text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 12/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο- Εισηγητή, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1) Χ1 και 2) Χ2, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Χρίστος Κουλιός, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1)Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Χριστόφορος Αργυρόπουλος Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 04.06.1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 128/2000 μη οριστική, 90/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 604/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 14.03.2006 αίτησή τους . Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1734/2007 απόφαση του Α1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε τον μοναδικό από το άρθρο 559 αριθμ.1 του Κ.Πολ.Δ λόγο της αίτησης αναίρεσης στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 08.10.2007 κλήση των ήδη αναιρεσιβλήτων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο μοναδικός από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 8-10-2007 κλήση των αναιρεσιβλήτων νόμιμα εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος της από 14-3-2006 αιτήσεως των Χ1 και Χ2 για αναίρεση της 604/2005 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών, ο οποίος παραπέμφθηκε σ'αυτή με την 1734/2007 απόφαση του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου, διότι κρίθηκε ότι με τον παρόντα λόγο δημιουργούνται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή είναι αναγκαία για την ενότητα της νομολογίας (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ). Τα ζητήματα που δημιουργούνται είναι: α) αν υπόκειται σε διάρρηξη ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, ο οποίος έγινε ύστερα από μεθόδευση του καθού η εκτέλεση, του υπερθεματιστή και του φερόμενου ως δανειστή που επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση, προκειμένου ο πρώτος να αποφύγει την ικανοποίηση των δανειστών του και β) αν η καταδολίευση των δανειστών, που γίνεται από τον οφειλέτη με τη μεταβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων ύστερα από μεθοδευμένο πλειστηριασμό, αποτελεί αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ. Από τη διάταξη του άρθρου 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1017 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και 199, 513, 1192 και 1198 ΑΚ συνάγεται, ότι ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αποτελεί ιδιόρρυθμη σύμβαση πωλήσεως, η οποία ενεργείται υπό το κύρος της αρχής και τελειώνεται με την κατακύρωση που αποδέχεται την τελευταία προσφορά. Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από τη νομική φύση του, δεν υπόκειται σε προσβολή με βάση την κατά τα άρθρα 939 επ. ΑΚ καταδολίευση δανειστών, διότι σε διάρρηξη, με τους όρους των άρθρων 940 - 944 ΑΚ, υπόκεινται μόνο οι απαλλοτριώσεις των μοναδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, οι οποίες γίνονται από αυτόν όχι αναγκαστικά αλλά εκουσίως και με σκοπό βλάβης του δανειστή που επιδιώκει τη διάρρηξη. Αλλά και όταν ο αναγκαστικός πλειστηριασμός έγινε ύστερα από τη δημιουργία ψευδών χρεών και μεθόδευση του καθού η εκτέλεση, του υπερθεματιστή και του φερόμενου ως δανειστή που επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση, προκειμένου ο πρώτος να αποφύγει την ικανοποίηση των πραγματικών δανειστών του, δεν υπόκειται, και στην περίπτωση αυτή, δε διάρρηξη, διότι, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν, ναι μεν ο πλειστηριασμός εξομοιώνεται με πώληση, πλην όμως αυτή ενεργείται υπό το κράτος της αρχής και με τη δημοσιότητα και τις διατυπώσεις που απαιτεί ο νόμος για τη διενέργεια του πλειστηριασμού, λαμβάνεται πρόνοια για την επίτευξη μεγαλύτερου πλειστηριάσματος και παρέχεται, αφενός μεν η ευχέρεια σε οποιονδήποτε να πλειοδοτήσει, αφετέρου δε η δυνατότητα σε κάθε δανειστή για αναγγελία της απαιτήσεώς του κατά την κατάταξη. Εξάλλου, η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, γιατί είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της όμως τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 937 ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη. Όμως, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Τούτο συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 ΠΚ ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό το οποίο βρίσκεται πέρα από το "δόλο του οφειλέτη" και τη "γνώση του τρίτου", που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 ΑΚ προϋποθέσεις της διαρρήξεως, εμφανίζει δε την συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόπεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβην των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα. Περαιτέρω, για τη δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ απαιτείται συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (εκ δόλου ή εξ αμελείας), επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Με την έννοια αυτή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, τίκτουσα υποχρέωση προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ, υπάρχει και στην περίπτωση της καταδολίευσης των δανειστών που γίνεται από τον οφειλέτη με τη μεταβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων, ύστερα από μεθοδευμένο πλειστηριασμό. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, κρίνοντας επί αγωγής αποζημιώσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, των αναιρεσιβλήτων κατά των δύο αναιρεσειόντων και κατά δύο άλλων προσώπων που αναφέρονται πιο κάτω, δέχτηκε ανελέγκτως, τα ακόλουθα: Ύστερα από επίσπευση του πρώτου εναγομένου ....... (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα αναιρετική δίκη), στις 21-1-1998 εκπλειστηριάστηκαν αναγκαστικώς τα δύο αναφερόμενα αγροτεμάχια, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου Χ (ο οποίος επίσης δεν είναι διάδικος στην παρούσα αναιρετική δίκη). Υπερθεματιστής στον πλειστηριασμό αναδείχθηκε ο τέταρτος εναγόμενος (ήδη δεύτερος αναιρεσείων) Χ2. Ο καθού η εκτέλεση προμνημονευόμενος Χ, ο οποίος διατηρούσε νυκτερινό κέντρο διασκεδάσεως στην ......., στις 26-2-1997 είχε θανατώσει με πρόθεση τον ηλικίας 21 ετών Ψ, γιο των δύο πρώτων εναγόντων και αδελφό της τρίτης (ήδη αναιρεσιβλήτων). Αυτός, μετά το έγκλημα εξαφανίστηκε και κατέστη άγνωστης διαμονής. Συνελήφθη στο εξωτερικό, μετά δύο και πλέον έτη, βάσει του 3/1997 εντάλματος σύλληψης του Α' Ανακριτή Πατρών και, αφού εκδόθηκε στην Ελλάδα, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη με τις 71-72-73/2002 αποφάσεις του Μ.Ο. Εφετείου Πατρών, για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Στο μεταξύ, ο πρώτος εναγόμενος, με αίτησή του, την οποία κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας στις 5-6-1997, ζήτησε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής εις βάρος του δεύτερου εναγομένου Χ, με βάση 64 συναλλαγματικές, ποσού της καθεμιάς 1467,37 ευρώ, που φέρονταν ότι τις είχε εκδώσει ο ίδιος (πρώτος εναγόμενος) σε διαταγή του στη .... Ηλείας στις 30-8-1995 και ότι τις είχε αποδεχτεί ο δεύτερος εναγόμενος αυθημερόν στη ....., λήξεως των μεν 29 από αυτές στις 30-10-1995 των δε υπόλοιπων 35 στις 30-12-1995. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 140/5-6-1997 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του πιο πάνω Δικαστηρίου. Αλλά οι προαναφερόμενες συναλλαγματικές είναι όλες προχρονολογημένες, δηλαδή εκδόθηκαν πραγματικά μετά τις 26-2-1997, που έγινε η ανθρωποκτονία και έως τις 28-5-1997 που υποβλήθηκε η αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Όμως, η απαίτηση του πρώτου εναγομένου κατά του δεύτερου εναγομένου, συνολικού ποσού 93.910,49 ευρώ, που ενσωμάτωναν οι πιο πάνω συναλλαγματικές, δεν ήταν αληθινή, αλλά εικονική, τη δημιούργησαν δε (την εικονική απαίτηση) αυτοί, με σκοπό να επιτευχθεί η αποξένωση του δεύτερου εναγομένου από τα εμφανή περιουσιακά στοιχεία, με την απαλλοτρίωση τούτων χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και έτσι να ματαιωθεί η ικανοποίηση των απαιτήσεων των εναγόντων, για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, που είχαν, κατά του δεύτερου εναγομένου, κατά του οποίοι αυτοί άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 8-10-1997 αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν το συνολικό ποσό των 234.776,23 ευρώ ως χρηματική τους ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης. Με βάση το ως άνω ψευδές και ανύπαρκτο χρέος, ο πρώτος εναγόμενος επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση, κατά την οποία εκπλειστηριάστηκαν τα ως άνω εμφανή περιουσιακά στοιχεία του δεύτερου εναγομένου, με εκπλειστηρίασμα πολύ κατώτερο όχι μόνο της πραγματικής αγοραίας αξίας τους, αλλά και της τιμής που θα μπορούσαν να επιτύχουν σε κανονικές συνθήκες πλειστηριασμού. Όλοι δε οι εναγόμενοι, δέχτηκε το Εφετείο, τελούντες σε συμπαιγνία μεταξύ τους, κατέστρωσαν σχέδιο, που είχε ως στόχο την καταδολίευση των δανειστών-εναγόντων, ως εξής: Ο πρώτος εναγόμενος, μολονότι γνώριζε ότι δεν είχε αληθινή απαίτηση κατά του δεύτερου εναγομένου από τις πιο πάνω συναλλαγματικές και ότι ο τελευταίος ήταν άγνωστης διαμονής από τις 26-2-1997 που τέλεσε την ανθρωποκτονία, με την από 28-5-1997 αίτησή του για την έκδοση διαταγής πληρωμής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδος, παρέστησε ψευδώς στη Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, ότι είχε αληθινή απαίτηση κατά του δεύτερου εναγομένου, συνολικού ύψους 93.910,49 ευρώ και ότι αυτός ήταν γνωστής διαμονής, δηλαδή, ότι ήταν κάτοικος ........ Αχαΐας και έτσι πέτυχε να την παραπλανήσει και να εκδώσει την 140/5-6-1997 διαταγή πληρωμής, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος επιτάσσεται να καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο 93.910,49 ευρώ, πλέον τόκων, ποσό το οποίο δεν οφείλεται στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος παρέστησε ψευδώς στο δικαστικό επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών ......, ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν γνωστής διαμονής, ενώ γνώριζε ότι ήταν άγνωστης διαμονής από 26-2-1997, με συνέπεια να τον παραπλανήσει και να προβεί στην επίδοση αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο, με επιταγή προς πληρωμή, της ως άνω 140/1997 διαταγής πληρωμής στην πρώην κατοικία του τελευταίου στα ...... Αχαΐας, την οποία παρέλαβε η σύζυγος αυτού....., η οποία εμφανίστηκε ως σύνοικος αυτού και να συντάξει την υπό αριθμό ..... σχετική έκθεση επιδόσεως. Ο πρώτος εναγόμενος με τίτλο εκτελεστό την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, για να ικανοποιηθεί η ανύπαρκτη απαίτηση, επέσπευσε αναγκαστικό πλειστηριασμό των προαναφερόμενων δύο (2) ακινήτων του δεύτερου εναγομένου, τα οποία ήταν τα μοναδικά εμφανή περιουσιακά του στοιχεία. Παρέστησε δε ψευδώς στο δικαστικό επιμελητή, ότι ο καθ'ου η εκτέλεση, δεύτερος εναγόμενος, ήταν γνωστής διαμονής, δηλαδή κάτοικος ...... Αχαΐας με συνέπεια να παραπλανήσει αυτόν και να προβεί στην επίδοση της υπό αριθμό .... σχετικής εκθέσεως κατασχέσεως των ανωτέρω ακινήτων στην πρώην κατοικία αυτού στα ...... Αχαΐας, την οποία παρέλαβε η τρίτη εναγομένη Χ1, (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα) η οποία, μολονότι γνώριζε ότι αυτός ήταν άγνωστης διαμονής από 26-2-1997, κατόπιν υποκινήσεως από τους δύο πρώτους εναγομένους, εν γνώσει της παρέστησε ψευδώς στον ως άνω δικαστικό επιμελητή, ότι η ίδια ήταν σύνοικος αυτού. Περαιτέρω, ο τέταρτος εναγόμενος, Χ2, (αδελφός του δεύτερου εναγομένου), σε συμπαιγνία με τους υπόλοιπους εναγομένους, υπερθεμάτισε κατά το διενεργηθέντα στις 21-1-1998 αναγκαστικό πλειστηριασμό, ενώπιον της συμβ/φου Σαγέϊκων Μαριάννας Μοιραλιώτη, μολονότι γνώριζε ότι τα ανωτέρω προαναφερθέντα δύο ακίνητα του καθ'ου, δεύτερου εναγομένου, ήταν τα μοναδικά εμφανή περιουσιακά στοιχεία αυτού και ότι η οφειλή του τελευταίου προς τον επισπεύδοντα πρώτο εναγόμενο, ήταν ανύπαρκτη, ψευδής και εικονική, με αποτέλεσμα να κατακυρωθούν σ' αυτόν τα ανωτέρω ακίνητα στα ευτελή για την πραγματική αξία αυτών, ποσά των 29.347,03 ευρώ και 12.179,02 ευρώ, αντίστοιχα, γνωρίζοντας ότι τα ως άνω ποσά ήταν κατά πολύ μικρότερα από αυτά που θα μπορούσαν να επιτευχθούν υπό κανονικές συνθήκες εκπλειστηριάσεως, δηλ. από το ποσό των 176.082,19 ευρώ τουλάχιστον και για τα δύο ακίνητα, αφού η πραγματική τους αξία υπερβαίνει τα 234.776,23 ευρώ. Επομένως, ο πρώτος εναγόμενος, σε συμπαιγνία με το δεύτερο εναγόμενο και στη συνέχεια όλοι οι εναγόμενοι, τελούντες σε συμπαιγνία, με όλες τις πιο πάνω αξιόποινες, πράξεις τους (καταδολίευση δανειστών, ηθική αυτουργία στην. ανωτέρω πράξη, απάτη επί δικαστηρίου και απάτες) αποσκοπούσαν και πέτυχαν να αποξενωθεί ο δεύτερος εναγόμενος από τα μοναδικά ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία και έτσι κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση της απαιτήσεως των εναγόντων, για χρηματική τους ικανοποίηση, λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από την εκ προθέσεως ανθρωποκτονία του Ψ, η οποία και τους επιδικάστηκε με την 140/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Η ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες από τις αδικοπραξίες των εναγομένων, ανέρχεται σε 58.694,06 ευρώ για τον καθένα, καθόσον αν ο πλειστηριασμός γινόταν κάτω από κανονικές συνθήκες, χωρίς να παρεμβληθεί η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, σύμφωνα με την κανονική πορεία των πραγμάτων και τις περιστάσεις θα επιτυγχάνονταν πλειστηρίασμα τουλάχιστον 176.082,11 ευρώ. Ακολούθως το Εφετείο, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, απέρριψε ως αβάσιμη ουσιαστικά (και) την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως και είχε επιδικάσει σε κάθε αναιρεσίβλητο το ποσό των 58.694 ευρώ (176.082,3), ως αποζημίωσή τους, για τη ζημία που υπέστησαν από την αδικοπραξία, την οποία όλοι οι εναγόμενοι, κατά τα προεκτιθέμενα, τέλεσαν εις βάρος τους, κρίνοντας έτσι ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη αγωγή τους. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, όπως ορθώς εκτιμάται (και όχι από τον αριθμό 14 του άρθρου αυτού που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες) λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και πρέπει ν'απορριφθεί, όπως και η αναίρεση στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-3-2006 αίτηση των Χ1 κ.λ.π. για αναίρεση της 604/2005 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διάρρηξη αναγκαστικού πλειστηριασμού - καταδολίευση δανειστών - αδικοπραξία.
null
null
0
Αριθμός 13/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό- Εισηγητή, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος Νομικός Σύμβουλος του Κράτους Ιωάννης Τρίαντος , με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων : 1) Ψ1 και 2) Ψ2, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17.11.1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3045/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και50/2001 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 04.01.2002 αίτησή του . Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1393/2006 απόφαση του Β1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παραπέμπει τον μοναδικό λόγο της από 04.01.2002 αιτήσεως αναιρέσεως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 25.10.2007 κλήση των ήδη αναιρεσιβλήτων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι είναι βάσιμος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ μοναδικός λόγος αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτός. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 94 παρ.1 του ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά δε το άρθρο 96 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και στο πληρεξούσιο πρέπει να αναγράφονται τα ονόματα των πληρεξουσίων. Εξ άλλου κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της. Περαιτέρω στο άρθρο 576 παρ.1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο 'Αρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ στην παρ.3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων και την καθιερούμενη από την τελευταία απ'αυτές αρχή ότι για τη συζήτηση της υπόθεσης στον 'Αρειο Πάγο πρέπει να έχουν κλητευθεί από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι, συνάγεται ότι στην περίπτωση που η επίσπευση της συζήτησης είχε γίνει από τον απολειπόμενο διάδικο, αυτή δεν είναι έγκυρη ως προς αυτόν (απολειπόμενο), εάν κατά τη γενόμενη αυτεπαγγέλτως προς τούτο από το δικαστήριο έρευνα διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας ως προς εκείνον (απολειπόμενο) προς το δικηγόρο, που και για λογαριασμό του επέσπευσε τη συζήτηση (Ολ.ΑΠ 39/2005,9/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 25-10-2007 κλήση των αναιρεσιβλήτων 1. Ψ1 και 2. Ψ2, φέρεται ενώπιον της Τακτικής Ολομέλειας (Β'Σύνθεσης) μετά την υπ'αριθμ. 1393/2006 παραπεμπτική απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, το νομικό ζήτημα που ανέκυψε επί της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά των Ψ1 και Ψ2 και κατά της υπ'αριθμ. 50/2001 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης: "ως προς το εάν είναι αντισυνταγματική η υπ'αριθμ. 2031795/3503/0022/31-5-1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, κατά το μέρος που περιορίζει την εφαρμογή της μόνο στους υπηρετούντες στη Μυτιλήνη υπαλλήλους του Υπουργείου Αιγαίου". Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που έγινε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του δικαστηρίου τούτου (24 Ιανουαρίου 2008), με εκφώνηση με την σειρά της από το πινάκιο, εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, μόνο το καθού η άνω κλήση Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπήθηκε νομίμως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νομικό Σύμβουλο τους Κράτους Ιωάννη Τριάντο, δεν εμφανίστηκαν όμως οι καλούντες-αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι, όπως προκύπτει από την με χρονολογία .... επισημειωματική πράξη του δικαστικού επιμελητή ....., επί του επιδοθέντος στο καθού αντιγράφου της άνω κλήσης, επισπεύδουν τη συζήτηση της υπόθεσης. Η κλήση αυτή επιδόθηκε στο καθού με εντολή προς τούτο του φερομένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου των καλούντων Θεοδ.Πνευματικού. Δεν αποδεικνύεται όμως, ότι οι αναιρεσίβλητοι, ως πληρεξούσιος δικηγόρος των οποίων υπογράφει την άνω κλήση και για λογαριασμό και των οποίων ο άνω δικηγόρος Θεοδ. Πνευματικός έδωσε την προς επίδοση εντολή στον διενεργήσαντα αυτή δικαστικό επιμελητή, διόρισαν αυτόν κατά νόμιμο τρόπο πληρεξούσιο δικηγόρο τους για να τους εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη. Επίσης από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι οι άνω δύο αναιρεσίβλητοι, ως προς τους οποίους δεν αποδεικνύεται η χορήγηση πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα την κλήση για συζήτηση δικηγόρο, έχουν κληθεί με επιμέλεια του αναιρεσείοντος. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 4-1-2002 αίτησης αναίρεσης για αναίρεση της υπ'αριθμ. 50/2001 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 17 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η συζήτηση.
null
null
0
Αριθμός 2396/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα ,Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Αθανασά, περί αναιρέσεως της 31609/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουνίου 2005 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1194/05. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διανομή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση του εγγράφου γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται κατά το άρθρο 154 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ένδικων μέσων. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άνω άρθρων 154 και 156, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 Κ,Ποιν,Δ , κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 Κ.Ποιν.Δ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση, ο έλεγχος, όμως, του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Τέλος, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ.3) και τον Κ.Ποιν.Δ (άρθρο 139) απαιτείται και για την απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, για να έχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση της αποφάσεως στον εκκαλούντα (Ολ ΑΠ 4/1995, και 7/1994), χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου αυτού κρίση του δικαστηρίου, άλλως ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ Κ.Ποιν.Δ. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση "ως άγνωστης διαμονής" χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι, δηλαδή, ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή. Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια, όμως, της οποίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως "ως άγνωστης διαμονής" και εντεύθεν μη γνώσεως από τον εκκαλούντα της εκκαλούμενης αποφάσεως, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεώς του, αλλά μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 31609/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως απ' αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 15100/2004 της ήδη αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, εκπροσωπηθείσης στη δίκη από το συνήγορο της, κατά της 44421/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί η κατηγορουμένη ερήμην, για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών και χρηματική ποινή 2.000.000 δρχ. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον 'Αρειο Πάγο κατά την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι η ήδη αναιρεσείουσα φερόμενη στην εν λόγω έφεση ως κάτοικος .......... Μεσσηνίας, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλλει ότι " έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης μόλις την 20-12-2004.... η εκκαλούμενη απόφαση φέρεται να της έχει επιδοθεί ακύρως την 7-1-1999 ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής, διότι από τα τέλη του έτους 1995 και μέχρι σήμερα κατοικεί με την οικογένειά της στο ......... του Νομού Μεσσηνίας, όπου και ο τόπος καταγωγής της, και η πατρική της οικία, η διεύθυνσή της δε αυτή ήταν γνωστή στις Αρχές". Κατά την εκδίκαση της εφέσεως, εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αποφάσεως, ο συνήγορος, που εκπροσώπησε την κατηγορουμένη, δήλωσε ότι αυτή "δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως και ζήτησε να εξετασθεί μάρτυρας αποδείξεως περί του εμπροθέσμου της εφέσεως...". Είχε, δηλαδή, προβάλει η κατηγορουμένη με την έφεσή της ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής και όχι λόγους ανωτέρας βίας, εξαιτίας των οποίων απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους δεν εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε, και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής και μη γνώσεως, ως εκ τούτου, απ' αυτήν της εκκαλούμενης αποφάσεως. Δεν αναφέρει, όμως, στην άνω έφεσή της η κατηγορουμένη αν τη φερόμενη αυτή ως τελευταία γνωστή κατοικία της είχε δηλώσει κατά οποιδήποτε τρόπο και στην Εισαγγελική αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Στην αιτιολογία δε της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαλαμβάνονται τα εξής: "Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα δικάστηκε με την εκκαλουμένη υπ' αρίθ. 44421/98 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση σε ποινή φυλάκισης 3 ετών και χρηματική ποινή 2.000.000 δραχμών. Η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα σύμφωνα με το άρθρο 156 Κ.Ποιν.Δ, ως άγνωστης διαμονής, καθόσον όπως προκύπτει από το με ημερομηνία ......... αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα .......... ΑΤ Περιστερίου αναζητήθηκε στην επί της οδού ....... στο ......... τελευταία γνωστή κατοικία της και δεν ανευρέθηκε τόσο η ίδια όσο και κάποιος από τους αναφερόμενους στο άρθρο αυτό συγγενείς της. Η επίδοση της εκκαλουμένης κατά τον ως άνω τρόπο έγινε νομότυπα, καθόσον αποδείχθηκε ότι κατά τον ως άνω (.......) επίμαχο χρόνο η εκκαλούσα πράγματι απουσίαζε από τη γνωστή στην επιδίδουσα εισαγγελική αρχή τελευταία κατοικία της, αφού την είχε εγκαταλείψει, γεγονός το οποίο κατέθεσε και ο εξετασθείς με επιμέλειά της μάρτυρας - σύζυγος της. Η ίδια όμως ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης κατοικούσε με την οικογένεια της στον τόπο, όπου είχε γεννηθεί, ....... Μεσσηνίας, φιλοξενούμενη των γονέων της στην πατρική οικία, γεγονός που γνώριζε και σε κάθε περίπτωση όφειλε να γνωρίζει η αρμόδια για την επίδοση αρχή. Όμως, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι η εκκαλούσα τόσο κατά το χρόνο της κλητεύσεώς της στο πρωτόδικο δικαστήριο ( 4-3-1998), οπότε και πάλι είχε κλητευθεί ως αγνώστου διαμονής, όσο και κατά το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης κατοικούσε στο ..........- Μεσσηνίας και σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε ότι η αρμόδια για την κλήτευσή της αρχή γνώριζε τόσο κατά την ως άνω κλήτευσή της στο πρωτόδικο δικαστήριο όσο και κατά την επίδοση της εκκαλουμένης ότι η τελευταία κατοικία-διαμονή της ήταν το ......... Λακωνίας, ούτε, εξάλλου, η ίδια δήλωσε ποτέ αρμοδίως τη μεταβολή της κατοικίας της, ώστε η ανωτέρω κλήτευση και επίδοση να γίνει στη νέα της διεύθυνση, μολονότι γνώριζε ότι σε βάρος της εκκρεμούσαν ποινικές δίκες για έκδοση ακάλυπτων επιταγών και εισφορές προς το ΙΚΑ. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον παραδεκτά επιδόθηκε η εκκαλουμένη στις 7-1-1999 ως αγνώστου διαμονής, η άσκηση της υπό κρίση εφέσεώς της που έγινε στις 23-12-2004 είναι εκπρόθεσμη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη...". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως, ως εκπρόθεσμης και εντεύθεν απαράδεκτης, αποφάσεως είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτήν τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, δηλαδή η χρονολογία επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα (........), το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως και η χρονολογία ασκήσεως εφέσεως (23-12-2004), η οποία κείται πέραν της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεώς της. Εφόσον δε η εκκαλούσα, και ήδη αναιρεσείουσα, δεν προέβαλε με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή και στην Εισαγγελική Αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, τη διεύθυνση κατοικίας της στο ........ Μεσσηνίας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο την κατέστησε γνωστή, νομίμως αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη διεύθυνση που αναφέρεται στη μήνυση (στις τρεις αναγγελίες ακάλυπτης επιταγής της Τράπεζας Εργασίας), ήτοι .........-.........., ως τελευταία γνωστή κατοικία της και δεν υποχρεούτο το δικάσαν Δικαστήριο να διαλάβει αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με το αν αυτή διέμενε ή όχι στο ......... Μεσσηνίας, εκ περισσού δε εξετάσθηκε για το ζήτημα αυτό και μάρτυρας στο ακροατήριο. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' Κ.Ποιν.Δ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο, δηλαδή, ελλιπής αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Απορριπτέες, ειδικότερα, είναι οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας α)ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο για το εκπρόθεσμο της εφέσεως μάρτυρα, γιατί, όπως αναφέρθηκε, η εξέταση αυτή ήταν περιττή, β)ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει (κατά τη μνημόνευση του αποδεικτικού επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως) το ονοματεπώνυμο του Δημάρχου, στον οποίο είχε γίνει η επίδοση της εκκαλουμένης, και η πόλη της οποίας ήταν αυτός Δήμαρχος, γιατί η απαίτηση, να αναφέρεται στην αιτιολογία της αποφάσεως, που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, το αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης, πληρούται με τη μνεία που γίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της χρονολογίας του εν λόγω αποδεικτικού (..........) και του ονοματεπώνυμου του συντάκτου του (αστυφύλακας ΑΤ Περιστερίου .........) και δεν ήταν αναγκαία η παράθεση των λοιπών (κατ' άρθρο 161 Κ.Ποιν.Δ) στοιχείων του αποδεικτικού επιδόσεως, γ) ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πως και από ποια αποδεικτικά μέσα σχηματίσθηκε η δικανική πεποίθηση ότι η τελευταία γνωστή κατοικία της αναιρεσείουσας ήταν στην οδό .........- ........., γιατί για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν απαιτείτο να μνημονεύεται ειδικώς από ποιο αποδεικτικό μέσο συνήγαγε την κρίση περί της τελευταίας γνωστής κατοικίας της αναιρεσείουσας αλλ' αρκούσε η γενική μνεία ότι έλαβε υπόψη το αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης, όπου η βεβαίωση περί της εν λόγω τελευταίας γνωστής κατοικίας. Το κατά πόσο δε αποδεικνυόταν πράγματι τούτο από το αποδεικτικό επιδόσεως ανάγεται στην ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, δ) ότι δεν αξιολογήθηκαν τα επισημαινόμενα αναγνωσθέντα έγγραφα, γιατί από την αιτιολογία της αποφάσεως προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και ε)ότι δημιουργείται αντίφαση από το ότι το "...........Μεσσηνίας" αναφέρεται στην αιτιολογία της αποφάσεως και ως ".......... Λακωνίας", γιατί είναι προφανής η παραδρομή στη χρησιμοποίηση της λέξεως "Λακωνίας" αντί " Μεσσηνίας". Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ουδόλως συνάγεται ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να παραβλέπει τις από το νόμο τιθέμενες προθεσμίες και να θεωρεί εντεύθεν εμπρόθεσμα τα εκπροθέσμως ασκηθέντα ένδικα μέσα, η απόρριψη των οποίων για το λόγο αυτό δεν συνιστά έλλειψη ακροάσεως. Επομένως, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως είναι αβάσιμα, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που δεν αναφέρονται στην απόρριψη της εφέσεως ως εκπρόθεσμης, είναι απαράδεκτες. Ύστερα απ' αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Ιουνίου 2005 αίτηση της χ1, για αναίρεση της 31.609/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2007 Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Με την προσβαλλόμενη απόφα-ση απορρίφθηκε η έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Νόμιμη η κλήτευση του εκκαλούντος ως αγνώστου διαμονής. Όχι γνωστοποίηση μεταβολής κατοικίας και δη αυτής στο Ψάρι Μεσσηνίας (καμία μνεία στην έφεση) στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση. Απορρίπτει λόγο Δ΄ και λοιπούς λόγους αναιρέσεως. Μνεία και των τριών κρισίμων στοιχείων στην προσβαλλόμενη (χρόνος επιδόσεως - αποδεικτικό - χρόνος εφέσεως) - (αγνώστου διαμονής επίδοση - αιτιολο-γίας επάρκεια).
Αιτιολογίας επάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια.
1
Αριθμός 2384/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βσίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης, περί αναιρέσεως της 20/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Με κατηγορούμενο τον χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο και συγκατηγορούμενους τους: 1. χ2 και 2. χ3. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Κρήτης ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 7/12-3-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Κρήτης Ευδοκίας Παπαδοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 457/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.1 εδ. δ του Κ.Π.Δ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Εφετών, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση των αποφάσεων του Εφετείου και τις αποφάσεις των μεικτών ορκωτών και των τριμελών και μονομελών πλημμελειοδικείων που ανήκουν στην περιφέρειά του και για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνος της εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ) Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ,Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδάφιο β' και ζ' του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, με κάθειρξη τουλάχιστο δέκα(10) ετών και με χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου(1.000.000) μέχρι εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών τιμωρείται όποιος πωλεί, αγοράζει ή κατέχει ναρκωτικά, ενώ κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου( ήδη άρθρο 23 του Ν. 3459/2006), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2161/1993 και το εδ.α της παρ.2 του άρθρου 4 του Ν.2408/1996 και αντικαταστάθηκε με άρθρο 2 παρ.15 του Ν.2479/1997 με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή δέκα εκατομμυρίων(10.000.000) δραχμών μέχρι διακοσίων εκατομμυρίων( 200.000.000) δραχμών, τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6, 7 του παρόντος νόμου, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ' επάγγελμα....." Τέλος, κατά το άρθρο 23 του Ν.3459/2006 η ισχύς του οποίου αρχίζει από της 25ης Μαϊου 2006, με την οποία καθορίζονται οι επιβαρυντικές περιστάσεις, ως υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος εντός της προηγούμενης δεκαετίας ή σε βαθμό πλημμελήματος εντός της προηγούμενης πενταετίας. Εξ' άλλου, στο άρθρο 12 παρ.1 του ν. 1729/1987 ( ήδη 29 παρ.1 του ν.3459/2006) ορίζεται ότι όποιος για δική του αποκλειστικά χρήση προμηθεύεται ή κατέχει με οποιοδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε μικρή ποσότητα ή κάνει χρήση τους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός(1) έτους. Επίσης στην παρ.2 της αυτής ως άνω διατάξεως του άρθρου 29 ορίζονται τα εξής: καταδικαστικές αποφάσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν καταχωρίζονται στα αντίγραφα των δελτίων του ποινικού μητρώου, εκτός αν μέσα σε (5) χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης επακολουθήσει αμετάκλητη καταδίκη για την ίδια πράξη. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων και μάλιστα από αυτήν του άρθρου 8 του ν.1729/1987 (ήδη 23 του κωδικοποιημένου νόμου περί ναρκωτικών), με σαφήνεια προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως αυτής, είναι η βαρύτερη τιμωρία των ατόμων εκείνων, που παρουσιάζουν μια επικινδυνότητα σχετική με την βαρύτητα των αδικημάτων, όπως αυτά οριοθετούνται από τη διάταξη αυτή και σχετίζονται με την εμπορία των ναρκωτικών. (άρθρα 5, 6 και 7 του Ν.1729/1987 και ήδη 20, 21 και 22 του Ν.3459/2006). Τέτοια όμως επικινδυνότητα, που αναμφισβήτητα αποτελεί την ουσιώδη και βασική προϋπόθεση της συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως και μάλιστα αυτή του υποτρόπου, δε μπορεί να καταλογιστεί σε εκείνο το δράστη που προμηθεύεται ή κατέχει σε μικροποσότητα ναρκωτικές ουσίες για δική του αποκλειστική χρήση και πολύ περισσότερο να θεωρηθεί ως επικίνδυνο το άτομο εκείνο, το οποίο έχει καταδικαστεί για την πράξη του άρθρου 12 του Ν. 1729/1987. Τούτο, γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, ο δράστης της παραβάσεως αυτής δεν εμφανίζει αντικειμενική επικινδυνότητα, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο το νομοθέτη, που τιμωρεί τη συγκεκριμένη παράβαση με φυλάκιση μέχρις ενός(1) έτους, επιπρόσθετα δε από το γεγονός ότι πρώτον η καταδίκη για τη συγκεκριμένη παράβαση, εγγράφεται στο αντίγραφο του δελτίου του ποινικού μητρώου υπό προϋποθέσεις και δεύτερον από το γεγονός ότι μετατρέπεται η ποινή που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 12παρ.1 του ν.1720/1987 σε χρηματική ποινή. 'Αλλωστε, ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987, που αντιμετωπίζει τις διάφορες περιπτώσεις παραβατικότητας περί τα ναρκωτικά με προέχον στοιχείο αυτό της εμπορίας, δεν περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 12 του Ν.1729/1987, γεγονός το οποίο υποδηλώνει τη βούληση του νομοθέτη να μην καταλαμβάνει η επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 8 του Ν.1729/1987 της υποτροπής, τον παραβάτη της διατάξεως του άρθρου 12 παρ.1 του αυτού νομοθετήματος. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα, ακόμη και για τον περιστασιακό δράστη, ο οποίος θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να θεωρηθεί υπότροπος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν.1729/1987, εφόσον στο χρόνο που θέτει η διάταξη αυτή, της τελευταίας πενταετίας, καταδικαστεί εκ νέου σε βαθμό πλημμελήματος για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης που την εξέδωσε, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανεξέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που την στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα ( μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, έγγραφα, απολογία του κατηγορούμενου), τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Κατά τις 14-5-2004, στο χώρο της ....... Κρήτης, στη λεωφόρο ........, στον .......... Ηρακλείου, αστυνομικοί του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Ηρακλείου, μεταξύ των οποίων και ο μάρτυρας Ζ1, αφού με προηγούμενη παρακολούθηση από απόσταση είχαν επαληθεύσει υπηρεσιακές πληροφορίες τους για είσοδο των κατηγορουμένων στο χώρο του ........ Κρήτης (χωρίς να έχουν φοιτητική ιδιότητα ή άλλη έννομη σχέση), αλλά για διακίνηση ναρκωτικών στους φοιτητές, έθεσαν και πάλι το συγκεκριμένο χώρο σε στενότερη παρακολούθηση. Περί την 14.00 ώρα της 14-5-2004, εισήλθαν το χώρο του ......... οι κατηγορούμενοι μαζί με τον ανήλικο ........., ο οποίος εκινείτο πεζός και πωλούσε ναρκωτικά σε φοιτητές, ενώ το ίδιο έπρατταν και οι λοιποί κατηγορούμενοι. Συγκεκριμένα ο τελευταίος κατ/νος χ3 επέβαινε στο υπ' αρ ......... ΙΧΕ αυτοκίνητο του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1, μαζί με τον τελευταίο και παίρνοντας μικρές ποσότητες από φυλασσόμενες εντός του αυτοκινήτου από αμφοτέρους μεγαλύτερη ποσότητα ινδικής κάνναβης μετέβαινε πεζός προς αναζήτηση αγοραστών, φοιτητών και φοιτητριών, τους πωλούσε τη ναρκωτική ουσία και επανερχόμενος επαναλάμβανε τις προμήθειες και πωλήσεις, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέμενε στο αυτοκίνητό του και φύλασσε τα ναρκωτικά. Για μετακινήσεις του σε μακρινότερες αποστάσεις μέσα στο χώρο του ......, προς αναζήτηση αγοραστών των ναρκωτικών του, ο κατηγορούμενος Χ3 χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορουμένου Χ2, από κοινού με αυτόν και λάμβανε ποσότητες ινδικής κάνναβης προς πώληση και από τις εντός αυτού του αυτοκινήτου υπάρχουσες, από τις οποίες επίσης πωλούσε με ανάλογο τρόπο σε φοιτητές και φοιτήτριες και ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2. Όταν οι κατηγορούμενοι, μαζί με αγοραστές ναρκωτικών, βρέθηκαν σε παρακείμενο οικόπεδο (ελαιώνα), επενέβησαν οι αστυνομικοί και συνέλαβαν τους δυο πρώτους κατηγορουμένους, ενώ ο τελευταίος διέφυγε τη σύλληψη. Στο αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορουμένου με αρ. κυκλ. ........ βρέθηκαν δυο ποσότητες ακατέργαστης ειδικής κάνναβης περιτυλιγμένες σε χαρτί, μικτού βάρους 12,3 γραμμαρίων, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και 9,4 γραμμάρια στην πόρτα του οδηγού αντίστοιχα και έξι ποσότητες ακατέργαστης ινδικής κάνναβης στο πατάκι της θέσης του οδηγού, μέσα σε μαύρο σακίδιο ώμου, έκαστη περιτυλιγμένη με χαρτί, μικτού βάρους 6 γραμμαρίων, 7 γραμμαρίων, 7,2 γραμμαρίων, 6,6 γραμμαρίων, 7,5 γραμμαρίων, 10,4 γραμμαρίων αντίστοιχα καθώς επίσης και μια νάυλον σακούλα η οποία περιείχε είκοσι μία (21) ποσότητες ακατέργαστης ινδικής κάνναβης βάρους 6,7 γραμμαρίων, 10,2 γραμμαρίων, 9 γραμμαρίων, 7 γραμμαρίων, 11,4 γραμμαρίων, 7,5 γραμμαρίων, 9,9 γραμμαρίων, 8,1 γραμμαρίων, 7,4 γραμμαρίων, 8,3 γραμμαρίων, 9 γραμμαρίων, 8, 9 γραμμαρίων, 10, 2 γραμμαρίων, 9, 6 γραμμαρίων, 7,7 γραμμαρίων, 8, 3 γραμμαρίων, 7, 4 γραμμαρίων, 8 γραμμαρίων, 9,7 γραμμαρίων, 7,3 γραμμαρίων, 6,9 γραμμαρίων αντίστοιχα, την οποία ο κατηγορούμενος Χ2, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία των αστυνομικών της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, απέρριψε έξω από το αυτοκίνητο, όπως επίσης και οκτώ ποσότητες ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, περιτυλιγμένες σε χαρτί, μικτού βάρους, 7,3 γραμμαρίων, 8,5 γραμμαρίων, 9,9 γραμμαρίων, 6,5 γραμμαρίων, 9,6 γραμμαρίων, 7,3 γραμμαρίων, 7,6 γραμμαρίων, 7,8 γραμμαρίων αντίστοιχα, τις οποίες ο κατηγορούμενος Χ2, καθώς και οι συνεργοί του ανήλικοι .......... και .............., μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία των αστυνομικών της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, απέρριψαν ομοίως έξω από το αυτοκίνητο. Επίσης στο αυτοκίνητο του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1 είχαν απομείνει και βρέθηκαν 32,2 γρ. ινδικής κάνναβης στη θέση του συνοδηγού, 12,5 γρ. ινδικής κάνναβης στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και άλλη μικρή ποσότητα στη θέση του οδηγού. Σε έρευνα στην οικία του τρίτου κατηγορουμένου Χ3 βρέθηκαν 1,4 γρ. ινδικής κάνναβης και μια ζυγαριά ακριβείας, όπως και σύνεργα κοπής και χρήσης κοκαϊνης με υπολείμματά της σε ένα φιαλίδιο. Ήτοι η συνολική ποσότητα ναρκωτικών (διανεμημένη σε μικροποσότητες) που βρέθηκε στην κατοχή των κατηγορουμένων και κατασχέθηκε ήταν 388,3 γρ. ινδικής κάνναβης και ανήκε στην συγκατοχή όλων των κατηγορουμένων, οι οποίοι, με κοινή συνεννόηση και για κοινό παράνομο όφελος, την προόριζαν για πώληση στο χώρο του ...... Ηρακλείου, όπως προηγουμένως είχαν πωλήσει άλλες ποσότητες ινδικής κάνναβης, που αποτέλεσαν την αιτία της αποκάλυψης και σύλληψης τους. Όλα τα ανωτέρω περιστατικά προκύπτουν ειδικότερα από τη στηριζόμενη σε άμεση αντίληψη ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Ζ1, σε συνδυασμό με τα ευρήματα (ναρκωτικά και λοιπά μέσα τέλεσης της εμπορίας ναρκωτικών) που περιγράφονται στις εκθέσεις κατασχέσεως. Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου Χ2 ότι λόγω της τοξικομανίας του είχε μειωθεί ουσιωδώς η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων του και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό (άρθρο 36 Π.Κ.), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η τοξικομανία του (την οποία δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) προέκυψε από τη χρήση της ινδικής κάνναβης και εν μέρει ηρωίνης και δεν επηρέαζε σε σημαντικό βαθμό την ικανότητά του προς καταλογισμό, ούτε προκύπτει κάποια σχετική, ασφαλής ένδειξη από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη. Επίσης απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο αυτοτελής ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1, ότι προόριζε τα ναρκωτικά που ήταν στο αυτοκίνητό του για ιδία αποκλειστική χρήση (άρθρο 12 παρ. 1 ν. 1729/1987), καθόσον ενώπιον των αστυνομικών ο συγκατηγορούμενός του Χ3 έπαιρνε ναρκωτικά από το αυτοκίνητο αυτού (δεύτερου κατηγορούμενου) εν γνώσει του και τα πωλούσε σε φοιτητές και φοιτήτριες, παρεκτός του ότι ακόμα και εκείνες οι ποσότητες που εναπέμειναν στο αυτοκίνητο (τρεις τουλάχιστον συσκευασίες βάρους άνω των 40 γρ) δεν δικαιολογούνταν για αποκλειστική χρήση του δεύτερου κατηγορούμενου στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αλλά είχαν αυτές προορισμό να πωληθούν, σύμφωνα με το κοινό σχέδιο όλων των κατηγορουμένων και για κοινό όφελος τούτων". Ακολούθως, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο, εκτός των άλλων, τον Χ1, για τις αξιόποινες πράξεις της αγοράς, κατοχής από κοινού και της πώλησης κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών,( άρθρα 4 παρ. 1,3 ΠΙΝ. Α6 και 5 παρ.1 εδ. β, ζ, Ν. 1729/1987, όπως το άρθρο 5 αντικ. με το άρθρο 10 Ν.2161/1993) με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2δ του Π.Κ της ειλικρινούς μεταμέλειας, χωρίς τη συνδρομή όμως των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του Ν.1729/1987 (ήδη άρθρο 23 Ν.3459/2006), όπως δέχθηκε η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου και ειδικότερα αυτής του υποτρόπου, παρά το γεγονός ότι ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, εντός της τελευταίας πενταετίας είχε καταδικασθεί αμετάκλητα, σύμφωνα με την υπ' αριθμό 398/24-10-2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης, για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και συγκεκριμένα για παράβαση του άρθρου 12 παρ.1 του Ν.1729/1987. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι δηλαδή δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ1 οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 8 του Ν.1729/1987( ήδη άρθρο 23 του Ν.3459/2006) και μάλιστα του υποτρόπου, ορθώς το Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 8 του Ν.1729/1987 και ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η απόφαση αυτή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης, για αναίρεση της υπ' αριθμό 20/29-1-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, κατά το μέρος που αφορά την παραδοχή της μη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως, της υποτροπής, σε βάρος του κατηγορουμένου χ1. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση Εισαγγελέα Εφετών κατά αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του Κ.Π.Δ.). Ορθώς η πλειοψηφία του δικαστηρίου δέχθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 8 Ν. 1729/ 1987 (ήδη 23 Ν. 3459/2006) περί υποτροπής, παρά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί αμετάκλητα εντός της πενταετίας για παράβαση του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 3459/2006). Η φύση του αδικήματος της παρ. 1 του άρθρου 12 Ν. 1729/1987, δεν ενέχει το χαρακτήρα της επικινδυνότητας του δράστη, που είναι απαραίτητο στοιχείο για να θεωρηθεί αυτός ως υπότροπος εγκληματίας
Υποτροπή
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά, Εισαγγελέας Εφετών, Υποτροπή.
1
Αριθμός 2380/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ---- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λοζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) ....... και 2) ....., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παπαδημητρόπουλο, για αναίρεση της με αριθμό 47.790/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ......, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2007 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 850/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 και 2 του ν. 3346/2005, 2 και 114 ΠΚ και 568 ΚΠΔ, προκύπτει ότι οι επιβληθείσες μέχρι την 17.6.2005 ποινές έως έξι μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο, ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δέκα οκτώ μήνες από 17.6.2005 σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας - ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες, κατά την παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 3346/2005, αποφάσεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 47.790/30-6-2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν, με την υπ' αριθμό 90.884/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για παράβαση του Α.Ν 690/1945, ο καθένας από αυτούς σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, η οποία δεν είχε εκτιθεί μέχρι 17.6.2005. Συνεπώς, και με δεδομένο ότι η, κατά τα άνω παραγραφή αναφέρεται σε ποινή στερητική της ελευθερίας, που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, ανεξάρτητα του αν παράλληλα έχει επιβληθεί και χρηματική ποινή, (ΑΠ 441/2006), έπρεπε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση επί των εφέσεων που άσκησαν οι αναιρεσείοντες κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, προκειμένου να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Με το να μην πράξει συνεπώς τούτο, αλλά να προβεί στην καταδίκη των αναιρεσειόντων, υπερέβη την εξουσία του. Κατ' ακολουθία, πρέπει, να γίνει δεκτός ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, (ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 47.790/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση, με την επίκληση του λόγου αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας (γιατί δεν εφαρμόστηκε η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 Ν.3346/205 που ήταν εφαρμοστέα). Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, για να τεθεί η υπόθεση στο Αρχείο
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας.
0
Αριθμός 2379/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Αναγνωστόπουλο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την με αριθμό 1857/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αιτών ζητά τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 109/2007.. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 170/30.4.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 32 § § 1+4, 138 § 2β, 525 § 1 αρ.5, 527 § § 1+3, 528 § 1 Κ.Π.Δ., αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας του Χ1 που εγχειρίστηκε την 16-1-2007 από την εξουσιοδοτημένη προς τούτο δικηγόρο Π. Παπαδοπούλου και εκθέτω τ΄ακόλουθα:Ο αιτών με την υπ΄αρ. 1857/23-7-2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κατεδικάσθη σε φυλάκιση 8 μηνών (ανασταλείσα επί τριετία) για ψευδορκία μάρτυρα. Κατά της άνω αποφάσεως αυτός (ως και η ετέρα κατηγορουμένη του ....) άσκησε αναίρεση την 30-10-2001, η οποία όμως απερρίφθη με την υπ΄αρ. 757/2002 απόφαση του Υμετέρου Δικαστηρίου, διότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους του έτρεχε από την δημοσίευση της καταδικαστικής αποφάσεως και όχι από την καταχώρησή της ως καθαρογραμμένης εις το ειδικό βιβλίο. Ακολούθως ο αιτών προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παραπονούμενος για παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη αρ. 6 § 1 ΕΣΔΑ, διότι παρεμποδίστηκε ως προς τα δικαίωμά του να έχει πρόσβαση στον ΄Αρειο Πάγο και για παραβίαση του δικαιώματός του να έχει τον απαραίτητο χρόνο για την προετοιμασία της υπερασπίσεώς του. Με την υπ΄αρ. 39295/2002 απόφαση του άνω Δικαστηρίου έγινε δεκτή η προσφυγή του (δείτε αντίγραφο αποφάσεως). Εις την απόφαση επισημαίνεται ότι η οικεία νομοθεσία, ή η εφαρμογή αυτής, δεν πρέπει πάντως να εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο να ασκεί το προβλεπόμενο ένδικο μέσο. Στην υπό κρίση περίπτωση από το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ καθώς επίσης και από την θέση που φαίνεται να υιοθετεί πλέον πρόσφατα ο΄Αρειος Πάγος στο θέμα (απόφασή του 2229/2002) το Δικαστήριο έκρινε ότι στον προσφεύγοντα ετέθη στην συγκεκριμένη περίπτωση ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο και συνεπώς, υπάρχει παραβίαση του αρ. 6 § 1 της Συμβάσεως. Η δημοσίευση της αποφάσεως αυτής έλαβε χώρα την 13-4-2006 και κατέστη τελεσίδικη με την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας του αρ. 44 § 2β της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι εζητήθη η παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως. ΙΙ) Κατά την διάταξη του αρ. 525 παρ. 1 στοιχ. 5 Κ.Π.Δ. (που προσετέθη με αρ. 11 Ν. 2865/2000), η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου, για πλημμέλημα ή κακούργημα, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται περιοριστικά) και: " αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαπιστώνεται παράβαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε". Aπό την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επανάληψη της διαδικασίας στην περίπτωση αυτή, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι η παραβίαση του δικαιώματος του καταδικασμένου που διαπιστώθηκε από το ΕΔΔΑ, είχε επηρεάσει αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, της οποίας η διαδικασία ζητείται να επαναληφθεί και η επανόρθωση της βλάβης που μπορεί να επιτευχθεί, με την επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 1452/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/2006). Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με την άνω διάταξη θα πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η υπ΄αρ. 757/2002 απόφαση του Υμετέρου Δικαστηρίου, να κριθεί ως εμπρόθεσμη (αρ. 473 § 2,3 Κ.Π.Δ.) η αναίρεση (από 31-10-01) και οι από 22-2-2002 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, και επειδή είναι νομότυπη (αρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ.) διότι αναφέρουν συγκεκριμένους και σαφείς λόγους κατά κεφαλαίων της αποφάσεως (1857/01 του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών), πλην όμως επειδή η πράξη της ψευδορκίας για την οποία κατεδικάσθη είναι πλημ/μα και ετελέσθη την 2-11-1994 έχει υποπέσει την οκταετή παραγραφή (άρ. 111 § 3- 113 § 3 Π.Κ.) εξαλείφθηκε το αξιόποινό της και θα πρέπει το Υμέτερο Δικαστήριο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη. Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω. Να γίνει δεκτή η από 16-1-2007 αίτηση του Χ1, να επαναληφθεί η διαδικασία εφ΄ής εξεδόθη η υπ΄αρ. 757/2002 απόφαση του Υμετέρου Δικαστηρίου να ακυρωθεί αυτή να κριθεί ως εμπρόθεσμη η από 31-10-01 αίτηση αναιρέσεως μετά των (από 22-2-2002) προσθέτων λόγων κατά της υπ΄αρ. 1857/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών να κριθεί νομότυπη (474 § 2 Κ.Π.Δ.) και επειδή η πράξη της ψευδορκίας για την οποία κατεδικάσθη είναι πλημμέλημα φέρεται ότι ετελέσθη την 2-11-94 υπέπεσε στην 8ετή παραγραφή εξαλείφθηκε το αξιόποινό της, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη. Αθήνα 28 Μαρτίου 2007. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 5 του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2865/2000, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός των άλλων περιοριστικώς αναφερόμενων περιπτώσεων και αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 1 και 3 και 528 παρ. 1 εδ. α` του ίδιου Κώδικα η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται, πλην άλλων, και από τον ίδιο τον καταδικασμένο, προς το αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επαναλήψεως συμβούλιο εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο ή το συμβούλιο του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση, που αποφαίνεται αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτησή του, ο αιτών Χ1 ζητεί την προς το συμφέρον του επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της 1857/23-7-2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 8 μηνών, που ανεστάλη επί τριετία, για ψευδορκία μάρτυρα, για το λόγο ότι, με την 39295/2002 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαπιστώθηκε, ότι με την παραπάνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων παραβιάσθηκε το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η αίτηση είναι νόμιμη, παραδεκτώς εισαγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε Συμβούλιο (άρθρα 527 παρ. 3, 528 παρ. 1 του ΚΠΔ.) και πρέπει να ερευνηθεί κατ` ουσίαν. ΙΙ. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών, με τη 7/23-7-2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 8 μηνών, ποινή που ανεστάλη επί τριετία, για ψευδορκία μάρτυρα. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε στις 30-10-2001 αναίρεση, η οποία όμως απορρίφθηκε με την 757/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, διότι κρίθηκε ότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους του έτρεχε από την δημοσίευση της καταδικαστικής αποφάσεως και όχι από την καταχώρισή της ως καθαρογραμμένης εις το ειδικό βιβλίο. Έτσι η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου, κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της από 30-10-2001 αίτησης αναιρέσεως κατ' αυτής. Ακολούθως, ο αιτών προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕυρΔΔΑ), παραπονούμενος για παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη (αρ. 6 § 1 ΕΣΔΑ), διότι παρεμποδίστηκε, ως προς τα δικαίωμά του να έχει πρόσβαση στον Άρειο Πάγο και να έχει τον απαραίτητο χρόνο για την προετοιμασία της υπερασπίσεώς του. Με την 39295/2002 απόφαση του ΕυρΔΔΑ, έγινε δεκτή η προσφυγή του αιτούντος, αφού διαπιστώθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕυρΣΔΑ, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, λόγω του δυσαναλόγου εμποδίου που τέθηκε στο δικαίωμα του αιτούντος για πρόσβαση σε δικαστήριο, ήτοι στον Άρειο Πάγο, αφού, σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Αρείου Πάγου, αυτός όφειλε να ασκήσει αναίρεση κατ' αποφάσεως, το σκεπτικό της οποίας αγνοούσε. Η δημοσίευση της αποφάσεως αυτής έλαβε χώρα την 13-4-2006 και κατέστη οριστική με την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας του αρ. 44 § 2β της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως. Η πιο πάνω παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος να έχει πρόσβαση στο δικαστήριο είχε ως αποτέλεσμα να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη η αναίρεσή του, αντί αυτή να κριθεί ως προς την βασιμότητά της. Η επανόρθωση δε της βλάβης που αυτός υπέστη εξαιτίας της εν λόγω παραβίασης, μπορεί να επιτευχθεί με την επανάληψη της αναιρετικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, θα πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η 757/2002 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, να κριθεί ως εμπρόθεσμη (αρ. 473 § 2,3 Κ.Π.Δ.) η από 31-10-01 αναίρεση και οι από 22-2-2002 πρόσθετοι αυτής λόγοι αναιρέσεως, και να εκδικαστεί η υπόθεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπως θα είχε συμβεί, εάν η αναίρεση είχε κριθεί εξαρχής ως εμπρόθεσμη. ΙΙΙ. Από τη δημοσίευση του ν. 3160/2003 την 30-6-2993, αφότου άρχισε και η ισχύς του, με το άρθρο 50 παρ. 5 του οποίου αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 511 του ΚΠΔ και ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο ΄Αρειος Πάγος λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης αν κριθεί (εκτός από παραδεκτός) και βάσιμος ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως, και ενόψει της φύσεως της διατάξεως αυτής ως δικονομικής και της εντεύθεν εφαρμογής της από τη δημοσίευση του νόμου (30-6-2003) και στις εκκρεμείς κατά το χρόνο της ισχύος της ποινές υποθέσεις, καθώς και της συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως μετά την ισχύ του εν λόγω νόμου, η λήψη υπόψη της παραγραφής της πράξεως προϋποθέτει και βασιμότητα ενός τουλάχιστον λόγου αναιρέσεως. Στην προκειμένη υπόθεση, η πράξη της ψευδορκίας, για την οποία καταδικάσθηκε ο αιτών- αναιρεσείων, είναι πλημμέλημα και φέρεται ότι τελέσθηκε στις 2-11-1994 και, από την ημερομηνία αυτή μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας, παρήλθε μεν χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την οκταετία, πλην όμως, για να ληφθεί υπόψη η εν λόγω παραγραφή (άρθρα 111 παρ. 1 και 3, 112 και 113 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ), πρέπει προηγουμένως, να ερευνηθεί, εκτός από το παραδεκτό, και η βασιμότητα των λόγων αναιρέσεως. Συνεπώς, για να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αιτούντος για το προαναφερόμενο αδίκημα, πρέπει να κριθεί ότι ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Ενόψει δε του ότι η εισαγγελική πρόταση περιορίζεται μόνο επί του παραδεκτού και της βασιμότητας της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας και του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, κρίνοντας ότι, μετά ταύτα, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, πρέπει το Συμβούλιο αυτό να απόσχει, κατ` εφαρμογή του άρθρου 32 ΚΠΔ, από την έκδοση απόφασης μέχρι να υποβληθεί εισαγγελική πρόταση επί της βασιμότητας των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 3/1/2007 αίτηση του Χ1, για επανάληψη προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε 757/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ακυρώνει την 757/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου και κρίνει εμπρόθεσμη και νομότυπη την από 31-10-01 αίτηση αναιρέσεως του αιτούντος μετά των από 22-2-2002 προσθέτων αυτής λόγων, κατά της 1857/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Απέχει από την έκδοση απόφασης επί της από 30-10-2001 αιτήσεως (δήλωσης) αναιρέσεως (με αρ.πρωτ. 9131/31-10-2001) και των από 22-2-2002 προσθέτων αυτής λόγων, κατά της 1857/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μέχρι να υποβληθεί εισαγγελική πρόταση επί της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων των αιτήσεων αυτών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Δεκεμβρίου 2007 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επανάληψης διαδικασίας μετά τη διαπίστωση παράβασης της ΕΣΔΑ από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Γίνεται δεκτή η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, εφόσον κρίνεται ότι η κρίση του δικαστηρίου που καταδίκασε επηρεάσθηκε από την παραβίαση της διάταξης του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ. Παραγραφή. Ο Άρειος Πάγος λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που επήλθε μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, αν κριθεί (εκτός από παραδεκτός) και βάσιμος, ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως. Η διάταξη του άρθρου 511 ΚΠΔ (50 παρ. 5 Ν.3160/2003) είναι δικονομική και εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις. Εφόσον η εισαγγελική πρόταση περιορίζεται μόνο επί της αιτήσεως για επανάληψη της συζήτησης, πρέπει το δικαστήριο αυτό, ως Συμβούλιο, να απόσχει από την έκδοση απόφασης, μέχρι να υποβληθεί εισαγγελική πρόταση επί των λόγων των αιτήσεων αναίρεσης
Παραγραφή
Παραγραφή, Ε.Σ.Δ.Α., Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 2378/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης x1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Ζιαμπάρα, για αναίρεση της με αριθμό 154/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 497/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό τις διατάξεις των άρθρων 474,476 και 498 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης πρέπει καταρχήν να περιέχει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά προκειμένου για έφεση του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.3, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.19β του Ν. 2408/1996, "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολόγηση της έφεσης που ασκείται από τον εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και αξιώνει από τον εισαγγελέα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων της έφεσης, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση . Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του εν λόγω κατηγορουμένου. Αν η έφεση δεν έχει τέτοια αιτιολογία και παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 427/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ-μελειοδικείου Μυτιλήνης και τα ενσωματωμένα σ'αυτή πρακτικά, ο κατηγορούμενος χ και η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα χ1, κηρύχθηκαν αθώοι του πλημμελήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, και ειδικότερα για το ότι "στη ......, στις 10-10-2002, με σκοπό να βλάψουν άλλον, απέκρυψαν έγγραφο του οποίου δεν ήταν κύριοι και που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου και συγκεκριμένα, υπεξήγαγαν τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία 1 πράξη έγγραφα ήτοι τα 1)εκδοθείσα άδεια γάμου, 2)το διαβατήριο και 3) Την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος συντηρητή, καθώς δεν τα παρέδωσαν στο δικαστικό επιμελητή που προσήλθε στην οικία τους προκειμένου να εκτελέσει το διατακτικό της 111/01 προσωρινής απόφασης". Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Μυτιλήνης άσκησε εμπροθέσμως την από 22.2.2006 έφεση, για την οποία συντάχθηκε η 50/2002 σχετική έκθεση. Στην έκθεση αυτή εφέσεως, όπως από το περιεχόμενό της προκύπτει, ο ως άνω Εισαγγελέας δήλωσε ότι εφεσιβάλλει την ανωτέρω αθωωτική απόφαση επειδή "δεν εκτιμήθησαν επαρκώς από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία και έτσι κηρύχθηκαν αθώοι, για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων ενώ έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι οι χ και η χ1, κατηγορούμενοι για παράβαση άρθρου 232 Α του Π.Κ, όπως επανήλθε σε ισχύ και υπεξαγωγή εγγράφου. Ειδικότερα προκύπτει ευθέως ότι η χ1 κατείχε αποδεδειγμένα την εκδοθείσα άδεια γάμου του εγκαλούντος ψ1, το διαβατήριό του και την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του συντηρητή. Η ιδία, όπως προκύπτει από το από ....... έγγραφο της Νομαρχίας Λέσβου, ως και την σημείωση με ημερομηνία 29/11/2000 περί παραλαβής της άδειας ηλεκτρολόγου από την νομαρχία Αθηνών, τα είχε παραλάβει από τις διάφορες υπηρεσίες και φύλαγε στην οικία τους, ιδιοκτησίας του επίσης κατηγορουμένου χ. Οι κατηγορούμενοι στις 10/10/2002 και μετά τη διάλυση του αρραβώνα της 1ης κατηγορουμένης και του εγκαλούντος, προκειμένου να βλάψουν τον εγκαλούντα, απέκρυψαν τα ως άνω έγγραφα, αν και ο εγκαλών είχε δικαίωμα ως κύριος αυτών να ζητήσει την παράδοση τους όπως και έπραξε". Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, οι κατηγο-ρούμενοι, δια των συνηγόρων τους, υπέβαλαν ένσταση απαραδέκτου της εφέσεως, διότι αυτή δεν περιείχε την απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.3 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ,και ειδικότερα ότι " τα αναφερόμενα στην έκθεση εφέσεως έγγραφα, τα οποία και αποτελούν την βάση της αιτιολογίας του κ. Εισαγγελέως, ήτοι από το από ....... έγγραφο της Νομαρχίας Λέσβου, ως και τη σημείωση με ημερομηνία 29/11/2000 περί παραλαβής της αδείας ηλεκτρολόγου από τη νομαρχία Αθηνών, δεν περιέχονται στο νόμιμο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και δεν κηρύχθηκαν αναγνωστέα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιθέτως το πρώτο γίνεται χρήση αυτών από τον άσκησαντα την έφεση Εισαγγελέα. Τούτο όμως αποτελεί υπέρβαση εξουσίας του κ. Εισαγγελέως, καθ' όσον γίνεται χρήση μη νομίμου αποδεικτικού μέσου και το γεγονός αυτό συμπαρασύρει στο σύνολό της την αιτιολογία για την άσκηση της εφέσεως". Η ένσταση αυτή των κατηγορουμένων - εφεσιβλήτων απορρίφθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την εξής αιτιολογία: "Η έφεση κατά της με αριθμό 427/2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης ασκήθηκε παραδεκτά από τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Μυτιλήνης, καθόσον είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένος ο λόγος της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ.3 ΚΠΔ, δεδομένου ότι σ'αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αθωωτικής απόφασης, που είναι και η μόνη προϋπόθεση που απαιτείται σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη για να είναι τυπικά δεκτή η έφεση που ασκεί ο εισαγγελέας και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή". Ακολούθως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, πρόεβη στην εκδίκαση της υποθέσεως και κήρυξε, αθώο μεν τον κατηγορούμενο χ, ένοχη δε την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα χ1 και της επέβαλε ποινή 4 μηνών , την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Η πιο πάνω αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο κατηγορούμενη - αναιρεσείουσα κηρύχτηκε αθώα για την πιο πάνω πράξη και, επιπλέον, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξης. Ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων συνιστά μεν λόγο εφέσεως, πρέπει όμως να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αποφάσεως ως προς την εκτίμηση αυτών των αποδείξεων. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης και των πρακτικών της δίκης επί της οποίας αυτή εκδόθηκε, το Δικαστήριο, προκειμένου να οδηγηθεί στην απαλλακτική για τους κατηγορούμενους κρίση του, έλαβε υπόψη του την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και την απολογία της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας χ1, που ήταν παρούσα κατά την διαδικασία. Τα έγγραφα δε τα οποία ανέγνωσε το Δικαστήριο και τα οποία έλαβε υπόψη του ήταν τα εξής . "α) η έκθεση προφορικής μήνυσης, β) η υπ' αριθμ. 111/01 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης (διαδικ. ασφαλιστικών μέτρων), γ) οι ...... και ......... εκθέσεις επίδοσης του δικ. Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Μυτιλήνης ........ και δ) η υπ' αριθμ. ...... έκθεση αναγκαστικής εκτέλεσης του ίδιου δικ. Επιμελητή, που αναφέρονται κάτω από το κατηγορητήριο, καθώς και η υπ' αριθμ. πρωτ. .......... βεβαίωση της Ι. Μητροπόλεως Μηθύμνης, η οποία προσκομίσθηκε από το συνήγορο υπερασπίσεως". Συνεπώς, εφόσον ο μοναδικός λόγος της έφεσης αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη η έφεση, πρέπει να μνημονεύονται, έστω και κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων αυτών, καθώς και τα κατ' ορθή εκτίμηση αυτών πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, στην έφεση του Εισαγγελέα, δεν μνημονεύονται οι αποδείξεις που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ούτε γίνεται αναφορά ότι, με βάση τις αποδείξεις αυτές, προκύπτουν περιστατικά που θεμελιώνουν την ενοχή των κατηγορουμένων για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων και, επομένως, αυτοί, κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κρίθηκαν αθώοι. Αντίθετα , οι αποδείξεις που οδηγούν, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα, στην καταδικαστική για τους κατηγορουμένους κρίση, στηρίζονται στα αναφερόμενα στην έφεση έγγραφα, ήτοι στο από ........ έγγραφο της Νομαρχίας Λέσβου, και στην σημείωση με ημερομηνία 29/11/2000 περί παραλαβής της άδειας ηλεκτρολόγου από την Νομαρχία Αθηνών. Τα έγγραφα όμως αυτά δεν μνημονεύονται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και, όπως ήταν φυσικό, δεν τα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και ειδικότερα εγγράφων, που δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι προσκομίσθηκαν και αναγνώσθηκαν, ώστε να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί, ότι στην κρινόμενη έφεση δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν, έστω και από τα αναφερόμενα σε αυτή έγγραφα, ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της αξιόποινης πράξης της υπεξαγωγής εγγράφου. Από πιο πάνω έγγραφα, όπως στην έφεση αναφέρεται, προκύπτει μόνο ότι οι κατηγορούμενοι κατείχαν τα έγγραφα αυτά και όχι, κατ' ανάγκη, ότι τα απέκρυψαν με σκοπό να βλάψουν τον πολιτικώς ενάγοντα. Κατά συνέπεια, η έφεση του Εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης στερείται της πιο πάνω απαιτούμενης αιτιολογίας. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με το να δεχθεί ως παραδεκτή την ανωτέρω έφεση και προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και κηρύξει ένοχη την κατηγορουμένη (αναιρεσείουσα), υπερέβη θετικά την εξουσία του. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Αφού δε η απόφαση αυτή αναιρείται λόγω του απαραδέκτου της εφέσεως του Εισαγγελέα και η επανερχόμενη σε ισχύ πρωτόδικη απόφαση είναι αθωωτική, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατ' άρθρο 519 Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 154/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαγωγή εγγράφου. Έφεση του Εισαγγελέα. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διαφορετικά το δικαστήριο υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας. Λόγος έφεσης εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Πρέπει να αφορά αποδείξεις που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο. Επίκληση από τον Εισαγγελέα εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν. Δέχεται αναίρεση. Αναιρεί και εφόσον η πρωτόδικη απόφαση είναι αθωωτική, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Εισαγγελέας Εφετών, Υπεξαγωγή εγγράφων.
0
Αριθμός 2377/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Φαρμάκη, για αναίρεση της 13283/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 956/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ.2 του ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της οριστικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι, προκειμένου περί των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής, που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνο στην παράλειψη υποβολής ανακριβούς δηλώσεως φόρου εισοδήματος, στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών και, τέλος, στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ( άρθρο 23 του πιο πάνω νόμου που αντικατέστησε το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990), από της ενάρξεως της ισχύος τούτου, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για την νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο προβλεπομένων εγκλημάτων, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της φορολογικής παράβασης που διαπιστώθηκε, η προηγούμενη επ' αυτής τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, η έλλειψη δε της προϋποθέσεως αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής διώξεως και καθιστά αυτήν, σε περίπτωση ασκήσεώς της, απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, δεν απαιτείται προκειμένου περί εγκλημάτων φοροδιαφυγής, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και, συνεπώς, για τη δίωξη αυτή δεν απαιτείται η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλ' ούτε, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επ' αυτής κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβίασης της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η διάταξη της παρ.4 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξεως του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17,18,και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ίδιου νόμου). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος παρ.3 και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 περ. Δ' ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερόμενα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη 13283/2006 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, για παραβίαση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρα 26 παρ.1, 27 παρ.1ΠΚ, 25 παρ.1,2,3 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με 'άρθρο 23 Ν.2523/97, 19 παρ.2 ν.2948/01 ) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι η ποινική δίωξη σε βάρος του αναιρεσείοντος για την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, η οποία ασκήθηκε ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ προς την εισαγγελική αρχή, έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη, "για το λόγο ότι η μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών δεν συνοδευόταν από επικυρωμένο αντίγραφο της εκθέσεως ελέγχου, των καταλογιστικών πράξεων και των αποδεικτικών οριστικοποίησης της ένδικης διαφοράς". Κατά την προβαλλόμενη δε από τον αναιρεσείοντα αιτίαση, το δικάσαν Δικαστήριο, με το απορρίψει σχετική ένσταση αυτού "περί απαραδέκτου της ασκηθείσας εναντίον του ποινικής διώξεως, για το πιο πάνω λόγο, με την αιτιολογία ότι "...Η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής και η υποβολή των αναφερομένων παραπάνω εγγράφων μαζί με τη μηνυτήρια αναφορά απαιτείται για το παραδεκτό της ποινικής διώξεως, όταν συντρέχει παράβαση από τις αναφερόμενες στα άρθρα 17 και 18 του ίδιου νόμου (2523/97) και όχι του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 που αφορά βεβαιωμένα ληξιπρόθεσμα χρέη, όπως προκύπτει από το κείμενο του ίδιου άρθρου (21) που αναφέρεται στις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 που προηγούνται αυτού και όχι στο άρθρο 23 που αντικατέστησε το άρθρο 25 του ν. 1882/90, κατά την άποψη που ακολουθεί ως ορθότερη το Δικαστήριο ...", έσφαλε, όπως υποστηρίζει, διότι ,αφενός ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, κατ' άρθρο 510 παρ.1 παρ.Ε Κ.Π.Δ.και, αφετέρου, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από το νόμο και το Σύνταγμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη της προαναφερόμενης ενστάσεως- ισχυρισμού του, υπερβαίνοντας έτσι την εξουσία του, με το να μη κηρύξει την κατ' αυτού ποινική δίωξη απαράδεκτη . Όμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία ο αναιρεσείων, καταδικάστηκε για παραβίαση προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την άσκηση της ποινικής διώξεως δεν ήταν απαραίτητη η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης ή η τελεσίδικη επί της τυχόν ασκηθείσης προσφυγής απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, ούτε η επισύναψη στη μηνυτήρια αναφορά των πιο πάνω εγγράφων. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε , Δ και Η του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 60/18-5-2006 αίτηση του x1, κατά της 13283/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Αιτιολογία αποφάσεως. Στοιχεία αδικήματος άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997. Λόγοι αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας, διότι η ποινική δίωξη, έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη, διότι δεν συνοδευόταν από επικυρωμένο αντίγραφο της οικείας έκθεσης φορολογικού ελέγχου, των καταλογιστικών πράξεων των ενδίκων φόρων και αντίγραφο των στοιχείων από τα οποία να αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της ένδικης φορολογικής εγγραφής κ.λ.π. Αβάσιμος, διότι επί μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, δεν εφαρμόζονται τα οριζόμενα στα άρθρα 17, 18, 19 και 20 του Ν. 2523/ 1997. Απορρίπτει αναίρεση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 2373/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Βασίλειο Λυκούδη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Παπαγεωργίου, περί αναιρέσεως της 1437/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ2, 2. Χ3 και 3. Χ4. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ......, που δεν παραστάθηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1665/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου κατά το άρθρο 394 παρ. 1 και 4 ΠΚ "όποιος με πρόθεση αποκρύπτει αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση... Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενήργησε από ιδιοτέλεια ή αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι στοιχείο του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, ως δυνάμενο να συντελεσθεί με έναν από τους αναφερόμενους σ' αυτήν τρόπους και προϋποθέτει προηγούμενη τέλεση αξιόποινης πράξης, από την οποία προήλθε το πράγμα που μεταβιβάστηκε σε τρίτο, είναι εκτός άλλων, ο δόλος του αποδεχομένου το προϊόν του εγκλήματος, δηλαδή η γνώση αυτού ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και βούληση αποδοχής του. Δηλαδή, ο αποδέκτης δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει από ποια ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει την παράνομη προέλευσή του. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι για να είναι κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, πρέπει να αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια τις συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε στην κατοχή του δράστη το πράγμα, όπως και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του, ότι εκείνος τελούσε σε γνώση της, από αξιόποινη πράξη, προελεύσεως του πράγματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 περ. στ' κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικά μεν είτε επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, είτε πρώτη φορά τέλεση της πράξεως όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, ήτοι όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης πράξεων αποδοχής προϊόντων προερχομένων από αξιόποινες πράξεις, προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1437/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος κατ' εξακολούθηση πράξη που φέρεται απ' αυτόν τελεσθείσα, κατ' επάγγελμα κατά το χρονικό διάστημα από 13-6-2000 έως 29-3-2001, στην κρίση της δε αυτή κατέληξε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος μνημονεύει (χωρίς όρκο καταθέσεις πολιτικώς εναγόντων, καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων). Ειδικότερα, από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης που αλληλοσυμπληρώνονται προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος. Ότι αυτός κατά το χρονικό διάστημα από 13-6-2000 μέχρι 29-3-2001 με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, στην περιοχή Σχιστού στον Κορυδαλλό Αττικής, όπου διατηρούσε μάνδρα παλαιών σιδηρικών, αγόρασε και αποπειράθηκε να αγοράσει από τους τρεις πρώτους συγκατηγορουμένους του (Χ3, Χ2 και Χ4) τα υπό τους αριθμούς 1 έως 14 στ διατακτικό αναφερόμενα αντικείμενα από αλουμίνιο και χαλκό, γνωρίζοντας ότι αυτά προέρχονται από την εγκληματική δραστηριότητα των προαναφερομένων, δηλαδή, ότι είχαν κλαπεί από τους κατόχους τους. Τούτο δε διότι δεν επρόκειτο περί μικροποσοτήτων και ανόμοιων αντικειμένων τα οποία συνήθως συγκεντρώνουν και πωλούν αθίγγανοι ως παλιοσίδερα, αλλά περί μεγάλων ποσοτήτων των οποίων δεν εδικαιολογείτο η κατοχή τους από τους πωλητές οι οποίοι τα παρέδιδαν έναντι ευτελούς τιμήματος. Ο κατηγορούμενος διαπράττει το έγκλημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κατ' επάγγελμα, διότι από την επανειλημμένη τέλεση αυτού προκύπτει σκοπός διαρκούς και σταθερού εισοδήματος. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 και 394 παρ. 1 και 4 του ΠΚ που εφάρμοσε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν έχει η προσβαλλόμενη απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τη γνώση του περί της προέλευσης των προϊόντων από αξιόποινη πράξη, αφού δεν αναφέρεται σ' αυτή επακριβώς η τιμή κτήσης είτε όλης της ποσότητας αλουμινίου και χαλκού είτε εν μέρει αυτής, ώστε να καθίσταται εφικτή η σύγκρισή της με την πραγματική αξία των εν λόγω ποσοτήτων από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί η από μέρος του γνωστή της προέλευσης των αντικειμένων, είναι αβάσιμη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η γνώση του αποδεχόμενου ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά που καταδεικνύουν αμέσως ή εμμέσως αυτήν (γνώση) και εν προκειμένω στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, μεταξύ των οποίων και το ευτελές του καταβληθέντος τιμήματος από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της από αξιόποινης πράξης (κλοπής) προέλευσης των αγορασθέντων αντικειμένων, ο δε μη ακριβής προσδιορισμός του ευτελούς τιμήματος δεν δημιουργεί ασάφεια, δεδομένου ότι από τη χρήση της φράσης "έναντι ευτελούς αξίας" συνάγεται η ύπαρξη πολύ μεγάλης δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την συνδρομή στο πρόσωπο αυτού της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης της αξιόποινης πράξης της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, είναι αβάσιμη, καθόσον με τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή ότι "ο κατηγορούμενος διαπράττει δε το έγκλημα αυτό κατ' επάγγελμα, διότι από την επανειλημμένη τέλεση αυτού προκύπτει σκοπός πορισμού διαρκούς και σταθερού εισοδήματος", θεμελιώνεται πλήρως και αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η παραπάνω επιβαρυντική περίσταση. Η επιβαρυντική αυτή περίσταση, δεν παύει να συντρέχει και όταν ο δράστης ασκεί νόμιμα επάγγελμα ή διατηρεί επιχείρηση, ποριζόμενος από τις δραστηριότητές του αυτές σταθερό εισόδημα. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. ΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, ποινής. Πρέπει όμως οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, αν έχουν προταθεί κατά τρόπο αόριστο, δεν υποχρεούται το δικαστήριο να απαντήσει ούτε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά δια του συνηγόρου του εκτός άλλων, και τον αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, δηλαδή της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, επικαλεσθείς, ειδικότερα, τα εξής: "Όπως αποδεικνεύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ουδέποτε έπαψα να εργάζομαι μετά την διακοπή της προσωρινής μου κρατήσεως και ουδέποτε παραβίασα οιονδήποτε όρο που μου επιβλήθηκε είτε από το Δικαστήριο είτε από τον Ανακριτή, ουδέποτε έκτοτε έχω απασχολήσει την Δικαιοσύνη και τις Αρχές εν γένει, έχω πλήρη κοινωνική ένταξη, είμαι παντρεμένος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου ηλικίας έξι ετών σήμερα". Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε το Δικαστήριο με την αιτιολογία " Απορρίπτει το αίτημα για αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης του κατηγορουμένου Χ1". Ετσι όμως η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον άνω ισχυρισμό, που ήταν πλήρης και ορισμένος, δεν διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ενόψει του ότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης αναιτιολόγητα, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα και μόνον καθόσον αφορά την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπό του (αναιρεσείοντος) της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρ. 84 παρ. 2ε' ΠΚ, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξή της, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το παραπάνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων, που την είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 1437/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Χ1 και μόνον καθόσον αφορά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο τούτου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξή της και απορρίπτει την αναίρεση κατά τα λοιπά. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το παραπάνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που την είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία αποδοχής προϊόντων εγκλήματος. Υπαλλακτικά μικτό έγκλημα. Δόλος. Δεν απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει από ποία ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει το παράνομο της προέλευσής του. Αιτιολογημένη η καταδίκη για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος του αναιρεσείοντος, ο οποίος ενώ διατηρούσε μάνδρα παλαιών σιδηρικών αγόρασε από πρόσωπα αντικείμενα από αλουμίνιο και χαλκό κλαπέντα από εργαστήρια, καταστήματα, εργοστάσια και αποθήκες φυσικών και νομικών προσώπων, σε σημαντικές ποσότητες ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, έναντι «ευτελούς τιμήματος» της αγοραίας αξίας τους. Αιτιολογημένη η απόφαση, όσον αφορά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περίστασης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της αξιόποινης πράξης της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος Η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω ελλείψεως αιτιολογίας καθό μέρος απορρίπτεται ο αυτοτελής ισχυρισμός περί καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξης, αφού δεν εκτίθενται τα αρνητικά περιστατικά που δικαιολογούν τη μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
0
Αριθμός 2371/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Λάρισας, που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιφιγένεια Καρανδρέα, περί αναιρέσεως της 5/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ιωαννίνων. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 712/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης προκειμένου περί απορρίψεως ως ουσιαστικά αβασίμου αυτοτελούς ισχυρισμού, υπάρχει όταν εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση για τη μη συνδρομή των στοιχείων που θεμελιώνουν τον αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν και στήριξαν την κρίση για τη μη συνδρομή των στοιχείων που θεμελιώνουν τον αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Ειδικότερα σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Ως αυτοτελής θεωρούνται οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο Δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, υπάγονται η παραδοχή από το δικαστήριο μιας ή περισσοτέρων από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 84 ΠΚ ελαφρυντικές περιστάσεις και ο περί ελλείψεως ή μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμόν των άρθρων 34 και 36 του ΠΚ, αντιστοίχως, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη ή την επιβολή μειωμένης ποινής. Για την πληρότητα όμως του ισχυρισμού αυτού δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να επικαλεστεί τις σχετικές μόνο διατάξεις του ΠΚ αλλά πρέπει και να αναφέρει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του. Διαφορετικά, αν έχει προταθεί κατά τρόπο αόριστο, δεν υποχρεούται το δικαστήριο να απαντήσει ούτε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή του. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμό 5/2006 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αυτός είχε ζητήσει με συναφείς αυτοτελείς ισχυρισμούς και α) την αναγνώριση ότι κατά τον χρόνο τέλεσης της παραπάνω πράξεως λόγω ψυχικής νόσου και κατάσταση μέθης στην οποία βρισκόταν ήταν πλήρως ανίκανος προς καταλογισμό άλλως περιωρισμένως ικανός προς καταλογισμό και β) την αναγνώριση της ύπαρξης στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ', δ' και ε' ΠΚ. Το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς ως κατ' ουσίαν αβάσιμους. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά εν σχέση με τους προβληθέντες πιο πάνω ισχυρισμούς "..... Με βάση τ' ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση που του αποδίδεται και ειδικότερα ενεργώντας με πρόθεση σκότωσε τον αδελφό του Θ1. Το έγκλημα αυτό αποφάσισε να διαπράξει και διέπραξε ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι κάποιος ερεθισμός επηρέασε και διατάραξε την ήρεμη αυτή ψυχική του κατάσταση όταν αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας ούτε άλλωστε επικαλείται και τέτοιο ο κατηγορούμενος. Ο τελευταίος προβάλλει τους παρακάτω αυτοτελείς ισχυρισμούς α) ότι δεν πρέπει να του καταλογισθεί η πράξη διότι τελέστηκε υπό το κράτος σχιζοφρένειας από την οποία πάσχει άλλως πρέπει να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 36 ΠΚ περί ελαττωμένου καταλογισμού, β) ότι κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης βρισκόταν σε κατάσταση μέθης και συνεπώς συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 34 και 36 ΠΚ γ) ότι κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης βρισκόταν σε κατάσταση άμυνας και δ) ότι συντρέχει στην περίπτωσή του η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 84 παρ. 2 δ. γ, δ και ε ΠΚ. Οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί αποδεικνύονται αβάσιμοι. Ειδικότερα, αναφορικά με τον υπό στοιχείο α' αυτοτελή ισχυρισμό αποδεικνύονται τα εξής : Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα. Αυτός φέρεται πάσχων από διαταραχή προσωπικότητας μικτού τύπου με προεξάρχοντα χαρακτηριστικά της αντικοινωνικής (ψυχοπαθητικής) διαταραχής προσωπικότητας με ψυχωτικές εκτροπές! Όμως ουδόλως αποδεικνύεται ότι αυτός κατά την τέλεση του εγκλήματος παρουσίαζε διαταραχή των ψυχικών λειτουργιών η οποία να του αφαιρούσε πλήρως ή έστω μερικώς την επίγνωση των πραττομένων υπ' αυτού. Την κρίση του αυτή στηρίζει το Δικαστήριο αφενός στην από ..... ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε ο ψυχίατρος Ψ1 που διορίσθηκε με την 31/2004 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και στην συμπεριφορά του κατηγορουμένου τόσο κατά την τέλεση της πράξης όσο και μετ' αυτήν. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον παραπάνω πραγματογνώμονα ο κατηγορούμενος "δεν παρουσίαζε στοιχεία διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών εξαιτίας κάποιας νοητικής ή ψυχικής διαταραχής, τα οποία τον εμπόδιζαν να αντιληφθεί ότι διέπραττε κάποιο αδίκημα ή να λειτουργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του περί δικαίου". Εξάλλου η συμπεριφορά του κατά την διάρκεια του εγκλήματος, αλλά μετά τη διάπραξή του είναι αποκαλυπτική της συνειδησιακής διαύγειάς του. Ο κατηγορούμενος κινούμενος αποκλειστικά με σκοπό να αφαιρέσει από το θύμα το βιβλιάριο καταθέσεών του και γνωρίζοντας ότι το τελευταίο, ως συνέβαινε πάντα, θα αντιδρούσε σ' αυτό, εφοδιάστηκε με ένα καδρόνι το οποίο όπως προαναφέρθηκε ήταν και το όπλο του εγκλήματος προκειμένου να το εξουδετερώσει. Ενήργησε ψύχραιμα, με ανθρωποκτόνο πρόθεση, για να επιτύχει τον παραπάνω σκοπό του. Στη συνέχεια, μετά τη διάπραξη του εγκλήματος, πήρε το βιβλιάριο καταθέσεων και κλείδωσε την πόρτα του δωματίου του θύματος προκειμένου να μην εισέλθει κανένας και το βρει. Την επομένη το πρωί εισέπραξε τα χρήματα της κατάθεσης και έφυγε από την πόλη των .... χωρίς να ενημερώσει τα συγγενικά του πρόσωπα. Μετέβη στην Αθήνα όπου κρύβονταν επιμελώς με αποτέλεσμα να ανευρεθεί και συλληφθεί ενάμισυ έτος μετά. 'Αλλωστε το ότι είχε πλήρη συνείδηση του φόνου που διέπραξε προκύπτει αναμφισβήτητα και από το γεγονός, όπως προαναφέρθηκε, του τηλεφωνήματος που έκανε προς την ...... για να της ζητήσει χρήματα την οποία μάλιστα και την απείλησε να κάτσει καλά για να μη πει ότι είναι ένοχη για το θάνατο του Θ1. Συνεπώς ο εκ των άρθρων 34 και 36 ΠΚ προβληθείς ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ομοίως απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν και οι ανωτέρω υπό στοιχεία β και γ ισχυρισμοί περί μέθης και κατάστασης άμυνας. Συγκεκριμένα ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν λόγω μέθης σε κατάσταση διαταραγμένης συνείδησης. 'Αλλωστε όπως προαναφέρθηκε αυτός ενήργησε ψύχραιμα και μεθοδικά γεγονός που αποκλείει τα ανωτέρω...... Τέλος αναφορικά με τον υπό στοιχείο δ' ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ, δ και ε ΠΚ, κατ' αρχήν προτείνεται αορίστως χωρίς επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών που να δικαιολογούν την συνδρομή των εν λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων και συνεπώς είναι απορριπτέος για το λόγο αυτό. Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι της διάπραξης του εγκλήματος προηγήθηκε ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια αφού αυτός μετά την τέλεση του εγκλήματος διέφυγε στην Αθήνα κρυπτόμενος και ξοδεύοντας τα χρήματα που εισέπραξε από την τράπεζα, ούτε επέδειξε συμπεριφορά καλή μετά την πράξη του για τον προαναφερθέντα λόγο, ενώ η επιδειχθείσα καλή συμπεριφορά μετά τη σύλληψη και εγκλεισμό του στη φυλακή οφείλεται όχι στη δική του θέληση αλλά στο γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας και απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ότι κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν πλήρως ανίκανος προς καταλογισμό άλλως μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, ότι ωθήθηκε στην πράξη από ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος, ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου οι ως άνω ελαφρυντικές περιστάσεις και η ανικανότητα προς καταλογισμό, καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά. Ειδικότερα σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, αναγνωσθέντα έγγραφα, πρακτικά και απόφαση πρωτοβάθμιας δίκης απολογίας κατηγορουμένου) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη απορριπτική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η ιδιαίτερη μνεία στο σκεπτικό της αποφάσεως μόνο της από .... ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου Ψ1, γίνεται γιατί το δικαστήριο αποδίδει μεγαλύτερη αποδεικτική σημασία (αυτή αναφέρεται στην ψυχιατρική κατάσταση του κατηγορουμένου κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως), χωρίς από αυτό ο γεγονός να υποδηλώνεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν και όλα τα άλλα, δηλαδή, οι μάρτυρες καθώς και οι από.... και ..... γνωματεύσεις της Α/βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Ιωαννίνων. Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ. δ και9 ε του ΠΚ, όπως προτάθηκε με μόνη την επίκληση της νομικής διάταξης που τις προβλέπει, χωρίς αναφορά και όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, είναι παντελώς αόριστος και συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Παρά ταύτα όμως ο δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την απόρριψη των εν λόγω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος. Οι λοιπές στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες αιτιάσεις πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5/2006 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ιωαννίνων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στην απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισμού ως ουσιαστικού αβάσιμου. Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Αν ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προτείνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Αιτιολογημένη απόρριψη με την προσβαλλόμενη απόφαση αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος. Απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής.
0
Αριθμός 2370/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουάριου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Μοίρα, περί αναιρέσεως της 20052/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 481/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο από το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, αλλά και σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. 'Ετσι η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 του ΚΠοινΔ, μέχρι το τέλος πολιτικής δίκης, επί ζητήματος που εκκρεμεί στο πολιτικό δικαστήριο και ανήκεις την αρμοδιότητά του, έχει δε σχέση με την ποινική δίκη, παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον η αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτώς, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 20052/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του αν. ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, δηλαδή, για μη καταβολή εργοδοτικών και παρακράτηση (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, πως δε προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ζήτησε "την αναβολή της υπόθεσης μέχρι να εκδικαστεί η αγωγή". Το αίτημά του όμως αυτό που απορρίφθηκε από το δικαστήριο, το οποίο και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης, έτσι όπως υποβλήθηκε, χωρίς δηλαδή, εκτίθεται σε τι αφορά η αγωγή, ποιο είναι το περιεχόμενο και το αίτημα αυτής και ποια η επιρροή της στην ποινική δίκη, ήταν εντελώς αόριστο και απαράδεκτο και το δικαστήριο δεν υποχρεούνταν να διαλάβει στην απόφασή του, ιδιαίτερη αιτιολογία για την απόρριψή του. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Β' του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο συναφής δεύτερος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΙ. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του αν.ν. 86/1967, τιμωρείται με τις αναφερόμενες ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δε τις καταβάλλεις τους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτόν (εργατικές) με σκοπό αποδόσεώς τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Επίσης, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 και 5 του αν.ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, επί των παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ο εργοδότης ευθύνεται για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων και ο ίδιος, κατά την πληρωμή των μισθών υποχρεούται να παρακρατεί τμήματα των εισφορών τα βαρύνοντα τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Α.Ν. 1846/1951, είναι ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασία τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία. Αντιστοίχως κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του αν. ν. 1846/1951, ως χρόνος υπολογισμού των εισφορών ορίζεται ο ημερολογιακός μήνας εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία..... Ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τον πιο πάνω οριζόμενο χρόνο. Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες βαρύνουν τον ίδιο και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση των ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες βαρύνουν τους εργαζομένους σε αυτόν, επί πλέον δε να συντρέχει και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον ασφαλιστικό οργανισμό που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται, δηλαδή, για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως τα οποία συντελούνται με την παράλειψη από τον εργοδότη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματος με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). 'Οσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα αιτιολογίας, πρέπει, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτός αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής πραγματικά περιστατικά : "Ο κατηγορούμενος στη Θεσσαλονίκη την 1-12-99 έως τις 2-1-2001, τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης οικοδομοτεχνικού έργου με την επωνυμία Χ1....... και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 10/99 έως 11/00 στο έργο του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο 'Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 5.903,83 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό 438/04 ΠΕΕ. Ειδικότερα δε α) έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) ποσού 1.967,94 ευρώ δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές και β) έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στο οικοδομοτεχνικό έργο του (εργατικές) ποσού 3.935,89 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή φυλάκισης. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της μη καταβολής εργοδοτικών και παρακράτηση (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, της αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς, επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 του αν.ν. 86/1967 σε συνδυασμό με τα άρθρα 375 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της αποφάσεως: 1) αναφέρεται το ύψος των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών, ο εργοδότης που απασχόλησε τους μισθωτούς με σχέση εξαρτημένης εργασίας, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκαν οι μισθωτοί αυτοί, εκ του οποίου αναγκαίως εξάγεται και ο χρόνος τελέσεως των πράξεων, κατά τα προαναπτυχθέντα, μη απαιτουμένης ειδικότερης αναφοράς του χρόνου τελέσεως των μερικοτέρων πράξεων, η οποία (αναφορά τελέσεως) είναι αναγκαία όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγων παραγραφής καθώς και ο ασφαλιστικός οργανισμός (ΙΚΑ), στον οποίο ήταν ασφαλισμένοι οι μισθωτοί και η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως εργοδότη από την οποία (ιδιότητα ως εργοδότη) απορρέει και η υποχρέωσή του για την καταβολή των εισφορών 2) προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωρισθέντα έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ειδική αξιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το παραπάνω Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως .... είναι αβάσιμη, αφού από την αναφορά στην αιτιολογία της απόφασης ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του "τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο", καθίσταται αδίστακτα βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα υπερασπίσεως. Επομένως, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ υπόλοιποι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. 'Ολες οι λοιπές στην αίτηση αναιρέσεως διαλαμβανόμενες αιτιάσεις πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει, αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 20052/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουλίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη η απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΠοινΔ μέχρι το τέλος πολιτικής δίκης, που εκκρεμεί στο ποινικό δικαστήριο και έχει σχέση με την ποινική δίκη. Στοιχεία εγκλήματος μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ. Αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείοντος με την προσβαλλόμενη απόφαση για το ως άνω έγκλημα
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Αναβολή υπόθεσης.
0
Αριθμός 2367/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Χορό και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Κουδρόγλου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 499/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Μαΐου 2006 και από 8 Ιουνίου 2006 αιτήσεις αναιρέσεως, ως και στα από 29 Ιανουαρίου 2007 δυο δικόγραφα προσθέτων λόγων του δευτέρου κατηγορουμένου οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1196/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε α) να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τον Χ1 και β) να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση ως προς τον Χ2 και να γίνουν δεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι αυτοί. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου δυο αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι α) η πρώτη με χρονολογία 26 Μαΐου 2006 του κατηγορουμένου Χ1 και β) η δεύτερη με χρονολογία 8 Ιουνίου 2006, όπως η αίτηση αυτή διαμορφώθηκε με τα από 29 Ιανουαρίου 2007 δύο δικόγραφα πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, του κατηγορουμένου Χ2, οι οποίες (αιτήσεις) στρέφονται κατά της αυτής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με αριθμό 499/2006, πρέπει δε να συνεκδικασθούν ως συναφείς. Α) Ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1: Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 ΚΠΟινΔ "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη....Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας κ.λ.π.". Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική απόφαση, η οποία απέρριψε το αίτημα αναβολής. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κύρια απόφαση, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας (αιτιολογίας) ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠοινΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 499/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του πιο πάνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά της υπ' αριθ. 455/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε για κακουργηματική απάτη, κατ' εξακολούθηση σε ποινή καθείρξεως επτά ετών, μετά την απόρριψη του αιτήματός του για αναβολή της δίκης λόγω ανυπερβλήτων αιτίων εμφανίσεώς του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (ενώ αναφορικά με την πλημμεληματική πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, για την οποία, επίσης, καταδικάσθηκε πρωτοδίκως ο αναιρεσείων, το Πενταμελές Εφετείο έπαυσε υφ' όρον των κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 3346/2005). Από την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση και τα πρακτικά της, αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε ο πιο πάνω εκκαλών - κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων), αλλ' αντ' αυτού εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η αδελφή του ....., η οποία ανήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος αδυνατεί λόγω ασθενείας του να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης. Προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού του προσκόμισε αυτή στο Δικαστήριο την από 11.4.2006 ιατρική βεβαίωση της ...., Επιμελήτριας της Β΄ Νευρολογικής κλινικής του ΓΕΝΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΡΟΔΟΥ, που αναγνώσθηκε, και η ίδια εξετάσθηκε ως μάρτυρα και κατέθεσε τα εξής: "Ο αδελφός μου Χ1 είναι οδηγός τουριστικού λεωφορείου. Χθες τον περιμέναμε μαζί με την μητέρα μου να επιστρέψει από τη Ρόδο όπου βρισκόταν. Μας ειδοποίησε ότι είχε ένα τροχαίο ατύχημα και νοσηλεύεται γιατί ζαλίζεται και κάνει εμετό. Με FAX μας έστειλαν από το νοσοκομείο την ιατρική βεβαίωση". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε το αίτημα της αναβολής ως ουσιαστικά αβάσιμο και την έφεση ως ανυποστήρικτη με την εξής αιτιολογία, αναφορικά με την παρεμπίπτουσα απόφαση: "Στην προκειμένη περίπτωση από την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, αδελφής του πρώτου κατηγορουμένου, και την από 11-4-2005 ιατρική βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αυτός αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, το οποίο να το εμπόδισε να εμφανιστεί στο Δικαστήριο αυτό προς υποστήριξη της εφέσεώς του. άλλωστε και η ως άνω ιατρική βεβαίωση δεν πιστοποιεί κάτι τέτοιο, αλλά κυρίως επαναλαμβάνει τις αιτιάσεις του κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός να πετύχει την αναβολή της υποθέσεώς του. μάλιστα, ενώ η μάρτυς-αδελφή του κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα και τραυματίστηκε, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα πειστικό στοιχείο ( π.χ. βεβαίωση Τροχαίας κ.λ.π.) και ως εκ τούτου ενισχύεται η ανωτέρω κρίση περί της ουσιαστικής αβασιμότητας του αιτήματος του 1ου κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης. Κατ' ακολουθίαν αυτών, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου". Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα, αλλά και χωρίς αντιφάσεις, οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο οδηγήηκε στην απορριπτική του παραπάνω αιτήματος του κατηγορούμενου (ως αβασίμου) κρίση του. Επομένως, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ύστερα από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων Χ1 στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Β) Ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2: Κατά το άρθρο 111 παρ. 1 και 3 ου Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, τα δε πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και ένα χρόνο για τα πταίσματα. Περαιτέρω, ως κύρια διαδικασία, και για την εφαρμογή του άρθρου 113 παρ. 2 του Π.Κ., νοείται εκείνη που αρχίζει από την επίδοση στον κατηγορούμενου του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως για την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 320 επ. του ΚΠοινΔ, διότι έκτοτε η κατηγορία καθίσταται εκκρεμής στο Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις αυτές και τη διάταξη του άρθρου 370 εδ. β΄ ΚΠοινΔ σε περίπτωση που έχει παραγραφεί το αξιόποινο της πράξεως, το Δικαστήριο παύει οριστικώς την ποινική δίωξη. Σε αντίθετη περίπτωση, διαπράττει υπέρβαση εξουσίας, που ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 510 παρ. 1 στοι. Η΄ ΚΠοινΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τον αναιρετικό έλεγχο, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την προσβαλλόμενη 499/2006 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, πλην άλλων, έπαυσε εφ' όρο, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 1 του Ν. 3346/2005, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος Χ2 για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, ήτοι για πλημμέλημα (άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ), που φέρεται ότι τελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Νοεμβρίου του έτόυς 1997 μέχρι 20/23 Μαρτίου του έτους 1998. Το αξιόποινο, όμως, της πράξεως αυτής είχε εξαλειφθεί με την παραγραφή, λόγω παρελεύσεως χρονικού διαστήματος μείζονος της οκταετίας από το χρόνο τελέσεώς της μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως (12 Απριλίου 2006). Επομένως το Δικαστήριο της ουσίας, εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν έπαυσε οριστικά την κατά του άνω αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη για την πιο πάνω πράξη, υπερέβη την εξουσία του κατά το βάσιμο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ του ΚΠοινΔ, κατ' εκτίμηση, έκτο λόγο του κύριου δικογράφου, της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οιστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος Χ2, για την πιο πάνω πλημμεληματική πράξη λόγω παραγραφής. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το Δικαστήριο της ουσίας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από το πιο πάνω άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα απορρέοντος δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Εξάλλου, ναι μεν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου το περιεχόμενο των εγγράφων, που έχουν αναγνωσθεί, πλην όμως είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτά τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζονται τα έγγραφα, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα των εγγράφων, που αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη, και να προκύπτει σε ποια έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, γιατί διαφορετικά παραβιάζονται οι πιο πάνω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων, τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Περίπτωση, τέλος, μη αναγνώσεως εγγράφου που δημιουργεί την πιο πάνω ακυρότητα υπάρχει και όταν το περιεχόμενο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα και δεν βεβαιώνεται στην κατά τη δίκη αυτή εκδοθείσα απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος, ή ο εκπροσωπών αυτόν συνήγορός του, μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια των αναγραφομένων σ' αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 499/2006 απόφασή του κήρυξε τον κατηγορούμενο, και τώρα αναιρεσείοντα, Χ2, ένοχο της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών. Το πιο πάνω Δικαστήριο της ουσίας για να καταλήξει στην προμνημονευθείσα περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβεν υπόψη του αμέσως και κυρίως, και όχι ιστορικώς, και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, και "τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν". Μεταξύ αυτών ήταν, όπως συνάγεται από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και τα πιο κάτω έγγραφα, που είχαν συνταχθεί στην Αγγλική γλώσσα, ήτοι: α) δυο φωτοτυπίες εγγράφων της THE BANK OF NEW YORK, β) φωτοτυπία σελίδας υπ' αριθμ. ......, που ελήφθη από την Τράπεζα Πειραιώς την 27-11-97, γ) έγγραφο FREE FORMAT .../.... και δ) εννέα έγγραφα της CITI BANK. Σε σχέση, όμως με τα ανωτέρω συνταγμένα σε ξένη γλώσσα έγγραφα, δεν βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ή οι συνήγοροί του ήταν σε θέση να κατανοήσουν το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών. Έτσι, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα, γιατί ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος να προβεί ο ίδιος, ή οι συνήγοροί του, σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με όσα αναγράφονται στα παραπάνω έγγραφα. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ΄ και 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι σχετικοί με αριθ. 1 λόγοι αναιρέσεως των δυο δικογράφων των προσθέτων λόγων, ενώ παρέλκει μετά ταύτα η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, να αναιρεθεί εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ2 και αναφορικά με την κακουργηματική πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση και στη συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς την εν λόγω αξιόποινη πράξη, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Μαΐου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 499/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον πιο πάνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. ΑΝΑΙΡΕΙ την πιο πάνω υπ' αριθ. 499/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, ως προς την αναφερόμενη στην εν λόγω απόφαση κακουργηματική πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και ΠΑΥΕΙ οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος Χ2, για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, που φέρεται ότι τελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Νοεμβρίου 1997 μέχρι 20/23 Μαρτίου 1998, όπως η πράξη αυτή περιγράφεται στην αναιρούμενη πιο πάνω απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δύο αναιρέσεις α΄) Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής και της εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Απόρριψη μοναδικού λόγου αναιρέσεως για ανεπαρκή αιτιολογία. β΄) 1) Δεκτός λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, γιατί δεν έπαυσε οριστικά η δίωξη λόγω παραγραφής για πλημμεληματική πλαστογραφία με χρήση του πλαστού, κατ’ εξακολούθηση, 2) Δεκτοί λόγοι του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, για απόλυτη ακυρότητα λόγω ανα-γνώσεως ξενόγλωσσων εγγράφων χωρίς μετάφραση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
2
Αριθμός 2365/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χασομέρη, περί αναιρέσεως της 957/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "BLUE STAR ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ A.E.", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ηρειώτη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 922/2005. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του Ν, 2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ'αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999 προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παρ. 5, κατά το οποίο "για πράξεις που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται, αν εκείνος, που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου", ενώ στην παρ. 2 εδ. α' του πιο πάνω άρθρου 22 ορίζεται ότι "αν η δήλωση που προβλέπεται στην παρ. 1γ του άρθρου 4 του ν. 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40-47 του ν. 5960/1933, συνάγεται ότι (και πριν ρυθμιστεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 ΦΕΚ Α΄135/4-7-2006) δικαιούχος της εγκλήσεως δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του δικαιουμένου σε έγκληση προηγουμένου κομιστή δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή (ΟλΑΠ 23 και 24/2007). Συνακόλουθα κατά τις σαφείς πιο πάνω διατάξεις, η ποινική δίωξη κατά του εκδότη ακάλυπτης επιταγής ασκείται ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε και είναι αδιάφορο, αν αυτός ήταν ο τελευταίος εξ οπισθογραφήσεως κομιστής που εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή, ή αν αυτός έγινε κομιστής αυτής, αφού πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' περ. δ' του ΚΠοινΔ, λόγους αναιρέσεως συνιστούν α) η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, και β) η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση (άρθρο 46 ΚΠοινΔ). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠοινΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η επιβαλλόμενη δε από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος, και ήδη αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 957/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, που δίκασε ως Εφετείο, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η κατ'αυτού ποινική δίωξη ασκήθηκε απαραδέκτως, γιατί η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΡΙΝΤΖΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" δεν ήταν τελευταία εξ οπισθογραφήσεως κομίστρια των επίμαχων επιταγών που εμφανίσθηκαν προς πληρωμή, αλλά τρίτα πρόσωπα, στα οποία οι επιταγές αυτές είχαν μεταβιβασθεί από την εγκαλούσα με οπισθογράφηση. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της άνω αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος κατά τους πιο κάτω τόπους και χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος εξέδωσε με πρόθεση τις πιο κάτω είκοσι οκτώ (28) επιταγές προς πληρωτή, στον οποίο δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφαλαία κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής. Ειδικότερα, εξέδωσε αυτός: 1) στην Ηγουμενίτσα, σε διαταγή της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΡΙΝΤΖΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, στις 18/2/2000, 22/2/2000, 26/2/2000, 27/2/2000, 29/2/2000, 12/3/2000, 17/3/2000, 10/3/2000, 5/3/2000, 19/3/2000, 25/3/2000, 28/3/2000, 31/3/2000, 31/3/2000, 1/4/2000, 8/4/2000, 12/4/2000, 15/4/2000, 21/4/2000, 22/4/2000, 25/4/2000, 27/4/2000, 28/4/2000, 29/4/2000, 30/4/2000, 5/5/2000 και 12/5/2000 τις υπ'αριθμ. ...., ......, ......, ......, ......, ....., ......, ....., ......, ....., ...., ....., ....., ....., ......, ......, ......., ......, ......., ......, ......., ......, ......, ......, ......, ..... και ..... επιταγές, αντίστοιχα, για ποσά 15.000.000, 15.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 15.000.000, 15.000.0000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 10.000.000, 15.000.000, 10.000.000, 15.000.000 και 15.000.000 δρχ., αντίστοιχα, και 2) Στην Κέρκυρα, επίσης σε διαταγή της πιο πάνω εγκαλούσας εταιρίας, στις 15/5/2000 την υπ'αριθμ. ..... επιταγή για ποσό 15.000.000 δρχ. Οι επιταγές, που έπρεπε να πληρωθούν από την "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ" (οι είκοσι πέντε πρώτες) και από την "SCOTIABANK" (οι τρεις τελευταίες), εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα για πληρωμή στις πληρώτριες Τράπεζες και συγκεκριμένα στις 22/2/2000, 25/2/2000, 2/3/2000, 29/2/2000, 29/2/2000, 14/3/2000, 17/3/2000, 10/3/2000, 6/3/2000, 20/3/2000, 27/3/2000, 27/3/2000, 30/3/2000, 31/3/2000, 3/4/2000, 10/4/2000, 12/4/2000, 17/4/2000, 21/4/2000, 24/4/2000, 25/4/2000, 27/4/2000, 2/5/2000, 2/5/2000, 2/5/2000, 8/5/2000, 12/5/22000 και 16/5/2000, αντίστοιχα, πλην όμως αυτές τελικά δεν πληρώθηκαν, γιατί δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό του κατηγορουμένου κατά το χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής τους, γεγονός που ο ίδιος γνώριζε όταν εξέδωσε τις επιταγές αυτές. Η εγκαλούσα πιο πάνω ανώνυμη εταιρία δικαιούτο να υποβάλει, δια του νομίμου εκπροσώπου της, την ένδικη έγκληση, έστω και αν αυτή δεν ήταν η κομίστρια των άνω επιταγών κατά την εμφάνισή τους για πληρωμή στις πληρώτριες Τράπεζες, αφού ήταν προηγούμενη κομίστριά τους και εξ αναγωγής υπόχρεη, η οποία μεταβίβασε τις επιταγές με οπισθογράφηση σε τρίτους, στη συνέχεια δε έγινε νόμιμη κάτοχος αυτών, αφού τις εξόφλησε στους τελευταίους κομιστές που τις εμφάνισαν στις πληρώτριες Τράπεζες για πληρωμή. Επομένως, ο πιο πάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου για απαράδεκτη έγκληση της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, πρέπει, να απορριφθεί, γιατί αυτή δικαιούται σε έγκληση κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ'εξακολούθηση. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, κρίνοντας ότι η ειρημένη ανώνυμη εταιρία, ως από αναγωγή υπόχρεη, που εξόφλησε τις επίμαχες επιταγές στους τελευταίους κομιστές τους, είχε δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά του εκδότη των επιταγών αυτών και ως εκ τούτου η βάσει της από 10.5.2000 εγκλήσεώς της ασκηθείσα εις βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ποινική δίωξη ήταν παραδεκτή, αφού απέρριψε τον περί του αντιθέτου πιο πάνω ισχυρισμό του, κήρυξε αυτόν ένοχο εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 4 ετών και χρηματική ποινή 80.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν ανωτέρω Δικαστήριο ορθά, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν και στην αρχή της παρούσας, ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933, όπως αυτό ίσχυε μετά την προσθήκη σ'αυτό της παρ. 5 με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 2408/1996 και στην παρ. 5 εδαφίου με το άρθρο 22 του ν. 2721/1999, δεχόμενο ότι η εξ αναγωγής υπόχρεη άνω ανώνυμη εταιρία, που πλήρωσε τις επιταγές, είχε δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ'εξακολούθηση, και δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του με το να μη κηρύξει τη με βάση την άνω έγκληση ασκηθείσα εναντίον τούτου ποινική δίωξη απαράδεκτη, ενώ διέλαβε στην προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του πιο πάνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος. Σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα, δεν επήλθε εν προκειμένω καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρία, που τελικά υπέστη τη ζημία από τη μη πληρωμή των επίμαχων επιταγών και η ζημία της αυτή είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, τελούσα σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή, νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο της επιδίκασε το αιτηθέν ποσό των 15 ευρώ, λόγω χρηματικής ικανοποιήσεώς της για την ηθική βλάβη που υπέστη από την άνω αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, χωρίς να παραβιάσει κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και δη των άρθρων 914, 932 και 299 του ΑΚ. Ενόψει των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄, Ε΄, Η΄ περ. δ΄ και Α΄ του ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, καθώς και ο από τα άρθρα 510 παρ. 2 ΚΠοινΔ και 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 του ΚΠοινΔ, αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2 και 3. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "το καταστατικόν δύναται να ορίσει ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν'αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/1995, "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσωπήσεως της ΑΕ. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρίας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας (Ολ.ΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το όργανο της εταιρίας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή της εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, Στην περίπτωση, όμως, που το Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρίας για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτον, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε σε βάρος της εταιρίας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος-εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ (Ολ.ΑΠ 5/2006, 6/2006). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι'αυτό κατά νόμο όροι. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τον ανατρεπτικό έλεγχο, και ειδικότερα από το καταστατικό της εγκαλούσας πιο πάνω ανώνυμης εταιρίας (άρθρο 20 παρ. 3) προκύπτει ότι "το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί, αποκλειστικά και μόνο εγγράφως, να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του (εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια), καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρίας, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή όχι, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση αυτής της ανάθεσης". Κατ'εφαρμογή της διατάξεως αυτής του καταστατικού το Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιρίας με το από 22-5-2000 πρακτικό του όρισε ότι ο εντεταλμένος Σύμβουλος Χ1 είχε το δικαίωμα μόνος του να εκπροσωπεί γενικώς την εταιρία (εκτός από την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων) και έτσι κατέστη αυτός καταστατικό όργανό της. Το πρακτικό αυτό του Δ.Σ. καταχωρήθηκε στο Μητρώο Α.Ε. του Υπουργείου Ανάπτυξης και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, υπ'αριθ. 5741/28-6-2000). Ο ειρημένος Χ1, ενεργώντας με την άνω ιδιότητά του, εξουσιοδότησε με την από 17-5-2000 εξουσιοδότηση τους δικηγόρους Μαρία Σταμούλη ή Μιχαήλ Μπέζα να υποβάλουν, για λογαριασμό της άνω ανώνυμης εταιρίας, την από 10-5-2000 ένδικη έγκληση για τις ανωτέρω ακάλυπτες επιταγές κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Η εξουσιοδότηση αυτή υπογράφηκε από το Χ1, η δε γνησιότητα της υπογραφής του βεβαιώθηκε από τη δικηγόρο Πειραιώς Μαρία Σταμούλη. Τελικά, η ανωτέρω έγκληση υπογράφηκε από το Χ1 με την ειρημένη ιδιότητά του, κατατέθηκε δε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσπρωτίας στις 18-5-2000 από τη δικηγόρο Μαρία Σταμούλη, ως πληρεξουσία της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ένδικη έγκληση υπογράφηκε από καταστατικό όργανα της εν λόγω εταιρίας, δηλαδή το Χ1, ενώ κατατέθηκε από τη Μαρία Σταμούλη που είχε σχετική προς τούτο εξουσιοδότηση. Η εξουσιοδότηση αυτή ήταν έγκυρη, αφού δόθηκε από καταστατικό όργανο της ανώνυμης εταιρίας με θεωρημένο νομίμως το γνήσιο της υπογραφής του. Τέλος, νομίμως κατατέθηκε η άνω έγκληση από μόνη τη δικηγόρο Μαρία Σταμούλη, χωρίς δηλαδή τη σύμπραξη του δικηγόρου Μιχαήλ Μπέζα, αφού στην πιο πάνω εξουσιοδότηση, που επισυνάφθηκε στην έγκληση, αναφέρεται ότι εξουσιοδοτούνται η Μαρία Σταμούλη ή ο Μιχαήλ Μπέζας, γεγονός από το οποίο καταδεικνύεται ότι τα πρόσωπα αυτά μπορούσαν να ενεργήσουν κεχωρισμένα. Ενόψει τούτων, η ένδικη έγκληση υποβλήθηκε νομότυπα. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ του ΚΠοινΔ, κατά τον οποίο το Δικαστήριο της ουσίας υπερέβη την εξουσία του με το να δεχθεί ότι η πιο πάνω έγκληση είχε υποβληθεί νομότυπα και συνακόλουθα να απορρίψει τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της υπ'αριθ. 58/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, έπαυσε αυτό οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την έκδοση της υπ'αριθ. 3731530-0 ακάλυπτης επιταγής, ποσού 15.000.000 δραχμών, που φέρεται ότι τέλεσε αυτός στις 6-2-2000, γι'αυτό δε το λόγο και δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση, αναφορικά με την εν λόγω επιταγή, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, που δίκασε ως Εφετείο και εξέδωσε την προσβαλλόμενη πιο πάνω (957/2004) απόφασή του. Ενόψει λοιπόν τούτων, δεν επήλθε στην προκείμενη περίπτωση καμία ακυρότητα από το ότι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της τελευταίας αποφάσεως, δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, αλλ'ούτε και αναγνώσθηκε, η ειρημένη επιταγή, αφού δεν αποτέλεσε αυτή αντικείμενο της σχετικής δίκης. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και Β΄ του ΚΠοινΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ύστερα απ'αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και η δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 24 Φεβρουαρίου 2005 (υπ'αριθ. πρωτ. 560/25-2-2005) αίτηση του ...... για αναίρεση της 957/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β) στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση. Λόγοι αναιρέσεως: 1) όχι δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως και η εγκαλούσα ΑΕ προηγούμενη κομίστρια που πλήρωσε τις επίμαχες 28 επιταγές στους τελευταίους νόμιμους κομιστές και έγινε πάλι κάτοχός τους για την παράστασή της ως πολιτικώς ενάγουσα. Απορρίπτονται 1ος, 2ος λόγοι αναιρέσεως (Δ΄, Ε΄, Η΄ και Α΄), καθώς και ο 5ος λόγος (510 παρ. 2 ΚΠΔ και 599 αριθ. 1 ΚΠολΔ) 2) όχι νομότυπη υποβολή εγκλήσεως (υπογράφηκε από υποκατάστατο του ΔΣ της ΑΕ και κατατέθηκε από την εξουσιοδοτούσα απ’ αυτόν δικηγόρο). Απορρίπτεται 4ος λόγος αναιρέσεως (Η΄) και 3) όχι ανάγνωση 29ης επιταγής, δι’ ην ΠΟΠΔ το πρωτόδικο και δεν μεταβιβάστηκε ως προς αυτήν η υπόθεση στο Εφετείο. Απορρίπτεται 3ος λόγος (Α΄, Β΄)
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Πολιτικός ενάγων, Έγκλησης δικαιούχος, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
Αριθμός 2366/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοϊνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Διαμαντόπουλο, περί αναιρέσεως της 57283/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΒΛΑΣΙΟΣ ΣΤΥΛ. ΚΑΡΟΥΛΙΑΣ Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Ποτών", που εδρεύει στον Άγιο Στέφανο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιλτιάδη Καραγιάννη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.11.2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2085/2005. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του ν. 2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δρχ. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠοινΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "το καταστατικον δύναται να ορίσει ότι έν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ.1 ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/1995, "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας η τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσωπήσεως της ΑΕ, Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρίας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18 παρ.2 το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας (Ολ. ΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το όργανο της εταιρίας δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή της εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση, όμως, που το Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρίας για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτον, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε σε βάρος της εταιρίας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφαση του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ.1 εδ.γ' ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 5/2006, 6/2000). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία, που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμο όροι. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τον αναιρετικό έλεγχο, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη 57283/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, για το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως πέντε ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ, μετά από έγκληση, που υπέβαλε κατ' αυτού η φερόμενη ως παθούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Βλάσιος Στυλ. Καρούλιας ΑΒΕΕΠ" με το από 20.9.2000 έγγραφο, το οποίο υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών η δικηγόρος Αθηνών Αικατερίνη Πίντζου και στο οποίο αναφέρεται ότι εκπροσωπεί νόμιμα την εν λόγω εταιρία δυνάμει του συνημμένου υπ' αριθ. 424/28.8.2000 πρακτικού του Δ.Σ. αυτής. Βέβαια, το καταστατικό της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας επιτρέπει στο Δ.Σ. με απόφασή του να μεταβιβάζει τις εξουσίες του (μεταξύ των οποίων είναι και η εκπροσώπηση της εταιρίας) "εν όλων ή εν μέρει, ή για κάποια συγκεκριμένη πράξη ή περιοχή, σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε άλλα πρόσωπα" (άρθρο 10 παρ. 4), μάλιστα δε κατ' εφαρμογή της διατάξεως αυτής το Δ.Σ. της εγκαλούσας με το υπ' αριθ. 412/29.2.2000 πρακτικό του όρισε ότι "ο Ψ1, Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας και ο Ψ2, Οικονομικός Διευθυντής, ενεργώντας μόνοι τους, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον ......, θα εμφανίζονται ενώπιον κάθε Δικαστηρίου ως εκπρόσωποι της εταιρίας ....... Επίσης, θα καταθέτουν για λογαριασμό της εταιρίας μηνύσεις (εγκλήσεις) ενώπιον των αρμοδίων Εισαγγελέων Πρωτοδικών σε σχέση με αδικήματα που διαπράττονται από τους πελάτες κατά τη συναλλαγή τους με την εταιρία, ιδίως μηνύσεις για τις περιπτώσεις έκδοσης από τους πελάτες ακάλυπτων επιταγών .........", έτσι δε κατέστησαν αυτοί (Ψ1 και Ψ2) καταστατικά όργανα της εταιρίας. Το πρακτικό αυτό του Δ.Σ. καταχωρήθηκε στο Μητρώο ΑΕ της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, υπ' αριθ. 2155/22.3.2000). Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το πιο πάνω υπ' αριθ. 424/2000 πρακτικό, που προσκομίζεται σε ακριβές απόσπασμα από το βιβλίο πρακτικών, το Δ.Σ. της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, στο οποίο συμμετέχουν ο Αντιπρόεδρος, ο Διευθύνων Σύμβουλος και τρία μέλη, κατά τη συνεδρίασή του της 28.8.2000 αποφάσισε την υποβολή εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου Χ1 για έκδοση των αναφερομένων ακαλύπτων επιταγών, πληρωτέων σε διαταγή της άνω ανώνυμης εταιρείας, "εξουσιοδότησε δε τη Δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών Αικατερίνη Πίντζου να καταθέσει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατ' εντολή και για λογαριασμό της εταιρείας, την έγκληση........, να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για την ηθική βλάβη που υπέστη η εταιρεία από τις αξιόποινες πράξεις του Χ1........ και γενικά να ενεργεί κάθε τι αναγκαίο για τη διεκπεραίωση της παρούσας εντολής". Έτσι, είναι φανερό ότι στην ερευνώμενη περίπτωση, σύμφωνα και με όσα έχουν αναπτυχθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη, η ανωτέρω δικηγόρος ενήργησε ως απλή εντολοδόχος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω ανώνυμης εταιρείας για την εκτέλεση των συγκεκριμένων πράξεων και όχι ως υποκατάστατος του Δ.Σ. αυτής (ως όργανο εκπροσωπήσεως της ΑΕ). Κατόπιν τούτων, έπρεπε στο απόσπασμα του πρακτικού συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας πιο πάνω ανώνυμης εταιρείας, που προσαρτήθηκε στην έγκληση ως πληρεξούσιο έγγραφο, να βεβαιώνεται και η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων (μελών του Διοικητικού Συμβουλίου) από Αρχή (δημόσια, δημοτική ή κοινοτική) ή δικηγόρο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠοινΔ. Τέτοια, όμως, βεβαίωση δεν υπάρχει. Ούτε καλύπτει την έλλειψη αυτή η διαφορετική βεβαίωση ότι το προσαρτηθέν πρακτικό αποτελεί "Ακριβές απόσπασμα από το βιβλίο πρακτικών του Δ.Σ. της εταιρείας "Β.Σ. ΚΑΡΟΥΛΙΑΣ ΑΒΕΕΠ" (χωρίς άλλη μνεία), το οποίο υπογράφει ο άνω Διευθύνων Σύμβουλός της. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο καταδίκασε, κατά τα ανωτέρω, τον αναιρεσείοντα για το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση (άρθρα 79 ν. 5960/1933 και 98 του ΠΚ), για το οποίο δεν υποβλήθηκε νομίμως η απαιτούμενη έγκληση, υπερέβη την εξουσία του και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η'δ' του ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, παρελκούσης μετά ταύτα της εξετάσεως των λοιπών λόγων αυτής, και συνακόλουθα να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ασκηθείσα για το άνω έγκλημα ποινική δίωξη (άρθρο 517 παρ. 2 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 57283/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος Χ1 για την αναφερόμενη στην πιο πάνω απόφαση αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθηση. Υποβολή της εγκλήσεως από δικηγόρο, απλή εντολοδόχο του ΔΣ της εγκαλούσας ΑΕ και όχι υποκατάστατο αυτού. Όχι βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των εντολέων - μελών του ΔΣ στο προσαρτηθέν στην έγκληση σχετικό πρακτικό, σύμφωνα με 42 παρ. 2 ΚΠοινΔ.
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Έγκλησης δικαιούχος, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
Αριθμός 2368/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ......, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Μηλιαράκη, για αναίρεση της 1531/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Δεκεμβρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 3/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ, (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του ν. 2802/2000, που ισχύει από 3-3-2000), "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας του υπαλλήλου στοιχειοθετείται μόνο για τις μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις αυτού, ενώ προκειμένου για ήδη τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη η πράξη αυτή κατέστη ανέγκλητη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το Δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή' για την επιμέτρησή της το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχειρίσεως του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνονται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το Δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Συνεπώς, η καθεμιά από τις μερικότερες πράξεις, που συγκροτούν το κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα, διατηρεί την αυτοτέλειά της. Ο χρόνος δε τελέσεως εκάστης των μερικοτέρων πράξεων αποτελεί, σύμφωνα μα τη διάταξη του άρθρου 17 ΠΚ, πραγματικό περιστατικό και για το λόγο αυτόν υπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο έχει τη δυνατότητα να καθορίσει χρόνο τελέσεως εκάστης εξ αυτών διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο κλητήριο θέσπισμα ή το παραπεμπτικό βούλευμα, μόνο εάν η μεταβολή αυτή δεν επηρεάζει την ταυτότητα της πράξεως ή δεν αποκλείει την παραγραφή. Τέλος, από τις περί ασκήσεως της ποινικής διώξεως διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43 και 49 του Κ.Ποιν.Δ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ., 246 επ., 250 και 321 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο μπορούν να αποφαίνονται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε για κάποια άλλη, έστω και συναφή, γιατί διαφορετικά επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. β΄ του Κ.Ποιν.Δ. Όταν δε η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε να δικασθεί, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές συνθήκες, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα, αντικειμενικά διαφορετικό, υφίσταται μεταβολή κατηγορίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του Κ.Ποιν.Δ για απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την πράξη της δωροδοκίας κατ΄ εξακολούθηση, για την οποία και παραπέμφθηκε να δικασθεί, με την πρωτόδικη δε υπ΄ αριθ. 2742/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών καταδικάσθηκε αυτός για το ότι: "Στην Πάτρα κατά του παρακάτω χρόνους με πολλές πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ως υπάλληλος στον οποίο νομίμως είχε ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, απαίτησε και έλαβε δώρα, που δεν εδικαιούτο, για ενέργειές του αναγόμενες στην υπηρεσία του. Συγκεκριμένα, ως ιατρός του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), ο οποίος υπηρετεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πατρών "ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ" ως Διευθυντής της Πλαστικής Χειρουργικής Κλινικής: α)κατά μήνα Οκτώβρη του 2000 και σε μη ειδικότερα εξακριβωμένη ημερομηνία απαίτησε και έλαβε από τον Χ1 το χρηματικό ποσό των 70.000 δραχμών ως αμοιβή για χειρουργική επέμβαση που πραγματοποίησε στη σύζυγό του ....., το οποίο δεν εδικαιούτο λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς του ως ιατρού του Ε.Σ.Υ. και β)την 8-5-2001 και ώρα 13.00 απαίτησε και έλαβε από τον ανωτέρω παθόντα Χ1 το χρηματικό ποσό των 100.000 δραχμών, ως αμοιβή για χειρουργική επέμβαση που είχε πραγματοποιήσει την προηγούμενη ημέρα στη νοσηλευόμενη στο νοσοκομείο σύζυγό του ...., ποσό το οποίο δεν εδικαιούτο κατά τα διαληφθέντα στο υπό στοιχείο α΄ του κατηγορητηρίου", ενώ με την προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 1531/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για το ότι: "Στην Πάτρα ως υπάλληλος, στον οποίο είχε ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, απαίτησε και έλαβε χρήματα που δεν εδικαιούτο, για ενέργειές του αναγόμενες στα καθήκοντά του. Συγκεκριμένα, όντας ιατρός του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ), ο οποίος υπηρετεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πατρών "ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ" ως Διευθυντής της Πλαστικής Χειρουργικής Κλινικής, κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 και σε μη ειδικότερα εξακριβωμένη ημερομηνία απαίτησε από τον .... το χρηματικό ποσό των 170.000 δραχμών ως αμοιβή του για χειρουργικές επεμβάσεις της συζύγου του ....., που θα πραγματοποιούσε ο ίδιος στην ανωτέρω κλινική, από το οποίο χρηματικό ποσό 70.000 δραχμές καταβλήθηκαν σ΄ αυτόν από τον παραπάνω σύζυγο της ασθενούς την ως άνω ημερομηνία και 100.000 δραχμές την 8-5-2001, μετά την πραγματοποίηση και της τελευταίας χειρουργικής επεμβάσεως, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, δεν εδικαιούτο αμοιβή για της ιατρικές αυτές πράξεις του, γιατί ανάγονταν στα καθήκοντά του". Έτσι, όμως, επήλθε μεταβολή της κατηγορίας από δωροδοκία κατ΄ εξακολούθηση, για την οποία ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ποινική δίωξη και καταδικάσθηκε αυτός από το πρωτοβάθμιο πιο πάνω Δικαστήριο, σε δωροδοκία, για την οποία καταδικάσθηκε από το Τριμελές Εφετείο, ενόψει του ότι στην καταδικαστική αυτή απόφαση περιλαμβάνεται και η δεύτερη αυτοτελής μερικότερη πράξη, η οποία κατά το χρόνο της εκδικάσεώς της ήταν ανέγκλητη (μη αξιόποινη), καθόσον αναφερόταν σε ήδη τελειωμένη (παρελθούσα) ενέργεια του αναιρεσείοντος, αφού μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεώς της σε προγενέστερο με αποτέλεσμα η μεταβολή αυτή να επηρεάσει την ταυτότητα της πράξεως. Η μεταβολή δε αυτή της κατηγορίας είναι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, ανεπίτρεπτη και κατά συνέπεια επήλθε εν προκειμένω απόλυτη, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. β΄ του Κ.Ποιν.Δ., ακυρότητα. Κατ΄ ακολουθίαν, λοιπόν τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ Κ.Ποιν.Δ, πρώτου λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, ενώ παρέλκει μετά ταύτα η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ΄ αριθ. 1531/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική δίωξη για δωροδοκία κατ’ εξακολούθηση. Δύο μερικότερες πράξεις, εξ ων η 2η κατά χρόνο εκδίκασης ήταν ανέγκλητη, γιατί αναφερόταν σε τελειωμένες ενέργειες. Καταδίκη από Εφετείο για δωροδοκία (μεταξύ αυτών και η 2η πράξη, αφού μεταβλήθηκε ο χρόνος της σε προγενέστερο). Ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατηγορίας μεταβολή, Δωροδοκία.
1
Αριθμός 2358/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14, 20 και 21 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου Χ1, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, ο οποίος παρέστη στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Βασιλάκη, κατά της υπ΄αριθμ. 59/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του VIII KOP 3/07 από 26-2-2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε βάσει της VIII KP 383/2006 από 30-8-2006 απόφασης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 245/2-11-2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Αικατερίνης Σωφρόνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1897/2007. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και την πληρεξούσια δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να αναβληθεί η υπόθεση προκειμένου να ζητηθούν πληροφορίες εάν είναι υποχρεωμένος ο εκζητούμενος με δικαστική απόφαση της Πολωνίας να καταβάλλει τα επιδόματα διατροφής στα τέκνα του, άλλως να γίνει δεκτή η έφεσή του να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και διαταχθεί η απόλυσή του από τη φυλακή. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ", σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Επομένως, η υπό κρίση υπ' αριθμ.245/2-112007 έφεση του εκζητουμένου Χ1 ασκηθείσα ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμ. 59/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε την 1-11-2007 και με την οποία τούτο απεφάσισε την εκτέλεση του με στοιχεία VIII ΚΟΡ 3/07 από 26-2-2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας Πολωνίας έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, πρέπει να γίνει τυπική δεκτή και να εξεταστεί κατ' ουσίαν. II.- Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω Ν. 3251/2004, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 αυτού, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της άνω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του αμέσως ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών (3) ετών. Τέλος, κατά το άρθρο 358 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, με ποινή φυλακίσεως μέχρι ενός (1) έτους τιμωρείται όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλλει ο νόμος και έχει αναγνωρίζει, έστω και προσωρινά το δικαστήριο, με τέτοιο τρόπο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκασθεί να δεχθεί βοήθεια άλλων. III.- Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφαση του διέταξε την εκτέλεση του με στοιχεία VIII ΚΟΡ 3/07 από 26-2-2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας Πολωνίας που εκδόθηκε κατά του εκκαλούντος Πολωνού Υπηκόου και κατοίκου .... Χ1 Το ως άνω Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε με βάση την VIII ΚΡ 386/06 από 30-8-2006 απόφαση του άνω δικαστηρίου, προκειμένου να ασκηθεί κατά του εκκαλουντος - εκζητουμένου ποινική δίωξη για την κατωτέρω αξιόποινη πράξη, ως επακριβώς προδιορίζεται στο ένταλμα: ".. Ο Χ1 είναι ύποπτος για το ότι στην περίοδο από τον Ιανουάριο του 1996 έτους μέχρι τον Αύγουστο του 2000 έτους στο ..., νομός ...., επίμονα αρνιόταν να καταβάλλει τα επιδόματα διατροφής προς όφελος της ..... και στην περίοδο από τον Ιανουάριο του 1996 έτους μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1999 έτους προς όφελος του ...., πράγμα που τους απείλησε με την ικανοποίηση των βασικών ζωτικών αναγκών...". Η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής διατροφής προβλέπεται, κατά τα αναφερόμενα στο υπό εκτέλεση ένταλμα, από το άρθρο 209 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα της Πολωνίας και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, δεν περιλαμβάνεται όμως μεταξύ των πράξεων εκείνων για τις οποίες κατά το άρθρο 10 αρ. 2 του Ν.3251/2004 επιτρέπεται η εκτέλεση του εντάλματος χωρίς τον διττό έλεγχο του αξιοποίνου. Εντεύθεν ανακύπτει η ανάγκη ελέγχου του διττού αξιοποίνου της πράξεως σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 5 και 10 παρ.1α του άνω νόμου. Όμως, από τη διαλαμβανόμενη στο άνω ένταλμα του εκζητούντος κράτους περιγραφή των συνθηκών τελέσεως του εγκλήματος παραβιάσεως της προς διατροφή υποχρεώσεως και των εν γένει στο ένταλμα αυτό αναφερομένων, δεν προκύπτει εάν η υποχρέωση του εκζητουμένου να καταβάλλει τα επιδόματα διατροφής των τέκνων του απορρέει από τον νόμο και όχι από σύμβαση ή άλλη οποιαδήποτε αιτία και εάν η υποχρέωσή του αυτή έχει αναγνωρισθεί, έστω και προσωρινώς, από δικαστική απόφαση, ώστε η πράξη που αποδίδεται σ' αυτόν να είναι αξιόποινη και κατά τον Ελληνικό Ποινικό Νόμο, ο οποίος, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 358 του ΠΚ για τη θεμελίωση του αξιοποίνου αξιώνει υποχρέωση προς διατροφή απορρέουσα από το νόμο και διάγνωση αυτής, έστω και προσωρινώς με δικαστική απόφαση. Κατά τούτο, ο φάκελλος είναι ελλειπής και οι διαβιβασθείσες πληροφορίες από το εκζητούν κράτος δεν αρκούν για να κρίνει και αποφασίσει το δικαστήριο την εκτέλεση του εντάλματος. Επομένως, και σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.2 του Ν.3251/2004, πρέπει να αναβληθεί η έκδοση της αποφάσεως επί της υπό κρίση εφέσεως για να ζητηθούν και προσκομισθούν από το εκζητούν κράτος, με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και εντός προθεσμίας σαράντα (40) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσης, συμπληρωματικές πληροφορίες και ειδικότερα προσκομισθούν σε νόμιμη μετάφραση α) το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 209 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα της Πολωνίας β) διάταξη νόμου του δικαίου της Πολωνίας η οποία προβλέπει την υποχρέωση και τις προϋποθέσεις καταβολής διατροφής του πατέρα προς τα τέκνα και γ) δικαστική απόφαση Πολωνικού δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται, έστω και προσωρινά, η υποχρέωση του εκζητουμένου να καταβάλλει διατροφή στα τέκνα του κατά τα αναφερόμενα στο ένταλμα χρονικά διαστήματα. Το αίτημα του εκκαλούντος το οποίο υποβάλλεται με την έφεση, όπως αυτό εκτιμάται, για την προσωρινή εκ των φυλακών απόλυση του είναι παραδεκτό και νόμιμο κατά τη διάταξη 449 παρ.2 του Κ.Ποιν.Δ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 282, 296 του Κ.Ποιν.Δ και πρέπει να γίνει δεκτό, επιβληθεί, όμως, στον εκκαλούντα ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα, μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του δικαστηρίου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής αποφάσεως επί της υπ' αριθμ.245/2-1-2007 εφέσεως του Χ1 προσωρινά κρατούμενου στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού για να προσκομισθούν εντός προθεσμίας σαράντα (40) ημερών από τη δημοσίευση της παρούσης, οι αναφερόμενες στο σκεπτικό συμπληρωματικές πληροφορίες. Διατάσσει την εκ των φυλακών προσωρινή απόλυση του εκκαλούντος, εάν για άλλη αιτία δεν κρατείται σ' αυτές, με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση - Ζητείται η εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας Πολωνίας. Το ένταλμα εκδόθηκε κατά Πολωνού υπηκόου προκειμένου να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για παραβίαση υποχρεώσεως προς διατροφή. Έφεση κατά αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την οποία διατάχθηκε η εκτέλεση του εντάλματος. Έλεγχος του διττού αξιοποίνου γιατί η πράξη της μη καταβολής διατροφής δεν εμπίπτει στα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 3251/2004 εγκλήματα. Αναβολή εκδόσεως οριστικής αποφάσεως προκειμένου να προσκομισθούν συμπληρωματικά στοιχεία, περί του αν η υποχρέωση του εκκαλούντος για καταβολή δια-τροφής στα τέκνα του, προκύπτει από διάταξη νόμου και αν η υπο-χρέωση αυτή έχει αναγνωρισθεί, έστω και προσωρινά, από δικαστική απόφαση, ως αξιώνει για τη θεμελίωση του αξιοποίνου η διάταξη του άρθρου 358 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα
Έκδοση
Έκδοση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2353/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 150/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Με συγκατηγορούμενο τον ....... Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιουλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1309/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη, άλλως, εάν κριθεί παραδεκτή, να απορριφθεί ως αβάσιμη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. ΄Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε΄ του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ΄Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ. Κατά το άρθρο 55 παρ.1 του ισχύοντος κατά τον προκείμενο κρίσιμο χρόνο Ν.2910/2001 " Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου..... και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν την μεταφορά ή προώθησή τους, ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου έως πέντε εκατομμυρίων δραχμών για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο..... Συνιστά επιβαρυντική περίπτωση και επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή πέντε εκατομμυρίων έως οκτώ εκατομμυρίων δραχμών για κάθε μεταφερόμενο άτομο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή με σκοπό το παράνομο κέρδος, ή αν ο υπαίτιος είναι δημόσιος υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας ή είναι υπότροπος". Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β΄ Π.Κ., στην οποία ορίζεται ότι, με την ποινή του αυτουργού, τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, συνάγεται, ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κύριας πράξης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτήν την συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει την θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης. Τέλος, κατά το άρθρο 49 παρ.2 του Π.Κ οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνον για εκείνο τον συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το κατ΄ έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθησαν τα ακόλουθα: "... Ότι κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, ο πρώτος κατηγορούμενος κατελήφθη από αστυνομικά όργανα του Τ.Σ.Φ Άρτας να μεταφέρει με το υπ' αριθμ. .. ..... αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δευτέρου συγκατηγορουμένου του, προωθώντας στο εσωτερικό της χώρας από την Κακαβιά Ιωαννίνων όπου τους είχε παραλάβει προς την Αθήνα, τέσσερις Αλβανούς υπηκόους που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, οι οποίοι στερούνταν ταξιδιωτικών εγγράφων και άδειας παραμονής. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να ποριστεί εισόδημα, αφού συμφώνησε την είσπραξη 4.000 ευρώ από τους μεταφερόμενους, γεγονός το οποίο εγνώριζε ο δεύτερος κατηγορούμενος ήτοι ότι ο πρώτος θα προέβαινε στην ως άνω πράξη με το αυτοκίνητο που του παραχώρησε αυτός (δεύτερος)....". Στη συνέχεια των παραδοχών αυτών, η ίδια προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για την από πρόθεση παροχή άμεσης συνδρομής κατ' επάγγελμα στον συγκατηγορούμενό του ..... και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και χρηματική ποινή 20.000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο αλλοδαπό και συνολικά ποινή φυλάκιση τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 35.000 ευρώ. Με αυτά τα οποία, ως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ....., δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, δεν διέλαβε την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφασή του και στέρησε αυτήν νομίμου βάσεως ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής των προπαρατεθεισών διατάξεων. Ειδικότερα, δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με βάση τις οποίες πείσθηκε και κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε για την από τον συγκατηγορούμενό του παράνομη προώθηση στο εσωτερικό της χώρας των τεσσάρων Αλβανών λαθρομεταναστών, αλλά αρκείται μόνο στο γεγονός της κυριότητας του αυτοκινήτου από τον κατηγορούμενο και στην παραχώρηση αυτού στον διενεργήσαντα την μεταφορά. Περαιτέρω, ενόψει του ότι κατά τον νόμο η συνδρομή του άμεσου συνεργού πρέπει να παρέχεται κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της πράξης από τον αυτουργό, δεν εξειδικεύεται ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος και οι λοιπές περιστάσεις κατά τον οποίο παρέδωσε το αυτοκίνητό του στον συγκατηγορούμενό του, έτσι ώστε να κριθεί η μορφή της συμμετοχής του στο έγκλημα για την οποία καταδικάσθηκε. Τέλος, στο διατακτικό της, η απόφαση καταδικάζει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης, χωρίς στο σκεπτικό της να διαλαμβάνει σκέψεις περί συνδρομής και στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της άνω επιβαρυντικής περίστασης, την οποία δέχεται για τον αυτουργό της πράξης. Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως με την οποία αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄και Ε΄ αιτιάσεις της έλλειψης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου είναι βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή. Μετά από αυτά, πρέπει ως προς τον αναιρεσείοντα να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 150/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, ως προς μόνον τον κατηγορούμενο ...... Παραπέμπει κατά τούτο την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 2009. Και Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προώθηση λαθρομεταναστών. Άμεση συυνέργεια στην άνω πράξη. Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αλλοδαπού παράνομη μεταφορά, Συνέργεια.
