου κτήματος από τον δικαιοπάροχό του το έτος 1928 και ότι ο ίδιος συνεχίζει την αυθαίρετη κατοχή του από το 1950, που του το παραχώρησε εκείνος και β) ότι αυτός δικαιούται να του παραχωρηθεί, με βάση τη προαναφερόμενη διάταξη, ένα τμήμα, εκτάσεως 350 τμ, από το πιο πάνω δημόσιο κτήμα. Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η επίδικη διαφορά συνιστά διοικητική διαφορά ουσίας, αφού αυτή ανέκυψε από την άρνηση της Επιτροπής Δημοσίων Κτημάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού .... να ικανοποιήσει το αίτημα του αναιρεσιβλήτου, για τη δωρεάν παραχώρηση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ/φου 6 του άρθρου 35 του ν. 1473/1984, τμήματος 350 τμ του πιο πάνω δημοσίου τμήματος. Αλλά η διαφορά αυτή ανήκει στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καβάλας, υπάγεται δηλαδή στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Επομένως το Εφετείο, με το να κρίνει ότι έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ένδικης αίτησης, την οποία στη συνέχεια και δέχθηκε ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και έτσι ο από το άρθρο 559 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, πρέπει να κριθεί ως βάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου, ήτοι των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Δαλιάνη και Χρήστου Αλεξόπουλου, με την ανωτέρω αίτηση δεν εισήχθη προς εκδίκαση διοικητική διαφορά ουσίας, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά ιδιωτική διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τις εκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 35 παρ. 6 του ν. 1473/1984 και 4 παρ. 8 του α.ν 263/1968, αντικείμενο της εν λόγω διαφοράς δεν είναι αυτή καθεαυτή η παραχώρηση ή μη του ακινήτου, δηλαδή έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου, αλλά μόνο η εκ μέρους του δικαιοπαρόχου ή (και) των δικαιοπαρόχων του κατοχή ή μη του ακινήτου κατά το κρίσιμο χρόνο και η συναρτώμενη με τον καθορισμό του τιμήματος αγοραία αξία του ακινήτου, δηλαδή έννομες καταστάσεις του ιδιωτικού δικαίου. Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτεθέντων, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, παρέπεται ότι, αναιρουμένης της εφετειακής αποφάσεως για υπέρβαση δικαιοδοσίας, τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν πλέον εξουσία να ασχοληθούν με την υπόθεση (λόγος για τον οποίο παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης) και πρέπει να συναναιρεθεί αυτεπαγγέλτως και η εκκληθείσα από τον αναιρεσίβλητο (αιτούντα) πρωτόδικη απόφαση, η οποία, απορρίψασα την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη, υπέπεσε στο ίδιο σφάλμα της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και να απορριφθεί η ένδικη αίτηση του αναιρεσιβλήτου ως απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 307/2005 απόφαση του Εφετείου Θράκης και την εκκληθείσα 71/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας. Απορρίπτει την ένδικη από 23-12-2002 αίτηση του αναιρεσιβλήτου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, για όλους τους βαθμούς, την οποία ορίζει στα τριακόσια πενήντα (350) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 23 Ιουνίου 2008 Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρνηση εφαρμογής νόμου ως αντισυνταγματικού.
null
null
0
Αριθμός 22/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Δημήτριο Λοβέρδο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, λόγω κωλύματος του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουζάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καλούσας : .............., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Χατζόπουλου. Του αναιρεσιβλήτου- καθού η κλήση: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος πάρεδρος Ν.Σ.Κ Θεόδωρος Ράπτης. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 09.07.2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 760/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 7764/2004 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 11.05.2005 αίτησή της Στη συνέχεια εκδόθηκε η 277/2007 απόφαση του Β1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τους πρώτο και δεύτερο (μοναδικούς) λόγους της κρινόμενης αιτήσεως για αναίρεση της 7764/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 03.04.2007 κλήση της αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν : ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι οι από το άρθρο 559 αριθμ.1 πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους προαναφερόμενους πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την κρινόμενη 691/2-6-2005 αίτηση αναιρέσεως, οι λόγοι της οποίας παραπέμφθηκαν με την 277/2007 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου στην τακτική Ολομέλεια προσβάλλεται η 7764/25-11-2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, με την 95942/2337/10-7-2002 αγωγή εφέρετο προς διάγνωση αξίωση της ήδη αναιρεσείουσας από τόκους, που προέρχονται (α) από τον υπολογισμό τους από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ν.π.δ.δ επί του επιδικασθέντος σε βάρος του με την 2776/1998 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κεφαλαίου μισθολογικών διαφορών σε ποσοστό 12/00 και (β) την καταβολή ατόκως των εκτός επιδικίας μισθολογικών διαφορών. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η απορριπτική αυτής 760/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από την 6171/21-7-2004 έφεση της εναγούσης, η 7764/25-11-2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με απορριπτική επ' αυτής κατ' ουσίαν κρίση, σε συνέπεια με τη νομική της παραδοχή ότι κατ' επιταγή των άρθρων 18 παρ. 1 του ν. 4169/1961 και 21 παρ. 9 του ν. 1902/1990 επί του αναιρεσίβλητου ν.π.δ.δ. έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, κατά τους ορισμούς της οποίας ο νόμιμος και της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής ορίζεται σε ποσοστό 6/00 και οφείλεται από την επίδοση της αγωγής, όμοια ρύθμιση με εκείνη του άρθρου 21 του ν.δ της 26-6/10-7-1944, περί δικών του δημοσίου. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε η ηττηθείσα εκκαλούσα με την 691/2005 αίτηση αναιρέσεως, με προβαλλόμενες δι'αυτής αναιρετικές αιτιάσεις της ευθείας παραβιάσεως των άρθρων (α) 18 παρ.1 ν.4169/1961, 21 Κ.Δ. 26-6/10-7-1944, 293 ΑΚ και επιπρόσθετα εκείνων (β) των άρθρων 655, 648, 649, 341 παρ.1, 345 εδ.1 ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας. Επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε η 277/2007 απόφαση του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον, θέτοντας παράλληλα και θέμα συνταγματικότητας των νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων για το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ., λόγους για τους οποίους και κατάληξε, με βάση την παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου 563 παρ.2β ΚΠολΔ δικονομική ευχέρεια, στην παραπομπή της 691/2005 αιτήσεως αναιρέσεως κατά τους διατυπουμένους δι' αυτής λόγους στην Τακτική Ολομέλεια, έννοια με την οποία και ερευνώνται στη συνέχεια. Ι. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 παρ.1 του ν.4169/1961 "Ο ΟΓΑ απαλλάσσεται παντός δημοσίου, δημοτικού και κοινοτικού ή υπέρ τρίτου φόρου άμεσου ή έμμεσου, των υπέρ ΜΤΠΥ κρατήσεων, παντός τέλους ταχυδρομικού ως και δικαστικού εις πάσαν δίκην του και απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών και προνομίων δικαστικών, διοικητικών και δικονομικών, ως εάν είναι αυτό τούτο το Δημόσιον". Αντίστοιχου περιεχομένου διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 19 του ν.1846/1951 για το ΙΚΑ. Από την όλη διατύπωση των διατάξεων αυτών παρά την ατέλειά τους, εκτιμάται ότι στην εξομοίωση του ΟΓΑ και του ΙΚΑ με το Δημόσιο περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού, στα οποία εντάσσονται και η υποχρέωση του δημοσίου κατά το άρθρο 21 του Ν.Δ. 26-6/10-7-1944 για καταβολή νομίμου ή υπερημερίας τόκου σε ποσοστό 6/οο από την επίδοση της αγωγής, νομική παραδοχή η οποία επιβεβαιώνεται από τις επακολουθήσασες νομοθετικές ρυθμίσεις. Ειδικότερα ορίσθηκε στη συνέχεια με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977 ότι εξαιρούνται της εφαρμογής του ν.δ. 496/1974 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ., οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ.2 και 48 παρ.3 του οποίου είναι όμοιου περιεχομένου με εκείνες του άρθρου 21 του ν.δ. 26-6/10-7-1944 και 90 παρ.3,5, 94 του ν. 2362/1995, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί που υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και ακολούθως με το άρθρο μόνο του π.δ. 305/1995 ότι οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ.2 και 43 του ν.δ. 496/1974 εφαρμόζεται και για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που υπάγονται στο Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πλην ΙΚΑ και ΟΓΑ, καταργουμένης της εξαίρεσης που θεσπίσθηκε για τα θέματα αυτά με το π.δ. 437/1977. Το προηγούμενο νομικό καθεστώς του άρθρου 18 παρ.1 του ν.4169/1961 επανήλθε σε ισχύ με την αντιστοίχου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 21 παρ.9 του ν.1902/1990, κατά τους ορισμούς του οποίου το ΙΚΑ και οι λοιποί οργανισμοί αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχουν όλα τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, δεν διατάσσεται προσωρινή εκτέλεση κατ' αυτών, αναστέλλεται δε η δικαστική εκτέλεση κάθε τελεσίδικης απόφασης κατ' αυτών, τόσο κατά την προθεσμία άσκησης αίτησης αναίρεσης, όσο και από την άσκηση αυτής. Με την τελευταία αυτή νομοθετική ρύθμιση το ΙΚΑ και οι λοιποί ασφαλιστικοί οργανισμοί, στους οποίους προφανές είναι ότι περιλαμβάνεται και ο ΟΓΑ, αποσυνδέονται από το ν.δ. 496/1974 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. και τους παρέχονται, με την επανάληψη της διατυπώσεως του άρθρου 18 παρ.1 του ν.4169/1961, τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, στα οποία, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού. Τέλος, με το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 3232/2004 ορίσθηκε "η έννοια της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 4161/1991 είναι ότι ο ΟΓΑ απολαύει αναιρετικώς όλων των ατελειών και ουσιαστικών προνομίων, ως εάν είναι το ίδιο το Δημόσιο". Αντίθετα κατά τη γνώμη των μελών του Δικαστηρίου Γ. Φώσκολου, Αντιπροέδρου, και Ι.Τέντε, Θ. Γκοίνη και Ν. Λεοντή, αρεοπαγιτών, στην εξομοίωση του ΟΓΑ και του ΙΚΑ με το δημόσιο δεν περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού, την εκτίμησή τους δε αυτή στηρίζουν στις ακόλουθες παραδοχές (α) ότι οι ασφαλιστικοί οργανισμοί αποσυνδέονται από τις αντιστοίχου περιεχομένου ευεργετικές διατάξεις του ν.δ. 496/1974 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ περί παραγραφής και τοκοδοσίας, ρύθμιση η οποία πάγια ακολουθήθηκε κατά το προηγούμενο νομικό καθεστώς για το ΙΚΑ και τον ΟΓΑ. Τούτο εκτιμάται ότι οφείλεται στο γεγονός ότι λήφθηκε υπόψη ότι κυρίως πρόκειται για αξιώσεις των ασφαλισμένων κατά των ασφαλιστικών οργανισμών για παρεχόμενες από αυτούς ασφαλιστικές παροχές, χωρίς παράλληλα να δικαιολογείται συσταλτική ερμηνεία της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως, με την έννοια του περιορισμού της μόνο στις διαφορές που αναφύονται μεταξύ ασφαλισμένων και ασφαλιστικών οργανισμών, (β) Παρά το γεγονός ότι με την διάταξη του άρθρου 21 παρ. 9 του ν. 1902/1990 επαναλαμβάνεται η διατύπωση εκείνης του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 4169/1961, με περαιτέρω αναλυτικό περιεχόμενο σχετικά με την εκτέλεση των κατά των ασφαλιστικών οργανισμών αποφάσεων, οριστικών και τελεσιδίκων, που καλύπτεται από τα δικονομικά και δικαστικά προνόμια, δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα μείζονος σπουδαιότητας ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια του Δημοσίου και (γ) στο διάταγμα της 26-6/10-7-1944 "περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου" γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των δικαστικών και, εννοιολογικώς ταυτοσήμων, δικονομικών προνομίων, περιλαμβανομένων στα άρθρα 1-7 του Κεφαλαίου Ι'αυτού, υπό τον τίτλο "Γενικαί Δικονομικαί Διατάξεις" αφενός και ουσιαστικών διατάξεων αφετέρου, περιλαμβανομένων στο Κεφάλαιο ΙΙ' υπό τον τίτλο "Γενικαί ουσιαστικού δικαίου διατάξεις", μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 21 αυτού. Μετά την διαμορφωθείσα κατά πλειοψηφία γνώμη ότι στην εξομοίωση του ΟΓΑ με το Δημόσιο περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού, στα οποία εντάσσονται όπως προαναφέρθηκε, η υποχρέωση του Δημοσίου κατά το άρθρο 21 του ΚΔ 26-6/10-7-1944 για καταβολή νομίμου ή υπερημερίας τόκου σε ποσοστό 6/00 από την επίδοση της αγωγής, η βασιμότητα των λόγων αναιρέσεως εξαρτάται από τη συνταγματικότητα της κατά παραπομπή εφαρμοζομένης διατάξεως του άρθρου 21, θέμα που έτσι ακριβώς τίθεται από την παραπεμπτική 277/2007 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Με την έννοια αυτή τίθεται ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, για την έρευνα του οποίου εκτιμάται ότι οι παραπεμφθέντες από το Τμήμα λόγοι αναιρέσεως πρέπει, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. γ, δ'του ν. 1756/1988 να παραπεμφθούν κατά τούτο από την παρούσα Α' Τακτική Ολομέλεια στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά την γνώμη όμως των μελών του Δικαστηρίου Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρου, Δημητρίου Δαλιάνη, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστου Αλεξόπουλου, Ειρήνης Αθανασίου και Αναστασίου Λιανού, Αρεοπαγιτών, δεν δικαιολογείται η εν λόγω παραπομπή και αρκούσε προς τούτο η απόφαση της παρούσης Τακτικής Ολομέλειας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει τους λόγους αναιρέσεως της 691/2-6-2005 αιτήσεως για αναίρεση της 7764/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, που παραπέμφθηκαν με την 277/2007 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικαστικά και ουσιαστικά προνόμια του Ο.Γ.Α.
null
null
2
Αριθμός 23/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Δημήτριο Λοβέρδο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, λόγω κωλύματος του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου- Εισηγήτρια, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος : Χ, κατοίκου ..., τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ιδομενέας Γκίκας. Της αναιρεσιβλήτου - καθής η κλήση : Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΕΛΛΑΔΟΣ-ΑΕΡΟΔΡΟΜΗΣΙΣ Α.Τ & Ξ.Ε (AIRGREECE-AERODROMISIS S.A), που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Κάρμης. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14.12.2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 261/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 121/2003 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 05.07.2005 αίτησή του . Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1685/2007 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τον πρώτο λόγο κατά το δεύτερο μέρος του της κρινόμενης αιτήσεως για αναίρεση της 121/2003 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 11.10.2007 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν : ο μεν του καλούντος-αναιρεσείοντος την παραδοχή του παραπεμφθέντος μέρους του πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο από το άρθρο 559 αριθμ.11 περ.β' Κ.Πολ.Δ πρώτος ως προς το δεύτερο μέρος του λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους προαναφερόμενους πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 11-10-2007 κλήση του αναιρεσείοντος, εισάγεται νομίμως προς εκδίκαση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. β' ΚΠολΔ απορρέων λόγος της από 5-7-2005 αιτήσεως του Χ περί αναιρέσεως της 121/2003 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης, ο οποίος (λόγος), κατά το συγκεκριμένο μέρος του, έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια με την 1685/2007 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Η παραπομπή έγινε κατ'άρθρο 563 παρ. 2 εδαφ. β' ΚΠολΔ, επειδή η απόφαση του Τμήματος λήφθηκε με πλειοψηφία μιας ψήφου. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔικ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιες δίκης. (Ολ ΑΠ 9/2000, 14/2005). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, για την μόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος ότι δεν υπήρξε παράβαση εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας του όρου 20 της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας συμβάσεως εργασίας, που προέβλεπε την ασφάλιση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος για τους κινδύνους που θα προέκυπταν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των πτητικών του καθηκόντων και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχε σπουδαίος λόγος καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του τελευταίου, έλαβε υπόψη βεβαίωση της ασφαλιστικής εταιρείας ΕΘΝΙΚΗ από την οποία προέκυπτε η ασφάλιση αυτή. Του εγγράφου όμως αυτού, το οποίο ούτε ο ήδη αναιρεσείων επικαλέσθηκε στο Εφετείο, όπως προκύπτει από τις ενώπιον αυτού προτάσεις του κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν είχε γίνει νόμιμη επίκληση από την αναιρεσίβλητη στο Εφετείο, εφόσον στις ενώπιον αυτού από 19-11-2002 προτάσεις της, στις οποίες ενσωματώνονται κατ' αντιγραφή και οι προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, διαλαμβάνεται μόνη η, μη συνιστώσα, κατά τα προεκτεθέντα, νόμιμη επίκληση του εγγράφου αυτού, φράση "επειδή προσάγουμε και επικαλούμεθα άπαντα τα και πρωτοδίκως προσαχθέντα έγγραφα". Συνεπώς, το Εφετείο με το να λάβει υπόψη το πιο πάνω έγγραφο, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 παρ. β' Κ.Πολ.Δικ., της παρά τον νόμο λήψεως υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίσθηκαν νόμιμα. Επομένως ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος λόγος του αναιρετηρίου κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο καταλογίζεται στο εφετείο η από την ανωτέρω διάταξη πλημμέλεια, είναι βάσιμος και συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, εφόσον δεν υπάρχει περίπτωση να επιληφθεί το τμήμα που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια, αφού αυτό αποφάνθηκε ήδη επί των λοιπών αναιρετικών λόγων τους οποίους και απέρριψε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Δαλιάνη και Χρήστου Αλεξόπουλου ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι από τη διάταξη του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ, της οποίας σκοπός είναι, κατά την αιτιολογική έκθεση του ν.δ 958/1971, η αποτροπή της υπέρμετρης καταπονήσεως των δικαστών από την αναζήτηση αυτοτελών πραγματικών ισχυρισμών ή αποδεικτικών μέσων μνημονευομένων σε επαναφερόμενες από προηγούμενες συζητήσεις σχοινοτενείς και πολυσέλιδες προτάσεις των διαδίκων, συνάγεται, κατά τελολογική συστολή του πεδίου εφαρμογής της, ότι η ρυθμιστική εμβέλεια καλύπτει μόνο τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά εκείνα μέσα τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο, μολονότι η επαναφορά και επίκληση τους σε μεταγενέστερες συζητήσεις είχε γίνει κατά τον οριζόμενο σ' αυτή (διάταξη) τρόπο, χωρίς να εκτείνεται και στα επαναφερόμενα με τις προτάσεις προηγουμένων συζητήσεων αποδεικτικά μέσα, τα οποία, παρά τη μη τήρηση των ως άνω διατυπώσεων, ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο κατά την κατάστρωση του αποδεικτικού συλλογισμού του. Στην τελευταία περίπτωση η συνεκτίμηση των μνημονευόμενων σε επαναφερόμενες προτάσεις προηγουμένων συζητήσεων - αποδεικτικών μέσων, για τα οποία έγινε σύντομη επίκληση και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων προηγούμενης συζητήσεως, δεν υπόκειται, αυτή καθεαυτή, σε αναιρετικό έλεγχο. Τα δικαστικά έξοδα ενόψει της μερικής νίκης και ήττας κάθε διαδίκου, κατανεμόμενα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας αυτών, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους (άρθρο 178 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 121/2003 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νόμιμη επίκληση αποδεικτικού μέσου.
null
null
0
Αριθμός 24/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Δημήτριο Λοβέρδο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, λόγω κωλύματος του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλείου Νικόπουλου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη- Εισηγητή, Δημήτριο Πατινίδη, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καλούσας : ......., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Λεωνίδας Πανούσης με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση : Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών "ΛΑΪΚΟ" (Ν.Π.Δ.Δ),νομίμως εκπροσωπουμένου, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Νικόλαος Καλούδης, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 05.07.1988 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3548/1988 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5970/1990 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 08.06.1992 αίτησή της . Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1190/1994 απόφαση του Β' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τον πρώτο λόγο της παραπάνω αιτήσεως για αναίρεση της 5970/1990 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 23.10.2007 κλήση της αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσιβλήτου ανέπτυξε προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησε την απόρριψη του παραπεμφθέντος πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο από το άρθρο 559 αριθμ.1 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά την 8η Μαΐου 2008, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση, ένα μέλος του δικαστηρίου ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Δημήτριος Λοβέρδος δήλωσε την αυτοεξαίρεσή του, κατ' άρθρα 52, 55 Κ.Πολ.Δ., για λόγους ευπρέπειας και ειδικότερα γιατί ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας, σε άλλη υπόθεση, επί της οποίας έχει εκδοθεί η υπ' αριθμ. 129/2005 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, έχει ασκήσει την από 8 Ιουλίου 2005 αγωγή κακοδικίας κατά των μελών του Δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω απόφαση,129/2005, στη σύνθεση του οποίου συμμετείχε και ο ίδιος. Η αγωγή αυτή, σύμφωνα με την από 29.2.2008 κλήση του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας, επιδοθείσα στις 10.4.2008, πρόκειται να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 3ης Ιουνίου 2008. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποχώρησε από την αίθουσα διασκέψεως της Ολομέλειας προκειμένου το Δικαστήριο ν' αποφασίσει για τις ανωτέρω αίτηση αναίρεσης και δήλωση αυτοεξαίρεσης. Μετά από αυτά, το Δικαστήριο συγκροτήθηκε με προεδρεύοντα τον αρχαιότερο της σύνθεσης Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου και με τη συμμετοχή όλων των λοιπών όπως παραπάνω μελών της σύνθεσης της Α' Ολομέλειας και αποφάνθηκε ομόφωνα ότι μόνο το επικαλούμενο γεγονός, ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας στην παρούσα υπόθεση έχει ασκήσει την από 8.7.2005 αγωγή κακοδικίας κατά των μελών του Δικαστηρίου που εξέδωσε την 129/2005 απόφαση του Β2'Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου μετείχε και ο υποβάλλων την αίτηση εξαιρέσεως, δεν δικαιολογεί την παραδοχή της, σε συνέπεια με την περί πραγμάτων εκτίμηση ότι, μόνο το επικαλούμενο γεγονός της ασκήσεως κατ' αυτού αγωγής κακοδικίας δεν προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας προς το πρόσωπο του. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την ως άνω δήλωση εξαιρέσεως του Προεδρεύοντος της σύνθεσης της Α' Ολομέλειας. Στη συνέχεια, το δικαστήριο συγκροτήθηκε με προεδρεύοντα τον Αντιπρόεδρο τον Δημήτριο Λοβέρδο. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 23-10-2007 αίτηση, της αναιρεσείουσας νόμιμα εισάγεται στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ πρώτος λόγος της από 8-6-1992 αιτήσεως για αναίρεση της 5970/1990 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ο οποίος παραπέμφθηκε σ' αυτή με την 1190/1994 απόφαση του Β' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, διότι κρίθηκε ότι με τον παρόντα λόγο δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή είναι αναγκαία για την ενότητα της νομολογίας (άρθρ. 563 παρ. 2 εδ. β'Κ.Πολ.Δ), εξαιτίας της έκδοσης αντιθέτων αποφάσεων στο ίδιο κρινόμενο ζήτημα. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν.201/1975 ορίζει "Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το απασχολούμενο προσωπικόν των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του ν.δ 2592/1953 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αμοιβή για μίαν ώραν ημερησίως υπολογιζόμενη κατά τις διατάξεις του εδ. γ' της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν.δ 4538/1966 και από 1-1-1977 δια δύο ώρες ημερησίως". Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλευση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίμονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση. Η αμοιβή αυτή δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νόμιμου ωραρίου, αλλά αποτελεί τμήμα των νομίμων αποδοχών του προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 201/1975 είχε νόμιμη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η μεταγενέστερη δια νόμου μείωση του νομίμου ωραρίου εργασίας, δεν συνεπάγεται την κατάργηση ή μείωση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, διότι η οκτάωρη ημερήσια απασχόληση προβλέπεται από το νόμο για τον προσδιορισμό των εργαζομένων που δικαιούνται της αμοιβής και όχι ως ουσιαστική προϋπόθεση απαραίτητη για την εκάστοτε καταβολή αυτής. Επομένως της πρόσθετης αυτής αμοιβής δικαιούνται όσοι απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το οποίο κατά το κρίσιμο χρόνο της έναρξης της ισχύος του ν. 201/1975 είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η αμοιβή αυτή, λόγω της φύσεώς της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατανομαζόμενα επιδόματα μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975.(ΑΕΔ 10/2005). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συνυπολόγισε στις νόμιμες αποδοχές της αναιρεσείουσας, ως καθαρίστριας του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την 26-7-1983, την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετη αμοιβή για δύο ώρες ημερησίως, συνολικού ποσού 356.850 δρχ., κατά το χρονικό διάστημα 1-1-1985- 30-6-1987, με την αιτιολογία ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα το νόμιμο ωράριο του βοηθητικού προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων προέβλεπε απασχόληση λιγότερη των οκτώ ωρών ημερησίως και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που έκρινε αντίθετα, απέρριψε ως μη νόμιμο το κεφάλαιο αυτό της από 5-7-1988 αγωγής της. Με τη κρίση του αυτή παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το βάσιμο από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ πρώτο λόγο της αναιρέσεως που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια. Περαιτέρω, εφόσον δεν υπάρχει περίπτωση να επιληφθεί το τμήμα που παρέπεμψε, αφού αυτό αποφάνθηκε ήδη επί των λοιπών λόγων της αναιρέσεως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ) και συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής δίκης, διότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων ουσιαστικών κανόνων ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 και ισχύει από 1-2-2002 και 183 εδ. β Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 5970/1990 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, Και Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής δίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πρόσθετη αμοιβή του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
null
null
1
Αριθμός 25/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ζήση Βασιλόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος : "ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" (Τ.Ε.Α.Π.Ε.Τ.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Γεώργιος Λεβέντης και Γεώργιος Σπηλιόπουλος. Της αναιρεσιβλήτου - καθής η κλήση : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Χαρίκλεια Απαλαγάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11.9.2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1910/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1193/2004 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 18.11.2004 αίτησή του. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1603/2006 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τον, από το άρθρο 559 αρ.1,14 και 19 Κ.Πολ.Δ., δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 19.04.2007 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος - καλούντος την παραδοχή του παραπεμφθέντος δεύτερου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, η δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ο από το άρθρο 559 αρ.1,19 και 14 δεύτερος λόγος αναιρέσεως, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους προαναφερόμενους πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, με το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ ορίζεται ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ικανότητα του διαδίκου ρυθμίζεται σε άμεση συσχέτιση με το ουσιαστικό δίκαιο και επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 61, 72 και 748 Α.Κ. διάδικος μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων, που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία ή εταιρίες, που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ή σύνολο περιουσίας, η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, εφόσον όμως έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, κατά τους όρους του νόμου. Ειδικότερα, όσον αφορά στην τελευταία περίπτωση (σύνολο περιουσίας), κατά το άρθρο 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία ή συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό (παροχή εφάπαξ βοηθημάτων κ.λ.π). Τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους αποκλείει η νομοθεσία μας, αλλ' αντιθέτως τους προβλέπει ειδικώς στα πλαίσια ασφαλιστικών οργανισμών και για ασφαλιστικές παροχές (άρθρο 4 παρ. 7 του α.ν. 1022/1946). Οι λογαριασμοί αυτοί, κατά κανόνα, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, για την απόκτηση της οποίας απαιτούνται οι νόμιμες, κατά περίπτωση, διατυπώσεις και δεν αποτελούν αστικές εταιρίες, ενώ δεν έχουν και ικανότητα να είναι διάδικοι, σύμφωνα με τη διάταξη 62 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αφού δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα και ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία. Για τις ενώσεις προσώπων το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις, τηρώντας τους νόμους του κράτους και το άρθρο 107 εδ. α' ΑΚ ότι η ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ενώσεις προσώπων που έχουν σωματειακή υφή, οι οποίες ως εκ τούτου διαφέρουν σημαντικά από τις εταιρίες. Περαιτέρω ορίζεται με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ότι "καθένας έχει δικαίωμα ν' αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη", με το άρθρο 20 παρ. 1 ότι "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί ν' αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει" και με το άρθρο 6 παρ. 1α της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων, ισχύ, ότι "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα και θ' αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αστικής φύσεως, είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Με τον λόγο αυτό ελέγχεται αν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού είτε αυτή διατυπώνεται ρητώς είτε εξυπονοείται ή σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές. Στη μείζονα πρόταση. Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αρ. 14 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει χώρα ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου και να χαρακτηρίζεται ως δικονομική. Το έννομο συμφέρον όμως και η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προυποθέσεις αυτές ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 και όχι εκείνον του αριθμού 14, ο οποίος ανακύπτει μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της. Τέλος κατά τη διάταξη του αρ. 19 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ουσιαστική διάταξη νόμου. Στην προκειμένη υπόθεση το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, τα ακόλουθα: Στην από 25-10-1948 συλλογική σύμβαση εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος και του συλλόγου των υπαλλήλων της Τράπεζας αυτής περιλήφθηκε ο εξής όρος " Συνιστάται ειδικός λογαριασμός επικουρικής ασφαλίσεως υπό την επωνυμία Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, ούτινος ο σκοπός, οι πόροι και εν γένει τα της λειτουργίας αυτού ρυθμίζονται δια του συνημμένου τη παρούση καταστατικού, όπερ αποτελείται εξ άρθρων είκοσι εννέα (29)". Με βάση τον όρο αυτό της άνω σ.σ.ε συστήθηκε το αναιρεσείον Ταμείο. Το εν λόγω μόρφωμα, όπως προκύπτει από τον άνω όρο της σ.σ.ε, χαρακτηρίζεται από την ίδια τη συστατική πράξη ως "ειδικός λογαριασμός", ότι ιδρύθηκε με αυτή τη σ.σ.ε και χωρίς άλλη πολιτειακή πράξη, έχει ως σκοπό την επικουρική ασφάλιση του προσωπικού της Εμπορικής Τράπεζας και στο καταστατικό ανατέθηκε η αποστολή να εξειδικεύσει τον σκοπό, τους πόρους και εν γένει τα της λειτουργίας του ειδικού λογαριασμού, χωρίς αναφορά σε ενδεχόμενα μέλη του. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού δέχεται ότι στον εν λόγω ειδικό λογαριασμό δεν προσδόθηκε νομική προσωπικότητα (γεγονός που δέχθηκε και η 1603/2006 παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου) διαλαμβάνει, περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι το αναιρεσείον δεν έχει τη δυνατότητα να παρίσταται στο δικαστήριο ως διάδικος ούτε σύμφωνα με το άρθρο 64 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού δε πρόκειται περί ενώσεως προσώπου προς επιδίωξη κάποιου σκοπού, η οποία δεν αποτέλεσε σωματείο, και ότι πρόκειται μόνο για συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό, συγκείμενο στη συνεχή, κατά μήνα, χορήγηση χρηματικής επικούρησης στα δικαιούμενα, κατά τους όρους της ανωτέρω σύμβασης, πρόσωπα, μετά την αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία ή στα, κατά τις περιπτώσεις θανάτου, μέλη των οικογενειών τους. Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι οι αντίθετες εφέσεις κατά της πρωτόδικης απόφασης, από τις οποίες η μια ασκήθηκε από ανύπαρκτο πρόσωπο και η άλλη απευθύνθηκε κατά ανύπαρκτου προσώπου, είναι απαράδεκτες και τις απέρριψε, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε απορρίψει την αγωγή του αναιρεσείοντος ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Με όσα δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 12 του Συντάγματος, 107 εδ. α'του ΑΚ και 68 του ΚΠολΔ, με την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης που πιο πάνω εκτίθεται, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού οι τελευταίες αυτές διατάξεις προϋποθέτουν πρόσωπο ικανό να είναι διάδικος, ιδιότητα που δεν πληρούται για το αναιρεσείον και δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, με το να θεωρήσει ότι το αναιρεσείον, το οποίο δεν αποτελεί ένωση προσώπων, δεν μπορεί να είναι διάδικος και ν'ασκεί παραδεκτώς ένδικα μέσα. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του από τους αρ. 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι με σαφή και επαρκή αιτιολογία στηρίζει το διατακτικό του, δηλαδή την απόρριψη της αγωγής που άσκησε το αναιρεσείον. 'Ετσι και κατά το δεύτερο σκέλος του ο ίδιος λόγος αναίρεσης (δεύτερος) από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν τούτων και εφόσον ο πρώτος λόγος αναίρεσης έχει ήδη απορριφθεί με την 1603/2006 παραπεμπτική απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος, πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Περίπτωση επιδίκασης δικαστικών εξόδων σε βάρος του αναιρεσείοντος που ηττήθηκε δεν υπάρχει διότι δεν υπάρχει πρόσωπο διαδίκου που ηττήθηκε, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρ. 176 ΚΠολΔ, η οποία προϋποθέτει διάδικο που ηττήθηκε για την καταδίκη στην πληρωμή των εξόδων, κατά την έννοια του αρθ. 62 του ίδιου κώδικα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 15-11-2004 αίτηση του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος (ΤΕΑΠΕΤΕ). Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
"Ειδικοί λογαριασμοί".
null
null
0
Αριθμός 26/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολομέλεια Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Δημάδη- Εισηγητή, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Των καλούντων - αναιρεσειόντων: αναφέρονται 60 αναιρεσείοντες, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Στέλιος Σταματόπουλος, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Του καθού η κλήση - αναιρεσιβλήτου : Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία "Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών (Ο.Α.Σ)", ο οποίος έπαψε να υφίσταται μετά το ν. 2175/1993, το οποίο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Αναστάσιος Κουμουτσάρης και Σταύρος Λέτσας. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 01.06.1994 αγωγή των ήδη καλούντων-αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6708/1995 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 9086/1996 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 01.11.1999 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 974/2001 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αιτήσεως. Στη συνέχεια, μετά την από 07.05.2003 κλήση των αναιρεσειόντων για συζήτηση της υποθέσεως, εκδόθηκε 176/2005 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως. Μετά την από 15.09.2005 κλήση των αναιρεσειόντων εκδόθηκε η 1789/2007 απόφαση του Α1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως για εκδίκαση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 29.10.2007 κλήση των ήδη αναιρεσειόντων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος πρώτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, οι δε του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 94 παρ.1 του ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόματα των πληρεξουσίων. Κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβαση της. Περαιτέρω στο άρθρο 576 παρ.1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ στην παρ.3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων και την καθιερούμενη από την τελευταία απ' αυτές αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στο Άρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι, συνάγεται ότι: α) στην περίπτωση που η επίσπευση της συζήτησης είχε γίνει από τον απολειπόμενο διάδικο, από κοινού με άλλους που εμφανίσθηκαν, αυτή δεν είναι έγκυρη ως προς αυτόν (απολειπόμενο), εάν κατά τη γενόμενη αυτεπαγγέλτως προς τούτο από το δικαστήριο έρευνα διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας ως προς εκείνον (απολειπόμενο) προς το δικηγόρο, που και για λογαριασμό του επέσπευσε τη συζήτηση, β) στην περίπτωση που ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση εμφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, την οποία πλέον αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο αναιρεσείων θεωρείται ότι δεν παρίσταται και κηρύσσεται άκυρη η κλήση, με βάση την οποία αυτός εμφανίζεται ότι επισπεύδει με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εφαρμογή της παραπάνω αναφερόμενης διάταξης του άρθρου 576 παρ.1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία ο Αρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι και γ) εφόσον οι αναιρεσείοντες είναι περισσότεροι και ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση και εμφανίζεται γι' αυτούς δεν έχει την πληρεξουσιότητα μερικών ή και ενός έστω από τους αναιρεσείοντες που επέσπευσαν τη συζήτηση, είτε αυτοί παρίστανται είτε δεν παρίστανται κατ' αυτήν, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους, αν οι αναιρεσείοντες αυτοί δεν έχουν κλητευθεί από τον αντίδικο τους ή από τους επισπεύδοντες τη συζήτησης τυχόν έστω και απλούς ομοδίκους τους. (ΟλΑΠ 39/2005, 9/2003). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 29.10.2007 κλήση των αναιρεσειόντων, που επισπεύδουν την συζήτηση της υποθέσεως, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Β' Τακτικής Ολομελείας ο από το άρθρο 559 αρ.1 πρώτος λόγος της από 1.11.1999 αιτήσεως των ....., ........, ......... κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 9086/1996 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, μετά την παραπομπή του σ' αυτήν, με την υπ' αριθμ. 1789/2007 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού, λόγω λήψεως της αναιρετικής αποφάσεώς του δια πλειοψηφίας μιας ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ.2 εδ. γ' του ΚΠολΔ. Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, που έγινε κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσης αποφάσεως δικάσιμο του δικαστηρίου τούτου (20.3.2008) με εκφώνηση με τη σειρά της από το πινάκιο, οι αναιρεσείοντες - καλούντες παρέστησαν δια του δικηγόρου Στυλιανού Σταματοπούλου, υπογράφοντος ως πληρεξουσίου αυτών την ανωτέρω κλήση, επιδοθείσα στον παριστάμενο αναιρεσίβλητο. Ο παριστάμενος, όμως, ως πληρεξούσιος άνω δικηγόρος των αναιρεσειόντων - καλούντων δεν αποδεικνύει την χορήγηση σ' αυτόν πληρεξουσιότητος προς εκπροσώπηση και της εκ των καλουσών ........, παρά μόνον ως προς του λοιπούς, ενώ περαιτέρω δεν αποδεικνύεται ότι αυτή εκλητεύθη από κάποιον από τους νομίμως παρισταμένους λοιπούς ομοδίκους της, ούτε από τον νομίμως παριστάμενο αναιρεσίβλητο. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 1.11.1999 αιτήσεως για αναίρεση της υπ' αριθμ. 9086/1996 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη συζήτηση.
null
null
2
Αριθμός 27/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιος Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη - Εισηγήτρια, Ελένη Σπίτσα, Γεωργία Λαλούση και Αντώνιο Αθηναίο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος- καλούντος: χ1, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας. Του προσθέτως παρεμβαίνοντος- καλούντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς (Ν.Π.Δ.Δ)", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο του Στέλιο Μανουσάκη, που παραστάθηκε με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσιβλήτου- καθής η κλήση: Ομορρύθμου Βιοτεχνικής και Εμπορικής Εταιρείας με την επωνυμία "....... Ο.Β.Ε.Ε", που είναι σε εκκαθάριση, εδρεύει στην Μάνδρα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ευφροσύνη Δημητρακοπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20.06.2003 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4998/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 818/2004 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 24.02.2005 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1562/2006 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Στη συνέχεια, με την από 09.10.2006 κλήση του αναιρεσείοντος η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση και εκδόθηκε η 90/2008 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο αιτιολογικό της πρώτο λόγο αναιρέσεως. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 20.02.2008 κλήση των παραπάνω καλούντων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αυτοπροσώπως παραστάς αναιρεσείων και η πληρεξούσια δικηγόρος της αναιρεσιβλήτου ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν αναιρεσείων την παραδοχή του παραπεμφθέντος πρώτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Παραπέμπεται νομίμως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 90/2008 απόφαση του Β1 Τμήματος αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος και 563 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠολΔ, ο πρώτος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, της από 24.2.2005 αιτήσεως αναιρέσεως του χ1 κατά της 818/2004 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς και ειδικότερα κατά το μέρος που προβάλλεται αντισυνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980 που με την παραπομπή της στο άρθρο 92 παρ. 4 του Δικηγορικού Κώδικα επιβάλλει, ως κύρωση, για τη μη εμπρόθεσμη γνωστοποίηση στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο του εργολαβικού δίκης για αμοιβή από αναγκαστική απαλλοτρίωση, την ακυρότητα της συμβάσεως αυτής, την οποία αρνήθηκε με την άνω απόφασή του να εφαρμόσει το Β2 Τμήμα ως αντίθετη προς το Σύνταγμα. Ήδη η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την από 20.2.2008 κλήση του αναιρεσείοντος και του υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβαίνοντος Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς. Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος 1975 με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής "Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την προστασία του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους...Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης, που θεσπίζει περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων με νόμο σύμφωνα με συνταγματική επιφύλαξη υπέρ αυτού (νομοθέτης), την οποία και υλοποιεί, όχι δε και ο δικαστής, ο οποίος, απλώς οφείλει να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και, σε αρνητική περίπτωση, να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού. Η εν λόγω δε αρχή, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι α) πρόσφορη για τη επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο, και γ) αναλογική εν στενή εννοία", δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται. Περαιτέρω, το άρθρο 161 του Δικηγορικού Κώδικα (ν.δ 3026/1954), όπως ισχύει, ορίζει τα εξής: "1. Για την σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου κάθε μέρους ορίζεται βάσει της αξίας του αντικειμένου της.... 2. Επί δικαιοπραξίας, της οποίας το αντικείμενο είναι περιοδικές παροχές ή πρόσοδοι απροσδιορίστου χρόνου, το ελάχιστο όριο αμοιβής κανονίζεται κατά τα ανωτέρω επί τη βάσει του διπλασίου της ενιαυσίας παροχής ή προσόδου.... 3.... 4..... 5..... 6. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αμοιβή του δικηγόρου προκαταβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ο οποίος εκδίδει τριπλότυπη απόδειξη. Ένα από τα αντίτυπα της αποδείξεως προσαρτάται από τον συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο επί πειθαρχική ποινή τούτου. Η αμοιβή που εισπράττεται από το Δικηγορικό Σύλλογο αποδίδεται στο δικηγόρο μετά παρέλευση 15 τουλάχιστον ημερών. 7. Από την προκαταβαλλόμενη στην προηγούμενη παράγραφο αμοιβή, δύναται ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος να παρακρατήσει ποσοστό αυτής, το οποίο ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών αυτού και δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την αυτή ή άλλη Υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατά τον αυτό τρόπο, καθορίζονται τα της συστάσεως ιδίου Λογαριασμού για την συγκέντρωση των παρακρατούμενων ποσοστών, τα της διανομής αυτών στα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου ως και κάθε σχετική λεπτομέρεια. (Οι παρ. 6 και 7 του άρθρου 161 προστέθηκαν με το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 723/1977). Εξ άλλου, με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980 ορίζεται ότι "Η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 161 του Ν.Δ 3026/1954, όπως αυτή έχει προστεθεί με το άρθρο 25 του Ν. 23/1977, εφαρμόζεται και επί των δικηγορικών αμοιβών εξ αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κατά την ειδική διαδικασία προσδιορισμού τιμής μονάδος και αναγνωρίσεως δικαιούχων. Εφόσον η δικηγορική αμοιβή έχει καθορισθεί κατά την παρ. 3 του άρθρου 92 του Ν.Δ 3026/1954, αυτή δεν δύναται να είναι κατώτερη των ελαχίστων ορίων που προβλέπονται από τα άρθρα 100 και επ., εφαρμοζόμενης κατά τα λοιπά της παρ. 4 του άρθρου 92", στη δε παράγραφο Ια, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 10α του Ν. 1868/1989 ορίζεται ότι "Με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου καθορίζεται το ποσοστό αμοιβής των δικηγόρων των διαδίκων που αξιώνουν κυριότητα στο απαλλοτριούμενο ή άλλο σ' αυτό εμπράγματο δικαίωμα. Το ποσοστό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 100 και επομ. ελάχιστο όριο". Σε εκτέλεση της τελευταίας αυτής διατάξεως επακολούθησε η 144320/1996 (ΦΕΚ Τ.Β 194/31.12.1996) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε, προς εξυπηρέτηση του διανεμητικού λογαριασμού του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, το ποσοστό αμοιβής των δικηγόρων μελών του εν λόγω Συλλόγου από υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κάθε είδους (άρθρο 1) καθώς και το παρακρατούμενο από το Δικηγορικό αυτό Σύλλογο ποσοστό της εισπραττόμενης αμοιβής (άρθρο 3), ενώ επί πλέον ορίστηκε στο άρθρο 4 ότι "Ο δικηγόρος που πρόκειται να χειριστεί υπόθεση από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 και έχει συμφωνήσει την εργολαβική της ανάληψη θα παραλαμβάνει από τον Σύλλογο θεωρημένο σχέδιο εργολαβικού, θα καταθέτει δε αντίγραφο του εργολαβικού στη γραμματεία του Συλλόγου πριν από κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργειά του. Η παράλειψη υποβολής του αντιγράψου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Στο εργολαβικό θα περιλαμβάνεται όρος για την παρακράτηση από τον Σύλλογο του ποσοστού της Υ.Α 8441/1990". Επίσης, στη μεταβατική διάταξη της παρ. 7 της εν λόγω Υπουργικής Αποφάσεως ορίζεται ότι: "τα ανωτέρω ισχύουν και για τις εκκρεμείς υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Τα κατά το άρθρο 4 παρ. 1 εργολαβικά σε εκκρεμείς υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων πρέπει να κατατεθούν στον Δ.Σ Πειραιώς το αργότερο μέχρι 31.3.1997". Τέλος, το άρθρο 92 παρ. 4 του Δικηγορικού Κώδικα ορίζει τα εξής: "Προκειμένου περί συμφωνίας καθ' ήν εξαρτάται η αμοιβή της εκβάσεως της δίκης αφορώσας μισθούς, ημερομίσθια, προσθέτους αμοιβάς δι' υπερωρίας εργασίαν κατά τας Κυριακάς ή εορτάς, δώρα, αντίτιμου μη ληφθείσης αδείας, αποζημίωσιν δια καταγγελίαν της συμβάσεως και εν γένει πάσαν απαίτησιν αναγομένην εις την εργασιακήν σύμβασιν υπαλλήλων εργατών ή υπηρετών, η περί ταύτης σύμβασις δέον να καταρτίζεται εγγράφως και να γνωστοποιήσει εις τον Δικηγορικόν Σύλλογον ούτινος μέλος είναι ο Δικηγόρος. Η γνωστοποίησις δέον να γίνεται δια προσαγωγής αντιγράφου εις διπλούν του περί της συμβάσεως εγγράφου εις τα γραφεία του οικείου συλλόγου, όστις δια του αρμοδίου υπαλλήλου βεβαιοί την προσαγωγήν δια πράξεως συντασσομένης κάτωθι του ενός των αντιγράφων, όπερ και παραλαμβάνει ο Δικηγόρος. Το έτερον των αντιγράφων παραμένει εις τα Αρχεία του Συλλόγου και καταχωρείται εις ειδικόν βιβλίον. Η προσαγωγή δέον να γίνεται εντός προθεσμίας είκοσιν ημερών από της καταρτίσεως της συμβάσεως. Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης η σύμβασις θεωρείται εξ υπαρχής άκυρο". Επομένως, η κατά το άρθρο 92 παρ. 4 του Δικηγορικού Κώδικα έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης εργολαβίας μεταξύ του εργαζομένου και του δικηγόρου του για την διεκδίκηση εργασιακών απαιτήσεων αφενός και η εμπρόθεσμη αναγγελία της στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο αφ' ετέρου είναι συστατικοί τύποι που καθιερώθηκαν για λόγους κοινωνικοοικονομικούς δηλαδή χάριν του κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερου εργαζομένου, γι' αυτό και ορίστηκε ως κύρωση από την εν λόγω διάταξη, ότι η μη τήρησή τους επάγεται ακυρότητα απόλυτη της συμβάσεως (ΑΚ 158, 159 και 180) και μάλιστα αναδρομικώς (ex tunc). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτουν τα εξής: α) ότι οι προβλεπόμενες από την προαναφερόμενη 144320/1996 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης πειθαρχικές κυρώσεις είναι ανεξάρτητες και πέραν εκείνων που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 92 παρ. 4 του Δικηγορικού Κώδικα, στην οποία παραπέμπει ρητώς το άρθρο 9 του ν.1093/1980 και β) ότι ο νομοθέτης με το άρθρο 9 του ν. 1093/1980 θέλησε να εντάξει τις δικηγορικές αμοιβές από τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις σ' εκείνες του άρθρου 161 του Δικηγορικού Κώδικα και εντεύθεν να επεκτείνει και σ' αυτές τη δυνατότητα των Δικηγορικών Συλλόγων να παρακρατήσουν ποσοστό, καθοριζόμενο με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης κατά τη διαγραφόμενη σ' αυτή διαδικασία. Η δε παραπομπή, όταν η δικηγορική αμοιβή συμφωνείται με εργολαβικό δίκης, στο άρθρο 92 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, το οποίο επιβάλλει συστατικό έγγραφο τύπο και τυπική συστατική διαδικασία με την εμπρόθεσμη εντός είκοσι ημερών αναγγελία της σχετικής έγγραφης συμβάσεως στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, με ποινή την ακυρότητα της συμβάσεως, στοχεύει mutatis mutandis για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (κοινωνικής πρόνοιας), μέσω της διασφάλισης της εισπράξεως από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο του παρακρατούμενου ποσού, κυρίως στην οικονομική ενίσχυση (δια του διανεμόμενου μερίσματος) των κοινωνικά επαγγελματικά και οικονομικά ασθενέστερων μελών του. Η αμέσως δε παραπάνω νομική παραδοχή δεν μεταβάλλεται από το περιεχόμενο της 144320/1996 αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, αφορώσας στη λειτουργία του διανεμητικού λογαριασμού του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, στον οποίο εμπίπτουν, κατά τα εκτεθέντα και οι αμοιβές από αναγκαστική απαλλοτρίωση με τη σημείωση ότι οι διατάξεις της εν λόγω Υ.Α δεν μπορούν να ερμηνευθούν έτσι ώστε να καταλύσουν τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1093/1980 και 92 παρ. 4 του Δικηγορικού Κώδικα. Εντεύθεν έπεται ότι ο τιθέμενος από το νομοθέτη για την πραγμάτωση του προαναφερομένου σκοπού αυτού ως άνω περιορισμός στο προστατευόμενο από το άρθρο 17 του Συντάγματος ενοχικό δικαίωμα (απαίτηση) του δικηγόρου για την απόληψη της συμφωνημένης αμοιβής του με βάση την σύμβαση εργολαβίας δίκης, συνιστάμενης στην απόλυτη αρχήθεν ακυρότητα της τελευταίας αν αυτή δεν καταρτισθεί εγγράφως και δεν αναγγελθεί εμπροθέσμως στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, δεν είναι αντίθετος με την προεκτιθέμενη αρχή της αναλογικότητας, διότι είναι πρόσφορος και συνάμα αναγκαίος για την επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, καθόσον το αυτό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, όπως λ.χ με την απειλή πειθαρχικής δίωξης κατά του παραβιάζοντος την προς εμπρόθεσμη αναγγελία του εργολαβικού δίκης στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο υποχρέωση του δικηγόρου. Και τούτο κυρίως γιατί είναι αβέβαιο εάν και πότε θα ασκηθεί η σχετική πειθαρχική αγωγή και πιο θα είναι το αποτέλεσμά της, ενόψει και της χρονοβόρας πειθαρχικής διαδικασίας, με δυνατότητα να διέλθει η υπόθεση από δύο πειθαρχικά συμβούλια και δικαίωμα προσαγωγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ οι προνομιακές ανάγκες του διανεμητικού λογαριασμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου είναι επιτακτικές και άμεσες χάριν των μελών του δικηγόρων. Επίσης, ο εν λόγω περιορισμός είναι " εν στενή εννοία" αναλογικός, διότι η βλάβη που προκαλείται με την προβλεπόμενη κύρωση σε βάρος ατομικώς του δικηγόρου, δηλαδή με την ακυρότητα της συμβάσεως, δεν είναι βαρύτερη από το επιδιωκόμενο όφελος, δηλαδή τη διασφάλιση της εισπράξεως των εσόδων του Δικηγορικού Συλλόγου προς εξυπηρέτηση του διανεμητικού λογαριασμού, χάριν, δηλαδή, των πολλών (μελών του δικηγόρων). Αλλά, αντιθέτως, η ανωτέρω κύρωση (ακυρότητα) τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και η αναμενόμενη ως άνω ωφέλεια είναι ποιοτικά και ποσοτικά ανώτερη από τη βλάβη που προκαλείται. Κατά τη συνέπεια, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 1093/1980, κατά το μέρος της που, με την παραπομπή της στο άρθρο 92 παρ. 4 του Δικηγορικού Κώδικα, επιβάλλει ως κύρωση, για την μη εμπρόθεσμη αναγγελία του εργολαβικού δίκης σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, την ακυρότητα της συμβάσεως αυτής δεν είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "Με την υπ' αριθ. εκθ. καταθέσεως 5476/2003 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε εκκαλουμένη, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, ο ενάγων δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι, δυνάμει εργολαβικής σύμβασης, για την οποία υπογράφηκε το από 22.6.1991 συμφωνητικό, η εναγομένη, υπό εκκαθάριση ομόρρυθμη εταιρεία, του ανέθεσε την υπόθεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου της αντί αμοιβής ανερχομένης σε ποσοστό 7% επί του ποσού της οριστικής αποζημίωσης, το οποίο, στη συνέχεια, με την από 16.9.1992 συμφωνία των διαδίκων, αυξήθηκε σε 11%, με τον όρο να μην δικαιούται(ο ενάγων) αμοιβής, σε περίπτωση ανεπιτυχούς, για την εντολέα του, έκβασης της δίκης αναφερόμενες στην αγωγή δικαστικές και εξώδικες ενέργειες έως τις 3.8.1994, οπότε η εναγομένη ανακάλεσε αδικαιολόγητα την προς αυτόν εντολή της και, επομένως, κατόπιν της έκδοσης της υπ' αριθ. 1729/1997 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίσθηκε η οριστική αποζημίωση της εναγομένης στο ποσό των 469.331.000 δραχμών, δικαιούται αμοιβής ποσού 51.626.000 δραχμών ή 151.507 ευρώ, την καταψήφιση του οποίου επιδιώκει με το νόμιμο τόκο από 3.8.1994, άλλως από την επίδοση της υπ' αριθ. εκθ. καταθέσεως 6819/1997 από 12.6.1997 προγενέστερης αγωγής του, προς συμπλήρωση της οποίας, κατόπιν της αμετάκλητης απόρριψης της (εντός 20 ημερών από την κατάρτισή της) αναγγελία των εργολαβικών εγγράφων στον αρμόδιο Δικηγορικό Σύλλογο, ασκήθηκε η ένδικη αγωγή. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι μη νόμιμη διότι, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο αυτής, δεν έχει τηρηθεί ο συστατικός τύπος της γνωστοποίησης των επιδίκων συμβάσεων στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, μέλος του οποίου είναι και ο ενάγων, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάρτισή της, με συνέπεια την ακυρότητά τους. Μάλιστα ο ενάγων, παρά την αμετάκλητη απόρριψη της προγενέστερης αγωγής του ως αόριστης για τον προαναφερθέντα λόγο, ισχυρίζεται ότι δεν απαιτείται τέτοια γνωστοποίηση και επικαλείται την μεταγενέστερη από 31.3.1997 κατάθεσή τους, προς αποτροπή πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος του ως δικηγόρου μέλους του Συλλόγου, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 144320/1996 Υ.Α. Συνεπώς, η πρωτόδικη απόφαση που δέχθηκε τα αυτά και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των προδιαληφθεισών διατάξεων και οι λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι." Κρίνοντας, επομένως, το Εφετείο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 Ν.1093/1980 και εκείνη του άρθρου 92 παρ. 4 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954) δεν παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας) και είναι αβάσιμος ο, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παραπεμφθείς πρώτος λόγος (δεύτερο μέρος), που υποστηρίζει τα αντίθετα. Κατά τη γνώμη, όμως, των εκ των μελών του Δικαστηρίου, Αρεοπαγιτών Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνος Ζιάκα, Αθανασίου Κουτρομάνου και Βαρβάρας Κριτσωτάκη, που μειοψήφισαν, ο παραπεμφθείς αυτός αναιρετικός λόγος έπρεπε να γίνει δεκτός, καθ' όσον η αναλογικότητα, ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωριζομένη παγίως από τη νομολογία των δικαστηρίων ως απορρέουσα εκ των διατάξεων των άρθρων 5 § 1 και 25 § 1 του Συντάγματος 1975, αλλά και των άρθρων 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ και πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια με την αναθεώρηση του Συντάγματος 1975, δια του από 6/17 Απριλίου 2001 Ψηφίσματος της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, με το οποίο αντικαταστάθηκε η §1 του άρθρου 25 αυτού, διέπει την όλη δημοσία δράση και δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα ασκήσεως της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της, να είναι δηλαδή: α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό και τέλος γ) εν στενή έννοια αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που επέρχεται από αυτά. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 161 του Δικηγορικού κώδικα (ν.δ. 3026/1954) "1. Για τη σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου κάθε μέρους ορίζεται βάσει της αξίας του αντικειμένου της ... 2. Επί δικαιοπραξίας, της οποίας το αντικείμενο, είναι περιοδικές παροχές ή πρόσοδοι απροσδιορίστου χρόνου, το ελάχιστο όριο αμοιβής κανονίζεται κατά τα ανωτέρω επί τη βάσει του διπλασίου της ενιαυσίας παροχής ή προσόδου.... 3 ..4 ...5 ... 6. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αμοιβή του δικηγόρου προκαταβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ο οποίος εκδίδει τριπλότυπη απόδειξη. Ένα από τα αντίτυπα της αποδείξεως προσαρτάται από τον συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο επί πειθαρχική ποινή τούτου. Η αμοιβή που προεισπράττεται από το Δικηγορικό Σύλλογο αποδίδεται στο δικηγόρο μετά παρέλευση 15 τουλάχιστον ημερών. 7. Από την προκαταβαλλόμενη στην προηγούμενη παράγραφο αμοιβή, δύναται ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος να παρακρατήσει ποσοστό αυτής, το οποίο ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών αυτού και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξάλλου, με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980 ορίζεται ότι "Η διάταξη της παρ. 7 του ν.δ. 3026/1954, όπως αυτή έχει προστεθεί με το άρθρο 25 του ν. 723/1977, εφαρμόζεται και επί των δικηγορικών αμοιβών από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις κατά την ειδική διαδικασία προσδιορισμού τιμής μονάδας και αναγνωρίσεως δικαιούχων. Εφόσον η δικηγορική αμοιβή έχει καθοριστεί κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του ν.δ. 3026/1954, αυτή δεν δύναται να είναι κατώτερη των ελαχίστων ορίων που προβλέπονται από τα άρθρα 100 και επ., εφαρμοζόμενης κατά τα λοιπά της παρ. 4 του άρθρου 92", στην δε παράγραφο Ια' η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 10α' του ν. 1868/1989 ορίζεται ότι "Με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού συλλόγου, καθορίζεται το ποσοστό αμοιβής των δικηγόρων των διαδίκων που αξιώνουν κυριότητα στο απαλλοτριούμενο ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα. Το ποσοστό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 100 και επ. ελάχιστο όριο". Σε εκτέλεση της τελευταίας αυτής διατάξεως επακολούθησε η υπ' αριθμ. 144320/1996 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε, προς εξυπηρέτηση του διανεμητικού λογαριασμού του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, το ποσοστό αμοιβής των δικηγόρων μελών του εν λόγω Συλλόγου από υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κάθε είδους (άρθρο 1) καθώς και το παρακρατούμενο από το Δικηγορικό αυτό Σύλλογο ποσοστό της εισπραττόμενης αμοιβής (άρθρο 3), ενώ επιπλέον ορίστηκε στο άρθρο 4 ότι "ο δικηγόρος που πρόκειται να χειριστεί υπόθεση από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 και έχει συμφωνήσει την εργολαβική της ανάληψη, θα παραλαμβάνει από το Σύλλογο θεωρημένο σχέδιο εργολαβικού, θα καταθέσει δε αντίγραφο του εργολαβικού στη Γραμματεία του Συλλόγου πριν από κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια του. Η παράλειψη υποβολής του αντιγράφου αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα...". Τέλος, στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 7 της εν λόγω Υπουργικής αποφάσεως ορίστηκε ότι τα ανωτέρω ισχύουν και για τις εκκρεμείς υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, τα δε εργολαβικά στις υποθέσεις αυτές θα πρέπει να κατατεθούν στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς το αργότερο μέχρι 31-3-1997. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει: α) ότι οι προβλεπόμενες από την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 144320/1996 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης κυρώσεις, είναι ανεξάρτητες εκείνων που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 92 παρ. 4 του δικηγορικού Κώδικα, στην οποία παραπέμπει ρητώς το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980 και β) ότι ο νομοθέτης με το άρθρο 9 του ν. 1093/1980 θέλησε απλώς να εντάξει τις δικηγορικές αμοιβές από τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις σ' εκείνες του άρθρου 161 του δικηγορικού Κώδικα και εντεύθεν να επεκτείνει και σ' αυτές τη δυνατότητα των Δικηγορικών Συλλόγων να παρακρατήσουν ποσοστό, καθοριζόμενο με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης κατά τη διαγραφόμενη σ' αυτό διαδικασία. Η δε παραπομπή, όταν η δικηγορική αμοιβή συμφωνείται με εργολαβικό δίκης, στο άρθρο 92 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, το οποίο επιβάλλει, μεταξύ άλλων και την εμπρόθεσμη εντός είκοσι ημερών, αναγγελία της σχετικής έγγραφης συμβάσεως στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, με ποινή την ακυρότητα της συμβάσεως, στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στη διασφάλιση της εισπράξεως από τον Σύλλογο αυτό του παρακρατούμενου ποσοστού. Όμως ο τιθέμενος από το νομοθέτη, για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού περιορισμός στο προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 17) ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ενοχικές απαιτήσεις, συνιστάμενος στην ακυρότητα της συμβάσεως εργολαβίας δίκης αν αυτή δεν αναγγελθεί εμπροθέσμως στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, είναι αντίθετος με την προαναφερόμενη αρχή της αναλογικότητας διότι, αφενός μεν δεν είναι αναγκαίος για την επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, καθόσον το αυτό αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, όπως λ.χ. με την επιβολή πειθαρχικής ποινής στον παραβιάζοντα την προς αναγγελία του εργολαβικού δίκης στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο υποχρέωση, δικηγόρο και αφετέρου δεν είναι εν στενή έννοια αναλογικός διότι η βλάβη που προκαλείται με την προβλεπόμενη κύρωση, δηλαδή με την ακυρότητα της συμβάσεως, είναι βαρύτερη από το επιδιωκόμενο όφελος, δηλαδή τη διασφάλιση της εισπράξεως των εσόδων του Δικηγορικού Συλλόγου προς εξυπηρέτηση του διανεμητικού λογαριασμού. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980 κατά το μέρος που, με την παραπομπή της στο άρθρο 92 παρ. 4 του Δικηγορικού κώδικα, επιβάλλει ως κύρωση, για τη μη εμπρόθεσμη αναγγελία του εργολαβικού δίκης σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, την ακυρότητα της συμβάσεως αυτής, είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχτηκε τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, εκθέτει στην από 22-6-2003 αγωγή του ότι με το από ..... έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από ..... όμοιο, συνήψε με την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, υπό εκκαθάριση τελούσα ομόρρυθμη εταιρία, σύμβαση εργολαβίας δίκης με την οποία ανέλαβε να διεξαγάγει τη δίκη που αφορούσε αποζημίωση της από αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου ιδιοκτησίας της, αντί αμοιβής ανερχομένης σε ποσοστό 7% επί του ποσού της οριστικής αποζημιώσεως, το οποίο στη συνέχεια αυξήθηκε σε 11%, με τον όρο να μη δικαιούται αμοιβής σε περίπτωση ανεπιτυχούς για τον εντολέα του εκβάσεως της δίκης. Εκθέτοντας περαιτέρω, ότι σε εκτέλεση της εντολής αυτής προέβη στις αναγκαίες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες έως τις 3-8-1994, οπότε η αναιρεσίβλητη ανακάλεσε αδικαιολόγητα την προς αυτόν εντολή της, ζήτησε, μετά τον οριστικό καθορισμό της αποζημιώσεως με απόφαση του εφετείου στο ποσό των 469.331.000 δρχ., τη δικαιούμενη βάσει του πιο πάνω εργολαβικού δίκης, το οποίο δεν είχε υποχρέωση να αναγγείλει εντός είκοσι τεσσάρων ημερών στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, αμοιβή του, ανερχόμενη στο ποσό των 51.626.000 δρχ. Το Εφετείο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, διότι κατά τα αναφερόμενα σ' αυτήν, η επικαλούμενη για τη θεμελίωση της ένδικης αξιώσεως σύμβαση εργολαβίας δίκης δεν γνωστοποιήθηκε, όπως επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 92 παρ. 4 του Δικηγορικού κώδικα, στην οποία παραπέμπει αυτή του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980, εντός είκοσι ημερών από της καταρτίσεως της στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς του οποίου ο αναιρεσείων είναι μέλος και κατά συνέπεια αυτή (η σύμβαση) είναι άκυρη. Κρίνοντας όμως το Εφετείο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980, παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία "Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν α) κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν, κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας" όπως ειδικότερα αναφέρεται παραπάνω στη μείζονα σκέψη και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται επικουρικά η αιτίαση ότι με την εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως το Εφετείο παραβίασε την απορρέουσα από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας είναι βάσιμος και έπρεπε να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά και εφόσον οι άλλοι λόγοι της αναίρεσης έχουν ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθεί σε βάρος του αναιρεσείοντος η δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης για όλη την αναιρετική δίκη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Επειδή δε η αντίδικος του παρεμβάντος προσθέτως (απλή πρόσθετη παρέμβαση) υπέρ του αναιρεσείοντος, ήτοι η αναιρεσίβλητη, δεν υπεβλήθη σε κάποια πρόσθετη δαπάνη προς απόκρουση της εν λόγω παρέμβασης δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη (ΚΠολΔ 182). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24.2.2005 αίτηση του χ1 για αναίρεση της 818/2004 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 24 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη εμπρόθεσμη αναγγελία του εργολαβικού δίκης σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων.
