text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 622/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Ι. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέπαν Βακιρτζιάν, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Κ. του Α. , κατοίκου ... 2)Ά. Ξ. του Σ. συζ. Μ. Δ., 3)Α. Ξ. του Σ., συζ. Ι. Κ., 4)Σ. Ξ. του Σ. συζ. Ι. Σ., 5)Γ. Ξ. του Σ. συζ. Ι. Κ., κατοίκων ... 6)Ά. Ξ. του Β. συζ. Ν. Κ. , κατοίκου ... 7)Α. Ξ. του Β. συζ. Ε. Ν., κατοίκου ... και 8)Σ. Ξ. του Σ. , κατοίκου ... , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Βρέλλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/2/2008 αγωγή των ήδη 1ου, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης και 7ης αναιρεσιβλήτων και της Κ. Ξ. , που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή και την 27/2/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 252/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 55/2012 του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28/12/2012 αίτησή του και τους από 29/10/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 26/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της εφέσεως πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων και τους λόγους της εφέσεως. Οι τελευταίοι πρέπει να εκθέτουν σαφώς τις πλημμέλειες που αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα. Οι παραδρομές του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Επομένως, αν δεν υπάρχει ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως, η έφεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Αν παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και την δεχθεί κατ'ουσίαν, θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαραδέκτους, λόγω αοριστίας, τους τρίτο και τέταρτο από τους λόγους της εφέσεως, μολονότι αυτοί περιείχαν αντιφατικούς ισχυρισμούς και δή άλλοτε επιλήψιμης νομής, άλλοτε χρησιδανείου και άλλοτε μη άσκησης από τον αναιρεσείοντα νομής. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), με τους λόγους αυτούς, που αφορούν το αναιρεσιβαλλόμενο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων (τρίτος λόγος και υπό τα δύο σκέλη του) και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (τέταρτος λόγος), με επακριβή παράθεση των επικαλουμένων πλημμελειών. Επομένως η έφεση, ως προς τους λόγους αυτούς ήταν ορισμένη και δεν συνέτρεχε περίπτωση κηρύξεως απαραδέκτου του δικογράφου της, μη στοιχειοθετουμένου του ερευνώμενου από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου, αλλά ούτε και του επικαλουμένου από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.α του ίδιου άρθρου λόγου, περί λήψεως υπόψη απαραδέκτων, όπως είναι οι λόγοι εφέσεως, "πραγμάτων". Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1046 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, εκείνος δε του έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο. Σύμφωνα επίσης με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος), είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντας, δηλαδή η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου, από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Εκείνος όμως που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε την κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία όμως μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.α. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 980 και 982 ΑΚ σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ προκύπτει, ότι όποιος άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου, όπως είναι π.χ. ο χρησάμενος ή ο κατά παράκληση λαβών, τεκμαίρεται ότι, όσο διατηρεί την κατοχή κατέχει στο όνομα άλλου, δηλαδή ασκεί τη νομή του πράγματος όχι για λογαριασμό του, αλλά για λογαριασμό του νομέα (χρήστη κ.λπ.), δεν μπορεί δε να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, παρά μόνον εφόσον αντιποιηθεί του πράγματος και συντρέξουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις του άρθρου 1045 ΑΚ, μάλιστα δε στην περίπτωση ακινήτου η νομή δεν χάνεται για τον νομέα, προτού λάβει γνώση της αντιποιήσεως της νομής από τον κάτοχο που νεμόταν για λογαριασμό του, το δε τεκμήριο της νομής του άρθρου 980 παρ.2 ΑΚ έχει εφαρμογή όχι μόνο κατά τη διάρκεια της έννομης σχέσης (π.χ.χρησιδανείου), που συνδέει τον κάτοχο με το νομέα, αλλά και μετά τη λήξη αυτής, εφόσον ο κάτοχος εξακολουθεί να κατέχει το πράγμα. Με βάση τα προεκτεθέντα, εκείνος που αντιποιείται για τον εαυτό του πλέον τη νομή, εφόσον είναι ενάγων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η αγωγή του και εφόσον είναι εναγόμενος, προκειμένου να αναστρέψει την αγωγή, έχει το βάρος να αποδείξει όχι μόνο ότι μετέβαλε στο μεταξύ βούληση, γιατί άρχισε να νέμεται για τον εαυτό του ή και για τρίτο, αλλά επί πλέον, εφόσον πρόκειται για ακίνητο ότι ο νομέας ή ο κληρονόμος του, αφού, κατά το άρθρο 983 ΑΚ, η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, έλαβαν γνώση της μεταβολής αυτής και δεν εναντιώθηκαν αποτελεσματικώς και ότι συνεπώς έτσι χάθηκε η νομή για το νομέα ή τους κληρονόμους του. Άρα στην περίπτωση αντιποιήσεως της νομής π.χ. από τον χρησάμενο ή τον κατά παράκληση λαβόντα δεν χάνουν τη νομή, ούτε ο αντιπροσωπευόμενος χρήστης, ούτε ο κληρονόμος του, προτού ο χρησάμενος ή ο κληρονόμος του εκδηλώσουν πρόθεση να νέμονται το ακίνητο με διάνοια κυρίου και λάβουν γνώση του γεγονότος αυτού ο αντιπροσωπευόμενος χρήστης ή εφόσον αυτός, στο μεταξύ, απεβίωσε ο κληρονόμος του. Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική αγωγή κυριότητας, ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του αναιρεσείοντος, κατά των ήδη αναιρεσιβλήτων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του ... /1-10-1957 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Ζαχαρία Βογιάκη, νόμιμα μεταγραφέντος περιήλθε στην κυριότητα της Α. Γ. Ξ. σύζυγο Γ. Σ. ,θείας των εναγομένων, ένα οικόπεδο εκτάσεως 203,58 τ.μ, που βρίσκεται επί της οδού … αρ,…της πόλης του … συνορευόμενο βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Μ. -Κ. Π., νότια με οδό ... , ανατολικά με ιδιοκτησία Ρ. και δυτικά με ιδιοκτησία Σ. Μ. -Π. Το έτος 1958 η αγοράστρια ήλθε σε γάμο κοινωνία με τον Γ. Σ. , θείο του ενάγοντος. Οικοδόμησαν στο οικόπεδο οικία, αποτελούμενη από ισόγειο και υπόγειο εκτάσεως περίπου 70 τετραγωνικών μέτρων το ισόγειο, με αντίστοιχο υπόγειο. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά Το έτος 1967, ο ενάγων ηλικίας 12 ετών μετά την αποφοίτηση του από το δημοτικό, ήρθε στην πόλη του Ηρακλείου για να παρακολουθήσει μαθήματα στην τεχνική σχολή ΙΚΑΡΟΣ, από την οποία απεφοίτησε το έτος 1971 (βλ προσκομιζόμενο πτυχίο). Διέμενε δε λόγω της συγγενικής σχέσης στην οικία των θείων του, οι οποίοι τον φρόντιζαν. Το έτος 1973 η Α. Ξ. προέβη στην επέκταση κτίσματος 20 τ.μ στο υπάρχον ισόγειο κτίσμα (βλ. την από 13-7-1973 έκθεση προσθήκης). Τα έτη 1975 -1976 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και απολυθείς από τις τάξεις του στρατού επανήλθε στην πόλη του Ηρακλείου και συνέχισε να διαμένει στην οικία της θείας του, η οποία του παρεχώρησε το υπόγειο, ώστε να έχει σχετική ανεξαρτησία. Ο ενάγων εργαζόταν και με τα χρήματα που κέρδιζε προέβη σε μικρής έκτασης επισκευές στο υπόγειο για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Το έτος 1979 ήλθε σε γάμου κοινωνία με την Ε. Α. και με τη συναίνεση της θείας του στα πλαίσια της παραχώρησης του υπογείου αποφάσισαν να κατοικήσουν σε αυτό, αφού θα προέβαιναν στις σχετικές μεταρρυθμίσεις και μικροεπισκευές. Πράγματι με τη συναίνεση της θείας του προέβη ο ενάγων σε μικροεπισκευές στο υπόγειο, ήτοι διάνοιξε εξωτερική πόρτα, αλλά και εσωτερική, ώστε να έχει επικοινωνία με το ισόγειο που διέμεναν οι θείοι του. Μάλιστα, ως και ο ίδιος εκθέτει στην αγωγή του μετά το γάμο και κατά τη διάρκεια των επισκευών μίσθωσαν άλλο ακίνητο. Οι σχέσεις του ενάγοντος με τους θείους του ήταν πολύ καλές και πολλές φορές ο ίδιος και η σύζυγος του τους βοηθούσαν είτε στις αγροτικές εργασίες του θείου, είτε τους συμπαραστεκόταν σε περίπτωση ασθενείας. Η οικογένεια των θείων του διατηρούσε συγχρόνως καλές σχέσεις και με τους ενάγοντες, ανιψιούς της Α. Μάλιστα η Σ. Ξ. , πέμπτη των εναγομένων, διατηρούσε φαρμακείο σε απόσταση τριακοσίων περίπου μέτρων από την οικία τους και πολλές φορές την επισκεπτόταν οι θείοι της για την προμήθεια φαρμάκων, αλλά και οι ίδια τους απέστελλε διάφορα τρόφιμα. Ο ενάγων απέκτησε δυο τέκνα τον Ι. , γεννηθέντα το έτος 1980 και το Γ. , γεννηθέντα το έτος 1984, στον οποίο έδωσε το όνομα του θείου του σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και εκτίμησης στο πρόσωπο του (θείου του). Το έτος 1984 η Α. Ξ. , προς τακτοποίηση του οικοπέδου της αγόρασε από του όμορους ιδιοκτήτες Ι. Σ. και Μ. Ζ. 13,23 τ.μ, αντί του ποσού των 195.000 δραχμών. Ο ενάγων σε συνεννόηση με τη θεία του προέβησαν από κοινού και με τη δική του συμβολή στην κατασκευή πρόχειρου κτίσματος στο οικόπεδο, εκτάσεως 17 τ.μ, το οποίο χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες τους. Το έτος 1995 απεβίωσε ο Γ. Σ. και το 1997 απεβίωσε και η σύζυγος του Α. Ξ. -Σ. , η οποία ετάφη στον οικογενειακό τάφο της οικογενείας Ξ. και ο ενάγων κατέβαλε τα έξοδα κηδείας. Με την από 29-7-1997 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ηρακλείου η εβδόμη των εναγομένων Ά. Ξ. , με την ιδιότητα της κληρονόμου, ζήτησε τη σφράγιση της οικίας για προστασία των εντός αυτής κινητών. Η αίτηση έγινε δεκτή κατά ένα μέρος και διατάχθηκε η σφράγιση του ισογείου, στο οποίο κατοικούσε η θανούσα. Ο ενάγων αργότερα προέβη στην αποσφράγιση και χρησιμοποιούσε το όλο ακίνητο για τις ανάγκες της οικογενείας του. Το έτος 1999 προέβη στη δήλωση του οικοπέδου στο κτηματολόγιο με το επ' αυτού κτίσμα των 64 τ.μ, ως αποκτήσας αυτό με έκτακτη χρησικτησία. Όμως μετά από ένσταση των εναγομένων και μετά την αποδοχή της κληρονομιάς της θανούσας στο κτηματολόγιο φέρονται εγγεγραμμένοι οι εναγόμενοι, ως συγκύριοι αυτού. Το έτος 2003 ο ενάγων δήλωσε το ακίνητο στην ΔΟΥ στο σχετικό έντυπο (βλ. προσκομιζόμενο έντυπο της ΔΟΥ). Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η θεία του το έτος 1973 και σε ηλικία 18 ετών, ήτοι πριν την ενηλικίωσή του, του δώρισε ατύπως το όλο ακίνητο, αφού τον θεωρούσε ως δικό της παιδί και από τότε το νεμόταν και το κατείχε με διάνοια κυρίου και έγινε κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας δια της υπερεικοσαετούς συνεχούς νομής σε αυτό, προβαίνοντας σε όλες τις πράξεις νομής που ταιριάζουν στο νομέα, ήτοι διαμονή σε αυτό από τον ίδιο και την οικογένειά του, επισκευές, πληρωμή βαρών ακινήτου. Ο ισχυρισμός αυτός ελέγχεται ως αβάσιμος για τους παρακάτω λόγους. Το έτος 1972 όταν η ίδια ήταν ηλικίας 65 ετών και ο σύζυγος της 50, απεβίωσε ο αδελφός της Σ. και άφησε ανήλικα τέκνα ήτοι τους τρίτη, τετάρτη, πέμπτη, έκτη και ένατο των εναγομένων. Διορίστηκε δε ως επίτροπος των ανηλίκων, μέχρι και το έτος 1983, όταν ενηλικιώθηκε και το τελευταίο. Όλα τα χρόνια αυτά ήταν σε στενή επαφή με αυτά και παρακολουθούσε τα της ανατροφής τους. Θα ήταν δε παράλογο να δωρίσει το επίδικο στον ενάγοντα, ανιψιό της από το σύζυγο της, ο οποίος ήταν το 1973 ηλικίας 18 ετών, ενώ ήταν επίτροπος στα ανήλικα ανίψια της, τα οποία έχρηζαν βοηθείας. Μάλιστα το έτος 1996, ήτοι ένα έτος προ του θανάτου της προέβη στη σύναψη προσυμφώνου δωρεάς, στη ζωή, αγροτικού ακινήτου στον ενάγοντα, ήτοι ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 1500 τ.μ με 20 ελαιόδεντρα, που βρίσκεται στη κτηματική περιφέρεια του χωριού Άγιος Σύλλας Ηρακλείου, το οποίο είχε περιέλθει στην κυριότητα της από άτυπη δωρεά του αποθανόντος συζύγου της στο οποίο τέθηκε ο όρος και ο ενάγων τον αποδέχθηκε ότι "ο δωρεοδόχος (ενάγων) θα υποχρεούται να φροντίζει και να περιποιείται τη δωρήτρια μέχρι να ζει, ανάλογα με τις προσωπικές του δυνάμεις και ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες και εφόσον θα κατοικεί στο σπίτι, όπου κάθεται σήμερα (οδός ... αρ.25)....Αν η δωρήτρια για οποιανδήποτε λόγο διώξει τον δωρεοδόχο από το σπίτι, όπου κατοικεί σήμερα ή γενικά φύγει ο δωρεοδόχος από το σπίτι όπου κατοικεί σήμερα για οποιαδήποτε λόγο και αιτία ο όρος αυτός δεν θα δεσμεύει τον δωρεοδόχο ...". Ο όρος αυτός, τον οποίο αποδέχθηκε ο ενάγων για να αποκτήσει το παραπάνω ακίνητο μικρής αξίας (500.000 δραχμών) με τέτοιους όρους εμμέσως δείχνει ότι ο ενάγων, ο ίδιος αρχικά και στη συνέχεια με την οικογένεια του διέμενε στην παραχωρηθείσα οικία στο ακίνητο αυτό, όχι με τη βούληση να νέμεται το ακίνητο για δικό του λογαριασμό, αλλά στα πλαίσια της σύμβασης παραχώρησης της χρήσης χωρίς τίμημα και για λογαριασμό της θανούσας. Οι εξετασθέντες μάρτυρες των διαδίκων καταθέτουν ανάλογα με τις ανάγκες των διαδίκων υπέρ των οποίων καταθέτουν. Οι μεν μάρτυρες του ενάγοντος καταθέτουν ότι γνωρίζουν από την ίδια τη θανούσα ότι είχε δωρίσει ατύπως το επίδικο στον ενάγοντα, τον οποίο με το σύζυγο της είχαν πάρει ως "ψυχοπαίδι" για να τους συμπαρασταθεί στις ανάγκες τους και οι μάρτυρες των εναγομένων καταθέτουν ότι ο ενάγων ζητούσε από τη θανούσα να του μεταβιβάσει την κυριότητα του ακινήτου, του οποίου τη χρήση τμήματος (υπογείου) του είχε παραχωρήσει για να διαμένει ο ίδιος και στη συνέχεια με την οικογένεια του. Από τον προαναφερόμενο όμως τεθέντα όρο στο συνταχθέν προσύμφωνο συνάγεται ότι και οι δυο συμβληθέντες αποδέχοντο την παραχώρηση της χρήσης στον ενάγοντα στα πλαίσια της σύμβασης παραχώρησης χωρίς αντάλλαγμα από τη θανούσα. Αν πράγματι του είχε δωρίσει ατύπως το ακίνητο με σύμβαση δωρεάς δεν θα παρίστατο ανάγκη να γραφτεί ο όρος αυτός, ενδεικτικός της σχέσης των συμβαλλομένων. Αλλά και ο ίδιος ο ενάγων δήλωσε το ακίνητο στην αρμόδια ΔΟΥ ως δικό του για πρώτη φορά το έτος 2003, ενώ αν το είχε αποκτήσει με έκτακτη χρησικτησία θα το δήλωνε νωρίτερα και όχι μετά τη διεκδίκηση του από μέρος ορισμένων εναγομένων. Εξ άλλου όλες οι ενέργειες στο επίδικο, εμβαδομέτρηση, πληρωμή τελών, επισκευές σε αυτό έγιναν μετά το θάνατο της Α. Ξ. , το έτος 1997. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο ενάγων από το έτος 1976 διέμενε στο υπόγειο της οικίας και βρισκόταν στο επίδικο ακίνητο με σχέση χρησιδανείου και κατείχε αυτό ως αντιπρόσωπος της θανούσας, στο όνομα και για λογαριασμό της οποίας ασκούσε πράξεις νομής. Ουδέποτε δε γνωστοποίησε σε αυτή τη μεταβολή της πρόθεσης του να κατέχει το επίδικο για δικό του λογαριασμό, για να μπορεί έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 982 ΑΚ να αρχίσει να χρησιδεσπόζει σε αυτό (ΟλΑΠ805/1979). Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ασκούσε αυτοτελώς πράξεις νομής, ότι δηλαδή χρησιμοποιούσε το επίδικο με διάνοια κυρίου, με την πρόθεση δηλαδή να αποκτήσει αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τη θανούσα την κυριότητα σε αυτό. Τούτο μάλιστα έρχεται να επιβεβαιωθεί με το προαναφερθέν προσύμφωνο, δηλωτικό της βούλησης των συμβαλλομένων. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων καθόλο το χρονικό διάστημα που διαμένει στο επίδικο, προέβη σε δαπάνες για την διαρρύθμιση και επισκευή της οικίας, με τη διάνοιξη εξωτερικής και εσωτερικής πόρτας ,κατασκευή κτίσματος στο οικόπεδο με τη θανούσα .Το ύψος των δαπανών, που δεν προσδιορίστηκε αλλά και δεν αμφισβητήθηκε, υπήρξε περιορισμένο σε σχέση με την αξία της όλης οικίας και δεν απέβλεπε σε άλλο σκοπό, από του να την καταστήσει περισσότερη άνετη και λειτουργική για τη διαβίωση του ιδίου και της οικογενείας του, οι οποίοι ωφελούντο με σοβαρά χρηματικά ποσά, από την αποφυγή πληρωμής μισθωμάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Με βάση τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού διέμενε σε αυτό στα πλαίσια της σύμβασης παραχώρησης του ακινήτου χωρίς αντάλλαγμα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος περί αποκτήσεως, με έκτακτη χρησικτησία, της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου και στη συνέχεια αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 980, 1045, 1046 και 810 επ. ΑΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των, ανελέγκτως, γενομένων δεκτών ως αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Επομένως ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το ζήτημα της μη αποκτήσεως από τον ενάγοντα - αναιρεσείοντα της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ο ενάγων δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι τούτο του παραδόθηκε το 1973 από τη θεία του Α. Ξ. με άτυπη δωρεά και ότι αυτός το κατείχε με διάνοια κυρίου για περισσότερο από είκοσι χρόνια και ότι αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτός διέμενε από το 1973 ως χρησάμενος στο υπόγειο του επιδίκου αρχικά μόνος και στη συνέχεια από το 1979 με τη σύζυγό του και τα δύο παιδιά που απέκτησε μαζί της το 1980 και 1984 και ότι λόγω της σχέσεως του χρησιδανείου που τον συνέδεε με την προαναφερθείσα ιδιοκτήτρια του ακινήτου, κατείχε τούτο ως αντιπρόσωπός της, χωρίς ποτέ να της γνωστοποιήσει τυχόν πρόθεσή του για αντιποίηση της νομής του, ώστε να αρχίσει, κατά το άρθρο 982 ΑΚ, να χρησιδεσπόζει σ'αυτό, ενώ οι δαπάνες στις οποίες προέβη για τη διαρρύθμιση και επισκευή του επιδίκου απέβλεπαν στο να καταστεί τούτο λειτουργικό για την άνετη διαβίωση του ίδιου και της οικογένειάς του και δεν έγιναν με διάνοια κυρίου. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα τρίτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι αν η θεία του ενάγοντος του είχε δωρήσει άτυπα το επίδικο, δεν θα έθετε τον περί φροντίδας και περιποιήσεώς της όρο στο αναφερόμενο στην απόφαση προσύμφωνο δωρεάς ακινήτου του 1996 καθώς και ότι αν ήδη από το 1993 είχε αποκτήσει το επίδικο με έκτακτη χρησικτησία δεν θα το δήλωνε στην αρμόδια ΔΟΥ το 2003 είναι απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της παραβιάσεως των επικαλουμένων διατάξεων, πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ανεξάρτητα από το ότι οι παραδοχές αυτές αφορούν σε επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν συνιστούν "αιτιολογίες" με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα, ώστε να επιδέχονται στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 ΚΠολΔ μομφή για ανεπάρκεια. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε ή αν έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν ελέγχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος, όταν αυτή υπερβαίνει τα στη διάταξη αυτή αναφερόμενα όρια, έχει εφαρμογή, όταν πρόκειται περί ασκήσεως του δικαιώματος από το δικαιούχο του με αγωγή ή ένσταση. Δηλαδή αρνητικοί ισχυρισμοί του διαδίκου προς αντίκρουση του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος του αντιδίκου του, δεν αντικρούονται με την ένσταση καταχρήσεως, αφού ελλείπει η προϋπόθεση της ασκήσεως από αυτόν ιδίου δικαιώματος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση των όσων σ' αυτόν (λόγο) εκτίθενται, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος - ενάγοντος, περί καταχρηστικής προβολής από τους εναγομένους της ενστάσεως ιδίας κυριότητας του επιδίκου, καθόσον την τελευταία αυτή ένσταση, που ομοίως δεν έλαβε υπόψη, την εξετίμησε εσφαλμένα ως άρνηση της αγωγής. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, η αγωγή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε γιατί δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι στην ουσία τους, οι αγωγικοί ισχυρισμοί του για κτήση κυριότητας στο επίδικο με πρωτότυπο τρόπο (άτακτη χρησικτησία), με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση πράξεων νομής από αυτόν επί του επιδίκου, κατά το κρίσιμο, κατά τα ανωτέρω χρονικό διάστημα. Συνεπώς ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το εάν οι διαλαμβανόμενοι στον λόγο αναιρέσεως, που ερευνάται, ισχυρισμοί των εναγομένων αποτελούν ένσταση ιδίας κυριότητας, προς απόκρουση της οποίας είχε υποβληθεί η από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αλυσιτελής, διότι πλήττει αιτιολογία, η οποία διατυπώθηκε χωρίς να είναι αναγκαία για την στήριξη του διατακτικού, αφού το διατακτικό της προσβαλλόμενης στηρίζεται επαρκώς στην κυρία ως άνω αιτιολογία, που δεν θίγεται επιτυχώς με κάποιο λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ'εκτίμηση των εκτιθεμένων, ότι δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό του ενάγοντος - αναιρεσείοντος περί αποκτήσεως της κυριότητας του επιδίκου με άτυπη δωρεά και άσκηση υπερεικοσαετούς διανοία κυρίου νομής, ενώ έλαβε υπόψη, χωρίς τούτο να προταθεί ότι αυτός ουδέποτε γνωστοποίησε στη θεία του ότι είναι επιλήψιμος νομέας και ότι αντιποιείται για λογαριασμό του τη νομή του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και κατά τα δύο σκέλη του, καθόσον κατά το μέρος του αφορά την άτυπη δωρεά, ο οικείος ισχυρισμός εξετάστηκε και απορρίφθηκε ως αναπόδεικτος, ενώ κατά το μέρος που αφορά την αντιποίηση της νομής, πρόκειται για περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και δεν μεταβάλουν την ιστορική βάση της αγωγής. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (2ος πρόσθετος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.α και γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη του, αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθησαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να μη λάβει υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που ο νόμος δεν επιτρέπει, όπως είναι οι πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις (αρθρ.270 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του, ενώ δεν απαιτείται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη, αυτοψία, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και με τον αφορώντα στα ίδια αποδεικτικά μέσα πέμπτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων νόμιμα, μεταξύ άλλων, επικαλέσθηκε και προσκόμισε, από τα οποία προέκυπτε το ουσία βάσιμο της αγωγής του και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α)την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρος αποδείξεως Ι. Ζ. , β)την υπ'αριθμ…./2010 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Μ. Ζ. στη συμβ/φο Ηρακλείου Αθηνάς Ζαχαριουδάκη γ)την υπ'αριθμ.76/2010 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Ε. Μ. στην Ειρηνοδίκη Ηρακλείου δ)την από 16.2.2006 εξώδικη δήλωση προς τον αναιρεσείοντα του πρώτου αναιρεσιβλήτου ε)την από 1.11.2006 εξώδικη πρόσκληση των αναιρεσιβλήτων περί καταγγελίας της επικαλουμένης από αυτούς συμβάσεως χρησιδανείου, στ)την από 29.7.1997 αίτηση σφράγισης της δεύτερης αναιρεσίβλητης, ζ)την υπ'αριθμ.126/1997 έκθεση σφράγισης του Ειρηνοδικείου Ηρακλείου, η)την από 23.10.1997 έκθεση αυτοψίας ισόγειας οικοδομής με υπόγειο, ιδιοκτησίας Α. Σ. της τεχνολόγου πολιτικού μηχανικού Μ. Γ. , θ)την από 27-6-2002 δελτίο πρώτης ταχείας αυτοψίας της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηρακλείου (ΔΤΥΝΑ), ι)το από Ιουλίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλωματούχου αγρονόμου τοπογράφου Γ. Κ. ια)την υπ'αριθμ.2554/28-1-2003 απόδειξη εισπράξεως της Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Ηρακλείου περί καταβολής ΤΑΠ, τελών καθαριότητας και φωτισμού, ιβ)την υπ'αριθμ.3540/7-5-1991 απόδειξη πληρωμής Δήμου Ηρακλείου για δικαίωμα ταφής και δικαίωμα φιλοξενίας του Σ. Ξ. ιγ)την υπ'αριθμ.77/2010 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Α. χας Α. Μ. στην Ειρηνοδίκη Ηρακλείου (το αποδεικτικό αυτό μέσο αναφέρεται μόνο στο πρόσθετο λόγο). Οι λόγοι αυτοί, που αλληλοσυμπληρώνονται πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ'αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, καθώς και οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και οι αναφερόμενες παραπάνω (στοιχ.β, γ και ιγ) τρείς ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος ότι ο ενάγων δεν απέκτησε, με έκτακτη χρησικτησία, την κυριότητα του επιδίκου. Οι αιτιάσεις των ερευνώμενων λόγων ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττουν την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω με τον τέταρτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι έλαβε υπόψη τις υπ'αριθμ.10.068/23.4.2012 και 12001/5-3-2011 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων Μ. Σ., Σ. Κ. και Α. Κ., που λήφθηκαν νόμιμα ενώπιον των συμβολαιογράφων Ηρακλείου Χαρούλας Περτσινάκη - Αναστασάκη και Αργυρώς Σπαχή, οι οποίες είναι απαράδεκτες γιατί αναφέρονται σε ισχυρισμούς που είναι νέοι και δεν προβλήθηκαν πρωτόδικα από τους εναγομένους. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται σε ισχυρισμούς που δεν έχουν, τυχόν, νόμιμα υποβληθεί είναι από την αιτία αυτή ανυπόστατα, ενώ τούτο έπεται του παραδεκτού της προβολής των αρνητικών ισχυρισμών, που στην προκειμένη περίπτωση, δεν πλήττονται με αναιρετικό λόγο και συνακόλουθα, έχουν κριθεί παραδεκτοί και τα αφορώντα σ'αυτούς αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται νομίμως υπόψη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της αποφάσεως, λήφθηκαν υπόψη τρείς νόμιμα ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις των εναγομένων και δη κατά χρονική προτεραιότητα, ήτοι η υπ'αριθμ.12001/5-3-2011 που περιλαμβάνει τις καταθέσεις δύο μαρτύρων (Σ. Κ. και Α. Κ. ) και η υπ'αριθμ.10068/23.4.2012 ένορκη βεβαίωση της Μ. Σ., ενώ οι πέραν του αριθμού αυτού ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων Ν. Κ. και Ε. Μ. δεν λήφθηκαν υπόψη. Επομένως η αιτίαση του ίδιου τέταρτου πρόσθετου λόγου, ότι η υπ'αριθμ.12001/5.3.2011 ένορκη είναι πέραν των τριών είναι αβάσιμη. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28.12.2012 αίτηση και τους από 29.10.2013 προσθέτους λόγους του Α. Σ. του Ι. , για αναίρεση της υπ'αριθμ.55/2012 αποφάσεως του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορισμένο λόγου έφεσης. Η μη λήψη υπόψη της αοριστίας του εδραιώνει το λόγο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ. Έκτακτη χρησικτησία. Νομή. Στοιχεία. Όποιος άρχισε να νέμεται στο όνομα άλλου τεκμαίρεται ότι κατέχει στο όνομα άλλου και αρχίζει να χρησιδεσπόζει από του χρόνου αντιποιήσεως της νομής, ο δε νομέας δεν χάνει την νομή προτού λάβει γνώση της αντιποιήσεως. Το τεκμήριο νομής του 980 ΑΚ ισχύει και μετά τη λήξη της έννομης σχέσεως κατοχής, εφόσον ο κάτοχος εξακολουθεί να κατέχει το πράγμα. 559 αρ. 1 και 19. 559 αρ. 8. Πράγματα. Η ένσταση του 281 αντικρούει την άσκηση δικαιώματος και όχι αρνητικούς ισχυρισμούς. 559 αρ. 11. Οι πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις είναι ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα.
Νομή
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Βεβαίωση ένορκη, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νομή.