0
Αριθμός 2352/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνου Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: Χ1, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1221/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1036/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 270/28-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιόν σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 509 § 1, 513 § 1 και 476 §1 Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως της Χ1, ασκηθείσαν δια δηλώσεώς της προς τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, κατά της υπ΄αριθ. 1221/7-2-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία κατεδικάσθη, με παρούσα την κατηγορουμένη, εις ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, η εκτέλεσις της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για άμεση συνέργεια στην πράξη της εκβίασης και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 § § 1,2,3 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που κατεδικάσθη, με δήλωσή του στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, είναι είκοσι (20) ημερών και αρχίζει, αν η απόφαση απηγγέλθη παρουσία του, από τότε που αυτή, καθαρογραμμένη, θα καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τον γραμματέα του Ποινικού Δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά την γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί εις τα αδύνατα, είναι επιτρεπτή και η εκπρόθεσμη άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύμματος, στην περίπτωση όμως αυτή εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο, όπως συνάγεται από την διάταξη του άρθρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ., οφείλει να διαλάβει στην δήλωση ασκήσεώς του, τα περιστατικά ανώτερης βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύμματος, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά. Τούτο μπορεί να πράξει και μεταγενεστέρως, μέχρι την συζήτηση του ενδίκου μέσου, αν κατά την άσκησή του αγνοούσε το εκπρόθεσμο. Διαφορετικά, όταν το ένδικο μέσο ησκήθη εκπροθέσμως, το αρμόδιο να κρίνει επί τούτου Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (εν Συμβουλίω), κηρύσσει, κατ' άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ. αυτό απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή βουλεύματος και την καταδίκη του ασκήσαντος τούτο εις τα έξοδα (Α.Π. 110/2004 Ποιν. Χρ. ΝΔ΄ σελ. 875, ΑΠ 1644/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ σελ. 717). ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη με δήλωση της αναιρεσείουσας στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου την 30-4-2007, ενώ η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατεχωρήθη καθαρογραμμένη στο ως άνω ειδικό βιβλίο την 26-3-2007, ησκήθη δηλαδή μετά την παρέλευση της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών. Για την εκπρόθεσμη αυτή άσκηση της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα, ως δικαιολογητικό λόγο, στην σχετική δήλωσή της αναφέρει ασθένεια της συζύγου του αδελφού του συνηγόρου της για την οποίαν υπεβλήθη εις χειρουργική επέμβαση την 18-4-2005. Όμως για τον λόγο αυτό της ανώτερης βίας, πέραν του ότι φέρεται ότι έλαβε χώραν εις χρόνον προγενέστερο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν διαλαμβάνει εις αυτή (δήλωση), όπως όφειλε και τα, αποδεικνύοντα την ασθένεια αυτή, αποδεικτικά μέσα και ως εκ τούτου, η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως πρέπει, για τον λόγο τούτο, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 § 1, 513 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί, ως απαράδεκτο, το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως που ησκήθη υπό της κατηγορουμένης δια της από 30-4-2007 δηλώσεώς της προς τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθ. 1221/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Β) Να διαταχθεί η εκτέλεση της 1221/2007 απόφασης. Γ) Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας. Αθήναι τη 22 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ' άρθρον 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα δε προθεσμία είκοσι ημερών η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1" εκ των διατάξεων των άνω άρθρων σαφώς προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως από τον καταδικασθέντα παρόντα κατηγορούμενο, με δήλωσή του επιδιδομένη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι είκοσι (20) ημερών και αρχίζει από τότε πού αυτή (απόφαση) καταχωρισθεί στο ειδικό βιβλίο του άνω άρθρου. Περαιτέρω κατά γενική αρχή του δικαίου, συναγομένη από το άρθρο 255 ΑΚ, κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως τον λόγον εξ αιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της ήτοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, οφείλει όμως να διαλάβει, όπως συνάγεται εκ του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, στη δήλωσή του για την άσκηση αναιρέσεως τα περιστατικά που συνιστούν την ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που τα στηρίζουν. Τέλος κατ' άρθρον 513 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν η αναίρεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα κατεδικάσθη δια της υπ' αριθμ. 1221/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για άμεση συνέργεια σε εκβίαση κατ' έφεση, παρούσα, η απόφαση δε αυτή κατεχωρίσθη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ, την 26/3/2007, όπως προκύπτει από την από ......... υπηρεσιακή βεβαίωση της αρμοδίας γραμματέως, κατ' αυτής δε επιτρέπεται εις την καταδικασθείσα αναίρεση (άρθρ. 504 παρ. 1, 505 παρ. 1 α΄ Κ.Π.Δ.). Ούτως η ανωτέρω καταδικασθείσα εις φυλάκιση δέκα πέντε (15) μηνών, ήσκησε αναίρεση με δήλωση, επιδοθείσα εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 30/4/2007 ήτοι μετά την πάροδο της εικοσαημέρου, νομίμου προθεσμίας. Η αναιρεσείουσα για να αιτιολογήσει το εκπρόθεσμο της δηλώσεως αναιρέσεώς της επικαλείται σ' αυτή ασθένεια ( καρκίνο γλώσσης και πέντε λεμφαδένων) της συζύγου του αδελφού του συνηγόρου της, για την οποίαν αυτή υπεβλήθη εις χειρουργικήν επέμβαση διαρκείας εννέα ωρών την 18/4/2005, χωρίς να διαλαμβάνει και τα αποδεικνύοντα την ασθένεια αυτή αποδεικτικά μέσα. Όμως ο λόγος αυτός δεν συνιστά τοιούτον ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος, ενόψει του ότι έλαβε χώραν όχι εντός της άνω εικοσαημέρου προθεσμίας προς άσκηση της αναιρέσεως, αλλά εις χρόνον πολύ προγενέστερον και αυτής της δημοσίευσης της προσβαλλομένης αποφάσεως (7/2/2007), εντεύθεν και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30/4/2007 δήλωση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1221/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1 Νοεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα την 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί εκπροθέσμου ασκήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στη σχετική δήλωση ο λόγος που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση και τα αποδεικτικά μέσα που το αποδεικνύουν. Δεν συνιστά ανωτέρα βία ασθένεια προ της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επί αναιρέσεως, δια δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά καταδικαστικής αποφάσεως με παρόντα τον κατηγορούμενο, η προθεσμία των 20 ημερών αρχίζει από της καταχωρήσεως στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. . Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η εκπροθέσμως ασκηθείσα δήλωση αναιρέσεως του κατηγορουμένου
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
2
Αριθμός 2350/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λιάπη, περί αναιρέσεως της 4038/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Πρατικάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5.72007 αίτησή της αναιρέσεως και στο από 17.10.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1402/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 148-153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2 και 509 παρ. 1α ΚΠΔ προκύπτει, ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως ή δηλώσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σ' αυτές λόγοι, από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, από την ανωτέρω δε αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος στο παραπάνω άρθρο 510 παρ. 1Δ τέτοιος, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. Ενόψει τούτων, για το ορισμένο του προαναφερθέντος λόγου αναιρέσεως πρέπει: Α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και Β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επί πλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (Ολ. ΑΠ 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με την κρινόμενη από 5 Ιουλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθ. 4038/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών για συκοφαντική δυσφήμηση της πολιτικώς εναγούσης, προβάλλει τον λόγο αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, τον οποίο διατυπώνει ως εξής, κατά πιστή μεταφορά: Στη σελ. 11 της αναιρεσιβαλλομένης αναφέρεται (τέλος κειμένου). "Το ότι τα ανωτέρω περιστατικά ήσαν ψευδή και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει του ψεύδους προκύπτει από τις καταθέσεις της πολιτικώς εναγούσης και του μάρτυρος Ζ1, από το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα επεσκέφθη τον τραυματία στο Νοσοκομείο, από το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα έχει σύζυγο με ειδικές ανάγκες, από το γεγονός ότι η εταιρεία ΙΝΤΕRAMERICΑΝ ασφαλίζει................". Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το Δίκασαν Δικαστήριο, έκανε χρήση έμμεσων νομικών και πραγματικών συλλογισμών αυθαίρετα. Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει από την επισκόπηση της εξέτασης του μάρτυρα Ζ1 η αλήθεια των γεγονότων, αφού ο ίδιος ήταν απών από το περιστατικό. Επίσης είναι αυθαίρετη η σκέψη να υποστηρίζεται ως αποδεικτικό μέσο το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα έχει σύζυγο με ειδικές ανάγκες για την υποστήριξη της αναλήθειας των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το υλικό αντικείμενο της συκοφαντικής δυσφήμισης. Υπάρχει επίσης παντελής έλλειψη πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τον σκοπό εξυβρίσεως της δράσεως. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όπως διατυπώνεται στην έκθεση είναι τελείως αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ως απαράδεκτος, γιατί δεν διαλαμβάνεται εις αυτόν σε τι συνίσταται η ανυπαρξία ή η έλλειψη της αιτιολογίας σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως. Αντιθέτως, με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, επιχειρείται η αμφισβήτηση της αναγόμενης εις την εκτίμηση των αποδείξεων κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία όμως είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1Ε ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο ενώπιον άλλου για τρίτο γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του τρίτου αυτού, το γεγονός να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να εγνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Η ύπαρξη της μορφής αυτής του αμέσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Η πολιτικώς ενάγουσα ηργάζετο ως ασφαλίστρια της ασφαλιστικής εταιρείας "INTERAMERICAN" και στα πλαίσια του επαγγέλματός της είχε μεσολαβήσει και είχε συναφθεί μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και της εταιρείας με την επωνυμία "ΚΙΝΟ ΑΕ" σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως των υπαλλήλων της τελευταίας. Κατά την 18.10.2002 συνέβη τροχαίο ατύχημα, κατά το οποίο ετραυματίσθη ο υπάλληλος της εταιρείας "ΚΙΝΟ ΑΕ" Γ1 και ενοσηλεύθη στο ΚΑΤ. Η πολιτικώς ενάγουσα, πληροφορηθείσα το περιστατικό, επεσκέφθη από επαγγελματική ευσυνειδησία τον τραυματία στο νοσοκομείο κατά την 26.10.2002, προσκομίσασα και ανθοδέσμη. Στο δωμάτιο στο οποίο ενοσηλεύετο ο τραυματίας, ο οποίος είναι κωφός, παρευρίσκετο και η κατηγορουμένη, η οποία είναι συγγενής του και η οποία εζήτησε από την πολιτικώς ενάγουσα και επήγαν στον διάδρομο του νοσοκομείου, όπου επιμόνως ερωτούσε την πολιτικώς ενάγουσα για το ύψος της αποζημιώσεως την οποία θα ελάμβανε ο παθών, ως ησφαλισμένος από την ως άνω ασφαλιστικήν εταιρείαν. Φαίνεται, ότι οι απαντήσεις τις οποίες έδωσε η πολιτικώς ενάγουσα, σχετικά με την διαδικασία της αποζημιώσεως, δεν ικανοποίησαν την κατηγορουμένη, η οποία προφανώς φοβουμένη για το ασφαλιστικό δικαίωμα του συγγενούς της, ο οποίος οδηγούσε όχημα ενώ είναι κωφός, συνέταξε και απέστειλε προς τον διευθυντή της εταιρείας "ΚΙΝΟ ΑΕ" ........ την μη ημερομηνία ....... επιστολή, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση αυτός και η υπάλληλος της ιδίας εταιρείας ........ Με την επιστολή αυτήν, το περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό, η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε και διέδωσε σε βάρος της πολιτικώς εναγούσης εκ προθέσεως ψευδή περιστατικά, τελούσα εν γνώσει του ψεύδους και ειδικότερα, μεταξύ των άλλων, ότι δήθεν η πολιτικώς ενάγουσα κατά την ως άνω συζήτηση εξεφράσθη δυσμενώς για τον τραυματία Γ1, ειπούσα ότι "τα παιδιά αυτά (δηλαδή τα κωφά) είναι ανισόρροπα και είναι παράνομο να έχουν δίπλωμα οδήγησης, ο κος Γ1 το έχει παράνομα το δίπλωμα ........... η INTERAMERICAN δεν θα τον καλύψει γιατί η ΚΙΝΟ είχε αποκρύψει ότι είναι κωφός ........", ότι "....... ήταν πολύ προσβλητική η στάση της απέναντι στον ασθενή ........." και ότι η πολιτικώς ενάγουσα δεν θα έπρεπε να ανήκει στην κοινωνία μας ".......... εξαιτίας της έλλειψης επαγγελματικής ευσυνειδησίας και λεπτότητας .........". Το ότι τα ανωτέρω περιστατικά ήσαν ψευδή και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει του ψεύδους προκύπτει από τις καταθέσεις της πολιτικώς εναγούσης και του μάρτυρος Ζ1, από το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα επεσκέφθη τον τραυματία στο νοσοκομείο, από το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα έχει σύζυγο με ειδικές ανάγκες, από το γεγονός ότι η εταιρεία INTERAMERICAN ασφαλίζει κωφούς, από το γεγονός ότι επί ομαδικών ασφαλίσεων η ίδια εταιρεία δεν ζητεί κανένα ιατρικό ιστορικό και τέλος, από το γεγονός ότι η ασφαλιστική εταιρεία ασφάλισε τον τραυματισθέντα εν γνώσει της ότι είναι κωφός, καθόσον η εταιρεία "ΚΙΝΟ ΑΕ", στην κατάσταση του προσωπικού της την οποία είχε παραδώσει στην ασφαλίστρια εταιρεία, είχε δηλώσει ότι ο ως άνω παθών είναι κωφός. Τα περιστατικά αυτά, τα οποία, όπως ανεφέρθη, ήσαν ψευδή, ηδύναντο να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της πολιτικώς εναγούσης και επομένως πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδομένης σε αυτήν πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας, αφενός μεν διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, αφετέρου δε ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου ποινική διάταξη του άρθρου 363 ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίού παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ελλειπών, ασαφών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Εντεύθεν, ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων, κατά το αντίστοιχο μέρος του, περί ελλείψεως δηλαδή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και ο δεύτερος του κυρίου δικογράφου, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 363 ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνεται και στην απόφαση του δικαστηρίου επί αιτήματος αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων, διαφορετικά ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο του προσθέτου δικογράφου, κατά το πρώτο σκέλος του, μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, με το οποίο εζητήθη η κλήτευση των κατονομαζομένων τριών μαρτύρων. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, για την έρευνα του εξεταζομένου λόγου αναιρέσεως, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας, κατά την διάρκεια της εξετάσεως του μάρτυρα Ζ1, υπέβαλε το αίτημα, αφού έλαβε το λόγο από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως, προκειμένου να "προσέλθουν οι μάρτυρες ..........". Το αίτημα τούτο, όπως διατυπώθηκε, ήταν αόριστο, γιατί δεν διευκρίνιζε επί ποίων θεμάτων θα εξετάζοντο οι μάρτυρες αυτοί και εάν είχαν γνώση του προς εξέταση θέματος και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο της ουσίας με την απόφασή του απέρριψε το ως άνω αίτημα, γιατί δέχθηκε, ότι σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αιτιολογία που είναι πλήρης και που συμπληρώνεται με τις περί ενοχής της αναιρεσείουσας, σκέψεις της αποφάσεως, αφού, κηρυχθείσης ενόχου αυτής, εκ του πράγματος θεωρείται ότι έχει απορριφθεί το περί αναβολής ως άνω αίτημά της. Εντεύθεν ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων, κατά το αντίστοιχο μέρος του, περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ενώ οι ειδικότερες αιτιάσεις που διατυπώνονται με τον αυτό λόγο: α) περί ελλείψεως ακροάσεως (άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ), διότι κατά πιστή μεταφορά "δεν κατεγράφησαν ολοκληρωμένη ανάπτυξη του αιτήματος (εννοείται αναβολής)", και β) περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτες. Επίσης, οι αιτιάσεις που περιέχονται στους δεύτερο και τρίτο λόγους του προσθέτου δικογράφου και που, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, βάλλουν κατά των ουσιαστικών παραδοχών της αποφάσεως, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες. Τέλος, οι περί υπερβάσεως εξουσίας λόγοι αναιρέσεως, που περιέχονται στους δεύτερο και τρίτο λόγους του προσθέτου δικογράφου και που συνίστανται στο ότι το δικάσαν δικαστήριο: 1) "καθ' υπέρβαση εξουσίας έκρινε, ως καταδικαστικά αποδεικτικά μέσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν είτε για την αποδοχή του αιτήματος αναβολής για να διευκρινισθούν από τους νέους μάρτυρες, είτε για να παράξουν σοβαρές αμφιβολίες για το ψευδές του γεγονότος και τον σκοπό εξύβρισης της αναιρεσείουσας" και 2) "υπερέβη την εξουσία του, αφού δεν κατεγράφη στην απόφαση ολόκληρη η πρόταση του Εισαγγελέως, η οποία πρότεινε την απαλλαγή της κατηγορουμένης για όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της επιστολής που θεωρούσε κρίσιμη .........", πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, γιατί το δικαστήριο, με τις παραπάνω "ενέργειες" ή "παραλήψεις του", δεν αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του, ούτε έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται, σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου, στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ούτε καταδίκασε για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης. Μετά από αυτά, απορριπτομένων όλων των λόγων τόσον του κυρίου δικογράφου όσο και του προσθέτου, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στην δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5 Ιουλίου 2007 αίτηση καθώς και τους από 17 Οκτωβρίου 2007 προσθέτους λόγους της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 4038/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Απορρίπτεται ο περί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 369 ΠΚ Λόγοι αναιρέσεως. Αιτιολογία. Αόριστος ο λόγος. Απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Αίτηση αναβολής. Αόριστο το αίτημα και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Εν πάση περιπτώσει αιτιολογημένα απερρίφθη. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αναβολή υπόθεσης.
1
Αριθμός 2348/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσό (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μαντά, περί αναιρέσεως της 1347/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Χ1 που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1477/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 ''περί επιταγής'' (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ''εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών''. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, ''εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών''. Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το ''εν γνώσει'' της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, i) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, ii) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, iii) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και iv) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1347/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, η οποία εκπροσωπήθηκε στη δίκη από συνήγορο, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 ''για επιταγή''),με την αναγνώριση του ελαφρυντικού ότι έζησε έως το χρόνο που έγινε η πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών την οποία ανεστειλε επί τρία χρόνια . Στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: " Επειδή από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο , τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ,που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη δικηγόρος στην Αθήνα στις 30-1-2000 εξέδωσε σε διαταγή του εγκαλούντος Χ1 ,την υπ'αριθμ. ..... Τραπεζική επιταγή ,ποσού 27.040.000 δρχ. την οποία ο ίδιος ως άνω κομιστής εμφάνισε εμπρόθεσμα στις 31-1-2000 στην πληρώτρια Ιονική Τράπεζα αλλά δεν πληρώθηκε, ελλείψει υπολοίπου ποσού στον εκεί τηρούμενο λογαριασμό της ( βλ σχετική βεβαίωση επί του σώματος της επιταγής ) ,γεγονός που σαφώς εγνώριζε η κατηγορουμένη ,αφού ο παραπάνω λογαριασμός ανήκε στην ίδια και ανά πάσα στιγμή ήταν ενήμερη για την ανυπαρξία κεφαλαίων τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης όσο και κατά το χρόνο πληρωμής της παραπάνω επιταγής . Η κατηγορουμένη ,δια ου συνηγόρου της που την εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη ,ισχυρίζεται ότι ο εγκαλών δεν έχει δικαίωμα για την υποβολή εγκλήσεως ,αφού δεν είναι ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που εμφάνισε την προαναφερθείσα επιταγή για πληρωμή ,αλλά κατέστη κομιστής αυτής εξ αναγωγής και, ως εκ τούτου δεν είναι άμεσα παθών.Ο πιο πάνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί αποδείχθηκε ότι τελευταίος κομιστής της επιταγής είναι ο εγκαλών , ο οποίος και εμφάνισε την ανωτέρω επιταγή για πληρωμή στην Πληρώτρια Τράπεζα. Αλλά και αν ήθελε κριθεί ότι ο εγκαλών κατέστη κομιστής της επιταγής εξ αναγωγής και πάλι νομιμοποιείται για την υποβολή εγκλήσεως ,αφού κατά τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, ως '' κομιστής ''θεωρείται και ο εξ αναγωγής υπόχρεος , ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής ( βλ. ολ Α.Π 24/2007) Κατόπιν τούτων,πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο παραπάνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης και να κηρυχθεί αυτή ένοχη της αξιόποινης πράξης που της αποδίδεται. Με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου ( άρθρ. 84 παρ.2α ΠΚ ). Αντίθετα , το αίτημά της για αναγνώριση και του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ πρέπει να απορριφθεί, αφού υποβλήθηκε εντελώς αόριστα και χωρίς επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών.". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για την κατηγορουμένη κρίση και της επέβαλε την αναφερόμενη ποινή. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα- κατηγορουμένη, τις αποδείξεις( αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως έχει αντικατασταθεί, την οποία εφάρμοσε. Δεν ήταν δε αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία της διατάξεως βάσει της οποίας κρίνεται το εμπρόθεσμο ή μη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή ούτε ποια είναι η απαιτούμενη από το νόμο προθεσμία , αλλά αρκεί να αναφέρεται όπως στην προκειμένη περίπτωση ότι εμφανίστηκε η επιταγή προς πληρωμή εμπρόθεσμα. Ούτε επίσης ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, της από μέρους της κατηγορουμένης γνώσεως του ακαλύπτου της αναφερόμενης επιταγής, την οποία αυτή εξέδωσε, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως. πλέον του ότι αιτιολογείται αυτή. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα , με τους εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ., τρίτο και τέταρτο λόγους αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης, εκ της μη ειδικής αναφοράς της διατάξεως που κρίνεται το εμπρόθεσμο ή μη της επιταγής προς πληρωμή, της απαιτούμενης από το νόμο προθεσμίας προς εμφάνιση και του στοιχείου της γνώσεως, από μέρους της κατηγορουμένης , του ακαλύπτου της επιταγής, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τις διατάξεις των άρθρων 364 και 170 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης, δημιουργείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο έγγραφο που υπέβαλαν αυτοί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η ανάγνωση όμως από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση του Εισαγγελέα εγγράφου, που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο, χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητα και χωρίς να αντιλέξει στην ανάγνωσή του ο κατηγορούμενος δεν επιφέρει καμιά ακυρότητα της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο ανέγνωσε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και στη συνέχεια έλαβε υπόψη και εκτίμησε, όχι το πρωτότυπο της επίμαχης επιταγής, αλλά το υπάρχον στη δικογραφία φωτοαντίγραφο αυτής, το οποίο, δεν είχε επικυρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα χωρίς να προβάλει ο εκπροσωπών την αναιρεσείουσα συνήγορός της ουδεμία αντίρρηση για την ανάγνωσή της. Επομένως ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του με τον οποίο, προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ) με την αιτίαση ότι το Εφετείο ανέγνωσε το ως άνω έγγραφο, χωρίς αυτό το έγγραφο να έχει αποδεικτική δύναμη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι στο χώρο του ποινικού δικαίου το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο που έχει την αποδεικτική δύναμη του κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. γ' ΠΚ εγγράφου, χωρίς να απαιτείται η, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, βεβαίωση της ακριβείας του από αρμόδιο, κατά το νόμο, πρόσωπο (Ολ.Α.Π. 2/2000).- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης κατά της ποινικής απόφασης ιδρύει η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όχι όμως και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή δικονομικής διάταξης, όπως είναι εκείνες του Κ.Π.Δ. οι οποίες αφορούν την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Επομένως ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με τον οποίο προβάλλεται η ελεγχόμενη από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 358, 364 Κ.Π.Δ. τα οποία αφορούν την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, και 449 παρ.2 και 451 παρ.3 Κ.Πολ.Δ είναι απαράδεκτος... Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν.5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ.1 περ.α' του ν.2408/1996 , σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40 - 47 του ν. 5.960/1933, συνάγεται, ότι δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή αλλά και οποιοσδήποτε άλλος που έγινε κομιστής της επιταγής εξ αναγωγής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή . (Ολ.ΑΠ 29/2007).Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1στοιχ.Η και Ε' ΚΠΔ με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια ότι η προσβαλλομένη απόφαση υπερέβη την εξουσία της και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 με το να δεχθεί ότι ο εγκαλών είτε ως τελευταίος είτε ως εξ αναγωγής κομιστής της ως άνω επιταγής δικαιούνταν να υποβάλει την έγκληση είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η δικαστική απόφαση πάντως, όχι πέρα από πέντε έτη για τα κακουργήματα, τρία έτη για τα πλημμελήματα και ένα έτος για τα πταίσματα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 320, 321, 340 και 343 ΚΠΔ η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο κλήσεως ή κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με τη χωρίς εναντίωση εμφάνιση του στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η αναστολή της παραγραφής, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, επέρχεται με την έναρξη της κύριας διαδικασίας διότι έκτοτε η κατηγορία είναι εκκρεμής στο δικαστήριο. Για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία αρκεί το, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 244, 245, 308 παρ. 3, 314 και 315 ΚΠΔ, επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση να περιέχει, πλην άλλων, και προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται αυτός να εμφανισθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο για την εγκυρότητά του το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση. Διότι η τυχόν αναγραφή άλλου, από το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, δικαστηρίου, δεν καθιστά το εισαγωγικό έγγραφο (κλητήριο ή κλήση) άκυρο και ανενεργές ως προς τις έννομες συνέπειές του. Το έγγραφο αυτό, ως δηλωτικό του τέλους της προανακρίσεως και του αμετακλήτου της εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρεί την ισχύ του και δεν επαναλαμβάνεται, στηρίζει δε τη διαδικασία του επιλαμβανομένου της υποθέσεως αναρμοδίου δικαστηρίου προκειμένου αυτό να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σε περίπτωση δηλαδή που το δικαστήριο κηρυχθεί αναρμόδιο η αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της σχετικής κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος δεν ανατρέπεται αλλά διατηρείται, αφού η κλήτευση ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου. (ΑΠ Ολ 2/1997).Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, ο έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών υπερέβη την εξουσία του διότι δεν έπαυσε οριστικώς την κατά της αναιρεσειούσης ποινική δίωξη για το ως άνω πλημμέλημα της παραβ. του άρθρου 79 ν.5960/1933 παρ' ότι είχε συμπληρωθεί η πενταετία, από της τελέσεώς του, μέχρι του χρόνου (30-6-2005) κατά τον οποίο εκδόθηκε η υπ' αριθμ.52433/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία ακυρώθηκε η υπ' αριθμ.79318/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμμελειοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε καθ'ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο καθ' ύλην Τριμελές Εφετείο Αθηνών και δεν είχε ανασταλεί η παραγραφή του , πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού με την επίδοση στην κατηγορουμένη του σχετικού κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο εκαλείτο αυτή να εμφανιστεί έστω και στο αναρμόδιο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών,επήλθε αναστολή της παραγραφής και δεν ανατράπηκε αλλά διατηρήθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, η δε κλήτευσή της ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου, μη προβαλλομένου λόγου ακυρότητός της. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του τέτοιος ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και αν τον απορρίψει να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή του κατά τρόπον σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίον ως τέτοιο δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της , ζήτησε την επιείκεια του δικαστηρίου και να της αναγνωρισθεί, το ελαφρυντικό της περ. ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε, ήταν αόριστος, εφόσον δεν επικαλούνταν πραγματικά περιστατικά που να τον θεμελιώνουν και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το εφετείο να απαντήσει αιτιολογημένα άλλωστε ορθώς τον απέρριψε ως αόριστο και δεν έρχεται σε αντίφαση με το ότι έλαβε υπόψη του για την αναστολή της ποινής κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του Π.Κ. εκ περισσού πλην άλλων τη διαγωγή της αναιρεσείουσας μετά την τέλεση της πράξης. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης της εν λόγω αναιρεσειούσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε' ΚΠΔ, που αναφέρεται στην πλημμέλεια της απόρριψης χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ισχυρισμού για αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 84 παρ.2ε'ΠΚ είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από δέκα τρείς (13) Ιουλίου 2007 αίτηση της ....., για αναίρεση της με αριθ. 1347/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών . Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2007. O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδίκη αναραισείουσας για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Δικαιούχος εγκλήσεως είναι και ο εξ αναγωγής κομιστής της επιταγής. Αναστέλλεται η παραγραφή έστω και αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε καλούσε την αναιρεσείουσα να εμφανιστεί σε αναρμόδιο δικαστήριο.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Παραγραφή, Έγκλησης δικαιούχος, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
1
Αριθμός 2347/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, για αναίρεση της 2759/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον ...., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 2759/2006 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2006 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών Σοφίας Κολάτση και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 923/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Η από 11 Μαϊου 2006 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, κατά της υπ' αριθ. 2759/2006 αποφάσεως του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ( άρθρα 505 παρ.1δ΄και 473 Κ.Π.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Για την συζήτηση της αιτήσεως, κατά την αναφερόμενη στην αρχή τη παρούσης δικάσιμο, νομότυπα και εμπρόθεσμα κλητεύθηκε να παραστεί ο κατηγορούμενος ....., ως τούτο προκύπτει από την από 12- 2-2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Ειρηνοδικείο Αχαρνών ........ ΙΙ.- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙΙ.- Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 και 2 του Ν. 3346/2005, 2, 114 ΠΚ και 568 ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι οι επιβληθείσες, μέχρι την 17-6-2005, ποινές έως έξι (6) μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο, ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δέκα οκτώ μήνες από 17-6-2005 σε νέα, από δόλο προερχόμενη, αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση (παρ.2). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας,ο κατηγορούμενος ...., με την υπ' αριθ. 71.953/21-11-205 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως έξι ( 6) μηνών για πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε την με στοιχεία 7894/28-11-2005 έφεση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2759/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση, το δικαστήριο αντί να ερευνήσει κατ' ουσίαν την υπόθεση και να κηρύξει ένοχο ή αθώο τον κατηγορούμενο, δέχθηκε ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005 και προέβη στην υφ' όρον παραγραφή της πράξης, παρότι η πρωτόδικη απόφαση δημοσιεύθηκε την 21-11-2005, δηλαδή μετά την ισχύ του άνω νόμου (17-6-2005). Για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, κατά τα προκύπτοντα από το σκεπτικό του, ότι η κατά του κατηγορουμένου υπόθεση είχε το πρώτον εισαχθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά την δικάσιμο της 11-1-2005 κατά την οποία όμως η συζήτηση αναβλήθηκε (λόγω ωραρίου) για την ρητή δικάσιμο της 21-11-2005, εφόσον δε η υπόθεση είχε εισαχθεί πριν την εφαρμογή την 17-6-2005, καταλαμβάνεται από τη διάταξη του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και αναιρετέα κατέστησε την απόφασή του. Τούτο δε διότι προϋπόθεση εφαρμογής της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθου 32 του Ν. 3346/2005 είναι η πριν την έναρξη της ισχύος του (17-6-2005) έκδοση όχι μόνο καταδικαστικής αποφάσεως σε πρώτο βαθμό, αλλά καταδικαστικής αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως μέχρι έξι (6) μηνών. Η εισαγωγή της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο πριν την 17-6-2005 και η για οποιονδήποτε λόγον αναβολή αυτής σε δικάσιμο μεταγενέστερη της ισχύος του άνω νόμου, κατά την οποία εκδίδεται τελικώς καταδικαστική απόφαση και επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως μέχρι έξι (6) μηνών, δεν εφέλκει την εφαρμογή των διατάξεων αυτού, αφού η αναβλητική απόφαση του πριν την 17-6-2005 δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι καταδικαστική, είναι δε αυτονόητο ότι δεν επιβάλλει και οποιαδήποτε ποινή. Συνεπώς, είναι βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή η από 11-5-2006 αίτηση αναιρέσεως του εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο, όμως, θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ).. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ.2759/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση αποφάσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Το κατ’ έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε εφαρμογή του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005 καίτοι η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος (17-6-2005) του νόμου
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 2346/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που δεν παρέστη και 2) Χ2 κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Πελέκη, περί αναιρέσεως της 3/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 11 Ιανουαρίου 2006 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως και στο από 17 Σεπτεμβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, του δευτέρου των αναιρεσειόντων τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1063/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δεύτερου αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 11 Ιανουαρίου 2006 αίτηση αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος και β) να απορριφθεί ως αβάσιμη εκείνη του δευτέρου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η από 11-1-2006 αίτηση του Χ1 και η από 11-1-2006 αίτηση ως και οι από 17-9-2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως του Χ2 κατά της υπ' αριθμ. 3/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικασθούν. Ι.- Επί της αιτήσεως του Χ1 1.- Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ΄ Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 515 παρ.1, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν κατ' αυτή, χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήσαν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής αποφάσεως. Τέλος κατά το άρθρο 514 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία .... αποδεικτικό επιδόσεως του ...., υπαλλήλου της Κ.Φ. Χαλκίδας ο αναιρεσείων, κρατούμενος στην άνω φυλακή, κλητεύθηκε, με επίδοση της κλήσης στον ίδιο προσωπικά, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 9ης Φεβρουαρίου 2007. Στη δικάσιμο εκείνη, κατά παραδοχή αιτήματός του, με την υπ' αριθμ. 274/2007 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης , πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ΄ αυτήν και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) ΙΙ.- Επί της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αναιρέσεως του Χ2 1.- ΄Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ΄ του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, ως είναι οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ. Όμως το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να απαντήσει και, επιπλέον, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση προτεινομένων κατά τα ανωτέρω άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ αυτοτελών ισχυρισμών, αν αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και δεν συνοδεύονται από αναφορά των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν. 2.- Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με την αίτηση και τον πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ λόγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά: "...οι κατηγορούμενοι στη θαλάσσια περιοχή ....., στις ....., ο πρώτος ως κυβερνήτης και ο δεύτερος ως μηχανικός του αλιευτικού σκάφους ".....", νηολογίου ...., λιμένος ...., μετέφεραν με αυτό από το ανωτέρω λιμάνι .... στην Ελλάδα και συγκεκριμένα, στην παραπάνω περιοχή .....,149 αλλοδαπούς, προερχόμενους από την Αίγυπτο, οι οποίοι δεν είχαν δικαίωμα να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος διότι στερούνται των νομίμων ταξιδιωτικών εγγράφων, στην δε πράξη τους αυτή προέβησαν από κοινού με σκοπό το παράνομο κέρδος και συγκεκριμένα, εισέπραξαν από κάθε λαθρομετανάστη, το ποσό των 500 έως των 10.000 δολλαρίων Η.Π.Α. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι ενώ ψάρευαν με το καράβι του πρώτου νύκτα ανοιχτά της Αιγύπτου, τους πλησίασε ένα φουσκωτό σκάφος και αφού οι ναύτες του, τους απείλησαν με όπλο και τους έδεσαν, επιβίβασαν στο καράβι τους λαθρομετανάστες και τους ανάγκασαν (τους κατηγορουμένους) να τους μεταφέρουν στη ...., δεν αποδείχθηκε, διότι εάν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε οι κατηγορούμενοι θα αποβίβαζαν τους λαθρομετανάστες σε ασφαλές λιμάνι της νότιας .... και όχι σε ερημική τοποθεσία και θα ειδοποιούσαν τις Λιμενικές αρχές της ... με τον ασύρματο του καραβιού τους ή με τα κινητά τηλέφωνα που κατείχαν (βρέθηκαν πάνω τους και κατασχέθηκαν από τον Λιμενάρχη .... δύο κινητά τηλέφωνα) για τη μεταφορά αυτή, που υπό την απειλή όπλου αναγκάστηκαν να προβούν, όπως ισχυρίζονται. Αυτοί όμως δεν έπραξαν τα παραπάνω αλλά, μετά την αποβίβαση των λαθρομεταναστών, απομακρύνθηκαν αμέσως από τα κρητικά παράλια με κατεύθυνση προς Αίγυπτο. Πρέπει λοιπόν να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της παραπάνω πράξης. Η συνήγορος της υπεράσπισης προέβαλε το αίτημα να αναγνωρισθούν στους κατηγορουμένους τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 α,β,δ Π.Κ Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται ως αόριστος διότι δεν επικαλέστηκε πραγματικά που τον αποδεικνύουν. Πρέπει λοιπόν να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της παραπάνω πράξης...." Με τις παραδοχές αυτές, στο διατακτικό της κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για παράβαση του άρθρου 55 παρ.1β του Ν.2910/2001 (προώθηση λαθρομεταναστών) και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) ετών, εννέα (9) μηνών και είκοσι δύο (22) ημερών και συνολική χρηματική ποινή 2.250.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 55 παρ.1β του Ν.2910/2001 την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος για αντιφάσεις στο σκεπτικό τη αποφάσεως αναφορικά με το ασφαλές ή όχι του λιμανιού αποβίβασης των λαθρομεταναστών, είναι αβάσιμη, αφού από τις άνω παραδοχές της αποφάσεως " .. θα αποβίβαζαν τους λαθρομετανάστες σε ασφαλές λιμάνι της νότιας ..... και όχι σε ερημική τοποθεσία..." ουδεμία αντίφαση δημιουργείται, ενώ, τέλος, η από τον κατηγορούμενο στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων επίκληση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται μηχανική βλάβη του σκάφους, ερείδεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση αφού η απόφαση στο σκεπτικό της ουδέν διαλαμβάνει για μηχανική βλάβη. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε δια του συνηγόρου του, να αναγνωρισθούν σ' αυτόν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2α΄, β΄ και δ΄ του Π.Κ χωρίς, όμως, να επικαλείται παντάπασι, ή και από τους απολογητικούς ισχυρισμούς του να προκύπτουν πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν τη συνδρομή των άνω ελαφρυντικών περιστάσεων. Το υποβληθέν αίτημα με μόνη την αναφορά της διατάξεως του νόμου, ήταν παντελώς αόριστο και το δικαστήριο αν και δεν είχε για τον λόγο αυτό υποχρέωση να απαντήσει, σε κάθε περίπτωση περιέλαβε στην απόφασή του απορριπτική διάταξη. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και των προσθέτων λόγων, με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια της από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ έλλειψης ειδική και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-1-2006 αίτηση του Χ1 και την από 11-1-2006 αίτηση και τους από 17-9-2007 προσθέτους λόγους του Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Και. Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Eρήμην εξ αναβολής για τον δεύτερο αναιρεσείοντα. Απορρίπτει την αίτησή του. Αιτιολογημένη καταδίκη του πρώτου για παράβαση του άρθρου 55 παρ. 1β του Ν. 2190/2001. Αόριστη υποβολή αιτήματος για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 2349/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης x1,που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεοχάρη Δαλακούρα, περί αναιρέσεως της 297/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Οκτωβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1755/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη των άρθρων 372 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής, απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ' αυτό κατοχής από το δράστη ή τρίτο, με σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, στην έννοια δε της κατοχής περιλαμβάνεται τόσον η πραγματική εξουσία επί του πράγματος όσο και η βούληση για την εξουσία του. Η αφαίρεση αυτή απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεώς της και εφόσον η πράξη αυτή δεν χαρακτηρίστηκε ω κλοπή αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος αυτού και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας, δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που παράνομα αφαιρέθηκε. Μόνον αν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας αυτοτελής ισχυρισμός για το ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας, που οδηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 377 του ίδιου Κώδικα, στην επιεική μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδική αιτιολόγηση της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ή όχι ευτελούς αξίας. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρ. 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 ΠΚ), δηλαδή όταν ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει και αναφέρεται σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και μάλιστα όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά σε νομικές ιδιότητες ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 297/2006 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει εκήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχον κλοπής ευτελούς αξίας και της επέβαλε χρηματική ποινή 300 ευρώ, δεχθέν συνάμα ότι αυτή κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως ήταν μετεφηβικής ηλικίας (άρθρ. 133 ΠΚ). Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά: Ότι η κατηγορούμενη τέλεση την αξιόποινη πράξη της κλοπής πράγματος ευτελούς αξίας κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της κλοπής που της αποδίδεται και ειδικότερα: Ότι στην ......., στις 11/12/2004 ήταν δόκιμη στην οικεία Σχολή Δοκίμων Αστυφυλάκων και συγκατοικώντας με την συμφοιτήτριά της Γ1, εκμεταλλευόμενη την μικρή απουσία της τελευταίας, η οποία είχε αφήσει στο δωμάτιο την προσωπική της τσάντα, αφήρεσε από αυτήν μία συσκευή κινητής τηλεφωνίας ΝΟΚΙΑ τύπου ....., μοντέλο ....., με αρ. ............ αξίας περίπου 200 ευρώ την οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι βρήκε το κινητό πεσμένο στο προαύλιο της Σχολής δεξιά στο ύψος της τουαλέτας και ότι το πήρε χωρίς να σκεφθεί ότι ανήκει σε κάποια συμμαθήτριά της ή σε κάποιον τρίτο και το πήρε γιατί θεωρούσε ότι δεν έχει σημαντική αξία δεν είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου καθόλου πειστικός, δεδομένου ότι την ίδια παραπάνω ημέρα που έλαβε χώρα το περιστατικό της απώλειας του κινητού της άνω ιδιοκτητρίας του Γ1 το κατήγγειλε αμέσως, έγιναν έρευνες και το ζήτημα έλαβε έκταση, χωρίς η κατηγορουμένη να αναφέρει καθόλου ότι βρήκε ένα κινητό πεταμένο, όπως ισχυρίζεται κα αυτό ανεξαρτήτως του όταν η συμμαθήτριά της Γ2 της είδε να κρατάει το συγκεκριμένο κινητό μετά από ημέρες, το οποίο της θύμισε το κινητό της Γ1 (που είχε απωλεσθεί), η κατηγορουμένη της απήντησε ψέματα, ότι της είχαν κάνει δώρο οι γονείς της. Παρά το γεγονός δε ότι η Γ1 από την αρχή την είχε υποπτευθεί ως ύποπτη της κλοπής όντας βεβαία ότι το είχε αφήσει μέσα στην τσάντα της, πριν διαπιστώσει την απώλειά του και ότι τη στιγμή της απουσίας της η μόνη που ήταν στο δωμάτιό τους ήταν η κατηγορουμένη, η οποία ετοιμαζόταν για έξοδο, και υπήρχε έκτοτε ψυχρότητα μεταξύ τους, η κατηγορουμένη, ουδέποτε ανέφερε ότι βρήκε πεταμένο ένα κινητό ούτε το παρέδωσε, παρόλο που το χρώμα και η μάρκα του απωλεσθέντος κινητού της Γ1 της ήταν γνωστό και από μόνη την έκταση που πήρα το ζήτημα της απώλειας - κλοπής του στην Σχολή, όπου έγινε και έλεγχος στα προσωπικά πράγματα και χώρους όλων των φοιτητριών. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μετά τη διαπίστωση ότι είχε τελικά στα χέρια της το κλαπέν κινητό και τις έρευνες που έγιναν στα πλαίσια ΕΔΕ, όπως ανέφερε η Υποδιοικήτρια της Σχολής .........., αρχικά ανέφερε ότι το αγόρασε από κάποιον φοιτητή και κατόπιν ότι το βρήκε στο προαύλιο, χωρίς αυτή η συμπεριφορά να δικαιολογείται από τον φόβο της μήπως θεωρηθεί ότι το έκλεψε, όπως ισχυρίσθηκε απολογούμενη, αφού αν το παρέδιδε, όπως όφειλε, εφόσον το βρήκε μέσα στη Σχολή, όπως ισχυρίζεται δεν θα ετίθετο κανένα θέμα. Εξάλλου και το γεγονός ότι μετά την απώλεια του κινητού εστάλησαν προς αυτό κλήσεις, όπως ήταν φυσικό, προκειμένου να διαπιστωθεί αν απαντήσει κάποιος και η κατηγορουμένη δεν απήντησε, ισχυριζόμενη ότι αυτό είναι στοιχείο υπέρ της αθωότητάς της, αντιθέτως ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου περί της ενοχής της ότι δεν το βρήκε το κινητό αλλά το αφήρεσε παράνομα με πρόθεση ιδιοποίησης. Με βάση τα παραπάνω το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμιά αμφιβολία περί του ότι η κατηγορουμένη τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κλοπής ευτελούς αξίας, κρίση η οποία δεν αναιρείται καθόλου από την κατάθεση του μάρτυρα Γ2, Προϊσταμένου του γραφείου ταυτοτήτων, ότι κάποια κυρία είχε ξεχάσει το πορτοφόλι της και το βρήκε η κατηγορούμενη και το παρέδωσε όπως και ο ίδιος (ο μάρτυρας) είχε ξεχάσει το πορτοφόλι και 700 ευρώ και τα βρήκε η κατηγορουμένη και τα παρέδωσε, ούτε το ότι η τελευταία είχε ήδη δύο κινητά και δεν είχε κανένα λόγο να κλέψει το συγκεκριμένο, καθόσον το γεγονός ότι το κινητό, το οποίο βρέθηκε στα χέρια της μετά την κλοπή, ήταν εκείνο που εκλάπη από τη Γ1 είναι γεγονός αναμφισβήτητο, η δε μετέπειτα συμπεριφορά και οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης απλώς ενισχύουν σε συνδυασμό και με την αξιολόγηση όλων των καταθέσεων και την όλη αποδεικτική διαδικασία την κρίση του Δικαστηρίου περί της ενοχής της. Κατά συνέπεια η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη κλοπής ευτελούς αξίας κατά τον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της κλοπής που της αποδίδεται, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 133 ΠΚ, καθόσον κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε συμπληρώσει το 2ον έτος της ηλικίας της. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως της κλοπής εντελούς αξίας, όπως γι' αυτήν καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη των άρθρων 372 και 377 ΠΚ. Ειδικότερα το Εφετείο, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεώς του αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των και όπως όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και όχι μόνο μερικά από αυτά για να μορφώσει την περί ενοχής της αναιρεσείουσας κρίση του και δεν είχε υποχρέωση να αναφέρει και αξιολογήσει κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως γιατί δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν και εξειδικεύουν τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτηση του αποδοθέντος στην αναιρεσείουσα, εγκλήματος στοιχεία και γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, για την περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επίσης, και η ειδικότερη αιτίαση ότι δεν ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο και η αναγνωσθείσα από ......... βεβαίωση της Εταιρείας Κινητής Τηλεφωνίας VODAFONE που απευθύνεται προς την Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας, καθώς και τα από ...... και ....... έγγραφα της εταιρείας Q TELECOM και της εταιρείας ΤΙΜ αντιστοίχως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι τέτοια έγγραφα δεν αναγνώστηκαν. Και ναι μεν γίνεται μνεία των πρώτου ως άνω εγγράφου από τους συνηγόρους της αναιρεσείουσας στους υποβληθέντες εγγράφως προς το δικαστήριο ισχυρισμούς της, πλην όμως δεν προκύπτει ότι εζητήθη η ανάγνωση του εγγράφου αυτού και ότι η διευθύνουσα τη συζήτηση αρνήθηκε την ανάγνωση αυτού, οπότε η αναιρεσείουσα θα έπρεπε να απευθυνθεί στο δικαστήριο εναντίον της διατάξεως της προεδρεύουσας, κατ' άρθρο 335 ΚΠΔ. Προσθέτως, η ειδικότερη αιτίαση ότι, χωρίς την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απερρίφθη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο περί πραγματικής πλάνης, εγγράφως υποβληθείς και προφορικώς αναπτυχθείς ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, γιατί, τα επικαλούμενα, προς θεμελίωση της πραγματικής πλάνης, πραγματικά περιστατικά: "Ακόμη είχα αμφιβολίες, αν το κινητό που βρήκα ήταν αυτό της Γ1, δεδομένου ότι είχε διάφορο ανάγλυφο και ήταν λασπωμένο και σε κατάσταση διάλυσης", δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, αλλ' απλώς αποτελούν ομολογία της αναιρεσείουσας ότι ιδιοποιήθη παρανόμως ξένο ολικά κινητά πράγμα αγνώστου ιδιοκτήμονος. Πάντως με πλήρη αιτιολογία απερρίφθη ο ισχυρισμός αυτός, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγον αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του αυτού Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικώς προς το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ώστε ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον επραγματοποιήθη όντως η ανάγνωση των εγγράφωναυτών, παρεσχέθη η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνον από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την, περί της ενοχής, της αναιρεσείουσας, κρίση του και στα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και: α) φωτοτυπία της συσκευής κινητής τηλεφωνίας (α/α9) καθώς και β) τα προσκομισθέντα πρωτοδίκως από το συνήγορο υπεράσπισης έγγραφα (α/α9). Με την αναφορά αυτή των εν λόγων εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενον, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα εις τα οποία αφορούν κ.λ.π., αφού, με την ανάγνωσή τους στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, κατέστησαν γνωστά τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενό τους στην αναιρεσείουσα, οπότε αυτή είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις εν σχέσει προς το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθη πάντας από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Εν πάση περιπτώσει τα, από τον συνήγορο υπεράσπισης, προσκομισθέντα έγγραφα ήταν γνωστά εις την αναιρεσείουσα και δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι αυτή εστερήθη των εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ δικαιωμάτων της εκ της μη επακριβούς αναφοράς αυτών. Επομένως, ορθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα ως άνω έγγραφα και δεν επήλθε εντεύθεν καμμία ακυρότητα. Ως εκ τούτου, ο εκ των άρθρων 510 παρ. 1Α και 171παρ. 1δ ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5 Οκτωβρίου 2006 αίτηση της x1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 297/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κλοπή αντικειμένου ευτελούς αξίας. Περιέχει πλήρη αιτιολογία. Πραγματική πλάνη. Τα επικαλούμενα προς θεμελίωση πραγματικής πλάνης, πραγματικά περιστατικά δεν θεμελιώνουν τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό, αλλ’ αποτελούν ομολογία περί διαπραχθείσης κλοπής αντικειμένου αγνώστου ιδιοκτήμονος. Αβάσιμος ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, λόγω μη επακριβούς προσδιορισμού της ταυτότητας αναγνωσθέντων εγγράφων, όταν μάλιστα μερικά από τα έγγραφα αυτά τα είχε προσκομίσει η ίδια η αναιρεσείουσα.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Κλοπή.
0
Αριθμός 2341/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ----- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιορδάνη Προυσανίδη, για αναίρεση της με αριθμό 35471/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουλίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1396/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν.5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ΄αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται : α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος της εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, δ) έλλειψη αντίστοιχου διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή και ε) γνώση του εκδότη της ελλείψεως αυτής (ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων). Περαιτέρω κατά το άρθρο 11 του ν.5960/1933, αυτός που έθεσε υπογραφή σε επιταγή ως αντιπρόσωπος προσώπου, για το οποίο δεν είχε την εξουσία να ενεργήσει, υποχρεούται αυτός ο ίδιος από την επιταγή και αν πλήρωσε, έχει τα ίδια δικαιώματα τα οποία θα είχε εκείνος που φέρεται ότι εκπροσωπήθηκε. Η ως άνω διάταξη η οποία θεσπίζει τη βαριά ευθύνη αυτού που υπέγραψε με τη δική του υπογραφή ως δήθεν αντιπρόσωπος και η οποία (ευθύνη) γεννάται είτε ελλείπει παντελώς η εξουσιοδότητη είτε έγινε υπέρβαση αυτής, χωρίς να παραβλέπεται έτσι η εγκυρότητα του τίτλου, εφόσον στην επιταγή εμφανίζεται η υπογραφή του, αποτελεί παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 231 του ΑΚ, κατά την παρ. 3 του οποίου ο αντιπρόσωπος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση, αν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε εξουσία αντιπροσώπευσης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ΄ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 35471/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως απ΄ αυτή προκύπτει, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, εκπροσωπηθείς στη δίκη από συνήγορο, για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, κατ΄ εξακολούθηση, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή 500,00 ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται ότι από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα εξής: "Ο κατηγορούμενος ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "FAMILY CENTER A.E.", εξέδωσε με πρόθεση στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής, στις 5.12.1999 και 15.12.1999 τις με αριθμ. ..... και ..... τραπεζικές επιταγές ποσού 540.000 δρχ. και 400.000 δρχ., πληρωτέες στην Τράπεζα EUROBANK, εις διαταγήν του εγκαλούντος ...., ο οποίος τις εμφάνισε ως νόμιμος κομιστής τους για πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 15.12.1999 και 10.12.1999, αντιστοίχως, αλλά δεν πληρώθηκαν, ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων και σφραγίστηκαν καθόσον ο λογαριασμός ήταν κλειστός. Την μη ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων για πληρωμή τους έχοντας την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της παραπάνω εταιρείας γνώριζε όταν εξέδωσε τις επιταγές...". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, κατέληξε το δικαστήριο, σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε τις αναφερόμενες ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, αφού προηγουμένως απέρριψε τους παρακάτω αναφερόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, για ακυρότητα των ένδικων επιταγών και περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατ΄ εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς, επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του ν.5960/19333 "περί επιταγής), την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν έχει τελέσει το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, διότι οι ένδικες επιταγές δεν συνυπογράφηκαν για λογαριασμό της αναφερόμενης εταιρία και από τον ... αντιπρόεδρο και εντεταλμένο σύμβουλο αυτής, όπως ορίζεται στο από 17.8.1999 Πρακτικό του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας, είναι απορριπτέα ως αλυσιτελής, καθόσον το έγκυρο ή άκυρο των επιταγών κρίνεται βάσει των διατάξεων του ν.5960/1933 και όχι βάσει των διατάξεων του καταστατικού της εταιρίας την οποία εκπροσωπούν οι εκδότες τους, ενώ η τυχόν παραβίαση από τους τελευταίους (εκδότες των επιταγών) των διατάξεων του καταστατικού της εταιρίας για λογαριασμό της οποία τις εκδίδουν δεν επάγεται την απαλλαγή τους από τις ευθύνες που παράγονται από την έκδοση αυτών χωρίς αντίστοιχο αντίκρυσμα, αλλά ενδεχομένως την απαλλαγή της εταιρίας από τις αστικές απαιτήσεις των τρίτων, που απέκτησαν δικαιώματα απ΄ αυτές. Περαιτέρω, εφόσον κατά τα προαναφερόμενα, οι ένδικες ακάλυπτες επιταγές που ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος εξέδωσε (υπέγραψε ως εκδότης) είναι έγκυρες και κατά την εμφάνισή ους προς πληρωμή δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, ο αναιρεσείων έχει πραγματώσει το έγκλημα του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 (έκδοση ακάλυπτης επιταγής). Εξάλλου η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι ο εγκαλέσας αυτόν για την προαναφερόμενη πράξη ....., δεν νομιμοποιούνταν να υποβάλει την έγκληση, γιατί δεν ήταν ο τελευταίος νόμιμος κομιστής που τις εμφάνισε προς πληρωμή, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι από την παραδεκτή επισκόπηση των ένδικων επιταγών προκύπτει ότι επί της όπισθεν πλευράς τούτων στη θέση των οπισθογράφων, φέρεται ως τελευταίος νόμιμος κομιστής αυτών που τις εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα ο ως άνω εγκαλέσας δικαιούμενος ως εκ τούτου στην υποβολή εγκλήσεως κατά του αναιρεσείοντος. Κατ΄ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, κατ΄ εκτίμηση, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β΄ του ΚΠοινΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ η αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία "η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά και για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά" επιβάλλει την αρχή της "προφορικότητας" της διαδικασίας της ποινικής δίκης, η οποία όχι μόνο δεν κάμπτεται, αλλά αντίθετα ενισχύεται, από τη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία "ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση (στα πρακτικά) κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο και να παραδίδουν γραπτώς σ΄ αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση, τις δηλώσεις τους, που αναπτύχθηκαν προφορικά", αφού η παράδοση γραπτώς των δηλώσεων, προϋποθέτει προφορική ανάπτυξή τους. Οι γραπτές δε αυτές δηλώσεις, έστω και αν έχουν ενσωματωθεί στα πρακτικά, δεν είναι βέβαια πρακτικά. Έτσι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, οι οποίοι διαλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημά του, που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε (ενσωματώθηκε) στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχουν προβληθεί νομίμως, μόνον εφόσον από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή τους. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν γίνει και προφορική ανάπτυξη, ο αυτοτελής ισχυρισμός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί νομίμως. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου προέβαλε με έγγραφο σημείωμα, το οποίο ενσωματώθηκε στα πρακτικά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς α) ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει πραγματώσει το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, διότι κατηγορείται ότι εξέδωσε αυτές ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "FAMILY CENTER A.E.", για την έγκυρη ανάληψη υποχρέωση και από την οποία απαιτείτο και δεύτερη υπογραφή του αντιπροέδρου και εντεταλμένου συμβούλου ....., όπως ορίζεται στο από 17.8.1999 Πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας που ζήτησε να αναγνωστεί, η οποία δεν τέθηκε και β) ότι η ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη, διότι ο εγκαλών, όπως ομολογεί στην έγκληση, δεν είναι τελευταίος κομιστής. Δεν προκύπτει, όμως από τα ίδια πρακτικά, ότι αναπτύχθηκαν προφορικά οι πιο πάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου. Με τον τρόπο όμως αυτός που υποβλήθηκαν οι ως άνω αυτοτελείς του κατηγορουμένου ισχυρισμοί, δηλαδή με έγγραφο σημείωμα, χωρίς την ανάπτυξή τους και προφορικά, προβλήθηκαν απαραδέκτως και το δικαστήριο δεν είχε όπως αναφέρθηκε υποχρέωση να απαντήσει σε απαράδεκτους ισχυρισμούς. Παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας με ορθή και επαρκή αιτιολογία απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς διαλαμβάνοντας στην απόφασή του αναφορικά με τον υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμό ότι αυτός είναι απορριπτέος κυρίως ως μη νόμιμος "διότι ανεξαρτήτως της δέσμευσης ή μη της εταιρίας από την έκδοση των ένδικων επιταγών αν απαιτείτο και δεύτερη υπογραφή, η δική του ευθύνη υφίσταται, όπως συνάγεται σαφώς από το άρθρο 79 παρ. 1 ν.5960/1933 που θεωρεί ποινικά υπεύθυνο τον εκδίδοντα ακάλυπτη επιταγή, και αρκεί, για την τέλεση του εγκλήματος τυπικά έγκυρη επιταγή και παράδοση αυτής στον λήπτη" και με τον υπό στοιχ. β΄ ισχυρισμό ότι αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι "από τα σώματα των ένδικων επιταγών προκύπτει ότι ο εγκαλών είναι τελευταίος κομιστής". Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν αναγνώσθηκε παρά το ότι ζητήθηκε με το ως άνω υπόμνημά του το από 17.8.1999 Πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας "FAMILY CENTER A.E." είναι απορριπτέα ως αλυσιτελής, αφού, όπως αναφέρθηκε ο άνω υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός του αναιρεσείοντος που υποβλήθηκε απαραδέκτως, απορρίφθηκε ως μη νόμιμος. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, κατ΄ εκτίμησης, για μη ορθή και για ελλιπή αιτιολόγηση απόρριψη των αυτοτελών του κατηγορουμένου ισχυρισμών, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. σ΄. 329, 331, 364 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι τότε μόνο επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, πλην όμως τέτοια ακυρότητα δεν συνεπάγεται η μη ανάγνωση στο ακροατήριο εγγράφων και η λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο για την αναγκαία κρίση του, τα οποία συνιστούν στοιχεία του κατηγορητηρίου και συνεπώς αναπόσπαστο μέρος της εις βάρος του κατηγορουμένου ποινικής διώξεως για κάποιο έγκλημα, αφού αυτός προς αντίκρουση των εγγράφων τούτων μπορεί κατ΄ άρθρο 358 του ΚΠοινΔ να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτών αναγκαίες εξηγήσεις. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, περί ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία επήλθε από το ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του επί της ενοχής του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του τις υπ΄ αριθμ. ....... και ..... της Τράπεζας EUROBANK τραπεζικές επιταγές, αν και αυτές δεν αναγνώσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί οι ως άνω επιταγές αποτελούν τη βάση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, από δε την ανάγνωση αυτών στο ακροατήριο δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος μπορούσε να επιφέρει σχετικά με τα έγγραφα αυτά τις αναγκαίες δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις του. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Ιουλίου 2006 αίτηση του ....., για αναίρεση της υπ΄αριθμ. 35471/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στοιχεία του εγκλήματος. Αυτός που έθεσε υπογραφή ως εκδότης σε επιταγή ως αντιπρόσωπος προσώπου για το οποίο δεν είχε την εξουσία να ενεργήσει υποχρεούται αυτός ο ίδιος από την επιταγή. Απορρίπτεται ως αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι απέρριψε με ελλιπή αιτιολογία τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του που κατατέθηκαν εγγράφως από τον συνήγορό του, αφού όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης οι ισχυρισμοί του αυτοί περιελήφθησαν μεν σε υπόμνημά του που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, πλην όμως δεν αναπτύχθηκαν προφορικά και συνεπώς το δικάσαν δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα να διαλάβει ειδική αιτιολογία ως προς την απόρριψή της. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος του δικάσαντος δικαστηρίου, διότι λήφθηκαν υπόψη δύο τραπεζικές επιταγές που δεν αναγνώσθηκαν, αφού οι επιταγές αποτελούσαν βάση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και μπορούσε αυτός να εκθέσει προς αντίκρουσή τους τις απόψεις του και να προβεί στις περί αυτών αναγκαίες δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις του. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
Αριθμός 2336/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1 που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 8812/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1023/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 251/21-6-2007 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1,4 , 138 παρ. 2β, 476 Κ.Π.Δ, την υπ' αριθμ.221/07 αίτηση αναιρέσεως (δια δηλώσεως ενώπιον του Γραμματέα Εφετείου Αθηνών του Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 8812/21-9-05 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/κών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Με την υπ'αριθμ.102083/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών ο αναιρεσείων κατεδικάσθη σε συνολική ποινή φυλακίσεως 20 μηνών για επικίνδυνη σωματική βλάβη, οπλοφορία, οπλοχρησία. Κατά της άνω ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως άσκησε έφεση την 28-4-05 η οποία προσδιορίστηκε στο Τριμελές εφετείο Αθηνών (Πλημ/των) για την δικάσιμο της 21-9-2005. Η κλήτευση του για την ανωτέρω δικάσιμο έγινε στην σύνοικο ενήλικο Σ1) ως και στην αντίκλητο δικηγόρο του με θυροκόλληση (δείτε αποδεικτικό). Κατά την δικάσιμο της 21-2-2005 ο κατηγορούμενος δεν ενεφανίσθη ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο με την υπ' αριθμ. 8812/2005 (προσβαλλομένη) απόφαση απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη . Η απόφαση αυτή κατεχωρήθη καθαρογραμμένη εις το σχετικό βιβλίο την 5/10/2005 και επεδόθη στον καταδικασθέντα την 9-10-06 και στην αντίκλητο την 12-12-05 με θυροκόλληση στις αναγραφόμενες στην έφεση διευθύνσεις. Ο αιτών υπέβαλε την υπό κρίση δήλωση αναιρέσεως την 10-5-2007 επικαλούμενος υπέρβαση εξουσίας λόγω ακυρότητας της κλητεύσεως του, διότι δεν προκύπτει σε ποιο συγκεκριμένο πρόσωπο επιδόθηκε η κλήση, αφού ο επιδίδων αστυφύλακας βεβαιώνει επί λέξει "βρήκα τον ίδιο παρέδωσα την κλήση στην σύνοικο ενήλικο Σ1 ετών 27 επάγγελμα φοιτήτρια..". Επίσης η δια θυροκολλήσεως επίδοση της κλήσεως 2005/2818 προς την αντίκλητο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Α. Ζάκκα, διότι από το αποδεικτικό δεν προκύπτουν τα στοιχεία τού μάρτυρα και ειδικότερα η κατοικία αυτού. Είναι προφανές από το αποδεικτικό ότι η μη αναγραφή του αρνητικού μορίου "δεν" οφείλεται σε παραδρομή από την χρήση ειδικού εντύπου ,πράγμα το οποίο επιρρωνύεται από τα ακολουθούντα περί επιδόσεως στην σύνοικο ανήλικο κλπ., διότι δεν θα υπήρχε λόγος επιδόσεως σ' αυτήν στην περίπτωση ανευρεύσεως του ιδίου. Περαιτέρω εις την δια θυροκολλήσεως επίδοση στην αντίκλητο δικηγόρο δεν ήταν απαραίτητη η αναγραφή διευθύνσεως (κατοικίας) του μάρτυρα που παρέστη κατά την θυροκόλληση. Κατά συνέπεια η κλήτευση του κατηγορουμένου ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ήταν σύννομη, όπως επίσης νόμιμη ήταν και η επίδοση της απορριπτικής της εφέσεως υπ' αριθμ. 8812/2005 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών. Επίσης εις την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν διατυπούται λόγος ανωτέρας βίας για την εκπρόθεσμη άσκησή της την 10-5-2007 και για τους λόγους αυτούς (αρθ.476 παρ.1 Κ.Π.Δ.) η υπό κρίση αίτηση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα . Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Ι) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ' αριθμ. 221/10-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ' αριθμ. 8812/2005 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών. ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος . Αθήνα 15-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των άρθρων 462, 473 παρ.1 και 3 και 507 παρ.1 εδ.α ΚΠΔ, προκύπτει ότι, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ, εφόσον ο δικαιούμενος ήταν παρών κατά τη δημοσίευσή της, και είναι δέκα ημέρες. Αν ο δικαιούμενος ήταν απών κατά τη δημοσίευσή της, αλλά γνωστής στην ημεδαπή διαμονής η δεκαήμερη προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, συνεπώς και της αναιρέσεως, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, όπως συνάγεται από τα άρθρα 473 παρ.2 και 474 παρ.2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση αυτού, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν την βασιμότητά τους, γιατί διαφορετικά, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 476 ΚΠΔ το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως. Ανυπέρβλητο δε κώλυμα θεωρείται εκείνο, το οποίο, οπωσδήποτε, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου που ασκεί το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού ή όχι της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, με την προσβαλλόμενη 8812/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη έφεση αυτού κατά της 102083/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί ερήμην σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών , που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για τα αδικήματα της σωματικής βλάβης, παράνομης οπλοχρησίας κα οπλοφορίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο βιβλίο καθαρογραφής αποφάσεων του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ στις 5-10-2005 με αριθμό 8378 και του επιδόθηκε στις 19/10/2005 καθώς και στην αντίκλητο αυτού δικηγόρο Αλεξάνδρα Ζάκκα στις 12/12/2005 (βλ. από ..... και .....αποδεικτικά επιδόσεως των αρμοδίων δικαστικών επιμελητών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών .... και ....., αντίστοιχα). Ο αναιρεσείων όμως άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκπρόθεσμα και, συγκεκριμένα, την 10/5/2007, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η 221/2007 σχετική έκθεση. Στην έκθεση αυτή αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε μετά την οριζόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, δεκαήμερη προθεσμία αναιρέσεως, δεν μνημονεύονται περιστατικά ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε ο αναιρεσείων εμπρόθεσμα την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ούτε γίνεται επίκληση αποδεικτικών μέσων από τα οποία να αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Επομένως, η αίτηση αυτή, ως εκπρόθεσμη, είναι απαράδεκτη. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 221/10-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 8812/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη. Μη επίκληση λόγου ανώτερης βίας. Απορρίπτει αναίρεση
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0
Αριθμός 2333/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, για αναίρεση της 1957/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κομοτηνής, με συγκατηγορούμενο τον ....... Το Μονομελές Πλημμελειοδικειο Κομοτηνής με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1897/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠοινΔ. λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171). Κατά το τελευταίο άρθρο του ίδιου Κώδικα, τέτοια ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (άρθρο 171 παρ.1 περ.δ'). Τέτοια περίπτωση, αποτελεί και η μη δόση του λόγου στον κατηγορούμενο, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας αμέσως και πριν από την κήρυξή του, ως ενόχου από το Δικαστήριο (άρθρο 369 παρ.1 ΚΠοινΔ), καθώς και μετά την κήρυξή του ως ενόχου, κατά τη συζήτηση για την επιβολή της ποινής, κατά την οποία τελευταίος πρέπει να λάβει το λόγο ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 369 παρ.3 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 371 παρ.3 εδ.β' του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτώς επισκοπούνται, η διευθύνουσα τη συζήτηση, μετά την κήρυξη της λήξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία και ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε δε την ενοχή της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας, για την πράξη της κατοχής μικροποσότητας ναρκωτικών ουσιών για δική της χρήση, χωρίς όμως να δώσει στη συνέχεια το λόγο και στην αναιρεσείουσα για να αναπτύξει την υπεράσπισή της επί της ενοχής. Περαιτέρω, από τα ίδια πρακτικά, προκύπτει, ότι, αφού απαγγέλθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου για την ενοχή της αναιρεσείουσας, στη συνέχεια δόθηκε ο λόγος για την επιβλητέα ποινή μόνο στην Εισαγγελέα, όχι όμως και στην κατηγορουμένη, ήδη αναιρεσείουσα, και συνεπώς ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως που προβλέπεται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί η διευθύνουσα τη συζήτηση δεν έδωσε στην αναιρεσείουσα το λόγο για να αναπτύξει την υπεράσπισή της τόσο ως προς την ενοχή, όσο και ως προς την επιβλητέα ποινή, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, (ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως), να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που είχε δικάσει προηγουμένως. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ΄αριθ. 1957/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κομοτηνής. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η καταδικαστική από-φαση με την επίκληση απόλυτης ακυρότητας (έλλειψη ακροάσεως δε δόθηκε λόγος στην κατηγορουμένη, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής, ούτε επί της ποινής). Αναιρεί και παραπέμπει
Ακροάσεως Αρχή
Ακυρότητα απόλυτη, Ακροάσεως Αρχή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2332/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορίνθου, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 94/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 476/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 178/10-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 27-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά της υπ΄αριθμ. 94/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, εκθέτω τα εξής: Εκ της διατάξεως του άρθρ. 341 § 2 εδ. δ΄ Κ.Π.Δ., εφαρμοζομένης αναλόγως και στην κατ΄έφεση δίκη, συμφώνως προς το άρθρ. 501 § 1 του ιδίου Κώδικα, και οριζούσης ότι η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας εισάγεται, χωρίς κλήτευση του αιτούντος, στην πρώτη δικάσιμο του δικάσαντος δικαστηρίου, "το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα", συνδυαζομένης και προς την διάταξη του άρθρ. 546 § 2 Κ.Π.Δ., κατά την οποία "αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται, ένδικο μέσο", συνάγεται σαφώς ότι η απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν υπόκειται εις αίτηση αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κατ΄ουσίαν ή ως απαράδεκτη. Η διάταξη αυτή, ως ειδική, κατισχύει της διατάξεως του άρθρ. 476 § 2 Κ.Π.Δ., με την οποία ορίζεται ότι κατά της απορριπτούσης το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας) ως απαράδεκτο αποφάσεως επιτρέπεται μόνο αναίρεση (ΑΠ 1037/2000, εις ΠΧ/ΝΑ/255, ΑΠ 1834/2002, εις Ποιν.Δικ/2003/357). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της ανωτέρω αποφάσεως, δια της οποίας απερρίφθη η αίτηση του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας κατά την οποία εξεδόθη η υπ΄αριθ. 9/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία απερρίφθη ως ανυποστήρικτη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ΄αριθμ. 1076/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καστοριάς. Επομένως, συμφώνως προς τα προεκτεθέντα, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως στρεφομένη κατά αποφάσεως μη υποκειμένης εις αίτηση αναιρέσεως, και πρέπει να απορριφθή και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Να απορριφθή η από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ΄αριθμ. 94/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 24 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τη διάταξη του άρθρου 341 § 2 εδ. δ΄ του Κώδικα Ποινικής δικονομίας, που εφαρμόζεται αναλόγως και στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 501 § 1 του ίδιου Κώδικα και ορίζει ότι η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας εισάγεται, χωρίς κλήτευση του αιτούντος στην πρώτη δικάσιμο του δικάσαντος δικαστηρίου, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα, συνδυαζομένη και προς τη διάταξη του άρθρου 546 § 2 ΚΠΔ, κατά την οποία αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, σαφώς συνάγεται ότι η απόφαση η οποία εκδίδεται επί αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κατ' ουσίαν ή ως απαράδεκτη. Η παραπάνω διάταξη κατισχύει, ως ειδική εκείνης του άρθρου 476 § 2 του ίδιου Κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας) ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Εν προκειμένω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 94/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας, κατά την οποία εκδόθηκε η 9/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 1076/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καστοριάς. Επομένως και ενόψει των όσων αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, αφού στρέφεται κατ' αποφάσεως, η οποία δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ) ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της 94/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση ως απαράδεκτη, διότι στρέφεται κατ’ αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του αναιρεσείοντος για ακύρωση της διαδικασίας, η οποία δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 2330/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., κατοίκου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ναούμ Τζίφρα, περί αναιρέσεως της 3197/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ....., κάτοικο ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεμιστοκλή Σοφό. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.5.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1026/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 66 παρ. 1 του Ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 1 έως 5 εκατομμυρίων δραχμών, όποιος χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου τούτου ή διατάξεων πολυμερών διεθνών συμβάσεων κυρωμένων με νόμο για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, εκτός των άλλων περιπτώσεων που ορίζονται στη διάταξη αυτή, αναπαράγει στο πρωτότυπο και γενικά εκμεταλλεύεται έργο που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά δε τα άρθρα 1 παρ. 1 και 2 παρ. 2 του ίδιου νόμου, οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ' αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωμα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού με αυτό (ηθικό δικαίωμα). Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, όπως τα αναφερόμενα ενδεικτικώς στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της αναπαραγωγής και εκμετάλλευσης έργου, που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, χωρίς δικαίωμα, πρέπει το έργο να είναι πρωτότυπο, υπό την έννοια ότι κάτω από όμοιες συνθήκες και με ομοίους στόχους κανένας άλλος δεν θα δημιουργούσε ένα όμοιο έργο. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει, εκτός άλλων, στο σκεπτικό της, το οποίο παραδεκτώς συμπληρώνεται από το διατακτικό της, και τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης. Διαφορετικά δημιουργείται λόγος αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 3197/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι (6) μηνών με τριετή αναστολή, για παράβαση του άρθρου 66 παρ. 1 του Ν. 2121/1993. Ειδικότερα, το παραπάνω Δικαστήριο δέχθηκε, με την εν λόγω απόφασή, κατά επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και διατακτικού αυτής, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι, από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 8.2.2002 έως 30.3.2002, ο κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος της διαφημιστικής εταιρείας "DOT AND DUSH", ενώ είχε συμφωνήσει προφορικά να χρησιμοποιήσει τη φωνή του εγκαλούντος ...., δημοσιογράφου, εκφωνητή δελτίου ειδήσεων, σε διαφήμιση αυτοκινήτου "NISSAN ALMERA" από το ραδιόφωνο μόνο, εκείνος επεξέτεινε τη μετάδοση της διαφήμισης και από την τηλεόραση, χωρίς την άδεια και συναίνεση του εν λόγω δημοσιογράφου, του οποίου έτσι προσέβαλε το περιουσιακό και ηθικό δικαίωμα του εν λόγω πνευματικού του έργου που παρήχθη με τη φωνή του. Με τις παραδοχές όμως αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη, αφού, ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό, αναφέρεται αν το διαλαμβανόμενο σ' αυτήν φωνητικό διαφημιστικό μήνυμα, με τη μορφή του πνευματικού έργου, είναι και πρωτότυπο, προκειμένου, από τα αναφερόμενα, ως προκύψαντα, πραγματικά περιστατικά, να ελεγχθεί αν είναι σύννομη και βάσιμη η κρίση του Δικαστηρίου, αναφορικά με τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ως άνω αξιόποινης πράξης. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της υπό κρίση αίτησης, ενώ παρέλκει η εξέταση των άλλων λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 3197/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση άρθρου 66 παρ. 1 Ν. 2121/1993. Έλλειψη αιτιολογίας. Δεκτή η αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πνευματική ιδιοκτησία.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 2329/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου Χ1 που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 96/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. ..... και 2. ..... Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 427/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 163/24.4.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: 1- Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 309 παρ. 2 και 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 5/9-2-07 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1 κατά του 96/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο τον παραπέμπει, μαζί με άλλους, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [για τα κακουργήματα] Θεσσαλονίκης, για διακεκριμένη πλαστογραφία και απλή συνέργεια σε διακεκριμένη απάτη, σε απόπειρα και σε συντελεσμένη μορφή, που φέρεται ότι τέλεσαν άλλοι, που τελέσθηκαν υπ' αυτού αμφότερα κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 και 73.000 Ε, και, επιπλέον, στρέφονται σε βάρος ΝΠΔΔ με επιδιωκόμενο συνολικό παράνομο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 Ε, [άρθρα 94,παρ.1,216,386 ΠΚ,1 παρ.1 Ν.1608/38],και εκθέτω τα ακόλουθα: 2- Κατά το άρθρο 308 παρ.1 Κ.Π.Δ, όπως τροποπ. με το άρθρο 5 παρ.7 του Ν. 1738/1987, στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η σε βάρος Νομικού Προσώπου δημοσίου Δικαίου, εκ των αναφερομένων στο άρθρο 263 Α του Π.Κ, η πλαστογραφία και η απάτη, όταν έχουν αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών (ήδη 150.000 Ε.), η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό, η δικογραφία διαβιβάζεται, αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία δεν θίγει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που προστατεύονται από το Σύνταγμα και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, προκύπτει ότι, αν ενεργήθηκε κυρία ανάκριση, για κακούργημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, που περατώθηκε με παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, κατά του βουλεύματος αυτού δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως (ΑΠ 1112/1998 ΠΧ ΜΘ΄ σελ. 646, ΑΠ 298/2004 ΠΧ ΝΕ΄ σελ. 58). 3- Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με το προσβαλλόμενο 96/07 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης παραπέμπεται, μαζί με άλλους κατηγορουμένους, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί για την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων της διακεκριμένης πλαστογραφίας και της απλής συνέργειας σε διακεκριμένη απάτη, σε απόπειρα και σε συντελεσμένη μορφή, που φέρεται ότι τέλεσαν άλλοι, που τελέσθηκαν υπ' αυτού αμφότερα κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 και 73.000 Ε, και, επιπλέον, στρέφονται σε βάρος ΝΠΔΔ [του ΙΚΑ] με επιδιωκόμενο συνολικό παράνομο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 Ε, [άρθρα 94,παρ.1,216,386 ΠΚ,1 παρ.1 Ν.1608/38]. Σύμφωνα με τα ανωτέρω το προσβαλλόμενο τούτο βούλευμα δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως. 4- Κατ' ακολουθία, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε συμβούλιο, πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 Ε. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α- Να απορριφθεί η 5/9-2-07 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1 κατά του 96/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, και Β- Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Νόμου 1608/1950, στα οποία περιλαμβάνονται και η πλαστογραφία και η απάτη όταν έχουν αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ήδη 150.000 ευρώ και τελέστηκαν σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263 Α του Ποινικού Κώδικα, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. Προς τον σκοπό αυτό, η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα. Από την παραπάνω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι αν έγινε κυρία ανάκριση για κακούργημα, από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Νόμου 1608/1950, η οποία περατώθηκε με παραπεμπτικό βούλευμα του συμβουλίου εφετών, κατά του βουλεύματος αυτού δεν επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου της αναιρέσεως. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παραπέμπεται με το προσβαλλόμενο 96/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλους κατηγορουμένους ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (Κακουργημάτων) για να δικασθεί ως υπαίτιος της τελέσεως των αξιόποινων πράξεων της διακεκριμένης πλαστογραφίας και της απλής συνέργειας σε διακεκριμένη απάτη, σε απόπειρα και σε συντελεσμένη μορφή, που φέρεται ότι τέλεσαν άλλοι. Οι αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα πράξεις φέρονται ότι τελέσθηκαν από αυτόν και οι δύο κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 και 73.000 ευρώ και επί πλέον στρέφονται κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) το οποίο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με επιδιωκόμενο συνολικό παράνομο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ενόψει όμως των όσων έχουν εκτεθεί παραπάνω, στη μείζονα σκέψη, το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 5/9 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του 96/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διακεκριμένη πλαστογραφία και απλή συνέργεια σε διακεκριμένη απάτη, σε απόπειρα και συντελεσμένη, που φέρεται ότι τέλεσαν άλλοι, κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 και 73.000 ευρώ. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών είναι αμετάκλητο. Απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη
Πλαστογραφία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 2325/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Τσιρογιάννη, περί αναιρέσεως της 756/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Νάνη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1420/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η αξιόποινη πράξη της δυσφημήσεως περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 362 ΠΚ, αντικειμενικώς μεν τον υπό του δράστη ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο για κάποιον άλλο γεγονότος, δυναμένου να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, υποκειμενικώς δε τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός, είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέληση όπως ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή διαδώσει το τοιούτο βλαπτικό γεγονός. Εξ άλλου, ως αδικήματα που τελούνται δια του τύπου τα συνηθέστερα των οποίων είναι αυτά της τιμής νοούνται τα αδικήματα του κοινού δικαίου, εκείνα δηλαδή που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον ποινικό Κώδικα ή από τους ειδικούς ποινικούς νόμους, όταν τελούνται με κατάχρηση του τύπου, ως μέσον για την εκδήλωσή τους (Ολ. ΑΠ 759/1988 Ολ. ΑΠ 1162/1979). Περαιτέρω, με βάση το άρθρο 15 του Συντάγματος, οι προστατευτικές του τύπου διατάξεις του προηγούμενου άρθρου (145) δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωτογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μεταδόσεως λόγου ή παράστασης. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 510 § 1Β ΚΠΔ, ως λόγος αναιρέσεως δύναται να προταθεί και η εις το άρθρο 170 § 2 έλλειψη ακροάσεως, συνιστώσα ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο που επέρχεται στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος αυτού ή ο Εισαγγελεύς εζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται ρητώς από το νόμο και το δικαστήριο αρνήθηκε εις αυτόν τούτο ή παράλειψε να αποφανθεί επί της σχετικής αιτήσεως που υποβλήθηκε από κάποιο από τα αναφερόμενα πρόσωπα. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει, ότι έλλειψη ακροάσεως που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο υπάρχει, όταν το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σε υποβληθείσα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του ή τον Εισαγγελέα αίτηση που αφορά την ενάσκηση των υπό της Ποινικής Δικονομίας ρητώς παρεχομένων εις αυτόν δικαιωμάτων και όχι σε υποβληθείσα αίτηση που αφορά την εφαρμογή του ουσιαστικού ποινικού νόμου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου οίκοθεν ερευνά τούτο ή σε αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμόν. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την αποκτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ως άνω αιτιολογία πρέπει να υπάρχει όχι μόνον, ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 § 2 και 333 § 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στην μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει εκήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα εξυβρίσεως εις βάρος του εγκαλούντος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της, για συκοφαντική δυσφήμηση, κατηγορίας και (ένοχο) απλής δυσφημήσεως, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στα ....... στις ...... ως παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής προσέβαλε την τιμή του εγκαλούντος Ψ1, κατοίκου ....... λέγοντας ότι είναι βάσει στοιχείων νεκρόφιλος και επί λέξει ότι "ο δημοσιογράφος Ψ1 είναι νεκρόφιλος, έχω στοιχεία και θα το αποδείξω", προσβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την τιμή του εγκαλούντος. Η φράση αυτή - χαρακτηρισμός "νεκρόφιλος" ενέχει κατά αντικειμενική κρίση αμφισβήτηση της ηθικής, επαγγελματικής και κοινωνικής αξίας του εγκαλούντος και έντονη καταφρόνηση κατά του προσώπου του και στοιχειοθετούν την πράξη της εξυβρίσεως κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από συκοφαντική δυσφήμηση σε εξύβριση σε βάρος του εγκαλούντος. Με την εξυβριστική αυτή φράση - χαρακτηρισμό ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση να αμφισβητήσει την ηθική, επαγγελματική και κοινωνική αξία του εγκαλούντος και να εκφράσει την καταφρόνηση του προς το πρόσωπο εκείνου. Με βάση τις παραδοχές αυτές πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της εξύβρισης και όχι της συκοφαντικής δυσφήμησης, που διώκεται. Εξάλλου από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ίδιος κατηγορούμενος στα....... στις ..... ως παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής ισχυρίσθηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων για τον Ψ1 ότι αυτός είναι εκείνος που τον έκανε άνθρωπο και δημοσιογράφο ισχυριζόμενος ότι "εγώ τον έκανα άνθρωπο και δημοσιογράφο" και κατ' αυτόν τον τρόπο προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος καθ' όσον εμφάνιζε αυτόν ως στερούμενο την "εξ απαλών ονύχων αγωγή" και των προσωπικών ικανοτήτων. Με βάση τις παραδοχές αυτές πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος 1) της πράξης της εξύβρισης και όχι της συκοφαντικής δυσφήμησης, που του αποδίδεται και 2) της πράξης της δυσφήμησης, που του αποδίδεται. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί τύπου, απαράδεκτα προτείνεται το πρώτον στο Δικαστήριο αυτό, δεδομένου όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και το δικόγραφο της έφεσης, δεν γίνεται επίκληση τέτοιου ισχυρισμού-λόγου και συνεπώς οποιαδήποτε ακυρότητα έχει καλυφθεί. Άρα ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την περί ενοχής κρίση του αναιρεσείοντος για τις αξιόποινες πράξεις της εξυβρίσεως (κατ' επιτρεπτήν μεταβολή της, για συκοφαντική δυσφήμηση κατηγορίας) και της απλής δυσφημήσεως, δεχθέν εκ του πράγματος, μη δημιουργηθείσης εντεύθεν ελλείψεως ακροάσεως, κατ' ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 361, 362, 363 ΠΚ, ότι οι εν λόγω αξιόποινες πράξεις δεν τελέστηκαν δια του τύπου, απορριφθέντος έτσι (δηλαδή εκ του πράγματος) τον ισχυρισμόν του αναιρεσείοντος ότι στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να εφαρμοσθούν οι περί τύπου διατάξεις και ειδικότερα εκείνη του άρθρου 4 § 10 Ν. 2328/1995 σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του Ν. 1178/1981. Και ναι μεν το άρθρο 4 § 10 του Ν. 2328/1975, υπήχθησαν στο άρθρο μόνο του Ν. 1178/1981 και οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, πλην όμως ο νόμος αυτός (1178/1981) προβλέπει μόνο περί της αστικής ευθύνης του τύπου. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι οι πιο πάνω πράξεις τελέστηκαν δια του τύπου, περί ελλείψεως ακροάσεως, γιατί δεν απήντησε στον "αυτοτελή", κατ' αυτόν ισχυρισμό, ότι οι πράξεις αυτές τελέστηκαν δια του τύπου και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 361 και 363 ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, σύμφωνα με τα προαναπτυχθέντα. Περαιτέρω, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφημήσεως, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη ότι ο ισχυρισμός "Εγώ τον έκανα άνθρωπο και δημοσιογράφο", συνιστά γεγονός (βλ. διατακτικό προσβαλλομένης) γιατί εμφάνισε τον εγκαλούντα ως στερούμενον της "εξ απαλών ονύχων αγωγής" και "προσωπικών ικανοτήτων", δηλαδή το δικαστήριο αξιολόγησε το ως άνω γεγονός, ως συμβάν του εξωτερικού κόσμου, και όχι ως αξιολογική κρίση και εδέχθη περαιτέρω ότι προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, κατ' ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 362 ΠΚ. Εντεύθεν, ο αντίστοιχος λόγος της αιτήσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 362 ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος και καθό μέρος με αυτόν πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ) και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 756/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη ακροάσεως υπάρχει ό-ταν το Δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σε υποβληθείσα αίτηση, όταν αφορά την ενάσκηση ρητώς παρεχομένου από την Ποινική Δικονομία δικαιώματος και όχι σε αίτηση που αφορά την εφαρμογή κυριαρχικού ποινικού νόμου. Δυσφήμηση δια του ραδιοφώνου όχι δια του τύπου. Αιτιολογημένη καταδίκη για εξύβριση (κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας για συκοφαντική δυσφήμηση) και για δυσφήμηση
Ακροάσεως Αρχή
Ακροάσεως Αρχή, Κατηγορίας μεταβολή, Δυσφήμηση απλη, Εξύβριση.
0
Αριθμός 2328/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούντες τους 1) ψ1 και 2) ψ2 και με εγκαλουμένους τους 1) χ1, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και 2) χ2, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου. Η αίτηση αυτή με αριθ. πρωτ. 840/27-2-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 421/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 208/1.6.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω εις το Συμβούλιό σας, μαζί με την σχετική δικογραφία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 137 παρ. 1 περ. γ΄ Κ.Π.Δ., την με αριθ. πρωτ. 840/27-2-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, με την οποία επιδιώκεται η παραπομπή της υπόθεσης που περιγράφεται στην από 30-1-2007 μηνυτήρια αναφορά των α) ψ1 και β) ψ2 κατά των 1) χ1, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και 2) χ2, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Κορίνθου, λόγω συναφείας, από το κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ., αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές: Ι) Σύμφωνα με την διάταξη του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 136 Κ.Π.Δ. παραπομπή από το κατά τα άρθρα 122-125 αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές, διατάσσεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν ο εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου (Πρωτοδικών ή Εισαγγελικού) και πάνω, που υπηρετεί στο κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο δικαστήριο. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, παραπομπή διατάσσεται όχι μόνον κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, στην οποία περιλαμβάνεται και το στάδιο άσκησης της ποινικής διώξεως, αφού και σ΄ αυτό συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, της εξασφάλισης δηλαδή της απόλυτης ανεξαρτησίας κρίσης του δικαστικού λειτουργού και αποκλεισμού κάθε υπόνοιας, εξαιτίας της συνυπηρέτησης στο ίδιο δικαστήριο (βλ. Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. έκδ. Β Τόμ. Α΄ σελ. 199-200, Ζησιάδου Ποιν. Δικαίου, έκδ. Γ΄ Τόμ. Α (1976) σελ. 657, Α.Π. 613/2001 Ποιν Χρον ΝΒ΄ σελ. 137). Είναι δε φανερό, ότι, όταν η παραπομπή ζητείται στο παραπάνω στάδιο (της άσκησης δηλ. της ποινικής διώξεως), πρέπει να εννοηθεί ως παραπομπή όχι σε άλλο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο στην κυριολεξία, αλλά εις τον Εισαγγελέα και τις λοιπές ανακριτικές αρχές που διατελούν σε τέτοιο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο και εύλογα, αφού ούτε ποινική δίωξη δεν έχει ασκηθεί ακόμα (ίδετ. Και Γνωμ. Εισαγ. Α.Π. 988/1959 Ποιν Χρον Θ΄ σελ. 356). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 137 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την παραπομπή στην παραπάνω περίπτωση, ζητεί μεν, μεταξύ άλλων και ο αρμόδιος Εισαγγελέας, ενώ στις περιπτώσεις των στοιχείων γ΄ και δ΄ του άρθρου 136 Κ.Π.Δ. μόνο ο Εισαγγελέας του αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείο Πάγου αυτεπαγγέλτως, αποφασίζει δε το Συμβούλιο Εφετών μεν, αν ζητείται η παραπομπή από δικαστήριο Πλημμελειοδικών (τριμελές, μονομελές ή δικαστήριο ανηλίκων) σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές πλημμελειοδικείο, το δικαστήριο δε του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση με βάση τα παραπάνω, αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) η υπό κρίση αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, αφού στην περιφέρεια αρμοδιότητος του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο πρωτοδικείο, πλην εκείνου που υπηρετεί ήδη η εκ των μηνυομένων χ1, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, ώστε να αποφασίσει τούτο (Συμβούλιο Εφετών), ως καθ΄ύλην αρμοδίου την παραπομπή της υπόθεσης εις άλλο ισόβαθμο και ομοειδές αρμόδιο δικαστήριο και πρέπει να εξετασθεί κατ΄ουσίαν. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικώτερον από την από 30-1-2007 μηνυτήρια αναφορά των α) ψ1 και β) ψ2, που ενεχειρίσθη ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, προκύπτει ότι οι μηνυόμενες εισαγγελικοί λειτουργοί, όπως περιγράφεται στην παραπάνω αναφορά, κατά παράβασιν των καθηκόντων των, εξέδωσαν τις με αριθμό 595/2006 και 596/2006 Διατάξεις, κατ΄άρθρ. 47 Κ.Π.Δ., με τις οποίες απερρίφθησαν, ως αβάσιμες, οι αντίστοιχες εγκλήσεις αυτών εις βάρος των εν αυταίς αναφερομένων προσώπων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι κατά των παραπάνω απορριπτικών διατάξεων οι αναφέροντες δεν ήσκησαν προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς εντός της νομίμου προθεσμίας. Συνακόλουθα, και εν όψει α) του αυτεπαγγέλτου της διώξεως των της καταγγελθείσης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος (άρθρ. 36 Κ.Π.Δ. και 259 Π.Κ.) και β) του ότι οι παραπάνω εισαγγελικοί λειτουργοί προσέλαβαν ήδη την ιδιότητα του κατηγορουμένου (άρθρ. 72 Κ.Π.Δ.), η δε υπόθεση, λόγω του τόπου τελέσεως και της κατοικίας της μιάς των μηνυομένων (χ1) και, λόγω συναφείας της ετέρας τούτων (χ2), υπάγεται (στη φάση αυτή), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2, 112 παρ. 1, 119 παρ. 1 και 122 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπως ισχύουν τώρα, στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 136 στοιχ. ε΄ και 137 στοιχ. γ΄ Κ.Π.Δ., ζητείται από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς ή κατά το στάδιο τούτο της προδικασίας παραπομπή της υπόθεσης, ως προς όλους βέβαια τους κατηγορουμένους (άρθρ. 128 παρ. 1 και 129 στοιχ. α΄ Κ.Π.Δ.) εις τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, προκειμένου το αρμόδιον Συμβούλιον του παρ΄ώ διατελεί δικαστηρίου, αποφανθεί την παραπομπή, λόγω αρμοδιότητός του, άλλου ισόβαθμου και ομοειδούς προς το Πλημμελειοδικείο Πειραιώς δικαστηρίου της περιφερείας του, πλην του τοιούτου της Κορίνθου, όπου υπηρετεί ήδη η εκ των μηνυομένων χ2. Πρέπει επομένως, κατά παραδοχή της παραπάνω αίτησης και, ως κατ΄ουσίαν βασίμου, να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης στον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, ώστε, κατά τα εκτεθέντα, να ενεργηθεί ό,τι από τον νόμο (άρθρα 43 επ. Κ.Π.Δ.) κατά το στάδιο τούτο και το μετ΄αυτό, επιβάλλεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να διαταχθεί η παραπομπή εις τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, προκειμένου, το αρμόδιον Συμβούλιο του παρ΄ώ διατελεί δικαστηρίου, αποφανθεί την παραπομπή εις τις ανακριτικές αρχές άλλου ισόβαθμου και ομοειδούς προς το Πλημμελειοδικείο Πειραιώς δικαστηρίου της περιφερείας του, πλην του τοιούτου της Κορίνθου, της ποινικής υπόθεσης που περιγράφεται στην από 30-1-2007 μηνυτήριας αναφοράς των α) ψ1 και β) ψ2, εις βάρος, μεταξύ των άλλων και των α) χ1, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και β) χ2, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Κορίνθου. Αθήναι τη 2-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άσκηση της ποινικής διώξεως, οπότε η παραπομπή νοείται ως παραπομπή όχι σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, στην κυριολεξία, αλλά στον Εισαγγελέα και τις λοιπές ανακριτικές αρχές που διατελούν σε τέτοιο, δηλαδή ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. Εν προκειμένω, με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 840/27.2.2007 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, επιδιώκεται η παραπομπή της υποθέσεως που περιγράφεται στην από 30.1.2007 μηνυτήρια αναφορά των ψ1 και β) ψ2 κατά των 1) χ1, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και 2) χ2, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Κορίνθου, λόγω συνάφειας, από το κατά τα άρθρα 122 - 125 Κ.Π.Δ. αρμόδιο Δικαστήριο, σε άλλου ισόβαθμο και ομοειδές. Η αίτηση αυτή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε συμβούλιο, αφού στην περιφέρεια αρμοδιότητας του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο πρωτοδικείο, εκτός απ' αυτό στο οποίο υπηρετεί ήδη η πρώτη μηνυομένη Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών χ1. Περαιτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα, από την παραπάνω μηνυτήρια αναφορά, η οποία εγχειρίστηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, προκύπτει ότι οι παραπάνω μηνυόμενες Αντεισαγγελείς Πρωτοδικών μηνύονται για το ότι, κατά παράβαση των καθηκόντων τους, εξέδωσαν τις 595/2006 και 596/2006 διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 47 Κ.Π.Δ, με τις οποίες απορρίφθηκαν ως αβάσιμες οι αντίστοιχες εγκλήσεις των αναφερόντων εις βάρος των προσώπων που αναφέρονται στις εγκλήσεις. Κατά των παραπάνω απορριπτικών διατάξεων οι αναφερόντες δεν άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Ενόψει όλων αυτών και ιδίως του ότι η καταγγελθείσα πράξη της παραβάσεως καθήκοντος διώκεται αυτεπαγγέλτως και ότι οι παραπάνω Aντεισαγγελείς Πρωτοδικών προσέλαβαν ήδη την ιδιότητα του κατηγορουμένου (άρθρο 72 ΚΠΔ), η δε υπόθεση, λόγω του τόπου τελέσεως και της κατοικίας της μηνυομένης χ1 και λόγω συνάφειας ως προς την άλλη μηνυόμενη (χ2), που υπηρετούν αντιστοίχως στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών Πειραιώς και Κορίνθου, συντρέχει περίπτωση καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο τούτο και παραπομπής της υποθέσεως, ως προς και τις δύο μηνυόμενες, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς σε εκείνες άλλου Εφετείου και ειδικότερα να παραπεμφθεί η υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, προκειμένου το αρμόδιο Συμβούλιο (Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου) να αποφανθεί την παραπομπή της υποθέσεως στις ανακριτικές αρχές άλλου ισόβαθμου και ομοειδούς προς το Πλημμελειοδικείο Πειραιώς δικαστηρίου, πλην εκείνου της Κορίνθου. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, προκειμένου το Συμβούλιο των Εφετών Ναυπλίου, αποφανθεί την παραπομπή στις ανακριτικές αρχές άλλου ισόβαθμου και ομοειδούς προς το Πλημμελειοδικείο Πειραιώς δικαστηρίου της περιφερείας του, πλην εκείνου της Κορίνθου, της ποινικής υποθέσεως που περιγράφεται στην από 30 Ιανουαρίου 2007 μηνυτήρια αναφορά των α) ψ1 και β) ψ2 , εις βάρος, μεταξύ των άλλων, και των α) χ1, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και β) χ2, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Κορίνθου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός Αρμοδιότητας - Πα-ραπέμπεται η υπόθεση από τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές Πει-ραιώς στον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2323/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρίνα Δάβαλου, περί αναιρέσεως της 4538/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Χ2, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1313/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ΄ αυτό κατοχής από το δράστη ή τρίτο, με το σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, στην έννοια δε της κατοχής περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του. Η αφαίρεση αυτή απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος . Εξάλλου κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, το οποίο να είναι αντικειμενικά πρόσφορο να παράγει με τη χρήση του έννομες συνέπειες, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση προστατευόμενου από το νόμο δικαιώματος, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παραπλανόμενο ή τρίτο. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ΄ αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο όλο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα και του συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από το μέσο αυτό, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διάφορων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Ωστόσο πρέπει να συνάγεται, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνο μερικά από αυτά, για να μορφώσει την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου. . Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, η οποία πάντως είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, περιλαμβάνει ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και την πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του Κ.Π.Δ., υπό προϋποθέσεις, από ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, πρέπει, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το δικαστήριο την έλαβε υπόψη του (μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα), να μνημονεύεται στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων (που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο), μη αρκούσης για τη βεβαιότητα αυτή, της μνείας των εγγράφων. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μνημονεύεται, υπάρχει αβεβαιότητα (για το αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την πραγματογνωμοσύνη), η οποία επιτείνεται όταν το δικαστήριο κατέληξε με το αποδεικτικό του πόρισμα, μάλιστα χωρίς αναφορά άμεσα ή έμμεσα, στο περιεχόμενο της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, σε συμπεράσματα διαφορετικά εκείνων του πορίσματος της τελευταίας. Αλλά δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθώς και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, διότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό (που παραδεκτώς συμπληρώνει το πρώτο) το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δέχτηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης ,που εξετάστηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο, την χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ,την ανάγνωση της προσβαλλομένης απόφασης ,των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των λοιπών εγγράφων που αναφέρονται πιο πάνω, αποδεικνύονται τα' ακόλουθα: Στις 14-11-2000 ο Χ2 ( πολιτικώς ενάγων), οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΦ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του επί της Λεωφόρου .... στις ..... Αττικής .Περί ώραν 20.25 διαπίστωσε ότι υπήρχε βλάβη στο αυτοκίνητό του .Αμέσως το ακινητοποίησε, για να διαπιστώσει σε τι οφειλόταν η βλάβη. Ο κατηγορούμενος που βρισκόταν στην ίδια περιοχή,εκμεταλευόμενος την ενασχόληση του πολιτικώς ενάγοντος ,προκειμένου να ιδιοποιηθεί παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα πλησίασε στο εν λόγω αυτοκίνητο και χωρίς να τον αντιληφθεί ο ιδιοκτήτης του ,αφαίρεσε από το κάθισμα του συνοδηγού ένα δερμάτινο τσαντάκι ,που περείχε , ένα δελτίο ταυτότητος ,την άδεια οδήγησης ,ένα βιβλιάριο καταθέσεων της Τράπεζας Πίστεως ,ένα βιβλιάριο καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας , ένα μπλόκ επιταγών της τελευταίας Τράπεζας ,μια κάρτα ανάληψης μετρητών , ένα πορτοφόλι, με 320.000 δρχ και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα. Τα κινητά αυτά ,ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα . Στη συνέχεια στις 15-11-2000 ο κατηγορούμενος ,έχοντας στην κατοχή του τις παραπάνω επιταγές ,που είχε αφαιρέσει παράνομα από την κατοχή του πολιτικώς ενάγοντος ,συμπλήρωσε ,χωρίς να έχει προς τούτο δικαίωμα, ένα φύλλο από αυτές .Συγκεκριμένα στο με αριθμό ..... φύλλο , έθεσε ως τόπο εκδόσεως το Μενίδι Αττικής ,ημερομηνία εκδόσεως τις 15-11-2000 ,ως ποσό εκείνο των 800.000 δρχ σε διαταγή του Χ1 (ιδίου) και στη θέση του εκδότη ,δυσανάγνωστη υπογραφή με στοιχεία τυτότητας ''Φ1'' που είναι ανύπαρκτο πρόσωπο. Στη συνέχεια έκανε χρήση της πλαστής αυτής επιταγής ,παραδίδοντας αυτήν ,αφού την οπισθογράφησε ''εν λευκώ'' στο ...., χάριν καταβολής τιμήματος που όφειλε σ' αυτόν για την αγορά αυτοκινήτου .Την επιταγή αυτή εμφάνισε ο τελευταίος ως άνω κομιστής της επιταγής την ίδια ημέρα (15-11-2000) προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα ,πλην όμως η τελευταία αρνήθηκε την πληρωμή της διότι είχε δηλωθεί η απώλεια αυτής από τον κάτοχό της με παράνομο τρόπο. Στην κατάρτιση της άνω πλαστής επιταγής προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει τους τρίτους κομιστές αυτής για την γνησιότητά της .Με δεδομένα τα παραπάνω στοιχειοθετούνται , πλήρως κατά την αντικειμενική και την υποκειμενική τους υπόσταση οι αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις της κλοπής και πλαστογραφίας μετά χρήσεως .Πρέπει λοιπόν να κηρυχθεί ένοχος". . Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, καθόσον αφορά μεν το πρώτο των διωκόμενων ως άνω δύο εγκλημάτων, της κλοπής διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄ αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και τα οποία στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της κλοπής , για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην προαναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1α του Π.Κ. Εξάλλου το Εφετείο, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού της απόφασής του αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, για να μορφώσει την κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος. Και δεν είχε υποχρέωση να αναφέρει και να αξιολογήσει κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά, ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατά ορθή εκτίμηση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, προβάλλεται εσφαλμένη αξιολόγηση της καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος , είναι απαράδεκτος, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, για την αλήθεια των πιο πάνω περιστατικών, τα οποία δέχτηκε και στα οποία στήριξε την καταδικαστική του κρίση. Καθόσον αφορά όμως το δεύτερο των διωκόμενων ως άνω δύο εγκλημάτων, της πλαστογραφίας μετά χρήσεως , (αρθ. 216 παρ. 1 του Π.Κ.), τιμωρούμενου σε βαθμό πλημμελήματος, για το οποίο επίσης καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος το δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτό δε γιατί όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης αναγνώσθηκε και η από 2-2-2006 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του νομίμως διορισθέντος με την 46683/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών δικαστικού γραφολόγου πραγματογνώμονος ....., στην οποία βεβαιώνει ότι " Οι υπό έλεγχο χειρόγραφες συμπληρώσεις της πρώτης όψης της επιταγής Μενίδι, 15-11-00, 800.000, Χ1, ΟΧΤΑΚΟΣΙΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ Δ.Ρ.Χ. Φ1, ...... και η υπογραφή ως Φ1, χαράχθηκαν από ένα πρόσωπο. Οι ως άνω χειρόγραφες συμπληρώσεις δεν χαράχθηκαν από τον Χ1, αλλά από άλλο πρόσωπο και Η υπογραφή στη ΘΕΣΗ ΠΡΩΤΗΣ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗΣ της ίδιας επιταγής ανήκει στον Χ1". Για την εν λόγω πραγματογνωμοσύνη και τις άνω διαπιστώσεις του πραγματογνώμονος, τις οποίες, όπως προκύπτει από την ως άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποδέχεται το Δικαστήριο της ουσίας, δεν γίνεται καμία μνεία στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν αιτιολογεί τούτο την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, ούτε παραθέτει αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να αποκλείουν αυτά που ο πραγματογνώμονας θέτει ως βάση της κατά τα άνω εκφρασθείσης γνώμης τους. Έτσι παραμένει μετέωρη η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, αφού η ως άνω πραγματογνωμοσύνη όχι μόνο δεν αναφέρεται ούτε κατά το είδος της μεταξύ των αποδεικτικών μέσων αλλά δεν αναφέρεται ούτε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και ούτε αξιολογείται το πόρισμά της, με αποτέλεσμα να υπάρχει ασάφεια ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας και από τα οποία προέκυψαν τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην καταδίκη του κατηγορουμένου για την ως άνω αξιόποινη πράξη. Επομένως ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της , είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός . Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, καθόσον στρέφεται κατά του μέρους της απόφασης με το οποίο ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, να αναιρεθεί κατά το μέρος της αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την επιβολή της συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Επίσης πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρεσέως, ως αβάσιμη, κατά τα λοιπά, δηλαδή καθόσον στρέφεται κατά του μέρους της απόφασης με το οποίο ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για το έγκλημα της κλοπής . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 4538/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος αυτής κατά το οποίο ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και τη συνολική ποινή. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της απόφασης, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Απορρίπτει την από 5ης Ιουλίου 2007 αίτηση, του κατηγορουμένου Χ1, κατά της ίδιας απόφασης, κατά τα λοιπά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείοντος για κλοπή. Αναιρεί ως προς την πλαστογραφία μετά χρήσεως διότι δεν αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης ότι λήφθηκε υπόψη η πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε από το δικαστήριο και που το πόρισμα αυτής είναι αντίθετο από αυτό που δέχθηκε η απόφαση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πλαστογραφία, Κλοπή, Πραγματογνωμοσύνη.
0
Αριθμός 2322/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..... και προσωρινά κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2821/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1743/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 472/28-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1α Κ.Π.Δ. την υπ΄αριθμ. 7/12-10-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου ...., κατοίκου ...., οδός .... αρ. .., κατά του υπ΄αριθμ. 2821/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση και της διάταξης του ανακριτή που επέβαλε περιοριστικούς όρους επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο συμβούλιο των πλημμελειοδικών. Η προσφυγή γίνεται μέσα σε πέντε ημέρες από την προσωρινή κράτηση, και συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα των πλημμελειοδικών ή από εκείνον που διευθύνει τις φυλακές, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 474 § 1? η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν χωρίς χρονοτριβή μαζί με την πρότασή του στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα (άρθρο 285 § 1 Κ.Π.Δ.). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται..... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων άσκησε την από 27-8-2007 προσφυγή του κατά του υπ΄αριθ. 19/2007 εντάλματος προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας του 15ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, με το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτησή του. Επί της προσφυγής του αυτής εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την προσφυγή του για το λόγο ότι δεν προσκομίσθηκε κατά την άσκησή της από την ασκήσασα αυτήν δικηγόρο η απαιτούμενη κατά νόμο ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα ή εξουσιοδότηση για την άσκησή της. Επειδή κατά τα παραπάνω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών επί προσφυγής κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης αποφασίζει αμετάκλητα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος το αναιρεσείοντος (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ΄αριθ. 7/12-10-2007 αίτηση αναίρεσης του ....., κατά του υπ΄αριθ. 2821/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 21 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά το άρθρο 463 ΚΠΔ ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 482 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 3160/2003, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν: α)τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 285 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση και της διάταξης του ανακριτή που επέβαλε περιοριστικούς όρους επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο συμβούλιο των πλημ/κών. Η προσφυγή γίνεται μέσα σε πέντε ημέρες από την προσωρινή κράτηση, και συντάσσεται από το γραμματέα των πλημμελειοδικών ή από εκείνον που διευθύνει τις φυλακές, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 474 παρ. 1. Η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν χωρίς χρονοτριβή μαζί με την πρόταση στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν. Κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων άσκησε την από 27-8-2007 προσφυγή του κατά του υπ΄ αριθ. 19/2007 εντάλματος προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας του 15ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτησή του. Επί της προσφυγής του αυτής εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλμ/κών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την προσφυγή του για το λόγο ότι δεν προσκομίστηκε κατά την άσκησή της από την ασκήσασα αυτήν δικηγόρο η απαιτούμενη κατά το νόμο ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα ή εξουσιοδότηση για την άσκησή της. Την αναίρεση του βουλεύματος αυτού ζητεί ο αναιρεσείων με την αιτιολογία ότι κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 465 παρ. 2 του ΚΠΔ έπρεπε η προσφυγή του να κριθεί παραδεκτή. Το βούλευμα όμως αυτό δεν υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, και για το λόγο αυτό η προαναφερόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1, σε συνδυασμό με άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ΄ αριθ. 7/12-10-2007 αίτηση του ....., κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, για αναίρεση του με αριθ. 2821/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η προσφυγή κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση γίνεται στο συμβούλιο πλημ/κών, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το οποίο απέρριψε προσφυγή του προσωρινά κρατούμενου, για το λόγο ότι δεν προσκομίστηκε κατά την άσκησή της από τον ασκήσαντα αυτή δικηγόρο η απαιτούμενη κατά νόμο ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα ή εξουσιοδότηση για την άσκησή της
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 2310/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Βιολέτα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 και 20 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου Χ1 , κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη κατά της υπ' αριθμ. 57/2007 απόφασης του Προέδρου Εφετών Αθηνών. Ο Πρόεδρος Εφετών Αθηνών με την ως άνω απόφασή του, αποφάνθηκε την μη εκτέλεση του 122.1513/07-187AR-100-07/8.10.2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε από την Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου Duisburg (Ντούισμπουργκ) Γερμανίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 237/29.10.2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, Αικατερίνης Σωφρόνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1836/2007. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος-εκζητουμένου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεσή του και να εκδοθεί στο Κράτος της Γερμανίας και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, άλλως ως αβάσιμη η υπό κρίση έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τροποποίηση του Ν. 2928/2001 για τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις", όταν ο εκζητούμενος συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι ο πρόεδρος εφετών στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του ως άνω νόμου, σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα του άρθρου 451 του Κώδικα ποινικής Δικονομίας. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα εφετών. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι ειδικές και καθορίζουν την αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, προκύπτει ότι, ενόψει και του επιδιωκόμενου σκοπού της ταχείας εκδόσεως της απόφασης για την εκτέλεση αυτού (ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης), επιτρέπεται στον εκζητούμενο η άσκηση εφέσεως μόνο κατά οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, η οποία εκδίδεται στην περίπτωση κατά την οποία δεν συγκατατίθεται ο εκζητούμενος να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος και όχι και κατά της απόφασης του προέδρου εφετών, η έκδοση της οποίας προϋποθέτει την ύπαρξη προηγούμενης συγκατάθεσης του εκζητουμένου. Περαιτέρω οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης "δια την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" ως και του Διεθνούς Συμφώνου της Ν. Υόρκης (κυρ. Ν. 1532/1985) για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα και του Διεθνούς Συμφώνου (κυρ. ν. 2462/1997) για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα και ειδικά για τον κατηγορούμενο τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, δεν διασφαλίζουν και το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων και βουλευμάτων, που θα εκδοθούν. Απόκειται δε στον κοινό εθνικό νομοθέτη να προβλέπει ή όχι και να περιορίζει ή καταργεί τα ένδικα μέσα σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, με σκοπό την ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης, χάριν της κοινωνικής γαλήνης την οποία σκοπεί η απονομή αυτής. Έπεται ότι η άνω διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3251/2004 η οποία δεν προβλέπει το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά της προεκτεθείσης αποφάσεως του Προέδρου Εφετών δεν αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις, ώστε να θεωρείται ανίσχυρη και ο προβαλλόμενος με το υπόμνημα του εκκαλούντος περί του αντιθέτου ισχυρισμός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη υπ'αριθμ. 237/29-10-2007 έφεσή του ο εκζητούμενος Έλλην υπήκοος Χ1, προσβάλλει τη με αριθμ. 57/25-10-2007 απόφαση του Προέδρου Εφετών Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά την συγκατάθεση αυτού να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος και με την οποία αποφάνθηκε ο τελευταίος ότι δεν πρέπει να εκτελεσθεί το υπ' αριθμ. 122.1513/07-187ΑΒ-100-07/8-10-2007 Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που εκδόθηκε από την Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου Duisburg (Ντούισμπουργκ) Γερμανίας, κατ' αυτού, και διέταξε την άρση της διαταχθείσης δυνάμει της υπ' αριθμ. Πρωτ. 37/ΕΚΔ 2338/17-10-2007 παραγγελίας του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών προσωρινής κρατήσεώς του, και ζητεί να εξαφανισθεί αυτή για τους αναφερομένους στην έφεση λόγους. Η έφεση, όμως, αυτή, εφόσον στρέφεται κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Προέδρου Εφετών, είναι απαράδεκτη, κατά τα προεκτεθέντα, και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 237/29-10-2007, έφεση του Χ1 Έλληνα υπηκόου, κατά της με αριθμ. 57/25-10-2007 απόφασης του Προέδρου Εφετών Αθηνών, με την οποία αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να εκτελεσθεί το υπ' αριθμ. 122.1513/07-187ΑR-100- 07/8-10-2007 Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που εκδόθηκε από την Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου Duisburg (Ντούισμπουργκ) Γερμανίας, κατά του εκκαλούντος. Και Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η έφεση κατά αποφάσεως Προέδρου Εφετών που εκδόθηκε μετά την συγκατάθεση του εκζητούμενου να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος συλλήψεως
Έκδοση
Έκδοση.