null
null
0
Αριθμός 13/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1)Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ασημακόπουλο και 2) Χ2, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Μουσαμά, για αναίρεση της με αριθμό 312/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μαλαφαντή. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Νοεμβρίου 2005 δύο (2) τον αριθμό αιτήσεις τους, καθώς και στο από 26 Μαρτίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2122/2005. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, η οποία πρότεινε να γίνουν εν μέρει δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να απορριφθούν οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου οι από 28-11-2005 δύο αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν από τους κατηγορούμενους, Χ2 και Χ1 και οι επ’ αυτών, με χρονολογία 26-3-2007, πρόσθετοι λόγοι, στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμό 312/2005 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, των οποίων οι λόγοι είναι ταυτόσημοι και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω, κατά την παρ. 3 εδ. β’ του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εξ’ άλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, που, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, εξέδωσε αυτή, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχτηκαν τα εξής, σχετικώς με την πράξη της κακουργηματικής απάτης που αποδίδεται σ’αυτούς (κατηγορουμένους), οι οποίοι, καταδικάστηκαν με την εκκαλουμένη. Οι κατηγορούμενοι είναι σύζυγοι και ο δεύτερος εξ αυτών υπάλληλος στη ΔΟΥ Καλαμάτας. Η πρώτη από ετών ασχολείτο με παραγωγή ασφαλιστικών συμβάσεων, συνεργαζόμενη για το σκοπό αυτό με την ασφαλιστική εταιρία ΑLLΙΑΝΖ. Λόγω των γνωριμιών του συζύγου, συνεπεία της θέσης του ως υπαλλήλου της ΔΟΥ και της εμπειρίας που στο μεταξύ είχε αποκτήσει η σύζυγος στον ασφαλιστικό και συναφείς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, αποφάσισαν να ανεξαρτητοποιηθεί η σύζυγος από τη συνεργασία της με την προαναφερόμενη εταιρία και να ιδρύσει επιχείρηση δική της με σκοπό τη διαμεσολάβηση της στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, τη διεκπεραίωση υποθέσεων τρίτων για τη λήψη τραπεζικών δανείων, διαφημιστικές και τουριστικές εργασίες και λοιπές συναφείς. Πράγματι η σύζυγος προέβη σε μίσθωση ακινήτου στην ........ επί της οδού ..........., όπου στέγασε τα γραφεία της, τα οποία επίπλωσε πολυτελώς .και διαφήμιζε τις επαγγελματικές της δραστηριότητες στα τοπικά τηλεοπτικά κανάλια, κατά τα εγκαίνια δε των γραφείων της αυτών, είχε προσκαλέσει και. είχαν παραστεί αρκετοί τοπικοί οικονομικοί παράγοντες. Στα γραφεία αυτά, εκτός της πρώτης κατηγορουμένης και του προσωπικού που απασχολούσε παρείχε συστηματικά και αποφασιστικά την εργασία του, παρέχοντας μάλιστα και συμβουλές και ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος, όταν δεν εργάζονταν στην υπηρεσία του στη ΔΟΥ Καλαμάτας και κυρίως κατά τις απογευματινές ώρες παρευρίσκονταν εκεί και διεκπεραίωνε υποθέσεις του γραφείου της συζύγου του, συμμετέχοντας ενεργά, όχι μόνο στη διεκπεραίωση γραφειοκρατικών υποθέσεων της επιχείρησης, αλλά και στη διοίκησή της. Από το τέλος όμως του έτους 1995, οι εργασίες της επιχείρησης αυτής της πρώτης κατηγορουμένης δεν ήσαν αποδοτικές και η επιχείρηση είχε πρόβλημα οικονομικό, αδυνατούσα να εκπληρώσει τις προς τρίτους και τους πελάτες της υποχρεώσεις της. Τότε αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, προκειμένου να εξεύρουν χρήματα για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης, αποφάσισαν από κοινού να απευθυνθούν σε διάφορους γνωστούς τους κυρίως, που εγνώριζαν ότι διέθεταν χρήματα, και εμφανιζόμενοι σ’ αυτούς ως, αξιόχρεοι και φερέγγυοι να ζητήσουν δάνεια. Ένας από τους γνωστούς τους αυτούς, που οι κατηγορούμενοι εγνώριζαν ότι διέθετε χρήματα για δανεισμό, ήταν και ο πολιτικώς ενάγων Ψ1, ο οποίος είχε γνωρισθεί με τον δεύτερο κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, και με τον οποίο οι κατηγορούμενοι είχαν φιλικές και κοινωνικές σχέσεις, επισκεπτόμενοι την οικία του. Γνωρίζοντες οι κατηγορούμενοι, εκ των σχέσεων τους αυτών, ότι αυτός είχε λάβει προσφάτως ποσό 9.000.000 δραχμών ως αποζημίωση λόγω εθελουσίας αποχωρήσεώς του από .την εργασία του από κοινού ενεργούντες και με σκοπό να περιποιήσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας αυτού, προκειμένου να πείσουν αυτόν να τους δανείσει χρήματα, κατά μήνα Δεκέμβριο 1995 επισκέφθηκαν την οικία του και, αφού του απέκρυψαν την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχείρησης της πρώτης, ψευδώς εν γνώσει τους, του παρέστησαν ότι τα οικονομικά προβλήματα της επιχείρησης ήσαν πρόσκαιρα, ότι η πρώτη εξ αυτών είχε λαμβάνειν από την προγενέστερη συνεργασία της με την εταιρία ΑLLΙΑΝΖ 18.000.000 δρχ., ότι επίσης είχε λαμβάνειν από την εταιρία ΚΑΡΕΛΙΑ για διαφημιστικές υπηρεσίες ποσό 50.000.000 δραχμών καθώς και από κάποια ονόματι ....... ποσό 30.000.000 δραχμών πλέον ποσού 20.000.000 δρχ. για τόκους και ότι εν πάση περιπτώσει ο δεύτερος εξ αυτών είχε πατρική περιουσία στο χωριό ........, απ’ όπου κατάγονταν, αξίας 80.000.000 δραχμών. Η αλήθεια όμως, την οποία εγνώριζαν οι κατηγορούμενοι και απέκρυψαν προς επίτευξη του σκοπού τους, ήταν ότι ουδεμία απαίτηση είχε η πρώτη .κατηγορουμένη εις βάρος της εταιρίας ΑLLΙΑΝΖ, ούτε είχε οποιαδήποτε απαίτηση εις βάρος της εταιρίας ΚΑΡΕΛΙΑ για παροχή διαφημιστικών υπηρεσιών, ούτε επίσης είχε απαίτηση εις βάρος της ........, η δε μικρή αγροτική περιουσία του δευτέρου στο χωριό ...... δεν υπερέβαινε τα 5.000.000 δραχμές Έτσι, με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις και εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές τους σχέσεις με αυτόν, έπεισαν αυτόν να τους καταβάλει διαδοχικώς στις 29.12:1995 ποσό 3.000.000 δρχ. και την πρώτη εβδομάδα του μηνός Ιανουαρίου 1996 ποσά 2.000.000 και 3.000.000 δρχ. .αντιστοίχως ήτοι συνολικώς ποσό 8.000.000 δρχ. παραδίδοντας σ’ αυτόν σημειώματα που ανέγραφαν τα καταβληθέντα κάθε φορά ποσά με την υπογραφή της πρώτης κατηγορουμένης. Στη συνέχεια, κατά μήνα Μάρτιο 1996, με βάση την ίδια παραπάνω παραπλανητική συμπεριφορά, έπεισαν αυτόν να λάβει, με τη μεσολάβηση της πρώτης κατηγορουμένης, τοκοχρεολυτικό δάνειο από την τράπεζα ποσού 10.000.000, καταβάλλοντας στους ιδίους (κατηγορουμένους) εξ αυτού ποσό 7.000.000 δραχμών, προς ενίσχυση δε της πεποίθησής του ότι θα του επέστρεφαν το δανεισθέν ποσό, του παρέδωσαν ισόποση επιταγή(15.000.000 δρχ.) με ημερομηνία εκδόσεως 26.6.1996 (μεταχρονολογημένη), εκδόσεως της πρώτης κατηγορουμένης. Με βάση την ίδια αυτή παραπλανητική συμπεριφορά τους, εζήτησαν και έλαβαν λόγω δανείου από τον παραπάνω πολιτικώς ενάγοντα, κατά μήνα Απρίλιο, ποσό 5.000.000 δρχ και, κατά μήνα Μάιο του ιδίου έτους ποσό 5.000.000 δρχ. Τα παραπάνω ποσά, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ. ουδέποτε επέστρεψαν οι κατηγορούμενοι στον δανειστή πολιτικώς ενάγοντα, προκαλώντας έτσι σ’ αυτόν περιουσιακή ζημία τουλάχιστον 25.000.000 δρχ., με αντίστοιχο ισόποσο περιουσιακό όφελος των ιδίων. Ο ισχυρισμός των .κατηγορουμένων ότι επρόκειτο για, τοκογλυφικό δάνειο με επιτόκιο 9% ετησίως, δεν αποδεικνύεται. Αν πράγματι επρόκειτο για τοκογλυφικό δάνειο, τα χορηγηθέντα σημειώματα με την υπογραφή της πρώτης κατηγορουμένης δεν θα ανέγραφαν, μόνο το πράγματι δανεισθέν ποσό αλλά εκείνο που θα ενσωμάτωνε και τους τοκογλυφικούς τόκους, στη δε δοθείσα επιταγή δεν θα αναγράφονταν μόνο το ποσό των 15.000.000 δραχμών που είχε μέχρι τότε καταβληθεί σ’ αυτούς αλλά πολύ μεγαλύτεροι λόγω των τοκογλυφικών τόκων. Από αυτά αποδεικνύεται ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού ετέλεσαν την πράξη απάτης (μία πράξη και όχι κατ’ εξακολούθηση) από την οποία αυτοί ωφελήθηκαν το ποσό των 25.000.000 δραχμών, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του πολιτικώς ενάγοντος. Την πράξη αυτή τέλεσαν οι κατηγορούμενοι από κοινού και κατ’ επάγγελμα, έχοντες διαμορφώσει υποδομή για την επανειλημμένη τέλεση, με την ίδρυση της επιχείρησης της πρώτης εξ αυτών και εκμεταλλευόμενοι τη φιλική τους σχέση με τον πολιτικώς ενάγοντα. Η πράξη αυτή της απάτης είναι κακούργημα, τιμωρούμενο με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ.3 ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε τόσο κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, όσο και μετά την τροποποίησή του με τους νόμους 2408/96 και 2721/99. Επομένως, σύμφωνα με όσα στις νομικές σκέψεις αναπτύχθηκαν, σχετικά με τον επιεικέστερο νόμο, εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση είναι οι διατάξεις του άρθρου 386 παρ.3, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι απάτης από κοινού κατ’επάγγελμα τελεσθείσας άπαξ με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ.2α ΠΚ) που τους αναγνωρίστηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη". Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκαν οι κατηγορούμενοι ένοχοι, οι αποδείξεις, από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 και 3 του ΠΚ, που εφάρμοσε, την οποία δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, στήριξε την πιο πάνω καταδικαστική για τους αναιρεσείοντες κρίση, όχι μόνο στα αποδεικτικά μέσα που κατ’ είδος μνημονεύει στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά συνεκτίμησε μεταξύ των αποδεικτικών αυτών μέσων και την ανώμοτη κατάθεση του ως μάρτυρος εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ1. Η αιτίαση των αναιρεσειόντων, ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος που δεν προκύπτει αν λήφθηκε υπόψη, είναι αβάσιμη γιατί αυτό δεν στερεί την απόφαση από την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού κατά τρόπο σαφή και με βεβαιότητα, προκύπτει από το αιτιολογικό της, ότι λήφθηκε αυτή υπόψη. Άλλωστε, η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο, ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, ειδικότερα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής(αιτιολογίας), ότι λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο και η κατάθεσή του. Πράγματι, από το σκεπτικό της αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνεται με το διατακτικό, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη της την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, ενόψει του ότι, εκτός αυτού, εξετάσθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας και οι ......, ......., ........ και ........., όπως και οι μάρτυρες υπερασπίσεως, ......... και ........, ώστε να μην καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία περί του γεγονότος τούτου, ότι δηλαδή, για το σχηματισμό της κρίσης του Δικαστηρίου, λήφθηκε υπόψη και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος. Αβάσιμη είναι επίσης, η αιτίαση των αναιρεσειόντων, σύμφωνα με την οποία, ενώ στο αιτιολογικό της απόφασης φέρεται ότι η από μέρους τους τέλεση της αξιόποινης πράξεως για την οποία και καταδικάστηκαν, τελέσθηκε με την εν γνώσει τους παράσταση ψευδών γεγονότων, στο διατακτικό της, διατυπώνεται ότι η πράξη αυτή τελέσθηκε με την από μέρους αυτών, σε γνώση τους απόκρυψη των αληθινών γεγονότων. Η ως άνω όμως παραδοχή της αποφάσεως, δεν δημιουργεί ασάφεια μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της, ενόψει του ότι η παραδοχή της τελέσεως της πράξεως από τους κατηγορουμένους με την σε γνώση τους απόκρυψη των αληθινών γεγονότων, είναι ενισχυτική του δόλου τους. Μετά από αυτά, ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και ο αντίστοιχος πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξ’ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. H ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου κλπ) και το παραπάνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, σε σχέση με τη συνδρομή περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες- κατηγορούμενοι με την προσβαλλόμενη 312/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, κηρύχθηκαν ένοχοι κακουργηματικής απάτης από κοινού και κατ’ επάγγελμα (άρθρο 386 παρ.1-3 του ΠΚ). Το Δικαστήριο όμως που εξέδωσε την απόφαση αυτή, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί ενοχής για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, έλαβε υπόψη του, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και πρόχειρα σημειώματα στα οποία καταχωρούνται χρηματικές καταβολές, τα οποία όμως, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Όμως, από το αιτιολογικό της ίδιας απόφασης, προκύπτει ότι το περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων σημειωμάτων, προέκυψε από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις εκείνων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, που έλαβε υπόψη του και εκτίμησε το Δικαστήριο, με συνέπεια να αναφέρονται αυτά απλώς ιστορικά. Έτσι, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες και ο σχετικός περί τούτου δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων,( άρθρο 171 παρ.1 περ.δ’και 510 παρ.1 στοιχ.Α του Κ.Π.Δ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ’ του Π.Κ., κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου η από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, απαιτείται και ως προς την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα τελέσεως από το δράστη του εγκλήματος, που επιτείνει την τιμώρηση αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, που την εξέδωσε, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες της πράξεως της κακουργηματικής απάτης από κοινού, με την επιβαρυντική περίσταση της κατ’ επάγγελμα τελέσεώς της. Για να στηρίξει δε την κρίση του ειδικά όσον αφορά τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα τελέσεως της παραπάνω πράξεως, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε τα ακόλουθα: "οι κατηγορούμενοι από κοινού ετέλεσαν την πράξη απάτης (μία πράξη και όχι κατ’ εξακολούθηση) από την οποία αυτοί ωφελήθηκαν το ποσό των 25.000.000 δραχμών, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του πολιτικώς ενάγοντος. Την πράξη αυτή τέλεσαν οι κατηγορούμενοι από κοινού και κατ’ επάγγελμα, έχοντες διαμορφώσει υποδομή για την επανειλημμένη τέλεση, με την ίδρυση της επιχείρησης της πρώτης εξ’ αυτών και εκμεταλλευόμενοι τη φιλική τους σχέση με τον πολιτικώς ενάγοντα.....". Με την παραδοχή αυτή, κατά το μέρος που αφορά τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως, της κατ’ επάγγελμα τελέσεως από τους αναιρεσείοντες της ως άνω πράξεως, το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει στο σκεπτικό του τα πραγματικά και αναγκαία εκείνα περιστατικά που θεμελιώνουν την επιβαρυντική αυτή περίσταση της κατ’ επάγγελμα τελέσεως, με τη μορφή της υποδομής που φέρεται ότι είχαν διαμορφώσει οι δράστες της πράξεως, και κατ’ επέκταση ούτε ο σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος, η δε σχετική με το ζήτημα αυτό αιτιολογία, εξαντλείται στην επανάληψη της φρασεολογίας της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχ. στ’ εδ. β’ του ΠΚ. Ενόψει τούτων, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, δεν εφάρμοσε ορθώς την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ’ εδ. β’ του Π.Κ., την οποία παραβίασε εκ πλαγίου, και συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ. τρίτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτός και ως βάσιμος. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε του Κ.Π.Δ., τρίτου λόγου του δικογράφου των προσθέτων λόγων αυτής, να αναιρεθεί εν μέρει ως προς τους ως άνω αναιρεσείοντες η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι ως προς τη διάταξή της, που αφορά τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης από κοινού, καθώς και ως προς την επιβληθείσα για την πράξη αυτή ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 312/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, δηλαδή, μόνον ως προς τη διάταξή της, που αφορά τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα τελέσεως από τους ανωτέρω αναιρεσείοντες της πράξεως της απάτης από κοινού, καθώς και ως προς τη διάταξη αυτής για την επιβληθείσα στους ίδιους αναιρεσείοντες, για την πράξη αυτή ποινή, με την πιο πάνω επιβαρυντική περίσταση. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 28 Νοεμβρίου 2005 αίτηση της Χ2 και την από 28 Νοεμβρίου 2005 αίτηση του Χ1, καθώς και τους με χρονολογία 26 Μαρτίου 2007 πρόσθετους αυτών λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 312/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη κακουργηματική (386 παρ. 1-3 του Π.Κ.). Δεν είναι αναγκαία η ιδιαίτερη μνεία της καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντα και η μη μνεία δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Υπάρχει ειδική αιτιολογία, όχι όμως για την επιβαρυντική περίσταση της κατ’ επάγγελμα τελέσεως της απάτης. Αναιρείται μόνο κατά τη διάταξη αυτή και ως προς την ποινή.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Αναίρεση μερική, Πολιτική αγωγή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 12/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου: χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 351/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 317/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 στοιχ. α' και 484 παρ. 1 στοιχ. β' ιδίου κώδικος, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου χ1, με αριθ. 20/2-2-2007 αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ' αριθ. 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Δια του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αριθ. 249/2005 με το οποίον παρεπέμφθη ούτος εις το ακροατήριον του κατά την περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου δια να δικασθεί για την πράξιν της κατάχρησης εξουσίας (άρθρ. 239 στοιχ. β' Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, προβάλλων τον υπό του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγον της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφηρμόσθη στο βούλευμα. ΙΙ) Όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην διάταξη που εφηρμόσθη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 614/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 19). ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, δι' αναφοράς εις την ενσωματωθείσαν εις αυτό εισαγγελική πρότασιν, εδέχθη κατά την ανέλεγκτον περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξητάσθησαν, όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία, μεταξύ των οποίων και η από 30-3-2002 έκθεση πορίσματος 'Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης, εν συνδυασμώ με την απολογία και τα υπομνήματα του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος χ1, με την ιδιότητά του ως Διοικητού του Α.Τ. Μαραθώνος με τον βαθμό του Αστυνόμου Β', έχοντος ως εκ τούτου, κατά το άρθρ. 33 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και του άρθρ. 16 ν. 2800/2003 την ιδιότητα του γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, στα καθήκοντα του οποίου υπάγεται η προανάκριση, κατ' άρθρ. 243 Κ.Π.Δ., εγκλημάτων επ' αυτοφώρω διαπραττομένων είτε κακουργημάτων είτε πλημμελημάτων, ακόμη και χωρίς παραγγελία του αρμοδίου Εισαγγελέως, για την αποτροπή κινδύνου εκ της αναβολής τοιούτων ανακριτικών πράξεων, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1997 έως και 30-5-2000, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, προεκάλεσε την απαλλαγή από την τιμωρία υπαιτίων που ετέλεσαν ωρισμένες αξιόποινες πράξεις. Ειδικώτερον κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο έως Σεπτέμβριο 1998 δεν προέβη στην σύλληψη και σχηματισμό δικογραφίας εις βάρος των επ' αυτοφώρω καταληφθέντων υπό αστυνομικών υπαλλήλων του παραπάνω Αστυνομικού Τμήματος, χ2, ιδιοκτήτου καταστήματος μαναβικής, το οποίο λειτουργούσε χωρίς άδεια της αρμοδίας αρχής καθώς και δύο Αλβανών υπηκόων, που απησχολούντο από τον πρώτο, στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων, ως υπαιτίων τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων της παράνομης απασχόλησης αλλοδαπών και παράβασης υγειονομικού κανονισμού. Επίσης την 4-2-2000 έδωσε εντολή σε αστυνομικούς υπαλλήλους του ως άνω Αστυνομικού Τμήματος που είχαν συλλάβει τον εργολάβο οικοδομών Γ1 και δύο εργάτες και εσχηματίζετο δικογραφία εις βάρος τους, ως υπαιτίων τελέσεως της πράξεως των αυθαιρέτων οικοδομικών εργασιών, να ελευθερώσουν τους παραπάνω κρατουμένους. Περαιτέρω την 29-3-2000 έδωσε εντολή εις αστυνομικούς υπαλλήλους του ιδίου ως άνω Τμήματος, οι οποίοι εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία με περιπολικό αυτοκίνητο της αστυνομίας για τον εντοπισμό της οικοδομής, ιδιοκτησίας Ζ1, στην οποία εκτελούντο αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, προκειμένου να συλλάβουν επ' αυτοφώρω τον ιδιοκτήτη της εν λόγω οικοδομής και τους εργαζομένους εις αυτήν, να σταματήσουν τις αναζητήσεις και να επιστρέψουν στο Αστυνομικό Τμήμα. Επί πλέον, την 30-5-2000, δεν προέβη στην σύλληψη του ιδιοκτήτη της επί της οδού ....... στην παραλία ....... κειμένης οικοδομής του Ζ2, στην οποία εκτελούντο αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, αν και ο τελευταίος προσήλθε εις το Αστυνομικό Τμήμα προσωπικώς και διεμαρτυρήθη στον αναιρεσείοντα για την σύλληψη πέντε εργατών που εκτελούσαν τις παραπάνω εργασίες. Επίσης κατά το έτος 1997 και σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία, δεν προέβη στην σύλληψη του Γ2, ως υπαιτίου τελέσεως της παρανόμου κατοχής όπλου, αν και εγνώριζε ότι ούτος κατείχε παρανόμως ένα κοντόκανο περίστροφο, μάρκας ...... MAGNUM, το οποίο μάλιστα ο τελευταίος του είχε παραδώσει μέσω του Β1, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις προκειμένου να μεριμνήσει για την βαλλιστική του εξέταση από την αρμόδια υπηρεσία της Αστυνομίας. IV) Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρ. 239 στοιχ. β' Π.Κ., στην οποία υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, υπό την μορφή της "προκλήσεως απαλλαγής" του υπαιτίου από την τιμωρία καθ' όσον, όπως εκρίθη και με την υπ' αριθμόν 755/2006 απόφασιν του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου δια της οποίας ανηρέθη το υπ' αριθ. 934/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών το οποίον εδέχθη ότι η περιγραφομένη ως άνω αξιόποινος συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατ' ορθότερον νομικόν χαρακτηρισμόν, στοιχειοθετεί την εξ αντικειμένου και υποκειμένου θεμελίωσιν της παραβάσεως καθήκοντος, αφ' ενός μεν δεν είναι αναγκαίο να προηγηθεί ποινική δίωξη των υπαιτίων των προδιαληφθεισών αξιοποίνων πράξεων αφ' ετέρου δε, υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητά του, και συνεπώς ως γενικός προανακριτικός υπάλληλος εν τη εννοία του άρθρ. 33 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τελών εν γνώσει ότι οι δικές του παραλείψεις για ενέργεια ανακριτικών πράξεων μπορούσαν αποκλειστικώς να προκαλέσουν την απαλλαγή των δραστών και ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 243 παρ. 1, 2 Κ.Π.Δ., όπως εκτίθεται εις το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν προέβη στην σύλληψη και σχηματισμό δικογραφίας των επ' αυτοφώρω καταληφθέντων Χ2 και δύο Αλβανών υπηκόων, που εστερούντο ταξιδιωτικών εγγράφων, για παράνομη απασχόληση και παράβαση υγειονομικού κανονισμού και των λοιπών ως άνω καταληφθέντων ατόμων για παράβαση του ν. 1337/83 καθώς και της παρανόμου κατοχής όπλου, που τελικώς δεν ησκήθη επί ταύταις ποινική δίωξις υπό του αρμοδίου Εισαγγελέως αφού συνεπληρώθη ο χρόνος παραγραφής των και έτσι εκ των αναφερομένων ενεργειών του αναιρεσείοντος επήλθε το αποτέλεσμα της απαλλαγής των υπαιτίων των ανωτέρω εγκλημάτων (Α.Π. 1797/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ σελ. 708). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω είναι αβάσιμοι οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που στηρίζονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης δι' ον λόγον πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, δια της οποίας προβάλλεται μόνον ο ως άνω εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ------------------ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Ι) Να απορριφθεί η με αριθ. 20/2-2-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 13η Αυγούστου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 20/2-2-2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε μετά από αναίρεση, του υπ' αριθμό 934/2005 βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία, η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 249/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κατάχρησης εξουσίας (άρθρο 239 στοιχ. β του ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ.α, και 484 παρ.1 περ.β'του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Επειδή, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 239 του Π.Κ., ''υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων: α) ......, β) ''αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών''. Η διάταξη αυτή του εδ. β' προβλέπει δύο ιδιαίτερα και ανεξάρτητα μεταξύ τους εγκλήματα, ήτοι 1) την έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου και 2) την παράλειψη διώξεως ή πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, κάποιου υπαίτιου. Το έγκλημα δε της περιπτώσεως 2, είναι σωρευτικά μικτό και τελείται με δύο διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή i) την παράλειψη διώξεως, η οποία τελείται μόνο από πρόσωπο που δικαιούται στην άσκηση ποινικής διώξεως (εισαγγελέα ή δημόσιο κατήγορο) και ii) την πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, η οποία μπορεί να τελεσθεί από εισαγγελέα, ανακριτή ή ανακριτικό (προανακριτικό) υπάλληλο. Οι δύο αυτοί τρόποι, δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους, αλλά κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Η τέλεση δε της πράξεως με την μορφή της ''προκλήσεως απαλλαγής'' του υπαίτιου από την τιμωρία, δεν προϋποθέτει την προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως, γιατί ο όρος ''απαλλαγή'', τίθεται εδώ με την ''γενική'' και όχι την ''ποινική'' του σημασία (η οποία άλλωστε, κατά κυριολεξία, προϋποθέτει απόφαση δικαστηρίου ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου), αφού πρόκληση απαλλαγής από την τιμωρία, νοείται καθ' οιονδήποτε τρόπο (εκτός από την παράλειψη ασκήσεως ποινικής διώξεως), ούτε άλλωστε γίνεται λόγος για ''απαλλαγή'' από την ''ποινή'' (η οποία προϋποθέτει την άσκηση ποινικής διώξεως), αλλά για ''απαλλαγή'' από την ''τιμωρία''. Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η ''απαλλαγή'' προϋποθέτει, προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και επί ελλείψεως αυτής, θεμελιώνεται ενδεχομένως το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος του άρθρου 259 του Π.Κ., προσκρούει στην αντίληψη, ότι δεν είναι δυνατό να διαφοροποιείται η ποινική μεταχείριση του υπαλλήλου, που ενεργεί αυτεπάγγελτη προανάκριση και η μεν συμπεριφορά του μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, να τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, ως κατάχρηση εξουσίας, η προγενέστερη δε της δίωξης συμπεριφορά του, να τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, ως παράβαση καθήκοντος, όταν μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις, το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι το ίδιο, δηλαδή το συμφέρον της πολιτείας να τιμωρείται η τέλεση αξιόποινων πράξεων, ίδια δε και η απαξία της πράξεως. Υποκείμενο του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας, υπό τη μορφή της προκλήσεως ''απαλλαγής'' του υπαίτιου από την ''τιμωρία'', μπορεί να είναι, όχι μόνον ο δικαιούμενος στην άσκηση ποινικής διώξεως (όπως όταν το έγκλημα τελείται υπό την μορφή της παραλείψεως διώξεως), αλλά και κάθε (γενικός ή ειδικός) προανακριτικός υπάλληλος, αφού ως ''ανάκριση'' νοείται και η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση, και επομένως στην έννοια του ''υπαλλήλου'' στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων, εντάσσεται και ο προανακριτικός υπάλληλος, όπως είναι και ο αξιωματικός και υπαξιωματικός της αστυνομίας, ο οποίος είναι, κατά το άρθρο 33 παρ.1 του Κ.Π.Δ., γενικός προανακριτικός υπάλληλος. Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται, στη γνώση της τελέσεως αξιοποίνου πράξεως και του υπαιτίου αυτής, καθώς και τη γνώση ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά, προκαλεί την απαλλαγή του και τη θέληση να προκληθεί η απαλλαγή αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, το Συμβούλιο Εφετών, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: " Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την ιδιότητα του Διοικητού του Α.Τ Μαραθώνος με το βαθμό του Αστυνόμου Β', έχοντος ως εκ τούτου κατά το άρθρο 33 παρ.1 ΚΠΔ και του άρθρου 16 του ν. 2800/2003 την ιδιότητα του γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, στα καθήκοντα του οποίου υπάγεται η προανάκριση, κατά το άρθρο 243 Κ.Π.Δ, εγκλημάτων επ' αυτοφώρω διαπραττομένων είτε κακουργημάτων είτε πλημμελημάτων, ακόμη και χωρίς παραγγελία του αρμοδίου Εισαγγελέως, για την αποτροπή κινδύνου εκ της αναβολής τοιούτων ανακριτικών πράξεων, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1997 έως και 30-5-2000, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, προεκάλεσε την απαλλαγή από την τιμωρία υπαιτίων, που ετέλεσαν ορισμένες αξιόποινες πράξεις. Ειδικότερον, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο έως Σεπτέμβριο 1998 δεν προέβη στην σύλληψη και σχηματισμό δικογραφίας εις βάρος των επ' αυτοφώρω καταληφθέντων υπό αστυνομικών υπαλλήλων του παραπάνω Αστυνομικού Τμήματος, Χ2, ιδιοκτήτου καταστήματος μαναβικής, το οποίο λειτουργούσε χωρίς άδεια της αρμοδίας αρχής καθώς και δυο Αλβανών υπηκόων, που απησχολούντο από τον πρώτο, στερούμενοι ταξιδιωτικών εγγράφων, ως υπαιτίων τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων της παράνομης απασχόλησης αλλοδαπών και παράβασης υγειονομικού κανονισμού. Επίσης, την 4-2-2000, έδωσε εντολή σε αστυνομικούς υπαλλήλους του ως άνω Αστυνομικού Τμήματος που είχαν συλλάβει τον εργολάβο οικοδομών Γ1 και δύο εργάτες και εσχηματίζετο δικογραφία εις βάρος τους, ως υπαιτίων τελέσεως της πράξεως των αυθαίρετων οικοδομικών εργασιών, να ελευθερώσουν τους παραπάνω κρατουμένους. Περαιτέρω, την 29-3-2000, έδωσε εντολή εις αστυνομικούς υπαλλήλους του ιδίου ως άνω Τμήματος, οι οποίοι εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία με περιπολικό αυτοκίνητο της αστυνομίας για τον εντοπισμό της οικοδομής, ιδιοκτησίας Ζ1, στην οποία εκτελούντο αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, προκειμένου να συλλάβουν επ' αυτοφώρω τον ιδιοκτήτη της εν λόγω οικοδομής και τους εργαζομένους εις αυτήν, να σταματήσουν τις αναζητήσεις και να επιστρέψουν στο Αστυνομικό Τμήμα. Επί πλέον, την 30-5-2000, δεν προέβη στην σύλληψη του ιδιοκτήτη της επί της οδού ...... στην παραλία ....... κειμένης οικοδομής του Ζ2, στην οποία εκτελούντο αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, αν και ο τελευταίος προσήλθε εις το Αστυνομικό Τμήμα προσωπικώς και διεμαρτυρήθη στον αναιρεσείοντα για την σύλληψη πέντε εργατών που εκτελούσαν τις παραπάνω εργασίες. Επίσης, κατά το έτος 1997 και σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία, δεν προέβη στην σύλληψη του Γ2, ως υπαιτίου τελέσεως της παρανόμου κατοχής όπλου, αν και γνώριζε ότι αυτός κατείχε παρανόμως ένα κοντόκανο περίστροφο, μάρκας ....... MAGNUM, το οποίο μάλιστα ο τελευταίος του το είχε παραδώσει μέσω του Β1, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, προκειμένου να μεριμνήσει για την βαλλιστική του εξέταση από την αρμόδια υπηρεσία της αστυνομίας". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο επικύρωσε, ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 239 στοιχ. β του ΠΚ, στην οποία υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε με τη μορφή της "προκλήσεως της απαλλαγής" του υπαιτίου από την τιμωρία, όπως κρίθηκε με την υπ' αριθμό 755/2006 απόφαση(σε Συμβούλιο) του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία αναιρέθηκε το υπ' αριθμό 934/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που είχε δεχθεί ότι η περιγραφείσα ως άνω αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, στοιχειοθετεί την παράβαση του άρθρου 259 του ίδιου Κώδικα, της παραβάσεως καθήκοντος. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ότι ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα του γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, του Διοικητή του Α.Τ Μαραθώνος, γνώριζε εξ' ιδίας αντιλήψεως, ότι με τις προσωπικές του παραλείψεις για τη μη διενέργεια των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων, μπορούσε να προκαλέσει την απαλλαγή των δραστών διαφόρων αξιοποίνων πράξεων. Συγκεκριμένα, με την προαναφερθείσα ιδιότητα του γενικού προανακριτικού υπαλλήλου, δεν προέβη στη σύλληψη και στο σχηματισμό δικογραφίας, σε βάρος των καταληφθέντων επ' αυτοφώρω, Χ2, για παράβαση του υγειονομικού κανονισμού και δυο Αλβανών υπηκόων, που στερούνταν ταξιδιωτικών εγγράφων, καθώς και των λοιπών αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση δραστών, που είχαν καταληφθεί από αστυνομικά όργανα του τμήματος, του οποίου αυτός (αναιρεσείων) προϊστατο, για παράβαση του Ν. 1337/1983, όπως επίσης αυτός(αναιρεσείων), δεν προέβη στη σύλληψη του Γ2 και στο σχηματισμό σε βάρος του δικογραφίας, ως υπαίτιου του αδικήματος της παράνομης κατοχής όπλου, για τον οποίο γνώριζε και πάλι εξ' ιδίας αντιλήψεως, ότι αυτός το κατείχε, χωρίς άδεια της οικείας Αστυνομικής Αρχής. Οι παραλείψεις του δε αυτές είχαν ως συνέπεια, να μην ασκηθεί εναντίον των προσώπων αυτών, η σχετική ποινική δίωξη, λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής και μετά ταύτα από τις παραπάνω παραλείψεις του αναιρεσείοντος, να επέλθει η απαλλαγή όλων των προσώπων αυτών. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β του Κ.Π.Δ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 20/2-2-2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 2004/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατάχρηση εξουσίας από προανακριτικό υπάλληλο, υπό τη μορφή της προκλήσεως της απαλλαγής του υπαιτίου αξιόποινης πράξης (239 παρ. 1 περ. β του ΠΚ). Αναίρεση κατά βουλεύματος, με την επίκληση λόγου εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αναίρεση.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατάχρηση εξουσίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 11/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Καρακώστα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 8876/2007 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 712/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Αν αναιρεθεί η καταδικαστική απόφαση, μόνον ως προς την ποινή ή επί εξακολουθούντος εγκλήματος, μόνον ως προς ορισμένη ή ορισμένες από τις μερικότερες πράξεις, συνακόλουθα δε και ως προς την ποινή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή, ως προς την τέλεση του εγκλήματος ή ως προς την τέλεση των μερικοτέρων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, για τις οποίες δεν εχώρησε αναίρεση και συνεπώς, δεν τίθεται θέμα παραγραφής. Το δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμπεται, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, η υπόθεση, περιορίζεται στον επιβολή νέας ποινής και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου (ή την εξάλειψη του αξιοποίνου δια της παραγραφής), ως προς το έγκλημα ή ως προς τις μερικότερες πράξεις, για τις οποίες η κρίση περί ενοχής έχει καταστεί αμετάκλητη. (Ολ.ΑΠ 5/2000). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε με την υπ' αριθμό 2110/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για κατ' εξακολούθηση πράξεις, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ.1γ,2,3 Ν.1882/1990) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών(3) ετών που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την υπ' αριθμό 1621/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, α) ως προς την διάταξη που αφορούσε την καταδίκη για δύο μερικότερες πράξεις του ίδιου κατ' εξακολούθηση εγκλήματος,(υπ' α/α 33 και 34 του πίνακα χρεών) και β) ως προς την επιμέτρηση της ποινής, ενώ απορρίφθηκε η αίτηση για τις λοιπές μερικότερες πράξεις. Στην συνέχεια παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, για να επιβληθεί νέα ποινή για το όλο κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Το τελευταίο αυτό Δικαστήριο, αφού έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, για τις μερικότερες πράξεις για τις οποίες είχε αναιρεθεί η απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, επέβαλε στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για τις υπολειπόμενες μερικότερες πράξεις, η τέλεση των οποίων είχε κριθεί αμετακλήτως. Με το να αποφανθεί έτσι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 παρ. 2 και 3 Π.Κ. και δεν υπερέβη την εξουσία του και συνεπώς οι περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' και Η' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 45 από 16 Απριλίου 2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 8876/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί αναιρέσεως, στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ως προς ορισμένες πράξεις από τις μερικότερες, και ως προς την ποινή, γίνεται δεκτό ότι έχει κριθεί αμετακλήτως η ενοχή ως προς τις μερικότερες πράξεις, για τις οποίες δεν χώρησε αναίρεση και επομένως το Δικαστήριο της παραπομπής περιορίζεται μόνο στην επιβολή της νέας ποινής και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει την ενοχή ή την εξάλειψη του αξιόποινου λόγω παραγραφής, αφού σε σχέση με τα ζητήματα αυτά η υπόθεση δεν του έχει μεταβιβασθεί (Ολ. Α.Π. 5/2000).
Ποινή
Ποινή, Αναίρεση μερική, Εξακολουθούν έγκλημα.
0
Αριθμός 11/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1) ...... και 2) .........., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιορδάνης Νεστορίδης. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος Α.Ε" (ΟΣΕ ΑΕ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του Ανδρέας Ζαχόπουλος και Μαρία - Ελένη Ευαγγελάτου - Αλεξανδροπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12.12.2000 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 31/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1253/2004 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 26.01.2006 αίτησή τους. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1044/2007 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού τον πρώτο εκ του άρθρου 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 05.07.2007 κλήση των αναιρεσειόντων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι δε του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού πρώτος λόγος αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους παραπάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 5-7-2007 κλήση των αναιρεσειόντων νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο από το άρθρο 559 αριθμ.1 λόγος της από 26-1-2006 αιτήσεώς τους, για αναίρεση της 1253/2004 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραπέμφθηκε σ' αυτή με τη 1044/2007 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, διότι κρίθηκε ότι με τον παρόντα λόγο δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή είναι αναγκαία, αφού μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή νόμου αντισυνταγματικού (άρθρ. 563, παρ. 2, περ. β, εδ. γ ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν 2362/1993 περί Δημοσίου Λογιστικού κ.λ.π., που ισχύει, κατ' άρθρο 119 αυτού, από 1.1.1996, ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που αφορούν αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφονται μετά διετία από της γενέσεώς τους. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3, του ΝΔ 4/4.9.1935 " περί διοικήσεως των Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους και συμπληρώσεως της περί σιδηροδρόμων νομοθεσίας", η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά τον ΑΝ 392/1968, οι ΣΕΚ απολαμβάνουν ως προς τις αστικές τους σχέσεις όλων των προνομίων του Δημοσίου (δικαστικών κ.λ.π.). Ειδικότερα ορίζεται στο εδ. 2 ότι "οι διατάξεις περί παραγραφής των κατά του Δημοσίου απαιτήσεων και περί τόκου υπερημερίας εφαρμόζονται επίσης και για τους ΣΕΚ". Η εκμετάλλευση του δικτύου των Ελληνικών Σιδηροδρόμων αποτελεί μονοπώλιο του Δημοσίου, που το είχε εκχωρήσει στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους" (ΣΕΚ). Οι βασικοί όροι της εκμετάλλευσης αυτής διατυπώθηκαν αρχικά μεν στο από 4/4-9-1935 ως άνω νομοθετικό διάταγμα, διευρύνθηκαν δε αργότερα με το ΝΔ 4246/1962. Οι δύο αυτοί νόμοι καταργήθηκαν κατά ένα μέρος με το άρθρο 9 του ΑΝ 392/1968. Επακολούθησε το άρθρο 21 παρ. 2 του ΝΔ 674/1970 "περί ιδρύσεως Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος", με το οποίο διαλύθηκε το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου των ΣΕΚ. Με τα άρθρα δε 1 και 2 του ιδίου νομοθετικού διατάγματος ιδρύθηκε ο ΟΣΕ, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο λειτουργεί έκτοτε και μέχρι σήμερα με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας. Στο άρθρο 4 παρ. 1 του ΝΔ 674/1970, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 1116/1972, ορίζεται ότι από της ιδρύσεώς του ο ΟΣΕ αναλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα, την ευθύνη και αρμοδιότητα των συγκοινωνιακών και μεταφορικών υπηρεσιών που ήδη διεξάγονται και παρέχονται από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ), οι υπηρεσίες δε αυτές "μεθ' όλων των συμπαραμαρτούντων δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, προνομίων και καθηκόντων των ΣΕΚ περιέρχονται αυτοδικαίως και άνευ οιασδήποτε μεταβολής εις το Ελληνικό Δημόσιο, μεταβιβαζόμενα αυτοδικαίως δυνάμει του παρόντος εις τον ΟΣΕ όστις διαδέχεται ούτω τους ΣΕΚ ως καθολικός αυτών διάδοχος". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι 'Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει. Κατά το άρθρο 22 παρ. 1β του Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσής του δικαστεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως..." Η χώρα μας έχει κυρώσει την ΕΣΔΑ με το ΝΔ 53/1974. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, "όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο... για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα." Το ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, σε σχέση με τον περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων ισχυρισμό (και λόγο έφεσης) των αναιρεσειόντων, δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα εξής: "Οι αναιρεσείοντες προσλήφθηκαν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από το αναιρεσίβλητο και προσφέρουν συνεχώς τις υπηρεσίες τους σ' αυτό από ... ο πρώτος και από ...... ο δεύτερος, μέχρι την άσκηση της ένδικής αγωγής, με το βαθμό του κλειδούχου, υπηρετούντες στο Σταθμό ..... Ημαθίας και ότι οι επίδικες αξιώσεις των από 1-7-1993 μέχρι 31-12-1997 για καταβολή σ' αυτούς της αιτούμενης διαφοράς της ημερήσιας αμοιβής ελιγμών έχουν υποκύψει στη βραχυχρόνια διετή παραγραφή. Ότι επειδή ο ΟΣΕ απολαμβάνει όλων των προνομίων του Δημοσίου, (άρθρο 4 ΝΔ 674/1970), οι κατ' αυτού απαιτήσεις από διαφορές αποδοχών υπόκεινται σε διετή παραγραφή, (άρθρο 91 παρ. 3 ΝΔ 321/1969 περί Δημοσίου Λογιστικού και 90 παρ.3 του Ν 2362/1995), αρχόμενη από τέλους του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δικαστικά επιδιώξιμη, καθ' όσον από το τέλος των ετών που αυτές γεννήθηκαν και ήταν δικαστικώς επιδιώξιμες, μέχρι του χρόνου που ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, που επιδόθηκε στις 27-12-2000, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας". Με τις ως άνω παραδοχές της η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνώρισε υπέρ του αναιρεσιβλήτου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το θέμα της βραχυπρόθεσμης παραγραφής, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτό σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη των αναιρεσειόντων, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Κατά το άρθρο 250 παρ. 17 του ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επίδικες αξιώσεις. Αλλά και οι απαιτήσεις κατά του Δημοσίου παραγράφονται μετά πενταετία. Ενδεικτικά αναφέρεται το άρθρο 90, παράγραφος 1 του Ν 2362/1995, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. Στο δε άρθρο 32, τελευταία παράγραφος, του καταστατικού του ΟΣΕ ορίζεται ότι "όσα μερίσματα δεν ζητήθηκαν μέσα σε μία πενταετία από τότε που έγιναν απαιτητά παραγράφονται". Κατά συνέπεια η επέκταση των διατάξεων περί διετούς παραγραφής, με τα άρθρα που προαναφέρθηκαν, και στον αναιρεσίβλητο ΟΣΕ, ήτοι του άρθρ. 90 παρ. 3 του Ν 2362/1995, όπως και η προηγούμενη του άρθρ. 91 παρ. 3 του ΝΔ 321/1969, περί Δημοσίου Λογιστικού, αντίκειται στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος. Δεν συνιστά τέτοιο λόγο το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο κατέχει το σύνολο των μετοχών του ΟΣΕ ΑΕ. Η κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα ισότητα έναντι του νόμου συμπεριλαμβάνει την ισότητα των διαδίκων, που σημαίνει απονομή των ιδίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε όλους τους διαδίκους, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους. Το προαναφερόμενο προνόμιο δεν είναι νομικά λογικό να εφαρμόζεται υπέρ μιας ανώνυμης εταιρείας, όπως είναι πλέον ο ΟΣΕ, ο οποίος κατά τον κανονισμό εκμεταλλεύσεως αυτού αναπτύσσει και επιχειρηματικές δραστηριότητες, μέσω των θυγατρικών του εταιρειών, όπως ΕΔΙΣΥ ΑΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ ΑΕ, ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΣ ΑΕ, ΕΡΓΟΣΕ ΑΕ, ΓΑΙΑΟΣΕ ΑΕ, ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΑΕ. Συνεπώς είναι πλέον νομικά ισότιμη με κάθε άλλη ανώνυμη εταιρεία και λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 591 αρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά το σκέλος με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση του άρθρου 250 παρ. 17 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 20 παρ. 1, 22 παρ. 1β, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ, αφού οι αρχές της πλήρους, αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα, στην ΕΣΔΑ και στο ΔΣΑΠΔ, επιτάσσουν την παραδοχή του σχετικού λόγου αναίρεσης, κρινόμενης κατά τούτο αντισυνταγματικής και συνεπώς ανίσχυρης και μη εφαρμοστέας υπό τις εδώ αναφερθείσες περιστάσεις της επέκτασης επί του ΟΣΕ, που είναι πλέον Ανώνυμη Εταιρεία, της διάταξης του άρθρου 90 παρ 3 του Ν. 2362/1995 και του άρθρου 91 παρ. 3 του προϊσχύσαντος ΝΔ 321/1969, την οποία συνεπάγεται η εφαρμογή των άρθρων 2 παρ. 3 του ΝΔ από 4/4-9-1935 και 4 παρ. 1 του ΝΔ 674/1970. Η επέκταση αυτή διαταράσσει την ισοτιμία των διαδίκων, χωρίς να συντρέχει αποχρών λόγος που να καθιστά ανεκτή αυτή την παρέκκλιση. Παλαιότερα με τις αποφάσεις της Ολομελείας Αρείου Πάγου 23-24/2004 κρίθηκε ότι αντίκειται στο Σύνταγμα η επέκταση και στον ΟΣΕ του άρθρου 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, αφού με αυτές θεσπίζεται ευνοϊκότερη για τον ΟΣΕ ρύθμιση σε σχέση με τον αντίδικό του ως προς την έναρξη οφειλής τόκων υπερημερίας. Επομένως, πρέπει ως προς το εκτεθέν μέρος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, ενόψει της από το Τμήμα αποδοχής και άλλου αναιρετικού λόγου, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το ως άνω μέρος, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση. Τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν κατ' άρθρ. 179 του ΚΠολΔ, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη 1253/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το άνω μέρος, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από κείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση. Και Συμψηφίζει τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
"Προνόμια" του Ο.Σ.Ε. - χρόνος παραγραφής αξιώσεων.