1
Αριθμός 604/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Βόλου ΑΧΙΛΛΟΠΟΥΛΕΙΟ", που εδρεύει στο Βόλο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Αποστολάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Δ. Φ. του Γ., 2) Ε. Κ. του Α., 3) Α. Δ. του Σ., 4) Π. Τ. του Δ., 5) Ε. Κ. του Μ., 6) Α. Ο. του Β., 7) Σ. Π. του Α., 8) Θ. Σ. του Κ., 9) Ε. Σ. του Χ., 10) Α. Κ. του Κ., 11) Σ. Δ. του Κ., 12) Α. Τ. του Α. και 13) Ν. Σ. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-12-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 276/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 346/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 28-1-2011 αίτησή του, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο της 16-10-2012, κατά την οποία ματαιώθηκε. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 24-7-2013 κλήση των καλούντων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 4-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. µε το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. µε το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, δεν εµφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόµιµα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν μετέχει, νοµίµως, στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος µε πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν µεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εµφανίστηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκοµίζεται, µε επίκληση, η κλήση που επιδόθηκε. Στην προκείµενη περίπτωση, με την από 24-7-2013 κλήση των αναιρεσίβλητων, επισπεύθηκε η συζήτηση της, από 28-1-2011, αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος και ορίστηκε δικάσιμός της εκείνη που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατ' αυτήν οι αναιρεσίβλητοι δεν εµφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν µε δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ το αναιρεσείον παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Σοφίας Αποστολάκη. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, ότι η παραπάνω κλήση, αντίγραφο της οποίας προσκομίζεται, με επίκληση, από το αναιρεσείον, υπογράφεται από το δικηγόρο των απολειπόμενων αναιρεσίβλητων, Γιάννη Τριμίντζιο, στον οποίο όλοι, με το .../6-6-2013 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Βόλου Κερασιάς Μιχάλη Καλογεροπούλου - Καλτσογιάννη και το .../9-5-2013 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Χρυσάνθης Παναγιώτη Αβάνη, έδωσαν την εντολή να προσδιορίσει τη δικάσιμο της αίτησης αναίρεσης και να επισπεύσει τη συζήτησή της. Επομένως, η επίσπευση της συζήτησης από τους αναιρεσίβλητους είναι νόμιμη, και πρέπει, το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν παρόντες και οι αναιρεσίβλητοι. Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 ορίζει: "Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το απασχολούμενο προσωπικόν των νοσηλευτικών ιδρυµάτων του ν.δ. 2592/1953 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αµοιβή δια µίαν ώραν ημερησίως υπολογιζόμενη κατά τας διατάξεις του εδ. Υ' της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν.δ. 4538/1966 και από 1-1-1977 δια δύο ώρας ημερησίως". Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, η πρόσθετη αυτή αµοιβή καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλευση µισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του µικρού ύψους των αποδοχών, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση. Η αµοιβή αυτή δεν αποτελεί αντάλλαγµα για απασχόληση πέραν του νόµιµου ωραρίου, αλλά αποτελεί τµήµα των νοµίµων αποδοχών του προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 201/1975 είχε νόµιµη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η µεταγενέστερη δια νόµου µείωση του νοµίµου ωραρίου εργασίας, δεν συνεπάγεται την κατάργηση ή µείωση της εν λόγω πρόσθετης αµοιβής, διότι η οκτάωρη ημερήσια απασχόληση προβλέπεται από το νόµο για τον προσδιορισµό των εργαζοµένων που δικαιούνται της αµοιβής και όχι ως ουσιαστική προϋπόθεση απαραίτητη για την εκάστοτε καταβολή αυτής. Εποµένως, της πρόσθετης αυτής αµοιβής δικαιούνται όσοι απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυµάτων, το οποίο, κατά τον κρίσιµο χρόνο της έναρξης της ισχύος του ν. 201/1975, είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η αµοιβή αυτή, λόγω της φύσης της ως µέρους των νοµίµων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζοµένων, δεν αποτελεί επίδοµα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε µε το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόµατα, µεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδοµα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975 (ΑΕΔ 10/2005, Ολ.ΑΠ 15/2009, Ολ.ΑΠ 24/2008, ΑΠ 1859/2008). Τέλος, η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008 (έναρξη ισχύος 20-6-2008). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι είναι υπάλληλοι του αναιρεσείοντος, από 27-1-2000 οι δέκα πρώτοι εξ αυτών, από 1-7-2003 οι ενδέκατος και δωδέκατος και από 11-9-2006 η δέκατη τρίτη, συνδεόμενοι με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εναγόμενο προβάλλει ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και επιδίκασε στους εφεσίβλητους την ως άνω πρόσθετη αμοιβή, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, η οποία αποτελεί κίνητρο για την προσέλευση προσωπικού σε νοσηλευτικά ιδρύματα. Ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, όμως, καθόσον η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 πρόσθετη αμοιβή αποτελεί τμήμα των νομίμων αποδοχών των εφεσιβλήτων και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984. Επίσης, ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης με την προσβαλλόμενη απόφαση της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, με τον ισχυρισμό ότι με αυτήν καταργήθηκε η προαναφερόμενη αμοιβή (του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975), είναι αβάσιμος, γιατί κατά το κρίσιμο στην κρινόμενη υπόθεση χρονικό διάστημα από 16-6-2005 έως 20-6-2008, αλλά και κατά το χρόνο πρόσληψης των εφεσιβλήτων, ίσχυε το νομικό πλαίσιο κατά το οποίο οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν την παραπάνω αμοιβή (ΑΠ 1859/2008), το οποίο και καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 6 του ν. 3670/2008. Η προβλεπόμενη από την ανωτέρω διάταξη αμοιβή, ως τμήμα των νομίμων αποδοχών, δεν διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του ν. 2470/1997, που αναφέρεται στην κατάργηση επιδομάτων, αμοιβών και αποζημιώσεων. Και τούτο διότι ο Νομοθέτης με την ως άνω αμοιβή απέβλεψε στο να τη λάβουν οι απασχολούμενοι κατά πλήρες ωράριο, το οποίο κατά το χρόνο θέσπισης του ν. 201/ 1975 ήταν καθορισμένο σε οκτώ ώρες ημερησίως. Επομένως, οι εφεσίβλητοι δικαιούνται να λάβουν και την πρόσθετη αμοιβή των δύο ωρών ημερησίως του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, για το επίδικο χρονικό διάστημα, καθόσον αποδείχθηκε ότι απασχολούνταν κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού του εκκαλούντος νοσηλευτικού ιδρύματος, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης της ισχύος του ν. 201/1975 είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της 276/2009 απόφασης του Ειρηνοδικείου Βόλου, με την οποία εκείνο δέχθηκε τα ίδια και αναγνώρισε την υποχρέωσή του να καταβάλλει στους αναιρεσίβλητους την προβλεπόμενη από την ανωτέρω διάταξη πρόσθετη αμοιβή. Έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και, όλοι οι λόγοι αναίρεσης (ενιαίως κρινόμενοι), περί του αντιθέτου, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται εφόσον οι αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 28-1-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 346/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Την πρόσθετη αμοιβή της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 201/1975 δικαιούνται όσοι απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το οποίο είχε υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Η αμοιβή αυτή δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
2
Αριθμός 602/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Γεωργία Καπόρη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Δ. του Α., κατοίκου έως και 53) Μ. Π. του Χ., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην των 7ης, 12ης, 27ης και 39ης των αναιρεσιβλήτων που δεν παραστάθηκαν, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεμιστοκλή Αχτσιόγλου, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) η 7η αναιρεσίβλητη Χ. Κ. απεβίωσε στις 3-5-2007 και κληρονομήθηκε από τους Ε. Κ. του Κ., Α. Κ. του Κ. και Ι. Κ. του Κ., ..., που συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο και β) η 27η αναιρεσίβλητη Μ. Β. απεβίωσε στις 23-8-2010 και κληρονομήθηκε από τον Γ. Τ. του Α., κάτοικο ..., που συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων (η Χ. Κ. (7η) και η Μ. Β. (27η) έχουν αποβιώσει και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι τους), που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 77/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-12-2006 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε: Α) να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος και δεύτερος, ως προς τις αναιρεσίβλητες τρίτη, δέκατη, δωδέκατη, δεκάτη τρίτη, τεσσαρακοστή πρώτη και πεντηκοστή δεύτερη, και τρίτος, κατά ένα μέρος, ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους. Β) Να απορριφθούν οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης, κατά τα λοιπά. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. µε το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. µε το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εµφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόµιµα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν μετέχει, νοµίµως, στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος µε πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν µεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εµφανίστηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής οµοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί, νοµίµως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νοµίµως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκείµενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η, από 18-12-2006, αίτηση αναίρεσης της 77/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών. Κατά τη συζήτησή της οι αναιρεσίβλητες, Γ. Τ. του Κ. (12η) και Ζ. Τ. του Δ. (39η) δεν εµφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν µε δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου των, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ όλοι οι λοιποί αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου των Θεμιστοκλή Αχτσιόγλου. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει νόµιµη επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης και από τις απολειπόμενες αναιρεσίβλητες, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτές κλητεύθηκαν, νόµιµα και εµπρόθεσµα, για να παραστούν στην παρούσα δικάσιµο από τους ομόδικούς των ή το αντίδικό τους Ελληνικό Δημόσιο, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκοµίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόµενης αίτησης αναίρεσης, µε την πράξη ορισµού δικασίµου και κλήσης για συζήτηση στη δικάσιµο αυτή. Πρέπει, εποµένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόµενης αίτησης, ως προς τις αναιρεσίβλητες αυτές. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και του νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/30-5-1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ.Ν.Α.Κ., προκύπτει ότι σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του με μισθό και υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και να ελέγχει την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, δίδοντας οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο της παρεχόμενης υπηρεσίας, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώρια πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον η ευχέρεια αυτή δεν εξικνείται μέχρι κατάλυσης της υποχρέωσης υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελεύθερης από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ' αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Σε κάθε, όμως περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 113 του ν. 1892/1990 "ο καθαρισμός των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, γίνεται από καθαρίστριες που εκτελούν το έργο αυτό με σύμβαση μίσθωσης έργου, η οποία συνάπτεται μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και καθεμίας από αυτές και καλύπτει ένα διδακτικό έτος. Οι συμβάσεις αυτές υπογράφονται από τον αντίστοιχο νομάρχη και από την κάθε καθαρίστρια και προβλέπουν αμοιβή ανά αίθουσα, το ετήσιο ύψος της οποίας προσδιορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως...". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/3001, Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων, τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ. Πλ.Ολ.ΑΠ 7/2011). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (§2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (§3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 31/2009, 19, 20/2007). Την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη - μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη - μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ' όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται"). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας - πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος - μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για την διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα. Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά της σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι, κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Με αλλεπάλληλες συμβάσεις, που υπογράφηκαν μεταξύ του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσείοντος) και των εφεσιβλήτων (ήδη αναιρεσίβλητων), το πρώτο προσέλαβε τους τελευταίους προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες καθαριότητας των σχολείων της πόλης και της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών, η δε τελευταία αυτών του Γραφείου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Γιαννιτσών, με χρονικό διάστημα απασχόλησης από 1/9 έως 30/6 κάθε έτους και της τελευταίας αυτών από 1/1 έως 31/12 κάθε έτους. Οι εφεσίβλητοι ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον καθορισμένο για τον καθένα από αυτούς από το εκκαλούν τόπο, αντί αμοιβής, καθοριζόμενης για τον καθένα με βάση τον αριθμό των αιθουσών που θα καθάριζαν και καταβαλλόμενης σε αυτούς σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όση και η διάρκεια των συμβάσεών τους. Οι εφεσίβλητοι υποχρεούνταν να εκτελούν τις εργασίες καθαρισμού αυτοπροσώπως ο καθένας, καθημερινά, μετά τη λήξη της σχολικής εργασίας, με την απειλή προστίμου, σε περίπτωση αποχής από την εργασία τους μία ή περισσότερες ημέρες κατά τη διάρκεια του μήνα. Οι ανωτέρω συμβάσεις χαρακτηρίζονταν στα σχετικά έγγραφα ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, ρητά δε αναγραφόταν ως όρος ότι οι εφεσίβλητοι - εργολάβοι δεν δικαιούνταν επιδομάτων εορτών και αδείας και οποιουδήποτε επιδόματος χορηγούνταν σε εργαζομένους απασχολούμενους με σύμβαση εργασίας. Σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων οι εφεσίβλητοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους, ως καθαριστές-τριες, σε καθημερινή βάση, συγκεκριμένο τόπο και χρόνο καθοριζόμενο από τους προϊσταμένους τους - όργανα του εκκαλούντος, χωρίς τη δυνατότητα παρέμβασης από τους ίδιους. Η αυτοπρόσωπη παρουσία και εκτέλεση των εργασιών καθαρισμού ήταν υποχρεωτική, προκειμένου δε να απουσιάσουν από την εργασία τους έπρεπε να λάβουν άδεια από τον οικείο προϊστάμενο, ο οποίος και αποκλειστικά καθόριζε το καθημερινό ωράριο εργασίας και φρόντιζε για την τήρησή του. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για την εργασία τους, παρέχονταν στους εφεσίβλητους από το εκκαλούν, ήταν δε υποχρεωμένοι να λογοδοτούν γι' αυτά. Για την εργασία τους αυτή αμείβονταν με μηνιαίο μισθό, υπολογιζόμενο με βάση τον αριθμό των αιθουσών που υποχρεούνταν οι καθένας να καθαρίζει, ο οποίος εξάλλου δεν ήταν και ακριβής, δεδομένου ότι εκτός των αναφερόμενων στο έγγραφο της σύμβασης αιθουσών καθάριζαν και τους λοιπούς χώρους των σχολείων, με βάση δε το μηνιαίο μισθό τους το εκκαλούν τους ασφάλιζε στο Ι.Κ.Α. Οι συμβάσεις των είχαν ως αντικείμενο όχι την εκτέλεση ορισμένου έργου, δηλαδή την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος στο οποίο απέβλεπαν οι συμβαλλόμενοι, αλλά την παροχή εργασίας με τη μορφή υπηρεσιών καθαρισμού κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, μετά τη λήξη του οποίου και μέχρι την έναρξη του επομένου δεν ήταν αναγκαία η παροχή της ανωτέρω εργασίας τους, ιδιαιτέρως δε για την τελευταία αυτών για ολόκληρο το ημερολογιακό έτος, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εκκαλούντος. Κατά τη διάρκεια της εργασίας τους τελούσαν υπό τον άμεσο έλεγχο και εποπτεία των προϊσταμένων τους και ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις εντολές και οδηγίες αυτών, δεδομένου ότι παρείχαν την εργασία τους σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθοριζόμενο αυστηρά από τους προϊσταμένους τους και δεν μπορούσαν να απουσιάσουν παρά μόνον μετά τη λήψη αδείας από αυτούς. Οι συμβάσεις των εφεσιβλήτων με το εκκαλούν είχαν το χαρακτήρα (εγκύρων) συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και όχι μίσθωσης έργου, αδιαφόρως του χαρακτηρισμού που της επέδωσαν τα μέρη, στην ουσία όμως μονομερώς το εκκαλούν, καθώς οι εφεσίβλητοι ουδέποτε δέχθηκαν ότι ο χαρακτηρισμός αυτός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ως συμβάσεων έργου. Το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε και από το Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Διοικητικού Προσωπικού (ΚΥΣΔΙΠ) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο με την 13/22-4-2005 πράξη του, αποφάνθηκε, κατόπιν σχετικών αιτήσεων πλειοψηφίας των εφεσιβλήτων ότι στοιχειοθετείται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας στις ένδικες συμβάσεις έργου, καθόσον κατά τον έλεγχο και αξιολόγηση των σχετικών στοιχείων διαπιστώθηκε η κάλυψη από τους εφεσιβλήτους παγίων αναγκών του εκκαλούντος, καθώς και ότι επί πολλά έτη ανατίθεται από το εκκαλούν ο καθαρισμός των σχολικών εγκαταστάσεων των ίδιων σχολείων στα ίδια πρόσωπα, με μοναδικό κριτήριο τη δυνατότητα καλής εκτέλεσης της συγκεκριμένης εργασίας, χωρίς τη διεξαγωγή μειοδοτικού ή άλλου διαγωνισμού ή την κατάθεση προσφορών και την επιλογή της χαμηλότερης ή προσφορότερης περίπτωσης. Κατόπιν αυτού εκδόθηκαν, μετά και τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, ατομικές αποφάσεις μονιμοποίησης συμβασιούχων, όπου διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι λόγοι μετατροπής των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου, με εξαίρεση τους με αριθμούς 6, 12, 13, 19, 31, 41, 47, 48 και 52 των εφεσιβλήτων, εκ των οποίων οι μεν υπό τους αριθ. 6, 19, 31, 41, 47 και 48 δεν υπέβαλαν σχετική αίτηση, ενώ για τους λοιπούς δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση του ελαχίστου αναγκαίου για την παραπάνω μετατροπή χρόνου απασχόλησης από το εκκαλούν. Ως απασχολούμενοι οι εφεσίβλητοι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και μάλιστα αορίστου χρόνου, δικαιούνται όλες τις αποδοχές και τα επιδόματα που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις για την κατηγορία αυτή των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και επιδόματα εορτών και αδείας. Συνεχίζοντας το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δέχεται ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων, που προσλήφθηκαν από το αναιρεσείον, καθένας, κατά το συγκεκριμένο χρόνο αρχικής πρόσληψης, που αναφέρεται στην αγωγή, συνιστούν ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου και επιδίκασε τα αιτηθέντα ποσά και στη συνέχεια απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος. Με την κρίση του αυτή, με την οποία δέχθηκε, ότι οι επίμαχες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, των αναιρεσίβλητων (πλην των τρίτης, δέκατης, δεκάτης τρίτης, τεσσαρακοστής πρώτης και πεντηκοστής δεύτερης, από τους αναιρεσίβλητους), (καταρτισθείσες πριν την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος και του ΠΔ 164/2004 και συνεχισθείσες, όντας ενεργές κατά τα χρονικά αυτά σημεία, και μετά ταύτα) κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος και ότι ο καθορισμός της διάρκειας αυτών ως συμβάσεων έργου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων αυτών των εναγόντων, και με βάση αυτά έκρινε ότι αυτές αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που ήταν σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, ως προς αυτούς, είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθ. 560 ΚΠολΔ, με τους οποίους αποδίδονται οι αιτιάσεις ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που εφάρμοσε αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, και των άρθ. 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος, της παρ. 5 του άρθρου 113 του ν. 1892/1990, που απαγορεύουν το χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου, που ήταν εφαρμοστέες και δεν τις εφάρμοσε. Ως προς τις λοιπές όμως, παραπάνω, πέντε αναιρεσίβλητες, των οποίων (σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή και τις παραδοχές της απόφασης), οι αρχικές συμβάσεις καταρτίστηκαν, αντίστοιχα, την 1-9-2001, 1-9-2001, 1-9-2002, 1-9-2002 και 1-2-2003, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1, 3 και 8 ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70 που, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν ήσαν εφαρμοστέες κατά πάσα περίπτωση, αφού οι ως άνω συμβάσεις αυτών των αναιρεσίβλητων καταρτίσθηκαν ως συμβάσεις έργου, κατ' επιταγή των προαναφερομένων συνταγματικών ή άλλων διατάξεων και δη μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντ., στο οποίο προστέθηκαν οι ως άνω παράγραφοι 7 και 8. Οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν, έστω εν μέρει, ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Επομένως, οι παραπάνω, λόγοι αναίρεσης, από το άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση, στο σύνολό της, ως προς τις αναιρεσίβλητες αυτές. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 90 § 3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", "η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου, "επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ορίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική, σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω Ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη, ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α' του αυτού Ν. 2362/ 1995 (ΑΕΔ 32/2008, Ολ.ΑΠ 29/2006). Η θεσπιζόμενη με τις ως άνω διατάξεις βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον των παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθμ. 6 και 17 ΑΚ, είναι συνταγματικά θεμιτή και δεν αντίκειται στην, κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος, αρχή της ισότητας, αφού η ως άνω διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των ως άνω αξιώσεων και των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου, ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα ακροάσεως από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υπόχρεων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1α' της ΕΣΔΑ, που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα, ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής) και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη ισχύ τους ( Ολ.ΑΠ 38/2005, 22/2005, 31/2007, ΑΕΔ 9/2009). Τέλος, η ανωτέρω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3α' (περί πρόσφορης προσφυγής του ατόμου επί παραβιάσεως των δικαιωμάτων του), 5 § 1 (περί καταργήσεως δικαιωμάτων προσώπου ή περιορισμών τους), 22 παρ. 1, 26 (περί της ισότητας των προσώπων ενώπιον του νόμου και απαγόρευσης διακρίσεων), 14 § 1 (περί δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη) του με το Ν. 2462/1997 κυρωθέντος και υπερνοµοθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, έχοντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Τέλος, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 10 της ΥΑ 19040/-1981, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966, για τα επιδόματα (δώρα) Πάσχα και Χριστουγέννων και το επίδομα αδείας υπάρχει από το νόμο δήλη ημέρα καταβολής των, που είναι, αντίστοιχα, η 30η Απριλίου για το επίδομα Πάσχα, η 31η Δεκεμβρίου για το επίδομα Χριστουγέννων και το αργότερο το τέλος του ίδιου έτους για το επίδομα άδειας, ώστε με μόνη την πάροδο της ημέρας αυτής καθίσταται απαιτητή η αξίωση και επέρχονται οι έννομες συνέπειες. Στην προκείμενη περίπτωση, η από 22.12.2003 αγωγή των αναιρεσίβλητων επιδόθηκε στο αναιρεσείον την 30.12.2003. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους, επιδόματα εορτών και αδείας των ετών 2001, 2002 και 2003 και απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι οι αξιώσεις των, που αφορούν το έτος 2001, έχουν παραγραφεί, δεχόμενο ότι η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους αυτού. Έτσι, που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, τις οποίες δεν εφάρμοσε αν και ήταν εφαρμοστέες στην κρινόμενη υπόθεση, κατά τα προεκτεθέντα, αφού στην προκειμένη περίπτωση, η παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων αρχίζει όχι από το τέλος του έτους, κατά το οποίο γεννήθηκαν οι αξιώσεις, αλλά από τη γένεση καθεμίας από αυτές, δηλαδή την 30η Απριλίου 2001 για το επίδομα Πάσχα, την 31η Δεκεμβρίου 2001 για το επίδομα Χριστουγέννων και το αργότερο το τέλος του ίδιου έτους για το επίδομα άδειας. Κατά συνέπεια, οι αντίστοιχες αξιώσεις των αναιρεσίβλητων, που αναφέρονται στο επίδομα Πάσχα 2001, είχαν παραγραφεί και εφόσον τούτο επιδίκασε και αυτές παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και ο τελευταίος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 560 αρ. 1 του KΠολΔ, με την οποίο αποδίδονται οι παραπάνω πλημμέλειες, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση, ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους, κατά το μέρος που αναφέρεται στην επιδίκαση επιδόματος Πάσχα 2001. Μετά από αυτά πρέπει να παραπεµφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 18-12-2006, αίτησης του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 77/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ως προς τις αναιρεσίβλητες Γ. Τ. του Κ. (12η) και Ζ. Τ. του Δ. (39η). Αναιρεί, την παραπάνω απόφαση, ως προς τις αναιρεσίβλητες, τρίτη, δέκατη, δεκάτη τρίτη, τεσσαρακοστή πρώτη και πεντηκοστή δεύτερη, στο σύνολό της και ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, κατά το µέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέµπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο µέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους, που παραστάθηκαν, στα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δηµοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και Δηµοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ένδικη αγωγή, με την οποία επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου των εναγόντων, που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, συνιστούν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως προς αυτούς που προσλήφθηκαν μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που ισχύουν από 18-4-2001, δεν είναι νόμιμη. Ως προς τους λοιπούς, που προσλήφθηκαν πριν την ισχύ των παραπάνω διατάξεων είναι νόμιμη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 603/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Γεωργία Καπόρη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Β. του Κ., κατοίκου ..., 2) Α. Α. του Σ., κατοίκου ... 3) Δ. Χ. του Ε., κατοίκου ..., 4) Ο. Ε. του Α., κατοίκου ..., 5) Α. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 6) Μ. Ρ. - Π. του Θ., κατοίκου ..., 7) Δ. Μ. του Δ., κατοίκου ... και 8) Σ. Κ. του Τ., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεμιστοκλή Αχτσιόγλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 452/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 69/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-7-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος, δεύτερος και τρίτος, κατά το, από τον αριθμ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, μέρος τους, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, να απορριφθούν δε ως προς τις λοιπές και ακόμη να απορριφθεί ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το, από τον αριθμ. 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, μέρος του, ως προς όλες τις αναιρεσίβλητες. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας τη διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία, ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ., 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμος, κατά το αντίστοιχο μέρος του. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και του νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/30-5-1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ.Ν.Α.Κ., προκύπτει ότι σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του με μισθό και υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και να ελέγχει την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, δίδοντας οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο της παρεχόμενης υπηρεσίας, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώρια πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον η ευχέρεια αυτή δεν εξικνείται μέχρι κατάλυσης της υποχρέωσης υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελεύθερης από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, που ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ' αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Σε κάθε, όμως περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 113 του ν. 1892/ 1990 "ο καθαρισμός των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, γίνεται από καθαρίστριες που εκτελούν το έργο αυτό με σύμβαση μίσθωσης έργου, η οποία συνάπτεται μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και καθεμίας από αυτές και καλύπτει ένα διδακτικό έτος. Οι συμβάσεις αυτές υπογράφονται από τον αντίστοιχο νομάρχη και από την κάθε καθαρίστρια και προβλέπουν αμοιβή ανά αίθουσα, το ετήσιο ύψος της οποίας προσδιορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως...". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 ή 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/3001, ΟλΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/ 2006). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές είχαν προσλάβει ήδη, πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ. Πλ.ΟλΑΠ 7/2011). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (§2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (§3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για την σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 31/2009, 19, 20/2007). Την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη - μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη - μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ' όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται"). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί για την σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας - πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος - μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για την διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα. Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά της σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι, κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Με έγγραφες συμβάσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και των εναγουσών, οι τελευταίες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο, ως καθαρίστριες, και ειδικότερα: α) η πρώτη, την 1-11-2001, β) η δεύτερη, την 1-9-1998, γ) η τρίτη, την 1-9-1996, δ) η τέταρτη, την 1-9-1999, ε) η πέμπτη την 1-9-1988, στ) η έκτη, την 1-11-1998, ζ) η έβδομη, την 1-9-1987 και η) η όγδοη, την 1-9-1995, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες καθαριότητας των σχολείων της πόλης και της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών, με χρονικό διάστημα απασχόλησης από 1/9 έως 30/6 κάθε έτους. Οι εν λόγω συμβάσεις χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, αυτές όμως έχουν χαρακτήρα έγκυρων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004. Το Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Διοικητικού Προσωπικού (Κ.Υ.Σ.ΔΙ.Π.) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, µε τις 12/19-4-2005 και 13/22-4-2005 πράξεις του αποφάνθηκε, ότι στοιχειοθετείται η ύπαρξη σχέσης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου για της καθαρίστριες δηµόσιων σχολείων της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας, εφόσον αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 11 του Π.Δ. 164/2004 και, αφού αυτές πραγµατικά καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες καθαρισµού των σχολικών εγκαταστάσεων κάθε σχολικού συγκροτήματος, οι οποίες δημιουργούνται από την καθημερινή λειτουργία τους και καλύπτουν όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους. Επιπλέον δε, ο Α.Σ.Ε.Π. εξέδωσε για καθεµία των εναγουσών, ατοµική απόφαση µονιµοποίησής της, καθόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004. Οι ενάγουσες προσλήφθηκαν από τα αρµόδια όργανα του εναγοµένου, ως καθαρίστριες αιθουσών, γραφείων, προαυλίων και όλων εν γένει των κοινοχρήστων χώρων των σχολικών µονάδων της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών, κατά την πρόσληψή τους δε υπέγραφαν έγγραφο, στο οποίο αναγράφετο, προσχηματικά, η εργασιακή τους σύµβαση ως µίσθωση έργου, καθώς και ότι ο χρόνος απασχόλησής τους θα ήταν από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 30η Ιουνίου εκάστου έτους. Μετά τη λήξη της πρώτης (αρχικής σύµβασης) απασχόλησης, οι ενάγουσες έκτοτε υπέγραφαν νέες αλλεπάλληλες συµβάσεις, µε το ίδιο όπως και η πρώτη σύµβαση περιεχόµενο. Καθόλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης τελούσαν υπό την εποπτεία, την καθοδήγηση και την άσκηση του διευθυντικού δικαιώµατος του Διευθυντή του σχολείου, στο οποίο απασχολούνταν και των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου, εργαζόμενες σύμφωνα με τις λεπτομερείς οδηγίες τους και σε άμεση εξάρτηση από αυτούς. Ο χώρος εργασίας τους ήταν κατ' αρχήν καθορισμένος από τη σύμβαση εργασίας τους, ανά αριθμό σχολικών αιθουσών, στην πράξη όμως ήταν υποχρεωμένες να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες καθαριότητας των σχολείων (τουαλέτες, διαδρόμους, γραφεία καθηγητών), χωρίς μάλιστα να έχει προβλεφθεί η αμοιβή τους για αυτά, να απασχολούνται με συγκεκριμένο ωράριο, όπως αυτό καθοριζόταν κάθε φορά από τους αρμοδίους (σχολικές επιτροπές, διευθυντές σχολείων κ.λπ.), δηλαδή και μετά την λήξη των σχολικών μαθημάτων. Τα υλικά και εργαλεία της εργασίας τους τα προμήθευαν τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, ενώ οι ενάγουσες όφειλαν κάθε φορά να αποδίδουν λογαριασμό για την τύχη τους. Οι ενάγουσες ήταν υποχρεωμένες να εκτελούν τις εργασίες καθαρισμού αυτοπροσώπως, δεν μπορούσαν να απουσιάσουν αυθαίρετα, από τον τόπο εργασίας τους, παρά μόνο μετά από ειδική άδεια των αρμοδίων οργάνων του Δημοσίου, επιβαλλόταν δε σε κάθε περίπτωση η πιστή και αδιάλειπτη τήρηση του καθοριζομένου ωραρίου, χωρίς παρεκκλίσεις ως προς την ώρα καθημερινής προσέλευσης και παρουσίας τους. Επομένως, τα καθήκοντά τους ανταποκρίνονταν αυστηρά στα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της ειδικότητάς τους, στα οποία είχε προσβλέψει το Δημόσιο με την πρόσληψή τους και την μέχρι σήμερα απασχόλησή τους και μάλιστα όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολικών μονάδων. Στο περιεχόμενο του καταρτισθέντος εγγράφου για τη σύναψη της, χαρακτηριζόμενης ως σύμβασης έργου, έννομης σχέσης περιλαμβάνεται ο όρος περί αμοιβής των εναγουσών ανά αριθμό σχολικών αιθουσών, ανά σχολικό έτος, από 11η Σεπτεμβρίου έως 30η Ιουνίου εκάστου έτους, ήτοι για διάστημα 10 μηνών. Στην πραγματικότητα όμως, το εναγόμενο τους κατέβαλλε μηνιαίο μισθό, ο οποίος αντιστοιχούσε με το 1/10 του αναγραφομένου στις ανά έτος καταρτισθείσες συμβάσεις εργασίας τους συνολικού ποσού, καταβάλλοντας τακτικά κάθε μήνα και ημέρα τη μηνιαία αυτή αντιστοιχία, τις ασφάλιζε δε στο ΙΚΑ με βάση το μηνιαίο αυτό μισθό. Η απασχόληση των εναγουσών είχε και έχει εξαρχής τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο ανακόλουθος δε χαρακτηρισμός της από το εναγόμενο, ως "σύμβασης έργου", δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και επομένως δεν παράγει έννομες συνέπειες. Η ως άνω πρακτική του εναγομένου, ως προς το ύψος των καταβαλλομένων αποδοχών και επιδομάτων, γίνεται κατά παράβαση των οικείων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και κατ' ευθεία παραβίαση της 70/99 Οδηγίας της Ε.