2
Αριθμός 2307/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση και Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2962/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Φεβρουαρίου 2005 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 372/2005. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 486/07.11.2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Το συμβούλιο πλημ-κών Αθηνών με το υπ΄αριθμ. 1646/2001 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών - για κακουργήματα - την Χ1 για να δικαστεί ως υπαίτια τελέσεως α) υπεξαιρέσεως από κοινού, το αντικείμενο της οποίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας - 375 παρ. 1 εδ. β-α, παρ. 2-3 ΠοινΚ, 18,19 ΠοινΚ - και β) απάτης από κοινού από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη και υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών και από δράστη που τελεί την απάτη κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθεια - 386 παρ. 1 εδ. β-α, 3 - όπως αντικ. με το άρθρο 14 ν. 2721/99 - 18,19 ΠοινΚ - που τέλεσε στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1996 και 3-8-1995 αντίστοιχα σε βάρος του Ψ1 ήτοι σε βαθμό κακουργήματος αμφότερα τα άνω εγκλήματα. Κατά του άνω βουλεύματος άσκησε η κατηγορουμένη σχετική έφεση και δη την υπ΄αριθμ. 589/9-7-2001 η οποία έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή από το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ΄αριθμ. 2569/2001 βούλευμά του το οποίο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατ΄αυτής και ακύρωσε-εξαφάνισε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του άνω εφετειακού βουλεύματος (=2569/2001) άσκησε αναίρεση ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 και δη την υπ΄αριθμ. 258/2001, ο δε ΄Αρειος Πάγος με το υπ΄αριθμ. 1402/2004 βούλευμά του (βλ. τούτο και στον Ποινικό Λόγο 2004 σελ. 1677 επ.) έκανε δεκτή αυτή (αναίρεση) και αναίρεσε (εξαφάνισε) το βούλευμα 2569/2001 του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση (= έφεση στο αυτό συμβούλιο? το συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που επελήφθη εκ νέου με άλλη σύνθεση, εξέδωσε το υπ΄αριθμ. 2962/2004 βούλευμά του, με το οποίο αφενός μεν έκανε δεκτή και δη εν μέρει κατ΄ουσίαν την ρηθείσα 589/9-7-2001 έφεση της κατηγορουμένης και δη έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την κατ΄αυτής ποινική δίωξη για τις μερικώτερες πράξεις της υπεξαίρεσης που αναφέρονται στις 900 λίρες, 180 φύλλα κεφαλών έρμου (γραμματόσημα), ενός περιδέραιου, τριών εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου αξίας τριών εκατομμυρίων δραχμών 800.000 και 200.000 δραχμών αντίστοιχα και έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου αξίας 7.400.000 δραχμών και 27 χαρτοκιβώτια με γραμματόσημα, με χρόνο τελέσεως Δεκέμβριο 1996 και επεκύρωσε κατά τα λοιπά το πρωτοβάθμιο βούλευμα. Κατά του βουλεύματος αυτού (2962/2004) - το οποίο επιδόθηκε στην κατηγορουμένη στις 24-1-2005 - άσκησε η ίδια στις 3-2-2005 ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ΄αριθμ. 11/2005 αναίρεση, προβάλλουσα υπέρβαση εξουσίας, εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (484 παρ. 1 περ. β, δ, στ ΚΠοινΔ). Ενόψει των ανωτέρω και των άρθρων 473, 474, 465, 482, 484 ΚΠοινΔ και 18,19 ΠοινΚ η υπό κρίση έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της. ΙΙ Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα για έγκλημα που διώκεται μόνο με έγκληση, όταν η τελευταία υποβλήθηκε μετά την παρέλευση του τριμήνου από την τέλεση αυτού, πρέπει, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, να αναφέρει και το χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος της εγκλήσεως έλαβεν γνώση αυτού (εγκλήματος) και ενός, έστω, συμμετόχου του (βλ. ΑΠ 889/2005, ΑΠ 1517/2005, ΑΠ 1139/2002, ΑΠ 644/2001, ΑΠ 350/2000 κ.α.) και δη πρέπει να διαλαμβάνονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά (και τα αποδεικτικά μέσα) από τα οποία προκύπτει η άνω γνώση (βλ. ΑΠ 1517/2005, ΑΠ 141/2001, ΑΠ 134/2000 (αναιρεί), ΑΠ 1339/2000 (αναιρεί), ΑΠ 345/2001 (αναιρεί), ΑΠ 503/2001 (αναιρεί), ΑΠ 850/2001 (αναιρεί) κ.α. ΄Ετσι, ναι μεν ο χρόνος γνώσεως είναι ζήτημα πραγματικό και ως τέτοιο δεν ελέγχεται αναιρετικά (βλ. ΑΠ 1505/2005), πλην όμως δεν αρκεί μόνη η απλή αναφορά του χρόνου αυτού. Εξ άλλου η ανωτέρω γνώση προϋποθέτει και αναφορά του χρόνου τελέσεως του εγκλήματος και δη κατά τρόπον σαφές (ΑΠ 889/2005 κ.α.). Επειδή το έγκλημα τόσον της υπεξαίρεσης όσον και της απάτης όταν τελούνται μεταξύ συζύγων διώκονται μόνον με έγκληση -378, 393 ΠοινΚ - έστω και αν αμφότερα φέρουν τον χαρακτήρα κακουργήματος, αφού οι διατάξεις των άρθρων 378, 393 παρ. 1 ΠοινΚ δεν διακρίνουν, ο αυτός δε δικαιολογητικός λόγος υφίσταται και στις περιπτώσεις αυτές (βλ. ΑΠ 1080/95, ΑΠ 825/94 και άλλες παραπομπές σε ΠοινΚ Α. Κονταξή (2000) υπό το άρθρο 378). Επειδή ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα όταν ανακύπτει ζήτημα εξαλείψεως του αξιοποίνου αυτού (βλ. ΑΠ 941/2001, ΑΠ 1757/2001, ΑΠ 1526/2000 κ.α.) άλλως δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αυτού. Εξ άλλου χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαίρεσης είναι αυτός της ιδιοποιήσεως, ήτοι της πράξεως (ή παραλείψεως οφειλομένης ενεργείας βλ. ΑΠ 615/2004) εκείνης με την οποίαν ο υπαίτιος εξωτερικεύει αυτή (ιδιοποίηση) - βλ. ΑΠ 1665/2005, ΑΠ 152/2000 κ.α.) και από την οποία άρχεται, όπως ελέχθη, η προθεσμία της εγκλήσεως (βλ. και ΑΠ 504/87). ΙΙΙ) Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα και δη με καθ΄ολοκληρίαν δικές του σκέψεις - και χωρίς ούτε έμμεση αναφορά ούτε στις σκέψεις των Εισαγγελέων ούτε και του πρωτοδίκου βουλεύματος - δέχθηκε ότι "από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση..... (καταθέσεις πολιτικώς ενάγοντος και μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένης, υπομνήματα διαδίκων και λοιπά έγγραφα).....προέκυψε ότι ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 συνήψε γάμο το έτος 1977 με την κατηγορουμένη..... ότι ο μηνυτής ήταν κύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου που βρίσκεται επί των οδών..... Το ακίνητο αυτό μεταβίβασε η κατηγορουμένη μετά από εντολή του μηνυτή, δυνάμει του υπ' αριθμ. .... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Καταπόδη, στους επιχειρηματίες Ε1 και Ε2, οι οποίοι ενεργούσαν ως ομόρρυθμα μέλη της εταιρίας "...." και εισέπραξε από κοινού με τον Ζ1 ο οποίος επίσης ενεργούσε ως εντολοδόχος του μηνυτή στην σύμβαση αγοραπωλησίας το ποσό των 45.000.000 δρχ. όση η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, το οποίο τίμημα η κατηγορουμένη από κοινού με τον Ζ1 ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το τίμημα ανερχόταν στο ποσό των 30.000.000 δρχ. που αναγράφεται στο υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου και ότι η ίδια πλην της παράστασης και της υπογραφής της στο παραπάνω συμβόλαιο δεν είχε άλλη ανάμειξη, δεν είναι βάσιμος, αφού η αξία του εν λόγω ακινήτου ως εκ της θέσεως του ήταν κατά πολύ ανώτερη του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο ποσού των 30.000.000 με βάση την αντικειμενική του αξία, ενώ όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των αγοραστών Ε1 και Ε2 το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 30.000.000 δρχ του ακινήτου καταβλήθηκε με τραπεζική επιταγή της τράπεζας Μπάρκλεϊς ποσού 20.000.000 δρχ. την οποία εισέπραξε ο Ζ1 , ενώ το υπόλοιπο ποσό ρυθμίστηκε σε δόσεις με γραμμάτια τα οποία εισέπραττε κατά κανόνα, η ίδια η κατηγορουμένη, ή ο Ζ1. Επίσης, η κατηγορουμένη ενεργώντας από κοινού με τον Ζ1 τον Αύγουστο του 1995, ενόψει και του γεγονότος ότι αυτή είχε ήδη λάβει την απόφασης της, για τη λύση του γάμου της με τον μηνυτή, μεθόδευσαν τη μεταβίβαση σ' αυτήν ενός ακινήτου του μηνυτή επί της οδού ..... στην Αθήνα και ειδικότερα, παρέστησαν ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αθηνών ΝΙΚΟΛΑΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ, ότι συνάπτεται αληθής σύμβαση πωλήσεως μεταξύ της κατηγορουμένης ως αγοράστριας και του Ζ1 ως πληρεξουσίου του μηνυτή και ότι έχει καταβληθεί το τίμημα εκ δραχμών 13.847.925 δρχ. εκτός του γραφείου της και με βάση τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις την έπεισαν να προβεί στη σύνταξη του υπ' αριθμ. .... συμβολαίου δυνάμει του οποίου πωλείται και μεταβιβάζεται η κυριότητα του με στοιχεία Δ3-Δ4 διαμερίσματος, επιφάνειας 145 τ.μ. που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο της επί της οδού .... στην Αθήνα, πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα η μεν κατηγορουμένη να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 60.000.000 δρχ. όση η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, με αντίστοιχη ζημία του μηνυτή. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι ο μηνυτής είχε συναινέσει στη μεταβίβαση του ακινήτου, επειδή ενόψει της τακτοποίησης των οικονομικών εκκρεμοτήτων τους λόγω του επικείμενου διαζυγίου τους όφειλε να της επιστρέψει το ποσό των 7.000.000 δρχ. που του είχε δανείσει τμηματικώς κατά τα έτη 1993-1995 και ότι του κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό των 6.800.000 δρχ. δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί επιχείρημα υπέρ του ισχυρισμού της αυτού, από το γεγονός ότι με την από 22-8-1996 επιστολή του προς την κατηγορουμένη, ο μηνυτής ζητεί την άδεια της για να εισέλθει στο σπίτι της ...., είτε με την παρουσία της, είτε με την παρουσία του Ζ1 και να παραλάβει δικά του πράγματα. Αντίθετα από την επιστολή αυτή, αλλά και το σύνολο των επιστολών που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι προκύπτει η ιδιόρρυθμη σχέση τους. αλλά και η εκμετάλλευση του μηνυτή, τόσο από την κατηγορουμένη όσο και από τον Ζ1.Την πιο πάνω πράξη της η κατηγορουμένη τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δεδομένου ότι δεν ενήργησε ευκαιριακά και μεμονωμένα, αλλά βάσει σχεδίου και μεθοδικότητας, έχοντας διαμορφώσει την απαιτούμενη υποδομή και εξασφαλίσει ετοιμότητα προς τέλεση της πράξης αυτής, με σαφή προσανατολισμό στην πραγμάτωση της προς πορισμό εισοδήματος. Ειδικότερα, κατόπιν συναπόφασης με τον αποβιώσαντα ήδη (εραστή της) Ζ1, του τελευταίου έχοντας εξασφαλίσει κατά τον προαναφερόμενο τρόπο την εμπιστοσύνη του μηνυτή, κατάφερε να του αποσπάσει πληρεξούσιο για την αντιπροσώπευση του, εμφανιζόμενος σ΄ αυτόν ως άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης του, πέτυχε αρχικά το σκοπό του και ακολούθως με το εν λόγω πληρεξούσιο μετέβη στη πιο πάνω συμβολαιογράφο, δηλαδή προέβησαν σε ενέργειες που άμεσα συνδέονταν και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της προαναφερόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς τους. Συνεπώς η εκκαλούσα ενήργησε κατ΄ επάγγελμα, αφού από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ίδιας πράξης προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι η κατηγορουμένη από κοινού με τον Ζ1 σκοπίμως είχαν επιβάλει στον μηνυτή, να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φόρου εισοδήματος, αν και σύμφωνα με τον νόμο τούτο δεν επιτρέπεται, γιατί, όπως ο μηνυτής βάσιμα υποστηρίζει, δεν ήθελε να γνωρίζει ο ίδιος τα περιουσιακά στοιχεία που αυτή απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους εις βάρος της δικής του περιουσίας. Τέλος, προέκυψε ότι ο μηνυτής έλαβε γνώση τόσο της διαπραχθείσας εις βάρος του απάτης όσο και της υπεξαίρεσης περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1996, υπέβαλε δε τη μήνυση-έγκληση του στις 26-2-1997 ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 117 παρ. 1 τρίμηνης προθεσμίας και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα περί απαράδεκτης υποβολής της εγκλήσεως είναι αβάσιμα.". Με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν το συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικώτερα, ενώ δέχεται ότι πρόκειται για εγκλήματα που τέλεσε η κατηγορουμένη σε βάρος του συζύγου της, -ήτοι για εγκλήματα που διώκονται μόνο με έγκληση- ο οποίος υπέβαλε την κατ΄αυτής έγκληση στις 26-2-1977 (βλ. και 11ο φύλλο αυτού) αφ΄ενός μεν δεν παραθέτει σαφώς τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαίρεσης για την οποία επεκύρωσε την παραπομπή, ούτε μάλιστα πώς και πότε περιήλθε στην κατοχή της το αναφερόμενο τίμημα- μάλιστα δέχεται ότι "το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 30.000.000 δρχ. του ακινήτου καταβλήθηκε με τραπεζική επιταγή..... την οποία εισέπραξε ο Ζ1 , ενώ το υπόλοιπο ποσό ρυθμίστηκε σε δόσεις με γραμμάτια τα οποία εισέπραξε κατά κανόνα η ίδια η κατηγορουμένη, ή ο Ζ1 .....", μιλάμε δε για αγοραπωλησία η οποία έγινε στις 2-3-1990, αφετέρου δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο εγκαλών έλαβε γνώση της τελέσεως αμφοτέρων των εγκλημάτων εντός της νόμιμης τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 Π.Κ. Να σημειωθεί εδώ ότι χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης είναι ο Αύγουστος 1995 (=3-8-1995). Επομένως είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως. IV) Επειδή ναι μεν η μη ειδοποίηση ήτοι η σιγή απόρριψη σχετικής αιτήσεως της κατηγορουμένης να εμφανιστεί στο συμβούλιο Εφετών κατά τα άρθρα 309, 316 παρ. 2, 318 ΚΠοινΔ δημιουργεί ακυρότητα (βλ. ΑΠ 1173/2005, ΑΠ 1610/2001 κ.α.) πλην όμως τούτο ισχύει όταν η σχετική αίτηση αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επέμβαση του συμβουλίου επί της υπόθεσης. Επομένως ο λόγος αναιρέσεως ότι υπάρχει ακυρότητα του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών διότι τούτο απέρριψε σιγή αίτηση της κατηγορουμένης για να εμφανισθεί σ΄αυτό είναι αβάσιμη, αφού ήδη το σχετικό αίτημα αναφερόταν στην έκδοση του ήδη αναιρεθέντος αλλ΄ υπέρ αυτού υπ΄αριθμ. 2569/2001 βουλεύματος. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως γίνει τυπικά δεκτή και εν μέρει κατ΄ουσίαν η υπ΄αριθμ. 11/2005 αναίρεση της Χ1 κατά του υπ΄αριθμ. 2962/2004 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να αναιρεθεί τούτο και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συγκροτηθεί με άλλη σύνθεση. Αθήνα 28-9-2006 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 εδ. α΄ του ΠΚ, όπως η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς α) το υλικό αντικείμενο αυτής να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό εν όλω ή εν μέρει ξένο, τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο, γ) να περιήλθε αυτό με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή αυτού, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος που παρέχεται στο δράστη από το νόμο, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο πιο πάνω άρθρο (παρ. 2) διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή, Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο εντολοδόχος, οποίος, κατά το άρθρο 713 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσεως, που του ανατέθηκε από τον εντολέα, και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα, που αυτός του εμπιστεύθηκε, καθώς και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται η εξουσία αυτή και από τη δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 11 του Ν. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και πρέπει να εφαρμόζεται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Προς τούτοις, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ ΑΠ 50/1990). Εξετέρου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 378 στοιχ. α΄ περ. γ΄ και 393 παρ. 1 του ΠΚ η υπεξαίρεση, που χαρακτηρίζεται στην περίπτωση αυτή υφαίρεση, και η απάτη, και στις κακουργηματικές τους ακόμη μορφές, διώκονται μόνο ύστερα από έγκληση, εφόσον έγιναν μεταξύ συζύγων. Κατά δε το άρθρο 117 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξεως, το αξιόποινο εξαλείφεται, αν ο δικαιούχος δεν υπέβαλε την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της. Περαιτέρω, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Επίσης, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Ειδικότερα, επί παραπεμπτικού βουλεύματος για έγκλημα που διώκεται κατ' έγκληση, εφόσον η τελευταία υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεσή του, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να διαλαμβάνεται στο βούλευμα και να προσδιορίζεται και ο χρόνος κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, δεν εκτίθενται στο βούλευμα με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ, και αιτιολογία του βουλεύματος δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ στ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει και όταν το Δικαστικό Συμβούλιο παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση. Προς τούτοις κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το από το άρθρο 309 § 2 του ΚΠοινΔ παρεχόμενο στον κατηγορούμενο δικαίωμα να ζητήσει την ενώπιον του Συμβουλίου εμφάνισή του προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως. Εάν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το Συμβούλιο Εφετών είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με το άρθρο 309 § 2 του ΚΠοινΔ, να διατάξει την εμφάνιση του κατηγορουμένου, οφείλει όμως στην περίπτωση αυτή να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπόλοιπους διαδίκους. Το Συμβούλιο τότε μόνο μπορεί να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2962/2004 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 συνήψε νόμιμο γάμο το έτος 1977 με την κατηγορουμένη Χ1, με τη μεσολάβηση του αποβιώσαντος ήδη κατηγορουμένου Ζ1 , ως προς τον οποίο έπαυσε οριστικά με το εκκαλούμενο βούλευμα η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί εναντίον του, για τις ίδιες πιο πάνω πράξεις (υπεξαίρεση και απάτη από κοινού σε βαθμό κακουργήματος), για τις οποίες έχει παραπεμφθεί μ' αυτό η εκκαλούσα κατηγορουμένη. Ο Ζ1 ήταν θεολόγος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και γνώριζε τον μεν μηνυτή από τη μαθητική του ηλικία, την δε εκκαλούσα, που είναι εκπαιδευτικός, από τα πρώτα έτη διορισμού της στο Δημόσιο (1973). Ο Ζ1 , εκμεταλλευόμενος το γεγονός των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο μηνυτής εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του (έπασχε από επιληπτικές κρίσεις), αλλά και της έλλειψης επικοινωνίας και ψυχικής επαφής με τον πατέρα του, δημιούργησε σ' αυτόν συνθήκες πλήρους εξαρτήσεως, με αποτέλεσμα να κατευθύνει τη ζωή του, όπως εκείνος ήθελε, όντας ο πραγματικός κηδεμόνας αυτού. Στα πλαίσια της εξαρτήσεως αυτής, του επέβαλε να νυμφευθεί με την κατηγορουμένη, με την οποία ο ίδιος διατηρούσε εξωσυζυγική ερωτική σχέση που διατηρήθηκε καθόλη τη διάρκεια του γάμου, μεταξύ δε των τριών αυτών προσώπων αναπτύχθηκε μια τριγωνική σχέση, στην οποία κυρίαρχο ρόλο είχε ο Ζ1 , ο οποίος επέβαλε τις θελήσεις του στον μηνυτή, γνωρίζοντας τις αδυναμίες του και σε συνεννόηση με την κατηγορουμένη ρύθμιζαν τόσο τις προσωπικές, όσο και τις οικονομικές του σχέσεις, διαχειριζόμενοι ακόμη και το μισθό του. Η έγγαμη συμβίωση της κατηγορουμένης με τον μηνυτή ήταν ιδιότυπη, δεν συμβιούσαν ως κανονικό ζευγάρι, δεν έκαναν κοινή φορολογική δήλωση, ενώ κατά τα έτη 1985-1992 που η κατηγορουμένη διέμενε στο Λονδίνο, για μεταπτυχιακές σπουδές, ο Ζ1 , με τον οποίο διατηρούσε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, φρόντιζε για την είσπραξη του μισθού της, εκείνος την επισκεπτόταν στο Λονδίνο, εκείνος την ανέμενε όταν ερχόταν στην Ελλάδα και την επισκέπτονταν όποτε το επιθυμούσε, σε αντίθεση με τον μηνυτή, με τον οποίο συμβιούσε τυπικά στην επί της οδού ..... οικία, ενώ, όταν εκείνη κατοικούσε στο σπίτι της στη ...., του είχε ορίσει συγκεκριμένες ημέρες για να την επισκέπτεται. Ο Ζ1 είχε κλειδιά της συζυγικής οικίας στην οδό ... , καθώς και των άλλων σπιτιών του μηνυτή επί της οδού ....και ...., αλλά και τα κλειδιά του σπιτιού της κατηγορουμένης στη .... Στο τελευταίο αυτό σπίτι της .... , που ανήκε στην κατηγορουμένη, ο μηνυτής δεν είχε κλειδιά και κατά το έτος 1992 του είχε ορίσει να την επισκέπτεται μόνο τις Κυριακές. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι στο γάμο τους που έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο κατ' απαίτηση της κατηγορουμένης, δεν παρέστησαν οι γονείς της, την ίδια δε συνόδευσε ο Ζ1 στην εκκλησία, ο οποίος ήταν και ο κουμπάρος, ενώ στο διάστημα των 19 ετών που διήρκεσε ο γάμος ουδέποτε γνώρισε τους γονείς της, καθώς και ότι, ενόψει ταξιδιού της στις ΗΠΑ, το Μάιο 1994 συνέταξε την από 29-5-1994 ιδιόγραφη διαθήκη της, με την οποία εγκαθιστούσε μοναδικό της κληρονόμο τον Ζ1. Με το Ζ1 διατηρούσε κοινούς λογαριασμούς σε διάφορες τράπεζες από την κίνηση των οποίων προκύπτει ότι διακινούνταν σημαντικά ποσά και δεν αφορούσαν την είσπραξη του μισθού της και μόνον κατά το χρονικό διάστημα των μεταπτυχιακών της σπουδών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας του μηνυτή, ο οποίος εργάσθηκε ως οικονομικός διευθυντής στις εταιρίες ..., .... και ....., είχε σημαντική ακίνητη και κινητή περιουσία, ήταν συλλέκτης έργων τέχνης και διέθετε αξιόλογη συλλογή γραμματοσήμων, γεγονός που γνώριζε ο Ζ1 , ο οποίος είχε φροντίσει να αποσπάσει και την εμπιστοσύνη των γονέων του μηνυτή, μάλιστα και εκείνοι του είχαν παράσχει πληρεξούσιο προκειμένου να μεταβιβάσει στον μηνυτή ακίνητα τους. Στα πλαίσια της εμπιστοσύνης αυτής, όπως ο ίδιος ο μηνυτής αναφέρει στην από 26-2-1997 μήνυσή του, λίγο πριν από το θάνατο του πατέρα του, που συνέβη τον Απρίλιο του έτους 1988, ο Ζ1 τον έπεισε να του παραδώσει τα κινητά πράγματα που αναφέρει σ' αυτήν (μήνυση), τα οποία είχαν τοποθετηθεί από τον πατέρα του σε τραπεζικές θυρίδες, και να του αναθέσει τη διαχείριση τους. Ότι, στις 18-2-1998 ανέλαβαν από κοινού από τις υπ' αριθμ. ... και .... θυρίδες της Λαϊκής Τράπεζας, το περιεχόμενο τους, που ήταν, 130 χρυσές λίρες Αγγλίας, γραμματόσημα και δη 180 φύλλα κεφαλών Ερμού διαστάσεων 30cm Χ 20cm αξίας 1.800.000.000 δρχ., και ένα περιδέραιο χρυσό με μπριγιάν, αξίας 22.000.000 δρχ., και τα τοποθέτησαν στην υπ' αριθμ. ... θυρίδα της ΕΤΕ που είχαν ήδη μισθώσει στο όνομα του (μηνυτή), για την οποία χορήγησε ειδική πληρεξουσιότητα χρήσης στον Ζ1 προκειμένου να προσέχει το περιεχόμενό της και να το διαφυλάσσει. Τον Μάρτιο του έτους 1988 ο πατέρας του παρέδωσε σ' αυτόν 770 ακόμη χρυσές λίρες Αγγλίας, τις οποίες ο ίδιος παρέδωσε στον Ζ1 για να τοποθετηθούν προς φύλαξη στην πιο πάνω θυρίδα, όπου και τις φύλαξε, όπως τον διαβεβαίωσε. Ότι τον Φεβρουάριο του έτους 1989 παρέδωσε προς φύλαξη στον Ζ1 27 χαρτοκιβώτια που περιείχαν φακέλους γραμματοσήμων πρώτης ημέρας κυκλοφορίας, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επίσης, το Μάρτιο του έτους 1992 του παρέδωσε, προς φύλαξη στην ίδια θυρίδα, γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας 7.400.000 δρχ., καθώς και τρία έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας 3.000.000, 800.000 και 200.000 δρχ. αντίστοιχα. Ότι στις 2-2-1993 που επισκέφθηκε την εν λόγω θυρίδα διαπίστωσε ότι τα πιο πάνω κινητά πράγματα δεν υπήρχαν σ' αυτήν και για το λόγο αυτό ανακάλεσε την πληρεξουσιότητα που είχε δώσει στον Ζ1 για τη διαχείρισή της, πλην όμως στη συνέχεια ο Ζ1 ενεργώντας από κοινού με την κατηγορουμένη τον έπεισαν ότι το περιεχόμενο της θυρίδας το είχε διαφυλάξει ο Ζ1 σε άλλη θυρίδα προκειμένου να το εξασφαλίσει από τους εχθρούς του, και δη τους Μασόνους, τον έπεισαν δε να χορηγήσει σ' αυτόν (Ζ1) νέο πληρεξούσιο. Ότι το Δεκέμβριο του έτους 1996 ζήτησε από το Ζ1 τα παραπάνω κινητά πράγματα, ο οποίος αρνήθηκε να τα αποδώσει ιδιοποιούμενος αυτά παρανόμως από κοινού με την κατηγορουμένη. Με βάση τα περιστατικά αυτά (όπως ιστορούνται από τον μηνυτή στην πιο πάνω μήνυση), η οποιαδήποτε συμμετοχή της κατηγορουμένης στην πράξη της υπεξαίρεσης, που φέρεται ότι έχει τελέσει ο Ζ1 με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, αφού στο πρόσωπό της δεν συνέτρεχε αυτοτελώς η ιδιότητα του εντολοδόχου ή άλλη σχέση εμπιστεύσεως, από τις οριζόμενες στο άρθρο 375 παρ. 2 του ΠΚ, και έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού φέρεται ότι έχει τελεσθεί από αυτήν το Δεκέμβριο του έτους 1996 και έχει ήδη παρέλθει πενταετία και πλέον από την τέλεσή της. Συνεπώς, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή (άρθρα 111 παρ. 1 και 3, 112, ΠΚ). Εξάλλου, από το ίδιο αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο μηνυτής ήταν κύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου που βρίσκεται επί των οδών ...... Το ακίνητο αυτό μεταβίβασε η κατηγορουμένη μετά από εντολή του μηνυτή, δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Καταπόδη, στους επιχειρηματίες Ε1 και Ε2, οι οποίοι ενεργούσαν ως ομόρρυθμα μέλη της εταιρίας "..." και εισέπραξε από κοινού με τον Ζ1 ο οποίος επίσης ενεργούσε ως εντολοδόχος του μηνυτή στην σύμβαση αγοραπωλησίας, το ποσό των 45.000.000 δρχ. όση η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, το οποίο τίμημα η κατηγορουμένη από κοινού με τον Ζ1 ιδιοποιήθηκαν παράνομα, Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το τίμημα ανερχόταν στο ποσό των 30.000.000 δρχ., που αναγράφεται στο υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου, και ότι η ίδια, πλην της παράστασης και της υπογραφής της στο παραπάνω συμβόλαιο, δεν είχε άλλη ανάμειξη, δεν είναι βάσιμος, αφού η αξία του εν λόγω ακινήτου ως εκ της θέσεώς του ήταν κατά πολύ ανώτερη του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο ποσού των 30.000.000 δρχ. με βάση την αντικειμενική του αξία, ενώ, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των αγοραστών Ε1 και Ε2, το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 30.000.000 δρχ. του ακινήτου καταβλήθηκε με τραπεζική επιταγή της τράπεζας Μπάρκλεϊς ποσού 20.000.000 δρχ., την οποία εισέπραξε ο Ζ1 , ενώ το υπόλοιπο ποσό ρυθμίστηκε σε δόσεις με γραμμάτια τα οποία εισέπραττε κατά κανόνα, η ίδια η κατηγορουμένη, ή ο Ζ1 , Επίσης, η κατηγορουμένη ενεργώντας από κοινού με τον Ζ1 τον Αύγουστο του 1995, ενόψει και του γεγονότος ότι αυτή είχε ήδη λάβει την απόφασή της για τη λύση του γάμου της με τον μηνυτή, μεθόδευσαν τη μεταβίβαση σ' αυτήν ενός ακινήτου του μηνυτή επί της οδού ..... στην Αθήνα, και ειδικότερα παρέστησαν ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αθηνών ΝΙΚΟΛΑΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ ότι συνάπτεται αληθής σύμβαση πωλήσεως μεταξύ της κατηγορουμένης ως αγοράστριας και του Ζ1 ως πληρεξουσίου του μηνυτή και ότι έχει καταβληθεί το τίμημα εκ δραχμών 13.847.925 εκτός του γραφείου της και με βάση τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις την έπεισαν να προβεί στη σύνταξη του υπ' αριθμ. .... συμβολαίου, δυνάμει του οποίου πωλείται και μεταβιβάζεται η κυριότητα του με στοιχεία Δ3-Δ4 διαμερίσματος, επιφάνειας 145 τ.μ., που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο της επί της οδού....., στην Αθήνα, πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα η κατηγορουμένη να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 60.000.000 δρχ., όση η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, με αντίστοιχη ζημία του μηνυτή. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι ο μηνυτής είχε συναινέσει στη μεταβίβαση του ακινήτου, επειδή, ενόψει της τακτοποίησης των οικονομικών εκκρεμοτήτων τους λόγω του επικείμενου διαζυγίου τους, όφειλε να της επιστρέψει το ποσό των 7.000.000 δρχ. που του είχε δανείσει τμηματικώς κατά τα έτη 1993-1995 και ότι του κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό των 6.800.000 δρχ., δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί επιχείρημα υπέρ του ισχυρισμού της αυτού από το γεγονός ότι με την από 22-8-1996 επιστολή του προς την κατηγορουμένη ο μηνυτής ζητεί την άδειά της για να εισέλθει στο σπίτι της (οδού) ...., είτε με την παρουσία της, είτε με την παρουσία του Ζ1 , και να παραλάβει δικά του πράγματα. Αντίθετα, από την επιστολή αυτή, αλλά και το σύνολο των επιστολών που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, προκύπτει η ιδιόρρυθμη σχέση τους, αλλά και η εκμετάλλευση του μηνυτή, τόσο από την κατηγορουμένη όσο και από τον Ζ1. Την πιο πάνω πράξη της η κατηγορουμένη τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δεδομένου ότι δεν ενήργησε ευκαιριακά και μεμονωμένα, αλλά βάσει σχεδίου και μεθοδικότητας, έχοντας διαμορφώσει την απαιτούμενη υποδομή και εξασφαλίσει .ετοιμότητα προς τέλεση της πράξης αυτής, με σαφή προσανατολισμό στην πραγμάτωσή της προς πορισμό εισοδήματος. Ειδικότερα, κατόπιν συναπόφασης με τον αποβιώσαντα ήδη (εραστή της) Ζ1, του τελευταίου έχοντος εξασφαλίσει κατά τον προαναφερόμενο τρόπο την εμπιστοσύνη του μηνυτή, κατάφερε να του αποσπάσει πληρεξούσιο για την αντιπροσώπευσή του, εμφανιζόμενος σ' αυτόν ως άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης του, πέτυχε αρχικά το σκοπό του και ακολούθως με το εν λόγω πληρεξούσιο μετέβη στη πιο πάνω συμβολαιογράφο, δηλαδή προέβησαν σε ενέργειες που άμεσα συνδέονταν και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της προαναφερόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς τους. Συνεπώς η εκκαλούσα ενήργησε κατ' επάγγελμα, αφού από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ίδιας πράξης προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι η κατηγορουμένη από κοινού με τον Ζ1, σκοπίμως είχαν επιβάλει στον μηνυτή να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φόρου εισοδήματος, αν και σύμφωνα με τον νόμο τούτο δεν επιτρέπεται, γιατί, όπως ο μηνυτής βάσιμα υποστηρίζει δεν ήθελε να γνωρίζει ο ίδιος τα περιουσιακά στοιχεία που αυτή απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους εις βάρος της δικής του περιουσίας. Τέλος, προέκυψε ότι ο μηνυτής έλαβε γνώση τόσο της διαπραχθείσας εις βάρος του απάτης, όσο και της υπεξαίρεσης περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1996, υπέβαλε δε τη μήνυση-έγκλησή του στις 26-2-1997, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 117 παρ. 1 Π.Κ. τρίμηνης προθεσμίας και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα περί απαράδεκτης υποβολής της εγκλήσεως είναι αβάσιμα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το εν μέρει προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2962/2004 βούλευμά του αφενός μεν έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατά της εκκαλούσας, και ήδη αναιρεσείουσας, κατηγορουμένης Χ1 για τις, σε βαθμό πλημμελήματος, μερικότερες πράξεις της υπεξαιρέσεως από κοινού αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που φέρονται ότι έχουν τελεσθεί απ' αυτήν στην Αθήνα το Δεκέμβριο του έτους 1996 και αφορούν την υπεξαίρεση των προαναφερθέντων κινητών πραγμάτων, αφετέρου δε αποφάνθηκε ότι ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών έκρινε, με το εκκαλούμενο υπ' αριθ. 1646/2001 βούλευμά του, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την κατηγορουμένη των πιο πάνω κακουργηματικών πράξεων της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) του ειρημένου ποσού των 45.000.000 δραχμών και της απάτης και για το λόγο αυτόν την παρέπεμψε, προκειμένου να δικασθεί για τις πράξεις αυτές, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, απορρίπτοντας έτσι ως εν μέρει αβάσιμη κατ' ουσίαν την κατά του βουλεύματος αυτού ασκηθείσα από αυτήν έφεση και επικυρώνοντας κατά το αντίστοιχο σκέλος του το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του, ως προς τις ειρημένες κακουργηματικές πράξεις της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) και της απάτης, την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 375 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 εδ. α΄ και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α΄ του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους ("καταθέσεις πολιτικώς ενάγοντος και μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένης, υπομνήματα διαδίκων και λοιπά έγγραφα", στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα έγγραφα που προσκόμισε και επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα με τα υποβληθέντα υπομνήματά της μεταξύ των οποίων είναι: α) η προς αυτήν από 22-8-1996 επιστολή του πολιτικώς ενάγοντος, β) η από 2-6-1998 ιατρική βεβαίωση του νευρολόγου - ψυχιάτρου ..... και γ) το από 30-9-1999 έγγραφο της Τράπεζας Barkleys), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την ειρημένη κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Περαιτέρω, εκτίθεται λεπτομερώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που αναφέρεται και στις αιτιολογίες του πρωτόδικου βουλεύματος σε συνδυασμό με το διατακτικό του, αναφορικά με τις άνω κακουργηματικές πράξεις της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) του ειρημένου ποσού των 45.000.000 δρχ. και της απάτης ως προς τις οποίες αυτό, κατά τα ανωτέρω, επικυρώθηκε, ότι η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στην Αθήνα το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1996, από κοινού με τον ειρημένο Ζ1,από πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα το χρηματικό ποσό των 45.000.000 δρχ., που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το είχε εμπιστευθεί σ'αυτή, λόγω της ιδιότητάς της ως εντολοδόχου του και διαχειρίστριας της περιουσίας του, ο εγκαλών (πολιτικώς ενάγων σύζυγός της) Ψ1 και το οποίο (ποσό) εισέπραξε αυτή από την πώληση του αναφερομένου ακινήτου του τελευταίου δυνάμει του πιο πάνω ..... συμβολαίου, την οποία πώληση ενήργησε η αναιρεσείουσα κατ' εντολή και για λογαριασμό του και το τίμημα αυτό δεν απέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα, όταν αυτός το ζήτησε κατά την άνω χρονολογία (Δεκέμβριο 1996), αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία της. Επίσης, αναφέρεται λεπτομερώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι στην Αθήνα στις 3-8-1995 η αναιρεσείουσα, ενεργώντας από κοινού με τον ανωτέρω Ζ1, παρέστησε ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αθηνών Ν. Χαραλαμποπούλου ότι συνάπτεται αληθής σύμβασης πωλήσεως του αναφερομένου ακινήτου του πολιτικώς ενάγοντος μεταξύ αυτής ως αγοράστριας και του Ζ1 ως πληρεξουσίου του εν λόγω (πωλητή) ιδιοκτήτη και ότι έχει καταβληθεί το τίμημα εκ δρχ. 13.800.000 εκτός του γραφείου της, έτσι δε με τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις της, παραπλανηθείσα η εν λόγω συμβολαιογράφος, πείσθηκε να προβεί στη σύνταξη του υπ' αριθ. ..... πωλητηρίου συμβολαίου, με το οποίο μεταβιβάσθηκε η κυριότητα του άνω ακινήτου στην αναιρεσείουσα αντί τιμήματος 13.800.000 δρχ., το οποίο στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε, αφού επρόκειτο για εικονική σύμβαση πωλήσεως, με αποτέλεσμα αυτή να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ύψους δρχ. 60.000.000, στο οποίο ποσό ανέρχεται η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, με αντίστοιχη ζημία του πολιτικώς ενάγοντος. Προς τούτοις, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην αναφερόμενη υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, από την οποία προκύπτει ο σκοπός της για πορισμό εισοδήματος. Είναι δε άνευ έννομης σημασίας το ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αιτιολογείται καθόλου η κατά συνήθη τέλεση από την κατηγορουμένη της άνω πράξεως της απάτης, αφού για το χαρακτηρισμό του εν λόγω εγκλήματος ως κακουργήματος αρκεί η συνδρομή της ειρημένης επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως αυτού, η συνδρομή δε και της ετέρας επιβαρυντικής περιστάσεως, δηλαδή της κατά συνήθεια τελέσεως της εν λόγω πράξεως, έχει αξία μόνο για το μέγεθος της ποινής που θα επιβληθεί από το Δικαστήριο της ουσίας, απορριπτομένου εντεύθεν ως αβασίμου του περί του αντιθέτου σχετικού λόγου αναιρέσεως. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Συμβούλιο Εφετών στήριξε την κρίση του ότι η αναιρεσείουσας κατηγορουμένη συμμετέσχε στην τέλεση των άνω κακουργηματικών πράξεων της υπεξαιρέσεως και της απάτης ως συναυτουργός, και δη ότι συνέπραξε στην εκτέλεση των εν λόγων αξιοποίνων πράξεων και ήθελε την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς τους γνωρίζοντας ότι ο συμμέτοχος, και ήδη αποβιώσας συγκατηγορούμενός της, Ζ1 έπραττε με δόλο τελέσεως των ιδίων εγκλημάτων, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφορικά με το χρόνο γνώσεως από τον εγκαλούντα πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 της τελέσεως των άνω εις βάρος του κακουργηματικών πράξεων της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) του ποσού των δρχ. 45.000.000 και της απάτης και του προσώπου των συναυτουργών, αφού δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι ο ανωτέρω εγκαλών έλαβε γνώση των συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων και των δραστών τους (ήτοι της ήδη αναιρεσείουσας και του ειρημένου Ζ1 ) περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1996 και ότι από το χρόνο αυτό μέχρι την υποβολή της μηνύσεως - εγκλήσεώς του στις 26-2-1997 κατά της αναιρεσείουσας και για τις δύο πιο πάνω αξιόποινες πράξεις (όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τον αναιρετικό έλεγχο, επισκόπηση της εγκλήσεως αυτής) δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από το άρθρο 117 παρ. 1 του ΠΚ τρίμηνη προθεσμία, γι' αυτό δε το Συμβούλιο Εφετών έκρινε εμπρόθεσμη την άνω έγκληση και απέρριψε κατ' ουσίαν τον αντίθετο, περί εκπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως, ισχυρισμό της αναιρεσείουσας. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄, δ΄ και στ΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως και γ) της υπερβάσεως εξουσίας, αναφορικά με τις άνω αξιόποινες πράξεις, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν απαραδέκτως το άνω βούλευμα για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω, ο τελευταίος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ΚΠοιΔ, κατ' εκτίμηση, λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας του άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, γιατί αυτό απέρριψε σιωπηρά το αίτημα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για αυτοπρόσωπη ενώπιόν του εμφάνισή της, που υποβλήθηκε με την από 9-7-2001 έφεσή της κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, ναι μεν η απόρριψη τέτοιας αιτήσεως, χωρίς καμιά αιτιολογία, δημιουργεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, ακυρότητα, πλην όμως τούτο ισχύει όταν η σχετική αίτηση αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επέμβαση του Συμβουλίου επί της υποθέσεως. Στην προκείμενη δε περίπτωση, το σχετικό πιο πάνω αίτημα της αναιρεσείουσας αναφερόταν στην έκδοση του 2569/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που ήδη αναιρέθηκε με την υπ' αριθ. 1402/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώ μετά ταύτα, κατά την επανεξέταση της υποθέσεως από το άνω Συμβούλιο Εφετών, η αναιρεσείουσα δεν υπέβαλε νέο αίτημα για αυτοπρόσωπη ενώπιόν του εμφάνισή της. Ύστερα απ' αυτά, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3 Φεβρουαρίου 2005 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του 2962/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
α) κακουργηματική υπεξαίρεση (υφαίρεση μεταξύ συζύγων): Ιδιοποίηση από κοινού από εντολοδόχους και διαχειριστές ξένης περιουσίας τιμήματος πωλήσεως 45.000.000 δρχ. ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Χρόνος τέλεσης Δεκέμβριος 1996 (από παραδοχές προσβαλλόμενου βουλεύματος σε συνδυασμό με αιτιολογίες και διατακτικό πρωτόδικου βουλεύματος), β) κακουργηματική απάτη από κοινού μεταξύ συζύγων, κατ’ επάγγελμα, συνήθεια, αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ζημία που υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ. . Έγκληση μέσα στο τρίμηνο από γνώση πράξεων. Αβάσιμος: λόγος για απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφανίσεως
Υπεξαίρεση
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 2305/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου και Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, 2) Χ2 και ήδη κρατούμενου στο Ε.Κ.Κ.Ν. Αυλώνα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βουλγαράκη και 3) Χ3 και ήδη κρατούμενου στη Κλειστή Φυλακή Πατρών, που δεν παρέστη, για αναίρεση της με αριθμό 165/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Μαρτίου 2006, τρείς (3) τον αριθμό, αιτήσεις τους περί αναιρέσεως, καθώς και στο από 16.1.2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 682/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παραστάντων αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως, καθώς και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 27 Μαρτίου 2006 αίτηση αναίρεσης του Χ3 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 514 εδ. γ ΚΠΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ2 άσκησε εμπροθέσμως στις 29/3/2006, την με αριθ. πρωτ. 3526/2006 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως, κατά το άρθρο 473 παρ.2 ΚΠΔ (μαζί με τον συγκατηγορούμενο του Χ3 κατά της 165/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ακολούθως στις 5/4/2006, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Παπακωσταντίνου, άσκησε την με αριθμό πρωτ. 3835/2006 αίτηση αναιρέσεως(επίσης κατά το άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠΔ), στρεφόμενη κατά της ιδίας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως. Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως , η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης εικοσαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 παρ.2 ΚΠΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Εφετείο Αθηνών ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 17/3/2006, πρέπει δε οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν, διότι έχουν πρόδηλη μεταξύ τους συνάφεια. Περαιτέρω, μαζί με τις κρινόμενες πιο πάνω δύο δηλώσεις αναιρέσεως, πρέπει να συνεκδικασθεί, ως συναφής, και η από 27-3-2006 (με αριθ. πρωτ. 3533/29-3 2006) αίτηση (δήλωση) του Χ1 και οι από 16-1-2007 πρόσθετοι λόγοι του τελευταίου, κατά της αυτής 165/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών , με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις αυτών κατά της 90/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. ΙΙ. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 . Κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία ....... αποδεικτικό επιδόσεως της αρμόδιας υπαλλήλου της Κ. Φυλακής Πατρών ......, ο αναιρεσείων Χ3 κρατούμενος των Φυλακών Πατρών, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί δια του συνηγόρου του στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ.1 ). ΙΙΙ. Ο αναιρεσείων Χ2 με τον πρώτο λόγο της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι, ενώ, μετά την απαγγελία του κατηγορητηρίου, ο συνήγορός του Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, λόγω κωλύματός του, αντικαταστάθηκε από τον Δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, ο εν λόγω αντικατασταθείς συνήγορός του φέρεται ότι υπέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου και εκ τούτου παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 περ.δ' ΚΠΔ σχετικά με την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ2 όπως και ο συγκατηγορούμενός του Χ3 διόρισαν στο δικαστήριο, ως συνήγορο υπερασπίσεως, τον δικηγόρο Αθηνών Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο. Ο εν λόγω δικηγόρος, αφού δέχθηκε τον διορισμό, μετά την ανάγνωση του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία περιέχει την κατηγορία, πρότεινε την ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, η οποία όμως δεν αφορούσε τον αναιρεσείοντα Χ2 αλλά τον 2ο κατηγορούμενο (Χ3 )υποστηρίζοντας ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, ήταν ανήλικος. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφανθεί, απέρριψε δε την ένσταση αυτή πριν από την έκδοση της περί ενοχής αποφάσεως και αφού προηγουμένως ο συνήγορος του 2ου κατηγορουμένου είχε ζητήσει να γίνει δεκτή η πιο πάνω ένσταση. Ακολούθως, στη σελίδα 23 των πρακτικών (μετά την έκδοση της περί ενοχής αποφάσεως) καταχωρήθηκε περικοπή , στην οποία αναφέρεται ότι "γίνεται μνεία ότι, από το σημείο της απαγγελίας του κατηγορητηρίου και μετά, ο συνήγορος του 2ου και 3ου κατηγορουμένου (δηλαδή του αναιρεσείοντος), Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, λόγω κωλύματός του, αντικαταστάθηκε από τον δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου. Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ένσταση αναρμοδιότητας φέρεται ότι προτάθηκε μεν από τον δικηγόρο Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο μετά την αντικατάστασή του, από τον δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, πλην όμως τούτο ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επέφερε, αφού, κατά την προβολή της πιο πάνω ενστάσεως, όχι μόνο δεν προτάθηκε αντίρρηση από τον κατηγορούμενο που τον αφορούσε (αφού, η τυχόν παραδοχή της, μόνο ευνοϊκό για αυτόν θα είχε αποτέλεσμα), αλλά στη συνέχεια ο συνήγορος αυτού (δηλαδή ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, που αντικατέστησε τον προηγούμενο) επανέφερε την ένσταση αναρμοδιότητας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Ενόψει αυτών, και λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι η πιο πάνω ένσταση δεν αφορούσε τον αναιρεσείοντα , ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, προεχόντως ελλείψει εννόμου συμφέροντος. ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ.1 και 364 του ΚΠΔ, προκύπτει, ότι, αν ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη της κατηγορίας, έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, στο ακροατήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α λόγο αναιρέσεως. Δεν είναι όμως αναγκαίο να αναγνωσθεί στο ακροατήριο η έκθεση εφέσεως, γιατί αυτή δεν είναι έγγραφο της αποδεικτικής διαδικασίας, και λαμβάνεται από το δικαστήριο υπόψη αυτεπαγγέλτως. 'Αλλωστε, η μη ανάγνωση ή ανάπτυξη αυτής από τον εισαγγελέα, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 502 παρ.1 ΚΠΔ, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 ΚΠΔ , αφού η παράβαση αυτής δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις ακυρότητας που αναφέρονται στην παραπάνω διάταξη, εκτός αν η ανάγνωση της έφεσης, ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα (μόνο η ανάγνωση όχι και η ανάπτυξη) και το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το αίτημά τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση "ο Εισαγγελεύς ανέπτυξε την έφεση" και ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά της πρωτοδίκου 90/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ασκήθηκαν και από τους τρεις καταδικασθέντες κατηγορουμένους εφέσεις, παρέπεται ότι Εισαγγελεύς ανέπτυξε μία μόνο έφεση, χωρίς να προσδιορίζεται το όνομα του εγκαλούντος και ότι, κατ' αυτόν τον τρόπο, επήλθε απόλυτη ακυρότητα στη διαδικασία στο ακροατήριο. Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ πρόσθετος αυτός λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, (χωρίς μάλιστα να αναφέρεται ειδικώς ή να προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά ότι ζητήθηκε η ανάγνωση της εφέσεως και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί) , πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. Συνακόλουθα ,απορριπτέος, ως απαράδεκτος, είναι και ο δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Η του ΚΠΔ, πρόσθετος λόγος του αυτού αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και εξέδωσε την απόφασή του, χωρίς προηγουμένως ο εισαγγελέας να έχει αναπτύξει την έφεση. V. Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. β' και ζ' του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 ( άρθρο 20 παρ.1 περ. β' και ζ' του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2.900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, πωλεί, αγοράζει, διακινεί και κατέχει ναρκωτικά. . Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή , που γίνεται με την προς αυτόν παράδοσή τους αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη , ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, ενώ, ως διακίνηση νοείται η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, εκτός εκείνων που ρητώς μνημονεύονται στον νόμο (πώληση, παρακαταθήκη), διακίνηση της ναρκωτικής ουσίας από τον κάτοχό της σε άλλον. Κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου (άρθρο 23 ΚΝΝ), ο δράστης των παραπάνω τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από 1.000.0000 δρχ μέχρι 200.000.000 δρχ. (ήδη 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ, αντίστοιχα), αν, εκτός των άλλων, ενεργεί κατ' επάγγελμα ή συνήθεια ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Η έννοια των περιστάσεων αυτών ορίζεται, αντίστοιχα , στις διατάξεις του άρθρου 13 εδ. στ' και ζ', κατά τις οποίες κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη .Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης, όταν, από την βαρύτητα της πράξης , τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρεί την αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1α, δ, 2β, 7 παρ.1 και 8α του Ν. 2168/1993, προκύπτει ότι η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειμένων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού, (μεταξύ των οποίων οπλομηχανήματα, πυρομαχικά και μαχαίρια, όπως αυτά προσδιορίζονται στις διατάξεις των παρ.1, δ και 2β' του εν λόγω άρθρου), απαγορεύεται, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και ότι οι παραβάτες των διατάξεων αυτών τιμωρούνται με τις αναφερόμενες ποινές φυλακίσεως και χρηματικές. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 165/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "...Οι κατηγορούμενοι, εκ των οποίων οι δεύτερος και τρίτος είναι Αλβανοί υπήκοοι, επιδόθηκαν στη εμπορία ναρκωτικών ουσιών, χωρίς οι ίδιοι να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Έτσι, μετά από σχετικές πληροφορίες, οι οποίες δόθηκαν, από ανώνυμους πληροφοριοδόττες, στην Αστυνομία, διάφοροι αστυνομικοί, μεταξύ των οποίων και ο μάρτυρας κατηγορίας Μ1 εντόπισαν τους δύο αλλοδαπούς κατηγορουμένους, οι οποίοι, μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο, Έλληνα υπήκοο, ιδιωτικό ντέτεκτιβ στο επάγγελμα, διέμεναν στον έκτο όροφο της επί της οδού ....... κειμένης πολυκατοικίας, σε διαμέρισμα 165 τ.μ., το οποίο είχε μισθωμένο ο πρώτος κατηγορούμενος αντί του ποσού των 260.000 δραχμών μηνιαίως και μετά ολιγοήμερη παρακολούθηση, πριν από τις 31.12.2002 διαπίστωσαν ότι ο δεύτερος κυρίως κατηγορούμενος ερχόταν σε επαφή με άτομα τοξικομανή, καθώς και μικροεμπόρους ναρκωτικών, λαμβάνοντας πάντοτε μεγάλα μέτρα προφύλαξης, ώστε οι αστυνομικοί να μην μπορούν να τον προσεγγίσουν κατά τη διάρκεια της συναλλαγής με τρίτα πρόσωπα. Πλην, όμως, στις 31.12.2002 και περί ώρα 00.30' περίπου, όταν ο δεύτερος κατηγορούμενος, συνοδευόμενος από τον γνωστό του ........, εξήλθε από την αναφερθείσα πολυκατοικία, τον πλησίασαν οι αστυνομικοί και τον ακινητοποίησαν και μόλις του δήλωσαν την ιδιότητά τους, αυτός άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά, στην μητρική του Αλβανική γλώσσα, προφανώς για να ειδοποιήσει τον αδελφό του, τρίτο κατηγορούμενο, ότι έχουν επέμβει οι αστυνομικοί και φυσικά θα επακολουθούσε και ο σχετικός έλεγχος. Σε σωματικό έλεγχο που έκαναν οι αστυνομικοί στον κατηγορούμενο αυτόν, βρέθηκαν επάνω του, ένα ναϋλον σακουλάκι, το οποίο περιείχε κοκαΐνη βάρους 12 γραμμαρίων, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας ΝΟΚΙΑ, καθώς και το χρηματικό ποσό των 30 ευρώ. Στη συνέχεια, με τα κλειδιά που βρέθηκαν στην κατοχή του ως άνω κατηγορουμένου, εισήλθαν στο διαμέρισμα του έκτου ορόφου της προαναφερθείσας πολυκατοικίας. Εκεί, προχωρώντας δεξιά από την κεντρική είσοδο, σε υφιστάμενο διάδρομο, ο οποίος οδηγούσε σε τρία υπνοδωμάτια, στο μεσαίο από αυτά και συγκεκριμένα στο κομοδίνο του μεσαίου υπνοδωματίου, βρήκαν τρείς ανισοβαρείς συσκευασίες, οι οποίες περιείχαν κοκαΐνη σε μορφή βράχου, βάρους 114 γραμμαρίων, καθώς και μια ζυγαριά ακριβείας, ηλεκτρονική, μάρκας ΤΑΝΙΤΑ, στη δε ντουλάπα του ίδιου δωματίου βρήκαν χρηματικό ποσό της τάξης των 3.500 ευρώ και επίσης ένα οπλοπολυβόλο ΜΙΙ, με μία γεμιστήρα. Στο τρίτο στη σειρά υπνοδωμάτιο βρέθηκαν, στο μεν κομοδίνο, μία συσκευασία, η οποία περιείχε ακατέργαστη κάνναβη, βάρους 10 γραμμαρίων, καθώς και τρείς φορητούς ασυρμάτους, ενώ, σε ειδική κρύπτη στη βάση της ντουλάπας αυτού του δωματίου, βρέθηκαν αρκετά όπλα και πυρομαχικά και συγκεκριμένα: ένα πολυβόλο με γεμιστήρα χωρίς στοιχεία τύπου και αριθμού σειράς, λειτουργικό, ένα πιστόλι Μ 1911 ΑΙ US ARMY 45 CAL με Νο ...... με μία γεμιστήρα κενή φυσιγγίων και μια γεμιστήρα πλήρη με 7 φυσίγγια των 7,62 ΜΜ, ένα ωοειδές εξάρτημα ΡΑΤ US με νούμερο ......., που περιείχε εξαρτήματα καθαρισμού όπλων, ένα μαχαίρι εκστρατείας JUNGLE KING Ι μάσκας AITOR, με αριθμό ....... και μια πλευρά οδοντωτή, συνολικού μήκους 34 εκατ. και μήκος λεπίδας 21 εκ. εντός της θήκης του, 29 φυσίγγια των 45 CAL και 7 φυσίγγια πολεμικού όπλου άνευ διαμετρήματος. Επί πλέον βρέθηκε το υπ' αριθ. ....... ελληνικό διαβατήριο της Νομαρχίας Αθηνών και το υπ' αριθμ........ δελτίο ταυτότητος με τα σχετικά Φ1, με φωτογραφίες (στις αντίστοιχες θέσεις) του τρίτου κατηγορουμένου Χ2 τα οποία, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, ήταν πλαστά. Δηλαδή, προκειμένου να διευκολυνθεί στις κινήσεις του εντός του Ελλαδικού χώρου και φυσικά στους σχετικούς ελέγχους των αρμοδίων αστυνομικών αρχών, να παραπλανηθούν αυτές, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, τοποθέτησε στα έγγραφα αυτά τη φωτογραφία του, προκειμένου να εμφανίζεται ως Φ1 και να αποκρύπτεται η πραγματική του ταυτότητα. Εξάλλου, στο πρώτο δωμάτιο του αναφερόμενου διαμερίσματος, βρέθηκαν τρία βιβλιάρια καταθέσεως της Ε.Τ.Ε. στο όνομα του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 και με χρηματικά ποσά καταθέσεων, στις 27.11.2002, 1.336,71 λιρών Αγγλίας, 3.280 ελβετικών φράγκων και 13.790,77 δολλαρίων U.S.A. Αργότερα, περίπου στις 02.15' πρωϊνή της 31.12.2002, εμφανίστηκε έξω από την πολυκατοικία ο πρώτος κατηγορούμενος και στο σχετικό έλεγχο που επακολούθησε, βρέθηκε να είναι κάτοχος δύο κινητών τηλεφώνων και έφερε μαζί του 700 δολλάρια U.S.A., 35 λίρες Κύπρου και 50 ευρώ. Οι κατηγορούμενοι, απολογούμενοι, αρνήθηκαν την τέλεση των πράξεων, εκτός από την τέλεση της νόθευσης εγγράφων, για την οποία επί πλέον κατηγορείται ο τρίτος κατηγορούμενος, ισχυριζόμενοι, οι μεν πρώτος και τρίτος, πλήρη άγνοια των κινήσεων του δεύτερου κατηγορουμένου, αδελφού του τρίτου, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος, ότι τα ναρκωτικά και τα όπλα του τα είχε δώσει ένας γνωστός του Αλβανός να τα φυλάξει, γιατί θα πήγαινε στην Αλβανία για διακοπές, χωρίς όμως να λέει την ποσότητα των ναρκωτικών που του δόθηκε και φυσικά χωρίς να εξηγεί για ποιό λόγο, ενώ ήταν ναρκωτικά και όπλα, τα κράτησε στην κατοχή του. Οι αρνήσεις αυτές δεν βρίσκουν στήριγμα σε αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα και κρίνονται συνακόλουθα αβάσιμες. Ειδικότερα, όσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο, σημειώνεται ότι, τόσο κατά το στάδιο της προανάκρισης και ανάκρισης, όσο και κατά την πρωτόδικη δίκη, ισχυρίστηκε ότι τους κατηγορουμένους τους φιλοξενούσε από τριμήνου, πριν δηλαδή από τη σύλληψη, στο μισθωμένο διαμέρισμα της ....... στη συνέχεια, απολογούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίστηκε ότι φιλοξένησε, ειδικά τον δεύτερο κατηγορούμενο, κατά το χρονικό διάστημα από 5.12 έως 30.12.2002 και αυτό καταδεικνύει την προσπάθειά του να συγκεκριμενοποιήσει και περιορίσει τη δράση του δεύτερου κατηγορουμένου στο ως άνω χρονικό διάστημα, όταν και έφθασαν οι πρώτες πληροφορίες στην Αστυνομία για την έκνομη δράση του δεύτερου κατηγορουμένου, αλλά και να αποσείσει τις δικές του ευθύνες, με τον ισχυρισμό ότι για ένα μεγάλο διάστημα και ιδίως αυτό των Χριστουγέννων, αυτός έλειπε στην ...... και έτσι αγνοούσε την οποιαδήποτε παράνομη συμπεριφορά του ως άνω κατηγορουμένου. Πέρα από αυτά, από τα αναγνωσθέντα στο Δικαστήριο έγγραφα απεδείχθη ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε δακτυλοσκοπηθεί ως δράστης πολλών εγκλημάτων και δη κλοπών, παράβ. του Ν.2910/2001 κ.λ.π. και ως εκ τούτου, λόγω της ιδιότητάς του ως ιδιωτικός ντέτεκτιβ, θα μπορούσε ευχερώς να διαπιστώσει το ποιόν του και να αρνηθεί τη φερόμενη φιλοξενία του στην ως άνω οικία του. Πέρα από αυτά, ο τρίτος κατηγορούμενος είναι αδελφός του δεύτερου και αποκλείεται να μην ήξερε αυτή τη δραστηριότητα του δεύτερου και ως εκ τούτου θα είχε πλήρως ενημερώσει τον πρώτο κατηγορούμενο, για όλα όσα προαναφέρθηκαν και αφορούν τον δεύτερο κατηγορούμενο. Ο τρίτος κατηγορούμενος, το σημείο αυτό το αντιλαμβάνεται πλήρως, γι'αυτό σε όλα τα στάδια διατείνεται ότι τον αδελφό του δεν τον ήξερε καλά και δεν ήξερε ότι είχε σχέση με ναρκωτικά, άσχετα αν ο ισχυρισμός του αυτός δεν κρίνεται, ενόψει των ανωτέρω, πιστευτός. Άλλωστε και μόνο το γεγονός ότι, όταν συνελήφθη ο δεύτερος κατηγορούμενος και αυτός άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά στην Αλβανική γλώσσα, προφανώς για να τον ακούσει ο αδελφός του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όταν τα αστυνομικά όργανα εισήλθαν στο μισθωμένο διαμέρισμα, ο τρίτος κατηγορούμενος, όπως κατέθεσε ο αστυνομικός Μ1 έκανε πως δεν γνώριζε τον δεύτερο κατηγορούμενο, αρκεί για να ενισχύσει πλήρως την άποψη που προαναφέρθηκε. Είναι λοιπόν πέρα από κάθε αμφιβολία βέβαιον ότι οι κατηγορούμενοι, από κοινού ενεργούντες και με κοινό δόλο, τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται και δη της αγοράς, κατοχής και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών από κοινού κατ' εξακολούθηση, της παράνομης οπλοκατοχής από κοινού και της πλαστογραφίας πιστοποιητικών επιπρόσθετα ο τρίτος, όπως ειδικότερα αυτές διαλαμβάνονται στο διατακτικό. Περαιτέρω, πλήρως αποδείχθηκε ότι, την αναφερόμενη κακουργηματική πράξη της παράβασης του νόμου περί ναρκωτικών (των επί μέρους πράξεων, ενόψει του ότι αφορούν τις ίδιες ποσότητες θεωρουμένων ως μιας κατ' άρθρ. 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' σε συνδ. με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου), οι κατηγορούμενοι τέλεσαν κατ' επάγγελμα, εφόσον από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων της αγοράς και διάθεσης κοκαΐνης και ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, καθώς και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (κατοχή ικανών ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, χρήση πολλών κινητών τηλεφώνων και ασυρμάτων, κατοχή μεγάλου αριθμού όπλων και πυρομαχικών, χρήση ηλεκτρονικής ζυγαριάς ακριβείας για την μέτρηση των πωλουμένων ποσοτήτων) με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης παρομοίων πράξεων εμπορίας ναρκωτικών, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή αυτών προς τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Επιπρόσθετα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, το Δικαστήριο άγεται εις την κρίση ότι, τις προαναφερόμενες πράξεις αγοράς, κατοχής και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών, οι κατηγορούμενοι τέλεσαν κάτω από περιστάσεις οι οποίες μαρτυρούν ότι αυτοί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, εφόσον από την βαρύτητά τους, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής τους, τα αίτια που τους ώθησαν στην τέλεσή τους και την προσωπικότητά τους, παρέχουν βάσιμη πιθανότητα ότι θα διαπράξουν και νέα εγκλήματα παρόμοια και στο μέλλον". Με τις σκέψεις αυτές, οι κατηγορούμενοι- αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, με τα ελαφρυντικά , ο μεν Χ1 της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του ( 84 παρ. 2 περ. ε'), ο δε Χ2 του άρθρου 133 ΠΚ, για από κοινού (και με τον συγκατηγορούμενό τους Χ3)αγορά, διάθεση, κατ εξακολούθηση και κατοχή απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών, κατ' επάγγελμα, κατά συνήθεια και ως ιδιαίτερα επικίνδυνοι, για παράνομη κατοχή όπλων και πυρομαχικών καθώς και για πλαστογραφία πιστοποιητικών, ο αναιρεσείων Χ2 Για τις πράξεις τους δε αυτές, οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν παράβαση των άρθρων 13 περ.στ', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 94 παρ.1, 98, 217 παρ.1 ΠΚ, άρθ., 5 παρ.1 περ. β και .ζ , και παρ.2 του ίδιου άρθρου του ν. ν. 729/87 , όπως το άρθ. 5 αντικαταστάθηκε με το άρθ.10 ν.2161/93 και το άρθρο 8 με το άρθρο 2 του ν. 2479/97 ( ήδη άρθρα 20 και 23 του ΚΝΝ) και άρθ.1 παρ.1α, δ,2β , 7 παρ.1 και 8α του ν. 2168/93, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε συνολική ποινή κάθειρξης δέκα τεσσάρων ετών ο καθένας . Με τις παραδοχές του αυτές το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , ως προς την καταδικαστική κρίση του για τις πράξεις της κατοχής απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών και της παράνομης κατοχής όπλων και πυρομαχικών (και της πλαστογραφίας πιστοποιητικών, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 ως προς την οποία όμως ο αναιρεσείων δεν προβάλλει οποιαδήποτε αιτίαση με λόγο αναιρέσεως), αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων αυτών πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην πιο πάνω καταδικαστική κρίση του για τα προαναφερόμενα αδικήματα, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα στο πιο πάνω σκεπτικό αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και οι απολογίες όλων των κατηγορουμένων, αφού η φράση ότι έλαβε υπόψη του "την απολογία του κατηγορουμένου", έχει την προφανή έννοια ότι έλαβε υπόψη του την απολογία του κάθε κατηγορουμένου, όπως αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από το γεγονός ότι στο σκεπτικό της αποφάσεως μνημονεύονται και αντικρούονται οι διατυπωθέντες στις απολογίες υπερασπιστικοί ισχυρισμοί καθενός εξ αυτών. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ1 είναι αβάσιμες. Επίσης, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η κατοχή (συγκατοχή) των κατηγορουμένων επί της πιο πάνω ποσότητας ναρκωτικών ουσιών αναφέρεται με την κατά το νόμο έννοια αυτής, δηλαδή της φυσικής εξουσίασης των ποσοτήτων αυτών των ναρκωτικών , ώστε να μπορούν κάθε στιγμή να διαπιστώσουν την ύπαρξή τους και κατά τη δική τους βούληση να τα διαθέτουν, δεν ήταν δε ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρονται στην απόφαση αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ως προς τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 8 του Ν. 1729/87 θα γίνει λόγος στη συνέχεια). Επίσης δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη σκέψη ως προς την ύπαρξη του κοινού δόλου, δεδομένου ότι αυτός εμπεριέχεται στην έννοια της συναυτουργίας, ενυπάρχει δε περαιτέρω στη θέληση των συναυτουργών να πραγματώσουν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν, και επομένως, εξυπακούεται ότι προκύπτει από αυτό. Με την έννοια δε αυτή, υπήρχε συγκατοχή των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, και επί της συνολικής ποσότητας των 126 γραμμαρίων κοκαΐνης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ποσότητα 114 γραμμαρίων βρέθηκε στο δωμάτιο του δευτέρου κατηγορουμένου Χ3 και η υπόλοιπη των 12 γραμμαρίων βρέθηκε επάνω στον ίδιο κατηγορούμενο. Τα ίδια ισχύουν και για την πράξη της κατοχής των όπλων και πυρομαχικών, για τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι και επί αυτών υπήρχε συγκατοχή όλων κατηγορουμένων. Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, σε σχέση με τα εν λόγω αδικήματα, που προβάλλονται με τις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, σε σχέση με την καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για τις πράξεις αυτές (συγκατοχής των ναρκωτικών ουσιών και συγκατοχής των όπλων και πυρομαχικών) απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η αιτιολογία όμως της απόφασης, ως προς την καταδικαστική αυτής κρίση για τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένουςΧ1 και Χ2 ως προς τις πράξεις της αγοράς και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών, κατ' εξακολούθηση, αλλά και ως προς την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των πράξεων αυτών, και ως δραστών ιδιαίτερα επικινδύνων, δεν είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ. Ειδικότερα, ενώ το Δικαστήριο δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι, κατ' εξακολούθηση, κατά το διάστημα από 20 έως στις 31-12-2002, αγόρασαν από άγνωστο άτομο άγνωστες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης και ινδικής κάνναβης) και τουλάχιστον τις ποσότητες που βρέθηκαν στην κατοχή τους και ότι διέθεσαν κατά το διάστημα αυτό, επίσης κατ' εξακολούθηση , σε άγνωστα άτομα άγνωστες ποσότητες των πιο πάνω ναρκωτικών ουσιών, το μοναδικό περιστατικό που εκτίθεται για τη θεμελίωση του παραδοχής του αυτής είναι το ότι οι αστυνομικοί, που παρακολουθούσαν την πολυκατοικία που διέμεναν οι κατηγορούμενοι, διαπίστωσαν "μετά από ολιγοήμερη παρακολούθηση ότι ο δεύτερος κυρίως κατηγορούμενος (δηλαδή ο Χ3 ερχόταν σε επαφή με άτομα τοξικομανή, καθώς και με μικροεμπόρους ναρκωτικών, λαμβάνοντας πάντοτε μεγάλα μέτρα προφύλαξης , ώστε οι αστυνομικοί να μη μπορούν να τον προσεγγίσουν κατά την διάρκεια της συναλλαγής του με τρίτα πρόσωπα...". Από την παραδοχή όμως αυτή, δεν καθίσταται σαφές, αν, πλην του δευτέρου κατηγορουμένου και οι λοιποί (δηλαδή οι αναιρεσείοντες), προέβαιναν στις πιο πάνω συναλλαγές (αγοράς και διάθεσης ναρκωτικών). Τούτο δε, διότι, ενώ αρχικά αναφέρεται ότι "κυρίως" ο δεύτερος κατηγορούμενος έγινε αντιληπτός να προβαίνει στις πιο πάνω ενέργειες, ακολούθως περιγράφονται οι κατά την αγορά και διάθεση των ναρκωτικών ενέργειες μόνο του δευτέρου, όπως αυτές έγιναν αντιληπτές κατά την παρακολούθηση αυτού και μόνον του κατηγορουμένου. Άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η τέλεση των πιο πάνω πράξεων από τους αναιρεσείοντες δεν διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού, όσα εκτίθενται, κατά τα λοιπά, αφορούν τις υπόλοιπες πράξεις, για τις οποίες κρίθηκαν αυτοί ένοχοι (κατοχής ναρκωτικών και κατοχής όπλων και πυρομαχικών), καθώς και επιχειρήματα ως προς την γνώση των δύο αναιρεσειόντων για την παράνομη δραστηριότητα του δευτέρου κατηγορουμένου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να θεμελιώσει τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της τελέσεως κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια των πιο πάνω αδικημάτων, δέχθηκε. ότι αυτό προκύπτει, αφενός "από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων της αγοράς και διάθεσης" και, αφετέρου, από την περιγραφόμενη στο σκεπτικό υποδομή,ότι, δηλαδή, "με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης παρομοίων πράξεων εμπορίας ναρκωτικών, προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος καθώς και σταθερή ροπή αυτών προς διάπραξη νέων εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητας τους". Η συνδρομή δε της επιβαρυντικής περιστάσεως της ιδιαίτερης επικινδυνότητας των παραπάνω κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, θεμελιώνεται με την επιπλέον παραδοχή ότι αυτοί τέλεσαν τις πιο πάνω πράξεις, αγοράς κατοχής και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών κάτω από περιστάσεις, οι οποίες μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι "εφόσον από τη βαρύτητά τους, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής τους, τα αίτια που τους ώθησαν στην τέλεσή τους και την προσωπικότητα τους, παρέχουν βάσιμη πιθανότητα ότι θα διαπράξουν και νέα εγκλήματα και στο μέλλον". Η αιτιολογία όμως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς την τέλεση των αδικημάτων της αγοράς και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα, κατ' εξακολούθηση, καθόσον αφορά αποκλειστικά και μόνο τους πιο πάνω δύο αναιρεσείοντες, είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ελλιπής και ασαφής, γεγονός που καθιστά ελλιπή και την αιτιολογία αυτής ως προς τη συνδρομή των πιο πάνω επιβαρυντικών περιστάσεων και ως προς την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών για την οποία - κατά τα λοιπά - με πλήρη και σαφή αιτιολογία κρίθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες. Τούτο δε, διότι η αιτιολογία της συνδρομής .των πιο πάνω επιβαρυντικών περιστάσεων και ως προς τρεις μορφές της (κατ' επάγγελμα, κατά συνήθεια, ιδιαίτερη επικινδυνότητα), στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στην επανειλημμένη τέλεση των αδικημάτων της αγοράς και διάθεσης των ναρκωτικών ουσιών, τα οποία και μόνο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, διεπράχθησαν κατ' εξακολούθηση. Ενόψει αυτών, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τις πιο πάνω παραδοχές της δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη και επιπλέον στερείται νόμιμης βάσης, διότι δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 20 παρ.1 εδ. β' και 23 του ΚΝΝ. Γι' αυτό, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγοι των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, είναι βάσιμοι. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει: α) να απορριφθεί, ως αβάσιμη, καθόσον αφορά την ενοχή και τις ποινές που επιβλήθηκαν στους ήδη αναιρεσείοντες για τις πράξεις τη κατοχής όπλων και πυρομαχικών και της παράβασης του άρθρου 217 ΠΚ (ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 β) να γίνει δεκτή, (ως προς την ενοχή και την ποινή), καθόσον αφορά τους παραπάνω δύο αναιρεσείοντες, ως προς τις πράξεις της αγοράς και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών, κατ 'εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των πράξεων αυτών και από δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνους και γ) να γίνει δεκτή, καθόσον αφορά την πράξη της κατοχής ναρκωτικών μόνο ως προς τις ίδιες επιβαρυντικές περιστάσεις και ως προς την ποινή που επιβλήθηκε γι' αυτή, καθώς και ως προς τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον καθένα από τους πιο πάνω αναιρεσείοντες. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αναίρεση και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Το ένδικο μέσο της αναιρέσεως που ασκήθηκε από τους δύο πιο πάνω αναιρεσείοντες, κατά το μέρος που αυτό έγινε δεκτό, δεν επεκτείνεται, κατ' το άρθρο 469 ΚΠΔ, και στον τρίτο συγκατηγορούμενο αυτών Χ3 καθόσον η ποινική αυτού ευθύνη δεν εξαρτάται από την ποινική ευθύνη των λοιπών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 165/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τη διάταξη αυτής που κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες Χ1και Χ2 για τις πράξεις της αγοράς και διάθεσης ναρκωτικών ουσιών, κατ' εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των πράξεων και από δράστες ιδιαίτερα επικίνδυνους και κατά τη διάταξη αυτής για την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών μόνο ως προς τις πιο πάνω επιβαρυντικές περιστάσεις και ως προς την ποινή που επιβλήθηκε γι' αυτή, καθώς και ως προς τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον καθένα αναιρεσείοντα. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις α)την από 27-3-2006,με αριθ. πρωτ. 3533/29-3-2006 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως τουΧ1 μετά των από 16-1-2007 πρόσθετων λόγων αυτής αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως, με αρ. πρωτ. 3835/5-4-2006 και 3526/29-3-2006, αντιστοίχως, του Χ2 και β) τις από 4-4-2006 και 27-3-2006 αιτήσεις των, κρατουμένων του πρώτου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, και του δευτέρου στο ΕΚΚΝ Αυλώνας, κατά της 165/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Απορρίπτει την από 27-3-2006 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως του Χ3 (αρ. πρωτ. 3536/29-3-2006), κρατουμένου των Φυλακών Πατρών κατά της 165/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Χ3 στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2007 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2007 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση νόμου περί ναρκωτι-κών (αγορά, κατοχή, διάθεση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια - άρθρα 20 και 23 ΚΝΝ). Παράνομη οπλοκατοχή. Παράβαση άρθρου 217 ΠΚ (νόθευση ταυτότητας και διαβατηρίου). Δύο αναιρέσεις του ιδίου κατά της αυτής απόφασης. Παραδεκτή η εμπρόθεσμη δεύτερη, που θεωρείται ότι συμπληρώνει την πρώτη, εφόσον αυτή δεν έχει κριθεί. Συνερευνούνται λόγω συνάφειας. Συνεκδίκαση τριών αιτήσεων. Απόρριψη ως ανυποστήρικτης της μιας εξ αυτών. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Η μη ανάγνωση ή ανάπτυξη της εφέσεως από τον εισαγγελέα, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 502 παρ. 1 ΚΠΔ, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολο-γίας και πλαγίου παράβασης. Αιτιολογία συγκατοχής. Δόλος. Αναιρείται η καταδικαστική για αγορά και διάθεση ναρκωτικών (ελλιπής και ασαφής αιτιολογία). Αναιρείται ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Αναιρείται ως προς την ποινή για πράξη της κατοχής. Απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Όχι επεκτα-τικό αποτέλεσμα - άρθρο 469 ΚΠΔ
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ναρκωτικά, Πλαστογραφία πιστοποιητικού και χρήση.
0
Αριθμός 2306/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Χριστοφιλόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3263/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Μαϊου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1318/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλου, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, το οποίο να είναι αντικειμενικά πρόσφορο να παράγει με τη χρήση του έννομες συνέπειες, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και ο σκοπός του υπαιτίου να παςραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή, δημιουργία, καταστρατήγηση και μεταβίβαση προστατευόμενου από το νόμο δικαιώματος, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παραπλανόμενο ή τρίτο. Περαιτέρω, από το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μια απ' αυτές είναι αυτοτελής και περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεσή τους αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα από απόψεως μόνο ποινικής μεταχείρισης για το οποίο επιβάλλεται μια μόνο ποινή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ, αν, κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που συνεπάγεται την κήρυξη της νέας ποινικής δίωξης κατά του αυτού κατηγορουμένου ως απαράδεκτη, και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Στ΄ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, πέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου (κατηγορουμένου) και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προσκλήθηκε από αυτή. Περεαιτέρω, κατά τη σαφή έννοια των άρθρων 57 παρ. 1 ΚΠοινΔ και 98 παρ. 1 ΠΚ στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα, λόγω της αυτοτέλειας των μερικοτέρων πράξεων από τις οποίες αυτό απαρτίζεται, το δε δεδικασμένο που αφορά μια ή περισσότερες από αυτές δεν καλκύπτει και τις λοιπές ούτε στο σύνολό του το κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν τα πραγατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδιακσία, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η κατά παραπα΄νω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτοι οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί υπάρξεως δεδικασμένου που προβλέπεται από το άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη 3263/2006 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτι΄κο αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την κατηγορία της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση. Ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στις 9-7-1998, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε έκανε χρήση των πλαστών εγγράφων. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, χωρίς τη συναίνεση,, και την έγκριση του εγκαλούντος X1 σε τέσσερες συναλλαγματικές έκδοσης 9-7-1998 της εταιρείας "ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕΒΕ" ΛΗΞΕΩΣ 10-8-1998, 10-9-1998, 10-10-1998 και 10-11-1998, ποσού 175.000 δραχ. εκάστη, έθεσε τέσσερες φορές, κατ' απομίμηση την υποραφή του X1 κάτω από την λέξη δεκτή και με πρόθεση κατάρτισε τέσσερες πλαστές αποδοχές επί των ως άνω εγγράφων (συναλλακτικών), με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους, τους ..... και ....., υπεύθυνους της ως άνω εκδότριας εταιρίας, ότι ο X1 εξεδήλωσε τη βούλησή του να δεσμευτεί ως αποδέκτης των ως άνω συναλλαγματικών, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες σε βάρος του X1 ως οφειλέτη, εξ αποδοχής συναλλαγματικών. Εν συνεχεία δε χρησιμοποίησε αυτές παραδίδοντας τις συναλλαγματικές στην εκδότρια εταιρεία. Όμως για την πρώτη από τις τέσσερες συναλλαγματικές που κατάρτισε και χρησιμοποίησε ασκήθηκε προγενέστερη ποινική δίωξη και καταδικάσθηκε αμετακλήτως με την υπ' αριθμ. 52794/25-6-2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και έτσι για τη συναλλαγματική αυτή εκδόσεως 9-7-1998 και λήξεως 10-8-1998 πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη λόγου δεδικασμένου (άρθρ. 57 του ΚΠοινΔ). Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση για τις τρεις από τις πιο πάνω συναλλαγματικές λήξεως 10-9-1998, 10-10-1998 και 10-11-1998, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών ανασταλείσα επί τριετία, ενώ για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση που αφορά συναλλαγματική λήξεως 10-8-1998, κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του κατηγορουμένου λόγω δεδικασμένου. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 216 παρ. 1 του ΠΚ που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Περαιτέρω ως προς την ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι αναιτιολόγητα και κατά εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 98 του ΠΚ και 57 του ΚΠοινΔ απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του περί υπάρξεως δεδικασμένου, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ο συνήγορος του κατηγορουμένου, κατ' ακριβή αντιγραφή από τα πρακτικά, "υπέβαλε ένσταση δεδικασμένου και παρέδωσε στο Δικαστήριο: 1) αντίγραφο του υπ' αριθμ. 52794/25-6-2003 αποσπάσματος του Τριμ. Πλημμελειοδικείου Αθήνας, 2) το με ημ/νία 14-2-06 ακριβές φωτ/φο του κατηγορητηρίου, 3) το υπ' αριθμ. πρωτ. 588/16-2-06 πιστοποιητικό του Αρείου Πάγου, τα οποία διαβάστηκαν ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και χωρίς να προβληθεί αντίρρηση". Στον ισχυρισμό αυτό που υποβλήθηκε όλως αορίστως χωρίς επίκληση πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν αυτόν, μολονότι το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, εν τούτοις απάντησε αιτοιλογημένα απορρίπτοντάς τον, κατά ένα μέρος. Ειδικότερα, ορθά δεν δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου και ως προς τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, που αφορούν τις τρεις συναλλαγματικές λήξεως 10-9-1998, 10-10-1998 και 10-11-1998 ποσού δραχ. 175.000 και κάθε μιας εκ της υπ' αριθμ. 52794/2003 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων αθωώθηκε για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (κατάρτιση και χρησιμοποίηση μιας από τις τέσσερες συναλλαγματικές λήξεως 10-8-1998) (η αναγραφή στην προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ότι ο αναιρεσείων "καταδικάστηκε αμετάκλητα" αντί του ορθού "αθωώθηκε αμετάκλητα", είναι άνευ έννομης επιρροής) αφού σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην παραπάνω νομική σκέψη της παρούσας, για την ύπαρξη δεδικασμένου πλην άλλων στοιχείων απαιτείται και η ταυτότητα της πράξης, ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό της, πράγμα που εδώ δεν συμβαίνει, αφού η παραπάνω αμετάκλητη απόφαση αφορά τη μια συναλλαγματική (όπως δέχεται και ο αναιρεσείων, και περαιτέρω στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της και το δεδικασμένο που αφορά μια απ' αυτές δεν καλύπτει και τις λοιπές στο σύνολό του. επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι λόγοι αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση και περί παραβιάσεως του δεδικασμένου (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και ΣΤ΄ του ΚΠοινΔ), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25 Μαΐου 2006 αίτηση του ...., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3263/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίού 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία με χρήση. Στοιχεία του εγκλήματος. Προϋποθέσεις δεδικασμένου. Έννοια ταυτότητας της πράξεως. Επί του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος το δεδικασμένο που αφορά μια ή περισσότερες εκ των μερικοτέρων πράξεων δεν καλύπτει και τις λοιπές. Ορθή και αιτιολογημένη η απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για παραβίαση του δεδικασμένου, διότι ο αναιρεσείων είχε αθωωθεί αμετακλήτως με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για τη μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για παραβίαση του δεδικασμένου και η αίτηση
Πλαστογραφία
Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Πλαστογραφία, Δεδικασμένο.
0
Αριθμός 2303/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, του Χ1 κάτοικο ..... και προσωρινά διαμένοντα στην .... Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 27.8.2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1502/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 321/6.9.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω ενώπιον του Συμβουλίου σας κατά το άρθρο 132 §§ 1 και 2 Κ.Π.Δ. την από 27-8-2007 αίτηση του Χ1 με την οποία ζητεί την άρση της δημιουργηθείσης καταφατικής συγκρούσεως αρμοδιότητας μεταξύ του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ΄Αρτας σε σχέση προς την εκδίκαση σε βάρος του της ποινικής υποθέσεως για σωματική βλάβη από αμέλεια και παράβαση του άρθρου 12 § 1 εδ. β΄ του Ν.2696/99 και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 132 §§ 1 και 2 του Κ.Π.Δ., αν αμφισβητείται η αρμοδιότητα για την εκδίκαση ορισμένου εγκλήματος μεταξύ κοινών ποινικών δικαστηρίων και στρατιωτικών δικαστηρίων, ο ΄Αρειος Πάγος προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος ή του εισαγγελέα ή του επιτρόπου, η οποία απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξάλλου κατά το άρθρο 193 § 1 του Σ.Π.Κ. (Ν.2287/1995) στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης και οι αιχμάλωτοι πολέμου, κατά δε το άρθρο 194 § ιβ΄ του ΣΠΚ οι στρατιωτικοί του πολεμικού ναυτικού υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ναυτοδικείου. Στην προκειμένη περίπτωση ο Εισαγγελέας του Ναυτοδικείου Ιωαννίνων άσκησε ποινική δίωξη και παρέπεμψε με απ΄ ευθείας κλήση στο ακροατήριο του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Ιωαννίνων τον αιτούντα, πρώην ναύτη του Πολεμικού Ναυτικού για σωματική βλάβη από αμέλεια και παράβαση του άρθρου 12 § 1 εδ. β΄ του Ν.2696/99, που φέρεται ότι τελέσθηκε στις 15-7-2006, ημερομηνία κατά την οποία αυτός ήταν κατά τα άνω στρατιωτικός. Για την ίδια σωματική βλάβη παρέπεμψε τον αιτούντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ΄Αρτας ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών΄Αρτας. Δικάσιμος δεν ορίσθηκε ενώπιον των δικαστηρίων αυτών η 19-9-2007 και 25-9-2007 αντίστοιχα. ΄Ετσι έχει προκληθεί καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ των κοινών και στρατιωτικών δικαστικών αρχών και γι΄αυτό πρέπει να αρθεί αυτή και να ορισθούν ως καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιες οι στρατιωτικές δικαστικές αρχές προς εκδίκαση των ανωτέρω αδικημάτων που αποδίδονται στον ναύτη Χ1 και ειδικότερα ο Εισαγγελέας του Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και το Πενταμελές Ναυτοδικείο Ιωαννίνων. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να αρθεί η ανακύψασα καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων (Εισαγγελίας Πρωτοδικών ΄Αρτας και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ΄Αρτας) και των στρατιωτικών δικαστηρίων (Εισαγγελία Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και Πενταμελούς Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και να ορισθούν ως καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιες δικαστικές αρχές προς εκδίκαση των αποδιδομένων στον αιτούντα αξιοποίνων πράξεων, ο Εισαγγελέας του Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και το Πενταμελές Ναυτοδικείο Ιωαννίνων. Αθήνα 5 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 132 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, αν αμφισβητείται η αρμοδιότητα για την εκδίκαση ορισμένου εγκλήματος μεταξύ κοινών ποινικών δικαστηρίων και στρατιωτικών δικαστηρίων, ο Άρειος Πάγος προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος ή του εισαγγελέα ή του επιτρόπου, η οποία απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 193 παρ. 1 του Σ.Π.Κ. (Ν. 2287/1995), στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως και οι αιχμάλωτοι πολέμου, κατά δε το άρθρο 194 παρ. Ιβ' του Σ.Π.Κ. οι στρατιωτικοί του Πολεμικού Ναυτικού υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ναυτοδικείου. Εν προκειμένω ασκήθηκε ποινική δίωξη από των Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και παραπέμφθηκε με απ' ευθείας κλήση ενώπιον του ακροατηρίου του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Ιωαννίνων ο αιτών κατηγορούμενος, Χ1, πρώην ναύτης του Πολεμικού Ναυτικού, για να δικασθεί για τις πράξεις της σωματικής _ _ βλάβης από αμέλεια και παράβαση του άρθρου 12 παρ. 1 εδ. β' του Κ.Ο.Κ., που κυρώθηκε με τον νόμο 2696/99. Οι παραπάνω πράξεις φέρονται ότι τελέσθηκαν στις 15 Ιουλίου 2006, ημερομηνία, κατά την οποία ο κατηγορούμενος ήταν, κατά τα άνω, στρατιωτικός. Για την ίδια σωματική βλάβη παραπέμφθηκε ο αιτών κατηγορούμενος ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Άρτας. Δικάσιμος ορίσθηκε ενώπιον των ως άνω Δικαστηρίων η 19η Σεπτεμβρίου 2007 και η 25η Σεπτεμβρίου 1997 αντιστοίχως. Έτσι, έχει προκληθεί καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ των κοινών και των στρατιωτικών δικαστικών αρχών. Επομένως, πρέπει η σύγκρουση αυτή να αρθεί και, ενόψει της παραπάνω ιδιότητας του κατηγορουμένου, κατά το χρόνο που φέρεται ότι τελέστηκε η πράξη, να ορισθούν ως καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιες οι στρατιωτικές δικαστικές αρχές προς εκδίκαση των παραπάνω αδικημάτων και ειδικότερα ο Εισαγγελέας του Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και το Πενταμελές Ναυτοδικείο Ιωαννίνων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΡΕΙ την ανακύψασα καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων (Εισαγγελίας Πρωτοδικών Άρτας και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας) και των στρατιωτικών δικαστηρίων (Εισαγγελίας Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και Πενταμελούς Ναυτοδικείου Ιωαννίνων). Και ΟΡΙΖΕΙ ως καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιες δικαστικές αρχές προς εκδίκαση των αποδιδόμενων στον αιτούντα κατηγορούμενο πρώην ναύτη του Πολεμικού Ναυτικού Χ1 αξιόποινων πράξεων, τον Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Ιωαννίνων και το Πενταμελές Ναυτοδικείο Ιωαννίνων. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Σύγκρουση δικαιοδοσίας. Αρμοδιότητα στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων και κοινών ποινικών δικαστηρίων. Ο κατηγορούμενος που ήταν ναύτης του πολεμικού ναυτικού κατά το χρόνο τελέσεως των εγκλημάτων της σωματικής βλάβης από αμέλεια και παραβάσεων του ΚΟΚ, παραπέμφθηκε σε δίκη για τις πράξεις αυτές, τόσον ενώπιον του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Ιωαννίνων, όσο και ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας. Αίρεται η καταφατική σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ κοινών και στρατιωτικών δικαστηρίων και ορίζονται ως αρμόδιες δικαστικές αρχές ο Εισαγγελεύς του Ναυτοδικείου και το Πενταμελές Ναυτοδικείο.
Σωματική βλάβη από αμέλεια
Δικαιοδοσία, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 2300/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ...... , που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 322/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον ....Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 442/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 258/25-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω εις το Συμβούλιο σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 509 § 1, 513 § 1 και 476 § 1 Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως του ...... και ήδη κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, ασκηθείσαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών, όπου κρατείται, κατά της υπ' αριθμ. 322/5-2-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με την οποίαν κατεδικάσθη σε κάθειρξη 12 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ για α) Αγορά ναρκωτικών ουσιών και β) Κατοχή ναρκωτικών ουσιών και παράλληλα επεβλήθη εις τούτον στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων επί τριετίαν και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Επειδή κατά το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι' άρθρ. 2 § 18 ν.2408/1996, προϋπόθεσις της κηρύξεως απαραδέκτου του ασκηθέντος ενδίκου μέσου κατ' αποφάσεως υπό του αρμοδίου να κρίνει επί τούτου δικαστηρίου (εν Συμβουλίω) μετά από πρόταση του αρμοδίου παρ' αυτώ εισαγγελέως, κατόπιν κλητεύσεως του αναιρεσείοντος, προκειμένου να παραστεί κατά την συζήτησιν, είναι η συνδρομή μιας των εν αυτώ ρητώς και περιοριστικώς αναφερομένων περιπτώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. Αρμόδιο δε να κηρύξει το απαράδεκτον, είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, εν συμβουλίω, επί ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. ΙΙ) Επειδή από τα άρθρα 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2 και 509 § 1 εδ. α΄ Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι προϋπόθεσις του κύρους της αίτησης ή δήλωσις αναίρεσης κατ' αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σ' αυτές λόγοι, από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 § 1 του ίδιου κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ωρισμένο, γιατί, διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. ΙΙΙ) Εν προκειμένω η με αριθ. 25/27-2-2007 έκθεσις αναίρεσης του κατηγορουμένου ..... ενώπιον του Διευθυντού της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, κατά της υπ αριθ. 322/5-2-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, από το περιεχόμενον της οποίας προκύπτει ότι δεν περιγράφεται κανένας λόγος αναιρέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως εκ των αναφερομένων εις το άρθρ. 510 § 1 Κ.Π.Δ., επιφυλασσόμενος μόνον εις λόγους που θα εκθέσει εις το ακροατήριον μετά ταύτα, εν' όψει των εκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν έκθεσις αναιρέσεως και να επιβληθούν εις τούτον τα έξοδα (άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτο, το ένδικο μέσο της εκθέσεως αναιρέσεως, που ησκήθη υπό του κατηγορουμένου ...... ενώπιον του Διευθυντού της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού και καταχωρηθέντος εις το ειδικό βιβλίον του Εφετείου Αθηνών με αριθμ. 25/27-2-2007, κατά της υπ' αριθμ. 322/5-2-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του Κ.Π.Δ., προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Με την κρινόμενη, με αριθμό 106/6-2-2007, έκθεση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμό 322/5-2-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, σε κάθειρξη 12 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για παράβαση του νόμου περί Ναρκωτικών (αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την εμπορία), ζητεί την αναίρεση αυτής "για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει στο ακροατήριο". Έτσι, όμως όπως έχουν διατυπωθεί γενικά και αόριστα οι λόγοι αυτοί, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι τυχόν πλημμέλειες, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, λόγω παντελούς αοριστίας αυτών. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, με αριθμό 106, από 6 Φεβρουαρίου 2007, αίτηση αναιρέσεως του ..... και ήδη κρατουμένου της Κλειστής Φυλακής Κορυδαλλού, κατά της υπ' αρ. 322/5-2-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα την 17 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, οι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι. Διαφορετικά η αναίρεση είναι απαράδε-κτη. Απορρίπτει την αναίρεση
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 2298/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 194/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Με συγκατηγορούμενη την .... και Πολιτικώς ενάγοντα τον ....., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 285/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει με την αντικατάστασή της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπρόθεσμα, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξ' άλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως είναι 10ήμερη και αρχίζει από την έκδοσή της, όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρισή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Ποιν.Δ., ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠοινΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου, γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων, με την 194/19-12-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε για χρήση πλαστού εγγράφου κατ' εξακολούθηση (άρθρο 98 και 216 παρ. 1 του ΠΚ) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 19-12-2006, με ωσεί παρόντα τον κατηγορούμενο, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο συνήγορό του και καταχωρίσθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 24 Ιανουαρίου 2007, σύμφωνα με την υπ' αριθμό πρωτοκόλλου 93/8-9-2007 υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα. Ωστόσο, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον της γραμματέως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., ήτοι την 7η Φεβρουαρίου 2007, ημέρα της εβδομάδας Τετάρτη και όχι την Δευτέρα, που ήταν η πρώτη εργάσιμη ημέρα, δεδομένου ότι η δεκαήμερη προθεσμία για την άσκησή της, έληγε την 3η Φεβρουαρίου 2007, ημέρα Σάββατο, χωρίς μάλιστα σ' αυτήν (έκθεση αναιρέσεως), να επικαλείται ο αναιρεσείων την ύπαρξη ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 1 από 7-2-2007 αίτηση του .....και της ...., κατοίκου ...., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 194/19-12-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση λόγω εκ-πρόθεσμης άσκησής της (άρθρα 473, 476 ΚΠΔ). Δεν γίνεται επίκληση λόγου ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Απορρίπτει την αναίρεση
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
1
Αριθμός 2297/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων -κατηγορουμένων: 1) X1 και 2) X2 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2778/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2.3.2007 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 526/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 308/28.8.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 48 παρ. 1 ΚΠΔ τις υπ'αρ. α) 56/2-3-2007 και β) 58/2-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των X1 και X2 αντιστοίχως κατοίκων....... οδός ........, τις οποίες άσκησαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Ευαγγελίας Παναγιωτοπούλου (βάσει της από 1-3-2007 κοινής εξουσιοδοτήσεως των αιτούντων προς αυτήν), κατά του υπ'αρ. 2778/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: ΙΙ) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απερρίφθησαν κατ'ουσίαν οι υπ'αρ. 345/2006 και 344/2006 αντιστοίχως εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατά του υπ'αρ. 2423/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παρεπέμφθησαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών όπως δικασθούν για απάτη κατά συναυτουργία με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. ΙΙΙ) Οι αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 παρ. 2, 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ. με τις από 2-3-2007 δηλώσεις των αναιρεσειόντων δια της (νομίμως προς τούτο) εξουσιοδοτηθείσης δικηγόρου των Ευαγγελίας Παναγιωτοπούλου για τις οποίες συνετάχθησαν οι υπ'αρ. 56/2-3-2007 και 58/2-3-2007 εκθέσεις αναιρέσεως. Είναι δε εμπρόθεσμες διότι η επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος έγινε στους κατηγορουμένους δια θυροκολλήσεως την 14-3-2007 εις δε τον αντίκλητο δικηγόρο τους την 20-2-2007. ΙV) Λόγοι αναιρέσεως: α) Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως διότι στην προκειμένη υπόθεση με τον μηνυτή υπάρχει μια αστικής φύσεως διαφορά, η οποία δεν έχει τακτοποιηθεί λόγω του ότι αυτός μεν ζητεί τα χρήματά του μετρητά εφ'άπαξ ενώ του έχει προταθεί η τμηματική και σταδιακή εξόφληση. β) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι η κατ'ουσία απόρριψη των εφέσεων που άσκησαν κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, στηρίχθηκε στον συλλογισμό ότι η καταβολή του τιμήματος δεν θα είχε γίνει αν δεν υπήρχε συγκεκριμένο αυτοκίνητο προς αγορά. Όμως από την συνήθη πρακτική στις συναλλαγές και δη στις συμβάσεις αγοραπωλησίας, δεν προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή του τιμήματος είναι και η ύπαρξη συγκεκριμένου αντικειμένου προς πώληση. Το συμβούλιο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την υποχρέωσή τους όπως διαθέσουν προς πώληση συγκεκριμένο όχημα ΤΑΞΙ στον μηνυτή. V) Από την διάταξη της παραγράφου 1 του αρ. 386 του Π.Κ. προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης διαπράττει όποιος με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών σε πράξη παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση των ψευδών γεγονότων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, προφορικώς ή εγγράφως, αρκεί συνεπεία αυτής να προξενήθηκε η πλάνη και εκ της παραπλανήσεως να προέβη ο παραπλανηθείς σε πράξη ή παράλειψη ένεκα της οποίας επήλθε περιουσιακή ζημία στον παραπλανηθέντα ή τρίτο. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 Π.Κ., νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε συγκροτείται το έγκλημα της απάτης (Α.Π. 5/2001, 610/2002, 1331/2005). Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος (Α.Π. 691/1997, 1627/1999, 132/2000, 1331/2005). Κατά την παράγραφο 3 εδάφ. β ιδίου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών..... β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ..." (Α.Π. 1515/2001 Ποιν.Δικ. 2002/114). Με τον όρο από κοινού του αρ. 45 Π.Κ. νοείται αντικειμενικά ή σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Δεν είναι δε απαραίτητη η αναφορά των επί μέρους ενεργειών των συναυτουργών για την ύπαρξη της συναυτουργίας (Ολομ. Α.Π. 50/90 Π.Χρ. Μ/949, Α.Π. 323/94 Π.Χρ. ΜΔ/389, Α.Π. 660/99 Π.Χρ.). VΙ) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1δ' του ίδιου Κώδικα λόγον αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 711/2000 Π.Χρ. ΝΑ/55, Α.Π. 252/2004, 2200/2002). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως κατ'άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (ΑΠ 1155/2000 Π.Χρ. ΝΑ/398, Α.Π. 1331/2005, Α.Π. 760/1996 Π.Χρ. ΜΖ/379). VII) Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με εξ ολοκλήρου επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Ποιν. Δ/σύνη 2004/617), που μνημονεύει όλα κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη, ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι X1, και ο πατέρας του X2 διατηρούσαν κατάστημα πωλήσεως αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης - ταξί στην οδό ........., στην Αθήνα, περιοχή ........... Από δημοσιεύσεις που έκαναν στις εφημερίδες, ότι στο κατάστημα τους πωλούνται αυτοκίνητα - ταξί και άδειες λειτουργίας ταξί. πληροφορήθηκε γι αυτούς ο εγκαλών Ψ1, ενδιαφερόμενος, να αγοράσει αυτοκίνητο - ταξί, προκειμένου να το εκμεταλλευτεί επαγγελματικά, και επικοινώνησε με αυτούς δια τηλεφώνου, την 28.2.2005, για το σκοπό αυτό και στη συνέχεια τους επισκέφτηκε την ίδια ημέρα στο κατάστημα τους. Εκεί σε συζήτηση, που είχε με τον Χ1, γιο του Χ2, του είπε (ο Χ1), ότι υπάρχει διαθέσιμο προς πώληση το υπ' αριθμ. ....... αυτοκίνητο ταξί μαζί με την άδεια για τη νόμιμη κυκλοφορία του, και συμφώνησε αρχικά προφορικά μαζί του για την αγορά τους (του ταξί και της άδειας). Στη συνέχεια, την 1.3.2005, ο μηνυτής, που πείστηκε από το Χ1 ότι μπορούσε να του πωλήσει το υπ' αριθμ. ........ αυτοκίνητο - ταξί με την άδεια του, του κατέβαλε, ως προκαταβολή του συνολικού συμφωνηθέντος τιμήματος των 138.000 ευρώ, το ποσό των 300 ευρώ. Στη συνέχεια ο εγκαλών, με σκοπό να ολοκληρωθεί, όπως πίστευε, η διαδικασία της μεταβίβασης της άδειας του αυτοκινήτου αυτού, στο όνομά του, προέβηκε στην υπογραφή της υπ' αριθμ. .......... σύμβασης δανείου μεταξύ αυτού και της τράπεζας EUROBANK για λήψη δανείου 135.000 ευρώ, με σκοπό την αγορά επαγγελματικού εξοπλισμού απ' αυτόν, στην υπογραφή του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως μεταξύ αυτού και του Χ2, στην υπογραφή της από ..... και με αριθμό ........ σύμβασης δανείου μεταξύ αυτού και της τράπεζας EUROBANK για ποσό 15.748 ευρώ, στην έκδοση την ......, της υπ' αριθμ. ....... επιταγής της EUROBANK, ποσού 133.450 ευρώ, σε εκπλήρωση της προαναφερόμενης σύμβασης δανείου των 135.000 ευρώ, την οποία επιταγή αυθημερόν αυτός οπισθογράφησε στο Χ1, ώστε αυτός να μπορεί άμεσα να κάνει ανάληψη του ποσού της, όπως και πράγματι έκανε, στην υπογραφή του από ..... και με αριθμό ....... συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, με το οποίο ο εγκαλών εξουσιοδοτούσε τον κατηγορούμενο Χ1, να αγοράζει οποιοδήποτε αυτοκίνητο, επιβατηγό ή φορτηγό, δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως, και στην κατάθεση του ποσού των 4.250 ευρώ, στο λογαριασμό του Χ1, που έγινε την 18.3.2005. Μ' αυτό τον τρόπο, οι δύο κατηγορούμενοι, που, εκτός από σχέση γιου και πατέρα, συνεργάζονταν στην παραπάνω επιχείρηση πώλησης ταξί και αδειών ταξί, που διατηρούσαν, απέσπασαν συνολικά από τον εγκαλούντα το ποσό των 138.000 ευρώ. Για τη διασφάλιση της απαίτησης του εγκαλούντα κατά των εκκαλούντων, αναφορικά με το ποσό των 138.000 ευρώ, που τους κατέβαλε, εξέδωσαν συν/κή ποσού 139.000 ευρώ, με ημερομηνία λήξεως την 11.4.2005. Όμως, από τότε μέχρι και σήμερα, οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι δεν παρέδωσαν στο μηνυτή την άδεια για το υπ' αριθμ. ...... αυτοκίνητο - ταξί, ούτε και το αυτοκίνητο αυτό όπως είχαν συμφωνήσει, ούτε του επέστρεψαν τα χρήματα, που τους έδωσε, παρότι αυτός επανειλημμένα τους ενόχλησε. Μετά από σχετική έρευνα, που έκανε ο μηνυτής σε συνεργασία με το συνταξιούχο δικηγόρο Κων/νο Ασπρίδη του Θεοχάρη, προέκυψε, ότι το υπ' αριθμ. ....... αυτοκίνητο - ταξί και η άδειά του ανήκε στον Ζ1, ο οποίος στην κατάθεση του είπε, ότι δεν γνωρίζει τους κατηγορουμένους και φυσικά δεν ανέθεσε σ' αυτούς την εντολή να του πωλήσουν το υπ' αριθμ. ......... αυτοκίνητο - ταξί με την άδειά του. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι εκκαλούντες από την αρχή γνώριζαν, ότι δεν είχαν στη διάθεση τους το υπ' αριθμ. ...... αυτοκίνητο - ταξί και την άδειά του και δεν μπορούσαν να το πωλήσουν στο μηνυτή. Παρόλα αυτά, του απέσπασαν σε τρεις δόσεις το παραπάνω ποσό των 138.000 ευρώ, προβάλλοντάς του, τον ισχυρισμό ότι δήθεν αυτοί κατείχαν την άδεια του αυτοκινήτου, και μπορούσαν να το μεταβιβάσουν σ' αυτόν. Οι ίδιοι δεν αρνούνται, ότι οφείλουν το ποσό των 138.000 ευρώ στον εγκαλούντα, όμως δεν δέχονται, ότι συμφώνησαν για την πώληση του συγκεκριμένου αυτοκινήτου και της άδειάς του, όμως ο ισχυρισμός αυτός δε βασίζεται στο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και έρχεται σε σύγκρουση με το γεγονός της καταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου η οποία δε θα είχε γίνει εάν δεν υπήρχε συγκεκριμένο αυτοκίνητο για αγορά. Οι εκκαλούντες απέσπασαν τα χρήματα από τον εγκαλούντα, ως τίμημα συγκεκριμένου αυτοκινήτου, το οποίο δήθεν είχαν στην κατοχή τους και μπορούσαν να το μεταβιβάσουν σ' αυτόν όμως δεν είχαν ούτε αυτοκίνητο - ταξί στην κατοχή τους ούτε είχαν δυνατότητα μεταβίβασης τέτοιου αυτοκινήτου. Ούτε διευκρινίζουν για ποια άδεια αυτοκινήτου - ταξί πήραν τα χρήματα, αν δεν τα πήραν για το συγκεκριμένο. Οι πράξεις αυτές των κατηγορουμένων στοιχειοθετούν πλήρως το έγκλημα της απάτης από κοινού, με περιουσιακή ζημία άνω των 25 εκατ. δραχμών ή 73.000 ευρώ, για το οποίο κατηγορούνται, συνεπώς προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή τους στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών που τους παρέπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών να δικαστούν για την πράξη αυτή καλώς έπραξε και η έφεση των ανωτέρω, που υποστηρίζει τα αντίθετα, σφάλει και πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσία. VIII) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 386 παρ. 1+3β Π.Κ., τις οποίες ορθώς εφήρμοσε, ερμήνευσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναιρέσεως (αρ. 484 παρ. 1β+δ Κ.Π.Δ.) είναι αβάσιμες. Ειδικότερα εξετίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αναφέρει διεξοδικά πως παρέστησαν ψευδώς στον μηνυτή, που ενδιαφερόταν για την αγορά ενός αυτοκινήτου Δ.Χ.Ε. Ταξί, ότι τους ανήκε και κατείχαν την άδεια κυκλοφορίας του υπ'αρ. ........ αυτοκινήτου Ταξί και είχαν την δυνατότητα να την μεταβιβάσουν σ'αυτόν με ολοκλήρωση εκ μέρους του των τυπικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα να τον πείσουν να τους καταβάλει την 1/3/2005 το ποσό των 300 ευρώ ως προκαταβολή (του συνολικού τιμήματος των 138.000 ευρώ) για την αγοραπωλησία για την οποία υπεγράφη μεταξύ τους το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό και ακολούθως, έναντι του οφειλομένου τιμήματος, την ....... να οπισθογραφήσει και τους παραδώσει την υπ'αρ. ........ επιταγή της EUROBANK ποσού 133.450 ευρώ την οποία αυτοί εισέπραξαν και ακολούθως την 18/3/2005 να τους καταβάλει το ποσό των 4.250 ευρώ. Επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την ειδική αιτιολογία και ως προς το υποκειμενικό στοιχείο, εξηγεί ότι αυτοί εγνώριζαν από την αρχή την αναλήθεια ουδέποτε είχαν αποκτήσει την άδεια κυκλοφορίας του άνω αυτοκινήτου, η οποία ανήκε στον Ζ1, ούτε είχαν την δυνατότητα να την μεταβιβάσουν διότι είχε ήδη μεταβιβασθεί κατόπιν εντολής του αληθούς κυρίου μέσω του Β1 στην Β2.Αποκλειστικός δε σκοπός ήταν να πείσουν τον μηνυτή να τους παραδώσει το παραπάνω χρηματικό ποσό των 138.000 ευρώ ζημιώνοντας τον μηνυτή αποκομίζοντας ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος, αφού ούτε μετεβίβασαν την άδεια του αυτοκινήτου στον μηνυτή ούτε του επέστρεψαν τα χρήματα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις. Είναι σαφές ότι δεν υφίσταται μόνο αστική διαφορά (ως υποστηρίζουν στις αναιρέσεις) απορρέουσα από την αδικοπραξία (αρ. 914 ΑΚ) αλλά και η υπό κρίση αξιόποινη συμπεριφορά θεμελιώνεται πλήρως. Κατά συνέπεια το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ορθώς έκρινε και απέρριψε με τις εφέσεις των κατηγορουμένων κατά του υπ'αρ. 2423/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και οι υπό κρίση αναιρέσεις πρέπει να απορριφθούν κατ'ουσία και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. ΙΧ) Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω 1) Να απορριφθούν οι υπ'αρ. 56/2-3-2007 και 58/2-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 αντιστοίχως (κατοίκων......, οδός ......) κατά του υπ'αρ. 2778/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων. Αθήνα 4-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Οι υπό κρίση δυο αιτήσεις αναιρέσεως με αριθμό 56/2-3-2007 και 58/2-3-2007, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας. Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως του Χ1 και Χ1, κατά του υπ' αριθμό 2778/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις τους, κατά του υπ' αριθμό 2423/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την πράξη της κακουργηματικής απάτης από κοινού, με παράνομο περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές. II. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάσταση της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Π Κ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. III.- Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, με εξ ολοκλήρου επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι Χ1, και ο πατέρας του Χ2 διατηρούσαν κατάστημα πωλήσεως αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης - ταξί στην οδό ......, στην Αθήνα, περιοχή ....... Από δημοσιεύσεις που έκαναν στις εφημερίδες, ότι στο κατάστημα τους πωλούνται αυτοκίνητα - ταξί και άδειες λειτουργίας ταξί. πληροφορήθηκε γι αυτούς ο εγκαλώνΨ1, ενδιαφερόμενος, να αγοράσει αυτοκίνητο - ταξί, προκειμένου να το εκμεταλλευτεί επαγγελματικά, και επικοινώνησε με αυτούς δια τηλεφώνου, την 28.2.2005, για το σκοπό αυτό και στη συνέχεια τους επισκέφτηκε την ίδια ημέρα στο κατάστημα τους. Εκεί σε συζήτηση, που είχε με τον Χ1, γιο του Χ2, του είπε (ο Χ1), ότι υπάρχει διαθέσιμο προς πώληση το υπ' αριθμ.......... αυτοκίνητο ταξί μαζί με την άδεια για τη νόμιμη κυκλοφορία του, και συμφώνησε αρχικά προφορικά μαζί του για την αγορά τους (του ταξί και της άδειας). Στη συνέχεια, την 1.3.2005, ο μηνυτής, που πείστηκε από το Χ1 ότι μπορούσε να του πωλήσει το υπ' αριθμ. ....... αυτοκίνητο - ταξί με την άδεια του, του κατέβαλε, ως προκαταβολή του συνολικού συμφωνηθέντος τιμήματος των 138.000 ευρώ, το ποσό των 300 ευρώ. Στη συνέχεια ο εγκαλών, με σκοπό να ολοκληρωθεί, όπως πίστευε, η διαδικασία της μεταβίβασης της άδειας του αυτοκινήτου αυτού, στο όνομά του, προέβηκε στην υπογραφή της υπ' αριθμ. ........ σύμβασης δανείου μεταξύ αυτού και της τράπεζας EUROBANK για λήψη δανείου 135.000 ευρώ, με σκοπό την αγορά επαγγελματικού εξοπλισμού απ' αυτόν, στην υπογραφή του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως μεταξύ αυτού και του Χ2, στην υπογραφή της από ...... και με αριθμό ......... σύμβασης δανείου μεταξύ αυτού και της τράπεζας EUROBANK για ποσό 15.748 ευρώ, στην έκδοση την ......., της υπ' αριθμ. ......... επιταγής της EUROBANK, ποσού 133.450 ευρώ, σε εκπλήρωση της προαναφερόμενης σύμβασης δανείου των 135.000 ευρώ, την οποία επιταγή αυθημερόν αυτός οπισθογράφησε στο Χ1, ώστε αυτός να μπορεί άμεσα να κάνει ανάληψη του ποσού της, όπως και πράγματι έκανε, στην υπογραφή του από ..... και με αριθμό....... συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, με το οποίο ο εγκαλών εξουσιοδοτούσε τον κατηγορούμενο Χ1, να αγοράζει οποιοδήποτε αυτοκίνητο, επιβατηγό ή φορτηγό, δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως, και στην κατάθεση του ποσού των 4.250 ευρώ, στο λογαριασμό του Χ1, που έγινε την 18.3.2005. Μ' αυτό τον τρόπο, οι δύο κατηγορούμενοι, που, εκτός από σχέση γιου και πατέρα, συνεργάζονταν στην παραπάνω επιχείρηση πώλησης ταξί και αδειών ταξί, που διατηρούσαν, απέσπασαν συνολικά από τον εγκαλούντα το ποσό των 138.000 ευρώ. Για τη διασφάλιση της απαίτησης του εγκαλούντα κατά των εκκαλούντων, αναφορικά με το ποσό των 138.000 ευρώ, που τους κατέβαλε, εξέδωσαν συν/κή ποσού 139.000 ευρώ, με ημερομηνία λήξεως την 11.4.2005. Όμως, από τότε μέχρι και σήμερα, οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι δεν παρέδωσαν στο μηνυτή την άδεια για το υπ' αριθμ. ....... αυτοκίνητο - ταξί, ούτε και το αυτοκίνητο αυτό, όπως είχαν συμφωνήσει, ούτε του επέστρεψαν τα χρήματα, που τους έδωσε, παρότι αυτός επανειλημμένα τους ενόχλησε. Μετά από σχετική έρευνα, που έκανε ο μηνυτής σε συνεργασία με το συνταξιούχο δικηγόρο Κων/νο Ασπρίδη του Θεοχάρη, προέκυψε, ότι το υπ' αριθμ. ....... αυτοκίνητο - ταξί και η άδειά του ανήκε στον Ζ1, ο οποίος στην κατάθεσή του είπε, ότι δεν γνωρίζει τους κατηγορουμένους και φυσικά δεν ανέθεσε σ' αυτούς την εντολή να του πωλήσουν το υπ' αριθμ. ....... αυτοκίνητο - ταξί με την άδειά του. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι εκκαλούντες από την αρχή γνώριζαν, ότι δεν είχαν στη διάθεσή τους το υπ' αριθμ. ........ αυτοκίνητο - ταξί και την άδειά του και δεν μπορούσαν να το πωλήσουν στο μηνυτή. Παρόλα αυτά, του απέσπασαν σε τρεις δόσεις το παραπάνω ποσό των 138.000 ευρώ, προβάλλοντάς του, τον ισχυρισμό ότι δήθεν αυτοί κατείχαν την άδεια του αυτοκινήτου, και μπορούσαν να το μεταβιβάσουν σ' αυτόν. Οι ίδιοι δεν αρνούνται, ότι οφείλουν το ποσό των 138.000 ευρώ στον εγκαλούντα, όμως δεν δέχονται, ότι συμφώνησαν για την πώληση του συγκεκριμένου αυτοκινήτου και της άδειάς του, όμως ο ισχυρισμός αυτός δε βασίζεται στο αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και έρχεται σε σύγκρουση με το γεγονός της καταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου η οποία δε θα είχε γίνει εάν δεν υπήρχε συγκεκριμένο αυτοκίνητο για αγορά. Οι εκκαλούντες απέσπασαν τα χρήματα από τον εγκαλούντα, ως τίμημα συγκεκριμένου αυτοκινήτου, το οποίο δήθεν είχαν στην κατοχή τους και μπορούσαν να το μεταβιβάσουν σ' αυτόν όμως δεν είχαν ούτε αυτοκίνητο - ταξί στην κατοχή τους ούτε είχαν δυνατότητα μεταβίβασης τέτοιου αυτοκινήτου. Ούτε διευκρινίζουν για ποια άδεια αυτοκινήτου - ταξί πήραν τα χρήματα, αν δεν τα πήραν για το συγκεκριμένο. Οι πράξεις αυτές των κατηγορουμένων στοιχειοθετούν πλήρως το έγκλημα της απάτης από κοινού, με περιουσιακή ζημία άνω των 25 εκατ. δραχμών ή 73.000 ευρώ, για το οποίο κατηγορούνται, συνεπώς προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή τους στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών που τους παρέπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών να δικαστούν για την πράξη αυτή καλώς έπραξε και η έφεση των ανωτέρω, που υποστηρίζει τα αντίθετα, σφάλλει και πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσία. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων και απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις τους, που άσκησαν κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, ως υπαίτιοι απάτης από κοινού σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξαν και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησαν, υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτοί παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 386 παρ.1 και 3β του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ) είναι απορρίπτεες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο οι αναιρεσείοντες από κοινού παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα, σε γνώση της αναληθείας, συγκεκριμένα περιστατικά που προέκυψαν. Ειδικότερα, ότι οι αναιρεσείοντες- κατηγορούμενοι, διέθεταν προς πώληση μια επαγγελματική άδεια ΤΑΞΙ, ότι η άδεια αυτή τους ανήκε και ότι κατείχαν την άδεια κυκλοφορίας του υπ' αριθμό ......., ακόμη δε διαβεβαίωσαν τον εγκαλούντα ψευδώς, ότι είχαν τη δυνατότητα αυτοί (αναιρεσείοντες), να του μεταβιβάσουν τη σχετική άδεια, αναλαμβάνοντες οι ίδιοι την ολοκλήρωση των τυπικών διαδικασιών. Έτσι, τον παρέπεισαν να τους καταβάλει, την 1-3-2006, ως προκαταβολή το ποσό των 300 ευρώ, έναντι συμφωνηθέντος εγγράφως, την ......., συνολικού τιμήματος των 138.000 ευρώ. Επίσης διεξοδικά αναφέρονται στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα και τα περιστατικά εκείνα, που συνέχονται με την παραπλάνηση του εγκαλούντος, που έλαβε χώρα κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, στην έδρα της επιχειρήσεως των αναιρεσειόντων και με το ύψος του τιμήματος που συμφωνήθηκε σε 138.000 ευρώ, όπως και ο τρόπος εξοφλήσεώς του, που εξαρτήθηκε από την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβιβάσεως της σχετικής αδείας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Συγκοινωνιών, για την οποία, άλλωστε, συμφωνία, είχε υπογραφεί μεταξύ τους, το από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό και για την εκπλήρωση της οποίας καταβλήθηκε στους αναιρεσείοντες, λόγω αρραβώνος, το ποσό των 300 ευρώ. Επιπρόσθετα το Συμβούλιο δέχθηκε ότι ο εγκαλών, την ........, λόγω οπισθογραφήσεως μεταβίβασε σ' αυτούς την υπ' αριθ. ......... επιταγή της EUROBANK, ποσού 133.450 ευρώ, την οποία και εισέπραξαν, πλέον ποσού από 4250 ευρώ, που τους κατέβαλε την 18.3.2005, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου των αναιρεσειόντων, οι οποίοι γνώριζαν εξαρχής ότι ουδέποτε είχαν αποκτήσει τη σχετική άδεια κυκλοφορίας του συγκεκριμένου οχήματος, η οποία ανήκε σε τρίτο, στον Ζ1, και την οποία, άλλωστε, δεν είχαν τη δυνατότητα να μεταβιβάσουν στον εγκαλούντα, αφού, ήδη, η σχετική άδεια είχε μεταβιβαστεί από τον πραγματικό κύριο στην Β2. Ότι, παρ' όλα αυτά, ο σκοπός τους ήταν να παραπείσουν τον εγκαλούντα, ο οποίος παραπλανήθηκε από τις ως άνω διαβεβαιώσεις τους, ζημιώνοντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία του κατά το ισόποσο των 138.000 ευρώ, το οποίο αποκόμισαν αυτοί και ωφελήθηκαν παρανόμως. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45 και 386 παρ. 1, 3 του ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και οι αιτήσεις τους στο σύνολό τους. Απορριπτομένων των αιτήσεων, πρέπει οι αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα απ' αυτούς (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις με αριθμό 56/2.3.2007 και 58/2.3.2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, για αναίρεση του με αριθμό 2778/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη από κοινού, από την οποία το παράνομο όφελος και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. (386 παρ. 1,3 ΠΚ). Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη.
2
Αριθμός 2296/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Κύβελο, για αναίρεση της 6961/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1920/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ.1 και 473 παρ.1, 2 και 3 του Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως με δήλωση του καταδικασθέντος που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως που εκδόθηκε παρόντος αυτού, είναι είκοσι ημέρες και αρχίζει από την καταχώριση της καθαρογραφημένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο που τηρείται απο τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τέλος, ενόψει της γενικής αρχής του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, επιτρέπεται η εκπρόθεσμη άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου, όταν υπάρχει λόγος ανώτερης βίας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος. Σ' αυτή την περίπτωση όμως, εκείνος που ασκεί το εκπρόθεσμο ένδικο μέσο, οφείλει, κατά την έννοια του άρθρου 474 πρ.2 του Κ.Π.Δ, να παραθέσει στη σχετική έκθεση ή αίτηση τα πραγματικά περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπροθέσμως το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεστεί τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πλήττεται η υπ' αριθμό 6961/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με ωσεί παρόντα τον αναιρεσείοντα, που εκπροσωπήθηκε από το συνήγορό του Αριστείδη Κυβέλο και με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση οκτώ(8) μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα, για παράβαση του άρθρου 23 παρ.1 του Α.Ν 1539/1938. Η προσβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε στις 22-9-2006, καταχωρίστηκε καθαρογραφημένη, όπως προκύπτει από τη σχετική, με χρονολογία 17-11-2006, βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέως, στο τηρούμενο στο Εφετείο Αθηνών ειδικό βιβλίο, στις 10-10-2006 με αριθμό 5954. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος είχε παραστεί στη δίκη εκείνη και είχε εκπροσωπήσει τον απουσιάζοντα αναιρεσείοντα. Η αίτηση αυτή επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις ......., όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ........, δηλαδή μετά την πάροδο της οριζόμενης από το άρθρο 473 του Κ.Π.Δ προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών. Όμως ο αναιρεσείων, στην αίτηση αναιρέσεώς του, επικαλείται την ύπαρξη ανώτερης βίας, η οποία τον εμπόδισε να την ασκήσει εντός της ως άνω προθεσμίας. Προς τούτο στην αίτησή του επισυνάπτει σχετικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η βασιμότητα των λόγων της ανώτερης βίας και του ανυπερβλήτου κωλύματος. Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Την 30ή Οκτωβρίου 2006, που ήταν η τελευταία ημέρα της εικοσαήμερης προθεσμίας, ο παραστάς συνήγορός του Αριστείδης Κυβέλος, ενώ ήταν έτοιμος να επιδώσει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, υπέστη ο ίδιος εγκαύματα β' βαθμού στο πρόσωπο, εξαιτίας των οποίων παρέμεινε νοσηλευόμενος επί δεκαήμερο, κατόπιν υποδείξεως του θεράποντα ιατρού, όπως προκύπτει από τη με χρονολογία ....... ιατρική πιστοποίηση του θεραπευτηρίου "ΜΗΤΕΡΑ". Στη συνέχεια, μετά την παρέλευση του χρόνου νοσηλείας του, την 9-11-2006 ημέρα της εβδομάδας Πέμπτη και ενώ μετέβαινε στο δικηγορικό του γραφείο, προκειμένου να επιμεληθεί της παραδόσεως της αιτήσεως στον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή και στη συνέχεια ο τελευταίος να την επιδώσει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συνελήφθη ως υπαίτιος διαπράξεως αυτοφώρου πλημμελήματος λόγω επεισοδίου με επαγγελματία αυτοκινητιστή, γεγονός που προκάλεσε τη σύλληψή του, όπως προκύπτει από τη με χρονολογία ...... έκθεση συλλήψεως και παρέμεινε κρατούμενος στο αστυνομικό τμήμα Εξαρχείων μέχρι τις μεσημβρινές ώρες της επόμενης ημέρας, 10-11-2006, οπότε, με εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα αφέθηκε ελεύθερος. Την 13-11-2006, ημέρα Δευτέρα, που ήταν η πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την απελευθέρωσή του, και αφού εξέλιπε ο λόγος της ανώτερης βίας, επιμελήθηκε αυθημερόν της επιδόσεως της αιτήσεως αναιρέσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Α.Ν 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιουδήποτε δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου, τιμωρείται διωκόμενος και αυτεπαγγέλτως δια φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και δια χρηματικής ποινής τουλάχιστον 100.000 δραχμών. Χρόνος τελέσεως της πράξεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Π.Κ, είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του να επιληφθεί, χωρίς να έχει δικαίωμα, δημοσίου κτήματος που να ευρίσκεται στην αδιαμφισβήτητη κατοχή του ελληνικού Δημοσίου. Εξ' άλλου, μεταβολή κατηγορίας, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει εξ' αυτού λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'του Κ.Π.Δ σε συνδυασμό με το άρθρο 170 παρ.1 εδ. β του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία εισήχθη σε δίκη. Ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος αποτελεί πραγματικό περιστατικό και γι' αυτό ανήκει στην ανέλεγκτη εκτίμηση και κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που μπορεί να καθορίσει χρόνο τελέσεως της πράξεως διαφορετικό από εκείνον που καθορίζεται στο κατηγορητήριο. Ο ακριβέστερος (διαφορετικός) αυτός χρονικός προσδιορισμός, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, εκτός αν ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή αποκλείει την παραγραφή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτώς επισκοπούνται κατά την έρευνα του αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος, κλητεύθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με το υπ' αριθμό ΒΜ ΒΟΟ/3583/11-2-2002 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, μεταξύ άλλων πράξεων και για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 23 παρ.1 του Α.Ν 1539/1938. Ειδικότερα για το ότι "στη θέση ....... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σπάτων Αττικής, κατά μήνα Ιούλιο του 1998, αυτογνωμόνως επιλήφθηκε δημοσίου κτήματος, ευρισκόμενου αναμφισβητήτως στην κατοχή του Δημοσίου, ήτοι αυτογνωμόνως κατέλαβε δημόσια έκταση 2.900 τετραγωνικών μέτρων, κειμένη στην ως άνω θέση και ευρισκόμενη αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου, την οποία αφού αποψίλωσε από τα εν αυτή υπάρχοντα ελαιόδενδρα, στη συνέχεια τα μπάζωσε". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, εξέδωσε την υπ' αριθμό 35.638/27-5-2004 απόφασή του, με την οποία έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, για την κατάληψη της εδαφικής εκτάσεως των 2.560 τετραγωνικών μέτρων από τη μείζονα έκταση των 2.900 τετραγωνικών μέτρων, αφού δέχθηκε ότι η κατάληψη της εκτάσεως αυτής είχε λάβει χώρα το μήνα Μάρτιο του 1997, στη συνέχεια δε δέχθηκε ότι η κατάληψη της υπολοίπου εκτάσεως των 340 τετραγωνικών μέτρων, έγινε την άνοιξη του έτους 2000. Περαιτέρω το Δικαστήριο εκείνο τον έκρινε ένοχο για την κατάληψη αυτή και τον καταδίκασε σε φυλάκιση 15 μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ. Μετά δε από έφεση που άσκησε ο ήδη αναιρεσείων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία αυτός (αναιρεσείων) κηρύχθηκε εκ νέου ένοχος για την κατάληψη της εκτάσεως των 340 τετραγωνικών μέτρων, αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ως χρόνο τελέσεως της πράξεως αυτής, δηλαδή της καταλήψεως της εκτάσεως των 340 τ.μ. την άνοιξη του έτους 2000 (από 1-3-2000 έως 30-6-2000), δηλαδή τον ίδιο που είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και του επέβαλε την ποινή φυλακίσεως των 8 μηνών, την οποία μετέτρεψε πρςο 4,40 ευρώ την ημέρα. Με τις παραδοχές του αυτές, το εν λόγω Δικαστήριο, δεν προέβη σε ανεπίτρεπτο διαφορετικό χρονικό προσδιορισμό της πράξεως και, με τον τρόπο αυτό, δεν προέβη σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, αφού, από τον αναφερόμενο στο κλητήριο θέσπισμα χρόνο τελέσεως, (Ιούλιος του 1998), μέχρι την εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που έλαβε χώρα με την επίδοση στον αναιρεσείοντα, την 29-5-2002, του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν είχε συμπληρωθεί η προβλεπόμενη για το διωκόμενο πλημμέλημα πενταετής παραγραφή( άρθρο 111 παρ.3 του ΠΚ), ούτε μεταβλήθηκε η ταυτότητα της πράξεως. Περαιτέρω, μέχρι και τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (22-9-2006), όπως έγινε δεκτό με την ως άνω απόφαση, δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής (οκταετία), συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου αναστολής, από τον χρόνο τελέσεως της πράξεως (άνοιξη 2000). Επομένως, είναι αβάσιμοι οι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'και Ε'του Κ.Π.Δ λόγοι αναιρέσεως, περί απολύτου ακυρότητας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και, μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π,Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη από 25-10-2006 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 6961/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, μετά την προθεσμία των 20 ημερών (άρθρα 507 και 473 παρ. 1-3 του ΚΠΔ). Συντρέχει λόγος ανώτερης βίας στο πρόσωπο του συνηγόρου (λόγοι υγείας του) που εκπροσώπησε τον κατηγορούμενο. Απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. β ΚΠΔ). Ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος αποτελεί πραγματικό περιστατικό και δεν ελέγχεται αναιρετικά. Ο διαφορετικός χρονικός προσδιορισμός της πράξεως, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, εκτός αν ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή αποκλείει την παραγραφή της.
Χρόνος τέλεσης πράξης
Συνήγορος κατηγορουμένου, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παραγραφή, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 2293/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 , που δεν παρέστη και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου περί αναιρέσεως της 1399-1400/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Φεβρουαρίου 2006 και 22 Φεβρουαρίου 2007 αιτήσεις τους, αντίστοιχα, αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 462/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Χ2, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης του Χ2 και ως ανυποστήρικτη η από 26 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Οι κρινόμενες από 26/2/2007 (αρ. πρωτ. 1873/1-3-2007) και 5/22-2-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1)Χ1 και 2) Χ2, κατά της 1399-1400/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ. Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία ....... αποδεικτικό επιδόσεως του αρμοδίου υπαλλήλου των Φυλακών Πατρών, ........., ο κρατούμενος στις Φυλακές αυτές αναιρεσείων Χ1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί δια του συνηγόρου της στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αυτού, πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. β και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, πωλεί, αγοράζει και κατέχει ναρκωτικά. Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοσή τους αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Όταν όμως στο διατακτικό δεν διαλαμβάνονται τέτοια περιστατικά, η αιτιολογία, στην οποία επαναλαμβάνεται το διατακτικό, είναι ελλιπής. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περίπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1399-1400/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "... Η αρμόδια αστυνομική υπηρεσία της δίωξης ναρκωτικών, Θεσσαλονίκης είχε σαφείς και συγκεκριμένες πληροφορίες ότι άτομο Αλβανός με το όνομα .... (που όπως διαπιστώθηκε στην συνέχεια επρόκειτο για τον 1° κατηγορούμενο Χ3), διακινούσε ναρκωτικά μαζί με κάποιον Χ2. Έτσι τέθηκε υπό παρακολούθηση το πρόσωπο αυτό και διαπιστώθηκε ότι, ενώ διέμενε στην οδό ...... στις .... Θεσσαλονίκης, μετέβαινε συχνά σε διαμέρισμα πολυκατοικίας επί της οδού ...... (.....). Επενέβησαν την 3.2.2004, ώρα 18:20, κατά την έξοδό του από την ως άνω πολυκατοικία οι αρμόδιοι αστυνομικοί, του έκαναν έλεγχο και εκείνος τους υπέδειξε το με αριθμό ........... Αλβανικό διαβατήριο που έφερε επάνω του και χρησιμοποιούσε, το οποίο ήταν πλαστό (νοθευμένο)......... Ο κατηγορούμενος, που αρχικά αρνήθηκε ότι είχε μεταβεί στο διαμέρισμα της ......, όταν στην συνέχεια αντελήφθη ότι οι αστυνομικοί γνώριζαν τις κινήσεις του, τους είπε ότι έχει ναρκωτικά στο εν λόγω διαμέρισμα και τους οδήγησε σ' αυτό. Το εν λόγω διαμέρισμα το είχε νοικιάσει ο 2ος κατηγορούμενος Χ2, ο οποίος σημειωτέον συνελήφθη και αυτός μετά από λίγη ώρα όταν προσήλθε εκεί. Σε νομότυπη έρευνα που πραγματοποιήθηκε περί ώρα 19:00 περίπου, σε ένα από τα δωμάτια του διαμερίσματος που ήταν κλειδωμένο, μέσα σε κλειστό συρτάρι γραφείου (τα κλειδιά τα κατείχε ο 1ος κατηγορούμενος Χ3) βρέθηκε και κατασχέθηκε ποσότητα ναρκωτικών, και συγκεκριμένα 259,2 γραμμάρια ηρωίνης, όπως προέκυψε από την επιστημονική εξέτασή της (βλ. έγγραφα της χημικής υπηρεσίας του Κράτους), διαμοιρασμένη σε 15 δέματα με το ειδικότερο βάρος που προσδιορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής, μαζί με μία ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας. (βλ. την αναγνωσθείσα από ...... έκθεση κατ' οίκον έρευνας και κατάσχεσης). Η ποσότητα αυτή αποτελούσε μέρος από μεγαλύτερη ποσότητα ηρωίνης, που ο κατηγορούμενος Χ3 και ο κατηγορούμενος Χ1 (επονομαζόμενος και ....) από κοινού ενεργώντας, δηλαδή με κοινό δόλο και κοινή απόφαση, είχαν αγοράσει από άγνωστο άτομο, αντί αγνώστου τιμήματος κατά το διάστημα από 15 έως 20 Ιανουαρίου 2004. Την ποσότητα αυτή (των 259,2 γραμμαρίων ηρωίνης και την ανεξακρίβωτη μεγαλύτερή της) την κατείχαν από κοινού και οι δύο ως άνω κατηγορούμενοι, δηλαδή είχαν στην φυσική τους εξουσία κατά τρόπο που να μπορούσαν κάθε στιγμή να διαπιστώσουν την ύπαρξή της και μπορούσαν να διαθέσουν κατά την πραγματική βούλησή τους, με σκοπό ασφαλώς την περαιτέρω κυκλοφορία - διακίνηση της, αρχικά στο σπίτι του τρίτου κατηγορουμένου Χ1 στην οδό ....... - όπου συμβιούσε με την σύντροφό του, (η οικογένειά του διέμενε στην οδό .......), και στην συνέχεια από 31.1.2004 έως 3.2.2004 στο διαμέρισμα της οδού ......, όπου ανευρέθη και κατεσχέθη η ποσότητα των 259, 2 γρ. ηρωίνης. Δεν γεννάται καμία αμφιβολία ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι είχαν αγοράσει και κατείχαν, από κοινού, τα ναρκωτικά αυτά, τα οποία είχαν κρύψει, στο συρτάρι του γραφείου, όπου και είχαν την δυνατότητα διαπίστωσης της ύπαρξής τους και της διάθεσής τους. Και τούτο, διότι ο 1ος κατηγορούμενος Χ3 μετά την σύλληψή του και την κατάσχεση της ηρωίνης, τηλεφώνησε, εν γνώσει των αστυνομικών στον τρίτο κατηγορούμενο Χ1 στο κινητό του ....., για την διακίνηση της ποσότητας αυτής την επόμενη μέρα (4.2.2004) κατά την οποία όμως δεν κατέστη δυνατή η νέα τηλεφωνική επικοινωνία, διότι ο Χ1, ειδοποιηθείς από την σύντροφό του Γ1 άλλαξε τον αριθμό κλήσης του κινητού του και έβαλε την καινούργια κάρτα SΙΜ με αριθμό ....... (και οι δύο κάρτες κατασχέθηκαν βλ. αναγνωσθείσες εκθέσεις κατάσχεσης μετά από έρευνα που έγινε στο σπίτι του την 4.2.2004 και ώρα 20:30 στην οδό .....). Ο εν λόγω κατηγορούμενος, που κατείχε το ....... Αλβανικό διαβατήριο, στο οποίο είχε αντικατασταθεί τουλάχιστον μία φορά η φωτογραφία του κατόχου του, σύμφωνα με την αναγνωσθείσα έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του αστυνόμου Β' ......., εξεταζόμενος ως κατηγορούμενος, χωρίς όρκο, από αρμόδιες αρχές (Υπηρεσία Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και την Γ' Ανακρίτρια Θεσσαλονίκης) την 5.2.04 και 9.2.04 απέκρυψε την αλήθεια και κατέθεσε ψευδή όσον αφορά τα αληθή στοιχεία της ταυτότητας του. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο 1ος κατ/νος Χ3 και ο 2ος κατ/νος Χ2, ενεργώντας από κοινού, με κοινό δόλο και κοινή απόφαση πώλησαν εξακολουθητικά στην Θεσσαλονίκη, κατά το διάστημα από 31.1.2004 έως 3.2.04, σε δύο άγνωστα άτομα, ποσότητα ηρωίνης βάρους 5 γρ. η κάθε μία, αντί ανεξακρίβωτου τιμήματος και, κατά το διάστημα από 1.12.03 έως 15.1.04, πώλησαν τρεις φορές σε άγνωστα άτομα ποσότητες ηρωίνης βάρους 2 γραμ. η κάθε μία, λαμβάνοντας ως τίμημα για την κάθε πώληση 80 ευρώ. Σημειωτέον ότι ο κατηγορούμενος Χ2, απολογούμενος στο πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. απολογία του στα αναγνωσθέντα πρακτικά), ομολόγησε πλην των άλλων (ότι δηλαδή είναι χρήστης ναρκωτικών από τα 17, ότι ο 1ος κατηγορούμενος Χ3, με τον οποίο κάνανε παρέα, ασχολείτο με τα ναρκωτικά, ότι είχε ενοικιάσει ο ίδιος ο Χ2, το διαμέρισμα, της οδoύ ..... για λογαριασμό όμως του 1ου κατηγορουμένου-τούτο όμως το αρνείται εκείνος), ότι στην Αστυνομία "τον πίεσαν και έτσι τους ομολόγησε ότι ο Χ3 πώλησε ναρκωτικά και ότι αυτός (ο Χ2) εισέπραξε τα χρήματα, γεγονός βέβαια που αναίρεσε μετά από λίγο, απολογούμενος στον Ανακριτή. Τις πράξεις αυτές της αγοράς, κατοχής και κατ' εξακολούθηση πώλησης ναρκωτικών ουσιών, όπως αποδείχθηκε από τα ίδια αποδειχτικά μέσα, που αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, τις τέλεσε ο 1ος κατηγ/νος Χ3 κατ'επάγγελμα, διότι, με σκοπό να πορίζεται εισόδημα από την πώληση της ηρωίνης, ενόψει και της μεγάλης αξίας της καταληφθείσας ποσότητας, διαμόρφωσε την απαραίτητη υποδομή, με πρόθεση της επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων της αγοράς, κατοχής, πώλησης, καθ' όσον συνδέθηκε με τον συγκατηγορούμενό του Χ2 (για την πώληση) και τον ομοεθνή συνεργάτη του Χ1, χρησιμοποιώντας με τον τελευταίο κεφάλαια για την αγορά της και στην συνέχεια την μετέφεραν στο διαμέρισμα της οδού ..... -ενώ οι ίδιοι έμεναν αλλού, όπως προαναφέρθηκε- το οποίο είχε ενοικιάσει ο 2ος κατ/νος Χ2, όπου και την απέκρυπταν, και σταδιακώς ελάμβαναν ποσότητες από αυτή, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας για την ζύγιση της εκάστοτε απαιτούμενης ποσότητας, και μετά από τηλεφωνική συνεννόηση με τον 3° κατ/νο Χ1, την προωθούσε στην αγορά σε τοξικομανείς - χρήστες....... Για τα πραγματικά αυτά περιστατικά είναι σαφείς και κατηγορηματικές οι καταθέσεις των αστυνομικών Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι παρακολουθούσαν επί τριήμερο τον 1° κατηγορούμενο μετά από πληροφορίες ότι διακινεί ναρκωτικά με το όνομα "...." με κάποιον Χ2, όπως προαναφέρθηκε, και έτσι εκτυλίχθηκε η όλη υπόθεση, οι οποίες δεν αναιρούνται, ούτε τίθενται σε αμφιβολία από αυτές των λοιπών μαρτύρων, σε συνδυασμό με τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων .....". Με τις σκέψεις αυτές οι κατηγορούμενοι- αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, o μεν Χ2 για κατ' εξακολούθηση πώληση ναρκωτικών (5 Χ 2 + 2 Χ 3 γραμμάρια ηρωίνης), από κοινού με τον Χ3, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 & 2ε, ο δε Χ1, κατά πλειοψηφία (4-1), κρίθηκε ένοχος, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 & 2α ΠΚ, για αγορά και κατοχή ναρκωτικών (περισσότερο από 259,2 γραμμάρια ηρωίνης), από κοινού με τον Χ3, και για κατ' εξακολούθηση ψευδή ανώμοτη κατάθεση. Επίσης ο συγκατηγορούμενός τους Χ3 κρίθηκε ένοχος για αγορά και κατοχή ναρκωτικών κατ' επάγγελμα, για εξακολουθητική πώληση ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από δράστη υπότροπο, για χρήση πλαστού ταξιδιωτικού εγγράφου και για παράνομη είσοδο στην χώρα, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 & 2δ ΠΚ. Για τις πράξεις τους δε αυτές, που συνιστούν παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και για τις οποίες ασκήθηκαν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης, (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 98, ΠΚ, άρθ. 5 παρ. 1 περ. β και ζ, και παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως το άρθ. 5 αντικαταστάθηκε με τα άρθρο 10 του ν. 2161/93), οι δύο αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, ο μεν πρώτος (Χ1) σε ποινή κάθειρξης έξι ετών και έξι μηνών και χρηματική ποινή 3000 ευρώ, ο δε δεύτερος (Χ2), σε φυλάκιση πέντε ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ. Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2, η αίτηση αναίρεσης του οποίου ερευνάται ως προς την βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτή λόγων, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β και ζ του ν. 1729/1987, όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ2, ότι το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, "συνιστά και αποτελεί καθαρή και απλή επανάληψη του διατακτικού της", ανεξαρτήτως του ότι η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, όταν όπως στην προκειμένη περίπτωση το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Αβάσιμες, επίσης, είναι οι αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελίωσε την καταδικαστική της κρίση σε παράνομα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα στις καταθέσεις των αστυνομικών Ζ1 και Ζ2, που δηλώνουν ότι όλα τα επιβαρυντικά στοιχεία, που καταθέτουν σε βάρος του κατηγορουμένου, τα γνωρίζουν από συνομιλίες που είχαν με τον ίδιο και τον συγκατηγορούμενό του Χ3. Οι καταθέσεις των εν λόγω μαρτύρων κατηγορίας αστυνομικών, επιτρεπτώς λαμβάνονται υπόψη, αφού τούτο δεν απαγορεύεται από οποιοδήποτε διάταξη νόμου. Οι καταθέσεις δε αυτών αξιολογούνται αναλόγως από το Δικαστήριο, ως καταθέσεις μαρτύρων που δεν έχουν ιδία και άμεση γνώση της υποθέσεως, όπως συνέβη και στην εξεταζόμενη περίπτωση, όπου, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν στήριξε την καταδικαστική του κρίση αποκλειστικά στις μαρτυρίες των πιο πάνω αστυνομικών, αλλά στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύει στο σκεπτικό του, το γεγονός δε ότι αναφέρει ειδικά και εξαίρει τις καταθέσεις αυτές, δεν σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε και τα λοιπά αναφερόμενα στην απόφαση αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης ουδεμία αντίφαση υπάρχει από το γεγονός ότι, με την πρωτοβάθμια απόφαση, ο αναιρεσείων αυτός αθωώθηκε για το ότι αγόρασε και κατείχε, από κοινού με τους δύο συγκατηγορουμένους του (που κρίθηκαν ένοχοι για την πράξη αυτή), κατά το διάστημα από 1/12/2003 έως 15/1/2004, ποσότητες ηρωίνης, τμήματα των οποίων αφορούν οι ποσότητες ηρωίνης για τις οποίες αυτός κρίθηκε ότι πωλούσε, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Η πράξη της πώλησης ποσότητας ναρκωτικών δεν προϋποθέτει κατ' ανάγκη προηγούμενη αγορά ή κατοχή της ποσότητας αυτής, ούτε βεβαίως προηγούμενη κρίση περί ενοχής για τις πράξεις αυτές. Ανεξαρτήτως τούτων, η πιο πάνω αιτίαση απαραδέκτως προβάλλεται, αφού λόγο αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας ή νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, δημιουργεί η τυχόν αντίφαση που υπάρχει κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών στην αιτιολογία (ή μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού) της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι μεταξύ των αιτιολογιών του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του Χ2, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει την κατ' αυτού καταδικαστική της κρίση στις καταθέσεις των αναφερομένων στην αίτησή του δύο αστυνομικών (Ζ1 και Ζ2), οι οποίοι όμως κατέθεσαν ότι δεν έχουν σε βάρος του επιβαρυντικά στοιχεία, καθώς και στο ότι αυτός δήθεν ομολόγησε την ενοχή του στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ομολογία του, ενώ αυτός τουναντίον είχε αρνηθεί ότι πούλησε ναρκωτικές ουσίες, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως και ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, όλες οι πιο πάνω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, προβαλλόμενες αιτιάσεις, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2, πρέπει αυτή να απορριφθεί και, μετά την απόρριψη, ως ανυποστήρικτης και της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως του Χ1, πρέπει και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 26/2/2007 (αρ. πρωτ. 1873/1-3-2007) και 5/22-2-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 2) Χ2, αντιστοίχως, κατοίκων Θεσσαλονίκης, κατά της 1399-1400/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. - Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως. Απορρίπτει ως ανυποστήρικτη τη μία εξ αυτών. Ναρκωτικά (αγορά, κατοχή, πώληση, άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1983, άρθρο 20 παρ. 1 περ. β και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά - ΚΝΝ - Ν. 3459/ 2006). Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, για λήψη υπόψη μαρτυ-ρικών καταθέσεων αστυνομικών που είχαν ως πηγή πληροφοριών συζητήσεις που είχαν με συγκατηγορούμενο και τον αναιρεσείοντα για το ότι η καταδικαστική απόφαση στηρίχθηκε σε αποδείξεις από τα οποία προκύπτουν τα αντίθετα και για το ότι υπάρχει αντίφαση με απαλλακτική διάταξη του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Απορρίπτει αναίρεση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 2292/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)..... και 2)...., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, για αναίρεση της 14243/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αθανάσιο Τσιοκάνη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητoύν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιανουαρίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 131/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία..." το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων και για τις αξιώσεις του που απορρέουν από τα αδικήματα του παρόντος νόμου. Η διάταξη του άρθρου 5 του ν.δ 2711/1953 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του ν.δ 2711/1953 "περί τροποποιήσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και περί δικών του Δημοσίου διατάξεων", το Δημόσιο "δύναται δια τας εξ' οιουδήποτε αδικήματος απορρέουσας αξιώσεις αποζημιώσεώς του να παρίσταται ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, προβάλλον ταύτας το πρώτον επ' ακροατηρίω άμα τη εκφωνήσει της υποθέσεως άνευ εγγράφου τινός προδικασίας και δια μόνης της δηλώσεως του νομίμου πληρεξουσίου του, καταχωριζομένης εις το οικείον πρακτικόν..". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το Δημόσιο, κατ΄ εξαίρεση αυτών που ορίζει το άρθρο 68 Κ.Π.Δ, σχετικά με το χρόνο δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, το περιεχόμενο και την προδικασία αυτής, διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να επιδιώξει τις περί αποζημιώσεως απαιτήσεις του, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προκύπτουν από την αποφυγή απόδοσης των αναλογούντων στο Δημόσιο φόρων, συνεπεία διαπράξεως του αδικήματος της φοροδιαφυγής δια της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, δια δηλώσεως του νομίμου εκπροσώπου του, που καταχωρείται στα πρακτικά με την εκφώνηση της υποθέσεως, πριν δηλαδή την απαγγελία της κατηγορίας και χωρίς καμία προδικασία της σχετικής αγωγής κ.λ.π. Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου και μάλιστα το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία, που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. Τούτο ισχύει και για το Δημόσιο, χωρίς στο σημείο αυτό να έχει επιφέρει μεταβολή η διάταξη του άρθρου 5 του ν.δ 2711/1953, που έχει εφαρμογή και επί των αδικημάτων του ν.2723/1997, με την οποία απαλλάχτηκε το Δημόσιο μόνο από την υποχρέωση για τήρηση της επιβαλλόμενης από το άρθρο 68 του Κ.Π.Δ προδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 14243/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης που δίκασε (κατ' έφεση της υπ' αριθμό 46176/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης), σε συνδυασμό με τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου της αναιρέσεως, που αναφέρεται στην απόλυτη ακυρότητα λόγω της παρά το νόμο παράστασης του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε, το πρώτον, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, μόνο κατά τη δικάσιμο της 3ης Νοεμβρίου 2006, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Η δικάσιμος όμως αυτή, δεν ήταν η πρώτη, αλλά εκείνη της 8ης Νοεμβρίου 2004, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κατά τη δικάσιμο όμως αυτή, της 8-11-2004 κατά την οποία οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο συνήγορό τους και καταδικάσθηκε ο καθένας από αυτούς σε φυλάκιση 5 ετών, για την πράξη της φοροδιαφυγής, το Ελληνικό Δημόσιο δεν παρέστη κατά την, εκδίκαση της κατηγορίας, ούτε και εκπροσωπήθηκε, πολύ δε περισσότερο δεν προέβαλε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως τις αξιώσεις του. Τούτο, έγινε για πρώτη φορά ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την εκδίκαση των εφέσεων των εκκαλούντων-κατηγορουμένων, κατά την οποία το Ελληνικό Δημόσιο, δια του δικαστικού του Αντιπροσώπου, δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά των κατηγορουμένων, αξιώνοντας την καταβολή προς αυτό, λόγω ηθικής βλάβης, του ποσού των 3.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίησή του. Με τον τρόπο όμως αυτό, που έγινε η δήλωση παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, όχι δηλαδή αμέσως μόλις εκφωνήθηκε η υπόθεση και πριν από την απαγγελία της κατηγορίας, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης, αλλά το πρώτον ενώπιον του, κατ' έφεση, δικάζοντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δεν είναι νόμιμη σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, από αυτήν δε την παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αντέλεξε ο πληρεξούσιος των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων) και, την επιδίκαση στη συνέχεια χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, του ποσού των 3.000 ευρώ, επήλθε απόλυτη ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός, από το άρθρο 510 § 1Α του Κ.Π.Δ, λόγος αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, γι' αυτό και, κατά παραδοχή αυτού, (μετά ταύτα παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής), πρέπει να αναιρεθεί αυτή και ακολούθως να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 14243/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 17 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πολιτική αγωγή. Απόλυτη ακυρότητα. Παράνομη η παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αναιρεί και παραπέμπει
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτικός ενάγων, Δημόσιο.
