text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 2139/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2 περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 1845/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορουμένους τους 1. ..... και 2. Χ3. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 Δεκεμβρίου 2006, δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 92/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 158/17.04.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' άρθρ. 485 & 1 ΚΠΔ τις 177 και 178/22-12-2006 με αριθμ. 20/2006 αιτήσεις αναίρεσης των Χ1 και Χ2 του με αριθμ. 1845/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Αθηνών, με το οποίο απορρίπτονται κατ ουσία οι με αριθμ. 576/2005 και 567/2005 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 3276/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστούν για α) διευκόλυνση ακολασίας ανηλίκων κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία β) της πορνογραφίας ανηλίκων κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία την κουφότητα, και την απειρία των ανηλίκων γ) της απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ δ) της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού κατά συρροή και μη, ε) της παράβασης των άρθρων 1, 2 εδ. α ,β ,γ ,δ ,θ, ι ,ια, 7, 22 & 4, 6, του Ν 24721997 στ) Παράβ. άρθρων 29, 30 του Ν.5060/1931 και της παράβ. του άρθρου 66 & 1,2 Ν.2121/1993, και εκθέτω τα ακόλουθα: Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεων έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενους και στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και συρρέουσες πλημμεληματικές και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους και οι δύο τους ίδιους λόγους α) έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) η μη παράθεση του άρθρου του σχετικού (άρθρ. 484 & 1, δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης. Στο ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα με γενικόλογη αναφορά στα πραγματικά περιστατικά δεν αιτιολογεί με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις την παραπεμπτική του κρίση, ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υφίστανται θεμελιωτικά περιστατικά σχετικά με την τοποθέτηση του προγράμματος Dialer και περί του ποσού της πράξης της απάτης που φέρονται να τέλεσαν και ότι επίσης ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα γίνεται επαναδιατύπωση της κατηγορίας για την πρώτη πράξη και παραλείπεται η παράθεση του άρθρου του σχετικού ποινικού νόμου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 348 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως η παρ. προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν 3064/2002 κατά την & 1 "όποιος κατ' επάγγελμα διευκολύνει με οποιοδήποτε τρόπο την ασέλγεια μεταξύ άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Κατά δε την & 3 "όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία επιχειρεί να διευκολύνει, έστω και συγκαλυμμένα με τη δημοσίευση αγγελίας, εικόνας, αριθμού τηλεφωνικής σύνδεσης ή με την μετάδοση ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την ασέλγεια με ανήλικο τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή" και περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περίπτωση στ' ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996, "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του προβλεπόμενου από την παραπάνω διάταξη (άρθρ. 348 παρ. 1 και 3 ΠΚ) εγκλήματος είναι η κατ' επάγγελμα, με την προεκτεθείσα έννοια, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος διευκόλυνσης τέλεσης ασελγών πράξεων μεταξύ άλλων , και κατά την δεύτερη η με οποιονδήποτε τρόπο έστω και συγκεκαλυμμένο κατ' επάγγελμα ή κερδοσκοπίας διευκόλυνση ασέλγειας με ανήλικο. Με την διατύπωση αυτή, στην έννοια του οποιουδήποτε τρόπου εκτός της μετάδοσης ηλεκτρονικών μηνυμάτων υπάγεται στην διάταξη αυτή διευκόλυνση και η δημιουργία ιστοσελίδας στην οποία μπορούν να έχει πρόσβαση αόριστος αριθμός προσώπου και στην οποία η κερδοσκοπία προκύπτει από το καταβολή από μέρους των επισκεπτών της σελίδας χρηματικού ποσού το οποίο καταβάλλεται ή εισπράττεται σε κάποια μέσω καταβολής αυξημένων τηλεφωνικών επιβαρύνσεων που βαρύνουν τους χρήστες και καταβάλλονται μέσω πιστωτικών καρτών τον αριθμό των οποίων δίδουν προκειμένου να καθίσταται δυνατή η σύνδεσης τους με τον διαθέτη της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας του ενεργούντα την διευκόλυνση. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 348 Α ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο του Ν. 3064 κατά την οποία "& 1 οποίος από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει διακινεί, διαθέτει πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό τιμωρείται........& 2 Πορνογραφικό υλικό κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, συνιστά κάθε περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα του σώματος του ανηλίκου που αποσκοπεί στην γενετήσια διέγερση καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο και & 3 Αν κάποια από τις πράξεις της πρώτης παραγράφου αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας, η της απειρίας ανηλίκου ή άσκηση βίας κατ' αυτού επιβάλλεται κάθειρξη ......" προκύπτει ότι η παρασκευή, κατοχή, προμήθεια αγορά, μεταφορά, διακίνηση, διάθεση πώληση ή θέση σε κυκλοφορία του πορνογραφικού υλικού της δεύτερης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον........, και αν η πράξη τελέστηκε υπό τις συνθήκες τις παραγράφου τρία τότε στον δράστη επιβάλλεται κάθειρξη .......και ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού μεταξύ των άλλων στοιχείων απαιτείται και η καθ' οιονδήποτε τρόπο διακίνηση πώληση, διάθεση, η θέση σε κυκλοφορία πορνογραφικού υλικού με περιεχόμενο την πραγματική ή εικονική αποτύπωση του σώματος του ανηλίκου που αποσκοπεί στην γενετήσια διέγερση όπως και την καταγραφή ή αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα πραγματικής ή εικονικής ασελγούς πράξης που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από τον ίδιο ή με ανήλικο. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 & 4 και 6 του Ν 2472/1997 "& 4 όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται.....και & 6 " αν ο υπαίτιος των πράξεων των 1 έως 5 του παρόντος άρθρου είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον επιβάλλεται κάθειρξη .."Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 2 στ. β του ίδιου Νόμου "ευαίσθητα δεδομένα νοούνται τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις και καταδίκες ........"προκύπτει ότι θεωρούνται σαν προσωπικά δεδομένα και προστατεύονται μεταξύ των άλλων σαν τέτοια και όλα εκείνα τα δεδομένα που για κάποιον λόγο περιήλθαν στην κατοχή τρίτου με την θέληση κάποιου άλλα ή αυτά του δόθηκαν ή αφέθηκαν στην κατοχή του για αποκλειστική του χρήση λόγω της εμπιστοσύνης η οποία υπήρχε κατά τον χρόνο της παράδοσης αυτών και τα οποία εναπέμειναν στην κατοχή του είτε γιατί ξεχάστηκαν από τον δικαιούχο τους ή γιατί εξέλειπε η αιτία για την οποία του δόθηκαν ή περιήλθαν στην κατοχή του και αυτός δεν τα επέστρεψε. Στην συγκεκριμένη στην προκειμένη περίπτωση από έρευνα της αρμόδιας υπηρεσίας δίωξης του ηλεκτρονικού εγκλήματος κατόπιν καταγγελιών διαπιστώθηκε ότι στο διαδυκτίου είχε δημιουργηθεί ιστοσελίδα με την ονομασία "...." μέσω της οποίας διακινούνταν μηνύματα για ερωτική συνεύρεση του .... και της συντρόφου του αλλά και άλλα μηνύματα και πορνογραφικής φύσης υλικό. Επίσης προέκυψε από την καταγγελία της Θ1 ότι στην ίδια ιστοσελίδα διακινούνταν γυμνές φωτογραφίες της οι οποίες απεικόνιζαν άκρως προσωπικές στιγμές ,τις οποίες κατείχε ο αρραβωνιαστικός της με τον οποίο είχε προ επταμήνου διακόψει τις σχέσεις της. Περαιτέρω από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι στην ίδια ιστοσελίδα διακινούνταν υλικό, παιδικής πορνογραφίας σχετιζόμενο με φωτογραφίες ανηλίκων που είχαν ληφθεί με τη χρήση κρυφής κάμερας και στις οποίες απεικονίζονταν ακόμη και στιγμές ερωτικής συνεύρεσης. Από την επίσκεψη και τον έλεγχο της ιστοσελίδας από όργανα της υπηρεσίας δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος διαπιστώθηκε ότι οι κατασκευαστές της ιστοσελίδας χρησιμοποιούσαν τους κωδικούς .... και ... και προέτρεπαν τους επισκέπτες του διαδυκτιακού τόπου να εκθέτουν σε κοινή θέα ερωτικού περιεχομένου φωτογραφίες, βραβεύοντας ανά μήνα την καλύτερη και επιπρόσθετα με ελεύθερη πρόσβαση στο άσεμνο υλικό της ιστοσελίδας των λοιπών επισκεπτών αντί χρηματικού ποσού. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι ο επισκέπτης της ιστοσελίδας ... μπορούσε να δει δωρεάν κάποιο μικρό περιεχόμενο της ιστοσελίδας με πορνογραφικό υλικό δειγματικού χαρακτήρα, όμως για να έβλεπε το υπόλοιπο έπρεπε να μπει στο αρχείο του .... με συνδρομή 90 δολλαρίων ΗΠΑ ετησίως. Η καταβολή της συνδρομής γινόταν μέσω της πιστωτικής κάρτας του συνδρομητή. Για την αποφυγή εντοπισμού του δημιουργού της ιστοσελίδας διαπιστώθηκε ότι το site .... φιλοξενούνταν σε διακομιστή (server) ο οποίος διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν στην Αμερική. Προκειμένου να διαπιστωθεί το πρόσωπο που βρίσκονταν πίσω από τα προγράμματα αυτά ακολουθήθηκε η διαδικασία που ακολουθούσε ο επισκέπτης της ιστοσελίδας αυτής. Διαπιστώθηκε ότι ο επισκέπτης έμπαινε στην ιστοσελίδα αυτή έβλεπε κάποιες φωτογραφίες ή βίντεο μόνο εφ' όσον αποδεχόταν την εγκατάσταση στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του ενός ειδικού προγράμματος dialer το οποίο υπήρχε στην ιστοσελίδα και εγκαθίστατο στον υπολογιστή του χρήστη με μόνο το πάτημα του σένσορα στην ένδειξη "Yes" και στην συνέχεια η σύνδεση του εκτρέπονταν σε άλλη διεύθυνση χωρίς καμιά ενημέρωση του χρήστη. Ο χρήστης μέχρι εκείνη τη στιγμή χρεωνόταν με την αστική μονάδα τηλεφωνικής χρέωσης όμως από τη στιγμή που αποδεχόταν την εγκατάσταση του ειδικού προγράμματος η χρέωση της σύνδεσης γινόταν με υπεραστική χρέωση η οποία ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη αυτής που μέχρι την στιγμή εκείνη επιβαρύνονταν ο χρήστης ποσό από το οποίο οι δικαιούχοι της ιστοσελίδας εισέπρατταν τα ποσοστά του από τον διαχειριστή από το διαχειριστή της ιστοσελίδας ο οποίος όπως διαπιστώθηκε ήταν μια διεθνής τηλεφωνική εταιρεία στα νησιά Πούκ ή Κούκ. Προέκυψε περαιτέρω ότι από αυτή την ιστοσελίδα στάλθηκε διαφημιστικό πορνογραφικό υλικό σε διάφορους χρήστες και επισκέπτες διαδικτυακών τόπων μέσω διαδικτυακής διεύθυνσης .... "μεταξύ των οποίων και ο αστυνομικός Μ1 ο οποίος διερευνούσε την βασιμότητα των καταγγελιών. Το μήνυμα (e-mail )που έλαβε ο παραπάνω αστυνομικός και είχε σαν περιεχόμενο την εγγραφή του σαν μέλους της συγκεκριμένης ιστοσελίδας το έλαβε μέσω της ελληνικής εταιρείας παροχής υπηρεσιών "Ιντερνετ" "...." Από τα ηλεκτρονικά ίχνη που ακολουθήθηκαν προέκυψε ότι από τις ιστοσελίδες .... και .... η πρώτη είχε κατοχυρωθεί από πρόσωπο που βρισκόταν στην Βραζιλία, τον ..... και η δεύτερη στον κατηγορούμενο Χ3 ο οποίος χρησιμοποιούσε σαν username σύνδεσης στο διαδίκτυο τους κωδικούς .... και .... και Password .... όπως και ότι ο Χ3 χρησιμοποιούσε το ίδιο username για να ελέγχει την αλληλογραφία στην ιστοσελίδα της .... που διαφήμιζε το υλικό των ιστοσελίδων. Περαιτέρω προέκυψε ότι για την συντήρηση του υλικού των ιστοσελίδων χρησιμοποιήθηκαν οι τηλεφωνικές συνδέσεις των αναιρεσειόντων οι οποίοι χρησιμοποίησαν το πρόγραμμα αυτό και τις ιστοσελίδες για να διαφημίσουν την κατασκευή πορνογραφικών ιστοσελίδων επ' αμοιβή έχοντας ιδρύσει προς τούτου και εταιρεία .... com με διεύθυνση την ..... . Από την εκτύπωση του υλικού των ιστοσελίδων των οποίων το περιεχόμενο τους ήταν εκτεθειμένο σε δημόσια θέα και κάθε στιγμή βρισκόταν στην διάθεση αγνώστου αριθμού χρηστών και επισκεπτών προκύπτει ότι στο υλικό αυτό που αποτελείται από το άσεμνο υλικό των φωτογραφιών της Θ1 υπήρχαν και πλήθος άλλων φωτογραφιών που αφορούσε φωτογραφίες πλήθους αγοριών και νεαρών κοριτσιών σε θέσεις και στάσεις που αποσκοπούσαν στην γενετήσια διέγερση αυτών που θα τις έβλεπαν και οι οποίες από τον τρόπο λήψης δείχνουν ότι τα άτομα αυτά φωτογραφήθηκαν χωρίς να γνωρίζουν ή χωρίς να έχουν την αίσθηση ότι φωτογραφίζονταν για τον σκοπό αυτό. Περαιτέρω από την ανάλυση των αρχείων φωτογραφιών και τα αποθηκευτικά μέσα που βρέθηκαν στην κατοχή των κατηγορουμένων προκύπτει ότι στην κατοχή των κατηγορουμένων βρέθηκε αποθηκευμένο φωτογραφικό υλικό ίδιο με αυτό που βρέθηκε στις ιστοσελίδες. Ωσαύτως από την κατάθεση του αστυνομικού Μ1 προκύπτει ότι σ' αυτό το φωτογραφικό εκτός αυτών των φωτογραφιών υπάρχουν και άλλες φωτογραφίες που συνοδεύονται από επιγραφές του τύπου " Ελ... και Μα.... 18 χρονες λεσβίες από Ελλάδα" "Ελληνίδες και Μαθήτριες λεσβίες από την Ελλάδα ..." και άλλα ομοίου περιεχομένου . Εκτός από τα παραπάνω οι κατηγορούμενοι διακινούσαν εκτός από το πορνογραφικού περιεχομένου υλικό και άλλο άσεμνο και πορνογραφικού περιεχομένου υλικό το όποιο το αποκτούσαν με κρυφές κάμερες ή φωτογραφικές μηχανές εν αγνοία των προσώπων τα οποία απεικονίζονταν και ότι το οικονομικό όφελος που είχαν οι παραπάνω συνίστατο στην είσπραξη ποσοστού, 80%, από τα τηλεφωνικά τέλη τα οποία πλήρωναν οι επισκέπτες των ιστοσελίδων εν αγνοία τους γιατί αυτοί πίστευαν ότι πλήρωναν τέλη σύνδεσης με βάση της αστική μονάδα ενώ οι κατηγορούμενοι εξέτρεπαν την σύνδεση για να εισπράττουν μεγαλύτερα ποσά από τα υπεραστικά τέλη τα οποία επιβαρύνονταν οι χρήστες και οι επισκέπτες της ιστοσελίδας και στα οποία απέβλεπαν γιατί η υπεραστική χρέωση προς τα Νησιά Πούκ ή Κούκ όπου είχε την έδρα της η διεθνής τηλεφωνική εταιρεία που διαχειριζόταν τις εισπράξεις της ιστοσελίδας και της οποίας την τηλεφωνική υποστήριξη είχε η ιστοσελίδα ήταν κατά πολύ ακριβότερη ανερχόταν μάλιστα σε πολύ μεγάλα ύψη , υπολογίζεται σε ποσά άνω των 120 δολλαρίων ανά περίπτωση και από το οποίο οι κατηγορούμενοι λάμβαναν το 80%. Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη και σαφή αιτιολογία όσον αφορά τους αναιρεσείοντες, και για τον λόγο αυτό ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί. Ωσαύτως και ο δεύτερος λόγος πρέπει ν' απορριφθεί καθ' όσον το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίπτει κατ' ουσία τις εφέσεις των αναιρεσειόντων και επικυρώνει το πρωτόδικο βούλευμα κάνοντας απλή επαναδιατύπωση της κατηγορίας χωρίς μεταβολή ή αλλοίωση της νομικής της βάσης της ή νομική πρόβλεψη της οποίας γίνεται από το πρωτόδικο βούλευμα στο οποίο εκτίθενται και οι διατάξεις που προβλέπουν την κατηγορία αυτή. Άλλωστε όπως έχει διατυπωθεί ο λόγος αυτός δημιουργούνται προβληματισμοί στο νομικό παραδεκτό του λόγου αυτού λόγω της ασαφούς διατύπωσής του. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθούν οι με αριθμ 177 και 178/22-12-2006 με αριθμ. 20/2006 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 κατά του με αριθμ. 1845/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 576/05 και 567/05 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 3276/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα την 26-3-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες 177/22-12-2006 και 178/22-12-2006 αιτήσεις αναίρεσης των Χ1 και Χ2 αντίστοιχα, στρεφόμενες κατά του 1845/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι με αριθμ. 576/2005 και 567/2005 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 3236/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστούν για τις πράξεις α) της διευκόλυνσης ακολασίας ανηλίκων κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία, β) της πορνογραφίας ανηλίκων κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία την κουφότητα, και την απειρία των ανηλίκων, γ) της απάτης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, δ) της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού κατά συρροή και μη, ε) της παράβασης διατάξεων του ν. 2472/97 περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, στ) της παράβασης. του άρθρου 66 & 1, 2 Ν. 2121/1993, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι΄αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή (μερική) αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα, όπως κατά λέξη αναφέρει, "εκ του συνόλου του, εκ της διενεργηθείσης και νομίμως περατωθείσης κυρίας ανακρίσεως (και προανακρίσεως) συγκομισθέντος, αποδεικτικού υλικού, και ειδικότερον εκ των καταθέσεων των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων, των εγγράφων της δικογραφίας, της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης, των απολογιών των κατηγορουμένων και των, στα υπ'αυτών υποβληθέντα υπομνήματα, διαλαμβανομένων", δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα λεπτομερώς αναφερόμενα σε αυτό και εκτιθέμενα, κατά κύρια αυτών σημεία, στην πιο πάνω εισαγγελική πρόταση πραγματικά περιστατικά. Με βάση δε τα περιστατικά αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι των αξιόποινων πράξεων: 1) διευκόλυνσης ακολασίας με ανήλικο, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, που τελέστηκε από υπαίτιους που ενεργούν κατ' επάγγελμα και κερδοσκοπία (ΠΚ 45, 98, 348 παρ. 1, 3), 2) πορνογραφίας ανηλίκων κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας και της απειρίας των ανηλίκων (ΠΚ 45, 98, 348 Α παρ. 3, 1), 3) απάτης από κοινού και κατ' εξακολούθηση, που τελέστηκε από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (ΠΚ 45, 98, 386 παρ. 1-3α', όπως η παρ. 3 αντικ. από αρθρ. 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999), 4) παράβασης άρθρων 1, 2 εδ. α', β', γ', δ', θ', ι', ια', 7, 22 παρ. 4, 6 Ν. 2472 της 9/10-4-1997 (Φ.Ε.Κ. 50, τ. Α'), "περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", 5) συκοφαντικής δυσφημήσεως από κοινού κατ' εξακολούθηση, απλή και κατά συρροή (ΠΚ 45, 98, 94 παρ. 1, 362-363), και 6) παράβασης άρθρου 66 παρ. 1, 2 Ν. 2121 της 3/4-3-1993 (Φ.Ε.Κ. 25, τ. Α') "περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων". Σχετικά με την αποδιδόμενη "μετ' αποχρωσών ενδείξεων ενοχής", όπως στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται, πράξη της παράβασης άρθρων 29, 30 Ν. 5060/1931 "περί ασέμνων δημοσιευμάτων", το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι η πράξη αυτή, συρρέει φαινομενικώς κατ' ιδέαν με την 2η πιο πάνω πράξη της παράβασης του άρθρου 348 Α παρ. 3 ΠΚ, η οποία, ως ειδική, εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση. Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών προέβη μόνο στην επαναδιατύπωση της κατηγορίας σχετικά με την παράβαση των άρθρων 29 και 30 του ν. 5060/31 και απέρριψε κατά τα λοιπά ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου 3236/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με τις συνεκδικαζόμενες, ταυτόσημες κατά το περιεχόμενό τους, αιτήσεις τους, οι ήδη αναιρεσείοντες προβάλλουν, κατά της εν λόγω κρίσεως του Συμβουλίου, τους διαλαμβανόμενους σε αυτές δύο λόγους αναίρεσης, δηλαδή τις αιτιάσεις της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της μη παράθεσης του άρθρου του σχετικού του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε. Συγκεκριμένα, όπως οι αναιρεσείοντες εκθέτουν στις αιτήσεις τους, η έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας, συνίσταται στο γεγονός ότι δεν παρατίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την προδικασία και θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική πλευρά των αξιοποίνων πράξεων, αλλά, αντί αυτού, "αναφέρεται εις την πραγματογνωμοσύνη και τις ένορκες καταθέσεις κάποιων μαρτύρων, ο δε νομικός συλλογισμός του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι ελλιπής και μη αιτιολογημένος και καθ' όλα αόριστος, καθώς κάνει αόριστα λόγο και αναφέρει ότι οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων δεν λαμβάνονται υπ' όψιν και λαμβάνονται υπ' όψιν μόνον η τεχνική πραγματογνωμοσύνη και οι καταθέσεις των μαρτύρων". Οι αιτιάσεις αυτές, με τις οποίες, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου τους, προβάλλεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μόνο το ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του, για την περί παραπομπής των δύο αυτών αναιρεσειόντων κρίση του, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά μόνο την πραγματογνωμοσύνη και τις καταθέσεις των μαρτύρων, είναι αβάσιμες, αφού, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα ειδικώς μνημονευόμενα σ' αυτό αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τις απολογίες των δύο κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων και όσα αυτοί διαλαμβάνουν στα υπομνήματά τους. Κατά τα λοιπά, οι εμπεριεχόμενες στις αιτήσεις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εντελώς λανθασμένα δέχτηκε ότι το πρόγραμμα Dialer τοποθετήθηκε από αυτούς και εντελώς συμπερασματικά αναφέρει ότι αυτοί εισέπρατταν "και κάποια ποσοστά από τους χρήστες της ιστοσελίδας από την διεθνή τηλεφωνική εταιρεία (Νήσοι Πούα ή Κουκ), πράγμα εξωπραγματικό και αναπόδεικτο", απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου Εφετών. Περαιτέρω, απαραδέκτως προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης η αιτίαση ότι, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, "το Συμβούλιο αρκείται στην επαναδιατύπωση των σχετικών άρθρων του νόμου και παραλείπει να αναφέρει το άρθρο του σχετικού Ποινικού Νόμου που εφαρμόζεται (άρθρο 484 παρ. δ' Κ.Π.Δ.)". Τούτο δε, διότι, αφού, μετά την κατάργηση ως λόγου αναίρεσης, με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 3160/2003, της μη παράθεσης του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόσθηκε, η αναφερόμενη παράλειψη δε συνιστά λόγο αναίρεσης, ανεξάρτητα από το αβάσιμο του εν λόγω ισχυρισμού, αφού, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, παρατίθενται σ'αυτό οι σχετικές διατάξεις. Ακολούθως, μετά την απόρριψη των λόγων αναίρεσης, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις 177/22-12-2006 και 178/22-12-2006 αιτήσεις αναίρεσης των Χ1 και Χ2, στρεφόμενες κατά του 1845/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για τις πράξεις της διευκόλυνσης αλλότριας ακολασίας ανηλίκων κατ’ επάγγελμα (348 παρ. 1 και 3 ΠΚ), πορνογραφία ανηλίκων (348Α ΠΚ), απάτη κατ’ επάγγελμα με ζημία άνω των 15.000 ευρώ, συκοφαντική δυσφήμηση, παραβάσεις άρθρων 22 παρ. 4 και 6 ν. 2472/97, 29 και 30 ν. 5060/31, 66 παρ. 1, 2 ν. 2121/93. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και απόρριψή του ως αβάσιμου
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
0
Αριθμός 2131/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Μουζάκη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11964/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 597/2006. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά ως προς τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη, ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, εν αναφορά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο (στο άρθρο 178 του ΚΠοινΔ) αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ, με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο ή το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως έγγραφο. Για την ύπαρξη αυτής της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου που προτείνονται στο δικαστήριο της ουσίας είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 11964/2005 αποφάσεώς του, ότι "αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο και της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο μηνυτής την 29-10-99 μετέβη στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα ...., όπου υπηρετούσε ως Διευθυντής ο κατηγορούμενος και ζήτησε να του χορηγηθεί μπλόκ επιταγών (10 φύλλων), καταβάλλοντας μάλιστα το αντίτιμο αυτού εκ δραχμών 4400. Ο κατηγορούμενος, δολίως φερόμενος, αφού τον έβαλε να υπογράψει απόδειξη παραλαβής του μπλόκ, τον διαβεβαίωσε πως το κάνει για καλύτερη εξυπηρέτησή του, και λόγω της γνωριμίας τους, και θα το πήγαινε ο ίδιος στο κατάστημα του παθόντος. Όμως ο κατηγορούμενος, αφού ενήργησε τα δέοντα και εκδόθηκε στο όνομα του μηνυτή το μπλόκ των δέκα επιταγών (αριθμός.... έως ....) που αντιστοιχούσε στον .... λογαριασμό του στην εν λόγω Τράπεζα, δεν το πήγε να το παραδώσει στον μηνυτή, όπως τον είχε διαβεβαιώσει, αλλά το κράτησε για τον εαυτό του. Ακολούθως ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-99 έως 1-2-2000, συμπλήρωσε τις επιταγές αυτές θέτοντας στη θέση του εκδότη την υπογραφή του μηνυτή, κατ' απομίμηση και χωρίς την άδεια εκείνου, την έγκρισή του ή τη συναίνεσή του, (δηλαδή πλήρη άγνοια του μηνυτή) και συμπληρώνοντας αυτές τις έθεσε σε κυκλοφορία μεταβιβάζοντας αυτές σε τρίτους με οπισθογράφηση. Συγκεκριμένα στην .... επιταγή ο κατηγορούμενος ανέγραψε ως τόπο εκδόσεως τα ...., ημερομηνία εκδόσεως την ...., ποσό 2.500.000 δραχμές, πληρωτέα σε διαταγή Ζ1 και στη θέση του εκδότη έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή, χωρίς την εντολή ή τη συναίνεσή του. Μάλιστα την επιταγή αυτή η ανωτέρω Ζ1 την εμφάνισε την ... στην Τράπεζα προς πληρωμή (ως κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως) πλην όμως σφραγίστηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων (βλ. φωτοτυπία αυτής). Επίσης ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τρόπο πλαστογραφώντας την υπογραφή του μηνυτή και συμπληρώνοντας και τα λοιπά στοιχεία έθεσε σε κυκλοφορία τις .... και ....επιταγές από το ίδιο μπλόκ (βλ. αυτές σε φωτοτυπία, για τις οποίες ναι μεν ο γραφολόγος- πραγματογνώμων ... στην από .... έκθεσή του γνωματεύσει ότι οι υπογραφές εκδότη και πρώτου οπισθογράφου σ' αυτές είναι γνήσιες υπογραφές του μηνυτή, πλην όμως ο τελευταίος εξετασθείς μάλιστα και κατ' αντιπαράσταση με τον κατηγορούμενο διέψευσε κατηγορηματικά αυτή). Κατά τον ίδιο τρόπο ενήργησε ο κατηγορούμενος και με τις λοιπές επιταγές. Τις πράξεις του αυτές εξάλλου τις έχει συνομολογήσει ο κατηγορούμενος τόσο με την υπεύθυνη δήλωση (βλ. αυτή) φέρουσα το γνήσιο της υπογραφής του, όσον και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όσον αφορά τις οκτώ επιταγές, επικαλούμενος εντελώς αβάσιμα παρανόηση εκ μέρους του, γι' αυτό και προς απόκρουση των κατ' αυτού κατηγοριών προσκομίστηκε η κατά τα άνω από 2-12-2005 κοινή δήλωση του αντιδίκου του, το περιεχόμενο της οποίας δεν πείθει το Δικαστήριο. Ενώ για τις δύο ως άνω επιταγές που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος και γνωματεύει ο πραγματογνώμων ότι φέρουν την γνήσια υπογραφή του μηνυτή ο τελευταίος αμφισβήτησε κατά τα άνω αυτή". Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο υπεξαγωγής εγγράφου και πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και, αφού αναγνώρισε σ' αυτόν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2α' και ε' του ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή δώδεκα (12) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά στις ποινικές διατάξεις (άρθρ. 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 242 παρ. 2-1, 236β και 216 παρ. 1 του ΠΚ) που εφάρμοσε. Για να καταλήξει δε στην καταδικαστική του κρίση, έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και την από 2-12-2005 κοινή δήλωση του μηνυτή και του κατηγορουμένου στην οποία διατυπώνεται αυτοτελής ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης του τελευταίου τον οποίο με επαρκή αιτιολογία απέρριψε, καθώς και την από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης του .... που ενεργήθηκε κατόπιν αιτήσεως του αναιρεσείοντος, η οποία, εφόσον επρόκειτο περί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, ορθώς εκτιμήθηκε ως απλό έγγραφο, και ως εκ τούτου δεν ήταν υποχρεωμένο να διαλάβει τους λόγους για τους οποίους δε συμπορεύθηκε με το αντίθετο πόρισμά της. Παρά ταύτα όμως αποκρούει ειδικώς το συμπέρασμά της. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος της υπό κρίση αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Καθό μέρος το λόγο αυτό προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, αυτές είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7 Μαρτίου 2006 αίτηση του ....για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11964/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 30 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδεικτικά μέσα: Για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης, δεν απαιτείται χωριστή αναφορά κάθε αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί η γενική αναφορά στο σύνολο του είδους τους. Η κατά το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση σε σχέση με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο (στο άρθρο 178 ΚΠοινΔ) αποδεικτικό μέσο της πραγμα-τογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠοινΔ, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο και συνεκτι-μάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις ως απλό έγγραφο. Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης
Πραγματογνωμοσύνη
Αποδεικτικά μέσα, Πραγματογνωμοσύνη.
0
Αριθμός 2130/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: ...., κατοίκου ..... και ήδη κρατουμένης στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Βασιλακόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 86, 97, 97α, 98/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ...., κάτοικο ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Νοεμβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1975/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Αν η πράξη αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της δεύτερης αυτής διατάξεως, πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως είναι κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελώντας τμήμα, ολικώς ή μερικώς, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Περαιτέρω ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, ότι όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι απλός συνεργός σε τελεσμένη ανθρωποκτονία από πρόθεση ή σε απόπειρα αυτής είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 51 0 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων , η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων , η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχήν αναγκαίο να δικαιολογείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά επίσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, καταδίκασε, κατά πλειοψηφία, την αναιρεσείουσα ..... για απλή συνέργεια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, που τελέστηκε από τον συγκατηγορούμενό της ...... Όπως δε προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν, τα εξής πραγματικά περιστατικά: " ....Ο παθών .... , από τις αρχές του έτους 1997, είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με την δεύτερη κατηγορουμένη, με την οποία συζούσε σε διαμέρισμα στην .... επί της οδού....... Η σχέση αυτή διήρκεσε μέχρι τον Αύγουστο του έτους 1999, που ο παθών, μετά την επιστροφή του από ταξίδι, λόγω του ναυτικού του επαγγέλματος, διαπίστωσε ότι αυτή είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με τον πρώτο κατηγορούμενο και για το λόγο αυτό δεν επιθυμούσε την μετ' αυτού συνέχιση της σχέσεως. Την επιθυμία της αυτή εξέφρασε ρητώς στον παθόντα, καλώντας τον να μεταβεί στην παραπάνω οικία να παραλάβει όλα τα προσωπικά του είδη. Έκτοτε και για λόγους καθαρά ερωτικής αντιζηλίας, οι σχέσεις μεταξύ παθόντος και δεύτερης κατηγορουμένης ήσαν οξυμένες σε μεγάλο βαθμό. Η εν λόγω ένταση και οξύτητα διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα και πέραν του μηνός Ιανουαρίου 2000 με την ενεργό συμμετοχή και του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος, ως νέος ερωτικός σύντροφος της δεύτερης κατηγορουμένης, άτομο με δυναμικό και βίαιο χαρακτήρα, μετά του οποίου αυτή συμβιούσε, ανέλαβε την προστασία της από τις προσβολές του παθόντος. Στις 11-9-1999 ο παθών, εισήλθε εντός του διαμερίσματος της δεύτερης κατηγορουμένης, όπου την κτύπησε και της προκάλεσε βαριές σωματικές κακώσεις, ενώ στην συνέχεια της προκάλεσε ζημιές στο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο της. Για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις ο παθών καταδικάσθηκε στις 17-1-2000 από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών χωρίς να εμφανισθεί κατά την εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως. Μετά την εν λόγω καταδίκη και κατά την ίδια ημέρα δέχθηκε μέσω του κινητού του τηλεφώνου ένα μήνυμα υβριστικό για το πρόσωπο του με περιεχόμενο "μουνάκι σου έριξαν 20 μήνες και ένα το παπάρι μου 30". Τις βραδινές ώρες της ίδια ημέρας (17-1 -2000) ο παθών, χολωθείς από το περιεχόμενο του μηνύματος και θεωρών ως αποστολέα τον πρώτο κατηγορούμενο, περί ώρα 21:00 μετέβη με τη μοτοσικλέτα του στην ιδιωτική κατοικία της δεύτερης κατηγορουμένης στην περιοχή .... , όπου διέμενε μονίμως με τον πρώτο, συμβιούσα μετ' αυτού. Η μονοκατοικία αυτή, περιφραγμένη και με σιδερένια πόρτα στην είσοδο του αυλείου χώρου της, στον οποίο υπήρχαν διάφορα καλλωπιστικά δένδρα, χρησίμευε ως κύρια κατοικία των κατηγορουμένων από του μηνός Σεπτεμβρίου 1999. Όταν κτύπησε το κουδούνι της εξωτερικής σιδερένιας πόρτας οι δύο κατηγορούμενοι, που ήσαν εντός της οικίας, δεν του απήντησαν, γνωρίζοντας την ταυτότητά του, παρόλη την επιμονή του να του ανοίξουν. Τότε ο παθών, απευθυνόμενος προς την δεύτερη κατηγορουμένη, την οποία εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπε, είπε τις φράσεις "βάζεις και άλλους να με βρίζουν". Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, παρούσης και της δευτέρας, όπλισε ένα κυνηγετικό όπλο με φυσίγγια Νο 6, έχοντας αποφασίσει να φονεύσει τον παθόντα, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχικά κατάσταση, για να απαλλαγεί οριστικά από την ενοχλητική και για μεγάλο χρονικό διάστημα παρουσία του. Κατόπιν εξήλθε από την πίσω πόρτα του σπιτιού και πλησίασε προς την αυλόπορτα σε απόσταση δέκα μέτρων χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον παθόντα, λόγω της ελλείψεως φωτισμού και της υπάρξεως καλλωπιστικών φυτών(πυροβολώντας για πρώτη φορά από την απόσταση αυτή προς την κατεύθυνση της κεφαλής του παθόντος, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο εξωτερικό μέρος της αυλόπορτας, αναμένοντας τους κατηγορουμένους να του ανοίξουν. Από τον πυροβολισμό αυτό τραυματίσθηκε στο αριστερό μάτι και προς στιγμή έχασε την όραση. Αμέσως μετά μετακινήθηκε μόνος του με αιμορραγία σε μικρή απόσταση από το σημείο του πυροβολισμού, όπου και γονάτισε. Ενώ βρισκόταν στη θέση αυτή, ο πρώτος κατηγορούμενος, τον πλησίασε και από απόσταση επτά μέτρων τον πυροβόλησε εκ δευτέρου σ' όλη την αριστερή πλευρά του σώματος του προκαλώντας σ' αυτόν άλλες σωματικές βλάβες. Το θανατηφόρο αποτέλεσμα δεν επήλθε, γιατί ο παθών φορούσε ειδικό ένδυμα (μπουφάν) ως οδηγός μοτοσικλέτας, το οποίο περιόρισε σε μεγάλο βαθμό την δραστικότητα των χόνδρων, που τα εμπόδισε να επιφέρουν θανάσιμο τραυματισμό σε ευπαθές μέλος του σώματος του, όπως στην καρδιακή χώρα. Μετά και τον δεύτερο αυτό πυροβολισμό ο πρώτος κατηγορούμενος πλησίασε τον παθόντα και του κατάφερε ισχυρά κτυπήματα με το κοντάκι του κυνηγετικού όλου στο κεφάλι. Κατά την διάρκεια των πυροβολισμών και το κτύπημα με το όπλο, η δεύτερη κατηγορουμένη ήταν σε μικρή απόσταση από τον τόπο του εγκλήματος, μέσα στο αυτοκίνητο της, τύπου ΦΙΑΤ, έξω από την αυλόπορτα, ενισχύοντας με την παρουσία της αυτή τον πρώτο κατηγορούμενο να πραγματώσει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, γνωρίζουσα τον εγκληματικό αυτό σκοπό και επιθυμώντας να συνδράμει στην πραγμάτωσή του, αναμένοντας τον πρώτο κατηγορούμενο να τον παραλάβει και να απομακρυνθούν. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, μετά τα κτυπήματα του παθόντος στο κεφάλι, έρριξε ένα πυροβολισμό στη μοτοσικλέτα του παθόντος, ώστε να υποστεί μηχανική βλάβη και να μην μπορεί να την χρησιμοποιήσει. Κατόπιν και οι δύο κατηγορούμενοι επιβιβάσθησαν στο αυτοκίνητο της δεύτερης κατηγορουμένης και, με οδηγό την ίδια, απομακρύνθηκαν από το τόπο του εγκλήματος, αφήνοντας αιμόφυρτο και αβοήθητο τον παθόντα σε μια ερημική τοποθεσία, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πλησίον άλλες κατοικίες, ούτε συχνότητα κυκλοφορίας οχημάτων. Ο παθών, με τις σωματικές δυνάμεις που του απέμειναν, μπόρεσε να φθάσει στο σπίτι κάποιου αλλοδαπού, ο οποίος τον μετέφερε στο κατάστημα - ταβέρνα του ..... Ο τελευταίος ειδοποίησε την αστυνομική αρχή και, κατόπιν ειδοποιήσεώς της, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείου .... προς νοσηλεία, όπου νοσηλεύτηκε επί δέκα ημέρες για τραύματα στην κεφαλή και άλλα μέρη του σώματος του. Κατόπιν συνέχισε την θεραπευτική αγωγή στο σπίτι επί τριάντα ακόμη ημέρες. Ο πρώτος κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι επυροβόλησε τον παθόντα προς εκφοβισμό και μόνο. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι ήταν αρκετό για τον κατηγορούμενο, προς εκφοβισμό του παθόντος, να πυροβολήσει στον αέρα και όχι προς το σημείο της κεφαλής ή της καρδιακής χώρας, πολύ δε περισσότερο δεν ήταν αναγκαίο να τον κτυπήσει στο κεφάλι, με το κοντάκι του όπλου. Η δεύτερη κατηγορουμένη αρνήθηκε την συμμετοχή της στην απόπειρα ανθρωποκτονίας του πρώτου, ισχυρισθείσα ότι εκείνο το βράδυ (17-1-2000) απουσίαζε από το εξοχικό της σπίτι στη ...... Ο περί απουσίας αυτός ισχυρισμός της είναι αβάσιμος. Η παρουσία της στο ανωτέρω σπίτι και στην τέλεση της αξιοποίνου πράξεως προκύπτει ιδίως: 1) από την κατάθεση του ιδίου του παθόντος, 2) από την απολογία του συγκατηγορουμένου της, που επιβεβαίωσε την παρουσία της. Η κατάθεση δε του παθόντος και η απολογία του συγκατηγορουμένου της στο επίμαχο αυτό σημείο κρίνονται πειστικές, εκτός των άλλων, και από το γεγονός ότι, το βράδυ της 17-1-2000, στο προαναφερόμενο εξοχικό σπίτι της δεύτερης κατηγορουμένης, υπήρχε τόσο το δικό της αυτοκίνητο εντός του αυλείου χώρου όσο και εκείνο του συγκατηγορουμένου της, ένα μικρό φορτηγάκι το οποίο ήταν παρκαρισμένο έξω από την περιφραγμένη ανωτέρω οικία σε διασταύρωση πίσω από το σπίτι, όπου βρέθηκε από την αστυνομία, Η ύπαρξη και των δύο οχημάτων στο ανωτέρω σπίτι επιμαρτυρεί και την παρουσία της δεύτερης κατηγορουμένης, η οποία, σημειωτέον, συζούσε με τον πρώτο, και αυτός δεν ήταν απλώς επιτηρητής της εξοχικής της κατοικίας, όπως ηθέλησε να τον εμφανίσει η δεύτερη κατηγορουμένη. Σημειωτέον δε ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ο τόπος της διαμονής και διανυκτερεύσεώς της την 17-1/18-1-2000. Μόνο η θυγατέρα της .... κατέθεσε περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή το βράδυ της 17-1-2000 η μητέρα της (κατηγορουμένη) ήταν μαζί της, στο σπίτι της στη ...... Η κατάθεση της, όμως αυτή, μη επιβεβαιωμένη από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, δεν κρίνεται πειστική, οφειλομένη σε καθαρούς συναισθηματικούς λόγους προς το πρόσωπο της μητέρας της............". Με τις σκέψεις αυτές, ο μεν συγκατηγορούμενος της αναιρεσείουσας ......κρίθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία, για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, η δε αναιρεσείουσα κρίθηκε ένοχη, επίσης κατά πλειοψηφία, για απλή συνέργεια στην πράξη αυτή (τρεις ένορκοι είχαν την άποψη να κηρυχθεί η κατηγορουμένη ένοχη απλής συνέργειας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη), Συγκεκριμένα η αναιρεσείουσα κρίθηκε ένοχη του ότι ".....κατά την τέλεση από τον πρώτο κατηγορούμενο της ανωτέρω πράξεως της απόπειρας, γνωρίζουσα τον εγκληματικό σκοπό αυτού και θέλουσα να τον συνδράμει στην πραγμάτωσή του, ήταν παρούσα στον άνω τόπο του εγκλήματος, ενισχύοντας αυτόν ψυχικά με την παρουσία της, χωρίς να τον αποτρέψει, αναμένοντας αυτόν με το Ι.Χ. Επιβατικό άνω αυτοκίνητο της έξω από την εξωτερική αυλόπορτα του παραπάνω σπιτιού για να τον παραλάβει μετά την τέλεση του εγκλήματος, πράγμα το οποίο και έκανε". Για την πράξη αυτή, που συνιστά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 47παρ.1, 42 και 299 παρ. 1 ΠΚ, επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα ποινή καθείρξεως δέκα ετών. Σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα διέπραξε την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, διότι, κατά την διάρκεια των πυροβολισμών και το κτύπημα με το όπλο ήταν σε μικρή απόσταση από τον τόπο του εγκλήματος μέσα στο αυτοκίνητο της, έξω από την αυλόπορτα, "ενισχύοντας με την παρουσία της αυτή τον πρώτο κατηγορούμενο να πραγματώσει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, γνωρίζουσα τον εγκληματικό αυτό σκοπό και επιθυμώντας να συνδράμει στην πραγμάτωσή του, αναμένοντας τον πρώτο κατηγορούμενο να τον παραλάβει και να απομακρυνθούν". Ενώ, όμως εκτίθενται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας για την οποία καταδικάστηκε ο συγκατηγορούμενος της αναιρεσείουσας, δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση αυτής για την από τον αυτουργό τέλεση του εγκλήματος που αυτός διέπραξε, δηλαδή δεν προκύπτει η γνώση της αναιρεσείουσας περί της ανθρωποκτόνου επιδιώξεως του αυτουργού συγκατηγορουμένου της, καθώς και η βούληση της να συμβάλει με την συμπεριφορά της στην τέλεση της πράξεως αυτής από τον αυτουργό. Το μόνο περιστατικό, που αναφέρεται σχετικά, είναι το ότι ο συγκατηγορούμενός της όπλισε το κυνηγετικό όπλο, με το οποίο διέπραξε το έγκλημα, παρούσης της αναιρεσείουσας, πλην όμως, από το γεγονός και μόνο αυτό, δεν δύναται να συναχθεί η γνώση της αναιρεσείουσας ότι ο συγκατηγορούμενός της εμφορείτο από δόλο τελέσεως ανθρωποκτονίας και όχι ότι αυτός απέβλεπε με την ενέργειά του αυτή να εκφοβίσει τον παθόντα ή να του προκαλέσει επικίνδυνες ή άλλες σωματικές βλάβες. Επίσης δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η "παρουσία" της αναιρεσείουσας κατά τη διάπραξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, η οποία αναφέρεται στην απόφαση, ως μοναδική πράξη συνδρομής της, ήταν ενεργός, δηλαδή δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει με ποιό τρόπο η παρουσία αυτής ενίσχυσε η διευκόλυνε αντικειμενικά την τέλεση της πιο πάνω πράξεως από τον αυτουργό. Ως προς την αναφερόμενη στο σκεπτικό ενέργεια της αναιρεσείουσας να αναμείνει τον αυτουργό εντός του αυτοκινήτου της για να τον παραλάβει μετά την τέλεση του εγκλήματος, υπάρχει ασάφεια, αν η συμπεριφορά αυτή της αναιρεσείουσας εκτίθεται ως πράξη ενεργού ψυχικής συνδρομής, δεδομένου ότι στη συνέχεια εκτίθεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η αναιρεσείουσα επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό της μαζί με τον αυτουργό μετά την ολοκλήρωση της εγκληματικής του πράξεως "και με οδηγό την ίδια απομακρύνθηκαν από τον τόπο του εγκλήματος" Η τυχόν , όμως, παρεχόμενη , κατά τον τελευταίο αυτόν τον τρόπο συνδρομή στον αυτουργό, δηλαδή μετά την τέλεση του εγκλήματος, και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς να εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει γνώση της αναιρείουσας για την ανθρωποκτόνο πρόθεση του αυτουργού, δεν συνιστά πράξη απλής συνέργειας στο πιο πάνω έγκλημα. Κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς την αναιρεσείουσα και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (αρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Νόμιμη περίπτωση επέκτασης του αποτελέσματος της αναίρεσης ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενο της αναιρεσείουσας ...., δεν συντρέχει, αφού οι λόγοι της κρινόμενης αναίρεσης αφορούν αποκλειστικά την αναιρεσείουσα (άρθρο 469 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 86,97,97α και 98/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών, μόνο ως προς την αναιρεσείουσα ....... Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απλή συνέργια σε απόπειρα αν-θρωποκτονίας από πρόθεση. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Ψυχική συνδρομή με την παρουσία του απλού συνεργού κατά την τέλεση της πράξεως. Διπλός δόλος απλού συνεργού. Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια.
0
Αριθμός 2104/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλέρμπα, 2. Χ2 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Μήτση, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2847/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ3 και 2. Χ4. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 31 Ιανουαρίου 2007, 23 Ιανουαρίου 2007 και 21 Μαρτίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 385/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 514 εδ. γ ΚΠΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ2 άσκησε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, εμπροθέσμως στις 23/1/2007 (πριν καθαρογραφεί η προσβαλλόμενη απόφαση) ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, την 7/23-1-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της 2847/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ακολούθως, δια του αυτού πληρεξουσίου του δικηγόρου, άσκησε εμπροθέσμως , στις 21-3-2007, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 473 παρ.2 ΚΠΔ) δεύτερη αίτηση αναιρέσεως στρεφόμενη κατά της ίδιας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως. Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Εφετείο Αθηνών ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 1/3/2007, και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν, ως συναφείς, μαζί με την κρινόμενη από 31/1/2007 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ1, στρεφόμενη επίσης κατά της αυτής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. II. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001. Στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλου μηχανικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου με μηχανικό τρόπο. Επομένως, το γεγονός με έννομη σημασία, που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει το πρωτότυπο του εγγράφου εμφανίζεται και στο φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο και, συνεπώς, μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση κατά τη φωτοτύπηση στοιχείων του γνήσιου εγγράφου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει ήδη νοθευθεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού εγγράφου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος, συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητάς του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ΄ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 1 39 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών, που προτείνονται είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση τους, αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι και οι από το άρθρο 30 ΠΚ, περί πραγματικής πλάνης και από το άρθρο 31 παρ.2, περί συγγνωστής νομικής πλάνης, που αποκλείουν τον καταλογισμό της πράξεως στο δράστη. Από τη διάταξη του άρθρου 30 ΠΚ, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως. Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποιά υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψής του. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του άδικου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και αν κατέβαλλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων. Η απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο , δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις, είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2847/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2002 περιήλθε στην Αστυνομία πληροφορία ότι άτομο με τα στοιχεία Γ1, σε συνεργασία με τους Χ1, Χ3, Χ2, Γ2 και μια άγνωστη γυναίκα διενεργούν πλαστογραφίες διαφόρων εγγράφων και ότι διαθέτουν ολοκληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών αποτελούμενο από υψηλής αξιοπιστίας και πιστότητας παραγωγής μηχανημάτων (εκτυπωτές, σαρωτές κλπ) με τα οποία γινόταν η κατασκευή κάθε είδους δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου, κατά παραγγελία, με ιδιαίτερη ειδίκευση στην αναπαραγωγή πλαστών αδειών οδήγησης και κυκλοφορίας, αστυνομικών ταυτοτήτων και διαφόρων αδειών αστυνομικού περιεχομένου. Κατόπιν αυτού τέθηκε σε παρακολούθηση ο Γ1 και διαπιστώθηκε ότι αυτός ερχόταν σε συχνή επαφή με τον κατηγορούμενο Χ2. Επίσης, τέθηκε σε παρακολούθηση και το κατάστημα του Χ1 επί της οδού ...... στην Καλλιθέα. Διαπιστώθηκε ότι από τις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2003 τον επισκεπτόταν τακτικά ο Γ1 με άγνωστο άτομο και ότι παραλάμβαναν από το εν λόγω κατάστημα φακέλους με διάφορα έγγραφα. Έτσι στις 23-1-2003 αποφασίστηκε να γίνει έλεγχος των προαναφερθέντων ατόμων με έρευνες στα σπίτια και στα καταστήματά τους, όπου ανευρέθησαν και κατασχέθηκαν τα λεπτομερώς περιγραφόμενα και αναφερόμενα στις σχετικές εκθέσεις κατασχέσεως πλαστά έγγραφα και τα οποία περιγράφονται και αναφέρονται, λεπτομερώς, στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο κατηγορούμενος Χ2 συνελήφθη ενώ περιφερόταν έξω από την οικία του Γ1 επιτηρώντας το χώρο γύρω απ' αυτήν, σε έρευνα δε που έγινε στον ίδιο και στην υπ' αριθ. ...... δίκυκλη μοτοσικλέτα του βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, ένα δελτίο αστυνομικής ταυτότητας πλαστό στο όνομα Β1 και διάφορες πλαστές επιταγές. Όμοιες επιταγές βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στην κατοχή του Γ1. Αλλά και στο τυπογραφείο του κατηγορουμένου Χ3 ανευρέθησαν και κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, και αρκετές σφραγίδες όμοιες με αυτές που ανευρέθησαν και κατασχέθηκαν στην κατοχή του Γ1 και οι οποίες χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των πλαστών εγγράφων. Εξάλλου, κατά την έρευνα που διενεργήθηκε στο κατάστημα του κατηγορουμένου Χ1, διαπιστώθηκε ότι στο πατάρι του καταστήματος είχε εγκατασταθεί πλήρες οργανωμένο σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή (σαρωτές, κεντρική μονάδα, εκτυπωτές, ένας από τους οποίους πολύ υψηλών δυνατοτήτων, ηλεκτρονικές γραφομηχανές, μηχάνημα πλαστικοποίησης εγγράφων) ενώ γύρω απ' αυτό βρίσκονταν πάγκοι χάρτου και ζελατινών, που προορίζονταν για την κατασκευή πλαστών εγγράφων. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι είχαν διασυνδέσεις και με τον τελευταίο κατηγορούμενο Χ4, ο οποίος εργαζόταν στη ..... και ο οποίος είχε αναλάβει τη διακίνηση πλαστών εγγράφων, κυρίως διπλωμάτων οδήγησης, σε διάφορα άτομα, λαμβάνοντας ως αμοιβή σημαντικά χρηματικά ποσά. Έτσι, μετά από σχετικές αναζητήσεις και διακριβώσεις, αστυνομικός έκλεισε ραντεβού με τον εν λόγω κατηγορούμενο στο καφενείο "......" της ενταύθα πλατείας Συντάγματος, όπου στις 6-2-2003 και τον συνέλαβαν. Μετά από σχετικό έλεγχο βρέθηκαν στην κατοχή του τρία πλαστά διπλώματα οδήγησης, τα οποία και κατασχέθηκαν. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, δήλωσε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν ότι έστελνε από τη ....., σε προσυμφωνημένες διευθύνσεις, τις φωτογραφίες και τα στοιχεία των ατόμων που ήθελαν πλαστά διπλώματα οδήγησης, ενώ τα συμφωνηθέντα για την κατάρτιση αυτών χρηματικά ποσά από 800 έως 1.500 ευρώ κατέθετε σε λογαριασμούς τραπεζών που του υπεδείκνυαν στο όνομα του Γ1, αφού κρατούσε για λογαριασμό του μέρος από την ως άνω αμοιβή. Μεταξύ διαφόρων σημειώσεων που έφερε μαζί του ο κατηγορούμενος Χ4, είχε και κατάλογο με ονόματα και πλήρη στοιχεία ατόμων που εφοδίασε με πλαστά διπλώματα. Τέτοια διπλώματα με τα ίδια στοιχεία είχαν κατασχεθεί στην κατοχή του Γ1 κατά την από 23-1-2003 κατ' οίκον έρευνα και ειδικότερα, με τα ονόματα ......., ........., ........ και ......... Πιο συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχθηκε: ΑΙ) ότι οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση και με κοινό δόλο με τον Γ1 στον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στο διατακτικό, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του Ιδίου εγκλήματος, από κοινού, κατήρτισαν πλαστά και νόθευσαν έγγραφα όπως αυτά περιγράφονται και αναφέρονται υπό στοιχ. ΑΙ και II στο διατακτικό της παρούσας απόφασης με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και να προσπορίσουν στον εαυτό τους βλάπτοντας τρίτον περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ. Την ως άνω δε πράξη οι κατηγορούμενοι τέλεσαν, αφενός μεν κατ' επάγγελμα, διότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (χρησιμοποίηση σύγχρονων μηχανημάτων για την κατασκευή πλαστών εγγράφων) προκύπτει σκοπός των κατηγορουμένων για τον πορισμό εισοδήματος, αφετέρου δε κατά συνήθεια, διότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή των κατηγορουμένων προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. II Και οι δύο ως άνω κατηγορούμενοι μαζί με τον Γ1 νόθευσαν την με αριθμό ........... αστυνομική ταυτότητα στο όνομα Β1 και στο έτος γεννήσεως άλλαξαν τον αριθμό 3 σε 5 αφαίρεσαν δε και τη φωτογραφία του και έθεσαν τη φωτογραφία άλλου προσώπου με σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους τους συναλλασσομένους με αυτούς ότι, δήθεν, επρόκειτο για γνήσια ταυτότητα του τελευταίου με έτος γεννήσεως 1956 αντί του αναγραφομένου 1936. Στις ενέργειες δε αυτές προέβησαν και για ν' αποκομίσουν όφελος, το οποίο υπερέβαινε συνολικά τα 5.000.000 δρχ. με βλάβη τρίτων, στους οποίους θα μεταβίβασαν τις επιταγές χρησιμοποιώντας και τη νοθευμένη ταυτότητα. III. Ο κατηγορούμενος Χ1, από κοινού με τον Γ1, ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση και με κοινό δόλο, κατά το χρονικό διάστημα από 3-6-1999 μέχρι 24-1-2003, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατήρτισαν στην Αθήνα και παρέδωσαν σε τρίτους τις αναφερόμενες και περιγραφόμενες λεπτομερώς στο διατακτικό 21 πλαστές άδειες ικανότητας οδηγού, αναγράφοντας τα στοιχεία του εκάστοτε ενδιαφερομένου, κολλώντας τη φωτογραφία του και θέτοντας επ' αυτών τις αντίστοιχες υπηρεσιακές σφραγίδες κατ' απομίμηση των γνησίων, εισπράττοντας συγχρόνως για κάθε μία από τις πλαστές αυτές άδειες οδήγησης τα αντίστοιχα και αναφερόμενο στο διατακτικό χρηματικά ποσά. Προέβησαν στην κατάρτιση των εν λόγω πλαστών αδειών με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του τους τρίτους και τις αρχές ότι, δήθεν, οι προαναφερόμενες άδειες ήταν γνήσιες και είχαν χορηγηθεί στους κατόχους τους αφού έδωσαν και πέρασαν τις απαιτούμενες από το νόμο εξετάσεις. IV Επίσης, ο κατηγορούμενος Χ1, ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση από κοινού με τον Γ1, στον ίδιο τόπο και χρόνο, κατήρτισαν τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στο διατακτικό υπό στοιχ. IV έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν, με τη χρήση τους τρίτους και τις αρχές του Κράτους, ότι, δήθεν, ήταν γνήσια έγγραφα, νόμιμα εκδοθέντα από τις αρμόδιες υπηρεσίες και νόμιμα κατεχόμενα από τα πρόσωπα, τα οποία αφορούσαν, όσον αφορά δε τα, μη συμπληρωμένα με στοιχεία συγκεκριμένου προσώπου έγγραφα, ότι, δήθεν, προέρχονταν και είχαν σφραγισθεί από τις δημόσιες ή κρατικές αρχές ή ιδρύματα και τους οργανισμούς ή τους υπαλλήλους, των οποίων έφεραν τις πλαστές σφραγίδες. Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος Χ1, μαζί με τον κατά την πρωτόδικη δίκη συγκατηγορούμενό του Γ1, έκαναν χρήση των υπό στοιχεία Α ΙΙΙ πλαστών εγγράφων (αδειών οδήγησης), παραδίδοντάς τα στους κατόχους τους. Επίσης, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ενήργησαν με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους βλάπτοντας τρίτους (υπηρεσίες των οποίων είχαν πλαστογραφήσει έγγραφα και σφραγίδες, κατόχους πλαστών και τρίτους, συναλλασσομένους με τους τελευταίους) περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά τα 5.000.000 δρχ., δεδομένου ότι επί των πλαστών τραπεζικών επιταγών (υπό στοιχ. ΑΙ, ΑIV και 44) είχαν τη δυνατότητα να συμπληρώσουν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό και να τις κυκλοφορήσουν σε τρίτους, από τις υπό στοιχ. Α ΙΙΙ άδειες ικανότητας οδήγησης είχαν εισπράξει συνολικά 26.532 ευρώ περίπου και τα διάφορα άλλα πλαστά έγγραφα πωλούσαν προς 300 έως 400 ευρώ το καθένα. Επιπλέον, οι παραπάνω πράξεις τελέστηκαν από τους κατηγορουμένους κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού, από την επανειλημμένη τέλεση των πλαστογραφιών, προκύπτει σταθερή ροπή τους προς διάπραξη πλαστογραφιών ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (χρησιμοποίηση σύγχρονων μηχανημάτων για την κατασκευή πλαστών εγγράφων) προκύπτει σκοπός των κατηγορουμένων για τον πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ3), έχοντας εργαστήριο κατασκευής σφραγίδων στην Αθήνα κατά το διάστημα από 3-6-1999 μέχρι 24-1-2003, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του Χ1 και Χ2 καθώς και στον Γ1, που είναι και αυτουργοί της υπό στοιχ. Α κακουργηματικής πλαστογραφίας κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της πράξεως αυτής. Πιο συγκεκριμένα, θέλοντας να συμβάλει με τη δική του συνδρομή στην τέλεση από τους ανωτέρω της αξιόποινης πράξης που προαναφέρθηκε, βοήθησε αυτούς άμεσα, κατασκευάζοντας και παραδίδοντας τους πλαστές σφραγίδες τις οποίες εκείνοι έθεταν επί των υπό στοιχ. Α προαναφερθέντων εγγράφων, χωρίς δε τη συνδρομή του αυτή, δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η τέλεση του υπό στοιχ. Α' εγκλήματος. Σημειώνεται ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος ενήργησε με πρόθεση να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλους περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτους που ξεπερνά τα 5.000.000 δρχ., πράγμα που πέτυχε με την κατασκευή μεγάλου αριθμού διαφόρων σφραγίδων παρανόμως, εισπράττοντας κάθε φορά σημαντικά χρηματικά ποσά. Επιπλέον ο εν λόγω κατηγορούμενος ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της ανωτέρω πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή αυτού προς διάπραξη της ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, σε συνδυασμό δε με την διαμορφωθείσα υποδομή (χρησιμοποίηση οργανωμένου εργαστηρίου και συγχρόνων μηχανημάτων), προκύπτει και σκοπός του εν λόγω κατηγορουμένου για πορισμό εισοδήματος. Τέλος, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος Χ4, ενεργώντας, ύστερα από συναπόφαση, από κοινού με τον ....... στη .... και στην ....., αντίστοιχα, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο μέχρι το μήνα Δεκέμβριο 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος εν γνώσει τους χρησιμοποίησαν πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και για να προσπορίσουν στον εαυτό τους και σε άλλους, βλάπτοντας τρίτον, περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Ειδικότερα, έκαναν χρήση των υπό στοιχείο Α ΙΙΙ λεπτομερώς περιγραφομένων στο διατακτικό πλαστών αδειών ικανότητας οδήγησης, μεταβιβάζοντας αυτές στους αναφερομένους επίσης, στο διατακτικό κατόχους τους, με σκοπό να παραπλανήσουν αυτούς, αλλά και τις αστυνομικές αρχές ότι, δήθεν, αυτές ήταν νόμιμες και έτσι πέτυχαν να προσπορίσουν στους εαυτούς τους και στους συγκατηγορουμένους τους Χ1 και στον Γ1 συνολικά το ποσό των 26.532 ευρώ, που τους κατέβαλαν οι κάτοχοι - αγοραστές των παραπάνω πλαστών αδειών ικανότητας οδήγησης. Εξάλλου, από την επανειλημμένη τέλεση της εν λόγω πράξεως, προκύπτει ροπή του εν λόγω κατηγορουμένου σταθερή προς διάπραξή της, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, σε συνδυασμό δε και με τη διαμορφωθείσα υποδομή (ενεργούσε βάσει σχεδίου συνεργαζόμενος με άλλον για την προώθηση μεγάλου αριθμού πλαστών αδειών ικανότητας οδήγησης) προκύπτει και σκοπός του πιο πάνω κατηγορουμένου για τον πορισμό εισοδήματος. Οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ3 ισχυρίζονται ότι οι αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται δεν πρέπει να τους καταλογισθούν λόγω πραγματικής πλάνης, καθόσον αγνοούσαν την ύπαρξη των πλαστών εγγράφων που βρέθηκαν στο κατάστημα του πρώτου, όπου τα είχε μεταφέρει και είχε εγκαταλείψει ο Γ1. Όμως, ο ισχυρισμός τους αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού αποδείχθηκε ότι η κατάρτιση των εν λόγω πλαστών εγγράφων έγινε από τον κατηγορούμενο Χ1, ενεργώντας, ύστερα από συναπόφαση, από κοινού με τον Γ1, χρησιμοποιώντας τις πλαστές σφραγίδες που είχε κατασκευάσει ο κατηγορούμενος Χ3, προκειμένου να βοηθήσει τους ανωτέρω στην κατάρτιση των πλαστών εγγράφων. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος Χ1 επικαλείται νόμιμη πλάνη συγγνωστή, ισχυριζόμενος ότι η κατοχή των πλαστών εγγράφων δεν είναι πράξη αξιόποινη. Αλλά και ο ισχυρισμός του αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον τα εν λόγω περιστατικά δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν νομική πλάνη και μάλιστα συγγνωστή, εν όψει μάλιστα και του γεγονότος ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος, δεν κατείχε απλώς τα πλαστά έγγραφα, αλλά και τα είχε καταρτίσει από κοινού με τον Γ1. Επίσης, ο τρίτος κατηγορούμενος Χ2, προέβαλε δια του συνηγόρου του που τον εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη, τον ισχυρισμό περί υπαναχώρησης, καθόσον δεν είχαν τεθεί σε κυκλοφορία οι πλαστές τραπεζικές επιταγές που είχαν καταρτισθεί απ' αυτόν τον Χ1 και Γ1. Όμως ο πιο πάνω ισχυρισμός του ανωτέρω κατηγορουμένου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η πλαστογραφία είναι τελεσμένη όταν ο δράστης καταρτίσει το πλαστό ή νοθεύσει το γνήσιο έγγραφο, με σκοπό να χρησιμοποιήσει αυτό και να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (βλ. Χ. Μυλωνόπουλου Ποιν. Δικ. εκδ. 2005 αρθρ. 216- 223 ΠΚ σελ. 84 επ.). Τέλος, οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ4, ισχυρίζονται ότι τα πλαστά έγγραφα που βρέθηκαν, αποτελούν πλαστογραφία πιστοποιητικών και θεμελιώνουν το προβλεπόμενο από το άρθρο 217 του ΠΚ έγκλημα. Όμως, και ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τις διατάξεις των άρθρων 216 §1 και 217 ΠΚ συνάγεται ότι αν η πλαστογράφηση γίνεται και για άλλο σκοπό, όπως για να περιποιηθεί -δράστης στον εαυτό του ή σε άλλον όφελος με βλάβη τρίτου, τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο 217 ΠΚ (πιστοποιητικά κλπ) εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ (βλ. Μυλωνόπουλο ό.π. σελ. 138 επ. ΑΠ 1316/2001 ΠΧΝΒ/531, ΑΠ 556/95 ΠΧ ΜΕ/820, ΑΠ 1683/84, ΠΧ ΔΕ/502, ΑΠ 445/84 ΠΧΑΕ/457ΑΠ 1438/83 ΠΧ Μ/410). Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν θεμελιώνονται αντικειμενικά και υποκειμενικά οι αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, οι οποίες φέρουν κακουργηματικό χαρακτήρα, αφού τελέστηκαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό τον πορισμό οφέλους άνω των 5.000.000 δρχ. Γι' αυτό και πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων. Πρέπει όμως ν' αναγνωρισθεί ότι στο μεν πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ3, συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (αρθρ. 24 § 2α ΠΚ) στο δε πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ4, ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας (αρθρ. 84 § 2δ ΠΚ). III. Με τις σκέψεις αυτές οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2 κρίθηκαν ένοχοι πλαστογραφίας από κοινού σε βαθμό κακουργήματος, κατ' εξακολούθηση (13 εδ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3 εδ.β, ΠΚ), ο πρώτος δε και για χρήση πλαστών. Για τις πράξεις τους δε αυτές, ο Χ1 καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης επτά ετών και ο και Χ2 σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αναιρεσείων Χ2 κρίθηκε ένοχος πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, κατ' εξακολούθηση, με τη μορφή της κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως αυτής, από την οποία το συνολικό όφελος αυτής και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000, ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση και με κοινό δόλο με τον αναιρεσείοντα Χ1 και τον συγκατηγορούμενό τους κατά την πρωτόδικη δίκη Γ1. Συγκεκριμένα οι εν λόγω κατηγορούμενοι και οι δύο αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν για το ότι από κοινού, κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2002 μέχρι 24.1.2003, κατήρτισαν εξαρχής τις αναφερόμενες στο διατακτικό με στοιχείο ΑΙ επιταγές, τις οποίες άλλες συμπλήρωσαν ως προς όλα τα στοιχεία τους και άλλες ως προς ορισμένα από αυτά, και ανέγραψαν σε αυτές ποσά αριθμητικώς και ολογράφως, τα οποία προσδιορίζονται ως εξής; α) πέντε επιταγές της National Westminster Bank RLG με ημερομηνίες εκδόσεως ......, ....., ......., ....... και ...... για ποσά 1.000, 400, 250, 300 και 250 λίρες Αγγλίας, αντίστοιχα, β) δύο επιταγές της M Bank Alamo με ημερομηνίες εκδόσεως .... και ......, για ποσά 2.000 δολάρια στην κάθε μία, γ) δύο επιταγές της Εθνικής Ελλάδος, κατάστημα Λονδίνου, με ημερομηνία εκδόσεως ......, για ποσό 1850 δολάρια, δ) έξι επιταγές της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, κατάστημα Παρισιού, χωρίς να συμπληρώσουν όλα τα στοιχεία τους στις τέσσαρες εξ αυτών, ενώ στις υπόλοιπες δύο συμπλήρωσαν όλα τα στοιχεία και έθεσαν ως ημερομηνίες εκδόσεως ..... και ......, αντίστοιχα, και ποσά 3000 και 2.000 ευρώ, αντίστοιχα, ε) εννέα επιταγές της Credit Industriel et Commercial, από τις οποίες συμπλήρωσαν όλα τα στοιχεία μόνο στην ένατη, θέτοντας ως ημερομηνία ......, και ποσό 2.000 ευρώ. Επίσης οι ίδιοι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για την αναφερόμενη στο διατακτικό με στοιχείο Α ΙΙ κακουργηματική πράξη πλαστογραφίας, κατά την οποία "νόθευσαν την με αριθμό ....... αστυνομική ταυτότητα στο όνομα Β1 -και στο έτος γεννήσεως άλλαξαν τον αριθμό 3 σε 5 αφαίρεσαν δε και την φωτογραφία του και έθεσαν την φωτογραφία άλλου προσώπου, με σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους συναλλασσομένους με αυτούς ότι δήθεν επρόκειτο για την γνήσια ταυτότητα του τελευταίου με έτος γεννήσεως 1956 αντί του αναγραφομένου αρχικά 1936. Στις ενέργειες δε αυτές προέβησαν και για ν' αποκομίσουν όφελος το οποίο υπερέβαινε συνολικά τα 5.000.000 δρχ. με βλάβη των τρίτων, στους οποίους θα μεταβίβαζαν τις επιταγές χρησιμοποιώντας και την νοθευμένη ταυτότητα". Περαιτέρω ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων Χ1, εκτός από τις πιο πάνω πράξεις, κρίθηκε ένοχος κακουργηματικής πλαστογραφίας, κατά τα ανωτέρω, και για τις επιπλέον πράξεις που περιγράφονται, λεπτομερώς στο διατακτικό με τα στοιχεία III και IV, τις οποίες τέλεσε από κοινού με τον Γ1. Τις πρώτες (με στοιχείο III) τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 3-6-1999 μέχρι 24-1-2003 και αφορούν την κατάρτιση και χρήση των περιγραφόμενων λεπτομερώς στο διατακτικό 21 πλαστών αδειών ικανότητας οδηγού, για τις οποίες εισέπραξε για κάθε μία από αυτές τα αναφερόμενα στο διατακτικό χρηματικά ποσά, ανερχόμενα συνολικώς σε 26.532 ευρώ. Οι δεύτερες πράξεις (με στοιχείο IV) αφορούν την κατάρτιση των λεπτομερώς περιγραφόμενων στο διατακτικό διαφόρων πλαστών εγγράφων (πλέον των πενήντα), τα οποία πωλούσαν οι δύο αυτοί οι κατηγορούμενοι προς 300 έως 400 ευρώ το καθένα. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 και για τις αναφερόμενες πιο πάνω κατ' εξακολούθηση κακουργηματικές πράξεις πλαστογραφίας που τέλεσε αυτός από κοινού με τον Γ1 και προσδιορίζονται λεπτομερώς στο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με τα στοιχεία ΑIII και IV, αφού , ως προς αυτές ,εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου του 216 παρ. 3 εδ.β ΠΚ, όπως το β εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2721/1999, με το να δεχθεί ότι η πιο πάνω πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο εν λόγω κατηγορούμενος- αναιρεσείων είχε τον κακουργηματικό χαρακτήρα της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια πλαστογραφίας από την οποία το συνολικό όφελος αυτού και η συνολική ζημία τρίτων υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ. Επίσης διέλαβε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τόσο και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του εν λόγω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της κακουργηματικής πράξεως τις πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, όσο και του ότι το συνολικό όφελος αυτού και η συνολική ζημία τρίτων υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ, αφού εκθέτει με πληρότητα τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το εν λόγω όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό αυτό, δεδομένου ότι, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδειχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας, το ύψος αυτών ανέρχεται, για μεν τις υπό στοιχείο III πράξεις στο ποσό των 26.532 ευρώ και για δε τις υπό στοιχείο IV πράξεις τουλάχιστον σε 300 ευρώ για κάθε μία από τις ειδικώς αναφερόμενες -πλέον τις 50-περιπτώσεις. IV. Ο αναιρεσείων Χ1, με την συνεκδικαζόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού προβάλλει τις αιτιάσεις ότι, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 216 Π.Κ., κρίθηκε ένοχος για τις πιο πάνω πράξεις, καθόσον, όπως υποστηρίζει, δεν αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι κατήρτισε πλαστά ή νόθευσε γνήσια έγγραφα και ότι αντιθέτως απεδείχθηκε ότι όλα τα έγγραφα τα οποία βρέθηκαν εις την κατοχή του ήταν απλές φωτοτυπίες, ήτοι τέσσερις άδειες οδήγησης ασυμπλήρωτες και μία ζελατίνα η οποία ανέγραφε Ελληνική Δημοκρατία καθώς και μία φωτοτυπία Αλβανικής αδείας οδηγήσεως, έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσαν να παραπλανήσουν τρίτους. Από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι ο εν λόγω αναιρεσείων κατήρτισε και νόθευσε, κατά τις αναφερόμενες στη απόφαση διακρίσεις, όλα τα έγγραφα που μνημονεύονται σε αυτή και όχι μόνο τα από αυτόν πιο πάνω αναφερόμενα, Εξάλλου, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση κατά τη φωτοτύπηση στοιχείων του γνήσιου εγγράφου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει ήδη νοθευθεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού. Επίσης αβάσιμη είναι η αιτίαση του ίδιου αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλομένη παραβίασε την διάταξιν του άρθρου 217 Π. Κ., καθόσον όλα τα κατασχεθέντα έγγραφα τα οποία βρέθηκαν εντός του καταστήματός του, ήταν έγγραφα τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία των πιστοποιητικών και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απάντησε τον προβληθέντα εγγράφως αυτοτελή ισχυρισμό του επί του θέματος αυτού. Το Δικαστήριο της ουσίας, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι τα πλαστά έγγραφα που βρέθηκαν αποτελούν πλαστογραφία πιστοποιητικών και θεμελιώνουν το προβλεπόμενο από το άρθρο 217 του ΠΚ έγκλημα, αφού, σύμφωνα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, οι γενόμενες από τον αναιρεσείοντα πλαστογραφήσεις, των ως πιστοποιητικών χαρακτηριζομένων από τον αναιρεσείοντα εγγράφων, δεν έγιναν για τον αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 217 ΠΚ σκοπό, αλλά αυτός μαζί με τους πιο πάνω συγκατηγορουμένους του "ενήργησαν με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους, βλάπτοντας τρίτους (υπηρεσίες των οποίων είχαν πλαστογραφήσει έγγραφα και σφραγίδες, κατόχους πλαστών και τρίτους, συναλλασσόμενους με τους τελευταίους) περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά τα 5.000.000 δρχ". Επομένως, εφόσον το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε ότι η χρησιμοποίηση των πιο πιάνω πλαστών εγγράφων έγινε για το σκοπό που προαναφέρθηκε, ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.2 και όχι εκείνη του άρθρου 217 παρ.1 Π Κ (χρήση πλαστού πιστοποιητικού), αφού, όπως συνάγεται από διατάξεις αυτές (216 παρ.2 και 217 παρ. 1,2 ΠΚ), αν η χρήση πλαστού γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του διαλαμβανομένου στο άρθρο 217 ΠΚ, τότε, και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό (πιστοποιητικά κλπ), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 παρ.2 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ. Ομοίως το Δικαστήριο της ουσίας, με τις παραδοχές του ότι στην κατάρτιση των πιο πάνω πλαστών εγγράφων προέβη ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Χ1, ενεργώντας, ύστερα από συναπόφαση, από κοινού με τον Γ1, χρησιμοποιώντας τις πλαστές σφραγίδες που είχε κατασκευάσει ο κατηγορούμενος Χ3, προκειμένου να βοηθήσει τους ανωτέρω στην κατάρτιση των πλαστών εγγράφων, αιτιολογημένα απέρριψε τους περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμούς του πιο πάνω αναιρεσείοντος, κατά τους οποίους οι αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται δεν πρέπει να του καταλογισθούν, καθόσον αγνοούσε την ύπαρξη των πλαστών εγγράφων που βρέθηκαν στο κατάστημα του πρώτου, όπου τα είχε μεταφέρει και είχε εγκαταλείψει ο Γ1. Επίσης το Δικαστήριο, ως προς τον περί συγγνωστής νομικής πλάνης ισχυρισμό του ίδιου αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο αυτός "αγνοούσε και εύλογα ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα αποτελούν αποδείξεις της ποινικά κολάσιμης πράξης της πλαστογραφίας και είχε λαθεμένη αντίληψη περί τις συνέπειες της πράξης του της κατοχής δηλαδή φωτοτυπιών τέτοιων εγγράφων", αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του, διότι, δεν περιείχε τα απαιτούμενα περιστατικά για τη θεμελίωσή του και ειδικότερα δεν περιείχε γεγονότα που θα καθιστούσαν συγγνωστή την αναφερόμενη άγνοια αυτού, εν τούτοις , απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό και ως αβάσιμο, αφού δέχθηκε ότι "ο εν λόγω κατηγορούμενος, δεν κατείχε απλώς τα πλαστά έγγραφα, αλλά και τα είχε καταρτίσει από κοινού με τον Γ1". Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του πιο πάνω αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων, ότι οι πράξεις του συνιστούν προπαρασκευαστικές πράξεις και όχι τετελεσμένες, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολόγησε για ποιό λόγο έκαμε δεκτό το κατατεθέν από τους μάρτυρες κατηγορίας ότι μετέφερε τα πλαστά έγγραφα την 24-01-2003 την 20.00 ώρα, ενώ αποδεικνύεται ότι είχε ήδη συλληφθεί προηγουμένως, ότι δεν αναφέρει, ποιά ήσαν τα πλαστά έγγραφα τα οποία αυτός μετέφερε, με ποιο τρόπο κατήρτισε τα πλαστά έγγραφα, όταν αποδείχθηκε - ότι τα τμήματα του Η/Υ τα οποία βρέθηκαν στο κατάστημά του, δεν ήσαν συμβατά μεταξύ των, δεν υπήρχε πληκτρολόγιο, και "ποντίκι" και δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο κατάστημά του κατά τον κρίσιμο χρόνο και δεν αιτιολογεί κατά ποίο τρόπο αυτός συνδέεται με το σύνολο των πλαστών επιταγών, που βρέθηκαν στις κατοικίες των συγκατηγορουμένων του, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ και Ε ΚΠΔ, συναφείς λόγοι - αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ1, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών του και ως προς την καταδικαστική της κρίση, ως προς τις αναφερόμενες πιο πάνω επί μέρους κατ' εξακολούθηση κακουργηματικές πράξεις πλαστογραφίας που τέλεσε αυτός από κοινού με τον Γ1 και προσδιορίζονται λεπτομερώς στο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με τα στοιχεία ΑIII και IV, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. V. Αντίθετα, το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, σχετικά με τις επί μέρους κατ' εξακολούθηση πράξεις της πλαστογραφίας με στοιχεία ΑΙ και II, που αναφέρονται πιο πάνω (παρ. III), τις οποίες καταδικάστηκε ότι τέλεσε ο αναιρεσείων Χ2 από κοινού με τον αναιρεσείοντα Χ1 και τον συγκατηγορούμενό τους κατά την πρωτοβάθμια δίκη Γ1, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εμπεριέχονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα για την συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, κατ' εξακολούθηση, στην κακουργημαπκή αυτής μορφή, για την τέλεση της οποίας αυτοί καταδικάστηκαν. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει ποιών υπολογισμών το σύνολο της σκοπούμενης βλάβης υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, δεδομένου μάλιστα ότι, στο μεν σκεπτικό δεν γίνεται ουδεμία αναφορά περί του τρόπου υπολογισμού του ποσού της σκοπούμενης βλάβης, στο δε διατακτικό της προσβαλλομένης, αναφέρονται οι πιο πάνω μνημονευόμενες πλαστές επιταγές με τα αντίστοιχα ποσά για τα οποία αυτές εκδόθηκαν, τα οποία, όμως, άλλα είναι σε λίρες Αγγλίας, και άλλα ποσά σε δολάρια, χωρίς να προσδιορίζεται η ισοτιμία των νομισμάτων αυτών σε ευρώ κατά το κρίσιμο χρόνο, ενώ τα σε ευρώ αναγραφόμενα ποσά ανέρχονται συνολικά μόνο σε 7.000. Κατ' αυτόν τον τρόπο δεν δύναται να διακριβωθεί, αν τα αναγραφόμενα ποσά στις πλαστές επιταγές, τα οποία, κατά τις παραδοχές της απόφασης, αποτελούσαν το όφελος των κατηγορουμένων και την αντίστοιχη ζημία τρίτων , υπερέβαιναν το όριο των 15.000 ευρώ, έτσι ώστε, με τη συνδρομή και της γενόμενης δεκτής προϋποθέσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως, να κριθεί, αν οι κατ' εξακολούθηση πράξεις πλαστογραφίας, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Χ2, χαρακτηρίζονται ως κακούργημα ή πλημμέλημα. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης του Χ2, για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε, πρέπει να γίνει δεκτός, ως κατ' ουσία βάσιμος. Ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1, ο οποίος τέλεσε και αυτός από κοινού τις εν λόγω πράξεις , η προαναφερόμενη ελλιπής αιτιολογία δεν ασκεί επιρροή στον κακουργηματικό χαρακτήρα των πλαστογραφιών, κατ' εξακολούθηση, για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε, αφού, κατά τα φερόμενα ως αποδειχθέντα από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, το περιουσιακό όφελος αυτού, με βλάβη τρίτων, συναθροιζόμενο με τις υπόλοιπες επί μέρους πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε (αναφερόμενες στο διατακτικό της προσβαλλόμενη απόφασης με στοιχεία III και IV), υπερβαίνουν κατά πολύ το όριο των 15.000 ευρώ. Είναι όμως προφανές ότι ο προσδιορισμός του ύψους του οφέλους και της ζημίας που προκύπτει από τις πράξεις αυτές, επιδρά στο ύψος της ποινής που πρέπει να επιβληθεί στον εν λόγω αναιρεσείοντα. Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης αυτού, για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτός μόνο καθόσον αφορά τις επί μέρους αυτές πράξεις. VI. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι συνεκδικαζόμενες αναιρέσεις και, ειδικότερα, μόνο καθόσον αφορά τις πιο πάνω αναφερόμενες επί μέρους πράξεις, που τελέστηκαν από κοινού με τους αναιρεσείοντες και τον συγκατηγορούμενό τους κατά την πρωτόδικη δίκη Γ1 και οι οποίες προσδιορίζονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με τα στοιχεία Α Ι και II και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που έγιναν δεκτές οι αναιρέσεις και ειδικότερα εν όλω ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 και ως προς την περί ποινής διάταξη ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1. VII. Περαιτέρω, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, να επεκταθεί το αποτέλεσμα των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως και ως προς τους Γ1 και τον Χ3, που καταδικάστηκαν ως συμμέτοχοι των αναιρεσειόντων για τις πιο πάνω πράξεις, και δεν άσκησαν αναίρεση, και ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στο πιο πάνω αναφερόμενο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ο μεν πρώτος καταδικάστηκε ως συναυτουργός και ο δεύτερος ως άμεσος συνεργός αυτών, καθόσον ο προτεινόμενος και γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων και να αναιρεθεί και ως προς αυτούς, η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το περί ποινής κεφάλαιο , δεδομένου ότι ως προς αυτούς δεν αναιρείται ο κακουργημαπκός χαρακτήρας της πράξεώς τους, αφού δεν συμμετείχαν μόνο στις πιο πάνω πράξεις, ως προς τις οποίες αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και στις λοιπές πιο πάνω αναφερόμενες (κακουργηματικές) πράξεις πλαστογραφίας. ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2847/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος (εν όλω ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 και ως προς την περί ποινής διάταξη ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 και ως προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό επί μέρους πράξεις, που τελέστηκαν από κοινού με τους αναιρεσείοντες και τον συγκατηγορούμενό τους κατά την πρωτόδικη δίκη Γ1 και οι οποίες προσδιορίζονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης με τα στοιχεία Α Ι και II). Επεκτείνει το αποτέλεσμα των 7/23-1-2007 21-3-2007 αιτήσεων αναιρέσεως του Χ2 και της από 31/1/2007 αίτησης αναιρέσεως του Χ1, κατά της 2847/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και ως προς τους συμμετόχους (συναυτουργό και άμεσο συνεργό, αντιστοίχως) της πράξεως για την οποία αυτοί καταδικάστηκαν, Γ1 και τον Χ3, και αναιρεί και ως προς αυτούς, την πιο πάνω απόφαση ως προς τις περί των ποινών διατάξεις της. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση τριών αναιρέσεων κατά της αυτής απόφασης. Δύο εξ αυτών του ίδιου αναιρεσείοντος. Παρα-δεκτή η εμπρόθεσμη δεύτερη, που θεωρείται ότι συμπληρώνει την πρώτη, εφόσον αυτή δεν έχει κριθεί. Συνερευνώνται λόγω συνάφειας. Κακουργη-ματική πλαστογραφία μετά χρήσεως (επιταγές, πλαστές άδειες οδήγησης κ.λ.π., κατ’ εξακολούθηση). Ωφέλεια - ζημία άνω των 15.000 ευρώ και τελεση κατ’ επάγγελμα και συνήθεια. Στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Πότε διαπράττονται κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατ’ εξακολού-θηση έγκλημα. Πότε δεν είναι απαραίτητη η εξειδίκευση των επί μέρους πράξεων. Λόγοι αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή και έλλειψη αιτιολογίας. Έγγραφο. Στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλ-ληλου μηχανικού μέσου. Πλαστογραφία πιστοποιητικών (217 ΠΚ). Αν η χρήση πλαστού γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του διαλαμβανομένου στο άρθρο 217 ΠΚ, τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό (πιστοποιητικά κ.λ.π.), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Είναι και οι από το άρθρο 30 ΠΚ περί πραγματικής πλάνης και από το άρθρο 31 παρ. 2 περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Έννοια. Η απόρριψη αυτών πρέπει να αιτιολογείται, εφόσον έχουν προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας απορρίψεως των πιο πάνω ισχυρισμών και καταδικαστικής αποφάσεως για ορισμένες επί μέρους πράξεις πλαστογραφίας καθώς και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας διατάξεων 216 και 217 ΠΚ. Δέχεται λόγο αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ως προς ένα αναιρεσείοντα ως προς τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πλαστογραφίας. Δεν προσδιορίζεται βάσει ποιών υπολογισμών το σύνολο της σκοπούμενης βλάβης υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Στις μνημονευόμενες πλαστές επιταγές σε λίρες Αγγλίας, και δολάρια δεν προσδιορίζεται η ισοτιμία των νομισμάτων αυτών σε ευρώ. Ως προς τον άλλον αναιρεσείοντα δεν ασκεί επιρροή στον κακουργηματικό χαρακτήρα των πλαστογραφιών, κατ’ εξακολούθηση, διότι το περιουσιακό όφελος, συναθροιζόμενο με τις υπόλοιπες επί μέρους πράξεις, υπερβαίνουν κατά πολύ το όριο των 15.000 ευρώ. Ο προσδιο-ρισμός όμως του ύψους του οφέλους επιδρά στο ύψος της ποινής. Δέχεται αναιρέσεις εν όλω για τον ένα και εν μέρει για τον άλλο αναιρεσείοντα. Επεκτατικό αποτέλεσμα αναίρεσης (άρθρο 469 ΚΠΔ), στους συμμετόχους που δεν άσκησαν αναίρεση (συναυτουργούς και άμεσος συνεργός), καθόσον ο λόγος αναίρεσης δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Αναιρέσεως επεκτατικό αποτέλεσμα, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Πλάνη νομική και πραγματική, Πλαστογραφία πιστοποιητικού και χρήση.
0
Αριθμός 2103/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βησσαρίωνα Κωνσταντούλα, για αναίρεση της 1197-1198/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως καθώς και στους από 20 Σεπτεμβρίου 2007 πρόσθετους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 305/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 (άρθρο 20 παρ.1 περ. ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, ενώ η μεταφορά πραγματώνεται με τη μετακίνηση των ναρκωτικών από ένα τόπο σε άλλο με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1197-1198/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Μετά από πληροφορίες που περιήλθαν στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών Θεσ/νίκης ότι οι κατηγορούμενοι κατέχουν από κοινού και διακινούν ναρκωτικά, τέθηκε υπό παρακολούθηση η οικία του δεύτερου κατηγορουμένου (Χ2). Την 20-8-2002 και ώρα 13.25 αντιλήφθηκαν οι αστυνομικοί τον πρώτο κατηγορούμενο (αναιρεσείοντα) να εισέρχεται στην οικία και μετά από λίγο να εξέρχεται κρατώντας μία νάϋλον σακούλα, η οποία όπως διαπιστώθηκε στην έρευνα που επακολούθησε, περιείχε 19 δέματα κατεργασμένης ινδικής κάνναβης (σε πλακίδια) συνολικού βάρους 8.514 γραμμαρίων, ενώ σε έρευνα που έγινε στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου βρέθηκε ποσότητα 50 γραμμαρίων κατεργασμένης ινδικής κάνναβις. Ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι οι ανωτέρω ποσότητες δεν ανήκαν σ'αυτόν αλλά στον δεύτερο κατηγορούμενο και ότι εκείνος απλώς τις μετέφερε για να τις παραδώσει σε άγνωστο άτομο στην ....... με αντάλλαγμα χρήματα και χασίς για δική του χρήση. Ακολούθως οι αστυνομικοί διενέργησαν έρευνα στην οικία του δεύτερου κατηγορουμένου και βρήκαν σε εμφανές σημείο αυτής 24 δέματα κατεργασμένης ινδικής κάνναβης (σε πλακίδια) συνολικού βάρους 5.290 γραμμαρίων. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι οι ως άνω ποσότητες δεν ήταν δικές του αλλά ανήκαν στον πρώτο κατηγορούμενο και εκείνος απλώς τις φύλασσε για λογαριασμό του πρώτου με αντάλλαγμα χρήματα και χασίς για δική του χρήση. 'Ηδη ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι όλες τις ανωτέρω ποσότητες των ναρκωτικών τις παρέλαβε μαζί με τον δεύτερο από την ..... και τις μετέφεραν στη ...... για λογαριασμό των Γ1 και Γ2 και τις παρέδωσε στον Χ2 για φύλαξη. Ο δεύτερος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τις ποσότητες τις έφερε στο σπίτι του ο πρώτος κατηγορούμενος και ότι δεν πήγε μαζί του στην ....... ούτε γνωρίζει τους Γ1 και Γ2. 'Όπως όμως προκύπτει κυρίως από την κατάθεση του αστυνομικού ........., αλλά και μαρτυρείται και από τους ανωτέρω αντιφατικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, αυτοί κατείχαν τις αναφερόμενες στο διατακτικό ποσότητες ο καθένας με σκοπό την εμπορία και με τον ίδιο σκοπό ο πρώτος μετέφερε την ποσότητα που βρέθηκε στην κατοχή του κατά την έξοδό του από την οικία του δεύτερου κατηγορουμένου. Επομένως πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των ανωτέρω πράξεων, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 περίπτωση β' και δ' για τον πρώτο και περίπτωση δ' και ε' για τον δεύτερο. 'Όπως όμως προέκυψε, τα αίτια που ώθησαν τον πρώτο κατηγορούμενο στην τέλεση των πράξεων (σκοπός παράνομου κέρδους με τίμημα ανθρώπινες ζωές) είναι κατ΄εξοχήν ταπεινά, ενώ ούτε αυτός ούτε ο δεύτερος κατηγορούμενος επέδειξαν μετάνοια και μάλιστα ειλικρινή, αφού αρνούνται την τέλεση των πράξεων... Επομένως οι ανωτέρω ισχυρισμοί των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για τα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα, του ότι "Α) Στη ....... και στις 20/8/2002, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατείχε ναρκωτικές ουσίες, και ειδικότερα, α] όπως διαπιστώθηκε, μετά από νομότυπη σωματική του έρευνα, κατείχε πάνω του, δηλαδή είχε στη φυσική του εξουσίαση και μπορούσε να διαθέσει πραγματικά και κατά βούληση, 19 δέματα κατεργασμένης ινδικής κάνναβης, συνολικού βάρους 8 κιλών και 514 γραμ. και. β] όπως επίσης, μετά από νομότυπη κατ' οίκον έρευνα, που επακολούθησε, διαπιστώθηκε, κατείχε στην οικία του, (οδός ......), 50 γραμ. ινδικής κάνναβης. Β) Στη ......., στις 20-8-2002, μετέφερε ναρκωτικές ουσίες, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο και ειδικότερα, μετέφερε τις προαναφερόμενες στη με στοιχ. Α' πράξη του, ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, τις οποίες παρέλαβε από την οικία του συγκατηγορουμένου του, Χ2, επί της οδού ........., ...... Θεσ/νίκης, για να τις παραδώσει σε άγνωστο άτομο, στην περιοχή της ......". Για τις πράξεις του δε αυτές, οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν παράβαση των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, ΠΚ, άρθ. 5 παρ.1 περ.ζ , και παρ.2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως αυτό ισχύει (ήδη άρθρο 20 παρ.1 περ.ζ του ΚΝΝ) , οι αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως δεκατριών (13) ετών και χρηματική ποινή 15.000 ευρώ . Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων εγκλημάτων της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ.1 περ.ζ του ν. 1729/1987, όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Αναφορικά με την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, στο αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό γίνεται αναφορά ότι βρέθηκαν στην κατοχή του αναιρεσείοντος, υπό τις αναφερόμενες στο σκεπτικό συνθήκες, οι πιο πάνω ναρκωτικές ουσίες, τις οποίες αυτός κατείχε με την έννοια ότι είχε αυτές στη φυσική του εξουσίαση και μπορούσε να τις διαθέσει πραγματικά και κατά βούληση, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας και η αναφορά των επιπλέον στοιχείων και περιστατικών που εκθέτει ο αναιρεσείων στους προσθέτους αυτού λόγους αναίρεσης. Αναφορικά με την πράξη της μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι υπάρχει ελλιπής και εσφαλμένη αιτιολογία, καθόσον, όπως υποστηρίζει, "η προσβαλλομένη απόφαση αρκείται εις το να μνημονεύσει τους ισχυρισμούς ημών των κατηγορουμένων και την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού, χωρίς ωστόσο να μνημονεύεται ούτε ο τρόπος μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών ούτε το μέσο με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταφορά". Επιπλέον δε, προβάλλει την αιτίαση, ότι "το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κάνει λόγο για μεταφορά της ποσότητας από εμέ κατά την έξοδο μου από την οικία του συγκατηγορουμένου μου, ενώ η ναρκωτική ουσία αναφέρεται σε μεταφορά μεταξύ των πόλεων ......... - .........". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, αφού, όπως προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιορίζεται μόνο στα όσα πιο πάνω αναφέρει ο αναιρεσείων, αλλά δέχεται ότι προκύπτει από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, μεταξύ των οποίων και η ομολογία του ίδιου του κατηγορουμένου κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου απολογία του, ότι αυτός μετέφερε τις πιο πάνω ναρκωτικές ουσίες από την οικία του συγκατηγορουμένου του, Χ2, επί της οδού ......, ...... Θεσ/νίκης, για να τις παραδώσει σε άγνωστο άτομο, στην περιοχή της ......... . Η αναφορά στο σκεπτικό, ότι ο κατηγορούμενος μετέφερε την ποσότητα που βρέθηκε στην κατοχή του κατά την έξοδό του από την οικία του συγκατηγορουμένου του, έχει την πρόδηλη έννοια, όπως σαφώς από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων ενήργησε την αναφερόμενη στο διατακτικό μεταφορά, δηλαδή από τη ...... στην ......., της ποσότητας των ναρκωτικών που βρέθηκε στην κατοχή του κατά την έξοδό του από την οικία του συγκατηγορουμένου του. Συνεπώς, ουδεμία αντίφαση υφίσταται, ως προς τις παραδοχές αυτές, μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, ως προς την εν λόγω πράξη της μεταφοράς, δε απαιτείται ο ειδικότερος προσδιορισμός του τρόπου και του μέσου μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών, αφού αυτά δεν αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, δεδομένου, όπως ήδη αναφέρθηκε, ότι το έγκλημα αυτό διαπράττει όποιος "μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο". Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας, τόσο ως προς την εν λόγω πράξη της κατοχής, όσο και ως προς την πράξη της μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, δεν είναι αναγκαία η αναφορά του κινήτρου από το οποίο ωθήθηκε ο κατηγορούμενος στην πράξη του και του επιδιωκόμενου σκοπού, αφού δεν πρόκειται για εγκλήματα σκοπού, δηλαδή με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Δεν αποτελεί δηλαδή στοιχείο της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κατοχής ή της μεταφοράς η ύπαρξη στο δράστη σκοπού προς περαιτέρω διάθεση της ναρκωτικής ουσίας, ούτε απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης η αναφορά σε αυτή ότι ο δράστης και κάτοχος της ναρκωτικής ουσίας προόριζε ή όχι αυτή για περαιτέρω διάθεση ή για δική του αποκλειστική χρήση. Μόνο αν υποβληθεί πλήρης και ορισμένος αυτοτελής ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο για προμήθεια ή κατοχή ναρκωτικού προς ιδία αποκλειστική χρήση, οφείλει το δικαστήριο να διαλάβει στην απόφαση του την παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αν καταλήξει στην απόρριψη αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας , ως προς την παραδοχή της ότι αυτός κατείχε και μετέφερε τις ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την περαιτέρω διάθεση (εμπορία). Η αιτίαση αυτή είναι, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, αβάσιμη και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει περαιτέρω την πιο πάνω παραδοχή του, αφού ο αναιρεσείων, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από τα πρακτικά της δίκης, δεν προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι πιο πάνω ποσότητες προορίζονταν για δική του αποκλειστική χρήση. Επομένως, όλες οι πιο πάνω, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, προβαλλόμενες, με τους προσθέτους λόγους αναίρεσης, αιτιάσεις, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. 'Οταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, "το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια (περ β)" και "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του" (περ. δ). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, κατέθεσε εγγράφως ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν των πιο πάνω δύο ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ζήτησε να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια, επικαλούμενος ότι λειτούργησε ως μεταφορέας, για να λάβει μόνο το ποσό των 150.000 δρχ για κάθε μεταφορά, διότι την εποχή εκείνη αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, λόγω χρεών της επιχειρήσεώς του (γυμναστήριο). Επίσης, ζήτησε να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας, επικαλούμενος ότι ομολόγησε την πράξη της μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών από και προς την ....... για το συνολικό ποσό των 300.000 δραχμών. Με το πιο πάνω περιεχόμενο, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, ότι ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια και ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια, είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται καθόλου περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται η βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών. Η απλή αναφορά ότι δέχθηκε να μεταφέρει τις πιο άνω ποσότητες ναρκωτικών, έναντι συμφωνηθέντος ανταλλάγματος (150.000 δρχ για κάθε μεταφορά), διότι κατ' αυτόν τον τρόπο θα αντιμετώπιζε τα οικονομικά προβλήματα της επιχειρήσεώς του, ουδόλως συνιστά περιστατικό το οποίο καταδεικνύει τα μη ταπεινά αίτια της πράξεώς του. Επίσης η απλή αναφορά ότι ομολόγησε την πράξη της μεταφοράς (μόνο), χωρίς να εκτίθενται (και) άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι μετανόησε ειλικρινώς και ότι επιζήτησε - και κατά ποιον τρόπο - να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον περί ειλικρινούς μεταμέλειας ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας των ισχυρισμών αυτών, απάντησε, ως εκ περισσού, στους πιο πάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, με την προαναφερόμενη πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του, σύμφωνα με την οποία δεν ήταν βάσιμα ούτε τα πιο πάνω επικαλούμενα από τον κατηγορούμενο -αναιρεσείοντα περιστατικά, αφού το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό του, ότι η συμμετοχή του στην υπόθεση ήταν μόνο η μεταφορά των ναρκωτικών έναντι του πιο πάνω ανταλλάγματος, αλλά, δέχθηκε ότι τα αίτια που τον ώθησαν στις αξιόποινες πράξεις του ήταν "ο σκοπός του παράνομου κέρδους με τίμημα ανθρώπινες ζωές". Περαιτέρω το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μετανόησε για τις πράξεις που καταδικάστηκε, αφού αυτός αρνήθηκε ότι τις τέλεσε. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Συνακόλουθα, όλες οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ προβαλλόμενες αιτιάσεις, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμες και, μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι, πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-1-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη, κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων και τους επ' αυτής από 20-9-2007 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της 1197-1198/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. - Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση νόμου περί ναρκω-τικών. Αιτιολογία κατοχής και μεταφοράς. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, ως προς την εν λόγω πράξη της μεταφοράς, δεν απαιτείται ο ειδικότερος προσδιορισμός του τρόπου και του μέσου μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών, αφού το έγκλημα διαπράττει όποιος «μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο». Επίσης τόσο ως προς την πράξη της κατοχής, όσο και ως προς την πράξη της μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών δεν είναι αναγκαία η αναφορά του κινήτρου από το οποίο ωθήθηκε ο κατηγορούμενος στην πράξη του και του επιδιωκομένου σκοπού, αφού δεν πρόκειται για εγκλήματα σκοπού, δηλ. με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Δεν απαιτείται η αναφορά σ’ αυτή ότι ο δράστης και κάτοχος της ναρκωτικής ουσίας προόριζε ή όχι αυτή για περαιτέρω διάθεση (εμπορία) ή για δική του αποκλειστική χρήση. Μόνο αν υποβληθεί σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο για προμήθεια ή κατοχή ναρκωτικού προς ιδία αποκλειστική χρήση, οφείλει το δικαστήριο να απαντήσει, διαλάβει στην απόφαση του την παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αν καταλήξει στην απόρριψη αυτού. Η επιβαλλόμενη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ. Επίκληση ελαφρυντικών 84 παρ. 2β και δ (ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια - περ. β - και ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια). Αοριστία ισχυρισμών. Εκ περισσού αιτιολογία απορρίψεως. Απορρίπτει αναίρεση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ναρκωτικά.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 2102/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Ζαϊρη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδέλη, περί αναιρέσεως της 90, 91, 101, 102/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ψ1, 3. ψ2, 3. ψ3 και 4. ψ4, που δεν παραστάθηκαν. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 877/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 299 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης . Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του αυτού άρθρου 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Στην προκείμενη περίπτωση, τo Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης 57, 67-71 απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άμεσο δόλο) και των διακεκριμένων κλοπών. Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δέχθηκε, τα εξής: "Στη ....... στις 23-9-2003 και περί ώρα 04.00 πρωϊνή, ο κατηγορούμενος, ο οποίος τότε ήταν ηλικίας 26 ετών, συγχρόνως δε και τοξικομανής, σύμφωνα με την από ...... ιατροδικαστική έκθεση του ........, κατά δε την άποψη της πλειοψηφίας, ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, αφού αναρριχήθηκε σε υφιστάμενο μανδρότοιχο, μετέπειτα βρέθηκε μέσα στον ακάλυπτο χώρο ενός αρτοποιείου, που ανήκε στην ιδιοκτησία του ψ και βρίσκεται στη συμβολή των οδών ....... και ......., στη συνέχεια, από μια ανασφάλιστη μεταλλική πόρτα εισήλθε μέσα στο βοηθητικό χώρο του αναφερόμενου αρτοποιείου. Κατόπιν, αφού έσπασε και το παράθυρο μιας ξύλινης πόρτας, η οποία οδηγούσε στο χώρο του ζυμωτηρίου, εισήλθε στο εσωτερικό του αρτοποιείου, απασφαλίζοντας την προαναφερθείσα ξύλινη πόρτα, από την εσωτερική της πλευρά, βάζοντας προς τούτο το χέρι του ανάμεσα στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου της, ενέργεια από την οποία, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, τραυματίστηκε. Σκοπός του ήταν η ανεύρεση χρημάτων, τα οποία στη συνέχεια, περιοδικά, θα κάλυπταν τις ανάγκες του, για αγορά και χρήση ναρκωτικών. Στο διάστημα που μεσολάβησε, εισήλθε στο χώρο που βρίσκονταν ο κατηγορούμενος ο ως άνω ιδιοκτήτης του αρτοποιείου και μετέπειτα θύμα ψ, ηλικίας τότε 44 ετών, ακολουθώντας το καθημερινό του προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα, που τον ήθελε, εκείνη την ώρα, να ανοίγει την επιχείρησή του και στη συνέχεια να κάνει τις απαραίτητες εργασίες, για την παροχή ψωμιού και παρεμφερών προϊόντων, από τις πρώτες ώρες της ημέρας. Μόλις ο κατηγορούμενος τον είδε, το μόνο που τον απασχόλησε εκείνη τη στιγμή, ήταν το πώς θα διαφύγει και το μοναδικό εμπόδιο της διαφυγής ήταν ο ιδιοκτήτης, ο οποίος, βέβαια, είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Ετσι, χωρίς άλλη σκέψη, αποφάσισε ότι ο μοναδικός τρόπος για να διαφύγει, ήταν να κάμψει ολοκληρωτικά την αντίσταση του ιδιοκτήτη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και έτσι, με απόλυτα ήρεμη σκέψη, έπληξε το θύμα στο κεφάλι με ένα εργαλείο θραύσης τζαμιών λεωφορείων, που είχε μαζί του και είχε το σχήμα του σφυριού. Μετά από τρία (3) κτυπήματα το θύμα σωριάστηκε αιμόφυρτο στο έδαφος και ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε βιαστικά το αρτοποιείο. Μετά από 10 έως 15 λεπτά, διερχόμενο άτομο αντιλήφθηκε το θύμα, κυρίως από τα βογγητά πόνου και ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία φρόντισε, να μεταφερθεί, διασωληνωμένο και σε κωματώδη κατάσταση στο Γ.Ν. Χαλκίδας και στη συνέχεια στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Κ.Α.Τ. Αθηνών. Εκεί διαπιστώθηκε ότι έφερε επιπλεγμένο κάταγμα κρανίου με διαφυγή εγκεφαλικής ουσίας, πολλαπλά κατάγματα κρανίου και εμπιέσματα και συντριπτικό κάταγμα λιθοειδούς - κάταγμα ινιακού μέχρι το τρήμα, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ......... ιατρική γνωμάτευση του ιατρού του τμήματος ΜΕΘ του Νοσοκομείου ΚΑΤ, ........... Εξαιτίας δε των αναφερομένων βαρύτατων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, οι οποίες είναι συμβατές με πλήξη της εγκεφαλικής περιοχής, από όργανο, παρόμοιο με αυτό που έφερε μαζί του, ο κατηγορούμενος (εργαλείο - σφυρί θραύσης τζαμιών λεωφορείων), σύμφωνα με την υπ' αριθ. ......... έκθεση του ιατροδικαστή ..........., άποψη την οποία, άλλωστε, επανέλαβε εκ νέου ο τελευταίος, εξεταζόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επήλθε, ως μόνης ενεργού αιτίας, ο θάνατος αυτού, σύμφωνα πάντοτε με την αναφερθείσα άποψη του ως άνω ιατροδικαστή. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του κατηγορουμένου, εκτός των άλλων, ενισχύεται κυρίως από το γεγονός ότι αυτός, αν και γνώριζε ότι η ενέργειά του να πλήξει με το προαναφερόμενο όργανο τρεις φορές στο κεφάλι το θύμα, ήταν ενδεχόμενο να επιφέρει το θάνατό του, εντούτοις αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, εγκαταλείποντας μάλιστα αβοήθητο το θύμα του, χωρίς δηλαδή να ειδοποιήσει, ακόμη και ανώνυμα, τις ιατρικές αρχές για την παροχή των απαραιτήτων βοηθειών, η θέα του οποίου (θύματος) - διαφυγή εγκεφαλικής ουσίας, λίμνη αίματος γύρω από το κακοποιημένο από τα κτυπήματα κεφάλι, βογγητά πόνου - ενδεχομένως να συγκινούσε ακόμη και κάποιο ανάλγητο άτομο. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, πλήρως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, το μεν αφαίρεσε από το ταμείο του αρτοποιείου το ποσό των τριών (3) ευρώ, με προφανή σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, το δε στη ........., στις 9-10-2003, 1) περίπου την 02.50 πρωϊνή, επιχείρησε να αφαιρέσει από το κατάστημα ειδών κινητής τηλεφωνίας, που ανήκε στην ιδιοκτησία του Β1 και βρίσκεται στην οδό ....... αρ. ...., ξένα ολικά κινητά πράγματα, με προφανή σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους πλην, όμως, την πράξη του αυτή δεν ολοκλήρωσε, από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, καθόσον, μολονότι χτύπησε τη βιτρίνα του καταστήματος με το σφυρί που προαναφέρθηκε, δεν μπόρεσε θα εισέλθει εντός του καταστήματος, αφενός μεν διότι τέθηκε σε λειτουργία ο συναγερμός ασφαλείας, αφετέρου δε διότι η τζαμαρία δεν έσπασε, γιατί ήταν κατασκευασμένη από άθραυστο υλικό και 2) περίπου την 03.00 πρωϊνή, της ιδίας ημέρας, επιχείρησε να αφαιρέσει, από περίπτερο της ιδιοκτησίας Β2 και το οποίο βρίσκεται στην οδό ........., στη ........, ξένα ολικά κινητά πράγματα, ήτοι είδη υφιστάμενα εντός του περιπτέρου, με προφανή σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, πλην, όμως, την πράξη του αυτή δεν την ολοκλήρωσε, από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του, ενόψει του ότι δεν κατόρθωσε να ανοίξει την πόρτα της εισόδου, παρά το γεγονός ότι την κτύπησε επανειλημμένα, διότι η Β3, που ήταν μέσα στο περίπτερο, την είχε κλειδώσει. Τις αναφερόμενες πράξεις κλοπής, τόσο της τετελεσμένης, όσο και τις εν αποπείρα, ο κατηγορούμενος τις τέλεσε κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης (χαρακτηριστική η δήλωσή του ότι έκλεβε, προκειμένου να προμηθεύεται χρήματα, τα οποία, εκάστοτε, διέθετε για να προμηθεύεται τις δόσεις των ναρκωτικών που επιθυμούσε) και την υποδομή που είχε δημιουργήσει (προμήθεια διαρρηκτικών εργαλείων, χρησιμοποίηση οργάνου για τη θραύση των υάλων, μάσκα για την ολοκληρωτική απόκρυψη του προσώπου κατά τη διάρκεια των κλοπών κ.λ.π.) προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εκγλήματος, ως στοιχεία της προσωπικότητάς του. Τις πράξεις δε της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και των συγκεκριμένων κλοπών, τις τέλεσε, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, όπως και προελέχθη, ως τοξικομανής, έχοντας μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό (Π.Κ. 36), καθόσον, έχοντας κάνει ευρεία χρήση ναρκωτικών ουσιών (ηρωϊνης) πριν από την τέλεση των ως άνω αδίκων πράξεων, όντας τοξικομανής, είχε απολέσει σημαντικά την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων του, γιατί ενεργούσε υπό την επίδραση στερητικών φαινομένων. Αντιθέτως, κατά την άποψη της μειοψηφίας, τις πράξεις αυτές τις τέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, χωρίς την επίδραση κάποιας από τις αναφερόμενες στο άρθρο 34 Π.Κ. ψυχικές καταστάσεις. Κατ' αρχήν, πρέπει να λεχθεί ότι, όλα τα μέλη του Δικαστηρίου συμφωνούν την άποψη ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο τέλεσης των αδίκων πράξεων, ήταν τοξικομανής. Όμως, η τοξικομανία, αυτή και μόνη, δεν οδηγεί σε έλλειψη, ολοκληρωτική ή μειωμένη, της ικανότητας προς καταλογισμό, εφόσον δεν συντρέχει παράλληλα μια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 34 Π.Κ. καταστάσεις, όπως διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης (Α.Π. 759/2004 Ποιν.Δικ. 2005 σελ. 144) και κάτι τέτοιο δεν συνέβη εν προκειμένου. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς αβίαστα, στηριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στην απολογία του ιδίου του κατηγορουμένου, ο οποίος, σε ερωτήσεις της έδρας, απήντησε ότι "εκείνο το βράδυ με τον ......... (άτομο με το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν το βράδυ πριν από τη δολοφονία του Ψ) κάναμε χρήση ναρκωτικών ουσιών... Επαιξα κιθάρα, φάγαμε, αλλά ακόμη και υπό την επήρεια των ναρκωτικών είχα επίγνωση που ήμουν... Εκανα χρήση και θυμάμαι μετά κανονικά τι κάναμε... ", και συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, έπρεπε ν' απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, άσχετα αν ακόμη και στην περίπτωση που δεν είχε προβληθεί ο ισχυρισμός αυτός, το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπάγγελτα, εάν ο κατηγορούμενος ήταν ικανός ή μη προς καταλογισμό (Α.Π. 1935/2001 Π.Χ. ΝΒ 719). Εναντι της ανθρωποκτονίας και της κλοπής των τριών (3) ευρώ, ο κατηγορούμενος αντιτάσσει πλήρη άρνηση. Σημειώνεται ότι, κατά το στάδιο της προανάκρισης, ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε πλήρως τις ως άνω πράξεις και στις σχετικές καταθέσεις του ήταν απόλυτα κατατοπιστικός, σχετικά με όσα διαδραματίστηκαν από το χρόνο εισόδου του στο αρτοποιείο, μέχρι και τη φυγή του. Στο στάδιο της ανάκρισης ανέφερε ότι η ομολογία ήταν προϊόν ξυλοδαρμού του, άλλως βασανισμού του, από όργανα της αστυνομίας. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, οι αιτιάσεις αυτές του κατηγορουμένου βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας του, καθόσον, από αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, ουδόλως αυτές επιβεβαιώθηκαν, η τέλεση της κλοπής των τριών (3) ευρώ (άλλες κλοπές ομολογούνται από τον κατηγορούμενο), όσο και αυτή της ανθρωποκτονίας, προκύπτει από τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία. Κατ' αρχήν σημειώνεται ότι το μικρό χρηματικό ποσό των τριών ευρώ βρέθηκε, γιατί το θύμα, μετά το κλείσιμο του αρτοποιείου έπαιρνε μαζί του όλες τις εισπράξεις και άφηνε μόνο κέρματα στο ταμείο, προκειμένου να μειώνει την έκταση των ζημιών από τις κλοπές διαφόρων υπόπτων, από τις οποίες υπέφερε στο παρελθόν. Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής: 1) η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικού ........., ο οποίος ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε αβίαστα το έγκλημα και ότι τον τόπο του εγκλήματος (αρτοποιείο) τον γνώριζε πολύ καλά, τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά, 2) Η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικού ........., ο οποίος ανέφερε ότι, όταν ο κατηγορούμενος προσήχθη στην αστυνομία ως ύποπτος για τις απόπειρες κλοπών στην κινητή τηλεφωνία του Β1 και στο περίπτερο του Β2 και σε σχετικές συζητήσεις που επακολούθησαν, μεταξύ των άλλων, έγινε αναφορά και στην κλοπή και το συνακόλουθο θάνατο του Ψ, ο κατηγορούμενος, εντελώς αυθόρμητα, ομολόγησε το φόνο, με την επισημείωση ότι δεν ήθελε να σκοτώσει το θύμα. Επίσης, ο μάρτυρας αυτός, ανέφερε ότι μόνος του ο κατηγορούμενος αποκάλυψε το όργανο με το οποίο επέφερε τα κτυπήματα στο κεφάλι του θύματος, το οποίο βεβαίως (όργανο) φρόντισε επιμελώς θα τα αποκρύψει, κάτι το οποίο ενδεχομένως δεν θα είχε συμβεί, εάν αυτός ήταν υπαίτιος μόνο για την τέλεση των εν αποπείρα κλοπών. Ανέφερε επίσης ότι στην αυτοψία που έγινε, ο κατηγορούμενος αποκάλυψε πολλές άγνωστες στην αστυνομία λεπτομέρειες, μεταξύ των οποίων είναι και το ότι, αυτός (κατηγορούμενος), με ξύλο έσπασε το τζάμι της πόρτας που οδηγούσε στο χώρο του ζυμωτηρίου και έβαλε το χέρι του και την απασφάλισε από την εσωτερική πλευρά και κατόπιν εισήλθε στο χώρο αυτό. Ότι ο κατηγορούμενος έφερε σημάδια στο ύψος περίπου της δεξιάς ωμοπλάτης και της αντίστοιχης μασχάλης, σαν συνέπεια της προηγηθείσας ενέργειάς του να σπάσει το τζάμι και στη συνέχεια, βάζοντας το χέρι του μέσα από τα σπασμένα τζάμια, απασφάλισε από την εσωτερική πλευρά την πόρτα που προαναφέρθηκε. Σημειώνεται δε ότι, η ειδική ιατροδικαστής .........., με την από ......... ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξέτασης - αυτοψίας, τόσο από τα ευρήματα, όσο και από την απόσταση από το έδαφος, αφενός μεν με τα πόδια θα ακουμπάνε κανονικά στο έδαφος, αφετέρου δε με τις μύτες μόνο των ποδιών να ακουμπάνε στο έδαφος, τα χαρακτήρισε ότι είναι συμβατά με την εισχώρηση του κατηγορουμένου στο αρτοποιείο, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε και στην άποψη αυτή συνηγορούσε, εκτός των άλλων, και η ηλικία των τραυμάτων στο συγκεκριμένο σημείο του σώματος του κατηγορουμένου. Για τα συγκεκριμένα τραύματα, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι του τα επέφερε ο αδελφός του, με τον οποίο, κατά τις απόψεις του, είχαν τσακωθεί, για το ποιος θα έκανε χρήση μιας δόσης ηρωϊνης, την οποία είχαν προμηθευτεί σε μία κάθοδό τους στην Αθήνα. Όμως, ο αδελφός του, εξεταζόμενος ανακριτικά, μετά από πρόταση του κατηγορουμένου, ουδέν ανέφερε για συμπλοκή και πολύ περισσότερο για πρόκληση, από την πλευρά του, τραυμάτων στον κατηγορούμενο και μάλιστα στο ύψος της δεξιάς ωμοπλάτης και της αντίστοιχης μασχάλης, 3) η κατάθεση του ..........., που προαναφέρθηκε, ιατροδικαστή και συντάκτη της υπ' αριθ. ........... έκθεσης και κατά τις οποίες (έκθεση και κατάθεση) οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις του θύματος είναι συμβατές με πλήξη της περιοχής από όργανο παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος. Οσον αφορά τους προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατ' αρχήν πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είναι προσκολλημένος στη πεισματική άρνηση τέλεσης της ανθρωποκτονίας και της συναφούς εντός του αρτοποιείου κλοπής των τριών (3) ευρώ, που υπήρχαν στο Ταμείο (οι απόπειρες κλοπής ομολογούνται, ενδεχομένως από ανάγκη, αφού υπήρχε video που κατέγραψε τις κινήσεις του στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας και η μαρτυρία της ευρισκόμενης εντός του Περιπτέρου Β3). Πέραν των αναφερθέντων αποδεικτικών αποδεικτικών στοιχείων, που στοιχειοθετούν την ενοχή του στην τέλεση και αυτών των αδίκων πράξεων, ο κατηγορούμενος, απολογούμενος, δεν προσέθεσε κάτι, που να ενισχύει, έστω και κατ' ελάχιστον, τους αυτοτελείς του ισχυρισμούς, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι, οι προταθέντες και εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες υπεράσπισης, αναλώθηκαν σε κρίσεις και εν πολλοίς συμπεράσματα, ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο που εκρατείτο στην Ασφάλεια Χαλκίδας, κακοποιήθηκε από αστυνομικά όργανα και έτσι ομολόγησε όλες τις πράξεις που του αποδίδονται, τις οποίες και άρχισε να αρνείται (ανθρωποκτονία και κλοπής 3 ευρώ) στο στάδιο της ανάκρισης, χωρίς να αναφέρει κάτι στον ανακριτή, μολονότι ζήτησε και του χορηγήθηκαν δύο προθεσμίες για να απολογηθεί, έχοντας μάλιστα μαζί του και νομικό παραστάτη. Οσον αφορά τον ισχυρισμό ότι δεν στοιχειοθετείται η κατ' άρθρον 299 παρ. 1 Π.Κ. (πράξη) και πρέπει, με επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθεί ένοχος θανατηφόρας σωματικής βλάβης, σημειώθηκαν ήδη τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την ανθρωποκτόνο πρόθεσή του και ως εκ τούτου, ο ως άνω ισχυρισμός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, αναφορικά με τον επικαλούμενο βρασμό ψυχικής ορμής τόσον αυτοτελώς, όσο και σε συρροή με τον κατ' άρθρον 36 Π.Κ. μειωμένο καταλογισμό, ενόψει του ότι, όπως έγινε δεκτό, ο κατηγορούμενος τελούσε υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών, με συναφή στερητικά σύνδρομα, είναι αμφίβολο, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, εάν συντρέχει η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών, η οποία επήλθε, έπειτα από χρήση ναρκωτικών ουσιών, με τον επικαλούμενο βρασμό ψυχικής ορμής. Εν πάση όμως περιπτώσει, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, ενόψει των προαναφερθέντων, δεν επιβεβαιώθηκε από αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, όταν μάλιστα ο κατηγορούμενος αρνείται πεισματικά την τέλεση της ανθρωποκτονίας και οι μάρτυρες υπεράσπισης επιμένουν στην μη πιστευτή άποψη ότι ο κατηγορούμενος κακοποιήθηκε και έτσι αναγκάστηκε να ομολογήσει. Κατ' ακολουθίαν, αφού απορριφθούν ο αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, εκτός από την περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 36 του Π.Κ., που, όπως προαναφέρθηκε, έγινε δεκτό από την πλειοψηφία ότι τέλεσε τις πράξεις ως άτομο μειωμένου καταλογισμού, κατά τα άνω εξειδικευόμενα πραγματικά περιστατικά, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανθρωποκτονίας, με ψήφους (6) έναντι μιας και ένοχος κατ' απόλυτη πλειοψηφία των διακεκριμένων κλοπών κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και συνήθεια. Τις πράξεις δε αυτές τις τέλεσε έχοντας μειωμένο καταλογισμό, καθόσον, έχοντας κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών, είχαν διαταραχθεί, κατά ένα μέρος, οι πνευματικές του λειτουργίες... ". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε, ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση (299 παρ.1 ΠΚ), κατά πλειοψηφία (6-1) και ομόφωνα για διακεκριμένες κλοπές, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ' εξακολούθηση ( 98, 374 περ.ε σε συνδ. με άρθρ. 372 παρ.1α ΠΚ ), ενώ το Δικαστήριο δέχθηκε , κατά πλειοψηφία (4-3), ότι ο κατηγορούμενος είχε, λόγω της τοξικομανίας του, μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό (36 ΠΚ) και του αναγνωρίσθηκε, επίσης κατά πλειοψηφία, το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ και του επιβλήθηκε η ποινή καθείρξεως δέκα οκτώ ετών για την πράξη της ανθρωποκτονίας και τριών ετών για της διακεκριμένες κλοπές, και συνολική ποινή καθείρξεως δέκα εννέα ετών. Με τις παραδοχές του αυτές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, και των διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Περαιτέρω, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος ότι η πράξη που διαπράχθηκε από αυτόν είχε τα στοιχεία του εγκλήματος της θανατηφόρου σωματικής βλάβης και όχι της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και τον περί βρασμού ψυχικής ορμής. Eιδικότερα, είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την κατά το Σύνταγμα και το Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον, όπως αυτός ισχυρίζεται, δεν καθορίζει ειδικώς τα επί μέρους κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία εκ των οποίων πείσθηκε περί αυτών, όπως και για την ενοχή του, ακόμη δε, διότι δεν αναπτύσσει τους συλλογισμούς βάσει των οποίων ήχθη στην κρίση της, ότι τα ούτως "αποδειχθέντα" συγκροτούν την έννοια των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε. Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά των επιπλέον στοιχείων που μνημονεύει ο αναιρεσείων στην αίτησή του, όπως η εξειδίκευση της αποδεικτικής "συνεισφοράς" κάθε αποδεικτικού μέσου στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης περί της ενοχής του για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Η γενόμενη από τον αναιρεσείοντα επί μέρους αξιολόγηση των λεπτομερώς αναφερομένων στην αίτησή του αποδεικτικών μέσων και η αιτίαση αυτού, ότι, από τα επικαλούμενα από τη προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά μέσα, προκύπτουν "αν όχι ακριβώς τα αντίθετα από όσα αυτή εδέχθη, αλλά τουλάχιστον καταλείπονται σοβαρότατες αμφιβολίες περί του εάν ετέλεσα εγώ ή όχι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας", απαραδέκτως προβάλλονται, ως λόγοι αναίρεσης. Τούτο δε διότι, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ομοίως για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Στην προκειμένη δε περίπτωση, από το πιο πάνω σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει με βεβαιότητα από αυτή, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους όλα γενικώς τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, έστω και αν γίνεται ειδικότερη μνεία σε ορισμένα. Μεταξύ δε των αποδεικτικών μέσων, το Δικαστήριο απλώς συνεκτίμησε και την προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου, αφού, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τους ισχυρισμούς του ότι αυτή ήταν προϊόν ξυλοδαρμού του, άλλως βασανισμού του από τα όργανα της αστυνομίας, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία σε ποιο στάδιο της ανάκρισης δέχεται η απόφαση ότι κατηγορούμενος - αναιρεσείων άρχισε να αρνείται την ενοχή του και πότε άρχισε να ομιλεί περί βασανιστηρίων και ξυλοδαρμών. Αβάσιμες είναι, επίσης, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση δεν αιτιολογεί με ποιες σκέψεις κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός ο έπληξε το θύμα με "απόλυτα ήρεμη σκέψη" και όχι "εν βρασμώ ψυχικής ορμής", όταν η ίδια δέχεται ότι "...... το μόνο που τον απασχόλησε εκείνη τη στιγμή ήταν το πώς θα διαφύγει ... έτσι χωρίς άλλη σκέψη αποφάσισε ότι ο μοναδικός τρόπος για να διαφύγει ήταν να κάμψει ολοκληρωτικά την αντίσταση του ιδιοκτήτη αδιαφορώντας για τις συνέπειες και έτσι με απόλυτα ήρεμη σκέψη έπληξε το θύμα ..." , σε συνδυασμό με το ότι η απόφαση δέχθηκε ότι αυτός τυγχάνει ,αφενός τοξικομανής και, αφετέρου, τελούσε υπό καθεστώς μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (36 Π.Κ.). Η παραδοχή ελαττωμένου καταλογισμού, με σύγχρονη παραδοχή ότι το έγκλημα διαπράχθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, δεν ενέχει αντίφαση, αφού ο δράστης, του οποίου έχει ελαττωθεί η ικανότητα καταλογισμού, μπορεί να ενεργήσει σκόπιμα, σύμφωνα με τους εγκληματικούς σκοπούς του, όπως δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση. Το γεγονός, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος σκότωσε το θύμα, διότι "το μόνο που τον απασχόλησε εκείνη τη στιγμή ήταν το πώς θα διαφύγει", δεν αναιρεί το ότι αυτός αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη του αυτή, έχοντας ως μόνο στόχο τη διαφυγή του, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο, ως πλήρως αποδειχθέντα. Με βάση δε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, το Δικαστήριο, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι η διάπραξη της ανθρωποκτονίας από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα έγινε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, υπό τις συνθήκες που λεπτομερώς περιγράφονται στο σκεπτικό της αποφάσεώς του, ενώ, όπως έκρινε, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η βασιμότητα του περί βρασμού ψυχικής ορμής ισχυρισμού, που είχαν προβάλει εγγράφως οι συνήγοροί του, επικουρικά, δεδομένου ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας. Τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της ανθρωποκτονίας και της απορρίψεως του περί βρασμού ψυχικής ορμής ισχυρισμού του. Οι περαιτέρω προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις, σχετικά με την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, προβάλλονται απαραδέκτως, καθόσον πλήττουν την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Μετά από αυτά και δεδομένου ότι στην κρινόμενη αίτηση δεν περιέχεται σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης, που να πλήττει την πιο πάνω απόφαση ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντος για τις πράξεις των κακουργηματικών κλοπών, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση, ως αβάσιμη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18/4/2006 αίτηση αναίρεσης (με αρ. πρωτ. 4386/20-4-2006) του χ1 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά της 90, 91, 101, 102/2006 - απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από πρόθεση και διακεκριμένες κλοπές, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιο-λογίας. Ισχυρισμοί ότι πρόκειται για βρασμό ψυχικής ορμής. Η παραδοχή ελαττωμένου καταλογισμού (λόγω τοξικομανίας) με σύγχρονη παραδοχή ότι το έγκλημα διαπράχθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση δεν ενέχει αντίφαση. Απορρίπτει αναίρεση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Κλοπή.