Ε., στην οποία ρητά προβλέπεται απαγόρευση του χαρακτηρισμού συμβάσεων, που από τη φύση και λειτουργία τους είναι εξαρτημένης εργασίας, ως "έργου". Η, ως άνω, επιλογή του εναγομένου, ως προς το χαρακτηρισμό της εργασιακής τους σχέσης, ως σύμβασης "έργου", υπερβαίνει τα όρια του δικαιώματός του και ελέγχεται ως καταχρηστική και παραβιάζει ευθέως την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 22 παρ. 1 του Συντάγματος, 288 ΑΚ, 119 ΣυνθΕΟΚ), εφόσον οι συνθήκες προσφοράς των υπηρεσιών προς το εναγόμενο είναι ίδιες με αυτές, που προσφέρουν οι υπάλληλοι με τις ίδιες με αυτούς ειδικότητες και συνθήκες εργασίας, που αναγνωρίζονται ως μόνιμοι και συνδέονται με αυτό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ουδεμία δε επιρροή στην ως άνω διάγνωση της υποχρέωσης του Δημοσίου ως εργοδότη ασκεί ο ισχυρισμός του, ότι η εργασιακή του σχέση με τις ενάγουσες υπαγορευόταν κατά το περιεχόμενό της από διάταξη νόμου και τούτο διότι η σχέση αυτή ουδέποτε λειτούργησε ως τέτοια, σε κάθε δε περίπτωση για το χαρακτηρισμό της ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες της παροχής εργασίας και δεν έχει σημασία ο χαρακτηρισμός που προσδίδουν τα μέρη στην μεταξύ τους σχέση. Οι ενάγουσες προσέφεραν στο εναγόμενο την εργασία τους κατά τα έτη 2003, 2004 και 2005, καλύπτοντας τις διαρκείς ανάγκες καθαρισμού των σχολικών εγκαταστάσεων καθόλη τη διάρκεια του σχολικού έτους, η δε αποχώρησή τους κατά τους δύο μήνες των θερινών διακοπών και των δεκαπενθημέρων διακοπών των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα εξισορροπείτο από τον εκτεταμένο καθαρισμό που λάμβανε χώρα κατά την έναρξη και λήξη του σχολικού έτους, καθώς και κατά την περίοδο των διακοπών των παραπάνω εορτών. Οι ενάγουσες απασχολούμενες από το εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου δικαιούνται όλες τις αποδοχές και τα επιδόματα που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις για την κατηγορία αυτή των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και τα επιδόματα εορτών και αδείας. Συνεχίζοντας το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δέχεται ότι, ορθώς μεν, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων, που προσλήφθηκαν από το αναιρεσείον, καθεμία κατά το συγκεκριμένο χρόνο αρχικής πρόσληψης, που αναφέρεται στην αγωγή, συνιστούν ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, εσφαλμένα όμως απέρριψε την ένσταση παραγραφής και επιδίκασε το σύνολο των αιτηθέντων ποσών. Στη συνέχεια, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε και αυτό, ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων, που προσλήφθηκαν από το αναιρεσείον, καθεμία, κατά το συγκεκριμένο χρόνο αρχικής πρόσληψης, που αναφέρεται στην αγωγή, συνιστούν ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, και επιδίκασε μέρος από τα αιτηθέντα ποσά. Με την κρίση του αυτή, με την οποία δέχθηκε, ότι οι επίμαχες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων, πλην της πρώτης, (καταρτισθείσες πριν την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος και του ΠΔ 164/2004 και συνεχισθείσες, όντας ενεργές κατά τα χρονικά αυτά σημεία, και μετά ταύτα) κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος και ότι ο καθορισμός της διάρκειας αυτών ως συμβάσεων έργου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων αυτών, με βάση δε αυτά δέχθηκε ότι αυτές αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, ως προς αυτές, είναι αβάσιμοι οι, ενιαίως κρινόμενοι, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθ. 560 ΚΠολΔ, με τους οποίους αποδίδονται οι αιτιάσεις, ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που εφάρμοσε αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, και των άρθ. 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος, της παρ. 5 του άρθρου 113 του ν. 1892/1990, που απαγορεύουν το χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου, που ήταν εφαρμοστέες και δεν τις εφάρμοσε. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως προς τις αναιρεσίβλητες αυτές, να καταδικαστεί δε το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδά των, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ. Ως προς την πρώτη, όμως, αναιρεσίβλητη, της οποίας (σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή και τη σχετική παραδοχή της απόφασης), η αρχική σύμβαση καταρτίστηκε την 1-11-2001, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1, 3 και 8 ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70, που δεν ήσαν εφαρμοστέες κατά πάσα περίπτωση, αφού οι ως άνω συμβάσεις αυτής της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης καταρτίσθηκαν ως συμβάσεις έργου, κατ' επιταγή των προαναφερομένων συνταγματικών ή άλλων διατάξεων και δη μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντ., στο οποίο προστέθηκαν οι ως άνω παράγραφοι 7 και 8. Οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν, έστω εν μέρει, ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Επομένως, οι παραπάνω, λόγοι αναίρεσης, από το άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι, ως προς αυτήν και πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Σύµφωνα µε το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, µπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί µε την εκδίκασή της, ιδίως αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη ενάγουσα, με την 933/28-12-2005 αγωγή της, ισχυρίσθηκε ότι με τις διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου, που περιγράφει λεπτομερώς, εργάσθηκε στις υπηρεσίες του εναγομένου, από 1-11-2001 ως καθαρίστρια, προσφέροντας τις υπηρεσίες της μέχρι την 30-6-2006 και ότι οι ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις, επειδή κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, έχουν αυτοδικαίως μετατραπεί σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, αφού αναγνωριστεί ότι συνδέεται με τον εναγόμενο, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να υποχρεωθεί το τελευταίο να της καταβάλει τα αναφερόμενα σ' αυτήν χρηματικά ποσά, για διαφορές αποδοχών, δώρα εορτών, επιδόματα και αποδοχές αδείας. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή δεν είναι νόμιμη. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, µετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, πρέπει ο Άρειος Πάγος να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκασή της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 452/2007 απόφασή του, αν και η αγωγή δεν ήταν νόμιμη, όμως, εσφαλμένα εφαρμόζοντας τις παραπάνω διατάξεις, την έκρινε νόμιμη και στη συνέχεια τη δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της. Κατ' αυτής άσκησε έφεση το αναιρεσείον, προβάλλοντας τις σχετικές πλημμέλειες, οι οποίες είναι βάσιμες. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή. Η αναιρεσίβλητη - ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί, ως ηττώμενη, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 5-7-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 69/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ως προς όλες τις αναιρεσίβλητες, πλην της πρώτης. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα αυτών των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Αναιρεί την 69/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη Ε. Β. Κρατεί την υπόθεση. Δέχεται, κατ' ουσίαν, την 42/10-10-2007 έφεση του αναιρεσείοντος. Εξαφανίζει την 452/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Γιαννιτσών. Απορρίπτει την αγωγή, ως προς την παραπάνω ενάγουσα - αναιρεσίβλητη. Και Καταδικάζει αυτήν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος - εναγομένου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ένδικη αγωγή, με την οποία επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου των εναγουσών, που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, συνιστούν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως την πρώτη αναιρεσίβλητη-ενάγουσα, καθαρίστρια, που προσλήφθηκε μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που ισχύουν από 18-4-2001, δεν είναι νόμιμη. Ως προς τις λοιπές, που προσλήφθηκαν πριν την ισχύ των παραπάνω διατάξεων είναι νόμιμη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
2
Αριθμός 575/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Δ. Β. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ανέζα Κονταξή. Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Ε. του Μ. Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Κουφοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-2-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14408/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 2042/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 3-1-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από 4-3-2013 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου τούτου, Αρεοπαγίτη Χαραλαμπίας Σίμου, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της απόφασης κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου αυτής και την απόρριψη των λοιπών λόγων της αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1400 ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη αυτή, λαμβανόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής είναι: 1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, 2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο. Συνεπώς, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφό της, εκτός από τα, κατά τη διάταξη, κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Περαιτέρω, ο χρόνος λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Για την αναγωγή, όμως, σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. Τούτο συνεπάγεται ότι ο ενάγων έχει τη δυνατότητα, αν έχει παρέλθει σημαντικός χρόνος από της αμετάκλητης λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση, και συνακόλουθη (τιμαριθμική) μεταβολή της πραγματικής αξίας του χρήματος, να αξιώσει την απόδοση του (μεγαλύτερου) ποσού που κατά το χρόνο της συζητήσεως ισοδυναμεί με την αξία της συμβολής του κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεώς του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί αντίστοιχα να προβάλει ότι η πραγματική αξία του χρήματος έχει αυξηθεί και να ζητήσει αντίστοιχη προσαρμογή του οφειλομένου ποσού. Η παράλειψη όμως του ενάγοντος να αξιώσει τέτοια αναπροσαρμογή δεν δημιουργεί ελάττωμα του δικογράφου της αγωγής και δεν καθιστά την τελευταία αόριστη συνεπεία τούτου. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται στην απόφαση και η αξία της τελικής περιουσίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1029/2011, 1673/2011). Εξάλλου, η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος, από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 1673/2011, 536/2009 ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η εναγομένη κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον ενάγοντα απέκτησε και, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου τους στις 8-3-2006, διατηρούσε δύο περιουσιακά στοιχεία, ήτοι τα 3/4 ενός διαμερίσματος 46,20 τ.μ. που της ανήκε κατά κυριότητα και ένα διαμέρισμα 98,82 τ. μ. που της ανήκε κατ' επικαρπία, τα ακίνητα δε αυτά απέκτησε με τη συμβολή και του ενάγοντος, δια της ενασχόλησης αυτού στην επιχείρηση εμπορίας ενδυμάτων που αυτή διατηρούσε, της ιδρύσεως από κοινού και εκμετάλλευσης εταιρίας εμπορίας ενδυμάτων και όμοιας ατομικής απ' αυτόν επιχείρησης. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, ότι η αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου ανερχόταν στα ποσά των 30.000 και 120.000 ευρώ, αντίστοιχα. Με βάση τις παραδοχές αυτές και την τεκμαιρόμενη κατά το 1/3 συμβολή του ενάγοντος εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει ως αβάσιμη την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα την αντιστοιχούσα στη συμβολή του σε χρήμα αξία από 50.000 ευρώ (150.000Χ1/3). Έτσι που έκρινε το Εφετείο: α ) Δεν παρέλειψε παρά τον νόμο να κηρύξει απαράδεκτο και συγκεκριμένα να απορρίψει ως αόριστη την αγωγή για το λόγο ότι δεν προσδιοριζόταν σ' αυτήν η αξία της πλήρους κυριότητας της επικαρπίας του δεύτερου ακινήτου, η ηλικία της επικαρπώτριας εναγομένης και η διάρκεια της επικαρπίας, ήτοι αν αυτή ορίστηκε ως ισόβια, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, καθόσον τα στοιχεία αυτά, δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία της αγωγής από το άρθρο 1400 του Α.Κ., αλλά λαμβάνονται υπόψη, κατ' άρθρο 15 του ν.δ. 118/1973, για τον υπολογισμό και μόνο του καταβλητέου φόρου επί μεταβίβασης της επικαρπίας. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγοι του αναιρετηρίου, είναι αβάσιμος. β ) Διέλαβε στην απόφασή του σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα αφενός της αξίας της επικαρπίας του δεύτερου ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου και αφετέρου της συμβολής του ενάγοντος, δεχόμενο ότι η αξία της επικαρπίας ανερχόταν κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου στο ποσό των 120.000 ευρώ, δεν ήταν δε αναγκαίο να προσδιορίζεται στην απόφαση η αξία της πλήρους κυριότητας του εν λόγω ακινήτου, η σύσταση της επικαρπίας ως ισόβιας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου και η ηλικία της επικαρπώτριας, ούτε να υπολογισθεί με βάση τα στοιχεία αυτά η αξία της επικαρπίας σε ποσοστό της πλήρους κυριότητας, όπως ορίζει το άρθρο 15 του ν.δ. 118/1973, αφού τα εν λόγω στοιχεία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανήκουν στο πραγματικό του εφαρμοσθέντος κανόνος ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1400 Α.Κ. Όσον αφορά δε τη συμβολή του ενάγοντος δεν ήταν αναγκαία η σε χρήμα αποτίμηση των υπηρεσιών του, διότι το Εφετείο δέχθηκε ως συμβολή του ενάγοντος την τεκμαιρόμενη από το άρθρο 1400 Α.Κ. και όχι την επικληθείσα με την κύρια βάση της αγωγής πραγματική συμβολή από 50%., οπότε και μόνο απαιτείται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η αποτίμηση των υπηρεσιών που προσέφερε ο ενάγων. Περαιτέρω, δεν ήταν αναγκαία η αναγωγή της αξίας που είχαν τα αποκτήματα κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου στην αξία που είχαν αυτά κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αφού κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας είναι εκείνος της αμετάκλητης λύσεως του γάμου και δεν γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο ότι προβλήθηκε από την εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρισμός ότι η αξία των ακινήτων κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ήταν μικρότερη από την αξία αυτών κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου, ούτε αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια ήταν η αξία των αποκτημάτων κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν η αναιρεσείουσα υπέστη βλάβη και έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του συγκεκριμένου ισχυρισμού, αφού τέτοια βλάβη θα υφίστατο αυτή αν η αξία των αποκτημάτων κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ήταν μικρότερη από εκείνη που δέχθηκε το Εφετείο ότι είχαν κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου (βλ. ΑΠ 1029/2013). Επομένως, οι περί του αντιθέτου πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ και δεύτερος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ λόγοι του αναιρετηρίου, είναι αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη (ΑΠ 1018/2008, ΑΠ 137/2008, ΑΠ 1018/2008, ΑΠ 1011/1994). Έτσι η μη λήψη από το Εφετείο υπόψη των ισχυρισμών αυτών δεν ιδρύει τον από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει απ` αυτήν, το Εφετείο κατόπιν αποδοχής της εφέσεως του ενάγοντος εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή του και δικάζοντας επί της αγωγής δέχθηκε εν μέρει αυτήν και αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, για τη συμμετοχή του στα αποκτήματα του γάμου, το ποσό των 50.000 ευρώ. Η εναγομένη, ως εφεσίβλητη, υπέβαλε ενώπιον του Εφετείου τις από 13-5-2011 προτάσεις της, στις οποίες ουδόλως αναφέρεται στην ένσταση που υπέβαλε πρωτοδίκως, ότι για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας της θα πρέπει να αφαιρεθεί το παθητικό που αυτή παρουσίαζε κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσεως του γάμου και συνίστατο στις ανεξόφλητες δόσεις του στεγαστικού δανείου που είχε λάβει για την αγορά του δεύτερου ακινήτου. Η αναφορά στο τέλος των προτάσεών της ότι " κατά τα λοιπά αναφέρομαι στις προτάσεις μου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τις οποίες θεωρώ ενιαίες με τις παρούσες προτάσεις μου του δεύτερου βαθμού" δεν αποτελεί νόμιμη επαναφορά στο Εφετείο της ως άνω ενστάσεως, με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεών της που υπέβαλε κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Επομένως το Εφετείο, που δεν έλαβε υπόψη του τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ και ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, που υποστηρίζει τ' αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-1-2012 αίτηση της Δ. Β., κατοίκου ..., για αναίρεσης της υπ' αριθ. 2042/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700 ) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποκτήματα γάμου. Στοιχείο της αγωγής από το άρθρο 1400 Α.Κ. και περιεχόμενο της απόφασης δεν είναι και η αναγωγή της αξίας των αποκτημάτων κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσεως του γάμου στην αξία αυτών κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ούτε, επί της τεκμαρτής συμβολής, η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος. Ορθός προσδιορισμός από το Εφετείο της αξίας των περιουσιακών στοιχείων κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου. Πότε νομίμως επαναφέρεται με τις προτάσεις στο Εφετείο ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτοδίκως. Λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1, 8, 14 και 19 ΚΠολΔ. (Επικυρώνει 2042/2011 Εφετείου Θεσσαλονίκης).
Αποκτήματα
Αποκτήματα .
0
Αριθμός 535/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΘΗΝΑΣ" (ΤΕΙ-Α), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Βαής Καραφυλλίδου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Π. Β., 2) Ν. Λ., 3) Δ. Δ., 4) Γ. Κ., 5) Μ. Μ., 6) Σ. Α., 7) Γ. Χ., 8) Ν. Β., 9) Χ. Τ., 10) Μ. Κ. - Π., 11) Δ. Σ., 12) Ε. Ν., 13) Α. Χ., 14) Μ. Κ., 15) Α.-Β. Μ., 16) Ε. Π., 17) Χ. Μ., 18) Ε. Γ., 19) Α. Χ., 20) Β. Χ., 21) Ν. Μ., κατοίκων .... Οι υπό στοιχεία 5, 6, 7, 8, 9 και 14 αναιρεσίβλητες παραστάθηκαν μετά και οι λοιπές αναιρεσίβλητες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ευαγγελίας Χαραλάμπους, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών την 16-12-2005. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 476/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6867/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 15-5-2009 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και, συνεπώς, δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων είτε διαφοροποιεί την κατηγορία των προσώπων ή των πραγμάτων στα οποία αφορά είτε καθιστά καταχρηστική και άρα αντίθετη στο άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος την άσκηση του εκ της ισονομίας ατομικού δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξ αυτών έπεται ότι, αν γίνει με νόμο ειδική, ευνοϊκή ρύθμιση για μια κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση από τη ρύθμιση αυτή μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευνοϊκής μεταχείρισης, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Και ότι, προς αποκατάσταση της συνταγματικά επιβαλλόμενης ισότητας, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία προσώπων υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική, ευνοϊκή ρύθμιση πρέπει να εφαρμοσθεί και σε εκείνη την κατηγορία προσώπων, σε βάρος της οποίας έγινε η δυσμενής διάκριση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής. 2. Επειδή, με την υπ' αριθ. 2048842/6017/0022/6-5-1989 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ Β' 455/12-6-1989), που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 7 παρ.2 της υπ` αριθ. 88555/3293/4-10-1988 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ Β' 721/4-10-1988), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 39 του ν. 1836/1989, είχε ορισθεί ότι "Στο προσωπικό των παρακάτω αναφερομένων ειδικοτήτων των Υπηρεσιών - Διευθύνσεων - Τμημάτων και Κέντρων Πληροφορικής του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) χορηγείται ειδικό επίδομα, ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής, σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του ΜΚ 28 του ν. 1505/1984 ως ακολούθως: 1) αναλυτές, προγραμματιστές, ηλεκτρονικοί μηχανικοί και εμπειρογνώμονες πληροφορικής 40%, 2) χειριστές - χειρίστριες ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) κοπτικών μηχανημάτων και εισαγωγής στοιχείων 33%, 3) κωδικογράφοι 20%". Στη συνέχεια, με την υπ' αριθ. 2006402/481/0022/30-1-1995 κοινή απόφαση των ίδιων Υπουργών (ΦΕΚ Β' 62/31-1-1995), που ίσχυσε από 1-1-1995, το εν λόγω επίδομα αυξήθηκε και προσδιορίσθηκε κατά ποσό για τις ίδιες ειδικότητες δικαιούχων. Αργότερα, όμως, με το άρθρο 8 του ν. 2470/1997 για το "ενιαίο μισθολόγιο του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης" ορίσθηκαν τα εξής: "Πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής τακτικά επιδόματα, κατά μήνα: (...) Επίδομα Πληροφορικής, για τους ειδικευμένους υπαλλήλους που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής, υπηρετούν σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής και κατέχουν τα προσόντα που ορίζονται στο π.δ. 194/1988, καθώς και στους ηλεκτρονικούς μηχανικούς ασφαλείας εναερίου κυκλοφορίας της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, οριζόμενο κατά ειδικότητα ως εξής: α) αναλυτές προγραμματιστές, ηλεκτρονικοί μηχανικοί σε τριάντα χιλιάδες (30.000) δραχμές, β) χειριστές - χειρίστριες Η/Υ, διατρητικών μηχανών και εισαγωγής στοιχείων σε είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) δραχμές. Σε περίπτωση που ανατίθεται, με απόφαση του οικείου προϊσταμένου διεύθυνσης, η αναπλήρωση των καθηκόντων των προαναφερόμενων θέσεων και ειδικοτήτων σε υπαλλήλους αντίστοιχης εξειδίκευσης άλλων κατηγοριών, το ανωτέρω επίδομα καταβάλλεται στους υπαλλήλους αυτούς με απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται μόνον εφ' όσον και για όσο διάστημα οι δικαιούχοι εργάζονται στις προαναφερόμενες ειδικότητες, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στις υπηρεσίες που έχει προβλεφθεί η ειδική θέση. Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται, κάθε μήνα, βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση, γ) ειδικά στους κωδικογράφους και στους χειριστές κοπτικών μηχανημάτων, που απασχολούνται κατά πλήρες ωράριο εργασίας σε οργανωμένα κέντρα πληροφορικής, χορηγείται επίδομα οριζόμενο σε δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) δραχμές. Πλην των ανωτέρω περιοριστικά αναφερομένων περιπτώσεων, το επίδομα πληροφορικής δεν καταβάλλεται σε άλλες ειδικότητες, όπως σε χρήστες Η/Υ ή Προσωπικών Υπολογιστών, ούτε και σε εκπαιδευτικούς κλάδων πληροφορικής. Στους δικαιούχους του ανωτέρω επιδόματος δεν καταβάλλονται παράλληλα και τα διατηρούμενα με το άρθρο 10 του παρόντος επιδόματα, λόγω ειδικών συνθηκών εργασίας". 3. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2470/1997 διατηρήθηκαν στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος αυτού, πέραν από τα επιδόματα εορτών και αδείας του άρθρου 9 του ιδίου νόμου, ορισμένα επιδόματα και παροχές, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται το επίδομα πληροφορικής που χορηγήθηκε με τις ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις, ενώ με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι "Πέραν των ως άνω διατηρουμένων επιδομάτων και παροχών, όλα τα άλλα επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται τους υπαλλήλους που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτού κατά την έναρξη της ισχύος του με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής καταργούνται, εφ' όσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του παρόντος". Τέλος, κατά το άρθρο 31 του ν. 2470/1997, "Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται: (...) η) Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν". Ήδη δε, από την έναρξη ισχύος του νεότερου ν. 3205/2003 (1-4-2004), που αναφέρεται σε "μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ κλπ", το ως άνω επίδομα πληροφορικής προβλέπεται και πάλι, κατά το άρθρο 8 παρ.8, "για τους ειδικευμένους υπαλλήλους που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής, υπηρετούν σε νομοθετημένες υπηρεσίες, κέντρα, διευθύνσεις ή τμήματα πληροφορικής και κατέχουν τα προσόντα που ορίζονται στο π.δ. 50/2001 (...), οριζόμενο κατά ειδικότητα (...)". 4. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2470/1997 συνάγεται σαφώς ότι από την έναρξη της ισχύος αυτού (1-1-1997) καταργήθηκαν μεταξύ άλλων και οι προαναφερθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες είχε προβλεφθεί η χορήγηση του επιδόματος πληροφορικής σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων και ότι, έκτοτε, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του νόμου αυτού επίδομα πληροφορικής καταβάλλεται υπό διαφορετικές και αυστηρότερες προϋποθέσεις, μόνο σε ειδικευμένους υπαλλήλους που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής, υπηρετούν κατά πλήρες ωράριο εργασίας σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής και κατέχουν τα προσόντα που ορίζονται στο π.δ. 194/1988 (και ήδη π.δ. 50/2001), ενώ προβλέπεται ρητά ότι τούτο δεν καταβάλλεται σε άλλες ειδικότητες, όπως στους υπαλλήλους που είναι απλοί χρήστες Η/Υ (ΑΠ 554/2010, ΑΠ 557/2007). Η θέσπιση των ως άνω προϋποθέσεων για τη χορήγηση του επιδόματος πληροφορικής δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας με διαφορετική μεταχείριση ομοίων καταστάσεων. Αντιθέτως, διακρίνει αφ' ενός μεταξύ των υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν ειδικά τυπικά προσόντα και κατέχουν οργανική θέση σε νομοθετημένη υπηρεσία πληροφορικής, προς τους οποίους προβλέπεται η χορήγηση του επιδόματος και αφ' ετέρου μεταξύ εκείνων, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, αλλά απλώς, λόγω της τεχνολογικής προόδου, χρησιμοποιούν Η/Υ κατά την παροχή της εργασίας τους σε διοικητική ή οικονομική θέση, χωρίς τη χρήση του οποίου η προσήκουσα παροχή των υπηρεσιών τους δεν θα ήταν εφικτή, προς τους οποίους απαγορεύεται η χορήγηση του επιδόματος. Η διάκριση αυτή, που αναφέρεται σε ανόμοιες περιπτώσεις, βρίσκεται μέσα στα συνταγματικά πλαίσια διαμόρφωσης της πολιτικής περί τους όρους εργασίας και αμοιβής των απασχολούμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και δικαιολογεί την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 παρ.11 του ν. 2470/1997 και τη μη εφαρμογή των ήδη καταργημένων διατάξεων των κοινών υπουργικών αποφάσεων, που προαναφέρθηκαν. 5. Επειδή, ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, κατά τον οποίο, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, εφαρμόζεται και επί του Δημοσίου, καθώς και επί των ΝΠΔΔ. Αυτό ισχύει και επί αξιώσεων, που υφίστανται κατά του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ από απλή σχέση εργασίας, διότι δεν εισάγεται υπέρ αυτών εξαίρεση με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ.2 και 6 του Συντάγματος, που απαγορεύουν την πρόσληψη υπαλλήλου σε μη νομοθετημένη θέση. Η παρά την απαγόρευση αυτή ενέργεια, η οποία συνεπάγεται την ακυρότητα της πρόσληψης, συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας, εφ' όσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ, το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ ενέχεται σε απόδοση της ωφέλειας που προήλθε από την εργασία, η οποία παρασχέθηκε σε αυτό και από την οποία αυτό κατέστη πλουσιότερο, όχι δε και λόγο αποκλεισμού αυτού που εργάστηκε από την αναζήτηση της ωφέλειας (ΟλΑΠ 218/1977, ΑΠ 1127/2003). Η ωφέλεια συνίσταται στο οικονομικό αντάλλαγμα, το οποίο ο εργοδότης θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει προς ένα άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα, ο οποίος θα είχε προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες σε εκτέλεση έγκυρης σύμβασης. 6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε, ορθώς, ότι η ένδικη αγωγή των εναγόντων (ήδη αναιρεσιβλήτων) υπαλλήλων του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) τεχνολογικού εκπαιδευτικού ιδρύματος δεν βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.2 και 3), διότι αυτοί είχαν προσληφθεί σε οργανικές θέσεις διοικητικών ή οικονομικών υπαλλήλων και όχι σε νομοθετημένες θέσεις του κλάδου πληροφορικής, με πλήρες ωράριο εργασίας σε υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής και με τα προσόντα που ορίζονται στα οικεία προεδρικά διατάγματα, οπότε δεν διαπιστωνόταν στην περίπτωσή τους παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας έναντι του νόμου (βλ. παραπάνω, αρ.1). Γι' αυτό και, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου, απέρριψε την αγωγή ως προς την κυρία βάση αυτής, με την οποία επιδιωκόταν η ικανοποίηση των εναγόντων σύμφωνα με την αρχή της ισότητας. Περαιτέρω, όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι οι ενάγοντες, αν και είχαν προσληφθεί νομίμως ως βιβλιοθηκονόμοι ή άλλης φύσεως διοικητικοί ή οικονομικοί υπάλληλοι, στην πραγματικότητα απασχολήθηκαν σε υπηρεσίες του εναγομένου όπου δεν υπήρχαν νομοθετημένες θέσεις προγραμματιστών και χειριστών Η/Υ. Ότι, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, αποκλειστικώς και κατά πλήρες ωράριο εργασίας, διενήργησαν εισαγωγή και επεξεργασία στοιχείων και εγγράφων σε Η/Υ. Και ότι, με τον τρόπο αυτό, οι μεν ενάγοντες άσκησαν καθήκοντα διαφορετικά από εκείνα του κλάδου για τον οποίο είχαν προσληφθεί, το δε εναγόμενο, που τους απασχόλησε ακύρως σε αλλότρια καθήκοντα, ωφελήθηκε αντίστοιχα από τη μη καταβολή του επιδόματος πληροφορικής, το οποίο, άλλως, θα είχε καταβάλει, αν είχε συστήσει τις απαραίτητες οργανικές θέσεις του κλάδου πληροφορικής και αν είχε προσλάβει νομίμως σ' αυτές άλλους υπαλλήλους, με τα κατά νόμον προσόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του. Με τις σκέψεις αυτές και με τις επί μέρους διαφοροποιήσεις, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο δίκασε κατ' έφεση, έκανε δεκτή την αγωγή ως προς την επικουρική, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση αυτής και επιδίκασε, εν όλω ή εν μέρει, κατά περίπτωση, τα αιτούμενα ποσά, ως άνευ νομίμου αιτίας ωφέλεια του εναγομένου εκ του μη καταβληθέντος στους ενάγοντες επιδόματος πληροφορικής. 7. Επειδή, με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε αφ' ενός με εσφαλμένη ερμηνεία τις διατάξεις που προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις καταβολής του επιδόματος πληροφορικής στους δικαιούχους και αφ' ετέρου με κακή εφαρμογή τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Διότι παράβλεψε το σκοπό του νόμου να μην χορηγείται το επίδομα πληροφορικής σε κάθε υπάλληλο που χρησιμοποιεί Η/Υ κατά την εκτέλεση της εργασίας του, αλλά μόνο στους υπαλλήλους που έχουν ειδικά προσόντα και έχουν προσληφθεί σε συγκεκριμένες οργανικές θέσεις. Και, περαιτέρω, διότι, αν και κατά την έρευνα της κυρίας βάσεως της αγωγής ορθώς έκρινε ότι η περίπτωση των εναγόντων είναι διαφορετική από την περίπτωση των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται σε θέσεις πληροφορικής, στη συνέχεια, κατά την έρευνα της επικουρικής βάσεως της αγωγής, ταύτισε την εκ μέρους των εναγόντων απλή χρήση Η/Υ κατά την εκτέλεση της εργασίας τους ως βιβλιοθηκονόμων ή άλλης φύσεως διοικητικών ή οικονομικών υπαλλήλων, μη εργαζομένων σε ειδικές θέσεις πληροφορικής, με την πλήρη απασχόληση σε ειδικές θέσεις πληροφορικής. Και, έτι περαιτέρω, αξιολόγησε την εκ μέρους των εναγόντων απλή χρήση Η/Υ κατά την εκτέλεση της εργασίας τους ως άκυρη απασχόληση σε αλλότρια καθήκοντα, για την οποία το εναγόμενο θα έπρεπε να έχει συστήσει και πληρώσει νομίμως πρόσθετες, ειδικές θέσεις πληροφορικής, ενώ, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές του, οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί και υπηρετούσαν νομίμως σε θέσεις βιβλιοθηκονόμων ή άλλης φύσεως διοικητικών ή οικονομικών υπαλλήλων, οι οποίες δεν έχουν καμιά σχέση με τις ειδικές θέσεις των αναλυτών - προγραμματιστών, των ηλεκτρονικών μηχανικών, χειριστών Η/Υ διατρητικών μηχανών και εισαγωγής στοιχείων ή των κωδικογράφων και των χειριστών κοπτικών μηχανημάτων (βλ. παραπάνω, αρ.2). Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνονται οι παραβιάσεις αυτές και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. 8. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς μέρος με το οποίο έγινε δεκτή η επικουρική βάση της ένδικης, από 16-12-2005 αγωγής και ως προς τη διάταξη αυτής περί δικαστικής δαπάνης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, όχι μόνο ως προς την κυρία βάση αυτής, την οποία αμετακλήτως απέρριψε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά και ως προς την επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν εγκύρως στις θέσεις για τις οποίες προσλήφθηκαν και στις οποίες άσκησαν τα καθήκοντα, για τα οποία είχαν προσληφθεί, έτσι, ώστε να μην τίθεται νομίμως ζήτημα ωφέλειας του εργοδότη χωρίς νόμιμη αιτία. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο και να απορριφθεί η αγωγή και ως προς την επικουρική βάση αυτής. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα εν γένει δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 6867/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ' ουσίαν. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16-12-2005 αγωγή στο σύνολό της.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στο αναιρεσείον τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Φεβρουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 6η Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επίδομα πληροφορικής. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.11 του ν. 2470/1997, οι οποίες δεν παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, δεν το δικαιούνται οι διοικητικοί ή οικονομικοί υπάλληλοι του δημόσιου τομέα, που κάνουν απλή χρήση Η/Υ κατά την παροχή της εργασίας τους. Η απασχόλησή τους γίνεται εγκύρως στις θέσεις για τις οποίες προσλήφθηκαν και η χρήση Η/Υ δεν λογίζεται ως άκυρη απασχόληση σε μη νομοθετημένη θέση πληροφορικής. Εντεύθεν μη νόμιμη και η επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αναιρεί, κρατεί την υπόθεση και απορρίπτει την αγωγή στο σύνολο της.
Επίδομα πληροφορικής
Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο, Επίδομα πληροφορικής.
0
Αριθμός 501/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Μ. Γ. του Β., κατοίκου ... και 2)Ε. Γ. του Β., κατοίκου ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Β. Γ. και της Φ. - Δ. Γ. του Ε., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπασπύρο. Της αναιρεσίβλητης: Φ. - Δ. Γ. του Ε., η οποία, όπως αναφέρεται στην από 22/1/2013 κλήση απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους καλούντες και τους καθών η κλήση, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Η. Γ. του Ε. και 2)Γ. Γ. του Ε., κατοίκων ... ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Φ. - Δ. Γ. του Ε., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/4/2002 αγωγή του αρχικού διαδίκου Β. Γ. και την από 17/2/2004 ανταγωγή των καθών η κλήση, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 212/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 292/2007 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/3/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/10/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δικ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Η διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το νόμο 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18.9.1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το, άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3,5 και 6 της εν λόγω συμβάσεως, την οποία είχαν κυρώσει και οι ΗΠΑ, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο επισπεύδων αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της επιδόσεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως κατά τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ συνάγεται ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα και εμπρόθεσμα πράγμα το οποίο προκύπτει, αν η επίδοση γίνεται σύμφωνα με τη παραπάνω σύμβαση με την προσκομιδή της παραπάνω βεβαιώσεως της αρμοδίας αρχής, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, ενώ για τον υπολογισμό της κατά το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ προθεσμίας των ενενήντα ημερών για τους διαμένοντας στο εξωτερικό λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο, κατά το οποίο επιδίδεται το έγγραφο αυτό στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 22-26/2009). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η αναίρεση εισήχθη προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 19.10.2011 κατά την οποία οι αναιρεσείοντες και οι δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, ενώ η τρίτη αναιρεσίβλητη Φ.- Δ. Ε. Γ. δεν παραστάθηκε. Η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5.12.2012. Νέα κλήτευση για τους παρισταμένους διαδίκους δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των (παρισταμένων) διαδίκων (αρθρ. 573 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο της 5.12.2012 παραστάθηκαν οι προαναφερθέντες διάδικοι με τον ίδιο τρόπο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσιβλήτων γνωστοποίησε το θάνατο της τρίτης αναιρεσίβλητης Φ. - Δ. Ε. Γ., πράγμα το οποίο επέφερε βίαιη διακοπή της δίκης. Ήδη με την από 22.1.2013 κλήση των αναιρεσειόντων η υπόθεση επαναφέρθηκε για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικασίμου. Η κλήση αυτή για καθένα των αναιρεσιβλήτων επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου τούτου στις 4.9.2013, όπως προκύπτει από τις σχετικές σημειώσεις επί των αντιγράφων των κλήσεων του διενεργήσαντος τις επιδόσεις δικαστικού επιμελητή Αθηνών … (βλ. και αριθμ. πρωτ. Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου .../4.9.2013 και .../4.9.2013). Πλήν όμως δεν προσκομίζεται η προαναφερόμενη βεβαίωση του άρθρου 6 της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως περί πραγματοποιήσεως της επιδόσεως της κλήσεως προς τους αναιρεσίβλητους. Αντίθετα προσκομίζονται οι υπ' αριθμ. .../20.9.2013 και .../20.9.2013 απαντήσεις των αρμοδίων αρχών, των ΗΠΑ (Γραφείο Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής) όπου αναφέρεται ότι λόγω αποστολής ελλειπών εγγράφων δεν πραγματοποιήθηκαν οι επιδόσεις. Επομένως με βάση τα προεκτεθέντα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 26.3.2010 αιτήσεως για αναίρεση της 292/2007 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επίδοση στις ΗΠΑ κατά τη Σύμβαση της Χάγης. Απαιτείται πραγματική επίδοση που προκύπτει από βεβαίωση της κατά το άρθρο 6 της συμβάσεως αρμόδιας αρχής.