null
null
0
Αριθμός 9/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Κυριτσάκη, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντι-προέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Γεώργιο Καπερώνη, Αιμίλια Λίτινα, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντω-νοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου του με αριθμό 1.663/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον χ1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στη με αριθμό "66" και ημερομηνία "13.12.2007" αίτησή του, που εγχειρίστηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 2065/2007. Έπειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο α) τη με αριθμό 34/29.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή και β) τη με αριθμό 34α/20.3.2008 πρότασή του, μαζί με τη σχετική δικογραφία, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: Α). Η με αριθμό 34/29.1.2008 πρόταση, η οποία έχει ως εξής: "Κατά του υπ'αριθμ. 1663/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε ήδη καταστεί αμετάκλητο, έχουμε ασκήσει την υπ' αριθμ. 66/13-12-2007 αναίρεση υπέρ του νόμου για τους εκεί αναφερομένους λόγους. Την αναίρεση αυτή εισάγουμε πλέον στην Ολομέλειά σας και προτείνουμε όπως γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή για τους λόγους που αναφέρουμε στην άνω έκθεση αναίρεσης που είναι ορθοί, νόμιμοι και βάσιμοι. Αθήνα 8 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής" και Β) Η με αριθμό 34α/20.3.2008 πρόταση, η οποία έχει ως εξής: "Από τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 1 του Κ. Ποιν. Δικ. προκύπτει ότι ακυρότητα μιας πράξεως της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνον όταν αυτό ορίζεται ρητά από το νόμο. Περαιτέρω από τα οριζόμενα με διάταξη του άρθρου 171 περιπτ. β' προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η ακυρότητα υπάρχει όταν η ποινική δίωξη κινηθεί από πρόσωπο άλλο εκτός του εισαγγελέα. Εξάλλου αφετηρία για την κίνηση της ποινικής διώξεως αποτελεί η καταγγελία αξιοποίνων πράξεων στον Εισαγγελέα. Η καταγγελία μπορεί να γίνει με έγκληση, μήνυση ή αναφορά (άρθρ. 42 Κ.Ποιν.Δ.). Έγκληση υπάρχει όταν η καταγγελία γίνεται από τον παθόντα ο οποίος θα δύναται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων (άρθρο 46 Κ.Ποιν.Δ.). Στις περιπτώσεις που η καταγγελία γίνεται με μήνυση ή αναφορά, εάν η μήνυση ή αναφορά είναι νόμω αβάσιμη ή προφανώς ουσία αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, τότε ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών θέτει αυτές στο αρχείο και υποβάλλει αντίγραφο της πράξεως αρχειοθετήσεως που πρέπει να είναι αιτιολογημένη, ήτοι να περιέχει τους λόγους αρχειοθετήσεως, μαζί με ολόκληρη τη δικογραφία στον εισαγγελέα Εφετών. Εάν ο εισαγγελέας Εφετών δεν συμφωνεί, έχει το δικαίωμα, μεταξύ των άλλων να παραγγείλει την άσκηση ποινικής διώξεως (άρθρο 43 Κ.Ποιν.Δ.). Στην περίπτωση που την καταγγελία κάνει ο παθών, ήτοι στην περίπτωση καταθέσεως εγκλήσεως τότε ο εισαγγελέας Πρωτοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο (νόμω αβάσιμη) ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την απορρίπτει με αιτιολογημένη διάταξή του που επιδίδεται στον εγκαλούντα (άρθρο 47 Κ.Ποιν.Δ.). Ο εγκαλών έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στον αρμόδιο εισαγγελέα Εφετών. Ο εισαγγελέας Εφετών, εφόσον κρίνει ότι η κρίση του εισαγγελέα Πρωτοδικών δεν είναι ορθή, δέχεται την προσφυγή και, μεταξύ των άλλων, δικαιούται να παραγγείλει στον εισαγγελέα Πρωτοδικών να ασκήσει ποινική δίωξη. Είναι εκ των ανωτέρω προφανές ότι και στην περίπτωση του άρθρου 43 και στην περίπτωση του άρθρου 47 την ορθότητα της κρίσεως του εισαγγελέα Πρωτοδικών την ελέγχει ο εισαγγελέας Εφετών, ανεξαρτήτως του ότι στην πρώτη μεν περίπτωση υποβάλλει αναφορά αιτιολογημένη στον Εισαγγελέα Εφετών ενώ στη δεύτερη περίπτωση εκδίδει αιτιολογημένη διάταξη με την οποία απορρίπτει την έγκληση, κατά της διατάξεως δε αυτής ο εγκαλών δικαιούται να προσφύγει στον Εισαγγελέα Εφετών. Συνεπώς, και επί μηνύσεως ή αναφοράς και επί εγκλήσεως, ο Εισαγγελέας Εφετών έχει δικαιοδοσία και εξουσία να αποφανθεί επί της κρίσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών και ως εκ τούτου δεν είναι νοητή θέση, σύμφωνα με την οποία υπερβαίνει ο Εισαγγελέας εφετών την εξουσία του στην περίπτωση κατά την οποία επιλαμβάνεται προσφυγής κατά διατάξεως του εισαγγελέα Πρωτοδικών. Την κάνει δεκτή και παραγγέλλει την άσκηση ποινικής διώξεως, μολονότι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών είχε εκδόσει εκ παραδρομής διάταξη, επειδή θεώρησε την καταγγελία ως έγκληση, ενώ αυτή ήταν μήνυση και έπρεπε να θέσει αυτή στο Αρχείο αναφέροντας περί τούτου στον εισαγγελέα Εφετών. Πέραν τούτων θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκ της υπερβάσεως εξουσίας και μόνον δεν παράγεται ακυρότητα και μάλιστα απόλυτη, αλλά γεννάται λόγος αναιρέσεως. Εάν συνέβαινε το πρώτο τότε δεν θα υπήρχε λόγος η υπέρβαση εξουσίας να αποτελεί ίδιο λόγο αναιρέσεως, αφού θα εκαλύπτετο από εκείνον της απόλυτης ακυρότητας. Με βάση τα μέχρι τούδε εκτεθέντα πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα στην περίπτωση που επί καταθέσεως μηνύσεως ο εισαγγελέας Πρωτοδικών αντί να θέσει αυτή στο Αρχείο κατ' άρθρο 43 εξέδωσε κατ' άρθρο 47 Κ.Ποιν.Δ. διάταξη, κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή από το μηνυτή. Ο εισαγγελέας Εφετών δεν ακυρώνει την απλώς παρατύπως εκδοθείσα διάταξη του εισαγγελέα Πρωτοδικών αλλά ελέγχει ουσιαστικά την κρίση που εκφέρεται από αυτόν. Η θέση αυτή είναι η ορθότερη, καθ' όσον : 1) Υπηρετεί την αρχή της οικονομίας των δικαστικών ενεργειών, 2) Ευθυγραμμίζεται με τη διαπίστωση ότι αφ' ενός οι λόγοι απορρίψεως μηνύσεως και εγκλήσεως είναι οι ίδιοι και αφ' ετέρου το ελεγκτικό όργανο είναι το ίδιο, ήτοι ο Εισαγγελέας Εφετών και μάλιστα με την ίδια δικαιοδοσία και στις δύο περιπτώσεις (βλ. Παρατηρήσεις Λάμπρου Μαργαρίτη υπό την 29/1992 Διάταξη Αντ/λεως Εφετών Α. Ζύγουρα Υπεράσπιση 1993 σελ. 174). Εκ όλων των ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος υπερέβη θετικά και αρνητικά την εξουσία του, όπως διαλαμβάνεται ειδικότερα στην ασκηθείσα αναίρεση, στην οποία κατά τα λοιπά αναφερόμεθα καθ' ολοκληρία. Αθήνα, 20 Μαρτίου 2008 Ο Προτείνων Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς". Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος αναφέρθηκε στην προαναφερόμενες εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Νόμιμα εισάγεται στην πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω) η υπ'αριθμ. 66/2007 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου του υπ' αριθμ. 1663/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο διέταξε την ακύρωση της υπ' αριθμ. ΕΓ 56-04/135/11Δ/20-4-2005 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών για απόλυτη ακυρότητα και παρέπεμψε την δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η αναίρεση ζητείται για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση της ποινικής διώξεως και για υπέρβαση εξουσίας θετική και αρνητική. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομοτύπως κατά τα άρθρα 484 παρ. 1 περ. στ', 484, 483 παρ. 3 εδ. β', 513 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠοινΔικ. και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. Κατά την έννοια του μεν άρθρου 42 ΚΠοινΔικ ως μήνυση θεωρείται η υπό οιουδήποτε ιδιώτου εκτός του αδικηθέντος προς την αρχήν καταγγελία αξιοποίνου πράξεως εξ επαγγέλματος, κατά τους ορισμούς του άρθρου 36 ιδίου Κώδικος διωκομένης, του δε άρθρου 46 (ιδίου Κώδικος) ως έγκληση ή υπό του παθόντος γενομένη καταγγελία αξιοποίνου πράξεως, είτε κατ' έγκληση κατά τους ορισμούς των άρθρων 117 και 118 του Ποινικού Κώδικος, είτε εξ επαγγέλματος διωκομένης (Χωραφάς εις Ποινικόν δίκαιον έκδοση 9η (1978) τόμος Α' σελ. 151 επ., Μπουρόπουλος εις Ερμηνεία του Κώδ. Ποινικής Δικονομίας έκδ. Β' Τόμος Α' σελ. 62 και 76, Ζησιάδης εις Ποιν. Δικον. έκδ. Γ' (1977) τομ. Α' σελ. 325 και 333). Ούτω με το άνω άρθρον 36 ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ' ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.) Περαιτέρω κατά μεν το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠοινΔικ αν η μήνυση δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της.....ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών την αρχειοθετεί και υποβάλλει αντίγραφο (της πράξεως αρχειοθετήσεως) στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρων τους λόγους που τον οδήγησαν να μην κινήσει την ποινική δίωξη, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 Κ.ΠοινΔικ ο εισαγγελέας εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο..... ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την απορρίπτει με αιτιολογημένη διάταξή του, η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα και κατ' άρθρον 48 εδ. α' ιδίου Κώδικος ο εγκαλών μπορεί μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την επίδοση της διατάξεως του εισαγγελέως κατά τις παρ. 1 και 2 του προηγουμένου άρθρου να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών κατά της διατάξεως του εισαγγελέως πλημμελειοδικών....... Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 43, κατά το οποίο ο εισαγγελεύς εφετών έχει δικαίωμα να παραγγείλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι εις αμφοτέρας τας άνω περιπτώσεις ήτοι τόσον επί μηνύσεως όσο και επί εγκλήσεως, η σχετική κρίση του εισαγγελέως πλημμελειοδικών, περί αρχειοθετήσεως της προφανώς αβασίμου στην ουσία της μηνύσεως και περί απορρίψεως με αιτιολογημένη διάταξή του, επιδιδομένης στον εγκαλούντα της προφανώς αβασίμου στην ουσία της εγκλήσεως, τίθεται υπό την κρίση του εισαγγελέως εφετών και δη στην περίπτωση της μηνύσεως πάντοτε, στην περίπτωση δε της εγκλήσεως κατόπιν προσφυγής του εγκαλούντος κατά της σχετικής απορριπτικής διατάξεως του εισαγγελέως πλημμελειοδικών. Εντεύθεν και εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις αυτάς ο εισαγγελεύς εφετών έχει τα αυτά δικαιώματα - εξουσίες (43 παρ. 2, 48 παρ. 2), κατά της σχετικής δε κρίσεως αυτού ουδέν χωρεί ένδικο μέσο ή ένδικο βοήθημα (πρβλ. ΑΠ 1553/2005, 1457/2005) και ο εισαγγελεύς πλημμελειοδικών οφείλει να συμμορφωθεί σ' αυτήν (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 54-55). Και ναι μεν εις τας άνω διατάξεις γίνεται διάκριση μεταξύ της μηνύσεως και της εγκλήσεως ως προς τας ενεργείας του εισαγγελέως πλημμελειοδικών, όμως εάν στην περίπτωση της μηνύσεως προφανώς αβασίμου δεν την αρχειοθετήσει, αλλ' εκδόσει απορριπτική αυτής διάταξη, θεωρήσας τη μήνυση ως έγκληση, αυτή (η διάταξη) δεν εκδίδεται καθ' υπέρβαση της παρεχομένης εις αυτόν δικαιοδοσίας και επομένως δεν τυγχάνει άκυρος. Τούτο, διότι η ασκηθείσα κατ' αυτής προσφυγή μεταβιβάζει την υπόθεση στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ενεργεί όπως θα ενήργει ως εάν η μήνυση είχε τεθεί στο αρχείο, αφού και η πράξη αρχειοθετήσεως στην περίπτωση αυτή τίθεται υπό την κρίση του εισαγγελέως εφετών, ο οποίος θα εφαρμόσει ευθέως την διάταξη του άρθρου 48 ΚΠοινΔικ, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί η κανονική διαδικασία απορρίψεως της μηνύσεως του άρθρου 43 ΚΠοινΔικ. Άλλωστε δεν έχει νόημα ο εισαγγελέας εφετών να κηρύξει την ακυρότητα της διατάξεως και να επιστρέψει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ο τελευταίος να επανυποβάλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με την πράξη της αρχειοθετήσεως, αυτός δε να προβεί σε έγκριση ή μη αυτής και στην περίπτωση της μη εγκρίσεως να παραγγείλει την ποινική δίωξη, με την άμεση δε παραγγελία του εισαγγελέως εφετών εξυπηρετείται η οικονομία των δικαστικών ενεργειών και επιρρωνύεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι απορρίψεως μηνύσεως και εγκλήσεως είναι ίδιοι και το ελεγκτικό όργανο είναι το ίδιο και με την ίδια μάλιστα δικαιοδοσία. Τέλος η τυχόν παραγγελία του εισαγγελέως εφετών στην άνω περίπτωση δεν δημιουργεί ακυρότητα στην άσκηση της ποινικής διώξεως και στην περαιτέρω πορεία της υποθέσεως, ούτε έχει αρμοδιότητα εκ του νόμου το συμβούλιο πλημμελειοδικών να επέμβει στην άνω εσωτερική αποκλειστικώς σχέση των εισαγγελέων, η οποία, μάλιστα, λαμβάνει χώραν προ της ασκήσεως της ποινικής διώξεως. Εξ άλλου κατ' άρθρον 256 Π.Κ. υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, την δημόσια, την δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης συνολικά των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000,00 Ε) ή ββ) το αντικείμενο της πράξεως έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000,00 Ε). Το υπό της διατάξεως του άνω άρθρου προβλεπόμενο έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερο τοιούτο που διαπράττεται μόνο από υπάλληλο, στον οποίο είναι διαπιστευμένη η διαχείριση γενικώς της δημοσίας υπηρεσίας, με αυτή την διάταξη δε τιμωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 263 Α περ. δ' υπάλληλοι, εκτός αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 13 ΠΚ, και όσοι υπηρετούν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες, επιχορηγήσεις ή επιδοτήσεις. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' του ΚΠοινΔικ υπέρβαση εξουσίας η οποία ιδρύει τον εξ αυτής λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος ή υφίσταται μεν τοιαύτη δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρέχεται από τον νόμο στην συγκεκριμένη περίπτωση αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι κατά νόμον όροι (αρνητική υπέρβαση εξουσίας) (Ολ.ΑΠ 3/2005, Ολ ΑΠ 9/2001). Στην προκειμένη περίπτωση ο ψ1 με την από 1/6/2004 καταγγελία του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατήγγειλε τον χ1 - μεταξύ άλλων αδικημάτων - και για την αξιόποινη πράξη της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το κείμενο της καταγγελίας αυτής (που τιτλοφορείται ως "μηνυτήρια αναφορά"), ο χ1 κατηγγέλθη διότι στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 μέχρι και 2004, με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, το οποίο αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο διατίθενται από το Δημόσιο επιχορηγήσεις σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 18 του νόμου 2273/1994, ειδικότερα δε, ετήσιες επιχορηγήσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού, ελάττωσε εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος την περιουσία του προαναφερομένου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, τη διαχείριση της οποίας (περιουσίας) του είχαν εμπιστευθεί και, πιο συγκεκριμένα, προέβη στην κατάρτιση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με έξι πρόσωπα (όπως ειδικότερα εκτίθεται στην καταγγελία αυτή), οι οποίες ήταν προφανώς χαριστικές, διότι είτε τα πρόσωπα αυτά δεν απασχολούνταν με την εργασία, για την οποία είχαν υπογράψει τη σχετική σύμβαση με την Εθνική Λυρική Σκηνή, είτε δεν είχαν τα προσήκοντα προσόντα, με αποτέλεσμα να ωφελούνται τα πρόσωπα αυτά με αντίστοιχη βλάβη της δημόσιας περιουσίας που συνίσταται στην ετήσια επιχορήγηση που παρέχεται στο νομικό πρόσωπο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι πρόδηλο, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες σκέψεις, ότι ο ψ1 δεν τυγχάνει παθών από την τέλεση της αξιόποινης πράξης της απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία που αυτός κατήγγειλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, γι' αυτό, δε, το λόγο και η καταγγελία του έχει τον χαρακτήρα μηνύσεως και όχι εγκλήσεως. Παρά ταύτα, όμως, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών θεώρησε ότι στην προκειμένη περίπτωση η καταγγελία του ψ1 έφερε τον χαρακτήρα εγκλήσεως και όχι μηνύσεως κατόπιν, δε, τούτου, μετά από τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως απέρριψε την έγκληση με τη διάταξή του με τον αριθμό ΕΓ 56-04/135/11Δ/20-4-2005, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 2 του ΚΠΔ, ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της και παρήγγειλε την επίδοση αντιγράφου της διατάξεως αυτής στον ψ1. Ο τελευταίος, με την από 2 Ιουνίου 2005 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως 208/6-6-2005) προσφυγή του, ζήτησε από τον Εισαγγελέα Εφετών να εξαφανιστεί η απορριπτική της εκληφθείσης ως εγκλήσεώς του διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου. Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με τη διάταξή του με τον αριθμό 451/22-7-2005, εξηφάνισε τη διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών με τον αριθμό ΕΓ 56-04/135/11Δ/2005 και παρήγγειλε την άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία, της οποίας το αντικείμενο έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ και της παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση. Κατόπιν, δε, τούτων, ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος του κατηγορουμένου για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και στη συνέχεια παρηγγέλθη η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, η οποία ανετέθη στην Ανακρίτρια του 3ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με τον αριθμό 2949/2005 διατάχθηκε ο χωρισμός της κυρίας ανακρίσεως που διενεργείτο από την Ανακρίτρια του 3ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως προς το πλημμέλημα της παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση που εφέρετο ότι είχε τελεστεί από τον κατηγορούμενο κατά το χρονικό διάστημα από τις 14-2-2000 μέχρι τις 27-7-2004 (ενόψει του κινδύνου να παραγραφεί η προαναφερομένη αξιόποινη - πλημμεληματική - πράξη) από τη σε βαθμό κακουργήματος πράξη της απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία, της οποίας το αντικείμενο έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ. Μετά από τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως για την πρώτη από τις πράξεις αυτές, που περατώθηκε νόμιμα με τη λήψη απολογίας του κατηγορουμένου, ο οποίος μετά από τη λήψη της απολογίας του αφέθηκε ελεύθερος, καθώς επίσης και μετά τη γνωστοποίηση του πέρατος της κύριας ανακρίσεως στους πληρεξουσίους δικηγόρους και αντικλήτους του κατηγορουμένου (άρθρα 270 παρ. 1 και 308 παρ. 4 του ΚΠΔ), εισήχθη η δικογραφία αυτή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με την πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών με τον αριθμό ΕΓ 56-04/135/24, με την οποία προτείνεται, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στην πρόταση αυτή, να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε στην Αθήνα από το έτος 2000 μέχρι και το έτος 2004 και της οποίας το αντικείμενο έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, καθώς επίσης και να απαλλαγεί ο μηνυτής από την υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών όμως έκρινε ότι η υπ' αριθμ. ΕΓ 56-04/135/11Δ/20-4-2005 διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών τυγχάνει άκυρη, διότι έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας που παρέχεται σ' αυτόν, αφού τοιαύτη διάταξη εκδίδεται μόνο επί εγκλήσεως και όχι επί μηνύσεως, όπως στην προκειμένη περίπτωση συμβαίνει και ούτω διέταξε την ακύρωσή της, υπαρχούσης απολύτου ακυρότητος, διότι δεν ετηρήθησαν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα, η ακυρότης δε αυτή προκάλεσε ακυρότητα και όλων των εξαρτημένων από αυτήν μεταγενεστέρων πράξεων της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ', 175, 176 ΚΠοινΔικ) και παρέπεμψε την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για την εφαρμογή του άρθρου 43 ΚΠοινΔικ. Ούτω κρίναν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αφενός παρεβίασε τις διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα, αφού εν προκειμένω η άσκηση της ποινικής διώξεως έγινε από τον αρμόδιο προς τούτο εισαγγελέα πλημμελειοδικών, το δε υπερέβη την εξουσία του θετικώς μεν με την ακύρωση της σχετικής εισαγγελικής διατάξεως χωρίς να έχει αρμοδιότητα προς τούτο (άλλωστε αυτή είχε ακυρωθεί ("εξαφανισθεί" όπως δέχεται και το προσβαλλόμενο βούλευμα) με την υπ' αριθμ. 451/22-7-2005 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών), αρνητικώς δε, διότι ηρνήθη να αποφασίσει επί της ουσίας της υποθέσεως, καίτοι συνέτρεχαν προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις. Μετά πάντα ταύτα είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί υπέρ του νόμου το υπ' αριθμ. 1663/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση υπέρ του νόμου, βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο αποφασίσθηκε, ότι διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με την οποία είχε απορριφθεί μηνυτήρια αναφορά για απιστία περί την υπηρεσία κ.λ.π. που του είχε υποβληθεί (μολονότι επρόκειτο για μήνυση και όχι για έγκληση) και η οποία πάντως είχε ακυρωθεί με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος είχε διατάξει σχετικά την ποινική δίωξη, πάσχει ακυρότητα, αφού επρόκειτο για μήνυση και όχι για έγκληση και αναπέμφθηκε η υπόθεση εκ νέου στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, για την εφαρμογή του άρθρου 43 του Κ.Π.Δ., για υπέρβαση εξουσίας, θετικά μεν αφού το Συμβούλιο δεν είχε εξουσία να ακυρώσει διάταξη του Εισαγγελέα (που άλλωστε είχε ακυρωθεί με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών), αρνητικά δε γιατί μολονότι η υπόθεση είχε εισαχθεί ενώπιόν του για να αποφασίσει επί της ουσίας της κατηγορίας και την έκδοση σχετικά παραπεμπτικού ή απαλλακτικού βουλεύματος, αρνήθηκε να πράξει τούτο. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση υπέρ του νόμου, Βούλευμα.
0
Μ.Κ. Αριθμός 8/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Μιχαήλ Δέτση, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Γρηγόριο Μάμαλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2937/2007, 3062/2007, 3071/2007 και 3101/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1) χ1, που παρέστη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Χριστόφορο Αργυρόπουλο και Αντώνιο Βγόντζα, 2) χ2, που παρέστη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Αντώνιο Βγόντζα και Ναούμ Τζίφρα, 3) χ3, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Αναγνωστόπουλο, 4) χ4, που παρέστη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Ναούμ Τζίφρα και Νικόλαο Μπάκα, 5) χ5, που παρέστη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Αντώνιο Βγόντζα και Νικόλαο Μπάκα, 6) χ6, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βγόντζα και 7) χ7, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αναγνωστόπουλο και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησαν ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους Ηλίας Ψώνης και ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γεώργιος Ανδρέου. Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 54/23.10.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1765/2007. Η αίτηση αυτή εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με κοινό πρακτικό Προέδρου και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ. 1 ΚΠΔ και 23 παρ. 2 Ν. 1756/1988 (αριθμός Πράξης 170/2007). Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται στην πλήρη (Ποινική) Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, παραπεμφθείσα σ'αυτήν προς εκδίκαση με την 170/2007 κοινή Πράξη του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατ' εφαρμογήν του άρθρου 23 § 2 εδ. γ' του ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), η ενώπιον του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου ασκηθείσα από 23.10.2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 3101/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Κατά το άρθρο 505 § 2 ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 § 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 § 3 ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, καταδικαστικής ή αθωωτικής ή εκείνης που παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη, για όλους τους λόγους του άρθρου 510 § 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' και Η' ΚΠοινΔ). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη εφαρμογή όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στη διάταξη που εφήρμοσε, υπέρβαση δε εξουσίας συντρέχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι'αυτό κατά νόμον όροι. Περαιτέρω με το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως είχε πριν και έχει και μετά την αναθεώρηση του έτους 2001, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι μόνον η Βουλή έχει το δικαίωμα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβερνήσεως ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει, και ότι δίωξη κατά των ανωτέρω προσώπων για τα ανωτέρω αδικήματα δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής. Σε εκτέλεση της διατάξεως αυτής του Συντάγματος, εκδόθηκε ο ν. 2509/1997 με τον τίτλο "ποινική ευθύνη των Υπουργών", ο οποίος ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα εν προκειμένω χρόνο (Μάρτιος - Απρίλιος 2000) και ακολούθως ο ήδη, από 19.3.2003, ισχύων ν. 3126/2003 με όμοιο τίτλο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2509/1997 "1. Πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και αν ακόμα ο δράστης έχει παύσει να έχει, υπουργική ιδιότητα... 2. Τυχόν συμμέτοχοι κατηγορούνται και δικάζονται μαζί με τον υπουργό", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 3 αυτού "οι αξιόποινες πράξεις που είναι άσχετες με τα καθήκοντα των υπουργών εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από τα αρμόδια δικαστήρια". Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 2 του ίδιου νόμου "οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παραγράφονται μετά από πέντε (5) έτη από την ημέρα που τελέστηκαν", ενώ κατά την § 1 του ίδιου άρθρου 4 "οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παραγράφονται σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις, οι οποίες ορίζουν την παραγραφή των πράξεων αυτών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εκείνες των άρθρων 2 και 3 έχουν και δικονομικό χαρακτήρα, ειδικότερα δε η § 2 του άρθρου 2, στην οποία δεν μνημονεύονται πράξεις, όπως συμβαίνει στην § 1 αυτού, αλλά καθορίζεται απλώς διαδικασία, προδικασίας και επ' ακροατηρίου διαδικασίας, έχει αμιγώς δικονομικό χαρακτήρα. Συνεπώς, όταν στην § 2 του άρθρου 4 μνημονεύονται "οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2", είναι πρόδηλο ότι νοούνται "τα πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του", όπως και όταν στην § 1 του ίδιου άρθρου μνημονεύονται "οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται" στο άρθρο 3 νοούνται "οι αξιόποινες πράξεις που είναι άσχετες με τα καθήκοντα των υπουργών". Παρέπεται εκ τούτων ότι ως αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, όπου παραπέμπει το άρθρο 4 § 2, οι οποίες "παραγράφονται μετά από πέντε έτη από την ημέρα που τελέσθηκαν", νοούνται τα μόνα εγκλήματα που μνημονεύει το άρθρο 2 και δη στην § 1 αυτού, ήτοι τα πλημμελήματα και κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του και όχι οι αξιόποινες πράξεις συμμετόχων των υπουργών, για τις οποίες δεν γίνεται καμία μνεία στο άρθρο 2, όπως σημειώθηκε. Τα ανωτέρω ενισχύονται από τη διάταξη της § 3 του ίδιου άρθρου 4, κατά την οποία "η προθεσμία παραγραφής της προηγουμένης παραγράφου (δηλ. της § 2 η οποία προβλέπει την παραγραφή των πέντε ετών) αναστέλλεται όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη", διότι η διάταξη αυτή προσιδιάζει μόνον σε παραγραφή συνδεόμενη με την πολιτική λειτουργία της Χώρας ήτοι τη λειτουργία της Βουλής και δεν σχετίζεται με τις κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Στην εισηγητική έκθεση, εξάλλου, του ν. 2509/1997, μεταξύ άλλων αναφέρεται επί λέξει ότι "ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει ρητά ο κοινός νομοθέτης είναι... Η διάρκεια της παραγραφής των αδικημάτων των Υπουργών". Από τη φράση αυτή καθίσταται σαφές ότι η βούληση του ιστορικού νομοθέτη του ανωτέρω νόμου ήταν, ειδικώς ως προς την παραγραφή, να διαφοροποιήσει τις υπ' αυτού σχετικές ρυθμίσεις, από τις ρυθμίσεις περί παραγραφής του κοινού δικαίου, μόνον ως προς τους Υπουργούς, κατ' αποκλεισμόν της ρυθμίσεως ως προς τους συμμετόχους των Υπουργών, ως προς τους οποίους, προδήλως, ισχύουν οι κοινές διατάξεις. Ως δικαιολογητικό δε λόγο της διαφοροποιήσεως αυτής επικαλείται η ίδια εισηγητική έκθεση την ανάγκη "να μην τελούν για πολλά χρόνια τα πολιτικά πρόσωπα υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας εκκρεμούς ποινικής δίκης σε βάρος τους", λόγος ο οποίος, προδήλως, δεν προσιδιάζει σε μη πολιτικά πρόσωπα, όπως είναι οι συμμέτοχοι. Άλλωστε και στο νεώτερο ν. 3126/2003 περί της ποινικής ευθύνης των Υπουργών, στο άρθρο. 3 αυτού, για τον προσδιορισμό των αξιοποίνων πράξεων οι οποίες υπάγονται στην περί παραγραφής - προθεσμίας ρύθμισή του, που επίσης ορίζεται σε πέντε έτη από την ημέρα που τελέσθηκαν, γίνεται παραπομπή στην § 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, δηλαδή σε "πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από Υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του", στο δε άρθρο 7 § 3 προβλέπεται ρητώς ότι "αν η Βουλή απορρίψει ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά Υπουργού ή αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, δεν θίγεται ως προς τους συμμετόχους η δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, ως προς τους οποίους στην περίπτωση αυτή παύουν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου αυτού". Εκ τούτων προκύπτει ότι και κατά το νεώτερο αυτό νόμο η πενταετής παραγραφή του άρθρου 3 αφορά μόνον σε "πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από Υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του" και δεν αφορά στους συμμετόχους του Υπουργού, οι οποίοι, κατά την § 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού συμπαραπέμπονται και δικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου. Τούτο, δε διότι δεν είναι νοητό να μην υπάρχει ως προς τους συμμετόχους σταθερός χρόνος παραγραφής, αλλά να εξαρτάται ο χρόνος αυτός από το αν η Βουλή θα ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, ήτοι δεν είναι νοητό, αν μεν η Βουλή παραπέμψει τον Υπουργό και τους συμμετόχους, το κακούργημα του συμμετόχου να παραγράφεται μετά πενταετία, αν δε η Βουλή δεν τους παραπέμψει το ίδιο κακούργημα να παραγράφεται μετά δεκαπενταετία ή εικοσαετία, κατά περίπτωση. Εξάλλου, οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 2509/1997, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερθείσες περί παραγραφής, δεν έχουν εφαρμογή ως προς τους συμμετόχους του Υπουργού για τους εξής λόγους: Τόσον ο ν. 2509/1997, όσον και ο ήδη ισχύων ν. 3126/2003, περιέχουν ενιαία και ειδική ρύθμιση κατ' απόκλιση από τις κοινές ποινικές διατάξεις, ουσιαστικές και δικονομικές, με κοινό σημείο τους την ποινική ευθύνη Υπουργού για αξιόποινες πράξεις που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Παραλλήλως, από τον νομοθέτη αντιμετωπίσθηκε το ζήτημα της ευθύνης των συμμετόχων του Υπουργού και της, ως προς αυτούς, διαδικασίας. Κοινή ρύθμιση των ανωτέρω νόμων είναι το ότι ο Υπουργός δεν διώκεται κατά τις κοινές διατάξεις (από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή την Ολομέλεια των Εφετών), αλλά μόνον από τη Βουλή. Υπουργός, ο οποίος δεν προσέλαβε την ιδιότητα του κατηγορουμένου, για έγκλημα που τελέσθηκε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, κατά τον προσήκοντα τρόπο που προβλέπεται στους ανωτέρω νόμους, δηλαδή με δίωξη μετά από απόφαση της Βουλής, δεν μπορεί να λάβει το χαρακτηρισμό του "δράστη" τέτοιου εγκλήματος από άλλο πολιτειακό όργανο, ήτοι τον Εισαγγελέα, τον Ανακριτή ή το Δικαστικό Συμβούλιο. Συνεπώς, για την εφαρμογή του ν. 2509/1997 και ήδη του ν. 3126/2003, για τις αξιόποινες πράξεις Υπουργού που δεν είναι άσχετες με τα καθήκοντά του, είναι αναγκαία η κίνηση κατ' αυτού ποινικής διώξεως, κατά τα ανωτέρω. Αν η Βουλή δεν προσδώσει στον Υπουργό την ιδιότητα του κατηγορουμένου για αξιόποινες πράξεις αναγόμενες στα καθήκοντά του ως Υπουργού, δεν νοείται εφαρμογή των διατάξεων των ανωτέρω νόμων ως προς τα πρόσωπα τα οποία φέρονται ως συμμέτοχοι του Υπουργού, ακριβώς, διότι, πλην της Βουλής, κανένα άλλο πολιτειακό όργανο δεν έχει αρμοδιότητα να χαρακτηρίσει τον Υπουργό ως "δράστη" τέτοιας πράξεως, μόνον δε ο χαρακτηρισμός αυτός του Υπουργού από τη Βουλή χαρακτηρίζει και τους συμμετόχους του ως συμμετόχους Υπουργού και συνεπάγεται την εφαρμογή για τους τελευταίους των διατάξεων του νόμου περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών. Συνεπώς, η εφαρμογή του ενδιαφέροντος εν προκειμένω ν. 2509/1997 αυτομάτως αποκλείεται επί "συμμετόχων" Υπουργού, αν η Βουλή δεν προσέδωσε στον Υπουργό την ιδιότητα του "δράστη" πλημμελήματος ή κακουργήματος σχετικού με την άσκηση των καθηκόντων του. Από το γεγονός ότι τούτο, δηλαδή ο αποκλεισμός της εφαρμογής του νόμου περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών επί των συμμετόχων, προβλέφθηκε ρητώς μόνον στο νεώτερο ν. 3126/2003 (άρθρο 7 § 3) και μόνον για τις υποπεριπτώσεις που η Βουλή απορρίπτει ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για άσκηση ποινικής διώξεως κατά του Υπουργού ή αποφασίζει να μην ασκήσει δίωξη κατ' αυτού, δεν συνάγεται ότι στις λοιπές περιπτώσεις, δηλαδή στις περιπτώσεις που καταλαμβάνονται από τα χρονικά όρια ισχύος του ν. 2509/1997 και στην απομένουσα περίπτωση του ν. 3126/2003 όπου η Βουλή δεν επελήφθη καθόλου ως προς τον Υπουργό, είναι εφαρμοστέος επί των συμμετόχων του Υπουργού ο νόμος περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών. Τουναντίον, μάλιστα, κατά μείζονα λόγο πρέπει να αποκλεισθεί στην τελευταία περίπτωση η εφαρμογή του νόμου περί ποινικής ευθύνης Υπουργών, αφού σ' αυτήν την περίπτωση οι συμμέτοχοι του Υπουργού δεν έλαβαν καν την ιδιότητα του κατηγορουμένου ενώπιον της Βουλής. Συμπερασματικώς, μη χαρακτηρισθέντος του Υπουργού ως κατηγορουμένου από τη Βουλή, τόσον κατά το ν. 2509/1997 όσον και κατά το ν. 3126/2003 δεν λαμβάνουν την ιδιότητα συμμετόχου αυτού τρίτα πρόσωπα και επομένως αποκλείεται η ενεργοποίηση, ως προς τα πρόσωπα αυτά, οιουδήποτε εκ των νόμων αυτών, οι οποίοι έχουν ως προϋπόθεση την κίνηση από τη Βουλή ποινικής διώξεως κατά του Υπουργού. Το γεγονός ότι προκύπτουν έτσι δύο παραγραφές για τα ανωτέρω κακουργήματα, μία πενταετής υπέρ του Υπουργού και μία μακροτέρα (15ετής ή 20ετής) επί του συμμετόχου του Υπουργού, δεν μεταβάλλει τ' ανωτέρω, καθόσον τούτο προβλέπεται και κατά τις κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος επί συμμετοχικής δράσεως δέχεται τον περιορισμένως παρακολουθηματικό χαρακτήρα της πράξεως του συμμετόχου, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η διαφοροποίηση του χρόνου παραγραφής μεταξύ των περισσοτέρων συμμετόχων, αν η πράξη ως προς τον ένα τιμωρείται ως πλημμέλημα και ως προς τον έτερο ως κακούργημα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο που την εξέδωσε έπαυσε οριστικώς, λόγω παραγραφής, την ασκηθείσα κατά των κατηγορουμένων χ1, χ2, χ3, χ4, χ5, χ6 και χ7 ποινική δίωξη για κακουργηματική απιστία περί την υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, από κοινού, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, εμπίπτουσα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συνισταμένη στο ότι οι ανωτέρω "στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 10 Μαρτίου 2000 μέχρι 9 Απριλίου 2000, ενεργώντας από κοινού μεταξύ τους αλλά και με τον Υπουργό Οικονομικών, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ ήταν υπάλληλοι που τους είχε εμπιστευθεί το Ελληνικό Δημόσιο τη διαχείριση της περιουσίας του από έσοδα κινητών αξιών, κατά τη διαχείριση των εσόδων αυτών, ελάττωσαν εν γνώσει τους την περιουσία του Δημοσίου για να ωφεληθούν οι πωλητές μετοχών αλλά και η τότε Κυβέρνηση, λόγω της προεκλογικής περιόδου, από την αγοραπωλησία μετοχών μέσω του Χρηματιστηρίου, από δε την κατ' εξακολούθηση πράξη τους αυτή που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ελαττώθηκε η περιουσία του Δημοσίου κατά το συνολικό ποσό των 530.738.619 ευρώ, που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και υπέστη αυτό αντίστοιχη, ζημία...". Δέχθηκε, ειδικότερα, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο ότι η ειδική πενταετής παραγραφή των αξιοποίνων πράξεων (πλημμελημάτων ή κακουργημάτων) που τελούνται από Υπουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 § 2 του ν. 2509/1997 περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο που φέρονται τελεσθείσες οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις, καταλαμβάνει και τους συμμετόχους των Υπουργών "αφού αυτή ορίζεται αντικειμενικά από το νόμο και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε ενέργεια της Βουλής" και επομένως καταλαμβάνει τους ανωτέρω κατηγορουμένους, φερομένους ως συμμετόχους του Υπουργού Οικονομικών, κατά του οποίου, σημειωτέον, δεν κινήθηκε από τη Βουλή ποινική δίωξη. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα, με το να δεχθεί το δίκασαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών ότι, στην περίπτωση επί της οποίας, κατά τα ανωτέρω, έκρινε, ήταν εφαρμοστέα η περί πενταετούς παραγραφής διάταξη του άρθρου 4 § 2 του ν. 2509/1997 και, ακολούθως, καίτοι η προαναφερθείσα πράξη, που φέρεται τελεσθείσα από τους κατηγορουμένους, διώκεται σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 18, 256 εδ. γβ, 263α ΠΚ και 1 § 1 ν. 1608/1950), να παύσει οριστικώς την κατά των κατηγορουμένων ασκηθείσα για την πράξη αυτή ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, το μεν εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις εκτεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, το δε υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του. Είναι, επομένως, βάσιμοι οι συναφείς λόγοι της αιτήσεως του Εισαγγελέα, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε' και Η' ΚΠοινΔ και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Μειοψήφισαν δέκα επτά (17) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι ο Αντιπρόεδρος Δημήτριος Κυριτσάκης και οι Αρεοπαγίτες Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ειρήνη Αθανασίου, Λεωνίδας Ζερβομπεάκος, Χαράλαμπος Παπαηλιού, Αθανάσιος Κουτρομάνος, Βασίλειος Λυκούδης, Βασίλειος Κουρκάκης, Ελευθέριος Νικολόπουλος, Αθανάσιος Πολυζωγόπουλος, Νικόλαος Ζαΐρης, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριος Μάλλιος και Γεωργία Λαλούση οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 του ν. 2509/1997, που ίσχυε κατά το χρόνο της τέλεσης της αποδιδόμενης στους κατηγορουμένους αξιόποινης πράξης και που εκδόθηκε σε εκτέλεση των διατάξεων 86 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, με τις οποίες ορίζεται ότι "πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και αν ακόμα ο δράστης έχει παύσει να έχει υπουργική ιδιότητα" και ότι "τυχόν συμμέτοχοι κατηγορούνται και δικάζονται μαζί με τον υπουργό", δεν καθορίζεται μόνον η προδικασία και η επ'ακροατηρίου διαδικασία εκδίκασης των αναφερόμενων στις διατάξεις αυτές πράξεων και δραστών, αλλά και οι πράξεις και τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει η (πενταετής) παραγραφή του άρθρου 4 παρ. 2 του ιδίου νόμου. Η τελευταία αυτή διάταξη, με την οποία ορίζεται ότι "οι αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παραγράφονται μετά πέντε έτη από την ημέρα που τελέστηκαν" παραπέμπει ρητά, ως προς τον καθορισμό των πράξεων που παραγράφονται και των δραστών αυτών σε αμφότερες τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 2 του ιδίου νόμου. Αν ο νομοθέτης ήθελε το αντίθετο, θα παρέπεμπε μόνο στην παρ. 1 του άρθρου 2 και όχι σε ολόκληρο το άρθρο αυτό, όπως το έπραξε στο νεώτερο νόμο 3126/2003 περί ποινικής ευθύνης των υπουργών, όπου στο άρθρο 3 παρ. 1 αναφέρεται ρητά ότι η πενταετής παραγραφή αφορά μόνον τους Υπουργούς, των οποίων οι πράξεις διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού, στο οποίο και παραπέμπει. Ούτε συνάγεται κάτι διαφορετικό από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του ιδίου νόμου 2509/1997, με την οποία θεσπίζεται αναστολή της προθεσμίας της προαναφερόμενης παραγραφής κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, κατά την οποία τελέστηκε η πράξη, από το λόγο ότι στη διάταξη αυτή γίνεται λόγος για βουλευτική περίοδο κατά την οποία τελέστηκε η πράξη, ούτε αποκλείει την εφαρμογή της πενταετούς αυτής παραγραφής και στους συμμέτοχους του υπουργού, ο δικαιολογητικός λόγος του ν. 2509/1997, δηλαδή "να μην τελούν για πολλά χρόνια τα πολιτικά πρόσωπα υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας εκκρεμούς δίκης σε βάρος τους", αφού ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος επιβάλλει τη βραχυχρόνια πενταετή παραγραφή και στους συμμέτοχους, δεδομένου ότι η εκκρεμότητα της ποινικής δίκης των τελευταίων για πολλά χρόνια και μάλιστα εν απουσία του ιδίου του πολιτικού προσώπου και η τυχόν καταδίκη τους, ασφαλώς και δηλητηριάζει την πολιτική ζωή του τόπου, ενώ θα αποτελεί και έμμεσο στιγματισμό του πολιτικού προσώπου, χωρίς μάλιστα ενεργό συμμετοχή του στη δίκη, αλλά και μομφή προς τη Βουλή που ανέχθηκε και δεν κίνησε, όπως θα έπρεπε, τη διαδικασία κατ' αυτού, του οποίου η τυχόν συμμετοχή θα αποτελεί αντικείμενο έρευνας έστω και εμμέσως στη διάρκεια της δίκης των συμμετοχών. Περαιτέρω, η ανωτέρω άποψη ενισχύεται και από τις διατάξεις 1 παρ. 2 και 3 παρ. 1 του μεταγενέστερου του χρόνου της φερόμενης τέλεσης από τους κατηγορουμένους, συμμέτοχους του υπουργού, αξιόποινης πράξεως, νόμου 3126/2003, με τις οποίες περιορίστηκε η πενταετής παραγραφή μόνο στα πλημμελήματα και κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του, διότι αν η έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 2 και 4 παρ. 2 του ν. 2509/1997 ήταν ότι η πενταετής παραγραφή ισχύει μόνο για τον υπουργό και όχι και για τους συμμέτοχους, δεν θα υπήρχε ανάγκη να θεσπιστούν οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 3 παρ. 1, εδ. α' και 7 παρ. 3 του ν. 3126/2003. Και ναι μεν κατά την τελευταία αυτή διάταξη (άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 3126/2003) ορίζεται ότι "σε περίπτωση που η Βουλή απορρίψει, ως προδήλως αβάσιμη την άσκηση ποινικής δίωξης ή αποφασίσει την μη άσκηση δίωξης, δεν θίγεται ως προς τους συμμετόχους η δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων, ως προς τους οποίους στην περίπτωση αυτή παύουν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου αυτού", πλην όμως είναι σαφές ότι η διάταξη αυτή του νεώτερου νόμου αναφέρεται στη διαδικασία εκδίκασης και συνεπώς στις σχετικές με αυτήν διατάξεις του ειδικού νόμου για την ευθύνη των υπουργών και όχι στην ουσιαστική διάταξη για την παραγραφή, ως προς την οποία εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, σύμφωνα με την οποία αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση ο νόμος 2509/1997, που προβλέπει πενταετή παραγραφή και για τις πράξεις των συμμετόχων, έστω και αν αυτές χαρακτηρίζονται κακουργήματα. Εξάλλου, η παραγραφή δεν είναι προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή, που προσιδιάζει αποκλειστικά και μόνο στον υπουργό, αλλά λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου συναρτώμενος με την πάροδο του χρόνου και τις προς διάφορες κατευθύνσεις συνέπειες του, ενώ, εξάλλου, η παραγραφή δεν αναφέρεται σε ιδιαίτερη ιδιότητα ή σχέση ή "άλλη περίσταση" του προσώπου του αυτουργού-υπουργού, ώστε να εφαρμοστεί το άρθρο 49 παρ. 2 ΠΚ, αλλά αναφέρεται στην αξιόποινη πράξη αντικειμενικά. Τέλος, δεν συνάγεται από τις διατάξεις του ν. 2509/1997 ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή των προαναφερθεισών περί παραγραφής διατάξεων του νόμου αυτού στους συμμέτοχους των υπουργών, είναι η κίνηση κατ'αυτών από τη Βουλή ποινικής δίωξης και η κτήση από αυτούς της ιδιότητας του κατηγορουμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους. Μάλιστα, το αντίθετο προκύπτει από την ως άνω διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 3126/2003, αφού διαφορετικά δεν θα είχε λόγο η θέσπιση της διάταξης αυτής. Υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ίσχυαν δύο παραγραφές για κακουργήματα των ιδίων συμμετοχών του υπουργού, η πενταετής στην περίπτωση κίνησης από τη Βουλή ποινικής δίωξης κατά του υπουργού και η κοινή παραγραφή των αδικημάτων αυτών (15ετής ή 20ετής), στην περίπτωση που δεν είχε ασκηθεί τέτοια δίωξη, πράγμα που δεν προβλέπεται από καμία διάταξη του ΠΚ ή ειδικού νόμου επί συμμετοχικής δράσης και για πράξη που χαρακτηρίζεται ως κακούργημα για όλους τους συμμετόχους. Περαιτέρω από τον Αρεοπαγίτη της μειοψηφίας Αθανάσιο Κουτρομάνο διατυπώθηκε, σε ενίσχυση της γνώμης της μειοψηφίας και διάφορη επιχειρηματολογία, όπως αυτή καταχωρείται στα πρακτικά της παρούσης. Επομένως θα έπρεπε, κατά τη γνώμη των μειοψηφούντων, να απορριφθεί η αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ'αριθ. 3101/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Κατ' ακολουθίαν, σύμφωνα με την γνώμη που επικράτησε, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 3101/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ειδική πενταετής παραγραφή του άρθρου 4 § 2 του ν. 2509/1997 «περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών» (ήδη ισχύει το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 3126/2003), καταλαμβάνει και τους συμμέτοχους των Υπουργών για κακούργημα, μόνον εφόσον έχει κινηθεί από τη Βουλή ποινική δίωξη κατά Υπουργού, διαφορετικά ισχύει (προκειμένου περί κακουργήματος) η δεκαπενταετής ή εικοσαετής παραγραφή, έστω και αν προκύπτουν έτσι δύο παραγραφές, μία πενταετής για τον Υπουργό και μία δεκαπενταετής ή εικοσαετής για τους συμμετόχους του. Παραδοχή των λόγων αναιρέσεως της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και υπέρβαση εξουσίας, κατά της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, με την οποία έγινε δεκτό ότι, η ειδική αυτή παραγραφή ορίζεται αντικειμενικά από το νόμο και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε ενέργεια της Βουλής και ειδικότερα την κίνηση από αυτή ποινικής διώξεως κατά Υπουργού και παύθηκε οριστικά η ποινική δίωξη για κακουργηματική απιστία περί την υπηρεσία σε βάρος του Δημοσίου, από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 (για τους καταχραστές του Δημοσίου), πράξη φερόμενη ως τελεσθείσα από υπαλλήλους υπηρεσίας εξαρτώμενης από το Υπουργείο Οικονομικών, με τη συνεργασία του Υπουργού Οικονομικών (οι οποίοι ενώ ήσαν υπάλληλοι που τους είχε εμπιστευθεί το Ελληνικό Δημόσιο τη διαχείριση της περιουσίας του από έσοδα κινητών αξιών, κατά τη διαχείριση των εσόδων αυτών, ελάττωσαν εν γνώσει τους την περιουσία του Δημοσίου, για να ωφεληθούν οι πωλητές μετοχών αλλά και η τότε Κυβέρνηση, λόγω της προεκλογικής περιόδου, από την αγοραπωλησία μετοχών μέσω του Χρηματιστηρίου, από δε την κατ' εξακολούθηση πράξη τους αυτή, ελαττώθηκε η περιουσία του Δημοσίου κατά το συνολικό ποσό των 530.738.619 Ευρώ), λόγω της ειδικής πενταετούς παραγραφής, αναίρεση της απόφασης και παραπομπή της υπόθεσης - Αντίθετη μειοψηφία δέκα επτά μελών, κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έπρεπε να απορριφθεί. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Καταχραστές Δημοσίου, Απιστία περί την υπηρεσία.
0
Αριθμός 8/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Κωνσταντίνο Χατζηγιαννάκη και Πλάτωνα Νιάδη, για αναίρεση της 2395/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως ως και στο από 29 Μαΐου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1615/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠΔ, με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρ. 465 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Επίσης, κατά το άρθρο 153 του ίδιου Κώδικα, η έκθεση του άρθρου 148, όπως είναι και η παραπάνω έκθεση, είναι άκυρη αν δεν έχει την υπογραφή του υπαλλήλου που την έχει συντάξει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας". Η διάταξη αυτή εγγυάται "το δικαίωμα στο δικαστήριο", έκφανση του οποίου αποτελεί το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το δικαίωμα τούτο δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε να προσβάλλεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος αυτού. Αντιθέτως, οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον δικαιολογούνται από την εύλογη σχέση αναλογικότητας, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και των επιδιωκομένων σκοπών. Εντεύθεν παρέπεται ότι το Κράτος, όταν θεσπίζει το ένδικο μέσο της εφέσεως, έχει την υποχρέωση να διαμορφώνει τις σχετικές διαδικασίες, που αφορούν τους τύπους και τις προθεσμίες του ενδίκου τούτου μέσου, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις απορρέουσες από το εν λόγω άρθρο 6 εγγυήσεις. Έτσι, αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι ο υπάλληλος ενώπιον του οποίου ασκείται η αίτηση εφέσεως πρέπει να υπογράφει τη συντασσόμενη έκθεση, που περιλαμβάνει τους λόγους αυτής, η ευθύνη και οι κυρώσεις για τη μη τήρηση του τύπου τούτου αφορούν τον υπάλληλο και όχι τον εκκαλούντα, ο οποίος, άλλως, υφίσταται δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός του να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Κατ’ ακολουθίαν, εφόσον η ΕΣΔΑ κατισχύει των εθνικών διατάξεων, βάσει της ως άνω συνταγματικής επιταγής, πρέπει οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠΔ να ερμηνευθούν σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή και έτσι να γίνει δεκτό ότι, εάν η έκθεση του ενδίκου μέσου, μεταξύ των οποίων και της εφέσεως, ή το επισυναπτόμενο σε αυτήν έγγραφο του εκκαλούντος, που περιέχει τους λόγους αυτής, φέρει μεν την υπογραφή αυτού ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, αλλά από παραδρομή δεν υπογράφηκε και από τον οικείο γραμματέα, ο εκκαλών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παράλειψη του τελευταίου. Διαφορετικά, υποβάλλεται σε ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα της προσβάσεως στον εφετείο και υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο ή ασκεί δικαιοδοσία την οποία εκ του νόμου δεν έχει ή χωρίς να συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την άσκησή της είτε αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο, παρ’ όλον ότι συντρέχουν οι όροι άσκησής της. Διότι και στην τελευταία περίπτωση, παρά την υποχρέωση την οποία έχει να δικάσει και την έλλειψη διακριτικής ευχέρειας, κάνει κάτι που ο νόμος δεν του το επιτρέπει. Τέτοια περίπτωση αρνητικής υπέρβασης εξουσίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί ενδίκου μέσου, αλλά απορρίπτει αυτό, ως απαράδεκτο, χωρίς να συντρέχει τέτοια περίπτωση. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προς έρευνα της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων αναίρεσης, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, στις 7-6-2005, ερήμην, με την 685/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς, σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για χρήση πλαστών εγγράφων, υφαρπαγή και χρήση ψευδούς βεβαίωσης, κατ’ εξακολούθηση . Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την 43/1.3.2006 έφεσή του ενώπιον της αρμόδιας Γραμματέως Πλημμελειοδικών, η οποία συνέταξε και τη σχετική έκθεση εφέσεως. Στην έκθεση αυτή αναφερόταν ότι επισυνάπτεται έγγραφο, στο οποίο αναφέρονται οι επιπλέον λόγοι που δικαιολογούν την έφεσή του. Την έκθεση εφέσεως, όπως και το επισυναπτόμενο σε αυτήν έγγραφο, που αποτελούσαν ουσιαστικά ένα σώμα, υπέγραψε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ήδη αναιρεσείοντος , ενώ η Γραμματέας Πλημμελειοδικών Κιλκίς υπέγραψε στο πρώτο φύλλο της έκθεσης έφεσης του κατηγορουμένου, παραλείποντας, όμως, να θέσει την υπογραφή της και τα στοιχεία της στο επισυναπτόμενο έγγραφο, που αναλύονταν οι λόγοι της εφέσεως, καθώς και οι λόγοι και τα αποδεικτικά μέσα που δικαιολογούσαν, κατά τον εκκαλούντα, το εκπρόθεσμο αυτής. Το έγγραφο αυτό, πρέπει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος της εκθέσεως εφέσεως, η οποία, παρά την υφισταμένη ως άνω ατέλεια, έχει συνταγεί νομίμως, διότι, άλλως, ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων θα υφίστατο αδικαιολόγητο και μη οφειλόμενο σε πταίσμα του περιορισμό του δικαιώματός του να προσφύγει στο Εφετείο. Εντούτοις, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο δίκασε στις 25/7/2006 την πιο πάνω έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε αυτήν, ως απαράδεκτη, με την ακόλουθη αιτιολογία: " Στην κρινόμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ωσεί παρών, με την υπ’ αριθμ. 685/7-6-2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Κιλκίς, πλην όμως άσκησε την κρινόμενη έφεση του στις 1-3-2006, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας. Όταν η έφεση φέρεται ως εκπρόθεσμη, πρέπει στην έκθεση εφέσεως να αναφέρονται και οι λόγοι και τα αποδεικτικά μέσα που δικαιολογούν τα εμπρόθεσμο αυτής (άρθρο 474 παρ 2 Κ.Ποιν.Δ). Μόνο όταν εκτίθενται έτσι τα περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα στην έκθεση εφέσεως, οφείλει το Δικαστήριο να ερευνήσει τους προτεινόμενους λόγους, που δικαιολογούν το εμπρόθεσμο της εφέσεως, όπως εν προκειμένω ότι κακώς η εκκαλουμένη απόφαση ως αγνώστου διαμονής. Κατά συνέπεια, επειδή, εν προκειμένω, οι επισυναπτόμενοι στην έκθεση εφέσεως λόγοι έφεσης, δεν φέρουν την υπογραφή της Γραμματέως Πλημμελειοδικών Κιλκίς, όπως θα έπρεπε, δεν θεωρείται ότι υπάρχουν λόγοι έφεσης στην κρινόμενη έφεση και κατά συνέπεια δεν μπορεί να ερευνηθεί περαιτέρω το εμπρόθεσμο της εφέσεως αυτής. Επειδή, από την όλη αποδεικτική διαδικασία, δεν αποδείχθηκε κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης και το δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος από ανώτερη βία άσκησε την έφεση, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, πρέπει η έφεση αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 476 του Κ.Π.Δ". Από τις πιο πάνω παραδοχές τις προσβαλλόμενης απόφαση συνάγεται, ότι η απόρριψη της εφέσεως του ήδη εκκαλούντος, ως απαράδεκτης, έγινε διότι το Εφετείο έκρινε ότι δεν υπήρχαν σε αυτήν λόγοι έφεσης, αφού οι επισυναπτόμενοι στην έκθεση εφέσεως λόγοι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη , η δε γενόμενη στη συνέχεια έρευνα του εμπροθέσμου αυτής έγινε εκ περισσού, αφού, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, λόγω της μη υπάρξεως λόγων εφέσεως, "δεν μπορεί να ερευνηθεί περαιτέρω το εμπρόθεσμο της εφέσεως". Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά πιο πάνω, το επισυναπτόμενο στην έφεση έγγραφο αποτελούσε μέρος της εκθέσεως εφέσεως, και η εν λόγω έκθεση δεν ήταν απαράδεκτη εκ του λόγου ότι δεν περιείχε λόγους εφέσεως (και αιτιολόγηση του εκπροθέσμου). Επομένως, η διαλαμβανόμενη στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης αιτίαση του αναιρεσείοντος, κατά την οποία το Εφετείο, με το να απορρίψει την έφεσή του, ως απαράδεκτη, με την πιο πάνω αιτιολογία, τον υπέβαλε σ’ ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, και, συνεπώς (με το να μη δικάσει την παραδεκτώς ασκηθείσα έφεσή του), όπως αυτονοήτως συνάγεται, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, είναι βάσιμη, και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ, όπως εκτιμάται, λόγος αναίρεσης και ο συναφής πρόσθετος λόγος αυτής, πρέπει να γίνουν δεκτοί κατ’ ουσία. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών (προσθέτων) λόγων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2395/ 2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. - Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατ' αποφάσεως που απέρ-ριψε την έφεση ως απαράδεκτη, διότι το επισυναπτόμενο στην έφεση έγγραφο, που περιείχε τους λόγους της έφεσης, δεν είχε υπογραφεί από τον αρμόδιο γραμματέα. Παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας (αρνητική), κατ’ εκτίμηση του περιε-χομένου του. Δέχεται αναίρεση
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Ε.Σ.Δ.Α..