1
Αριθμός 2098/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ζώτο, περί αναιρέσεως της 2813/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1307/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει o ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών κι αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απαιτείται η επέλευση της βλάβης να είναι αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της τέτοιας συμπεριφοράς στην οποία προέβη ο εξαπατών. Εάν όμως η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντας ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης, γιατί δεν υφίσταται η βλάβη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 2813/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών για απάτη κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή. Ειδικότερα το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση αυτή μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος, τυγχάνοντας νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός ......), εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "........ Ε.Π.Ε.", η οποία είχε ως αντικείμενο και δραστηριότητα την πώληση αγαθών διαφόρων χρήσεων από απόσταση, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 2001 έως το τέλος του 2002, παρέστησε ψευδώς με επιστολές που έστελνε σε πολλούς καταναλωτές, μεταξύ των οποίων και στους παρακάτω, ότι αναδείχθηκαν νικητές σε μεγάλους διαγωνισμούς της ως άνω εταιρίας κερδίζοντας δήθεν διάφορα χρηματικά ποσά ή αυτοκίνητα με μόνη προϋπόθεση, για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, να παραγγείλουν και να αγοράσουν ένα τουλάχιστον από τα διαφημιζόμενα στο αποσταλέν σ' αυτούς έντυπο "......", προϊόντα της εταιρίας. Μάλιστα για να πείσει τους καταναλωτές να προβούν σε αγορές προϊόντων της εταιρίας του, με μεταγενέστερες των υποτιθεμένων διαγωνισμών επιστολές του, ανέφερε στους νικητές συγκεκριμένες κάθε φορά ημερομηνίες κατά τις οποίες θα δημοσιεύονταν τα ονόματα των τυχερών, χωρίς ωστόσο να προβαίνει και στη δημοσίευση που τους έλεγε. Με τις παραπάνω παραστάσεις, που ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήσαν ψευδείς, καθόσον, κατά το χρόνο λήψης της επιστολής από τους καταναλωτές, δεν είχε λάβει χώρα κανένας διαγωνισμός ενώπιον συμβολαιογράφου, όπως τους έλεγε, έπεισε τους καταναλωτές, προκειμένου να παραλάβουν το χρηματικό ποσό ή το αυτοκίνητο που δήθεν είχαν κερδίσει, να προβούν στην παραγγελία τουλάχιστον ενός προϊόντος του ως άνω εντύπου "......." της εταιρίας του και να καταβάλουν το τίμημα με "αντικαταβολή" κατά την παραλαβή του προϊόντος από το ταχυδρομείο, πράγμα που δεν θα έκαναν, δηλαδή δεν θα αγόραζαν, το προϊόν αν γνώριζαν ότι δεν είχαν αναδειχθεί νικητές, καθόσον η αγορά του προϊόντος δεν τους ενδιέφερε καθόλου, αλλά προέβησαν στην αγορά του, πεισθέντες, ότι τάχα είχαν κερδίσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ή αυτ/το, όπως αναληθώς, με ψευδείς παραστάσεις τους είχε πείσει ο κατ/νος. Με αυτόν τον τρόπο ο κατ/νος έβλαψε τους καταναλωτές, προκαλώντας τους περιουσιακή βλάβη και αντίστοιχη δική του ωφέλεια κατά το ποσό που καθένας κατέβαλε για την αγορά των προϊόντων. Ειδικότερα, παθόντες από την πιο πάνω απατηλή συμπεριφορά του κατ/νου, εκτός των άλλων, είναι και οι εγκαλούντες: 1) ψ1, στον οποίο ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του 2001 έως 10-10-2002, ανακοίνωσε ψευδώς με επιστολές ότι δήθεν αναδείχθηκε νικητής και κέρδισε στο διαγωνισμό του χειμώνος 2001 το ποσό των 3.296.710 δρχ., στον διαγωνισμό της άνοιξης 2002 το ποσό των 15.000,00 ευρώ ή ένα αυτοκίνητο "......." και στο διαγωνισμό του χειμώνος 2002 το ποσό των 5.000,00 ευρώ. Ο εγκαλών πείστηκε από τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις και αγόρασε διάφορα προϊόντα από την εταιρία του κατηγορουμένου, όπως βιβλίο για ρευμ/μους και αρθρ/κά, κρέμα γεν. χρήσεως, πανάκι καθαρισμού, συσκευή ηλεκ. εντομ/κή, λάμπες πετρελαίου, σετ νυχοκόπτες, θερμόμετρο, φακός, μπρλόκ, οδοντόβουρτσες, μίξερ χειρός κ.λ.π, καταβάλλοντας συνολικά ποσό 1.500,00 ευρώ, κατά το οποίο και ζημιώθηκε σύμφωνα με τα αναφερόμενα πιο πάνω. Χαρακτηριστικές εν προκειμένω είναι οι αντίστοιχες επιστολές που ο κατηγορούμενος απέστειλε στον εγκαλούντα, στις οποίες μεταξύ των άλλων αναφέρει επί λέξει: α) "ΚΥΡΙΕ ψ1, ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΝΑ ΚΑΤΑΘΕΣΟΥΜΕ 3.296.710 δρχ. ΣΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΣΑΣ... Αν απαντήσετε πραγματικά εμπρόθεσμα επιστρέφοντας μας εσείς το Ειδικό Νούμερο Εξακρίβωσης που σύμφωνα με τους όρους έχει κληρωθεί και Κερδίζει το Μεγάλο Βραβείο, θα κάνουμε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για να καταθέσουμε κατευθείαν το ποσό των 3.296.710 δρχ. στον τραπεζικό λογαριασμό σας... Σας εγγυώμαι επιπλέον ότι αυτή η ειδοποίηση που αφορά στο Μεγάλο Βραβείο των 3.296.710 δρχ. Μετρητά είναι όντως αληθινή..." β1) "ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΓΓΥΗΣΗΣ - ΕΓΓΡΑΦΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΑ Ή ....... Το άτομο που κατονομάζεται εδώ δίπλα (κ. ψ1 - .......- ......) έχει ήδη κερδίσει ένα ποσό σε Μετρητά ή ένα ........", β2) "ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΓΣΜΟΥ- Αυτή είναι μία επίσημη επιστολή ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΒΡΑΒΕΙΟΥ των 15.000,00 ευρώ ΜΕΤΡΗΤΑ που αποστέλλεται στη διεύθυνσή σας από την έδρα της εταιρίας μας... Είναι σημαντικό κύριε ψ1 να συμπληρώσετε εξολοκλήρου το Κουπόνι Ειδοποίησης Βραβείκου, και να το αποστείλετε ταχυδρομικά στα γραφεία μας. Η απάντηση σας είναι απαραίτητη!!!...", β3) "ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ο ΚΥΡΙΟΣ ψ1 ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ... Πριν από μερικές μέρες σας είχα ανακοινώσει ότι αυτή η χρονιά ήταν καταπληκτική για σας, γιατί στην κλήρωση της Άνοιξης που έγινε στα γραφεία μας και κατατέθηκε στο Συμβολαιογράφο, εσείς είχατε κερδίσει το 1° βραβείο. Σ' αυτή την προσωπική επιστολή, σας πληροφορούσα επίσης ότι το 1° Βραβείο της Κλήρωσης της Χρονιάς ανέρχεται στα 15.000,00 ευρώ, Μετρητά...", β4) "ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ κ. ψ1, Προσκαλείστε στη ...... στην εορταστική παράδοση της επιταγής του ποσού των 15.000,00 ευρώ που έχετε κερδίσει και θα πραγματοποιηθεί στη .......", γ) "ΤΜΗΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΚΕΡΔΩΝ ...... - Ο κ. ψ1 κέρδισε χάρη στο νούμερο 28.33.42 στη Χειμωνιάτικη κλήρωση 2002 των βραβείων σε μετρητά... ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΚΕΡΔΩΝ ΤΗΣ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΩΣΗΣ 2002 ΒΡΑΒΕΙΩΝ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΑ - Νο 1 Νικητής, κ. ψ1, - Νο που κερδίζει 28.33.42 - Συνολικό ποσό βραβείου σε Μετρητά 5.000,00 ευρώ". 2) Γ1, στην οποία ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του 2001 έως 19-7-2002, ανακοίνωσε ψευδώς με επιστολές ότι δήθεν αναδείχθηκε νικήτρια και κέρδισε στο διαγωνισμό του χειμώνος 2001 το ποσό των 3.296.710 δρχ. ή 9.674,86 ευρώ και στον διαγωνισμό της άνοιξης 2002 το ποσό των 15.000,00 ευρώ ή ένα αυτοκίνητο ".....". Η εγκαλούσα πείστηκε από τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις και αγόρασε διάφορα προϊόντα από την εταιρία του κατηγορουμένου, καταβάλλοντας το ποσό των 1.000,00 ευρώ περίπου, κατά το οποίο και ζημιώθηκε σύμφωνα με τα αναφερόμενα πιο πάνω. Χαρακτηριστικές εν προκειμένω είναι οι αντίστοιχες επιστολές που ο κατηγορούμενος απέστειλε στην εγκαλούσα, στις οποίες μεταξύ των άλλων αναφέρει επί λέξει: α) "Η ΚΛΗΡΩΣΗ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΓΝΩΣΤΑ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟ ΜΑΣ ΚΥΡΙΑ Γ1, ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΝΑ ΚΑΤΑΘΕΣΟΥΜΕ 9.674,86 ευρώ (3.296.710 δρχ.) ΣΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΣΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΟΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΝΟΥΜΕΡΟ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗΣ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΑΥΤΑ ΤΑ 9.674,86 ΕΥΡΩ...", Β) "Επίσημη πρόσκληση στην παράδοση του πρώτου βραβείου. Κατόπιν ελέγχου μπορούμε να σας πληροφορήσουμε μετ' επιφύλαξης, ότι στη σημερινή ημέρα αναμένονται να παραστούν τα εξής άτομα: Γ1 - Νικήτρια των 15.000,00 ευρώ καθώς και οι εκπρόσωποι του Τμήματος οικονομικών, του Τύπου και της Διεύθυνσης - Επίσημη Πρόσκληση. Εγώ ο υπογεγραμμένος Διευθυντής Οικονομικών του ......, προσκαλώ εσάς κ. γ1 να παραστείτε προσωπικά και επίσημα στην εκδήλωση: προσωπική πρόσκληση στη ......, όπου θα γίνει η παράδοση του ποσού των 15.000.00 ευρώ σε μετρητά...", β1) "ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΝΟΥΜΕΡΟ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ 187162 ΑΠΟΝΕΜΕΤΑΙ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ 2002 - ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ "........" ή 15.000,00 ευρώ μετρητά.- Αγαπητη κυρία Γ1, Συγχαρητήρια! Σας επιβεβαιώνουμε επίσημα ότι ΕΣΕΙΣ ΕΧΕΤΕ ΚΕΡΔΙΣΕΙΈΝΑ ΒΡΑΒΕΙΟ. Για να μπορέσετε να παραλάβετε το ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΠΟΣΟ Ή ΤΟ ...., αρκεί να λάβετε γνώση...", 3) Γ2, στην οποία ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 2001 έως Ιούλιο 2002 με επιστολές ομοίου περιεχομένου, όπως των ανωτέρω εγκαλούντων, της ανακοίνωσε ότι δήθεν αναδείχθηκε νικήτρια και κέρδισε στο διαγωνισμό του χειμώνος 2001 το ποσό των 3.296.710 δρχ., στον διαγωνισμό της άνοιξης 2002 το ποσό των 15.000,00 ευρώ ή ένα αυτοκίνητο "........" και στο διαγωνισμό του χειμώνος 2002 το ποσό των 5.000,00 ευρώ. Η εγκαλούσα πείστηκε από τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις και αγόρασε διάφορα προϊόντα από την εταιρία του κατηγορουμένου, καταβάλλοντας συνολικά το ποσό των 1.000,00 ευρώ περίπου, κατά το οποίο και ζημιώθηκε σύμφωνα με τα αναφερόμενα πιο πάνω. 4) Γ3 -στην οποία ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 2001 έως Ιούλιο 2002 με επιστολές ομοίου περιεχομένου, όπως των ανωτέρω εγκαλούντων, της ανακοίνωσε ότι δήθεν αναδείχθηκε νικήτρια και κέρδισε στο διαγωνισμό του χειμώνος 2001 το ποσό των 3.296.710 δρχ., στον διαγωνισμό της άνοιξης 2002 το ποσό των 15.000,00 ευρώ ή ένα αυτοκίνητο "........" και στο διαγωνισμό του χειμώνος 2002 το ποσό των 5.000,00 ευρώ. Η εγκαλούσα πείστηκε από τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις και αγόρασε διάφορα προϊόντα από την εταιρία του κατηγορουμένου, καταβάλλοντας συνολικά το ποσό των 1.500,00 ευρώ περίπου, κατά το οποίο ζημιώθηκε σύμφωνα με τα αναφερόμενα πιο πάνω. 5) Γ4, στην οποία ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 2001 έως 12-12-2002 με επιστολές ομοίου περιεχομένου, όπως των ανωτέρω εγκαλούντων, της ανακοίνωσε ότι δήθεν αναδείχθηκε νικήτρια και κέρδισε στο διαγωνισμό του χειμώνος 2001 το ποσό των 3.296.710 δρχ., στον διαγωνισμό της άνοιξης 2002 το ποσό των 15.000,00 ευρώ ή ένα αυτοκίνητο "........." και στο διαγωνισμό του χειμώνος 2002 το ποσό των 5.000,00 ευρώ. Η εγκαλούσα πείστηκε από τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις και αγόρασε διάφορα προϊόντα από την εταιρία του κατηγορουμένου, όπως πολυτρίφτη, βάση λάστιχου κήπου, δοχεία με αυτοκ/το κ.λ.π. καταβάλλοντας ποσό άνω των 1.000,00 ευρώ κατά το οποίο και ζημιώθηκε. Τα παραπάνω πλήρως αποδεικνύονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων - παθόντων, που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως και την ανώμοτη κατάθεση του εκ των παθόντων, και πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και οι επιστολές προς τους παθόντες, με τις οποίες, ο κατηγορούμενος παριστάνοντας σ'αυτούς τα άνω ψευδή περιστατικά, τους έπεισε να καταβάλουν τα προαναφερόμενα ποσά, προμηθεύοντάς τους με τα πιο πάνω προϊόντα της εταιρίας του, που καμιά αξία δεν είχαν γι' αυτούς, και δεν επιθυμούσαν να τα προμηθευτούν, γιατί τους ήσαν άχρηστα, αλλά προέβησαν στην αγορά τους επειδή πείσθηκαν ότι κερδίζουν τα πιο πάνω μεγάλα ποσά ή αυτοκίνητα, κάτι όμως που δεν ήταν αληθές και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, με συνέπεια οι άνω καταναλωτές να υποστούν βλάβη, συνισταμένη στα παραπάνω ποσά που κατέβαλαν στον κατ/νο, κατά τα οποία ωφελήθηκε ο τελευταίος. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ αξιουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως εστέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 ΠΚ - τούτου αυτεπαγγέλτως εξεταζομένου, κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ, προς συμπλήρωση του εκ του άρθρου 510 § 1Δ ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την επελθούσα βλάβη στους παθόντες από την αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, διότι δεν διευκρινίζεται στην απόφαση, εάν η αξία των αγορασθέντων από κάθε παθόντα εμπορευμάτων ανταποκρινόταν στο καταβληθέν από αυτούς τίμημα οπότε στην περίπτωση αυτή ουδεμία βλάβη στην περιουσία των παθόντων επήλθε ή ήταν μικρότερη από το καταβληθέν τίμημα και κατά ποίον ποσό, για να διαπιστωθεί κατά ποίο ποσό εζημιώθη καθένας από τους παθόντες, τόσο μάλλον που η προσβαλλομένη δεν εξηγεί γιατί τα αγορασθέντα από κάθε παθόντα αντικείμενα "δεν είχαν καμμιά αξία ή υπολείπονταν πολύ ως προς την αξία τους". Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της αιτήσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως (άρθρο 510 § 1Δ) ως προς την επελθούσα βλάβη σε κάθε παθόντα, αλλά και ο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος περί ελλείψεως νομίμου βάσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων αναιρέσεως.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2813/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη. Αιτιολογία. Εσφαλμένη ερμηνεία άρθρου 386. Αναιρείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατω-μένης αιτιολογίας η προσβαλλομένη απόφαση, αλλά και για έλλειψη νομίμου βάσεως, γιατί δεν διευκρινίζει εάν η αξία των αγορασθέντων από κάθε παθόντα εμπορευμάτων, ανταποκρινόταν στο καταβληθέν τίμημα, οπότε δεν επήλθε βλάβη στην περιουσία των παθόντων ή ήταν μικρότερη (από το καταβληθέν τίμημα) και κατά ποίο ποσό για να διαπιστωθεί κατά ποίο ποσό ζημιώθηκε καθένας από τους παθόντες
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2096/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλής Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Παπανικολάου, περί αναιρέσεως της 1-2/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 710/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 του Π.Κ. όπως είχε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 1 παρ. 6 του νόμου 3327/2005, "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι` αυτόν ενώπιον αρχής ότι ετέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι` αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να εγνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτού, είναι δε αδιάφορο αν αυτός απηλλάγη ή όχι κατ` ουσίαν αλλά ένεκα λόγων οι οποίοι αίρουν το αξιόποινο ή αποκλείουν την ποινή δεδομένου ότι δε κωλύεται το δικαστήριο που δικάζει την κατηγορία της ψευδούς καταμηνύσεως να ερευνήσει το κατ` ουσίαν ανυπόστατο της καταμηνυθείσης πράξεως. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 του Π.Κ. όπως είχε προ της αντικαταστάσεώς του από το άρθρο 1 παρ. 1 του ίδιου ως άνω ν. 3327/05 με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, πρέπει να είναι ψέματα τα όσα γεγονότα κατέθεσε ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας, προς τούτο, αρχής, ενώ ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησής του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, συντρεχόντων και των λοιπών παραπάνω στοιχείων, το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρος, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια, ενόψει και του ότι η κατ' άρθρο 221δ' ΚΠΔ απαγόρευση της όρκισης, είτε στην προδικασία, είτε και στην κύρια διαδικασία, του πολιτικώς ενάγοντος, δεν είναι ταγμένη με ποινή ακυρότητας και λαμβάνεται υπόψη προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης η ένορκη κατάθεσή του, οπότε, τοιουτοτρόπως, δυσχεραίνεται ή εμποδίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον ΄Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης . Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1-2/2006 απόφασή του με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Ο κατηγορούμενος είναι δημοτικός υπάλληλος στο Δήμο Άργους, ενώ ο μηνυτής ήδη συνταξιούχος αστυνομικός. Ο κατηγορούμενος για λόγους που δεν προέκυψαν, δεν έτρεφε καλά αισθήματα για τον μηνυτή. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι ο κατ/νος δεν τον συμπαθούσε γιατί δεν κατεμήνυε άτομα που του υπεδείκνυε. Όπως απεδείχθη, ο κατηγορούμενος έχει υποβάλλει και άλλες μηνύσεις κατά του μηνυτή, για καμία δε δεν έχει τιμωρηθεί. Ο κατ/νος υπέβαλε στις 20-11-1998 έγκληση προς τον κ. Εισαγγελέα Πλημ/κών Ναυπλίου, με την οποία κατεμήνυσε τον νυν μηνυτή ότι στις 19-10-1998 και περί ώρα 14.00 στην διασταύρωση των δημοτικών οδών ...... και ......... στο ......., οδηγώντας ΙΧΕ αυτοκίνητό του αποπειράθηκε να του προξενήσει επικίνδυνη σωματική βλάβη, και δη τον καταδίωξε ενώ επέβαινε σε μοτ/το, με αποτέλεσμα να επιπέσει επί παρακειμένης οικοδομής. Η έγκληση αυτή, της οποίας ο εκεί μηνυτής και νυν κατηγορούμενος επιβεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο και ενώπιον της Πταισματοδίκου Άργους αποτελεί ανακοίνωση (αγγελία) κατά την έννοια του νόμου. (Α.Π. 574/1988 ΠΧΡ. ΛΗ 715). Η υπηρεσία στην οποία υποβλήθηκε η έγκληση αυτή είναι αρχή και μάλιστα αρμοδία για να επιληφθεί του περιεχομένου της (ΑΠ 744/1988 ΠΧΡ.ΛΗ 863,Μπουρόπουλος Ερμ.ΠΚ β 294). Όπως είναι πρόδηλο τα ως άνω αναφερόμενα συνιστούν αξιόποινη πράξη, (απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης) που φέρεται ότι διεπράχθη από τον κατηγορούμενο (ΑΠ 609/1986 , 56/1987 ΠΧΡ. ΛΣΤ 699 ΚΑΙ ΛΖ 310) Τα περιστατικά αυτά είναι αντικειμενικώς ψευδή, (ΑΠ 1625/1990,863/1998,ΠΧΡ. ΜΑ 699 και ΛΖ 33), αφού το αληθες είναι ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα και την αναφερομένη ημέρα και ώρα ο μηνυτής ευρισκόταν στην οικία του. Ο κατηγορούμενος εγνώριζε την αναλήθεια των καταμηνυθέντων (Τούσης ΠΚ στο άρθρο 229 σελίς 610,ΑΠ 393/1987,1513/1988 ΠΧΡ. ΛΖ 439 και ΛΘ 368). Εντούτοις στην υποβολή της εν λόγω ψυδούς εγκλήσεως προέβη εν γνώσει της αναληθείας της, με σκοπό να επιτύχει την ποινική δίωξη του εγκαλούντος, τον οποίο μισούσε. (ΑΠ 1625/1990 863/1988 ΠΧΡ. ΜΑ 699 και ΛΘ 33 ) Πρέπει να σημειωθεί ότι με αφορμή την εν λόγω ψευδή έγκληση ασκήθηκε από τον ενταύθα Εισαγγελέα Πλημ/κών ποινική δίωξη για απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αλλά με την υπ'αριθμ. 1777/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Ναυπλίου κηρύχτηκε αθώος. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, προς απόδειξη τόσο της αναλήθειας των καταμηνυθέντων, όσο και της υπερχειλούς δολίας προαιρέσεως του κατ/νου ότι ο τελευταίος, προκειμένου να καταδείξει την "αλήθεια" των ψευδώς καταμηνυθέντων και να επιτύχει την καταδίκη του νυν μηνυτού, επρότεινε ως δήθεν αυτόπτη μάρτυρα την Γ1, από την οποία αξίωσε να καταθέσει ότι τάχα έλαβε χώρα η καταμηνυθείσα αξιόποινη πράξη, τάζοντας της ότι θα ενεργήσει για να προσληφθεί ο γιός της (βλ. κατάθεση της ιδίας της μάρτυρα στο ακροατήριο). Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατ/νος όπως και πρωτοδίκως για αμφότερες τις αξιόποινες πράξεις που του αποδόθηκαν". Με τις παραδοχές του αυτές, το προδιαληφθέν Δικαστήριο διέλαβε, στην πληττόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρος, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνημονευθέντα περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1 και 224 παρ. 1 και 2 ΠΚ, που εφάρμοσε και τις οποίες, έτσι, ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, παραβίασε, δεδομένου ότι πλήρως αιτιολογείται ο άμεσος δόλος, που απαιτείται προς στοιχειοθέτηση των παραπάνω εγκλημάτων, διότι και στο σκεπτικό και στο διατακτικό δεν παρατίθεται απλώς η φράση "εν γνώσει", αλλά αναφέρονται όλα τα περιστατικά, που επιβεβαιώνουν την γνώση του αναιρεσείοντος και δη "ότι ο κατηγορούμενος, προκειμένου να καταδείξει την "αλήθεια" των ψευδώς καταμηνυθέντων και να επιτύχει την καταδίκη του νυν μηνυτού, επρότεινε ως δήθεν αυτόπτη μάρτυρα την Γ1, από την οποία αξίωσε να καταθέσει ότι τάχα έλαβε χώρα η καταμηνυθείσα αξιόποινη πράξη, τάζοντάς της ότι θα ενεργήσει για να προσληφθεί ο γυιός της". Συνεπώς, πρέπει, ως αβάσιμοι, ν' απορριφθούν οι περί του αντιθέτου και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Δ' και Ε' ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναίρεσης. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 4/31-3-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 1-2/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Και Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ψευδούς καταμήνυσης και ψευδορκίας μάρτυρα. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ψευδή κατα-μήνυση και ψευδορκία μάρτυρα
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία.
0
Αριθμός 2095/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μίστρα, περί αναιρέσεως της 193/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαΐου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 902/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 119 § 1 ΚΠοινΔ, η αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109 - 115 προσδιορίζεται εκ του χαρακτηρισμού της πράξεως από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 § 2 του ιδίου Κώδικα, το άρθρο 119 εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις των εδαφίων α και β της § 1 αυτού, διά των οποίων κατανέμονται οι παρ' ανηλίκων τελεσθείσες πράξεις μεταξύ του μονομελούς και του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων. Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η εξουσία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προς εκδίκαση εφέσεως στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη πρωτοδίκως στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, η έφεση κατά των αποφάσεων του οποίου υπάγεται σ' αυτό και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, είτε ο κατηγορούμενος απέκτησε μεταγενεστέρως, κατά νομοθετικό χαρακτηρισμό ή επαγγελματική εξέλιξη, ορισμένη ιδιότητα, είτε η πράξη εχαρακτηρίσθη από το νομοθέτη άλλως, εν συνδρομή του οποίου, κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως ή κατά το χρόνο της εκδικάσεώς της σε πρώτο βαθμό, η υπόθεση θα ανήκε σε άλλο δικαστήριο και μετά από άσκηση εφέσεως στο αντίστοιχο διαφορετικό εφετείο. Επομένως, στην περίπτωση αυτή το εφετείο, στο οποίο υπάγεται το διαγνώσαν ορισμένη υπόθεση πρωτόδικο δικαστήριο, έχει εξουσία προς εκδίκαση της κατ' αποφάσεως του τελευταίου εφέσεως, εφόσον η υπόθεση αρμοδίως εισήχθη, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο εισαγωγής της στο πρωτόδικο δικαστήριο (Ολ Α.Π. 10/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος Χ1, γεννηθείς την 15.4.1984 κατηγορήθηκε ως αυτουργός στα πλημμελήματα του εμπρησμού από πρόθεση και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 4-10-2001, ήτοι όταν ήταν ηλικίας 17 ετών, 5 μηνών και 17 ημερών και συνεπώς ενήλικος κατά το πριν από την ισχύ του ν. 3189/2003 νομοθετικό καθεστώς. Ως ενήλικος κατά το προϊσχύσαν καθεστώς εισήχθη σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και δια της αριθ. 93/14.1.2004 αποφάσεώς του, καθ'ον χρόνον ήταν ηλικίας 19 ετών, 9 μηνών και 29 ημερών και μετά την ισχύ του ν. 3189/2003 δια του οποίου αυξήθηκε το όριο της ποινικής ανηλικότητας από το 17ο στο 18ο έτος της ηλικίας (άρθρο 121 παρ. 1 Π.Κ.) ενήλικος καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 2 ετών και δύο μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση, εισαχθείσα προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το ανωτέρω Τριμελές Εφετείο είχε αρμοδιότητα να προβεί στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως, αφού η πρωτόδικη απόφαση είχε εκδοθεί, μετά την ισχύ του ν. 3189/2003, όταν αυτός είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και ήταν ενήλικος. Επομένως οι σχετικοί εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Ζ και Η λόγοι αναιρέσεως περί καθύλην αναρμοδιότητας και υπερβάσεως εξουσίας του παραπάνω δικαστηρίου είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 στοιχ. α' του Π.Κ. όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαϊά τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του εμπρησμού από πρόθεση απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιοδήποτε τρόπο η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά οπωσδήποτε σημαντική και όχι συνηθισμένης έντασης με τάση εξάπλωσης και χωρίς να μπορεί εύκολα να κατασβεσθεί και β) δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο ξένων πραγμάτων διαφόρων ιδιοκτητών και σε έκταση που δεν μπορεί να προσδιορισθεί εκ των προτέρων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη θέληση να προξενηθεί πυρκαγιά και στη γνώση ότι απ΄ αυτή μπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Ο δόλος αρκεί να είναι και ενδεχόμενος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση στερείται της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που την εξέδωσε, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, περιστατικά: "Η οικογένεια του κατηγορουμένου βρισκόταν σε προηγούμενη διένεξη με την οικογένεια του εγκαλούντος. Την ημέρα που αναφέρεται στο διατακτικό, ξέσπασε πυρκαϊά σε αποθήκη του εγκαλούντος και των συγγενών του, στην οποία φυλασσόταν μέρος της συγκομιδής του βαμβακιού τους, ενώ, παράλληλα, ήταν σταθμευμένος και ένα γεωργικός ελκυστήρας. Η πυρκαϊά δεν υπήρξε τυχαίο γεγονός, αλλά οφειλόταν σε ανθρώπινη ενέργεια, πράγμα που φάνηκε από το ότι βρέθηκαν ίχνη εύφλεκτου υλικού τόσο μέσα στο κουβούκλιο της τρακτέρ όσο και στην αναφλεγείσα ποσότητα του βαμβακιού, που ήσαν οι δύο αρχικές εστίες της φωτιάς. Κανείς δεν είδε ποιος έβαλε τη φωτιά. Λίγο πριν από την εκδήλωση της, όμως, ο εγκαλών και ο αδελφός του είχαν αντιληφθεί τον κατηγορούμενο να περιφέρεται με το αυτοκίνητο του στην περιοχή, να τους κοιτάζει προκλητικά και να δίνει την εντύπωση ότι κάτι επιδιώκει. Παρόμοια συμπεριφορά είχε εκδηλώσει και στο παρελθόν ο κατηγορούμενος, η οποία και τότε είχε συμπέσει με εμπρησμό στην αποθήκη, πλην όμως δεν είχαν συνδυασθεί τα δύο περιστατικά, διότι ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο και οι παθόντες διατηρούσαν επιφυλάξεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι παθόντες συνδέουν κατηγορηματικά τον κατηγορούμενο, την προηγούμενη συμπεριφορά του και την εκδήλωση της φωτιάς και μιλούν για εμπρησμό εκ μέρους του. Η εξήγηση που δίνει ο κατηγορούμενος για την παρουσία του στην περιοχή δεν κρίνεται ικανοποιητική, δοθέντος ότι οι κινήσεις του δεν έδειχναν άνθρωπο που πήγαινε για να ταΐσει τα ζώα του [όπως αυτός ισχυρίσθηκε], αλλά κάποιον που επιδιώκει να προκαλέσει την οικογένεια του εγκαλούντος. Επομένως, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε το πρόσωπο που έβαλε τη φωτιά και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο καταδίκασε κατά πλειοψηφία τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την ανωτέρω πράξη με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου σε φυλάκιση δέκα οκτώ (18) μηνών την οποία ανέστειλε επί τρία χρόνια. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, δεν διέλαβε, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνήγαγε από τις αποδείξεις και συγκροτούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην αντίστοιχη ποινική διάταξη του άρθρου 264 στοιχ. α' του Π.Κ. που εφάρμοσε. Συγκεκριμένα, για τη διαπίστωση ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την ανωτέρω πράξη, το δικάσαν δικαστήριο, ενώ αρχικά δέχεται ότι αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που προαναφέρθηκαν, δηλαδή περιστατικά τα οποία λογικώς δεν στηρίζουν την άποψη ότι αυτός αποδεδειγμένα τέλεσε την πράξη, ακολούθως, ως αποδεικτικό πόρισμα το δικαστήριο δέχεται το αντίθετο, χωρίς να επεξηγεί πώς και κυρίως από ποία στοιχεία αίρεται η σημασία και η λογική συνέπεια των παραπάνω παραδοχών του και επίσης δίχως να παραθέτει και να αξιολογεί άλλα αποδειχθέντα περιστατικά, από τα οποία να συνάγει την τέλεση της πράξεως από τον αναιρεσείοντα. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ΄αριθ. 193/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εμπρησμός - Έλλειψη αιτιολογίας
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εμπρησμός.
2
Αριθμός 2097/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πολυμενέα, για αναίρεση της 2806/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλυμμελημάτων) Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1729/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 314 παρ. 1 εδάφ. α' του ΠΚ, προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, στην περίπτωση που αυτή δεν είναι συνειδητή, απαιτούνται α) να μη καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλομένη κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική β) να είχε την δυνατότητα αυτός, με βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης δεσμός μεταξύ της ενεργείας ή παραλείψεως και του επελθόντος αποτελέσματος της σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας άλλου. Εξάλλου, η απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε τούτο, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την αναφερομένη σ' αυτή πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, σε βάρος του Ψ1 και τον καταδίκασε σε φυλάκιση τριών (3) μηνών, που ανέστειλε για τρία έτη. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της αποφάσεως, το δικαστήριο, με αναφορά στα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά στοιχεία, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στις 11-3-2001 τυγχάνων νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία ''ΙΑΜΒΟΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΩΝ Α.Ε.'' η οποία είχε την εκμετάλλευση και διακίνηση των προϊόντων της αλυσίδας, καταστημάτων εστιατορίων "...." από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν μερίμνησε για την ασφαλή και κατάλληλη συντήρηση των προϊόντων υλών-κοτόπουλων, από τα οποία παρασκευάζονταν τα τρόφιμα που η ανωτέρω διένειμε, με αποτέλεσμα να προξενήσει σωματική βλάβη στον εγκαλούντα Ψ1, όταν ο τελευταίος αγόρασε από το κατάστημα της ανωτέρω εταιρείας στην ... ένα σάντουιτς με φιλέτο κοτόπουλου, ένα σάντουιτς με φιλετάκια τηγανιτού κοτόπουλου, οκτώ μεγάλα κομμάτια τηγανητού κοτόπουλου, τηγανιτές πατάτες, δύο κυτία σάλτσας μπάρπεκιου και ένα κυτίο σάλτσας μουστάρδας και κατανάλωσε ποσότητα από τα τρόφιμα αυτά, τα οποία είχαν υποστεί αλλοίωση λόγω πλημμελούς συντηρήσεως, εξαιτίας των αλλοιώσεων αυτών ο εγκαλών υπέστη οξεία γαστρεντερίτιδα . Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την σωματική βλάβη από αμέλεια ,όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό, στο οποίο και το Δικαστήριο κατά τα λοιπά αναφέρεται με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, καθόσον αυτός μέχρι το χρόνο που τέλεσε την παραπάνω πράξη, έζησε ατομική, οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Με βάση την αιτιολογία αυτή, που εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, σε βάρος του εγκαλούντος Ψ1. Η αιτιολογία, όμως, αυτή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, γιατί δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά της αμελείας του αναιρεσείοντος και της αιτιώδους συναφείας μεταξύ της ενεργείας ή παραλείψεως αυτού και του αποτελέσματος της σωματικής βλάβης του εγκαλούντος . Συγκεκριμένως, ενώ το δικαστήριο δέχεται αλλοίωση των υλών-κοτόπουλων λόγω πλημμελούς συντηρήσεως αυτών, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά που να προσδιορίζουν και να δίδουν περιεχόμενο στην πλημμελή συντήρηση των προόντων αυτών . Ετσι, δεν εκτίθεται με σαφήνεια και συγκεκριμένο τρόπο η αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και ο αιτιώδης αντικειμενικός δεσμός αυτής με το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του εγκαλούντος Συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά τον βάσιμον περί τούτου λόγου αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως και πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές ,εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως ( άρθρο 519 ΚΠΔ ).. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 2806/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές ,εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης για σωματική βλάβη από αμέλεια.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 2094/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Βασιλακόπουλο, περί αναιρέσεως της 157/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1973/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 76 παρ. 1α του Ν. 2287/1995 "Κύρωση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα" Στρατιωτικός που εγκαταλείπει τη φυλακή ή τη θέση στην οποία ορίσθηκε ή την περιοχή που οφείλει να επιτηρεί τιμωρείται α) Σε ειρηνική περίοδο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Εγκατάλειψη είναι η απομάκρυνση του στρατιωτικού από το χώρο ευθύνης του. Ως θέση νοείται ένα συγκεκριμένο τοπικό πλαίσιο όπου ο στρατιωτικός εκφράζει ένα επιμέρους υπηρεσιακό του προορισμό. Το στοιχείο που προσδιορίζει την έννοια αυτή είναι η αδιάλειπτη παρουσία του στρατιωτικού στο χώρο αυτό. Εξάλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ΄ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε, Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ΄ αυτά. Όσον αφορά το δόλο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που συνίσταται, σύμφωνα με το άρ. 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στη παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν ο δικαστής προδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη, που έχει πραγματικά, ή όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασής του το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές) που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε στα λεπτομερώς κατ΄ είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος Αντισμήναρχος (ΔΓΥ) Χ1 , που υπηρετούσε από .... στη ΔΑΥ, ως Τμηματάρχης Α4/2 (μέριμνα προσωπικού), είχε ορισθεί να εκτελέσει την .... υπηρεσία Διευθυντού ΚΕΠΙΧ/ΔΑΥ. Το ΚΕΠΙΧ/ΔΑΥ, κατά τις μη εργάσιμες ώρες και ημέρες στελεχώνεται από α) το Δντή ΚΕΠΙΧ, θέση στην οποία εναλλάσσονται Αξιωματικοί βαθμού Αντισμηνάρχου, οποιασδήποτε ειδικότητας, β) το βοηθό Διευθυντή ΚΕΠΙΧ και γ) τον Αξιωματικό Συντήρησης Α/Φ. Η υπηρεσία αυτή, κατά τις εργάσιμες ημέρες, αρχίζει μία ώρα πριν την παύση εργασίας και ολοκληρώνεται περί ώρα 07.00' της επομένης μέρας, οπότε το προσωπικό παραδίδει στον προϊστάμενο του ΚΕΠΙΧ. Οι αρμοδιότητες με τις οποίες είναι επιφορτισμένοι οι υπόψη επιτελείς είναι διαφορετικές για τον καθένα και ρυθμίζονται από τις υπάρχουσες διαταγές. Ειδικότερα δε τα καθήκοντα του Διευθυντή ΚΕΠΙΧ είναι ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της Μονάδας και του Αεροδρομίου της 112 ΠΜ, δεδομένου ότι είναι υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για την παρακολούθηση των πτήσεων (εσωτερικού και εξωτερικού) των C-130, των SUPER PUMA κλπ., για την κινητοποίηση των αεροσκαφών σε περιπτώσεις κήρυξης του σχεδίου Ξενοκράτης, αεροπυρόσβεσης, αεροδιακομιδής ασθενών κλπ, έχοντας μόνο αυτός πρόσβαση στους φοριαμούς που περιέχουν τα σχέδια του ΚΕΠΙΧ, τους κώδικες αναγνώρισης και τους πίνακες ΕΑΚΑΠ. Προβλέπεται δε ρητά για τον Διευθυντή ότι δεν απομακρύνεται από το χώρο του ΚΕΠΙΧ, προκείμενου, να είναι πάντα σε ετοιμότητα, για να αντιμετωπίσει τα ανακύπτοντα θέματα και σε περίπτωση προβλήματος να έχει τη δυνατότητα να το αναφέρει στον ιεραρχικά ανώτερο του (βλ. το παράρτημα "Α" στο μνημόνιο Δ/ΚΕΠΙΧ και καταθέσεις Μ1, Μ3, Μ2). Η σπουδαιότητα εξάλλου του ρόλου του ΚΕΓΠΧ/ΔΑΥ προκύπτει και από την επιπλέον ρητή πρόβλεψη για την υπηρεσία Σμηνάρχου, στην οποία εναλλάσσονται όλοι οι Αξιωματικοί βαθμού Σμηνάρχου και εκτελείται από την οικία (ΟΝ CALL), ενώ μόνο σε περίπτωση σοβαρών περιστατικών ή έκτακτης κατάστασης μετά από εντολή του Διευθυντή Α' Κλάδου, προσέρχεται στο ΚΕΠΙΧ και αναλαμβάνει καθήκοντα συντονιστή του ΚΕΠΙΧ, ενώ ο Διευθυντής ΚΕΠΙΧ είναι άμεσος βοηθός τους. (βλ. Φ.200/ΕΠ. 6717/Σ. 949/24-7- 2002/ΔΑΥ/ Κλάδος Α'- Δνση ΑΙ). Κατά την ανωτέρω ημερομηνία (...), οι καιρικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς και είχε δοθεί σε όλες τις μονάδες εντολή για λήψη μέτρων προστασίας του προσωπικού και των μέσων. Μάλιστα, λόγω της σφοδρής χιονόπτωσης, το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν κλειστό, με εναλλακτικό αεροδρόμιο αυτό της 112 ΠΜ. Όμως, ο κατηγορούμενος, αφού ανέλαβε κανονικά τα καθήκοντα του, μαζί με τον Επισμηναγό Ε1, ως βοηθό Διευθυντή ΚΕΠΙΧ και τον Σμηναγό Σ1 ως Αξιωματικό Συντήρησης Α/Φ, περί ώρα 00.05' της ..., έφυγε χωρίς άδεια από το ΚΕΠΙΧ/ΔΑΥ και μετέβη για κατάκλιση στο υπ' αριθμ. ... δωμάτιο των ΟΣΕΑΑΥ (οικήματα αγάμων εντός της μονάδος) της 112 ΠΜ, που απέχει περί τα 2 χιλιόμετρα από το ΚΕΠΙΧ και αποτελούσε την μόνιμη κατοικία του, επανήλθε δε στο ΚΕΠΙΧ περί ώρα 07.00΄ της ..... Η εγκατάλειψη αυτής της θέσης του δεν θα είχε γίνει αντιληπτή από τους ανωτέρους του, αν περί ώρα 00.30' δεν είχε αναζητηθεί από τον Διευθυντή του ΓΕΑ/ΚΕΠΙΧ, Ταξίαρχο Μ4. Ο τελευταίος, πληροφορήθηκε από τον Επισμηναγό Ε1 την αυθαίρετη απουσία του κατηγορουμένου από το ΚΕΠΙΧ και προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του τηλεφωνικά τρεις φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας, για υπηρεσιακό θέμα, χωρίς επιτυχία και έτσι την επομένη μέρα ενημέρωσε για το περιστατικό τα αρμόδια όργανα της μονάδας. Απολογούμενος ενώπιον του ακροατηρίου ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι την ανωτέρω ημερομηνία απομακρύνθηκε από το ΚΕΠΙΧ/ΔΑΥ, ισχυρίστηκε όμως ότι προέβη στην παραπάνω ενέργεια προκειμένου να προστατέψει το προσωπικό. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της χιονόπτωσης, του δόθηκε εντολή για λήψη μέτρων προστασίας προσωπικού και μέσων. Το ψύχος ήταν δριμύ και η θερμοκρασία στο ΚΕΠΙΧ εξαιρετικά χαμηλή. Δεν υπήρχαν κλινοσκεπάσματα, από τα παράθυρα εισερχόταν ψυχρός αέρας, ενώ υπήρχε ένα μόνο κλιματιστικό. Κάτω από τις περιστάσεις αυτές και ενόψει της διαταγής για προστασία του προσωπικού, πρότεινε στο Σ1 να κοιμηθεί στο σπίτι του, στα ΟΣΕΑΑΥ της 112 ΠΜ. Εκείνος όμως, αρνήθηκε και επιθυμώντας να τον προστατεύσει από το δριμύ κρύο, του παραχώρησε το δωμάτιο του Διευθυντή ΚΕΠΙΧ, για να κοιμηθεί, ενώ ο ίδιος κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, που βρισκόταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων. Θεωρεί δε ότι από το σπίτι του μπορούσε να εκτελέσει πλήρως την υπηρεσία του, διότι διαθέτει τον κατάλληλο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό. Όσον αφορά το Μνημόνιο Δντή/ΚΕΠΙΧ, στο οποίο περιλαμβάνεται το παράρτημα "Α" για τα καθήκοντα του Διευθυντή ΚΕΓΠΧ, ισχυρίστηκε ότι δεν είναι ενσωματωμένο σε κάποια Διαταγή της ΔΑ Υ, με αποτέλεσμα να μην έχει ισχύ και να μην είναι δεσμευτικό. Όμως οι παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ούτε αντέχουν στη βάσανο της λογικής, για κάποιον που γνωρίζει στοιχειωδώς πώς λειτουργεί η στρατιωτική υπηρεσία ούτε αποδεικνύονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Ειδικότερα, όσον αφορά την υποχρέωση του Διευθυντή για συνεχή παραμονή εντός του ΚΕΠΙΧ, αυτή τη γνώριζαν όλοι οι διευθυντές ΚΕΠΙΧ την Μονάδας και ουδέποτε κανείς προέβαλε κάποια αντίρρηση, συμπεριλαμβανομένου και του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, ήταν γνωστό σε όλους τους στρατιωτικούς ότι, σύμφωνα με το παράρτημα Γ' της Π.Δ. 4-8/87, απαγορεύεται η απομάκρυνση του Επόπτη Ασφαλείας (ΕΑ) από τη Μονάδα και διανυκτέρευση αυτού σε οικήματα ΟΣΕΑΑΥ. Αναφέρεται επίσης (στο παράρτημα αυτό) ότι τα όργανα υπηρεσίας, ανάλογα με την αποστολή διαμένουν σε χώρους που καθορίζει η Μονάδα για να διασφαλίζεται η παρουσία τους στους χώρους ευθύνης τους, ενώ μόνο εάν δεν είναι αναγκαία η παρουσία τους στους χώρους ευθύνης τους, κατά τις νυχτερινές ώρες, κατακλίνονται σε άλλο χώρο. Επιπλέον, στο Παράρτημα "Α" του Μνημονίου Δντή/ΚΕΠΙΧ που βρίσκεται πάντα στο φάκελο Αξιωματικού Υπηρεσίας, και οφείλουν να το διαβάζουν όλοι οι Αξιωματικοί (και επομένως δε χρειάζεται να τους έχει προηγουμένως κοινοποιηθεί) υπάρχει παράγραφος (όπως εκτέθηκε παραπάνω) που ορίζει ρητά ότι ο Διευθυντής του ΚΕΠΙΧ παραμένει πάντα στη θέση του, όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, στο χώρο του ΚΕΠΙΧ, υπάρχει ξεχωριστό δωμάτιο με κρεβάτι, ενώ την επόμενη μέρα βγαίνει ελεύθερος υπηρεσίας. Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχει στο γραφείο του Διευθυντή ΚΕΠΙΧ και αναρτημένη ταμπέλα που απαγορεύει την αποχώρηση του, γιατί κατά το παρελθόν, κάποιοι Διευθυντές έφευγαν από το χώρο του ΚΕΠΙΧ για να πάνε στα γραφεία τους, που βρίσκονται όμως, δύο ορόφους ψηλότερα. Επισημάνθηκε δε από όλους του μάρτυρες ότι τα καθήκοντα του Διευθυντή ΚΕΠΙΧ είναι ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία του αεροδρομίου και δεν είναι δυνατόν να ασκηθούν επαρκώς από το σπίτι, έστω και αν αυτό βρίσκεται εντός της μονάδος (βλ. καταθέσεις Μ1, Μ3, Μ2, Μ4, ...., .....). Ας σημειωθεί επίσης ότι το ως άνω Παράρτημα "Α" αποτελεί κανονικό τμήμα του παραπάνω Μνημονίου Δντή ΚΕΠΙΧ και αποτελεί ως εκ τούτου περιεχόμενο του Μνημονίου. Όσον αφορά τις καιρικές συνθήκες και τις διαταγές που είχαν εκδοθεί για λήψη μέτρων προστασίας του προσωπικού και μέσων, αυτές προφανώς αφορούσαν όσους βρίσκονταν άμεσα εκτεθειμένοι στις αντίξοες καιρικές συνθήκες (στην ύπαιθρο, σε σκοπιές, περίπολα κλπ.) και όχι αυτούς που βρίσκονταν εντός κτιρίων και για το πώς θα προστατευθεί ο ύπνος τους εν ώρα υπηρεσίας. Ακόμη όμως και αυτό το υποτιθέμενο πρόβλημα, ότι δηλαδή δεν υπήρχαν επαρκή κλινοσκεπάσματα και από τα παράθυρα εισερχόταν εξωτερικό ψύχος, είχε αντιμετωπιστεί προ μηνός, ύστερα από αναφορά του Αντισμηνάρχου (ΤΑ) Σ2 όπου επισημαίνονταν μεταξύ άλλων ορισμένες δυσλειτουργίες σε θέματα διευκόλυνσης διαβίωσης του προσωπικού, όπως έλλειψη κουβερτών, μη επάρκεια ειδών εστίασης, πρόβλημα στο κλείσιμο των παραθύρων κλπ (βλ. την από 4-12-2003 ημερήσια αναφορά Διευθυντή ΚΕΠΙΧ/ΔΑΥ, Αντισμηνάρχου (ΤΑ) Σ2 και τη Φ.400/ΑΔ72/Σ.8/20-1-2004/Μ.ΔΑΥ/ΤΜ.ΠΡΣ). Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ενώ εκτελούσε κανονικά την .... υπηρεσία Διευθυντού ΚΕΠΙΧ/ΔΑΥ, δηλαδή προΐστατο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή όσων υπηρετούσαν στο ΚΕΠΙΧ, ως αρχηγός, εγκατέλειψε με τη θέληση του, αυθαίρετα το χώρο ευθύνης του και μετέβη στο σπίτι του, προκειμένου να κοιμηθεί. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για εγκατάλειψη θέσης, και μάλιστα από αρχηγό, γιατί η υποχρέωση του να παραμένει εντός του χώρου του ΚΕΠΙΧ αποτελεί προφανή προέκταση της εκπληρώσεως του συγκεκριμένου υπηρεσιακού του προορισμού, ενώ αποδείχτηκε ότι οι καιρικές συνθήκες εντός του κτιρίου δεν ήταν τόσο τραγικές που να δικαιολογούν την εγκατάλειψη μιας τόσο καίριας θέσης. Κατόπιν όλων αυτών, κατά την πλειοψηφήσασα (3-2) γνώμη των μελών του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της εγκατάλειψης θέσης από αρχηγό σε ειρηνική περίοδο, καθόσον τέλεσε αυτή τόσο κατά τα αντικειμενικά όσο και κατά τα υποκειμενικά της στοιχεία.". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το κατ΄ έφεση δικάσαν Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές) Αθηνών κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο της κατά τα άνω τελεσθείσης αξιοποίνου πράξεως της εγκατάλειψης θέσης σε ειρηνική περίοδο με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. και επέβαλε σ΄ αυτόν ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχτηκε το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές) Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην παραπάνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1α ΣΠΚ την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα και σε σχέση με τις προβαλλόμενες με τους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις: 1) ότι με όσα αναφέρει στη μείζονα πρόταση η προσβαλλομένη απόφαση ότι δηλαδή "η διαρκής και ουσιαστική παρουσία του στρατιωτικού σε συγκεκριμένο χώρο, η οποία έτσι μορφοποιείται σε συστατικό όρο της ανάγκης ετοιμότητας μιας μονάδας δεν έχει τον χαρακτήρα απλής παραμονής αλλά επαλήθευση της υπηρεσιακής ετοιμότητας" τότε θα έπρεπε ο δόλος του αναιρεσείοντος να περιλαμβάνει και τη γνώση ότι έτσι ματαιούται η υπηρεσιακή ετοιμότητα είναι απορριπτέα ως επί αναληθούς προϋποθέσεως ερειδομένη διότι αυτά που δέχθηκε στη μείζονα πρόταση η προσβαλλομένη απόφαση δεν ανάγονται σε πραγματικά περιστατικά, αλλά σε φερόμενη ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 76 ΣΠΚ που όμως δεν επηρέασε την ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη διάταξη αυτή, 2) ενώ το δικαστήριο δέχεται ότι κατά την ... επικρατούσαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες και υπήρχε διαταγή προστασίας του προσωπικού στη συνέχεια αναιτιολογήτως δέχεται ότι ο αναιρεσείων εγκατέλειψε τη θέση του είναι απορριπτέα διότι το δικαστήριο δέχεται ότι " όσον αφορά τις καιρικές συνθήκες και τις διαταγές που είχαν εκδοθεί για λήψη μέτρων προστασίας του προσωπικού και μέσων, αυτές αφορούσαν προφανώς όσους βρίσκονταν εκτεθειμένοι στις αντίξοες καιρικές συνθήκες (στην ύπαιθρο, σε σκοπιές, περίπολα, κλπ.) και όχι αυτούς που βρίσκονταν εντός κτιρίων και για το πώς θα προστατευθεί ο ύπνος τους εν ώρα υπηρεσίας", και 3) ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά τον δόλο του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη καθόσον στην παραγωγή των ανωτέρω στοιχείων που εξετέθησαν ενυπάρχει και ο δόλος του αναιρεσείοντος και δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας για τους λόγους που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη να απορρίψει αυτόν αιτιολογημένα. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-11-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της με αριθ. 157/2006 απόφασης του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Πενταμελούς) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για εγκατάλειψη θέσης σε καιρό ειρήνης κατά το άρθρο 76 παρ. 1α του Σ.Π.Κ.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2089/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μαντά, περί αναιρέσεως της 1348/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1475/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 ''περί επιταγής'' (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ''εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών''. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, ''εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών''. Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το ''εν γνώσει'' της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, i) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, ii) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, iii) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και iv) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής νόμου, που θεμελιώνει κατ΄άρθρον 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1348/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, η οποία εκπροσωπήθηκε στη δίκη από συνήγορο, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 ''για επιταγή''), με την αναγνώριση του ελαφρυντικού ότι έζησε έως το χρόνο που έγινε η πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: " Επειδή από τη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας που εξετάστηκε ενόρκως στο δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, η οποία είναι δικηγόρος, στην Αθήνα στις ...... εξέδωσε σε διαταγή της εγκαλούσας Χ1 την ....... Τραπεζική επιταγή, ποσού 8.000.000.δρχ, την οποία η ως άνω κομίστρια εμφάνισε εμπρόθεσμα στις 20-1-2000 στην πληρώτρια ΙΟΝΙΚΗ Τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκε, ελλείψει υπολοίπου ποσού στον εκεί τηρούμενο από την κατηγορουμένη λογαριασμό της (βλ. βεβαίωση της Ιονικής Τράπεζας επί του σώματος της ανωτέρω επιταγής) γεγονός που σαφώς γνώριζε η κατηγορουμένη, αφού ο παραπάνω λογαριασμός ανήκε στην ίδια και ανά πάσα στιγμή ήταν ενήμερη για την ανυπαρξία κεφαλαίων τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης όσο και κατά το χρόνο πληρωμής της παραπάνω επιταγής. Επομένως, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της αξιόποινης πράξης που της αποδίδεται με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (αρθρ. 84 παρ. 2α Π.Κ.), όπως και πρωτοδίκως. Αντίθετα το αίτημα της για αναγνώρισηκαι του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ πρέπει ν' απορριφθεί, αφού υποβλήθηκε εντελώς αόριστα και χωρίς επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών. Πέρα όμως απ' αυτό το ως άνω αίτημα είναι και πάλι απορριπτέο, αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η κατηγορουμένη επέδειξε καλή συμπεριφορά μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για την κατηγορουμένη κρίση και της επέβαλε την αναφερόμενη ποινή. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως έχει αντικατασταθεί, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε και εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές ώστε να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση. Δεν ήταν δε αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία της διατάξεως βάσει της οποίας κρίνεται το εμπρόθεσμο ή μη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή ούτε ποια είναι η απαιτούμενη από το νόμο προθεσμία, αλλά αρκεί να αναφέρεται όπως στην προκειμένη περίπτωση ότι εμφανίστηκε η επιταγή προς πληρωμή εμπρόθεσμα πέραν του ότι αναφέρεται στην απόφαση η διάταξη του άρθρου 79 του ν. 5960/33 ως ισχύει. Ούτε επίσης ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, της από μέρους της κατηγορουμένης γνώσεως του ακαλύπτου της αναφερόμενης επιταγής, την οποία αυτή εξέδωσε, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως πλέον του ότι αιτιολογείται αυτή. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τους εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ΄ και Ε' του Κ.Π.Δ., πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης, εκ της μη ειδικής αναφοράς της διατάξεως που κρίνεται το εμπρόθεσμο ή μη της επιταγής προς πληρωμή, της απαιτούμενης από το νόμο προθεσμίας προς εμφάνιση, του στοιχείου της γνώσεως, από μέρους της κατηγορουμένης, του ακαλύπτου της επιταγής, και εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του ν 5960/1933 είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τις διατάξεις των άρθρων 364 και 170 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης, δημιουργείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο έγγραφο που υπέβαλαν αυτοί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η ανάγνωση όμως από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση του Εισαγγελέα εγγράφου, που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο, χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητα και χωρίς να αντιλέξει στην ανάγνωσή του ο κατηγορούμενος δεν επιφέρει καμιά ακυρότητα της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο ανέγνωσε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και στη συνέχεια έλαβε υπόψη και εκτίμησε, όχι το πρωτότυπο της επίμαχης επιταγής, αλλά το υπάρχον στη δικογραφία φωτοαντίγραφο αυτής, το οποίο, δεν είχε επικυρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα χωρίς να προβάλει ο εκπροσωπών την αναιρεσείουσα συνήγορός της ουδεμία αντίρρηση για την ανάγνωσή της. Επομένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του με τον οποίο, προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ) με την αιτίαση ότι το Εφετείο ανέγνωσε το ως άνω έγγραφο, χωρίς αυτό το έγγραφο να έχει αποδεικτική δύναμη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι στο χώρο του ποινικού δικαίου το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο που έχει την αποδεικτική δύναμη του κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. γ' ΠΚ εγγράφου, χωρίς να απαιτείται η, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, βεβαίωση της ακριβείας του από αρμόδιο, κατά το νόμο, πρόσωπο (Ολ.Α.Π. 2/2000).- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης κατά της ποινικής απόφασης ιδρύει η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όχι όμως και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή δικονομικής διάταξης, όπως είναι εκείνες του Κ.Π.Δ. οι οποίες αφορούν την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Επομένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με τον οποίο προβάλλεται η ελεγχόμενη από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 358, 364 Κ.Π.Δ. τα οποία αφορούν την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, και 449 παρ.2 και 451 παρ.3 Κ.Πολ.Δ είναι απαράδεκτος... Κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η δικαστική απόφαση πάντως, όχι πέρα από πέντε έτη για τα κακουργήματα, τρία έτη για τα πλημμελήματα και ένα έτος για τα πταίσματα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 320, 321, 340 και 343 ΚΠΔ η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο κλήσεως ή κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με τη χωρίς εναντίωση εμφάνιση του στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η αναστολή της παραγραφής, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, επέρχεται με την έναρξη της κύριας διαδικασίας διότι έκτοτε η κατηγορία είναι εκκρεμής στο δικαστήριο. Για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία αρκεί το, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 244, 245, 308 παρ. 3, 314 και 315 ΚΠΔ, επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση να περιέχει, πλην άλλων, και προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται αυτός να εμφανισθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο για την εγκυρότητά του το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση. Διότι η τυχόν αναγραφή άλλου, από το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, δικαστηρίου, δεν καθιστά το εισαγωγικό έγγραφο (κλητήριο ή κλήση) άκυρο και ανενεργές ως προς τις έννομες συνέπειές του. Το έγγραφο αυτό, ως δηλωτικό του τέλους της προανακρίσεως και του αμετακλήτου της εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρεί την ισχύ του και δεν επαναλαμβάνεται, στηρίζει δε τη διαδικασία του επιλαμβανομένου της υποθέσεως αναρμοδίου δικαστηρίου προκειμένου αυτό να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σε περίπτωση δηλαδή που το δικαστήριο κηρυχθεί αναρμόδιο η αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της σχετικής κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος δεν ανατρέπεται αλλά διατηρείται, αφού η κλήτευση ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου (ΑΠ Ολ 2/1997). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών υπερέβη την εξουσία του διότι δεν έπαυσε οριστικώς την κατά της αναιρεσειούσης ποινική δίωξη για το ως άνω πλημμέλημα της παραβ. του άρθρου 79 ν.5960/1933 παρ' ότι είχε συμπληρωθεί η πενταετία, από της τελέσεώς του, μέχρι του χρόνου (30-6-2005) κατά τον οποίο εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 52430/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία ακυρώθηκε η υπ' αριθμ. 95259/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο καθ' ύλην Τριμελές Εφετείο Αθηνών και δεν είχε ανασταλεί η παραγραφή του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού με την επίδοση στην κατηγορουμένη του σχετικού κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο εκαλείτο αυτή να εμφανιστεί έστω και στο αναρμόδιο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, επήλθε αναστολή της παραγραφής και δεν ανατράπηκε αλλά διατηρήθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, η δε κλήτευσή της ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου, μη προβαλλομένου λόγου ακυρότητός της. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του τέτοιος ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και αν τον απορρίψει να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή του κατά τρόπον σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίον ως τέτοιο δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ζήτησε την επιείκεια του δικαστηρίου και να της αναγνωρισθεί, το ελαφρυντικό της περ. ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε, ήταν αόριστος, εφόσον δεν επικαλούνταν πραγματικά περιστατικά που να τον θεμελιώνουν και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το εφετείο να απαντήσει αιτιολογημένα άλλωστε ορθώς τον απέρριψε ως αόριστο και δεν έρχεται σε αντίφαση με το ότι έλαβε υπόψη του για την αναστολή της ποινής κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του Π.Κ. εκ περισσού πλην άλλων τη διαγωγή της αναιρεσείουσας μετά την τέλεση της πράξης. Επομένως, ο λόγος αναίρεσης της εν λόγω αναιρεσειούσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, που αναφέρεται στην πλημμέλεια της απόρριψης χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ισχυρισμού για αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από δέκα τρεις (13) Ιουλίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της με αριθ. 1348/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την τροποποίηση του αρθρ. 79 παρ. 1 του Ν. 5960/33 από το άρθρ. 1 του ν.δ. 1325/1972 για την υποκει-μενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής αρκεί ο απλός ή ενδεχόμενος δόλος και δεν απαιτείται άμεσος. Η ύπαρξη δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Αιτιολογημένη καταδίκη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
Αριθμός 2086/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 104/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Λαμίας. Με κατηγορούμενο τον Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Παυλάτο. Το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 47/31.07.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1531/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης, οποιουδήποτε δικαστηρίου, έστω και αν αυτή δεν απαγγέλθηκε ανέκκλητα ή έστω και αν είναι παρεμπίπτουσα, για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά δε, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει, όταν δεν διαλαμβάνονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Περαιτέρω, ναι μεν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά του δικαστηρίου το περιεχόμενο των εγγράφων, που έχουν αναγνωσθεί, πλην όμως είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτά τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται το έγγραφο, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου που αναγνώσθηκε και λήφθηκε υπόψη και να προκύπτει σε ποιο έγγραφο στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, γιατί διαφορετικά παραβιάζονται οι παραπάνω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Λαμίας, με την προσβαλλόμενη νομοτύπως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 104/2007 απόφασή του δέχθηκε ότι ο ανήλικος Χ1 δεν τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό του τα εξής: "Επειδή από τις καταθέσεις του μάρτυρα κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και από όλη τη διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: Την 1-12-2002 και περί ώρα 13.30 ο ανήλικος κατηγορούμενος ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με τον μηνυτή Ψ1 στην περιοχή ..... Μετά το τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο ο ανήλικος τραυματίστηκε ελαφρά, ο μηνυτής δεν ειδοποίησε την αστυνομία αλλά εισήλθε στην οικία του που βρισκόταν κοντά στον τόπο του ατυχήματος, διότι όπως ισχυρίστηκε κατά την απολογία του ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αταλάντης κατά τη συνεδρίαση της 5-3-2007, φοβόταν να βγει στο δρόμο "διότι του έκαναν επίθεση οι ...". Το γεγονός ότι ο μηνυτής δεν παρέμεινε στον τόπο του ατυχήματος προκύπτει και από τις καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 η οποία καταθέτει ότι "μετά το ατύχημα ο νεαρός παρακαλούσε τον κατηγορούμενο να μείνει... και ο κατηγορούμενος όχι μόνο δεν έμεινε αλλά τον έβρισε κιόλας" "... τον εγκατέλειψε αβοήθητο...". Επίσης και η μάρτυρας Μ2 καταθέτει "... ο κ. Ψ1 δεν έδωσε τα στοιχεία του. Εμείς δεν ξέραμε καν ποιος χτύπησε το παιδί". Επομένως όσα αναφέρει ο ανήλικος στην από 13-12-2002 μήνυση που υπέβαλε σε βάρος του Ψ1 είναι τα περιστατικά αυτά τα οποία πίστευε ότι έλαβαν χώρα κατά το χρόνο του ατυχήματος χωρίς να έχει πρόθεση να καταστήσει κατηγορούμενο τον ανωτέρω καταθέτοντας αναληθή γεγονότα. Επίσης από τις καταθέσεις των προαναφερομένων μαρτύρων δεν προέκυψε ότι τα όσα αναφέρει στην από 13-2-2002 μήνυσή του ο ανήλικος για τις πράξεις της εξύβρισης και απειλής που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του ο μηνυτής είναι αναληθή. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται". Περαιτέρω από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει α) ότι δεν εξετάσθηκαν στο ακροατήριο οι μάρτυρες Μ1 και Μ2 ούτε και καταθέσεις αυτών περιέχονται στα πρακτικά της αναγνωσθείσης 131/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μακρακώμης και β) ότι δεν αναγνώσθηκε απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αταλάντης που συνεδρίασε την 5-3-2007. Συνεπώς η προσβαλλομένη απόφαση που έλαβε υπόψη της αμέσως και κυρίως τις καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων ήτοι μη υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα δεν έχει την από τις ανωτέρω διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης η λήψη υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της ανωτέρω κρίσης του της απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αταλάντης που συνεδρίασε την 5-3-2007 και περιέχει την απολογία του ήδη μηνυτή η οποία δεν αναγνώσθηκε δεν συνιστά τον αναιρετικό λόγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα όπως αναφέρεται στην αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα αλλά κατά ορθή εκτίμηση τον τοιούτο της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο που ο Άρειος Πάγος λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 511 σε συνδ. με άρθρο 510 παρ. 1 Α' Κ.Π.Δ.). Πρέπει επομένως να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθμό 104/2007 απόφαση του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Λαμίας. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οιασδήποτε αποφάσεως. Δεκτή αναίρεση αθωωτικής αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 2085/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων: 1) Χ1 ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Διαβατών Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 296-297/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Μαϊου 2006 και 17 Απριλίου 2006, αντίστοιχα, αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 833/2006, ως και στους από 13 Ιουλίου 2006 πρόσθετους λόγους του δευτέρου των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του δευτέρου των αναιρεσειόντων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος και να απορριφθεί η αίτηση του δευτέρου ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτού. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Α) Ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1: Κατά τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλλει για μία μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο εμφανίσθηκε ο δικηγόρος Αθηνών Νικόλαος Γιώτας και ζήτησε την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, επικαλούμενος "αδυναμία ανευρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1, που είναι πελάτης του, και επικοινωνίας μαζί του". Ο επικαλούμενος όμως λόγος αναβολής, και αληθής υποτιθέμενος, δεν συνιστά την προβλεπόμενη από το νόμο ιδιαίτερα εξαιρετική περίπτωση, την οποία προϋποθέτει η αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Επομένως, το πιο πάνω αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠοινΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία ........ αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα του Α.Τ. Σκύδρας ......., ο πρώτος αναιρεσείων Χ1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση από 3-5-2006 αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον πιο πάνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Β) Ως προς το δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2: Κατά το άρθρο 372 παρ. 1 του ΠΚ "Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών", κατά δε το άρθρο 374 περ. δ' και ε' του ίδιου Κώδικα "Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες (περ. δ') και αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (περ. ε')". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού", νοείται αντικειμενικά σύμπραξης την εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει ν' αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ. ΑΠ 50/90). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 296-297/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Τις νυκτερινές ώρες της 20ης προς 21η Μαϊου 1998 έγινε διάρρηξη στο τυροκομείο του Ψ1, που βρίσκεται στη θέση ".........." στο ......... Πιερίας. Από το ψυκτικό θάλαμο του τυροκομείου αυτού αφαιρέθηκαν 850 μεγάλα δοχεία που περιείχαν τυρί φέτα, βάρους 16 κιλών το καθένα, αξίας 22.000 δραχμών το καθένα, και 500 μεγάλα τεμάχια κεφαλοτύρι, βάρους 8 κιλών το καθένα, και αξίας 15.000 δραχμών το καθένα. Με βάση τα στοιχεία αυτά η συνολική αξία των αφαιρεθέντων τυριών ανέρχεται σε 26.200.000 δραχμές. Την κλοπή αυτή ο ανωτέρω ιδιοκτήτης του τυροκομείου την αντελήφθη το πρωϊ της 21-5-1998. Στη συνέχεια και δη στις 2-6-1998 από ανώνυμο τηλεφώνημα που αυτός δέχτηκε, του γνωστοποιήθηκε ότι τα κλαπέντα τυριά βρίσκονταν στο κατάστημα του Β1, στη ......., συγκατηγορουμένου αρχικά των κατηγορουμένων για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και δη των τυριών, ο οποίος αθωώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Από έρευνα που έγινε από τις αστυνομικές αρχές, που αμέσως ειδοποιήθηκαν από το Ψ1-παθόντα, διαπιστώθηκε ότι πράγματι στο κατάστημα του Β1 υπήρχαν δοχεία με τυρί φέτα από τα κλοπιμαία και ότι ο εν λόγω καταστηματάρχης Β1 με το υπ' αριθμ. ........ δελτίο αποστολής-τιμολόγιο, εκδόσεως του Χ5, είχε αγοράσει 300 δοχεία τυρί φέτα από τα κλοπιμαία, αντί 1200 δραχμών το κιλό. Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι μετά την κλοπή της ανωτέρω σημαντικής ποσότητας τυριών, τα κλοπιμαία μεταφέρθηκαν αρχικά στην ....... και στη συνέχεια μεταφορτώθηκαν στο μικρό αυτοκίνητο του Χ1 . Προκειμένου όμως αυτά να μεταφερθούν στην περιοχή Αθηνών ο τελευταίος άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο της προώθησής τους στην εν λόγω περιοχή με κατάλληλο αυτοκίνητο. Ειδικότερα, απευθύνθηκε στο γραφείο μεταφορών του αρχικά συγκατηγορουμένου του Χ3. Επειδή αυτός δεν είχε διαθέσιμο αυτοκίνητο, ζήτησε από το συγκατηγορούμενό του Χ4, ο οποίος επίσης διατηρεί γραφείο μεταφορών, να διαθέσει αυτός δικό του αυτοκίνητο για την πραγματοποίηση της μεταφοράς. Πράγματι, ο Χ4, διέθεσε αυτοκίνητο, στο οποίο φορτώθηκαν τα κλοπιμαία τυριά, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από το τυροκομείο του Ψ1. Στο εν λόγω αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο μάρτυρας κατηγορίας Ζ1, επιβιβάστηκε κατ' απαίτησή του στη θέση του συνοδηγού ο κατηγορούμενος Χ2 και συνόδευσε το αυτοκίνητο με το εμπόρευμα στην Αθήνα και μετά από συναπόφαση μεταξύ αυτού και του πρώτου κατηγορουμένου. Μετά την άφιξη του αυτοκινήτου στην Αθήνα ο Χ2 ειδοποίησε το Χ5. Αυτός πήρε δοχεία τυριού ως δείγματα και την επόμενη ημέρα έδωσε εντολη και το αυτοκίνητο μεταφέρθηκε στη ........., όπου παρουσία του εκφορτώθηκε ποσότητα 300 δοχείων τυριού φέτα, στο κατάστημα -Σούπερ Μάρκετ- του ανωτέρω Β1. Ο Χ5 επιχείρησε να πουλήσει και τα κλοπιμαία τεμάχια κεφαλοτυριού στο Β1, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να τα αγοράσει. Επειδή όμως το εν λόγω αυτοκίνητο, στο οποίο ήταν φορτωμένα τα τυριά, έπρεπε να μεταβεί για φόρτωση άλλων εμπορευμάτων από το λιμάνι του Πειραιά, ο Ζ1-οδηγός του, μετά από τηλεφωνική συνεννόησή του με τον ανωτέρω Χ4, εναπόθεσε τα κεφαλοτύρια αυτά στο χώρο της αποθήκης των εγκαταστάσεων της ........ Το γεγονός αυτός το γνωστοποίησε στους Χ2 -κατηγορούμενο και Χ5. Στη διάπραξη της κλοπής των ανωτέρω σημαντικών ποσοτήτων τυριών -φέτας και κεφαλοτυριού- συνέπραξαν από κοινού οι κατηγορούμενοι 1) Χ1 και 2) Χ2, καθώς και οι α) Χ6 και β) Χ5, φυγόδικοι. Τα πρόσωπα αυτά διέπραξαν από κοινού την εν λόγω κλοπή. Ειδικότερα, αφού διέρρηξαν το τυροκομείο του Ψ1, αφαίρεσαν από το ψυκτικό θάλαμο αυτού τις ανωτέρω ποσότητες τυριών, με σκοπό να τις ιδιοποιηθούν παράνομα, έχοντας ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, δηλαδή έχοντας οργανωθεί ως ομάδα για την τέλεση απροσδιόριστου αριθμού κλοπών και έχοντας οργανώσει και κατάλληλη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης κλοπών. Συγκεκριμένα, εκτός από την οργάνωσή τους σαν ομάδα, είχαν διαθέσιμο μπλοκ τιμολογίων, δελτίων αποστολής για τη διακίνηση των κλοπιμαίων, διέθεσαν αυτοκίνητο για τη μεταφορά των κλοπιμαίων από τον τόπο της κλοπής σε μεταφορικά γραφεία και οργάνωσαν σύστημα πληροφόρησης, ώστε να ανευρίσκουν μεταφορείς για τη διακίνηση των κλοπιμαίων στους εμπόρους για τη διάθεσή τους. Ενόψει αυτών από την υποδομή τους αυτή, που έγινε με πρόθεση τέλεσης κλοπών, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος από την τέλεση τέτοιας πράξης. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προέκυψε, χωρίς αμφιβολία, η τέλεση της εν λόγω πράξης από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2. Αυτά ειδικότερα προκύπτουν από το γεγονός ότι αυτοί αναμείχθηκαν ενεργώς στη διακίνηση των κλοπιμαίων τυριών, αφού προηγουμένως αφαίρεσαν τα ως άνω τυριά από το τυροκομείο του παθόντος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους. Ειδικότερα, προέκυψε ότι ο Χ1 αρχικά μεταφόρτωσε τα κλοπιμαία στο μικρό ιδιωτικό αυτοκίνητό του, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν προορισμένο για τη μεταφορά εμπορευμάτων τρίτων και ειδικά τυριών. Στη συνέχεια ο ίδιος κατηγορούμενος προσπάθησε να ανεύρει ειδικό αυτοκίνητο για τη μεταφορά των ένδικων προϊόντων και απευθύνθηκε στο γραφείο μεταφορών και μάλιστα όχι απλώς διευκόλυνε το Χ5 για την ανεύρεση γραφείου μεταφορών, αλλά ο ίδιος φρόντισε για τη μεταφόρτωση των τυριών και εξέδωσε το δελτίο αποστολής που συνόδευε τα κλοπιμαία. Εκτός αυτών και ο κατηγορούμενος Χ2 αναμείχθηκε στη μεταφορά των κλοπιμαίων τυριών, ενώ συνόδευσε το αυτοκίνητο που τα μετέφερε στην Αθήνα, και ακόμη και έως τον τόπο της εκφόρτωσης των τυριών φέτας στη ......, αφού νωρίτερα ήλθε σε επαφή με τον ανωτέρω Χ5, που μεσολαβούσε για τη διάθεση των κλοπιμαίων τυριών. Ο εν λόγω δεύτερος κατηγορούμενος προέβαινε στις ενέργειες αυτές σύμφωνα με τη συναπόφαση που είχε συνάψει με τον πρώτο κατηγορούμενο και ενεργούσε (όπως και ο 1ος) κατά τους ανατεθέντες ρόλους, που είχαν μεταξύ τους συμφωνηθεί για την εκτέλεση του σχεδίου τους. Συνεπώς προέκυψε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι προέβησαν σε ενέργειες που δηλώνουν ότι αντιμετώπιζαν και χειρίζονταν "δική τους υπόθεση", αφού εκδήλωσαν έντονο και συνεχές ενδιαφέρον έως την τελική τύχη των κλοπιμαίων. Αντίθετα, από τα ως άνω στοιχεία δεν προέκυψε ότι ο προαναφερόμενες πράξεις των κατηγορουμένων έγιναν στα πλαίσια κάποιας από τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, έναντι αμοιβής, εκ μέρους αυτών -δραστών της κλοπής. Τα ανωτέρω, ιδίως, πιστοποιούνται από την κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας Ζ1, οδηγού του Χ4 και οδηγού του αυτοκινήτου, με το οποίο μεταφέρθηκαν τα ως άνω κλοπιμαία τυριά στην Αθήνα και στη ......., τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. Συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων, ο εν λόγω μάρτυρας, κατέθεσε: 1) για τη συνεχή παρουσία του πρώτου κατηγορουμένου στις διαδικασίες για την προώθηση των τυριών στην Αθήνα και τη ........, καθώς και για το έντονο ενδιαφέρον που έδειχνε γι' αυτό, αφού παρέστη στη μεταφόρτωση των τυριών από το μικρό αυτοκίνητό του στο φορτηγό, που τελικά μεταφέρθηκαν στον προορισμό τους, 2) για τη σωστή συντήρησή τους, και δη τη διατήρηση της κανονικής θερμοκρασίας του ψυγείου του αυτοκινήτου, που υποδείκνυε ο πρώτος κατηγορούμενος, 3) για την έκδοση συνοδείας του φορτίου με δελτίο αποστολής, με επιμέλεια του πρώτου κατηγορουμένου, 4) για την απαίτηση του δεύτερου κατηγορουμένου (καθώς και του πρώτου), να συνοδεύσει το φορτίο των τυριών στην Αθήνα, 5) για το ενδιαφέρον που έδειχνε ο τελευταίος για τα τυριά και ειδικότερα για τη συντήρησή τους στο ψυγείο, 6) για τις πρωτοβουλίες του περί του ειδικότερου προορισμού των τυριών, που ανέπτυσσε ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού ο οδηγός του αυτοκινήτου -μάρτυρας κατηγορίας- είχε άγνοια αυτού, 7) για τις επαφές- συναντήσεις που είχε ο δεύτερος κατηγορούμενος με το ως άνω πρόσωπο για την προώθηση των τυριών στο ως άνω κατάστημα και 8) για την παροχή δείγματος τυριού-φέτας που έδωσε ο 2ος κατηγορούμενος στον ως άνω μεσάζοντα για να ολοκληρωθεί η διάθεση αυτής στο κατάστημα του Β1 στη .......... Ο παρών δεύτερος κατηγορούμενος με την απολογία του έμμεσα μεν αλλά κατά τρόπο σαφή συνομολόγησε τα ανωτέρω, αφού δέχθηκε ότι 1) είχε επαφές με τα ανωτέρω πρόσωπα (Χ1, Χ6, Χ5, Β1), 2) φρόντισε για την πραγματοποίηση της μεταφοράς των τυριών με κατάλληλο αυτοκίνητο και 3) συνόδευσε το ως άνω αυτοκίνητο στην Αθήνα και στη ......... την παρούσα κλοπή και ότι προέβη στις ανωτέρω ενέργειες για το "μεροκάματο", εκδοχή η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν είναι βάσιμη, ενόψει των ανωτέρω. Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης φορτηγού αυτοκινήτου ψυγείου, γεγονός το οποίο δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό του ότι προέβη στα ανωτέρω μόνο για το "μεροκάματά του". Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της ανωτέρω πράξης και δη της διακεκριμένης κλοπής". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ2 (καθώς και τον άνω συγκατηγορούμενό του Χ1) για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της διακεκριμένης κλοπής από κοινού και του επέβαλε ποινή καθείρξεως πέντε ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 372 παρ. 1 και 374 περ. δ' και ε' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται λεπτομερώς στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος συμμετέσχε στην τέλεση του άνω εγκλήματος ως συναυτουργός, και δη ότι συνέπραξε στην εκτέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως της διακεκριμένης κλοπής και ήθελε την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς της γνωρίζοντας ότι ο συμμέτοχος συγκατηγορούμενός του Χ1 έπραττε με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του (δεύτερου) αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της κλοπής, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής. Η καταδίκη δε του αναιρεσείοντος με την επιβαρυντική περίσταση της περ. ε' του άρθρου 374 ΠΚ έγινε με την πρώτη περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της κλοπής, ήτοι, όπως προεκτέθηκε, της κατ' επάγγελμα και μόνο τελέσεως αυτής, ως προς την οποία δεν τίθεται όριο χρηματικού ποσού για την πρόσδοση σ' αυτήν κακουργηματικού χαρακτήρα. Η δε αναφορά της αξίας των κλαπέντων αντικειμένων στο ποσό των δρχ. 26.200.000 έγινε διηγηματικά και σε κάθε περίπτωση, καίτοι η εν λόγω αξία ανάγεται στην ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου, πράγματι αυτή ανέρχεται στο άνω χρηματικό ποσό, και όχι στο ποσό των δρχ. 24.700.000, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Η αιτίαση, περαιτέρω, του τελευταίου ότι δεν μνημονεύονται στην αιτιολογία της αποφάσεως περιστατικά που θεμελιώνουν την επιβαρυντική περίσταση της κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της κλοπής, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και εντεύθεν είναι απορριπτέα, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η καταδίκη του αναιρεσείοντος έγινε με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα και μόνο τελέσεως της εν λόγω κλοπής. Τέλος, δεν υπάρχει αντίφαση από την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 7-8) ότι ".... ενόψει αυτών, από την υποδομή τους αυτή, που έγινε με πρόθεση τέλεσης κλοπών προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος από την τέλεση τέτοιας πράξης", ενώ στη συνέχεια, και δη στο τέλος του σκεπτικού (σελ. 9) αναφέρονται τα εξής: ".....Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος (Χ2) είναι ιδιοκτήτης φορτηγού αυτοκινήτου ψυγείου, γεγονός το οποίο δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό του ότι προέβη στα ανωτέρω μόνο για το "μεροκάματό του"". Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331 παρ. 2, 333, 364 και 369 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η μη ανάγνωση εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί έτσι δεν δίδεται στον κατηγορούμενο η υπερασπιστική δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για τα μη αναγνωσθέντα έγγραφα (άρθρ. 358, 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε συνδυασμό με τα πρακτικά αυτής, το Πενταμελές Εφετείο στήριξε την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος (δεύτερου) κατηγορουμένου και στα αναφερόμενα ως αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και το μνημονευόμενο με τον αριθμό 2 στην τέταρτη σελίδα της προσβαλλόμενης αποφάσεως "Υπ' αριθμ. ........ δελτίο αποστολής-τιμολόγιο". Η εκ προφανούς παραδρομής δε αναφορά του εγγράφου αυτού στο σκεπτικό (στην έβδομη σελίδα της αποφάσεως) ως "υπ' αριθ. ............ δελτίο αποστολής-τιμολόγιο" δεν καταλείπει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται περί του αυτού εγγράφου, μη ιδρυομένου εντεύθεν λόγου αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, που συνίσταται στο ότι λήφθηκε υπόψη έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε. Επομένως, ο περί του αντιθέτου σχετικός, κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη από 17-4-2006 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ2, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 13-7-2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ α) την από 3 Μαϊου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 1185/4-5-2006) αίτηση του Χ1 και β) την από 17 Απριλίου 2006 αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 13-7-2006 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ2 για αναίρεση της 296/297/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και, ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτημα αναβολής και αίτηση ενός εκ των αναιρεσειόντων, καθώς και την αίτηση του ετέρου. Κακουργηματική κλοπή 374 στοιχ. δ΄ και ε΄ ΠΚ. Λόγοι Δ΄ και Ε΄, καθώς και Α΄. Εκ παραδρομής το αναγνωσθέν 85/23-5-98 (έγγραφο) μνημο-νεύεται ως 83
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κλοπή.
0
Αριθμός 2081/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αριστομένη Τζαννετή και Νικόλαο Φραγκάκη, για αναίρεση της 1647/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Τσαμαδού. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 541/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ.11 του Ν.2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρα 2 του ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ΄επάγγελμα ή κατά συνήθεια και, μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.2721/1999, απαιτείται επί πλέον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ. του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.2408/1996, "κατ΄επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη, για πορισμό εισοδήματος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ΄επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ΄επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για την βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1647/2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ΄είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 28-2-1990 ο κατηγορούμενος, υπάλληλος του τμήματος καταθέσεων και χειριστής εκείνη την ημέρα του τερματικού Ε του υποκαταστήματος της πλατείας Καραϊσκάκη, στην Αθήνα, της πολιτικώς ενάγουσας Εμπορικής Τράπεζας, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη κίνηση και το φόρτο εργασίας του άνω υποκαταστήματος που υπάρχει στο τέλος του μήνα, καθώς και την απουσία για λόγους υγείας της Προϊσταμένης του τμήματος καταθέσεων. Β1, με σκοπό να βλάψει την τράπεζα αφαίρεσε και απέκρυψε ένα ασυμπλήρωτο καρνέ επιταγών με αριθμούς ....... μέχρι ........ Στη συνέχει με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία του ΟΣΕ και της Εμπορικής Τράπεζας, μετέδωσε από το τερματικό Ε του υποκαταστήματος της πλατείας Καραϊσκάκη, όπου, όπως προαναφέρθηκε, εργαζόταν, χωρίς να αποδειχθεί απασχόληση άλλου υπαλλήλου εκείνη την ημέρα στο τερματικό αυτό, μήνυμα στη μνήμη του κεντρικού υπολογιστή της εν λόγω Τράπεζας, με το οποίο συσχέτισε τους αριθμούς των άνω επιταγών, του καρνέ επιταγών που αφαίρεσε, με το λογαριασμό καταθέσεων όψεως .......... του ΟΣΕ, ως εάν ο τελευταίος είχε λάβει το καρνέ αυτό με τους νομίμους εκπροσώπους του. Για τη συγκάλυψη δε της μεταδόσεως του άνω επιλήψιμου μηνύματος και τη δυσχέρανση του ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων της Εμπορικής Τράπεζας ο κατηγορούμενος κατέστρεψε εν μέρει το περιεχόμενο του ημερολογίου του τερματικού Ε με την αφαίρεση από τον εκτυπωτή της σελίδας που αποτύπωνε το επιλήψιμο μήνυμα και την επανατοποθέτηση του ημερολογίου με σύνδεση των δύο άκρων της διακοπής της κανονικής εκτυπώσεως με τσάκισμα υπό τη μορφή σαΐτας. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, αφού συμπλήρωσε τις επιταγές με αριθμούς ........, ........, .........., ..........., ........, ........ και ....... (7 τον αριθμό) που είχαν κατασχεθεί και προσκομίσθηκαν ήδη εν πρωτοτύπω, με τα αντίστοιχα ποσά των δραχμών 2.640.000, 2.880.000, 3.450.000, 3.200.000, 3.150.000, 3.100.000 και 2.050.000, αριθμητικά και ολογράφως, έθεσε σ'αυτές ημερομηνίες εκδόσεως (....... στις επιταγές με αριθμούς ......, ........, .......... και ....... και ....... στις υπόλοιπες), τόπο εκδόσεως την Αθήνα, το όνομα του φερόμενου ως κομιστή Γ1 και τα ονόματα των φερομένων ως εκδοτών εκπροσώπων του ΟΣΕ ....... και ........., τις υπογραφές των οποίων απομιμήθηκε, πρόσθεσε δε με κατασκευασμένη (πλαστή) σφραγίδα πάνω από τις υπογραφές αυτών την επωνυμία "Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος ΑΕ (ΟΣΕ)" και σε άλλο σημείο του σώματος των επιταγών ανέγραψε τον αριθμό του πιο πάνω λογαριασμού που τηρούσε ο ΟΣΕ στο άνω υποκατάστημα, της πλατείας Καραϊσκάκη, της Εμπορικής Τράπεζας. Ο εν λόγω Γ1 ήταν πελάτης του άνω υποκαταστήματος και σε χρόνο που δεν διακριβώθηκε, πάντως προγενέστερο της 28-2-1990, είχε λησμονήσει την αστυνομική του ταυτότητα στο ταμείο της Τράπεζας και την έλαβε στην κατοχή του και απέκρυψε ο κατηγορούμενος. Τέλος, ο κατηγορούμενος με τη συνέργεια τρίτου άγνωστου προσώπου, στο οποίο παρέδωσε τις πλαστογραφημένες επιταγές και την άνω ταυτότητα, ώστε τούτο να εμφανισθεί ως ο κομιστής των επιταγών αυτών Γ1, παρέστησε ψευδώς στους υπαλλήλους των υποκαταστημάτων της Εμπορικής Τράπεζας, στα οποία στις 5-3-1990 εμφανίσθηκαν οι πλαστογραφημένες επιταγές, ότι αυτές είχαν πράγματι εκδοθεί από τους νόμιμα εξουσιοδοτημένους προς τούτο εκπροσώπους του ΟΣΕ σε χρέωση του λογαριασμού καταθέσεων όψεως του υποκαταστήματος Καραϊσκάκη και σε διαταγή του φερόμενου ως κομιστή Γ1, με αποτέλεσμα να παραπλανηθούν οι εν λόγω αρμόδιοι υπάλληλοι και να εξοφλήσουν στον άγνωστο κομιστή τις επιταγές αυτές σε χρέωση του αντίστοιχου λογαριασμού του ΟΣΕ με το συνολικό ποσό των 20.470.000 δραχμών, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος και ο άγνωστος συνεργός του ωφελήθηκαν παράνομα με αντίστοιχη βλάβη αρχικά της περιουσίας του ΟΣΕ και στη συνέχεια, μετά την αποκάλυψη της αλήθειας, της Εμπορικής Τράπεζας, η οποία αποζημίωσε τον ΟΣΕ. Τα πιο πάνω αποδείχθηκαν ειδικότερα: 1) από τα προσκομιζόμενα αναμφισβήτητης γνησιότητας αποσπάσματα των εγγραφών στην μνήμη του κεντρικού υπολογιστή (ηλεκτρονικού κέντρου της Εμπορικής Τράπεζας), από τα οποία προκύπτει κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ότι η σύνδεση του καρνέ των ενδίκων επιταγών έγινε με τον προαναφερθέντα λογαριασμό καταθέσεων του ΟΣΕ με μήνυμα που μεταδόθηκε στις 28-2-1990 από το τερματικό Ε' του υποκαταστήματος της πλατείας Καραϊσκάκη (....) της Εμπορικής Τράπεζας, 2) από το γεγονός ότι από τις υφιστάμενες διαδικασίες ασφάλειας των μηχανογραφημένων εφαρμογών ήταν αδύνατο να αλλοιωθούν τα πιο πάνω στοιχεία από το προσωπικό του ηλεκτρονικού κέντρου, αφού το ηλεκτρονικό κέντρο μπορεί να επεξεργασθεί πληροφορίες που στέλνονται από τα υποκαταστήματα μόνον, 3) από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι κατά την κρίσιμη ημερομηνία (28-2-1990) το τερματικό Ε' του υποκαταστήματος της πλατείας Καραΐσκάκη χειρίστηκε αποκλειστικά ο κατηγορούμενος και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον κατηγορούμενο αυτός που έστειλε το επιλήψιμο μήνυμα στον κεντρικό υπολογιστή της Τράπεζας και που έκανε την καταστροφή της σελίδας του ημερολογίου που αποτύπωνε το επιλήψιμο μήνυμα, καθώς και την επανασύνδεση αυτού με την τεχνική της σαΐτας, 4) από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της γραφής και υπογραφής του κατηγορουμένου, που αναφέρει ο πραγματογνώμονας ......... στην έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και τα οποία γνωρίσματα συνάντησε και στα χειρόγραφα στοιχεία των επίμαχων επιταγών και στις υπογραφές που υπάρχουν σ'αυτές, 5) από τον τρόπο γραφής του κατηγορουμένου που συναντάται και στις πλαστογραφημένες επιταγές, όπως βεβαίωσε η τότε προϊσταμένη του τμήματος καταθέσεων Β1 και για τον οποίο (τρόπο) αυτή του είχε κάνει υποδείξεις διορθώσεως, έγραφε δηλαδή, όπως είναι γραμμένο και στις ένδικες πλαστογραφημένες επιταγές, μετά την εντολή "πληρώσατε σε διαταγή" "τον κύριον" αντί "του κυρίου", ενώ τα ποσά ήταν με κόμμα και στο τέλος με "τελεία" και "παύλα", όπως συνήθιζε ο κατηγορούμενος, 6) από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένας από τους λίγους υπαλλήλους του τμήματος καταθέσεων που γνώριζε τον αριθμό του λογαριασμού του ΟΣΕ και τους εξουσιοδοτημένους κατά την περίοδο εκείνη υπαλλήλους τούτου (ΟΣΕ) για την έκδοση επιταγών και 7) από τις καταθέσεις των περισσοτέρων μαρτύρων κατηγορίας, χωρίς να μπορεί να συναχθεί διαφορετική κρίση από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων. Περαιτέρω, συνεχίζει στο αιτιολογικό του το Πενταμελές Εφετείο, όσον αφορά την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο κατ΄επάγγελμα τέλεση του πιο πάνω εγκλήματος της απάτης κατ΄εξακολούθηση, αποδείχθηκε ότι συντρέχει εν προκειμένω η επιβαρυντική αυτή περίσταση, αφού ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη αυτή όχι ευκαιριακά αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου με διαμόρφωση σχετικής υποδομής και οργανωμένης ετοιμότητας με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, από την οποία προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, κατά την έννοια της κατ΄επάγγελμα τελέσεως του εγκλήματος, όπως αυτή ορίζεται με το άρθρο 13 στ' ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.2408/1996. Ειδικότερα, τα περιστατικά που θεμελιώνουν την επιβαρυντική αυτή περίσταση και αποδείχθηκαν πλήρως από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία είναι ότι είχε οργανωθεί προηγουμένως το σχέδιο που στη συνέχεια εκτελέσθηκε με τη συνεργασία του κατηγορουμένου με τον άγνωστο τρίτο συνεργό του, η οργάνωση δε περιλάμβανε την υπεξαγωγή της ταυτότητας που είχε απολέσει ο κάτοχός της Γ1 την αφαίρεση του καρνέ των επιταγών, την κατασκευή πλαστής σφραγίδας του ΟΣΕ, την επιμελημένη πλαστογράφηση των επιταγών και τη χρησιμοποίηση του τερματικού για τον επηρεασμό των στοιχείων του κεντρικού υπολογιστή της Τράπεζας για την παραπλάνηση των αρμόδίων υπαλλήλων αυτής με τις πλαστογραφημένες επιταγές, σχέδιο το οποίο οργανώθηκε και εκτελέσθηκε κατά τρόπο, ώστε να είναι δυσχερής η αποκάλυψή του, ενόψει της χρησιμοποιήσεως του ηλεκτρονικού υπολογιστή ως μέσου για την παραπλάνηση των τρίτων. Από τα περιστατικά δε αυτά προκύπτει ο σκοπός του κατηγορουμένου για πορισμό εισοδήματος, με τη δημιουργία της κατάλληλης πιο πάνω υποδομής, από την οποία προκύπτει και η πρόθεση για επανειλημμένη τέλεση της πράξεως. Τέλος, το Πενταμελές Εφετείο δέχεται, αναφορικά με την επελθούσα ζημία από την προκείμενη απάτη, ότι αυτή (ζημία) προξενήθηκε τελικώς εις βάρος της περιουσίας της πολιτικώς ενάγουσας Εμπορικής Τράπεζας, αφού προηγουμένως απειλήθηκε να ζημιωθεί η περιουσία του ΟΣΕ, γιατί με βάση τα αποδειχθέντα πιο πάνω περιστατικά κατ΄αρχάς η εξόφληση των πλαστογραφημένων πιο πάνω επιταγών έγινε με χρέωση του λογαριασμού του ΟΣΕ με το συνολικό ποσό των 20.470.000 δραχμών, το οποίο, όμως, τελικά κατέβαλε η Εμπορική Τράπεζα στον ΟΣΕ, με αποτέλεσμα μόνη ζημιωθείσα από την απάτη του κατηγορουμένου να είναι η Εμπορική Τράπεζα κατά το άνω ποσό των 20.470.000 δραχμών. Εξ άλλου, συνεχίζει στο αιτιολογικό του το Δικαστήριο της ουσίας, από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι δεν φυλάσσονται πέραν της πενταετίας στα αρχεία της Εμπορικής Τράπεας οι πρωτότυπες ηλεκτρονικές σελίδες του κεντρικού υπολογιστή αυτής. Συνεπώς το έτος 1998, όταν το πρώτον υποβλήθηκε σχετική αίτηση (για την προσκόμιση των άνω σελίδων) στο Πενταμελές Εφετείο, δεν υπήρχε δυνατότητα παραδοχής του αιτήματος αυτού, αφού ήδη από το έτος 1995 είχαν καταστραφεί τα προσωρινά μαγνητικά αρχεία. 'Αλλωστε και εάν προσκομίζοντο οι πρωτότυπες σελίδες του κεντρικού υπολογιστή το αποτέλεσμα της δίκης θα ήταν το ίδιο για τον κατηγορούμενο, αφού αποδείχθηκε περίτρανα η ακρίβεια και η γνησιότητα των με αριθμούς 19 και 20 εγγράφων που έχουν εκδοθεί από τη μνήμη του κεντρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εξάλλου, εάν ο κατηγορούμενος αμφισβητούσε την ακρίβεια και τη γνησιότητα των άνω εγγράφων, θα ζητούσε, ευθύς ως κλήθηκε στον Ανακριτή ή έστω στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την προσαγωγή των μαγνητικών αρχείων του κεντρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή της Εμπορικής Τράπεζας, και όχι το πρώτον ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, οι ένδικες επιταγές προσκομίσθηκαν και κατάτέθηκαν εν πρωτοτύπω από την εξετασθείσα μάρτυρα γραμματέα του Εφετείου Μαρία Αναγνωστοπούλου, στα χέρια της οποίας ευρίσκοντο ήδη από το έτος 1999, οπότε και κατασχέθηκαν σε εκτέλεση της αναγνωσθείσας πιο πάνω αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και αποτέλεσαν αντικείμενο εξετάσεως από όλους τους παράγοντες της δίκης. Με βάση τα περιστατικά αυτά και τη διευκρίνιση ότι πρόκειται εν προκειμένω περί του εγκλήματος της κοινής απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, αφού η βλάβη της περιουσίας της Εμπορικής Τράπεζας επήλθε με την προαναφερθείσα παραπλάνηση των αρμοδίων υπαλλήλων της, η οποία επιτεύχθηκε και με τη χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού υπολογιστή ως μέσου απλώς για την παραπλάνησή τους, ώστε να αποκλείεται το ειδικό έγκλημα του άρθρου 386 ΑΚ του ΠΚ., το Πενταμελές Εφετείο κατέληξε στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεώς του ότι πρέπει α) να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την άνω πράξη της απάτης κατ΄εξακολούθηση και κατ΄επάγγελμα, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 98 και 386 παρ.1 και 3 του ΠΚ, υπό τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2α του ίδιου Κώδικα, και β) να απορριφθεί ως αβάσιμη η σχετική ένσταση του κατηγορουμένου, αφού ήδη προσκομίσθηκαν εν πρωτοτύπω οι ένδικες επιταγές και υπάρχει φυσική αδυναμία προσκομίσεως εν πρωτοτύπω των μαγνητικών αρχείων του Κεντρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή της πολιτικώς ενάγουσας για τον προαναφερθέντα λόγο, γι'αυτό δε καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών και έξι μηνών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω, από τις ενέργειες του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που παρατίθενται κατά τα ανωτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ενέργειά του, και συγχρόνως παραδοχή του Δικαστηρίου, ότι εκείνος αμέσως και αυτοπροσώπως "μετέδωσε από το τερματικό Ε του υποκαταστήματος της πλατείας Καραϊσκάκη, όπου, όπως προαναφέρθηκε, εργαζόταν, χωρίς να αποδειχθεί απασχόληση άλλου υπαλλήλου εκείνη την ημέρα στο τερματικό αυτό, μήνυμα στη μνήμη του κεντρικού υπολογιστή της εν λόγω (Εμπορικής) Τράπεζας, με το οποίο συσχέτισε τους αριθμούς των άνω επιταγών (από ...... έως .......), του καρνέ επιταγών που αφαίρεσε, με το λογαριασμό καταθέσεων όψεως ........ του ΟΣΕ, ως εάν ο τελευταίος είχε λάβει το καρνέ αυτό με τους νομίμους εκπροσώπους του", αρκεί να αποτελέσει πράξη πραγματώσεως απ'αυτόν (αναιρεσείοντα) της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, για την οποία καταδικάσθηκε, και συγκεκριμένα πραγματώσεως του στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως που αφορά τη ψευδή παράσταση ότι ο ΟΣΕ είχε εκδώσει τις επίμαχες επιταγές σε χρέωση του ειρημένου λογαριασμού του στην Εμπορική Τράπεζα. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν ο αναιρεσείων προηγήθηκε χρονικά της πράξεως του άγνωστου συμμετόχου, ο οποίος, κατά τις παραδοχές επίσης του Πενταμελούς Εφετείου, ήταν αυτός που εμφανίσθηκε ψευδώς ως ο κομιστής των πλαστών επιταγών στους υπαλλήλους των υποκαταστημάτων της πολιτικής ενάγουσας Τράπεζας, με αποτέλεσμα αυτοί, αφού προφανώς συμβουλεύθηκαν και τον κεντρικό ηλεκτρονικό υπολογιστή της Τράπεζας, να παραπλανηθούν και να εξοφλήσουν τις επίμαχες επιταγές με χρέωση του ανωτέρω λογαριασμού του ΟΣΕ. Συνεπώς, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα με ποια ακριβώς ενέργεια του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και σε ποιο χρόνο εξαπατήθηκαν, κατά τα ανωτέρω, οι υπάλληλοι των υποκαταστημάτων της Εμπορικής Τράπεζας και δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ αυτού (αιτιολογικού) και του διατακτικού της αποφάσεως, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, εντεύθεν δε κατ΄ορθή εφαρμογή του νόμου το Πενταμελές Εφετείο καταδίκασε αυτόν ως αυτουργό της εν λόγω απάτης, συντρεχόντων βεβαίως και των λοιπών όρων του εγκλήματος αυτού. Η λοιπή δραστηριότητα του αναιρεσείοντος που αναφέρεται στην κατάρτιση των πλαστών επιταγών και την εν γένει προπαρασκευή της απάτης, δεν συνιστά πράγματι συμπεριφορά του κατηγορουμένου, οδηγούσα στην εξαπάτηση, αλλά, όπως ειδικά αναγράφεται και στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 72), θεμελιώνει την επιβαρυντική περίσταση της κατ΄επάγγελμα τελέσεως, γιατί περιλαμβάνεται στην οργάνωση και το σχεδιασμό των αξιοποίνων πράξεων (στην υποδομή). Τέλος, δεν υπάρχει αντίφαση ούτε και από την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 69) ότι κατά την κρίσιμη ημερομηνία (28-2-1990) το τερματικό Ε' του υποκαταστήματος της πλατείας Καραϊσκάκη (της Εμπορικής Τράπεζας) χειρίστηκε αποκλειστικά ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ενώ προηγουμένως στο ίδιο σκεπτικό (σελ. 66) αναφέρεται ότι δεν αποδείχθηκε απασχόληση άλλου υπαλλήλου εκείνη την ημέρα (28-2-1990) στο ίδιο τερματικό Ε' . Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο για τον αναιρετικό έλεγχο, αποδεικνύονται τα εξής: Με την υπ'αριθ. 1560/1998 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάσθηκε, κατ΄έφεση, για την ίδια ακριβώς πιο πάνω πράξη της κακουργηματικής απάτης, η απόφαση δε αυτή έγινε αμετάκλητη μετά την απόρριψη της κατ΄αυτής ασκηθείσας αιτήσεως αναιρέσεως με την υπ'αριθ. 1796/1999 απόφαση του Αρείου Πάγου. Για την καταδίκη του αυτή ο αναιρεσείων προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με την υπ'αριθ. 59506/2000 προσφυγή του κατά της Ελλάδος, παραπονούμενος για παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 και 3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ, που συνίσταται στο ότι τα φωτοτυπικά αντίγραφα των κρισίμων πιο πάνω επτά (7) επιταγών, καθώς και των πιο πάνω υπ'αριθ. 19 και 20 σελίδων του Κεντρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή της πολιτικώς ενάγουσας Εμπορικής Τράπεζας ήταν ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία και έπρεπε η γνησιότητα και καταλληλότητά τους να αποτελέσουν αντικείμενο αποτελεσματικής αποδεικτικής διαδικασίας, ώστε να πληρωθούν οι απαιτήσεις της δίκαιης δίκης. Το ΕΔΔΑ με την από 9-5-2003 απόφασή του έκανε δεκτή την προσφυγή του αναιρεσείοντος, αφού διαπιστώθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του ανωτέρω άρθρου 6 παρ.1 και 3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ : α) λόγω της υπερβολικής διάρκειας της εις βάρος του ποινικής διαδικασίας και β) λόγω της αρνήσεως των δικαστικών αρχών να διατάξουν την προσκομιδή των πρωτοτύπων των άνω εγγράφων (επτά επιταγών και των οικείων ηλεκτρονικών σελίδων του άνω κεντρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή), τα οποία χρησίμευσαν ως βάση για την καταδίκη του αναιρεσείοντος. Στη συνέχεια, ύστερα από αίτηση του τελευταίου, εκδόθηκε η 159/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την ειρημένη 1560/1998 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Επακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης (με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως) πιο πάνω υπ'αριθ. 1647/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία και πάλι καταδικάσθηκε, κατά τα ανωτέρω, ο αναιρεσείων για την ειρημένη αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών ετών και έξι μηνών. Το Δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συμμορφώθηκε με τις επιταγές της από 9-5-2003 αποφάσεως του ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, προσκομίσθηκαν ενώπιόν του, αναγνώσθηκαν και στη συνέχεια λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 177, 178 και 179 ΚΠοινΔ, τα πρωτότυπα των επίμαχων πιο πάνω επτά (7) επιταγών. Δεν κατέστη, όμως, δυνατό να προσκομισθούν στο Δικαστήριο της ουσίας και τα πρωτότυπα των οικείων πιο πάνω ηλεκτρονικών σελίδων του κεντρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή της πολιτικώς ενάγουσας Εμπορικής Τράπεζας, γιατί, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν φυλάσσονται, λόγω παρόδου πενταετίας, στα αρχεία της εν λόγω Τράπεζας. Υπήρχε, δηλαδή, εν προκειμένω αντικειμενική αδυναμία συμμορφώσεως του Δικαστηρίου με το σκέλος αυτό της αποφάσεως του ΕΔΔΑ, για τους λόγους της οποίας (αδυναμίας) υπάρχει, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς προεκτέθηκαν, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, Επίσης, στη συνέχεια, το Πενταμελές Εφετείο με ειδική αιτιολογία εκθέτει ότι η προσκομιδή των πρωτοτύπων των προαναφερθεισών ηλεκτρονικών σελίδων του κεντρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή της Εμπορικής Τράπεζας δεν θα μετέβαλε την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, η οποία στηρίχθηκε όχι μόνο στα προσκομισθέντα αναμφισβήτητης γνησιότητας αποσπάσματα των εγγραφών στη μνήμη του άνω κεντρικού υπολογιστή (ηλεκτρονικού κέντρου της Εμπορικής Τράπεζας), από τα οποία προκύπτει κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ότι η σύνδεση του καρνέ των ενδίκων επιταγών με τον ειρημένο λογαριασμό καταθέσεων του ΟΣΕ έγινε με μήνυμα που μεταδόθηκε στις 28-2-1990 από το τερματικό Ε' του υποκαταστήματος της πλατείας Καραϊσκάκη (.....) της Εμπορικής Τράπεζας, αλλά και σε πολλά άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αναφέρονται λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, η μη συμμόρφωση από το Πενταμελές Εφετείο, που εξέδωσε την απόφαση αυτή, με το άνω σκέλος της άνω από 9-5-2003 αποφάσεως του ΕΔΔΑ, οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω σε αντικειμενική αδυναμία, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ούτε, άλλωστε, αποτελεί αυτή ειδικό λόγο από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ, λόγους αναιρέσεως, Ούτε, περαιτέρω, εξαιτίας των προεκτεθέντων παραβιάστηκε εν προκειμένω κάποιο υπερασπιστικό δικαίωμα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και κατά συνέπεια δεν επήλθε καμία απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αλλ΄ούτε το Δικαστήριο της ουσίας υπερέβη την εξουσία του, αποδεσμευθέν από το πόρισμα της άνω αποφάσεως του ΕΔΔΑ, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' και Α' ΚΠοινΔ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ), καθώς και η δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 3 Φεβρουαρίου 2006 (υπ'αριθ. πρωτ. 406/10-2-2006) αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1647/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β) στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ" εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αμετάκλητη καταδίκη για κα-κουργηματική απάτη, προσφυγή στο ΕΔΔΑ η οποία έγινε δεκτή και επανάληψη της διαδικασίας με απόφαση του Αρείου Πάγου. Επακολού-θησε η έκδοση αποφάσεως του Αρείου Πάγου η οποία συμμορφώθηκε με τις επιταγές της απόφασης του ΕΔΔΑ αναφορικά με επιταγές, οι οποίες προσκομίστηκαν ήδη σε πρωτότυπο. Φυσική αδυναμία ανακτήσεως ηλεκτρονικών σελίδων που καταστράφηκαν. Λόγοι αναίρεσης Η΄, Α΄ και Δ
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 2080/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενο τον Χ1, Πρόεδρο Πρωτοδικών Πειραιά και με εγκαλούντα το Ψ1, δικηγόρο Αθηνών. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 25 Ιουλίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1357/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 372/10.10.2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 εδ. ε΄ και 137 παρ. 1 εδ. γ΄ Κ.Π.Δ., την υπ΄αριθ. 2150/25-7-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 εδ. ε΄ Κ.Π.Δ, στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ., δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δηλαδή την εξασφάλιση του ανεπηρεάστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο (ΑΠ 2080/2006, ΑΠ 440/2006). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 137 του ίδιου Κ.Π.Δ. την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, μεταξύ άλλων και ο Εισαγγελέας, αρμόδιο δε να αποφασίσει γι΄αυτήν είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφόσον πρόκειται για περιπτώσεις, που δεν διαλαμβάνονται στα εδάφια α΄ και β΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού (137), συνεπώς και στην περίπτωση, κατά την οποία πρόκειται να κριθεί η τύχη εγκλήσεως κατά δικαστικού λειτουργού του Πρωτοδικείου Πειραιά και στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, στην οποία ανήκει το εν λόγω Πρωτοδικείο και η αντίστοιχη Εισαγγελία του, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο και αντίστοιχη Εισαγγελία Πρωτοδικών. Στην προκειμένη περίπτωση ο Ψ1, δικηγόρος και κάτοικος Αθηνών, κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την υπ΄αριθμ. Α07/853/18-5-2007 έγκλησή του εναντίον του Χ1 Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιά, κατηγορώντας αυτόν ότι τέλεσε σε βάρος του τα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως, της παραβάσεως καθήκοντος και της αποσιωπήσεως λόγου εξαιρέσεως. Στη συνέχεια η δικογραφία που σχηματίσθηκε υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, προκειμένου ο τελευταίος, κατ΄εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. β΄ Κ.Π.Δ., να ζητήσει από το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά την παραπομπή της από της αρμόδιες δικαστικές, εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιά στις αντίστοιχες άλλου Πρωτοδικείου. ΄Όπως όμως προκύπτει από την υπ΄αριθ. 2150/25-7-2007 αίτηση του ανωτέρω Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο, εκτός από το Πρωτοδικείο Πειραιά. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και περαιτέρω παραπομπής της υποθέσεως από τις κατά τόπο αρμόδιες δικαστικές, εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις αντίστοιχες του πλησιεστέρου Πρωτοδικείου Αθηνών, για να επιληφθούν αυτές της σχετικής υποθέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω το Δικαστήριό σας να διατάξει την παραπομπή της δικογραφίας που σχηματίσθηκε με αφορμή την υπ΄αριθ. Α07/853/18-5-2007 έγκληση του Ψ1, δικηγόρου και κατοίκου Αθηνών, κατά του Χ1 Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιά, από τις κατά τόπο αρμόδιες δικαστικές, εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Αθηνών, για να επιληφθούν των νομίμων. Αθήνα 9 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, όταν εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω, ο οποίος υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα δικαστήριο, διατάσσεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντα, από τον Άρειο Πάγο σε Συμβούλιο, η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, ομοειδές και ισόβαθμο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Η παραπομπή αυτή νοείται όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως της ποινικής διώξεως, διότι και κατ' αυτό συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, ήτοι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας αυτού, εξαιτίας της συνυπηρετήσεώς του στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούντα, παθόντα ή κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Μετά την από 18.5.2007 έγκληση, που υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς ο Ψ1 , δικηγόρος Αθηνών, κατά του Χ1 Προέδρου Πρωτοδικών, υπηρετούντος στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία ο εγκαλών κατήγγειλε τον εγκαλούμενο ότι τέλεσε τα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως, της παραβάσεως καθήκοντος και της αποσιωπήσεως λόγου εξαιρέσεως, σχηματίσθηκε στην ως άνω Εισαγγελία η Α07/853 ποινική δικογραφία, η οποία υποβλήθηκε την 18.7.2007 στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου ο τελευταίος να ζητήσει από το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, κατ' εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 137 § 1 εδ. β΄ ΚποινΔ, την παραπομπή της από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις αντίστοιχες άλλου Πρωτοδικείου. Ενόψει, όμως του ότι το Συμβούλιο Εφετών μπορεί να παραπέμπει μόνον σε δικαστήριο που εδρεύουν εντός της περιφέρειάς του και ενόψει του ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο, εκτός από το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ο ανωτέρω Εισαγγελέας Εφετών υπέβαλε την υπόθεση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθ. 2150/25.7.2007 αίτησή του, με την οποία ζητεί από τον Άρειο Πάγο τον κανονισμό αρμοδιότητας. Η αίτηση αυτή είναι νόμιμη και ενόψει των προεκτεθέντων, κατ' ουσίαν βάσιμη. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή και να χωρήσει κανονισμός αρμοδιότητας, προκειμένου να αποκλεισθεί κάθε υπόνοια μεροληψίας. Προς τούτο, πρέπει, η υπόθεση να παραπεμφθεί στις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την στο σκεπτικό υπόθεση από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Αθηνών, για να επιληφθούν των νομίμων. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παρα-πέμπει στις δικαστικές και Εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 2079/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Περικλή Σταυριανάκη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 475/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα τη ψ1, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της Αγγελική Χριστοφορίδου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1042/2007. Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο νόμος 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεσή του, θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1,9 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του. Παράλληλα όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24 Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προϊμιό της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αλλά και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο Α του εν λόγω νόμου 2472/1997, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Έτσι, κατά το άρθρο 1 του νόμου τούτου, αντικείμενο αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως:.....ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ' αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε των περιπτώσεων του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "Αρχείων προσωπικών δεδομένων". Έτσι, κατά την παράγρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ. 2 η διατήρηση "Αρχείου", χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της αρχής κατά την παρ. 3 η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια απ' αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "Αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατ' άρθρο 2 περ. ε, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε πληροφορία που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν εις γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να τους τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα. Η καταδικαστική απόφαση έχει την κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ' λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που την εξέδωσε, καθώς και την απόφαση, με την οποία απορρίπτονται αυτοτελείς του κατηγορουμένου ισχυρισμοί. Επομένως, η αιτιολογία αυτή, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, απαιτείται και στην παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή ή διακοπή της δίκης, προκειμένου να κληθεί και εξετασθεί, ως μάρτυρας, ο προκύψας από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσει ή διαψεύσει κρίσιμο για την ενοχή του κατηγορουμένου περιστατικό. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε κατά πλειοψηφία, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, αποδείχθηκαν τα εξής: "Την 27 Ιανουαρίου 2000, μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό "......" η εκπομπή του κατηγορουμένου δημοσιογράφου "......", με θέμα το βιασμό εν γένει. Στην εκπομπή αυτή ήταν καλεσμένοι, μεταξύ άλλων, ο Γ1 και η Γ2, πρώην μαθητές της εγκαλούσας ψ1, στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας ".......", όπου η τελευταία εργαζόταν, ως καθηγήτρια ψυχολογίας. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, ο κατηγορούμενος, συζητώντας με τους προαναφερόμενους καλεσμένους του, χωρίς δικαίωμα (και μάλιστα χωρίς την παρουσία, ούτε προγενέστερη πρόσκληση της εγκαλούσας να συμμετάσχει στη συζήτηση) μετέδωσε και κατέστησε προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, που αφορούσαν την ερωτική ζωή της εγκαλούσας. Ειδικότερα, ευθύς εξ αρχής, απευθυνόμενος προς τους Γ1 και Γ2, είπε, μεταξύ άλλων: "Έχω ακούσει κάτι, κάποιους εκπληκτικούς διαλόγους που είχατε με μία καθηγήτριά σας και οι δύο" (βλ. σελ. 6, στίχοι 14-15 της ακριβούς απομαγνητοφώνησης από την εκπομπή ..... της 27-1-2000). Στη συνέχεια (βλ. σελ. 9 στίχος 5 της ίδιας απομαγνητοφώνησης) ο κατηγορούμενος είπε: "Να πάμε στη δική σας υπόθεση". Απαντά τότε ο (Λ), δηλαδή ο Γ1 "Να πάμε" και ακολούθως (βλ. σελ. 9, στοίχοι 18-19 απομαγνητοφώνησης) ο κατηγορούμενος, απευθυνόμενος προς τον Γ1, προκαταβολικά και κατά τρόπο επιβεβαιωτικό των όσων ο ίδιος είχε ακούσει από τους προαναφερθέντες "εκπληκτικούς διαλόγους που είχαν οι καλεσμένοι του με την καθηγήτριά τους", είπε: "Μόνος μπαίνατε στο κολλέγιο και επειδή είχατε μία υποτροφία, μπορέσατε να συνεχίσετε τις σπουδές σας. Και εκεί σας ερωτεύθηκε μία καθηγήτριά σας". Δηλαδή στο σημείο αυτό μετέδωσε ο ίδιος ο κατηγορούμενος προσωπικά δεδομένα της εγκαλούσας, που ο ίδιος είχε ακούσει και ακολούθως κεντρίζει τον Γ1 να απαντήσει για να αποκαλύψει περισσότερα. Τότε ο Γ1 απαντά: "Ε, με ερωτεύτηκε. Με πλησίασε βλέποντας ότι υπήρχαν κάποια προβλήματα. Διότι δεν απέδιδα στο μάθημά της, και με πλησίασε και μου λέει "τί γίνεται στη ζωή σου, σε βλέπω ότι λίγο αποκομμένος είσαι, δεν αποδίδεις, οι βαθμοί σου λίγο πεσμένοι....". Της λέω "εργάζομαι μέχρι τα ξημερώματα, έχω αυτά τα προβλήματα, δεν έχω οικογένεια, τί να κάνουμε;" και μου προσέφερε, μου έκανε μία πρόταση να με βοηθήσει με ιδιαίτερα" (..........) "Ήταν και ψυχολόγος η συγκεκριμένη καθηγήτρια" (Γ1) "Καθηγήτρια ψυχολογίας, ναι. Λοιπόν, μου προσέφερε κάποια ιδιαίτερα μαθήματα, προκειμένου να μη δουλεύω τέτοιο ωράριο, μέχρι τις 2-3 τα ξημερώματα και εξελίχτηκε μία φιλία, η οποία φιλία, εκ μέρους μου ήταν περισσότερο υποχρέωση και ευγνωμοσύνη, για τη βοήθεια που μου παρείχε. Κάποια στιγμή αυτή η φιλία όμως, έγινε ερωτική, έγινε ερωτικός δεσμός κατά λάθος. Κατά λάθος λέω, γιατί ήταν παντρεμένη η γυναίκα και 20 χρόνια μεγαλύτερή μου. Δεν υπάρχει βάση για ερωτικό δεσμό, ο οποίος, δυστυχώς, δεν είχε το πιο αίσιο τέλος που θα μπορούσε να είχε, διότι σκαρφίστηκε αυτή ένα σχέδιο εναντίον μου, το οποίο σχέδιο προέκυψε διότι εφόσον πέρασε μία διετία του δεσμού αυτού γυρνάω και της λέω ότι κοίταξε να σου πω κάτι, εσύ είσαι παντρεμένη εγώ είμαι νέος θέλω να φτιάξω τη ζωή μου δεν μπορεί να συνεχιστεί. Στράβωσε αυτή, παρεξηγήθηκε, μου λέει και γατί εγώ άφησα τον άντρα για σένα και τα λοιπά, εν τω μεταξύ δεν τον είχε αφήσει τον άντρα της, ούτε διαζύγιο πήραν ούτε και τον είχε αφήσει. Μας είχε και τους δύο μαζί. Αλλά εν πάση περιπτώσει σκαρφίστηκε το εξής ότι μου λέει και να μην θέλεις ερωτικό δεσμό μαζί μου, εμένα δεν με πειράζει, εξακολουθώ να σε αγαπώ έστω και αδερφικά, σαν μικρότερο αδερφό μου λέει και θα σε στηρίξω στα πάντα". Αλλά και στη συνέχεια (βλ. σελ. 11, στοίχοι 19-21 απομαγνητοφώνησης) ο κατηγορούμενος επαναλαμβάνει "Μάλιστα. Παρακολούθησα κάποιες τηλεφωνικές συνομιλίες που έχετε με την εν λόγω καθηγήτρια τόσο εσείς όσο και η σύντροφός σας και έμεινα έκπληκτος κα Γ2 γιατί μαζί σας συζητάει στα Αγγλικά και κάποιες φορές το γυρίζετε στα Ελληνικά λέγοντάς σας ότι ο μαθητής της έχει κάνει δύο φόνους τρεις, έχει σκοτώσει ανθρώπους στην Αμερική διώκεται για.....". Δηλαδή και πάλι ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνει ότι έχει παρακολουθήσει κάποιες τηλεφωνικές συνομιλίες που είχαν η εγκαλούσα με τον Γ1 και τη σύντροφό του Γ2, που αναφέρονται σε προσωπικά (ερωτικά) δεδομένα της εγκαλούσας, που προαναφέρθηκαν από αυτόν σε γενικές γραμμές και μεταδίδει αυτά τα οποία ο ίδιος είχε ακούσει από "εκπληκτικούς διαλόγους" - "τηλεφωνικές συνομιλίες" της εγκαλούσας με τους Γ1 και Γ2.Ενώ στην αρχή (σελ. 9 απομαγνητοφώνησης) ο κατηγορούμενος προκαταβολικά είπε προς τον Γ1 "ότι ερωτεύθηκε μία καθηγήτριά του" και αφού ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής εκπομπής τα περί ερωτικού δεσμού, ο κατηγορούμενος θέλοντας να διορθώσει το λάθος του, αναδιπλώνεται πολύ αργότερα (βλ. σελ. 12 απομαγνητοφώνησης), λέγοντας "Θα ήθελα να σταματήσουμε εδώ γιατί θα δώσω συνέχεια σε αυτή την ιστορία μαζί σας και αναζητώ και τη συγκεκριμένη καθηγήτρια για να πούμε πώς είναι δυνατόν αυτά να συμβαίνουνε στο χώρο της παιδείας. Διότι η προσωπική σχέση η ερωτική δεν μας αφορά καθόλου και δεν μας ενδιαφέρει. Από κει και πέρα αρχίζει το δράμα όμως", ενώ αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η ερωτική ζωή της εγκαλούσας τον ενδιέφερε και όσα, κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής εκπομπής με λεπτομέρεια έλεγε ο Γ1, ο κατηγορούμενος δεν τον διέκοπτε, αλλά τον άφηνε να ομιλεί εκτός των άλλων και περί του ερωτικού δεσμού του με την εγκαλούσα καθηγήτριά του, χάριν απλώς και μόνον της τηλεθέασης. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής αυτής (της 27-1-2000), η οποία αναμεταδόθηκε από τον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό, πανελλήνιας εμβέλειας και την 29-1-2000 (ειδικά για την αναμετάδοση ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι αυτή ανάγεται σε ευθύνη των εκπροσώπων του τηλεοπτικού σταθμού), ο κατηγορούμενος αποφεύγει να προσδιορίσει το εκπαιδευτικό ίδρυμα και να κατονομάσει τη θιγόμενη καθηγήτρια ψυχολογίας. Ως προς το εκπαιδευτικό ίδρυμα, η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών είναι ικανή να οδηγήσει τους τηλεθεατές στον προσδιορισμό του. Μάλιστα δε (βλ. σελ. 12 στοίχος 11 της απομαγνητοφώνησης), ο κατηγορούμενος λέγει "Έχω την εντύπωση ότι στα αμερικανικά κολέγια υπάρχει ένα άλλο επίπεδο, ένα διαφορετικό κλίμα. Τώρα αυτό που μου διηγείστε εδώ πέρα είναι ένα γκραν γκινιόλ", δηλαδή κάνει ο ίδιος ειδικότερο προσδιορισμό ότι το κολλέγιο αυτό είναι Αμερικανικό. Ως προς το πρόσωπο της θιγόμενης καθηγήτριας, καίτοι το ονοματεπώνυμό της δεν αναφέρεται κατά τη διάρκεια της εκπομπής, ο προσδιορισμός της ταυτότητάς της είναι ευχερής για το άμεσο επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον της, λόγω κυρίως της παρουσίας του καταγγέλλοντος, πρώην μαθητή της, καθώς και της δημοσίευσης της δικής του ταυτότητας (βλ. και την ......... απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης). Γι' αυτό, η εγκαλούσα δέχτηκε την επομένη της εκπομπής πολλά τηλεφωνήματα από μαθητές της και φίλους της, οι οποίοι την ενημέρωσαν για την εκπομπή, πιστεύοντας, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, ότι σε αυτήν αναφερόταν η εκπομπή. Δεν μειώνει τη βαρύτητα της προσβολής η αδυναμία του συνόλου του εκτός του επαγγελματικού και κοινωνικού κύκλου των τηλεθεατών, που παρακολούθησαν την εν λόγω εκπομπή, να προσδιορίσει την ταυτότητά της. Άλλωστε και οι υπεύθυνοι του κολλεγίου, με βάση τα ίδια στοιχεία, αντιλήφθηκαν ότι η εκπομπή αναφερόταν στην εγκαλούσα και γι' αυτό την επομένη την έθεσαν σε διαθεσιμότητα, μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτής, η οποία επακολούθησε (αυτή κοινοποιήθηκε στην εγκαλούσα στις 31-3-2000). Εξέχον χαρακτηριστικό της επίμαχης εκπομπής αποτελεί η, εκ μέρους του κατηγορουμένου παρουσιαστή της, πλήρης αποδοχή των καταγγελιών του προσκεκλημένου του σε βάρος της θιγόμενης καθηγήτριας. Προς επίρρωση μάλιστα των καταγγελιών του εμφανιζόμενου στην επίμαχη εκπομπή, ο παρουσιαστής καταφεύγει σε χαρακτηρισμούς για την αποδιδόμενη στην εν λόγω καθηγήτρια πράξη ("έγκλημα εκ προμελέτης"), για τα πιθανά κίνητρα αυτής ("για να εκδικηθείς έναν άπορο μαθητή σου"), καθώς και για την ηθική και επαγγελματική υπόσταση της θιγόμενης ("είχε γραφείο συνοικεσίων η κυρία;", "η παιδαγωγός, γιατί δεν είναι μόνο καθηγήτρια ψυχολογίας, σε έναν τέτοιο χώρο πρέπει να σέβεται πρώτα τον εαυτό της"). Περαιτέρω, από ουδέν αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκαν περιστατικά που να δικαιολογούν την εφαρμογή των εξαιρέσεων που ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, με την ανάδειξη της συγκεκριμένης περίπτωσης ως φαινομένου κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης μιας καθηγήτριας σε βάρος του άπορου φοιτητή της, είναι αβάσιμος, καθόσον από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται ότι έχει λάβει χώρα τέτοια κατάχρηση εκ μέρους της μηνύτριας. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η ίδια και τα μέλη της ευρύτερης οικογενείας της, ενίσχυαν οικονομικά τον Γ1, κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο κολλέγιο και του παρείχαν τόσο αυτοί όσο και φίλοι της οικογένειας, όπως ο ιατρός ........ και η δικηγόρος ......... (αδελφή της εγκαλούσας), ιατρικές και νομικές υπηρεσίες. Δεν είναι βάσιμη η καταγγελία του αναξιόπιστου Γ1 ότι η μηνύτρια τον εκβίαζε με σκοπό τη διατήρηση της ερωτικής σχέσης τους και ότι για λόγους εκδίκησης για τη διακοπή της σχέσης τους, του υπεξαίρεσε το ποσό των 1.200.000 δραχμών κατά το χρόνο φοίτησης στο Λονδίνο. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι και κατά το χρόνο που αυτός σπούδαζε στο Λονδίνο, συνέχισε η μηνύτρια να τον βοηθά οικονομικά. Η απογοήτευση της μηνύτριας από τη συμπεριφορά του καταγγέλλοντος και η διακοπή της όποιας προσφοράς της σε αυτόν, μετά τη λήξη της σχέσης τους, δεν συνιστά υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει το ίδιο το λειτούργημά της ως καθηγήτριας, ούτε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης αυτής ως καθηγήτριας σε βάρος του φοιτητή της και μάλιστα σε χρονικό σημείο που ο Γ1, ήταν ηλικίας πλέον των 25 ετών, δεν ήταν πλέον φοιτητής της, αφού είχε αποφοιτήσει από το έτος 1997 από το κολλέγιο". Ακολούθως, κήρυξε τον κατηγορούμενο κατά πλειοψηφίαν ένοχο παραβάσεως του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ ημερησίως, αφού προηγουμένως απέρριψε αίτημα του συνηγόρου του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, προκειμένου να κληθούν και να εξετασθούν οι μάρτυρες α) Γ1 και β) Γ2 και επί της οδού ...... αριθ. ....-......., σχετικώς με την σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία, με την αιτιολογία ότι "επειδή το αίτημα αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης πρέπει να απορριφθεί". Με τις παραδοχές όμως αυτές το δικαστήριο της ουσίας, αφ' ενός μεν δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την διεξαχθείσα στο ακροατήριο διαδικασία, επί τη βάσει των οποίων κατέληξε στην ως άνω κρίση του, αφ' ετέρου δε στέρησε αυτήν νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, καθ' όσον αφορά τα γεγονότα που προβλήθηκαν την 27-1-2000 στην εκπομπή του κατηγορουμένου από τον τηλεοπτικό σταθμό "........" και αναμεταδόθηκαν στις 29-1-2000, σχετικά με την ερωτική ζωή της εγκαλούσας, Ψ1 και συγκεκριμένα, την ερωτική σχέση της με τον Γ1, δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτά αποτελούν προϊόν πρόσβασης του κατηγορουμένου σε Αρχείο ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ παράλληλα δέχεται το μεν, ότι περιήλθαν σε γνώση του εκ πληροφοριών τρίτων και δη των Γ1 και Γ2, το δε, ότι οι πληροφορίες τούτων κρίνονται "αναξιόπιστες" αφού "από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται ότι έχει λάβει χώρα κατάχρηση εκ μέρους της μηνύτριας της δεσπόζουσας θέσης της, ως καθηγήτριας, σε βάρος του άπορου φοιτητή της......" και συνεπώς, εμμέσως πλην σαφώς, αποκλείει την πρόσβαση του κατηγορουμένου σε Αρχείο προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας. Έτσι, η έλλειψη των στοιχείων αυτών αποκλείει την εφαρμογή του ανωτέρω νόμου, διότι ελλείπει, όπως προαναφέρθηκε, η προϋπόθεση του "Αρχείου" αφ' ενός και αφ' ετέρου της "πρόσβασης" σ' αυτό του κατηγορουμένου, ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Πέραν όμως αυτού, δεν αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα, ειδικώς και εμπεριστατωμένως, η απόρριψη του ως άνω αιτήματος αναβολής της δίκης, αφού δεν παρατίθενται σ' αυτήν παντάπασι τα πραγματικά περιστατικά, πάνω στα οποία το Δικαστήριο στήριξε την απορριπτική του εν λόγω αιτήματος κρίση. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικώς, τόσον, ως προς την κύρια, περί ενοχής του κατηγορούμενου, κρίση, όσον και ως προς την παρεμπίπτουσα, περί απορρίψεως του αιτήματος αναβολής απόφασή του και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως των διατάξεων αυτών, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 475/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτησης το ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 28 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο νόμος 2472/1997 (δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα) εφαρμόζεται όταν υπάρχουν προσωπικά δεδομέ-να σε Αρχείο και τυγχάνουν επεξεργασίας και δι’ αυτής ανακοινώσεις προσωπικών δεδομένων, ενώ ελλείψει Αρχείου, η ανακοίνωση πληροφο-ρίας στο τηλεοπτικό κοινό που αναφέρεται στην προσωπική ζωή του θιγομένου, δια προβολής συνομιλίας του δημοσιογράφου με παριστάμενο στην εκπομπή, εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του νόμου τούτου και οι οποίες προσβολές στην προσωπικότητα εμπίπτουν σε άλλες διατάξεις του ποινικού και αστικού κώδικα
Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα.