Επίδοση εγγράφου στο εξωτερικό
Επίδοση εγγράφου στο εξωτερικό.
2
Αριθμός 499/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Ν. Ν. του Ι., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βγόντζα. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Ν. Π. Ν. του Ν., ο οποίος απεβίωσε στις 24/10/2009, όπως αναφέρεται στην από 5/12/2011 κλήση και κληρονομήθηκε από τους καθών η κλήση: 1)Ζ. χήρα Π. Ν., 2)Ε. Ν. - Ν. του Π., 3)Ν. Ν. - Ν. του Π. και 4)Ι. Ν. -Ν. του Π., κατοίκους …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Πραματευτάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/1/2003 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 291/2005 του ίδιου Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ειρηνοδικείο Κισάμου, 22/2006 του Ειρηνοδικείου Κισάμου και 176/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18/2/2008 αίτηση και τους από 3/9/2009 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 12/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, και την από 5/10/2013 συμπληρωματική έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί (και) ο από 3-9-2009 πρόσθετος λόγος αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 176/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά την έννοια των άρθρων 559 αρ.1α'και 560 αρ.1α'του ΚΠολΔ που ορίζουν ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, έστω και εμμέσως (ΑΠ 115/2003, 1310/2011), την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των δικαιοπρακτούντων των και παρά ταύτα δεν προσφεύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών που θέτουν τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεώς τους (ΑΠ 1310/2011). Αντιθέτως ο λόγος αυτός της αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο δέχεται, κατά την ανέλεγκτη, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, κρίση του (άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ), την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των μερών και προσφεύγει στους ειρημένους κανόνες για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, εκτός εάν, στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο μετά την ερμηνεία της δικαιοπραξίας δεν είναι σύμφωνο προς την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 254/2003). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, που δίκασε ως Εφετείο, το δικαστήριο δέχθηκε ότι με το υπ'αριθμ. .../27-12-1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καστελίου Αλίκης Κυριακογιαννάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πατέρας του αναιρεσιβλήτου-ενάγοντος μεταβίβασε στον τελευταίο λόγω πωλήσεως το περιγραφόμενο κατά θέση και όρια ακίνητο, του οποίου ήταν κύριος, εκτάσεως κατά μεν το πωλητήριο συμβόλαιο πέντε (5) στρεμμάτων, κατά νεότερη δε καταμέτρηση 8964,88 τ.μ., ότι μέρος του μείζονος αυτού ακινήτου και δη το ανατολικό αποτελεί και το επίδικο ήδη ακίνητο, εμβαδού 2050,82 τ.μ., το οποίο επίσης προσδιορίζεται στην απόφαση και το οποίο, κατά τις ίδιες παραδοχές του δικαστηρίου, εμπεριέχεται στα αναφερόμενα όρια του ως άνω μείζονος ακινήτου, και ότι επομένως, δέχεται το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ο αναιρεσίβλητος έγινε κύριος του επίδικου αυτού τμήματος ως μέρους του μεταβιβασθέντος μείζονος ακινήτου, με τον προαναφερθέντα παράγωγο τρόπο (αγορά από κύριο). Στην κρίση του αυτή και στην εντεύθεν παραδοχή της ένδικης διεκδικητικής αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατέληξε το δικαστήριο, όπως αναφέρει στην απόφασή του, αφού προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των συμβληθέντων (πωλητή-πατέρα του αναιρεσιβλήτου, και τελευταίου) ως προς τη μεταβίβαση (και) της επίδικης έκτασης των 2050,82 τ.μ,., λόγω της ασάφειας της ανωτέρω συμβολαιογραφικής πράξεως που δέχθηκε το δικαστήριο ότι υπάρχει "ως προς την ακριβή έκταση του ακινήτου σε σχέση με τα όριά του", και αφού έλαβε υπόψη (το δικαστήριο) ιδίως το γεγονός ότι τα όρια του πωληθέντος ακινήτου, φερομένου ως εκτάσεως πέντε στρεμμάτων, ταυτίζονται με τα όρια της εκτάσεως των 8964,88 τ.μ. που προέκυψε από τη νεότερη, ως ανωτέρω, καταμέτρηση του ακινήτου, σύμφωνα και με το μνημονευόμενο από Δεκεμβρίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού Α. Γ., καθώς και ότι το αναφερόμενο στον υπ'αριθμ. .../7-3-1984 τίτλο κυριότητας (συμβόλαιο) του αναιρεσείοντος ακίνητο είναι διαφορετικό από το επίδικο. Με τους πρώτο, του αναιρετηρίου, όπως εκτιμάται, και μοναδικό, από τον αριθμό 1α'του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, συμπληρωματικό του πρώτου, λόγο του δικογράφου πρόσθετων λόγων αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παραβίασε με τις ανωτέρω παραδοχές του τις ερμηνευτικές των δικαιοπραξιών διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, αφού, κατά τον αναιρεσείοντα, α) η βούληση των μερών ήταν σαφής στο προαναφερθέν αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και δεν είχε ανάγκη ερμηνείας, ενώ β) και η δοθείσα ως άνω ερμηνεία της δικαιοπραξίας δεν είναι σύμφωνη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι κατά το πρώτο σκέλος τους απαράδεκτοι, στρεφόμενοι κατά της ανέλεγκτης, ως ανωτέρω, ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού και αμφιβολίας ("ασάφεια") ως προς τη βούληση των συμβληθέντων στην ερμηνευθείσα δικαιοπραξία, κατά δε το δεύτερο σκέλος τους αβάσιμοι, αφού το ειρημένο ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, στηριζόμενο στα προαναφερόμενα στοιχεία, είναι σύμφωνο προς την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. ΙΙ. Οι λόγοι αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 560 του ΚΠολΔ, μεταξύ δε αυτών δεν περιλαμβάνεται και εκείνος της ελλείψεως νόμιμης βάσης της απόφασης, αντίστοιχος του αρ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ίδιου ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στις αποφάσεις όλων των δικαστηρίων, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επομένως ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη τυπικά μεν η αναιρετική πλημμέλεια από τον αρ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατ'ουσίαν όμως πλήττεται η εκ μέρους του δικαστηρίου εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, ως λόγος μεν από τον αρ.19 του άρθρου 559 επειδή τέτοιος λόγος δεν προβλέπεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων κ.λ.π., όπως και εν προκειμένω, ως στρεφόμενος δε κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου (είναι απαράδεκτος) κατά το ειρημένο άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ. ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-2-2008 αίτηση του Ν. Ν., όπως διαμορφώθηκε με τον από 3-9-2009 πρόσθετο λόγο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 176/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερμηνεία δικαιοπρακτικής βουλήσεως συμβληθέντων κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Αναιρετικός έλεγχος. Ένδικο μέσον αναιρέσεως κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων που εκδόθηκαν επί εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων. Περιοριστικώς αναφέρονται οι σχετικοί λόγοι στο άρθρο 560 του ΚΠολΔ (Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου κατ΄ άρθρον 561§1 του ΚΠολΔ) [Επικυρώνει Πολ.Πρωτ.Χαν. 176/2007].
Δικαιοπραξία
Δικαιοπραξία .
0
Αριθμός 500/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρίστο Αλεξανδράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Μ. θυγ. Α. Χ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Στρατάκου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/10/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4317/2001 μη οριστική, 5870/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2654/2011 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30/7/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 22/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1831 παρ.2 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 26 του ν.1329/1983, στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1835 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1825 και 1836 ΑΚ, προκύπτει ότι, σε μέμψη υπόκεινται οι δωρεές, οι οποίες, σύμφωνα με το άνω άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ, προσθέτονται στην κληρονομιά για τον προσδιορισμό αυτής και τον υπολογισμό βάσει αυτής της νόμιμης μοίρας, δηλαδή κάθε δωρεά που έκανε ο κληρονομούμενος προς μεριδούχο οποτεδήποτε και αν έγινε ή προς τρίτους τα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός εάν η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, οπότε δεν προσβάλλεται ως άστοργη, έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα μεριδούχου. Δωρεά από ιδιαίτερο καθήκον - κατά την έννοια της ανωτεώ διάταξης του άρθρου 1831 παρ.2 ΑΚ- θεωρείται εκείνη η οποία γίνεται από υποχρέωση του δωρητή προς το δωρεοδόχο, η οποία ανακύπτει από ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις και στηρίζεται στις επιταγές της ηθικής και της αλληλεγγύης και επομένως δεν υπάρχει στη δωρεά που γίνεται από πατέρα στο παιδί του για να το ανταμείψει για τις περιποιήσεις του, αφού μεταξύ πατέρα και παιδιού υπάρχει νομική υποχρέωση από το συγγενικό τους δεσμό. Από λόγους δε ευπρέπειας είναι - η δωρεά - εκείνη που ανταποκρίνεται στις κοινωνικές συνήθειες ή τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης ή γίνεται από κοινωνική υποχρέωση. Κατά τη διάταξη δε της παρ.2 του άρθρου 1831 ΑΚ, αν έγιναν διαδοχική δωρεές, η προηγούμενη είναι δυνατόν να προσβληθεί εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1509 εδ.α' ΑΚ ορίζεται, ότι η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά - και επομένως μπορεί να ανατραπεί κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 παρ.1- μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κλπ (ΑΠ 491) 2009 ΕλλΔνη 50,1403). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής : "Η μητέρα των διαδίκων Σ. χα Γ. Κ. απεβίωσε στις 5-7-1998. Μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της άφησε τα τέκνα της- τους διαδίκους. Κατά το χρόνο του θανάτου της δεν κατέλιπε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Κατά τα έτη 1990 και 1994 ήτοι εντός της τελευταίας δεκαετίας πριν από το θάνατο της μεταβίβασε στον εναγόμενο με συμβόλαια γονικών παροχών περιουσιακά της στοιχεία. Συγκεκριμένα 1) με το υπ' αριθ. .../15-6-1990 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας και παρακράτησης της επικαρπίας της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Αττικής Αικατερίνης Δαμιανάκη- Λαζαρίδη που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στον εναγόμενο κατά ψιλή κυριότητα το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου εμβαδού 85,45 τμ της διώροφης οικοδομής, που ευρίσκεται στην … επί της οδού … αριθ. … 2) με το υπ' αριθ. .../9-2-1994 συμβόλαιο γονικής παροχής και παρακράτησης της επικαρπίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίας Δούβρη που μεταγράφηκε νόμιμα μεταβίβασε στον εναγόμενο κατά ψιλή κυριότητα το διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 70,15 τμ της ανωτέρω οικοδομής. Η αξία της ψιλής κυριότητας του ισογείου διαμερίσματος, όπως συνομολογείται, ανερχόταν κατά το χρόνο του θανάτου της μητέρας των διαδίκων σε 24.844.834 δραχμές και η αξία της ψιλής κυριότητας τού διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου σε 15.260.067 δραχμές. Συνολική αξία αυτών (24.844.834+ 15.260.067)= 40.104.901 δραχμές. Η ενάγουσα διέμενε με τη μητέρα της και τον εναγόμενο αδελφό της στο προαναφερόμενο ισόγειο διαμέρισμα μέχρι το έτος 1975 που παντρεύθηκε. Έκτοτε η μητέρα των διαδίκων έμενε με τον εναγόμενο και κατόπιν από το έτος 1986 και με την οικογένεια αυτού. Η ενάγουσα έχει αποκτήσει από το γάμο της δύο τέκνα και η οικονομική της κατάσταση είναι μέτρια. Κατά το γάμο της δεν πήρε από τη μητέρα της κάποιο περιουσιακό στοιχείο κινητό ή ακίνητο. Συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι η μητέρα της τής κατέβαλε το έτος 1977 800.000 δραχμές για την αγορά από τη θεία της Ε. Ζ.-αδερφή της μητέρας της μίας πεπαλαιωμένης και κατεδαφιστέας μονοκατοικίας ευρισκομένης στην …, ούτε ότι της δώρησε κινητά πράγματα αξίας 450.000 δραχμών και με τη συμφωνία οι ανωτέρω δωρεές να καταλογισθούν στη νόμιμη μοίρα της ενάγουσας. Η κατάθεση της μάρτυρος-συζύγου του εναγομένου η οποία αναφέρει για τις ως άνω δωρεές δεν κρίνεται πειστική καθόσον δεν έχει ιδίαν αντίληψη των όσων καταθέτει αλλά τα γνωρίζει εξ ακοής από τον εναγόμενο- σύζυγο της. Αντιθέτως ο μάρτυρας- σύζυγος της ενάγουσας, καθώς και η μάρτυρας Α. Μ. εξαδέλφη των διαδίκων κατέθεσαν ότι η ενάγουσα δεν πήρε τίποτα από τη μητέρα της ενόψει του γάμου της. Μάλιστα η θεία της της δώρησε την ανωτέρω μονοκατοικία, διότι δεν είχε παιδιά και ήθελε να βοηθήσει την ανηψιά της, ασχέτως εάν στο συμβόλαιο αναγράφηκε για λόγους φορολογικούς ότι της πώλησε το ως άνω ακίνητο. Η μητέρα των διαδίκων είχε κάποια προβλήματα υγείας έπασχε από οστεοαρθρίτιδα και είχε υποστεί δύο χειρουργικές επεμβάσεις για την τοποθέτηση τεχνητής άρθρωσης στα δύο πόδια της. Είχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του δημοσίου η οποία κάλυπτε τα έξοδα των επεμβάσεων της και των άλλων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και δεν χρειαζόταν οικονομική βοήθεια από τον εναγόμενο. Επίσης διέθετε ιδιόκτητη ισόγεια οικία στην … όπως προαναφέρθηκε/και από το έτος 1992 απέκτησε από κληρονομιά της αδερφής της Ε. Μ. το προαναφερθέν διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην … και ελάμβανε από το σύζυγο της σύνταξη Δημοσίου και, έτσι, μπορούσε να καλύψει όλα τα έξοδα της. Οι σχέσεις της με την ενάγουσα ήταν πολύ καλές και όταν της το επέτρεπε η υγεία της φιλοξενείτο για κάποιες μέρες στην οικία της κόρης της, η οποία την επισκεπτόταν τακτικά στην οικία της αλλά κατόπιν οι επισκέψεις της ενάγουσας αραίωσαν λόγω των προστριβών που είχε με τον εναγόμενο εξαιτίας των περιουσιακών διαφορών. Εάν θα συμφωνούσε ο εναγόμενος, η ενάγουσα θα την έπαιρνε τη μητέρα της στο σπίτι της για να τη φροντίζει, βέβαια αυτή δεν ήθελε να αλλάξει περιβάλλον, διότι την ευχαριστούσε να μένει στην οικία της, στην οποίαν κατοικούσε επί πολλά έτη. Οι προαναφερόμενες γονικές παροχές της μητέρας των διαδίκων προς τον εναγόμενο αποτελούν δωρεές, διότι υπερέβαιναν το μέτρο που επέβαλλαν οι περιστάσεις, ειδικότερα τα μόνα περιουσιακά στοιχεία ήταν τα δύο διαμερίσματα των γονικών παροχών, ο εναγόμενος είχε δύο τέκνα και εργαζόταν ως υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρεία και αργότερα στην Τράπεζα citi bank και η οικονομική του κατάσταση ήταν καλή, ενώ της ενάγουσας η οικονομική κατάσταση ήταν κατώτερη και είχε και αυτή, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δύο παιδιά. Οι δωρεές αυτές δεν επεβάλλοντο από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον της μητέρας προς τον εναγόμενο για τις φροντίδες του, καθόσον τα τέκνα έχουν νομική και ηθική υποχρέωση να φροντίζουν τους γονείς τους ως ένα ελάχιστο δείγμα της αγάπης και της ευγνωμοσύνης τους προς αυτούς και δεν πρέπει να αξιώνουν παροχές οποιουδήποτε είδους από τους γονείς για την επιβεβλημένη αγάπη και φροντίδα προς αυτούς. Επίσης οι ως άνω δωρεές δεν επεβάλλοντο για λόγους ευπρέπειας καθόσον τα περιουσιακά στοιχεία της μητέρας έπρεπε να διαμοιρασθούν στα δύο τέκνα της και να μην ευνοηθεί μονομερώς ο εναγόμενος, ο οποίος άλλωστε δεν αντιμετώπιζε έκτακτα και δύσκολα οικονομικά προβλήματα και δυσχερείς οικογενειακές καταστάσεις, ώστε να χρειάζεται τοιαύτη οικονομική ενίσχυση από τη μητέρα του. Στις γονικές αυτές παροχές προέβη η μητέρα των διαδίκων λόγω της συνεχούς πίεσης που εξασκούσε ο εναγόμενος σε αυτή, η θέση της οποίας ήταν ευαίσθητη και δύσκολη λόγω της γεροντικής της ηλικίας και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, εξαιτίας των οποίων είχε ανάγκη της συμπαραστάσεώς του, ενόψει και του ότι της είχε αποκλείσει την επικοινωνία με την ενάγουσα- κόρη της για να μην έχει την εναλλακτική λύση της φροντίδας και περιποίησης και από αυτή, γεγονός που θα την έκανε να αισθάνεται άνετα και ασφαλής, αλλά να στηρίζεται αποκλειστικά και να εξαρτάται από αυτόν χωρίς άλλη εναλλακτική λύση, με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτη ψυχολογικά στις πιέσεις του για την σε αυτόν κατάληψη των περιουσιακών της στοιχείων. Η μάρτυρας της ενάγουσας εξαδέλφη των διαδίκων με πειστικότητα και σαφήνεια κατέθεσε για τα προαναφερθέντα περιστατικά καθώς και για το ότι ο εναγόμενος μιλούσε άσχημα και δεν συμπεριφερόταν καλά στη μητέρα του, η οποία εξέφραζε τα παράπονά της στην αδελφή της- μητέρα της μάρτυρος "ότι δεν περνάει καλά και θέλει να πεθάνει", η δε κατάθεσή της αυτή δεν αντικρούεται πειστικά από τις καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με τις ως άνω γονικές παροχές προσβάλλεται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας και πρέπει να ανατραπεί η υπ' αριθμ. .../ 9-2-1994 πράξη γονικής παροχής κατά το ποσοστό που προσβάλει τη νόμιμη μοίρα της. Προκειμένου δε να εξευρεθεί το ποσοστό κατά το οποίο ανατρέπεται η δωρεά, τίθεται ως αριθμητής του κλάσματος το ποσόν που δικαιούται ο μεριδούχος και ως παρανομαστής το ποσό της δωρεάς που ανατρέπεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η αξία των γονικών παροχών της μητέρας των διαδίκων, οι οποίες κατ' άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ προστίθενται στην κληρονομία, ανέρχεται στο ποσό των 40.104.901 δραχμών και η νόμιμη μοίρα της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των (40.104.901 x 1/4 )= 10.026.255 δραχμών. Το ποσοστό δε της ανατροπής της ανωτέρω γονικής παροχής, η αξία της οποίας ανήρχετο κατά το χρόνο του θανάτου της παρέχουσας-μητέρας των διαδίκων σε 15.260.067 δραχμές ισούται με το 10.026.255/ 15.260.067= 0677234744, πλην όμως ζητείται 65,7% και δεν μπορεί να επιδικασθεί πλέον του αιτηθέντος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός-ένσταση από την ΑΚ 1831 παρ.2 - του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου, ότι οι ανωτέρω παροχές προς αυτόν από τη μητέρα του έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από λόγους ευπρέπειας και να γίνει δεκτή η ένδικη- από 23.10.2000-αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς της αναιρεσιβλήτου. Ακολούθως δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την έφεση της αναιρεσιβλήτου κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ'ουσίαν δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την ανωτέρω αγωγή της αναιρεσιβλήτου. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο σωστά τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις- ειδικότερα δε των άρθρων 1509εδ.α'και 1831 παρ.2 ΑΚ που επικαλείται η αναιρεσείουσα-ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία τόσο όσον αφορά την παραδοχή της αγωγής όσο και όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης και συνεπώς οι λόγοι αναίρεσης δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και τέταρτος από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Ως πράγματα, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, η λήψη ή μη υπόψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον οικείο αναιρετικό λόγο, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, καθώς και τα προς θεμελίωση αυτών επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων του προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται από τον αναιρεσείοντα στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο απέρριψε την ένστασή του από την ΑΚ 1831 παρ.2, ότι οι ανωτέρω παροχές από τη μητέρα του προς αυτόν έγιναν από λόγους ευπρέπειας και ιδιαίτερο καθήκον, χωρίς να λάβει υπόψη και θεμελιωτικά της ένστασης αυτής περιστατικά, τα οποία επικαλέστηκε νόμιμα με τις προτάσεις του τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και στο Εφετείο και συγκεκριμένα α) ότι η αναιρεσίβλητη αδελφή του από το έτος 1975 έφυγε από την οικογενειακή τους στέγη και αυτός ανέλαβε, πλέον μόνος του να φροντίζει τη μητέρα του, η οποία ήταν φιλάσθενη και έπασχε από βαριάς μορφής οστεοαρθρίτιδα. Έτσι, από το έτος 1975 μέχρι και το θάνατο της μητέρας τους (1998) την φρόντιζε αποκλειστικά βοηθούμενος από τη σύζυγο του, ώστε να τύχει της αναγκαίας περίθαλψης και θεραπείας τόσο στα νοσηλευτικά κέντρα ως και στην οικία του, όπου τα τελευταία έτη ήταν κατάκοιτη παρέχοντας της τις αναγκαίες δαπάνες για τη διατροφή και τη νοσηλεία της.β) ότι συγκεκριμένα κατέβαλε το ποσό των 4.000.000 δρχ. περίπου για δύο χειρουργικές επεμβάσεις, ήτοι τοποθέτηση τεχνικής άρθρωσης και στα δύο πόδια που υποβλήθηκε η μητέρα Του κατά το χρονικό διάστημα 1-1-1987 έως 31-12-1990. γ) ότι περαιτέρω η μητέρα του είχε ανάγκη οικιακής βοηθού και κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1987 μέχρι την 31-12-1990 δαπανούσε συνολικά για τη νοσηλεία της, τη διατροφή της και για την οικιακή βοηθό το συνολικό ποσό των 150.000 Ευρώ μηνιαίως. Από 1-1-1991 έως 31-12-1994 το ποσό των 200.000 δρχ. μηνιαίως και από 1-1-1995 μέχρι 5-7-1998 το ποσό των 240.000 δρχ. μηνιαίως.δ) ότι η αναιρεσίβλητη δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1977 συμβολαίου του συμβ/φου Κων/νου Ροκανά απέκτησε το ακίνητο επί της οδού …αρ. …στην … και η μητέρα τους για τη συμπλήρωση του τιμήματος της αγοράς του ακινήτου αυτού κατέβαλε το ποσό των 800.000 δρχ. με την προφορική συμφωνία μεταξύ τους το ποσό αυτό να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα της. ε) ότι το επίδικο ακίνητο είναι ένα διώροφο κτίσμα πολύ παλιάς κατασκευής με ημιτελή τον πρώτο όροφο, δεν διαθέτει θέρμανση, δεν έχει λουτρό και δεν υπάρχει δυνατότητα μίσθωσης αυτού. Ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι το Εφετείο δέχτηκε ως αποδειχθέντα περιστατικά αντίθετα προς τα προεκτεθέντα και συγκεκριμένα ότι η μητέρα των διαδίκων έμενε από τα έτος 1986 με τον αναιρεσείοντα, ο οποίος και τη φρόντιζε, αλλά και ότι η αναιρεσίβλητη τη φιλοξενούσε στο σπίτι της και την επισκεπτόταν τακτικά στην οικία της εωσότου άρχισαν οι διενέξεις της με τον αναιρεσείοντα λόγω των περιουσιακών τους διαφορών, με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά δέχτηκε ότι οι παραπάνω δωρεές δεν επεβάλλοντο από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από λόγους ευπρέπειας και απέρριψε την άνω ένσταση. ΙΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Εξάλλου, αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.11 ΚΠολΔ δεν αποτελούν τα διαδικαστικά έγγραφα και επομένως η μη λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, δεν ιδρύει τον οικείο λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής μέμψης άστοργης δωρεάς της αναιρεσιβλήτου, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα, ειδικότερα, μνημονευόμενα σ'αυτή αποδεικτικά μέσα, που ο αναιρεσείων επικαλέστηκε με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού του, ότι οι ανωτέρω παροχές-δωρεές προς αυτόν από τη μητέρα του έγιναν από ιδιαίτερο καθήκον και από λόγους ευπρέπειας και συγκεκριμένα: 1) τις μαρτυρικές καταθέσεις των α) Π. Κ. και ) Δ. Π., που περιέχονται στη 1040/2001 Εισηγητική 'Εκθεση, 2) τις από 20.3.2006 προτάσεις του στον πρώτο βαθμό ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) 3) Την υπ'αριθμ. 5870/2006 - πρωτόδικη - απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. 4)Το υπ'αρ. .../1977 συμβόλαιο πώλησης ψιλής κυριότητας ακινήτου του συμβ/φου Καλλιθέας Ροκανά Κων/νου. 5)Το υπ'αρ. .../1994 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της συμβ/φου Αθηνών Σωτηρίας Δούβρη. 6)Την υπ'αρ. …1994 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβ/φου Αθηνών Σωτηρίας Δούβρη. 7)Το υπ'αριθμ. .../1990 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβ/φου Καλλιθέας Αικατερίνης Λαζαρίδη-Δαμιανάκη. 8)Την υπ'αριθμ. 75/1999 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Δήμου Καλλιθέας. 9) Την υπ'αριθμ. 6440/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων). 10) Την υπ'αριθμ. 8095/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική διαδικασία). 11)Την υπ'αριθμ. 4317/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική διαδικασία). 12) Την από 16-2-1987 ιατρική γνωμάτευση του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Μ.Τ.Σ. 13)Την από 25-8-1993 βεβαίωση της Υπηρεσίας Εντελλομ. Εξόδων Νοσηλειών Πειραιά. 14) Την από 25-9-1996 βεβαίωση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. 15) Αντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων συντάξεων. 16) Την υπ'αριθμ. 1257/1994 ατομική ειδοποίηση χρεών της ΔΟΥ Α' Καλλιθέας. 17) Το υπ'αριθμ. 7824398/1993 διπλότυπο είσπραξης ποσού δρχ. 15.742 της ΔΟΥ Α' Καλλιθέας. 18)Το υπ'αριθμ. 7824399/1993 διπλότυπο είσπραξης ποσού δρχ. 24.391 της ΔΟΥ Α' Καλλιθέας. 19) Το υπ'αριθμ.7825213/1994 διπλότυπο είσπραξης ποσού δρχ. 563.430 της ΔΟΥ Α' Καλλιθέας. 20) Αποδείξεις ιατρικές για νοσηλείες Σ…Κ…. 21) Αντίγραφα καταστάσεων Συνεταιρισμού Στέγασης Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος Σ...Κ… 22) Αντίγραφα βιβλιαρίου υγείας No 4-Νο 80 23) Αντίγραφα βιβλιαρίου υγείας No 51-No 59 24)Ιστορικό Νοσηλείας, και 25) Εντολή εξετάσεων Νοσηλευτικού Ιδρύματος Μ.Τ.Σ. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος, ως προς τα με αριθμούς 2 και 3 ανωτέρω στοιχεία-ήτοι, τις από 20.3.2006 προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της 5870/2002 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου- πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι η μη λήψη αυτών από το πιο πάνω Δικαστήριο δεν ιδρύει τον αναιρετικό αυτό λόγο, αφού δεν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.11 ΚΠολΔ, αλλά για διαδικαστικά έγγραφα. Σε κάθε πάντως περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι στο σύνολό του αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στην υπ'αριθμ. 1040/2001 εισηγητική έκθεση, καθώς και από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα" σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30.7.2012 αίτηση του Ι. Κ. του Γ. για αναίρεση της 2654/2011 απόφασής του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δωρεά από λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερο καθήκον. Πότε η παροχή περιουσίας του άρθρου 1509 εδ.α ΑΚ αποτελεί δωρεά.
Δωρεά
Δωρεά.