0
Αριθμός 2290/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Μαλεβίτη, για αναίρεση της 258/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον ..... , που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 405/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ.258/07 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ΄είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε συνολική ποινή 11 μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική, για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο πολιτικώς ενάγων, δικηγόρος Αθηνών, ως εκ της ιδιότητος του, υπήρξε δικηγόρος της κατηγορουμένης αφενός και των Κ1α και Κ1β, οι οποίες ασκούσαν από κοινού εμπορικές δραστηριότητες. Όταν διαταράχθηκαν οι σχέσεις των παραπάνω εταίρων, ο πολιτικώς ενάγων επέλεξε να εκπροσωπήσει την οικογένεια Κ1 στους δικαστικούς αγώνες που άρχισαν. Η κατηγορουμένη, στις 14-6-2000, εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του υπαστυνόμου ..... στα πλαίσια της αντιδικίας με την ως άνω οικογένεια Κ1 κατέθεσε ενόρκως μεταξύ άλλων "...επίσης θέλω να καταθέσω ότι, για οτιδήποτε συμβεί σ' εμένα, στην οικογένεια μου και στην περιουσία μας, πιστεύω ότι ηθικός αυτουργός είναι ο κ. Ζ1 δικηγόρος Αθηνών, τηλ......, η κ. (αναφέρεται ένα ονομα οικογένειας Κ1), ο σύζυγος της και ο κουνιάδος της και στενός συνεργάτης του Ζ1, Κ1γ. Για τον Ζ1 τον κατονομάζω γιατί είναι δικηγόρος της κ.(αναφέρεται ένα ονομα οικογένειας Κ1) και ο βασικός μοχλός για ότι συμβαίνει εναντίον μου. Επίσης ο Ζ1 έχει ξανακατηγορηθεί για εκβιασμό και απαγωγή και έχει συλληφθεί από την Αστυνομία". Όμως τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή, γεγονός που γνώριζε η κατηγορουμένη, όταν κατέθετε ενόρκως ενώπιον του ως άνω προανακριτικού υπαλλήλου. Συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι ο πολιτικώς ενάγων ήταν εκείνος, που προκάλεσε τις διαφορές ανάμεσα στην κατηγορουμένη και στην οικογένεια Κ1, έτσι ώστε να είναι "ο βασικός μοχλός" για ό,τι συμβαίνει σε βάρος της. Ούτε είχε ποτέ ο ίδιος απειλήσει την κατηγορουμένη ή την οικογένειά της ή με απειλές την είχε αναγκάσει σε πράξη ή παράλειψη από την οποία να επήλθε ζημία στην περιουσία της με σκοπό να αποκομίσει περιουσιακό όφελος, ή είχε πείσει άλλον να προβεί για λογαριασμό του σε τέτοιες ενέργειες σε βάρος της. Το γεγονός και μόνο ότι ο πολιτικώς ενάγων ήταν πληρεξούσιος δικηγόρος της (αναφέρεται ένα ονομα οικογένειας Κ1) δεν σημαίνει από μόνο του ότι συμμετείχε σε, τυχόν, έκνομες ενέργειες αυτής σε βάρος της κατηγορουμένης, ούτε κάτι τέτοιο αποδείχθηκε. 'Αλλωστε, η κατηγορουμένη πέραν της ως άνω ένορκης καταθέσεως της, δεν ζήτησε την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου για κάποια αξιόποινη πράξη σε βάρος της. Είναι δε γεγονός ότι ο πολιτικώς ενάγων "είχε ξανακατηγορηθεί" για ηθική αυτουργία σε α) αρπαγή από κοινού, β) ληστεία από κοινού, γ) απόπειρα εκβιάσεως, δ) διακεκριμένη κλοπή, ε) παράνομη οπλοφορία και μετάθεση πινακίδων αυτοκινήτων σε βάρος τρίτου προσώπου άσχετου με την κατηγορουμένη, χωρίς να προκύπτει σύλληψη του από την Αστυνομία. Για τις πράξεις αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 4813/1999 βούλευμα αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά του πολιτικώς ενάγοντος, γιατί δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι αυτός τέλεσε τις παραπάνω πράξεις, η δε κατ'αυτού έφεση απορρίφθηκε με 132/26-1-2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Η κατηγορουμένη γνώριζε την έκδοση αυτού του απαλλακτικού βουλεύματος, μέσω του τότε δικηγόρου της Πουλατζά, όταν κατέθεσε στις 14-6-2000 τα παραπάνω περιστατικά σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος. Ενισχυτικό δε του δόλου της είναι και το περιστατικό ότι, με το από 6-4-2001 απολογητικό της υπόμνημα ενώπιον του Πταισματοδίκη Χαλανδρίου, κατέθεσε και πάλι ότι "πίστευα και πιστεύω ότι ο κ.Ζ1 ήταν ο ηθικός αυτουργός και ο εμπνευστής της σε βάρος μου επίθεσης". Τα παραπάνω ψευδή γεγονότα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού τον παρουσιάζουν ως συνεργό σε παράνομες πράξεις σε βάρος της κατηγορουμένης. Των γεγονότων δε αυτών έλαβαν γνώση οι αστυνομικοί υπάλληλοι, που έλαβαν την ένορκη κατάθεση της κατηγορουμένης, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικων, οι υπάλληλοι της Γραμματείας και τρίτα πρόσωπα. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη των αξιοποίνων πράξεων που της αποδίδονται" Με τις παραδοχές αυτές, η προβαλλόμενη δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, την οποία μόνο αφορά η ασκηθείσα αναίρεση, συγχρόνως δε στερείται και νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφορικά με την ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, δηλαδή της γνώσης ότι, τα υπ'αυτής κατατεθέντα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, ήταν ψευδή, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η κατηγορουμένη πράγματι γνώριζε την αναλήθεια αυτών. Το μόνο περιστατικό που αναφέρεται είναι ότι ο τότε δικηγόρος της κατηγορουμένης Πουλατζάς την ενημέρωσε ότι ο πολιτικώς ενάγων είχε απαλλαγεί των κατηγοριών, της ηθικής αυτουργίας σε α) αρπαγή από κοινού, β)ληστεία από κοινού, γ) απόπειρα εκβίασης, δ) διακεκριμένη κλοπή, ε) παράνομη οπλοφορία και στ) μετάθεση πινακίδων, σε βάρος όμως τρίτου προσώπου, άσχετου με την αναιρεσείουσα, χωρίς, όμως, και πάλι να αναφέρονται οι αποδείξεις από τις οποίες το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η κατηγορουμένη πληροφορήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της τα ως άνω αναφερόμενα και, ως εκ τούτου, τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, προκειμένου στη συνέχεια να κριθεί αναιρετικά αν τα προκύψαντα περιστατικά υπήχθησαν ορθά στις ουσιαστικές διατάξεις (363-362 ΠΚ) που εφαρμόσθηκαν. Συνεπώς, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης και η προσβαλλόμενη, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει, αναφορικά με την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την 258/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το εν λόγω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. 1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Έλλειψη νόμιμης βάσης. Αναίρεση δεκτή.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 2287/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση Aντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης: Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Αλμπανίδη, περί αναιρέσεως της 7626/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ουρανία Μπουρδάκη. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Χανίων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως και στους από 18 Ιουλίου 2007 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 710/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ' άρθρον 474 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 473, κατά το οποίο η αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ. 1) και από εκείνον που την δέχεται. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών των άρθρων, τα οποία κατ' άρθρον 509 παρ. 1 ΚΠΔ εφαρμόζονται και στην αίτηση αναίρεσης κατά δικαστικής απόφασης συνάγεται ότι ο δικαιούμενος σε άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως ή βουλεύματος ασκεί αυτό με δήλωση στον γραμματέα ή με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδόσει την προσβαλλομένη απόφαση, έστω και αν για την κατάθεση του δικογράφου αυτού ο γραμματεύς συνέταξε έκθεση, με τον τρόπο που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 148 έως 153 ΚΠοινΔικ. Η έκθεση αυτή αποτελεί συστατικό τύπο, η παραβίαση του οποίου συνεπάγεται το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ), που κηρύσσεται από το αρμόδιο δικαστήριο (ως συμβούλιο) ή το δικαστικό συμβούλιο αντιστοίχως, αλλά και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Περαιτέρω, στην προστεθείσα με το άρθρο 3 Ν. 969/1979 παρ. 3 του άρθρου 473 παρ. 3 ορίζεται ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Ο όρος τελεσίδικη απόφαση που απαντάται στον ΚΠοινΔικ μόνο στην ανωτέρω διάταξη, χρησιμοποιείται με την γνωστή έννοια της αποφάσεως που δεν μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα από τον νόμο τακτικά ένδικα μέσα. Δηλαδή στην έννοια του όρου "τελεσίδικη απόφαση" του άνω άρθρου περιλαμβάνονται και οι δυο κατηγορίες αποφάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠοινΔικ ήτοι όχι μόνον οι αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις, που, όπως απηγγέλθησαν δεν προσβάλλονται με έφεση (ανέκκλητες). Την λύση αυτή επιβάλλει όχι μόνο η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔικ, αλλά και η ανάγκη στην οποία στοχεύει, κατά τα προαναφερθέντα, η οποία συντρέχει και για τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων που έχουν απαγγελθεί ανεκκλήτως. Σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει προβλεπομένους από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοινΔικ λόγους αναιρέσεως και ιδίως αυτόν της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, να αποφεύγεται δε η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται ή εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου (Ολ. Α.Π. 6/2002 Ποιν.Χρον. ΝΒ' 702). Έτι περαιτέρω από την άνω διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔικ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 168 παρ. 1, 474, 476 παρ. 1 και 507 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, προκύπτει ότι η προθεσμία για άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως η οποία εξεδόθη με απόντα τον κατηγορούμενο και έχει αυτός γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, η οποία (αναίρεση) ασκείται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση μεν της αποφάσεως, αν αυτή έγινε μετά την καταχώρισή της καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο, από την καταχώριση δε αυτή, εάν η επίδοσή της προηγήθηκε, το εκπρόθεσμο δε της αιτήσεως επιφέρει το απαράδεκτο αυτής. Ενόψει της γενικής αρχής του δικαίου συναγομένης από το άρθρο 255 ΑΚ, κατά την οποίαν κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων στην εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως, μπορεί να επικαλεσθεί λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων κατέστη αδύνατη ή εμπρόθεσμη άσκησή της και (να επικαλεσθεί) τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν αυτούς (Ολ ΑΠ 15/1987 Ποιν.Χρον. ΛΖ' 302). Από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2 εδ. β' και γ', 96 παρ. 2, 462, 465 παρ. 1 και 2 εδ. α' και 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ προκύπτουν, εκτός άλλων, και τα εξής: α) ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσον, όπως είναι και η αναίρεση, που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω του αντιπροσώπου του που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 2 του ιδίου Κώδικος, (απλή έγγραφη δήλωση του εντολέως και βεβαίωση της γνησιότητος της υπογραφής αυτού από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο), β) το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση γ) το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως που παρέχεται σ' εκείνον που καταδικάστηκε μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση, στην περίπτωση όμως αυτή στη σχετική έκθεση ή δήλωση περί ασκήσεως του ενδίκου μέσου πρέπει η ιδιότητα αυτή να αναφέρεται και δ) αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε χωρίς εντολή ή χωρίς να τηρήσει τις άνω διατυπώσεις το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, η αναιρεσείουσα κατεδικάσθη από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Χανίων, ερήμην, σε ποινή φυλακίσεως δυο (2) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Η απόφαση αυτή, αριθμ. 7626, εδημοσιεύθη την 11/10/2005 και καταχωρίστηκε καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο, την 17/1/2006, όπως προκύπτει από την σχετική, από ....... βεβαίωση της αρμοδίας γραμματέως, προηγουμένως δε, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για την έρευνα του παραδεκτού της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα την 25/10/2005, ήσκησε την υπό την αυτήν ημερομηνίαν αίτηση ακυρώσεως της προσβαλλομένης (υπ' αριθμ. 7626/2005) αποφάσεως, η οποία απερρίφθη, (την αυτήν ημερομηνία) από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Χανίων, με παρούσα την κατ/νη ως απαράδεκτη (βλ. την υπ' αριθμ. 7969/2005 απόφαση σε ακριβές υπηρεσιακό απόσπασμα και την από ....... βεβαίωση της αρμοδίας γραμματέως). Νυν η καταδικασθείσα ασκεί την από 28/3/2007 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7626/11-10-2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων, με αυτοτελές δικόγραφο αναιρέσεως απευθυνόμενο στον Άρειο Πάγο εντέλει του οποίου αναφέρεται ότι "προσαρτάται το υπ' αριθμ. ...... δικαστικό πληρεξούσιο της Συμ/φου Αθηνών Αικατερίνης Αρβανιτάκη με το οποίο παρέχεται η εξουσία στο δικηγόρο Χανίων Γεώργιο Πισσαδάκη, η εντολή ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως", εις την θέση δε του υποβάλλοντος την αίτηση φέρει την έντυπη σφραγίδα του Γεωργίου Μ. Πισσαδάκη Δικηγόρο Χανίων. Το άνω αυτοτελές δικόγραφο κατετέθη την 29/3/2007 από τον δικηγόρο αυτό στην γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Χανίων, η οποία αναφέρει στην σχετική έκθεση καταθέσεως αναιρέσεως ότι "εμφανίστηκε ο δικηγόρος Χανίων Γεώργιος Πισσαδάκης, κάτοικος Χανίων και μου κατέθεσε τη με χρονολογία 28-3-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 7626/11-10-2005 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων απευθυνόμενο ενώπιον του Αρείου Πάγου". Εντεύθεν, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ησκήθη όχι με δήλωση ενώπιον της άνω γραμματέως και με σύνταξη εκθέσεως δια την τοιαύτη δήλωση αλλά με αυτοτελές δικόγραφο που υπογράφεται από τον δικηγόρο Χανίων Γ. Πισσαδάκη και κατετέθη στην ανωτέρω γραμματέα. Ούτε όμως η αρίθμηση του ανωτέρω δικογράφου (2/29-3-07), ούτε τα χαρτόσημα τα οποία δεν έχουν σφραγίδα του Πρωτοδικείου, μπορούν να προσδώσουν στο έγγραφο αυτό την μορφήν εκθέσεως. Περαιτέρω όμως και εάν ήθελεν εκτιμηθεί ως έγγραφη δήλωση, και πάλιν, το μεν είναι εκπρόθεσμος, αφού ησκήθη μετά την πάροδον έτους και πλέον από της καταχωρίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, χωρίς να προβάλλεται λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμον της ασκήσεώς της, το δε ησκήθη χωρίς να προκύπτει υπό ποίαν ιδιότητα και δια ποιόν ενήργησεν ο υπογράφων δικηγόρος την κατάθεση-δήλωση, λαμβανομένου υπόψη ότι και το επικαλούμενον, ως προσαρτώμενον πληρεξούσιο (5896/2007) δεν προσαρτάται. Κατ' ακολουθίαν αυτών δεν ετηρήθησαν οι επιβαλλόμενες ως άνω διατυπώσεις από τον έλληνα νομοθέτη για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, οι οποίες διασφαλίζουν την ασφάλεια του δικαίου και την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης, κατ' ουδέν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο με συνακόλουθο αποτελέσμα να μην παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος. Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλ' υπόκειται εις περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, αφού απαιτείται από την φύση του η ρύθμισή του από το κράτος, το οποίο έχει την διακριτική ευχέρεια, αρκεί μόνον οι τιθέμενοι περιορισμοί και προϋποθέσεις να μην περιορίζουν την πρόσβαση του διαδίκου κατά τοιούτο τρόπο ή εις τοιούτο βαθμόν, ώστε το δικαίωμα της προσφυγής στο δικαστήριο να πλήττεται στον ίδιο τον πυρήνα του. Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, δια τον πρώτον και κύριον ως άνω λόγον ως απαράδεκτη κατ' άρθρα 513 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ απορριπτομένων, μετά ταύτα, και των προσθέτων λόγων αναιρέσεως επίσης ως απαραδέκτων, αφού απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό αυτών είναι η παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ) και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που παρέστη (176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28/3/2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7626/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εξ ευρώ πεντακοσίων (500). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως λόγω μη τηρήσεως των νομίμων διατυπώσεων διότι προεχόντως: α) ησκήθη με αυτοτελές δικόγραφο που κατετέθη στο γραμματέα, διότι ο απαιτούμενος από το άρθρο 474, τύπος είναι συστατικός, β) ησκήθη μετά την πάροδο της δεκαημέρου προθεσμίας από της καταχωρήσεως στο ειδικό βιβλίο, χωρίς να αποδεικνύεται λόγος ανωτέρας βίας και γ) ησκήθη χωρίς πληρεξουσιότητα από τον υπογράψαντα την αναίρεση .
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2285/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου Χ1 κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γαλάνη για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 9693/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 956/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 9693/2005, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας , σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 1 και 528 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. την από 25-4-2007 αίτηση του Χ1 κρατουμένου στις Φυλακές Τρικάλων , με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ' αριθ. 9693/2005απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, διά της οποίας καταδικάσθηκε ο αιτών σε φυλάκιση 3 ετών για την αξιόποινη πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και φυλάκιση 5 μηνών για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του νόμου περί μεσαζόντων και σε συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών και 2 μηνών και εκθέτω τα εξής: Επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επιτρέπεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου, εκτός των άλλων περιπτώσεων, που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και αν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου, απεκαλύφθησαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως "κάνουν φανερό ", ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνες που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και εκείνες που, αν και υπήρχαν δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτό ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν, την κρίση του δε ότι πρόκειται για νέες αποδείξεις ή γεγονότα, με την πιο πάνω έννοια, σχηματίζει το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων συμπληρωματικές ή τροποποιητικές εκείνων, οι οποίες τέθηκαν υπ' όψη του δικαστηρίου, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, νέα έγγραφα κλπ, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες μόνες ή σε συνδυασμό με αυτές, που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο να κάνουν φανερό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Η φράση "κάνουν φανερό" αποτελεί μεταφορά στη δημοτική γλώσσα του κειμένου του άρθρου 525 ΚΠΔ στην καθαρεύουσα, όπου η αντίστοιχη φράση ήταν "καθιστούν πρόδηλο", η οποία είχε ερμηνευθεί ότι είχε την έννοια ότι τα νέα στοιχεία πρέπει "να εγγίζουν την βεβαιότητα", περί αθωότητας (ΑΠ 1546/1984 ΠΧρ ΛΕ' σελ. 491). Από το άρθρο 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ., σαφώς προκύπτει, ότι μεταξύ των λόγων επαναλήψεως της διαδικασίας, υπέρ του αμετακλήτως καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα , δεν περιλαμβάνονται και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου , η οποία μόνο δια των ενδίκων μέσων δύναται να προσβληθεί και όχι διά της επαναλήψεως της διαδικασίας, δοθέντος ότι η τελευταία καθιερώθηκε για την επανόρθωση ουσιαστικής και όχι νομικής πλάνης του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ( ΑΠ 69/1999 αδημοσίευτη , 199/1965 Π. Χρ. ΙΕ/475). Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, ο οποίος καταδικάσθηκε παρών με την υπ' αριθ. 9693/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας, προβάλλει α) την ακυρότητα της κλητεύσεώς του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της αποφάσεως του οποίου (7634/2005) εξεδόθη η καθής πιο πάνω απόφαση και β) την παραγραφή των αδικημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε με την παραπάνω απόφαση της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας. Από το περιεχόμενο αυτό της κρινομένης αίτησης, είναι προφανές ότι δεν προβάλλονται νέες αποδείξεις ή νέα γεγονότα, βάσει των οποίων να προκύπτει ότι ο αιτών είναι αθώος ή ότι καταδικάσθηκε για βαρύτερο ή βαρύτερα εγκλήματα από εκείνα που τέλεσε, αλλά νομικά σφάλματα της απόφασης και συνεπώς είναι αυτή απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί, να μη ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης αυτής και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η από 25-4-2007 αίτηση του Χ1 κρατουμένου στις Φυλακές Τρικάλων, με την οποία ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθ. 9693/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, να μη ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης αυτής και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 29-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του ΚΠΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγουμένης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές, ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομίσει στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές, που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, διότι η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης δεν αποτελεί ένδικο μέσο αλλ' έκτακτη διαδικασία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρ. 527 παρ. 3 ΚΠΔ η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των πιο πάνω άρθρων προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτή η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εκείνου ο οποίος καταδικάστηκε αμετακλήτως θα πρέπει ο αιτών να εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα αφενός τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη και αφετέρου τα νέα στοιχεία και το περιεχόμενο αυτών, που είναι σχετικά με την αξιόποινη πράξη, για την οποία εχώρησε η καταδίκη και βεβαιώνουν τους λόγους, ώστε να καταστεί εφικτός ο έλεγχος της βασιμότητας της αιτήσεως. Όμως, σε περίπτωση κατά την οποία παραλείπονται να παρατεθούν ή αναφέρονται ελλειπτικώς τα πραγματικά περιστατικά τα συγκροτούντα κάποια εξ αμφοτέρων των μνημονευθεισών προϋποθέσεων, η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως πάσχουσα εξ αοριστίας απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου η από 25-4-2007 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ.9693/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημ/των) Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση 3 ετών για την αξιόποινη πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και φυλάκιση 5 μηνών, καθώς και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ, για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του νόμου περί μεσαζόντων και σε συνολική ποινή φυλάκισης3 ετών και 2 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών επικαλείται α) ακυρότητα της κλήτευσής του ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, το οποίο εξέδωσε ερήμην του την 7634/2005 καταδικαστική απόφαση, για το λόγο ότι η κλήση επιδόθηκε στην οικία του, ενώ αυτός ήταν την περίοδο εκείνη κρατούμενος στις φυλακές Τρικάλων, β) παραγραφή των ως άνω αδικημάτων, αφού από το χρόνο τελέσεώς τους στις 15-5-2998 και μέχρι το χρόνο που εκδικάστηκε η έφεσή του το 2005 είχε συμπληρωθεί από τις 15-5-2003 η πενταετής παραγραφή, και γ) ότι σε παρόμοια περίπτωση, όπως με την 9918/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, αθωώθηκε, με άλλους μηνυτές, ζητεί δε την επανάληψη της διαδικασίας προς το συμφέρον του και να παύσει οριστικώς η εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής. Η αίτηση αυτή αρμοδίως (άρθρο 528 παρ. 1 ΚΠΔ) εισάγεται στο δικαστήριο τούτο (σε Συμβούλιο) και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο αυτής. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ. όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κυρία διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 του ΚΠΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, κατά το άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠΔ, η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητήριου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο καλύπτεται αν αυτός που κλήθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος αρχίζει η κυρία διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από της ημέρας της επιδόσεως, εφόσον όμως ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, την ακυρότητα αυτής εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και απ' αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητήριου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από αυτήν η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα.- Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση, με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε, είναι αόριστη διότι δεν αναφέρεται σ' αυτή αν η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών έχει καταστεί αμετάκλητη και με ποιόν τρόπο. Επικαλείται ακυρότητα του κλητήριου θεσπίσματος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να προσδιορίζεται το αποδεικτικό επιδόσεως, ο ακριβής τόπος και ο τρόπος με τον οποίο έγινε η επίδοση, ούτε αν προβλήθηκε ακυρότητα για το λόγο αυτό με την έφεση. Η έχουσα το προαναφερθέν περιεχόμενο αίτηση πρέπει, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις, να απορριφθεί ως απαράδεκτη γιατί είναι αόριστη. Αλλά και στην αποκρουόμενη περίπτωση που ήταν ορισμένη, η ένδικη αίτηση δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 του ΚΠΔ, καθ' όσον με τους προβαλλόμενους πιο πάνω λόγους ο αιτών αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικά σφάλματα, τα οποία αποτελούν λόγους για την άσκηση ένδικου μέσου και όχι επαναλήψεως της διαδικασίας. Ως προς την άλλη δίκη, γίνεται επίκληση της 9918/2006 αποφάσεως, χωρίς να προσδιορίζεται το δικαστήριο που την εξέδωσε, ούτε να προσκομίζεται. Ο αναιρεσείων παραδέχεται ότι στη δίκη αυτή ήταν διαφορετικά πρόσωπα οι μηνυτές του και κατά συνέπεια η απόφαση αυτή αποτελεί ένα είδος νομολογίας και όχι νέο στοιχείο κατά την έννοια του νόμου. Σημειώνεται ότι, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι ο αιτών παρέστη στο δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση κατ' έφεση και δεν προέβαλλε ακυρότητα του κλητήριου θεσπίσματος προς εμφάνιση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Έτσι, τυχόν ακυρότητα καλύφθηκε, με συνέπεια η επίδοση να θεωρείται έγκυρη και να επέλθει αναστολή της παραγραφής μέχρι τις 15-5-2006. Συνεπώς κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Εφετείου στις 11-10-2005 δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία από το χρόνο τελέσεως των πράξεων (15-5-1998) για τις οποίες καταδικάστηκε ο αιτών. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 527 παρ. 3 του ΚΠΔ) και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-4-2007 αίτηση του Χ1 περί επαναλήψεως της διαδικασίας που περατώθηκε με την9693/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007 . Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Αόρι-στοι λόγοι. Τυχόν ακυρότητα της επιδόσεως κλήσεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καλύφτηκε. Ο κατηγορούμενος που δικάστηκε ερήμην στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν προέβαλε ακυρό-τητα με την έφεση, παρέστη στο Εφετείο και δεν προέβαλε σχετική εναντίωση. Έτσι τυχόν ακυρότητα καλύφτηκε, με συνέπεια η επίδοση να θεωρείται έγκυρη και να επέλθει αναστολή της παραγραφής. Απορ-ρίπτεται η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας ως απαράδεκτη
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 2286/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Λαγομάτη, περί αναιρέσεως της 259/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευριπίδης Τσιτσέλης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 762/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής αναφορικά με την έκδοση και αποδοχή των εικονικών φορολογικών στοιχείων. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α' του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3220/2004, ? όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία, ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπεύθυνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής , θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αξίας (παρ. 4). Ως προς την παραγραφή ο νόμος 2523/1997, με την παρ. 10 του άρθρου 21 όριζε αρχικά ότι "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν.2528/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής κλπ και κατά τούτο εναρμονίζεται με την τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ. 2 εδ. α δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με το χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 προστέθηκε στο άρθρο 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, κατά το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενέργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση που δεν ήρθε να καλύψει κατά τα προεκτεθέντα , νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ και για τα εγκλήματα που τελέστηκαν προ της ισχύος, τη 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του ΠΚ, πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του ΠΚ, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, που δίκασε κατ' έφεση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά τα άρθρα 98 ΠΚ και 19 παρ.1,4 του ν. 2523/1997, για κατ' εξακολούθηση έκδοση και αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (Δελτίων Αποστολής-Τιμολογίων Πώλησης), και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν. Η πράξη αυτή διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, και φέρεται να έχει τελεστεί κατά το χρονικό διάστημα από 16-4-1999 έως 20-3-2001, διαπιστώθηκε δε στις 23-7-2003, με την έκθεση ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε., Περ/κή Δ/νση Δυτικής Μακεδονίας, Αριθμ. Υποθ. ...... Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για όλες τις ως άνω πράξεις. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, λόγω παρόδου πενταετίας, από τις 16-4-1999 και8-5-1999 και μέχρι της επιδόσεως του κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο στις 30-9-2004. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη απόφαση μετά την παράθεση του νομικού μέρους του εγκλήματος της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων και της παραγραφής, δέχτηκε τα επόμενα. Στην προκείμενη περίπτωση για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, (έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων, κατ' εξακολούθηση), φερομένη ως τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο την 16-4-1999 και την 8-5-1999, εκδοθέντων των υπ' αριθμ. ..... και ...... τιμολογίων, αντίστοιχα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, ο χρόνος διαπίστωσης αυτής προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Αρχής που τον ενήργησε, ήτοι την ......(βλ. 'Εκθεση Ελέγχου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος-Περ/κή Δ/νση Δυτικής Μακεδονίας-Έδρα Κοζάνη-Αριθμ. Υποθ. .....) και συνεπώς, έκτοτε, μέχρι του χρόνου επίδοσης του κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο στις 30-9-2004 δεν παρήλθε πενταετία, ώστε να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Κατ' ακολουθίαν αυτών ο αυτοτελής ισχυρισμός του συνηγόρου του κατηγορουμένου, που τον εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη, περί παραγραφής, πρέπει να απορριφθεί.? Με αυτά που δέχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης από τον κατηγορούμενο εικονικών φορολογικών στοιχείων, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι μέχρι την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος δεν είχε παρέλθει πενταετία για τις δύο ως άνω μερικότερες πράξεις, σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και με το να προχωρήσει και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ. ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του ότι, από τη συνεκτίμηση των μέσων αποδείξεως που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος, ήτοι από τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο και τη μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, ενώ διατηρούσε στα ...... επιχείρηση με αντικείμενο την εμπορία λιπαντικών, ελαστικών κ.λ.π., α) αποδέχτηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία και συγκεκριμένα 1) Το υπ' αριθμ. ..... Δ.Α-Τ.Π. δυνάμει του οποίου φερόταν ότι είχε αγοράσει τρεις (3) μοτοσικλέτες, αξίας 1.950.000 δρχ. από τον Ε1 ο οποίος φερόταν ότι διατηρούσε εικονική επιχείρηση στο . .....και 2) το υπ' αριθμ....... Δ.Α.-Τ.Π., δυνάμει του οποίου φερόταν ότι είχε αγοράσει ορυκτέλαια, αξίας 4.165.000 δρχ. από το Ε2 ο οποίος φερόταν ότι διατηρούσε ανάλογη επιχείρηση στη ....... και τα οποία ήταν εικονικά, αφού οι συναλλαγές είχαν πραγματοποιηθεί με διαφορετικά άγνωστα πρόσωπα και όχι με τα αναγραφόμενα σ' αυτά, αφού αυτοί ουδέποτε διατηρούσαν τις αναγραφόμενες στα στοιχεία επιχειρήσεις, β) εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία και συγκεκριμένα 1)ενώ πώλησε στο Θ1 λάστιχα και λιπαντικά, αξίας 838.000 και 2.315.000 δρχ. εξέδωσε τα υπ' αριθμ. .... και..... Δ.Α.-Τ.Π. με φερόμενο ως πωλητή τονΕ1 και 2)ενώ πώλησε στον Θ2 τέσσερα (4) ελαστικά και δύο μπαταρίες, αξίας 555.800 δρχ. εξέδωσε το υπ' αριθμ. ..... Δ.Α.-Τ.Π. με φερόμενο ως πωλητή τοΕ2 Ειδικότερα, από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας προέκυψε ότι ο Ε2 ουδέποτε άσκησε τη δραστηριότητα του εμπόρου, παρότι είχε κάνει έναρξη επιχείρησης στην Αθήνα και είχε θεωρήσει φορολογικά στοιχεία, ουδέποτε όμως έκανε πραγματικές συναλλαγές, ενώ ο Ε1 , ο οποίος βρισκόταν έγκλειστος στις φυλακές κατά το χρόνο του ελέγχου, είχε κάνει έναρξη επιχείρησης στη ....... παρ' ότι δε και αυτός μίσθωσε ειδικό επαγγελματικό χώρο και θεώρησε τιμολόγια ουδέποτε λειτούργησε στην πραγματικότητα επιχείρηση. Τα ως άνω τιμολόγια ήταν εικονικά ως προς τον εκδότη. Εκδότης δεν ήταν ο Ε1 και ο Ε2 αλλά τρίτο άτομο. Και β) εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία και συγκεκριμένα 1) ενώ πώλησε στοΘ1 λάστιχα και λιπαντικά, αξίας 838.000 και 2.315000 δρχ., εξέδωσε στις 8-5-1999 και στις 15-12-1999 τα υπ' αριθμ. .... και ..... Δ.Α.-Τ.Π. ,με φερόμενο ως πωλητή τονΕ1 και 2) ενώ πώλησε στονΘ2 τέσσερα (4) ελαστικά και δύο μπαταρίες, αξίας 555.800 δρχ., εξέδωσε στις 20-3-2001 το υπ' αριθμ. ..... Δ.Σ.-Τ.Π. με φερόμενο ως πωλητή τοΕ2.Το γεγονός δε της μη έκδοσης των ως άνω φορολογικών στοιχείων από τον Ε2 και το Ε1 το κατέθεσε ρητά και κατηγορηματικά ο μάρτυρας κατηγορίας, ο οποίος συγκεκριμένα κατέθεσε ότι οι Θ2 και Θ1 του ανέφεραν ότι εκδότης αυτών είναι ο κατηγορούμενος και όχι οι φερόμενοι ως εκδότες τους (Ε1 και Ε2 ), οι οποίοι, κατά τα προεκτεθέντα, ουδέποτε άσκησαν στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα. Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 13 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου. Ειδικότερα, δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να διαλαμβάνονται στην απόφαση τα στοιχεία των προσώπων με τα οποία πραγματοποιήθηκαν οι πραγματικές συναλλαγές, αφού άλλωστε, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, τα πρόσωπα αυτά ήταν άγνωστα. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 22 του ν. 3693/1957 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 για αναίρεση της 259/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Γιαννιτσών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ορίζει σε τριακόσια (300)ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φοροδιαφυγή. Η παρ. 8 του άρθρ. 2 Ν. 2954/2001 με την οποία τροποποιήθηκε το καθεστώς της παρα-γραφής για το αδίκημα του άρθρ. 19 του Ν. 2523/1997 ώστε να αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από την παλαιότερη ρύθμιση, αφού σύμφωνα με την τελευταία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Απορρίπτει ως αβάσι-μους λόγους αναιρέσεως από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η ΚΠΔ.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος.
0
Αριθμός 2284/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθανασία Διονυσοπούλου, περί αναιρέσεως της 44-45/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 723/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στο άρθρο 465 παρ. παρ. 1, 2 ΚΠΔ, ορίζεται ότι: 1. Ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ 2. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του, προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεως, όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1. Το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής απόφασης που παρέχεται σε εκείνον που καταδικάστηκε, μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση... Ομοίως, κατ' άρθρο 96 παρ 2 ΚΠΔ ορίζεται ότι, ο διορισμός συνηγόρου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου γίνεται α)... ή β) με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ 2 εδαφ β και γ. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφ' όσον αυτό μνημονεύεται ρητά, ενώ κατ' άρθρο 42 παρ 2 εδαφ β, γ ΚΠΔ, (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 96 παρ 2 του ιδίου ως άνω Κώδικα) ορίζει ότι, "το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα, πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, ή δικηγόρο". Ο ως άνω τρόπος παροχής ειδικής εντολής προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως είναι αποκλειστικός, μη επιτρεπομένου ετέρου τοιούτου. Η ειδική αυτή εντολή δεν αναπληρώνεται δια του διορισμού του δικηγόρου με βάση το Ν. 3226/2004, για παροχή νομικής βοήθειας, σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, με μέριμνα της πολιτείας, γιατί έτσι καλύπτεται η σχετική δαπάνη. Η ορθότητα της απόψεως αυτής επιβεβαιώνεται από το άρθρο 7 παρ. 4 του ιδίου ως άνω νόμου, σύμφωνα με την οποία "προϋπόθεση για την παροχή νομικής βοήθειας σε περιπτώσεις άσκησης και υποστήριξης ένδικων μέσων και βοηθημάτων είναι να είναι αυτά παραδεκτά και να μην είναι προφανώς αβάσιμα". Τέλος, κατ' άρθρο 476 παρ 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι: Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα... ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του... ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.... Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των σχετικών εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, παρών, δια της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 44-45/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, για απάτη κατά συναυτουργία, κατ' επάγγελμα, από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο, κατ' εξακολούθηση, σε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών, μετά από έφεση του ιδίου, κατά της υπ' αριθμ. 937/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Στην ανωτέρω, κατ' έφεση δίκη, αυτός παρέστη μετά του συνηγόρου του Κων. Θεοδωρίδη. Αλλά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού, η οποία, ως Δήλωση - Αίτηση Αναιρέσεως επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 26-3-2007, υπό του Δικαστικού Επιμελητή .........., υπογράφεται, υπό ημερομηνία ......., και υπό την ένδειξη "η Πληρεξούσια Δικηγόρος", από την Αθανασία Ι. Διονυσοπούλου, η οποία δεν είχε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, παραστεί ως συνήγορος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, στη συζήτηση της ως άνω, κατ' έφεση δίκης αυτού, χωρίς να συνοδεύεται, από πληρεξούσιο ή από έγγραφη δήλωση του αναιρεσείοντος, προς αυτήν, προς άσκηση του ενδίκου τούτου μέσου, υπέρ τούτου, όπως επιβάλλεται από τις ανωτέρω παραταθείσες διατάξεις του ΚΠΔ, και χωρίς, έστω, να προσκομισθεί τέτοιο έγγραφο, μέχρι σήμερα (παρά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της, κατ' αυτού καταδικαστικής αποφάσεως). Η ύπαρξη τέτοιου πληρεξουσίου, ή εγγράφου δηλώσεως, του αναιρεσείοντος επιβάλλεται να υπάρχει ως συνημμένο τοιούτο, και στην περίπτωση της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως δια δηλώσεως επιδιδόμενης, κατ' άρθρο 473 παρ 2 ΚΠΔ στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όταν ο διορισμός της δικηγόρου που άσκησε το ένδικο μέσο έγινε με την 51/2007 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, στα πλαίσια του νόμου 3226/2004, γα την κάλυψη της σχετικής δαπάνης, όπως και στη μείζονα σκέψη αναφέρεται. Κατ' ακολουθία τούτων, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος πρέπει, κατ' άρθρο 465 παρ 1, 476 παρ 1 και 513 παρ 1 εδαφ α' ΚΠΔ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως και στην εισαγγελική πρόταση αναφέρεται και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα κατ' άρθρο 583 παρ 1 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-3-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος κατά της 44-45/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν το ένδικο μέσο ασκείται δι’ αντιπροσώπου και ο καταδικασθείς ήταν παρών κατά την απαγγελία της απόφασης πρέπει να προσαρτάται στη δήλωση αναιρέσεως το πληρεξούσιο ή έγγραφη δήλωση του αναιρεσείοντος κατ’ άρθρ. 42 παρ. 2 εδ. β και γ Κ.Π.Δ., διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ο ως άνω τρόπος παροχής ειδικής εντολής προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως είναι αποκλειστικός και δεν αναπληρώνεται δια του διορι-σμού δικηγόρου με βάση το Ν.3226/2004 για παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, με μέριμνα της πολιτείας, γιατί με τον τρόπο αυτό καλύπτεται μόνον η σχετική δαπάνη. Κατ’ άρθρ. 7 παρ. 4 του ως άνω νόμου προϋπόθεση για την παροχή νομικής βοήθειας σε περί-πτωση άσκησης και υποστήριξης ενδίκων μέσων και βοηθημάτων είναι να είναι αυτά παραδεκτά και να μην είναι προφανώς αβάσιμα
Νομικής βοήθειας παροχή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Νομικής βοήθειας παροχή.
0
Αριθμός 2283/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιο Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Σφήκα, για αναίρεση της 3428/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 6 Νοεμβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 675/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465, παρ.2, 473 παρ. 2, 4 παρ. 1, και 476 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη επιτρέπεται άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο, είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 2, Δεν δικαιούται, όμως, στην παραπάνω περίπτωση, να ασκήσει αίτηση αναίρεσης για λογαριασμό του καταδικασμένου και ο συνήγορος του τελευταίου, με την ιδιότητά του, ότι παραστάθηκε στη συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) δεν είναι καταδικαστική. Η αίτηση δε αναίρεσης που τυχόν ασκήθηκε στην περίπτωση αυτή για λογαριασμό του καταδικασμένου από το συνήγορό του που είχε παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Μπορεί όμως αυτός να ασκήσει την αίτηση αναιρέσεως ως αντιπρόσωπός του αν έχει σχετική εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.1. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό ή μη της αίτησης αναίρεσης, προκύπτουν τα εξής: Με τη με αριθμό 3428/2006 προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης απορρίφτηκε ως απαράδεκτη η υπ' αριθ.4628/9-12-2005 έκθεση εφέσεως, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση, εκπροσωπήθηκε αυτός από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κων/νο Αρβανιτίδη. Η κρινόμενη από 13-3-2006 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της παραπάνω απόφασης, ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για λογαριασμό αυτού, με δήλωση του ως άνω δικηγόρου, ο οποίος και υπέγραψε τη σχετική έκθεση, κατ' εκτίμηση, με την ιδιότητά του ως αντιπρόσωπός του που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.1, αφού προσαρτάται στη σχετική έκθεση έγγραφη δήλωσή του κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδαφ. β και δ΄, με την οποία εξουσιοδοτείται να καταθέσει αντί γι' αυτόν αίτηση αναιρέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως . Η γνησιότητα της υπογραφής του αναιρεσείοντος -εντολέα βεβαιώνεται από δημόσια αρχή, δηλαδή από τη Δ/νση Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά η ένδικη αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή. Ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Καθώς προκύπτει από την υποβληθείσα στο Συμβούλιο τούτο από 7-11-2007 πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο προτείνων Εισαγγελέας, εκτίμησε αντίθετα ότι απαραδέκτως ασκήθηκε η υπό κρίση από 13-3-2006 αίτηση αναιρέσεως από τον ως άνω συνήγορο, με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου, ο οποίος παρέστη κατά τη συζήτηση της εφέσεως, χωρίς ουδέν να διαλαμβάνει στην πρότασή του επί του κατά τα άνω λόγου αναιρέσεως. Ενόψει τούτου και των ορισμών των άρθρων 32 παρ. 1 και 138 παρ. 2, 3 του Κ.Π.Δ οι οποίες για το κύρος της εκδιδόμενης αποφάσεως επιτάσσουν την προηγούμενη υποβολή έγγραφης εισαγγελικής προτάσεως, πρέπει το δικαστήριο αυτό να απόσχει να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, μέχρι την υποβολή κατά την νέα συζήτηση της υποθέσεως, που θα ορισθεί αρμοδίως, σχετικής εισαγγελικής προτάσεως για τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, τον οποίο, άλλως το δικαστήριο αδυνατεί να ερευνήσει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί της υπό κρίση από 13-3-2006 αιτήσεως του Χ1 για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 3428/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί του αναφερομένου στο σκεπτικό λόγου αναιρέσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Κρίνεται από το Δικαστήριο παραδεκτή η αναίρεση που ασκήθηκε, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, από δικηγόρο ως αντιπρόσωπο του κατηγορουμένου που έχει τη σχετική εντολή κατά τους όρους του άρθρ. 96 παρ. 2 και τις διατυπώσεις του άρθρ. 42 παρ. 2 εδ. β και δ του ΚΠΔ. Απέχει να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως.
Αποχή αποφάσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αποχή αποφάσεως.
0
Αριθμός 2277/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Πετρόγλου, περί αναιρέσεως της 108/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαΐου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 803/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του αν. ν. 86/1967 τιμωρείται με τις αναφερόμενες ποινές, όποιες υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ'αυτούς (εργατικές) με σκοπό αποδόσεώς τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως Ι.Κ.Α. ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατ' ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του άρθρου 1 του αν. ν. 86/1967 αποφάσεως (καθυστέρηση καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ) πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν, τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων που είναι η απασχόληση κατά συγκεκριμένο χρόνο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ποιν. Ολομ. Α.Π. 1/1996) καθώς και αναφορά, αν πρόκειται για προσωπική (ατομική) ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει η ιδιότητα του φερόμενου ως υπόχρεου για παρακράτηση ή απόδοση των εισφορών. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλειπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 108/2007 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκε ότι "η κατηγορουμένη στην ..., την 5-7-2000 τυγχάνουσα εργοδότρια επιχείρησης καπνεμπορικής εταιρίας με την επωνυμία "..." και αφού απασχόλησε κατά τις μισθολογικές περιόδους από 1-4-1999 έως 28-2-2000 σε εξαρτημένη με αμοιβή προσωπικό ασφαλισμένο στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προς το οποίο έπρεπε για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού, να καταβάλει τις παρακάτω εισφορές μέσα σε 30 ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, εκτέλεσε τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις, δηλαδή: Υπέχουσα νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτήν την ίδια ασφαλιστικών εισφορών ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ από 16.866.667 δραχμές (35.544,55 ευρώ), δεν τις κατέβαλε στον παραπάνω Οργανισμό μέσα σ' ένα μήνα από τότε που κατέστησαν απαιτητές. Αφού παρακράτησε τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων σ'αυτόν ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ από 8.433.333 δραχμές (17.721,17 ευρώ) με σκοπό να τις αποδώσει στον παραπάνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε μέσα στον μήνα εντός του οποίου κατέστησαν απαιτητές κι έτσι κατέστη γι'αυτές τιμωρητέα για υπεξαίρεση...". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και κήρυξε στη συνέχεια ένοχη κατά πλειοψηφία την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του αν. ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ., δηλαδή για μη καταβολή εργοδοτικών και παρακράτηση (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται σ'αυτή, ούτε στο σκεπτικό αλλά ούτε και στο διατακτικό, μολονότι πρόκειται για εταιρική και όχι ατομική επιχείρηση, και μάλιστα ανώνυμη εταιρεία, όπως φαίνεται και από την επωνυμία της, πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση της αναιρεσείουσας στην ανώνυμη αυτή εταιρεία (η οποία κατά νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο), ώστε να ανακύπτει και η υποχρέωσή της να παρακρατήσει τις ένδικες εισφορές και να αποδώσει αυτές μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές, στο ΙΚΑ, παράλληλα υπάρχει ασάφεια και αντίφαση σε σχέση με το χρόνο τέλεσης των πράξεων που προαναφέρθηκαν. Δηλαδή, ενώ με την απόφαση κρίνεται, ότι η αναιρεσείουσα είχε από το νόμο υποχρέωση να καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές, εργοδοτικές και εργατικές, της κρίσιμης χρονικής περιόδου, από τον μήνα Απρίλιο του έτους 1999 μέχρι και τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2000, μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, κατά το οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία, δέχεται ταυτόχρονα, ότι οι πράξεις αυτές της μη καταβολής και υπεξαίρεσης των παραπάνω εισφορών τελέσθηκαν στις 5 Ιουλίου 2000. Είναι δε κρίσιμο το στοιχείο τούτο του χρόνου τέλεσης, για το ενδεχόμενο της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, ενόψει και του ότι, από την πάροδο και των τριάντα ημερών από τη λήψη κάθε μήνα του πλείστου μέρους της παραπάνω περιόδου, συμπληρώθηκε ήδη οκταετία. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠοινΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται οι αναφερόμενες πλημμέλειες της απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 108/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές πλην εκείνων που τη δίκασαν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ. Στοιχεία του εγκλήματος. Έννοια εργοδό-τη. Εφόσον ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, θα πρέπει να προσδιο-ρίζεται η ιδιότητα και η θέση του κατηγορουμένου στην εταιρεία και έτσι να προκύπτει ότι αυτός ήταν υπόχρεος της καταβολής. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για μη εμπρόθεσμη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ της κατηγορουμένης, διότι εμφιλοχωρεί ασάφεια στην προσβαλ-λομένη α) ως προς την ιδιότητα και την θέση της αναιρεσείουσας στην ανώνυμη (εργοδότρια) εταιρεία, μη αρκούσης της αναφοράς της ιδιό-τητάς της ως εργοδότριας και β) ως προς το χρόνο τέλεσης των πράξεων που επηρεάζει την παραγραφή
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παραγραφή.
0
Αριθμός 2276/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέτα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 1238/2005 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ'αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 658/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 273/29.06.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Π.Δ. την υπ΄αριθ. 21/12-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α΄ Τύπου Μαλανδρίνου, κατά της υπ΄αριθ. 1238/17-6-2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 Κ.Π.Δ. ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ ΄του ίδιου Κώδικα δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Σύμφωνα με το αρχικό κείμενο της διατάξεως αυτής "δευτέρα αίτησις αναιρέσεως της αυτής αποφάσεως ουδέποτε επιτρέπεται". Το κείμενο αυτό, κατά το άρθρο 36 παρ.3 Ν. 1406/1983, επικρατεί του διατυπωθέντος στη δημοτική κατά τη μεταγλώττιση με το ΠΔ 258/1986, το οποίο, ορίζοντας ότι "δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης" δεν περιλαμβάνει το επίρρημα "ποτέ". Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, εκτός ορισμένων εξαιρετικών, αλλά μη προκειμένων περιπτώσεων, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως από τον ίδιο διάδικο, ανεξάρτητα από το αν εκείνη που ασκήθηκε προηγουμένως απορρίφθηκε ως αβάσιμη ή απαράδεκτη. Στην περίπτωση αυτή ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί πλέον να εξετάσει δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, διότι διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του (Ολομ.ΑΠ 1/2000). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1, όπως ισχύει σήμερα, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, κατά αποφάσεως για την οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ΄αριθ. 1238/17-6-2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων σε κάθειρξη 13 ετών και χρηματική ποινή 6.000 ευρώ για τις πράξεις της αγοράς και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησε την υπ΄αριθ. 120/12-12-2005 αίτηση αναιρέσεως, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) με την υπ΄αριθ. 1512/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη υπ΄αριθ. 21/12-3-2007 αίτηση αναιρέσεως, ως δεύτερη κατά της ίδιας αποφάσεως από τον ίδιο διάδικο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αλλά, επί πλέον, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ασκήθηκε εκπροθέσμως. Συγκεκριμένα η προσβαλλόμενη υπ΄αριθ. 1238/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη παρόντος του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 καταχωρίστηκε καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 Κ.Π.Δ. την 19-9-2005, η δε εναντίον της αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε, με δήλωσή του στον Διευθυντή του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Α΄ Τύπου Μαλανδρίνου, στις 12-3-2007, ήτοι μετά την πάροδο της τασσόμενης από το άρθρο 473 παρ.1 Κ.Π.Δ. δεκαήμερης προθεσμίας, ενώ στη σχετική έκθεση δεν αναφέρεται κανένας λόγος ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Περαιτέρω στην έκθεση αναιρέσεως αναφέρεται ως λόγος αναιρέσεως η "έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο και για τον λόγο ότι για την συγκεκριμένη πράξη καταδικάστηκε πολύ (13) έτη", χωρίς δηλαδή να προσδιορίζεται σε τί συνίσταται η επικαλούμενη έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ΄αριθ. 21/12-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α΄ Τύπου Μαλανδρίνου, κατά της υπ΄αριθ. 1238/17-6-2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.Και Β)Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΣΤΕΛΙΟΣ Κ. ΓΚΡΟΖΟΣ" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ ΄του ίδιου Κώδικα δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Σύμφωνα με το αρχικό κείμενο της διατάξεως αυτής "δευτέρα αίτησις αναιρέσεως της αυτής αποφάσεως ουδέποτε επιτρέπεται". Το κείμενο αυτό, κατά το άρθρο 36 παρ. 3 Ν. 1406/1983, επικρατεί του διατυπωθέντος στη δημοτική κατά τη μεταγλώττιση με το ΠΔ 258/1986, το οποίο, ορίζοντας ότι "δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης" δεν περιλαμβάνει το επίρρημα "ποτέ". Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, εκτός ορισμένων εξαιρετικών, αλλά μη προκειμένων περιπτώσεων, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως από τον ίδιο διάδικο, ανεξάρτητα από το αν εκείνη που ασκήθηκε προηγουμένως απορρίφθηκε ως αβάσιμη ή απαράδεκτη. Στην περίπτωση αυτή ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί πλέον να εξετάσει δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, διότι διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του (Ολομ. ΑΠ 1/2000). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1, όπως ισχύει σήμερα, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, κατά αποφάσεως για την οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 1238/17-6-2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων σε κάθειρξη 13 ετών και χρηματική ποινή 6.000 ευρώ για τις πράξεις της αγοράς και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησε την υπ΄αριθ. 120/12-12-2005 αίτηση αναιρέσεως, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) με την υπ΄αριθ. 1512/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη υπ'αριθ. 21/12-3-2007 αίτηση αναιρέσεως, ως δεύτερη κατά της ίδιας αποφάσεως από τον ίδιο διάδικο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αλλά, επί πλέον, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ασκήθηκε εκπροθέσμως. Συγκεκριμένα η προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 1238/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη παρόντος του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 καταχωρίστηκε καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. την 19-9-2005, η δε εναντίον της αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε, με δήλωσή του στον Διευθυντή του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Α΄ Τύπου Μαλανδρίνου, στις 12-3-2007, ήτοι μετά την πάροδο της τασσόμενης από το άρθρο 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ. δεκαήμερης προθεσμίας, ενώ στη σχετική έκθεση δεν αναφέρεται κανένας λόγος ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Περαιτέρω, στην έκθεση αναιρέσεως αναφέρεται ως λόγος αναιρέσεως η "έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο και για τον λόγο ότι για την συγκεκριμένη πράξη καταδικάστηκε πολύ (13) έτη", χωρίς δηλαδή να προσδιορίζεται σε τί συνίσταται η επικαλούμενη έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ'αριθμ. 21/12-3-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1238/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 2275/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Βιολέτα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 10183/2006 απόφασης Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Δεκεμβρίου 2006 και 28 Ιανουαρίου 2007 αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 160/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 205/01.06.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων τις από α) 28-12-2006 και β) 28/29-1-2007 αιτήσεις αναιρέσεως του κατηγορουμένου ....., κατά της υπ΄αριθμ. 10183/06 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1, 509 § 1 και 510 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ΄ακολουθία, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως πρέπει, στη δήλωση της ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ΄αυτήν τουλάχιστον ένας ορισμένος λόγος, από τους αναφερομένους στο άρθρ. 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, χωρίς άλλη έρευνα, απορρίπτεται (άρθρ. 513 § 1 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι αναιρέσεως είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και δεν μπορούν να συμπληρωθούν με στοιχεία ευρισκόμενα έξω από την δήλωση για αναίρεση (ΑΠ 450/06, ΑΠ 417/06, ΑΠ 406/06, εις ΠΧ/ΝΣΤ΄/977, 909, 906 αντιστ. ). Εξ΄άλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 474 § 1 και 473 § 2 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι κατ΄εξαίρεση η αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθή από εκείνον που καταδικάσθηκε, όχι μόνο με δήλωση ενώπιον των αρμοδίων προσώπων των οριζομένων από την διάταξη του άρθ. 474 § 1 Κ.Π.Δ. και με σύνταξη σχετικής έκθεσης, αλλά και με δήλωση αυτού (καταδικασθέντος), η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εντός προθεσμίας είκοσι ημερών, με την αναγκαία προϋπόθεση να είναι η προσβαλλομένη απόφαση καταδικαστική, χαρακτήρα τον οποίο δεν έχει η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) και επομένως, η κατ΄αυτής άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, με δήλωση επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι απαράδεκτη (άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.) ως μη ασκηθείσα κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (βλ. ΑΠ 961/2004, εις Ποιν. Δικ/2004/1072, ΑΠ 295/2001, εις ΠΧ/ΝΑ΄/975). Στην προκειμένη περίπτωση, δια της από 28-12-2006 αιτήσεως αναιρέσεως πλήττεται η υπ΄αριθμ. 10183/06 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ΄αριθμ. 78024/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ζητεί δε αυτός την αναίρεση της προσβαλλομένης "για μη πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά και όσους λόγους νομίμως προσθέσει μετά την καθαρογραφή της αποφάσεως και την εγγραφή της στο ειδικό βιβλίο δημοσιεύσεως". Με αυτό, όμως, το περιεχόμενο η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι, συμφώνως προς τα προαναφερόμενα, απαράδεκτη, αφού ο ως άνω επικαλούμενος λόγος είναι εντελώς αόριστος, ασαφής και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, μη προσδιοριζομένων των θεμελιούντων την επικαλουμένη ανωτέρω πλημμέλεια περιστατικών, και δεν δύναται ο λόγος αυτός να συμπληρωθή με στοιχεία ευρισκόμενα εις άλλο έγγραφο, εκτός της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως. Επίσης και η δευτέρα, από 28/29-1-2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά της ιδίας ως άνω αποφάσεως, είναι, κατά τα προεκτεθέντα, απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε κατά μη καταδικαστικής, αλλ΄ απορριπτούσης την έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), αποφάσεως, δια δηλώσεως επιδοθείσης στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλαδή όχι κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Ι. Να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι από α) 28-12-2006 και β) 28/29-1-2007 αιτήσεις αναιρέσεως του ....., κατά της υπ΄αριθμ. 10183/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΙΙ. Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Εισάγονται προς κρίση, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, α) η από 28-12-2006 με αριθμό έκθεσης 912/2006 και β) η από 28-1-2007 αιτήσεις αναίρεσης του κατηγορουμένου ...., κατά της ίδιας με αριθμό 10183/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως πρέπει, στη δήλωση ασκήσεώς της, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται και οι οποίοι πρέπει να είναι από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν τουλάχιστον ένας ορισμένος λόγος η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια, χωρίς άλλη έρευνα, απορρίπτεται (άρθρ. 513 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει τον λόγο αναίρεσης, όπως είναι η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος 139 και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠοινΔ), χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι αναιρέσεως είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και δεν μπορούν να συμπληρωθούν με στοιχεία ευρισκόμενα έξω από τη δήλωση για αναίρεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠοινΔ, η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών που αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Κατά δε το επόμενο άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠοινΔ, με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 473 το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου κ.λ.π. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠοινΔ που επιτρέπει την άσκηση αναίρεσης με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι εξαιρετική και αφορά μόνο την αναίρεση που ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα, κατά απόφασης καταδικαστικής. Τέτοια απόφαση είναι εκείνη που επιβάλλει στον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε με αυτήν ένοχος στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή, όχι δε και εκείνη που απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση με την από 28-12-2006 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ενώπιον του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού όπου κρατείται ο αναιρεσείων, πλήττεται η υπ' αριθμ. 10183/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 78024/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 25 μηνών για απάτη, συκοφαντική δυσφήμηση, πλαστογραφία και δυσφήμηση ανώνυμης εταιρίας. Με την πιο πάνω αίτηση ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης "για μη πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά και όσους λόγους νομίμως προσθέσει μετά την καθαρογραφή της αποφάσεως και την εγγραφή της στο ειδικό βιβλίο δημοσιεύσεως". Με αυτό, όμως, το περιεχόμενο η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω νομικής σκέψη, απαράδεκτη, αφού ο ως άνω επικαλούμενος λόγος είναι εντελώς αόριστος, ασαφής και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, μη προσδιοριζομένων των θεμελιούντων την επικαλούμενη ανωτέρω πλημμέλεια περιστατικών, και δεν δύναται ο λόγος αυτός να συμπληρωθεί με στοιχεία ευρισκόμενα σε άλλο έγγραφο εκτός της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως. Επίσης και η δεύτερη, από 28-1-2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, είναι, κατά τα προεκτεθέντα, απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε κατά μη καταδικαστικής, αλλ' απορρίπτουσας την έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), αποφάσεως, με δήλωση επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλαδή όχι κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 28 Δεκεμβρίου 2006 και 28 Ιανουαρίου 2007 αιτήσεις του ..... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 10183/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το παραδεκτό της δηλώσεως αναιρέσεως η απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, όπως είναι η έλλειψη αιτιολογίας αλλ’ απαιτείται, εφόσον υπάρχει αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση, να προσδιορίζεται ειδικότερα σε τι συνίσταται η πλημμέλεια αυτή. Απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως διότι ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο η απόφαση δεν έχει «πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία» είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως. Αίτηση αναιρέσεως με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρ. 473 παρ. 2 ΚΠοινΔ, χωρεί μόνο κατά καταδικαστικών αποφάσεων. Δεν είναι καταδικαστική η απόφαση με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η έφεση του κατηγορουμένου. Απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, διότι ασκήθηκε κατά μη καταδικαστικής απόφασης.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 2273/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 825/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1012/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Νικόλαος μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 218/4.6.2007 έγγραφη πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 § 1 εδ. τελευταίο του Κ.Π.Δ., την από 15-5-2006 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατοίκου ...., κατά του υπ΄αριθ. 825/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ΄αριθ. 825/2006 βούλευμά του απέρριψε την από 1-3-2006 αίτηση του αναιρεσείοντος για επανάληψη της διαδικασίας και αναστολή εκτέλεσης της υπ΄αριθ. 48707/2003 αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών και έξι μηνών και χρηματική ποινή 1.200 ευρώ για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Το βούλευμα τούτο επιδόθηκε στον αιτούντα στις 3-5-2006 και κατ΄αυτού άσκησε αυτός δια της εξουσιοδοτηθείσης γι΄αυτό δικηγόρου του Ιωάννας Φλώρου, την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στις 15-5-2006, ημέρα Δευτέρα, ενώπιον του γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών. Είναι συνεπώς η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.) και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης, ήτοι: α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 525 § 1 του Κ.Π.Δ. Κατά το άρθρο 525 § 1 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε δι΄αμετακλήτου αποφάσεως επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασθέντος δια πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνο στις τέσσερις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικώς στη διάταξη αυτή. Κατά τη δεύτερη από τις περιπτώσεις αυτές, η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται εάν, μετά την οριστική καταδίκη τινός, απεκαλύφθησαν νέα άγνωστα εις τους καταδικάσαντας δικαστάς γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις, όροι που κατά τη διάταξη αυτή είναι ταυτόσημοι, δύναται να είναι καταθέσεις νέων μαρτύρων, ανάκλησης ή τροποποίηση ή συμπλήρωση μαρτυρικών καταθέσεων, νέα έγγραφα και οποιεσδήποτε άλλες αποδείξεις, οι οποίες δεν υπεβλήθησαν στο δικαστήριο που εδίκασε και ήσαν άγνωστες στους δικαστικές, εφόσον αυτές, εκτιμώμενες μόνες τους ή σε συνδυασμό με αυτές που είχαν προσκομισθεί, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανόν, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή ότι καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο εκείνου που τέλεσε. Δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήσαν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν, έστω και δι΄εσφαλμένης εκτίμησης ή δεν άσκησαν επιρροή στο σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Εξάλλου δεν θεωρούνται άγνωστα γεγονότα εκείνα δια των οποίων διώκεται ο από νομικής και ουσιαστικής πλευράς έλεγχος της καταδικαστικής αποφάσεως, επί τη βάσει του αποδεικτικού υλικού που έλαβαν υπ΄όψη τους οι δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση, διότι η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας στρέφεται κατά αμετάκλητης απόφασης και δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 964/2006, 1588/2005 Ποιν. Δικ. 2006 σελ. 1347, 364 αντίστοιχα).Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δέχθηκε ότι: Από όσα περιέχονται στην κρινόμενη αίτηση και το από 23-3-2006 υπόμνημα του αιτούντος προς το παρόν συμβούλιο και από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: Ο αιτών Χ1 ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "INDOMIN ΑΒΕΤΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ - ΠΥΡΙΜΑΧΑ", εξέδωσε στις .... σε διαταγή της εταιρείας <<ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ>> πέντε τραπεζικές επιταγές της τράπεζας "Skotia bank - The Bank of Nova Skotia" με αρ. ..., ...., ...., .... και .... και αξίας 5.000.000 δρχ., 8.000.000 δρχ., 8.000.000 δρχ., 4.101.057 δρχ. και 3.000.000 δρχ., αντίστοιχα. Από τις επιταγές αυτές οι δύο τελευταίες (..... και ......), περιεχόμενες σε σχετικό πινάκιο, μεταβιβάστηκαν από τη λήπτρια με οπισθογράφηση λόγω ενεχυρίασης και προς χρηματοδότηση της στο Κεντρικό Κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος και εξοφλήθηκαν συμψηφιστικά (με ισόποση πίστωση του οικείου λογαριασμού της λήπτριας) την 1-12-1998 μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού, ενώ οι άλλες τρεις επιταγές μεταβιβάστηκαν με οπισθογράφηση προς τον υπάλληλο της λήπτριας, Ζ1 (χωρίς να διευκρινίζεται στα σώματα αυτών αν η οπισθογράφηση γίνεται μόνο κατ' εντολή και προς είσπραξη της αξίας τους για λογαριασμό της λήπτριας), όλες δε οι τραπεζικές επιταγές αποκρούστηκαν από την πληρώτρια τράπεζα, όταν εμφανίστηκαν από τους κομιστές τους για πληρωμή στις 2-12-1998 οι συμψηφιστικά εξοφλημένες και στις 3-12-1998 οι λοιπές. Η σχετική ποινική δίωξη κατά του αιτούντος έγινε μετά την από 18-1-1999 έγκληση της λήπτριας των επιταγών, στην οποία αναφέρεται μόνο η έκδοση αυτών σε διαταγή της, χωρίς να μνημονεύονται οι παραπάνω οπισθογραφήσεις και η συμψηφιστική εξόφληση των δύο επιταγών, ούτε αν η εν λόγω λήπτρια και οπισθογράφος απέκτησε ξανά τις επιταγές μετά τη μη πληρωμή τους με οπισθογράφηση ή εκχώρηση.Ενόψει αυτών, ο αιτών προβάλλει σαν λόγο επανάληψης διαδικασίας τον ισχυρισμό ότι κατά τον χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής των ενδίκων επιταγών νόμιμος κομιστής αυτών δεν ήταν η εγκαλούσα, αλλά τα προαναφερόμενα πρόσωπα προς τα οποία έγινε η οπισθογράφηση τους, πράγμα που καθιστά τη σε βάρος του ποινική δίωξη απαράδεκτη, αφού η εγκαλούσα ως μη νόμιμη κομίστρια δεν ήταν αμέσως παθούσα από τη μη πληρωμή των επιταγών και δεν είχε δικαίωμα έγκλησης. Σαν νέες δε αποδείξεις (που δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε τη σχετική καταδικαστική απόφαση) ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει τα εξής α) Τις από 25-8-2003 προτάσεις με τη συνημμένη σ' αυτές από 24-11-2005 αξιολόγηση (αποδείξεων), που κατέθεσε η εγκαλούσα επί αγωγής αποζημίωσης που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του αιτούντος και της εκδότριας των ενδίκων (και άλλων) επιταγών, όπου αναφέρεται ότι από τις πέντε ένδικες επιταγές οι δύο κατατέθηκαν από τη λήπτρια στο Κεντρικό Κατάστημα της ΕΤΕ με πινάκιο και βάσει σχετικής εντολής προς αυτό για είσπραξη της αξίας τους, οι δε άλλες τρεις οπισθογραφήθηκαν προς τον Ζ1 για να εισπράξει αυτός ως εντολοδόχος την αξία τους και να καταθέσει ακολούθως το σχετικό ποσό στο ταμείο της λήπτριας -οπισθογράφου. Και β) Την 1058/18-1-2006 ένορκη βεβαίωση τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του αιτούντος και τότε εναγόμενου και στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ότι η εγκαλούσα και τότε ενάγουσα παρέδωσε τις δύο ένδικες επιταγές (και άλλες εννέα) με πινάκιο στο Κεντρικό Κατάστημα της ΕΤΕ τυπικά με ενεχυρίαση και ουσιαστικά για προεξόφληση, ότι νόμιμη κομίστρια και δικαιούχος των επιταγών αυτών κατά τον χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής τους ήταν η ΕΤΕ και ότι νόμιμος κομιστής των τριών άλλων ενδίκων επιταγών κατά τον ίδιο χρόνο ήταν ο Ζ1, ο οποίος εμφανίστηκε στην πληρώτρια τράπεζα και αξίωσε την είσπραξη τους σαν νόμιμος δικαιούχος με κανονική οπισθογράφηση και όχι σαν εντολοδόχος της λήπτριας και οπισθογράφου. Ακόμη ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει αποσπάσματα των 6867/2006 και 9411/2006 αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τις οποίες έγινε - κατ' έφεση - δεκτός όμοιος ισχυρισμός του αιτούντος και κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατ' αυτού για έκδοση ακάλυπτων επιταγών τις ίδιας εκδότριας σε διαταγή της ίδιας λήπτριας, που είχαν οπισθογραφηθεί προς το Κεντρικό Κατάστημα της ΕΤΕ, εξοφλήθηκαν συμψηφιστικά μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού και αποκρούστηκαν από την ίδια πληρώτρια τράπεζα κατά την εμφάνιση τους για πληρωμή. Ανεξάρτητα, όμως, από τη νομιμότητα του προβαλλόμενου ισχυρισμού (βλ. Ολ. ΑΠ 18/04 και 30/03, ΑΠ 2423/05), όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της 48707/2003 - κατ' έφεση - απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας δεν έχει ασκηθεί αναίρεση και της οποίας ζητείται η ακύρωση, ο ίδιος ισχυρισμός ότι η σχετική ποινική δίωξη σε βάρος του αιτούντος είναι απαράδεκτη, επειδή η εγκαλούσα δεν ήταν νόμιμη κομίστρια των ενδίκων τραπεζικών επιταγών κατά τον χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής τους από την πληρώτρια τράπεζα και δεν είχε γι' αυτό δικαίωμα να υποβάλει έγκληση, είχε προβληθεί και κατά τη σχετική δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, που εκπροσώπησε σ' αυτή τον αιτούντα, αξιολογήθηκε από το δικαστήριο και απορρίφθηκε ως αβάσιμος. Επίσης τα περιστατικά που επικαλείται ο αιτών για τη θεμελίωση του ισχυρισμού - λόγου επανάληψης διαδικασίας, δηλαδή η μεταβίβαση με οπισθογράφηση των ενδίκων τραπεζικών επιταγών προς την ΕΤΕ και τον Ζ1 η συμψηφιστική εξόφληση μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού των δύο επιταγών που οπισθογραφήθηκαν προς την ΕΤΕ, η μη σημείωση επί των τριών επιταγών εγγράφων ενδείξεων οπισθογράφησης αυτών (μόνο) κατά πληρεξουσιότητα προς τον Ζ1 η απόκρουση πληρωμής όλων των επιταγών κατά την εμφάνιση τους από την πληρώτρια τράπεζα και η μη (επαν)οπισθογράφηση αυτών μετά τη σφράγιση τους προς την εγκαλούσα, αποδεικνύονται αμέσως και ευθέως από τα σώματα των τραπεζικών επιταγών, που είχαν τεθεί υπόψη και αξιολογήθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που εξέδωσε την 48707/2003 καταδικαστική απόφαση σε βάρος του αιτούντος. Οι επικαλούμενες με την κρινόμενη αίτηση και προαναφερόμενες προτάσεις (με τη συνημμένη σ' αυτές αξιολόγηση), ένορκη βεβαίωση και αθωωτικές αποφάσεις εμπίπτουν στην έννοια των νέων αποδείξεων και γεγονότων του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ, αλλά συνιστούν στοιχεία πολύ κατώτερης αποδεικτικής αξίας από τα σώματα των οικείων τραπεζικών επιταγών και, κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου, αξιολογούμενα (τα νέα στοιχεία) είτε μόνα είτε συνδυαστικά με όσες αποδείξεις είχαν προσκομιστεί κατά τη δίκη εκείνη, δεν καθιστούν φανερό (και όχι απλώς πιθανό) ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση θα διαφοροποιούσε την καταδικαστική κρίση του και θα κήρυττε απαράδεκτη τη σε βάρος του κατηγορουμένου ποινική δίωξη (βλ. σχετικά με την έννοια των νέων γεγονότων ή αποδείξεων κλπ. ΑΠ 782/02 ΠΧρ. ΝΓ σελ. 230, ΑΠ 1269/01 ΠΧρ. ΝΒ σελ. 507, ΑΠ 723/96 ΠΧρ. ΜΖ σελ. 664, ΑΠ 736/99 ΠΧρ. Ν σελ. 271, ΑΠ 1201/05 ΠΧρ. ΝΣΤ σελ. 160 κ.α.). Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως (ουσιαστικά) αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση επανάληψης διαδικασίας και αναστολής εκτέλεσης της 48707/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επίσης πρέπει να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα ποσού 210 ευρώ (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών περιέλαβε την απαιτούμενη από το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ΄αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα έγγραφα που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο και ειδικότερα η από 1-3-2006 αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας του αναιρεσείοντος, το από 23-3-2006 υπόμνημά του και όλα τα έγγραφα της δικογραφίας που σχηματίσθηκε, καθώς και τα προκύψαντα από αυτά πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την απόρριψη της πιο πάνω αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας του αναιρεσείοντος. Να σημειωθεί δε ότι οι από 25-8-2003 προτάσεις της "ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ" και η συνημμένη σ΄αυτές από 24-11-2005 αξιολόγηση (αποδείξεων), που κατέθεσε αυτή (εγκαλούσα) επί αγωγής αποζημίωσης που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά του αναιρεσείοντος, τις οποίες αυτός επικαλείται για να στηρίξει νέο άγνωστο στο δικαστήριο γεγονός, δεν συνηγορούν υπέρ αυτού και του επιχειρήματός του ότι η εγκαλούσα δεν ήταν νόμιμος κομιστής των επιταγών, αλλά εξ αναγωγής τέτοιος και συνεπώς απαραδέκτως υπέβαλε αυτή κατ΄αυτού την έγκληση συνεπεία της οποίας καταδικάσθηκε με την πιο πάνω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αφού δι΄αυτών ισχυρίζεται η εγκαλούσα "ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ", ότι τόσον η Τράπεζα, όσον και ο μνημονευόμενος Ζ1 ενεργούσαν ως εντολοδόχοι της και όχι ως κομιστές όπως ισχυρίζεται ο αιτώνΚατ΄ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων, αβάσιμοι ελέγχονται οι εκ του άρθρου 484 § ιβ΄ και δ΄ Κ.Π.Δ. επικαλούμενοι λόγοι αναίρεσης και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η από 15-5-2006 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά του υπ΄αριθ. 825/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 11 Μαΐου 2007. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος αναφέρθηκε στην ως άνω έγγραφη πρότασή του κι έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 αριθμ. 2 ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνα που ήταν άγνωστα στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, ώστε να μη μπορεί να τα λάβει υπόψη και στον καταδικασθέντα, ώστε να μη μπορεί να τα προβάλει, γιατί αν ήταν γνωστά έπρεπε να έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Την κρίση αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις, όροι που κατά τη διάταξη αυτή είναι ταυτόσημοι, μπορεί να είναι καταθέσεις νέων μαρτύρων, νεότερες καταθέσεις. Συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε ή ότι από τα νέα αυτά στοιχεία προκύπτει ότι συνέτρεχε λόγος άρσης ή εξάλειψης του αξιοποίνου. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας, γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ΄ αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ΄ αυτούς, έστω και κατ΄ εσφαλμένη κρίση, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς επανέλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους, οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, διότι η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Περαιτέρω, η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας υποβάλλεται από τα αναφερόμενα στο άρθρο 527 παρ. 1 ΚΠοινΔ πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο καταδικασμένος, προς τον εισαγγελέα εφετών, όταν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο και εισάγεται στο συμβούλιο εφετών, κατά της αποφάσεως δε τούτου επιτρέπεται αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 484 και 485 του ίδιου Κώδικα (άρθρο 528 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Εξάλλου, έχει το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ΄ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση του Συμβουλίου ότι δεν είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι με την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας λόγοι, οι αποδείξεις από τις οποίες προκύπτουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με βάση τις οποίες κατέληξε το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι αυτά δεν δικαιολογούν την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας. Στην προκείμενη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ΄ αριθμ. 825/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 1.3.2006 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας και αναστολή εκτέλεσης της 48707/2003 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2,5 ετών και χρηματική ποινή 1.200 ευρώ για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών (άρθρο 79 του ν.5960/193), το οποίο τέλεσε στην Αθήνα στις 30.11.1998. Όπως προκύπτει από το βούλευμα αυτό, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, σε σχέση με την παραπάνω αίτηση επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "Από όσα περιέχονται στην κρινόμενη αίτηση και το από 23.3.2006 υπόμνημα του αιτούντος προς το παρόν συμβούλιο και από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: Ο αιτών Χ1 ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας " INDOMIN ΑΒΕΤΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΆ ΟΡΥΚΤΑ - ΠΥΡΙΜΑΧΑ" εξέδωσε στις 30.11.1998 σε διαταγή της εταιρείας "ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ" πέντε τραπεζικές επιταγές της Τράπεζας "Skotia bank - The bank of NovaSkotia" με αρ. ...., ...., ...., .... και .... και 5.000.000 δραχ., 8.000.000 δρχ., 8.000.000 δραχ., 4.101.057 δραχ, και 3.000.000 δραχ., αντίστοιχα. Από τις επιταγές αυτές οι δύο τελευταίες (.... και ....), περιεχόμενες σε σχετικό πινάκιο, μεταβιβάστηκαν από τη λήπτρια με οπισθογράφηση λόγω ενεχυρίασης και προς χρηματοδότηση της στο Κεντρικό Κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος και εξοφλήθηκαν συμψηφιστικά (με ισόποση πίστωση του οικείου λογαριασμού της λήπτριας) την 1-12-1998, μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού, ενώ οι άλλες τρεις επιταγές μεταβιβάστηκαν με οπισθογράφηση προς τον υπάλληλο της λήπτριας, Ζ1 (χωρίς να διευκρινίζεται στα σώματα αυτών αν η οπισθογράφηση γίνεται μόνο κατ' εντολή και προς είσπραξη της αξίας τους για λογαριασμό της λήπτριας), όλες δε οι τραπεζικές επιταγές αποκρούστηκαν από την πληρώτρια τράπεζα, όταν εμφανίστηκαν από τους κομιστές τους για πληρωμή στις 2-12-1998 οι συμψηφιστικά εξοφλημένες και στις 3-12-1998 οι λοιπές. Η σχετική ποινική δίωξη κατά του αιτούντος έγινε μετά την από 18-1-1999 έγκληση της λήπτριας των επιταγών, στην οποία αναφέρεται μόνο η έκδοση αυτών σε διαταγή της, χωρίς να μνημονεύονται οι παραπάνω οπισθογραφήσεις και η συμψηφιστική εξόφληση των δύο επιταγών, ούτε αν η εν λόγω λήπτρια και οπισθογράφος απέκτησε ξανά τις επιταγές μετά τη μη πληρωμή τους με οπισθογράφηση ή εκχώρηση. Ενόψει αυτών, ο αιτών προβάλλει σαν λόγο επανάληψης διαδικασίας τον ισχυρισμό ότι κατά τον χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής των ενδίκων επιταγών νόμιμος κομιστής αυτών δεν ήταν η εγκαλούσα, αλλά τα προαναφερόμενα πρόσωπα προς τα οποία έγινε η οπισθογράφηση τους, πράγμα που καθιστά τη σε βάρος του ποινική δίωξη απαράδεκτη, αφού η εγκαλούσα ως μη νόμιμη κομίστρια δεν ήταν αμέσως παθούσα από τη μη πληρωμή των επιταγών και δεν είχε δικαίωμα έγκλησης. Σαν νέες δε αποδείξεις (που δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε τη σχετική καταδικαστική απόφαση) ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει τα εξής α) Τις από 25-8-2003 προτάσεις με τη συνημμένη σ' αυτές από 24-11-2005 αξιολόγηση (αποδείξεων), που κατέθεσε η εγκαλούσα επί αγωγής αποζημίωσης που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του αιτούντος και της εκδότριας των ενδίκων (και άλλων) επιταγών, όπου αναφέρεται ότι από τις πέντε ένδικες επιταγές οι δύο κατατέθηκαν από τη λήπτρια στο Κεντρικό Κατάστημα της ΕΤΕ με πινάκιο και βάσει σχετικής εντολής προς αυτό για είσπραξη της αξίας τους, οι δε άλλες τρεις οπισθογραφήθηκαν προς τον Ζ1 για να εισπράξει αυτός ως εντολοδόχος την αξία τους και να καταθέσει ακολούθως το σχετικό ποσό στο ταμείο της λήπτριας - οπισθογράφου και β) Την 1058/18-1-2006 ένορκη βεβαίωση τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του αιτούντος και τότε εναγόμενου και στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ότι η εγκαλούσα και τότε ενάγουσα παρέδωσε τις δύο ένδικες επιταγές (και άλλες εννέα) με πινάκιο στο Κεντρικό Κατάστημα της ΕΤΕ τυπικά με ενεχυρίαση και ουσιαστικά για προεξόφληση, ότι νόμιμη κομίστρια και δικαιούχος των επιταγών αυτών κατά τον χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής τους ήταν η ΕΤΕ και ότι νόμιμος κομιστής των τριών άλλων ενδίκων επιταγών κατά τον ίδιο χρόνο ήταν ο Ζ1 , ο οποίος εμφανίστηκε στην πληρώτρια τράπεζα και αξίωσε την είσπραξη τους σαν νόμιμος δικαιούχος με κανονική οπισθογράφηση και όχι σαν εντολοδόχος της λήπτριας και οπισθογράφου. Ακόμη ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει αποσπάσματα των 6867/2006 και 9411/2006 αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τις οποίες έγινε - κατ΄ έφεση - δεκτός όμοιος ισχυρισμός του αιτούντος και κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατ' αυτού για έκδοση ακάλυπτων επιταγών τις ίδιας εκδότριας σε διαταγή της ίδιας λήπτριας, που είχαν οπισθογραφηθεί προς το Κεντρικό Κατάστημα της ΕΤΕ, εξοφλήθηκαν συμψηφιστικά μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού και αποκρούστηκαν από την ίδια πληρώτρια τράπεζα κατά την εμφάνιση τους για πληρωμή. Ανεξάρτητα, όμως, από τη νομιμότητα του προβαλλόμενου ισχυρισμού (βλ. Ολ. ΑΠ 18/04 και 30/03), όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της 48707/2003 - κατ΄ έφεση - απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας δεν έχει ασκηθεί αναίρεση και της οποίας ζητείται η ακύρωση, ο ίδιος ισχυρισμός ότι η σχετική ποινική δίωξη σε βάρος του αιτούντος είναι απαράδεκτη, επειδή η εγκαλούσα δεν ήταν νόμιμη κομίστρια των ενδίκων τραπεζικών επιταγών κατά τον χρόνο εμφάνισης και μη πληρωμής τους από την πληρώτρια τράπεζα και δεν είχε γι' αυτό δικαίωμα να υποβάλει έγκληση, είχε προβληθεί και κατά τη σχετική δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Πολυχρονόπουλο, που εκπροσώπησε σ' αυτή τον αιτούντα, αξιολογήθηκε από το δικαστήριο και απορρίφθηκε ως αβάσιμος. Επίσης τα περιστατικά που επικαλείται ο αιτών για τη θεμελίωση του ισχυρισμού - λόγου επανάληψης διαδικασίας, δηλαδή η μεταβίβαση με οπισθογράφηση των ενδίκων τραπεζικών επιταγών προς την ΕΤΕ και τον Ζ1 η συμψηφιστική εξόφληση μέσω του Γραφείου Συμψηφισμού των δύο επιταγών που οπισθογραφήθηκαν προς την ΕΤΕ, η μη σημείωση επί των τριών επιταγών εγγράφων ενδείξεων οπισθογράφησης αυτών (μόνο) κατά πληρεξουσιότητα προς τον Ζ1 η απόκρουση πληρωμής όλων των επιταγών κατά την εμφάνιση τους από την πληρώτρια τράπεζα και η μη (επαν)οπισθογράφηση αυτών μετά τη σφράγιση τους προς την εγκαλούσα, αποδεικνύονται αμέσως και ευθέως από τα σώματα των τραπεζικών επιταγών, που είχαν τεθεί υπόψη και αξιολογήθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που εξέδωσε την 48707/2003 καταδικαστική απόφαση σε βάρος του αιτούντος. Οι επικαλούμενες με την κρινόμενη αίτηση και προαναφερόμενες προτάσεις (με τη συνημμένη σ' αυτές αξιολόγηση), ένορκη βεβαίωση και αθωωτικές αποφάσεις εμπίπτουν στην έννοια των νέων αποδείξεων και γεγονότων του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ, αλλά συνιστούν στοιχεία πολύ κατώτερης αποδεικτικής αξίας από τα σώματα των οικείων τραπεζικών επιταγών και, κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου, αξιολογούμενα (τα νέα στοιχεία) είτε μόνα είτε συνδυαστικά με όσες αποδείξεις είχαν προσκομιστεί κατά τη δίκη εκείνη, δεν καθιστούν φανερό (και όχι απλώς πιθανό) ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση θα διαφοροποιούσε την καταδικαστική κρίση του και θα κήρυττε απαράδεκτη τη σε βάρος του κατηγορουμένου ποινική δίωξη. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως (ουσιαστικά) αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση επανάληψης της διαδικασίας και αναστολής εκτέλεσης της 48.707/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στη προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον εκτίθενται σ΄ αυτό με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις που δικαιολογούν την απόρριψη της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, ως αβάσιμης, καθώς και οι νέες αποδείξεις (που δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε τη σχετική καταδικαστική απόφαση) στις οποίες περιλαμβάνεται και η από 7.11.1998 εξώδικη γνωστοποίηση - δήλώση της ως άνω εγκαλούσας εταιρείας (ΑΓΕΤ) προς την εταιρεία "INDOMIN ΑΒΕΤΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΆ - ΠΥΡΙΜΑΧΑ", όπως αυτό προκύπτει από τη μνεία στο αιτιολογικό του βουλεύματος, ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα και το σύνολο των παραδοχών τούτου (βουλεύματος). Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠοινΔ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Μαΐου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ΄ αριθμ. 825/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2007 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων - αποδείξεων (άρθρ. 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠοινΔ). Αιτιολογημένη απόρριψη της αίτησης επανάληψης διαδικασίας. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 2272/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 68689/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 715/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 235/13.06.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω την με αριθμ. 47/17-4-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά της με αριθμ 68689/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η με αριθμ. 9897/2004 έφεση του κατά της με αριθμ. 133158/1997 απόφασης του Μον. Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 7 μηνών η οποία μετατράπηκε προς 1500 δρχ. ημερησίως και χρηματική ποινή 150.000 δρχ. για μη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών και εκθέτω τα παρακάτω. Από τις διατάξεις των άρθρων 473 § 1 και 476 § 1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη ΄΄& 1 ΄Οπου διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από την δημοσίευση της απόφασης. ΄Αν ο δικαιούμενος είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης ..... και & 3. Η προθεσμία τα για την άσκηση αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού Δικαστηρίου......΄΄ κατά δε την δεύτερη ΄΄ Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή ... ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ή.... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο(ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληθεί.. και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο .....΄΄ προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων είναι δέκα μέρες από την εκδίκαση της υπόθεσης αν ο δικαιούχος του ενδίκου μέσου ήταν παρών και σαν παρών θεωρείται και εκείνος που εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο κατά την εκδίκαση της κατ΄ αυτού κατηγορίας ή από την επίδοση της απόφασης είναι γνωστής διαμονής ή τριάντα ημερών, αν η διαμονή του είναι άγνωστη ή διαμένει στην αλλοδαπή και ότι η προθεσμίες αυτές αρχίζουν από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και ότι η προθεσμία αυτή δεν παρεκτείνεται, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση, οι οποίοι πρέπει να εκτίθενται στην αίτηση άσκησης αναίρεσης και να συνοδεύονται από τα υποστηρίζοντα την ύπαρξη της ανωτέρας βίας αποδεικτικά μέσα προκειμένου εξ αυτών να είναι δυνατή η εκτίμηση περί του αν συντρέχει η όχι η επικαλουμένη κατάσταση ανωτέρας βίας, άλλως η ασκηθείσα Αναίρεση είναι απαράδεκτη σαν εκπρόθεσμη, και το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο την απορρίπτει σαν απαράδεκτη ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα αφού ακούσει τούς διαδίκους που θα εμφανιστούν και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος και επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σ΄ αυτόν που άσκησε το 'ένδικο μέσο (ΑΠ 1026/2004 ΠΧ ΝΕ 2005 - 436, ΑΠ 1876 Π.Χ ΝΕ 2005-716, ΑΠ 1976 /2004 ΠΧ ΝΕ 2005-726, ΑΠ 310/2005 ΠΧ ΝΕ 2005 2005-930, ΑΠ 477/2005 ΠΧ ΝΕ 2005-988). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων άσκησε την με αριθμό 47/17-4-2007 αναίρεση του κατά της με αριθμ. 68689/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελισσάβετ Πούλιου και με την οποία απορρίφθηκε η αριθμ. 9897/2004 έφεση του κατά της με αριθμ. 133158/97 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών σαν απαράδεκτη λόγω του ότι ασκήθηκε εκπρόθεσμα Από δε την με αριθμ. 68689/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών προκύπτει ότι η απόφαση αυτή καθαρογράφηκε και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο τις 19-5-2005 όπως προκύπτει από σχετική επισημείωση επί της απόφασης αυτής, ο δε αναιρεσείων άσκησε την 17-4-2007 την υπό κρίση αναίρεση του, τουτέστιν μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας αφού η προθεσμία αυτή άρχιζε την 19-5-2005 αφού ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τις διατάξεις του άρθρου 340 & 1-2 ΚΠΔ και θεωρείται παρών, και στην αίτηση αναίρεσης του δεν εκτίθενται περιστατικά ανωτέρας βίας ώστε να δικαιολογείται το εκπρόθεσμο της άσκησης της. Κατ΄ ακολουθία των παραπάνω η αίτηση - αναίρεσης του Χ1 πρέπει ν΄ απορριφθεί σαν απαράδεκτη και να του επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης. Δια ταύτα Προτείνω όπως: Α. Να κηρυχθεί απαράδεκτη ή με αριθμ. 47/17-4-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά της με αριθμ. 68689/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών λόγω του ότι ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της άσκησης της αναίρεσης στον παραπάνω Αθήνα την 21-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 3160/2003, "Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη". Ορίζει δε η παράγραφος 2 του τελευταίου αυτού άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 13 του ν. 3346/2005, ότι "Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωση του.... Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορος του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης", ενώ κατά την παράγραφο 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου, "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται, ότι η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε κατά του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκε στη δίκη από συνήγορο, τον οποίο ο ίδιος έχει διορίσει με έγγραφη δήλωσή του, λογίζεται ότι δημοσιεύθηκε με την παρουσία του εκκαλούντος και ότι, στην περίπτωση αυτή, η τασσόμενη με τα άρθρα 507 παρ. 1 εδ. α' και 473 του ΚΠοινΔ προθεσμία των δέκα ημερών για την άσκηση αναίρεσης, αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και δεν είναι αναγκαία η επίδοσή της στον εκκαλούντα. Τέλος, σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ένδικου μέσου, συνεπώς, και της αναίρεσης, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην εξαιρετική αυτήν περίπτωση, όπως συνάγεται από τα άρθρα 473 παρ. 2 και 474 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή, τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση τούτου, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν τη βασιμότητά τους, γιατί διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με την 133158/1997 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 7 μηνών και χρηματική ποινή 150.000 δραχ. για μη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών. Κατά της πιο πάνω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών έφεση, κατά την εκδίκαση της οποίας, που είχε οριστεί για τις 29-11-2004, αυτός δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως. Πλην, όμως, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, επέτρεψε την εκπροσώπηση του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελισσάβετ Πούλιο. Στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη 68689/2004 απόφασή του, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της. Η απόφαση αυτή, που δημοσιεύθηκε στις 29-11-2004, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, λογίζεται ότι δημοσιεύτηκε με την παρουσία του εκκαλούντος, αφού αυτός εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, καταχωρήθηκε δε στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο στις 19-5-2005, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Έτσι, κατά τα προεκτεθέντα, η προθεσμία για την άσκηση κατ' αυτής αναίρεσης από τον κατηγορούμενο άρχισε στις 20-5-2005 και δεν ήταν αναγκαία η επίδοση σ' αυτόν της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ο κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, την 17 Απριλίου 2007 ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τον οποίο και συντάχθηκε η υπ' αριθμό 47/17-4-2007 σχετική έκθεση. Έτσι όμως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε πολύ μετά την παρέλευση της πιο πάνω δεκαήμερης προθεσμίας από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο του ποινικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και για το λόγο αυτόν, είναι εκπρόθεσμη. Ο αναιρεσείων για την υποστήριξη του εμπροθέσμου της ασκήσεως της αιτήσεώς του, όπως από το περιεχόμενό της προκύπτει, δεν προβάλλει λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέβλητου κωλύματος για τον οποίο δεν την άσκησε εμπροθέσμως. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εκπρόθεσμα είναι απαράδεκτη. II.- Κατ' ακολουθίαν μετά την ειδοποίηση του αντικήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλλου επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα) και τη μη εμφάνισή του, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 68689/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου.
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
2
Αριθμός 2271/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγορίου Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου .......... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Τρίπολης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Δημητρακόπουλο, για αναίρεση της 467, 468, 474 και 475/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την ............, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Τσούλο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 315/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α και ε του ΠΚ προκύπτει ότι για να συντρέξουν οι προβλεπόμενες από τις περιπτώσεις αυτές ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, πρέπει ο υπαίτιος, αντίστοιχα α)να έζησε έως το χρόνο που έλαβε χώρα το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες τις μορφές της κοινωνικής συμπεριφοράς και β)να συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του. Για τη θεμελίωση της τελευταίας ελαφρυντικής περίστασης δεν αρκεί το πιστοποιητικό της καλής διαγωγής στις φυλακές, διότι η διάταξη αναφέρεται στη διαγωγή του στην κοινωνία. Εξάλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων υπάρχει όταν αυτή περιέχει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες τα περιστατικά αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στην κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ, αφού από την αναγνώριση ή μη τέτοιων περιστάσεων εξαρτάται και η μείωση της προβλεπόμενης από την εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη ποινής. Στην προκείμενη περίπτωση το Α' Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.467, 468, 474, και475/2006 απόφασή του, αφού κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη του βιασμού κατ' εξακολούθηση, απέρριψε το προς αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 παρ. 2, εδ. α' και ε' του ΠΚ αίτημά του, με το ακόλουθο σκεπτικό? "Όσον αφορά τη χορήγηση ελαφρυντικών, την οποία αιτείται ο κατηγορούμενος, με τη μορφή αυτοτελών ισχυρισμών, που εγγράφως, διά του συνηγόρου του, υπέβαλε στο Δικαστήριο, το αίτημα αυτό κρίνεται απορριπτέο, για τους ακόλουθους λόγους. Αναφορικά με τον πρότερο έντιμο βίο, γιατί κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν προσάγεται κάποια πειστική απόδειξη ότι ο βίος του κατηγορουμένου, ατομικός, οικογενειακός, επαγγελματικός και καθόλα κοινωνικός, υπήρξε έντιμος, αφού, μόνο από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου αυτού, που εκδόθηκε από το τμήμα ποινικού μητρώου του Ελληνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και στο οποίο αναγράφεται η υπ' αριθ. 471/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, με την οποία καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 20 του Ν.2696/99 και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή 150 ευρώ, δεν αποδεικνύεται, χωρίς τη συνεπικουρία άλλων αποδεικτικών μέσων, ο έντιμος αυτού βίος πριν από την τέλεση της ως άνω άδικης πράξης. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, από το 1995 και μέχρι της 18-9-2002 εξακολουθητικώς επιχειρούσε, σε βάρος της παθούσας, τις ασελγείς πράξεις που προαναφέρθηκαν και με τις οποίες πράξεις εμφανίζεται αυτός να έχει ηθική διαστροφή χαρακτήρα στην τέλεση τοιούτων πράξεων, οπότε, ασφαλώς και βεβαίως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για πρότερο έντιμο βίο και φυσικά ύπαρξη προϋποθέσεων για τη χορήγηση αυτού του ελαφρυντικού. Όσον αφορά τη χορήγηση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' του ΠΚ, με τον ισχυρισμό ότι, από τη σύλληψή του και τον εγκλεισμό του στις φυλακές, δηλαδή μετά την πράξη του και επί σχετικώς μακρό χρονικό διάστημα, επέδειξε καλή διαγωγή, τόσο στις φυλακές Κορυδαλλού, όσο και στις φυλακές Τριπόλεως, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα. Η επικαλούμενη καλή διαγωγή του κατηγορουμένου στις φυλακές και η συναφής συμμόρφωσή του στους κανονισμούς της υπηρεσίας των φυλακών, δεν αρκεί για την παραδοχή της επικαλούμενης υπ' αυτού ανωτέρω ελαφρυντικής περιστάσεως, αφού, η διαγωγή αυτή, δεν ανάγεται στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου στην κοινωνία, με καθεστώς απόλυτης ελευθερίας. Άλλωστε, εφόσον δεν προκύπτει κάτι το εναντίον, εύκολα μπορεί να σχηματιστεί η άποψη, ότι η επιδειχθείσα στις φυλακές καλή συμπεριφορά, αποσκοπούσε αποκλειστικά στη χορήγηση του ως άνω ελαφρυντικού. Επομένως και το αίτημα αυτό κρίνεται απορριπτέο". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε σχέση με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών περιστάσεων α) του πρότερου έντιμου βίου και β)της επιδείξεως καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, με την αναφορά στο σκεπτικό αυτής αναφορικώς προς την έλλειψη του πρότερου έντιμου βίου της κατ' εξακολούθηση τελέσεως των επί μέρους πράξεων βιασμού, η οποία αποτελεί πλήρη αιτιολογία για όλες τις μεταγενέστερες επί μέρους πράξεις βιασμού, πλην της πρώτης, για την οποία η έλλειψη αιτιολογίας ως προς αυτήν δεν έχει νομική σημασία, αφού η έλλειψη αιτιολογίας ως προς αυτήν (πρώτη επί μέρους πράξη) δεν επηρεάζει το ύψος της επιβλητέας ποινής για τη συνολική εγκληματική κατ' εξακολούθηση διαγωγή του, αναφορικώς δε προς την απόρριψη του ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περιστάσεως της επιδείξεως καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο μετά την πράξη του, με την αναφορά στο σκεπτικό ότι η συναφής συμμόρφωσή του στους κανονισμούς της υπηρεσίας των φυλακών δεν αρκεί, αφού η διαγωγή αυτή δεν ανάγεται στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου στην κοινωνία με καθεστώς απόλυτης ελευθερίας. Συνεπώς, το Εφετείο αιτιολόγησε ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψη των ως άνω ελαφρυντικών, γι' αυτό και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ' του ΚΠΔ, συνακόλουθα δε και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), ως και στα έξοδα της πολιτικής αγωγής. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 7-2-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 467, 468, 474 και 475/2006 απόφασης του Α' Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, ως και στα έξοδα της πολιτικής αγωγής εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί προτέρου εντίμου βίου και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του βιασμού κατ’ εξακολούθηση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Βιασμός.
1
Αριθμός 2243/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 και ήδη κρατούμενη στην Κλειστή Κεντρική Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Διοματάρη, περί αναιρέσεως της 42/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΤΕΧΝΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΚΙΝΗΤΗΡΩΝ ΠΕΑΚ Ε.Π.Ε.", που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως καθώς και στο από 31 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 574/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 1 εδ. α-γ του ΚΠοινΔ, όπως τα δύο πρώτα αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 3090/2002, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί, επίσης, για τον λόγο αυτό να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου δεν τον επιτρέπουν. Ως σημαντικά αίτια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι, μεταξύ άλλων, και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστή στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όταν έχει συμπράξει στην έκδοση αποφάσεως κατά της οποίας ασκείται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως (άρθρο 14 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες απ' αυτή εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή. Άλλωστε, το δικαίωμα αυτό του προσώπου θεμελιώνεται στο άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του, δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργώντας νόμιμα, θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσης είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσης". Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 κατά της υπ' αριθ. 42/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και κατά τη διάσκεψη του δικαστηρίου προέκυψε ότι ο εκ των μελών της παρούσης συνθέσεως Ελευθέριος Νικολόπουλος, Αρεοπαγίτης, μετέσχε ως Προεδρεύων-Εφέτης στη σύνθεση του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών το οποίο σε πρώτο βαθμό εξεδίκασε την κατά της κατηγορουμένης κατηγορία και εξέδωσε την υπ' αριθμ. 2382/2003 απόφαση, επί εφέσεως κατά της οποίας εκδόθηκε η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη. Μετά ταύτα, ενόψει της εκφρασθείσης γνώμης του ως άνω μέλους του δικαστηρίου και των προαναπτυχθέντων, συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων δεν έχει κληθεί να παραστεί κατά την ημέρα της δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως και η διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 ΚΠΔ δεν είναι εφαρμοστέα, αφού η εν λόγω αναβολή γίνεται αυτεπαγγέλτως, προκειμένου αυτή να δικασθεί από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει ο ανωτέρω κωλυόμενος δικαστής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την εκδίκαση της από 20 Φεβρουαρίου 2007 αιτήσεως της Χ1 και των από 31 Οκτωβρίου 2007 προσθέτων λόγων, σε άλλη δικάσιμο που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προκειμένου να δικασθεί από Σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο Αρεοπαγίτης Ελευθέριος Νικολόπουλος. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναβολή μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, λόγω κωλύματος συμμετοχής μέλους του δικαστηρίου στη σύνθεση
Αναβολή συζήτησης
Αναβολή συζήτησης.