2
Αριθμός 2078/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Ιωάννη Παπουτσή, (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Βιολέτας Κυτέα) Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Βασιλείου και 2) χ2 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σταυρίδη, περί αναιρέσεως των: α) 1526, 1556/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και β) 2249/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) χ3 και 2) χ4. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών και το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις τους, διέταξαν όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Απριλίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 830/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε α) να απορριφθεί η με ημερομηνία 23-4-2007 αίτηση της χ1 κατά το μέρος που αναφέρεται στην αναίρεση της με αρ. 2249/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και β) να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις των χ1 και χ2 κατά της με αριθμ. 1526/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η αίτηση αναιρέσεως της χ1, καθό μέρος στρέφεται κατά της πρωτόδικης υπ΄ αριθμ. 2249/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση, με αποτέλεσμα να εκδοθεί η υπ΄ αριθμ. 1526, 1556/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας παραδεκτώς στρέφεται η αναίρεση, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη (άρθρ. 504, 476 § 1 ΚΠΔ). Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ του Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους ήχθη στην ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο (ή το δικαστήριο) έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξ άλλου, η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος δεν δύναται να είναι "επιλεκτική", να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ΄αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μία τέτοια αιτιολογία, ως εμπεριστατωμένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ΄ είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ΄ επιλογήν, χωρίς να είναι απαραίτητο, ενόψει και του άρθρου 177 § 1 ΚΠΔ, που εισάγει την αρχή της ηθικής αποδείξεως, να γίνεται (στην απόφαση ή το βούλευμα) αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και να αναφέρεται ποια πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από το καθένα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο που την εξέδωσε, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τους αναιρεσείοντες, κρίση του (για παράβαση καθήκοντος για την αναιρεσείουσα χ1 και για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή για τον αναιρεσείοντα χ2), έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, όπως κατά λέξη αναφέρεται: "τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως.... τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία ανεγνώσθησαν, καθώς και τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων.....". Όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων είναι και η υπ΄ αριθμ. 3731/2005 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία, όπως διατείνονται οι αναιρεσείοντες, με τον συναφή λόγο αναιρέσεως καθένας τους, κηρύχθηκαν αθώοι τα μέλη του Δ.Σ. του Παραθεριστικού Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υπαλλήλων Υπουργείου Γεωργίας η "ΕΣΤΙΑ", μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων χ2, της κατηγορίας για απιστία από κοινού, πράξη που φέρεται απ΄ αυτούς τελεσθείσα εις βάρος του παραπάνω Συνεταιρισμού, γιατί προέβησαν στη μεταβίβαση εκστάσεων αυτού (Συνεταιρισμού) σε μέλη του με τα υπ΄ αριθμ. ........, ........, ........., .......... και ......... συμβόλαια της αναιρεσείουσας συμβολαιογράφου Αγγελικής Κωτσομύτη-Βασιλείου, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 § 7 ΝΔ 86/1977, 7 § 3 ΠΔ 93/1987 και του Καταστατικού του Συνεταιρισμού. Κηρύχθηκαν δε αθώοι γιατί έγινε δεκτό από το δικαστήριο εκείνο ότι δεν απεδείχθη ότι με γνώση τους εζημίωσαν τον Συνεταιρισμό. Έτσι, ενόψει της αναφοράς της πληττομένης αποφάσεως στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Πενταμελές Εφετείου που την εξέδωσε, έλαβε υπόψη του και την προαναφερθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οπότε δεν προκύπτει ότι το Εφετείο αξιολόγησε όλα τα μέσα αποδείξεως, αφού στο σκεπτικό της πληττομένης αποφάσεως δεν γίνεται καμία μνεία της ανωτέρω αποφάσεως που φέρεται αναγνωσθείσα, περί του ότι δηλαδή δεν προκλήθηκε ζημία στον Συνεταιρισμό από την απιστία που φέρεται ότι διέπραξαν εις βάρος του τα μέλη του ΔΣ αυτού, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων, τόσο μάλλον καθόσον η αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, ως επικουρική, απορροφάται από την πράξη της απιστίας. Ενόψει των προεκτεθέντων, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 § 1Δ ΚΠΔ αντίστοιχος λόγος αμφοτέρων των αιτήσεων, παρελκούσης μετά ταύτα, ως αλυσιτελών, της έρευνας των λοιπών λόγων των αιτήσεων. Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, η οποία έχει θεσπισθεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα, είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους, λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Επομένως, η κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, διατηρεί την αυτοτέλειά της και η παραγραφή κάθε μιάς από αυτές αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε, κατά το άρθρο 112 ΠΚ. Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 112 και των όμοιων 111 και 113 ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως, όμως, όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 § 1β, 370 στοιχ. β΄ και 511 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλομένη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ΄ αυτήν, σύμφωνα με τα άρθρα 474 § 2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, κάθε αναιρεσείων καταδικάστηκε σε (ενιαία) ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία και ειδικότερα η εξ αυτών χ1 για παράβαση καθήκοντος, ο δε χ2 για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, οι πράξεις δε αυτές φέρονται τελεσθείσες κατ' εξακολούθηση και δη την 9.11.1999, 11.11.1999, 26.11.1999 και 30.12.1999. Οι μερικότερες πράξεις που φέρονται τελεσθείσες στις 9.11.1999, 11.11.1999 και 26.11.1999 έχουν υποπέσει σε παραγραφή, γιατί από τους χρόνους εκείνους μέχρι τη δημοσίευση της παρούσης παρήλθε χρονικό διάστημα, υπολογιζομένου και του χρόνου της τριετούς αναστολής, μεγαλύτερο της οκταετίας και το αξιόποινο των μερικοτέρων αυτών πράξεων έχει εξαλειφθεί με παραγραφή. Αναιρουμένης, κατά τα ανωτέρω της αποφάσεως, πρέπει η κατά των κατηγορουμένων ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις προαναφερθείσες πράξεις, να παύσει οριστικώς και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τα λοιπά για νέα συζήτηση στο εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, το οποίο, όμως, θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως (άρθρο 510 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23 Απριλίου 2007 αίτηση της χ1, για αναίρεση της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 2249/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1526 και 1556/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παύει οριστικώς την κατά των κατηγορουμένων ασκηθείσα ποινική δίωξη (για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος εις βάρος της αναιρεσείουσας χ1 και για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας εις την παραπάνω πράξη εις βάρος του αναιρεσείοντος χ2), και ειδικότερα για τις επί μέρους εκείνες πράξεις που έχουν τελεσθεί από τους αναιρεσείοντες στις 9 Νοεμβρίου 1999, 11 Νοεμβρίου 1999 και 26 Νοεμβρίου 1999, όπως οι πράξεις αυτές εξειδικεύονται στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Παραπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενον από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία. Στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η προσβαλλομένη απόφαση γιατί δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε αναγνωσθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση κατηγορηθέντος για απιστία, ο οποίος κατεδικάσθη σε άλλη δίκη για ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, πράξεως τελεσθείσης από συμβολαιογράφο που συνέταξε τα μεταβιβαστικά συμβόλαια του Συνεταιρισμού, τόσο μάλλον καθόσον η παράβαση καθήκοντος, ως επικουρική απορροφάται από την πράξη της απιστίας. Αναιρεί και ΠΟΠΔ λόγω παραγραφής, για μερικότε-ρες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, λόγω παρόδου οκταετίας από την τέλεση αυτού. Παραπέμπει κατά τα λοιπά στο ίδιο δικαστήριο
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Απιστία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2077/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 1227-1228/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. ......., 2. ........ και 3. ......... . Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 314/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 122/20.3.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Συμβουλίου Σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 β, 476 § 1, 513 § 1α Κ.Π.Δ. την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Α) Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την υπ΄αρ. 1227-1228/9-11-2006 απόφαση (ως δευτεροβάθμο δικαστήριο) κατεδίκασε τον κατηγορούμενο Χ1 σε συνολική ποινή φυλακίσεως 7 ετών και χρηματική ποινή 5000 € για αγορά, κατοχή ναρκωτικών ουσιών σε αστυνομικό κρατητήριο. Η απόφαση κατεχωρήθη στο ειδικό βιβλίο (αρ. 473 § 3 Κ.Π.Δ.) την 7-2-2007. Β) Την 13-11-2006 (προ της καταχωρήσεως) ο καταδικασθείς άσκησε αναίρεση ενώπιον του Γραμματέως της Φυλακής Πατρών όπου κρατείται και ως εκ τούτου είναι εμπρόθεσμη (αρ. 473 § 1 Κ.Π.Δ.). Εις την έκθεση αναφέρει ότι: "αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο". Ως όμως έχει ο λόγος που επικαλείται είναι παντελώς αόριστος διότι δεν αναφέρεται καθόλου σε ποιό ή ποιά συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) της αιτιολογίας της αποφάσεως αφορά η αιτίαση ούτε σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή (άρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ., Α.Π. 1846/04 Ποιν. Δ/σύνη 2005 σελ. 245). Γ) Βάσει των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη διότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το άρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ., θα πρέπει να απορριφθεί (άρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.) και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Δ) Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω α) Να απορριφθεί η υπ΄αρ. 121/13-11-2006 (ενώπιον του Δ/ντή Φυλακών Πατρών ασκηθείσα) αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ΄αρ. 1227-1228/9-11-2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. β) Επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 8 Μαρτίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του Κ.Π.Δ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Στην κρινόμενη με αριθμό 121/13-11-2006 έκθεση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμό 1227-1228/9-11-2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για παράβαση του νόμου περί Ναρκωτικών (αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών σε Αστυνομικό κατάστημα), ζητεί την αναίρεση αυτής "για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο". Έτσι όμως, όπως έχει διατυπωθεί ο λόγος αυτός, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω παντελούς αοριστίας αυτού. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνιση του, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13 Νοεμβρίου 2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου της Κλειστής Φυλακής Πατρών, κατά της υπ' αρ. 1227-1228/13-11-2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, οι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι. Διαφορετικά η αναίρεση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2076/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Χ1, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 352/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Τριμελές Εφετείο Περαιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 906/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 179/10.5.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 22-3-2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της υπ΄αριθμ. 352/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, εκθέτω τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1, 509 § 1 και 510 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ΄ακολουθίαν, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως πρέπει, στην δήλωση της ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ΄αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερομένους στο άρθρ. 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια, χωρίς άλλη έρευνα, απορρίπτεται (άρθρ. 513 § 1 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι αναιρέσεως είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και δεν μπορούν να συμπληρωθούν με στοιχεία ευρισκόμενα έξω από την δήλωση για αναίρεση (ΑΠ 450/2006, ΑΠ 417/2006, ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ/977, 909, 906 αντιστ.). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ΄αριθ. 352/06 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, δια της οποίας ο αναιρεσείων κατεδικάσθη δι΄αντίσταση εις ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ μηνών, και με την αίτηση αυτή ζητεί αυτός την αναίρεση της προσβαλλομένης δια "κατ΄άρθρον 510 § 1 Δ Κ.Π.Δ." έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρ. 93)" και δηλώνει ότι "θα ακολουθήσει υπόμνημα αναλυτικότερον (υπό του δικηγόρου)". Με αυτό, όμως, το περιεχόμενο η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι, συμφώνως προς τα προαναφερόμενα, απαράδεκτη, αφού ο ως άνω επικαλούμενος λόγος είναι εντελώς αόριστος, ασαφής και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, μη προσδιοριζομένων των θεμελιούντων την επικαλουμένη ανωτέρω πλημμέλεια περιστατικών, και δεν δύναται ο λόγος αυτός να συμπληρωθή με στοιχεία ευρισκόμενα εις άλλο έγγραφο, εκτός της κρινομένης δηλώσεως αναιρέσεως. Επομένως, πρέπει αυτή να απορριφθή και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 22 Μαρτίου 2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ΄αριθμ. 352/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 24 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του Κ.Π.Δ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Στην κρινόμενη 22-3-2006 έκθεση αναιρέσεως κατά της 352/14-3-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για την πράξη της αντίστασης κατά της Αρχής, ζητεί την αναίρεση αυτής "κατ' άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα άρθρο 93 και ότι θα ακολουθήσει αναλυτικότερο υπόμνημα υπό του Δικηγόρου". Έτσι όμως, όπως έχει διατυπωθεί ο λόγος αυτός, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω παντελούς αοριστίας αυτού. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνιση του, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Μαρτίου 2006 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου της Κλειστής Φυλακής Κορυδαλού, κατά της υπ' αρ. 352/14-3-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, οι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι. Διαφορετικά η αναίρεση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 2071/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Κλειστή Φυλακή Πατρών, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 162-163/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 941/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 307/28-8-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 476 παρ. 1 την υπ΄αρ. 31/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 (κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών) κατά της υπ΄αρ. 162-163/19-4-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών με την οποία κατεδικάσθη σε συνολική ποινή καθείρξεως 6 ετών και χρηματική ποινή 3.000 € για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών ως τοξικομανής και υπότροπος. Η υπό κρίση αίτηση είναι εμπρόθεσμη (άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ) αφού ασκήθηκε την 23-4-2007 ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κλειστής Φυλακής Πατρών δεν είναι όμως και παραδεκτή για τους ακολούθους λόγους: Στην έκθεση ασκήσεως ενδίκου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται αυτό (άρ. 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ.). Κατά την διάταξη του αρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε (μεταξύ άλλων) χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του...., ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο. Στην υπό κρίση περίπτωση ο αιτών εδήλωσε στην σχετική αίτηση ότι: " Αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το νόμο καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Η αίτηση όμως αυτή αναιρέσεως είναι απαράδεκτη διότι στην έκθεση ασκήσεώς της γίνεται επίκληση αορίστως ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, χωρίς να αναφέρεται καθόλου σε ποιό ή ποια συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) της αιτιολογίας της αποφάσεως αφορά η αιτίαση, ούτε σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή (Συμβ. ΑΔ 1846/2004 Ποιν.Δ/σύνη 2005/245). Κατά συνέπεια θα πρέπει να απορριφθεί και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω --------------------- Ι) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ΄ αρ. 31/23-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, κατά της υπ΄αρ. 162-163/19-4-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 16-7-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει, στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίυς αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του ΚΠΔ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα.(476 παρ.1, 513 παρ.1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν τη επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Στην κρινόμενη 31/23-4-2007 έκθεση αναιρέσεως κατά της 162-163/19-4-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, ο αναιρεσείων Χ1 ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, με την οποία καταδικάστηκε σε κάθειρξη έξι ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, για αγορά και κατοχή ναρκωτικών, ως τοξικομανής και υπότροπος για "έλλειψη ειδικής εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του". 'Ετσι, όμως, όπως έχει διατυπωθεί ο λόγος αυτός, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολγοίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως σε ποιά κεφάλαια αυτής ανάγονται και ποιά πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ'αυτήν, πρέπει, να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, λόγω παντελούς αοριστίας αυτού. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 31/23-4-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου της Κλειστής Φυλακής Πατρών, κατά της 162-163/19-4-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη ως αόριστη
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
Αριθμός 2070/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 15636/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 863/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 306/28.08.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ΄αρ. 1/8-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 (.........) που υπεβλήθη δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αγγελικής Χαρδαλιά κατά της υπ΄αρ. 15636/5-3-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία απερρίφθη η από 27-2-2007 αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας. Η υπό κρίση αίτηση είναι εμπρόθεσμη καθ΄όσον ασκήθηκε την 8-3-2007 προ της καθαρογραφής (αρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Από την διάταξη του αρ. 341 παρ. 1γ Κ.Π.Δ., η οποία εφαρμόζεται ανάλογα στην κατ΄έφεση δίκη (αρ. 501 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) σε συνδυασμό προς την διάταξη του αρ. 546 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι η απόφαση που εκδίδεται επί αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εκείνη ως απαράδεκτη ή κατ΄ουσίαν. Η ανωτέρω διάταξη ως ειδική κατισχύει της διατάξεως του αρ. 476 παρ. 2 Κ.Π.Δ. με την οποία ορίζεται, ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας) ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση η κρινομένη υπ΄αρ. 1/8-3-2007 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ΄αρ. 15636/5-3-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία απερρίφθη ως εκπροθέσμως υποβληθείσα (δηλ. απαράδεκτη) η αίτηση του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ΄αρ. 47196/2003 (ερήμην) απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, που απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεσή του κατά της υπ΄αρ. 29775/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για παράβαση του ΑΝ 86/67 (μη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών). Επομένως εφ΄όσον η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και επιβληθούν (αρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (Α.Π. 315/2006 Π.Χρ. ΝΣΤ/824, Α.Π. 1210/2006 Π. Δικ/σύνη 2006/1476). Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω------------------------- Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ΄αρ. 1/8-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 (..........) κατά της υπ΄αρ. 15636/5-3-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 4-7-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τη διάταξη του άρθ. 341 παρ. 1 εδ. γ΄ του Κ.Π.Δ., η οποία εφαρμόζεται ανάλογα και στην κατ' έφεση δίκη (άρ. 501 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρ. 546 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η απόφαση που εκδίδεται επί αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εκείνη ως απαράδεκτη ή κατ' ουσίαν. Η ανωτέρω διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διατάξεως του άρ. 476 παρ. 2 Κ.Π.Δ. με την οποία ορίζεται, ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας) ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη υπ' αριθ. 1/8.3.2007 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ' αρ. 15636/5.3.2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αίτηση του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αρ. 47196/2003 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεσή του κατά της υπ' αρ. 29775/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί για παράβαση του ΑΝ 86/67 (μη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών). Επομένως, εφόσον η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 1/8.3.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 15636/5.3.2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αναίρεση γιατί στρέφεται κατ’ απόφασης που δεν υπόκειται σε αναίρεση, όπως είναι η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας
Ανάκληση απόφασης Α.Π.
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ανάκληση απόφασης Α.Π..
0
Αριθμός 2065/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 385/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1125/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 99 παρ. 4 ΠΚ, ο αλλοδαπός της προηγούμενης παραγράφου (δηλαδή ο καταδικασθείς και απελαθείς, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τις διατάξεις του ιδίου άρθρου και ο οποίος μπορεί να επιστρέψει στη χώρα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η παρ. 3 του άρθρου 99 ΠΚ), που εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει παράνομα στη χώρα, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, η οποία δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο και εκτελείται αθροιστικώς με την ανασταλείσα ποινή. Εξάλλου, υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. ΙΔ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, δεν υπάρχει ουδεμία απολύτως αιτιολογία, όταν δηλαδή δεν περιέχει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις πάντα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 385/2007 απόφαση και δη από το διατακτικό αυτής, το Τριμελές Εφετείο Θράκης ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, μετατραπείσαν επί 4,40 ευρώ ημερησίως για παράβαση του άρθρου 99 παρ. 4 ΠΚ, δηλαδή για παράνομη είσοδο στη χώρα, ενώ προηγουμένως είχε διαταχθεί η απέλασή του και η επ' αόριστον αναστολή εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως των τριών (3) μηνών που του είχε επιβληθεί με την υπ' αριθ. 53197/1999 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για παράβαση του Ν. 1975/1991. Για την καταδίκη του αναιρεσείοντος η προσβαλλομένη απόφαση ουδεμία απολύτως αιτιολογία περιέχει, αφού δεν αναφέρει ούτε τα αποδεικτικά μέσα ούτε τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση της για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, της ανυπάρκτου αιτιολογίας μη αναπληρουμένης από το διατακτικό της αποφάσεως. Πρέπει, συνεπώς, η απόφαση να αναιρεθεί για τον παραπάνω, εκ του άρθρου 510 παρ. ΙΔ ΚΠΔ λόγο, κατά την παραδοχή του αντιστοίχου λόγου της αιτήσεως, ως βασίμου κατ' ουσίαν και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα συζήτηση, το οποίο, όμως, θα συκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 385/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδίκη για παράβαση του άρθρου 99 παρ. 4 ΠΚ. Παντελής έλλειψη αιτιολογίας ούτε τυπικής. Αναιρεί. Παραπέμπει στο ίδιο δικαστήριο
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αλλοδαπού απέλαση.
0
Αριθμός 2062/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 30/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα της Χίου. Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.2.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 454/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 231/8.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω εις το Συμβούλιό σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 509 παρ. 1, 513 παρ. 1 και 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την από 16-2-2007 αίτησιν αναιρέσεως του Χ1, ασκηθείσαν με δήλωσή του προς τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, κατά της υπ΄αριθ. 30/25-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, συνεδριάζοντος στην μεταβατική έδρα του της Χίου, δια της οποίας απερρίφθη, ως απαράδεκτη, η υπ΄αριθ. 1/24-1-2007 αίτησή του, περί ακυρώσεως της διαδικασίας, κατά την οποίαν εξεδόθη η υπ΄αριθ. 15/24-1-2007 απόφασις του παραπάνω δικαστηρίου δια της οποίας απερρίφθη, ως ανυποστήρικτη η υπ΄ αυτού ασκηθείσα έφεσις κατά της υπ΄αριθ. 1117/14-7-2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου με την οποίαν κατεδικάσθη εις φυλάκισιν 2 ετών που μετετράπη εις χρηματική προς 4, 40 ευρώ ημερησίως και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Επειδή κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι΄άρθρ. 2 παρ. 18 ν. 2408/96, προϋπόθεσις της κηρύξεως απαραδέκτου του ασκηθέντος ενδίκου μέσου κατ΄αποφάσεως του αρμοδίου να κρίνει επί τούτου δικαστηρίου (εν Συμβουλίω) μετά από πρόταση του αρμοδίου παρ΄αυτώ Εισαγγελέως, κατόπιν κλητεύσεως του αναιρεσείοντος, προκειμένου να παραστεί κατά την συζήτησιν, είναι η συνδρομή μιας των εν αυτώ ρητώς και περιοριστικώς αναφερομένων περιπτώσεων μεταξύ των οποίων αφ΄ενός μεν το ένδικο μέσο ησκήθη εναντίον απόφασης για την οποίαν δεν προβλέπεται και αφ΄ετέρου ησκήθη τούτο, χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του. Αρμόδιο δε να κηρύξει το απαράδεκτο του ασκηθέντος ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, είναι το δικαστήριον του Αρείου Πάγου εν Συμβουλίω. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο της αναίρεσης ασκείται με δήλωση στον Γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή διαμένει ο δικαιούμενος στην άσκηση. Κατά δε το άρθρ. 473 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που κατεδικάσθη και με δήλωσή του που περιέχει όσα ορίζονται εις το άρθρο 474 παρ. 2 του ίδιου κώδικα και επιδίδεται εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν η προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι καταδικαστική και η αναίρεση κατ΄αυτής ασκηθεί με επίδοση της σχετικής δήλωσης προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τότε η αναίρεση γίνεται χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή της και είναι, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. απαράδεκτη. Εξάλλου από την διάταξη του άρθρου 341 παρ. 1 εδ. γ΄ Κ.Π.Δ., η οποία εφαρμόζεται ανάλογα και στην κατ΄έφεση δίκη (άρθρ. 501 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), σε συνδυασμό προς την διάταξη του άρθρου 546 παρ. 2 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι η απόφαση που εκδίδεται επί αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας, δεν υπόκειται εις το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εκείνη ως απαράδεκτη ή κατ΄ουσίαν. Η ανωτέρω διάταξη ως ειδική κατισχύει της διατάξεως του άρθρου 476 παρ. 2 Κ.Π.Δ. με την οποίαν ορίζεται, ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας), ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνο αναίρεση. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίσιν υπ΄αριθ. πρωτ. 393/16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ΄αριθ. 30/25-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου (επί πλημμελημάτων), συνεδριάζοντος στην μεταβατική του έδρα στην Χίο, με την οποίαν απερρίφθη, ως απαράδεκτη η αίτηση του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας, κατά την οποίαν εξεδόθη η υπ΄αριθ. 15/24-1-2007 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου που απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεσή του κατά της υπ΄αριθ. 1117/14-7-2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου, με την οποίαν είχε καταδικασθεί για υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Στην συνέχεια όμως με την προδιαληφθείσα από 16-2-2007 δήλωσίν του που επεδόθη προς τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, ησκήθη η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως. Επομένως εφόσον η υπό κρίσιν αίτησις αφ΄ενός μεν στρέφεται κατ΄αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση και αφ΄ετέρου ησκήθη χωρίς να τηρηθούν αι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή της, είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει, κατ΄άρθρ. 513 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτο, το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, ασκηθείσης δια της επιδόσεως της από 16-2-2007 δηλώσεως του κατηγορουμένου προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της υπ΄αριθμ. 30/25-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου (επί πλημμελημάτων), συνεδριάζοντος στην μεταβατική του έδρα στη Χίο. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 2-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 341 παρ.2 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, η οποία εφαρμόζεται ανάλογα και στην κατ' έφεση δίκη (άρθρ. 501 παρ. 1 ΚΠΔ) και ορίζει ότι η αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας εισάγεται χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο "αποφασίζει αμετάκλητα", σε συνδυασμό και προς τη διάταξη του άρθρου 546 παρ.2 ΚΠΔ, κατά την οποία "αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο", προκύπτει ότι η απόφαση που εκδίδεται επί αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εκείνη ως απαράδεκτη ή κατ' ουσίαν. Η ανωτέρω δε διάταξη ως ειδική, κατισχύει της διατάξεως του άρθρου 476 παρ.2 ΚΠΔ, με την οποία ορίζεται ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η προαναφερόμενη αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας) ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνον αναίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 30/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου συνεδριάζοντος στην μεταβατική του έδρα στη Χίο, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αίτηση του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας, κατά την οποία εκδόθηκε η 15/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, που απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεσή του κατά της 1117/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου, με την οποία είχε καταδικασθεί για υπεξαίρεση στην υπηρεσία αντικειμένου ιδιαιτέρας μεγάλης αξίας. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά αποφάσεως, η οποία δεν υπόκειται σε αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ) και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 4 ν. 2943/2001). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 30/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου συνεδριάζοντος στην μεταβατική του έδρα στη Χίο. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως που κηρύσσει απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 2061/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μαντά, περί αναιρέσεως της 1352/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1480/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 ''περί επιταγής'' (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ''εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών''. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, ''εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών''. Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το ''εν γνώσει'' της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, i) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, ii) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, iii) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και iv) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1352/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, η οποία εκπροσωπήθηκε στη δίκη από συνήγορο, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 ''για επιταγή''),με την αναγνώριση του ελαφρυντικού ότι έζησε έως το χρόνο που έγινε η πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετίαν. Στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: "Επειδή από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, η οποία είναι δικηγόρος ,στις ..... εξέδωσε στην Αθήνα σε διαταγή του εγκαλούντος Ψ1, την υπ'αριθμ. ...... Τραπεζική επιταγή, ποσού 6.500.000 δρχ. την οποία ο ανωτέρω κομιστής εμφάνισε εμπρόθεσμα στις 31-1-2000 στην πληρώτρια Ιονική Τράπεζα αλλά δεν πληρώθηκε, ελλείψει υπολοίπου ποσού στον εκεί τηρούμενο λογαριασμό της (βλ σχετική βεβαίωση επί του σώματος της επιταγής της Ιονικής Τράπεζας) γεγονός που σαφώς εγνώριζε η κατηγορουμένη, αφού ο σχετικός λογαριασμός ανήκε στην ίδια και ανά πάσα στιγμή ήταν ενήμερη για την ανυπαρξία κεφαλαίων στον παραπάνω λογαριασμό τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης όσο και κατά το χρόνο πληρωμής της Τραπεζικής επιταγής που προαναφέρθηκε. Κατόπιν τούτων, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της αξιόποινης πράξης που της αποδίδεται. Πρέπει όμως ν'αναγνωρισθεί ότι στο πρόσωπό της συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, αφού μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξης η κατηγορουμένη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή...". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για την κατηγορουμένη κρίση και της επέβαλε την αναφερόμενη ποινή. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα- κατηγορουμένη, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως έχει αντικατασταθεί, την οποία εφάρμοσε. Δεν ήταν δε αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία της διατάξεως βάσει της οποίας κρίνεται το εμπρόθεσμο ή μη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή ούτε ποια είναι η απαιτούμενη από το νόμο προθεσμία, αλλά αρκεί να αναφέρεται όπως στην προκειμένη περίπτωση ότι εμφανίστηκε η επιταγή προς πληρωμή εμπρόθεσμα. Ούτε επίσης ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, της από μέρους της κατηγορουμένης γνώσεως του ακαλύπτου της αναφερόμενης επιταγής, την οποία αυτή εξέδωσε, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως. πλέον του ότι αιτιολογείται αυτή. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τους εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ., πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης, εκ της μη ειδικής αναφοράς της διατάξεως που κρίνεται το εμπρόθεσμο ή μη της επιταγής προς πληρωμή, της απαιτούμενης από το νόμο προθεσμίας προς εμφάνιση και του στοιχείου της γνώσεως, από μέρους της κατηγορουμένης, του ακαλύπτου της επιταγής, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τις διατάξεις των άρθρων 364 και 170 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης, δημιουργείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο έγγραφο που υπέβαλαν αυτοί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η ανάγνωση όμως από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση του Εισαγγελέα εγγράφου, που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο, χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητα και χωρίς να αντιλέξει στην ανάγνωσή του ο κατηγορούμενος δεν επιφέρει καμιά ακυρότητα της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο ανέγνωσε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και στη συνέχεια έλαβε υπόψη και εκτίμησε, όχι το πρωτότυπο της επίμαχης επιταγής, αλλά το υπάρχον στη δικογραφία φωτοαντίγραφο αυτής, το οποίο, δεν είχε επικυρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα χωρίς να προβάλει ο εκπροσωπών την αναιρεσείουσα συνήγορός της ουδεμία αντίρρηση για την ανάγνωσή της. Επομένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του με τον οποίο, προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ) με την αιτίαση ότι το Εφετείο ανέγνωσε το ως άνω έγγραφο, χωρίς αυτό το έγγραφο να έχει αποδεικτική δύναμη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι στο χώρο του ποινικού δικαίου το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο που έχει την αποδεικτική δύναμη του κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. γ' ΠΚ εγγράφου, χωρίς να απαιτείται η, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, βεβαίωση της ακριβείας του από αρμόδιο, κατά το νόμο, πρόσωπο (Ολ.Α.Π. 2/2000).- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης κατά της ποινικής απόφασης ιδρύει η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όχι όμως και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή δικονομικής διάταξης, όπως είναι εκείνες του Κ.Π.Δ. οι οποίες αφορούν την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Επομένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με τον οποίο προβάλλεται η ελεγχόμενη από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 358, 364 Κ.Π.Δ. τα οποία αφορούν την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, και 449 παρ.2 και 451 παρ.3 Κ.Πολ.Δ είναι απαράδεκτος. Κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η δικαστική απόφαση πάντως, όχι πέρα από πέντε έτη για τα κακουργήματα, τρία έτη για τα πλημμελήματα και ένα έτος για τα πταίσματα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 320, 321, 340 και 343 ΚΠΔ η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο κλήσεως ή κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με τη χωρίς εναντίωση εμφάνιση του στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η αναστολή της παραγραφής, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, επέρχεται με την έναρξη της κύριας διαδικασίας διότι έκτοτε η κατηγορία είναι εκκρεμής στο δικαστήριο. Για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία αρκεί το, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 244, 245, 308 παρ. 3, 314 και 315 ΚΠΔ, επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση να περιέχει, πλην άλλων, και προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται αυτός να εμφανισθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο για την εγκυρότητά του το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση. Διότι η τυχόν αναγραφή άλλου, από το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, δικαστηρίου, δεν καθιστά το εισαγωγικό έγγραφο (κλητήριο ή κλήση) άκυρο και ανενεργές ως προς τις έννομες συνέπειές του. Το έγγραφο αυτό, ως δηλωτικό του τέλους της προανακρίσεως και του αμετακλήτου της εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρεί την ισχύ του και δεν επαναλαμβάνεται, στηρίζει δε τη διαδικασία του επιλαμβανομένου της υποθέσεως αναρμοδίου δικαστηρίου προκειμένου αυτό να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σε περίπτωση δηλαδή που το δικαστήριο κηρυχθεί αναρμόδιο η αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της σχετικής κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος δεν ανατρέπεται αλλά διατηρείται, αφού η κλήτευση ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου. (ΑΠ Ολ 2/1997).Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών υπερέβη την εξουσία του διότι δεν έπαυσε οριστικώς την κατά της αναιρεσειούσης ποινική δίωξη για το ως άνω πλημμέλημα της παραβ. του άρθρου 79 ν.5960/1933 παρ' ότι είχε συμπληρωθεί η πενταετία, από της τελέσεώς του, μέχρι τον χρόνον κατά τον οποίο εκδόθηκε η υπ' αριθμ.52432/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (19-9-95) με την οποία ακυρώθηκε η υπ' αριθμ.78473/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο καθ' ύλην Τριμελές Εφετείο Αθηνών και δεν είχε ανασταλεί η παραγραφή του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού με την επίδοση στην κατηγορουμένη του σχετικού κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο εκαλείτο αυτή να εμφανιστεί έστω και στο αναρμόδιο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, επήλθε αναστολή της παραγραφής και δεν ανατράπηκε αλλά διατηρήθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, η δε κλήτευσή της ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου, μη προβαλλομένου λόγου ακυρότητός της. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του τέτοιος ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και αν τον απορρίψει να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή του κατά τρόπον σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίον ως τέτοιο δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ζήτησε την επιείκεια του δικαστηρίου και να της αναγνωρισθεί, και το ελαφρυντικό της περ. ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Ο ισχυρισμός αυτός , όπως διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε, ήταν αόριστος, εφόσον δεν επικαλούνταν πραγματικά περιστατικά που να τον θεμελιώνουν και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το εφετείο να απαντήσει αιτιολογημένα άλλωστε ορθώς τον απέρριψε ως αόριστο και δεν έρχεται σε αντίφαση με το ότι έλαβε υπόψη του για την αναστολή της ποινής κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του Π.Κ. εκ περισσού πλην άλλων τη διαγωγή της αναιρεσείουσας μετά την τέλεση της πράξης. Επομένως, ο λόγος αναίρεσης της εν λόγω αναιρεσειούσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, που αναφέρεται στην πλημμέλεια της απόρριψης χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ισχυρισμού για αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από δέκα τρείς (13) Ιουλίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της με αριθ. 1352/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την τροποποίηση του άρθ. 79 παρ. 1 του Ν. 5960/33 από το άρθ. 1 του ν.δ. 1325/1972 για την υποκει-μενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής αρκεί ο απλός ή ενδεχόμενος δόλος και δεν απαιτείται άμεσος. Η ύπαρξη δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Αιτιολογημένη καταδίκη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
Αριθμός 2060/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί αναιρέσεως της με αριθμό 70842/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1 και 2) Χ2 που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "SHELL GAS ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΓΡΑΕΡΙΟΥ", που εδρεύει στον Ασπρόπυργο Αττικής, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Ελένη Φραγκάκη. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό "91" και ημερομηνία 10 Ιουλίου 2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών Στυλιανής Ντεμίρη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1433/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και την πληρεξούσια δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 515 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση το προβαλλόμενο από τον δικηγόρο Σέργιο Μαναράκη, αίτημα αναβολής, διότι ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των καθ'ών η αναίρεση Κωνσταντίνος Αλεξίου δεν μπορεί να παρασταθεί, για τον λόγο ότι είναι ασθενής, χωρίς να προσδιορίζεται επακριβώς η ασθένεια αυτού, πρέπει ν' απορριφθεί, δεδομένου ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ο συνήγορός τους θα ηδύνατο να παραστεί σήμερα ενώπιον του Αρείου Πάγου, ανεξαρτήτως όμως όλων αυτών οι καθ' ών η αναίρεση θα ηδύναντο να ανεύρουν άλλο συνήγορο να τους υπερασπισθεί. Όπως προκύπτει από τα με χρονολογία ...,...., .... και ... τέσσερα αποδεικτικά επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ...., οι καθών η αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ1 και Χ2 καθώς και ο αντίκλητός τους δικηγόρος Γεώργιος Γραβιάς κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στους πρώτους με θυροκόλληση, για να εμφανισθούν αυτοί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης . Από τις διατάξεις των άρθρων 504 και 505 παρ. 1δ του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Εφετών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση απόφασης δικαστηρίου της περιφέρειάς του που κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη [άρθρο 370 ΚΠΔ] για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε από τον δικαιούχο η απαιτούμενη έγκληση, προτείνοντας τους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υπέρβαση εξουσίας. Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν.5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ.1 περ.α' του ν.2408/1996 , σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40 - 47 του ν. 5.960/1933, συνάγεται, ότι δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή αλλά και οποιοσδήποτε άλλος που έγινε κομιστής της επιταγής εξ αναγωγής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή (Ολ.ΑΠ 29/2007). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 23 του ν.5960/1993, σύμφωνα με την οποία "οσάκις η οπισθογράφησις περιέχει την μνείαν "αξία εις κάλυψιν" "προς είσπραξιν", "κατά πληρεξουσιότητα", ή πάσαν άλλην μνείαν ενέχουσαν απλήν εντολήν, ο κομιστής δύναται να ασκήσει πάντα τα εκ της επιταγής απορρέοντα δικαιώματα, αλλά δεν δύναται να οπισθογραφήσει αυτήν ειμή λόγω πληρεξουσιότητος" συνάγεται ότι η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση (όπως είναι η περιέχουσα τη ρήτρα αξία προς είσπραξη) δεν επάγεται μεταβιβαστικά ή εγγυητικά αποτελέσματα. Ούτε η κυριότητα της επιταγής μεταβιβάζεται ούτε ο οπισθογράφος ευθύνεται. Απλώς ο δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητας κομιστής μπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματα επ' ονόματι και για λογαριασμό του οπισθογράφου, ο οποίος παραμένει νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση. Στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται προς κρίση η με αριθ. 91/10-7-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών για αναίρεση της 70842/2007 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 για παράβαση, του άρθρου 79 Ν. 5960/33, λόγω του ότι η εγκαλούσα δεν ήταν κομίστρια της επιταγής. Από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον ΄Αρειο πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι την 31-7-2004 οι κατηγορούμενοι και ήδη καθών η αναίρεση ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας "ΑΝΚΕΡ ΑΒΕΕ" εξέδωσαν στην Αθήνα σε διαταγή της εταιρίας "SHELL GAS ΑΕΒΕ" την υπ'άριθμ. .....τραπεζική επιταγή, που ήταν πληρωτέα από τη Τράπεζα "SOCIETE GENERALE", για ποσό 46.916,33 ευρώ. Στη συνέχεια η εταιρία "SHELL GAS ΑΕΒΕ " προέβη σε οπισθογράφηση της επιταγής αυτής προς την Εθνική Τράπεζα Υποκατάστημα ...., με την ένδειξη "πληρώσατε εις διαταγήν ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΥΠΟΚ/ΜΑ .... σε πίστωση λογ/ού μας ΕΤΕ .... SHELL GAS ΑΕΒΕ ", η οποία έχει την έννοια της κατά πληρεξουσιότητα μεταβιβάσεως της επίμαχης επιταγής, χωρίς μεταβιβαστικά και εγγυητικά αποτελέσματα. Την ... η εν λόγω επιταγή εμφανίσθηκε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκε, γιατί δεν υπάρχουν στην τελευταία αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια. Με βάση τα προεκτεθέντα η εταιρία "SHELL GAS ΑΕΒΕ " παρέμεινε κυρία και κομίστρια τις επιταγής αυτής, δικαιούμενη σε υποβολή εγκλήσεως κατά των κατηγορουμένων για παράβαση του άρθρου 79 του ν.5960/1933. γι' αυτό και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η ως άνω εταιρεία δεν ήταν δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως κατά των κατηγορουμένων διότι δεν ήταν κομίστρια της επιταγής αλλά κομίστρια αυτής ήταν η Εθνική Τράπεζα, και κήρυξε απαράδεκτη την κατά των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 ποινική δίωξη, υπερέβη την εξουσία του. Συνακόλουθα είναι βάσιμος ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης της Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 70842/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής στην οποία υπάρχει οπισθογράφηση που περιέχει τη μνεία ενέχουσα απλή εντολή. Συνάγεται ότι ο δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιό-τητας κομιστής μπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματα επ’ ονόματι και για λογαριασμό του οπισθογράφου, ο οποίος παραμένει νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Έγκλησης δικαιούχος, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
Αριθμός 2064/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθεριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειου Γκουζάνη, για αναίρεση της 384/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1.Χ2 και 2. Χ3. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 648/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη, άλλως εάν κριθεί παραδεκτή, να απορριφθεί ως αβάσιμη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 507 παρ.1 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 473 παρ.2 και 3 του ίδιου Κώδικα προκύπτει με σαφήνεια ότι, αν ο κατηγορούμενος ασκήσει αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως με δήλωση επιδιδόμενη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (είτε αυτοπροσώπως είτε δι'αντιπροσώπου, κατά το άρθρο 465 ΚΠΔ), ενώ ήταν παρών κατά την απαγγελία αυτής, (παρών δε θεωρείται και ο εκπροσωπηθείς, από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατηγορούμενος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ.2 και 502 παρ.1 εδ.α' ΚΠΔ) η προθεσμία ασκήσεως της αναιρέσεως είναι εικοσαήμερη και αρχίζει από την επομένη της καταχωρήσεως της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από΄τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Κατά γενική, όμως, αρχή του δικαίου, κατά την οποία "κανένας δεν υποχρεούται στα αδύνατα", μπορεί ο αναιρεσείων να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξ αιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που στηρίζουν το λόγο αυτό. Αν ο επικαλούμενος λόγος δεν είναι βάσιμος, δηλαδή δεν συνιστά ανωτέρα βία η ανυπέρβλητο κώλυμα ή δεν αποδεικνύεται, η εκπροθέσμως ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, απορριπτέα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, ως απαράδεκτη Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, παραδεκτά επισκοπούμενα, για την έρευνα του παραδεκτά επισκοπούμενα για την έρευνα του παραδεκτού της αναιρέσεως, η προσβαλλομένη υπ'αριθμ. 314/2007 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκδόθηκε στις 7-2-2007 με την παρουσία του εκκαλούντος -κατηγορουμένου -εκπροσωπηθέντος από τη συνήγορό του 'Αννα Παπαματθαίου- και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο αναφερόμενο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ την 1 Μαρτίου 2007, με αριθμό καταχωρήσεως 287, όπως προκύπτει από την συνημμένη σ'αυτήν υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα. Εξ άλλου, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής, ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα, με δήλωση επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 27 Μαρτίου 2007, δηλαδή μετά την παρέλευση της αναφερόμενης εικοσαήμερης προθεσμίας που ορίζεται από το νόμο και η οποία έληξε την 21 Μαρτίου 2007, ημέρα Τετάρτη. Εκτίθεται, όμως, στην αίτηση, ως λόγος ανωτέρας βίας, δικαιολογητικός της εκπροθέσμου ασκήσεώς της ασθένεια του αναιρεσείοντος, ένεκα της οποίας παρακωλήθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα ο αναιρεσείων διαλαμβάνει τα ακόλουθα, κατά συνοπτική μεταφορά: 'Ότι, λόγω ατυχήματος, επισυμβάντος στην υπηρεσία και δη λόγω κατάγματος ΔΕ έξω σφυρού ΠΔΚ με λειτουργικά ενοχλήματα, ήταν ασθενής και κλινήρης με οδυνηρόν άλγος εξ ου λόγου έτυχε αναρρωτικής αδείας με την υπ'αριθμ. ........ γνωμάτευση της "Επιτροπής Αναρρωτικών Αδειών" μέχρι την 3ην Μαρτίου 2007, ότι και μετά την 3ην Μαρτίου 2007 και μέχρι την 23 Μαρτίου 2007 οπότε και έληξε 20ήμερη κανονική άδεια που έλαβε μετά το πέρας της αναρρωτικής παρέμεινε ασθενής και κλινήρης με οδυνηρόν άλγος, υποκείμενος σε καθημερινές θεραπείες από φυσιοθεραπευτή και ήταν αδύνατο να επιμεληθεί των υποθέσεών του, ιδίως δε λόγω του είδους του τραυματισμού του δεν είχε τη δυνατότητα να ενημερωθεί ευχερώς δι'αυτοπροσώπου προσελεύσεώς του στη γραμματεία του δικαστηρίου, και να διορίσει δικηγόρο ειδικώς για την άσκηση αναιρέσεως και ότι εξαιτίας αυτής της ασθενείας του κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Σχετικώς, συνυποβλήθηκαν, με την αίτηση: 1) η υπ'αριθμ. ....... γνωμάτευση της Επιτροπής Αναρρωτικών Αδειών της Ελληνικής Αστυνομίας, από΄την οποία προκύπτει η χορήγηση εις αυτόν αναρρωτικής αδείας τριάντα (30) ημερών, αρχομένης από 1-2-2007 για ...'εξω σφυρού (ΔΕ) ΠΔΚ με λειτουργικά ενοχλήματα" και 2) το υπ'αριθμ. Πρωτ. ........ έγγραφο του Α.Τ.Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών από το οποίο προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, επιστρέψας (στην υπηρεσία) από αναρρωτική άδεια την 3-3-2007, έλαβε, από την ημερομηνία αυτή κανονική άδεια (υπολοίπου 2006) για είκοσι μία (21) ημέρες, η οποία λήγει την 23-3-2007/ Από τα προαναφερθέντα έγγραφα, χωρίς αμφιβολία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, λόγω κατάγματος του έσω σφυρού (ΔΕ) ΠΔΚ, έλαβε αναρρωτική άδεια τριάντα (30) ημερών η οποία άρχισε την 1-2-2007 και έληξε την 3-3-2007 και ότι είχε λειτουργικά ενοχλήματα, λόγω του κατάγματος και στην συνέχεια έλαβε κανονική άδεια είκοσι (20) ημερών, η οποία έληξε την 23-3-2007, πλην, όμως τα εκ του κατάγματος ενοχλήματα, τα οποία δεν προκύπτει ότι συνεχίστηκαν και μετά την λήξη της αναρρωτικής του αδείας και μέχρι πέρατος της εικοσαήμερης προθεσμίας ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως δεν του κατέστησαν ανίκανον να επιληφθεί των άμεσων υποχρεώσεών του και να αναθέσει στην εκπροσωπήσασα αυτόν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνήγορο 'Αννα Παπαματθαίου ή να διορίσει άλλο δικηγόρο για την άσκηση εμπροθέσμου αναιρέσεως. Μάλιστα, όπως ο ίδιος στην αίτησή του εκθέτει, τα εκ της ασθενείας του συμπτώματα είχαν εκδηλωθεί πριν από την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (7-2-2007) και, λόγω του ότι συνέχιζε να είναι κλινήρης, δεν παρουσιάσθηκε αυτοπροσώπως κατά την δικάσιμο της 7-2-2007 στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλ΄ανέθεσε την εκπροσώπησή του στη δικηγόρο Αθηνών 'Αννα Παπαματθαίου. Αφού, αυτή η ασθένειά του δεν τον εμπόδισε να διορίσει συνήγορο για να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 7-2-2007, αυτονοήτως δεν τον κατέστησε ανίκανο να επιμεληθεί περαιτέρω των υποθέσεών του. 'Αρα, είχε την δυνατότητα να αναθέσει στην ως άνω συνήγορό του ή σε άλλο δικηγόρο της επιλογής του, την παρακολούθηση της πορείας της υποθέσεώς του, ώστε να μην απωλέσει την εικοσαήμερη προθεσμία ασκήσεως της αναιρέσεως, αυτής (προθεσμίας) αρξαμένης την 2-3-2007 και ληξάσης την 21-3-2007 (η καταχώρηση στο ειδικό βιβλίο έλαβε χώρα, όπως εσημειώθη την 1-3-2007), τόσο μάλλον καθόσον (ο αναιρεσείων) από 3-3-2007 έως 23-3-2007 τελούσε όχι σε αναρρωτική, αλλά σε κανονική άδεια. Επομένως, ο επικαλούμενος λόγος ανωτέρας βίας, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ.1 ΚΠΔ, στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 27 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 384/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διάρκεια και έναρξη προθεσμίας αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως που ασκείται με δήλωση επιδιδόμενη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από κατηγορούμενο παρόντα (ως εκπροσωπηθέντα από συνήγορο) κατά την απαγγελία αυτής. Ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλείται λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερ-βλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η εκπροθέ-σμως ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, στην οποία ο αναιρεσείων επικα-λέστηκε ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αναιρέσεως ήταν ασθενής και κλινήρης και έτυχε αναρρωτικής αδείας 30 ημερών, ενώ παράλληλα αδυνατούσε να επικοινωνήσει με το δικηγόρο του, επειδή τα ως άνω ενοχλήματα, τα οποία δεν προέκυψε ότι συνεχίστηκαν και μετά την λήξη της αναρρωτικής αδείας και μέχρι πέρατος της εικοσαήμερης προθεσμίας ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως δεν τον καθιστούσαν ανίκανο να επιληφθεί των άμεσων υποχρεώσεών του και να αναθέσει στον εκπροσωπήσαντα αυτόν, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικηγόρο του ή σε άλλο συνήγορο, την άσκηση εμπροθέσμου αναιρέσεως
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0
Αριθμός 2067/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος ...., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αργυρώ Γαϊτανάρου, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 337/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου που συνεδρίασε στη μεταβατική έδρα της Καλαμάτας.. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 694/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 182/11-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών την από 2 Απριλίου 2007 αίτησιν του ...., περί επαναλήψεως της διαδικασίας σχετικώς με την υπ΄αριθμ. 337/1998 αμετάκλητον απόφασιν του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, δια της οποίας απερρίφθη ως ανυποστήρικτος η έφεσις του κατά της υπ΄αριθμ. 153/1996 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, δια της οποίας κατεδικάσθη δι΄απάτην και εκθέτομεν τα εξής: Εκ των διατάξεων των άρθρων 525-528 Κ.Π.Δ. συνάγεται, ότι η έκτακτος διαδικασία της επαναλήψεως της διαδικασίας καθιδρύεται προς αποτροπήν του δεδικασμένου εκ της ποινικής αποφάσεως, που διέγνωσε την ουσίαν της υποθέσεως και κατεδίκασεν ή ηθώωσε τον κατηγορούμενον και όχι προκειμένου περί αποφάσεως η οποία απέρριψε την έφεσιν ως ανυποστήρικτον κατά το άρθρον 501 παρ. 1 εδ. α΄ Κ.Π.Δ. Τούτο προκύπτει όχι μόνον εκ του γράμματος των ως άνω διατάξεων, αι οποίαι ομιλούν περί του καταδικασθέντος, του αθωωθέντος, της καταδίκης, της αθωώσεως, του δικαστηρίου που κατεδίκασε, του επεκτατικού αποτελέσματος του εκτάκτου ενδίκου μέσου της επαναλήψεως της διαδικασίας κ.λ.π., αλλά και εκ των λόγων της επαναλήψεως της διαδικασίας, οι οποίοι αναφέρονται μόνον εις την ουσίαν της υποθέσεως, καθώς και εκ της προβλεπομένης, μετά την τυχόν ευδοκίμησιν της αιτήσεως, διαδικασίας κατ΄ουσίαν εκδικάσεως της υποθέσεως (Α.Π. 1201/2005 Ελλ Δνη 46 σελ. 1585 κ.ά.). Εις την προκειμένην περίπτωσιν δια της υπό κρίσιν αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας πλήττεται η υπ΄αριθμ. 337/1998 απόφασις του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, δια της οποίας απερρίφθη ως ανυποστήρικτος η έφεσις του ανωτέρω αιτούντος κατά της υπ΄αριθμ. 153/1996 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, δια της οποίας κατεδικάσθη δι΄απάτην. Δηλαδή αυτή στρέφεται κατ΄αποφάσεως που, ως ελέχθη, δεν υπόκειται εις αίτησιν επαναλήψεως της διαδικασίας. Εν όψει τούτου καθίσταται σαφές, ότι η προαναφερθείσα αίτησις επαναλήψεως της διαδικασίας είναι απαράδεκτος και δι΄αυτό τυγχάνει απορριπτέα. Επειδή κατ΄ακολουθίαν αυτών πρέπει, κατά τα άρθρα 525 παρ. 1, 527 παρ. 3, 528 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθή ως απαράδεκτος η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αιτών εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να απορριφθή η από 2 Απριλίου 2007 αίτησις του ...., κατά της υπ΄αριθμ. 337/1998 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. ΙΙ. Να καταδικασθή ο αιτών εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. Αθήνα 4 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και την πληρεξουσία του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνο στις περιπτώσεις που περιοριστικώς αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας προϋποθέτει αμετάκλητη καταδίκη και στρέφεται κατά της καταδικαστικής αποφάσεως και όχι κατ' εκείνης που απέρριψε το ένδικο μέσο ως ανυποστήρικτο. Με την υπό κρίση αίτηση του, ο κατηγορούμενος (ήδη αιτών) στρέφεται κατά της 337/1998 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου που συνεδρίασε στην μεταβατική του έδρα στην Καλαμάτα, η οποία απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση του κατά της υπ' αριθμ.153/1996 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας και ζητεί να διαταχθεί η επανάληψη της διαδικασίας που έγινε ενώπιον του Εφετείου, για τους αναφερόμενους στην αίτηση του λόγους. Η αίτηση όμως αυτή, εφόσον στρέφεται κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Εφετείου, είναι απαράδεκτη, κατά τα προεκτεθέντα, και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, και να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Απριλίου 2007 αίτηση .... για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την 337/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου που συνεδρίασε στην μεταβατική έδρα της Καλαμάτας . Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη της διαδικασίας. Απορρίπτει αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, διότι στρέφεται κατ' αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 2059/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πανταζή, περί αναιρέσεως της 29088/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σκλαβουνάκο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1411/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 5 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2408/1996 που άρχισε να ισχύει από 4 Ιουνίου 1996 (άρθρο 7 του ως άνω νόμου), η ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ασκείται μόνο κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής, ο οποίος δεν πληρώθηκε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι δικαίωμα εγκλήσεως, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής έχει ο αμέσως από την αξιόποινη πράξη παθών. Τέτοιος δε κατά τα άρθρα 19, 20, 40, 42, 44 και 46 του Ν. 5960/1933 είναι οποιοσδήποτε κομιστής της επιταγής, δηλαδή όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ο οποίος εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα τη μη πληρωθείσα επιταγή, αλλά και ο οπισθογράφος, ο οποίος κατέστη κομιστής, πληρώνων αναγωγικώς την επιταγή μετά την εμφάνισή της (Ολ. ΑΠ 29/2007). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του ιδίου ως άνω νόμου 5960/1933, η πληρωμή της δίγραμμης επιταγής - με την οποία επιδιώκεται η προστασία του εκδότη από τους κινδύνους κλοπής ή απωλείας - δεν γίνεται σε μετρητά, αλλά με πίστωση του λογαριασμού του πελάτη, ενώ αυτή κυκλοφορεί, όπως και η κοινή επιταγή και ανάλογα με το αν αυτή εκδίδεται εις διαταγήν ή εις τον κομιστή. Η επιταγή με ειδική διγράμμιση, είναι, κατά το άρθρο 38 παρ. 2 Ν. 5960/1933 πληρωτέα μόνο στον σημειούμενο εντός των γραμμών τραπεζίτη ή, αν αυτός είναι πληρωτής μόνο σε πελάτη του. Παρά ταύτα, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, ο σημειούμενος τραπεζίτης δύναται να απευθυνθεί για την είσπραξή της σε άλλο τραπεζίτη. Ως έμμεσο οικονομικό αποτέλεσμα της διγράμμισης μπορεί να θεωρηθεί και το ότι η πληρωμή της επιταγής γίνεται με λογιστική πράξη μεταξύ των τραπεζών, όπως προβλέπει το άρθρο 39 του αυτού νόμου. Οι τρόποι του λογιστικού κανονισμού της δίγραμμης επιταγής είναι τρεις, όπως και της λογιστικής επιταγής του άρθρου 39, δηλαδή η πίστωση σε λογαριασμό, ο γύρος και ο συμψηφισμός. Πίστωση σε λογαριασμό υπάρχει, όταν ο κομιστής της επιταγής έχει λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, οπότε για την πληρωμή της επιταγής αυτής πιστούται ο λογαριασμός αυτός. Όταν ο κομιστής δεν έχει λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, συνήθως ανοίγεται ένας νέος, ο οποίος στη συνέχεια πιστούται με το ποσό της επιταγής. Γύρος, με την έννοια του νόμου, υπάρχει όταν ο κομιστής δεν έχει λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά σε άλλο τραπεζίτη, οπότε για την πίστωση του λογαριασμού του απαιτείται η μεταφορά του ποσού της επιταγής στο λογαριασμό του άλλου τραπεζίτη. Με συμψηφισμό πληρώνεται η επιταγή μέσω του συμψηφιστικού γραφείου. Δυνάμει της δίγραμμης επιταγής - όπως και επί της λογιστικής επιταγής - πιστούται, εκ μέρους του πληρωτή, ο λογαριασμός του κομιστή με τη μεταφορά ισόποσης πίστωσης από το λογαριασμό του εκδότη της. Ο "συμψηφισμός" αυτός εκ μέρους του πληρωτή είναι δυνατός, όταν ο εκδότης και ο κομιστής της επιταγής διατηρούν λογαριασμό στον πληρωτή της επιταγής. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, η πληρωμή της ως άνω επιταγής είναι δυνατή δια μέσου του γραφείου συμψηφισμού. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, ενώ υπέρβαση εξουσίας, η οποία συνιστά τον κατά τα άρθρα 510 παρ. 1Η και 484 παρ. 1 ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί εξουσία που δεν του δίνει ο νόμος, δηλαδή το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει, ότι η Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΚΤΙΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΑΕ", εξέδωσε στην Καλλιθέα Αττικής στις ..... και ..... τις με αριθμούς ........ και ...... δύο δίγραμμες επιταγές εις διαταγήν Ψ1, ποσού 35.000.000 δρχ. εκάστη, πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ο λήπτης των επιταγών αυτών Ψ1 προέβη σε οπισθογράφηση εμπροθέσμως, ήτοι εντός της οκταήμερης προθεσμίας από της εκδόσεως εκάστης προς την Τράπεζα Πειραιώς, προκειμένου να πιστωθεί ο τηρούμενος στην εν λόγω Τράπεζα λογαριασμός του, δηλαδή τις κατέθεσε προς είσπραξη. Η προς την Τράπεζα Πειραιώς γενομένη μεταβίβαση των επιταγών, έχουσα την έννοια της κατά πληρεξουσιότητα μεταβιβάσεως αυτών, δεν έχει μεταβιβαστικά και εγγυητικά αποτελέσματα. Η τελευταία αυτή Τράπεζα, ενεργούσα ως εντολοδόχος του κομιστή Ψ1, εμφάνισε εμπροθέσμως, ήτοι εντός της οκταήμερης προθεσμίας από της εκδόσεως, μέσω του γραφείου συμψηφισμού, τις επιταγές αυτές εντός της ως άνω προθεσμίας στην πληρώτρια Εθνικής Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά δεν πληρώθηκαν για έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων. Με βάση τα προεκτεθέντα οι κύριος και κομιστής αμφοτέρων των επιταγών παρέμεινε ο Ψ1, ο οποίος εδικαιούτο σε υποβολή της εγκλήσεως εις βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εκδότριας Ανώνυμης εταιρείας για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που, με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι κομιστής των επιταγών και εντεύθεν δικαιούχος προς υποβολή της εγκλήσεως κατά του αναιρεσείοντος είναι ο Ψ1 και όχι η Τράπεζα Πειραιώς, αφενός μεν ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις, αφετέρου δε δεν υπερέβη την εξουσία του με το να μη κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και οι αντίστοιχοι λόγοι της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1Ε, Η ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχουν όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Έτσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του. Διαφορετικά, ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού (Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων προέβαλε, κατά τρόπο ορισμένο, με έγγραφο υπόμνημα, που καταχωρήθηκε αυτούσιο στα πρακτικά, αίτημα αναγνωρίσεως υπέρ αυτού των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α, β, ε ΠΚ και το δικαστήριο, αφού τον κήρυξε ένοχο της πράξεως για την οποία κατηγορήθηκε, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του ότι αυτός μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ), ενώ για την αναγνώριση των λοιπών ελαφρυντικών περιστάσεων δεν έκανε καμμία μνεία. Εντεύθεν παραπονείται ο αναιρεσείων με τον συναφή λόγο αναιρέσεως, ότι χωρίς καμμία αιτιολογία απέρριψε το Δικαστήριο της ουσίας το ως άνω αίτημά του, περί αναγνωρίσεως δηλαδή και των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2β, ε ΠΚ. Ο λόγος αυτός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει και πάλιν από τα οικεία πρακτικά, ο καθ' ορισμένο τρόπο υποβηθείς αυτοτελής ισχυρισμός (με έγγραφο υπόμνημα που καταχωρήθηκε στα πρακτικά), δεν αναπτύχθηκε και προφορικώς, κατά τα προαναπτυχθέντα, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 331 ΚΠΔ και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 1 του ΠΚ, αν κάποιος δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερης των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δυο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής, κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την προσβαλλομένη απόφαση καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για παράβαση του άρθρου 79 ΠΚ "Περί επιταγής", την οποία μετέτρεψε επί 4,40 ευρώ ημερησίως, αφού προηγουμένως απέρριψε αίτημά του, εκπροσωπήσαντος τον κατηγορούμενο, συνηγόρου του περί αναστολής της ποινής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 99 ΠΚ, με την παρακάτω αιτιολογία: "Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος με το αναγνωσθέν 948/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη ποσού 70.000.000 δρχ., κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 του ΠΚ είναι απολύτως αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων". Η αιτιολογία αυτή απορρίψεως του πιο πάνω αιτήματος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ και ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Με τον τελευταίο λόγο της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ, προβάλλεται η αιτίαση, ότι επήλθε, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν τα δύο φωτοαντίγραφα των ενδίκων επιταγών, οι οποίες, όμως, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, ελήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την περί ενοχής κρίση του. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, γιατί η ανάγνωση στο ακροατήριο των επίδικων επιταγών δεν ήταν απαραίτητη, δεδομένου ότι αυτές αποτελούν το αντικείμενο του εγκλήματος, ανεξαρτήτως του ότι, εφόσον αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, από τα οποία προκύπτει η ανάγνωση και των επιταγών αυτών, αναγκαίως συνέπεται ότι αναγνώσθηκαν και οι επίδικες επιταγές αυτές. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25.7.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 29088/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επιταγή δίγραμμη, πληρωτέα μόνο στον σημειούμενο εντός των γραμμών τραπεζίτη. Έμμεσο οικονο-μικό αποτέλεσμα της διγράμμισης μπορεί να θεωρηθεί και ότι η πληρωμή της επιταγής γίνεται με λογιστική πράξη μεταξύ των Τραπεζών. Οι τρόποι λογιστικού κανονισμού της δίγραμμης επιταγής είναι τρεις: η πίστωση σε λογαριασμό, ο γύρος και ο συμψηφισμός. Εσφαλμένη ερμη-νεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπέρβαση εξουσίας. Κατάθεση της επιταγής από τον λήπτη σε άλλη, και όχι στην πληρώτρια τράπεζα, προς είσπραξη. Τελευταίος κομιστής της επιταγής και εντεύθεν δικαιού-χος προς υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής είναι ο λήπτης της επιταγής και όχι η Τράπεζα στην οποία (η επιταγή ) κατετέθη προς είσπραξη, η οποία ενεργεί ως εντολοδόχος του κομιστή. Αίτημα αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων υποβληθέν με υπόμνημα στον διευθύνοντα τη συζήτηση χωρίς προφορική ανάπτυξη απόρριψη ελαφρυντικών περιστάσεων. Δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, λόγω μη προφορικής αναπτύξεως. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναστολής της επιβληθείσης ποινής (άρθρ. 89 ΠΚ)
Τραπεζική επιταγή
Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Έγκλησης δικαιούχος, Ποινής αναστολή, Τραπεζική επιταγή.
0
Αριθμός 2057/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Λαμτζίδη, για αναίρεση της με αριθμό 1616/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1616/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ ορίζονται τα ακόλουθα: "1.Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί αν ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ'αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός.3. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Για την περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ορισμένο έγκλημα και ακολουθήσει η άσκηση, για το ίδιο, νέας ποινικής δίωξης ο ΚΠΔ δεν περιέχει ρητή ρύθμιση για την εντεύθεν εκκρεμοδικία και την τύχη της δεύτερης ποινικής δίωξης. Όμως με ανάλογη εφαρμογή των όσων ορίζει το άρθρο 57 παρ. 3 ΚΠοινΔ για το δεδικασμένο, πρέπει, αν η προηγηθείσα ποινική δίωξη έχει κριθεί οριστικά, όχι όμως και αμετάκλητα, η δεύτερη να κηρύσσεται απαράδεκτη, άλλως ιδρύεται (με την εκδίκαση και της δεύτερη κατηγορίας) ο αναιρετικός λόγος της υπέρβασης εξουσίας με την αρνητική του μορφή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, η οποία εκδόθηκε την 11-5-2006, μετά από έφεση κατά της απόφασης 6039/2004 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος του ότι στη Θεσσαλονίκη, στις 24-10-2000 περί ώρα 01.30', από κοινού με δύο άλλα άγνωστα κατά την προανάκριση άτομα, με πρόθεση αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένο κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα και ειδικότερα αφαίρεσε από την κατοχή του ψ1 και από την οδό ....... αριθμ. .... όπου ήταν σταθμευμένο, το με αριθ. κυκλ. ....... ΙΧΕ αυτοκίνητό του, μάρκας ........ με αριθμ. πλαισίου ....... και κινητήρα .........., με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ακολούθως δε αφού οδήγησαν το όχημα στο .......... Θεσσαλονίκης, αφαίρεσαν από αυτό το καπώ, τα μπροστινά καθίσματα και την πόρτα και διάφορα άλλα εξαρτήματα και στη συνέχεια του έβαλαν φωτιά για να εξαλείψουν τα υπολείμματά του. Περαιτέρω από το επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης 4582/2004 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία είχε εκδοθεί ενωρίτερα, δηλαδή την 11-3-2004, (και η οποία επισκοπείται παραδεκτά, προκειμένου να ερευνηθεί ο τρίτος λόγος αναιρέσεως) ο ίδιος κατηγορούμενος για την ίδια ως άνω πράξη της κλοπής είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση τριών ετών, χωρίς να προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη. Κατά συνέπεια, αφού είχε κριθεί οριστικά η μία από τις δύο ποινικές διώξεις, που ασκήθηκαν κατά του αναιρεσείοντος για την ίδια αξιόποινη πράξη, έπρεπε το Τριμελές Εφετείο, βάσει όσων προαναφέρθηκαν, να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και εφόσον δεν το έπραξε υπέπεσε σε υπέρβαση εξουσίας (άρθρ.510 παρ.1 ΚΠΔ). Επομένως πρέπει, με ανάλογη εφαρμογή των όσων ορίζονται, για την παραβίαση δεδικασμένου, στα άρθρα 510 παρ. 1 περίπτ. ΣΤ' και 517 παρ. 1 ΚΠοινΔ. να αναιρεθεί η προσβαλλομένη, αφού γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως και να κηρυχθεί απαράδεκτη η δεύτερη ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1616/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης . Κηρύσσει απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για την πράξη της κλοπής ήτοι για το ότι στη Θεσαλονίκη, στις 24-10-2000 περί ώρα 01.30', από κοινού με δύο άλλα άγνωστα κατά την προανάκριση άτομα, με πρόθεση αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένο κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα και ειδικότερα αφαίρεσε από την κατοχή του ψ1 και από την οδό ........ αριθμ. ..... όπου ήταν σταθμευμένο, το με αριθ. κυκλ. ........ ΙΧΕ αυτοκίνητό του, μάρκας ...... με αριθμ. πλαισίου ......... και κινητήρα ........., με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ακολούθως δε αφού οδήγησαν το όχημα στο ......... Θεσσαλονίκης, αφαίρεσαν από αυτό το καπώ, τα μπροστινά καθίσματα και την πόρτα και διάφορα άλλα εξαρτήματα και στη συνέχεια του έβαλαν φωτιά για να εξαλείψουν τα υπολείμματά του. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπέρβαση εξουσίας συντρέχει και όταν δεν κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας η δεύτερη ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας.
0
Αριθμός 2056/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 254/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή και με πολιτικώς ενάγοντα το ..... που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του, Άγγελο Κωνσταντινίδη Αθανάσιο Ζαχαριάδη και Μιλτιάδη Καρυδά. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 21/23.04.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 692/2007 . Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 57/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το Δικαστήριο γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης, ο κατηγορούμενος δικηγόρος κηρύχθηκε αθώος των κατηγοριών της υπεξαίρεσης και της απάτης κατ' εξακολούθηση. Ως αιτιολογία, δε της απαλλακτικής του κρίσης, το Εφετείο διέλαβε τα εξής: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, της πολιτικής αγωγής και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία απεδείχθησαν τα ακόλουθα γεγονότα: Την 1.6.1996 η εγκαλούσα Ζ1 κάτοικος ..... και ηλικίας τότε 86 ετών, υπέστη σωματικές βλάβες συνεπεία τροχαίου ατυχήματος, που έλαβε χώραν στην οδό ..... Προς ικανοποίηση της αστικής της απαιτήσεως εκ του τροχαίου τούτου ατυχήματος η εγκαλούσα, παρουσία και της ανιψιάς της Φ2 συζ. Φ1 και τούτου, οι οποίοι διέμεναν στο ίδιο οικοδόμημα και τους συνεβουλεύετο στις συναλλαγές της και σε κάθε σημαντικό βιοτικό γεγονός, που την αφορούσε συνεπεία της συγγενικής σχέσεώς τους, ανέθεσε, καθ' υπόδειξη του Φ1 τη νομική διεκπεραίωση της υποθέσεώς της ενώπιον των Δικαστηρίων, στον κατηγορούμενο, δικηγόρο Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρχικώς άσκησε κατά του οδηγού του αυτοκινήτου Ο1 και της ασφαλιστικής του εταιρίας "ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ ΑΕ", την από 22.7.1996 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μον. Πρωτ. Θεσσαλονίκης, στη συζήτηση της οποίας ο κατηγ/νος παρέστη και επί της οποίας εκδόθηκε η 30876/1996 απόφαση τούτου, που προσωρινώς επεδίκασε στην αιτούσα και ήδη εγκαλούσα το ποσό των 40.000 δραχμών ανά μήνα επί δεκάμηνο νομιμοτόκως από την επίδοση της αιτήσεως κρίνασα αυτήν ως συνυπαίτια κατά ποσοστό 50%, ως επιχειρήσασα να διασχίσει το οδόστρωμα εκτός διαβάσεων. Παράλληλα ο κατηγ/νος συνέταξε και κατέθεσε στο Μον. Πρωτ. Θεσσαλονίκης, την από 19.7.1996 κυρία αγωγή κατά των άνω εναγομένων, δια της οποίας η ενάγουσα και ήδη εγκαλούσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι άνω εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 10.000.000 δρχ. ως χρηματική της ικανοποίηση, το ποσό του 1.500.000 δρχ. για βελτιωμένη τροφή και το ποσό του 1.200.000 για απασχόληση βοηθού νοσοκόμας, ήτοι συνολικώς το ποσό των 12.700.000 δραχμών και μετά περιορισμό της αγωγής το ποσό των 5.700.000 δρχ. νομιμοτόκως. Επί της αγωγής αυτής, κατά τη συζήτηση της οποίας παρέστη ο κατηγ/νος, εκδόθηκε η 15296/1997 απόφαση του Μον. Πρωτ. Θεσσαλονίκης, η οποία επιδίκασε στην ενάγουσα και ήδη εγκαλούσα το ποσό των 480.000 δραχμών νομιμοτόκως από την επίδοση της άνω αγωγής. Συγκεκριμένα η απόφαση αυτή έκρινε συνυπαίτια την ενάγουσα κατά ποσοστό ομοίως 50%, διότι επιχείρησε να διασχίσει την άνω οδό από σημείο που δεν υφίσταται διάβαση πεζών και επεδίκασε σε αυτήν, δια τις αναφερόμενες σε αυτήν σωματικές βλάβες, που οφείλονται στην ανεπαίσθητη και ελάχιστη επαφή της με το όχημα του εναγομένου (Ο1) και την κατάρρευσή της στο οδόστρωμα, το ποσό των 300.000 δρχ. ως χρηματική της ικανοποίηση και το ποσό των 180.000 δρχ., ως αποζημίωσή της, ήτοι συνολικώς το ποσό των 480.000 δρχ., νομιμοτόκως. Το επιδικασθέν τούτο ποσό με τους τόκους και δη το ποσό των 504.205 δραχμών, ο κατηγ/νος υπό την άνω ιδιότητά του, το εισέπραξε από την άνω ασφαλιστική εταιρία και δεν το απέδωσε στην ενάγουσα-εγκαλούσα. Ερευνητέο μετά ταύτα εάν ο κατηγ/νος υπεξήρεσε το ποσό τούτο και ακριβέστερον ποσό των 653.724 δραχμών καθόσον κατά την κατηγορία εισέπραξε τις 504.205 δραχμές, είχε εισπράξει από την εγκαλούσα ως προκαταβολή 250.000 δρχ., και ενώ εδικαιούτο το ποσοστό του 20% κατά την κατηγορία ήτοι 100.841 δραχμές, όφειλε να της αποδώσει το ποσό των 653.724 δραχμών. Η εγκαλούσα ισχυρίζεται ότι η μεταξύ αυτής και κατηγ/νου σύμβαση είναι σύμβαση εργολαβίας δίκης, κατά την οποία ο κατηγ/νος διεξήγαγε τις δίκες με δικά του έξοδα και θα ελάμβανε το 20% και το υπόλοιπο θα της το απέδιδε, ότι επίσης την παραίνεσε ο κατηγ/νος και του κατέβαλε δολίως άλλες 100.000 δραχμές, ότι δήθεν είχε ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής, επικαλείται δε δια την καταβολή και τη φύση της συμβάσεως αυτής την από 30.9.2003 απόδειξή του και τέλος, ότι η από 24.1.2001 εξουσιοδότηση της περιέχει ανακριβές περιεχόμενο, ο δε κατηγ/νος ισχυρίζεται τα αντίθετα. Από το εν γένει αποδεικτικό υλικό παρέμειναν αμφιβολίες, κατά την κρίση της πλειοψηφίας, περί του ότι η σύμβαση της εγκαλούσας και του κατηγ/νου ήταν τοιαύτη εργολαβία δίκης υπό την πλήρη νομική της μορφή με ποσοστό 20% με δικά του έξοδα, καθόσον 1) σχετικό έγγραφο περί εργολαβίας, ως συνηθίζεται, δεν καταρτίσθηκε ούτε εκατέρωθεν γίνεται επίκληση τοιούτου εγγράφου και 2) και αν είχε καταρτισθεί τέτοια σύμβαση εργολαβίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι σε περίπτωση αποτυχίας της δίκης ο κατηγ/νος δεν θα ελάμβανε τίποτε, η σύμβαση αυτή ως σύμβαση εργολαβίας είναι άκυρη, καθόσον από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 3 και 5 του άρθρου 92 του Δικ. Κώδικα προκύπτει ότι επιτρέπεται ειδική συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, που να εξαρτά την αμοιβή του πρώτου από την έκβαση της δίκης ή το αποτέλεσμα της εργασίας, οπότε η αμοιβή δεν μπορεί να υπερβεί το 20% του αντικειμένου της δίκης, η συμφωνία όμως αυτή είναι ισχυρά όταν ο δικηγόρος αναλαμβάνει την υποχρέωση αφενός να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας και αφετέρου να μη λάβει αμοιβή σε περίπτωση αποτυχίας, αν δε λείπει ο ουσιώδης αυτός όρος (μη λήψη αμοιβής σε περίπτωση αποτυχίας), που πρέπει να έχει διατυπωθεί ρητώς, η συμφωνία θεωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ άκυρη σαν να μην έγινε και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, αυτεπαγγέλτως τούτου ερευνωμένου, μη αρκούσης της εις την σύμβαση μνείας ότι η αμοιβή θέλει υπολογισθεί βάσει του ό,τι ήθελε προκύψει ή περιέλθει στον εντολέα, εκ των ενεργειών του δικηγόρου, (ΑΠ 758/1985 ΝοΒ 34, 664, ΑΠ 1747/1984 ΝοΒ 33.1133 Ε.Α. 339/1986 Ελλ.Δ/ση 27.507 βλ και ΑΠ 1130/1984 Ελλ.Δνση 26.46, ΑΠ 563/1980 ΝοΒ 28.1952 και άλλες). Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω, περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγ/νος εισέπραξε ως προκαταβολές από την εγκαλούσα το ποσό των 250.000 δραχμών και δη σταδιακώς και συγκεκριμένα στις 5.6.1996 20.000 δρχ. και επί πλέον στις 15.7.1996 150.000 δρχ., και στις 8.5.1997 80.000 δρχ., ως εβεβαίωσαν ενόρκως οι μάρτυρες της εγκαλούσας, Φ1, Φ2 συζ. Φ1 και ..... και περιλαμβάνονται στην αναγνωσθείσα 889/2004 ένορκη βεβαίωση (πράξη) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, Σωτηρίου Τσουμάκα. Έτσι λοιπόν, εφόσον ο κατηγ/νος έλαβε το άνω ποσό ως αμοιβή έναντι εκείνης, που συμφωνήθηκε και αν συμφωνήθηκε, έπαυσε να έχει ισχύ η τυχόν συμφωνία περί εργολαβίας και δικαιούτο πλέον ο δικηγόρος και εν προκειμένω ο κατηγ/νος τις καθοριζόμενες από τις οικείες διατάξεις του Κωδικός Δικηγόρου τιμές (Γνωμ. Μπέη εις ΝοΒ 17.934, ΕΑ 6349/1982 ΕΕΝ 49.707). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μεταξύ της εγκαλούσας και του κατηγ/νου, δεν έλαβε χώραν εκκαθάριση των εκατέρωθεν αξιώσεων, ενώ απεδείχθη ότι η εγκαλούσα δεν επιθυμούσε την άσκηση εφέσεως, ως κατέθεσε πρωτοδίκως. Έτσι, ενόψει των διϊσταμένων ισχυρισμών των διαδίκων, ο κατηγ/νος την 24.2.2004 κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, σε λογαριασμό της εγκαλούσας, το ποσό 2.500 ΕΥΡΩ για κεφάλαιο και τόκους των άνω 504.205 δραχμών και ειδοποιήθηκε η εγκαλούσα να εισπράξει το ποσό αυτό (βλέπε την ..... αριθμ. εντολής κατ' αίτηση του κατηγ/νου ...... και την από 24.2.2004 ειδοποίηση της ΕΤΕ ....., ως και την από 26.5.2004 ένορκη κατάθεση της Φ2 συζ.Φ1 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την οποία κατέθεσε ότι "μας ειδοποίησαν από την Εθνική Τράπεζα ότι η ενάγουσα έχει να εισπράξει 850.000 δραχμές" και την πρωτόδικη τοιαύτη). Η εγκαλούσα όμως, που έλαβε γνώση της ειδοποιήσεως αυτής, δεν προσήλθε να εισπράξει το ποσό αυτό. Έτσι, λόγω διαστάσεως των απόψεών τους για την ανεκκαθάριστη αυτή έννομη σχέση τους, ανεφύησαν διενέξεις και έχουν αποδυθεί σε μεταξύ τους δικαστικούς αγώνες. Το άνω γεγονός του εισέτι ανεκκαθαρίστου των μεταξύ τους αντιθέτων αξιώσεων και του γεγονότος της άνω καταθέσεως και μη αποδοχής από την εγκαλούσα, ήδη θανούσα, και υπό την εκδοχή ότι η εγκαλούσα έχει λαμβάνειν από τον κατηγ/νο οποιοδήποτε ποσό, ασφαλώς καταμαρτυρεί έλλειψη σκοπού παρανόμου ιδιοποιήσεως η παρά του κατηγ/νου οποιουδήποτε οφειλομένου παρ' αυτού προς την εγκαλούσα ποσού. Περαιτέρω, όσον αφορά την κατηγορία της απάτης και δη κατά το πρώτο σκέλος και συγκεκριμένα του ότι στις 24.11.1999 ο κατηγ/νος παρέστησε ψευδώς στην εγκαλούσα ότι είχε ασκήσει έφεση κατά της άνω αποφάσεως και έτσι παρέπεισε την εγκαλούσα και του κατέβαλε το ποσό των 100.000 δραχμών ως έξοδα της εφέσεως με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η εγκαλούσα κατά το ποσό αυτό, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εγκαλούσα, κατ' αρχήν, δεν επιθυμούσε την άσκηση εφέσεως κατά της άνω αποφάσεως, ως κατέθεσε η ίδια πρωτοδίκως, γεγονός από το οποίο παρέπεται ότι ουδεμία τέτοια ψευδή διαβεβαίωση απηύθυνε προς την εγκαλούσα, ούτε την καταβολή παρά της εγκαλούσας προς αυτόν τέτοιου ποσού, αφού, ως ελέχθη, η ίδια δεν επιθυμούσε την άσκηση εφέσεως. Το ποσό των 100.000 τούτων δραχμών, κατά την κρίση της πλειοψηφίας, πράγματι δόθηκε στον κατηγ/νο από την Φ2 εξ ιδίας όμως αυτής πρωτοβουλίας και προδήλως εξ ιδίων, ενόψει της δεδομένης θελήσεως της εγκαλούσας, περί μη ασκήσεως εφέσεως. Έτσι για την καταβολή αυτή δεν εχώρησε ούτε παραπλάνηση ουδέ ζημία της εγκαλούσας, ήτοι δεν τελέσθηκε τοιαύτη απάτη σε βάρος της εγκαλούσας, η καταβολή αυτή συνιστά διαφορά αποκλειστικά μεταξύ της Φ2 και κατηγ/νου και ως εκ περισσού λεκτέον, μάλιστα δια γεγονός μέλλον αφού η ίδια η Φ2 ενόρκως εβεβαίωσε κατά την άνω ένορκη βεβαίωση ότι η καταβολή έγινε προκειμένου ο κατηγ/νος να ασκήσει την έφεση και όχι ότι την είχε ασκήσει, γεγονός το οποίο, ως αναγόμενο στο μέλλον αφού δεν άσκησε ο κατηγ/νος έφεση, γεννά αστικές βεβαίως συνέπειες, όχι όμως και τέλεση του εγκλήματος της απάτης (Ολ. ΑΠ 1420/1986 ΠΧρ. ΛΖ 162, ΑΠ 863/2002 ΠΧΡ. ΝΑ 152) σε βάρος της εγκαλούσας σε κάθε περίπτωση. Όθεν, κατά το σκέλος αυτό της κατηγορίας, κατά την κρίση της πλειοψηφίας, δεν τελέσθηκε ποινική απάτη παρά του κατηγ/νου, σε βάρος της εγκαλούσας. Περαιτέρω, όσον αφορά την κατηγορία και δη του ότι ο κατηγ/νος στις 24-1-2001 έχοντας σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους παρέστησε ψευδώς στην ιδία ως άνω εγκαλούσα ότι δήθεν είχε συντάξει ένα έγγραφο στο οποίο τον εξουσιοδοτούσε να παραστεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/νίκης και να δηλώσει αντ' αυτής ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του προαναφερόμενου οδηγού Ο1 ενώ η αλήθεια ήταν ότι στο άνω έγγραφο, πλην των άνω αναφερομένων, ο κατηγορούμενος είχε αναγράψει ότι η παθούσα του έδινε εντολή να μην ασκήσει έφεση και ότι του δανείζει το ποσό των 504.205 δραχμών που είχε εισπράξει από τους αντιδίκους, γεγονότα που ήταν ψευδή, και έτσι, με τις άνω ψευδείς παραστάσεις, έπεισε την εγκαλούσα να υπογράψει το άνω έγγραφο και με τον τρόπο αυτό να υποστεί η παθούσα περιουσιακή ζημία, αφού δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει αποζημίωση για τα εγκλήματα της απάτης και της υπεξαίρεσης που είχε τελέσει ο κατηγορούμενος σε βάρος της, λεκτέα τα ακόλουθα: Η αναγνωσθείσα από 24.1.2001 ΔΗΛΩΣΗ - ΕΝΤΟΛΗ -ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ, η οποία φέρει την υπογραφή της εγκαλούσας και το γνήσιο της υπογραφής της έχει βεβαιωθεί από το Αστυνομικό Τμήμα .... την ίδια ημέρα ενώπιον της αστυνομικού ....., έχει το ακόλουθο περιεχόμενο "Η υπογράφουσα Ζ1, με την παρούσα δίνω τη ρητή έγγραφη εντολή (όπως και προφορικά είχα δώσει) στον Χ1 δικηγόρο: 1. Να κρατήσει για λογαριασμό του ως έξοδα και αμοιβή του το ποσό των 250.000 δρχ. που του έχω δώσει. 2. Να μου αποδώσει σε πρώτη ζήτησή μου το ποσό των 504.205 δρχ. που έχει εισπράξει από την Ασφαλιστική εταιρεία "ΥΔΡΟΓΕΙΟ" (και που συμφώνησα να κρατήσει, για να αντιμετωπίσει τα έξοδα υγείας του αδελφού του) και μάλιστα έντοκα. 3. Να μην ασκήσει κανένα ένδικο μέσο (όπως και προφορικά του είχα ζητήσει) και ειδικά έφεση κατά της υπ' αριθμ. 15296/97 αποφάσεως Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης διότι δεν επιθυμώ την διαιώνιση του δικαστικού αγώνα κατά της "ΥΔΡΟΓΕΙΟΥ" και του ασφαλισμένου της Ο1. 4. Να εμφανιστεί για λογαριασμό μου την 25-1-2001 ενώπιον του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και να δηλώσει ότι δεν επιθυμώ την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου Ο1 διότι έχω ολοσχερώς εξοφληθεί". Το έγγραφο αυτό υπεγράφη ενώπιον της Φ2 ως η ίδια κατέθεσε ενώπιον του "Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την άνω κατάθεσή της κατά την οποία "Στην Αστυνομία, ήμουν παρούσα όταν θεωρήθηκε το γνήσιο της υπογραφής". Έτσι, ασφαλώς "δεν διέλαθε της προσοχής της Φ2 ως "επιφορτισμένης με τις συμβουλές της θείας της εγκαλούσας, ουδέ της εγκαλούσας, η οποία είχε πνευματική συγκρότηση προς αντίληψη του περιεχομένου του εγγράφου τούτου, γεγονός που καταμαρτυρείται από το ύφος της καταθέσεως της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπου πρόσθεσε ως ελέχθη ότι δεν επιθυμούσε την άσκηση εφέσεως, γεγονός που εναρμονίζεται κατά τούτο με το περιεχόμενο του εγγράφου τούτου. Κατά το λοιπό περιεχόμενο του εγγράφου τούτου, που έγινε αντιληπτό από την εγκαλούσα και ασφαλώς υφίστατο γραμμένο το περιεχόμενο του, διότι άλλως δια ποιο λόγο θα το υπέγραφε και δη παρουσία της Φ2 αφού, άλλως, η παρουσία της δεν εξυπηρετούσε άλλο σκοπό, η εγκαλούσα νομικώς δεσμεύεται και δεν καθιστά τον κατηγορούμενο υπεξαιρέτη των ποσών των 250.000 και 504.205 δραχμών, ουδέ ότι τέλεσε το αδίκημα της απάτης σε βάρος της εγκαλούσας αφού το περιεχόμενο του εγγράφου τούτου είναι αληθές και όχι προϊόν απατηλής συμπεριφοράς του, και συνεπώς δεν έλαβε χώραν ζημία της εγκαλούσας εξ εγκλημάτων απάτης και υπεξαίρεσης, αφού τοιαύτα ως άνω δεν τελέσθηκαν και κατά τις προηγούμενες σκέψεις. Οι όποιες τυχόν απαιτήσεις της εγκαλούσας και των κληρονόμων της ανάγονται στη σφαίρα των αστικών διαφορών μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες εισέτι δεν έχουν επιλυθεί εξωδίκως ή δικαστικώς και όχι στη σφαίρα του Ποινικού Κώδικα (υπεξαίρεσης και απάτης). Μετά ταύτα, αδιάφορο είναι και το κύρος της από 30.9.2003 κατά την αναγραφή "έναντι αμοιβής 20%" αφού ως ελέχθη η σύμβαση μεταξύ της εγκαλούσας και κατηγ/νου δεν αποδείχθηκε ότι φέρει χαρακτήρα εργολαβίας δίκης. Όθεν, κατά την κρίση της πλειοψηφίας, πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγ/νος αθώος των πράξεων της υπεξαίρεσης και απάτης κατ' εξακολούθηση, ως κατηγορείται" και έτσι κήρυξε αυτό αθώο του ότι: "Στη Θεσ/νίκη στους παρακάτω χρόνους με περισσότερες από μία πράξεις του τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα ήτοι: Α) Στις 10-6-2000 ιδιοποιήθηκε ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του με τον ακόλουθο τρόπο και συγκεκριμένα έχοντας την ιδιότητα του δικηγόρου Θεσ/νίκης είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της εγκαλούσας Ζ1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης κατά την εκδίκαση της υπ' αριθμ. κατάθεσης 26415/22-7-1996 αγωγής της άνω εγκαλούσας σε βάρος του Ο1 με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας από τροχαίο ατύχημα, για την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 15296/1997 απόφαση του άνω δικαστηρίου, η οποία επιδίκαζε την καταβολή ποσού 504.205 δραχμών στην εγκαλούσα και ενώ η αμοιβή του κατηγορουμένου ανερχόταν στο ποσό των 100.841 δραχμών, αφού είχαν συμφωνήσει οι προαναφερόμενοι ότι ο κατηγορούμενος θα ελάμβανε ποσοστό 20% επί της τελεσιδίκως επιδικασθείσης αποζημιώσεως, ο τελευταίος, καίτοι είχε προηγουμένως λάβει και ως προκαταβολή το ποσό των 250.000 δραχμών έναντι της αμοιβής του, όταν εισέπραξε την ανωτέρω αποζημίωση από τους αντιδίκους, ενεργών ως πληρεξούσιος δικηγόρος της εγκαλούσας, παρακράτησε το σύνολο της αποζημίωσης και δεν απέδωσε στην άνω εγκαλούσα το ποσό των 653.724 (250.000 συν 403.724) δραχμών, το οποίο εκείνη εδικαιούτο, αλλά το κατακράτησε, ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα. Β) Στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον άλλο σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα α) στις 24-11-1999, έχοντας σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, παρέστησε "ψευδώς στην άνω εγκαλούσα ότι δήθεν είχε ασκήσει έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης και ότι τα έξοδα για την κατάθεση αυτής ανέρχονται στο ποσό των 100.000 δραχμών, ενώ η αλήθεια ήταν ότι ουδέποτε προέβη στην κατάθεση εφέσεως, με αποτέλεσμα η άνω παθούσα, πειθόμενη από τις ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου, να του δώσει την ίδια ημέρα το άνω ποσό, το οποίο ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα, παρακρατώντας το και ενσωματώνοντάς το στην περιουσία του και με τον τρόπο αυτό να υποστεί η παθούσα αντίστοιχη περιουσιακή ζημία, β) στις 24-1-2001, έχοντας σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, παρέστησε ψευδώς στην άνω εγκαλούσα ότι δήθεν είχε συντάξει ένα έγγραφο στο οποίο τον εξουσιοδοτούσε να παραστεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/νίκης και να δηλώσει αντ' αυτής ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του προαναφερόμενου οδηγού Ο1 ενώ ή αλήθεια ήταν ότι στο άνω έγγραφο, πλην των άνω αναφερομένων, ο κατηγορούμενος είχε αναγράψει ότι η παθούσα του έδινε εντολή να μην ασκήσει έφεση και ότι του δανείζει το ποσό των 502.205 δραχμών που είχε εισπράξει από τους αντιδίκους, γεγονότα που ήταν ψευδή, και έτσι, με τις άνω ψευδείς παραστάσεις, έπεισε την εγκαλούσα να υπογράψει το άνω έγγραφο και με τον τρόπο αυτό να υποστεί η παθούσα περιουσιακή ζημία, αφού δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει αποζημίωση για τα εγκλήματα της απάτης και της υπεξαίρεσης που είχε τελέσει ο κατηγορούμενος σε βάρος της". Με τις παραδοχές, όμως, αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον, οι ως άνω παραδοχές, είναι ελλειπείς, ασαφείς και αντιφατικές κατά τούτο διότι: α) δεν αναφέρει ποιο είναι το συγκεκριμένο ποσό της αμοιβής του κατηγορουμένου, ενόψει του ότι δέχθηκε ότι δεν υπήρχε συμφωνία για εργολαβία της δίκης, και πως ο τελευταίος υπολόγισε ως οφειλόμενο το ποσό που κατέθεσε στις 24-2-2004. Εάν δε αυτό ήταν το μόνο οφειλόμενο, δεν διευκρινίζεται εάν το ποσό που κατέθεσε το ανέλαβε και πάλι ή όχι και πως συνδυάζεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, η έλλειψη σκοπού παράνομης ιδιοποίησης και μάλιστα οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού. Επίσης δεν εξηγείται πως, ενώ γίνεται δεκτό ότι στις 24-2-2004 ο κατηγορούμενος κατέθεσε το ποσό των 504.205 δραχμών, στις 24-1-2001, η παθούσα, με το αναφερόμενο σχετικό πληρεξούσιο, του δανείζει το ποσό αυτό, το οποίο προφανέστατα βρίσκεται στην κατοχή του, χωρίς επίσης να αναφέρεται πότε το εισέπραξε ο ίδιος από την ασφαλιστική εταιρεία και γιατί δεν το απέδωσε αμέσως. β) Το γεγονός ότι η παθούσα δεν επιθυμούσε την άσκηση έφεσης, δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι ο κατηγορούμενος δεν απεύθυνε σ' αυτή ψευδή διαβεβαίωση, στις 24-11-1999, ότι άσκησε έφεση και ότι δεν έλαβε από αυτήν το ποσό των 100.000 δραχμών, όπως δέχεται η απόφαση, αφού δεν διευκρινίζεται πότε η εγκαλούσα εκδήλωσε την επιθυμία να μην ασκηθεί έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως και το γεγονός αυτό περιήλθε σε γνώση του κατηγορουμένου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, όπως γίνεται δεκτό από την προσβαλλόμενη, το πληρεξούσιο στο οποίο αναγράφονται ότι η παθούσα δεν επιθυμούσε να ασκηθεί έφεση, συντάχθηκε στις 24-1-2001 και αφορούσε απόφαση η οποία είχε εκδοθεί το 1997, δηλαδή είχε ήδη παρέλθει χρόνος πέραν της τριετίας, από την έκδοσή της. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η ίδια η απόφαση δέχεται ότι ο κατηγορούμενος έλαβε το ως άνω ποσό από την ανηψιά της εγκαλούσας και, όπως επιγραμματικά αναφέρει, "προδήλως εξ ιδίων, ενόψει της δεδομένης θελήσεως της εγκαλούσας περί μη ασκήσεως εφέσεως". Έτσι, όμως, γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος εισέπραξε το ανωτέρω ποσό για άσκηση εφέσεως, την οποία, όμως, δεν επρόκειτο να ασκήσει, εν γνώσει του. Συνεπώς, όφειλε το Δικαστήριο να ερευνήσει σε κάθε περίπτωση εάν και κατά πόσον στοιχειοθετείται το έγκλημα της υπεξαίρεσης, σχετικά με το ανωτέρω ποσό. γ) Δέχεται η απόφαση ότι το περιεχόμενο της από 24-1-2001 δήλωσης - εξουσιοδότησης είναι αληθινό, γιατί υπογράφηκε ενώπιον της Φ2 ανεψιάς της εγκαλούσας, η παρουσία της οποίας, κατά τα αναφερόμενα σ'αυτή, δεν εξυπηρετούσε άλλο σκοπό, παρά την αντίληψη του περιεχομένου της. Τα ανωτέρω, όμως, δεν αρκούν και, όχι μόνον αυτό, η απόφαση περαιτέρω, δεν αναφέρει τίποτε για τα περιστατικά της κατηγορίας, δηλαδή, ότι η ως άνω δήλωση είχε ως περιεχόμενο μόνο τη δήλωση της εγκαλούσας ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του οδηγού, όχι δε και το υπόλοιπο περιεχόμενο, όταν μάλιστα γίνεται δεκτό ότι η δήλωση αυτή συντάχθηκε την προτεραία της ποινικής δίκης και, ως εκ τούτου, πέραν της δηλώσεως ότι η εγκαλούσα δεν επιθυμούσε την ποινική δίωξη του οδηγού του αυτοκινήτου, το άλλο περιεχόμενο της δηλώσεως και μάλιστα στο χρόνο αυτό (σύνταξης) δεν είχε νόημα, αφού αφορούσε ενέργειες που είχαν τελεσθεί πριν από αρκετό καιρό, ο δε χρόνος εφέσεως είχε προ πολλού παρέλθει. Άλλωστε, δεν εξηγείται, πως η αναφερόμενη ανηψιά της εγκαλούσας Φ2 δεν αντέδρασε, εάν πράγματι αντιλήφθηκε το φερόμενο όλο περιεχόμενο της δήλωσης, ειδικότερα όμως για το ποσό των 100.000 δραχμών, που είχε δώσει αυτή για την άσκηση έφεσης. Τέλος, δεν δίνεται καμμία εξήγηση για το φερόμενο δανεισμό της εγκαλούσας, η οποία τότε ήταν ηλικίας περίπου 90 ετών, προς τον κατηγορούμενο, όταν δεν γίνεται δεκτό ότι είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους σχέσεις που να δικαιολογούν το δανεισμό αυτό και με ποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, προκειμένου, τα πραγματικά αυτά περιστατικά να αξιολογηθούν κατά τη στοιχειοθέτηση ή μη της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης της απάτης. Επομένως, είναι βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 254/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που εξέδωσαν την παραπάνω απόφαση.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας αθωωτι-κής αποφάσεως. Δεκτή η αναίρεση
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2055/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση και Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2006, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. x1, 2. χ2 και 3. χ3, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17/3/2006, 20/3/2006 και 7/3/2006 τρεις χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 809/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη με αριθμό 379/20.9.2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αρ.34/7-3-2006, 43/17-3-2006 και 46/20-3-2006 αιτήσεις αναίρεσης των: α) χ1 (δυνάμει της από 2-3-2006 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Αθανάσιο Παπαθανασίου), β) χ2 (δυνάμει του υπ΄αρ. ........ ειδικού πληρεξουσίου) και γ) χ3, κατά του υπ'αριθ. 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ'ουσία (και εν μέρει έγιναν δεκτές) οι αντίστοιχες εφέσεις των τώρα αναιρεσειόντων κατά του υπ'αρ. 1086/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για απάτη τελεσθείσα από κοινού κατά συρροή και κατ΄εξακολούθηση από δράστη που ενεργεί κατ΄επάγγελμα και συνήθεια με συνολικό όφελος του δράστη και αντίστοιχη ζημία των παθόντων που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και επικυρώθηκε (με κάποια τροποποίηση) το πρωτόδικο βούλευμα. Β) Οι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473§1, 474 και 482 παρ.1 & 3 Κ.Π.Δ., με τις ως άνω από 7-3-2006, 17-3-2006 και 20-3-2006 δηλώσεις των αναιρεσειόντων στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ'αρ.34, 43 και 46/2006 εκθέσεις αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμά τους είχε επιδοθεί την 20-2-2006, 2-3-2006 (και 13-3-06 προς τον αντίκλητο δικηγόρο) και 24-2-06, αντίστοιχα και είναι τυπικά δεκτές. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρ.93§3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π.252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762). Ε) Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στις αιτήσεις αναίρεσης ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός των αιτήσεων είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π.1457/2000 & 591/2001, Π.Χ. ΝΑ/537 & ΝΒ/131). ΣΤ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα κατ΄ είδος τ΄ αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι εκκαλούντες χ1, χ2 και χ3, είχαν στην ανώνυμη εταιρία "Θεσσαλική Οινοπνευματική ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και δραστηριοποιόταν στην παρασκευή και εμπορία οίνου και οινοπνευματοδών ποτών, τις ιδιότητες, ο πρώτος του Γενικού Διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου, ο δεύτερος του μέλους του διοικητικού συμβουλίου και ο τρίτος του τεχνικού διευθυντή. Η μετοχή της εταιρίας ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ). Δυνάμει της από 15.1.1998 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας αυξήθηκε το μετοχικό της κεφάλαιο κατά ποσό ενός δισεκατομμυρίου διακοσίων δέκα εκατομμυρίων (1.210.000.000) δρχ., ενώ στις 4-4-1999, αποφασίστηκε από την ΄Εκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων, αύξηση, νέα, του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, ποσού τεσσάρων δισεκατομμυρίων οκτακοσίων σαράντα εκατομμυρίων (4.840.000.000) δραχμών. Ήδη όμως, τουλάχιστον από το έτος 1997, η οικονομική κατάσταση της εταιρίας ήταν κακή, είχε σχεδόν διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα, μεγάλο μέρος κεφαλαίων της είχαν διοχετευθεί με αδιαφανείς και παράνομες ενέργειες σε τρίτους, όπως ποσό επτακοσίων εννέα εκατομμυρίων (709.000.000) δρχ. στην εταιρία ........, όφειλε τεράστια ποσά στο Δημόσιο, από φόρους, τέλη κλπ, σε Τράπεζες και σε τρίτους, ενώ με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είχε ανασταλεί η διαπραγμάτευση της τιμής της μετοχής της εταιρίας, λόγω της κακής οικονομικής καταστάσεως της εταιρίας και σοβαρών παραβάσεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας. Παρόλα αυτά οι εκκαλούντες, με σκοπό να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος στην ίδια εταιρία, διαδοχικά, με απατηλές διαβεβαιώσεις και παραστάσεις, που οδηγούσαν σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση κάθε φορά, στην Αθήνα, ενεργώντας από κοινού, εμφάνισαν εν γνώσει ψευδώς, στις 17-8-1999 και στις 22-9-1999 στον ψ1, οδός ....... και στις 18-8-1999 στον ψ2, οδός ......., ότι η αυτή εταιρία ήταν οικονομικά εύρωστη, συνέχιζε με επιτυχία την παραγωγική και επιχειρηματική της δραστηριότητα, ότι η συμμετοχή τους στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που αποφασίστηκε στις 14-4-1999 θα απέφερε με βεβαιότητα κέρδη, ότι η αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής δεν συνδεόταν με σοβαρές παραβάσεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και ότι άμεσα θα αποφασιζόταν η άρση της αναστολής διαπραγμάτευσης της μετοχής και, έτσι, τους έπεισαν να συμμετάσχουν, τους αντιστοίχους χρόνους, στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, καταβάλλοντας, για το σκοπό αυτό, τους ίδιους χρόνους, στην εταιρία, για αγορά μετοχών, ο ψ1, στις 17-8-1999 ποσό πεντακοσίων εβδομήντα δύο χιλιάδων (572.000) δρχ. και στις 22-9-1999 ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών και ο ψ2 στις 18-8-1999 το ποσό των ενός εκατομμυρίου εκατό χιλιάδων (1.100.000) δρχ., με συνέπεια οι παθόντες να υποστούν ζημία ανάλογη του καταβληθέντος κάθε φορά ποσού, αφού λόγω των εκτεθέντων προβλημάτων της εταιρίας και της χρηματιστηριακής ανωμαλίας της μετοχής τα απαιτηθέντα μετοχικά δικαιώματα στερούνταν, ουσιαστικά, κάθε οικονομικού αποτελέσματος. Οι τρεις συγκεκριμένες, εκτεθείσες αξιόποινες μερικώτερες πράξεις απάτης συνδέονται με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ΄εξακολούθηση έγκλημα απάτης, το συνολικό δε όφελος που απέβλεπαν, με τις μερικώτερες αυτές πράξεις, να προσπορίσουν, οι εκκαλούντες, στην εταιρία και η αντίστοιχη συνολική ζημία των παθόντων, είναι ανώτερη των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ανερχόμενη στο ποσό των 37.188,55 ευρώ (12.672.000 δραχμές). Μαρτυρείται δε από την κατ΄ επανάληψη τέλεση των μερικωτέρων πράξεων, σε βάρος διαφορετικών παθόντων, σκοπός πορισμού εισοδήματος και ακόμη σταθερή ροπή, των ιδίων, προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Στον κατά τα ανωτέρω υπολογισμό του οφέλους και της ζημίας, δεν μπορούν να προστεθούν, σύμφωνα με όσα στη μείζονα νομική σκέψη διαλαμβάνονται, ποσά τόκων, εξόδων κλπ που διατείνεται, ο από τους παθόντες ψ1, ότι υπέστη, ενώ δεν αναιρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, η, στην πραγματικότητα μη καταβολή, από τους παθόντες, συνήθους επιμελείας, ώστε ν΄αποφύγουν την παραπλάνησή τους. Περαιτέρω και όσον αφορά την μερικώτερη πράξη της απάτης σε βάρος του ψ2, που φέρει χρόνο τελέσεως 17-5-1999 και ζημία 4.525.000 δρχ., επήλθε ήδη, κατ΄εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου (άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/99), παραγραφή, αφού η πράξη έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η απ΄αυτή ζημία με βάση και το χρόνο τελέσεως, δεν υπερβαίνει, συνολικώς το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθά παραπέμφθηκαν με το πρωτόδικο βούλευμα οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο για την ως άνω πράξη. Ζ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ. 1α, 27, 45, 94 παρ. 2, 98 και 386 παρ. 1 και 3α Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρ.484§1 στοιχ.β' και δ' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: Η) Δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση (Α.Π.193/88, Π.Χ. ΛΗ/498) του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1334 & 1424/89, Π.Χ. Μ/586 & 705), καθόσον αρκεί η λήψη αυτών συνολικά (Α.Π. 798/88, Π.Χ. ΛΗ/889) και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνήχθη από το καθένα (ΑΠ 1140/89, Π.Χ. Μ/424), όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (ανωτέρω υπό ΣΤ'), το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα κατ'είδος τ'αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 1825/99, Π.Χ. Ν/810) και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες. ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ: Θ) Καταρχήν δεν είναι ασαφής και αόριστη η επίκληση των αποδεικτικών μέσων, όπως υποστηρίζεται, αφού όπως προαναφέρθηκε αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των αποδείξεων και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους (ΑΠ 396 και 685/2004, Π.Χ. ΝΕ/133 και 233). Ι) Όταν μνημονεύονται οι χωρίς όρκο εξετάσεις των πολιτικώς εναγόντων (ή οι απολογίες των κατηγορουμένων) συμπεριλαμβάνονται και τα αντίστοιχα υπομνήματά τους, χωρίς άλλη ειδικότερη μνεία. Κατ΄ακολουθία, είναι αβάσιμη, ως έλλειψη αιτιολογίας, η αιτίαση ότι δεν συνεκτιμήθηκε το από 7-3-2001 υπόμνημα του μηνυτή ψ1. ΙΑ) Επίσης είναι εκτός αναιρετικού ελέγχου, ως απτόμενες της ουσίας, οι εκτιμήσεις για μη ανάμιξη των αναιρεσειόντων στις εταιρικές εργασίες της επίμαχης εταιρίας. ΙΒ) Ομοίως αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση εκτίθενται οι έννοιες της κατ΄εξακολούθηση, κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της απάτης και δεν πρόκειται για απλή αντιγραφή των νομικών διατάξεων, όπως υποστηρίζεται, ενώ εξάλλου εκτίθενται πλήρως και τα πραγματικά περιστατικά, έστω και συνοπτικά, αλλά με σαφήνεια, που συγκροτούν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης, έτσι ώστε οι αντίθετες αιτιάσεις της αίτησης αναίρεσης ν΄αποδεικνύονται και πάλι αβάσιμες. ΙΓ) Κατ΄ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει ν΄απορριφθούν και οι 3 ως άνω αιτήσεις αναίρεσης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες. Γ Ι΄ Α Υ Τ Ο------------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Ν΄απορριφθούν οι υπ΄αρ. 34/7-3-2006, 43/17-3-2006 και 46/20-3-2006 αιτήσεις αναίρεσης των: α)χ3 (δυνάμει της από 2-3-2006 εξουσιοδότησής του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Αθανάσιο Παπαθανασίου, β) χ1 (δυνάμει του υπ΄αρ. ...... ειδικού πληρεξουσίου) και γ) χ2, κατά του υπ΄αρ. 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους ως άνω αναιρεσείοντες. Αθήνα, 23 Ιουνίου 2006 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) τρεις αιτήσεις αναιρέσεως: α) η πρώτη με χρονολογία 17 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου χ1, β) η δεύτερη με χρονολογία 20 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου χ2 και γ) η τρίτη με χρονολογία 7 Μαρτίου 2006 του κατηγορουμένου χ3, οι οποίες στρέφονται κατά του υπ' αριθ. 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 386 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης. Για τη στοιχειοθέτηση περαιτέρω της απάτης και για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, το ουσιώδες είναι η πρόκληση της παραπλανήσεως και δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάνης. Γι' αυτό, είναι γενικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Η τυχόν συντρέχουσα αμέλεια τούτου δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, αλλά μπορεί να συνταξιολογηθεί στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής. Εξάλλου, από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Ετσι επί απάτης, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Κατά δε την παράγραφο 3 εδάφ. α' του ιδίου πιο πάνω άρθρου 386 του ΠΚ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ. που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος της απάτης κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην εν λόγω πρόταση. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή η ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2452/2005 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι εκκαλούντες χ1, χ2 και χ3, είχαν στην ανώνυμη εταιρία "Θεσσαλική Οινοπνευματική ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και δραστηριοποιόταν στην παρασκευή και εμπορία οίνου και οινοπνευματοδών ποτών, τις ιδιότητες, ο πρώτος του Γενικού Διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου, ο δεύτερος του μέλους του διοικητικού συμβουλίου και ο τρίτος του τεχνικού διευθυντή. Η μετοχή της εταιρίας ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ). Δυνάμει της από 15.1.1998 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας αυξήθηκε το μετοχικό της κεφάλαιο κατά ποσό ενός δισεκατομμυρίου διακοσίων δέκα εκατομμυρίων (1.210.000.000) δρχ., ενώ στις 4-4-1999, αποφασίστηκε από την ΄Εκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων, αύξηση, νέα, του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, ποσού τεσσάρων δισεκατομμυρίων οκτακοσίων σαράντα εκατομμυρίων (4.840.000.000) δραχμών. Ήδη, όμως, τουλάχιστον από το έτος 1997, η οικονομική κατάσταση της εταιρίας ήταν κακή, είχε σχεδόν διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα, μεγάλο μέρος κεφαλαίων της είχε διοχετευθεί με αδιαφανείς και παράνομες ενέργειες σε τρίτους, όπως ποσό επτακοσίων εννέα εκατομμυρίων (709.000.000) δρχ. στην εταιρία .........., όφειλε τεράστια ποσά στο Δημόσιο, από φόρους, τέλη κλπ, σε Τράπεζες και σε τρίτους, ενώ με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είχε ανασταλεί η διαπραγμάτευση της τιμής της μετοχής της εταιρίας, λόγω της κακής οικονομικής καταστάσεώς της (εταιρίας) και σοβαρών παραβάσεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας. Παρόλα αυτά οι εκκαλούντες, με σκοπό να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος στην ίδια εταιρία, διαδοχικά, με απατηλές διαβεβαιώσεις και παραστάσεις, που οδηγούσαν σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση κάθε φορά, στην Αθήνα, ενεργώντας από κοινού, εμφάνισαν εν γνώσει ψευδώς, στις 17-8-1999 και στις 22-9-1999 στον ψ1, οδός....... , και στις 18-8-1999 στον ψ2, οδός ........, ότι η αυτή εταιρία ήταν οικονομικά εύρωστη, συνέχιζε με επιτυχία την παραγωγική και επιχειρηματική της δραστηριότητα, ότι η συμμετοχή τους στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που αποφασίστηκε στις 14-4-1999 θα απέφερε με βεβαιότητα κέρδη, ότι η αναστολή της διαπραγμάτευσης της μετοχής δεν συνδεόταν με σοβαρές παραβάσεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και ότι άμεσα θα αποφασιζόταν η άρση της αναστολής διαπραγμάτευσης της μετοχής και, έτσι, τους έπεισαν να συμμετάσχουν, τους αντιστοίχους χρόνους, στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, καταβάλλοντας, για το σκοπό αυτό, τους ίδιους χρόνους, στην εταιρία, για αγορά μετοχών, ο ψ1, στις 17-8-1999 ποσό πεντακοσίων εβδομήντα δύο χιλιάδων (572.000) δρχ. και στις 22-9-1999 ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών και ο ψ2 στις 18-8-1999 το ποσό των ενός εκατομμυρίου εκατό χιλιάδων (1.100.000) δρχ., με συνέπεια οι παθόντες να υποστούν ζημία ανάλογη του καταβληθέντος κάθε φορά ποσού, αφού λόγω των εκτεθέντων προβλημάτων της εταιρίας και της χρηματιστηριακής ανωμαλίας της μετοχής τα αποκτηθέντα μετοχικά δικαιώματα στερούνταν, ουσιαστικά, κάθε οικονομικού αποτελέσματος. Οι τρεις συγκεκριμένες, εκτεθείσες αξιόποινες μερικότερες πράξεις απάτης συνδέονται με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ΄εξακολούθηση έγκλημα απάτης, το συνολικό δε όφελος που απέβλεπαν, με τις μερικότερες αυτές πράξεις, να προσπορίσουν, οι εκκαλούντες, στην εταιρία και η αντίστοιχη συνολική ζημία των παθόντων, είναι ανώτερη των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ανερχόμενη στο ποσό των 37.188,55 ευρώ (12.672.000 δραχμές). Μαρτυρείται δε από την κατ΄ επανάληψη τέλεση των μερικοτέρων πράξεων, σε βάρος διαφορετικών παθόντων, σκοπός πορισμού εισοδήματος και ακόμη σταθερή ροπή, των ιδίων, προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Στον κατά τα ανωτέρω υπολογισμό του οφέλους και της ζημίας, δεν μπορούν να προστεθούν, σύμφωνα με όσα στη μείζονα νομική σκέψη διαλαμβάνονται, ποσά τόκων, εξόδων κλπ που διατείνεται, ο από τους παθόντες ψ1, ότι υπέστη, ενώ δεν αναιρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, η, στην πραγματικότητα, μη καταβολή, από τους παθόντες, συνήθους επιμελείας, ώστε ν΄αποφύγουν την παραπλάνησή τους". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2452/2005 βούλευμά του έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής απάτης κατ΄εξακολούθηση (με χρόνους τελέσεως των πιο πάνω μερικοτέρων πράξεών της την 17-8-1999, 22-9-1999 και 18-8-1999) και για το λόγο αυτόν απέρριψε, αναφορικά με την άνω εξακολουθητική κακουργηματική απάτη, τις απ' αυτούς ασκηθείσες κατά του υπ' αριθ. 1086/2005 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εφέσεώς τους ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε ως προς το αντίστοιχο κεφάλαιό του το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως προέβη στην επαναδιατύπωση της κατηγορίας στο διατακτικό του, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες παραδοχές του. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', και 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 98 και 386 παρ. 1 και 3α του ΠΚ (όπως το εδάφιο στ' του άρθρου 13 προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 και όπως το εδάφιο α' της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999), τις οποίες ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος (με επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε, αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση). Τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, ("καταθέσεις των μαρτύρων, η χωρίς όρκο εξέταση των πολιτικώς εναγόντων ψ1 και ψ2, απολογίες των εκκαλούντων κατηγορουμένων και όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα"), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Ο ισχυρισμός δε των αναιρεσειόντων ότι δεν έχει το προσβαλλόμενο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί το Συμβούλιο Εφετών, που το εξέδωσε, δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και το από 7-3-2001 υπόμνημα του πολιτικώς ενάγοντος ψ1, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον συμπεριλαμβάνεται το εν λόγω υπόμνημα στα "συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα", που μνημονεύονται, όπως προαναφέρθηκε, στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και ως εκ τούτου λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε. Σε κάθε δε περίπτωση δεν έχουν τα υποβαλλόμενα από τους διαδίκους υπομνήματα οποιαδήποτε αποδεικτική δύναμη και δεν θεωρούνται ως αποδεικτικά μέσα, ώστε να είναι απαραίτητο να συμπεριλαμβάνονται στα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις των αναιρεσειόντων, ότι δηλαδή η άνω εταιρία "Θεσσαλική Οινοπνευματική Α.Ε.", στην οποία είχαν αυτοί τις προαναφερθείσες ιδιότητες, ήταν οικονομικά εύρωστη και συνέχιζε με επιτυχία των παραγωγική και επιχειρηματική της δραστηριότητα, ότι η συμμετοχή των μηνυτών στην αποφασισθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας θα απέφερε με βεβαιότητα κέρδη, ότι η αναστολή της διαπραγματεύσεως της μετοχής της δεν συνδεόταν με σοβαρές παραβάσεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και ότι άμεση θα αποφασιζόταν η άρση της αναστολής αυτής, με τις οποίες (απατηλές διαβεβαιώσεις και παραστάσεις) πέτυχαν να δημιουργήσουν στους μηνυτές την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως όσων είχαν συμφωνηθεί με βάση τη ψευδή κατάσταση που είχαν εμφανίσει, έτσι δε έπεισαν τους μηνυτές να συμμετάσχουν, κατά τους αντίστοιχους χρόνους, στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας καταβάλλοντας για το σκοπό αυτό σ' αυτή, για αγορά μετοχών τα αναφερόμενα για καθένα απ' αυτούς πιο πάνω χρηματικά ποσά, με συνέπεια οι παθόντες να υποστούν ζημία ανάλογη του καταβληθέντος κάθε φορά ποσού, αφού λόγω των αναφερομένων προβλημάτων της εταιρίας και της χρηματιστηριακής ανωμαλίας της μετοχής της τα αποκτηθέντα μετοχικά δικαιώματα στερούνταν, ουσιαστικά, κάθε οικονομικού αποτελέσματος. Η βλάβη δε αυτή βρίσκεται σε πρόδηλη αιτιώδη συνάφεια προς τις παραπλανητικές ενέργειες των αναιρεσειόντων και προς την αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια της άνω εταιρίας, στην οποία αυτοί αποσκοπούσαν και πράγματι πέτυχαν, το συνολικό δε αυτό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία των παθόντων υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, και δη ανέρχονται στο ποσό των 37.188,55 ευρώ (12.672.000 δρχ.). Ακόμη, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών (με επιτρεπτή αναφορά του στην εισαγγελική πρόταση) με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, από την οποία προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς και τις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως, στις οποίες το Συμβούλιο αυτό κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, όλοι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στις κρινόμενες αιτήσεις διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ α) την από 17 Μαρτίου 2006 αίτηση του χ1, β) την από 20 Μαρτίου 2006 αίτηση του χ2 και γ) την από 7 Μαρτίου 2006 αίτηση του χ3 για αναίρεση του 2452/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αιτήσεις για αναίρε-ση παραπεμπτικού βουλεύματος. Απάτη κατ’ εξακολούθηση κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Πότε υπάρχει και επί μελλοντικού γεγονότος. Λόγοι αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 β΄ και δ΄ του ΚΠΔ
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
0
Αριθμός 2053/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καρασταμάτη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 2030/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20.4.2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 835/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 304/14.8.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την από 11-5-2007 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτηση του X1 κατοίκου ..., με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ΄αριθ. 2030/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (επί πλημμελημάτων) δια της οποίας κατεδικάσθη ο αιτών σε συνολική ποινή φυλάκισης 8 μηνών, αποτελουμένη από την ποινή των 6 μηνών για την πράξιν της κλοπής, επαυξανομένη κατά ένα μήνα εξ εκάστης των ποινών που επεβλήθη εις τούτον των 2 μηνών για τις πράξεις της απειλής και εξύβρισης, η οποία μετετράπη προς 1.500 δρχ. ημερησίως και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά το άρθρ. 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που επερατώθη με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα εκτός από άλλες περιπτώσεις που αριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο αυτό και όταν μετά την οριστική καταδίκη του απεκαλύφθησαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που δίκασε και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές. Την κρίση αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και από τα έγγραφα. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπ΄όψιν του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση όμως ότι αι αποδείξεις αυτές είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που κατεδίκασε, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη άδικα για βαρύτερο έγκλημα. Είναι δε αυτονόητο ότι δεν καθιστούν πρόδηλη την αθωότητα ενός καταδικασθέντος νέες αποδείξεις που στηρίζονται σε μαρτυρίες προφανώς αναξιόπιστες. Επίσης δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγον επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ΄αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απερρίφθησαν απ΄αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο έλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως από ουσιαστικής και νομικής πλευράς με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπ΄όψιν τους οι δικαστές που την εξέδωσαν, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς η υπό κρίση αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που επερατώθη με την 2030/4-6-1997 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, στηριζομένη σε νέα γεγονότα και αποδείξεις που απεκαλύφθησαν μετά την καταδίκη του αιτούντος, από τα οποία καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος για την πράξη που κατεδικάσθη, είναι νόμιμος, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου σας (εν Συμβουλίω), κατά τις διατάξεις των άρθρ. 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και πρέπει να εξετασθεί κατ΄ουσίαν, βάσει όμως, των αναφερομένων σ΄αυτήν αποδείξεων. ΙΙ) Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ΄αριθ. 2030/4-6-1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη ο αιτών εκηρύχθη ένοχος και κατεδικάσθη, μεταξύ των άλλων πράξεων της εξύβρισης και απειλής, σε φυλάκιση 6 μηνών για κλοπή και ειδικώτερον ότι στην .... την .... αφήρεσε τον υπ΄αριθ. ..... φορητό ασύρματο R/T MIDLAND από την κατοχή του Αστυφύλακα A1 ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα σκοπού στην οικία του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως επί της οδού ..... , τον οποίο είχε εναποθέσει προσωρινά σε πάγκο του θυρωρείου της ως άνω οικοδομής και εν συνεχεία ιδιοποιήθη τούτον παρανόμως. Ειδικώτερα το Εφετείο, προκειμένου να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο, δέχθηκε ότι από τις προσκομισθείσες αποδείξεις και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις του παραπάνω αστυνομικού υπαλλήλου, A1 καθώς και του αυτόπτου μάρτυρος M1 που ησχολείτο με τον καθορισμό της πολυκατοικίας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, εν συνδυασμώ με την απολογία του κατηγορουμένου, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τις νυκτερινές ώρες της .... ο αστυνομικός υπάλληλος A1 εκτελούσε υπηρεσία φύλαξις εις την επί της οδού ..... πολυκατοικία, όπου διέμενε ο τέως Υπουργός Δημοσίας Τάξεως ..... ως και ο αιτών X1 . Φαίνεται δε ότι οι σχέσεις του αιτούντος μετά των εκάστοτε εκτελούντων υπηρεσίαν, εις τον παραπάνω χώρον, αστυνομικών υπαλλήλων δεν ήτο καλές, με αφορμή την χρησιμοποίησιν από τους τελευταίους ηλεκτρικού ρεύματος του κοινοχρήστου χώρου της πολυκατοικίας για την εξυπηρέτησιν ωρισμένων αναγκών των, για την οποίαν ο αιτών διεμαρτυρήθη εντόνως, ενώ εις προγενέστερον χρόνον και δη την ... έλαβε χώραν λεκτικό επεισόδιο μεταξύ αυτού (αιτούντος) και του προαναφερθέντος αστυνομικού όταν ο τελευταίος συνέστησε εις τον αιτούντα να απομακρύνει το αυτοκίνητόν του από τον χώρον που προωρίζετο για την στάθμευσιν του υπηρεσιακού αυτοκινήτου του προαναφερθέντος υπουργού. ΄Ετσι και κατά τον παραπάνω χρόνο (....) είναι βέβαιο ότι ο αιτών επέστρεψε στην παραπάνω οικίαν του περί ώραν 03.40, όπως ανεπιφύλακτα κατατίθενται υπό του ως άνω αστυνομικού υπαλλήλου που εκτελούσε υπηρεσία φρουρού στην είσοδο της πολυκατοικίας, καθώς και ότι μεταξύ των ωρών από 02.00 έως και 05.00 κανένα άλλο άτομο δεν εισήλθε στην πολυκατοικία πλην του καθαριστού των κοινοχρήστων χώρων αυτής M1. Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα δε επανελήφθη φραστικό επεισόδιο μεταξύ των προαναφερομένων προσώπων, με αφορμή το γεγονός της φωτογράφησης του αυτοκινήτου του ως άνω αστυνομικού υπό του αιτούντος κατά το οποίον ο τελευταίος απηύθυνε κατ΄αυτού διάφορες προσβλητικές της τιμής τους εκφράσεις. Μετά ταύτα και περί ώραν 04:05 ότε έληξε το επεισόδιον και ο αιτών εχρησιμοποίησε τον ανελκυστήρα της πολυκατοικίας για να ανέλθει εις τον έβδομον όροφον που ευρίσκετο η κατοικία του, ο παραπάνω αστυνομικός υπάλληλος διεπίστωσε ότι το όργανο τηλεπικοινωνίας (Μοτορόλα), που είχε τοποθετήσει σε κάποιο σημείο του χώρου του και συγκεκριμένα στο θυρωρείο, είχε αφαιρεθεί δι΄ον λόγον απηυθύνθη εις τον προαναφερθέντα M1 που ησχολείτο με τον καθαρισμόν των κοινοχρήστων χώρων, από τον οποίον επληροφορήθη ότι το παραπάνω όργανο (Μοτορόλα) έφερε ανά χείρας του ο αιτών καθ΄όν χρόνον συνηντήθη μετ΄αυτού εντός του θαλάμου του ανελκυστήρος, περιγράφοντας μάλιστα τούτο λεπτομερώς ο εν λόγω μάρτυς ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενόρκως εξεταζομένου, προσθέτει δε ούτος μάλιστα ότι κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό διάστημα, ουδείς εισήλθε εις τον χώρον της πολυκατοικίας. Πάντα ταύτα δεν αναιρούνται εκ της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και μάλιστα εκ της καταθέσεως του προαναφερθέντος αυτόπτου μάρτυρος εκ της οποίας προκύπτει ότι ούτος, περιγράφοντας το ανωτέρω κινητό πράγμα, αναφέρει ότι τούτο ήτο όμοιο με κινητό τηλέφωνο, ενώ παράλληλα προσθέτει ότι ".... αυτό που είχα δει στο θυρωρείο αυτό κρατούσε ο X1 στα χέρια......". Προκύπτει όμως, πέραν των ανωτέρω, ότι ο αιτών, προκειμένου να επιτύχει την απαλλαγήν του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ήσκησε σωματική και ψυχολογική βία εις βάρος του παραπάνω μάρτυρος για να τροποποιήσει την αρχικήν κατάθεσίν του ως προς το αντικείμενο που έφερε ο αιτών εις χείρας του, εκθέτοντας χαρακτηριστικώς ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου ότι:......Με απείλησε ο X1 εμένα και την οικογένειά μου ότι θα βάλει κάποιους να με κάνουν ζημιά αν στο δικαστήριο πω την πραγματική αλήθεια..... με απείλησε πολλές φορές ο X1 για να αλλάξω την κατάθεση". ΄Ηδη ο αιτών ισχυρίζεται ότι μετά την αμετάκλητη καταδίκη του απεκαλύφθησαν νέα, άγνωστα στο Εφετείο που τον καταδίκασε γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία συνδυαζόμενα με όσα είχαν προσκομισθεί αρχικώς καθίσταται φανερό ότι ούτος δεν διέπραξε το αδίκημα της κλοπής αλλά έτερο πρόσωπο και συγκεκριμένα ο M2. Ειδικώτερον προσάγονται οι υπ΄αριθ. 32.270/22-11-2006, 11.615/4-12-2006 και 6.038/20-12-2006 ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, που συντάχθηκαν ενώπιον των Συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης Ευάγγελο Σαρρή, Ελένη Καλουζάκη και Αργυρώ Νικόλτσου, οι οποίες περιέχουν αντίστοιχες καταθέσεις των μαρτύρων M2. M3 και ...., από το περιεχόμενο των οποίων, ιδίως της πρώτης, προκύπτει ότι δράστης της προδιαληφθείσης κλοπής τυγχάνει ο πρώτος εκ των ανωτέρω εξετασθέντων μαρτύρων. Μάλιστα δε ούτος, περιγράφοντας τον τρόπο και τις συνθήκες που διέπραξε την παραπάνω πράξιν, εκθέτει, μεταξύ των άλλων, ότι κατά τις αρχές Σεπτεμβρίου 2006 και κατά την διάρκεια συζητήσεως μεταξύ αυτού και του εκ των ανωτέρω μαρτύρων M3 σχετικώς με τις διαφορές που ανέκυψαν μετά του τελευταίου και του αιτούντος με αφορμή την από την από κοινού ανέγερσιν κάποιας οικοδομής, ενεθυμήθη ότι ο αιτών είχε κατηγορηθεί αδίκως για την κλοπή του προαναφερθέντος κινητού πράγματος την οποίαν είχε διαπράξει ούτος προκειμένου να χρησιμοποιήσει τούτο για την παρακολούθηση των κινήσεων των αρμοδίων αστυνομικών υπαλλήλων ώστε να διευκολύνεται η υπό των θαμώνων διενέργεια παρανόμων τυχηρών παιγνίων εντός του υπ΄αυτού διατηρουμένου καταστήματος. Περαιτέρω δε εκθέτει λεπτομερώς τον τρόπο που διέπραξε την προδιαληφθείσα πράξιν αναφέροντας, μεταξύ των άλλων, ότι την συγκεκριμένη ημερομηνία (...) και περί ώραν 00:30 μετέβη εις διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας μετά αγνώστου γυναικός, μετά της οποίας διατηρούσε εξωσυζυγικάς σχέσεις, το οποίον εχρησιμοποιείτο υπ΄αυτών ως τόπος συνευρέσεώς των. ΄Ετσι, χωρίς να προσδιορίζεται υπ΄αυτού συγκεκριμένη ώρα, καθ΄όν χρόνον ευρίσκετο εις τον εξώστην του διαμερίσματος, αντελήφθη τον προαναφερόμενο αστυνομικό υπάλληλο που εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία στην είσοδο της εν λόγω πολυκατοικίας, πραγματοποιώντας "βόλτες στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας πάνω-κάτω", ότε κατήλθε εις την είσοδον της πολυκατοικίας και αφήρεσε το εν λόγω κινητό πράγμα για τον προδιαληφθέντα σκοπό, το οποίον αφού εχρησιμοποιήθη υπ΄αυτού για ωρισμένο χρονικό διάστημα στην συνέχεια παρεδόθη εις τον ..., τέως αστυνομικό, ο οποίος εχρησιμοποίει τούτο για τον ίδιο σκοπό. Όμως από την στάθμιση των ως άνω αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό με εκείνων που έλαβε υπ΄όψιν του το Εφετείο, δεν συνάγονται με βεβαιότητα νέα γεγονότα, ικανά να δημιουργήσουν ασφαλή πεποίθηση ότι ο αιτών έχει διαπράξει το προαναφερόμενο αδίκημα της κλοπής, όπως ο ίδιος ομολογεί, καθόσον, καθ΄ημάς, αμφισβητείται η αξιοπιστία των ενόρκων καταθέσεων τόσον του ιδίου όσον και των υπολοίπων μαρτύρων εν όψει και της παραλεύσεως ικανώτατου χρονικού διαστήματος, πλέον της δεκαετίας που ήδη είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της ως άνω αξιοποίνου πράξεως, από του χρόνου τελέσεώς της μέχρι εκείνου που απεφάσισε να αποκαταστήσει τον αιτούντα που δήθεν αδίκως κατεδικάσθη αν και, όπως εκτίθεται στην σχοινοτενή ένορκη κατάθεσή του, επληροφορήθη αυθημερόν από δημοσιεύματα του τύπου ότι ο αιτών ενοχοποιείτο για την συγκεκριμένη πράξη. Επί πλέον, ενώ το εν λόγω κινητό πράγμα είχε τοποθετηθεί υπό του ως άνω αστυνομικού υπαλλήλου εντός του χώρου του φυλακίου, δεν διευκρινίζεται περαιτέρω κατά ποίον τρόπον έγινε αντιληπτό τούτο από τον πρώτο όροφο του διαμερίσματος που ευρίσκετο ούτος και μάλιστα την συγκεκριμένην ώραν, ώστε να αποφασίσει την αφαίρεσίν του για τον προαναφερθέντα σκοπό, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον απασχολούμενο για τον καθαρισμόν του χώρου αυτού και εξετασθέντα μάρτυρα M1. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, πέραν των ανωτέρω, ουδέποτε ανευρέθη το εν λόγω κινητό πράγμα, αλλ΄ούτε διερευνήθη η περαιτέρω τύχη του. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω εφόσον δεν καθίσταται πρόδηλο ότι ο αιτών δεν κατεδικάσθη αδίκως για την περιγραφομένην ως άνω πράξιν της κλοπής, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, η υπό κρίσιν αίτησις επαναλήψεως της διαδικασίας επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθ. 2030/1997 απόφασις του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αιτούντος (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και άρθρ. 3 παρ. 3 ν. 663/1977). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί η υπ΄αριθ. 11-5-2007 αίτηση του X1 , με την οποία επιδιώκεται η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που επερατώθη με την υπ΄αριθ. 2030/1997 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (επί πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αιτούντος. Αθήναι τη 4η Ιουλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και έπειτα αποχώρησαν. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 αριθ. 2 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που έχουν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που έχουν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Επομένως η κρινόμενη από 20-4-2007 αίτηση του X1 με την οποία αυτός ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη 2030/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (πλημμελημάτων), διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, στηρίζεται σε νέα γεγονότα και αποδείξεις, που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του αιτούντος και κάνουν φανερό ότι αυτός είναι αθώος για τη πράξη της κλοπής που καταδικάστηκε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ και πρέπει να εξεταστεί κατ' ουσίαν. ΙΙ. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών, με την 2030/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (πλημμελημάτων), η οποία έχει γίνει αμετάκλητη, κηρύχθηκε ένοχος πλην άλλων για κλοπή (άρθρο 372 παρ.1 του ΠΚ) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς 1500 δραχμές την ημέρα. Ειδικότερα σύμφωνα με το διατακτικό της παραπάνω απόφασης ο αιτών καταδικάστηκε για το ότι: "Στη ...., την .... αφήρεσε ξένο ολικά κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Πιο συγκεκριμένα αφήρεσε τον υπ' αριθμ. ..... φορητό ασύρματο R/Τ MIDLAND από την κατοχή του Αστυφύλακα A1 ο οποίος εκτελούσε χρέη σκοπού στην οικία του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως επί της οδού ..... , τον είχε εναποθέσει προσωρινά σε πάγκο του θυρωρείου της αυτής οικοδομής. Τον παραπάνω φορητό ασύρματο ο κατηγορούμενος τον ιδιοποιήθηκε παράνομα". Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση του, ο αιτών ζητεί την προς το συμφέρον του επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση, επικαλούμενος ως λόγο αυτής την μετά την οριστική καταδίκη του αποκάλυψη νέων, άγνωστων στους δικαστές που δίκασαν γεγονότων και αποδείξεων, οι οποίες σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, καθιστούν φανερό, ότι είναι αθώος για την ανωτέρω πράξη που καταδικάστηκε. Προς απόδειξη αυτών επικαλείται και προσκομίζει ως νέα στοιχεία: α) Την υπ' αριθμ. 32270/22-11-2006 ένορκη βεβαίωση του M2 που δόθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευαγγέλου Σαρρή. Στο έγγραφο αυτό ο ανωτέρω βεβαιώνει ότι δράστης της προδιαληφθείσης κλοπής τυγχάνει ο ίδιος εκθέτοντας μάλιστα τον τρόπο που διέπραξε αυτή. β) την υπ' αριθμ.11615/4-12-2006 ένορκη βεβαίωση του M3 που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Καλουζάκη, στην οποία βεβαιώνει ότι ο M2 του εκμυστηρεύτηκε ότι δράστης της κλοπής ήταν ο ίδιος (M2) ως και τον τρόπο με τον οποίο έδρασε. Και γ) την υπ' αριθμ. 6038/20-12-2006 ένορκη βεβαίωση του .... που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αργυρώς Νικόλτσου στην οποία βεβαιώνει το εξαίρετο του ήθους και του χαρακτήρος του αιτούντος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση, ο εγκαλών A1 αναφέρει στην ένορκη κατάθεσή του ότι "Στις .... ήμουνα υπηρεσία στη φύλαξη της οικείας ....στην ..... Μετά τις 2 μέχρι. τις 5 νύχτα πέρασε μόνο ο καθαριστής ο M1 . Στις 3.40 ώρα ήρθε ο κ. X1 στην οικοδομή. Είχα ένα χρόνο στην φρουρά εκείνη. Μπαίνοντας είναι το θυρωρείο και εκεί φυλούσα. 'Ηρθε 3.40 ώρα ο X1 με τη μοτοσυκλέττα και, άρχισε να με βρίζει. λέγοντας *θα βλέπεις θάλασσα και, θα θυμάσαι X1 μαλάκα*. Στις 20 Αυγούστου είχα τους κώνους για το αυτοκίνητο του υπουργού και είχε έρθει ο X1 και πάρκαρε το αυτοκίνητο του. Του είπα να το πάρει, το αυτοκίνητο και, τότε με έβριζε και με είπε αν θα αλλάξουν τα πράγματα θα δω τί θα πάθω. Η εντολή για τους κώνους ήταν προφορική. Με είπε *μαλάκα, παλιοαδελφή* και τρόμαξα και ταράχτηκα. Μπήκε ο X1 στην οικοδομή ανέβηκε πάνω και σε 2-3 λεπτά γύρισε, πήρε την μοτοσυκλέττα και έφυγε. Γύρισε σε 5 λεπτά και έβγαζε φωτογραφίες το αυτοκίνητο μου και την οικοδομή. Μπαίνοντας μέσα πάλι εγώ συνάντησα τον καθαριστή και μου είπε ότι, τον είδε να κρατά τη μοτορόλα. Είμαι βέβαιος ότι την πήρε ο X1 . Όταν μπήκε μέσα δεν κρατούσε τη μοτορόλα ο X1 , είχε μόνο τα κλειδιά της μηχανής. Τελικά δεν βρέθηκε η μοτορόλα. Μου είπε ότι την κρατούσε τη μοτορόλα ο X1 , αυτό μου το είπε ο M1 . Με γνώριζε και τον γνώριζα τον καθαριστή. Εγώ του είπα του καθαριστή ότι, χάθηκε η μοτορόλα και αυτός μου είπε ότι την είδα να την κρατάει, ο X1 . Με την κατάσταση που ήμουνα δεν μπορούσα να σκεφτώ τη μοτορόλα. Την κλοπή την ανακάλυψα στις 4.05 ώρα. Τηλεφώνησα στο 100. Η ασφάλεια το πρωί έκανε έρευνα στο σπίτι και στο γραφείο του X1 αλλά δεν βρέθηκε τίποτε."...Επίσης ο μάρτυρας M1 που εξετάστηκε στο ακροατήριο του ιδίου δικαστηρίου κατέθεσε ότι "Είμαι, ο καθαριστής της οικοδομής. Πήγα στις 3 η ώρα το πρωί για δουλειά. Αρχίζω από πάνω προς τα κάτω το καθάρισμα. Ο σκοπός ήταν έξω. Στον 3ο όροφο το κάλεσα το ασανσέρ και είδα τον X1 να κρατάει, στο δεξί του χέρι, κάτι σαν κινητό τηλέφωνο. Αυτό το είδα, δεν έχω αμφιβολία ότι κρατούσε αυτό το πράγμα. Εγώ κατέβηκα στο δεύτερο και, το ασανσέρ είδα ότι, πήγε στον 7ο όροφο. Στο ισόγειο είπα στον αστυνομικό ότι είδα τον X1 και, ότι κρατούσε αυτό το πράγμα που ήταν σαν κινητό τηλέφωνο. Το ασανσέρ χρησιμοποιήθηκε 2 φορές και καμία άλλη. Εγώ επεισόδιο μεταξύ τους δεν αντιλήφθηκα. Αυτό που είχα δει στο θυρωρείο αυτό κρατούσε ο X1 στα χέρια του. Εγώ δεν ξέρω τότε ότι λεγόταν X1 . Με απείλησε ο X1 εμένα και την οικογένεια μου ότι θα βάλει κάποιους να με κάνουν ζημιά αν στο Δικαστήριο πω την πραγματική αλήθεια. *Πρόσεξε τί θα πείς στο Δικαστήριο* έτσι με είπε. Με έχει, δείρει, κιόλας ο X1 . Με είπε να αλλάξω την κατάθεση υπέρ του. Με έδειρε μετά τη μήνυση μετά μία εβδομάδα. Με απείλησε πολλές φορές ο X1 για να αλλάξω την κατάθεση". Από το περιεχόμενο των παραπάνω καταθέσεων συνάγεται ότι δράστης της ως άνω πράξεως της κλοπής, που τελέσθηκε στην .... την ...., ήταν ο αιτών X1 . Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, οι επικαλούμενες από τον αιτούντα νέες αποδείξεις, ήτοι οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν μετά πάροδο μιας δωδεκαετίας περίπου από το χρόνο κατά τον οποίο φέρονται ότι έλαβαν χώρα τα γεγονότα που αναφέρονται σ' αυτές, τόσο από μόνες τους όσο και σε συνδυασμό προς τις ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης προσκομισθείσες, με βάση τις οποίες τούτο έκρινε, ότι ο αιτών τέλεσε την προαναφερόμενη πράξη της κλοπής, δεν καθιστούν φανερό σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι ο X1 είναι αθώος της πράξεως αυτής, για την οποία καταδικάσθηκε αμετακλήτως και επομένως η κρινόμενη αίτησή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20-4-2007 αίτηση του X1 για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθ. 2030/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης . Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων και νέων αποδείξεων επί επαναλήψεως διαδικασίας. Απορρίπτεται η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας κατά αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως για κλοπή επειδή από τις νέες αποδείξεις των οποίων γίνεται επίκληση δεν γίνεται φανερό ότι ο αιτών ήταν αθώος
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 2051/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση και Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2006, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης:Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 715/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ ΑΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαϊου 2004 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1029/2004. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου με αριθμό 410/26-9-2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 του ΚΠΔ, την υπ' αριθ. 77/13-5-2004 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, την οποία άσκησε επ' ονόματι και για λογαριασμό της ο ειδικός πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος αυτής δικηγόρος Αθηνών Ιωάννης Μπακάλογλου, δυνάμει της συνημμένης στην ίδια ως άνω αίτηση αναιρέσεως από 10-5-2004 έγγραφης εξουσιοδοτήσεως της ιδίας, το γνήσιο της υπογραφής της οποίας έχει βεβαιωθεί από τον δικηγόρο Σταύρο Πέτρου, κατά του υπ' αριθ. 715/7-4-2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Ι.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθ. 5.046/2003 βούλευμά του, εκτός των άλλων διατάξεών του, παρέπεμψε την ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση, καταδολίευση δανειστών και συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση (άρθρα 13 εδ. στ΄, 26 §1α, 27 §§ 1 & 2, 94, 98, 362, 363, 386 §§ 1 & 3α και 397 § 1 του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ΄ του άρθρου 13 προστέθηκε με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996 και όπως το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 11 του N. 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999), τις οποίες φέρεται ότι διέπραξε αντίστοιχα α) στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι τις 27-2-1999 εις βάρος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.-Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών", την πρώτη, β) στην Αθήνα στις 23-11-1998 εις βάρος της ίδιας ως άνω ανώνυμης εταιρείας, τη δεύτερη, και γ) στην Αθήνα στις 21-1-2000 και στις 14-2-2001 και στη Χαλκίδα στις 22-3-2000 και 16-5-2002 εις βάρος του εγκαλούντος Γεωργίου Παπάζογλου, νομίμου εκπροσώπου της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρείας, την τρίτη. Κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος, άσκησε η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 την υπ' αριθ. 10/2003 εμπρόθεσμη και νομότυπη έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αριθ. 715/7-4-2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε τυπικώς και εν μέρει και κατ' ουσίαν δεκτή η προαναφερόμενη έφεση και έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη α) για την πράξη της καταδολίευσης δανειστών, λόγω παραγραφής, β) για τις μερικότερες πράξεις συκοφαντικής δυσφημήσεως, που εφέροντο ως τελεσθείσες από αυτήν στην Αθήνα στις 21-1-2000 και στη Χαλκίδα στις 22-3-2000, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της σχετικής εγκλήσεως από τον δικαιούχο, και γ) για τη μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφημήσεως, που φερόταν ως τελεσθείσα από αυτήν στις 16-5-2002, λόγω μη υποβολής σχετικής εγκλήσεως από τον δικαιούχο μέσα στη νόμιμη προθεσμία, επικυρώθηκε δε ως προς τις αφορώσες την ήδη αναιρεσείουσα υπόλοιπες διατάξεις του το εκκαλούμενο βούλευμα. Κατά του τελευταίου αυτού (υπ' αριθ. 715/2004) βουλεύματος στρέφεται ήδη η ως άνω αναιρεσείουσα με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 § 1 και 482 § 1 εδ.α΄ του ΚΠΔ, όπως η παρ.1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 § 1 του Ν. 3160/2003, καθόσον α) ασκήθηκε αυτή στις 13-5-2004, με δήλωση του έχοντος ειδική προς τούτο εντολή, δυνάμει της από ....... έγγραφης εξουσιοδοτήσεως της αναιρεσείουσας, το γνήσιο της υπογραφής της οποίας έχει βεβαιωθεί από τον δικηγόρο Σταύρο Πέτρου, ειδικού πληρεξουσίου και αντιπροσώπου της δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μπακάλογλου ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 77/13-5-2004 έγκυρη έκθεση, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην ίδια στις 4-5-2004 και σε σύνοικο του ειδικού πληρεξουσίου και αντικλήτου δικηγόρου της Δημητρίου Κουκούλου στις 26-5-2004, αφού δεν βρέθηκε τότε ο τελευταίος στην κατοικία του, και β) διαλαμβάνεται στην ίδια αίτηση σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως και συγκεκριμένα εκείνος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ). Aπό τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δ' αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής και στην πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ΄ σελ. 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΒ΄ σελ. 978, ΑΠ 348/1996 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΖ΄ σελ. 33, ΑΠ 911/1995 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΕ΄ σελ. 1440). ΙΙ.- Kατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 11 του N. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 με το άρθρο 14 § 4 του N. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και πρέπει να εφαρμόζεται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ΄ ΠΚ, όπως το εδάφιο στ΄ προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ΄ του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση της απάτης υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του (βλ. ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ΄ σελ. 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΑ΄ σελ. 47 κ.λ.π.). Τέλος, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 του Ν. 2721/1999 και άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση, όμως, της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη (του άρθρου 98 § 2 ΠΚ για το άθροισμα του ποσού) και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999, αφού ο νέος νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού (ΑΠ 17/2004 ΠΧρ. ΝΔ΄ σελ. 594). Ενταύθα πρέπει να σημειωθεί ότι ως επιεικέστερος κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ, θεωρείται ο νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις στη συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) λαμβανόμενος στο σύνολο των διατάξεών του, αφού δεν συγχωρείται διαχωρισμός των ευμενέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων από τον κάθε ένα εκ των παραπάνω νόμων, γιατί με τον τρόπο αυτό καταρτίζεται από το δικαστή ίδιος νόμος κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 26, 73 επ.) περί διακρίσεως των λειτουργιών της Πολιτείας και καταρτίσεως των νόμων (ΑΠ 940/1988 ΠΧρ. ΛΗ΄ σελ. 962). ΙΙΙ.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 715/2004 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι'αυτής συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα (ΑΠ 348/1996 ΠΧρ. ΜΖ΄ σελ. 33), έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα Χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για τα αξιόποινα αδικήματα της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και της μερικότερης πράξεως συκοφαντικής δυσφημήσεως, που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 14-2-2001. Δέχθηκε, δηλαδή, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται και προσδιορίζονται κατ' είδος στην τελευταία, αλλά και στο πρωτόδικο βούλευμα, και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης Χ1 και τα υπομνήματα των διαδίκων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη Χ1 είναι φαρμακοποιός και διατηρεί φαρμακείο στη ........ Ευβοίας, μεταξύ δε των άλλων προμηθευόταν φάρμακα και ιδιοσκευάσματα από τη μηνύτρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.- Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Γεώργιος Παπαζογλου. Αρχικά πλήρωνε αυτή τις επιταγές τις οποίες εξέδιδε έναντι της αξίας των φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων που προμηθευόταν από την ως άνω ανώνυμη εταιρεία, αλλά από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, δηλαδή από τις αρχές του καλοκαιριού του έτους 1997 και εφεξής, ειδοποίησε τον νόμιμο εκπρόσωπο της συγκεκριμένης εταιρείας ότι θα άφηνε απλήρωτες κάποιες από τις επιταγές εκδόσεώς της λόγω οικονομικών προβλημάτων και τον παρακάλεσε να την διευκολύνει, συνεχίζοντας να της δίνει φάρμακα και ιδιοσκευάσματα επί πιστώσει για να ξεπεράσει τα προβλήματά της και για να δυνηθεί να καταβάλει στη μηνύτρια εταιρεία την αξία των φαρμάκων. Για να πείσει δ' αυτή τον νόμιμο εκπρόσωπο της τελευταίας και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της επί πιστώσει πωλήσεως προς αυτήν φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων, αλλά και για να επιτύχει τη ρύθμιση του μέχρι τότε υφιστάμενου χρέους της προς τη μηνύτρια εταιρεία, παρίστανε κάθε φορά ψευδώς προς αυτόν (εκπρόσωπο μηνύτριας εταιρείας) ότι ήταν φερέγγυα και ότι είχε η ίδια, αλλά και ο πατέρας της, ικανοποιητική ακίνητη περιουσία, που επαρκούσε για την εξόφληση των οφειλών της. Έπειθε δ' έτσι τον τελευταίο και συνέχιζε να χορηγεί η υπ' αυτού εκπροσωπούμενη μηνύτρια εταιρεία φάρμακα και ιδιοσκευάσματα στην κατηγορουμένη επί πιστώσει. Επίσης, επέτυχε η τελευταία την μεταξύ αυτής και του νομίμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρείας κατάρτιση και υπογραφή του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο ανέλαβε η μηνύτρια εταιρεία την υποχρέωση να συνεχίσει την επί πιστώσει πώληση φαρμάκων προς την κατηγορουμένη και αποδέχθηκε επίσης αυτή την ομαδοποίηση όλων των μέχρι τότε υφιστάμενων χρεών της κατηγορουμένης προς αυτήν, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 78.112.000 δρχ., αποτελούμενο α) από επιταγές εκδοθείσες από την κατηγορουμένη συνολικού ποσού 47.906.835 δρχ., οι οποίες της επεστράφησαν ή τις οποίες πλήρωσε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας Γεώργιος Παπάζογλου, β) από επιταγές εκδόσεως της ιδίας συνολικού ποσού 17.093.813 δρχ., τις είχε καταθέσει η μηνύτρια εταιρεία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ως εγγύηση χρηματοδότησής της και οι οποίες θα της επιστρέφονταν ή θα τις πλήρωνε ο Γεώργιος Παπάζογλου, γ) από ποσό ανοικτού λογαριασμού της έως τις 31-12-1998, που ανερχόταν σε 9.832.027 δρχ., και δ) από δεδουλευμένους τόκους 3.276.325 δρχ. (οράτε μήνυση και καταθέσεις ....... και ....... ), η δε κατηγορουμένη Χ1 εξέδωσε για τις οφειλές της αυτές δύο επιταγές πληρωτέες από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος σε διαταγή της μηνύτριας εταιρείας και συγκεκριμένα τις υπ' αριθ........ και ........ επιταγές, για τα ποσά των 66.153.000 δρχ. και 11.959.000 δρχ. αντίστοιχα, που ήταν μεταχρονολογημένες, καθόσον έφεραν ημερομηνίες εκδόσεως ...... και ...... αντίστοιχα, ενώ συγχρόνως ανέλαβε την υποχρέωση να εκποιήσει μέρος της ακίνητης περιουσίας της για να καλύψει τις εκκρεμότητες αυτές. Μεγάλωνε, όμως, αντί να μειωθεί το άνοιγμα της κατηγορουμένης έναντι της μηνύτριας εταιρείας, ενώ συγχρόνως συνέχισε να μην καταβάλλει η πρώτη στη δεύτερη τα όσα της είχε υποσχεθεί ότι θα κατέβαλε, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει νέα ρύθμιση του χρέους και υπογραφή νέου συμφωνητικού μεταξύ τους. Σύμφωνα με το συμφωνητικό αυτό, που υπεγράφη στις 31-7-1998, ανήλθαν οι οφειλές της κατηγορουμένης προς τη μηνύτρια εταιρεία στο συνολικό ποσό των 98.447.700 δρχ., για το οποίο εκδόθηκαν δύο νέες επιταγές πληρωτέες από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και συγκεκριμένα οι υπ' αριθ. ....... και ......., για τα ποσά των 50.000.000 και 48.447.700 δρχ. αντίστοιχα, ενώ συγχρόνως επεστράφησαν στην κατηγορουμένη οι προηγούμενες. Επακολούθησε η μη ανταπόκριση της κατηγορουμένης στις υποχρεώσεις της, η εμφάνιση των προαναφερόμενων επιταγών για πληρωμή και η μη πληρωμή τους και η επιδίωξη εισπράξεως αυτών με την έκδοση αντίστοιχων διαταγών πληρωμής. Εκδόθηκαν έτσι οι υπ' αριθ. ...... και ..... διαταγές πληρωμής των Δικαστών των Μονομελών Πρωτοδικείων Αθηνών και Χαλκίδας αντίστοιχα, οι οποίες κοινοποιήθηκαν νόμιμα στην κατηγορουμένη. Κατά των διαταγών αυτών, ασκήθηκαν στις 21-1-2000 και 22-3-2000 αντίστοιχα από την τελευταία οι υπ'αριθ. 140/21-1-2000 και 192/22-3-2000 ανακοπές, με τις οποίες ισχυριζόταν αυτή ότι το πράγματι οφειλόμενο προς τη μηνύτρια εταιρεία χρέος της δεν υπερέβαινε το ποσό των 19.275.047 δρχ., ότι το υπόλοιπο ποσό κάλυπτε τόκους που υπερέβαιναν κατά πολύ τον δικαιοπρακτικό τόκο και ότι αναγκάστηκε να υπογράψει τα προαναφερόμενα συμφωνητικά και να εκδώσει τις επίδικες επιταγές λόγω της ανάγκης της να προμηθεύεται φάρμακα για το φαρμακείο της και λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, γεγονότα τα οποία εκμεταλλεύτηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας Γεώργιος Παπάζογλου για να επιτύχει την υπογραφή των ως άνω συμφωνητικών και την έκδοση των ως άνω επιταγών. Τα ίδια δε υποστήριξε και με τις προτάσεις της επί των ως άνω ανακοπών. Εκδόθηκαν, όμως, στη συνέχεια οι υπ' αριθ. 1071/2001 και 626/2002 αποφάσεις των Μονομελών πρωτοδικείων Αθηνών και Χαλκίδας αντίστοιχα, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι παραπάνω ανακοπές. Ακολούθως, διενήργησε η μηνύτρια εταιρεία, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, έλεγχο στο υποθηκοφυλακείο, οπότε διαπίστωσε αφενός μεν ότι ήταν η περιουσία της κατηγορουμένης πολύ μικρή σε σχέση με τις υποχρεώσεις της και ως εκ τούτου δεν ήταν η ίδια φερέγγυα, όπως είχε κατ' επανάληψη παραστήσει ψευδώς προς τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής (μηνύτριας εταιρείας), αφετέρου δ' ότι είχε μεταβιβάσει η κατηγορουμένη την ψιλή κυριότητα των αναφερόμενων στο εκκαλούμενο βούλευμα δύο διαμερισμάτων της με γονική παροχή στην ανήλικη θυγατέρα της Χ και είχε συστήσει επίσης επικαρπία λόγω δωρεάς εν ζωή υπέρ των γονέων της Γ1 και Γ2 επί των ιδίων ως άνω διαμερισμάτων. Η συνολική δε αξία των δύο αυτών διαμερισμάτων, που μεταβιβάστηκαν τελικά από την κατηγορουμένη προς τη θυγατέρα της και τους γονείς της με τον προαναφερόμενο τρόπο, προκειμένου να αποφύγει η ίδια την πληρωμή των χρεών της, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ., το οποίο υπολείπεται κατά πολύ του χρέους της προς τη μηνύτρια εταιρεία. Με την κρινόμενη έφεσή της, εξάλλου, ισχυρίζεται η κατηγορουμένη Χ1 ότι είναι η μεταξύ αυτής και της μηνύτριας εταιρείας διαφορά αστική και δεν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα, εν πάση δε περιπτώσει δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση τα στοιχεία της κατ'επάγγελμα τελέσεως της απάτης. Επί των ισχυρισμών αυτών της κατηγορουμένης αντιτείνεται, σύμφωνα με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι προέρχονται μεν οι οφειλές της από εμπορικές πράξεις, αλλ' απέκτησε αυτή τα φάρμακα και τα ιδιοσκευάσματα που χρειαζόταν με πίστωση του τιμήματος αυτών, με την εξακολουθητική προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρείας εν γνώσει παράσταση των προαναφερόμενων ψευδών γεγονότων ως δήθεν αληθινών, ενώ ο ισχυρισμός της περί του ότι συμπεριλαμβάνονται στην προαναφερόμενη οφειλή της υπερβολικοί τόκοι δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα, καθόσον, όπως προκύπτει από τα υπογραφέντα από αυτήν (κατηγορουμένη) συμφωνητικά, προσδιόριζε η ίδια τα ποσά των καταβλητέων κάθε φορά δικαιοπρακτικών τόκων και τα ανέγραφε στα αντίστοιχα συμφωνητικά, τα ποσά δ' αυτά δεν υπερβαίνουν το οριζόμενο από νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 των αποδιδόμενων σ' αυτήν αξιοποίνων πράξεων κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και της μερικότερης πράξεως συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στις 14-2-2001 και για τον λόγο αυτόν απέρριψε, ως προς τις πράξεις αυτές, την υπ' αυτής ασκηθείσα κατά του υπ' αριθ. 5.046/2003 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαια το πρωτόδικο βούλευμα. IV.- Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς την προαναφερόμενη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το ως άνω Συμβούλιο ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδάφιο στ΄, 26 § 1α, 27 §§ 1 & 2, 98 και 386 §§ 1 & 3α του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ΄ του άρθρου 13 προστέθηκε με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996 και όπως το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 11 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999), τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παρεβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα ως προς τις προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις, δεν είναι αληθής, όπως ισχυρίζεται η ίδια, η παρασχεθείσα προς τον μηνυτή της διαβεβαίωση περί της υπάρξεως σεβαστής ακίνητης περιουσίας στο πρόσωπο του πατέρα της, καθόσον δι' αυτής δόθηκε εμμέσως πλην σαφώς προς τον τελευταίο η διαβεβαίωση ότι σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας αυτής θα εξοφλούσε οπωσδήποτε τις οφειλές της ο πατέρας της, ο οποίος είχε πράγματι σεβαστή ακίνητη περιουσία. Εξάλλου ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά του στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ' αυτού υιοθετούμενη πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών) με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της παραπάνω πράξης (με τις ψευδείς παραστάσεις της προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι τις 27-2-1999), η οποία συντρέχει και στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (ΑΠ 1885/2001 ΠΧρ. ΝΒ΄ σελ. 647, ΑΠ 1307/2002 ΠΧρ.ΝΓ΄497), όσο και στην υποδομή που είχε διαμορφώσει η ίδια με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, καθότι λειτουργούσε το φαρμακείο της με τα προϊόντα, που με τον προαναφερόμενο τρόπο, αποσπούσε από τη μηνύτρια εταιρεία, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι αβάσιμος ο προβαλλόμενος από την αναιρεσείουσα λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν δε στην ίδια τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 483 § 1 του ΚΠΔ). Καθόσον αφορά, όμως, την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται ως τελεσθείσα από την ίδια στις 14-2-2001, παρατηρούμε τα εξής: Κατά τα άρθρα 111 §§ 1 & 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 § 1 στοιχ. β΄, 370 στοιχ. β΄ και 485 του ΚΠΔ, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως συμβούλιο, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 § 1 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 § 5 του Ν. 3160/2003. Στην προκειμένη περίπτωση παραπέμφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το προσβαλλόμενο βούλευμα η αναιρεσείουσα και για τη μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι διέπραξε στις 14-2-2001 στην Αθήνα, εις βάρος του νομίμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρείας Γεωργίου Παπάζογλου. Το έγκλημα, όμως, αυτό, απειλούμενο από το νόμο με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, είναι πλημμέλημα (άρθρα 18 εδ. β΄ και 363 του ΠΚ) και έχει υποπέσει ήδη σε παραγραφή, αφού από της τελέσεώς του μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, χωρίς, εν τω μεταξύ, να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Λαμβανομένου, ύστερα απ' όλα αυτά, υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχει έναν παραδεκτό λόγο αναίρεσης, που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ), πρέπει, κατά τούτο, να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικώς η κατά της αναιρεσείουσας ασκηθείσα για τη μερικότερη αυτή πράξη συκοφαντικής δυσφήμησης ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να αναιρεθεί εν μέρει το υπ' αριθ. υπ' αριθ. 715/7-4-2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δη όσον αφορά την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφήμησης, την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτή στην Αθήνα στις 14-2-2001 εις βάρος του Γεωργίου Παπάζογλου, νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.- Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών", και να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατ' αυτής για την πράξη αυτή ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής. και 2) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπ' αριθ. 77/13-5-2004 αίτηση αναιρέσεως της ιδίας ως άνω αναιρεσείουσας κατά του υπ' αριθ. 715/7-4-2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Αθήνα, 25 Σεπτεμβρίου 2006 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 11 του N. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 § 4 του N. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ., (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και πρέπει να εφαρμόζεται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ΄ ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ΄ του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με την υποπαρ. 1.1. της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη (του άρθρου 98 § 2 ΠΚ για το άθροισμα του ποσού) και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από το Ν. 2721/1999, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη, πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού. Τέλος, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής και στην πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση. Στην προκείμενη, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 715/2004 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη Χ1 είναι φαρμακοποιός και διατηρεί φαρμακείο στη ...... Ευβοίας, μεταξύ δε των άλλων προμηθευόταν φάρμακα και ιδιοσκευάσματα από τη μηνύτρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.-Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Γεώργιος Παπαζογλου. Αρχικά πλήρωνε αυτή τις επιταγές τις οποίες εξέδιδε έναντι της αξίας των φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων που προμηθευόταν από την πιο πάνω ανώνυμη εταιρεία, αλλά από κάποιο χρονικό σημείο και μετά, δηλαδή από τις αρχές του καλοκαιριού του έτους 1997 και εφεξής, ειδοποίησε τον νόμιμο εκπρόσωπο της εν λόγω εταιρείας ότι θα άφηνε απλήρωτες κάποιες από τις επιταγές εκδόσεώς της, λόγω οικονομικών προβλημάτων, και τον παρακάλεσε να την διευκολύνει, συνεχίζοντας να της δίνει φάρμακα και ιδιοσκευάσματα επί πιστώσει για να ξεπεράσει τα προβλήματά της και να δυνηθεί να καταβάλει στη μηνύτρια εταιρία την αξία των φαρμάκων. Για να πείσει δε αυτή το νόμιμο εκπρόσωπο της τελευταίας και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της επί πιστώσει πωλήσεως προς αυτήν φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων, αλλά και για να επιτύχει τη ρύθμιση του μέχρι τότε υφιστάμενου χρέους της προς τη μηνύτρια εταιρία, παρίστανε κάθε φορά ψευδώς προς αυτόν (εκπρόσωπο μηνύτριας εταιρίας) ότι ήταν φερέγγυα και ότι είχε η ίδια, αλλά και ο πατέρας της, ικανοποιητική ακίνητη περιουσία, που επαρκούσε για την εξόφληση των οφειλών της. Έπειθε δ' έτσι τον τελευταίο και συνέχιζε να χορηγεί η υπ' αυτού εκπροσωπούμενη μηνύτρια εταιρεία φάρμακα και ιδιοσκευάσματα στην κατηγορουμένη επί πιστώσει. Επίσης, επέτυχε η τελευταία την μεταξύ αυτής και του νομίμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρείας κατάρτιση και υπογραφή του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο ανέλαβε η μηνύτρια εταιρεία την υποχρέωση να συνεχίσει την επί πιστώσει πώληση φαρμάκων προς την κατηγορουμένη και αποδέχθηκε επίσης την ομαδοποίηση όλων των μέχρι τότε υφιστάμενων χρεών της κατηγορουμένης προς αυτήν, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 78.112.000 δρχ., αποτελούμενο α) από επιταγές εκδοθείσες από την κατηγορουμένη συνολικού ποσού 47.906.835 δρχ., οι οποίες της επεστράφησαν ή τις οποίες πλήρωσε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας Γεώργιος Παπάζογλου, β) από επιταγές εκδόσεως της ιδίας συνολικού ποσού 17.093.813 δρχ., τις οποίες είχε καταθέσει η μηνύτρια εταιρεία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ως εγγύηση χρηματοδότησεώς της και οι οποίες θα της επιστρέφονταν ή θα τις πλήρωνε ο Γεώργιος Παπάζογλου, γ) από ποσό ανοικτού λογαριασμού της έως τις 31-12-1998, που ανερχόταν σε 9.832.027 δρχ., και δ) από δεδουλευμένους τόκους 3.276.325 δρχ. (οράτε μήνυση και καταθέσεις ........ και .......), η δε κατηγορουμένη Χ1 εξέδωσε για τις οφειλές της αυτές δύο επιταγές πληρωτέες από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος σε διαταγή της μηνύτριας εταιρείας και συγκεκριμένα τις υπ' αριθ. ......... και ......... επιταγές, για τα ποσά των 66.153.000 δρχ. και 11.959.000 δρχ. αντίστοιχα, που ήταν μεταχρονολογημένες, καθόσον έφεραν ημερομηνίες εκδόσεως ........ και ........, αντίστοιχα, ενώ συγχρόνως ανέλαβε την υποχρέωση να εκποιήσει μέρος της ακίνητης περιουσίας της για να καλύψει τις εκκρεμότητες αυτές. Μεγάλωνε, όμως, αντί να μειωθεί το άνοιγμα της κατηγορουμένης έναντι της μηνύτριας εταιρείας, ενώ συγχρόνως συνέχισε να μην καταβάλλει η πρώτη στη δεύτερη τα όσα της είχε υποσχεθεί ότι θα κατέβαλε, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει νέα ρύθμιση του χρέους και υπογραφή νέου συμφωνητικού μεταξύ τους. Σύμφωνα με το συμφωνητικό αυτό, που υπεγράφη στις 31-7-1998, ανήλθαν οι οφειλές της κατηγορουμένης προς τη μηνύτρια εταιρεία στο συνολικό ποσό των 98.447.700 δρχ., για το οποίο εκδόθηκαν δύο νέες επιταγές πληρωτέες από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και συγκεκριμένα οι υπ' αριθ. ....... και ........., για τα ποσά των 50.000.000 και 48.447.700 δρχ. αντίστοιχα, ενώ συγχρόνως επεστράφησαν στην κατηγορουμένη οι προηγούμενες. Επακολούθησε η μη ανταπόκριση της κατηγορουμένης στις υποχρεώσεις της, η εμφάνιση των προαναφερόμενων επιταγών για πληρωμή και η μη πληρωμή τους και η επιδίωξη εισπράξεως αυτών με την έκδοση αντίστοιχων διαταγών πληρωμής. Εκδόθηκαν έτσι οι υπ' αριθ. ....... και ...... διαταγές πληρωμής των Δικαστών των Μονομελών Πρωτοδικείων Αθηνών και Χαλκίδας αντίστοιχα, οι οποίες κοινοποιήθηκαν νόμιμα στην κατηγορουμένη. Κατά των διαταγών αυτών, ασκήθηκαν στις 21-1-2000 και 22-3-2000 αντίστοιχα από την τελευταία οι υπ' αριθ. 140/21-1-2000 και 192/22-3-2000 ανακοπές, με τις οποίες ισχυρίσθηκε αυτή ότι το πράγματι οφειλόμενο προς τη μηνύτρια εταιρεία χρέος της δεν υπερέβαινε το ποσό των 19.275.047 δρχ., ότι το υπόλοιπο ποσό κάλυπτε τόκους που υπερέβαιναν κατά πολύ τον δικαιοπρακτικό τόκο και ότι αναγκάστηκε να υπογράψει τα προαναφερόμενα συμφωνητικά και να εκδώσει τις επίδικες επιταγές λόγω της ανάγκης της να προμηθεύεται φάρμακα για το φαρμακείο της και λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, γεγονότα τα οποία εκμεταλλεύτηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας Γεώργιος Παπάζογλου για να επιτύχει την υπογραφή των πιο πάνω συμφωνητικών και την έκδοση των πιο πάνω επιταγών. Τα ίδια δε υποστήριξε και με τις προτάσεις της επί των ως άνω ανακοπών. Εκδόθηκαν, όμως, στη συνέχεια οι υπ' αριθ. 1071/2001 και 626/2002 αποφάσεις των Μονομελών Πρωτοδικείων Αθηνών και Χαλκίδας, αντίστοιχα, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι παραπάνω ανακοπές. Περαιτέρω, προέκυψε ότι η μηνύτρια εταιρεία, διενήργησε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, έλεγχο στο υποθηκοφυλακείο, οπότε διαπιστώθηκε αφενός μεν ότι ήταν η περιουσία της κατηγορουμένης σχετικά πολύ μικρή σε σχέση με τις υποχρεώσεις της και ως εκ τούτου δεν ήταν αυτή φερέγγυα, όπως είχε κατ' επανάληψη παραστήσει ψευδώς προς τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής (μηνύτριας εταιρείας), αφετέρου δε ότι είχε μεταβιβάσει η κατηγορουμένη τη ψιλή κυριότητα των αναφερόμενων στο εκκαλούμενο βούλευμα δύο διαμερισμάτων της με γονική παροχή στην ανήλικη θυγατέρα της Χ και είχε συστήσει επίσης επικαρπία λόγω δωρεάς εν ζωή υπέρ των γονέων της Γ1 και Γ2 επί των ιδίων πιο πάνω διαμερισμάτων. Η συνολική δε αξία των δύο αυτών διαμερισμάτων, που μεταβιβάστηκαν τελικά από την κατηγορουμένη προς τη θυγατέρα της και τους γονείς της με τον προαναφερόμενο τρόπο, προκειμένου να αποφύγει η ίδια την πληρωμή των χρεών της, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ., το οποίο υπολείπεται κατά πολύ του χρέους της προς τη μηνύτρια εταιρεία. Με την κρινόμενη έφεσή της, εξάλλου, ισχυρίζεται η κατηγορουμένη Χ1 ότι είναι η μεταξύ αυτής και της μηνύτριας εταιρείας διαφορά αστική και δεν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα, εν πάση δε περιπτώσει δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση τα στοιχεία της κατ' επάγγελμα τελέσεως της απάτης. Επί των ισχυρισμών αυτών της κατηγορουμένης αντιτείνεται, σύμφωνα με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι προέρχονται μεν οι οφειλές της από εμπορικές πράξεις, αλλ' απέκτησε αυτή τα φάρμακα και τα ιδιοσκευάσματα που χρειαζόταν με πίστωση του τιμήματος αυτών, με την εξακολουθητική προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρείας εν γνώσει παράσταση των προαναφερόμενων ψευδών γεγονότων ως δήθεν αληθινών, ενώ ο ισχυρισμός της περί του ότι συμπεριλαμβάνονται στην προαναφερόμενη οφειλή της υπερβολικοί τόκοι δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα, καθόσον, όπως προκύπτει από τα υπογραφέντα από αυτήν (κατηγορουμένη) συμφωνητικά, προσδιόριζε η ίδια τα ποσά των καταβλητέων κάθε φορά δικαιοπρακτικών τόκων και τα ανέγραφε στα αντίστοιχα συμφωνητικά, τα ποσά δε αυτά δεν υπερβαίνουν το οριζόμενο από το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 715/2004 βούλευμά του, έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 των αποδιδόμενων σ' αυτήν αξιοποίνων πράξεων α) της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και β) της μερικότερης πράξεως συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτή στις 14-2-2001 και για τον λόγο αυτόν απέρριψε, ως προς τις πράξεις αυτές, την απ' αυτήν ασκηθείσα κατά του υπ' αριθ. 5.046/2003 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έφεσή της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαια το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του, ως προς την ειρημένη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδάφ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 98 και 386 παρ. 1 και 3α του ΠΚ ( όπως το εδάφ. στ΄ του άρθρου 13 προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996 και όπως το εδάφ. α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και στη συνέχεια από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος (με επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε, αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση) τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους ("καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τα σχετικά υπομνήματα των διαδίκων και απολογία της κατηγορουμένης), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών (με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά του στο πρωτόδικο βούλευμα και την απ' αυτό υιοθετούμενη πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών) με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του, τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της παραπάνω πράξεως (με τις ψευδείς παραστάσεις της προς το νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι τις 27-2-1999), η οποία συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όσο και στην υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, καθόσον λειτουργούσε το άνω φαρμακείο της με τα προσόντα που με τον προαναφερθέντα τρόπο αποσπούσε από τη μηνύτρια εταιρία, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς και τις σκέψεις της Εισαγγελικής προτάσεως, στις οποίες το Συμβούλιο αυτό κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την παραπεμπτική διάταξή του ως προς την άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και συνακόλουθα η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1 και 3 και 112 του Π.Κ. το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. β΄, 370 στοιχ. β΄ και 485 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως Συμβουλίου, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003. Στην προκείμενη περίπτωση, παραπέμφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη και για τη μερικότερη πράξη συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στις 14-2-2001 στην Αθήνα, εις βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της μηνύτριας εταιρίας Γεωργίου Παπάζογλου. Το έγκλημα, όμως, αυτό, απειλούμενο από το νόμο με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, είναι πλημμέλημα (άρθρα 18 εδ. β΄ και 363 του ΠΚ) και έχει υποπέσει ήδη σε παραγραφή, αφού από την τέλεση του μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, χωρίς, εν τω μεταξύ, να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού ληφθεί υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει έναν παραδεκτό λόγο αναιρέσεως που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠοινΔ), πρέπει αυτεπαγγέλτως να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα, και δη αναφορικά με την άνω μερικότερη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η κατά της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ασκηθείσα για την πράξη αυτή ποινική δίωξη, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει το υπ' αριθ. 715/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και δη αναφορικά με τη μερικότερη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία φέρεται ότι τέλεσε η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, στην Αθήνα στις 14-2-2001 εις βάρος του Γεωργίου Παπάζογλου, νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΠΑΦΑΡΜ-ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Α.Ε.- Εμπορία Φαρμάκων και Καλλυντικών". ΠΑΥΕΙ οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά της άνω κατηγορουμένης για την πιο πάνω αξιόποινη (πλημμεληματική) πράξη. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13 Μαΐου 2004 αίτηση της πιο πάνω αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για αναίρεση, κατά τα λοιπά, του ανωτέρω υπ' αριθ. 715/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί εν μέρει (αυτεπαγγέλτως) για πλημμέλημα (συκοφαντική δυσφήμιση) που φέρεται ότι τελέστηκε στις 14-2-2001. Παύει οριστικά ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Απορ-ρίπτει αίτηση για αναίρεση του βουλεύματος κατά τα λοιπά
Παύση οριστική ποινικής διώξεως
Βούλευμα παραπεμπτικό, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή.