0
Αριθμός 502/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Κ., κατοίκου ..., και 2) Α. Κ. συζ. Χ. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Παναγιωτοπούλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Π. του Μ., 2) Ν. Π. του Μ., κατοίκων ..., 3) Ε. Π. του Κ., κατοίκου ..., 4) Μ. Π. του Κ., κατοίκου ..., και 5) Θ. Π. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Εμμανουηλίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/3/2007 αγωγή των ήδη 3ου, 4ου και 5ου των αναιρεσιβλήτων και του αρχικού διαδίκου Μ. Π., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2148/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 3494/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25/1/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 20/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου, και όχι με τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως σε περίπτωση παραβάσεως ουσιαστικού κανόνα δικαίου, όχι δε και δικονομικού κανόνα τοιούτου, όπως εκείνη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1895 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της αγωγής περί συνεισφοράς, είναι η παροχή και σε τι αυτή συνίσταται, η αξία της κατά το χρόνο που έγινε, η αποτίμησή της, αν υπάρχει ανάγκη, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και η, κατά τον ίδιο χρόνο, αξία της κληρονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της περί συνεισφοράς σωρευομένης αγωγής (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), περιλαμβάνονται σ' αυτήν τόσο οι συνεισενεκτέες παροχές και το περιεχόμενό τους, όσο και η αποτίμησή τους, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και η κατά τον ίδιο χρόνο αξία της κληρονομιαίας περιουσίας. Επομένως η σωρευομένη με αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος αγωγή περί συνεισφοράς, ήταν ορισμένη και δεν ήταν απαραίτητη η αναφορά συγκριτικών στοιχείων για τον προσδιορισμό της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, αφού τούτο αποτελεί αντικείμενο αποδείξεως, ούτε και η διενέργεια πραγ/νης, που έπεται του ορισμένου της αγωγής. Ενόψει τούτων ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, που με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της μη κηρύξεως του δικογράφου της αγωγής ως απαραδέκτου λόγω αοριστίας, όπως τούτο είχε ζητηθεί με τον τρίτο λόγο της εφέσεως, αλλά και πρωτοδίκως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1895 ΑΚ (όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το ν. 1329/1983 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η παροχή έγινε πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού σύμφωνα με το άρθρο 88 αυτού), οι κατιόντες που κληρονομούν εξ αδιαθέτου υποχρεούνται κατά τη διανομή της κληρονομίας να συνεισφέρουν μεταξύ τους, ανάμεσα στις άλλες παροχές που απαριθμεί το άρθρο αυτό και εκείνη που έγινε προς αυτούς από τον κληρονομούμενο με πράξη του, όταν ζούσε, είτε με σύσταση προίκας, είτε για την αποκατάσταση του δικού τους οίκου, εκτός αν κατά την παροχή της ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά, καθώς και κάθε δωρεά προς αυτούς, εφόσον ο κληρονομούμενος διέταξε τη συνεισφορά ή τον καταλογισμό της στην κληρονομική τους μερίδα. Η μεταξύ των κατιόντων συνεισφορά γίνεται κατά το άρθρο 1899 ΑΚ λογιστικά και αθροιστικά, αφού πρώτα αποτιμάται η αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Στο ποσό που προκύπτει αθροίζονται οι παροχές, που έγιναν σε καθένα από τους κατιόντες και συνεισφέροντες, σύμφωνα με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν. Στο σύνολο αυτό του αθροίσματος υπολογίζεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα του κατιόντος και έπειτα αφαιρείται από αυτήν η αξία της παροχής, που ο κατιών είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει. Εάν όμως από το χρόνο που έγινε η παροχή μέχρι το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ο οποίος χρόνος αυτός είναι και κρίσιμος, κατ' άρθρο 1831 ΑΚ, για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομίας, μεσολάβησε νομισματική έκπτωση, υποτίμηση ή σοβαρή διακύμανση, πρέπει, κατά την καθιερούμενη από το 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστεως, η αξία αυτή του χρόνου της παροχής να υπολογιστεί σε δραχμές, της αυτής πραγματικής αξίας, την οποία αυτές είχαν κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Η αξία, δηλαδή, του χρόνου της παροχής να αναχθεί, με βάση την άνω αρχή του άρθρου 288 ΑΚ, στο ισάξιό της κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού ληφθεί υπόψη η αγοραστική αξία της χρυσής λύρας Αγγλίας κατά το χρόνο της παροχής και ακολούθως του θανάτου του κληρονομουμένου και η μεταξύ τους σύγκριση, αλλά και η αύξηση στο μεταξύ του τιμαρίθμου. Εξάλλου, εάν μεταξύ των πολλών κατιόντων συντρέχει και επιζών σύζυγος του κληρονομούμενου, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, θα αποχωρισθεί από την πραγματική κληρονομική ομάδα το εξ αδιαθέτου μερίδιο του συζύγου (άρθρο 1820 παρ.1 ΑΚ), στο υπόλοιπο δε, το οποίο αποτελεί την μεταξύ των κατιόντων κατ' άρθρο 1899 ΑΚ διανεμητέα περιουσία, θα προστεθούν προς σχηματισμό της ευρύτερης (πλασματικής) ομάδας, επί τη βάσει της οποίας προσδιορίζεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα, το ήμισυ της οποίας είναι η νόμιμη μοίρα οι συνεισενεκτέες παροχές στις οποίες περιλαμβάνονται πάντοτε οι καταλογιστέες στη νόμιμη μοίρα, όπως οι προίκες. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1871, 1884, 1895, 1897, 1899 και 1900 ΑΚ, ο κατιών που έχει αξίωση σε συνεισφορά, που συνεπάγεται τον περιορισμό ή το μηδενισμό του μεριδίου του κατιόντος που έχει υποχρέωση συνεισφοράς, μπορεί να ασκήσει γι'αυτήν αναγνωριστική αγωγή ή να την αξιώσει με την περί κλήρου αγωγή ή να την προβάλει με ένσταση κατά τη διανομή. Ακόμη, η αγωγή υποχρεώσεως συνεισφοράς μπορεί να σωρευθεί με αγωγή αναγνωρίσεως κληρονομικού δικαιώματος αφού η πρώτη εισάγει παρεμπίπτον ζήτημα για το κληρονομικό δικαίωμα. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1900 ΑΚ, αν η αξία της παροχής που πρέπει να συνεισφέρει ο κατιών είναι μεγαλύτερη από τη μερίδα που του ανήκει, δεν έχει υποχρέωση για το επιπλέον. Σε τέτοια περίπτωση η κληρονομία διανέμεται μεταξύ των λοιπών κληρονόμων, χωρίς να υπολογίζεται η παροχή που έπρεπε να συνεισφέρει ο κατιών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου, δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 2/2011). Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την σωρευομένη με αναγνωριστική του κληρονομικού δικαιώματος αγωγή περί συνεισφοράς, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Στις 18/1/1960 απεβίωσε στην Μάνδρα Αττικής αδιάθετος ο Ε. Π., ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του άφησε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του 1) τη σύζυγο του Α. Π. κατά ποσοστό 5/20 εξ αδιαιρέτου 2) τον υιόν του - αρχικό πρώτο ενάγοντα Μ. Π. κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου 3) τον υιόν του Κ. Π. κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου πατέρα των λοιπών εναγόντων, ο οποίος απεβίωσε στις 29/5/2004 και κληρονομήθηκε από τα τέκνα του δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των εναγόντων δυνάμει της από 25/3/2003 ιδιόγραφης διαθήκης του που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ' αριθμ. 370/19-1-2007 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. 4) την κόρη του Ε. Π., μητέρα του πρώτου εναγομένου κατά ποσοστό 3/20 εξ' αδιαιρέτου, η οποία απεβίωσε αδιάθετη στις 27/7/2002 και κληρονομήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο αφού ο σύζυγος της Χ. Κ. είχε προαποβιώσει αυτής 5) την κόρη του Μ. Π. μητέρα των λοιπών εναγομένων κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου, η οποία απεβίωσε στις 27-10-2002 αδιάθετη και κληρονομήθηκε από τα τέκνα της δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από καθένα αφού ο σύζυγος της Α. Κ. είχε προαποβιώσει αυτής. 6) Την κόρη του Ό. Π. μη διάδικο ατην παρούσα δίκη. Στις 21-5-1960 απεβίωσε αδιάθετη η Α. Π., σύζυγος του ως άνω κληρονομουμένου Ε. Π., μητέρα του αρχικού πρώτου ενάγοντος και γιαγιά των λοιπών διαδίκων, η οποία κληρονομήθηκε από τα παραπάνω πέντε τέκνα της κατά ποσοστό 1/20 εξ αδιαιρέτου από καθένα. Έτσι το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο καθενός από τα πέντε τέκνα του Ε. και Α. Π. ανήλθε σε ποσοστό 4/20 εξ αδιαιρέτου. Τις παραπάνω κληρονομιές αποδέχθηκαν τα τέκνα του αποβιώσαντος Ε. Π. και συγκεκριμένα με την υπ' αριθμ. .../24-10-1968 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών που μεταγράφηκε νόμιμα ο αρχικός πρώτος ενάγων, η Ό. Π. (μη διάδικος) και η Ε. Π. αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος πατέρα τους κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ενώ με την υπ' αριθ. 14.428/24-10-1968 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα αποδέχθηκαν το μερίδιο της κληρονομιάς του πατέρα τους που είχε περιέλθει στην ήδη αποβιώσασα μητέρα τους Α. Π. κατά ποσοστό 1/20 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Επίσης ο Κ. Π. και η Μ. Π., με τις υπ' αριθ. .../29-1-1969 και .../29-1-1969 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Βέργου που μεταγράφηκαν νόμιμα αποδέχθηκαν την κληρονομιά του πατέρα τους κατά ποσοστό 3/20 εξ αδιαιρέτου ο καθένας καθώς και το μερίδιο της κληρονομιάς του πατέρα τους που είχε περιέλθει στην ήδη αποβιώσασα μητέρα τους κατά ποσοστό 1/20 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Ο ανωτέρω κληρονομούμενος Ε. Π. κατά το χρόνο του θανάτου του είχε στην κυριότητα του τα κάτωθι ακίνητα 1) μια , οικία που ευρίσκεται στη Μάνδρα Αττικής στη θέση "Ράχη", αποτελείται από δύο δωμάτια και διάφορες αποθήκες και είναι κτισμένη επί οικοπέδου εμβαδού 350 τ.μ. περίπου, αξίας κατά το χρόνο θανάτου του ως άνω αποβιώσαντος 25.000 δραχμών (βλ. προσκομιζόμενα συγκριτικά στοιχεία) 2) μια ερειπωμένη οικία που ευρίσκεται στη θέση "Ράχη" στη Μάνδρα Αττικής, αποτελείται από δύο δωμάτια και διάφορες αποθήκες και είναι κτισμένη επί οικοπέδου εκτάσεως 300 τ.μ. περίπου, αξίας κατά το χρόνο θανάτου του ως άνω αποβιώσαντος 10.000 δραχμών (βλ. συγκριτικά στοιχεία) 3) ένα αγροτεμάχιο που ευρίσκεται στη Μάνδρα Αττικής στη θέση "Κυπαρίσσι", εκτάσεως 100 στρεμμάτων περίπου, αξίας κατά το χρόνο θανάτου του ως άνω κληρονομούμενου 30.000 δραχμών (βλ. προσκομιζόμενα συγκριτικά στοιχεία), 4) έναν αγρό που ευρίσκεται στη θέση "Ρίζα Μπλέτα" της περιφέρειας του Δήμου Μάνδρας Αττικής εκτάσεως 3 στρεμμάτων περίπου, αξίας κατά το χρόνο θανάτου του ως άνω αποβιώσαντος 5.000 δραχμών (βλ. συγκριτικά στοιχεία), 5) έναν αγρό που ευρίσκεται στη θέση "Αγία Αικατερίνη" στη Μάνδρα Αττικής εκτάσεως 3 περίπου στρεμμάτων αξίας κατά το χρόνο θανάτου του παραπάνω αποβιώσαντος 15.000 δραχμών (βλ. συγκριτικά στοιχεία). 6) έναν αγρό που ευρίσκεται στη θέση "Μάνδρα Λογοθέτη" της κοινότητας Μαγούλας Αττικής μετά των εντός αυτού 100 ελαιοδένδρων περίπου, εκτάσεως 15 περίπου στρεμμάτων, αξίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου 60.000 δραχμών (βλ. συγκριτικά στοιχεία), 7) ένα αγροτεμάχιο που ευρίσκεται στη θέση "Μάνδρα Λογοθέτη" της κοινότητας Μαγούλας Αττικής, μετά των εντός αυτού 40 ελαιοδένδρων εκτάσεως 4 περίπου στρεμμάτων αξίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου 15.000 δραχμών (βλ. συγκριτικά στοιχεία), 8) έναν αγρό που ευρίσκεται στη θέση "Αμυγδαλιά Ρούσση", του Δήμου Ελευσίνας Αττικής μετά των εντός αυτού 18 ελαιοδένδρων, εκτάσεως 3 περίπου στρεμμάτων, αξίας κατά το χρόνο θανάτου του ως άνω αποβιώσαντος 5.000 δραχμών (βλ. συγκριτικά στοιχεία), 9) έναν αγρό που ευρίσκεται έξω από το αεροδρόμιο Ελευσίνας Αττικής και αποτελείται από δύο τεμάχια εκτάσεως 1.500 και 300 τ.μ. αντίστοιχα αξίας κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου 3.000 δραχμών (βλ. συγκριτικά στοιχεία). Επομένως η συνολική αξία της πραγματικής κληρονομιαίας περιουσίας κατά το χρόνο του θανάτου (18/1/1960) του Ε. Π. ανερχόταν σε 168.000 δραχμές (ήτοι 25.000 δρχ. + 10.000 δρχ. + 30.000 δρχ + 5.000 δρχ. + 15.000 δρχ. + 60.000 δρχ. + 15.000 δρχ. + 5.000 δρχ. + 3.000 δρχ.). Ο μάρτυρας των εναγόντων με πειστικότητα και σαφήνεια κατέθεσε για την αξία των κληρονομιαίων ακινήτων στηριζόμενος σε πωλητήρια συμβόλαια της επίδικης περιόδου στην περιοχή όπου ευρίσκονται τα ακίνητα. Αντιθέτως η κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων δεν κρίνεται πειστική, διότι ενώ στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατέθεσε ότι η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας ανέρχεται σε 360.000-370.000 δραχμές, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου στην εκτιμητική του έκθεση αναβιβάζει την αξία των εν λόγω ακινήτων σε 850.000 δραχμές στηριζόμενος ως επί το πλείστον στα ίδια συγκριτικά στοιχεία με αυτά των εναγόντων, χωρίς όμως να αιτιολογεί με πειστικά επιχειρήματα που οφείλεται η απόκλιση αυτή. Ο Ε. Π. το έτος 1953 δυνάμει του από 31/7/1953 ιδιωτικού προσυμφώνου προικός συνέστησε προίκα ποσού 835 χρυσών λιρών Αγγλίας υπέρ της κόρης του Ε., η οποία με επιστολή της προς τον προικοδότη πατέρα της αναφέρει ότι δέχεται το ποσό της εν λόγω προίκας να συνυπολογισθεί στη νόμιμη μοίρα της και στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό της μερίδιο. Δηλώνει δε ότι η προίκα που έλαβε είναι πολύ μεγαλύτερη του κληρονομικού της μεριδίου που δικαιούται από την κληρονομιά του πατέρα της για το οποίο δεν διατηρεί πλέον καμία απαίτηση. Επίσης το έτος 1934 δυνάμει του υπ' αριθ. .../7-11-1934 προικοσυμφώνου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Παπαγιάννη συνέστησε προίκα ποσού 100.000 δραχμών υπέρ της κόρης του Μ. Π., η οποία δήλωσε στο εν λόγω προικοσύμφωνο ότι δεν διατηρεί καμία αξίωση για μεγαλύτερη προίκα στο μέλλον ούτε κατά του προικοδότη πατέρα της ούτε κατά των κληρονόμων του. Το δε έτος 1938 δυνάμει του υπ' αριθ. .../19-1-1938 προικοσυμφώνου του συμβολαιογράφου Ελευσίνας Γεωργίου Γατζελή συνέστησε προίκα ποσού 70.000 δραχμών υπέρ της κόρης του Ό. Π. (μη διαδίκου) η οποία δήλωσε στο εν λόγω προικοσύμφωνο ότι παραιτείται από κάθε κληρονομικό δικαίωμα από την πατρική κληρονομιά. Η ανωτέρω Ό. Π. υλοποιώντας την ως άνω δήλωση της με το υπ' αριθ. .../25-10-1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Βέργου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στον αδελφό της αρχικό πρώτο ενάγοντα Μ. Π. το 1/2 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομική της μερίδα στην κληρονομιά των γονέων της ήτοι τα 2/20 εξ αδιαιρέτου, ενώ με την από 20/12/1975 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ' αριθ. 436/1977 πρακτικό δημοσίας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 158/1977 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου κατέλιπε στον αδελφό της Κ. Π. το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομική της μερίδα στην κληρονομιά των γονέων της ήτοι τα 2/20 εξ αδιαιρέτου. Την κληρονομιά δε αυτή αποδέχθηκε ο Κ. Π. με την υπ' αριθμ. .../13-3-2003 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ελευσίνας Αικατερίνης Κολοβέντζου-Συμπάρδη που μεταγράφηκε νόμιμα. Έτσι το κληρονομικό μερίδιο του αρχικού πρώτου ενάγοντος και του Κ. Π. αυξήθηκε κατά το ποσοστό της αδελφής τους Ό. Π. και διαμορφώθηκε σε 6/20 εξ αδιαιρέτου για τον καθένα. Μετά δε το θάνατο του Κ. Π. στη θέση του οποίου υπεισήλθαν ως μοναδικοί εκ διαθήκης κληρονόμοι του οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγόντων των οποίων το ποσοστό ανέρχεται σε 2/20 εξ αδιαιρέτου για τον καθένα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1895 Α.Κ., όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το Ν. 1329/1983 οι προίκες που συνέστησε ο κληρονομούμενος Ε. Π. προς τις κόρες του Ε., Μ. και Ό. αποτελούν συνεισενεκτέες παροχές. Η αξία της κληρονομιαίας περιουσίας κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, όπως προαναφέρθηκε, ανερχόταν σε 168.000 δραχμές. Την ίδια αξία είχε η ανωτέρω κληρονομιά και κατά το χρόνο του θανάτου (21/5/1960) της συζύγου του κληρονομούμενου Α. Π.. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί η εξ αδιαθέτου μερίδα της συζύγου του κληρονομουμένου Α. Π. ήτοι το 1/4 εξ αδιαιρέτου, καθόσον αυτή δεν συμμετέχει στη συνεισφορά, δηλαδή θα αφαιρεθεί το ποσό των 42.000 δραχμών. Στο υπόλοιπο ποσό των 126.000 δραχμών (168.000-42.000) προστίθενται οι παροχές του κληρονομουμένου προς τις κόρες του. Σχετικά με την προίκα ποσού 835 χρυσών λιρών Αγγλίας προς την κόρη του Ε. Π. το έτος 1953, η αξία σε δραχμές της χρυσής λίρας Αγγλίας τον Ιούλιο του έτους 1953 που συστήθηκε η παραπάνω προίκα ανερχόταν σε 311.056 δραχμές και επομένως η αξία της ως άνω παροχής κατά το χρόνο της συστάσεως της αντιστοιχεί σε 259.731,76 δραχμές (ήτοι 835 λίρες Χ 311,056 δραχμές). Η αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας τον Ιανουάριο του 1960 που απεβίωσε ο κληρονομούμενος ανερχόταν σε 285,63 δραχμές και με δεδομένο ότι κατά το διάστημα από τη σύσταση της προίκας 1953 έως το θάνατο του κληρονομουμένου 1960 δεν υπήρξε υποτίμηση της δραχμής, η αξία της παραπάνω προίκας, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου ανερχόταν σε 238.501 δραχμές (259.731,76 δραχ : 311,056 δραχ. Χ 285,63 δραχ. = 238.501 δραχ.). Επίσης αναφορικά με την προίκα ποσού 100.000 δραχμών που έλαβε η Μ. Π. από τον κληρονομούμενο κατά το έτος 1934, για να ευρεθεί η πραγματική της αξία τόσο κατά το χρόνο που συστήθηκε 1934 όσο και κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου 1960 και με δεδομένο ότι συστήθηκε πριν το Ν. 18/1944, με τον οποίο μηδενίστηκε η αξία της προπολεμικής δραχμής, θα πρέπει να γίνει αναγωγή της αξίας της προίκας από δραχμές που ήταν κατά το χρόνο συστάσεως της λαμβανομένου υπόψη ότι η αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά το έτος 1934 (χρόνος συστάσεως της προίκας) ανερχόταν σε 872,1 δραχμές, η αξία της προίκας που έλαβε η Μ. Π. αντιστοιχεί σε 114,67 χρυσές λίρες ήτοι 100.000 δραχμές : 872,1 δραχ). Ο δείκτης τιμών καταναλωτή, με βάση τον μήνα Ιούνιο του έτους 1994 που ήταν 100, ανερχόταν το Νοέμβριο του έτους 1934 σε 3,422 και τον Ιανουάριο του έτους 1960 σε 2,143. Αφού ληφθεί υπόψη η διαφορά του τιμάριθμου μεταξύ του χρόνου που έγινε η παροχή (1934) και του χρόνου του θανάτου του κληρονομούμενου (1960), καθώς και η διαφορά της αγοραστικής δύναμης της χρυσής λίρας κατά τους χρόνους αυτούς, προκύπτει ότι κάθε μία χρυσή λίρα το Νοέμβριο του έτους 1934 που έγινε η παροχή είχε αγοραστική δύναμη μεγαλύτερη 1,91 αυτής του χρόνου του θανάτου του κληρονομουμένου (Ιανουάριος 1960). Αφού μετατραπεί το ποσό αυτό των χρυσών λιρών σε δραχμές βάσει της τιμής της χρυσής λίρας κατά τον Ιανουάριο του 1960 προκύπτει το ποσό των 62.558,68 δραχμών, το οποίο αποτελεί την αξία σε δραχμές της προίκας των 100.000 δραχμών που έλαβε η ανωτέρω Μ. Π. κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Εξάλλου σχετικά με την προίκα ποσού 70.000 δραχμών που έλαβε η Ό. Π. από τον κληρονομούμενο πατέρα της τον Ιανουάριο του έτους 1938 για να ευρεθεί η πραγματική της αξία τόσο κατά το έτος 1938 όσο και κατά το έτος 1960 και με δεδομένο ότι συστάθηκε πριν το Ν. 18/1944, με τον οποίο μηδενίσθηκε η αξία της προπολεμικής δραχμής, θα ληφθεί υπόψη η αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά τις αρχές του έτους 1938 που ανερχόταν σε 909,7 δραχμές και η αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά το έτος 1960 που ανερχόταν σε 283,7 δραχμές. Συνεπώς η αξία της προίκας που έλαβε η Ό. Π. αντιστοιχεί σε 76,95 χρυσές λίρες (ήτοι 70.000 δραχμές : 909,7). Ο δείκτης τιμών καταναλωτή, με βάση τον Ιούνιο του έτους 1994 που ήταν 100, ανερχόταν αρχές του έτους 1938 σε 3,959 και τον Ιανουάριο του έτους 1960 σε 2.143. Αφού ληφθεί υπόψη η διαφορά του τιμαρίθμου μεταξύ του χρόνου που έγινε η παροχή και του χρόνου του θανάτου του κληρονομούμενου και συνακόλουθα η διαφορά της αγοραστικής δύναμης της χρυσής λίρας κατά τους χρόνους αυτούς προκύπτει ότι καθεμία χρυσή λίρα τον Ιανουάριο του 1938 που έγινε η παροχή είχε αγοραστική δύναμη μεγαλύτερη και συγκεκριμένα ίση με την αγοραστική δύναμη 1,74 αυτής του θανάτου του κληρονομουμένου, ήτοι τιμή χρυσής λίρας Αγγλίας αρχές του 1938 διά ύψος τιμαρίθμου του ιδίου έτους ήτοι 909,7 δραχμές δια 3,959 ίσον 229,78 αφενός και τιμή χρυσής λίρας Αγγλίας τον Ιανουάριο 1960, ήτοι 283,7 δραχμές δια 2,143 ίσον 132,38 και επομένως 229,78 δια 132,38 ίσον 1,74). Συνεπώς οι κατά τα ανωτέρω 76,95 χρυσές λίρες Αγγλίας του χρόνου που έγινε η παροχή αντιστοιχούν σε 133,57 χρυσές λίρες του χρόνου θανάτου του κληρονομούμενου. Από τη μετατροπή δε του ποσού αυτού των χρυσών λιρών σε δραχμές βάσει της τιμής της χρυσής λίρας κατά τον Ιανουάριο του 1960 προκύπτει το ποσό των 38.150 δραχμών, το οποίο αποτελεί την αξία σε δραχμές της προίκας των 70.000 δραχμών, που έλαβε η ανωτέρω Ό. Π. κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Τα ως άνω ποσά των παροχών του κληρονομουμένου προς τις κόρες του υπόκεινται σε συνεισφορά για τον προσδιορισμό της εξ αδιαθέτου μερίδας καθενός των τέκνων αυτού (κληρονομουμένου) από την κληρονομιά του τελευταίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1895 και 1899 του Α.Κ. Έτσι με βάση τα προαναφερόμενα η αξία της πλασματικής ομάδας της κληρονομιάς του κληρονομουμένου ανέρχεται στο ποσό των 486.440,44 δραχμών ήτοι (126.000 δραχμές + 259.731,76 + 62.558 + 38.150). Συνεπώς η εξ αδιαθέτου μερίδα καθενός από τα τέκνα του κληρονομουμένου επί της κληρονομιάς αυτού ανέρχεται σε 97.288 δραχ. (ήτοι 486.440,44 : 5). Στο ποσό αυτό της εξ αδιαθέτου μερίδας των παραπάνω τριών θυγατέρων του κληρονομουμένου, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε, είναι υπόχρεες σε συνεισφορά, καταλογίζεται η συνεισενεκτέα παροχή που έλαβε καθεμία από αυτές από τον κληρονομούμενο πατέρα της και έτσι το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο της Ε. Π. (μητέρας του πρώτου εναγομένου) επί της κληρονομιάς του πατέρα της ανέρχεται σε 97.288 δραχμές, στο οποίο συνεισφέρεται και καταλογίζεται η προίκα αξίας κατά τον χρόνο που την έλαβε 259.731,76 δραχμών. Επομένως αυτή έχει λάβει μερίδα μεγαλύτερη από αυτήν που αντιστοιχεί στην εξ αδιαθέτου μερίδα της και δεν δικαιούται να συμμετάσχει στην πραγματική κληρονομιά του παραπάνω κληρονομουμένου, η οποία περιέρχεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1900 ΑΚ, στα λοιπά τέκνα του παραπάνω κληρονομουμένου. Συνεπώς ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος αντλεί τα δικαιώματα του από την αποβιώσασα μητέρα του Ε. Π., δεν έχει κληρονομικό μερίδιο στην κληρονομιά του κληρονομουμένου παππού του Ε. Π.. Στην συνέχεια για να εξευρεθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο της Μ. Π. (μητέρας των λοιπών εναγομένων), προστίθενται στην πραγματική ομάδα της κληρονομιάς του κληρονομουμένου αξίας 126.000 δραχ. οι προίκες της Μ. και της Ό. Π., αξίας 62.558,68 δραχ. και 38.150 δραχμών αντίστοιχα (ήτοι 126.000 + 62.558,68 δραχ. + 38.150 δραχμές = 226.708,68 δραχ.). Το ποσό αυτό των 226.708,68 δραχμών διαιρείται δια 4 μετά τον αποκλεισμό της ανωτέρω Ε. Π. ήτοι 226.708,68 : 4 = 56.677,17 δραχμές. Έτσι προκύπτει η πλασματική μερίδα για καθένα από τους υπόλοιπους τέσσερεις κληρονόμους ποσού 56.677,17 δραχμές και πραγματική μερίδα για καθένα από αυτούς, αυτή που αντιστοιχεί στο κλάσμα με αριθμητή το ποσό των 56.677,17 δραχμών και παρανομαστή το ποσό των 126.000 δραχμών που είναι η αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς. Έτσι, το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο της Μ. Π. μητέρας των δεύτερου, τρίτου, τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων υπολογιζόμενο κατά τον προαναφερόμενο τρόπο ανέρχεται σε 56.677,17 δραχμές, στο οποίο συνεισφέρεται και καταλογίζεται η προίκα αξίας 62.558,68 δραχμών. Επομένως αυτή έχει λάβει μερίδα μεγαλύτερη από αυτή που αντιστοιχεί στην εξ αδιαθέτου διαδοχή και δεν δικαιούται να συμμετάσχει στην πραγματική κληρονομιά του παραπάνω κληρονομουμένου, η οποία περιέρχεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1900 Α.Κ. στα λοιπά τέκνα του. Συνεπώς ο δεύτερος, ο τρίτος, η τέταρτη και η πέμπτη των εναγομένων, οι οποίοι αντλούν τα δικαιώματα τους από την αποβιώσασα μητέρα τους Μ. Π., δεν έχουν κληρονομικό μερίδιο στην κληρονομιά του κληρονομουμένου παππού τους Ε. Π.. Ακολούθως για να εξευρεθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο της Ό. Π. μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) προστίθεται στην πραγματική ομάδα της κληρονομιάς αξίας 126.000 δραχμών, η προίκα αυτής αξίας 38.150 δραχμών, ήτοι 126.000 + 38.150 = 164.150 δραχμές. Το ποσό αυτό των 164.150 δραχ. διαιρείται μετά τον αποκλεισμό της Μ. Π. δια 3 (ήτοι 164.150 : 3 = 54.716 δραχμές). Έτσι προκύπτει πλασματική ομάδα για καθέναν από τους υπολοίπους τρεις κληρονόμους ποσού 54.716 δραχ. και πραγματική μερίδα για καθένα από αυτούς, αυτή που αντιστοιχεί στο κλάσμα με αριθμητή το ποσό των 54.716 δραχ. και παρανομαστή το ποσό των 126.000 δραχ. που είναι η αξία της πραγματικής ομάδας κληρονομιάς. Έτσι το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο της Ό. Π. ανέρχεται σε 54.716 δραχ. στο οποίο συνεισφέρεται και καταλογίζεται η προίκα αξίας 38.150 δραχμών. Το υπόλοιπο που απομένει μετά την αφαίρεση της αξίας της προίκας από την αξία της κληρονομικής μερίδας των 54.716 δραχ., ήτοι ποσό 16.566 δραχμών, αποτελεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό της μερίδιο στην πραγματική κληρονομιά του κληρονομουμένου Ε. Π., το οποίο όμως, όπως προαναφέρθηκε, μεταβίβασε στα αδέλφια της Μ. Π. αρχικό πρώτο ενάγοντα και Κ. Π. πατέρα των λοιπών εναγόντων κατά ποσοστό Vi εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά το θάνατο του πατέρα τους Ε. Π. τα κληρονομιαία ακίνητα τα νέμονταν οι υιοί του Μελέτιος και Κ. Π. χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τις αδελφές τους μέχρι την αποβίωση αυτών, για δικό τους λογαριασμό. Οι αδελφές τους δεν τα νεμήθηκαν ποτέ ούτε αξίωσαν εισοδήματα από τα κληρονομιαία ακίνητα καθόσον γνώριζαν ότι αυτά ανήκουν στα αδέλφια τους αφού αυτές με τις προίκες που έλαβαν από τον πατέρα τους υπερεκάλυψαν το κληρονομικό τους μερίδιο. Οι αδελφές με τις προίκες που έλαβαν και την εργασία των συζύγων τους και την δική τους δημιούργησαν δική τους περιουσία και δεν ασχολήθηκαν καθόλου με την κληρονομιαία περιουσία ούτε προέβαλαν ποτέ καμία αξίωση κληρονομικού δικαιώματος επί της πατρικής κληρονομιάς, τηρώντας με συνέπεια τα δηλωθέντα, όπως προαναφέρθηκαν, στα προικοσύμφωνα κατά τη λήψη των προικώων παροχών εκ μέρους του πατέρα τους. Μάλιστα ο Α. Κ. σύζυγος της Μ. Π. και πατέρας των δευτέρου, τρίτου, τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων με την από 15/7/1966 επιστολή του προς τον Μ. Π.- αρχικό πρώτο ενάγοντα έξι έτη μετά το θάνατο του Ε. Π. του αναφέρει ότι "το γυναικείο συγκρότημα" υπονοώντας τη σύζυγο του και τις αδελφές της "δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει τίποτε άλλο διότι τις εκαλοπροίκισε ο πατέρας τους". Το γεγονός ότι οι θυγατέρες του Ε. Π. αποδέχθηκαν τυπικά και μόνο με τις προαναφερόμενες δηλώσεις αποδοχής την κληρονομιά του πατέρα τους κατά τα έτη 1968 και 1969 δεν ασκεί κάποια έννομη επιρροή καθόσον ποτέ μέχρι το θάνατο τους δεν νεμήθηκαν τα κληρονομιαία ακίνητα ούτε προέβαλαν ποτέ κάποια αξίωση ενώ έβλεπαν τα αδέλφια τους να νέμονται εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για τον εαυτό τους τα εν λόγω ακίνητα. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ότι, οι υιοί του Ε. Π., Μ. και Κ. έλαβαν από τον πατέρα τους κατά το έτος 1952 τα ποσά των 3.000 και 1.500 χρυσών λιρών Αγγλίας αντίστοιχα για επαγγελματική τους αποκατάσταση. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο σύζυγος της αδελφής τους Ό., Π. Μ. τους μεταβίβασε το έτος 1946 φορτηγό αυτοκίνητο για να κάνουν μόνοι τους μεταφορές με τη συμφωνία να το αποπληρώσουν σε δόσεις και έτσι εργαζόμενοι τόσο με το φορτηγό όσο και στα κτήματα του πατέρα τους απέκτησαν χρήματα και με αυτά εξόφλησαν το τίμημα του φορτηγού αυτοκινήτου στο γαμπρό τους και αγόρασαν το έτος 1953 μαζί το 1/4 λεωφορείου του ΚΤΕΛ τα υπόλοιπα 3/4 του λεωφορείου τα αγόρασε ο γαμπρός τους Π. Μ. και εργάζονταν σ' αυτό όλοι μαζί. Ο πατέρας τους ηλικίας 80 ετών το 1952 δεν εργαζόταν πλέον και δεν είχε χρήματα ώστε να δώσει τα ανωτέρω υπέρογκα ποσά στους υιούς του για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Οι μάρτυρες των εναγόντων με πειστικότητα και σαφήνεια κατέθεσαν τόσο για την παραίτηση των προικισθέντων αδελφών από το κληρονομικό τους δικαίωμα επί της κληρονομιάς του πατέρα τους Ε. Π. όσο και για την αδυναμία του πατέρα τους να δώσει στους υιούς του για την επαγγελματική τους αποκατάσταση το συνολικό ποσό των 4.500 χρυσών λιρών Αγγλίας, οι δε καταθέσεις τους αυτές δεν αντικρούονται πειστικά από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων. Περαιτέρω η ένσταση παραγραφής του δικαιώματος της συνεισφοράς και της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγόντων που προτείνουν οι εναγόμενοι αλυσιτελώς προβάλλονται ενόψει της κρίσεως του δικαστηρίου περί παραιτήσεως των θυγατέρων του κληρονομουμένου Ε. Π. από το κληρονομικό τους δικαίωμα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, το οποίο κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ και λόγω ερημοδικίας των εκκαλούντων - εναγομένων στον πρώτο βαθμό, είχε κάνει δεκτή την έφεση και είχε εξαφανίσει την εκκαλουμένη, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αποτελούσα αντικείμενο της αναιρέσεως και σωρευομένη περί συνεισφοράς αγωγή και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι (ο πρώτος και η πέμπτη των οποίων είναι οι αναιρεσείοντες) έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν στην κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος στις 18.1.1960 Ε. Π., τις παροχές (προίκες) που έλαβαν οι μητέρες τους Ε. Π. - Κ. και Μ. Π. - Κ.". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 1831, 1895 και 1899 ΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 1832, 1833 και 1834 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως, γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ενώ η επίκληση της παραβιάσεως του άρθρου 156 ΑΚ στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού, κατά την ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου, δεν συνέτρεξε περίπτωση παραιτήσεως του πρώτου ενάγοντος και του δικαιοπαρόχου των λοιπών εναγόντων, από δικαίωμα συνεισφοράς αλλά παραιτήσεως των αναιρεσειουσών από το κληρονομικό τους δικαίωμα. Επομένως ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ'αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης και σωρευομένης περί συνεισφοράς αγωγής των αναιρεσιβλήτων και συνακόλουθα για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων, τις οποίες εφάρμοσε. Συνεπώς ο ίδιος πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάση λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών είναι αβάσιμος. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το δικαίωμα των αρχικώς εναγόντων για συνεισενεκτέα, λόγω προίκας, παροχή και καταλογισμό στην κληρονομιαία του προικοδότη και κληρονομηθέντος Ε. Π. περιουσία έπαψε να υπάρχει και καταλύθηκε λόγω δεδηλωμένης και έμπρακτης παραιτήσεως των εν λόγω αρχικώς εναγόντων από την άσκηση του δικαιώματός τους αυτού, όσο και με την αναγνώριση, των επί των επιδίκων, κληρονομιαίων δικαιωμάτων των αδελφών τους προικοληπτριών, για τους αναφερομένους ειδικότερα λόγους και ιδιαίτερα λόγω της κοινής από όλα τα αδέλφια αποδοχής της κληρονομιαίας περιουσίας, είναι απαράδεκτες γιατί δεν αφορούν κατά τα προεκτεθέντα, σε παραδοχές της αποφάσεως, αλλά προβάλλουν αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που αν εκτιμώντο όπως οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα θα ήταν διαφορετικό από το εξαχθέν. Έτσι όμως και υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων πλήττεται η αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Η αιτίαση του ίδιου λόγου περί παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, χωρίς τον προσδιορισμό των διδαγμάτων αυτών, καθώς και αντίστοιχου πραγματικού είναι απαράδεκτη. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί, όπως επίσης πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος, κατά τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν αιτιολογεί γιατί οι κόρες του κληρονομουμένου Ε. και Μ., καθώς και η αδελφή τους Ό., που μεταβίβασε στα αδέλφια της το κληρονομικό της μερίδιο, δεν εδικαιούντο κληρονομικό μερίδιο, καθ'όσον ουδεμία ασάφεια η ανεπάρκεια υφίσταται στην αιτιολογία της αποφάσεως, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, οι δε αιτιάσεις αυτές αφορούν κατά τα λοιπά στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από τις αποδείξεις και δεν συνιστούν έλλειψη αιτιολογίας, αφού κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 833/2013). "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με αρνητικό ισχυρισμό της αγωγής ή με επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 25/2003). Πράγμα με την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν οι αλυσιτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων και σ' αυτούς, και όταν περιέχονται σε λόγο εφέσεως, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει (Ολ.ΑΠ 14/2004). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνης του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι δεν ερεύνησε τον περιεχόμενο στον πρώτο λόγο της εφέσεως των αναιρεσειόντων ισχυρισμό, κατά τον οποίο εσφαλμένα θεωρήθηκαν από το δικαστήριο δικονομικά απόντες ως καταθέσαντες εκπροθέσμως τις προτάσεις τους, ενώ τούτο δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα, καθόσον οι προτάσεις αυτές είχαν κατατεθεί εμπρόθεσμα και στην οριζόμενη στο άρθρο 237 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμία των 20 ημερών πριν από την συζήτηση. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος γιατί αφορά σε περιεχόμενο σε λόγο εφέσεως αλυσιτελή ισχυρισμό, στον οποίο το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρωτοδίκων προτάσεων αυτές κατετέθηκαν στις 18-9-2008, ενώ η συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έγινε στις 6-10-2008, ήτοι η κατάθεσή τους έγινε 17 ημέρες πριν από τη συζήτηση και συνακόλουθα έγκυρα οι εναγόμενοι - αναιρεσείοντες θεωρήθηκαν δικονομικά απόντες. Στην πρωτόδικη απόφαση ως ημέρα καταθέσεως των προτάσεων αυτών αναφέρεται, από προφανή παραδρομή, η 15-9-2008 πλην όμως το "γραφικό" αυτό λάθος δεν μπορεί να εδραιώσει τον ερευνώμενο αναιρετικά λόγο. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου είναι απαράδεκτος γιατί ούτε σε παραβίαση ουσιαστικής διατάξεως αναφέρεται, ούτε αντίστοιχο πραγματικό περιέχει. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Η δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων βαρύνει τους αναιρεσείοντες λόγω της ήττας τους (αρθρ.176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-1-2013 αίτηση των Α. Κ. και Α. Κ. συζ. Χ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3494/1992 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποσοτική - ποιοτική αοριστία. Ορισμένο αγωγής συνεισφοράς. Ο λόγος αοριστίας μπορεί να προταθεί το πρώτον στο Εφετείο, αφού ο κενός ισχυρισμός λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Συνεισφορά. Διατάξεις πριν το ν. 1329/83, 1895, 1899. 559 αρ. 1, 19 απαράδεκτοι οι λόγοι αν υπό την επίφαση παραβιάσεως του κανόνα δικαίου πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων. Παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Αόριστος ο λόγος αν τα διδάγματα δεν προσδιορίζονται και δεν παρατίθεται αντίστοιχο πραγματικό. 559 αρ.8. Δεν αποτελούν πράγματα οι αλυσιτελείς ισχυρισμοί στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Ισχυρισμός περί άκυρης ερημοδικίας. Αλυσιτελώς υποβάλλεται ισχυρισμός περί άκυρης ερημοδικίας στον πρώτο βαθμό λόγω εσφαλμένης παραδοχής περί εμπρόθεσμης κατάθεσης προτάσεων, αφού κατά 528 η υπόθεση εξετάζεται εκ νέου, ενώ στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί και η παραδοχή περί άκυρης ερημοδικίας αφού κατά 535 το δικαστήριο κρατάει την υπόθεση και δικάζει σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ο αναιρετικός λόγος του 559 αρ.6 ιδρύεται επί άκυρης ερημοδικίας της συζήτησης κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.