0
Αριθμός 7/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου), ως ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αντιπρόεδρος, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπρόεδροι, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη - Εισηγητή, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Γεώργιο Καπερώνη, Γεώργιο Πετράκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 2123/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η οποία εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με κοινό πρακτικό Προέδρου και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ. 1 ΚΠΔ και 23 παρ. 2 Ν. 1756/1988 (αριθμός Πράξης 22/30.01.2008) με κατηγορουμένους τους: 1) Χ1 και 2) Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 60/12.11.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1890/2007. Έπειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 95/20.02.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγουμε προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως κατ'άρθρο 485 Κ.Ποιν.Δ την εμπροθέσμως, κατ'άρθρο 483 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ ασκηθείσα με αριθμό 60/2007 αίτησή μας, με την οποία ζητούμε να αναιρεθεί το υπ'αριθμ. 2123/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για τους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω αίτησή μας και οι οποίοι έχουν ως ακολούθως: Α. Ι. Λόγους αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περίπτ. β', ζ' και ε' (νυν δ') του Κ.Ποιν.Δ. συνιστούν: α) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη την οποία έχει πράγματι, ενώ περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει όχι μόνον όταν το Δικαστήριο ή το Συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, επειδή στο πόρισμα της αποφάσεως ή του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. β) Η υπέρβαση εξουσίας. Αυτή υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το Συμβούλιο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας και τέλος γ) Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. και ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 ε', (νυν δ'), λόγο αναιρέσεως. Ειδικά, προκειμένου περί απαλλακτικού βουλεύματος, έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και αποκλείουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων έκρινε το Συμβούλιο ότι τα εν λόγω περιστατικά δεν συνιστούν ενδείξεις ή επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. ΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ορίζονται τα ακόλουθα: "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Κατά την κρατήσασα θέση στη νομολογία για τη συγκρότηση του ανωτέρω εγκλήματος, υποκείμενο του οποίου δύναται να είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, απαιτούνται: α) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης των καθηκόντων της υπηρεσίας, β) παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του, δηλαδή των καθηκόντων που ανατίθενται στον υπάλληλο, ως όργανο του κράτους, επιβάλλονται σ' αυτόν από το νόμο ή καθορίζονται με διοικητική πράξη ή απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχουν στη φύση της υπηρεσίας του και αναφέρονται στην έκφραση από τον υπάλληλο της θελήσεως της πολιτείας και στην άσκηση της κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της έναντι των τρίτων και όχι απλώς η παράβαση των υποχρεώσεων που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. και γ) σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε τρίτον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή άλλον, αρκεί δε η επιδίωξη του σκοπού αυτού χωρίς να απαιτείται και επίτευξη του (Ολ. ΑΠ 262/1961). Εάν, όμως, ισχύουν τ' ανωτέρω, κρίσιμο στοιχείο δεν είναι ο γενικός ή ειδικός χαρακτήρας των καθηκόντων που παραβιάζονται, ούτε πολύ περισσότερο η πηγή προέλευσης τους, αν δηλ. προκύπτουν από διάταξη νόμου, ακόμη και από το ίδιο το Σύνταγμα, από διοικητική πράξη ή οδηγίες ή από την ίδια τη φύση και την αποστολή της υπηρεσίας, αλλά η ύπαρξη συγκεκριμένης υπηρεσιακής ενέργειας τελούμενης κατά παράβαση των καθηκόντων, από την οποία απειλείται in concreto η πρόκληση βλάβης σε κάποια συγκεκριμένα κρατικά ή ατομικά έννομα αγαθά και συμφέροντα ή ο προσπορισμός παράνομου οφέλους στον υπάλληλο ή σε άλλον. Εκείνο δηλ. που έχει σημασία στο άρθρο 259 ΠΚ είναι αν η παράβαση του καθήκοντος θίγει άμεσα την υπηρεσιακή λειτουργία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγεί έτσι αντικειμενικά σε προσπορισμό (ιδίου ή ξένου) οφέλους ή σε βλάβη του κράτους ή άλλου· δεν ενδιαφέρει δηλαδή το είδος (γενικό ή ειδικό) του καθήκοντος αλλά μια συγκεκριμένη "αντιυπηρεσιακή" ενέργεια, εφ' όσον αυτή λειτουργεί ως μέσο για τον προσπορισμό οφέλους ή την πρόκληση βλάβης στα έννομα συμφέροντα άλλου (Ν. Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, 2001, σελ. 46, 47 και 49). Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και η λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως αλλά και όλων των ποινικών διατάξεων που προβλέπουν και τιμωρούν εγκλήματα, υποκείμενο των οποίων είναι υπάλληλος, θεωρούνται υπάλληλοι και οι κρατικοί λειτουργοί που κατά κανόνα είναι άμεσα όργανα του κράτους (βλ. και άρθρο 2 Ν. 3126/2003 στο οποίο αναφέρεται ρητώς ότι οι Υπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι). Οι κρατικοί λειτουργοί είναι όργανα του κράτους διάφορα των απλών υπαλλήλων και δεν είναι νοητή επ' αυτών διάκριση μεταξύ απλού υπαλληλικού καθήκοντος και υπηρεσιακού καθήκοντος. Ως εκ τούτου, κατά την ερμηνεία των ποινικών διατάξεων που προβλέπουν ποινικά αδικήματα, υποκείμενο των οποίων είναι ο "υπάλληλος", θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιότητα αυτή, προκειμένου σε κάθε περίπτωση ιδία όμως σε σχέση προς τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ να προσδιορίζεται η έννοια, η φύση και το εύρος των καθηκόντων, η παράβαση των οποίων θα στοιχειοθετεί, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος. Με βάση τ' ανωτέρω για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 259 και 13 περίπτ. α' του ΠΚ υπάλληλοι θεωρούνται και οι δικαστικοί λειτουργοί στη φύση του λειτουργήματος των οποίων, ως αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας και αποστολής των, ενυπάρχει η αρχή της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας, η εφαρμογή της οποίας δεν συνιστά ένα απλό υπαλληλικό καθήκον αλλά ένα υπέρτατο υπηρεσιακό καθήκον που επιβάλλει στο δικαστικό λειτουργό να απέχει ακόμη και της εξώδικης έκφρασης γνώμης, όταν αυτή μπορεί να συναρτηθεί με συγκεκριμένη υπόθεση (σε σχέση με την αρχή της αμεροληψίας, βλ. Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. 2000, σελ. 650). Η ύπαρξη αντικειμενικού και αμερόληπτου δικαστού αποτελεί έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου αλλά και της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που απορρέουν από το Σύνταγμα. Είναι εκ τούτου προφανές ότι το καθήκον αυτό λειτουργεί τόσο στην περίπτωση που ο ίδιος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται μία υπόθεση όσο και στην περίπτωση που άλλος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται υπόθεση και ο πρώτος παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο προκειμένου να επιτύχει έκβαση της υποθέσεως υπέρ του ενός εκ των διαδίκων. Με άλλους λόγους το ενυπάρχον στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού καθήκον της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας αποκλείει στο δικαστικό λειτουργό την υπό οποιαδήποτε μορφή παρέμβαση ή υπόδειξη σε άλλο δικαστικό λειτουργό προκειμένου να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Τα ανωτέρω ισχύουν προεχόντως στις περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις ή υποδείξεις γίνονται από ιεραρχικά ανώτερο κατά βαθμό δικαστικό λειτουργό προς κατώτερο δικαστικό λειτουργό, δεν είναι δε αναγκαίο ο ιεραρχικά κατώτερος δικαστικός λειτουργός να υπηρετεί στην περιφέρεια που υπηρετεί ο ιεραρχικά ανώτερος δικαστικός λειτουργός. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 3 του Ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών", όπως ισχύει, με την οποία ορίζεται ότι "Οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα". Το εύρος της διατάξεως αυτής εκτείνεται πέραν των προσώπων τα οποία κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου ασκούν εποπτεία, η οποία κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου συνίσταται στην επίβλεψη και έκδοση γενικών οδηγιών, ενόψει της χρήσεως, εκτός της λέξεως "οδηγία" και των λέξεων "σύσταση" ή "υπόδειξη". Και τούτο διότι σκοπός θεσπίσεως της διατάξεως αυτής είναι να αποτρέπεται ο επηρεασμός της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των κατώτερων δικαστικών λειτουργών κατά τον χειρισμό συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων υποθέσεων. Ο επηρεασμός όμως αυτός δύναται να γίνει από τις "συστάσεις και υποδείξεις" οποιουδήποτε ανώτερου δικαστικού λειτουργού προς κατώτερο, προεχόντως δε οποιουδήποτε ανωτάτου δικαστικού λειτουργού προς κατωτέρους και όχι μόνον από τους ασκούντες, σύμφωνα με την παρ. 1 του ρηθέντος άρθρου, εποπτεία. Εάν δεν ήθελαν γίνει δεκτά τ' ανωτέρω, τότε θα ήταν αδύνατη η θεμελίωση και του πειθαρχικού αδικήματος σε βάρος των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι δεν ασκούν εποπτεία κατά την παρ. 1 του ρηθέντος άρθρου και οι οποίοι έτσι θα ήταν δυνατόν να παρεμβαίνουν στους κατωτέρους τους δικαστικούς λειτουργούς κάνοντας συστάσεις και υποδείξεις σε σχέση προς το χειρισμό συγκεκριμένης υποθέσεως με σκοπό να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Η διάταξη όμως αυτή της παρ. 3 του άρθρου 19 με την οποία οριοθετούνται τα καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών και ιδία των ανωτάτων, προκειμένου να διασφαλίζεται η αμεροληψία και αντικειμενικότητα της κρίσεως κατά τον χειρισμό υποθέσεων, αποτελεί συγχρόνως, σε περίπτωση παραβιάσεώς της, το θεμέλιο τελέσεως και του υπό του άρθρου 259 ΠΚ προβλεπομένου και τιμωρουμένου ποινικού αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος. Αυτό βεβαίως δεν ορίζεται ρητώς με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 19 Ν. 1756/87, αφού με το νόμο αυτό ερρυθμίσθηκαν τα θέματα τα οποία ήταν αντικείμενο της ρυθμίσεως του, μεταξύ των οποίων και τα αφορώντα στην τέλεση πειθαρχικών αδικημάτων από τους δικαστικούς λειτουργούς. Ουδέν, εξάλλου, αποκλείει ή απαγορεύει η παραβίαση μιας διατάξεως να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα για έναν υπάλληλο ή λειτουργό και συγχρόνως το θεμέλιο τελέσεως ποινικού αδικήματος και ιδία αυτού της παραβάσεως καθήκοντος. Πέραν όμως τούτων, όπως εξετέθη, τα καθήκοντα του υπαλλήλου ή λειτουργού είναι δυνατόν να απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των Προϊσταμένων προκειμένου δε περί δικαστικών λειτουργών από ιδιαίτερες οδηγίες των ασκούντων την κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 1756/1987 εποπτεία μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου σε σχέση προς τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Κατά τα διαλαμβανόμενα λοιπόν στις με αριθμούς 509/1997 και 13/2001 εγκυκλίους του τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου κάθε επέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστή και κάθε απόπειρα υπόδειξης προς αυτόν σχετικά με εκκρεμή δίκη, ανεξάρτητα από την προέλευσή της και τα κίνητρα του προσώπου που την επιχειρεί, αποτελεί αθέμιτη προσπάθεια επηρεασμού της δικαστικής κρίσης και προσβολή προς το πρόσωπο του δικαστή, θέτει υπό δοκιμασία τη δικαστική ανεξαρτησία και υπονομεύει τις εγγυήσεις αντικειμενικότητας και διαφάνειας αλλά και το ίδιο το κύρος της δικαιοσύνης και εντεύθεν ως απαγορευμένη συνιστά και αυτή το θεμέλιο τελέσεως του ποινικού αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος. Ολίγον είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι οι συστάσεις ή υποδείξεις από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς προς τους κατωτέρους τους σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις με σκοπό να παραβιασθεί η αντικειμενικότητα και αμεροληψία και να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη συνιστούν αναμφιβόλως αθέτηση υπηρεσιακής υποχρεώσεως, εμπίπτουν στο κύκλο των καθηκόντων των ως δικαστικών λειτουργών και δεν είναι ξένες με την άσκηση δημόσιας εκ μέρους των εξουσίας σε σχέση προς συγκεκριμένες υποθέσεις, εντεύθεν δε δεν συνιστούν αθέτηση απλού υπαλληλικού καθήκοντος, το οποίο έχει σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας κλπ. και η ύπαρξη του οποίου δεν είναι νοητή με την έννοια και την αποστολή του κρατικού λειτουργού. Εκ πάντων των ανωτέρω παρέπεται ότι η, κατά παράβαση των ρηθέντων καθηκόντων, τα οποία ενυπάρχουν στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού και διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 Ν. 1756/89 και τις ρηθείσες εγκυκλίους του Προέδρου του Αρείου Πάγου, παρέμβαση, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστικού λειτουργού προς επηρεασμό της κρίσης του υπέρ του ενός εκ των διαδίκων μερών από ανωτάτους ιδία δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν ταχθεί, όπως άλλωστε και όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, ως όργανα του κράτους να υπηρετούν την πολιτεία και τους πολίτες με χρηστότητα και καθαρότητα και να υλοποιούν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κράτους δικαίου, με σκοπό να προσπορίσουν στους ίδιους ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, όπως είναι η μεροληπτική και ευνοϊκή μεταχείριση ενός διαδίκου, περαιτέρω συνέπεια των οποίων είναι να τίθεται υπό δοκιμασία η δικαστική ανεξαρτησία και να υπονομεύεται το κύρος της δικαιοσύνης, στοιχειοθετεί πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση το υπό του άρθρου 259 ΠΚ προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος. ΙΙΙ. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ : Α. Με τη διάταξη του άρθρου 186 παρ. 2 του Π.Κ. ορίζεται ότι όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα καθώς και όποιος προσφέρεται γι' αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά τιμωρείται με φυλάκιση. Για τη στοιχειοθέτηση του υπό της ανωτέρω διατάξεως προβλεπομένου ιδιωνύμου (έναντι των περί ηθικής αυτουργίας διατάξεων Σταμάτη Συρροή σελ. 107) και υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος απαιτείται η, με οποιονδήποτε τρόπο, πρόκληση ή παρότρυνση κάποιου να διαπράξει ένα πλημμέλημα. Η πρόκληση αποτελεί δήλωση του δράστη με την οποία επιζητείται να πεισθεί έτερο πρόσωπο για τη διάπραξη ενός πλημμελήματος, ενώ παρότρυνση είναι απλώς η προσπάθεια επίδρασης επί της βουλήσεως ετέρου, προκειμένου αυτός να τελέσει ένα πλημμέλημα. Η πρόκληση δύναται να λάβει την μορφήν συμβουλής, διαταγής, απειλής κ.λ.π. ενώ η παρότρυνση δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο όπως π.χ. με ενθάρρυνση, υποδείξεις, συστάσεις, συμβουλές κλπ. Τετελεσμένον είναι το έγκλημα άμα τη προκλήσει ή τη παροτρύνσει έστω και αν αυτές έμειναν χωρίς αποτέλεσμα δηλ. άμα ο προκαλούμενος λάβει γνώση της προκλήσεως ή παροτρύνσεως προς τέλεση του πλημμελήματος. Η πρόκληση ή παρότρυνση τιμωρείται ακόμη και αν ο προσκαλούμενος δεν ανταποκριθεί καν σε αυτή δηλ. ακόμη και αν την απορρίψει αμέσως. Η διάταξη του άρθρου 186 παρ. 2 ενεργοποιείται τότε μόνον, όταν ο δράστης δεν προχώρησε στην τέλεση της άδικης πράξης ή στην αρχή εκτέλεσης αυτής, καθόσον, εάν έλαβε χώραν το τελευταίο, έχουν εφαρμογή οι περί ηθικής αυτουργίας διατάξεις. Είναι προφανές ότι με την ανωτέρω διάταξη καλύπτονται κατ' ουσίαν οι περιπτώσεις της απόπειρας ηθικής αυτουργίας, οι οποίες δεν τιμωρούνται με τις γενικές περί συμμετοχής διατάξεις. Η παράβαση της διατάξεως του άρθρου 186 παρ. 2 του ΠΚ τυγχάνει μη τιμωρητή προτέρα πράξη έναντι της επόμενης χρονικώς και αυτοτελώς τελούμενης ηθικής αυτουργίας ή αυτουργίας στο εν συνεχεία τελεσθέν έγκλημα υπό του αυτού δράστη. Β. Μεταβολή κατηγορίας, η οποία θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α του Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό προς το άρθρο 171 παρ. 1 β του ιδίου Κώδικα για απόλυτη ακυρότητα επερχόμενη από την μη τήρηση των διατάξεων των άρθρων 27 και 43 που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα, υφίσταται όταν τα συνιστώντα την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ή παρεπέμφθη ένας κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά διαφέρουν ουσιωδώς ως προς τον τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις εκείνων του εγκλήματος για το οποίο εκινήθη η ποινική δίωξη, καθ' όσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για έγκλημα για το οποίο δεν εκινήθη η ποινική δίωξη υπό του αρμοδίου οργάνου. Ανεπίτρεπτη όπως μεταβολή της κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν, μεταξύ των άλλων, το Συμβούλιο με βάση τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά προβαίνει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως. Τούτο διότι το Συμβούλιο (αλλά και το Δικαστήριο) οφείλουν κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους να προσδίδουν στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και να εξετάζουν αυτήν υπό όλες τις μορφές, τις οποίες καλύπτει το δεδικασμένο που παράγεται δια της αποφάσεως ή του βουλεύματος. Εάν, εξάλλου, παραλείψουν τ' ανωτέρω και αποφανθούν αποκλειστικώς με βάση τον δοθέντα υπό του Εισαγγελέως νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως, ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή ότι δεν πρέπει να γίνει κατ' αυτού κατηγορία, υποπίπτουν σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που επάγεται την αναίρεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως κατά τα άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. ε' και 510 παρ. 1 θ' του Κ.Ποιν.Δ. Πέραν όμως τούτου για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, με την οποία ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος ή του βουλεύματος που αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, πρέπει να διαλαμβάνει συγχρόνως το λόγο για τον οποίο δεν στοιχειοθετείται το δεύτερο απορροφώμενο έγκλημα, το οποίο αναδύεται, μετά τον αποκλεισμό της απορροφώσας κυρίας πράξεως. Β. Ι. Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο απαλλακτικό βούλευμα με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων) εδέχθη τα ακόλουθα σε σχέση προς τα εγκλήματα της παραβάσεως καθήκοντος κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και ηθικής σ' αυτό αυτουργίας για τα οποία κατηγορούνται ο Χ1 και ο Χ2: "Το δεύτερο εξάμηνο του έτους 1999 μεταξύ του Χ2 και του Ψ1, νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "AGTIVE Aνώνυμος Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών" (Ιερά Οδός αρ. 269Α), ανέκυψε μεγάλη οικονομική διαφορά η οποία αφορούσε απαιτήσεις πολλών εκατομμυρίων δραχμών του πρώτου από τον δεύτερο, από χρηματιστηριακές συναλλαγές και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σφοδρής μεταξύ τους αντιδικίας. Τον Οκτώβριο του 2001, σε βάρος του Χ2 και του συγκατηγορουμένου του, Χ3 εκκρεμούσε ενώπιον της Ανακρίτριας του 16ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών,Ιωάννας Λάμπρου-Βελησάρη, κατηγορία για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική έκρηξη κατά συρροή, η οποία αφορούσε δύο εκρήξεις που έγιναν από άγνωστα άτομα στις 8 και 20 Ιανουαρίου 2001 στον περιφραγμένο ακάλυπτο χώρο της "ACTIVE A.E.", με συνέπεια να προκληθούν ζημιές στο κτίριο και σε αυτοκίνητα. Στους κατηγορουμένους, μετά την απολογία τους επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος της εμφάνισής τους στο Α.Τ. της κατοικίας τους. Μετά το πέρας της ανάκρισης η δικογραφία διαβιβάστηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος υπέβαλε την από 31-5-2001 πρότασή του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και πρότεινε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, ελλείψει αποχρωσών ενδείξεων. Την 15-7-2001 έλαβε χώρα και άλλη έκρηξη στις εγκαταστάσεις της "ACTIVE A.E.", με αποτέλεσμα να προκληθούν και πάλι ζημιές. Για την έκρηξη αυτή σχηματίστηκε σχετική δικογραφία, κατόπιν της από .... αναφοράς του 3ου Τμήματος Εκβιαστών της Δ/νσης Ασφαλείας Αθηνών και ακολούθως ασκήθηκε νέα ποινική δίωξη εναντίον των Χ2 και άλλων πέντε προσώπων και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης από την ίδια Ανακρίτρια, η οποία παρέλαβε τη δικογραφία την 1-8-2002. Την 25-6-2002 και ενώ η πρώτη δικογραφία εκκρεμούσε στο Συμβούλιο, ο Ψ1 ζήτησε με υπόμνημά του την επιστροφή της στην ανάκριση προκειμένου αυτή να συσχετισθεί με τη δεύτερη δικογραφία. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε και ακολούθως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 3842/5-8-2002 βούλευμά του, κάνοντας δεκτή την πρόταση του Εισαγγελέα, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον των κατηγορουμένων. Κατά του βουλεύματος αυτού ο Ψ1, άσκησε ως πολιτικώς ενάγων την από 30-8-2002 έφεση, η οποία μαζί με τη σχετική δικογραφία ανατέθηκε αρμοδίως προς επεξεργασία στον Αντεισαγγελέα Εφετών, Χ4 (έκτο κατηγορούμενο). Αυτός, αφού επεξεργάστηκε τη δικογραφία, υπέβαλε προς το Συμβούλιο Εφετών την από 30-12-2002 πρότασή του, με την οποία πρότεινε, μεταξύ άλλων, να απορριφθεί κατ' ουσίαν η έφεση και να επικυρωθεί στο σύνολο το προαναφερθέν 3842/2002 βούλευμα. Το Συμβούλιο Εφετών με το υπ' αριθμ. 1/2003 βούλευμά του, διέταξε περαιτέρω κυρία ανάκριση, προκειμένου να περιληφθούν στη δικογραφία τα αποδεικτικά στοιχεία που υπήρχαν στη δεύτερη δικογραφία και να διενεργηθεί οποιαδήποτε άλλη αναγκαία ανακριτική πράξη. Έτσι και η πρώτη δικογραφία επανήλθε στις 21-1-2003 στην Ανακρίτρια του 16ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, η οποία στη συνέχεια, με σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου Εισαγγελέα, εξέδωσε διάταξη για τη συνένωση των δύο δικογραφιών λόγω συνάφειας. Στο μεταξύ ο Χ2 απολογήθηκε για τη δεύτερη δικογραφία στις 4-12-2002 και αμέσως μετά ανέκυψε διαφωνία για την προσωρινή ή μη κράτηση αυτού, μεταξύ του Εισαγγελέα που είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να διαταχθεί η προσωρινή του κράτηση και της 16ης Ανακρίτριας που υποστήριζε ότι έπρεπε να επιβληθούν σ' αυτόν περιοριστικοί όροι. Η διαφωνία αυτή ήχθη με την από 10-12-2002 πρόταση του αρμοδίου Εισαγγελέα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποτελείτο από τους Δικαστές Ευάγγελο Ταμπακόπουλο, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Ιωάννα Βρεττού, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών και Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Πλημμελειοδίκη, ο οποίος ήταν και ο Εισηγητής της υπόθεσης. Το Συμβούλιο εξέδωσε το υπ' αριθμ. 222/15-1-2003 βούλευμα, με το οποίο ήρε τη διαφωνία υπέρ της γνώμης του Εισαγγελεα περί επιβολής προσωρινής κράτησης. Σε εκτέλεση του βουλεύματος αυτού η Ανακρίτρια του 16ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, εξέδωσε σε βάρος του Χ2 το υπ' αριθμ. 1/2003 ένταλμα σύλληψης και το υπ' αριθμ. 6/2003 ένταλμα προσωρινής κράτησης, το οποίο παρέμεινε ανεκτέλεστο, καθόσον ο κατηγορούμενος Χ2 φυγοδικούσε...Την έκδοση των ανωτέρω ενταλμάτων ακολούθησαν πολλές αιτήσεις και προσφυγές των κατηγορουμένων για την άρση ή την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους που απορρίφθηκαν όλες με διατάξεις της Ανακρίτριας...Περαιτέρω προέκυψε ότι τον Απρίλιο του έτους 2003, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, του οποίου η σύζυγος θ χειριζόταν ως δικηγόρος υπόθεση αστικής φύσεως του Χ2, επισκέφθηκε στο γραφείο του τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ......, και αφού τον ενημέρωσε ότι εκκρεμεί στην ανάκριση μια σημαντική υπόθεση με κατηγορούμενο τον Χ2, του ανέφερε ότι πρόκειται για έντιμο άτομο και μεγάλο επιχειρηματία, ο οποίος κακώς διώκεται, ζήτησε δε απ' αυτόν να λάβει γνώση της δικογραφίας, ώστε να έχει ιδία αντίληψη, λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης. Επίσης, επικοινώνησε με τον έχοντα τότε την εποπτεία της ανάκρισης, Εισαγγελέα Εφετών και του ανέφερε ότι μολονότι η ανάκριση είχε περατωθεί, καθυστερεί αδικαιολόγητα η διεκπεραίωση της δικογραφίας κατά του Χ2. Ο Εισαγγελέας επικοινώνησε τηλεφωνικά με την 16η Ανακρίτρια και εκείνη τον ενημέρωσε ότι πράγματι η ανάκριση έχει ουσιαστικά περατωθεί, η δε καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, και ιδίως ο Χ2, υποβάλλουν συνεχώς αιτήσεις αντικατάστασης της προσωρινής τους κράτησης και ότι μετά την απόρριψή τους ασκούν προσφυγές κατά των απορριπτικών διατάξεων, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η τυπική περαίωση αυτής. Ο Εισαγγελέας Εφετών ανακοίνωσε τα ανωτέρω στον Χ1 και του συνέστησε να ενημερώσει τους ενδιαφερόμενους να παύσουν να καταθέτουν αιτήσεις αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης....Περαιτέρω προέκυψε ότι στις 9-6-2003 ο Χ2 κατέθεσε στην ως άνω Ανακρίτρια του 16ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, Ιωάννα Λάμπρου-Βελησάρη, νέα αίτηση αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης, η οποία απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 391/1-7-2003 διάταξή της. Κατά της διάταξης αυτής ο Χ2 άσκησε ενώπιον του συμβουλίου Πλημμελειοδικών την από 3-7-2003 προσφυγή, η οποία εισήχθη με την από 9-7-2003 απορριπτική πρόταση του αρμόδιου Εισαγγελέα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο αποτελείτο από τους Δικαστές, Βασίλειο Μπάση, Πρόεδρο Πλημ/κών, Ευφροσύνη Σωζοπούλου - Εισηγήτρια και Αγγελική Καμπανάρη, Πλημμελειοδίκες. Κατά το χρονικό διάστημα που η προσφυγή εκκρεμούσε στο Συμβούλιο, ο πρώτος κατηγορούμενος,Χ1, Αρεοπαγίτης τότε εν ενεργεία, έκανε αλλεπάλληλες οχλήσεις στα μέλη του Συμβουλίου προκειμένου να δεχθούν την προσφυγή του τελευταίου. Οι οχλήσεις αυτές έγιναν, αφενός μεν στην Εισηγήτρια Ευφροσύνη Σωζοπούλου μέσω του Ν1, ο οποίος γνώριζε από τη συνυπηρέτησή τους στα Ιωάννινα, κατά το χρονικό διάστημα 1995-1998, καθώς επίσης γνώριζε τον Χ2 και Χ1 και αφετέρου στον Βασίλειο Μπάση, μέσω του προέδρου Πρωτοδικών, Φίλιππος Μανώλαρος, ο οποίος διατηρούσε με τον Χ1 φιλικές και οικογενειακές σχέσεις. Συγκεκριμένα, ο Ν1 τηλεφώνησε στην ως άνω Εισηγήτρια και της είπε κατά λέξη "Για κάποια υπόθεση που έχεις χρεωθεί ενδιαφέρεται ο Αρεοπαγίτης Χ1 και θέλει να σε συναντήσει". Η Εισηγήτρια του απάντησε ότι δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε τέτοιες ιστορίες και ότι δεν επιθυμεί να συναντήσει κανέναν. Την επομένη ημέρα ο Ν1 τηλεφώνησε και πάλι και της είπε "Η υπόθεση που σου είχα μιλήσει είναι η υπόθεση με τον Χ2 και ο Χ1 ενδιαφέρεται να την προσέξεις". Η Εισηγήτρια του απάντησε ότι προσέχει όλες τις υποθέσεις και ότι δεν θα πρέπει να την ενοχλήσει και άλλη φορά. Παρά τη σύστασή της αυτή, ο Ν1, τηλεφώνησε την επομένη πολλές φορές, πλην όμως αυτή δεν απάντησε. Για τα ανωτέρω η Εισηγήτρια ενημέρωσε τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, Βασίλειο Μπάση. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, επικοινώνησε με τον Φίλιππο Μανώλαρο, του είπε ότι γνωρίζει τον Χ2 και του ζήτησε να ενημερώσει τον Βασίλειο Μπάση ότι είναι άδικο αυτό που γίνεται σε βάρος του Χ2, ότι αυτός είναι σοβαρά άρρωστος και ότι επιθυμεί να εμφανισθεί στην Ανακρίτρια, αλλά πιστεύει ότι ο αντίδικός τους έχει γνωριμίες στο δικαστικό κλάδο και ότι σίγουρα θα οδηγηθεί στη φυλακή. Ακολούθησαν νέες τηλεφωνικές επικοινωνίες, κατά τις οποίες ο Χ1 ρώτησε τον Φίλιππο Μανώλαρο αν μεταφέρθηκαν στο Συμβούλιο όσα του είχε πει και εξέφρασε την επιθυμία να συναντήσει τον Βασίλειο Μπάση. Πράγματι ο Φίλιππος Μανώλαρος συναντήθηκε με τον Βασίλειο Μπάση και του μετέφερε την επιθυμία του Χ1 να συναντηθεί μαζί του για την υπόθεση του Χ2 που εκκρεμεί στο Συμβούλιο. Ο Βασίλειος Μπάσης, έχοντας υπόψη του και όσα του είχε αναφέρει η Εισηγήτρια, Ευφροσύνη Σωζοπούλου, του είπε ότι θα σκεφθεί το θέμα και θα του απαντήσει, χωρίς ωστόσο να το κάνει. Ο Φίλιππος Μανώλαρος τηλεφώνησε για το ίδιο θέμα, άλλες δύο φορές στον Βασίλειο Μπάση ο οποίος απέφευγε συστηματικά κάθε συνάντηση με τον Χ1, μάλιστα δε στην τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία τους, ζήτησε από τον Φίλιππο Μανώλαρο να διαμηνύσει στον Χ1, ότι πρέπει να τους αφήσει ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους. Τελικά οι οχλήσεις αυτές δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα και το Συμβούλιο Πλημ/κών απέρριψε, με το υπ' αριθμ. 3171/30.7.2003 βούλευμά του, την ως άνω προσφυγή για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος (Χ2) δεν είχε υποβληθεί προηγουμένως στη διαταχθείσα προσωρινή κράτηση. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2003 οι επίμαχες δικογραφίες υποβλήθηκαν στον Εισαγγελέα Εφετών και χρεώθηκαν αρμοδίως προς επεξεργασία στον Αντεισαγγελέα Εφετών Σπυρίδωνα Φωτάκη - που είχε ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη υπόθεση και είχε υποβάλει στο Συμβούλιο την από 30.12.2002 πρότασή του 'πως προαναφέρθηκε - ο οποίος υπέβαλε στο Συμβούλιο την υπ' αριθμ. 2724/23.11.2003 πρόταση, με την οποία πρότεινε, πλην άλλων, να απορριφθεί κατ' ουσίαν η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ1 και να μη γίνει κατηγορία εναντίον των κατηγορουμένων. Το Συμβούλιο Εφετών εξέδωσε το υπ' αριθμ. 12/15.1.2004 βούλευμα με το οποίο, απέρριψε την έφεση κατ' ουσίαν και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον των κατηγορουμένων. Περαιτέρω προέκυψε ότι το έτος 2004 εκκρεμούσε στον 12ο Τακτικό Ανακριτή Αθηνών ποινική δικογραφία για κακουργηματική απάτη σε βάρος των αδελφών χα, χβ και χγ. Οι δύο τελευταίοι είχαν δικηγόρο τους σε αστικές υποθέσεις, την θ, σύζυγο του Χ1. Στις αρχές Ιουλίου 2004, μετά την απολογία των κατηγορουμένων, χβ και χγ (ο χα είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους), ανέκυψε για την προσωρινή ή μη κράτησή τους διαφωνία, μεταξύ του Εισαγγελέα που είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να διαταχθεί η προσωρινή τους κράτηση και του Ανακριτή που υποστήριζε ότι έπρεπε να τους επιβληθούν περιοριστικοί όροι. Η διαφωνία αυτή ήχθη με τις από 5.7.2004 προτάσεις του αρμόδιου Εισαγγελέα ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο αποτελείτο από τους Δικαστές Ευάγγελο Ταμπακόπουλο, Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Κων/νο Καλλιγέρη (Εισηγητή) και Κων/να Αγγελάκη, Πλημμελειοδίκες. Κατά τη διάσκεψη που έγινε στις 5.7.2004, το Συμβούλιο έκρινε ότι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να κρατηθούν και για το λόγο αυτό εκδόθηκαν στη συνέχεια τα υπ' αριθμ. 3289/15.7.2004 και 3290/15.7.2004 βουλεύματα, με τα οποία ήρθη η διαφωνία υπέρ της άποψης του Εισαγγελέα. Αμέσως μετά τη διάσκεψη και πριν ακόμη εκδοθεί το βούλευμα, ενώ ο Πλημμελειοδίκης και Εισηγητής της υπόθεσης Κων/νος Καλλιγέρης, συζητούσε με τον Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αλέξανδρος Σάββας στον 2ο όροφο του κτιρίου 6 του Πρωτοδικείου, τους πλησίασε ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί αντιπρόεδρος του ΑΠ και πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ο οποίος κατόπιν παρακλήσεως του χγ και χβ (τέταρτου και πέμπτου κατηγορούμενου) μετά τις σχετικές συστάσεις και την απομάκρυνση του Αλέξανδρος Σάββας, είπε στον Κων/νο Καλλιγέρη "Έχεις χρεωθεί στο Συμβούλιο μία υπόθεση με τους αδελφούς χα,χβ,χγ, κοίταξέ την γιατί αυτοί οι δύο δεν έχουν ενεργό συμμετοχή στην εταιρεία, αλλά ο αδελφός τους, που έχει αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους ήταν αυτός που έκανε κουμάντο και είναι υπεύθυνος για όλα". Ο Κων/νος Καλλιγέρης δεν του ανέφερε ότι είχε ήδη γίνει η διάσκεψη και του απάντησε ότι θα δει την υπόθεση με προσοχή. Τις βραδυνές ώρες της 17.6.2004, δηλαδή την επομένη ημέρα της έκδοσης των ως άνω βουλευμάτων, ο Χ1 τηλεφώνησε στην οικία του Κων/νος Καλλιγέρης και όταν πληροφορήθηκε ότι η διαφωνία ήρθη υπέρ του Εισαγγελέα και επιπλέον ο Κων/νος Καλλιγέρης του είπε ότι ορθά αποφάσισε το Συμβούλιο γιατί όλα τα στοιχεία εκεί οδηγούσαν, τότε εκείνος του απάντησε "Δεν είναι έτσι και δεν έχεις διαβάσει καλά τα έγγραφα της δικογραφίας, από τα οποία προκύπτει ότι οι αδελφοί χα,χβ,χγ θα είναι άδικα στη φυλακή, ενώ ο πραγματικά ένοχος είναι ο τρίτος αδελφός που έχει αφεθεί ελεύθερος". Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος Χ1 τηλεφώνησε και στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, Ευάγγελος Ταμπακόπουλος, και του είπε: "Τι βούλευμα είναι αυτό που βγάλατε, πως συμβαίνει ο πιο βεβαρημένος αδελφός να αφήνεται ελεύθερος επειδή κάρφωσε και οι δύο άλλοι που ουσιαστικά είναι αμέτοχοι να τους κλείνετε στη φυλακή". Ο Ευάγγελος Ταμπακόπουλος του απάντησε ότι ενήργησαν σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφία και τότε αυτός του είπε ότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι υπεράνω του νόμου και ότι το τηλεφώνημά του γίνεται υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων την οποία είχε από τον Μάιο του 2004. Με βάση τα ως άνω προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν στοιχειοθετείται κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου η αντικειμενική υπόσταση της αποδιδομένης στους δύο πρώτους κατηγορουμένους (Χ1 και .......), δικαστικούς λειτουργούς, αξιόποινης πράξης της παράβασης καθήκοντος. Πιο συγκεκριμένα οι ως άνω ποινικά αξιολογούμενες ενέργειες αυτών, ήτοι οι παρεμβάσεις τους στην υπόθεση για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κράτησης του τότε κατηγορουμένου Χ2 και επιπλέον του πρώτου εξ αυτών στην υπόθεση της διαφωνίας Ανακριτή και Εισαγγελέα για το θέμα της προσωρινής κράτησης των τότε κατηγορουμένων χγ και χβ, δεν συνιστούν αθέτηση υπηρεσιακής υποχρέωσής τους, αφού οι ενέργειές τους, όπως προεκτέθηκαν, δεν ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους τους, και δεν εκφράζουν, ούτε εκδηλώνουν βούληση της πολιτείας στις σχέσεις της με τρίτους μέσω των συγκεκριμένων κατηγορουμένων, δικαστικών λειτουργών στον κύκλο του έργου που έχει ανατεθεί σ' αυτούς. Πρόκειται δε για συμπεριφορά ξένη προς το υπηρεσιακό τους έργο, ήτοι συνιστά απλώς αθέτηση εκ μέρους τους υπαλληλικού καθήκοντος, που δεν εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, το οποίο προϋποθέτει παράλειψη καθ' ύλη και κατά τόπο αρμοδίου υπαλλήλου στο πλαίσιο έκφρασης απ' αυτόν πολιτειακής βούληση, ή άσκησης απ' αυτόν κρατικής εξουσίας μέσα στον ανατεθέντα σ' αυτόν κύκλο δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών, προϋπόθεση η οποία όμως δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, πλέον του ότι σε κάθε περίπτωση μεταξύ των παραπάνω δεν υφίσταται ιεραρχική εξάρτηση (άρθρο 19 Ν. 1756/1988 Κωδ. Οργαν. Κατάστ. Δικ. Λειτουργών). Ενόψει αυτών, και αφού δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος των δύο πρώτων κατηγορουμένων, ως φυσικών αυτουργών, δεν μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να γίνει λόγος για τέλεση από μέρους του τρίτου, τέταρτου και πέμπτου των κατηγορουμένων (Χ2 - χβ - χγ) της αποδιδομένης σ' αυτούς ηθικής αυτουργίας στην εν λόγω πράξη, λόγω του παρακαλουθητικού της χαρακτήρα, που προϋποθέτει την τέλεση της κύριας πράξης, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία. Επομένως πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 περ. α' και 316 παρ. 2 ΚΠΔ, να αποφανθεί το Συμβούλιο τούτο να μη γίνει κατηγορία εναντίον των ως άνω κατηγορουμένων αντίστοιχα για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις". ΙΙ. Με τις παραδοχές όμως αυτές και με βάση τα υπό στοιχείο Α εκτεθέντα : α) το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 259 Π.Κ. Τούτο διότι οι συστάσεις ή υποδείξεις και γενικότερα οι παρεμβάσεις (αμέσως ή εμμέσως) από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς προς τους κατωτέρους τους σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις με σκοπό να παραβιασθεί η αμεροληψία και αντικειμενικότητά τους και να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη ή ένας κατηγορούμενος δεν συνιστούν αθέτηση και παραβίαση ενός απλού υπαλληλικού καθήκοντος το οποίο έχει σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας κ.λ.π. και του οποίου άλλωστε η ύπαρξη δεν είναι νοητή και συμβατή με την έννοια και την αποστολή των δικαστικών λειτουργών. Συνιστούν αναμφιβόλως αθέτηση υπηρεσιακής υποχρεώσεως, απορρέουσας από την ενυπάρχουσα στη φύση του λειτουργήματος των δικαστικών λειτουργών, ως αναπόσπαστο μέρος αυτού, αρχή της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας, και εδικότερο συνιστούν "αντιυπηρεσιακές" ενέργειες που λειτουργούν ως μέσο για να προσπορισθεί παράνομο όφελος σ' ένα από τα διάδικα μέρη ή σ' έναν κατηγορούμενο και να προκληθεί αντίστοιχη βλάβη στα έννομα συμφέροντα άλλων, αντιδίκων ή μη των ανωτέρω. Εντεύθεν και εν όψει και του επιδιωκομένου σκοπού ήτοι της αλλοιώσεως της αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσεως και της προσπορίσεως παράνομου οφέλους σ' ένα από τα διάδικα μέρη ή σε κατηγορούμενο με αντίστοιχη βλάβη άλλων, σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις οι "αντιυπηρεσιακές" αυτές ενέργειες, ευρίσκονται εντός του κύκλου των καθηκόντων τους ως δικαστικών λειτουργών και σχετίζονται με την ασκουμένη εκ μέρους τους δημόσια εξουσία. Συνεπώς δεν είναι ορθές οι περί του αντιθέτου παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος. Ούτε όμως περαιτέρω είναι ορθή η παραδοχή του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι δεν υφίστατο ιεραρχική εξάρτηση μεταξύ του κατηγορουμένου αρεοπαγίτη και στη συνέχεια αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χ1 και των κατωτέρων του δικαστικών λειτουργών στους οποίους έκανε τις παρεμβάσεις (υποδείξεις-συστάσεις) καθόσον: 1) το μη νόμιμο της παρεμβάσεως (που θεμελιώνει και την παράβαση καθήκοντος) δεν συναρτάται με την ιεραρχική εξάρτηση εκείνου προς τον οποίο γίνεται η "παρέμβαση" από τον "παρεμβαίνοντα", ούτε ακόμη με την αρμοδιότητα ή μη του παρεμβαίνοντος, (βλ. σχετικώς τελευταία σκέψη στην ΑΠ 1073/1987), αλλά με την ύπαρξη καθήκοντος και υποχρεώσεως που απαγορεύει και αποκλείει τις παρεμβάσεις (συστάσεις ή υποδείξεις) ανεξαρτήτως του εάν υφίσταται ιεραρχική εξάρτηση και αρμοδιότητα για την παρέμβαση και εάν παρεμβαίνων και εκείνος προς τον οποίο γίνεται η παρέμβαση υπηρετούν στην ίδια δικαστική περιφέρεια και 2) Ούτως ή άλλως μεταξύ των μελών του ακυρωτικού και των λοιπών δικαστικών λειτουργών υφίσταται ιεραρχική εξάρτηση. Είναι δε διάφορο το θέμα του ποιος δύναται με βάση το άρθρο 19 παρ. 19 παρ. 1 και 2 Ν. 1756/1987, όπως ισχύει, να δίδει γενικές οδηγίες προς τους δικαστικούς λειτουργούς. β) Επικουρικώς και κατά πάσα περίπτωση : 1) το Συμβούλιο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού όντας υποχρεωμένο να ερευνά την πράξη υπό όλες τις μορφές της, δεν ερεύνησε εάν τα δεκτά από αυτό γενόμενα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν άλλο έγκλημα, εκτός εκείνου της παραβάσεως καθήκοντος, ως προς το οποίο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά, και δη αυτό της προκλήσεως και προσφοράς σε τέλεση πλημμελήματος (άρθρο 186 παρ. 2 ΠΚ) και προσδίδοντας σ' αυτά τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον Χ1 συνταξιούχο ήδη δικαστικό λειτουργό (αντιπρόεδρο ε.τ. του Αρείου Πάγου) για το έγκλημα αυτό, σε σχέση μάλιστα προς το οποίο ούτως ή άλλως είναι και επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας. 2) Το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την από το νόμο απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ' όσον, ενώ έκρινε ότι τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν αντικειμενικά το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, δεν διαλαμβάνει περαιτέρω έστω και μία σκέψη και δεν εκθέτει, γιατί τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά, δεν στοιχειοθετούν ούτε το έγκλημα της προκλήσεως και προσφοράς σε τέλεση πλημμελήματος και γιατί, αφού προσέδιδε τον νομικό αυτό χαρακτηρισμό, δεν θα έπρεπε ο συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός (αντιπρόεδρος ε.τ. του Αρείου Πάγου) να παραπεμφθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε για το έγκλημα αυτό, ως προς το οποίο μάλιστα είναι επιτρεπτή ούτως ή άλλως η κατηγορία. Ενόψει όλων των ανωτέρω είναι αναιρετέο το προσβαλλόμενο βούλευμα για τους από το άρθρο 484 παρ. 1 περίπτ. β', ε' και ζ' λόγους αναιρέσεως της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας σε σχέση προς τα εγκλήματα της παραβάσεως καθήκοντος κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και ηθικής σ' αυτό αυτουργίας για τα οποία κατηγορούνται οι Χ1 και Χ2. Δια τους λόγους αυτούς-------------------- ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ: Να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα όσον αφορά στο έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, σε σχέση προς το οποίο έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ1, συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού, αλλά και όσον αφορά στο έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην παράβαση καθήκοντος λόγω του περιορισμένης παρακολουθηματικού χαρακτήρα της τελευταίας προς την αυτουργική πράξη σε σχέση προς το οποίο, επίσης, έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του Χ2 καιΝα παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές για νέα κρίση επί της υποθέσεως. Αθήνα 20 Φεβρουαρίου 2008 Ο Προτείνων Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς" Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με την 22/2008 κοινή πράξη του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εισάγεται, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 483 § 3, 485 § 1 ΚΠοινΔ και 23 § 2 εδ. γ' του ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προς εκδίκαση η ενώπιον του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου ασκηθείσα από 12-11-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως του εκδοθέντος από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών 2123/2007 βουλεύματος, κατά το μέρος με το οποίο κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του Χ1 και του Χ2 για τις αναφερόμενες σ'αυτό αξιόποινες πράξεις. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 168, 306 εδ. τελευταίο, 479 § 2, 483 § 3 ΚΠοινΔ και 1 § 12 εδ. α' της κυρωθείσας με τον ν. 1157/1981 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου της 29/30-12-1980 σε συνδυασμό με τις αναλογικώς εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως κατά οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωσή του στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, εντός προθεσμίας ενός μηνός, η οποία αρχίζει από την επομένη της ημέρας εκδόσεως (δηλ. καθαρογραφής και υπογραφής) του βουλεύματος και λήγει με την παρέλευση της ημέρας του ακολουθούντος μηνός, η οποία αντιστοιχεί αριθμητικώς στην ως άνω εναρκτήρια ημέρα, ήτοι στην επομένη της ημέρας εκδόσεως του βουλεύματος, και, αν δεν υπάρχει αντιστοιχία, τότε υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του ακολουθούντος μηνός, αν δε η ημέρα αυτή (αντίστοιχη ή τελευταία) είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο, τότε η εν λόγω προθεσμία λήγει την τελευταία εργάσιμη ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των κατωτέρω μνημονευόμενων διαδικαστικών εγγράφων, το προσβαλλόμενο βούλευμα εξεδόθη στις 10-10-2007 και η περί αναιρέσεως αυτού δήλωση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έγινε ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του Αρείου Πάγου στις 12-11-2007 (βλ. την 60/2007 έκθεση αναιρέσεως του Γραμματέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη). Ως εκ τούτου και ενόψει του ότι η τελευταία ημέρα της κρίσιμης προθεσμίας (11-11-2007) ήταν Κυριακή, η ερευνώμενη αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, δηλαδή εντός της οριζόμενης ως άνω μηνιαίας προθεσμίας. ΙΙΙ. Το άρθρο 259 ΠΚ ορίζει ότι "υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος είναι α) η υπαλληλική ιδιότητα του δράστη, β) η παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και γ) η προσφορότητα (δηλαδή η αντικειμενική δυνατότητα) της παραβάσεως καθήκοντος να προσπορίσει στον δράστη ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να προκαλέσει βλάβη στο κράτος ή σε άλλον. Υπάλληλος, κατά την έννοια της άνω διατάξεως, είναι όποιος ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του άρθρου 13 περ. α' ΠΚ (ή του άρθρου 263 α' του ίδιου Κώδικα), άρα και ο ασκών την υπηρεσία της απονομής της δικαιοσύνης δικαστικός λειτουργός, μολονότι, σε αντίθεση με τους λοιπούς δημόσιους υπαλλήλους, δεν υπόκειται σε ιεραρχική εξάρτηση και δεν υπέχει, ως εκ τούτου, καθήκον υπακοής, αφού απολαμβάνει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, είναι ισόβιος, υπόκειται κατά την άσκηση των καθηκόντων του μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και διασφαλίζεται η αυτοδιοίκηση της υπηρεσιακής του καταστάσεως από το Σύνταγμα (άρθρα 87 §§1-2, 88 § 4 και 90 §§1 και 6 Συντάγματος). Ως καθήκον, η παράβαση του οποίου καθιστά αξιόποινη τη συμπεριφορά του υπαλλήλου, δεν νοείται οποιοδήποτε υπαλληλικό καθήκον, το οποίο προκύπτει από τον νόμο ή από διοικητική πράξη κανονιστικού χαρακτήρα ή από ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή από τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρεται στη γενική συμπεριφορά κάποιου ως υπαλλήλου, αλλά μόνο το καθήκον εκείνο που συνδέεται με την άσκηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής δραστηριότητας στο πλαίσιο της καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας του υπαλλήλου, εκείνο δηλαδή που ανάγεται στην εκτέλεση του ανατεθειμένου σ'αυτόν υπηρεσιακού έργου (βλ. σχετ. Ολ ΑΠ 262/1961 Ποιν. Χρ. 1961, 385 με εισ. πρόταση Κ. Κόλλια). Ως εκ τούτου, αξιόποινο χαρακτήρα, κατά το άρθρο 259 ΠΚ, δεν έχουν όλα τα πειθαρχικά παραπτώματα, αλλά μόνο όσα ενέχουν παραβάσεις συγκεκριμένων υπηρεσιακών καθηκόντων κατά την άσκηση υπηρεσιακής δραστηριότητας. Αντίθετη εκδοχή θα προσέκρουε στη συνταγματική αρχή "nullum crimen sine lege certa" (άρθρο 7 § i Συντάγματος). Η διάταξη συνεπώς του άρθρου 19 § 3 του ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), κατά την οποία "οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό αδίκημα", καθιερώνει ένα γενικό υπαλληλικό καθήκον, η παράβαση του οποίου εκ μέρους του δικαστικού λειτουργού δεν μπορεί καθεαυτή να συγκροτήσει την αντικειμενική υπόσταση του υπηρεσιακού εγκλήματος του άρθρου 259 ΠΚ, παρά μόνο αν συνδέεται με την άσκηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής δραστηριότητας και ειδικότερα με την εκ μέρους των αναφερόμενων στο άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 1756/1988 δικαστικών λειτουργών άσκηση της εποπτείας, όπως αυτή εξειδικεύεται στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου. Το ίδιο ισχύει και για τα προβλεπόμενα στο άρθρο 91 του ως άνω νόμου πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία για να αποκτήσουν αξιόποινο χαρακτήρα θα πρέπει να τελέσθηκαν κατά την άσκηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής δραστηριότητας. Περαιτέρω, πρόσφορη για πορισμό οφέλους ή για πρόκληση βλάβης είναι η πράξη εκείνη που ενέχει άμεσο και συγκεκριμένο κίνδυνο επελεύσεως κάποιου παράνομου (περιουσιακού ή "ηθικού") οφέλους ή προκλήσεως κάποιας βλάβης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ.1 περίπτ. β', δ' και στ' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως του βουλεύματος είναι, μεταξύ άλλων, η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η υπέρβαση εξουσίας, Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη την οποία αυτός πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το συμβούλιο προβαίνει σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών του διαπιστώσεων στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν δεν εκτίθενται στο βούλευμα με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα προκύψαντα από την προδικασία πραγματικά περιστατικά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής της κρίσιμης ποινικής διατάξεως, οπότε υπάρχει "εκ πλαγίου" παράβαση αυτής και το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο απαλλακτικό βούλευμα υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα εκ της προδικασίας αντληθέντα και αποκλείοντα τη συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα εν λόγω περιστατικά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί, βάσει των ποίων εκρίθη ότι τα περιστατικά αυτά δεν συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για τη συγκρότηση της υποστάσεως (αντικειμενικής και υποκειμενικής) του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Υπέρβαση εξουσίας, υπό την αρνητική της μορφή, υπάρχει όταν το συμβούλιο παραλείπει να αποφασίσει κάτι, παρά τη συνδρομή σχετικής προς τούτο δικαιοδοσίας του. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφορικώς με τις αποδιδόμενες στους Χ2 και Χ2 αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως καθήκοντος κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση, αφενός και της ηθικής σ'αυτή αυτουργίας, αφετέρου, δέχθηκε ότι, από τα αναφερομένα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα) και απολογίες κατηγορουμένων), προέκυψαν τα ακόλουθα: Από την 1-8-2002, εκκρεμούσαν στην Ανακρίτρια του 16ου Τμήματος Αθηνών Ιωάννα Λάμπρου-Βελησάρη δύο ποινικές δικογραφίες με κατηγορούμενο τον Χ2 (ήδη δεύτερο των άνω κατηγορουμένων) για τρεις κακουργηματικές εκρήξεις, οι οποίες είχαν γίνει από άγνωστα άτομα στις 8 και 20 Ιανουαρίου και στις 15 Ιουλίου 2001 στον περιφραγμένο ακάλυπτο χώρο των εγκαταστάσεων της ανώνυμης εταιρίας "ACTIVE AE" (της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο Ψ1, με συνέπεια να προκληθούν ζημίες στο κτήριο και σε αυτοκίνητα. Μετά την απολογία του, στις 4-12-2002, για τη δεύτερη δικογραφία, ανέκυψε διαφωνία μεταξύ της εν λόγω ανακρίτριας και του εισαγγελέα για την επιβολή προσωρινής κρατήσεως (κατά τη γνώμη του εισαγγελέα) ή περιοριστικών όρων (κατά τη γνώμη της ανακρίτριας), η οποία (διαφωνία) με το 22/15-1-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ήρθη υπέρ της γνώμης του εισαγγελέα. Σε εκτέλεση του εν λόγω βουλεύματος, η ίδια ανακρίτρια εξέδωσε σε βάρος του Χ2 το 1/2003 ένταλμα συλλήψεως και το 6/2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, το οποίο παρέμεινε ανεκτέλεστο, λόγω φυγοδικίας του κατηγορουμένου. Στις 9-6-2003 και ενώ είχαν απορριφθεί πολλές προηγούμενες αιτήσεις και προσφυγές του για την άρση ή την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως με περιοριστικούς όρους, κατέθεσε νέα όμοια αίτηση, η οποία απερρίφθη με διάταξη της ανακρίτριας. Η κατά της εν λόγω διατάξεως ασκηθείσα από 3-7-2003 προσφυγή του εισήχθη με την από 9-7-2003 απορριπτική πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, συγκροτούμενο από τον Πρόεδρο Πλημμελειοδικών Βασίλειος Μπάσης και τις Πλημμελειοδίκες Ευφροσύνη Σωζοπούλου (εισηγήτρια) και Αγγελική Καμπανάρη. Εκκρεμούσης της εκδικάσεως αυτής της προσφυγής στο Συμβούλιο, ο πρώτος των ήδη κατηγορουμένων Χ1, τότε Αρεοπαγίτης εν ενεργεία, προέβη σε αλλεπάλληλες οχλήσεις στα μέλη του Συμβουλίου, προκειμένου να γίνει δεκτή η προσφυγή. Οι οχλήσεις έγιναν, αφενός μεν, στην εισηγήτρια Ευφροσύνη Σωζοπούλου, μέσω του Γ1, γνωστού αυτής συναδέλφου της και γνωστού του Χ2 και του Χ1, αφετέρου δε στον Βασίλειο Μπάση, μέσω του τότε Προέδρου Πρωτοδικών Φίλιππο Μανώλαρο, ο οποίος διατηρούσε φιλικές και οικογενειακές σχέσεις με τον Χ1. Ειδικότερα, ο Γ1 τηλεφώνησε στην άνω εισηγήτρια και της είπε κατά λέξη "για κάποια υπόθεση που έχεις χρεωθεί ενδιαφέρεται ο Αρεοπαγίτης Χ1 και θέλει να σε συναντήσει". Παρά τη ρητή άρνησή της, εκείνος (Γ1) τηλεφώνησε πάλι την επομένη ημέρα και της είπε "η υπόθεση που σου είχα μιλήσει είναι η υπόθεση με τον Χ2 και ο Χ1 ενδιαφέρεται να την προσέξεις". Η ίδια του συνέστησε να μην την ενοχλήσει άλλη φορά, πλην όμως αυτός (Γ1) τηλεφώνησε την επόμενη ημέρα πολλές φορές, χωρίς ωστόσο να λάβει απάντησή της. Κατόπιν τούτου, ο Χ1 επεκοινώνησε με τον Φίλιππο Μανώλαρο και του ζήτησε να ενημερώσει τον Βασίλειο Μπάση ότι είναι άδικο αυτό που γίνεται σε βάρος του χ2, ο οποίος είναι σοβαρά άρρωστος και επιθυμεί να εμφανισθεί στην Ανακρίτρια, αλλά πιστεύει ότι ο αντίδικός του έχει γνωριμίες στον δικαστικό κλάδο και ότι σίγουρα θα οδηγηθεί στη φυλακή. Σε νέες τηλεφωνικές επικοινωνίες ο Χ1 ερώτησε τον Φίλιππο Μανώλαρο αν μεταφέρθηκαν τα ανωτέρω στο Συμβούλιο και εξέφρασε την επιθυμία να συναντήσει τον Βασίλειο Μπάση, στον οποίο η επιθυμία αυτή μεταφέρθηκε από τον Βασίλειο Μπάση και ο οποίος, έχων υπόψη και όσα του είχε αναφέρει η Εισηγήτρια Ευφροσύνη Σωζοπούλου, είπε ότι θα σκεφθεί το θέμα και θα απαντήσει, χωρίς ωστόσο να το πράξει. Επηκολούθησαν άλλες δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες τους, πλην όμως ο Βασίλειος Μπάσης απέφευγε συστηματικώς κάθε συνάντηση με τον Χ1, κατά την τελευταία δε επικοινωνία, ζήτησε από τον Φίλιππο Μανώλαρο να "διαμηνύσει" σε εκείνον ότι πρέπει να τους αφήσει ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους. Τελικώς, με το 3171/30-7-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, απερρίφθη η ανωτέρω προσφυγή, επειδή ο Χ2 δεν είχε υποβληθεί προηγουμένως στη διαταχθείσα προσωρινή κράτηση. Ακολούθως, με το 12/15-1-2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος και εκρίθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του Χ2 για τις εκρήξεις. Περαιτέρω, σχετικώς με εκκρεμούσα στον Ανακριτή του 12ου Τμήματος Αθηνών ποινική δικογραφία σε βάρος των αδελφών χα, χβ και χγ για κακουργηματική απάτη, ανέκυψε, μετά την απολογία των δύο τελευταίων (ο πρώτος είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους), διαφωνία για το αν έπρεπε να διαταχθεί η προσωρινή κράτησή τους (κατά τη γνώμη του Εισαγγελέα) ή να επιβληθούν περιοριστικοί όροι (κατά τη γνώμη του Ανακριτή). Η διαφωνία αυτή εισήχθη, με τις από 5-7-2004 προτάσεις του αρμόδιου Εισαγγελέα, στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, του οποίου τα μέλη Ευάγγελο Ταμπακόπουλο (Πρόεδρος Πλημμελειοδικών), Κών/νο Καλλιγέρη (πλημμελειοδίκης-εισηγητής) και Κών/να Αγγελάκη (πλημμελειοδίκης), κατά τη γενόμενη στις 5-7-2004 διάσκεψή τους, έκριναν ομοφώνως ότι οι χβ και χγ έπρεπε να κρατηθούν, εν συνεχεία δε, με τα 3289 και 3290/15-7-2004 βουλεύματα αυτού του Συμβουλίου, ήρθη η διαφωνία υπέρ της γνώμης του Εισαγγελέα. Εν τω μεταξύ, αμέσως μετά τη διάσκεψη και πριν από την έκδοση των βουλευμάτων, κατά τη διάρκεια συζητήσεως που είχαν στον 2ο όροφο του κτηρίου 6 του Πρωτοδικείου οι Χ2 (Εισηγητής επί των άνω υποθέσεων) και Αλέξανδρος Σάββας (Πρόεδρος Πρωτοδικών), τους πλησίασε ο Χ1 (τότε Αντιπρόεδρος ΑΠ και Πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων), ο οποίος, μετά την απομάκρυνση του Αλέξανδρου Σάββα, είπε στον Κων/νο Καλλιγέρη "έχεις χρεωθεί στο Συμβούλιο μία υπόθεση με τους αδελφούς χα,χβ,χγ, κοίταξέ την, γιατί αυτοί οι δύο δεν έχουν ενεργό συμμετοχή στην εταιρεία, αλλά ο αδελφός τους, που έχει αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ήταν αυτός που έκανε κουμάντο και είναι υπεύθυνος για όλα". Ο Κων/νος Καλλιγέρης, χωρίς να αναφέρει ότι είχε ήδη γίνει διάσκεψη, του απήντησε ότι θα δει την υπόθεση με προσοχή. Κατά τις βραδυνές ώρες της επομένης ημέρας από την έκδοση των βουλευμάτων, ο Χ1 τηλεφώνησε στην οικία του Κων/νου Καλλιγέρη, ο οποίος τον ενημέρωσε για την υπέρ του Εισαγγελέα άρση της διαφωνίας και του είπε ότι ορθώς απεφάσισε το Συμβούλιο γιατί όλα τα στοιχεία εκεί οδηγούσαν, οπότε ο Χ1 απήντησε "δεν είναι έτσι και δεν έχεις διαβάσει καλά τα έγγραφα της δικογραφίας, από τα οποία προκύπτει ότι οι αδελφοί χα,χβ,χγ θα είναι άδικα στη φυλακή, ενώ ο πραγματικά ένοχος είναι ο τρίτος αδελφός που έχει αφεθεί ελεύθερος". Εν συνεχεία τηλεφώνησε και στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ευάγγελο Ταμπακόπουλο, στον οποίο είπε "τι βούλευμα είναι αυτό που βγάλατε, πως συμβαίνει ο πιο βεβαρημένος αδελφός να αφήνεται ελεύθερος επειδή κάρφωσε και οι άλλοι δύο, που ουσιαστικά είναι αμέτοχοι, να τους κλείνετε στη φυλακή". Στην παρατήρηση του Ευάγγελου Ταμπακόπουλου, ότι ενήργησαν σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, απήντησε ότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι υπεράνω του νόμου και ότι το τηλεφώνημά του γίνεται υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων, την οποία είχε από τον Μάΐο του 2004. Κατόπιν όλων αυτών, το Συμβούλιο Εφετών, κρίναν α) ότι οι ως άνω παρεμβάσεις του Χ1 δεν στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης παραβάσεως καθήκοντος, αφού δεν ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας ούτε εκφράζουν βούληση της πολιτείας στις σχέσεις της με τρίτους, μέσω του κατηγορουμένου δικαστικού λειτουργού, ενεργούντος εντός του κύκλου του ανατεθειμένου σ' αυτόν έργου, αλλά αποτελούν συμπεριφορά ξένη προς το υπηρεσιακό του έργο, συνιστούν δηλαδή απλώς αθέτηση του υπαλληλικού καθήκοντός του, γεγονός που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 259 ΠΚ, του οποίου δεν συντρέχει εν προκειμένω η προϋπόθεση της ασκήσεως κρατικής εξουσίας εντός του κύκλου των ανατεθειμένων στον κατηγορούμενο δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών και β) ότι, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αποδιδόμενης στον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 ηθικής αυτουργίας στη σχετιζόμενη με αυτόν ως άνω αξιόποινη πράξη του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, δεν μπορεί, μετά την ειρημένη (υπό α') κρίση, να γίνει λόγος για τέλεση της ηθικής αυτουργίας, απεφάνθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του Χ1 και του Χ2 για τις αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως καθήκοντος και της ηθικής σ'αυτή αυτουργίας, αντιστοίχως. Με την εκτεθείσα κρίση του, το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) πρόταση αυτού του συλλογισμού. Ειδικότερα, οι, κατά τον αναφερόμενο στο βούλευμα τρόπο, γενόμενες ως άνω παρεμβάσεις του Χ1, ανεξαρτήτως του αν συνθέτουν ή όχι την υπόσταση κάποιου πειθαρχικού παραπτώματος, ωστόσο δεν συνιστούν αξιόποινη παράβαση καθήκοντος. Και τούτο, διότι αυτές (παρεμβάσεις), με βάση τις πραγματικές διαπιστώσεις του Συμβουλίου Εφετών, δεν έγιναν κατά την άσκηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 1756/1988 υπηρεσιακού έργου της εποπτείας (η σχετική αρμοδιότητα άλλωστε ανήκει στα αναφερόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του ίδιου νόμου πρόσωπα), αλλ' ούτε και συνδέονται με κάποια άλλη συγκεκριμένη υπηρεσιακή δραστηριότητα του Χ1 στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σ'αυτόν υπηρεσιακών καθηκόντων. Ως προς τις 509/1997 και 13/2001 εγκυκλίους του Προέδρου του Αρείου Πάγου, περί του αθεμίτου κάθε επεμβάσεως στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστή, ισχύουν όσα αναφέρονται πιο πάνω για τη ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 3 του ν. 1756/1988, αφού, με τις εν λόγω εγκυκλίους, επεκτείνεται η ρύθμιση αυτή σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Επομένως, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. β' ΚΠοινΔ απορρέων πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο καταλογίζεται στο Συμβούλιο Εφετών η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 259 ΠΚ, είναι αβάσιμος. Έξι (6) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Αντιπρόεδροι Αρείου Πάγου Ηρακλής Κωνσταντινίδης, Γεώργιος Καλαμίδας και Ιωάννης Παπανικολάου και οι Αρεοπαγίτες Κωνσταντίνος Κούκλης, Ηλίας Γιαννακάκης και Θεοδώρα Γκοΐνη έχουν σε σχέση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, την εξής γνώμη: Με τη διάταξη του άρθρου 259 ΑΚ, ορίζονται τα ακόλουθα: "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Για τη συγκρότηση του ανωτέρω εγκλήματος, υποκείμενο του οποίου δύναται να είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, απαιτούνται: α) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης των καθηκόντων της υπηρεσίας, β) παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του δηλαδή των καθηκόντων που ανατίθενται στον υπάλληλο, ως όργανο του κράτους, επιβάλλονται σ'αυτόν από το νόμο ή καθορίζονται με διοικητική πράξη ή απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχουν στη φύση της υπηρεσίας του και αναφέρονται στην έκφραση από τον υπάλληλο της θελήσεως της πολιτείας και στην άσκηση της κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της έναντι των τρίτων και όχι απλώς η παράβαση των υποχρεώσεων που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. και γ) σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή τρίτον παράνομη υλική και ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή άλλον, αρκεί δε η επιδίωξη του σκοπού αυτού, χωρίς να απαιτείται και επίτευξή του. (Ολ ΑΠ 262/1961). Κρίσιμο, λοιπόν, στοιχείο δεν είναι ο γενικός ή ειδικός χαρακτήρας των καθηκόντων που παραβιάζονται, ούτε, πολύ περισσότερο, η πηγή προέλευσής τους, αλλά η ύπαρξη συγκεκριμένης υπηρεσιακής ενέργειας τελούμενης κατά παράβαση των καθηκόντων, από την οποία απειλείται in concreto η πρόκληση βλάβης σε κάποια συγκεκριμένα κρατικά ή ατομικά έννομα αγαθά και συμφέροντα ή ο προσπορισμός παράνομου οφέλους στον υπάλληλο ή σε άλλον. Περαιτέρω, για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 259 και 13 περιπτ. α' του ΠΚ, υπάλληλοι θεωρούνται και οι δικαστικοί λειτουργοί, ως άμεσα όργανα του κράτους, στη φύση του λειτουργήματος των οποίων, ως αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας και αποστολής των, ενυπάρχει η αρχή της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας, η εφαρμογή της οποίας δεν συνιστά ένα απλό υπαλληλικό καθήκον, αλλά ένα υπέρτατο υπηρεσιακό καθήκον, που επιβάλλει στο δικαστικό λειτουργό να απέχει ακόμη και της εξώδικης έκφρασης γνώμης, όταν αυτή μπορεί να συναρτηθεί με συγκεκριμένη υπόθεση. Η ύπαρξη αντικειμενικού και αμερόληπτου δικαστή αποτελεί έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου, αλλά και της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που απορρέουν από το Σύνταγμα. Είναι εκ τούτου προφανές ότι το καθήκον αυτό λειτουργεί τόσο στην περίπτωση που ο ίδιος ο δικαστικός λειτουργός χειρίζεται μία υπόθεση, όσο και στην περίπτωση που άλλος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται υπόθεση και ο πρώτος παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο, προκειμένου να επιτύχει έκβαση της υποθέσεως υπέρ του ενός διαδίκων. Με άλλους λόγους, το εν ενυπάρχον στη φύση του δικαστικού λειτουργού καθήκον της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας αποκλείει στο δικαστικό λειτουργό την υπό οποιαδήποτε μορφή παρέμβαση ή υπόδειξη σε άλλο δικαστικό λειτουργό, προκειμένου να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Τα ανωτέρω ισχύουν προεχόντως στις περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις ή υποδείξεις, υπό τη μορφή παρασκηνιακών ενεργειών, γίνονται από ιεραρχικά ανώτερο κατά βαθμό δικαστικό λειτουργό προς κατώτερο δικαστικό λειτουργό, δεν είναι δε αναγκαίο, ο ιεραρχικά κατώτερος δικαστικός λειτουργός να υπηρετεί στην περιφέρεια που υπηρετεί ο ιεραρχικά ανώτερος δικαστικός λειτουργός. Τούτο, άλλωστε, προκύπτει και από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 3 του κ.ν. 1756/1988, όπως ισχύει, με την οποία ορίζεται ότι "οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα". Το εύρος της διατάξεως αυτής εκτείνεται πέραν των προσώπων, τα οποία, κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου, ασκούν εποπτεία, η οποία, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, συνίσταται στην επίβλεψη και έκδοση γενικών οδηγιών, ενόψει της χρήσεως, εκτός της λήξεως "οδηγία" και των λέξεων "σύσταση" ή "υπόδειξη". Και τούτο, διότι σκοπός θεσπίσεως της διατάξεως αυτής είναι να αποτρέπεται ο επηρεασμός της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των κατώτερων δικαστικών λειτουργών κατά τον χειρισμό συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων υποθέσεων. Ο επηρεασμός, όμως, αυτός δύναται να γίνει από τις "συστάσεις και υποδείξεις" οποιουδήποτε ανώτερου δικαστικού λειτουργού προς κατώτερο, προεχόντως δε οποιουδήποτε ανώτατου δικαστικού λειτουργού προς κατωτέρους και όχι μόνον από τους ασκούντες, σύμφωνα με την παρ. 1 του ρηθέντος άρθρου, εποπτεία. Η διάταξη ακριβώς αυτή της παρ. 3 του άρθρου 19, με την οποία οριοθετούνται τα καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών και ιδία των ανωτάτων, προκειμένου να διασφαλίζεται η αμεροληψία και αντικειμενικότητα της κρίσεως κατά τον χειρισμό υποθέσεων, αποτελεί συγχρόνως, σε περίπτωση παραβιάσεώς της, το θεμέλιο τελέσεως και του υπό του άρθρου 259 Π.Κ. προβλεπόμενου και τιμωρούμενου ποινικού αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος. Και, ναι μεν, δεν παραπέμπει ρητώς η παρ. 3 του άρθρου 19 κ.ν. 1756/1988 στο άρθρο 259 ΠΚ, αφού, με το νόμο αυτό, ρυθμίστηκαν τα θέματα τα οποία ήταν αντικείμενο της ρυθμίσεώς του, μεταξύ των οποίων και τα αφορώντα στην τέλεση πειθαρχικών αδικημάτων από τους δικαστικούς λειτουργούς, αλλ' ουδέν αποκλείει ή απαγορεύει η παραβίαση μιας διατάξεως να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα για έναν υπάλληλο ή λειτουργό και συγχρόνως το θεμέλιο τελέσεως ποινικού αδικήματος και ιδία αυτού της ΠΚ 259. Αναμφιβόλως, λοιπόν, οι συστάσεις ή υποδείξεις από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς προς τους κατωτέρους τους, σε σχέση με συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις, με σκοπό να παραβιασθεί η αντικειμενικότητα και αμεροληψία αυτών και να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη συνιστούν οπωσδήποτε αθέτηση υπηρεσιακής υποχρεώσεως, εμπίπτουν στο κύκλο των καθηκόντων των ως δικαστικών λειτουργών και δεν είναι ξένες με την άσκηση δημόσιας εκ μέρους των εξουσίας σε σχέση προς συγκεκριμένες υποθέσεις, εντεύθεν δε, δεν συνιστούν αθέτηση απλού υπαλληλικού καθήκοντος, το οποίο έχει σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας κλπ, η ύπαρξη του οποίου δεν είναι νοητή με την έννοια και την αποστολή του δικαστικού λειτουργού. Εκ πάντων, λοιπόν, των ανωτέρω, παρέπεται ότι η, κατά παράβαση των ρηθέντων καθηκόντων, τα οποία ενυπάρχουν στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού, παρέμβαση, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστικού λειτουργού, προς επηρεασμό της κρίσης του υπέρ του ενός των διαδίκων μερών, από ανώτατους ιδία δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν ταχθεί, όπως, άλλωστε και όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, ως όργανα του κράτους, να υπηρετούν την πολιτεία και τους πολίτες με χρηστότητα και καθαρότητα, με την επίδειξη άμεμπτου δικαστικού ήθους, και να υλοποιούν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κράτους δικαίου, με σκοπό να προσπορίσουν στους ίδιους ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, όπως είναι η μεροληπτική και ευνοϊκή μεταχείριση ενός διαδίκου, περαιτέρω συνέπεια των οποίων είναι να τίθεται υπό δοκιμασία η δικαστική ανεξαρτησία και να υπονομεύεται το κύρος, η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, στοιχειοθετεί πλήρως, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, το υπό του άρθρου 259 ΠΚ προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος. Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο απαλλακτικό βούλευμα δέχθηκε τα προαναφερόμενα (των οποίων παρέλκει η επανάληψη) σε σχέση με τα εγκλήματα της παραβάσεως καθήκοντος κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και ηθικής σ'αυτό αυτουργίας, για τα οποία κατηγορούνται ο Χ1 και ο Χ2. Με τις παραδοχές, όμως, αυτές και τα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη εκτιθέμενα, το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε την ΠΚ 259. Τούτο διότι οι συστάσεις ή υποδείξεις και γενικότερα οι παρεμβάσεις (αμέσως ή εμμέσως) από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς προς τους κατωτέρους του, σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις με σκοπό να παραβιασθεί η αμεροληψία ή αντικειμενικότητά τους και να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη ή ένας κατηγορούμενος δεν συνιστούν αθέτηση και παραβίαση ενός απλού υπαλληλικού καθήκοντος, το οποίο έχει σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας κλπ και του οποίου, άλλωστε, η ύπαρξη δεν είναι νοητή και συμβατή με την έννοια του καθήκοντος και την αποστολή των δικαστικών λειτουργών. Συνιστούν αναμφιβόλως αθέτηση υπηρεσιακής υποχρεώσεως, απορρέουσας από την ενυπάρχουσα στη φύση του λειτουργήματος των δικαστικών λειτουργών, ως αναπόσπαστο μέρος αυτού, αρχή της αμεροληψίας αντικειμενικότητας και ουδετερότητας και ειδικότερα συνιστούν "αντιϋπηρεσιακές" ενέργειες που λειτουργούν ως μέσο για να προσπορισθεί παράνομο όφελος σ' ένα από τα διάδικα μέρη ή σ' έναν κατηγορούμενο και να προκληθεί αντίστοιχη βλάβη στα έννομα συμφέροντα άλλων, αντιδίκων ή μη των ανωτέρω. Εντεύθεν και ενόψει και του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της αλλοιώσεως της αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσεως και της προσπορίσεως παράνομου οφέλους σ' ένα από τα διάδικα μέρη ή σε κατηγορούμενο, με αντίστοιχη βλάβη άλλων, σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις οι "αντιϋπηρεσιακές" αυτές ενέργειες, ευρίσκονται εντός του κύκλου των καθηκόντων τους ως δικαστικών λειτουργών και σχετίζονται με την ασκούμενη εκ μέρους τους δημόσια εξουσία. Συνεπώς, δεν είναι ορθές οι περί του αντιθέτου παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Ούτε, όμως, περαιτέρω, είναι ορθή η παραδοχή του, ότι δεν υφίστατο ιεραρχική εξάρτηση μεταξύ του κατηγορουμένου αρεοπαγίτη και στη συνέχεια αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χ1 και των κατωτέρων του δικαστικών λειτουργών, στους οποίους έκανε τις παρασκηνιακές, μεθοδευμένες με δόλο, παρεμβάσεις (υποδείξεις - συστάσεις) καθόσον: 1) το μη νόμιμο της παρεμβάσεως (που θεμελιώνει και την παράβαση καθήκοντος) δεν συναρτάται με την ιεραρχική εξάρτηση εκείνου προς τον οποίο γίνεται η "παρέμβαση" από τον "παρεμβαίνοντα", ούτε, ακόμη, με την αρμοδιότητα ή μη του παρεμβαίνοντος, αλλά με την ύπαρξη καθήκοντος και υποχρεώσεως, που απαγορεύει και αποκλείει τις παρεμβάσεις (συστάσεις ή υποδείξεις), ανεξαρτήτως του εάν υφίσταται ιεραρχική εξάρτηση και αρμοδιότητα για την παρέμβαση και εάν ο παρεμβαίνων και εκείνος προς τον οποίο γίνεται η παρέμβαση υπηρετούν στην ίδια δικαστική περιφέρεια και 2) Ούτως ή άλλως, μεταξύ των μελών του Ακυρωτικού και των λοιπών δικαστικών λειτουργών, υφίσταται μία ιδιότυπη ή ιδιόμορφη, λόγω της φύσης του δικαστικού λειτουργήματος, ιεραρχική εξάρτηση. Είναι δε διάφορο το θέμα του ποιος δύναται με βάση το άρθρο 19 παρ. 1 και 2 ν. 1756/1988, όπως ισχύει, να δίδει γενικές οδηγίες προς τους δικαστικούς λειτουργούς. Επομένως, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. β' ΚΠοινΔ απορρέων πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο καταλογίζεται στο Συμβούλιο Εφετών η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 259 ΠΚ είναι βάσιμος και έπρεπε να γίνει δεκτός. IV. Κατά το άρθρο 186 παρ. 2 ΠΚ "όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται γι' αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το σχεδιαζόμενο πλημμέλημα ελαττωμένη κατά το άρθρο 83". Για τη συγκρότηση έτσι της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται, πλην άλλων, η πρόκληση (δηλ. η δημιουργία σε άλλον της αποφάσεως) ή παρότρυνση (δηλ. η απλή προτροπή) να αναφέρονται στη διάπραξη πλημμελήματος ειδικώς προσδιορισμένου ως προς την πράξη και το θύμα ή γενικώς το υλικό αντικείμενο της πράξεως, το οποίο εξατομικεύει το αντίστοιχο έννομο αγαθό. Εν προκειμένω, οι προαναφερθείσες παρεμβάσεις του Χ1, ενόψει της φύσεως και του τρόπου εκδηλώσεως αυτών (οι σχετιζόμενες με την πρώτη υπόθεση έγιναν μέσω τρίτων και όχι αμέσως, οι δε περισσότερες των λοιπών έγιναν μετά την έκδοση των κρίσιμων βουλευμάτων), δεν ενέχουν πρόκληση ή παρότρυνση σε τέλεση συγκεκριμένης αξιόποινης πράξεως, δηλαδή πράξεως που να τυποποιείται ως έγκλημα (πλημμέλημα) από κάποια ποινική διάταξη. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους, υπό την επίκληση του άρθρου 484 παρ. 1 περ. ε' και ζ' ΚΠοινΔ, ψέγεται το Συμβούλιο Εφετών για αρνητική υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη δυνατότητα στοιχειοθετήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 186 παρ. 2 ΠΚ αξιόποινης πράξεως κατά μεταβολή της κατηγορίας, είναι αλυσιτελείς, αφού, με βάση τα γενόμενα δεκτά από το Συμβούλιο πραγματικά γεγονότα, δεν μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση να στοιχειοθετηθεί αντικειμενικώς η ειρημένη αξιόποινη πράξη. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-11-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 2123/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος προϋποθέτει, α΄) υπαλληλική ιδιότητα, ως τέτοιας νοούμενης και της ιδιότητας του δικαστικού λειτουργού, μολονότι αυτός απολαμβάνει κατά το Σύνταγμα, λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, δεν υπόκειται σε ιεραρχική εξάρτηση και δεν υπέχει καθήκον υπακοής και υποταγής, β΄) παράβαση των υπηρεσιακών του υπαίτιου καθηκόντων, ως καθήκοντος νοούμενου, όχι οποιουδήποτε υπαλληλικού καθήκοντος, προκύπτοντος από το νόμο ή τις οδηγίες της προϊσταμένης Αρχής, αλλά μόνο εκείνου που συνδέεται με την άσκηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής δραστηριότητας στο πλαίσιο της καθ' ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητας του υπαλλήλου, εκείνο δηλαδή που ανάγεται στην εκτέλεση του ανατεθειμένου σ’ αυτόν υπηρεσιακού έργου (σχετ. Ολ. Α.Π. 262/1961), υπό την έννοια δε αυτή, δεν εμπίπτουν στην έννοια της παραβάσεως καθήκοντος, όλα τα πειθαρχικά παραπτώματα, αλλά μόνον όσα ενέχουν παραβάσεις συγκεκριμένων υπηρεσιακών καθηκόντων κατά την άσκηση υπηρεσιακής δραστηριότητας, ούτε και η παράβαση από μέρους δικαστικού λειτουργού της διατάξεως του άρθρου 19 § 3 του ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.) κατά την οποία, "οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό αδίκημα" και η οποία καθιερώνει ένα γενικό υπαλληλικό καθήκον, μπορεί καθ’ εαυτή να συγκροτήσει την αντικειμενική υπόσταση του υπηρεσιακού εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, παρά μόνο αν συνδέεται με την άσκηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής δραστηριότητας και ειδικότερα με την εκ μέρους των αναφερόμενων στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου (του ν. 1756/1988) δικαστικών λειτουργών άσκηση της εποπτείας, όπως αυτή εξειδικεύεται στην παράγραφο 2, ενώ και τα πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται στο άρθρο 91 του νόμου, για να αποκτήσουν αξιόποινο χαρακτήρα, πρέπει επίσης να έχουν τελεσθεί κατά την άσκηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής δραστηριότητας και γ΄) δυνατότητα αντικειμενικά προσπορισμού οφέλους του ίδιου ή άλλου ή προκλήσεως βλάβης στο κράτος ή σε άλλον, ενέργεια δηλαδή που ενέχει άμεσο και συγκεκριμένο κίνδυνο επελεύσεως παράνομου οφέλους περιουσιακού ή ηθικού ή προκλήσεως βλάβης. Απαλλακτικό βούλευμα επί κατηγορίας σε βάρος δικαστικού λειτουργού και άλλου, για παράβαση καθήκοντος κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή και απόρριψη του λόγου αναιρέσεως της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και ειδικότερα της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 259 του Π.Κ., εκ της από μέρους του Συμβουλίου παραδοχής, ότι οι παρεμβάσεις του κατηγορούμενου δικαστικού λειτουργού (ανεξαρτήτως του αν συνθέτουν ή όχι την υπόσταση κάποιου πειθαρχικού παραπτώματος), δεν στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης παραβάσεως καθήκοντος, αφού δεν ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, ούτε εκφράζουν βούληση της πολιτείας στις σχέσεις της με τρίτους, μέσω του κατηγορούμενου, ενεργούντος εντός του κύκλου του ανατεθειμένου σ' αυτόν έργου, αλλά αποτελούν συμπεριφορά ξένη προς το υπηρεσιακό του έργο, συνιστούν δηλαδή απλώς αθέτηση του υπαλληλικού καθήκοντός του, γεγονός που από μόνο του, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 259 του Π.Κ. Αντίθετη μειοψηφία έξι μελών, κατά την οποία ο λόγος αυτός αναιρέσεως, έπρεπε να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί το απαλλακτικό βούλευμα. Απόρριψη επίσης (χωρίς μειοψηφία) των λόγων αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία και υπέρβαση εξουσίας, εκ της μη παραπομπής για την πράξη της προκλήσεως προς τέλεση πλημμελήματος, για την οποία κατά επιτρεπτή μετατροπή της κατηγορίας, έπρεπε να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αιτιολογία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Παράβαση καθήκοντος, Δικαστικοί λειτουργοί, Αιτιολογία, Βούλευμα.