0
Αριθμός 2043/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δουβαρά, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 219α, 293, 336-337/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαΐου 2006 αίτησή του αναιρέσεως και τους από 29 Δεκεμβρίου 2006 πρόσθετους λόγους, οι οποίοι καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1049/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α΄ του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση η ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικός δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση η αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται, και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή, των ισχυρισμών, που προτείνονται στο δικαστήριο της ουσίας είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιους όμως ισχυρισμούς δεν αποτελούν ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας καθώς και τα υπερασπιστικά του κατηγορουμένου επιχειρήματα, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πατρών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 219α, 293, 336-337/2006 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριό του, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: "Από το έτος 1999 ο κατηγορούμενος ήταν Πρόεδρος της Κοινότητας ........ Ζακύνθου, ενώ από το έτος 1995 ήταν Πρόεδρος και του Συνδέσμου ......... Τον Οκτώβριο 1998 επρόκειτο να διεξαχθούν Δημοτικές και Κοινοτικές Εκλογές για την ανάδειξη Δημάρχων και Δημοτικών Συμβουλίων στους νέους διευρυμένους (Καποδιστριακούς) Δήμους, που είχαν δημιουργηθεί. Η Κοινότητα ........ μαζί με την Κοινότητα ...... Ζακύνθου, στην οποία Πρόεδρος Κοινότητας ήταν ο Γ1, είχαν υπαχθεί στο νεοσύστατο Δήμο Αλυκών. Ο κατ/νος, ο Γ1 και άλλα πρόσωπα που ανήκαν στον ίδιο πολιτικό χώρο κατάρτισαν συνδυασμό για το Δήμο Αλυκών και συμφώνησαν ότι Δήμαρχος τελικά θα οριζόταν σε περίπτωση εκλογής του συνδυασμού τους, ο σύμβουλος που θα συγκέντρωνε τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως. Ο Γ1 εργαζόταν για να λάβει περισσότερους σταυρούς ο κατηγορούμενος, από τον οποίο είχε λάβει υποσχέσεις, ότι αν εκλεγόταν Δήμαρχος θα έπαιρνε και αυτός δημοτικό αξίωμα. Για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού ο Γ1 πλησίασε τον μηνυτή Ψ1, ο οποίος ήταν ψηφοφόρος της αντίπαλης παράταξης, και για λογαριασμό του κατ/νου του υποσχέθηκε εργασία στο Σύνδεσμο ........ και στο Δήμο Αλυκών, αν εκλεγόταν, με αντάλλαγμα αυτός και τα μέλη της οικογένειάς του να ψηφίσουν τον κατ/νο. Ο μηνυτής δέχθηκε και κατόπιν μεσολαβήσεως του Γ1 ήλθε σε επαφή με τον κατ/νο, ο οποίος από τα τέλη Αυγούστου του έτους 1998 έως και τις Δημοτικές Εκλογές του έτους 1998 (Οκτώβριο 1998) του ανέθεσε εργασίες μικροεπισκευών του δικτύου του Συνδέσμου ........., τις οποίες και αυτός (μηνυτής) εκτέλεσε. Μέχρι τότε ο μηνυτής εργαζόταν κυρίως μεν ως αγρότης, περιστασιακά δε ως υδραυλικός, χωρίς όμως να έχει κάνει έναρξη ασκήσεως του επαγγέλματος του υδραυλικού στην Εφορία (Δ.Ο.Υ.) και χωρίς να γνωρίζει τη σημασία του τιμολογίου παροχής υπηρεσιών , αφού ποτέ δεν είχε κάτι τέτοιο στην κατοχή του. Ο κατ/νος ενημέρωσε τον μηνυτή ότι για να πληρωθεί για τις εργασίες που είχε πραγματοποιήσει πρέπει απαραιτήτως να αποκτήσει μπλοκ τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, το οποίο με ενέργειές του και απέκτησε ο μηνυτής. Στις Δημοτικές Εκλογές του 1998 στο Δήμο Αλυκών Ζακύνθου νίκησε ο συνδυασμός στον οποίο μετείχαν ο κατ/νος και ο Γ1, ενώ πλειοψηφών σύμβουλος αναδείχθηκε ο κατ/νος, ο οποίος και ανακηρύχθηκε Δήμαρχος Αλυκών. Μετά την εκλογή του κατ/νου ο μηνυτής πήγε στα γραφεία του Συνδέσμου για να πληρωθεί για τις μέχρι τότε εργασίες που είχε πραγματοποιήσει, αλλά ο κατ/νος του είπε να αφήσει εκεί το μπλοκ των τιμολογίων του για να το συμπληρώσει η αρμόδια υπάλληλος του Συνδέσμου και να περάσει άλλη ημέρα να το πάρει. Ο μηνυτής δέχθηκε , αφενός μεν γιατί ήταν παρών και ο Γ1, τον οποίο εμπιστευόταν και αφετέρου γιατί, μη έχοντας ποτέ μέχρι τότε στην κατοχή του τιμολόγιο, δεν γνώριζε την σημασία που είχε το μπλοκ αυτό, ενόψει και του ότι είναι σχεδόν αγράμματος. Εκτός αυτού ο μηνυτής είχε λάβει από τον κατ/νο πολλές υποσχέσεις για την επαγγελματική του αποκατάσταση και συγκεκριμένα για διορισμό του στο Δήμο Αλυκών ή στο εργοστάσιο αφαλάτωσης ύδατος στο ...... Ζακύνθου, που κατά τα λεγόμενα του κατ/νου, επρόκειτο να δημιουργήσει ο Σύνδεσμος και, μετά την εκλογή του κατ/νου ως Δημάρχου, ευλόγως ο μηνυτής πίστευε ότι θα εκπληρωθούν οι υποσχέσεις του αυτές. Ο κατ/νος δεν επέστρεψε το μπλοκ των τιμολογίων στο μηνυτή, αλλά αφού του έδωσε μερικές μικροδουλειές επισκευής του δικτύου ύδρευσης του Συνδέσμου και αφού από την Άνοιξη του 1999 και μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού 1999 τον απασχόλησε παράνομα ως υδραυλικό στο Δήμο Αλυκών με μηνιαίο μισθό 175.000 δρχ. χωρίς να τον προσλάβει νόμιμα και χωρίς να καταβάλει τις νόμιμες εισφορές στο ΙΚΑ, στη συνέχεια σταμάτησε εντελώς να απασχολεί τον μηνυτή. Για τις εργασίες που είχε εκτελέσει στο Σύνδεσμο ....... ο μηνυτής πληρώθηκε κανονικά, αφού του δόθηκαν συμπληρωμένα τα πρωτότυπα των υπ' αριθμ. ..,...,... και ...... τιμολογίων παροχής υπηρεσιών του και τα λοιπά αναγκαία έγγραφα, χωρίς όμως να του δοθεί από τον κατ/νο ολόκληρο το μπλοκ των τιμολογίων του, το οποίο παρότι το ζητούσε από τον κατ/νο, αυτός δεν του το έδινε και τούτο διότι, γιατί είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει για να εισπράξει, εν αγνοία του μηνυτή, μεγάλα χρηματικά ποσά. Έτσι, ο κατ/νος χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα έπεισε την μακρινή του συγγενή και υπάλληλο του Συνδέσμου ....... Β1 να καταρτίσει πλαστά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών από το μπλοκ του μηνυτή και μάλιστα διαφορετικά στο πρωτότυπο λευκού χρώματος, με το οποίο θα γινόταν η πληρωμή και διαφορετικά στο στέλεχος-κιτρίνου χρώματος, που θα επεστρέφετο στο μηνυτή, με σκοπό, με το μεν λευκό (πρωτότυπο) να παραπλανήσει τους υπάλληλους της Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου και να εισπράξει για μη εκτελεσθείσες εργασίες το ποσό που ανέγραφε το τιμολόγιο εξαπατώντας έτσι το Ελληνικό Δημόσιο και μειώνοντας την περιουσία του κατά την αξία των τιμολογίων και με το κίτρινο στέλεχος, που θα επέστρεφε στο μηνυτή, να παραπλανήσει αυτόν ότι η απάτη που είχε γίνει ήταν κατά πολύ μικρότερη αυτής που πραγματικά είχε γίνει, ότι ο μηνυτής όφειλε να καταβάλει για τα πλαστά αυτά τιμολόγια μικρότερο ποσό ΦΠΑ και μικρότερο ποσό φόρου εισοδήματος στο Ελληνικό Δημόσιο, ώστε ο μηνυτής να μη καταλάβει την έκταση της απάτης και να μη αντιδράσει. Η πλαστογράφηση δε αυτή των στελεχών (κιτρίνων)των τιμολογίων είχε σκοπό να παραπλανήσει και τους αρμόδιους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου που θα έλεγχαν τις δηλώσεις ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος του μηνυτή και να δεχθούν ότι αυτός υποχρεούται να καταβάλει ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος με βάση τα μικρότερα ποσά των στελεχών και όχι τα μεγαλύτερα των πρωτοτύπων των τιμολογίων. Η Β1, γνωρίζοντας ότι η πράξη της είναι παράνομη και θα επιφέρει τις ανωτέρω συνέπειες πλαστογράφησε στη Ζάκυνθο, στους χρόνους που αναφέρονται στο διατακτικό τόσο τα πρωτότυπα τιμολόγια (λευκά), όσο και τα στελέχη των τιμολογίων (κίτρινα), βάζοντας πάνω απ' αυτά καρμπόν, ώστε να είναι πειστικότερη η πλαστογράφηση, αναγράφοντας διαφορετικά στοιχεία στο πρωτότυπο και το στέλεχος και ως προς την επωνυμία του υποτιθέμενου πελάτη του μηνυτή και ως προ το ποσό του τιμολογίου. Έτσι η Β1 με προτροπή του κατ/νου κατήρτισε τα 23 στελέχη τιμολογίων παροχής υπηρεσιών του μηνυτή που αναφέρονται στο διατακτικό με αριθμούς ...... καθώς επίσης και τα αντίστοιχα 23 πρωτότυπα (λευκού χρώματος) τιμολογίων με αριθμούς ..... για ποσά όχι αυτά που αναφέρονται στα στελέχη αλλά πολύ μεγαλύτερα και συγκεκριμένα για ποσά 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354 .000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 354.000, 2.360.000, 2.360.000, 2.360.000, 2.360.000 δρχ. Ακολούθως η ίδια προσκόμισε τα πρωτότυπα των τιμολογίων αυτών (λευκά) στη Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου και εισέπραξε την αξία τους έχοντας μαζί της και πλαστή εξουσιοδότηση του μηνυτή για την είσπραξη, η θεώρηση της γνησιότητας της υπογραφής του οποίου είχε γίνει από αρμόδιο όργανο που δεν προσδιορίστηκε τα δε εισπραχθέντα τα έδωσε στον κατ/νο. Τον μήνα Δεκέμβριο του 1999 ο κατηγορούμενος επέστρεψε το μπλοκ των τιμολογίων στον μηνυτή μετά και από πιέσεις του Γ1. Ο μηνυτής είδε ότι από το μπλοκ του έλειπαν όχι μόνο τα 4 τιμολόγια, για τα οποία είχε πληρωθεί, αλλά συνολικά 28 τιμολόγια, ενώ δεν γνώριζε ότι στα πρωτότυπα των τιμολογίων αναγράφονταν πολύ μεγαλύτερα ποσά, αφού ποτέ δεν τα είχε ιδεί. Αμέσως ήλθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο, ο οποίος του υποσχέθηκε να του πληρώσει ο ίδιος τον ΦΠΑ των τιμολογίων, ενώ του επανέλαβε και τις υποσχέσεις του για διορισμό του στο εργοστάσιο αφαλάτωσης νερού, που θα δημιουργούσε ο Σύνδεσμος ......... Ζακύνθου. Παράλληλα ο λογιστής του κατηγορούμενου του επεσήμανε τους κινδύνους επιβολής μεγάλων προστίμων από την καθυστέρηση καταβολής του ΦΠΑ των τιμολογίων και έτσι ο μηνυτής αποφάσισε να μηκαταγγείλει τον κατηγορούμενο αλλά να πληρώσει τον ΦΠΑ. Έτσι κατά το χρονικό διάστημα από 21/3/2000 έως και 12/4/2000 για ΦΠΑ των τιμολογίων ....... και πρόστιμα για καθυστέρηση καταβολής αυτού κατέβαλε στην Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου με τα ανωτέρω αναγνωσθέντα διπλότυπα είσπραξης το συνολικό ποσό των 740.715 δραχμών. Ο κατηγορούμενος στην συνέχεια αθέτησε τις υποσχέσεις του για παροχή εργασίας στον μηνυτή, ενώ δεν του κατέβαλε και το ανωτέρω ποσό των 740.715 δραχμών (ΦΠΑ και προσαυξήσεις), γεγονός το οποίο εξόργισε τον τελευταίο, ο οποίος, με την προτροπή και του μάρτυρα Γ1, ο οποίος δεν είχε πλέον καλές σχέσεις με τον κατηγορούμενο, γιατί αυτός (κατ/νος) δεν του έδωσε το αξίωμα που του είχε υποσχεθεί στον Δήμο Αλυκών, αποφάσισε να καταγγείλει τον κατηγορούμενο. Έτσι, όταν την Άνοιξη του 2003 πληροφορήθηκε ότι από τον επιθεωρητή ......... διενεργείται τακτικός έλεγχος στον Σύνδεσμο ....... Ζακύνθου, επισκέφθηκε μαζί με τον Γ1 τον επιθεωρητή αυτόν και του έδωσε την από ...... υπεύθυνη δήλωση του, που καταγγέλλει την παρακράτηση των τιμολογίων του από τον κατηγορούμενο και την πλαστογράφηση τους. Η δήλωση αυτή παραλήφθηκε από τον ........ στις 11-6-2003. Ακολούθως ο ....... έδωσε εντολή για έλεγχο των βιβλίων του κατηγορουμένου από την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου κατά τον οποίο από παραβολή που έγινε διαπιστώθηκε η διαφορά πρωτοτύπων και στελεχών των τιμολογίων και επιβλήθηκαν από την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου για τα έτη 1999 και 2000 αντιστοίχως πρόστιμα 33.454 και 46.954 ευρώ στον μηνυτή. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ο μηνυτής εκτέλεσε όλες τις εργασίες που περιγράφονται στα πρωτότυπα των τιμολογίων (λευκά) και ότι ο ίδιος έλαβε το ποσό των 15.700.000 δραχμών που αναφέρεται σ' αυτά, το οποίο και πράγματι εισπράχθηκε από την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου και ότι περαιτέρω με την συνδρομή της Β1 πλαστογράφησε ο ίδιος (μηνυτής) τα στελέχη των τιμολογίων για να παραπλανήσει την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου, εμφανίζοντας ότι έχει μικρότερα εισοδήματα και ότι συνεπώς οφείλει να καταβάλει μικρότερο ποσό φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου δεν ευσταθούν. Αντίθετα, από τα αναφερόμενα κατωτέρω στοιχεία, αποδεικνύεται ότι η Β1 μετά από εντολή του κατηγορουμένου κατάρτισε πλαστά από την αρχή και τα πρωτότυπα (λευκά) αλλά και τα στελέχη των τιμολογίων (κίτρινα), για να εισπράξει από την Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου το ανωτέρω ποσό των 15.700.000 δραχμών, το οποίο παρέδωσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος το οικειοποιήθηκε με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικώτερα: 1) Ο μηνυτής είναι ένας αυτοδίδακτος-εμπειρικός υδραυλικός, που εργαζόταν μόνος του και για τον λόγο αυτό είναι προδήλως αδύνατο κατά το χρονικό διάστημα των εννέα μηνών από τις 23-6-1999 και μέχρι τις 20-3-2000 που φέρεται να έχουν εκδοθεί τα με αριθμούς ... έως και .... πρωτότυπα τιμολογίων να έχει εκτελέσει 23 έργα στον Σύνδεσμο ....... συνολικής αξίας 15.700.000 δραχμών, από τα οποία τα 4 τελευταία έργα ήταν καθαρής, χωρίς ΦΠΑ, αξίας 2.000.000 δραχμών το καθένα. 2) Οι φερόμενες ως εκτελεσθείσες εργασίες είναι ακριβώς αξίας 300.000 δραχμών οι 19 πρώτες και 2.000.000 δραχμών οι τέσσερις τελευταίες, δηλαδή όσο ήταν το όριο για τα έτη 1999 και 2000 αντίστοιχα, που φέρονται ότι τελέστηκαν, μέχρι του οποίου μπορούσε ο κατηγορούμενος να εκτελέσει έργο χωρίς διαγωνισμό αλλά με απευθείας ανάθεση. Δηλαδή δεν επρόκειτο για πραγματικές αλλά για εικονικές εργασίες, την όλη δε μεθόδευση κατέστρωσε ο κατηγορούμενος ως Πρόεδρος του Συνδέσμου...... Ζακύνθου. 3) Η Β1 καμία ειδική σχέση δεν έχει με τον μηνυτή και δεν υπάρχει κανένας λόγος να δεχθεί να διαπράξει πλαστογραφία για να το εξυπηρετήσει, γνωρίζοντας μάλιστα ότι η πράξη της είναι παράνομη. 4) Μετά την εκ νέου εκλογή του κατηγορουμένου ως Προέδρου του Συνδέσμου ...... στις αρχές του 1998 εξαφανίστηκαν όλα τα εντάλματα πληρωμής για τα επίδικα τιμολόγια από τον Σύνδεσμο ......., για να μην μπορεί να διαπιστωθεί ποιος τα εισέπραξε. 5) Όλη η εξέταση της υποθέσεως προήλθε από την καταγγελία του μηνυτή στον επιθεωρητή ......... Αν ο μηνυτής γνώριζε ότι άλλα γράφουν τα πρωτότυπα και άλλα τα στελέχη των τιμολογίων του δεν θα έκανε ασφαλώς την καταγγελία αυτή, η οποία ήταν αφορμή για να ασκηθούν ποινικές διώξεις εναντίον του για έκδοση εικονικών τιμολογίων αλλά και για την επιβολή μεγάλων προστίμων. Ο μηνυτής όταν έκαμε την καταγγελία του νόμιζε ότι μόνο τα στελέχη των τιμολογίων ήταν πλαστογραφημένα. Βέβαια άργησε κατά 3,5 σχεδόν έτη να προβεί στην καταγγελία του αλλά το γεγονός αυτό εξηγείται γιατί μέχρι τότε ήλπιζε ότι ο κατηγορούμενος θα τηρήσει την υπόσχεσή του και θα του βρει μόνιμη εργασία. Όταν αντιλήφθηκε ότι εμπαίζεται από τον κατηγορούμενο και ότι αντί για εργασία ζημιώθηκε και το ποσό του ΦΠΑ των στελεχών των τιμολογίων, που δεν του έδωσε ο κατηγορούμενος παρά τις υποσχέσεις του, εξαγριώθηκε και με την βοήθεια του Γ1 προέβη στην καταγγελία, 6) Ο ίδιος, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε στον μηνυτή ότι εισέπραξε τα επίδικα χρήματα για να πληρωθούν ανάγκες του Δήμου Αλυκών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο κατ/νος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όχι πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση των τιμολογίων που αναφέρονται στο διατακτικό αλλά κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ένοχος ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση των πιστοποιητικών αυτών η οποία τελέστηκε από την Β1, όπως στο διατακτικό. Ο ισχυρισμός του κατ/νου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε απαράδεκτη μεταβολή της κατηγορίας δεν ευσταθεί και τούτο διότι η αρχική κατηγορία αναφερόταν στην πλαστογραφία τιμολογίων κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα (εκτός άλλων για τα οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής) των τιμολογίων που αναφέρονται στο διατακτικό, τα οποία ήσαν στελέχη μπλοκ τιμολογίου (κιτρίνου χρώματος) και όχι τα πρωτότυπα, όπως ο κατ/νος ισχυρίζεται. Συνεπώς, η ένσταση αυτή του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και πρέπει ν' απορριφθεί". Με τα δεδομένα δε αυτά που αναφέρθηκαν, το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο κρίση όχι για την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση για την οποία κατηγορούνταν αλλά κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας κατ' εξακολούθηση στην πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση που τέλεσε η Β1, και αφού αναγνώρισε σ' αυτόν την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης δυο (2) ετών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Από τις προαναφερόμενες παραδοχές και από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή περιέχει τ' απαιτούμενα κατά την προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη στοιχεία για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της, αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 98 του ΠΚ, που ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, ειδικότερα δε σε σχέση με το αποδεικτικό μέσο των καταθέσεων των μαρτύρων, εκ της αναφοράς αυτού κατά το είδος του καθίσταται βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις στο σύνολό τους, επομένως και εκείνες του μηνυτή πρώην πολιτικώς ενάγοντος (παραιτήθηκε της πολιτικής αγωγής ενώπιον του Εφετείου) Ψ1, και της Β1. Ειδική αιτιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. Β) εκτίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος να πείσει την φυσική αυτουργό να διαπράξει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα εκτίθεται σ' αυτή ότι ο αναιρεσείων με προτροπές, χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα αλλά και τη σχέση προϊσταμένου και υπαλλήλου που τον συνέδεε με τη φυσική αυτουργό Β1, υπαλλήλου του Συνδέσμου ....... Ζακύνθου, έπεισε την τελευταία να πλαστογραφήσει τα αναφερόμενα στην προσβαλλομένη έγγραφα (τιμολόγια) αναλύοντας και το σκοπό που επιδίωκε και ο ίδιος με τη διάπραξη από την άνω φυσικό αυτουργό της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Ειδικώς, ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας στην άδικη πράξη της πλαστογραφίας, δεν είναι αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής στη φυσική αυτουργό της απόφασης, λόγω της επιβολής και επιρροής του ηθικού αυτουργού, στο φυσικό αυτουργό, προς τέλεση από την τελευταία της διαπραχθείσας άδικης πράξης. Γ) Το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου με παράθεση στο σκεπτικό εξ ολοκλήρου δικών του σκέψεων. Το γεγονός ότι οι σκέψεις αυτές είναι ταυτόσημες με εκείνης της πρωτόδικης απόφασης δεν σημαίνει ότι αυτή στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού ούτε καν αναφέρει ή έστω παραπέμπει στην πρωτόδικη απόφαση. Ούτε ενόψει των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και 2 παρ. 1 του έβδομου Πρωτοκόλλου της ίδιας Ευρωπαϊκής Σύμβασης, σημαίνει ότι κατά παραβίαση και της δίκαιης δίκης υπάρχει ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της δικαιοδοτικής εξουσίας του Εφετείου και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω, η απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι δεν στοιχειοθετείται η πράξη της πλαστογραφίας αλλά εκείνη της φοροδιαφυγής δεν έχρηζε ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας, αφού ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και, επομένως, αιτιολογείται η απόρριψή του, με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο σκεπτικό αυτής για την ενοχή του. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για έλλειψη νόμιμης βάσης αυτής, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αιτιάσεις, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την αίτηση και τους πρόσθετους λόγους, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Μαΐου 2006 αίτηση (Δήλωση) και τους από 29 Δεκεμβρίου 2006 πρόσθετους λόγους του Χ1 για αναίρεση της αποφάσεως 219α, 293, 336, 337/2006 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ηθικής αυτουργίας. Δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία για το δόλο του ηθικού αυτουργού. Πότε είναι αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για ηθική αυτουρ-γία. Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Ισχυρισμός που δεν είναι αυτοτελής, ως βάλλων κατά της συγκροτήσεως της αντικειμενικής καταστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και επομένως δεν χρήζει ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας. Αποδει-κτικά μέσα. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής από-φασης δεν απαιτείται χωριστή αναφορά κάθε αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί και η λεπτομερής αναφορά στο σύνολο του είδους τους. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για κατ’ εξακολούθηση ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως και οι επ’ αυτής πρόσθετοι λόγοι
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Αναιρέσεως πρόσθετοι λόγοι, Ηθική αυτουργία.
1
Αριθμός 2033/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως-Εισηγητή, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τη δήλωση αποχής του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη, η οποία κατετέθη σήμερα ενώπιον του Προέδρου του Αρείου Πάγου με αριθμ. πρωτ. 1688/16.11.2007. Ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ηρακλής Κωνσταντινίδης, ύστερα από την έκφραση ευχής-αιτήματος, εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκ των πολιτικώς εναγόντων ..., Φραγκίσκου Ραγκούση, αποχής από την εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως των κατηγορουμένων στην υπόθεση του ναυαγίου του πλοίου ...., υπέβαλε την ανωτέρω αναφερόμενη δήλωση αποχής. Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη του όσα προφορικώς αναπτύχθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του πολιτικώς ενάγοντος ... και όσα εγγράφως κατατέθηκαν από τον Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη και περιλαμβάνονται στα σχετικά πρακτικά, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, οι αναφερόμενοι στη δήλωση του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη λόγοι, ότι συμμετείχε ως Πρόεδρος του Εφετείου Πειραιώς στην έκδοση πολιτικών αποφάσεων που αφορούσαν αγωγές των πολιτικώς εναγόντων κατά των κατηγορουμένων (αναφέρονται 7 κατηγορούμενοι), δεν συνιστούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που να επιβάλλουν την αποχή αυτού από την άσκηση των καθηκόντων του, ήτοι Προέδρου του Δικαστηρίου που θα εκδικάσει αναιρέσεις των ως άνω κατηγορουμένων κατά καταδικαστικών ποινικών υποθέσεων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη δήλωση αποχής του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει δήλωση αποχής του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, από τη συμμετοχή του στην εκδίκαση της υπόθεσης
Αποδοχής δήλωση
Αποδοχής δήλωση.
0
Αριθμός 2030/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 και 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση της εκκαλούσας - εκζητουμένης Χ1, κρατούμενης στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που παρέστη αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο κατά της υπ' αριθμ. 162/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων. Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του, διέταξε την εκτέλεση κατ' αυτής του ......... Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τον Ανακριτή του Πρωτοδικείου της πόλης NAMUR του Βελγίου. Κατά της αποφάσεως αυτής η εκζητούμενη και τώρα εκκαλούσα, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 4/17.10.2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Ιωαννίνων, Γεωργίας Πορίκη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1738/2007. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε την εκζητούμενη που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση της εκζητούμενης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ", σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά της υπ' αριθμ. 162/17-10-2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με την οποία διετάχθη η εκτέλεση του από ......... Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Ανακριτή του Πρωτοδικείου NAMUR του Βελγίου, κατά της Ελληνίδας υπηκόου Χ1, η τελευταία άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως την υπ' αριθμ. 4/17-10-2007 έφεση. Συνεπώς, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατ' ουσίαν. II.- Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω Ν. 3251/2004, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που περιέχει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία: α) την υπηκοότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιπτώσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος, κατά δε το άνω άρθρο 22 παρ. 1 του ίδιου νόμου κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 αυτού, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της άνω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό τηςελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών γιααξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοιχαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα, ενώ κατάτην παρ. 2 του αμέσως ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεσητου Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών (3) ετών, ειδικότερα δε μεταξύ των άλλων α) για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (στοιχ. α') β) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (στοιχ. θ'). Περαιτέρω, με το άρθρο 11 του ίδιου ως άνω νόμου καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση υπό στοιχ. η' του άρθρου τούτου (11). Κατά την τελευταία διάταξη απαγορεύεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, "αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό δίωξης, είναι ημεδαπός και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη. Αν δεν διώκεται, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται αν διασφαλιστεί ότι, μετά την ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένης εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, για την άσκηση ποινικής διώξεως (και όχι για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας) εναντίον του εκζητούμενου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται και εάν ακόμη αυτός είναι ημεδαπός, α) με τη μόνη προϋπόθεση ότι δεν διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη, υπό την έννοια ότι δεν έχει ασκηθεί πράγματι σε βάρος του ποινική δίωξη από τις ελληνικές δικαστικές Αρχές, για την ίδια πράξη και β) με την επιφύλαξη της διασφάλισης "διαμεταγωγής" του στην Ελλάδα, για να εκτίσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή που ενδεχομένως θα του επιβληθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος. Η διασφάλιση "διαμεταγωγής" του ημεδαπού στην Ελλάδα, για να εκτίσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή δεν προϋποθέτει εγγύηση δικαστικής Αρχής, αλλά εγγύηση της αρμόδιας Αρχής, που μπορεί να είναι και διοικητική. III.- Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων με την προσβαλλόμενη απόφαση του διέταξε την εκτέλεση του υπό στοιχεία ......... Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τον Ανακριτή του Πρωτοδικείου NAMUR του Βελγίου κατά της Ελληνίδας υπηκόου Χ1, προκειμένου να ασκηθεί κατ' αυτής ποινική δίωξη για 1) συμμετοχή σε σπείρα και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και 2) για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 66, 67, 69, 322, 323, 324, 3245)8, 324 1°, 325, 326, 505 3° του Βελγικού Ποινικού Κώδικα., με τις οποίες προβλέπονται οι παραπάνω αξιόποινες πράξεις και απειλείται γι' αυτές στερητική της ελευθερίας ποινή από πέντε (5) έως δέκα (10) έτη. Οι παραπάνω αξιόποινες πράξεις, οι οποίες αποδίδονται στην εκζητούμενη, φέρονται ότι έχουν τελεσθεί από αυτή στο έδαφος της Βελγικής επικράτειας κατά την περίοδο 17-3-2003/8-3-2004. Οι ειδικότερες δε συνθήκες τέλεσης των πράξεων αυτών περιγράφονται με πληρότητα στο υπό εκτέλεση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Η περιγραφή αυτή έχει ως εξής "... Οργανωμένη συμμορία διέπραξε κλοπές σε μεγάλο τμήμα της Βελγικής επικράτειας, δραστηριοποιούμενη στις δικαστικές περιοχές των Namur, Marche, Huy, Dinant, Charleroi, Mons, Tournal, Brussels, Neufchateau και Nivelles και συνίστατο στο ότι ένας από τους δράστες αφαιρούσε μια ροζέτα της πόρτας και έσπαζε με μέγγενες τον κύλινδρο της κλειδαριάς. Εισέρχονταν κατόπιν στο σπίτι μόνος ή με συνεργό και ερευνούσε τα δωμάτια, κυρίως για μετρητά και κινητά τηλέφωνα, αλλά αφαιρούσαν επίσης φωτογραφικές μηχανές, βιντεοκάμερες, εξοπλισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών, οχήματα, τραπεζικές κάρτες και κοσμήματα. Κατά τη διάρκεια της πράξης, ένας συνεργός επέβλεπε εξωτερικά του σπιτιού. Ο Ζ1 μετέφερε τα προϊόντα των κλοπών σε διάφορα πρόσωπα στην Αλβανία, μέσω εταιρειών μεταφοράς χρημάτων (εστάλησαν 20.941,50 ευρώ στην Αλβανία από 5-3-2003 μέχρι την 8-7-2004). Ο Ζ2 (αδελφός του Ζ1) και η Χ1 (εκζητούμενη - σύζυγος του Ζ1) τον επισκέφθηκαν ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Η Χ1 νοίκιασε ένα διαμέρισμα -στούντιο στο ....... καθ' όλη τη διάρκεια της φυλάκισης του συζύγου της. Αυτή είχε λάβει κεφάλαια από την Αλβανία για το σύζυγο της (πληρωμή του κυλικείου της φυλακής και του δικηγόρου του). Παρά τις έρευνες η Χ1 δεν εντοπίσθηκε στο Βέλγιο και ταξιδεύει σε διάφορες Χώρες, όπως η Τουρκία, η Ελβετία, η Ιταλία, η Αλβανία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Νορβηγία ...". Το ως άνω Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο φέρει ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του Ν. 3251/2004 (ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία του με στοιχεία ......... εντάλματος σύλληψης του ανακριτή ....... στο οποίο βασίστηκε η έκδοση του ένδικου Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός των αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονται στην εκζητούμενη, το πλαίσιο της ποινής που προβλέπεται γι' αυτές κατά το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, η περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης της αξιόποινης πράξης και διάφορες άλλες πληροφορίες σχετικές με αυτή), πληροί τις προϋποθέσεις και τους όρους της τυπικής νομιμότητας του κατά το Ν. 3251/2004. Οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται η εκζητούμενη και για τις οποίες ζητείται η προσαγωγή της στην αρμόδια Βελγική δικαστική αρχή, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Βελγικού Ποινικού Κώδικα εμπίπτουν σε εκείνες τις πράξεις, για τις οποίες, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 περιπτ. α' και θ' του Ν. 3251/2004, επιτρέπεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου και με μόνη προϋπόθεση να τιμωρείται στο κράτος έκδοσης του εντάλματος με στερητικό της ελευθερίας ποινή ή στερητική της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας τουλάχιστον τριών (3) ετών ως προς το ανώτατο όριο τους, περίπτωση η οποία συντρέχει εν προκειμένω. Ανεξαρτήτως τούτου, οι εν λόγω πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται και από το ελληνικό ποινικό δίκαιο (άρθρα 187 παρ. 1 και 3 του ΠΚ και 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995). Εξάλλου, κατά της εκζητούμενης, δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στην Ελλάδα για τις ίδιες πράξεις περαιτέρω δε, η διαμεταγωγή της στην Ελλάδα, προκειμένου να εκτίσει την ποινή που ενδεχομένως θα της επιβληθεί, διασφαλίζεται με την από ........ "διαβεβαίωση" της Εισαγγελίας NAMUR. Επί πλέον, στην προκειμένη υπόθεση δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις υποχρεωτικής κατά το άρθρο 11 ή δυνητικής κατά το άρθρο 12 του Ν. 3251/2004 μη εκτέλεσης του ενδίκου εντάλματος συλλήψεως. Ειδικότερα και σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου: α) οι παραπάνω πράξεις, για τις οποίες έχει εκδοθεί το ανωτέρω ένταλμα, δεν καλύπτονται από αμνηστία σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, β) δεν υπάρχουν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η εκζητούμενη έχει δικαστεί αμετακλήτως για τις ίδιες παραπάνω πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γ) σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, η εκζητούμενη δεν είναι, λόγω ηλικίας, (έχει γεννηθεί, κατά τα προκύπτοντα από το προσκομιζόμενο Δ.Α.Τ την 31-1-1982) ανεύθυνη ποινικά, για τις παραπάνω πράξεις, για τις οποίες έχει εκδοθεί το ένδικο ένταλμα σύλληψης, δ) ούτε σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους έχει επέλθει παραγραφή των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία ζητείται η έκδοσή της, ε) το ένδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν έχει εκδοθεί προς το σκοπό δίωξης ή τιμωρίας της εκζητούμενης λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, του γενετήσιου προσανατολισμού της ή της δράσης της υπέρ της ελευθερίας, στ) σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, οι πράξεις, για τις οποίες έχει εκδοθεί το ένδικο ένταλμα, δεν θεωρούνται ότί έχουν τελεσθεί εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο, ζ) οι παραπάνω αξιόποινες πράξεις, δεν έχουν τελεστεί εκτός του εδάφους του Βελγικού κράτους σύμφωνα με όσα ελέχθησαν ανωτέρω και η) η εκζητούμενη δεν διώκεται στην Ελλάδα για τις ίδιες πράξεις έκδοσης του εντάλματος. Περαιτέρω και κατά το άρθρο 12 του άνω νόμου α) η εκζητούμενη δεν διώκεται στην Ελλάδα για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις με εκείνες που αναφέρονται στο ένδικο ένταλμα σύλληψης, β) οι ελληνικές αρχές δεν έχουν αποφασίσει να μην ασκήσουν ή να παύσουν την ποινική δίωξη για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, γ) η εκζητούμενη δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δ) δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι η εκζητούμενη έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες παραπάνω πράξεις σε τρίτη χώρα. Τέλος, προέκυψε, ότι η εκζητούμενη δεν διατρέχει σοβαρό κίνδυνο, αν παραδοθεί στις βελγικές αρχές, να της επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση (άρθρο 1 παρ. 2 νόμου 3251/2004). Επομένως, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ανωτέρω Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων που ομοίως έκρινε και διέταξε την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, δεν έσφαλε και ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε. Συνεπώς, η έφεση με τον μόνο λόγο της οποίας υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, καταδικασθεί δε η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 17 Οκτωβρίου 2007 και με αριθ. 4/2007 έφεση της Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 162/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, με την οποία διατάχθηκε η εκτέλεση κατ' αυτής του ........ Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τον Ανακριτή του Πρωτοδικείου της πόλης NAMUR του Βελγίου. Και Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλ-ματος Σύλληψης, που εκδόθηκε από τις Αρχές του Βελγίου. Το ένταλμα εκδόθηκε κατά Ελληνίδας υπηκόου, προκειμένου να ασκηθεί εναντίον της ποινική δίωξη για α΄) συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και β΄) νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Έφεση κατά αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων με την οποία διατάχθηκε η εκτέλεση του εντάλματος. Συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του Ν. 3251/2004 για την εκτέλεση του εντάλματος. Απόρριψη εφέσεως
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 2029/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 124/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενη την ...... Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 551/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 175/10.05.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ΄αριθμ. 23/16-2-2007 αίτηση του κατηγορουμένου ....., κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, για αναίρεση της υπ΄αριθμ. 124/16-1-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών και τριών (3) μηνών και διατάχθηκε η ισόβια απέλασή του από τη χώρα, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 παρ. 18 Ν.2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά αποφάσεως είναι δεκαήμερη, αρχόμενη από την έκδοση της αποφάσεως, παρόντος του δικαιούχου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της στον δικαιούμενο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η εν λόγω προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρηση της καθαρογραφημένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφημένων τελεσιδίκων αποφάσεων της τρίτης παραγράφου του άρθρου 473 ΚΠΔ (ΑΠ 416/1995 ΠΧ ΜΕ΄750), ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Π.Δ. συντασσόμενη έκθεση ασκήσεώς του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που επιβεβαιώνουν τα περιστατικά αυτά, διαφορετικά η αναίρεση κηρύσσεται απαράδεκτη (ΑΠ 1781/1994 ΠΧ ΜΕ΄79). Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη ως άνω υπ΄αριθμ. 124/16-1-2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη παρόντος του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, καταχωρήθηκε στο βιβλίο καθαρογραφημένων αποφάσεων την 30-1-2007, όπως αυτό προκύπτει από την οικεία με ημερομηνία 30-1-2007 βεβαίωση της αρμοδίας Γραμματέα Εφετών στο σώμα της εν λόγω αποφάσεως. Παρά ταύτα όμως ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως εκπροθέσμως και συγκεκριμένα την 16-2-2007, ημέρα Παρασκευή, δηλαδή μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 473 Κ.Π.Δ. δεκαήμερης προθεσμίας, χωρίς μάλιστα να επικαλείται συγκεκριμένους λόγους ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Mε τα δεδομένα αυτά πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ΄αριθμ. 23/16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ....., κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, κατά της υπ΄αριθ. 124/16-1-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος" Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπρόθεσμα, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεων είναι 10ήμερη και αρχίζει από της εκδόσεώς της, όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, άλλως από της νομίμου επιδόσεώς της, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρισή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεως της παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Ποιν.Δ., ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Ποιν.Δ. συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την 124/16-2-2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε για παράβαση του άρθρου 208 Α του ΠΚ (παράνομη κατοχή παραχαραγμένων νομισμάτων) και για παράβαση του Ν. 2331/1995 και του επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως 8 ετών και 3 μηνών. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 16-1-2007, με παρόντα τον κατηγορούμενο και καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 30 Ιανουαρίου 2007, κατά την επί του σώματος της αποφάσεως υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα, με χρονολογία 8 Μαρτίου 2007. Ωστόσο, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον του προϊσταμένου της Διεύθυνσης των Φυλακών Λάρισας την 16 Φεβρουαρίου 2007, ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή, δηλαδή μετά την πάροδο της 10ήμερης προθεσμίας που προβλέπει τα άρθρα 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., χωρίς σ' αυτήν (έκθεση αναιρέσεως) να επικαλείται ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση. Μετά ταύτα και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, κατά την επί του φακέλου επισημείωση, από τον αρμόδιο γραμματέα και τη μη εμφάνισή του, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-2-2007 αίτηση του ..... , για αναίρεση της υπ' αριθμ. 124/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2007.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση λόγω εκ-πρόθεσμης άσκησής της, (άρθρα 476, 473 ΚΠΔ). Απορρίπτεται η αναί-ρεση
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 2024/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Μαστοράκη, 2) Χ2, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Πέτρο Μαστοράκη και Δημήτριο Ηλιόπουλο και 3) Χ3, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Πέτρο Μαστοράκη και Δημήτριο Ηλιόπουλο, περί αναιρέσεως της 223/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα). Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 που δεν παρέστη, 2) Ψ2 , που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους Αντώνιο Φούσα και Εμμανουήλ Μηνά - Σταύρου, 3) Ψ3, που δεν παρέστη, 4) Ψ4 , που δεν παρέστη, 5) Ψ5 , που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους Αντώνιο Φούσα και Εμμανουήλ Μηνά - Σταύρου και 6) Ψ6 , που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους Αντώνιο Φούσα και Εμμανουήλ Μηνά - Σταύρου. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα) με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Ιουλίου 2007, 5 Ιουλίου 2007 και 5 Ιουλίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1465/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων καθώς και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των 2ας, 5ου και 6ης εκ των πολιτικών εναγόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου τρεις αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: 1)Χ1 , 2) Χ2 και 3) Χ3, οι οποίες είναι παραδεκτές, στρεφόμενες δε κατά της αυτής υπ' αριθμό 223/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειάς τους. Οι λόγοι αναιρέσεως των τριών αιτήσεων είναι ταυτόσημοι και αναφέρονται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Δεν είναι επομένως αναγκαία, χωριστή για κάθε αίτηση, αναφορά τους. ΙΙ. Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, η οποία ορίζει ότι, όποιος από αμέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μη καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι "όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαίτιου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος, απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται από ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, με την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο πηγάζει. Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμελείας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον πάντως το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από το καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, λόγος αναιρέσεως της απόφασης συνιστά κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειας, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 223/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα, καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 μαζί με τον συγκατηγορούμενό τους Χ4 (που δεν είναι αναιρεσείων), σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, σε συνολική ποινή φυλάκισης τριάντα έξι (36) μηνών ο πρώτος και δύο (2) ετών και είκοσι (20) μηνών ο καθένας από τους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, το Τριμελές Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία κατ' είδος προσδιορίζει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 17-11-1999 η υπό στοιχεία ..... αμαξοστοιχία του Ο.Σ.Ε. (.......) με μηχανοδηγό τον τέταρτο κατηγορούμενο Χ4 και Προϊστάμενο αμαξοστοιχίας τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, εκτελούσε το προγραμματισμένο δρομολόγιο .... - ...... Όταν η παραπάνω αμαξοστοιχία διερχόταν από το χιλιομετρικό σημείο 16 + 960 της γραμμής .... - ....., περί ώρα 10.03΄ παρέσυρε και τραυμάτισε θανάσιμα τρεις (3) τεχνίτες του Τ.Μ.Κ. του Ο.Σ.Ε. και συγκεκριμένα, τους Γ1, τεχνίτη Α΄, που εκτελούσε χρέη Αρχιτεχνίτη, Γ2, τεχνίτη και Γ3, τεχνίτη. Οι ανωτέρω συγκροτούσαν συνεργείο για την εκτέλεση εργασιών αναγόμωσης σιδηροτροχιών στην ενλόγω θέση. Το συνεργείο αυτό είχε μεταβεί κατόπιν εντολής του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα εργοδηγού, την συγκεκριμένη ημέρα στο παραπάνω χιλιομετρικό σημείο περί ώρα 07.45΄, και εκτελούσε εργασίες αναγόμωσης της σιδηροδρομικής γραμμής. Επικεφαλής του συνεργείου ήταν ο αρχιτεχνίτης Γ1 και για την κάλυψη του συνεργείου είχε διατεθεί επικουρικά ως φύλακας από το Γ΄ Διαμέρισμα του Α΄ Τμήματος Γραμμής ο υπαρχιεργάτης τρίτος κατηγορούμενος Χ3. Ο τελευταίος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τοποθέτηση των σημάτων κάλυψης (......) της ομάδας, τοποθέτησε αυτά σε απόσταση 335 μ., προς ..... και 439 μ. προς ...... από το σημείο όπου εργαζόταν το συνεργείο, ενώ η απόσταση στην οποία έπρεπε να τοποθετηθούν σύμφωνα με τον Κανονισμό του Ο.Σ.Ε. είναι 600 μέτρα. Για τον θανάσιμο τραυματισμό των παραπάνω εργασιών του Τ.Μ.Κ. του Ο.Σ.Ε. υπάρχει συγκλίνουσα υπαιτιότητα όλων των κατηγορουμένων υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του ο καθένας, ειδικότερα από αμέλειά τους δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεων του ο καθένας. Ειδικότερα, ο τέταρτος κατηγορούμενος Χ4, ενώ ήταν μηχανοδηγός της υπ' αριθμ. ..... αμαξοστοιχία, η οποία εκτελούσε το παραπάνω αναφερόμενο δρομολόγιο, και διαπίστωσε από απόσταση 335 μέτρων από το σημείο του ατυχήματος, ότι είχε τοποθετηθεί στις σιδηροτροχιές σήμα κάλυψης με κωδικό αριθμό 66, δηλαδή σήματα με τα οποία ειδοποιούνται να σφυρίξουν οι μηχανοδηγοί των διερχομένων αμαξοστοιχιών, παρέλειψε να προβεί, όπως υπεχρεούτο, από αμέλειά του, παραβαίνοντας τους κανόνες που επιβάλονταν από τους σχετικούς κανονισμούς της υπηρεσίας του, σε συνεχή και παρατεταμένη χρήση των ηχητικών οργάνων της αμαξοστοιχίας, ώστε να αντιληφθούν εγκαίρως οι εργατοτεχνίτες την έλευση της αμαξοστοιχίας και να απομακρυνθούν από την σιδηροδρομική γραμμή, και παράλληλα παρέλειψε ως συνετός και επιμελής άνθρωπος, που επιβάλλει αντικειμενικά το καθήκον επιμέλειας να πράξει σύμφωνα με το δίκαιο, να προβεί μόλις διαπίστωσε την ύπαρξη του σήματος, σε μείωση της ταχύτητας της αμαξοστοιχίας, η οποία εκινείτο μεν με ταχύτητα 64 χιλιομέτρων την ώρα, δηλαδή μικρότερη από την ανώτατη επιτρεπόμενη ταχύτητα των 70-80 χιλιομέτρων την ώρα, πλην όμως μεγαλύτερη από εκείνη που επιβαλλόταν από τις περιστάσεις, ενόψει των εργαζομένων στη σιδηροδρομική γραμμή, ώστε να είναι σε θέση να την ακινητοποιήσει με αποτελεσματική πέδηση πριν το σημείο του ατυχήματος ευθύς ως διαπίστωσε ότι οι εργατοτεχνίτες δεν είχαν απομακρυνθεί εγκαίρως από την σιδηροδρομική γραμμή. Ακόμη ο κατηγορούμενος παρέλειψε να προβεί σε άμεση πέδηση όταν αντιλήφθηκε από απόσταση 250 μέτρων περίπου τον τρίτο κατηγορούμενο, φύλακα του συνεργείου και από απόσταση 150 μέτρων περίπου την παρουσία των εργατοτεχνιτών στη σιδηροδρομική γραμμή, αλλά προέβη στις ενέργειες αυτές, σε απόσταση πριν από την θέση εργασίας περίπου 55 μέτρων, με αποτέλεσμα οι προαναφερόμενοι εργάτες, οι οποίοι συνέχιζαν να εργάζονται και δεν είχαν αντιληφθεί την έλευση της αμαξοστοιχίας, λόγω του θορύβου της ηλεκτρογενήτριας που χρησιμοποιούσαν κατά την εργασία τους, να παρασυρθούν από την αμαξοστοιχία και να τραυματισθούν θανάσιμα, δεδομένου ότι αυτή (αμαξοστοιχία) ακινητοποιήθηκε σε απόσταση 151 μέτρων από τον τόπο του ατυχήματος μέχρι το πίσω μέρος της αμαξοστοιχίας. Επίσης ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, επέδειξε αμελή συμπεριφορά, ως προϊστάμενος της ..... αμαξοστοιχίας, παραβαίνοντας τους κανόνες που επιβάλλονταν από τους σχετικούς Κανονισμούς Καθηκόντων της Υπηρεσίας του (Κανονισμός της Υπηρεσίας των Προϊσταμένων Αμαξοστοιχιών) και χωρίς η παρακάτω συμπεριφορά να είναι σύμφωνα με το καθήκον επιμέλειας που επιβάλλεται αντικειμενικά, από το δίκαιο στο μέσο συνετό και επιμελή άνθρωπο, και ειδικότερα αυτός μόλις διαπίστωσε την ύπαρξη του σήματος κάλυψης παρέλειψε να συστήσει στον τέταρτο κατηγορούμενο, μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας να προβεί σε μείωση της ταχύτητας αυτής, ώστε να είναι σε θέση ο τελευταίος να την ακινητοποιήσει με άμεση πέδη πριν από το σημείο που εργαζόταν οι τεχνίτες, σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι οι τελευταίοι δεν απομακρύνονταν εγκαίρως από τη σιδηροδρομική γραμμή, ενώ περαιτέρω παρέλειψε, μόλις διαπίστωσε την ύπαρξη του σήματος κάλυψης, αφενός μεν να προβεί ο ίδιος σε συνεχή και παρατεταμένη χρήση των ηχητικών οργάνων της αμαξοστοιχίας, αφετέρου δε να συστήσει στον μηχανοδηγό την χρήση υπ' αυτού επίσης των ηχητικών οργάνων της αμαξοστοιχίας, ώστε να αντιληφθούν έγκαιρα οι εργατοτεχνίτες την έλευση της αμαξοστοιχίας και να απομακρυνθούν από τη σιδηροδρομική γραμμή. Ακόμη αυτός, παρά το γεγονός ότι αντιλήφθηκε τον φύλακα των εργατοτεχνιτών από απόσταση 250 μέτρων Χ3 και από απόσταση 150 μέτρων περίπου την παρουσία των εργαζομένων στη σιδηροδρομική γραμμή, δεν συνέστησε αμέσως στον μηχανοδηγό να ενεργήσει άμεση πέδη της αμαξοστοιχίας, αλλά έπραξε τούτο όταν έφθασαν σε απόσταση 100 μέτρων περίπου από τον τόπο του ατυχήματος, ενώ συγχρόνως και ο ίδιος πατούσε τη δεύτερη κόρνα της αμαξοστοιχίας. Λόγω όμως ότι η απόσταση δεν ήταν μεγάλη η αμαξοστοιχία παρέσυρε τους εργατοτεχνίτες τραυματίζοντάς τους θανάσιμα. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2, ενώ εκτελούσε καθήκοντα εργοδηγού και είχε αναθέσει στην ομάδα των προαναφερθέντων εργατοτεχνιτών, να προβούν σε εργασίες αναγόμωσης της σιδηροδρομικής γραμμής στο προαναφερόμενο σημείο, από αμέλειά του παραβαίνοντας τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες που επιβάλλονται από τους Κανονισμούς καθηκόντων της υπηρεσίας του των εργοδηγών γραμμής, παρέλειψε να επισημάνει στους εργατεχνίτες τις ακριβείς ώρες διέλευσης των αμαξοστοιχιών από το σημείο που εργάζονταν και να τους συστήσει ότι αυτοί πρέπει να σταματούν να εργάζονται και να απομακρύνονται εγκαίρως από την σιδηροδρομική γραμμή, για λόγους ασφαλείας κατά τον χρόνο διέλευσης των αμαξοστοιχιών, ούτε ήλεγξε, όπως όφειλε εκ των καθηκόντων του και μπορούσε να το κάνει, εάν μεταξύ των άλλων, τα παραπάνω ειδικά σήματα κάλυψης (.....), είχαν τοποθετηθεί στην ενδεδειγμένη για την ασφάλεια των εργατών θέση από τον φύλακα του συνεργείου, τρίτο κατηγορούμενο ούτε εάν ο τελευταίος, βρισκόταν σε κατάσταση διαρκούς ετοιμότητας για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών, όπως το επίδικο. Τέλος, αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του επέδειξε και ο τρίτος κατηγορούμενος Χ3, διότι αυτός, ενώ εκτελούσε υπηρεσία φύλακα της ομάδας των εργατοτεχνιτών Γ1,Γ2 και Γ3, οι οποίοι, ως ελέχθη εργάζονταν σε εργασίες αναγόμωσης της σιδηροδρομικής γραμμής και επομένως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το θάνατο των ανωτέρω εργαζομένων, αυτός παραβαίνοντας τους κοινώς παραδεδειγμένους κανόνες που επιβάλλονται από τους σχετικούς κανονισμούς της υπηρεσίας του και δη του Κανονισμού της υπηρεσίας των Φυλάκων Γραμμής και των Φυλάκων Ισόπεδων Διαβάσεων του Ο.Σ.Ε., μολονότι από απόσταση 250 μέτρων περίπου από το σημείο του ατυχήματος, αντιλήφθηκε την έλευση της αμαξοστοιχίας με τον αριθμό ......, που εκτελούσε το παραπάνω δρομολόγιο, εντούτοις παρέλειψε να ειδοποιήσει εγκαίρως με τη σφυρίχτρα και την κόκκινη σημαία που του είχε διαθέσει η υπηρεσία, αλλά και με χειρονομίες, αφενός μεν την ομάδα των εργατοτεχνιτών για την έλευση της αμαξοστοιχίας προκειμένου αυτοί να απομακρυνθούν αμέσως από τη σιδηροδρομική γραμμή, αφετέρου δε τον μηχανοδηγό και τον προϊστάμενο της αμαξοστοιχίας για την παρουσία των εργατοτεχνιτών στην σιδηροδρομική γραμμή, ώστε να δυνηθεί ο μηχανοδηγός να προβεί σε άμεση και αποτελεσματική πέδη της αμαξοστοιχίας πριν από τον τόπο του ατυχήματος. Αντίθετα αυτός, όταν αντιλήφθηκε την έλευση της αμαξοστοιχίας, στράφηκε προς το συνεργείο που συνέχιζε να εργάζεται και άρχισε να φωνάζει τα μέλη αυτού το καθένα με το όνομά του, πλην όμως δεν τον άκουσαν γιατί έκανε η ηλεκτρογεννήτρια, που χρησιμοποιούσαν για τις εργασίες της αναγόμωσης, μεγάλο θόρυβο. Όταν δε αυτός κατάλαβε ότι δεν τον άκουγαν τα μέλη του συνεργείου εστράφη προς την αμαξοστοιχία κουνώντας τα χέρια του, πλην όμως ήδη είχε πλησιάσει η αμαξοστοιχία σε απόσταση 100 μέτρων περίπου, απόσταση όμως που δεν ήταν ικανή για να την ακινητοποιήσει αποτελεσματικά ο μηχανοδηγός Χ4. Πέραν τούτων, ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε τοποθετήσει το σήμα κάλυψης της ομάδας των παραπάνω εργατοτεχνιτών σε μικρότερη απόσταση των 600 μέτρων, που ορίζει ο Κανονισμός του Ο.Σ.Ε., με αποτέλεσμα να μην υπάρξει έγκαιρη, αναφορικά με την εκτέλεση των εργασιών, ενημέρωση του μηχανοδηγού και του προϊσταμένου της παραπάνω αμαξοστοιχίας, ώστε αυτοί να εκπέμψουν άμεσα και από μεγάλη απόσταση το σχετικό ηχητικό σήμα. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα οι κατηγορούμενοι τέλεσαν δια παραλείψεως την πράξη της ανθρωποκτονίας κατά συρροή που τους αποδίδεται και συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28 και 302 παρ. 1 Π.Κ., που εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλειπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Δικαστήριο της ουσίας εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του καθένα από τους αναιρεσείοντες πραγματικά περιστατικά και προσδιορίζει σαφώς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτοί ενεργούσαν, ενώ περαιτέρω αναφέρει και αιτιολογεί την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του καθένα από τους αναιρεσείοντες να παρεμποδίσουν την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος καθώς και τον επιτακτικό κανόνα από τον οποίο πηγάζει η υποχρέωση αυτή κατά το άρθρο 15 του ΠΚ, ήτοι την παράγραφο 38 του Κανονισμού της Υπηρεσίας Προϊσταμένων Αμαξοστοιχιών Ο.Σ.Ε., την παράγραφο 17 του Κανονισμού υπηρεσίας εργοδοτών γραμμής Ο.Σ.Ε. και τον Κανονισμό της υπηρεσίας των φυλακών γραμμής και φυλακών ισόπεδων διαβάσεων. Ακόμη το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας επαρκώς αιτιολογεί τον υφιστάμενο μεταξύ της επιδειχθείσας από τον καθένα από τους αναιρεσείοντες αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος, τον αιτιώδη σύνδεσμο, που αξιώνεται για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ο οποίος δεν διακόπηκε λόγω της παρεμβληθείσας αμελούς συμπεριφοράς ούτε του συγκατηγορουμένου τους μηχανοδηγού της αμαξοστοιχίας, ούτε των δευτέρου και τρίτου εκ των αναιρεσειόντων, όσον αφορά τον πρώτο τούτων, ούτε των πρώτου και τρίτου, όσον αφορά τον δεύτερο αναιρεσείοντα, ούτε των πρώτου και δευτέρου όσον αφορά τον τρίτο αναιρεσείοντα, η οποία δεν αποκλείει την ευθύνη καθενός εκ των αναιρεσειόντων, που είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη εκείνης, δεδομένου ότι αυτή (αμελής συμπεριφορά του μηχανοδηγού και καθενός εκ των αναιρεσειόντων), αυτοτελώς κρινόμενη συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων αιτήσεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, οι κρινόμενες τρεις αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων ως πολιτικώς εναγόντων Ψ2, Ψ5 και Ψ6 (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 4 Ιουλίου 2007, 5 Ιουλίου 2007 και 5 Ιουλίου 2007 αιτήσεις των Χ1, Χ2 και Χ3, αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 223/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα. Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 , Ψ5 και Ψ6, που ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία αμέλειας. Όταν η α-μέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπε-ριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία της καταδι-καστικής απόφασης να αναφέρεται η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας από τον οποίο πηγάζει. Επί συμπτώσεως αμελείας πολλών, καθένας ευθύνεται για την δική του αμέλεια, η οποία κρίνεται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την αμέλεια των άλλων. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας σε καταδικαστική απόφαση. Πότε υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης. Ορθή και αιτιολογη-μένη καταδίκη των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων για ανθρωποκτο-νία από αμέλεια με παράλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2028/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1 που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της με αριθμό 1124/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαΐου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1124/2006. Έπειτα η Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 186/14.5.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών με την υπ΄αριθμ. 1124/2006 απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) την υπ΄αριθμ. 4160/05 έφεση του X1 , κατά της υπ΄αριθμ. 45421/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής του Εφετείου, στο οποίο παρέστη ο αναιρεσείων δια του εξουσιοδοτηθέντος γι΄αυτό, δικηγόρου του Θάνου Α. Αδαμόπουλου, άσκησε ο αναιρεσείων δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Εμμανουήλ Απ. Λύτρα, την από 23-5-2006 αίτηση αναίρεσης, την οποία επέδωσε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23-5-2006, προβάλλων δι΄αυτής τους αναφερόμενους σ΄αυτή λόγους και ειδικότερα της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. 1. Επειδή, κατά τον στη διάταξη του άρθρου 473 § 2 Κ.Π.Δ. οριζόμενο τρόπο, ήτοι, με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επιτρέπεται η από τον καταδικασθέντα άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως μόνον κατά της καταδικαστικής του απόφασης, σε κάθε δε άλλη περίπτωση αυτή ασκείται σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 474 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 491/2002). 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. 1124/2006 προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών απέρριψε ως απαράδεκτη, γιατί ασκήθηκε εκπρόθεσμα, την έφεση του αναιρεσείοντος X1 κατά της υπ΄αριθμ. 45421/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επομένως, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική, η με δήλωση ασκηθείσα και επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ένδικη αίτηση αναιρέσεως, καθόσον στρέφεται κατά της εν λόγω απόφασης, πρέπει, κατ΄άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 23-5-2006 αίτηση αναίρεσης του X1 κατά της υπ΄αριθμ. 1124/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 4 Μαΐου 2007. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος". Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 ΚΠοινΔ "με την επιφύλαξη της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει". Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 473 του ίδιου Κώδικα, "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1...". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως κατά μη καταδικαστικής αποφάσεως ασκείται μόνον με δήλωση ενώπιον των περιοριστικώς αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθρου 474 προσώπων και όχι με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αφορά μόνον στην καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την έφεση του κατηγορουμένου κατά καταδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της, δεν είναι καταδικαστική. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1124/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως από αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 45421/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε κηρυχθεί αυτός ένοχος για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και του είχε επιβληθεί ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Συνεπώς, η κρινόμενη από 23-5-2006 αίτηση αναιρέσεως του ανωτέρω κατηγορουμένου κατά της εν λόγω μη καταδικαστικής, κατά τα προεκτεθέντα, 1124/2006 αποφάσεως, ασκηθείσα με επίδοση δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠοινΔ τρόπο, είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες για την άσκησή της διατυπώσεις (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). II. Κατ' ακολουθίαν, μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος κατά την επί του φακέλου επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα και τη μη εμφάνισή του, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1, 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23 Μαΐου 2006 αίτηση του X1 για αναίρεση της 1124/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση κατά απο-φάσεως που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, όταν ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δεν πρόκειται για καταδι-καστική
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 2017/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον Χ1 και εγκαλούμενο τον Ψ1 Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 6093/8 Φεβρουαρίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 243/2007 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 198/15-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, μετά της σχετικής δικογραφίας, την υπ΄αριθ. πρωτ. 6093/8-2-2007 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, περί καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, επί υποθέσεως με εγκαλούμενο και τον Ψ1, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Κατά την διάταξη του άρθρ. 136 περ. ε΄ ΚΠΔ, ζήτημα καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή υπάρχει και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άρθρ. 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή καταγγελόμενος, όταν η υπόθεση ευρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθή ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, δηλαδή την εξασφάλιση του ανεπηρεάστου της δικαστικής κρίσεως και τον αποκλεισμό υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρετήσεως. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρ. 137 παρ. 1 περ. γ΄ ΚΠΔ, αρμόδιο να αποφασίση για την παραπομπή δικαστήριο είναι ο ΄Αρειος Πάγος, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, δια της υπ΄αριθμ. 177/2006 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκίδος απερρίφθη η από 1-7-2003 έγκληση του Χ1, κατά των 1)Ψ2, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών και ήδη Εφέτου Αθηνών, 2) Ψ3, Αντεισαγγελέα και ήδη Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, 3) Ψ4, Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και ήδη Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, 4) Ψ1, Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και ήδη Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, 5) Ψ5 , Ειρηνοδίκου Χαλανδρίου, 6) Ψ6, Πταισματοδίκου Αθηνών, 7) Ψ7 και 8) Ψ8, δικαστικών Γραμματέων. ΄Ηδη δε, ο ανωτέρω Χ1 ήσκησε την από 12-1-2007 προσφυγή στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, κατά της ως άνω διατάξεως. ΄Εφ΄όσον, όμως, οι εκ των εγκαλουμένων α) Ψ1, Αντεισαγγελεύς Εφετών, β) Ψ2, Εφέτης και γ) Ψ4 Αντεισαγγελεύς Εφετών, υπηρετούν, οι μεν α΄ και γ΄ στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, ο δε β΄ στο Εφετείο Αθηνών, συντρέχει περίπτωση καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, και παραπομπής της υποθέσεως ως προς όλους τους εγκαλουμένους, λόγω συναφείας ή συμμετοχής, από της εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές άλλου Εφετείου και ειδικότερα αυτές του Εφετείου Πειραιώς. Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω ---------------- Να παραπεμφθή η υπόθεση περί της οποίας η από 12-1-2007 προσφυγή του Χ1, κατά της υπ΄αριθμ. 177/2006 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών, στις Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς. Αθήναι 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άσκηση της ποινικής διώξεως. Σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ΄ του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. Εν προκειμένω, με την 177/2006 διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, απορρίφθηκε η από 1 Ιουλίου 2003 έγκληση του Χ1 κατά των 1) Ψ2, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών και ήδη Εφέτη Αθηνών, 2) Ψ3, Αντεισαγγελέως και ήδη Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, 2) Ψ4, Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και ήδη Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών, 4) Ψ1, Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και ήδη Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών, 5) Ψ5, Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου, 6) Ψ6, Πταισματοδίκη Αθηνών, 7) Ψ7 και 8) Ψ8, δικαστικών γραμματέων. Ήδη, ο παραπάνω αναφερόμενος εγκαλών, Χ1 άσκησε την από 12 Ιανουαρίου 2007 προσφυγή του ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, κατά της ως άνω διατάξεως, Εφ' όσον όμως, από τους παραπάνω εγκαλουμένους, οι α) Ψ1, Αντεισαγγελέας Εφετών, β) Ψ2, Εφέτης και γ) Ψ3, Αντεισαγγελέας Εφετών, υπηρετούν, οι μεν α΄ και γ΄ στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών ο δε β΄ στο Εφετείο Αθηνών, συντρέχει περίπτωση καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο τούτο και παραπομπής της υποθέσεως ως προς όλους τους εγκαλουμένους, λόγω συναφείας ή συμμετοχής, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών σε εκείνες άλλου Εφετείου και ειδικότερα αυτές του Εφετείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, περί της οποίας η από 12 Ιανουαρίου 2007 προσφυγή του Χ1, κατά της 177/2006 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, από τις εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές του Εφετείου Αθηνών σε εκείνες του Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανα-κύπτει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας και κατά το στάδιο της προδικασίας
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
1
Αριθμός 2016/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου .... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Κωνσταντινίδη, περί αναιρέσεως της 944/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1699/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ. 1, 349 και 139 του ΚΠΔ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/96, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, όπως μεταξύ άλλων μπορεί να είναι η από ανυπέρβλητο κώλυμα αδυναμία εμφάνισης του συνηγόρου του κατηγορουμένου και η μη δυνατότητα έγκαιρης και επαρκούς αναπλήρωσής του με άλλον. Η παραδοχή ή μη του ως άνω αιτήματος, απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως τούτο να απαντήσει στο αίτημα αναβολής και, σε περίπτωση απορρίψεώς του, να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόφασή του. Διαφορετικά, αν απορρίψει το αίτημα, χωρίς την επιβαλλόμενη αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο κατηγορούμενος, κατά την έναρξη της συζητήσεως της υποθέσεώς του, σε ερώτηση του Προέδρου εάν έχει δικηγόρο να τον υπερασπιστεί, αυτός απάντησε " ότι ο δικηγόρος του Ζήσης Κωνσταντίνου, που διόρισε ως συνήγορό του και ο οποίος έχει στα χέρια του και τα σχετικά έγγραφα και έχει μελετήσει την δικογραφία, δεν προσήλθε σήμερα στο δικαστήριο να τον υπερασπιστεί, έχει σπάσει το πόδι του και του συνεστήθη αναρρωτική άδεια 30 ημερών. Παράδωσε και την από 5-1-2007 ιατρική γνωμάτευση - βεβαίωση του Νοσοκομείου "Ερρίκος Ντυνάν", η οποία και αναγνώσθη". Το Εφετείο, εκτίμησε την πιο πάνω δήλωση του εκκαλούντος- κατηγορουμένου ότι διαλάμβανε και αίτημα αναβολής, κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ, αίτημα το οποίο και απέρριψε με την αιτιολογία ότι "... δεν αποδεικνύεται πως ο λόγος, που προβάλλει ο κατηγορούμενος, είναι βάσιμος, διότι το κώλυμα του δικηγόρου ήταν γνωστό στον κατηγορούμενο, πολλές ημέρες πριν την έναρξη της παρούσας δίκης και ήταν σε θέση να αναθέσει την υπεράσπισή του σε άλλο δικηγόρο, όταν μάλιστα στην παρούσα υπόθεση είχαν ήδη δοθεί δύο αναβολές...". Στη συνέχεια, στις 30-1- 2007, κατά την επανάληψη της συνεδρίασης που διακόπηκε στις 26-1-2007, υποβλήθηκε από τον εκπροσωπούντα τον κατηγορούμενο δικηγόρο Παύλο Ξυγκάκη ρητώς και πάλι αίτημα αναβολής ή διακοπής της δίκης επί δεκαπενθήμερο " με τον σκοπό όπως εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο ο δικηγόρος του Ζήσης Κωνσταντίνου". Το Δικαστήριο απέρριψε και πάλι το αίτημα αυτό με την εξής αιτιολογία. "Ο κατηγορούμενος είχε αναθέσει στους δικηγόρους Ζ. Κωνσταντίνου, Π. Ξυγκάκη, Αγ. Κωνσταντινίδη και Γ. Σαμαρά να τον υπερασπισθούν κατά την εκδίκαση της παρούσης υπόθεσης. Η απουσία επομένως του Ζήση Κωνσταντίνου, λόγω κωλύματός του (ασθένεια), δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση ότι αυτός δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από τους υπόλοιπους υπερασπιστές του, όταν μάλιστα ζητεί την αναβολή ειδικά για να αναλάβει την υπεράσπισή του ο πρώτος αναφερθείς δικηγόρος. Το αίτημά του επομένως πρέπει να απορριφθεί". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στις πιο πάνω απορριπτικές του αιτήματος αναβολής παρεμπίπτουσες αποφάσεις του την κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτές τα στοιχεία που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, οι συλλογισμοί με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή, καθώς και οι αποδείξεις που τη στηρίζουν. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται οι αποδείξεις τις οποίες έλαβε υπόψη το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στη πιο πάνω κρίση του, στην πρώτη μεν παρεμπίπτουσα απόφαση, ότι το κώλυμα του δικηγόρου ήταν γνωστό στον κατηγορούμενο, πολλές ημέρες πριν την έναρξη της παρούσας δίκης και ήταν σε θέση να αναθέσει την υπεράσπισή του σε άλλο δικηγόρο, στην δεύτερη δε παρεμπίπτουσα, ότι ο κατηγορούμενος μπορούσε να εκπροσωπηθεί από τους αναφερόμενους πιο πάνω δικηγόρους. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης, προσκομίσθηκε και αναγνώσθηκε η από 26-1-2007 ιατρική γνωμάτευση - βεβαίωση του Νοσοκομείου "Ερρίκος Ντυνάν", για την οποία ουδεμία μνεία γίνεται στο σκεπτικό της απόφασης. Επίσης δεν καθίσταται σαφές, αν το Δικαστήριο δέχθηκε ή όχι ότι το προβληθέν κώλυμα του συνηγόρου υπερασπίσεως ήταν πραγματικό (υπαρκτό) και παρεμπόδιζε την εμφάνιση του στο Δικαστήριο προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου κατά τη συγκεκριμένη συνεδρίαση, δεδομένου ότι η επιλογή του προσώπου του συνηγόρου αποτελεί δικαίωμα του κατηγορουμένου. Το γεγονός δε ότι ο αιτών την αναβολή έλαβε και άλλες αναβολές για την ίδια υπόθεση, δεν συνιστά την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του νέου αιτήματος αναβολής. Επομένως, οι παρεμπίπτουσες αυτές αποφάσεις δεν έχουν την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ Κ.Π.Δ., λόγου αναίρεσης, να αναιρεθούν. (Ως προς την δεύτερη παρεμπίπτουσα απόφαση η έλλειψη αιτιολογίας, ως λόγος αναίρεσης, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως - άρθρο 511 ΚΠΔ- αφού η αίτηση κρίνεται παραδεκτή). Εφόσον όμως αναιρούνται οι αποφάσεις αυτές για έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί στη συνέχεια και η καταδικαστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, καθόσον το τελευταίο, που προχώρησε στην έκδοση της απόφασης αυτής, χωρίς να έχει αιτιολογήσει την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, υπερέβη την εξουσία του και, κατά συνέπεια, υπέπεσε στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 510§1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, κατά τον επίσης βάσιμο περί τούτου λόγο αναιρέσεως. Ακολούθως η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 944/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την άνω υπόθεση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία μετά χρήσεως τίτλου σπουδών, κατ’ εξακολούθηση. Αιτιολογία παρεμπίπτουσας από-φασης που απορρίπτει αίτημα αναβολής. Αναιρεί για μη μνημόνευση των αποδεικτικών μέσων τα οποία στηρίζουν την απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου. Υπέρβαση εξουσίας
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
2
Αριθμός 2015/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Άννα Τσιράκη, 2) Χ2 και 3) Χ3, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, για αναίρεση της με αριθμό 43/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Ιουλίου 2007 αιτήσεις τους, τρείς (3) τον αριθμό, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1379/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Την πληρεξουσία δικηγόρο του παραστάντος αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε α) να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι από 3 Ιουλίου 2007 δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναίρεσης των δευτέρου και τρίτου των αναιρεσειόντων και β) να απορριφθεί ως αβάσιμη εκείνη του πρώτου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Α) Επί των αιτήσεων αναιρέσεως των: α) Χ2 και β) Χ3. Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155 - 161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία: α) ....... και β) ....... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως του ....... το πρώτο και ........ τα λοιπά, Επιμελητών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προς τους αναιρεσείοντες Χ1 (το πρώτο) και Χ3 και τον αντίκλητο δικηγόρο του Σταύρο Πέτρου (τα λοιπά), οι αναιρεσείοντες αυτοί κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νομίμως και εμπροθέσμως για να εμφανισθούν στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην όμως, δεν εμφανίστηκαν κατ΄ αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως των εν λόγω αναιρεσειόντων πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες αυτούς τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Β). Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1, 329, 331 παρ. 2, 333, 364 και 367 ΚΠΔ προκύπτει ότι δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. Ι Α΄ ΚΠΔ απορρέοντα λόγο αναιρέσεως, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων τα οποία δεν αναγνώσθηκαν, γιατί έτσι ο κατηγορούμενος στερείται της δυνατότητας να εκθέσει τις σκέψεις του και να επιφέρει τις παρατηρήσεις του. Τέτοιας, όμως, μορφής ακυρότητα δεν επέρχεται, όταν τα ληφθέντα υπόψη, χωρίς να αναγνωσθούν έγγραφα, προέκυψαν από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ή το έγγραφο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων Χ1, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεώς του, ορθώς τούτου εκτιμωμένου, προβάλλει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη του για την καταδικαστική κρίση του, την από 6.2.2000 μήνυση, η οποία, όμως, δεν φέρεται αναγνωσθείσα. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της πληττομένης αποφάσεως και ειδικότερα από το διατακτικό αυτής, η πιο πάνω μήνυση καθώς και η από 7.7.2000 όμοια, η οποία φέρεται αναγνωσθείσα, αποτελέσαν το περιεχόμενό του, εις τον ως άνω αναιρεσείοντα, κοινοποιηθέντος κλητηρίου θεσπίσματος. Άρα, αφού τα διαλαμβανόμενα εις αυτήν (μήνυση) πραγματικά περιστατικά συνιστούν την εις βάρος του εν λόγω αναιρεσείοντος κατηγορία για ψευδή καταμήνυση κλπ,, της οποίας (κατηγορίας) έλαβε αυτός γνώση με την κοινοποίηση του κλητηρίου θεσπίσματος, ουδεμία ακυρότης της διαδικασίας επήλθε και ο αντίστοιχος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Α΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Από τα άρθρα 148 - 153, 473 παρ. 2, 474 παρ.2 και 509 παρ. Ια ΚΠΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως ή δηλώσεως αναιρέσεως κατ΄ αποφάσεως είναι οι περιεχόμενοι σ΄ αυτές λόγοι, από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, από την ανωτέρω δε αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος στο παραπάνω άρθρο 510 παρ. ΙΔ΄ τέτοιος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ. Ενόψει τούτων, για το ορισμένο του προαναφερθέντος λόγου αναιρέσεως πρέπει: Α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και Β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επί πλέον σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει την αιτίαση ότι η πληττομένη απόφαση στερείται της, κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γιατί δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έλαβε υπόψη και τα οποία δημιούργησαν την απαιτουμένη ....... δικανική πεποίθηση ότι τέλεσε την πράξη, για την οποία καταδικάστηκε. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όπως διατυπώνεται, είναι αόριστος και εντεύθεν απορριπτέος, ως απαράδεκτος, γιατί δεν διαλαμβάνεται εις αυτόν σε τί συνίσταται η ανυπαρξία ή η έλλειψη της αιτιολογίας σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως τόσο μάλλον καθόσον ο αναιρεσείων έχει καταδικασθεί για τρείς αξιόποινες πράξεις (της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρος και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος) και δεν εξειδικεύει την ανυπαρξία ή την έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά με κάθε πράξη. Απορρριπτομένων αμφοτέρων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 3 Ιουλίου 2007 τρείς αιτήσεις των Χ1, Χ2 και Χ3, για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 43/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία. Αόριστος ο λόγος για ανεπάρκεια αιτιο-λογίας. Απόρριψη λόγου για απόλυτη ακυρότητα, εκ της λήψεως υπόψη μη αναγνωσθέντος εγγράφου, γιατί το περιεχόμενό του προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία.
0
Αριθμός 2014/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1)Χ1 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Πάτρας και 2) Χ2 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Πάτρας, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ιωσηφέλλη, για αναίρεση της με αριθμό 2744/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 130/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. Ι Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ΄ αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία, τέλος, της αποφάσεως, η οποία παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την ικανότητα για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή του και σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που αλληλοσυμπληρώνονται, εκήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες αγοράς, κατοχής και μεταφοράς από κοινού ναρκωτικών ουσιών (από μη τοξικομανείς) και επέβαλε σε καθένα από αυτούς ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ, αναγνωρισθείσης της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ. Στην κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ΄ είδος μνημονεύει και εδέχθη τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά: οι κατηγορούμενοι αλβανοί υπήκοοι (ο πρώτος παντρεύθηκε την αδελφή του δεύτερου), στις 12.9.2003, ταξίδευαν από Αθήνα προς ....... Ευβοίας, με το υπ΄αριθμό κυκλοφορίας ......... ΙΧΕ αυτοκίνητο (........, με κόκκινο χρώμα), ιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου, που το οδηγούσε, με συνεπιβάτη το δεύτερο κατηγορούμενο, υπό την παρακολούθηση των αστυνομικών, διότι υπήρχαν πληροφορίες ότι διακινούν ναρκωτικά (είχαν στηθεί δύο αστυνομικά μπλόκα). Λίγο πριν φτάσουν στην ......... Χαλκίδας, ο πρώτος κατηγορούμενος οδηγός αιφνιδίως άλλαξε πορεία, παραβίασε τη διπλή διαχωριστική γραμμή, κινήθηκε κάθετα στο δρόμο και σταμάτησε στην απέναντι πλευρά του. Εκεί κατέβηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος συνοδηγός κρατώντας μια νάϋλον σακούλα, που την άφησε κάτω από μια εγκαταλειμμένη πόρτα. Ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, χωρίς τη σακκούλα, το οποίο συνέχισε για λίγο την πορεία του προς Χαλκίδα και σταμάτησε στο άκρο δεξιό του δρόμου, μετά τη γέφυρα και σε σημείο που είχε ορατότητα προς την πόρτα για να ελέγχουν το χώρο. Οι κατηγορούμενοι άνοιξαν το καπώ, δήθεν ότι έπαθε βλάβη το αυτοκίνητο είχε μηχανική βλάβη και άλλοτε ότι σταμάτησαν για σωματική ανάγκη, ψευδώς, όμως, διότι τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Ακολούθως οι αστυνομικοί, κάτω από την πόρτα βρήκαν τη σακούλα με τα ναρκωτικά (1.000 γραμμάρια ακατέργαστης ινδικής κάνναβης). Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την κατηγορία στο πρωτόδικο δικαστήριο. Στο παρόν δικαστήριο, άλλαξαν υπερασπιστική γραμμή. Ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι είχε το δεύτερο κατηγορούμενο να κρύβει τη σακούλα και να γυρίζει στο αυτοκίνητο χωρίς αυτή, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει ότι περιείχε ναρκωτικά, αλλά δεν είναι βάσιμος ο εν λόγω αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του, διότι κατά τη σύλληψή του, είπε στο μάρτυρα αστυνομικό ................., που τον συνέλαβε "εσύ τα έκρυψες" ακριβώς διότι γνώριζε ότι ήταν ναρκωτικά (αφού ήταν δικά τους). Ο δεύτερος κατηγορούμενος ομολογεί ότι αυτός έκρυψε τη σακούλα σε γνώση του ότι ήταν ναρκωτικά, αλλά τα έδωσε σε αυτόν κάποιος άλλος αλβανός, με το όνομα ....... για να τα κρύψει, δίνοντάς του ως αμοιβή "λίγα χρήματα", όμως, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του, διότι, η όλη συμπεριφορά τους και η αντίδρασή τους, δείχνουν ότι αυτοί ήταν οι συγκάτοχοι της ναρκωτικής ουσίας, και τα έκρυψαν εκεί περιμένοντας να έρθει εκεί να τα παραλάβει ο υποψήφιος αγοραστής, με τον οποίον είχαν συνάντηση. Τα ναρκωτικά αυτά τα είχαν αγοράσει από άγνωστο πρόσωπο, με άγνωστο τίμημα, για να τα διαθέσουν σε τρίτους έναντι οικονομικού ανταλλάγματος. Για την αιτιολόγηση της αποφάσεως, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται, ούτε το όνομα του κατά περίπτωση πωλητή, ούτε η ποσότητα των ναρκωτικών, ούτε το ύψος του τιμήματος, αλλά αρκεί ότι υπάρχει - επί του προκειμένου - συμφωνία περί του τελευταίου (ΑΠ 1642/2005 ΠοινΔικ 9 375). Τα συγκατείχαν, διότι είχαν από κοινού τη φυσική εξουσία (γι΄ αυτό ταξίδευσαν μαζί), ώστε να μπορούν σε κάθε στιγμή να διαπιστώνουν την ύπαρξή τους και κατά τη δική τους βούληση να τα διαθέτουν πραγματικά, από κοινού ή μεμονωμένως (ΑΠ 817/2005 ΠΧρ 56 32). Και τα μετέφεραν παράνομα από περιοχή της ....... στην ......... με το αυτοκίνητο του πρώτου για να τα διαθέσουν σε τρίτους, τελώντας και το αδίκημα της παράνομης μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, διότι, πράγματι, όπως απαιτείται, από κοινού, ενήργησαν, εντός της Ελλάδος μετακίνησή τους με μεταφορικό μέσο (ΑΠ 265/2004 ΝοΒ 52 1052). Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε την αξιουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ειδικότερα, η αιτίαση που διαπιστώνεται με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, ότι δηλαδή το δικαστήριο δεν απήντησε στον υποβληθέντα ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου (Χ1), περί μετατροπής της εις βάρος του κατηγορίας, σε απλή συνέργεια στις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, επελθούσης εντεύθεν σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας, για έλλειψη ακροάσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, γιατί ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος σημειωτέον υποβλήθηκε όλως αορίστως, χωρίς την επίκληση πραγματικών περιστατικών, δεν είναι αυτοτελής, αλλ΄ αρνητικός της κατηγορίας και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Εν πάση περιπτώσει, αφού αμφότεροι οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι και μάλιστα πλήρως αιτιολογημένα, ως φυσικοί αυτουργοί, τελέσαντες από κοινού τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκαν, εκ του πράγματος απερρίφθη και ο ως άνω αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του πρώτου αναιρεσείοντος. Εντεύθεν, αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως, περί σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως (άρθρ. 510 παρ. Ι Β΄, Δ΄ ΚΠΔ) πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τον δεύτερο εξ αυτών πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει αμφότεροι οι αναιρεσείοντες να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21.12.2006 αίτηση των: 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 2744/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 11 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγορά, κατοχή, μεταφορά από κοινού ναρκωτικών από μη τοξικομανείς. Πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ερημοδικία αναιρεσείοντος, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 2013/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της με αριθμό 2743/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου. Με κατηγορουμένη τη ...., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Κωνσταντινιά Στάμου. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗ Α.Ε" και το διακριτικό τίτλο "ΔΟΛ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Τανταρούδας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 47 και ημερομηνία 27 Δεκεμβρίου 2006 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 12/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ. Κατά τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικώς, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (Ν.Δ. 53/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ΄ ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, συντρέχει είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο γιατί δεν επείσθη για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά. Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν.5960/1933 "περί επιταγής" (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν i) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, ii) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, iii) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και iv) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με τη νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου κατά το άρθρο 32 παρ. 1 του ΠΚ, δεν καταλογίζεται στον δράστη η πράξη, που τελεί για να αποτρέψει παρόντα και ανεπίτρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί, χωρίς δική του υπαιτιότητα, το πρόσωπο ή την περιουσία του ιδίου ή συγγενούς του, ανιόντος ή κατιόντος ή αδελφού ή συζύγου του, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλον από την πράξη, είναι, κατά το είδος και την σπουδαιότητα, ανάλογη με την βλάβη που απειλήθηκε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η απόφαση που δέχεται τον παραδεκτώς προβληθέντα, ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό από τον κατηγορούμενο και, κατ΄ ακολουθίαν αυτής της παραδοχής τον κηρύσσει αθώο της αξιοποίνου πράξεως που του αποδίδεται, για να έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρει τον παρόντα κίνδυνο που δεν μπορεί να αποτραπεί, παρά με την τέλεση αξιόποινης πράξεως, ο κίνδυνος αυτός πρέπει να εξειδικεύεται και επί πλέον να προσδιορίζεται η προξενηθείσα στον άλλον βλάβη, για να αξιολογηθεί αν αυτή είναι, κατά το είδος και την σπουδαιότητα, ανάλογη με την απειληθείσα καθώς και να αναφέρονται τα περιστατικά, που συνιστούν έλλειψη υπαιτιότητας του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ΄ είδος μνημονεύει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη στις 20-11-02 κατάρτισε με την εταιρία ".... Μ.ΕΠΕ" σύμβαση εμπορικής συνεργασίας με αντικείμενο την αντιπροσώπευση και πώληση της κάρτας "GOLD TRAVEL CARD" στην περιοχή Κορινθίας με εξαίρεση το Κιάτο και το Ξυλόκαστρο. Ακολούθως, στις 14-1-03 η εταιρία "..... Μ.ΕΠΕ." εκχώρησε στην εταιρία "ΜΕDΙΑ TRAVEL GRΟUΡ ΑΕ" όλα τα δικαιώματά της από την πιο πάνω σύμβαση. Τέλος, στις 11-4-03 η εταιρία "ΜΕDΙΑ TRAVEL GRΟUΡ ΑΕ" κατάρτισε σύμβαση αποκλειστικής συνεργασίας με την ομόρρυθμη εταιρία "..... ΟΕ", στην οποία ομόρρυθμοι εταίροι ήταν η κατηγορουμένη και ο σύζυγος της ...... Στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής σύμβασης η κατηγορουμένη εξέδωσε την ένδικη επιταγή για το ποσό των 15.000 ευρώ σε συμμόρφωση με το συνομολογηθέντα συμβατικό όρο και δη το άρθρο 10 της σύμβασης, η οποία είχε εγγυητικό χαρακτήρα. Όταν η κατηγορουμένη εξέδωσε την ένδικη επιταγή διατηρούσε επαρκές υπόλοιπο στον τηρούμενο στην πληρώτρια τράπεζα λογαριασμό της, όπως και σε όλη τη διάρκεια που η επιταγή βρισκόταν στα χέρια της ως άνω λήπτριας εταιρίας. Όταν η κατηγορουμένη πληροφορήθηκε ότι η λήπτρια, κατά παράβαση των συμφωνιών, έθεσε την επιταγή σε κυκλοφορία και ενόσω ακόμη δεν γνώριζε τα πρόσωπα προς τα οποία η συγκεκριμένη, αλλά και άλλες επιταγές της μεταβιβάσθηκαν, προέβη σε ανάκληση ενόσω ακόμα, είχε επαρκή κεφάλαια, τα οποία έτσι [εννοεί προφανώς απέσυρε] από τη στιγμή της ανάκλησης. Στην πράξη της αυτή η κατηγορουμένη οδηγήθηκε επειδή περιήλθε σε κατάσταση ανάγκης που αίρει τον κατά το άρθρο 32 ΠΚ καταλογισμό της, αφού χωρίς υπαιτιότητα της, δεδομένου ότι τηρούσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι της λήπτριας, η περιουσία της κινδύνευε να μειωθεί και έπληξε έτσι την περιουσία της πολιτικώς ενάγουσας κατά ανάλογο τρόπο, όπως και την αξιοπιστία της συγκεκριμένης επιταγής ως μέσο πληρωμής αποσκοπώντας στην αποτροπή της περιουσιακής της βλάβης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί συνδρομής στο πρόσωπο της των προϋποθέσεων της κατάστασης ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό της και να κηρυχθεί αθώα της αποδιδομένης σ' αυτήν πράξεως της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Η αιτιολογία όμως αυτή είναι ελλιπής καιασαφής. Α) Είναι ελλιπής, γιατί δεν διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την άρση τουκαταλογισμού, που έκρινε ότι συντρέχει στο πρόσωπο της κατηγορουμένης στο αδίκημα της έκδοσης της ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο την κήρυξε αθώα. Ειδικότερα, δεν διαλαμβάνει: 1) Την έλλειψη της δικής της ευθύνης στην πρόκληση του παρόντος κινδύνου που απειλούσε την περιουσία της, για την αποτροπή του οποίου προέβη στην ανάκληση της επιταγής, και δη γιατί δεν μερίμνησε, εφόσον εξέδωσε την επιταγή χάρη εγγυήσεως της τηρήσεως της σύμβασης αντιπροσωπείας που είχε συνάψει με την εταιρία "ΜΕDΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", να θέσει εις αυτήν όρο εξασφαλιστικό του κινδύνου πληρωμής της στην περίπτωση που η αντισυμβαλλόμενη της εταιρία θα αθετούσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, 2).Την κατ' άλλο τρόπο αναπότρεπτη αποφυγή της ενδεχόμενης ζημίας της από την πληρωμή της επιταγής και δη γιατί δεν μπορούσε να πετύχει την τυχόν προκαλούμενη από την είσπραξη της επιταγής ζημία της δια της προσφυγής της στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Και τούτο γιατί ο ισχυρισμός της, που έγινε δεκτός από το δικαστήριο με τα επικαλούμενα απ' αυτήν περιστατικά, ότι δηλ. η επιταγή ήταν εγγυητική της σύμβασης αντιπροσωπείας με την λήπτρια εταιρία και ότι η απόσυρση του αντικρύσματος από την τράπεζα έγινε απ' αυτήν προς αποτροπή δικής της ζημίας, επειδή η λήπτρια εταιρία δεν τήρησε τη μεταξύ τους συμφωνία, δεν συνιστούν συμπεριφορά σύμφωνη με την κοινή περί τις συναλλαγές αντίληψη αφού α) τα δυσμενή αποτελέσματα από την εγκληματική αυτή ενέργειά της γνώριζε ότι θα τα υφίστατο η τρίτη εταιρία, κομίστρια της επιταγής και β) η διάταξη του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνον το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, αλλά και το δημόσιο συμφέρον. Β) Είναι ασαφής, γιατί 1) δεν διευκρινίζει ποιός ήταν ο ρόλος της επιταγής ως εγγυητικής της σύμβασης αντιπροσωπείας που η κατηγορουμένη είχε συνάψει με τη λήπτρια εταιρία "MEDIA Νοτίου Ελλάδος ΑΕ" και σε τί συνίσταται η αθέτηση από την εταιρία των συμβατικών της υποχρεώσεων και, τέλος, 2) ποιά ζημία θα υφίστατο η κατηγορουμένη με τη μη ανάκληση της επιταγής, η οποία κατά τις παραδοχές της δεν μπορούσε να καλυφθεί κατ' άλλο τρόπο παρά μόνο με την ανάκλησή της. Οι ανωτέρω ελλείψεις και ασάφειες στερούν την απόφαση από τα προσόντα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που κατά το Σύνταγμα επιβάλλεται να έχει. Κατ' ακολουθία, εν όψει του ότι ο απορρέων από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ' ΚΠΔ λόγος της ελλιπούς αιτιολογίας είναι βάσιμος, πρέπει 1) να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, 2) να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση και 3) να παραπεμφθεί (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.) η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 2743/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επιταγή εγγυήσεως. Ανάκληση. Κήρυξη αθώας της κατηγορουμένης κατ' εφαρμογή του άρθρου 32 ΠΚ. Έλλειψη αιτιολογίας
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ερημοδικία αναιρεσείοντος.
1
N..Ρ. Αριθμός 2010/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Ε' Ποιν.Τμήμα - σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με τη παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο, στο κατάστημά του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ................ , ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ........., ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 616/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον ................, κάτοικο ................ Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 660/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, με αριθμό πρωτ. 196/14-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 476 και 513 παρ.1 εδ. α' ΚΠΔ, την από 28-3-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου................... , Αλβανού υπηκόου, κρατουμένου στις Δικ. Φυλακές ......... , κατά της 616/07 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για απόπειρα ληστείας σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης έξι ετών, [άρθρα 42 παρ.1 και 380 παρ.1 ΠΚ], και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα: 2-Κατά το άρθρο 476 παρ.1, (όπως αντικατ. με το άρθρο 2 παρ.18 του Ν.2408/96), όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και, αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠΔ, "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά της οποίας επιτρέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης, ανεξάρτητα εάν η επιτρεπόμενη έφεση δεν ασκήθηκε και παρήλθε άπρακτη η οριζόμενη προθεσμία για την άσκησή της, ή εάν ασκήθηκε και απορρίφθηκε είτε για τυπικούς, ως απαράδεκτη ή ως ανυποστήρικτη, είτε για ουσιαστικούς λόγους. [Α.Π. 1870/01 ΝΟΒ 50/743, Α.Π. 1281/01 Π.ΛΟΓ. 01/1795]. 3-Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με την 616/07 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάσθηκε για απόπειρα ληστείας σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης έξι ετών. Ενώ όμως κατά της αποφάσεως αυτής επιτρέπεται έφεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 489 παρ.1 περ.ε ΚΠΔ, καθόσον η επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή για το ανωτέρω κακούργημα υπερβαίνει το ελάχιστον των δύο ετών, εντούτοις αυτός ασκεί εναντίον της, αντί της επιτρεπόμενης εφέσεως, την εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως. Ως εκ τούτου η αίτηση αναιρέσεως ασκείται εναντίον απόφασης για την οποία δεν προβλέπεται και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. 4-Κατ' ακολουθία, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει να απορρίψει ως απαράδεκτη την εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως του ανωτέρω κατηγορουμένου και να καταδικάσει τούτον στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 Ε. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί η από 28-3-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ..................... , Αλβανού υπηκόου, κρατουμένου στις Δικ. Φυλακές ..........., κατά της 616/07 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, και Β-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από τη σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που περιέχεται στο φάκελο της δικογραφίας ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή άν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)", κατά δε την διάταξη του άρθρου 489 παρ. 1 εδ. στ' Κ.Π.Δ. εκείνος που καταδικάστηκε.......έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών για κακούργημα...... Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο ως συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο". Εκ των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά της οποίας επιτρέπεται το ένδικο μέσο της εφέσεως, ανεξαρτήτως εάν η επιτρεπομένη έφεση δεν ησκήθη και παρήλθεν άπρακτη η οριζομένη προθεσμία για την άσκησή της, ή εάν ησκήθη και απερρίφθη είτε για τυπικούς, είτε για ουσιαστικούς λόγους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 616/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κατεδικάσθη για απόπειρα ληστείας εις ποινή προσκαίρου καθείρξεως έξ (6) ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής επιτρέπεται έφεση, κατά την διάταξη του άνω άρθρου 489 Κ.Π.Δ., αφού η επιβληθείσα εις τον αναιρεσείοντα ποινή υπερβαίνει το ελάχιστον των δύο ετών για το ανωτέρω κακούργημα. Εντεύθεν η προσβαλλομένη απόφαση, υποκειμένη κατά την έκδοσή της εις έφεση, δεν υπόκειται εις αναίρεση και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, ασκουμένη εναντίον αποφάσεως για την οποίαν δεν προβλέπεται, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ.) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2007 αίτηση του.................... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 616/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ????????2010/2007 - σελ. 2
Αναίρεση επιτρέπεται κατ' αποφά-σεως που όπως εκδόθηκε δεν υπόκειται σε έφεση (άρθρο 504 ΚΠΔ). Ο καταδικασθείς έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου, με την οποίαν καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας διαρκείας τουλάχιστον δύο (2) ετών για κακούργημα. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αναίρεση κατ’ αποφάσεως που επιτρέ-πεται έφεση ανεξαρτήτως εάν η επιτρεπόμενη έφεση δεν ησκήθη και παρήλθε άπρακτη η οριζόμενη προθεσμία ή εάν ασκήθηκε και απερ-ρίφθη, είτε για τυπικούς είτε για ουσιαστικούς λόγους
Ερημοδικία αναιρεσείοντος
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ερημοδικία αναιρεσείοντος.