Κληρονομία
Αοριστία αγωγής, Ερημοδικία , Κληρονομία .
0
Αριθμός 503/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δροσιά Μπάκου. Της αναιρεσίβλητης: Κ. συζ. Σ. Σ., το γένος Γ. Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λεκέα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/6/1997 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/1999 μη οριστική, 116/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 106/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10/6/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 1045 του ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος (έκτακτη χρησικτησία). Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αρ.8 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως πράγματα δε κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Παρέπεται ότι ο λόγος αυτός της αναίρεσης, προβαλλόμενος, είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο της ουσίας εξετάζει ουσιώδη, ως ανωτέρω, ισχυρισμό (πράγμα) που προτάθηκε νομίμως και τον δέχεται ή τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Τέλος, ο κατά το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. ΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι ο πατέρας του διαδίκου ήταν κύριος ενός ακινήτου (αγροκτήματος), εμβαδού 6,5 στρεμμάτων, που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας ..., ότι κατά τις αρχές της δεκαετίας του χίλια ενιακόσια εβδομήντα (1970-1972) ο ανωτέρω παραχώρησε ατύπως, λόγω προικός, στην αναιρεσίβλητη το ειρημένο ακίνητο, η τελευταία δε νεμόταν έκτοτε και μέχρι την άσκηση της αγωγής (Ιούνιος 1997). Το ακίνητο αυτό, το οποίο περιέφραξε με συρμάτινη περίφραξη και ξύλινους πασσάλους, στηριζόμενους σε τσιμεντένιο τοιχείο (σενάζ), και το καλλιεργούσε με σιτηρά, βρώμη και κηπευτικά, εναλλάξ, πότε η ίδια και πότε εκμισθώνοντάς το σε τρίτους, και αφού το μετέτρεψε από ξερικό σε ποτιστικό αγρόκτημα με την κατασκευή αρτεσιανού φρέατος, επιπλέον δε και αποθήκης με σκεπή από λαμαρίνα, ότι ο πατέρας των διαδίκων με το υπ'αριθμ…./29-3-1988 συμβόλαιο που μεταγράφηκε νόμιμα μεταβίβασε το ανωτέρω ακίνητο (επίδικο) λόγω γονικής παροχής στον αναιρεσείοντα, ότι ο τελευταίος έγινε μεν με τον τρόπο αυτό κύριος του επιδίκου, αφού η αναιρεσίβλητη δεν είχε ακόμη συμπληρώσει εικοσαετή νομή στο ακίνητο και δεν είχε καταλυθεί έτσι η κυριότητα του δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος σ'αυτό, ο ίδιος όμως (αναιρεσείων) μετά την κατά τα ανωτέρω γονική παροχή και μέχρι την άσκηση της αγωγής, ήτοι επί χρονικό διάστημα εννέα (9) ετών, εκτός από την κοινοποίηση προς την αναιρεσίβλητη του ως άνω συμβολαίου και την κλήση προς αυτήν να του αποδώσει το ακίνητο, δεν άσκησε καμιά πράξη νομής σ'αυτό, ούτε επεδίωξε τη δικαστική αποβολή της αναιρεσίβλητης από τη νομή του επιδίκου και την προστασία του δικαιώματος του (κυριότητα) επ'αυτού, και ότι η αναιρεσίβλητη, συνεχίζοντας αδιαλείπτως, και μετά την ειρημένη γονική παροχή, την κατά τα ανωτέρω νομή της επί του επιδίκου, επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας, που είχε συμπληρωθεί κατά την άσκηση της αγωγής, έγινε κυρία του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και με αντίστοιχη κατάλυση του δικαιώματος της κυριότητας επί του επιδίκου που ο αναιρεσείον είχε απαιτήσει κατά τον προαναφερθέντα παράγωγο τρόπο. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε κατ'ουσίαν την ένδικη διεκδικητική του ανωτέρω ακινήτου αγωγή του αναιρεσείοντος, η οποία είχε γίνει δεκτή πρωτοδίκως. ΙΙΙ. Με τον πρώτο και κατά το πρώτο σκέλος του, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη την ένσταση ιδίας κυριότητας της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου, κατά παραδοχήν της οποίας και απέρριψε την αγωγή του, αφού, υποστηρίζει ο αναιρεσείων, τέτοια ένσταση δεν είχε προτείνει η αναιρεσίβλητη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τον δεύτερο δε, από την ίδια διάταξη, λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι επίσης παρά το νόμο το Εφετείο δέχθηκε ότι ο πατέρας των διαδίκων παραχώρησε ατύπως το επίδικο κατά τις αρχές της δεκαετίας "του εβδομήντα" (1970-1972) ενώ η ίδια είχε ισχυρισθεί με τις πρωτόδικες προτάσεις της ότι το ακίνητο είχε παραχωρηθεί σ'αυτήν (από τον πατέρα της το έτος 1968, παραχώρηση η οποία συνέχεται με τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης για την έναρξη της νομής και εντεύθεν χρησικτησίας της αναιρεσίβλητης στο επίδικο. Οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης εκτός του ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι α)όπως προκύπτει από τις από 7-5-1998 προτάσεις της αναιρεσίβλητης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αναιρεσίβλητη είχε προτείνει την ανωτέρω ένσταση, με τα πραγματικά περιστατικά που τη συγκροτούν, λόγος άλλωστε για τον οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ'αριθμ.46/1999 παρεμπίπτουσα απόφασή του έταξε ιδιαίτερο θέμα αποδείξεως στην εναγομένη (αναιρεσίβλητη) για την ένσταση αυτή, η ίδια δε αναιρεσίβλητη επανέφερε στο Εφετείο την ένστασή της, παραπονούμενη κατά της πρωτόδικης (οριστικής) απόφασης, που την είχε απορρίψει, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Και β)η παραδοχή του Εφετείου ότι ο πατέρας των διαδίκων παραχώρησε ατύπως το επίδικο στην αναιρεσίβλητη κατά τις αρχές της δεκαετίας "του εβδομήντα" (1970-1972), προφανώς εμπεριέχεται στον ισχυρισμό της ίδιας (αναιρεσίβλητης) ότι η παραχώρηση αυτή έγινε το έτος 1968 και ότι έκτοτε η τελευταία νέμεται το επίδικο, αφού ο κατά το Εφετείο ως άνω χρόνος της παραχώρησης, ως χρόνος ενάρξεως νομής και μεταγενέστερος, εμπίπτει στον επικαλούμενο από την αναιρεσίβλητη χρόνο της νομής της (1968 και εντεύθεν). Τα υποστηριζόμενα δε με το δεύτερο σκέλος του ίδιου πρώτου και από την επίκληση του αριθμού 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου του αναιρετηρίου ότι η αναιρεσίβλητη δεν μπορούσε να προτείνει την ειρημένη ένσταση για δική της κυριότητα στο επίδικο κατά την μετ' απόδειξη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε και στο Εφετείο, με το εφετήριό της, στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέα, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο ανωτέρω ουσιώδης ισχυρισμός της αναιρεσίβλητης είχε προταθεί νομίμως, κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Περαιτέρω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες εν προκειμένω ζήτημα της ενστάσεως ιδίας κυριότητας, στηριζόμενης στην έκτακτη χρησικτησία, που είχε προτείνει η αναιρεσίβλητη και της εντεύθεν κατάλυσης του δικαιώματος κυριότητας που ο αναιρεσείων είχε αποκτήσει στο επίδικο με τον προαναφερθέντα (ανωτ.υπό ΙΙ) παράγωγο τρόπο, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του οικείου ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1045 (και 1033, που επικαλείται ο αναιρεσείων) του ΑΚ, και τον οποίο (κανόνα) δεν παραβίασε το Εφετείο, ούτε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι δε αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τους τρίτον και τέταρτο, από τους αριθμούς 19 και 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους του αναιρετηρίου, αναφερομένους κατά τα λοιπά απαραδέκτος (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ) στην ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και σε επιχειρήματά του που σχετίζονται με τις αποδείξεις. IV. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου κατά τη διάταξη, του άρθρου 559 αρ.1 εδ.β'του ΚΠολΔ, δημιουργεί τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως μόνο όταν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς, όχι δε όταν χρησιμεύουν για την εκτίμηση αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 2/2008). Εν προκειμένω προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη με τον πέμπτο και υπό την επίκληση της ανωτέρω διάταξης λόγο του αναιρετηρίου η αιτίαση ότι το δικαστήριο με το να δεχθεί ότι α)η περίφραξη του επιδίκου από την αναιρεσίβλητη και η κατασκευή σ'αυτό αποθήκης και αρτεσιανού φρέατος που έγιναν το 1985 δικαιολογούνται μόνο στα πλαίσια άσκησης ιδίας νομής εκ μέρους της αναιρεσίβλητης και όχι στα πλαίσια μισθωτικής σχέσης προς το επίδικο που κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος είχε η αναιρεσίβλητη, ως μισθώτρια (από τον πατέρα των διαδίκων) του επιδίκου, και ότι β)η εξώδικη δήλωση του αναιρεσείοντος προς την αναιρεσίβλητη αμέσως μετά την κατάρτιση του ειρημένου (ανωτ.υπό ΙΙ) συμβολαίου γονικής παροχής και η γνωστοποίηση προς την τελευταία ότι ο αναιρεσείων κατέστη κύριος του επιδίκου, με πρόσκληση για απόδοσή του στην οποία η αναιρεσίβλητη δεν απάντησε, υποδηλώνει νομή της αναιρεσίβλητης, παραβίασε (το Εφετείο) τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 1045 του ΑΚ. Ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, αφού τα φερόμενα ως παραβιασθέντα ως άνω διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη, το Εφετείο αναφέρει προς ενίσχυση της κρίσεώς του για τη νομή του επιδίκου από την αναιρεσίβλητη, που δέχεται ως αποδεικνυόμενη από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, προφανώς χρησίμευσαν στο Εφετείο για την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αφορούν (τα διδάγματα αυτά) την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου (επικαλούμενο άρθρο 1045 του ΑΚ) ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ'αυτόν. V. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ'ουσίαν, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (αρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-6-2010 αίτηση του Α. Σ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.106/2010 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Αναίρεση. Λόγοι από τους αρ. 8 και 19 ά. 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 1β’ του ά. 559 ΚΠολΔ όταν τα φερόμενα παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων. [Επικυρώνει ΕφΠατρ 106/2010].
Χρησικτησία έκτακτη
Χρησικτησία έκτακτη.
1
Αριθμός 504/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Π. συζ. Σ. Τ., το γένος Α. Χ., 2) Ε. συζ. M. R. (H. R.), το γένος Α. Χ., 3) Α. συζ. M. L. (A. L.), το γένος Α. Χ., 4) Μ. συζ. V. R. (M. R.), το γένος Α. Χ., 5) Χ. Χ. και 6) Ι. Χ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεμιστοκλεία Αναδιώτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. συζ. Χ. Α., το γένος Α. Δ. και 2) Ε. συζ. Κ. Μ., το γένος Α. Δ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Κόρακα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/1/1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 13/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 154/2012 του Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19/2/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 20/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ.1 στοιχ.β, 346 και 453 παρ.1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά, δια των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη στην κατ' έφεση δίκη, η επίκληση αποδεικτικού μέσου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ισχυρισμού, που κατά το άρθρο 335 ΚΠολΔ έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφώς και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων (στις οποίες γίνεται επίκληση των αποδεικτικών μέσων) στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ.ΑΠ 23/2008). Εξ ετέρου οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί για άλλη προγενέστερη δίκη θεωρούνται απλά έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων που περιέχουν μαρτυρία τρίτου και όχι έγγραφα με ειδική κατά τους προαναφερθέντες νόμους ρύθμιση (αρθρ.11 Ν. 1478/1984 και 7 ν. 2915/2001) ή ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα μετά την ισχύ του Ν. 3994/2011, κατά τον οποίο οι ένορκες βεβαιώσεις συμπεριλήφθηκαν στα κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση με την πέμπτη αιτίαση του μοναδικού λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως για τον έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ισχυρισμό, περί ασκήσεως επί του επιδίκου ακινήτου πράξεων νομής από τον δικαιοπάροχο των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων Α. Δ. από το 1948 και επέκεινα, έλαβε υπόψη την ληφθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Μυτιλήνης υπ' αριθμ. 138/15.9.1987 ένορκη βεβαίωση, πριν από την άσκηση της ένδικης από 12.11.1998 αγωγής που είχε απευθυνθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης και παραπέμφθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο με την υπ' αριθμ. 81/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης και ότι η ένορκη αυτή βεβαίωση περιείχε τις καταθέσεις δύο μαρτύρων και δη του Χ. Μ. και του Α. Π. και δεν είχε προσκομισθεί με επίκληση, ούτε στο πρωτοβάθμιο, αλλά ούτε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Από την παραδεκτή επισκόπηση των από 14-5-2005 και 11.1.2007 προτάσεων των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων στο Πολυμελές Πρωτοδικείο (σελίδες 10 και 8 αντίστοιχα) και των από 14.2.2010 προτάσεών τους στο Εφετείο (σελ.5) προκύπτει ότι της ένορκης αυτής βεβαίωσης, που περιέχει τις καταθέσεις των δύο ως άνω μαρτύρων, δεν έγινε επίκληση, στον πρώτο βαθμό ενώ στον δεύτερο έγινε αναφορά σε όλα τα προσκομισθέντα έγγραφα χωρίς σαφή και ορισμένη επίκληση της ένορκης αυτής βεβαιώσεως, η οποία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και εφόσον λήφθηκε σε χρόνο προγενέστερο της ένδικης αγωγής στα πλαίσια άλλης δίκης είναι απλό έγγραφο περιέχον μαρτυρίες τρίτων και όχι έγγραφο με ειδική ρύθμιση. Δηλαδή το έγγραφο αυτό που αφορούσε στον επικαλούμενο και έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ισχυρισμό περί ασκήσεως πράξεων νομής, επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων δεν είχε επαναφερθεί νομίμως στον δεύτερο βαθμό και δεν θα έπρεπε για το λόγο αυτό να ληφθεί υπόψη. Ενόψει τούτων στοιχειοθετείται η ερευνώμενη από τη διάταξη του αριθμού 11β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, και συνεπώς από τον αριθ.11β του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερων δικασάντων (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει κατά το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες αναιρεσείοντες. Οι αναιρεσίβλητοι ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (αρθρ.176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 154/2012 απόφαση του Εφετείου του Βορείου Αιγαίου. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Βορείου Αιγαίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες - αναιρεσείοντες. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ένορκες βεβαιώσεις στα πλαίσια άλλης δίκης είναι απλά έγγραφα περιέχοντα μαρτυρία τρίτου και είναι ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα για υποθέσεις του Πολυμελούς που είχαν ασκηθεί προ της τροποποιήσεως του 270 ΚΠολΔ με το ν. 2915/2001. Άρθρ. 559 αρ. 11 περ. β’ πρέπει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου. Πώς γίνεται η επίκληση. Κατά τη διάταξη 11α του ίδιου άρθρου δεν λαμβάνονται υπόψη ανυπόστατα έγγραφα. Πριν το ν. 2915/2001 για τη διαδικασία του Πολυμελούς οι ένορκες βεβαιώσεις ήταν ανυπόστατα έγγραφα. Αναιρείται η απόφαση γιατί λήφθηκε υπόψη ένορκη βεβαίωση της οποίας δεν είχε γίνει νόμιμη επίκληση στη δευτεροβάθμια δίκη και η οποία προσέτι ήταν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο για διαφορά του Πολυμελούς που είχε εισαχθεί σε δίκη το 1998 ήτοι πριν την ισχύ του Ν. 2915/2001 που τροποποίησε το 270 ΚΠολΔ και επέτρεψε τις ένορκες βεβαιώσεις εφόσον λήφθηκαν μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου.
Έγγραφα
Βεβαίωση ένορκη, Έγγραφα.
0
Αριθμός 505/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Βαμβακίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Π. του Θ. , κατοίκου ... και 2)Κ. χας Π. Π., κατοίκου ... Η 1η παραστάθηκε αυτοπροσώπως επειδή είναι δικηγόρος, ανακαλώντας την από 5/11/2013 δήλωσή της και η 2η παραστάθηκε με την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο της. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/8/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 97/2010 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης λόγω αρμοδιότητας, 62/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και 8/2013 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 12/3/2013 αίτηση και τους από 20/8/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος της. Η 1η αναιρεσίβλητη (ατομικά και ως πληρεξούσια της 2ης) ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθ. 4 του Ν 3127/2003 ορίζεται ότι: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ". Από τις άνω διατάξεις του άρθρου 4 του Ν 3127/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 1042 ΑΚ, προκύπτει, ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτούνται αδιατάρακτος νομή επί 30 έτη του πράγματος και καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο χρησιδεσπόζων, έστω και αν γνωρίζει ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, όμως, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το εκκαλούν εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη αναιρεσείον), είχε δικαίωμα κυριότητας σε ένα οικόπεδο που βρίσκεται στην …το Ο.Τ. … του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, στη θέση με παλιά ονομασία "... " και σημερινή "... " με συνολικό εμβαδόν 1.255 τ.μ. Το οικόπεδο είναι καταγεγραμμένο με αριθμό … στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής Δημοσίων Κτημάτων που τηρείται στη Κτηματική Υπηρεσία του Νομού Έβρου. Το επίδικο αποτελεί μικρότερο τμήμα του δημοσίου αυτού κτήματος, έχει έκταση 135,05 τετραγωνικών μέτρων και συνορεύει βόρεια σε πλευρά 7,35 μέτρων με το ακίνητο του εκκαλούντος-εναγομένου, νότια σε πλευρά 7,60 μέτρων με την οδό …, ανατολικά σε πλευρά 17,80 μέτρων με άλλο ακίνητο των εφεσιβλήτων-εναγουσών και δυτικά σε πλευρά 18,50 μέτρων επίσης με το δημόσιο κτήμα. Τον Ιούλιο του έτους 1958 εγκαταστάθηκε στο ακίνητο ο Ν. Τ. Τ. του Α. , κάτοικος, όσο ζούσε, …. Το περιέφραξε, άρχισε να το φροντίζει και μετά από ένα χρόνο περίπου απευθύνθηκε στην πολεοδομική αρχή της Αλεξανδρούπολης, έλαβε νόμιμα από αυτή την υπ' αριθμό 165/1959 άδεια οικοδόμησης και έκτισε το έτος 1959 στο ακίνητο ένα ισόγειο σπίτι το οποίο χρησιμοποιούσε έκτοτε ως κύρια κατοικία του ίδιου και της οικογένειας του. Ο δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων-εναγουσών, όταν απέκτησε τη νομή του ακινήτου, δεν τελούσε σε κακή πίστη. Αντίθετα ο Ν. Τ. του Α. είχε ακλόνητη πεποίθηση ότι απέκτησε κυριότητα στο ακίνητο, παρά το γεγονός ότι ο πωλητής δεν είχε στην πραγματικότητα δικαίωμα κυριότητας σε αυτό, επειδή ο έως τότε νομέας του ακινήτου, Ν. Κ. του Ι. , το είχε παραδώσει σε αυτόν με πώληση που κατάρτισε μαζί του (βλ. το υπ' αριθμό ... /1958 συμβολαιογραφικό έγγραφο του άλλοτε συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Χρήστου Μαρμαρά που μεταγράφηκε νόμιμα στις 25-7-1958 στον Τόμο … με αύξοντα αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών Αλεξανδρούπολης). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το εκκαλούν-εναγόμενο δεν είχε προβάλει ποτέ από το έτος 1945 έως τότε, αλλά και έως το Μάιο του έτους 2005 την εμπράγματη αξίωση του στο ακίνητο (βλ. και το υπ' αριθμό 1032/5-2005 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αλεξανδρούπολης). Αποδεικνύεται επίσης ότι ο Ν. Τ. του Α. για να ανοικοδομήσει το ακίνητο έλαβε τρία (3) δάνεια συνολικού ποσού 60.000 δραχμών από τον Ο.Ε.Κ.. Ο δανειολήπτης, νομέας, μάλιστα παραχώρησε με σύμβαση στο δανειοδότη οργανισμό, δικαίωμα για εγγραφή τριών (3) υποθηκών στο επίδικο με σκοπό να εξασφαλισθεί η απαίτηση του για απόδοση του ποσού των δανείων. Ο Ν. Τ. του Α. απέδωσε σταδιακά τα ποσά που είχε λάβει από τον Ο.Ε.Κ. ως δάνειο έως και το έτος 1980 με οικονομίες από την πενιχρή σύνταξη που λάμβανε ως συνταξιούχος μυλεργάτης. Αν συνεπώς ο Ν. Τ. του Α. γνώριζε, όταν στις 25-7-1958 απέκτησε τη νομή του επιδίκου, ότι ο δικαιοπάροχος του Ν. Κ. του Ι. δεν είχε δικαίωμα κυριότητας σε αυτό και πολύ περισσότερο ότι επρόκειτο για ακίνητο του Δημοσίου, το οποίο τότε εξαιρείτο από τη χρησικτησία, δεν θα είχε υποβληθεί μεταγενέστερα σε τόσο κόπο και έξοδα για να το αξιοποιήσει, επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει πρωτότυπα την κυριότητα του. Ο Ν. Κ. του Ι. , βέβαια είχε πληροφορηθεί ότι το επίδικο είχε καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα και είχε στραφεί εναντίον του Δημοσίου με την από 12-4-1954 αναγνωριστική της κυριότητας του στο ακίνητο αγωγή, την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του (ήδη) Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Δικαστήριο αυτό είχε εκδώσει την υπ' αριθμό 375/1954 μη οριστική απόφαση του, αλλά έκτοτε κανείς διάδικος δεν επέσπευσε περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης με συνέπεια ο Ν. Κ. του Ι. να εξακολουθήσει να παραμένει σταθερά στο ακίνητο και να το έχει στην πλήρη διάθεση του. Η δίκη εξάλλου αυτή είχε αρχίσει με δική του πρωτοβουλία και όχι του Δημοσίου. Όταν συνεπώς μετά από τέσσερα (4) περίπου χρόνια μεταβίβασε το επίδικο στο Ν. Τ. του Α., πίστευε ακράδαντα ότι επρόκειτο για ιδιοκτησία του. Για το λόγο αυτό διαβεβαίωσε τότε ρητά τον αγοραστή του επιδίκου ότι μεταβιβάζει σε αυτόν ακίνητο του, το οποίο δεν βαρύνεται με δικαίωμα τρίτου και συγκεκριμένα "ελεύθερον παντός εννόμου βάρους (...) και τρίτου εκνικήσεως", όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο συμβόλαιο μεταβίβασης που προαναφέρθηκε. Με τα δεδομένα αυτά ο Ν. Τ. του Α. είχε δικαιολογημένα απόλυτη βεβαιότητα ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου. Ο νομέας αυτός του επιδίκου πέθανε στην Αλεξανδρούπολη στις 28-12-1985. Με την υπ' αριθμό ... /2-7-1985 δημόσια διαθήκη του, την οποία είχε συντάξει με δήλωση του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Θ. Καραπιπέρη, κατέλιπε το ακίνητο στη μητέρα της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας, Ά. Β. του Κ., σύζυγο Θ. Π. , επειδή ως από πάντα γειτόνισσα του, βρισκόταν κοντά του, τον αγαπούσε, τον φρόντιζε και είχε και την επιμέλεια του σπιτιού του. Η από διαθήκη αυτή κληρονόμος - μετά τη νόμιμη δημοσίευση της διάταξης τελευταίας βούλησης - αποδέχθηκε την κληρονομιά του διαθέτη και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής.... Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο ακίνητο που δικαιολογημένα θεωρούσε πλέον δικό της και διέμενε εκεί και με την κόρη της, πρώτη εφεσίβλητη-ενάγουσα (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη). Η θετή όμως θυγατέρα του διαθέτη και αναγκαία κληρονόμος του, Κ. Τ. του Ν., σύζυγος Π. Π. (ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη) επιδείκνυε επίσης έντονο ενδιαφέρον για το κληρονομιαίο ακίνητο του πατέρα της στην …, επειδή το οικόπεδο βρισκόταν σε καλή και ανεπτυγμένη οικιστικά περιοχή της πόλης. Για το λόγο αυτό, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο διαθέτης την είχε αποκληρώσει, έσπευσε αρχικά να προστατεύει αυτοδύναμα τη σύννομη της στο επίδικο (βλ. την υπ' αριθμό 312/2-2-1988 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης). Παράλληλα όμως άσκησε αμέσως εναντίον της Ά. Β. του Κ. , συζύγου Θ. Π. την από 12-5-1986 και με αύξοντα αριθμό πράξης κατάθεσης 45/1986 αγωγή της περί κλήρου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έβρου. Η αγωγή αυτή ευδοκίμησε, η δεύτερη εφεσίβλητη-ενάγουσα αναγνωρίσθηκε νόμιμη μεριδούχος σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του θετού πατέρα της, αποδέχθηκε την κληρονομιά του και μετέγραψε τη δήλωση αποδοχής.... Το εκκαλούν εναγόμενο όμως δεν συμμετείχε ως τρίτος στις δίκες αυτές ούτε κατά τη δωδεκαετή διάρκεια τους ούτε και μετά το πέρας τους. Η υπ' αριθμό 416/1994 απόφαση μάλιστα του Εφετείου Θράκης-που κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ' αριθμό 122/1998 απόφασης του Αρείου Πάγου -δέχθηκε παρεμπιπτόντως ότι ο Ν. Τ. του Α. είχε δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο, το οποίο αποτελούσε τη μόνη ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του. Η παραδοχή αυτή της δικαστικής απόφασης που προαναφέρθηκε σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι το εκκαλούν - εναγόμενο δεν έλαβε μέρος ως παρεμβαίνον στη δικαστική διένεξη μεταξύ της μητέρας της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και της δεύτερης από αυτές επιβεβαιώνουν την ήδη σχηματισμένη, εύλογη και στέρεη αντίληψη τους ότι μετά το θάνατο του κληρονομουμένου είχαν αποκτήσει δικαίωμα τουλάχιστον συγκυριότητας στο επίδικο με καθολική διαδοχή. Η Ά. Β. του Κ., σύζυγος Θ. Π. παρέδωσε στις 12-5-1997 τη σύννομη της στο ακίνητο στην κόρη της, πρώτη εφεσίβλητη - ενάγουσα, Μ. Π. του Θ. σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης του, την οποία κατάρτισε μαζί της (βλ. και το υπ' αριθμό ... /28-1-1997 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Σ.Χρυσάκη που μεταγράφηκε νόμιμα στις 12-5-1997 στον Τόμο … και με αύξοντα αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης). Η αγοράστρια είναι Δικηγόρος Αλεξανδρούπολης, είχε υπερασπισθεί τη μητέρα της σε όλες τις δίκες εναντίον της δεύτερης εφεσίβλητης- ενάγουσας, γνώριζε πολύ καλά την υπόθεση, επειδή αφορούσε και την ίδια και συνεπώς θεωρούσε εύλογα ότι, όταν παρέλαβε το ακίνητο από τη μητέρα της, είχε αποκτήσει δικαίωμα συγκυριότητας σε αυτό. Με το δεδομένο αυτό εγκαταστάθηκε στο ακίνητο και άρχισε να το συντηρεί με τις κατάλληλες εργασίες που ανέθετε και σε τρίτα πρόσωπα. Από το έτος 1998 και εφεξής οι εφεσίβλητες - ενάγουσες, συννομείς του ακινήτου, με βεβαιότητα ότι έχουν δικαίωμα συγκυριότητας σε αυτό φρόντιζαν να το διατηρούν σε καλή κατάσταση, το δήλωναν ως ιδιοκτησία τους στις αρμόδιες φορολογικές και άλλες αρχές (Εθνικό Κτηματολόγιο κ.λπ.), κατέβαλλαν τα τέλη που αναλογούσαν σε αυτό και σχεδίαζαν να κατεδαφίσουν το παλιό κτίσμα στο οικόπεδο και να κατασκευάσουν σε αυτό νέα οικοδομή. Στις 2-2-2004 όμως ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας Έβρου επέδωσε σε αυτές το 92/26-1-2004 πρωτόκολλο καθορισμού αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος και οι εφεσίβλητες - ενάγουσες πληροφορήθηκαν τότε για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο επικαλείται δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο. Αποδεικνύεται όμως ότι το επίδικο ακίνητο νέμονταν αδιατάρακτα από τον Ιούλιο του έτους 1958 έως και 19-3-2003, δηλαδή για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τριάντα (30) έτη, αρχικά ο Ν. Τ. Τ. του Α. , απώτερος δικαιοπάροχος της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και άμεσος δικαιοπάροχος της δεύτερης από αυτές, στη συνέχεια η Ά. Β. του Κ., σύζυγος Θ. Π. , άμεσος δικαιοπάροχος της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και η δεύτερη από αυτές και τέλος από το έτος 1998 έως και 19-3-2003 μαζί και οι δύο εφεσίβλητες - ενάγουσες. Οι νομείς μάλιστα του ακινήτου νέμονταν το πράγμα χωρίς κακή πίστη και συνεπώς η ένσταση του εκκαλούντος-εναγομένου για το αντίθετο, την οποία επαναφέρει νόμιμα και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι εφεσίβλητες-ενάγουσες επομένως απέκτησαν δικαίωμα συγκυριότητας στο επίδικο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η καθεμία τους με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 β και γ Ν. 3127/2003". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι είναι βάσιμη και κατ'ουσίαν η ένδικη - από 17.8.2009- αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν.3127/2003 και του ΑΚ που προεκτέθηκαν, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία καθ'όσον αφορά τόσο την παραδοχή της αγωγής όσο και την απόρριψη της άνω ένστασης. Ειδικότερα, δέχτηκε με σαφήνεια, ότι ο δικαιοπάροχος των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγουσών, Ν. Τ. του Α. , κατά την απόκτηση του επιδίκου από το Ν. Κ. του Ι. με το προεκτεθέν -... /1958- αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ήταν καλής πίστης, είχε δηλαδή την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητά του. Συνεπώς, ο πρώτος από τον αριθμό 1 και πρώτος πρόσθετος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ.11 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Σ'αυτά περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, κατά το άρθρο 270 παρ.2 εδάφ. γ'ΚΠολΔ, όταν έχουν ληφθεί μετά από προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, οι οποίες αποτελούν αποδεικτικό μέσο διαφορετικό από τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση. Όταν όμως αυτές έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό διάφορο των εγγράφων, γι'αυτό και δεν είναι απαραίτητο να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, που έκρινε βάσιμη την ένδικη -από 17.8.2009- αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων, δεν έλαβε υπόψη 1) την από 17.5.2005 ένορκη βεβαίωση του Α. Α. του Δ. που λήφτηκε στα πλαίσια δίκης που προηγήθηκε και 2) το υπ' αριθμ. 51/18.1.2010 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, με το οποίο βεβαιώνεται η εγγραφή της από 309.4.1953 αγωγής του Ν. Κ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου που απευθύνεται στο Πρωτοδικείου 'Εβρου, στα Βιβλία Διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, που είχε επικαλεστεί και προσκομίσει με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Όμως, από τη βεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφτηκαν υπόψη "και τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι", καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι τούτο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα (ένορκη βεβαίωση και πιστοποιητικό) και επομένως ο ερευνώμενος αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.3.2013 αίτηση και τους πρόσθετους λόγους του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 8/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κτήση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003.