0
Αριθμός 5/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδροι, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Γεώργιο Καπερώνη, Αιμιλία Λίτινα, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ζήση Βασιλόπουλο, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 189/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Με κατηγορούμενους τους: 1) x1 και ήδη κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α' Τύπου Μαλανδρίνου, που δεν παρέστη στο ακροατήριο και 2) x2 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαρκουλάκο και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους Νικόλαος Κατσίμπας. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 34/30.05.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 984/2007. Η αίτηση αυτή εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με κοινό πρακτικό Προέδρου και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ. 1 ΚΠΔ και 23 παρ. 2 Ν. 1756/1988. Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους των πολιτικώς ενάγοντος και 2ου κατηγορουμένου αντίστοιχα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια (ποινική) η 34/30-5-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Η ΚΠΔ), της 189/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία έπαυσε οριστικώς λόγω παραγραφής την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων x1 και x2 δια τα εγκλήματα της απάτης (ως προς τον πρώτον) και αμέσου συνεργείας (ως προς τον δεύτερο) τελεσθέντων αμφοτέρων κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και συνήθεια, από τα οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δραχμών (άρθρα 46 § 1β, 98, 386 παρ. 1 και 3α Π.Κ. όπως αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999), επειδή κρίθηκε ότι τα τελεσθέντα από τους κατηγορουμένους εγκλήματα έχουν πλημμεληματικό χαρακτήρα ενόψει του ότι το όφελος από κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την 3η Ιουνίου 1999 (ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Ν. 2721/1999) ήταν μικρότερο των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δρχ., το συνολικό όφελος δε των μετά την ανωτέρω ημερομηνία τελεσθεισών πράξεων δεν υπερέβαινε και πάλι το ποσό των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δραχμών. ΕΠΕΙΔΗ κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν ζητεί την αναίρεση ο εισαγγελέας, αυτός δεν κλητεύεται αλλά εκπροσωπείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό χρονολογία ..... αποδεικτικό επιδόσεως της ........., γραμματέα του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Μαλανδρίνου, ο κατηγορούμενος x1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση της 22/11/2007, ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Εφόσον όμως ο ανωτέρω κατηγορούμενος, (αναιρεσίβλητος) δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου (Ολομελείας), πρέπει η συζήτηση να χωρήσει ως να ήταν και αυτός παρών, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ. 3 και 515 παρ. 2 Κ.Π.Δ. ΕΠΕΙΔΗ κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη, ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Για την κακουργηματική μορφή τη απάτης απαιτείτο, επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Η διάταξη, δηλαδή, του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, κατά το μέρος αυτής, με το οποίο θεσπίζεται πρόσθετη προϋπόθεση για την κακουργηματική μορφή της απάτης, δηλαδή, εκτός από την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να είναι μεγαλύτερη των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), είναι ευνοϊκότερη των προηγούμενων ρυθμίσεων και εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής της. Τούτο δε, διότι ο νέος νόμος είναι επιεικέστερος στο σύνολό του για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλέπονταν ποσοτικά όρια. Συνεπώς, πράξεις απάτης που τελέστηκαν εξακολουθητικώς προ της ισχύος του ν. 2721/ 1999 και έχουν συνολικό όφελος ανώτερο των 5.000.000 δρχ. διατηρούν και υπό τον νέο νομοθετικό καθεστώς τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα, έστω και αν τα αντικείμενα των μερικότερων πράξεων υπολείπονται του ανωτέρω ορίου, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι στοιχειοθετούνται οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεώς τους. Η άποψη ότι, για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της κατ' εξακολούθηση απάτης, που τελέστηκε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2721/1999, απαιτείται η κάθε μερικότερη πράξη να υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ., θα οδηγούσε στην κατασκευή ενός τρίτου, ανύπαρκτου, νόμου, αφού ο μεν παλαιός νόμος δεν προέβλεπε ποσοτικά όρια, ο δε νέος νόμος προβλέπει όρια, αλλά με το αθροιστικό σύστημα. Η υποστηριζόμενη αντίθετη αυτή άποψη, φαίνεται να στηρίζεται στην 5/2002 απόφαση της Ολομ. Α.Π., που έκρινε επί διαφορετικής περιπτώσεως, δηλαδή επί της κατ' άρθρον 216 παρ. 3 εδ. α' κακουργηματικής πλαστογραφίας, όπου, όμως, δια του άρθρου 1 παρ. 7 εδ. α' ν. 2408/1996 είχε τεθεί ως χρηματικό όριο το ποσό των 25.000.000 δρχ. που έπρεπε να υπερβαίνει κάθε μερικότερη πράξη για να είναι κακούργημα. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει και όταν το συμβούλιο αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία, την οποία έχει από το νόμο, παρόλο ότι συντρέχουν οι όροι άσκησής της. Τέτοια περίπτωση αρνητικής υπέρβασης εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο παύει οριστικά την ποινική δίωξη για κάποιο αδίκημα, ενώ δεν συντρέχουν οι οριζόμενες προς τούτο από το νόμο προϋποθέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πατρών, για Α) απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα κα κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δρχ. και Β) άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε απάτη, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δρχ. (άρθρα 46 παρ. 1 εδ. β', 98 και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α' Π.Κ. ως αντικ. με άρθρ. 14 παρ. 4 ν. 2721/1999). Συγκεκριμένα α) ο x1 καταδικάσθηκε ως αυτουργός της ανωτέρω πράξεως, με χρόνο τελέσεως κάθε μερικότερης πράξεως και ποσό οφέλους από κάθε μία εξ αυτών ως ακολούθως: 1) Αύγουστος 1998 ποσό 280.000 δρχ., 2) Νοέμβριος 1998 ποσό 345.000 δρχ., 3) Νοέμβριος 1998 ποσό 707.767 δρχ., 4) Δεκέμβριος 1998 ποσό 916.325 δρχ., 5) Δεκέμβριος 1998 ποσό 799.683 δρχ., 6) Δεκέμβριος 1998 ποσό 2.500.000 δρχ., 7) Δεκέμβριος 1998 ποσό 958.000 δρχ., 8) Απρίλιος 1999 ποσό 350.000 δρχ., 9) Μάϊος 1999 ποσό 459.770 δρχ., 10) Αύγουστος 1999 ποσό 280.000 δρχ., 11) Δεκέμβριος 1999 ποσό 1.200.000 δρχ. και 12) Απρίλιος 2000 ποσό 641.223 δρχ. και συνολικό ποσό οφέλους 9.727.768 δρχ. και β) ο x2 καταδικάσθηκε. Ι) ως αυτουργός της μερικότερης πράξεως με χρόνο τελέσεως τον Απρίλιο του 1999 και ποσό οφέλους 350.000 δρχ. και II) ως άμεσος συνεργός της ανωτέρω πράξεως του x1 (επτά επί μέρους πράξεων) με χρόνο τελέσεως κάθε μερικότερης πράξεως και ποσό οφέλους από κάθε μία εξ αυτών, ως ακολούθως: 1) Νοέμβριος 1998 ποσό 345.000 δρχ., 2) Δεκέμβριος 1998 ποσό 916.325 δρχ., 3) Δεκέμβριος 1998 ποσό 799.683 δρχ., 4) Δεκέμβριος 1998 ποσό 2.500.000 δρχ., 5) Μάϊος 1999 ποσό 459.770 δρχ., 6) Αύγουστος 1999 ποσό 570.000 δρχ. και 7) Απρίλιος 2000 ποσό 641.223 δρχ. και συνολικό ποσό οφέλους 6.582.001 δρχ. Το Πενταμελές Εφετείον Πατρών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι όλες οι ανωτέρω πράξεις, για τις οποίες είχαν καταδικασθεί οι κατηγορούμενοι, ήταν πλημμεληματικές, αφού το όφελος από κάθε μία μερικότερης πράξεως που είχαν τελεσθεί προ της 3ης Ιουνίου 1999, ημερομηνίας ισχύος του ν. 2721/1999, ήταν μικρότερο των 5.000.000 δρχ., ενώ το συνολικό όφελος των μετά την ημερομηνία αυτήν τελεσθεισών μερικότερων πράξεων δεν υπερέβαινε και πάλι το ποσό των 5.000.000 δρχ. Ενόψει δε του ότι τα κλητήρια θεσπίσματα επιδόθηκαν, αντιστοίχως, στους κατηγορουμένους την 27/7/2005 και 21/7/2005, ήτοι μετά την πάροδο πενταετίας από της τελέσεως κάθε μερικότερης πράξεως, το αξιόποινο αυτών είχε υποκύψει στην παραγραφή, ενώ σε κάθε περίπτωση για τις μερικότερες πράξεις που είχαν τελεσθεί μέχρι και του μηνός Δεκεμβρίου 1998 είχε παρέλθει και οκταετία. Κατόπιν τούτου έπαυσε οριστικώς την ασκηθείσα κατ' αυτών ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αξιοποίνου κάθε μερικότερης πράξεως. Έτσι, όμως, το Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, εσφαλμένως ερμήνευσε την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 εδ. α' Π.Κ. ως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999, που είναι ηπιότερη από την προηγουμένη ρύθμιση και εφαρμόζεται, όπως αναπτύχθηκε πιο πάνω, και επί πράξεων τελεσθεισών πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, έστω και εάν τα αντικείμενα των μερικότερων πράξεων υπολείπονται του ορίου των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ). Ακολούθως το Δικαστήριο με το να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του. Επομένως, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε και Η του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τα διατάξεις αυτής με τις οποίες έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων Α) x1 και Β) x2, για α) απάτη κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δρχ. και β) άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνηθεία σε απάτη, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δρχ. και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 189/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, ως προς τα διατάξεις αυτής με τις οποίες έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων Α) x1 και Β) x2, για α) απάτη κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δρχ. και β) άμεση συνέργεια κατ'εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνηθεία σε απάτη, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή 5.000.000 δρχ. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ρύθμιση σε σχέση με το έγκλημα της απάτης, του άρθρου 386 παρ. 3 εδ. α΄ του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, κατά την οποία, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, απαιτείται πρόσθετα, το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδιώχθηκε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.), είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο, από την προηγούμενη ρύθμιση (πριν την αντικατάσταση), κατά την οποία ήταν αρκετή η κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως και επομένως εφαρμόζεται και επί πράξεων που τελέσθηκαν εξακουλουθητικά πριν την έναρξη ισχύος του ν. 2721/1999, έστω και αν τα αντικείμενα των μερικότερων πράξεων υπολείπονται του ανωτέρω ορίου, αφού η προηγούμενη ρύθμιση δεν προέβλεπε ποσοτικά όρια, ο δε υπολογισμός του ποσοτικού ορίου επιμεριστικά (για κάθε μερικότερη πράξη), οδηγεί τελικά και ανεπίτρεπτα, σε έναν τρίτο κανόνα δικαίου (αφού ο παλαιός νόμος δεν προέβλεπε ποσοτικά όρια, ο δε νέος νόμος προβλέπει την αθροιστική μέθοδο υπολογισμού). Παραδοχή των λόγων αναιρέσεως της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της απόφασης του Εφετείου με την οποία παύθηκε οριστικά η ποινική δίωξη, για τις μερικότερες πράξεις απάτης, που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 15.000 Ευρώ, που φέρονταν τελεσθείσες προ της 3-6-1999 (χρονολογία ισχύος του νόμου 2721), για εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και υπέρβαση εξουσίας, αναίρεση της απόφασης και παραπομπή. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
2
Αριθμός 4/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΟΙΝΙΚΗ) Α' ΣΥΝΘΕΣΗ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Μιχαήλ Δέτση, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Νινόπουλο, περί αναιρέσεως της 1631/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Δεκεμβρίου 2005 αίτησή της αναιρέσεως και στα από 28 Απριλίου 2006 και 26 Ιανουαρίου 2007 δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 31/2006. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1450/2007 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με, την 1450/2007 απόφαση του ΣΤ' ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην τακτική ποινική Ολομέλεια αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του Ν. 3810/1957 το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 113 παρ. 1β' του ν. 1756/1988, ο τρίτος λόγος αναίρεσης και ο συναφής πρώτος από τους από 26-1-2007 πρόσθετους αυτής λόγους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, διότι εξετάσθηκαν μάρτυρες στο ακροατήριο πρόσωπα που διενήργησαν διοικητική εξέταση. Η παραπομπή έγινε επειδή κρίθηκε ότι πρόκειται περί ζητήματος με γενικότερο ενδιαφέρον . ΙΙ. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ α' του Κ.Π.Δ., ''Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α') όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης και όχι η ενέργεια οιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος, στα πλαίσια ένορκης ή μη διοικητικής εξέτασης. Ο λόγος δε της εξαιρέσεως των προσώπων αυτών που άσκησαν ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Το επιχείρημα ότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και στην περίπτωση των ενεργησάντων διοικητική εξέταση δεν είναι αρκετό να οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν πρέπει να εξετάζονται και αυτοί ως μάρτυρες ενόψει του ότι α) ανακριτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι δεν ταυτίζονται β) στόχος της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αληθείας και οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση χρήσεως ενός αποδεικτικού μέσου, όπως είναι η ανωτέρω διάταξη πρέπει να ερμηνεύονται στενώς γ) ο νομοθέτης του ν. 3160/2003 που με τα άρθρα 5 και 6 αυτού αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 43 παρ.1 εδ. β και γ και 47 παρ.2 ΚΠΔ. αντιστοίχως, οι οποίες ορίζουν η μεν πρώτη ότι είναι δυνατόν να μη διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, όταν τούτο επιβάλλεται για να κινηθεί η ποινική δίωξη, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη η δε δεύτερη ότι ο Εισαγγελέας προβαίνει στην απόρριψη της εγκλήσεως, όταν κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, εφόσον έχει διενεργηθεί εκτός από προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις και ένορκη διοικητική εξέταση δεν τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 211, ώστε να περιληφθούν σ' αυτή και οι διενεργήσαντες διοικητικοί εξέταση υπάλληλοι και δ)όταν ο ίδιος ο νομοθέτης κάμπτει σε πολλές περιπτώσεις την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και επιτρέπει την εξέταση ως μαρτύρων και των ενεργησάντων ακόμη ανακριτικά καθήκοντα (περιπτώσεις ανακριτικών πράξεων για λαθρεμπορία άρθρο 63 παρ.1 Αγορ. Κωδ. 122 Ν 3030/1954,7 παρ.4 Ν 2331/1995, 421 παρ. 3 ΚΠΔ) θα είναι εκτός του γράμματος και του σκοπού της διατάξεως η επέκταση εφαρμογής της σε περιπτώσεις που δεν ορίζει ρητώς η ίδια η διάταξη. ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, από το Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας ή μη των λόγων αναίρεσης, προκύπτουν τα εξής. Με την προσβαλλόμενη 1631/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα Χ1, καταδικάστηκε, σε συνολική ποινή φυλάκισης έξι ετών για πλαστογραφία μετά χρήσεως, κατ'εξακολούθηση, που στρεφόταν κατά του Δημοσίου με ζημία αυτού που υπερβαίνει τα 50 εκατ. δραχμές, απιστία σχετικά με την υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, όπου ο υπαίτιος μετήλθε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου υπερβαίνει τα 50 εκατ. δραχμές και υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, με ζημία του Δημοσίου που υπερβαίνει τα 50 εκατ. δραχμές, (26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98, 216 παρ.1,3, 256 περ.γ', 258 περ.γ ΠΚ, άρθρο 1 Ν.1608/1950, όπως ισχύει), με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 περ, α, δ και ε ΠΚ. Κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την εξέταση των μαρτύρων, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας, πλην άλλων, προέβαλε αντιρρήσεις ως προς την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας Γ1 και Γ2, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, "είχαν διενεργήσει προανακριτικά καθήκοντα κατά το άρθρο 211 ΚΠΔ". Το αίτημα της αναιρεσείουσας, για τη μη εξέταση των πιο πάνω μαρτύρων, απορρίφθηκε από το Πενταμελές Εφετείο με την αιτιολογία ότι "ο ισχυρισμός του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατηγορουμένης και εκπροσωπούντος αυτήν περί μη εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας Γ1 και Γ2 είναι αβάσιμος και απορριπτέος". Ακολούθως δε προέβη στην εξέταση των εν λόγω μαρτύρων, τις καταθέσεις των οποίων όχι απλώς συνεκτίμησε, αλλά ιδιαιτέρως έλαβε υπόψη του, προκειμένου να προβεί στην πιο πάνω καταδικαστική για την αναιρεσείουσα κρίση του, αφού γίνεται ιδιαίτερη μνεία των καταθέσεων των εν λόγων μαρτύρων, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με την αναφορά ότι "για όλα τα ανωτέρω περιστατικά σαφείς και αρκετά πειστικές υπήρξαν οι καταθέσεις των ειρημένων μαρτύρων κατηγορίας Γ1 και Γ2.. Κατά της πιο πάνω καταδικαστικής αποφάσεως η αναιρεσείουσα άσκησε παραδεκτώς αναίρεση, με τον τρίτο λόγο της οποίας και τον παραδεκτώς ασκηθέντα συναφή πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει ότι επήλθε σχετική ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, κατ' άρθρο 510 παρ.1Β ΚΠΔ, και δεν καλύφθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 ΚΠΔ, διότι, παρά τις αντιρρήσεις της, οι αυτοί πιο πάνω επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, Γ1 και Γ2 εξετάσθηκαν ως μάρτυρες, αν και ενήργησαν, εκτός από προανακριτικά, και πειθαρχικά καθήκοντα (ΕΔΕ), και μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 3160/2003, οι οικονομικοί επιθεωρητές που ενήργησαν διοικητική εξέταση, περιλαμβάνονται στην απαγόρευση του άρθρου 211 α ΚΠΔ. Στις καταθέσεις δε των μαρτύρων αυτών η προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε κατά κύριο λόγο την καταδικαστική κρίση της. Η αιτίαση όμως αυτή είναι αβάσιμη αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ. α ΚΠΔ οι προαναφερόμενοι οικονομικοί επιθεωρητές που άσκησαν πειθαρχικά καθήκοντα (ΕΔΕ) δεν κωλύονται εκ του λόγου τούτου να εξετασθούν ως μάρτυρες και, συνακόλουθα το Δικαστήριο της ουσίας δεν έσφαλε με το να απορρίψει τον σχετικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης και ο συναφής πρώτος από τους από 26-1-2007 πρόσθετους αυτής λόγους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ που παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. .Μετά από αυτά, ενόψει του ότι υπάρχουν προς έρευνα και άλλοι λόγοι της αίτησης αναίρεσης που δεν παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Α.Π. για να αποφασίσει κατά τα λοιπά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τους παραπεμφθέντας στην Ολομέλεια τρίτο λόγο της από 5-12-2005 αίτησης της Χ1 και τον πρώτο από τους από 26-1-2007 πρόσθετους αυτής λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ.1631/2005 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Αναπέμπει την υπόθεση στο Στ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, για να αποφασίσει για τους λοιπούς λόγους αναίρεσης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 4 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η εξέταση ως μαρτύρων στο ακροατήριο, εκείνων που έχουν ασκήσει εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα, προς-κρούει στην απαγόρευση του άρθρου 211 του Κ.Π.Δ. και δημιουργεί σχετική ακυρότητα, η οποία όμως δεν επεκτείνεται και στην εξέταση εκείνων των υπαλλήλων που έχουν ενεργήσει διοικητική εξέταση (επιθεωρητών Υπουργείου Οικονομικών), αφού ούτε και ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος συντρέχει, ενώ και ο νομοθέτης του ν. 3160/2003, μολονότι αντικατέστησε τις διατάξεις των άρθρων 43 § 1 εδ. β΄ και γ΄ και 47 § 2 του Κ.Π.Δ., που ορίζουν αντιστοίχως, η μεν πρώτη ότι είναι δυνατόν να μη διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, όταν τούτο επιβάλλεται για να κινηθεί η ποινική δίωξη, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, η δε δεύτερη ότι ο Εισαγγελέας προβαίνει στην απόρριψη της εγκλήσεως, όταν κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, εφόσον έχει διενεργηθεί εκτός από προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις και ένορκη διοικητική εξέταση, εν τούτοις όμως δεν τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 211 του Κ.Π.Δ. ώστε να περιληφθούν σ’ αυτοί και οι διοικητικοί υπάλληλοι. Απόρριψη από την Ολομέλεια του λόγου αναιρέσεως για σχετική ακυρότητα που δεν καλύφθηκε, εκ της εξετάσεως στο ακροατήριο ως μαρτύρων, υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών που είχαν ασκήσει πειθαρχικά καθήκοντα. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Ακυρότητα
Μάρτυρες, Ακυρότητα.
2
Αριθμός 3/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Β' ΣΥΝΘΕΣΗ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Παναγιώτη Παρτσιλίβα, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Βαρβάρα Κριτσώτακη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Παναγιώτη Βασιλακόπουλο και Αριστομένη Τζανετή, περί αναιρέσεως της 2615/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13.2.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 522/2006. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 431/2007 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν.1756/1998) και άρθρ. 3 παρ.2 του Ν.3810/1957, ο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως ( άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ) μοναδικός λόγος της από 13 Φεβρουαρίου 2006 αιτήσεως του X1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2.615/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ' αριθμ.431/2007 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος, επειδή ο λόγος αυτός απορρίφθηκε με πλειοψηφία μίας ψήφου.- Επειδή εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Επειδή κατά τη διάταξη το άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε την παρ. 3 εδαφ.α' του ιδίου άρθρου 216 ΠΚ όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το Ν. 2408/4.6.1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Περαιτέρω, κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.1698/1950, ως το άρθρο αυτό αντικατασταθέν ισχύει, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία η οποία προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' ΠΚ) από τον υπαίτιο είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με τη θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πράξης και την κατάφαση του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών, ή στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 1608/1955 το ποσό των 50.000.000 δραχμών, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός της περιουσιακής μετάθεσης στην οποία απέβλεψε ο δράστης επιτεύχθηκε ή όχι. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευομένης διατάξεως για τη θεμελίωση του αξιοποίνου ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενεργείας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Το αμέσως ανωτέρω είναι πλέον έκδηλο στην κακουργηματική πλαστογραφία του Ν.1608/1950 σε βάρος του Δημοσίου όπου ο νόμος αρκείται στην απειλή και μόνο ζημίας, ανωτέρας των 50 εκατ. δραχμών. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι η πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2615/19-12-2005 απόφαση του δικάσαντος κατ' έφεση Πενταμελούς Eφετείoυ Αθηνών, ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος, X1, κηρύχθηκε ένοχος για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 και με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' και ε' του ΠΚ και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, κατά τις κρίσιμες παραδοχές της, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: "... από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείστηκε απόλυτα, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, από την οποία η ζημία που οπωσδήποτε απειλήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, όπως διαλαμβάνεται στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα και στις ημεροχρονολογίες ....., ..... και ...., κατάρτισε τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας έγγραφα, τα οποία στη συνέχεια τα χρησιμοποίησε, υποβάλλοντάς τα στο Ελληνικό Κέντρο Επενδύσεων (ΕΛΚΕ), που ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, μαζί με την συναφή αίτηση της εταιρείας ΕΡΓΟΞΥΛ ΑΒΕΕ, της οποίας ήταν ο κύριος μέτοχος και συνάμα διευθύνων σύμβουλος, προκειμένου, με βάση τα έγγραφα αυτά, να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΕΛΚΕ και του Τμήματος Αξιολόγησης και Προώθησης Επενδυτικών Σχεδίων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για τη γνησιότητά τους και την εντεύθεν πλήρωση των προϋποθέσεων τεκμηρίωσης, αφενός μεν της προβλεπόμενης ιδίας συμμετοχής (δηλαδή με ίδια κεφάλαια του κατηγορουμένου ή της εταιρίας του) στην επένδυση, αφετέρου δε της προβλεπόμενης χρηματοδότησης του κατηγορουμένου από Τράπεζα, έτσι ώστε να αξιολογηθεί το αίτημα υπαγωγής της επένδυσης στις ευνοϊκές, για τον κατηγορούμενο, διατάξεις του αναπτυξιακού Ν. 1892/1990 και να εγκριθεί επιxορήγηση ύψους 2.294.000.000 δραχμών, την οποία θα κατέβαλε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Γίνεται λόγος, με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ότι και αν ακόμη έτσι έχουν τα πράγματα, δεν απειλήθηκε καμία ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, ενόψει του ότι, μέχρι την τελική επιχορήγηση του ως άνω ποσού των 2.294.000.000 δραχμών, θα έπρεπε να προηγηθούν, από την πλευρά του αιτούντος κατηγορουμένου, πολλές ενέργειες και πράξεις (λ.χ. με ίδια χρήματα κάλυψη ενός μέρους της όλης επένδυσης κ.λ.π), με συνέπεια, χωρίς τη διενέργεια αυτών, να μην εγκρίνονταν τελικά η ως άνω επιχορήγηση των 2.294.000.000 δραχμών. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποσυνδέεται ένα αναμφίβολο γεγονός, ότι δηλαδή, με τα ως άνω πλαστά έγγραφα, που κατατέθηκαν από τον κατηγορούμενο, ικανοποιούνταν το σύνολο των απαιτουμένων, για την έγκριση αποδοχής της επένδυσης στο Ν. 1992/1990, προϋποθέσεων, γεγονός που, αυτό καθ' εαυτό, άσχετα από τις μετέπειτα ενέργειες του κατηγορουμένου, απειλούσε ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, κατά πάσαν πιθανότητα ίσης με το ως άνω ποσό της επιχορήγησης, χωρίς να ασκεί επιρροή η επέλευση ή μη της ζημίας αυτής, με συνέπεια, όσα αντίθετα, ως άνω, υποστηρίζονται, να είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Συνακόλουθα, σαν συνέπεια, προκύπτει και ο σκοπός του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν ήταν άλλος από το να περιποιήσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος (παράνομο), ύψους 2.294.000.000 δραχμών, βλάπτοντας την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου κατά το ποσό αυτό, η δε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ζημία που απειλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών...". Με τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 3 του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως η παρ. 1 αυτού αντικ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και 36 παρ. 1 του Ν. 2172/1993, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του Ν. 2408/1996, αφού δέχτηκε ότι με τα υποβληθέντα από τον κατηγορούμενο, ήδη αναιρεσείοντα πλαστά έγγραφα, ικανοποιείτο το σύνολο των απαιτουμένων, για την έγκριση υπαγωγής της επένδυσης στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990, πρoϋπoθέσεων, γεγονός που αυτό καθ' εαυτό, ασχέτως με τις τυχόν μετέπειτα ενέργειες του κατηγορουμένου, απειλούσε, αν δεν αποκαλυπτόταν εγκαίρως η πλαστογραφία, ζημία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, ύψους 2.294.000.000 δραχμών, όσης και το ύψος της επιχορήγησης της επένδυσης από το Δημόσιο. Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών, ως άνω, ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Ποιν.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2.615/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του Δημοσίου, με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 (για τους καταχραστές του Δημοσίου) και απόρριψη από την Ολομέλεια του λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, αφού για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, αρκεί η επιδίωξη οφέλους ή η απειλή ζημίας του Δημοσίου και όχι επέλευση, δεν είναι δηλαδή αναγκαία η αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους του Δημοσίου, αλλά η αμεσότητα του κινδύνου τον οποίον ενέχει η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια του δράστη, η οποία ουσιαστικά ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Πλαστογραφία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Καταχραστές Δημοσίου.
1
Αριθμός 2/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ A' ΣΥΝΘΕΣΗ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδροι, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του καταστήματός του, στις 18 Οκτωβρίου 2007, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαρσέλλου, για αναίρεση της 1241/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την υπ' αριθμ. 1241/2006 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 334/2007. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1525/2007 απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Αφού άκουσε την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με τη 1525/2007 απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που ελήφθη με πλειοψηφία μιας ψήφου, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η από 28-12-2006 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 1241/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για συκοφαντική δυσφήμιση δια του τύπου, κατ' εξακολούθηση, προκειμένου να αποφανθεί περί του παραδεκτού της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως. Όπως αποδεικνύεται από το υπό χρονολογία ...... αποδεικτικό επιδόσεως του ........, Επιμελητή Δικαστηρίων Εισαγγελίας Δράμας, ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί κατά την αναφερόμενη παραπάνω συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου, νόμιμη δικάσιμο της υπό κρίση αιτήσεως, που ασκήθηκε από τον Χ1. Αυτός, όμως, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε, δεν εμφανίστηκε καθόλου. Επομένως και εφόσον ο αναιρεσείων εμφανίστηκε και παραστάθηκε δια του συνηγόρου του Λ. Ρεπάκη πρέπει, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 ΚΠΔ, να προχωρήσει το Δικαστήριο σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Κατά το άρθρ. 474 παρ. 1 του ΚΠΔ "με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του, (άρθρο 465 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται". Για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση, με τον τρόπο που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 148 μέχρι 153 του ΚΠΔ, που υπογράφεται από κείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από κείνον που τη δέχεται. Ειδικότερα, κατά μεν τα άρθρα 148 και 151 του ίδιου Κώδικα, έκθεση είναι το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει με ακρίβεια πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων που απευθύνονται σ' αυτόν, κατά δε το άρθρο 153 αυτού, η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπουν η χρονολογία, (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σ' αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων και η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει σύμφωνα με το άρθρο 150 ή που εξετάστηκαν ή η υπογραφή του δημόσιου υπαλλήλου που συντάσσει την έκθεση. Η σύνταξη της εκθέσεως αποτελεί συστατικό τύπο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου ασκείται με δήλωση στο γραμματέα... ή με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν για την κατάθεση του δικογράφου αυτού ο γραμματέας κάτω απ' αυτό συνέταξε έκθεση για την κατάθεση αυτού. Η αναίρεση στην ποινική δίκη με κατάθεση δικογράφου, αν ήθελε εκτιμηθεί ως έγγραφη δήλωση, είναι απαράδεκτη όταν δεν περιέχει όλα τα στοιχεία τα οποία θα περιείχε και η προφορική. Αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις αυτές που απορρέουν από κανόνες δημόσιας τάξεως, απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, κατ' άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση από 28-12-2006 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 1241/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, κατ' έφεση, για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου, κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία, ασκήθηκε από τον πιο πάνω αναιρεσείοντα δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Λάζαρου Ρεπάκη, με αυτοτελές δικόγραφο αναίρεσης, απευθυνόμενο προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, (Ποινικό Τμήμα), το οποίο κατατέθηκε στις 29-12-2006, από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, στο Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Δράμας, με σύνταξη σχετικής έκθεσης καταθέσεως και όχι με την κατά τα άνω από το νόμο (άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠΔ) οριζόμενη δήλωση ενώπιον του ως άνω Γραμματέα, με σύνταξη έκθεσης για τη δήλωση αυτή. Ειδικότερα τούτο προκύπτει από τη σχετική έκθεση, όπου διαλαμβάνεται ότι? "Το παρόν δικόγραφο αναιρέσεως κατατέθηκε σ' εμάς σήμερα από το συνήγορο Λάζαρο Ρεπάκη και καταχωρίστηκε στο σχετικό βιβλίο αναιρέσεως του Ειρηνοδικείου Δράμας υπ' αύξ. αριθ. 3". Στην έκθεση αυτή δεν αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του Γραμματέα, όπως θα έπρεπε, αλλά περιέχεται απλώς μία δυσανάγνωστη μονογραφή. Προφανώς, επειδή δεν έγινε η απαιτούμενη από τον ΚΠΔ ως άνω δήλωση, δεν δηλώθηκε και δεν διαλαμβάνεται στην έκθεση επακριβώς η ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο συνήγορος που προαναφέρθηκε, δηλαδή της παρ. 1 ή της παρ. 2 του άρθρου 465 του ΚΠΔ, οι οποίες ορίζουν, κατά μεν την παρ. 1 ότι, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου, που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση..., κατά δε την παρ. 2 το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής απόφασης που παρέχεται σ' εκείνον που καταδικάστηκε μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από το συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση... Οι επιβαλλόμενες ως άνω διατυπώσεις από τον Έλληνα νομοθέτη για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, ενώ διασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου και την ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης, κατ' ουδέν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τα άρθρ. 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος. Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, αφού απαιτείται από τη φύση του η ρύθμισή του από το κράτος, το οποίο έχει τη διακριτική ευχέρεια, αρκεί μόνον οι τιθέμενοι περιορισμοί και προϋποθέσεις να μην περιορίζουν την πρόσβαση του διαδίκου κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα της προσφυγής στο δικαστήριο να πλήττεται στον ίδιο τον πυρήνα του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρ. 509 παρ. 2 του ΚΠΔ, εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση (άρθρ. 473 παρ. 2 και 474 παρ. 2), μπορεί να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με έγγραφο, που κατατίθεται, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συζήτηση της αναίρεσης ημέρα, στο Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, και συντάσσεται ατελώς σχετική έκθεση επάνω στα έγγραφα που κατατίθενται· αν δεν τηρηθεί η παραπάνω προθεσμία οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι. Τέλος, σε περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η αρμοδιότητα αυτής περιορίζεται στην εκδίκαση μόνο του λόγου για τον οποία παραπέμφθηκε. Επομένως, πρόσθετοι λόγοι, που δεν ασκήθηκαν, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, εμπρόθεσμα ενώπιον του Τμήματος, δεν μπορούν να ασκηθούν για πρώτη φορά ενώπιον της Ολομέλειας (βλ. Ολ. ΑΠ 1277/1993 ΠΧΡ ΛΓ. 1124). Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με το από 22-10-2007 υπόμνημά του, το οποίο κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, στις 23-10-2007, ζήτησε, επικουρικώς, να διαταχθεί ο Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Δράμας, να θέσει το ονοματεπώνυμό του στην οικεία έκθεση, άλλως, όλως επικουρικώς, να γίνει δεκτή η άσκηση για δεύτερη φορά του ίδιου ένδικου μέσου, διότι η μη αναγραφή του ονοματεπωνύμου του ως άνω Γραμματέα αποτελεί λόγο ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί δεν ασκήθηκαν εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρ. 509 παρ. 2 του ΚΠΔ και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Συνεπώς, εφόσον η ένδικη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι από τις διατάξεις του ΚΠΔ οριζόμενες νόμιμες διατυπώσεις, δεδομένου ότι ούτε η αρίθμηση τρία στην προμετωπίδα αυτής από τον παραπάνω Γραμματέα, ούτε η παρά πόδας αυτής, υπό την ένδειξη ?Ο Γραμματέας? με δυσανάγνωστη μονογραφή, χωρίς την αναγραφή του ονοματεπωνύμου του, μπορούν να προσδώσουν στο έγγραφο αυτό τη μορφή της έγκυρης δηλώσεως- εκθέσεως αναιρέσεως, που συντάχτηκε σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 28-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της 1241/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 28-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της 1241/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Κ α ι Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αίτηση αναιρέσεως ασκείται, με ποινή απαραδέκτου, με δήλωση στο γραμματέα ή σε ορισμένες περιπτώσεις με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι με δικόγραφο κατατιθέμενο στη γραμματεία του δικαστηρίου, έστω και αν συντάχθηκε σχετική έκθεση και αν η τελευταία εκτιμηθεί ως δήλωση πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία της δηλώσεως, ενώ οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα ενώπιον του Τμήματος, εφόσον η αίτηση είναι παραδεκτή και όχι το πρώτον στην Ολομέλεια. Απαράδεκτο αιτήσεως αναιρέσεως και πρόσθετων λόγων, γιατί δεν ασκήθηκαν με τον τρόπο αυτό. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Πρόσθετοι λόγοι
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πρόσθετοι λόγοι.
2
Αριθμός 2/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της 3829/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Γιαννιτσών", που εδρεύει στα Γιαννιτσά και εκπροσωπείται νόμιμα, που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθανάσιο Ξυνίδη. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 668/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Οι διατάξεις των άρθρων 235 και 236 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο του ν. 2802/2000, ορίζουν ότι "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Και "με την ποινή του άρθρου 235 τιμωρείται όποιος υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα για τον εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου ο υπάλληλος κατά παράβαση των καθηκόντων του, να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της ενεργητικής δωροδοκίας, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τη δεύτερη από αυτές, απαιτείται υπόσχεση ή παροχή από οποιουδήποτε πολίτη, σε υπάλληλο, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' του ΠΚ, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελημάτων, για τον εαυτό του ή τρίτο και η υπόσχεση ή η παροχή τους να γίνεται για μελλοντική ενεργειακή παράλειψη του υπαλλήλου, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο, ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διατάξεις και τις οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του (Ολ. Α.Π 6/1998). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όχι μόνο όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη την οποία εφάρμοσε αλλά και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3829/2006 απόφασή του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά "Ο κατηγορούμενος στις ..... στα ..... έδωκε στον Δ1, Διοικητικό και Οικονομικό Διευθυντή του Νοσοκομείου Γιαννιτσών (υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13α' του ΠΚ, βλ. και υπ' αριθμ. .... απόσπασμα πρακτικού του Δ.Σ του Γ. Νοσοκ. Γιαννιτσών) το ποσό των 3.000 ευρώ σε μετρητά, προκειμένου ο τελευταίος να παραλείψει να αναφέρει στο Τμήμα Εμπορίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πέλλας ότι ο κατηγορούμενος πώλησε στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Γιαννιτσών, ως αναδειχθείς προμηθευτής πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης υπερτιμολογημένο σε σχέση με την επικρατούσα μέση τιμή λιανικής πώλησης στην περιοχή, διαπίστωση στην οποία προέβη ο ως άνω υπάλληλος του Νοσοκομείου, κατά την υπογραφή των σχετικών ενταλμάτων πληρωμής, τα οποία υποχρεούται να θεωρεί διενεργώντας προληπτικό έλεγχο (άρθρ. 1 του Π.Δ/τος 471/1975 και 10 του Διατάγματος 496/1974). Η αναφορά του εν λόγω υπαλλήλου προς το Τμήμα Εμπορίου, αποτελούσε πέραν των άλλων και ενέργεια που ανάγονταν στον κύκλο των υπηρεσιακών του καθηκόντων, δεδομένου ότι ως οικονομικός Διευθυντής ευθύνεται για κάθε πράξη ή παράλειψη που θα επέφερε οικονομική ζημία στο Δημόσιο και ωφέλεια αντίστοιχα στον κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν εν τοις πράγμασι ο διαχειριστής της επιχείρησης υγρών καυσίμων της μητέρας ......., επ' ονόματι της οποίας τυπικά λειτουργούσε και είχε αναδειχθεί προμηθεύτρια καυσίμων του Νοσοκομείου κατ' εκείνο το έτος (2002-2003) μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό. Η ενέργεια του κατηγορουμένου απεκαλύφθη μετά από καταγγελία του άνω υπαλλήλου και του Διευθυντή του Νοσοκομείου προς την Αστυνομία, η οποία και οργάνωσε επιχείρηση συλλήψεως αυτού εν των πράττεσθαι, που εξελήχθη πράγματι στη σύλληψη του κατηγορουμένου. Ούτος πολλές φορές προέτρεπε τον άνω υπάλληλο να δεχθεί χρηματικό ποσό ως δώρο, με το επιχείρημα ότι "όλοι τα παίρνουν.....", με σκοπό να του επιτρέπει να κερδοσκοπεί παράνομα και μάλιστα εις βάρος του Νοσοκομείου, στο οποίο ο ρηθείς υπάλληλος ήταν υπεύθυνος να ελέγχει τις δαπάνες. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το άνω ποσό το έδωκε στον ρηθέντα υπάλληλο ως δάνειο δεν απεδείχθη παντάπασι αληθής. Τούτο άλλωστε δεν ήταν και λογικό αφού ο άνω υπάλληλος είχε ενημερώσει τους προϊσταμένους του και την αστυνομία για την πρόθεση δωροδόκισης του κατηγορουμένου. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος". Κατ' ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της ενεργητικής δωροδοκίας, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 235 και 236 του ΠΚ που ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι ο υπάλληλος του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Γιαννιτσών Δ1 με την ιδιότητα του Διοικητικού και Οικονομικού Διευθυντή, ήταν αρμόδιος κατά νόμο (άρθρο 1 του Π.Δ/τος 471/1975) να θεωρεί, να υπογράφει τα εντάλματα πληρωμής και να διενεργεί έλεγχο για την τιμή πωλήσεως των ποσοτήτων πετρελαίου κίνηση και θέρμανσης που προμήθευε στο ως άνω Νοσοκομείο ο κατηγορούμενος, ως διαχειριστής της επιχείρησης υγρών καυσίμων της μητέρας του ...... και ότι ο κατηγορούμενος έδωσε στον πιο πάνω υπάλληλο το ποσό των 3.000 ευρώ σε μετρητά, προκειμένου να παραλείψει αυτός κατά παράβαση των καθηκόντων του να αναφέρει στο Τμήμα Εμπορίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πέλλας, ότι ο κατηγορούμενος πώλησε στο άνω Νοσοκομείο πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης υπερτιμολογημένο σε σχέση με την επικρατούσα μέση τιμή λιανικής πώλησης στην περιοχή, η αναφορά δε του εν λόγω υπαλλήλου προς το Τμήμα Εμπορίου αποτελούσε και ενέργεια που ανάγονταν στον κύκλο των υπηρεσιακών του καθηκόντων, αφού ως Οικονομικός Διευθυντής υπείχε ευθύνη για κάθε πράξη ή παράλειψη που θα επέφερε οικονομική ζημία στο Δημόσιο και ωφέλεια αντίστοιχα στον κατηγορούμενο. Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία, δεν ήταν απαραίτητο για την επάρκεια της αιτιολογίας, να προσδιορίζεται "για ποιο λόγο η μέση τιμή λιανικής πώλησης πετρελαίου αποτελεί μέτρο κρίσεως και ποιο ήταν το μέγεθος της μέσης τιμής" να αναφέρεται "ο τρόπος υπολογισμού της, η υπηρεσία ή αρχή ή πρόσωπο που κάνει τον εν λόγω προσδιορισμό", να εκτίθεται "η διαφορά ανάμεσα στη μέση τιμή πωλήσεως και στην τιμή που έγινε η επίμαχη πώληση, το συνολικό ύψος στο οποίο ανέρχεται η υπέρβαση για όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα και "αν τη σύμπτωση μέσης τιμής και τιμής πωλήσεως ελέγχει το Τμήμα Εμπορίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως ή μόνον ο Οικονομικός Διευθυντής του Νοσοκομείου". Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προαναφερόμενων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεώς του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64, 69 του Κ.Ποιν.Δ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ στην άσκηση της πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 235 και 236 εδ. α' του ΠΚ προκύπτει ότι το προστατευόμενο από τις διατάξεις αυτές έννομο αγαθό είναι η σύννομη, καθαρή υγιής και ακέραιη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, η οποία πλήσσεται όχι μόνο στην περίπτωση της παθητικής δωροδοκίας αλλά και της ενεργητικής, που προβλέπεται από το άρθρο 236α του ΠΚ, αφού και στην περίπτωση αυτή είναι άμεσος και προφανής ο κίνδυνος διαφθοράς του υπαλλήλου από τον δράστη της εγκληματικής πράξης της ενεργητικής δωροδοκίας και του κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών από τέτοιες πράξεις προς τη σύννομη και εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του. Επομένως, το Ελληνικό Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ως φορείς του έννομου αυτού αγαθού, είναι δυνατό να υποστούν ηθική βλάβη από το έγκλημα της ενεργητικής δωροδοκίας, που συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, που νομιμοποιεί αυτά να παραστούν ως αμέσως ζημιωθέντα για ηθική βλάβη κατά του δράστη της υπόσχεσης ή παροχής δώρου στον υπάλληλο για υπηρεσιακή ενέργεια που αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως στην προκείμενη περίπτωση, είναι δε ζήτημα ουσίας, που δεν ασκεί επιρροή στη νομιμοποίησή τους, το αν πράγματι υπέστησαν σε κάθε περίπτωση ηθική βλάβη, πράγμα που ανήκει στην περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 του Κ.Ποιν.Δ η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνει η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται αυτή δηλαδή, αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στη δήλωση του εκπροσώπου του Ν.Π.Δ.Δ., όταν το τελευταίο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη σύννομη και εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η παράσταση στην προκείμενη περίπτωση ενώπιον του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ως πολιτικώς ενάγοντος του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Γιαννιτσών" για το ποσό των δέκα πέντε (15) ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος του τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας, υπήρξε νόμιμη και ορθώς, επομένως, αυτή επιτράπηκε, δεν ήταν δε αναγκαίο για το ορισμένο αυτής να γίνει ιδιαίτερη εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, γιατί είναι φανερό ότι αυτή αναφέρεται στον κλονισμό της εμπιστοσύνης, των πολιτών στην σύννομη, καθαρή, υγιή και ακέραιη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών αυτού (Νοσοκομείου). Επομένως, ο αντίθετος πρώτος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Ποιν.Δ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βεβαία η ανάγνωσή τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Ποιν.Δ, γιατί στερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του ε4γγράφου, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια υπάρχει η ίδια απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης στήριξε την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: "1) Υπ' αρ...... έγγραφο Γ.Ν. Νοσοκομείου Γιαννιτσών, 2)Η από ..... (ώρα 11.35) έκθεση σωματικής έρευνας, 3)Η από .... έκθεση έρευνας αυτοκινήτου, 4)Η από ..... (ώρα 12.00' έκθεση σωματικής έρευνας .........13)Διατάξεις κανονισμού Διαχείρησης Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων.......15)Τιμολόγια πώλησης καυσίμων (Νο ...., ...., ...., ...., ...., ....) και πιστωτικά τιμολόγια (Νο ..... και ......).......18)Από .... υπεύθυνη δήλωση ..... και 11 αποδείξεις λιανικής πώλησης πετρελαίου ......).....22)Πέντε (5) συγκριτικοί πίνακες του Τμήματος Εμπορίου περί τιμών πώλησης υγρών καυσίμων στο Ν. Πέλλας (μηνών Νοεμβρίου - Δεκεμβρίου 2002 και Ιανουαρίου 2003), 23)Πέντε (5) τιμολόγια πώλησης καυσίμων προς Νοσοκομείο Έδεσσας (σύγκριση τιμών πώλησης)......και 29)Το υπ' αριθμ. ..... Γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων Γιαννιτσών.....". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, και της αριθμήσεώς τους, εφόσον μάλιστα, εν προκύπτει ότι στη δικογραφία υπήρχαν και άλλα έγγραφα, φέροντα μάλιστα τον ίδιο τίτλο, αριθμό και ημερομηνία με αυτά με διαφορετικό περιεχόμενο, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων για τον προσδιορισμό τους, αφού ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο δεύτερος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ λόγος αναίρεσης της αίτησης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, με αποτέλεσμα να στερηθεί αυτός της δυνατότητας να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος νομίμως ως πολιτικώς ενάγοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Γιαννιτσών"" (άρθρ. 176 και 183 Κ.Ποιν.Δ) περιοριζόμενη, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο παρ. 1 του ν. 3693/1957 όπως ισχύει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Μαρτίου 2006 αίτηση του ....... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3829/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Γιαννιτσών" την οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ενεργητικής δωροδοκίας. Αιτιολογημένη καταδίκη για ενεργητική δωροδοκία του αναιρεσείοντος, ο οποίος έδωσε σε υπάλληλο του Γενικού Νοσοκομείου Γιαννιτσών (ΝΠΔΔ) 3.000 ευρώ προκειμένου ο τελευταίος να αναφέρει στο τμήμα εμπορίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πέλλας, ότι ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος πώλησε στο άνω Νοσοκομείο πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης υπερτιμολογημένο σε σχέση με την επικρατούσα μέση τιμή λιανικής πώλησης στην περιοχή. Προστατευόμενο έννομο αγαθό από τις διατάξεις περί δωροδοκίας. Φορέας αυτού το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, τα οποία, επομένως μπορούν να υποστούν ηθική βλάβη από το έγκλημα και άρα νομιμοποιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες. Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής δεν απαιτείται να περιέχει ιδιαίτερη εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, για να είναι νόμιμη και ορισμένη, αφού αυτή είναι φανερό ότι αναφέρεται στον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών από τις πράξεις δωροδοκίας
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δωροδοκία, Πολιτική αγωγή, Ηθική βλάβη.