1
Κ.M. ΑΡΙΘΜΟΣ 2009/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Πολύκαρπου Βούλγαρη και του αρχαιοτέρου αυτού Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κιτρίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Κωνσταντίνο Κούκλη, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Αναστάσιο Λιανό, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ............, κατοίκου ............, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Περικλή Σταυριανάκη, περί αναιρέσεως της 280, 281, 282-286/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ................... Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ............, κάτοικο ............ (παθών ήδη ενήλικος) και 2. .................., ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του τότε ανήλικου γιου της .........., κάτοικο .............., που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 340/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 130 παρ. 1 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 3189/2003, αν ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του τέλεσε αξιόποινη πράξη και εισάγεται σε δίκη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους, το δικαστήριο μπορεί, αντί για περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, να επιβάλει την ποινή που προβλέπεται για την πράξη που τελέσθηκε, ελαττωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83, αν κρίνει ότι ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου είναι αναγκαίος και ότι ο περιορισμός του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν είναι σκόπιμος. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 131 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 12 του ν. 3189/2003, αν ο καταδικασμένος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του πριν αρχίσει η εκτέλεση της απόφασης, το δικαστήριο που δίκασε, αν κρίνει ότι ο περιορισμός αυτός δεν είναι σκόπιμος, μπορεί να τον αντικαταστήσει με τη ποινή που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, ενώ κατά τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν ο καταδικασμένος συμπλήρωσε το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, η αντικατάσταση του περιορισμού κατά την παρ. 1 είναι υποχρεωτική. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, αλλά και στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του ορισμένως με αναφορά όλων των απαραιτήτων για τη θεμελίωσή τους πραγματικών περιστατικών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη δε ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία, ενώ η μη απάντηση σ' ένα τέτοιο ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύεται εκ τούτου, ο ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. β' του ΚΠοινΔ, για έλλειψη ακρόασης. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 280, 281 - 286/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό για την πράξη του βιασμού από κοινού σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, ανασταλείσα επί τριετία. Από τα πρακτικά της απόφασης προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου προέβαλε αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξε προφορικώς και κατέθεσε και εγγράφως με σχετικό σημείωμα το οποίο ενσωματώθηκε στα πρακτικά με τους οποίους ισχυρίσθηκε μεταξύ άλλων τα εξής κατά πιστή μεταφορά "Ο κατηγορούμενος... γεννήθηκε στις 11-11-1978, και επομένως κατά το χρόνο τέλεση της αξιόποινης πράξης (Φεβρουάριος 1996) για την οποία καταδικάστηκε, ήταν ανήλικος, αφού δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 121 ΠΚ). Κατά το ίδιο άρθρο 121 παρ. 2 οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα η σε ποινικό σωφρονισμό. Όλα όμως αυτά τα μέτρα έχουν εφαρμογή μέχρι τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας του δράστη σύμφωνα με τα άρθρα 125 παρ. 1 και 2 και 131 παρ. 2 ΠΚ. Ο κατηγορούμενος... σήμερα άγει ήδη το 28ο έτος της ηλικίας του, που σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να έχουν εφαρμογή σ' αυτόν τα προαναφερόμενο μέτρα (Αναμορφωτικά - Θεραπευτικά - Σωφρονισμός). Κατά το άρθρο δε 130 παρ. 1 ΠΚ το Δικαστήριο όταν δικάζει τον ανήλικο δράστη, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτος της ηλικίας του, τότε μόνο μπορεί να επιβάλλει την ποινή που προβλέπεται για την πράξη που τελέσθηκε, ελαττωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83, αν κρίνει ότι ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου είναι αναγκαίος, δεν είναι όμως σκόπιμος ο περιορισμός του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση για ένα άτομο που έχει ζήσει ήδη, δέκα (10) ολόκληρα χρόνια μετά την τέλεση της πράξης που του αποδόθηκε, έντιμα εργατικά και σαν νομοταγής πολίτης, χωρίς να δώσει την οποιαδήποτε αφορμή σε κανένα να πει κάτι ή να στραφεί σε βάρος του, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να δεχθεί ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του ..............., για να οδηγηθεί στη σκέψη ότι πρέπει να του επιβάλλει ποινή". Εξάλλου στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού κρίθηκε ότι με βάση τα εκτιθέμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ο αναιρεσείων τέλεσε την ανωτέρω πράξη, αναφέρονται και τα εξής "... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος............ γεννήθηκε την ............. και επομένως κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξεως είχε συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του και ήταν ποινικώς ενήλικος σύμφωνα με το άρθρο 121 παρ. 1 του Π.Κ. όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της εκκαλούμενης απόφασης. Ηδη όμως κατά το ίδιο άρθρο, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 3189/2003, ανήλικοι νοούνται αυτοί που κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης έχουν ηλικία μεταξύ του όγδοου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένο. Επομένως με τη νεότερη αυτή διάταξη που ως ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ. αυτός (κατηγορούμενος) θεωρείται ότι κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως ήταν ανήλικος αφού δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και πρέπει να εφαρμοστούν γι' αυτόν οι διατάξεις που αφορούν στους ανηλίκους (άρθρο 121-132 του Π.Κ.). Εν προκειμένω το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του κατηγορουμένου και η κρίση αυτή στηρίζεται κυρίως στις προαναφερθείσες συνθήκες τελέσεως της πράξεως και στην προσυνεννόηση που υπήρχε μεταξύ των δύο συναυτουργών για την τέλεσή της. Επειδή όμως ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε ήδη το 18ο έτος της ηλικίας του, δεν επιτρέπεται ο περιορισμός του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρ. 131 του Π.Κ.) και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανωτέρω πράξεως του βιασμού και να του επιβληθεί ελαττωμένη ποινή κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ΠΚ (άρθρ. 130 παρ. 1 του Π.Κ.), ενώ πρέπει να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α του Π.Κ. που είχε και πρωτοδίκως αναγνωριστεί". Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, με βάση τα οποία οδηγήθηκε στην κρίση ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του κατηγορουμένου και έπρεπε, εν όψει συμπληρώσεως του 18ου έτους και του 21ου έτους της ηλικίας του (αφού κατά το χρόνο εκδίκασης της έφεσης διήνυε το 28ο έτος της ηλικίας του), να του επιβληθεί η ποινή του άρθρου 130 παρ. 1 του Π.Κ., η οποία ήταν υποχρεωτική αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 131 παρ. 2 Π.Κ. η αντικατάσταση του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι υποχρεωτική μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους. Εξάλλου η προσβαλλομένη αιτιολογημένα απέρριψε και τον πιο πάνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν αντιφατικές παραδοχές στην προσβαλλόμενη απόφαση από το γεγονός ότι ενώ αυτή δέχθηκε ότι για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ήταν αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός, ακολούθως κατ' άρθρο 100 του Π.Κ. ανέστειλε την ως άνω επιβληθείσα ποινή των τριών ετών κρίνοντας ότι η εκτέλεση αυτής δεν ήταν αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, αφού η κρίση για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι ανεξάρτητη από την κρίση για την ενοχή. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση, της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 133 του Π.Κ. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 14 του Ν. 3189/2003 "Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή ελαττωμένης (άρθρο 83) σε όποιον, κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη, είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του... ". Στην προκείμενη περίπτωση όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του υπέβαλε παραδεκτώς, για την περίπτωση που θα υπάρξει καταδίκη του για την προαναφερόμενη πράξη του βιασμού, αίτημα εφαρμογής στο πρόσωπό του, του ως άνω άρθρου 133 του Π.Κ., διότι κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (τέλη Ιανουαρίου 1996) ήταν ανήλικος δεδομένου ότι είχε γεννηθεί την 11-11-1978 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού όμως του κατηγορουμένου, ανεξαρτήτως παντός ετέρου, δεν απάντησε καθόλου το μικτό Ορκωτό Εφετείο (παρότι ο Εισαγγελέα πρότεινε να γίνει δεκτός) και έτσι εχώρησε έλλειψη ακροάσεως εκείνου. Επομένως είναι βάσιμος ο (τελευταίος) συναφής λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ του αναιρεσείοντος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τη απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού και ως προς την περί ποινής, διάταξή της και όχι ως προς την περί ενοχής διάταξη, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 280, 281, 282 - 286/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας διατάξεις της (εφαρμογής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της διατάξεως του άρθρου 133 του Π.Κ. καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξη). Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση κατά το ως άνω μέρος της στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ???????? 2009/2007 σελ. 22
Ανήλικοι ποινικώς υπεύθυνοι. Ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας του όταν τέλεσε την αξιόποινη πράξη και εισάγεται σε δίκη μετά τη συμπλήρωση του 18ου και 21ου έτους της ηλικίας του. Το Δικαστήριο αν κρίνει ότι ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου είναι αναγκαίος και ότι ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν είναι σκόπιμος, μπορεί να επιβάλει την ποινή που προβλέπεται για την πράξη που τελέστηκε, ελαττωμένη κατ’ άρθρο 83. Μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους η επιβολή της ποινής που προβλέπεται για την πράξη που τελέστηκε μειωμένη σύμ-φωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 83 είναι υποχρεωτική. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση για βιασμό, διότι το δικαστήριο δεν απάντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου για εφαρμογή στο πρόσωπό του, του άρθρου 133 του Π.Κ.
Ισχυρισμός αυτοτελής
Ισχυρισμός αυτοτελής, Αναίρεση μερική, Ανήλικοι εγκληματίες.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 2008/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένων του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Πολύκαρπου Βούλγαρη και του αρχαιοτέρου αυτού Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κιτρίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Κωνσταντίνο Κούκλη, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Αναστάσιο Λιανό, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Αγγελάκη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 120/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1871/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης, σε βαθμό πλημμελήματος στοιχειοθετείται αντικειμενικά, όταν ο δράστης με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπούσε o δράστης, υποκειμενικά δε, όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγει. Είναι δε δυνατόν, από την πράξη αυτή του δράστη άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Περαιτέρω κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ αν περισσότερες από μια πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μια και μόνο ποινή για την επιμέτρησή της το δικαστήριό λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη, τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης. Ειδικότερα σε περίπτωση απάτης, κατά την οποία ο δράστης προέβη διαδοχικά σε απατηλές διαβεβαιώσεις, κάθε μια από τις οποίες οδήγησε και σε ιδιαίτερη περιουσιακή διάθεση από τον ίδιο παθόντα, συντρέχουν περισσότερες πράξεις και επομένως πρόκειται για απάτη κατ' εξακολούθηση. Από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999, προκύπτει ακόμη, ότι η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας τις πράξεις προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που αποτελεί αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι για την ύπαρξη απόπειρας, απαιτείται πράξη την οποία επιχειρεί ο δράστης με το δόλο τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως. Ως τέτοια δε πρέπει να θεωρηθεί κάθε ενέργεια του δράστη με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής. Ειδικότερα για το έγκλημα της απάτης, απόπειρα υπάρχει από τη στιγμή που αρχίζει η επενέργεια στις παραστάσεις ενός άλλου. Περιλαμβάνει όμως και πράξεις που σχετίζονται με την επενέργεια αυτή, δηλαδή, εκείνες που αν συνεχισθούν χωρίς απρόοπτα εμπόδια, θα καταλήξουν σε πραγματοποίηση της αντικειμενικής υπόστασης. Εξάλλου κατά το άρθρο 207 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν να τροποποιηθεί με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2948/2001 και έχει στην προκείμενη περίπτωση εφαρμογή κατ' άρθρο 2 του ίδιου Κώδικα, τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές και όποιος προμηθεύεται παραποιημένο ή νοθευμένο Ελληνικό ή ξένο μεταλλικό νόμιμα ή χαρτονόμισμα που κυκλοφορεί νομίμως στο κράτος της εκδόσεώς του, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία ως γνήσιο. Ως προμήθεια νοείται η κατά οποιοδήποτε τρόπο περιέλευση παραποιημένου ή παραχαραγμένου νομίσματος στην εξουσία του δράστη, εν γνώσει της πλαστότητάς του, με σκοπό να θέσει τούτο στην κυκλοφορία ως γνήσιο. Τετελεσμένο δε είναι το έγκλημα αυτό άμα συντελεσθεί η προμήθεια με το σκοπό θέσης σε κυκλοφορία των πλαστών νομισμάτων, χωρίς να απαιτείται να πραγματώσει ο δράστης το σκοπό του, δηλαδή να θέσει σε κυκλοφορία τα πλαστά νομίσματα. Εξάλλου κατά το άρθρο 7 παρ. 1 και 8 εδ. α΄ του Ν. 2168/1993 "Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά κλπ" με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή διακοσίων χιλιάδων δραχμών (590 ε) τιμωρείται όποιος καταλαμβάνεται να κατέχει όπλα και λοιπά αντικείμενα, που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 του ίδιου νόμου, χωρίς να έχει άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του. Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 περίπτωσ. β΄ του Ν. 2168/1993 όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα (μεταξύ άλλων και) τα μαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση. Περαιτέρω κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του ίδιου νόμου (2168/93) απαγορεύεται να φέρονται όπλα και άλλα είδη που προβλέπονται στο αρ. 1 αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μαχαίρια κάθε είδους. Με το ίδιο άρθρο παρ. 13 περ. β΄, όποιος φέρει παράνομα όπλα που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 1 περ. γ΄, 2 και 3 περ. β΄, γ΄ και ε΄ του άρθρου 1, στις οποίες δηλ. περιπτώσεις περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων, τα μαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση...., τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και χρηματική ποινή. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στο ΙΧ Δ΄ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η αιτιολογία, τέλος, της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογητικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς τη κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η με απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. β΄ του ΚΠοινΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο δηλαδή δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε΄ του ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές) που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 120/2006 απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό του κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος Χ1, ενώ υπηρετούσε ως ΕΜΘΑ Κελευστής (Τ/ΠΒ), στη ΜΥΚ, στην ......., εντός του από 28-7-2000 έως 8-9-2000 χρονικού διαστήματος, έχοντας αφαιρέσει παράνομα την υπ' αριθμ......... πιστωτική κάρτα με στοιχεία ιδιοκτήτη ............, προέβη κατ' επανάληψη σε χρήση αυτή της κάρτας, πιστώνοντας τον ιδιοκτήτη της με τα κατά περίπτωση χρηματικά ποσά και συγκεκριμένα: 1) Την 26-08-2000 και περί ώρα 14.51΄, μετέβη στο κατάστημα του sυper market ........, στην οδό ..... αρ. ..... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 8.630 δρχ., 2) Την ίδια ημερομηνία και περί ώρα 17.31΄ μετέβη σε κατάστημα της ίδιας αλυσίδας καταστημάτων στην οδό ...... αρ.... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 8307 δρχ., 3) Ομοίως, την ίδια πάντα ημέρα, περί ώρα 23.54΄, μετέβη στο Ξενοδοχείο ...... στην οδό ...... αρ. .... και χρέωσε στην κάρτα το χρηματικό ποσό των 20.0000 δρχ. για διανυκτέρευση στο δωμάτιο 243., 4) Την 28-08-2000 και περί ώρα 14.26΄ μετέβη στο κατάστημα ......, στην οδό ........ αριθ. .... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 15.000 δρχ., 5) την 29-08-2000, περί ώρα 19.08΄, μετέβη στο κατάστημα ......, στην οδό ...... αριθ. .... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 7.091 δρχ., 6) Την 01-09-2000 και περί ώρα 19.53΄, μετέβη στο κατάστημα ........, στην οδό ..... αριθμ. ... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 9.265 δρχ., 7) Την ίδια ημέρα και περί ώρα 10:10΄, μετέβη στο κατάστημα του ....., στην οδό ..... αρ. ... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 9.093 δρχ., 8) Την ίδια πάντα ημέρα και περί ώρα 19.55΄, μετέβη στο κατάστημα του ............ στην ..... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 8.062 δρχ., 9) τέλος την ίδια ημέρα και περί ώρα 20:41΄ μετέβη στο κατάστημα του ......., στην οδό ......... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 9.285 δρχ., 10) την 02-09-2000, και περί ώρα 15:07΄ μετέβη στο κατάστημα του ........, στην οδό ...... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 10.000 δρχ., 11) την ίδια ως άνω ημερομηνία, περί ώρα 16:35΄, μετέβη στο κατάστημα του ........., στην οδό ........ -........ αρ. .... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 9.985 δρχ. 12) την 08-09-2000 και περί ώρα 18:57΄, μετέβη στο κατάστημα του ........., στην οδό ...... αρ. ..... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 9.202 δρχ., 13) την ίδια ημέρα και περί ώρα 19.45΄, μετέβη στο κατάστημα του ........, στην οδό ......... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 9.202 δρχ., 14) σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε κείμενη πάντως εντός του από 28-07-2000 έως 08-09-2000 χρονικού διαστήματος μετέβη στο κατάστημα του ........., στην οδό ....... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 9.986 δρχ. Επίσης, ο κατηγορούμενος, στην Αθήνα, εντός του από 28-07-2000 έως 29-07-2000 χρονικού διαστήματος, έχοντας αφαιρέσει παράνομα την υπ' αριθμ. ......... πιστωτική κάρτα CHASE Μastercard με στοιχεία ιδιοκτήτη ............, προέβη τρεις φορές σε χρήση αυτής της κάρτας, πιστώνοντας τον ιδιοκτήτη της με τα κατά περίπτωση χρηματικά ποσά και συγκεκριμένα: 1) την 28-07-2000 και περί ώρα 16:23΄ , μετέβη στο κατάστημα ........ και πραγμάγωσε αγορές ύψους 10.761 δρχ., 2) την ίδια ημέρα και περί ώρα 15:23΄, μετέβη στο κατάστημα ETRO A.E.B.E. και πραγμάτωσε αγορές ύψους 10.761 δρχ. και 3) την 29-07-2000, μετέβη στο κατάστημα ........... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 12.000 δρχ. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος στην Αθήνα, έχοντας αφαιρέσει παράνομα την υπ' αριθμ. ........... πιστωτική κάρτα Mastercard με στοιχεία ιδιοκτήτη Β1, προέβη δυο φορές σε χρήση αυτής της κάρτας, πιστώνοντας τον ιδιοκτήτη της με τα κατά περίπτωση χρηματικά ποσά και συγκεκριμένα: 1) την 23-08-2000 και περί ώρα 20.04΄ μετέβη στο κατάστημα MYFIEA A.E. SHELL και πραγμάτωσε αγορές ύψους 8.000 δρχ. και 2) την ίδια ημέρα και περί ώρα 20.24΄, μετέβη στο κατάστημα ....... και πραγμάτωσε αγορές ύψους 10.429 δρχ. Εξάλλου ο κατηγορούμενος περί ώρα 02.00΄ της 9ης Σεπτεμβρίου 2000, μετέβη στο γραφείο της εταιρίας ενοικιαζομένων αυτοκινήτων ".........", που βρίσκεται εντός του χώρου του Αερολιμένα ....... "........." και ζήτησε από τον υπάλληλο της εταιρίας Γ1 να μισθώσει ένα αυτοκίνητο, δείχνοντας του την στρατιωτική του ταυτότητα και να πληρώσει το σχετικό αντίτιμο, δίνοντας του την υπ' αριθμό .......... πιστωτική κάρτα VISA της "BANK OF AMERICA" με στοιχεία ιδιοκτήτη Β1 καθώς και την υπ' αριθμό ......... πιστωτική κάρτα της FLEET MASTERCARD με τα στοιχεία του ίδιου ως άνω ιδιοκτήτη, τις οποίες είχε αφαιρέσει από την κατοχή του, πλην όμως δεν πέτυχε τον παραπάνω σκοπό του, γιατί ο ως άνω υπάλληλος, που αντιλήφθηκε την πρόθεσή του να τον εξαπατήσει, δεν δέχθηκε να τις πιστώσει και τις ήλεγξε στο πιστωτικό μηχάνημα, διαπιστώνοντας ότι για την παραπάνω κάρτα της BANK OF AMERICA υπήρχε εντολή κράτησης και ενημέρωσης της αρμόδιας τράπεζας, ενώ η κάρτα της FLEET δεν γινόταν αποδεκτή από το πιστωτικό μηχάνημα γιατί δεν υπήρχε χρηματικό αντίκρισμα. Ο ίδιος κατηγορούμενος στο ......... Κρήτης, την 9η Σεπτεμβρίου 2000 προμηθεύτηκε από άγνωστο άτομο τριάντα πέντε εμφανώς πλαστά ελληνικά χαρτονομίσματα των δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών και ένα πλαστό ξένο χαρτονόμισμα των 250 δηναρίων Ιράκ με αριθμό 71901. Τέλος στον ίδιο τόπο και χρόνο σε γενόμενο έλεγχο από Αστυνομικούς του Α.Τ. Αερολιμένα ....... βρέθηκε στην κατοχή του ένα πτυσσόμενο μαχαίρι, μάρκας GERBER, με μήκος λεπίδας εννέα (9) εκατοστά, χωρίς άδεια της Αστυνομικής Αρχής του τόπου κατοικίας του. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε τις κατηγορίες που του αποδίδονται για τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν με πιστωτικές κάρτες μετά την 25η Αυγούστου 2000, αρνούμενος παράλληλα τις συναλλαγές που έγιναν πριν την ημερομηνία αυτή. Δήλωσε δε, ότι χρησιμοποίησε τις κάρτες αυτές για να αγοράσει κυρίως τρόφιμα για το σπίτι του, γιατί δεν είχε χρήματα για να προβεί στις εν λόγω δαπάνες. Μετά δε την σύλληψη του κατηγορουμένου, ο πατέρας του κατέθεσε στην Εθνική Τράπεζα ποσό, το οποίο αντιστοιχούσε στις αγορές που είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος με τις κάρτες. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε ότι την 9/9/2000 προσπάθησε, προκειμένου να μισθώσει ένα αυτοκίνητο, να πληρώσει το σχετικό αντίτιμο με τις παραπάνω πιστωτικές κάρτες. Ακολούθως, αναφορικά με τα πλαστά χαρτονομίσματα, που βρέθηκαν στην κατοχή του και κατασχέθηκαν, ισχυρίσθηκε ότι τα είχε πάρει από το πορτοφόλι, το οποίο έπεσε από έναν αλλοδαπό κατά την συμπλοκή που είχε μαζί του την 25/8/2000 στην πλατεία .......... Ισχυρίσθηκε δε, ότι δεν γνώριζε ότι ήταν παράνομο να φέρει τα πλαστά χαρτονομίσματα, αφού δε σκόπευε να τα χρησιμοποιήσει άμεσα, γιατί δεν τα χρειαζόταν, τα πήρε δε μαζί του από κεκτημένη ταχύτητα. Επίσης κατέθετε, ότι μέσα στο παραπάνω πορτοφόλι βρήκε τις ως άνω πιστωτικές κάρτες, καθώς και τις αποδείξεις των συναλλαγών που είχαν πραγματοποιήσει πριν την παραπάνω ημερομηνία. Για το πτυσσόμενο μαχαίρι, το οποίο βρισκόταν στις αποσκευές του, ισχυρίσθηκε ότι το είχε πάρει μαζί του, μήπως του χρειαστεί σε κάποια δραστηριότητά του στην εκδρομή, όπως στο ψάρεμα και ότι δεν γνώριζε ότι δεν έπρεπε να το φέρει. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τις τρεις πιστωτικές κάρτες και τα πλαστά χαρτονομίσματα τα βρήκε στο πορτοφόλι ενός αλλοδαπού, το οποίο έπεσε από αυτόν κατά την μεταξύ τους συμπλοκή την 25/8/2000, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αληθινός, γιατί δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Τούτο καθόσον και στην από 22/2/2003 ένορκη βεβαίωση, ο ......... κατέθεσε όσα του μετέφερε ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι φίλος του, χωρίς να έχει ο ίδιος άμεση γνώση του φερομένου επεισοδίου με τον αλλοδαπό. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός αυτός δεν συνάδει με τις εν γένει ενέργειες του μετά το επεισόδιο αυτό, αφού η συμπεριφορά του καταδεικνύει ότι μεθοδευμένα είχε οργανώσει την έκνομη δραστηριότητα του. Τούτο δεδομένου, ότι χρησιμοποίησε κατ' επανάληψη τις πιστωτικές κάρτες και έφερε μαζί τα πλαστά χαρτονομίσματα, που ισχυρίζεται ότι βρήκε μέσα στο πορτοφόλι. Θα ήταν πειστικός ο ισχυρισμός του, αν δεν χρησιμοποιούσε τις πιστωτικές κάρτες και αν, πριν την σύλληψη του, παρέδιδε στις αρμόδιες αρχές το περιεχόμενο του πορτοφολιού, ήτοι τις πιστωτικές κάρτες και τα πλαστά χαρτονομίσματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι έλαβε χώρα το ως άνω επεισόδιο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι αυτό πραγματοποιήθηκε την 25/8/2000. Για τις πράξεις της απάτης κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση παρατηρούνται τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε ότι τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται για τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μετά την 25/8/2000 και αρνείται ότι τέλεσε εκείνες που αφορούν στις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή. Όμως, όπως προεκτέθηκε, το επεισόδιο με τον αλλοδαπό, που φέρεται ότι συνέβη την 25/8/2000, δεν είναι αληθινό και κατά συνέπεια και τις τρεις πιστωτικές κάρτες, τις κατείχε και πριν την παραπάνω ημερομηνία. Επομένως, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε και τις τρεις συρρέουσες πράξεις της απάτης. Συγκεκριμένα: α) Ο κατηγορούμενος αν και γνώριζε ότι οι πιστωτικές κάρτες δεν ήταν δικές του, εν τούτοις τις χρησιμοποίησε, πραγματοποιώντας τις ως άνω συναλλαγές, ορισμένες εκ των οποίων αποδέχθηκε, β) Ο κατηγορούμενος επέδειξε μεθοδευμένη συμπεριφορά ως προς την χρήση και των τριών πιστωτικών καρτών, δεδομένου ότι όλες οι συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν αφορούσαν ποσά που ήταν κάτω του ορίου ελέγχου του κατόχου της κάθε κάρτας. Ο ίδιος δε, κατέθεσε ότι πραγματοποιούσε συναλλαγές με μικρά ποσά, γιατί ένας υπάλληλος του είπε ότι δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει συναλλαγές με μεγάλα ποσά, αφού προφανώς θα απεκαλύπτετο η παράνομη δραστηριότητα του, γ) Κατά την σύλληψη του κατηγορουμένου, βρέθηκαν στην κατοχή του όλες οι αποδείξεις συναλλαγών για τις ως άνω πράξεις που του αποδίδονται. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τις αποδείξεις των συναλλαγών που είχαν πραγματοποιηθεί πριν την παραπάνω ημερομηνία, τις βρήκε μέσα στο πορτοφόλι του αλλοδαπού. Όμως, πέρα από το γεγονός ότι δεν υπήρξε επεισόδιο με τον αλλοδαπό, ο ισχυρισμός αυτός είναι ελάχιστα αληθοφανής, δεδομένου ότι προϋποθέτει ταύτιση συμπεριφορών του αλλοδαπού και του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή και οι δυο έφεραν μαζί τους τις αποδείξεις παράνομων συναλλαγών και ότι ο κατηγορούμενος έφερε μαζί του αποδείξεις συναλλαγών που δεν είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος. Με βάση τα δεδομένα αυτά, αποδείχθηκε ότι κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις της απάτης κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, που του αποδίδονται, δεδομένου ότι γνωρίζοντας ότι οι παραπάνω πιστωτικές κάρτες δεν του ανήκαν, πραγματοποίησε τις προαναφερθείσες συναλλαγές, με σκοπό να προσκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος. Όπως προέκυψε από την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος Γ2, υπαλλήλου της Εθνικής Τράπεζας, η ζημία που υπέστη η εν λόγω τράπεζα από τις παράνομες συναλλαγές του κατηγορουμένου ανήλθε στο ποσό των 5.000 Ε, δηλαδή 1.870.000 δραχμές περίπου. Το ποσό αυτό δεν μπορεί βεβαίως να χαρακτηρισθεί ως ευτελές και επομένως το σχετικό αίτημα της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου να χαρακτηρισθεί η πράξη της απάτης ως ευτελούς αξίας, τιμωρουμένη κατά τις διατάξεις των άρθρων 387 σε συνδ. προς 377 ΠΚ με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και υποπίπτουσα ως εκ τούτου στην ειδική παραγραφή του άρθρου 31 του Ν. 3346/2005, δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου ο ίδιος μάρτυς κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει αν μέρος της ζημίας που υπέστη η Εθνική Τράπεζα έχει αποκατασταθεί από τον κατηγορούμενο, ο οποίος προσκόμισε κάποιες αποδείξεις καταβολής χρημάτων στην Τράπεζα, πριν την έναρξη της πρωτοβαθμίου διαδικασίας. Τόσο όμως από τα παραστατικά αυτά, όσο και από την κατάθεση του μάρτυρα Γ2, δεν προκύπτει ότι υπήρξε πλήρης εξόφληση της παθούσης Τράπεζας, ούτε υπάρχει σχετική δήλωσή τους. Κατά συνέπεια το αίτημα του κατηγορουμένου περί εφαρμογής του άρθρου 393 παρ. 2 του ΠΚ για την πράξη της απάτης, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω για το αδίκημα της απόπειρας απάτης παρατηρούνται τα ακόλουθα; Ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε ότι προσπάθησε για την μίσθωση ενός αυτοκινήτου να πληρώσει το σχετικό αντίτιμο με τις ως άνω δυο πιστωτικές κάρτες, πλην όμως δεν το κατόρθωσε, γιατί αυτές δεν έγιναν αποδεκτές από το πιστωτικό μηχάνημα. Περαιτέρω, αποδέχθηκε ότι επιχείρησε να αποσπάσει την κάρτα που κράτησε ο υπάλληλος του γραφείου ενοικιάσεων αυτοκινήτων. Ο μάρτυρας Γ1., εξεταζόμενος ενόρκως στο ακροατήριο, κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος, επεχείρησε με τις παραπάνω κάρτες να πληρώσει το αντίτιμο μίσθωσης αυτοκινήτου και αφού το πιστωτικό μηχάνημα εμφάνισε την ένδειξη για κράτηση των καρτών και αυτός τις κράτησε, ο κατηγορούμενος προσπάθησε με βίαιο τρόπο να του τις αποσπάσει, κτυπώντας τον. Κατά συνέπεια αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα της απόπειρας απάτης, δεδομένου ότι, όταν διαπίστωσε ότι δεν παρευρίσκονταν άλλοι άνθρωποι στο αεροδρόμιο, μετέβη στο γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων και δείχνοντας την στρατιωτική ταυτότητα του στον υπάλληλο του γραφείου για να κάμψει τις επιφυλάξεις του, εν γνώσει του, επιχείρησε να πληρώσει το αντίτιμο ενοικιάσεως αυτοκινήτου με τις δυο πιστωτικές κάρτες που δεν του ανήκαν, ακολούθως δε προσπάθησε με βίαιο τρόπο να τις αποσπάσει από τον υπάλληλο που τις είχε κρατήσει. Σαφώς από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η πράξη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απρόσφορη απόπειρα κατά την έννοια του άρθρου 43 του ΠΚ, καθόσον ο περιγραφείς τρόπος τελέσεώς της ήταν πολύ πιθανό και δυνατό να οδηγήσει στην πλήρη πραγμάτωση του εγκλήματος της απάτης. Ως προς το αδίκημα της προμήθειας παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων παρατηρούνται τα εξής: Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι είχε πάρει τα πλαστά χαρτονομίσματα από το πορτοφόλι του αλλοδαπού και ότι δεν γνώριζε ότι ήταν παράνομο να τα φέρει μαζί, αφού δεν σκόπευε να τα χρησιμοποιήσει. Όσον αφορά το επεισόδιο με τον αλλοδαπό, όπως προεκτέθηκε, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, δηλαδή από τον τρόπο που προμηθεύτηκε τα χαρτονομίσματα, είναι σαφές ότι αυτά περιήλθαν στην κατοχή του, εν γνώσει της πλαστότητάς τους, με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία, ως γνήσια. Τούτο ενόψει του ότι τα κατείχε, αδιαφόρως του τρόπου με τον οποίο τα προμηθεύτηκε, καθόσον ως προμήθεια νοείται η καθ' οιονδήποτε τρόπο περιέλευσή τους στην κατοχή του (αγορά, κλοπή, υπεξαίρεση, εύρεση κλπ). Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι αντιλήφθηκε ότι τα χαρτονομίσματα ήταν πλαστά. Επομένως, γνωρίζοντας ότι ήταν πλαστά, τα κατείχε με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία, ως γνήσια. Ο σκοπός αυτός προκύπτει και από το γεγονός ότι τα γνήσια χαρτονομίσματα που έφερε μαζί του κατά το ταξίδι του στην Κρήτη, ανήρχοντο στο ποσό των 27.400 δρχ., ποσό που είναι ανεπαρκές για διαμονή και τα λοιπά έξοδα δυο ημερών στο ......, συνοδευόμενος μάλιστα από τη φίλη του, .........., και για το λόγο αυτό μετέφερε από την Αθήνα στο ....... τα πλαστά χαρτονομίσματα, εκ των οποίων τα ελληνικά ανήρχοντο στο ποσό των 350.000 δρχ. Κατ' ακολουθίαν, σκόπευε να καλύψει τις δαπάνες του στο ......., είτε θέτοντας σε κυκλοφορία τα πλαστά χαρτονομίσματα, είτε χρησιμοποιώντας τις πιστωτικές κάρτες, που δεν του ανήκαν. Το γεγονός δε, ότι δεν χρησιμοποίησε πλαστά χαρτονομίσματα για να πληρώσει το αντίτιμο για την ενοικίαση του αυτοκινήτου, δεν σημαίνει ότι δεν είχε πρόθεση να θέσει σε κυκλοφορία τα πλαστά χαρτονομίσματα, δεδομένου ότι τούτο συνέβη, όχι επειδή δεν ήθελε όντως να τα θέσει σε κυκλοφορία, αλλά επειδή είχε προηγηθεί ο προσεκτικός και σχολαστικός έλεγχος των πιστωτικών καρτών από τον υπάλληλο Γ1, γεγονός που τον αποθάρρυνε από ένα τέτοιο εγχείρημα. Με βάση τα δεδομένα αυτά, κατέστη έκδηλο ότι ο κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της προμήθειας παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων, ήτοι προμηθεύθηκε, αφού τα κατείχε, τα ως άνω πλαστά χαρτονομίσματα, με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία, ως γνήσια, το γεγονός δε, ότι δεν τα χρησιμοποίησε, δεν οφείλεται σε δική του πρόθεση, αλλά για εξωτερικούς, μη επηρεαζόμενους από αυτόν, παράγοντες. Για τα αδικήματα της παράνομης οπλοκατοχής και παράνομης οπλοφορίας παρατηρούνται τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε ότι κατείχε και έφερε μαζί του το ως άνω πτυσσόμενο μαχαίρι, χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής. Όπως προέκυψε από την διαδικασία και αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος, το παραπάνω μαχαίρι δεν ήταν υπηρεσιακό και επομένως δεν το κατείχε για υπηρεσιακούς σκοπούς. Περαιτέρω, το έφερε μαζί του, όχι καθ' οδόν προς κάποια υπηρεσιακή απασχόληση, αλλά σε ταξίδι αναψυχής και ως εκ τούτου έπρεπε να είχε εφοδιασθεί με σχετική άδεια της αστυνομικής αρχής. Κατά συνέπεια αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τα αδικήματα της παράνομης οπλοκατοχής και της παράνομης οπλοφορίας. Συνακόλουθα των ανωτέρω, στην προκειμένη υπόθεση, καταφάσκονται πλήρως τα στοιχεία που συγκροτούν τόσο την υποκειμενική όσο και αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο και ως εκ τούτου ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται στο σύνολο των μελών του Δικαστηρίου περί της ενοχής αυτού. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά το Αναθεωρητικό Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο των αξιοποίνων πράξεων της απάτης κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, της απόπειρας απάτης, της προμήθειας παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων, της παράνομης οπλοκατοχής και της παράνομης οπλοφορίας και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δυο (2) ετών και επτά (7) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με τις ανωτέρω παραδοχές το Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα αλλά και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27, 42 παρ. 1, 94, 98 207 παρ. 1 εδ. α΄, 386 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ ως και των άρθρων 7 παρ. 1, 8 εδ. α΄ και 10 παρ. 1 και 13 παρ. β΄ του ν. 2168/1993, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και ούτε ευθέως και ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση β) προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τέλεσης των ως άνω αξιοποίνων πράξεων γ) αιτιολογείται πλήρως ο άμεσος δόλος του κατηγορουμένου αναφορικά με την τέλεση των πράξεων της απάτης, της απόπειρας απάτης και της προμήθειας παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης των πραγματικών περιστατικών, όπως είναι μεταξύ άλλων η χρησιμοποίηση των προαναφερομένων πιστωτικών καρτών που γνώριζε ότι δεν ήταν δικές του κατά την πραγματοποίηση των ως άνω συναλλαγών και η κατοχή των πλαστών χαρτονομισμάτων με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία γνωρίζοντας την πλαστότητά τους. Δεν ήταν δε απαραίτητο να αιτιολογείται στην απόφαση "πως και με ποια συγκεκριμένη παράνομη πράξη αφαίρεσε ο κατηγορούμενος τις πιστωτικές κάρτες". Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο συνήγορος του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) μετά την αγόρευση του Εισαγγελέα περί της ενοχής τούτου έλαβε το λόγο ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε κατά πίστη μεταφορά: "α) για την πράξη της απάτης κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, την αθώωσή του ελλείψει των στοιχείων της πράξεως, άλλως να θεωρηθεί ότι το ποσό της απάτης είναι ευτελούς αξίας και να εφαρμοσθεί το άρθρο 31 του Ν. 3346/2005, άλλως να εφαρμοσθεί το άρθρο 393 παρ. 2 του ΠΚ καθόσον από τις υπάρχουσες στη δικογραφία αποδείξεις συνολικού ποσού 132.000 δραχμών, προκύπτει ότι αποζημιώθηκε η Εθνική Τράπεζα, β) για την πράξη της απόπειρας απάτης, την αθώωσή του ελλείψει των στοιχείων της πράξεως, άλλως να θεωρηθεί εν προκειμένω υπήρξε απόσφορη απόπειρα κατ' άρθρο 43 ΠΚ, γ) για την ύπαρξη της προμήθειας παραχαραγμένων νομισμάτων την αθώωσή του ελλείψει των στοιχείων της πράξεως και δ) για τις πράξεις της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοφορίας, να θεωρηθεί ότι δεν συρρέουν αυτές και την αθώωσή του, καθόσον το συγκεκριμένο μαχαίρι δεν αποτελούσε όπλο κατά την έννοια που απαιτεί ο νόμος". Οι ισχυρισμοί αυτοί κατά το μέρος που είναι αυτοτελείς και ειδικότερα όσον αφορά την πράξη της απάτης κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση "να θεωρηθεί ότι το ποσό της απάτης είναι ευτελούς αξίας.....προκύπτει ότι αποζημιώθηκε η Εθνική Τράπεζα", την πράξη της απόπειρας απάτης "να θεωρηθεί ότι εν προκειμένω υπήρξε απρόσφορη απόπειρα κατ' άρθρο 43 ΠΚ και τις πράξεις της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοφορίας, όπως διατυπώθηκαν, χωρίς την επίκληση των αναγκαίων προς θεμελίωσή των πραγματικών περιστατικών, ήταν αόριστοι (κατά το υπόλοιπο μέρος οι ως άνω ισχυρισμοί συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων και εντεύθεν της κατηγορίας). Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψη των ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών, παρόλα αυτά όμως, το δικαστήριο με πλήρη αιτιολογία απέρριψε αυτούς και ειδικότερα τον πρώτο με την αιτιολογία "..............η ζημία που υπέστη η εν λόγω Τράπεζα (Εθνική) από τις παράνομες συναλλαγές του κατηγορουμένου ανήλθε στο ποσό των 5.500 ευρώ, δηλαδή 1.870.000 δραχμές περίπου. Το ποσό αυτό δεν μπορεί βεβαίως να χαρακτηρισθεί ως ευτελές και επομένως το σχετικό αίτημα της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου να χαρακτηρισθεί η πράξη της απάτης ως ευτελούς αξίας, τιμωρουμένη κατά τις διατάξεις των άρθρων 387 σε συνδ. προς 377 ΠΚ με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και υποπίπτουσα ως εκ τούτου στην ειδική παραγραφή του άρθρου 31 του Ν. 3346/2005, δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί". ".......δεν προκύπτει ότι υπήρξε πλήρης εξόφληση της παθούσης Τράπεζας, ούτε υπάρχει σχετική δήλωσή της. Κατά συνέπεια το αίτημα του κατηγορουμένου περί εφαρμογής του άρθρου 393 παρ. 2 ΠΚ για την πράξη της απάτης, πρέπει να απορριφθεί". Τον δεύτερο με την αιτιολογία ".......Σαφώς από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η πράξη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απρόσφορη απόπειρα κατά την έννοια του άρθρου 43 του ΠΚ, καθόσον ο περιγραφείς τρόπος τελέσεώς της ήταν πολύ πιθανό και δυνατό να οδηγήσει στην πλήρη πραγμάτωση του εγκλήματος της απάτης". Και τον τρίτο με την αιτιολογία ".....Όπως προέκυψε από τη διαδικασία και αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος, το παραπάνω μαχαίρι δεν ήταν υπηρεσιακό και επομένως δεν το κατείχε για υπηρεσιακούς σκοπούς. Περαιτέρω το έφερε μαζί του, όχι καθ' οδόν προς κάποια υπηρεσιακή απασχόληση, αλλά σε ταξίδι αναψυχής και ως εκ τούτου έπρεπε να είχε εφοδιαστεί με σχετική άδεια της αστυνομικής αρχής". Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλέιες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Καθό μέρος σε πλήττεται με αυτούς η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτοι. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει στην αίτηση αναιρέσεως άλλος λόγος αναίρεσης και μάλιστα ορισμένος, προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6 Νοεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 120/2006 απόφασης του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Πενταμελούς). Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Στοιχεία απάτης. Έννοια «εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση» και ειδικότερα επί απάτης. Στοιχεία απόπειρας. Έννοια «αρχής εκτέλεσης» του εγκλήματος. Έννοια προμήθειας παραποιημένου ή παραχαραγμένου νομίσματος. Πότε το έγκλημα είναι τετελεσμένο. Έννοια των «όπλων» στο έγκλημα της οπλοκατοχής και της οπλοφορίας κατά το ν. 2168/1993. Τα μαχαίρια κάθε είδους θεωρούνται όπλα. Στοιχεία των εγκλημάτων της παράνομης οπλοκατοχής και της παράνομης οπλοφορίας. Ορθή και αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, της απόπειρας απάτης, της προμήθειας παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων και της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοφορίας. Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Πρέπει να υποβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλ. με τρόπο που να περιέχουν όλα τα αναγκαία για τη συγκρότησή τους πραγματικά περιστατικά, δεν αρκεί δε μόνη η επίκληση της προβλέπουσας αυτούς νομικής διάταξης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Ισχυρισμός αυτοτελής, Απόπειρα, Οπλοκατοχή, Προμήθεια παραχαραγμένου νομίσματος.
2
Αριθμός 2002/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα- (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 6 και 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση της εκκαλούσας-εκζητουμένης ......, ήδη κρατουμένης στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο, κατά της υπ΄αριθμ. 14/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με την υπ΄ αριθμ. 14/2007 απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του IL/A 12021-2/06/35/14-8-07 Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης των Βουλγαρικών Αρχών που εκδόθηκε σε βάρος της ανωτέρω εκζητούμενης. Κατά της αποφάσεως αυτής, η εκζητούμενη και τώρα εκκαλούσα, άσκησε, στο Κατάστημα του Εφετείου Πειραιά την με αριθμό και ημερομηνία 3/6-9-2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή, ενώπιον του Γραμματέα αυτού Νικολάου Σιτζάνη, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1528/2007. Αφού άκουσε την εκζητούμενη που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Κατά το άρθρο 475 παρ.1 ΚΠΔ κάθε διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που άσκησε και η παραίτησή του μπορεί να γίνει, όχι μόνο σύμφωνα με αυτά που ισχύουν γενικά για την άσκηση του ένδικου μέσου (άρθρ. 473 παρ.2 και 474 παρ.1 του ίδιου Κώδικα), αλλά και στο ακροατήριο πριν αρχίσει η συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που αναφέρονται σ'αυτό το άρθρο, έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει το ζήτημα αυτό, μετά από την τήρηση ορισμένων όρων, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο. Στην περίπτωση που κρίνεται, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του Συμβουλίου τούτου, η εκκαλούσα ..... δήλωσε στο ακροατήριο ότι παραιτείται από την ασκηθείσα έφεση κατά της υπ'αριθ. 14/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με την οποία αποφασίστηκε η εκτέλεση του υπ'αριθ. IL/A 12021-2/06/35/14-8-2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, που εκδόθηκε από τις Βουλγαρικές Αρχές σε βάρος της ως άνω εκκαλούσας, προκειμένου η τελευταία να μεταχθεί και παραδοθεί στην εκδώσασα το ένταλμα Βουλγαρική Αρχή, με σκοπό να εκτελεσθεί από αυτήν ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, που της επιβλήθηκε από το Περιφερειακό δικαστήριο PLOVDIF Βουλγαρίας, για την αξιόποινη πράξη της κλοπής σε βάρος της ....... Η παραίτηση αυτή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, είναι νόμιμη και ως εκ τούτου πρέπει, η από 6-9-2007 έφεση, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6-9-2007 έφεση της ..... κατά της υπ'αριθ. 14/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης:. Έφεση κατά απόφασης Συμβουλίου Εφετών που αποφασίζει την εκτέλεση. Προφορική παραίτηση από την ασκηθείσα έφεση
Παραίτηση
Παραίτηση, Έκδοση.
0
Αριθμός 2000/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ....., δικηγόρου Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιαννακάκη, για αναίρεση της με αριθμό 1449/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1509/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρ. 178 του ΠΚ, για την παραβίαση των σφραγίδων που έθεσε η αρχή, "όποιος με πρόθεση και αυθαίρετα θραύει ή βλάπτει σφραγίδα που έθεσε η αρχή για την κατάσχεση ή για τη φύλαξη κλεισμένων πραγμάτων ή εγγράφων ή για τη βεβαίωση της ταυτότητάς τους ή ματαιώνει με οποιονδήποτε τρόπο μια τέτοια σφράγιση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών". Για να τελεσθεί το πλημμέλημα τούτο αρκεί μία, οποιαδήποτε, από τις παραπάνω διαζευκτικά οριζόμενες πράξεις. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν αυτή περιέχει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες τα περιστατικά αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με τη 1449/2006 απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που παραθέτει, κατά το είδος τους, δέχτηκε ανελέγκτως ότι προέκυψαν τα ακόλουθα κατά τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά "Με την υπ' αριθμό 1289/2001 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηνών και την υπ' αριθμό ...... απόφαση του Δημάρχου Αθηνών ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας καταστήματος εστιατορίου επί της οδού ....... Ακολούθως, μετά από την απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, στις 16-10-2001, η αρμόδια Δημοτική αρχή έθεσε σφραγίδες για τη φύλαξη κλεισμένων πραγμάτων. Στις 1-11-2001, η δικηγόρος-κατηγορουμένη, που είναι νομική σύμβουλος της επιχειρήσεως, συνοδευόμενη από έναν ηλεκτρολόγο, αυθαίρετα, με πρόθεση, κατέστρεψε (έσπασε) τις σφραγίδες αυτές, που είχε θέσει η αρμόδια Αρχή και εισήλθε σ' αυτό, με σκοπό να ματαιώσει το σκοπό της σφράγισης. Επί τόπου μετέβησαν αμέσως υπάλληλοι του Δήμου Αθηναίων, οι οποίοι διαπίστωσαν την πλήρη αφαίρεση των σφραγίδων από την κατηγορουμένη. Συνεπώς στοιχειοθετείται το αδίκημα αυτό κατά την αντικειμενική και υποκειμενική του υπόσταση. Μετά από αυτά κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για την πράξη αυτή της παραβιάσεως του άρθρου 178 του ΠΚ, με το ελαφρυντικό ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (άρθρο 84 παρ.2 εδ. ε΄ ΠΚ), και της επέβαλλε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, προς 4,40 ημερησίως, διότι με αμετάκλητες αποφάσεις είχε καταδικασθεί σε ποινές φυλάκισης που υπερβαίνουν τους έξι μήνες. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού κατά τρόπο σαφή και πλήρη αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την παραπάνω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Συνεπώς, το Εφετείο αιτιολόγησε ειδικά και εμπεριστατωμένα την ενοχή της κατηγορουμένης, γι' αυτό και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του ΚΠΔ, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ενώ κατά το μέρος που με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι αντικείμενο του εγκλήματος δεν είναι μόνο η σφραγίδα καθεαυτή, αλλά και ο σκοπός της σφράγισης. Περαιτέρω στη σελίδα 6 της αναιρέσεως διαλαμβάνεται ότι από το σύνολο της δικογραφίας προκύπτει ότι η παραβίαση της σφραγίδας στο κατάστημα έγινε προκειμένου ένας ηλεκτρολόγος να αφαιρέσει τα φωτιστικά του καταστήματος, ιδιοκτησίας του λειτουργούντος το κατάστημα. Η παραδοχή αυτή υπάγεται στην παραβίαση του άρθρου 178 του ΠΚ, αφού με τη σφράγιση σκοπείται η φύλαξη των πραγμάτων του καταστήματος, εκ περισσού δε στο σκεπτικό αναφέρεται, ώστε να καταστεί αδύνατη η επαναλειτουργία του. Η αναιρεσείουσα δεν υπέβαλλε αίτηση αποσφραγίσεως, ώστε να αφαιρεθούν σύννομα τα φυλασσόμενα στο σφραγισμένο κατάστημα πράγματα, αλλά, όπως αιτολογημένα και ως προς το υποκειμενικό στοιχείο δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, με πρόθεση προέβη στην αφαίρεση των σφραγίδων που είχε θέσει η αρμόδια Δημοτική αρχή. Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 369 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, χωρίς να επεκταθεί και στο θέμα της ποινής, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο, ο οποίος (ή ο συνήγορος αυτού) έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή σε κάθε ποινική δίκη, η δε παραβίασή τους επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠΔ, γιατί αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση το δικαστήριο επέτρεψε τη δια συνηγόρου εκπροσώπηση της απολειπομένης εκκαλούσας (ήδη αναιρεσείουσας) και ο τελευταίος την εκπροσώπησε πλήρως. Η τοιαύτη όμως εκπροσώπηση δεν περιλαμβάνει και την κατ' άρθρο 366 ΚΠΔ απολογία της κατηγορουμένης, η οποία πρέπει να είναι προφορική και άμεση, διδομένη δια στόματος του ιδίου και όχι δια του συνηγόρου του, ο οποίος και δεν αποκτά και την ιδιότητα της κατηγορουμένης. Συνεπώς δεν επήλθε στην προκείμενη περίπτωση ακυρότητα ιδρύουσα τον προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ιδίου Κώδικα, από το ότι δεν κλήθηκε από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου ο εκπροσωπών την αναιρεσείουσα συνήγορος για να αναπτύξει την απολογητική θέση της κατηγορουμένης επί της κατ' αυτής κατηγορίας, αλλά δόθηκε σ' αυτόν ο λόγος μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και μίλησε τελευταίος σύμφωνα με τα άρθρα 333 παρ. 3, 369 παρ. 3 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, στα οποία εκτίθεται ότι ο συνήγορος της κατηγορουμένης, αφού έλαβε το λόγο, ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την αθώωση της πελάτισάς του. Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο αμέσως μετά τη νομιμοποίησή του πληροφόρησε τον πληρεξούσιο της κατηγορουμένης ότι έχει το δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του και ότι μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου. Δεν προκύπτει όμως από τα πρακτικά παράβαση του άρθρ. 358 του ΚΠΔ. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, το ανωτέρω γεγονός της συνδρομής των περισσότερων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (εδάφιο β΄), "το ότι ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη του από όχι ταπεινά αίτια". Για την περίσταση αυτή, ως μη ταπεινά αίτια νοούνται εκείνα, που δεν μαρτυρούν διαστροφή χαρακτήρα και δεν αντιτίθενται στην κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξης συνείδηση. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται ν΄ απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός τους κατηγορουμένου για αναγνώριση της από το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως, που προτείνεται, κατ΄ άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, αν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σαφής και ορισμένος με την έννοια ότι δεν συνοδεύεται με επίκληση των θεμελιούντων τούτον πραγματικών περιστατικών. Επομένως, είναι, ως αβάσιμος, απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Β΄ ΚΠΔ τρίτος αναιρετικός λόγος, κατά τον οποίο το εκδόσαν την πληττόμενη απόφαση Δικαστήριο, παρέλλειψε να αποφανθεί επί του αιτηθέντος ελαφρυντικού του άρθρ. 84 παρ.2 β΄ ΠΚ, δεδομένου ότι, καθώς διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας ζήτησε την αναγνώριση του προμνημονευθέντος ελαφρυντικού, απλώς επικαλούμενος το άρθρ. 84 παρ. 2 β ΠΚ, χωρίς να αναφέρει και να επικαλεσθεί τα θεμελιούντα τον αυτοτελή της αυτόν ισχυρισμό, πραγματικά περιστατικά και έτσι, δεν υπεχρεούτο το Δικαστήριο να απαντήσει και δη να αιτιολογήσει τη σιγή απόρριψή του. Είναι συνεπώς απορριπτέος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της έλλειψης ακροάσεως. Κατ΄ ακολουθίαν τούτων και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει ν΄ απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-9-2006 αίτηση της ..... για αναίρεση κατά της 1449/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση σφραγίδων. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως του άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ. Δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από το ότι ο εκπροσωπών την κατηγορουμένη συνήγορος δεν κλήθηκε από τον Πρόεδρο να αναπτύξει την απολογητική θέση της εντολέας του επί της κατ’ αυτής κατηγορίας, αφού η απολογία της κατηγορουμένης πρέπει να είναι προφορική και άμεση, διδομένη δια στόματος της ιδίας και όχι δια του συνηγόρου της. Δεν υποχρεούται το Δικαστήριο να αιτιολογήσει τη σιγή απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού να της αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρ. 84 παρ. 2 του ΠΚ, ο οποίος προβλήθηκε αορίστως, χωρίς δηλαδή να αναφέρει τα θεμελιούντα αυτόν πραγματικά περιστατικά.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Λόγος στο συνήγορο, Παραβίαση σφραγίδων.
0
Κ.M. ΑΡΙΘΜΟΣ 1993/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ................., κατοίκου ....................., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Γρηγοριάδη, περί αναιρέσεως της 5386/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1516/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το 38 του ν. 3160/2003 το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και εκ της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο επιδόσεως στο εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης (Ολ. ΑΠ 6/94 και 4/95). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση "ως αγνώστου διαμονή", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε "γνωστή διαμονή". Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανωτέρας βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης, ως αγνώστου διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 5386/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 24675/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 "Περί Επιταγής", σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών, μετατραπείσαν επί 4,40 ευρώ ημερησίως και (σε) χρηματική ποινή 2.300 ευρώ. Από την σχετική υπ' αριθ. 9942/21-8-2006 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Αρειο Πάγο, για την έρευνα του παραδεκτού και του βασίμου του λόγου της αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο εκκαλών, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, προέβαλε ότι η εκκαλουμένη απόφαση "δεν κοινοποιήθηκε στην οικία του, .........................., όπου διαμένει τα τελευταία δέκα (10) χρόνια και ως εκ τούτου δεν άσκησε εμπρόθεσμα την έφεση". Προέβαλε, δηλαδή, με την έφεση ακυρότητα της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής και όχι λόγους ανωτέρας βίας για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους δεν εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής. Όπως, όμως, προκύπτει από το με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 2005 αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα ......................., η επίδοση της, ερήμην του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, εκδοθείσης υπ' αριθμ. 24675/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε στην υπάλληλο του Δήμου Αγίας Παρασκευής ......................, η οποία είχε σχετική εντολή από την Δήμαρχο Αγίας Παρασκευής. Στο αποδεικτικό επιδόσεως, το όργανο που ενήργησε την επίδοση βεβαιώνει, ότι ο κατηγορούμενος δεν βρέθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία του, επί της οδού ........................... και ήταν άγνωστης διαμονής και ότι ύστερα από έρευνα διαπιστώθηκε, ότι δεν υπάρχει στην παραπάνω κατοικία ή αλλού πρόσωπο σχετικό από τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ. 1 ΚΠΔ. Η επίδοση αυτή υπήρξε σύννομη και η προθεσμία της εφέσεως άρχισε από αυτήν. Ο αναιρεσείων με τον μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλει ακυρότητα της επιδόσεως - και όχι ανώτερη βία - και αναιτιολόγητη απόρριψη της εφέσεως, ως απαράδεκτης (λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως), γιατί η κατοικία του επί της οδού ................. ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών που είχε παραγγείλει την επίδοση άλλων εγγράφων εις αυτόν και διότι (η απόφαση) δεν αναφέρει "τα αποτελέσματα της αναζήτησης, αν δηλαδή βρέθηκε (αυτός) ή όχι". Από το αποδεικτικό επιδόσεως, το οποίο έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα, σύμφωνα με το άρθρο 162 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ (και τέτοια προσβολή δεν έγινε), προκύπτει ότι το όργανο που ενήργησε την επίδοση, βεβαίωσε το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου και την ανυπαρξία συγγενών του άρθρου 156 ΚΠΔ. Περαιτέρω η απόφαση στην αιτιολογία της αναφέρει τόσο τη χρονολογία επιδόσεως της εκκαλουμένης υπ' αριθμ. 24675/2002 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως αγνώστου διαμονής, στην τελευταία γνωστή κατοικία του, το όργανο που ενήργησε την επίδοση και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, (21-8-2006), δηλαδή μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεώς της. Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως, ως εκπρόθεσμης, αποφάσεως του δικαστηρίου, είναι η απαιτουμένη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται εις αυτήν όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, ως αναγκαία για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, ως αγνώστου διαμονής και διαλαμβάνει το χρόνο της επιδόσεως, το αποδεικτικό από το οποίο αυτή προκύπτει και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως. Επομένως, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της αποφάσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23 Ιουλίου 2007 αίτηση του .......................... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5386/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ???????? 1993/2007 σελ. 22
Επίδοση ερήμην εκδοθείσης αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως αγνώστου διαμονής. Πότε θεωρείται αγνώστου διαμονής ο προς ον η επίδοση. Αιτιολογημένα απερρίφθη η έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής. Απορρίπτει αναίρεση.
Αγνώστου διαμονής επίδοση
Αγνώστου διαμονής επίδοση.
0
Αριθμός 1991/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αιτούντος ....., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Παναγιώτη Μιχαλόλια και Σεβαστιανό Διαμαντίδη, για ανάκληση της 189/2007 αποφάσεως του Αρείου Πάγου και επανεξέταση λόγων αναιρέσεως. Ο Άρειος Πάγος με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αιτών ζητεί την επανεξέταση της από 8 Ιουνίου 2006 αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ. 93/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Μαρτίου 2007 αίτηση ανακλήσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 468/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αιτούντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση και σε περίπτωση ανακλήσεως της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, πρότεινε ό,τι είχε προτείνει ο Εισαγγελέας της έδρας κατά τη δικάσιμο της 19-1-2007. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 370 και 514 ΚΠΔ προκύπτει ότι τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να ανακαλέσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και εκείνη που απορρίπτει το ένδικο μέσο, ως απαράδεκτο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου που απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ούτε δεύτερη αναίρεση. Αίτηση αναιρέσεως που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, γιατί ο ασκήσας αυτήν, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν είχε προς τούτο εντολή, κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.2 ΚΠΔ, δεν μπορεί να επανεξετασθεί, εκτός εάν απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη από παραδρομή. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, με την κρινόμενη, από 20 Μαρτίου 2007 αίτησή του, επιδιώκει: α) την ανάκληση της υπ'αριθμ. 189/2007 αποφάσεως του δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε η από 8-6-2006 αίτησή του και οι πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση της υπ'αριθμ. 93/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου και β) την "επανεξέταση των λόγων αναιρέσεως του κυρίου και του πρόσθετου δικογράφου, γιατί η απόρριψη της αναιρέσεως, ως απαράδεκτης, οφείλεται σε προφανή παραδρομή. 'Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προεκδοθείσης υπ'αριθμ. 189/2007 αποφάσεως του Αρείου Πάγου και της υπ'αριθμ. 17/8-6-2006 αιτήσεως αναιρέσεως, την τελευταία άσκησε, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για λογαριασμό και επ'ονόματι του αιτούντος-κατηγορουμένου, ο δικηγόρος Σεβαστιανός Διαμαντίδης, ως πληρεξούσιος εκείνου. Στην ως άνω, όμως, έκθεση ασκήσεως του εν λόγω ενδίκου μέσου ούτε αναφέρθηκε ούτε επισυνάφθηκε πληρεξούσιο έγγραφο του δικηγόρου Σεβαστιανού Διαμαντίδη, για την άσκηση απ'αυτόν, ως αντιπρόσωπο του καταδικασθέντος αιτούντος, αναιρέσεως. Η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται εκ του ότι ο ως άνω συνήγορος ήταν ο παραστάς πληρεξούσιος του αιτούντος-αναιρεσείοντος κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, διότι η ιδιότητα αυτή έπρεπε να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ώστε να επικαλείται τεκμαιρόμενη πληρεξουσιότητα. Συνεπώς, εφόσον η απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, ως απαράδεκτης, για τον προαναφερθέντα λόγο, δεν οφείλεται σε προφανή παραδρομή δεν μπορεί να γίνει λόγος : α) για ανάκληση της προεκδοθείσης υπ'αριθμ. 189/2007 αποφάσεως του δικαστηρίου τούτου και ακολούθως β) για έρευνα της αιτήσεως αναιρέσεως και ως εκ τούτου η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, γιατί δεν συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την ανάκληση της προμνημονευθείσης αποφάσεως του Αρείου Πάγου, μη παραβιαζομένης εντεύθεν ούτε της διατάξεως του άρθρου 20 του Συντάγματος ούτε του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, γιατί η απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, ως απαράδεκτης για τον προεκτεθέντα λόγο δεν στέρησε τον αιτούντα-αναιρεσείοντα του δικαιώματος προσβάσεως στο δικαστήριο, αφού δεν ετέθη περιορισμός στην άσκηση απ'αυτόν του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Απορριπτομένης της αιτήσεως, ο αιτών πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 20 Μαρτίου 2007 αίτηση του ......, για ανάκληση της υπ'αριθμ. 189/2007 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου. Και Καταδικάζει τον αιτούντα-αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη ως απαράδεκτης αιτήσεως αναιρέσεως, ασκηθείσης από πληρεξούσιο δικηγόρο, λόγω μη επικλήσεως και προσκομιδής του πληρεξουσίου εγγράφου κατά την άσκησή της. Δεν συγχωρείται αίτηση ανακλήσεως της απόφασης του Αρείου Πάγου και επανεξέταση λόγου αναιρέσεως
Ερημοδικία αναιρεσείοντος
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ερημοδικία αναιρεσείοντος, Ανάκληση απόφασης Α.Π..
0
Αριθμός 1990/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της 5263/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1445/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 71 § 3 του Ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως (η παρ. 3) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 § 2 Ν. 2145/1993, "όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση του δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 998/1979, "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων, ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεων, οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλλει εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" και κατά την § 2 του ίδιου άρθρου "ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσοτέρας των εν προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της έκτασης που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ΄ οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης δεν αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρουν προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή να συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής έκτασης και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι λίμνες και τα ποτάμια, οι παράκτιες περιοχές και η θάλασσα γενικότερα και η αποφυγή της ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ΄ ακολουθίαν τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ΄ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ΄ είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθενται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δάσους ή δασικής εκτάσεως, δεν απ[αιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως η έκταση αυτή, επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, δημόσια ή ιδιωτική που καλύπτεται από αραιά ή πενιχρή βλάστηση, οποιασδήποτε διαπλάσεως και ειδικότερα όπως στην προκειμένη περίπτωση, από χαμηλά πουρνάρια και ρείκια, χαρακτηρίζεται ως δασική από το άρθρο 3 § 2 του Ν. 998/1979. Ούτε άλλως τε απαιτείται ο καθ΄ όρια προσδιορισμός της εκχερσωθείσης εκτάσεως, εφόσον δεν ανακύπτει ζήτημα ταυτότητας της δασικής εκτάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε, ως Εφετείο, δέχθηκε μετά την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων τα εξής: Ο κατηγορούμενος στο ...... Χαλκιδικής, το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου 2001, το τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου 2001, το τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου 2001, στις 1-12-2001 και το τρίτο δεκαήμερο Ιουλίου 2001 μετέβαλε αυθαίρετα τη χρήση δασικής έκτασης στις θέσεις ".....". ".....", "....." και ...." ΔΔ ...... αντίστοιχα, δια της ισοπεδώσεως με τρακτέρ δασοσκεπούς εκτάσεως, καλυπτομένης από χαμηλά πουρνάρια και ρείκια, εμβαδού 4.151.97 τ.μ., 746,57 τ.μ. 1226,11 τ.μ. και 337,29 τ.μ. περίπου αντίστοιχα, με σκοπό την καλλιέργεια αυτών (εκτάσεων) αποκλειστικά από τον ίδιο. Το ότι οι άνω εκτάσεις είναι δασικές σαφώς προέκυψε από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι μετά λόγου γνώσεως και έχοντας άμεση αντίληψη για την εν λόγω υπόθεση, εξαιτίας και του επαγγέλματός τους, κατέθεσαν περί του χαρακτήρος των ως άνω εκχερσοθεισών από τον κατηγορούμενο εκτάσεων ως δασικών, αλλά και από τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα προκύπτει η εν λόγω ιδιότητα αυτών (εκτάσεων). Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να αποσείσει κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την ευθύνη του για την αξιόποινη πράξη του τέλεσε, ισχυρίσθηκε όλως αορίστως ότι ο πρώτος μάρτυς κατηγορίας έχει διαφορές με αυτόν, πλην όμως κάτι τέτοιο από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε, από δε και την κατάθεση του μάρτυρος υπερασπίσεως έμμεσα προκύπτει ότι αυτός (κατηγορούμενος) τέλεσε την πράξη, αφού καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ποιο είναι το χωράφι του το 2001 (ενόψει προφανώς του καθεστώτος συνιδιοκτησίας ιδιωτών ..... και Δημοσίου), ισχυρισμός όμως που δεν κρίνεται πειστικός και επιπλέον αναπόδεικτος, αφού, όπως προειπώθηκε, οι εκχερσωθείσες άνω εκτάσεις ήταν καλυπτόμενες από χαμηλά πουρνάρια και ρείκια, δηλαδή σαφώς αυτές έφεραν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δασικής εκτάσεως, η οποία συνέβαλε στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και εξυπηρετούσε την διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Τέλος, το αίτημα του κατηγορουμένου να διατάξει το Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διαπιστωθεί αν είναι ή όχι δασικές οι ως άνω εκτάσεις, πρέπει να απορριφθεί, διότι το Δικαστήριο έχει μορφώσει εδραία δικανική πεποίθηση ότι αυτές (εκτάσεις) είναι δασικές από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται σε βάρος του κατηγορουμένου η νομοτυπική μορφή του ως άνω σ΄ αυτόν αποδιδομένου σχετικού αδικήματος, και γι΄ αυτό, πρέπει, να κηρυχθεί ένοχος. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του τόσο, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής προς τον σκοπό διενεργείας πραγματογνωμοσύνης, όσο και ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί εκθέτει εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, αφού με σαφήνεια και χωρίς οποιαδήποτε αντίφαση δέχεται ότι η εκχερσωθείσα δασοσκεπής έκταση, καλυπτομένη από χαμηλά πουρνάρια και ρείκια, φέρει τον χαρακτήρα της δασικής εκτάσεως και ως εκ περισσού περαιτέρω (δέχεται), ότι η έκταση αυτή συνέβαλε στην διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και εξυπηρετούσε την διαβίωση των ανθρώπων μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Πρέπει συναφώς να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται στην απόφαση: α)βάσει ποίου εγγράφου (πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως) η έκταση επί της οποίας προέβη ο κατηγορούμενος στην πιο πάνω αξιόποινη πράξη, έχει χαρακτηρισθεί δασική, διότι οποιαδήποτε έκταση της ελληνικής επικράτειας, δημόσια ή ιδιωτική που καλύπτεται, έστω και από αραιά ή πενιχρά, όπως στην προκειμένη περίπτωση, βλάστηση, οιασδήποτε διαπλάσεως, χαρακτηρίζεται από το νόμο (άρθρο 3 § 2 Ν. 998/1979) δασική έκταση και β)ο καθ΄ όρια προσδιορισμός της εκχερσωθείσης εκτάσεως, εφόσον ο αναιρεσείων δεν επικαλέστηκε ότι ανακύπτει ζήτημα ταυτότητας της δασικής εκτάσεως. Προσθέτως, πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η απόφαση δεν στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ της μη ειδικής αναφοράς στο προοίμιο του σκεπτικού, ως ληπτέων υπόψη "τριών εκθέσεων αυτοψίας", όπως υπαινίσσεται ο αναιρεσείων με το υπόμνημά του, υποδεικνύοντας εμμέσως στο δικαστήριο να λάβει αυτεπαγγέλτως, κατ΄ άρθρο 511 ΚΠΔ, υπόψη την έλλειψη αυτή, γιατί τα, ως εκθέσεις αυτοψίας αναφερόμενα τρία αυτά έγγραφα, δεν αποτελούν ίδιον αποδεικτικό μέσο, αφού δεν διετάχθη από το δικαστήριο η διενέργεια αυτοψίας, αλλά είναι απλά έγγραφα, συνεκτιμώμενα ως τέτοια, μετά των λοιπών αποδείξεων. Ένα μέλος του Δικαστηρίου, ο Αρεοπαγίτης Ελευθ. Νικολόπουλος έχει την γνώμη ότι ως προς την αυτεπαγγέλτως ερευνηθείσα ως άνω αιτίαση της έλλειψης αιτιολογίας, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση ν΄ αναιρεθεί διότι η αυτοψία, ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, έπρεπε ειδικώς να μνημονεύεται στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως ή από το περιεχόμενο του σκεπτικού να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη την αυτοψία και την εκτίμηση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως (άρθρ. 510 § 1 Δ΄ ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος και καθό μέρος με αυτόν πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως απαράδεκτη. Απορριπτομένης της αιτήσεως πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 11 Ιουλίου 2007 αίτηση του ....., για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 5263/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία παράνομης εκχέρσωσης δάσους ή δασικής εκτάσεως, κατ' αρθ. 71 παρ. 3 Ν. 998/1979. Χαρακτη-ριστικά γνωρίσματα δάσους και δασικής εκτάσεως (αρθ. παρ. 1 και 2 Ν. 998/1979). Πότε υπάρχει αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση. Για την πληρότητα της αιτιολογίας επί παρανόμου εκχερσώσεως δάσους ή δασικής εκτάσεως δεν απαιτείται ειδική αναφορά της διοικητικής πράξε-ως ή αποφάσεως με την οποία έχει χαρακτηρισθεί ως δασική η εκάστοτε υπό κρίση έκταση, ούτε ειδικότερη μνεία των αναγκών για την εξυπηρέ-τηση της διαβίωσης του ανθρώπου και τη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας του περιβάλλοντος, ανάγκες που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβίωσης. Οι εκθέσεις αυτοψίας αποτελούν ίδιο αποδεικτικό μέσο, κατ’ αρθ. 178 στοιχ. β΄ ΚΠΔ και ως εκ τούτου πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, όταν διατάσσεται αυτοψία με απόφαση του δικαστηρίου ή του ανακριτή
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δασική έκταση, Ερημοδικία αναιρεσείοντος, Αυτοψίας έκθεση.
0
Αριθμός 1989/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...... και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Παπαλόη, για αναίρεση της 1354/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 974/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικά μεν η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου που ενέχει τη γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπό του δράστη με την χρήση του πλαστού εγγράφου να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Εξ άλλου κατά την διάταξη του αρθρ. 217 § 1 Π.Κ., όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος, σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Η διαφορά μεταξύ της διατάξεως του αρθρ. 216 Π.Κ. και της εξαιρετικής του αρθρ. 217 Π.Κ. συνίσταται, αφ' ενός μεν εις το ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα, .κατά την έννοια του αρθρ. 13 στοιχ. γ' έγγραφα, αλλά μόνο τα εις αυτό αναφερόμενα, αφ' ετέρου δε εις τον ειδικό σκοπό για τον οποίο το έγκλημα του αρθρ. 217 Π.Κ., τελείται. Εκ των διατάξεων τούτων συνάγεται, πρώτον, ότι, αντικείμενον της κατά το αρθρ. 217 πλαστογραφίας δεν συνιστούν πάντα τα κατ1 αρθρ. 13 § 1 γ Π. Κ. έγγραφα, αλλά μόνον πιστοποιητικά ή μαρτυρικά ή και έτερον έγγραφον στοιχείον συναφές, δυνάμενον συνήθως να χρησιμοποιηθεί ως τοιούτο και δεύτερον ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του αδικήματος του αρθρ. 217 Π. Κ. σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς εις την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του δράστου ή κάποιου άλλου, χωρίς όμως η προσδοκωμένη - εκ της πράξεως ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχουν την σημασία, την οποία έχουν για την θεμελίωση της βασικής διατάξεως του αρθρ. 216 Π.Κ. Στην περίπτωση όμως που εκ της πλαστογραφίας βλάπτεται άλλος ευθέως εις τις έννομες αυτού σχέσεις, ή το συμφέρον της δημοσίας υπηρεσίας, ή αν, γενικώτερα, η πλαστογραφία γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του υπό του αρθρ. 217 αναφερομένου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα υπό του ιδίου άρθρου ως πιστοποιητικά ή μαρτυρικά, εφαρμοστέα τυγχάνει η βασική περί πλαστογραφίας διάταξις του αρθρ. 216 § 1 και ουχί η ειδική διάταξις του αρθρ. 217. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 220 Π.Κ. προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται α) αναληθής βεβαίωση σε δημόσιο, κατά την έννοια των αρθρ. 438 και 439 Κ.Πολ.Δικ., έγγραφο για περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή το έγγραφο, από μόνο του ή σε συσχετισμό προς άλλο, να μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής, β) η αναληθής βεβαίωση να προεκλήθη με οποιοδήποτε απατηλό μέσο -εξ αιτίας του οποίου παρεσύρθη ο υπάλληλος έστω και από αμέλεια ή ευπιστία στην παροχή της βεβαίωσης και γ) δόλος του δράστη που συνίσταται στην θέληση του να προκαλέσει την αναληθή βεβαίωση και στην γνώση ότι το βεβαιούμενο στο δημόσιο έγγραφο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει τις συνέπειες αυτές, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 1354/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί πλημμελημάτων), ως δευτεροβάθμίου-δικαστηρίου κατεδικάσθη ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για τις πράξεις α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, β) υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και γ) ψευδούς υπευθύνου δηλώσεως, σε συνολική ποινή φυλακίσεως 22 μηνών. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθησαν ενόρκως εις το Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που ανεγνώσθησαν, καθώς και τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία απεδείχθη ότι "...α) κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει άλλους σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και έκανε χρήση αυτών ήτοι: 1) κατήρτισε εξ υπαρχής το ..... πιστοποιητικό του Δημοτολογίου του Δήμου Αθηναίων περί των στοιχείων δήθεν προσώπου με το όνομα X1 έθεσε δε στο τέλος πλαστή σφραγίδα του Δήμου και τις υπογραφές και σφραγίδες των υπαλλήλων .... και .... κατ' απομίμηση των γνησίων υπογραφών του και εν αγνοία τους, χρησιμοποίησε δε το πιστοποιητικό αυτό ως δικαιολογητικό στο Α.Τ. Καπανδριτίου, προκειμένου να εκδοθεί στο όνομα αυτό δελτίο ταυτότητος. 2) Στις 3-7-2000 εμφανίσθηκε στο Α.Τ. Καπανδριτίου ως πρόσωπο ονόματι X1 συνοδευόμενος από τους ..... και ..... ως μάρτυρες και εζήτησε την έκδοση δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, υποβάλλοντας το πιο πάνω πιστοποιητικό και καταρτίζοντας αυθημερόν πλαστό έγγραφο σε έντυπο υπεύθυνης δήλωσης του αρθρ. 8 ν. 1599/1986 θέτοντας στο τέλος την υπογραφή X1 για να υποδηλώσει ψευδώς στους αρμοδίους αστυνομικούς ότι υφίσταται το πρόσωπο αυτό και να εκδόσουν αστυνομική ταυτότητα, ενώ συγχρόνως δήλωσε εν γνώσει του ψευδή γεγονότα υπευθύνως τα οποία δεν μπορούσαν να αποδειχθούν με δελτίο ταυτότητος ή διαβατήριο ή άλλο έγγραφο δημοσίας αρχής, ότι δηλαδή είναι το προαναφερόμενο πρόσωπο (το οποίο δεν προέκυψε ότι είναι υπαρκτό ή μη), ότι δεν έχει εκδώσει δελτίο ταυτότητος, γιατί από 7 ετών μετανάστευσε οικογενειακώς στο Ζαΐρ και επέστρεψε προ μηνός στην Ελλάδα που διαμένει μόνιμα στην ....... 3) Την ίδια μέρα συμπλήρωσε έντυπο αίτησης για έκδοση δελτίου ταυτότητος υπογράφοντας ως X1 για να υποδηλώσει την ύπαρξη του προσώπου αυτού και χρησιμοποίησε την αίτηση στο Α.Τ. για να εκδοθεί το σχετικό δελτίο. 4) Στις 29-8-2000 συμπλήρωσε έντυπο έκδοσης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας στο όνομα αυτό υπογράφοντας τούτο με το πιο πάνω όνομα για να δηλώσει την ύπαρξη του προσώπου αυτού και το χρησιμοποίησε καταθέτοντας τούτο στην Δ.Ο.Υ. Χολαργού προκειμένου να λάβει το αποδεικτικό. 5) Στις 31-8-2000 συμπλήρωσε έντυπο έκδοσης διαβατηρίου, θέτοντας σ' αυτό την πιο πάνω επίσης υπογραφή ως προερχόμενη δήθεν από υπαρκτό πρόσωπο με τα στοιχεία αυτά και το χρησιμοποίησε καταθέτοντας τούτο στην Νομαρχία Αθηνών, προκειμένου να εκδοθεί διαβατήριο. Β) Στις 3-7-2000, 29-8-2000 και 4-9-2000 παρέστησε ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του Α.Τ. Καπανδριτίου, της Δ.Ο.Υ. Χολαργού και της Νομαρχίας Αθηνών, αντίστοιχα, στους οποίους προσκόμισε τα προαναφερόμενα πλαστά έγγραφα ότι ονομάζεται X1 και φέρει τα υπόλοιπα ατομικά στοιχεία που αναφέρονται στα πλαστά έγγραφα και έτσι τους έπεισε να εκδώσουν στο πρόσωπο αυτό το ...... δελτίο ταυτότητος, το ΝΑ 4988/29-8-2000 αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας και το ..... διαβατήριο αντίστοιχα κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο διατακτικό ...". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη από το αρθρ. 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των παραπάνω εγκλημάτων και ιδίως εκείνου της καταρτίσεως των πλαστών εγγράφων υπό του κατηγορουμένου, για τα οποία εκήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων εστηρίχθη προς μόρφωση της περί αυτών κρίσης του και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικώτερα δεν είναι ελλιπής και αντιφατική η αιτιολογία, ως προς την πράξη της πλαστογραφίας, καθόσον επαρκώς προσδιορίζεται ο σκοπός του αναιρεσείοντος, το περιεχόμενο του οποίου συνίσταται εις την περιποίηση του ιδίου περιουσιακού οφέλους με την έκδοση πλαστής φορολογικής ενημερότητας και πλαστού διαβατηρίου και ουχί απλώς διευκόλυνσης της κοινωνικής τους προόδου και κίνησης του αφού αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης ως άνω αποφάσεως, που προκύπτουν από τις αποδείξεις και δικαιολογούν την τελευταία αυτή παραδοχή. Ως εκ περισσού δε εκτίθεται εις αυτήν (απόφαση) ότι "θέλησε να αποκτήσει ταυτότητα με άλλο όνομα για να μπορεί να βρει εργασία και διαβατήριο για να μεταβεί στην Ιταλία ...", τα οποία διελήφθησαν στην ως άνω απόφαση για τον προσδιορισμόν του δόλου του αναιρεσείοντος και ουχί του επιδιωκομένου σκοπού του, αφού ούτος κείται πέραν του στοιχείου του δόλου της υπ' αυτού διαπράξεως των προαναφερομένων εγκλημάτων. Υπό την έννοιαν αυτήν, μόνον σε μία περίπτωση θα ηδύνατο να γίνει λόγος περί πλαστογραφίας πιστοποιητικών που αφορούν τα προαναφερθέντα πλαστά πιστοποιητικά και κυρίως την ταυτότητα και το διαβατήριο, εις την περίπτωση συγκεκριμένως που θα ενοθεύετο ένδειξη εις αυτά (ουχί αφορώσα, πάντως, την ταυτότητα του κομιστού των) προκειμένου να διευκολυνθεί το ταξίδιόν του εις το εξωτερικό. Οι περαιτέρω αιτιάσεις που περιέχονται στην αίτηση αναιρέσεως, ανάγονται στην περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου, η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως, οι περί του αντιθέτου, από το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ. πρώτος και δεύτερος λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και συνεπώς και η υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως (πρέπει να απορριφθεί) στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 6-5-2007 αίτηση του ..... για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1354/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ΄ εξακολούθηση. Διαφορά μεταξύ διατάξεως του 216 παρ. 1 και εκείνης του άρθρου 217. Ορθή η καταδίκη για πλαστογραφία μετά χρή-σεως. Υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Ψευδής υπεύθυνη δήλωση. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη για τα παραπάνω εγκλήματα. Ορθή ερμη-νεία και εφαρμογή διατάξεων 216 και 217 ΠΚ
Ψευδής υπεύθυνη δήλωση
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Πλαστού εγγράφου χρήση, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 1973/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ..... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Νικολάου, για αναίρεση της 12152/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1392/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), που τον βαρύνουν, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές, προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές αυτών που εργάζονται σ΄ αυτόν με σκοπό να τις αποδώσει στους ως άνω Οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν αποδώσει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς μέσα σε ένα μήνα αφότου είχαν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Περαιτέρω κατά άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του όπως ισχύει α.ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ΄ αυτόν, καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήματα, παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων είναι κρίσιμος όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής . Εξάλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ΄ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψιν τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθ 12152/2007 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που, δικάζοντας ως Εφετείο, την εξέδωσε και με την οποία κήρυξε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ένοχο για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε στα λεπτομερώς κατ΄ είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Η κατηγορουμένη " στην Αθήνα τυγχάνοντας μέλος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ''LEDRA PRESS INTERNATIONAL Α.Ε.'' κατά την χρονική περίοδο 3/01 έως 12/01, έχοντας απασχολήσει στην άνω εταιρεία προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας που ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ α) έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών την ίδια (εργοδοτικές) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 31.906, 77 ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στον μήνα κατά τον οποίν έγιναν απαιτητές και β) έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην άνω εταιρεία (εργατικές) ποσού 15.953, 38 ευρώ, με σκοπό να τις αποδώσει στον άνω Οργανισμό, δεν τις απέδωσε σ' αυτόν μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές. Πρέπει όμως να τις αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2β ΠΚ γιατί προέκυψε ότι στην πράξη αυτή ωθήθηκε από αίτια μη ταπεινά". Στη συνέχεια, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη παράβασης του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 86/1967, σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ.1 του ΠΚ, και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18), την οποία μετέτρεψε σε χρηματική, προς 4, 40 ευρώ για κάθε ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικά στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ειδικότερα και σε σχέση με τις προβαλλόμενες με τους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής γιατί δεν αναφέρονται σ΄ αυτήν α) ο αριθμός των απασχοληθέντων απ΄ αυτήν μισθωτών, και τα ποσά των αμοιβών που καταβλήθηκαν σ΄ αυτούς, και β) από ποίο έγγραφο ή μαρτυρική κατάθεση αποδείχθηκε ότι αυτή τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας είναι αβάσιμες, η πρώτη γιατί όπως προαναφέρθηκε για την πληρότητα της αιτιολογίας, ενόψει του περιεχομένου των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, κρίσιμα περιστατικά είναι η σε συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση με σχέση εξαρτημένης εργασίας του ασφαλισμένου στο ΙΚΑ προσωπικού και τα χρηματικά ποσά που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη να καταβάλει στο ΙΚΑ ως εργοδοτικές και εργατικές εισφορές, τα οποία δεν κατέβαλε ή παρεκράτησε αυτή και τα οποία περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση και η δεύτερη διότι σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα δεν υπάρχει ανάγκη ειδικοτέρας αναφοράς τι προέκυψε από το καθένα αλλά αρκεί ότι στην προσβαλλομένη απόφαση γίνεται μνεία όλων έστω κατ'είδος των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη . Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, είναι αβάσιμος. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η παραπάνω αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-7-2007 αίτηση της ..... για αναίρεση της 12152/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 86/67
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως λόγοι, Ερημοδικία αναιρεσείοντος, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 1969/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Φωκά, περί αναιρέσεως της 67222/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 698/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά τις διατάξεις των παρ. 1 εδ. α' και β' του άρθρου 473 του ΚΠΔ, αν ο δικαιούμενος σε άσκηση εφέσεως δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η προθεσμία είναι δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 166 παρ. 2 ΚΠΔ, από την επόμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία του επιδόθηκε. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 161 παρ. 1 ΚΠΔ, η επίδοση του εγγράφου πρέπει να αποδεικνύεται από το αποδεικτικό επιδόσεως, στο οποίο πρέπει να αναφέρεται ρητώς και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας το έγγραφο, το οποίο επιδίδεται, προκειμένου δε περί δικαστικής αποφάσεως και το Δικαστήριο που την εξέδωσε και το έτος εκδόσεως της. Η ελλιπής αναγραφή στο αποδεικτικό επιδόσεως των στοιχείων του επιδιδομένου εγγράφου κατά τρόπο που καθιστά αμφίβολη την ταυτότητα του εξομοιώνεται με έλλειψη επιδόσεως του εγγράφου αυτού και δεν κινεί την προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτησή του, που άσκησε νομοτύπως στις 30.3.2007, ζητεί την αναίρεση της υπ' αριθμ. 67222/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, η έφεσή του κατά της υπ' αριθμ. 8543γ/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως και σε χρηματική ποινή 8.800 ευρώ για παράβαση του άρθρου μόνον του Α.Ν. 690/1945. Όμως, από το από 17 Μαρτίου 2004 αποδεικτικό επιδόσεως του ..... επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, το οποίο παραδεκτώς επισκοπείται από το δικαστήριο τούτο, προκύπτει ότι δεν αναγράφεται σ' αυτό το έτος εκδόσεως της ερήμην εκδοθείσης αποφάσεως που επιδόθηκε (αναγράφεται μόνον ο αριθμός αυτός 8543γ) στον κατηγορούμενο (ως αγνώστου διαμονής). Επομένως, με την επίδοση αυτή δεν κινήθηκε η προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως και εμπροθέσμως, κατά συνέπεια ο κατηγορούμενος άσκησε την έφεσή του στις 26.10.2006 κατά της προαναφερθείσης υπ' αριθμ. 8543γ/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, ως εκπρόθεσμη, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας (άρθρ. 510 § 1 Η ΚΠΔ). Γι' αυτό πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού δευτέρου λόγου της αιτήσεως, ο οποίος και αυτεπαγγέλτως εξετάζεται (άρθρο 511 ΚΠΔ), να αναιρεθεί προσβαλλομένη απόφαση. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 § 1β, 370 εδ. β΄ και 511 ΚΠΔ (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 § 5 του Ν. 3160/2003), προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ειδικότερα δε ο Άρειος Πάγος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της, αν κριθεί και ένας λόγος αναιρέσεως βάσιμος και εμφανισθεί ο αναιρεσείων, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλομένη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β΄ ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικ. με άρθρο 8 Ν. 2336/1995, για την οποία ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάστηκε στην προαναφερθείσα ποινή με την πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1995 έως 4-12-1998 και έχει τον χαρακτήρα πλημμελήματος. Έτσι, το αξιόποινο της πράξεως αυτής εξαλείφθηκε με παραγραφή, αφού, από το χρόνο τελέσεώς της μέχρι τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως, παρήλθε χρονικό διάστημα, υπολογιζομένου και του χρόνου της τριετούς αναστολής, μεγαλύτερο της οκταετίας. Συνεπώς, αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχει τον παραπάνω από το άρθρο 510 § 1Η ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, ο οποίος κρίθηκε, κατά τα άνω βάσιμος, πρέπει να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη η επελθούσα παραγραφή (άρθρ. 511 ΚΠΔ) και να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε για την παραπάνω αξιόποινη πράξη κατά τον αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 67222/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παύει οριστικώς λόγω παραγραφής την κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., ασκηθείσα ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1995 έως 4-12-1998, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της υπ' αριθμ. 8543γ/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών εκτιθέμενα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ελλιπής αναγραφή στο αποδεικτικό επιδόσεως των στοιχείων του επιδιδομένου εγγράφου, κατά τρόπον, ώστε να καθίσταται αμφίβολη η ταυτότητα του, εξομοιώνεται με έλλειψη επιδόσεως του εγγράφου αυτού και δεν κινεί την προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Κρίνεται εμπρόθεσμη η έφεση που ασκήθηκε κατ’ αποφάσεως εκδοθείσης ερήμην, διότι στο αποδεικτικό επιδόσεως δεν αναγράφεται το έτος εκδόσεως της αποφάσεως. Απόρριψη της εφέσεως, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως. Αναίρεση για υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 510 παρ. 1 Η΄ ΚΠΔ). Παύει οριστικώς η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Επιδόσεως αποδεικτικό.
0
Αριθμός 1970/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, 1) X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραμπογιά, 2) X2, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αγγελική Γουνοπούλου, περί αναιρέσεως της 112/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Απριλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 782/07. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν εν μέρει δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ΑΝ 86/1997, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγομένους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς Κοινωνικής ή πολιτικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές, εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εις αυτόν εργαζομένων με σκοπό απόδοσης στους, κατά την παρ. 1, οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Περαιτέρω κατά το αρ. 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το αρ. 26 παρ. 3 του α. ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με το αρ. 1 αριθμ. 168 του Ν. 21 13/1952 οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν μέχρι το τέλος του επομένου μηνός από τον χρόνον ο οποίος έχει ορισθεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους σ' αυτό εργαζομένους και η μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό στον οποίον είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως που συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Περαιτέρω, στο άρθρο 25 παρ. 4 του Ν. 1882/1990 "περί μέτρων για την καταστολή της φοροδιαφυγής κλπ" ορίζεται ότι με την παροχή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής του χρέους, αναστέλλεται η ποινική δίωξη και τελικά εξαλείφεται το αξιόποινο σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως. Στο άρθρο 4 παρ.7 του Ν. 2408/1996, ορίζεται ότι οι διατάξεις της παραπάνω παραγράφου 4 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 εφαρμόζονται και επί οφειλών εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών στο ΙΚΑ και τα άλλα ασφαλιστικά Ταμεία. Τέλος, στο άρθρο 18 παρ.11 εδ. β΄ τον Ν 2434/1996, ορίζεται ότι αναστέλλεται η ποινική δίωξη για παράβαση του ΑΝ 86/1997, όσο διαρκεί ο διακανονισμός του χρέους και εξαλείφεται το αξιόποινο σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική δίωξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά για το δόλο, που, ως υποκειμενικό στοιχείο ενυπάρχει, κατά τα άρθρα 26 παρ.1 και 27 παρ.1 του ΠΚ στη θέληση παραγωγής των συγκροτούντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματικών περιστατικών και εξυπακούεται ότι ενυπάρχει αυτός από την πραγμάτωσή τους, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του ή αν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού προς το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα απ' αυτά ούτε να υπάρχει αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Κατ' ακολουθίαν για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του α.ν. 86/1967 αποφάσεως πρέπει, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων να περιέχονται σ' αυτή τα για τη θεμελίωση των δύο παραπάνω αξιόποινων πράξεων κρίσιμα περιστατικά που είναι η σε συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση σε σχέση εξαρτημένης εργασίας ασφαλισμένου στο ΙΚΑ και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ταμείο ως εργοδοτικές και εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρεκράτησε (ΟλΑΠ 1/1996). Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με τον χρόνον των δύο αξιόποινων πράξεων είναι κρίσιμος όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ως τέτοιοι θεωρούνται όσοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορόν του και τείνουν στη άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν γιατί διαφορετικά το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, που δίκασε, ως Εφετείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, που παραδεκτώς συμπληρώνεται από το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα, κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Αυγούστου 1999 έως και 1ης Φεβρουαρίου 2001 στη Μυτιλήνη οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εργοδότιδος ομορρύθμου εταιρείας υπό την επωνυμία "..... Ο.Ε." η οποία απησχόλησε 18 μισθωτούς δια σχέσεως εξηρτημένης εργασίας στο εν ..... εργοστάσιό της κατά την χρονική περίοδο από 1ης Ιουνίου 1999 έως και 30η Νοεμβρίου 2001, εκ προθέσεως ενεργήσαντες δεν κατέβαλαν προς το ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επομένου ημερολογιακού μηνός εν σχέσει προς έκαστον αντίστοιχα της παρασχεθείσης εργασίας των ως άνω μισθωτών και εν σχέσει προς το επίδομα δώρου Χριστουγέννων έτους 2001: α) ποσόν 13.373 Ευρώ δι' οφειλόμενες εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουσες την ως άνω εργοδότιδα εταιρεία και β) ποσόν 6.586,73 Ευρώ δι'οφειλόμενες εργατικές ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουσες τους εργαζομένους και παρακρατηθείσες από την εργοδότιδα δι' απόδοσιν προς το ΙΚΑ (Αριθ. ΠΕΕ: .... ΙΚΑ Μυτιλήνης. Η επίκληση εκ μέρους των συνηγόρων των κατηγορουμένων της πτωχεύσεως τις εργοδότιδας εταιρείας δυνάμει της υπ' αριθ. 204/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης δεν επιδρά στο αξιόποινο των ως άνω πράξεων (βλ. ΑΠ 1594/2004, Ποιν Δνη 8.104). Τούτο ανεξαρτήτως του ότι η πτώχευση αφορά χρονικό διάστημα κατά τρία χρόνια μεταγενέστερο του χρόνου τελέσεως των ως άνω πράξεων. Επιπλέον δια το παραδεκτόν της ασκήσεως Ποινικής διώξεως δεν τίθεται ως προϋπόθεση η έκδοση αποφάσεων του ΙΚΑ επί αιτήσεων θεραπείας οι οποίες σε κάθε περίπτωση ουδόλως προσκομίσθηκαν. Οι συνήγοροι υπερασπίσεως επι προσθέτως ανεφέρθησαν στην εκκρεμότητα της ανακοπής της Τραπέζης Εργασίας κατά του υπ' αριθ. 4801/2004 πίνακος κατατάξεως της Συμβοαλιογράφου Μυτιλήνης Χαριτούλας Σταυρίδου, δι' ού ισχυρίζονται ότι το ΙΚΑ κατετάγη προνομιακώς επί εκ πλειστηριάσματος εκπλειστημασθέντος ακινήτου της εργοδότιδος, δίχως να προσδιορίζουν αν η ανακοπή εξεδικάσθη κατά την δικάσιμο της 14-10-2005 ή αν ανεβληθή. Ως εκ τούτου το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο. Αλλά και εις ην περίπτωσιν ήθελε υποβληθεί καθ' ορισμένον τρόπον, δεν ηδύνατο να γίνει δεκτό λόγω του κινδύνου παραγραφής, ως εκ του χρόνου τελέσεως των διωκομένων πράξεων. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, απορριπτομένου του αιτήματος περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών, διότι δεν προσδιορίζεται δια του αιτήματος ούτε το είδος των ελαφρυντικών ούτε τα θεμελιούντα την κατάφαση ελαφρυντικών πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 1655/2003, ΠοινΔνη 7. 226). Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι αμφότεροι οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα και σε σχέση με τις προβαλλόμενες με τους συναφείς λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις (του αναιρεσείοντος X2) πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: α) Με πλήρη αιτιολογία απορρίφθηκε ο εγγράφως διατυπωθείς και προφορικώς αναπτυχθείς στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρισμός περί απαραδέκτου της ασκηθείσης ποινικής διώξεως, διότι εκρίθη, ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση κατά της προδιαληφθείσης πράξεως επιβολής ασφαλιστικών εισφορών υπό την μορφήν της αιτήσεως θεραπείας, δεν παρακωλύει την, κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ, από τον Εισαγγελέα, άσκηση της ποινικής διώξεως, τόσο μάλλον καθόσον ο αναιρεσείων δεν ισχυρισθή, ότι διαρκεί διακανονισμός του χρέους με την διευκόλυνση τμηματικής καταβολής αυτού ή ότι πλήρως έχει εξοφληθεί αυτό (χρέος), μη αρκούσης της μερικής καταβολής (41.000 Ευρώ). β) Δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία του δόλου του αναιρεσείοντος γιατί αυτός ενυπάρχει στα συγκροτούντα την αντικειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων πραγματικά περιστατικά και τούτο διότι ο νόμος, για τα προκείμενα εγκλήματα δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του, ενώ περαιτέρω, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έγινε δεκτό με την πληττόμενη απόφαση, ότι η πτώχευση της εργοδότιδος εταιρείας και η αυτόθροη συμπτώχευση του αναιρεσείοντος ομορρύθμου εταίρου, και νομίμου εκπροσώπου αυτής δεν επιδρά στο αξιόποινο των ως άνω πράξεων, τόσο μάλλον καθόσον η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα τρία χρόνια μετά τη βεβαίωση του χρέους προς το ΙΚΑ. Εντεύθεν, τρίτος λόγος της αιτήσεως του αναιρεσείοντος X2 καθ' όλα τα σκέλη του και ο μοναδικός του εξ αυτών X1 κατά το τρίτο σκέλος του, περί μερικής εξοφλήσεως, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος ο αυτός λόγος του πρώτου αναιρεσείοντος (X2) βάλλει κατά των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλομένης πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Ομοίως, απορριπτέος, ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως του X2 περί ελλείψεως αιτιολογίας, όσον αφορά εις την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού αυτού περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστατικών, γιατί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, το συναφές αίτημα διατυπώθηκε όλως αορίστως (...άλλως να τους αναγνωρισθούν ελαφρυντικά), χωρίς δηλαδή την επίκληση συγκεκριμένης ελαφρυντικής περιστάσεως και χωρίς την επίκληση πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν αυτές, το δε δικαστήριο, μολονότι δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, εν τούτοις αιτιολογημένα, κατά την έννοια των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απέρριψε αυτόν (αυτοτελή ισχυρισμό). Σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ.1 του ΠΚ, αν κάποιος δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής, κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαστήριο και χωρίς αίτημα, υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του. Στην εξεταζόμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του αφού επέβαλε στους κατηγορουμένους- αναιρεσείοντες ποινή φυλακίσεως 10 μηνών στον καθένα παρέλειψε παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος να ερευνήσει τις προϋποθέσεις αναστολής και χωρίς καμμία αιτιολογία προέβη στη μετατροπή της ποινής προς 4,40 Ευρώ ημερησίως. Έτσι, όμως, υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ. 1Δ και Η ΚΠΔ και πρέπει κατά παραδοχή του συναφούς λόγου αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, μόνον όσον αφορά εις την περί μετατροπής της ποινής διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή μερικωτέρων πράξεων, λόγω παρόδου οκταετίας από της εκτελέσεως των μέχρι τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως, γιατί η περί ενοχής απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθμ. 112/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης και δη μόνο όσον αφορά την περί μετατροπής της ποινής διάταξη αυτής, ως προς αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ασφαλιστικές εισφορές (ΑΝ 86/1967). Στοιχεία εγκλήματος. Αιτιολογία στην καταδικαστική απόφα-ση. Η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Υποβολή αιτήσεως θεραπείας δεν συνεπάγεται αναστολή ποινικής δίω-ξης
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 1968/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίόυ 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Βούβαλη, για αναίρεση της 545/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 214/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσειοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 55 § 1 εδαφ. α του ν. 2.910/2001 "Είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια κλπ.", όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3.153/2003 από 19.6.2003, "...οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους, ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο αλλοδαπό". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει αα) ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα, υπαλλακτικώς μικτό, που πραγματοποιείται με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους από τα πρόσωπα, τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της Χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδο τους ως λαθρομεταναστών, και ββ) ότι για την τέλεση του αδικήματος της μεταφοράς αλλοδαπού μη έχοντος δικαίωμα εισόδου στο εσωτερικό της χώρας, απαιτείται υποκειμενικά δόλος, είτε άμεσος, είτε ενδεχόμενος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 περ. Δ΄ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης (ΟλΑΠ 1/2005), καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου σε παράβαση της διατάξεως του άρθρου 55 § 1 του ν. 2.910/2001 δεν είναι αναγκαίο, κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, απαιτείται όμως να διαλαμβάνεται σε αυτή το παράνομο της εισόδου των αλλοδαπών στο Ελληνικό έδαφος και η περί τούτου γνώση του υπαιτίου της πράξεως. Ιδιαίτερα, όμως, πρέπει να αιτιολογείται, η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί, είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 § 2 και 333 § 2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή στη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και το αίτημα για αναγνώριση των από το άρθρο 84 § 2 του ΠΚ ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, εκτός αν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σαφής και ορισμένος με επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν, διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν υποχρεούται καν να απαντήσει. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την υπ' αριθ. 545/2006 απόφασή του δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης και οδηγός του ...... (ταξί) με έδρα την ...... .Στις 14-8-2005 αναχώρησε από την ..... ύστερα από συμφωνία με κάποιον Αλβανό υπήκοο τα στοιχεία ταυτότητος του οποίου δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθούν και αντί αμοιβής 400 ευρώ, που όπως και ο ίδιος ομολόγησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά την απολογία του (βλ. αναγνωσθέντα πρακτικά πρωτόδικης απόφασης) δεν είχε ξαναεισπράξει για ανάλογο δρομολόγιο, μετέβη στην παραμεθόριο περιοχή του Νομού .... για να παραλάβει τέσσερις Αλβανούς υπηκόους που είχαν εισέλθει στη χώρα από αφύλακτη διάβαση της Ελληνοαλβανικής μεθορίου χωρίς να υποβληθούν στις νόμιμες διατυπώσεις εισόδου αλλοδαπών στη χώρα. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής ο κατηγορούμενος μετέβη καθ' υπόδειξη του αγνώστων στοιχείων ταυτότητος Αλβανού υπηκόου στην περιοχή ..... και σε ερημική περιοχή παρέλαβε τους τέσσερις Αλβανούς υπηκόους και συγκεκριμένα τους X1, X2, X3 ΚΑΙ X4 οι οποίοι είχαν πράγματι εισέλθει στη χώρα από αφύλακτη διάβαση της Ελληνοαλβανικής μεθορίου, χωρίς να υποστούν τις νόμιμες διατυπώσεις. Μάλιστα οι εξ αυτών X3 και X4 εστερούντο παντελώς ταξιδιωτικών εγγράφων ο δε X2 ηταν κάτοχος της ..... άδειας παραμονής της περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας η ισχύς της οποίας είχε λήξει .Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι οι εν λόγω αλλοδαποί είχαν εισέλθει παράνομα και χωρίς διατυπώσεις στη χώρα. Υπέρ της κρίσης ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε πως οι αλλοδαποί που παρέλαβε είχαν εισέλθει λαθραία στη χώρα είναι τα εξής περιστατικά: α) Ο ίδιος στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ομολογεί ότι τη συμφωνία για να μεταβεί στην Ελληνοαλβανική μεθόριο για να παραλάβει τους αλλοδαπούς την έκανε με έναν Αλβανό υπήκοο τον οποίο γνώριζε μόνο κατ' οψιν. β) Η αμοιβή, όπως ο ίδιος επίσης αναφέρει στην ως άνω απολογία του, "ήταν δελεαστική", δηλαδή ήταν ασυνήθιστα μεγάλη και κάτι τέτοιο δεν συνηθίζεται στις νόμιμες μεταφορές προσώπων. γ) Τους αλλοδαπούς τους παρέλαβε από ερημική περιοχή της Ελληνοαλβανικής μεθορίου (βλ. απολογία του Ο X1 ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που περιέχεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά) και όχι από σταθμό ελέγχου εισόδου-εξόδου στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, όπως θα συνέβαινε αν οι αλλοδαποί είχαν εισέλθει νόμιμα από τέτοιο σταθμό και δ) παρά τις ανωτέρω περιστάσεις υπό τις οποίες μετέβη στην Ελληνοαλβανική μεθόριο δεν ερεύνησε ούτε ρώτησε τους υπό μεταφοράν ως άνω αλλοδαπούς για τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, όπως επίσης ο ίδιος ομολογεί στην ανωτέρω απολογία του, ενέργεια στην οποία θα προέβαινε αν αγνοούσε το νόμιμο ή μη της εισόδου των προσώπων που θα μετέφερε και δεν ήταν εκ των προτέρων αποφασισμένος να εκτελέσει παράνομη μεταφορά. Καθ 'οδόν προς την ... που θα μετέφερε ο κατηγορούμενος τους ανωτέρω αλλοδαπούς έγινε αντιληπτός από άνδρες του Τμήματος Συνοριακών Φυλάκων .... στη διασταύρωση ....... Οι συνοριακοί φύλακες προέβησαν σε σχετικό έλεγχο και συνέλαβαν τον κατηγορούμενο και τους μεταφερόμενους από αυτόν αλλοδαπούς. Υπό τα περιστατικά αυτά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου "περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου" διατυπούμενος με μόνο αυτό το περιεχόμενο χωρίς αναφορά περιστατικών που τον θεμελιώνουν πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο, αφού απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2 α του ΠΚ, κήρυξε αυτόν ένοχο της αξιόποινης πράξης της προώθησης λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της Χώρας, και επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο λαθρομετανάστη και κατά συγχώνευση συνολική ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και συνολική χρηματική ποινή 8.000 ευρώ. 3. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, που δίκασε, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις αναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσης του, και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 55 § 1 εδαφ. α του ν. 2.910/2001, όπως η § 1 αντικατασταθείσα με το άρθρο 37 του ν. 3.157/2003 ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και εφαρμόζεται και στην εξεταζόμενη περίπτωση. Τούτο δε περαιτέρω, διότι για την πληρότητα της αιτιολογίας η πληττόμενη απόφαση περιέλαβε σε αυτή ειδικές σκέψεις για το δόλο του κατηγορουμένου, δεχόμενο ότι ο ίδιος γνώριζε πως οι μεταφερόμενοι ήταν αλλοδαποί και δεν διέθεταν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα και ως εκ τούτου δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη Χώρα, είχαν δε εισέλθει στο Ελληνικό έδαφος χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, γνώση η οποία προκύπτει από το σχεδιασμό της όλης επιχειρήσεως και από τη συμμετοχή του στην επιχείρηση αυτή αντί αμοιβής 1200 ευρώ . Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί, ότι προσδιορίζονται στην πληττόμενη απόφαση τα αποδεικτικά μέσα κατά κατηγορίες, δεν απαιτείτο δε αναλυτική παράθεσή τους, ούτε και το τι προέκυπτε από το καθένα, ενώ δεν ήταν αναγκαία ούτε η αξιολογική συσχέτιση των διάφορων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον με τέτοιες αιτιάσεις, περιλαμβανόμενες στην αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος, πλήττεται απαραδέκτως η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Τέλος, το Δικαστήριο δεν υποχρεούταν να απαντήσει και να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία για το υποβληθέν από τον αναιρεσείοντα κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αίτημα για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α του ΠΚ, αφού από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων ζήτησε την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, χωρίς καμία επίκληση των πραγματικών περιστατικών που θεμελίωναν το ελαφρυντικό αυτό, με συνέπεια το αίτημα και ο ισχυρισμός του αυτός να είναι εντελώς αόριστος όπως ορθά δέχτηκε και η προσβαλλομένη απόφαση. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, από το άρθρο 510 § 1 περ. Δ΄ του ΚΠΔ, με τους οποίους παραπονείται αυτός για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην περί ενοχής απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά και για απόρριψη του περί αναγνώρισης ελαφρυντικού αιτήματός του χωρίς καμία αιτιολογία, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι. 4. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 55 § 1 εδαφ. ε του ν. 2.910/2001, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3.153/2003, με απόφαση του δικαστηρίου δημεύονται τα μεταφορικά μέσα, που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των προσώπων, εκτός αν ο κύριος των μέσων αποδείξει, ότι δεν γνώριζε το σκοπό για τον οποίο αυτά χρησιμοποιήθηκαν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι σε περίπτωση μεταφοράς αλλοδαπών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, ή προωθήσεώς τους στο εσωτερικό της χώρας, και καταδίκης του οδηγού του, η δήμευση του αυτοκινήτου επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο, εκτός αν ο κύριος του αυτοκινήτου αποδείξει, ότι δεν γνώριζε το σκοπό για τον οποίο αυτό χρησιμοποιήθηκε. Η διάταξη αυτή, είναι ειδική και ως τέτοια κατισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 76 του ΠΚ. Εξάλλου, η απόφαση, η οποία διατάσσει τη δήμευση του μεταφορικού μέσου κατά την έννοια του άρθρου 55 § 1 εδαφ. ε του ν. 2.910/2001 όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3.153/2003, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον διαλαμβάνεται σε αυτή, ότι το μεταφορικό μέσο, που δημεύθηκε και προσδιορίζεται απολύτως κατά τα ατομικά του στοιχεία, χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση της προβλεπόμενης στο ως άνω άρθρο αξιόποινης πράξης μεταφοράς των λαθρομεταναστών και ανήκει στην κυριότητα του αυτουργού ή των συμμετόχων που καταδικάστηκαν για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Αν το μεταφορικό μέσο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, το δικαστήριο δεν διατάσσει τη δήμευσή του, αλλά την απόδοσή του σε αυτόν κατά το άρθρο 373 του ΚΠΔ, εφόσον ο τρίτος προσέλθει στο δικαστήριο και αποδείξει, ότι δεν γνώριζε το σκοπό, για τον οποίο το μέσο αυτό χρησιμοποιήθηκε. 5. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας διέταξε, πλην άλλων, και τη δήμευση του υπ' αριθ. κυκλ...... επιβατικού αυτοκινήτου (Ταξί)εργοστασίου κατασκευής NISSAN EUROPE μοντέλου PRIMERA με αριθμ. πλαισίου ....., αριθμ. Κινητήρα G18 χρώματος ασημί, ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος που είχε κατασχεθεί με την από 14.8.2005 έκθεση κατασχέσεως του Υπαστυνόμου Α' του ΤΣΦ ..... Η δήμευση αυτή, ως παρεπόμενη ποινή επιβαλλόμενη υποχρεωτικά από το νόμο, διατάχθηκε, διότι, κατά τις παραδοχές του περί ενοχής και δημεύσεως σκεπτικού της εν λόγω αποφάσεως, το εν λόγω αυτοκίνητο που ανήκε κατά κυριότητα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο χρησιμοποιήθηκε από αυτόν για τη μεταφορά και την προώθηση στο εσωτερικό της Χώρας των τεσσάρων (4) αλλοδαπών, που αναφέρθηκαν και δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο, που δίκασε, διέταξε, την απαγγελλόμενη μάλιστα υποχρεωτικά από το νόμο, δήμευση του πιο πάνω αυτοκινήτου. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη της παρούσας, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τη δήμευση του ανωτέρω αυτοκινήτου και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Επομένως, ο προβαλλόμενος σε σχέση με τη δήμευση του μεταφορικού μέσου, λόγος της αναιρέσεως του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου από το άρθρο 510 § 1 περ. Δ΄ του ΚΠΔ είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος, ωστόσο το Δικαστήριο τούτο θα παραθέσει αυτεπαγγέλτως στο σχετικό περί δημεύσεως της πληττόμενης απόφασης σκεπτικό το άρθρο 55 § 1 εδαφ. ε του ν. 2.910/2001, όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της τέλεσης της αξιόποινης πράξεως του ίδιου άρθρου από τον αναιρεσείοντα, που προβλέπει την υποχρεωτική επιβολή της παρεπόμενης ποινής της δημεύσεως του μεταφορικού μέσου. Η αιτίαση του αναιρεσείοντα ότι δεν τυγχάνει κύριος του αυτοκινήτου είναι απαράδεκτη, διότι, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας . 10. Επειδή, μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 1/17-1-2007 αίτηση του ...... για αναίρεση της υπ' αριθ. 545/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για παράβαση του άρθρου 55 παρ. 1 του Ν. 2910/2001 όπως αντικ. με το άρθρο 37 του Ν. 3153/2003. Πότε η αιτιολογία για τη δήμευση μεταφορικού μέσου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ερημοδικία αναιρεσείοντος, Δήμευση μεταφορικού μέσου, Αλλοδαπού παράνομη μεταφορά.
0
Αριθμός 1967/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Πολύκαρπου Βούλγαρη και του αρχαιοτέρου αυτού Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κιτρίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Κωνσταντίνο Κούκλη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Γκεκόπουλο, περί αναιρέσεως της 3088/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτης Πανάγος. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 261/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 364 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακρόασης, σύμφωνα με τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ και 172 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Η έλλειψη όμως ακρόασης προϋποθέτει υποβολή έγγραφής ή προφορικής αίτησης ή πρότασης, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει με τον πρώτο λόγο της αίτησης, έλλειψη ακρόασης, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη 3088/2006 απόφαση δεν ανέγνωσε, παρά το σχετικό αίτημά του, έγγραφα κρίσιμα για την υπεράσπισή του που προσκόμισε και συγκεκριμένα τα υπ' αρ. ....., ....., ......, ....., ..... και ...... τιμολόγια - δελτία αποστολής της ..... Από τα πρακτικά, όμως, του παραπάνω δικαστηρίου, που επισκοπούνται από το Δικαστήριο τούτο για τον αναιρετικό έλεγχο, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του το επικαλούμενο αίτημα, ενώ δεν ζητήθηκε η διόρθωση των ως άνω πρακτικών κατά τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Χωρίς την παραπάνω προϋπόθεση δεν θεμελιώνεται έλλειψη ακρόασης του αναιρεσείοντος για τον προαναφερόμενο λόγο που να συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας, γι' αυτό και ο άνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ λόγος της αίτησης αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του ν. 1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κώδικος", όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του αν. ν. 2081/1939, λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή η εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα τελωνεία, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, ή σε άλλο παρά τον ορισμένο απ' αυτή τρόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους δασμούς, τέλη φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν από αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζεται από το νόμο. Ως λαθρεμπορία, κατά την παράγραφο 2 περ. θ΄ του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2096/52, θεωρείται και η αγορά πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που εισήχθησαν ή τέθηκαν σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Θεωρείται δε κατά την περίπτωση ζ΄ εδάφιο τελευταίο της ίδιας ως άνω παραγράφου, ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενό του και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντιτύπου αυτού είναι διαφορετικά από εκείνα που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου ενώ εικονικό θεωρείται και όταν εκδίδεται για συναλλαγή, διακίνηση ή άλλη αιτία ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπο διαφορετικό από αυτό που αναφέρεται στο φορολογικό στοιχείο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό ή εισπραττόμενο στο τελωνείο τέλος, φόρο δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους χωρίς τη γραπτή άδεια της τελωνειακής αρχής, υποκειμενικώς δε για τη στοιχειοθέτηση στην περίπτωση αυτή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που αγόρασε, πώληση ή κατέχει με την έννοια της φυσικής εξουσίασής του, είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την πιο πάνω έννοια, καθώς και στη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος ή δικαίωμα. Ομοίου περιεχομένου είναι και οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1 α - β, 2ζ και 157 παρ. 1 εδ. α - β του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (Ν. 2960/2001). Εξάλλου κατά το άρθρο 19 παρ. 1, 4 του Ν. 2523/1997 όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών... Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής... Από τη διατύπωση των συνδυασμένων αυτών διατάξεων και τον παράτιτλο του άρθρου 19 προκύπτει, ότι ο σκοπός του δράστη της τελεσθείσης αξιόποινης πράξης της φοροδιαφυγής, κατατείνει στην απόκρυψη της φορολογιτέας ύλης, που συντελείται με την μείωση ή την αποφυγή φορολογικής επιβαρύνσεως οποιουδήποτε φόρου, που αφορά είτε τον ίδιο, αποδεχόμενο τα πλαστά ή εικονικά νοθευμένα φορολογικά στοιχεία είτε τον εκδόσαντα αυτά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από το καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά κατ' επιλογή, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικά μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 3088/2006 απόφασής του, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποί στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και έγγραφα που αναγνώσθηκαν και απολογία κατηγορουμένου), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος X1 μαζί με τα δύο αδέλφια του, που αθωώθηκαν πρωτοδίκως, είναι μέλη της δραστηριοποιούμενης στην εμπορία πετρελαιοειδών υπό την επωνυμία "..... Ε.Ε." ετερόρρυθμης εταιρίας εκ των οποίων ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι ομόρρυθμο μέλος της. Στην πραγματικότητα όμως η εταιρία αυτή είναι των αποκλειστικών συμφερόντων του εν λόγω κατηγορουμένου, X1, ο οποίος και έχει την αποκλειστική διαχείρισή της, ενώ η συμμετοχή των αδελφών του, είναι απολύτως τυπική, και έγινε αρχικά, για να ικανοποιήσει αντίστοιχη επιθυμία του πατέρα τους και διατηρήθηκε, ακολούθως, εκ λόγων συναπτομένων με την εκδοθείσα επ' ονόματι της εταιρείας άδεια κυκλοφορίας βυτιοφόρου οχήματος. Μάλιστα ο εξ αυτών, .... , είναι πολιτικός μηχανικός και ασκεί το αντίστοιχο επάγγελμα στη Θεσσαλονίκη, εγγεγραμμένος στα μητρώα του ΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ ο ..... , διατηρεί ατομική επιχείρηση πετρελαιοειδών, παντελώς ανεξάρτητη από την ως άνω εταιρεία. Από τα αναφερόμενα στην αρχή αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε, περαιτέρω, ότι την 23-4-2001 τα αρμόδια όργανα του ΣΔΟΕ εντόπισαν αγραποθήκη στο ύψος της Κοινότητος ..... , μέσα στην οποία ο κατηγορούμενος, ως μόνος διαχειριζόμενος την ως άνω εταιρεία, είχε εγκαταστήσει δύο υπέργειες δεξαμενές αποθηκεύσεως καυσίμων χωριτικότητας 15.000 και 35.000 λίτρων αντίστοιχα, για τις οποίες δεν υφίστατο νόμιμη άδεια λειτουργίας, ο έλεγχος των οποίων απέδειξε ότι μεγάλες ποσότητες καυσίμου από τις σ' αυτήν διακινούμενες και συγκεκριμένα 84.844 λίτρα πετρελαίου θέρμανσης και 14.850 λίτρα πετρελαίου ήταν λαθρεμπορικές, δηλαδή ποσότητες οι οποίες σε μη εξακριβωθείσες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος Οκτωβρίου 2000 έως Απριλίου 2001 είχαν διακινηθεί παρανόμως, χωρίς τα νόμιμα παραστατικά και χωρίς την καταβολή των δασμών, φόρων και επιβαρύνσεως, ολικού ύψους 11.361.823 δραχμών (33.343.75 ευρώ), που έπρεπε να καταβληθούν προς το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο, τελικά, από την αξιόποινη συμπεριφορά του προαναφερόμενου κατηγορουμένου, τους στερήθηκε. Ο ίδιος, μετά την αποκάλυψη των ανωτέρω πράξεών του, προσκόμισε στην ως άνω υπηρεσία (ΣΔΟΕ) τα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό τιμολόγια - δελτία αποστολής, τα οποία είναι εικονικά, ως εκδοθέντα για μη ενεργηθείσες αντίστοιχες συναλλαγές, προήλθε δε στην πράξη του αυτή ο προαναφερόμενος, προκειμένου να συγκαλύψει την ως ανωτέρω πράξη του και, ειδικότερα, να εμφανίσει παραστατικά για μέρος της ποσότητος λαθραίου καυσίμου που είχε, κατά τα προαναφερόμενα διακινήσει. Τα παραπάνω περιστατικά προκύπτουν, εκτός των άλλων, και από τις σαφείς, τεκμηριωμένες και πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας (υπαλλήλων του ΣΔΟΕ), οι οποίοι ενήργησαν τον έλεγχο και διαπίστωσαν τη λαθραία χωρίς καταβολή δασμών και τελών κατοχή και διάθεση καυσίμων και την αποδοχή των εικονικών τιμολογίων". Στη συνέχεια, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο λαθρεμπορίας και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή 11.361.823 δραχμών για την πράξη της λαθρεμπορίας και φυλάκιση έξι (6) μηνών για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων και συνολικά ποινή φυλάκισης δέκα τριών (13) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την αξιούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, δεν υπήρχε δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Περαιτέρω εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης πραγματικά περιστατικά ως προς τη γνώση του αναιρεσείοντος της ιδιότητας των ποσοτήτων των υγρών καυσίμων ως λαθραίων. Η παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων εχρησιμοποίησε εικονικά τιμολόγια - δελτία αποστολής, προς συγκάλυψη της λαθρεμπορίας θεμελιώνει γνώση του αναιρεσείοντος ως προς τη λαθραία προέλευση των ποσοτήτων αυτών. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές, στο πιο πάνω λόγο διαλαμβανόμενες αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), 31 παρ. 2 (ως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003), 105 παρ. 2 και 223 παρ. 4 του ΚΠοινΔ συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης εξετάσεώς του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή ανώμοτης καταθέσεως που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Συνακόλουθα κατά παράβαση της απαγορεύσεως αυτής αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος εκείνου που κατέθεσε και στη συνέχεια κατέστη κατηγορούμενος της ως άνω καταθέσεώς του, είτε στην προδικασία είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ΄ του ΚΠοινΔ και θεμελιώνει έτσι τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως (Ολ. Α.Π. 1/2004 και 2/1999). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ'αυτήν πρακτικά, δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου που την εξέδωσε και δεν λήφθηκε υπόψη από αυτό μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν, και η από 26-4-2001 ένορκη κατάθεση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας, ενεργούντων προανάκριση αυτεπαγγέλτως χωρίς εισαγγελική παραγγελία και πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 72 του ΚΠοινΔ τρόπους. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου, με την αιτίαση ότι το τελευταίο κατέληξε σε καταδικαστική εις βάρος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κρίση για το έγκλημα της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, λαμβάνοντας "εμμέσως" υπόψη του και την προαναφερόμενη ένορκη κατάθεσή του, αφού οι εξετασθέντες μάρτυρες κατηγορίας υπάλληλοι του ΣΔΟΕ κατέθεσαν ότι αυτός (αναιρεσείων) προσκόμισε στην υπηρεσία τους τα επίμαχα τιμολόγια - δελτία αποστολής και παραδέχθηκε στην εν λόγω ένορκη κατάθεσή του ότι ήταν εικονικά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 22 του ν. 3693/1957 και 176 και 813 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11 Ιανουαρίου 2007 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3088/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ορίζεται σε διακόσια ενενήντα (290) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η μη ανάγνωση εγγράφων, δεν επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας εκτός αν ζητήθηκε η ανάγνωση και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με την αίτηση που υποβλήθηκε για το σκοπό αυτό. Ορθή και αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις της λαθρεμπορίας και της αποδοχής εικονικών φορο-λογικών στοιχείων. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο του δικάσαντος δικαστηρίου συνισταμένης στο ότι λήφθηκαν υπόψη σε βάρος του αναιρεσείοντος μια ένορκη κατάθεσή του ενώπιον υπαλλήλων του ΣΔΟΕ ενεργούντων των τελευταίων χωρίς εισαγγελική παραγγελία, αυτεπαγ-γέλτως ως προανακριτικών υπαλλήλων, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά αυτής δεν αναγνώσθηκε η εν λόγω κατάθεση ούτε λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Λαθρεμπορία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1974/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 9730/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 297/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη με αριθμό 209/1.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την από 30-1-2007 αίτηση αναιρέσεως, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του ...., δυνάμει του υπ΄αρ. ...... συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του προς το δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Ανδρέου, κατά της υπ΄αριθμ. 9730/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Με την ως άνω απόφαση απερρίφθη ως απαράδεκτη (λόγω του εκπροθέσμου της) η έφεση του κατηγορουμένου κατά της υπ΄αρ. 48032/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που τον είχε καταδικάσει για διατάραξη της ασφαλείας αεροσκαφών σε φυλάκιση 2 ετών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Κατ΄ ά. 463 εδ. α΄ ΚΠΔ , ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατ΄ ά. 476 παρ.1 όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα να το ασκήσει ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, κηρύσσεται αυτό απαράδεκτο και διατάσσεται η καταδίκη στα δικαστικά έξοδα εκείνου που το άσκησε, καθώς επίσης και η εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί. Εξάλλου, κατ΄ ά. 473 παρ. 2 ιδίου Κώδ., η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών , η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. Από την τελευταία αυτή διάταξη σαφώς προκύπτει ότι άσκηση αναίρεσης με δήλωση, που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επιτρέπεται μόνον κατά καταδικαστικής αποφάσεως. Επομένως είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου κατ΄ αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη η έφεσή του, διότι η απόφαση αυτή δεν είναι καταδικαστική. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αναίρεσή του - δήλωση κατ΄ ά. 473 παρ. 2 ΚΠΔ προς τον Εισαγγελέα του Α.Π. στρέφεται όχι εναντίον καταδικαστικής απόφασης, αλλά απόφασης που απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της. Κατ΄ακολουθία, πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους παραπάνω λόγους Προτείνω: 1) Ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 30-1-2007 αίτηση αναίρεσης, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του ...., δυνάμει του υπ΄ αρ. ..... συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του προς το δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Ανδρέου, κατά της υπ΄αριθμ. 9730/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και 2) Να καταδικασθεί ο εν λόγω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 8-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠΔ, η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του επομένου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών που αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Κατά δε το επόμενο άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠΔ, με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 473 το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου κλπ. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠΔ που επιτρέπει την άσκηση αναίρεσης με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι εξαιρετική και αφορά μόνο την αναίρεση που ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα κατά απόφασης καταδικαστικής. Τέτοια απόφαση είναι εκείνη που επιβάλλει στον κατηγορούμενο που κηρύχτηκε με αυτήν ένοχος στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή, όχι δε και εκείνη που απορρίπτει ως απαράδεκτη καθό εκπρόθεσμη έφεση του αναιρεσείοντος κατά πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση με τη κρινόμενη αίτηση που ασκήθηκε κατά το άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠΔ δηλαδή με δήλωση και επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητείται η αναίρεση της απόφασης 9730/2006 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών η οποία απέρριψε ως απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε εκπρόθεσμα την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης 48032/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση δύο (2) ετών μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Κατ' ακολουθίαν τούτων εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική ανεπίτρεπτα ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά τον προαναφερθέντα τρόπο γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ.1 Κ.Π.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Ιανουαρίου 2007 αίτηση του ..... για αναίρεση της απόφασης 9730/2006 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η δια δηλώσεως ασκηθείσα αναίρεση κατά αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη.
Ερημοδικία αναιρεσείοντος
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ερημοδικία αναιρεσείοντος.