Χρησικτησία
Χρησικτησία.
0
Αριθμός 498/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Α. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ανεστόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και 2) Δήμου Δυτικής Αχαΐας, ως καθολικού διαδόχου του πρώην Δήμου Λαρισσού Αχαΐας και της πρώην Κοινότητας Μετοχίου Πατρών, που εδρεύει στην Κάτω Αχαΐα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Κυριαζή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/1/1995 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 628/1996 μη οριστική, 648/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 641/2009 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/7/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 9/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η διάταξη του άρθρου 3 του β.δ/τος της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών", που έχει ισχύ νόμου, ορίζει ότι: "Εντός ενός έτους από την ημέρα της δημοσιεύσεως του παρόντος, οφείλουν οι ιδιοκτήται των υπό τα άρθρα 1 και 2 δασών να παρουσιάσουν εις την επί των Οικονομικών Γραμματείαν ή απ' ευθείας ή δια των αρμοδίων υπαλλήλων, νομίμους τίτλους της ιδιοκτησίας των. Η Γραμματεία θέλει εξετάσει αυτούς, θέλει τους αναγνωρίσει ή απορρίψει και εις την πρώτην περίπτωσιν θέλει επισήμως δώσει την κατοχήν εις τους ιδιόκτητας, εις δε την δευτέραν θέλει αποπέμψει τας ελλείπουσας νομίμων αποδείξεων αξιώσεις αυτών ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Εις την περίπτωσιν ταύτην όμως, μέχρι της τελειωτικής δικαστικής αποφάσεως περί της ιδιοκτησίας, μένει η διακατοχή του διαφιλονικουμένου δάσους αναφαίρετος εις ον ευρίσκεται. Παρελθούσης της ανωτέρω προθεσμίας θεωρούνται όλα τα δάση, περί των οποίων δεν παρουσιαστούν οι ως άνω απαιτούμενοι τίτλοι, ως αδιαφιλονίκητα Εθνικά και θέλουν διατίθεσθαι ως τοιαύτα". Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ιδίου διατάγματος αναφέρουν ως ιδιωτικά δάση α) εκείνα, για τα οποία "δι' εγγράφων εκδεδομένων κατά τους νομίμους τίτλους από τας αρμοδίας Τουρκικάς Αρχάς, αποδειχθώσιν ότι υπήρχον και πριν της αρχής του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος ιδιοκτησίαι πλήρεις ιδιωτών", β) εκείνα, τα οποία "κείνται εις ιδιωτικά χωρία - τζεφλίκια - εντός των ακριβώς υποδειχθέντων ορίων ... και σχηματίζουν αναγκαίον και φυσικόν συστατικόν μέρος αυτών ..." και, γ) εκείνα, περί της ιδιοκτησίας των οπίων εγείρουν αξιώσεις Δήμοι ή Μοναστήρια "στηριζόμεναι εις νομικά έγγραφα χαρακτηρίζοντας ρητώς την ιδιοκτησία του δάσους ...". Από τις πιο πάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι τα δάση, αν δεν υποβλήθηκαν αρμοδίως και εμπροθέσμως οι απαιτούμενοι τίτλοι προ αναγνώρισή τους ως ιδιωτικών, είναι δημόσια "αδιαφιλονίκητα εθνικές", ανεξάρτητα αν υπήρχαν ή όχι οι εν λόγω τίτλοι. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις τω νόμων 8 παρ.1 Κώδ. (7.39), 9 παρ.1 Βασ. (50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ χρόνο, μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως επ' αυτού νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία, εκείνος δε που χρησιδέσποσε μπορούσε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, εφόσον η τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ' /1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτό το νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", με τις οποίες έγινε αναστολή κάθε παραγραφής ή δικαστικής προθεσμίας σε αστικές διαφορές και απαγορεύτηκε η οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ' αυτά (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 2106/2007 ΕλλΔνη 49.504). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Τα επίδικα ακίνητα βρίσκονται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Μετοχίου Αχαΐας και ήδη Δήμου Λαρισσού Αχαΐας. Αυτά αποτελούνται από ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 27.226,35 τ.μ., καθώς και από άλλο ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 3.423 τ.μ. Ο ενάγων ισχυρίζεται στην αγωγή του ότι έγινε ψιλός κύριος ολόκληρου του πρώτου ακινήτου και κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου του δεύτερου ακινήτου δυνάμει του υπ' αριθμ. .../18-6-1992 συμβολαίου γονικής παροχής από τον πατέρα του Ν. Α., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 503 και με αριθμό 100 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μυρτουντίων, ενώ την επικαρπία αυτών παρακράτησε εφ' όρου ζωής ο πατέρας του. Επίσης, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έγινε ψιλός κύριος των ακινήτων αυτών με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας προσμετρώντας το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του από το 1790 και μέχρι την άσκηση της αγωγής του, καθόσον είχαν τα ακίνητα αυτά στη νομή τους με διάνοια κυρίου και καλή πίστη ο πατέρας του προπάππου του A. από το 1790 έως το 1815, ο προπάππος του Α. Α. από το 1815 έως το 1860, ο παππούς αυτού Γ. Α. Α. από το 1860 έως το 1922, ο πατέρας αυτού Ν. Γ. Α. από το 1922 έως τις 23-2-1946 υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου και στη συνέχεια τα είχε αυτός στη νομή του με διάνοια κυρίου μέχρι τη μεταβίβαση τους σ' αυτόν το 1992 με το παραπάνω συμβόλαιο. Τα επίδικα ακίνητα αποτελούν ένα μέρος μιας μεγαλύτερης εκτάσεως 685 στρεμμάτων που βρίσκεται μεταξύ του παράκτιου δάσους της Στροφυλιάς και των λιμνών Προκόπου και Λάμιας. Η αρχικώς δεύτερη εναγομένη Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, με το υπ' αριθμ. 1646/11-1-1981 έγγραφο της προς τη Διεύθυνση Δασών της Νομαρχίας Αχαΐας ζήτησε το χαρακτηρισμό της παραπάνω εκτάσεως ως δασικής ή μη. Με την υπ' αριθμ. 1660/16-5-1983 πράξη του ο Δασάρχης Πατρών χαρακτήρισε την έκταση αυτή των 685 στρεμμάτων ως μη δασική. Κατά της παραπάνω πράξεως του Δασάρχη Πατρών άσκησε αντιρρήσεις ο Ο.Δ.Ε.Π. ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών αμφισβητήσεων Νομού Αχαΐας, η οποία με την υπ' αριθμ. 8/1984 απόφασή της χαρακτήρισε την έκταση αυτή ως μη δασική. Στη συνέχεια, ο Ο.Δ.Ε.Π. άσκησε την από14-7-1984 προσφυγή του κατά της υπ' αριθμ. 8/1984 αποφάσεως της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Αχαΐας ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Πατρών. Η Επιτροπή αυτή χαρακτήρισε την έκταση αυτή ως δασική με την υπ' αριθμ.8/22-10-1986 απόφασή της. Η αρχικώς δεύτερη εναγομένη, Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της παραπάνω αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Πατρών και η απόφαση αυτή ακυρώθηκε ως αναιτιολόγητη. Έτσι, η υπόθεση αυτή μετά την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας εισήχθη ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Πατρών, προκειμένου να αιτιολογήσει το χαρακτήρα της παραπάνω εκτάσεως ως δασικής. Η παραπάνω Δευτεροβάθμια Επιτροπή με την υπ' αριθμ. 6/1993 απόφαση της χαρακτήρισε την έκταση αυτή ως δασική,καθόσον αυτή αποτελεί ενιαίο οικοσύστημα του δάσους Στροφολιάς και του υγροβιότοπου Προκόπου -Λάμιας-Κοτυχίου και εμπίπτει στις διατάξεις του Ν. 998/1979 (άρθρο 3 παρ.2 και 3), αφού παράγει δασικά προϊόντα και συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας της περιοχής, πράγμα το οποίο φαίνεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι η έκταση αυτή στη θέση "..." μαζί με το δάσος της Στροφυλιάς και τις λίμνες Προκόπου και Λάμιας και την προς νότο λιμνοθάλασσα Κοτυχίου υπήχθησαν στις προστατευτέες εκτάσεις σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση του Ραμσάρ (Ν.Δ. 191/1974), περιοχές μάλιστα που αποτελούν την πρώτη ζώνη προστασίας του γενικότερου υγροβιότοπου της περιοχής. Από πλευράς ωφελιμότητας και λειτουργίας που αυτή εξυπηρετεί υπάγεται στην κατηγορία της παρ. 1 περίπτωση α' (υγροβιότοπος), δ' (αναψυχή) και της παρ. 2 περίπτωση β' (παραλιακή-παραλίμνια) του άρθρου 4 του Ν. 998/1979.Κατά της παραπάνω υπ' αριθμ.6/1993 αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Πατρών τόσο η αρχική δεύτερη εναγομένη, κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, όσο και η Ε. σύζ. Κ. Π.-Κ. και ο Ν. Γ. Α., κάτοικοι της παραπάνω Κοινότητας, άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας τις από 22-3-1994 αιτήσεις ακυρώσεως. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν οι υπ' αριθμ. 2996/2003 και 2997/2003 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες απέρριψαν τις αιτήσεις αυτές, αφού δέχτηκαν ότι η έκταση των 685 στρεμμάτων στη θέση "..." της περιοχής της αρχικώς δεύτερης εναγομένης Κοινότητας Μετοχίου Αχαΐας είναι δασική σύμφωνα με όσα ανέφερε στο σκεπτικό της, όπως αναφέρεται παραπάνω, η υπ' αριθμ. 6/1993 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Πατρών. Ειδικότερα, οι παραπάνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχτηκαν ότι η έκταση των 685 στρεμμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται τα επίδικα ακίνητα, αποτελεί επιμήκη λωρίδα γης ευρισκόμενη μεταξύ του δάσους της Στροφυλιάς που εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα προς δυσμάς και των λιμνών Προκόπου και Λάμιας. Επίσης, οι αποφάσεις αυτές δέχτηκαν την εισήγηση του μέλους της παραπάνω Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Η. Κ., δασολόγου, στην οποία η έκταση αυτή περιγράφεται ως επίπεδη, με εξαίρεση διάσπαρτους αμμόλοφους, έχοντας αμμώδη υφή και καλυπτόμενη από δενδρώδη και θαμνώδη δασικά φυτά (φράξο, φυλλοβόλο δρυ, ιτιά, πεύκη, παλιούρι κ.λ π.), τα οποία είναι διατεταγμένα σε διάσπαρτες λόχμες και συδενδρίες εν μέσω χορτολιβαδικής βλαστήσεως, ενώ στο ανατολικό της τμήμα προς τις λίμνες βρίσκονται λόχμες υδρόφιλων δασοπονικών φυτών, όπως φράξου, φτελιά, ιτιά κλπ. και ότι αυτή μαζί με το παρακείμενο δάσος της Στροφυλιάς, τις λίμνες Προκόπου και Λάμιας και τη λιμνοθάλασσα Κοτυχίου αποτελούν υγροβιότοπο μεγάλης σημασίας που προστατεύεται από τη Διεθνή Σύμβαση του Ραμσάρ (Ν.Δ.191/1974). Επίσης, οι αποφάσεις αυτές δέχτηκαν την παραπάνω εισήγηση, σύμφωνα με την οποία το σύνολο των διάσπαρτων δένδρων σχηματίζουν διάκενα διάφορων μεγεθών και μαζί με τη χορτολιβαδική έκταση συνιστούν ειδικό δασογενές περιβάλλον που συνδέεται άρρηκτα με το παρακείμενο δάσος της Στροφυλιός και ότι η έκταση αυτή των 685 στρεμμάτων αποτελεί δασική έκταση του άρθρου 3 παρ. 2 και 3 του Ν. 998/1979. Ενόψει αυτών πράγματι η έκταση των 685 στρεμμάτων , στην οποία περιλαμβάνονται τα επίδικα ακίνητα , είναι δασική παρά τον εν μέρει χορτολιβαδικό χαρακτήρα της, δεδομένου ότι στην έννοια των δασικών εκτάσεων (άρθρο 3 παρ.4 εδάφ. α' και 6 περ.β' του Ν. 998/1979, όπως ισχύει) εμπίπτουν και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση αποτελούν οργανική συνέχεια δάσους, κατά τρόπο ώστε να αποτελούν ενιαίο δασικό οικοσύστημα μι αυτό. Εξάλλου, το γεγονός ότι η έκταση αυτή ήταν βοσκήσιμη δεν αναιρεί το χαρακτήρα της ως δασικής, αφού η βόσκηση επιτρεπόταν στο δάσος της Στροφυλιάς και στην έκταση αυτή. Τόσο ο ενάγων όσο κι οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος (πατέρας, παππούς και προπάππος) λόγω του χορτολιβαδικού χαρακτήρα των επίδικων ακινήτων τα χρησιμοποιούσαν για τη βόσκηση των ζώων τους. Μάλιστα, αυτοί είχαν εγκαταστήσει στα επίδικα ακίνητα αρκετές κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις από τσίγκους, τσιμεντόλιθους και ξύλα, προκειμένου να σταβλίζουν τα ζώα τους. Επίσης, την παραπάνω έκταση των 685 στρεμμάτων, όπου βρίσκονται και τα δύο επίδικα ακίνητα, χρησιμοποιούσαν και άλλοι κάτοικοι της αρχικώς δεύτερης εναγομένης, Κοινότητας Μετοχίου Αχαΐας, καθώς και το δάσος της Στροφυλιάς για να βόσκουν τα ζώα τους. Πλην όμως ο ενάγων, αλλά και οι λοιποί κάτοικοι της παραπάνω Κοινότητας δεν ασκούσαν τις παραπάνω πράξεις με διάνοια κυρίου, αλλά αυτοί ασκούσαν το δικαίωμα βοσκής στην παραπάνω έκταση που τους παρείχε η αρχικώς δεύτερη εναγομένη, Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, έναντι συγκεκριμένου τέλους βοσκής. Πράγματι, η καταβολή του τέλους βοσκής προκύπτει από την υπ' αριθμ. 1796/12-12-1981 βεβαίωση της παραπάνω Κοινότητας, αλλά η είσπραξη από αυτήν του τέλους βοσκής από τους κατοίκους της που ήταν κτηνοτρόφοι δε θεμελιώνει δικαίωμα κυριότητας αυτής στην παραπάνω έκταση, όπου βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα. Η Κοινότητα αυτή δεν έχει γίνει κυρία με τον παραπάνω τρόπο, αλλά διατηρεί μόνο δικαίωμα χρήσεως στην παραπάνω έκταση, όπου βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα, το οποίο αυτή απέκτησε λόγω της ανοχής που επέδειξε το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Το παραπάνω δικαίωμα βοσκής στην παραπάνω έκταση, όπου βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα, απέκτησε η αρχικώς δεύτερη εναγόμενη, Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, με βάση την υπ' αριθμ. 95725/21-8-1924 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, σύμφωνα με την οποία παραχωρήθηκαν σ' αυτήν προς γεωργική και κτηνοτροφική αποκατάσταση των κατοίκων της οι εκτάσεις που είχαν περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει του άρθρου 16 του Π.Δ. της 17ης-8-1923 και ήταν της Μονής Μ. Σπηλαίου. Εξάλλου, στις εκτάσεις αυτές περιλαμβάνονταν οι φυτεμένες, καλλιεργημένες και μη, εκτός από τις δασικές εκτάσεις επί των οποίων διατηρήθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και παραχωρήθηκε μόνο δικαίωμα βοσκής και απαγορεύθηκε απολύτως η καλλιέργεια αυτών. Ενόψει όσων εκτέθηκαν παραπάνω τόσο ο ενάγων όσο και οι δικαιοπάροχοι του δεν απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας στα επίδικα ακίνητα (καθόσον αυτά αποτελούσαν πάντοτε δασική έκταση, αφού ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος από την έναρξη ισχύος του Β.Δ. της 17-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" δεν εμφάνισε μέσα στην προθεσμία του άρθρου 3 παρ. 1 του παραπάνω Β.Δ, τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώριση του ως κυρίου. Αυτοί δε νέμονταν τα επίδικα ακίνητα με διάνοια κυρίου, αφού κατέβαλαν τέλος βοσκής στην αρχικώς δεύτερη εναγομένη Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας. Ο ενάγων που ήταν κατηγορούμενος παραδέχτηκε το δικαίωμα βοσκής σε άλλο μοναστηριακό κτήμα που βρίσκεται μέσα στην έκταση των 685 στρεμμάτων κατά την εκδίκαση της εφέσεως του κατά της υπ' αριθμ. 201/1981 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1017/1981 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών. Επίσης, ο πατέρας του ενάγοντος Ν. Α. στο από 2-12-1982 απολογητικό του υπόμνημα που κατέθεσε ενώπιον του Πταισματοδίκη Δύμης, κατηγορούμενος για κατάληψη μοναστηριακού κτήματος στην ίδια παραπάνω έκταση ανέφερε ότι η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα των μοναστηριακών εκτάσεων που απαλλοτριώθηκαν υπέρ του Δημοσίου από τις 17-8-1923 και κατόπιν περιήλθαν στην Κοινότητα Μετοχίου για τη γεωργική και κτηνοτροφική αποκατάσταση των κατοίκων αυτής δυνάμει της υπ' αριθμ. 95725/1924 αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας και ότι τόσο αυτός όσο και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του χρησιμοποιούσαν την έκταση αυτή για παρόμοιες χρήσεις, εννοώντας ότι είχαν μόνο δικαίωμα βοσκής στην έκταση αυτή. Περαιτέρω, η αρχικώς δεύτερη εναγομένη, Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, με την από 16-11-1992 αίτηση της ασφαλιστικών μέτρων κατά του ενάγοντος ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών ζήτησε ν' αναγνωριστεί αυτή νομέας και κάτοχος ενός τμήματος σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου διαστάσεων 300 μ. χ 200 μ., εκτάσεως 60 στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση "..." και στην έκταση των 685 στρεμμάτων που έχει ήδη χαρακτηριστεί δασική. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1/1994 απόφαση του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, η οποία απέρριψε την αίτηση αυτή για προστασία της νομής της παραπάνω Κοινότητας στην έκταση αυτή με το σκεπτικό ότι δε συνέτρεχε κατεπείγουσα περίπτωση. Στη συνέχεια, η αρχικώς δεύτερη εναγόμενη, Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, άσκησε την από 16-3-1994 ανακοπή της κατά της υπ' αριθμ. 1/1994 αποφάσεως του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, ζητώντας την εξαφάνιση της. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 14/1994 απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, η οποία δέχτηκε τυπικά την ανακοπή αυτή και την απέρριψε κατ' ουσίαν. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή δέχτηκε ότι η παραπάνω επίδικη έκταση των 60 στρεμμάτων χρησιμοποιούνταν από τον πατέρα του ενάγοντος Ν. Α. και από τον ίδιο τον ενάγοντα για τη βόσκηση των ποιμνίων τους και ότι δεν υπήρχε καμία μεταβολή το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1992 στην πραγματική κατάσταση της επίδικης εκτάσεως σχετικά με τη διακατοχή αυτής, αφού από πολλά έτη ο ενάγων και ο πατέρας του διενεργούσαν σ' αυτή διακατοχικές πράξεις. Πλην όμως οι παραπάνω υπ' αριθμ. 1/1994 και 14/1994 αποφάσεις του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών και του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, αντίστοιχα, δε δεσμεύουν το παρόν Δικαστήριο ως προς την ύπαρξη δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος στα επίδικα ακίνητα, αφού αυτές έχουν προσωρινό χαρακτήρα και με αυτές δεν επιδικάστηκε νομή ή κατοχή. Με τις υπ' αριθμ. 6/1982 και 7/1982 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Δύμης ακυρώθηκαν τα υπ' αριθμ. 5452/6-10-1980 και 5455/54/2-10-1980 πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Πατρών μετά την άσκηση ανακοπής κατ' αυτών από το Γ. Φ. Α. και το Γ. Κ. Χ., ..., αντίστοιχα, ενώ με τις υπ' αριθμ. 3060/1982 και 3112/1982 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών επικυρώθηκαν, αντίστοιχα, οι παραπάνω αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Δύμης. Πλην όμως οι παραπάνω αποφάσεις με τις οποίες κρίθηκε ότι οι εκτάσεις από τις οποίες έγινε διοικητική αποβολή από το Λασάρχη Πατρών και οι οποίες περιλαμβάνονται στην έκταση των 685 στρεμμάτων στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της αρχικώς δεύτερης εναγόμενης, Κοινότητας Μετοχίου Αχαΐας εντός της οποίας βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα, δεν είναι δασικές, δε δεσμεύουν το παρόν Δικαστήριο ως προς το χαρακτηρισμό των επίδικων ακινήτων ως δασικών, αφού η αμφισβήτηση ως προς το χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη αποτελεί διαφορά, η οποία επιλύεται από την Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων και στην προκείμενη περίπτωση ο χαρακτήρας των επίδικων ακινήτων ως δασικών κρίθηκε με την υπ' αριθμ. 6/1993 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Εφετείου Πατρών, η οποία μετά την απόρριψη των από 22-3-1994 αιτήσεων ακυρώσεως κατ' αυτής με τις υπ' αριθμ. 2996 και 2997/2003 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέστη αμετάκλητη. Τέλος, το γεγονός ότι ο πατέρας του ενάγοντος Ν. Α. δήλωσε τα επίδικα ακίνητα στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας του 1982 και στη δήλωση στοιχείων ακινήτων 1995 (Ε9) δε σημαίνει ότι αυτός έχει αποκτήσει δικαιώματα στα ακίνητα αυτά. Ενόψει όσων εκτέθηκαν παραπάνω τα επίδικα ακίνητα ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως δασικά, καθόσον αυτά ακόμη πριν από το 1836 αποτελούσαν δασική έκταση, ενώ η αρχικώς δεύτερη εναγομένη, Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, απέκτησε σ' αυτά μόνο το δικαίωμα βοσκής". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση του εναγόμενου και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου από τη διάταξη του άρθρου 3 του β.δ/τος της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών", ότι τα επίδικα ακίνητα είναι δημόσια, ως αποτελούντα πριν από το έτος 1836 δασική έκταση και ο απώτερος δικαιοπάροχος του ήδη αναιρεσείοντος ενάγοντος δεν εμφάνισε μέσα στην προθεσμία του άρθρου 3 παρ.1 του παραπάνω β.δ/τος τίτλους ιδιοκτησίας, και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένδικη αναγνωριστική ψιλής κυριότητας ακινήτων του αναιρεσείοντος- ως προς το πρώτο των ανωτέρω ακινήτων και ως προς το δεύτερο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου-, που έχει ως βάση τον παράγωγο τρόπο (από γονική παροχή του πατέρα του προς αυτόν δυνάμει του προμνημονευθέντος .../18.6.1992 συμβολαίου) και επικουρικά την έκτακτη χρησικτησία, και να απορριφθεί η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος ενάγοντος κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. ' Ετσι, που έκρινε το Εφετείο, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε την άνω διάταξη του άρθρου 3 του β.δ/τος της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών" και την προμνημονευθείσα 95725/21.8.1924 Απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, καθώς και τις προαναφερθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την έκτακτη χρησικτησία, ενώ δέχτηκε με σαφήνεια ότι τα επίδικα αποτελούσαν δασική έκταση πριν από το έτος 1836, ως εμπίπτοντα "στο προστατευόμενο από τη Διεθνή Σύμβαση του Ραμσάρ (Ν.Δ. 191/1974) ενιαίο οικοσύστημα του δάσους Στροφυλιάς και του υγροβιότοπου Προκόπου-Λάμιας-Κοτυχίου", και περιέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τη μη άσκηση νομής στα επίδικα από μέρους των δικαιοπαρόχων του αναιρεσείοντος κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1836 έως 11.9.1915 και τη μη απόκτηση, έτσι, από αυτούς κυριότητας στα επίδικα με έκτακτη χρησικτησία, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων. Δεν υπάρχει δε αντίφαση από την παραδοχή του Εφετείου, ότι το προμνημονευόμενο δικαίωμα βοσκής "απέκτησε η αρχικώς δεύτερη εναγόμενη, κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας, με βάση την υπ' αριθμ. 95725/21.8.1924 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, σύμφωνα με την οποία παραχωρήθηκαν σ' αυτήν προς γεωργική και κτηνοτροφική αποκατάσταση των κατοίκων της οι εκτάσεις που είχαν περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει του άρθρου 16 του Ν.Δ. της 17-8-1923 και ήταν της Μονής Μ. Σπηλαίου", αφού δέχτηκε με σαφήνεια, ότι οι επίδικες εκτάσεις - ως δασικές-δεν εμπίπτουν σ' εκείνες που παραχωρήθηκαν στην εν λόγω Κοινότητα Μετοχίου Αχαΐας με την ανωτέρω Απόφαση, αλλά ότι επ' αυτών- οι οποίες, ως δασικές πριν από το 1836, είναι δημόσιες σύμφωνα με την άνω διάταξη του άρθρου 3 του β.δ/τος της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών" "διατηρήθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και παραχωρήθηκε μόνο δικαίωμα βοσκής και απαγορεύτηκε απολύτως η καλλιέργεια αυτών". Ούτε ανακύπτει παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ από το ότι το Εφετείο δεν ασχολήθηκε "επί ενός εκάστου λόγου έφεσης (του ήδη αναιρεσείοντος κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου)" αλλά απάντησε- όπως άλλωστε προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση-συλλήβδην επ' αυτών. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος και έβδομος κατά το πρώτο μέρος τους, έκτος κατά το δεύτερο μέρος του και τρίτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος κατά το τρίτο μέρος τους, δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του και έβδομος κατά το δεύτερο μέρος του (κατ' ορθήν εκτίμησή του όχι από τον αριθμό 12 αλλά και αυτός) από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι και οι λόγοι έφεσης που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλΑΠ 22/2005, ΟλΑΠ 11/1996). Ειδικότερα, λόγω έφεσης συνιστά και η αιτίαση για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 403/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους λόγους αναίρεσης, δεύτερο κατά το δεύτερο μέρος του, τέταρτο κατά το πρώτο μέρος του και πέμπτο κατά το πρώτο μέρος του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β' πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους λόγους έφεσης επτά συνολικά που πρόβαλε με την έφεσή του κατά της εκκαλούμενης απόφασης ο αναιρεσείων και μάλιστα τον πέμπτο λόγο έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, κατά το μέρος τους που αναφέρονται στους λοιπούς-πέραν του πέμπτου- λόγους έφεσης πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας του, γιατί δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα τα παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης που αυτοί περιέχουν. Σε κάθε περίπτωση, οι ερευνώμενοι λόγοι αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τους έλαβε υπόψη και τους απέρριψε εκ του πράγματος-όπως και την έφεση στο σύνολό της-ως ουσιαστικά αβασίμους. ΙΙΙ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όχι χωρίς απόδειξη αλλά από τη συνεκτίμηση των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων και από όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα και τις μνημονευόμενες ένορκες βεβαιώσεις. Επομένως, ο πρώτος κατά το δεύτερο μέρος του, κατ' ορθήν εκτίμησή του (όχι και από τον αριθμό 8 αλλά μόνο) από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο χωρίς απόδειξη δέχτηκε την προαναφερθείσα ένσταση από τη διάταξη του άρθρου 3 του β.δ/τος της 17/29.11.1836 "περί ιδιωτικών δασών" του ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί. IV. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου κατά δήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο κατά το τέταρτο μέρος του λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εξής εγγράφων, ήτοι α) της 1017/1981 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών και 2) του από 2.12.1982 απολογητικού υπομνήματος του πατέρα του στον Πταισματοδίκη Δύμης, τα οποία αναφέρονται σε δικαίωμα βοσκής του αναιρεσείοντος και των δικαιοπαρόχων του επί διαφορετικών των επιδίκων κτήματα, με το να δεχθεί μετά από εκτίμηση των εγγράφων αυτών ότι οι προαναφερθέντες είχαν επί των επιδίκων μόνο δικαίωμα βοσκής- και εν τέλει ότι δεν νέμονταν αυτά με διάνοια κυρίου-. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου τους. V. Η απόφαση του ειρηνοδικείου και κατ' έφεση του μονομελούς πρωτοδικείου που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί ανακοπής κατά πρωτόκολλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη (άρθρο 61 παρ.1 του ν.δ. 86/1969 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.δ. 996/1971) δεν περιβάλλεται με ισχύ δεδικασμένου ως προς την ύπαρξη δικαιώματος κυριότητας του ανακόπτοντος, εφ' όσον αντικείμενο της ανακοπής δεν είναι η έστω και προσωρινή αναγνώριση κυριότητας του ανακόπτοντος, πολλώ μάλλον η επιδίκαση αυτής, αλλά η έρευνα του κύρους του προσβληθέντος πρωτόκολλα αποβολής. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και η απόφαση του Εισαγγελέα, που εκδίδεται κατ' άρθρο 22 του α.ν. 1539/1938 και ρυθμίζεται προσωρινά η διακατοχή ορισμένου κτήματος, δεν συνιστά δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη δικαιώματος κυριότητας του αιτούντος. Γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας επί αγωγής κυριότητας ακινήτου δεν δεσμεύεται από τις προμνημονευόμενες αποφάσεις, αλλά, εφόσον νόμιμα τέτοιες προσκομίζονται, τις εκτιμά ελεύθερα κατ' άρθρο 340 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο από την παραβίαση των ορισμένων του νόμου αναφορικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο δύναμη απόδειξης μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση κατά την οποία, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ) αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, το Εφετείο, με το να εκτιμήσει ελεύθερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, α) τη 1/1994 απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, β) τη 14/1994 απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, γ) την 6/1982 απόφαση του Ειρηνοδικείου Δύμης, δ) την 3060/1982 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, ε) την 7/1982 απόφαση του Ειρηνοδικείου Δύμης και στ) την 3112/1982 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με τις οποίες απορρίφτηκε αίτηση της αρχικώς δεύτερης εναγόμενης πρώην Κοινότητας Μετοχίου Αχαΐας και ήδη Δήμου Δυτικής Αχαΐας (δεύτερου ήδη αναιρεσιβλήτου) για προστασία της διακατοχής της επί τμήματος έκτασης 60 στρεμμάτων στη θέση "..." που έχει ήδη χαρακτηρισθεί δασική και ακυρώθηκαν τα αναφερόμενα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Πατρών μετά την άσκηση ανακοπής κατ' αυτών από κατοίκους της προαναφερόμενης Κοινότητας Μετοχίου Αχαΐας, αντίστοιχα, και τις οποίες (ανωτέρω αποφάσεις) ο αναιρεσείων προσκόμισε νόμιμα με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υπέπεσε την αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συνεπώς ο έκτος κατά το πρώτος μέρος του λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VΙ. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ.γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους λόγους της αναίρεσης τέταρτο και πέμπτο κατά το δεύτερο μέρος τους, αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμηση με τις λοιπές αποδείξεις τα ακόλουθα έγγραφα: α) την από 20.12.1981 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία και επιφύλαξη του πατέρα του αναιρεσείοντος Ν. Α. προς τον ΟΔΕΠ, που κοινοποιήθηκε σ' αυτόν -ΟΔΕΠ- δυνάμει της 5343Β' /20.1.1982 έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ιωάννη Λογίου, ότι την έκταση "εν θέσει Σικούλες Στροφυλιάς Δύμης" εξουσίαζαν οι προκτήτορες και δικαιοπάροχοί του, ήτοι ο πατέρας του Γ. Α. και ο πάππος του Α. Α. και ότι θα συνεχίσει και ο ίδιος να την εξουσιάζει, β) το από 26.5.1983 υπόμνημα επίσης, του πατέρα του αναιρεσείοντος Ν. Α.υ προς τον Εισαγγελέα Εφετών, με το οποίο εξηγεί τους λόγους και σχολιάζει και "τη σκόπιμη ψευδή καταμήνυσή (του) από τον ΟΔΕΠ, και γ) τις αποφάσεις 1) 4527/24.9.1997 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, 2) 4528/24.9.1997 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, 3) 1313/24.6.1998 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και 4) 456/8.2.1988 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με τις τρεις πρώτες από τις οποίες αθωώθηκε ο αναιρεσείων της κατηγορίας για "παράνομη κατάληψη κοινοτικού κτήματος" και με την τέταρτη από αυτές τόσο ο αναιρεσείων όσο και ο προαναφερόμενος πατέρας του της κατηγορίας για "κατάληψη εκκλησιαστικού κτήματος". Οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι ...", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα, παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι. το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως, προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, χωρίς να αιτείται ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17.7.2012 αίτηση του Γ. Α. για αναίρεση της 641/2009 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει για το πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο σε τριακόσια (300) ευρώ και για τον δεύτερο αναιρεσίβλητο Δήμο Δυτικής Αχαΐας σε εξακόσια (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απόφαση του Ειρηνοδικείου και κατ’ έφεση του μονομελούς πρωτοδικείου που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί ανακοπής κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη δεν περιβάλλεται με ισχύ δεδικασμένου ως προς την ύπαρξη δικαιώματος κυριότητας του ανακόπτοντος. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου το ίδιο συμβαίνει και με την απόφαση του Εισαγγελέα που εκδίδεται κατ΄ άρθρο 22 του α.ν 1539/1938.