0
Αριθμός 1/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου και Μιχαήλ Δέτση, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Γεώργιο Καπερώνη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη, Γεώργιο Πετράκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσώτακη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου της 1730/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με κατηγορούμενο τον ..........., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου, η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 30/22.5.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 939/2007. Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Νόμιμα εισάγεται στο Δικαστήριο της πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η με αριθμό 30/22-5-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου της υπ' αριθμ. 1730/2005 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η παραπομπή του κατηγορουμένου ......... στο ακροατήριο για την πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης λαθρεμπορίας και έπαυσε οριστικώς η εναντίον του ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη, λόγω παραγραφής. Η αναίρεση ζητείται για εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 2, 176 παρ. 1, 320, 321 και 322 του ΚΠοινΔ και αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα, άρα είναι παραδεκτή, νόμιμη (άρθρα 505 παρ. 2, 510 παρ. 1 στοιχ. Η', 498 εδ. α' και 474 παρ. 2 ΚΠοινΔ) και πρέπει να ερευνηθείς την ουσία της. II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω κατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο. Αν οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας, αφού τούτο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας. Ούτε έχει την εξουσία το δικαστήριο να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη. Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 321 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι το κλητήριο θέσπισμα πρέπει επί ποινή ακυρότητας να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν παρίσταται ανάγκη και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου αυτός καλείται, γ) την χρονολογία, ημέρα της εβδομάδας και ώρα της εμφανίσεως αυτού, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξεως, για την οποία κατηγορείται και μνεία του προβλέποντας αυτήν άρθρου του ποινικού νόμου και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου ή του πταισματοδίκη κατά το άρθρο 27 παρ. 2. Τα ανωτέρω στοιχεία που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας να περιέχει το κλητήριο θέσπισμα ορίζονται περιοριστικώς. Ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο από το νόμο. Δύναται όμως ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ' άρθρο 322 ΚΠοινΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 539/1989). Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας Εφετών δύναται εφόσον κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, ενώ από τα λοιπά στοιχεία δεν δικαιολογείται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, να διατάξει τη συμπλήρωση της διενεργηθείσας προανακρίσεως. Αν οι ακυρότητες της προδικασίας δεν προεβλήθησαν δια της κατ' άρθρο 322 ΚΠοινΔ προσφυγής ή προβληθείσες απορρίφθηκαν από τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν επιδρούν επί του κύρους της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και συνεπώς δεν δύνανται να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητας αυτής (ΑΠ 539/1989)/ Συνακόλουθα δεν έχει εξουσία το δικαστήριο να κηρύξει την ακυρότητα της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής και να παραπέμψει και πάλι την υπόθεση στην ανάκριση, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 1730/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) κατά του κατηγορουμένου ....... ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών ποινική δίωξη για διακεκριμένη περίπτωση λαθρεμπορίας και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως. Ο κατηγορούμενος στις 28-9-2004 προσήλθε προς απολογία ενώπιον του Ανακριτή του Β' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πατρών. Κατά την εμφάνιση του ζήτησε παρ' αυτού κατά το άρθρο 102 παρ. 1 ΚΠοινΔ προθεσμία 48 ωρών για να ετοιμάσει την υπεράσπιση του και να απολογηθεί. Ο Ανακριτής όμως χορήγησε σ' αυτόν προθεσμία 24 ωρών, αρνηθείς τη χορήγηση της αιτηθείσας προθεσμίας των 48 ωρών. Κατά της αρνήσεως αυτής του Ανακριτή ο κατηγορούμενος προσέφυγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών, το οποίο με το υπ' αριθμ. 380/2004 βούλευμα του απέρριψε την προσφυγή. Ακολούθως δε την 12°° ώρα της 29-9-2004, οπότε έληγε η χορηγηθείσα προθεσμία των 24 ωρών, ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε ενώπιον του ίδιου Ανακριτή και αφού απαγγέλθηκε σ' αυτόν η ανωτέρω κατηγορία αρνήθηκε να απαντήσει επ' αυτής εμμένων στο αίτημα της χορηγήσεως 48 ωρών προθεσμίας, η οποία δεν του χορηγήθηκε. Μετά ταύτα την ίδια ημέρα, ήτοι την 29-9-2004, επιδόθηκε σ' αυτόν κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο καλούνταν για να δικαστεί για την προαναφερθείσα πράξη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Ο κατηγορούμενος κατά την εμφάνιση του ενώπιον του πιο πάνω Δικαστηρίου, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας προέβαλε, ότι η μη χορήγηση από τον Ανακριτή της 48ώρου προθεσμίας προς απολογία ήταν μη νόμιμη και συνεπέφερε την ακυρότητα της απολογίας του και της παραπομπής του στο ακροατήριο. Πλην το Δικαστήριο τούτο με την υπ' αριθμ. 714/2004 απόφαση του απέρριψε τη σχετική ένσταση του, την οποία αυτός επανέφερε ως λόγο εφέσεως με το ένδικο αυτό μέσο που άσκησε κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού έκρινε ότι είχε αρμοδιότητα, κήρυξε την ακυρότητα της προαναφερθείσας απολογίας του κατηγορουμένου, της επακολουθήσασας δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του στο ακροατήριο και της εκδοθείσας πρωτόδικης απόφασης. Ακολούθως έκρινε, ότι ναι μεν έπρεπε η υπόθεση να παραπεμφθεί και πάλι στον Ανακριτή προκειμένου κατ' άρθρο 176 παρ. 2 ΚΠοινΔ να επαναληφθεί η άκυρη απολογία του κατηγορουμένου, πλην επειδή τούτο δεν ήταν εφικτό, λόγω του ότι η ανωτέρω αξιόποινη πράξη είχε υποκύψει ήδη στην παραγραφή λόγω παρελεύσεως πενταετίας από της τελέσεως της, που δεν είχε ανασταλεί ένεκα της ακυρότητας της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής, έπαυσε οριστικώς την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη. Με αυτόν τον τρόπο όμως το παραπάνω Δικαστήριο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 2, 176 παρ. 1, 320, 321 και 322 του ΚΠοινΔ έκρινε, ότι είχε αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα της απολογίας του κατηγορουμένου ενώπιον του πιο πάνω ανακριτή, περί της οποίας είχε αποφανθεί αμετακλήτως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών με το υπ' αριθμ. 380/2004 βούλευμα του, που ήταν και αποκλειστικά αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα αυτής, για το λόγο δε αυτόν και ο κατηγορούμενος δεν προσέφυγε κατ' άρθρο 322 ΚΠοινΔ ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών. Ακολούθως κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των αυτών διατάξεων έκρινε, ότι η προαναφερθείσα ακυρότητα της προδικασίας συνεπέφερε την ακυρότητα της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επομένως με την παύση οριστικώς της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής, ένεκα παρελεύσεως πενταετίας από της τελέσεως της προαναφερθείσας πράξεως, που όμως δεν είχε παραγραφεί, αφού δεν είχε επέλθει ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος και τούτο είχε επιδοθεί στον κατηγορούμενο πριν την παρέλευση της πενταετίας, με συνέπεια να επέλθει αναστολή της παραγραφής, το δικαστήριο υπέπεσε στην υπό του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. Συνεπώς είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί υπέρ του νόμου την υπ' αριθμ. 1730/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι ακυρότητες της προδικασίας δεν επιδρούν επί του κύρους ούτε μπορεί να αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητήριου θεσπίσματος, αφού αυτό δεν ορίζεται στο νόμο, αλλά μόνο να προταθούν ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου ή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών με την κατά το άρθρο 322 του Κ.Π.Δ. προσφυγή, το δε δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ερευνήσει τέτοιες ακυρότητες. Αναιρείται επομένως υπέρ του νόμου η απόφαση του Εφετείου με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η λήψη της απολογίας του κατηγορούμενου κατά την προδικασία (έγινε εντός 24 αντί των 48 ωρών από της εμφανίσεώς του), καθώς και οι ενέργειες που ακολούθησαν, δηλαδή η παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο με απ’ ευθείας κλήση (κλητήριο θέσπισμα) και η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, κρίθηκε ότι θα έπρεπε να παραπεμφθεί η υπόθεση στον ανακριτή προς επανάληψη και τη λήψη νέας απολογίας, στη συνέχεια όμως παύθηκε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Κατηγορούμενος, Κλητήριο θέσπισμα, Αναίρεση υπέρ του νόμου.
1
Αριθμός 1/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη - Εισηγητή, Παναγιώτη Παρτσιλίβα, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ελένης Κοκκίνη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθ'ου η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Εκπροσωπήθηκε από τον Θεόδωρο Ψυχογυιό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, βάσει δηλώσεως του άρθρου 242§2 Κ.Πολ.Δ., ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσίβλητου - καλούντος: ....., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22 Δεκεμβρίου 2000 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 800/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 6295/2002 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 808/2006 απόφαση του Β1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου τον μοναδικό από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 7 Μαρτίου 2007 κλήση του ήδη αναιρεσίβλητου, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων - καθ'ου η κλήση, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως βάσιμου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ από το συνδυασμό των άρθρων 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιους από τους διαδίκους το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν ο απολιπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή αν επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση και σε αποφατική περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση (Ολ. ΑΠ 2/06, 4/94). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Β' Τακτικής Ολομέλειας ο από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της 6295/2002 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της υπ' αριθ. 800/01 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, μετά την παραπομπή του σ' αυτήν, με την 808/06 απόφαση του Β' Πολιτικού Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρο 563 παρ. 2β ΚΠολΔ). Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης αποφάσεως, όπως αποδεικνύεται από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, δεν παρέστη ο αναιρεσίβλητος. Έκθεση επιδόσεως προς αυτόν της κλήσεως για συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως ως προς τον παραπεμφθέντα ως άνω λόγον αναιρέσεως ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει ο παρών διάδικος αναιρεσείων. Αφού λοιπόν δεν αποδεικνύεται ότι ο μη εμφανισθείς αναιρεσίβλητος κλητεύθηκε νόμιμα ή ότι επέσπευσε ο ίδιος τη συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ή ο αναιρεσείων πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος η συζήτηση της υποθέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης, για αναίρεση της υπ' αριθ. 6295/02 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη.
null
null
0
Αριθμός 2/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Κυριτσάκη, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη - Εισηγητή, Γρηγόριο Μάμαλη, Γεώργιο Καπερώνη, Αθανάσιο Θεμέλη, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Παναγιώτη Παρτσιλίβα, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ελένης Κοκκίνη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Αγροτικού Συνεταιρισμού Ορμύλιας (Γ.Π.Σ.) "Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ", που εδρεύει στην Ορμύλια Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Πιτσιόρλα, που προσκόμισε προτάσεις. Των αναιρεσίβλητων: 1) Ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία "ΔΕΑΣ Α.Ε. Επεξεργασία - Τυποποίηση Εμπορία ελαίων και γεωργικών προϊόντων", που εδρεύει στο συνοικισμό Καλύβες του Δήμου Πολυγύρου Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) ....., Διευθύνοντος Συμβούλου της ΔΕΑΣ Α.Ε., κατοίκου ....., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βασιλική Κεφαλοπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5 Μαΐου 2001 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 146/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 1049/2005, 1265/2005 μη οριστικές και 2719/2006 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 28 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, την οποία έφεραν προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 56/8-3-2007 κοινή Πράξη, ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή των λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, η δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη αυτών και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη των λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμων. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το 56/8-3-2007 κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. και 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύει μετά το ν. 2331/1995 (άρθρο 16), η 490/28-12-2006 αίτηση του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ορμύλιας (Γ.Π.Σ.) "Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" για αναίρεση της 2719/2006 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. β' Κ.Πολ.Δ. επιτρέπεται αναίρεση της απόφασης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίσθηκαν ή προσκομίσθηκαν απαράδεκτα μετά τη συζήτηση. Εξάλλου, η βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας περί προσαγωγής ή μη αποδεικτικού μέσου, ως αναγόμενη σε πράγματα, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. Αν δε στην απόφαση δεν βεβαιώνεται το αντίθετο, θεωρείται ότι, το αποδεικτικό μέσο του οποίου έγινε επίκληση έχει προσκομισθεί εμπροθέσμως. Επομένως, κάθε ισχυρισμός του διαδίκου που στρέφεται κατά της βεβαιώσεως του δικαστηρίου ότι, προσκομίσθηκε εμπροθέσμως αποδεικτικό μέσο, του οποίου έγινε επίκληση στις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του αντιδίκου του, είναι απαράδεκτος. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, από τον αριθμό 11 περ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., προβάλλεται ότι, το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του έγγραφα, ένα από τα οποία και συγκεκριμένα την ένορκη κατάθεση του Μ1 ενώπιον του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης μνημόνευσε ρητά στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία οι αναιρεσίβλητοι, καίτοι τα επικαλέσθηκαν στις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, τα προσκόμισαν εκπρόθεσμα (άρθρα 237 παρ.3, 524 εδ. γ', 528, 270 Κ.Πολ.Δ.), στην εκπνοή της προθεσμίας κατάθεσης της προσθήκης μετά τη συζήτηση της υπόθεσης. Από την προσβαλλόμενη, όμως, απόφαση δεν προκύπτει ότι, το Εφετείο έχει λάβει υπόψη του τα παραπάνω έγγραφα (εκτός από την παραπάνω ένορκη κατάθεση) και συγκεκριμένα συγκεντρωτικά κατάσταση προμηθευτών, ένορκες καταθέσεις, τρία τιμολόγια, ανάλυση καθηγητή κλπ και επομένως ως προς τα έγγραφα αυτά ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, ως προς την ένορκη κατάθεση του Μ1 το Εφετείο βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, προσκομίσθηκαν όλα τα έγγραφα των οποίων έγινε επίκληση και εφόσον δεν βεβαιώνεται στην ίδια απόφαση ότι, το παραπάνω έγγραφο προσκομίσθηκε εκπροθέσμως θεωρείται ότι, αυτό προσκομίσθηκε εμπρόθεσμα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Επομένως, ως προς το έγγραφο αυτό ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, που στρέφεται κατά της πιο πάνω βεβαιώσεως του Εφετείου, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Επίσης, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο προβάλλεται ότι, το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την προσαγωγή των παραπάνω αποδεικτικών μέσων, όπως είχε προτείνει ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα είτε δεν τα έλαβε υπόψη το Εφετείο είτε προσκομίσθηκαν εμπρόθεσμα. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 Κ.Πολ.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δεύτερο, πέμπτο και έκτο λόγους αναιρέσεως, κατά το ένα σκέλος τους, από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., προβάλλεται ότι, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που ο αναιρεσείων προσκόμισε με επίκληση για την απόδειξη των ισχυρισμών του και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη απόφαση του Νομάρχη Χαλκιδικής της ...., φωτοτυπίες διαβατηρίων του Προέδρου και του χημικού του συνεταιρισμού, ευχετήριο έγγραφο του Σέρβου Επισκόπου, ένορκη βεβαίωση με αριθμό 12/2002 του Κ1, δημοσίευμα του περιοδικού ".....", επιστολή του Περιφερειακού Κέντρου Θεσσαλονίκης της ...., απόσπασμα από το βιβλίο συμβάντων του Αστυνομικού Σταθμού Ορμύλιας της ......, έγγραφο της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών Πολυγύρου, πιστοποιητικό του Δημάρχου Ορμύλιας της ....., ένορκη βεβαίωση του χημικού του Συνεταιρισμού, την 7735/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, τη 1472/2003 απόφαση του Ποινικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, την 3735/2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, τη 1986/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, το 220/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, το έγγραφο του κέντρου Προστασίας Καταναλωτών Θεσσαλονίκης της ...., τη 14/2002 ένορκη βεβαίωση του ...., φαξ ....., δύο απαντητικές επιστολές του Λιμενικού Σταθμού Μουδανιών, φαξ που απέστειλε ο πελάτης Μ1 από την Πρέβεζα στις 1-7-1999, κατάλογο του Επιμελητηρίου Πολυγύρου, την αναλυτική έκθεση της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Χαλκιδικής της ...., κατάλογο της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Χαλκιδικής, που δείχνει τις επιχειρήσεις ελιών, έκθεση ανάλυσης ελιών της ...., τιμολόγια αγοράς ελιών, εξώδικα μεταξύ συνεταιρισμού και Επιμελητηρίου, την .... γνωμοδότηση του ΝΣΚ, συγκεντρωτική κατάσταση προμηθευτών ελιών κ.α.. Από τη βεβαίωση, όμως, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι σε συνδυασμό με όλο το περιεχόμενο της δεν κατά λ είπε τα ι αμφιβολία ότι, το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα και επομένως και οι πιο πάνω λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α' Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο λάβει υπόψη αποδεικτικό μέσο που δεν περιλαμβάνεται στα περιοριστικώς καθοριζόμενα από το άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ. αποδεικτικά μέσα, ή όταν περιλαμβάνεται σ' αυτά, αλλά δεν επιτρέπεται η χρήση του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, αληθώς μόνο από τον αριθ. 11 περ. α' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (και όχι και τους αριθμούς 1 και 8 του ίδιου άρθρου, που επικαλείται ο αναιρεσείων), προβάλλεται ότι, το Εφετείο έλαβε υπόψη μία οικονομοτεχνική μελέτη, που υποβλήθηκε στο Υπουργείο Γεωργίας στις ... από ανεξάρτητο οικονομικό σύμβουλο του αναιρεσείοντος, με θέμα "Επενδύσεις στη μεταποίηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων", της οποίας όμως η χρήση ήταν απαγορευμένη στη συγκεκριμένη υπόθεση με βάση τις διατάξεις των άρθρων 5α και 19 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, του άρθρου 5 του ν 2690/1999 και του άρθρου 252 ΠΚ. Οι διατάξεις όμως αυτές, που επικαλείται ο αναιρεσείων δεν απαγόρευαν τη χρήση του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου στην ένδικη υπόθεση και επομένως, ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσειων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσειων με τους τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους αναιρέσεως, κατά το ένα σκέλος τους, από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., προβάλλει ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ...... χημικής έκθεσης, γιατί δέχθηκε ότι οι ελιές που ανέφερε ήταν του αναιρεσείοντος, ο οποίος όμως δεν κατονομαζόταν στην έκθεση. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, γιατί το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του πιο πάνω εγγράφου, αλλά, αφού το διέγνωσε σωστά, το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού "απαγορεύεται κατά τα ς εμπορικός, βιομηχανικός ή γεωργικός συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την εφαρμογή της απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 11 εδ. α' του ίδιου νόμου "ο προς τον σκοπόν ανταγωνισμού ισχυριζόμενος ή διαδίδων, όσον αφορά την εργασίαν ή επιχείρησιν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικός εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυνάμενος να βλάψωσι τας εργασίας της επιχειρήσεως ή την εμπορικήν πίστην αυτού, υποχρεούται, εφόσον τα διαδοθέντα δεν είναι κατά τρόπο ευαπόδεικτο αληθή, εις ανόρθωσιν της εις τον αδικηθέντα προσγενομένης ζημίας". Στοιχεία της διάταξης αυτής, που προστατεύει τον δυνάμενο να ζημιωθεί περιουσιακά επιχειρηματία είναι α) σκοπός αθεμίτου ανταγωνισμού, β) ισχυρισμός ή διάδοση βλαπτικών ειδήσεων, γ) οι ειδήσεις πρέπει να αφορούν είτε την εργασία ή επιχείρηση άλλου, είτε : το πρόσωπο του ιδιοκτήτη ή διευθυντή αυτής, είτε τα εμπορεύματα ή τις βιομηχανικές εργασίες άλλου, δ) οι ειδήσεις πρέπει να είναι ικανές να βλάψουν τις εργασίες της επιχειρήσεως ή την εμπορική κίνηση άλλου και ε) οι ειδήσεις πρέπει να μην είναι κατά τρόπο ευαπόδεικτο αληθείς, δηλαδή πρέπει να μη δύνανται να αποδειχθούν ως αληθείς, ενώ δεν απαιτείται υπαιτιότητα του προσβάλλοντος για την αποκατάσταση της προσγενομένης ζημίας στον αδικηθέντα. Επίσης, κατά το άρθρο 12 εδ. α' του ίδιου ν. 146/1914 "ο εν γνώσει της αναληθείας ισχυριζόμενος ή διαδίδων ως προς την επιχείρησιν ή εργασίαν ετέρου το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή του διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικός εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυναμένας να βλάψωσι την επιχείρησιν τιμωρείται με φυλάκισιν...". Από τη διάταξη αυτή, η οποία προστατεύει την καλή φήμη στις συναλλαγές συνάγεται ότι, προς θεμελίωση αγωγής αποζημιώσεως για παράβαση της εν λόγω διατάξεως απαιτείται όπως ο πρσβολέας ισχυρίζεται ή διαδίδει εν γνώσει της αναληθείας ειδήσεις ως άνω, ενώ δεν απαιτείται σκοπός ανταγωνισμού, αλλά ούτε πρόθεση βλάβης, αρκεί δε απλώς να είχε ο προσβολέας συνείδηση του ότι οι ειδήσεις είναι ικανές να προκαλέσουν βλάβη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι "όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει" προκύπτει ότι, κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, που επιχειρείται από πρόθεση, ή και από την παράλειψη αυτού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Όσον αφορά την πρόθεση δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 920 ΑΚ, όποιος, γνωρίζονταςή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείςειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι η υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας, δηλαδή αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαίτια ήτοι από αμέλεια να αγνοεί την αναλήθεια, οι διαδιδόμενες ή υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο το επάγγελμα, ή την πίστη φυσικού ή νομικού προσώπου, δηλαδή την καλή : γνώμη και υπόληψη που έχουν οι τρίτοι γι' αυτό σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση, ή το μέλλον του συνιστάμενο στην οικονομική του και επαγγελματική του βελτίωση και η ύπαρξη περιουσιακής ζημίας αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή βλάβη της φήμης. Για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης αυτής αρκεί κάθε είδος υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση τα εξής: Ο αναιρεσείων αγροτικός συνεταιρισμός έχει έδρα την Ορμυλία Χαλκιδικής και δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην επεξεργασία, μεταποίηση και εμπορία βρώσιμων ελιών (πράσινη ελιά Χαλκιδικής), διαθέτοντας τις ανάλογες εγκαταστάσεις. Είναι κατά κύριο λόγο εξαγωγική μονάδα και τα βασικά προϊόντα του είναι η ελιά και το ελαιόλαδο. Ο αναιρεσείων συνεταιρισμός παράγει διάφορους τύπους ελιών (όπως ισπανικού τύπου, σπαστή, "castelvetrano" κ.α.) οι οποίες εξάγονται κυρίως σε χώρες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η ελιά τύπου "castelvetrano" εξάγεται αποκλειστικά στην Ιταλία έως το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους, με ευθύνη Ιταλών εισαγωγέων. Η παρασκευή του ανωτέρω τύπου ελιάς γίνεται με εισαγωγή σόδας από 3 μέχρι 3,5 βαθμούς, ανάλογα με το μέγεθος της ελιάς και προσθήκη μικρής ποσότητας αλατιού, στο αντίστοιχο βαρέλι. Η σόδα παραμένει στο βαρέλι μέχρι τη στιγμή που θα γίνει επεξεργασία του προϊόντος από τον Ιταλό εισαγωγέα, και έτσι εισέρχεται η σόδα στο σάρκωμα της ελιάς μέχρι τον πυρήνα (κουκούτσι). Στην παρασκευή αυτή έγκειται και η διαφορά της από τις ελιές ισπανικού τύπου, των οποίων η παρασκευή γίνεται με εισαγωγή σόδας μέχρι 2,5 βαθμούς, στη συνέχεια γίνονται τρεις πλύσεις του προϊόντος με νερό ανά οκτάωρο και τέλος εισάγονται οι ελιές σε άλμη εμπλουτισμένη με γαλακτικό οξύ, για να εξουδετερώσει τα υπολείμματα της σόδας. Για τον τύπο της ελιάς που παρασκευάζεται με την μέθοδο "castelvetrano" ισχύει η 279404/2163/10-7-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Εμπορίου, με την οποία επιτράπηκε η εξαγωγή στη Νότιο Ιταλία πράσινων ελιών σε άλμη, η οποία παρασκευάζεται με την ανωτέρω μέθοδο υπό τις στην απόφαση αυτή αναφερόμενες προϋποθέσεις. Κατά την εμπορική περίοδο 1998-1999, ο αναιρεσείων αγόρασε από τους παραγωγούς μέλη του, 4500 τόνους ελιές διαφόρων μεγεθών. Από την ποιότητα αυτή ένα μέρος το μεταποίησε σε ελιές τύπου "castelvetrano", ολόκληρη την ποσότητα των οποίων μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1999 δεν μπόρεσε να διαθέσει. Μετά από αυτά ο αναιρέσειων ακολούθησε τη διαδικασία, βάσει της υπάρχουσας τεχνογνωσίας, μετατροπής της εναπομείνασας ποσότητας σε ελιές ισπανικού τύπου και ως τέτοιες να τις διαθέσει στην κατανάλωση. Αρχές Μαΐου 1999, η Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Χαλκιδικής ενημέρωσε το περιφερειακό Κέντρο Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου Θεσσαλονίκης ότι, αρκετές επιχειρήσεις επεξεργασίας ελιών στην περιοχή της, που δεν διέθεταν πράσινες ελιές τύπου "castelvetrano", περιόδου 1998-1999, προσπαθούσαν κατόπιν μετατροπής τους σε ισπανικού τύπου, να τις διαθέσουν στην κατανάλωση. Το ανωτέρω κέντρο, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, απέστειλε την 4-5-1999, το ......, αναπληρωτή επόπτη ελέγχου, με το Ε1, ποιοτικό ελεγκτή της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, να ελέγξουν τις εγκαταστάσεις του αναιρεσείοντος και πήραν δείγματα από τις ανωτέρω ελιές. Την επομένη ημέρα (5-5-1999), η πρώτη αναιρεσίβλητη, η οποία απασχολείται επαγγελματικά με την επεξεργασία και εμπορία ελιών Χαλκιδικής και έδρευε τότε στην Ορμύλια Χαλκιδικής, με έγγραφο που υπέγραψε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, διευθύνων σύμβουλος της, κατήγγειλε στη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Χαλκιδικής χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στον αναιρέσει οντά, ότι "...ορισμένες επιχειρήσεις εξάγουν πάρα πολλές ποσότητες ελιών, οι οποίες ούτε ποιοτικά ήταν και είναι κατάλληλες, αλλά είναι και πολύ επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία και δυσφημούν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών. Συγκεκριμένα την τελευταία ελαιοκομική περίοδο επεξεργάστηκαν από πολλές επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς πάρα πολύ μεγάλες ποσότητες πράσινων ελιών Χαλκιδικής τύπου "castelvetrano"... δεν μπόρεσαν να εξαχθούν όλες στην Ιταλία μέχρι 28-2-1999...και μεγάλες ποσότητες παραμένουν στις αποθήκες τους. Οι υπεύθυνοι... προσπάθησαν και προσπαθούν να μετατρέψουν τις ελιές αυτές σε πράσινες ελιές Ισπανικού τύπου και να τις πωλήσουν. ..όπως όπως στο εξωτερικό, σε πολύ χαμηλές τιμές". Για την καταγγελία αυτή η ανωτέρω υπηρεσία ενημέρωσε το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου Θεσσαλονίκης και με το .... έγγραφο της, το οποίο κοινοποίησε και στη καταγγέλουσα αναιρεσίβλητη εταιρεία, του ζήτησε να επιληφθεί του θέματος και να επισκεφθούν από κοινού οι υπάλληλοι αμφοτέρων των υπηρεσιών όλες τις επιχειρήσεις επεξεργασίας ελιών του παραπάνω τύπου στη Χαλκιδική, προκειμένου να πάρουν δείγματα για να τα αναλύσουν, ενώ παράλληλα ανέφερε στο έγγραφο της για τα δείγματα που την 4-5-1999 είχαν λάβει από συγκεκριμένη επιχείρηση που δεν κατονόμαζε. Την 7-5-1999 ο αναιρεσείων συνεταιρισμός πληροφορήθηκε το γεγονός της καταγγελίας, όταν, προκειμένου να γίνει εξαγωγή ενός φορτίου ελιών στη Γερμανία, αυτός (συνεταιρισμός) κάλεσε γεωπόνο από τη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης να διενεργήσει έλεγχο στο φορτίο και να του χορηγήσει το απαιτούμενο για την εξαγωγή πιστοποιητικό ποιοτικού ελέγχου του προϊόντος. Η γεωπόνος της Νομαρχίας Ε2, που πήγε, αρνήθηκε να δώσει το ανωτέρω πιστοποιητικό, ζητώντας πρώτα να σταλούν δείγματα των εξαγομένων ελιών στο Χημείο Θεσσαλονίκης προς έλεγχο. Ακολούθως ο έλεγχος των ληφθέντων δειγμάτων των ελιών του αναιρεσείοντος ολοκληρώθηκε την 12-5-1999 και το Περιφερειακό Κέντρο Θεσσαλονίκης, με το ..... έγγραφο του προς τη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχίας Χαλκιδικής, το οποίο, μεταξύ άλλων, κοινοποίησε και στην αναιρεσίβλητη εταιρεία, εκ των υστέρων δε και στον αναιρέσει οντά, αναφερόμενη γενικά σε συνεταιριστική επιχείρηση ελιών Ν. Χαλκιδικής, που διατηρεί 600-700 τόνους ελιών τύπου "castelvetrano", κατέστησε γνωστό το αποτέλεσμα του ελέγχου, το οποίο ήταν αρνητικό για την καταλληλότητα των δειγμάτων λόγω παρουσίας στις ελεγχθείσες ελιές ΡΗ σε απαγορευτικό επίπεδο (5,90 έως 6,50). Συγκεκριμένα στο εν λόγω έγγραφο, μεταξύ άλλων αναφέρονταν τα εξής: "Ελήφθησαν από την υπηρεσία μας τέσσερα δείγματα ελαίων τύπου "θ35ΐ6ΐνθΐΓ3ηο" για να γίνουν αναλύσεις και τυχόν διορθωτικές επεμβάσεις στο εργαστήριο μας. Τα δύο δείγματα ήσαν από ελιές "castelvetrano" πρώτης παραγωγής (άρα περισσότερο χρόνο σε επαφή σε διάλυμα καυστικού νατρίου-σήμανση ΠΝ1 και ΠΝ2), ενώ τα άλλα δύο δείγματα ΝΝ1 και ΝΝ2 ήσαν από ελιές "castelvetrano" τελευταίας παραγωγής. Οι άλμες πληρώσεως ήσαν καινούργιες, αφού απομακρύνθηκε η παλαιά (μητρική) με το διάλυμα του καυστικού νατρίου. Αφ' ετέρου σε δείγμα ελιών "castelvetrano" προσθέσαμε στο εργαστήριο μας νέα άλμη οξυνισμένη με κιτρικό οξύ ώστε το ΡΗ να κατέβει στο 4,5 και παρακολουθήσαμε τη συμπεριφορά του ως προς το ΡΗ και τη ζύμωση (πιθανή)... Όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα του ΡΗ δεν σταθεροποιείται αλλά αυξάνει, λόγω της εκχύλισης σόδας από τη σάρκα των ελιών στην άλμη. Επίπεδα ΡΗ 6,23 και 5,8 είναι επικίνδυνα για ανάπτυξη παθογόνων μικροβίων. Στο πειραματικό δείγμα η πτώση ΡΗ από 5,5 σε 4,5 έγινε εύκολα λόγω σχηματισμού ρυθμιστικού διαλύματος ακόμη και με προσθήκη αρκετής ποσότητας οξέος. Αλλά και πάλι από 4,5 αυξάνει μέχρι 5,85 σε 7 ημέρες δηλαδή σε επικίνδυνα επίπεδα για την υγεία. Υπάρχουν ίχνη μόνον υπολειμματικού ζαχάρου στην άλμη λόγω της διεισδυτικότητας και του μαλακώματος του καρπού από τη σόδα και της απώλειας αυτών με τις συνεχείς αλλαγές υγρών πληρώσεως, γι' αυτό και δεν γίνεται ζύμωση. Όσον αφορά τις ελιές αυτές καθ' εαυτές είναι πολύ μαλακές μέχρι αποσυντεθειμένες, μαυρίζουν εντελώς (καφέ σκούρο χρώμα) με την έκθεση στον αέρα, εμφανίζουν έντονες ρωγμές, σχισίματα και αυλακώσεις λόγω της επίδρασης της σόδας και η γεύση τους δεν θυμίζει ελιά. Για τους παραπάνω λόγους κρίνουμε ότι το προϊόν είναι ακατάλληλο για εμπορία και προτείνουμε την απόσυρση του, δεδομένου ότι και οι διορθωτικές επεμβάσεις είναι μάταιες". Κατόπιν αυτών η Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης με το ..... έγγραφο προς τον αναιρεσείοντα του κατέστησε γνωστό ότι όλη η ποσότητα των ελιών "castelvetrano" που υπήρχε στις δεξαμενές του δεσμευόταν και ότι παρεχόταν χρονική διάρκεια δύο μηνών για την παρακολούθηση της χημικής και μακροσκοπικής εξέλιξης της κατάστασης των ελιών, με περιοδική δειγματοληψία και εξέταση των δειγμάτων στα αρμόδια εργαστήρια. Την επομένη ημέρα (27-5-1999), οι γεωπόνοι Ε1, ..... και Ε2 υπάλληλοι της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Χαλκιδικής, μετέβησαν στις εγκαταστάσεις του αναιρεσείοντος και παρουσία του Προέδρου αυτού και του χημικού Κ1, αφού κατέγραψαν τις ευρισκόμενες στις δεξαμενές ελιές "castelvetrano" τις υποκείμενες στη διαδικασία μετατροπής σε ελιές Ισπανικού τύπου, απαγόρευσαν τη διάθεση τους μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας τροποποίησης τους. Κατά της έκθεσης αυτής ποιοτικού ελέγχου ο αναιρεσείων δεν υπέβαλε την προβλεπόμενη ένσταση, ώστε να διενεργηθεί επανέλεγχος, προβάλλοντας τόσο τις αντιρρήσεις του ως προς τη δειγματοληψία, όσο και την αμφισβήτηση των ελεγκτικών αποτελεσμάτων, στην ανωτέρω υπηρεσία. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών τροποποίησης των δεσμευμένων ελιών ο αναιρεσείων, με το ..... έγγραφο του προς την ίδια παραπάνω υπηρεσία, ζήτησε τη λήψη νέων δειγμάτων προκειμένου να του χορηγηθούν δελτία ποιοτικού ελέγχου για διάθεση των εν λόγω προϊόντων στο εξωτερικό Τελικά, την 2-8-1999, 5-8-1999 και 9-8-1999 οι προαναφερόμενοι γεωπόνοι παρέλαβαν από τις δεξαμενές του αναιρεσείοντος δείγματα (εις τριπλούν) ελιών "castelvetrano" για αναλύσεις και συντάχθηκαν αντίστοιχα πρωτόκολλα δειγματοληψίας. Μετά την ολοκλήρωση των αναλύσεων διαπιστώθηκε ότι από τα 23 δείγματα, τα τρία παρουσίαζαν προβλήματα, αφού το ΡΗ είχε σταθεροποιηθεί σε τιμές 5 και πάνω που είναι υψηλό και μη ασφαλές, στα τέσσερα το ΡΗ είχε σταθεροποιηθεί σε οριακές τιμές 4,5 και 5 και κρίθηκε ότι χρειάζονταν νέα άλμη και περαιτέρω παρακολούθηση, ενώ επισημάνθηκε από την παραπάνω Αρχή ότι για τα λοιπά προς διακίνηση φορτία ελιών το ΡΗ των οποίων ήταν κάτω του 4,5, θα γινόταν αυστηρός έλεγχος "ως προς την υφή και συνεκτικότητα της σάρκας". Τα αποτελέσματα του τελευταίου αυτού ελέγχου των δεσμευμένων ελιών, η προαναφερόμενη Διεύθυνση με το 05/6378/20-9-1999 έγγραφο της, γνωστοποίησε στον αναιρεσείοντα, ο οποίος όμως επίσης δεν τα αμφισβήτησε με σχετική ένσταση επανελέγχου. Από τα ανωτέρω προκύπτει με σαφήνεια ότι οι επιτραπέζιες ελιές, ως ελληνικό γεωργικό προϊόν με τη φήμη αρίστου προϊόντος, τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, υπόκεινται εκτός των άλλων, σε ποιοτικούς ελέγχους, που εκτείνονται σε όλα τα στάδια από την παραγωγή του προϊόντος μέχρι την εξαγωγή τους, στα υφιστάμενα εργαστήρια ποιοτικού ελέγχου είτε των Διευθύνσεων Γεωργίας είτε των Περιφερειακών Κέντρων Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου, τα οποία λειτουργούν βάσει του εθνικού θεσμικού πλαισίου, σχετικά με τη βελτίωση της ποιότητας τους ως επεξεργασμένων και μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων, σε συνδυασμό με το ότι στην προκείμενη περίπτωση, ήδη από τις αρχές Απριλίου 1999, είχαν περιέλθει σε γνώση της Διευθύνσεως Αγροτικής Ανάπτυξης Χαλκιδικής φήμες για τη διακίνηση υποβαθμισμένων ελιών, οι αρμόδιοι ποιοτικοί ελεγκτές όφειλαν να διενεργήσουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας ελέγχους προς ανεύρεση των εν λόγω ελιών, σε όλους τους μεταποιητές του νομού Χαλκιδικής, συμπεριλαμβανομένου και του αναιρεσείοντος, με σκοπό τον εντοπισμό τυχόν ακατάλληλου προϊόντος προς προστασία των καταναλωτών και της φήμης του προϊόντος αυτού. Ως εκ τούτου νόμιμα διενεργήθηκε στις 4-5-1999 ο ποιοτικός έλεγχος στις εγκαταστάσεις του αναιρεσείοντος και λήφθηκαν προς εξέταση δείγματα που τοποθετήθηκαν σε δοχεία του τελευταίου (δηλαδή μη αποστειρωμένα), εφόσον αυτά προορίζονταν για ποιοτικό έλεγχο και όχι για μικροβιολογικές εξετάσεις. Επίσης νόμιμα έλαβε χώρα η διαδικασία της δειγματοληψίας του ανωτέρω τύπου ελιών του αναιρεσείοντος, ο ποιοτικός έλεγχος αυτών και η διατύπωση των αποτελεσμάτων των αναλύσεων αυτών στην ... έκθεση του Περιφερειακού Κέντρου Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, ενόψει του ότι μετά την ολοκλήρωση του ποιοτικού ελέγχου (12-5-1999) των από 4-5-1999 δειγμάτων, διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα αυτών, ήταν αναγκαία η άμεση δέσμευση των ελιών τύπου "castelvetrano" που βρίσκονταν σε διαδικασία μετατροπής τους σε Ισπανικού τύπου, ώστε να μη εξαχθούν. Από τα ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη ότι οι ελιές τύπου "castelvetrano" του αναιρεσείοντος α) δεν είχαν εξαχθεί μέχρι την καταληκτική από τη νομοθεσία ημερομηνία εξαγωγής τους (28-2-1999), β) μέχρι τη διενέργεια του πρώτου ποιοτικού ελέγχου (4-5-1999) παρέμειναν αδιάθετες στις αποθήκες του συνεταιρισμού και υποβάλλονταν σε διαδικασίες μετατροπής σε ελιές Ισπανικού τύπου ώστε να εξαχθούν, γ) βάσει των αποτελεσμάτων του ποιοτικού ελέγχου επί των δειγμάτων της 4-5-1999, τα οποία οριστικοποιήθηκαν και διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα των ελιών με γυμνό οφθαλμό, αφού ήταν μαλακές μέχρι αποσυντεθείμενες, εμφάνιζαν έντονες ρωγμές, η γεύση τους δεν θύμιζε ελιά, το ΡΗ ήταν ανώτερο του προβλεπομένου και δ) ότι κατά τη δέσμευση αυτών στις 27-5-1999 δεν αντέλεξαν οι παριστάμενοι Πρόεδρος και Χημικός του αναιρεσείοντος, ούτε αμφισβήτησαν τα ανωτέρω αποτελέσματα των αναλύσεων, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι ακόμη κατά τη διενέργεια των επομένων τριών διαδοχικών ποιοτικών ελέγχων νέων δειγμάτων (2-8-1999, 5-8-1999 και 9-8-999), βρέθηκαν 7 ακατάλληλα δείγματα, ενώ ως προς τα υπόλοιπα που κρίθηκαν κατάλληλα να εξαχθούν συστήθηκε αυστηρός έλεγχος ως προς την υφή και τη συνεκτικότητα της σάρκας, προκύπτει ότι οι επίμαχες ελιές του αναιρεσείοντος, πράγματι ήταν την πρώτη φορά ακατάλληλες στο σύνολο τους και ελάχιστα τη δεύτερη φορά. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και με τη 1855/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε αγωγή αποζημιώσεως του αναιρεσείοντος κατά του Ελληνικού Δημοσίου και επικυρώθηκε με τη 2709/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι οι αναιρεσίβλητοι, μολονότι γνώριζαν την αναλήθεια των αποτελεσμάτων της επίμαχης έκθεσης ή υπαίτια αγνοούσαν την αλήθεια της, ανταγωνιζόμενοι αυτόν αθέμιτα, διέδωσαν σε τρίτους πελάτες του και δημόσιους φορείς εγγράφως, ο δε δεύτερος και προφορικά, τις αναφερόμενες σ' αυτήν δυσφημιστικές γι' αυτόν ειδήσεις, που ήταν πρόσφορες να βλάψουν τις εργασίες της επιχείρησης του, την εμπορική του πίστη και μέλλον, βλάβες τις οποίες και τελικά επέφεραν. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν γίνεται αποδεκτός ως ακριβής. Τούτο διότι 1) όπως παραπάνω έγινε δεκτό, τα αναφερόμενα στην εν λόγω έκθεση περί ακαταλληλότητας των ελιών του αναιρεσείονος, του ανωτέρω τύπου, ήταν καθόλα αληθινά, αφού ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και όχι ψευδή και 2) δεν αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι γνωστοποίησαν την ανωτέρω έκθεση εγγράφως, ο δεύτερος και προφορικά, σε τρίτους πελάτες του συνεταιρισμού, δυσφημίζοντας τον και βλάπτοντας τα συμφέροντα του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι αντίγραφο της ανωτέρω .... έκθεσης με τα δυσμενή για το συνεταιρισμό αποτελέσματα του παραπάνω προϊόντος του, κοινοποίησαν α) την 25-5-1999 με το ..... διαβιβαστικό έγγραφο στη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης, ζητώντας να μάθουν τι ενέργειες προτίθετο να κάνει η εν λόγω υπηρεσία "για την προστασία της υγείας των καταναλωτών στην Ελλάδα και το εξωτερικό", β) την 26-5-1999 με το ..... έγγραφο, στο Επιμελητήριο Χαλκιδικής, καθώς γ) στο ......, έμπορο ελιών Βόλου, που όμως τότε ήταν γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταποιητών-Τυποποιητών εξαγωγέων επιτραπέζιας ελιάς (ΠΕΜΕΤΕ) και σήμερα Πρόεδρος αυτής. Όμως ενόψει του θορύβου που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή σχετικά με την ακαταλληλότητα των ελιών τύπου-" castelvetrano", όπως προαναφέρθηκε, λόγο άλλωστε για τον οποίο το Περιφερειακό Κέντρο Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου Θεσσαλονίκης προέβη στη διενέργεια σχετικών ελέγχων σε όλους τους μεταποιητές του Ν. Χαλκιδικής για τον εντοπισμό του υπαιτίου, σε συνδυασμό με τα δυσμενή σχόλια και τη δυσπιστία την οποία αντιμετώπιζαν τότε οι αναιρεσίβλητοι στη διακίνηση του προϊόντος τους της βρώσιμης επιτραπέζιας ελιάς Χαλκιδικής, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η ενέργεια των αναιρεσιβλήτων να απευθυνθούν στις ανωτέρω αρμόδιες υπηρεσίες δεν έγινε με σκοπό τη δυσφήμηση του αναιρεσείοντος και τη βλάβη των συμφερόντων του, της φήμης, της αξιοπιστίας του και του επαγγελματικού του μέλλοντος. Αλλωστε με αυτόν, λόγω του αντικειμένου της εμπορίας τους, έχουν κοινά συμφέροντα με την έννοια του καλού ονόματος του προϊόντος δηλαδή της πράσινης ελιάς της Χαλκιδικής στην Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια Αγορά ελιάς και γενικότερα των ελληνικών προϊόντων. Αντίθετα στην ενέργεια τους αυτή οι αναιρεσίβλητοι προέβησαν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αποβλέποντας στη συνδρομή των δημοσίων αυτών αρμοδίων υπηρεσιών για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην προστασία 1) της υγείας των καταναλωτών, από την αποτροπή της διάθεσης στην αγορά ακατάλληλων και επικίνδυνων για την υγεία ελιών, 2) της ποιότητας των ελληνικών πράσινων ελιών και τη διαφύλαξη της φήμης της επιτραπέζιας ελιάς, 3) της αξιοπιστίας των ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, με τη συνακόλουθη διαφύλαξη των δικών τους συμφερόντων, ως επιχείρησης παραγωγής τυποποίησης και εμπορίας χονδρικής και λιανικής, κυρίως εξαγωγικής, βρώσιμων επιτραπέζιων ελιών και γεωργικών προϊόντων, δεν υπερέβαινε δε αυτή το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για την προστασία των εν λόγω αγαθών μέτρο. Ενόψει αυτών, η ενδεχόμενη ζημία την οποία ο αναιρεσείων επικαλείται ότι υπέστη, είναι πρόδηλο ότι δεν οφείλεται στην ενέργεια των αναιρεσιβλήτων, αλλά στις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η ανωτέρω δημοσία υπηρεσία (επιτροπή ποιοτικού ελέγχου) ως προς την ακαταλληλότητα των συγκεκριμένων προϊόντων του, τα οποία και δεσμεύτηκαν για το λόγο αυτό, είχαν δε ήδη γίνει γνωστές σε τρίτους, μέσω της επίμαχης έκθεσης. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 914, 919, 920, 932, 57, 59 ΑΚ, Ν. 146/1914 και πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείου, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που διέπουν την ένδικη υπόθεση, αφού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, το Εφετείο με σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες απέρριψε την ένδικη αγωγή ως προς όλες τις νομικές της βάσεις και συγκεκριμένα α) από τα άρθρα 11 εδ. α' και 12 εδ. α' του Ν. 146/1914, β) από το άρθρο 919 ΑΚ, γ) από το άρθρο 920 ΑΚ και δ) από τα άρθρα 57, 59 και 932 ΑΚ (ως προς την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), αφού δέχθηκε ότι δεν συντρέχουν τα θεμελιωτικά της αγωγής πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα σκοπός ανταγωνισμού των αναιρεσιβλήτων, ισχυρισμοί ή διάδοση αναληθών ειδήσεων εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων εν γνώσει της αναλήθειας και με τρόπο αντικείμενο στα χρηστά ήθη, αναλήθεια των ειδήσεων αυτών με τρόπο ευαπόδεικτο, συνείδηση των αναιρεσίβλήτων να προκαλέσουν βλάβη και αιτιώδης σύνδεσμος στην πράξη των αναιρεσιβλήτων και στην προκληθείσα ζημία του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι, η κρατική αρχή είχε επιληφθεί για τον έλεγχο των επίμαχων ελιών του αναιρεσείοντος, λόγω των πληροφοριών που είχαν περιέλθει σ' αυτή, πριν την 5-5-1999, όταν οι αναιρεσίβλητοι με έγγραφο τους γνωστοποίησαν στην αρχή την ύπαρξη ακατάλληλων ελιών και είχε αποστείλει στις εγκαταστάσεις του αναιρεσείοντος από τις 4-5-1999 τα αρμόδια όργανα της για έλεγχο, ότι στο παραπάνω έγγραφο τους οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν κάνει συγκεκριμένη αναφορά στον αναιρεσείοντα συνεταιρισμό, ότι από τον έλεγχο αυτό της κρατικής αρχής διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα των επίμαχων ελιών, η οποία μπορούσε να διαπιστωθεί και με γυμνό οφθαλμό, ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν διέδωσαν σε τρίτους πελάτες και δημόσιους φορείς δυσφημιστικές ειδήσεις για τον αναιρεσείοντα, ότι η κοινοποίηση της .... έκθεσης από τους αναιρεσιβλήτους μετά τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας των ελιών δεν έγινε με σκοπό τη δυσφήμιση του αναιρεσείοντος και τη βλάβη των συμφερόντων και της φήμης του και ότι, οποιαδήποτε ζημία υπέστη ο αναιρέσει ω ν δεν οφείλεται στην ενέργεια των αναιρεσιβλήτων, αλλά στις διαπιστώσεις της κρατικής αρχής ως προς την ακαταλληλότητα των ελιών. Επομένως, οι τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγοι αναιρέσεως, κατά ένα σκέλος τους, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους, με την επίκληση συγκεκριμένων νομικών σφαλμάτων του Εφετείου περί την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω νομικών διατάξεων, σχετικά με τη γνώση των αναιρεσιβλήτων της αναλήθειας των ειδήσεων, το σκοπό ανταγωνισμού, την πρόκληση της ζημίας, την υπαιτιότητα κλπ και συγκεκριμένων αντιφάσεων των αιτιολογιών της προσβαλλομένης απόφασης, προβάλλεται ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των άνω διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζουν πλήρως το διατακτικό της. Στην ένδικη υπόθεση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. β' της 89/397 κοινοτικής οδηγίας και του άρθρου 3 της 93/99 κοινοτικής οδηγίας (που ρυθμίζουν τον έλεγχο των τροφίμων), τα άρθρα 12 έως 118 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών (Υ.Α. 1100/1987), του Π.Δ.165/1974 "περί ποιοτικού ελέγχου επί προϊόντων κλάδων τινών γεωργικών, βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, επεξεργασμένων οπωροκηπευτικών προοριζομένων δι' εξαγωγήν", του Π.Δ, 221/1979 "περί τυποποιήσεως, συσκευασίας και ποιοτικού ελέγχου των προς εξαγωγή επιτραπέζιων ελιών", το άρθρο 5 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), για την υποχρέωση των διοικητικών αρχών να καλούν τον ενδιαφερόμενο, το άρθρο 26 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2883/1998), για το απόρρητο που οφείλουν να τηρούν οι δημόσιοι υπάλληλοι, και το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, που θεσπίζει την αρχή της προηγούμενης ακρόασης. Το Εφετείο μνημόνευσε τις παραπάνω διατάξεις πλεοναστικώς και παρέργως, ασκώντας, επίσης, πλεοναστικώς τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής διαδικασίας που ακολούθησε η κρατική αρχή για τον έλεγχο της καταλληλότητας των επίμαχων ελιών. Η τήρηση της διαδικασίας αυτής δεν ασκεί επιρροή στην ένδικη υπόθεση, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Εφετείο δέχθηκε ότι η ακαταλληλότητα των επίμαχων ελιών μπορούσε να διαπιστωθεί με γυμνό οφθαλμό και ότι, οι αναιρεσίβλητοι, ανεξάρτητα από τις πράξεις της κρατικής αρχής δεν ευθύνονται για την οποιαδήποτε ζημία που προκλήθηκε στον αναιρεσείοντα. Επομένως, οι όγδοος, ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος, δέκατος τρίτος, δέκατος τέταρτος, δέκατος πέμπτος και δέκατος έκτος λόγοι αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους προβάλλεται η ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των παραπάνω διατάξεων καθώς και από τους αριθμούς 8, 11, 12 του ίδιου άρθρου, που σχετίζονται με πλημμέλειες που αναφέρονται στις παραπάνω διατάξεις, βασίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύεται μόνον όταν τα διδάγματα αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς και όχι όταν χρησιμεύουν για εκτίμηση αποδείξεων. Επομένως, ο έκτος και ένατος λόγος αναιρέσεως, κατά ένα σκέλος τους, από την παραπάνω διάταξη, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που χρησιμεύουν για εκτίμηση αποδείξεων σχετικά με τον κύκλο εργασιών του αναιρεσείοντος και την καταλληλότητα των ελιών και όχι για ερμηνεία κανόνων δικαίου, είναι απαράδεκτοι και απορριπτέοι. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της από 4-11-1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεση του δικασθεί δικαίως, δηλαδή δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως...". Με το ανωτέρω άρθρο καθ' ο μέρος θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αφορά η σύμβαση τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποια δικαιώματα δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται συνεπώς για διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίαση της εμπίπτει στο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Δεν στοιχειοθετείται όμως παραβίαση της άνω διατάξεως όταν πολιτικό δικαστήριο που πληροί τις προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεως, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία για τα ζητήματα της αρμοδιότητας του εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου αλλά η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα. Εξάλλου, ο προβλεπόμενος από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου είναι ορισμένος, αν στο αναιρετήριο προσδιορίζεται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση σφάλμα κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου Στην προκείμενη περίπτωση, με το δέκατο έβδομο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ προβάλλεται η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της σύμβασης της Ρώμης, επειδή το Εφετείο δεν ήταν δίκαιο και αμερόληπτο δικαστήριο. Στο αναιρετήριο, όμως, δεν αναφέρονται συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους παραβιάσθηκε η διάταξη αυτή και ειδικότερα οι λόγοι για τους οποίους το Εφετείο δεν ήταν δίκαιο και αμερόληπτο δικαστήριο Αναφέρεται μόνο ότι το Εφετείο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα, ότι έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν αμερόληπτο, επειδή η Πρόεδρος του ήταν μέλος του Δικαστικού Συμβουλίου που εξέδωσε το 220/2003 βούλευμα, και ότι κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο αναιρεσείων θα χάσει την υπόθεση. Με τη διάπραξη όμως νομικών σφαλμάτων από το Εφετείο δεν στοιχειοθετείται παραβίαση της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης, αλλά για τα σφάλματα αυτά χορηγείται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ενώ η εκτίμηση των αποδείξεων δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) Τέλος, η παραβίαση από το πρωτόδικο δικαστήριο του άρθρου 6 παρ.1 της Συνθήκης της Ρώμης δεν συνιστά και παραβίαση της από το Εφετείο, όπως δεν συνιστά τέτοια παραβίαση και η κυκλοφορία φημών ότι ο αναιρεσείων έχασε την υπόθεση Επομένως, εφόσον δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο οι λόγοι για τους οποίους παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης, ο πιο πάνω λόγος είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, όπως πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση για αναίρεση στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων συνεταιρισμός στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-12-2006 και με αριθμό κατάθεσης 490 αίτηση του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ορμύλιας (Γ.Π.Σ.) " Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" για αναίρεση της 2719/2006 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά εξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκτίμηση αποδεικτικών μέσων που εν προσκομίστηκαν ή προσκομίστηκαν απαράδεκτα μετά την συζήτηση.