0
Αριθμός 2242/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Μουζάκη, περί αναιρέσεως της 40265/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γανωτή, και συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1592/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, πρέπει όμως, να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το κατ' έφεση δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής: "... Σύμφωνα με το άρθρο 286 ξ 1 ΠΚ, όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μιας κατεδάφισης, με πρόθεση ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες έτσι προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Στοιχεία του ως άνω εγκλήματος είναι: α] η εκπόνηση μελέτης ή διεύθυνση ή εκτέλεση οικοδομικού έργου ή άλλου ανάλογου ή κατεδάφισης, β] ενέργεια του υπαίτιου παρά τους γενικώς παραδεδεγμένους τεχνικούς κανόνες κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή κατεδάφισης. Ο υπαίτιος ευθύνεται και για παράλειψη [ΑΠ 217/98 ΠΧ ΜΗ.802], συνήθως αυτός που δεν παρέχει οδηγίες, όπως λ.χ. ο μηχανικός κατά την κατασκευή των υποστυλωμάτων, ή την παράλειψη χρήσης ασφαλών υλικών ή μηχανημάτων κλπ, γ] προξένηση κινδύνου για τη ζωή ή υγεία ανθρώπου. Ήτοι, το ανωτέρω αποτελεί έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, αφού για την ολοκλήρωσή του απαιτείται η επέλευση συγκεκριμένου κινδύνου για τη ζωή ή υγεία ανθρώπου, χωρίς να είναι αναγκαία και η επέλευση θανάτου ή σωματικής βλάβης [βλ. Ολ ΑΠ 641/82 ΟΧ ΚΓ 81, 1885/87 ΠΧ ΛΗ 401]. Ο κίνδυνος δεν είναι απαραίτητο να είναι άμεσος και επικείμενος, αλλά αρκεί να δημιουργήθηκε με την πράξη ή παράλειψη του δράστη η κατάσταση, που με τις συντρέχουσες γενικά περιστάσεις, εμπεριέχει σοβαρή πιθανότητα μελλοντικής πρόκλησης θανάτου ή βλάβης της υγείας ανθρώπου, όπως με τη μέλλουσα χρησιμοποίηση του κατασκευάσματος, σύμφωνα με τον προορισμό του [σχετ. ΑΠ 892/00 ΠΧ Ν 163, 1115/98 ΠΧ ΜΘ 647 και δ] δόλος ή αμέλεια του δράστη. Ο δόλος συνίσταται στη γνώση ότι ο δράστης παραβαίνει κοινώς παραδεδεγμένους τεχνικούς κανόνες και τη θέληση να τους παραβεί, καθώς και τη γνώση ότι από την ενέργεια ή παράλειψη του προκαλείται κίνδυνος για τη ζωή ή υγεία ανθρώπου, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Η αμέλεια κρίνεται κατά το άρθρο 28 και μπορεί να είναι συνειδητή ή μη ενσυνείδητη, και ε] αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του κινδύνου που προέκυψε και της αποδειχθείσης παραβίασης κανόνα οικοδομικής [βλ. Ποινικός Κώδικας Μ. Μαργαρίτη έκδ. 2003 σχόλια και νομολογία κάτωθι άρθρου 286]. Η πράξη είναι τετελεσμένη μόλις δημιουργήθηκε ο κίνδυνος ο σχετικός με τη ζωή κλπ έστω και στο μέλλον. Αν όμως δεν προκλήθηκε κίνδυνος, διότι η αποκατάσταση του σφάλματος έγινε αμέσως, δεν τελέσθηκε η πράξη [ΑΠ 217/98 ΠΧ ΜΗ 802]. Περαιτέρω, κατά το αρθρ. 1 του Π.Δ. 13/22-4-1929 διακρίνονται τέσσερις περιπτώσεις επικίνδυνων οικοδομών. Επικίνδυνοι από απόψεως στατικής και δομικής, από απόψεως υγιεινής, από απόψεως ασφαλείας κατά του πυρός και από απόψεως κυκλοφορίας του κοινού στον εσωτερικό χώρο [παρ. 1]. Οικοδομή και γενικά κατασκευή θεωρείται επικίνδυνη από απόψεως στατικής και δομικής [κοινώς ετοιμόρροπη] όταν λόγω ανεπαρκούς ή κακής θεμελίωσης, κακής ποιότητας ή συνθέσεως των υλικών από τα οποία αποτελείται, κακότεχνης εργασίας δομήσεως, υποσκαφής ή διαβρώσεως από ύδατα ή άλλα υγρά, ακατάλληλης διάταξης ή σύνδεσης ή ανεπαρκών διαστάσεων των στοιχείων της δεν παρουσιάζει εν όλων ή εν μέρει την απαιτούμενη για τα φορτία, τα οποία θα βαστάζει και γενικά τον προορισμό της ασφάλεια....... Οσάκις υφίστανται σαφείς ενδείξεις του κινδύνου που εκδηλώνονται με σημαντικές καθιζήσεις, παρεκκλίσεις, αποσυνθέσεις μαζών τοιχοποιίας, ρωγμών που δηλώνουν στατική ανεπάρκεια σε σημείο επικίνδυνο, ο κίνδυνος θεωρείται ως άμεσος και η κατασκευή χαρακτηρίζεται κοινώς ως επικινδύνως ετοιμόρροπη. Το ίδιο ισχύει και όταν δεν υπάρχουν μεν τέτοιες εξωτερικές ενδείξεις, αλλά από τον υπολογισμό ή τον τρόπο δόμησης ή την επενέργεια ορισμένων γνωστών αιτίων προκύπτει αναμφισβήτητα η ύπαρξη κινδύνου [παρ. 2]. Η δεύτερη κατηγορουμένη Χ1, αρχιτέκτων μηχανικός, διατηρεί μαζί με την αδελφή της Β1 τεχνικό γραφείο στο ......... Ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 απευθύνθηκε σ' αυτήν και της ανέθεσε προφορικά την κατεδάφιση της σεισμόπληκτης [από τους σεισμούς του 1999] οικοδομής του και την εκπόνηση αρχιτεκτονικής μελέτης για την ανοικοδόμηση νέας τριώροφης οικοδομής με πυλωτή, υπόγειο και δώμα, εντός οικοπέδου ιδιοκτησίας του, ευρισκόμενο στη συμβολή των οδών ......... και ........ στο ....., καθώς και την επίβλεψη των εργασιών κατασκευής. Ως αμοιβή της συμφωνήθηκε και καταβλήθηκε από αυτόν το ποσό των 2.900.000 δρχ., ενώ από την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, προκύπτει ότι εκτός των ανωτέρω η κατηγορουμένη έλαβε επιπλέον 500.000 δρχ. Περαιτέρω ο πολιτικώς ενάγων απευθύνθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο Χ2, εργολάβο οικοδομών με τον οποίον συμφώνησε προφορικά να προβεί στην κατασκευή της ως άνω οικοδομής, ήτοι κατασκευή οικοδομικού σκελετού, καλούπωμα, τοποθέτηση σκυροδέματος, σιδέρωμα σκελετού, με δικό του προσωπικό, αντί τιμήματος 19.000.000 δρχ., έναντι του οποίου όπως απεδείχθη του κατέβαλε 10.000.000δρχ. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάθεση του έργου από τον πολιτικώς ενάγοντα έγινε μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Σεπτεμβρίου 1999, οπότε όπως προκύπτει από το αρ. φ. 2184/20-12-1999 ΦΕΚ παρεχόταν η δυνατότητα εφαρμογής κατ' επιλογήν είτε των παλαιών διατάξεων που ίσχυαν τότε, ήτοι του Νέου Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού [ΝΕΑΚ], είτε των νέων που θεσπίζονταν, από 15-12-1999 με τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό [ΕΑΚ]. Με την αρ. Δ.7α/160/5/φν 429 δε απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ παρατάθηκε επί ένα εξάμηνο η προθεσμία για την έναρξη της αποκλειστικής εφαρμογής του ΕΑΚ-2000 και του ΕΚΟΣ [Ελληνικού Κανονισμού για τη Μελέτη και Κατασκευή Έργων από Οπλισμένο Σκυρόδεμα, ΦΕΚ Β' 1329/6-11-2000] και ορίσθηκε νέα προθεσμία η 30-6-2001. Έτσι, η κατηγορουμένη Χ1 συνέταξε την αρχιτεκτονική μελέτη, επειδή όμως λόγω της ιδιότητας της δεν είχε τη δυνατότητα να εκπονήσει και τη στατική μελέτη, ανέθεσε τη σύνταξη της στον πολιτικό μηχανικό ........., την υπέγραψε δε μόνον η ίδια και όχι και ο συντάξας αυτή μηχανικός, με αποτέλεσμα στον πολιτικώς ενάγοντα να παρουσιάζεται ότι και η στατική μελέτη της οικοδομής είχε εκπονηθεί από την ίδια. Αφού δε ο πολιτικώς ενάγων κατέβαλε προς αυτήν όλη τη συμφωνηθείσα αμοιβή της, ήτοι τόσο για τη σύνταξη της αρχιτεκτονικής και στατικής μελέτης, όσο και για την επίβλεψη της ανέγερσης της οικοδομής, εκδόθηκε στις ........ η .......... άδεια οικοδομής του προαναφερθέντος ακινήτου, στην οποίαν η κατηγορουμένη Χ1, αναφέρεται ως επιβλέπουσα μηχανικός: α] για τη γενική επίβλεψη, β] για την επίβλεψη του φέροντα οργανισμού, γ] για την επίβλεψη θερμομόνωσης κλπ....... Το ότι δε η κατηγορουμένη είχε αναλάβει και την επίβλεψη αυτής προκύπτει από την από 10-7-2000 δήλωση της ως επιβλέπουσα μηχανικός για τον στατικό υπολογισμό της οικοδομής, στην οποίαν δήλωσε υπεύθυνα μεταξύ άλλων ότι : 1] ..., 2]..., 3]..., 4] Θα συμμορφωθεί πλήρως κατά την κατασκευή προς τις διατάξεις του Νέου Κανονισμού για τη Μελέτη και Κατασκευή Έργων από Οπλισμένο Σκυρόδεμα, 5] Ότι συνεχώς θα παρακολουθεί και θα ελέγχει την ορθή και ακριβή τοποθέτηση των οπλισμών, τη στατική επάρκεια των ξυλοτύπων, τη σύμφωνη προς την μελέτη από πάσης απόψεως επιμελημένη εκτέλεση του σκυροδέματος, υπέχουσα πλήρη και ακέραιη την ευθύνη επί πάντων των ζητημάτων τούτων. Ενώ για την περίπτωση φέροντος οργανισμού από υλικά διάφορα του οπλισμένου σκυροδέματος: 1] Ότι συμμορφώθηκε πλήρως προς τον ισχύοντα Νέο Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό Έργων από Οπλισμένο Σκυρόδεμα, 2] Ότι αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για την ακρίβεια των υπολογισμών και 3] Ότι κατά την εκτέλεση θα προβεί στην έγκαιρη και επιμελημένη σύνταξη των σχεδίων των λεπτομερειών. Εξάλλου, από την στατική μελέτη αποδεικνύεται ότι η κατηγορουμένη είχε εφαρμόσει το νέο οικοδομικό κανονισμό [2000], αφού αποτυπώνονται σ' αυτήν οι λεπτομέρειες των αγκυρώσεων των διαμηκών οπλισμών δοκών επί δοκών και σε ακραία υποστυλώματα, όπως επιβλήθηκαν από τον τελευταίο κανονισμό. Ο πολιτικώς ενάγων λόγω της επαγγελματικής δραστηριότητας του, ως τεχνικός εγκαταστάσεων κεραιών κινητής τηλεφωνίας στην εταιρία SΙΕΜΕΝS, απουσίαζε όλες τις ημέρες της εβδομάδας εκτός Αττικής [βλ. από ....... βεβαίωση της εργοδότριας εταιρίας], γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την εκ μέρους του παρακολούθηση των εργασιών της οικοδομής και την παροχή εντολών και κατευθύνσεων προς τους εργάτες, ανεξαρτήτως της ελλείψεως και των απαιτουμένων ειδικών γνώσεων. Αλλά ούτε και η σύζυγός του, υπάλληλος στο ΤΕΒΕ Περιστερίου είχε τη δυνατότητα να παρευρίσκεται στην οικοδομή για την παραλαβή των υλικών και εκτέλεση των εργασιών. Επομένως, απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του 2ου κατηγορουμένου για την αυτεπιστασία του εγκαλούντος. Ο τελευταίος, όπως απεδείχθη, επισκεπτόταν την οικοδομή κυρίως τα Σαββατοκύριακα, όταν επέστρεφε από τα εκτός Αθηνών καθήκοντα του [βλ. σχετ. τιμολόγια και αποδείξεις ξενοδοχείων]. Τον Απρίλιο του 2001 έγινε έναρξη εργασιών, ήτοι χάραξη και εκσκαφή του υπογείου [επ' αυτού βλ. από 8-4-2002 σημείωμα της Χ1 ενώπιον Μον. Πρωτοδικείου Αθηνών]. Όπως προέκυψε από την κατάθεση του, από τις πρώτες επισκέψεις του σ' αυτή διαπίστωσε ότι τα ράμματα της οικοδομής δεν βρίσκονταν σε ευθεία γραμμή με την οικοδομική γραμμή, αλλά βρίσκονταν 20 εκ. πέραν αυτής, γεγονός που επιβεβαιώθηκε εκ των υστέρων και από την Πολεοδομία Περιστερίου, όπως προκύπτει από το ........... έγγραφο της. Διαμαρτυρήθηκε στον εργολάβο και αυτός διέκοψε τις εργασίες έως ότου επισκεφθεί την οικοδομή η κατηγορουμένη για να δώσει οδηγίες. Όταν απευθύνθηκε στην τελευταία, αυτή του απάντησε ότι "έχω φτιάξει 400 και πηγαίνετε σπίτι σας". Οπότε αυτός, εφόσον δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις ανέμενε την πρόοδο των εργασιών, αφού είχε εμπιστοσύνη στην επιβλέπουσα μηχανικό και τον εργολάβο που επέλεξε. Με την πάροδο των εργασιών όμως διαπίστωσε ότι ενώ το οικόπεδο του είχε σχήμα παραλληλόγραμμο, στον πυρήνα της οικοδομής όπου βρισκόταν ο ανελκυστήρας, είχε σχήμα τραπεζίου...... Όταν εκ νέου κάλεσε την κατηγορουμένη για να τον πληροφορήσει τι πρόκειται να γίνει, αυτή του είπε να μη στενοχωριέται και "λίγο στραβό να βγει δεν πειράζει, δεν θα περάσουμε από έλεγχο". Όταν πλέον είχε πέσει και η πλάκα, η κατηγορουμένη του είπε "μας έφυγε πολύ η πλάκα". Ο 1ος κατηγορούμενος του έλεγε ότι θα το διορθώσουν ανεβαίνοντας προς τους ορόφους, έτσι όμως όλα τα δωμάτια της οικοδομής έγιναν παράγωνα. Ο πολιτικώς ενάγων άρχισε πλέον να ανησυχεί και κλήθηκε ο συντάκτης της στατικής μελέτης .........., προκειμένου από κοινού με την κατηγορουμένη να βρουν λύση. Παράλληλα, ο πολιτικώς ενάγων απέστειλε προς τον Χ2 την από 30-11-2001 εξώδικη πρόσκληση - προειδοποίηση με την οποίαν, αφού του γνωστοποιούσε τα ουσιώδη ελαττώματα που παρουσίαζε το έργο, τον καλούσε να του καταβάλει ως αποζημίωση 20.000.000 δρχ., 5.000.000 δρχ., ως διαφυγόντα κέρδη και 10.000.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, άλλως ότι θα κινήσει ποινική δίωξη εναντίον του. Με την από 20-12-2001 απάντησή του ο κατηγορούμενος εργολάβος ζήτησε την καταβολή της υπόλοιπης οφειλής του εξ 7.000.000 δρχ., ισχυριζόμενος ότι το έργο που ανέλαβε εκτελέσθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Εν συνεχεία ο πολιτικώς ενάγων κοινοποίησε την από 4-1-2002 εξώδικη πρόσκληση-προειδοποίηση προς την 2η κατηγορουμένη, με την οποία, αφού της γνωστοποιούσε τα ουσιώδη ελαττώματα του έργου, την καλούσε να του καταβάλει 10.000.000 δρχ., ως προκαταβολή, προκειμένου να προβεί άμεσα στις απαιτούμενες ενέργειες αναφορικά με τη ζημία, καθώς και 10.000.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς της. Η τελευταία με την από 30-1-2001 απάντηση της αρνείτο τους ισχυρισμούς του πολιτικώς ενάγοντος περί ουσιωδών ελαττωμάτων του έργου και τον καλούσε να της ζητήσει συγγνώμη, δηλώνοντάς του παράλληλα ότι παραιτείται από την ιδιότητά της ως Μηχανικού του έργου και ότι θα του ζητήσει αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που της προξένησε. Η παραίτησή της όμως δεν υπεβλήθη στην Πολεοδομία όπως προκύπτει από την ......... έγγραφο της εν λόγω υπηρεσίας, αλλά και από την από 5-4-05 αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος στην Πολεοδομία, με την οποία ανακοίνωνε ότι δεν είχε πλέον καμία συνεργασία με αυτήν, ότι ήδη είχε ορίσει άλλην επιβλέπουσα μηχανικό στην οικοδομή του. Μετά από αυτά ο πολιτικώς ενάγων και η συνιδιοκτήτρια σύζυγός του ζήτησαν από τον πολιτικό μηχανικό ........ τη διενέργεια αυτοψίας στην οικοδομή, πράγματι δε ο τελευταίος συνέταξε την από ....... τεχνική έκθεση του στην οποίαν αναφέρει ότι: Διαπίστωσε τόσο κακοτεχνίες όσο και σημαντικές παραβάσεις των κανόνων όπλισης και διαμόρφωσης των σιδηρών ράβδων κατά την κατασκευή του φέροντος οργανισμού [κεφάλαιο 17 και 18 του Κανονισμού]. Επιβεβαιώνεται δε σ' αυτήν ότι: 1] η λαθεμένη αποτύπωση του οικοπέδου που είχε σαν φυσικό επακόλουθο την σε λάθος θέση κατασκευή ορισμένων υποστυλωμάτων και τοιχείων, με κύριο τελικό αποτέλεσμα, το φρεάτιο του ανελκυστήρα να μην είναι πλέον ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, αλλά τραπέζιο, με ό,τι μπορεί αυτό να συνεπάγεται στη ζωή του κτιρίου και κατά δεύτερο την διαφορετική γεωμετρία μελέτης και κατασκευής. Ότι δηλαδή διαπιστώθηκε απόκλιση στις διαστάσεις της μελέτης από τις τελικές διαστάσεις της κατασκευής. 2] Ότι σε πολλές περιοχές των υποστυλωμάτων όλων των ορόφων του κτιρίου υπάρχουν κενά σκυροδέτησης, κοιλότητες μέσα στη μάζα τους, λόγω ανεπαρκούς δόνησης του σκυροδέματος κατά την έγχυση, με αποτέλεσμα να μην έχουν καλυφθεί, όπως επιβάλλεται από τον Κανονισμό, οι ράβδοι του οπλισμού. 3] Ότι υπάρχουν αρκετές τρύπες στη μάζα του σκυροδέματος από τα ικριώματα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των τοιχείων του ανελκυστήρα, που δεν καλύφθηκαν, παρά το γεγονός ότι η σκυροδέτηση των τοιχείων είχε τότε ολοκληρωθεί. Επίσης, ο ανωτέρω διαπίστωσε: 1] Ανεπαρκή επικάλυψη των ράβδων του οπλισμού με σκυρόδεμα, ήτοι δεν τηρήθηκε το Κεφάλαιο 5.1 του Νέου Κανονισμού για τη μελέτη και κατασκευή έργων από σκυρόδεμα με τα απαραίτητα πάχη επικάλυψης των σιδηρών οπλισμών, τόσο στις πλάκες και στις δοκούς όσο και στα υποστυλώματα, με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις που συνεπάγεται αυτό. Ότι δε η μη τήρηση της απαίτησης αυτής επηρεάζει δυσμενώς την ανθεκτικότητα σε διάρκεια του υπόψη έργου. 2] Ανεπαρκή αγκύρωση οπλισμού πλακών και δοκών, ήτοι οι ράβδοι των δύο δοκών που συναντώνται στην ακραία στήριξη δεν αγκυρώνονται επαρκώς μέσα στο υποστύλωμα, ότι ο τρόπος όπλισης του ελεύθερου άκρου είναι πλημμελής και ότι οι συνδετήρες των δοκών θα έπρεπε να προεκτείνονται προς τη μαρκίζα και όχι προς την πλάκα, ενώ συμπληρώνει ότι "ο εφελκόμενος οπλισμός δοκού στον γ' όροφο είναι ριγμένος κυριολεκτικά μάτσο στον πυθμένα της δοκού, χωρίς δηλαδή την τήρηση των πλέον στοιχειωδών κανόνων όπλισης". 3] Ότι οι πεδιλοδοκοί της θεμελίωσης δεν έχουν κλειστούς συνδετήρες, όπως επιβάλλεται, αλλά για λόγους διευκόλυνσης στην τοποθέτηση των διαμηκών ράβδων του οπλισμού έχουν διαμορφωθεί με δύο ανοικτά Π. 4] Ανεπαρκή αγκύρωση οπλισμού διάτμησης στα υποστυλώματα: Ότι δεν εφαρμόσθηκαν οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες που αφορούν στους συνδετήρες των υποστυλωμάτων. Αντί αυτών αρκετές φορές κατέφυγαν σε απλουστευμένες και ανορθόδοξες λύσεις, που είχαν σαν επακόλουθο την ανεπαρκή αγκύρωση των συνδετήρων των ίδιων μέσα στη μάζα του σκυροδέματος και κατ' επέκταση στην ανεπαρκή περίσφυξη των υποστυλωμάτων. Διαπίστωσε δε ότι ο εγκάρσιος οπλισμός [συνδετήρες] στο υποστύλωμα Κ3 δεν είναι αυτός που φαίνεται στα εγκεκριμένα σχέδια, αλλά συντίθεται από δύο κλειστούς συνδετήρες στις δύο άκρες του τοιχείου και δύο επίπεδες ράχες από δομικό πλέγμα που καλύπτει τις δύο μεγάλες πλευρές του δομικού στοιχείου, χωρίς σιγμοειδείς οπλισμούς [γάντζοι]. Αυτό δε συμβαίνει και στο τοιχείο του ανελκυστήρα. Πρότεινε δε να γίνει μία μελέτη επεμβάσεως στον φέροντα οργανισμό του κτιρίου: Ειδικότερα: 1] Συστηματικότερος έλεγχος όλων των υποστυλωμάτων και του εγκάρσιου οπλισμού τους, ιδιαίτερα στην πυλωτή, 2] Να υπολογισθεί η θλιπτική αντοχή του σκυροδέματος από αναγνωρισμένο εργαστήριο. 3] Να ελεγχθεί η στατική μελέτη και να ληφθούν υπόψη οι αποκλίσεις που έχουν διαπιστωθεί στη γεωμετρία μελέτης και κατασκευής. 4] Να μελετηθεί η διάταξη του φέροντος οργανισμού, η αντοχή της κατασκευής, η ευκαμψία της και η πλαστικότητα της. Αφού πραγματοποιηθούν τα ανωτέρω θα είναι δυνατόν να καθορισθεί εάν η μελέτη επεμβάσεως που θεωρείται απαραίτητη θα είναι τοπικού ή γενικού χαρακτήρα, θα έχει δε ως στόχο να αποκαταστήσει την απώλεια σεισμικής ικανότητας που θεωρεί ότι έχει υποστεί η οικοδομή λόγω των κακοτεχνιών, των λειψών οπλισμών και των άλλων παραλείψεων που διαπιστώθηκαν. Ο ανωτέρω, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατέθεσε ότι θυμάται τις ανωτέρω κακοτεχνίες και παραλείψεις οι οποίες παραβίαζαν ένα νέο κανονισμό, καθώς και ότι η οικοδομή δεν ήταν εντελώς ορθογώνια, ενώ καθόσον αφορά στις αγκυρώσεις επιβεβαιώνει ότι αυτές δεν έχουν γίνει σωστά και δεν είναι κατάλληλες, αφού σύμφωνα με τον καινούργιο κανονισμό κάθε σίδερο πρέπει να αγκυρώνεται [σελ. 27], ότι δε επηρεάζεται η οικοδομή από τις αγκυρώσεις. Συμπληρώνει δε ότι "η οικοδομή είναι σε περίοδο που οι μηχανικοί είχαν ενημερωθεί από το ΤΕΕ" και ότι "παραβίαζαν ένα καινούργιο κανονισμό". Ως προς την προτεινόμενη δε με την έκθεση του μελέτη επεμβάσεως, καταθέτει ότι αυτή πρέπει να γίνει για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν άλλα στοιχεία δυσμενή, έτσι ώστε πριν φορτωθεί η οικοδομή να διαπιστωθεί εάν χρειάζεται ενίσχυση. Χαρακτηρίζει δε πράσινη την οικοδομή, όπως την άφησε η επιβλέπουσα μηχανικός, πλην όμως πρέπει να αναφερθεί ότι η οικοδομή δεν είναι αποπερατωμένη, ούτε φέρει το πλήρες φορτίο της, μόνον δε μετά την καταπόνηση από σεισμό, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί από τους αρμοδίους ως πράσινη. Αναιρεί δε τέλος όσα ανέφερε σχετικά με τα σίδερα του οπλισμού δοκού στον γ' όροφο ότι είναι ριγμένα μάτσο στον πυθμένα της δοκού. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το ...... έγγραφο της Πολεοδομίας Περιστερίου, έως τότε δεν είχε κατατεθεί εκ μέρους της κατηγορουμένης φάκελος αναθεώρησης της ....... άδειας για επισκευές, ούτε όμως και δήλωση παραίτησής της από επιβλέπουσα μηχανικός. Εν συνεχεία ο πολιτικώς ενάγων υπέβαλε την από 25-2-2002 αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την οποίαν ζητούσε τη διενέργεια συντηρητικής πραγματογνωμοσύνης, επί της οποίας εκδόθηκε η 3376/2002 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του ως άνω δικαστηρίου, με την οποίαν ορίσθηκε πραγματογνώμονας ο ....... και σε αντικατάσταση αυτού τελικά η ........ [6417/02 απόφαση Μ.Πρ.Α]. Η τελευταία, μετά την αποτυχημένη πρώτη της προσπάθεια να διαπιστώσει την κατάσταση της οικοδομής, αφού μετέβη στις 2-11-2002 συνέταξε την από ....... έκθεσή της, στην οποίαν απαντώντας στα ερωτήματα που τέθηκαν από την ως άνω απόφαση, αποφάνθηκε ότι : Α] Σε όλους τους ορόφους διαπίστωσε ότι η κατασκευή παρουσιάζει ανεπαρκή επικάλυψη των σιδηρών οπλισμών με σκυρόδεμα τόσο στις πλάκες και στις δοκούς όσο και στα υποστυλώματα. Ότι δεν τηρήθηκαν τα απαραίτητα πάχη στη φάση της κατασκευής [2, 5 εκ.], σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να διακρίνει κανείς τον οπλισμό με γυμνό μάτι, ενώ οι τιμές της επικάλυψης που καθορίζονται στο κεφάλαιο 5.1 του κανονισμού για την κατασκευή έργων από οπλισμένο σκυρόδεμα και η μη τήρηση τους επηρεάζουν αρνητικά την ανθεκτικότητα σε διάρκεια του έργου. Β] Ότι σε πολλά σημεία των υποστυλωμάτων, όλων των ορόφων του κτιρίου υπάρχουν κενά [κοιλότητες] μέσα στη μάζα τους, προφανώς λόγω μη σωστής συμπύκνωσης του σκυροδέματος με δονητή κατά την έκχυση του, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 9 του κανονισμού τεχνολογίας σκυροδέματος. Ότι δε το γεγονός αυτό έχει, ως αποτέλεσμα σε πολλά σημεία να μην έχουν καλυφθεί οι ράβδοι του οπλισμού και να είναι αυτοί ορατοί με γυμνό μάτι. Αναφέρει δε ότι την ανωτέρω κακοτεχνία παρατήρησε στα υποστυλώματα: Υπόγειο: Κ8, ΚΙ2, Κ5, Πυλωτή: Κ3, Κ8, Κ10, Πρώτος όροφος: Κ10, Κ9, Κ4, Β' όροφος : Κ9, Κ4, Κ8 και Γ' όροφος Κ10. Γ] Ότι εξαιτίας των ανωτέρω κακοτεχνιών είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς ότι η αγκύρωση του οπλισμού διατμήσεως στα υποστυλώματα δεν είναι επαρκής και σύμφωνη με τους κανόνες όπλισης, όπως ορίζονται στα κεφάλαια 17 και 18 του Κανονισμού μελέτης και Κατασκευής Έργων από Σκυρόδεμα. Ότι περαιτέρω παρατήρησε στα υποστυλώματα: Πυλωτής : Κ3, Κ8, Κ12, Κ5, Κ2, Κ10, τοιχείο Ανελκυστήρα, Α όροφος : Κ3, Κ12, Κ8 και τοιχείο ανελκυστήρα, Β' όροφος : ΚΙ2, Κ9, Κ4 και τοιχείο ανελκυστήρα και Γ' όροφος: Κ10 και τοιχείο ανελκυστήρα, ανεπαρκή αγκύρωση των ίδιων συνδετήρων και κατ' επέκταση ανεπαρκή περίσφυξη των υποστυλωμάτων. Δ] Ότι εξαιτίας της ανυπαρξίας επικάλυψης του οπλισμού των πεδιλοδοκών θεμελίωσης, παρατήρησε ότι οι πεδιλοδοκοί Δ8, Δ16 και Δ14 δεν έχουν κλειστούς συνδετήρες, όπως ορίζεται στα κεφάλαια 17 και 18 του Κανονισμού Μελέτης και Κατασκευής Έργων από οπλισμένο Σκυρόδεμα, για την ισχυροποίηση των πέδιλων που συνδέουν οι δοκοί αυτοί τόσο απέναντι στα κυρίως φορτία όσο και απέναντι στα σεισμικά φορτία. Στ] Στα τοιχεία του ανελκυστήρα υπήρχαν αρκετές τρύπες στη μάζα του σκυροδέματος από τα ικριώματα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους. Ότι τέλος, διαπίστωσε την ύπαρξη μεγάλης ποσότητας νερού μέσα στο υπόγειο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι εύκολα επισκέψιμο. Καταλήγοντας η ως άνω πραγματογνώμονας κρίνει ότι επαπειλείται η στατική ασφάλεια του επιδίκου κτιρίου. Ενώπιον δε του παρόντος Δικαστηρίου, η ως άνω μάρτυρας επιβεβαίωσε τα αναφερόμενα στην έκθεση της κατέθεσε δε ότι, εάν γίνει σωστή και τεκμηριωμένη μελέτη και γίνουν επισκευές και επεμβάσεις θα επιδιορθωθεί ο οπλισμός, ενώ σχετικά με την ύπαρξη νερού στο υπόγειο αναφέρει ότι πρέπει να γίνουν κάποιες μονώσεις, αυτό όμως δεν είναι επικίνδυνο [σελ. 32], καθώς και ότι είναι μεγάλες βλάβες επισκευάσιμες [σελ. 33]. Τις ανωτέρω διαπιστώσεις της ανέφερε και στο Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου, οπότε μετά από αυτοψία που διενήργησαν μηχανικοί της Υπηρεσίας αυτής στις ....... διατάχθηκε άμεση διακοπή των εργασιών, διότι: 1] παρατηρήθηκε σε αρκετά σημεία υποστυλωμάτων, δοκών και στο κλιμακοστάσιο και σε κόμβους, υπάρχουν κενά σε μεγάλο βάθος, λόγω μη σωστής συμπύκνωσης του σκυροδέματος κατά την έγχυση, 2] όλη η κατασκευή παρουσιάζει ανεπαρκή επικάλυψη των σιδηρών οπλισμών σε βαθμό που αυτός να φαίνεται με γυμνό μάτι και λόγω του γεγονότος αυτού είναι εμφανές ότι δεν έχουν γίνει σωστά οι αγκυρώσεις των συνδετήρων, όπως προβλέπονται από την μελέτη και τους ισχύοντες κανονισμούς, 3] στον τρίτο όροφο οι ράβδοι των δοκών που συναντώνται στην ακραία στήριξη δεν αγκυρώνονται μέσα στα υποστυλώματα, 4] σε ορισμένα σημεία υποστυλωμάτων και δοκών δεν έχει γίνει σωστά η τοποθέτηση οπλισμών και 5] παρατηρήθηκε στο υπόγειο μεγάλη ποσότητα νερού. Καλούσε δε την κατηγορουμένη και τον πολιτικώς ενάγοντα: α] να προβούν σε έλεγχο ποιότητας σκυροδέματος και β] να προβούν στις απαιτούμενες επισκευές των κακοτεχνιών, αφού πρώτα υποβληθούν στην υπηρεσία οι απαιτούμενες μελέτες, τεχνικές περιγραφές, κατασκευαστικά σχέδια και δηλώσεις ανάθεσης-ανάληψης από πολιτικό μηχανικό, εντός 60 ημερών από της παραλαβής του εν λόγω εγγράφου. Εν συνεχεία δε όπως απεδείχθη, με το ........ έγγραφο της η ίδια Υπηρεσία γνωστοποίησε στον πολιτικώς ενάγοντα και άλλες διαφορές των αρχιτεκτονικών και στατικών σχεδίων της οικοδομής. Η κατηγορουμένη επιβλέπουσα μηχανικός κατά της προαναφερόμενης διακοπής εργασιών της οικοδομής υπέβαλε την από 23-7-2003 ένστασή της, ενώ την 1-8-2003 υπέβαλε δήλωση ανάληψης μελετών-επιβλέψεων για την αναθεώρηση της ...... οικοδομικής άδειας για ενίσχυση της οικοδομής. Ο πολιτικώς ενάγων δεν υπέβαλε δήλωση ανάθεσης, με αποτέλεσμα να μην ελεγχθεί ο φάκελος αναθεώρησης [βλ. ........ έγγραφο Πολεοδομικού γραφείου Δ. Περιστερίου], αφού ήδη είχε κλονισθεί η εμπιστοσύνη του στην επιβλέπουσα μηχανικό του έργου. Εξάλλου, μετά από εντολή της κατηγορουμένης έγινε από την εταιρία ΔΟΜΟΕΡΕΥΝΑ στις ...... έλεγχος ομοιομορφίας και αντοχής του σκυροδέματος [βλ. και σχετ. βεβαίωση εταιρίας "Αθανάσιος Αγγέλου και Υιοί ΑΒΕΕ"]. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι μετά την από 22-2-02 αναφορά της συνιδιοκτήτριας ........ προς το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, η 2η κατηγορουμένη παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο με την 36/02 απόφαση του επέβαλε σ' αυτήν την ποινή της επίπληξης, διότι δεν προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να μη θέσει σε κίνδυνο την υπόληψη της ίδιας και της τάξης των Μηχανικών. Κατά της αποφάσεως αυτής όμως ασκήθηκε από τον Πρόεδρο του ΤΕΕ η από 31-3-05 έφεση, επί της οποίας δεν εκδόθηκε ακόμη απόφαση. Η 2η κατηγορουμένη με την από 28-7-2003 αίτησή της προς το ΤΕΕ ζήτησε τον ορισμό πραγματογνώμονα για να γνωμοδοτήσει σχετικά με το είδος και μέγεθος των κακοτεχνιών, καθώς και κατάλληλο τρόπο και μέθοδο επισκευής τους για την πλήρη αποκατάσταση, ώστε η οικοδομή να μην έχει κανένα πρόβλημα στατικής επάρκειας, αναγνωρίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο και η ίδια την ύπαρξη του ως άνω προβλήματος. Το ΤΕΕ όρισε ως πραγματογνώμονα τον πολιτικό μηχανικό .........., ο οποίος στη από ........ έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναφέρει ότι διαπίστωσε τα ακόλουθα: Α] Σχετικά με την ορθή χάραξη της οικοδομής, υπάρχει μικρή μετατόπιση ορισμένων υποστυλωμάτων, με αποτέλεσμα το φρεάτιο του ανελκυστήρα να αποκλίνει από το ορθογώνιο σχήμα. Β] Τηρήθηκε ο κύριος οπλισμός των δοκών, πλακών και υποστυλωμάτων, με εξαίρεση το υποστύλωμα Κ3 [30/140] του ισογείου, στο οποίο δεν τοποθετήθηκε μεσαίος οπλισμός 4Φ20, όπως προέβλεπε η στατική μελέτη, αλλά 4Φ12. Γ] Ότι οι συνδετήρες των υποστυλωμάτων της πυλωτής δεν έχουν τη σωστή διαμόρφωση και στα δύο άκρα τους [άγκιστρα], ενώ στους ορόφους έχει αγκυρωθεί το ένα άκρο, με αποτέλεσμα την ανεπαρκή περίσφιγξη κατά τα κεφάλαια 17 και 18 του ΕΚΟΣ 2000. Δ] Δεν παρατηρήθηκε μακροσκοπικά έλλειψη συνδετήρων. Ε] Ανεπαρκή επικάλυψη του οπλισμού όλων των στοιχείων σκυροδέματος. Ο οπλισμός σε ορισμένα σημεία είναι επιφανειακός και ορατός. ΣΤ] Μικρά και άνευ σημασίας κενά σκυροδέτησης σε υποστυλώματα στην περιοχή των οπλισμών και επιφανειακές κοιλότητες λόγω πυκνού οπλισμού. Επίσης στα τοιχεία του ανελκυστήρα έχουν παραμείνει τρύπες από τα ικριώματα κατασκευής [Φ, Φ2, Φ4, Φ5, Φ6, Φ7, Φ8]. Ζ] Οι συνδετήρες των πεδιλοδοκών θεμελίωσης είναι επιφανειακοί και ίσως όχι κλειστοί [Φ3, Φ4]. Συμπερασματικά δε καταλήγει ότι: 1] Δεν εφαρμόσθηκαν πλήρως οι κατασκευαστικές διατάξεις για τους συνδετήρες, τις αγκυρώσεις και τις επικαλύψεις οπλισμών. 2] Ότι οι διαπιστωθείσες ελλείψεις στα επί μέρους φέροντα στοιχεία του σκελετού δεν αποτελούν προβληματικότητα, στην παρούσα φάση, για την ασφάλεια της κατασκευής σε στατικά και δυναμικά φορτία [σεισμός], διότι ο σκελετός φέρει μόνο το ίδιο βάρος του σκυροδέματος και όχι το σύνολο των φορτίων [τοιχοποιίες, επικαλύψεις, κινητά]. Από το ανωτέρω συμπέρασμα του συνάγεται ότι, όταν ο σκελετός θα φέρει το σύνολο του φορτίου του, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τον προορισμό του, δεν θα είναι ασφαλής. 3] Ότι ο σκελετός δεν παρουσιάζει ρηγματώσεις, καθιζήσεις ή παραμορφώσεις, όπως φάνηκε στην από ..... αυτοψία. Λόγω όμως των παραλείψεων και κακοτεχνιών που προαναφέρθηκαν κλίνεται απαραίτητο, πριν ληφθεί οποιαδήποτε τελική απόφαση επέμβασης, να γίνουν κατά σειρά οι παρακάτω ενέργειες, προς αποκατάσταση όλων των ατελειών ήτοι: α] Έλεγχος ποιότητας σκυροδέματος, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πραγματική αντοχή του στην εκπόνηση των μελετών, β] Η ποιότητα του χάλυβα μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, βάσει του συνημμένου πιστοποιητικού, γ] Στατικός επανέλεγχος της οικοδομής προς εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων, σχετικά με την περίσφιγξη των υποστυλωμάτων, δ] Μελέτη επισκευής-ενίσχυσης, η οποία θα περιλαμβάνει εναλλακτικούς, τρόπους ενίσχυσης με κριτήρια την τεχνική δυνατότητα υλοποίησης και τη βέλτιστη οικονομοτεχνικά λύση. Συμπερασματικά, προκειμένου να εφαρμοσθούν οι κανόνες της τέχνης και της επιστήμης όλα τα ανωτέρω είναι αδήριτη και επιτακτική ανάγκη να μελετηθούν και να επιβλεφθούν από διπλωματούχους πολιτικούς μηχανικούς μέλη του ΤΕΕ. Προτείνει δε τις ακόλουθες επεμβάσεις στα επιμέρους τμήματα της κατασκευής: α] Θεμελίωση: Μανδύας έγχυτου σκυροδέματος στις περιμετρικές πεδιλοδοκούς προς εξασφάλιση της συνάφειας των συνδετήρων και της προστασίας του κύριου οπλισμού. Πλήρωση των κενών στο δάπεδο με έγχυτο σκυρόδεμα για πλήρη στεγάνωση. β] Πυλωτή, η οποία αντισεισμικά είναι ο πιο ευάλωτος όροφος: Ενίσχυση των υποστυλωμάτων με τετράπλευρους ή τρίπλευρους [για τα υποστυλώματα των μεσοτοιχιών] μανδύες από σκυρόδεμα και με την προσθήκη νέων συνδετήρων τουλάχιστον Φ10/10. γ] Όροφοι: Για τα υποστυλώματα των ορόφων προτείνεται επέμβαση, αφού προηγουμένως γίνει ηλεκτροσυγκόλληση των άκρων των συνδετήρων. Αυτό το τελευταίο ισχύει σε κάθε περίπτωση ενίσχυσης, εκτός από την περίπτωση ενίσχυσης με τετράπλευρους μανδύες, δ] Για τα κενά του σκυροδέματος χρήση πολυμερικού σκυροδέματος, ε] Για τα τοιχεία του ανελκυστήρα τοποθέτηση διαμπερών βλήτρων προς αποκατάσταση του σιγμοειδούς οπλισμού "S" που λείπει, τουλάχιστον 4Φ12/Μ2. Στο πόρισμά του αναφέρει ότι "ο φέρων οργανισμός, όπως υφίσταται σήμερα, κρίνεται ικανοποιητικός σε μεγάλο βαθμό στην ανάληψη στατικών και σεισμικών καταπονήσεων, δεδομένου ότι φέρει μόνο το ίδιο βάρος του. Ότι δε οι επισκευαστικές και ενισχυτικές εργασίες που προανέφερε θα αποκαταστήσουν τη φέρουσα ικανότητα του σκελετού και η οικοδομή, κατά την λειτουργία της στο μέλλον, θα μπορεί να φέρει με ασφάλεια όλα τα στατικά φορτία [μόνιμα και κινητά και τις προβλεπόμενες σεισμικές καταπονήσεις]. Εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ........ επιβεβαιώνει ότι οι ανεπαρκείς επικαλύψεις των οπλισμών έχουν σημασία για την προστασία του οπλισμού σε βάθος χρόνου, ενώ σε περίπτωση σεισμού στη φάση αυτή δεν θα έχει πρόβλημα. Στη συνέχεια δε, συμπληρώνει ότι "Πρέπει να γίνει μελέτη για να πούμε για τη στατικότητα, ο σκελετός εμπνέει κάποια εμπιστοσύνη όπως είναι, ο πυρήνας εξασφαλίζει την σταθερότητα" [σελ. 62]. Τούτο όμως, όπως προαναφέρθηκε, επειδή ο σκελετός δεν φέρει το πλήρες φορτίο του, γεγονός που ομολογεί και ο ίδιος στη συνέχεια της κατάθεσής του "Ενδεχόμενη πρόκληση ζημιών θα υπήρχε με όλα τα φορτία, θα ήταν μικρής κλίμακας αν υπήρχαν ζημίες και θα ελέγχαμε αν την εποχή που φτιάχθηκε η οικοδομή ήταν σωστή η κατασκευή της" [σελ. 63]. Σύμφωνα όμως με τα ανωτέρω κατατεθέντα από το μάρτυρα, θα έπρεπε να ελέγχεται η εφαρμογή των κανόνων της οικοδομικής μετά την πρόκληση των ζημιών και το ενδεχόμενο της ύπαρξης θυμάτων. Σχετικά δε με την έλλειψη αγκυρώσεων, κατέθεσε ότι έγινε εξαιτίας βιασύνης. Σε έργα όμως τέτοιας σημασίας δεν δικαιολογούνται ουσιώδεις παραλείψεις λόγω βιασύνης. Ενώ καταλήγει ότι "χρειάζονται οι επεμβάσεις που ανέφερα για να είναι κατοικήσιμη και ασφαλής η οικοδομή, οι επεμβάσεις είναι υλοποιήσιμες ....... Όπως είναι τώρα η οικοδομή δεν θα υπάρχει πρόβλημα, αν υπάρξουν φορτία μπορεί να υπάρξουν μικροζημιές" [σελ. 64]. Η Πολεοδομία Περιστερίου μεταγενέστερα με το ....... έγγραφό της πληροφόρησε την κατηγορουμένη ότι κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε στις ...... δεν παρατηρήθηκαν στοιχεία επικινδυνότητας και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η σύνταξη Έκθεσης Επικινδύνου Οικοδομής από την Υπηρεσίας. Εν συνεχεία, η κατηγορουμένη απευθύνθηκε και στο Τεχνικό Γραφείο ......... - ........ και ζήτησε την διενέργεια αυτοψίας. Ο πολιτικός μηχανικός .........., μετά τις συσκέψεις που είχε μαζί με τους συνιδιοκτήτες της οικοδομής και την κατηγορουμένη τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2003, αφού επισκέφθηκε το έργο, συνέταξε τη χωρίς ημερομηνία τεχνική έκθεση-μελέτη επισκευής [υιοθετώντας βασικά την έκθεση του ........] και διαπίστωσε ότι τα τοιχία του υπογείου είναι μονολιθικά συνδεδεμένα με τη θεμελίωση που είναι εσχάρα πεδιλοδοκών και το σύστημα πλάκας υπογείου [τοιχεία-πεδιλοδοκοί] έχει μεγάλη ακαμψία και καθιστά την οικοδομή μονολιθικά συνδεδεμένη με το έδαφος. Λόγω δε της μεγάλης επιφάνειας της θεμελίωσης, οι αναπτυσσόμενες τάσεις εδάφους είναι πολύ μικρότερες των προβλεφθέντων στη μελέτη και επομένως κρίνεται ότι υπάρχει επάρκεια της θεμελίωσης και ασφάλεια στην ανάληψη στατικών και σεισμικών φορτίων. Διαπίστωσε δε περαιτέρω: 1] κενά σκυροδέτησης σε αρκετά σημεία του φέροντος οργανισμού, λόγω πλημμελούς δόνησης του σκυροδέματος, 2] ότι οι επικαλύψεις των οπλισμών δεν είναι οι προβλεπόμενες σε πλάκες, δοκούς, στύλους, 3] αγκύρωση των συνδετήρων λόγω μη κατασκευής των γάντζων, 4] ύπαρξη οπών στα τοιχεία του ανελκυστήρα από τρυπόξυλα, 5] ότι η επάρκεια τοιχωμάτων 0,60 εξασφαλίζει την ανάληψη των σεισμικών δυνάμεων από τα τοιχεία και επομένως δεν απαιτείται περίσφιξη υποστυλωμάτων, 6] ότι οι μειωμένες επικαλύψεις των οπλισμών σε καμία περίπτωση δε μειώνουν την ασφάλεια της οικοδομής, αλλά δημιουργούν μόνο πρόβλημα στη συμπεριφορά του οπλισμένου σκυροδέματος στο χρόνο, 7] ότι έγινε στατικός επανέλεγχος της οικοδομής σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ΝΕΑΚ και του ΝΚΟΣ που φαίνεται στο σχετικό τεύχος στατικών υπολογισμών, 8] ότι από τους στατικούς υπολογισμούς προέκυψε επάρκεια των υφισταμένων οπλισμών και των συνδετήρων σε όλους τους ορόφους. Προτείνεται όμως η αύξηση του οπλισμού διάτμησης των στύλων των τοιχίων της πυλωτής Κ1, Κ2, Κ4, Κ8, Κ10, Κ11, Κ12, Κ13, Κ14, Κ15 με προσθήκη νέων συνδετήρων Σ Φ 10/10 από χάλυβα S500s ηλεκτροσυγκολλημένων μεταξύ τους σε μήκος 20 εκ. με συνεχή ραφή πάχους 7 mm. Στη συνέχεια να τοποθετηθούν βλήτρα 4Φ12/Μ2 πακτωμένα με εποξειδική ρητίνη, με εκτόξευση σκυροδέματος. Στον στύλο Κ3 να γίνει και προσθήκη οπλισμού. 9] Προτείνεται επίσης επίσχυση με μία στρώση ανθρακοϋφασμάτων C240 της FRΡ των στύλων Κ5, Κ6, Κ7 του ανελκυστήρα στην πυλωτή με τη σχετική προδιαγραφή. Για τους Α, Β και Γ ορόφους πρότεινε την ηλεκτροσυγκόλληση του σκέλους του συνδετήρα που δεν είναι αγκυρωμένος σε γάντζο σε όλο το μήκος για πλήρη αποκατάσταση της αγκύρωσης και βαφή του οπλισμού. Στη συνέχεια δε, πρότεινε τον τρόπο επισκευής των κακοτεχνιών που διαπίστωσε. Από την πρόταση επισκευής όμως προκύπτει ότι, ενώ αρχικά αυτός διαπίστωσε ότι "υπάρχει επάρκεια της θεμελίωσης και ασφάλεια στην ανάληψη στατικών και σεισμικών φορτίων", καταλήγει στα συμπεράσματα των υπολοίπων πραγματογνωμόνων τα οποία συγκλίνουν, αφού προτείνει την αύξηση του οπλισμού διάτμησης δέκα [10] συνολικά στύλων των τοιχίων της πυλωτής με προσθήκη νέων συνδετήρων, ενώ για τους Α, Β και Γ ορόφους προτείνει την ηλεκτροσυγκόλληση του σκέλους του συνδετήρα που δεν είναι αγκυρωμένος. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι η οικοδομή έγινε με τον κανονισμό του 1995, πλην όμως όπως προαναφέρθηκε η 2η κατηγορουμένη στην από 10-7-2000 δήλωσή της δεσμευόταν ότι θα συμμορφωθεί πλήρως κατά την κατασκευή προς τις διατάξεις του Νέου Κανονισμού για τη μελέτη και κατασκευή έργων από οπλισμένο σκυρόδεμα και επομένως αυτών των διατάξεων είχε υποχρέωση η τελευταία να επιμελείται και επιβλέπει την πιστή εφαρμογή. Παρά δε τις προαναφερόμενες στην έκθεσή του προτάσεις επισκευής, ο .......... κατέθεσε ότι η οικοδομή ήταν εντάξει, όσα δε προτείνει για τους Α, Β και Γ ορόφους τα προτείνει για να αποκτήσει μεγαλύτερη αντοχή η οικοδομή [σελ. 80], ενώ εν συνεχεία αυτοαναιρείται καταθέτοντας ότι "όπως ήταν η οικοδομή με τα φορτία της δεν θα είχε κανένα πρόβλημα". Εν τέλει ο πολιτικώς ενάγων υπέβαλε αίτηση αναθεώρησης της ...... Οικοδομικής άδειας, η οποία λόγω λήξεως της 4ετίας και αλλαγών της στατικής και αρχιτεκτονικής μελέτης, βρίσκεται στη διαδικασία ελέγχου [έγγρ. ........... της Πολεοδομίας]. Με το ........ έγγραφο της δε η ίδια Υπηρεσία απαντά στον πολιτικώς ενάγοντα ότι "Με αφορμή πρόσφατη καταγγελία στο τμήμα αυθαιρέτων κατασκευών της Πολεοδομίας [με αρ. .........], έγινε δεύτερη αυτοψία στην οικοδομή στις ........ κατά την οποίαν παρατηρήθηκε ότι έχουν εκτελεσθεί εργασίες τοιχοπληρώσεων στον 2° και 3° όροφο και απόληξη κλιμακοστασίου. Σας επισημαίνουμε ότι οι εργασίες αυτές φορτίζουν τον φέροντα οργανισμό της οικοδομής. Δεδομένου του ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τη σκυροδέτηση και το σκυρόδεμα όπως και οι οπλισμοί, όπου αυτοί είναι εμφανείς, είναι εκτεθειμένοι σε αλλοιώσεις και μείωση της φέρουσας ικανότητας τους, συνιστούμε την επισκευή σε εύλογο χρονικό διάστημα, διότι η ύπαρξη των κακοτεχνιών σε συνδυασμό με τα παραπάνω συντείνουν στην πρόκληση στατικής επικινδυνότητας". Από αυτό προκύπτει ότι ήδη με την πάροδο του χρόνου η στατική επάρκεια της οικοδομής μειώθηκε, αφού μόλις με τη μερική τοιχοποιία, που διαπίστωσε η Πολεοδομία, προειδοποίησε για την πρόκληση στατικής επικινδυνότητας. Η ολοκλήρωση δε της τοιχοποιίας ασφαλώς θα επιβάρυνε περαιτέρω το φέροντα οργανισμό με απρόβλεπτες εξελίξεις σε περίπτωση σεισμικής καταπόνησης. Ο πολιτικώς ενάγων όμως προέβη στη μερική τοιχοποιία, προκειμένου να αποτρέψει περαιτέρω ζημία από την οξύδωση των σιδήρων της οικοδομής. Ο πρώτος κατηγορούμενος απολογούμενος σχετικά με το θέμα της αποτύπωσης των σχεδίων στο οικόπεδο ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι διέκοψε τις εργασίες έως ότου κληθεί η 2η κατηγορουμένη από τον πολιτικώς ενάγοντα, χωρίς όμως να επικοινωνήσει και ο ίδιος μαζί της, όπως όφειλε, ώστε να επιδιώξουν μαζί τη σωστή εφαρμογή των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Τούτο, το αρχικό λάθος είχε ως αποτέλεσμα το παράγωνο σχήμα της οικοδομής και του πυρήνα της, όπου ευρίσκεται ο ανελκυστήρας. Η δεύτερη κατηγορουμένη δε, μόλις ειδοποιήθηκε για το ανωτέρω γεγονός δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, ώστε να διορθωθεί άμεσα το αρχικό λάθος και να αποτραπεί η περαιτέρω κακή εφαρμογή της αρχιτεκτονικής της μελέτης, αφού όπως ανέφερε ο 1ος κατηγορούμενος "το οικόπεδο δεν ήταν προβληματικό, λύση υπήρχε" [σελ. 86]. Οι ενδοιασμοί δε που εξέφρασε ο τελευταίος σχετικά με την άμεση εκ μέρους του επικοινωνία με τη 2η κατηγορουμένη, χωρίς την παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος και ιδιαίτερα ότι έπρεπε πρώτα να ειδοποιεί τον τελευταίο ή τη σύζυγο του, ειδικά δε τρεις ημέρες πριν την παράδοση του σκυροδέματος και αυτοί [ιδιοκτήτες] να ειδοποιούν στη συνέχεια την επιβλέπουσα μηχανικό, δεν κρίνονται βάσιμοι, ούτε είναι ικανοί να αναιρέσουν την ευθύνη του για την όλη εξέλιξη της οικοδομής, από τη στιγμή μάλιστα που όπως ο ίδιος ομολογεί "εγώ δε μπορώ να ρίξω το μπετόν αν δεν έλθει η μηχανικός". Έτσι, ο 1ος κατηγορούμενος ο οποίος είχε αναλάβει να κατασκευάσει το σκελετό της οικοδομής, θα έπρεπε λόγω της εμπειρίας του στην κατασκευή σκελετών κτιρίων, να είναι ιδιαίτερα επιμελής στην πιστή εφαρμογή των αρχιτεκτονικών σχεδίων και την εν συνεχεία κατασκευή του συγκεκριμένου οικοδομήματος, εντοπίζοντας κάθε παράλειψη ή κακοτεχνία των συνεργείων και αναφέροντάς τη στην επιβλέπουσα μηχανικό. Εάν δε έπραττε κατά τον ανωτέρω τρόπο και σε συνεργασία με την 2η κατηγορουμένη αποκαθιστούσαν τις κακοτεχνίες και παραλείψεις αμέσως, η οικοδομή θα αποπερατωνόταν χωρίς να υφίστανται όσα οι ανωτέρω πραγματογνώμονες διαπίστωσαν στις εκθέσεις τους και δεν θα απαιτείτο σήμερα η συνέχιση της με νέα αναθεωρημένη άδεια. Ούτε από την όλη συμπεριφορά του πολιτικώς ενάγοντος απεδείχθη ότι τούτος συνετέλεσε με οποιονδήποτε τρόπο στην επέλευση του κινδύνου της οικοδομής του, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται από τον 1ον κατηγορούμενο. Όλες οι ενέργειες του πολιτικώς ενάγοντος έγιναν προκειμένου να διαπιστώσει την ασφάλεια της οικοδομής του, αφού ως σεισμόπληκτος του 1999 είχε έντονες ανησυχίες γι' αυτή. Η 2η κατηγορουμένη απολογούμενη αναγνωρίζει ότι πράγματι από λάθος του συνεργείου τοποθετήθηκαν στο μεσαίο οπλισμό σίδερα F12 αντί F20, αφού για το γεγονός αυτό ειδοποίησε τόσο τον συνάδελφο της ....... που εκπόνησε τη στατική μελέτη, όσο κα την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία, όπου της απάντησαν ότι "δεν υπάρχει πρόβλημα" [σελ. 93], έτσι συνέχισε τις εργασίες της οικοδομής. Όπως δε προέκυψε από την κατάθεση του μάρτυρος ........., σχεδιαστή-συνεργάτη της 2ης κατηγορουμένης "δεν είδε κανείς μηχανικός το σιδέρωμα" [σελ. 44]. Τούτο δε παρά το γεγονός ότι επιβάλλεται από τον κανονισμό να ελέγχεται η οικοδομή πριν από τη ρίψη του σκυροδέματος. Αναφέρει δε στη συνέχεια η 2η κατηγορουμένη ότι όλα τα συμπεράσματα του πραγματογνώμονα .......... στηρίζονται σε φωτογραφίες που λήφθηκαν από τον πολιτικώς ενάγοντα, χωρίς όμως να προσκομίζει η ίδια άλλες, από τις οποίες να πλήττεται η εγκυρότητα των φωτογραφιών αυτών. Εξάλλου, όπως έχει προεκτεθεί τόσο στην έκθεση της ........., όσο και σ' αυτήν του .........., διαπιστώνεται ότι οι ανωτέρω κακοτεχνίες πλήττουν την στατική ασφάλεια της οικοδομής. Συμπέρασμα που εμμέσως συνάγεται και από την έκθεση του .........., αφού καταλήγει ότι οι επισκευαστικές και ενισχυτικές εργασίες που πρότεινε θα αποκαταστήσουν τη φέρουσα ικανότητα του σκελετού και η οικοδομή, κατά τη λειτουργία της στο μέλλον, θα μπορεί να φέρει με ασφάλεια όλα τα στατικά της φορτία. Με βάση τα προαναφερθέντα, προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι κατά την ανέγερση της ανωτέρω οικοδομής δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποίαν κάθε συνετός και ευσυνείδητος επιβλέπων μηχανικός και εργολάβος αντίστοιχα, όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις, να καταβάλει με βάση τους κανόνες της οικοδομικής και τις επικρατούσες, ιδιαίτερα μετά τους σεισμούς του 1999, συνθήκες. Η δε 2η κατηγορουμένη ως επιβλέπουσα μηχανικός, η οποία είχε αναλάβει να εκτελέσει την οικοδομή σύμφωνα με το νέο Ο.Κ., όφειλε να επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια, τόσο κατά την εφαρμογή της αρχιτεκτονικής όσο και της στατικής μελέτης, την ευθύνη της οποίας είχε αναλάβει, να επισκέπτεται το έργο η ίδια προσωπικώς [και όχι η συνεργάτιδα αδελφή της β1] και να παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών, σε συνεργασία με τον 1° κατηγορούμενο και τις εταιρίες εφοδιασμού σιδήρου και σκυροδέματος και όχι να αναμένει ειδοποίηση για το χρόνο παράδοσης του σκυροδέματος από τον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος δεν διέθετε ούτε το χρόνο για να παρευρίσκεται στην οικοδομή, αλλά ούτε και τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις για να ελέγχει τις εργασίες. Σε κάθε δε διαπίστωση κακοτεχνιών ή ελλείψεων, αμέσως θα έπρεπε να ελέγχει τον εργολάβο και τα συνεργεία του, να διακόπτει τις εργασίες και να επιβάλλει την πιστή εφαρμογή της εγκεκριμένης μελέτης της. Εξαιτίας όμως της ελλείψεως της απαιτούμενης προσοχής και δη της άνευ συνειδήσεως αμέλειας και των δύο κατηγορουμένων, προκλήθηκαν οι διαπιστωθείσες κακοτεχνίες, κατά παράβαση των Κανονισμών και των κανόνων της τεχνικής και δη των Κεφαλαίων 5.1, 17 και 18 του Νέου Κανονισμού για τη μελέτη και κατασκευή έργων από σκυρόδεμα [ΕΚΟΣ 2000] και άρθρου 9 του κανονισμού τεχνολογίας σκυροδέματος, οι οποίες [κακοτεχνίες] έχουν ως συνέπεια τη μη ασφαλή ολοκλήρωση του οικοδομήματος με πλήρη τα στατικά του φορτία [μόνιμα και κινητά]. Υφίσταται δε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης των προαναφερθέντων κανόνων οικοδομικής, εκ μέρους των κατηγορουμένων και των εν λόγω κακοτεχνιών της οικοδομής, οι οποίες εμπεριέχουν σοβαρή πιθανότητα μελλοντικής πρόκλησης βλάβης της ζωής και υγείας των ενοίκων αυτής, από τη χρησιμοποίησή της σύμφωνα με τον προορισμό της. Επομένως, πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως που τους αποδίδεται. Να τους αναγνωρισθεί όμως το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, όχι όμως και το αιτούμενο από την 2η κατηγορουμένη ελαφρυντικό της παρ. 2 δ του ίδιου άρθρου, καθόσον δεν απεδείχθη ότι αυτή επεδίωξε έμπρακτα να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης της, τουλάχιστον αμέσως μετά την διακοπή εργασιών από την Πολεοδομία Περιστερίου και τις επιβαλλόμενες από αυτήν ενέργειες. Αντίθετα αναλώθηκε στην υποβολή ενστάσεως κατά της ανωτέρω διακοπής, στην οποίαν μάλιστα αναγνώριζε ότι υπάρχουν κακοτεχνίες και στη διενέργεια νέων πραγματογνωμοσυνών [...... και ..........]........". Με τις παραδοχές αυτές του σκεπτικού, στο διατακτικό, που συμπληρώνει το σκεπτικό και αποτελεί με αυτό ενιαίο σύνολο, το δικαστήριο κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και επέβαλε σ' αυτήν ποινή φυλακίσεως έξη (6) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την κατά τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 286 παρ.1 του Π.Κ την οποία εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με πληρότητα και σαφήνεια η απόφαση διαλαμβάνει στο σκεπτικό της α) τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις, με τις οποίες καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η κατηγορουμένη, είχε αναλάβει την, κατά τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό, εκπόνηση αρχιτεκτονικής και στατικής μελέτης του σκελετού από οπλισμένο σκυρόδεμα στην οικοδομή του πολιτικώς ενάγοντος β) την εξ αμελείας αυτής παράλειψη εφαρμογής τόσο της αρχιτεκτονικής όσο και της στατικής μελέτης γ) τις διαπιστωθείσες κακοτεχνίες, οι οποίες ως συνέπεια έχουν την μη ασφαλή ολοκλήρωση του οικοδομήματος με πλήρη τα στατικά του στοιχεία και δ) τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των κακοτεχνιών, οφειλομένων στην παράλειψη της κατηγορουμένης να επιβλέψει και εφαρμόσει την στατική μελέτη και του πιθανού κινδύνου πρόκλησης βλάβης στη ζωή των ενοίκων της οικοδομής από τις κατασκευαστικές παραλείψεις. Οι αιτιάσεις της κατηγορουμένης ότι από τα αποδεικτικά μέσα δεν προέκυπτε ότι αυτή είχε την υποχρέωση να εφαρμόσει τον Νέο Αντισεισμικό Κανονισμό και περαιτέρω ότι δεν υπήρχε, σε κάθε περίπτωση δε διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος, λόγω παρόδου μακρού χρόνου από τη σκυροδέτηση, μεταξύ της επικινδυνότητας της οικοδομής και της μελλοντικής πρόκλησης κινδύνου για τους ενοίκους της οικοδομής, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου και εκ του λόγου αυτού είναι απαράδεκτες. Η αιτίαση, τέλος, ότι το δικαστήριο στηρίχθηκε στο συμπέρασμα της πραγματογνώμονος ........., ενώ αγνόησε το συμπέρασμα του πραγματογνώμονος ........, είναι αβάσιμη ως ερειδόμενη επί αναληθούς προϋποθέσεως. Οι πραγματογνωμοσύνες των άνω προσώπων διεξήχθησαν, της μεν .........., στο πλαίσιο δίκης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για την διενέργεια συντηρητικής πραγματογνωμοσύνης, του δε ......... κατ' αίτηση της κατηγορουμένης προς το Τ.Ε.Ε., αμφότερες δε ως απλά έγγραφα (υπ' αριθμ... και ... στον πίνακα αναγνωσθέντων εγγράφων) αναγνώσθηκαν και εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο. Περαιτέρω, οι συντάκτες των άνω εκθέσεων εξετάσθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας στο ακροατήριο και το δικαστήριο εκτίμησε τις καταθέσεις τους μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ) και τη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 40.265/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση των κανόνων οικοδομικής. Αιτιολογημένη καταδίκη. Απόρριψη αναιρέσεως
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2241/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αθανάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 47264/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1)Χ2 και 2)Χ3. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 855/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 299/25-7-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 509 § 1, 513 § 1 και 476 § 1 Κ.Π.Δ., την αίτηση αναιρέσεως της Χ1, ασκηθείσαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αλεξάνδρας Βογιατζή δια της από 3-3-2007 εξουσιοδοτήσεως, κατά της υπ΄αριθμ. 47264/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δια της οποίας απερρίφθη ως ανυποστήρικτη η έφεσις της αναιρεσείουσας κατά της υπ΄αριθ. 110231/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Από τις διατάξεις του άρθρ. 465 § 1 Κ.Π.Δ., το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων την άσκηση ένδικου μέσου από αντιπρόσωπο, και ιδιαίτερα από το ότι ορίζει α) ότι το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί και μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρ. 96 και β) ότι το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στην σχετική έκθεση, σαφώς προκύπτει ότι η εντολή προς τον αντιπρόσωπο για την άσκηση ενδίκου μέσου, πρέπει να υπάρχει κατά την στιγμή που αυτός υπογράφει την σχετική έκθεση, η έλλειψη της δε κατά τον χρόνο τούτον, δεν αναπληρώνεται με την μεταγενέστερη χορήγησή της. Η διάταξη του άρθρου 465 § 1 εδ. γ΄ κατά την οποία το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη το ένδικο μέσο, εντός είκοσι ημερών από την άσκηση του κατά αποφάσεως ή κατά βουλεύματος, όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, δεν καθιερώνει εκ των υστέρων έγκριση του ενδίκου μέσου που ησκήθη χωρίς εντολή, αλλά προσδιορίζει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου, κατά τις ανωτέρω περιπτώσεις, πρέπει να προσκομισθεί στον γραμματέα του πληρεξούσιο που υπάρχει κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου. ΄Ετσι, συγκεκριμένα, αν το ένδικο μέσο της αναιρέσεως ασκηθεί από αντιπρόσωπο χωρίς εντολή, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που θα κληθούν προς τούτο για να εμφανισθούν, είτε οι ίδιοι είτε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, απορρίπτει το ένδικο μέσο, ως απαράδεκτο, σύμφωνα με το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., χωρίς άλλη έρευνα, αφού δεν είναι νοητή επίκληση στην περίπτωση αυτή, ούτε ανώτερης βίας προς δικαιολόγηση της ελλείψεως πληρεξουσιότητος. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, την αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ΄αριθ. 47264/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δια της οποίας απερρίφθη, ως ανυποστήρικτη έφεσις της αναιρεσείουσας κατά της υπ΄αριθμ. 110231/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήσκησε ενώπιον του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, την 2-3-2007 η δικηγόρος Πειραιώς Αλεξάνδρα Βογιατζή, ως αντιπρόσωπος της Χ1, χωρίς κατά την άσκηση της να έχει σχετική εντολή, η οποία εχορηγήθη εις την παραπάνω δικηγόρο μεταγενεστέρως και συγκεκριμένα την 3-3-2007 με την υπό ιδίαν ημερομηνίαν εξουσιοδότηση, το γνήσιον της υπογραφής της οποίας εθεωρήθη αυθημερόν υπό του δικηγόρου Αθηνών Νικολάου Βώβου. Μετά ταύτα πρέπει η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτος και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος η υπ΄αριθμόν 23/2-3-2007 αίτησις αναιρέσεως της Χ1, κατά της υπ΄αριθ. 47264/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας. Αθήναι τη 6 Ιουλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τα άρθρα 465 παρ. 1 εδ. α΄, 96 παρ. 2 εδ. β΄, γ΄ και δ΄ και 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, συνδυαζόμενα μεταξύ τους, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που έχει από το νόμο, είτε αυτοπροσώπως, είτε δι΄ αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους των διατάξεων της παραγράφου 2 του δεύτερου από τα ως άνω άρθρα. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του, προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι η εντολή προς τον αντιπρόσωπο για την άσκηση του ενδίκου μέσου, πρέπει να υπάρχει κατά την στιγμή που αυτός υπογράφει την σχετική έκθεση, η έλλειψή της δε κατά τον χρόνο τούτο, δεν αναπληρώνεται από την μεταγενέστερη χορήγησή της. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 465 παρ. 1 εδ. γ΄ Κ.Π.Δ κατά την οποία, όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στον γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, εντός είκοσι ημερών από την άσκησή του, δεν καθιερώνει την εκ των υστέρων έγκριση του ενδίκου μέσου που ασκήθηκε χωρίς εντολή, αλλά προσδιορίζει το απώτερο χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να προσκομισθεί στον γραμματέα το πληρεξούσιο το οποίο, σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου. Έτσι, σε περίπτωση κατά την οποία ασκηθεί από αντιπρόσωπο το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, χωρίς αυτός κατά το χρόνο συντάξεως της σχετικής εκθέσεως να έχει την προς τούτο εντολή, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, την αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ΄ αριθμ. 47.264/2005 αποφάσεως του κατ΄ έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη, ως ανυποστήρικτη, έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ΄ αριθμ. 1109.231/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, άσκησε ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, την 2-3-2007 η δικηγόρος Πειραιώς Αλεξάνδρα Βογιατζή, ως πληρεξουσία δικηγόρος της Χ1, χωρίς κατά την άσκησή της να έχει την προς τούτο σχετική εντολή. Και ναι μεν αναφέρεται στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου ότι η άνω δικηγόρος ασκεί το ένδικο μέσο της αναιρέσεως δυνάμει της από 1-3-2007, προγενέστερης της εκθέσεως ασκήσεως του ενδίκου μέσου, εξουσιοδοτήσεως, όμως εξουσιοδότηση με ημερομηνία 1-3-2007 δεν επισυνάπτεται στην αίτηση. Εντολή ασκήσεως του ενδίκου μέσου χορηγήθηκε στην παραπάνω δικηγόρο μεταγενεστέρως και συγκεκριμένα την 3-3-2007 με την υπό ιδία ημερομηνία εξουσιοδότηση, το γνήσιο της υπογραφής της οποίας θεωρήθηκε αυθημερόν από τον δικηγόρο Αθηνών Νικ. Βώβο. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476, 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Σημειώνεται ότι για την απόρριψη της αναίρεσης ως απαράδεκτης, εκλήθη να προσέλθει και εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο η αντίκλητος της αναιρεσείουσας (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο Κ.Π.Δ), ως τούτο προκύπτει από την σχετική επισημείωση του γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ΄ αριθμ. 23/2-3-2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 47.264/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αναιρέσεως ως απαράδεκτης. Ασκήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με εξουσιοδότηση η οποία είναι μεταγενέστερη του χρόνου ασκήσεως του ενδίκου μέσου
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 2238/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 66550/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον ...., που δεν παρέστη και με πολιτικώς ενάγουσα την ....., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Αγγελίδου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 20/20.04.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 672/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και την πληρεξούσια δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση για κάθε απόφαση, αθωωτική ή καταδικαστική, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Προκειμένου δε για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας συντρέχει και όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά της αξιόποινης πράξης και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται. 2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 66550/2006 απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κήρυξε με αυτή αθώο τον κατηγορούμενο ..... των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης με την εξής αιτιολογία: Συγκεκριμένα, το άνω δικαστήριο δέχθηκε ότι: "Από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, την κατάθεση του μάρτυρα, που νομότυπα εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, καθώς και από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψε ότι: την 20-5-2000 στο ..... έγινε επεισόδιο μεταξύ κατηγορουμένου και μηνύτριας επειδή και οι δύο οδηγώντας ο κάθε ένας το αυτοκίνητό του προσπάθησαν να σταθμεύσουν στο ίδιο σημείο (θέση στάθμευσης) επί του δρόμου. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού διαπληκτίστηκαν μεταξύ τους και απεύθυναν ο ένας στον άλλο εξυβριστικές λέξεις. Ειδικότερα η μηνύτρια εξύβρισε τον κατηγορούμενο (βλ. κατάθεση της ιδίας) και τον κτύπησε. Βέβαια η μηνύτρια αρνείται το τελευταίο (ότι τον κτύπησε). Τούτο όμως προκύπτει και από την σαφή απολογία το κατηγορουμένου και δεν ανατρέπεται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο ούτε από την αόριστη κατάθεση της μηνύτριας. Συνεπώς υποβάλλοντας ο κατηγορούμενος την από 11-8-2000 μήνυσή του που αναφέρεται στο διατακτικό δεν καταμήνυσε ψευδώς την άνω μηνύτρια με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της αλλά κατήγγειλε αληθές γεγονός. Συνεπώς αυτός δεν τέλεσε το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης και πρέπει να κηρυχθεί αθώος όπως επίσης πρέπει να κηρυχθεί αθώος και της β' πράξης για την οποία κατηγορείται αφού δεν αποδείχθηκε ότι ισχυρίσθηκε εν γνώσει του ψευδές γεγονός αντίθετα με την μήνυση του ισχυρίστηκε αληθές γεγονός δεν προέκυψε δε σκοπός εξύβρισης". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν περιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρει καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν σε σχέση με το περιεχόμενο της από 11-8-2000 μηνύσεως του κατηγορουμένου που αποτελούσε την κατηγορία, δηλαδή για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως ούτε και οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας ως προς τις πράξεις αυτές αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόστασή τους μη αρκούσης για την ύπαρξή της κατά τα άνω αιτιολογίας της γενομένης αναφοράς εις την απόφαση "ότι διαπληκτίστηκαν μεταξύ τους και απηύθυναν ο ένας στον άλλο εξυβριστικές λέξεις. Ειδικότερα η μηνύτρια εξύβρισε τον κατηγορούμενο (βλ. κατάθεση της ιδίας) και τον κτύπησε", αφού η αναφορά αυτή είναι αόριστη, γιατί δεν εξειδικεύεται σε τι συνίστανται οι εξυβριστικές λέξεις και τα κτυπήματα. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 510 § 1Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 66550/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πά-γου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά πάσης αθωωτικής ή καταδικα-στικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου για όλους τους λόγους του άρθρου 510 ΚΠΔ μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Με την προσ- βαλλομένη απόφαση ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως. Η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Δεκτή η αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου πάγου εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ. Αναιρεί και παραπέμπει
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0
Αριθμός 2240/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Γιαμαλάκη, περί αναιρέσεως της ΑΤ-1952/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Μαρτίου 2007 και 7 Σεπτεμβρίου 2007, αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1504/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά της υπ' αριθμ. Α.Τ-1952/23-3-2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής την 31-7-2007 ασκήθηκαν από τον αναιρεσείοντα Χ1 οι από 26-3-2007 και 7-9-2007 δύο αιτήσεις αναιρέσεως με δήλωσή του η πρώτη στο γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς και η δεύτερη που επιδόθηκε στις 10-9-2007 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οι ανωτέρω αναιρέσεις ασκούνται παραδεκτώς εντός της νόμιμης προθεσμίας, ειδικά δε η μεταγενέστερη εφόσον δεν έχει κριθεί η προηγούμενη κατά της ίδιας αποφάσεως θεωρείται ως συμπληρωματική της πρώτης και πρέπει να συνεκδικασθούν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠοινΔ). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 26 Μαρτίου 2007 αίτηση του αναιρεσείοντος πλήττεται η Α.Τ-1952/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς που δίκασε ως εφετείο, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους με τριετή αναστολή και χρηματική ποινή 2.000 ευρώ για παράβαση του άρθρου 71 παρ. 3 ν. 998/79 όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 46 παρ. 2 του Ν. 2145/1993, όπως κατά λέξη αναφέρει "για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τον χρόνο της πράξεως και της συναφούς παραγραφής καθώς και για τους λόγους που επιφυλάσσεται να προσθέσει με αυτοτελές δικόγραφο". Με αυτό όμως το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Μετά ταύτα πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Από το συνδυασμό των άρθρων 98 και 94 του ΠΚ προκύπτει ότι η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος που διατηρούν την αυτοτέλειά τους, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, εκτός αν για μια ή περισσότερες πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου, όπως παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημέρα της τέλεσης καθεμιάς από τις μερικότερες πράξεις, ή όταν συντρέχει λόγος απαράδεκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανέγκλητου κ.λ.π. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 2408/1996, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέρα από τα τρία έτη για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003, του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ., ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος. Ενόψει αυτών ο ακριβής προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως της πράξης στην καταδικαστική απόφαση είναι απαραίτητος όταν ασκεί επιρροή στην παραγραφή αυτής, το ίδιο δε ισχύει και επί του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος όπου είναι αναγκαία η μνεία του χρόνου τελέσεως κάθε μιας από τις μερικότερες πράξεις που το απαρτίζουν και επομένως η παράλειψη αυτού του στοιχείου από την καταδικαστική απόφαση συνιστά έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ΄ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως. Τέλος το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δασικής εκτάσεως, τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως, είναι πλημμέλημα (άρθρ. 71 παρ. 3, 4 ν. 998/79 σε συνδ. με 18 εδ. β΄ ΠΚ) και ως εκ τούτου υπόκειται στην κατ΄ ανώτατο όριο οκταετή παραγραφή. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού παρέθεσε τα περιστατικά τα οποία κατά την κρίση του συνήγαγε από τις αποδείξεις, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι "Στον .... το χρονικό διάστημα από το έτος 1994 μέχρι και το έτος 2000 ενεργώντας ατομικά αλλά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΚΝΕΣ ΙΝΒΕΣΤΕΜΕΝΤΣ ING" με πρόθεση εκχέρσωσε παράνομα δημόσια δασική έκταση..." και επέβαλε σ΄ αυτόν ποινή φυλακίσεως ενός έτους και χρηματική ποινή 2000 ευρώ Ενώ όμως στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής αναφέρεται ότι " η τοιαύτη παράνομος εκχέρσωσις εγένετο διαδοχικώς και τμηματικώς και ήρξατο από του έτους 1994 και εξηκολούθησε αύτη (εκχέρσωσις) τουλάχιστον μέχρι και του έτους 2000" δεν προσδιορίζεται σ'αυτό (σκεπτικό) αλλά ούτε και στο διατακτικό της αποφάσεως συγκεκριμένα ο εντός του χρονικού εκείνου διαστήματος χρόνος τελέσεως της κάθε μιας από τις μερικώτερες πράξεις που απαρτίζουν το έγκλημα της εκχέρσωσης και διατηρούν την αυτοτέλειά τους ως προς την παραγραφή, προκειμένου να διακριβωθεί αν και πόσες συμπίπτουν με χρόνο προηγούμενο της οκταετίας ή όχι και συνεπώς αν το αξιόποινο αυτών έχει εξαλειφθεί με την παραγραφή ή όχι. 3.- Με τα δεδομένα αυτά υπάρχει κατά τούτο ασάφεια στην αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία καθιστά βάσιμο τον από το άρθρο 510 περ.1 στ. Δ΄ του ΚΠΔ σχετικό λόγο της από 7-9-2007 αιτήσεως. Πρέπει, λοιπόν, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως(άρθρ. 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Συνεκδικάζει τις από 26 Μαρτίου και 7 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις του Χ1 για αναίρεση της 1952/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2007 αίτηση για αναίρεση της 1952/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και, Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1952/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί καταδικαστική απόφαση για παράνομη εκχέρσωση για έλλειψη αιτιολογίας διότι δεν αναφέρεται ο χρόνος τελέσεως κάθε μερικότερης πράξεως που ασκεί επιρροή στην παραγραφή
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παραγραφή.
0
Αριθμός 2233/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μίστρα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 819/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1862/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλο τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινο πράξη....τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα εάν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίο προέρχεται το πράγμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν πράγμα που προέρχεται από αξιόποινη πράξη, απόκρυψη (λήψη του παρανόμως κτηθέντος πράγματος στην κατοχή του), αγορά, λήψη ως ενέχυρο ή αποδοχή στην κατοχή του από το δράστη....υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει, τη γνώση έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της παράνομης προέλευσης του πράγματος και τη θέληση απόκρυψης, λήψης ως ενεχύρου κ.λ.π. Δηλαδή, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και η θέληση να αγοράσει τούτο ή να αποκρύψει κ.λ.π. Εξ' άλλου η, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, σχετικά με το αδίκημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, για το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, που την μετέτρεψε, προς 4,40 ευρώ την ημέρα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο ο κατηγορούμενος ..... δέχθηκε στην κατοχή του μια μηχανή αυτοκινήτου που ήταν κλεμμένο και αναφέρεται στο διατακτικό την οποία τοποθέτησε στο αυτοκίνητο της συζύγου του αν και γνώριζε ότι αυτή ήταν προϊόν κλοπής". Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο, αφενός μεν, γιατί στην απόφαση δεν γίνεται καμία μνεία για τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Εφετείο συνήγαγε την κρίση του, ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της προέλευσης του πράγματος, ούτε αναφέρονται οι σκέψεις με τις οποίες πείστηκε ότι η αγορά και αποδοχή εκ μέρους του της μηχανής του αυτοκινήτου, έγινε με πρόθεση και σε γνώση του ότι ήταν προϊόν αξιόποινης πράξης (κλοπής). Πέραν τούτων απέρριψε χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, τον αυτοτελή, από το άρθρο 395 σε συνδυασμό με το άρθρο 379 παρ. 1 ΠΚ ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για άρση του αξιοποίνου της πράξεως, για την οποία αυτός καταδικάσθηκε, αν και είχε επικαλεστεί παραδεκτώς, ότι, πριν από την κατά οποιονδήποτε τρόπο εξέτασή του για την πράξη αυτή από τις αρχές, είχε ικανοποιηθεί πλήρως η εγκαλούσα με την εκούσια απόδοση σ' αυτή του κλοπιμαίου πράγματος. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του Κ.Π.Δ.), με τον οποίο προβάλλεται η κρινόμενη πλημμέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 Κ.Π.Δ. για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 819/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογίας ανεπάρκεια. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικά η γνώση του δράστη της πράξεως της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος, για το ότι το αντικείμενο αυτής είχε την εν λόγω ιδιότητα, καθώς και η απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για άρση του αξιοποίνου από τα άρθρα 395 και 379 του Π.Κ.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
0
Αριθμός 2234/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Μαλανδρίνου και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Κερκύρας, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαϊωάννου, περί αναιρέσεως της 2327/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Μαρτίου 2007 και 22 Μαρτίου 2007, δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, καθώς και στους από 4 Σεπτεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 575/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Οι κρινόμενες από 15/3/2007 και 22/3/2007 αιτήσεις- δηλώσεις αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 2450/16-3-2007 και 2764/26-3-2007, αντίστοιχα) των 1) Χ1 και 2) Χ2 κρατουμένου στις δικαστικές φυλακές Κέρκυρας, αντίστοιχα, μετά των από 5-9-2007 προσθέτων αυτών λόγων, κατά της 2327/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ. Η παραβίαση του άρθρου 357 παρ. 4 ΚΠΔ, κατά την οποία, όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, δεν διαβάζεται η κατάθεσή του που είχε δοθεί στην προδικασία, αλλά επιτρέπεται μόνο η ανάγνωση περικοπών της κατάθεσης για να υποβοηθήσει την μνήμη του μάρτυρα ή να επισημανθούν αντιφάσεις του, δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 ΚΠΔ, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. α΄ προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος. Επομένως, ο από το τελευταίο άρθρο λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ1, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του Εφετείου ολόκληρες οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, η ανάγνωση όλων των εγγράφων, όπως και των πιο πάνω καταθέσεων, έγινε "χωρίς κανένας να έχει αντίρρηση". ΙΙΙ. Kατά το άρθρο 339 παρ. 2γ του ΚΠΔ "εκείνος που διευθύνει δεν μπορεί να διακόψει τη συζήτηση παρά μόνο κατά τα αναγκαία διαλείμματα για αναψυχή των δικαστών... και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει αυτός ο κώδικας". Τέτοια περίπτωση, που ορίζεται στον ΚΠΔ, είναι και η προβλεπόμενη από το άρθρο 375 παρ. 3 του αυτού Κώδικα, κατά το οποίο σε δίκες που διαρκούν περισσότερο από ένα μήνα ή αφορούν κακούργημα, το κάθε δικαστήριο (εφετείο) μπορεί να διατάξει τη διακοπή της δίκης μέχρι 30 ημέρες κάθε φορά. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει ότι η δίκη, (που αφορούσε κακούργημα), επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διακόπηκε στις 27/9/2006 και 29/9/2006. Οι διακοπές αυτές ανακοινώθηκαν από τον διευθύνοντα την διαδικασία. Η αναφορά στα πρακτικά ότι "ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέκοψε τη συνεδρίαση για την....", έχει την πρόδηλη έννοια ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, ασκώντας την από το άρθρο 339 παρ. 2γ εξουσία του, ανακοίνωσε εκείνο που το Δικαστήριο είχε αποφασίσει, δηλαδή τη διακοπή τη δίκης για τις πιο πάνω ημερομηνίες, κατά τις οποίες οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες επανήλθαν στην αίθουσα του Δικαστηρίου, χωρίς να διατυπωθεί καμία αντίρρηση εκ μέρους τους. Με την γενομένη, κατά τα προεκτεθέντα, διακοπή και συνέχιση της δίκης, το Δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του, αφού δεν υπέπεσε σε καμία από τις πλημμέλειες που αναφέρονται στο άρ. 510 παρ. 1Θ' του ΚΠΔ, ούτε εμφιλοχώρησε ακυρότητα. Σε κάθε δε περίπτωση, τυχόν ακυρότητα καλύφθηκε, αφού οι κατηγορούμενοι και οι παραστάντες δικηγόροι, δεν προέβαλαν αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Επομένως, ελέγχεται αβάσιμος ο από το άρ. 510 παρ. 1 και 1Θ' ΚΠΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Δικαστήριο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, διότι τις πιο πάνω διακοπές διέταξε ο διευθύνων την συζήτηση και όχι το Δικαστήριο, που είχε την σχετική εξουσία. IV. Τα έγγραφα με γραφικές παραστάσεις, όπως είναι οι χάρτες, απεικονίσεις, φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, προς τους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι, όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι "αναγνώσθηκε" σχεδιάγραμμα κοντέινερ, η αναγραφή αυτή δεν τίθεται κατά κυριολεξία, αλλά με την παραπάνω έννοια της επισκοπήσεως του εγγράφου τούτου από τους παράγοντες της δίκης, μετά προηγούμενη επίδειξή του εκ μέρους του διευθύνοντος τη συζήτηση της υποθέσεως. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι, για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, επί της ενοχής του κατηγορουμένου, λήφθηκε υπόψη ο παραπάνω χάρτης, χωρίς να μπορεί να διαγνωσθεί αν το έγγραφο αυτό έχει πραγματικά αναγνωσθεί, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. V. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α, β, ζ και ιγ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. α, β, ζ και ιγ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, διαμετακομίζει, αγοράζει, κατέχει ναρκωτικά και οργανώνει, χρηματοδοτεί, κατευθύνει ή εποπτεύει με οποιοδήποτε τρόπο την τέλεση κάποιας από τις ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις ή δίνει σχετικές οδηγίες ή εντολές. Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοση τους αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά. Κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου (άρθρο 23 ΚΝΝ), ο δράστης των παραπάνω πράξεων τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από 1.000.0000 δρχ. μέχρι 200.000.000 δρχ. (ήδη 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ, αντίστοιχα), αν, εκτός των άλλων, ενεργεί κατ' επάγγελμα ή συνήθεια ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Η έννοια των περιστάσεων αυτών ορίζεται, αντίστοιχα, στις διατάξεις του άρθρου 13 εδ. στ και ζ, του Π.Κ, κατά τις οποίες κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης, όταν από την βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρεί την αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. Θ του ΠΚ, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης, για την πράξη της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών φαρμάκων που τελέστηκε στην αλλοδαπή, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των περιορισμών του άρθρου 6 του ΠΚ. Πράξη δε εμπορίας ναρκωτικών συνιστά και η από το άρθρο 5 παρ. 1 εδ α του ν. 1729/1987 προβλεπομένη διαμετακόμιση αυτών από την μια χώρα στην άλλη, έστω και αν μεταξύ των χωρών που γίνεται η διαμετακόμιση δεν είναι η Ελλάς, εφόσον η ποσότητα που διαμετακομίζεται προορίζεται για εμπορία και όχι για αποκλειστική χρήση αυτού που την διαμετακομίζει. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 231 παρ. 1 ΠΚ, όποιος εν γνώσει ματαιώνει την δίωξη άλλου για κακούργημα ή πλημμέλημα που διέπραξε ή την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε ή του μέτρου ασφαλείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, συνεπώς, απαιτείται η τέλεση πράξεως που φέρει τον χαρακτήρα κακουργήματος ή πλημμελήματος, καθώς και η ενέργεια οιασδήποτε πράξεως με την οποία μπορεί να επιτευχθεί η ματαίωση της διώξεως του δράστη ή της εκτελέσεως της ποινής που επιβλήθηκε γι΄ αυτήν. Ως ματαίωση της διώξεως, νοείται και η ματαίωση της ποινικής διώξεως ή της εξακολουθήσεως αυτής. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τελεσμένο και όταν, με την ενέργεια του υπαιτίου, επιτυγχάνεται η για μεγάλο ή και μικρό χρονικό διάστημα παρεμπόδιση της διωκτικής αρχής να θέσει τον υπαίτιο στη διάθεση της δικαιοσύνης ή και να ασκήσει κατ' αυτού ποινική δίωξη, ασχέτως αν αυτά έχουν επιτευχθεί μεταγενέστερα. Η πράξη τελείται και δια παραλείψεως της καταγγελίας, την οποία υποχρεούται να ενεργήσει κάποιος, εφόσον υπάρχει υποχρέωση οφειλομένης κατά νόμο ενεργείας(άρθρο 15 ΠΚ). Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος περιέχει τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (της επίγνωσης), ότι διαπράχθηκε κακούργημα ή πλημμέλημα ή ότι έχει επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας και τη θέληση ματαιώσεως της δίωξης ή της εκτέλεσης της ποινής, μη αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και στην περίπτωση που αυτή είναι τυπική, όπως είναι και εκείνη που δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, αλλά το δικαστήριο περιορίζεται να αναφερθεί με τυπικές φράσεις στο διατακτικό της απόφασης που περιέχει τα στοιχεία του κατηγορητηρίου. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Όταν όμως στο διατακτικό δεν διαλαμβάνονται τέτοια περιστατικά, η αιτιολογία, στην οποία επαναλαμβάνεται το διατακτικό, είναι ελλιπής. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2327/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, που δεν είναι τοξικομανείς ούτε εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά, κατά την έννοια του νόμου, αγόρασαν από κοινού στη Βενεζουέλα από άγνωστα εισέτι άτομα τουλάχιστον 25 κιλά κοκαΐνης έναντι μη προσδιορισθέντος τιμήματος με σκοπό τη κερδοφόρο μεταπώλησή της. Στη συνέχεια έκρυψαν επιμελώς τη ποσότητα αυτή σε δύο κοντέινερ (εμπορευματοκιβώτια) με στοιχεία) .... και .... την μετέφεραν κατ' αρχήν στο Ρότερνταμ Κάτω Χωρών, με τελικό προορισμό τον Πειραιά, κατά το στο διατακτικό χρονικό διάστημα. Με την άφιξη στο Ρότερνταμ, η ποσότητα ανευρέθη και αφαιρέθηκε κρυφά από την αρμόδια τοπική αρχή που δεν έγινε αντιληπτή, με αποτέλεσμα, με την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά, οι κατηγορούμενοι προέβησαν στις στο διατακτικό αναπτυσσόμενες μερικότερες πράξεις προκειμένου να δυνηθούν να εισάγουν στην εσωτερική αγορά την ανωτέρω ποσότητα κοκαΐνης, που πίστευαν ότι ευρίσκεται ακόμη στα κοντέινερ, ως δήθεν εμπόρευμα Κύπρου. Μεταξύ των πράξεων αυτών συγκαταλέγεται η κατάρτιση από τον α' μόνο των κατηγορουμένων των δύο στο διατακτικό μνημονευομένων πλαστών πιστοποιητικών, που σκοπό είχε την περαιτέρω διευκόλυνσή του στην υλοποίηση του ανωτέρω σκοπού του. Ο τρόπος, η μεθόδευση, ο σχεδιασμός και εκτέλεση των ανωτέρω πράξεων προμήθειας, κατοχής και διαμετακόμισης της ιδίας ποσότητας κοκαΐνης, ως αναπτύσσονται στο διατακτικό, μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνοι και ενήργησαν με επαγγελματική ακρίβεια και αποτελεσματικότητα. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την πρώτη πράξη ως και πρωτοδίκως (με επιβαρυντικές περιστάσεις) και να απορριφθούν τα αιτήματα, αφενός περί τοξικομανίας του α' κατηγορουμένου και αφετέρου της αναγνωρίσεως της αιτηθείσας ελαφρυντικής περιστάσεως, η οποία προϋποθέτει ελεύθερο βίο μετά την τέλεση της πράξεως και για μακρύ χρονικό διάστημα επιδειχθείσα καλή συμπεριφορά, που είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και όχι καταναγκασμού που οφείλεται σε στέρηση της ελευθερίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Επίσης ο α΄ μόνον κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανωτέρω πλαστογραφίας των δύο μόνο εγγράφων, ως και πρωτοδίκως, ομοίως άνευ ελαφρυντικών. Ωσαύτως εκ των ανωτέρω αποδείξεων αποδείχθηκε ότι ο β' κατηγορούμενος, μολονότι εγνώριζε ότι ο πρώτος τούτων είχε διαπράξει ετέρα κακουργηματική πράξη, άσχετη με τις ανωτέρω, και μάλιστα κλοπή αρχαιοτήτων εκ του Μουσείου Κορίνθου ματαίωσε την δίωξή του, μη αναφέροντας αυτήν σε κάποια αρχήν. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για την πράξη αυτήν, επίσης άνευ ελαφρυντικών....". Με τις σκέψεις αυτές οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, κατά πλειοψηφία (4-1), του ότι "κατά τους παρακάτω τόπους και χρόνους, από κοινού ενεργώντας και εκ προθέσεως και χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, αλλά και κατά μόνας, με περισσότερες από μια πράξεις, τέλεσαν περισσότερα από ένα εγκλήματα, τα οποία τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Α) Στη Βενεζουέλα, κατά το αμέσως το προ, της .... χρονικό διάστημα, από κοινού ενεργώντας, αγόρασαν απαγορευμένη ναρκωτική ουσία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν 1729/87, χωρίς να είναι τοξικομανείς, κατά την έννοια του άρθρου 13. παρ. 1 του Ν. 1729/87, όπως αντικ. με το άρθρο 15 του Ν. 2161/93, με σκοπό την εμπορία. Και συγκεκριμένα, κατά τον πιο πάνω τόπο και χρόνο, κατόπιν συναποφάσεως και με σκοπό την εμπορία, αγόρασαν από άγνωστο άτομο στη Βενεζουέλα άγνωστη ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας κοκαΐνης, τουλάχιστον όμως 25 κιλά κοκαΐνη, αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου ανταλλάγματος με σκοπό την εμπορία. Β) Στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, την ...., από κοινού, ενεργώντας και μη όντες τοξικομανείς κατείχαν ναρκωτική ουσία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1729/87, με σκοπό την εμπορία. Και συγκεκριμένα, κατά τον πιο πάνω τόπο και χρόνο, κατόπιν συναποφάσεως και με σκοπό την εμπορία, κατείχαν στο λιμάνι του Ρότερνταμ 25 κιλά κοκαΐνη, την οποία είχαν επιμελώς κρύψει σε δυο (2) CONTAINER με στοιχεία .... και ..... Γ) Κατά τον παρακάτω τόπο και χρόνο, που δεν εξακριβώθηκε επακριβώς κατά την ανάκριση, οπωσδήποτε όμως κατά το αμέσως το προ της .... χρονικό διάστημα, από κοινού ενεργώντας, διαμετακόμισαν απαγορευμένη ναρκωτική κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1729/87. Και συγκεκριμένα, κατόπιν συναποφάσεως κατά τον ως άνω χρόνο, διαμετακόμισαν από τη Βενεζουέλα στην Ολλανδία 25 κιλά κοκαΐνης με σκοπό την εμπορία. Δ) Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το αμέσως προ της .... χρονικό διάστημα μέχρι την ...., από κοινού, οργάνωσαν, χρηματοδότησαν, κατηύθυναν και επόπτευσαν την τέλεση των ανωτέρω πράξεων και δη, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, από κοινού ενεργώντας, οργάνωσαν, χρηματοδότησαν, κατηύθυναν και επόπτευσαν την αγορά, διαμετακόμιση, απόπειρα διαμετακόμισης και απόπειρα εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια των ως άνω 25 κιλών κοκαΐνης, με σκοπό την εμπορία. Τις ως άνω δε πράξεις τέλεσαν αυτοί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον, από την επανειλημμένη τέλεση αυτών και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει δια των διασυνδέσεων τους με εμπόρους κοκαΐνης στη Βενεζουέλα, την μεθόδευση που χρησιμοποίησαν περί δήθεν εισαγωγής εμπορευμάτων από Κύπρο και όχι από Βενεζουέλα με εικονικά παραστατικά έγγραφα και την κατάρτιση υπ' αυτών πλαστών εγγράφων (πλαστή ταυτότητα και διαβατήριο), προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος, προς δε, από την επανειλημμένη τέλεση των άνω πράξεων, προκύπτει σταθερή ροπή των άνω κατηγορουμένων προς διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Ενώ οι περιστάσεις κάτω υπό τις οποίες τέλεσαν, τις ανωτέρω πράξεις (μεθόδευση, σχεδιασμός, εικονικές εταιρίες, πλαστά έγγραφα, εικονική εισαγωγή εμπορευμάτων, δήθεν, από την Κύπρο και τα αίτια που τους ώθησαν στις άνω πράξεις, ήτοι ο εύκολος και άκοπος πλουτισμός), καταμαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι". Περαιτέρω κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Χ1 του ότι "στην Αθήνα, στις ... και ..., κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό την κίνηση του. Και συγκεκριμένα κατήρτισε: α) στις ...., το υπ' αρ. .... Ελληνικό διαβατήριο, με στοιχεία δήθεν κατόχου "...." και επικόλλησε επ' αυτού δική του φωτογραφία και β) στις ...., την υπ αριθμ. .... άδεια οδηγήσεως, θέτοντας ως όνομα κατόχου τα στοιχεία "...." και επικολλώντας επ' αυτής τη φωτογραφία του, ώστε να διευκολύνει έτσι την κίνησή του, εμφανιζόμενος με τα ως άνω ψευδή στοιχεία για να μη δύνανται να καταστούν γνωστά τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητός του". Επίσης κήρυξε ένοχο τον Χ2 του ότι στην Αθήνα, κατά το προ της .... χρονικό διάστημα, εν γνώσει του ματαίωσε τη δίωξη άλλου για κακούργημα που διέπραξε και συγκεκριμένα, αν και αυτός εγνώριζε ότι ο ανωτέρω συγκατηγορούμενός του καταζητείτο για κακουργηματική πράξη και δη την κλοπή αρχαίων από το Μουσείο Κορίνθου, δεν ανέφερε αυτόν στις Διωκτικές και Ανακριτικές Αρχές, ματαιώνοντας έτσι ηθελημένα τη δίωξή του". Για τις πράξεις τους δε αυτές, οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν παράβαση των άρθρων 8 παρ. 1 περ.θ, 13 περ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 217 και 231 ΠΚ, άρθ., 5 παρ.1 περ. α, β, ζ και ιγ, και παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως το άρθ. 5 αντικαταστάθηκε με τα άρθρο 10 του ν. 2161/93 και το άρθρο 8 με το άρθρο 2 του ν. 2479/97 (ήδη άρθρα 20 και 23 του ΚΝΝ), οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για τις παραβάσεις του Ν. Περί Ναρκωτικών και σε φυλάκιση ενός έτους, ο καθένας, για τις πλημμεληματικές πράξεις. Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, πλην της πράξεως της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, που διέπραξε ο αναιρεσείων Χ1 , δεν διέλαβε κατά τα λοιπά στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την καταδικαστική κρίση του. Ειδικότερα, ως προς τις κακουργηματικές πράξεις της διαμετακόμισης, αγοράς, κατοχής απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών, καθώς και της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας της τέλεσης των ανωτέρω πράξεων, δεν εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, αλλά το δικαστήριο περιορίζεται να επαναλάβει, κατά συνοπτικό μάλιστα τρόπο, το διατακτικό της απόφασης που περιέχει τα στοιχεία του κατηγορητηρίου, το οποίο όμως ούτε λεπτομερές είναι, ούτε εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των κακουργηματικών πράξεων του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. α, β, ζ και ιγ του Ν. 1729/1987, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι. Συγκεκριμένα, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, και από τα οποία προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού αγόρασαν στη Βενεζουέλα τις πιο πάνω ποσότητες ναρκωτικών, και τις διαμετακόμισαν από την Βενεζουέλα στην Ολλανδία. Ως προς την τελευταία αυτή πράξη της, διαμετακόμισης των ναρκωτικών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ προβαλλόμενος από τους αναιρεσείοντες πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με την αιτίαση ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 5 παρ. 1α του ν. 1729/87 και 8 του ΠΚ, καταδικάστηκαν για το έγκλημα της διαμετακομίσεως ναρκωτικών, αφού, όπως ισχυρίζονται, ως διαμετακόμιση κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, νοείται μόνο η μέσω της Ελλάδος διέλευση των ναρκωτικών που εκκινούν από μία άλλη χώρα και προορίζονται να καταλήξουν μέσω της Ελλάδος σε άλλη τρίτη Χώρα, και όχι από την Βενεζουέλα στην Ολλανδία, χωρίς να διέλθουν από Ελληνικό έδαφος, είναι αβάσιμος, σύμφωνα με την πιο πάνω σκέψη, και απορριπτέος. Είναι όμως βάσιμος, όπως προαναφέρθηκε, ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την καταδίκη των αναιρεσειόντων και για την πράξη αυτή. Επίσης δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας τη φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών αυτών ουσιών, ώστε να μπορούν κάθε στιγμή να διαπιστώσουν την ύπαρξή τους και, κατά τη δική τους βούληση, να τα διαθέτουν πραγματικά, δηλαδή, ότι είχαν αυτά στην κατοχή τους, με την έννοια του νόμου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι γίνεται παράλληλα δεκτό, ότι "με την άφιξη στο Ρότερνταμ η ποσότητα ανευρέθη και αφαιρέθηκε κρυφά από την αρμόδια τοπική αρχή, που δεν έγινε αντιληπτή" από τους αναιρεσείοντες. Η παραδοχή αυτή αντιφάσκει με την πιο πάνω έννοια της κατοχής, αφού οι κατηγορούμενοι εμφανίζονται, αφενός να κατέχουν ναρκωτικά, τα οποία, όμως, οι τοπικές αρχές τα είχαν αφαιρέσει, αφετέρου δε εμφανίζονται να μην έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν κάθε στιγμή την ύπαρξη της πιο πάνω ποσότητας των ναρκωτικών. Επίσης, όχι μόνο δεν εκτίθενται στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η από κοινού, οργάνωση, χρηματοδότηση, κατεύθυνση και εποπτεία, της τέλεσης των πράξεων της αγοράς, κατοχής και διαμετακόμισης, αλλά στο σκεπτικό της απόφασης δεν γίνεται καν μνεία ούτε αναφέρεται οτιδήποτε σχετικά με την πράξη αυτή. Ακολούθως στο διατακτικό γίνεται δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού οργάνωσαν, χρηματοδότησαν, κατηύθυναν και επόπτευσαν όχι μόνο την τέλεση των πράξεων της αγοράς, κατοχής και διαμετακόμισης, για τις οποίες κρίθηκαν ένοχοι, αλλά και της πράξεως της απόπειρας εισαγωγής στην Ελλάδα, πράξη για την οποία, όμως, κρίθηκαν αθώοι με την πρωτόδικη απόφαση. Επισημαίνεται δε ότι η μόνη παραπομπή που γίνεται στο διατακτικό της απόφασης αφορά την αιτιολογία της συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του ν. 1729/1987, όπου αναφέρεται ότι "ο τρόπος, η μεθόδευση, ο σχεδιασμός και εκτέλεση των ανωτέρω πράξεων προμήθειας, κατοχής και διαμετακόμισης της ιδίας ποσότητας κοκαΐνης ως αναπτύσσονται στο διατακτικό, μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνοι και ενήργησαν με επαγγελματική ακρίβεια και αποτελεσματικότητα". Περαιτέρω, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 η πιο πάνω αιτιολογία της καταδικαστικής για αυτόν αποφάσεως για την πράξη της υπόθαλψης εγκληματία, περιορίζεται μόνο στο ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος "μολονότι εγνώριζε ότι ο πρώτος τούτων (δηλαδή ο Χ1) είχε διαπράξει ετέρα κακουργηματική πράξη, άσχετη με τις ανωτέρω, και μάλιστα κλοπή αρχαιοτήτων εκ του Μουσείου Κορίνθου, ματαίωσε την δίωξή του μη αναφέροντας αυτήν σε κάποια αρχήν". Η αιτιολογία αυτή είναι ελλιπής, καθόσον, ενώ ο εν λόγω αναιρεσείων, φέρεται ότι διέπραξε την παράβαση του άρθρου 231 ΠΚ, δια παραλείψεως της καταγγελίας στις αρχές, δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η υπήρχε σχετική κατά νόμο υποχρέωση αυτού. Συνεπώς, βασίμως παραπονείται ο εν λόγω αναιρεσείων, με τον (7ο) πρόσθετο αυτού λόγο αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την εν λόγω πράξη, για την οποία καταδικάστηκε. Τέλος για την πράξη της πλαστογραφίας του διαβατηρίου (217 ΠΚ), για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Χ1, πλην των ως αβασίμων κριθέντων στην αρχή της παρούσας απόφασης λόγων αναίρεσης(παρ. ΙΙΙ και IV), που αφορούν όλες τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο πιο πάνω αναιρεσείων, ουδείς άλλος, σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης, διαλαμβάνεται στην αίτηση αναίρεσης του εν λόγω αναιρεσείοντος και τους προσθέτους αυτής λόγους, με τον οποίο να προβάλλεται οποιαδήποτε αιτίαση που να αφορά την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την πράξη του αυτή. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Χ1 μετά των προσθέτων αυτής λόγων, ως προς την πράξη αυτή, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη. VI. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, μετά την παραδοχή ως βασίμων των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγων αναίρεσης των συνεκδικαζομένων αιτήσεων και των προσθέτων αυτών λόγων και των δύο αναιρεσειόντων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για τις πράξεις των παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών καθώς και για την πράξη της υπόθαλψης εγκληματία, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτών λόγοι, ως προς τις πιο πάνω πράξεις και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έγιναν δεκτές οι αναιρέσεις και οι πρόσθετοι αυτών λόγοι, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης, η τυχόν παραδοχή των οποίων θα οδηγούσε σε νέα επιμέτρηση των ποινών (αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων άρθρου 8 ν 1729/87, ως προς την τοξικομανία του πρώτου αναιρεσείοντος κλπ). Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2327/2006 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείο Αθηνών, ως προς όλες τις διατάξεις της, εκτός από την καταδικαστική αυτής διάταξη για την πράξη της πλαστογραφίας διαβατηρίου, που αφορά τον αναιρεσείοντα Χ2 ως προς την οποία απορρίπτει την από 22/3/2007 αιτήση - δήλωση αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 2764/26-3-2007) μετά των από 5-9-2007 προσθέτων αυτής λόγων του πιο πάνω αναιρεσείοντος. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως και πρόσθετων λόγων. Ανάγνωση εγγράφων. Η παραβίαση του άρθρου 357 παρ. 4 του Κ.Π.Δ., κατά την οποία όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, δεν διαβάζεται η κατάθεσή του που είχε δοθεί στην προδικασία, δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητος, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. . Οι φωτογραφίες τα σχεδιαγράμματα κ.λ.π. απεικονή-σεις δεν «αναγιγνώσκονται», αλλά επισκοπούνται. Όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι «αναγνώσθηκε» σχεδιάγραμμα κ.λ.π. έχει την έννοια της επισκοπήσεως. Διακοπή της δίκης κατά το άρθρο 375 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. . Η αναφορά στα πρακτικά ότι «ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέκοψε τη συνεδρίαση για την …» έχει την πρόδηλη έννοια ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, ασκώντας την από το άρθρο 339 παρ. 2γ εξουσία του, ανακοίνωσε εκείνο που το Δικαστήριο είχε αποφασίσει. Απορρίπτει λόγο αναίρεσης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Ναρκω-τικά. Αγορά, κατοχή, διαμετακόμιση, οργάνωση, χρηματοδότηση, κατεύ-θυνση και εποπτεία την τέλεση των ανωτέρω πράξεων από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. (άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α, β, ζ και ιγ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, άρθρο 20παρ. 1 περ. α, β, ζ και ιγ του Κώδικα Νόμων για τα ναρκωτικά - ΚΝΝ - Ν. 3459/2006). Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης, για την πράξη της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών φαρμάκων που τελέστηκε στην αλλοδαπή (άρθρο 8 εδ. θ του ΠΚ). Η διαμετακόμιση ναρκωτικών τιμωρείται, έστω και αν μεταξύ των χωρών που γίνεται η διαμετακόμιση δεν είναι η Ελλάς. Πλαστογραφία (κατάρτιση) διαβατη-ρίου (217 ΠΚ). Υπόθαλψη εγκληματία (231 ΠΚ). Τελείται και δια παραλείψεως, όταν υπάρχει υποχρέωση καταγγελίας κατά το νόμο. Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας, εκτός από την πράξη της πλαστογρα-φίας
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ναρκωτικά, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Υπόθαλψη εγκληματία, Πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 2230/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ...., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Κοκκινάκη, περί αναιρέσεως της 53/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα). Με πολιτικώς ενάγοντα τον ...., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σμιγάδη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα), με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαΐου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1126/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠΔ και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 53/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα), η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα, ιατρός αναισθησιολόγος, κρίθηκε ένοχη για ανθρωποκτονία από αμέλεια, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και για την πράξη της αυτή, (άρθρων 26 παρ. 1β, 28, 79, 84 παρ. 2α, 302 παρ. 1, ΠΚ) καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Στην αιτιολογία της απόφασης αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του "την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και από όλη την αποδεικτική διαδικασία". Δεν αναφέρεται δε καθόλου το Δικαστήριο και στην 1) από .... ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, των ιατροδικαστών Π1 και Π2 και 2) στην από .... ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνης της ειδικής ιατροδικαστού ..., οι οποίοι είχαν ορισθεί πραγματογνώμονες, σύμφωνα με το άρθρο 183 ΚΠΔ και σε εκτέλεση σχετικών παραγγελιών του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, είχαν συντάξει τις αναφερόμενες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και οι οποίες, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Οι εκθέσεις δε αυτές πραγματογνωμοσύνης, δεν μνημονεύονται και δεν αξιολογούνται ούτε σε άλλο σημείο της αιτιολογίας (εκτός εκείνου της αναφοράς των αποδεικτικών μέσων), ούτε γίνεται αναφορά των πορισμάτων τους, ώστε να δύναται να συναχθεί, κατά τρόπο αναμφίβολο, έστω και έμμεσα, ότι το Δικαστήριο τις έλαβε υπόψη του. Στο σκεπτικό της αποφάσεως γίνεται μόνο αναφορά (εντός παρενθέσεως) για "ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη του ιατροδικαστή Π1" προκειμένου το Δικαστήριο να στηρίξει τη κρίση του ότι "ο θάνατος του παιδιού οφείλεται σε αμέλεια της κατηγορουμένης που βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράλειψη αυτής να παρακολουθήσει τις αναπνευστικές κινήσεις του ασθενούς στο ανωτέρω κρίσιμο τρίλεπτο, ώστε να προβεί αμέσως σε επιτυχή επαναδιασωλήνωσή του επί τυχόν εμφανιζόμενης άπνοιας". Όμως δεν καθίσταται σαφές αν η μνημονευόμενη ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη "του ιατροδικαστή Π1" ταυτίζεται με την πιο πάνω αναφερόμενη από .... κοινή έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, των ιατροδικαστών Π1 και Π2 (λαμβανομένου υπόψη ότι στο πόρισμα αυτής της πραγματογνωμοσύνης δεν γίνεται ευθέως λόγος για αμέλεια της αναιρεσείουσας), ή, αν αφορά άλλη πραγματογνωμοσύνη, που διενήργησε μόνος του ο εν λόγω πραγματογνώμονας, η οποία όμως δεν μνημονεύεται στα πρακτικά της δίκης ότι αναγνώστηκε, ώστε να δύναται να την λάβει υπόψη του το Δικαστήριο. Ενόψει αυτών, δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως ήταν υπόχρεο, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αφού δεν καθίσταται αδίστακτα βέβαιο, ότι έλαβε υπόψη του και το αποδεικτικό αυτό μέσο της πραγματογνωμοσύνης και ειδικότερα τις πιο πάνω αναφερόμενες δύο εκθέσεις ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκαν κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ. Επομένως, ο συναφής, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος αυτού με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή της απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 53/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα). Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. - Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια (γιατρού αναισθησιολόγου). Η ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνης που διατάσσεται από το Δικαστήριο ή τον Ανακριτή, είναι ιδιαίτερο αποδει-κτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί, διότι δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη, έστω και έμμεσα, αναγνωσθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Πραγματογνωμοσύνη.
1
Αριθμός 2235/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Στρατή, για αναίρεση της με αριθμό 59635/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιουλίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1625/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων, αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, δημιουργουμένης διαφορετικά απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας. Ειδικότερα, η "εμφάνιση" του κατηγορουμένου αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες ο νόμος διασφαλίζει την προσωπική συμμετοχή αυτού, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις, οι οποίες διαγράφουν ορισμένες διαδικαστικές πράξεις, τύπους και προϋποθέσεις τόπου και χρόνου, με σκοπό να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία. Εξ άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 340 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση εκδικάσεως της κατηγορίας με την απουσία του κατηγορουμένου είναι η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση αυτού. Νομίμως δε θεωρείται κλητευθείς ο κατηγορούμενος, όταν, είτε εκοινοποιήθη εις αυτόν, εμπροθέσμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321 και 177 ΚΠΔ κλήση ή κλητήριο θέσπισμα, είτε ανεβλήθη η δίκη σε ορισμένη δικάσιμο και ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, είτε το σημαντικό αίτιο αναγγέλθηκε από το συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τον Πλημμελειοδίκη, δεν εμφανίστηκε και ο τελευταίος (Πλημμελειοδίκης) εξέδωσε την εξής απόφαση: "Από το αποδεικτικό επίδοσης που υπήρχε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και το οποίο δεν υπάρχει πλέον στη δικογραφία κατά τη θεώρηση της παρούσης, για άγνωστους λόγους, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να εμφανισθεί σήμερα και εφόσον δεν εμφανίστηκε πρέπει να δικασθεί σαν να ήταν παρών (άρθρο. 340 παρ. 3 ΚΠΔ)". Εφόσον, κατά τις παραδοχές της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως, δεν υπάρχει στη δικογραφία το οικείο αποδεικτικό επιδόσεως, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί αν ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και ειδικότερα (δεν δύναται να ελεγχθεί ο χρόνος της επιδόσεως, το όργανο που ενήργησε την επίδοση, αν ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε ως γνωστής ή αγνώστου διαμονής και αν, στην τελευταία περίπτωση, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις κλητεύσεως αυτού ως αγνώστου διαμονής καθώς και εάν υπάρχουν τυπικές ελλείψεις στο οικείο αποδεικτικό επιδόσεως που καθιστούν άκυρη την επίδοση. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση με το να δεχθεί ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να δικαστεί σαν να ήταν παρών (άρθρο 340 παρ. 3 ΚΠΔ), λόγω νομίμου κλητεύσεώς του, χωρίς όμως να παραθέσει τα αναγκαία εκείνα στοιχεία, όπως προαναπτύχθηκε, από τα οποία να προκύπτει η νόμιμη κλήτευση αυτού, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. Ι Α΄ σε συνδυασμό με άρθρο 179 παρ. 1 δ΄ ΚΠΔ, της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί παραβιάσθηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου προς εμφάνιση στο ακροατήριο και άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο και αναιρετέα την απόφασή του κατέστησε εκ του λόγου τούτου, κατά τον βάσιμο περί τούτου πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Αναιρουμένης της αποφάσεως, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο, όμως, θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ΄αριθμ. 59635/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλο δικαστή. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα της διαδικα-σίας γιατί παραβιάσθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ. 1δ, 510 παρ. 1Α ΚΠΔ). Παραδοχή της αποφάσεως ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να δικαστεί σαν να ήταν παρών (340 παρ. 3 ΚΠΔ), μολονότι δεν μνημονεύει αποδεικτικό επιδόσεως περί κλητεύσεως αυτού, με την ειδικότερη σκέψη ότι τούτο υπήρχε μεν κατά «την εκφώνηση της υποθέσεως, αλλά δεν υπάρχει κατά τη θεώρηση της αποφάσεως». Αναιρεί και παραπέμπει
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη.
0
Αριθμός 2229/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπύρο Αμπόνη, περί αναιρέσεως της 237/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22.2.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 460/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής: " ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι στο ....χιλιόμετρο της Ε.Ο Θεσσαλονίκης- Πολυγύρου, την ..... και περί ώρα 08.00 οδηγώντας την υπ' αριθμό .... δίκυκλη μοτοσυκλέττα, όταν έφθασε στο παραπάνω χιλιόμετρο ..... και ειδικότερα στο ύψος του χωριού .... αφενός δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή και δεν ασκούσε τον προσήκοντα έλεγχο και εποπτεία στο όχημά του, ώστε να μπορεί σε κάθε περίπτωση να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και αφετέρου δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματός του κατά τρόπο ώστε αν είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού, ενόψει του ότι εκινείτο σε κατοικημένη περιοχή και έτσι αν και αντιλήφθηκε από αρκετή απόσταση τον πεζό ..... υπήκοο Αλβανίας και κάτοικο ......, να διασχίζει κάθετα το οδόστρωμα από αριστερά προς δεξιά, σε σχέση με την πορεία του, δεν μπόρεσε να ακινητοποιήσει έγκαιρα το όχημά του, ούτε να ενεργήσει τον κατάλληλο αποφευκτικό ελιγμό, με αποτέλεσμα να παρασύρει τον παραπάνω παθόντα, ο οποίος πλην των άλλων σωματικών κακώσεων, υπέστη οργανωμένο αιμάτωμα αμφοτέρων των ημισφαιρίων του εγκεφάλου, ινιακή και διάβρωση της αρτηρίας της τραχείας και συνεπεία αυτής μαζική εσωτερική αιμορραγία από την οποία ως μόνη ενεργό αιτία επήλθε ο θάνατός του στις ..... ενώ συνέχιζε αδιακόπως να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, στο οποίο εισήχθη αμέσως μετά το θανάσιμο τραυματισμό του. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι ο παθών, έτρεχε και εμφανίστηκε αιφνίδια μπροστά του δεν ευσταθεί, γιατί όπως αποδείχθηκε, ο παθών δεν έτρεχε, αλλά, μέχρι να φθάσει στο σημείο της οδού όπου παρασύρθηκε από τη μοτοσυκλέττα, είχε ήδη διανύσει ολόκληρο το άλλο ρεύμα της οδού, πλάτους έξι(6) μέτρων και το μισό του ρεύματος κυκλοφορίας στο οποίο εκινείτο ο κατηγορούμενος. Δηλαδή ο παθών, μέχρι να φθάσει στο σημείο παράσυρσής του, διήνυσε εννέα (9) μέτρα από την πλευρά του κατηγορούμενου, σε σχέση με την πορεία του, πράγμα που σημαίνει ότι ο τελευταίος, αν πρόσεχε, όπως όφειλε, μπορούσε να αντιληφθεί τον παθόντα και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα (ακινητοποίηση ή αποφευκτικό ελιγμό) ή να αποφύγει την παράσυρση του θύματος. Επίσης δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου, ότι ο θάνατος του θύματος δεν οφείλεται στον τραυματισμό του από το τροχαίο, αλλά σε άλλη αιτία. Αντίθετα, από τα αναγνωσθέντα έγγραφα (ιατροδικαστικές εκθέσεις κλπ), προκύπτει ότι αιτία του θανάτου του θύματος ήταν ο τραυματισμός του, έστω και αν αυτός (θάνατος) επήλθε κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης νοσηλείας του ύστερα από 48 ημέρες από τον τραυματισμό του. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια...". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε επί τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη των άρθρων 28 και 302 παρ.1 του Π.Κ, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα για την ύπαρξη συνυπαιτιότητας του παθόντος προσώπου, αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που απέκλειαν την ύπαρξη τέτοιας ευθύνης του και με βάση τα οποία κατέληξε στην αποκλειστική υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος. Επίσης πλήρη και ειδική αιτιολογία διαλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για ανυπαρξία αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του και των τραυμάτων που προκλήθηκαν στον παθόντα, συνεπεία των οποίων, έστω μετά μακρά νοσηλεία 48 ημερών, αυτός κατέληξε, χωρίς να δημιουργείται περαιτέρω οποιαδήποτε αντίφαση, από το γεγονός ότι ενώ στα πρακτικά αναφέρεται, ότι αναγνώστηκε μια ιατροδικαστική έκθεση, στο αιτιολογικό της, από προφανή παραδρομή, αναφέρεται σε "ιατροδικαστικές εκθέσεις". Περαιτέρω, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 333 παρ.2, 358, 364 και 369 Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δίκης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναφέρονται τα στοιχεία που το εξατομικεύουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριμένο έγγραφο πράγματι αναγνώσθηκε. Διαφορετικά παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. 'Ετσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του και καταδίκη του αναιρεσείοντος και στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα με αριθμούς ... 3) ιατροδικαστική έκθεση, 4) το 3112/2000 έγγραφο και 5) το 110/2002 ειδική διαδικασία....". Με την καταχώριση των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, για την ανάγνωση των οποίων άλλωστε ο αναιρεσείων δεν προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση, δε δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, όπως και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε άλλη αναφορά σχετική με τα πρόσθετα στοιχεία αυτών, όπως ο συντάκτης τους, ή ο τόπος και ο χρόνος εκδόσεώς τους, αφού, με την ανάγνωσή τους, προσδιορίστηκε η ταυτότητά τους και κατά το περιεχόμενό τους, οπότε ο αναιρεσείων είχε την δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο με προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους, κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Δικαστήριο δεν ανέγνωσε και κατ' επέκταση δεν έλαβε υπόψη του την έγγραφη ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ...., την οποία είχε επικαλεστεί και προσκομίσει στο Δικαστήριο. Από τα πρακτικά όμως της δίκης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο ή τον παραστάντα συνήγορό του ανάλογο αίτημα, ούτε περαιτέρω προκύπτει ότι ζητήθηκε η διόρθωση των πρακτικών της δίκης εκείνης κατά το σημείο τούτο, ούτε ότι προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Συνεπώς ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την αναίρεση του ......για αναίρεση της υπ' αριθμό 237/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι (220) ) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του Κ.Π.Δ.). Αποκλειστική υπαιτιότητα – υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αμέλειας και επελθόντος αποτελέσματος. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του Κ.Π.Δ.). Δεν είναι απαραίτητη η καταχώρηση στα πρακτικά του περιεχομένου του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Δεν είναι αναγκαία η αναφορά πρόσθετων στοιχείων του εγγράφου (συντάκτης, τόπος καταρτίσεως κ.λ.π.), όταν μάλιστα ο κατηγορούμενος δεν πρόβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση στην ανάγνωσή του. Απαιτείται η προηγούμενη υποβολή αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, που πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά για ανάγνωση εγγράφου που ο ίδιος δεν επικαλέστηκε.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
Αριθμός 2227/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 1347/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 466/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους, καθώς και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1347/2006 απόφασή του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, κατά την εκδίκαση στις 18-5-2000 ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής της Πολεοδομίας Πειραιώς ενστάσεών του, τις οποίες είχε ασκήσει κατά των υπ' αριθμούς ...... και ......... πράξεων αυτοψίας οργάνων αυτής (Πολεοδομίας), αφορωσών αυθαίρετη κατεδάφιση και ανέγερση κτισμάτων από τον ίδιο, κατέθεσε στην Επιτροπή την από ....... υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, με την οποία δήλωνε ότι οι κριθείσες με τις πράξεις αυτοψίας ως αυθαίρετες εργασίες είναι νόμιμες και ότι έγιναν μέσα στο έτος 1997, πράγμα, όμως, που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού στο μεγαλύτερο μέρος τους οι εργασίες αυτές έγιναν στη διάρκεια του έτους 1999, δηλαδή μετά τη λήξη της ισχύος της εκδοθείσης άδειας κατεδαφίσεως και, συνεπώς, ήταν αυθαίρετες. Και ενώ ήδη ο Γ1, στενός εξ αγχιστείας συγγενής του κατηγορουμένου, με τον οποίο βρίσκονταν σε αντιδικία σχετιζόμενη με τις εν λόγω οικοδομικές εργασίες, είχε λάβει, ως έχων προφανώς έννομο συμφέρον, στις 5-6-2000, αντίγραφο σε φωτοτυπία της ως άνω υπεύθυνης δήλωσης του κατηγορουμένου από το Αρχείο της Πολεοδομίας Πειραιώς, όπου αυτή φυλασσόταν στον οικείο φάκελο, και είχε καταγγείλει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και στην Πολεοδομία Πειραιώς ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως ήταν ψευδές με την από 5-7-2000 αίτηση - γνωστοποίησή του, την οποία στις 7-7-2000 επέδωσε και στον ήδη κατηγορούμενο, ο τελευταίος, με σκοπό να αποδείξει ότι δεν υπέβαλε ψευδή δήλωση στην Επιτροπή Ενστάσεων της Πολεοδομίας Πειραιώς, αλλά ότι το περιεχόμενο της από ...... υπεύθυνης δήλωσής του ήταν αληθές, μετέβη στην Πολεοδομία Πειραιώς μετά την 5-6-2000 και μέχρι τις 23-10-2000, σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε, όπως ήδη ελέχθη, επακριβώς, και στο έγγραφο της υπεύθυνης δήλωσης που βρισκόταν μέσα στο φάκελο με τις ενστάσεις του - στον οποίο είχε πρόσβαση - και που είχε κατατεθεί στην εν λόγω δημόσια υπηρεσία, είχε δε λάβει ακριβές φωτοαντίγραφο αυτού ο Γ1 στις 5-6-2000 και, επομένως, έπρεπε αυτό (έγγραφο της υπεύθυνης δήλωσης) να διατηρηθεί αναλλοίωτο κατά περιεχόμενο, στη διατήρηση του οποίου είχε συμφέρον ο τελευταίος, προσέθεσε με το χέρι του μετά τη φράση ".... Μέσα στο έτος 1997", με την οποία τελειώνει το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης, τις λέξεις "και 99", ώστε να αποδεικνύεται πλέον ότι, κατά την εκδίκαση των ενστάσεών του στην Επιτροπή της Πολεοδομίας Πειραιώς, στις 18-5-2000, είχε δηλώσει, δια της υπευθύνου δηλώσεως που κατέθεσε αυθημερόν, αληθή γεγονότα, δηλαδή ότι οι εργασίες για τις οποίες είχαν συνταχθεί, οι προσβληθείσες εκθέσεις αυτοψίας, είχαν γίνει τόσο στο έτος 1997 όσο και το έτος 1999 και δεν ετίθετο συνεπώς θέμα ψευδούς αναφοράς προς την Αρχή. Ακολούθως ο κατηγορούμενος α) Επανατοποθέτησε τη νοθευθείσα πλέον υπεύθυνη δήλωσή του στο φάκελο, στην οποία, ας σημειωθεί, ότι οι προστεθείσες λέξεις "και 99" έχουν γραφεί με διαφορετικό μελάνι, όπως καθίσταται προφανές και μακροσκοπικώς, όπου και παρέμεινε, β) ζήτησε από την Πολεοδομία Πειραιώς να του χορηγηθεί αντίγραφο της νοθευθείσας πλέον υπεύθυνης δήλωσης, το οποίο και έλαβε στις 24-10-2000 και γ) χρησιμοποίησε το χορηγηθέν σ' αυτόν φωτοαντίγραφο της νοθευθείσας υπεύθυνης δήλωσής του, επικαλούμενος αυτό στο από ........ απολογητικό υπόμνημα που υπέβαλε στην Πταισματοδίκη του Β' Τμήματος Πειραιώς, η οποία διενεργούσε προανάκριση για το αδίκημα της ψευδούς αναφοράς προς την Αρχή, για το οποίο είχε ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη μετά την από 5.7.2000 καταγγελία (αίτηση - γνωστοποίηση) του Γ1 και 2) επισυνάπτοντας αυτό στη σχηματισθείσα σε βάρος του ποινική προανακριτική δικογραφία. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, τα οποία πλήρως αποδείχθηκαν, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης) εγγράφου με χρήση αυτού και του επέβαλε ποινή φυλάκισης επτά μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παράγραφος 1 ΠΚ, την οποία σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Το σκεπτικό ταυτίζεται με το διατακτικό, πλην, όμως, περιέχει τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, ώστε να καθίσταται περιττή οποιαδήποτε διαφοροποίησή του ως προς την διατύπωση. Αναφέρει διεξοδικά την εκκρεμότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην Πολεοδομία Πειραιώς, στην οποία, ενόψει της εκδικάσεως ενστάσεών του κατά των υπ' αριθ. ...... και ....... πράξεων αυτοψίας αυθαιρέτου της ως άνω Υπηρεσίας, είχε υποβάλει την από ........ υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, με την οποία δήλωνε ότι οι αυθαίρετες εργασίες που διακριβώθηκαν στις εκθέσεις αυτές, ήταν νόμιμες και έγιναν το 1997, γεγονός το οποίο ήταν αναληθές, αφού οι εργασίες αυτές (παράνομες) έλαβαν χώρα το 1999. Αναφέρει την αντιδικία του αναιρεσείοντος με τον στενό του συγγενή Γ1, ο οποίος είχε λάβει αντίγραφο της αναφερθείσας υπεύθυνης δηλώσεως και ότι είχε κάνει και σχετική καταγγελία στην Πολεοδομία Πειραιώς καθώς και στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Εκθέτει επίσης πως αργότερα ο αναιρεσείων προέβη στην αλλοίωση του περιεχομένου της υπεύθυνης δηλώσεως, με την προσθήκη, μετά "το έτος 1997", των λέξεων "και 99", ώστε να αποδεικνύεται ότι αυτός, κατά την εκδίκαση των ενστάσεών του, είχε δηλώσει αληθή γεγονότα, δηλαδή ότι οι εργασίες, για τις οποίες είχαν συνταχθεί οι εκθέσεις αυτοψίας των αρμοδίων Οργάνων της Πολεοδομίας Πειραιώς, είχαν γίνει και το 1997 και το 1999 και, ως εκ τούτου, δεν εκτίθετο θέμα ψευδούς αναφοράς προς την Αρχή. Περαιτέρω, από την επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, προκύπτει επίσης πως ο αναιρεσείων είχε πρόσβαση στον φάκελό του, ο οποίος βρισκόταν στην Πολεοδομία Πειραιώς, η επανατοποθέτηση που έκανε αυτός στο φάκελό του του νοθευθέντος εγγράφου, καθώς και η χρήση του αντιγράφου της (νοθευθείσας) δηλώσεώς του, με την επισύναψη αυτής στη σχηματισθείσα σε βάρος του ποινική προανακριτική δικογραφία. Επίσης, προκύπτει σαφώς, τόσο ο δόλος του κατηγορουμένου, όπως και ο σκοπός αυτού, δηλαδή, με τη χρήση της νοθευθείσας υπεύθυνης δηλώσεως, να παραπλανηθούν τα όργανα της Πολεοδομίας που θα εκδίκαζαν τις ενστάσεις του. Τέλος, εξειδικεύεται η περαιτέρω χρήση της νοθευθείσας υπεύθυνης δηλώσεως, με την επισύναψη αντιγράφου αυτής στο φάκελο της σε βάρος του σχηματισθείσας ποινικής προανακριτικής δικογραφίας, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί αντικειμενικά η επιβαρυντική περίπτωση της παραγράφου 1 εδ. β' του άρθρου 216 ΠΚ, ενόψει του ότι, όπως εν προκειμένω, η χρήση της νοθευθείσας δηλώσεως έγινε από τον ίδιο τον πλαστογράφο και θεωρείται απλή επιβαρυντική περίπτωση. Μετά από αυτά, οι περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι του αναιρετηρίου είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, όπως και η αναίρεση στο σύνολό της, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παράγραφος 1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2.3.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1347/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Έλλειψη αιτιολογίας, 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Πλαστογραφία μετά χρήσεως. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
2
Αριθμός 2226/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..... , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλέρμπα, περί αναιρέσεως της 2152/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.11.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 382/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2152/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος σε ποινή φυλακίσεως 30 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική, για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού κατ' εξακολούθηση. Περαιτέρω, από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι, κατά την ημέρα εκδικάσεως της υποθέσεως (20.9.2006), ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, η οποία και υπέβαλε αίτημα για αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, προκειμένου αυτή να συνεκδικασθεί με άλλη συναφή, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 6.12.2006. Μετά την υποβολή του ως άνω αιτήματος, ο Πρόεδρος διέκοψε τη συνεδρίαση για την 09.00 ώρα της επομένης (21.9.2006), κατά την οποία, όμως, δεν εμφανίσθηκε ο κατηγορούμενος, ούτε και η συνήγορός του. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, δεσμευόμενο από την κατά τα άνω αρχική εμφάνιση του κατηγορουμένου, θεώρησε αυτόν (κατηγορούμενο) ωσεί παρόντα (Ολ. ΑΠ 3/2006) και χώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως, αφού προηγουμένως, απέρριψε το αίτημα για αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, λόγω του κινδύνου παραγραφής της πρώτης επί μέρους κατ' εξακολούθηση πράξης. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι ουδέποτε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέκοψε τη συνεδρίαση της 20.9.2006 για την επομένη ημέρα, δεν επιβεβαιώνεται, ενόψει του ως άνω περιεχομένου των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 3 του ΚΠΔ αποδεικνύουν πλήρως όλα όσα, περί του αντιθέτου, αναφέρονται σ' αυτά. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος του αναιρετηρίου, σύμφωνα με τον οποίο, σε συνάρτηση με τη φερόμενη μη διακοπή της συνεδριάσεως, κακώς δικάσθηκε ωσεί παρών ο αναιρεσείων, ενώ θα τον εκπροσωπούσε η πληρεξουσία δικηγόρος του και έτσι (ΚΠΔ 171 παρ. 1 περ. δ) παραβιάσθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την εκπροσώπησή του και επήλθε έτσι απόλυτη ακυρότητα (ΚΠΔ 510 παρ. 1 στοιχ. Α), είναι αβάσιμος. ΙΙ. Από τα άρθρα 148 έως 153, 474 παρ. 2, 476 παρ. 2 και 509 παρ. 1α του ΚΠΔ, προκύπτει, ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι από τους περιοριστικώς διαλαμβανόμενους στο άρθρο 510 του ίδιου Κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί, διαφορετικά, η αίτηση τυγχάνει απαράδεκτη. Από την ως άνω αξίωση του νόμου, δεν εξαιρείται ο προβλεπόμενος στο παραπάνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. Ενόψει τούτων, για το ορισμένο του λόγου αυτού, πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία της, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της απόφασης (Ολ. ΑΠ 19/2001). Απλή επανάληψη της διατάξεως του νόμου, που προβλέπει το συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ή περιγραφική απλώς αναφορά αυτού, χωρίς μνεία των περιστατικών που τον θεμελιώνουν, δεν αρκεί. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγο της κρινόμενης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, διότι "δεν εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, εκ των οποίων το Δικαστήριο της ουσίας - Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών - συνήγαγεν την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αδικήματος, τα μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικοί συλλογισμοί επί τη βάσει των οποίων εγένετο η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών εις την ουσιαστικήν ποινικήν διάταξιν η οποία εφηρμόσθη". Έτσι, όμως, όπως έχει διατυπωθεί ο λόγος αυτός, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις αυτές της αιτιολογίας και σε ποιές παραδοχές εμφανίζονται, είναι αόριστος και πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθεί και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο διατυπώνεται η αιτίαση, ότι "άπαντα τα αδικήματα τ' αναφερόμενα εις την αναιρεσιβαλλομένην απόφασιν έχουν παραγραφεί [άρθρα 111-113 ΠΚ]". Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9.11.2006 αίτηση του ..... για αναίρεση της υπ' αριθ. 2152/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Απόλυτη ακυρότητα, 2) Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, 3) Παραγραφή. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Παραγραφή.
0
Αριθμός 2225/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης X1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αρετή Καπετανάκου, περί αναιρέσεως της 7728/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.11.2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1999/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η μη ανάγνωση εγγράφου που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας θεμελιώνει έλλειψη ακροάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ,1 στοιχ.β, σε συνδ. με άρθρο 170 παρ,2 Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, εφόσον από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν την ανάγνωση του εγγράφου και το Δικαστήριο παρά το νόμο δεν την επέτρεψε ή παρέλειψε να αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 7728/2006 προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δεν προκύπτει ότι εκ μέρους της συνηγόρου της κατηγορουμένης, που την εκπροσώπησε στο ως άνω Δικαστήριο, υποβλήθηκε αίτημα αναγνώσεως πιστοποιητικών γεννήσεως γονέων και πάππων της κατηγορουμένης καθώς και απολογητικού υπομνήματος, που υπέβαλε κατά την προανάκριση. Υποβλήθηκαν εγγράφως από τη συνήγορό της και αναπτύχθηκαν προφορικά αυτοτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι καταχωρίσθηκαν στα πρακτικά, όχι, όμως, και αίτημα για ανάγνωση τέτοιων πιστοποιητικών. Συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ακροάσεως, είναι αβάσιμος. Ο περαιτέρω ισχυρισμός της, ο οποίος αποτελεί συνέχεια του ως άνω λόγου της έλλειψης ακροάσεως, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι απαράδεκτος, γιατί, δεν αρκεί η ακυρότητα αυτή να προβλήθηκε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά πρέπει να επαναφερθεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με σχετικό λόγο έφεσης, κάτι που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, όπως αυτό προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη, ........., στις 28.9.2000, εμφανίσθηκε στο τμήμα Αλλοδαπών Λαυρίου και, μαζί με άλλα δικαιολογητικά, υπέβαλε στην άνω Υπηρεσία, ως γνήσιο έγγραφο - δικαιολογητικό, το φερόμενο ως εκδοθέν στις ....... από το Ληξιαρχείο Δελβίνου Αλβανίας, με αριθμό ....... πιστοποιητικό γέννησής της, από το οποίο προέκυπτε η Ελληνική της καταγωγή, έγγραφο όμως που ήταν πλαστό, εφόσον ουδέποτε είχε εκδοθεί από τις άνω αρχές, όπως η Interpol με το ........ από .......... FAX ενημέρωσε την άνω Υπηρεσία. Η κατηγορουμένη εξάλλου, εν γνώσει της πλαστότητάς του, χρησιμοποίησε το άνω έγγραφο, προκειμένου να παραπλανήσει την εν λόγω υπηρεσία, ώστε να της χορηγήσει ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς, βάσει της 4000/3110-2 από 15.4.1998 κοινής Υ.Α., πράγμα που πέτυχε, αφού στις 20.7.2001, εξαπατώντας τους αρμόδιους Υπαλλήλους του Τμήματος Αλλοδαπών Λαυρίου, περί της γνησιότητας του ως άνω εγγράφου, κατόρθωσε να της χορηγηθεί το ..... Ε.Δ.Τ.Ο. με ημερομηνία λήξης την ......... Επειδή, όμως, υπάρχουν αμφιβολίες για την τέλεση εκ μέρους της κατηγορουμένης της πλαστογραφίας του άνω πλαστού εγγράφου (βλ. από ....... βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης της .........., σύμφωνα με την οποία "τόσο η λέξη Greke, όσο και οι υπόλοιπες χειρόγραφες συμπληρώσεις του ίδιου εγγράφου, δεν προέρχονται από την ίδια την X1, αλλά από άλλο πρόσωπο), πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, αντί της αποδιδόμενης σ' αυτήν αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας με χρήση, μόνο της χρήσης του άνω πλαστού εγγράφου (σχ. ΑΠ 40/2006) και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Εξάλλου, ουδαμώς αποδείχθηκε ότι η χρήση του άνω πλαστού πιστοποιητικού γέννησης από την κατηγορουμένη έγινε προκειμένου να διευκολυνθεί η άμεση συντήρησή της, η κίνηση ή η κοινωνική της πρόοδος και μόνο, ώστε να τίθεται θέμα μεταβολής της κατηγορίας σε χρήση πλαστού πιστοποιητικού κατ' άρθρο 217 ΠΚ (σχ. ΑΠ 1316/2001, ΠΧ ΝΒ, 531, ΑΠ 556/1995, ΠΧ ΜΕ, 830), όπως, εντελώς άλλωστε αόριστα προβάλλει η κατηγορουμένη. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του φερόμενου ως χρόνου έκδοσης του άνω πλαστού εγγράφου (.......), η ημερομηνία τέλεσης της αποδιδόμενης στην κατηγορουμένη αξιόποινης πράξης της χρήσεως, αποδείχθηκε ότι ήταν η 28.9.2000, όταν υπέβαλε το ως άνω πλαστό έγγραφο στο Τμήμα Αλλοδαπών Λαυρίου. Επομένως, έκτοτε, μέχρι την 29.7.2005, οπότε της επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα, δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 111-113 ΠΚ πενταετία και το υποστηριζόμενο από την κατηγορουμένη περί παραγραφής της πρώτης αξιόποινης πράξης, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι το άνω Ε.Δ.Τ.Ο. που έλαβε, θα μπορούσε να το λάβει και χωρίς τη χρήση του πλαστού άνω εγγράφου, αφού ουδεμία εξήγηση δίδει στο ευλόγως γεννώμενο ερώτημα, γιατί τότε συνυπέβαλε και το άνω πλαστό έγγραφο, όταν αυτό ήταν περιττό. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί της". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχη για τις πράξεις α) της χρήσης πλαστού εγγράφου και β) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και της επέβαλε τη συνολική ποινή των επτά (7) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τρία (3) χρόνια. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των προαναφερομένων αξιοποίνων πράξεων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Συγκεκριμένα, αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται, ήτοι ο χρόνος χρήσεως του πλαστού εγγράφου στις 28.9.2000, σε τι συνίσταται η πλαστότητα, επισημαίνεται το υποκειμενικό στοιχείο, συνιστάμενο στην εν γνώσει της πλαστότητας χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού, η εξαπάτηση των αρμοδίων οργάνων του Α.Τ. Λαυρίου και η συνακόλουθη χορήγηση, στις 20.7.2001, του υπ' αριθ. ........ Ε.Δ.Τ.Ο. με ημερομηνία λήξεως την ........ Επίσης, επισημαίνεται ότι δεν προέκυψε πώς το άνω ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς (Ε.Δ.Τ.Ο.) θα μπορούσε η αναιρεσείουσα να το λάβει και χωρίς τη χρήση του πλαστού εγγράφου, ουδόλως δε συνιστά αντίφαση η κρίση του Δικαστηρίου "αφού ουδεμία εξήγηση δίδει στο ευλόγως γεννώμενο ερώτημα γιατί τότε συνυπέβαλε και το πλαστό έγγραφο, αν αυτό ήταν περιττό", γιατί, αυτή (κρίση του Δικαστηρίου) διατυπώνεται μόνο προς απόκρουση των υπερασπιστικών ισχυρισμών της αναιρεσείουσας. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η χρήση του πλαστού πιστοποιητικού έγινε προς το σκοπό να αποκτήσει η αναιρεσείουσα το ειδικό δελτίο ταυτότητος ομογενούς και, με τις ορθές και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης, έγινε δεκτό ότι η χρήση αυτή δεν έγινε με σκοπό να διευκολυνθεί η άμεση συντήρησή της, η κίνηση ή η κοινωνική της πρόοδος και μόνο, ορθά το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 216 και όχι εκείνη του άρθρου 217 ΠΚ. Επομένως, οι περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, δεύτερος και τρίτος λόγοι της υπό κρίση αίτησης, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, η δε αναιρεσείουσα να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23.11.2006 αίτηση της X1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 7728/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Έλλειψη ακροάσεως, 2) Έλλειψη αιτιολογίας, 3) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 2228/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. X1 και 2. X2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3067/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Μαρτίου 2007 (δυο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 527/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 309/28-8-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. τις υπ' αρ. α) 57/2-3-2007 και β) 59/2-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των X1 και X2 αντιστοίχως, τις οποίες άσκησαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου των (δυνάμει της από 1-3-2007 κοινής εξουσιοδοτήσεως των αιτούντων προς αυτήν) κατά του υπ' αρ. 3067/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: ΙΙ) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απερρίφθησαν κατ' ουσίαν οι υπ' αρ. 304/2006 και 303/2006 αντιστοίχως εφέσεις των ανωτέρω κατά του υπ' αρ. 1948/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παρεπέμφθησαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών όπως δικασθούν α) αμφότεροι για απάτη κατά συναυτουργία με περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, β) ο 1ος για εκβίαση, γ) ο 1ος για παράνομη οπλοφορία, και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. ΙΙΙ) Οι αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 παρ. 2, 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ. με τις από 2-3-2007 δηλώσεις των αναιρεσειόντων δια της (νομίμως προς τούτο) εξουσιοδοτηθείσης δικηγόρου των Ευαγγελίας Παναγιωτοπούλου για τις οποίες συνετάχθησαν οι υπ' αρ. 57/2-3-2007 και 59/2-3-2007 εκθέσεις αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών. Είναι δε εμπρόθεσμες διότι η επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος έγινε στους κατηγορουμένους την 14-3-2007 εις δε τον αντίκλητο δικηγόρο τους την 20-2-2007. Κατά συνέπεια είναι τυπικά δεκτές. VI) Λόγοι αναιρέσεως: Α) Του κατηγορουμένου X1. α) Ως προς την πράξη της απάτης εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα ανήγαγε μία διαφορά αστικής καθαρά φύσης, ήτοι υποχρεώσεις πηγάζουσες από σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου σε ποινικό αδίκημα. β) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τις πράξεις της εκβιάσεως και παράνομης οπλοκατοχής διότι στηρίχθηκε το βούλευμα αποκλειστικά στην κατάθεση του μηνυτή Ψ1, χωρίς να υπάρχουν και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να συνηγορούν υπέρ της τέλεσης από αυτόν των δύο ως άνω εγκλημάτων. Το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι τα δύο ως άνω αδικήματα έλαβαν χώρα την 4-8-2003, δεν εξηγεί για ποιό λόγο ο μηνυτής δεν προσέφυγε άμεσα στις δικαστικές αρχές. Στην συνέχεια το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι ο δήθεν εκβιασθείς μηνυτής εξακολουθούσε παρά την εκβίασή του να πείθεται επί μεγάλο χρονικό διάστημα ήτοι μετά τον Σεπτέμβριο του έτους 2003, στις δήθεν ψευδείς διαβεβαιώσεις του ότι θα του εξασφάλιζε αυτοκίνητο ταξί. Ως προς την έκθεση των συλλογισμών του το βούλευμα δεν έχει την επιβαλλόμενη από τον νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Β) Του κατηγορουμένου Χ2. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα ανήγαγε μία διαφορά αστικής καθαρά φύσεως, ήτοι υποχρεώσεις πηγάζουσες από σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, σε ποινικό αδίκημα. V) Από την διάταξη του άρθρου 385 Π.Κ. προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτείται: α) εξαναγκασμός δια βίας ή απειλής ικανής να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της λαμβανομένης αποφάσεως σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία εις την περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου και β) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακόν όφελος. Για την θεμελίωση της υπό του άρ. 385 παρ. 1α Π.Κ. προβλεπομένης κακουργηματικής μορφής εκβιάσεως απαιτείται οι απειλές να είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής σύμφωνα με τα οριζόμενα εις το άρθρο 380 παρ. 1. Απειλή δε ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής είναι η προαγγελία κακού επαχθησομένου αμέσως, εάν δεν ήθελε υποκύψει εκείνος κατά του οποίου απευθύνεται αυτή και επιχειρήσει να προβάλει αντίσταση. Τούτο σημαίνει τοπική και χρονική αμεσότητα του κακού με το σώμα ή την ζωή του απειλουμένου δηλ. βλάβη "εδώ και τώρα". Τέτοια κακουργηματική εκβίαση αποτελεί και η απειλή από τον δράστη κατά της ζωής άλλου με πιστόλι που εξήγαγε από το τσαντάκι του. Ο δόλος περιλαμβάνει την γνώση του δράστη ότι ο καθ' ου η βία ή απειλή περιάγεται σε τέτοια θέση ώστε να μην έχει ελεύθερη θέληση προς διάθεση και ότι ο εκβιαζόμενος επιχειρεί μία βλαπτική γι' αυτόν ή τρίτο περιουσιακή διάθεση. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Από την διάταξη της παραγράφου 1 του αρ. 386 του Π.Κ. προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης διαπράττει όποιος με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών σε πράξη παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση των ψευδών γεγονότων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, προφορικώς ή εγγράφως, αρκεί συνεπεία αυτής να προξενήθηκε η πλάνη και εκ της παραπλανήσεως να προέβη ο παραπλανηθείς σε πράξη ή παράλειψη ένεκα της οποίας επήλθε περιουσιακή ζημία στον παραπλανηθέντα ή τρίτο. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 Π.Κ., νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε συγκροτείται το έγκλημα της απάτης (Α.Π. 5/2001, 610/2002, 1331/2005). Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος (Α.Π. 691/1997, 1627/1999, 132/2000, 1331/2005). Κατά την παράγραφο 3 εδάφ. β ιδίου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών..... β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ..." (Α.Π. 1515/2001 Ποιν.Δικ. 2002/114). Με τον όρο από κοινού του αρ. 45 Π.Κ. νοείται αντικειμενικά ή σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Δεν είναι δε απαραίτητη η αναφορά των επί μέρους ενεργειών των συναυτουργών για την ύπαρξη της συναυτουργίας (Ολομ. Α.Π. 50/90 Π.Χρ. Μ/949, Α.Π. 323/94 Π.Χρ. ΜΔ/389, Α.Π. 660/99 Π.Χρ.). VI) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1δ' του ίδιου Κώδικα λόγον αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 711/2000 Π.Χρ. ΝΑ/55, Α.Π. 252/2004, 2200/2002). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (ΑΠ 1155/2000 Π.Χρ. ΝΑ/398, Α.Π. 1331/2005, Α.Π. 760/1996 Π.Χρ. ΜΖ/379). VII) Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με εξ ολοκλήρου επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Ποιν. Δ/σύνη 2004/617), που μνημονεύει όλα κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη, εδέχθη κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι διατηρούν Γραφείο εισαγωγών - εμπορίας - μεσιτείας Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτων εις τας ..... και επί της οδού .... αριθμ ....... Ως κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία καινουργών και μεταχειρισμένων Δ.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων Ταξί. Κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2003 οι εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2 αποφάσισαν να αγοράσουν από κοινού ένα Δ.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο Ταξί, προς εκμετάλλευση. Το Ταξί αυτό θα το αγόραζαν εις το όνομα του πρώτου εγκαλούντος Ψ1 ο οποίος ήτο επαγγελματίας αυτοκινητιστής. Δια τον σκοπό αυτό απευθύνθηκαν εις την προαναφερθείσα επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων ταξί που διατηρούν οι κατηγορούμενοι εις την οδό ...... Κατά τις διαπραγματεύσεις αμφότεροι οι κατηγορούμενοι διαβεβαίωσαν ψευδώς τους εγκαλούντες τελούντες εν γνώσει της αναληθείας τους, ότι διαθέτουν προς πώληση μία άδεια αυτοκινήτου Ταξί 2 συνιδιοκτητών, από τους οποίους ο ένας δήθεν ήταν κάτοικος ...... καθώς και ένα όχημα χωρίς πινακίδες (ως σκάφος) εργοστασίου κατασκευής MERCEDES Μοντέλλου ....... το οποίο και τους υπέδειξαν και ότι εις το όχημα αυτό "ετοποθετείτο" η άδεια και ότι είχαν την δυνατότητα να μεταβιβάσουν το όχημα αυτό στους εγκαλούντες. Οι εγκαλούντες πείστηκαν εις τις διαβεβαιώσεις αυτές των κατηγορουμένων και την ...... υπογράφηκε από τον πρώτο εγκαλούντα Ψ1 και τον κατηγορούμενο Χ2 ιδιωτικό συμφωνητικό εις το οποίο αναγράφεται εκ παραδρομής ως ημερομηνία η .... αντί της σωστής ....., σύμφωνα με το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει εντός προθεσμίας 15 ημερών τα ανωτέρω ήτοι την άδεια αυτοκινήτου ΤΑΞΙ 2 αυτοκινητιστών και 1 όχημα ως σκάφος εργοστασίου κατασκευής MERCEDES, Μοντέλλου ...... ως τίμημα δια την αγορά αυτή συμφωνήθηκε το ποσό των 129.126 Ευρώ. Την ίδια ημέρα της υπογραφής του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού δόθηκε από τον εγκαλούντα Ψ1 εις τους κατηγορουμένους ως αρραβώνα το ποσό των 10.000 Ευρώ. Το υπόλοιπο του τιμήματος οι εγκαλούντες θα το κατέβαλαν εις τους κατηγορουμένους ως εξής: Ποσό 110.322 Ευρώ σε μετρητά και το υπόλοιπο των 9.126Ευρώ θα καλυπτόταν από την αζία ενός αυτοκινήτου- ιδιοκτησίας του πρώτου εγκαλούντος Ψ1 Μάρκας ..... με αριθμό κυκλοφορίας .... το οποίο ο εγκαλών αυτό θα παρέδιδε εις τον κατηγορούμενο Χ2. Η ολοσχερής εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος θα γινόταν μετά την ολοκλήρωση της απαιτουμένης διαδικασίας μεταβίβασης του ανωτέρω Δ.Χ. επιβατικού αυτοκινήτου ΤΑΞΙ εις το Υπουργείον Συγκοινωνιών και στην αρμοδία Δ.Ο Υ. Εις την συνέχεια την 4-8-2003 ο πρώτος εγκαλών Ψ1 και ο Κατηγορούμενος Χ1 συμφώνησαν να μεταβούν εις το Υπουργείoν Συγκοινωνιών δια τις αναγκαίες διεκπεραιωτικές ενέργειες. Κατά την διαδρομή αυτή ο κατηγορούμενος Χ1 ζήτησε από τον εγκαλούντα αυτό να του καταβάλει εκείνη την στιγμή το ποσό των 110.322 Ευρώ παρά την συμφωνία τους να καταβληθεί το ποσό αυτό μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης του ανωτέρω αυτοκινήτου. Ο εγκαλών Ψ1 επειδή φοβήθηκε την ματαίωση της συμφωνίας δέχθηκε και έτσι πήγε μαζί με τον κατηγορούμενο Χ2 εις την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όπου ο Ψ1 διατηρεί λογαριασμό και έλαβε με την υπ' αριθμ. ........ τραπεζική επιταγή σε διαταγή του. το ποσό των 60.000 Ευρώ και σε μετρητά το ποσό των 40·000 Ευρώ το οποίον παρέδωσε εις τον κατηγορούμενο Χ1 και αυθημερόν έγινε κατάθεση του ποσού αυτού των 40.000 Ευρώ εις τον υπ' αριθμ...........λογαριασμό που διατηρούσε ο κατηγορούμενος αυτός εις την Τράπεζα ALPHA BANK. Μετά από αυτό και οι δύο επιβιβάστηκαν εις το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ....... Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο του εγκαλούντος Ψ1 με κατεύθυνση την ΚΒ Δ.Ο.Υ. Αθηνών όπου θα γινόταν η μεταβίβαση του ανωτέρω Ι.Χ.· επιβατικού αυτοκινήτου ΤΑΞΙ. Όμως εις την πορεία ο κατηγορούμενος Χ1 είπε εις τον εγκαλούντα αυτό ότι δεν θα γινόταν η μεταβίβαση του ανωτέρω αυτοκινήτου με την δικαιολογία ότι δεν είχε ανανεωθεί η ήδη προσκομισθείσα από τον εγκαλούντα Ψ1 προς αυτόν ειδική άδεια. Ο εγκαλών Ψ1 τότε αντιλήφθηκε ότι είχε εξαπατηθεί από τους κατηγορουμένους και ζήτησε από τον κατηγορούμενο Χ1 την επιστροφή του ποσού των 40.000 Ευρώ που όπως προαναφέρθηκε είχε κατατεθεί εις τον προαναφερόμενο λογαριασμό του κατηγορουμένου αυτού εις την ALPHA ΒΑΝΚ, τότε ο κατηγορούμενος Χ1 απείλησε τον εγκαλούντα αυτόν με ένα πιστόλι που είχε μέσα στο τσαντάκι που κρατούσε και τον εξανάγκασε όχι μόνον να παραιτηθεί από την αξίωση του αυτή για επιστροφή στον ίδιο τον εγκαλούντα του ανωτέρω ποσού των 40.000 Ευρώ αλλά τον εξανάγκασε να παραδώσει εις τον κατηγορούμενο αυτόν δηλαδή εις τον Χ1 και την προαναφερόμενη ........ τραπεζική επιταγή ποσού 60.000 Ευρώ προς βλάβη της περιουσίας και του ιδίου του εγκαλούντος και της δεύτερης εγκαλουμένης Ψ2 κατά το ποσό των 100.000 ΕΥΡΩ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι όπως προέκυψε εκ των υστέρων οι κατηγορούμενοι δεν είχαν την δυνατότητα να προβούν εις την μεταβίβαση του ανωτέρω Δ.Χ. Ε ΤΑΞΙ αυτοκινήτου καθώς ουδέποτε υπήρχε συμφωνία μεταξύ αυτών και των ιδιοκτητών της ανωτέρω αδείας κυκλοφορίας και του ανωτέρω οχήματος περί πωλήσεώς τους. Με τις προαναφερθείσες δε ψευδείς παραστάσεις εν γνώσει της αναληθείας τους προς τους εγκαλούντες έπεισαν αυτούς να τους καταβάλουν το συνολικό ποσό των 110.000 Ευρώ δια την αγορά της ανωτέρω αδείας Δ.Χ. Ε. αυτοκινήτου ΤΑΞΙ και οχήματος αν και δεν είχαν την δυνατότητα μεταβίβασής τους. Από δε την ενέργειά τους αυτή οι κατηγορούμενοι ωφελήθηκαν κατά το ανωτέρω ποσό των 110.000 Ευρώ τραπεζική με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας των εγκαλούντων αφού και την ανωτέρω τραπεζική επιταγή των 60.000 ΕΥΡΩ ο εγκαλών Ψ1 την εξέδωσε πεισθείς εις τις ψευδείς παραστάσεις των κατηγορουμένων.- Η πρόθεση τους αυτή σαφώς συνάγεται και από την εις την συνέχεια συμπεριφορά τους προς τους εγκαλούντες. Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι κατά τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2003 πληροφόρησαν τους εγκαλούντες ότι το ανωτέρω αυτοκίνητο που τους είχαν υποσχεθεί προς πώληση παρουσίαζε βλάβη και ότι η άδεια που τους είχαν υποσχεθεί είχε ήδη πωληθεί. Μετά δε από αυτά τους παρέστησαν και πάλι ψευδώς ότι έχουν την δυνατότητα να τους μεταβιβάσουν μία άλλη άδεια και συγκεκριμένα του με αριθμό κυκλοφορίας ...... ΤΑΞΙ και ένα άλλο αυτοκίνητο το οποίο μάλιστα τους είπαν ότι το είχαν ήδη παραγγείλει. Όμως και οι διαβεβαιώσεις αυτές ήταν ψευδείς και, ίδιοι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι κατά τον χρόνο εκείνο δεν ήταν σε θέση να τις εκπληρώσουν καθώς όσον αφορά την άδεια αυτή είχε πωληθεί μέσω άλλου Γραφείου, και αφορά το αυτοκίνητο, δεν είχαν προβεί σε καμία παραγγελία καινούργια όπως ψευδώς διαβεβαίωναν τους εγκαλούντες παρά μόνον αυτοί είχαν λάβει προσφορά πώληση ενός αυτοκινήτου μάρκας MERCEDES από τον πωλητή Γ1 κάτι που είναι τελείως διαφορετικό από την παραγγελία καινούργιου αυτοκινήτου. Πάντα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν ιδία από τις καταθέσεις των εγκαλούντων από την κατάθεση της μάρτυρος Ζ1 και από το περιεχόμενο του προαναφερθέντος με φερομένη ημερομηνία ...... ιδιωτικού συμφωνητικού; μεταξύ του κατηγορουμένου Χ2 και του εγκαλούντος Ψ1. Οι κατηγορούμενοι και εκκαλούντες αρνούνται τις εις βάρος τους κατηγορίες, όμως δεν αντικρούουν κατά τρόπο πειστικό τα όσα ισχυρίζονται οι εγκαλούντες και επί πλέον δεν αντικρούουν κατά τρόπο πειστικό τα όσα αναφέρονται εις το ανωτέρω με φερομένη ημερομηνία ...... ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ του εγκαλούντος Ψ1 και του κατηγορουμένου Χ2. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω προέκυψαν κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων και εκκαλούντων Χ2 και Χ1, αποχρώσες ενδείξεις ενοχής δια τις προαναφερθείσες πράξεις της απάτης από κοινού με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσόν των 73.000 Ευρώ, αμφότεροι της εκβίασης και της παράνομης οπλοφορίας δια τον κατηγορούμενο Χ1 (άρθρ. 1, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ, 1, 536 παρ, 1β- 3β όπως αντικ. με αρθρ. 14 παρ. 4, του Ν. 2721/1999, 385 παρ. 1α- 380 παρ. 1 Π.Κ., άρθρ. 1, παρ. 1α, 10 παρ. 1α 13α Ν. 2168/1993). Επειδή κατόπιν των ανωτέρω ορθώς το προσβαλλόμενο με τις υπό κρίση εφέσεις υπ'αριθμ. 1948/13-6-2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παρέπεμψε τους κατηγορουμένους και εκκαλούντες αυτούς δια να δικαστούν δια τις ανωτέρω πράξεις εις το ακροατήριo του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και πρέπει η υπό κρίση υπ' αριθμ. 303/20-7-2006 και 304/20-7-2006 εφέσεις να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο με τις εφέσεις αυτές βούλευμα. VIII) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 385 παρ. 1α, 386 παρ. 1+3β Π.Κ. και αρ. 1 παρ. 1α, 10 παρ. 1α 13α Ν. 2168/93) τις οποίες ορθώς εφήρμοσε, ερμήνευσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναιρέσεως (αρ. 484 παρ. 1β+δ Κ.Π.Δ.) είναι αβάσιμες. Ειδικότερα το συμβούλιο εξετίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αναφέρει διεξοδικά πως παρέστησαν ψευδώς στους εγκαλούντες εν γνώσει της αναληθείας ότι διέθεταν προς πώληση μία άδεια αυτοκινήτου ΤΑΞΙ, δύο συνιδιοκτητών, από τους οποίους ο ένας δήθεν ήταν κάτοικος ........ καθώς και ένα όχημα χωρίς πινακίδες (σκάφος) εργοστασίου κατασκευής MERCEDES επί του οποίου θα τοποθετούσαν την άδεια, ότι είχαν έλθει σε συμφωνία με τους δικαιούχους της άδειας και τον ιδιοκτήτη του άνω αυτοκινήτου να προβούν στην μεταβίβασή τους και ότι έχουν την δυνατότητα να μεταβιβάσουν στον μηνυτή τα ανωτέρω. Η κατά τα άνω παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και η παραπλάνηση των εγκαλούντων έλαβε χώρα τον μήνα Ιούλιο 2003 εις το επί της οδού ........ γραφείο όπου είχε την έδρα της η επιχείρηση των αναιρεσειόντων. Το συμφωνηθέν τίμημα ανήρχετο σε 129.126 ευρώ. Οι καταβολές έγιναν τμηματικά μεταγενέστερα (ως ειδικότερα εκτίθεται) από τον χρόνο της παραπλανήσεως. Δηλαδή η παραπλάνηση έλαβε χώρα τον Ιούλιο 2003 σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς και μεταγενέστερα διαδοχικές καταβολές λόγω της παραπλανήσεως των εγκαλούντων. Μεταξύ των αντιδίκων είχε συνταχθεί σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό την ..... με ημερομηνία αναγραφείσα εκ παραδρομής ......., ως κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του εδέχθη αιτιολογημένως το προσβαλλόμενο βούλευμα. Την 1-8-2003 οι εγκαλούντες τους κατέβαλαν ως αρραβώνα το ποσό των 10.000 ευρώ. Την 4-8-2003 οι εγκαλούντες δια του 1ου εξ αυτών Ψ1 κατέβαλαν για λογαριασμό των αναιρεσειόντων στον 1ο εξ αυτών Χ1 40.000 ευρώ σε μετρητά τα οποία κατετέθησαν σε λογαριασμό του 2ου εξ αυτών (αρ. ....... στην Alpha Bank). Επίσης για λογαριασμό των εγκαλούντων εξεδόθη η υπ' αρ........ τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος σε διαταγή των εκ του εγκαλούντων Ψ1 ποσού 60.000 ευρώ. Η επιταγή αυτή αντιστοιχούσε σε μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος των 120.000 ευρώ. Την 4-8-2003 ο εκ των εγκαλούντων Ψ1 αφού παρέδωσε κατά τα ανωτέρω στον Χ1 το ποσό των 40.000 ευρώ (που κατετέθησαν ακολούθως σε λογαριασμό του 2ου αναιρεσείοντος), επεβίβασε στο υπ' αρ. .... ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε τον Χ1 για να μεταβούν στην οικεία ΔΟΥ Αθηνών προς ρύθμιση μεταβιβάσεως του ταξί, διείδε δε κατά την διαδρομή την απατηλή συμπεριφορά των κατηγορουμένων και εζήτησε από τον 1ο την επιστροφή των 40.000 ευρώ, αντ' αυτού ο 1ος αναιρεσείων με την απειλή πιστολιού που έβγαλε από το τσαντάκι του απείλησε τον Ψ1 και τον εξανάγκασε να παραιτηθεί από την αξίωση επιστροφής των 40.000 ευρώ ως επίσης και να του παραδώσει (υπό το καθεστώς της απειλής) την επιταγή των 60.000 δρχ. προκαλώντας αντίστοιχη βλάβη στην περιουσία των εγκαλούντων (συν το ποσό των 10.000 ευρώ που είχαν δοθεί ως αρραβών). Κατά ταύτα στοιχειοθετείται και η πράξη της κακουργηματικής εκβιάσεως αλλά και της απάτης συμπεριλαμβανομένου και του ποσού των 60.000 ευρώ της επιταγής διότι οι εγκαλούντες είχαν παραπλανηθεί και εξαπατηθεί από την συμπεριφορά των αναιρεσειόντων, το συνολικό τίμημα που θα κατέβαλαν ανήρχετο σε 120.000 ευρώ και η επιταγή των 60.000 ευρώ είχε δοθεί έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος, λόγω όμως ενδοιασμού του εγκαλούντος Ψ3 δεν έγινε άμεσα παράδοση της επιταγής και την απέσπασε εκβιαστικώς ο Χ1 με την απειλή πιστολιού που έφερε παράνομα. Περαιτέρω το βούλευμα κάνει αναφορά και αξιολόγηση των ισχυρισμών των κατηγορουμένων (φύλλο 6 σελ. α) ώστε να μην καταλείπονται συλλογιστικά κενά. Είναι δε σαφές ότι δεν υφίσταται μόνο αστική διαφορά (ως υποστηρίζουν στις αναιρέσεις) απορρέουσα από την αδικοπραξία (αρ. 147, 150, 914 Α.Κ.) αλλά και η υπό κρίση αξιόποινη συμπεριφορά θεμελιώνεται πλήρως. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω το συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθώς έκρινε και απέρριψε με τις εφέσεις των κατηγορουμένων και οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθούν κατ' ουσίαν. ΙΧ) Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω -------------------- Α) Να απορριφθούν οι υπ' αρ. 57/2-3-2007 και 59/2-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 αντιστοίχως........, κατά του υπ' αρ. 3067/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων. Αθήνα 8-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι υπό κρίση δυο αιτήσεις αναιρέσεως, με αριθμό 57/2-3-2007 και 59/2-3-2007, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας. Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως του Χ1 και Χ2, κατά του υπ' αριθμό 3067/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις, κατά του υπ' αριθμό 1948/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι κακουργηματικής απάτης από κοινού, με παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ, προσέτι δε ο πρώτος απ' αυτούς και για τις πράξεις της εκβίασης και παράνομης οπλοφορίας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει, να γίνουν τυπικά δεκτές. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση της εμφανιζόμενης ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δυο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Από τη διάταξη του άρθρου 385 πρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της λαμβανόμενης από τον εξαναγκαζόμενο αποφάσεως και γ) ο σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο πρέπει να τελεί σε σχέση υλικής αντιστοιχίας με την επελθούσα περιουσιακή ζημία, έτσι ώστε να αποτελεί αυτό την αντίστροφη όψη της ζημίας. Τέτοιος σκοπός υπάρχει, όταν το επιδιωκόμενο όφελος δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης και ληξιπρόθεσμης απαίτησης του δράστη, ενώ η ικανοποίηση της απαίτησης αυτής με τα χρησιμοποιηθέντα ως άνω εκβιαστικά μέσα από τον παθόντα, δεν επιφέρει περιουσιακή ζημία του τελευταίου, αφού αυτός, στην περίπτωση αυτή, απαλλάσσεται της εκπληρώσεως της βαρύνουσας αυτόν αντίστοιχης υποχρέωσης. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με εξ' ολοκλήρου επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι διατηρούν γραφείο εισαγωγών-εμπορίας και μεσιτείας Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτων στην ..... επί της οδού ....., στο......... Κύριο δε επάγγελμα έχουν την εμπορία καινουργών και μεταχειρισμένων δημόσιας χρήσης αυτοκινήτων ΤΑΞΙ. Κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2003, οι εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2 αποφάσισαν να αγοράσουν από κοινού ένα Δ.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο Ταξί, προς εκμετάλλευση. Το Ταξί αυτό θα το αγόραζαν εις το όνομα του πρώτου εγκαλούντος Ψ1 ο οποίος ήτο επαγγελματίας αυτοκινητιστής. Δια τον σκοπό αυτό απευθύνθηκαν εις την προαναφερθείσα επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων ταξί που διατηρούν οι κατηγορούμενοι εις την οδό ...... Κατά τις διαπραγματεύσεις αμφότεροι οι κατηγορούμενοι διαβεβαίωσαν ψευδώς τους εγκαλούντες, τελούντες εν γνώσει της αναληθείας τους, ότι διαθέτουν προς πώληση μία άδεια αυτοκινήτου Ταξί 2 συνιδιοκτητών, από τους οποίους ο ένας δήθεν ήταν κάτοικος ...... καθώς και ένα όχημα χωρίς πινακίδες (ως σκάφος) εργοστασίου κατασκευής MERCEDES Μοντέλλου ....., το οποίο και τους υπέδειξαν και ότι εις το όχημα αυτό "ετοποθετείτο" η άδεια και ότι είχαν την δυνατότητα να μεταβιβάσουν το όχημα αυτό στους εγκαλούντες. Οι εγκαλούντες πείστηκαν εις τις διαβεβαιώσεις αυτές των κατηγορουμένων και, την ......, υπογράφηκε από τον πρώτο εγκαλούντα Ψ1 και τον κατηγορούμενο Χ2 ιδιωτικό συμφωνητικό, εις το οποίο αναγράφεται, εκ παραδρομής, ως ημερομηνία η ..... αντί της σωστής ......, σύμφωνα με το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει εντός προθεσμίας 15 ημερών τα ανωτέρω ήτοι την άδεια αυτοκινήτου ΤΑΞΙ 2 αυτοκινητιστών και 1 όχημα ως σκάφος εργοστασίου κατασκευής MERCEDES, Μοντέλλου ...... Ως τίμημα δια την αγορά αυτή συμφωνήθηκε το ποσό των 129.126 Ευρώ. Την ίδια ημέρα της υπογραφής του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, δόθηκε από τον εγκαλούντα Ψ1 εις τους κατηγορουμένους ως αρραβώνας το ποσό των 10.000 Ευρώ. Το υπόλοιπο του τιμήματος οι εγκαλούντες θα το κατέβαλλαν εις τους κατηγορουμένους ως εξής: Ποσό 110.322 Ευρώ σε μετρητά και το υπόλοιπο των 9.126Ευρώ θα καλυπτόταν από την αζία ενός αυτοκινήτου-ιδιοκτησίας του πρώτου εγκαλούντος Ψ1 - Μάρκας ....., με αριθμό κυκλοφορίας ......., το οποίο ο εγκαλών αυτός θα παρέδιδε εις τον κατηγορούμενο Χ2. Η ολοσχερής εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος θα γινόταν μετά την ολοκλήρωση της απαιτουμένης διαδικασίας μεταβίβασης του ανωτέρω Δ.Χ. επιβατικού αυτοκινήτου ΤΑΞΙ εις το Υπουργείον Συγκοινωνιών και στην αρμοδία Δ.Ο Υ. Εις την συνέχεια την 4-8-2003 ο πρώτος εγκαλών Ψ1 και ο κατηγορούμενος Χ1 συμφώνησαν να μεταβούν εις το Υπουργείoν Συγκοινωνιών δια τις αναγκαίες διεκπεραιωτικές ενέργειες. Κατά την διαδρομή αυτή, ο κατηγορούμενος Χ1 ζήτησε από τον εγκαλούντα αυτόν να του καταβάλει εκείνη την στιγμή το ποσό των 110.322 Ευρώ, παρά την συμφωνία τους να καταβληθεί το ποσό αυτό μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης του ανωτέρω αυτοκινήτου. Ο εγκαλών Ψ1, επειδή φοβήθηκε την ματαίωση της συμφωνίας, δέχθηκε και έτσι πήγε μαζί με τον κατηγορούμενο Χ1 εις την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όπου ο Ψ1 διατηρεί λογαριασμό και έλαβε με την υπ' αριθμ. ....... τραπεζική επιταγή σε διαταγή του, το ποσό των 60.000 Ευρώ, και σε μετρητά το ποσό των 40·000 Ευρώ, το οποίον παρέδωσε εις τον κατηγορούμενο Χ1 και αυθημερόν έγινε κατάθεση του ποσού αυτού, των 40.000 Ευρώ, εις τον υπ' αριθμ. ......... λογαριασμό, που διατηρούσε ο κατηγορούμενος αυτός εις την Τράπεζα ALPHA BANK . Μετά από αυτό και οι δύο επιβιβάστηκαν εις το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ......... Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο του εγκαλούντος Ψ1 με κατεύθυνση την ΚΒ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, όπου θα γινόταν η μεταβίβαση του ανωτέρω Ι.Χ.· επιβατικού αυτοκινήτου ΤΑΞΙ. Όμως, εις την πορεία, ο κατηγορούμενος Χ1 είπε εις τον εγκαλούντα αυτόν ότι δεν θα γινόταν η μεταβίβαση του ανωτέρω αυτοκινήτου, με την δικαιολογία ότι δεν είχε ανανεωθεί η ήδη προσκομισθείσα από τον εγκαλούντα Ψ1 προς αυτόν ειδική άδεια. Ο εγκαλών Ψ1 τότε αντιλήφθηκε ότι είχε εξαπατηθεί από τους κατηγορουμένους και ζήτησε από τον κατηγορούμενο Χ1 την επιστροφή του ποσού των 40.000 Ευρώ, που, όπως προαναφέρθηκε, είχε κατατεθεί εις τον προαναφερόμενο λογαριασμό του κατηγορουμένου αυτού εις την ALPHA ΒΑΝΚ, τότε ο κατηγορούμενος Χ1 απείλησε τον εγκαλούντα αυτόν με ένα πιστόλι που είχε μέσα στο τσαντάκι που κρατούσε και τον εξανάγκασε όχι μόνον να παραιτηθεί από την αξίωση του αυτή για επιστροφή στον ίδιο τον εγκαλούντα του ανωτέρω ποσού των 40.000 Ευρώ, αλλά τον εξανάγκασε να παραδώσει εις τον κατηγορούμενο αυτόν, δηλαδή εις τον Χ1 και την προαναφερόμενη ..........τραπεζική επιταγή, ποσού 60.000 Ευρώ, προς βλάβη της περιουσίας και του ιδίου του εγκαλούντος και της δεύτερης εγκαλούσας Ψ2 κατά το ποσό των 100.000 ΕΥΡΩ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όπως προέκυψε εκ των υστέρων, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν την δυνατότητα να προβούν εις την μεταβίβαση του ανωτέρω Δ.Χ. Ε ΤΑΞΙ αυτοκινήτου, καθώς ουδέποτε υπήρχε συμφωνία μεταξύ αυτών και των ιδιοκτητών της ανωτέρω αδείας κυκλοφορίας και του ανωτέρω οχήματος περί πωλήσεώς τους. Με τις προαναφερθείσες δε ψευδείς παραστάσεις, εν γνώσει της αναληθείας τους, προς τους εγκαλούντες, έπεισαν αυτούς να τους καταβάλουν το συνολικό ποσό των 110.000 Ευρώ δια την αγορά της ανωτέρω αδείας Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου ΤΑΞΙ και οχήματος, αν και δεν είχαν την δυνατότητα μεταβίβασής τους. Από δε την ενέργειά τους αυτή, οι κατηγορούμενοι ωφελήθηκαν κατά το ανωτέρω ποσό των 110.000 Ευρώ, με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας των εγκαλούντων, αφού και την ανωτέρω τραπεζική επιταγή των 60.000 ΕΥΡΩ ο εγκαλών Ψ1 την εξέδωσε πεισθείς εις τις ψευδείς παραστάσεις των κατηγορουμένων.- Η πρόθεσή τους αυτή σαφώς συνάγεται και από την εις την συνέχεια συμπεριφορά τους προς τους εγκαλούντες. Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι, κατά τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2003, πληροφόρησαν τους εγκαλούντες ότι το ανωτέρω αυτοκίνητο που τους είχαν υποσχεθεί προς πώληση παρουσίαζε βλάβη και ότι η άδεια που τους είχαν υποσχεθεί είχε ήδη πωληθεί. Μετά δε από αυτά, τους παρέστησαν και πάλι ψευδώς ότι έχουν την δυνατότητα να τους μεταβιβάσουν μία άλλη άδεια και συγκεκριμένα του με αριθμό κυκλοφορίας ....... ΤΑΞΙ και ένα άλλο αυτοκίνητο, το οποίο μάλιστα τους είπαν ότι το είχαν ήδη παραγγείλει. Όμως και οι διαβεβαιώσεις αυτές ήταν ψευδείς και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, δεν ήταν σε θέση να τις εκπληρώσουν καθώς, όσον αφορά την άδεια, αυτή είχε πωληθεί μέσω άλλου Γραφείου, και όσον αφορά το αυτοκίνητο, δεν είχαν προβεί σε καμία παραγγελία καινούργια, όπως ψευδώς διαβεβαίωναν τους εγκαλούντες, παρά μόνον αυτοί είχαν λάβει προσφορά πώλησης ενός αυτοκινήτου μάρκας MERCEDES από τον πωλητή Γ1, κάτι που είναι τελείως διαφορετικό από την παραγγελία καινούργιου αυτοκινήτου. Πάντα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν ιδία από τις καταθέσεις των εγκαλούντων από την κατάθεση της μάρτυρος Ζ1 και από το περιεχόμενο του προαναφερθέντος, με φερομένη ημερομηνία ......., ιδιωτικού συμφωνητικού, μεταξύ του κατηγορουμένου Χ2 και του εγκαλούντος Ψ1. Οι κατηγορούμενοι και εκκαλούντες αρνούνται τις εις βάρος τους κατηγορίες, όμως δεν αντικρούουν κατά τρόπο πειστικό τα όσα ισχυρίζονται οι εγκαλούντες και επί πλέον δεν αντικρούουν κατά τρόπο πειστικό τα όσα αναφέρονται εις το ανωτέρω, με φερομένη ημερομηνία 1-7-2003, ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ του εγκαλούντος Ψ1 και του κατηγορουμένου Χ2. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, προέκυψαν κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων και εκκαλούντων Χ2 και Χ2, αποχρώσες ενδείξεις ενοχής δια τις προαναφερθείσες πράξεις της απάτης από κοινού, με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσόν των 73.000 Ευρώ, αμφότεροι, της εκβίασης και της παράνομης οπλοφορίας δια τον κατηγορούμενο Χ1 (άρθρ. 1, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ, 1, 386 παρ, 1β- 3β όπως αντικ. με αρθρ. 14 παρ. 4, του Ν. 2721/1999, 385 παρ. 1α- 380 παρ. 1 Π.Κ., άρθρ. 1, παρ. 1α, 10 παρ. 1α 13α Ν. 2168/1993). Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, ορθώς το προσβαλλόμενο με τις υπό κρίση εφέσεις υπ' αριθμ. 1948/13-6-2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρέπεμψε τους κατηγορούμενους για να δικαστούν για τις παραπάνω πράξεις στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών και πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις τους ως ουσία αβάσιμες και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο με αυτές βούλευμα". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, διέλαβε σ' αυτό την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο ακροατήριο, επίσης τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν, των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 385 παρ. 1α, 386 παρ. 1 και 3β του ΠΚ, και 1 παρ. 1α, 10 παρ. 1α, 13 του Ν. 2168/1993, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, που ιδρύουν τους, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ., λόγους αναιρέσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, εκτίθενται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρεται αναλυτικά και με λεπτομέρεια με ποιο τρόπο οι αναιρεσείοντες, δρώντες από κοινού, παρέστησαν ψευδώς στους εγκαλούντες και σε γνώση της αναληθείας, τα συγκεκριμένα περιστατικά που προέκυψαν. Ειδικότερα, ότι διαθέτουν προς πώληση μια επαγγελματική άδεια δημόσιας χρήσης ταξί που τη συνόδευε ένα συγκεκριμένο αυτοκίνητο μάρκας ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ και ότι είχαν την άδεια του ιδιοκτήτη της για να μεταβιβάσουν προς αυτούς (εγκαλούντες) τα ανωτέρω. Η παράσταση δε προς αυτούς (εγκαλούντες) των ψευδών περιστατικών και η εξ αυτής παραπλάνησή τους, έγιναν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, στην έδρα της επιχείρησής τους στο ........ Αθηνών. Εκτίθενται περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα περιστατικά εκείνα που συνέχονται με το ύψος του τιμήματος που συμφωνήθηκε μεταξύ τους, δυνάμει του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού, από 129.126 ευρώ, όπως και ο τρόπος εξόφλησής του, μετά την καταβολή, λόγω αρραβώνα, του ποσού των 10.000 ευρώ. Περαιτέρω, εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα λοιπά περιστατικά που προέκυψαν και συγκεκριμένα, ότι ο πρώτος των εγκαλούντων Ψ1, που ενεργούσε και για λογαριασμό της Ψ2, την 4-8-2003 κατέβαλε στον πρώτο των αναιρεσειόντων Χ1, που ενεργούσε και για λογαριασμό του δεύτερου απ' αυτούς, σε μετρητά το ποσό των 40.000 ευρώ, που κατατέθηκε σε προσωπικό του λογαριασμό που διατηρούσε στην ALPHA BANK. Επίσης, και για λογαριασμό των ίδιων, εκδόθηκε η με αριθμό ..........τραπεζική επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 60.000 ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε, σε μέρος του τιμήματος που συμφωνήθηκε των 120.000 ευρώ. Περαιτέρω ότι, την ως άνω χρονολογία, 4-8-2003, ο Ψ1 επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του Χ1, προκειμένου να μεταβούν στην οικεία Δ.Ο.Υ. Αθηνών και ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες για τη διαδικασία μεταβίβασης προς τους εγκαλούντες της σχετικής άδειας. Ότι, κατά τη διαδρομή αυτή, διαισθανόμενος ο εγκαλών Ψ1 την απατηλή συμπεριφορά του Χ1, ζήτησε από αυτόν την επιστροφή του ποσού των 40.000 ευρώ που ήδη του είχε καταβάλει, οπότε ο αναιρεσείων Χ1, εξανάγκασε αυτόν, με πιστόλι που έφερε μαζί του παράνομα, όχι μόνο να παραιτηθεί από την αξίωσή του αυτή, αλλά και να του παραδώσει την επιταγή των 60.000 ευρώ, που κρατούσε, προκαλώντας έτσι αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη. Ενόψει αυτών, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους, οι δε αναιρεσείοντες να καταδικαστούν, στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα από αυτούς (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις, από 2 Μαρτίου 2007 και με αριθμούς 57 και 59, αιτήσεις των αναιρεσειόντων, Χ1 και Χ2, για αναίρεση του υπ' αριθμό 3067/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα τους. Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα την 11 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη από κοινού, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1,3 ΠΚ). Έκβαση (άρθρο 385 παρ. 1 ΠΚ). Παράνομη οπλοφορία (άρθρο 13 παρ. 1α Ν. 2168/1993). Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία – ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Οπλοφορία.