0
Αριθμός 1966/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος χ1, περί συμπληρώσεως της υπ΄ αριθμ. 447/2006 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, σχετικά με το επεκτατικό αποτέλεσμα του 2199/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ο Άρειος Πάγος (σε συμβούλιο), με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αιτών, ζητεί τώρα την συμπλήρωση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 691/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα, με αριθμό 203/25-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, κατά το άρθρον 469 εδ. τελευτ. Κ.Π.Δ., την από 19 Απριλίου 2007 αίτησιν του κατηγορουμένου χ1, περί συμπληρώσεως της υπ΄αριθμ. 447/2006 αποφάσεως του υμετέρου Δικαστηρίου εν συμβουλίω, σχετικώς με το επεκτατικόν αποτέλεσμα της ασκηθείσης αιτήσεως αναιρέσεως υπό της συγκατηγορουμένης του χ2, κατά του υπ΄αριθμ. 2199/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτομεν τα εξής: Ι. Κατά το άρθρον 469 Κ.Π.Δ., εάν συμμετέσχον εις το έγκλημα πλείονες ή εάν η ποινική ευθύνη κατηγορουμένου τινός εξαρτάται κατά νόμον εκ της ευθύνης του άλλου, το υφ΄ενός των κατηγορουμένων ασκηθέν ένδικον μέσον, και όταν μόνον εις αυτόν χορηγήται υπό του νόμου, ως και οι δι΄αυτού προτεινόμενοι λόγοι, εάν δεν αρμόζουν αποκλειστικώς εις το πρόσωπον του ασκήσαντος, ωφελούν και τους λοιπούς κατηγορουμένους. Δια την συζήτησιν του ενδίκου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευσις των ωφελουμένων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως δύνανται να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν εις την δίκην. Εις περίπτωσιν που το δικαστήριον παρέλειψε να αποφανθή δια το επεκτατικόν αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, δύναται κατόπιν αιτήσεως αυτών ή του εισαγγελέως να επιληφθή εκ νέου προς συμπλήρωσιν της αποφάσεώς του. Κατά την έννοιαν της διατάξεως αυτής το επεκτατικόν αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων ισχύει μόνον, εάν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικον μέσον, είτε δικαιούνται μεν αλά δεν ήσκησαν τούτο εντός της νομίμου προθεσμίας ή ήσκησαν αυτό και απερρίφθη ως απαράδεκτον ή ανυποστήρικτον. Εις την περίπτωσιν αυτήν το επεκτατικόν αποτέλεσμα δεν έχει ως έννομον συνέπειαν, ότι οι ωφελούμενοι κατηγορούμενοι θεωρούνται ότι ήσκησαν το ένδικον αυτό μέσον, καίτοι δεν είχον ασκήσει τούτο. Απλώς αυτοί, και εάν ακόμη δεν κλητευθούν, έχουν την δυνατότητα κατά την συζήτησιν του ενδίκου μέσου να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν εις την δίκην, οπότε λαμβάνουν την θέσιν την οποίαν έχει εις αυτήν και εκείνος που ήσκησε το ένδικον μέσον. Εάν όμως οι ωφελούμενοι κατηγορούμενοι δεν εμφανισθούν και δεν συμμετάσχουν εις την δίκην και το δικαστήριον ή το συμβούλιον παραλείψει να αποφανθή δια το επεκτατικόν δι΄αυτούς αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, δικαιούνται αυτοί και ο εισαγγελεύς να ζητήσουν από το δικαστήριον ή το συμβούλιον, που εδίκασεν επί του ενδίκου μέσου, να επιληφθή εκ νέου και να συμπληρώση σχετικώς την απόφασιν ή το βούλευμά του (Α.Π. 1119/2006 Ελλ Δνη 47 σελ. 1534 κ.ά.). ΙΙ. Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Συμβούλιον Εφετών Αθηνών, δια του υπ΄αριθμ. 2199/2004 βουλεύματός του, παρέπεμψε την Χ2 εις το ακροατήριον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δια να δικασθή ως υπαιτία απάτης κατά συναυτουργίαν, κατ΄εξακολούθησιν κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθειαν, εκ της οποίας το συνολικόν όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ). Ειδικώτερον αυτή παρεπέμφθη ομού μετά του Ζ1, συζύγου της, δια τον λόγον ότι εις ........ Ευβοίας κατά το χρονικόν διάστημα από 20/12/1998 μέχρι 30/12/1998 με σκοπόν να προσπορίσουν εις τον εαυτόν των παράνομον περιουσιακόν όφελος, η εξ αυτών Χ2, υπό την ιδιότητα της Γραμματέως της Δημοτικής Επιχειρήσεως του Δήμου Ερετρίας "..........", παρέστησε ψευδώς εις τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω Δημοτικής Επιχειρήσεως, καθώς και εις τους αρμοδίους υπαλλήλους, οι οποίοι ήσαν εντεταλμένοι δια την διαχείρισιν των οικονομικών της, ότι η ως άνω Δημοτική Επιχείρησις ώφειλεν εις την εταιρίαν "........Ε.Π.Ε" τα ποσά των 7.954.920 δρχ, 9.416.000 δρχ. και 8.071.000 δρχ. από πώλησιν υλικών και τεχνικάς εργασίας, που η ως άνω εταιρία είχε προσφέρει εις την Δημοτικήν Επιχείρησιν, προσκομίσασα συγχρόνως τα υπ΄αριθμ. ........, ........ και ........... δελτία αποστολής -τιμολόγια δια τα ως άνω ποσά αντιστοίχως, τα οποία έφερον την ένδειξιν "εξωφλήθη", καθώς και τας αποδείξεις με αριθμούς .......... και .......... και τους έπεισαν να εγκρίνουν την εκταμίευσιν των ως άνω ποσών 7.954.920 δρχ, 9.416.000 δρχ. και 8.071.000 δρχ. και συνολικώς του ποσού 25.444.920 δρχ. από τα ταμεία της Δημοτικής Επιχειρήσεως του Δήμου Ερετρίας, ως προς το οποίον και ωφελήθη παρανόμως αυτή μετά του συζύγου της Ζ1 με αντίστοιχον περιουσιακήν ζημίαν της προαναφερθείσης Δημοτικής Επιχειρήσεως. Δια του αυτού βουλεύματος παρεπέμφθησαν ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου και 1) ο αιτών Χ1 και 2) ο Ζ2, δια να δικασθούν δι΄απλήν συνέργειαν εις την προαναφερθείσαν κακουργηματικήν πράξιν της απάτης. Συγκεκριμένως ότι παρέδωσαν εις τους Ζ1 και Χ2 τα προαναφερθέντα δελτία αποστολής-τιμολόγια που ήσαν πλαστά, ως και τας προαναφερθείσας αποδείξεις που ήσαν επίσης πλασταί. Κατά του βουλεύματος αυτού η Χ2 ήσκησε την από 4 Μαΐου 2005 αίτησιν αναιρέσεως, προσκομίσασα το υπ΄αριθμ. 1108/2003 βούλευμα του αυτού Συμβουλίου, δια του οποίου η ανωτέρω αναιρεσείουσα είχε παραπεμφθή δια να δικασθή δια τα αυτά ακριβώς πραγματικά περιστατικά, αλλά υπό τον νομικόν χαρακτηρισμόν της απλής συνεργείας εις υπεξαίρεσιν εις την υπηρεσίαν δι΄ ιδιαιτέρων τεχνασμάτων, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας υπερβαινούσης συνολικώς το ποσόν των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ), με χρόνον τελέσεως 4/11/1998 έως 10/11/1998, ήτοι προγενέστερον της προαναφερθείσης απάτης. Κατ΄αποδοχήν της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής το Δικαστήριον υμών, δια της υπ΄αριθμ 447/2006 αποφάσεως του εν συμβουλίω, ανήρεσε το ανωτέρω υπ΄αριθμ. 2199/2004 βούλευμα δια θετικήν υπέρβασιν εξουσίας, συνισταμένην εις το ότι το Συμβούλιον Εφετών Αθηνών παρέπεμψε την αναιρεσείουσαν δια του ανωτέρω βουλεύματος, δια την αυτήν πράξιν δια την οποίαν είχε παραπεμφθή υπό διάφορον νομικόν χαρακτηρισμόν δια του υπ΄αριθμ. 1108/2003 βουλεύματός του. Λόγω δε του επεκτατικού αποτελέσματος της υπ΄αυτής ασκηθείσης αιτήσεως αναιρέσεως το προαναφερθέν υπ΄αριθμ. 2199/2004 βούλευμα ανηρέθη, κατ΄άρθρον 469 Κ.Π.Δ. και ως προς τους μη ασκήσαντας αναίρεσιν 1) Ζ1 και 2) Ζ2, οι οποίοι συμπαρεπέμφθησαν μετ΄αυτής δια να δικασθούν ο μεν Ζ1 ως συναυτουργός απάτης, ο δε Ζ2 ως απλούς συνεργός εις την πράξιν αυτήν. Και τούτο διότι δια τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά αυτοί είχον παραπεμφθή δια του άνω υπ΄αριθμ. 1108/2003 βουλεύματος δια να δικασθούν 1) ο Ζ1 δι΄υπεξαίρεσιν εις την υπηρεσίαν δι΄ ιδιαιτέρων τεχνασμάτων και 2) ο Ζ2 δι΄απλήν συνέργειαν εις την πράξιν αυτήν. Ακολούθως το υμέτερον Δικαστήριον δια της αυτής εν συμβουλίω αποφάσεώς του εκήρυξεν απαράδεκτον την ασκηθείσαν ποινικήν δίωξιν κατά των 1) Ζ1 και Χ2, δι΄απάτην κατά συναυτουργίαν, κατ΄εξακολούθησιν, κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθειαν, εκ της οποίας το συνολικόν όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) και 2) Ζ2,δι΄απλήν συνέργειαν εις αυτήν, πράξιν φερομένην ως αντιστοίχως υπ΄αυτών κατά συμμετοχήν τελεσθείσαν εις ........ Ευβοίας κατά το από 20-30 Δεκεμβρίου 1998 χρονικόν διάστημα εις βάρος της Δημοτικής Επιχειρήσεως του Δήμου Ερετρίας "..........". ΙΙΙ. Το ανωτέρω υπ΄αριθμ. 2199/2004 βούλευμα δεν ανηρέθη, συμφώνως με το άρθρον 469 Κ.Π.Δ., ως προς τον ήδη αιτούντα Χ1 που είχε δι΄αυτού συμπαραπεμφθή δι΄απλήν συνέργειαν εις την προαναφερθείσαν πράξιν της απάτης. Τούτο δε διότι από το υπ΄αριθμ. 1108/2003 βούλευμα έλιπεν η σχετική παραπεμπτική δι΄αυτόν διάταξις δι΄απλήν συνεργείαν εις την ανωτέρω πράξιν της υπεξαιρέσεως εις την υπηρεσίαν δι΄ιδιαιτέρων τεχνασμάτων. Το βούλευμα τούτο συνεπληρώθη σχετικώς με την ελλείπουσαν διάταξίν του δια του υπ΄αριθμ. 2968/2003 βουλεύματος του αυτού Συμβουλίου, το οποίον όμως δεν προσεκομίσθη υπό της αναιρεσειούσης κατά την εκδίκασιν της ασκηθείσης αιτήσεως αναιρέσεώς της. Τούτο παρέμεινεν εντός της δικογραφίας που αφεώρα την υπόθεσιν της υπεξαιρέσεως εις την υπηρεσίαν δι΄ιδιαιτέρων τεχνασμάτων. ΄Ηδη δε αυτό προσκομίζεται υπό του αιτούντος δια της υπό κρίσιν αιτήσεώς του. Εκ της αντιπαραβολής του υπ΄αριθμ. 2199/2004 βουλεύματος και του υπ΄αριθμ. 1108/2003 βουλεύματος όπως συνεπληρώθη δια του υπ΄αριθμ. 2968/2003 βουλεύματος προκύπτει, ότι ο αιτών δια τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά είχε παραπεμφθή δια του υπ΄αριθμ. 1108/2003 βουλεύματος, δια να δικασθή δι΄απλήν συνέργειαν εις υπεξαίρεσιν εις την υπηρεσίαν δι΄ιδιαιτέρων τεχνασμάτων. Εν΄ όψει αυτών πρέπει, κατ΄άρθρον 469 Κ.Π.Δ., να συμπληρωθή η υπ΄αριθμ. 447/2006 απόφασις του υμετέρου Δικαστηρίου, να αναιρεθή το υπ΄αριθμ. 2199/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών καθόσον αφορά και τον αιτούντα και να κηρυχθή απαράδεκτος η κατ΄αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξις δι΄απλήν συνέργειαν εις την ανωτέρω κακουργηματικήν πράξιν της απάτης. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να συμπληρωθή η υπ΄αριθ. 447/2006 απόφασις εν συμβουλίω του υμετέρου Δικαστηρίου. ΙΙ. Να αναιρεθή το υπ΄αριθμ. 2199/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και ως προς την παραπεμπτικήν διάταξίν του που αφορά τον κατηγορούμενον Χ1. ΙΙΙ. Να κηρυχθή απαράδεκτος η ασκηθείσα ποινική δίωξις κατά του Χ1, δι΄απλήν συνέργειαν εις απάτην κατά συναυτουργίαν, κατ΄εξακολούθησιν, κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθειαν, εκ της οποίας το συνολικόν όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ), πράξιν φερομένην ως υπ΄αυτού τελεσθείσαν εις ........ Ευβοίας κατά το από 20-30 Δεκεμβρίου 1998 χρονικόν διάστημα εις βάρος της Δημοτικής Επιχειρήσεως του Δήμου Ερετρίας "...........". Αθήνα 5 Μαΐου 2007. Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 469 εδ. α΄ Λ.Ποιν.Δ, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ΄ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Κατά δε το εδάφ. γ΄ του ίδιου άρθρου για τη συζήτηση του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαίο η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Τέλος κατά το τελευταίο εδάφιο του ως άνω άρθρου σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών, ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης το επεκτατικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων ισχύει μόνο αν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν αλλά δεν το άσκησαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Στην Περίπτωση αυτή, το επεκτατικό αποτέλεσμα δεν έχει ως έννομη συνέπεια ότι οι ωφελούμενοι κατηγορούμενοι θεωρούνται πως άσκησαν το ένδικο αυτό μέσο παρόλο που δεν το είχαν ασκήσει. Απλώς αυτοί, και αν ακόμη δεν κλητευθούν, έχουν τη δυνατότητα κατά τη συζήτηση του ένδικου μέσου να εμφανιστούν και να συμμετάσχουν στη δίκη, οπότε λαμβάνουν τη θέση που έχει σ΄ αυτή και εκείνος που άσκησε το ένδικο μέσο. Εάν όμως οι ωφελούμενοι κατηγορούμενοι δεν εμφανισθούν και δεν συμμετάσχουν στη δίκη και το δικαστήριο ή το συμβούλιο παραλείψει ν΄ αποφανθεί για το επεκτατικό γι΄ αυτούς αποτέλεσμα του ένδικου μέσου, δικαιούνται αυτοί ή ο εισαγγελέας να ζητήσουν από το δικαστήριο ή το συμβούλιο που δίκασε επί του ένδικου μέσου να επιληφθεί εκ νέου και να συμπληρώσει σχετικώς την απόφαση ή το βούλευμά του. Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ΄ αριθμ. 2199/2004 βούλευμά του, παρέπεμψε την Χ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτια απάτης κατά συναυτουργία, κατ΄ εξακολούθηση κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχ. (15.000 ευρώ). Ειδικότερα αυτή παραπέμφθηκε μαζί με τον Ζ1, σύζυγό της, για το λόγο ότι στην ........ Εύβοιας κατά το χρονικό διάστημα από 20/12/1998 μέχρι 30/12/1998 με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, η εξ αυτών Χ2, υπό την ιδιότητα της Γραμματέως της Δημοτικής Επιχειρήσεως του Δήμου Ερέτριας "..........", παρέστησε ψευδώς στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω Δημοτικής Επιχειρήσεως, καθώς και στους αρμόδιους υπαλλήλους, οι οποίοι ήταν εντεταλμένοι για τη διαχείριση των οικονομικών της, ότι η ως άνω Δημοτική Επιχείρησις ώφειλε στην εταιρία ".......... Ε. Π. Ε" τα ποσά των 7.954.920 δρχ, 9.416.000 δρχ. και 8.071.000 δρχ. από πώληση υλικών και τεχνικές εργασίες, που η ως άνω εταιρία είχε προσφέρει στη Δημοτική Επιχείρηση, προσκομίσασα συγχρόνως τα υπ'αριθμ. ........., ......... και .......... δελτία αποστολής -τιμολόγια για τα ως άνω ποσά αντιστοίχως, τα οποία έφεραν την ένδειξη "εξωφλήθη", καθώς και τις αποδείξεις με αριθμούς .......... και ......... και τους έπεισαν να εγκρίνουν την εκταμίευση των ως άνω ποσών 7.954.920 δρχ., 9.416.000 δρχ. και 8.071.000 δρχ. και συνολικώς του ποσού 25.444.920 δρχ. από τα ταμεία της Δημοτικής Επιχειρήσεως του Δήμου Ερέτριας, ως προς το οποίο " και ωφελήθηκε παρανόμως αυτή μετά του συζύγου της Ζ1 με αντίστοιχοι περιουσιακή ζημία της προαναφερθείσας Δημοτικής Επιχειρήσεως. Δια του αυτού βουλεύματος παρεπέμφθησαν ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου και 1) ο αιτών Χ1 και 2) ο Ζ2, για να δικασθούν για απλή συνεργεία στην προαναφερθείσα, κακουργηματική πράξη της απάτης. Συγκεκριμένως ότι παρέδωσαν στους Ζ1 και Χ2 τα προαναφερθέντα δελτία αποστολής-τιμολόγια που ήτανπλαστά, ως και τις προαναφερθείσες αποδείξεις πουήταν επίσης πλαστές. Κατά του βουλεύματος αυτού η Χ2 άσκησε την από 4 Μαΐου 2005 αίτησηαναιρέσεως, προσκομίσασα το υπ'αριθμ. 1108/2003βούλευμα του αυτού Συμβουλίου, δια του οποίου ηανωτέρω αναιρεσείουσα είχε παραπεμφθεί για να δικασθείγια τα αυτά ακριβώς πραγματικά περιστατικά, αλλά υπότον νομικόν χαρακτηρισμό της απλής συνέργειας στηνυπεξαίρεση στην υπηρεσία δι΄ ιδιαιτέρων τεχνασμάτων, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας υπερβαινούσηςσυνολικώς το ποσόν των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ), μεχρόνον τελέσεως 4/11/1998 έως 10/11/1998, ήτοιπρογενέστερον της προαναφερθείσας απάτης. Κατ' αποδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την υπ'αριθμ 447/2006 απόφαση του σε συμβούλιο ανήρεσε το ανωτέρω υπ΄ αριθμ. 2199/2004 βούλευμα για θετική υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Συμβούλιον Εφετών Αθηνών παρέπεμψε την αναιρεσείουσα με το ανωτέρω βούλευμα για την αυτή πράξη για την οποία είχε παραπεμφθεί υπό διάφορον νομικόν χαρακτηρισμόν με το υπ'αριθμ. 1108/2003 βούλευμα. Λόγω δε του επεκτατικού αποτελέσματος της υπ' αυτής ασκηθείσης αιτήσεως αναιρέσεως το προαναφερθέν υπ' αριθμ. 2199/2004 βούλευμα ανηρέθη, κατ' άρθρον 469 Κ. Π. Δ. και ως προς τους μη ασκήσαντας αναίρεση 1) Ζ1 και 2) Ζ2, οι οποίοι συμπαρεπέμφθησαν μετ' αυτής για να δικασθούν ο μεν Ζ1 ως συναυτουργός απάτης, ο δε Ζ2 ως απλός συνεργός στην πράξη αυτή . Και τούτο διότι για τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά αυτοί είχαν παραπεμφθεί με το άνω υπ'αριθμ. 1108/2003 βούλευμα για να δικασθούν 1) ο Ζ1 για υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα και 2) ο Ζ2 για απλή συνεργεία στην πράξη αυτή. Ακολούθως το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την αυτή σε συμβούλιο απόφασή του εκήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά των 1) Ζ1 και Χ2, για απάτη κατά συναυτουργία, κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) και 2) Ζ2, για απλή συνεργεία στην αυτή πράξη, φερομένη ως αντιστοίχως υπ' αυτών κατά συμμετοχή τελεσθείσα στην ......... Εύβοιας κατά το από 20-30 Δεκεμβρίου 1998 χρονικόν διάστημα σε βάρος της Δημοτικής Επιχειρήσεως του Δήμου Ερέτριας "........". Το ανωτέρω υπ΄ αριθμ. 2199/2004 βούλευμα δεν αναιρέθηκε συμφώνα με το άρθρο 469 Κ.Π.Δ., ως προς τον ήδη αιτούντα Χ1 που είχε δι΄ αυτού συμπαραπεμφθεί για απλή συνεργεία στην προαναφερθείσα, πράξη της απάτης. Τούτο δε διότι από το υπ' αριθμ. 1108/2003 βούλευμα έλιπε η σχετική παραπεμπτική γι΄ αυτόν διάταξη για "απλή συνεργεία στην ανωτέρω πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα". Το βούλευμα τούτο συμπληρώθηκε σχετικώς με την ελλείπουσα, διάταξη του με το υπ' αριθμ. 2968/2003 βούλευμα. του αυτού Συμβουλίου, το οποίον όμως δεν προσεκομίσθηκε από την αναιρεσείουσα κατά την εκδίκαση της ασκηθείσηςαιτήσεως αναιρέσεώς της. Τούτο παρέμεινε εντός τηςδικογραφίας που αφορούσε την υπόθεση της υπεξαιρέσεωςστην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ήδη δεαυτό προσκομίζεται υπό τον αιτούντα με την υπό κρίσηαίτηση του. Από την αντιπαραβολή του υπ'αριθμ. 2199/2004 βουλεύματος και του υπ' αριθμ. 1108/2003βουλεύματος όπως συνεπληρώθηκε με το υπ' αριθμ. 2968/2003 βούλευμα προκύπτει, ότι ο αιτών για τα ίδιαακριβώς πραγματικά περιστατικά είχε παραπεμφθεί με τουπ' αριθμ. 1108/2003 βούλευμα για να δικασθεί για απλή συνεργεία σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ενόψει αυτών πρέπει κατ΄ άρθρο 469 Κ. Π. Δ., να συμπληρωθεί η υπ' αριθμ. 447/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί το υπ' αριθμ. 2199/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών καθόσον αφορά και τον αιτούντα και να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για απλή συνεργεία στην ανωτέρω κακουργηματική πράξη της απάτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συμπληρώνει την υπ΄ αριθμ. 447/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου-σε Συμβούλιο. Αναιρεί το υπ΄ αριθμ. 2199/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και ως προς την παραπεμπτική διάταξή του που αφορά τον κατηγορούμενο Χ1. Κηρύσσει απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του Χ1, για απλή συνέργεια σε απάτη κατά συναυτουργία, κατ΄ εξακολούθηση, κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ), πράξη φερομένη ως υπ΄ αυτού τελεσθείσα στην ......... Εύβοιας κατά το από 20-30 Δεκεμβρίου 1998 χρονικό διάστημα σε βάρος της Δημοτικής Επιχειρήσεως του Δήμου Ερέτριας "........". Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 1 Νοεμβρίου 2007 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επεκτείνεται και στον αιτούντα το αποτέλεσμα προγενέστερης απόφασης του Αρείου Πάγου που ανήρεσε λόγω θετικής υπερβάσεως εξουσίας παραπεμπτικού σε βάρος του αιτούντος και των τριών συγκατηγορουμένων του παραπεμπτικό βούλευμα κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως ενός από τους τρεις κατηγορουμένους του και εκήρυξε απαράδεκτη την κατ’ αυτών (συγκατηγορυμένων του αιτούντος) ασκηθείσα ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία και απλή συνέργεια σ’ αυτή. Κηρύσσει απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του αιτούντος για απλή συνέργεια σε κακουργηματική απάτη.
Βούλευμα παραπεμπτικό
Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεως επεκτατικό αποτέλεσμα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1965/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 264/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 531/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 204/25-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών την από 12 Μαρτίου 2007 αίτησιν αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου εις την Κλειστήν Φυλακήν Τρικάλων, κατά της υπ΄αριθμ. 264/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δια της οποίας απερρίφθη αίτησις του ανωτέρου κατηγορουμένου περί καθορισμού συνολικής ποινής και εκθέτομεν τα εξής: Εκ της διατάξεως του άρθρου 465 παρ. 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου που παρέστη κατά την συζήτησιν της υποθέσεως, δύναται να ασκήση το ένδικον μέσον που παρέχεται εις αυτόν, μόνον κατά καταδικαστικής αποφάσεως. Η απόφασις όμως που αποφαίνεται επί αιτήσεως καθορισμού συνολικής ποινής δεν είναι καταδικαστική. Συνεπώς αίτησις αναιρέσεως κατ΄αυτής δεν δύναται να ασκηθή υπό του παραστάντος κατά την συζήτησιν συνηγόρου του κατηγορουμένου, άνευ σχετικής εντολής τούτου (Α.Π. 2293/2005 Ποιν Δικ 2006 σελ. 654 κ.ά.). Εις την προκειμένην περίπτωσιν η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη υπό του Σταύρου Παπαγερμανού, που εξεπροσώπησε τον κατηγορούμενον ως συνήγορός του κατά την συζήτησιν της προαναφερθείσης αιτήσεώς του περί καθορισμού συνολικής ποινής, χωρίς να προσαρτηθή εις την σχετικήν έκθεσιν οιονδήποτε πληρεξούσιον ή κεκυρωμένον αντίγραφον τούτου, το οποίον δεν προσεκομίσθη εις τον αρμόδιον γραμματέα ούτε εντός της εικοσαημέρου προθεσμίας από της ασκήσεως της αναιρέσεως. Συνεπώς αυτή τυγχάνει απαράδεκτος, ως ασκηθείσα άνευ των νομίμων διατυπώσεων. Επειδή εν όψει πάντων αυτών πρέπει, κατά τα άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να κηρυχθή απαράδεκτος η προαναφερθείσα αίτησις αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να κηρυχθή απαράδεκτος η από 12 Μαρτίου 2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου εις την Κλειστήν Φυλακήν Τρικάλων κατά της υπ΄αριθμ. 264/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΙΙ. Να καταδικασθή ο αναιρεσείων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. Αθήνα 10 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465, 473 παρ. 2, 474 παρ. 1, 476 παρ. 1 και 551 παρ. 3 του ΚΠΔ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι κατά της απόφασης που καθορίζει συνολική ποινή, επιτρέπεται άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο, είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 2, ο οποίος οφείλει να προσαρτήσει το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφο του στη σχετική έκθεση. Δεν δικαιούται, όμως, στην παραπάνω περίπτωση, να ασκήσει αίτηση αναίρεσης για λογαριασμό του καταδικασμένου και ο συνήγορος του τελευταίου, με την ιδιότητα του, ότι παραστάθηκε στη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η απόφαση με την οποία καθορίστηκε συνολική ποινή στον καταδικασμένο δεν είναι καταδικαστική. Η αίτηση δε αναίρεσης που τυχόν ασκήθηκε στην περίπτωση αυτή για λογαριασμό του καταδικασμένου από το συνήγορο του που είχε παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό ή μη της αίτησης αναίρεσης, προκύπτουν τα εξής: Με τη με αριθμό 264/2007 προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' Βαθμού απορρίφτηκε ως, άνευ αντικείμενου, η από 24-11-2006 αίτηση του αναιρεσείοντος για συγχώνευση ποινών. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση, εκπροσωπήθηκε αυτός από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σταύρο Παπαγερμανό. Η κρινόμενη από 12-3-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της παραπάνω απόφασης .ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, για λογαριασμό αυτού, με δήλωση του ως άνω δικηγόρου, ο οποίος και υπέγραψε τη σχετική έκθεση, με την ιδιότητα του ότι είχε παραστεί ως συνήγορος του στη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η πιο πάνω προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να προσαρτηθεί στη σχετική έκθεση οιοδήποτε πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφο τούτου, το οποίο δεν προσκομίστηκε στον αρμόδιο γραμματέα ούτε εντός της εικοσαήμερης προθεσμίας από της ασκήσεως της αναιρέσεως . Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως δεν ασκήθηκε νομοτύπως, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική .Με αυτή καθορίζεται απλώς ο τρόπος εκτελέσεως των ποινών. Για το λόγο αυτό, ως ασκηθείσα άνευ των νομίμων διατυπώσεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ.1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-3-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 264/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' Βαθμού. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007 Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συγχώνευση ποινών. Δεν είναι καταδικαστική η απόφαση για καθορισμό συνολικής ποινής. Με αυτήν καθορίζεται απλώς ο τρόπος εκτελέσεως των ποινών. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως με το ως άνω πε-ριεχόμενο η οποία ασκήθηκε με δήλωση του δικηγόρου που είχε παρα-στεί ως συνήγορος του αναιρεσείοντος στη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς την προσάρτηση πληρεξουσίου
Ποινών συγχώνευση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ποινών συγχώνευση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1964/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου των Δικαστικών Φυλακών Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σταματάκη, περί αναιρέσεως της 363/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 699/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 551παρ. 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη συρροή και κατά τη διάταξη της παρ. 3 εδ. τελευταίο του ίδιου άρθρου του, κατά της αποφάσεως με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον κατηγορούμενο και τον Εισαγγελέα. Η αναίρεση είναι επιτρεπτή, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και επομένως και για εκείνον της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ.). Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Τέλος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΠΚ, ο καταδικασμένος σε ποινή στερητική της ελευθερίας, απολύεται υπό προϋποθέσεις και υπό τον όρο της ανακλήσεως, εφόσον έχει καταδικασθεί σε πρόσκαιρη κάθειρξη, αν έχει συμπληρώσει τα τρία πέμπτα της ποινής του, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 108, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 109 του ΠΚ, αν μέσα στο χρονικό διάστημα, από της απολύσεως μέχρι της εκτίσεως της ποινής που υπολειπόταν, όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από τρία έτη ή μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών, όταν αυτό είναι μικρότερο, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικώς και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απολύσεως. Η αυτοδίκαιη άρση της υφ' όρο απόλυσης και η εκτέλεση της ποινής και κατά το υπόλοιπο τμήμα της, για το οποίο χορηγήθηκε, δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι μεσολάβησε προηγουμένως ανάκληση αυτής, κατά το άρθρο 107 ΠΚ, για το λόγο ότι ο καταδικασμένος παραβίασε τις υποχρεώσεις που του τέθηκαν με την απόλυση, ούτε από το γεγονός ότι δεν επήλθε το αμετάκλητο της νέας καταδίκης για το έγκλημα που τέλεσε ο καταδικασμένος με δόλο, μέσα στο χρόνο της δοκιμαστικής ελευθερίας και για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πάνω από έξι μήνες και τούτο, διότι ο καθορισμός της συνολικής ποινής συγχωρείται και πριν επέλθει το αμετάκλητο των καταδικαστικών αποφάσεων, που πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 551 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών (Β Τριμελές Κακουργημάτων) με την προσβαλλόμενη 363/2007 απόφασή του δέχτηκε τα ακόλουθα. Ο αιτών κατάδικός με το 1001/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά απολύθηκε με τον όρο της ανάκλησης από τις φυλακές, όπου εξέτιε ποινή α)κάθειρξης 11 ετών, 10 μηνών και 5 ημερών, δυνάμει της 73/2001 συγχωνευτικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά και β)6 μηνών, που του επιβλήθηκε με την 3681/2004 απόφαση αυτού του δικαστηρίου. Με την 3842/2005 απόφαση αυτού του δικαστηρίου ο αιτών καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 ετών και 6 μηνών. Η ποινή αυτή, που του επιβλήθηκε με την ως άνω απόφαση, αφορά τα εγλήματα της ληστείας, παράνομης οπλοφορίας κλπ ,που αυτός τέλεσε στις 24-11-2004, δηλαδή μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109 του ΠΚ. Η καταδίκη αυτή έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω, την αθροιστική έκτιση της προηγούμενης ποινής για την οποία ο αιτών είχε απολυθεί υπό όρο. Με βάση τα παραπάνω πρέπει να καθοριστεί συνολική ποινή μόνο για τις ποινές, που επιβλήθηκαν στον κατάδικο με τις 3842/2005 και 28358/2003 αποφάσεις αυτού του δικαστηρίου και του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αντιστοίχως και όχι για τις ποινές που έχουν επιβληθεί με τις 73/2001 και 3681/2004 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και αυτού του δικαστηρίου αντιστοίχως, με τις οποίες εξέτιε πριν την απόλυσή του με τον όρο της ανάκλησης και οι οποίες πρέπει να εκτιθούν αθροιστικά. Μετά ταύτα πρέπει η ποινή της καθείρξεως των δεκαπέντε (15) ετών και έξι (6) μηνών, που επιβλήθηκε στον κατάδικο με την 3842/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών να επαυξηθεί κατά πέντε (5) μήνες από την ποινή φυλακίσεως των δέκα (10) μηνών, που του έχει επιβληθεί με την υπ' αριθμ.28358/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και να καθορισθεί η συνολική ποινή που αυτός πρέπει να εκτίσει με βάση τις δύο ως άνω αποφάσεις σε 15 έτη και 11 μήνες, οι δε ισχυρισμοί του αιτούντος, με τους οποίους ζητεί να καθορισθεί συνολική ποινή με βάση όλες τις ποινές που του έχουν επιβληθεί πρέπει να απορριφθούν. Έτσι που αποφάνθηκε με την πληττόμενη απόφασή του το ως άνω Δικαστήριο διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στις προαναφερθείσες ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, γι' αυτό και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. Δ και Ε του Κ. Ποιν. Δ. λόγοι αναιρέσεως. Δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση το άρθρο 107, αλλά το άρθρο 108 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 του Ν.2207/1994. Η άρση της απόλυσης σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι έως ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για το νέο έγκλημα που τελέστηκε μέσα στο χρόνο του άρθρου 109, έχει ήδη ανακληθεί η απόφαση που τη χορήγησε. Η ποινή για το νέο έγκλημα θα εκτιθεί αθροιστικά εάν παραμείνει τελικώς ως έχει ή δεν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δεν έχει καταστεί μέχρι σήμερα αμετάκλητη. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 3-4-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 363/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών (Β Τριμελές Κακουργημάτων). Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Και Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αθροιστική έκτιση της ποινής σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 108 ΠΚ. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. Δ και Ε του ΚΠΔ. Ορθή η απόφαση για αθροιστική έκτιση της νέας ποινής για πράξη που διέπραξε ο αναιρεσείων, κατά το στάδιο της δοκιμασίας του από δόλο, για την οποία επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη από έξι μήνες, πράγμα που συνεπάγεται την αυτοδίκαιη άρση της απόλυσής του υπό όρο, που του είχε χορηγηθεί
Ποινής αθροιστική έκτιση
Απόλυση υφ' όρο, Ποινής αθροιστική έκτιση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1963/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου .... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Δαρμάρο, περί αναιρέσεως της 1481/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1836/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η του Κ. Ποιν. Δ. ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Κατά δε το άρθρο 193 παρ. 1 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας (δικάζοντας ως Εφετείο) με την προσβαλλόμενη 1481/2006 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε φυλάκιση 30 ημερών για την αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως της προς διατροφή υποχρεώσεως (άρθρο 358 Π. Κ.), παρά το γεγονός ότι ήταν εν ενεργεία αξιωματικός του στρατού ξηράς (Ταγματάρχης πεζικού) όπως δέχεται το δικαστήριο. Όφειλε συνεπώς το πιο πάνω δικαστήριο να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, αφού δεν είχε δικαιοδοσία να δικάσει το συγκεκριμένο κατηγορούμενο και όχι να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης αυτής. Έτσι λοιπόν ενεργήσαν υπερέβη την εξουσία του και κατέστησε την απόφασή του αναιρετέα για τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η του Κ. Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του Τριμελούς Στρατοδικείου Ξάνθης. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί τη 1481/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του Τριμελούς Στρατοδικείου Ξάνθης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη δικαιοδοσίας εφόσον ο αναιρεσείων κατά το χρόνο τελέσεως της παραβάσεως της προς διατροφή υποχρεώσεως ήταν στρατιωτικός (ταγματάρχης πεζικού) εν ενεργεία το Τριμελές Πλημ/κείο Καβάλας αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Αυτή υπάγεται στο Διαρκές Στρατοδικείο. Αναιρεί προσβαλλόμενη απόφαση. Παραπέμπει την υπόθεση για συζήτηση ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου
Δικαιοδοσίας έλλειψη
Δικαιοδοσίας έλλειψη, Διατροφής καθυστέρηση.
0
Αριθμός 1962/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σίνο, περί αναιρέσεως της 61717/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 620/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του αν. ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ'αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ'αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διατάξεως του α.ν. 690/1945, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ'αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 61717/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε για παράβαση του πιο πάνω α. ν. 690/1945 σε φυλάκιση τριών (3) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το Δικαστήριο δέχθηκε κατά πλειοψηφία, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που επιτρεπτώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής, τα οποία περιέχονται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης, που παραδεκτώς συμπληρώνεται με το διατακτικό της. Η κατηγορουμένη διατηρούσε ατομική επιχείρηση γενικού τουρισμού με το διακριτικό τίτλο "........ - ΓΡΑΦΕΙΟ ΓΕΝΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ". Στην επιχείρησή της αυτή προσέβαλε και απασχόλησε ως εργοδότρια το μηνυτή ψ1, με την ειδικότητα του οδηγού τουριστικού λεωφορείου κατά το χρονικό διάστημα από 4-7-2003 έως 5-7-2004. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο μηνυτής εργάστηκε με πλήρες ωράριο, πέραν του οποίου όμως πραγματοποίησε και υπερωριακή εργασία 1850 ωρών περίπου, ενώ επιπλέον εργάσθηκε και 44 Κυριακές χωρίς η κατηγορουμένη να του καταβάλει το σύνολο των νομίμων αποδοχών του, που εδικαιούτο, αλλά ένα μέρος αυτών. Ειδικότερα, η τελευταία του οφείλει για όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της εργασίας του το ποσό των: α) 9.966,32 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, β) 679,68 ευρώ για αποδοχές άδειας και γ) 354 ευρώ για επίδομα άδειας, το οποίο αν και γνώριζε ότι όφειλε να του το καταβάλει, λόγω της παραπάνω συμβάσεως εργασίας και της ιδιότητάς της ως εργοδότριάς του, δεν του το κατέβαλε. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και κήρυξε στη συνέχεια ένοχη κατά πλειοψηφία την κατηγορουμένη για παράβαση του πιο πάνω ν. 690/1945, δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται σ'αυτή, ούτε στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό ποιες ήταν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές του πιο πάνω εργαζομένου και αν αυτές οφείλονται βάσει νόμου, σύμβασης, διοικητικής πράξης, συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής αποφάσεως ή εθίμου. Ακόμη, δεν καθορίζεται ενόψει της αναφερόμενης στην απόφαση συνολικής διάρκειας απασχόλησης του εργαζομένου, ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής τους καθορίζεται από τη σύμβαση, νόμο, συλλογική σύμβαση κ.λ.π. Εξαιτίας των προαναφερομένων ελλείψεων στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠοινΔ δεύτερου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ παρέλκει η έρευνα του άλλου λόγου, να αναιρεθεί αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 61717/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τι πρέπει να περιέχει η αιτιολόγηση της καταδικαστικής απόφασης για παράβαση του ΑΝ690/1945. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράβαση του ΑΝ690/1945 λόγω έλλειψης αιτιολογίας, διότι δεν εκτίθενται σ’ αυτήν το ύψος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του εργαζομένου, το αν αυτές οφείλονταν βάσει συμβάσεως, διοικητικής πράξης, συλλογικής σύμβασης εργασίας, νόμου ή εθίμου, καθώς και κατά το σύνολο των πράγματι καταβληθεισών αποδοχών.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1950/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 36020/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 473/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο την από 30 Ιουλίου 2007 έκθεση παραίτησης του ανωτέρω κατηγορουμένου με την οποία αυτός παραιτείται από την από 22 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναίρεσής του, καθώς και την σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 206/1.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 22-1-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1, κατά της υπ΄αριθμ. 36020/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνη σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, που οφείλει να ειδοποιήσει, τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες πριν να εισαχθή η υπόθεση στο δικαστήριο (συμβούλιο), τον διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του, για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Εξ΄άλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 474 § 1 και 473 § 2 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι κατ΄εξαίρεση η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε, όχι μόνο με δήλωση ενώπιον των αρμοδίων προσώπων των οριζομένων από την διάταξη του άρθρ. 474 § 1 Κ.Π.Δ. και με σύνταξη σχετικής έκθεσης, αλλά και με δήλωση αυτού (καταδικασθέντος), η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εντός προθεσμίας είκοσι ημερών, με την αναγκαία προϋπόθεση να είναι η προσβαλλομένη απόφαση καταδικαστική, χαρακτήρα τον οποίο δεν έχει η απορρίπτουσα την έφεση ως ανυποστήρικτη απόφαση (ΑΠ 754/05, εις ΠΧ/ΝΕ΄/1019). Στην προκειμένη περίπτωση, δια της προσβαλλομένης έχει απορριφθή η έφεση του κατηγορουμένου, κατά της υπ΄αριθμ. 135676/01 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως ανυποστήρικτη. Επομένως, η προσβαλλομένη δεν είναι καταδικαστική απόφαση και η κατ΄αυτής αίτηση αναιρέσεως, έχουσα ασκηθεί δια της από 22-1-2007 δηλώσεως του ανωτέρω κατηγορουμένου, επιδοθείσης στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και όχι δια δηλώσεως ενώπιον αρμοδίου προσώπου, εκ των οριζομένων στο άρθρ. 474 § 1 Κ.Π.Δ., είναι απαράδεκτη. Κατ΄ακολουθία, πρέπει να κηρυχθή απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Ι. Να απορριφθή η από 22-1-2007 αίτηση αναιρέσεως του X1, κατά της υπ΄αριθμ. 36020/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΙΙ. Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ.Ί, 475 παρ.1, 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του και από εκείνον που την δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων X1, με την από 30-07-2007 δήλωσή του, που επιδόθηκε στη γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αυθημερόν, παραιτήθηκε από την από 22.1.07 αίτηση αναιρέσεως του, που ασκήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 Κ.Π.Δ. για αναίρεση της 36020/01 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ένδικο αυτό μέσο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 2943/2001). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 22-1-2007 αίτηση του X1 για αναίρεση της 36020/01 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220.00) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραίτηση από ασκηθείσα αναίρεση.Η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Παραίτηση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Παραίτηση.
1
Αριθμός 1947/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Στρουγγάρη, για αναίρεση της 2366/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 448/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί, η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε, με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ΄ αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγομένους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών τουλάχιστον μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 6364/1934 "περί ιδρύσεως Τ.Ε.Β.Ε", όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1027/1980 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Τ.Ε.Β.Ε. νομοθεσίας κ.λ.π", "Εις το Ταμείον (Τ.Ε.Β.Ε) ασφαλίζονται υποχρεωτικώς πάντες οι άνω των 18 ετών επαγγελματίαι ή βιοτέχναι οι διατηρούντες επαγγελματικήν ή βιοτεχνικήν στέγην. Ως επαγγελματική ή βιοτεχνική στέγη νοείται κατά τον παρόντα νόμον και η οικία ή οιοσδήποτε χώρος, ένθα ασκείται επάγγελμα ή βιοτεχνία". Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 13 της 12.566/Σ. 182/15-3-1940 αποφάσεως του Υπουργείου Εργασίας, "ο ησφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλει εις το Ταμείον τας ατομικάς εισφοράς εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός. Η δε καθυστέρησης της καταβολής αυτών πέραν του τέλους του μηνός, του επομένου εκείνου εις ον ανάγονται, καθιστά αυτάς αυτοδικαίως απαιτητάς και η είσπραξίς των ενεργείται δια των Δημοσίων Ταμείων, κατά τας ισχυούσας διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, αλλά και δια ποινικής διώξεως", την οποία προβλέπει, όπως προαναφέρθηκε, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967. Ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απόφασης, για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εισφορών των, προς υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας ασφαλιστικούς οργανισμούς ή ειδικούς λογαριασμούς, προϋποθέτει την αναφορά των κρίσιμων για την θεμελίωση του αναφερόμενου εγκλήματος περιστατικών, που είναι, μεταξύ άλλων, και η κατά συγκεκριμένο χρόνο υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο. Ειδικότερα δε, σε σχέση με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, η αναφορά του χρόνου είναι αναγκαία, μόνον όμως όταν αυτός ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως και εμπεριστατωμένης αιτιολογίες. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2366/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από αυτή, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, εκπροσωπηθείς στη δίκη από συνήγορο, για καθυστέρηση καταβολής εισφορών στο Ταμείο Ασφάλισης Επαγγελματιών και βιοτεχνών (ΤΕΒΕ), σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ΄ είδος αναφέρει, αποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ότι ο κατηγορούμενος στην Αθήνα, ενώ ασκεί το επάγγελμά του ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ και διατηρεί κατάστημα στο όνομά του στην οδό ....., δεν κατέβαλε οφειλόμενες εισφορές στο ΤΕΒΕ, που υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας, και ήδη Κοινωνικών Υπηρεσιών. Ειδικότερα "....κατά το χρονικό διάστημα από 12/98 έως 2/01.....στην Αθήνα, ενώ διατηρούσε επιχείρηση γραφικών τεχνών επί της οδού ..... και είχε νομική υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτόν μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών στο ταμείο Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος, δεν κατέβαλε αυτές μέσα σε ένα μήνα, αφότου έγιναν απαιτητές και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε ποσό που ανερχόταν σε 4881 ευρώ ......". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κρίθηκε ένοχος της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως (με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ), η οποία, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 του ΠΚ και του άρθρου 1 παρ.1 του ΑΝ 86/67, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1,2,4,5 του Ν. 6364/1934 και άρθ.1 του Ν. 1027/1980 και 13,15 της 12566/1940Απόφαση του Υπ. Εργασίας και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, ενώ παράλληλα το Δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για τις αυτές πράξεις, που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1/1998 έως 11/1998. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, αναφέρει μεν την ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως επαγγελματία, που διατηρεί στο όνομά του επαγγελματική στέγη ( κατάστημα) στην οδό .....του Δήμου ...., πλην όμως δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε σχέση με το χρόνο τέλεσης της πιο πάνω πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε, αφού δεν αναφέρεται, ο ακριβής χρόνος τέλεσης κάθε μερικότερης πράξεως, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση έχει επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής. Ειδικότερα, στα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό αναφέρεται ότι οι ασφαλιστικές εισφορές ανάγονται στο διάστημα από 12/98 έως 2/01, χωρίς όμως ειδικότερη αναφορά του κατά μήνα καταβλητέου ποσού των ασφαλιστικών εισφορών, ενόψει και του γεγονότος ότι ανακύπτει θέμα μερικής παραγραφής (δεδομένου ότι οι μη προσδιοριζόμενες εισφορές του Δεκεμβρίου 1998 και μέχρι 15/1/1999 είχαν παραγραφεί κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στις 15/1/2007). Επομένως, ο συναφής, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια της απόφασης, η ελλιπής, δηλαδή, κατά τα ανωτέρω, αιτιολογία της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2366/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στοακροατήριο του στις 31 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών εισφορών ΤΕΒΕ. Χρόνος που επιδρά στην παραγραφή. Στοιχεία εγκλήματος. Πότε είναι αιτιολογημένη η σχετική απόφαση. Αναιρεί η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών για ελλιπή αιτιολογία. Δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος τέλεσης των επί μέρους πράξεων, ο οποίος επί του προκειμένου έχει επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Χρόνος τέλεσης πράξης.
0
Αριθμός 1946/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Στρουγγάρη, για αναίρεση της 2367/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 447/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός,αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών τουλάχιστον μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές τωνεργαζόμενων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται γιαυπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του α. ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του αν. ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, προσφέρουν την εργασία τους. Ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, απόφασης, για καθυστέρηση, δηλαδή, καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών εργοδότη, που απασχολεί προσωπικό, προς υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας ασφαλιστικούς οργανισμούς ή ειδικούς λογαριασμούς, προϋποθέτει την αναφορά των κρίσιμων για την θεμελίωση των αναφερόμενων δύο εγκλημάτων περιστατικών, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση προσωπικού ασφαλισμένου, σε υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας ασφαλιστικούς οργανισμούς με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ίδρυμα, ως εργοδοτικές ήεργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε. Επί νομικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη, εκ της ασκήσεως επιχείρησης, πρέπει να προσδιορίζεται και η μορφή του νομικού προσώπου, και, αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής μορφή, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει" η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του, για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορούμενου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρικής επιχείρησης. Ειδικότερα δε, σε σχέση με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, η αναφορά του είναι αναγκαία, μόνον όμως όταν αυτός ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2367/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από αυτή, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, εκπροσωπηθείς στη δίκη από συνήγορο, για καθυστέρηση καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο Ταμείο Ασφαλίσεως Τεχνικών Τύπου Αθήνας (ΤΑΤΤΑ), σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται μεταξύ άλλων, στο μεν σκεπτικό, ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/1998 έως 12/1999, "... στην Αθήνα ενώ διατηρούσε επιχείρηση με την επωνυμία "ΚΑΛΑΜΑΣ ΑΕΕ" στην οδό Αλεξάνδρου 56, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και απασχολούσε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα προσωπικό ασφαλισμένο στο Ταμείο Ασφαλίσεως Τεχνιτών Τύπου Αθηνών και όφειλε για την ασφάλισή τους να καταβάλει στο Ταμείο εισφορές, μέσα σε 30 ημέρες από το τέλος του μήνα, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, αυτός δεν κατέβαλε στο ταμείο 1.500.000 δρχ, ως εργοδοτικές εισφορές και 4.825.000 δρχ ως εργατικές εισφορές....", στο δε το διατακτικό διαλαμβάνεται ότι απασχολούσε στην πιο πάνω επιχείρηση το πιο πάνω προσωπικό και δεν κατέβαλε τις προαναφερόμενες εργοδοτικές και εργατικές εισφορές, κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 1998 έως Ιανουάριο 2000 ως "εργοδότης τυγχάνων και διατηρών επιχείρηση με την επωνυμία "ΚΑΛΑΜΑΣ ΑΕΕ", χωρίς άλλη αναφορά πραγματικών περιστατικών που προσδιορίζουν τησχέση του καταδικασθέντος με την υπόχρεη εταιρία. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, το Δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή φυλάκισης. Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτό δε, γιατί δεν αναφέρονται στην αιτιολογία, μολονότι η αναφερόμενη πιο πάνω επιχείρηση αφορά εταιρική και όχι ατομική επιχείρηση και μάλιστα ανώνυμη εταιρία, όπως φαίνεται και από την επωνυμία της, πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος -κατηγορούμενου στην ανώνυμη αυτή εταιρία, η οποία κατά νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο και αναφέρεται μόνο, ότι αυτός ήταν εργοδότης και νόμιμος εκπρόσωπός της, αλλά ούτεκαι, σε σχέση με το χρόνο τέλεσης των πράξεων, ο ακριβής χρόνος τέλεσης κάθε μερικότερης πράξεως, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση έχει επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής των δύο εγκλημάτων, που φέρονται τελεσθέντα, κατά μεν το σκεπτικό, από 1/12/1998, κατά δε διατακτικό, από τον Μάρτιο του 1998 έως τον Ιανουάριο του 2000, (ενώ παράλληλα το Δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για τις αυτές πράξεις, που τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 2/1999 έως 30-11-1998). Επίσης, δεν αναφέρονται τα ποσά, που αντιστοιχούν σε κάθε μερικότερη πράξη, ούτε διαλαμβάνεται στην απόφαση, αν το ως άνω Ταμείο Ασφαλίσεως Τεχνικών Τύπου, υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας, ώστε να μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 1 παρ. 1, 2 του α.ν. 86/1967. Επομένως, ο συναφής, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια της απόφασης, η ελλιπής, δηλαδή, αιτιολογία της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2367/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 31 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών εισφορών ΤΑΤΤΑ. Μη αναφορά ιδιότητας κατηγορουμένου στην ΑΕ. Χρόνος που επιδρά στην παραγραφή. Στοιχεία εγκλήματος. Πότε είναι αιτιολογημένη η σχετική απόφαση. Δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται ο αριθμός των μισθωτών, ο χρόνος που εργάστηκε ο καθένας από αυτούς και το ύψος των αποδοχών τους. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών για ελλιπή αιτιολογία. Δεν αναφέρεται αν το Ταμείο Ασφαλίσεως Τεχνικών Τύπου Αθηνών συνιστά ασφαλιστικό οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως υπαγόμενο στο Υπουργείο Εργασίας κατά την έννοια του άρθρ. 1 του ΑΝ 86/1967. Επίσης δεν προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου στην ανώνυμη αυτή εταιρία. Δεν αρκεί η αναφορά ότι αυτός ήταν εργοδότης και νόμιμος εκπρόσωπος της. Επίσης δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος τέλεσης των επί μέρους πράξεων ο οποίος επί του προκειμένου έχει επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Χρόνος τέλεσης πράξης.
0
Αριθμός 1938/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος ..Χ1..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσάνθη Καρέλα, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 23/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31.1.2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 251/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη με αριθμό 86/23.2.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 525 παρ. 1 εδ. β΄, 527 παρ. 3, 528 παρ. 1 και 529 Κ.Π.Δ., την υπ΄αρ. πρωτ. 914/31-1-2007 αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας του ..Χ1... και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές ΄Αμφισσας, κατά της υπ΄αρ. 23/2003 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (πλημ/των) Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών για α) ψευδή καταμήνυση, β) ψευδορκία μάρτυρα και γ) συκοφαντική δυσφήμηση, με αίτημα αναστολής ποινής και εκθέτω τα εξής: Α) κατ΄ά. 525 παρ. 1 εδ. β΄ Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις: 1)..... 2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα - άγνωστα στους δικαστές που τον δίκασαν - γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Επίσης κατ΄ά. 527 παρ. 3 Κ.Π.Δ., "Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, και υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο, και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας, στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση, οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα? κατόπιν εισάγει την αίτηση στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, όπου υπηρετεί". Εξάλλου, κατ΄ά. 528 παρ. 1 ιδίου Κώδικα, "Αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επανάληψης είναι, κατά τις διακρίσεις της παραγρ. 3 του άρθρου 527, το συμβούλιο εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης? αν δεχτεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση και αν κρίνει ότι η επανάληψη στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο και στην περίπτωση του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 4 σε άλλο δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανωτέρω από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση" (εδ. α). Τέλος, κατ΄ά. 529 Κ.Π.Δ., "Μόλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο, που είναι αρμόδιο να την κρίνει, αποφασίζει μέσα σε τρεις μέρες, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο καταδικασμένος". Β) Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγονται τα εξής: α) καταρχήν η ανωτέρω προθεσμία των 3 ημερών δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητος (Εφετ. Θεσ/νίκης 197/91, Αρμενόπ. 1992/180), αλλά αποτελεί υπόδειξη προς το δικαστή για επίσπευση, ιδίως αν προκύπτει η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων επαναλήψεως της διαδικασίας, διότι αλλιώς, αν δηλ. τα "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" δεν καθιστούν πρόδηλη την αθωότητα του αιτούντος, δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής εκτελέσεως της ποινής (ΑΠ 6/85, 134/60, 360 και 361/57? πρβλ. και Α.Π. 79/85 και 647/71). β) Νέες αποδείξεις, κατά τη νομολογία, είναι εκείνες που δεν έχουν υποβληθεί στο καταδικάσαν δικαστήριο (ΑΠ 319/92, 919/90, 1147/91, 1154/91, 871 και 1597/88, 60/88, 11 και 395/85, 607 και 717/86, 181 και 918/84, 1331 και 1378/83, 554 και 701/82), καθώς και εκείνες που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα (Α.Π. 201/90, ΝοΒ 38/331, όπου και εισαγγελ. πρότ., Α.Π. 1040/84, 1213/85, 1703/89). Εάν λοιπόν υποβλήθηκαν ρητώς ή εμμέσως, πλην σαφώς και απορρίφθηκαν από το δικαστήριο, έστω και κατ΄εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι νέες αποδείξεις κατά την έννοια του νόμου (Α.Π. 322/82, Α.Π. 1061/90). γ) Τα νέα έγγραφα ή οι νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε, π.χ. καταθέσεις νέων μαρτύρων, έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά και γενικά κάθε αποδεικτικό στοιχείο νέο (ΑΠ 1 και 871/88, 1539/87, 1597/88, 819/89, 919 και 1061/90, 60/88, 603 και 918/84, 1967/84, 607/86, 519, 1228 και 1743/90, 100 και 1147/91, 319/92). δ) Δεν αρκεί όμως η αποκάλυψη νέων αγνώστων στους δικάσαντες δικαστές γεγονότων ή αποδείξεων, αλλά απαιτείται επιπλέον τα νέα αυτά στοιχεία να κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε ή είναι τελείως αθώος (Α.Π. 148 και 736/77, Π.Χ. ΚΖ/566 και ΚΗ/44, Α.Π. 323/53, Π.Χ. Γ/505). ε) Τέλος, αν η καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο, αρμόδιο ν΄αποφασίσει επί της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας είναι το συμβούλιο του Αρείου Πάγου (ά. 528 παρ. 1, 527 παρ. 3 ΚΠΔ), η δε ως άνω απόφαση, κατά της οποίας στρέφεται, είναι ήδη αμετάκλητη, διότι έχει απορριφθεί με την υπ΄αρ. 208/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου η από 13-1-2003 αίτηση του αιτούντος την αναίρεση της υπ΄αρ. 23/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (πλημ/των) Θεσσαλονίκης. Γ) Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών προσάπτει διάφορες αιτιάσεις στην ως άνω απόφαση, την οποία θεωρεί άδικη εις βάρος του, ζητώντας "νέα σε βάθος έρευνα για την ανακάλυψη της αλήθειας και την απονομή δικαιοσύνης", χωρίς όμως να επικαλείται κανένα συγκεκριμένο λόγο από αυτούς που ρητώς αναγράφονται στο α΄ 525 ΚΠΔ και ιδίως στον αρ. 2, που -όπως προαναφέρθηκε- αφορά την αποκάλυψη "νέων γεγονότων ή αποδείξεων, αγνώστων στους δικαστές που τον καταδίκασαν". Αντιθέτως στο εκ 16 περίπου σελίδων περιεχόμενο της υπό κρίση αίτησής του περιλαμβάνονται παράπονα και καταγγελίες του αιτούντος, ποινικής και μη μορφής, για τις οποίες όμως δεν έχει αρμοδιότητα το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου (δια του παρ΄αυτώ Εισαγγελέως), όπως ο ίδιος ζητεί (με την αόριστη επίκληση των άρθρ. 525-529 ΚΠΔ), αλλά ο αρμόδιος Εισαγγελέας (στον οποίο διαβιβάσθηκε, με την υπ΄αρ. πρωτ. 399/14-2-2007 παραγγελία μας, αντίγραφο της παρούσας για τις κατά νόμο ενέργειές του). Δ) Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων και εφόσον δεν διατυπώνεται κανένας λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επανάληψη της διαδικασίας προς όφελος του καταδικασθέντος, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη κατά την προαναφερθείσα διάταξη του ά. 527 παρ. 3 ΚΠΔ, ν΄απορριφθεί το αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να επιβληθούν εις βάρος του τα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΛΟΓΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Ν΄απορριφθεί η υπ΄αρ. πρωτ. 914/31-1-2007 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του ...Χ1..., κατά της υπ΄αρ. 23/2003 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (πλημ/των) Θεσσαλονίκης. 2) Ν΄απορριφθεί επίσης το σχετικό αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής του και 3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αιτούντος. Αθήνα, 16 Φεβρουαρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης Αφού άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του ΚΠΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστε στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγουμένης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 παρ. 3 ΚΠΔ, η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, ζητείται η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 23/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την οποία επιβλήθηκε στον αιτούντα συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών για α) ψευδή καταμήνυση, β) ψευδορκία μάρτυρα και γ) συκοφαντική δυσφήμηση, με συναφές αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Με την αίτησή του αυτή, ο αιτών, ο οποίος, σημειωτέον, όπως προκύπτει από το συνημμένο στη δικογραφία αποφυλακιστήριο, που υπογράφει ο Διευθυντής των Δικαστικών Φυλακών Άμφισσας, έχει ήδη αποφυλακιστεί, προσάπτει διάφορες αιτιάσεις στη ρηθείσα απόφαση, την οποία θεωρεί εντελώς άδικη σε βάρος του και ζητεί "νέα σε βάθος έρευνα, για την ανακάλυψη της αλήθειας και την απονομή δικαιοσύνης", χωρίς, όμως, να επικαλείται κανένα λόγο από αυτούς που περιλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 525 ΚΠΔ και ειδικότερα στον αριθμό 2 αυτής, αναφορικά με την ανακάλυψη νέων γεγονότων ή αποδείξεων αγνώστων στους δικαστές, που εξέδωσαν την προαναφερθείσα σε βάρος του καταδικαστική απόφαση. Το όλο περιεχόμενο της αιτήσεώς του, πέραν της αναφερθείσας επιθυμίας για νέα σε βάθος έρευνα ......... κλπ, περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο παράπονα και καταγγελίες του αιτούντος σε βάρος διαφόρων ατόμων, για φερόμενες, ως τελεσθείσες, αξιόποινες πράξεις των τελευταίων, τα οποία, όμως, δεν συνιστούν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί ο έλεγχος του παρόντος Συμβουλίου, αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα της προαναφερθείσας αίτησης. Ενόψει όλων αυτών, η υπό κρίση αίτηση, είναι απαράδεκτη και πρέπει, ως τέτοια, να απορριφθεί στο σύνολό της, να καταδικαστεί δε ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Όσον αφορά το αίτημα περί αναστολής εκτέλεσης της ποινής, αυτό είναι άνευ αντικειμένου, αφού η αναστολή αυτή, κατ' άρθρο 529 ΚΠΔ, διαρκεί μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύριας αίτησης, με την παρούσα δε απόφαση, που είναι οριστική, απορρίπτεται η εν λόγω (κύρια) αίτηση, πέρα από το ότι ο αιτών έχει ήδη αποφυλακιστεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 914/31.1.2007 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του ...Χ1..., κατά της υπ' αριθ. 23/2003 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχεται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη της διαδικασίας. Απορρίπτεται η αίτηση επανάληψης ως απαράδεκτη, λόγω μη αναφοράς νέων γεγονότων ή αποδείξεων, κατά την έννοια του άρθρου 525 παρ. 1 εδ. 2 Κ.Π.Δ.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 1932/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) .... , 2) .... , 3) ..., και 4) ...., που δεν παραστάθηκαν στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 935/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 16 Απριλίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 667/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου με αριθμό 221/4.6.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 513 § ια Κ.Π.Δ., τις υπ΄αριθμ. 3,2,4 και 5/16-4-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων ..... , .... , .... και ..... , κατά του υπ΄αριθ. 935/21-3-2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 482 § § 1 και 2 Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 § 1 του Ν.3160/2003: 1. "Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του" και 2. "Αν το συμβούλιο εφετών επιλήφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 317, κατά του βουλεύματος που εκδίδεται από αυτό μπορεί να ασκηθεί αναίρεση μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 1". Εξάλλου κατά το άρθρο 513 § 1 α Κ.Π.Δ. "Αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και μπορεί να καταδικάσει εκείνον που την ασκεί σε χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ". Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν με το προσβαλλόμενο βούλευμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις: α) της ψευδούς καταμήνυσης και β) της ψευδορκίας μάρτυρα ο πρώτος, γ) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή καταμήνυση και δ) της ψευδορκίας μάρτυρα οι λοιποί και ακόμη ε) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα ο τέταρτος (άρθρα 229 § 1, 224 § 1 και 2, 94 § 1 και 46 § ια Π.Κ.). Επειδή οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν να δικασθούν με το προσβαλλόμενο βούλευμα για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και όχι κακουργήματος όπως απαιτεί η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 482 του Κ.Π.Δ. και συνεπώς δεν προβλέπεται το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά του βουλεύματος αυτού, πρέπει, κατ΄εφαρμογή της διατάξεως αυτής και εκείνων των άρθρων 476 § 1 και 513 § ια Κ.Π.Δ., να κηρυχθούν απαράδεκτες οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1, 583 § 1, και 513 § ι εδ. α΄ Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να κηρυχθούν απαράδεκτες οι υπ΄αριθ. 3,2,4 και 5/16-4-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων ...., ....., ...... και ...... , κατά του υπ΄αριθμ. 935/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος των αναιρεσειόντων. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 482 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ.1 του Ν. 3160/2003, προκύπτει ότι, από 30-6-2003, χρόνο ενάρξεως ισχύος του ως άνω νόμου, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση μόνο κατά του βουλεύματος εκείνου, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα ή παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Κατά συνέπεια από την 30η Ιουνίου 2003, δεν επιτρέπεται πλέον η άσκηση αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο, κατά του βουλεύματος που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για πλημμέλημα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 18 του Π.Κ, πλημμέλημα είναι κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 18 του Ν. 2408/1996, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται. Στην προκείμενη περίπτωση, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως στρέφονται κατά του υπ' αριθμό 935/21-3-2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για πλημμελήματα), λόγω της ιδιότητας του πρώτου αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, ως δικαστικού λειτουργού, Εφέτη των Διοικητικών Δικαστηρίων (άρθρο 111 παρ.7 του Κ.Ποιν.Δ) και λόγω συνάφειας ως προς τους λοιπούς, (άρθρα 128, 129 του ίδιου Κώδικα), προκειμένου να δικαστούν, ο μεν πρώτος από αυτούς για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα (άρθρα 229 και 224 του Π.Κ) και οι λοιποί δεύτερος, τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα(άρθρα 46, 229 και 224 του Π.Κ), επιπρόσθετα δε ο τελευταίος των κατηγορουμένων και για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα( άρθρα 46 και 224 του ίδιου Κώδικα). Οι πράξεις όμως αυτές τιμωρούνται, σύμφωνα με τις παραπάνω ποινικές διατάξεις, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και φέρουν το χαρακτήρα πλημμελήματος. Επομένως οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, που ασκήθηκαν εναντίον βουλεύματος, με το οποίο παραπέμπονται αυτοί για πλημμεληματικές πράξεις, είναι απαράδεκτες. Μετά ταύτα και την ειδοποίηση του αντικλήτου των αναιρεσειόντων κατά την επί του φακέλου επισημείωση, από τον αρμόδιο γραμματέα κα τη μη εμφάνισή του, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν ως απαράδεκτες και να καταδικαστεί ο καθένας από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα( άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ' αριθμό 2/16-4-2007, 3/16-4-2007, 4/16-4-2007 και 5/16-4-2007 αιτήσεις των α) ...., β) ...., γ) ..... και δ) ..... , για αναίρεση του υπ' αριθμό 935/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον καθένα αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρέσεως απαράδεκτο. Απαράδεκτη η άσκηση ανιρέσεως κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για πλημέλημα.
Βούλευμα παραπεμπτικό
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1931/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον X1 και εγκαλούμενη την ....X2.... Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 29-3-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 798/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 269/28-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Συμβούλιο σας, μαζί με την σχετική δικογραφία, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 137 § 1 περ. γ΄ Κ.Π.Δ., την με αριθ. πρωτ. 339/29-3-2007 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, με την οποίαν επιδιώκεται η παραπομπή της υπόθεσης που περιγράφεται στην από 1-8-2005 έγκληση του X1 κατά της X2, αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, από το κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ., αρμόδιο δικαστήριο εις άλλο ισόβαθμο και ομοειδές και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Σύμφωνα με την διάταξη του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 136 Κ.Π.Δ., παραπομπή από το κατά τα άρθρα 122-125 αρμόδιο Δικαστήριο σε άλλο Δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές, διατάσσεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν ο εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός Λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου (Πρωτοδικών ή Εισαγγελικού) και πάνω, που υπηρετεί στο κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο δικαστήριο. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, παραπομπή διατάσσεται όχι μόνον κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, στην οποία περιλαμβάνεται και το στάδιο άσκησης της ποινικής διώξεως, αφού και εις αυτό συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, της εξασφάλισης δηλαδή της απόλυτης ανεξαρτησίας κρίσης του δικαστικού Λειτουργού και αποκλεισμού κάθε υπόνοιας, εξαιτίας της συνυπηρέτησης στο ίδιο Δικαστήριο (βλ. Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. έκδ. Β΄ Τόμ. Α΄ σελ. 199-200, Ζησιάδου Ποιν. Δικαίου έκδ. Γ΄ Τόμ. Α΄ (1976) σελ. 657). Αταλάντευτα σύμφωνη και η νομολογία (Α.Π. 608/96 Ποιν. Χρ. ΜΖ΄ σελ. 961, ΑΠ 430/1984 Ποιν. Χρον. ΛΔ΄ σελ. 879). Είναι δε φανερό ότι, όταν η παραπομπή ζητείται στο παραπάνω στάδιο (της άσκησης δηλ. της ποιν. διώξεως), πρέπει να εννοηθεί ως παραπομπή όχι σε άλλο (ισόβαθμό και ομοειδές) δικαστήριο στην κυριολεξία, αλλά στον Εισαγγελέα και τις λοιπές ανακριτικές αρχές που διατελούν σε τέτοιο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο και εύλογα, αφού ποινική δίωξη δεν έχει ασκηθεί ακόμη (πρβλ. και Γνωμ. Εισαγ. Α.Π. 988/1959 Ποιν. Χρον. Θ΄ σελ. 356). Επομένως αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται εις το Δικαστήριον σας (εν Συμβουλίω) η υπό κρίσιν αίτησις του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι με αφορμή την από 1-8-2005 έγκληση του X1, εις βάρος της εγκαλουμένης X2, Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, εξεδόθη η υπ' αριθ. 653/2006 Διάταξις του Εισαγγελέως Πρωτοδικών δια της οποίας απερρίφθη, κατ' άρθρ. 47 Κ.Π.Δ., ως ουσιαστικώς αβάσιμη η προδιαληφθείσα έγκλησις. ΄Ηδη ο εγκαλών, κατά της ως άνω απορριπτικής Διατάξεως, ήσκησε ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως την υπ' αριθ. 1/3-1-2007 προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, όπου υπηρετεί νυν η εγκαλουμένη υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητά της, προκειμένου να αποφανθεί περί της βασιμότητος της εν λόγω προσφυγής. Συνακόλουθα και εν όψει του ότι η παραπάνω Αντεισαγγελέας Εφετών (..X2...) προσέλαβε την ιδιότητα της κατηγορουμένης (άρθρ. 72 Κ.Π.Δ.), η δε υπόθεση, λόγω του τόπου τελέσεως και της κατοικίας της μηνυομένης, κατ' άρθρ. 111 § 7, 119 § 1 και 122 § 1 Κ.Π.Δ., υπάγεται (στη φάση αυτή) και εν όψει του ότι υπηρετεί εις το αυτό ως άνω Δικαστήριο, στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 136 στοιχ. ε΄ και 137 στοιχ. γ΄ Κ.Π.Δ., ζητείται από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς η κατά το στάδιο τούτο της προδικασίας παραπομπή της υπόθεσης εις τον Εισαγγελέα Εφετών άλλης περιφερείας. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή της παραπάνω αίτησις και, ως κατ' ουσίαν βασίμου, να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης εις τον Εισαγγελέα Εφετών του Εφετείου Ναυπλίου, για να ενεργηθεί ό,τι από τον νόμο (άρθρ. 48, 43 § 2 Κ.Π.Δ.) κατά το στάδιο τούτο και το μετ' αυτό, επιβάλλεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να διαταχθεί η παραπομπή εις τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου της ποινικής υπόθεσης, που περιγράφεται στην υπ' αριθ. πρωτ: 339/29-3-2007 αναφορά του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, εις βάρος της Αντεισαγγελέως Εφετών .... X2.... Αθήναι τη 22 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 136 στ. ε΄ του Κ.ΠοινΔ., όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα, διατάσσεται η παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διατάξεως, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο ίδιο αρμόδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά την κύρια διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και αυτού της διενέργειας προκαταρτικής εξετάσεως. Σύμφωνα δε με το άρθρο 137 του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην πιο πάνω περίπτωση, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι' αυτή το Συμβούλιο Εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και σε κάθε άλλη περίπτωση ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 48 ΚΠΔ, την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠΔ) εξετάζει και κρίνει ο Εισαγγελέας Εφετών. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι, με αφορμή την, από 1 Αυγούστου 2005, έγκληση του ..X1..., σε βάρος της εγκαλούμενης ..X2.., Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιά, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 363-362 Π.Κ.) εκδόθηκε η με αριθμό 653/11-10-2006 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η έγκλησή του, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Κ.Π.Δ. Κατά της ως άνω απορριπτικής διατάξεως, ο εγκαλών άσκησε την υπ' αριθμ. 1/3-1-2007 προσφυγή του, ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου να αποφανθεί περί της βασιμότητάς της ή μη. Με το υπ' αριθμ. πρωτ. 339/29-3-2007 έγγραφό του, ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιώς, αφού βεβαιώνει ότι η άνω εγκαλούμενη δικαστική λειτουργός υπηρετεί στην Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, από 9-9-2003 έως και σήμερα, ζητεί με απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (σε συμβούλιο) να γίνει παραπομπή της υποθέσεως στις εισαγγελικές και λοιπές ανακριτικές αρχές άλλης εφετειακής περιφέρειας. Ενόψει αυτών, συντρέχει νόμιμη περίπτωση, αφού η εγκαλούμενη είναι δικαστική λειτουργός (άρθρο 136 στοιχ. ε του Κ.Ποιν.Δ.) και υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιώς να διαταχθεί η παραπομπή της υποθέσεως, θα γίνει δε αυτή όχι σε ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο, αφού κατά της εγκαλούμενης δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά στις Εισαγγελικές και Ανακριτικές Αρχές άλλου δικαστηρίου, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση και ως τέτοιες το Δικαστήριο αυτό προκρίνει εκείνες του Εφετείου και της Εισαγγελίας Εφετών Ναυπλίου. Για τους λόγους αυτούς Παραπέμπει την από 1-8-2005 έγκληση του ....X1...., σε βάρος της Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιά ...X2.., στον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, καθώς και στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Ναυπλίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας και στο στάδιο της προδικασίας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1944/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου- Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Θανόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 300/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 721/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 296/19.7.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 11-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ....., κατά της υπ΄αριθμ. 300/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 504 § 1 Κ.Π.Δ., όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρ. 370). Εξάλλου, κατά το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα, που οφείλει να ειδοποιήσει, τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες πριν να εισαχθή η υπόθεση στο δικαστήριο (συμβούλιο), τον διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή το αντίκλητό του, για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του και αφού ακούσει τους διάδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Στην προκειμένη περίπτωση, διά της ως άνω προσβαλλομένης αποφάσεως εκηρύχθη απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως του αναιρεσείοντος, κατά της υπ΄αριθμ. 2760/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ησκήθη κατά αποφάσεως κατά της οποίας δεν επιτρέπεται το ένδικο τούτο μέσο, αφού διά της αποφάσεως αυτής το δικαστήριο δεν απεφάνθη τελειωτικώς επί της κατηγορίας (άρθρ. 370 Κ.Π.Δ.) και δεν έπαυσε οριστικώς, ούτε εκήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη, υπό του νόμου δε, δεν ορίζεται ειδικώς κάτι άλλο διά την απόφαση αυτή. Κατ΄ακολουθία, πρέπει να κηρυχθή απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να κηρυχθή απαράδεκτη η από 11-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του ....., κατά της υπ΄αριθμ. 300/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 18 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει επ'αυτού συμβούλιο ή δικαστήριο (σε συμβούλιο), μετά από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές, με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά: για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής δίωξης και την κήρυξη της ως απαράδεκτης. ΄Αλλες αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να είναι δυνατή και η κατ'αυτών άσκηση αναίρεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 463 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 και 2 του Ν. 3346/2005, 2 και 114 Π.Κ. και 568 ΚΠΔ, προκύπτει ότι οι επιβληθείσες μέχρι την 17-6-2005 ποινές έως έξι μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο, ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δέκα οκτώ μήνες από 17-6-2005 σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Η κατ' έφεση δε εκδοθείσα απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση υποθέσεως, που έπρεπε να τεθεί στο αρχείο με διάταξη του αρμοδίου εισαγγελέα, λόγω συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων του Ν. 3346/05, δεν είναι "οριστική" με την προαναφερθείσα έννοια, και, συνακόλουθα, δεν συγχωρείται η άσκηση αναιρέσεως εναντίον της. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, στρέφεται κατά της 300/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 2760/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, με την οποία είχε αυτός καταδικασθεί, με τριετή αναστολή, σε ποινή φυλακίσεως τριών μηνών για παράβαση του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. 1132/1981, ποινή η οποία δεν είχε εκτιθεί μέχρι 17/6/2005 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3346/05). Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως, διότι έκρινε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η συζήτησή της, αφού συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 32 του ν. 3346/2005, για την υπό όρον παραγραφή της ποινής και η υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αναίρεση είναι απαράδεκτη (476 παρ. 1 ΚΠΔ), αφού ασκήθηκε εναντίον απόφασης για την οποία δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου. Τούτο δε, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποφάνθηκε τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής δίωξης και την κήρυξή της ως απαράδεκτης, αλλά η έφεση που ασκήθηκε κατά της 2760/2004 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας δεν συζητήθηκε, και η σχετική απόφαση έχει αρχειοθετηθεί, λόγω παραγραφής υπό όρον, σύμφωνα με το άρθρο 32 ν. 3346/2005, και μπορεί να ενεργοποιηθεί εκ νέου, αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται με την τελευταία αυτή διάταξη. Ο αποκλεισμός δε του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια, τα ένδικα μέσα μπορεί κατ' αρχήν να προβλέπονται ή όχι και να καταργούνται ή να περιορίζονται από τον κοινό εθνικό νομοθέτη σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, με σκοπό τη ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης. Μετά από αυτά, και την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να καταδικασθεί o αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ 1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 4/11-4-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του ....., κατά της 300/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη ως απαραδέκτου αναιρέσεως κατηγορουμένου κατά αποφάσεως με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση υπόθεσης που έπρεπε κατά νόμο να τεθεί στο αρχείο από τον αρμόδιο εισαγγελέα, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 32 ν. 3346/06 (παραγραφή ποινής υφόρον). Η απόφαση δεν είναι «οριστική» και συνακόλουθα δεν συγχωρείται η άσκηση αναιρέσεως. Ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, κατά της πιο πάνω αποφάσεως δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Ε.Σ.Δ.Α.
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ε.Σ.Δ.Α..
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1930/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσο - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2 περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 80/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Μαρτίου 2007 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 746/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 214/4.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τας παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, ασκηθείσας υπό των κατηγορουμένων 1) Χ2 και 2) Χ1, από 26 Μαρτίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως, κατά του υπ΄αριθμ. 80/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτομεν τα εξής: Ι. Δια του πληττομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ΄ουσίαν αι εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων κατά του υπ΄αριθμ. 1729/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη το βούλευμα τούτο, που τους παρέπεμψεν εις το ακροατήριον δια να δικασθούν δι΄απάτην κατά συναυτουργίαν και κατ΄εξακολούθησιν, εκ της οποίας το περιουσιακόν όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρον 386 παρ. 1 και 3 στοιχ. β΄ Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονούνται ήδη οι αναιρεσείοντες, προβάλλοντες τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ Κ.Π.Δ. λόγον της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας. ΙΙ. ΄Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ Κ.Π.Δ. προβλεπόμενον λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνειαν και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκρισιν ή προανάκρισιν σχετικώς με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενον αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τας οποίας έκρινεν, ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής δια την παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον (Α.Π. 572/2005 Π Λογ 2005 σελ. 521 κ.ά.). ΙΙΙ. Εκ της διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτησιν του εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστου να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομον περιουσιακόν όφελος, όχι δε και πραγματοποίησις του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράστασις ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτος απόκρυψις ή παρασιώπησις αληθών, εκ της οποίας παρεπλανήθη άλλος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, τελούσης εις αιτιώδη συνάφειαν με τας παραπλανητικάς ενεργείας ή παραλείψεις (Α.Π. 587/2006, 2415/2005 Ποιν Χρ ΝΖ΄σελ. 57, Ποιν Δικ 2006 σελ. 671 αντιστ. κ.ά.). Περαιτέρω κατά την παρ. 3 εδ. β΄ ιδίου άρθρου 386, όπως αντικατεστάθη δι΄άρθρου 14 παρ. 4 ν.1721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικόν χαρακτήρα, εάν το περιουσιακόν όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσόν των 73.000 ευρώ (Α.Π. 2415/2005 ενθ΄ανωτ. κ.ά.). IV. Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Συμβούλιον Εφετών, που εξέδωσε το πληττόμενον βούλευμα, εδέχθη κατά την ανέλεγκτον περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι καταθέσεων μαρτύρων και πολιτικώς ενάγοντος, εγγράφων της δικογραφίας, απολογιών κατηγορουμένων και υπομνημάτων αυτών, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Ιουνίου 2000 μέχρι την 18-1-2001 από κοινού ενεργώντας και κατόπιν συναπόφασης, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει τους παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος τους ως και η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (=73.000 ευρώ), και συγκεκριμένα με τον προαναφερθέντα σκοπό, έβλαψαν την περιουσία του εγκαλούντος Ψ1 παριστάνοντας εν γνώσει ψευδώς σ' αυτόν ότι η Χ1 είναι στέλεχος Υπουργείου και ασχολείται με τις επιδοτήσεις των επιχειρήσεων, ότι λόγω των γνώσεων της και της εμπειρίας της στα θέματα αυτά μπορούσε να του συντάξει οικονομοτεχνική μελέτη για ένα νέο κυλινδρόμυλο που ήθελε ο εγκαλών να εξοπλίσει, προκειμένου να τον λειτουργήσει στην ...... Βοιωτίας, ότι λόγω των πολλών γνωριμιών της με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα θα μπορούσε να μεσολαβήσει, προκειμένου να λάβει ο εγκαλών επιχορηγήσεις-επιδοτήσεις ποσού 100.000.000 δρχ. για τον καινούργιο κυλινδρόμυλο που δεν είχε θέσει ακόμα σε λειτουργία και 210.000.000 δρχ. για τον παλιό κυλινδρόμυλο, που ήδη λειτουργούσε, ότι σύντομα η μελέτη θα ήταν έτοιμη, ότι με την υποβολή της στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες θα έπαιρνε ο εγκαλών τις ανωτέρω επιδοτήσεις από τα κοινοτικά προγράμματα, ότι για να επιτευχθεί αυτό θα έπρεπε να "λαδώσει" η Χ1 τους γνωστούς, που είχε, διότι ναι μεν είχε ο εγκαλών τις προϋποθέσεις για να λάβει τις επιδοτήσεις, αλλά είχε δυσμενείς και χαμηλούς τζίρους και ότι έπρεπε να κάνουν κάποιοι τα "στραβά μάτια" για να παρακαμφθούν οι δυσκολίες και να λάβει ο εγκαλών γρήγορα τις επιδοτήσεις αυτές, ότι μεταξύ των γνωριμιών της είναι και ο πρώην Υπουργός Χ2 και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες, ότι τις επιδοτήσεις θα τις έπαιρνε σε δύο δόσεις, ότι έπρεπε ο εγκαλών να καταβάλει κάποια ποσά για "λάδωμα", ότι ήταν εύκολο να βρει αρκετά χρήματα ως δάνειο μέσω leasing από την Α.Τ.Ε., όπου η Χ1 είχε πολλές γνωριμίες, ότι μέσω των μηχανημάτων που ο εγκαλών είχε ήδη προμηθευτεί για τη λειτουργία του νέου κυλινδρόμυλου και κάποιων παλαιών μηχανημάτων που είχε στον παλιό κυλινδρόμυλο, θα αγόραζε αυτόν τον εξοπλισμό, τον οποίο θα τον χρηματοδοτούσε με leasing η ΑΤΕ και έτσι θα έπαιρνε έμμεσο δάνειο αρκετά χρήματα και θα είχε να της δώσει να πληρώσει τα ανωτέρω στελέχη, ότι κάποια χρήματα (150.000 δρχ.) από το δάνειο που αυτός θα έπαιρνε θα έπρεπε να τα δώσει σε κάποιον υπάλληλο της ΑΤΕ leasing, για να προωθήσει το θέμα της εκταμίευσης του δανείου και κάποια άλλα χρήματα (135.000 δρχ.) απαιτούντο για έξοδα λήψης του δανείου και μάλιστα η Χ1 εντός του χρονικού διαστήματος από τον Σεπτέμβριο του 2000 μέχρι τον Νοέμβριο του 2000, προκειμένου να πείσει τον εγκαλούντα ότι όλα έβαιναν καλώς, εμφανίσθηκε στις επιχειρήσεις του εγκαλούντος στους κυλινδρόμυλους μαζί με τον Γ1, τον οποίο τον συνέστησε ως ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου και εκτιμητή, ο οποίος μάλιστα κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο, που έφερε κρατικές πινακίδες και μια άλλη κυρία αγνώστων στοιχείων ταυτότητας και διαβεβαίωναν τον εγκαλούντα ότι ήταν ανώτερο κυβερνητικό στέλεχος σε Υπουργείο, και έτσι έπεισαν τον εγκαλούντα: Α) να καταβάλει: 1) στην Χ1: την υπ'αριθμ. ...... επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 500.000 δρχ., με ημερομηνία πληρωμής ......, την υπ'αριθμ. ....... επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 500.000 δρχ. με ημερομηνία πληρωμής ...... και την υπ'αριθμ. ....... επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 190.000 δρχ., με ημερομηνία πληρωμής ....., και σε μετρητά την ....... 500.000 δρχ. και την ....... 400.000 δρχ., 2) στον Χ2: Την ...... 200.000 δρχ. σε μετρητά και την ....... 200.000 δρχ. σε μετρητά, Β) να εγχειρίσει στην Χ1 μια επιταγή της Τράπεζας Εργασίας του πελάτη του Β1, ποσού 1.000.000 δρχ. με ημερομηνία πληρωμής ......., την υπ'αριθμ. ...... λευκή επιταγή της Ε.Τ.Ε., την οποία η τελευταία συμπλήρωσε με ποσό 7.500.000 δρχ. και ημερομηνία ......, την υπ'αριθμ. ....... λευκή επιταγή της ΕΤΕ, την οποία η τελευταία συμπλήρωσε με ποσό 1.000.000 δρχ. και ημερομηνία πληρωμής ......., και την υπ'αριθμ. ...... λευκή επιταγή της ΕΤΕ, την οποία η τελευταία συμπλήρωσε με ποσό 2.731.200 δρχ. Γ) να υπογράψει την ....... για λογαριασμό της εταιρίας "..........ΟΕ" την υπ'αριθμ. ......... σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, με την οποία θα ελάμβανε έμμεσο δάνειο συνολικού ποσού 52.614.888 δρχ. και να καταβάλει στην Χ1: α) την ........ 150.000 δρχ. (αρ. εμβάσματος ......), β) την ....... 135.000 δρχ., για δωροδοκία υπαλλήλου της ΑΤΕ, από την οποία θα έπαιρνε το δάνειο και έξοδα δανείου αντίστοιχα, γ) την ........ 9.000.000 δρχ., ποσό που ο εγκαλών της κατέβαλε αμέσως μετά την εκταμίευση της πρώτης δόσης του δανείου, δ) την ........ 200.000 δρχ., την ...... 50.000 δρχ. και την ......... 325.000 δρχ., για δωροδοκία υπαλλήλων της Α.Τ.Ε. για προώθηση του δανείου του, ε) την ........ 15.000.000 δρχ., ποσό που ο εγκαλών της κατέβαλε μετά την εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου του και στ) την ........ 10.430.000 δρχ., ποσό που της κατέβαλε μετά την εκταμίευση της τελευταίας δόσης του δανείου του. Όμως, οι κατηγορούμενοι γνώριζαν την αναλήθεια όλων των ανωτέρω, που παρέστησαν στον εγκαλούντα, ότι η Χ1 δεν ήταν στέλεχος Υπουργείου, ότι δεν ασχολείτο με τις επιδοτήσεις των επιχειρήσεων, ότι δεν είχε γνώση και εμπειρία στα θέματα αυτά, ότι δεν μπορούσε να συντάξει οικονομοτεχνική μελέτη για τον κυλινδρόμυλο, που ήθελε ο εγκαλών να εξοπλίσει και να λειτουργήσει στην ....... Βοιωτίας, ότι ο εγκαλών δεν εδικαιούτο επιδοτήσεων ότι η Χ1 δεν ηδύνατο να μεσολαβήσει μέσω γνωριμιών της με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, για να λάβει ο εγκαλών επιχορηγήσεις-επιδοτήσεις ύψους 310.000.000 δρχ., αλλά είχαν σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος και έβλαψαν έτσι την περιουσία του εγκαλούντος κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, αποσπώντας του χρήματα και επιταγές, και το συνολικό όφελος τους ως και η προξενηθείσα στον εγκαλούντα ζημία που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και ανέρχονται στο ποσό των 146.503,89 ευρώ (=49.921.200 δρχ.), απέβλεψαν δε με τις παραπάνω μερικότερες πράξεις τους να προσπορίσουν στον εαυτό τους το ανωτέρω χρηματικό ποσό με αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντος. V. Mε αυτά που εδέχθη το Συμβούλιον Εφετών διέλαβεν εις το πληττόμενον βούλευμα την απαιτουμένην ειδικήν και εμπεριστατωμένην αιτιολογίαν δια το προαναφερθέν έγκλημα, αφού εκθέτει εις το εν λόγω βούλευμά του, με πληρότητα, σαφήνειαν και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκρισιν, σχετικώς με την ανωτέρω αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τας σκέψεις με τας οποίας έκρινεν, ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής δια την παραπομπήν των κατηγορουμένων εις το ακροατήριον. Ειδικώτερον α) εκτίθεται η συναυτουργική τέλεσις υπό του αναιρεσείοντος Χ2, της εν γνώσει των παραστάσεως προς τον εγκαλούντα των προαναφερθέντων ψευδών γεγονότων ως αληθών και β) δεν απητείτο να αναφερθή, εάν τα χρηματικά ποσά των ανωτέρω επιταγών, που εξεδόθησαν υπό του εγκαλούντος, επληρώθησαν εις τους κατηγορουμένους υπό των πληρωτριών Τραπεζών, δεδομένου ότι η επιταγή αποτελεί μέσον πληρωμής (Ν. Δελούκα, Αξιόγραφα έκδ. 3η, σελ. 229) και είναι αβάσιμοι αι σχετικαί αιτιάσεις των αναιρεσειόντων. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατ΄ακολουθίαν αυτών πρέπει να απορριφθούν αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να απορριφθούν αι από 26 Μαρτίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2 και 2) Χ1 , κατά του υπ΄αριθμ. 80/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ. Να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. Αθήνα 6 Μαΐου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΑνδρέας Ι. Ζύγουρας Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες 86/ 26-3-2007 και 85/26-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 και 2) Χ2, αντίστοιχα, στρεφόμενες κατά του 80/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις αυτών κατά του 1729/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικυρώθηκε το βούλευμα αυτό, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο για να δικασθούν για απάτη κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1 και 3 στοιχ. β' Π.Κ), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι΄αυτό και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς και να γίνουν τυπικά δεκτές. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Περαιτέρω, μετά την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και στην περίπτωση κατά την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ ( 73.000 ευρώ). Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει, ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων και πολιτικώς ενάγοντος, έγγραφα της δικογραφίας, απολογίες κατηγορουμένων και υπομνήματα αυτών), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι, στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Ιουνίου 2000 μέχρι την 18-1-2001, από κοινού ενεργώντας και κατόπιν συναπόφασης, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει τους παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος τους ως και η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (=73.000 ευρώ), και συγκεκριμένα με τον προαναφερθέντα σκοπό, έβλαψαν την περιουσία του εγκαλούντος Ψ1, παριστάνοντας εν γνώσει ψευδώς σ' αυτόν ότι, η Χ1 είναι στέλεχος Υπουργείου και ασχολείται με τις επιδοτήσεις των επιχειρήσεων, ότι, λόγω των γνώσεών της και της εμπειρίας της στα θέματα αυτά, μπορούσε να του συντάξει οικονομοτεχνική μελέτη για ένα νέο κυλινδρόμυλο που ήθελε ο εγκαλών να εξοπλίσει, προκειμένου να τον λειτουργήσει στην ........ Βοιωτίας, ότι, λόγω των πολλών γνωριμιών της με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, θα μπορούσε να μεσολαβήσει, προκειμένου να λάβει ο εγκαλών επιχορηγήσεις-επιδοτήσεις ποσού 100.000.000 δρχ. για τον καινούργιο κυλινδρόμυλο που δεν είχε θέσει ακόμα σε λειτουργία και 210.000.000 δρχ. για τον παλιό κυλινδρόμυλο, που ήδη λειτουργούσε, ότι σύντομα η μελέτη θα ήταν έτοιμη, ότι, με την υποβολή της στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, θα έπαιρνε ο εγκαλών τις ανωτέρω επιδοτήσεις από τα κοινοτικά προγράμματα, ότι για να επιτευχθεί αυτό θα έπρεπε να "λαδώσει" η Χ1 τους γνωστούς, που είχε, διότι ναι μεν είχε ο εγκαλών τις προϋποθέσεις για να λάβει τις επιδοτήσεις, αλλά είχε δυσμενείς και χαμηλούς τζίρους και ότι έπρεπε να κάνουν κάποιοι τα "στραβά μάτια" για να παρακαμφθούν οι δυσκολίες και να λάβει ο εγκαλών γρήγορα τις επιδοτήσεις αυτές, ότι μεταξύ των γνωριμιών της είναι και ο πρώην Υπουργός Χ2 και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες, ότι τις επιδοτήσεις θα τις έπαιρνε σε δύο δόσεις, ότι έπρεπε ο εγκαλών να καταβάλει κάποια ποσά για "λάδωμα", ότι ήταν εύκολο να βρει αρκετά χρήματα ως δάνειο μέσω leasing από την Α.Τ.Ε., όπου η Χ1 είχε πολλές γνωριμίες, ότι, μέσω των μηχανημάτων που ο εγκαλών είχε ήδη προμηθευτεί για τη λειτουργία του νέου κυλινδρόμυλου και κάποιων παλαιών μηχανημάτων που είχε στον παλιό κυλινδρόμυλο, θα αγόραζε αυτόν τον εξοπλισμό, τον οποίο θα τον χρηματοδοτούσε με leasing η ΑΤΕ και έτσι θα έπαιρνε έμμεσο δάνειο αρκετά χρήματα και θα είχε να της δώσει να πληρώσει τα ανωτέρω στελέχη, ότι κάποια χρήματα (150.000 δρχ.) από το δάνειο που αυτός θα έπαιρνε θα έπρεπε να τα δώσει σε κάποιον υπάλληλο της ΑΤΕ leasing, για να προωθήσει το θέμα της εκταμίευσης του δανείου και κάποια άλλα χρήματα (135.000 δρχ.) απαιτούντο για έξοδα λήψης του δανείου και μάλιστα η Χ1 εντός του χρονικού διαστήματος από τον Σεπτέμβριο του 2000 μέχρι τον Νοέμβριο του 2000, προκειμένου να πείσει τον εγκαλούντα ότι όλα έβαιναν καλώς, εμφανίσθηκε στις επιχειρήσεις του εγκαλούντος στους κυλινδρόμυλους μαζί με τον Γ1, τον οποίο τον συνέστησε ως ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου και εκτιμητή, ο οποίος μάλιστα κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο, που έφερε κρατικές πινακίδες και μια άλλη κυρία αγνώστων στοιχείων ταυτότητας και διαβεβαίωναν τον εγκαλούντα ότι ήταν ανώτερο κυβερνητικό στέλεχος σε Υπουργείο, και έτσι έπεισαν τον εγκαλούντα: Α) να καταβάλει: 1) στην Χ1: την υπ'αριθμ. ...... επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 500.000 δρχ., με ημερομηνία πληρωμής......., την υπ'αριθμ. ........ επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 500.000 δρχ. με ημερομηνία πληρωμής ....... και την υπ'αριθμ. ...... επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 190.000 δρχ., με ημερομηνία πληρωμής ......., και σε μετρητά την ...... 500.000 δρχ. και την ....... 400.000 δρχ., 2) στον Χ2: Την ...... 200.000 δρχ. σε μετρητά και την ...... 200.000 δρχ. σε μετρητά, Β) να εγχειρίσει στην Χ1 μια επιταγή της Τράπεζας Εργασίας του πελάτη του Β1, ποσού 1.000.000 δρχ. με ημερομηνία πληρωμής ......, την υπ'αριθμ. ....... λευκή επιταγή της Ε.Τ.Ε., την οποία η τελευταία συμπλήρωσε με ποσό 7.500.000 δρχ. και ημερομηνία ......., την υπ'αριθμ. ..... λευκή επιταγή της ΕΤΕ, την οποία η τελευταία συμπλήρωσε με ποσό 1.000.000 δρχ. και ημερομηνία πληρωμής ......., και την υπ'αριθμ....... λευκή επιταγή της ΕΤΕ, την οποία η τελευταία συμπλήρωσε με ποσό 2.731.200 δρχ. Γ) να υπογράψει την ...... για λογαριασμό της εταιρίας ".......... ΟΕ" την υπ'αριθμ. ........ σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, με την οποία θα ελάμβανε έμμεσο δάνειο συνολικού ποσού 52.614.888 δρχ. και να καταβάλει στην Χ1: α) την ..... 150.000 δρχ. (αρ. εμβάσματος .......), β) την ....... 135.000 δρχ., για δωροδοκία υπαλλήλου της ΑΤΕ, από την οποία θα έπαιρνε το δάνειο και έξοδα δανείου αντίστοιχα, γ) την ......... 9.000.000 δρχ., ποσό που ο εγκαλών της κατέβαλε αμέσως μετά την εκταμίευση της πρώτης δόσης του δανείου, δ) την ...... 200.000 δρχ., την ...... 50.000 δρχ. και την ........ 325.000 δρχ., για δωροδοκία υπαλλήλων της Α.Τ.Ε. για προώθηση του δανείου του, ε) την ...... 15.000.000 δρχ., ποσό που ο εγκαλών της κατέβαλε μετά την εκταμίευση της δεύτερης δόσης του δανείου του και στ) την ....... 10.430.000 δρχ., ποσό που της κατέβαλε μετά την εκταμίευση της τελευταίας δόσης του δανείου του. Όμως, οι κατηγορούμενοι γνώριζαν την αναλήθεια όλων των ανωτέρω, που παρέστησαν στον εγκαλούντα, ότι η Χ1 δεν ήταν στέλεχος Υπουργείου, ότι δεν ασχολείτο με τις επιδοτήσεις των επιχειρήσεων, ότι δεν είχε γνώση και εμπειρία στα θέματα αυτά, ότι δεν μπορούσε να συντάξει οικονομοτεχνική μελέτη για τον κυλινδρόμυλο, που ήθελε ο εγκαλών να εξοπλίσει και να λειτουργήσει στην ...... Βοιωτίας, ότι ο εγκαλών δεν εδικαιούτο επιδοτήσεων, ότι η Χ1 δεν ηδύνατο να μεσολαβήσει μέσω γνωριμιών της με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, για να λάβει ο εγκαλών επιχορηγήσεις - επιδοτήσεις ύψους 310.000.000 δρχ., αλλά είχαν σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος και έβλαψαν έτσι την περιουσία του εγκαλούντος κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, αποσπώντας του χρήματα και επιταγές, και το συνολικό όφελός τους ως και η προξενηθείσα στον εγκαλούντα ζημία, που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και ανέρχονται στο ποσό των 146.503,89 ευρώ (=49.921.200 δρχ.), απέβλεψαν δε με τις παραπάνω μερικότερες πράξεις τους να προσπορίσουν στον εαυτό τους το ανωτέρω χρηματικό ποσό με αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντος. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για να δικασθούν για απάτη κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρον 386 παρ. 1 και 3 στοιχ. β' Π.Κ, όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου 1729/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους - αναιρεσείοντες πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αξιόποινων αυτών πράξεων, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 98, και 386 παρ.1,3β του ΠΚ, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Για την πληρότητα δε της πιο πάνω αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα: 1) δεν απαιτείτο να αναφερθεί, εάν τα χρηματικά ποσά των ανωτέρω επιταγών, που εκδόθηκαν από τον εγκαλούντα, πληρώθηκαν στους κατηγορουμένους από τις πληρώτριες Τραπεζες, δεδομένου ότι η επιταγή ενσωματώνει χρηματική αξία και αποτελεί μέσο πληρωμής και, συνεπώς , είναι αβάσιμη η περί του αντιθέτου μοναδική αιτίαση της αναιρεσείουσας Χ1, 2) Οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα Χ2 αιτιάσεις, ότι "ουδόλως αιτιολογείται με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών η παραπομπή του αναιρεσείοντος για την κακουργηματική πράξη", για την οποία παραπέμπεται και ότι, "όλες οι αναφορές, που υπάρχουν στο σκεπτικό της Εισαγγελικής πρότασης περί ψευδών παραστάσεων και γεγονότων, που έπεισαν τον μηνυτή να προβεί σε χρηματικές καταβολές, είναι αποκλειστικά για την συγκατηγορουμένη του Χ2", είναι, επίσης, αβάσιμες. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ως αποδειχθέντα, όπως αυτά πιο πάνω έχουν εκτεθεί, και οι δύο κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες, από κοινού ενεργώντας και κατόπιν συναπόφασης, κατ' εξακολούθηση και με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν την περιουσία του εγκαλούντος Ψ1, παριστάνοντας εν γνώσει ψευδώς, όσα πιο πάνω λεπτομερώς αναφέρονται και, συνεπώς, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθεται με πληρότητα και σαφήνεια η συναυτουργική τέλεση και από τον αναιρεσείοντα Χ2 της πράξεως της κακουργηματικής απάτης. Επομένως, ο από τη διάταξη του άρθρου 484 στοιχ. δ ΚΠΔ μοναδικός λόγος των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις 86/26-3-2007 και 85/26-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2, και 2) Χ1, αντίστοιχα, στρεφόμενες κατά του 80/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 30 Οκτωβρίου 2007. Ο AΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογίας επάρκεια. Επί παρα-πομπής για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία και κατ’ εξακο-λούθηση, το βούλευμα έχει επαρκή αιτιολογία. Απορρίπτεται η αναίρεση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
Αριθμός 1929/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που δεν παραστάθηκε, περί συμπληρώσεως της 1079/2007 αποφάσεως του Ε' Τμήματος του Αρείου Πάγου. Το Ε' Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.6.2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1353/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 1353Π/2.8.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγουμε αίτηση για συμπλήρωση της υπ΄αριθμ. 1079/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 469 εδ. τελ. Κ.Ποιν.Δ. Ειδικώτερα με την ανωτέρω απόφασή του ο ΄Αρειος Πάγος έκανε δεκτή σχετική αίτηση αναίρεσης του Χ2 και αναίρεσε την υπ΄αριθμ. 3157/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου για αντίφαση αιτιολογικού-διατακτικού και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο αυτό δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστήριο. Με την αναιρεθείσα απόφαση είχαν καταδικαστεί για την αυτή πράξη οι Χ2 (= αναιρεσείων) και Χ1 ως ιδιοκτήτες (= για παράβαση του άρθρου του άρθρου 17 παρ. 8 ν. 1337/83 = ανέγερση αυθαιρέτου κτίσματος). Με την άνω απόφασή του ο ΄Αρειος Πάγος δεν επεξέτεινε το αναιρετικό αποτέλεσμα και για την συγκαταδικασθείσα Χ1 διότι, όπως αναφέρει, "δεν προκύπτει ότι η καταδικασθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση ως συναυτουργός Χ1 για την ίδια πιο πάνω πράξη δεν έχει ασκήσει αναίρεση". Από την αιτιολογία αυτή σαφώς καταφαίνεται ότι στην ουσία ο ΄Αρειος Πάγος παρέλειψε να επεκτείνει το αναιρετικό αποτέλεσμα? δεν απέρριψε σχετική αίτηση ή δεν αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 469 ΚΠΔ για κάποιο ουσιαστικό λόγο έτσι ώστε να ισχυριστεί κάποιος ότι με την υπό κρίση αίτηση ελέγχεται η κρίση του Αρείου Πάγου και συνεπώς δεν χωρεί αίτηση συμπλήρωσης αυτής και εφαρμογής του άρθρου 469 ΚΠΔ. ΄Αλλωστε, όντως και επί τους ουσίας συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 469 ΚΠΔ αφού η ανωτέρω καταδικασθείσα πράγματι δεν είχε ασκήσει αναίρεση (βλ. την υπ΄αριθμ. 860/21-6-2007 βεβαίωση του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου). Πρέπει λοιπόν να συμπληρωθεί η 1079/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου και να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα αυτής και υπέρ της Χ1 . Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 145 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ, όταν στην υπόθεση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν παράγουν ακυρότητα, το δικαστήριο που την εξέδωσε διατάσσει τη συμπλήρωση ή τη διόρθωσή της, εφόσον από αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της αποφάσεως και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Η διόρθωση ή συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση, ύστερα από κλήτευση των διαδίκων που εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η διορθωτική απόφαση. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 469 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του Εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεως του. Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ' αριθμό 1079/2007 απόφαση του Ε' τμήματος του Αρείου Πάγου, αναιρέθηκε, λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η υπ' αριθμό 3157/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου, το οποίο κήρυξε ενόχους τόσο τον αναιρεσείοντα Χ2 όσο και την Χ1 , η οποία δεν είχε ασκήσει αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως, με την οποία ο καθένας τους καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 30 ημερών, για παράβαση του άρθρου 17 παρ.8 του Ν. 1337/1983. Το Δικαστήριο τούτο, με την ως άνω απόφαση του, στη συνέχεια παρέπεμψε την σχετική υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε, χωρίς όμως να αποφανθεί περί του επεκτατικού αποτελέσματος, ως προς τη συναυτουργό στην ως άνω πράξη, Χ1, για το λόγο ότι, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας εκείνης, δεν προέκυπτε ότι η τελευταία είχε ασκήσει αναίρεση κατά της υπ' αριθμό 3157/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου. Πράγματι, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμό 860/21-6-2007 βεβαίωση του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται, η Χ1, δεν είχε ασκήσει αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως. Εν τούτοις, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις να συμπληρωθεί, κατά το μέρος του επεκτατικού αποτελέσματος, η υπ' αριθμό 1079/2007 απόφαση του Ε' Τμήματος του Αρείου Πάγου, ώστε το επεκτατικό αποτέλεσμά της, να καταλάβει και την εν λόγω συναυτουργό, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ασκήσει η ίδια αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συμπληρώνει την υπ' αριθ. 1079/2007 απόφαση του Ε' Τμήματος του Αρείου Πάγου. Επεκτείνει το ωφέλιμο για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση Χ2 και στη συγκατηγορουμένη του Χ1. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρέσεως επεκτατικό αποτέλεσμα. Συμπληρώνει απόφαση του Αρείου Πάγου, κατ' άρθρο 145 Κ.Π.Δ. προκειμένου να επεκταθεί, κατά το άρθρο 469 του ίδιου Κώδικα, το αποτέλεσμα και στο διάδικο εκείνο, που δεν άσκησε αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως.
Αποφάσεως διόρθωση
Αποφάσεως διόρθωση, Αναιρέσεως επεκτατικό αποτέλεσμα.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1927/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης: ......, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Δημητρέλια καθώς και η ίδια αυτοπροσώπως σαν δικηγόρος, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 464/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως καθώς και το από 15.5.2007 υπόμνημα (αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης) τα καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 504/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 197/15-5-2007 και 197α/23.5.2007, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 16-3-2007 αίτηση αναιρέσεως της ......, ως κατηγορουμένης, κατά του υπ΄αριθμ. 464/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 482 Κ.Π.Δ., ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και όταν παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον του. Στην προκειμένη περίπτωση, το δια της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσβαλλόμενο ανωτέρω βούλευμα απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσειούσης κατά του υπ΄αριθμ. 109/2006 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, δια του οποίου αυτή καλείται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, λόγω της ιδιότητός της ως δικηγόρου, να δικασθή δια το πλημμέλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως (άρθρ. 363-362 Π.Κ.), απορριφθέντος και του αιτήματός της, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της εις το Συμβούλιο, διότι επαρκώς ανεπτύχθησαν οι ισχυρισμοί της δια της προσφυγής της. Δηλαδή, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν παραπέμπει την αναιρεσείουσα δια κακούργημα, ούτε παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον της και, επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ησκήθη από πρόσωπο μη δικαιούμενο εις αυτή. Συμφώνως δε προς το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., πρέπει αυτή να απορριφθή ως απαράδεκτη και να καταδικασθή η αναιρεσείουσα εις τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 16 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως της ....., κατά του υπ' αριθμ. 464/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή η αναιρεσείουσα εις τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 12 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός "Εισάγων την από 15/16-5-2007 αίτηση της ....., περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της ενώπιον του Αρείου Πάγου "προς υποστήριξιν της αναιρέσεώς" της, εκθέτω τα εξής: Υπό της ..... ησκήθη η από 16-3-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμ. 464/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δια της υπ' αριθμ. πρωτ. 197/2007 προτάσεώς μου προτείνεται η απόρριψη αυτής ως απαραδέκτου. Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 485 § 1 και 476 § 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το αρμόδιο δικαστήριο (ως συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει αυτό απαράδεκτο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει τον διάδικο που ήσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφομένη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας. Εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι η αίτηση περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως της αιτούσης, ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την συζήτηση του απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως την οποία ήσκησε, είναι άνευ αντικειμένου και περιττή, αφού για την περίπτωση αυτή προβλέπεται η προεκτεθείσα ειδική ρύθμιση δια την εμφάνιση της αναιρεσειούσης. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 15/16-5-2007 αίτηση της ......., περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της ενώπιον του Αρείου Πάγου. Αθήναι 18 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 463 του ΚΠΔ , ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Περαιτέρω, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 482 παρ.1 του ΚΠΔ, με το άρθρο 41 παρ.1 του ν. 3160/2003, που ισχύει κατά άρθρο 61 αυτού, από 30-6-2003, "ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν "α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του". Aπό τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν υπόκειται σε αναίρεση βούλευμα του συμβουλίου εφετών, που απορρίπτει κατ' ουσίαν, κατά το άρθρο 322 παρ. 3 ίδίου Κώδικα, προσφυγή προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας, κατά της απ' ευθείας κλήσεώς του δια κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του τριμελούς εφετείου, για να δικασθεί δια πλημμέλημα. Εξάλλου, κατά ο άρθρο 476 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει επ' αυτού συμβούλιο ή δικαστήριο (σε συμβούλιο), μετά από πρόταση του εισαγγελέα και, αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα ..... , με την κρινόμενη από 16-3-2007 αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλει, ως κατηγορουμένη, το 464/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν προσφυγή της κατά του 109/2006 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, δια του οποίου αυτή καλείται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, λόγω της ιδιότητάς της ως δικηγόρου, να δικασθεί για το πλημμέλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως (αρθρ. 363-362 Π.Κ.),ενώ, παράλληλα, απορρίφθηκε το αίτημά της, περί αυτοπρόσωπης εμφάνισής της στο Συμβούλιο, διότι επαρκώς αναπτύχθηκαν οι ισχυρισμοί της με την προσφυγή της. Συνεπώς, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε κατ' ουσίαν την προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας και δεν παραπέμπει αυτήν για κακούργημα, ούτε παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον της, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, πρέπει, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, αφού ασκήθηκε κατά βουλεύματος, που δεν υπόκειται σε αναίρεση . Περαιτέρω, αναφορικά με τους προβαλλόμενους ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας και ειδικότερα ότι η μη έρευνα της αιτήσεώς της αντιβαίνει στις διατάξεις της ΕΣΔΑ( άρθρο 6 παρ.1 και 3) και του Συντάγματος, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά του προαναφερόμενου βουλεύματος του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ.1 και 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1,3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, γιατί ο κατηγορούμενος δεν στερείται του δικαιώματός του προς παροχή έννομης προστασίας, αφού, πλην άλλων, διατηρεί την άμεση δυνατότητα να προτείνει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του ενώπιον του δικαστηρίου στην κύρια διαδικασία ή κατά την άσκηση των ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Εξάλλου, το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια, τα ένδικα μέσα μπορεί κατ' αρχήν να προβλέπονται ή όχι και να καταργούνται ή να περιορίζονται από τον κοινό εθνικό νομοθέτη σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων , με σκοπό τη ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης. Συνεπώς, οι παραπάνω αντίθετοι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, είναι αβάσιμοι. Ενόψει αυτών, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επίσης πρέπει να απορριφθεί και η από 18/5/2007 αίτηση της ίδιας αναιρεσείουσας περί αυτοπρόσωπης εμφάνισής της στο Συμβούλιο, διότι η εν λόγω αίτηση στερείται αντικειμένου, αφού, κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ, η αναιρεσείουσα, όπως προαναφέρθηκε, καλείται προς τούτο σε κάθε περίπτωση ενώπιον του Αρείου Πάγου, προκειμένου να εμφανισθεί ενώπιον αυτού για να αναπτύξει τους περί του παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως ισχυρισμούς της, πράγμα το οποίο αυτή και έπραξε. Μετά από αυτά, και την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 69/ 16-3-2007 αίτηση αναιρέσεως της ...... , κατά του 464/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και την από 15/5/2007 αίτηση της ιδίας περί αυτοπρόσωπης εμφάνισής της στο Συμβούλιο. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007 και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρέσεως απαράδεκτο. Απορρίπτει ως απαράδεκτη αναίρεση κατηγορουμένου κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίφθηκε προσφυγή αυτής κατά κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών δια του οποίου αυτή καλείται να δικασθεί για το πλημμέλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, κατά του πιο πάνω βουλεύματος, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Ε.Σ.Δ.Α.
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ε.Σ.Δ.Α..
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1926/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος ....... , περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, που δεν παραστάθηκε. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1647/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 359/8.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την από 18-9-2007 αίτηση του ...... για κανονισμό αρμοδιότητος και εκθέτω τα εξής: Σε βάρος του αιτούντος διεξάγεται κυρία ανάκριση από την Ανακρίτρια Ζακύνθου, η οποία έχει καλέσει αυτόν σε απολογία για βαρύτατες κατηγορίες, όπως τοκογλυφία κατ΄εξακολούθηση, κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκβίαση κατ΄εξακολούθηση, σύσταση οργάνωσης με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κ.λ.π. Ο αιτών υποστηρίζει ότι έχει παραβιασθεί η αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας της προδικασίας. Διότι πριν ασκηθεί σε βάρος του η ποινική δίωξη, εμφανίστηκε ως ένοχος, αφού προηγήθηκε καταιγισμός αναληθών και συκοφαντικών δημοσιευμάτων για το πρόσωπό του από τον τοπικό και αθηναϊκό τύπο, ενώ λίγες ημέρες προτού απολογηθεί δημοσίευμα τοπικής εφημερίδος θεωρεί βεβαία την προφυλάκισή του, με αποτέλεσμα να εμφωλεύει άμεσος κίνδυνος να επηρεαστεί η κρίση της Ανακρίτριας, (χωρίς να αμφισβητεί την υποκειμενική της αμεροληψία) και να δημιουργείται αντικειμενικά η σφοδρή προσδοκία ότι σε περίπτωση μη προφυλακίσεώς του η Ανακρίτρια θα στηλιτευτεί με αντίστοιχα δημοσιεύματα. ΄Ηδη, με την κρινομένη αίτηση, ο αιτών ζητεί όπως παραπεμφθεί η διεξαγωγή της σε βάρος του ανάκρισης σε Ανακριτή οποιουδήποτε άλλου Πρωτοδικείου της Χώρας, πλην του Πρωτοδικείου Ζακύνθου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 136 εδ. γ΄ Κ.Π.Δ., επιφυλασσόμενος άλλως να προσφύγει ενώπιον του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αποκατάσταση των νομίμων δικαιωμάτων του. Κατ΄αρχήν, η κατά παραπομπή αρμοδιότητα δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το άρθρο 8 του Συντάγματος (ΑΠ 1505/83) ενώ περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή συντρέχει όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της άσκησης ποινικής διώξεως και διενέργειας προανακριτικής εξετάσεως (ΑΠ 784/02). Περαιτέρω, κατά το άρ. 137 Κ.Π.Δ. στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ του άρθρου 136 Κ.Π.Δ. δικαίωμα να ζητήσει την παραπομπή έχει μόνο ο Εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου αυτεπάγγελτα ή μετά από παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΑΠ 1161/86). Εξάλλου, οι κατά το άρθρο 136 Κ.Π.Δ. λόγοι παραπομπής είναι περιοριστικοί και πρέπει να ερμηνεύονται στενά σύμφωνα και με το ως άνω άρθρο του Συντάγματος (ΑΠ 1435/83). Στην περίπτωση δε του εδ. γ΄ του άρθρου 136 Κ.Π.Δ. η παραπομπή διατάσσεται από το Δικαστήριο σας. σε Συμβούλιο όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι σχετικά με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη. Οι λόγοι όμως αυτοί κρίνονται αντικειμενικώς (ΑΠ 141/53) και δεν χωρεί παραπομπή για λόγους που ανάγονται στην υποκειμενική κρίση του κατηγορουμένου ή που πηγάζουν από υπερβολικό φόβο αυτού. Συνακόλουθα δεν χωρεί παραπομπή κατ΄ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 136 εδαφ. γ΄ Κ.Π.Δ. με την επίκληση από τον κατηγορούμενο λόγων που ανάγονται στην υποκειμενική κρίση αυτού και η κρινομένη είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω να απορριφθεί η από 18-9-2007 αίτηση του ...... , για παραπομπή της διεξαγωγής της Ανάκρισης για την σε βάρος του υπόθεση σε Ανακριτή άλλου Πρωτοδικείου της Χώρας, πλην του Πρωτοδικείου Ζακύνθου. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 136 ΚΠΔ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν: α) αποφασίστηκε η εξαίρεση ολόκληρου δικαστηρίου ή τόσων μελών ενός δικαστηρίου, ώστε τα υπόλοιπα να μη συμπληρώνουν το νόμιμο αριθμό για τη συζήτηση της υπόθεσης, β) δεν υπάρχει ο νόμιμος αριθμός δικαστών για τη σύνθεση του δικαστηρίου, εξαιτίας ασθένειας ή άλλου λόγου, και το κώλυμα αυτό διαρκεί ή πρόκειται να διαρκέσει δύο τουλάχιστον μήνες από την ημέρα που παραπέμφθηκε αμετάκλητα η υπόθεση στο ακροατήριο, γ) επιβάλλουν την παραπομπή σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη, δ) ο κατηγορούμενος εκτίει σε φυλακή εκτός της περιφέρειας του αρμόδιου κατά τα άρθρα 122 - 125 δικαστηρίου ποινή στερητική της ελευθερίας που το ανεκτέλεστο υπόλοιπό της υπερβαίνει τα τρία έτη και πρόκειται να δικαστεί για κακούργημα, ή, αν κρίνεται ύποπτος να αποδράσει, και για πλημμέλημα, ε) όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 δικαστήριο. και στ) όταν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 117, [δηλαδή εξύβριση ή δυσφήμηση του δικαστηρίου από δικηγόρο, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης], περίπτωση που προστέθηκε με το άρθρο 10 περ. ε του Ν.3.160/30-6-03]. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 137 ΚΠΔ, το δικαστήριο επιλαμβάνεται με αίτηση του εισαγγελέα, του κατηγορούμενου ή του πολιτικώς ενάγοντος, εκτός από τις περιπτώσεις των στοιχείων γ΄ και δ΄ του άνω άρθρου 136, οπότε την παραπομπή μπορεί να ζητήσει μόνο ο εισαγγελέας του αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου αυτεπαγγέλτως ή με παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αρμόδιος να διατάξει την παραπομπή, όταν πρόκειται να γίνει παραπομπή από το ένα Εφετείο στο άλλο, καθώς και όταν ζητείται η παραπομπή για το λόγο που αναφέρεται στο στοιχείο γ΄ του άνω άρθρου 136, είναι ο Αρειος Πάγος που συνέρχεται σε Συμβούλιο. Ειδικά στην τελευταία περίπτωση [στην περίπτωση γ΄ του άρθ. 136], αν την παραπομπή τη ζητεί ο εισαγγελέας του αρμόδιου δικαστηρίου, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισάγει την αίτηση σε συζήτηση μόνο αν συμφωνεί για την παραπομπή. Εξάλλου, γίνεται δεκτό, ότι συντρέχει περίπτωση παραπομπής, όχι μόνον κατά την κύρια διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και αυτού της διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως, πλην όμως, οι πιο πάνω , κατά το άρθρο 136 Κ.Π.Δ., λόγοι παραπομπής, είναι περιοριστικοί και πρέπει να ερμηνεύονται στενά σύμφωνα και με το άρθρο 8 του Συντάγματος. Στην προαναφερόμενη δε περίπτωση του εδ. γ' του άρθρου 136 Κ.Π.Δ., όπου η παραπομπή διατάσσεται από τον Αρειο Πάγο σε Συμβούλιο, όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι σχετικά με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη, οι λόγοι όμως αυτοί κρίνονται αντικειμενικώς και δεν χωρεί παραπομπή για λόγους που ανάγονται στην υποκειμενική κρίση του κατηγορουμένου, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για δίκαιη και ανεπηρέαστη διεξαγωγή της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, σε βάρος του αιτούντος ....... , διεξάγεται κυρία ανάκριση από την Ανακρίτρια Ζακύνθου, η οποία έχει καλέσει αυτόν σε απολογία με τις κατηγορίες: Α) της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, Β) της εκβίασης κατ' εξακολούθηση, Γ) της σύστασης οργάνωσης με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, Δ) της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, Ε) της τέλεσης των προβλεπομένων στα άρθρα 55 και 60 του νόμου 3028/2002 "για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς", αξιοποίνων πράξεων, της αποδοχής και διάθεσης μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος και της παράνομης εμπορίας μνημείων, αντίστοιχα, ΣΤ) της πλαστογραφίας και Ζ) της παράνομης οπλοκατοχής. Ο αιτών υποστηρίζει ότι, κατά τις μέχρι τώρα διαδικαστικές πράξεις, υπήρξε παραβίαση της αρχής της αντικειμενικής αμεροληψίας, με αποτέλεσμα να εμφωλεύει άμεσος κίνδυνος να επηρεαστεί η κρίση της Ανακρίτριας στην επικείμενη ανάκριση, την υποκειμενική αμεροληψία της οποίας δεν την αμφισβητεί, πλην όμως αμφισβητεί την αντικειμενική αμεροληψία της προδικασίας, η οποία είναι ανεξάρτητη του προσώπου του ανακρίνοντος, αναφέρεται δε αποκλειστικώς στην τήρηση των αντικειμενικών προϋποθέσεων της δίκαιης δίκης από την Πολιτεία. Τούτο δε, διότι, όπως ισχυρίζεται, πριν ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, εμφανίστηκε ως ένοχος, καθόσον προηγήθηκε πραγματικός καταιγισμός συκοφαντικών σε βάρος του δημοσιευμάτων, τα οποία προσέβαλαν βάναυσα το τεκμήριο αθωότητας ως προς το πρόσωπό του, προκαλώντας απόλυτη ακυρότητα. Η προσβολή δε αυτή συνδέεται με όργανα της Ελληνικής Πολιτείας, καθόσον τα εν λόγω δημοσιεύματα περιέχουν πολυάριθμα στοιχεία της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης και τα οποία λογικώς διοχετεύθησαν στον Τύπο από υπαλλήλους του Κράτους. Η ανάγκη κανονισμού αρμοδιότητας, κατά τον αιτούντα, καθίσταται άκρως πιεστική και επείγουσα, διότι η ευρύτατη και καταθλιπτική δημοσιότητα συνιστά βαρεία παραβίαση του δικαιώματος αντικειμενικής αμεροληψίας, και μολονότι ουδεμία αμφισβήτηση της αμεροληψίας της Ανακρίτριας υπάρχει, όπως ο αναιρεσείων εκθέτει, "η αντικειμενική αμεροληψία παραβιάζεται κατά τρόπο ανυπόφορο, δεδομένου ότι σε ένα μικρό νησί με μικρό πληθυσμό, με ελάχιστους δικαστές και με ένα μόνο ανακριτή, ο καταιγισμός πρωτοσέλιδων πηχυαίων δημοσιευμάτων από πολλές εφημερίδες σε διαδοχή πλειόνων ημερών, δημοσιευμάτων, τα οποία λογικώς απευθύνονται σε ένα και μόνον πρόσωπο στο νησί, την ανακρίτρια, λογικό είναι να ασκούν, τόσο ισχυρή και καταθλιπτική επίδραση, ώστε να μην μπορεί ανθρωπίνως δυνατόν να αξιωθεί αμερόληπτη και απροσωπόληπτη κρίση. Υπό την έννοια αυτή συντρέχουν στο ακέραιο όλες οι προϋποθέσεις της παραβίασης της αντικειμενικής αμεροληψίας, όπως αυτές περιγράφονται στην πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τόσο η δριμεία εκστρατεία του Τύπου εναντίον μου, όσο και η σωρεία απολύτων δικονομικών ακυροτήτων, οι οποίες σημειώθηκαν μέχρι τούδε κατά τον χειρισμό της υπόθεσής μου επιρρωνύουν την ανάγκη ανάθεσης του χειρισμού της σε πρόσωπα, τα οποία θα επιφέρουν την ίαση των όποιων ακυροτήτων και την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, ώστε να δοθεί η δυνατότητα να αποδείξω την αθωώτητά μου". Με την κρινομένη δε αίτηση, ο αιτών ζητεί όπως παραπεμφθεί η διεξαγωγή της σε βάρος του ανάκρισης σε Ανακριτή οποιουδήποτε άλλου Πρωτοδικείου της Χώρας, πλην του Πρωτοδικείου Ζακύνθου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 136 εδ. γ' Κ.Π.Δ., καθόσον τούτο είναι το μόνο πρόσφορο και κατάλληλο μέτρο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανεπηρέαστη διεξαγωγή της δίκης επιφυλασσόμενος, άλλως, να προσφύγει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αποκατάσταση των νομίμων δικαιωμάτων του. Η αίτηση, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η παραπομπή σε άλλο δικαστήριο, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 136 περίπτωση γ` του ΚΠΔ, δηλαδή για προβαλλόμενους λόγους που ανάγονται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Εξάλλου, ανάλογη εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, δηλαδή το να γίνει δεκτό ότι υφίσταται δυνατότητα παραπομπής και για τους πιο πάνω λόγους που εκθέτει ο αιτών, θα είχε την προφανή έννοια ότι ο εισαγγελέας του αρμόδιου Δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου θα είχαν την δυνατότητα να ζητήσουν την παραπομπή της υπόθεσης και για τους λόγους αυτούς και όχι να παρασχεθεί η εν λόγω δυνατότητα σε πρόσωπο στο οποίο δεν δίνεται τέτοιο δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 136 περ.γ ΚΠΔ). Συνακόλουθα η κρινόμενη αίτηση, αφού δεν περιέχει κανένα λόγο από τους περιοριστικά οριζόμενους στο άρθρο 136 ΚΠΔ, που να δίνει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης σε άλλον ανακριτή ούτε χωρεί, κατά τα προεκτιθέμενα, παραπομπή κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 136 εδαφ. γ' Κ.Π.Δ, με την επίκληση από τον κατηγορούμενο λόγων που ανάγονται στην υποκειμενική κρίση αυτού , είναι απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί, χωρίς όμως να επιβληθεί στον αιτούντα το κατά το άρθρο 134 ΚΠΔ πρόστιμο, διότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-9-2007 αίτηση του ..... , για παραπομπή της διεξαγωγής της Ανάκρισης για την σε βάρος του υπόθεση σε Ανακριτή άλλου Πρωτοδικείου της Χώρας, πλην του Πρωτοδικείου Ζακύνθου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αρμοδιότητας κανονισμός(Ανακριτή). Αίτηση κατηγορουμένου για κανονισμό αρμοδιότητας κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 136 εδ. γ (για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας) προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανεπηρέαστη διεξαγωγή της δίκης. Απορρίπτει ως απαράδεκτη.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1925/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝIΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 1007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου: ....., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3586/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 151/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη, με αριθμό 167/27-4-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω την από 8-1-2007 αίτηση αναιρέσεως, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του ...., κατά της υπ' αριθμ. 3586/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα εξής: Με την ως άνω απόφαση απερρίφθη ως απαράδεκτη (λόγω του εκπροθέσμου της) η υπ' αρ. 116/20-7-2006 έφεση του κατηγορουμένου κατά της υπ' αρ. 242/17-2-2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, που τον είχε καταδικάσει για χρήση πλαστού πιστοποιητικού και ψευδή υπεύθυνη δήλωση σε συνολική ποινή φυλάκισης 9 μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Κατά 463 εδ. α΄ ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά 476 παρ.1 όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα να το ασκήσει ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, κηρύσσεται αυτό απαράδεκτο και διατάσσεται η καταδίκη στα δικαστικά έξοδα εκείνου που το άσκησε, καθώς επίσης και η εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί. Εξάλλου, κατά 473 παρ. 2 ιδίου Κώδ. , η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. Από την τελευταία αυτή διάταξη σαφώς προκύπτει ότι άσκηση αναίρεσης με δήλωση, που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επιτρέπεται μόνον κατά καταδικαστικής αποφάσεως. Επομένως είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου κατ' αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη η έφεσή του, διότι η απόφαση αυτή δεν είναι καταδικαστική. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αναίρεσή του - δήλωση κατ΄ ά. 473 παρ. 2 ΚΠΔ προς τον Εισαγγελέα του Α.Π. στρέφεται όχι εναντίον καταδικαστικής απόφασης, αλλά απόφασης που απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη. Κατ' ακολουθία, πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους παραπάνω λόγους Προτείνω: 1) Ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 8-1-2007 αίτηση αναίρεσης, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του ......., κατά της υπ' αριθμ. 3586/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και 2) Να καταδικασθεί ο εν λόγω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 13/4/2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καίσαρης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1 και 509 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο γενικά, επομένως και η αναίρεση κατ' αποφάσεως, ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής Αρχής της περιφέρειας που κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Κατ' εξαίρεση, προκειμένου μόνο για καταδικαστική απόφαση, η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη το άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην έννοια όμως της καταδικαστικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται και εκείνη που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, αφού με αυτή το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως και δεν επιβάλλει ποινή, αλλά απλώς διαπιστώνει το απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Επομένως, προκειμένης αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη, η αναίρεση πρέπει υποχρεωτικά να ασκηθεί στο γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε κ.λ.π. και δεν μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ.1 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά βουλεύματος ή αποφάσεως, εκτός άλλων περιπτώσεων για τις οποίες δεν πρόκειται και χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες για την άσκηση αυτού διατυπώσεις, το αρμόδιο να κρίνει επ' αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορούμενου ..... στρέφεται κατά της 3586 /2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η έφεσή του κατά της 242/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής. Με την τελευταία αυτή απόφαση ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, για την πράξη της χρήσης πλαστού πιστοποιητικού και ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, σε συνολική ποινή φυλάκισης εννέα μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ενόψει όμως του ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική, η αίτηση αναιρέσεως ανεπιτρέπτως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ασκήθηκε με τον τρόπο αυτό και είναι εκ τούτου απαράδεκτη. Επομένως, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση και μη εμφάνιση στο Συμβούλιο του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά τη σχετική επί του φακέλου επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα), να απορριφθεί η αίτηση ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 583 παρ.1 Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-1-2007 αίτηση - δήλωση του ..... κατά της 3586 /2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007.Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρέσεως απαράδεκτο. Απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη δεν είναι καταδικαστική. Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε κατ’ αυτής με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1924/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Κοτζιά-Σοφαντζή, για αναίρεση της 9695/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιανουαρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 170/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των κατά τα άρθρα 154 παρ.1, 156 και 161 παρ.1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. άλλως, ιδρύεται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, πρέπει να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 9695/2006 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επί της εφέσεως της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της ερήμην αυτής εκδοθείσα 65091/1990 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 400 δραχμές ημερησίως, για κλοπή κατά συναυτουργία, πράξη η οποία φέρεται ότι τελέστηκε στις 2/9/1988, αφού ερεύνησε τον προβληθέντα ισχυρισμό του πληρεξουσίου του δικηγόρου της, ότι η έφεσή της ήταν εμπρόθεσμη λόγω ακυρότητας της γενομένης προς αυτήν επιδόσεως, ως άγνωστης διαμονής, της εκκαλούμενης αποφάσεως, απέρριψε στη συνέχεια με την προσβαλλόμενη απόφασή του την έφεση, ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), με την εξής αιτιολογία. " .... Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα εναπομείναντα έγγραφα της δικογραφίας και την κατάθεση της μάρτυρος Μ1 η εκκαλούσα, με την υπ' αριθμ. 6509/1990 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθήνας, καταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση 4 μηνών για κλοπή κατά συναυτουργία. Περαιτέρω προέκυψε ότι η εκκαλούσα, στην οποία επιδόθηκε η πιο πάνω απόφαση μέχρι το έτος 1993, όπως προκύπτει από τα εναπομείναντα έγγραφα της δικογραφίας (μετά την πολτοποίηση, βλ. έγγραφη βεβαίωση του Πρωτοδικείου Αθήνας), άσκησε την υπ' αριθμ. 1060/13-2-2006 έφεση, κατά της ως άνω απόφασης. Υπό τα εκτιθέμενα η ασκηθείσα έφεση είναι εκπρόθεσμη και εντεύθεν πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, χωρίς να δικαιολογείται λόγος ανώτερης βίας που ασκήθηκε εκπρόθεσμα". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, για την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι η έφεσή της ασκήθηκε εκπροθέσμως, διότι ήταν, κατά το χρόνο επιδόσεως προς αυτήν της εκκαλούμενης αποφάσεως, γνωστής διαμονής, και η προς αυτήν επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως ήταν άκυρη, για τους αναφερόμενους στην έφεσή της λόγους, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία . Ειδικότερα, από τα πιο πάνω αναφερόμενα στοιχεία, που απαιτούνται για την πληρότητα της αποφάσεως, δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η γενόμενη επίδοση . Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για την απόδειξη του πιο πάνω ισχυρισμού της αναιρεσείουσας - ότι ήταν γνωστής διαμονής, - εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο, εκτός από την μάρτυρα Μ1, και ο μάρτυρας Μ2.Επίσης αναγνώσθηκαν τα αναφερόμενα στα πρακτικά της δίκης τέσσερα έγγραφα και απολογήθηκε και η ίδια η κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα , η οποία έδωσε εξηγήσεις σχετικά με τους πιο πάνω ισχυρισμούς της. Τα αποδεικτικά αυτά, όμως, μέσα (δηλαδή η κατάθεση του Μ2 τα τέσσερα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και η απολογία της κατηγορουμένης) δεν μνημονεύονται στην απόφαση, ούτε προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου να καταλήξει το Δικαστήριο στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως ως εκπρόθεσμης. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται μόνο η κατάθεση της Μ1 και "τα εναπομείναντα έγγραφα της δικογραφίας", χωρίς να καθίσταται σαφές αν πρόκειται για τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, ή για άλλα (που δεν αναγνώσθηκαν και εντούτοις, λήφθηκαν υπόψη). Επιπλέον ουδέν διαλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τους προβληθέντες από την αναιρεσείουσα ισχυρισμούς περί ακυρότητας της γενομένης προς αυτήν επίδοσης, ως άγνωστης διαμονής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση ότι η εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως δεν δικαιολογείται από λόγους ανώτερης βίας, λόγο μάλιστα ο οποίος δεν είχε προταθεί από την εκκαλούσα - αναιρεσείουσα. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να ερευνηθεί και να κριθεί αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς και, σε καταφατική περίπτωση, να κριθεί η παραγραφή ή όχι του αξιοποίνου της αποδιδόμενης στην αναιρεσείουσα πράξεως, δεδομένου ότι ο Αρειος Πάγος δεν μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή όχι του ενδίκου μέσου της εφέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 9695/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογίας ανεπάρκεια. Απόφαση που απορρίπτει ένδικο μέσο ως εκπρόθεσμο. Αναιρεί διότι δεν αναφέρεται ο χρόνος επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, ο χρόνος ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η γενόμενη επίδοση και δεν μνημονεύονται ούτε κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1923/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......., ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 176/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης. Με συγκατηγορούμενο τον ..... . Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 238/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 202/23.5.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 1 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ......, κατά της υπ΄αριθμ. 176/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης, εκθέτω τα εξής: Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 507 § 1, 473 § § 1 και 3 και 474 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η προθεσμία προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, δια δηλώσεως στον γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε, είναι δεκαήμερη από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, παρόντος του δικαιούχου, χωρίς όμως να αρχίζη η προθεσμία αυτή πριν από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογεγραμμένων αποφάσεων, που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξ΄άλλου, κατά το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο που ασκήθηκε εκπροθέσμως απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Τότε μόνο συγχωρείται εκπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, όταν στην κατά το άρθρ. 474 ΚΠΔ συντασσομένη έκθεση ασκήσεώς της γίνεται επίκληση περιστατικών συνιστώντων ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκησή της, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 836/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ΄/36). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει εκ της προσβαλλομένης αποφάσεως και των πρακτικών της, ως και της επ΄αυτής βεβαιώσεως του αρμοδίου δικαστικού υπαλλήλου, περί της καθαρογραφής και καταχωρήσεώς της, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ήτο παρών κατά την δημοσίευση της προσβαλλομένης, η οποία κατεχωρήθη καθαρογεγραμμένη στο οικείο ειδικό βιβλίο την 9-1-2007. Όμως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως προκύπτει εκ της εκθέσεως ασκήσεώς της, ασκήθηκε την 1 Φεβρουαρίου 2007, δηλαδή μετά την εκπνοή της ως άνω προθεσμίας προς άσκηση αυτής. Και ναι μεν ο αναιρεσείων, δια της εκθέσεως ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση της καταχωρήσεως στο οικείο βιβλίο καθαρογεγραμμένης της προσβαλλομένης, κατά την ημέρα ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως (1-2-2007), κατόπιν τηλεφωνήματος της γραμματείας του Κέντρου Απεξαρτήσεως Τοξικομανών Κρατουμένων, στο οποίο αυτός κρατείται, πλην όμως, ουδέν αποδεικτικό μέσο, αποδεικνύον το ως άνω περιστατικό, επεκαλέσθη, δια της ανωτέρω εκθέσεως, αλλ΄ούτε και δι΄άλλου τρόπου. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, εκπροθέσμως ασκηθείσα, πρέπει να απορριφθή ως απαράδεκτη και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 1 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του ....., κατά της υπ΄αριθμ. 176/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των άρθρων 462, 473 παρ.1 και 3 και 507 παρ.1 εδ.α ΚΠΔ προκύπτει ότι, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ, εφόσον ο δικαιούμενος ήταν παρών κατά τη δημοσίευσή της, και είναι δέκα ημέρες. Αν ο δικαιούμενος ήταν απών κατά τη δημοσίευσή της, αλλά γνωστής στην ημεδαπή διαμονής, η δεκαήμερη προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθείσα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, συνεπώς και της αναιρέσεως, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, όπως συνάγεται από τα άρθρα 473 παρ.2 και 474 παρ.2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση αυτού, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν την βασιμότητά τους, γιατί διαφορετικά, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 476 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως. Ανυπέρβλητο δε κώλυμα θεωρείται εκείνο, το οποίο, οπωσδήποτε, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου που ασκεί το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, με την προσβαλλόμενη 176/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, αυτός καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ για από κοινού κατοχή και απόπειρα πώλησης ναρκωτικών ουσιών. Η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο βιβλίο καθαρογραφής αποφάσεων του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ στις 9-1-2007 με αριθμό 203/2007. Ο αναιρεσείων όμως άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκπρόθεσμα και, συγκεκριμένα, την 1/2/2007, διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κων/νου Τσακίρη, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας, για την οποία συντάχθηκε η 1/2007 σχετική έκθεση. Στην έκθεση αυτή αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε μετά την οριζόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, δεκαήμερη προθεσμία αναιρέσεως, αναφέρεται μόνο ότι προσβαλλόμενη απόφαση "καθαρογράφτηκε και καταχωρίστηκε στο βιβλίο καθαρογραφής με αα 203/9-1-2007, πλην αυτός έλαβε γνώση σήμερα, κατόπιν τηλεφωνήματος της Γραμματείας του αναφερθέντος Κέντρου Κρατουμένων, αφού δεν του έχει επιδοθεί ακόμη η προσβαλλόμενη απόφαση", χωρίς να μνημονεύονται περιστατικά ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ούτε να γίνεται επίκληση αποδεικτικών μέσων από τα οποία να αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Η δε πιο πάνω αναφορά στην κρινόμενη αίτηση, ότι αυτός έλαβε γνώση ότι η απόφαση καθαρογράφηκε την ημέρα που άσκησε την αναίρεση, δεν συνιστά, λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος με την πιο πάνω έννοια. Επομένως, η αίτηση αυτή, ως εκπρόθεσμη, είναι απαράδεκτη. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 1/1-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του ....... και της ...... κατά της 176 /2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρέσεως απαράδεκτο. Εμπρόθεσμη άσκηση. Μη επίκληση λόγου ανώτερης βίας. Δεν συνιστά η αναφορά ότι δεν έλαβε γνώση της καθαρογραφής της αποφάσεως. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0
Αριθμός 1922/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Τρίπολης, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 96/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1065/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 292/12.7.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τα άρθρα 485 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α΄ Κ.Π.Δ., την νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τις διατάξεις των άρθρ. 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 στοιχ. α΄ Κ.Π.Δ., ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1 από 14 Μαΐου 2007, αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ΄αριθ. 96/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 474 παρ. 2, 476 παρ. 2 και 484 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναιρέσεως από τους αναφερόμενους στο άρθρ. 484 Κ.Π.Δ., να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αλλοιώς η αίτηση είναι απαράδεκτη. Η έκθεση αναιρέσεως, η οποία δεν περιέχει ορισμένο λόγο αναιρέσεως κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με λόγους αναιρέσεως που αναφέρονται σε άλλο έγγραφο, εκτός αν στην έκθεση αναιρέσεως γίνεται ειδική αναφορά στο έγγραφο αυτό, οπότε τούτο, με την υπογραφή του αναιρεσείοντος και του συντάξαντος την έκθεση αρμοδίου υπαλλήλου, θεωρείται ότι αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως (Α.Π. 2122/2006 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ΄ σελ. 596, Α.Π. 2270/2003 Ποιν.Χρον. ΝΔ΄ σελ. 809). ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως κατά του υπ΄αριθ. 96/18-4-2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών έχει ασκηθεί με δήλωση του αναιρεσείοντος, που περιελήφθη στην υπ΄αριθ. 11/14-5-2007 (7/29-5-2007) έκθεση ενώπιον του Διευθυντού των φυλακών Τριπόλεως, όπου κρατείται, αλλά δεν περιέχει κανένα σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, απλώς δε αναφέρεται εις αυτήν ".... για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει λεπτομερώς στο υπ΄αριθ. πρωτ. ........... συνημμένο υπόμνημά του". Στην παραπάνω έκθεση φέρεται προσηρτημένο υπόμνημα του αναιρεσείοντος που φέρει μόνον την υπογραφή του, δεν φέρει όμως τούτο υπογραφή του Διευθυντού των παραπάνω φυλακών, ούτε υπηρεσιακή σφραγίδα, συνδέουσα αυτήν με το σώμα της εκθέσεως αναιρέσεως. Τουναντίον το εν λόγω υπόμνημα έχει κατατεθεί υπό του αναιρεσείοντος εις το γραφείον Πρωτοκόλου και έχει καταχωρηθεί εις το οικείον βιβλίον με αριθ. ..........., διάφορον του βιβλίου ενδίκων μέσων. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το παραπάνω προσηρτημένο υπόμνημα αποτελεί μέρος της υπό κρίσιν εκθέσεως αναιρέσεως. Κατ΄ακολουθίαν τούτων, η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, ως ασκηθείσα χωρίς την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Παρά ταύτα στην περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω υπόμνημα θεωρηθεί ως ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως, εκ του λόγου ότι ο αναιρεσείων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παράλειψη του Διευθυντού των φυλακών να θέσει εν τέλει του συνημμένου υπομνήματος, την υπογραφή του και την υπηρεσιακήν σφραγίδα, διότι διαφορετικά υποβάλλεται σε ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα προσβάσεως στον ΄Αρειο Πάγο και υπάρχει παραβίαση του άρθρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα ως προς τους δι΄αυτού προβαλλομένους λόγους αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που προβλέπονται από την διάταξη του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ Κ.Π.Δ. (Α.Π. 887/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ΄ σελ. 41). Στην πρώτη περίπτωση πρέπει, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση επί πλέον, σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος ή οι αντιφατικές αιτιολογίες του σε σχέση με τις παραδοχές του, ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το αρμόδιο Συμβούλιο (ολ. Α.Π. 2/2002, ολομ. Α.Π. 19/2001). Στην δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παρεβιάσθη και να προσδιορίζεται σε τί ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές του βουλεύματος. Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναίρεσης στο μέτρο που με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου αφού αυτός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιοριστικώς αναφερομένων στο άρθρ. 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ. λόγων αναίρεσης κατά βουλευμάτων. Όμως, σύμφωνα με το περιεχόμενο του προαναφερθέντος σχοινοτενούς υπομνήματος του αναιρεσείοντος, και οι δύο παραπάνω λόγοι αναίρεσης είναι αόριστοι και συνεπώς απαράδεκτοι, διότι ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει δι΄αυτού τις αποδιδόμενες στο πληττόμενο βούλευμα πλημμέλειες και τις κατ΄αυτού αιτιάσεις, περιοριζόμενος μόνον σε αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα, που έγιναν αποδεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα, πλήττοντας έτσι την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Ειδικότερα, καθ΄όσον αφορά τον πρώτο λόγο δεν προσδιορίζεται εις το παραπάνω υπόμνημα από ποιές παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος προκύπτει η έλλειψη αιτιολογίας και σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή. Συγκεκριμένα δεν προσδιορίζεται ούτε ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος ή οι αντιφατικές αιτιολογίες του και ποιά πραγματικά περιστατικά, από εκείνα που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων α) της ασέλγειας με ανήλικο που συμπλήρωσε το 10ον έτος της ηλικίας του ουχί όμως και το 15ον έτος καθώς και με ανήλικο που συνεπλήρωσε το 15ον έτος και β) της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά συρροή, για τα οποία παρεπέμφθη ο αναιρεσείων και δεν περιλαμβάνονται στην αιτιολογία του βουλεύματος, ούτε ποιά αποδεικτικά μέσα δεν έλαβε υπ΄όψιν του ή δεν εξετίμησε το Συμβούλιο. Ως προς τον δεύτερο λόγο, δεν προσδιορίζεται σε τί ακριβώς συνίσταται η παραβίαση (εσφαλμένη εφαρμογή) των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επομένως, κατά τα εκτεθέντα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, συνεπεία της παντελούς αοριστίας των προαναφερομένων λόγων που προβλέπονται από την διάταξη του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ Κ.Π.Δ. και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η υπ΄αριθ. 11/14-5-2007 (7/29-5-2007) αίτηση του Χ1, κρατουμένου προσωρινώς στην Φυλακή Τριπόλεως, για αναίρεση του υπ΄αριθ. 96/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 6η Ιουλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 474 παρ. 2, 476 παρ. 2 και 509 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναιρέσεως από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Αλλιώς η αίτηση είναι απαράδεκτη. Η έκθεση αναιρέσεως, η οποία δεν περιέχει ορισμένο λόγο αναιρέσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με λόγους αναιρέσεως που αναφέρονται σε άλλο έγγραφο, εκτός αν στην έκθεση αναιρέσεως γίνεται ειδική αναφορά στο έγγραφο αυτό, οπότε τούτο, με την υπογραφή του αναιρεσείοντος και του συντάξαντος την έκθεση αρμοδίου υπαλλήλου, θεωρείται ότι αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως. Η παράλειψη, όμως, του εν λόγω υπαλλήλου να θέσει και αυτός την υπογραφή του στο τέλος του κειμένου του εγγράφου αυτού, δεν καθιστά αυτό και μόνο την έκθεση αναίρεσης απαράδεκτη, χωρίς δηλαδή έρευνα των περιεχομένων στο έγγραφο αυτό λόγων αναιρέσεως. Και αυτό, γιατί η κήρυξη ενός τέτοιου απαραδέκτου ενέχει άσκοπη τυπολατρία και προσκρούει στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού με την παράλειψη αυτή του γραμματέα και συνακόλουθα την κήρυξη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, επέρχεται δυσανάλογος περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στο Ακυρωτικό Δικαστήριο και κατά συνέπεια θίγεται η ουσία του ίδιου του δικαιώματος του αναιρεσείοντος, αλλά και η άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης. Στην προκειμένη περίπτωση, στη συνταχθείσα, ενώπιον του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Τρίπολης, όπου κρατείται ο αναιρεσείων, έκθεση, που περιέχει τη δήλωση του αναιρεσείοντος για άσκηση αναίρεσης, κατά του υπ' αριθ. 96/18.4.2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, ουδείς λόγος, σαφής και ορισμένος, διαλαμβάνεται. Απλώς, στο σώμα της έκθεσης αυτής, μνημονεύεται "ότι το ανωτέρω βούλευμα προσβάλλεται για τους παρακάτω λόγους, που αναφέρει λεπτομερώς στο αριθ. πρωτ. ............. συνημμένο υπόμνημά του". Όμως, το συνημμένο αυτό υπόμνημα, όπως προκύπτει από αυτό, φέρει μόνο (στο τέλος αυτού) την υπογραφή του αναιρεσείοντος, όχι δε και την υπογραφή του παραπάνω υπαλλήλου. Επομένως, το έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος της ένδικης εκθέσεως αναιρέσεως, η οποία, παρά την υφιστάμενη, ως άνω, ατέλεια, έχει συνταγεί νομίμως και το ένδικο μέσο της αναίρεσης, δεν είναι εξ αυτού του λόγου απαράδεκτο, διότι, άλλως, ο αναιρεσείων, θα υφίστατο αδικαιολόγητο και μη οφειλόμενο σε πταίσμα του, περιορισμό του δικαιώματός του να προσφύγει στο παρόν Συμβούλιο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου του ως άνω υπομνήματος, ο αναιρεσείων προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως κατά του υπ' αριθ. 96/18.4.2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ, δηλαδή αυτόν της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και αυτόν της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας. Όμως, και οι δύο προαναφερόμενοι λόγοι, είναι αόριστοι και, ως εκ τούτου, απαράδεκτοι. Ειδικότερα και αναφορικά με τον πρώτο λόγο, δεν προσδιορίζεται στο υπόμνημα, ποιά είναι η διάταξη που παραβιάστηκε και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση αυτή, σε σχέση με τις παραδοχές του βουλεύματος. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο, δεν προσδιορίζεται ποιές είναι οι φερόμενες ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος και ποιά πραγματικά περιστατικά δεν περιλαμβάνονται στην αιτιολογία, από εκείνα που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, α) της ασέλγειας με ανήλικο που συμπλήρωσε το 10ον έτος της ηλικίας του, όχι όμως και το 15ον έτος, καθώς και με ανήλικο που συνεπλήρωσε το 15ον έτος και β) της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά συρροή, για τα οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, καθώς και ποιά αποδεικτικά μέσα δεν έλαβε υπόψη του ή δεν εξετίμησε το Συμβούλιο (Ολ. ΑΠ 19/2001). Αντίθετα, με το ίδιο πολυσέλιδο υπόμνημά του, ο αναιρεσείων, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο σε αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων, οι δε αιτιάσεις αυτές, αναγόμενες στην επικαλούμενη έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, είναι επίσης απαράδεκτες, διότι η εκτίμηση κάθε αποδεικτικού εν γένει στοιχείου, απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της (έκθεση αναιρέσεως, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το συνημμένο σ' αυτήν πιο πάνω υπόμνημα) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 11/14.5.2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου προσωρινώς στη Δικαστική Φυλακή Τρίπολης, για αναίρεση του υπ' αριθ. 96/18.4.2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρέσεως απαράδεκτο. Επιτρεπτή η συμπλήρωση της έκθεσης αναίρεσης με συμπληρωματικό έγγραφο που παρέλειψε να υπογράψει ο αρμόδιος για τη σύνταξή της υπάλληλος.- Απορρίπτεται όμως ως απαράδεκτη η αναίρεση, λόγω αοριστίας των λόγων της.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1921/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Σκάκα, περί αναιρέσεως της 350/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.12.2006 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 26.3.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 6/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 167 §§ 1 και 2 του ΠΚ, "όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που είχε προστρέξει για να τον υποστηρίξει, ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (§ 1)", αν δε οι πράξεις που προβλέπει η ανωτέρω παράγραφος έγιναν, εκτός άλλων, από πρόσωπο που οπλοφορεί, καθώς και αν το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της αντίστασης, στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξης της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη, σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός, να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδεις τύποι που τάσσονται γι' αυτή. Προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλής βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου. Στην έννοια της βίας περιλαμβάνεται, τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική, αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξης. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. α του αυτού Κώδικα, υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ως υπάλληλοι, κατά την ανωτέρω έννοια, θεωρούνται οι δημόσιοι δασικοί υπάλληλοι και τα όργανα της δασικής υπηρεσίας, με αυτούς δε εξομοιώνονται και οι φύλακες θήρας του άρθρου 267 §§ 1 και 2 του ν.δ. 86/1969, δηλαδή οι προσλαμβανόμενοι με κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στο ΦΕΚ, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αμειβόμενοι με μηνιαία αντιμισθία από το Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών (Κεφάλαιο Θήρας), στα καθήκοντα των οποίων ανάγεται η εφαρμογή και η τήρηση των περί θήρας διατάξεων του Δασικού Κώδικα (Βιβλίο Έκτο του ν.δ. 86/1969, άρθρα 251 - 267). Από τους κατά τον τρόπο αυτό προσλαμβανόμενους φύλακες θήρας - όργανα της δασικής υπηρεσίας διακρίνονται οι διοριζόμενοι, κατά τη διάταξη του άρθρου 267 § 3 του άνω ν.δ. 86/1969, όπως αυτή ίσχυε κατά τον ενδιαφέροντα την παρούσα υπόθεση κρίσιμο χρόνο (22.12.2000) πριν την συμπλήρωσή της κατά τα εδαφ. δ έως και ζ με το άρθρο 4 § 13 του ν. 3.208/2003, από κυνηγετικές οργανώσεις ή ιδιοκτήτες μη δημόσιων εκτάσεων ιδιωτικοί φύλακες θήρας. Οι τελευταίοι δεν είναι κατ' αρχήν υπάλληλοι, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α του ΠΚ, μετά όμως από πρόταση της αρμόδιας δασικής αρχής, αναγνωρίζονται από τον Υπουργό Γεωργίας ως φύλακες θήρας, οπότε εξομοιώνονται σε ό,τι αφορά στα καθήκοντα και τα δικαιώματά τους με τους φύλακες θήρας της § 1 του ίδιου άρθρου, με συνέπεια να τους έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας και κατά το γενόμενο από αυτούς έλεγχο για την εφαρμογή και την τήρηση των διατάξεων περί θήρας, να έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, λύση μάλιστα την οποία υιοθέτησε, προς άρση των υφιστάμενων έως τότε αμφισβητήσεων, το άρθρο 4 § 13 του ν. 3.208/24.12.2003, ορίζοντας ρητώς, με το προστεθέν στην § 3 του άρθρου 267 εδαφ. δ του ν.δ. 86/1969, ότι "οι αναγνωριζόμενοι ως ιδιωτικοί φύλακες θήρας θεωρούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α του ΠΚ ...". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την υπ' αριθ. 350/2006 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Στις 22.12.2000, στο λόφο του ........... Φλώρινας, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούσαν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ο κατηγορούμενος μεταχειρίστηκε απειλή βίας για να εξαναγκάσει υπάλληλο να παραλείψει νόμιμη πράξη που αναγόταν στα καθήκοντα του, προέβη δε στην πράξη αυτά ενώ οπλοφορούσε και το πρόσωπο, κατά του οποίου στράφηκε η πράξη, διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο. Ειδικότερα, ενώ ο ομοσπονδιακός θηροφύλακας Γ1, που υπηρετούσε στην ΣΤ΄ Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας - Θράκης και εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία μαζί με άλλους συναδέλφους του στην ευρύτερη περιοχή του εκτροφείου θηραμάτων του ..........., κατέλαβε τον κατηγορούμενο και το γιο του Χ να θηρεύουν παράνομα εντός του εκτροφείου, φέροντες κυνηγετικά όπλα και έχοντας προωθήσει και δύο κυνηγετικά σκυλιά. Όταν τους πλησίασε, για να προβεί σε έλεγχο των εγγράφων τους (δηλαδή των αδειών θήρας και κατοχής κυνηγετικού όπλου), αλλά και των στοιχείων ταυτότητάς τους, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας με πρόθεση να εξαναγκάσει τον πιο πάνω θηροφύλακα να παραλείψει τη νόμιμη αυτή ενέργειά του, κρατώντας στα χέρια του την υπ' αριθ. ........ κυνηγετική καραμπίνα, μάρκας ........ 1100, κινήθηκε απειλητικά εναντίον του, προτάσσοντας το όπλο του κατ' αυτού και απευθύνοντας συγχρόνως εναντίον τούτου, που διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο, τη φράση "φύγε ρε, γιατί θα σου ρίξω", με αποτέλεσμα να εξαναγκάσει τον τελευταίο να υποχωρήσει, χωρίς να προβεί στον έλεγχο των στοιχείων τους, σε ενδεχόμενη κατάσχεση των κυνηγετικών όπλων και σε υποβολή σε βάρος τους μηνύσεως, ήτοι σε νόμιμη ενέργεια, αναγόμενη στα καθήκοντά του, φοβούμενος ότι ο κατηγορούμενος θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Σε παρόμοια ενέργεια και για τον ίδιο ως άνω σκοπό προέβη ο κατηγορούμενος λίγο αργότερα, για δεύτερη φορά, όταν περίμενε στημένος στο γόνατο, με την άνω κυνηγετική καραμπίνα προτεταμένη, το μηνυτή - θηροφύλακα, που τους ακολούθησε από μακριά, απευθύνοντας σ' αυτόν τη φράση "φύγε σου λέω, θα μου κλείσεις το σπίτι", με αποτέλεσμα να εξαναγκάσει τον τελευταίο να τραπεί σε φυγή, φοβούμενος ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος θα πραγματοποιούσε την απειλή του και θα τον πυροβολούσε. Προσέτι, το Εφετείο δέχθηκε, ότι η περιοχή εκείνη ήταν απαγορευμένη για κυνήγι και ότι οι αναγνωρισμένοι, κατά τη διαδικασία του άρθρου 267 § 3 του Δασικού Κώδικα, ιδιωτικοί φύλακες θήρας, που προσλαμβάνονταν από Κυνηγετικές Οργανώσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους για την εφαρμογή και την τήρηση των περί θήρας διατάξεων, εξομοιώνονταν με τους φύλακες θήρας και θεωρούνταν υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α του ΠΚ. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο της αξιόποινης πράξης της αντίστασης κατά της αρχής, που τελέστηκε από πρόσωπο που οπλοφορούσε και κατά προσώπου που διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, κατ' εξακολούθηση (άρθρο 167 §§ 1 και 2, 98 ΠΚ), και, αφού αναγνώρισε σε τούτον την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 α του ΠΚ, επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλάκισης 12 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. 3. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του : Α) δεν διέλαβε σε αυτή την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το ζήτημα, αν ο ιδιωτικός θηροφύλακας της ΣΤ΄ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας - Θράκης Γ1 ήταν δημόσιος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ α του ΠΚ, διότι, αν και δέχθηκε, προκειμένου για πράξη που τελέστηκε στις 22.12.2000, ότι αυτός, μην έχοντας κατ' αρχήν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είχε εξομοιωθεί με τους φύλακες θήρας - όργανα της δασικής υπηρεσίας κατά το άρθρο 267 § 3 του Δασικού Κώδικα, δεν εξέθεσε περαιτέρω σε αυτή, ότι η εξομοίωσή του με τους δασικούς θηροφύλακες είχε γίνει, σύμφωνα με την εκτεθείσα διάταξη, με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας μετά πρόταση της αρμόδιας δασικής αρχής και δεν ανέφερε τη συγκεκριμένη σχετική υπουργική απόφαση, από την οποία προέκυπτε η εξομοίωση αυτή, και Β) περαιτέρω διέλαβε ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τη διάταξη του άρθρου 167 §§ 1 και 2 ΠΚ, που εφάρμοσε, και έτσι τη στέρησε νόμιμης βάσεως, διότι δεν διευκρινίζεται σε αυτή, αν η περιοχή, όπου ο κατηγορούμενος καταλήφθηκε να θηρεύει, ήταν εκτροφείο θηραμάτων, το οποίο είχε ιδρυθεί νομίμως, με απόφαση κανονιστικού χαρακτήρα του Υπουργού Γεωργίας, δημοσιευμένη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αν επομένως απαγορευόταν ή όχι το κυνήγι και ποιών θηραμάτων στην περιοχή, εν όψει και της προηγηθείσας από τον πρώτο βαθμό αθωώσεώς του για την πράξη της παράνομης θήρας, ενώ, αντιφατικά με την παραδοχή του αιτιολογικού, ότι αυτός καταλήφθηκε να θηρεύει εντός του εκτροφείου θηραμάτων, γίνεται δεκτό σε σημείο του διατακτικού, ότι ο ίδιος θήρευε στην ευρύτερη περιοχή του εκτροφείου θηραμάτων του .............. Φλώρινας, εξαιτίας δε των ελλιπών και αντιφατικών αυτών παραδοχών, δεν είναι εφικτό να ελεγχθεί από τον Άρειο Πάγο, αν εφαρμόσθηκαν σωστά οι προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, για παράβαση των οποίων κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, ιδίως ως προς την νομιμότητα της πρόσκλησης των δασικών υπαλλήλων να τον υποβάλουν σε έλεγχο, στοιχείο που ήταν απαραίτητο για την αντικειμενική θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της αντιστάσεως. Κατά συνέπεια, οι προβαλλόμενοι με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της αναιρέσεως και το μοναδικό λόγο των πρόσθετων λόγων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, με τη μορφή της εκ πλαγίου παραβάσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, με τους πρόσθετους λόγους αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 350/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογίας ανεπάρκεια. Επί αντιστάσεως κατά της αρχής, δεν διευκρινίζεται πως ο καθ’ ου η αντίσταση ιδιωτικός θηροφύλακας απέκτησε την ιδιότητα του υπαλλήλου εξομοιωθείς με τους φύλακες θήρας, όργανα της δασικής υπηρεσίας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αντίσταση κατά της αρχής, Υπάλληλος.