null
null
0
Αριθμός 3/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Κυριτσάκη, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Γεώργιο Καπερώνη, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Παναγιώτη Παρτσιλίβα, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Ζώη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ελένης Κοκκίνη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καθ' ης η κλήση: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΑΡΤΟΠΟΙΪΑ Α.Ε.", που εδρεύει τον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Φιλιώτη, που κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: .....(αναφέρονται 223 ονόματα) 224. Επαγγελματικού σωματείου εργαζομένων με την επωνυμία "Σωματείον Υπαλλήλων και Εργατοτεχνιτών Αθηναiκής Χαρτοποιίας Νομού Δράμας", το οποίο εδρεύει στη Δράμα και εκπροσωπείται νόμιμα και 225. Ενώσεως επαγγελματικών Σωματείων Εργαζομένων με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Δράμας", που εδρεύει στη Δράμα και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι ως άνω αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Αντώνιο Βάγια και Έλλη Διβανίδου, οι οποίοι δήλωσαν ότι: α) ο υπό στοιχείο 125 αναιρεσίβλητος ..... απεβίωσε στις 3-6-2005 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ' αριθμ. ..... Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Ληξιάρχου Νέας Περάμου και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ...., .... και ....., β) ο υπό στοιχείο 168 αναιρεσίβλητος (....) απεβίωσε στις 27-1-2007 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ' αριθμ. .....Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Ληξιάρχου Δράμας και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ..., .... και ....., γ) ο υπό στοιχείο 176 αναιρεσίβλητος (.....) απεβίωσε στις 4-11-2004 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ' αριθμ. ....... Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Ληξιάρχου Δράμας και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ....., ..... , ..... , ..... , και ....., δ) ο υπό στοιχείο 209 αναιρεσίβλητος ....... απεβίωσε στις 30-8-2006 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ' αριθμ. ...... Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Ληξιάρχου Δράμας και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ....., ..... και ...... , ε) ο υπό στοιχείο 220 αναιρεσίβλητος .......απεβίωσε στις 16-2-2005 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ' αριθμ. ...... Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Ληξιάρχου Δράμας και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι ..... , ..... και ...... , και στ) ο υπό στοιχείο 177 αναιρεσίβλητος ..... απεβίωσε στις 11-9-2007 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ' αριθμ. ...... Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Ληξιάρχου Φιλίππων Καβάλας και την παρούσα δίκη συνεχίζει η νόμιμη εξ αδιαθέτου κληρονόμος του ..... Όλοι οι ως άνω κληρονόμοι εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους ως άνω πληρεξουσίους δικηγόρους, πλην του ..... , ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους, οι οποίοι και κατέθεσαν προτάσεις. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ των αναιρεσιβλήτων:Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Γ.Σ.Ε.Ε.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Χρήστο Νικολουτσόπουλο και Άρη Καζάκο, εκ των οποίων προτάσεις κατέθεσε μόνον ο δεύτερος. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18 Νοεμβρίου 2002 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Δράμας και συνεκδικάστηκε με την ασκηθείσα κατά τη συζήτηση πρόσθετη παρέμβαση των 1) Σωματείου Υπαλλήλων και Εργατοτεχνιτών Αθηναϊκής Χαρτοποιϊας Νομού Δράμας και 2) Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Δράμας, ήδη αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 84/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 130/2004 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 21 Απριλίου 2004 αίτησή της, την οποία έφερε προς συζήτηση στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 49/4-5-2004 κοινή Πράξη, ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή ετίθετο νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρενέβη η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.) με την από 26 Οκτωβρίου 2004 πρόσθετη παρέμβασή της. Επί των ως άνω αίτησης αναίρεσης και πρόσθετης παρέμβασης εκδόθηκε η 36/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και απευθύνθηκε προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ερώτημα, αν τα δεκτά γενόμενα υπό του Εφετείου πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στην έννοια του όρου "επιχείρηση", για την εφαρμογή των Οδηγιών του Συμβουλίου που αναφέρονται στο σκεπτικό της ως άνω αναφερόμενης απόφασης του Αρείου Πάγου και του ν. 1387/1983 "Έλεγχος Ομαδικών Απολύσεων και άλλες διατάξεις". Μετά την έκδοση της από 15 Φεβρουαρίου 2007 απόφασης του Δ.Ε.Κ. (υπόθεση C-270/05), η υπόθεση εισάγεται εκ νέου στην πλήρη Ολομέλεια με τις από 7 Μαρτίου 2007 και 2 Μαΐου 2007 κλήσεις των αναιρεσιβλήτων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι δε των αναιρεσιβλήτων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας την απόρριψη αυτών και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη των λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμων. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 36/2005 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ανεβλήθη η έκδοση οριστικής αποφάσεως για τον εις αυτήν λόγο, κατόπιν των από 7 Μαρτίου 2007 και 2 Μαΐου 2007 κλήσεων των αναιρεσιβλήτων, με την δεύτερη (κλήση) των οποίων, νομίμως συνεχίζεται η δίκη, κατά τα άρθρα 286 επ. ΚΠολΔ από τους : 1) ..... , 2) .... και 3) ...... , Β) 1) ...... 2) ...... , 3) ...... , Γ) 1) ......, 2) ..... , 3) .... , 4) ..... και 5) ..... , Δ) 1) ...., 2) ..... και 3) ..... και Ε) 1) ..... , 2) ..... και 3) ..... , κληρονόμους των ήδη αποβιωσάντων αναιρεσιβλήτων .... , ...., ..... , ..... και ......, αντιστοίχως. Ομοίως νομίμως συνεχίζεται η δίκη από την ....., ως νόμιμη εξ αδιαθέτου κληρονόμον του εν τω μεταξύ αποβιώσαντος συζύγου της, Επειδή, η αίτηση αναιρέσεως εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια με την 49/2004 κοινή πράξη του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου διότι κρίθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ότι τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου εργατικού ενδιαφέροντος. Η αίτηση στρέφεται κατά της 130/2004 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης, η οποία απέρριψε κατά πλειοψηφία την έφεση της αναιρεσείουσας εργοδότριας εταιρείας κατά της περί παραδοχής της αγωγής των αναιρεσιβλήτων αποφάσεως 84/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας. Επειδή παρεμβαίνει στη δίκη προσθέτως υπέρ των αναιρεσιβλήτων, με την από 26 Οκτωβρίου 2004 πρόσθετη παρέμβαση, η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος" (Γ.Σ.Ε.Ε.), της οποίας όλοι οι αναιρεσίβλητοι είναι μέλη δια του επαγγελματικού σωματείου τους, με την επωνυμία "Σωματείο Υπαλλήλων και Εργατοτεχνικών Αθηναϊκής Χαρτοποιϊας Νομού Δράμας", το οποίο είναι μέλος της αναιρεσίβλητης δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Δράμας", που είναι μέλος της παρεμβαίνουσας. Η παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτώς (άρθρο 675Α ΚΠολΔ που προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 3189/2003 και 669 παρ. 2 ΚΠολΔ) και νομίμως, λόγω εννόμου συμφέροντος της παρεμβαίνουσας από τις γενικότερες ενδεχόμενες συνέπειες της αποφάσεως στις εργασιακές σχέσεις των μελών της. Επειδή, ο νόμος 1387/83 "Έλεγχος Ομαδικών Απολύσεων και άλλες διατάξεις" ορίζει: Στο άρθρο 1 παρ. 1 "Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου". Στο άρθρο 3 παρ. 1 "ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους". Στο άρθρο 3 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 ν. 2736/1999, "ο εργοδότης οφείλει α) να παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και β) να τους ανακοινώνει εγγράφως αα) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων ββ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων γγ) τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων δδ) το χρονικό διάστημα στο οποίο πρόκειται να γίνουν απολύσεις εε) τα κριτήρια και την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν. Οι παραπάνω υποχρεώσεις εφαρμόζονται ανεξάρτητα αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη". Στο άρθρο 5 παρ. 5, η οποία παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 ν. 2736/1999 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 2874/2000, ορίζεται ότι "Σε ομαδικές απολύσεις που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου", με τις οποίες παραγράφους αντιστοίχως προβλέπονται ότι, εάν υπάρξει συμφωνία των μερών οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας (παρ. 2), εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας μπορεί με αιτιολογημένη απόφαση του είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων (παρ. 3), καθώς και ότι ο εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας (παρ. 4). Τέλος, ο ανωτέρω νόμος ορίζει στο άρθρο 6 παρ. 1 ότι, οι ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού (1387/83) είναι άκυρες και στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ότι, στις ομαδικές απολύσεις εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις οι σχετικές με την έγκυρη λύση της εργασιακής σχέσης και την καταβλητέα αποζημίωση (απολύσεως). Ο ανωτέρω νόμος 1387/83, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, εκδόθηκε για τη μεταφορά στην ημεδαπή έννομη τάξη της οδηγίας 75 / 129/ ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17-2-1975, η οποία τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56/ΕΟΚ και στη συνέχεια κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 98/59/ΕΕ του Συμβουλίου της 20-7-1998. Κατά την υπ' αριθμ. C-270/05 της 15ης Φεβρουαρίου 2007 απόφαση του ΔΕΚ, η οποία εκδόθηκε κατόπιν σχετικού ερωτήματος προς αυτό με την προεκδοθείσα υπ' αριθμ. 36/2005 μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η έννοια "επιχείρηση" της οποίας ορισμό δεν δίδει η 98/59 Οδηγία, αποτελεί έννοια του κοινοτικού δικαίου και δεν μπορεί να οριστεί με παραπομπή στις νομοθεσίες των κρατών - μελών. Κατά την πιο πάνω απόφαση και σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο από την Οδηγία 98/59 σκοπό που αφορά, μεταξύ άλλων, τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ενδεχόμενες ομαδικές απολύσεις σε συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο και κοινωνικό περιβάλλον, "επιχείρηση" θεωρείται ότι υφίσταται στο πλαίσιο επιχειρηματικού φορέα, εφόσον πρόκειται για διακριτή μονάδα με ορισμένη διάρκεια και σταθερότητα, που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων καθηκόντων και διαθέτει έτσι σύνολο εργαζομένων, τεχνικά μέσα και οργανωτική δομή που της παρέχει τη δυνατότητα εκτελέσεως των καθηκόντων αυτών, η εν λόγω δε μονάδα δεν πρέπει να έχει οπωσδήποτε ούτε νομική αυτοτέλεια ούτε χρηματοοικονομική, διοικητική ή τεχνολογική αυτονομία για να μπορεί να θεωρηθεί "επιχείρηση". Για τον ορισμό δε της έννοιας "επιχείρηση" δεν είναι ουσιώδες, κατά το ΔΕΚ, το αν η εν λόγω μονάδα, διαθέτει διεύθυνση, δυναμένη να προβεί αυτοτελώς σε ομαδικές απολύσεις, ενώ περαιτέρω δεν αντίκειται στην Οδηγία 98/59 αυτό καθ' αυτό το γεγονός ότι ο νόμος 1387/1993 χρησιμοποιεί εναλλακτικά τους όρους "επιχείρηση" και "εκμετάλλευση", αρκεί το γεγονός, ότι ακολουθείται η ερμηνεία του ΔΕΚ με την έννοια "επιχείρηση", η δε χρησιμοποίηση των δύο όρων δεν μπορεί να έχει, ως συνέπεια να στερεί ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων από την επιδιωκόμενη με την εν λόγω Οδηγία προστασία. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση και όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχεται για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων τα εξής: Η εναγόμενη (ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρεία διατηρεί τρεις χωριστές μονάδες παραγωγής ήτοι, στα Κουδούνια Δράμας μονάδα παραγωγής χάρτου γραφής, εκτυπώσεων, μηχανικού πολτού, μοριοσανίδων και θεϊκού αργιλίου με 420 άτομα προσωπικό, στο Βοτανικό Αττικής, όπου και η έδρα της, μονάδα παραγωγής μαλακού χαρτιού κουζίνας, υγείας, σάκκους κλπ, καθώς και στο Μεγάλο Πεύκο μονάδα επεξεργασίας μαλακού χαρτιού. Οι ανωτέρω μονάδες παραγωγής έχουν διαφορετικό εξοπλισμό και εργατοτεχνικό προσωπικό και η λειτουργία κάθε μιας παραγωγικής μονάδας δεν επηρεάζεται από τη λειτουργία της άλλης, με διευθύνοντα υπάλληλο παραγωγής ο οποίος εξασφάλιζε την καλή εκτέλεση της εργασίας και επίβλεψη της όλης λειτουργίας των εγκαταστάσεων της μονάδας, καθώς και την επίλυση τεχνικών ζητημάτων. Πέραν αυτού, οι αποφάσεις για τα έξοδα λειτουργίας κάθε μονάδας παραγωγής, την αγορά υλικών και την κοστολόγηση των προϊόντων, λαμβάνονταν στη έδρα της αναιρεσείουσας με βάση στοιχεία που απέστελλαν οι ανωτέρω μονάδες, όπου υπήρχε κοινό οργανωμένο λογιστήριο για τη μισθοδοσία, τα παραστατικά και τη σύνταξη ενιαίου ισολογισμού. Δέχεται ακόμη το Εφετείο, ότι στις 18/7/2002 το διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης εταιρείας αποφάσισε την, λόγω ζημιών, διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου (μονάδας παραγωγής) Δράμας και την απόλυση όλων των εκεί εργαζομένων (417 επί συνόλου 420), ενώ με την από 22/7/2002 έγγραφη πρόσκλησή του προήλθε σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εκεί εργαζομένων, η οποία πρόσκληση κοινοποιήθηκε στον Νομάρχη και την Επιθεώρηση Εργασίας Δράμας με όλα τα κατά το άρθρο 3 παρ. 2β' του ν. 1387/1983 απαιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία. Δεν χορήγησε όμως στους εκπροσώπους των εργαζομένων τους ισολογισμούς και όλα τα γενικά εταιρικά στοιχεία της εταιρείας που απεδείκνυαν την αναγκαιότητα για την παύση λειτουργίας της ανωτέρω μονάδας, αλλά περιορίσθηκε στα ζημιογόνα αποτελέσματα χρήσεως του εργοστασίου Δράμας των τριών τελευταίων χρήσεων (1999-2001). Στο στάδιο αυτό και εφόσον δεν υπήρξε εμπρόθεσμη συμφωνία από τις διαβουλεύσεις, ο Υπουργός Εργασίας με την απόφαση του 31373/2002 παρέτεινε τις διαβουλεύσεις για είκοσι ακόμη ημέρες, πλην η εναγομένη δεν προσήλθε και προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των, από του αριθμού 1 έως και 223, αναιρεσιβλήτων και κατέβαλε σ' αυτούς τις νόμιμες αποζημιώσεις. Με τις παραδοχές αυτές έκρινε το Εφετείο α) ότι η μονάδα παραγωγής Δράμας δεν αποτελούσε αυτοτελή σε σχέση με την αναιρεσείουσα εκμετάλλευση που διακόπηκε και δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 5 ίδιου νόμου, β) η αναιρεσείουσα εταιρεία παραβίασε την υποχρέωση της από το άρθρο 3 ν. 1387/1983 για πληροφόρηση των εργαζομένων και γ) κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της παρατάσεως των διαβουλεύσεων και παρέβη έτσι τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 ν. 1837/1983, συνεπώς η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας είναι άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 6 παρ. 1 Ν.1387/1983 σε συνδυασμό με 174 και 180 Α.Κ. Τα υπό του Εφετείου δεκτά γενόμενα, ως άνω πραγματικά περιστατικά, εμπίπτουν στην έννοια του κοινοτικού όρου "επιχείρηση", όπως αποφαίνεται το ΔΕΚ επί του υποβληθέντος εις αυτό σχετικού ερωτήματος και άρα, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα εταιρεία, αφ' ενός μεν παρέβη τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το άρθρο 3 του Ν.1387/1983 για πληροφόρηση των εργαζομένων, αφ' ετέρου δε προέβη στην ομαδική καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσιβλήτων κατά την διάρκεια της χορηγηθείσης παρατάσεως με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, της προθεσμίας των διαβουλεύσεων για είκοσι ακόμη ημέρες, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 3 του ιδίου νόμου, οι ως άνω καταγγελίες είναι άκυρες (άρθ. 174, 181 Α.Κ., 6 παρ. 1 Ν.1387/1993) και επομένως αυτή περιήλθε σε υπερημερία, ως προς την αποδοχή των προσηκόντως προσφερομένων υπηρεσιών των εναγόντων και οφείλει σε αυτούς αποδοχές υπερημερίας. Το Εφετείο, δηλαδή, καίτοι εδέχθη ότι η επίδικη μονάδα παραγωγής της Δράμας, δεν αποτελούσε "επιχείρηση" με την έννοια που προεξετέθη, αλλά "μη αυτοτελή", σε σχέση με την αναιρεσείουσα, εκμετάλλευση, εντούτοις εδέχθη περαιτέρω, ότι οι γενόμενες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας είναι άκυρες και οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται αποδοχών υπερημερίας, γιατί η αναιρεσείουσα παρέβη τις υποχρεώσεις της που διαγράφονται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις. Η αναιρεσείουσα με τους υπό στοιχ. Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV λόγους αναιρέσεως, κατά το αντίστοιχο μέρος τους, προβάλλει την αιτίαση, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, γιατί, αφ' ενός μεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 2 και 5 παρ. 3,5 Ν.1387 και αφ' ετέρου εστέρησε την απόφαση νομίμου βάσεως που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων γιατί, ενώ δέχεται ανελέγκτως την ύπαρξη διακριτών κλάδων παραγωγής κατά τόπον εγκατάστασης και λειτουργίας, εξοπλισμό, εργατικό δυναμικό, είδος παραγωγής, έλλειψη επηρεασμού των συνθηκών λειτουργίας του ενός από την λειτουργία των άλλων και γενικό διευθύνοντα, δεν διέλαβε αιτιολογίες και ως προς τη νομική κατάσταση εκάστου κλάδου παραγωγής, δηλαδή το αν η μονάδα Δράμας έχει ή όχι νομική προσωπικότητα, πώς εκπροσωπείται ενώπιον των τοπικών δημοσίων και εργατικών αρχών, ενώπιον των τοπικών φορολογικών αρχών καθώς και ως προς το εάν προέρχεται ή όχι σε συναλλαγή με τρίτους, επί ποίων ζητημάτων και με ποιο όργανο. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, και δη ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ γιατί, ανεξαρτήτως του ότι στην παραγωγική μονάδα της Δράμας, δόθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση ο εσφαλμένος χαρακτηρισμός της "μη αυτοτελούς εκμετάλλευσης" αντί του ορθού (χαρακτηρισμού) "επιχείρηση", εν τούτοις ορθώς εκρίθη περαιτέρω, ότι παραβιάσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. παρ. 1, 2 και 3, 5 παρ. παρ. 3, 5 του Ν.1387/1983 και εντεύθεν κηρύχθηκαν άκυρες οι γενόμενες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας και υποχρεώθηκε η εναγομένη στην καταβολή μισθών υπερημερίας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5 του Ν. 1387/1983 έχει εφαρμογή, κατά την προαναφερθείσα απόφαση του ΔΕΚ, αποκλειστικώς και μόνο όταν η διακοπή των δραστηριοτήτων μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως και όχι όταν η διακοπή της δραστηριότητας της εγκαταστάσεως οφείλεται μόνο στη βούληση του εργοδότη, οπότε αυτός υποχρεούται να παρατείνει τις διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους ενώπιον της αρμόδιας δημόσιας αρχής. Δηλαδή η προσβαλλομένη απόφαση σε ορθό κατέληξε διατακτικό, αλλά με εσφαλμένη αιτιολογία (άρθρο 578 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, απορριπτέος είναι και ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 19 λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως γιατί δεν απαιτείται, σύμφωνα με την προλαβούσα απόφαση του ΔΕΚ, η εν λόγω παραγωγική μονάδα της Δράμας να έχει οπωσδήποτε νομική αυτοτέλεια ούτε χρηματοοικονομική, διοικητική ή τεχνολογική αυτονομία για να μπορεί να θεωρηθεί "επιχείρηση" ούτε απαιτείται να αναφέρεται περαιτέρω ποιος ασκούσε το διευθυντικό δικαίωμα στην εν λόγω παραγωγική μονάδα ή αν το δικαίωμα αυτό ή ησκείτο απ' ευθείας από τη διοίκηση της εταιρείας στην Αθήνα και πως υλοποιείτο τούτο, ενόψει της τοπικής αποστάσεως μεταξύ Δράμας και Αθηνών. Επειδή ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, κατά το μέρος του από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ που αποδίδει στην απόφαση το σφάλμα, ότι το Εφετείο αγνόησε, ως πράγμα, τον ισχυρισμό ότι η μονάδα παραγωγής στη Δράμα είχε χαρακτηρισθεί από τη ΔΕΗ και το ΙΚΑ, ως αυτοτελές υποκατάστημα είναι απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός αυτός είναι μόνον αρνητικός της αγωγής και όχι πράγμα. Επειδή το Εφετείο δεν έκρινε και ούτε είχε υποχρέωση να κρίνει περί της συνταγματικότητας των διατάξεων που εφάρμοσε τόσο ως προς το άρθρο 5 του Συντάγματος όσο και ως προς εκείνα της ΕΕ, τις οποίες, άρα, (διατάξεις) δεν παραβίασε. Εντεύθεν ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αντίθετος τέταρτος λόγος αναιρέσεως, κατά το αντίστοιχο μέρος του, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Επίσης το Εφετείο δεν έκρινε, ότι οι εν λόγω ομαδικές απολύσεις ήταν άκυρες, γιατί η δημόσια αρχή (Υπουργός Εργασίας) αρνήθηκε να τις εγκρίνει, αλλ' αυτές κρίθηκαν άκυρες, γιατί η αναιρεσείουσα παρέλειψε να συμμορφωθεί με την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 1387/1983, όπως προαναπτύχθηκε. Συνεπώς και η ειδικότερη αυτή αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας των άρθρων 5 παρ. παρ. 2-4 Ν. 1387/19999983, 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 43 της Συνθ. Ε.Ε., που διατυπώνεται με τον αυτό ως άνω λόγο αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποιά κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστόν του εν λόγω αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων εκτιμά ο Άρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες (αναιρεσίβλητοι) επικαλούμενοι ακυρότητα των γενομένων, εκ μέρους της αναιρεσείουσας, καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας, εζήτησαν, εκτός της αναγνωρίσεως της ακυρότητας των γενομένων καταγγελιών, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε κάθε ένα από αυτούς τα καθοριζόμενα ποσά: α) για μισθούς υπερημερίας, β) για διαφορά δεδουλευμένων, για συμπλήρωμα στους μισθούς υπερημερίας και για εφάπαξ παροχή κουπονιών -κατά τα διατυπούμενα στην αγωγή- για το από 1.1.2002 έως 23.8.2002 χρονικό διάστημα και γ) άλλως και επικουρικώς, σε περίπτωση που η καταγγελία των εργασιακών τους συμβάσεων ήθελε κριθεί, ως έγκυρη (να καταβάλει σε καθένα) τα εις την αγωγή ποσά, ως διαφορές αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας. Οι ενάγοντες, με δήλωση στο ακροατήριο ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και με τις κατατεθείσες προτάσεις τους, κατά την περί τούτου βεβαίωση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, περιόρισαν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε ποσό 5.900 ευρώ έκαστος και έτρεψαν το υπόλοιπο σε αναγνωριστικό. Το αίτημα αυτό της αγωγής, με το οποίο, μετά τον ως άνω περιορισμό του από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητείται η αναγνώριση και η επιδίκαση διαφορετικών αξιώσεων, χωρίς να αναφέρεται ή να συνάγεται από τη σχετική δήλωση ότι περιορίζονται ανάλογα τα επί μέρους κονδύλια κάθε ενάγοντος, κατά ποσοστό του όλου αιτήματος, είναι αόριστο (Ολ.ΑΠ 30/2007). Και τούτο, διότι, εφόσον δεν διευκρινίζεται ποίων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν θα είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμω ή ουσία αβάσιμες κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή καταψήφιση και ιδίως να αποφασισθεί ποιές από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και ποιές πρέπει να επιδικαστούν στην αναιρεσείουσα. Το Εφετείο, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον συναφή, περί αοριστίας της αγωγής, λόγω του κατά τα άνω περιορισμού, πρώτο λόγο της εφέσεως της αναιρεσείουσας, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ γιατί παρά το νόμο δεν εκήρυξε το εντεύθεν δημιουργηθέν απαράδεκτο. Επομένως, ο υπό στοιχ. V λόγος αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το περί αποζημιώσεως κεφάλαιο αυτής, απορριπτομένης της αναιρέσεως κατά τα λοιπά. 'Ένα μέλος του Δικαστηρίου, ο Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Κουτρομάνος είχε τη γνώμη ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους : Κάθε καταψηφιστική αγωγή περιέχει (έστω και σιωπηρώς) δύο αιτήματα. 'Ένα αναγνωριστικό (αναγνώριση του δικαιώματος) και ένα καταψηφιστικό (καταψήφιση του εναγομένου στην απόδοση του αντικειμένου της υποχρεώσεως που τον βαρύνει), το δε δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάσει, δίχως άλλο, και τα δύο αυτά αιτήματα Ενόψει τούτου είναι επιτρεπτή, ως μη προσκρούουσα στο άρθρο 223 του ΚΠολΔ, μερική παραίτηση του ενάγοντος, μέχρι την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο, από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα, που έχει ως συνέπεια τη διάσπαση του σε δύο αιτήματα, ήτοι σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 και 295 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο αυτής κατά το μέρος που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Η παραίτηση αυτή σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής περιλαμβάνει περισσότερα κεφάλαια ή κονδύλια και δεν καθορίζεται σε ποιο από αυτά αναφέρεται ο περιορισμός, δεν επιφέρει αοριστία της αγωγής, γιατί θεωρείται ότι όλα τα κονδύλια περιορίζονται αναλογικά. Με βάση τα άνω εκτιθέμενα και σε περίπτωση μερικής παραίτησης του ενάγοντος από το αρχικό (ολικό) καταψηφιστικό αίτημα και της μετατροπής του σε εν μέρει αναγνωριστικό προκειμένου περί αγωγής που περιλαμβάνει περισσότερα κονδύλια, χωρίς να καθορίζεται σε ποιο από αυτά αναφέρεται ο περιορισμός, αυτή (μερική παραίτηση), αν από τη διατύπωση της δεν προκύπτει ότι ο περιορισμός είναι γενικός και όχι αναλογικός, δεν επιφέρει αοριστία της αγωγής, γιατί θεωρείται ότι τα κονδύλια περιορίζονται κατά το κατά το καταψηφιστικό τους μέρος κατά σύμμετρη ποσοστιαία αναλογία. 'Ετσι, κατά την γνώμη αυτή, ο πιό πάνω περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, όπως διατυπώνεται, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι γίνεται κατά τον αυτό λόγο, δηλαδή κατά σύμμετρη ποσοστιαία αναλογία για καθένα κονδύλιο. Γι' αυτό και με τον καθορισμό αυτό δεν καθίσταται αόριστη η αγωγή. Μετά τα προαναπτυχθέντα, αναιρουμένης της αποφάσεως κατά το περί αποζημιώσεως κεφάλαιο αυτής, πρέπει η υπόθεση (κατά το αναιρούμενο μέρος της) να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων πρέπει να κατανεμηθεί ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας εκάστου, υποχρεουμένης της αναιρεσείουσας να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους και στην υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβάσα Τριτοβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος" (Γ.Σ.Ε.Ε.), την εις το διατακτικό δικαστική δαπάνη (άρθρ. 178, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 130/2004 απόφαση του Εφετείου Θράκης και δη κατά το περί αποζημιώσεως κεφάλαιον αυτής. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει την κρινόμενη αναίρεση κατά τα λοιπά. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων εξ οκτακοσίων (800) Ευρώ και της υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβαίνουσας "Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ)" εκ τετρακοσίων (400) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αθηναϊκή Χαρτοποιία - Ομαδικές απολύσεις.
null
null
0
Αριθμός 4/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Μιχαήλ Δέτση, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη - Εισηγητή, Γρηγόριο Μάμαλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσείουσας - καλούσας: ......, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Χατζημιχάλη. Του αναιρεσίβλητης - καθής η κλήση: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΓΡΑΜΜΗ Α.Ε. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ", που εδρεύει στην Αθήνα, έχει τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα από τους ειδικούς διαχειριστές και εκκαθαριστές της, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18 Ιουνίου 2003 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1145/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6754/2005 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα, με την από 3 Νοεμβρίου 2005 αίτησή της. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 237/2007 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά τον πρώτο λόγο αυτής. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 27 Μαρτίου 2007 κλήση της ήδη αναιρεσείουσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου για συζήτηση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε της αναιρεσίβλητης την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμου. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την απόφαση 237/2007 του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΠολΔ, λόγω λήψεως της αναιρετικής αποφάσεώς του με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως της ..... περί αναιρέσεως της αποφάσεως 6574/2005 του Εφετείου Αθηνών. Με το λόγο αυτό προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 3, 10 παρ. 2 και 8 παρ. 1 του Ν.Δ. 3562/1956, 2 παρ. 3 του Ν. 2302/1995, 46Α παρ. 1 και 12 του Ν. 1892/1990 και 9 παρ. 3 και 4 και 10 του Ν. 1386/1983. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3, 6 παρ. 2 Ν. 2112/1920, όπως η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3252/1955, προς τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι, ενώ για το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη προ της πτωχεύσεώς του απαιτείται η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως καταγγελία της από το σύνδικο λόγω της διακοπής των εργασιών της επιχειρήσεως, είναι έγκυρη χωρίς να καταβληθεί η αποζημίωση αυτή, έστω και αν ο μισθωτός απασχοληθεί προσωρινά μετά τη διακοπή των εργασιών της επιχειρήσεως για τις ανάγκες μόνο διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας. Ο μισθωτός δικαιούται και δεν χάνει την αποζημίωση, για την οποία κατατάσσεται μεταξύ των προνομιακών δανειστών, που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 ( βλ. και Ολ. ΑΠ 35/1988). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 2, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 7 παρ. 1, 8 παρ. 1, 9 παρ. 5, 10, και 17 του ν.δ. 3562/1956, όπως τα άρθρα 2, 7, 9 και 17 ισχύουν μετά το ν.δ 1159/1972, προκύπτουν, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: Ανώνυμη εταιρεία που έπαυσε τις πληρωμές της μπορεί, αντί να κηρυχθεί σε πτώχευση, να τεθεί κατά τις διατάξεις του νόμου τούτου είτε υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών είτε υπό ειδική εκκαθάριση, αφού προηγουμένως τεθεί με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου υπό προσωρινή διαχείριση κατόπιν αιτήσεως πιστωτών που αντιπροσωπεύουν το 51% του συνόλου των απαιτήσεων και μετά από τη συγκατάθεση της ειδικής επιτροπής του άρθρου 3. Από την επομένη δε της ημέρας που υποβλήθηκε η σχετική αίτηση των πιστωτών προς την εν λόγω επιτροπή, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση, η λήψη παντός ασφαλιστικού μέτρου, ως και η κήρυξη πτωχεύσεως, εξαιτίας οφειλών που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της παραπάνω αιτήσεως η δε διαδικασία εκτελέσεως που έχει αρχίσει αναστέλλεται. Ο διοριζόμενος από το δικαστήριο (άρθρο 5 παρ. 3) διαχειριστής προβαίνει σε κάθε επιβαλλόμενη ενέργεια για τη συντήρηση της περιουσίας και, εφόσον το κρίνει επωφελές, για τη συνέχιση της επιχειρήσεως ή της αποδοτικότερης μονάδας της. Έτσι, συλλέγει τους καρπούς και τα εισοδήματα, συνάπτει δάνεια, παρέχει ενέχυρα, καταβάλλει τις αποδοχές του προσωπικού, τους απαιτητούς φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, εκπροσωπεί την εταιρεία ενώπιον των δικαστηρίων κ.λ.π. Στην περίπτωση που η εταιρεία τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση είτε ευθέως με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, εφόσον με αυτήν τίθεται υπό προσωρινή διαχείριση με σκοπό να τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση είτε με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παρ. 5, ο παραπάνω διαχειριστής εκτελεί και έργα εκκαθαριστή, μέχρι δε πέρατος της ειδικής εκκαθαρίσεως η εταιρεία τελεί, ως προς τα μη εκπλειστηριασθέντα ακόμη στοιχεία αυτής, υπό προσωρινή διαχείριση και ο διαχειριστής ενεργεί όσα ορίζονται στο άρθρο 8. Τέλος, η απόφαση με την οποία ανώνυμη εταιρία τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση καθορίζει και το χρόνο παύσεως των πληρωμών, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των άρθρων 537 έως 540 του Εμπορικού Νόμου (άρθρο 17 παρ. 1 και 2), με τις οποίες ρυθμίζεται η τύχη των πράξεων που έγιναν από τον πτωχεύσαντα μέσα στην ύποπτη περίοδο. Όμως με τις διατάξεις του ρηθέντος νομοθετικού διατάγματος δεν ρυθμίζεται το ζήτημα του κύρους της καταγγελίας της συμβάσεως του προσωπικού της εταιρίας από τον εκκαθαριστή κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης, που αποτελεί ισότιμη και εναλλακτική προς την πτώχευση μορφή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, ενόψει του ότι όπως η πτώχευση έτσι και η ειδική εκκαθάριση του Ν.Δ. 3562/1956 δεν επάγεται αυτοδικαίως τη λύση των συμβάσεων εργασίας, ούτε συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, που απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών του εργαζομένου σε περίπτωση υπερημερίας του. Το νομοθετικό αυτό κενό, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, στο άρθρο 17 παρ. 3 αυτού του ν.δ. (3562) ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 537 έως 540 του Εμπορικού Νόμου, που αναφέρονται στην πτωχευτική διαδικασία, εφαρμόζονται και στην ειδική εκκαθάριση, θα πρέπει να καλυφθεί με την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της πτωχευτικής διαδικασίας και την κρατήσασα σε σχέση με το αντίστοιχο ζήτημα ερμηνευτική εκδοχή, περί της οποίας έγινε λόγος παραπάνω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία προσέλαβε στην υπηρεσία της την αναιρεσείουσα, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου την 11-6-1987, με ειδικότητα της υπαλλήλου γραφείου και τόπο παροχής το 18ο χιλιόμετρο της Λεωφόρου Μαραθώνος -Παλλήνης, όπου είναι οι κύριες εγκαταστάσεις της (αναιρεσίβλητης). Ότι η τελευταία (αναιρεσίβλητη) από τον Οκτώβριο 1989 έπαυσε τις πληρωμές των ληξιπροθέσμων χρεών της προς όλους τους πιστωτές της και κυρίως προς την Τράπεζα Κρήτης, συνεπεία πλήρους οικονομικής αδυναμίας της και ακολούθως με αίτηση της τελευταίας (Τράπεζας Κρήτης) και δυνάμει της 632/1991 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την έκδοση της 4865/1991 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, τέθηκε υπό προσωρινή διαχείριση του ν.δ. 3652/1956 με σκοπό την υπαγωγή της υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών της. Στη συνέχεια με την 9409/1992 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η αναιρεσίβλητη τέθηκε υπό τη διοίκηση των πιστωτών της, από δε την 18-12-1992 διοικήθηκε από Τριμελή Διοικούσα Επιτροπή του άρθρου 9 του ν.δ. 3562/1956. Τέλος δε και αφού διαπιστώθηκε αδυναμία εξυγίανσής της υπό το άνω καθεστώς διοικήσεως και διαχειρίσεως των πιστωτών της, με την 6959/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως κατ' άρθρα 17 επ. του ν. δ. 3562/1956 και διορίστηκαν οι διαχειριστές - εκκαθαριστές, οι οποίοι παραμένουν μέχρι και σήμερα. Κατά το παραπάνω διάστημα η αναιρεσίβλητη εταιρία δεν διατηρούσε καμία επιχειρηματική δραστηριότητα εκτός από την εκμετάλλευση διαφόρων παγίων περιουσιακών της στοιχείων και δη μίσθωση και παραχώρηση χρήσεως ακινήτων και μηχανημάτων, μεγάλο μέρος των οποίων μετά τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση έχουν εκπλειστηριασθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα συνέχισε από την πρόσληψή της μέχρι και την 31-3-2003 να εργάζεται στην αναιρεσίβλητη, παρέχουσα τις υπηρεσίες της για τις ανάγκες της προαναφερομένης εκκαθαρίσεως και ειδικότερα για την αναγνώριση των πιστώσεων των πιστωτών για τις οποίες είχε την ευθύνη εκδόσεως των ονομαστικών τίτλων που χορηγήθηκαν στους πιστωτές και για τη μαρτυρία της σε δικαστικές υποθέσεις της εταιρίας, λόγω και της εμπειρίας της επί εργατικών θεμάτων. Την 27-3-2003 η αναιρεσίβλητη επέδωσε στην αναιρεσείουσα την από 26-3-2003 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, λόγω της αδυναμίας αποδοχής των προαναφερομένων υπηρεσιών της εξαιτίας της εκκαθαρίσεως και της διακοπής των εργασιών της επιχειρήσεως, συνεπεία της νοσηρής οικονομικής καταστάσεώς της ενόψει και των δαπανών λειτουργίας της εκκαθαρίσεως, καθώς και της αναγκαιότητας των υπηρεσιών της για τις ανωτέρω εργασίες εκκαθαρίσεως, συνεπεία της ελαχιστοποιήσεως της ενεργουμένης διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως, χωρίς να καταβάλλει και τη νόμιμη αποζημίωσή της καθώς και την οφειλομένη αποζημίωση και επίδομα αδείας και την επίσης οφειλομένη αναλογία δώρου Πάσχα 2003, τα οποία, κατά ρητή δήλωσή της στο ανωτέρω επιδοθέν έγγραφο καταγγελίας ανέλαβε την υποχρέωση ότι θα καταβάλει από το τελικό προϊόν της εκκαθαρίσεώς της. Ότι, επομένως, η λύση της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας, γενομένη από τους προαναφερομένους εκκαθαριστές μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους, έστω και μετά χρονικό διάστημα πλέον του ενός έτους, επήλθε ως συνέπεια της εκκαθαρίσεως, εφόσον η εναγομένη δεν συνέχισε τη λειτουργία της κατά το ως άνω στάδιο της ειδικής εκκαθαρίσεως, η δε αναιρεσείουσα απασχολήθηκε σ' αυτήν κατά το παραπάνω διάστημα απλά και μόνο για τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε ότι η επίδικη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας δεν προϋποθέτει την καταβολή της αποζημιώσεως ως όρος του κύρους της, όχι όμως και ότι δεν οφείλεται καθόλου η νόμιμη σ' αυτήν (αναιρεσείουσα) αποζημίωση. Το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που έκρινε αντίθετα και συγκεκριμένα έκρινε άκυρη την ένδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως και έκανε δεκτή την αγωγή για επιδίκαση μισθών υπερημερίας, δώρου Χριστουγέννων 2003, διαφοράς δώρου Πάσχα και επιδόματος αδείας 2003, απέρριψε την αγωγή κατά το κύριο αίτημά της για επιδίκαση μισθών υπερημερίας και ερεύνησε την επικουρική βάση της αγωγής για επιδίκαση της νόμιμης αποζημίωσης και διαφοράς δώρου Πάσχα και επιδόματος άδειας 2003 και για επιδίκαση διαφορών επιδομάτων αδείας και δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα για το διάστημα από το 1998 μέχρι του 2002. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, ως προς την απόρριψη της κύριας νομικής βάσης της αγωγής, δεν παραβίασε τις διαληφθείσες ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις, αφού, κατά τις ανέλεγκτες αναιρετικώς παραδοχές, η αναιρεσίβλητη κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθαρίσεως δεν διατηρούσε καμία επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν συνέχισε τη λειτουργία της κατά το στάδιο αυτό, η δε αναιρεσείουσα απασχολήθηκε σ' αυτήν κατά το διάστημα της ειδικής εκκαθαρίσεως μόνο για τις ανάγκες αυτής (εκκαθαρίσεως), η γενομένη από τους εκκαθαριστές καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είναι έγκυρη. Συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος του), από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εφόσον δε για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως (τον πρώτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και το δεύτερο, από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, που αναφέρεται σε παράβαση διδαγμάτων της κοινής πείρας) το τμήμα επιφυλάχθηκε να αποφασίσει, πρέπει να παραπεμφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο τμήμα προς έρευνα των λοιπών λόγων της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως της ..... κατά της 6754/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 237/2007 απόφαση του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου. Και Αναπέμπει την υπόθεση στο Β2 τμήμα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το ζήτημα του κύρους της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπαλλήλου εταιρείας που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, διαρκούσης αυτής, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης.
null
null
0
Αριθμός 5/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Μιχαήλ Δέτση, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη - Εισηγητή, Γρηγόριο Μάμαλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσείουσας - καθής η κλήση: Χ1, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Χατζημιχάλη. Του αναιρεσίβλητης - καλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΓΡΑΜΜΗ Α.Ε. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ", που εδρεύει στην Αθήνα, έχει τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα από τους ειδικούς διαχειριστές και εκκαθαριστές της, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18 Ιουνίου 2003 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1146/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6753/2005 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα, με την από 3 Νοεμβρίου 2005 αίτησή της. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 236/2007 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά τον πρώτο λόγο αυτής. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 21 Μαΐου 2007 κλήση της ήδη αναιρεσείουσας, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου για συζήτηση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε της αναιρεσίβλητης την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμου. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την απόφαση 236/2007 του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΠολΔ, λόγω λήψεως της αναιρετικής αποφάσεώς του με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως της Χ1 περί αναιρέσεως της αποφάσεως 6573/2005 του Εφετείου Αθηνών. Με το λόγο αυτό προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 3, 10 παρ. 2 και 8 παρ. 1 του Ν.Δ. 3562/1956, 2 παρ. 3 του Ν. 2302/1995, 46Α παρ. 1 και 12 του Ν. 1892/1990 και 9 παρ. 3 και 4 και 10 του Ν. 1386/1983. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3, 6 παρ. 2 Ν. 2112/1920, όπως η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3252/1955, προς τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι, ενώ για το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη προ της πτωχεύσεώς του απαιτείται η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως καταγγελία της από το σύνδικο λόγω της διακοπής των εργασιών της επιχειρήσεως, είναι έγκυρη χωρίς να καταβληθεί η αποζημίωση αυτή, έστω και αν ο μισθωτός απασχοληθεί προσωρινά μετά τη διακοπή των εργασιών της επιχειρήσεως για τις ανάγκες μόνο διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας. Ο μισθωτός δικαιούται και δεν χάνει την αποζημίωση, για την οποία κατατάσσεται μεταξύ των προνομιακών δανειστών, που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 ( βλ. και Ολ. ΑΠ 35/1988). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 2, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 7 παρ. 1, 8 παρ. 1, 9 παρ. 5, 10, και 17 του ν.δ. 3562/1956, όπως τα άρθρα 2, 7, 9 και 17 ισχύουν μετά το ν.δ 1159/1972, προκύπτουν, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: Ανώνυμη εταιρεία που έπαυσε τις πληρωμές της μπορεί, αντί να κηρυχθεί σε πτώχευση, να τεθεί κατά τις διατάξεις του νόμου τούτου είτε υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών είτε υπό ειδική εκκαθάριση, αφού προηγουμένως τεθεί με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου υπό προσωρινή διαχείριση κατόπιν αιτήσεως πιστωτών που αντιπροσωπεύουν το 51% του συνόλου των απαιτήσεων και μετά από τη συγκατάθεση της ειδικής επιτροπής του άρθρου 3. Από την επομένη δε της ημέρας που υποβλήθηκε η σχετική αίτηση των πιστωτών προς την εν λόγω επιτροπή, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση, η λήψη παντός ασφαλιστικού μέτρου, ως και η κήρυξη πτωχεύσεως, εξαιτίας οφειλών που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της παραπάνω αιτήσεως η δε διαδικασία εκτελέσεως που έχει αρχίσει αναστέλλεται. Ο διοριζόμενος από το δικαστήριο (άρθρο 5 παρ. 3) διαχειριστής προβαίνει σε κάθε επιβαλλόμενη ενέργεια για τη συντήρηση της περιουσίας και, εφόσον το κρίνει επωφελές, για τη συνέχιση της επιχειρήσεως ή της αποδοτικότερης μονάδας της. Έτσι, συλλέγει τους καρπούς και τα εισοδήματα, συνάπτει δάνεια, παρέχει ενέχυρα, καταβάλλει τις αποδοχές του προσωπικού, τους απαιτητούς φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, εκπροσωπεί την εταιρεία ενώπιον των δικαστηρίων κ.λ.π. Στην περίπτωση που η εταιρεία τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση είτε ευθέως με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, εφόσον με αυτήν τίθεται υπό προσωρινή διαχείριση με σκοπό να τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση είτε με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παρ. 5, ο παραπάνω διαχειριστής εκτελεί και έργα εκκαθαριστή, μέχρι δε πέρατος της ειδικής εκκαθαρίσεως η εταιρεία τελεί, ως προς τα μη εκπλειστηριασθέντα ακόμη στοιχεία αυτής, υπό προσωρινή διαχείριση και ο διαχειριστής ενεργεί όσα ορίζονται στο άρθρο 8. Τέλος, η απόφαση με την οποία ανώνυμη εταιρία τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση καθορίζει και το χρόνο παύσεως των πληρωμών, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των άρθρων 537 έως 540 του Εμπορικού Νόμου (άρθρο 17 παρ. 1 και 2), με τις οποίες ρυθμίζεται η τύχη των πράξεων που έγιναν από τον πτωχεύσαντα μέσα στην ύποπτη περίοδο. Όμως με τις διατάξεις του ρηθέντος νομοθετικού διατάγματος δεν ρυθμίζεται το ζήτημα του κύρους της καταγγελίας της συμβάσεως του προσωπικού της εταιρίας από τον εκκαθαριστή κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης, που αποτελεί ισότιμη και εναλλακτική προς την πτώχευση μορφή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, ενόψει του ότι όπως η πτώχευση έτσι και η ειδική εκκαθάριση του Ν.Δ. 3562/1956 δεν επάγεται αυτοδικαίως τη λύση των συμβάσεων εργασίας, ούτε συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, που απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών του εργαζομένου σε περίπτωση υπερημερίας του. Το νομοθετικό αυτό κενό, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, στο άρθρο 17 παρ. 3 αυτού του ν.δ. (3562) ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 537 έως 540 του Εμπορικού Νόμου, που αναφέρονται στην πτωχευτική διαδικασία, εφαρμόζονται και στην ειδική εκκαθάριση, θα πρέπει να καλυφθεί με την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της πτωχευτικής διαδικασίας και την κρατήσασα σε σχέση με το αντίστοιχο ζήτημα ερμηνευτική εκδοχή, περί της οποίας έγινε λόγος παραπάνω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία προσέλαβε στην υπηρεσία της την αναιρεσείουσα, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου την 11-6-1987, με ειδικότητα της υπαλλήλου γραφείου και τόπο παροχής το 18ο χιλιόμετρο της Λεωφόρου Μαραθώνος -Παλλήνης, όπου είναι οι κύριες εγκαταστάσεις της (αναιρεσίβλητης). Ότι η τελευταία (αναιρεσίβλητη) από τον Οκτώβριο 1989 έπαυσε τις πληρωμές των ληξιπροθέσμων χρεών της προς όλους τους πιστωτές της και κυρίως προς την Τράπεζα Κρήτης, συνεπεία πλήρους οικονομικής αδυναμίας της και ακολούθως με αίτηση της τελευταίας (Τράπεζας Κρήτης) και δυνάμει της 632/1991 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την έκδοση της 4865/1991 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, τέθηκε υπό προσωρινή διαχείριση του ν.δ. 3652/1956 με σκοπό την υπαγωγή της υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών της. Στη συνέχεια με την 9409/1992 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η αναιρεσίβλητη τέθηκε υπό τη διοίκηση των πιστωτών της, από δε την 18-12-1992 διοικήθηκε από Τριμελή Διοικούσα Επιτροπή του άρθρου 9 του ν.δ. 3562/1956. Τέλος δε και αφού διαπιστώθηκε αδυναμία εξυγίανσής της υπό το άνω καθεστώς διοικήσεως και διαχειρίσεως των πιστωτών της, με την 6959/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως κατ' άρθρα 17 επ. του ν. δ. 3562/1956 και διορίστηκαν οι διαχειριστές - εκκαθαριστές, οι οποίοι παραμένουν μέχρι και σήμερα. Κατά το παραπάνω διάστημα η αναιρεσίβλητη εταιρία δεν διατηρούσε καμία επιχειρηματική δραστηριότητα εκτός από την εκμετάλλευση διαφόρων παγίων περιουσιακών της στοιχείων και δη μίσθωση και παραχώρηση χρήσεως ακινήτων και μηχανημάτων, μεγάλο μέρος των οποίων μετά τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση έχουν εκπλειστηριασθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα συνέχισε από την πρόσληψή της μέχρι και την 31-3-2003 να εργάζεται στην αναιρεσίβλητη, παρέχουσα τις υπηρεσίες της για τις ανάγκες της προαναφερομένης εκκαθαρίσεως και ειδικότερα για την αναγνώριση των πιστώσεων των πιστωτών για τις οποίες είχε την ευθύνη εκδόσεως των ονομαστικών τίτλων που χορηγήθηκαν στους πιστωτές και για τη μαρτυρία της σε δικαστικές υποθέσεις της εταιρίας, λόγω και της εμπειρίας της επί εργατικών θεμάτων. Την 27-3-2003 η αναιρεσίβλητη επέδωσε στην αναιρεσείουσα την από 26-3-2003 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, λόγω της αδυναμίας αποδοχής των προαναφερομένων υπηρεσιών της εξαιτίας της εκκαθαρίσεως και της διακοπής των εργασιών της επιχειρήσεως, συνεπεία της νοσηρής οικονομικής καταστάσεώς της ενόψει και των δαπανών λειτουργίας της εκκαθαρίσεως, καθώς και της αναγκαιότητας των υπηρεσιών της για τις ανωτέρω εργασίες εκκαθαρίσεως, συνεπεία της ελαχιστοποιήσεως της ενεργουμένης διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως, χωρίς να καταβάλλει και τη νόμιμη αποζημίωσή της καθώς και την οφειλομένη αποζημίωση και επίδομα αδείας και την επίσης οφειλομένη αναλογία δώρου Πάσχα 2003, τα οποία, κατά ρητή δήλωσή της στο ανωτέρω επιδοθέν έγγραφο καταγγελίας ανέλαβε την υποχρέωση ότι θα καταβάλει από το τελικό προϊόν της εκκαθαρίσεώς της. Ότι, επομένως, η λύση της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας, γενομένη από τους προαναφερομένους εκκαθαριστές μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους, έστω και μετά χρονικό διάστημα πλέον του ενός έτους, επήλθε ως συνέπεια της εκκαθαρίσεως, εφόσον η εναγομένη δεν συνέχισε τη λειτουργία της κατά το ως άνω στάδιο της ειδικής εκκαθαρίσεως, η δε αναιρεσείουσα απασχολήθηκε σ' αυτήν κατά το παραπάνω διάστημα απλά και μόνο για τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε ότι η επίδικη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσείουσας δεν προϋποθέτει την καταβολή της αποζημιώσεως ως όρος του κύρους της, όχι όμως και ότι δεν οφείλεται καθόλου η νόμιμη σ' αυτήν (αναιρεσείουσα) αποζημίωση. Το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που έκρινε αντίθετα και συγκεκριμένα έκρινε άκυρη την ένδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως και έκανε δεκτή την αγωγή για επιδίκαση μισθών υπερημερίας, δώρου Χριστουγέννων 2003, διαφοράς δώρου Πάσχα και επιδόματος αδείας 2003, απέρριψε την αγωγή κατά το κύριο αίτημά της για επιδίκαση μισθών υπερημερίας και ερεύνησε την επικουρική βάση της αγωγής για επιδίκαση της νόμιμης αποζημίωσης και διαφοράς δώρου Πάσχα και επιδόματος άδειας 2003 και για επιδίκαση διαφορών επιδομάτων αδείας και δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα για το διάστημα από το 1998 μέχρι του 2002. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, ως προς την απόρριψη της κύριας νομικής βάσης της αγωγής, δεν παραβίασε τις διαληφθείσες ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις, αφού, κατά τις ανέλεγκτες αναιρετικώς παραδοχές, η αναιρεσίβλητη κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθαρίσεως δεν διατηρούσε καμία επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν συνέχισε τη λειτουργία της κατά το στάδιο αυτό, η δε αναιρεσείουσα απασχολήθηκε σ' αυτήν κατά το διάστημα της ειδικής εκκαθαρίσεως μόνο για τις ανάγκες αυτής (εκκαθαρίσεως), η γενομένη από τους εκκαθαριστές καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είναι έγκυρη. Συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος του), από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εφόσον δε για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως (τον πρώτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και το δεύτερο, από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, που αναφέρεται σε παράβαση διδαγμάτων της κοινής πείρας) το τμήμα επιφυλάχθηκε να αποφασίσει, πρέπει να παραπεμφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο τμήμα προς έρευνα των λοιπών λόγων της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως της Χ1 κατά της 6753/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 236/2007 απόφαση του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου. Και Αναπέμπει την υπόθεση στο Β2 τμήμα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταγγελία σύμβασης εργασίας χωρίς αποζημίωση κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης.
null
null
0
Αριθμός 6/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου), ως ο αρχαιότερος της συνθέσεως, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα και Ιωάννη Παπανικολάου Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη-Εισηγητή, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Γεώργιο Καπερώνη, Γεώργιο Πετράκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση, του 1676/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η οποία εισάγεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με κοινό πρακτικό Προέδρου και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ.1 ΚΠΔ και 23 παρ. 2 Ν. 1756/1988 (αριθμός Πράξης 23/30-1-2008). Με κατηγορούμενους τους 1)x1 και 2)x2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 58 και ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, που εγχειρίστηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1847/2007. Έπειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 94/20-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγουμε προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως κατ'άρθρο 485 Κ.Ποιν.Δ την εμπροθέσμως, κατ'άρθρο 483 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ ασκηθείσα με αριθμό 58/2007 αίτησή μας, με την οποία ζητούμε να αναιρεθεί το υπ'αριθμ. 1676/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για τους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω αίτησή μας και οι οποίοι έχουν ως ακολούθως: Α.Ι. Λόγους αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περίπτ. β', ζ' και ε' (νυν δ') του Κ.Ποιν.Δ. συνιστούν α) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη την οποία έχει πράγματι, ενώ περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει όχι μόνον όταν το Δικαστήριο ή το Συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, επειδή στο πόρισμα της αποφάσεως ή του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. β) Η υπέρβαση εξουσίας. Αυτή υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το Συμβούλιο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας και τέλος γ) Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. και ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 ε', (νυν δ'), λόγο αναιρέσεως. Ειδικά, προκειμένου περί απαλλακτικού βουλεύματος, έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και αποκλείουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων έκρινε το Συμβούλιο ότι τα εν λόγω περιστατικά δεν συνιστούν ενδείξεις ή επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. ΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ορίζονται τα ακόλουθα: "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Κατά την κρατήσασα θέση στη νομολογία για τη συγκρότηση του ανωτέρω εγκλήματος, υποκείμενο του οποίου δύναται να είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, απαιτούνται: α) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης των καθηκόντων της υπηρεσίας, β) παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του, δηλαδή των καθηκόντων που ανατίθενται στον υπάλληλο, ως όργανο του κράτους, επιβάλλονται σ' αυτόν από το νόμο ή καθορίζονται με διοικητική πράξη ή απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχουν στη φύση της υπηρεσίας του και αναφέρονται στην έκφραση από τον υπάλληλο της θελήσεως της πολιτείας και στην άσκηση της κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της έναντι των τρίτων και όχι απλώς η παράβαση των υποχρεώσεων που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. και γ) σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε τρίτον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή άλλον, αρκεί δε η επιδίωξη του σκοπού αυτού χωρίς να απαιτείται και επίτευξη του (Ολ. ΑΠ 262/1961). Εάν, όμως, ισχύουν τ' ανωτέρω, κρίσιμο στοιχείο δεν είναι ο γενικός ή ειδικός χαρακτήρας των καθηκόντων που παραβιάζονται, ούτε πολύ περισσότερο η πηγή προέλευσης τους, αν δηλ. προκύπτουν από διάταξη νόμου, ακόμη και από το ίδιο το Σύνταγμα, από διοικητική πράξη ή οδηγίες ή από την ίδια τη φύση και την αποστολή της υπηρεσίας, αλλά η ύπαρξη συγκεκριμένης υπηρεσιακής ενέργειας τελούμενης κατά παράβαση των καθηκόντων, από την οποία απειλείται in concreto η πρόκληση βλάβης σε κάποια συγκεκριμένα κρατικά ή ατομικά έννομα αγαθά και συμφέροντα ή ο προσπορισμός παράνομου οφέλους στον υπάλληλο ή σε άλλον. Εκείνο δηλ. που έχει σημασία στο άρθρο 259 ΠΚ είναι αν η παράβαση του καθήκοντος θίγει άμεσα την υπηρεσιακή λειτουργία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγεί έτσι αντικειμενικά σε προσπορισμό (ιδίου ή ξένου) οφέλους ή σε βλάβη του κράτους ή άλλου· δεν ενδιαφέρει δηλαδή το είδος (γενικό ή ειδικό) του καθήκοντος αλλά μια συγκεκριμένη "αντιυπηρεσιακή" ενέργεια, εφ' όσον αυτή λειτουργεί ως μέσο για τον προσπορισμό οφέλους ή την πρόκληση βλάβης στα έννομα συμφέροντα άλλου (Ν. Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, 2001, σελ. 46, 47 και 49). Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και η λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως αλλά και όλων των ποινικών διατάξεων που προβλέπουν και τιμωρούν εγκλήματα, υποκείμενο των οποίων είναι υπάλληλος, θεωρούνται υπάλληλοι και οι κρατικοί λειτουργοί που κατά κανόνα είναι άμεσα όργανα του κράτους (βλ. και άρθρο 2 Ν. 3126/2003 στο οποίο αναφέρεται ρητώς ότι οι Υπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι). Οι κρατικοί λειτουργοί είναι όργανα του κράτους διάφορα των απλών υπαλλήλων και δεν είναι νοητή επ' αυτών διάκριση μεταξύ απλού υπαλληλικού καθήκοντος και υπηρεσιακού καθήκοντος. Ως εκ τούτου, κατά την ερμηνεία των ποινικών διατάξεων που προβλέπουν ποινικά αδικήματα, υποκείμενο των οποίων είναι ο "υπάλληλος", θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιότητα αυτή, προκειμένου σε κάθε περίπτωση ιδία όμως σε σχέση προς τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ να προσδιορίζεται η έννοια, η φύση και το εύρος των καθηκόντων, η παράβαση των οποίων θα στοιχειοθετεί, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος. Με βάση τ' ανωτέρω για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 259 και 13 περίπτ. α' του ΠΚ υπάλληλοι θεωρούνται και οι δικαστικοί λειτουργοί στη φύση του λειτουργήματος των οποίων, ως αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας και αποστολής των, ενυπάρχει η αρχή της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας, η εφαρμογή της οποίας δεν συνιστά ένα απλό υπαλληλικό καθήκον αλλά ένα υπέρτατο υπηρεσιακό καθήκον που επιβάλλει στο δικαστικό λειτουργό να απέχει ακόμη και της εξώδικης έκφρασης γνώμης, όταν αυτή μπορεί να συναρτηθεί με συγκεκριμένη υπόθεση (σε σχέση με την αρχή της αμεροληψίας, βλ. Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. 2000, σελ. 650). Η ύπαρξη αντικειμενικού και αμερόληπτου δικαστού αποτελεί έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου αλλά και της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που απορρέουν από το Σύνταγμα. Είναι εκ τούτου προφανές ότι το καθήκον αυτό λειτουργεί τόσο στην περίπτωση που ο ίδιος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται μία υπόθεση όσο και στην περίπτωση που άλλος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται υπόθεση και ο πρώτος παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο προκειμένου να επιτύχει έκβαση της υποθέσεως υπέρ του ενός εκ των διαδίκων. Με άλλους λόγους το ενυπάρχον στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού καθήκον της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας αποκλείει στο δικαστικό λειτουργό την υπό οποιαδήποτε μορφή παρέμβαση ή υπόδειξη σε άλλο δικαστικό λειτουργό προκειμένου να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Τα ανωτέρω ισχύουν προεχόντως στις περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις ή υποδείξεις γίνονται από ιεραρχικά ανώτερο κατά βαθμό δικαστικό λειτουργό προς κατώτερο δικαστικό λειτουργό, δεν είναι δε αναγκαίο ο ιεραρχικά κατώτερος δικαστικός λειτουργός να υπηρετεί στην περιφέρεια που υπηρετεί ο ιεραρχικά ανώτερος δικαστικός λειτουργός. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 3 του Ν.1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών", όπως ισχύει, με την οποία ορίζεται ότι "Οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα". Το εύρος της διατάξεως αυτής εκτείνεται πέραν των προσώπων τα οποία κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου ασκούν εποπτεία, η οποία κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου συνίσταται στην επίβλεψη και έκδοση γενικών οδηγιών, ενόψει της χρήσεως, εκτός της λέξεως "οδηγία" και των λέξεων "σύσταση" ή "υπόδειξη". Και τούτο διότι σκοπός θεσπίσεως της διατάξεως αυτής είναι να αποτρέπεται ο επηρεασμός της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των κατώτερων δικαστικών λειτουργών κατά τον χειρισμό συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων υποθέσεων. Ο επηρεασμός όμως αυτός δύναται να γίνει από τις "συστάσεις και υποδείξεις" οποιουδήποτε ανώτερου δικαστικού λειτουργού προς κατώτερο, προεχόντως δε οποιουδήποτε ανωτάτου δικαστικού λειτουργού προς κατωτέρους κα όχι μόνον από τους ασκούντες, σύμφωνα με την παρ. 1 του ρηθέντος άρθρου, εποπτεία. Εάν δεν ήθελαν γίνει δεκτά τ' ανωτέρω, τότε θα ήταν αδύνατη η θεμελίωση και του πειθαρχικού αδικήματος σε βάρος των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι δεν ασκούν εποπτεία κατά την παρ. 1 του ρηθέντος άρθρου και οι οποίοι έτσι θα ήταν δυνατόν να παρεμβαίνουν στους κατωτέρους τους δικαστικούς λειτουργούς κάνοντας συστάσεις και υποδείξεις σε σχέση προς το χειρισμό συγκεκριμένης υποθέσεως με σκοπό να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Η διάταξη όμως αυτή της παρ. 3 του άρθρου 19 με την οποία οριοθετούνται τα καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών και ιδία των ανωτάτων, προκειμένου να διασφαλίζεται η αμεροληψία και αντικειμενικότητα της κρίσεως κατά τον χειρισμό υποθέσεων, αποτελεί συγχρόνως, σε περίπτωση παραβιάσεώς της, το θεμέλιο τελέσεως και του υπό του άρθρου 259 ΠΚ προβλεπομένου και τιμωρουμένου ποινικού αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος. Αυτό βεβαίως δεν ορίζεται ρητώς με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 19 Ν. 1756/87, αφού με το νόμο αυτό ερρυθμίσθηκαν τα θέματα τα οποία ήταν αντικείμενο της ρυθμίσεως του, μεταξύ των οποίων και τα αφορώντα στην τέλεση πειθαρχικών αδικημάτων από τους δικαστικούς λειτουργούς. Ουδέν, εξάλλου, αποκλείει ή απαγορεύει η παραβίαση μιας διατάξεως να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα για έναν υπάλληλο ή λειτουργό και συγχρόνως το θεμέλιο τελέσεως ποινικού αδικήματος και ιδία αυτού της παραβάσεως καθήκοντος. Πέραν όμως τούτων, όπως εξετέθη, τα καθήκοντα του υπαλλήλου ή λειτουργού είναι δυνατόν να απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των Προϊσταμένων προκειμένου δε περί δικαστικών λειτουργών από ιδιαίτερες οδηγίες των ασκούντων την κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 1756/1987 εποπτεία μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου σε σχέση προς τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Κατά τα διαλαμβανόμενα λοιπόν στις με αριθμούς 509/1997 και 13/2001 εγκυκλίους του τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου κάθε επέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστή και κάθε απόπειρα υπόδειξης προς αυτόν σχετικά με εκκρεμή δίκη, ανεξάρτητα από την προέλευσή της και τα κίνητρα του προσώπου που την επιχειρεί, αποτελεί αθέμιτη προσπάθεια επηρεασμού της δικαστικής κρίσης και προσβολή προς το πρόσωπο του δικαστή, θέτει υπό δοκιμασία τη δικαστική ανεξαρτησία και υπονομεύει τις εγγυήσεις αντικειμενικότητας και διαφάνειας αλλά και το ίδιο το κύρος της δικαιοσύνης και εντεύθεν ως απαγορευμένη συνιστά και αυτή το θεμέλιο τελέσεως του ποινικού αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος. Ολίγον είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι οι συστάσεις ή υποδείξεις από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς προς τους κατωτέρους τους σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις με σκοπό να παραβιασθεί η αντικειμενικότητα και αμεροληψία και να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη συνιστούν αναμφιβόλως αθέτηση υπηρεσιακής υποχρεώσεως, εμπίπτουν στο κύκλο των καθηκόντων των ως δικαστικών λειτουργών και δεν είναι ξένες με την άσκηση δημόσιας εκ μέρους των εξουσίας σε σχέση προς συγκεκριμένες υποθέσεις, εντεύθεν δε δεν συνιστούν αθέτηση απλού υπαλληλικού καθήκοντος, το οποίο έχει σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας κλπ. και η ύπαρξη του οποίου δεν είναι νοητή με την έννοια και την αποστολή του κρατικού λειτουργού. Εκ πάντων των ανωτέρω παρέπεται ότι η, κατά παράβαση των ρηθέντων καθηκόντων, τα οποία ενυπάρχουν στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού και διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 Ν. 1756/89 και τις ρηθείσες εγκυκλίους του Προέδρου του Αρείου Πάγου, παρέμβαση, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστικού λειτουργού προς επηρεασμό της κρίσης του υπέρ του ενός εκ των διαδίκων μερών από ανωτάτους ιδία δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν ταχθεί, όπως άλλωστε και όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, ως όργανα του κράτους να υπηρετούν την πολιτεία και τους πολίτες με χρηστότητα και καθαρότητα και να υλοποιούν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κράτους δικαίου, με σκοπό να προσπορίσουν στους ίδιους ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, όπως είναι η μεροληπτική και ευνοϊκή μεταχείριση ενός διαδίκου, περαιτέρω συνέπεια των οποίων είναι να τίθεται υπό δοκιμασία η δικαστική ανεξαρτησία και να υπονομεύεται το κύρος της δικαιοσύνης, στοιχειοθετεί πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση το υπό του άρθρου 259 ΠΚ προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος. ΙΙΙ. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ : Α. Με τη διάταξη του άρθρου 186 παρ. 2 του Π.Κ. ορίζεται ότι όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα καθώς και όποιος προσφέρεται γι' αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά τιμωρείται με φυλάκιση. Για τη στοιχειοθέτηση του υπό της ανωτέρω διατάξεως προβλεπομένου ιδιωνύμου (έναντι των περί ηθικής αυτουργίας διατάξεων Σταμάτη Συρροή σελ. 107) και υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος απαιτείται η, με οποιονδήποτε τρόπο, πρόκληση ή παρότρυνση κάποιου να διαπράξει ένα πλημμέλημα. Η πρόκληση αποτελεί δήλωση του δράστη με την οποία επιζητείται να πεισθεί έτερο πρόσωπο για τη διάπραξη ενός πλημμελήματος, ενώ παρότρυνση είναι απλώς η προσπάθεια επίδρασης επί της βουλήσεως ετέρου, προκειμένου αυτός να τελέσει ένα πλημμέλημα. Η πρόκληση δύναται να λάβει την μορφήν συμβουλής, διαταγής, απειλής κ.λ.π. ενώ η παρότρυνση δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο όπως π.χ. με ενθάρρυνση, υποδείξεις, συστάσεις, συμβουλές κλπ. Τετελεσμένον είναι το έγκλημα άμα τη προκλήσει ή τη παροτρύνσει έστω και αν αυτές έμειναν χωρίς αποτέλεσμα δηλ. άμα ο προκαλούμενος λάβει γνώση της προκλήσεως ή παροτρύνσεως προς τέλεση του πλημμελήματος. Η πρόκληση ή παρότρυνση τιμωρείται ακόμη και αν ο προσκαλούμενος δεν ανταποκριθεί καν σε αυτή δηλ. ακόμη και αν την απορρίψει αμέσως. Η διάταξη του άρθρου 186 παρ. 2 ενεργοποιείται τότε μόνον, όταν ο δράστης δεν προχώρησε στην τέλεση της άδικης πράξης ή στην αρχή εκτέλεσης αυτής, καθόσον, εάν έλαβε χώραν το τελευταίο, έχουν εφαρμογή οι περί ηθικής αυτουργίας διατάξεις. Είναι προφανές ότι με την ανωτέρω διάταξη καλύπτονται κατ' ουσίαν οι περιπτώσεις της απόπειρας ηθικής αυτουργίας, οι οποίες δεν τιμωρούνται με τις γενικές περί συμμετοχής διατάξεις. Η παράβαση της διατάξεως του άρθρου 186 παρ. 2 του ΠΚ τυγχάνει μη τιμωρητή προτέρα πράξη έναντι της επόμενης χρονικώς και αυτοτελώς τελούμενης ηθικής αυτουργίας ή αυτουργίας στο εν συνεχεία τελεσθέν έγκλημα υπό του αυτού δράστη. Β. Μεταβολή κατηγορίας, η οποία θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α του Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό προς το άρθρο 171 παρ. 1 β του ιδίου Κώδικα για απόλυτη ακυρότητα επερχόμενη από την μη τήρηση των διατάξεων των άρθρων 27 και 43 που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα, υφίσταται όταν τα συνιστώντα την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ή παρεπέμφθη ένας κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά διαφέρουν ουσιωδώς ως προς τον τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις εκείνων του εγκλήματος για το οποίο εκινήθη η ποινική δίωξη, καθ' όσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για έγκλημα για το οποίο δεν εκινήθη η ποινική δίωξη υπό του αρμοδίου οργάνου. Ανεπίτρεπτη όπως μεταβολή της κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν, μεταξύ των άλλων, το Συμβούλιο με βάση τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά προβαίνει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως. Τούτο διότι το Συμβούλιο (αλλά και το Δικαστήριο) οφείλουν κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους να προσδίδουν στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και να εξετάζουν αυτήν υπό όλες τις μορφές, τις οποίες καλύπτει το δεδικασμένο που παράγεται δια της αποφάσεως ή του βουλεύματος. Εάν, εξάλλου, παραλείψουν τ' ανωτέρω και αποφανθούν αποκλειστικώς με βάση τον δοθέντα υπό του Εισαγγελέως νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως, ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή ότι δεν πρέπει να γίνει κατ' αυτού κατηγορία, υποπίπτουν σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που επάγεται την αναίρεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως κατά τα άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. ε' και 510 παρ. 1 θ' του Κ.Ποιν.Δ. Πέραν όμως τούτου για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, με την οποία ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος ή του βουλεύματος που αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, πρέπει να διαλαμβάνει συγχρόνως το λόγο για τον οποίο δεν στοιχειοθετείται το δεύτερο απορροφώμενο έγκλημα, το οποίο αναδύεται, μετά τον αποκλεισμό της απορροφώσας κυρίας πράξεως. Β.Ι. Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο απαλλακτικό βούλευμα με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων) εδέχθη τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος x1, εισαγγελικός λειτουργός, γνωρίστηκε κατά τον Ιανουάριο του 1999, μέσω της ........., συγγενούς της συζύγου του, με το συγκατηγορούμενό του x2, ο οποίος διατηρούσε τότε γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων στην Αθήνα και ανέπτυξε με αυτόν φιλικές σχέσεις. Ο εν λόγω x2, εξαιτίας της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, είχε εμπλακεί, ως διάδικος σε πολλούς δικαστικούς αγώνες. Κατά την υποβολή μήνυσης εναντίον του Γ1 και άλλων, στις 11-7-2001 ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (Α.Β.Π. Α2001/ 2299), επικαλέστηκε και προσκόμισε την καταδικαστική απόφαση 15465/1993 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε σε βάρος των Ζ1, Ζ2 και Ζ3, καθώς και φωτοαντίγραφο από αντίγραφο ποινικού μητρώου των Γ1 και Ζ2. Εξαιτίας της επίκλησης και προσκομιδής των εν λόγω εγγράφων ασκήθηκε σε βάρος του x2 ποινική δίωξη για παράβαση των άρθρων 2 στοιχ. β' και 22 παρ. 4 εδ. β' του ν. 2472/1997, δηλαδή για παράνομη μετάδοση και ανακοίνωση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Η δικογραφία αυτή χρεώθηκε για επεξεργασία στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ε1, η οποία και συνέταξε παραπεμπτικό ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατηγορητήριο. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο αυτό, το οποίο ενσωματώθηκε στο 111626/19-4-2004 κλητήριο θέσπισμα, ο κατηγορούμενος x2 παραπέμπεται για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στην Αθήνα, στις 11.7.2001, χωρίς δικαίωμα μετέδωσε και ανακοίνωσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα άλλων σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα και ειδικότερα ότι με την προαναφερόμενη μήνυσή του, την οποία εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και τον αρμόδιο γραμματέα, επικαλέστηκε και προσκόμισε την ποινική καταδικαστική απόφαση 15465/1993 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών σε βάρος των Ζ1, Ζ2 και Ζ3, ανακοινώνοντας με τον τρόπο αυτό σε μη δικαιούμενα πρόσωπα τις ποινικές καταδίκες των εν λόγω προσώπων, που αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, καθώς και φωτοαντίγραφα των από 24.6.1999 και από 4.6.1996 αντιγράφων ποινικού μητρώου των Γ1 και του Ζ2 αντίστοιχα, ανακοινώνοντας με τον τρόπο αυτό σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα την ποινική κατάσταση των εν λόγω προσώπων. Στις 30-1-2003 ο κατηγορούμενος x2 κατέθεσε στη Γραμματεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών την απευθυνόμενη στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών από 15-1-2003 αίτηση-ένσταση ακυρότητας των πράξεων της προδικασίας, ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η διενεργηθείσα σε βάρος του προανάκριση για την πιο πάνω υπόθεση και να διαταχθεί η διενέργεια νέας προανάκρισης. Η εν λόγω αίτηση-ένσταση χρεώθηκε επίσης στην Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ε1, η οποία διατύπωσε επί της αιτήσεως-ενστάσεως αυτής τη σημείωση-εντολή να τεθεί η αίτηση αυτή ακυρότητας δικονομικών πράξεων της προδικασίας, ακυρότητα η οποία μπορεί να προταθεί μέχρις ότου η παραπομπή στο ακροατήριο γίνει αμετάκλητη, υπόψη του Δικαστηρίου, καθώς η παραπομπή του κατηγορουμένου στο καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη, ενόψει του ότι, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 22 παρ. 12 του ν. 2472/1997, δεν προβλέπεται δυνατότητα προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος. Κατά τις αρχές Φεβρουαρίου του 2003 ο κατηγορούμενος x1 ο οποίος κατά την περίοδο εκείνη υπηρετούσε ως Εισαγγελέας Εφετών στην Εισαγγελία Εφετών Θράκης (υπηρέτησε εκεί από 16-9-2002 έως 29-11-2003), αφού προηγουμένως δέχθηκε τηλεφώνημα από το συγκατηγορούμενό του x2, ο οποίος του εξέφρασε την αγανάκτηση και τη διαμαρτυρία του για τη σχηματισθείσα σε βάρος του ποινική δικογραφία για παράνομη μετάδοση και ανακοίνωση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, ήλθε σε τηλεφωνική επικοινωνία για την υπόθεση αυτή με την υπηρετούσα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ε1. Η τελευταία αναφέρει χαρακτηριστικά στην από 9-5-2006 κατάθεσή της ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημοσθένη Κορδοπάτη ότι, ενώ είχε ήδη επεξεργαστεί τη δικογραφία με κατηγορούμενο το x2 και είχε αποφανθεί για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικών Αθηνών με απευθείας κλήση για παράνομη μετάδοση και ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων, δέχθηκε τηλεφώνημα από τον x1, ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι δεν θα έπρεπε να παραπεμφθεί ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, επικαλούμενος το επιχείρημα ότι τα ποινικά μητρώα που φερόταν να έχει ανακοινώσει ο κατηγορούμενος εκείνος σε μη δικαιούμενα πρόσωπα είχαν ήδη ανακοινωθεί σε δημόσια συνεδρίαση και ως εκ τούτου ενομιμοποιείτο να τα χρησιμοποιήσει, και της ζήτησε να αποσύρει το κατηγορητήριο και να κάνει απαλλακτική πρόταση στο συμβούλιο, ότι του κατέστησε σαφές ότι δεν αποσύρει το κατηγορητήριο, ακόμη και αν τυχόν έχει κάνει λάθος, ότι της είπε ότι ο κατηγορούμενος (x2) θα κάνει προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος και εκείνη του απάντησε ότι μπορεί να ακολουθήσει ο κατηγορούμενος κάθε νόμιμη διαδικασία, όμως για το συγκεκριμένο αδίκημα ο νόμος δεν επιτρέπει την άσκηση προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος, για να δεχθεί την ανταπάντηση ότι ο κατηγορούμενος x2 είναι φιλόδικος. Την επόμενη ημέρα η Ε1 ενημέρωσε τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ......., ο οποίος, κατά την από 11-5-2006 κατάθεσή του, σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον x1 πήρε από τον τελευταίο την απάντηση ότι δεν ήθελε να παρέμβει στα καθήκοντα της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Ε1, αλλά απλώς ήθελε να την ενημερώσει για την υπόθεση, για την οποία δεν είχε οποιοδήποτε προσωπικό ενδιαφέρον. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι για την πράξη της παράνομης μετάδοσης και ανακοίνωσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων ο κατηγορούμενος x2 κηρύχθηκε τελικά αθώος με την απόφαση 46706/ 27-6-2005 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με τη σκέψη ότι αυτός δεν είχε πρόθεση αποκάλυψης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων σε οποιοδήποτε μη δικαιούμενο τρίτο, διότι τα έγγραφα που προσκόμισε αφορούσαν την υποστήριξη μηνύσεώς του εναντίον των εκεί αναφερόμενων προσώπων. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην πιο πάνω νομική σκέψη, δεν στοιχειοθετείται κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου η αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εισαγγελικό λειτουργό εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος εισαγγελικός λειτουργός, υπηρετώντας κατά το χρόνο της κρίσιμης τηλεφωνικής του παρέμβασης προς την Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ε1 στην Εισαγγελία Εφετών Θράκης, ως εισαγγελέας Εφετών, και ασκώντας κατά το νόμο εποπτεία στους εισαγγελικούς λειτουργούς της περιφέρειας εκείνης, προς τους οποίους και μόνο μπορούσε να απευθύνει παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους και όχι και προς τη μη εξαρτώμενη ιεραρχικά από εκείνον πιο πάνω Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (άρθρ. 19 παρ. 1ζ, 24 παρ. 4 και 5β του ν. 1756/1988), δεν είχε καμιά δυνατότητα υπηρεσιακής παρέμβασης στην προαναφερόμενη ποινική υπόθεση του συγκατηγορουμένου του x2. Δηλαδή, η πιο πάνω αξιολογούμενη ποινικά ενέργεια του κατηγορουμένου εισαγγελικού λειτουργού δεν στοιχειοθετεί παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 259 ΠΚ, αφού δεν εντάσσεται στον κύκλο των πράξεων αυτού που τελούν σε άμεση σχέση με την ανατεθειμένη στον ίδιο αρμοδιότητα, με την οποία αυτός εκτελούσε τη συγκεκριμένη βούληση της πολιτείας, αλλά πρόκειται για συμπεριφορά ξένη προς το υπηρεσιακό του έργο. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπό τη διατυπωθείσα από τη μάρτυρα αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ε1 θέση ότι κατά το χρόνο που δέχθηκε το κρίσιμο τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο η παραπομπή του x2 είχε καταστεί αμετάκλητη, η αξιολογούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου εισαγγελικού λειτουργού μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αντικειμενικά απρόσφορη προς επίτευξη της επιδιωκόμενης ωφέλειας και συνακόλουθα ως μη στοιχειοθετούσα παράβαση καθήκοντος και για το λόγο αυτό. Περαιτέρω, εφόσον δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος, δεν μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να γίνει λόγος για τέλεση εκ μέρους του δεύτερου κατηγορουμένου x2της αποδιδόμενης σ' αυτόν ηθικής αυτουργίας στην εν λόγω πράξη. Ύστερα από αυτά που προεκτέθηκαν, εφόσον δεν στοιχειοθετείται κατά την αντικειμενική της υπόσταση η αποδιδόμενη στον πρώτο κατηγορούμενο x1 παράβαση καθήκοντος και συνακόλουθα η αποδιδόμενη στο δεύτερο κατηγορούμενο x2 ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 308 παρ. 1 και 309 παρ. 1 περ. α' του ΚΠΔ, να αποφανθεί το Συμβούλιο τούτο να μη γίνει κατηγορία εναντίον των προαναφερομένων κατηγορουμένων αντίστοιχα για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις". ΙΙ. Με τις παραδοχές όμως αυτές και με βάση τα υπό στοιχεία Α εκτεθέντα: α) το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, αφού για την τέλεση του υπό της διατάξεως αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος δεν είναι αναγκαίο ο δεχόμενος υποδείξεις και συστάσεις και γενικά παρεμβάσεις στο δικαιοδοτικό του έργο σε σχέση προς συγκεκριμένη υπόθεση εισαγγελικός λειτουργός να υπηρετεί στην ίδια δικαστική περιφέρεια που υπηρετεί ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, επειδή δήθεν ο τελευταίος δύναται να απευθύνει παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις μόνο στους εισαγγελικούς λειτουργούς της περιφερείας του και επειδή δεν έχει δυνατότητα υπηρεσιακής παρέμβασης σε εκτός της περιφερείας του υπηρετούντες εισαγγελικούς λειτουργούς. Τούτο διότι το τελευταίο προϋποθέτει "νομιμότητα της παρεμβάσεως" και όχι "μη νόμιμη παρέμβαση", η οποία όμως δύναται να λάβει χώρα προς οποιονδήποτε, ήτοι και τον υπηρετούντα εκτός περιφερείας του. Ούτε περαιτέρω είναι ορθή η παραδοχή ότι η εκτεθείσα συμπεριφορά του Εισαγγελέως Εφετών είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ξένη προς το υπηρεσιακό του έργο, αφού το ενυπάρχον στη φύση του λειτουργήματός του, ως αναπόσπαστο μέρος αυτού, καθήκον της αμεροληψίας και αντικειμενικότητας δεν είναι ένα απλό καθήκον δεοντολογίας ή ένα απλό υπαλληλικό καθήκον, αλλά είναι υπηρεσιακό καθήκον που συνυπάρχει με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, απορρέει από τη φύση του λειτουργήματός του και συνεπώς επέρχεται παραβίασή του στην περίπτωση εκδηλώσεως παρεμβάσεως σε συγκεκριμένη υπόθεση οπουδήποτε και από οποιονδήποτε ανώτατο δικαστικό λειτουργό εντός ή εκτός περιφερείας του. Τέλος, δεν είναι ορθή η παραδοχή ότι δεν ήταν αντικειμενικά πρόσφορη προς επίτευξη της επιδιωκόμενης ωφέλειας η παρέμβαση του Εισαγγελέα Εφετών, επειδή κατά το χρόνο της εκδηλώσεώς της είχε καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή του τότε κατηγορουμένου x2, αφού αυτό είχε σχέση με την αδυναμία του κατηγορουμένου να προσφύγει κατά της δι' απευθείας κλήσεως - παραπομπής και όχι τη δυνατότητα της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών να αποσύρει τη δικογραφία, εφ' όσον δεν είχε κοινοποιηθεί κλητήριο θέσπισμα, και να την εισάγει στο δικαστικό συμβούλιο. β) Επικουρικώς και κατά πάσα περίπτωση 1) το Συμβούλιο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού όντας υποχρεωμένο να ερευνά την πράξη υπό όλες τις μορφές της, δεν ερεύνησε εάν τα δεκτά από αυτό γενόμενα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν άλλο έγκλημα, εκτός εκείνου της παραβάσεως καθήκοντος, ως προς το οποίο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά, και δη αυτό της προκλήσεως και προσφοράς σε τέλεση πλημμελήματος (άρθρο 186 παρ. 2 ΠΚ) και προσδίδοντας σ' αυτά τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον Εισαγγελέα Εφετών για το έγκλημα αυτό, σε σχέση μάλιστα προς το οποίο ούτως ή άλλως είναι και επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας. 2) Το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την από το νόμο απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ' όσον, ενώ έκρινε ότι τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν αντικειμενικά το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, δεν διαλαμβάνει περαιτέρω έστω και μία σκέψη και δεν εκθέτει, γιατί τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά, δεν στοιχειοθετούν ούτε το έγκλημα της προκλήσεως και προσφοράς σε τέλεση πλημμελήματος και γιατί αφού προσέδιδε τον νομικό αυτό χαρακτηρισμό δεν θα έπρεπε ο Εισαγγελέας Εφετών να παραπεμφθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε για το έγκλημα αυτό, ως προς το οποίο μάλιστα είναι επιτρεπτή ούτως ή άλλως η κατηγορία. Ενόψει όλων των ανωτέρω είναι αναιρετέο το προσβαλλόμενο βούλευμα για τους από το άρθρο 484 παρ. 1 περίπτ. β', ε' και ζ' λόγους αναιρέσεως της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας. Δια τους λόγους αυτούς ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ: Να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα όσον αφορά στο έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, σε σχέση προς το οποίο έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Εισαγγελέα Εφετών, αλλά και όσον αφορά στο έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην παράβαση καθήκοντος λόγω του περιορισμένης παρακολουθηματικού χαρακτήρα της τελευταίας προς την αυτουργική πράξη σε σχέση προς το οποίο, επίσης, έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του x2 και Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές για νέα κρίση επί της υποθέσεως. Αθήνα 20 Φεβρουαρίου 2008 Ο Προτείνων Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Με την 23/2008 κοινή πράξη του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εισάγεται, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 483 § 3, 485 § 1 Κ.Ποιν.Δ και 23 § 2 εδ. γ' του ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ), στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προς εκδίκαση η ενώπιον του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου ασκηθείσα από 6-11-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως του εκδοθέντος από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών 1676/2007 βουλεύματος, με το οποίο κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των x1 και x2 για τις αναφερόμενες σ' αυτό αξιόποινες πράξεις. ΙΙ.- Από τις διατάξεις των άρθρων 168, 306 εδ. τελευταίο, 479 § 2, 483 § 3 Κ.Ποιν.Δ και 1 § 12 εδ. α' της κυρωθείσας με τον ν. 1157/1981 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου σε συνδυασμό με τις αναλογικώς εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 145 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως κατά οποιουδήποτε βουλεύματος, με σχετική δήλωσή του στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, εντός προθεσμίας ενός μηνός, η οποία αρχίζει από την επομένη της ημέρας εκδόσεως (δηλ. της καθαρογραφής και υπογραφής) του βουλεύματος και λήγει με την παρέλευση της ημέρας του ακολουθούντος μηνός, η οποία αντιστοιχεί αριθμητικώς στην ως άνω εναρκτήρια ημέρα, ήτοι στην επομένη ημέρα εκδόσεως του βουλεύματος, και, αν δεν υπάρχει αντιστοιχία, τότε υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του ακολουθούντος μηνός, αν δε η ημέρα αυτή (αντίστοιχη ή τελευταία) είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο, τότε η εν λόγω προθεσμία λήγει την τελευταία εργάσιμη ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των κατωτέρω μνημονευομένων διαδικαστικών εγγράφων, το προσβαλλόμενο βούλευμα εξεδόθη στις 5-10-2007 και η περί αναιρέσεως αυτού δήλωση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έγινε ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Αρείου Πάγου στις 6-11-2007 (βλ. την 58/2007 έκθεση αναιρέσεως του Γραμματέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη). Ως εκ τούτου, η ερευνώμενη αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί την τελευταία ημέρα της οριζόμενης ως άνω μηνιαίας προθεσμίας, ήτοι εμπροθέσμως. ΙΙΙ.- Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 2 ΠΚ, 310 παρ. 1β', 370 εδ. β', 483 παρ. 3 και 484 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία επί πλημμελημάτων είναι πενταετής, αρχόμενη από την ημέρα τελέσεως της πράξεως, καθώς και ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, θα πρέπει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, αλλά μόνο εφόσον η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχει τουλάχιστον έναν παραδεκτό λόγο από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 Κ.Ποιν.Δ, χωρίς να απαιτείται ο λόγος αυτός να είναι και κατ' ουσίαν βάσιμος. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των x1 και x2 για παράβαση καθήκοντος και ηθική σ' αυτή αυτουργία, αντιστοίχως, ήτοι για πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεις (άρθρα 46 παρ. 1α και 259 ΠΚ, οι οποίες φέρονται ως τελεσθείσες κατά τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2003. Με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, η οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, ζητείται η αναίρεση του ανωτέρω βουλεύματος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 259 ΠΚ, για αρνητική υπέρβαση εξουσίας και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 περ. β', δ' και στ' Κ.Ποιν.Δ). Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι, από τις αρχές Φεβρουαρίου 2003, έχει ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών, επήλθε εξάλειψη του αξιοποίνου των άνω πλημμεληματικών πράξεων, λόγω παραγραφής και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά των εν λόγω κατηγορουμένων, για τις πράξεις αυτές, όπως αναφέρονται στο εν λόγω βούλευμα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το 1676/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Παύει οριστικώς την ασκηθείσα κατά των x1 και x2 ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος και ηθική σ' αυτή αυτουργία, αντιστοίχως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ-ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά απαλλακτικού βουλεύματος, αναίρεση του βουλεύματος και οριστική παύση ποινικής διώξεως, λόγω παραγραφής. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Παύση οριστική ποινικής διώξεως
Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Βούλευμα.