0
Αριθμός 2214/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 44321/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1772/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, συντρέχει όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο ως λογικό συμπέρασμα καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρίθμ. 44321/2006 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, καταδίκασε τον κατηγορούμενο - ήδη αναιρεσείοντα - για παράβαση του Α.Ν. 86/67., ήτοι ότι στο ...... την 14-4-2004 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε. και ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ........ είδος επιχείρησης Εταιρεία πλωτών μέσων και έχοντας απασχολήσει κατά την χρονική περίοδο 1/8/02 έως 31/8/02 στην επιχείρησή του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 208.634.15 ΕΥΡΩ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις δημόσιες υπηρεσίες του επόμενου μήνα εκείνου μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ........ ΠΕΕ, στην οποία αναγράφονται μισθωτοί με ύψος αποδοχών 439.537.18 ΕΥΡΩ συνολικά. 1. Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών (και ποσό για το ειδικό λογ/μό Χριστουγέννων και Πάσχα των απασχοληθέντων οικοδόμων βάσει των ημερών απασχόλησης), ποσού 139.089.43 ΕΥΡΩ δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 69.544.72 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό δεν τις κατέβαλε σ'αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι'αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Ως αιτιολογία της αποφάσεώς του, το δικαστήριο διέλαβε τα εξής, κατά λέξη: Ότι από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του πληρεξουσίου Δικηγόρου του κατηγορουμένου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ το οποίο του έχει ήδη και πρωτοδίκως αναγνωρισθεί. Η αιτιολογία όμως αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ασαφής, αφού δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για το έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, ούτε τις νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν και οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο ούτε καν παραπέμπει το σκεπτικό. Επομένως, κατά παραδοχή του συναφούς λόγου της αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωκε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 44321/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας καθόσον γίνεται ολική αναφορά στα περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2212/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..... , ο οποίος δεν παραστάθηκε στο Συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ΄ αριθμ. 71184/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 862/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την υπ'αριθμό 262/26-6-2007 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την με ημερομηνία 23-4-2007 και ημερομηνία κατάθεσης.3-5-2007 αίτηση δήλωση αναίρεσης του ..... κατοίκου ..... κατά της με αριθμ. 71184/15-12-2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η με αριθμ. 7906/2006 έφεση του κατά της με αριθμ. 120654/1998 απόφασης του Μονομελούς Πλημ-κείου Αθηνών σαν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη. Από τις διατάξεις των άρθρων 473 § 2 και 476 § 1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη ΄΄. ..... & 2 Η αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνο που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του επομένου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου , μέσα σε προθεσμία 20 ημερών η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η δήλωση αυτή μπορεί να συμπληρώνει και την αίτηση αναίρεσης που τυχόν ασκήθηκε σύμφωνα με το επόμενο άρθρο και που δεν περιέχει ορισμένους λόγους κατά δε την δεύτερη Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ή.... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά , ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν , κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληθεί.. και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο .....΄΄ προκύπτει ότι η άσκηση αναίρεσης γίνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 509 ΚΠΔ και ότι κατά παρέκκλιση κατά καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνο που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει τουλάχιστον ένα ορισμένο λόγο και η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από της καταχώρησης της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό προς τούτο βιβλίο το οποίο τηρείται στην γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και ότι δεν μπορεί να ασκηθεί αναίρεση με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων που δεν είναι καταδικαστικές όπως οι αποφάσεις των δικαστηρίων που απορρίπτουν εφέσεις σαν απαράδεκτες (ΑΠ 498/1981 ΠΧ ΛΑ 747, ΑΠ 577 και 578/1974 Π.Χ ΚΕ 15 και 16, ΑΠ 400/1999 ΠΧ Ν 2000-35, ΑΠ 143/2004 ΠΧ ΝΔ 2004-881, ΑΠ 754/2005 ΝΕ 2005 - 1019). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατέθεσε στον Εισαγγελέα του Αρείου πάγου την με ημερομηνία 23-4-2007 αίτηση - δήλωση αναίρεσης η οποία επιδόθηκε την 3-5-2007 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού επιμελητή ..... πάνω στο σώμα της αίτησης - δήλωσης αναίρεσης και έλαβε αριθμό κατάθεσης 3980/3-5-2007. Από την αίτηση -δήλωση αυτή προκύπτει ότι ο αιτών -δηλών δηλώνει ότι αναιρεσιβάλλει την με αριθμ. 71184/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών η οποία απέρριψε την με αριθμ. 7906/2006 έφεση του κατά της με αριθμ. 120654/1998 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών σαν απαράδεκτη λόγω του ότι ασκήθηκε εκπρόθεσμα Τουτέστιν η δήλωση του για άσκηση αναίρεσης στρέφεται κατά μη καταδικαστικής απόφασης και ως εκ τούτου είναι απορριπτέα εκ του λόγου αυτού και σαν τέτοια πρέπει ν΄ απορριφθεί και να του επιβληθούν και τα δικαστικά έξοδα. Δια ταύτα Προτείνω όπως: Α. Να κηρυχθεί απαράδεκτη η με ημερομηνία 23-4-2007 και ημερομηνία κατάθεσης 3-5-2007 αίτηση-δήλωση αναίρεσης του ..... κατοίκου ..... κατά της με αριθμ. 71184/15-12-2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η με αριθμ. 7906/2006 έφεση του κατά της με αριθμ. 120654/1998 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών σαν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη. Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της άσκησης της αναίρεσης στον παραπάνω. Αθήνα την 18-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ΄ άρθρο 473 § 2 εδ. α΄ Κ.Ποιν.Δικ. η αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην § 2 του επομένου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών η οποία αρχίζει σύμφωνα με την § 1....., και κατ΄ άρθρον 474 § 1 εδ. α΄ ιδίου Κώδικος με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Εκ των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως κατά μη καταδικαστικής αποφάσεως ασκείται μόνο με δήλωση στον γραμματέα του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου ή στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει ο δικαιούμενος, ήτοι κατ΄ εξαίρεση η αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε όχι μόνο με δήλωση ενώπιον των αρμοδίων προσώπων που ορίζονται στην άνω διάταξη (του άρθρου 474 § 1 ΚΠΔ), αλλά και με δήλωση αυτού (καταδικασθέντος) η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, με την αναγκαία προϋπόθεση να είναι η προσβαλλομένη απόφαση καταδικαστική. Η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπρόθεσμη ή ανυποστήρικτη δεν είναι καταδικαστική, διότι στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, αλλά αντίθετα διαπιστώνει απλώς το τυπικώς απαράδεκτο του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Περαιτέρω κατ΄ άρθρο 476 § 1 εδ. α΄ ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται... ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του...... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, και κατά το άρθρο 513 § 1 εδ. α΄ ιδίου Κώδικος αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, δια της κρινομένης από 23/4/2007 αιτήσεως αναιρέσεως, ασκηθείσης δια δηλώσεως, επιδοθείσης εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προσβάλλεται απόφαση η υπ΄ αριθμ. 71184/2006 του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, η οποία απέρριψε έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 120654/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, ως απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη. Ενόψει όμως του ότι η απόφαση αυτή δεν είναι καταδικαστική η αίτηση αναιρέσεως απαραδέκτως ησκήθη δια δηλώσεως προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρέπει να απορριφθεί, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23/4/2007 αίτηση του ...., για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 71184/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η δια δηλώσεως επιδιδομένης εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αναίρεση, κατ’ αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 2209/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαχρήστο και 2) Χ2, που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Δημητρούκα, για αναίρεση της με αριθμό 5195/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Ιουλίου 2007 και 25 Ιουλίου 2007 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1289/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Α). Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1. Από τα άρθρα 148 - 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2 και 509 παρ. Ια ΚΠΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως ή δηλώσεως αναιρέσεως κατ΄ αποφάσεως είναι οι περιεχόμενοι σ΄ αυτές λόγοι, από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, από την ανωτέρω δε αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρούνται και οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 510 παρ. 1 Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ τέτοιοι 1) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ και 2) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ενόψει τούτων, για το ορισμένο του μεν πρώτου από τους λόγους αυτούς, πρέπει: Α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και Β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επί πλέον σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 19/2001), του δε δευτέρου να μνημονεύεται ποίες είναι οι παραβιασθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και σε τί αφορά η πλημμέλεια αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1, με την κρινόμενη, από 4 Ιουλίου 2007 αίτηση, μέμφεται την προσβαλλομένη εκτός των άλλων και - κατά πιστή μεταφορά - γιατί στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, αλλά και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν, λαμβανομένου υπόψη ότι στο κατηγορητήριο δεν αναφέρεται ειδικώς και συγκεκριμένως το είδος της εκτελουμένης οικοδομικής εργασίας κατά τον χρόνο που αναφέρεται η παράβαση και υπεβλήθη η μείωση". Αμφότεροι οι παραπάνω λόγοι αναιρέσεως είναι αόριστοι και εντεύθεν απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι και ειδικότερα ο πρώτος γιατί δεν διαλαμβάνεται εις αυτόν σε τί συνίσταται η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της προσβαλλομένης αποφάσεως και από ποίες παραδοχές της προκύπτει τούτο, ο δε δεύτερος γιατί δεν εκτίθεται ποίες είναι οι παραβιασθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και σε τι αναφέρεται η πλημμέλεια αυτών. Η εκκρεμοδικία που δημιουργείται από την κίνηση της ποινικής διώξεως για ένα έγκλημα, συνεπάγεται την απαγόρευση κινήσεως νέας ποινικής διώξεως για το ίδιο έγκλημα. Η αρχή της εκκρεμοδικίας προκύπτει έμμεσα από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 ΚΠΔ, οι οποίες αποκλείουν τη σύγχρονη εκδίκαση του ιδίου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια. Η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ΚΠΔ εφαρμόζεται αναλόγως σε περίπτωση ασκήσεως δύο ποινικών διώξεων για την ίδια πράξη κατά του ιδίου προσώπου. Εξ άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1, 3 ΚΠΔ προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, απαιτείται: α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξεως και γ) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται εκείνη του κατηγορουμένου, δηλαδή του ως δράστη κατηγορηθέντος, έστω και αν μηνύθηκε από ψευδές ή λανθασμένο όνομα ή μεταβλήθηκαν τα χαρακτηριστικά αυτού στοιχεία ή ιδιότητες. Ως πράγμα νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθόλη τη διαδρομή και καθόλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1, κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του προέβαλε δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν πληρεξουσίου του δικηγόρου την ύπαρξη εκκρεμοδικίας και εζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ΄ αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 17 παρ. 1, 8 του Ν.1337/1983 και ειδικότερα γιατί, για την αυτή πράξη για την οποία είχε πρωτοδίκως καταδικασθεί, είχε προηγουμένως καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών με την υπ΄ αριθμ. 26256/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και πιο συγκεκριμένα γιατί στους ........ Αττικής, στην περιοχή ......., κατά το χρονικό διάστημα 13.10.1999 έως 9.2.2000 προέβη, σαν ιδιοκτήτης στην κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος και ειδικότερα διώροφης οικοδομής, χωρίς να εφοδιασθεί προηγουμένως με οικοδομική άδεια". Η ένσταση αυτή περί εκκρεμοδικίας, απερρίφθη με την προσβαλλομένη απόφαση γιατί έγινε δεκτόν ότι με την προαναφερθείσα απόφαση (26256/2003 Μον.Πλημμελειοδικείου Αθηνών) καταδικάστηκε για πράξεις που τέλεσε από την 13.10.1999 μέχρι 7.2.2000, ενώ η πράξη για την οποία κατηγορήθηκε και κηρύχθηκε ένοχος με την πρωτόδικη απόφαση, την οποία είχε εκκαλέσει, κατά τα άνω, τελέσθηκε την 14.2.2000, δηλαδή σε χρόνο διαφορετικόν από εκείνον που είχε καταδικασθεί με την 26256/2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθώς εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1, 3 ΚΠΔ διέλαβε την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν υπερέβη την εξουσία του και ο υπό στοιχ. β΄ λόγος της αιτήσεως, ορθώς εκτιμώμενος, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 1 του ΠΚ. αν κάποιος δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερης των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής, κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Στην εξεταζομένη περίπτωση ο εν λόγω αναιρεσείων καταδικάστηκε με την πληττομένη απόφαση σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, μετατραπείσα επί 5 ευρώ ημερησίως, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι αυτός δεν εδικαιούτο αναστολής εκτελέσεως της επιβληθείσης εις αυτόν παραπάνω ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ, γιατί είχε καταδικασθεί προηγουμένως αμετακλήτως σε στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία υπερέβαινε τους έξι (6) μήνες, όπως προέκυψε από το ποινικό του μητρώο. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε επί του προκειμένου ζητήματος την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που αξιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ και ο υπό στοιχ. δ΄ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση του Χ1 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Β). Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2. Από τις διατάξεις των άρθρων 349 παρ. 1 και 501 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι, σε περίπτωση υποβολής από τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο αιτήματος αναβολής της δίκης, λόγω αδυναμίας εμφανίσεως αυτού στο ακροατήριο του δικαστηρίου από ανωτέρα βία ή άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα και απορρίψεως από το δικαστήριο (κατά την ανέλεγκτη κρίση του) του αιτήματος αυτού και στη συνέχεια της εφέσεως, ως ανυποστήρικτης, είναι επιτρεπτή κατά της αποφάσεως αυτής του Εφετείου η άσκηση αναιρέσεως για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ, επομένως και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η αιτιολογία προβλεπομένη στα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την προσθήκη εδαφίου με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν.2408/1996, απαιτείται τόσο για την κυρία απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη, όσο και για την προπαρασκευαστική (παρεμπίπτουσα), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής. Η πληρότητά της δε προϋποθέτει, για μεν την κυρία απόφαση αναφορά της προβλεπομένης από το άρθρο 500 εδ. γ΄ του ΚΠΔ, εμπρόθεσμης κλητεύσεως του εκκαλούντος (και όταν αυτή γίνεται με αναβολή της δίκης σε ρητή δικάσιμο, μνεία μόνο της αναβλητικής αποφάσεως, χωρίς να είναι αναγκαία και η γνωστοποίηση του χρόνου αναβολής), για δε την προπαρασκευαστική, αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και των αποδείξεων και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος αναβολής κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη έφεση του ως άνω αναιρεσείοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 4528/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για υπόθαλψη εγκληματία, μετ΄ απόρριψη αιτήματος αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων (ασθένεια αυτού). Ειδικότερα από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων Χ2, κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών την 1.6.2007, εζήτησε αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεως, λόγω ασθενείας του, αλλά το δικαστήριο κρίναν ότι η ασθένεια του κατηγορουμένου είναι μεν παροδική, αλλά παρά ταύτα αποτελεί σημαντικό αίτιο που δικαιολογεί όχι την αναβολή, αλλά τη διακοπή της δίκης, διέκοψε για την δικάσιμο της 5.6.2007. Ομοίως κατά τη δικάσιμο αυτή, εζητήθη εκ νέου αναβολή, για τον ίδιο παραπάνω λόγο και το δικαστήριο, αντί αναβολής, διέκοψε και πάλιν τη δίκη για τη δικάσιμο της 14.6.2007. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο αν και ζητήθηκε εκ νέου αναβολή, για τον προεκτεθέντα λόγο, το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής, με την παρακάτω αιτιολογία: "Από τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ.1 εδάφ. α, β, γ, δ, και στ του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει σήμερα, προκύπτει ότι το Δικαστήριο μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το λόγο αυτό έως 15 το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνο, εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το σημαντικό αίτιο με διακοπή. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται. Επιτρέπεται όμως σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις νέα αναβολή. μόνο αν το Δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία, ότι είναι αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο την οποία ανακοινώνει το Δικαστήριο στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σ' αυτή κλητεύονται μόνο οι απόντες. Αναβολή σε άλλη δικάσιμο, που ορίζεται από τον Εισαγγελέα, γίνεται μόνο, αν ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου, δεν το επιτρέπουν και κανείς από τους κατηγορουμένους δεν κρατείται προσωρινά. Τέλος από τη διάταξη της παραγρ. 3 του ιδίου άρθρου προκύπτει ότι η αποχή των δικηγόρων αποτελεί σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών και δεν περιλαμβάνεται στους περιορισμούς της παραγράφου 1. Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που αναφέρθηκε και από τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν αποδείχθηκε ότι ο επικαλούμενος από τον πρώτο κατηγορούμενολόγος είναι προσχηματικός και δεν είναι τέτοιος, ώστε να εμποδίζει την εμφάνιση του στο Δικαστήριο τούτο κατά τη σημερινή δικάσιμο και συνεπώς ο λόγος αυτός δεν συνιστά σημαντικό αίτιο, που να δικαιολογεί την αναβολή της δίκης σε άλλη δικάσιμο. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: Ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος είναι Ανθ/μος της ΕΛΑΣ, εξετάσθηκε στο εξωτερικό ιατρείο του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών στις 29-5-2007 και βρέθηκε ότι έπασχε από προκάρδιο συσφιγκτικό άλγος - εφίδρωση - λιποθυμική τάση σε έδαφος γνωστής υπερλιπιδαιμίας - υπέρταση, θετικού οικογενειακού ιστορικού, τού συστήθηκε δε φαρμακευτική αγωγή, αποφυγή κάθε ψυχικής και σωματικής καταπόνησης και να γίνει επανεκτίμηση της καταστάσεως του μετά δέκα ημέρες. Στη συνέχεια εξετάσθηκε στις 30-5-2007 από τον υπηρεσιακό ιατρό της Α.Δ. Αχαΐας, ετέθη σε ένδειξη αναρρωτικών αδειών και παραπέμφθηκε στην επιτροπή Αναρρωτικών Αδειών, η οποία του χορήγησε αναρρωτική άδεια μέχρι την 10-6-2007. Μετά τη λήξη της αναρρωτικής του άδειας ο κατηγορούμενος εξετάσθηκε εκ νέου στο εξωτερικό ιατρείο του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών στις 12-6-2007 και βρέθηκε ότι έπασχε από δυσάγωγη αρτηριακή πίεση με υπερτασικές αλλά και υποτασικές κρίσεις του συστήθηκε δε περαιτέρω διερεύνηση (ορμονολογικός έλεγχος, καθώς και μαγνητική επινεφριδίων). Επίσης του συστήθηκε αποχή από την εργασία του (αναρρωτική άδεια 10 ημερών), καθώς και αποφυγή σωματικής και ψυχικής κόπωσης για αντίστοιχο χρονικό διάστημα και να γίνει επανεκτίμηση της καταστάσεως του. Η κατάσταση αυτή της υγείας του πρώτου κατηγορουμένου δεν είναι τέτοια, ώστε να εμποδίζει την εμφάνιση του στο Δικαστήριο τούτο κατά τη σημερινή δικάσιμο, καθόσον είναι κοινώς γνωστό ότι οι υπερτασικές, αλλά και οι υποτασικές κρίσεις αντιμετωπίζονται φαρμακευτικώς και συνεπώς αυτός μπορούσε με τη λήψη των κατάλληλων φαρμάκων να αντιμετωπίσει το επικαλούμενο αυτό πρόβλημα της υγείας του και μετά τις δύο διακοπές της δίκης που έγιναν, να προσέλθει στο Δικαστήριο κατά τη σημερινή δικάσιμο, για να υποστηρίξει την υπόθεση του, αν δεν ήθελε να εξουσιοδοτήσει τον παριστάμενο για το δεύτερο κατηγορούμενο συνήγορο Ηλία Πανταζή, τον οποίο σημειωτέον έχει ορίσει ως αντίκλητο και πληρεξούσιο δικηγόρο του στην έφεση του, για να τον εκπροσωπήσει στο Δικαστήριο τούτο κατά τη σημερινή δικάσιμο, όπως είχε δικαίωμα να κάνει και όπως του είχε συσταθεί να κάνει δια των μαρτύρων, που είχε στείλει στις δύο προηγούμενες συνεδριάσεις να ζητήσουν αναβολή της δίκης. Τα παραπάνω ενισχύουν την κρίση ότι ο επικαλούμενος από τον κατηγορούμενο λόγος υγείας είναι προσχηματικός, με αποκλειστική επιδίωξη την πάροδο του χρόνου εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξης του δια παραγραφής. Από όλα αυτά προκύπτει ότι ο επικαλούμενος από τον κατηγορούμενο λόγος αναβολής της δίκης δεν συνιστά σημαντικό αίτιο, που να δικαιολογεί την αναβολή της δίκης σε άλλη, γι' αυτό και πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του περί αναβολής της δίκης επί της κρινόμενης υποθέσεως σε μεταγενέστερη δικάσιμο". Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση περιέχει την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση του, αναφέρονται τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής και τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή, σημειουμένου εδώ ότι η ειδικότερη κρίση της προσβαλλομένης, ως προσχηματικής της ασθένειας του κατηγορουμένου, για να εξαλειφθεί το αξιόποινο με παραγραφή, είναι ενισχυτική των όσων προηγουμένως αυτή έχει δεχθεί, ανεξαρτήτως του ότι, όπως γίνεται δεκτόν από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, η απόρριψη αιτήματος αναβολής με μόνη την αιτιολογία, ότι υφίσταται κίνδυνος παραγραφής, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Επομένως, ο συναφής λόγος της αιτήσεως με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, σημειουμένου εδώ, ότι η κρίση της προσβαλλομένης ότι ο επικαλούμενος λόγος υγείας είναι "προσχηματικός με αποκλειστική επιδίωξη την πάροδο του χρόνου για να εξαλειφθεί το αξιόποινο δια παραγραφής", στηρίζεται στις προηγηθείσες δύο διακοπές της δίκης και στην μη εκπροσώπηση του αναιρεσείοντος δια πληρεξουσίου, όπως είχε υποδειχθεί εις αυτόν στην περίπτωση που δεν μπορούσε αυτοπροσώπως να παρασταθεί. Μετά την κατά τα άνω αιτιολογημένη απόρριψη του αιτήματος αναβολής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος, ως ανυποστήρικτη με την παρακάτω αιτιολογία χωρίς να είναι υποχρεωμένο να εξετάσει προηγουμένως, εάν η έφεση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως πράγμα που θα έκανε, εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 370 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠΔ (βλ. άρθρο 501 παρ. 3 ΚΠΔ): "Από το με ημερομηνία ........ αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα ........., που υπηρετεί στο Α' Αστυνομικό Τμήμα Πατρών, που βρίσκεται στη δικογραφία, προκύπτει ότι ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος Χ2, κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 166, 320, 321 του ΚΠοινΔ), για να εμφανισθεί σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την επίδοση της κλήσεως αυτού προς εμφάνιση στη σύνοικο μητέρα του Αθηνά. Επίσης από το με ημερομηνία ........ αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα ........., που υπηρετεί στο Α. Τ. Ωρωπού Αττικής, που βρίσκεται στη δικογραφία, προκύπτει ότι η ίδια κλήση επιδόθηκε εκ περισσού και στο δικηγόρο Αθηνών Ηλία Πανταζή, τον οποίο ο ως άνω εκκαλών κατηγορούμενος είχε ορίσει ως αντίκλητο και πληρεξούσιο δικηγόρο του στην έφεση του και στην αναφερόμενη στην έφεση διεύθυνση αυτού". Η αιτιολογία αυτή της αποφάσεως, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ), γιατί αναφέρει το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της κλήσεως προς τον εκκαλούντα για την δικάσιμο της 1.6.2007 καθώς και το όργανο που ενήργησε την επίδοση, μη απαιτουμένης κλητεύσεως αυτού για τις, μετά διακοπή συνεδριάσεις της 5.6.2007 και 14.6.2007, των οποίων άλλως τε συνεδριάσεων είχε λάβει γνώση, αφού ο ίδιος, δια των "αγγέλων του" ζητούσε αναβολή εκδικάσεως και το δικαστήριο αντί αναβολής, δύο φορές διέταξε, κατά τα άνω, διακοπή των συνεδριάσεων που γνωστοποιούσε στον μάρτυρα που κάθε φορά ζητούσε αναβολή. Επίσης από το διατακτικό της αποφάσεως αυτής, που συμπληρώνει το σκεπτικό, προκύπτει η εκκληθείσα υπ΄ αριθμ. 4528/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καθώς και η κατ΄ αυτής ασκηθείσα υπ΄ αριθμ. 734/1.2.2007 έφεση, για την υποστήριξη της οποίας κλητεύθηκε ο τότε εκκαλών και τώρα αναιρεσείων. Επομένως, ο αντίστοιχος, δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ΄ ΚΠΔ, περί ελλείψεως δηλαδή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως που απέρριψε την έφεση, ως ανυποστήρικτη, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από : 4 Ιουλίου 2007 και 25.7.2007 δύο αιτήσεις των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 5195/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το παραδεκτό της αναιρέ-σεως, οι αναιρετικοί λόγοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι. Πότε είναι ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι της ελλείψεως αιτιολογία και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Πότε η αρχή εκκρεμοδικίας. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση του απόντος εκκαλούντος ως ανυποστήρικτη ύστερα από απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστα-τωμένα αιτιολογημένη και ως προς το παρεμπίπτον αίτημα της αναβολής και ως προς την κύρια απόφαση περί απορρίψεως της εφέσεως, προσβάλ-λεται δε με αναίρεση. Απορρίπτει αίτηση γιατί τόσο η παρεμπίπτουσα περί αναβολής απόφαση όσο και η απορρίπτουσα την έφεση ως ανυπο-στήρικτη είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 2206/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. ....., 2. X1, 3. ...., 4. X2, 5. ....., 6. X3, 7. ...., 8. X4, 9. .... και 10. ...., περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2200/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενες τις: 1) X5 και 2) X6. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Φεβρουαρίου 2007, 28 Φεβρουαρίου 2007, 28 Φεβρουαρίου 2007, 28 Φεβρουαρίου 2007, 28 Φεβρουαρίου 2007, 2 Μαρτίου 2007, 2 Μαρτίου 2007, 2 Μαρτίου 2007, 2 Μαρτίου 2007 και 2 Μαρτίου 2007 δέκα αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 493/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 339/24.9.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 §1 του Κ.Π.Δ., 1) την υπ' αριθ. 50/2007 αίτηση αναίρεσης της ...., 2) την υπ' αριθ. 44/2007 αίτηση αναίρεσης της ......, 3) την υπ' αριθ. 49/2007 αίτηση αναίρεσης της X3, 4) την υπ' αριθ. 48/2007 αίτηση αναίρεσης του ....., 5) την υπ' αριθ. 45/2007 αίτηση αναίρεσης της X1, 6) την υπ' αριθ. 51/2007 αίτηση αναίρεσης της X4, 7) την υπ' αριθ. 46/2007 αίτηση αναίρεσης της .....(......), 8) την υπ' αριθ. 52/2007 αίτηση αναίρεσης της ......., 9) την υπ' αριθ. 47/2007 αίτηση αναίρεσης της X2 και 10) την υπ' αριθ. 53/2007 αίτηση αναίρεσης της ...., κατά του υπ' αριθ. 2200/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, με το υπ' αριθ. 3648/2005 βούλευμά του, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για τις αξιόποινες πράξεις, η μεν πρώτη της απάτης κατ' εξακολούθηση, από την οποία η ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών, οι δε λοιποί της ηθικής αυτουργίας σε απάτη από την οποία η ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (άρθρο 98, 46 §1α και 386 §§1 και 38 Π.Κ.). Κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησαν οι κατηγορούμενοι τις υπ' αριθ. 588/2005, 586/2005, 587/2005, 589/2005, 590/2005, 599/2005, 591/2005, 592/2005, 593/2005 και 594/2005 αντίστοιχες εφέσεις τους, επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2200/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις αυτές. Επαναδιατύπωσε δε την κατηγορία που τους βαρύνει σε ηθική αυτουργία στην πιο πάνω αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, σε τέτοια κατά συναυτουργία τελεσθείσα. Κατά του παραπάνω εφετειακού (υπ' αριθ. 2200/2006) βουλεύματος άσκησαν οι κατηγορούμενοι τις κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης, εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενους στην άσκησή τους (άρθρα 463, 465 §1, 473 §1, 474 §1, 482 §1α' Κ.Π.Δ., όπως η παράγρ. 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 §ι του Ν. 3160/2003. Διαλαμβάνεται δε στις αιτήσεις αυτές αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 484 §1δ' και στ' Κ.Π.Δ.). Από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί από αυτό συνήγαγε το Συμβούλιο, αλλά αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (Α.Π. 2464/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ'/627). Κατά την διάταξη του άρθρου 386 §1 του Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο όφελος βλάπτει 'ξένη περιουσία' πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3β του ιδίου ως άνω κώδικα, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 §4 του Ν. 2721/1999, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή των 73.000 Ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, και η προξενηθείσα συνολική ζημία ή το αντίστοιχο περιουσιακό όφελος να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 Ευρώ. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 §1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπ' όψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (Α.Π. 17/2004 Π.Χρ. Ν.Δ./594). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 46 §1α Π.Κ., που ορίζει ότι "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", συνάγεται, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη. Η δε πρόκληση αυτή δύναται να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.λ.π. β) διάπραξη από τον άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξή του από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως (Α.Π. 1082/2000 Π.Χρ. Ν.Α./333). Τέλος, κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με το όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις, των συμμετόχων, ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (Α.Π. 817/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/32). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα υπ' αριθ. 2200/06 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι "εκ του συλλεγέντος...." καθ' άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακολούθα πραγματικά περιστατικά : "Κατά την 1-8-2000 η εγκαλούσα εταιρεία ανέλαβε δυνάμει σχετικής συμβάσεως τον καθαρισμό δια της απασχολήσεως ιδικού της προσωπικού των χώρων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και ανέθεσεν εις την κατηγορουμένην X5, την οποίαν απησχόλει ήδη από του έτους 1995, την εποπτείαν του καθαρισμού του ανωτέρω χώρου με καθήκοντα μεταξύ άλλων να επιβλέπη τους απασχολουμένους εκεί ως καθαριστάς εβδομήκοντα περίπου εργαζομένους της εγκαλούσης μεταξύ των οποίων και τους ήδη κατηγορουμένους και δη να κατανέμη και να ελέγχη τον χρόνον της παρεχομένης υπ' αυτών εργασίας, να τον καταγράψει και να υποβάλλη καθ' έκαστον μήνα τας σχετικάς καταστάσεις καθώς και τέλος να προβαίνει εις την καταβολήν εις αυτούς των αναλογούντων αποδοχών των, τας οποίας και εισέπραττεν προς τούτο μηνιαίως υπό της εγκαλούσης βάσει των ανωτέρω καταστάσεων απασχολήσεως. Κατά τον μήνα Μάρτιον του έτους 2002 έληγεν η ανωτέρω σύμβασις και κατά τον μήνα Ιούλιον του έτους 2002 κατόπιν διενεργηθένος ελέγχου εξ αφορμής του γεγονότος ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ήρχισαν να κοινοποιούν εις στην εγκαλούσαν αγωγάς προβάλλοντες αξιώσεις δια την καταβολήν δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβής υπερωριακής εργασίας και εργασίας κατά τας Κυριακάς και εορτάς, επιδομάτων αδείας κ.λ.π., προκειμένου να διαπιστωθή αν πράγματι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ειργάσθησαν περισσότερον χρόνον από τον καταγραφέντα, αν ειργάσθησαν Κυριακάς και εορτάς, εάν έλαβον ή όχι επιδόματα αδείας κλπ απεκαλύφθη όπως η πρώτη των κατηγορουμένων X5 κατήρτισε και υπέβαλεν εις την εγκαλούσαν κατά την χρονικήν περίοδον από του μηνός Μαρτίου του έτους 2001 μέχρι και του μηνός Μαρτίου του έτους 2002 ψευδείς μηνιαίως καταστάσεις απασχολήσεως του προσωπικού καθαριότητος. Ειδικώτερον εκ της συγκρίσεως των μηνιαίων μισθολογικών καταστάσεων, τας οποίας υπέβαλεν η πρώτη κατηγορουμένη X5 εις την εγκαλούσαν εταιρείαν, με τας καταστάσεις εισερχομένων - εξερχόμενων προσώπων, τας οποίας ετήρει το ανωτέρω Νοσοκομείον και ανεγράφοντο αι ώραι πραγματικής παραμονής των απασχολουμένων υπό της εγκαλούσης εις τον χώρον του, προκύπτει ότι η κατηγορουμένη X5 παρέστησεν ψευδώς εις την εγκαλούσαν ότι δια τον μήνα Μάρτιον του έτους 2001 οι εξήκοντα και εξ (66) εργαζόμενοι της (μεταξύ των οποίων και η ιδία ως και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.260.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 6.068.417 δραχμών, ότι δια τον μήνα Απρίλιον του έτους οι εξήκοντα πέντε (65) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων και η ιδία ως και οι λοιποί κατηγορούμενοι), έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς στο συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.155.700 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 5.703.517 δραχμών ότι δια τον μήνα Μάιον του έτους 2001 οι εξήκοντα επτά (67) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία ως και οι λοιποί ήδη κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 7.559.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 5.661.491 δραχμών, ότι δια τον μήνα Ιούνιον του έτους 2001 οι εξήκοντα εξ (66) εργαζόμενοι της (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί ήδη κατηγορούμενοι έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 8.566.206 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 5.284.198 δραχμών, ότι δια τον μήνα Ιούλιον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα (70) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 9.336.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 6.002.819 δραχμών, ότι δια τον μήνα Αύγουστον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα (70) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.609.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 5.909.337 δραχμών, ότι δια τον μήνα Σεπτέμβριον του έτους 2001 οι εξήκοντα τέσσερεις (64) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί ήδη κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.256.870 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.314.580 δραχμών, ότι δια τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα και εις (71) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.744.900 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.987.071 δραχμών, ότι δια τον μήνα Νοέμβριον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα δύο (72) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 9.391.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 5.985.186 δραχμών, ότι δια τον μήνα Δεκέμβριον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα και εις (71) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 9.513.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.523.124 δραχμών, ότι δια τον μήνα Ιανουάριον του έτους 2002 οι εβδομήκοντα τέσσερεις (74) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 8.835.400 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.627.079 δραχμών, ότι δια τον μήνα Φεβρουάριον του έτους 2002 οι εβδομήκοντα και εις (71) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 8.136.300 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.964.310 δραχμών, και ότι δια τον μήνα Μάρτιον του έτους 2002 οι εξήκοντα πέντε (65) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 8.396.477 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.979.714 δραχμών. Οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εγκαλούσης επείθοντο εις το περιεχόμενον των ανωτέρω ψευδών παραστάσεων της πρώτης κατηγορουμένης X5, αι οποίαι ελάμβανον χώραν κατά τας αρχάς εκάστου επομένου μηνός και της παρέδιδον προς καταβολήν τα ανωτέρω φερόμενα ως οφειλόμενα χρηματικά ποσά αντί των πράγματι οφειλομένων, με αποτέλεσμα να προκληθή βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσης συνολικού χρηματικού ποσού 30.750.000 δραχμών (90.255,37 Ευρώ). Πλέον συγκεκριμένως κατά τας αρχάς του μηνός Απριλίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.191.583 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Μαΐου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Απριλίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.452.183 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Ιουνίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Μαΐου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 1.897.509 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Ιουλίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Ιουνίου του έτους 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 3.282.002 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Αυγούστου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Ιουλίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 3.333.681 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Αυγούστου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.699.663 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Σεπτεμβρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 1.942.290 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Οκτωβρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.759.714 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Νοεμβρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.404.429 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2002 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Δεκεμβρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.989.876 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2002 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Ιανουαρίου 2002) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.208.321 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Μαρτίου του έτους 2002 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 1.170.990 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Απριλίου του έτους 2002 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2002) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 1.417.763 δραχμών. Εις τας ανωτέρω ψευδείς μισθολογικάς καταστάσεις εφέρετο ότι η εγκαλούσα ώφειλεν εις την κατηγορουμένην X5 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Ιουνίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Ιουλίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Αυγούστου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, αντί του πράγματι οφειλομένου των 150.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 161.538 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Νοεμβρίου το ποσόν των 300.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 196.154 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Δεκεμβρίου το ποσόν των 300.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 150.000 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 300.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 253.847 δραχμών. Αποτέλεσμα της ανωτέρω απατηλούς συμπεριφοράς της κατηγορουμένης X5 ήτο να αποκομίση αύτη παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Μάιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 150.000 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 138.462 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 103.846 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 150.000 δραχμών και κατά τον μήνα Ιανουάριον 2001 ύψους 46.153 δραχμών και συνολικώς ύψους 2.388.461 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την δευτέραν κατηγορουμένην X6 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001 το ποσόν των 186.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 181.853 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001, το ποσόν των 177.300 δραχμών, αντί του πράγματι οφειλομένου των 174.131 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαΐου 2001 το ποσό των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 136.549 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 108.045 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 106.985 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 118.405 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 103.845 δραχμών, ως δουλευμένας αποδοχάς Οκτώβριο 2001 των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 127.977 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 143.072 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 143.072 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 133.840 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 173.100 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η δευτέρα κατηγορουμένη X6 παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 4.147 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 3.169 δραχμών, κατά τον μήνα Μάΐον 2001 ύψους 43.451 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 71.955 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 73.015 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 61.595 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 76.155 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 52.023 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 36.928 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 36.928 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 46.160 δραχμών και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 6.900 δραχμών και συνολικώς ύψους 512.426 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδώς καταστάσεων ότι οφείλει εις την τρίτην κατηγορουμένην ..... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001 το ποσόν των 171.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 155.949 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001, το ποσόν των 139.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 134.615 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 186.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 151.443 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 207.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 147.535 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 186.900 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 135.817 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 183.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 95.384 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.768 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.768 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 207.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 103.849 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 186.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 152.249 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 162.116 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η τρίτη κατηγορουμένη ..... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 15.051 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 4.885 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 34.557 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 59.465 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 51.083 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 87.616 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 126.232 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 126.232 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 103.151 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 36.251 δραχμών και κατά τον μήνα Μάρτιον ύψους 17.884 δραχμών και συνολικώς ύψους 650.178 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την τετάρτην κατηγορουμένην X3 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών, ενώ δεν είχε εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 23.339 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 71.385 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 69.413 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 59.232 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 51.148 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 88.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 59.224 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 98.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.192 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 91.400 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η τετάρτη κατηγορουμένη X3 παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 125.000 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 66.661 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 18.615 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 20.587 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 30.768 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 38.852 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 28.776 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 17.808 δραχμών και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 33.600 δραχμών και συνολικώς ύψους 380.667 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων να οφείλη εις την πέμπτην κατηγορουμένην ..... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 85.000 δραχμών, αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 65.847 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 102.312 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 78.454 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 156.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 112.456 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.923 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 173.077 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 91.538 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η πέμπτη κατηγορουμένη ..... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 5.000 δραχμών, κατά μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 14.153 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 77.688 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 101.456 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 44.044 δραχμών, και συνολικώς ύψους 291.433 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις τον έκτον κατηγορούμενον ...... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001 το ποσό των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 178.389 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαΐου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 203.502 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 169.391 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς, Ιουλίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών, αντί του πράγματι οφειλομένου των 185.310 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 169.414 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 184.252 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 177.225 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 202.884 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 199.424 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση ο έκτος κατηγορούμενος ..... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον ύψους 29.111 δραχμών, κατά τον μήνα Μάιον 2001 ύψους 3.998 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 38.109 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 15.190 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 38.086 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 23.248 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 30.275 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 30.768 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 8.076 δραχμών και συνολικώς ύψους 190.709 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την εβδόμην κατηγορουμένην X1 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 129.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 94.952 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 81.231 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 84.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 71.538 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.673 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 93.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 88.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 67.308 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.923 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.924 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η εβδόμη κατηγορουμένη X1 παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 34.048 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 43.769 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 6.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 18.462 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 10.000 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 10.000 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 19.327 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 20.000 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 23.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 20.692 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 3.077 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 3.076 δραχμών και συνολικώς ύψους 209.536 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων εμφανίζεται ότι οφείλει εις την ογδόην κατηγορουμένην X4 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 129.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 115.385 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 105.770 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 120.193 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 99.159 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 144.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 115.385 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 73.832 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 73.848 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 77.538 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 120.193 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Μαρτίου 2002 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 120.200 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η ογδόη κατηγορουμένη ατομικώς παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 13.615 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 19.230 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 4.707 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 25.841 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 28.615 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 51.168 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 45.000 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 51.152 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 47.462 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 4.807 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 4.800 δραχμών και συνολικώς ύψους 296.397 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την ενάτην κατηγορουμένην ..... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 100.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.769 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 77.846 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 73.846 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Αυγούστου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.923 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 36.924 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 83.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.100 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.540 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.540 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 95.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 71.845 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 62.016 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 50.385 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η ενάτη κατηγορουμένη ..... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 29.231 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 12.154 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 6.154 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 3.077 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 43.076 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 12.900 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 23.460 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 23.460 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 23.155 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 17.984 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 29.615 δραχμών και συνολικώς ύψους 221.343 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την δεκάτην κατηγορουμένην ..... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 85.673 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.769 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 74.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.769 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 88.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 69.990 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 86.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 71.230 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 81.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 76.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.767 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η δεκάτη κατηγορουμένη ...... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 4.237 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 9.231 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 3.231 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 18.010 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 14.770 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 10.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 11.000 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 6.500 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 9.233 δραχμών συνολικώς δε ύψους 94.572 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την ενδεκάτην κατηγορουμένην X2 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 108.473 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαΐου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 75.851 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 87.582 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 104.266 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 88.340 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 78.618 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.140 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 67.696 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 39.988 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 181.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 52.462 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 122.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 58.845 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 186.900 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 66.522 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η ενδέκατη κατηγορουμένη X2 παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 16.527 δραχμών, κατά τον μήνα Μάϊον 2001 ύψους 104.149 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 119.928 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 103.234 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 119.160 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 128.882 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 131.360 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 139.804 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 167.512 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 128.538 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 63.155 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 120.378 δραχμών και συνολικώς ύψους 1.342.627 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την δωδεκάτην κατηγορουμένην ..... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 65.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 23.385 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 67.516 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 69.413 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.540 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 51.916 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 86.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.540 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 76.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.538 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 58.500 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η δωδέκατη κατηγορουμένη .... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 42.115 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 22.484 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 20.587 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 33.460 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 38.084 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριο 2002 ύψους 29.460 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 19.462 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 21.500 δραχμών και συνολικώς ύψους 227.152 δραχμών". Με τις παραδοχές και τις σκέψεις του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού α) δεν αναφέρεται στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση που αποτελεί το σκεπτικό του, με σαφήνεια ποιες ήταν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές των αναφερομένων μισθωτών, ενοίς και οι αναιρεσείοντες, εκ τρόπον ώστε να καθίσταται σαφές τι εδικαιούντο να λάβουν και εκ του τι έλαβαν να προκύπτει η ζημία της εγκαλούσας εταιρείας εκ της φερομένης ως τελεσθείσης απάτης και το αντίστοιχο όφελος των αναιρεσειόντων, ενόψει μάλιστα του ότι το στοιχείο τούτο είναι αναγκαίο για τον προσδιορισμό του ποσού που στοιχειοθετεί το αδίκημα της διωχθείσης κακουργηματικής απάτης. β) Αναφέρεται στην ίδια πρόταση (σελ. 2 του 11 φύλλου) ότι "από τις καταστάσεις εισερχομένων-εξερχομένων προσώπων, τας οποίας ετήρει το ανωτέρω Νοσοκομείο (Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής) και ανεγράφοντο αι ώραι πραγματικής παραμονής των απασχολουμένων υπό της εγκαλούσης εις τον χώρον του, προκύπτει ότι η κατηγορούμενη X5 παρέστησε ψευδώς εις την εγκαλούσαν ότι δια τον μήνα Μάρτιον του έτους 2001 οι εξήκοντα έξι (66) εργαζόμενοί της έπρεπε να λάβουν δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικό χρηματικό ποσό των 8.200.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 6.048.417 δραχμών". Την ίδια αναφορά κάνει η πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και για τους υπόλοιπους μήνες της απασχόλησης των αναιρεσειόντων και δη μέχρι τον Μάρτιο του 2002, αναφέροντας τι έλαβε ο καθένας και τι εδικαιούτο να λάβει. Εκ της αναφοράς αυτής του σκεπτικού του βουλεύματος δεν αιτιολογείται ειδικώς γιατί οι αναιρεσείοντες έπρεπε να λάβουν τα ποσά που ως πράγματι οφειλόμενα αναφέρονται και όχι αυτά που κατά την συγκατηγορούμενη των αναιρεσειόντων X5 και τις καταστάσεις που αυτή συνέταξε έπρεπε να λάβουν. Ειδικότερα δηλαδή δεν αναφέρονται οι ώρες πραγματικής παραμονής και εργασίας ενός εκάστου των εργαζομένων αναιρεσειόντων στο πιο πάνω Νοσοκομείο, και αν αυτοί αμείβονταν με την ώραν, όπως μπορεί να εκληφθεί, εις τρόπον ώστε να προκύπτουν οι διαφορές που το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει, οι οποίες συμποσούμενες δίδουν το πέραν του ποσού των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 Ευρώ, ποσό που απαιτεί η ουσιαστική διάταξη του άρθρου 386 §§1 και 3β Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του υπ' αυτής διωκομένου αδικήματος της απάτης, και εντεύθεν να μπορεί να ερευνηθεί αν τελέσθηκε το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απάτη αυτή που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες. γ) Περαιτέρω το βούλευμα, δια της ιδίας εισαγγελικής προτάσεως, δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες προκάλεσαν και μάλιστα από κοινού την απόφαση στην συγκατηγορούμενή τους X5 να τελέσει την αξιόποινη πράξη της απάτης (άρθρο 38 §§1 και 3β Π.Κ.) και έτσι στέρησε αυτό της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η αναφορά της εισαγγελικής προτάσεως, η οποία υιοθετήθηκε ως σκεπτικό, από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, "εις την παρούσα ποινική υπόθεσιν άπαντες οι λοιποί κατηγορούμενοι (αναιρεσείοντες) πλην της X5 υπήρξαν ηθικοί αυτουργοί κατά συναυτουργίαν εις την υπ' αυτής τέλεσιν της πράξεως της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος", δεν αποτελεί την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 484 §1δ' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως του προσβαλλόμενου βουλεύματος και πρέπει κατά συνέπεια να γίνουν κατά τούτο δεκτές οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένων. Να απορριφθούν δε ως αβάσιμες αναφορικά με τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 §1στ' Κ.Π.Δ., της υπέρβασης εξουσίας, διότι το ποινικό δικαστήριο μπορεί και δεν υποχρεούται κατά την κρίση του να αναβάλλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής που εκκρεμεί στο πολιτικό δικαστήριο, για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη (άρθρο 61 Κ.Π.Δ.) αιτιολογώντας την απόφασή του, μη προκυπτούσης εντεύθεν υπέρβασης εξουσίας εκ της μη αναβολής της εκδίκασης της ενώπιόν του υποθέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να γίνουν μερικώς δεκτές ως βάσιμες οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως κατά του προσβαλλομένου υπ' αριθ. 2200/2006 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. Αθήνα 18-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι κρινόμενες 44/28-2-2007, 45/28-2-2007, 46/28-2-2007, 47/28-2-2007, 48/28-2-2007, 49/2-3-2007, 50/2-3-2007, 51/2-3-2007, 52/2-3-2007 και 53/2-3-2007 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των ...., X1, ...., X2, ...., X3, ....., X4, ..... και ...., αντιστοίχως, στρεφόμενες κατά του 2200/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις αυτών κατά του 3648/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, (όπως η κατηγορία επαναδιατυπώθηκε από το Συμβούλιο Εφετών) για ηθική αυτουργία κατά συναυτουργία στην πράξη κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν ως συναφείς, να γίνουν τυπικά δεκτές. II. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μη εκπληρώσει την υποχρέωση, θεμελιούται και τότε το αδίκημα της απάτης. Περαιτέρω, μετά την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και στην περίπτωση κατά την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ (73.000 ευρώ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε . Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει, ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 περ.β του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση της διάταξης γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση ή προανάκριση που διενεργήθηκε, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών δέχθηκε, μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά την 1-8-2000 η εγκαλούσα εταιρεία ανέλαβε δυνάμει σχετικής συμβάσεως τον καθαρισμό δια της απασχολήσεως ιδικού της προσωπικού των χώρων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και ανέθεσεν εις την κατηγορουμένην X5, την οποίαν απησχόλει ήδη από του έτους 1995, την εποπτείαν του καθαρισμού του ανωτέρω χώρου με καθήκοντα μεταξύ άλλων να επιβλέπη τους απασχολουμένους εκεί ως καθαριστάς εβδομήκοντα περίπου εργαζομένους της εγκαλούσης μεταξύ των οποίων και τους ήδη κατηγορουμένους και δη να κατανέμη και να ελέγχη τον χρόνον της παρεχομένης υπ' αυτών εργασίας, να τον καταγράψει και να υποβάλλη καθ' έκαστον μήνα τας σχετικός καταστάσεις καθώς και τέλος να προβαίνει εις την καταβολήν εις αυτούς των αναλογούντων αποδοχών των, τας οποίας και εισέπραττεν προς τούτο μηνιαίως υπό της εγκαλούσης βάσει των ανωτέρω καταστάσεων απασχολήσεως. Κατά τον μήνα Μάρτιον του έτους 2002 έληγεν η ανωτέρω σύμβασις και κατά τον μήνα Ιούλιον του έτους 2002 κατόπιν διενεργηθένος ελέγχου εξ αφορμής του γεγονότος ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ήρχισαν να κοινοποιούν εις στην εγκαλούσαν αγωγός προβάλλοντες αξιώσεις δια την καταβολήν δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβής υπερωριακής εργασίας και εργασίας κατά τας Κυριακάς και εορτάς, επιδομάτων αδείας κ.λ.π., προκειμένου να διαπιστωθή αν πράγματι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ειργάσθησαν περισσότερον χρόνον από τον καταγραφέντα, αν ειργάσθησαν Κυριακές και εορτές, εάν έλαβον ή όχι επιδόματα αδείας κλπ απεκαλύφθη πως η πρώτη των κατηγορουμένων X5 κατήρτισε και υπέβαλεν εις την εγκαλούσαν κατά την χρονικήν περίοδον από του μηνός Μαρτίου του έτους 2001 μέχρι και του μηνός Μαρτίου του έτους 2002 ψευδείς μηνιαίως καταστάσεις απασχολήσεως του προσωπικού καθαριότητος. Ειδικώτερον, εκ της συγκρίσεως των μηνιαίων μισθολογικών καταστάσεων, τας οποίας υπέβαλεν η πρώτη κατηγορουμένη X5 εις την εγκαλούσαν εταιρείαν, με τας καταστάσεις εισερχομένων - εξερχόμενων προσώπων, τας οποίας ετήρει το ανωτέρω Νοσοκομείον και ανεγράφοντο αι ώραι πραγματικής παραμονής των απασχολουμένων υπό της εγκαλούσης εις τον χώρον του, προκύπτει ότι η κατηγορουμένη X5 παρέστησεν ψευδώς εις την εγκαλούσαν ότι δια τον μήνα Μάρτιον του έτους 2001 οι εξήκοντα και εξ (66) εργαζόμενοί της (μεταξύ των οποίων και η ιδία ως και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.260.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 6.068.417 δραχμών, ότι δια τον μήνα Απρίλιον του έτους οι εξήκοντα πέντε (65) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων και η ιδία ως και οι λοιποί κατηγορούμενοι), έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς στο συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.155.700 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 5.703.517 δραχμών, ότι δια τον μήνα Μάιον του έτους 2001 οι εξήκοντα επτά (67) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία ως και οι λοιποί ήδη κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 7.559.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 5.661.491 δραχμών, ότι δια τον μήνα Ιούνιον του έτους 2001 οι εξήκοντα εξ (66) εργαζόμενοί της (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί ήδη κατηγορούμενοι έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 8.566.206 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 5.284.198 δραχμών, ότι δια τον μήνα Ιούλιον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα (70) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 9.336.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 6.002.819 δραχμών, ότι δια τον μήνα Αύγουστον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα (70) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.609.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 5.909.337 δραχμών, ότι δια τον μήνα Σεπτέμβριον του έτους 2001 οι εξήκοντα τέσσερεις (64) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί ήδη κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.256.870 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.314.580 δραχμών, ότι δια τον μήνα Οκτώβριον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα και εις (71) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν χρηματικόν ποσόν των 8.744.900 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.987.071 δραχμών, ότι δια τον μήνα Νοέμβριον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα δύο (72) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 9.391.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 5.985.186 δραχμών, ότι δια τον μήνα Δεκέμβριον του έτους 2001 οι εβδομήκοντα και εις (71) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 9.513.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.523.124 δραχμών, ότι δια τον μήνα Ιανουάριον του έτους 2002 οι εβδομήκοντα τέσσερεις (74) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 8.835.400 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.627.079 δραχμών, ότι δια τον μήνα Φεβρουάριον του έτους 2002 οι εβδομήκοντα και εις (71) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 8.136.300 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.964.310 δραχμών, και ότι δια τον μήνα Μάρτιον του έτους 2002 οι εξήκοντα πέντε (65) εργαζόμενοι της εγκαλούσης (μεταξύ των οποίων η ιδία και οι λοιποί κατηγορούμενοι) έπρεπε να λάβουν ως δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικόν ποσόν των 8.396.477 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 6.979.714 δραχμών. Οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εγκαλούσης επείθοντο εις το περιεχόμενον των ανωτέρω ψευδών παραστάσεων της πρώτης κατηγορουμένης X5, αι οποίαι ελάμβαναν χώραν κατά τας αρχάς εκάστου επομένου μηνός και της παρέδιδαν προς καταβολήν τα ανωτέρω φερόμενα ως οφειλόμενα χρηματικά ποσά αντί των πράγματι οφειλομένων, με αποτέλεσμα να προκληθή βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσης συνολικού χρηματικού ποσού 30.750.000 δραχμών (90.255, 37 ευρώ). Πλέον συγκεκριμένως κατά τας αρχάς του μηνός Απριλίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.191.583 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Μαΐου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Απριλίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.452.183 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Ιουνίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Μαΐου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 1.897.509 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Ιουλίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Ιουνίου του έτους 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 3.282.002 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Αυγούστου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Ιουλίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 3.333.681 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Αυγούστου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.699.663 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Σεπτεμβρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 1.942.290 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Οκτωβρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.759.714 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2001 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Νοεμβρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.404.429 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2002 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Δεκεμβρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.989.876 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2002 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Ιανουαρίου 2002) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 2.208.321 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Μαρτίου του έτους 2002 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Φεβρουαρίου 2001) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 1.170.990 δραχμών. Κατά τας αρχάς του μηνός Απριλίου του έτους 2002 (χρόνος καταβολής των αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2002) επήλθεν εις την περιουσίαν της εγκαλούσης ζημία ύψους 1.417.763 δραχμών. Εις τας ανωτέρω ψευδείς μισθολογικός καταστάσεις εφέρετο ότι η εγκαλούσα ώφειλεν εις την κατηγορουμένην X5 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Ιουνίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Ιουλίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Αυγούστου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, ενώ δεν είχεν εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών, αντί του πράγματι οφειλομένου των 150.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 300.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 161.538 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Νοεμβρίου το ποσόν των 300.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 196.154 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Δεκεμβρίου το ποσόν των 300.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 150.000 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 300.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 253.847 δραχμών. Αποτέλεσμα της ανωτέρω απατηλούς συμπεριφοράς της κατηγορουμένης X5 ήτο να αποκομίση αύτη παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Μάιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 300.000 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 150.000 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 138.462 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 103.846 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 150.000 δραχμών και κατά τον μήνα Ιανουάριον 2001 ύψους 46.153 δραχμών και συνολικώς ύψους 2.388.461 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την δευτέραν κατηγορουμένην X6 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001 το ποσόν των 186.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου ποσού των 181.853 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001, το ποσόν των 177.300 δραχμών, αντί του πράγματι οφειλομένου των 174.131 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαΐου 2001 το ποσό των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 136.549 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 108.045 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 106.985 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 118.405 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 103.845 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτώβριο 2001 των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 127.977 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 143.072 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 143.072 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 133.840 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 173.100 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η δευτέρα κατηγορουμένη X6, παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 4.147 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 3.169 δραχμών, κατά τον μήνα Μάιον 2001 ύψους 43.451 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 71.955 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 73.015 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 61.595 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 76.155 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 52.023 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 36.928 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 36.928 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 46.160 δραχμών κα, κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 6.900 δραχμών και συνολικώς ύψους 512.426 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται, δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι όφειλε, εις την τρίτην κατηγορουμένην .... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001 το ποσόν των 171.000 δραχμών αντί του πράγματι, οφειλομένου των 155.949 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001, το ποσόν των 139.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 134.615 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 186.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 151.443 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 207.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 147.535 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 186.900 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 135.817 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου το ποσόν των 183.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 95.384 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.768 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.768 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου το ποσόν των 207.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 103.849 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 186.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 152.249 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 162.116 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η τρίτη κατηγορουμένη ..... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 15.051 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 4.885 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 34.557 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 59.465 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 51.083 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 87.616 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 126.232 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον ύψους 126.232 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον ύψους 103.151 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 36.251 δραχμών και κατά τον μήνα Μάρτιον ύψους 17.884 δραχμών και συνολικώς ύψους 650.178 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την τετάρτην κατηγορουμένην X3 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών, ενώ δεν είχε εργασθή, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 23.339 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 71.385 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 69.413 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 59.232 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 51.148 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 88.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 59.224 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 98.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.192 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 91.400 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η τετάρτη κατηγορουμένη X3 παράνομον περιουσιακών όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 125.000 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 66.661 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 18.615 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 20.587 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 30.768 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 38.852 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 28.776 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 17.808 δραχμών και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 33.600 δραχμών και συνολικώς ύψους 380.667 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων να οφειλή εις την πέμπτην κατηγορουμένην .... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 85.000 δραχμών, αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 65.847 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 102.312 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 78.454 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 156.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 112.456 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.923 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 173.077 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 91.538 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η πέμπτη κατηγορουμένη ...... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 5.000 δραχμών, κατά μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 14.153 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 77.688 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 101.456 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 44.044 δραχμών, και συνολικώς ύψους 291.433 δραχμών. *Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις τον έκτον κατηγορούμενον .... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001 το ποσό των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 178.389 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαΐου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 203.502 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 169.391 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς, Ιουλίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών, αντί του πράγματι οφειλομένου των 185.310 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 169.414 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 184.252 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 177.225 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 202.884 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 199.424 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση ο έκτος κατηγορούμενος .... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον ύψους 29.111 δραχμών, κατά τον μήνα Μάιον 2001 ύψους 3.998 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 38.109 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 15.190 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 38.086 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 23.248 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 30.275 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 30.768 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 8.076 δραχμών και συνολικώς ύψους 190.709 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την εβδόμην κατήγορουμένην X1 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 129.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 94.952 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 81.231 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 84.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 71.538 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.673 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 93.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 88.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 67.308 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.923 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.924 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η εβδόμη κατηγορουμένη X1 παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 34.048 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 43.769 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 6.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 18.462 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 10.000 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 10.000 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 19.327 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 20.000 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον ύψους 23.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον ύψους 20.692 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 3.077 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 3.076 δραχμών και συνολικώς ύψους 209.536 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων εμφανίζεται ότι οφείλει εις την ογδόην κατηγορουμενην X4 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 129.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 115.385 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 105.770 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 120.193 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 99.159 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 144.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 115.385 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 73.832 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 80.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 73.848 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 77.538 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 25.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 120.193 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Μαρτίου 2002 το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 120.200 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η ογδόη κατηγορουμένη ατομικώς παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 13.615 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 19.230 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 4.707 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 25.841 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 28.615 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 51.168 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 45.000 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 51.152 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 47.462 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 4.807 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 4.800 δραχμών και συνολικώς ύψους 296.397 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την ενάτην κατηγορουμένην ..... ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 100.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.769 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Απριλίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 77.846 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 73.846 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Αυγούστου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.923 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 36.924 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 83.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.100 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.540 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Δεκεμβρίου το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.540 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 95.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 71.845 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς μηνός Φεβρουαρίου το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 62.016 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 50.385 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η ενάτη κατηγορουμένη ..... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 29.231 δραχμών, κατά τον μήνα Απρίλιον 2001 ύψους 12.154 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 6.154 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 3.077 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 43.076 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 12.900 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 23.460 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 23.460 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 23.155 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 17.984 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 29.615 δραχμών και συνολικώς ύψους 221.343 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την δεκάτην κατηγορουμένην ..... ως δεδουλευμένας αττοδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 85.673 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.769 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 74.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.769 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 88.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 69.990 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 86.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 71.230 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 81.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 76.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.000 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 70.767 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η δεκάτη κατηγορουμένη ...... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 4.237 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 9.231 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 3.231 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 18.010 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 14.770 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 10.000 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 11.000 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 6.500 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 9.233 δραχμών συνολικώς δε ύψους 94.572 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την ενδεκάτην κατηγορουμένην X2 ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2001, το ποσόν των 125.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 108.473 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαΐου 2001 το ποσόν των 180.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 75.851 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουνίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 87.582 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιουλίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 104.266 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 88.340 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 78.618 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 76.140 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 67.696 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 207.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 39.988 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 181.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 52.462 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 122.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 58.845 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 186.900 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 66.522 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η ενδέκατη κατηγορουμένη X2 παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Μάρτιον 2001 ύψους 16.527 δραχμών, κατά τον μήνα Μάϊον 2001 ύψους 104.149 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούνιον 2001 ύψους 119.928 δραχμών, κατά τον μήνα Ιούλιον 2001 ύψους 103.234 δραχμών, κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 119.160 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 128.882 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 131.360 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 139.804 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 167.512 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριον 2002 ύψους 128.538 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 63.155 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 120.378 δραχμών και συνολικώς ύψους 1.342.627 δραχμών. Η εγκαλούσα εταιρεία εμφανίζεται δια των ανωτέρω ψευδών καταστάσεων ότι οφείλει εις την δωδεκάτην κατήγορουμένην ..... ως δεδουλευμένας, αποδοχάς Αυγούστου 2001 το ποσόν των 65.500 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 23.385 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Σεπτεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 67.516 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Οκτωβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 69.413 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Νοεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.540 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Δεκεμβρίου 2001 το ποσόν των 90.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 51.916 δραχμών ως δεδουλευμένας αποδοχάς Ιανουαρίου 2002 το ποσόν των 86.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.540 δραχμών, ως δεδουλευμένας αποδοχάς Φεβρουαρίου 2002 το ποσόν των 76.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 56.538 δραχμών και ως δεδουλευμένας αποδοχάς Μαρτίου 2002 το ποσόν των 80.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου των 58.500 δραχμών. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήτο να αποκομίση η δωδέκατη κατηγορουμένη ..... παράνομον περιουσιακόν όφελος εις βάρος της περιουσίας της εγκαλούσης κατά τον μήνα Αύγουστον 2001 ύψους 42.115 δραχμών, κατά τον μήνα Σεπτέμβριον 2001 ύψους 22.484 δραχμών, κατά τον μήνα Οκτώβριον 2001 ύψους 20.587 δραχμών, κατά τον μήνα Νοέμβριον 2001 ύψους 33.460 δραχμών, κατά τον μήνα Δεκέμβριον 2001 ύψους 38.084 δραχμών, κατά τον μήνα Ιανουάριο 2002 ύψους 29.460 δραχμών, κατά τον μήνα Φεβρουάριον 2002 ύψους 19.462 δραχμών ως και κατά τον μήνα Μάρτιον 2002 ύψους 21.500 δραχμών και συνολικώς ύψους 227.152 δραχμών. Εις την παρούσαν ποινικήν υπόθεσιν άπαντες οι λοιποί κατηγορούμενοι πλην της X5 υπήρξαν ηθικοί αυτουργοί κατά συναυτουργίαν εις την υπ' αυτής τέλεσιν της πράξεως της απάτης εις βαθμόν κακουργήματος". Έπειτα από τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων-αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι για ηθική αυτουργία κατά συναυτουργία στην πράξη της κακουργηματικής απάτης και τις απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμες τις εφέσεις των κατηγορουμένων, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τους εξής ειδικότερα λόγους: α.- Δεν αναφέρεται με σαφήνεια ποιες ήταν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές των αναφερομένων μισθωτών μεταξύ των οποίων και των αναιρεσειόντων εις τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές τι εδικαιούντο να λάβουν και δεδομένου ότι αναφέρεται το ποσό που έλαβαν να προκύπτει η ζημία της εγκαλούσης εταιρείας εκ της αναφερομένης ως τελεσθείσης απάτης και το αντίστοιχο όφελος των αναιρεσειόντων, ενόψει μάλιστα του ότι το στοιχείο αυτό είναι αναγκαίο για τον προσδιορισμό του ποσού που στοιχειοθετεί το αδίκημα της διωχθείσης κακουργηματικής απάτης. β.- ενώ δέχεται ότι "από τις καταστάσεις εισερχομένων -εξερχόμενων προσώπων, τας οποίας ετήρει το ανωτέρω Νοσοκομείο (Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής) που ανεγράφοντο αι ώραι πραγματικής παραμονής των απασχολουμένων υπό της εγκαλούσης εις τον χώρον του, προκύπτει ότι η κατηγορουμένη X5 παρέστησε ψευδώς εις την εγκαλούσα ότι δια τον μήνα Μάρτιο του έτους 2001 οι εξήκοντα έξι (66) εργαζόμενοί της έπρεπε να λάβουν δεδουλευμένας αποδοχάς το συνολικό χρηματικό ποσό των 8.200.000 δραχμών αντί του πράγματι οφειλομένου χρηματικού ποσού των 6.048.417 δραχμών", το ίδιο δε δέχεται και για τους υπολοίπους μήνες της απασχόλησης των αναιρεσειόντων και δη μέχρι τον μήνα Μάρτιο του 2002 αναφέροντας τι έλαβε ο καθένας και τι εδικαιούτο να λάβει δεν διευκρινίζει γιατί οι αναιρεσείοντες έπρεπε να λάβουν τα ποσά που αναφέρονται ότι πράγματι οφείλονται και όχι εκείνα τα οποία αναφέρονται στις καταστάσεις που συνέταξε η συγκατηγορουμένη τους X5 και ειδικότερα αν οι αναιρεσείοντες αμείβονταν με την ώρα, δεν αναφέρονται οι ώρες παραμονής και εργασίας ενός εκάστου τούτων στο πιο πάνω Νοσοκομείο, εις τρόπο ώστε να προκύπτουν οι διαφορές που το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει, οι οποίες συμποσούμενες δίδουν το πέραν του ποσού των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ, ποσό που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 και 3β Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του υπ' αυτής διωκομένου εγκλήματος της απάτης και εντεύθεν να μπορεί να ερευνηθεί αν τελέσθηκε και το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην απάτη αυτή που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες και γ.- Δεν αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα κανένα απολύτως περιστατικό ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι προκάλεσαν από κοινού στην αυτουργό X5 την απόφαση να διαπράξει την παραπάνω κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση, ούτε ο τρόπος ή τα μέσα με τα οποία επιτεύχθηκε η πρόκληση αυτή. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί, ως και κατ' ουσίαν βάσιμοι, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγοι των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ). Τέλος δεν προκύπτει ότι οι άλλες κατηγορούμενες X5 και X6 οι οποίες με το ίδιο πρωτόδικο βούλευμα παραπέμφθηκαν η πρώτη για κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) κα η δεύτερη για ηθική αυτουργία κατά συναυτουργία στην ανωτέρω κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση και απορρίφθηκε η έφεση τους κατ' αυτού με το άνω υπ' αριθμ. 2200/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν έχουν ασκήσει αναίρεση κατά του τελευταίου. Έτσι περίπτωση αποφάνσεως του Συμβουλίου αυτού περί επεκτατικού και γι' αυτές αποτελέσματος των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως (άρθρο 469 Κ.Π.Δ.) δεν συντρέχει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το με αριθ. 2200/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία κακουργηματικής απάτης. Τρόποι τέλεσης ηθικής αυτουργίας. Αναιρείται παραπεμπτικό βούλευμα για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απάτη για ελλιπή αιτιολογία
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
Αριθμός 2204/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..... ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, για αναίρεση της με αριθμό 536/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ...... ζητά τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 634/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία, μαζί με τη με αριθμό 268/28.6.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Συμβουλίου Σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138β, 476 § 1, 513 § ια Κ.Π.Δ. την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι) Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την υπ΄αρ. 536/21-2-2007 απόφαση κατεδίκασε τον ..... σε συνολική ποινή καθείρξεως 10 ετών και 8 μηνών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ για κατοχή ναρκωτικών ουσιών και οπλοκατοχή. Η απόφαση αυτή κατεχωρήθη στο ειδικό βιβλίο την 19-3-07 (αρ. 473 § 3 Κ.Π.Δ.). Την 27-2-2007 ο καταδικασθείς εμφανίστηκε ενώπιον του Δ/ντή των Φυλακών Κορυδαλλού και εδήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά της ανωτέρω υπ΄αρ. 536/21-2-07 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και συνετάχθη η υπ΄αρ. 189 έκθεση ασκήσεως αναιρέσεως. ΙΙ) Ως λόγος αναιρέσεως προβάλλεται ότι δεν αξιολογήθηκαν όλα τα στοιχεία, δεν ανεγνώσθησαν κρίσιμα έγγραφά του, η απόφαση δεν είχε πλήρη αιτιολογία και έπασχε από σχετική ακυρότητα διότι δεν εξετάσθηκαν ουσιώδεις μάρτυρες. ΙΙΙ) Ως όμως έχει η αίτηση είναι απαράδεκτη διότι στην έκθεση ασκήσεως επικαλείται αορίστως έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, χωρίς να αναφέρεται καθόλου σε ποιό ή ποιά συγκεκριμένα σημεία ή κεφάλαια της αιτιολογίας της αποφάσεως αφορά η αιτίαση, ούτε σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή (Συμβ. Α.Π. 1846/2004 Π. Δικ/σύνη 2005 σελ. 442). Δεν προσδιορίζει (ειδικότερα) σε τί ακριβώς συνίστατο η μη αξιολόγηση όλων των στοιχείων, ποια έγγραφά του δεν ανεγνώσθησαν (ούτε από επιτρεπτή επισκόπηση της αποφάσεως προκύπτει ότι εζητήθη κάτι τέτοιο και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει), δεν προσδιορίζει ποιοί και γιατί ήταν ουσιώδεις μάρτυρες που δεν εξετάσθηκαν ενώ από τα πρακτικά προκύπτει ότι εξετάστηκε μάρτυρας υπερασπίσεως, και δεν προκύπτει ότι προσετέθησαν έτεροι που δεν εξετάσθηκαν. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.) και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω Ι) Να απορριφθεί η υπ΄αρ. 189/27-2-07 δήλωση αναιρέσεως του ..... κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού κατά της υπ΄αρ. 536/21-2-07 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 13 Ιουνίου 2007. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης." Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 - 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ΄ ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ΄ αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ΄ αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και ως τοιαύτη απορρίπτεται (άρθρ. 513 Κ.Π.Δ.). Ειδικότερα για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510 παρ. Ι στοιχ. Δ΄ Κ.Π.Δ. λόγου αναιρέσεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αίτηση αναιρέσεως σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποίες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν έχουν ληφθεί υπ΄ όψη ή δεν εξετιμήθησαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002, 19/2001), δια δε το ορισμένο του εκ του άρθρου 510 παρ.Ι στοιχ. Β΄ Κ.Π.Δ. λόγου αναιρέσεως της σχετικής ακυρότητος που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 Κ.Π.Δ., πρέπει να προσδιορίζεται εις τί ακριβώς συνίσταται η ακυρότητα αυτή, η οποία δεν καλύφθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ΄ αριθμ. 536/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας κατεδικάσθη ο αναιρεσείων εις ποινή καθείρξεως (συνολική) δέκα (10) ετών και οκτώ (8) μηνών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για κατοχή ναρκωτικών και για οπλοκατοχή. Στην αίτηση αναιρέσεως δηλώνει ο αναιρεσείων κατά λέξη "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ΄ αριθμ. 536/21.2.2007 απόφασης του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που καταδικάστηκε για ναρκωτικά σε ποινή κάθειρξης 10 ετών και 8 μηνών για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει δεν αξιολογήθηκαν όλα τα στοιχεία, δεν ανεγνώσθησαν κρίσιμα έγγραφά του, η απόφαση δεν είχε πλήρη αιτιολογία και έπασχε από σχετική ακυρότητα διότι δεν εξέτασε ουσιώδεις μάρτυρες". Ούτως όμως διατυπουμένη η αίτηση αναιρέσεως, ουδένα λόγον από τους αναφερομένους περιοριστικά εις το άνω άρθρο 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως αναφέρει σαφώς και ορισμένως. Συνεπώς, πρέπει αυτή (αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27.2.2007 αίτηση του ....., για αναίρεση της υπ΄αριθμ. 536/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει στη δήλωση της ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι αυτής. Πότε είναι ορισμένος ο λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως, αφού αορίστως προβάλλεται ότι «… δεν αξιολογήθηκαν όλα τα στοιχεία, δεν ανεγνώσθησαν χρήσιμα έγγραφα, η απόφαση δεν είχε πλήρη αιτιολογία και έπασχε από σχετική ακυρότητα διότι δεν εξετάσθηκαν ουσιώδεις μάρτυρες»
Βούλευμα παραπεμπτικό
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
Αριθμός 2203/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1 περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2646/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1.Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 651/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 195/14.05.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 63/6-3-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1 κατά του 2646/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου 793/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, επικύρωσε το βούλευμα τούτο και παραπέμπει τους 1) Χ2 2) Χ3 και 3) τον αναιρεσείοντα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργηματική απάτη, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, (άρθρα 45, 60, 98 και 386 παρ. 1α, 3α ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα. 2- Η εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ασκήθηκε δια του ειδικού πληρεξουσίου του, δικηγόρου Παναγ. Δημόπουλου, ενώπιον του γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση, που έγινε με θυροκόλληση στον ίδιο μεν στις ...., στο αντίκλητό του δε δικηγόρο στις ..... , όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως των δικ. επιμελητών ..... και ..... αντίστοιχα, και εδράζεται στις διατάξεις του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ, με τις οποίες του δίνεται το σχετικό δικαίωμα, καθόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα τον παραπέμπει για κακούργημα. Η έκθεση συντάχθηκε από την αρμόδια γραμματέα Γ. Αράπου με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ και περιέχει τους προβλεπόμενους από το άρθρο 484 παρ.1 περ. α, β και ε ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως της εσφαλμένης ερμηνείας - εφαρμογής, της έλλειψης της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 ΚΠΔ, και της απόλυτης ακυρότητας. Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της. 3-Έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας-εφαρμογής. Α-Νομική βάση. α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [ΑΠ.19/01ΟΛΟΜ-ΠΔΙΚ.01/1225,ΠΧΡ.02/402,ΠΛΟΓ.01/1693]. β-Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, θεμελιώνουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1β΄ ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε τέτοιας εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον ΄Αρειο Πάγο ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. γ-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος. και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά μεν από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ΄ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ακολούθως δε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 22721/1999, που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ΄ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών. Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Ο Ψ1 κατά το πρώτο εξάμηνο του 2001 ενδιαφερόταν να εξεύρει πηγές χρηματοδότησης της επιχείρησης εκτροφής στρουθοκαμήλων, που διατηρούσε με τον αδελφό του Ψ2 στον .... Για το σκοπό αυτόν βρήκε τον πρώτο κατηγορούμενο, Χ2 που του εμφανίσθηκε ως οικονομολόγος και εκπρόσωπος της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία ALEJANDRIAN SERVICE INTERNATIONAL LTD - Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι έχει τη δυνατότητα να του αντλήσει χρηματοδότηση από σοβαρούς τραπεζικούς οργανισμούς του εξωτερικού. Τούτος, κατά τη διαδικασία της συγκέντρωσης των απαιτούμενων δικαιολογητικών για τη χρηματοδότηση, του συνέστησε και τους άλλους δυο κατηγορουμένους, Χ3 και X1 -τον αναιρεσείοντα, οπότε και τρεις τους διέπραξαν σε βάρος του διαδοχικώς τις εξής αξιόποινες πράξεις: α-Ο πρώτος κατηγορούμενος [Χ2 ] στην Αθήνα κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου του 2001 με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησε στον παθόντα Ψ1 ότι έχει τη δυνατότητα υπό την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας υπό την επωνυμία ALEJANDRIAN SERVICE INTERNATIONAL LTD- Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, να του συντάξει οικονομική μελέτη και να του εξασφαλίσει χρηματοδότηση της επιχείρησης εκτροφής στρουθοκαμήλων, που διατηρούσε τούτος με τον αδελφό του Ψ2 στον ...., από επενδυτικούς οίκους του εξωτερικού, ύψους 2.000.000.000 δρχ., με ενδεχόμενη συμμετοχή των επενδυτών στην επιχείρησή τους ως αντάλλαγμα, ενώ αληθινό είναι ότι αυτός δεν είχε τέτοια δυνατότητα, να συντάξει δηλ. μελέτη αποδεκτή προς άμεση χρηματοδότηση από τραπεζικούς οίκους του εξωτερικού, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον περέπεισε να υπογράψει συμβόλαιο-ειδική εντολή εκτέλεσης οικονομικών εργασιών με την ως άνω εταιρία του και να του προκαταβάλει, για τη δήθεν αμοιβή του, το ποσό των 12.000.000 δρχ., [5.000.000 στις 13-2-01 και 7.000.000 στις 19-2-01], με το οποίο ποσό ζημίωσε την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος. β-Οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι [Χ2 και Χ3] στην Αθήνα στις 23-5-01 με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, κατόπιν συναπόφασης, παρέστησαν στον ανωτέρω παθόντα, ότι ο δεύτερος απ' αυτούς είχε εξασφαλισμένη εγγυητική επιστολή τραπέζης του εξωτερικού με άμεση ρευστοποίηση, χωρίς καμία χρονοβόρα διαδικασία, ύψους 1.950.000.000 δρχ., προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ως άνω επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλων, ενώ αληθινό είναι ότι ο ανωτέρω δεν διέθετε τέτοια εξασφαλισμένη εγγυητική επιστολή, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον έπεισαν να τους εκδώσει και να τους παραδώσει σε επιταγές, για τη δήθεν προμήθεια τους, το ποσό των 230.000 δρχ, ήτοι την .... επιταγή σε διαταγή του πρώτου αξίας 115.000 δρχ., και τις ...., ... και ..., αξίας 40.000.000, 15.000.000 και 60.000.000 δρχ., με το οποίο ποσό ζημίωσε την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος. γ-Οι τρεις κατηγορούμενοι, [Χ2 , Χ3 και X1 αναιρεσείων ] στην Αθήνα στις 28-5-01 με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, κατόπιν συναπόφασης, παρέστησαν στον ανωτέρω παθόντα ότι είχαν εξασφαλισμένη εγγυητική επιστολή Βρετανικής τράπεζας εμπορίου, ύψους 5.000.000 δολαρίων, την οποία Άραβες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να προεξοφλήσουν, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ως άνω επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλων, μάλιστα ο τρίτος απ' αυτούς προς επίρρωση των διαβεβαιώσεών τους του παρέδωσε και δυο επιστολές της εταιρίας, που εκπροσωπούσε WORLD WIDE, με το ίδιο περιεχόμενο, ενώ αληθινό είναι ότι αυτοί δεν είχαν εξασφαλισμένη τέτοια εγγυητική επιστολή, που Άραβες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να την προεξοφλήσουν, ούτε το αναφερόμενο ως άνω περιεχόμενο των δυο επιστολών ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον έπεισαν να τους εκδώσει και να τους μεταβιβάσει, για τα δήθεν ασφάλιστρα και αντασφάλιστρα αυτής στην ασφαλιστική εταιρία WORLD WIDE, την ...... επιταγή επί της τράπεζας ALPHA BANK, αξίας 89.212.000 δρχ, με το οποίο ποσό ζημίωσαν την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος. δ-Οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι [Χ2 και Χ3] στην Αθήνα στις 13-6-01 με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, κατόπιν συναπόφασης, παρέστησαν στον ανωτέρω παθόντα ότι είχαν εξασφαλίσει επ' ονόματί του την ..... εγγυητική επιστολή της Βρετανικής τράπεζας εμπορίου, αξίας 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ως άνω επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλων, ενώ αληθινό είναι ότι αυτοί δεν είχαν εξασφαλίσει τέτοια επιστολή, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον έπεισαν να τους καταθέσει για λογαριασμό τους, για την κάλυψη δήθεν των δαπανών τους, στην τράπεζα ALPHA BANK το ποσό των 60.000.000 δρχ. για την κάλυψη των δήθεν δαπανών τους, ήτοι 30.000.000 δρχ. στον ..... λογαριασμό του πρώτου και 30.000.000 δρχ στον .... λογαριασμό του δευτέρου, με το οποίο ποσό έβλαψαν την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακών αυτών όφελος. Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, που τέλεσε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κατά συναυτουργία με τους πρώτο και δεύτερο σε βάρος του παθόντος στην Αθήνα στις 28-5-2001,με αντικείμενο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό των 89.212.500 δρχ., που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ. Στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση αυτού ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και τον παραπέμπει ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος τούτου. Γ-Κριτική αξιολόγηση Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης, κατά συναυτουργία με τους άλλους δυο συγκατηγορουμένους του, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης ότι η προθενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη ότι υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ.1α,3β ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος προέκυψαν ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε ψευδείς παραστάσεις στον παθόντα σχετικά με το ότι έχουν εξασφαλίσει την έκδοση εγγυητικής επιστολής από την Βρετανική Τράπεζα Εμπορίου, την οποία Άραβες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να προεξοφλήσουν, ότι τον παραπλάνησαν να τους εκδώσει και μεταβιβάσει την .... επιταγή επί της τραπέζης ALPHA BANK αξίας 89.212.500 δρχ., και ότι προξένησε, μαζί με τους άλλους, που έδρασαν με συναπόφαση μεταξύ τους, στον παθόντα ισόποση ζημία με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., και από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης αυτού ότι τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των ψευδών τούτων παραστάσεών του, της παραπλανήσεως του παθόντος και ότι σκόπευε εξαρχής τον προσπορισμό του ανωτέρω παράνομου περιουσιακού οφέλους που αποκόμισε. Η αιτίασή του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία και ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 45 και 386 ΠΚ είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα. Η λοιπές αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε εσφαλμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και πείσθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, για την οποία κατηγορείται, όπως ότι η συνάντησή τους με τον παθόντα δεν έγινε στις 28-5-01, αλλά στις 24-5-2001, ότι δεν δόθηκαν σ' αυτόν τότε διαβεβαιώσεις για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, ότι η πράξη του συνιστά το αδίκημα της υπεξαίρεσης κλπ., είναι απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. 4-Απόλυτη ακυρότητα για τη στέρηση του δικαιώματος εμφάνισης. α-Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ.2), "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ` του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ` άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α` του ίδιου Κώδικα. [Α.Π. 336/02 Π.ΛΟΓ. 02/262] β-Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την έφεσή του υπέβαλε το αίτημα να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών για να αναπτύξει τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς. Το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημά του τούτο για το λόγο ότι επαρκώς με τα υπομνήματα του ανέπτυξε τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς και παρείλκε και η ενώπιον αυτού περαιτέρω ανάπτυξή τους. Επίσης, για τον ίδιο λόγο έκρινε ότι είναι ορθή η σκέψη του Συμβουλίου Πλημμ/κών, που απέρριψε αντίστοιχο αίτημά του για την ενώπιον αυτού εμφάνισή του. Ενόψει τούτων, το Συμβούλιο Εφετών ούτε αναιτιολόγητα αρνήθηκε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιόν του, αλλ' ούτε και αναιτιολόγητα απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της εφέσεως αυτού κατά του εκκαλουμένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών που απέρριψε παρόμοιο αίτημά του για την ενώπιόν του εμφάνιση. 5-Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμη να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση του αναιρεσείοντος, που υποβάλλει με την αίτηση αναιρέσεώς του, για να διαταχθεί η εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατά την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί καθόσον με την δεκαεπτασέλιδη αίτηση αναιρέσεως έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και, επομένως, παρέλκει η εμφάνισή του στο δικαστήριο προς περαιτέρω διευκρινίσεις. 6-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και το αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισής του, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 Ε. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί η 63/6-3-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1 κατά του 2646/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β-Να απορριφθεί η από 6-3-07 αίτησή του για εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Και Γ-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Η κρινόμενη 63/6-3-2007 έκθεση αναιρέσεως του χ1 κατά του 2646/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση αυτού κατά του 793/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που παρέπεμψε αυτόν (καθώς και τους συγκατηγορούμενούς του Χ2 και Χ3] στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη κατά συναυτουργία σε βάρος του εγκαλούντος Ψ1 από την οποία η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ.(ήδη 73000 ευρώ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, περιουσίας [ζημία], η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη απ' αρχής την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου κατά την παράγραφο 3 εδ. β΄ του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/3.6.1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών(ήδη 73000 ευρώ κατά το άρθρο 5 ν 2943/2001). Τέλος, κατά το άρθρο 45 Π.Κ. "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. (Ολ. ΑΠ 50/1990). Απάτη μπορεί να τελεστεί και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί προβαίνουν στις ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, κατόπιν όμως κοινής συναπόφασης, δηλαδή με κοινό δόλο, και με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται στο βούλευμα με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως. Τέλος όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με δικές του σκέψεις, όπως συνάγεται από το σκεπτικό και το διατακτικό του, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο Ψ1 κατά το πρώτο εξάμηνο του 2001 ενδιαφερόταν να εξεύρει πηγές χρηματοδότησης της επιχείρησης εκτροφής στρουθοκαμήλων, που διατηρούσε με τον αδελφό του Ψ2 στον .... Για το σκοπό αυτόν βρήκε τον πρώτο κατηγορούμενο, Χ2 που του εμφανίσθηκε ως οικονομολόγος και εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία ALEΧANDRIAN SERVICE INTERNATIONAL LTD- Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι έχει τη δυνατότητα να του αντλήσει χρηματοδότηση από σοβαρούς τραπεζικούς οργανισμούς του εξωτερικού. Αυτός, κατά τη διαδικασία συγκέντρωσης των απαιτούμενων δικαιολογητικών για τη χρηματοδότηση, του συνέστησε και τους άλλους δυο κατηγορουμένους, Χ3 και Χ1 (αναιρεσείοντα) νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία "Α. ABIRA FINANCIAL ASSOCIATED LTD" τα γραφεία της οποίας βρίσκονταν στο Χολαργό Αττικής και επί της οδού Μεσογείων αριθμ. 224. Στις 28-5-2001 σε συνάντηση που είχαν οι τρεις ως άνω κατηγορούμενοι με τον παθόντα Ψ1 στα γραφεία της παραπάνω εταιρείας με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, κατόπιν συναπόφασης, παρέστησαν στον δεύτερο (Ψ1) ότι είχαν εξασφαλισμένη εγγυητική επιστολή Βρετανικής Τράπεζας Εμπορίου, ύψους 5.000.000 δολλαρίων που ήταν ασφαλισμένη στην ασφαλιστική εταιρεία " WORLD WIDE", την οποία Άραβες επενδυτές των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να προεξοφλήσουν, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ως άνω επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλων, μάλιστα ο τρίτος από αυτούς (αναιρεσείων) προς επίρρωση των διαβεβαιώσεών τους του παρέδωσε και δύο επιστολές της εταιρείας που εκπροσωπούσε, Α. ABIRA FINANCIAL ASSOCIATED LTD, με το ίδιο περιεχόμενο, ενώ αληθινό είναι ότι αυτοί δεν είχαν εξασφαλισμένη τέτοια εγγυητική επιστολή, που Άραβες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ήσαν διατεθειμένοι να την προεξοφλήσουν, ούτε το περιεχόμενο των δύο επιστολών ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, και έτσι, παραπλανώντας τον, τον έπεισαν να τους εκδώσει και να τους μεταβιβάσει, για τα δήθεν ασφάλιστρα και αντασφάλιστρα αυτής (εγγυητικής επιστολής) στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, την ..... επιταγή επί της τράπεζας ALPHA BANK, αξίας 89.212.500 ΔΡΧ. μέσω του υπ' αριθμ. .... λογαριασμού του και να τους την παραδώσει οπισθογραφώντας την στον όνομα του αναιρεσείοντος, ο οποίος μάλιστα υπέγραψε απόδειξη παραλαβής της με το οποίο ποσό ζημίωσαν την περιουσία του παθόντος με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος. Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών με βάση τα προεκτεθέντα στην κρίση ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για το ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία, και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1β, 45, 386 παρ. 1 και 3 εδ. β΄ του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Συγκεκριμένα αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα ψευδή γεγονότα, τα οποία εν γνώσει του ο αναιρεσείων παρέστησε ως αληθή και που με αυτά παραπλανήθηκε ο παθών, στον σκοπό του να περιποιήσει στον εαυτό του και στους συγκατηγορουμένους του που έδρασαν με συναπόφαση παράνομο περιουσιακό όφελος και ότι η ζημία από την πράξη (ως χρόνος τελέσεως της οποίας λαμβάνεται ο χρόνος που έγιναν τα ψευδή γεγονότα) υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι η αιτιολογία του συμπίπτει με αυτή που εκτίθεται στην πρόταση του εισαγγελέως στο συμβούλιο πλημμελειοδικών είναι απορριπτέα ως αβάσιμη δεδομένου ότι το βούλευμα αναφέρεται σε δικές του σκέψεις και όχι στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση οπότε στην τελευταία περίπτωση θα ετίθετο θέμα ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος α) ότι η συνάντηση του αναιρεσείοντος με τους συγκατηγορούμενους του δεν έλαβε χώρα την 28-5-2001 αλλά την 24-5-2001 β) ότι δεν δόθηκε η διαβεβαίωση ότι η εγγυητική επιστολή ήταν ασφαλισμένη στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "WORLD WIDE" γ) ότι δεν δόθηκε η διαβεβαίωση ότι Άραβες επενδυτές ήταν έτοιμοι να προεξοφλήσουν την εγγυητική επιστολή δ) ότι δεν περιλαμβάνεται στο ποσό των 89.212.500 δρχ. το αντασφάλιστρο, είναι απαράδεκτες, διότι με την επίκληση λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου. Επομένως οι από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδ. 1 και 4 του Κ.Π.Δ., ''Το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του Εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση.... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα''. Εξάλλου η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ΄ (πρώην ε΄) του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως κατηγορούμενου, για την εμφάνισή του στο Συμβούλιο, διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Έτσι, αν μεν το Συμβούλιο, δεν απαντήσει σε ένα τέτοιο αίτημα του κατηγορούμενου που υποβάλλεται κατά τρόπο νόμιμο, υπάρχει παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σ' αυτόν (αρθ. 171 παρ. 1 περ. δ΄ του Κ.Π.Δ.) και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Π.Δ., αν δε απορρίψει το αίτημα, χωρίς επαρκή αιτιολογία, ικανοποιούσα τις απαιτήσεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, για ελλιπή αιτιολογία. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, είχε υποβάλει με την έφεσή του κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο, προκειμένου να παράσχει επί της υποθέσεως διευκρινίσεις. Το Συμβούλιο δε Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε με ρητή διάταξή του, το αίτημα αυτό του κατηγορούμενου, με την αιτιολογία ότι "ο κατηγορούμενος, με επάρκεια και πληρότητα έχει αναπτύξει τις απόψεις του και διατυπώσει τους ισχυρισμούς του και τις παρατηρήσεις του με το υπόμνημα που έχει καταθέσει ενώ από την προσκόμιση εκ μέρους του ικανού αριθμού εγγράφων παρεσχέθη στο Συμβούλιο η δυνατότητα διεξοδικής έρευνας της υπό κρίση υπόθεσης και της ευχέρειας εντεύθεν αυτού, ν' αχθεί στην κατά νόμο κρίση του, χωρίς ουδόλως να παραβλαφθούν τα δικαιώματα και τα εν γένει συμφέροντα του κατηγορουμένου. Επομένως η εμφάνισή του στο Συμβούλιο ουδέν θα εισέφερε". Εκ της απορριπτικής, του αιτήματος για αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου εμφάνισή του στο Συμβούλιο, διατάξεως του βουλεύματος, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, αφού το Συμβούλιο απάντησε έπ' αυτού ρητά, χωρίς όπως αναφέρθηκε, να είναι υποχρεωμένο να διατάξει την εμφάνιση, ενώ και η αναφερόμενη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη. Αυτό δε γιατί πράγματι η εμφάνιση του κατηγορούμενου στο Συμβούλιο είναι περιττή, όταν αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του με υπομνήματα ή αιτήσεις και η υπόθεση δεν εμφανίζει κενά προς διευκρίνιση. Η απορριπτική αυτή διάταξη, δεν προσκρούει εξάλλου, ούτε στο άρθρο 20 του Συντάγματος, για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, ούτε στα άρθρα 5 παρ. 3 και 4 και 6 παρ. 3 της "Ε.Σ.Δ.Α.". Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα, άλλως ανεπαρκής αιτιολογία, της απορριπτικής αυτής διατάξεως του Συμβουλίου, είναι αβάσιμα και απορριπτέα, ενώ ως προς την αιτίαση για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι η παραβίαση (ευθέως ή εκ πλαγίου) δικονομικής ποινικής διάταξης, όπως η ανωτέρω, δεν στοιχειοθετεί τον κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως. Με την ίδια ως άνω αιτιολογία το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών απέρριψε αίτημα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτού ενώπιόν του προς παροχή διευκρινήσεων το δε Συμβούλιο Εφετών αιτιολογημένα απέρριψε ως αβάσιμο σχετικό λόγο εφέσεως κατά του εκκαλουμένου βουλεύματος. Επομένως δεν ανακύπτει θέμα ελλείψεως της προσήκουσας ως προς αυτό αιτιολογίας και συνακολούθως ο από το άρθρο 484 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.- Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 309 παρ 2, 485 παρ. 1 και 3 του Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι σε περίπτωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Συνεπώς το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου αίτημα του αναιρεσείοντος είναι νόμιμο, κατά τις παραπάνω διατάξεις, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί ο αναιρεσείων με την αίτηση αναιρέσεως διεξοδικώς εκθέτει τις απόψεις του επί των λόγων της υπό κρίση αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 63/6-3-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2646/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Απορρίπτει το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο αίτημα του αναιρεσείοντος. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη παραπομ-πή αναιρεσείοντος για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία και απόρριψη αιτήματος αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμ-βουλίου του Α.Π
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
1
Αριθμός 2199/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος - πολιτικώς ενάγοντος X1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 10074/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Ψ1 που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.5.2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1009/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 283/3.7.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών την από 29 Μαΐου 2007 αίτησιν του εγκαλούντος X1, περί επαναλήψεως της διαδικασίας σχετικώς με την υπ΄αριθμ. 10074/2005 αμετάκλητον αθωωτικήν απόφασιν του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και εκθέτομεν τα εξής: Ι. Δια της προαναφερθείσης αποφάσεως εκηρύχθη αθώος ο κατηγορούμενος Ψ1 των πράξεων α) ψευδούς καταμηνύσεως και β) συκοφαντικής δυσφημήσεως, που φέρονται ότι ετελέσθησαν υπ΄αυτού εις Αθήνας την 2αν Δεκεμβρίου 1997, εις βάρος του εγκαλούντος X1. Η απόφασις αυτή έχει καταστή αμετάκλητος, όπως προκύπτει εκ του υπ΄αριθμ. πρωτ. 2453/2007 πιστοποιητικού του Γραμματέως του Αρείου Πάγου. ΙΙ. Κατά την διάταξιν του άρθρου 527 παρ. 2 Κ.Π.Δ., η εναντίον του αθωωθέντος κατηγορουμένου επανάληψις της διαδικασίας δύναται να ζητηθή μόνον υπό του εισαγγελέως του δικαστηρίου, το οποίον απήγγειλε την αθώωσιν ή του προϊσταμένου αυτού εισαγγελέως. Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει, ότι ο εγκαλών στερείται του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας, κατά του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου και τυχόν υποβολή τοιαύτης αιτήσεως είναι απαράδεκτος (Α.Π. 1792/2006 Ποιν.Δικ. 2007 σελ. 496 κ.ά.). Συνεπώς είναι απαράδεκτος η προαναφερθείσα αίτησις του ανωτέρω εγκαλούντος δια της οποίας ζητείται η επανάληψις της διαδικασίας. Επειδή κατ΄ ακολουθίαν των εκτεθέντων πρέπει, κατά τα άρθρα 526 παρ. 1, 527 παρ. 2, 528 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθή ως απαράδεκτος η υπό κρίσιν αίτησις και να καταδικασθή ο αιτών εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν: Ι. Να απορριφθή η από 29 Μαΐου 2007 αίτησις του εγκαλούντος X1, περί επαναλήψεως της διαδικασίας κατά του αθωωθέντος κατηγορουμένου Ψ1, δια της υπ΄αριθμ. 10074/2005 αμετακλήτου αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. ΙΙ. Να καταδικασθή ο αιτών εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. Αθήνα 12 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 527 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. την επανάληψη της διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου που αθωώθηκε μπορεί να ζητήσει μόνο ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που απήγγειλε την αθώωση ή ο προϊστάμενός του εισαγγελέας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας εναντίον του αμετακλήτως αθωωθέντος είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, όταν ασκείται όχι από τον εισαγγελέα αλλά από τον εγκαλούντα. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αίτησή του, ο εγκαλών (ήδη αιτών) στρέφεται κατά της 10074/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο Ψ1 των πράξεων α) ψευδούς καταμηνύσεως και β) συκοφαντικής δυσφημήσεως που φέρονται ότι τελέσθηκαν υπ' αυτού στην Αθήνα σε βάρος του και ζητεί να διαταχθεί η επανάληψη της διαδικασίας που έγινε ενώπιον του Εφετείου, για τους αναφερόμενους στην αίτησή του λόγους. Η αίτηση όμως αυτή, εφόσον ασκείται από τον εγκαλούντα και όχι από τον Εισαγγελέα, είναι απαράδεκτη, κατά τα προεκτεθέντα, και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, καίτοι ο αιτών δεν εμφανίστηκε, αν και κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη σημερινή δικάσιμο (9-11-2007), όπως προκύπτει από το από ... αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή .... και να καταδικαστεί αυτός (αιτών) στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29.5.2007 αίτηση του X1 για επανάληψη της διαδικασίας κατά του αμετακλήτως αθωωθέντος, με την υπ' αριθμ. 10074/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατηγορουμένου Ψ1. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Απαρά-δεκτη αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας κατά αθωωτικής αποφάσεως που ασκείται από τον εγκαλούντα
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
1
Αριθμός 2198/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Μήτση, περί αναιρέσεως της 218/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άρτας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1459/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά την παράγρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945, όπως αυτή αντικατ. με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995 "κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερόμενων κλπ.". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σαυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από διοικητικές πράξεις (άρθρ. 655 ΑΚ). Εξ άλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση περιέχονται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διάταξης του α.ν. 690/1945 για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των παραπάνω και η ιδιότητα του κατηγορουμένου, καθώς και αν οι οφειλόμενες αποδοχές καθορίζονταν από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση, ή από το νόμο ή έθιμο, καθώς επίσης αν αυτές δεν καταβλήθηκαν εμπροθέσμως, πότε έπρεπε να πληρωθούν με βάση τη συμφωνία, το νόμο ή το έθιμο κλπ. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άρτας που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 218/2007 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για παράβαση του α.ν. 690/1945 σε φυλάκιση τριών μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία και χρηματική ποινή 4.000 ευρώ.. Το Δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση δέχθηκε, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασής του που συμπληρώνεται παραδεκτά από το διατακτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στην Άρτα, κατά το χρονικό διάστημα από 19-2-2003 έως 31-1-2005, με πρόθεση παρέβη τις διατάξεις του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/45 κατά τις οποίες κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή εκπρόσωπος επιχείρησης που δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στον απασχολούμενο σ' αυτόν αντί μισθού ή ημερομισθίου τις οφειλόμενες αποδοχές ή χορηγίες οι οποίες καθορίζονται από τη σύμβαση εργασίας ή την υπαλληλική σύμβαση ή τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή τις διοικητικές πράξεις ή το νόμο ή έθιμο, τιμωρείται με φυλάκιση 6 μήνες και χρηματική ποινή. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του υπεύθυνου επιχείρησης συσκευασίας και εμπορίας χρωμάτων αν και απασχόλησε στην επιχείρηση αυτή την .... από 19-2-2003 μέχρι 31-1-2005 δεν τις κατέβαλε μέχρι και 11-4-2005 τα οφειλόμενα χρήματα, που αντιστοιχούν σε υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών και σε επιδόματα αδείας και εορτών ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 14.394.93 ευρώ, ήτοι υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών 10.425.83 ευρώ, αποζημιώσεις αδειών 2003, 2004, 2005, 826.08 ευρώ, Δώρο Πάσχα 2003, 2004, 2005, 493.87 ευρώ Δώρα Χριστουγέννων 2003, 2004, 1.079.85 ευρώ. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εξοφλήσεως της μηνυτρίας ελέγχεται αβάσιμος και απορριπτέος δοθέντος ότι δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο όπως αποδείξεις πληρωμής ή βιβλίο μισθολογίου. Σημειωτέον δε ότι η Τ.Δ.Ε. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Άρτας με την 45/2006 απόφασή της απέρριψε την από 21-11-2005 ένσταση του κατηγορουμένου κατά των 9655/05, 2812/05 ΠΕΠΕΕ και 4859/05 ΠΕΠΤ με τις οποίες επεβλήθησαν σε αυτόν τα αναφερόμενα ποσά για την ασφαλιστική τακτοποίηση της μηνυτρίας κατά το ένδικο διάστημα. Κατόπιν τούτων αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτόν με το κατηγορητήριο πράξη και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής". Με βάση τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρεται σ' αυτή ποία η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης διευθυντής κ.λ.π.), ποίες ήταν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές της πιο πάνω εργαζομένης και αν αυτές οφείλονται βάσει νόμου, σύμβασης, διοικητικής πράξης, συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής αποφάσεως ή εθίμου. Ακόμη δεν καθορίζεται, ενόψει της αναφερόμενης στην απόφαση συνολικής διάρκειας απασχόλησης της εργαζομένης, ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής αυτών καθορίζεται από σύμβαση, νόμο, διοικητική πράξη, συλλογική σύμβαση εργασίας κ.λ.π., ούτε προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που οφείλονται για κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζει το ληξιπρόθεσμο καταβολής κάθε επιμέρους οφειλής εντός των ετών 2003, 2004 και 2005. Οι ασάφειες αυτές έχουν ως αποτέλεσμα να μη είναι εφικτή η κρίση από τον Άρειο Πάγο περί του πραγματικού ύψους της επίδικης οφειλής. Επομένως πρέπει, κατ' αποδοχήν ως βασίμου του δευτέρου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης αυτής και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 218/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Άρτας που δίκασε ως Εφετείο. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιο-λογίας η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή αποδοχών του κατηγορουμένου υπευθύνου της εταιρείας, ο οποίος δεν κατέβαλε στην απασχοληθείσα στην εταιρεία μέχρι και της 31-5-2005 το συνολικό ποσό των 14.394,93 ευρώ, γιατί δεν αναφέρεται στην προσβαλ-λόμενη απόφαση αν οι οφειλόμενες αποδοχές της δικαιούχου καθορί-ζονται με βάση ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή το νόμο κ.λ.π. και το είδος, η διάρκεια και ύψος
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου.
0
Αριθμός 2197/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της 3862/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1972/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρο 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται, ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), οπότε η αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ποινική Ολομέλεια Α.Π. 6&7/1994). ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 3862/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, του αναιρεσείοντος και εκκαλούντος - κατηγορουμένου εκπροσωπηθέντος στη δίκη εκείνη από συνήγορο, όπως προκύπτει από αυτή, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της υπ' αριθμό 36808/1998 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί, για τη πράξη της μη έγκαιρης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών μετατραπείσα προς 1500 δραχμές την ημέρα. Η προσβαλλομένη απόφαση, εκδοθείσα απόντος του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, αναφέρει στο σκεπτικό της τον χρόνο επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (7-12-1998) και εμμέσως, το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως, όχι όμως και το έτερο των ως άνω στοιχείων, ήτοι τον χρόνον ασκήσεως της εφέσεως και δη ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό. Και αναφέρεται στα πρακτικά πως ανεγνώσθη η "από 12-9-2005 με αριθμό 10184 έκθεση εφέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου κατά της υπ' αριθμ. 36808/1998 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών", αλλά τούτο δεν αποτελεί και παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ σχετικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου που την εξέδωσε, αφού η συγκρότησή του από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠΔ). Το δικαστήριο αυτό, αφού κρίνει επί του παραδεκτού της εφέσεως, θα ελέγξει και αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση παύσεως οριστικώς της ποινικής διώξεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 3862/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έχουν εκδώσει την αναιρουμένη απόφαση.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο διότι δεν αναφέρει το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
1
Αριθμός 2194/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσο Παπαδάκη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος .... κατηγορουμένου, κατοίκου .... και προσωρινά κρατούμενος της δικαστικής φυλακής Κορυδαλλού, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ.2378/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενο ..... Το Συμβούλιο Εφετών Aθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27-10-2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1876/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου του, με αριθμό 448/12-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου (σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 § 2β, 476 § 1 Κ.Π.Δ.) την υπ΄αριθμ. 827/27-10-2007 (ενώπιον του Δ/ντου της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού) αίτηση αναιρέσεως του ...... , προσωρινά κρατούμενου κατά του υπ΄αριθμ. 2184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ΄ακόλουθα: Ι) Με το ανωτέρω βούλευμα ο κατηγορούμενος (με άλλους μη ασκήσαντες αναίρεση κατηγορουμένους) παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για α) ένταξη σε εγκληματική οργάνωση (αρ. 187 § 1 Π.Κ.) β) διακεκριμένη περίπτωση κλοπής από άτομα που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές η δε συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (άρθρα 374 γ,δ,ε΄-372 § 1 Π.Κ.) γ) διακίνηση λαθρομεταναστών κατ΄επάγγελμα (αρ. 88 § 1 Ν.3386/2005) και δ) πλαστογραφία (άρθρο 216 § 1 Π.Κ.). ΙΙ) Το εν λόγω βούλευμα επεδόθη εις τον κατηγορούμενο την 24-10-2007 και αυτός άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως την 27-10-2007 ενώπιον του Διευθυντή Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού όπου κρατείται προσωρινά. ΙΙΙ) Επειδή προ πάσης έρευνας περί της βασιμότητας ή μη των λόγων αναιρέσεως πρέπει να ερευνηθεί και καταφαθεί ότι αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, διότι σε διαφορετική περίπτωση, εάν, δηλ. κριθεί ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση είναι και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη κατά το αρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ. ΄Οντως το βούλευμα εξεδόθη κατ΄εφαρμογή του αρ. 7 Ν.2928/2001, όπως το πρώτο εδάφιο αυτού τροποποιήθηκε με το αρ. 42 § 5 Ν.3251/2004. Κατά το εν λόγω άρθρο η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για τον σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περατώσεως της ανακρίσεως. Από την ως άνω διάταξη σαφέστατα συνάγεται ότι όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακουργήματα αρ. 187 ΠΚ, ήτοι όπως εδώ (187 § 1 Π.Κ.), η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως γίνεται πάντοτε και δη αμετάκλητα από το Συμβούλιο Εφετών το οποίο ερευνά την ουσία της όλης υποθέσεως. Κατά του ανωτέρω βουλεύματος δεν συγχωρείται άσκηση αναιρέσεως (Α.Π. 1966/2006 σε Συμβ. Π. Χρ. ΝΖ/818 και την εις αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέως Αθανασίου Κονταξή). Ο περιορισμός αυτός στην άσκηση ενδίκων μέσων είναι συμβατός με το αρ. 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 2 του 7ου πρωτοκόλλου σε αυτήν και 14 § 5 ΔΣΑΠ (Ν.2462/1997), δεδομένου, ότι από τις διατάξεις αυτές -που αναφέρονται στο δικαίωμα επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο της καταδικαστικής αποφάσεως ή εκείνης με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ποινή και όχι του βουλεύματος-, δεν καθιερώνεται παράλληλα υποχρέωση του Εθνικού νομοθέτη, για θέσπιση ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Ούτε από το εκ του αρ. 483 § 3 Κ.Π.Δ. δικαίωμα του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου να προσβάλλει με αναίρεση το βούλευμα, παραβιάζεται η αρχή της "ισότητας των όπλων", ενόψει του ότι ο τελευταίος ασκεί το ως άνω δικαίωμά του, αλλά ως δικαστικός λειτουργός εκπρόσωπος της πολιτείας και προς διαφύλαξη της έννομης τάξεως (ΑΠ 1552/2005 Π.Δ/σύνη 2006/357, ΑΠ 796/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1218). V) Κατά συνέπεια στην προκειμένη, περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο ο αναιρεσείων παρεπέμφθη για τα κακουργήματα της συγκροτήσεως εγκληματικής οργανώσεως, διακεκριμένης κλοπής κλπ συναφή πλημμελήματα δεν υπόκειται σε αναίρεση από τον κατηγορούμενο, θα πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.) και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ΄αρ. 827/27-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του .....κατοίκου ..... , προσωρινά κρατούμενου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά του υπ΄αριθμ. 2184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των κατηγορουμένου. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλλου της δικογραφίας σημείωση του γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν.2928/2001 "Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων", η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία, αμέσως μέτα την τελευταία ανακριτική πράξη, διαβιβάζεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία προς αποτροπή ματαιώσεως του επιδιωκομένου σκοπού της ταχείας εισαγωγής των σχετικών υποθέσεων προς συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζεται όχι μόνο για το κακαούργημα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης προς διάπραξη ειδικών μορφών κακουργημάτων ( αρθρ. 187 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2928/2001 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με άρθρο 11 παρ. 3 Ν. 3064/2002) αλλά και για τα συναφή κακουργήματα ή πλημμελήματα, προκύπτει ότι, αν έχει διενεργηθεί κυρία ανάκριση για το κακούργημα αυτό και η ανάκριση αυτή περατώθηκε με την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος του συμβουλίου Εφετεών, κατά του τελευταίου αυτού βουλεύματος δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης ούτε και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους. Στην προκειμένη περίπτωης, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ.2184/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παραπέμφθηκε, μεταξύ άλλων κατηγορουμένων, στο ακροατήριο του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων, προκειμένου να δικαστεί για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση (αρθρ. 187 παρ. 11 ΠΚ), διακεκριμένη κλοπή και λοιπά συναφή πλημμελήματα, επί των οποίων το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 7 του Ν. 2928/2001, έχει αποφανθεί αμετακλήτως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 576 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ) Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την υπ' αριθ. 827/27-10-2007 αίτηση του ..... για αναίρεση του υπ' αριθ. 2184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007 Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2007 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη για κακούργημα του άρθρου 187 Π.Κ. (εγκληματική οργάνωση), η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως γίνεται πάντοτε, και δη αμετακλήτως, από το Συμβούλιο Εφετών. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως (κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος) για παράβαση του άρθρου 187 του Π.Κ. κ.λ.π.
Οργάνωση εγκληματική
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Οργάνωση εγκληματική.
2
Αριθμός 2193/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο, περί αναιρέσεως της 37/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μαύρο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σύρου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 289/07. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παραπάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξ άλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, όταν για την τέλεση του οικείου εγκλήματος αρκεί και ενδεχόμενος, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί ο δόλος αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, το δίκασαν κατ' έφεση Τριμελές Πλημ/κείο Σύρου με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ.37/2007 απόφαση του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ηθικής αυτουργίας σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, με τριετή αναστολή. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής παρατίθεται η ακόλουθη αιτιολογία: "Από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων κατηγορίας, τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που ανεγνώσθησαν και από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης, προέκυψε και το δικαστήριο πείστηκε, ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και ειδικότερα στη θέση .... της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου ...., κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Σεπτεμβρίου 2001 και σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημέρα, με πρόθεση προκάλεσε στον Φ1 την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα να προβεί, με τη βοήθεια ενός εκσκαφέα, αυθαίρετα και παράνομα, στη διάνοιξη, μέσω του ακινήτου της εγκαλούσας Ψ1, αμαξιτής οδού, καταλαμβάνοντας έτσι εδαφική λωρίδα εκ του ακινήτου της εγκαλούσας συνολικού εμβαδού περίπου δύο στρεμμάτων, όπως επίσης να προβεί και στην εκχέρσωση διαφόρων φυτών και στη διάλυση βράχων, αλλοιώνοντας και την αισθητική του τοπίου. Δεν προέκυψε, εξάλλου ότι η παραπάνω εδαφική λωρίδα αποτελούσε κοινόχρηστο μονοπάτι και μάλιστα του πλάτους και μήκους, αλλά και της κατεύθυνσης στην οποία διανοίχτηκε από τον κατηγορούμενο". Εξάλλου, από το διατακτικό της ιδίας ως άνω αποφάσεως προκύπτει ότι κηρύχτηκε ο ως άνω κατηγορούμενος ένοχος για το ότι "στη θέση ..... της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου ...., κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Σεπτεμβρίου 2001 και σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημέρα, με πρόθεση προκάλεσε στον Φ1 την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα να προβεί, με τη βοήθεια ενός εκσκαφέα, αυθαίρετα και παράνομα, στη διάνοιξη, μέσω του ακινήτου της εγκαλούσας Ψ1, αμαξιτής οδού, καταλαμβάνοντας έτσι εδαφική λωρίδα εκ του ακινήτου της εγκαλούσας, συνολικού εμβαδού περίπου δύο στρεμμάτων, όπως επίσης να προβεί και στην εκχέρσωση διαφόρων φυτών και στη διάλυση βράχων, αλλοιώνοντας και την αισθητική του τοπίου, η δε ζημιά που υπέστη το ακίνητο της ως άνω από την τελευταία πράξη ανέρχεται στο 1.000.000 δρχ. ήτοι 2.932 ευρώ". Με αυτά που δέχτηκε το δίκασαν κατ' έφεση Τριμελές Πλημ/κείο Σύρου δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρονται ούτε στο σκεπτικό της, ούτε στο διατακτικό της, ο τρόπος ή τα μέσα (πειθώ, φορτικότητα, προτροπές κλπ.) με τα οποία επιτεύχθηκε η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό της απόφασης στο φυσικό αυτουργό να τελέσει την ανωτέρω ένδικη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος της υπό κρίση αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την αίτηση. Αναιρεί την υπ' αριθ. 37/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Σύρου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ηθικής αυτουργίας. Αναιρείται η απόφαση λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, διότι σ’ αυτή δεν αναφέρεται, ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό, ο τρόπος ή τα μέσα (πειθώ, φορτικότητα, προτροπές κ.λ.π.), με τα οποία επιτεύχθηκε η πρόκληση αυτή
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 2191/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα των Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντες τους: 1. Χ1 και 2. Χ2 συζ. Χ1. Με εγκαλούμενους τους: 1. Ψ1 Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και 2. Ψ2 Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 17-7-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1291/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 371/10-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: H Χ2 υπέβαλε σε βάρος του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Ψ2 την από 30-3-2006 έγκλησή της για άμεση συνέργεια σε πλαστογραφία με χρήση κατ΄εξακολούθηση και σε απάτη ενώπιον Δικαστηρίου κατ΄εξακολούθηση. Ακολούθως ο σύζυγός της Χ1 κάτοικος επίσης ..... καταμήνυσε με την από 17-5-2006 έγκλησή του -ένορκη κατάθεση, εκτός από τον παραπάνω Εισαγγελέα Εφετών Ψ2 και τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, Ψ1 ως συνεργό στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις. Οι εγκλήσεις αυτές απορρίφθηκαν με την αριθμ. 21/2007 διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών. Κατ΄αυτής οι εγκαλούντες άσκησαν, κατ΄άρθρο 48 Κ.Ποιν.Δ., την αριθμ. 171/22-6-2007 προσφυγή τους. Με το αριθμ. 41510/17-7-2007 έγγραφό του ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών αιτείται τον κανονισμό αρμοδιότητος προκειμένου αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών να κρίνει την προσφυγή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε του Κ.Ποιν.Δ., στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Ποιν. Δ. δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή ο καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης (ΑΠ 440/2006, ΑΠ 311/2001, Π.Δικ. 917, ΑΠ 204/87, ΝοΒ 35.412). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 48 Κ.Ποιν.Δ., την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 Κ.Ποιν.Δ.), εξετάζει και κρίνει Εισαγγελέας Εφετών.... Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 περ. γ΄ του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Κατά συνέπεια, επειδή ο εγκαλούμενος Εισαγγελέας Εφετών Ψ2 υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε΄ και 137 Κ.Ποιν.Δ.), λόγω συμμετοχής δε (άρθ. 130 Κ.Π.Δ.) και για την ενότητα της κρίσης και για τον εγκαλούμενο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ψ1 , που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές αρχές που θα επιληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 48 Κ.Ποιν.Δ. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω το Συμβούλιο Σας να διατάξει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο αριθμ. 41510/17-7-2007 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και αφορά την από 30-3-2006 έγκληση της Χ2 κατά του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Ψ2 και την από 17-5-2006 έγκληση του Χ1 κατά των Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Ψ2 και Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ψ1 , από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, προκειμένου αυτός να αποφανθεί επί της προσφυγής των εγκαλούντων Χ2 και Χ1 κατά της αριθμ. 21/2007 διάταξης της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές Δικαστικές και Εισαγγελικές αρχές. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 48 του ΚΠΔ, την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 ΚΠΔ) εξετάζει και κρίνει Εισαγγελέας Εφετών... Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα Ο εγκαλούμενος Εισαγγελέας Εφετών Ψ2 υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών. Κατ' αυτού η Χ2 υπέβαλε την από 30-3-2006 έγκληση για άμεση συνέργεια σε πλαστογραφία, με χρήση, κατ' εξακολούθηση και σε απάτη ενώπιον Δικαστηρίου, κατ' εξακολούθηση. Ακολούθως, ο σύζυγός της Χ1 καταμήνυσε με την από 17-5-2006 έγκλησή του-ένορκη κατάθεση, εκτός από τον παραπάνω Εισαγγελέα Εφετών και τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ψ1 ως συνεργό στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις. Οι εγκλήσεις αυτές απορρίφτηκαν με την 21/2007 διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών. Κατ' αυτής οι εγκαλούντες άσκησαν, κατ' άρθρο 48 του ΚΠΔ, την 171/22-6-2007 προσφυγή τους. Με το 41510/17-7-2007 έγγραφο ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών αιτείται τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών να κρίνει την προσφυγή. Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε΄ και 137 του ΚΠΔ), λόγω συμμετοχής δε (άρθρ. 130 ΚΠΔ) και για την ενότητα της κρίσης και για τον εγκαλούμενο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ψ1 που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης από του κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, και όταν συντρέξει περίπτωση στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Λαμίας, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό αυτής, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Για τους λόγους αυτούς Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στα αναφερόμενα στο σκεπτικό έγγραφα κατά του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Ψ2 και του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ψ1 , από τον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Λαμίας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας - Επειδή ο εγκαλούμενος Εισαγγελέας Εφετών υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή, λόγω συμμετοχής δε και για την ενότητα της κρίσης και για τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 2188/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 707-708/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ...... και ήδη κρατούμενο στη Κλειστή Φυλακή Πατρών. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 106/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 171/30-4-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1 + 4, 138β, 476 § 1, 513 § 1α Κ.Π.Δ. την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Α) Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την υπ'αρ. 707-708/2006 απόφαση (ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) κατεδίκασε τον κατηγορούμενο ....., κρατούμενο στην Δικ. Φυλακή Λάρισας, σε ποινή καθείρξεως 14 ετών για εισαγωγή στην ελληνική επικράτεια και κατοχή ναρκωτικών ουσίων. Η απόφαση κατεχωρήθη στο ειδικό βιβλίο (άρ. 473 § 3 Κ.Π.Δ.) την 8-12-2006. Β) Την 18-12-2006 (ημέρα Δευτέρα) ο ανωτέρω καταδικασθείς άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δ/ντή της Δικ. Φυλακής Λάρισας, όπου κρατείται, και ως εκ τούτου είναι εμπρόθεσμη (αρ. 473 § 1 Κ.Π.Δ.). Eις την έκθεση αναφέρει ότι ζητεί την αναίρεση: "διότι η άνω προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. ειδική αιτιολογία κατ' αρ. 484 § 1 εδ. ε' Κ.Π.Δ. το οποίο και αυτεπαγγέλτως εξετάζεται. Συγκεκριμένα χωρίς να υπάρχει επιβαρυντικό σε βάρος του στοιχείο και χωρίς από κανένα στοιχείο να προκύπτει η συμμετοχή του στην αξιόποινη πράξη που δικάστηκε παρά ταύτα το άνω δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο. Εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων και με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός του ως και της εκθέσεως προσθέτων λόγων η προσβαλλομένη απόφαση δέον να αναιρεθεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας". Ως όμως έχει ο λόγος της αναιρέσεως το μεν αφορά την αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου, το δε είναι παντελώς αόριστος διότι δεν αναφέρεται καθόλου σε ποιό ή ποιά συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) της αιτιολογίας της αποφάσεως αφορά η αιτίαση ούτε σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή (Α.Π. 1846/04 Ποιν.Δικ/σύνη 2005 σελ. 245). Γ) Βάσει των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη διότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το άρθρο 474 § 2 Κ.Π.Δ., θα πρέπει να απορριφθεί (αρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.) και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω α) Να κηρυχθεί ως απαράδεκτη η υπ'αρ. 174/18-12-2006 (ενώπιον του Δ/ντή Δικ. Φυλακής Λάρισας ασκηθείσα) αίτηση αναιρέσεως του ..... κατά της υπ'αρ. 707-708/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. β) Να επιβληθούν τα εκ 220 ευρώ δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 27 Μαρτίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας (βλ. Ολ. ΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 18-12-2006 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η 707-708/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος .... κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως 14 ετών για τις αξιόποινες πράξεις της εισαγωγής στην ελληνική επικράτεια και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος στο διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Λάρισας, όπου αυτός κρατείται, και συντάχθηκε η σχετική υπ' αριθ. 174/18-12-2006 έκθεση. Στην εν λόγω δε έκθεση διαλαμβάνονται ως λόγος αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "... ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθ. 707-708/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης..., διότι η άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 139 ΚΠοινΔ ειδική αιτιολογία, κατ' άρθρο 484 παρ.1 εδ. ε' ΚΠοινΔ, το οποίο και αυτεπαγγέλτως εξετάζεται. Συγκεκριμένα, χωρίς να υπάρχει επιβαρυντικό σε βάρος του στοιχείο και χωρίς από κανένα στοιχείο να προκύπτει η συμμετοχή του στην αξιόποινη πράξη που δικάστηκε, παρά ταύτα το άνω Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων και με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός του, ως και της εκθέσεως προσθέτων λόγων, η προσβαλλόμενη απόφαση δέον να αναιρεθεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας". Όμως, έτσι διατυπούμενος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν προβάλλεται, κατά τρόπο ορισμένο και πλήρη, σε τι συνίσταται η ελλιπής αιτιολόγηση της αποφάσεως και δη ποιες είναι οι ελλείψεις και ασάφειες στην αιτιολογία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαιά της, η απλή δε παράθεση της έννοιας της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, χωρίς όμως αναφορά περιστατικών που να θεμελιώνουν συγκεκριμένες πλημμέλειες της αποφάσεως, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον επικαλούμενο λόγο αναιρέσεως. Οι υπό την επίκληση δε ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας προβαλλόμενες με τον άνω λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις, που ανάγονται αποκλειστικά στην ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει, επίσης, να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν περιέχεται στην κρινόμενη αίτηση ούτε ένας ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (476 παρ.1 ΚΠΔ). Σημειώνεται ότι για την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτος κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ.1 εδ. τελευταίο ΚΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του ..... για αναίρεση της 707-708/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2007.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Αόριστος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
Αριθμός 2187/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1 και ήδη κρατούμενου του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Α' τύπου Μαλανδρίνου, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 57/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 44/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος αφού αναφέρθηκε στην από 10 Σεπτεμβρίου 2007 και με αριθμό 73 έκθεση παραιτήσεως του ως άνω αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός δήλωσε ότι παραιτείται από την αίτηση αναιρέσεως, που πρότεινε να κηρυχθεί απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ.1, 475 παρ.1, 476 παρ.1 και 513 παρ.1 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ο διάδικος μπορεί, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου, ο οποίος έχει σχετική εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.2 ΚΠοινΔ, να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο, που έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος, αν δε αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σε εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον που τη δέχεται. Στην περίπτωση αυτή το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και ο αναιρεσείων καταδικάζεται στα έξοδα. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων X1 με την από 10 Σεπτεμβρίου 2007 δήλωσή του, που έγινε από τον ίδιο στο Διευθυντή του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Α' τύπου Μαλανδρίνου, όπου αυτός κρατείται, και για την οποία συντάχθηκε η υπ'αριθ. ........ σχετική έκθεση, παραιτήθηκε από την από 15-12-2006 αίτησή του αναιρέσεως με αριθμό εκθέσεως 12/15/12/2006, που ασκήθηκε με δήλωση, ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, για αναίρεση της 57/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, το ένδικο αυτό μέσο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 ΚΠοινΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του X1 για αναίρεση της 57/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση λόγω παραιτήσεως
Παραίτηση
Παραίτηση.