0
Αριθμός 1920/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ......, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδάκη, για αναίρεση της 62/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιουνίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1197/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 302 § 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά προκύπτει από το σύνολο της συμπεριφοράς του δράστη, η οποία προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για την κατ' αυτό τον τρόπο τελούμενη ανθρωποκτονία από αμέλεια, που συντελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 του ΠΚ, αλλά και εκείνων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το όποίο "όπου ο νόμος για την ύπαρξη της αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται, όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην διακώλυση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα, που τελείται από παράλειψη, μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, τα οποία συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος, και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Όταν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό, και εφόσον πάντως το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτή. ο οποίος θεωρείται ότι υπάρχει μπορεί κανείς να φανταστεί ότι αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια, που δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. 2. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθ. 62/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, που συμπληρώνεται παραδεκτώς από το διατακτικό της, το Δικαστήριο τούτο, κατά πλειοψηφία, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, υπηρετώντας τη θητεία του ως Σμηνίτης της Πολεμικής Αεροπορίας, εκπαιδεύτηκε στη ΜΑΚ/Τμήμα Επιχειρήσεων - Εκπαίδευσης από 9.7.2001 έως 27.7.2001 και, όταν αποφοίτησε από αυτή με ειδικότητα Αρμενιστή (ΑΡΜΕ), μετατέθηκε στη Σχολή Ικάρων, όπου λειτουργούσε, εκτός άλλων, και κολυμβητήριο. Το κολυμβητήριο αυτό περιλάμβανε μία κολυμβητική δεξαμενή Ολυμπιακών διαστάσεων και προδιαγραφών (διαστάσεις 50 Χ 21 μέτρα και βάθος από 2.00 έως 2.20 μέτρα), μία δεξαμενή καταδύσεων με βατήρες, αποδυτήρια, κερκίδες, αποθήκη αθλητικού υλικού, μηχανοστάσιο, χώρο εξυπηρέτησης προσωπικού κολυμβητήριου κλπ. Το ωράριο λειτουργίας του κολυμβητηρίου ήταν από 15.30΄ - 19.30΄, τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη, και για να λειτουργήσει έπρεπε να είναι επανδρωμένο με καθηγητές και ναυαγοσώστες, προβλεπόταν δε η χρήση του μόνο από Ικάρους. Στις 9.4.2002 ο κατηγορούμενος, παράλληλα με την υπηρεσία του ως ναυαγοσώστη στο ως άνω κολυμβητήριο της Σχολής Ικάρων, είχε οριστεί να εκτελέσει υπηρεσία κολυμβητηρίου. Η παράλληλη αυτή άσκηση καθηκόντων, παρά τις υφιστάμενες, μόνιμες διαταγές, ήταν πάγια τακτική της Σχολής (σε γνώση της Διοίκησης) και οφειλόταν στην ανεπάρκεια του προσωπικού. Κατά τις περ. 1, 5 και 14 της § Ε΄ του παραρτήματος "Δ" της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001, για τα καθήκοντα του ναυαγοσώστη κολυμβητηρίου προβλεπόταν, εκτός άλλων, ότι έπρεπε να παρευρίσκεται ανελλιπώς καθ' όλο το χρόνο λειτουργίας του κολυμβητηρίου σε αυτό, να παρακολουθεί συνεχώς τους κολυμβητές, έτσι ώστε να επεμβαίνει, όταν χρειαζόταν, για άμεση βοήθεια, και δεν επιτρεπόταν να απομακρυνθεί από τις εγκαταστάσεις του κολυμβητηρίου, χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως τον προϊστάμενο λειτουργίας - συντήρησης του κολυμβητηρίου. Επίσης, στα καθήκοντα του εκτελούντος υπηρεσία κολυμβητηρίου κατά τις απογευματινές ώρες (διότι τις ώρες αυτές απουσίαζε ο υπεύθυνος λειτουργίας και συντήρησης κολυμβητηρίου) προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, να ανοίγει και να κλειδώνει τις πόρτες όλων των αιθουσών εκγύμνασης, να χορηγεί αθλητικό υλικό, να απαγορεύει τη χρησιμοποίηση των αθλητικών εγκαταστάσεων μετά το πέρας των μαθημάτων σε όλους, να ανάβει και να σβήνει τους προβολείς του κολυμβητηρίου κλπ. (περ. 1, 2, 4 της § ΣΤ΄ του παραρτήματος "Δ" της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001). Τη μέρα εκείνη (9.4.2002), στο χώρο του κολυμβητηρίου λάμβανε χώρα η προπόνηση της ομάδας κολύμβησης της Σχολής, διότι την επομένη ημέρα (10.4.2002) επρόκειτο να διεξαχθούν οι τελικοί αγώνες κολύμβησης μεταξύ των ΑΣΕΙ, στην Σ.Σ.Ε. Η προπόνηση άρχισε στις 16.30΄ και συμμετείχαν σε αυτή οι τότε Ίκαροι ΙΙΙ Ψ1, Ψ3, Ψ2, ......., ......., ....... και Χ1, οι τότε Ίκαροι II ....., ....., ... και ....και οι τότε Ίκαροι Ι ...., ....., ....., ...... και ....... Την ομάδα συνόδευε ο ιδιώτης ......, που είχε προσληφθεί στη Σχολή Ικάρων ως ωρομίσθιος καθηγητής φυσικής αγωγής για το μάθημα της κολύμβησης για το ακαδημαϊκό έτος 2001 - 2002 με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Η προπόνηση, ενόψει και των αγώνων της επομένης, ήταν χαλαρή, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα, ενώ ο προπονητής βρισκόταν στο ύψος των βατήρων, έξω από το νερό και ασχολούταν κυρίως με τους οκτώ αθλητές που θα συμμετείχαν στους αγώνες, δίνοντάς τους οδηγίες για να βελτιώσουν τη τεχνική τους. Από τους υπόλοιπους μαθητές, άλλοι κολυμπούσαν στο νότιο μέρος της πισίνας κοντά στους βατήρες, άλλοι αστεΐζονταν μεταξύ τους και κάποιοι άλλοι έπαιζαν με μια μπάλα του πόλο. Την ίδια ώρα ο κατηγορούμενος αρμενιστής παρακολουθούσε τους κολυμβητές είτε όρθιος, στο νότιο μέρος της πισίνας (κατά διαστήματα περπατούσε ως το μέσο της πισίνας και επέστρεφε ξανά στη θέση του, χωρίς να κινείται περιμετρικά) είτε καθισμένος σε καρέκλα, έξω από το γραφείο του, όπου εισήλθε δύο με τρεις φορές για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Κάποια στιγμή τρεις από τους μαθητές της Σχολής, και συγκεκριμένα ο Χ1, ο Ψ1 και ο Ψ2 απομακρύνθηκαν από τους υπολοίπους και κατευθύνθηκαν προς το βόρειο τμήμα της πισίνας, στις διαδρομές 7 και 8, όπου ξεκίνησαν να κάνουν ασκήσεις άπνοιας, χρονομετρώντας τις προσπάθειές τους με χρονόμετρο, που είχε στο ρολόι του ο Χ1. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος ρώτησε ποιος είναι ο μέγιστος χρόνος που μπορούσε ο άνθρωπος να κρατήσει την αναπνοή του κάτω από το νερό και ο Ψ1 του απάντησε τα 5 λεπτά. Στην πρώτη απόπειρα, που έκαναν, ο Χ1 έμεινε κάτω από το νερό γύρω στο ένα λεπτό, ενώ στη δεύτερη, ένα λεπτό και σαράντα πέντε δευτερόλεπτα. Μάλιστα, τη δεύτερη αυτή φορά, ο τελευταίος κρατιόταν από το σκοινί της διαδρομής για να μη βγει στην επιφάνεια, λόγω της άνωσης του νερού. Να σημειωθεί ότι, καθ' όλη τη διάρκεια της ως άνω άσκησης, ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο προπονητής της ομάδας, αντιλήφθηκαν το παραμικρό. Στη συνέχεια, γύρω στις 17.15΄ με 17.30΄, ο Ψ1 και ο Ψ2 κολύμπησαν 50 μέτρα (με το Χ1 να δίνει την εκκίνηση), αλλά ακολούθως οι δύο πρώτοι απομακρύνθηκαν από το βόρειο μέρος της πισίνας, αφήνοντας εκεί μόνο του το Χ1. Με το τέλος της προπόνησης, γύρω στις 18.00΄, συγκεντρώθηκαν όλοι οι μαθητές στο νότιο τμήμα της πισίνας για να ακούσουν τις τελευταίες οδηγίες του προπονητή, ενώ στη συνέχεια βγήκαν από το νερό και κατευθύνθηκαν προς τα αποδυτήρια. Τελευταία φέρεται να έφυγε από την πισίνα η Ψ3, η οποία μάλιστα βγαίνοντας είχε την εντύπωση ότι είδε τον Χ1, στο βόρειο τμήμα της Πισίνας, ακίνητο και γυρισμένο με την πλάτη προς εκείνη, γιατί το σκουφάκι του είχε διαφορετικό χρώμα από όλη την υπόλοιπη ομάδα. Υπέθεσε, ότι κρατιόταν από τη διαδρομή με τα χέρια, και γι' αυτό δεν θορυβήθηκε. Λίγα λεπτά αργότερα, περί ώρα 18.10΄, ο τότε Ίκαρος IV Ψ4 κατευθυνόταν με το συμμαθητή του Ψ5 από το κλειστό γήπεδο του μπάσκετ στο γυμναστήριο με τα βάρη. Ο δρόμος για το γυμναστήριο περνάει δίπλα από τη βόρεια πλευρά της πισίνας, η οποία τη στιγμή εκείνη ήταν άδεια από κολυμβητές. Ο Ίκαρος Ψ4, από το ύψος του βατήρα της διαδρομής 8, διέκρινε τυχαία μέσα στο βυθό ένα σώμα ακίνητο, γυρισμένο μπρούμυτα, με τα χέρια στο στήθος και με στάση κάθετη προς το διάδρομο της πισίνας, το οποίο σώμα ήταν δύσκολο να το διακρίνει κανείς λόγω της αντανάκλασης του νερού. Αμέσως ο Ψ4 βούτηξε στο νερό και βοηθούμενος από τον Ψ5 ανέσυραν εκτός πισίνας ένα σώμα και διαπίστωσαν αμέσως, ότι ανήκε στο Χ1. Τότε άρχισαν να φωνάζουν για βοήθεια, οπότε έφθασαν αμέσως στο σημείο ανάσυρσης ο καθηγητής φυσικής αγωγής ....., που βρισκόταν στο στίβο της Σχολής, ο κατηγορούμενος και ένας άλλος καθηγητής, που προσπάθησαν με ανανήψεις και τεχνικές αναπνοές να τον επαναφέρουν χωρίς αποτέλεσμα. Ακολούθως, περί ώρα 19.00΄, ο Χ1 διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στο 251 ΓΝΑ, όπου συνεχίστηκαν οι προσπάθειες ανάνηψης για μισή ώρα τουλάχιστον, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νεκροθάλαμο, όπου διαπιστώθηκε ότι, εκτός του μαγιό, ο θανών φορούσε ένα ρολόι. Το ρολόι αυτό παραδόθηκε αρχικά στην ασφάλεια του 251 ΓΝΑ (Σμτη ..... ) και την επομένη μέρα στο Σμχο (Ι) ...., ο οποίος διαπίστωσε ότι το χρονόμετρο του ήταν ενεργοποιημένο και η ένδειξή του ήταν 18 ώρες και 45 λεπτά. Αυτός, υπολογίζοντας τις ώρες που πέρασαν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό είχε ξεκινήσει να μετράει κατά τη διάρκεια της προπόνησης, γεγονός που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του Χ1 επήλθε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 17.30΄ (οπότε τον είδαν τελευταία φορά) και 18.00΄, ώρα που έληξε το μάθημα της κολύμβησης. Στις 10.4.2002 έγινε στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών η νεκροψία - νεκροτομή του πτώματος του Χ1 από τον ιατροδικαστή Αθηνών ...... Ως αιτία θανάτου αναφέρεται ο "πνιγμός εκ καταδύσεως εντός ύδατος", ενώ από τη γενόμενη σχετική τοξικολογική εξέταση "δεν διαπιστώθηκε η παρουσία φαρμάκου ή δηλητηρίου εκ των ανηκόντων στις ερευνηθείσες ομάδες, καθώς και οινοπνεύματος". Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος, δεν αποδέχθηκε την κατηγορία που του αποδίδεται, ότι δηλαδή, ενώ όφειλε, ως ναυαγοσώστης, να παρευρίσκεται, καθ' όλη την διάρκεια της προπόνησης, ανελλιπώς, στο χώρο της πισίνας και να παρακολουθεί συνεχώς τους κολυμβητές, ώστε να επέμβει για άμεση βοήθεια, όταν χρειαστεί, από απερισκεψία αφενός απομακρύνθηκε τουλάχιστον δύο φορές από την πισίνα μεταβαίνοντας στο παραπλεύρως βρισκόμενο δωμάτιο του ναυαγοσώστη υπηρεσίας και αφετέρου δεν κινιόταν συνεχώς περιμετρικά της πισίνας, ώστε να έχει σαφή εικόνα των κινήσεων των αθλητών και δεν πρόβλεψε, ότι από την συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατό να προκαλέσει δια παραλείψεως το θάνατο άλλου, γεγονός που συνέβη όταν ο Χ1 καταβυθίστηκε εντός του νερού χωρίς να γίνει αντιληπτός, απώλεσε τις αισθήσεις του και πνίγηκε. Ειδικότερα, ως προς το θέμα της απομάκρυνσής του από την πισίνα, ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε, ότι τη συγκεκριμένη ημέρα (9.4.2004), του ζήτησαν δύο φορές τα κλειδιά (ως υπεύθυνου κολυμβητηρίου) και αναγκάστηκε να μεταβεί στο δωμάτιο υπηρεσίας, ισχυρίστηκε όμως ότι αυτό συνέβη πριν τις 17.00΄, δηλ. λίγη ώρα αφότου άρχισε η προπόνηση της ομάδας κολύμβησης. Από τις καταθέσεις, όμως, των αυτόπτων μαρτύρων προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε τουλάχιστον δύο με τρεις φορές (για πολύ μικρό χρονικό διάστημα) μπαίνοντας στο γραφείο του, οπότε εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αυτές οι απομακρύνσεις δεν συνδέονται με την άσκηση της υπηρεσίας του, ως υπεύθυνου κολυμβητηρίου, αλλά σε άλλους, προσωπικούς λόγους. Επομένως, ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορούμενου περί προσταγής ως λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του (κατ' άρθρο 21 ΠΚ), ότι δηλαδή η έλλειψη της απαιτούμενης προσοχής του, ως υπεύθυνου ναυαγοσώστη, οφειλόταν στην παράλληλη εκτέλεση της υπηρεσίας κολυμβητηρίου (προσταγή την οποία δεν μπορούσε να αρνηθεί), πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι (σε κάθε περίπτωση) δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο ότι ο πνιγμός του Χ1 επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από την πισίνα ενεργώντας στα πλαίσια της υπηρεσίας κολυμβητηρίου (π.χ. παρέδιδε ή παρελάμβανε κλειδιά κλπ). Όσον αφορά τη θέση του κατά την ώρα της προπόνησης, υποστήριξε ότι, όπως τον είχαν διδάξει οι εκπαιδευτές του στη ΜΑΚ, έπρεπε να κάθεται σταθερός σε μία από τις γωνίες της πισίνας, όπου βρίσκεται η πλειοψηφία των λουσμένων για να προσέχει μήπως κάποιος χρειαστεί βοήθεια και όχι να κινείται περιμετρικά της πισίνας, γιατί υπήρχε περίπτωση να μην αντιληφθεί κάποιον που κινδυνεύει. Έτσι, τη μέρα εκείνη, κατά τη διάρκεια της προπόνησης, στεκόταν στη γωνία της πισίνας, όρθιος, δίπλα στον προπονητή, με το βλέμμα του στραμμένο στους μαθητές, κινούμενος κατά μήκος των βατήρων της νότιας πλευράς και κάποιες φορές ως το μέσο της μεγάλης πλευράς, ενώ δύο φορές τουλάχιστον πήγε ως τη βόρεια πλευρά της πισίνας. Αρνήθηκε δε, ότι κάθισε σε καρέκλα και παραδέχτηκε, ότι δεν εφησύχασε από το γεγονός ότι κολυμπούσαν Ίκαροι, διότι ορισμένοι από αυτούς δεν ήταν έμπειροι κολυμβητές. Μετά το τέλος της προπόνησης έφυγε τελευταίος από το κολυμβητήριο, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είχε μείνει κανείς. Τους ως άνω ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, για το πού πρέπει να βρίσκεται ο ναυαγοσώστης κατά το χρόνο που υπάρχουν κολυμβητές στο κολυμβητήριο, επιβεβαίωσε στο δικαστήριο και ο μάρτυρας υπεράσπισης ..... , εκπαιδευτής ναυαγοσώστων. Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι ο ναυαγοσώστης πρέπει να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση, να σκέφτεται συνέχεια όλα τα προβλήματα, που πιθανόν να προκύψουν, και να επεμβαίνει, όταν κάποιος καλεί σε βοήθεια ή όταν αντιληφθεί, ότι ο λουόμενος αντιμετωπίζει πρόβλημα. Όσον αφορά τις ασκήσεις άπνοιας, παρατήρησε ότι αυτές εγκυμονούν πολλούς κινδύνους και απαιτείται να έχουν ληφθεί προηγουμένως τα κατάλληλα μέτρα, ενώ, αν ο ναυαγοσώστης αντιληφθεί ότι γίνονται τέτοιες ασκήσεις, πρέπει (κι αν ακόμα δεν μπορεί να τις εμποδίσει) να βρίσκεται στο σημείο εκείνο, για να επέμβει άμεσα. Επίσης, και ο δεύτερος μάρτυρας υπεράσπισης ......, επιβεβαίωσε όσα αναφέρθηκαν από τον κατηγορούμενο, σχετικά με το πού πρέπει να στέκεται ο ναυαγοσώστης την ώρα της προπόνησης, παρατήρησε όμως ότι ο ίδιος θα μετρούσε τα άτομα που βρίσκονταν στην πισίνα και θα ήλεγχε σε τακτά χρονικά διαστήματα, αν ο αριθμός τους παραμένει σταθερός (μέθοδο που είχε διδαχτεί στην εκπαίδευση και θεωρεί ότι παρέχει μεγάλη ασφάλεια). Εξετάζοντας, λοιπόν τα γεγονότα, όπως διαδραματίστηκαν, δεν μπορεί, βέβαια, να παραβλεφθεί η επιπολαιότητα και η απερισκεψία των τριών Ικάρων (Χ1, Ψ1 και Ψ2) να εκτελέσουν ασκήσεις άπνοιας χωρίς να ενημερώσουν προπονητή και ναυαγοσώστη, όπως επίσης και η επίδειξη αμέλειας εκ μέρους του προπονητή ..... , που παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της προπόνησης στο νότιο μέρος της πισίνας (και κυρίως γύρω από τους βατήρες εκκίνησης), χωρίς να έχει υπό τον διαρκή έλεγχό του όλους τους αθλητές και δεν μερίμνησε να πάρει παρουσίες κατά την έναρξη και τη λήξη του μαθήματος. Αξιολογώντας, όμως, την ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου, πρέπει αρχικά να παρατηρηθεί, ότι από κανένα θεσμικό κείμενο της Σχολής Ικάρων δεν προβλέπεται, όπως ακούστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι ο ναυαγοσώστης μπορούσε να απουσιάζει από το κολυμβητήριο (ενώ μάλιστα έχει ορισθεί να εκτελέσει τη συγκεκριμένη υπηρεσία), εφόσον προπονούταν η ομάδα κολύμβησης της Σχολής. Αντίθετα, στην αρχή της § Ε΄ του παραρτήματος "Δ" της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001, αναφέρεται ρητά ότι "ο ναυαγοσώστης αποτελεί τη βάση για τη λειτουργία του κολυμβητηρίου", ενώ αμέσως μετά, στα εδάφια 1 και 5 της ίδιας παραγράφου προβλέπεται, ότι αυτός παρευρίσκεται εκεί ανελλιπώς καθ' όλο το χρόνο λειτουργίας του και παρακολουθεί συνεχώς τους κολυμβητές, έτσι ώστε να επέμβει για άμεση βοήθεια, όταν χρειαστεί. Η διάταξη αυτή (μαζί με όλη τη καθηκοντολογία του ναυαγοσώστη) αποτελεί την πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του κατηγορούμενου, που τον καθιστούσε εγγυητή - προστάτη της ασφάλειας του εννόμου αγαθού της ζωής των αθλητών της κολυμβητικής ομάδας (μεταξύ των οποίων και ο Ίκαρος Χ1), όντας υπόχρεος να αποκρούσει κάθε σχετικό με την κολύμβηση κίνδυνο, που θα τους απειλούσε μέσα στο χώρο της πισίνας. Το γεγονός, εξάλλου, ότι, λόγω έλλειψης προσωπικού, η Σχολή (τελείως επιπόλαια) είχε ορίσει τον εκτελούντα υπηρεσία ναυαγοσώστη να εκτελέσει παράλληλα και υπηρεσία κολυμβητηρίου, αυξάνει αντί να μειώνει την ευθύνη του κατηγορούμενου, δεδομένου ότι ευθυνόταν για την εύρυθμη λειτουργία ολοκλήρου του χώρου του κολυμβητηρίου (§ ΣΤ΄ παραρτήματος "Δ" της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001). Αντίθετα, όμως, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, καθ' όλη τη διάρκεια της προπονήσεως, έχοντας εμπιστοσύνη στις κολυμβητικές ικανότητες των αθλητών (δεδομένης και της παρουσίας του προπονητή) δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στους κολυμβητές, αφού και από το χώρο κολύμβησης απομακρύνθηκε, δύο με τρεις φορές, και κάποιες στιγμές ήταν καθισμένος σε καρέκλα, έξω από το γραφείο του. Αλλά και όταν βρισκόταν όρθιος στο χώρο της πισίνας, παρέμενε διαρκώς στη νοτιοανατολική πλευρά της πισίνας κοντά στον προπονητή, στη γραμμή των βατήρων εκκίνησης, χωρίς να κινείται περιμετρικά της πισίνας, ώστε να έχει σαφή εικόνα των κινήσεων των τριών αθλητών, οι οποίοι κολυμπούσαν αποδεδειγμένα στο βόρειο μέρος της πισίνας. Δεν μπορεί δε ο κατηγορούμενος να επικαλείται, ότι ο θανών δεν τον "ειδοποίησε", ότι κάνει ασκήσεις άπνοιας, τη στιγμή που (όπως φαίνεται) δεν αντιλήφθηκε καν ότι ο τελευταίος βρισκόταν μόνος του, από τις 17.30΄ και μετά, σε απόσταση τουλάχιστον 40 μέτρων από τους άλλους κολυμβητές. Συνεπώς, ουδεμία μέριμνα προστασίας της ζωής του Χ1 κατέβαλε, όπως υποχρεούταν εκ των καθηκόντων του, επισημαίνοντας τον κίνδυνο εκ της απομακρύνσεώς του και της συμμετοχής σε ασκήσεις, ιδιαίτερα μετά την απομάκρυνση του Ψ1, διατάσσοντας εν ανάγκη, όπως είχε δικαίωμα και υποχρέωση, την απομάκρυνσή του από εκεί και την συνένωσή του με την ομάδα των λοιπών εκπαιδευομένων, αν άλλοι λόγοι (π.χ. εκπαιδεύσεώς του) δεν επέβαλλαν την απομάκρυνση του από αυτή. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η κατάθεση του Ψ1 στο ακροατήριο, ο οποίος κατέθεσε πως, αν ο κατηγορούμενος τους έλεγε να σταματήσουν, θα τον άκουγαν και θα σταματούσαν. Δεν μπορεί, επίσης, ο κατηγορούμενος να επικαλείται την έλλειψη ορατότητας στον πυθμένα της πισίνας, λόγω αντανάκλασης του ηλίου, διότι ακριβώς λόγω της ειδικότητας και της εκπαίδευσής του, έπρεπε να λάβει την κατάλληλη θέση στην πισίνα, ώστε να έχει ορατότητα όλου του χώρου της. Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, όχι μόνο δεν έκανε ούτε ένα τελευταίο έλεγχο της πισίνας, αφού είχαν εξέλθει (όπως πίστευε) οι κολυμβητές, στα πλαίσια και της εκτέλεσης της υπηρεσίας κολυμβητηρίου, αλλά ουδέποτε καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής των λουσμένων μέσα στην πισίνα δεν μερίμνησε, ώστε ο αριθμός αυτών να είναι σταθερός με τακτικό κατά διαστήματα έλεγχο, ως όφειλε να πράττει ο κάθε εκπαιδευόμενος ναυαγοσώστης, ώστε να διαπιστώνει τάχιστα κάθε τυχόν απώλεια και να προβαίνει άμεσα στην ανεύρεση του τυχόν απόντος μέσα στο νερό. Ως αποτέλεσμα, κατά την μαρτυρία της τελευταίας εξελθούσας από την πισίνα Ικάρου Ψ3, το σώμα του Χ1, γιατί περί αυτού επρόκειτο εκ του χαρακτηριστικού χρώματος του καλύμματος της κεφαλής που έφερε ο θανών σε σχέση με την υπόλοιπη ομάδα, κείτονταν ακόμη εντός της πισίνας με την πλάτη προς τον τεντωτήρα της διαδρομής δίνοντας την εντύπωση συνεχίσεως της ασκήσεως, στην πραγματικότητα όμως ήταν παγιδευμένος ήδη από ώρα, γεγονός που καταδεικνύει ότι αυτός ήταν ορατός από πάντα τρίτο, όχι όμως και από τον κατηγορούμενο. Επομένως, στοιχειοθετείται πλήρως η αμέλεια του κατηγορούμενου με βάση, τόσο την προσοχή που αντικειμενικά και σύμφωνα με τις περιστάσεις όφειλε να καταβάλει, εκτελώντας υπηρεσία ναυαγοσώστη, όσο και σύμφωνα με τη δυνατότητα που υποκειμενικά είχε (βάσει της εκπαίδευσης, των γνώσεων, των προσωπικών του ιδιοτήτων και ικανοτήτων) να προβλέψει και να αποφύγει τον πνιγμό του Χ1. Από τα παραπάνω, επίσης, προκύπτει αβίαστα και ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων του κατηγορουμένου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως ναυαγοσώστη, και του θανάτου του ανωτέρω, εφόσον είναι βέβαιο ότι, αν ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε διαρκώς τις κινήσεις των αθλητών, εκινείτο σε όλα τα μέρη της πισίνας, όπου υπήρχαν κολυμβητές, τους είχε μετρήσει πριν και μετά την προπόνηση, και τέλος είχε ελέγξει όλο το χώρο (και το βυθό) του κολυμβητηρίου πριν απομακρυνθεί οριστικά, ο Χ1 θα βρισκόταν στη ζωή, ακόμα και αν εκτελούσε ασκήσεις άπνοιας". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, κατά την κρατήσασα γνώμη του, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως τελεσθείσας και, αφού αναγνώρισε σε τούτον τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α και ε του ΠΚ, επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. 3. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε κατά πλειοψηφία το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά ελλιπείς, ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες. Αυτό δε, διότι, ενώ δέχεται ότι πρόκειται για έγκλημα που τελέστηκε δια παραλείψεως, ότι η αμέλεια του αναιρεσείοντος δεν συνίστατo σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε, και ότι συνέτρεχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τούτου να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος: 1) δεν αιτιολογεί επαρκώς σε όλο της το εύρος τη γενόμενη δεκτή ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αυτού, και συγκεκριμένα από πού πήγαζε η σχετική υποχρέωσή του, (ως καθήκον αλλά και δικαίωμα), να απαγορεύσει στους Ίκαρους κολυμβητές να επιχειρούν στο κολυμβητήριο, σε σημείο διαφορετικό από εκείνο της συγκεντρώσεως των άλλων κολυμβητών, επικίνδυνες ασκήσεις, όπως οι ασκήσεις άπνοιας ή να τις επιτρέψει υπό προϋποθέσεις, πολύ δε περισσότερο διότι επρόκειτο περί ομάδας Ικάρων και παρίστατο ο νομίμως προσληφθείς προπονητής αυτής, αφού από τη ρητή διατύπωση των περ. 1, 5 και 14 της § Ε΄ του παραρτήματος Δ της 16.5.2001 στη Δ.Μ.Ι. 16/2001, στην οποία αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του αναιρεσείοντος "να παρευρίσκεται καθ' όλο το χρόνο της λειτουργίας, να παρακολουθεί συνεχώς τους κολυμβητές, έτσι ώστε να επέμβει για άμεση βοήθεια, όταν χρειαστεί, και να μην απομακρύνεται από τις εγκαταστάσεις του κολυμβητηρίου χωρίς να ενημερώσει τον προϊστάμενο λειτουργίας - συντήρησης του κολυμβητηρίου", δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση του κατηγορούμενου ναυαγοσώστη, 2) δεν αιτιολογείται, επίσης, επαρκώς ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων του κατηγορουμένου, ως συνόλου συμπεριφοράς, και του αποτελέσματος που επήλθε, αφού δεν θεμελιώνεται το προαπαιτούμενο της πιθανότητας, που προσεγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, για αποτροπή του θανάτου του Ίκαρου Χ1, εάν αυτός, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης, "παρακολουθούσε διαρκώς τις κινήσεις των αθλητών, εκινείτο σε όλα τα μέρη της πισίνας, όπου υπήρχαν κολυμβητές, τους είχε μετρήσει πριν και μετά την προπόνηση, και τέλος είχε ελέγξει όλο το χώρο (και το βυθό) του κολυμβητηρίου πριν απομακρυνθεί οριστικά, ο θανών θα βρισκόταν στη ζωή, ακόμα και αν εκτελούσε ασκήσεις άπνοιας", με δεδομένο ότι ο ίδιος ως ναυαγοσώστης α) παρακολουθούσε το κολυμβητήριο σε όλη την έκτασή του και όφειλε να προσέχει το σύνολο των κολυμβητών, β) οι ασκήσεις άπνοιας γίνονταν στο άλλο άκρο της πισίνας, από εκείνο που βρισκόταν η πλειοψηφία των Ικάρων κολυμβητών, τους οποίους όφειλε να επιτηρεί και επέβλεπε ο ίδιος, για να επέμβει για άμεση βοήθεια, και γ) οι καταβυθίσεις των μετεχόντων στις κινήσεις άπνοιας ήταν άμεσες και ακαριαίες και δεν προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές αν ήταν δυνατόν να γίνουν από αυτόν αντιληπτές, πολύ περισσότερο δε ο κίνδυνος που μπορούσε να προκύψει για τον κολυμβητή κάτω από το νερό, 3) δεν αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, κάτω από τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του ανωτέρω Ικάρου, ότι ο κατηγορούμενος ναυαγοσώστης είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, που επήλθε, και 4) ενώ στο αιτιολογικό της (σελ. 16) η απόφαση δέχεται, ότι δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο, πως ο πνιγμός του Χ1 επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από την πισίνα, ενεργώντας στα πλαίσια υπηρεσίας του κολυμβητηρίου, στο διατακτικό της καταλογίζει αντιφατικά ως στοιχείο αμέλειας του κατηγορούμενου την απομάκρυνσή του από το κολυμβητήριο και την μετάβασή του στο παραπλεύρως ευρισκόμενο δωμάτιο του ναυαγοσώστη, δίχως ωστόσο να προσδιορίζει και τους χρόνους, που έγιναν οι απομακρύνσεις του αυτές, ενόψει του ότι, κατά το σκεπτικό, ο πνιγμός του εν λόγω Ικάρου επήλθε από 17.30΄ έως 18.00΄ ώρα, ενώ, κατά το διατακτικό, οι απομακρύνσεις του κατηγορούμενου μπορεί να έλαβαν χώρα από 16.30΄ έως 18.00΄ ώρα, δηλαδή εν μέρει πριν από την έναρξη του κρίσιμου χρόνου και συνεπώς να μη συνδέονται αιτιωδώς με τον πνιγμό του θανόντος Ίκάρου. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμοι. Κατά συνέπεια, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 62/2006 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογίας ανεπάρκεια. Αναι-ρείται η απόφαση, λόγω ελλιπούς αιτιολογίας σε σχέση με την αμέλεια του κατηγορουμένου, από παράλειψη του οποίου ως ναυαγοσώστη, επήλθε από πνιγμό σε κολυμβητήριο, ο θάνατος του παθόντος
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια.
0
Αριθμός 1912/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αιτούντος ..... που παρέστη με την πληρεξουσία δικηγόρο του Δέσποινα Καλογήρου, περί ακυρώσεως και ανακλήσεως της υπ' αριθμ. 1349/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αιτών ζητεί την ακύρωση και ανάκλησης της ως άνω αποφάσεως, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή ου, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 693/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τα άρθρα 370 και 514 του ΚΠΔ, τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή με την οποία απορρίπτεται ένδικο μέσο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως, αλλά στην περίπτωση κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε από παραδρομή να ερευνήσει προταθέντα παραδεκτώς αναιρετικό λόγο, μπορεί ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, που σωρευτικώς διατυπώνεται με τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι επί μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση επιδιώκεται η ακύρωση και ανάκληση της υπ'αριθμ. 1349/2002 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη αίτηση του και τώρα αιτούντος, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1558/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, για το λόγο ότι το Δικαστήριο τούτο, κατά τη συζήτηση της παραπάνω αιτήσεως αναιρέσεως, δεν εφάρμοσε αυτεπαγγέλτως τον μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης άνω εφετειακής αποφάσεως ισχύοντα Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα (ν. 2960/2001), ο οποίος περιέχει ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις από το ν. 1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κωδικός". Η αίτηση αυτή πρέπει κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού, μετά την απόρριψη ως αβάσιμης της αναιρέσεως του αιτούντος, το Δικαστήριο τούτο έχει απεκδυθεί της εξουσίας του και δεν έχει πλέον δικαιοδοσία για την εκ νέου έρευνα της υποθέσεως, δεδομένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραλείψεως από παραδρομή της εξετάσεως παραδεκτώς προταθέντος λόγου αναιρέσεως, οπότε θα ήταν δυνατή η εξέταση του, κατά τα προεκτεθέντα. Μετά ταύτα πρέπει ο αιτών να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-4-2007 αίτηση του ....., για ακύρωση και ανάκληση της υπ' αριθμ. 1349/2002 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου. Και Καταδικάζει τον αιτούνται στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση ανακλήσεως αποφάσεως Αρείου Πάγου με την οποία απερρίφθη η αίτηση αναιρέσεως. Απαράδεκτη, εφόσον δεν έχει περιληφθεί η εξέταση παραδεκτώς προταθέντος λόγου αναιρέσεως.
Ανάκληση απόφασης Α.Π.
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ανάκληση απόφασης Α.Π..
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1911/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αλαβάνο - Τσαπαλίρα, περί αναιρέσεως της 921/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Μαϊου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1061/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 510 ΚΠΔ (λόγους αναιρέσεως), η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορριπτέα (άρθρ. 513 ΚΠΔ). Εξ άλλου, σε περίπτωση που ζητείται η αναίρεση αποφάσεως, με τη οποία έχει απορριφθεί η έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ως ανυποστήρικτη, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως δεν πρέπει να αναφέρονται σε άλλα θέματα, άσχετα με την απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη υπ' αριθμ. 19/2006 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 921/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία απερρίφθη, ως ανυποστήρικτη η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 495/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτός σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 1.500 δρχ. ημερησίως, για πλαστογραφία. Στην αίτηση αναιρέσεως δηλώνει ο αναιρεσείων ότι η προσβαλλομένη απόφαση: "α) δεν έχει ειδική και ανεπτυγμένη αιτιολογία... β) δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη δικογραφία και την διαδικασία και τα οποία συνιστούν τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, γ) δεν περιέχει τις αποδείξεις, στις οποίες στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, καθώς και τους νομικούς λόγους που δικαιολογούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην παραπάνω ποινική διάταξη. Επίσης η αναιρεσιβαλλομένη και η πρωτόδικη δεν έλαβε υπόψη της ότι ο κατηγορούμενος ήταν γνωστής διαμονής και ότι στην δικογραφία δεν υπάρχει κανένα ντοκουμέντο πλαστογραφία παρά, κάποιες φωτοτυπίες συναλλαγματικών που δεν αποδεικνύουν τίποτα... ". Όπως έχει η αίτηση αναιρέσεως δεν περιέχει ούτε ένα από τους αναφερομένους στα άρθρα 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, σχετικά με την απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Εντεύθεν αυτή πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25 Μαϊου 2006 αίτηση του ..... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 921/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως, με την οποία απερρίφθη η έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, ως ανυποστήρικτη, ως λόγοι αναιρέσεως δύνανται να προβληθούν μόνον οι σχετικοί με την απόρριψη της εφέσεως, ως ανυποστήρικτη. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως με την οποία απερρίφθη η έφεση του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη, αφού δεν περιέχεται σ’ αυτήν κανένας λόγος αναιρέσεως.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1910/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καρασταμάτη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3496/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1621/2006 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 11/05.01.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 527 και 528 παρ.1 ΚΠΔ, την 9004/2-9-06 αίτηση του καταδικασμένου Χ1 , που κατέθεσε ενώπιόν μας στις 4-10-06 δια του εξουσιοδοτημένου συνηγόρου του Νίκου Καρασταμάτη, για επανάληψη της διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της 3496/98 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που τον καταδίκασε για συκοφαντική δυσφήμιση και εξύβριση σε συνολική ποινή φυλάκιση οκτώ (8) μηνών, [άρθρα 98, 361-363 ΠΚ], και εκθέτω τα ακόλουθα. 2-Η ανωτέρω αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την 3496/98 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της 1722/99 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την ασκηθείσα υπ' αυτού αίτηση αναιρέσεως, στηριζόμενη, κατά τους ισχυρισμούς του, σε νέα γεγονότα και αποδείξεις, από τα οποία καθίσταται φανερό ότι είναι αθώος για τις πράξεις που καταδικάσθηκε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 525 παρ.2, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ, και πρέπει να εξετασθεί κατ΄ ουσία, (βλ. ΑΠ 1097/1995/ Π.ΧΡ. ΜΣΤ/1247 ΑΠ 127/2001 Π.Χρ. ΝΑ/896, ΑΠ 760/98 Ποιν. Δικ. 1998/660) 3-Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, εκτός από άλλες περιπτώσεις που αριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο αυτό, και όταν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες, οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που δίκασε και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές. Την κρίση αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και από τα έγγραφα. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που καταδίκασε, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για βαρύτερο έγκλημα. Δεν αποτελούν όμως νέα γεγονότα η ανάκληση ομολογίας του κατηγορουμένου ή μαρτυρίας συγκατηγουμένου του, διότι οι ανακλήσεις αυτές είναι προφανώς αναξιόπιστες και δεν καθιστούν πρόδηλη την αθωότητα του κατηγορουμένου. [ΑΠ.756/93 ΠΧΡ.83/535, ΑΠ.216/98 ΠΧΡ. 98/801]. 4-Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αιτών καταδικάσθηκε με την εν λόγω απόφαση για συκοφαντική δυσφήμιση και εξύβριση, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στη Θεσσαλονίκη στις 20-12-95 υπό τα εξής περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, όντας προσκεκλημένος στη μεσημβρινή εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού ..... με τον τίτλο "....", ισχυρίσθηκε και διέδωσε σε βάρος του παθόντος Ψ1 τα δυσφημιστικά γι' αυτόν γεγονότα ότι είναι άρρωστος, ότι είναι απόφοιτος του τρελοκομείου Σταυρούπολης και ότι δεν είναι ντετέκτιβ. Τα δυσφημιστικά όμως αυτά γεγονότα ήσαν ψευδή και αυτός τα ισχυρίσθηκε εν γνώσει της αναλήθειάς τους, καθόσον γνώριζε ότι ο παθών ούτε άρρωστος ήταν, ούτε νοσηλεύθηκε ποτέ στο Ψυχιατρείο Σταυρούπολης, ούτε ότι στερούταν της επαγγελματικής ιδιότητας του ιδιωτικού αστυνομικού, αφού αυτός ήταν κανονικά εγγεγραμμένος στο σωματείο ιδιωτικών αστυνομικών Θεσσαλονίκης. Τα ψευδή αυτά γεγονότα, που ισχυρίσθηκε, τα πληροφορήθηκαν πλείστα πρόσωπα, δεδομένου ότι η σχετική εκπομπή είχε μεγάλη ακροαματικότητα, βλάπτοντας έτσι την τιμή και την υπόληψη του παθόντος. Περαιτέρω, πρόσβαλε την τιμή του ίδιου παθόντος εκστομίζοντας σε βάρος του στην ίδια τηλεοπτική εκπομπή τις εξής μειωτικές για την τιμή του φράσεις ότι "ο συνάδελφος για μένα δεν είναι συνάδελφος. Δεν δέχομαι να πω ότι είναι συνάδελφος. Παλιός εφοριακός-ταμιακός στη .... ήταν. Ξεσήκωσε την παγκόσμια κοινή γνώμη με τις βλακείες του. Αν ακούει κάποιος ας πει στους γονείς του μικρού, ας μη δώσουν άλλα λεφτά σ' αυτόν που ακούει στο όνομα Ψ1. Τα 7.000 000 δρχ. τα δίνει η Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση. Ξευτελίσθηκε κάποιος κλάδος στο όνομα ενός Ψ1. Ας τολμήσουν η δημοσιογράφος Δ1 και ο Ψ1 να έλθουν στην εκπομπή. Έχω άπειρα στοιχεία που θα πέσουν στα κεφάλια τους επάνω". Ήδη, ο κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του ισχυρίζεται ότι τις ανωτέρω δυσφημιστικές και εξυβριστικές φράσεις για τον παθόντα τις εκστόμισε διότι παρασύρθηκε από τρίτους, κακόπιστους και κακόβουλους, οι οποίοι επιθυμούσαν να τους δημιουργήσουν προβλήματα. Έτσι ξεκίνησε μεταξύ τους ένας μακρύς, αδυσώπητος δικαστικός αγώνας τόσον ενώπιον των ποινικών όσο και ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του τούτων πρότεινε και μάρτυρες, οι οποίοι εξετασθέντες ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, αλλά και με ενόρκους βεβαιώσεις τους ενώπιον συμβολαιογράφων, τους επιβεβαίωσαν, καταθέτοντας ότι πράγματι πίσω από την εκστρατεία δυσφημίσεως του παθόντος υπήρχε κάποιο "κύκλωμα" κοινών γνωστών τους, τους οποίους μόλις ο παθών τους αποκάλυψε και τους γνωστοποίησε στον κατηγορούμενο έπαυσε η μεταξύ τους υφιστάμενη διάθεση αντιδικίας. Μάλιστα, μετά την αποκάλυψη των επίβουλων τούτων "καλοθελητών" απευθυνόμενος στον συνήγορό του Μ1 του είπε ότι "άδικα μας μπλέξανε οι αλήτες με το φίλο μου τον Χ1 και μας έβαλαν να φαγωθούμε" και ανέθεσε σ' αυτόν να συντάξει για λογαριασμό του επιστολή προς τον κατηγορούμενο, με την οποία να τον προσκαλεί να συμφιλιωθούν. Πλην όμως οι συμφιλιωτικές του διαθέσεις παρέμειναν στο στάδιο του σχεδιασμού και δεν υλοποιήθηκαν, λόγω του ότι μεσολάβησε εντωμεταξύ αδόκητα ο πρόωρος θάνατός του. Από τις ανωτέρω αποδείξεις και γεγονότα, τα οποία ο αιτών τα χαρακτηρίζει ως νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, δεν προκύπτει ότι αυτός είναι αθώος για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης και της εξύβρισης, για τις οποίες καταδικάσθηκε. Το ότι ωθήθηκε να προβεί στις ανωτέρω πράξεις από "κοινά γνωστά τους πρόσωπα, καλοθελητές, αλήτες" ή μέλη ενός ανίερου "κυκλώματος", που τους ήθελαν διχασμένους ή το ότι ο παθών τελικά αποκάλυψε τους καλοθελητές τούτους και θεώρησε ότι αποκαταστάθηκε η τρωθείσα τιμή και υπόληψή του στα όμματα των οικείων του, ή το ότι ο παθών εξέφρασε στον συνήγορό του διάθεση συμφιλίωσης με αυτόν, δεν αναιρεί την στοιχειοθέτηση απ' αυτόν των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμισης και εξύβρισης, για τις οποίες αμετακλήτως καταδικάσθηκε. 5-Κατ' ακολουθία, εφόσον με τα προσκομιζόμενα ως νέα αποδεικτικά στοιχεία δεν καθίσταται, κατά την έννοια του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ, φανερό, ότι ο αιτών είναι αθώος των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε, ούτε ότι καταδικάστηκε αδίκως για εγκλήματα βαρύτερα από εκείνα που πραγματικά τέλεσε, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, ως αβάσιμη, και να καταδικαστεί τούτος στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). Για τούτο προτείνω Α-Να απορριφθεί η από 2-9-06 αίτηση του καταδικασμένου Χ1 , που κατέθεσε ενώπιόν μας δια του εξουσιοδοτημένου συνηγόρου του Νίκου Καρασταμάτη, για επανάληψη της διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της 3496/98 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, Και Β-Να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 αριθ. 2 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που έχουν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που έχουν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Επομένως η κρινόμενη από 2-9-2006 αίτηση του Χ1 με την οποία αυτός ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη 3496/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (πλημμελημάτων), διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, στηρίζεται σε νέα γεγονότα και αποδείξεις, που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του αιτούντος και κάνουν φανερό ότι αυτός είναι αθώος για τις πράξεις που καταδικάστηκε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ και πρέπει να εξεταστεί κατ' ουσίαν. ΙΙ. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών, με την 3496/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (πλημμελημάτων), η οποία έχει γίνει αμετάκλητη, κηρύχθηκε ένοχος για συκοφαντική δυσφήμηση και εξύβριση του τότε εγκαλούντος Ψ1 (άρθρα 363-362, 361 παρ. 1 του ΠΚ) και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς 1500 δραχμές την ημέρα. Ειδικότερα ο αιτών καταδικάστηκε για το ότι: "Στη Θεσσαλονίκη, στις 20-12-1995 τέλεσε τις εξής αξιόποινες πράξεις: 1. Εν γνώσει της αναληθείας, ισχυρίσθηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων σχετικά με τον εγκαλούντα ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Συγκεκριμένα προσκεκλημένος όντας στην μεταμεσημβρινή εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού "...." με τον τίτλο "...." εν γνώσει της αναληθείας ισχυρίσθηκε και διέδωσε ενώπιον πλείστων όσων ακροατών της παραπάνω εκπομπής του τηλεοπτικού σταθμού τα εξής ψευδή για τον εγκαλούντα και δη ότι αυτός "είναι άρρωστος και απόφοιτος από το τρελοκομείο Σταυρούπολης και ότι αυτός δεν είναι ντέτεκτιβ". Τα γεγονότα αυτά αντικειμενικώς ψευδή, αφού ο εγκαλών ουδέποτε νοσηλεύθηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης και τυγχάνει ντέτεκτιβ και μέλος του σωματείου ιδιωτικών αστυνομικών Θεσσαλονίκης και γνωσθέντα σε πλείστα όσα πρόσωπα, δεδομένου μάλιστα ότι η σχετική εκπομπή έχει μεγάλη ακροαματικότητα, έβλαψαν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος. 2.Προσέβαλε με λόγια την τιμή του ίδιου παραπάνω παθόντος ήτοι κατά την διάρκεια της παραπάνω εκπομπής εκστόμισε τις εξής εξυβριστικές φράσεις κατά του ίδιου παραπάνω εγκαλούντος: "ο δήθεν συνάδελφος για μένα δεν είναι συνάδελφος. Δεν δέχομαι να το πω ότι είναι συνάδελφος. Παλαιός εφοριακός -ταμειακός στη .....ήταν.......Ξεσήκωσε την παγκόσμια κοινή γνώμη με τις βλακείες του...αν ακούει κάποιος ας πει στους γονείς του μικρού, ας μη δώσουν άλλα λεφτά σαυτόν που ακούει στο όνομα Ψ1. Τα 7.000.000 δρχ. τα δίνει η "Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση". "Ξευτελίσθηκε κάποιος κλάδος στο όνομα ενός Ψ1."Ας τολμήσουν η δημοσιογράφος Δ1 και ο Ψ1 να έρθουν στην εκπομπή. Έχω άπειρα στοιχεία που θα πέσουν στο κεφάλι τους επάνω..". Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση του ο αιτών επικαλείται ως νέο γεγονός, ότι τις ανωτέρω δυσφημηστικές και εξυβριστικές φράσεις για τον παθόντα τις εκστόμισε διότι παρασύρθηκε από τρίτους κακόπιστους και κακόβουλους, οι οποίοι επιθυμούσαν να τους δημιουργήσουν προβλήματα. Έτσι ξεκίνησε μεταξύ τους ένας μακρύς, αδυσώπητος δικαστικός αγώνας τόσον ενώπιον των ποινικών όσο και ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Προς επίρρωση του γεγονότος αυτού πρότεινε τους μάρτυρες ...., ...., ....., ....., Μ1 οι οποίοι εξετασθέντες ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης αλλά και με τις 5905/20-9-2006, 5504/22-9-2006, 5906/20-9-2006, 5911-22-9-2006, 5912-9-2006, 5915-26-9-2006, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Γουμένισσας Ιωάννη Γεωργίου η δευτέρα και Θεσσαλονίκης Αργυρώς Νικόλτσου οι υπόλοιπες των ανωτέρω και Ιωάννη Τσιτάκη το επιβεβαίωσαν καταθέτοντας ότι πράγματι πίσω από την εκστρατεία δυσφημήσεως του παθόντος υπήρχε κάποιο "κύκλωμα" κοινών γνωστών τους, τους οποίους μόλις ο παθών τους αποκάλυψε και τους γνωστοποίησε στον κατηγορούμενο έπαυσε η μεταξύ τους υφιστάμενη διάθεση αντιδικίας. Μάλιστα, μετά την αποκάλυψη των επίβουλων τούτων "καλοθελητών" απευθυνόμενος στον συνήγορό του Μ1 του είπε ότι "άδικα μας μπλέξανε οι αλήτες με τον φίλο μου τον Χ1 και μας έβαλαν να φαγωθούμε" και ανέθεσε σ'αυτόν να συντάξει για λογαριασμό του επιστολή προς τον κατηγορούμενο, με την οποία να τον προσκαλεί να συμφιλιωθούν. Πλην όμως οι συμφιλιωτικές του διαθέσεις παρέμειναν στο στάδιο του σχεδιασμού και δεν υλοποιήθηκαν, λόγω του ότι μεσολάβησε εντωμεταξύ αδόκητα ο πρόωρος θάνατός του. Τα επικαλούμενα αυτά γεγονότα ότι ωθήθηκε να προβεί στις παραπάνω πράξεις από "κοινά γνωστά τους πρόσωπα, καλοθελητές, αλήτες" ή μέλη ενός ανίερου "κυκλώματος", που τους ήθελαν διχασμένους ή το ότι ο παθών τελικά αποκάλυψε τους καλοθελητές αυτούς και θεώρησε ότι αποκαταστάθηκε η τρωθείσα τιμή και υπόληψή του στα όμματα των οικείων του, ή το ότι ο παθών εξέφρασε στον συνήγορό του την διάθεση συμφιλίωσης με αυτόν, δεν αναιρεί την στοιχειοθέτηση απ'αυτόν των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμησης και εξύβρισης, για τις οποίες αμετακλήτως καταδικάσθηκε. Συνεπώς, από τις προαναφερόμενες ένορκες καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις, που ο αιτών εμφανίζει ως νέα γεγονότα και νέες αποδείξεις, τόσο από μόνες τους όσο και σε συνδυασμό τους με τις αποδείξεις που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, δεν καθίσταται φανερό, κατά την έννοια του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 του ΚΠΔ, ότι ο αιτών είναι αθώος για τα δύο πλημμελήματα, για τα οποία καταδικάστηκε, ούτε ότι καταδικάστηκε άδικα για εγκλήματα βαρύτερα από εκείνα που πραγματικά έχει τελέσει. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-9-2006 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την 3496/1998 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (πλημμελημάτων). Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη της διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων ή αποδείξεων. Απορρίπτει την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 1906/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Αγροτική Φυλακή Κασσάνδρας, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 1163-1164/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με συγκατηγορούμενο τον ......... Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1839/2006. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος αφού αναφέρθηκε στην από 19 Ιουνίου 2007 με αριθμό 11/2007 έκθεση παραιτήσεως του ως άνω αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός δια του πληρεξουσίου του δικηγόρο Ηλία Σουσουρογιάννη, δήλωσε ότι παραιτείται από την αίτηση αναιρέσεώς του, πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ.1, 475 παρ.1, 476 παρ.1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον που την δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων Χ1 με την από 19/6/2007 δήλωσή του, που έγινε στο Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης δια του πληρεξουσίου του Ηλία Σουσουρογιάννη δικηγόρου Κατερίνης, στον οποίον έχει δοθεί σχετική εντολή, και για την οποία συντάχθηκε η από 19-6-2007 σχετική έκθεση, παραιτήθηκε από την από 6-11-2006 αίτηση αναιρέσεώς του, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1163-1164/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επομένως σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το ένδικο αυτό μέσο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 6-11-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1163-1164/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερήμην - Απορρίπτει ως απαράδεκτη - παραίτηση
Παραίτηση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Παραίτηση.
0
Αριθμός 1905/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Διαλινάκη, περί αναιρέσεως της 321/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαΐου 2006 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1031/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 1 του ν.δ. 3424/1955 "περί ευθύνης των αγοραστών γεωργικών προϊόντων", όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 1409/1983, αγοραστής γεωργικών προϊόντων, όπως αυτά καθορίζονται στην § 1 του άρθρου 22 του ν. 992/1979, για μεταπώληση, εξαγωγή ή βιομηχανοποίηση, που καθίσταται υπερήμερος για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς ή συνεταιρισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή μέχρι 500.000 δραχμών. Κατά δε ο άρθρο 2 του ίδιου ν.δ. 3424/1955, εάν ο αγοραστής γεωργικών προϊόντων είναι εταιρία ευθύνεται ο με οποιοδήποτε τίτλο εκπρόσωπος αυτής, ως και ο δια λογαριασμό της εταιρίας συμβληθείς αντιπρόσωπος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 22 § 1 του ν. 992/1979 γεωργικά προϊόντα νοούνται τα προϊόντα εδάφους, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, της δασοπονίας, της θηραματοπονίας και των παντός είδους εκτροφών, ως και τα προερχόμενα εκ του πρώτου σταδίου επεξεργασίας ή μεταποιήσεως αυτών. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αυτά προέκυψαν, και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές εφετείο Λάρισας, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 321/2006 απόφασή του, δέχθηκε όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι κατηγορούμενοι είναι και νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της ΕΠΕ με την επωνυμία "..........ΕΠΕ" και ο πρώτος εξ αυτών περί τα τέλη Αυγούστου 2002 συμφώνησε με την εγκαλούσα Ψ1 να αγοράσει για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας την παραγωγή των μήλων που ήταν ηρτημένη στα δέντρα μηλιές αντί τιμήματος 0,53 Ευρώ το χιλιόγραμμο. Η ως άνω παραγωγός σε εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας πούλησε και παρέδωσε στην ως άνω ΕΠΕ κατά το χρονικό διάστημα από 2-9-2002 μέχρι 31-10-2002 110.343 κιλά μήλων αντί του συνολικού τιμήματος των 58.482 Ευρώ, το οποίο κατά τη συμφωνία τους έπρεπε να καταβληθεί μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2002 πλην όμως κατέστη υπερήμερη η αγοράστρια εταιρία περί την πληρωμή του ποσού αυτού και μέχρι σήμερα κατέβαλε 5.000 Ευρώ, απομένοντας υπολοίπου 53.482 Ευρώ. Ενώ η ως άνω αγοράστρια εταιρία βρισκόταν σε υπερημερία, πτώχευσε με την υπ' αριθμό 1932/2003 απόφαση του Πολ. Πρωτ. Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή ορίζεται χρόνος παύσης των πληρωμών η 30-6-2002, όμως η επικαλουμένη οικονομική δυσχέρεια της οφειλέτριας εταιρίας και η επακολουθήσασα πτώχευση αυτής είναι γεγονότα που καθαυτά δεν αποκλείουν πταίσμα και επομένως υπαιτιότητα (βλ. Α.Π 78/53 ΝΟΒ1, 109 ΑΠ 592/54 ΝοΒ2 1131), αφού παρά την παύση των πληρωμών της προχώρησε στη σύναψη της επίδικης αγοραπωλησίας γνωρίζοντας οι κατηγορούμενοι διαχειριστές ότι η εμπρόθεσμη πληρωμή του ως άνω τιμήματος δεν θα ήταν δυνατή. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το τριμελές Εφετείο Λάρισας εκήρυξε και τους δύο κατηγορουμένους ενόχους παραβάσεως του άρθρου 2 ΝΔ 3424/1955, όπως αντικ. με το άρθρο 8 ΝΔ 1409/1983 σε συνδ. με άρθρο 22 παρ. 1 Ν.992/1979 και αφού αναγνώρισε και στους δύο την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 25 ΠΚ, επέβαλε στον καθένα από αυτούς ποινή φυλακίσεως 3 ετών. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Εφετείο, δεν διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλ' ούτε και στο διατακτικό της, που παραδεκτώς το συμπληρώνει, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εξέθεσε σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα δεν εξέθεσε στο σκεπτικό, αλλά και ούτε στο διατακτικό της πληττομένης αποφάσεως, το λόγο για τον οποίον έγινε η αγορά των μήλων από την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "................ ΕΠΕ" και συγκεκριμένα αν αυτή πραγματοποιήθηκε για μεταπώληση, εξαγωγή ή βιομηχανοποίηση", προϋπόθεση, οποία πρέπει να συντρέχει, όπως απαιτεί η ποινική διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3424/1955, όπως αυτό ήδη ισχύει, για την αντικειμενική θεμελίωση της παραβάσεως αυτής, έλλειψη η οποία δεν μπορεί να αναπληρωθεί από μόνη την ιδιότητα της αγοράστριας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ως εξ αντικειμένου εμπορικής εταιρείας (αρθρ. 3Ν 3190/1955), αφού δεν εκτίθεται περαιτέρω εις αυτήν ούτε το κατά την εταιρική σύμβαση αντικείμενό της, ώστε να προκύπτει αμέσως από αυτό, ότι η αγορά των μήλων έγινε, όπως απαιτεί ο νόμος, για μεταπώληση, εξαγωγή ή βιομηχανοποίησή τους. Προσθέτως και κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 511 ΚΠΔ) από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως ανακύπτει αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού, ως προς το χρόνο, ο οποίος συμφωνήθηκε για την πληρωμή του τιμήματος των μήλων, η παρέλευση του οποίου καθιστούσε υπερήμερη την αγοράστρια εταιρεία και οδηγούσε σε πλήρωση όλων των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του ιδίου εγκλήματος, αφού στο μεν σκεπτικό αναφέρεται, ότι η προθεσμία καταβολής του τιμήματος των 58.482 Ευρώ έληγε το τέλος Σεπτεμβρίου 2002, στο δε διατακτικό γίνεται αναφορά, αντιφατικά, ότι το τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 2002, δημιουργημένης εντεύθεν ασάφειας, ως προς το χρόνο τελέσεως της ως άνω αξιόποινης πράξεως. Ενόψει των ανωτέρω ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, όπως συμπληρώθηκε, κατά τα αμέσως παραπάνω, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός, αιτία για την οποία παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε συγκροτηθησόμενο, όμως, από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση προηγουμένως (αρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 321/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπερημερία αγοραστού αγροτικών προϊόντων ως προς την καταβολή του τιμήματος. Έλλειψη αιτιολογίας, λόγω μη αναφοράς εάν η αγορά έγινε για μεταπώληση, εξαγωγή ή βιομηχανοποίησ
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αγροτικών προϊόντων.
1
Αριθμός 1902/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενη την χ1, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και με εγκαλούντα τον ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 07.12.2006, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 242/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 216/04.06.2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Η Αντεισαγγελέας Εφετών Πειραιά, με το υπ΄αριθμ. πρωτ. 8681/7-12-2006 έγγραφο, υπέβαλε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τη συνημμένη από 31-1-2006 μηνύτρια αναφορά του κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Τρίπολης ψ1, κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά χ1, την οποία καταγγέλλει για "κατάχρηση εξουσίας και παράβαση καθήκοντος" κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και ζήτησε την παραπομπή της υπόθεσης κατά τα άρθρα 136 εδ. ε΄ και 137 § 1 εδ. γ΄ του Κ.Π.Δ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περιπτ. ε΄ Κ.Π.Δ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές πλην άλλων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 112-125, δικαστήριο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 137 § 1 Κ.Π.Δ., την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, πλην άλλων, και ο Εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά τη διάταξη αυτή για την παραπομπή αποφασίζει α) το συμβούλιο των πλημμελειοδικών αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περίπτωση αδυναμίας συγκροτήσεως, β) το συμβούλιο των Εφετών αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο και γ) ο ΄Άρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κύρια διαδικασία αλλά και για την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως ποινικής διώξεως για την ταυτότητα του λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρεάστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας λόγω συνυπηρετήσεως (ΑΠ 156/2003). Επειδή στην κρινόμενη περίπτωση η μηνυόμενη Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, η οποία είναι η μόνη Εισαγγελία Πρωτοδικών στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου η εισαγγελική αυτής αρχή και τα αντίστοιχα δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια να ασχοληθούν με την διερεύνηση της υπόθεσης. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να αποφασίσει το Δικαστήριό σας την παραπομπή της υπόθεσης που αφορά την από 31-1-2006 μηνυτήρια αναφορά του ψ1, κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά χ1, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Αθήνα 11 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 136 περίπτ. ε΄ Κ.Π.Δ. ορίζει ότι εάν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατ/νος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τόπο σύμφωνα με το άρθρο 122-125, δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, κατά δε την § 1 του άρθρου 137 ΚΠΔ την παραπομπή μπορεί να ζητήσει και ο Εισαγγελεύς, αποφασίζει δε περί αυτής ο Άρειος Πάγος που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφ' όσον πρόκειται για περιπτώσεις, που δεν διαλαμβάνονται στα εδάφια α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 137 και συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε άλλο ισόβαθμο Εισαγγελέα. Η ανωτέρω περίπτωση (του άρθρου 136 στοιχ. ε΄ ΚΠΔ) αποβλέπει στο αδιάβλητο της δικαστικής κρίσης στην κοινή συνείδηση, γι' αυτό τον λόγο η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κυρία διαδικασία, αλλά ένεκα της ταυτότητος του λόγου, του ανεπηρεάστου, δηλαδή, της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας λόγω της συνυπηρετήσεως, και για την προδικασία, καθώς και το στάδιο της ασκήσεως της ποινικής διώξεως. Στην προκειμένη περίπτωση η εγκαλουμένη διά κατάχρηση εξουσίας και παράβαση καθήκοντος υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς ως Αντεισαγγελεύς Πρωτοδικών, η Εισαγγελία δε αυτή είναι η μόνη στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς. Δι' ο και συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, κατά κανονισμόν αρμοδιότητος, η οποία θα επιληφθεί της υποθέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς χ1 υπόθεση, την οποία αφορά η από 31/1/2006 μηνυτήριος αναφορά του ψ1, για κατάχρηση εξουσίας και παράβαση καθήκοντος, από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, εις την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει στην Ει-σαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1898/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Πολύκαρπου Βούλγαρη και του αρχαιοτέρου αυτού Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κιτρίδη), ως αρχαιότερο μέρος της συνθέσεως, Κωνσταντίνο Κούκλη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Παπαδόπουλο, περί αναιρέσεως της 233/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 18 Απριλίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 396/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ΄ και Ε΄ ΚΠοινΔ λόγων αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της, ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 2/2002, Ολ. ΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της απόφασης. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η αίτηση αναίρεσης που δεν περιέχει λόγους, ή περιέχει λόγους ασαφείς και αόριστους, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ. την ύπαρξη παραδεκτού λόγου αναίρεσης (ΟλΑ.Π. 2/2002). 2.- Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 27-2-2007 αίτηση αναίρεσης, πλήττεται η 233/2006 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για 1) λιποταξία στο εσωτερικό σε ειρηνική περίοδο κατά συρροή, 2) εξύβριση ανωτέρου όχι κατά την υπηρεσία ή για λόγους που έχουν σχέση μ' αυτή κατά συρροή 3) ανυπακοή σε ειρηνική περίοδο κατά συρροή, 4) συκοφαντική δυσφήμηση ανωτέρου και 5)ψευδή καταμήνυση. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος στον αρμόδιο γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί αυτός και διατυπώνονται κατά λέξη οι ακόλουθοι λόγοι αναιρέσεως. "ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ Με την 233/2006 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, κρίθηκα ένοχος και καταδικάσθηκα για τα εξής εγκλήματα: ΠΡΩΤΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ: Λιποταξία στο εσωτερικό, σε ειρηνική περίοδο, χρόνος λιποταξίας από 26-6-2005 μέχρι 30-6-2005, αφού (όπως αναφέρεται στην απόφαση σελίδα 16) ενώ είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά σε διάστημα έξι μηνών, τρεις φορές για αυθαίρετη απουσία, η οποία διήρκεσε περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες, εγκατέλειψε και πάλι το σώμα του και απουσίασε περισσότερον από δύο ημέρες. Ειδικότερα ενώ είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά: α) την 30-5-2005 σε πειθαρχική ποινή φυλάκισης τριάντα (30) ημερών, γιατί απουσίασε αυθαίρετα από την μονάδα του κατά το χρονικό διάστημα από 2-12-2004 έως 3-12-2004 β) την 30-5-2005 σε πειθαρχική ποινή φυλάκισης τριάντα ημερών (30) γιατί απουσίασε αυθαίρετα από την μονάδα του κατά το χρονικό διάστημα από 26-12-2004 έως 27-12-2004 και γ) την 21-6-2005 σε πειθαρχική ποινή φυλάκισης τριάντα(30) ημερών, γιατί απουσίασε αυθαίρετα από την μονάδα του κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2005 έως και 5-6-2005, εγκατέλειψε και πάλι αυθαίρετα την μονάδα του, την 23-6-2005 και απουσίασε χωρίς άδεια περισσότερον από δύο ημέρες παραμένοντας στο εσωτερικό της χώρας μέχρι την 30-6-2005, κατά την οποίαν παρουσιάσθηκε αυθόρμητα στο 957 ΤΣΝ με αποτέλεσμα να καταστεί λιποτάκτης στο εσωτερικό από 26-6-2005 μέχρι 30-6-2005, κατά την οποίαν παρουσιάσθηκε αυθόρμητα στο 957 ΤΣΝ την πράξη του δε αυτή τέλεσε σε ειρηνική περίοδο. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΜΟΥ (λιποταξία 26-6-2005 έως 30-6-2005). Η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 33 παρ. 1 δ Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα το οποίο ορίζει: "δ. Ενώ είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά σε διάστημα έξι μηνών τρεις φορές, για αυθαίρετη απουσία η οποία διήρκησε περισσότερον από είκοσι τέσσερες ώρες, εγκαταλείπει και πάλι το Σώμα του και απουσιάζει περισσότερον από δύο ημέρες" καθόσον εγώ δεν απουσίαζα τρεις φορές αυθαίρετα εντός του αυτού εξαμήνου, με αυθαίρετη απουσία μεγαλύτερη των 24 ωρών όπως απαιτεί το άρθρο 33 ΣΠΚ αλλά δυο φορές μόνον και από 24 ώρες κάθε φορά, όπως ρητά και καθαρά αναγράφεται στην απόφαση ότι δηλαδή απουσίασα αυθαίρετα από 2-12-2004 έως 3-12-2004 και από 26-12-2004 έως 27-12-2004. Πέραν αυτού η πειθαρχική ποινή των 30 ημερών επιβλήθηκε την αυτήν ημέραν, δηλαδή την 30-5-2005 ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ από 30 η κάθε ποινή για τις αυθαίρετες απουσίες που έγιναν την 3-12-2004 και 27-12-2004. Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 30 ημερών ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ την αυτήν ημέραν 30-5-2005, για αυθαίρετες απουσίες μιας ημέρας που έγιναν προ πέντε περίπου μηνών ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΑΔΑ ΜΟΥ. Η καταδίκη αυτή είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ, που αναφέρει ως λόγον αναίρεσης την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλαδή του άρθρου 33 του ΣΠΚ. ΠΕΡΑΝ ΑΥΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΑΣΑ ΠΑ ΛΟΓΟΥΣ ΥΓΕΙΑΣ. ΕΙΧΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ και έτρεχα στους γιατρούς. Η Μονάδα δεν με έστελνε με χαρτιά στους γιατρούς. ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ: Επίσης Λιποταξία στο εσωτερικό. Συγκεκριμένα: β) στο στρατόπεδο της Μονάδος αυτής (110 ΠΜ), την 17-7-2005, σε ειρηνική περίοδο, έγινε λιποτάκτης στο εσωτερικό, αφού μετακινήθηκε μεμονωμένα από ένα σώμα σε άλλο και δεν εμφανίσθηκε στ ο σώμα προορισμού του σε δεκαπέντε ημέρες από την προσδιορισθείσα ημέρα εμφάνισης του σε αυτό. Ειδικότερα, ενώ συνελήφθη στις 30-6-2005 και αφέθηκε ελεύθερος αυθημερόν με εντολή να μετακινηθεί μόνος του και να επανέλθει στη μονάδα του με την υποχρέωση να εμφανιστεί στην τελευταία την 1-7-2005, δεν εμφανίσθηκε στο ανώτερο σώμα προορισμού του κατά την ημερομηνία αυτήν, αλλά ούτε και μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την προσδιοριζόμενη κατά τα ως άνω ημερομηνία εμφάνισης του σε αυτό, παραμένοντας στο εσωτερικό της χώρας χωρίς άδεια, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί λιποτάκτης στο εσωτερικό από 17-7-2005 έως την 20-8-2005 κατά την οποία του επιδόθηκε το υπ' αριθμ. 26/2005, κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα του Αεροδικείου Λάρισας. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ Εγώ την 30-6-2005 ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ. Η σύλληψη μου ήτο παράνομη και δεν υπάρχει το στοιχείον ΤΗΣ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΑΛΛΟ, όπως την απαιτεί το άρθρο 33 στοιχείον β του ΣΠΚ. Την 30-6-2005 ανέφερα και στην Μονάδα και στην Στρατονομία ότι εγώ δεν είμαι Λιποτάκτης και ότι τρέχω στους γιατρούς γιατί είχα προβλήματα υγείας. Κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν μου έδινε σημασία. Προσκομίζω τα εξής επίσημα χαρτιά από τα οποία αποδεικνύονται τα προβλήματα υγείας μου. Μονάδος Νοσοκομεία Ημερομηνίες Αριθμός εντύπων 117ΠΜ Γ.Ν. Αμαλιάδας 31-8-00 1 117 ΠΜ Γ.Ν. Αμαλιάδας 6-12-01 2 117 ΠΜ Γ.Ν. Αμαλιάδας 17-1-02 3 117ΠΜ Αγ. Ανδρέας- Πάτρα 10-2-03 4 117 ΠΜ Ιατρία 117ΠΜ 19-2-04 5 117 ΠΜ ΚΕΤΧ/Πάτρα Φρουραρχείο 3-3-04 6 110 ΠΜ από φρουραρχείο 404 ΓΣΝΠ 25-8-04 6-1,6-2 110 ΠΜ 404 ΓΣΝΠ 6-10-04 7 110 ΠΜ Θεσσαλονίκης 424 ΓΣΝΘ 17-1-05 θ 110 ΠΜ παραπεμπτικό 404 ΓΣΝΠ 24-1-05 9 424 Βεβαίωσης 424 ΓΣΝΘ 28-2-05 10 Φύλλα (2) 424 424 ΓΣΝΘ 28-2-05 11 Φύλλα (2) 424 424 ΓΣΝΘ 4-3-05 12-0-1 Φύλλα (2) 424 424 ΓΣΝΘ 7-3-05 12-β-1 Φύλλα (2) 424 424 ΓΣΝΘ 15-3-05 12-γ-1 και 2 110 ΠΜ 251 ΓΝΑ 22-3-05 13 Βεβαίωση Ιατρική 251 ΓΝΑφύλλα(1) 251 ΓΝΑ 22-3-05 14 110 ΠΜ 404 ΓΣΝΠ 23-3-05 15 Απόφαση Ανωτάτης 251 ΓΝΑ φύλλο (1) 251 ΓΝΑ 29-3-05 16 251 ΓΝΑ 251 ΓΝΑ 24-5-05 17 Βεβαίωση Ιατρική 251 ΓΝΑ φύλλο (1) 251 ΓΝΑ 24-5-05 18 Υπέρηχος (ΠΧΚ) 424 ΓΣΝΘ 28-2-05 19 Ακτινογραφία (ΠΧΚ) 424 ΓΣΝΘ 28-2-05 20 Ακτινογραφία Μέσης 404 ΓΣΝΛ 25-8-04 21-1 21-2 Ορθοδοντικό-Ακτινογραφία 251 ΓΝΑ 24-5-05 22 ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΤΠΥΕ 251 ΓΝΑ 23-3-04 23 Τέλος από το βιβλιάριο μου, φωτοαντίγραφα του οποίου προσαρτώ, αποδεικνύεται ότι εγώ πήγα στο γιατρό την 2-1-1997, την 3-3-2004 την 28-2-2005, την 7-3-2005, την 28-3-2005. Επομένως και η καταδίκη μου αυτή για το έγκλημα της λιποταξίας είναι αναιρετέα σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ δηλαδή από εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, δηλαδή άρθρου 33 ΣΠΚ που οφείλεται στην έλλειψη των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής (Δόλος) υποστάσεως του εγκλήματος αυτού. ΤΡΙΤΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ: Λιποταξία στο εσωτερικό από 5-1-2006 μέχρι 8-2-2006. Διότι στο Στρατόπεδο της 110 ΠΜ την 5-1-2006 κατέστη υπαίτιος λιποταξίας, οπλίτη στο εσωτερικό σε ειρηνική περίοδο. Ειδικότερα την 29-12- 2005, ημερομηνία κατά την οποίαν είχε ήδη συμπληρώσει στρατιωτική υπηρεσία μεγαλύτερη των τριών μηνών, απουσίασε από την μονάδα του χωρίς άδεια και δεν επανήλθε σε αυτήν μετά παρέλευση έξι (6) ημερών από την βεβαιωμένη απουσία του, αλλά παρέμεινε στο εσωτερικό της χώρας μέχρι την 8-2-2006 κατά την οποία συνελήφθη μετά από αυθόρμητη παρουσίαση του στο Αεροδικείο Αθηνών και έτσι κατέστη λιποτάκτης στο εσωτερικό από 5-1-2006 μέχρι 8-2-2006, την πράξη του δε αυτή τέλεσε σε ειρηνική περίοδο. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ Τονίζω με κάθε ειλικρίνεια ότι όλο το χρονικό διάστημα από 29-12-2005 μέχρι 8-2-2006 έτρεχα στους γιατρούς και ήμουν ασθενής. Συγκεκριμένα: Στο προηγούμενο έγκλημα της λιποταξίας, αναφέρω όλα τα στοιχεία που έχω για τα προβλήματα υγείας μου. Εδώ αναφέρω και τονίζω την υπ' αριθμό 3336/29-3-2005 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΑΝΩΤΑΤΗΣ υγειονομικής επιτροπής της Πολεμικής Αεροπορίας, η οποία αποφαίνεται "Επίμονο Άλγος (αρ) καρπού- υμενίτης, πιθανή σκαφομηνοειδής αστάθεια" και εγκρίνει την εκτέλεση μαγνητικής τομογραφίας. Έτρεχα λοιπόν στους γιατρούς κυρίως για την πάθηση μου αυτή... Έχω παράλυση μέσης και οξεία οσφυαλγία και δεν μπορούσα να κινηθώ από το σπίτι μου στο .....στη Μονάδα. Ενημέρωνα για την κατάσταση μου αυτή και την Μονάδα και το Φρουραρχείο Θεσσαλονίκης. Πήγα στο Φρουραρχείο Θεσσαλονίκης να μου δώσουν παραπεμπτικό σημείωμα για το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο και έκθεση αυθόρμητης παρουσίασης και ασθένειας μου και αυτοί αρνήθηκαν και υποχρεώθηκα και τους υπέβαλα μήνυση. Επομένως και η καταδίκη μου αυτή είναι αναιρετέα σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 Ε του ΚΠΔ για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως επειδή το άρθρο 33 ΣΠΚ που αφορά την λιποταξία, απαιτεί όπως ο χρόνος της απουσίας του Στρατιωτικού από την Μονάδα του είναι αυθαίρετος, παράνομος. Εδώ δεν υπάρχει το στοιχείο αυτό επειδή η απουσία μου από την Μονάδα οφείλεται σε ασθένεια μου και σε επιβεβλημένες επισκέψεις σε γιατρούς και σε Νοσοκομεία. ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ: (εξύβριση ανωτέρου άρθρου 60 ΣΠΚ). Διότι κατά την προσβαλλόμενη απόφαση στο Στρατόπεδο της 117 ΠΜ, την 19-2-2004, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμισης (άρθρα 362 και 363 ΠΚ) προσέβαλε την τιμήν του ανωτέρου του με λόγο, δηλαδή περί ώραν 09.30 της παραπάνω ημερομηνίας μετέβη στο υπασπιστήριο της Μονάδος και αφού παρέδωσε στην εκτελούσα χρέη υπασπιστού Σμια (ΧΜΤΣ) ..... ένα εξάρτημα με καλώδια, αναφερόμενος στο Δντη της Μονάδος Σμχο (ι) Σ1 της είπε σε έντονο ύφος "Δώσε αυτά στο Διοικητή, τα βρήκα στο αυτοκίνητο μου μαζί με κάτι άλλα, ξέρει θα τα πούμε στις 8 Μαρτίου". Η παραπάνω απειλητική φράση περιήλθε σε γνώση του Σμχου (ι) Σ1, περί ώραν 10.00 της ίδιας ημερομηνίας ανακοινωθείσα σε αυτόν από την ανωτέρω Σμια, προσβάλλοντας έτσι την τιμήν αυτού. Η πράξη του κατηγορουμένου τελέστηκε όχι κατά την υπηρεσίαν ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτήν. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ Το άρθρο 60 του ΣΠΚ που αφορά την εξύβριση ανωτέρου ή κατωτέρου αναφέρει "Στρατιωτικός που εξυβρίζει ανώτερον ή κατώτερον του με λόγια, έργα ή απειλές ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπον τιμωρείται κλπ". Είναι γνωστόν ότι το έγκλημα του άρθρου 60 ΣΠΚ είναι οιονεί ιδιάζον έγκλημα και εμπεριέχει τα στοιχεία του άρθρου 361 ΠΚ (εξυβρίσεως) και του 333 ΠΚ (απειλής). Δηλαδή η εξύβριση ανωτέρου ή κατωτέρου γίνεται είτε με τον τρόπον που προβλέπει το άρθρο 361 ΠΚ, είτε με απειλή του άρθρου 333 ΠΚ. Στο ΣΠΚ δεν υπάρχει ιδιαίτερο άρθρο με τα στοιχεία του 333 ΠΚ γιατί απλά δεν δικαιολογείται ποτέ σε στρατιωτικό ο φόβος και η ανησυχία. Απειλητικές φράσεις του 333 ολοκληρώνουν το έγκλημα του 60 ΣΠΚ όπως καθαρά αναφέρει το άρθρο 60 ΣΠΚ... ή απειλές. Το πραγματικό περιστατικό της καταδίκης αυτής είναι ότι εγώ βρήκα στο αυτοκίνητο μου εξάρτημα με καλώδια. Πίστεψα και πιστεύω ότι αυτά τέθηκαν από κάποιο από την Μονάδα μου. Δεν γνωρίζω ποιος και γιατί. Μπορεί να μου το έκαναν και για πλάκα. Το σίγουρο είναι ότι εγώ τα βρήκα και τα πήγα στο Διοικητή μου να τα δει και βεβαίως σαν Διοικητής να λάβει τα μέτρα του. Δηλαδή να με καλέσει να με ακούσει και να διατάξει τουλάχιστον μια πρόχειρη ανώμοτι προφορική Διοικητική εξέταση για να διαπιστώσει εάν εγώ πράγματι έλεγα την αλήθεια ή όχι. Αντί λοιπόν ο κ. Διοικητής μου να κάνει το επιβαλλόμενο από τη θέση και το βαθμό του ως Διοικητής της 117 ΠΜ, παρέλειψε παράνομα να ασχοληθεί με αυτό που (ίου συνέβη και επιδόθηκε στο να διατάξει να παραπεμφθώ στο Αεροδικείο για εξύβριση ανωτέρου. Η ποινική αξιολόγηση του πραγματικού περιστατικού αυτού είναι η εξής: Το όλο περιστατικό δεν είναι απειλή κατά του κ. Διοικητή μου. Η όλη κίνηση μου είχε σαν σκοπό την ενάσκηση δικαιώματος μου προστασία της περιουσίας μου και της ασφάλειας μου. Η φράση "θα τα πούμε στις 8 Μαρτίου" δεν είναι απειλητική σε βαθμό δόλου απαξίας και γενικά απειλητικού περιεχομένου. Η συμπεριφορά μου δικαιολογείται και από το γνωστό άρθρο 367 ΠΚ. Το πολύ να χαρακτηρισθεί ως πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει μια πειθαρχική ποινή. Σε καμία περίπτωση κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν ολοκληρώνει το έγκλημα της εξυβρίσεως του άρθρου 60 ΣΠΚ με απειλές κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία. Δευτερευόντως το σκεπτικό της αιτιολογίας και της παραδοχής των πραγματικών περιστατικών αντιφάσκει διότι στη σελίδα 17 δ η κατηγορία αναφέρει "προσέβαλε την τιμήν του ανωτέρου του με λόγο" (το ορθόν με απειλές) και παρακάτω "η παραπάνω απειλητική φράση". ΕΠΟΜΕΝΩΣ ζητώ την αναίρεση της καταδίκης μου αυτή σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε δηλαδή για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, δηλαδή του άρθρου 60 ΣΠΚ. ΠΕΜΠΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ (Εξύβρισης ανωτέρου - 60 ΣΠΚ). Καθόσον: Στο στρατόπεδο της ίδιας μονάδας, την 24-2-2004, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφημήσεως (άρθρα 362 και 363 ΠΚ) προσέβαλε την τιμήν ανωτέρου του με λόγο, δηλαδή ευρισκόμενος στο Γραφείο του Διοικητού του 117 ΠΜ Σμχου (1) Σ1, απηύθυνε προς αυτόν την απειλητική φράση "θα τα πούμε στις 8 Μαρτίου", προσβάλλοντας έτσι την τιμήν αυτού. Η πράξη του κατηγορουμένου τελέσθηκε όχι κατά την υπηρεσία ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτήν. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ Κατά τη γνώμη μας η φράση αυτή "θα τα πούμε στις 8 Μαρτίου", την οποία εκστόμησα υπό την ψυχολογική πίεση της καταδίωξης που μου έδειχναν όλοι στην Μονάδα, κυρίως από το Διοικητή μου, που ποτέ δεν καταδέχθηκε να συζητήσει μαζί μου τα προβλήματα μου, μικρά ή μεγάλα, λογικά ή παράλογα. Αυτή λοιπόν η φράση που σκοπούσε στην αναζήτηση του δικαίου των πολλών παραπόνων μου, ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΑΠΕΙΛΗ σε ένταση απαξίας, κινδύνου και δόλου ικανή να μειώσει την αναγνωρισμένη κοινωνική αξία και τιμή του Διοικητού μου, σύμφωνα με τα άρθρα 60 ΣΠΚ και 361 και 333 ΠΚ. Είναι απλά μια όχι σεμνή, όχι ψύχραιμη και απόλυτα πειθαρχική συμπεριφορά μου που συνιστά ένα πειθαρχικό παράπτωμα. Επομένως και για την καταδίκη αυτή διατηρώ την πεποίθηση και ζητώ από το Δικαστήριο Σας την αναίρεση της, επειδή τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά της εξωτερικής συμπεριφοράς μου, δεν συνιστούν, δεν ολοκληρώνουν στο βαθμόν που απαιτείται απαξιακά κυρίως στην ποιότητα και ποσότητα προσβολής της τιμής του παθόντα, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στ Ε του ΚΠΔ δηλαδή για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. ΕΚΤΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ - ΚΑΤΑΔΙΚΗ (εξύβριση ανωτέρου). Καθόσον (κατά την απόφαση) στο στρατόπεδο της 110 ΠΜ, την 4-11-2004, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφημήσεως (άρθρα 362 και 363 ΠΚ) προσέβαλε την τιμήν κατά βαθμό ανωτέρου του με λόγια. Ειδικότερα εξαιτίας διαφωνίας του με τον προϊστάμενο του Τμήματος οικονομικού της πτέρυγας Υποσμηναγό (ο) Υ1, σχετικά με κρατήσεις που του έγιναν, στο μισθό του για τα οφειλόμενα απ' αυτόν μισθώματα διαμονής του στα οικήματα αγάμων της Υπηρεσίας, αυτός του απηύθυνε σε έντονο ύφος της ονειδιστικές φράσεις "Δεν ξέρω τι μου λες εσύ, αλλά εδώ μέσα γίνονται απατεωνιές", "κλέφτες", "κλεφτρόνια" "άντε γαμήσου". ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ Στο καθολικό πνεύμα της καταδιώξεώς μου και σχεδόν από το σύνολο των βαθμοφόρων- προϊσταμένων και της 110 ΠΜ οφείλεται και η καταδίκη μου αυτή. Με ειλικρίνεια αναφέρω ότι ο Υποσμηναγός (ο)Υ1 μου ζητούσε μισθώματα που ήδη είχα πληρώσει. Στη συζήτηση που είχαμε του είπα ότι εδώ γίνονται απατεωνιές γιατί ενώ έχω πληρώσει τα μισθώματα, μου ζητάτε να ξαναπληρώσω τουλάχιστον 5 μισθώματα. Δεν είπα τις λέξεις κλέφτες, κλεφτρόνια, άντε γαμήσου. Το ότι είπα αυτές τις φράσεις το αναφέρει μόνον ο Υποσμηναγός (ο) Υ1 και κανείς άλλος. Είναι γνωστόν "ένας μάρτυρας κανένας μάρτυρας". Επίσης τονίζω και στέκομαι στο εξής. Στην κατάθεση του ο μάρτυρας-παθών Υποσμηναγός (ο) Υ1, δεν ανέφερε καθόλου ότι είπα την φράση "άντε γαμήσου". Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι το δικαστήριο πείσθηκε ότι είπα τη φράση "άντε γαμήσου". Επομένως η αντίφαση αυτή εμφανίζει την αιτιολογία σαν μη ορθή γιατί το σκεπτικό της απόφασης στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν προέκυψαν ρητά από την ακροαματική διαδικασία. Ζητώ λοιπόν την αναίρεση της καταδίκης μου αυτή σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ του ΚΠΔ δι' έλλειψη από την απόφαση της ειδικής και ορθής και αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα. ΕΒΔΟΜΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ- ΚΑΤΑΔΙΚΗ (Ανυπακοή της 5-10-2004). Καθόσον όπως αναφέρεται στην απόφαση, στο Στρατόπεδο της ίδιας Μονάδας (110 ΠΜ) την 5-10-2004, σε περίοδο ειρήνης, ενώ έλαβε προσταγή από τον αρχηγό του να εκτελέσει ορισμένη υπηρεσία, παρέλειψε την εκτέλεση της. Ειδικότερα ενώ ορίστηκε νόμιμα από τον ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗ της πτέρυγας και έλαβε έγκαιρα γνώση αυτής, παρέλειψε να εκτελέσει την παραπάνω διαταγή, την δε πράξη του αυτή τέλεσε σε περίοδο ειρήνης. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ Αρνούμαι ρητά τα στοιχεία του εγκλήματος της ανυπακοής της 5-10-2004, διότι: - Ανέφερα εγκαίρως ότι λόγω προβλημάτων υγείας αδυνατώ να εκτελέσω την υπηρεσία αυτήν. - Το στρατιωτικό έγκλημα της ανυπακοής του άρθρου 53 του ΣΠΚ είναι σε ειρηνική περίοδο πλημ/μα που τελείται μόνο από ΔΟΛΟ (27 ΠΚ). Στο σκεπτικό η απόφαση δεν κάνει καθόλου αναφορά στο δόλο μου. Επομένως η απόφαση δεν αναλύει και δεν ανάγει όλα τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο ορθό στην οικεία διάταξη του άρθρου 53 ΣΠΚ. - Τέλος κατά ρητή διατύπωση του άρθρου 53 του ΣΠΚ που αναφέρει ακριβώς "Στρατιωτικός προσταχθείς από τον αρχηγό του όπως εκτελέσει οποιαδήποτε στρατιωτική υπηρεσία κλπ", απαιτείται όπως η Διαταγή, η προσταγή δοθεί από τον Αρχηγό (Διοικητή Μονάδος ή επικεφαλής μεμονωμένου τμήματος όπως στρατιωτικής μικρής ομάδος, διμοιρίας κλπ και όχι μόνο από τον απλά ανώτερο του στη Μονάδα, εκτός αυτός εάν ενεργεί και υπογράφει κατά Διαταγήν Διοικητή, ο Υποδιοικητής κλπ. Αυτά γίνονται δεκτά στην πρώτη ερμηνεία του Γαλλικού Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, αντιγραφή του οποίου κατά κανόνα, είναι ο νυν ισχύων Ελληνικός Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας. Επομένως και για την καταδίκη μου αυτήν ζητώ την αναίρεση της, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, δηλαδή της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας, ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, καθόσον εγώ δεν έλαβα προσταγή από τον αρχηγό μου για εκτέλεση της υπηρεσίας αυτής. ΟΓΔΟΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ - ΚΑΤΑΔΙΚΗ για ανυπακοή κατ' εξακολούθηση πράξεις δύο, τις 17-5-2005 και της 22-5-2005. Καθόσον στο Στρατόπεδο της μονάδος του κατά το χρονικό διάστημα από 17 έως 22-5-2005, σε ειρηνική περίοδο με περισσότερες από μια πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ έλαβε προσταγή από τον αρχηγό του να εκτελέσει ορισμένη υπηρεσίαν, παρέλειψε την εκτέλεση τους. Ειδικότερα ενώ ορίσθηκε νόμιμα από τον αξιωματικό του αρμοδίου προς τούτο γραφείο διοικητικής μέριμνας της πτέρυγας και τον διοικητή της μοίρας του, να εκτελέσει 24ωρες υπηρεσίες Υπαξιωματικού υπηρεσίας πτέρυγας: 1) Την 17-5-2005 (από ώρας 8.30 μέχρι και 08.30 της επομένης) και 2) την 22-5-2005 (από ώρας 09.00 και μέχρι ώρας 08.30 της επομένης) έχοντας λάβει έγκαιρα γνώση αυτών, παρέλειψε να εκτελέσει τις παραπάνω διαταγές. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ: Από την παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών και στο πρωτοβάθμιο και στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριον, προκύπτει η από ΔΟΛΟ απόκρυψη των στοιχείων και των προϋποθέσεων που καταφανέστατα αποδεικνύουν την ανυπαρξία τελέσεως των εγκλημάτων αυτών της Ανυπακοής. Και για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τον ισχυρισμόν μου αυτόν, παραθέτω σε Φ/Α την από 16-5-2005 αναφορά μου που καθαρά φαίνεται ότι η Μονάδα την πήρε την 17-5-2005 και στην οποίαν αναφέρω ότι αδυνατώ να εκτελέσω τις ανωτέρω υπηρεσίες (17 και 22) γιατί είμαι ασθενής και προσκομίζω ιατρική γνωμάτευση για οξεία οσφυαλγία και για οίδημα Αριστερού Πηχείου καρπού. ΠΡΟΣ: ΜΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΕσμίας(ΤΑΦ) ..... Της 110 Π.Μ/Μ.Σ.Β Λάρισα 16-05-2005 Συνημμένα Φύλλα(2)ΘΕΜΑ : Υπηρεσία Πτέρυγος 1.Σας αναφέρω ότι ζητώ την εξαίρεση μου από τον Μηνιαίο Προγραμματισμό Υπηρεσιών Πτέρυγος (ΥΥΠ) μέχρι την πλήρη ανάρρωση μου, λόγω των Ορθοπεδικών προβλημάτων υγείας (Οξείας Οσφυαλγίας κ< Κάκωσης- Οίδημα Αριστερού Πηχείου Καρπικού). 2. Συνημμένα υποβάλλω τα παρακάτω δικαιολογητικά: α. Την Ιατρική Γνωμάτευση για Οξεία Οσφυαλγία, β. Την Ιατρική Γνωμάτευση για Οίδημα Αριστερού Πηχείου Καρπικού. 3. Παρακαλούμε για δικές σας ενέργειες Επομένως, ζητώ την αναίρεση της καταδίκης αυτής για έλλειψη στοιχείων εγκλήματος δηλαδή για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Ε ΚΠΔ. ΕΝΑΤΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ- ΚΑΤΑΔΙΚΗ (Ανυπακοή 4-6-2005). Καθόσον στο στρατόπεδο της 110 ΠΜ, την 3-6-2005, σε περίοδο ειρήνης, ενώ έλαβε προσταγή από τον αρχηγό του για εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, παρέλειψε την εκτέλεση της. Ειδικότερα ενώ ορίστηκε νόμιμα από τον Διοικητήν της πτέρυγος να εκτελέσει υπηρεσία Υπαξιωματικού Υπηρεσίας της πτέρυγας από ώραν 14.30 της 3-6-2005 έως 09.000 της 4-6-2005 και έλαβε έγκαιρα γνώση αυτής, παρέλειψε να εκτελέσει την παραπάνω διαταγήν, την πράξην του δε αυτή τέλεσε σε ειρηνική περίοδο. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ Τα ίδια στοιχεία που αναφέρω για το ΟΓΔΟΟΝ έγκλημα και αφορά μη εκτέλεση υπηρεσίας για λόγους υγείας, τα αυτά στοιχεία αναφέρω και εδώ, δηλαδή ότι λόγω ασθενείας μου δεν μπορούσα να εκτελέσω την υπηρεσίαν Υπαξιωματικού Υπηρεσίας της 3 προς 4-6-2005. Επομένως ζητώ την αναίρεση της καταδίκης μου αυτής για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, δηλαδή έλλειψη των στοιχείων του άρθρου 53 (Δόλος), σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στ Ε του ΚΠΔ. ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ - ΚΑΤΑΔΙΚΗ (Συκοφαντική δυσφήμηση της 24-2-2004 του Σμχου (1) Σ1 καθόσον την 24-2-2004 με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για ανώτερο του γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή του, το γεγονός αυτό ήταν ψευδές και αυτός τελούσε εν γνώσει του ψεύδους του, δηλαδή στον παραπάνω τόπο και χρόνο ευρισκόμενος στο γραφείο του Διοικητού της 117 ΠΜ Σμχου (1) Σ1 παρουσία και των Υποδιοικητή της Μονάδος Σμχου (1) Μ2, Τμηματάρχου Προσωπικού Ασμχου (ΔΓΥ) Μ1 και Προϊσταμένου του Γραφείου Ασφαλείας Επγού (ΥΗΔ) Μ3 ισχυρίσθηκε ότι ο Διοικητής της Μονάδος τον παρακολουθεί, έχει βάλει άτομα να τοποθετούν διαφόρους μηχανισμούς Παρακολούθησης στο αυτοκίνητο του και στο δωμάτιο που διαμένει. Τα γεγονότα αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή του Διοικητή της 117 ΠΜ Σμχου (1) Σ1 ήταν ψευδή καθόσον ουδέποτε αυτός προέβη σε τέτοιες πράξεις και επιπλέον ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους των. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ Αρνούμαι ρητά και κατηγορηματικά ότι διέπραξα το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του Διοικητή μου Σμρχου (1) Σ1 Εγώ ξεκίνησα από το αναμφισβήτητο περιστατικό ότι βρήκα στο αυτοκίνητο μου κάποια εξαρτήματα ηλεκτρονικά με καλώδια αγνώστου ταυτότητος και οπωσδήποτε ξένα προς το αυτοκίνητο μου. Έπρεπε για το περιστατικό αυτό να ενημερώσω τον Διοικητή μου. Τον ενημέρωσα. Αντί να διατάξει μια έρευνα να δει ακριβώς τι συμβαίνει, αυτός άρχισε να με καταδιώκει με εχθρότητα. Είπα λοιπόν ενώπιον όλων ότι πιστεύω ότι σε αυτό πρέπει να συμμετέχει έμμεσα και ο Διοικητής μου. Τώρα εάν πράγματι δεν συμμετέχει ο Διοικητής μου καθόλου σε αυτό το περιστατικό εγώ δεν μπορώ να το γνωρίζω ξεκάθαρα. Αντίθετα έχω στοιχεία που μου υπαγορεύουν τη σκέψη μου ότι ο Διοικητής μου έχει κάποια σχέση. Τα στοιχεία αυτά είναι ότι ο Διοικητής μου δεν έκανε τίποτε να δει τι συμβαίνει με αυτό το περιστατικό και κυρίως γιατί με εχθρεύεται τόσο πολύ. Από την ακροαματική διαδικασία και από την αιτιολογία της αποφάσεως, ουδαμού αποδεικνύεται ότι εγώ είπα κάτι το δυσφημιστικό για το Διοικητή μου και εγνώριζα το ψεύδος του, την αναλήθεια αυτού που είπα. Πίστευα και πιστεύω ότι ευθύνεται και ο Διοικητής μου. Ποιος είπε ότι εγώ εγνώριζα και πως εγνώριζα ότι ο Διοικητής μου δεν έχει καμία σχέση. Το στοιχείον του ψευδούς κατά το 363 δεν είναι έργον ερεύνης μόνο των δικαστηρίων της ουσίας αλλά και έργο του Αρείου Πάγου. Επομένως και η καταδίκη μου αυτή πρέπει να αναιρεθεί για ανυπαρξία των στοιχείων του εγκλήματος του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στ ΕΚΠΔ. ΕΝΔΕΚΑΤΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ - ΚΑΤΑΔΙΚΗ (ψευδής καταμήνυση): Καθόσον στη ...., την 5-10-2005, εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του για αυτήν. Ειδικότερα την ανωτέρω ημερομηνία υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα του Αεροδικείου Λάρισας τη με ίδια ημερομηνία έγκληση του κατά του Υ1, Υποσμηναγού (ο) της δυνάμεως της 110 ΠΜ, κατοίκου ...., στην οποία ανέφερε ότι "του έκανε παράνομες κρατήσεις από το μισθό του σε σχέση με αποδείξεις δωματίων από τα οικήματα αγάμων υπαξιωματικών της 110 ΠΜ... αφού ξανακρατήθηκαν για δεύτερη φορά". Τα ανωτέρω καταγγελλόμενο γεγονός ήταν ψευδές, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος εξόφλησε μόνο μια φορά και με καθυστέρηση μισθώματα τεσσάρων μηνών (Ιουλίου - Οκτωβρίου 2004) για τη διαμονή του στα οικήματα αγάμων υπαξιωματικών της 110 ΠΜ και γνώριζε την αναλήθεια του καταγγελλόμενου από αυτόν γεγονότος, υπέβαλε όμως την ανωτέρω έγκληση του έχοντας σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του προαναφερθέντος μηνυομένου για καταπίεση. ΣΧΟΛΙΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ: Αρνούμαι ρητά και κατηγορηματικά ότι καταμήνυσα ψευδώς τον Υποσμηναγό (Ο) Υ1. Το όλο περιστατικό έγινε ως εξής: Μου κράτησε ο Διαχειριστής Οικονομικού της 110 ΠΜ Υπσμγός (Ο) Υ2 δίχως να μου προσκομίσει τις αποδείξεις των πέντε μηνών, δηλαδή Ιούνιο- Ιούλιο- Αύγουστο- Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2004 τα μισθώματα των αγάμων υπαξιωματικών της 110 ΠΜ. Ποσό σύνολον 150 ΕΥΡΩ από 30 ΕΥΡΩ το μήνα. Τα 150 αυτά ΕΥΡΩ μου τα κράτησε από τον φάκελο μισθοδοσίας μου και ειδικότερα από το Φύλλο πορείας των 100 ΕΥΡΩ το μήνα που παίρνουμε σαν Επίδομα. Τα χρήματα αυτά, τα 150 ΕΥΡΩ μου τα κράτησε ο Υ2 τον Ιούλιο του 2004, χωρίς να μου δώσει αποδείξεις. Τον Αύγουστο του 2004, ανέλαβε νέος διαχειριστής ο Υ1 (παθών) όπου μου τα ξανακράτησε τα 150 ΕΥΡΩ το μήνα Οκτώβριο του 2004. Δηλαδή ο Υ1 τον Οκτώβριο του 2004 μου κράτησε από τον φάκελο μισθοδοσίας μου, στον οποίο υπήρχαν 200 ΕΥΡΩ (Φύλλα Πορείας Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2004) χωρίς να έχει βάλει μέσα τις αποδείξεις πληρωμής μισθωμάτων μηνών από Ιούνιο έως και Οκτώβριο τις αποδείξεις αυτές μου τις έδωσε ο Υ1 αργότερα. Όταν μου έδωσε τις αποδείξεις, πήγα και είπα στο Υ1 ότι αυτά τα μισθώματα τα έχει κρατήσει από το Φύλλο πορείας μου ο Υ2 γιατί μου τα κρατάτε πάλι; Ο Υ1 μου είπε ότι τις αποδείξεις αυτές τις βρήκε στο Γραφείο του και θεώρησε ότι δεν είχαν πληρωθεί και για αυτό κράτησε και αυτός πάλι τα χρήματα για δεύτερη φορά. Οι αποδείξεις αυτές είναι (τις οποίες προσκομίζω) ανυπόγραφες από τον κ. Υ1 και δεν είναι από τα μπλοκ που χρησιμοποιούν στη Μονάδα. Επιμένω δηλαδή ότι μου κρατήθηκαν ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ από 150 ΕΥΡΩ. Η καταμήνυση μου κατά του κ. Υ1 έχει σαν σκοπό να επιτευχθεί μια τάξη στην παράτυπη και παράνομη αυτή διπλοείσπραξη των μισθωμάτων και όχι την δίωξη του κ.Υ1. Αυτά τα περιστατικά, τα ανέφερα εκατό φορές σε αυτούς που δήθεν ενήργησαν ΕΔΕ για το περιστατικό αυτό, αλλά κανείς δεν μου έδινε σημασία. Η ΕΔΕ κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι εγώ μόνο μια φορά επλήρωσα τα μισθώματα. Αυτό το συμπέρασμα ανάγεται στο γενικό κλίμα της καταδίωξης μου. Εάν είναι δυνατόν εγώ να ισχυρίζομαι ψευδώς ότι μου κρατήθηκαν δύο φορές τα μισθώματα πέντε μηνών χωρίς να έχει πράγματι συμβεί αυτό. Γιατί δεν το έκανα τόσα χρόνια που πλήρωνα τα μισθώματα των δωματίων μου και στην 117 ΠΜ. Καταφαίνεται λοιπόν ότι δεν υπάρχουν τα εννοιολογικά στοιχεία του άρθρου 229 ΠΚ της ψευδούς καταμηνύσεώς και στο αντικειμενικό και στο υποκειμενικό πεδίον. Επομένως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριον με την ανωτέρω καταδίκη μου, έσφαλε στην ορθή εφαρμογή της ποινικής διατάξεως του άρθρου 229 ΠΚ που είναι έγκλημα σκοπού (άρθρον 27 παρ. 2 εδ. β ΠΚ) δηλαδή επιδίωξη με ψευδή στοιχεία της καταδίωξης ετέρου. Εδώ κανένα στοιχείο που να αποτελεί ελάχιστο κίνητρο και δικαιολογία τέτοιας ψευδούς καταμήνυσης κατά του κ. Υ1 και τέτοιας ύπαρξης σκοπού των ενεργειών μου για ποινική ή πειθαρχική δίωξη και τιμώρηση του κ. Υ1 δεν υφίσταται ΚΡΑΥΓΑΛΕΑ έκανα μήνυση γιατί μου κράτησαν δύο φορές από 150 ΕΥΡΩ ενώ έπρεπε να μου κρατήσουν από μια φορά. Αυτή είναι η αλήθεια, αυτή είναι η πραγματικότητα. Στην απόφαση και από την ακροαματική διαδικασία, δεν αποδείχθηκε το ΨΕΥΔΟΣ μου και κυρίως η γνώση από εμένα του ψεύδους της καταμηνύσεως. Το στοιχείο αυτό της γνώσεως του ψεύδους των καταμηνυομένων είναι το κυρίαρχον για την ύπαρξη εγκλήματος ψευδούς καταμηνύσεως. Και η έρευνα του στοιχείου αυτού δεν είναι μόνο έργο του δικαστηρίου της ουσίας αλλά είναι έργο και του ακυρωτικού, δικό σας έργο. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, ζητώ από το δικαστήριο σας, την αναίρεση και αυτής της καταδίκης μου, για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρον 229 Π.Κ.)από έλλειψη των στοιχείων του εγκλήματος αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στ Ε Κ.Π.Δ.". Με αυτό όμως το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, όλοι οι παραπάνω λόγοι αναιρέσεως, που αναφέρονται στα εγκλήματα του αναιρετηρίου με τις λέξεις δεύτερον, τρίτον, έκτον, όγδοον, ένατον, δέκατον και ενδέκατον με την επίκληση κυρίως της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και δευτερευόντως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, όπως απορριπτέοι είναι και οι αναφερόμενοι στα εγκλήματα αυτά από 18-4-2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως αφού το τύποις παραδεκτό αυτών προϋποθέτει την ύπαρξη εγκύρου δικογράφου αναιρέσεως, κατά το άρθρο 509 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1Δ' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σε αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, που θα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήχθησαν τ' αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που, στην συγκεκριμένη περίπτωση, εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε΄ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν ο δικαστής προδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη, που έχει πραγματικά, ή όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 33 παρ. 1δ΄, 53 παρ. 1α και 60 παρ. 1 του Ν. 2287/1995 "Κύρωση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα" (ΣΠΚ), 1) Λιποτάκτης στο εσωτερικό είναι ο στρατιωτικός που ενώ έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά σε διάστημα έξι μηνών τρεις φορές για αυθαίρετη απουσία, η οποία διήρκεσε περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες, εγκαταλείπει και πάλι το σώμα του και απουσιάζει περισσότερο από δύο ημέρες 2) Στρατιωτικός που λαμβάνει προσταγή από τον αρχηγό του να εκτελέσει οποιαδήποτε υπηρεσία και αρνείται να υπακούσει ή παραλείπει την εκτέλεσή της, τιμωρείται σε ειρηνική περίοδο, με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανυπακοής απαιτούνται τα εξής: α) Σχέση υπηρεσιακής εξάρτησης, δηλαδή σχέση προϊσταμένου και υφισταμένου, μεταξύ διατάσσοντος και διατασσομένου, β) διαταγή του πρώτου προς τον δεύτερο που αποβλέπει στην εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, η οποία προβλέπεται από τους στρατιωτικούς νόμους και κανονισμούς, στην εκτέλεση της οποίας είναι υποχρεωμένος ο διατασσόμενος και την εκτέλεση της οποίας δικαιούται να διατάξει ο προϊστάμενος και γ) ρητή άρνηση του διατασσομένου ή σιωπηρή που εκφράζεται με την από πρόθεση παράλειψη του τελευταίου να εκτελέσει τη δοθείσα διαταγή. Με τον όρο ''αρχηγός'' νοείται ο ιεραρχικά και διοικητικά προϊστάμενος, ο οποίος σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι καθ' ύλην αρμόδιος, ως εκ των γενικών ή ειδικών καθηκόντων του, να ενεργοποιήσει την υποχρέωση και δέσμευση του υφισταμένου στρατιωτικού για την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και θέληση του δράστη να πραγματώσει τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και 3) στρατιωτικός, που εξυβρίζει ανωτέρους ή κατωτέρους, με λόγια, έργα ή απειλές ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών, αν η πράξη τελέσθηκε κατά την υπηρεσία ή για λόγους, που έχουν σχέση με αυτή, διαφορετικά, με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών, σε κάθε άλλη περίπτωση. Η αξιόποινη συμπεριφορά που περιγράφεται στο άρθρο αυτό αποτελεί πράξη που προσβάλλει την τιμή του κατά βαθμό ανωτέρου ή κατωτέρου στρατιωτικού και έχει βέβαια την κοινωνική σημασία της άμεσης ή έμμεσης αρνήσεως στο άτομο ενός status εξωτερικής τιμής. Δεν πρόκειται, δηλαδή για προσβολή της στρατιωτικής τάξεως και πειθαρχίας αλλά για κατ' αρχήν προσβολή της τιμής άλλου προσώπου, το οποίο, όμως, συνδέεται με τον δράστη με την υπηρεσιακή ιεραρχική σχέση του στρατού. Από την άποψη αυτή, οι εξυβρίσεις που τυποποιούνται στο ΣΠΚ, έχουν ένα διπλό εγκληματικό χαρακτήρα, γιατί πέρα από την προσβολή της τιμής του προσώπου του ανωτέρου ή κατωτέρου, προσβάλλουν ταυτόχρονα και την στα πρόσωπα αυτά εκφραζόμενη στρατιωτική ιδιότητα του ανωτέρου ή κατωτέρου, ως όρο εξατομίκευσης της ιεραρχικά διαρθρωμένης στρατιωτικής υπηρεσίας. Η προσβολή της τιμής μπορεί να γίνει με λόγια με έργα ή απειλές. Τέλος, κατά τα άρθρα 167 παρ. 3 και 211 β΄ του ΣΠΚ, οι μεν αποφάσεις των στρατιωτικών δικαστηρίων είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες, η αίτηση δε αναίρεσης επιτρέπεται κατά τις διατάξεις του ΚΠΔ, στα πρόσωπα και με τις προϋποθέσεις, που αναφέρονται σε αυτόν, και κατά των κατ' έφεση αποφάσεων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του και μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην απόφασή του αυτή αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, δημοσίων αναγνωσθέντων πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και εγγράφων και απολογίας του αναιρεσείοντος), τα εξής: "Ο κατηγορούμενος ενώ ήταν στρατιωτικός δηλαδή Επισμηνίας (ΤΑΦ) με ΑΜ: ....: α) Στο στρατόπεδο της 110ΠΜ, την 26-6-2005, κατέστη υπαίτιος λιποταξίας οπλίτη στο εσωτερικό σε ειρηνική περίοδο, αφού, ενώ είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά σε διάστημα έξι μηνών, τρεις φορές για αυθαίρετη απουσία, η οποία διήρκεσε περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες, εγκατέλειψε πάλι το σώμα του και απουσίασε περισσότερο από δύο ημέρες. Ειδικότερα, ενώ είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά: α) την 30-5-2005 σε πειθαρχική ποινή φυλάκισης τριάντα (30) ημερών, γιατί απουσίασε αυθαίρετα από τη μονάδα του κατά το χρονικό διάστημα από 2-12-2004 έως 3-12-2004, β) την 30-5-2005 σε πειθαρχική ποινή φυλάκισης τριάντα (30) ημερών, γιατί απουσίασε αυθαίρετα από τη μονάδα του κατά το χρονικό διάστημα από 26-12-2004 έως 27-12-2004 και γ) την 21-6-2005 σε πειθαρχική ποινή φυλάκισης τριάντα (30) ημερών, γιατί απουσίασε αυθαίρετα από τη μονάδα του κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2005 έως και 5-6-2005, εγκατέλειψε πάλι αυθαίρετα τη μονάδα του την 23-6-2005 και απουσίασε χωρίς άδεια περισσότερο από δύο ημέρες, παραμένοντας στο εσωτερικό της χώρας μέχρι την 30-6-2005, κατά την οποία παρουσιάστηκε αυθόρμητα στο 957 ΤΣΝ, με αποτέλεσμα να καταστεί λιποτάκτης στο εσωτερικό από 26-6-2005 μέχρι 30-6-2005 κατά την οποία παρουσιάστηκε αυθόρμητα στο 957 ΤΣΝ, την πράξη του δε αυτή τέλεσε σε ειρηνική περίοδο, β)Στο στρατόπεδο της 117ΠΜ, την 19-2-2004, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363 ΠΚ) προσέβαλε την τιμή του ανωτέρου του με λόγο, δηλαδή περί ώρα 09.30' της παραπάνω ημερομηνίας μετέβη στο υπασπιστήριο της Μονάδος και αφού παρέδωσε στην εκτελούσα χρέη υπασπιστού Σμια (ΧΜΤΣ) ..... ένα εξάρτημα με καλώδια, αναφερόμενος στο Δκτή της Μονάδος Σμχο (Ι) Σ1 της είπε σε έντονο ύφος: "Δώσε αυτά στο Διοικητή, τα βρήκα στο αυτοκίνητο μου μαζί με κάτι άλλα, ξέρει θα τα πούμε στις 8 Μαρτίου". Η παραπάνω απειλητική φράση περιήλθε σε γνώση του Σμχου (Ι) Σ1, περί ώρα 10.00' της ίδιας ημερομηνίας ανακοινωθείσα σ' αυτόν από την ανωτέρω Σμια, προσβάλλοντας έτσι την τιμή αυτού. Η πράξη του κατηγορουμένου τελέσθηκε όχι κατά την υπηρεσία ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτήν, γ) Στο στρατόπεδο της ίδιας μονάδας, την 24-2-2004, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363 ΠΚ) προσέβαλε την τιμή του ανωτέρου του με λόγο, δηλαδή ευρισκόμενος στο γραφείο του Διοικητού της 117ΠΜ Σμχου (Ι) Σ1 απηύθυνε προς αυτόν την απειλητική φράση "θα τα πούμε στις 8 Μαρτίου" προσβάλλοντας έτσι την τιμή αυτού. Η πράξη του κατηγορουμένου τελέσθηκε όχι κατά την υπηρεσία ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτήν, και δ) Στο στρατόπεδο της ίδιας μονάδας (110 ΠΜ), την 5-10-2004, σε περίοδο ειρήνης, ενώ έλαβε προσταγή από τον αρχηγό του να εκτελέσει ορισμένη υπηρεσία, παρέλειψε την εκτέλεση της. Ειδικότερα, ενώ ορίστηκε νόμιμα από τον υποδιοικητή της Πτέρυγας να εκτελέσει υπηρεσία εποχούμενου περιπόλου της Πτέρυγας και έλαβε έγκαιρα γνώση αυτής παρέλειψε να εκτελέσει την παραπάνω διαταγή, την δε πράξη του αυτή τέλεσε σε περίοδο ειρήνης. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου δεν αποδέχθηκε καμία από τις πράξεις που του αποδίδονται και ισχυρίστηκε ότι: "Όλα είναι σκευωρία και πλάνη, δημιουργήθηκε από κάποιους ανθρώπους για κάποιους λόγους" χωρίς να αιτιολογήσει περισσότερο ή ειδικότερα τους ισχυρισμούς του. Κατ' ακολουθία δε αυτοί είναι αόριστοι και δεν μπορούν να ανατρέψουν την κατηγορία. Οι μάρτυρες μάλιστα που εξετάστηκαν στο ακροατήριο επιβεβαίωσαν, τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τις κατηγορίας. Κατ' αρχήν θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι -Πράξεις της λιποταξίας για τις οποίες κατηγορήθηκε ο κατηγορούμενος και καταδικάστηκε πρωτοδίκως στοιχειοθετούνται αυτές πλήρως καθόσον όπως προκύπτει από τα έγγραφα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα τα αποσπάσματα των ημερησίων διαταγών της Μονάδας του (110ΠΜ) βεβαιώνεται η αδικαιολόγητη απουσία αυτού από τη Μονάδα του για τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα των λιποταξιών του (26-6-2005 μέχρι 30-6-2005, 17-7-2005 μέχρι 20-8-2005 και 5-1-2006 μέχρι 8-2-2006). Επισημαίνεται ότι η τελευταία λιποταξία του κατηγορουμένου διεκόπη επειδή αυτός συνελήφθη την 8-2-2006 και ότι η κατ' επανάληψη διάπραξη του εγκλήματος αυτού υποδηλώνει την δόλια προαίρεση του τελέσεως των εγκλημάτων αυτών. Αναφορικά με τις πράξεις των εξυβρίσεων, ο μάρτυρας Υ1 επιβεβαιώνει το γεγονός της εξύβρισης του από τον κατηγορούμενο που έλαβε χώρα την 4-11-2004 στο γραφείο του και ο μάρτυρας Σ1 κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος πέρασε, την 19-2-2004, από το γραφείο του, άφησε κάτι καλώδια και είπε στην ..., η οποία εκτελούσε χρέη υπασπιστού, "ξέρει ο Διοικητής, θα τα πούμε στις 8 Μ αρτίου " γεγονός που επιβεβαιώνει και η τελευταία στην ένορκη κατάθεση της. Η φράση του κατηγορουμένου κρίθηκε απειλητική από τον μάρτυρα, καθόσον την ημερομηνία αυτή επρόκειτο να διεξαχθούν οι κοινοβουλευτικές εκλογές στη χώρα μας κι έτσι ο μάρτυρας θεώρησε ότι ο κατηγορούμενος εννοούσε ότι μετά τις εκλογές θα τον "κανόνιζε", όπως χαρακτηριστικά καταθέτει στο ακροατήριο. Ο κατηγορούμενος δεν αποδέχεται τις φράσεις αυτές και ισχυρίστηκε ότι πήγε στο γραφείο του Διοικητή για να τον ενημερώσει για το αυτοκίνητο του που βρέθηκε σπασμένο. Οι αυτόπτες όμως, μάρτυρες στο γραφείου του Διοικητή (Σ1,Μ1, Μ2, Μ3) καταθέτουν ότι ο κατηγορούμενος κατά την εκεί παρουσία του ήταν εριστικός και μιλούσε στο Διοικητή στον ενικό Αριθμό και είπε τις φράσεις που του αποδίδονται, οι οποίες, μάλιστα, είναι προσβλητικές της τιμής και της υπολήψεως αυτού. Αναφορικά με τις πράξεις της ανυπακοής σημειώνεται ότι ο μάρτυρας ...... κατέθεσε στο ακροατήριο ότι ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση των υπηρεσιών που είχε προγραμματισθεί να εκτελέσει την 17 και 22 Μαΐου 2005 με πρακτικό, το οποίο υπάρχει στη δικογραφία με ημερομηνία 16-5-2004 και με τίτλο Πρακτικό Ενημέρωσης Προγραμματισμού Υπηρεσιών και αναγνώσθηκε σήμερα και κατά συνέπεια και οι πράξεις αυτές στοιχειοθετούνται πλήρως αντικειμενικά και υποκειμενικά αφού είναι αδιανόητο στέλεχος της μόνιμης δύναμης της Πολεμικής Αεροπορίας να λαμβάνει γνώση εκτέλεσης συγκεκριμένης υπηρεσίας και να παραλείπει την εκτέλεση αυτής. Κατόπιν των ανωτέρω τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία,, στοιχειοθετούν πλήρως τόσο από υποκειμενικής όσο και από αντικειμενικής πλευράς τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο κατηγορούμενος και πρέπει συνεπώς, κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του Δικαστηρίου, να κηρυχθεί ένοχος γι αυτές. Με τις παραδοχές και την κρίση του αυτή, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο διέλαβε, στην πληττόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα από την ακροαματική διαδικασία προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων της λιποταξίας, ανυπακοής και εξύβρισης ανωτέρων κατά βαθμό, στην πραγμάτωση των οποίων στοιχείων, ενυπάρχει ο δόλος του αναιρεσείοντος, οι αποδείξεις, από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του τελευταίου και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό, ως άνω, περιστατικά στις διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 1δ', 53 παρ. 1α και 60 παρ. 1 ΣΠΚ, που, στην συγκεκριμένη περίσταση, εφάρμοσε, ενώ, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την μη συνδρομή λόγου αίροντος, κατ' άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, το άδικο, αλλά και την ύπαρξη σκοπού εξύβρισης αφού τέτοιο ισχυρισμό δεν προέτεινε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις οποίες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, έτσι, ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, παραβίασε. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι κατά εκτίμηση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 167 παρ. 3, 211 εδ. β΄ και 213 παρ. 1 ΣΠΚ, αναιρετικοί λόγοι, αυτοί δε και οι λόγοι του δικογράφου των προσθέτων ως απαράδεκτοι, οι μεν πρώτοι καθό μέρος με τούτους πλήττεται η περί τα πράγματα και την εκτίμηση των αποδείξεων αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του πιο πάνω Δικαστηρίου οι δε δεύτεροι διότι εν όλω πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ιδίου δικαστηρίου. Ειδικότερα οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος 1) ότι δεν έλαβε προσταγή από τον αρχηγό του για εκτέλεση της υπηρεσίας όπως τούτο επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1α Σ.Π.Κ αλλά από τον υποδιοικητή της μονάδας που δεν αναφέρεται εάν αυτός ήταν προϊστάμενός του. 2) ότι η φράση θα τα πούμε στις 8 Μαρτίου (που θα γινόταν βουλευτικές εκλογές) που απηύθηνε προς τον Διοικητή της μονάδας Σμήναρχο Σ1 δεν συνιστά εξύβριση ανωτέρου σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1β Σ.Π.Κ. είναι απορριπτέες η πρώτη ως απαράδεκτη διότι αναφέρεται στην ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας η δεύτερη ως αβάσιμη αφού η ανωτέρω φράση κατά την κοινή αντίληψη είναι απειλητική του δράστη προς τον παθόντα και ως εκ τούτου συγκροτείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος. Η αιτίαση τέλος, ότι υπάρχει αντίφαση στο αιτιολογικό της απόφασης όπως το περιεχόμενό του εκτέθηκε ανωτέρω στο οποίο αναφέρεται κατ'αρχήν ότι ο αναιρεσείων προσέβαλε την τιμή του ανωτέρω του με λόγο, και στη συνέχεια αναφέρεται σε απειλητική φράση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη καθόσον δια της λέξεως με λόγο προσδιορίζεται η προφορική διατύπωση της απειλής. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-2-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 233/2006 απόφασης του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου καθώς και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται.. Πότε είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Αιτιολογημένη καταδίκη για λιποταξία και εξύβριση ανωτέρου του κατηγορουμένου μονίμου στελέχους των ενόπλων δυνάμεων.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Λιποταξία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1895/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους 1. Χ1, 2. Χ23. Χ3, 4. Χ4, 5. Χ5, 6. Χ6, 7. Χ7, 8. Χ8 και 9. Χ9 και με εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 4304/24-5-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 966/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 264/27-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 εδ. ε΄ και 137 παρ. 1 εδ. γ΄ Κ.Π.Δ., την από 24-5-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 εδ. ε΄ Κ.Π.Δ., στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από του βαθμού του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 του Κ.Π.Δ., δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρεάστου της δικαστικής κρίσεως και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. γ΄ του ίδιου ΚΠΔ αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, όπως επί παραπομπής από ένα Εφετείο σε άλλο. Στην προκειμένη περίπτωση, με αφορμή την από 3-2-2005 μήνυση του Ψ1, σχηματίσθηκε από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών η υπ΄αριθ. Γ 2005/636 ποινική δικογραφία εναντίον διαφόρων προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι 1) Χ1, Γραμματέας του Εφετείου Αθηνών, 2) Χ2, Πρόεδρος Εφετών, 3) Χ3, Εφέτης, 4) Χ4, Εφετής, 5) Χ5, Εισαγγελέας Εφετών, 6) Χ6, Πρόεδρος Εφετών, 7) Χ7, ήδη Αρεοπαγίτης, 8) Χ8, Εφέτης και 9) Χ9. Στους ανωτέρω αποδίδεται η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος. Η δικογραφία αυτή, αναφορικά με τα παραπάνω πρόσωπα, τέθηκε στο αρχείο, σύμφωνα με το άρθρο 43 Κ.Π.Δ. και στη συνέχεια υποβλήθηκε για έγκριση στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί. ΄Όμως μεταξύ των ως άνω καταγγελλομένων προσώπων περιλαμβάνεται και ο Χ3, ο οποίος είναι δικαστικός λειτουργός με τον βαθμό του Εφέτη και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και περαιτέρω παραπομπής της υποθέσεως ως προς τον Χ3 και, λόγω συναφείας, ως προς τους λοιπούς ως άνω καταγγελλομένους από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον αντίστοιχο Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου Ναυπλίου, αν ήθελε, περαιτέρω συντρέξει νόμιμη περίπτωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να διατάξει το δικαστήριό σας την παραπομπή της υποθέσεως, επί της οποίας σχηματίσθηκε η υπ αριθμ. Γ 2005/636 δικογραφία της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με τους καταγγελλομένους: 1)Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4, 5) Χ5, 6) Χ6, 7) Χ7, 8) Χ8 και 9) Χ9, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον αντίστοιχο Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, καθώς και στις αντίστοιχες δικαστικές αρχές του Εφετείου Ναυπλίου, αν ήθελε, περαιτέρω, συντρέξει νόμιμη περίπτωση. Αθήνα 15 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ.ε του ΚΠοινΔ, στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται μεταξύ άλλων περιπτώσεως και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί σε αρμόδιο κατά τα άρθρα 122-125 του ΚΠοινΔ. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, την εξασφάλιση, δηλαδή, του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης στο ίδιο δικαστήριο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ.1 περ.γ' του ίδιου ΚΠοινΔ, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, όπως επί παραπομπής από ένα εφετείο σε άλλο. Στην προκείμενη περίπτωση, με αφορμή την από 3-2-2005 μήνυση του Ψ1, σχηματίσθηκε από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών η υπ'αριθμ. Γ 2005/636 ποινική δικογραφία εναντίον διαφόρων προσώπων, μεταξύ των οποίων και οι 1) Χ1, Γραμματέας του Εφετείου Αθηνών, 2) Χ2, Πρόεδρος Εφετών, 3) Χ3, Εφέτης, 4) Χ4, Εφέτης, 5) Χ5, Εισαγγελέας Εφετών, 6) Χ6, Πρόεδρος Εφετών, 7) Χ7, ήδη Αρεοπαγίτης, 8) Χ8, Εφέτης και 9) Χ9. Στους ανωτέρω αποδίδεται η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος. Η δικογραφία αυτή, αναφορικά με τα παραπάνω πρόσωπα, τέθηκε στο αρχείο, σύμφωνα με το άρθρο 43 ΚΠοινΔ και στη συνέχεια υποβλήθηκε για έγκριση στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί. 'Όμως μεταξύ των ως άνω προσώπων περιλαμβάνεται και ο Χ3, ο οποίος είναι δικαστικός λειτουργός με το βαθμό του Εφέτη και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και περαιτέρω παραπομπής της υποθέσεως ως προς τον Χ3 και, λόγω συναφείας, ως προς τους λοιπούς ως άνω καταγγελομένους από τον κατά τόπο αρμόδιο, Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον αντίστοιχο Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου Ναυπλίου, αν ήθελε, περαιτέρω συντρέξει νόμιμη περίπτωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, επί της οποίας σχηματίσθηκε η υπ'αριθμ. Γ 2005/636 δικογραφία της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με τους καταγγελόμενους 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4, 5) Χ5, 6) Χ6, 7) Χ7,8) Χ8 και 9) Χ9, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον αντίστοιχο Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, καθώς και στις αντίστοιχες δικαστικές αρχές του Εφετείου Ναυπλίου, αν ήθελε, περαιτέρω, συντρέξει, νόμιμη περίπτωση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, ώστε να αποφανθεί για έγκριση ή μη αρχειοθετήσεως δικογραφίας, η οποία εισήχθη για τον ίδιο λόγο κατ' αρχήν στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οπότε και ανέκυψε ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, λόγω του ότι μεταξύ των μηνυομένων ένας είναι Εφέτης και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
Αριθμός 1885/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ...., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 113/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτήν, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 411/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 223/04.06.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Eισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 εδ. α΄ του Κ.Π.Δ., την από 7-3-2007 αίτηση αναίρεσης της ..... , κατά της υπ΄αριθ. 113/10-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 476 Κ.Π.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε Συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος από τον γραμματέα της Εισαγγελίας 24 ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης, απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 § 1 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ΄αποφάσεως είναι 10ήμερη, αρχόμενη από της εκδόσεως της αποφάσεως παρόντος του δικαιούχου άλλως από της νομίμου επιδόσεώς της στον δικαιούμενο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρησή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 473 Κ.Π.Δ., ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνον συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Π.Δ. συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών τα οποία συνιστούν την ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα άσκησε την από 7-3-2007 αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, κατά της υπ΄αριθμ. 113/10-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, η οποία απέρριψε ως ανυποστήρικτη την υπ΄αριθ. 7248/3-11-2005 έφεσή της κατά της υπ΄αριθ. 64431/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 22-1-2007 και εποδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 22-2-2007 και στον αντίκλητο δικηγόρο της στις 12-2-2007. Η αίτηση αυτή αναιρέσεως, η οποία σημειωτέον δεν αναφέρει κανένα σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης, είναι εκπρόθεσμη και δεν γίνεται σ΄αυτή επίκληση ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1, 513 § ια και 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 7-3-2007 αίτηση αναίρεσης της ...., κατά της υπ΄αριθμ. 113/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 14 Μαϊου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1 και 3 του Κ.Π.Δ., όπως η παρ. 1 του τελευταίου αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 6 παρ. 6 του Ν. 1653/1986 και η παρ. 3 αυτού προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 968/1979, προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης είναι δέκα ημέρες, και αν η δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε με παρόντα τον κατηγορούμενο, αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, το οποίο τηρείται για το σκοπό αυτό από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, αν δε η δημοσίευση αυτής έγινε με απόντα τον κατηγορούμενο (αρχίζει), από τότε που θα επιδοθεί σε αυτόν η καταχωρισμένη στο ειδικό βιβλίο τελεσίδικη απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την κάτω από την προσβαλλόμενη απόφαση, με χρονολογία 22-1-2007, σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης υπ' αριθ. 113/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση και απέρριψε ως ανυποστήρικτη την υπ' αριθ. 7248/3-11-2005 έφεση της κατηγορουμένης κατά της υπ' αριθ. 64431/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. στις 22-1-2007. Στη συνέχεια, η απόφαση αυτή επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 22-2-2007 και στον αντίκλητο δικηγόρο της στις 12-2-2007, η δε κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε ενώπιον του γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, στις 7-3-2007. Έτσι, όμως, αυτή ασκήθηκε, μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας των δέκα ημερών από της, κατά τα άνω, κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης, μετά την προηγηθείσα καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο και για το λόγο αυτό είναι εκπρόθεσμη. Ενόψει αυτών και με δεδομένο ότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται οποιοδήποτε λόγο για να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκησή της, αυτή είναι απαράδεκτη και πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1, να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων (Κ.Π.Δ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7.3.2007 αίτηση της ...., για αναίρεση της υπ' αριθ. 113/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης.