1
Αριθμός 6/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Φώσκολο, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Μιχαήλ Δέτση, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Αλέξανδρο Νικάκη - Εισηγητή, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειουσών - καλουσών: 1. ......... και 2. ........., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αλεξανδρόπουλο. Των αναιρεσίβλητων - καθών η κλήση: 1. ......... και 2. ........., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σίνο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8 Οκτωβρίου 1997 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2190/1999 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 8507/2000 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες, με την από 12 Δεκεμβρίου 2001 αίτησή τους. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1611/2006 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά τον πρώτο λόγο αυτής. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 1 Μαρτίου 2007 κλήση των ήδη αναιρεσειουσών, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου για συζήτηση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν των αναιρεσειουσών την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε των αναιρεσίβλητων την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως βάσιμου. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 1.3.2007 κλήση των αναιρεσειουσών νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος της από 12.12.2001 αιτήσεώς τους, για αναίρεση της 8507/2000 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ο οποίος παραπέμφθηκε σ' αυτή με την 1611/2006 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μετά από εκδίκαση και απόρριψη των λοιπών λόγων, διότι κρίθηκε ότι με τον παρόντα λόγο δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή είναι αναγκαία για την ενότητα της νομολογίας (άρθρ. 563 παρ. 2 εδ. β Κ.Πολ.Δ.), εξαιτίας της έκδοσης αντιθέτων αποφάσεων στο κρινόμενο ίδιο ζήτημα. Επειδή, κατά το άρθρο 167 του Β.Δ. της 31-12-1957/20-1-1958 "περί κωδικοποιήσεως διατάξεων αφορωσών το Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων" με διάταγμα, που προκαλείται από τον Υπουργό Εσωτερικών, θέλουν κανονισθεί εκείνα που αφορούν την παροχή άδειας για την ίδρυση ή διατήρηση 1) καταστημάτων πωλήσεως ή καταναλώσεως μεθυστικών ποτών ή φαρμάκων ή άλλων τέτοιων ουσιών και 2) τόπων δημόσιας διασκέδασης ή εξυπηρέτησης του κοινού, στα οποία πωλούνται ή καταναλώνονται τρόφιμα, ποτά ή αναψυκτικά. Εις εκτέλεση της εν λόγω εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκε το Π.Δ. 180/1979 "περί των όρων ιδρύσεως και λειτουργίας καταστημάτων πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών και κέντρων διασκεδάσεως", το οποίο στο άρθρο 4 παρ. 1 αυτού διαλαμβάνει ότι απαγορεύεται η εργασία με οποιαδήποτε ιδιότητα στα κέντρα διασκεδάσεως και καταστήματα, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτού, χωρίς άδεια της αστυνομικής Αρχής, ενώ στο άρθρο 4 παρ. 2 αυτού καθορίζει τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της ως άνω άδειας και στο άρθρο 4 παρ. 3 αυτού προβλέπει ποινικές κυρώσεις για όσους απασχολούν προσωπικό χωρίς την ανωτέρω άδεια. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι το εν λόγω Π.Δ. 180/1979, όπως ισχύει ήδη μετά τις τροποποιήσεις του με το ΠΔ 231/1989, 552/1989 και 457/1990, αναφέρεται κυρίως στους όρους λειτουργίας των ως άνω καταστημάτων και κέντρων διασκεδάσεως και ορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας λειτουργίας αυτών από την αρμόδια αστυνομική Αρχή και ως προς αυτό το σημείο βρίσκεται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 167 ψηφ. 1 αριθμ. 2 του ΒΔ της 31-12-1957/20-1-1958, κατά το μέρος όμως, κατά το οποίο με το εν λόγω άρθρο (4 παρ. 1 του ΠΔ 180/1979) θεσπίζεται απαγόρευση εργασίας με οποιαδήποτε ιδιότητα σε κέντρα διασκεδάσεως χωρίς άδειας της αστυνομικής Αρχής, κείται τούτο εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αφού η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 167 του ανωτέρω ΒΔ της 31-12-1957/20-1-1958 παρέχει τέτοια εξουσιοδότηση μόνο καθόσον αφορά την ίδρυση ή διατήρηση κέντρων διασκεδάσεως και όχι για την παροχή εργασίας σ' αυτά, πράγμα που είναι διαφορετικό από την λειτουργία ή διατήρηση των εν λόγω κέντρων. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι οι αναιρεσείουσες είχαν προσληφθεί από τους αναιρεσιβλήτους στο υπό την εκμετάλλευση αυτών κέντρο διασκεδάσεως "......" στο ........ της Κέρκυρας, για τη χρονική περίοδο από 12.6.1997 μέχρι 20.9.1997, η πρώτη ως τραγουδίστρια και χειρίστρια μπαγλαμά και η δεύτερη ως τραγουδίστρια. Ότι η σύμβαση εργασίας τους ήταν άκυρη, γιατί δεν είχαν εφοδιαστεί με την άδεια εργασίας της αστυνομικής Αρχής, η οποία προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ΠΔ 180/1979, που θεσπίστηκαν κατ' ειδική εξουσιοδότηση από το άρθρο 167 του β. δ/τος της 31.12.1957/20.1.1958 και μέσα στα όρια αυτής. Έτσι, δέχθηκε το Εφετείο, ότι εργάστηκαν υπό καθεστώς απλής σχέσης εργασίας, οπότε και απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, αναφορικά με την αξίωση μισθών υπερημερίας από την άκυρη απόλυσή τους μέχρι τη συμφωνημένη λήξη των συμβάσεων εργασίας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ΒΔ της 31.12.1957/ 20.1.1958 (άρθρο 167) και του ΠΔ 180/1979 (άρθρο 4) και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το βάσιμο από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ πρώτο λόγο της αναιρέσεως, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια Περαιτέρω, εφόσον δεν υπάρχει περίπτωση να επιληφθεί το τμήμα που παρέπεμψε, αφού αυτό αποφάνθηκε ήδη επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8507/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εξακόσια (2.600) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταστήματα πώλησης οινοπνευματωδών ποτών και κέντρων διασκέδασης - Αν για την λήψη προσωπικού χρειάζεται άδεια της αστυνομικής Αρχής.
null
null
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 9/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κοντοθανάση, περί αναιρέσεως της 2680/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ............ Το Τριμελές Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 145/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, από τη διάταξη του άρθ. 46 παρ. 1α του Π.Κ. προκύπτει ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.λ.π., β) η διάπραξη από τον άλλον της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Εξάλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτή ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφασή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 2680/2006 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσ/νίκης, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Όπως ήδη λέχθηκε, με την υπ’ αριθμ. ...... Απόφαση του Νομάρχη Σερρών, συγκροτήθηκε η Τριμελής Επιτροπή Ελέγχου Μεταποίησης βιομηχανικής τομάτας. Εργο της επιτροπής αυτής ήταν η άσκηση των ελέγχων και ειδικότερα η επαλήθευση με τακτικούς και αιφνιδιαστικούς ελέγχους των ποσοτήτων της πρώτης ύλης που παραλάμβαναν οι βιομηχανίες τομάτας και των ποσοτήτων των προϊόντων που παρήγαγαν, που περιγράφονται στην 301913/13.2.1998 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας και στην 351665/20.4.2000 όμοια. Μέλη της επιτροπής ορίστηκαν ο δεύτερος κατηγορούμενος, X2, ως πρόεδρος αυτής, ο Γ1 και η Γ2. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο έως το Δεκέμβριο του 2000 με πρόθεση παρέβη τα καθήκοντα του ως πρόεδρος της ως άνω επιτροπής με σκοπό να προσπορίσει στον τρίτο και τέταρτο των κατηγορουμένων παράνομο όφελος. Ειδικότερα, δεν μερίμνησε για τη διεξαγωγή ελέγχων (αιφνιδιαστικών) στις μεταποιητικές βιομηχανίες, αλλά έδωσε, εντολή να διενεργούνται έλεγχοι μεμονωμένα από τα ως άνω μέλη της επιτροπής, χωρίς να συμμετέχει ο ίδιος (ο δεύτερος κατηγορούμενος) για να μην διασφαλίζεται η νόμιμη σύνθεση της Επιτροπής, αφού για να είναι σε απαρτία απαιτείται η παρουσία και των τριών μελών αυτής. Επίσης, ενώ είναι υποχρεωμένος να συντάσσει Πρακτικό Ελέγχου για κάθε έλεγχο που διενεργούσαν και να αναφέρεται κάθε παρατυπία και ατασθαλία που υποπίπτει στην αντίληψη τους, τούτο δεν έγινε. Ειδικότερα, στις 21.8.2000, ο Γ1 και η Γ2 αποφάσισαν να ελέγξουν τη βιομηχανία ..........(του τρίτου κατηγορουμένου) διότι είχαν διαπιστώσει ότι δεν είχε μεγάλη προσέλευση τομάτας, ενώ από τα εβδομαδιαία δελτία παραγωγής της που προσκόμιζαν στην υπηρεσία η παραγωγή φαινόταν πολύ μεγάλη. Κατά τον έλεγχο διαπίστωσαν έλλειψη 3.500 βαρελιών με παραγόμενα προϊόντα και προς τούτο ζήτησαν τη διενέργεια ελέγχου από την Τριμελή Επιτροπή Μεταποίησης για να διαπιστωθεί το έλλειμμα της ποσότητας των προϊόντων που η βιομηχανία δήλωνε ότι παρήγαγε. Ο δεύτερος κατηγορούμενος όμως αρνήθηκε να γίνει ο έλεγχος αυτός, με σκοπό να προσπορίσει στην ως άνω βιομηχανία παράνομο όφελος που έγκειται στη λήψη από αυτήν χρηματικής ενίσχυσης από την ΕΟΚ που δεν δικαιούνταν. Τον Δεκέμβριο του 2000, η επιτροπή μετέβη πάλι στη βιομηχανία ...... για έλεγχο. Στην αποθήκη της βιομηχανίας διαπίστωσαν ότι υπήρχαν ανακατεμένα άλλα βαρέλια με νερό, άλλα με πολτό, ενώ άλλα ήταν κενά με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο έλεγχος. Ο δεύτερος κατηγορούμενος έδωσε τότε εντολή να σταματήσει ο έλεγχος και να αποχωρήσουν, ενώ τα άλλα δύο μέλη της επιτροπής επέμεναν να τακτοποιηθούν τα προϊόντα από τη βιομηχανία και να γίνει η καταμέτρηση, όπως όφειλαν. Τελικά έλεγχος δεν έγινε στη βιομηχανία αλλά τα πρακτικά της απογραφής υπογράφηκαν από τα υπόλοιπα δύο μέλη, της επιτροπής μετά από ψυχολογική βία που ασκήθηκε σε βάρος τους από τον δεύτερο κατηγορούμενο ο οποίος ήταν διευθυντής τους. Επίσης, όλα τα παραπάνω ήτοι η διαφωνία των μελών της επιτροπής στην απόφαση του δεύτερου κατηγορουμένου να μην ολοκληρωθεί ο έλεγχος δεν αποτυπώθηκε στο πρακτικό ελέγχου το οποίο είχε καθήκον ο δεύτερος κατηγορούμενος να συντάξει. Η παράλειψη δε αυτή έγινε με σκοπός να προσπορίσει στην ως άνω βιομηχανία παράνομο όφελος που έγκειται στη λήψη χρηματικής ενίσχυσης από την ΕΟΚ που δεν δικαιούνταν. Περαιτέρω, τον Νοέμβριο του 2000, η επιτροπή επισκέφθηκε τη βιομηχανία "......", όπου το μέλος της επιτροπής Γ1 διαπίστωσε ότι υπήρχαν άδεια βαρέλια και σε κάποια σημεία, καμουφλαρισμένες παλέτες ώστε να μοιάζουν με βαρέλια και, ενώ τα δύο μέλη της επιτροπής (Γ1 και Γ2) επέμεναν να συνεχιστεί ο έλεγχος, ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφενός δεν συνέταξε πρακτικό ελέγχου, στο οποίο να αναφέρεται ο αριθμός των άδειων βαρελιών και η διαφωνία των μελών για τη συνέχιση του ελέγχου, αφετέρου, επέμενε να μην ολοκληρωθεί ο έλεγχος. Η επιμονή του να μην ολοκληρωθεί ο έλεγχος και άρα η παράβαση του καθήκοντος του για διεξαγωγή ελέγχων είχε ως σκοπό να ωφελήσει την ως άνω βιομηχανία, καθόσον έτσι η τελευταία θα λάμβανε χρηματική ενίσχυση από την ΕΟΚ για ποσότητες προϊόντων που στην πραγματικότητα δεν είχε. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο δεύτερος κατηγορούμενος για την παράβαση καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος, ως Διευθυντής της Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ν. Σερρών, δεν είναι μέλος της επιτροπής και ούτε ανάγεται στα καθήκοντά του η λειτουργία της. Παρόλα αυτά, αποδείχθηκε ότι με πρόθεση προκάλεσε στον πρόεδρο της επιτροπής, X2 (δεύτερο κατηγορούμενο) την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και ειδικότερα την πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, όπως αυτή διατυπώθηκε ανωτέρω. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος στην προσπάθειά του να παρεμποδίσει τη διενέργεια πραγματικών ελέγχων στις βιομηχανίες, με σκοπό να προσπορίσει στις ως άνω βιομηχανίες παράνομο περιουσιακό όφελος με τις χρηματικές ενισχύσεις της ΕΟΚ για ανύπαρκτες ποσότητες προϊόντων, έπεισε τον πρόεδρο της επιτροπής να ενεργεί όσα προαναφέρθηκαν. Επομένως, πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ηθικής αυτουργίας στον δεύτερο κατηγορούμενο της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση, όπως αυτή αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του συνηγόρου του, ότι επί του κατηγορητηρίου στην σελίδα 5 υπό στοιχείο α η περιγραφή της πράξης είναι όμοια με την αναφερόμενη στην επόμενη σελίδα υπό στοιχείο 3, καθόσον αφορά, διαφορετικές παραβάσεις σε κάθε περίπτωση, ήτοι στην πρώτη την παράλειψη σύνταξης πρακτικού ελέγχου και στη δεύτερη την παρεμπόδιση του ελέγχου από τον δεύτερο κατηγορούμενο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος, ως ιδιοκτήτης των βιομηχανιών "....... ΑΕΒΕ" και "....... ΕΠΕ" και ο τέταρτος κατηγορούμενος, ως ιδιοκτήτης και διευθυντής της βιομηχανίας ".......", με πρόθεση προκάλεσαν αφενός στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να πείσει τον δεύτερο κατηγορούμενο, X2, πρόεδρο της τριμελούς επιτροπής μεταποίησης την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση που διέπραξε, όπως αναφέρεται ανωτέρω, αφετέρου, στον δεύτερο κατηγορούμενο, την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση που διέπραξε, όπως αυτή διατυπώθηκε ανωτέρω. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ο τρίτος και τέταρτος των κατηγορουμένων για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην ηθική αυτουργία του πρώτου κατηγορουμένου στην παράβαση καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας του δευτέρου κατηγορουμένου στην παράβαση καθήκοντος κατ’ εξακολούθηση". Και στη συνέχεια επέβαλε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών στον αναιρεσείοντα (4ο κατηγορούμενο της απόφασης), την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, σε σχέση με τον πιο πάνω αναιρεσείοντα, δεν διέλαβε στην απόφασή του την, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα ο τρόπος και τα μέσα (λ.χ. προτροπή, πειθώ, φορτικότητα κ.λ.π.), με τα οποία ο αναιρεσείων αυτός προκάλεσε, στο μεν πρώτο συγκατηγορούμενό του την απόφαση να πείσει το δεύτερο συγκατηγορούμενο να τελέσει την άδικη πράξη της παράβασης καθήκοντος, στο δε δεύτερο συγκατηγορούμενο, φυσικό αυτουργό, την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της παράβασης καθήκοντος, με τη μη διεξαγωγή ελέγχων στις μεταποιητικές βιομηχανίες, μια εκ των οποίων ανήκει στον αναιρεσείοντα. Μόνη η αναφορά ότι οι συγκατηγορούμενοι του αναιρεσείοντος ενήργησαν έπειτα από παρέμβαση του τελευταίου, χωρίς συγχρόνως να εξειδικεύεται με επίκληση κάποιου περιστατικού, σε τι συνίσταται αυτή, ούτε να προσδιορίζεται ο βαθμός της επίδρασης του αναιρεσείοντα προς τους δύο, ως άνω, συγκατηγορουμένους του ή της εξάρτησης των τελευταίων από αυτόν, δεν θεμελιώνει από μόνη της τρόπο πρόκλησης της απόφασης προς διάπραξη της επίμαχης αξιόποινης πράξης. Επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. μοναδικού λόγου αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα X1 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2680/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης εν μέρει και, συγκεκριμένα, ως προς τον αναιρεσείοντα X1. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το εν λόγω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Έλλειψη αιτιολογίας. Δεκτή αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Παράβαση καθήκοντος.
0
Αριθμός 9/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή- Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καλούσας: Χ1, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μικρό. Της αναιρεσιβλήτου - καθής η κλήση: Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία "ΚΛΙΜΑΤΑΙΡ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟΥ - ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ - ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ -ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ", που εδρεύει στο Ελληνικό Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Νικολάου Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20.03.2003 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 327/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 8384/2004 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 20.03.2005 αίτησή της . Στη συνέχεια, εκδόθηκε η 1467/2007 απόφαση του Β1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού τους αναφερόμενους στο σκεπτικό λόγους της από 20.03.2005 αιτήσεως για αναίρεση της 8384/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 16.07.2007 κλήση της αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν ο μεν της αναιρεσείουσας- καλούσας την παραδοχή των παραπεμφθέντων λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθούν οι παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού λόγοι αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους προαναφερόμενους πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την κρινόμενη 421/7-4-2005 αίτηση αναιρέσεως ο πρώτος λόγος της οποίας παραπέμφθηκε με την 1467/2007 απόφαση του Β' Τμήματος του Αρείου Πάγου στην Τακτική αυτού Ολομέλεια, προσβάλλεται η 8384/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, με την 50433/160/1-4-2003 αγωγή εφέρετο προς διάγνωση, πλην άλλων, αξίωση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας δικηγόρου από οφειλόμενη αμοιβή της από την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη για την υποβολή κατ' εντολή της τελευταίας της από 17-12-2002 και ενώπιον του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, στο Παρίσι, απευθυνομένης αιτήσεως περί διαιτητικής επιλύσεως της διαφοράς μεταξύ αυτής και της εταιρείας ".........". Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά μερική παραδοχή της, η 327/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από τις 113/2004 και 2160/2004 εφέσεις των κατά την πρωτοβάθμια δίκη διαδίκων, η 8384/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία η εν λόγω αξίωση της ενάγουσας αξιολογήθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι η συμμετοχή της τελευταίας περιορίσθηκε στην υπογραφή της στην αίτηση διαιτησίας, υπογραφόμενη παράλληλα από τους δικηγόρους Γεώργιο Τριανταφυλλάκη και Ιωάννη Λιναρίτη, από τους οποίους και μόνο διατυπώθηκε και συντάχθηκε, μη δικαιουμένη εντεύθεν την διωκόμενη δικηγορική αμοιβή της. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε η ηττηθείσα εκκαλούσα κατά το κεφάλαιο τούτο με την ερευνώμενη αίτηση αναιρέσεως, αποδίδουσα δι' αυτής, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ευθεία (1ος λόγος αναιρέσεως) και εκ πλαγίου (2ος λόγος αναιρέσεως) παραβίαση του άρθρου 173 του ν.δ. 3026/1954 (Κώδικας Περί Δικηγόρων). Επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε κατά πλειοψηφία, με διαφορά μίας ψήφου, η 1467/2007 απόφαση του Β' Τμήματος του Αρείου Πάγου, ακολουθώντας την αντιμαχομένη περί τούτου νομολογία (ΑΠ 1162, 1166/2001 και 595/2002, αντίστοιχα), με την οποία οι λόγοι αναιρέσεως αξιολογήθηκαν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι, σε συνέπεια με τη νομική παραδοχή της γνώμης που πλειοψήφισε ότι κατά τους ορισμούς και την έννοια των 100, 123 και 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται αμοιβή και ειδικότερα διατύπωση από το δικηγόρο του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Αντίθετα κατά την μειοψηφούσα γνώμη η μη κατάρτιση (σύνταξη) από το δικηγόρο που υπογράφει κάποιο δικόγραφο δεν επιδρά επί της αξιώσεώς του προς απόληψη της από τα άρθρα 100 επ. του Κώδικα Περί Δικηγόρων προβλεπομένης ελαχίστης δικηγορικής αμοιβής, την οποία αυτός δια μόνης της υπογραφής της αιτήσεως διαιτησίας, ως διαδικαστικού εγγράφου, δικαιούται, έστω και αν το περιεχόμενό της συντάχθηκε (διατυπώθηκε) από άλλον δικηγόρο, καταλήγουσα ότι το δικαστήριο της ουσίας με τις απορριπτικές επί της αξιώσεως αυτής της αναιρεσείουσας αιτιολογίες του παραβίασε ευθέως το άρθρο 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων, αξιολογώντας ως βάσιμο τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, χωρίς παράλληλα να στοιχειοθετείται εκ πλαγίου παραβίαση της αυτής διατάξεως, κατά τον ελεγχόμενο ως αβάσιμο δεύτερο λόγο αναιρέσεως. Λόγω της λήψεως της αποφάσεως αναφορικά με την βασιμότητα του πρώτου λόγου αναιρέσεως με πλειοψηφία μίας ψήφου, παραπέμφθηκε κατά τούτο η υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την εν λόγω απόφαση, ανταποκρινόμενη στην απορρέουσα από το άρθρο 563 § 2 εδ. β ΚΠολΔ δικονομική της υποχρέωση, και με την έννοια αυτή ερευνάται στη συνέχεια. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 123 § 1 του Κώδικα Περί Δικηγόρων, για τη σύνταξη της αιτήσεως περί διαιτησίας το ελάχιστο όριο της αμοιβής κανονίζεται κατά το άρθρο 100 του ιδίου Κώδικα με βάση το ποσό του αντικειμένου της διαφοράς, κατά δε το άρθρο 100 § 1 το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής. Κατά τους ορισμούς και την έννοια των εν λόγω διατάξεων, στις οποίες γίνεται λόγος "για τη σύνταξη", το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωσή του και ειδικότερα διατύπωση από το δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Η νομική αυτή παραδοχή δεν αναιρείται από το άρθρο 173 του ιδίου Κώδικα, κατά τους ορισμούς του οποίου "Η υπογραφή εγγράφου παρά δικηγόρου χορηγεί αυτώ το δικαίωμα της κατά τον παρόντα νόμον πλήρους δια την σύνταξιν του εγγράφου αμοιβή". Με το άρθρο αυτό ορίζεται ως επιπρόσθετη προϋπόθεση για να δικαιούται ο δικηγόρος της απόληψη της προβλεπομένης αμοιβής η υπογραφή του δικογράφου της αγωγής, το περιεχόμενο της οποίας εκείνος έχει διατυπώσει, με την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή της. Μόνο η σύνταξη του κειμένου αυτής ή η υπογραφή της δεν αρκεί. Με τη ρύθμιση αυτή γίνεται αντιδιαστολή προς εκείνη των προηγουμένων άρθρων 160 και 161, με τα οποία προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη εκθέσεως για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου (άρθρο 160) ή ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (άρθρο 161) χωρίς να απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και η υπογραφή του δικηγόρου για τη λήψη της αμοιβής του. Προς την ακολουθούμενη ερμηνεία του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων συμπορεύεται και το άρθρο 51 §§ 1,3 του ιδίου Κώδικα, με το οποίο τιμωρείται πειθαρχικώς τουλάχιστον με πρόστιμο ο δικηγόρος που υπογράφει γνωμοδοτήσεις, δικόγραφα ή άλλα έγγραφα, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί από εκείνον ή για τα οποία δεν διασκέφθηκε με τον συντάκτη τους. Η απόληψη αμοιβής για πειθαρχικώς ελεγχόμενη δικαστική ενέργεια δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση και δεν δικαιολογείται. Κατά τις ενδιαφέρουσες τον ερευνώμενο λόγο αναιρέσεως ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως. "Αρχές Ιουνίου 2002 καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με την οποία η αναιρεσείουσα, Δικηγόρος Αθηνών, ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στην αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία τις νομικές της υπηρεσίες με μηνιαία πάγια αντιμισθία, που καθορίσθηκε, σύμφωνα με την από ....... επιστολή της αναιρεσίβλητης προς την αναιρεσείουσα, σε 1750 ευρώ για τη διεκπεραίωση των τρεχουσών νομικών της υποθέσεων για την άσκηση των οποίων θα απασχολείται τριάντα ώρες μηνιαίως, για δε την περίπτωση αναθέσεως διεκπεραιώσεως ειδικών νομικών υποθέσεων πέραν του ανωτέρω χρόνου συμφωνήθηκε, πέραν της αντιμισθίας, αμοιβή ίση με τις επιπλέον ώρες απασχόλησης της αναιρεσείουσας πολλαπλασιαζόμενες με το ποσό των 60 ευρώ ανά ώρα. Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής η αναιρεσείουσα προσέφερε από 1-6-2002 και εξής τις δικηγορικές της υπηρεσίες στην αναιρεσίβλητη αμειβόμενη κατά τα προεκτεθέντα. Στη σύμβαση αυτή συμβλήθηκε η αναιρεσίβλητη εταιρία δια του νομίμου εκπροσώπου της Γ1. Το Σεπτέμβριο του 2004 η αναιρεσίβλητη εταιρία, δια του ιδίου νομίμου εκπροσώπου της, έδωσε εντολή στην αναιρεσείουσα να ασκήσει αγωγή διεκδικήσεως αποζημίωσής της κατά των κατωτέρω συνεργατών της, που δραστηριοποιούνταν στη Θεσσαλονίκη, Κρήτη και Αθήνα, και φέρονταν να διαπράττουν σε βάρος της πράξεις αθεμίτου ανταγωνισμού, προξενώντας της έτσι θετική και αποθετική ζημιά. Πιο συγκεκριμένα, η αναιρεσίβλητη ετύγχανε αποκλειστική εισαγωγέας και διανομέας στην Ελλάδα όλων των προϊόντων κλιματισμού και θέρμανσης της αλλοδαπής εταιρίας "......", που εδρεύει στην Οστάνδη του Βελγίου, με δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα σήματά της, να διαφημίζει τα προϊόντα της, να τα υποστηρίζει τεχνικά και να εγγυάται την καλή λειτουργία αυτών. Στο πλαίσιο αυτό των αποκλειστικών δικαιωμάτων η αναιρεσίβλητη εταιρία δημιούργησε στην Ελλάδα ένα δίκτυο εξουσιοδοτημένων συνεργατών της, οι οποίοι διέθεταν στον τόπο της εμπορικής τους δραστηριοποίησης τα προϊόντα της αλλοδαπής εταιρίας που προμηθεύονταν από την αναιρεσίβλητη. Η τελευταία, λοιπόν, διαπίστωσε πως οι συνεργάτες της, ήτοι οι εταιρίες "ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΕΝΙΚΑΚΗΣ ΑΕ", που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης, "....... ΕΠΕ", που εδρεύει στη ......, και "ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΨΑΡΡΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων και με σκοπό τον αθέμιτο ανταγωνισμό, προμηθεύονταν τα προϊόντα αυτά απευθείας από την αλλοδαπή εταιρία. Σε εκτέλεση της πιο πάνω εντολής της αναιρεσίβλητης, η αναιρεσείουσα συνέταξε και κατέθεσε την 1-11-2002 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 30-10-2002 αγωγή της αναιρεσίβλητης εταιρίας κατά των πιο πάνω εταιριών και των α) Ιωάννη Ξενικάκη, ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ανώνυμης εταιρίας, β) Β1, ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης και γ) Ευαγγέλου Ψαρρά, ατομικά και ως νομίμου εκπροσώπου της τρίτης ανώνυμης εταιρίας, με αίτημα να παύσουν τις αναγραφόμενες πράξεις αθεμίτου ανταγωνισμού και να υποχρεωθούν να καταβάλουν στην αναιρεσίβλητη (εκεί ενάγουσα), αλληλεγγύως και εις ολόκληρο έκαστος, το συνολικό ποσό των 7.588.208,04 ευρώ, εντόκως, σε αποκατάσταση της ζημίας που της προξένησαν με την περιγραφόμενη παράνομη συμπεριφορά τους. Για την δικαστική αυτή εργασίας (σύνταξη της προαναφερομένης αγωγής), όπως και για εκείνη της πιο κάτω υπόθεσης διαιτησίας, οι διάδικοι αποδέσμευσαν τον καθορισμό της αμοιβής της αναιρεσείουσας από την αρχική συμφωνία τους για πάγια αντιμισθία και χρονοχρέωση, χωρίς όμως και να καθορίσουν το ύψος αυτής. Προς τούτο συντάχθηκε από την αναιρεσίβλητη η από .... επιστολή της προς την αναιρεσείουσα υπογεγραμμένη από τον ανωτέρω νόμιμο εκπρόσωπό της Γ1, κάτω από την εταιρική της επωνυμία, καθώς και από το Γενικό Διευθυντή της ......., που έχει ως περιεχόμενο τα εξής: "......ΘΕΜΑ: ΕΙΔΙΚΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ. Κυρία Χ1, σε συνέχεια της μέχρι σήμερα συνεργασίας μας, σας γνωρίζουμε ότι για την εκ μέρους σας διεκπεραίωση της υπόθεσης της τακτικής αγωγής της εταιρίας μας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και τα αντίστοιχα ασφαλιστικά μέτρα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και των: α) ΥΔΡΟΘΕΡΜ ΑΕ, β) Ιωάννη Ξενικάκη, γ) ...... ΕΠΕ, δ) Β1, ε) ΚΛΙΜΑΡΤ ΑΕ και στ) Ευαγγέλου Ψαρρά, τα δικόγραφα των οποίων ήδη κατ' εντολή μας συντάξατε και καταθέσατε αρμοδίως, καθώς και της υπόθεσης της διαιτησίας μεταξύ της εταιρίας μας και της ......., η αμοιβή σας δεν θα υπολογιστεί με βάση την ανά ώρα απασχόλησή σας, αλλά με νεώτερη μεταξύ μας συμφωνία, η οποία θα καθοριστεί εντός των προσεχών ημερών, παρακαλούμεν, όπως συνεχίσετε μέχρι τότε την υπεράσπιση των παραπάνω δικογράφων". Τέτοια ειδική συμφωνία για το ύψος της αμοιβής δεν επακολούθησε, και συνεπώς η αμοιβή της αναιρεσείουσας, που οφείλει να της καταβάλει η αναιρεσίβλητη για τη σύνταξη της πιο πάνω αγωγής, πρέπει να οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 98 παρ. 1 του "κώδικα περί δικηγόρων", σε ποσοστό 2% επί της αξίας του απαιτουμένου με την άνω αγωγή χρηματικού ποσού των 7.558.208,04 ευρώ, που ανέρχεται σε 151.164.16 ευρώ. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν εκτέλεσε τελικά την προαναφερόμενη εντολή της αναιρεσίβλητης να συντάξει την από 17-12-2002 αίτησή της περί διαιτητικής επίλυσης διαφοράς, που είχε προκύψει μεταξύ αυτής και της εταιρίας "......", ενώπιον του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, και με την οποία η αναιρεσίβλητη ζητούσε από την αλλοδαπή εταιρία να της καταβάλει το ποσό των 80.222.899 ευρώ. Ως εκ τούτου η αναιρεσείουσα δεν δικαιούται εν προκειμένω την αιτουμένη με την κρινομένη αγωγή ελαχίστη αμοιβή του 2% επί της αντικειμένου της αίτησης αυτής για διαιτησία. Πιο συγκεκριμένα, το περιεχόμενο της αίτησης αυτής λόγω του αντικειμένου της που απαιτούσε εξειδικευμένες γνώσεις επί εμπορικών θεμάτων, κατόπιν εντολής της αναιρεσίβλητης διατυπώθηκε και υπογράφτηκε από τους δικηγόρους Γεώργιο Τριανταφυλλάκη, επίκουρο καθηγητή του Εμπορικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης, και Ιωάννη Λιναρίτη, με μεταπτυχιακές σπουδές στο οικονομικό δίκαιο, ο οποίος και ορίστηκε με την αίτηση πληρεξούσιος δικηγόρος και αντίκλητος της αναιρεσίβλητης. Η αίτηση κατατέθηκε στην αγγλική γλώσσα στην έδρα του Επιμελητηρίου στο Παρίσι την 18-12-2002, και στις 14-9-2003 κατατέθηκαν σχετικές προτάσεις στην αγγλική, που συντάχθηκαν και υπογράφτηκαν από τους ανωτέρω δύο δικηγόρους, που έχουν κοινό γραφείο στην Αθήνα. Η μόνη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην ενέργεια αυτή ήταν η εκ μέρους της παροχή στους άνω δικηγόρους πληροφοριών σχετικών με την υπόθεση διαιτησίας, που κατείχε ως δικηγόρος της αναιρεσίβλητης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός του διαφορετικού περιεχομένου της αίτησης διαιτησίας και της πιο πάνω συνταχθείσας από την αναιρεσείουσα αγωγής σε σχέση με το κρίσιμο θέμα της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της αλλοδαπής εταιρίας και των συνεργατών της αναιρεσίβλητης απέναντι της τελευταίας, αφού στην μεν αγωγή αναγράφεται ότι οι τότε εναγόμενοι προσέγγισαν την αλλοδαπή εταιρία και άρχισαν να προμηθεύονται απ' αυτήν τα προϊόντα της, στη δε αίτηση διαιτησίας, αντίθετα, ότι η αλλοδαπή εταιρία προσεταιρίστηκε το δίκτυο της αναιρεσίβλητης για να συνεργαστεί απευθείας με τα μέλη του. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα για την πιο πάνω συνδρομή της στην αίτηση διαιτησίας εισέπραξε την ημέρα της σύνταξής της ως αμοιβή το ποσό των 5.000 ευρώ (βλ. το υπ' αριθμό 32253/17-12-2002 ένταλμα πληρωμής με αναγραφομένη αιτία καταβολής του ποσού αυτού την "ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ"). Για την καταβολή αυτή, που η αναιρεσίβλητη δεν δίνει κάποια εξήγηση, ο δε πρώτος μάρτυρας (πατέρας της) καταθέτει πως το ποσό των 5.000 ευρώ καταβλήθηκε στο γραφείο του Τριανταφυλλάκη, κάτι που διαψεύδεται από το ένταλμα πληρωμής σε συνδυασμό με το συνοδεύον αυτό αποδεικτικό κατάθεσης του ποσού στο λογαριασμό της αναιρεσείουσας. Αλλά και η υπογραφή της αναιρεσείουσας στην αίτηση διαιτησίας, ανάμεσα στις υπογραφές των δύο προαναφερομένων δικηγόρων, δεν αναιρεί τα πιο πάνω, αφού, για να δικαιούται η ενάγουσα την προβλεπομένη από τον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβή του άρθρου 100 στην αίτηση διαιτησίας, θα έπρεπε να είχε διατυπώσει το περιεχόμενο του διαδικαστικού αυτού εγγράφου, γεγονός που εν προκειμένω δεν συνέβη". Με τις αιτιολογίες της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων, αξιολόγησε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την αξίωση της ενάγουσας ποσού 1.600.000 ευρώ για οφειλόμενη κατά τους αγωγικούς της ισχυρισμούς δικηγορική της αμοιβή από τη σύνταξη της αιτήσεως περί διαιτησίας και απέρριψε τον υποστηρίζοντα τα αντίθετα λόγο εφέσεως, με άμεση δικονομική συνέπεια ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια, να ελέγχεται ως αβάσιμος. Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως. Τέλος εκτιμάται ότι τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που παρουσιάζει η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων, που εφάρμοσε η προσβαλλόμενη απόφαση (ΚΠολΔ 183, 173), παραδοχή η οποία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι περί της εννοίας της εν λόγω διατάξεως εκδόθηκαν οι παραπάνω σημειούμενες αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 421/7-4-2005 αίτηση για αναίρεση της 8384/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αμοιβή δικηγόρου, κατ' άρθρο 173 του Κώδικα περί Δικηγόρων.
null
null
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 10/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χανιώτη, περί αναιρέσεως της 765/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 346/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το αρ. 365 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, επέρχεται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον εισαγγελέα, τον πολιτικώς ενάγοντα και τον κατηγορούμενο, δεν αναγνωσθεί ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Εξάλλου, η λήψη υπόψη από το ουσιαστικό δικαστήριο αναγνωσθείσας κατάθεσης μάρτυρα κατηγορίας, που έχει ληφθεί στην προδικασία, παραβιάζει δικαίωμα, το οποίο προβλέπεται από το αρ. 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, κατά το αρ. 28 παρ.1 του Συντ., υπερνομοθετική ισχύ, σε κάθε κατηγορούμενο να μπορεί να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες κατηγορίας, οπότε δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που συνιστά τον κατ' αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν η ανάγνωση της ανωτέρω κατάθεσης έγινε, παρά την αντίρρηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνώσθηκε, με εντολή της Προέδρου, εκτός των άλλων εγγράφων και η από 5.10.01 ένορκη εξέταση της ψ1, χωρίς ο κατηγορούμενος ή οι παριστάμενοι συνήγοροί του να προβάλουν κάποια αντίρρηση, αναφορικά με την ανάγνωση της ως άνω κατάθεσης. Εφόσον, λοιπόν, δεν υποβλήθηκε αντίρρηση, δεν δημιουργήθηκε η επικαλούμενη απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, και, ως εκ τούτου, δεν παραβιάσθηκε και το από το αρ. 6 παρ. 3 στοιχ. Δ της ΕΣΔΑ πηγάζον δικαίωμα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στην παραπάνω μάρτυρα κατηγορίας και να ελέγξει, συνακόλουθα, και την αξιοπιστία της. Η περαιτέρω αιτίαση του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, ότι, και η απόλυτη ακυρότητα επήλθε, και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ παραβιάσθηκε, μόνο από το γεγονός ότι, το Δικαστήριο της ουσίας δεν ήλεγξε προηγουμένως αν η εμφάνιση της ως άνω μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 365 του Κ.Π.Δ., ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η διαπίστωση αυτή, έπεται της υποβολής σχετικού αιτήματος για ανάγνωση της ένορκης κατάθεσης και κάτι τέτοιο δεν συνέβη εν προκειμένω. Επομένως, ο σχετικός, περί του αντιθέτου, λόγος αναίρεσης, εκ των ως άνω διατάξεων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ' Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 765/07 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται και με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και διατακτικού, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη επί 3ετία, για κλοπή, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. Κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος εισήλθε εντός της οικίας της εγκαλούσας ψ1 που βρίσκεται στην οδό .......... και αφαίρεσε την τσάντα της που περιείχε το χρηματικό ποσό των 120.000 δραχμών περίπου, ένα βιβλιάριο καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας, μία εθνοκάρτα, το Δελτίο αστυνομικής ταυτότητάς της, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα. Στην κρίση αυτή άγεται το Δικαστήριο από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων (μάρτυς κατηγορίας), αναγνωσθέντα έγγραφα και ειδικότερα από 5-10-2001 ένορκη εξέταση της παθούσας ψ1 και την ένορκη κατάθεσή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κ.λ.π.). Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΔΠ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1α ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Δεν δημιουργείται ασάφεια από το γεγονός ότι στο σκεπτικό, αντίθετα με το διατακτικό, δεν έγινε αναφορά ότι αφαιρέθηκαν από τον αναιρεσείοντα, εκτός των άλλων αναφερομένων και το υπ' αρ. ....... διαβατήριο της παθούσας, όπως και διάφορα άλλα έγγραφα, αφού αυτό έγινε πρόδηλα από παραδρομή και μόνο, πέρα από το γεγονός ότι, το διατακτικό, στο οποίο γίνεται πλήρης αναφορά όλων των κινητών πραγμάτων που αφαίρεσε ο αναιρεσείων, συμπληρώνει το σκεπτικό. Δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδικότερη εξειδίκευση του δόλου, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτήν. Τέλος, δεν ήταν αναγκαίο να αναφερθεί ο ειδικότερος τρόπος εισόδου του αναιρεσείοντος εντός της οικίας της παθούσας, αφού, η είσοδος που έγινε δεκτή, συνδυαζόμενη με τις περαιτέρω διαπιστωθείσες ενέργειές του (αφαίρεση των αναφερομένων κινητών πραγμάτων της παθούσας, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής τους) ανεξάρτητα από τον τρόπο που έγινε, ήταν αρκετή για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της κλοπής, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι, περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ., δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης και, μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η ένδικη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 765/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κλοπή. Λόγοι αναιρέσεως για: 1) απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Κ.Π.Δ., 2) έλλειψη αιτιολογίας και 3) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κλοπή.
0
Αριθμός 10/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Δαλιάνη - Εισηγητή, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ζήση Βασιλόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Ιωάννη Παπουτσή, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος πάρεδρος του Ν.Σ.Κ. Κωνσταντίνος Γεωργιάδης Της αναιρεσιβλήτου - καλούσας: ......., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Καμπουρόπουλος με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20.09.2003 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 198/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 9892/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 28.03.2006 αίτησή του και τους από 16.11.2006 με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετους λόγους. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 787/2007 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού τον τρίτο λόγο της από 28.03.2006 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 9892/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 10.06.2007 κλήση της αναιρεσιβλήτου η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος ανέπτυξε προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του και ζήτησε την παραδοχή του παραπεμφθέντος τρίτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. τρίτος του κυρίου δικογράφου λόγος αναιρέσεως, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον προαναφερόμενο πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος αναφέρθηκε σε όσα προηγουμένως είχε αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 10-6-2007 κλήση της αναιρεσίβλητης εισάγεται προς εκδίκαση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ απορρέων τρίτος λόγος της από 28-3-2006 αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου (αναιρεσείοντος), περί αναιρέσεως της 9892/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ο οποίος (λόγος), με την 787/2007 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια αυτή, διότι εκρίθη ότι δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, ως προς το αν, σε περίπτωση περιορισμού της ασκηθείσας κατά του Δημοσίου καταψηφιστικής αγωγής στο αναγνωριστικό της αίτημα, οφείλονται ή όχι τόκοι υπερημερίας. Το άρθρο 21 του δ/τος της 26-6/10-7-1944 περί του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου ορίζει ότι "ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκoς πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως... Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ προκύπτει ότι, επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως "αγωγή" νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίσθηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 ΑΚ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 ΑΚ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση αγωγής. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η από 20-9-2003 αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά το Ελληνικού Δημοσίου περί επιδικάσεως στην πρώτη αποδοχών υπερημερίας, όπως το αίτημά της περιορίσθηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, έγινε εν μέρει δεκτή από το Εφετείο, το οποίο ανεγνώρισε ότι το αναιρεσείον Δημόσιο οφείλει στην αναιρεσίβλητη ως μισθούς υπερημερίας το συνολικό ποσό των 34.235,36 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μνημονεύει δε σχετικώς το άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου. Με την κρίση του αυτή, ως προς την αναγνώριση οφειλής τόκων, το Εφετείο παρεβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα (δ/μα 26-6/10-7-1944). Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια τρίτος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, καταλογίζεται στο εφετείο η ανωτέρω πλημμέλεια, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει, ως προς εκτεθέν μέρος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, ενόψει της από το Τμήμα αποδοχής ενός ακόμη αναιρετικού λόγου και της απορρίψεως των λοιπών, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο εφετείο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Λόγω της μερικής νίκης και ήττας αμφοτέρων των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα είναι συμψηφιστέα κατά το άρθρο 22 του ν. 3693/1957. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 9892/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος. Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο με άλλη σύνθεση. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί των οφειλών του Δημοσίου.
null
null
0