0
Αριθμός 2189/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 1598/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Φεβρουαρίου 2007 και 2 Φεβρουαρίου 2007, αντίστοιχα αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 547/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 184/11.05.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τας παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, ασκηθείσας υπό των κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2) Χ2, από 21 Φεβρουαρίου 2007 και 2 Φεβρουαρίου 2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως, κατά του υπ΄αριθμ. 1598/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτομεν τα εξής: Ι. Δια του πληττομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ΄ουσίαν αι εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων κατά του υπ΄αριθμ. 560/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και επεκυρώθη το βούλευμα τούτο, όσον αφορά τας παραπεμπτικάς αυτού διατάξεις δια τας πράξεις α) αρπαγής κατά συναυτουργίαν, β) ληστείας κατά συναυτουργίαν και γ) αποπείρας εκβιάσεως κατά συναυτουργίαν (άρθρα 42 παρ. 1, 45, 322 στοιχ. β΄ , 380 παρ. 1 και 385 παρ. 1 στοιχ. α΄ Π.Κ.) και δ) παρανόμου οπλοφορίας (άρθρα 1 παρ. 1 στοιχ. α΄ και 10 παρ. 1 και 13 στοιχ. α΄ ν.2168/1993), δια την οποίαν παρεπέμφθη ο δεύτερος τούτων. Κατά του βουλεύματος αυτού παραπονούνται ήδη οι αναιρεσείοντες, προβάλλοντες τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ λόγους αναιρέσεως. ΙΙ. ΄Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ Κ.Π.Δ. προβλεπόμενον λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνειαν και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκρισιν ή προανάκρισιν σχετικώς με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενον αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τας οποίας έκρινεν, ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής δια την παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον (Α.Π. 572/2005 Π Λογ 2005 σελ. 521 κ.ά.). Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδη εις αυτήν διαφορετικήν έννοιαν από εκείνην που πραγματικώς έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται εις την περίπτωσιν που ο δικαστής δεν υπήγαγεν ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν εις την ουσιαστικήν ποινικήν διάταξιν που εφηρμόσθη. Περίπτωσις εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίασις εγένετο εκ πλαγίου. Η παραβίασις αυτή υπάρχει, όταν εις το πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται εις τον συνδυασμόν του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται εις τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος δια το οποίον πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειαι, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (Α.Π. 572/2005 ενθ. ανωτ. κ.ά.). ΙΙΙ. Εκ της διατάξεως του άρθρου 322 στοιχ. β΄ Π.Κ. προκύπτει, ότι στοιχεία του εγκλήματος της αρπαγής είναι η σύλληψις, απαγωγή ή παράνομος κατακράτησις άλλου, ούτως ώστε να αποστερή αυτόν από την προστασίαν της πολιτείας, β) η επίτευξις της συλλήψεως κ.λ.π. να εγένετο δι΄απάτης ή βίας ή απειλής βίας, ως βίας νοουμένης τόσον της σωματικής, όσον και της ψυχολογικής δια της ασκήσεως της οποίας κάμπτεται η ελευθέρα βούλησις και η ικανότης αντιστάσεως του θύματος και γ) δόλος που καταλαμβάνει τόσον την σύλληψιν, όσον και την αποστέρησιν του συλληφθέντος από την προστασίαν της πολιτείας και επί πλέον σκοπός να εξαναγκασθή ο παθών ή άλλος τις εις πράξιν, παράλειψιν ή ανοχήν, περί της οποίας δεν υφίσταται υποχρέωσίς του (Α.Π. 1357/2005 Π Λογ 2005 σελ. 1274 κ.ά.). Περαιτέρω εκ της διατάξεως του άρθρου 380 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι δια την στοιχειοθέτησιν του συνθέτου εγκλήματος της ληστείας, δια του οποίου προσβάλλεται η προσωπική ελευθερία και η ιδιοκτησία, απαιτείται η άσκησις σωματικής βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωσις απειλών ηνωμένων με επικείμενον κίνδυνον σώματος ή ζωής και ταυτόχρονος αφαίρεσις κινητού πράγματος, ξένου εν όλω ή εν μέρει, ή εξαναγκασμός προς παράδοσιν του πράγματος, με σκοπόν την παράνομον, ήτοι την άνευ δικαιώματος, ιδιοποίησίν του (Α.Π. 1331/2006 Ελλ Δνη 47 σελ. 1569 κ.ά.). Τέλος εκ της διατάξεως του άρθρου 385 παρ. 1 στοιχ. α΄ ιδίου Κώδικος προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτησιν του εγκλήματος της εκβιάσεως απαιτούνται: α) εξαναγκασμός τινός εις πράξιν, παράλειψιν ή ανοχήν, εκ της οποίας επέρχεται ζημία εις την περιουσίαν του εξαναγκαζομένου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνη δια σωματικής βίας εναντίον προσώπου ή δι΄απειλών ηνωμένων με επικείμενον κίνδυνον σώματος ή ζωής, ικανών να αποκλείσουν το αυτοπροαίρετον της αποφάσεως του εξαναγκαζομένου και γ) σκοπός του δράστου να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομον περιουσιακόν όφελος. Εάν ο παθών δεν ενέδωσεν εις την σωματικήν βίαν ή τας προαναφερθείσας απειλάς και ούτω δεν επήλθε περιουσιακή ζημία υφίσταται απόπειρα εκβιάσεως (Α.Π. 1648/2006 Ελλ Δνη 47 σελ. 1552 κ.ά.). Εξ άλλου εκ των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 στοιχ. α΄ και 13 παρ. 1,3, 6 και 13 στοιχ. α΄ ν. 2168/1993 προκύπτει, ότι το έγκλημα της παρανόμου οπλοφορίας διαπράττεται και υπό του φέροντος πιστόλιον άνευ αδείας της οικείας Αστυνομ. αρχής. IV. Εις την προκειμένην περίπτωσιν το Συμβούλιον Εφετών, που εξέδωσε το πληττόμενον βούλευμα, δια καθολικής αναφοράς εις την ενσωματωθείσαν εις τούτο Εισαγγελικήν πρότασιν, εδέχθη κατά την ανέλεγκτον περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμησιν των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας του κατηγορουμένου Χ2, προέκυψαν τα αναφερόμενα εις αυτό πραγματικά περιστατικά, που κατά τα ουσιώδη μέρη των έχουν ως ακολούθως: 1) αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ενεργώντας με πρόθεση από κοινού: α) στη ......... και στην ........ κατά το χρονικό διάστημα από 21 έως 22.11.2005 με τη βία και την απειλή βίας απήγαν τον Γ1 αποστερώντας τον συλληφθέντα από την προστασίαν της πολιτείας και δη περιάγοντας τον σε παρόμοια της ομηρίας κατάσταση στέρησης της ελευθερίας με σκοπό να τον εξαναγκάσουν σε πράξη για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή του και συγκεκριμένα ευρισκόμενοι στον αύλειο χώρο του θερινού κέντρου διασκέδασης με την επωνυμία "........." επιτέθηκαν στον εγκαλούντα και άρχισαν να τον χτυπούν με σφοδρότητα με κλωτσιές και γροθιές σε όλο του το σώμα, το κεφάλι και τα πόδια, όταν δε ο εγκαλών επιχείρησε να αντισταθεί, ο δεύτερος κατηγορούμενος έβγαλε από την μέση του ένα πιστόλι (τα στοιχεία του οποίου δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθούν κατά τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση) και στρέφοντας το προς το μέρος του εγκαλούντος τον απείλησε λέγοντας του επί λέξει: "μπες μέσα (ενν. στο αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορούμενου) γαμιόλη γιατί θα το αδειάσω επάνω σου". Έτσι κάμπτοντας τη βούληση του τον εξανάγκασαν να καθίσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του πρώτου κατηγορούμενου θέτοντας τον αυτόματα υπό την εξουσία τους και καθιστώντας τον πειθήνιο όργανο τους χωρίς να έχει τη δυνατότητα ατομικής ενέργειας με αποτέλεσμα την στέρηση της ελευθερίας του, και κατευθύνθηκαν προς την εξοχική κατοικία του δευτέρου κατηγορούμενου στην ......... Όταν εισήλθαν εντός αυτής, έδεσαν τον εγκαλούντα με σκοινί σε καρέκλα και άρχισαν και πάλι να τον χτυπούν κατά διαστήματα περίπου μέχρι ώρα 04:00' της 22.11.2005 απειλώντας τον με την φράση "εδώ θα πεθάνεις". Μετά την 04:00' τον έλυσαν μεν πλην όμως συνέχισαν να τον κρατούν παρανόμως φρουρούμενο μέχρι και τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας, οπότε και τον απελευθέρωσαν. Στην ως άνω πράξη της απαγωγής προέβησαν οι κατηγορούμενοι με σκοπό να εξαναγκάσουν τον εγκαλούντα να μεταβεί μαζί τους στην Αθήνα για να προβεί εκεί σε αγορές αγαθών με την χρήση πιστωτικών καρτών άλλων ατόμων τα οποία αγαθά εν συνεχεία θα τα παρέδιδε σε αυτούς (τους κατηγορούμενους), πράξη για την οποία ο παθών δεν είχε καμία υποχρέωση, β) στην .......... κατά το χρονικό διάστημα από 21 έως 22.11.2005 με σκοπό να αποκομίσουν και οι δύο παράνομο περιουσιακό όφελος επιχείρησαν να εξαναγκάσουν κάποιον με σωματική βία και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής να προβεί σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημία σε περιουσία άλλου και ειδικότερα, αφού προηγουμένως είχαν απαγάγει τον εγκαλούντα και τον είχαν δέσει σε καρέκλα εντός της εξοχικής οικίας του δευτέρου κατηγορουμένου, κατά τα διαλαμβανόμενα στο υπό στοιχεία 1α, χρησιμοποιώντας σωματική βία σε βάρος του εγκαλούντος και δη με γροθιές και κλωτσιές σε όλο το σώμα, στο κεφάλι και στα πόδια του και απειλώντας τον με την φράση "εδώ θα πεθάνεις" επιχείρησαν να τον εξαναγκάσουν να μεταβεί σιδηροδρομικώς στην Αθήνα συνοδευόμενος από αυτούς προκειμένου να πραγματοποιήσει αγορές διαφόρων καταναλωτικών ειδών, αξίας τουλάχιστον 6.000,00 ευρώ, επιφέροντας ζημία σε περιουσίες τρίτων προσώπων καθώς oι αγορές θα γίνονταν με τη χρήση πιστωτικών καρτών των οποίων δικαιούχοι ήταν τρίτα πρόσωπα και είχαν περιέλθει κατ' άγνωστο τρόπο στην κατοχή τους, τα οποία αγαθά ακολούθως θα τα παρέδιδε στους κατηγορούμενους προκειμένου να τα πωλήσουν σε διάφορους τρίτους εισπράττοντας το τίμημα αυτών. Η ανωτέρω όμως πράξη τους, στην οποία προέβησαν με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο θα συνίστατο στην είσπραξη του τιμήματος από την πώληση των αγαθών που θα αποκτούσαν παρανόμως, δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική τους βούληση αλλά από εξωτερικά αίτια και δη διότι ενώ ο εγκαλών αρχικά συμφώνησε να συμμετάσχει σε αυτή την ενέργεια στην συνέχεια κατήγγειλε τις τελεσθείσες εναντίον του πράξεις στην Αστυνομία, η οποία επενέβη και τους συνέλαβε στον ενταύθα Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό προτού δηλαδή καν μεταβούν στην Αθήνα. γ) στην ........ την 21.11.05 με σωματική βία εναντίον προσώπου αφαίρεσαν από άλλον ξένο ολικά κινητό πράγμα και ειδικότερα, αφού προηγουμένως είχαν απαγάγει τον εγκαλούντα και τον είχαν δέσει σε καρέκλα εντός της εξοχικής οικίας του δευτέρου κατηγορουμένου, κατά τα διαλαμβανόμενα στο υπό στοιχεία 1α, αφαίρεσαν από την κατοχή του το χρηματικό ποσό των 1.300 ευρώ, τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και της οικίας του με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση τους. 2) ο κατηγορούμενος Χ2 στην ......... την 21/11/2005 έφερε μαζί του παρανόμως όπλον, ήτοι πιστόλι, χωρίς να διαθέτη άδεια της οικείας Αστυνομικής αρχής. V. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιον Εφετών διέλαβεν εις το πληττόμενον βούλευμα την απαιτουμένην ειδικήν και εμπεριστατωμένην αιτιολογίαν δια τα προαναφερθέντα εγκλήματα, αφού εκθέτει εις το εν λόγω βούλευμά του, με σαφήνειαν, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκρισιν, τας αποδείξεις από τας οποίας επείσθη ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής δια την παραπομπήν των αναιρεσειόντων εις το ακροατήριον, καθώς και τας σκέψεις με τας οποίας υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά εις τας προαναφερθείσας ποινικάς διατάξεις που εφήρμοσε, τας οποίας ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε. Συνεπώς είναι αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως περί α) ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Κατά τα λοιπά δια των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως το προαναφερθέν βούλευμα δι΄εσφαλμένην εκτίμησιν των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών (Α.Π. 998/2006 Ποιν Δικ 2006 σελ. 1354 κ.ά.). Κατ΄ακολουθίαν αυτών πρέπει να απορριφθούν αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να απορριφθούν αι από 21 Φεβρουαρίου 2007 και 2 Φεβρουαρίου 2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1)Χ1 και 2)Χ2, κατά του υπ΄αριθμ. 1598/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. ΙΙ. Να καταδικασθή έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ. Αθήνα 25 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 322 εδάφ. β, περίπτ. Β του Π.Κ. προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της αρπαγής, το οποίο είναι διαρκές· και αποσκοπεί στην προστασία του ατόμου από την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας και την αδυναμία παροχής βοήθειας εκ μέρους των πολιτειακών οργάνων, απαιτεί, εναλλακτικά, την άσκηση απατηλής συμπεριφοράς προς ορισμένο πρόσωπο είτε με δόλιες υποσχέσεις και ανύπαρκτα πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να ασπασθεί το άτομο τα απατηλά προβαλλόμενα, φερόμενα ως αληθή και υπαρκτά, ή άσκηση βίας με την οποία κάμπτεται η ελεύθερη βούληση με αποτέλεσμα να επέρχεται αντίθετη κατάσταση, ή με την απειλή βίας, η οποία ισοδυναμεί με τη δεδηλωμένη ενέργεια, με συνέπεια, να παρέχεται στον αυτουργό η δυνατότητα να συλλάβει, απαγάγει ή κατακρατήσει παρανόμως το άτομο, έτσι, ώστε να καθίσταται αδύνατη η παροχή της αναγκαίας προστασίας της πολιτείας. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει το σκοπό της αποστέρησης του ατόμου της πολιτειακής προστασίας και, επί πλέον, σκοπός να εξαναγκασθεί ο παθών, ή κάποιος άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ληστείας, με το οποίο προσβάλλεται η προσωπική ελευθερία και η ιδιοκτησία, απαιτείται η άσκηση παράνομης βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωση απειλών ενωμένων με άμεσο κίνδυνο κατά του σώματος ή της ζωής [πράξεις με τις οποίες ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντίστασης του θύματος που μπορεί να επιτευχθεί και με την αδράνεια αυτού] και ταυτόχρονη αφαίρεση κινητού πράγματος, ολικώς ή μερικώς ξένου, ή εναλλακτικά, ο εξαναγκασμός προς παράδοση του πράγματος με σκοπό την παράνομη, δηλαδή τη χωρίς νόμιμο δικαίωμα, ιδιοποίησή του. Στην κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος της ληστείας η σύμπραξη των περισσοτέρων συμμετόχων συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση αυτής ή στο ότι ο καθένας γίνεται άμεσος αυτουργός κατά την εκτέλεση ενός από τα συνθετικά στοιχεία της ληστείας, οπότε με την ενέργειά του αυτή πραγμάτωνε ι, συγχρόνως ή διαδοχικώς, την πράξη της αντικειμενικής υπόστασης της ληστείας. Τέλος για τη θεμελίωση του αδικήματος της εκβίασης, που προβλέπεται στο άρθρο 385 παρ. 1 εδ. α' του Π.Κ., απαιτείται, για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασής του, εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφασή του, για δε τη συγκρότηση της υποκειμενικής του υπόστασης, απαιτείται γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση και θέληση ή αποδοχή του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ιδίου ή άλλου και, επί πλέον, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Ο σκοπός αυτός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δεν στηρίζεται δηλαδή σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νόμιμης απαίτησης εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλή, αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, εμφανιζόμενη ως άξια μομφής. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 του ΠΚ. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή συναγόμενη από τον τρόπο εκδήλωσης και τη συμπεριφορά του δράστη, άμεση ή έμμεση, να έχει διατυπωθεί εγγράφως ή προφορικώς και, τέλος, αμέσως από το δράστη ή μέσω τρίτου προσώπου. Δεν αποκλείεται και μία προειδοποίηση ή σύσταση να περιέχει μια υποκρυπτόμενη απειλή. Είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί να εξέλαβε αυτήν ως πραγματοποιήσιμη ο αποδέκτης της απειλής. Η εκβίαση είναι τετελεσμένη με την επέλευση της ζημίας, ενώ αν η ασκηθείσα, για τον προαναφερθέντα σκοπό, βία ή απειλή δεν προκαλέσουν στον απειλούμενο φόβο ή δεν επιφέρουν σε αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβίασης δεν είναι τετελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβίασης κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα, δια καθολικής αναφοράς στην Εισαγγελική πρόταση, που ενσωματώθηκε σ' αυτό, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με τις απολογίες αμφοτέρων των κατηγορουμένων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και η προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου Χ1, η οποία κηρύχτηκε άκυρη, προέκυψαν τα αναφερόμενα σ' αυτό περιστατικά, τα οποία κατά τα ουσιώδη μέρη των έχουν ως ακολούθως? "Ο εγκαλών, Ψ1, ο οποίος από παλιότερα αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, το έτος 2004 γνωρίστηκε με το δεύτερο κατηγορούμενο Χ1, ο οποίος συνεργάζονταν με πληθώρα τραπεζών και μεσολαβούσε για την έκδοση δανείων υπέρ διαφόρων προσώπων. Έτσι, μεσολάβησε και για λογαριασμό του εγκαλούντος μ' αποτέλεσμα να εκδοθεί υπέρ του τελευταίου δάνειο από την Τράπεζα Eurobank, ύψους 60.000 ευρώ, με τη συμφωνία να καταβάλει ο εγκαλών, ως προμήθεια στον κατηγορούμενο Χ1, το ποσό των 6.000 ευρώ. Ο εγκαλών, όμως αθέτησε την υπόσχεσή του και δεν κατέβαλε στον άνω κατηγορούμενο το αντιπροσώπευον την προμήθεια του τελευταίου χρηματικό ποσό των 6.000 ευρώ. Μετά ταύτα, ο Χ1 άφησε να παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα και στις αρχές του Νοέμβρη του 2005 επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο και του ζήτησε να του καταβάλει την πιο πάνω προμήθειά του, ο δε εγκαλών υποσχέθηκε να το πράξει το συντομότερο, πλην, όμως, εκ νέου, φάνηκε ασυνεπής. Έτσι, την 21-11-2005 και περί ώρα 19.30' και ενώ ο εγκαλών, που ακόμη δεν είχε εκπληρώσει την υπόσχεσή του, βρισκόταν στο αεροδρόμιο "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", προκειμένου να ταξιδεύσει με την πτήση της 20.30' προς Αθήνα, δέχτηκε τηλεφωνική κλήση από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2, τον οποίο γνώριζε από παλιά και ο ίδιος είχε συστήσει στο δεύτερο κατηγορούμενο Χ1 και συμφώνησαν να συναντηθούν εκείνη την ώρα στο αεροδρόμιο. Όταν κατέφθασε ο πρώτος κατηγορούμενος [Χ2], ο εγκαλών επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του για να συζητήσουν, οπότε αυτός [Χ2], όντας προσυνεννοημένος με τον ήδη συγκατηγορούμενό του [Χ1], του δήλωσε ότι θα πήγαιναν στο καζίνο, όπου ευρίσκετο ο τελευταίος για να μιλήσουν και οι τρεις [3]. Τελικά, όμως, και αφού προηγήθηκε σχετική τηλεφωνική συνεννόηση μεταξύ των δύο [2] κατηγορουμένων, ο πρώτος τούτων κατευθύνθηκε προς τον αύλειο χώρο του θερινού κέντρου διασκέδασης με την επωνυμία "........", όπου τους ανέμενε ο δεύτερος Χ1. Μόλις έφθασαν στο προαναφερθέν καθορισμένο σημείο συνάντησης και ο ανυποψίαστος εγκαλών κατέβηκε απ' το όχημα, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι του επετέθησαν και άρχισαν να τον κτυπούν με σφοδρότητα, με κλωτσιές και γροθιές σε όλο του το σώμα, το κεφάλι και τα πόδια ενώ, συγχρόνως, ο εξ αυτών Χ1 τον απειλούσε ότι εάν δεν εξοφλούσε την οφειλή του θα είχε τρομερές συνέπειες. Όταν δε ο εγκαλών επεχείρησε να αντισταθεί, ο Χ2 έβγαλε από τη μέση του ένα πιστόλι [τα χαρακτηριστικά στοιχεία του οποίου δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθούν κατά τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση], που έφερε παρανόμως μαζί του, καθόσον δεν κατείχε την απαιτούμενη από τον Νόμο άδεια οπλοφορίας], και στρέφοντας το προς το μέρος του εγκαλούντος του είπε, κατά λέξη, "μπες μέσα - εννοούσε το αυτοκίνητο του συγκατηγορουμένου του Χ1- γαμιόλη γιατί θα το αδειάσω επάνω σου". Αφού κατ' αυτόν τον τρόπο έκαμψαν τη βούλησή του, τον εξανάγκασαν να καθίσει στο οπίσθιο κάθισμα του αυτοκινήτου του Χ1, ο δε τελευταίος κάθισε στη θέση του οδηγού και κατευθύνθηκε προς την ........ Ο Χ2 τους ακολούθησε κινούμενος με το δικό του όχημα, πλην όμως, όταν έφθασαν στην περιοχή που βρίσκεται το κατάστημα ".......", το άφησε και επιβιβάστηκε ως συνοδηγός στο αυτοκίνητο του συγκατηγορουμένου του, συνεχίζοντας τη διαδρομή τους. Προκειμένου δε να μην αντιληφθεί, ο εγκαλών ποιός ήταν ο προορισμός τους, όταν έφθασαν έξω από τη Νέα ......., τον υποχρέωσαν να σκύψει και του τοποθέτησαν το πανωφόρι του στο κεφάλι του, έτσι ώστε να μην βλέπει. Καθ' όλη δε τη διάρκεια της διαδρομής τον έβριζαν ρωτώντας τον, παράλληλα, γιατί δεν είχε καταβάλει ακόμη το ανωτέρω χρηματικό ποσό [προμήθεια των 6.000 ευρώ], σε ερώτηση δε δική του για τον τελικό προορισμό τους του δήλωσαν υπαινικτικώς ότι "θα καλοπερνούσε". Τελικά έφθασαν στην εξοχική κατοικία του πρώτου κατηγορουμένου [Χ2] στην ........ και οδήγησαν τον εγκαλούντα εντός αυτής με καλυμμένο το κεφάλι του. Ο εγκαλών, όμως, μόλις του απελευθέρωσαν το κεφάλι του, αποσπώντας από το πρόσωπό του το πανωφόρι του, αναγνώρισε την οικία του πρώτου, καθώς το περασμένο καλοκαίρι την είχε επισκεφθεί δύο [2] φορές "για καφέ", γεγονός πούχε λησμονήσει ο πρώτος κατηγορούμενος, γιατί σε προσχηματική ερώτηση του εγκαλούντος σχετικά με το που βρίσκονταν, του απάντησαν ότι δήθεν ήταν στην ....... Ακολούθως, τον έδεσαν με σχοινί σε καρέκλα και άρχισαν και πάλι να τον χτυπούν κατά διαστήματα, μέχρι την 04.00 ώρα περίπου της 22-11-2005, απειλώντας τον με την φράση "εδώ θα πεθάνεις", δίχως να του δώσουν να φάει ή να πιεί οτιδήποτε. Παράλληλα, αφαίρεσαν από την κατοχή του εγκαλούντος 1.300 ευρώ, δύο [2] συσκευές κινητής τηλεφωνίας, εργοστασίου κατασκευής ΝΟΚΙΑ, τύπου ..... και ...... το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας, τα αεροπορικά εισιτήρια, τα κλειδιά της οικίας του και του αυτοκινήτου του. Περί ώραν 04.00, περίπου, τον έλυσαν και τον άφησαν να κοιμηθεί στον ένα από τους υπάρχοντες καναπέδες. Ο εγκαλών, όντας τρομοκρατημένος, δεν προσπάθησε να δραπετεύσει από την οικία στην οποία άκων εκρατείτο και εβασανίζετο διότι, αφενός μεν ήταν κλειδωμένη και τα κλειδιά της τα κρατούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος, και αφετέρου, εφοβείτο ότι στον παραμικρό θόρυβο κατά την προσπάθεια διαφυγής του, θα ξυπνούσαν οι κατηγορούμενοι που κοιμόντουσαν στον ίδιο μ' αυτόν χώρο. Το μόνο που κατόρθωσε να πράξει ήταν να στείλει μήνυμα ότι είναι κρατούμενος στην ........ σε κάποιον φίλο του ονόματι ........., χρησιμοποιώντας τη μια τηλεφωνική συσκευή, πλην όμως, δεν κατάφερε να συνομιλήσει μαζί του, όταν ο πιο πάνω φίλος του κάλεσε, γιατί οι κατηγορούμενοι ξύπνησαν από την κλήση του κινητού τηλεφώνου και όταν αντελήφθησαν τι είχε πράξει ο εγκαλών, άρχισαν και πάλι να τον χτυπούν, προκειμένου να τον συνετίσουν. Στη συνέχεια, του πρότειναν, προς εξόφληση του χρέους του, να μεταβούν και οι τρεις [3] στην Αθήνα, όπου με τη χρήση πιστωτικών καρτών διαφόρων - τρίτων προσώπων, που οι εκκαλούντες κατείχαν κατ' ανορθόδοξο και ανεξιχνίαστο τρόπο, θα αγόραζε αυτός [εγκαλών] διάφορα πράγματα, αξίας τουλάχιστον ίσης με το οφειλόμενο εκ μέρους του χρηματικό ποσό [6.000 ευρώ], σε χρέωση των άνω πιστωτικών καρτών, που ακολούθως θα τα παρέδιδε σ' αυτούς [κατηγορουμένους] και αυτοί, με τη σειρά τους, θα τα μεταπωλούσαν σε τρίτα πρόσωπα με σκοπό το κέρδος. Ο εγκαλών, προκειμένου να γλυτώσει και να απελευθερωθεί από τη δεινή θέση στην οποία τον έθεσαν υπαιτίως οι κατηγορούμενοι, εξαναγκάσθηκε να αποδεχθεί την πρότασή τους κι' έτσι συμφώνησε ο εγκαλών με τον δεύτερο Χ1, να βρεθούν την 23-11-2005 και περί ώρα 06.00 στη συμβολή των οδών ...... - ........ για να μεταβούν στο Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, όπου θα συναντούσαν τον πρώτο Χ2 και απ' όπου θα έφευγαν σιδηροδρομικώς για την Αθήνα. Έτσι, περί ώραν 18.00 της 22-11-2005 αναχώρησαν και οι τρεις [3] για τη ......., αφού προηγουμένως του επέστρεψαν τις δύο [2] συσκευές κινητής τηλεφωνίας, εργοστασίου κατασκευής ΝΟΚΙΑ, τύπου .... και ......, αντιστοίχως, το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας και τα αεροπορικά εισιτήρια, κρατώντας, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, τα λοιπά αφαιρεθέντα κινητά πράγματά του και κατευθύνθηκαν προς το αεροδρόμιο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ για να πάρει ο εγκαλών τον χαρτοφύλακά του που την προηγούμενη ημέρα είχε αφήσει στην αίθουσα αναχωρήσεων. Προτού δε ο εγκαλών μεταβεί στο Α/Τ του αεροδρομίου για την παραλαβή του χαρτοφύλακά του κι' ενώ ο δεύτερος [Χ1] είχε ήδη αναχωρήσει, ο πρώτος [Χ2] τον προειδοποίησε να μην τολμήσει να πει οτιδήποτε σε κανέναν γιατί θα τον σκότωνε. Μετά ταύτα ο εγκαλών, τελώντας υπό καθεστώς τρόμου, δεν είπε τίποτε στον αστυνομικό που τον εξυπηρέτησε και επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, όπου τον ανέμενε ο Χ2. Προκειμένου δε ο τελευταίος να πιέσει τον κατηγορούμενο έτσι ώστε την επομένη να πάει μαζί τους στην Αθήνα, κατά τα άνω ιστορηθέντα, οδήγησε ο ίδιος το αυτοκίνητο του εγκαλούντος, και αφού τον άφησε στην οικία του, απομακρύνθηκε μ' αυτό. Ο εγκαλών, όμως, αναθαρρήσας, το βράδυ της ίδιας ημέρας μετέβη στην αστυνομία, όπου και κατήγγειλε τα όσα διαδραματίσθηκαν εις βάρος του. Έτσι, την επομένη και περί ώρα 07.05', οι αστυνομικοί που επελήφθησαν της υπόθεσης, είδαν τον Χ1 να καταφθάνει στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης με το αυτοκίνητό του και να επιβιβάζεται σ' αυτό ο εγκαλών και, ακολούθως στο Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό, είδαν να τους συναντά ο Χ2 που είχε μεταβεί εκεί με το αυτοκίνητο του εγκαλούντος. Αμέσως τους πλησίασαν και, αφού τους γνωστοποίησαν την ιδιότητά τους, προέβησαν στη σύλληψή τους. Σε επακολουθήσασες σωματικές έρευνες επί των κατηγορουμένων και επί του αυτοκινήτου του δευτέρου τούτων [Χ1], βρέθηκαν και κατασχέθηκαν νομοτύπως [επάνω στο δεύτερο Χ1], φωτοαντίγραφο της μ' αριθμό ....... βεβαίωσης κατάθεσης δικαιολογητικών για έκδοση δελτίου ταυτότητας υπό τα στοιχεία "Β1", ένα έγγραφο με πλήρη στοιχεία ταυτότητας του τελευταίου, μία πιστωτική κάρτα MASTERCARD της Εθνικής Τράπεζας, με αριθμό ..........., υπό τα στοιχεία Β1, επάνω δε στον πρώτο [Χ2], μία πιστωτική κάρτα VISA της ATTICA ΒΑΝΚ με αριθμό ............, υπό τα στοιχεία Β2, φωτοαντίγραφο του μ' αριθμό ......... δελτίου αστυνομικής ταυτότητας υπό τα στοιχεία Β2, εντός δε του αυτοκινήτου ανευρέθησαν: Φωτοαντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος εφορίας υπό τα ίδια στοιχεία, φωτοαντίγραφο του μ' αριθμό ......... δελτίου αστυνομικής ταυτότητας υπό τα στοιχεία Β3, φωτοαντίγραφο επανεκτύπωσης βεβαίωσης απόδοσης Α.Φ.Μ. της Β3, βεβαίωση διόρθωσης προσωπικών στοιχείων φυσικού προσώπου της ίδιας, ενδεικτικό εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος της ίδιας και πρωτότυπο εκκαθαριστικό σημείωμα της ίδιας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ενυπάρχουσα στη δικογραφία ιατροδικαστική έκθεση, ο εγκαλών υπέστη, απ' τα προπεριγραφέντα κτυπήματα των κατηγορουμένων και την εν γένει κακοποίησή του υπ' αυτών, απλή σωματική κάκωση και συγκεκριμένα: εκχύμωση των μαλακών μορίων, διαμέτρου 1,5 εκατ., περίπου, μετά εκδοράς κατά την αριστερά μετωπιαία χώρα, παρά το τριχωτό, χροιάς ιώδους, εκχυμωτική εκδορά της δεξιάς μασχαλιαίας χώρας, στρογγυλού σχήματος, διαμέτρου 1,5 εκατοστών περίπου, χροιάς ιώδους, εκδορά της ραχιαίας επιφανείας της δεξιάς άκρας χειρός, εκδορά ωοειδούς σχήματος του αριστερού αγκώνα και πολλαπλές εκδορές, ωοειδούς σχήματος έως 2 εκατοστών περίπου, κατά την πρόσθια επιφάνεια αμφοτέρων των κνημών. Για την κατ' έγκληση διωκόμενη πράξη της απλής σωματικής βλάβης από κοινού κατ' εξακολούθηση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω ανακλήσεως στις 31-5-2006 της εγκλήσεως και μη αποποιήσεως από τους κατηγορουμένους. Οι λοιπές πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους διώκονται αυτεπαγγέλτως. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις λοιπές αποδιδόμενες σ' αυτούς κατηγορίες ισχυριζόμενοι ότι ο εγκαλών σκηνοθέτησε σε βάρος τους μία πλεκτάνη, καθώς ο ίδιος είχε καλέσει τον εκ τούτων Χ2 να τον συναντήσει στο αεροδρόμιο, ότι τους ακολούθησε στην οικία του προαναφερθέντος Χ2 στην ........ με την ελεύθερη βούλησή του, δίχως να ασκήσουν επάνω του σωματική βία ή να τον απειλήσουν και ότι τούτο έγινε προκειμένου να συζητήσουν με την ησυχία τους και να καταλήξουν σε λύση της μεταξύ του δευτέρου [Χ1] και του εγκαλούντος διαφοράς τους, ότι διανυκτέρευσαν εκεί διότι ήσαν κουρασμένοι, ότι την άλλη ημέρα η γιαγιά του πρώτου τούτων [Χ2] Γ1, που διαμένει στο ισόγειο της εν λόγω οικίας, τους σέρβιρε καφέ και γεύμα, ότι την άλλη ημέρα θα μετέβαιναν στην Αθήνα ο μεν δεύτερος [Χ1] για οικογενειακή του υπόθεση, ο δε πρώτος [Χ2] για παρέα του ήδη συγκατηγορουμένου του και, τέλος, ότι ο ίδιος ο εγκαλών χρησιδάνεισε το αυτοκίνητό του στον πρώτο [Χ2], γιατί εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών αδυνατούσε να μεταβεί στο ......., όπου και διέμενε. Όμως, αυτοί οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, που επαναλαμβάνονται και στις υπό κρίση εφέσεις τους, ελέγχονται ως ψευδείς καθ' ολοκληρίαν και παντελώς αβάσιμοι. Συγκεκριμένα: α] Ουδόλως συνάδει με τη στοιχειώδη λογική το ότι ο εγκαλών, τη στιγμή που είναι έτοιμος να αναχωρήσει για την Αθήνα με την πτήση των 20.30 για επαγγελματικούς λόγους, ευρισκόμενος προς τούτο στο αεροδρόμιο "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", έχοντας προμηθευτεί και το σχετικό προς τούτο εισιτήριο, αποδέχεται, όμως αιφνιδίως και ανεξηγήτως, την πρόταση του Χ2 να πάνε όλοι μαζί στην........., μόνο και μόνο, για να συζητήσουν μεταξύ τους, καταλείποντας, μάλιστα, και τις αποσκευές του στο αεροδρόμιο, μια ώρα πριν από την αναχώρηση της πτήσης του. Η διαλογική διευθέτηση της διαφοράς μεταξύ του εγκαλούντος και του δευτέρου των κατηγορουμένων [Χ1] θα μπορούσε να λάβει χωράν και σε χώρο εντός του αεροδρομίου και όχι στην ......... που βρίσκεται σε απόσταση εκατό [100] περίπου χιλιομέτρων απ' το αεροδρόμιο. Β] Το ότι προσπαθούν να εμφανίσουν την αναλυτικώς προπεριγραφείσα αξιόποινη συμπεριφορά τους ως φιλική συνάντηση και μετάβαση και διανυκτέρευση του εγκαλούντος στην .......... ως ενέργεια οικεία βουλήσει του, αντικρούεται ο ισχυρισμός τους αυτός από τις σωματικές κακώσεις που έφερε ο εγκαλών - παθών, που, εκτός των άλλων, συνάδουν απολύτως με τον προπεριγραφέντα τρόπο κακοποίησής του [π.χ. δέσιμο σε καρέκλα]. Αυτές τις σωματικές κακώσεις οι κατηγορούμενοι τις αντιπαρέρχονται σιγή, ως να μην υπήρξαν ποτέ, τις επικαλύπτουν με τη σιωπή τους, η οποία έτσι, αποκτά μια πειστικότητα που οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί τους δεν διαθέτουν. Γ] Η μάρτυρας υπεράσπισης Γ1, γιαγιά του πρώτου Χ2, κατέθεσε ότι σέρβιρε στον κατηγορούμενο και στους κατηγορούμενους καφέ και γεύμα και ότι τους είδε αγαπημένους και χωρίς προβλήματα μεταξύ τους. Πρόκειται για μάρτυρα αναξιόπιστη. Αν αντίκρυζε τον εγκαλούντα θα παρατηρούσε τα ευκρινέστατα τραύματα που έφερε ο τελευταίος στο πρόσωπό του, θα αντιλαμβανότανε τον τρόμο που βίωνε ο τελευταίος που απήχθη βιαίως, κακοποιήθηκε, ληστεύθηκε και βρισκότανε σε εξέλιξη η εκβίαση του. Δ] Αφού, κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, ο δεύτερος τούτων θα μετέβαινε στην Αθήνα για οικογενειακή του υπόθεση, συνοδευόμενος "για παρέα" από τον πρώτο τούτων, τότε δεν υφίστατο λόγος να φέρουν επάνω τους ο μεν πρώτος [Χ2] την πιστωτική κάρτα και τα λοιπά προαναφερθέντα έγγραφα του Β2, ο δε δεύτερος [Χ1] την πιστωτική κάρτα και τα προαναφερθέντα έγγραφα του Β1. Τουναντίον, το ότι τελικά τα έφεραν μαζί τους, είναι γεγονός που επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος [για την εξαναγκασμένη δηλαδή χρησιμοποίησή τους απ' αυτόν προς αγορά εμπορευμάτων, αξίας τουλάχιστον 6.000 ευρώ και παράδοσή τους, στη συνέχεια, σ' αυτούς για περαιτέρω μεταπώληση επί κέρδει]. Ε] Κατά την προανακριτική του απολογία ο κατηγορούμενος Χ2 αναφέρει ότι ο συγκατηγορούμενός του και ο εγκαλών "διαπληκτίζονταν φωνάζοντας δυνατά" στο σπίτι του στην ........, ενώ στην ανακριτική του απολογία αναφέρει, αντιφάσκοντας προδήλως προς τον εαυτό του, ότι "... συζήτησαν φιλικά και αποφασίσαμε να παραμείνουμε μέχρι και την επόμενη ημέρα για να ξεκουραστούμε" [βλ. απολογίες τούτου]. ΣΤ] Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, επικαλούμενοι την προσχηματική τους άγνοια και μετερχόμενοι, δολίως και τεχνηέντως, την επινοηθείσα υπ' αυτών αμεριμνησία τους, ισχυρίζονται, στις υπό κρίση εφέσεις τους δια μακρών, ότι ο εγκαλών την ώρα που μετέβη στο Α/Τ του αεροδρομίου μόνος του να παραλάβει τα πράγματά του, θα μπορούσε να τους καταγγείλει στους αστυνομικούς ακωλύτως, αλλά δεν το έπραξε, και δεν το έπραξε διότι ουδέν το αξιόποινο συνέβη. Λησμονούν, όμως, ότι ο εγκαλών είχε απαχθεί, βασανιστεί και εκβιαστεί για 24 ώρες, ότι απειλήθηκε ότι αν έλεγε οτιδήποτε στον αστυνομικό, ο πρώτος [Χ2] θα τον σκότωνε. Η απειλή αυτή δεν ήταν τυχαία. Τουναντίον, ο εγκαλών την εξέλαβε ως σοβαρή μιας και τη συνδύασε με όλη την προηγηθείσα κακοποιό συμπεριφορά που επέδειξαν οι κατηγορούμενοι εις βάρος του. Ήταν, λοιπόν, τρομοκρατημένος και, ως εκ τούτου, ούτε που σκέφθηκε να ζητήσει την προστασία της αστυνομίας". Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο πληττόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τα προαναφερθέντα εγκλήματα, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στις προαναφερθείσες ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Συνεπώς είναι αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως περί α) ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες με ξεχωριστά δικόγραφα. Κατά τα λοιπά δια των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως το βούλευμα που προαναφέρθηκε για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει τις από 21-2-2007 και 2-2-2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 και 2) Χ2 κατά του υπ' αριθμ. 1598/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και λόγους ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου για τα εγκλήματα: α) της αρπαγής από κοινού, β) της απόπειρας εκβίασης από κοινού, γ) της ληστείας από κοινού, δ) της απλής σωματικής βλάβης από κοινού και ε) της παράνομης οπλοφορίας
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αρπαγή, Εκβίαση, Ληστεία, Οπλοφορία, Σωματική βλάβη απλή.
1
Αριθμός 2176/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων -κατηγορουμένων 1) .... και 2) ....., περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 50/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Μαρτίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 811/07. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 286/374.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τας παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, ασκηθείσας υπό των κατηγορουμένων 1) .... και 2) ...... από 21 Μαρτίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως, κατά του υπ΄αριθμ. 50/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης και εκθέτομεν τα εξής: Ι. Δια του πληττομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ΄ουσίαν αι εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων κατά του υπ΄αριθμ. 251/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου και επεκυρώθη το βούλευμα τούτο, που τους παρέπεμψεν εις το ακροατήριον δια να δικασθούν δι΄υπεξαίρεσιν κατά συναυτουργίαν και κατ΄εξακολούθησιν αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίον είχον εμπιστευθή εις αυτούς υπό την ιδιότητά των ως διαχειριστών ξένης περιουσίας (άρθρα 45, 98 και 375 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονούνται ήδη οι αναιρεσείοντες, προβάλλοντες τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α΄και δ΄ Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως. ΙΙ. Εκ των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. δ΄, 191, 192 και 204 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι απαγγέλλεται απόλυτος ακυρότης εις περίπτωσιν παραλείψεως γνωστοποιήσεως του διορισθέντος πραγματογνώμονος εις τον κατηγορούμενον, διότι παραβιάζονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και στερείται του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως εξαιρέσεως του πραγματογνώμονος και, προκειμένου περί κακουργήματος, του δικαιώματός του προς διορισμόν τεχνικού συμβούλου (Α.Π. 1443/1999, 532/1998 Ποιν Δικ 2000 σελ. 119, 1999 σελ. 614 αντιστ. κ.ά.). Περαιτέρω εκ των διατάξεων των άρθρων 31 και 43 Κ.Π.Δ. όπως ταύτα αντικατεστάθησαν αντιστοίχως δι΄άρθρων 2 και 5 ν.3160/2003 και ακολούθως το άρθρον 31 δι΄άρθρου 5 ν.3346/2005 προκύπτει, ότι ανεβαθμίσθη η προκαταρτική εξέτασις, η οποία αποτελεί στάδιον της ανακριτικής διαδικασίας. Κατά συνέπειαν, εφ΄όσον αυτή γίνεται κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως κατά ωρισμένου προσώπου, ή εάν κατά την διάρκειαν αυτής αποδίδεται εις ωρισμένον πρόσωπον η τέλεσις αξιοποίνου πράξεως, το πρόσωπον τούτο έχει δικαιώματα ανάλογα προς εκείνα τα οποία αναγνωρίζει εις τον κατηγορούμενον το ποινικόν δικονομικόν δίκαιον κατά την διάρκειαν της προδικασίας και ειδικώτερον της προανακρίσεως ή της ανακρίσεως (Α. Κωνσταντινίδη, ΄Εκθεσις επί του Σχ. Ν. "Επιτάχυνσις της ποινικής διαδικασίας κ.λ.π." της Δ/νσεως Επιστημ. Μελετών της Βουλής, Ποιν Χρ ΝΓ σελ. 1049, Θ. Δαλακούρα, Η λειτουργική αρμοδιότης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν.3160/2003 Ποιν Χρ ΝΔ σελ. 585 επ., πρβλ. και Α.Π. 1524/2006 με σύμφωνον αγόρευσίν μας, ιδία δε 1604/1995, Ποιν Δικ 2006 σελ. 993 και Ποιν Χρ ΜΣΤ΄ σελ. 1023 αντιστ. κ.ά.). Επομένως η υποχρέωσις γνωστοποιήσεως των διορισθέντων πραγματογνωμόνων καταλαμβάνει και την περίπτωσιν εκείνην κατά την οποίαν διενεργείται προκαταρκτική εξέτασις, κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως κατά ωρισμένου προσώπου, ή εάν κατά την διάρκειαν αυτής αποδίδεται εις ωρισμένον πρόσωπον η τέλεσις αξιοποίνου πράξεως (πρβλ. και Α.Π. 1604/1995 ενθ΄ανωτ.). Εις την περίπτωσιν αυτήν υποχρεούται ο διενεργών την προκαταρκτικήν εξέτασιν, να γνωστοποιήση εις τα ανωτέρω πρόσωπα τους διορισθέντας υπ΄αυτού πραγματογνώμονας, προκειμένου αυτά να ασκήσουν τα υπό των άρθρων 191, 192 και 204 Κ.Π.Δ. δικαιώματά των. Εάν δεν γίνη η γνωστοποίησις αυτή επέρχεται απόλυτος ακυρότης της προδικασίας. Παραβιάζεται δε και η διάταξις του άρθρου 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α. ΙΙΙ. Εις την προκειμένην περίπτωσιν η Ψ1 δια της από 18/4/2003 εγκλήσεώς της προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου κατήγγειλε τους αναιρεσείοντας κατηγορουμένους δι΄υπεξαίρεσιν κατά συναυτουργίαν και κατ΄εξακολούθησιν αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίον είχον εμπιστευθή εις αυτούς υπό την ιδιότητά των ως διαχειριστών ξένης περιουσίας. Επί τη βάσει της εγκλήσεως αυτής ο προαναφερθείς Εισαγγελεύς, δια της από 21/5/2003 παραγγελίας του προς τον Πταισματοδίκην Βόλου, παρήγγειλε την διενέργειαν προκαταρτικής εξετάσεως, με ειδικωτέραν μνείαν να διατάξη την διενέργειαν λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Κατόπιν τούτου ο ανωτέρω Πταισματοδίκης, δια των από 9/10/2003 και 14/10/2003 διατάξεών του, διώρισεν αντιστοίχως πραγματογνώμονας τους 1) .... και 2) ...... Ο διορισμός αυτών εγένετο μετά την ισχύν του ανωτέρω ν.3160/2003, δια των άρθρων 2 και 5 του οποίου αντικατεστάθησαν αντιστοίχως τα άρθρα 31 και 43 Κ.Π.Δ. Συνεπώς έπρεπε να γίνη γνωστοποίησις των διορισθέντων πραγματογνωμόνων εις τους κατηγορουμένους, προκειμένου αυτοί να ασκήσουν τα υπό των άρθρων 191, 192 και 204 Κ.Π.Δ. δικαιώματά των. Τούτο όμως δεν εγένετο. Οι πραγματογνώμονες αυτοί συνέταξαν την από 25/11/2003 έκθεσιν λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, δια της οποίας απεδίδετο εις τους κατηγορουμένους η υπεξαίρεσις συνολικού ποσού δρχ. 20.475.391. Εις την άκυρον αυτήν πραγματογνωμοσύνην το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών Βόλου επεστήριξε την κρίσιν του περί παραπομπής των κατηγορουμένων εις το ακροατήριον. Όπως επίσης και το Συμβούλιον Εφετών, το οποίον επεκύρωσε το πρωτόδικον βούλευμα και απέρριψε τας εφέσεις των κατηγορουμένων, δια των οποίων προεβάλετο, εκτός άλλων, ως λόγος εφέσεως η ακυρότης της προδικασίας, ένεκεν της εμφιλοχωρησάσης ακυρότητος της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Η ακυρότης αυτή δεν εθεραπεύθη εκ του ότι οι κατηγορούμενοι έλαβον γνώσιν της ακύρου αυτής πραγματογνωμοσύνης και προσεκόμισαν εις το Συμβούλιον Εφετών την από 18/12/2006 ιδιωτικήν πραγματογνωμοσύνην που συνετάγη επιμελεία αυτών. Αυθαιρέτως δε εδέχθη το άνω Συμβούλιον Εφετών, ότι δεν απητείτο γνωστοποίησις των πραγματογνωμόνων, αφού επρόκειτο περί της κατ΄ άρθρον 187 Κ.Π.Δ. προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης. Τούτο δε, διότι εκ των σχετικών διατάξεων περί διορισμού πραγματογνωμόνων, που παραδεκτώς επισκοπούνται, δεν προκύπτει ότι διετάχθη η διεξαγωγή προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, αφού δεν μνημονεύεται το άρθρον 187 Κ.Π.Δ., ούτε γίνεται μνεία περί εξαιρετικώς κατεπειγούσης περιπτώσεως. Δια τον λόγον δε αυτόν και ο ανωτέρω Πταισματοδίκης δεν προέβη εις άμεσον διορισμόν οριστικών πραγματογνωμόνων, όπως επιτάσσει η ανωτέρω διάταξις. Εν όψει αυτών πρέπει να αναιρεθή το πληττόμενον βούλευμα, κατά τον βάσιμον πρώτον αναιρετικόν λόγον της απολύτου ακυρότητος που προβλέπεται υπό της διατάξεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ Κ.Π.Δ., εν συνδυασμώ και προς την διάταξιν του άρθρου 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α. και να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων δικαστών (Α.Π. 1163/1995, 1604/1995 Ποιν Χρ ΜΣΤ΄ σελ. 270 και 1023 αντιστ. κ.ά.). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνομεν: Ι. Να αναιρεθή το υπ΄αριθμ. 50/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης. ΙΙ. Να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων δικαστών. Αθήνα, 15 Ιουνίου 2007. Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ι. Ζύγουρας Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 192 του ΚΠΔ, εκείνος που διόρισε τους πραγματογνώμονες πρέπει να ανακοινώσει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμα τους και στους διαδίκους, εκτός αν τούτο είναι αδύνατο, (όπως όταν είναι άγνωστης διαμονής ή διαμένει στην αλλοδαπή, χωρίς να έχει διορίσει αντίκλητο του) ή αν συντρέχει η περίπτωση που επιβάλλεται η άμεση ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και στην περίπτωση του άρθρου 187 του ιδίου Κώδικα, (που αναφέρεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, όταν δεν είναι δυνατό να διοριστεί τακτικός πραγματογνώμονας). Τούτο απαιτείται για να μπορέσει ο διάδικος, κατά τους ορισμούς των άρθρων 191 και 192 του ΚΠΔ, να ασκήσει το δικαίωμα εξαιρέσεως του πραγματογνώμονα και επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 204 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, να προβεί στο διορισμό τεχνικού συμβούλου. Η παράλειψη της γνωστοποιήσεως αυτής στον κατηγορούμενο, αναγόμενη στην υπεράσπιση του και στην άσκηση των πιο πάνω δικαιωμάτων του, που του παρέχονται από το νόμο, δημιουργεί, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με το πληττόμενο 50/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, απορρίφτηκαν οι εφέσεις των παραπάνω κατηγορουμένων κατά του υπ' αριθ. 251/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Βόλου, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικαστούν για υπεξαίρεση κατά συναυτουργία, κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίο είχαν εμπιστευθεί σ' αυτούς υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας (άρθρα 45, 98 και 375 παρ. 1 και 2 εδ. α' του ΠΚ). Όπως από το βούλευμα αυτό προκύπτει, το Συμβούλιο συνεξετίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και την από 23-11-2005 λογιστική πραγματογνωμοσύνη, που διατάχθηκε κατά το στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης, η οποία φέρει οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα η Ψ1 δια της από 18-4-7/2007 - σελ. 2 2003 εγκλήσεώς της προς τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Βόλου κατήγγειλε τους αναιρεσείοντες για την ως άνω υπεξαίρεση. Με βάση την έγκληση αυτή ο Εισαγγελέας που προαναφέρθηκε, με την από 21-5-2003 παραγγελία του, προς τον Πταισματοδίκη Βόλου, παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, με ειδικότερη μνεία να διατάξει τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Μετά την ισχύ του Νόμου 3160/2003, δια των οποίων αντικαταστάθηκαν τα άρθρα31 και 43 του ΚΠΔ, ο ανωτέρω Πταισματοδίκης, δια των από 9-10-2003 και 14-10-2003 διατάξεων του, διόρισε αντιστοίχως πραγματογνώμονες τους 1) .... και 2) ..... Όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκε στους αναιρεσείοντες ο διορισμός και τα ονόματα των ως άνω πραγματογνωμόνων, για να παρασχεθεί σ' αυτούς η δυνατότητα να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματα τους, όπως για υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως και για διορισμό τεχνικού συμβούλου. Οι πραγματογνώμονες αυτοί συνέταξαν την από 25-11-2003 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, δια της οποίας αποδιδόταν στους κατηγορουμένους η υπεξαίρεση συνολικού ποσού 20.475.391 δρχ. Συνεπώς, εφόσον το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας έλαβε υπόψη του και συνεξετίμησε την πιο πάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 484 παρ. 1 περ. Α' του ΚΠΔ και πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα του να αναιρεθεί κατά το βάσιμο πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Η ακυρότητα αυτή δεν θεραπεύτηκε από το ότι οι κατηγορούμενοι έλαβαν γνώση της άκυρης αυτής πραγματογνωμοσύνης. Η κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η γνωστοποίηση της ως άνω πραγματογνωμοσύνης δεν ήταν υποχρεωτική, με μόνη την επίκληση του άρθρου 204 παρ. 2 του ΚΠΔ, χωρίς να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά, είναι παντελώς αναιτιολόγητη, καθώς δεν εκτίθενται οι λόγοι που επέβαλαν την άμεση ενέργεια της ή στην περίπτωση της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης ότι συνέτρεχε εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 187 του ίδιου Κώδικα, οπότε εκείνος που ενεργεί κατόπιν την ανάκριση οφείλει να διορίσει αμέσως οριστικούς πραγματογνώμονες σύμφωνα με το άρθρο 186, πράγμα το οποίο δεν έγινε, με συνέπεια να στερηθούν οι κατηγορούμενοι των νόμιμων δικαιωμάτων τους. Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α΄ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα είναι βάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της εξετάσεσεως του ετέρου λόγου αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται το εν λόγω βούλευμα για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση, στη σύνθεση του οποίου δεν θα λάβουν μέρος οι δικαστές που έκριναν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμ. 50/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα λάβουν μέρος οι δικαστές που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί βούλευμα κατ’ άρθρ. 484 παρ. 1 περ. Α΄ του Κ.Π.Δ., γιατί διορίστηκαν πραγματογνώμονες σε ποινική υπόθεση χωρίς αυτός που τους διόρισε να ανακοινώσει τα ονοματεπώνυμά τους στον κατηγορούμενο για να μπορέσει ο τελευταίος να ασκήσει το δικαίωμα εξαιρέσεως αυτών και επιπρόσθετα για να μπορέσει να διορίσει τεχνικό σύμβουλο
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πραγματογνωμοσύνη.
2
Αριθμός 2173/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1, κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Παπαδάκη, περί αναιρέσεως της 1772/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 700/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 551παρ. 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη συρροή και κατά τη διάταξη της παρ. 3 εδ. τελευταίο του ίδιου άρθρου του Κώδικα, κατά της αποφάσεως με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον κατηγορούμενο και τον Εισαγγελέα. Η αναίρεση είναι επιτρεπτή, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και επομένως και για εκείνον της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ.), οία είναι και το προδιαληφθέν άρθρο, κατά το μέρος που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής. Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Τέλος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΠΚ, ο καταδικασμένος σε ποινή στερητική της ελευθερίας, απολύεται υπό προϋποθέσεις και υπό τον όρο της ανακλήσεως, εφόσον έχε ι καταδικασθεί σε πρόσκαιρη κάθειρξη, αν έχε ι συμπλήρωσε ι τα τρία πέμπτα της ποινής του, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 108, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 109 του ΠΚ, αν μέσα στο χρονικό διάστημα, από της απολύσεως μέχρι της εκτίσεως της ποινής που υπολειπόταν, όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από τρία έτη ή μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών, όταν αυτό είναι μικρότερο, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικώς και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απολύσεως. Η αυτοδίκαιη άρση της υφ' όρο απόλυσης και η εκτέλεση της ποινής και κατά το υπόλοιπο τμήμα της, για το οποίο χορηγήθηκε, δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι μεσολάβησε προηγουμένως ανάκληση αυτής, κατά το άρθρο 107 ΠΚ, για το λόγο ότι ο καταδικασμένος παραβίασε τις υποχρεώσεις που του τέθηκαν με την απόλυση, ούτε από το γεγονός ότι δεν επήλθε το αμετάκλητο της νέας καταδίκης για το έγκλημα που τέλεσε ο καταδικασμένος με δόλο, μέσα στο χρόνο της δοκιμαστικής ελευθερίας και για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πάνω από έξι μήνες και τούτο, διότι ο καθορισμός της συνολικής ποινής συγχωρείται και πριν επέλθει το αμετάκλητο των καταδικαστικών αποφάσεων, που πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 551 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1772/5-7-2006 (συγχωνευτική) απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έγινε δεκτό ότι ο αναιρεσείων Χ1, ενώ εξέτιε συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι πέντε (25) ετών και αθροιστικώς εκτιόμενη ποινή φυλακίσεως 4 μηνών και 10 μηνών για απόδραση, η οποία είχε καθορισθεί με την υπ' αρ. 444/6-3-2002 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, για ληστείες, απόπειρες ληστειών, διακεκριμένες κλοπές, αποδράσεις κ.λ.π., έτυχε υφ' όρον απολύσεως με το υπ' αριθ. 233/19-9-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και απολύθηκε από τις φυλακές στις 19-9-2003, ενώ υπολειπόταν ποινή προς έκτιση οκτώ (8) ετών, δέκα (10) μηνών και δύο (2) ημερών. Όμως σε διάφορες ημεροχρονολογίες μέσα στο χρονικό διάστημα από τις 16-3-2004 έως τις 4/5-6-2004, δηλαδή μέσα στο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του, τέλεσε αυτός από δόλο και νέα σοβαρά εγκλήματα και συγκεκριμένα διακεκριμένη κλοπή, ηθική αυτουργία σε ληστείες κατά συρροή, μετάθεση πινακίδων κυκλοφορίας οχημάτων, λαθρεμπορία, αντίσταση και παράνομη οπλοφορία, για τα οποία καταδικάστηκε, με την υπ' αριθ. 2015/2005 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι τεσσάρων (24) ετών και πέντε (5) μηνών (6 έτη + 12 έτη + 12 έτη + 12 έτη + 10 μήνες + 1 έτος + 3 έτη + 1 έτος). Επακολούθησε η υποβολή της από 5-8-2005 αιτήσεως του συγκεκριμένου καταδίκου προς το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την οποία ζήτησε τη συγχώνευση: 1) Της συνολικής ποινής καθείρξεως των είκοσι πέντε (25) ετών και αθροιστικώς εκτιόμενης ποινής φυλακίσεως 4 μηνών και 10 μηνών, που καθορίστηκε με την υπ' αριθ. 444/6-3-2002 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, 2) της συνολικής ποινής καθείρξεως των είκοσι τεσσάρων (24) ετών και πέντε (5) μηνών, που του επιβλήθηκε με την υπ' αριθ. 2015/2005 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, και 3) της ποινής καθείρξεως των πέντε (5) και ημίσεως (1/2) ετών, που του επιβλήθηκε με την υπ' αριθ. 58/12-1-2004 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για διακεκριμένη κλοπή. Επί της αιτήσεως δ' αυτής εκδόθηκε στη συνέχεια η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1772/5-7-2006 απόφαση του Πενταμέλους Εφετείου Αθηνών, με την οποία συγχωνεύθηκαν· μόνο οι δύο από τις τρεις ως άνω στερητικές της ελευθερίας ποινές και συγκεκριμένα αυτές που είχαν επιβληθεί στον αιτούντα και ήδη αναιρεσείοντα με τις υπ' αριθ. 2015/2005 και 58/2004 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, καθορίστηκε δε ως συνολική ποινή καθείρξεως η τοιαύτη των είκοσι έξι (26) ετών και πέντε (5) μηνών (με επαύξηση της μεγαλύτερης ποινής καθείρξεως των είκοσι τεσσάρων (24) ετών και πέντε (5) μηνών κατά δύο (2) έτη από την ποινή καθείρξεως των 5 και 1/2 ετών), ως εκτιτέα δε υπ' αυτού συνολική ποινή καθείρξεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 § 1 εδ. τελευταίο του ΠΚ, η τοιαύτη των είκοσι πέντε (25) ετών. Αντιθέτως, δεν συμπεριελήφθη στις προς συγχώνευση ποινές, αν και συναντήθηκε με αυτές κατά την εκτέλεση, και η συνολική ποινή καθείρξεως των είκοσι πέντε (25) ετών και αθροιστικώς εκτιόμενη ποινή φυλακίσεως 4 μηνών και 10 μηνών, που είχε καθορισθεί με την υπ' αριθ. 442/2002 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και για την οποία είχε τύχει ο ίδιος υφ' όρο απολύσεως, με ανασταλέν υπόλοιπο ποινής που ανερχόταν σε 8 έτη, 10 μήνες και 2 ημέρες, με την αιτιολογία ότι μέσα στο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του καταδικάστηκε ο ίδιος με την υπ' αριθ. 2015/2005 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για νέα σοβαρά εγκλήματα τελεσθέντα από δόλο σε ποινές καθείρξεως, αλλά και ποινές φυλακίσεως άνω των έξι μηνών. Συγκεκριμένα. καταδικάστηκε, όπως προαναφέρθηκε, με την ως άνω οριστική απόφαση για τα εγκλήματα της διακεκριμένης κλοπής, ηθικής αυτουργίας σε ληστείες κατά συρροή, μετάθεσης πινακίδων κυκλοφορίας οχημάτων, λαθρεμπορίας, αντίστασης και παράνομης οπλοφορίας, τα οποία φέρεται ότι διέπραξε αντίστοιχα στις 16-3-2004 και 22-3-2004 το πρώτο, στις 28-5-2004, 18-5-2004 και 1-4-2004 το δεύτερο, στις 1-6-2004, 4/5-6-2004 και 4/5-6-2004 το τρίτο, στις 4/5-6-2004 το τέταρτο, την 1-6-2004 το πέμπτο και στις 28-5-2004 και 1-6-2006 το έκτο. Πρέπει, κατόπιν τούτου, να εκτίσει ο ως άνω αιτών αθροιστικά και το ανερχόμενο σε οκτώ (8) έτη, δέκα (10) μήνες και δύο (2) ημέρες υπόλοιπο της ποινής που καθορίστηκε με την υπ' αριθ. 444/6-3-2002 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και για την οποία του χορηγήθηκε το ευεργέτημα της υφ' όρο απολύσεως με τον όρο της ανάκλησης. Με αυτά που δέχθηκε το εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις των άρθρων 94 § 1, 96 § 1, 97, 105, 108 και 109 του ΠΚ και του άρθρου 551 §§ 1 & 2 του ΚΠΔ, ενώ δεν υπέπεσε ούτε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, όπως αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν επιτρέπεται να προσμετρηθεί η επιβληθείσα στον εν θέματι κατάδικο με την υπ' αριθ. 2015/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι τεσσάρων (24) ετών και πέντε (5) μηνών στην επιβληθείσα στον ίδιο κατάδικο με την υπ' αριθ. 444/6-3-2002 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι πέντε (25) ετών και αθροιστικώς εκτιόμενη ποινή φυλακίσεως 4 μηνών και 10 μηνών, αν και συναντώνται αμφότερες κατά την εκτέλεση, καθόσον η πρώτη από τις παραπάνω συνολικές ποινές αναφέρεται σε εγκλήματα (κακουργήματα και πλημμελήματα) που τελέστηκαν από δόλο κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας αυτού, που έχει απολυθεί υπό όρο, υπερβαίνουν οι επί μέρους ποινές που την απαρτίζουν τους έξι μήνες για το καθένα από τα εγκλήματα αυτά και πρόκειται να εκτιθεί αθροιστικά μετά την έκτιση ολόκληρου του ανασταλέντος υπολοίπου της δεύτερης συνολικής ποινής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 108 του ΠΚ, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 § 7 του ν. 2207/1994, εάν παραμείνει τελικώς ως έχει ή δεν διαφοροποιηθεί ουσιωδώς η καταδίκη του με την υπ' αριθ. 2015/2005 οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δεν έχει καταστεί μέχρι σήμερα αμετάκλητη. Επίσης, πρέπει να λεχθεί ότι εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στη σελίδα 4 της προσβαλλόμενης απόφασης η υπ' αριθ. 2015/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ως απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και, επομένως, δεν επάγεται το γεγονός αυτό απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω είναι αβάσιμοι όλοι οι λόγοι αναιρέσεως (της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων) και πρέπει να απορριφθούν, συνακόλουθα δε πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 13-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 περί αναιρέσεως της 1772/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋποθέσεις καθορισμού συνο-λικής ποινής. Δεν μπορεί να συγχωνευθεί η ποινή για την πράξη που τελέστηκε από αυτόν, που απολύθηκε υπό όρο, κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, διότι τότε, κατ’ άρθρ. 108 ΠΚ επέρχεται άρση της αναστο-λής και οι ποινές εκτίονται αθροιστικώς
Ποινών συγχώνευση
Ποινών συγχώνευση, Απόλυση υφ' όρο.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 2172/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μητρόπουλο, περί αναιρέσεως της 8001/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 212/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο τον αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 εδ. α΄ Ν. 5351/1932,στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους ανήκουν όλα τα αρχαία, που βρίσκονται στην Ελλάδα από τους αρχαιότατους χρόνους και εφεξής, ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ως αρχαία λογίζονται όλα ανεξαιρέτως τα έργα τέχνης, όπως εξειδικεύονται σ' αυτό. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου νόμου, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος των κατά την έννοια των άρθρων 1και 2 του ίδιου νόμου αρχαίων αντικειμένων, οφείλει να δηλώσει αυτά στην πλησιέστερη αστυνομική ή αρχαιολογική αρχή εντός 15 ημερών αφότου περιήλθε το αρχαίο στην κατοχή του, αυτός δε που παραλείπει πέρα από το δίμηνο να δηλώσει την κατοχή του αρχαίου προς το σκοπό παράνομης διάθεσης αυτού τιμωρείται με φυλάκιση ενός μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή 1.000 έως 4.000 δραχμών. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 375 παρ.1εδ. α΄ ΠΚ, κατά την οποία όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του, με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται...προκύπτει ότι εκείνος, ο οποίος γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο κάτοχος αρχαίου αντικειμένου, το οποίο, κατά τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόμου, ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου, εκτός των αδικημάτων που διαπράττει από τη μη δήλωση τούτου μέσα στις ως άνω προθεσμίες, τελεί και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως από τη στιγμή που εκδηλώνει πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης. Ως χρόνος τέλεσης της υπεξαιρέσεως αυτής, η οποία είναι έγκλημα στιγμιαίο, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματώνεται η παράνομη αυτή ιδιοποίηση του αρχαίου αντικειμένου, δηλαδή που πραγματώνεται η εξωτερική πράξη, με την οποία αναιρείται οριστικά η εξουσία του ιδιοκτήτη στο πράγμα. Εξάλλου η απόφαση έχει την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων του συγκεκριμένου εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις του δικαστηρίου με τις οποίες κρίθηκε ένοχος για την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: Ύστερα από πληροφορίες των Αστυνομικών του Τμήματος Αρχαιοκαπηλίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, ότι κάποια άτομα διακινούν και εμπορεύονται αρχαία, στις 8-12-1998, απογευματινές ώρες, κατόπιν προσυνεννοημένου ραντεβού, ο κατηγορούμενος μετέβη με το Γ1 στο πολυκατάστημα ....... που βρίσκεται στο 43,5 χιλιόμετρο της Εθνικής ....... (όπου είχε κλεισθεί το ραντεβού), προκειμένου να συναντηθεί με εμπόρους αρχαιοτήτων και ειδικότερα με Αστυνομικό της ως άνω Υπηρεσίας, που είχε εμφανισθεί ως αγοραστής, προκειμένου να πωλήσει σε αυτόν αρχαία αντικείμενα. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, μετά από ολιγόωρη απουσία του, επέστρεψε και πάλι στο ως άνω κατάστημα μεταφέροντας δύο (2) νάϋλον σακούλες, στις οποίες, μετά από γενόμενη έρευνα, βρέθηκαν τα εξής αρχαιολογικά αντικείμενα, μεγάλης αξίας, που ανήκαν στο Δημόσιο: 1)ένα(1)χάλκινο άωτο αγγείο, με ψηλό πόδι, ύψους 0,04 cm, 2)δύο (2) χάλκινα ειδώλια Πάρητος, ύψους 0,055 cm, 3) ένα (1) χάλκινο ανδρικό ειδώλιο, ύψους 0,075 cm, 4)ένα (1) χάλκινο ειδώλιο ταύρου, 5) ένα (1) μολύβδινο ειδώλιο ταύρου, 6) ένα (1) χάλκινο τρίμορφο ανδρικό ειδώλιο, ύψους 0,065 cm, 7) ένα (1)χάλκινο βραχιόλι, 8) τμήμα χάλκινης πτηνόμορφης λαβής, μήκους 0,052 cm, 9)τμήμα χάλκινης λαβής, με απόληξη πάπιας, μήκους 0,04 cm, 10) ένα (1) χάλκινο περίαπτο, με ανδρική μορφή, ύψους 0,045 cm, 11) τμήμα σιδερένιας λαβής, με μορφή ζώου, μήκους 0,04 cm, 12)μία χάλκινη βάση, με δύο απολήξεις, 13) οκτώ (8) χάλκινα δακτυλίδια, 14) ένα (1) χάλκινο περίαπτο, που απολήγει σε τρία άγκιστρα, 15) ένα (1) πτηνόμορφο ειδώλιο προϊστορικό, ύψους 11 cm, 16) ένα αλάβαστρο προϊστορικό, 17) τριακόσια σαράντα (340) χάλκινα νομίσματα, Ελληνιστικά, Ελληνορωμαϊκά και Βυζαντινά, και 18) 34 ασημένια νομίσματα, συνολικής αξίας 7.345.000 δρχ. ή 21.555 ευρώ, όπως προκύπτει από το από ........ πρακτικό της αρμόδιας εκτίμησης κατασχεθέντων αρχαίων της αρμόδιας επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού και το υπ' αρίθμ. ......... έγγραφο του Νομισματικού Μουσείου, που είναι (αξία των παραπάνω αντικειμένων) ιδιαιτέρως μεγάλη. Τα ως άνω κατασχεθέντα αντικείμενα είναι αρχαία (έργα τέχνης και νομίσματα) κατά του νόμου 5351/1932 και χρονικώς προγενέστερα του έτους 1453 μ.Χ. ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο. Και ναι μεν δεν προέκυψε επακριβώς για πόσο χρόνο πριν από την παραπάνω σύλληψή του (8-12-1998) ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του τα περιγραφόμενα ως άνω αρχαία αντικείμενα. Σκοπό όμως ιδιοποιήσεως αυτών εξεδήλωσε ο κατηγορούμενος στις 8-12-1998, που μετέφερε αυτά στον φερόμενο ως υποψήφιο αγοραστή, ο οποίος (χρόνος αυτός) θεωρείται και ως χρόνος της αξιόποινης πράξης της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Με βάση τα περιστατικά αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο παραπάνω πράξη και τον κήρυξε ένοχο, του επέβαλε δε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια , πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Ειδικότερα ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία γιατί δεν αναφέρει εάν η κατοχή των επιδίκων αρχαίων παραδόθηκε σ' αυτόν από τον ιδιοκτήτη τους Ελληνικό Δημόσιο ή βρέθηκαν από τρίτο και του παραδόθηκαν προς φύλαξη, για να τα παραδώσει στις αρχές. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί δεν είναι απαραίτητος για την πληρότητα της αιτιολογίας ο προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο έγινε ο αναιρεσείων κάτοχος των αρχαίων αντικειμένων, τα οποία στη συνέχεια υπεξαίρεσε, καθόσον για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, αρκεί ο δράστης αυτός να γίνει κάτοχος αυτών με οποιοδήποτε τρόπο. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. α του ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Η επιβαλλόμενη κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρ.510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν είναι αρκετή μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Η κατά τρόπο αόριστο προβολή των ισχυρισμών αυτών δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να τους απαντήσει και συνεπώς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν απόρριψή τους. Περαιτέρω, για να συντρέξει η από το άρθρ.84 παρ. 2 εδ. δ του ΠΚ προβλεπόμενη ελαφρυντική περίσταση ,η οποία επιφέρει μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρ. 83 του ίδιου Κώδικα, πρέπει η μετάνοια του κατηγορουμένου να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με περιστατικά τα οποία πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και να μαρτυρούν ότι ο τελευταίος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του , χωρίς να αρκεί η έκφραση συγνώμης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος ζήτησε δια του συνηγόρου του να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. δ του ΠΚ. Το Εφετείο απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ως αόριστο. Και πράγματι ο ισχυρισμος αυτός είχε προταθεί αορίστως, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν επικαλέστηκε περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, κατά τα προεκτεθέντα, ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του και επομένως το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή του ειδικά και εμπεριστατωμένα, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της 8001/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση από κοινού εις βάρος του Δημοσίου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο έγινε ο αναιρεσείων κάτοχος των αρχαίων αντικειμένων, τα οποία στη συνέχεια υπεξαίρεσε. Ο δράστης μπορεί να γίνει κάτοχος με οποιο-δήποτε τρόπο. Ο αυτοτελής ισχυρισμός για χορήγηση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. 8 ΠΚ δεν έχρηζε αιτιολογίας αφού ήταν αόριστος
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Υπεξαίρεση.
1
Αριθμός 2174/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενο στις Δικαστικές Φυλακές Κέρκυρας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανέστη Χατζηχρήστο, περί αναιρέσεως της 88/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας. Το Τριμελές Εφετείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 930/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Συνολική ποινή σχηματίζεται κατ' εφαρμογή των άρθρ. 94-97 του ΠΚ όταν συναντώνται στην εκτέλεση περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 551 του ΚΠΔ αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού κώδικα για τη συρροή. Κατά την παρ. 3 εδ. τελευταίο του ίδιου κώδικα, κατά της απόφασης με την οποία καθορίστηκε συνολική ποινή επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα. Η αναίρεση είναι επιτρεπτή για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1,μεταξύ των οποίων και εκείνος της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπάγει ορθώς τα παρ' αυτού γενόμενα δεκτά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Στην προκείμενη περίπτωση από τα πρακτικά και την προσβαλλόμενη συγχωνευτική απόφαση, που επισκοπούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα. Ο Χ1 καταδικάστηκε α)με την υπ' αριθ. 84/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, σε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και β) με την υπ' αριθ. 83/2002 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας) για πλαστογραφία μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος, κατ' εξακολούθηση, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ του ΠΚ, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών. Επακολούθησε η συγχώνευση, με την υπ' αριθ. 88/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας, αμφοτέρων των ως άνω στερητικών της ελευθερίας ποινών καθείρξεως και φυλακίσεως και καθορίστηκε ως εκτιτέα υπ' αυτού συνολική ποινή καθείρξεως η τοιαύτη των εννέα (9) ετών, επαυξηθείσης της βαρύτερης ποινής καθείρξεως των επτά (7) ετών, που ελήφθη ως ποινή βάσης, κατά δύο (2) έτη από την άλλη ποινή φυλάκισης των πέντε (5) ετών. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης (συγχωνευτικής) άσκησε ο αναιρεσείων την υπό κρίση αίτηση, η οποία, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, περιέχει τον αναιρετικό λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 97 του ΠΚ και 551 παρ. 1 του ΚΠΔ. Ο λόγος όμως αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον δεν ερμηνεύτηκαν ούτε εφαρμόστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα οι προαναφερόμενες ποινικές διατάξεις, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Ειδικότερα δεν παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ΠΚ, με την οποία ορίζεται, εκτός των άλλων, ότι { η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη...Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών}, καθόσον είναι επιτρεπτή η επαύξηση της ποινής φυλακίσεως των πέντε(5) ετών, που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την υπ' αρίθ. 83/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας, κατά δύο (2) έτη, αφού οι τέσσερις (4) μήνες του άρθρου 94 παρ. 1 του ΠΚ αποτελούν το κατώτατο όριο της επαυξήσεως και τα δύο έτη δεν υπερβαίνουν τα 3/4 της ποινής φυλακίσεως των πέντε ετών. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-3-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αρίθ. 88/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας.Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καθορισμός συνολικής ποινής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση καθορίστηκε ως εκτιτέα συνολική ποινή καθείρξεως εννέα ετών, επαυξηθείσης της βαρύτερης ποινής καθείρξεως των επτά ετών, που ελήφθη ως ποινή βάσης, κατά δύο έτη από την άλλη ποινή φυλάκισης των πέντε ετών. Απορρίπτει ως αβάσιμο το λόγο αναιρέσεως της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, καθόσον η συγχωνευτική ποινή είναι εντός των πλαισίων του άρθρου 94 παρ. 1 του Π.Κ.
Ποινή συνολική
Ποινή συνολική, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
1
Αριθμός 2162/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 6023/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1656/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ. 2 του ΚΠοινΔ κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 155 του ίδιου Κώδικα, αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας και αντίγραφο αυτού επιδίδεται στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου κατηγορουμένου. Σ' αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 6023/2007 απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά της 49050/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που με την απουσία αυτού τον καταδίκασε για απάτη σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ την ημέρα, με την αιτιολογία ότι η παραπάνω πρωτόδικη απόφαση κοινοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στις 27-6-2006 και η έφεση αυτή ασκήθηκε την 21-5-2007, δηλαδή μετά την πάροδο της κατ' άρθρο 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ οριζόμενης δεκαήμερης προθεσμίας. Πλην όμως, καθώς διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση από τον Άρειο Πάγο για τον έλεγχο της βασιμότητας ή όχι του λόγου αναίρεσης, του από .... αποδεικτικού επίδοσης του ......, αστυφύλακα του Β΄ Α/Τ ...., το κοινοποιηθέν στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αντίγραφο της πρωτόδικης ως άνω υπ' αριθμ. 49050/2004 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών θυροκολλήθηκε, χωρίς, στη συνέχεια, για το νόμιμο της επίδοσης να κοινοποιηθεί αντίγραφό της, κατ' άρθρο 155 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, στο νόμιμα διορισμένο με την από 22-11-2000 έκθεση απολογίας του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ενώπιον της 30ης Πταισματοδίκη Αθηνών συνήγορο και εκ τούτου αντίκλητό της (άρθρα 96 παρ. 1 και 2 και 273 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Αρκουμάκη. Επομένως, η προεκτεθείσα επίδοση της παραπάνω πρωτόδικης απόφασης δεν ήταν έγκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 154 παρ. 2, 155 παρ. 2 και 161 παρ. 1 του ΚΠοινΔ οπότε το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το να προχωρήσει στην απόρριψη της έφεσης του αναιρεσείοντος, ως απαράδεκτης, γιατί ασκήθηκε εκπροθέσμως, καίτοι δεν άρχισε, συνεπεία της παραπάνω ακυρότητας, να τρέχει η σχετική προθεσμία για την άσκησή της, υπερέβη θετικώς την εξουσία του, κατά το βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ του ΚΠοινΔ λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και γι' αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 6023/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την θυροκόλληση της επιδιδόμενης απόφασης είναι απαραίτητη η επίδοση στο διορισμένο αντί-κλητο. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη λόγω υπέρβασης εξουσίας, διότι δεν είχε γίνει έγκυρη επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αφού δεν επιδόθηκε και στον διο-ρισμένο αντίκλητο του κατηγορουμένου
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Επίδοση.
0
Αριθμός 2156/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: 1. X1 και 2. X2 που δεν παρέστησαν, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1798/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Το Τριμελές Εφετείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Ιανουαρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίοι καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 132/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 5 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του X1 και να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 5 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναίρεσης του X2. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι κρινόμενες 2/5-1-2007 και 3/5-1-2006 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) X1 και 2)Χ2 αντίστοιχα, στρεφόμενες κατά της 1798/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ. Μεταξύ των προϋποθέσεων για το παραδεκτό του ένδικου μέσου της αναίρεσης, είναι η ύπαρξη απόφασης, της οποίας να ζητείται αναίρεση. Απόφαση όμως δεν υπάρχει, όταν αυτή, ύστερα από άσκηση κάποιου ένδικου βοηθήματος, έχει ακυρωθεί. Αυτό συμβαίνει, όταν ζητήθηκε η ακύρωση της διαδικασίας, η οποία έγινε δεκτή και η απόφαση ακυρώθηκε, σύμφωνα με το άρθρ. 341 ΚΠΔ. Επομένως, αν ασκηθεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατ΄ απόφασης που ακυρώθηκε με αυτόν τον τρόπο πριν ή μετά την άσκησή του, ο Αρειος Πάγος σε συμβούλιο απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας υπόθεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την 1798/3-11-2006 απόφασή του απέρριψε ως ανυποστήρικτες τις 738 και 739/2005 εφέσεις των X2 και X1 κατά της 4572/2005 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία είχαν καταδικαστεί για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν οι κατηγορούμενοι τις συνεκδικαζόμενες αναιρέσεις τους, προβάλλοντες έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αυτής και ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, απέρριψε τις εφέσεις τους ως ανυποστήρικτες. Οι ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν, κατά της πιο πάνω 1798/3-11-2006 απόφασης, αιτήσεις ακυρώσεως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, το οποίο με την 1177/26-4-2007 απόφαση του ακύρωσε την προσβαλλόμενη με αναίρεση 1798/2006 απόφαση, ως προς τον αναιρεσείοντα X2 ενώ απέρριψε την αντίστοιχη αίτηση ακυρώσεως του X1. Μετά από αυτά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου σημείωση του αρμόδιου Γραμματέα), η κρινόμενη 3/2007 αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος X2 η οποία στρέφεται κατά απόφασης που ακυρώθηκε, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ.α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία .... και ...... αποδεικτικά επιδόσεως του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς ..... και του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ..... αντιστοίχως, ο αναιρεσείων X1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί δια του συνηγόρου του στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως , πρέπει να απορριφθεί. ΙV. Μετά δε την απόρριψη και των δύο συνεκδικαζομένων αιτήσεων, πρέπει να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ.1 ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις 2/ 5-1-2007 και 3/5-1-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) X1 και 2)X2 αντίστοιχα, κατά της 1798/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων. Απόρριψη της πρώτης ως απαραδέκτου, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι στρέφεται κατά απόφασης που ακυρώθηκε. Απόρριψη της δεύτερης ως ανυποστήρικτης
Αναιρέσεων συνεκδίκαση
Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
0
Αριθμός 2155/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 62/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 194/14-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' αρθρ. 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 116/19-10-2006 αίτηση του Χ1 γενομένη δια πληρεξουσίου ο οποίος είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης, για αναίρεση του με αριθμ. 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 233/2005 έφεση του κατά του με αριθμ. 687/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό προσπόρισης στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακού οφέλους με ζημία τρίτου ποσού που υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές η 73.370 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 δ ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι Ο προβαλλόμενος λόγος συνίσταται όπως αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης, στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις προς στήριξη της κατηγορίας όπως δεν εκτίθενται και οι συγκροτούντες το έγκλημα της πλαστογραφίας όροι. Επειδή κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 παρ. 1 "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1472° του Ν 2721/99 κατά την οποία "εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.370 ευρώ) " Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ υπαρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του Π. Κ. κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός. Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο απαλλακτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε και κατέληξε στην απαλλακτική κρίση. (ΑΠ Ολ. 2/2002, ΑΠ 814/2000 ΑΠ 1167/2000, ΑΠ 854/2004, ΑΠ 1504/2004, ΑΠ 1984/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Ο αναιρεσείων υπήρξε διευθύνων σύμβουλος και ο βασικός μέτοχος της Α.Ε με την επωνυμία "Γ Λεβέντης ΑΕ" στην ιδιοκτησία της οποίος ανήκει και το ξενοδοχείο "........." στην ..... . Η ξενοδοχειακή μονάδα αυτή επειδή εμφάνιζε παλαιότητα στον εξοπλισμό και στις εγκαταστάσεις για να γινόταν ανταγωνιστική και βιώσιμη άλλα και κατ' απαίτηση του EOT έπρεπε να εκσυγχρονισθεί και για να γινόταν αυτό απαιτούνταν διάθεση μεγάλου ποσού για το οποίο ο αναιρεσείων προέκρινε την λύση της δανειοδότησής του. Και επειδή το κόστος δανεισμού στις Ελληνικές Τράπεζες ήταν υψηλό άλλα και επειδή ήδη όφειλε προϋπάρχον για την ανέγερση του ξενοδοχείου δάνειο στην ΕΤΒΑ και επίσης υπήρχε πρόβλημα φερεγγυότητας του λόγω του ότι είχε καταδικαστεί για έκδοση ακαλύπτων επιταγών ανέθεσε στον Γερμανό υπήκοο Γ1 ο οποίος του συστήθηκε σαν χρηματοοικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής εταιρείας και του παρέστησε ότι είχε την δυνατότητα να του εξασφαλίσει δανειοδότηση από Ευρωπαϊκή τράπεζα με ευνοϊκούς όρους την εξεύρεση χρηματοδότη του να του βρει πηγή χρηματοδότησης του . Για τον σκοπό αυτό συντάχθηκε σχετική οικονομικοτεχνική μελέτη την οποία μετέφρασε στα Γερμανικά ο επίσης Γερμανός υπήκοος .........., Γ2 . Ο παραπάνω Γ1 έφερε σε επαφή τον αναιρεσείοντα με τον Χρηματοοικονομικό όμιλο "FINANCE INTER COR" στον οποίο εισηγητής ήταν ο Γ3. Ο παραπάνω Γερμανικός χρηματοοικονομικός Όμιλος για τους σκοπούς της χρηματοδότησης του ζήτησε από τον αναιρεσείοντα και του υπέγραψε τρεις συναλλαγματικές λήξης ....... ποσού 20.000.000, 7.450.000 και 7.850.000 D.M αντίστοιχα . Ο Γ3 περαιτέρω ζήτησε από τον αναιρεσείοντα εγγυητική επιστολή ή εν πάσει περιπτώσει επιστολές φερεγγυότητας προκειμένου να προχωρούσε η παροχή δανείου και για να εξυπηρετήσει τον αναιρεσείοντα ο Γ2 έδωσε στον αναιρεσείοντα μια συναλλαγματική αποδοχής του ποσού 7.150.000 D.M και επίσης αμφότεροι, ο αναιρεσείων και ο Γ2, κατάρτισαν μια συναλλαγματική έκδοσης του ομίλου "FINANCE INTER COR" και αποδοχής ενός Β1, το οποίο είναι ανύπαρκτο πρόσωπο, λήξης ..... και ποσού 7.000.000 DM Παράλληλα μεταξύ του αναιρεσείοντα και του Γ1 υπογράφηκε το από ....... "συμφωνητικό συμβούλου" και μια σύμβαση διασφάλισης πηγών "από την οποία προκύπτει η μεταξύ τους συμφωνία για την ανεύρεση δανειοδότου του με ποσοστό 8% επί του ύψους του δανείου το οποίο κατά τις παραπάνω συμφωνίες τους θα ήταν ύψους 20.000.000 D.M Εν τω μεταξύ στον Γ3 παραδόθηκαν από τους κατηγορουμένους πέντε επιστολές-βεβαιώσεις φερεγγυότητας οι οποίες βεβαιώνουν την φερεγγυότητα του αναιρεσείοντα. Ειδικότερα παραδόθοσαν. Η με αριθμ. ........ του καταστήματος ΕΤΕ Α Πειραιώς βεβαιώνει ότι ο αναιρεσείων έχει συναλλαγές με την ΕΤΕ και ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει της μια συναλλαγματική με ημερομηνία έκδοσης την ......... και πληρωμής την ........ ύψους 20.000.000 D.M., η δεύτερη με αριθ. ........ του ίδιου καταστήματος ΕΤΕ στην οποία βεβαιώνεται η φερεγγυότητα όπως παραπάνω και ότι δέχεται να εξαργυρώσει μία συναλλαγματική με ημερομηνία έκδοσης ...... και πληρωμής την ..... ύψους 7.850.000 D.M., η τρίτη με αριθμ. ....... με περιεχόμενο το ίδιο σχετικά με την ανυπαρξία σφράγισης επιταγών και διαμαρτύρηση συναλλαγματικών δέχεται να εξαργυρώσει μία συναλλαγματική με ημερομηνία έκδοσης ....... και ημερομηνία πληρωμής ....... ποσού 7.450.000 D.M., η τέταρτη με αριθμ. ........ του καταστήματος ΕΤΕ Σόλωνος η οποία βεβαιώνει ότι ο Β1, το οποίο είναι ανύπαρκτο πρόσωπο, διατηρεί συναλλαγές με το κατάστημα αυτό της ΕΤΕ και ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών και διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει μια συναλλαγματική ύψους 7.000.000 D.M. με ημερομηνία έκδοσης την ...... και ημερομηνία πληρωμής την ...... και η πέμπτη του ίδιου καταστήματος με τον ίδιο αριθμό η οποία βεβαιώνει ότι ο Γ2 διατηρεί συναλλαγές με την ΕΤΕ και ότι δεν έχουν σφραγιστεί επιταγές του ούτε διαμαρτυρηθεί συναλλαγματικές του και ότι δέχεται να εξαργυρώσει μία συναλλαγματική με ημερομηνία έκδοσης ....... ύψους 7.150.000 D.M. Οι βεβαιώσεις αυτές περί φερεγγυότητας του αναιρεσείοντα και του Γ2 ήταν πλαστές εξ ολοκλήρου και κατασκευάστηκαν από τον αναιρεσείοντα και τους συγκατηγορουμένους του κάτωθι δε αυτών έθεσαν υπογραφές ανύπαρκτων υπαλλήλων και δη με τα ονόματα Β2 και Β3 στις βεβαιώσεις του καταστήματος της Πειραιώς 190 και Β4 και Β5 σ' αυτές του καταστήματος της Σόλωνος της ΕΤΕ και την ένδειξη "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΕ". Οι πλαστές αυτές βεβαιώσεις παραδόθηκαν στον Γ3 προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν παραστατικά βεβαίωσης φερεγγυότητας για την δανειοδότηση του αναιρεσείοντα αλλά κι η επί πλέον βεβαίωση για το Β1 για να καταστεί δυνατή η προεξόφληση της συναλλαγματικής αυτής για την λήψη των αντιστοίχων ποσών και για να καταστεί δυνατή η προεξόφληση των συναλλαγματικών από τράπεζες του εξωτερικού στις οποίες απευθύνθηκαν για τον σκοπό αυτό, μία δε εξ αυτών ήταν και το υποκατάστημα της ΕΤΕ στην Φραγκφούρτη όπου κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης της προεξόφλησης τους, οι εμπλεκόμενοι συνελήφθησαν πλην του αναιρεσείοντα και του συγκατηγορουμένου του από την Γερμανική αστυνομία η οποία είχε πληροφορίες για την σχεδιαζόμενη απάτη και καταδικάστηκαν πλην ενός για τον οποίο έπαυσε οι ποινική δίωξη λόγω θανάτου και του αναιρεσείοντα. Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα απαντώντας με αιτιολογία για αυτούς και ειδικά τους ισχυρισμούς περί του ότι όλα αυτά έγιναν από τους αναλαβόντες την χρηματοδότηση του και προκειμένου να επιτύχουν να εισπράξουν την προμήθεια από την χρηματοδότηση του. Το προσβαλλόμενο βούλευμα απαντά στους ισχυρισμούς αυτούς αναφέροντας ότι εκείνος που είχε άμεση ανάγκη χρημάτων και δεν μπορούσε να βρει γιατί δεν είχε βεβαιώσεις φερεγγυότητας για να δανειοδοτηθεί από καμιά τράπεζα λόγω του ότι υπήρχαν καταδικαστικές αποφάσεις για έκδοση ακαλύπτων επιταγών εις βάρος του και ότι δεν ήταν δυνατή η δανειοδότηση του με κανένα τρόπο τουλάχιστον και ότι ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση ήταν αυτός ο οποίος βασικά οφελούνταν από την επιτυχία της ολοκλήρωσης του σχεδίου χρηματοδότησης του με τον τρόπο αυτό, και ως εκ τούτου όλος ο σχεδιασμός στην τέλεση των πράξεων αυτών δεν ήταν δυνατός χωρίς την γνώση και την σύμπραξη του. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 και 216 & 1-3β ΠΚ με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται στο σκεπτικό ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος και ότι δεν δημιουργείται καμιά ακυρότητα από την αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος όπως και έλλειψη αιτιολογίας με την μη αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα γιατί η πρόταση του εισαγγελέα ενσωματώνεται στο βούλευμα και αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σύνολο. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 116/19-10-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα την 26-3-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη 116/19-10-2006 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 κατά του 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ ουσία η 233/2005 έφεσή του κατά του. 687/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό προσπόρισης στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακού οφέλους με ζημία τρίτου ποσού που υπερβαίνει τις 25.000.000 δραχμές η 73.000 ευρώ (αρθ. 26§12, 27§1, 45, 98, 216§§1-3α, ΠΚ, όπως αντικ. με αρθ. 1§6 περ. 7 Ν. 2408/96 και αντικατ. με άρθρο 14§2α Ν. 2721/99), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε μετά τη συμπλήρωσή της με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλο τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Εξ άλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α' του Ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παρ. 7α του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τελευταία φράση αντικαταστάθηκε με τη φράση "Εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σαυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, "αν περισσότερες πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλει μία και μόνο ποινή". Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Τέλος, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 του ΠΚ, που έχει ως εξής: Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερε πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που, ανάλογα με το έγκλημα, επήλθε ή σκοπήθηκε. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ, που τελέσθηκε πριν από το Ν. 2721/1999, ως κακουργήματος, απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δραχμών. Οι νεότερες διατάξεις του ν. 2721/1999 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και επί κακουργηματικών πλαστογραφιών, που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του νόμου αυτού, ως δυσμενέστερες. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι, από τα περιστατικά αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης . Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Όταν ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο συμβούλιο έχει τη δυνατότητα, για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. " Ο εκκαλών υπήρξε διευθύνων σύμβουλος και ο βασικός μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Γ. ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΑΕ", στην ιδιοκτησία της οποίας ανήκει το ξενοδοχείο "......." στη θέση "......." της ....... Επειδή όμως το ξενοδοχείο αυτό λειτουργούσε από το έτος 1975, ο ΕΟΤ υποχρέωσε τον ως άνω κατηγορούμενο να προβεί σε ανακαίνιση αυτού, ώστε η ξενοδοχειακή αυτή επιχείρηση να γίνει βιώσιμη και ανταγωνιστική με τις άλλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της Κέρκυρας. Για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε η ανωτέρω εταιρεία να λάβει δάνειο ύψους πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Επειδή όμως τα τραπεζικά επιτόκια στη χώρα μας το έτος 1993 ήταν πολύ υψηλά, αλλά και με δεδομένο ότι οι Ελληνικές Τράπεζες δεν του χορηγούσαν δάνειο, καθόσον ήδη όφειλε στην ΕΤΒΑ υπόλοιπο εκ δανειοδότησης για την ανέγερση του ως άνω ξενοδοχείου ύψους 80.000.000 δρχ. και είχε καταδικασθεί για σωρεία ακάλυπτων επιταγών, απευθύνθηκε σε τράπεζες της αλλοδαπής, ώστε να λάβει δάνειο δύο δισεκατομμύρια δραχμές περίπου. Το θέρος του έτους 1993, ο κατηγορούμενος γνώρισε στο ως άνω ξενοδοχείο του το Γερμανό υπήκοο, Γ1, ο οποίος εμφανίσθηκε σ' αυτόν ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής εταιρείας στη Γερμανία και ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να αναλάβει τη δανειοδότηση της εν λόγω εταιρείας του από τράπεζα της Ευρώπης με ευνοϊκούς όρους. Για την υλοποίηση δε της χρηματοδότησης αυτής συντάχθηκε οικονομοτεχνική μελέτη, την οποία μετέφρασε στα Γερμανικά ο συγκατηγορούμενός του, Γ2, Γερμανός υπήκοος, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ο οποίος διέμενε στην Κέρκυρα. Τον Απρίλιο του έτους 1994 ο εκκαλών μετέβη με τον τελευταίο στη Γερμανία, όπου ο Γ1 τους έφερε σε επαφή με το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό όμιλο με την επωνυμία " Finance Inter Cor", στην οποία εισηγητής ήταν ο Γ3 . Για την υλοποίηση του σκοπού αυτού ο ανωτέρω όμιλος σε συνεργασία με τον Γ1, ζήτησαν από τον κατηγορούμενο να αποδεχθεί τρεις γερμανικές συναλλαγματικές, τις οποίες είχε εκδόσει ο ανωτέρω όμιλος (" Finance Inter Cor"), λήξεως την ......, ποσού 20.000.000, 7.450.000 και 7.850.000 μάρκων Γερμανίας, αντίστοιχα. Παράλληλα, ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ2, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον εκκαλούντα, αλλά κυρίως για να δανειοδοτηθεί και ο ίδιος προσωπικά από τις τράπεζες της Γερμανίας, μέσω του προαναφερόμενου χρηματοοικονομικού ομίλου, αποδέχθηκε μια γερμανική συναλλαγματική, που εξέδωσε ο τελευταίος (όμιλος), ποσού 7.150.000 μάρκων Γερμανίας, λήξεως την ......, ενώ παράλληλα αποδέχθηκαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι και μια άλλη συναλλαγματική, εκδόσεως του ίδιου ως άνω ομίλου και λήξεως την ......., με αποδέκτη το ανύπαρκτο πρόσωπο, Β1, ο οποίος εφέρετο κάτοικος ........, ποσού 7.000.000 μάρκων Γερμανίας. Παράλληλα δε οι ανωτέρω ζήτησαν από τους κατηγορουμένους, προκειμένου να επιτύχουν τη δανειοδότησή τους, να τους χορηγήσουν εγγυητικές επιστολές ή εν πάση περιπτώσει επιστολές φερεγγυότητας, οι οποίες θα ήταν γραμμένες στην Ελληνική και Γερμανική γλώσσα. Μεταξύ δε του ως άνω μεσολαβητή, Γ1 και του εκκαλούντα, υπεγράφησαν, την ......, ένα "συμφωνητικό συμβούλου" και μία "σύμβαση διασφάλισης πηγών", από τα οποία προκύπτουν τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, καθώς και η αμοιβή του πρώτου συμβαλλομένου για την ανωτέρω μεσολάβησή του, που ανήρχετο σε ποσοστό 8% του δανειακού ποσού που επρόκειτο να λάβει ο εκκαλών, που, κατά το περιεχόμενο αυτών ανήρχετο σε 20.000.000 μάρκα Γερμανίας, δηλαδή μεγαλύτερο του ποσού των τριών δισεκατομμυρίων δραχμών, αφού η μέση τιμή του μάρκου έναντι της δραχμής αντιστοιχούσε τότε σε 153, 930 δρχ. (βλ. το σχετικό δελτίο επίσημων τιμών εξωτερικών συναλλαγμάτων). Έτσι πλέον οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να επιτύχουν τη δανειοδότησή τους από Τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, όταν επανήλθαν στην Αθήνα, όπου προσωρινά διέμενε ο εκκαλών (........), εφοδιάσθηκαν με τα σχετικά έντυπα και κατάρτισαν από κοινού εξ υπαρχής τις παρακάτω πέντε βεβαιώσεις της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και δη των καταστημάτων της Αθήνας (Σόλωνος) και Πειραιά (Εθν. Αντιστάσεως αντίστοιχα). 1)Τη με ....... από ....... κατάστημα Πειραιά Α', με την οποία βεβαιώνει ότι ο εκκαλών διατηρεί από το 1986 συναλλαγές με την ΕΤΕ, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλακτική ύψους 20.000.000 DΜ, εκδοθείσα την ..... και πληρωτέα την ...... 2) Τη με ..... από ......., κατάστημα Πειραιώς Α', που βεβαιώνει ότι ο εκκαλών διατηρεί από το 1986 συναλλαγές με την Τράπεζα, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλαγματική ύψους 7.850.000 DΜ, εκδοθείσα την ...... και πληρωτέα την ....... 3) Τη με ......, κατάστημα Πειραιώς Α, που βεβαιώνει ότι ο εκκαλών διατηρεί από το 1986 συναλλαγές με την ΕΤΕ, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλαγματική ύψους 7.450.000 DΜ, εκδοθείσα την ..... και πληρωτέα την ....... 4) Τη με .... από ......, κατάστημα Σόλωνος, που βεβαιώνει ότι ο Β1 (ανύπαρκτο πρόσωπο) διατηρεί από το 1986 συναλλαγές με την ΕΤΕ, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών, ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλαγματική ύψους 7.000.000 DΜ, εκδοθείσα την ..... και πληρωτέα την ...... και 5) τη με .... από ......, κατάστημα Σόλωνος, που βεβαιώνει ότι ο κατηγορούμενος Γ2, διατηρεί από το 1990 συναλλαγές, με την ΕΤΕ, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλαγματική ύψους 7.150.000 DΜ, εκδοθείσα την ......... Κάτω δε από τις βεβαιώσεις αυτές, που είχαν γραφεί στην Ελληνική και στην Γερμανική γλώσσα και υπό την ένδειξη "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ" (Πειραιεύς 190 ή κατάστημα Σόλωνος, αντίστοιχα), έθεσαν τις υπογραφές ανύπαρκτων υπαλλήλων της ΕΤΕ και δη με στοιχεία Β2 και Β3, στις τρεις πρώτες ως άνω πλαστές βεβαιώσεις και Β4 και Β5 για τις δύο τελευταίες. Των πλαστών αυτών εγγράφων έκαναν χρήση στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι, αποστέλλοντας αυτά στα μέλη του προαναφερόμενου χρηματοοικονομικού ομίλου, προκειμένου να παραπλανήσουν με αυτά διάφορα πιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, μεταξύ των οποίων και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην Φραγκφούρτη, ότι δήθεν οι ανωτέρω βεβαιώσεις είχαν εκδοθεί από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΕΤΕ και ότι δήθεν βεβαίωναν την φερεγγυότητα των κατηγορουμένων και του Β1(ανύπαρκτου προσώπου), ως αποδεκτών των αναγραφομένων σ' αυτές συναλλαγματικών και να προεξοφλήσουν τις προσκομιζόμενες σ' αυτές ως άνω συναλλαγματικές, αφού υπήρχε δήθεν κάλυψή τους με τις πλαστές αυτές βεβαιώσεις της ΕΤΕ στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, την 15/12/1994, εμφανίσθηκαν οι ....... και ......... στο κατάστημα της ΕΤΕ στη Φραγκφούρτη, στους οποίους είχε παραδώσει ο ανωτέρω Γ3 τις προαναφερόμενες δύο συναλλαγματικές 7.000.000 DM, λήξεως ...... και με αποδέκτη τον Β1 (ανύπαρκτο πρόσωπο) και 7.150.000 DΜ, (με αποδέκτη τον Γ2, δεύτερο κατηγορούμενο) και τις πλαστές ως άνω αντίστοιχες επιστολές φερεγγυότητας της ΕΤΕ Σόλωνος (με στοιχ. 4 και 5) και διαπραγματεύθηκαν την προεξόφλησή τους. Πλην όμως οι ανωτέρω συνελήφθηκαν από τη Γερμανική αστυνομία, οι οποίοι, μαζί με άλλα ακόμη πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Γ3, οδηγήθηκαν στο Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε σε βάρος τους τη με αριθ. 5/5 Ν8-92Ιδ 1247.3/95 απόφαση. Επίσης και οι λοιπές τρεις ως άνω συναλλαγματικές, με αποδέκτη τον εκκαλούντα, συνοδευόμενες με τις αντίστοιχες προαναφερόμενες βεβαιώσεις φερεγγυότητας εμφανίσθηκαν σε διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς τελικά να επιτευχθεί η προεξόφληση των εν λόγω συναλλαγματικών. Με τον τρόπο αυτό σκόπευαν, τόσο ο εκκαλών όσο και ο συγκατηγορούμενός του να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος, που συνολικά ανέρχεται στο ποσό των 49.450.000 γερμανικών φράγκων, αλλά και με κάθε μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας το όφελος που σκόπευαν οι κατηγορούμενοι να προσπορίσουν στον εαυτό τους υπερέβαινε κατά πολύ τα 25.000.000 δρχ., αφού, όπως προαναφέραμε, η τιμή του γερμανικού φράγκου έναντι της δραχμής αντιστοιχούσε τότε σε 153 δρχ. περίπου. Ο εκκαλών, τόσο κατά την απολογία του στην Ανακρίτρια, όσο και με το προσαρτώμενο στην υπό κρίση έφεσή του υπόμνημα, αρνείται τη σε βάρος του κατηγορία, διατεινόμενος ότι είχε άγνοια των πλαστών ως άνω βεβαιώσεων φερεγγυότητας, ότι ο ίδιος έχει πέσει θύμα του Γερμανικού κυκλώματος και ότι απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού είναι το γεγονός ότι, εάν γνώριζε όσα είχαν συμβεί στις 15/12/94 από τα προαναφερόμενα ως άνω άτομα, δεν θα παραχωρούσε υποθήκη στην ακίνητη περιουσία του στις ....... Οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί αναιρούνται από το 1/4/2004 απολογητικό του υπόμνημα στην 18η Ανακρίτρια, με το οποίο παραδέχεται ότι υπέγραψε ως αποδέκτης τις προαναφερόμενες συναλλαγματικές, τις οποίες παρέδωσε στον Γ3, αλλά τον διαβεβαίωσε ο τελευταίος ότι δεν επρόκειτο να τις κυκλοφορήσει. Όμως γεννάται η απορία, ποια θα ήταν η σκοπιμότητα αποδοχής των συναλλαγματικών αυτών, ύψους πολλών εκατομμυρίων δραχμών, εάν δεν ετίθεντο αυτές σε κυκλοφορία. Έπειτα, με ποιο τρόπο κατοχυρώθηκε ο εκκαλών, ότι πράγματι αυτές δεν θα κυκλοφορήσουν, όταν μάλιστα δεν προσκομίζει έστω κάποιο συμφωνητικό, από το οποίο να συνάγονται τα ανωτέρω από αυτόν ισχυρισθέντα, όταν μάλιστα, κατά τον ίδιο χρόνο, έχουν συνταχθεί μεταξύ αυτού και του μεσολαβητή Γ1 δύο συμφωνητικά, όπως προαναφέραμε, για να κατοχυρώσει ο τελευταίος την προμήθεια του 8% που θα ελάμβανε από τον εκκαλούντα αμέσως μετά την εκταμίευση του δανείου. Έπειτα δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο εκκαλών είναι επιστήμονας και δη αρχιτέκτονας, καθώς επίσης επιχειρηματίας και διευθύνων σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας επί πολλά έτη, ιδιότητες που δεν συνάδουν με τον ισχυρισμό του ότι υπήρξε θύμα των Γερμανών. Ότι συνέταξε δε ο εκκαλών από κοινού με το συγκατηγορούμενό του τις ανωτέρω πλαστές βεβαιώσεις και όχι οι Γερμανοί συνεργάτες του, συνάγεται, κατά την άποψη μας, από το ........ ως άνω συμφωνητικό συμβούλου που υπεγράφη μεταξύ αυτού και του Γ1, στο οποίο αναγράφεται ότι θα πρέπει να υποβληθούν στον ανωτέρω όμιλο τα σχετικά δικαιολογητικά, εννοώντας προφανώς τις βεβαιώσεις της Τράπεζας στα Ελληνικά και Γερμανικά, όπως πράγματι και συντάχθηκαν από τους κατηγορουμένους. Προσέτι ο δόλιος σκοπός του εκκαλούντα συνάγεται και από το γεγονός ότι, ενώ έχει εκδοθεί σε βάρος του μεγάλος αριθμός καταδικαστικών αποφάσεων για παράβαση του Νόμου περί επιταγών και εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, παρά ταύτα, καταφεύγει στο εξωτερικό προς λήψη δανείου και υπογράφει συναλλαγματικές αξίας εκατοντάδων δραχμών αν και γνώριζε εκ των προτέρων -ότι θα ήταν αδύνατη η εξόφληση, τόσο του δανείου, όσο και των συναλλαγματικών σε περίπτωση που θα διεμαρτύροντο. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται εκ του ότι ο εκκαλών δέχθηκε να εγγραφεί προσημείωση υποθήκης σε ακίνητό του, καθόσον είναι προφανές ότι μέχρι τότε δεν γνώριζε ότι απέτυχε το σχέδιο δανειοδότησής του, που είχε καταστρώσει με το συγκατηγορούμενό του και τους ανωτέρω Γερμανούς μεσολαβητές..." Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Aθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση από κοινού, με σκοπό προσπορίσεως στον εαυτό του περιουσιακού οφέλους, το δε όφελος που επεδίωξε με καθεμιά μερικότερη πράξη αλλά και στο σύνολο τους, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., επί βλάβη των συμφερόντων της εγκαλούσας Τράπεζας (αρθ. 26§ια, 27§1, 45, 216§§1, 3α ΠΚ, όπως αντικ. με αρθ. 1§7α Ν. 2408/96 όπως αντικ. με αρθ. 14§2α Ν. 2721/99). Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την 233/20-5-2005 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 687/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε. Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, κατ' εξακολούθηση, και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, , 98, 216 παρ.1, 3 εδ. α του ΠΚ, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απορρίπτει τους αρνητικούς, άλλωστε, της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι όλες οι πιο πάνω παράνομες πράξεις έγιναν από τους αναλαβόντες την χρηματοδότησή του και προκειμένου να επιτύχουν να εισπράξουν την προμήθεια από την χρηματοδότησή του. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ο αναιρεσείων ήταν που είχε άμεση ανάγκη χρημάτων και δεν μπορούσε να βρει γιατί δεν είχε βεβαιώσεις φερεγγυότητας για να δανειοδοτηθεί από καμιά τράπεζα και αυτός ήταν ο οποίος ωφελούνταν από την επιτυχία της ολοκλήρωσης του σχεδίου χρηματοδότησής του με τον τρόπο αυτό και, ως εκ τούτου, όλος ο σχεδιασμός στην τέλεση των πράξεων αυτών δεν ήταν δυνατός χωρίς την γνώση και την σύμπραξή του. Περαιτέρω, αβάσιμες είναι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν εκτίθενται οι συγκροτούντες το έγκλημα της πλαστογραφίας όροι, διότι, όπως στη αίτησή του διαλαμβάνει, "α) δεν εξειδικεύονται πρεπόντως τα έγγραφα των βεβαιώσεων της ΕΤΕ, τα οποία φέρομαι εγώ ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ότι πλαστογράφησα, β) δεν περιγράφεται ο τρόπος της πλαστογραφίας, ούτε το όλον αντικείμενο το οποίο διεμόρφωσε αυτή, γ) δεν αναπτύσσεται παντάπασιν η συνοδεύουσα την πλαστογραφία χρήση, δ) αποσιωπάται δε ο αυτοτελής όρος του εγκλήματος της πλαστογραφίας, δηλαδή το πρόσθετο στοιχείο της παραπλανήσεως άλλου περί γεγονότων εχόντων έννομη σημασία". Όλα τα πιο πάνω στοιχεία με πληρότητα διαλαμβάνονται στο πιο πάνω εκτιθέμενο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση και, δι' αυτής στην, επίσης επιτρεπτή, συμπληρωματική και μόνο παραπομπή στο διατακτικό του επικυρωθέντος πρωτοδίκου βουλεύματος. Όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου Εφετών. Επομένως, οι από τις διατάξεις του άρθρου 484 στοιχ. β και δ ΚΠΔ λόγοι, της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 116/19-10-2006 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 , κατά του 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως, όπου το όφελος και η ζημία υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ (συναλλαγματικές κ.λ.π. έγγραφα – δικαιολογητικά για τη χορήγηση πιστώσεως από Τράπεζα). Για τον χαρακτηρισμό ως κακουργήματος της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ, που τελέσθηκε πριν από το Ν. 2121/1999, απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Αιτιολογία βουλεύματος. Επιτρεπτή η παραπομπή στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και δι αυτής συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
0
Αριθμός 2154/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Φωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 60/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτ. Μακεδονίας. Το Πενταμελές Εφετείο Δυτ. Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 47/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43, 49, σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 57 επ. 246 επ., 250 και 321 του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε και για κάποια άλλη έστω και συναφή, αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, που υπάρχει και όταν η πράξη για την οποία διώχθηκε και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος είναι διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τελέσεως, από εκείνη για την οποία καταδικάσθηκε αυτός. Τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν το δικαστήριο προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως της πράξεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, κατά του αναιρεσείοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για εισαγωγή στην Επικράτεια, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικής ουσίας (ηρωίνης), πράξεις που τελέστηκαν από αυτόν στις 18-11-2004 στο Τελωνείο Κρυσταλλοπηγής και στο 10° χιλιόμετρο της ΕΟ ........ - ......... και εισήχθη με την 31/2005 σύμφωνη γνώμη - διάταξη του Προέδρου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας σε δίκη, αρχικά για ποσότητα 1015 γραμμαρίων ηρωίνης. Στη συνέχεια και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας συμπληρώθηκε και διευκρινίσθηκε το κατηγορητήριο, ως προς το βάρος της συνολικής ποσότητας που εισήγαγε, κατείχε και μετέφερε στις 18-11-2004 με το ............ ΙΧΕ αυτοκίνητο ο αναιρεσείων στο Τελωνείο Κρυσταλλοπηγής και στο 10° χιλιόμετρο ΕΟ ....... -........ με την προσθήκη της ποσότητας των 2062 γραμμαρίων ηρωίνης, που ανευρέθη μεταγενέστερα, στις 1/7/2005 μέσα στο ως άνω αυτοκίνητο, που φυλάσσονταν από 18-11- 2004 στο χώρο φύλαξης αυτοκινήτων του Τελωνείου Νίκης Φλώρινας, χωρίς να μεταβληθεί η ταυτότητα των αρχικών πράξεων εισαγωγής, κατοχής και μεταφοράς για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αφού η ανευρεθείσα επιπλέον ποσότητα ηρωίνης στο πιο πάνω αυτοκίνητο αποτελεί ενιαία ποσότητα με την αναφερόμενη αρχικά στο κατηγορητήριο ποσότητα των 1015 γραμμαρίων. Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων), με την 83/2005 απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, για τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καστοριάς για συνολική ποσότητα ηρωίνης 3077 γραμμαρίων, χωρίς να μεταβάλει την κατηγορία, αφού προηγουμένως - απέρριψε τον προταθέντα ισχυρισμό του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, περί ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, διότι η μεταγενέστερη ανεύρεση της ναρκωτικής ουσίας των 2062 γραμμάριων ηρωίνης δεν αποτελεί άλλη αυτοτελή - διαφορετική πράξη ή έστω συναφή με την αρχική πράξη της εισαγωγή, μεταφοράς και κατοχής, αλλά ενιαία πράξη με αυτή. Το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων που διαλαμβάνονται στην εκκαλούμενη απόφαση, για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη και εισήχθη αυτός σε δίκη. Πρέπει δε να παρατηρηθεί, ότι ο ήδη αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, κατά την ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου κατάθεση και ανάπτυξη των αυτοτελών ισχυρισμών του, ρητώς δήλωσε ότι δεν επαναπροβάλλει τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί απόλυτης ακυρότητας του κατηγορητηρίου, λόγω μεταβολής της κατηγορίας. Το Πενταμελές, όμως, Εφετείο, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 171 εδ. α ΚΠΔ, αυτεπαγγέλτως ερεύνησε για την ύπαρξη τυχόν απόλυτης ακυρότητας, λόγω της επικαλούμενης από τον αναιρεσείοντα ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας και απέρριψε, ως αβάσιμους, τους ισχυρισμούς αυτούς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το περιεχόμενο της οποίας εκτίθεται στην επομένη παράγραφο. Σύμφωνα με τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι, η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, δεν είναι διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις από την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε αυτός να δικασθεί, αλλά απλώς προσδιορίζονται ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά, που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτής και ειδικότερα προσδιορίζεται επακριβέστερα η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας (ηρωίνης), την οποία ο κατηγορούμενος εισήγαγε, κατείχε και μετέφερε στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, όχι με άλλη, έστω και συναφή, αλλά με την ίδια πράξη εισαγωγής, κατοχής και μεταφοράς, για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η επιπλέον ποσότητα των 2069 γραμμαρίων συνιστά άλλη επί μέρους πράξη, με την οποία ουδεμία αυτός έχει σχέση, αφορά την περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου, ως προς τις συνθήκες τελέσεως των πράξεων για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε και τον ακριβή προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως των πράξεων αυτών και ειδικότερα, ως προς τον ακριβή προσδιορισμό τις ποσότητας των ναρκωτικών που αφορούν οι πράξεις αυτές. Επομένως το Εφετείο δεν προέβη σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας και ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ., περί απόλυτης ακυρότητας πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. II. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. α και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, εισάγει στην επικράτεια, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο. Η εισαγωγή πραγματώνεται με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών από το εξωτερικό στην Ελληνική Επικράτεια. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, ενώ η μεταφορά πραγματώνεται με τη μετακίνηση των ναρκωτικών από ένα τόπο σε άλλο με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 60/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στις 18-11-2004, στο 10° χιλιόμετρο της Ε.Ο. ....... - ......... και περί ώρα 18.05', σε έλεγχο, που διενεργούνταν, από άνδρες του σώματος συνοριοφυλάκων, στα διερχόμενα αυτοκίνητα, ελέγχθηκε και το αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας .......... Ι.Χ.Ε, που οδηγούσε ο κατηγορούμενος και εκκαλών Χ1, Αλβανός υπήκοος και είχε ως συνοδηγό τον τότε συγκατηγορούμενό του, .............. επίσης Αλβανό υπήκοο, ο οποίος αθωώθηκε πρωτοδίκως και ως εκ τούτου δεν μετέχει στην έκκλητη δίκη, με τη χρήση αστυνομικού σκύλου, χωρίς όμως να ανευρεθούν ναρκωτικά. Στη συνέχεια υποβλήθηκαν και οι δυο σε σωματικό έλεγχο, κατά τον οποίο, βρέθηκαν στον παρόντα κατηγορούμενο ναρκωτικά και συγκεκριμένα ηρωίνη, βάρους ενός (1) κιλού και 15 γραμμαρίων, συσκευασμένη σε δύο δέματα, που είχαν προσαρμοσθεί επιμελώς με αυτοκόλλητη ταινία στη μέση του. Επίσης, σε μεταγενέστερο χρόνο, και συγκεκριμένα την 6-7-2005, από την ανωτέρω ημερομηνία, βρέθηκε και άλλη ποσότητα ηρωίνης στο ως άνω αυτοκίνητο, βάρους 2.062 γραμμαρίων, συσκευασμένη σε πέντε δέματα και επιμελώς κρυμμένη μέσα στη κονσόλα του αυτοκινήτου αυτού, κοντά στο κιβώτιο ταχυτήτων, ύστερα από την διενέργεια νέου αστυνομικού ελέγχου. Τα ναρκωτικά αυτά υπήρχαν μέσα στο εκτεθέν αυτοκίνητο, όταν έλαβε χώρα ο αρχικός έλεγχος, ανεξάρτητα αν τα μύρισε ή όχι αστυνομικός σκύλος, που χρησιμοποιήθηκε, καθόσον από τη στιγμή του ως άνω ελέγχου, το αυτοκίνητο κατασχέθηκε από την Αστυνομική Αρχή, έκτοτε δε τελούσε υπό συνεχή έλεγχο και εποπτεία των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων, με συνέπεια να αποκλείεται να εισήλθε η άλλη ποσότητα των ναρκωτικών σε αυτό μεταγενέστερα και από άλλο άτομο. Τη συνολική αυτή ποσότητα της ηρωίνης, βάρους 3.077 γραμμαρίων (1.015 γραμμάρια + 2.069 γραμμάρια), την εισήγαγε ο κατηγορούμενος και εκκαλών στις 18-11-2004, από το Τελωνείο της Κρυσταλλοπηγής- Φλώρινας, προερχομένη από την Αλβανία, την κατείχε δε έκτοτε στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με την έννοια της φυσικής εξουσίασης επ' αυτής και της διάθεσης της σε τρίτους, με οικονομικό αντάλλαγμα και την μετέφερε με το υπ' αριθμ............. ΙΧΕ αυτοκίνητό του μέσα στην Ελληνική Επικράτεια, κατά τον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ............., συνοριοφύλακα, ο οποίος επιβεβαιώνει όλα τα εκτεθέντα, καθώς και ότι το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, στην κονσόλα του οποίου βρέθηκε η υπόλοιπη ποσότητα της ηρωίνης, που εισήγαγε στη χώρα, κατείχε και μετέφερε αυτός, φυλάσσονταν στο αστυνομικό Τμήμα της Κρυσταλλοπηγής και τελούσε υπό άμεση αστυνομική εποπτεία. Ο κατηγορούμενος δεν αμφισβήτησε ότι κατείχε και μετέφερε την ποσότητα της ηρωίνης, βάρους 1.015 γραμμαρίων, ισχυριζόμενος όμως ότι δεν γνώρισε ότι ήταν ναρκωτικά, αλλά χρήματα, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, του τα έδωσαν μέσα στο Ελληνικό έδαφος, ως τίμημα για το αυτοκίνητό του, το οποίο θα πουλούσε και θα παρέδιδε στην Ελλάδα σε ομοεθνή του, με τον αδελφό του οποίου είχε καταρτίσει τη σχετική συμφωνία στην Αλβανία, αρνούμενος περαιτέρω ότι είχε καμία ανάμιξη στην άλλη ποσότητα ηρωίνης, βάρους 2.062 γραμμαρίων, που βρέθηκε μεταγενέστερα, μέσα στην κονσόλα του αυτοκινήτου του. Πλην όμως, όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί του είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν και τούτο γιατί δεν προσκόμισε ο κατηγορούμενος καμμία σχετική απόδειξη περί αυτών. Επιπλέον δεν εξήγησε αυτός, κατά τρόπο πειστικό, αφενός μεν γιατί δεν παρέδωσε το αυτοκίνητό του, στον αδελφό του ομοεθνούς του, με τον οποίο είχε καταρτίσει και τη συμφωνία πώλησης αυτού και γιατί ο τελευταίος, υποτιθέμενος αγοραστής δεν έστειλε τα χρήματα διαμέσου Τράπεζας, ή γιατί δεν μετέβη ο ίδιος ο ως άνω αγοραστής στην Αλβανία, προκειμένου να καταβάλει στον κατηγορούμενο το τίμημα για την πώληση του αυτοκινήτου και να παραλάβει αυτό απ' ευθείας. Δεν εξήγησε επίσης κατά τρόπο πειστικό, πως είναι δυνατόν κάποιος άλλος τρίτος να έβαλε την υπόλοιπη ποσότητα της ηρωίνης στην κονσόλα του αυτοκινήτου του, ενόψει του ότι, μόλις αυτό κατασχέθηκε από την Αστυνομία, την 18-11-2004 και μέχρι την ημέρα που βρέθηκε αυτό, την 1-7-2005, τελούσε υπό πλήρη αστυνομικό έλεγχο και εποπτεία, φυλασσόμενο στο αστυνομικό τμήμα Κρυσταλλοπηγής. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος των πράξεων της εισαγωγής στην Επικράτεια, μεταφοράς και κατοχής, συνολικής ποσότητας ηρωίνης, βάρους 3.077 γραμμαρίων, που αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών ουσιών. Εξάλλου, πρέπει ν' απορριφθούν οι υπ' αυτού, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου, της ειλικρινούς μεταμέλειας και της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς και οι μεν δυο πρώτοι, ως αόριστοι, ενόψει του ότι δεν μνημονεύει ο κατηγορούμενος συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι όντως αυτός έζησε πριν από τις πράξεις αυτές έντιμη οικογενειακή, ατομική, επαγγελματική και καθόλα κοινωνική ζωή, μη αρκούντος του γεγονότος της ύπαρξης λευκού Ποινικού Μητρώου, αλλ' ούτε τέτοια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και επεδίωξε να άρει τις συνέπειες των πράξεων του, αντίθετα αυτός κατά τη σύλληψή του, αλλά και την απολογία του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και του πρωτοβαθμίου, επεχείρησε να συσκοτίσει την υπόθεση, αρνούμενος την ενοχή του. Ο δε ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως του ελαφρυντικού της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, είναι και αυτός απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον δεν νοείται μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά κρατουμένου στις φυλακές, όπου οφείλει αυτός, τηρώντας τον κανονισμό λειτουργίας των φυλακών, να συμπεριφέρεται σωστά, χωρίς αυτή η συμπεριφορά να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησής του (όπως συμβαίνει όταν κάποιος βρίσκεται σε ελεύθερη διαβίωση στην κατοικία του), μη αρκούντος του γεγονότος ότι. σύμφωνα με πιστοποιητικό του Διευθυντή των φυλακών, αυτός επέδειξε καλή διαγωγή, κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για τα αδικήματα της εισαγωγής στην επικράτεια, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών (3077 γραμμάρια ηρωίνης) . Για τις πράξεις του δε αυτές, οι οποίες, συνιστούν παραβάσεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, ΠΚ, αρθ. 5 παρ. 1 περ. α, ζ και παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως αυτό ισχύει (ήδη άρθρο 20 παρ. 1 περ. α και ζ του ΚΝΝ), ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως δέκα πέντε (15) ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων πιο πάνω εγκλημάτων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. ζ του ν. 1729/1987, όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το πλείστο μέρος του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτελεί επανάληψη του περιεχομένου του διατακτικού, ανεξαρτήτως του ότι η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Για την πληρότητα, εξάλλου, της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του, όπως η αιτιολόγηση γιατί δεν βρέθηκε όλη η ποσότητα των ναρκωτικών στο αυτοκίνητο κατά τον αρχικό έλεγχο, και γιατί δεν έγινε δακτυλοσκοπικός έλεγχος για να αποδειχθεί ότι αυτός ήταν που τοποθέτησε τα ναρκωτικά στην κονσόλα του αυτοκινήτου, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ως προς την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αυτής, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, όλες οι πιο πάνω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, προβαλλόμενες αιτιάσεις, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. III. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ. α), το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (περ. δ) και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ. ε). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται ν' απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ., ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης στην τρίτη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, κατέθεσε εγγράφως ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν των πιο πάνω τριών ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς, με το εξής περιεχόμενο "Πρέπει να μου αναγνωριστούν τα προαναφερθέντα ελαφρυντικά, κι' αυτό γιατί πράγματι έζησα μέχρι τον χρόνο του εγκλήματος, μια φιλήσυχη ατομική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή. Ποτέ δεν καταδικάσθηκα, ποτέ δεν ενήργησα πράξεις που να καταδεικνύουν αντικοινωνικότητα, μάλιστα δε, αν είχα αφεθεί, κατά τη σύλληψή μου, να τηλεφωνήσω, είμαι βέβαιος ότι θα είχε επιτευχθεί η σύλληψη των ανθρώπων που μου παρέδωσαν τα ναρκωτικά. Σημειώνω μάλιστα ότι επρόκειτο για ηρωίνη, που λόγω της μικρής καθαρότητάς της ήταν αδύνατο να προορίζονταν για εμπορία, αφού κανείς δεν θα ενδιαφερόταν να την αγοράσει, λόγω μη πρόσφορου αποτελέσματος. Όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν εμπορικά εκμεταλλεύσιμη... Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι με χρησιμοποίησαν, για να πετύχουν το σκοπό τους, αυτοί που τοποθέτησαν και την ηρωίνη στο αυτοκίνητό μου. Επιπρόσθετα, προκειμένου να αποδείξω ότι δεν έχω ροπή στην εγκληματικότητα, Σας προσκομίζω το με αριθμό .......... πιστοποιητικό διαγωγής της φυλακής, όπου η διαγωγή μου υπήρξε αρίστη. Και όχι μόνον. Εάν η δίκη μου είχε ορισθεί μετά δίμηνο, θα σας είχα προσκομίσει και βεβαίωση ότι τελείωσα και το σχολείο των φυλακών. Αλλά και χαρακτηριστικό γνώρισμα της εν γένει συμπεριφοράς μου και της εργατικότητάς μου είναι και η πραγματοποίηση 372 ημερών εργασίας. Το γεγονός αυτό και μόνο αποδεικνύει προσπάθεια επανένταξης. Γι' αυτό αιτούμαι την αναγνώριση των ελαφρυντικών". Με αυτό το περιεχόμενο, οι προταθέντες ισχυρισμοί για τη χορήγηση ελαφρυντικών είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται επαρκή περιστατικά που να τους θεμελιώνουν. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο αναιρεσείων δεν καταδικάσθηκε ποτέ "για πράξεις που να καταδεικνύουν αντικοινωνικότητα", όπως ισχυρίζεται, αποτελεί αρνητικό περιστατικό, που από μόνο του δεν δικαιολογεί τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Επίσης ουδέν περιστατικό επικαλέστηκε ο αναιρεσείων για να στηρίξει τον περί ειλικρινούς μεταμέλειας ισχυρισμό του, ενώ η αναφορά μόνο πιστοποιητικού αρίστης διαγωγής της φυλακής, και η πραγματοποίηση εντός αυτής 372 ημερών εργασίας, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών καλής συμπεριφοράς, πέραν της συνήθους συμπεριφοράς που υποχρεούνται οι κρατούμενοι στις φυλακές να τηρούν, συμμορφούμενοι στους σχετικούς κανονισμούς της φυλακής, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον περί καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, επομένως, αιτιολογημένα απέρριψε, ως αόριστους, τους δύο πρώτους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος (του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μετάνοιας) και, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του, απάντησε, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας κατ' ουσία, στον τρίτο ισχυρισμό αυτού, περί καλής συμπεριφοράς του για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, με την αναφερόμενη στην προηγούμενη παράγραφο αιτιολογία. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 13/15-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κομοτινής κατά της 60/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση νόμου περί ναρκω-τικών. Αιτιολογία εισαγωγής, κατοχής και μεταφοράς. Μεταβολή κατη-γορίας. Λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β΄ του Κ.Π.Δ., λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, διότι μεταβλήθηκε η ποσότητα των ναρκωτικών για την οποία αρχικά είχε ασκηθεί ποινική δίωξη. Πότε είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της κατηγορίας. Η επιβαλλόμενη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστα-σεως του άρθρου 84 παρ. 2 του Π.Κ. ισχυρισμό. Επίκληση ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ. 2 α, β και δ (προτέρου εντίμου βίου, ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα). Αοριστία ισχυρισμών. Εκ περισσού αιτιολογία απορ-ρίψεως. Απορρίπτει αναίρεση
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Κατηγορίας μεταβολή.