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0
Αριθμός 1883/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου ΣΤ' Ποιν.Τμήμα-σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με τη παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο, στο κατάστημά του, στις 10 Οκτωβρίου 2006, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας X1, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Μυλωνόπουλο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 174/1945 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης. Το Ειδικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αιτούσα ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή της, η οποία καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 414/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα, με αριθμό πρωτ. 200/18-4-2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών την από 24 Φεβρουαρίου 2006 αίτησιν της X1, περί επαναλήψεως της διαδικασίας σχετικώς με την υπ' αριθμ. 174/1945 αμετάκλητον απόφασιν του Ειδικού Δικαστηρίου α.ν. 533/1945 Θεσσαλονίκης, δια της οποίας κατεδικάσθη ο πατήρ της X, που έχει ήδη αποβιώσει και εκθέτομεν τα εξής : Κατά το άρθρον 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που επερατώθη δι' αμετακλήτου αποφάσεως επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασθέντος δια πλημμέλημα ή κακούργημα, εις τας περιοριστικάς αναφερομένας εις την διάταξιν αυτήν τέσσαρας περιπτώσεις. Κατά την δευτέραν από τας περιπτώσεις αυτάς, η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται εάν, μετά την οριστικήν καταδίκην τινος, απεκαλύφθησαν νέα άγνωστα εις τους καταδικάσαντας δικαστάς γεγονότα ή αποδείξεις, αι οποίαι μόναι ή εν συνδυασμώ προς τας πρότερον προσκομισθείσας, καθιστούν πρόδηλον, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή κατεδικάσθη αδίκως δι' έγκλημα βαρύτερον εκείνου, το οποίον εξετέλεσε. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις, όροι που κατά την διάταξιν αυτήν είναι ταυτόσημοι, δύναται να είναι καταθέσεις νέων μαρτύρων, ανάκλησις ή τροποποίησις ή συμπλήρωσις μαρτυρικών καταθέσεων, νέα έγγραφα και οιαιδήποτε άλλαι αποδείξεις, αι οποίαι δεν υπεβλήθησαν εις το δικαστήριον που εδίκασε και ήσαν άγνωστοι εις τους δικαστάς, εφ' όσον αυταί, εκτιμώμεναι μόναι των ή εν συνδυασμώ με αυτάς που είχον προσκομισθή καθιστούν φανερόν και όχι απλώς πιθανόν ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή κατεδικάσθη δι' έγκλημα βαρύτερον εκείνου που ετέλεσε (Α.Π. 476/2005 Ποιν Χρ ΝΕ' σελ. 987 κ.α.). Εις την προκειμένην περίπτωσιν η αιτούσα, δια της από 24 Φεβρουαρίου 2006 αιτήσεώς της, ζητεί την επανάληψιν της διαδικασίας, κατά την οποίαν εξεδόθη η καταδικαστική, εις βάρος του πατρός της X που έχει ήδη αποβιώσει, δια παραβ. των άρθρων 1 στοιχ. ε', στ' και ι', 2, 3 και 4 του α.ν. 533/1945, υπ' αριθμ. 174/1945 απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου α.ν. 533/1945, δια της οποίας επεβλήθη εις αυτόν η ποινή τρις εις θάνατον, ισόβιος στέρησις των πολιτικών του δικαιωμάτων και διετάχθη η ολική δήμευσις της περιουσίας του. Η απόφασις αυτή είναι αμετάκλητος (άρθρο 28 παρ. 1 ν. 533/1945). Ο X κατεδικάσθη ωσεί ήτο παρών. Η καταδίκη του δια της αποφάσεως αυτής δια τας προαναφερθείσας αξιοποίνους πράξεις συνίστατο εις τα εξής: Αυτός μετ' άλλων συγκατηγορουμένων του α) εγένοντο συνειδητά όργανα του εχθρού (Βουλγάρων και Γερμανών) προς διάδοσιν της προπαγάνδας του, εξαίροντες το έργον του κατακτητού, προκαλούντες την ηττοπάθειαν παρά τω ελληνικώ λαώ και την περιφρόνησιν του εθνικού και συμμαχικού αγώνος, β) κατέδωσαν εις τον εχθρόν (Βουλγάρους) Έλληνας υπηκόους και ενήργησαν δια την ανακάλυψιν και σύλληψιν αυτών, εντεύθεν δε επήλθε θάνατος Ελλήνων πολιτών και γ) εν συνεργασία και με την βοήθειαν του εχθρού (Βουλγάρων) εγένοντο αρχηγοί και οδηγοί κινήσεως, τεινούσης εις την προσβολήν της ακεραιότητος της χώρας. Όπως προκύπτει εκ των πρακτικών της αποφάσεως αυτής, το ανωτέρω Δικαστήριον επεστήριξε την καταδικαστικήν δια τον X κρίσιν του εις τας μαρτυρικάς καταθέσεις των Γ1, Γ2, Γ3, Γ4, Γ5 και Γ6, οι οποίοι εν σχέσει με τον κατηγορούμενον αυτόν κατέθεσαν 1)Γ1 "Οι εκ των κατηγορουμένων Χ2, Χ3, Χ4, Χ5 και Χ ήσαν μέλη της Επιτροπής του Βουλγαρικού Κομιτάτου και εκινούντο υπέρ της αυτονομιστικής κινήσεως, δηλ. εζήτουν την προσάρτησιν της Φλωρίνης εις την Βουλγαρίαν. Κατήρτισαν ονομαστικήν κατάστασιν εις την οποίαν περιέλαβον και ονόματα αποθανόντων δια να δείξουν εις τας Γερμανικάς αρχάς ότι υπερέχει το Βουλγαρικόν στοιχείον εν Φλωρίνη και επιτύχουν ούτω του σκοπού των. Η αυτή ως άνω επιτροπή επεδίωξεν άμα τη εισβολή των Γερμανών να καταλάβη την Δημοτικήν αρχήν, αλλά εύρεν σθεναράν αντίδρασιν από τον Δήμαρχον όστις εβεβαίωσε τον Γερμανόν Φρούραρχον, ότι ψευδώς διατείνονται οι αιτούντες την αρχήν ότι υπάρχει πλειοψηφία Βουλγάρων... Οι Χ και Μάγκος έφερον το καλαμπόκι εκ Βουλγαρίας, προς εξυπηρέτησιν των προπαγανδιστικών σκοπών του κομιτάτου". 2) Γ2 "Εκ των ερημοδικούντων κατηγορουμένων πάντες επρωτοστάτησαν εις την βουλγαρικήν αυτονομιστικήν κίνησιν της Φλωρίνης". 3) Γ3 "Οι εκ των απόντων κατηγορουμένων βαρύνονται με βαρύτατας κατηγορίας και δι' αυτόν τον λόγον κατέφυγον εις Βουλγαρίαν, έδρασαν πάντες ποικιλοτρόπως δια την προσάρτησιν της Φλωρίνης εις την μητέρα Βουλγαρίαν ως έλεγον, εχρησιμοποίουν τα σπίτια των ως κέντρα της αυτονομιστικής κινήσεως, εφρόντιζον δια την εκπαίδευσιν, έλεγον ότι εδώ πέθανε η Ελλάς...". 4) Γ4 "Επίσης δια την σύλληψίν μου και δια την φυλάκισίν μου εις το στρατόπεδον ........ ευθύνονται καθ΄ ολοκληρίαν οι Χ, Χ6 και Χ7 ως επληροφορήθην από τον Β1, έμπορον εν Αθήναις. Εκ των απόντων κατηγορουμένων πάντες έδρασαν επικινδύνως δια την εξουθένωσιν κάθε ελληνικού πράγματος, απετέλουν την Επιτροπήν του Κομιτάτου, ήτις Επιτροπή ευθύνεται δια τάς γενομένας προγραφάς εν Φλωρίνη". 5) Γ5 "Οι Χ6, Χ8, Χ3 και πολλοί άλλοι εκ των απόντων κατηγορουμένων ήσαν μέλη του Συμβουλίου του Κομιτάτου". Και 6) Γ6 "Όλοι οίτινες ήσαν επί κεφαλής της Επιτροπής του Κομιτάτου λείπουν". Επί τη βάσει των καταθέσεων αυτών, εκ των οποίων προέκυπτεν ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Χ εις την αυτονομιστικήν κίνησιν, ήτοι της προσαρτήσεως της Φλωρίνης εις την Βουλγαρίαν, αφού ήτο εκ των επί κεφαλής της Επιτροπής του Βουλγαρικού Κομιτάτου, το ανωτέρω Δικαστήριον των δοσιλόγων κατεδίκασεν αυτόν δια τας προαναφερθείσας αξιοποίνους πράξεις του και επέβαλεν εις τούτον την ανωτέρω ποινήν. Είναι άνευ σημασίας ότι εις την κατάθεσιν του μάρτυρος Γ5 ο Χ φέρεται εκ παραδρομής ως Χ8, αντί του ορθού Χ, αφού εις την σχετικήν δίκην που διεξήχθη ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου δεν υπήρχεν έτερος κατηγορούμενος με το επώνυμον Χ. Ως προκύπτει εκ της καταθέσεως του Γ3, ο Χ και άλλοι κατηγορούμενοι προ της δίκης των διέφυγον εξ Ελλάδος, η οποία και διεξήχθη ως προς αυτούς ωσεί ούτοι ήσαν παρόντες. Ο Χ επανήλθεν εις την Ελλάδα κατά το έτος 1968 και διέμενεν εις την ...... μέχρι του θανάτου του που επισυνέβη κατά το έτος 1976. Ούτος κατά το οκταετές αυτό χρονικόν διάστημα της διαμονής του εις την ...... ουδέποτε εζήτησε την επανάληψιν της διαδικασίας και την ακύρωσιν της ανωτέρω εις βάρος του καταδικαστικής αποφάσεως, ούτε διεξεδίκησε καθ' οιονδήποτε τρόπον την δημευθείσαν ολικώς δια της αποφάσεως αυτής περιουσίαν του και ειδικώτερον την κειμένην εις ...... ακίνητον περιουσίαν του. Ώφειλε δε να πράξη τούτο, εάν εθεώρει ότι αυτός ήτο πράγματι αθώος και εις την καταδίκην του είχον συντελέσει αι ψευδείς καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων. Άλλωστε τα γεγονότα ήσαν ακόμη νωπά και εάν υφίσταντο νέα στοιχεία συνηγορούντα υπέρ της αθωότητός του, υπήρχεν η ευχέρεια της συλλογής των και της προσκομιδής των ενώπιον της δικαστικής αρχής. Η αίτησις υπεβλήθη υπό της ανωτέρω θυγατρός του, μετά πάροδον 61 ετών από της καταδίκης του πατρός της και 30 ετών από του θανάτου του, η οποία διεκδικεί την ευρισκομένην εις ....... ακίνητον περιουσίαν του που είχε δημευθεί. Δια της αιτήσεως αυτής προσκομίζονται ως νέα στοιχεία, ότι 1) ο Χ κατά την επάνοδόν του εις την Ελλάδα εξ Η.Π.Α., όπου είχε μεταναστεύσει, κατετάγη εις τον ελληνικόν στρατόν την 15/5/1921 υπηρετήσας ως βοηθητικός μέχρι 12/12/1921 ότε και απελύθη, 2) τα τέκνα του Ζ1, Ζ2, Χ1 και Ζ3 εκκλησιάζονται και είναι δωρηταί της ελληνικής ορθοδόξου εκκλησίας της πόλεως Fort Wayne της πολιτείας Ινδιάνας των Η.Π.Α. και ήσαν τακτικά μέλη εθνικών πατριωτικών οργανώσεων, 3) ο υιός του Ζ2 κατά την διάρκειαν της θητείας του εις τον στρατόν επέδειξε διαγωγήν αρίστην και επολέμησεν εις τον Γράμμον κατά τον εμφύλιον πόλεμον, όπου ως στρατιώτης του εθνικού στρατού διεκρίθη εις τας μάχας κατά του δημοκρατικού στρατού, επιδείξας ανδρείαν κατά την σχετικήν μάχην εις το ύψωμα Κιάφα του Γράμμου, 4) ο .........., σύζυγος της αιτούσης, ήτο ενεργόν μέλος του ΕΔΕΣ και 5) δια της υπ' αριθμ. Φ 73103/21746/30-8-1999 αποφάσεως του Υφυπουργού Εσωτερικών ο Χ μετά τον θάνατόν του ανέκτησε την ελληνικήν ιθαγένειαν. Εκ των νέων αυτών στοιχείων ουδόλως ανατρέπονται αι ανωτέρω μαρτυρικαί καταθέσεις, δια των οποίων περιγράφεται κατά τρόπον ανάγλυφον η αντεθνική δράσις του Χ. Συνεπώς και εάν ακόμη αυτά ήσαν γνωστά εις το καταδικάσαν αυτόν δικαστήριον, δεν θα μετηλλάσσετο η καταδικαστική κρίσις τούτου. Ούτε δύναται να γίνη δεκτόν, ότι οι ανωτέρω μάρτυρες εις τας προεκτεθείσας καταθέσεις των ανεφέροντο εις άλλον Χ και όχι εις τον κατηγορούμενον. Κατά την διάρκειαν της Γερμανικής κατοχής η κοινωνία της ....... ήτο πολύ μικρά και συνεπώς οι μάρτυρες είχον επίγνωσιν εις ποίον Χ ανεφέροντο. Εξ άλλου εκ της από ...... αποδείξεως του .... Τάγματος Εθνοφυλακής, περί παραδόσεως μιας πλάστιγγος δια τας ανάγκας του Τάγματος, δεν προκύπτει ότι ο Χ κατά την διάρκειαν της δίκης του δεν είχε διαφύγει εις το εξωτερικόν, άλλ' έζη αμέριμνος εις την ....... Τούτο δε διότι εκ του εγγράφου αυτού καταφαίνεται, ότι την πλάστιγγα αυτήν δεν παρέδωσεν ο καταδικασθείς, αλλ' έτερον πρόσωπον υπό το ονοματεπώνυμον Χ. Περαιτέρω υπό της αιτούσης προσκομίζονται και αι από ......, ......., ....... και ........ ένορκοι βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Φλωρίνης Αγγελικής Σταύρου-Κωνσταντινίδη των Θ1, Θ2Θ3 και Θ4 αντιστοίχως. Ούτοι βεβαιώνουν, ότι ο Χ δεν είχεν αντεθνικήν δράσιν και ότι το προαναφερθέν Δικαστήριον Δοσιλόγων κατεδίκασεν αυτόν, ενώ ήτο αθώος. Κατά πάσαν δε περίπτωσιν η καταδικαστική απόφασις αφεώρα έτερον Χ και όχι τον συγκεκριμένον κατηγορούμενον πατέρα της αιτούσης, ο οποίος κατά την διάρκειαν της δίκης του έζη αμέριμνος εις την ......... Αι αόριστοι εν πολλοίς αυταί ένορκοι βεβαιώσεις των ανωτέρω προσώπων, ληφθείσαι μετά πάροδον 61 και 60 ετών αντιστοίχως από της διεξαχθείσης κατά του Χ δίκης, όταν τα διαδραματισθέντα τότε γεγονότα είχον υποκύψει εις την λήθην, δεν δύνανται να ακυρώσουν όσα οι μάρτυρες που εξητάσθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δοσιλόγων μετά λόγου γνώσεως κατέθεσαν εις βάρος αυτού, όταν τα γεγονότα της εποχής εκείνης ήσαν ακόμη νωπά. Εν όψει τούτων καθίσταται σαφές, ότι δεν προέκυψαν νέαι αποδείξεις, άγνωστοι εις τους δικάσαντας δικαστάς, καθιστώσαι φανερόν ότι ο πατήρ της αιτούσης είναι αθώος ή ότι κατεδικάσθη δι' έγκλημα βαρύτερον εκείνου που ετέλεσε. Συνεπώς η προαναφερθείσα αίτησις είναι αβάσιμος και δι' αυτό απορριπτέα. Επειδή κατ' ακολουθίαν των εκτεθέντων πρέπει, κατά τα άρθρα 525 παρ. 1, 527 παρ. 1, 528 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθή ως κατ' ουσίαν αβάσιμος η υπό κρίσιν αίτησις και να καταδικασθή η αιτούσα εις τα δικαστικά έξοδα εκ 210 ευρώ. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να απορριφθή η από 24 Φεβρουαρίου 2006 αίτησις της Χ1, περί επαναλήψεως υπέρ του αποβιώσαντος πατρός της Χ της αμετακλήτως περατωθείσης διαδικασίας, δια της υπ' αριθμ. 174/1945 αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Θεσσαλονίκης. ΙΙ. Να καταδικασθή η αιτούσα εις τα δικαστικά έξοδα εκ 210 ευρώ. Αθήνα 29 Μαρτίου 2006 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο της αιτούσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 602 εδ. α' του ΚΠΔ, η επανάληψη της διαδικασίας εκείνων που καταδικάσθηκαν αμετάκλητα πριν αρχίσει να ισχύει ο νόμος αυτός επιτρέπεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνο στις αναφερόμενες πέντε περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και "η μετά την οριστική καταδίκη του, αποκάλυψη νέων άγνωστων στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότων ή αποδείξεων, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα, για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε". Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοιες νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές, ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από αυτούς και απορρίφθηκαν, έστω και κατ' εσφαλμένη κρίση, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται, ο έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, από νομική και ουσιαστική άποψη και ο επανέλεγχος της υπόθεσης, επί της βάσει του ίδιου αποδεικτικού υλικού, που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι η αίτηση επανάληψη της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 527 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα "η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή το σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από το συνήγορό του ή τον Εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί και μετά τον θάνατο του καταδικασμένου". Συνεπώς, η κρινόμενη από 24 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση της Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την 174/1945 αμετάκλητη απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 9 του α.ν. 533/1945 "Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως της υπ' αριθμ. 6/1945 συντακτικής πράξεως περί επιβολής κυρώσεων κλπ.", με την οποία (απόφαση) καταδικάσθηκε ο πατέρας της Χ, που έχει ήδη αποβιώσει, για παράβαση των άρθρων 1 στοιχ. ε', στ', και ι', 2,3 και 4 του ως άνω α.ν. 533/1945 και του επιβλήθηκε ποινή τρίς σε θάνατο, ισόβια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και διατάχθηκε η δήμευση της περιουσίας του, στηριζόμενη (η αίτηση) σε νέα γεγονότα και αποδείξεις που επικαλείται η αιτούσα ότι αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του πατέρα της και καθιστούν φανερό ότι αυτός είναι αθώος για τις πράξεις που καταδικάσθηκε, είναι νόμιμη, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 ΚΠΔ και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: "Με την 174/1945 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του α.ν. 533/1945 (Δικαστήριο Δοσιλόγων), ο Χ καταδικάσθηκε μαζί με πολλούς άλλους συγκατηγορουμένους του για τις παρακάτω τρεις αξιόποινες πράξεις, που προβλέπονται, αντίστοιχα, από τα στοιχεία ε΄, στ΄ και ι΄ του άρθρου 1 του α.ν. 533/1945: Α) Έγινε συνειδητό όργανο του εχθρού (Βουλγάρων και Γερμανών) προς διάδοση της προπαγάνδας τους, εξαίροντας το έργο του κατακτητού, προκαλώντας ηττοπάθεια στον ελληνικό λαό και περιφρόνηση του εθνικού και συμμαχικού αγώνα. Β) Κατέδωσε στον εχθρό (Βουλγάρους) Έλληνες υπηκόους και ενήργησε για την ανακάλυψη και σύλληψη αυτών, εντεύθεν δε επήλθε θάνατος Ελλήνων πολιτών και Γ) Σε συνεργασία και με τη βοήθεια του εχθρού (Βουλγάρων) έγινε αρχηγός και οδηγός κινήσεως που έτεινε στη προσβολή της ακεραιότητας της χώρας. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν τρίς σε θάνατο, ισόβια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και ολική δήμευση της περιουσίας του. Στην απόφαση αυτή, που κατέστη αμετάκλητη, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ως άνω α.ν., δεν επιτρέπεται κατ' αυτής κανένα τακτικό ή έκτακτο αποδεικτικό μέσο, δεν προκύπτει δε ότι ασκήθηκε η επιτρεπόμενη από το άρθρο αυτό ανακοπή ερημοδικίας, ο ως άνω κατηγορούμενος, όπως και άλλοι είκοσι πέντε (25) συγκατηγορούμενοί του, αν και κλητεύθηκαν ως άγνωστης διαμονής, με κλητήριο θέσπισμα, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 του ίδιου αναγκαστικού νόμου, επιδίδεται οκτώ (8) πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο, δεν εμφανίσθηκαν, δικασθέντες σαν να ήταν παρόντες. Όπως από το σκεπτικό της παραπάνω καταδικαστικής απόφασης προκύπτει, το Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του απόφαση στις καταθέσεις των εξετασθέντων ενόρκως μαρτύρων Γ1, Γ2, Γ3, Γ4, Γ5 και Γ6, και τις απολογίες των παρόντων κατηγορουμένων. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, οι παραπάνω μάρτυρες κατέθεσαν σε σχέση με τον κατηγορούμενο αυτόν τα εξής: 1) Ο Γ1 "Οι εκ των κατηγορουμένων Χ2, Χ3, Χ4, Χ5 και Χ, ήσαν μέλη της Επιτροπής του Βουλγαρικού Κομιτάτου και εκινούντο υπέρ της αυτονομιστικής κινήσεως, δηλαδή εζήτουν την προσάρτηση της Φλωρίνης εις την Βουλγαρίαν. Κατήρτισαν ονομαστικήν κατάστασιν, εις την οποίαν περιέλαβον και ονόματα αποθανόντων δια να δείξουν εις τας Γερμανικάς αρχάς ότι υπερέχει το Βουλγαρικόν στοιχείον εν Φλωρίνη και επιτύχουν ούτω του σκοπού των. Η αυτή ως άνω επιτροπή επεδίωξεν άμα τη εισβολή των Γερμανών να καταλάβη την Δημοτικήν αρχήν, αλλά εύρεν σθεναράν αντίδρασιν από τον Δήμαρχον όστις εβεβαίωσε τον Γερμανόν Φρούραχον, ότι ψευδώς διατείνονται οι αιτούντες την αρχήν ότι υπάρχει πλειοψηφία Βουλγάρων.....Οι Χ και ...... έφερον το καλαμπόκι εκ Βουλγαρίας, προς εξυπηρέτησιν των προπαγανδιστικών σκοπών του κομιτάτου". 2) Ο Γ2 "Εκ των ερημοδικούντων κατηγορουμένων πάντες επρωτοστάτησαν εις την βουλγαρικήν αυτονομιστικήν κίνησιν της Φλωρίνης". 3) Ο Γ3 "Οι εκ των απόντων κατηγορουμένων βαρύνονται με βαρύτατας κατηγορίας και δι' αυτόν τον λόγον κατέφυγον εις Βουλγαρίαν, έδρασαν πάντες ποικιλοτρόπως δια την προσάρτησιν της Φλωρίνης εις την μητέρα Βουλγαρίαν ως έλεγον, εχρησιμοποίουν τα σπίτια των ως κέντρα της αυτονομιστικής κινήσεως, εφρόντιζον δια την εκπαίδευσιν, έλεγον ότι εδώ πέθανε η Ελλάς....". 4) Ο Γ4 "Επίσης δια την σύλληψίν μου και δια την φυλάκισίν μου εις το στρατόπεδον ....... ευθύνονται καθ' ολοκληρίαν οι Χ, Χ6 και Χ7, ως επληροφορήθην από τον Β1, έμπορον εν Αθήναις. Εκ των απόντων κατηγορουμένων πάντες έδρασαν επικινδύνως δια την εξουθένωσιν κάθε ελληνικού πράγματος, απετέλουν την Επιτροπήν του Κομιτάτου, ήτις Επιτροπή ευθύνεται δια τας γενομένας προγραφάς εν Φλωρίνη". 5) Ο Γ5: "Οι Χ6, Χ8, Χ3 και πολλοί άλλοι εκ των απόντων κατηγορουμένων ήσαν μέλη του Συμβουλίου του Κομιτάτου" και 6) Ο Γ6 "Όλοι οίτινες ήσαν επικεφαλής της Επιτροπής του Κομιτάτου λείπουν". Ως νέα στοιχεία και αποδείξεις, η αιτούσα επικαλείται και προσκομίζει 51 έγγραφα και τις από ......, ......, ......., ......, ....... και ....... ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Φλωρίνης Αγγελικής Σταύρου-Κωνσταντινίδη των α) Θ1, β) Θ2, γ) Θ3, δ) Θ4 και Θ5, αντιστοίχως, εξετάσθηκαν δε ενόρκως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου τόσο η ίδια, όσο και ο γιός της ........ Από τα επικαλούμενα προσκομιζόμενα από την αιτούσα έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Ο Χ γεννήθηκε το έτος 1886 στο χωριό ......... Καστοριάς και είχε νυμφευθεί στη ......., το έτος 1909 την ........, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα, τον Ζ1, που γεννήθηκε το έτος 1910, τον Ζ2, που γεννήθηκε στις 8-2-1924, την Χ1 (αιτούσα), που γεννήθηκε στις 8-2-1928 και τον Ζ3 που γεννήθηκε στις 20-11-1932. Κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα από τις Η.Π.Α., όπου είχε μεταναστεύσει, μετά τον γάμο του, κατετάγη στον Ελληνικό Στρατό στις 15-5-1921 και υπηρέτησε ως βοηθητικός μέχρι τις 12-12-1921, όταν και απολύθηκε, έκτοτε δε, κατοικούσε στη ......., όπου, το 1928, έλαβε άδεια ασκήσεως του επιτηδεύματος του παντοπώλη, σε ιδιόκτητη μονοκατοικία επί της οδού ..... αριθμ. ..., η οποία περιήλθε σ' αυτόν από αγορά το έτος 1927, επιφάνειας 208 τ.μ., μέρος της οποίας χρησιμοποιούσε ως παντοπωλείο, που το είχε ασφαλίσει για ζημίες από φωτιά στην Εθνική Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Ασφαλειών. Εκτός από την ως άνω οικία απέκτησε από αγορά το έτος 1927 ένα οικόπεδο με κτίσμα στην περιοχή ......, επιφάνειας 334 τ.μ. και το έτος 1928 δύο αμπελώνες στη θέση ....... της ....... Στην από 4 Δεκεμβρίου 1947 έκθεση δημεύσεως της περιουσίας του, σε εκτέλεση της παραπάνω καταδικαστικής απόφασης, με την οποία διατάχθηκε η ολική δήμευση της περιουσίας του, αναφέρονται ότι είχε, κατά τον χρόνο της σύνταξης της έκθεσης, πράγμα που δεν αμφισβητείται από την αιτούσα, πλην της οικίας επί της οδού ..... αριθμ. ... και ένα κατάστημα (αρτοκλίβανο) μετά παραρτημάτων, έκτασης 60 τ.μ., επί της οδού ...... αριθμ. ..., ένα σταύλο με αυλή, έκτασης 208 τ.μ., ένα κατάστημα κείμενο επί της οδού ....... αριθμ. ...., έκτασης 60 τ.μ., και ένα κατάστημα κείμενο επί της οδού ..... αριθμ. ...., έκτασης 55 τ.μ. Από τα τέκνα του, ο Ζ2, στρατολογικής κλήσεως 1945, κατετάγη στις 22 Νοεμβρίου στο πεζικό και απολύθηκε στις 23 Μαρτίου 1950. Κατά το διάστημα της θητείας του επέδειξε άριστη διαγωγή, πολέμησε στον Γράμμο κατά τον εμφύλιο πόλεμο, όπου, ως στρατιώτης του Εθνικού Στρατού, διακρίθηκε στις μάχες κατά του δημοκρατικού στρατού και προτάθηκε για τον βαθμό του υποδεκανέα επ' ανδραγαθία για την ανδρεία που επέδειξε κατά την σχετική μάχη στο ύψωμα ....... του Γράμμου, ο δε γιός του Ζ3 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το έτος 1966 και έκτοτε διαμένει στη Πόλη του Fort Wayne της Ινδιάνας, έχει διακριθεί για τις δωρεές του στην Ορθόδοξη Εκκλησία της πόλεως αυτής, είναι δε μέλος της Εθνικής Πατριωτικής Οργάνωσης της PANMACEDONIAN ASSOCIATION, "........", ενώ ο σύζυγος της αιτούσας ........, ήταν ενεργό μέλος του ΕΔΕΣ. Ο Χ απεβίωσε στη Φλώρινα στις 19-9-1976, με την δε υπ' αριθμ. Φ. 73103/21746/30-8-1999 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών, απέκτησε μετά τον θάνατό του την ελληνική ιθαγένεια, η οποία του είχε αφαιρεθεί μετά την παραπάνω καταδικαστική απόφαση. Στις προσκομιζόμενες σε επίσημη μετάφραση του Υπουργείου Εξωτερικών από ..... τρείς ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου της πόλεως Μπίτολα ΠΓΔΜ ΒΕΣΕΛΙΝΚΑ ΝΤΕΡΕΜΠΑΝΟΒΑ ΚΡΣΤΕΒΣΑ, οι ......, η ....... και ο ........, βεβαιώνουν ότι ο Χ, με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ήλθε από την ....... στην Μπίτολα και παρέμεινε εκεί περί τα είκοσι χρόνια, δεν εργαζόταν, του έστελαν χρήματα από την Αμερική οι γιοί του και τον επισκέπτονταν κατά διαστήματα η γυναίκα του και τα παιδιά του και επέστρεψε στην οικογένειά του, στη ......, σε ηλικία 80 ετών. Στις ως άνω ένορκες καταθέσεις τους οι παραπάνω μάρτυρες βεβαιώνουν ότι γνώριζαν τον Χ, ότι κατά τη διάρκεια της δίκης ζούσε αμέριμνος στην οικία του στη ......, που ήταν ένα από τα καλλίτερα σπίτια, και το είχαν μάλιστα επιτάξει οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι....Ότι ήταν από τους πιο γνωστούς οικογενειάρχες και, αν ήταν βουλγαρόφιλος, οι αρχές ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να τον βρούν. Ότι στις αρχές του 1946, όταν πληροφορήθηκε ότι κάποιος Χ, χωρίς άλλα προσδιοριστικά στοιχεία, καταδικάσθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη έφυγε κάτω από τον φόβο και την αβεβαιότητα στο Μοναστήρι όπου παρέμεινε αυτοεξόριστος μέχρι το 1968, όταν επέστρεψε στην ....... Τα προαναφερθέντα από την αιτούσα νέα στοιχεία, στηριζόμενα στα προσκομισθέντα έγγραφα και στις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις που προαναφέρθηκαν, ότι δηλαδή, ο Χ α) είχε τελέσει γάμο με Έλληνα ιερέα και όχι Βούλγαρο και είχε υπηρετήσει στον Ελληνικό στρατό ως βοηθητικός το έτος 1921, β) ότι είχε καταφύγει, όταν πληροφορήθηκε την καταδικαστική γι' αυτόν απόφαση, στο Μοναστήρι και όχι στη Βουλγαρία και γ) ότι ο γιός του Ζ2, το έτος 1946, υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό και ότι είναι εγγεγραμμένος σε πατριωτικά σωματεία στις ΗΠΑ από το 1966, δεν θα επηρέαζαν την κρίση του Ειδικού Δικαστηρίου των δοσιλόγων, ώστε να θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας ως προς το άν ο Χ ήταν μέλος της Επιτροπής του Κομιτάτου, αφού α) όπως προκύπτει από τα επικληθέντα και προσκομισθέντα από την αιτούσα φωτοαντίγραφα από το βιβλίο του Γ4, ο οποίος ήταν, όπως προαναφέρθηκε, και ένας από τους μάρτυρες κατηγορίας στην παραπάνω δίκη των δοσιλόγων, ο Χ ήταν από τους "νεοφώτιστους" Βούλγαρους ......, είναι δε ιστορικά γνωστό ότι η διείσδυση της βουλγαρόφωνης προπαγάνδας και η ίδρυση της Επιτροπής του Κομιτάτου έγινε διαρκούσης της Γερμανικής κατοχής, β) η περιοχή του Μοναστηρίου της Γιουγκοσλαβίας κατά τον χρόνο της Γερμανικής Κατοχής της ήταν έδαφος βουλγαροκρατούμενο και σ' αυτό είχε συγκεντρωθεί πληθώρα εξοπλισμένων κομιτατζήδων (βλ. το παρακάτω αναφερόμενο πόνημα του ..........), γ) τα τρία από τα τέκνα του Χ ήταν ήδη ενήλικα κατά τον χρόνο δράσεως της Επιτροπής του Κομιτάτου, το δε μικρότερο, είχε τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο, και, όπως διαπιστώνει στο προαναφερθέν πόνημά του ο .......... (σελίδα 82), μόνο οι μικροί στην ηλικία και μαθητές των μικρών τάξεων προσαρμόσθηκαν εύκολα στον νέο εθνικό προσανατολισμό. Από την προσκομιζόμενη από ....... απόδειξη του .... Τάγματος Εθνοφυλακής περί παραδόσεως μιάς πλάστιγγας, για τις ανάγκες του Τάγματος, ανεξάρτητα του ότι δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι παραδόθηκε η εν λόγω πλάστιγγα από τον πατέρα της αιτούσας Χ και ότι εκ λάθους αναγράφεται ότι παραδόθηκε από κάποιον με το όνομα Χ, και αν ακόμα ήθελε γίνει δεκτό ότι κατά την 4-9-1945 ο Χ βρισκόταν στον Ελλαδικό χώρο, τούτο δεν αποκλείει την διαφυγή του στο Μοναστήρι (......) ή στην Βουλγαρία πριν την επίδοση σ' αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, ή ακόμα να κρυβόταν, αναμένοντας την έκδοση της απόφασης. Εξ άλλλου, τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την αιτούσα λοιπά έγγραφα δεν μπορούν να πλήξουν την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας Γ5 και Γ1 ούτε να ανατρέψουν τις καταθέσεις τους. Ειδικότερα από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη βεβαίωση του υποθηκοφυλακείου Φλώρινας, ότι δεν υπήρξε ποτέ μερίδα επ' ονόματι του πρώτου τούτων, δεν καθιστά αναξιόπιστη την κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα από το ότι αναφέρεται σ' αυτή ότι είναι "ιδιοκτήτης" του Ξενοδοχείου "......", τρία δωμάτια του οποίου επέταξαν οι Γερμανοί για τον στρατιωτικό σύνδεσμο των Βουλγάρων, αφού, ανεξάρτητα του ότι με τη λέξη "ιδιοκτήτης" προφανώς εννούσε ότι είχε την εκμετάλλευση του εν λόγω Ξενοδοχείου, και συνεπώς ήταν σε θέση να ελέγχει τις κινήσεις των μελών του στρατιωτικού συνδέσμου, για το γεγονός της επίταξης 2-3 δωματίων του Ξενοδοχείου ".....", όπου στεγαζόταν το Βουλγαρικό Φρουραρχείο, καταθέτει και η μάρτυρας ........, η οποία καταθέτει ότι είχε έγγραφο, στο οποίο περιλαμβάνονταν τα ονόματα των επιθυμούντων την κατάληψη των αρχών από τους Βουλγάρους. Αλλά ούτε και η ιδιότητα του μάρτυρα κατηγορίας Γ1, ως πρώην Νομάρχη Φλώρινας, καθιστά αυτόν αναξιόπιστον εκ μόνου του λόγου ότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε συνημμένη κατάσταση στο υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου ....... έγγραφο της Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Εσωτερικών, ο ανωτέρω διατέλεσε Νομάρχης επί Γερμανικής Κατοχής. Το γεγονός ότι, στο προσκομιζόμενο φωτοαντίγραφο από την σελίδα 168 του στη δικογραφία πονήματος του συγγραφέα ........... ".........." με υπότιτλο του Δευτέρου Βιβλίου "...........", δεν αναφέρεται μεταξύ των δώδεκα προπαγανδιστών και μελών της Επιτροπής του Κομιτάτου, και ο Χ, δεν συνάγεται ότι ο τελευταίος δεν ήταν μέλος αυτής, αφού, όπως τονίζεται στο εν λόγω πόνημα, οι κατονομαζόμενοι ήταν οι σπουδαιότεροι από τα μέλη της Επιτροπής, με συγκεκριμένες ο καθένας τους αρμοδιότητες. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παραπάνω καταδικαστική απόφαση, την θανατική ποινή επέβαλε το Δικαστήριο σ' όλους τους απόντες κατηγορουμένους που είχαν κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής και σε δύο μόνο από τους παρόντες, στον Χ7, που ήταν γραμματέας του ......... στο Βουλγαρικό Φρουραρχείο και σύνδεσμος των Βουλγάρων και τον ..........., ο οποίος ιερούργησε στην βουλγαρική άνευ πιέσεως, από τους υπολοίπους τριάντα τρείς (33) επέβαλε μόνο σε έξι ποινή ισόβιας κάθειρξης, ενώ για τους λοιπούς δέχθηκε ελαφρυντικά και τους επέβαλε ποινές από 19 μέχρι 2 ετών. Αποφασιστικό συνεπώς κριτήριο στην κρίση του Δικαστηρίου για την επιβολή της εσχάτης των ποινών ήταν το ότι όλοι τους, κατά τα βεβαιούμενα ως άνω από τους μάρτυρες κατηγορίας, ήταν μέλη της επιτροπής του Κομιτάτου στην Ελλάδα, λόγος, ο οποίος τους οδήγησε, μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, φοβούμενοι για τη ζωή τους και βαρυνόμενοι με βαρύτατες κατηγορίες, να καταφύγουν στη Βουλγαρία. Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι, όσον αφορά τον έλεγχο της εγκυρότητας της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος στους κλητευθέντες ως άγνωστης διαμονής, ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου, αλλά και τα λοιπά, εκ τακτικών δικαστών, μέλη, αυτού, που ήσαν Εφέτες, θα επέδειξαν ιδιαίτερη προσοχή. Εν όψει αυτού και του ότι η δίκη εκείνη, επί της οποίας η ως άνω καταδικαστική απόφαση, αφορούσε αποκλειστικά τους βουλγαρόφιλους της περιοχής ........, και σχεδόν όλοι οι εξετασθέντες μάρτυρες κατηγορίας και οι μάρτυρες υπεράσπισης (33 τον αριθμό) ήταν κάτοικοι ......, με δεδομένο το ως άνω υποστηριζόμενο στην αίτηση επαναλήψεως και βεβαιούμενο από τους ως άνω μάρτυρες στις ένορκες βεβαιώσεις τους ότι αυτός ήταν πασίγνωστος στη πόλη της ....., δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι οι προαναφερθέντες μάρτυρες κατηγορίας αναφέρονταν στον Χ, πατέρα της αιτούσας και όχι σε άλλο με το ίδιο όνομα και επώνυμο αλλά με πατρώνυμο του ......, που φέρεται εγγεγραμμένος στα δημοτολόγια του Ν. Καστοριάς, σ' αυτόν δε αναμφίβολα αναφέρεται ο μάρτυρας Γ5 και από προφανή παραδρομή γίνεται αναφορά σε Χ8 αντί του ορθού Χ στους κατονομαζομένους ως μέλη της Επιτροπής του Κομιτάτου, αφού στη σχετική δίκη που διεξάχθηκε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου δεν υπήρχε κανένας κατηγορούμενος με το όνομα Χ. Ενόψει δε της μικρής κοινωνίας της πόλης της ....., δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι ο Χ αγνοούσε το χρόνο εκδίκασης (2-10-1945) των υποθέσεων τόσο μεγάλου αριθμού συμπολιτών του, φερομένων ως δοσιλόγων, αλλά και ότι δεν ενδιαφέρθηκε να πληροφορηθεί για το ποιοί ήταν εκείνοι που καταδικάσθηκαν, ώστε να ασκήσει, αν πράγματι δεν είχε καμία σχέση με τις κατηγορίες που του αποδίδονταν, την επιτρεπόμενη από το άρθρο 338 της ισχύουσας Ποινικής Δικονομίας ανακοπή ερημοδικίας, όταν πληροφορήθηκε ότι κάποιος βουλγαρόφιλος με το όνομά του καταδικάσθηκε τρεις σε θάνατο, και να αποδείξει με μάρτυρες, όπως και άλλοι συμπολίτες του, αν όχι την πλήρη αθωότητά του, την συμμετοχή του σε πράξεις επισύρουσες μικρότερη ποινή, αλλά προτίμησε να αυτοεξορισθεί, στερώντας από την οικογένεια την όχι ευκαταφρόνητη περιουσία του. Αν δε πάλι πίστευε ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, όσον αφορά το πρόσωπό του, στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω καταδικαστική γι' αυτόν, απόφαση ήταν ψευδείς, και θα του ήταν δυσχερές, ενόσω βρισκόταν εκτός Ελλάδος, να ζητήσει την επανάληψη της διαδικασίας, επιτρεπόμενη ακόμη και πρίν από την έναρξη της ισχύος του ΚΠΔ, την 1-1-1951, κατά το άρθρο 503 προϊσχύσασας Ποινικής Δικονομίας και από τον Εισαγγελέα, "αν ένας ή περισσότεροι μάρτυρες που μαρτύρησαν στο ακροατήριο κατά του κατηγορουμένου, υποβλήθηκαν σε δίκη ένεκα ψευδομαρτυρίας ή φυλακίσθηκαν ή εκδόθηκε κατ' αυτών ένταλμα συλλήψεως", θα μπορούσε να ζητήσει την επανάληψη της συζήτησης, μετά την επάνοδό του στην ......, επικαλούμενος νέα στοιχεία και αποδείξεις. Έτσι, όμως, από τα παραπάνω επικαλούμενα νέα αποδεικτικά στοιχεία, τόσο από μόνα τους, όσο και σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως στην διεξαχθείσα κατά του Χ δίκη και γενικά τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη κατ' αυτή, δεν καθίσταται φανερό ότι ο πατέρας της αιτούσας είναι αθώος ή ότι καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο εκείνου που τέλεσε. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση είναι ουσιαστικά αβάσιμη και, ως τέτοια, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση της Χ1, για επανάληψη, υπέρ του κατά την 19-9-1976 αποβιώσαντος πατέρα της, της διαδικασίας, που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθμ. 174/1945 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Θεσσαλονίκης. Και, Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 9 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε, στην Αθήνα, στις 23 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Επανάληψη της συζητήσεως. Νέα γεγονότα νέες αποδείξεις. Υποβολή αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας από τους κληρονόμους του καταδικασθέντος μετά τον θάνατό του
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1882/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούσα την Χ1.Με εγκαλούμενο τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 31 Ιανουαρίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 267/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 200/16.5.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, στο Συμβούλιό σας, μαζί με την σχετική δικογραφία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 § 1 και 137 § 1 περ. γ΄ Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη ετροποποιήθη με το άρθρο 14 § 1 ν.1649/1986, την με αριθ. πρωτ. 1135/31-1-2007 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών, με την οποία επιδιώκεται η παραπομπή της υπόθεσης που περιγράφεται στην από 10-8-2004 έγγραφη μήνυση της Χ1, κατά του Αντεισαγγελέως Εφετών Πατρών και ήδη Εισαγγελέως Εφετών Κερκύρας, από το κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ. αρμόδιο Δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Σύμφωνα με την διάταξη του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 136 Κ.Π.Δ. παραπομπή από το κατά τα άρθρα 122-125 αρμόδιο Δικαστήριο σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές, διατάσσεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν ο εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου (πρωτοδικών ή εισαγγελικού) και πάνω, που υπηρετεί στο κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο δικαστήριο. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, παραπομπή διατάσσεται όχι μόνον κατά την κυρία διαδικασία , αλλά και κατά την προδικασία, στην οποία περιλαμβάνεται και το στάδιο άσκησης της ποινικής διώξεως, αφού και εις αυτό συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, της εξασφάλισης δηλαδή της απόλυτης ανεξαρτησίας κρίσης του δικαστικού Λειτουργού και αποκλεισμού κάθε υπόνοιας, εξαιτίας της συνυπηρέτησης στο ίδιο Δικαστήριο (βλ. Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. έκδ. Β΄, Τόμ. Α΄ σελ. 199-200, Ζησιάδου Ποιν. Δικαίου έκδ. Γ΄ Τόμ. Α΄ (1976) σελ. 657). Αταλάντευτα σύμφωνη είναι και η νομολογία (Α.Π. 608/96 Ποιν. Χρον. ΜΖ΄ σελ. 961, Α.Π. 430/1984 Ποιν. Χρον. ΛΔ΄ σελ. 879). Είναι δε φανερό ότι, όταν η παραπομπή ζητείται στο παραπάνω στάδιο (της άσκησης δηλ. της ποιν. διώξεως), πρέπει να εννοηθεί ως παραπομπή όχι σε άλλο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο στην κυριολεξία, αλλά στον εισαγγελέα και τις λοιπές ανακριτικές αρχές που διατελούν σε τέτοιο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο και εύλογα, αφού ποινική δίωξη δεν έχει ασκηθεί ακόμη (πρβλ και Γνωμ. Εισαγ. Α.Π. 988/1959 Ποιν. Χρον. Θ΄ σελ. 356). Επομένως αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται εις το Δικαστήριόν σας (εν Συμβουλίω) η υπό κρίσιν αίτησις του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών και πρέπει να ερευνηθεί κατ΄ουσίαν. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι με αφορμή την από 14-2-2002 μήνυση της Χ1, εις βάρος των αρμοδίων υπαλλήλων της Νομαρχιακής αυτοδιοίκησις Ζακύνθου οι οποίοι, υπό την ανωτέρω ιδιότητά των, μετά από αυτοψία που ενήργησαν εις την προδιαληφθείσα αγροτική περιοχή που είχε πληγεί από πυρκαϊές, προέβησαν αναληθώς εις τον χαρακτηρισμόν ως τοιούτων περιοχών που δεν είχαν πληγεί από πυρκαϊά, με αποτέλεσμα, βάσει των στοιχείων αυτών, να χορηγηθεί παρανόμως οικονομική ενίσχυσις, αγνώστου ποσού, εις κατοίκους του παραπάνω Δημοτικού διαμερίσματος. Μετά την διενεργηθείσαν προκαταρκτική εξέτασι δεν επιβεβαιώθη ή βασιμότης των καταγγελλομένων δι΄όν λόγον η σχετική δικογραφία ετέθη εις το αρχείο υπό του αρμοδίου εισαγγελέως πρωτοδικών, κατ΄άρθρ. 43 Κ.Π.Δ., και παράλληλα με την από 10-4-2003 αναφορά του υπεβλήθη εις τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών προς έγκρισιν της ενεργείας του, η οποία τελικώς ενεκρίθη υπό του Αντεισαγγελέως Εφετών Ψ1 με την υπ΄αριθ. πρωτ. ........... παραγγελία του. Στην συνέχεια όμως η προαναφερόμενη μηνύτρια (Χ1) με την από 10-8-2004 μήνυσίν της κατήγγειλε τον παραπάνω εισαγγελικό λειτουργό παραπονούμενη ότι ούτος, κατά παράβασιν των καθηκόντων του, ενέκρινε την τοιαύτην αρχειοθέτησιν και δεν παρήγγειλε να ασκηθεί σχετική ποινική δίωξις εις βάρος των δι΄αυτής κατανομαζομένων προσώπων για την περιγραφόμενη αξιόποινη πράξη. Όμως ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών με την υπ΄αριθ. πρωτ. 1984/06 αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Εφετών έθεσε εις το αρχείον, κατ΄άρθρ. 43 Κ.Π.Δ., την προδιαληφθείσαν μήνυσιν που εστρέφετο, μεταξύ των άλλων προσώπων, και εις βάρος του προαναφερθέντος Αντεισαγγελέως Εφετών που υπηρετεί ήδη στην παραπάνω Εισαγγελία Εφετών, πλην όμως ο Εισαγγελέα Εφετών απέσχε να αποφανθεί επί της ως άνω αναφοράς κατά του ανωτέρω εισαγγελικού λειτουργού, κατά τα εκτεθέντα. Συνακόλουθα και εν όψει: α) του αυτεπαγγέλου της διώξεως της καταγγελθείσης παράβασης καθήκοντος και β) του ότι ο παραπάνω Αντεισαγγελέας Εφετών (Ψ1) προσέλαβε την ιδιότητα του κατηγορουμένου (άρθρ. 72 Κ.Π.Δ.), η δε υπόθεση λόγω του τόπου τελέσεως και της κατοικίας του μηνυομένου κατ΄άρθρ. 111 § 7, 119 § 1 και 122 §1 Κ.Π.Δ., υπάγεται (στη φάση αυτή), στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρ. 136 στοιχ. ε΄ και 137 στοιχ. γ΄ Κ.Π.Δ., αναλογικώς εφαρμοζομένων, ζητείται από τον Εισαγγελέα Εφετών η κατά το στάδιο τούτο της προδικασίας παραπομπή της υπόθεσης εις τον Εισαγγελέα Εφετών άλλης περιφερείας. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή της παραπάνω αίτησις και, ως κατ΄ουσίαν βασίμου, να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης εις τον Εισαγγελέα Εφετών του Εφετείου Ιωαννίνων, για να ενεργηθεί ό,τι από τον νόμο (άρθρ. 43 επ. Κ.Π.Δ.) κατά το στάδιο τούτο και το μετ΄αυτό, επιβάλλεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να διαταχθεί η παραπομπή εις τον Εισαγγελέα Εφετών Ιωαννίνων της ποινικής υπόθεσης, που περιγράφεται στην υπ΄αριθ. πρωτ. 1135/31-1-2007 αναφορά του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών, εις βάρος του Αντεισαγγελέως Εφετών Ψ1. Αθήναι τη 20 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 136 στ. ε του Κ.Ποιν.Δ, όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα, διατάσσεται η παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διατάξεως, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο ίδιο αρμόδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά την κύρια διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και αυτού της διενεργείας προκαταρτικής εξετάσεως. Σύμφωνα δε με το άρθρο 137 του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην πιο πάνω περίπτωση, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελεύς, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι' αυτή το, Συμβούλιο Εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και σε κάθε άλλη περίπτωση ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 48 ΚΠΔ, την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 παρ.1 ΚΠΔ) εξετάζει και κρίνει ο Εισαγγελέας Εφετών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η Χ1, με την από 14-2-2002 μηνυτήρια αναφορά της, κατάγγειλε τους αναφερόμενους σε αυτή, υπαλλήλους της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ζακύνθου, ότι αναληθώς προέβησαν στο χαρακτηρισμό ορισμένων αγροτικών περιοχών, ως περιοχών που επλήγησαν από πυρκαϊές. Με αφορμή την καταγγελία της αυτή, διενεργήθηκε προκαταρτική εξέταση, από την οποία δεν επιβεβαιώθηκε η βασιμότητα των καταγγελλόμενων περιστατικών και κατόπιν τούτων, η σχετική δικογραφία τέθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κ.Ποιν.Δ, όπως η παρ.1 αντικ. από το άρθρο 4 παρ.2 του ν. 1653/1986, στο αρχείο από την αρμόδια Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών. Η τελευταία, στη συνέχεια, υπέβαλε την από 10-4-2003 αναφορά της, προς έγκριση από τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, ο οποίος ενέκρινε τους χειρισμούς της Εισαγγελέως Πρωτοδικών, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ........... παραγγελία του. Η καταγγέλλουσα Χ1, κατόπιν της πιο πάνω εγκρίσεως του Αντεισαγγελέα Εφετών Πατρών Ψ1, με την οποία τέθηκε στο αρχείο η μηνυτήρια αναφορά της, υπέβαλε σε βάρος του τελευταίου την από 10-8-2004 έγκληση της, κατά το περιεχόμενο της οποίας, μεταξύ άλλων, καταγγέλλεται και ο συγκεκριμένος εισαγγελικός λειτουργός, ότι παρέβη το καθήκον του για το λόγο ότι κακώς ενέκρινε την αρχειοθέτηση της, από 14-2-2002 εγκλήσεώς της, ενώ θα έπρεπε να ασκήσει σε βάρος των καταγγελλόμενων προσώπων τη δέουσα ποινική δίωξη. Όμως η επιληφθείσα της σχετικής εγκλήσεώς Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πατρών, με την υπ' αριθμό 1984/2006 αναφορά της, έθεσε κατά το άρθρο 43 του Κ.Ποιν.Δ τη σχετική δικογραφία στο αρχείο, ενώ απέσχε να αποφανθεί κατά το μέρος που η καταγγελία αφορούσε τον Αντεισαγγελέα (ήδη Εισαγγελέα) Εφετών Πατρών Ψ1, ενόψει του γεγονότος ότι ο καταγγελλόμενος Εισαγγελικός λειτουργός, υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Πατρών. Μετά από αυτά και ενόψει του ότι ο καταγγελλόμενος προσέλαβε την ιδιότητα του κατηγορούμενου, η δε σχετική υπόθεση υπάγεται, κατά το στάδιο αυτό, κατά τόπο στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Πατρών (άρθρα 111 παρ.7, 119 παρ.1 και 122 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες διατάξεις, πρέπει να λάβει χώρα κανονισμός αρμοδιότητας, ώστε η περιεχόμενη στην από 10-8-2004 μήνυση της, καταγγελία της Χ1, σε βάρος του Αντεισαγγελέα (ήδη Εισαγγελέα Εφετών) Ψ1, να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα Εφετών Ιωαννίνων, προκειμένου αυτός να επιληφθεί αυτής και να κρίνει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του, καθώς και στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Ιωαννίνων, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. Για τους λόγους αυτούς Παραπέμπει την από 10-8-2004 καταγγελία της Χ1, κατά του Αντεισαγγελέα (ήδη Εισαγγελέα Εφετών) Ψ1, στον Εισαγγελέα Εφετών Ιωαννίνων, καθώς και στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Ιωαννίνων. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας 136, 137 ΚΠΔ.-Συντρέχει λόγος κανονισμού αρμοδιότητας και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως, σε βάρος Εισαγγελέως Εφετών, που εγκρίνει την αρχειοθέτηση της εγκλήσεως κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
Αριθμός 1881/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2 , περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2173/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30.11.2006 δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 51/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 176/10.5.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 § 2β, 462, 473 § 1, 474 § 2, 482 § 1 εδαφ. Α περ. α, 484 § 1 485 § 1 Κ.Π.Δ. την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ΄αρ. 2173/2005 βούλευμα εδέχθη τυπικά, αλλά απέρριψε ως ουσία αβάσιμες τις υπ΄αρ. 768/2003 και 769/2003 εφέσεις των κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2 κατά του υπ΄αρ. 3637/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο παρεπέμφθησαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθούν ως υπαίτιοι παραβάσεως του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας (χωρίς δικαίωμα εγγραφή, αναπαραγωγή στο πρωτότυπο, θέση σε κυκλοφορίαν και κατοχή με σκοπό θέσης σε κυκλοφορία, έργων που είναι αντικείμενα πνευματικής ιδιοκτησίας κατ΄επάγγελμα και από κοινού (αρ. 1362, 14, 26 § ια, 27 § 1, 45 Π.Κ. και αρ. 66 § 1, 3β Ν.2121/93 ως αντικ. με άρθρο 81 § 9 Ν.3057/02). ΙΙ). Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επεδόθη στους κατηγορούμενους την 2-12-2006 ενώ στην πληρεξουσία δικηγόρο και την 24-11-2006 (βλ. αποδεικτικά). Στις 30-11-2006 ενεφανίσθη στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών η δικηγόρος ΄Αννα Μαντέλου και δήλωσε ότι ως πληρεξουσία αυτών ασκεί αναίρεση για τον καθένα τους κατά του υπ΄αρ. 2173/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και έτσι συνετάχθησαν οι υπ΄αρ. 144/30-11-06 και 143/30-11-06 αντιστοίχως εκθέσεις αναιρέσεως. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, να συνεκδικασθούν λόγω συναφείας και να εξετασθούν ουσιαστικά επειδή ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως και διαλαμβάνουν ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για την εκ πλαγίου παράβαση των εφαρμοσθεισών νομικών διατάξεων. Επί των λόγων αναιρέσεως αμφότεροι υποστηρίζουν ότι ελλείπει στο πρόσωπό τους η επιβαρυντική περίσταση του αρ. 66 § § 1+3 Ν.2121/93 που ερμηνεύει την κατ΄επάγγελμα τέλεση του αδικήματος και θέτει ως προϋπόθεση την προηγούμενη καταδίκη του δράστη για παρόμοια αδικήματα, που ελλείπει στο πρόσωπό τους και ουδόλως στοιχειοθετεί το προσβληθέν βούλευμα. Επίσης ο 1ος αναφέρει ότι η ελάχιστη αναφορά στον δήθεν λειτουργικό εξοπλισμό για την κατ΄επάγγελμα παράνομη αναπαραγωγή καθιστά ανεπαρκή την αιτιολογία του προσβαλλομένου. Επειδή δεν διαλαμβάνει το βούλευμα τον τύπο των αυτονόμων μονάδων αναπαραγωγής κλεψιτύπων ούτε τις ακριβείς λειτουργικές δυνατότητές τους ώστε να είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος στερείται αιτιολογίας. Επίσης διέλαβε το προσβληθέν αναιτιολόγητα ότι τα αντίγραφα ήταν προσιτά στο κοινό ενώ στην πραγματικότητα όλα βρέθηκαν στο σπίτι του και κανένα στο κατάστημά του. Υποστηρίζει ότι υπάρχει απόπειρα διότι ουδέποτε ολοκληρώθηκε η πράξη του, ούτε πωλήθηκαν, ούτε ήταν προσιτά στο κοινό και επομένως δεν προσπορίστηκε εισόδημα. Η 2α υποστηρίζει ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η τέλεση και μάλιστα κατά συναυτουργία του αποδιδομένου αδικήματος και το προσβληθέν περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες διότι ορθή εφαρμογή του αρ. 177 Κ.Π.Δ. θα οδηγούσε σε απαλλαγή της από την κατηγορία διότι διαλαμβάνει ότι η ίδια αυθόρμητα οδήγησε τον αστυνομικό στο σπίτι τους προς έρευνα. Δεν εξετίμησε ορθώς τις καταθέσεις μαρτύρων υπερασπίσεως ότι λόγω της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως του συζύγου της εργάζετο ως καθαρίστρια σε οικίες και όχι στο κατάστημά του. ΄Εχει άγνοια σχετικά με την εργασία του συζύγου της λόγω της καταστάσεως της υγείας της (αναφέρει ότι πάσχει από την επάρατο με μεταστάσεις). ΙΙΙ. Κατά την διάταξη του άρθρου 1 § 1 Ν2121/1993: Οι πνευματικοί δημιουργοί, με την δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ΄αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως του έργου (περιουσιακό δικαίωμα και το δικαίωμα του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Κατά το αρ. 2 § 1 ιδίου νόμου: "Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, οι μουσικές συνθέσεις με κείμενο ή χωρίς.....". Το άρθρο 3 § 1 ορίζει ότι: "Το περιουσιακό δικαίωμα δίνει στους δημιουργούς ιδίως την εξουσία (δικαίωμα να επιτρέπουν ή απαγορεύουν: α) την εγγραφή και την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή των έργων τους με οποιοδήποτε μέσο και μορφή εν όλω ή εν μέρει .....". Το άρθρο 12 § 1 ορίζει ότι "το περιουσιακό δικαίωμα μπορεί να μεταβιβασθεί μεταξύ ζώντων ή αιτία θανάτου" ο δε δημιουργός (αρ. 13 § 1) του έργου μπορεί να καταρτίζει συμβάσεις, με τις οποίες αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο και αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει εξουσίες, που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα (συμβάσεις εκμεταλλεύσεως). Ο δημιουργός του έργου (άρ. 13 § 2) μπορεί να επιτρέπει σε κάποιον άλλον την άσκηση εξουσιών, που απορρέουν από το περιουσιακό του δικαίωμα (άδειες εκμεταλλεύσεως). Οι συμβάσεις (αρ. 13 § 3) και οι άδειες εκμεταλλεύσεως μπορεί να είναι αποκλειστικές ή μη αποκλειστικές. Οι αποκλειστικές συμβάσεις και άδειες εκμεταλλεύσεως παρέχουν στον αντισυμβαλλόμενο το δικαίωμα να ασκεί τις εξουσίες, στις οποίες αναφέρεται η σύμβαση ή η άδεια κατ΄αποκλεισμό οποιουδήποτε τρίτου. Εξ άλλου κατά την διάταξη του άρθρου 46 § 1 και 2 (ως η § 2 αντ. από 81 § 3 Ν.3507 της 9/10-10-2002) Ν. 2121/93. Ως ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες θεωρούνται τα πρόσωπα που ερμηνεύουν ή εκτελούν με οποιονδήποτε τρόπο έργα του πνεύματος, όπως οι μουσικοί, οι τραγουδιστές. Αυτοί έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή απαγορεύουν α) την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτελέσεώς τους σε υλικό φορέα, β) την άμεση ή έμμεση-προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή εν όλω ή εν μέρει, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα της ερμηνείας ή εκτελέσεώς τους, γ) την διανομή στο κοινό του υλικού φορέα με την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτελέσεως με πώληση ή με άλλους τρόπους. Η διάταξη του αρ. 54 ορίζει σχετικά με την ανάθεση διαχειρίσεως και προστασίας του περιουσιακού δικαιώματος ή εξουσιών που απορρέουν από αυτό σε οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως. Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 66 § § 1,2 περ. α, γ και 3 εδ. β΄ Ν. 2121/93, όποιος κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο διεθνών συμβάσεων για την προστασία συγγενικών δικαιωμάτων χωρίς την άδεια του ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη και χωρίς την άδεια του παραγωγή υλικού φορέα, ή οργανισμού συλλογικής διαχειρίσεως σε περίπτωση που έχει γίνει τέτοια ανάθεση, αναπαράγει ή θέτει σε κυκλοφορία ή κατέχει με σκοπό να θέση σε κυκλοφορία υλικούς φορείς, που περιέχουν εγγραφή της ερμηνείας ή της εκτελέσεως του έργου που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους και χρηματική ποινή 2.900-15.000 ευρώ, στην περίπτωση δε που ο υπαίτιος τελεί τις ανωτέρω πράξεις κατ΄επάγγελμα, επιβάλλεται σ΄αυτόν κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 5 έως 20 εκατομμυρίων δραχμών. Κατά την παράγραφο 3 άνω άρθρου θεωρείται ότι η πράξη έχει τελεσθεί κατ΄επάγγελμα και όταν ο δράστης έχει καταδικαστεί για αδικήματα του ιδίου άρθρου ή για παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας που ίσχυαν πριν απ΄αυτό με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή στερητική της ελευθερίας ποινή. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο δράστης δεν θα έχει καταδικασθεί άλλη φορά για παράβαση του Νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, για τον επάγγελμα χαρακτηρισμό της πράξεως εφαρμόζεται απλώς η διάταξη του αρ. 13 εδαφ. στ΄ Π.Κ. ως τούτο προσετέθη με 1 § 1 Ν. 2408/1996, συντρέχουν δε οι προϋποθέσεις της όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 316/2005 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΕ/2005 σελ. 973). Κατ΄επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλ. όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος (Α.Π. 692/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/2004 σελ. 47). VI) Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 K.Π.Δ. (όπως το τελ. συμπληρώθηκε με αρ. 2 § 5 Ν.2408/1996) προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρ. 484 § 1δ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ΄αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ΄αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/978). Κατά το άρθρο 484 § 1β του Κ.Ποιν.Δ. λόγον αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ΄Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. V). Το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ΄αυτό εισαγγελική πρόταση, εδέχθη ότι: εκ του συλλεγέντος καθ' άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Εις διενεργηθείσαν έρευναν περί ώραν 14:00 της 14-1-2003 εις το κατάστημα πωλήσεως μουσικών δίσκων και cd του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, το οποίον ευρίσκεται επί της οδού .......... αριθμός ......... εις ........ ευρέθησαν 551 κλεψίτυποι ψηφιακού δίσκοι (cd) διαφόρων ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, 560 κενάς θήκαν cd ως και 127 πλαστάς κασέτας ήχου. Τα ανωτέρω είδη είχαν τοποθετηθή εις κοινήν θέαν προς πώλησιν, εντός δε του καταστήματος ειργάζετο η δευτέρα κατηγορουμένη, Χ2, η οποία τυγχάνει σύζυγος του πρώτου. Εις δευτέραν έρευναν, η οποία διενηργήθην εν συνεχεία, εις την κοινήν οικίαν των κατηγορουμένων, η οποία ευρίσκεται επί της οδού ......... αριθμός ........ εις ........ Αθηνών ευρέθησαν 723 κλεψίτυποι ψηφιακοί δίσκοι (cd), 70 άγραφοι ως και 224 έγχρωμα εξώφυλλα. Επίσης ευρέθησαν δύο αυτόνομοι μονάδες αναπαραγωγής κλεψιτύπων δίσκων, αι οποίαι περιελάμβαναν δύο οδηγούς αναγνώσεως και δύο συσκευάς εγγραφής με συνολικήν μεγίστην δυνατότητα παραγωγής 48 ψηφιακών δίσκων μουσικής ανά ώραν. Επίσης ευρέθησαν 1276 κλεψίτυποι δίσκοι cd διαφόρων ξένων και ελλήνων καλλιτεχνών, 560 κεναί θήκαι cd, 70 άγραφοι ψηφιακοί δίσκοι, 127 πλασταί κασέτες ήχου, 224 έγχρωμα εξώφυλλα cd ως και δύο αυτόνομοι μονάδες αναπαραγωγής κλεψιτύπων δίσκων. Εις τους τοιαύτους κλεψιτύπους δίσκους είχε γίνει παράνομος αναπαραγωγή. Εις τους κλεψιτύπους αυτούς δίσκους οι κατηγορούμενοι είχαν εγγράψη τραγούδια διαφόρων ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων αναφέρονται ενδεικτικώς οι εξής τίτλοι: "..............." του .........., "......." και "........." του ..............., "............." του συγκροτήματος ..........., των οποίων τα πνευματικά δικαιώματα ανήκους εις την φωνογραφικήν εταιρείαν "Alpha Records Α.Ε.". Οι ανωτέρω ψηφιακοί δίσκοι αποτελούν προϊόντα απομιμήσεως και παραποιήσεως, διαφέρουν δε από τους γνησίους ως προς τα εξής: α) Δεν φέρουν ταινία ασφαλείας, β) τα εξώφυλλα των είναι χαμηλής ποιότητος αναπαραχθέντα εις εκτυπωτήν ηλεκτρονικού υπολογιστού ή εις φωτοαντιγραφικόν μηχάνημα, γ) τα εξώφυλλα είναι απλά και δεν παρέχουν πληροφορίας / στίχους τραγουδιών, συντελεστάς κ.λ.π. ως παρέχουν τα γνήσια. Ο κατηγορούμενος Χ1 παραδέχεται την πράξιν του και αιτιολογεί ότι προέβην εις την ανωτέρω παρανομίαν λόγω οικονομικών προβλημάτων. Η δευτέρα κατηγορουμένη Χ2 κατά του χρόνου της έρευνας ειργάζετο εντός του καταστήματος ως πωλητής και μάλιστα η ιδία οδήγησε τους αστυνομικούς εις την οικίαν της και τους παρέδωσε τα ανωτέρω μηχανήματα αντιγραφής. Επί πλέον το διαμέρισμα εις το οποίον διέμενον οι κατηγορούμενοι είχε διαμορφωθεί εις μικρόν εργαστήριον, καθ' όσον υπήρχεν ο απαιτούμενος λειτουργικός εξοπλισμός καταλλήλως διαρθρωμένος δια την παράνομον αναπαραγωγήν. Δια την αντικειμενικήν θεμελίωσιν του εγκλήματος δεν απαιτείται η πώλησις των παρανόμων έργων ή η περιέλευσίς των εις το κοινόν, αλλά αρκεί να καθίστανται προσιτά εις το κοινόν. Εις τα πρόσωπα των κατηγορουμένων συντρέχει η επιβαρυντική περίπτωσης της τελέσεως υπό δραστών δρώντων κατ' επάγγελμα. Ο συνολικός σχεδιασμός των κατηγορουμένων, ο οποίος υλοποιήθη με την ύπαρξιν των καταλλήλων τεχνικών μέσων και ο μέγας αριθμός των έργων, τα οποία αντέγραψαν παρανόμως και εν συνεχεία επώλουν εις το κατάστημα, το οποίον διετήρει ο κατηγορούμενος Χ1 μαρτυρούν ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι έδρων βάσει οργανωμένου σχεδίου και ήσκουν επιχειρηματικήν δραστηριότητα. Είχαν συνεπώς διαμορφώσει υποδομήν με την πρόθεσιν επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως των. Επομένως προκύπτει κοινός σκοπός πορισμού εισοδήματος. Όθεν εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι υφίστανται αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής εις βάρος αμφοτέρων των κατηγορουμένων και πρέπει ούτοι να παραπεμφθούν ενώπιον του τριμελούς εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν δια την πράξιν δια την οποίαν κατηγορούνται. VI). Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία, εφαρμογή ή εκ πλαγίου παράβαση του αρ. 66 § § 1 + 3 Ν. 2121/93 διότι αναφέρει: α) Τα στοιχεία της κατοχής προς διάθεση εις το επί της οδού .......... .......... Αθηνών κατάστημα του 1ου των αναιρεσειόντων τους αριθμούς ψηφιακών δίσκων (CD) και κασσετών μουσικής που είχαν αναπαραχθεί παράνομα (δηλ. χωρίς την συγκατάθεση των εχόντων τα πνευματικά δικαιώματα), β) την παράνομη αναπαραγωγή και κατοχή μεγάλου αριθμού ψηφιακών δίσκων (CD) και κασσετών μουσικής στην επί της οδού .......... αρ. ... ......... Αττικής οικία των κατηγορουμένων, γ) αναφέρει την παράνομη εγγραφή ασμάτων Ελλήνων Καλλιτεχνών, τίτλους αυτών και φωνογραφική εταιρεία στην οποία ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα, δ) παραθέτει τα στοιχεία από τα οποία συνάγεται η κατ΄επάγγελμα τέλεση της πράξεως αφού αναφέρει ότι εις την οικία των κατηγορουμένων ευρέθησαν δύο αυτόνομοι μονάδες αναπαραγωγής κλεψιτύπων δίσκων οι οποίες περιελάμβαναν δύο οδηγούς αναγνώσεως και δύο συσκευές εγγραφής με συνολική μεγίστη δυνατότητα 48 ψηφιακών δίσκων ανά ώρα. Υπήρχε συνολικός σχεδιασμός ο οποίος υλοποιήθη με την ύπαρξη των καταλλήλων μέσων και μεγάλος αριθμός των παρανόμως αναπαραχθέντων έργων μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Συνεπώς με όσα εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία, εφαρμογή ή εκ πλαγίου παράβαση νόμου ως προς τις διατάξεις του αρ. 66 § § 1+3, Ν.2121/93 σε συνδ. με αρ. 13 εδαφ. στ΄ Π.Κ. Κατά συνέπεια ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. VII) ΄Οσον αφορά τον έτερο λόγο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 § 3 Συντάγματος, 139 Κ.Π.Δ.) το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αναφέρει (φύλλο 8 σελ. β) ότι: "εκ του συλλεγέντος καθ΄άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:" Με την παραδοχή όμως αυτή το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) διότι δεν αναφέρει ποία κατ΄είδος αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη στα οποία περιλαμβάνονται (αρ. 178 Κ.Π.Δ.) και οι απολογίες των κατηγορουμένων. Αποσπασματικά (φύλλο 9 σελ. β΄) αναφέρεται σε μέρος μόνο της απολογίας του 1ου των αναιρεσειόντων ενώ ως προς την 2α εξ αυτών δεν έλαβε και δεν εξετίμησε ουδόλως την απολογία της σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ώστε να κρισιολογηθούν οι τυχόν ισχυρισμοί που προέβαλε, βάσιμοι, δεδομένου ότι το κατάστημα όπου ευρέθη μέρος των παρανόμως παραχθέντων ψηφιακών δίσκων και κασσετών ανήκε στον 1ο αναιρεσείοντα σύζυγό της, δεν προκύπτει εάν αυτή ασκούσε εκεί επαγγελματική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια οι υπό κρίση αναιρέσεις ως προς το κεφάλαιο αυτό θα πρέπει να γίνουν δεκτές να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί (αρ. 585 § 1, 523, 524 § 1 Κ.Π.Δ.) η υπόθεση προς νέα κρίση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. VIII) Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Α) Να γίνουν δεκτές οι υπ΄αρ. 144/30-11-2006 και 143/30-11-2006 αναιρέσεις των 1) Χ1 και 2) Χ2 κατά του υπ΄αρ. 2173/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ν΄αναιρεθεί το εν λόγω βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 § 3 Συντάγματος, 139 Κ.Π.Δ.). Β) Να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Αθήνα 27 Φεβρουαρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Το βούλευμα του Συμβουλίου των Εφετών, που απορρίπτει την έφεση, κρίνοντας ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για ορισμένη αξιόποινη πράξη, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, λόγου αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν οι πιο πάνω ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2173/2005 βούλευμά του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις υπ' αριθ. 768 και 769/24.10.2003 εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, κατά του υπ' αριθ. 3637/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι παραβάσεως του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας (χωρίς δικαίωμα εγγραφή, αναπαραγωγή στο πρωτότυπο, θέση σε κυκλοφορία και κατοχή με σκοπό θέσης σε κυκλοφορία έργων που είναι αντικείμενα πνευματικής ιδιοκτησίας, κατ' επάγγελμα και από κοινού), ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 13 στοιχ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45 ΠΚ και άρ. 66 παρ. 1, 3β ν. 2121/1993, όπως αντικ. με άρθρο 81 παρ. 9 ν. 3057/2002. Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (φύλλο 8, σελ. Β, στίχος 8), στην αρχή του σκεπτικού της Εισαγγελικής προτάσεως, αναφέρεται ότι "εκ του συλλεγέντος καθ΄ άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .....". Συνεπώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με τη ρηματική αυτή διατύπωση της Εισαγγελικής προτάσεως και ενόψει της καθολικής αυτού αναφοράς σ' αυτήν (πρόταση), προέβη μεν σε μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία λήφθηκαν υπόψη για τη συναγωγή των αναφερομένων περιστατικών, σχετικά με την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες, ως άνω, αξιόποινη πράξη, πλην, όμως, η δια της μνείας αυτής παραδοχή, στέρησε το βούλευμα από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο, δε, διότι, το βούλευμα δεν αναφέρει ποια κατ' είδος αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη, στα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται (άρθρο 178 ΚΠΔ) και οι απολογίες των κατηγορουμένων, οι οποίες συνιστούν ουσιώδες αποδεικτικό μέσο. Η έλλειψη αυτή της κατ' είδος αναφοράς των αποδεικτικών μέσων, γεννά αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσον λήφθηκαν υπόψη οι, δια της απολογίας των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, προβληθέντες ισχυρισμοί τους, αναφορικά με το είδος της αξιόποινης πράξης, της βαρύτητας αυτής σε σχέση με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης, καθώς και της διαφορετικής επαγγελματικής δραστηριότητας ενός εκάστου, που αφορά κυρίως τη δεύτερη των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, ενόψει του ότι το κατάστημα όπου βρέθηκε ένα μέρος των παρανόμως αναπαραχθέντως ψηφιακών δίσκων και κασσετών, ανήκε στον πρώτο κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, ο οποίος είναι σύζυγός της και, ενόψει του ότι αυτή φέρεται να παρέχει υπηρεσίες σε ηλικιωμένα άτομα, επί καθημερινής βάσεως, δεν προκύπτει αν αυτή ασκούσε στο κατάστημα αυτό κάποια επαγγελματική δραστηριότητα, η οποία θα τη συνέδεε με την ως άνω αξιόποινη πράξη. Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή των νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθεισών υπ' αριθ. 144/30.11.2006 και 143/30.11.2006 αιτήσεων αναιρέσεως, αντιστοίχως, ως και ουσιαστικά βασίμων, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, σύμφωνα με τα άρθρα 485 και 519 του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθ. 2173/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος, προκύπτουσα από την καθολική αναφορά του Συμβουλίου στην Εισαγγελική πρόταση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
Αριθμός 1873/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αιτούντος - αναιρεσείοντος Χ1,που παρέστη με την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Νάκη, για επανεξέταση λόγων αναιρέσεως της από 21.12.2004 αιτήσεως για αναίρεση της με αριθμό 74362/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 502/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο αιτών - αναιρεσείων ζητεί την επανεξέταση των λόγων αναιρέσεως της από 21.12.2004 αίτησης για αναίρεση της 74362/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1321/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην κατ΄ αναίρεση δίκη, κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους, μεταξύ των οποίων και ο πολιτικώς ενάγων, εφόσον το Εφετείο έκρινε τις πολιτικές του απαιτήσεις, ακόμη και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν προσέβαλε την αφορώσα την πολιτική αγωγή διάταξη της αποφάσεως. Κατά τα άρθρα 370 και 514 ΚΠΔ, τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως, αλλά στην περίπτωση κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε από παραδρομή, να ερευνήσει προταθέντα παραδεκτώς αναιρετικό λόγο, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως που σωρευτικώς διατυπώνεται, με τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι επί του μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει στην περίπτωση που ο Άρειος Πάγος εκ παραδρομής παρέλειψε να εξετάσει λόγο αναιρέσεως, αυτεπαγγέλτως, κατ΄ άρθρο 511 ΚΠΔ ερευνώμενο, ο οποίος δεν προτάθηκε, ανεξαρτήτως του αν ο αναιρεσείων, με υποβληθέν υπόμνημά του στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, επεσήμανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη έρευνά του καθόσον ο Άρειος Πάγος, μετά την εξέταση όλων των παραδεκτώς προβληθέντων αναιρετικών λόγων και ελλείψει εκκρεμότητας παραδεκτώς προταθέντος λόγου, απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να επανέλθει εκ νέου προς εξέταση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - αιτών, με την κρινόμενη από 18.7.2007 αίτησή του, επιδιώκει την "επανεξέταση" της με αριθμό 195/21.12.2004 αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ΄ αριθμ. 74362/2004 αποφάσεως του, ως Εφετείου, δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία (αίτηση αναιρέσεως), έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ΄ αριθμ. 502/2007 απόφαση του δικαστηρίου τούτου και αφού εκήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση τη αιτήσεως, κατά το άρθρο 31 παρ. 1,3 του Ν.3346/2005 για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως των διατάξεων 1 και 3 της υπ΄ αριθμ. 102124/1938 υγειονομικής διατάξεως σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ. 10 του Ν.2307/1995, ανήρεσε εν μέρει την προσβληθείσα, ως άνω απόφαση και μόνον ως προς την διάταξή της περί μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής, της επιβληθείσης για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια και παρέπεμψε κατά τούτο την απόφαση στο εκδόσαν την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δικαστήριο. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προεκδοθείσης υπ΄ αριθμ. 502/2007 αποφάσεως του Αρείου Πάγου και της υπ΄ αριθμ. 195/21.12.2004 αιτήσεως αναιρέσεως σε συνδυασμό με τους από 15.1.2007 προσθέτους λόγους του αιτούντος κατά της προαναφερομένης υπ΄αριθμ. 74362/17.12.2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μεταξύ των λόγων ο αιτών προέβαλε, ως λόγο αναιρέσεως, δια του προσθέτου δικογράφου, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος αυτός, ο οποίος, όμως λόγος δεν ερευνήθηκε από τον Άρειο Πάγο εκ προφανούς παραδρομής. Η συζήτηση, όμως, της κρινομένης αιτήσεως, κατά το ανωτέρω σκέλος της, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη (άρθρ. 513 παρ. Ιγ΄ ΚΠΔ), γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας, δεν προκύπτει κλήτευση του, στο κατ΄ έφεση δικαστήριο παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, στον οποίο, με την προσβληθείσα απόφαση, επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη εξ ενός ευρώ και ο οποίος είχε κλητευθεί για να παραστεί στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η προδιαληφθείσα 502/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία από παραδρομή παρέλειψε την εξέταση του ως άνω λόγου αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της κρινομένης από 18.7.2007 αιτήσεως του αναιρεσείοντος - αιτούντος Χ1. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράλειψη, από παραδρομή, ερεύνης παραδεκτής προταθέντος αναιρετικού λόγου. Ενόψει της αυτοτέλειας του αναιρετικού λόγου που σωρευτικώς διατυπώνεται με τους λοιπούς στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως, μπορεί ο Άρειος Πάγος να επανέλθει και να τον εξετάσει, αφού επί του μη εξετασθέντος λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως, λόγω μη κλητεύσεως του, στο κατ’ έφεση δικαστήριο, παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος.
Πολιτικός ενάγων
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτικός ενάγων, Αναιρέσεως λόγοι.
1
Αριθμός 1872/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) χ1 και 2) χ2, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4781/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1314/2007. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτουμένη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτήν, με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία εκάστου των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Ωστόσο πρέπει να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής ή αθωώσεως του κατηγορουμένου, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαία ως τοιαύτη, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ' όψη του το δικαστήριο, ειδικότερα μάλιστα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας) ότι ελήφθη υπ' όψη από το δικαστήριο και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του υπ' αριθμ. 4781/2007, και τα πρακτικά της δίκης αυτής, κατά την οποία αυτή εξεδόθη, αφού εδέχθη τυπικώς τις υπ' αριθμ. 339 και 340/2006 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά της υπ' αριθμ. 74863/1-12-2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, εκήρυξεν ενόχους αυτούς (αναιρεσείοντας) για απλή σωματική βλάβη από κοινού και επέβαλεν εις έκαστον φυλάκιση πέντε (5) μηνών, την οποίαν και ανέστειλε για τον δεύτερο κατηγορούμενο και μετέτρεψε για τον πρώτο. Ειδικότερα εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων "την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας και των μαρτύρων υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων και από την υπόλοιπη συζήτηση της υποθέσεως" κατά την οποίαν έλαβεν υπ' όψη του και τα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβαθμίου δίκης, στα οποία περιλαμβάνεται και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι στο ......... Θεσσαλονίκης την 10-9-2001 ενεργούντες από κοινού με άγνωστους δράστες, με πρόθεση προξένησαν στον εγκαλούντα ψ1, εργαζόμενο στην εταιρία "ΠΟΤΟΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε., απλή σωματική βλάβη, αφού επετέθησαν κατ' αυτού, στις εγκαταστάσεις της άνω εταιρίας, όπου οι αναιρεσείοντες εισήλθαν και δη στον προαύλιο χώρο αυτής (εταιρίας), όπου ευρίσκοντο εργαζόμενοι και συνδικαλιστές και επικρατούσε μεγάλη ένταση. Αιτία της τελευταίας αυτής ήτο η αντιδικία μεταξύ του ιδιοκτήτου της ανωτέρω εταιρίας .........., εις τον οποίον ο εγκαλών ειργάζετο ως φύλακας, με το σωματείο της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης "Συνδικάτο πωλητών, οδηγών και βοηθών εμφιαλωμένων ποτών", μέλος του οποίου αποτελεί ο πρώτος των αναιρεσειόντων χ1, πάντως όχι εξ αιτίας του ανωτέρω εγκαλούντος ψ1. Εκ της ανωτέρω επιθέσεως των αναιρεσειόντων κατά του τελευταίου αυτού με γροθιές στο κεφάλι και στα πλευρά, ούτος υπέστη κάταγμα 9ης πλευράς (ΑΡ) εκδορές πλάγιας τραχηλικής χώρας (ΔΕ) εκδορές προνωτιαίας χώρας (ΔΕ) και εκδορά (ΑΡ) προσθιοπλαγίου κατωτέρου ημιθωρακίου". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη. Για να καταλήξει δε στην καταδικαστική του κρίση έλαβε υπ' όψη του, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, τις καταθέσεις των μνημονευθέντων μαρτύρων και, σαφώς και αναμφιβόλως, και την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, εξετασθέντος χωρίς όρκο, αφού και αυτός ως μάρτυς κατηγορίας χαρακτηρίζεται, ως εγκαλών εις το σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται, αλλά και με το περιεχόμενο της καταθέσεώς του συντάσσονται οι παραδοχές της και δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να μνημονεύεται ειδικώς ποίοι μάρτυρες εξητάσθησαν με όρκο και ποίοι χωρίς όρκο. Εντεύθεν ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. μόνος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται η ελλιπής αιτιολογία της αποφάσεως, εν σχέσει με την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του το δικαστήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και μετά ταύτα η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Ιουλίου 2007 αίτηση των χ1 και χ2, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4781/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντας στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ έκαστον. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Οκτωβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 19 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η κατά το άρθρο 178 Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον απ’ αυτά χωρίς να αποκλείει τα άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος ο οποίος, είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυς κατηγορίας δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο ως τοιαύτη, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ’ όψη του το δικαστήριο, όταν μάλιστα προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι ελήφθη υπ’ όψη από το δικαστήριο και η κατά-θεση του πολιτικώς ενάγοντος
Σημαντικά αίτια
Πολιτικός ενάγων, Σημαντικά αίτια, Αναβολή συζήτησης.
1
Αριθμός 1871/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2775/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με κατηγορούμενο τον Χ1, ο οποίος δεν παρατάθηκε στο ακροατήριο και πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αριστομένης Τζανετής. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 44/21-12-2006 έκθεση αναιρέσεώς του, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2036/2006. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον πληρεξούσιο της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης (εταιρείας), που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 349 παρ. 1 εδ. α-γ ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 3346/17-6-2005 (άρθρο 16), το δικαστήριο μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης για τον λόγο αυτό να διατάξει την διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου, δεν την επιτρέπουν. Ως σημαντικά αίτια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως είναι, μεταξύ άλλων, και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστού στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όχι μόνον όταν έχει συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 14 παρ. 3 Κ.Π.Δ.), αλλά και σε στάδιο προγενέστερο εκείνης, μετά το οποίον εξεδόθη αυτή, αφού είναι δυνατόν να μή κρίνει κατά τρόπον, ανεπηρέαστον. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστού αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες απ' αυτή εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή. Άλλωστε το δικαίωμα εξαιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται στο άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του, δίκαια δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστή, που λειτουργώντας νόμιμα, θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσεως είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσεως". Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 2775/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προέκυψεν ότι η εκ των μελών της παρούσης συνθέσεως Βιολέττα Κυτέα Αρεοπαγίτης, πρό της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχεν ασχοληθεί με την κατά του Χ1 κατηγορία. Ειδικότερα, κατά την δικάσιμο της 9-5-2005, το πρώτον εισήχθη η δικογραφία κατά του Χ1 για απόπειρα κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, υπό την προεδρίαν της άνω Αρεοπαγίτου, τότε προεδρευούσης Εφέτου, μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και την ανάγνωση των εγγράφων, εν όψει της απουσίας του μάρτυρος ......, υπαλλήλου του ΕΚΑΒ, ανέβαλε την υπόθεση δια κρείσσονας αποδείξεις, προκειμένου ούτος να προσέλθει και διευκρινίσει εάν είναι πράγματι ο Χ1 που μετεφέρθη με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ εις τον Ευαγγελισμόν την 23-3-1997, διότι εις το ημερήσιο δελτίο αυτού ανεγράφετο άλλο όνομα, ο δε "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ", εις το από 8-4-1997 πιστοποιητικό νοσηλείας, βεβαιώνει ότι ο ανωτέρω Χ1 την άνω ημερομηνοχρονολογία ενοσηλεύθη εκεί, εξέδωσε δε (το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων) την υπ' αριθμ. 1521/2005 απόφασή του με εγκαλούσα εταιρία την "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ". Μετά ταύτα και λαμβανομένου υπ' όψη ότι είς λόγος αναιρέσεως αναφέρεται εις το από 8-4-1997 ως άνω πιστοποιητικόν και το οποίον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, το εκδόσαν αυτή δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε, μόνον ως προς την μεταφορά του εκεί και όχι ως προς τα τραύματα του κατηγορουμένου Χ1, συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προκειμένου να δικασθεί από σύνθεση χωρίς τη συμμετοχή της ως άνω Αρεοπαγίτου. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Αναβάλλει την εκδίκαση της από 21 Δεκεμβρίου 2006 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά της υπ' αριθμ. 2775/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, σε άλλη δικάσιμο που θα ορίσει ούτος, προκειμένου να δικασθεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει η Αρεοπαγίτης Βιολέττα Κυτέα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 19 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβάλλει την εκδίκαση προκειμένου να δικαστεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ορισμένος αρεοπαγίτης. Σημαντικό αίτιο αναβολής είναι και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστού στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όχι μόνον όταν έχει συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και σε στάδιο προγενέστερο εκείνης, εάν έχει ήδη εκφράσει γνώμη, όπως όταν έχει συμπράξει στην απόφαση αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να διατυπωθεί το ακριβές ιατρικού πιστοποιητικού (νοσηλείας), στο οποίο αφορά ο λόγος αναιρέσεως
Σημαντικά αίτια
Σημαντικά αίτια, Αναβολή συζήτησης.
0
Αριθμός 1865/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της σύνθεσης, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιουλίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου x1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαβασιλείου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 306/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1099/2007. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 314 παρ. 1 εδ. α' του Π.Κ., στην οποία ορίζεται ότι, όποιός από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επέρχονταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μη καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί, όμως, λόγον αναιρέσεως η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 145/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 306/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο για σωματική βλάβη από αμέλεια από πρόσωπο υπόχρεο, η οποία τελέσθηκε την 23-11-1999. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή, δέχθηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, κατά την ανέλεγκτη, σε σχέση με πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "x1, Ανώνυμη Εμπορικής, Βιοτεχνική και Τεχνική Εταιρία" που εδρεύει στο Ηράκλειο και έχει ως αντικείμενο εργασιών την εγκατάσταση, συντήρηση και επισκευή ανελκυστήρων. Ο κατηγορούμενος, λόγω της πιο πάνω ιδιότητάς του, είναι υπεύθυνος για την διασφάλιση ασφαλούς παροχής εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων στις εργασίες που δραστηριοποιείται η εταιρία αυτή. Ενδεδειγμένα δε μέτρα ασφαλείας είναι η παροχή στους εργαζόμενους, στην πιο πάνω εταιρία, κράνους, δίχτυ ασφαλείας, σκαλωσιάς, ζώνης ασφαλείας. Την 23-11-1999 ο εργαζόμενος στην πιο πάνω εταιρία z1, εκτελούσε εργασίες εγκατάστασης ανελκυστήρα σε υπό κατασκευή πολυκατοικία στη ......... Λασιθίου. Ο κατηγορούμενος, όμως, δεν παρείχε στον πιο πάνω εργαζόμενος κράνος, ζώνη ασφαλείας, σκαλωσιά και δίχτυ ασφαλείας. Κατά την εκτέλεση των εργασιών στην πιο πάνω πολυκατοικία και ενώ ο εργαζόμενος z1 βρισκόταν στο φρεάτιο του ανελκυστήρα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ορόφου της οικοδομής και εκτελούσε την εργασία τοποθέτησης των οδηγών στους οποίους ολισθαίνει ο θάλαμος, οι οποίοι είναι κράμα από χάλυβα, ατσάλι και άλλα μέταλλα, βάρους 80 κιλών ο καθένας, κατά την ανύψωσή τους στο σημείο εγκατάστασης χρησιμοποίησε το παλάνγκο, το ειδικό εργαλείο το οποίο ήταν στερεωμένο με ιμάντες, οι οποίοι δεν ήταν οι ενδεδειγμένοι σύμφωνα με τους τεχνικούς κανόνες ασφαλείας, αφού αυτό (παλάνγκο) έπρεπε να είναι τοποθετημένο στην ταράτσα του κτηρίου και καλά στερεωμένο με μεταλλικά "ούπας", διαμέτρου 12 φ., με αποτέλεσμα να σπάσουν οι ιμάντες, οι οποίοι δεν έδειχναν ότι είναι φθαρμένοι, πλην όμως από την πολύ χρήση είχαν καταπονηθεί και να πέσει το παλάνγκο, βάρους 15 κιλών από ύψος περίπου 10 μέτρων και να χτυπήσει τον πιο πάνω εργαζόμενο στο κεφάλι και να υποστεί κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, ανοικτό εμπίεσμα αριστερού μετωπιαίου οστού και κάταγμα κόγχου (οροφή) του κρανίου, αιμορραγική θλάση ενός εκατοστού και αριστερού μετωπιαίου λοβού, πνευμονοεγκέφαλος, κάταγμα κρανίου. Από τον πιο πάνω τραυματισμό του ο παθών έχει καταστεί πολύ ευαίσθητος στο κρύο και ήδη έχει απολυθεί από την ως άνω εταιρία. Ο τραυματισμός αυτού μπορούσε να αποφευχθεί αν αυτός φορούσε κράνος και ζώνη ασφαλείας, επίσης αν υπήρχε σκαλωσιά ή δίχτυ ασφαλείας, καθώς επίσης και αν οι ιμάντες δεν ήταν καταπονημένοι, μέτρα ασφαλείας τα οποία υποχρεούτο να παρέχει ο κατηγορούμενος, ως εκ της προαναφερόμενος ιδιότητάς του, τα οποία όμως δεν παρείχε στον πιο πάνω εργαζόμενο και δεν προέβλεψε, αν και μπορούσε να προβλέψει, λόγω των ικανοτήτων του, το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο προκάλεσε η πιο πάνω παράλειψή του και στη συνέχεια, μετά δηλαδή την κήρυξή του ως ενόχου της ως άνω αξιόποινης πράξης, του επέβαλε ποινήν φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, διέλαβε στην απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο δικάστηκε ο αναιρεσείων, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στις διατάξεις των άρθρων του Π.Κ. που παρατίθενται στην απόφαση, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή ελλειπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπον. Ειδικότερα, πλήρως εξειδικεύεται, βάσει των άρθρων που ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν, η εκ της ιδιότητας του αναιρεσείοντος υποχρέωσή του να λάβει τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας στο χώρο εργασίας των εργαζομένων στην εταιρεία του, η παράλειψή του, η οποία περιλαμβάνεται στον όρο πράξη (άρθρον 14 παρ. 2 Π.Κ.), όπως αυτή (παράλειψη), συγκεκριμενοποιήθηκε με την προσβαλλόμενη, συνιστάμενη στη μη χορήγηση κράνους, δίχτυ ασφαλείας, σκαλωσιάς και ζώνης ασφαλείας και το, εκ της παράλειψής του αυτής, επελθόν αποτέλεσμα (τραυματισμός του z1-εργάτη της εταιρείας), το οποίο μπορούσε να προβλέψει, αν είχε καταβάλει την, εκ της αναφερόμενης ιδιότητάς του, αλλά και του συναφούς επαγγέλματός του, ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου εκ μέρους του συνηγόρου του, δεν περιλαμβάνει και την υπό του άρθρου 366 του Κ.Π.Δ. προβλεπόμενη απολογία του, η οποία είναι πάντοτε προφορική και άμεση και πρέπει να δίδεται από τον ίδιο και όχι από τον εκπροσωπούντα αυτόν, ο οποίος δεν αποκτά από την ιδιότητά του αυτή και εκείνη του κατηγορουμένου, δεν είναι αναγκαίο η προσβαλλόμενη απόφαση να αναφέρει ότι έλαβε υπόψη της, για τον σχηματισμό της κρίσης περί ενοχής του κατηγορουμένου και τις εξηγήσεις του συνηγόρου του, που εκπροσώπησε αυτόν (Α.Π. 1349/2004). Συνεπώς, ο, αναφορικά με την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης, ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ο οποίος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ως άνω απόφασης, εκπροσωπήθηκε στη δευτεροβάθμια δίκη από τους συνηγόρους Ιωάννη Λεβέντη και Διονύση Βέρρα, ότι δεν λήφθηκε υπόψη η απολογία του, όπως αυτή εκφράσθηκε από τους τελευταίους, με την μορφή των εξηγήσεων, είναι αβάσιμος. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του αναιρεσείοντος δεν υπέβαλαν αυτοτελείς ισχυρισμούς και συνεπώς, οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης, περί υποβολής τοιούτων και μη λήψης αυτών υπόψη, για το σχηματισμό της κρίση του Δικαστηρίου, περί της ενοχής του κατηγορουμένου, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά και ενόψει του ότι, οι λοιποί λόγοι αναίρεσης, όπως το τί κατέθεσαν οι μάρτυρες, τα συμπεράσματα που ο αναιρεσείων συνάγει από αυτές και τους, κατά τα άνω, μη υποβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς, πλήττουν, με την προβαλλόμενη αιτίαση της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Μαϊου 2007 αίτηση του x1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 306/7-3-2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, το ύψος των οποίων ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 27 Ιουλίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 19 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια από πρόσωπο υπόχρεο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εκπροσώπηση κατηγορουμένου από πληρεξούσιο.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Συνήγορος κατηγορουμένου, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
1
Αριθμός 1864/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Ιουλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Διαλινάκη, για αναίρεση της 1101, 1001α/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1002/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Το αρ. 71 του Ν.998/1979 "περί προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας" ορίζει στη μεν παράγραφο 1 εδ. α' ότι "εργολάβος, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος, που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ή καθ'υπέρβαση των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων εξαιρέσεων, την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος, οριστικής ή προσωρινής μορφής, ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση, εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημοσίας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες μέχρι πέντε εκατομμύρια δραχμές", στη δε παρ.3 εδ.α', ότι "όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ'οιονδηποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσας παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ.1 του παρόντος άρθρου". Εξάλλου το άρθρο 3 του αυτού ως άνω νόμου καθορίζει αφενός στην παρ.1, ότι "ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασιοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)" και αφετέρου στην παρ.2, ότι "δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο ή άγριο ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά". Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα αρ.93 παρ.3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθ. 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ'αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 Ε' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή αυτής υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά σ'αυτή τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα περιστατικά, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στην απόφαση με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 510/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της υπ'αυτού εκδοθείσα 1101, 1101α/30-10-2006 και προσβληθείσας αποφάσεώς του, το οποίο συμπληρώνεται παραδεκτώς και από το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς, περί τα πράγματα, κρίση του, που στήριξε στα αναφερόμενα κατ΄είδος αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, κατά το χρονικό διάστημα από το Ιούλιο μέχρι τον Αύγουστο 1999, στη δασική θέση "............." στην περιοχή ......... περιφέρειας Δήμου Σαλαμίνας, παρανόμως προέβη στην εκχέρσωση δημοσιας δασικής έκτασης, εμβαδού 273 τετ. μέτρων, καλυπτομένης από αραιά θαμνώδη ξυλώδη βλάστηση και συγκεκριμένα από αραιούς σχίνους και ασπαλάθους, που εξυπηρετεί τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος και στη συνέχεια προέβη χωρίς δικαίωμα στην ανέγερση κτίσμα της επί της εκτάσεως αυτής, ήτοι α) στη κατασκευή πλατφόρμας δαπέδου εμβαδού 167 τ.μ. και πάνω στην πλατφόρμα κατασκευή ισογείου 130 τ.μ. β) στην κατασκευή πλάκας μπετόν στο ισόγειο και οικίας ιδίως διαστάσεων, γ) στην τσιμεντόστρωση των υπολοίπων 106 τ.μ. της εκτάσεως και δ) στην κατασκευή μανδρότοιχου τοιχείου από μπετόν μήκους 56 μ. και πλάτους 20 εκατ. και ύψους 1 μ. σχεδόν περιμετρικά της έκτασης. Το ακίνητο αυτό φέρεται να έχει αγορασθεί από την κατηγορούμενη με το υπ'αριθ. .............. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Λεονταρίδου, για τούτο δε, έχει υποβληθεί από την ίδια δήλωση στο κτηματολόγιο του Δήμου Σαλαμίνας και το Ελληνικό Δημόσιο έχει καταθέσει ένσταση προβάλλοντας δικαιώματα κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου. Επομένως, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της αποδιδόμενης σ'αυτήν αξιόποινης πράξης αυθαίρετης κατάληψης δημόσιας έκτασης, εφόσον δεν υπάρχει η απαιτούμενη για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος τούτου αναμφισβήτηση κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου και να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ'αυτήν αξιόποινης πράξης της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης, και στη συνέχεια την κήρυξε ένοχη της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 71 παρ.1, 3 του Ν.998/1979, όπως οι παράγραφοι 1,3 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 46 παρ.1, 2 του Ν.2145/1993 και της επέβαλε ποινήν φυλακίσεως δώδεκα 912) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη, με την παραπάνω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ορθά δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό, προσδιόρισε την επίδικη έκταση ως δασική, δίνοντας συγχρόνως, από τις μνημονευόμενες αποδείξεις, την αιτιολογία για το χαρακτηρισμό της, αφού βεβαιώσε την ύπαρξη ορισμένου είδους αυτών επί της επιφανείας του εδάφους (αραιά θαμνώδης και ξυλώδης βλάστηση από σχίνους και ασπαλάθους), τα οποία εξυπηρετούσαν τη διαβίαση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος και συγχρόνως προσδιόρισε και την υπαίτια ενέργεια της αναιρεσείοσυας επί της έκτασης αυτής (ΑΠ 955/2005). Αμφιβολίες, αναφορικά με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 71 του Ν.998/1979, δεν δημιουργούνται από την αναφορά στο διατακτικό της απόφασης ότι η αναιρεσείουσα προέβη σε εκχέρσωση δημόσιας δασικής έκτασης, ενόψει του ότι η αναφορά αυτή οφείλεται σε παραδρομή, η οποία προέκυψε από την άλλη κατηγορία, για την οποία η αναιρεσείοσυα κηρύχθηκε αθώα (άρθ. 23 παρ.1 ΑΝ 1539/1938) και η παραδρομή αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, στο σκεπτικό της απόφασης και στο σημείο όπου αναφέρεται ότι "η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ'αυτήν αξιόποινης πράξης της παράνομης εκχέρσωσης" η επίδικη έκταση αναφέρεται ως δασική. Πέρα από αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 71 του Ν.998/1979, εκείνος ο οποίος παράνομα εκχερσώνει δασική έκταση, τιμωρείται με τις εκεί αναφερόμενες ποινές, είτε η έκταση αυτή είναι δημόσια, είτε είναι ιδιωτική. Είναι, συνεπώς, αβάσιμοι και πρέπει ν'απορριφθούν οι περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' και Ε' ΚΠΔ, μοναδικοί λόγοι της αναίρεσης, η δε αναιρεσείουσα θα καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ.1 ΚΠΔ) Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 8-5-2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθ. 1101, 1101Α'/30-10-2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, το ύψος των οποίων ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δασική έκταση, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 1863/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μιχαήλ Θεοχαρίδη-Εισηγητή, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Γεώργιο Γιαννούλη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Ιουλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2)Χ2, κατοίκων ...., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Ζιάκα, για αναίρεση της 15579/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Αθανάσιο Τσοκάνη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Φεβρουαρίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναίρεσης, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 322/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος και να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση της δευτέρας αναιρεσείουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, οι υπό κρίση από 9-2-2007 δύο αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, αντίστοιχα, κατά της υπ' αριθμ. 15579/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, με την οποία αυτοί καταδικάσθηκαν σε συνολική ποινή φυλάκισης 16 μηνών ο καθένας, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για τις πράξεις της αποδοχής εικονικού φορολογικού στοιχείου και της έκδοσης εικονικού φορολογικού στοιχείου, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα άρθρα 473 παρ. 1,2,3 και 474 του Κ.Π.Δ. Επομένως είναι τυπικά παραδεκτές και πρέπει, συνεκδικαζόμενες λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, να εξετασθούν ως προς το βάσιμο των λόγων τους. ΕΠΕΙΔΗ, από τις διατάξεις των άρθρων 501 παρ. 1 και 349 παρ.1 του ΚΠΔ προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία απορρίφθηκε αίτημα αναβολής του εκκαλούντος λόγω του ότι δεν μπόρεσε να εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης λόγω σημαντικών αιτίων και στη συνέχεια απορρίφθηκε η έφεση του, ως ανυποστήρικτη, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Εφετείου που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, για όλους τους λόγους του άρθρου 510 του ΚΠΔ και συνεπώς και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ( άρθρο 510 παρ.1 στοιχ Ε' ΚΠΔ). Δεν συγχωρείται, όμως, ελλείψει εννόμου συμφέροντος (άρθρο 463 ΚΠΔ), η άσκηση αναίρεσης κατά της παρεμπίπτουσας απόφασης που απορρίπτει το αίτημα αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, όταν στη συνέχεια το δικαστήριο δεν απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, αλλά επιτρέπει την δια πληρεξουσίου παράσταση του κατηγορουμένου και ο τελευταίος δεν επικαλείται έννομο προς τούτο συμφέρον. Συνεπώς οι συναφείς δεύτερος και τρίτος, αντίστοιχα, λόγοι των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στη δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, δια κοινού συνηγόρου, στον οποίο είχαν παράσχει σχετική εντολή και πληρεξουσιότητα να τους εκπροσωπήσει, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφαση, που απέρριψε το αίτημα αυτών για αναβολή της δίκης, λόγω σημαντικού αιτίου αφενός στο πρόσωπο του συνηγόρου τους και αφετέρου στο πρόσωπο της δεύτερης εξ αυτών, την πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, εφόσον οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται έννομο προς τούτο συμφέρον. ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. α' του ν.2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 40 παρ.1 του ν. 3220/2004, και το οποίο εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.5 του άνω ν.2523/1997 στα αδικήματα που διαπράττονται από 1-1-1998 και μετά, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Ως προς την παραγραφή, ο ως άνω ν. 2523/1997 με την παράγραφο 10 του άρθρου 21 αυτού όριζε αρχικά ότι" η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ίσχυε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου αυτού, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά η ποινική δίωξη ασκούνταν άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (ΔΟΥ) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ( Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του εν λόγω ν. 2523/1997, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 2 εδ. 3 του ίδιου άρθρου 21 αυτού, όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ.3 του ν.2753/1999. Περαιτέρω, με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ν. 2954/2001 ( ΦΕΚ Α 255/2-11-2001) " Περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.", προστέθηκε στην παράγραφο 10 του άνω άρθρου 21 του ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, με το οποίο ορίζεται ότι " Στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από εκείνη του προηγούμενου δικαίου, αφού για το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 παρ. 1 του ν.2523/1997 αδίκημα της φοροδιαφυγής που διαπράττεται με την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων καθορίζει ως χρόνο έναρξης της παραγραφής την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε το σχετικό έλεγχο, δηλαδή χρόνο προγενέστερο από εκείνον που όριζε αρχικά για την έναρξη της παραγραφής του ίδιου αδικήματος η παράγραφος 10 του άρθρου 21 του ν.2523/1997, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Επομένως η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 παρ.8 του ν.2954/2001, εφαρμόζεται, ως επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του ΠΚ, και για τα εγκλήματα της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που τελέστηκαν πριν από το χρόνο έναρξης της ισχύος αυτής (2-11-2001), λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και διάρκεια της παραγραφής είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.3, 112 και 113 παρ.2 και 3 του Π.Κ., η παραγραφή της πράξης, η χρονική διάρκεια της οποίας για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη, αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν.2523/1997), και αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και πάντως η αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από τρία χρόνια. Σύμφωνα δε με το άρθρο 320 του ΚΠΔ, η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία αρχίζει με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος. Στην περίπτωση, όμως, που ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε ως άγνωστης διαμονής (άρθρα 156, 428 ΚΠΔ), ενώ δεν συνέτρεχαν οι σχετικοί όροι και η απόφαση που τον καταδίκασε ερήμην ακυρωθεί, μετά από αίτηση του, κατά τη διαδικασία που ορίζουν τα άρθρα 430,431 του ΚΠΔ, η παραγραφή ερευνάται χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος αναστολής που άρχισε με την άκυρη επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος. Εξάλλου, το δικαστήριο που κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο για πλημμέλημα, δεχόμενο χρόνο τέλεσης της πράξης, ο οποίος απέχει από το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης περισσότερο από πέντε χρόνια και λιγότερο από οκτώ, εφόσον δεν υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ο αυτοτελής ισχυρισμός περί παραγραφής, δεν έχει υποχρέωση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει στην απόφαση του, ότι επήλθε αναστολή του χρόνου της παραγραφής, κατά τα άρθρα 113 του ΠΚ και 320 του ΚΠΔ και άρα ότι δεν εξαλείφθηκε με την παραγραφή το αξιόποινο της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε στις 28-11-2006, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, που εκπροσωπήθηκαν στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο, κηρύχθηκαν ένοχοι, κατά τα άρθρα 19 παρ.1 και 20 παρ.1 περ. β' του ν.2523/1997, για τις πράξεις της αποδοχής εικονικού φορολογικού στοιχείου και της έκδοσης εικονικού φορολογικού στοιχείου, οι οποίες φέρονται ότι έχουν τελεσθεί από αυτούς στις .... και ....., αντίστοιχα. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει ότι ο συνήγορος των κατηγορουμένων που τους εκπροσώπησε στη δίκη δεν υπέβαλε ισχυρισμό περί εξαλείψεως με παραγραφή του αξιοποίνου των πράξεων τούτων, λόγω μη αναστολής του διαρρεύσαντος πενταετούς χρόνου της παραγραφής, και συνεπώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την αναστολή της. Εξάλλου, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βάσιμου του σχετικού αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας είχαν καταδικασθεί ερήμην για τα ως άνω αδικήματα φοροδιαφυγής (πλημμελήματα) με την 3634/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσ/νίκης, έχοντας κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής. Κατ' αυτής άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή με την εκδοθείσα στις 7-4-2006 όμοια (υπ' αριθμ.3643/20040) απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε η ως άνω, ερήμην, καταδικαστική απόφαση και ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 8-6-2006, κατά την οποία εκδικάσθηκε εκ νέου στον πρώτο βαθμό η υπόθεση και εκδόθηκε η 28865/2006 απόφαση του ίδιου Μονομελούς Πλημ/κείου, με την οποία οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για τα ανωτέρω αδικήματα , τα οποία, όπως από την απόφαση αυτή προκύπτει, διαπιστώθηκαν στις 26-6-2002 που θεωρήθηκε από τον αρμόδιο προϊστάμενο της Σ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας η σχετική υπ' αριθμ. ...... Έκθεση Φορολογικού Ελέγχου. Με αυτά τα δεδομένα προκύπτει ότι από το χρόνο διαπίστωσης των ως άνω αδικημάτων φοροδιαφυγής (26-6-2002), ο οποίος αποτελεί και το χρόνο έναρξης της παραγραφής αυτών, και μέχρι την 7-4-2006 κατά την οποία ακυρώθηκε η 3643/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου και γνωστοποιήθηκε στους αναιρεσείοντες η ορισθείσα ρητή δικάσιμος για την εκδίκαση της υπόθεσης από το ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από την οποία και άρχισε η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία, δεν πέρασε χρονικό διάστημα πέντε ετών. Κατά συνέπεια στις 8-6-2006, όταν η υπόθεση εκδικάσθηκε στον πρώτο βαθμό το αξιόποινο των ως άνω πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι, δεν είχε εξαλειφθεί με παραγραφή. Επομένως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έπαψε την ποινική δίωξη των κατηγορουμένων, λόγω παραγραφής, δεν παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 19 παρ.1 και 21 παρ. 10 και 12 του Ν. 2523/1997 και 111 παρ.3, 112 του ΠΚ, ούτε υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Συνεπώς οι συναφείς πρώτος και δεύτερος, αντίστοιχα, λόγοι των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' και Η' του ΚΠΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. ΕΠΕΙΔΗ, κατά την προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2523/1997, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, κατά δε τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 περ. β' του άνω Ν. 2523/1997, στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α)...... β)στις εταιρίες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, οι ομόρρυθμοι εταίροι ή διαχειριστές αυτών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος, της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η' του Ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωση του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση).Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη η εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 15579/2006 απόφασης του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης , που δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, έγγραφα που διαβάστηκαν και εν γένει αποδεικτική διαδικασία), τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι κατά τους κατωτέρω χρόνους διατηρούσαν στη ..... επιχείρηση εκμετάλλευσης ποτοποιίας με τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία " Χ1-..... Ο.Ε.", της οποίας αυτοί ήταν ομόρρυθμα μέλη, νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές. Αυτοί, με τις πιο πάνω ιδιότητες τους, Ι) στις .... εν γνώσει τους αποδέχθηκαν πλαστό και εικονικό φορολογικό στοιχείο και συγκεκριμένα αποδέχθηκαν και καταχώρησαν στα βιβλία της ανωτέρω επιχείρησης τους το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιο-δελτίο αποστολής, εκδόσεως της εταιρίας " ΤΡΙΑ ΔΕΛΤΑ ΕΠΕ", αξίας 77.036,65 ευρώ (26.250.240 δραχμών), πλέον ΦΠΑ ποσού 13.866,60 ευρώ ( 4.725.043 δραχμών), στο οποίο αναγραφόταν ως συναλλαγή η πώληση προς την εταιρία των κατηγορουμένων καθαρού οινοπνεύματος. Το φορολογικό αυτό στοιχείο ήταν αφενός πλαστό, γιατί έφερε διάτρηση που δεν ήταν καταχωρημένη στα οικεία βιβλία της αρμόδιας ΔΟΥ και δεν είχε γίνει από διατρητική μηχανή αυτής, ούτε και κάποιας άλλης ΔΟΥ, αλλά είχε κατασκευασθεί καθ' ομοίωση τέτοιων διατρήσεων και αφετέρου ήταν εικονικό, διότι η εκδότης του εν λόγω τιμολογίου-δελτίου αποστολής εταιρία με την επωνυμία " ΤΡΙΑ ΔΕΛΤΑ ΕΠΕ" δεν είχε καμιά σχέση με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, αφού το αντικείμενο των εργασιών της ήταν διαφορετικό. Η εν λόγω συναλλαγή πραγματοποιήθηκε με άλλο πρόσωπο, τα στοιχεία του οποίου δεν διακριβώθηκαν, οι δε κατηγορούμενοι τελώντας εν γνώσει της πλαστότητας και της εικονικότητας του φορολογικού αυτού στοιχείου το αποδέχθηκαν και το καταχώρισαν στα φορολογικά βιβλία της επιχείρησης τους και 2) στις 24-11-1999 εξέδωσαν εικονικό φορολογικό στοιχείο και συγκεκριμένα το υπ' αριθμ. .... δελτίο αποστολής προς την εταιρία με την επωνυμία " ΤΡΙΑ ΔΕΛΤΑ ΕΠΕ", που αφορούσε καθαρό οινόπνευμα συνολικής ποσότητας 100 χαρτοκιβωτίων, έκαστο των οποίων περιείχε 24 φιάλες των 350 γραμμαρίων καθαρού οινοπνεύματος, συνολικής αξίας αγοράς 10.776,23 ευρώ (3.672.000 δραχμών). Το φορολογικό αυτό στοιχείο ήταν εικονικό, και ειδικότερα εκδόθηκε για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από τα αναγραφόμενα σ' αυτό, διότι η φερόμενη ως λήπτρια του ανωτέρω εμπορεύματος ως άνω εταιρία " ΤΡΙΑ ΔΕΛΤΑ ΕΠΕ" δεν είχε καμιά σχέση με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, αφού το αντικείμενο των εργασιών της ήταν διαφορετικό και δεν είχε καταχωρίσει το στοιχείο αυτό στα βιβλία της. Η εν λόγω συναλλαγή πραγματοποιήθηκε με άλλο πρόσωπο τα στοιχεία του οποίου δεν εξακριβώθηκαν. Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους για τις πράξεις της αποδοχής εικονικού φορολογικού στοιχείου και της έκδοσης εικονικού φορολογικού στοιχείου και επέβαλε σε καθένα από αυτούς ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών για καθεμιά πράξη και συνολικά δεκαέξη (16) μηνών. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1 εδ. α' και 4, 20 παρ.1 περ. β' του Ν. 2523/1997 και 94 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, ενόψει του ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, το οποίο είναι υπαλλακτικώς μεικτό, πραγματώνεται και με την αποδοχή φορολογικού στοιχείου που εκδόθηκε για συναλλαγή η οποία πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο (άρθρο 19 παρ.1 εδ.α' και 4 του Ν. 2523/1997), αιτιολογείται με πληρότητα η τέλεση του εγκλήματος αυτού με τον προδιαληφθέντα τρόπο, με την αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι κατηγορούμενοι στις ....., με τις προαναφερθείσες ιδιότητες τους, αποδέχθηκαν και καταχώρισαν στα φορολογικά βιβλία της επιχείρησης τους το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιο-δελτίο αποστολής το οποίο ήταν εικονικό, καθόσον η εκδότης αυτού εταιρία με την επωνυμία "ΤΡΙΑ ΔΕΛΤΑ ΕΠΕ", που είχε διαφορετικό αντικείμενο εργασιών, δεν είχε καμιά σχέση με την αναγραφόμενη σ' αυτό συναλλαγή, δηλαδή την πώληση προς την εταιρία των κατηγορουμένων καθαρού οινοπνεύματος, η οποία και πραγματοποιήθηκε με άλλο διαφορετικό από εκείνη πρόσωπο, τα στοιχεία του οποίου δεν διακριβώθηκαν, η δε αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το ίδιο φορολογικό στοιχείο, εκτός από εικονικό, ήταν και πλαστό, γιατί έφερε διάτρηση που δεν ήταν καταχωρημένη στα οικεία βιβλία της αρμόδιας ΔΟΥ και δεν είχε γίνει από διατρητική μηχανή αυτής, ούτε και κάποιας άλλης ΔΟΥ, αλλά είχε κατασκευασθεί καθ' ομοίωση τέτοιων διατρήσεων, έγινε εκ περισσού και δε δημιουργεί ασάφεια ή αντίφαση ως προς τα στοιχεία που πράγματι δέχθηκε η απόφαση ότι είναι αναγκαία για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, το οποίο τελέσθηκε με τον προαναφερόμενο τρόπο. Περαιτέρω ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως των προδιαληφθέντων εγκλημάτων της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ο οποίος περιλαμβάνει και τον ενδεχόμενο, δεν ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εν λόγω εγκλημάτων και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης τους, διαλαμβάνεται δε στην κύρια αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ενοχή αιτιολογία περί του δόλου των κατηγορουμένων, για την πληρότητα της οποίας δεν απαιτούνταν να εξειδικεύεται ο δόλος καθενός από αυτούς, ούτε να γίνεται αναφορά σε κοινό δόλο τους, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, οι κατηγορούμενοι κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων ενήργησαν ως ομόρρυθμοι εταίροι και διαχειριστές της ρηθείσης ομόρρυθμης εταιρίας, δηλαδή με ιδιότητα, λόγω της οποίας θεωρούνται από το νόμο ως αυτουργοί των παραπάνω εγκλημάτων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης , μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο άνω δικαστήριο περιλαμβάνεται και η Έκθεση Φορολογικού Ελέγχου που θεωρήθηκε στις .... από τον αρμόδιο προϊστάμενο της Σ.Δ.Ο.Ε. Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία ταυτίζεται με την υπ' αριθμ. ...... Έκθεση Φορολογικού Ελέγχου και συνεπώς ορθώς το δικαστήριο, για να καταλήξει στην κατά τα άνω εξενεχθείσα περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίση του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά, κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, και το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε. Επομένως οι τρίτος και τέταρτος και τέταρτος και πέμπτος, αντίστοιχα, λόγοι των υπό κρίση αιτήσεων αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της εφαρμοσθείσης ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. α και 4 του Ν. 2523/1997, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, αφενός στα δικαστικά έξοδα και αφετέρου στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που νομίμως παραστάθηκε κατά τη συζήτηση των αναιρέσεων. ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 470 εδ. α'του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Κατά δε το άρθρο 510 παρ.1 εδ. Θ' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης εναντίον απόφασης ποινικού δικαστηρίου συνιστά η υπέρβαση εξουσίας. Τέτοια περίπτωση συνιστά, εκτός των άλλων, και η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, όπως όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετατρέπει σε χρηματική, κατά το άρθρο 82 του ΠΚ, την επιβληθείσα σ' αυτόν στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία όμως πρωτόδικος είχε ανασταλεί κατά το άρθρο 99 του ίδιου Κώδικα, αφού το μέτρο της αναστολής είναι ευμενέστερο για τον κατηγορούμενο από εκείνο της μετατροπής. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας έφεση της αναιρεσείουσας Χ2 κατά της υπ' αριθμ. 28865/2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτή είχε καταδικασθεί για τις πράξεις της αποδοχής εικονικού φορολογικού στοιχείου και της έκδοσης εικονικού φορολογικού στοιχείου σε φυλάκιση δώδεκα μηνών για καθεμία πράξη και συνολικά σε φυλάκιση δεκαέξι (16) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού καταδίκασε αυτήν για τις ίδιες πράξεις και της επέβαλε τις ίδιες ακριβώς ποινές, μετέτρεψε στη συνέχεια τη συνολική ποινή φυλάκισης των δεκαέξι (16) μηνών που της επέβαλε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Έτσι όμως κατέστησε χείρονα τη θέση της ως άνω αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, κατά το άρθρο 470 του ΚΠΔ, και υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Επομένως είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης της Χ2 και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει ως προς την άνω αναιρεσείουσα και μόνο κατά τη διάταξη της περί μετατροπής της επιβληθείσης σ' αυτήν ποινής φυλάκισης η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση της αναίρεσης. Περαιτέρω πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το πιο πάνω μέρος στο ίδιο Δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως είναι εφικτή ( άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 9-2-2007 δύο αιτήσεις των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 15579/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ως άνω αναιρεσείοντα α)στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β)στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ. ΑΝΑΙΡΕΙ τη με αριθμό 1706/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ως προς την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ2 και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσης σ' αυτήν ποινής φυλάκισης των δεκαέξι(16) μηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το πιο πάνω μέρος στο ίδιο Δικαστήριο (Τριμελές Πλημ/κείο Θεσσαλονίκης), συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Οκτωβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φοροδιαφυγή κατά συρροή, τελεσθείσα με την έκδοση εικονικών τιμολογίων και την αποδοχή εικονικών τιμολογίων. Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος. Πότε η αιτιολογία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Παραγραφή του αδικήματος, χρόνος έναρξης αυτής. Εφαρμογή επιεικέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου. Αναιρεί προσβαλλομένη κατά το κεφάλαιο αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσης στην αναιρεσείουσα ποινής φυλάκισης, λόγω υπέρβασης εξουσίας.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Τιμολόγια εικονικά, Επιεικέστερος νόμος, Παραγραφής έναρξη, Υπέρβαση εξουσίας.
1