0
Αριθμός 2153/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σακάλογλου, περί αναιρέσεως της 148/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Με συγκατηγορούμενους τους 1) ...., 2) .... 3) .... 4) .... 5) ... 6) ..... Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2008/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 501 παρ.1 του Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ.1 του Ν. 3160/2003 "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ.2 του άρθρ. 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη". Ορίζει δε η παρ.2 του αρ.340, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το αρθρ. 13 του Ν. 3346/2005 ότι "σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του... Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο εκκαλών, για την υποστήριξη της έφεσής του, εμφανίστηκε ενώπιον του Εφετείου όχι αυτοπροσώπως αλλά δια συνηγόρου τον οποίο ο ίδιος έχει διορίσει με έγγραφη δήλωσή του, αυτός πλέον θεωρείται ότι είναι παρών. Εξάλλου, κατά το αρθ. 502 παρ.1 εδ. 1 Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το αρθ. 49 παρ.1 του Ν. 3160/2003 "αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παρ. 2 του αρ. 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση", κατά δε το τέταρτο εδάφιο της παρ.1 του ίδιου άρθρου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το αρ. 49 παρ.2 του Ν. 3160/2003 "κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα αρθ.329-338, 340, 344, 347, 349, 352, 357-360, 366-373 Κ.Π.Δ.". Από τις διατάξεις αυτές, η διάταξη του άρ. 344 παρ.1 εδ. α΄ ορίζει ότι "η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας". Ενώ, σύμφωνα με την παρ.4 του άρ. 501 Κ.Π.Δ., που προστέθηκε με το άρ. 49 παρ.3 του Ν. 3160/2003, "αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανισθεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών. Από τις τελευταίες ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι, αν ο εκκαλών-κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια, μετά την έναρξη της συζητήσεως αποχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος- κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, κατά το αρ. 501 παρ.1 εδ. α΄ Κ.Π.Δ., αλλά οφείλει να την ερευνήσει στην ουσία. Το αυτό ισχύει, για την ομοιότητα της περίπτωσης, κατά μείζονα λόγο και όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, αλλά στη συνέχεια, μετά τη λήψη της ταυτότητάς του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, η δίκη αναβλήθηκε, αλλά ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε στην νέα μετ' αναβολή δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η αναβολή θεωρείται ότι έγινε μετά την έναρξη της διαδικασίας και της συζήτησης της έφεσης, οπότε ο κατηγορούμενος λογίζεται σαν να ήταν παρών στη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και το δικαστήριο, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση του εκκαλούντος- κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αλλά οφείλει να τη δικάσει στην ουσία. Διαφορετικά η απόφαση του Εφετείου είναι αναιρετέα, κατά το άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Η΄ του Κ.Π.Δ., για υπέρβαση εξουσίας (Ολ.Α.Π 3/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του μοναδικού λόγου της ένδικης αναίρεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την υπ' αρ. 156/14-1-2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, που μετατράπηκε σε χρηματική, καθώς και σε χρηματική ποινή 3.000 Ευρώ, για παράβαση του άρθ. 66 παρ. 2γ΄ του Ν. 2121/1993. Κατά της πιο πάνω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας έφεση, κατά την εκδίκαση της οποίας, που είχε οριστεί για τις 21.12.2004, αυτός δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κρούπη, τον οποίο ο ίδιος είχε διορίσει να τον εκπροσωπήσει με την από 20.12.2004 εξουσιοδότηση. Μάλιστα, το Τριμελές Εφετείο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, επέτρεψε στον προαναφερόμενο συνήγορο να εκπροσωπήσει τον απόντα κατηγορούμενο. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που είναι ενσωματωμένα στην πιο κάτω απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η διαδικασία εξελίχθηκε ως εξής: Η πρόεδρος εκφώνησε τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας και βρέθηκαν παρόντες. Στο σημείο αυτό εμφανίστηκε ο 2ος μάρτυρας κατηγορίας και πολιτικώς ενάγων ....., ο οποίος δήλωσε στο Δικαστήριο, ότι ο δικηγόρος του Δημήτριος Μπαλτάς, λόγω προσωπικού του κωλύματος, αδυνατεί να παραστεί κατά τη σημερινή δίκη και ζητά την αναβολή της υπόθεσης. Ακολούθησε πρόταση του Εισαγγελέως και το Τριμελές Εφετείο, με την 394/21.12.2004 απόφασή του, ανέβαλε κατ' άρθρον 349 Κ.Π.Δ. (σημαντικά αίτια στο πρόσωπο του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής) την εκδίκαση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο και συγκεκριμένα για τις 19.9.2006. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Λόγω της απουσίας του αυτής, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, με την αναιρεσιβαλλόμενη 148/20.9.2006 απόφασή του, απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, κατ' εφαρμογή του άρ. 501 παρ.1 του Κ.Π.Δ. Όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, στις 21.12.2004 η δίκη αναβλήθηκε, αφού προηγουμένως ο κατηγορούμενος είχε εμφανιστεί, δια συνηγόρου, για να υποστηρίξει την έφεσή του και είχε αρχίσει πλέον η διαδικασία και η συζήτηση της έφεσης, αφού το Δικαστήριο είχε φθάσει τουλάχιστον στην εκφώνηση του καταλόγου των μαρτύρων. Συνεπώς, το Εφετείο, με το να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερέβη την εξουσία του, αφού όφειλε, κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο, να θεωρήσει παρόντα τον κατηγορούμενο και να δικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν. Επομένως, ο από το άρθ. 510 παρ.1 στοιχ. Η΄ του Κ.Π.Δ. μοναδικός λόγος της από 24.11.2006 ένδικης αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως (αρ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 148/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπέρβαση εξουσίας, όταν η έ-φεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, σε μετ' αναβολή δικάσιμο
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 2141/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας Χ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σαραντόπουλο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 11946/1995 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αιτούσα ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουνίου 2006 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1034/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 389/21-9-2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 527 και 528 παρ.1 ΚΠΔ, την από 25-5-06 αίτηση της καταδικασμένης Χ1 που υπέβαλε ενώπιόν μας δια του εξουσιοδοτημένου συνηγόρου της Γ. Σαραντόπουλου, για επανάληψη της διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της 11946/95 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών για αυτοδικία [άρθρο 331 ΠΚ], και εκθέτω τα ακόλουθα. 2-Η ανωτέρω αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την ανωτέρω καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την πάροδο των προθεσμιών προσβολής της από τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα, [Βλ.12 και 1882/06 βεβαιώσεις των γραμματέων του Εφετείου Αθηνών και Εισαγγελίας ΑΠ, αντίστοιχα], στηριζόμενη σε νέα γεγονότα και αποδείξεις, από τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, καθίσταται φανερό ότι είναι αθώα για την πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 2, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ, και πρέπει, επομένως, να εξετασθεί κατ΄ ουσία, 3-Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις, που αριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο τούτο, και όταν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες, οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που δίκασε και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές. Την κρίση αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και από τα έγγραφα. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για βαρύτερο έγκλημα. Δεν αποτελούν όμως νέα γεγονότα η ανάκληση ομολογίας του κατηγορουμένου ή μαρτυρίας συγκατηγορουμένου του, διότι οι ανακλήσεις αυτές είναι προφανώς αναξιόπιστες και δεν καθιστούν πρόδηλη την αθωότητα του κατηγορουμένου [ΑΠ. 756/93 ΠΧΡ. 83/535, Α.Π. 216/98 ΠΧΡ. 98/801]. 4-Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η αιτούσα καταδικάσθηκε με αυτήν για αυτοδικία, που συνίσταται στο ότι στα .... στις 1 και 11-7-92 οικειοποιήθηκε αυτογνωμόνως την αξίωση να καταργήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του παθόντος ... εν διαστάσει συζύγου της, με την εξαέτιδα θυγατέρα τους ...., δικαίωμα που του είχε αναγνωρίσει η 7998/91 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αποκρύπτοντας απ' αυτόν τη διαμονή της και καθιστώντας του κατ' αυτόν τον τρόπο αδύνατη την άσκησή του. Αποχώρησε δηλ. από την κατοικία της μαζί με την ανήλικη θυγατέρα της σε άγνωστη διεύθυνση αποστερώντας από παθόντα του δικαιώματος επικοινωνίας με αυτή. Τούτο έπραξε, διότι πίστευε ότι μπορούσε αυτή μόνη της να ρυθμίσει αυθαίρετα, χωρίς δηλ. προσφυγή στη νόμιμη δικαστική οδό, το δικαίωμα επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα του. Ως νέες αποδείξεις, από τις οποίες προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς της, ότι είναι αθώα της αξιόποινης πράξης της αυτοδικίας, για την οποία καταδικάσθηκε, είναι οι εξής: α) Η 6676/01 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτή αθωώθηκε για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου ελλείψει δόλου. Στο σκεπτικό της απόφασης αυτής αναφέρεται ότι η κατηγορουμένη γνωστοποίησε με εξώδικη δήλωσή της στον εν διαστάσει σύζυγό της παθόντα, εφέτη των πολιτικών δικαστηρίων, ότι αλλάζει κατοικία και έτσι αναχώρησε σε άγνωστη διεύθυνση με σκοπό να απομακρύνει τη θυγατέρα της απ' αυτόν λόγω του ότι τον υποπτευόταν ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά. β) Το αμετάκλητο 1768/93 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, το οποία αποφαίνεται να μη γίνει εναντίον της κατηγορία γι' αρπαγή ανηλίκου, που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του παθόντος, στα .... στις 11-7-92, με την αιτιολογία ότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος εάν ο φερόμενος ως δράστης έχει την επιμέλεια του ανηλίκου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που η κατηγορουμένη ασκούσε επ' αυτού την αποκλειστική επιμέλεια, δυνάμει δικαστικών αποφάσεων. γ) Οι 23048 και 23049/05 ένορκες βεβαιώσεις της μητέρας της ... και της αδελφής της .... στις οποίες τούτες καταθέτουν ότι από διηγήσεις της εξάχρονης θυγατέρας του ζεύγους είχαν πεισθεί ότι ο παθών την κακοποιούσε σεξουαλικά. δ) Ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις ιατρών της Αεροπορίας, στην οποία ο παθών είχε υπηρετήσει ως ανθυποσμηναγός, ιατρικές εξετάσεις του βιβλιαρίου Υγείας του και εντολή εξετάσεως του Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιώς, από τα οποία έγγραφα προκύπτει ότι ο παθών είχε παρουσιάσει μελαγχολική αντίδραση, αγχοτικές κρίσεις και λάμβανε αγχολυτικά φάρμακα. ε) Η από 31-12-88 έκθεση επιθεωρήσεως του Επιθεωρητή Αρεοπαγίτη Κ. Δαφέρμου, η οποία επικυρώθηκε με την 41/91 απόφαση του Συμβουλίου Επιθεώρησης Δικαστηρίων, στην οποία αναφέρεται ότι ο παθών είχε "επιλήψιμες υπηρεσιακές σχέσεις". Και στ) η 7139/ 11-6-90 ένορκη βεβαίωση του Ιωάννη Τέντε, πρωτοδίκη, ενώπιον της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου Αττικής Γ. Μήτσια, στην οποία τούτος καταθέτει ότι η αιτούσα είναι φιλοπρόοδη και στοργική μητέρα. Από τις ανωτέρω, ως νέες παριστάμενες αποδείξεις, δεν προκύπτει ότι η αιτούσα είναι αθώα της πράξης της αυτοδικίας, για την οποία καταδικάσθηκε. Η πεποίθησή της ότι ο εν διαστάσει σύζυγός της είχε παρενοχλήσει την ανήλικη θυγατέρα της και το γεγονός ότι αυτός λάμβανε αγχολυτικά φάρμακα δεν τις δίνει το δικαίωμα να του στερήσει την επικοινωνία με τη θυγατέρα του και να ακυρώσει αυθαίρετα την ισχύ των δικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες του είχε αναγνωρισθεί η επικοινωνία. Άλλωστε, το γεγονός ότι πίστευε ότι ο εν διαστάσει σύζυγός της κακοποιούσε σεξουαλικά τη θυγατέρα τους τούτο το είχε θέσει ενώπιον των δικαστηρίων, όπως προκύπτει από την 7.905/91 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία ανεγνώσθη από το δικαστήριο που την καταδίκασε και επομένως δεν αποτελεί νέο στοιχείο. 5.-Κατ' ακολουθία, εφόσον με τα προσκομιζόμενα ως νέα αποδεικτικά στοιχεία δεν καθίσταται, κατά την έννοια του άρθρου 525 παρ.1 περ.2 ΚΠΔ, φανερό, ότι η αιτούσα είναι αθώα του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε, ούτε ότι καταδικάστηκε αδίκως για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, ως αβάσιμη, και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). 5 Κατ' ακολουθία, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση για επανάληψης της διαδικασίας της 11946/95 καταδικαστικής αποφάσεως, καθώς και το αίτημά της να εμφανισθεί στο συμβούλιο, εφόσον με επάρκεια εκθέτει τις απόψεις της στην αίτηση και παρέλκει πάσα περαιτέρω διευκρίνισή τους, το δε να επιβάλλει στην αιτούσα τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των 210 Ε. Για τούτο προτείνω Α-Να απορριφθεί η 25-5-06 αίτηση της καταδικασμένης Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της 11946/95 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, Β- Να απορριφθεί το αίτημα αυτής για εμφάνιση στο συμβούλιο, Και Γ-Να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη, που ανέρχεται στο ποσό των 210 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠΔ, η διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημέλημα ή κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις : (απαριθμούνται στη συνέχεια περιοριστικά). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας, η οποία δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία, αποτελεί το αμετάκλητο της απόφασης, με την οποία ο αιτών καταδικάσθηκε για πλημμέλημα ή κακούργημα. Κατά δε το άρθρο 546 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 507 του ίδιου Κώδικα. Η προθεσμία για την αναίρεση ορίζεται στο άρθρο 973, κατά δε την παρ. 1 εδ. β΄ του άρθρου 473, αν ο δικαιούμενος να ασκήσει ένδικο μέσο δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή το, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 25/5/2006 αίτησή της, η αιτούσα ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την 11946/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμέλημα Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για αυτοδικία. Από τα συνημμένα όμως στην παραπάνω α) απόφαση: με αριθμό πρωτ. 1058/2006, από 16/5/2006, σε ακριβές αντίγραφο πιστοποιητικό της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και β) με αριθμό πρωτ. 10, από 12-1-2006, πιστοποιητικό του Γραμματέα του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, τα οποία επικαλείται η αιτούσα προς απόδειξη του αμετακλήτου, αποδεικνύεται μόνη, από μεν το πρώτο πιστοποιητικό, ότι, μέχρι τη 16/5/2006, δεν είχε εισαχθεί στο Γραφείο της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ούτε επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτηση αναίρεσης στο όνομα της αιτούσας κατά της 11946/1995 απόφασης που εξέδωσε το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, από δε το δεύτερο, ότι μέχρι την 11/7/2006 δεν είχε ασκηθεί αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης ούτε είχε κατατεθεί αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ή κάποιο άλλο ένδικο μέσο. Επίδοση όμως της παραπάνω απόφασης, στην αιτούσα κατηγορουμένη, ώστε να προκύπτει αν και πότε παρήλθαν άπρακτες οι προθεσμίες έφεσης και αναίρεσης, οι οποίες, κατά το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ, αρχίζουν από την επίδοση της απόφασης στον απόντα κατά τη συζήτηση της ποινικής υπόθεσης, δικαιούχο των ενδίκων τούτων μέσων, δεν προκύπτει, αφού στο φάκελο της δικογραφίας δεν υπάρχει αποδεικτικό επίδοσης της παραπάνω απόφασης, ούτε και αντίγραφο αυτής με κάτω από αυτό επισημείωση του επιδόντος, με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 161 παρ. 4 του ΚΠΔ στοιχεία, ούτε και η αιτούσα επικαλείται επίδοση της απόφασης σ' αυτήν. Συνακόλουθα, πρέπει κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1, 583 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1ης Ιουνίου 2006 αίτηση της Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την 11946/1995 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007 . Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋπόθεση για το παραδεκτό της αίτησης είναι το αμετάκλητο της απόφασης της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας. Δεν καθίσταται αμετάκλητη η ερήμην εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση χωρίς προηγούμενη επίδοση αυτής στο δικαιούμενο να ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης και της αναίρεσης αφ’ ης (επίδοση) και αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως των ενδίκων μέσων. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση διότι δεν αποδει-κνύεται επίδοση στην δικαιούμενη ν’ ασκήσει έφεση και αναίρεση κατη-γορούμενη της εκδοθείσας ερήμην της πρωτόδικης απόφασης
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 2140/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2003/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 565/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 161/18.4.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: 1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 2/2-3-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά του 2003/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε μετά από αναίρεση του προηγουμένου 2225/05 βουλεύματός του με την 1.167/06 απόφαση του Αρείου Πάγου, το οποίο, αφού απέρριψε την έφεσή του κατά του 123/05 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και επικύρωσε το εκκαλούμενο τούτο βούλευμα, τον παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών για ιδιαίτερα διακεκριμένη υπεξαίρεση, [άρθρα 60, 375 ΠΚ], και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα. 2-Η εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος εδράζεται στη διάταξη του άρθρου 483 παρ.1 ΚΠΔ, και ασκήθηκε με δήλωση του ειδικού δικαστικού πληρεξουσίου του, δικηγόρου Χαλκίδας Αστερίου Κουρούπη, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, που είναι της κατοικίας του. Ασκείται μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση του βουλεύματος, που του επιδόθηκε με παράδοση στα χέρια της συνοίκου μητέρας του ..... στις ...., [βλ. το από .... αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφ. ....] Η έκθεση συντάχθηκε από το γραμματέα με την τήρηση των απαιτούμενων από τα άρθρα 150-151 και 474 ΚΠΔ διατυπώσεων και περιέχει τους προβλεπόμενους από το νόμο λόγους, για τους οποίους ασκείται, οι οποίοι συνίστανται στην έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας και στην εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, [άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ ΚΠΔ]. Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, καθόσον παραπέμπεται για κακούργημα [άρθρο 482 παρ.1 περ. α ΚΠΔ], οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της. 3-Έλεγχος των λόγων Α-Νομικές διατάξεις. α-Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ΄ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. [ΑΠ.94/06]. β-Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ΄ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ΄ άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. γ-Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθό χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του, και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επιπλέον μια από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 €, [παρ.1 περ. β, που προστέθ. με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2171/3-6-99], ή εάν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. [παρ. 2, εδ. β που προστέθ. με το άρθρο 14 παρ. 3β του Ν.2721/99]. Β-Περιστατικά. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων,[καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογίας] προέκυψαν τα εξής ουσιώδη περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, κάτοικος ....., διατηρούσε από του έτους 1995 ατομική επιχείρηση εισαγωγής και εμπορίας σκυλοτροφών. Επειδή κατά το έτος 2002 η επιχείρησή του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, συνεπεία εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών και αδυναμίας καλύψεως των απαιτήσεων των τρίτων, έπεισε τον παθόντα, τον οποίο γνώριζε από του έτους 1998,κάτοικο ...., να συστήσουν μαζί ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία σκυλοτροφών, άλλης εμπορεύσιμης μάρκας, από την οποία θα αποκόμιζαν, όπως τον διαβεβαίωσε, σημαντικά κέρδη. Ο παθών δέχθηκε να συμμετάσχει στην επιχείρηση και για το λόγο αυτό του παρέδωσε στις 8-4-02 το χρηματικό ποσό των 150.000 €, που θα αποτελούσε το κεφάλαιο της εταιρίας. Το ήμισυ αυτού,[ποσό 75.000 €],του το μεταβίβασε ως δάνειο, με σκοπό να το χρησιμοποιήσει ως δική του (του κατηγορουμένου) εισφορά στο κεφάλαιο της εταιρίας, το δε έτερο ήμισυ, [ποσό 75.000 €],του το παρέδωσε με την εντολή να το καταβάλλει στην τράπεζα ως προσωπική,(του παθόντος) εισφορά στο εν λόγω κεφάλαιο. Πέρα τούτου, του παρέδωσε και το ποσό των 26.082 €, με την εντολή να το διαθέσει για την κάλυψη των δαπανών που απαιτούνται για τη σύσταση της εταιρίας, όπως για τις αναγκαίες δημοσιεύσεις και την έγκριση από τη διοίκηση του καταστατικού της. Λόγω του ότι ο κατηγορούμενος αθέτησε τις υποσχέσεις του να προβεί στη συντέλεση των αναγκαίων διαδικασιών για τη σύσταση της εταιρίας και της εντεύθεν απειλής του παθόντος να τον καταγγείλει για υπεξαίρεση, στις 6-6-02 ήλθαν στις εξής μεταξύ τους πρόσθετες συμφωνίες. Πρώτον, ο κατηγορούμενος εξέδωσε και παρέδωσε στον παθόντα μία λευκή επιταγή για όλο το ληφθέν χρηματικό ποσό, [176.080 €]. Δεύτερον, συνυπέγραψαν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο ο κατηγορούμενος αναγνώριζε ότι παρέλαβε από τον παθόντα ως δάνειο το ανωτέρω χρηματικό ποσό και αναλάμβανε την υποχρέωση να του το επιστρέψει ολόκληρο, εάν μέχρι τις 31-12-02 δεν θα ολοκλήρωνε τις διαδικασίες για τη σύστασή της. Και τρίτον, ο πατέρας του κατηγορουμένου τριτεγγυήθηκε την ανωτέρω επιταγή και συναίνεσε ακόμη στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε βάρος ακινήτου του για το ενδεχόμενο της μη πληρωμής του. Η ανωτέρω συμφωνία τους, ότι ολόκληρο το ανωτέρω χρηματικό ποσό το έλαβε ο κατηγορούμενος ως δάνειο, έγινε απ' αυτούς εικονικά, προκειμένου να αποσείσει ο κατηγορούμενος τις ποινικές του ευθύνες, αφού η πραγματική αιτία της οφειλής του ποσού των 101.080 € [75.000 +26.080] είναι πράξη υπεξαίρεσης, καθόσον δεν μεταβιβάσθηκε σ' αυτόν η κυριότητα του εν λόγω χρηματικού ποσού. Παρά τις ανωτέρω δεσμεύσεις του όμως αυτές, ο κατηγορούμενος μέχρι τις 31-12-02 ούτε διέθεσε το ανωτέρω χρηματικό ποσό για τους σκοπούς, για τους οποίους του δόθηκε, (για την εισφορά του παθόντος και για τις δαπάνες σύστασης της εταιρίας),ούτε απέδωσε αυτό στον παθόντα κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, αλλά το ιδιοποιήθηκε παρανόμως, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία του. Οι ισχυρισμοί του ότι ουδέποτε έλαβε το χρηματικό τούτο ποσό από τον παθόντα και ότι έχει καταγγείλει τον παθόντα ότι κατά το έτος 2002 του είχε δώσει τοκογλυφικό δάνειο είναι απορριπτέοι. Ο μεν πρώτος, διότι δεν δικαιολογείται, εάν υποτεθεί ότι είναι αληθινός, γιατί παρέδωσε στον παθόντα στις 6-6-02 τη λευκή επιταγή, γιατί τριτεγγυήθηκε τούτη ο πατέρας του και γιατί ο τελευταίος συναίνεσε στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε βάρος ακινήτου του για το ενδεχόμενο της μη πληρωμής του και, ακόμη, γιατί συνυπέγραψε με τον παθόντα το από 6-6-02 ιδιωτικό συμφωνητικό περί συστάσεως δανείου. Ο δε δεύτερος, και εάν υποτεθεί ότι είναι αληθινός, γιατί δεν συνδέεται με την ανωτέρω πράξη, για την οποία κατηγορείται, για την κατοχή δηλ. και την παράνομη απ' αυτόν ιδιοποίηση του ανωτέρω χρηματικού ποσού. Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι πληρούται σε βάρος του κατηγορουμένου η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης υπεξαίρεσης, που τέλεσε σε βάρος του ανωτέρω παθόντος, με αντικείμενο αυτής το ποσό των 101.080 €, το οποίο, αφενός μεν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το εμπιστεύθηκε σ' αυτόν ο παθών λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, αφετέρου δε υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €. Στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και παραπέμπει τούτον ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως αρμόδιου κατά νόμο να τον δικάσει ως υπαίτιο της τελέσεώς του. Γ-Κριτική αξιολόγηση Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, με την επιβαρυντική περίσταση του ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 €, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι ο κατηγορούμενος έλαβε υπό την κατοχή του το χρηματικό ποσό των 101.080 € από τον παθόντα, ότι έλαβε τούτο ως εντολοδόχος του να το διαθέσει για ορισμένη αιτία, ότι τούτος δεν το διέθεσε για την αιτία αυτή, ότι το ιδιοποιήθηκε παρανόμως, ενσωματώνοντάς το στην ιδιοκτησία του, και ότι το αντικείμενο αυτής υπερβαίνει το ποσό των 75.000 €. Οι αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών εκτίμησε εσφαλμένα το πραγματικό της υπόθεσης, καθόσον αυτός δεν έλαβε από τον παθόντα το ανωτέρω χρηματικό ποσό, ή ότι το ποσό τούτο το έλαβε εν πάση περιπτώσει κατά κυριότητα ως δάνειο, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι βάλλουν κατά της ανέλεγκτα αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. 5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει αυτόν στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 €. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί η 2/2-3-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά του 2003/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β-Να καταδικασθεί οι αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 €. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη 2 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμό 2003/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε μετ' αναίρεση του υπ' αριθμό 2225/2005 βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμό 123/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, με την επιβαρυντική περίσταση, ότι αυτός ήταν εντολοδόχος και το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητα της. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθόν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις,δηλαδή εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ( παρ.1 περ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση (παρ. 2 εδ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3β του Ν.2721/1999). Διαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος όταν έχει εξουσία από το νόμο ή από τη σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου( του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε, σχετικά με τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Για την ύπαρξη τέλος αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί και η εξ ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε , κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "...ο κατηγορούμενος, κάτοικος ...., διατηρούσε από του έτους 1995 ατομική επιχείρηση εισαγωγής και εμπορίας σκυλοτροφών. Η επιχείρησή του αυτή από του έτους 2002 αντιμετώπιζε άμεσα οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών και αδυναμίας να καλύψει τις απαιτήσεις των τρίτων. Προς τούτο έπεισε τον εγκαλούντα τον οποίο γνώριζε από του έτους 1998 να συστήσουν μεταξύ τους μια ανώνυμη εταιρεία με αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία σκυλοτροφών, άλλης κατηγορίας από εκείνη που αυτός εμπορευόταν προηγουμένως και ότι από τη συνεργασία τους αυτή με βεβαιότητα θα αποκόμιζαν σημαντικά κέρδη. Ο παθών δέχθηκε να συμμετάσχει στην επιχείρηση αυτή και για το λόγο αυτό, την 8 Απριλίου 2002, του παρέδωσε το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο θα αποτελούσε το κεφάλαιο της υπό σύσταση εταιρείας. Το ήμισυ του χρηματικού αυτού ποσού, ήτοι των 75.000 ευρώ, το μεταβίβασε στον κατηγορούμενο κατά πλήρη κυριότητα λόγω δανείου, προκειμένου αυτός να καλύψει την εταιρική του συμμετοχή, ενώ το υπόλοιπο των 75.000 ευρώ αποτελούσε την εταιρική εισφορά του ιδίου (εγκαλούντος). Παράλληλα με την παράδοση του ποσού αυτού των 75.000 ευρώ, του έδωσε την εντολή το ποσό αυτό που προοριζόταν για την προσωπική του συμμετοχή να το καταθέσει σε Τράπεζα, στο όνομα της υπό σύσταση εταιρείας. Ταυτόχρονα του παρέδωσε και το ποσό των 26080 ευρώ, που προορισμό είχε να καλύψει τις διάφορες λειτουργικές δαπάνες, που θα αντιμετώπιζε η εταιρεία στο στάδιο της συστάσεως και λειτουργίας της. Ο κατηγορούμενος όμως αθέτησε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει και ειδικότερα εκείνες που αφορούσαν τη διαδικασία συστάσεως και λειτουργίας της εταιρείας, γεγονός που οδήγησε τον εγκαλούντα να τον ενημερώσει, ότι θα τον καταγγείλει για την αξιόποινη αυτή συμπεριφορά του. Το γεγονός αυτό οδήγησε τα διάδικα μέρη, να συνάψουν μια πρόσθετη συμφωνία, με την οποία ο κατηγορούμενος εξέδωσε και παρέδωσε στον παθόντα μια λευκή επιταγή ποσού 176.080 ευρώ, που αυτός είχε παραλάβει από τον παθόντα. Επίσης υπογράφηκε μεταξύ τους το από 6-6-2002 συμφωνητικό, με το οποίο ο κατηγορούμενος αναγνώριζε ότι παρέλαβε από τον παθόντα, λόγω δανείου, το ως άνω χρηματικό ποσό, με ταυτόχρονη υποχρέωσή του, να το επιστρέψει μέχρι την 31-12-2002 στην περίπτωση που αυτός δε θα ολοκλήρωνε τις απαιτούμενες ενέργειες για τη σύσταση της εταιρείας. Προς μεγαλύτερη δε εξασφάλιση του παθόντα, ο πατέρας του κατηγορούμενου, που συνυπέγραψε το ως άνω συμφωνητικό, τριτεγγυήθηκε την πληρωμή της επιταγής του ποσού των 176.080 ευρώ, συναινώντας ακόμη στην παραχώρηση προσημειώσεως υποθήκης σε περιουσιακό στοιχείο του ίδιου, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του κατηγορούμενου. Η μεταξύ τους δε συμφωνία, ότι η καταβολή του ως άνω ποσού, έγινε λόγω δανείου, έγινε κατ' επίφαση και όχι σπουδαίως, προκειμένου να αποσείσει ο κατηγορούμενος τις ποινικές του ευθύνες. Αντίθετα η πραγματική αιτία της οφειλής του ποσού των 101.080 (75.000 συν 26080) συνιστά το αδίκημα της υπεξαιρέσεως, καθόσον δεν μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα σ'αυτόν ( κατηγορούμενο) το ως άνω χρηματικό ποσόν, πλην εκείνου των 75.000 ευρώ που αντιπροσώπευε την προσωπική συμμετοχή του κατηγορούμενου. Παρόλα αυτά, ο κατηγορούμενος μέχρι την χρονολογία αυτή της 31ης Δεκεμβρίου 2002 δεν διέθεσε το χρηματικό αυτό ποσό των 101.080 ευρώ για τους σκοπούς για τους οποίους του παραδόθηκε, ούτε το απέδωσε στον παθόντα κατά την αυτή ως άνω χρονολογία, όπως είχε αναλάβει τη σχετική υποχρέωση, αλλά το ενσωμάτωσε παράνομα στην περιουσία του. Οι ισχυρισμοί του κατηγορούμενου, ότι ουδέποτε έλαβε το παραπάνω χρηματικό ποσό και ότι τον έχει καταγγείλει για την πράξη της τοκογλυφίας, είναι απορριπτέοι. Τούτο, γιατί δεν δικαιολογείται γιατί ο κατηγορούμενος παρέδωσε την 6-6-2002 τη λευκή επιταγή ποσού 176.080 ευρώ και πολύ περισσότερο γιατί την τριτεγγυήθηκε ο πατέρας του, που προσφέρθηκε και με την παραχώρηση συναινετικής προσημειώσεως σε ακίνητο του ιδίου (πατέρα του)". Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, που τέλεσε ως εντολοδόχος και με την επιβαρυντική περίσταση, του ότι το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και μάλιστα αυτό των 101.086 ευρώ, αλλά και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 του Π.Κ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι το κρινόμενο βούλευμα δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συγκεκριμένα, το ότι ο αναιρεσείων έλαβε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των 101.080 ευρώ από τον παθόντα, ότι το ποσό αυτό το έλαβε ως εντολοδόχος του, προκειμένου να το διαθέσει για συγκεκριμένη αιτία, αυτή της συμμετοχικής του εισφοράς και της αντιμετώπισης διαφόρων λειτουργικών δαπανών της υπό σύσταση ανώνυμης εταιρείας και ότι όχι μόνο δεν το διέθεσε για την ως άνω αιτία, αλλά παράνομα το ιδιοποιήθηκε, αφού το ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία, ανέρχεται δε αυτό σε 101.080 ευρώ. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά αφού αυτός δεν έλαβε από τον παθόντα το ως άνω χρηματικό ποσόν των 101.080 ευρώ και, σε κάθε περίπτωση, το ποσόν αυτό περιήλθε στον ίδιο κατά κυριότητα, λόγω δανείου που συνήψε με τον εγκαλούντα, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες γιατί προσβάλλουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Εν όψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 375 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι καθώς και η αίτηση στο σύνολό της. Απορριπτόμενης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 , για αναίρεση του υπ' αριθμό 2003/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική υπεξαίρεση, ως εντολοδόχος, που το εμπιστευθέν υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρο 375 ΠΚ). Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και πλήρως διαλαμβά-νονται τα συγκροτούντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος στοιχεία. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για εσφα-λμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του Κ.Π.Δ.) ως απαράδεκτος
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
2
Αριθμός 2138/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Κομοτηνής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κουρτίδη και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Κομοτηνής, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της 7/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2006 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 721/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 1ου αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, για τον Χ1 και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης για τον Χ2. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το δικαστήριο του Αρείου Πάγου αναβάλλει τη συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, αποδεχόμενο σχετικό αίτημα ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν χωρίς νέα κλήτευση ακόμη και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Αν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται (514 εδ. α΄ ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη υπόθεση φέρεται προς συζήτηση μετά την έκδοση της 439/2007 αποφάσεως αυτού το Δικαστηρίου, με την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο, μετά από αίτηση του αναιρεσείοντος, κατ' άρθρο 515 παρ. 1 ΚΠΔ, πλην όμως ο δεύτερος αναιρεσείων Χ2 κατά της 7/7-2-2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του εν λόγω αναιρεσείοντος, πρέπει, να απορριφθεί και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν την αφαίρεση ζωής άλλου, με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος, στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ειδικότερα επί ενδεχομένου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεως του και το αποδέχεται. Απαιτείται δηλαδή πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή του. Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή, αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 α του ΠΚ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, και κατά την όμοια του άρθρου 309 του ίδιου Κώδικα, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη (άρθρ. 310 παρ. 2 ΠΚ) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ. 1 σωματικής βλάβης κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντα ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, όπως αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 του Π.Κ., ενώ για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993, όπλα θεωρούνται και τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων και κυνηγετικά (παρ. 1β), κατά δε τα άρθρα 10 παρ. 3, 13, και 14 του Ν. 2168, τιμωρείται με τις στις διατάξεις αυτές προβλεπόμενες ποινές, όποιος, το μεν φέρει όπλα (οπλοφορεί), χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του, το δε, με χρήση όπλου, διαπράττει κακούργημα ή πλημμέλημα, από δόλο ή από δόλο ή αμέλεια και καταδικασθεί. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτω. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχήν αναγκαίο να δικαιολογείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του, χωρίς εκ του βαθμού της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, να τεκμαίρεται και η αποδοχή του ή να καθίσταται περιττή η απόδειξη αυτής. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά επίσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, δίκασε τους αναιρεσείoντες 1) Χ1 και 2) Χ2 για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, από κοινού επικίνδυνη σωματική βλάβη, κατά συρροή και παράνομη οπλοχρησία και οπλοκατοχή και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του. Όπως δε προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι αποδείχθηκαν, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στις 30-10-01, σε δρόμο των ...., υπήρχε γαμήλια εορταστική εκδήλωση, όπου ο Ψ1 διατηρώντας καντίνα, πουλούσε αναψυκτικά και άλλα είδη σε προσερχόμενους στην τελετή. Σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκε τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 ο οποίος άρχισε να πυροβολεί στον αέρα, οπότε ο Ψ1του έκανε παρατήρηση, γιατί πυροβολούσε ενώ υπήρχε τόσος κόσμος. Τότε ο κατηγορούμενος αυτός, βρισκόμενος σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου, έστρεψε το όπλο εναντίον του και τον πυροβόλησε με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει στην κροταφική επιφάνεια εξωτερικά του οφθαλμικού κόγχου στο ύψος του φακού του αριστερού βολβού προκαλώντας του θλαστικά τραύματα σχήματος οπής στο αριστερό άνω βλέφαρο. Το περιστατικό αυτό αντιλήφθηκε ο ξάδελφος του τραυματισθέντος Ψ2 ο οποίος επιτέθηκε στον δεύτερο κατηγορούμενο για να του αφαιρέσει το όπλο και, ενώ είχαν πέσει κάτω, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 αφού πήγε στο αυτοκίνητό του και πήρε το με αριθμό .... κυνηγετικό όπλο, κατευθύνθηκε προς τους συμπλακέντες δεύτερο κατηγορούμενο Ψ2. Όταν ο τελευταίος είδε τον 1ο κατηγορούμενο να πλησιάζει με το όπλο στο χέρι και κατάλαβε ότι θα τον πυροβολήσει, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει, ο δε 1ος κατηγορούμενος τον πυροβόλησε από μικρή απόσταση και τον τραυμάτισε, προκαλώντας του θλαστικά τραύματα κατά την δεξιά οπίσθια κνημιαία χώρα, γλουτιαία δεξιά και αριστερά ωμοπλατιαία χώρα. Στη συνέχεια δε και ενώ οι παθόντες μαζί με άλλο κόσμο τράπηκαν σε φυγή, οι κατηγορούμενοι συνέχισαν να πυροβολούν εναντίον τους. Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν τα όπλα τους και πυροβόλησαν εναντίον των παραπάνω παθόντων, έχοντας ανθρωποκτόνο ενδεχόμενο δόλο, γιατί τις πράξεις αυτές τέλεσαν οι κατηγορούμενοι ευρισκόμενοι σε θέση διανοητική να γνωρίζουν - προβλέπουν ότι με τα τραύματα που προκάλεσαν στους παθόντες ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσουν αιτιώδη ως πιθανό - δυνατό περαιτέρω αποτέλεσμα τον θάνατο των θυμάτων τον οποίο θα είχαν λόγο να πιστεύουν ότι θα αποφύγουν με τις ικανότητες που διέθεταν, αλλά συγκατατέθηκαν σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Ενισχυτικό της συγκατάθεσης των κατηγορουμένων στο άνω αποτέλεσμα και χρήσιμα για την αξιολόγηση αυτής αντικειμενικά στοιχεία είναι: 1) το μέσον που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι. Από τις καταθέσεις δε των παθόντων αποδεικνύεται ότι αυτοί χρησιμοποίησαν ως όπλο του εγκλήματος τα παραπάνω κυνηγετικά όπλα 2) το μέρος του σώματος των παθόντων που επλήγη και του γεγονότος ότι τους πυροβόλησαν ενώ βρισκόταν σε μικρή απόσταση και έπληξαν σημεία του σώματός τους, στην περιοχή κοντά στο κεφάλι τους, ώστε θα μπορούσε να προκληθεί θανατηφόρο αποτέλεσμα, το οποίο γνώριζαν και αποδέχθησαν και ενώ τους είχαν ήδη τραυματίσει συνέχισαν να πυροβολούν. Το θανατηφόρο δε αποτέλεσμα το οποίο θα μπορούσε να προκληθεί σε βάρος των ανωτέρω παθόντων από την συμπεριφορά των κατηγορουμένων, το οποίο αυτοί αποδέχθησαν, δεν επήλθε, όχι λόγω κάποιας αποτρεπτικής ενέργειας των κατηγορουμένων, αλλά επειδή οι παραπάνω παθόντες, τρέχοντας, κατόρθωσαν να απομακρυνθούν σε τέτοια απόσταση, ώστε να μην είναι δυνατόν να τους πλήξουν και πάλι οι πυροβολισμοί. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι διέπραξαν τις πράξεις που τους αποδίδονται και δη ο μεν πρώτος της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο του Ψ2 και ο δεύτερος της ίδιας πράξης του Ψ1 για τις οποίες και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι. Τις πράξεις τους δε αυτές αποφάσισαν και τέλεσαν οι κατηγορούμενοι ευρισκόμενοι σε ψυχική ηρεμία και όχι σε τέτοια κατάσταση που να αποκλείει την δυνατότητά τους να ελέγξουν και σταθμίσουν τις πράξεις τους, απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού τους περί απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βρασμό ψυχικής ορμής (αρθρ. 299 § 2 ΠΚ), αφού από κανένα αντικειμενικό στοιχείο προέκυψε ούτε οι κατηγορούμενοι επικαλέσθηκαν τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, ότι διέπραξαν την παραπάνω απόπειρα ανθρωποκτονίας ο καθένας σε βρασμό ψυχικής ορμής, δηλαδή σε αιφνίδια υπερένταση συναισθημάτων ή πάθους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, λόγω των προαναφερομένων πυροβολισμών, επικράτησε αναστάτωση στο χώρο της γαμήλιας εκδήλωσης με αποτέλεσμα ο κόσμος, μεταξύ των οποίων και οι Μ2, Μ3 και Μ1 να τραπούν σε φυγή. Οι δε κατηγορούμενοι ακολούθησαν και κατεδίωξαν τους ανωτέρω σε απόσταση περίπου πενήντα (50) μέτρων, πυροβολώντας επανειλημμένα εναντίον τους, με αποτέλεσμα να τραυματισθούν και να υποστούν, ο Μ2 πολλαπλά θλαστικά τραύματα κατά την οπίσθια επιφάνεια κνημών αριστερά και δεξιά καθώς και κατά την αριστερή γλουτιαία χώρα, ο Μ3 θλαστικό τραύμα διαστάσεων 0, 5 Χ 0, 5 εκατοστών κατά την αριστερή έσω μηριαία χώρα και θλαστικό τραύμα διαστάσεων 0,4 Χ 0,2 εκατοστών κατά την αριστερή παλάμη του χεριού και ο Μ1 θλαστικό τραύμα διαστάσεων 0, 3 Χ 0, 4 εκατοστών κατά την δεξιά οπίσθια μηριαία χώρα. Οι ως άνω τραυματισμοί δε τελέσθηκαν με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στους παθόντες βαριά σωματική βλάβη και συνεπώς πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Τέλος δε, όσον αφορά τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, το δικαστήριο πείσθηκε ότι διαπράχθησαν απ' αυτούς, καθ' όσον με σαφήνεια προέκυψε από τις καταθέσεις των μαρτύρων ότι οι πυροβολισμοί προέρχονταν από δύο όπλα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι δύο κατηγορούμενοι κατά την τέλεση των παραπάνω αναφερομένων πράξεων, κατείχαν δε παράνομα τα ως άνω όπλα και τούτο διότι δεν είχαν άδεια κατοχής της αρμόδιας αστυνομικής αρχής. Συνεπώς πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων αυτών. Με τις σκέψεις αυτές, οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 καταδικάστηκαν για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, από κοινού επικίνδυνη σωματική βλάβη, κατά συρροή και παράνομη οπλοχρησία και οπλοκατοχή. Για τις πράξεις αυτές, που συνιστούν παραβάσεις, πλην άλλων, των διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 42, 45, 94, 299 παρ. 1, 309 ΠΚ, και 1 παρ. 1β, 10 παρ. 1 και 13α, 14, 16 παρ. 1 και 3 του ν. 2168/1993, επιβλήθηκε στο καθένα από τους κατηγορουμένους συνολική ποινή καθείρξεως δέκα ετών και επτά μηνών και χρηματική ποινή 590 ευρώ. Με τις παραδοχές του αυτές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκαν οι πιο πάνω δύο αναιρεσείοντες, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ1 ότι, από την αντιπαραβολή του σκεπτικού και του διατακτικού, προκύπτουν, ασάφειες, κενά και αντιφάσεις. Αντιθέτως σκεπτικό και διατακτικό αλληλοσυμπληρώνονται και ουδεμία ασάφεια δημιουργείται από την παραδοχή στο σκεπτικό ότι ο αναιρεσείων κινήθηκε με σκοπό να πυροβολήσει τον παθόντα, ενώ στο διατακτικό αναφέρεται, ότι ο παθών Ψ2 απέφυγε το (θανατηφόρο προφανώς) αποτέλεσμα του πυροβολισμού, επειδή έτρεξε μακριά από τον αναιρεσείοντα. Επίσης, η αναφορά στο σκεπτικό ότι ο αναιρεσείων "πυροβόλησε" τον παθόντα δεν έχει την έννοια ότι πυροβόλησε μόνο μία φορά. Τούτο δε σαφώς διευκρινίζεται στο διατακτικό, ενώ, η αναφορά στο διατακτικό ότι ο αναιρεσείων πυροβόλησε με κυνηγετικό όπλο τον Ψ2 με ενδεχόμενο δόλο να προκαλέσει το θάνατό του, "όμως το αποτέλεσμα αυτό δεν επήλθε, διότι ο παθών, τρέχοντας, κατόρθωσε να απομακρυνθεί σε απόσταση τέτοια, ώστε να μην είναι δυνατόν να τον πλήξουν οι πυροβολισμοί, εξαιτίας των οποίων υπέστη μόνο σωματικές βλάβες", δεν ενέχει αντίφαση. Η παραδοχή ότι οι πυροβολισμοί δεν ήταν δυνατόν να πλήξουν το θύμα, έχει την έννοια, όπως ανενδοιάστως συνάγεται από τις παραδοχές της αποφάσεως, ότι αυτοί δεν ήταν δυνατόν να τον πλήξουν κατά τρόπο που να επιφέρουν το με ενδεχόμενο δόλο επιδιωκόμενο από τον αναιρεσείοντα θανατηφόρο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, αβάσιμες είναι επίσης οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι κατά τρόπο αντιφατικό καταδικάστηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας επειδή πυροβόλησε το ανωτέρω αναφερόμενο θύμα, ενώ για τον ίδιο ακριβώς λόγο και αιτία καταδικάστηκε για το αδίκημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης επειδή πυροβόλησε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του κατά των Μ2, Μ3 και Μ1 και ότι ο σωστός χαρακτηρισμός όλων των πράξεων ήταν αυτός της επικίνδυνης σωματικής βλάβης ή σε κάθε περίπτωση βαριάς σωματικής βλάβης ή σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης και όχι της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, αφού, όπως ισχυρίζεται, "από το σκεπτικό προκύπτει ότι δεν υπήρχε κάποια εξωτερική ενέργεια, εξαιτίας της οποίας δεν προέβη σε ανθρωποκτονία". Οι πιο πάνω αιτιάσεις είναι και αβάσιμες, αφού στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει, ως προς μεν τον Ψ2 ο ανθρωποκτόνος σκοπός του αναιρεσείοντος, ως προς δε τους Μ2, Μ3 και Μ1 η επιδιωχθείσα σε βάρος τους επικίνδυνη σωματική βλάβη, η δε αναφορά του χρησιμοποιηθέντος μέσου (πυροβόλο κυνηγετικό όπλο), ως περιστατικό που καταδεικνύει το υποκειμενικό στοιχείο και των δύο πιο πάνω αδικημάτων, δεν ενέχει αντίφαση, αφού στην προσβαλλόμενη απόφαση λεπτομερώς αναφέρονται οι διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα πιο πάνω εγκλήματα και έλαβαν χώρα τα προαναφερθέντα περιστατικά, τα οποία και δεν ταυτίζονται. Επίσης πλήρως προσδιορίζεται το ανεξάρτητο από τη βούληση του αναιρεσείοντος εξωτερικό εμπόδιο, εξαιτίας του οποίου δεν ολοκληρώθηκε το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, συνιστάμενο στο ότι το θύμα, τρέχοντας, κατόρθωσε να απομακρυνθεί σε ασφαλή απόσταση. Με βάση δε τα περιστατικά, που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αποδειχθέντα, ορθώς έκρινε ότι αυτά συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Χ1. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων ότι 1) δεν ήταν πρόσφορο το μέσο, που χρησιμοποιήθηκε για να προκαλέσει ανθρωποκτονία, αφού τα σκάγια ήταν ψιλά και ήταν για κυνήγι μικρών πουλιών, 2) η απόσταση από την οποία έλαβε χώρα ο πυροβολισμός δεν ήταν δυνατόν αν επιφέρει ανθρωποκτόνο αποτέλεσμα, 3) εσφαλμένα έγινε δεκτό, ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού προκάλεσαν επικίνδυνη σωματική βλάβη στους Μ2, Μ3 και Μ1 ενώ αυτοί δέχθηκαν ο καθένας μόνο ένα πυροβολισμό και συνεπώς η τέλεση του αδικήματος και από τους δύο από κοινού ήταν αδύνατη, και 4) ότι η πληττόμενη απόφαση στηρίχθηκε ως προς τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στις καταθέσεις δύο εκ των πέντε παθόντων, από τις καταθέσεις των οποίων δεν προκύπτει η απόπειρα ανθρωποκτονίας από τον αναιρεσείοντα πρώτο κατηγορούμενο, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον ο αναιρεσείων, με την επίκληση του λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, δεν απαιτούνται για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, τα αναφερόμενα από τον αναιρεσείοντα επιπλέον στοιχεία, μεταξύ των οποίων η διευκρίνιση αν οι σωματικές βλάβες του παθόντος ήταν ελαφρές ή βαριές και πόση ήταν η ακριβής απόσταση από την οποία έλαβε χώρα ο πυροβολισμός. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης του αναιρεσείοντος, Χ1 για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα., υπό την προϋπόθεση ότι ο ισχυρισμός αυτός έχει προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει με ειδικό λόγο αναίρεσης την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποφάνθηκε καθόλου επί αιτήματός του, που υποβλήθηκε δια του συνηγόρου του, να του αναγνωρισθούν ελαφρυντικά, αφού μάλιστα, όπως υποστηρίζει, "αναφέρθηκε ότι ο πρώτος από εμάς είναι πατέρας πέντε τέκνων". Ο λόγος αυτός αναίρεσης, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν εκτίθεται το περιεχόμενο του περί ελαφρυντικού ισχυρισμού, και ειδικότερα ποιού ελαφρυντικού την αναγνώριση είχε ζητήσει ο αναιρεσείων, είναι απορριπτέος, διότι, από τα πρακτικά της δίκης, δεν προκύπτει ότι αυτός είχε υποβάλει οποιοδήποτε αίτημα για τη χορήγηση ελαφρυντικών, και, συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση του Χ1 να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επίσης, όπως ήδη κρίθηκε, πρέπει να απορριφθεί, ως ανυποστήρικτη, η αίτηση του Χ2 και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30/3/2006 (αρ. πρωτ. 3648/31-3-07) αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως των 1) Χ1 2) Χ2 κατά της 7/7-2-2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Και, Καταδικάζει τους αμέσως πιο πάνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει, για τον καθένα, στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, από κοινού επικίνδυνη σωματική βλάβη, κατά συρροή και παράνομη οπλοχρησία και οπλοφορία. Απορρίπτει ως ανυποστήρικτη αναίρεση 2ου, που εκδικάζεται μετά από αναβολή. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και διότι δεν απάντησε το Δικαστήριο στον περί ελαφρυντικών ισχυρισμό. Απορρίπτει αναίρεση
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Οπλοφορία, Οπλοχρησία, Σωματική βλάβη επικίνδυνη.
0
Αριθμός 2137/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας Χ1 που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σαραντόπουλο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την με αριθμό 4490/1993 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αιτούσα ζητά τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουνίου 2006 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1033/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 401/22.9.2006 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριό σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ, την από 8-6-2006 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτηση της Χ1 με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ΄αριθμ. 4490/1993 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών δια της οποίας καταδικάστηκε η αιτούσα σε φυλάκιση 10 μηνών για συκοφαντική δυσφήμιση κατ΄εξακολούθηση και εκθέτω τα εξής:Ι. Επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επιτρέπεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται περιοριστικά, στο άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ και αν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου απεκαλύφθησαν νέα - άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως "κάνουν φανερό", ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνες που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα, καθώς και εκείνες που, αν και υπήρχαν δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτό ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν, την κρίση του δε ότι πρόκειται για νέες αποδείξεις ή γεγονότα, με την πιο πάνω έννοια, σχηματίζει το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων συμπληρωματικές ή τροποποιητικές εκείνων οι οποίες τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, νέα έγγραφα κλπ, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες μόνες ή σε συνδυασμό με αυτές που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο να κάνουν φανερό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος. Η φράση "κάνουν φανερό" αποτελεί μεταφορά στη δημοτική γλώσσα του κειμένου του άρθρου 525 ΚΠΔ στην καθαρεύουσα, όπου η αντίστοιχη φράση ήταν "καθιστούν πρόδηλο", η οποία είχε ερμηνευθεί ότι είχε την έννοια ότι τα νέα στοιχεία πρέπει "να εγγίζουν την βεβαιότητα", περί της αθωότητας (ΑΠ 1546/1984 Ποιν. Χρον. ΛΕ΄ σελ. 491). Επομένως η υπό κρίση αίτηση, για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την 4490/1993 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου, στηριζόμενη σε νέα γεγονότα και αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη της αιτούσας και οι οποίες φέρονται ότι καθιστούν φανερό, ότι η αιτούσα καταδικάστηκε άδικα, ενώ ήταν αθώα, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τα άρθρα 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία. ΙΙ. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 4490/1993 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, η αιτούσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών για συκοφαντική δυσφήμηση κατ΄εξακολούθηση. Συγκεκριμένα κηρύχθηκε ένοχος του ότι : Στην Αθήνα με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος διέδωσε ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή του, το γεγονός δε αυτό ήταν ψευδές και αυτό το γνώριζε. Συγκεκριμένα: α) Κατά τα μέσα ...., σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς διέδωσε ενώπιον του Μ2, Ζ1 , Μ1 για τον παθόντα Σ1 ότι "αυτός με την αδελφή του Θ1, το σύζυγό της ..... και ένα ακόμη άτομο με το όνομα ..... ήταν σε ταβέρνα στο Χαλάνδρι. Αμέσως πριν από το τροχαίο ατύχημα της ... κατά το οποίο σκοτώθηκε η Θ1 που επέβαινε, στο ίδιο αυτοκίνητο και στο οποίο επέπεσε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Ζ1 ". Επίσης ότι "ο παθών ομολόγησε στη νύφη του Ν1 και στις ανιψιές του ..... και ..... ότι έφταιγε εξ ολοκλήρου για το ατύχημα αυτό". β) Κατά τα μέσα Ιανουαρίου 1990 και σε ημερομηνία που δεν προσδιορίσθηκε επακριβώς διέδωσε ενώπιον των Μ2 και Ζ1 εκτός των παραπάνω υπό στοιχ. α΄ και ότι, ο παθών "έχει προκαλέσει στο παρελθόν και άλλα ατυχήματα με το αυτοκίνητο με σοβαρότερο ένα στην Αμφιθέα πριν από λίγα χρόνια γιατί είναι απρόσεκτος οδηγός". ΄Όλα τα παραπάνω ήταν ψευδή, η ίδια τα γνώριζε και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή του μηνυτή. Προκειμένου το Δικαστήριο να καταλήξει στην κατά πλειοψηφία καταδικαστική κρίση του δέχθηκε τα εξής: Ο εγκαλών και η κατηγορουμένη είναι σύζυγοι εκ νομίμου γάμου, τελεσθέντος το έτος 1985. Αμφότεροι είναι δικαστικοί λειτουργοί, ο μεν εγκαλών Εφέτης, η δε κατηγορουμένη Ειρηνοδίκης. Ο γάμος τους δεν είχε ευτυχή κατάληξη και από του έτους 1988 τελούν εις διάσταση. Εκ του γάμου τους έχουν αποκτήσει ένα θήλυ τέκνο το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο ετέλει υπό την επιμέλεια της κατηγορουμένης μητρός του ενώ ο εγκαλών ήσκει δικαίωμα επικοινωνίας. Την ... ημέρα Κυριακή ο εγκαλών ήσκησε το δικαίωμα της επικοινωνίας και επέστρεψε το τέκνο του εις την κατηγορουμένη περί την 12η νυχτερινή ώρα. Η μετάβασή του εις την οικία της κατηγορουμένης εις το .... εγένετο δια του ιδιωτικού του αυτοκινήτου εις το οποίο επέβαιναν επίσης και η αδελφή του Θ1 με τον σύζυγό της .... Ούτοι παρέμειναν εις το αυτοκίνητο και τον ανέμειναν να επιστρέψει. Ο εγκαλών, αφού παρέμεινε επί τι χρονικό διάστημα εις την οικία της κατηγορουμένης, πλησίον του τέκνου του, αναχώρησε και επέστρεψε εις το αυτοκίνητο, προκειμένου να επιστρέψουν όλοι μαζί εις την οικία τους. Εγγύτατα της οικίας της κατηγορουμένης εις μία διασταύρωση, περί ώρα 1.00 της ..... ο εγκαλών υπέστη οδικό ατύχημα (σύγκρουση) με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό της αδελφής του Θ1 η οποία, μετά από ολιγοήμερο νοσηλεία, απεβίωσε. Η κατηγορουμένη επληροφορήθη το συμβάν την επομένη και ανεζήτησε τον εμπλακέντα εις το ατύχημα έτερο οδηγό και επεδίωξε να συναντηθεί μετ΄αυτού. Πράγματι περί τα μέσα ...., ανεύρε τον Ζ1 και τον επισκέφθη εις την οικία του εις ..... Κατά την επίσκεψή της εκεί ήσαν παρόντες, πλην του Ζ1 και η σύζυγός του Μ1 η μητέρα της και ο Μ2 γνώριμος και συνεργάτης του Ζ1 . Η κατηγορουμένη ενώπιον όλων των ανωτέρω προσώπων, αφού εδήλωσε την ιδιότητά της ως Ειρηνοδίκου και συζύγου του εγκαλούντος, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο εν λόγω σύζυγός της, κατά την προηγηθείσα του ατυχήματος εσπέρα ευρίσκετο εις ταβέρνα του Χαλανδρίου, μαζί με την αποβιώσασα αδελφή του και τον γαμπρό του, καθώς και κάποιου φίλο τους ονόματι ..... επίσης δε ισχυρίσθη ότι ο εγκαλών ομολόγησε εις την νύφη του Ν1 και τις ανεψιές του ..... και ..... πως ήτο εξ ολοκλήρου υπαίτιος δια το ατύχημα, όπως της είπε (της κατηγορουμένης) κάποια από αυτούς. Βραδύτερα, περί τα μέσα Ιανουαρίου 1980 οι Ζ1 και Μ2 επισκέφθηκαν την κατηγορουμένη εις την οικία της, η δε κατηγορουμένη επανέλαβε προς αυτούς όλους τους ανωτέρω ισχυρισμούς, επί πλέον δε τους ανέφερε ότι ο εγκαλών έχει προκαλέσει εις το παρελθόν και άλλα ατυχήματα με το αυτοκίνητο, με σοβαρότερο ένα εις την Αμφιθέα πριν λίγα χρόνια, διότι είναι απρόσεκτος οδηγός. Την 31-1-1990 ο ρηθείς Μ2 προσήλθε εις το κατάστημα του Ειρηνοδικείου Αθηνών και εξητάσθη ενόρκως ενώπιον του αρμοδίου Ειρηνοδίκου, συνταχθείσης νομοτύπως της 2611/90 ενόρκου βεβαιώσεως η οποία επρόκειτο να χρησιμεύσει εις τον Ζ1 ως αποδεικτικό μέσο εις την, αφορώσα αξιώσεις αποζημιώσεως εκ του ατυχήματος, πολιτική δίκη .εις την ένορκο αυτή βεβαίωση ο Μ2 καταθέτει περί των συνθηκών του ατυχήματος και εν συνεχεία καταθέτει ότι συνηντήθη με την κατηγορούμενη όπως ανωτέρω εκτίθεται και ότι αύτη κατά τις δύο συναντήσεις ισχυρίσθη ενώπιόν του όλα τα ανωτέρω, όπως λεπτομερώς περιγράφονται εις την ένορκο αυτή βεβαίωση και το διατακτικό της παρούσης. Με τα δεδομένα αυτά ο Μ2 κατέθεσε αληθή γεγονότα, ότι δηλαδή συνηντήθη με την κατηγορουμένη, και ότι αύτη προέβη ενώπιόν του εις τις ειρημένες ανακοινώσεις. Συνεπώς δεν στοιχειοθετείται, κατά την ομόφωνο κρίση του Δικαστηρίου, το υπό κατηγορία αδίκημα της παραπλανήσεως εις ψευδορκίαν, (αρθρ. 228 Π.Κ.) αφού ελλείπει εν προκειμένω το στοιχείο της εκ πλάνης δόσεως ψευδούς όρκου, δεν ερευνάται δε αν οι ανακοινώσεις της κατηγορουμένης ήσαν ή όχι ψευδείς και πρέπει να κηρυχθεί αθώα η κατηγορουμένη της πράξεως αυτής. Περαιτέρω, καθ΄όσον αφορά το υπό κατηγορία αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου, εκ των προαναφερομένων αποδείξεων αποδεικνύεται πλήρως ότι όλα τα ανωτέρω, τα οποία η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων προσώπων περί του εγκαλούντος, ήσαν ψευδή και τα διέδωσε αύτη εν γνώσει της αναληθείας προς τον σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι ο εγκαλών δεν είχε μεταβεί εις ταβέρνα ή άλλο κέντρο διασκεδάσεως προ του ατυχήματος, ούτε ομολόγησε προς τους συγγενείς του πως ήτο υπαίτιος αυτού. Η κατηγορουμένη ήτο εν γνώσει της αναληθείας των γεγονότων τούτων όπως αποδεικνύεται από το αποδεικτικό ως άνω υλικό, και ιδίως από τις σαφείς και με λόγο γνώσεως καταθέσεις των ανεψιών του εγκαλούντος, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης απετέλεσαν τους δέκτες των "ομολογιών" του εγκαλούντος, από κανένα δε στοιχείο δεν προκύπτει, έστω και κατά πιθανολόγηση, πως η κατηγορουμένη έλαβε από οποιαδήποτε πηγή την πληροφορία περί μεταβάσεως εις ταβέρνα. Αποδεικνύεται επίσης ότι ουδέποτε ο εγκαλών εγένετο υπαίτιος τροχαίου ατυχήματος. Ούτος υπέστη τροχαίο ατύχημα κατά το παρελθόν (έτος 1975) εις Αμφιθέα κατά το οποίο ετραυματίσθη ελαφρώς, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητας του ετέρου οδηγού, όπως δικαστικώς εκρίθη (βλ. 56868/76 απόφαση Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). Η κατηγορουμένη ήτο πράγματι εν γνώσει της αναληθείας του ισχυρισμού της τούτου, διότι ήδη από της εποχής εκείνης αυτή και ο εγκαλών είχαν μεταξύ τους ερωτικό δεσμό (βλ. κατάθεση εγκαλούντος) με συνέπεια έχει πληροφορηθεί την πραγματικότητα από τον ίδιο τον εγκαλούντα. Τα ψευδή αυτά γεγονότα που ισχυρίσθη και διέδωσε η κατηγορουμένη ενώπιον τρίτων ήσαν πράγματι ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και προς τον σκοπό αυτόν τα διέδωσε αυτή παρακινούμενη από τις πολλαπλές διενέξεις που είχαν ανακύψει μεταξύ τους λόγω της διαστάσεως και των διαφωνιών περί την επιμέλεια του τέκνου. Το γεγονός της παρουσίας του εγκαλούντος εις ταβέρνα, ως συνδεόμενο με το εν συνεχεία επισυμβάν ατύχημα, σαφώς εξυπονοεί κατανάλωση οινοπνεύματος και οδήγηση του αυτοκινήτου υπό την επήρρεια αυτού, εξυπονοεί όμως επί πλέον και ότι ο εγκαλών οδήγησε το, μόλις τριετές κατά την εποχή εκείνη, τέκνο του, εις εντελώς ακατάλληλο δι΄αυτό χώρο. Επίσης βλαπτικό δια την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος είναι και το γεγονός ότι ο εγκαλών, ως απρόσεκτος οδηγός έχει γίνει επανειλημμένως υπαίτιος οδικών ατυχημάτων. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχουν όλα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως (αρθρ. 363 εν συνδυασμό προς 362 ΠΚ) που αποδίδεται εις την κατηγορουμένη δια του κλητηρίου θεσπίσματος και πρέπει να κηρυχθεί αύτη ένοχος τούτου, όπως ειδικότερα περιγράφεται εις το διατακτικό. Ένα μέλος του Δικαστηρίου όμως έχει τη γνώμη ότι η κατηγορουμένη έπρεπε να αθωωθεί της παραπάνω πράξεως, καθόσον από αυτά που φέρεται ότι ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων για τον εγκαλούντα σύζυγό της, τα μεν υπό στοιχείο α) " ότι αυτός με την αδελφή του Θ1 το σύζυγό της ..... και ένα ακόμη άτομο με το όνομα .... ήταν σε ταβέρνα στο Χαλάνδρι, αμέσως πριν από το τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο σκοτώθηκε η Θ1. Ο παθών ομολόγησε στη νύφη του Ν1 και στις ανιψιές του ..... και ..... ότι έφταιγε εξ ολοκλήρου για το ατύχημα αυτό", ανεξαρτήτως της ανακριβείας τους ή όχι και της προθέσεως της κατηγορουμένης, δεν ήσαν ικανά να προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Τα δε υπό στοιχείο β) "ότι έχει προκαλέσει στο παρελθόν και άλλα ατυχήματα με το σοβαρότερο ένα στην Αμφιθέα πριν λίγα χρόνια, γιατί είναι απρόσεκτος οδηγός", κατά μεν το πρώτο σκέλος (ότι έχει προκαλέσει ατυχήματα) είναι αληθή, όπως προκύπτει κυρίως από το στατιστικό Δελτίο Ασφαλιστικών Εταιρειών, κατά δε το δεύτερο σκέλος (ότι είναι απρόσεκτος οδηγός) αποτελεί απλή έκφραση γνώμης και αξιολογική κρίση της οδηγητικής συμπεριφοράς του εγκαλούντος και όχι δυσφημιστικό γεγονός (άρθρο 366 παρ. 1 ΠΚ, Α.Π.104/59). ΙΙΙ. Για να θεμελιώσει το αίτημα περί επαναλήψεως της διαδικασίας επικαλείται η αιτούσα ως νεώτερα στοιχεία, που δεν είχε υπόψη του το Δικαστήριο, τα εξής έγγραφα: α) την 12219/25-10-1993 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, β) την 1051/1994 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, γ) την 6281/1991 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, δ) το από .... έγγραφο της ΔΕΗ, ε) Στατιστικό δελτίο δηλώσεως ζημιών της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών, για τροχαία που προκλήθηκαν με το .... ΙΧΕ αυτοκίνητο του Σ1 στ) ένορκες βεβαιώσεις 23048/2005 και 23049/2005, που δόθηκαν αντίστοιχα από την μητέρα της Κ1 και την αδελφή της Κ2. (βλ. αίτηση και έγγραφα). Από τα παραπάνω έγγραφα δεν ανατρέπονται οι παραδοχές της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, περί του ότι η αιτούσα είχε τελέσει την πράξη της κατ΄εξακολούθηση συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εν διαστάσει συζύγου της Σ1 Γιατί το ζήτημα δεν είναι αν ο Σ1 , είναι αποκλειστικώς ή όχι υπαίτιος του τροχαίου που είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό της αδελφής του Θ1 αλλά αν αυτός είχε μεταβεί σε ταβέρνα πριν το ατύχημα, όπως είχε ισχυριστεί η αιτούσα και κρίθηκε ψευδές και συκοφαντικό από το Δικαστήριο και αν ο κατηγορούμενος είχε ομολογήσει την υπαιτιότητά του, όπως επίσης είχε ισχυριστεί η αιτούσα. Στα δύο αυτά κρίσιμα σημεία, οι παραδοχές του Δικαστηρίου δεν ανατρέπονται από τα νεώτερα στοιχεία. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η μάρτυρας Κ1 μητέρα της αιτούσας, την 23048/2005 ένορκη βεβαίωση της οποίας προσκομίζει ως νεώτερο στοιχείο η αιτούσα είχε εξεταστεί στο ακροατήριο, πλην όμως τα όσα αυτή ισχυρίσθηκε δεν έγιναν δεκτά ως βάσιμα από το Δικαστήριο. Από τα πρακτικά επίσης προκύπτει ότι στο ακροατήριο εξετάστηκε ως μάρτυρας και ο ...... σύζυγος της Κ2 , αδελφός της αιτούσας, της οποίας η 23049/2005 ένορκη βεβαίωση προσκομίζεται ως νεώτερο στοιχείο, ο οποίος κατέθεσε σχετικά με την υπόθεση, όσα ήδη η σύζυγός του αναφέρει στην ένορκη βεβαίωση, χωρίς οι σχετικοί ισχυρισμοί να γίνουν δεκτοί από το Δικαστήριο. IV. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, γιατί οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν, μόνες ή σε συνδυασμό με αυτές που υπήρχαν στο ακροατήριο, δεν κάνουν φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Ι. Να απορριφθεί η από 8-6-2006 (ημέρα καταθέσεως) αίτηση Επαναλήψεως της Χ1 , κατά της 4490/1993 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αιτούσα. Αθήνα 10-8-2006 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο της αιτούσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά της παρούσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠΔ, η διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις ...(απαριθμούνται στη συνέχεια περιοριστικά). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας, η οποία δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία, αποτελεί το αμετάκλητο της απόφασης με την οποία ο αιτών καταδικάσθηκε για πλημμέλεια η κακούργημα. Κατά δε το άρθρο 546 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 507 του ίδιου Κώδικα, η προθεσμία για την αναίρεση ορίζεται στο άρθρο 473, κατά δε τη παρ. 1 εδ. β΄ του άρθρου 473, αν ο δικαιούμενος να ασκήσει ένδικο μέσο δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 25.5.2006 αίτησή της η αιτούσα ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την 4490/1993 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για συκοφαντική δυσφήμηση. Από τα συνημμένα όμως στην παραπάνω απόφαση: α) με αριθμό πρωτ. 1058/2006, από 16.5.2006, σε ακριβές αντίγραφο πιστοποιητικό της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και β) με αριθμό 10, από 12.1.2006 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, τα οποία επικαλείται η αιτούσα προς απόδειξη του αμετακλήτου, αποδεικνύεται μόνο από μεν το πρώτο πιστοποιητικό, ότι, μέχρι τη 16.5.2006, δεν είχε εισαχθεί στο Γραφείο της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ούτε επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτηση αναίρεσης στο όνομα της αιτούσας κατά της 4490/1993 απόφασης που εξέδωσε το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, από δε το δεύτερο, ότι μέχρι την 25.1.2006 δεν είχε ασκηθεί αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης, ούτε είχε κατατεθεί αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ή κάποιο άλλο ένδικο μέσο. Επίδοση όμως της παραπάνω απόφασης, στην απούσα κατηγορουμένη, ώστε να προκύπτει αν και πότε παρήλθαν άπρακτες οι προθεσμίες έφεσης και αναίρεσης, οι οποίες, κατά το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ, αρχίζουν από την επίδοση της απόφασης στον απόντα κατά τη συζήτηση της ποινικής υπόθεσης, δικαιούχο των ενδίκων τούτων μέσων, δεν προκύπτει, αφού στο φάκελο της δικογραφίας δεν υπάρχει αποδεικτικό επίδοσης της παραπάνω απόφασης ούτε και αντίγραφο αυτής με κάτω από αυτό επισημείωση του επιδόσαντος, με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 161 παρ. 4 του ΚΠΔ στοιχεία, ούτε και η αιτούσα επικαλείται επίδοση της απόφασης σ΄ αυτήν. Συνακόλουθα, πρέπει, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση επανάληψης της διαδικασίας και να καταδικασθεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25 Μαΐου 2006 αίτηση της Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την 4490/1993 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Προϋπό-θεση για το παραδεκτό της αίτησης, είναι το αμετάκλητο της απόφασης της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας. Δεν καθίσταται αμετά-κλητη η ερήμην εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση χωρίς προηγούμενη επίδοση αυτής στον δικαιούμενο να ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης και της αναίρεσης. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση διότι δεν αποδεικνύεται η επίδοση στην δικαιούμενη ν’ ασκήσει έφεση και αναίρεση κατηγορούμενη της εκδοθείσας ερήμην της, πρωτόδικης από-φασης
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 2133/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1436/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Δεκεμβρίου 2006, τρείς (3) τον αριθμό, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1945/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 201/16.5.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες κατά το άρθρο 485 παρ 1 Κ. Π.Δ, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 4.12.2006 υπ΄αριθμ. 154, 155 και 156 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) Χ1, β) Χ3 και γ) Χ2 , κατά του υπ. αρ. 1436/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτομεν τα εξής: α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απερρίφθησαν εν μέρει, κατ' ουσίαν, οι υπ. αρ. 24, 25 και 26/2006 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του υπ. αρ. 4002/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου παραπέμφθησαν στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστούν για τις κατωτέρω πράξεις. β) Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ.1, 3 του Κ.Π.Δ, με τις άνω από 4.12.2006 δηλώσεις των αναιρεσειόντων στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ. αρ. 153, 154 και 155/2006 εκθέσεις αναιρέσεως. Το προσβαλλόμενο βούλευμα στους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων επιδόθηκε στις 23.11.2006, ενώ η πρώτη εξ αυτών άσκησε την αναίρεση πριν αυτό της επιδοθεί. Επομένως και οι τρεις αιτήσεις αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτές. γ) Ως λόγοι αναιρέσεως προβάλλονται α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ποινικής διάταξης. 1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμόν 1436/2006 βούλευμα του, αποφάνθηκε, με όσα περιλαμβάνονται στο διατακτικό του, ότι πρέπει να παραπεμφθούν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων οι αναιρεσείοντες: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 για να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι στην Αθήνα, ετέλεσαν, κατά τους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις, περισσότερα εγκλήματα, νόμω προβλεπόμενα και τιμωρούμενα με στερητικές της ελευθερίας ποινές και συγκεκριμένα: "Α) Η Χ1 1) τον Δεκέμβριο 1991, 2) το έτος 1992 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο, 3) αρχές Δεκεμβρίου 1992, 4) το έτος 1993 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο και 5) το έτος 1994 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος παρανόμως ιδιοποιήθηκε ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή της, το αντικείμενο δε της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτήν λόγω της ιδιότητας της ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενέχει δε η πράξη της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, τυγχάνοντας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." και έχοντας λάβει στην κατοχή της, κατά τους αντίστοιχους χρόνους, ποσά, αντίστοιχα, 280.897.501 δρχ., 535.509.360 δρχ., 122.084.642 δρχ., 574.113.762 δρχ. και 922.650.944 δραχμών, με την ιδιότητα της ως διαχειριστή της περιουσίας της εταιρείας αυτής, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης αφού τα χρήματα αυτά ήταν εμπιστευμένα σ΄ αυτήν λόγω της αναφερόμενης ιδιότητας της ως διαχειριστή, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας αυτά στην ατομική της περιουσία, το αντικείμενο δε κάθε μερικότερης πράξεως αλλά και συνολικά είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Β) Οι Χ2 και Χ3 , στις 16-1-2002 και 18-1-2002, ενεργώντας από κοινού με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσουν παράνομα περιουσιακό όφελος, με πρόκληση βλάβης σε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, επιχείρησαν πράξη που περιείχε αρχή εκτελέσεως, οι ίδιοι δε διαπράττουν απάτες κατ΄ επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Συγκεκριμένα κατέθεσαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, α) στις 16-1-2002 την με αριθμό καταθέσεως 364/2002 αγωγή τους εναντίον των 1) Ψ1 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία ζητούσαν να τους επιδικαστεί ποσό 140.990.000 δρχ., σε βάρος των εναγομένων, ως χρηματική ικανοποίηση, προβάλλοντας εν γνώσει ψευδώς, ότι οι εναγόμενοι από την μακροχρόνια μεταξύ τους διαμάχη, ενώ εγνώριζαν ότι υπαίτιοι, εκδόσεως εικονικών παραστατικών από την εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και εικονικών συναλλαγών αυτής, ήταν οι υπάλληλοι της εταιρείας, υποστήριζαν ότι στην ουσία υπεύθυνη για τα τιμολόγια αυτά και τις εικονικές συναλλαγές ήταν η εκπροσωπούσα αυτούς στην ιδία εταιρεία, μητέρα τους Χ1 επικαλέστηκαν δε, για υποστήριξη του ισχυρισμού τους, την κατάθεση, με ανάλογο περιεχόμενο, της ως μάρτυρα, εξετασθείσης, κατά τη συζήτηση της αγωγής Χ1 που ήταν ψευδής, μειώνοντας έτσι την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, β) στις 18-1-2002 την με αριθμό καταθέσεως 435/2002 αγωγή τους, εναντίον των, 1) Ψ4 , 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία ζητούσαν να τους επιδικαστεί ποσό 425.531,91 ευρώ, σε Βάρος των εναγομένων, ως χρηματική ικανοποίηση, προβάλλοντας εν γνώσει ψευδώς, ότι οι εναγόμενοι, ενώ εγνώριζαν ήδη από την αρχή την εικονικότητα των τιμολογίων που αναφέρονται στην προηγούμενη μερικότερη πράξη και ότι αυτά είχαν εκδοθεί από ενέργειες μόνον των υπαλλήλων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.", Υ1, Υ2 και Υ3 χωρίς ενέργειες ή παρώθηση της Χ1 και των εναγόντων, εν τούτοις υποστήριζαν τα αντίθετα, επικαλέστηκαν δε προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους, την κατάθεση, με ανάλογο περιεχόμενο, της ως μάρτυρα εξετασθείσης, κατά τη συζήτηση της αγωγής Χ1, μειώνοντας έτσι την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων. Το επιδιωκόμενο όμως από τους τελευταίους, στις μερικότερες αυτές πράξεις απάτης αποτέλεσμα δεν επήλθε από λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση τους και συγκεκριμένα γιατί στην πρώτη περίπτωση δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η αγωγή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι ίδιοι δε διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση μαρτυρείται σκοπός παρανόμου ιδιοποιήσεως, ενώ και το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε υπερβαίνει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό που ζητήθηκε με τις δύο αγωγές. Γ) Η Χ1, στις 10-4-2003 και 17-4-2003, ενόρκως εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει ψέματα, συνδέονται δε οι μερικότερες πράξεις της ψευδορκίας με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ' εξακολούθηση εγκλήματα ψευδορκίας μάρτυρα. Ειδικότερα α) στις 10-4-2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της αγωγής που αναφέρεται στην προηγούμενη πράξη, με αριθμό κατάθεσης 364/2002, ενόρκως εξεταζόμενη ως μάρτυρας, κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς ότι αγνοούσε την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων στην εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.", ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία για τα οποία είχαν εκδώσει εικονικά τιμολόγια ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300, ενώ αληθινά ήταν και εγνώριζε, την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων, εκτός από τα θεωρημένα από την Οικονομική Αρχή, που χρησιμοποιούσε η εταιρεία στις δραστηριότητες της, ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις και ότι ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο του αναφερόμενου τύπου και β) στις 17-4-2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της αγωγής, που αναφέρεται στην προηγούμενη πράξη, απάτης, με αριθμό κατάθεσης 435/2002, ενόρκως εξεταζόμενη ως μάρτυρας, κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς ότι η ίδια αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων βιβλίων που αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη πράξη ψευδορκίας, ότι αντιθέτως την ύπαρξη αυτή εγνώριζαν οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι βρέθηκε κατάλογος με εικονικά τιμολόγια σε θυρίδα του υπαλλήλου της εταιρείας Υ1 ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300 και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα χρηματικά ποσά από την εταιρεία, ενώ αληθινά ήταν ότι δεν αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων βιβλίων, την οποία αγνοούσαν οι Ψ4 και Ψ2 ότι δεν βρέθηκε στην θυρίδα του υπαλλήλου Υ1 κατάλογος εικονικών τιμολογίων, ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300 και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις ποσών σε βάρος της εταιρείας. Δ) Η ιδία Χ1, στις 18-11-2002, εξεταζόμενη χωρίς όρκο ως διάδικος σε αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα. Συγκεκριμένα ενώ εξετάστηκε χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγουσα, στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, κατά την εκδίκαση εφέσεως της Ψ3 κατά της υπ' αριθμ. 62890/2002 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατάθεσε εν γνώσει ψευδώς "Για τα εικονικά τιμολόγια έχω να πω ότι δεν έχω καμία σχέση. Ήμουν μόνο μια κυρά στο σπίτι. Δεν έχω ιδέα για τα μαύρα Βιβλία ... Σκέφθηκαν (οι Υ1 και Υ2 ) να καταληστεύσουν την εταιρεία. Ήταν κατασκευασμένα τα στοιχεία απ' αυτούς που είχαν εκδιωχθεί από την εταιρεία", ενώ αληθινά ήταν και το εγνώριζε, σύμφωνα με όσα αναφέρθησαν και στην προηγούμενη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ότι τα εικονικά τιμολόγια και τα δεύτερα βιβλία δεν είχαν κατασκευαστεί από τους Υ1 και Υ2 υπαλλήλους της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι δεν είχαν καταχραστεί χρημάτων της εταιρείας. Ε) Ο Χ3 , στις 22-7-2002, εξεταζόμενος χωρίς όρκο ως διάδικος σε αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα. Συγκεκριμένα εξεταζόμενος, χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγων, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση των σε βάρος των Ψ3 και Ζ1 κατηγοριών, για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς "εμφανίστηκαν κάποια μαύρα βιβλία. Στη γενική συνέλευση εμείς πρώτη φορά τα βλέπαμε ... διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν πολλά εικονικά τιμολόγια. Ο Υ1 και ο Υ2 τα έβαλαν ... στο γραφείο του ......είπαμε ότι τα λεφτά των πλαστών τιμολογίων τα πήραν ο Υ1 και ο Υ2 ", ενώ αληθές ήταν ότι ο ίδιος τουλάχιστον μετά το έτος 1995 εγνώριζε την εικονικότητα των τιμολογίων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας αυτής Υ1 και Υ2 δεν είχαν ιδιοποιηθεί τα ποσά που εμφανίζονταν στα εικονικά ή πλαστά τιμολόγια". 2. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο (ΑΠ 1778/1993, 760/1996, 711/2000, 1462/2003 ΠΧ ΜΔ΄ 167, ΜΖ 372, ΝΑ΄ 54, ΝΔ. 360 αντίστοιχα). Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ Β' ΚΠΔ και η εσφαλμένη από το Συμβούλιο ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Και εσφαλμένη μεν ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, τέτοια δε περίπτωση συντρέχει όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα, με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου η κατά την έκθεση τους εμφιλοχώρησε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό, είτε στην αιτιολογία, είτε μεταξύ αιτιολογίας και διατακτικού, καθιστώσα ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, εν σχέσει με την ορθή εφαρμογή, του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (Α.Π. 72/2004, Π.Χρ. ΝΔ. 774, Α.Π. 1004/2003 Π.Χρ. ΝΔ. 401). Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικώς ή μερικώς κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο, όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση ετιμωρείτο σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν η πράξη ενείχε κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης, όπως όταντο αντικείμενο της υπεξαιρέσεως ήταν εμπιστευμένο στον δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του δράστη ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή του μεσεγγυούχου ή διαχειριστή αλλότριας περιουσίας. Μετά την αντικατάσταση της ίδια παραγράφου από το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται αφ΄ενός το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και αφ΄ετέρου να το έχουν εμπιστευθεί στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικές αναφερόμενες ιδιότητες τούτου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Η νεότερη αυτή διάταξη, που θεσπίζει ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως, το αντικείμενο αυτής πρέπει να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και στο πρόσωπο του δράστη πρέπει να υπάρχει μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες, είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη. ΄Ετσι, η νεότερη αυτή διάταξη είναι εφαρμοστέα και στις αξιόποινες πράξεις υπεξαιρέσεως, που έχουν τελεστεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996, εκτός αν ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξεως, με τη συνδρομή του αντικειμένου ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, βασίζεται αποκλειστικά στην ιδιότητα του δράστη ως εντολοδόχου, οπότε εφαρμοστέα τυγχάνει η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 του Π.Κ., ως ευμενεστέρα για τον κατηγορούμενο, διότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως αξιώνει και το επιπλέον στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (Α.Π. 769/2005 Π.Χρ. ΝΕ 1024). Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, ορίζετο ότι "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών). Με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 2721/1999 που ισχύει από την 3η Ιουνίου 1999, στη διάταξη της παρ. 1 προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο, "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ευρώ (25.000.000 δρχ.), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη δέκα ετών" και στη διάταξη της παρ. 2, όπως είχε αντικατασταθεί, προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο, "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τις εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) Ευρώ (25.000.000 δρχ.), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Με τη νέα δηλαδή ρύθμιση καθιερώνονται δύο μορφές κακουργηματικού χαρακτήρα της υπεξαίρεσης (έναντι μίας του προηγούμενο δικαίου), η πρώτη όταν και μόνον η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ και η β δεύτερη όταν το συνολικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συντρέχει παράλληλα, μία από τις αναφερόμενες πλέον περιοριστικά έξι περιπτώσεις κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενώ η συνδρομή στην τελευταία περίπτωση και συνολικής αξίας του αντικειμένου της υπεξαίρεσης μεγαλύτερης των 73.000 Ευρώ συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Από την άποψη αυτή, η ρύθμιση των νέων διατάξεων, στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτή, νέα μορφή κακουργηματικού χαρακτήρα της υπεξαίρεσης και συνολική αξία του αντικειμένου αυτής, είναι δυσμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου και δεν μπορεί, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, να τύχει εφαρμογής για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της, στο μέτρο δε που καθιερώνεται συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλη και περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (έναντι της ενδεικτικής του προηγούμενου δικαίου) είναι ευμενέστερη και εφαρμοστέα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της (Α.Π. 347/2006 Π.Χρ ΝΣΤ 831). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξένησε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, σαν παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) Βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω κι αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της (ΑΠ 793/1999 ΠΧ Ν', σελ. 341). Περαιτέρω, και όσον αφορά πάντοτε το έγκλημα της απάτης, κατά το άρθρο 386 παρ. 3 περ. β' Π.Κ., όπως αντικατ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.767,57 Ευρώ). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός που υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει ως αβάσιμη την αγωγή ή όταν δεν εκδίδεται οριστική απόφαση (ΑΠ 762/2000 ΠΧ ΝΑ' σελ. 111, ΑΠ 2433/2003 ΠΧ ΝΔ' σελ. 904, ΑΠ 661/2006). Εξάλλου, με φυλάκιση το πολύ δύο ετών τιμωρείται α) όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως, ως μάρτυρας, ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση της μεν αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέταση, πραγματικά περιστατικά που είναι ψευδή ή να αρνείται ή να αποκρύπτει την αλήθεια, της δε υποκειμενικής απαιτείται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στην γνώση του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. 3. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο Βούλευμα του Εφετείου Αθηνών, αναφερόμενο επιτρεπτώς εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά: Στις 1-6-1989 απεβίωσε εξαιτίας αυτοκινητιστικού ατυχήματος ο ΧΚ1 , πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.Ε." που αποτελούσε στην ουσία οικογενειακή εταιρεία, στην οποία συμμετείχε, αυτός μεν κατά ποσοστό 67,98%, κατά το υπόλοιπο δε 32,02%, η αδελφή του, Ψ3 σύζυγος του εγκαλούντα Ψ2. Η εταιρεία αυτή είχε ως αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ψύξεως προϊόντων ή διατηρήσεως προϊόντων, με την πάροδο δε του χρόνου εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες των Βαλκανίων στο είδος αυτών των υπηρεσιών διαθέτουσα ικανή ακίνητη περιουσία, με οικόπεδο και εργοστάσιο στην οδό Πέτρου Ράλλη, αριθμ. 8, στην περιοχή του Ρουφ Αττικής. Ο ΧΚ1 ήταν σύζυγος της πρώτης αναιρεσείουσας Χ1, με την οποία είχε διαζευχθεί το έτος 1988, δηλαδή πριν από το θάνατο του. Από το μεταξύ τους γάμο είχαν αποκτήσει τα τέκνα, Χ2 δεύτερο αναιρεσείοντα, που γεννήθηκε στις 8-11-1971, Χ3 επίσης αναιρεσείοντα, που γεννήθηκε στις 27-6-1973 και τον Π2 ανήλικο κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα του. Είχε, επίσης, αποκτήσει ο ΧΚ1 και ένα εκτός γάμου τέκνο, την Π1 από τη σχέση αυτού με την Ζ1 την οποία είχε αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο. Μετά το θάνατο του ΧΚ1 το μερίδιο αυτού στην πιο πάνω εταιρεία, περιήλθε στα τέσσερα ανήλικα τέκνα του και έτσι το ποσοστό των τέκνων αυτού από το γάμο του με την Χ1 διαμορφώθηκε σε 50.98%, ενώ αυτό της αδελφής του Ψ3 και του εκτός γάμου τέκνου του Π1 σε 49,02%. Ήδη από το έτος 1990 η Χ1 ανέλαβε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και Διευθύνων Σύμβουλος, της ανετέθησαν δε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, καθήκοντα διαχειριστή με ευρείες εξουσίες να ενεργεί νομικές και υλικές πράξεις, με την τελευταία δε ιδιότητα, κατά κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε, με περισσότερες μερικότερες πράξεις μεγάλα χρηματικά ποσά σε βάρος της εταιρείας, το αντικείμενο δε των μερικότερων πράξεων, καθεμιάς, ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Με αφορμή τη διοίκηση και τη διαχείριση της εταιρείας μεταξύ αυτής και των εκκαλούντων Χ3 και Χ2 από την μια πλευρά και των Ψ3, Ψ2 και Ψ4 από την άλλη πλευρά, διεξάγεται μακροχρόνιος, πέραν των δέκα ετών, δικαστικός αγώνας στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Στις 18.10.1990, μετά την ενηλικίωση του Χ2 εκκαλούντα, ανατέθηκαν σ΄ αυτόν, με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, καθήκοντα Βοηθού γενικού διευθυντή, ενώ με τον ίδιο τρόπο έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στις 22-7-1992 και ο αδελφός του Χ3 , οι οποίοι λόγω απειρίας και σπουδών, τουλάχιστον κατά το αρχικό χρονικό στάδιο της εισόδου τους στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας περιορίστηκαν σε τυπική συμμετοχή, χωρίς ενεργό ανάμειξη στη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων την οποία ουσιαστικά είχε η Χ1 συνεπικουρούμενη από υπαλλήλους του λογιστηρίου της εταιρείας. Στο μεταξύ όμως οι σχέσεις μεταξύ των μετόχων της πλειοψηφίας και εκείνων της μειοψηφίας μετά το θάνατο του ΧΚ1 δεν ήταν καθόλου αρμονικές, δεδομένου ότι η εκκαλούσα Χ1, εκπροσωπώντας τα ποσοστά των τριών ανηλίκων τέκνων της, είχε αντιτιθέμενα συμφέροντα προς εκείνα της Ψ3 και της ανήλικης Π1 που εκπροσωπείτο από τη μητέρα της Ζ1. Μάλιστα προς κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους η κάθε πλευρά προσέλαβε έμπειρους δικηγόρους, σε θέματα ανωνύμων εταιρειών και συγκεκριμένα η πλειοψηφία το Δ1 και η μειοψηφία τον Ψ4 πολιτικώς ενάγοντα στην κρινόμενη υπόθεση, οι οποίοι και συμμετείχαν ενεργά στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Επίσης, ειδικά σε σχέση με τα αδικήματα, για τα οποία κρίνει ότι οι αναιρεσείοντες πρέπει να παραπεμφθούν στο ακροατήριο, δέχεται τα εξής: Α) Ότι, ποσό 122.084.642 δραχμών, είχε περιέλθει στην κατοχή της πρώτης αναιρεσείουσας, Χ1, εμπιστευμένο σ΄ αυτήν, κατά την διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε.", η ίδια δε μόνη, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, από τα καθήκοντα του διαχειριστή της εταιρείας με ευρείες εξουσίες, υλικών και νομικών πράξεων, παρανόμως ιδιοποιήθηκε το ποσό αυτό, αρχές Δεκεμβρίου 1992 και το ενσωμάτωσε στην περιουσία της. Με το ποσό αυτό που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αγόρασε η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης "..... ΕΠΕ" που συστάθηκε από τους ίδιους τρεις εκκαλούντες, από την εταιρεία "ΒΕΑΚΑ Α.Ε." ακίνητο στην οδό Πέτρου Ράλλη, με το υπ΄ αριθμ. ...... συμβόλαιο τής συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης - Φρειδερίκης Αλημίση. Ότι, επίσης, με την ίδια ως άνω ιδιότητα η πρώτη αναιρεσείουσα, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, από τα καθήκοντα του διαχειριστή της εταιρείας, ενσωμάτωσε με περισσότερες μερικότερες πράξεις που συνδέονται με ενότητα δόλου, στην περιουσία της: α) 280.897.501 δρχ., στα τέλη Δεκεμβρίου 1991 β) 535.509.360 δρχ., το έτος 1992 , γ) 574.113.762 δρχ. το έτος 1993 και δ) 922.650.944 δρχ., το έτος 1994. Β) Ότι οι δεύτερος και τρίτος εκ των αναιρεσειόντων κατέθεσαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών: α) στις 16-1-2002 την με αριθμό κατάθεσης 364/2002 αγωγή εναντίον των 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία ισχυριζόταν ότι οι εναγόμενοι έθιξαν την τιμή και την επαγγελματική τους υπόληψη και ζητούσαν να τους επιδικαστεί για χρηματική ικανοποίηση ποσό 149.990.000 δρχ., β) στις 18.1.2002 την με αριθμό κατάθεσης 435/2002 αγωγή, εναντίον των 1) Ψ4 , 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία με ανάλογους, με της προηγούμενης αγωγής και για τους τελευταίους εναγόμενους, ισχυρισμούς, ζητούσαν να τους επιδικαστεί, για χρηματική ικανοποίηση, ποσό 425.531,91 ευρώ. Η τελευταία αυτή αγωγή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ όσον αφορά την πρώτη δεν προκύπτει η έκδοση οριστικής αποφάσεως. Στην πρώτη αγωγή οι νυν αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν, ειδικότερα, ότι οι εναγόμενοι, από την μακροχρόνια δικαστική μεταξύ τους διαμάχη ενώ εγνώριζαν ότι υπαίτιοι, εκδόσεως εικονικών παραστατικών από την εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και εικονικών συναλλαγών αυτών, ήταν οι υπάλληλοι της εταιρείας, υποστήριζαν ότι στην ουσία υπεύθυνη για τα τιμολόγια αυτά και τις εικονικές συναλλαγές ήταν η εκπροσωπούσα αυτούς στην εταιρεία Χ1. Στην δεύτερη αγωγή οι νυν αναιρεσείοντες Χ3 και Χ2 ισχυρίστηκαν ότι οι εναγόμενοι, ενώ εγνώριζαν ήδη από την αρχή την εικονικότητα των τιμολογίων και ότι αυτά είχαν εκδοθεί από την εταιρεία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.", μετά από ενέργειες μόνον των υπαλλήλων της εταιρείας Υ1, Υ2 και Υ3 χωρίς ενέργεια ή παρώθηση από την Χ1 και απ' αυτούς, εν τούτοις υποστήριζαν τα αντίθετα. Γ) Ότι η πρώτη αναιρεσείουσα, εξεταζόμενη ενόρκως, ως μάρτυρας, α) στις 10.4.2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της αμέσως προηγουμένως αναφερομένης αγωγής, με αριθμό κατάθεσης 364/2002 των Χ2 και Χ3 κατέθεσε ότι αγνοούσε την ύπαρξη δεύτερων Βιβλίων στην εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία για τα οποία είχαν εκδώσει εικονικά τιμολόγια, ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300, ενώ αληθινά ήταν ότι εγνώριζε την ύπαρξη δεύτερων Βιβλίων, εκτός από τα θεωρημένα από την Οικονομική Αρχή που χρησιμοποιούσε η εταιρεία, στις δραστηριότητες της, ότι οι υπάλληλοι Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις και ότι ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο του αναφερομένου τύπου, Β) στις 17-4-2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της επίσης αναφερθείσης, με αριθμό καταθέσεως 435/2002, αγωγής των Χ2 και Χ3 κατέθεσε ότι η ίδια αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων Βιβλίων που αναφέρθησαν στην προηγούμενη πράξη ψευδορκίας, ότι την ύπαρξη αυτών εγνωριζαν και οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι βρέθηκε κατάλογος με εικονικά τιμολόγια σε θυρίδα του υπαλλήλου της εταιρείας Υ1 ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο Μερσεντές 300 και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία, ενώ αληθινά ήταν ότι δεν αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων Βιβλίων, την οποία αγνοούσαν οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι δεν βρέθηκε στον υπάλληλο της εταιρείας Υ1 κατάλογος εικονικών τιμολογίων, ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300 και οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις ποσών σε βάρος της εταιρείας αυτής Υ1 και Υ2 δεν είχαν ιδιοποιηθεί τα ποσά που εμφανίζονταν στα εικονικά ή πλαστά τιμολόγια. Δ) Ότι η ίδια στις 18-11-2002, εξεταζόμενη χωρίς όρκο ως διάδικος σε αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα. Συγκεκριμένα ενώ εξετάστηκε χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγουσα, στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, κατά την εκδίκαση εφέσεως της Ψ3 κατά της υπ' αριθμ. 62890/2002 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατάθεσε εν γνώσει ψευδώς "Για τα εικονικά τιμολόγια έχω να πω ότι δεν έχω καμία σχέση. Ήμουν μόνο μια κυρά στο σπίτι. Δεν έχω ιδέα για τα μαύρα Βιβλία ... Σκέφθηκαν (οι Υ1 και Υ2 ) να καταληστεύσουν την εταιρεία. Ήταν κατασκευασμένα τα στοιχεία απ' αυτούς που είχαν εκδιωχθεί από την εταιρεία", ενώ αληθινά ήταν και το εγνώριζε, σύμφωνα με όσα αναφέρθησαν και στην προηγούμενη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ότι τα εικονικά τιμολόγια και τα δεύτερα βιβλία δεν είχαν κατασκευαστεί από τους Υ1 και Υ2, υπαλλήλους της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι δεν είχαν καταχραστεί χρημάτων της εταιρείας. Ε) Τέλος, ότι ο Χ3 (δεύτερος αναιρεσείων) στις 22-7-2002, εξετασθείς χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγων, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση των σε βάρος των Ψ3 και Ζ1 κατηγοριών για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατέθεσε ότι: "εμφανίστηκαν κάποια μαύρα βιβλία. Στη γενική συνέλευση εμείς πρώτη φορά τα βλέπαμε ... διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν πολλά εικονικά τιμολόγια. Ο Υ1 και ο Υ2 τα έβαλαν ... στο γραφείο του .... είπαμε ότι τα λεφτά των πλαστών τιμολογίων τα πήραν ο Υ1 και ο Υ2 ", ενώ αληθές ήταν ότι ο ίδιος τουλάχιστον μετά το έτος 1995, εγνώριζε την εικονικότητα των τιμολογίων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." και την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας. 4. Στο σκεπτικό του, το προσβαλλόμενο βούλευμα κρίνει ότι η πρώτη αναιρεσείουσα πρέπει να παραπεμφθεί για δύο κατ' εξακολούθηση μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης και ειδικότερα για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, από διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατά κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης, αναφορικά με τα ποσά: 1) των 122.084.642 δραχμών και χρόνο τέλεσης αρχές Δεκεμβρίου 1992 και 2) των 280.897.501, 535.509.360, 574.113.762, 922.650.944 δραχμών και χρόνο τέλεσης Δεκέμβριος 1991, έτος 1992, έτος 1993 και έτος 1994, αντίστοιχα. Στο διατακτικό του, πάλι, το ίδιο προσβαλλόμενο βούλευμα προβαίνει σε σύμπτυξη των δύο μερικότερων φερόμενων πράξεων υπεξαιρέσεως και παραπέμπει την πρώτη αναιρεσείουσα να δικασθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο διότι ".. τον Δεκέμβριο 1991, 2) το έτος 1992 και σε μη ειδικότερο διακριβωμένο χρόνο, 3) αρχές Δεκεμβρίου 1992, 4) το έτος 1993 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο και 5) το έτος 1994 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος παρανόμως ιδιοποιήθηκε ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή της, το αντικείμενο δε της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτήν λόγω της ιδιότητάς της ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενέχει δε η πράξη της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, τυγχάνοντας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." και έχοντας λάβει στην κατοχή της, κατά τους αντίστοιχους χρόνους, ποσά, αντίστοιχα, 280.897.501 δρχ., 535.509.360 δρχ., 122.084.642 δρχ., 574.113.762 δρχ. και 922.650.944 δραχμών, με την ιδιότητα της ως διαχειριστή της περιουσίας της εταιρείας αυτής, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης αφού τα χρήματα αυτά ήταν εμπιστευμένα σ' αυτήν λόγω της αναφερόμενης ιδιότητας της ως διαχειριστή, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας αυτά στην ατομική της περιουσία, το αντικείμενο δε κάθε μερικότερης πράξεως αλλά και συνολικό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Η παραπάνω παραπεμπτική κρίση του προσβαλλόμενου βουλεύματος αποτελεί αυτολεξεί επανάληψη της περιλαμβανόμενης στο διατακτικό της εισαγγελικής πρότασης κρίσης, ενώ στο σκεπτικό του εισαγγελέως, κατά τον ίδιο τρόπο που εμφανίζεται και στο Βούλευμα, γίνεται διαχωρισμός των παραπάνω ποσών, αφενός σε ποσό 122.084.642 δρχ., το οποίο φέρεται να ιδιοποιήθηκε η πρώτη αναιρεσείουσα στις αρχές Δεκεμβρίου 2002, αφετέρου στα ποσά των 280.897.501 δρχ., 535.509.360 δρχ., 574.113.762 δρχ. και 922.650.944 δραχμών, τα οποία φέρεται να ενσωμάτωσε στην περιουσία της η ίδια αναιρεσείουσα κατά τα έτη 1991, 1992, 1993 και 1994 αντίστοιχα. Εν τούτοις, στο διατακτικό της εισαγγελικής πρότασης προτείνεται η παραπομπή για ένα ενιαίο έγκλημα κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης που περιλαμβάνει όλα τα ανωτέρω ποσά. Με τις παραπάνω, όμως, παραδοχές του, το πληττόμενο Βούλευμα στερείται , της από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επιτρέποντας να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και ελλείψεις, καθόσον, στο σκεπτικό, αλλά και στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, γίνεται απλή επανάληψη των διατάξεων της οικείας διάταξης του Ποινικού κώδικα, χωρίς να προκύπτει ουδόλως, με ποιόν συγκεκριμένο τρόπο και με ποιες επί μέρους πράξεις η πρώτη αναιρεσείουσα ιδιοποιήθηκε τα παραπάνω ποσά. Ακολούθως, δε, και προφανώς λόγω της έλλειψης των αναγκαίων συγκεκριμένων περιστατικών, δεν γίνεται ουδεμία αναφορά στις σκέψεις και τους συλλογισμούς που οδήγησαν το δικαστήριο στην παραπεμπτική κρίση. Το γεγονός της παραλλαγής της κατηγορίας της υπεξαίρεσης από μία πράξη σε δύο μερικότερες είναι αληθές ότι δημιουργεί κάποια σύγχυση, πλην όμως η βασική πλημμέλεια της αιτιολογίας του βουλεύματος έγκειται στην παραπάνω έλλειψη της παράθεσης των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την πράξη της υπεξαίρεσης, ειδικά όσον αφορά τον συγκεκριμένο τρόπο της ιδιοποίησης των ποσών. Το γεγονός, δε, ότι, όσον αφορά το ποσό των 2.313.249.602 δρχ., στις εισαγωγικές παρατηρήσεις της εισαγγελικής πρότασης γίνεται αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα, όπου περιγράφεται ως τρόπος υπεξαίρεσης του ως άνω ποσού η καταχώρηση εικονικών τιμολογίων στα βιβλία της εταιρείας, δεν καθιστά πλήρη και εμπεριστατωμένη την αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος, διότι, εκτός του ότι η ως άνω παραδοχή αφορά διαφορετικό ποσό, δεν περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή το διατακτικό της εισαγγελικής πρότασης που παραδεκτά και νόμιμα ενσωματώνεται στο βούλευμα, ούτε, εξάλλου, με την παραδοχή αυτή, ακόμα κι αν θεωρηθεί μέρος της αιτιολογίας, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα περιστατικά της φερόμενης υπεξαίρεσης, υπό την έννοια ότι δεν αναφέρεται από ποιόν και πότε εκδόθηκαν τα εικονικά τιμολόγια και σε τι ακριβώς συνίσταται η εικονικότητα τους. Οι αντιφάσεις, δε, στο αιτιολογικό του βουλεύματος μάλλον ενισχύονται, κατά την ορθή επισήμανση των αναιρεσειόντων, από την απαλλαγή της πρώτης αναιρεσείουσας από την εντελώς όμοια κατηγορία υπεξαίρεσης για το ως άνω ποσό των 2.313.249.602 δρχ., πάλι με την έκδοση εικονικών τιμολογίων, με την αιτιολογία ακριβώς, μεταξύ άλλων, ότι δεν προέκυπτε σε τι συνίστατο η εικονικότητα των τιμολογίων, ούτε εάν περιήλθαν στην κατοχή της πρώτης κατηγορούμενης μερικότερα χρηματικά ποσά. Η παραπάνω διαπιστούμενη διαφοροποιημένη κρίση του Βουλεύματος μεταξύ κατηγοριών που, εκτός των διαφορετικών χρηματικών ποσών, συγκροτούνται από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δεν δικαιολογείται, ούτε, κυρίως, εξηγείται στο προσβαλλόμενο Βούλευμα, δεν παρατίθεται, δηλαδή, για ποιους λόγους και με Βάση ποια -διαφορετικά- πραγματικά περιστατικά το Βούλευμα οδηγήθηκε σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κρίσεις, όσον αφορά δύο όμοιες κατηγορίες. Εξάλλου, η έννοια της κατάχρησης εμπιστοσύνης, ως αόριστη νομική έννοια, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος θα κρίνει εάν τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν την εν λόγω έννοια, κατά συνέπεια θα πρέπει να αναφέρονται στο αιτιολογικό του παραπεμπτικού βουλεύματος οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες έγινε η παράδοση του ξένου πράγματος και οι οποίες Βαίνουν πέρα από εκείνες που αποτελούν τυπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υποκείμενης σχέσεως, θεμελιώνοντας ιδιαίτερη εμπιστοσύνη (Α.Π. 641/92 Π.Χρ ΜΒ 645, Α.Π. 1063/1993 Π.Χ ΜΓ/818, ΑΠ 1178/1991, ΠΧ ΜΒ/148, Α.π. 620/1991, Π.Χ. ΜΑ/1131, ΑΠ 633/1990, ΠΧ ΜΑ/72, ΑΠ 1819/2004). Το υπό κρίση προσβαλλόμενο Βούλευμα δεν διαλαμβάνει τίποτα περί της ύπαρξης ή όχι, στο πρόσωπο της πρώτης αναιρεσειουσας, των ιδιαίτερων εκείνων συνθηκών που υποδεικνύουν κατάχρηση εμπιστοσύνης και κατ' αυτόν τον τρόπο η αιτιολογία πάσχει και σε αυτό το σκέλος. Ούτε, όμως, παρατίθενται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά και οι σκέψεις, σύμφωνα με τις οποίες η πρώτη αναιρεσείουσα είχε πράγματι την ιδιότητα του διαχειριστή της ξένης περιουσίας, ενεργούσε, δηλαδή όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης, με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και ηθικής απόφασης και λήψης απόφασης με κίνδυνο και με ευθύνη αυτής, όπως απαιτείται (ΑΠ 975/2000, ΠΟΙΝ ΧΡ 2001 (221). Ενόψει των άνω ελλείψεων, ασαφειών και αντιφάσεων το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς το κεφάλαιο που αφορά την υπό στοιχ. Α΄ παραπεμπτική διάταξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, κατά το κεφάλαιο αυτό, είναι αναιρετέο, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νομίμου βάσεως. 5. Απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς του δράστη και απορρίπτει την αγωγή του ή όταν δεν εκδίδεται οριστική απόφαση, υπό την έννοια ότι εκδίδεται προδικαστική, τάσσουσα αποδείξεις (ΑΠ 975/2006, ΑΠ 769/2003, ΠΟΙΝ ΛΟΓ 2003/767, ΑΠ 638/1998, ΠΧ ΜΘ/130, ΑΠ 1215/1988, ΝοΒ 37, 289, ΑΠ 960/994, Π.ΧΡ. ΜΔ/931, ΑΠ 91/1994, Π.ΧΡ. ΜΔ/319). Στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Εφετείου Αθηνών, δεν προκύπτει από ποιά πραγματικά περιστατικά και με βάση ποιούς συλλογισμούς κρίθηκε ότι οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων, κατά την εκδίκαση των αναφερθεισών αγωγών εξαπάτησαν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο στην πρώτη περίπτωση δεν εξέδωσε οριστική απόφαση, ενώ στη δεύτερη εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 2639/2004 απόφαση. Συγκεκριμένα, δεν παρατίθεται με Βάση ποια στοιχεία κατέληξε το συμβούλιο στην κρίση ότι η ένορκη κατάθεση της πρώτης αναρεσείουσας και στις δύο αστικές δίκες ή και η ανωμοτί, κατά τα άνω εκτεθέντα, ήσαν ψευδείς, καθόσον, παρατίθενται μεν τα κατά το βούλευμα ψευδή γεγονότα που αυτή καταθέτει, η αναφορά, όμως, στα αληθή γεγονότα γίνεται υπό τη μορφή απλής αρνήσεως των κατατεθέντων, χωρίς να γίνεται ανάπτυξη των συναφών πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν, βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό. Τέλος, σχετικά με την παραπομπή του δεύτερου αναιρεσείοντος για ψευδή ανωμοτί κατάθεση, ξανά το προσβαλλόμενο Βούλευμα, με τις παραδοχές του, δεν περιλαμβάνει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, δέχεται μεν ότι ο συγκεκριμένος αναιρεσείων "γνώριζε τουλάχιστον μετά το 1995" την εικονικότητα των τιμολογίων και την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων στην εταιρεία, πλην όμως δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων κατέληξε στην κρίση αυτή, ούτε προσδιορίζει τον χρόνο που έλαβε χώρα η επίμαχη γενική συνέλευση, για την οποία κατέθεσε ότι μέχρι αυτήν δεν γνώριζε περί των δεύτερων βιβλίων. Εν όψει των άνω ελλείψεων και ασαφειών αυτών, το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς αυτά τα κεφάλαια, δεν έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και στερείται νομίμου βάσεως και, συνεπώς, νόμιμο κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ. είναι, να αναιρεθεί. 6. Τέλος, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισαν οι αποβληθέντες με το προσβαλλόμενο βούλευμα πολιτικοί ενάγοντες, απορρίπτονται ως αβάσιμοι. 7. Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1, 2, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα κακουργήματα (εκτός εκείνων που τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη) είναι δέκα πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο διαρκεί η κυρία διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από πέντε έτη για τα κακουργήματα. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β΄, 370 β΄, 484 παρ. 3 και 511 Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο αντικατ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής δίκης, ακόμη και από τον ΄Αρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος υποχρεούται ν΄αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ΄ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 310 παρ. 1β του Κ.Π.Δ., αρκεί η αίτηση αναιρέσεως ν΄ασκηθεί παραδεκτώς και να περιέχεται σ΄αυτή ένας τουλάχιστον σαφής, ορισμένος και βάσιμος λόγος αναιρέσεως, από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα. Αν ο χρόνος τελέσεως της πράξεως δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια (και όταν πρόκειται για έγκλημα κατ΄εξακολούθηση, στο οποίο η κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις που το συγκροτούν διατηρεί την αυτοτέλειά της), εφόσον ασκεί επιρροή στην παραγραφή της, δηλαδή δεν είναι εφικτό να κριθεί αν έχει επέλθει η παραγραφή, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως (Α.Π. 1625/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ 428). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος η αναιρεσείουσα Χ1, παραπέμπεται στο ακροατήριο για να δικαστεί μεταξύ άλλων, για κακουργηματική πράξη κατ΄εξακολούθηση, η οποία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Οι δύο πρώτες μερικότερες πράξεις υπεξαιρέσεως ποσών 280.897.501 και 535.509.360 δραχμών, φέρονται ως τελεσθείσες τον Δεκέμβριο του 1991 και "το έτος 1992 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο", αντιστοίχως.Το αξιόποινο αυτών, βάσει των ήδη εκτεθέντων, εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, καθόσον από τον χρόνο τελέσεώς τους μέχρι σήμερα παρήλθε πλήρης δεκαπενταετία. Συνεπώς, για τις δύο αυτές μερικότερες πράξεις, εν όψει του ότι οι λόγοι αναιρέσεως κρίθηκαν κατά τα ανωτέρω παραδεκτοί και βάσιμοι, πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινή δίωξη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝ 1) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο υπ΄αριθ. 1436/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά της Χ1 για τις μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, οι οποίες φέρονται ως τελεσθείσες στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1991 και "σε μη ειδικώτερα διακριβωμένο χρόνο το 1992" και οι οποίες αναφέρονται στην υπό στοιχ. Α1 και 2 παραπεμπτική διάταξη του προσβαλλομένου βουλεύματος. 3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς τις υπόλοιπες παραπεμπτικές διατάξεις στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην ως άνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση κι έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) τρείς αιτήσεις αναιρέσεως με χρονολογία 4.12.2006, ήτοι α) η πρώτη της κατηγορουμένης Χ1, β) η δεύτερη του κατηγορουμένου Χ2 και γ) η τρίτη του κατηγορουμένου Χ3 , οι οποίες στρέφονται κατά του υπ΄αριθ. 1436/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο, όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη, όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και τα ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα, που αναγνωρίζεται από το νόμο, και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 § 9 του Ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείτο σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν η πράξη ενείχε κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως όταν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του τελευταίου ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή αλλότριας περιουσίας, ενώ μετά την αντικατάσταση της παραγράφου αυτής από το άρθρο 1 § 9 του Ν. 2408/1996 για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται αφενός το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφετέρου να είναι τούτο εμπιστευμένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικούς αναφερόμενες στη συγκεκριμένη παράγραφο ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας έχει εκείνος που ενεργεί διαχείριση, δηλαδή όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα και δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας, ως και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Η νεότερη αυτή διάταξη, με την οποία ορίζεται ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως πρέπει το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπροσθέτως να υπάρχει στο πρόσωπο του δράστη μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες σ' αυτήν (διάταξη) ιδιότητες, είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη στο σημείο αυτό, στην οποία η απαρίθμηση ήταν ενδεικτική (χωρίς και την ιδιαίτερα μεγάλη αξία). Έτσι, η νεότερη αυτή διάταξη είναι εφαρμοστέα και επί των αξιοποίνων πράξεων υπεξαιρέσεως που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996. Ειδικά όμως για τις πράξεις αυτές, όταν ο κακουργηματικός τους χαρακτήρας με τη συνδρομή του αντικειμένου τους ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας βασίζεται αποκλειστικά στην ιδιότητα του δράστη ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 375 § 2 του ΠΚ είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, γιατί για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως αξιώνει και το επιπλέον στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης σε αντίθεση με τη νεότερη διάταξη, η οποία αποβαίνει αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο, αφού αρκείται μόνο στην ιδιότητα του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας με αποτέλεσμα ο τελευταίος να θεωρείται πάντοτε ως δράστης κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει, ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 11 του Ν.2408/1996, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2408/1999, απαιτείται επιπλέον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ., (ήδη 15.000 ευρώ. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του Δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ΄αυτόν ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος στηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. Η απάτη επί Δικαστηρίου είναι τετελεσμένη, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσκομιδή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου εις βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ο Δικαστής δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή ή δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση), σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην εν λόγω πρόταση. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώεσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεωςσυνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1436/2006 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ΄αυτό Εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ΄είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1.6.1989 απεβίωσε εξαιτίας αυτοκινητικού ατυχήματος ο ΧΚ1 , πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.Ε." που αποτελούσε στην ουσία οικογενειακή εταιρεία, στην οποία συμμετείχε, αυτός μεν κατά ποσοστό 67,98%, κατά το υπόλοιπο δε 32,02%, η αδελφή του Ψ3 σύζυγος του εγκαλούντος Ψ2. Η εταιρεία αυτή είχε ως αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ψύξεως προϊόντων ή διατηρήσεως προϊόντων, με την πάροδο δε του χρόνου εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες των Βαλκανίων στο είδος αυτών των υπηρεσιών, διαθέτουσα ικανή ακίνητη περιουσία, με οικόπεδο και εργοστάσιο στην οδό Πέτρου Ράλλη, αριθμ.8, στην περιοχή του Ρουφ Αττικής. Ο ΧΚ1 ήταν σύζυγος της πρώτης εκκαλούσας Χ1, με την οποία είχε διαζευχθεί το έτος 1988. Από το μεταξύ τους γάμο είχαν αποκτήσει τα τέκνα, Χ2 εκκαλούντα, που γεννήθηκε στις 8-11-1971, Χ3 επίσης εκκαλούντα, που γεννήθηκε στις 27-6-1973 και τον Π2 ανήλικο κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα του. Είχε, επίσης, αποκτήσει ο ΧΚ1 και ένα εκτός γάμου τέκνο, την Π1 από τη σχέση αυτού με την Ζ1 την οποία είχε αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο. Μετά το θάνατο του ΧΚ1 το μερίδιο αυτού στην πιο πάνω εταιρεία, περιήλθε στα τέσσερα ανήλικα τέκνα του και έτσι το ποσοστό των τέκνων αυτού από το γάμο του με την Χ1 διαμορφώθηκε σε 50.98%, ενώ αυτό της αδελφής του Ψ3 και του εκτός γάμου τέκνου του Π1 σε 49,02%. Ήδη από το έτος 1990 η Χ1 ανέλαβε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και Διευθύνουσα Σύμβουλος, της ανατέθηκαν δε, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, καθήκοντα διαχειριστή με ευρείες εξουσίες να ενεργεί νομικές και υλικές πράξεις, με την τελευταία δε ιδιότητα, κατά κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε, με περισσότερες μερικότερες πράξεις μεγάλα χρηματικά ποσά σε βάρος της εταιρείας, το αντικείμενο δε των μερικότερων πράξεων, καθεμιάς, ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Με αφορμή τη διοίκηση και τη διαχείριση της εταιρείας μεταξύ αυτής και των εκκαλούντων Χ3 και Χ2 από τη μια πλευρά, και των Ψ3, Ψ2 και Ψ4 από την άλλη πλευρά, διεξάγεται μακροχρόνιος, πέραν των δέκα ετών, δικαστικός αγώνας στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, Στις 18.10.1990, μετά την ενηλικίωση του Χ2 εκκαλούντος ανατέθηκαν σ' αυτόν, με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, καθήκοντα βοηθού γενικού διευθυντή, ενώ με τον ίδιο τρόπο έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στις 22-7-1992 και ο αδελφός του Χ3 , οι οποίοι λόγω απειρίας και σπουδών, τουλάχιστον κατά το αρχικό χρονικό στάδιο της εισόδου τους στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας περιορίστηκαν σε τυπική συμμετοχή, χωρίς ενεργό ανάμειξη στη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων, την οποία ουσιαστικά είχε η Χ1 συνεπικουρούμενη από υπαλλήλους του λογιστηρίου της εταιρείας. Στο μεταξύ όμως οι σχέσεις μεταξύ των μετόχωντης πλειοψηφίας και εκείνων της μειοψηφίας μετά το θάνατο του ΧΚ1 δεν ήταν καθόλου αρμονικές,δεδομένου ότι η εκκαλούσα Χ1,εκπροσωπώντας τα ποσοστά των τριών ανηλίκων τέκνων της, είχε αντιτιθέμενα συμφέροντα προς εκείνα της Ψ3 και της ανήλικης Π1 που εκπροσωπείτο από τη μητέρα της Ζ1. Μάλιστα, προς κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους η κάθε πλευρά προσέλαβε έμπειρους δικηγόρους, σε θέματα ανωνύμων εταιρειών, και συγκεκριμένα, η πλειοψηφία το Δ1 και η μειοψηφία, τον Ψ4 πολιτικώς ενάγοντα στην κρινόμενη υπόθεση, οι οποίοι και συμμετείχαν ενεργά στο διοικητικό συμβούλιο της. Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι,ειδικά, σε σχέση με τα εγκλήματα, για τα οποία κρίνει ότι οι εκκαλούντες πρέπει να παραπεμφθούν στο ακροατήριο, προέκυψαν τα εξής: Α) 1. Μερικότερη κακουργηματική πράξη απάτης με χρόνο τελέσεως 30.6.1993. Το υλικό αντικείμενο της πράξεως αυτής, ποσό 122.084.642 δραχμών, είχε περιέλθει στην κατοχή της πρώτης εκκαλούσας Χ1, εμπιστευμένο σ' αυτήν, κατά τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε."ι η ίδια δε μόνη, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, από τα καθήκοντα του διαχειριστή της εταιρείας με ευρείες εξουσίες, υλικών και νομικών πράξεων, παρανόμως ιδιοποιήθηκε το ποσό αυτό, αρχές Δεκεμβρίου 1992 και το ενσωμάτωσε στην περιουσία της. Με το ποσό αυτό, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αγόρασε η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ".... ΕΠΕ", που συστάθηκε από τους ίδιους τρεις εκκαλούντες, από την εταιρεία "ΒΕΛΚΑ Α.Ε." ακίνητο στην οδό ....., με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης - Φρειδερίκης Αλημίση. 2. Μερικότερη πράξη κακουργηματικής απάτης με χρόνο τελέσεως 29.7.1996. Τα ποσά που κατά τη σχετική παραπεμπτική διάταξη φέρονται να απεκόμισαν οι εκκαλούντες με τέλεση απάτης, στην πραγματικότητα είχε ιδιοποιηθεί η απ' αυτούς Χ1 παρανόμως. Είχαν περιέλθει στην κατοχή της και ήταν εμπιστευμένα στην ίδια, κατά τη διαχείριση της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε.", αυτή δε, κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης από την ιδιότητα του διαχειριστή, τα καθήκοντα του οποίου, όπως προεκτέθηκε, είχε αναλάβει, ενσωμάτωσε τα πιο κάτω ποσά με περισσότερες μερικότερες πράξεις που συνδέονται με ενότητα δόλου, στην περιουσία της και δη: α) τέλη Δεκεμβρίου 1991, 280.897.501 δρχ., β) το έτος 1992, 535.509.360 δρχ., γ) το έτος 1993, 574.113.762 δρχ. και δ) το έτος 1994, 922.650.944 δρχ., Η απόκρυψη από την ίδια εκκαλούσα στις 29-7-1996"κατά τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." των γενομένων απ΄ αυτήν ανωτέρω, προηγούμενων χρονικά, υπεξαιρέσεων, δεν συνιστά, για την ίδια, τιμωρητή πλέον πράξη απάτης. Συγκροτείται εν προκειμένω μόνον εξακολουθητική υπεξαίρεση από διαχειριστή, ενέχουσα κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με αντικείμενο, ενόψει της αξίας των ποσών στις συναλλαγές, για κάθε μερικότερη πράξη, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Β). Μερικότερες κακουργηματικές πράξεις απάτης στο δικαστήριο, που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 16-1-2002 και 18-1-2002 από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους Χ3 και Χ2. Οι εν λόγω εκκαλούντες κατέθεσαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, α) στις 16-1-2002 τη με αριθμό κατάθεσης 364/2002 αγωγή εναντίον των 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι έθιξαν την τιμή και την επαγγελματική τους υπόληψη και ζητούσαν να τους επιδικαστεί για χρηματική ικανοποίηση ποσό 149.990.000 δρχ. και β) στις 18.1.2002 τη με αριθμό κατάθεσης 435/2002 αγωγή εναντίον των 1) Ψ4 , 2)Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία με ανάλογους, με της προηγούμενης αγωγής και για τους τελευταίους εναγομένους, ισχυρισμούς ζητούσαν να τους επιδικαστεί- για χρηματική ικανοποίηση, ποσό 425.531,91 ευρώ. Η τελευταία αυτή αγωγή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ όσον αφορά την πρώτη δεν προκύπτει η έκδοση οριστικής αποφάσεως. Στην πρώτη αγωγή οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν, ειδικότερα, εν γνώσει ψευδώς, ότι οι εναγόμενοι από τη μακροχρόνια δικαστική μεταξύ τους διαμάχη, ενώ γνώριζαν ότι υπαίτιοι, εκδόσεως εικονικών παραστατικών από την εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και εικονικών συναλλαγών αυτών, ήταν οι υπάλληλοι της εταιρείας, υποστήριζαν ότι στην ουσία υπεύθυνη για τα τιμολόγια αυτά και τις εικονικές συναλλαγές ήταν η εκπροσωπούσα αυτούς στην εταιρεία Χ1, επικαλέστηκαν δε για υποστήριξη του ισχυρισμού τους την κατάθεση, με ανάλογο ψευδές περιεχόμενο, της ως μάρτυρα εξετασθείσας, κατά τη συζήτηση της αγωγής Χ1, που ήταν ψευδής. Στη δεύτερη αγωγή οι εκκαλούντες Χ3 και Χ2 ισχυρίστηκαν εν γνώσει ψευδώς, ότι οι εναγόμενοι, ενώ γνώριζαν ήδη από την αρχή την εικονικότητα των τιμολογίων και ότι αυτά είχαν εκδοθεί από την εταιρεία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.", μετά από ενέργειες μόνον των υπαλλήλων της εταιρείας Υ1, Υ2 και Υ3 χωρίς ενέργεια ή παρώθηση από την Χ1 και απ' αυτούς, εν τούτοις υποστήριζαν τα αντίθετα. Προς υποστήριξη δε του ισχυρισμού τους επικαλέστηκαν την κατάθεση, με ανάλογο περιεχόμενο, της ως μάρτυρα εξετασθείσας, κατά τη συζήτηση, της αγωγής αυτής Χ1. Το επιδιωκόμενο από τους εν λόγω εκκαλούντες στις μερικότερες αυτές πράξεις απάτης, αποτέλεσμα δεν επήλθε από λόγους ανεξαρτήτους από τη θέληση τους και συγκεκριμένα γιατί στην περίπτωση της με αριθμό κατάθεσης 435/2002 αγωγής, αυτή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ στην περίπτωση της με αριθμό κατάθεσης 364/2002 αγωγής δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση. Οι μερικότερες δε αυτές πράξεις συνδέονται με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ' εξακολούθηση έγκλημα, σε βαθμό κακουργήματος μάλιστα, αφού το παράνομο όφελος στο οποίο εξυπαρχής απέβλεψαν οι άνω εκκαλούντες ήταν ανώτερο των 15.000 ευρώ, συνολικά, ανερχόμενο στο άθροισμα των ποσών που ζήτησαν να τους επιδικαστούν, ενώ οι ίδιοι, από την επανειλημμένη τέλεση, μαρτυρείται ότι ενήργησαν με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και ότι κατά συνέπεια τέλεσαν την πράξη κατ' επάγγελμα. Γ) Ψευδορκία μάρτυρα κατ΄ εξακολούθηση με παραπεμπόμενη την Χ1. Η εκκαλούσα αυτή εξετάστηκε ως μάρτυρας ενόρκως, α) στις 10.4.2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της αμέσως προηγουμένως αναφερομένης αγωγής, με αριθμό κατάθεσης 364/2002 των Χ2 και Χ3 και κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς, ότι αγνοούσε την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων στην εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία για τα οποία είχαν εκδώσει εικονικά τιμολόγια, ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300, ενώ αληθινά ήταν ότι γνώριζε την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων, εκτός από τα θεωρημένα από την Οικονομική Αρχή που χρησιμοποιούσε η εταιρεία στις δραστηριότητες της, ότι οι υπάλληλοι Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις και ότι ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο του αναφερομένου τύπου και β) στις 17-4-2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της επίσης αναφερθείσας με αριθμό καταθέσεως 435/2002, αγωγής των Χ2 και Χ3 κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς ότι η ίδια αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων βιβλίων που αναφέρθησαν στην προηγούμενη πράξη ψευδορκίας, ότι την ύπαρξη αυτών γνώριζαν και οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι βρέθηκε κατάλογος με εικονικά τιμολόγια σε θυρίδα του υπαλλήλου της εταιρείας Υ1 ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο Μερσεντές 300 και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία, ενώ αληθινά ήταν, ότι δεν αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων Βιβλίων, την οποία αγνοούσαν οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι δεν βρέθηκε στον υπάλληλο της εταιρείας Υ1 κατάλογος εικονικών τιμολογίων, ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300 και οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις ποσών σε βάρος της εταιρείας αυτής. Οι εν λόγω δε μερικότερες πράξεις (ψευδορκίας μάρτυρα) της εκκαλούσας Χ1 συνδέοντα με ενότητα δόλου συγκροτώντας κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα ψευδορκίας μάρτυρα. Δ). Πράξη ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης με παραπεμπόμενη την Χ1 και χρόνο τελέσεως την 18.11.2002. Η εν λόγω εκκαλούσα εξετάσθηκε χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγουσα στο Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κατά την εκδίκαση εφέσεως της Ψ3 κατά της 62.890/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατέθεσε δε εν γνώσει ψευδώς "Για τα εικονικά τιμολόγια έχω να πω ότι δεν έχω καμία σχέση. Ήμουν μόνο μια νοικοκυρά στο σπίτι. Δεν έχω ιδέα για τα μαύρα βιβλία ... Σκέφτηκαν (οι Υ1 και Υ2 ) να καταληστεύσουν την εταιρεία. Ήταν κατασκευασμένα τα στοιχεία από αυτούς που είχαν εκδιωχθεί από την εταιρεία", ενώ αληθινά ήταν, σύμφωνα και με όσα αναφέρθησαν στην προηγούμενη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ότι τα εικονικά τιμολόγια και τα δεύτερα βιβλία δεν είχαν κατασκευαστεί από τους Υ1 και Υ2, υπαλλήλους της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και τελούσε σε γνώση αυτών η ίδια, ενώ εγνώριζε ακόμη ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι δεν είχαν καταχραστεί χρήματα της εν λόγω εταιρίας. Και Ε) Πράξη ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης με παραπεμπόμενο τον κατηγορούμενο Χ3 και χρόνο τελέσεως την 22-7-2002. Ο τελευταίος εξετάσθηκε χωρίς όρκο. ως πολιτικώς ενάγων, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση των εις βάρος των Ψ3 και Ζ1 κατηγοριών για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατέθεσε δε εν γνώσει ψευδώς "εμφανίστηκαν κάποια μαύρα βιβλία. Στη γενική συνέλευση εμείς πρώτη φορά τα βλέπαμε .... διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν πολλά εικονικά τιμολόγια. Ο Υ1 και ο Υ2 τα έβαλαν.... στο γραφείο του ..... είπαμε ότι τα λεφτά των πλαστών τιμολογίων τα πήραν ο Υ1 και ο Υ2 ", ενώ αληθές ήταν ότι ο ίδιος τουλάχιστον μετά το έτος 1995, "γνώριζε την εικονικότητα των τιμολογίων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." και την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας αυτής Υ1 και Υ2 δεν είχαν ιδιοποιηθεί τα ποσά που εμφανίζονταν στα εικονικά ή πλαστά τιμολόγια. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο 1436/2006 βούλευμά του έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις Α) εις βάρος της αναιρεσείουσα κατηγορουμένης Χ1 περί της τελέσεως απ΄ αυτήν των αξιοποίνων πράξεων : α) της υπεξαιρέσεως κατ΄εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από διαχειριστή ξένης περιουσίας κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, μερικοτέρων πράξεων απατής, αναφορικά με τα ποσά των δραχμών 280.897.501, 535.509.360, 122.084.642, 574.113.762 και 922.650.944 και χρόνους τελέσεως, αντιστοίχως, Δεκέμβριος 1991, έτος 1992, αρχές Δεκεμβρίου 1992, έτος 1993 και έτος 1994, β) της ψευδορκίας μάρτυρα κατ΄εξακολούθηση και γ) της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, Β) εις βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων Χ3 και Χ2 περί της τελέσεως απ΄ αυτούς της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας απάτης, από κοινού, κατ΄ εξακολούθηση, από υπαίτιους που ενήργησαν κατ΄ επάγγελμα και το συνολικό όφελος υπερέβαινε το ποσό των 15.000 ευρώ και Γ) εις βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ3 περί της τελέσεως απ΄ αυτόν της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, για το λόγο δε αυτόν απέρριψε, ως προς τις εν λόγω πράξεις τις από τους εν λόγω κατηγορούμενους ασκηθείσες κατά του υπ΄ αριθ. 4.002/2005 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εφέσεις τους ως κατ΄ ουσίας αβάσιμες και επικύρωσε ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαιά του το πρωτόδικο βούλευμα, αφού προηγουμένως προέβη στην επαναδιατύπωση της κατηγορίας στο διατακτικό του, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες παραδοχές του. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του, αναφορικά με τις πιο πάνω πράξεις α) της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση, β) της απόπειρας κακουργηματικής απάτης από κοινού, κατ΄ εξακολούθηση και γ) της ψευδορκίας μάρτυρα κατ΄εξακολούθηση, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδαφ. στ΄, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 42, 45, 98, 224 παρ. 2-1, 375 παρ. 1 και 2 και 386 παρ. 1 και 3α του ΠΚ (όπως η παρ. 1 του άρθρου 224 ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3327/2005, όπως η παρ. 2 του άρθρου 375 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 ν. 2408/1996, και όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της αυτή, κατά το μέρος που απαιτούσε το επί πλέον στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, και η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής τους για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του, ενώ η αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν οι αποβληθέντες με το προσβαλλόμενο βούλευμα πολιτικώς ενάγοντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Περαιτέρω, αναφέρεται λεπτομερώς στο βούλευμα αυτό ότι η αναιρεσείουσα Χ1 το έτος 1990 έγινε Πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.Ε." και Διευθύνουσα Σύμβουλος, της ανατέθηκαν δε, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, καθήκοντα διαχειριστή με ευρείες εξουσίες να ενεργεί νομικές και υλικές πράξεις, με την εν λόγω δε ιδιότητά της ιδιοποιήθηκε παρανόμως με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος τα προμνημονευθέντα χρηματικά ποσά εις βάρος της άνω εταιρίας και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, αφού τα χρήματα αυτά ήταν εμπιστευμένα σ΄ αυτήν ως διαχειρίστρια της περιουσίας της εταιρίας αυτής και συγκεκριμένα, ότι ιδιοποιήθηκε αυτή τα ποσά των δραχμών 535.509.360, 122.084, 574.113.762 και 922.650.944 με χρόνους τελέσεως των μερικοτέρων αυτών πράξεων του άνω εγκλήματος : έτος 1992, αρχές Δεκεμβρίου 1992, έτος 1993 και έτος 1994, αντίστοιχα, και ότι το αντικείμενο καθεμιάς από τις πράξεις αυτές, αλλά και συνολικά, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (για τη μερικότερη δε πράξη με χρόνο τελέσεως το μήνα Δεκέμβριο 1991 και ποσό δρχ. 280.897.501 θα γίνει κατωτέρω λόγος). Δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος να εκτίθεται συγκεκριμένα και ο τρόπος τελέσεως της άνω εξακολουθητικής κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, αφού δεν αποτελεί αυτός στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού. Επίσης, εκτίθενται λεπτομερώς στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος τα ψευδή περιστατικά που προέβαλαν εν γνώσει τους οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 με τις άνω αγωγές τους που κατέθεσαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και αναφέρεται περαιτέρω ότι προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους επικαλέσθηκαν αυτοί τις καταθέσεις, με ανάλογο ψευδές περιεχόμενο της συγκατηγορουμένης τους Χ1 που εξετάσθηκε ως μάρτυρας κατά τη συζήτηση των άνω αγωγών και ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ήτοι η έκδοση οριστικής αποφάσεως υπέρ των απόψεων των άνω αναιρεσειόντων εις βάρος των αντιδίκων τους, δεν επήλθε, αφού στην πρώτη περίπτωση (364/16.1.02 αγωγή), δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση (435/18.1.02 αγωγή) απορρίφθηκε η εν λόγω αγωγή με τη 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο των πιο πάνω αναιρεσειόντων κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ΄ επάγγελμα τελέσεως ως άνω πράξεως της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, το Συμβούλιο Εφετών με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην επανειλημμένη τέλεση της εν λόγω πράξεως, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ΄ εξακολούθηση, από την οποία προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος (και όχι "σκοπός παρανόμου ιδιοποιήσεως", όπως από πρόδηλη παραδρομή αναφέρεται στο διατακτικό του βουλεύματος), ενώ, περαιτέρω, αναφέρεται σ΄ αυτό ότι το συνολικό όφελος των αναιρεσειόντων που επιδιώχθηκε, με αντίστοιχη βλάβη των αντιδίκων τους, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό που ζητήθηκε με τις δύο πιο πάνω αγωγές τους. Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών εκθέτει με πληρότητα τα ψευδή περιστατικά, που κατέθεσε εν γνώσει της η πρώτη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κατά των ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συζήτηση στις 10-4-2003 και 17-4-2003 των άνω αγωγών των συγκατηγορουμένων της. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β ΄ και δ΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, αναφορικά με τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και γι΄ αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1, 2 και 3 και 112 του ΠΚ το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα κακουργήματα (εκτός από εκείνα για τα οποία ο νόμος προβλέπει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης) είναι δεκαπέντε έτη και για τα πλημμελήματα πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. Β΄, 370 στοιχ. Β΄ και 485 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως Συμβουλίου, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ίδίου Κώδικα, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003. Στην προκείμενη περίπτωση, παραπέμφθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, με το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα Α) η πρώτη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη (Χ1) και : α) για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ΄ εξακολούθηση που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (άρθρ. 375 παρ. 1-2 ΠΚ), της οποίας η πρώτη μερικότερη πράξη υπεξαιρέσεως ποσού δραχμών 280.897.501 φέρεται ότι τελέσθηκε απ΄ αυτήν το μήνα Δεκέμβριο 1991 και β) για την πράξη της ψευδούς ανώτατης κατάθεσης, που, απειλούμενη από το νόμο με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών, είναι πλημμέλημα (άρθρα 18 εδ. β΄ και 225 παρ. 1 ΠΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3327/2005), και την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτή στην Αθήνα στις 18-11-2002 και Β) ο τρίτος αναιρεσείων κατηγορούμενος (Χ3) και για την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτός στην Αθήνα στις 22-7-2002. Ενόψει λοιπών των ανωτέρω, τα πιο πάνω εγκλήματα έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού από την τέλεσή τους μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα α) μεγαλύτέρο των δέκα πέντε ετών αναφορικά με την άνω μερικότερη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση και β) μεγαλύτερο των πέντε ετών σε σχέση με τις άνω πλημμεληματικές πράξεις, χωρίς, εν τω μεταξύ, να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού ληφθεί υπόψη, ότι η υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχουν έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, πρέπει α) αυτεπαγγέλτως, να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα, και δη αναφορικά : 1) με την άνω μερικότερη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση και την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα και 2) με την πράξη της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως ως προς τον τρίτο αναιρεσείοντα και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η κατά των πιο πάνω αναιρεσειόντων κατηγορουμένων ασκηθείσα για τις πράξεις αυτές, κατά τις άνω διακρίσεις, ποινική δίωξη και β) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι ένδικες (τρεις) αιτήσεις αναιρέσεως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει το υπ΄ αριθ. 1436/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και δη αναφορικά : 1) με τη μερικότερη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση, ποσού δραχμών 280.897.501, και την πλημμεληματική πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, τις οποίες φέρεται ότι τέλεσε η πρώτη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη (Χ1) στην Αθήνα το μήνα Δεκέμβριο 1991 και στις 18-11-2002, αντίστοιχα, και 2) με την πλημμεληματική πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, την οποία φέρεται ότι τέλεσε ο τρίτος αναιρεσείων κατηγορούμενος (Χ3) στην Αθήνα στις 22-7-2002. ΠΑΥΕΙ οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων για τις ειρημένες αξιόποινες πράξεις κατά τις άνω διακρίσεις. Και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, τις από 4 Δεκεμβρίου 2006 αιτήσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων α) Χ1, β) Χ2 και γ) Χ3 για αναίρεση του πιο πάνω υπ΄ αριθ. 1436/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί εν μέρει για α) μερικότε-ρη πράξη κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση (χρόνος τέλεσης Δεκέμβριος 1991) με παραπεμπόμενη την 14, β) ψευδή ανώμοτη κατάθεση (χρόνος τέλεσης 18-11-2002) με παραπεμπόμενη την 14 και γ) ψευδή ανώμοτη κατάθεση (χρόνος τέλεσης 22-7-2002) με παραπεμπόμενο τον τρίτο. Παύει οριστικά ποινική δίωξη (παραγραφή) για άνω πράξη. Απορρίπτει κατά τα λοιπά αιτήσεις (3) αναιρέσεως. Ι) Η πρώτη Πρόεδρος ΔΣ Διευθύνουσα Σύμβουλος της «ΑΕ Ψυγεία Ευρώπης». Με απόφαση ΔΣ της ανατέθηκαν καθήκοντα διαχειριστή (ευρείες εξουσίες). Ιδιοποίηση χρημάτων κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και ιδιαίτερα μεγά-λης αξίας. Παραπομπή 375 παρ. 1,2 ΠΚ, ΙΙ) Οι 2ος και 3ος παραπέμπονται για απόπειρα κακουργηματικής απάτης. Έγερση αγωγών στο Πολ. Πρωτ. Αθηνών με τις οποίες προέβαλαν εν γνώσει τους ψευδή περιστατικά και προς υποστήριξή τους επικαλέσθηκαν τις ψευδείς καταθέσεις της εξετα-σθείσης κατά τη συζήτηση μητέρας τους. Δεν επήλθε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, γιατί η δεύτερη αγωγή απορρίφθηκε, ενώ επί της πρώτης δεν εκδόθηκε απόφαση. Τέλεση κατ΄ επάγγελμα και επιδιωκόμενο όφελος υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ και ΙΙΙ) Ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολού-θηση της πρώτης αναιρεσείουσας
Ψευδορκία
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Απόπειρα, Ψευδορκία, Υπεξαίρεση, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.
0
Αριθμός 2132/2007 Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 , ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαδάκη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11960/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 786/2006. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή, ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττο0μένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, όσον αφορά το έγκλημα της απάτης, πρέπει, στην καταδικαστική απόφαση όχι μόνο να εκτίθεται ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία άλλά και να προσδιορίζεται σε τί συνίσταται η βλάβη αυτή και πως επήλθε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Όσον αφορά το δόλο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα στη θεμελίωση παραγωγής των περιστατικών που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτήν. Αντίθετα τέτοια αιτιολογία απαιτείται στις περιπτώσεις που για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος). Για την ύπαρξη αυτής της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή, των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιους όμως ισχυρισμούς δεν αποτελούν ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας καθώς και τα υπερασπιστικά του κατηγορουμένου επιχειρήματα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 11960/2005 αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική του κρίση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Η εγκαλούσα ..... το Δεκέμβριο του 1999 πώλησε και παρέδωσε στον Φ1 έμπορο κανούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, ένα μεταχειρισμένο Ι.Χ.Ε. όχημα, μάρκας HUNDAI, τύπου Land, κυριότητά της, έναντι τιμήματος, που συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.850.000 δραχ., το οποίο πιστώθηκε. Για την εξόφληση του τιμήματος αυτού, δέχθηκε να μεταβιβαστεί δι' οπισθογραφήσεως και παραδοθεί στην ίδια, μία τραπεζική επιταγή, μεταχρονολογημένη με αρ. .... της Ε.Τ.Ε., ημερομηνίας εκδόσεως 30-5-2000 που φερόταν ότι είχε εκδοθεί από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ".... Ο.Ε." εις διαταγή της τελευταίας ποσού 1.850.000 δραχ., της οποίας ο κατηγορούμενος Χ1 , ήταν κομιστής εξ οπισθογραφήσεως. Κατά την παράδοσή της ο τελευταίος συμφώνησε ρητά ότι αναδέχεται, από κοινού με τον Φ1 το χρέος του τελευταίου, προς την εγκαλούσα (1.850.000 δρχ.). Παρέστησε δε ψευδώς εν γνώσει της αναληθείας του γεγονότος, ότι η ως άνω επιταγή είναι γνήσια και έγκυρη ως προς όλα τα στοιχεία αυτής και με τις διαβεβαιώσεις του αυτές η εγκαλούσα πείστηκε και δέχθηκε να την παραλάβει ως μέσον εξοφλήσεως του πιστωθέντος ως άνω τιμήματος. Όταν όμως την εμφάνισε προς πληρωμή στο αρμόδιο κατάστημα ΕΤΕ επί της οδού ...., αποκρούστηκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του υποκαταστήματος της Τράπεζας αυτής, διότι εξακριβώθηκε ότι το σώμα της δεν είχε χορηγηθεί από το ως άνω κατάστημα και παρουσίαζε άτακτη έκδοση και ανομοιότυπα των υπογραφών των εκδοτών. Τα γεγονότα αυτά, γνώριζε κατά την οπισθογράφηση και παράδοσή της στην εγκαλούσα, ο κατηγορούμενος, αφού την οπισθογράφησε, αποδεχόμενος ρητά ταυτόχρονα, ενώπιον και του συζύγου της, την εξόφληση του χρέους του Φ1 προς την εγκαλούσα. Τα ως άνω με σαφήνεια αποδείχθηκαν και από την αναγνωσθείσα, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεση, της εγκαλούσας που κατέθεσε ότι "ο κατηγορούμενος εγγυήθηκε ότι ήταν εντάξει η επιταγή" και την αναγνωσθείσα στο ίδιο δικαστήριο, κατάθεση του Μ1 ομορρύθμου εταίρου της φερομένης ως εκδότριας εταιρείας της επιταγής αυτής "... Ο.Ε", που υπέβαλε και μηνυτήρια αναφορά ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, όπου καταθέτει ότι "από τον Ιανουάριο του 2000 άρχισαν να εμφανίζονται δήθεν επιταγές της εταιρίας (ως εκδότριας) από τις οποίες σε 5-6 ήταν και το όνομα του κατηγορουμένου. Όταν τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο, τον οποίο δεν γνώριζε, για εξηγήσεις σχετικά με την έκδοσή τους, αυτός του απάντησε ότι δεν πρέπει να στενοχωριέται διότι ο Φ1, είναι καλός άνθρωπος", που αποδεικνύει προσπάθεια συγκαλύψεως του Φ1 πλέον του ότι δεν αρνήθηκε στον ως άνω (Μ1) ότι ο ίδιος κατηγορούμενος είχε θέσει στη θέση του οπισθογράφου αυτών, την υπογραφή του. Την κρίση του δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται και για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί, επιρωνύει και α) το ότι αυτός ισχυρίζεται δεν υπέγραψε ως οπισθογράφος στην επίμαχη επιταγή, στην αστική όμως δίκη δεν προέβαλε παραδεκτά τον ως άνω ουσιώδη ισχυρισμό του, β) με τη με αριθμ. 200/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών -η οποία βεβαίως δεν δεσμεύει το παρόν δικαστήριο με δύναμη δεδικασμένου- αλλά εκτιμάται ελευθέρως, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, έγινε δεκτό ότι κατά την μεταβίβαση και παράδοση της ως άνω επιταγής στην εγκαλούσα μέσω του συζύγου της, ήταν παρών και αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του Φ1 στην τελευταία, τούτο δε έπραξε προκειμένου να αποκομίσει από κοινού με αυτόν παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με το ποσό της επιταγής, με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσας, γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της άδικου πράξεως της απάτης από κοινού ως ειδικά θα αναφερθεί και στο διατακτικό της παρούσας". Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο απάτης από κοινού και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Έτσι, κρίνοντας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο σκεπτικό της με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς, επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1α, 45 και 386 παρ. 1 του ΠΚ τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα οι προεκτεθείσες παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελούν "επανάληψη του κατηγορητηρίου" και του διατακτικού της τελευταίας, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων και τούτο ανεξαρτήτως του ότι μόνη η επανάληψη στο σκεπτικό του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον τούτο περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αν βεβαίως στο σκεπτικό αναφέρονται, όπως στην προκείμενη περίπτωση οι αποδείξεις, από τις οποίες το δικαστήριο συνήγαγε τα γενόμενα απ' αυτό δεκτά περιστατικά. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας αναφέρει στο αιτιολογικό του με σαφήνεια και χωρίς καμία αντίφαση σε τί συνίστανται οι ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου προς την εγκαλούσα και επισημαίνει τη ζημία αυτής στο ποσό των 1.850.000 δραχμών της ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής. Επίσης, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου και τον περαιτέρω σκοπό του να αποκομίσει από κοινού με άλλον (Φ1 ) παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο με το ποσό της ακάλυπτης επιταγής με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσας, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ήταν απαραίτητο να εκτίθεται σ' αυτή ο χρόνος "επακριβώς ή περίπου" της εκ μέρους του κατηγορουμένου παράδοσης της επιταγής στον Φ1 και οπισθογραφήσεως αυτής, ενώ η απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, που προβλήθηκε από τον εκπροσωπήσαντα στη δίκη πληρεξούσιο δικηγόρο του ότι "δεν υπέγραψε την επιταγή, την οποία έδωσε ο .... -γιατί του χρώσταγε χρήματα- και τελικά την επέστρεψε γιατί οι πληροφορίες δεν ήταν καλές", δεν έχρηζε ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας, αφού ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής αλλά αρνητικός της κατηγορίας και επομένως αιτιολογείται η απόρριψη του με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο σκεπτικό αυτής για την ενοχή του. Παρά ταύτα, το δικαστήριο απάντησε με επαρκή αιτιολογία. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης αυτής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Μαρτίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11960/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 11 Ιουλίου 2007. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 30 Νοεμβρίου 2007. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία απάτης και τρόποι τέ-λεσης. Έννοια γεγονότος επί απάτης. Έννοια συναυτουργίας. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, εφόσον τούτο περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος. Έννοια αυτοτε-λών ισχυρισμών. Ισχυρισμός που δεν είναι αυτοτελής, ως βάλλων κατά της συγκροτήσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και επομένως δεν χρήζει ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας. Ορθή και αιτιολογημένη η καταδί-κη για απάτη κατά συναυτουργία. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής.
1