Δεδικασμένο
Δεδικασμένο.
0
Αριθμός 494/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ά. συζ. Μ. Φ., 2) Δ. Φ. του Μ., κατοίκων ... 3) Θ. Φ. του Μ., κατοίκου ..., και 4) Θ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., ατομικά και ως κληρονόμου της Ι. χας Ι. Μ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ηλία Τσούπη. Της αναιρεσίβλητης: Α. Κ. ή Κ. του Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ευστρατιάδη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-9-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και της αρχικής διαδίκου Ιωάννας Μαλκότση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17141/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 677/2007 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά των αποφάσεων αυτών ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1334/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 677/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1789/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 24/10/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 579 §1, 580 §3 και 581 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν αναιρεθεί η απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και οι διάδικοι, που επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, μπορούν να προσκομίσουν και να επικαλεστούν νέα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 529 §§1-2 του Κ.Πολ.Δ. Παρέπεται ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, της προσκόμισης δηλαδή και επίκλησης νέων αποδεικτικών μέσων στο κατά παραπομπήν δικαστήριο και της λήψεως υπόψη από το δικαστήριο των αποδεικτικών αυτών μέσων, δεν δημιουργούνται οι κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α' και 18 του Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναιρέσεως, ότι δηλαδή, αντίστοιχα, το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και (ότι) ως δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, τυχόν δε προβαλλόμενοι τέτοιοι λόγοι είναι αβάσιμοι. Εν προκειμένω από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Με την υπ' αριθμ. 1334/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναιρέθηκε η υπ' αριθμ. 677/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Με την αναιρεθείσα αυτή απόφαση και με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης που είχε δεχθεί τα ίδια, έγινε δεκτή η ένδικη περί νομής αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων (τότε αναιρεσιβλήτων), αναγνωρίστηκαν οι τελευταίοι συννομείς του αναφερόμενου διαμερίσματος-οριζόντιας ιδιοκτησίας και υποχρεώθηκε η ήδη αναιρεσίβλητη-εναγομένη να αποδώσει στους αναιρεσείοντες τη νομή του επίδικου αυτού διαμερίσματος, όπως δε προκύπτει από την ως άνω αναιρετική απόφαση, η απόφαση του Εφετείου αναιρέθηκε για αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 περ. β', 11 περ. γ' και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που αφορούσαν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρ. 281 ΑΚ) των αναιρεσειόντων-εναγόντων που είχε προτείνει η αναιρεσίβλητη-εναγομένη, και η οποία (ένσταση) είχε απορριφθεί από το Εφετείο, όπως και πρωτοδίκως, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Το ίδιο Εφετείο, ως δικαστήριο παραπομπής, στο οποίο επανεισήχθη η υπόθεση νομίμως, εξέδωσε επί της υποθέσεως την ήδη προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1789/2011 απόφασή του, με την οποία και κατά παραδοχήν της έφεσης της αναιρεσίβλητης-εναγομένης και της προρρηθείσης εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ενστάσεώς της απέρριψε κατ' ουσίαν την αγωγή των αναιρεσειόντων. Με τον υπό στοιχ. Α' του αναιρετηρίου λόγο υποστηρίζεται ότι το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ως Εφετείο παραπομπής, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη μόνο τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει οι διάδικοι κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, ήδη, κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη έλαβε υπόψη κατά τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα που είχε προσκομίσει το πρώτον κατά τη συζήτηση αυτή η αναιρεσίβλητη, και υπέπεσε έτσι, υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 18 (μη συμμόρφωση στην αναιρετική απόφαση) και του αριθμού 11 περ. α' (λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει) του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αβάσιμος και ως προς τα δύο σκέλη του, αφού το δικαστήριο νομίμως έλαβε υπόψη, ως επιτρεπόμενα από τον νόμο, τα ως άνω νέα αποδεικτικά μέσα, και τούτο δεν συνιστά μη συμμόρφωση προς την αναιρετική απόφαση. ΙΙ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμον τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η άσκηση αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Για να χαρακτηρισθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος απαιτείται να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από συμπεριφορά του δικαιούχου, εν συναρτήσει με εκείνην του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, το αν δε οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζονται επίσης και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση ασκήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 1334/2009). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι με την αναφερόμενη εργολαβική σύμβαση οι αναιρεσείοντες ανέθεσαν στην κατασκευάστρια εταιρεία με την επωνυμία "…." την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής σε οικόπεδό τους που βρίσκεται στην Πυρίκαυστο Ζώνη Θεσσαλονίκης, ότι μεταξύ των οριζόντιων ιδιοκτησιών που περιήλθαν στην εργολήπτρια εταιρεία ως εργολαβικό αντάλλαγμα ήταν και το επίδικο ήδη διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής, εμβαδού (του διαμερίσματος) 132,65 τ.μ., μετά των αναλογούντων ποσοστών συγκυριότητας επί του οικοπέδου, ότι οι αναιρεσείοντες πριν την αποπεράτωση της οικοδομής και λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εργολάβου κατήγγειλαν την εργολαβική σύμβαση με την τελευταία, την οποία κήρυξαν έκπτωτη και η οποία αποχώρησε από το έργο, οι δε αναιρεσείοντες με νέα εργολαβική σύμβαση που συνήψαν με τον Α. Κ. ανέθεσαν σ' αυτόν την αποπεράτωση του έργου αντί αμοιβής 43.000.000 δραχμών, ότι το ποσό αυτό της αμοιβής υπερκαλύφθηκε από την πώληση προς τον Ι. Τ. του αναφερόμενου διαμερίσματος της οικοδομής, εμβαδού 147,67 τ.μ., αντί τιμήματος 49.000.000 δραχμών, το οποίο (διαμέρισμα) αποτελούσε μέρος της αμοιβής της έκπτωτης-εργολάβου και δεν είχε μεταβιβασθεί από την τελευταία σε τρίτον, ότι η εργολάβος αυτή εταιρεία, προ της κηρύξεώς της ως εκπτώτου από τους αναιρεσείοντες και με το υπ' αριθμ. .../4-11-1994 προσύμφωνο της συμβολαιογράφου Σοφίας Ιορδανίδου, υποσχέθηκε να μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως στην αναιρεσίβλητη το ειρημένο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οικοδομής (επίδικο) αντί τιμήματος 50.000.000 δραχμών, έναντι του οποίου η αναιρεσίβλητη κατέβαλε στην εργολάβο-πωλήτρια κατά την κατάρτιση της σύμβασης το ποσό των 6.500.000 δραχμών και το υπόλοιπο τίμημα πιστώθηκε με τη συμφωνία να καταβληθεί με την πρόοδο της οικοδομής, και ότι μετά το προσύμφωνο αυτό η εργολάβος παρέδωσε στην αναιρεσίβλητη την κατοχή του διαμερίσματος με τη συναίνεση των αναιρεσειόντων-οικοπεδούχων, την εν λόγω δε οριζόντια ιδιοκτησία εξακολουθούσε η αναιρεσίβλητη να κατέχει και μετά την επελθούσα έκπτωση της αρχικής εργολάβου υπό τα όμματα των εναγόντων και χωρίς οι τελευταίοι να εναντιωθούν σ' αυτό. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Μετά την ανώμαλη εξέλιξη της άνω συμβάσεως έργου και την έκπτωση της αρχικής εργολάβου εταιρίας, οι οικοπεδούχοι με την από 28-7-2000 εξώδικη δήλωσή τους προς την εναγομένη κάλεσαν αυτή να τους γνωστοποιήσει αν εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την αγορά του πωληθέντος ήδη προς αυτήν διαμερίσματος από τους ίδιους πλέον, σε αντίθετη δε περίπτωση της γνωστοποιούσαν ότι αυτοί θα αναζητούσαν νέους αγοραστές. Η εναγομένη όμως αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την αγορά και πάλι του επιδίκου διαμερίσματος και την καταβολή προσθέτου τιμήματος, αφού αυτή μέχρι τότε, ήτοι μετά την έκπτωση της αρχικής εργολάβου εταιρίας και την αναγνώριση των οικοπεδούχων προσωρινά νομέων των χώρων της εργολαβικής αμοιβής, είχε στην κατοχή της το επίδικο διαμέρισμα με την σιωπηρή συναίνεση και υπό τα όμματα των τελευταίων, είχε δε ήδη αυτή καταβάλει στην εργολάβο εταιρία μέχρι τις 9-3-1998 τμηματικά σχεδόν ολόκληρο το ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος (...). Επίσης η εναγομένη κατέβαλε στην άνω αρχική εργολάβο εταιρία υπό τα όμματα των οικοπεδούχων και προδήλως με την συναίνεση αυτών για πρόσθετες εργασίες στην ως άνω αυτοτελή ιδιοκτησία αλλά και στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής τα παρακάτω ποσά; 130.000 δρχ. στις 23- 12-1996, 30.000 δρχ. στις 17-6-1996, 25.000 δρχ. στις 21-3-1997, 140.000 δρχ. στις 1-8-1997, 50.000 δρχ. στις 14-10-1997, 83.500 δρχ. στις 25-5-1993, 255.000 δρχ. στις 17-1-1997 και 40.000 δρχ. στις 5-3-1997, τις εν λόγω δε καταβολές γνώριζαν οι οικοπεδούχοι και έγιναν προδήλως με την συναίνεσή τους. Άλλωστε μετά την έκπτωση της εργολάβου εταιρίας, ως προαναφέρεται, αλλά και την ανάθεση εκ μέρους των οικοπεδούχων της αποπεράτωσης της οικοδομής στον Α. Κ. η επίδικη αυτοτελής ιδιοκτησία παρέμεινε στην κατοχή της εναγομένης, αφού οι ενάγοντες αναγνώριζαν ότι αυτή ανήκε πλέον στην εκκαλούσα (εναγομένη), η οποία μάλιστα συμμετείχε στη δαπάνη που της αναλογούσε για την αποπεράτωση της οικοδομής και την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών, αφού για το σκοπό αυτό και την κάλυψη της σχετικής δαπάνης η εναγομένη κατέθεσε δημόσια υπέρ των οικοπεδούχων το ποσό των 23.844Ε. Επίσης κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών εκ μέρους του νέου εργολάβου Α. Κ. η εναγομένη εν γνώσει των οικοπεδούχων συνεργάσθηκε με τον τελευταίο για την ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών και κατέβαλε σ' αυτόν στις 30-1-2002 το ποσό των 140.000 δρχ για την τοποθέτηση θωρακισμένης εξώθυρας στην επίδικη αυτοτελή ιδιοκτησία της καθώς και το ποσό των 370.000 δρχ. για την αμοιβή του πολιτικού μηχανικού Π. και την αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας της οικοδομής. Την 1-10-2002 η εναγομένη υπέβαλε αίτηση προς την Εταιρία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (Ε.Υ.Α.Θ.), προκειμένου το επίδικο διαμέρισμα να συνδεθεί με το δίκτυο ύδρευσης της πόλης, κατέβαλε δε για τέλη τοποθέτησης υδρομέτρου και λοιπά τέλη στην εν λόγω εταιρία το ποσό των 109 Ε. Παρά το ότι όμως η εναγομένη ήδη εκκαλούσα είχε στην κατοχή της την επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία με την συναίνεση των οικοπεδούχων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ ετών, ήτοι από την σύνταξη του άνω προσυμφώνου το έτος 1994 και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, και ενώ οι τελευταίοι εγνώριζαν ότι αυτή είχε καταβάλει ολόκληρο σχεδόν το συμφωνηθέν τίμημα στην πωλήτρια αρχική εργολάβο εταιρία καθώς και ότι προέβη στις προαναφερόμενες δαπάνες για την αποπεράτωση της οικοδομής και της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας, χωρίς μάλιστα οι τελευταίοι να εναντιωθούν ή να εκφράσουν οποιαδήποτε αντίρρηση ,αυτοί άσκησαν εναντίον της εναγομένης την ένδικη αγωγή, με την οποία ζήτησαν, εκτός των άλλων, να αναγνωρισθούν οι ίδιοι νομείς του επιδίκου διαμερίσματος και να υποχρεωθεί να τους το αποδώσει, παρά το ότι και η σχετική αίτησή τους για προσωρινή προστασία του δικαιώματος της νομής τους επί του επιδίκου είχε απορριφθεί. Εν όψει όμως των προαναφερομένων περιστατικών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο διάστημα που μεσολάβησε από την κατάρτιση του άνω προσυμφώνου και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής από την συμπεριφορά των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ουδόλως εναντιώθηκαν στο άνω διάστημα στην εκ μέρους της εναγομένης κατοχή του επιδίκου διαμερίσματος αλλά αντίθετα συναίνεσαν σ' αυτό, η άσκηση εκ μέρους τους του ενδίκου δικαιώματος μεταγενεστέρως δεν δικαιολογείται και παρίσταται καταχρηστική. Άλλωστε η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο άνω διάστημα που μεσολάβησε, η μη εναντίωση των εναγόντων στην κατοχή του επίδικου διαμερίσματος εκ μέρους της εναγομένης που έγινε υπό τα όμματά τους, η καταβολή εκ μέρους της όλων των ως άνω χρηματικών ποσών για τις προαναφερόμενες αιτίες, καθώς και το ότι οι ενάγοντες ουδεμία οικονομική ή άλλου είδους βλάβη υφίστανται από την κατοχή του επιδίκου εκ μέρους της εναγομένης, ενώ αντίθετα η απώλεια της νομής του επιδίκου θα επιφέρει στην τελευταία ανεπανόρθωτη βλάβη, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση εκ μέρους των εναγόντων ήδη εφεσιβλήτων του ενδίκου δικαιώματός τους κατά τις περί δίκαιου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά τους αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και διατηρήθηκε για χρονικό διάστημα οκτώ και πλέον ετών, με επακόλουθο να συνεπάγεται, εκτός των άλλων, και επαχθείς οικονομικές συνέπειες για την εκκαλούσα". Βάσει δε των παραδοχών αυτών το Εφετείο έκρινε ότι υπό τα ως άνω περιστατικά η άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσειόντων να διεκδικήσουν τη νομή του επίδικου διαμερίσματος παρίσταται καταχρηστική και απαγορευμένη κατά την προαναφερθείσα έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, και κατά παραδοχήν της σχετικής ενστάσεως της αναιρεσίβλητης και της εφέσεως της τελευταίας απέρριψε την ένδικη περί νομής αγωγή των αναιρεσειόντων. Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προρρηθείσης ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, της οποίας καλύπτουν το πραγματικό και η οποία επομένως ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω, το δε Εφετείο που την εφήρμοσε, κατά τα προεκτεθέντα, δεν την παραβίασε με την εφαρμογή της αυτή. Και περαιτέρω, διέλαβε το Εφετείο με τις προπαρατεθείσες παραδοχές του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσειόντων, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ως ανωτέρω εφαρμογής της οικείας διάταξης του ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 281 του ΑΚ), προσδίδοντας έτσι (το Εφετείο) στην απόφασή του νόμιμη βάση. Κατά συνέπειαν τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον υπό στοιχ. Β' αρ. 1, Α-Β του αναιρετηρίου και όπως εκτιμάται, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., λόγο αναιρέσεως, και με τον υπό στοιχ. Β' αρ. 2 Α, Β, Γ, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγο, αντίστοιχα, είναι αβάσιμα. Ο ίδιος δε υπό στοιχ. Β' λόγος αναιρέσεως, κατά το υπ' αριθμ. 1Γ σκέλος του, κατά το οποίο φέρεται ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο. 559 αρ. 1 εδ. β' του Κ.Πολ.Δ.), είναι απαράδεκτος, αφού τα φερόμενα ως παραβιασθέντα αυτά διδάγματα αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του δικαστηρίου και όχι την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, ώστε να δημιουργείται ο επικαλούμενος αυτός λόγος αναιρέσεως. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολομ. ΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (Ολομ. ΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν (ΑΠ 1363/2008). Εν προκειμένω προβάλλεται με τον υπό στοιχ. Β', αρ. 3Α-Ε, του αναιρετηρίου η κατά τα ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που οι αναιρεσείοντες είχαν προτείνει προς αντίκρουση της εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ενστάσεως της αναιρεσίβλητης (υπό ΙΙ) και ειδικότερα τους ισχυρισμούς τους ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε ποτέ τη νομή του επίδικου διαμερίσματος, ότι η σύνδεση του διαμερίσματος με τα δίκτυα κοινής ωφελείας έγινε μετά την "αυθαίρετη" κατάληψη του διαμερίσματος από αυτήν, χωρίς το διάστημα αυτό να της επιτρέπουν την είσοδο στην οικοδομή, ότι οι ίδιοι δεν συναίνεσαν, αλλ' αντιθέτως αντέδρασαν στις κατοχικές ενέργειες της αναιρεσίβλητης, ότι "σε καμία περίπτωση" δεν πλούτισαν από την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου και ότι, τέλος, ουδέποτε καθησύχασαν την αναιρεσίβλητη ή της έδωσαν την εντύπωση ότι θα της μεταβίβαζαν το επίδικο διαμέρισμα. Οι επικαλούμενοι αυτοί ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων είναι προφανές ότι συνιστούν άρνηση της ενστάσεως της αναιρεσίβλητης, όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες εν αρχή του λόγου αυτού αναφέρουν, επομένως δε όχι "πράγματα" κατά την έννοια της προρρηθείσης διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., ώστε, τυχόν, μη λήψη τους, προταθέντων, υπόψη από το δικαστήριο να δημιουργεί τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως. Κατά συνέπειαν και ανεξαρτήτως του ότι οι ειρημένοι ισχυρισμοί αντιμετωπίστηκαν από το Εφετείο και απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν εκ των πραγμάτων, με την παραδοχή των αντιθέτων ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης, ο εξεταζόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Κατά τα λοιπά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (υπό ΙΙ) η αναιρεσιβαλλομένη περιέχει επαρκείς αιτιολογίες ως προς την παραδοχή της ενστάσεως της αναιρεσίβλητης και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες, αορίστως άλλωστε, υποστηρίζουν (και) με τον υπό στοιχ. Β' αρ. 4 του αναιρετηρίου λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. IV. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή, στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 §4 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-10-2012 αίτηση των Ά. Φ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1789/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά. Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμ. 1, 11, 18 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Πότε ιδρύεται ο λόγος του αρ. 8 του άρθρ. 559. Στο κατά παραπομπήν, μετά την αναίρεση αποφάσεως, δικαστήριο οι διάδικοι μπορούν να επικαλεστούν και νέα αποδεικτικά μέσα. [Επικυρώνει ΕφΘεσσ 1789].
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
2
Αριθμός 493/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ζ. χήρας Π. Π., το γένος Κ. Χ., 2) Μ. Π. του Π., 3) Κ. Π. του Π. και 4) Δ.-Π. Κ. του Ι., κατοίκων ... . Οι 1η, 3ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσάκωνα και ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Μεταλλεία Σερίφου & Σπηλιαζέζας Α.Ε." που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Φίλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/12/1981 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 407/1983, 113ΤΜ/1991 μη οριστικές, 99ΤΜ/1992 μετ' ανακοπή, 46/ΤΜ/1995, 54ΤΜ/2002 μη οριστικές, 43TM/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 161/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/9/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/12/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 94 επ, 104, 105 του Κ.Πολ.Δ. και 238 του ΑΚ προκύπτει ότι ο διάδικος για λογαριασμό του οποίου παρέστη δικηγόρος που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα δικαιούνται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις του δικηγόρου που προηγήθηκαν, η έγκριση δε αυτή μπορεί να γίνει ρητώς ή και σιωπηρώς σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης, επομένως και στην κατ' έφεση δίκη, με τον διορισμό του ίδιου ή άλλου δικηγόρου, αφού η έγκριση αφορά τις πράξεις και όχι το πρόσωπο, οπότε θεραπεύονται και οι άκυρες διαδικαστικές πράξεις της πρωτοβάθμιας δίκης (ΑΠ 835/2010, 602/2006). Εξάλλου, κατά το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 16§4 του ν.2915/2001 και έχει εφαρμογή εν προκειμένω, αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, κατά δε το άρθρο 529 του ίδιου Κ.Πολ.Δ. στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αντικρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται για πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Τέλος, κατά το άρθρο 562 §2 του Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. ΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσης δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Η αναιρεσίβλητη εταιρεία άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου την από 2-12-1981 διεκδικητική αγωγή της εναντίον των αναιρεσειόντων για το επίδικο ακίνητο, ήτοι μια εδαφική έκταση οικοπέδου, εμβαδού 136 τ.μ., με την υπάρχουσα σ' αυτό ισόγεια κεραμοσκεπή οικία έξι δωματίων, που βρίσκεται στη θέση "Μεγάλο Λιβάδι" της νήσου Σερίφου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθμ. 46ΤΜ/1995 μη οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία επετράπη προσωρινά, κατά το άρθρο 105 του Κ.Πολ.Δ., να συμμετάσχει στη δίκη η παριστάμενη ως πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας και τάχθηκε σ' αυτήν προθεσμία μέχρι την έναρξη διεξαγωγής των ταχθεισών αποδείξεων για να προσκομίσει συμβολαιογραφική πράξη που να αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά της, εν συνεχεία δε εκδόθηκε ερήμην της ενάγουσας η υπ' αριθμ. 43ΤΜ/2004 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία και αφού κρίθηκε ότι δεν συμπληρώθηκαν οι ελλείψεις ως προς την ικανότητα της ενάγουσας για δικαστική παράσταση και ως προς την εκ μέρους της παροχή πληρεξουσιότητας στην παραστάσα δικηγόρο απορρίφθηκε η αγωγή λόγω της ερημοδικίας της ενάγουσας κατά το άρθρο 272§1 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε τότε. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης η ενάγουσα άσκησε την από 17-1-2005 έφεσή της, η οποία, ως νόμιμη και εμπρόθεσμη, στρεφόμενη δε κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε απορρίψει την αγωγή λόγω της ερημοδικίας της ενάγουσας, έγινε δεκτή από το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία και εξαφανίστηκε η ερήμην πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 16§4 του ν. 2915/2001 (άρθρ. 22 του ίδιου ν. 2915/01), και αφού συμπληρώθηκαν ενώπιον του Εφετείου, όπως δέχεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οι ελλείψεις ως προς την ικανότητα της ενάγουσας για δικαστική παράσταση και την πληρεξουσιότητα των παρισταμένων ήδη (στο Εφετείο) για λογαριασμό της ενάγουσας δικηγόρων σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην απόφαση έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα ειδικά πληρεξούσια .../2010 και .../2005 του συμβολαιογραφούντος Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Παρίσι με τα οποία διορίζονται πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας-εκκαλούσης εταιρείας οι παριστάμενοι δικηγόροι και επιπλέον εγκρίνονται ρητώς όλες οι προηγούμενες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διαδικαστικές πράξεις της ενάγουσας. Εν συνεχεία και μετά την κατ' ουσίαν έρευνα της διαφοράς, το Εφετείο δέχθηκε, όπως από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει, ότι το επίδικο περιήλθε σε μείζονα έκταση στην κυριότητα της αναιρεσίβλητης εταιρείας με αγορά από τον μέχρι τότε κύριο του ακινήτου Γ. Γ. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1938 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων. Ιωάννου που μεταγράφηκε νόμιμα, αλλά και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού η αναιρεσίβλητη είχε στην διανοία κυρίου κατοχή της (νομή) το επίδικο από την κατά τα ανωτέρω μεταβίβασή του σ' αυτήν μέχρι το έτος 1980, οπότε οι αναιρεσείοντες το κατέλαβαν αυθαιρέτως, βάσει του ειρημένου τίτλου και με καλή πίστη επί χρόνο μεγαλύτερο της δεκαετίας (για τη βάση της τακτικής χρησικτησίας), αλλά και της εικοσαετίας (για την έκτακτη χρησικτησία), εξουσιάζοντας το επίδικο στη μείζονα έκτασή του και παραχωρώντας τη βρισκόμενη σ' αυτό, ως ανωτέρω, οικία για την στέγαση των εργαζομένων της. Και βάσει των παραδοχών αυτών, αφού δε απέρριψε ως αναπόδεικτη (αβάσιμη) την ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου που είχαν προβάλει οι αναιρεσείοντες, το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή της αναιρεσίβλητης, αναγνώρισε την τελευταία κυρία του επιδίκου και υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να αποδώσουν το επίδικο στην αναιρεσίβλητη. ΙΙΙ. Με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε την διάταξη του άρθρου 238 εδ. β' του ΑΚ κατά την οποία από την αναδρομική ενέργεια της έγκρισης της επιχειρηθείσης δικαιοπραξίας δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα που τρίτοι απέκτησαν πριν από την έγκριση. Και τούτο διότι, ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, από την κατά το έτος 1980 κατάληψη του επιδίκου από αυτούς, που δέχεται το Εφετείο, μέχρι την ενώπιον του Εφετείου συζήτηση της αγωγής (Φεβρ. 2011), οπότε και εγκρίθηκαν, με τα προαναφερθέντα πληρεξούσια, οι προηγούμενες, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διαδικαστικές πράξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη της άσκησης της αγωγής, συμπληρώθηκε υπέρ των αναιρεσειόντων ο χρόνος της χρησικτησίας και καταλύθηκε το δικαίωμα της κυριότητας της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου, το αποκτηθέν δε έτσι δικαίωμα των αναιρεσειόντων επί του ακινήτου δεν επηρεάζεται από την προαναφερθείσα έγκριση και την εντεύθεν εγκυροποίηση της άσκησης της αγωγής. Οι αναιρεσείοντες αναφέρουν ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του για τη βασιμότητα της αγωγής της αναιρεσίβλητης "μολονότι" οι ίδιοι "τις σχετικές ενστάσεις και αντιρρήσεις" τους είχαν προβάλει "νομότυπα και εμπρόθεσμα, τόσο με τις πρωτόδικες όσο και με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις" τους. Ανεξαρτήτως της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού, από τις προτάσεις των αναιρεσειόντων ενώπιον του Εφετείου, στις οποίες έχουν ενσωματώσει και εκείνες ενώπιον του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες δεν πρότειναν στο Εφετείο, ως οψιγενή ισχυρισμό, την επικαλούμενη με τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως ως άνω χρησικτησία, κατά συνέπειαν δε και σύμφωνα με το άρθρο 562§2 του Κ.Πολ.Δ., του οποίου δεν συντρέχει εν προκειμένω καμμία από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις, ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Ο ίδιος δε αυτός λόγος, καθόσον προβάλλεται με αυτόν ότι με την παρασχεθείσα ενώπιον του Εφετείου ως άνω πληρεξουσιότητα δεν εγκυροποιούνται αναδρομικά οι προηγούμενες, ενώπιον του Πρωτοδικείου, διαδικαστικές πράξεις, είναι αβάσιμος, καθόσον η περί του αντιθέτου ως ανωτέρω παραδοχή του Εφετείου στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 104, 105 και 528, όπως ίσχυε, του Κ.Πολ.Δ., που προαναφέρθηκαν και τις οποίες ορθώς εφήρμοσε το Εφετείο. Περαιτέρω και σύμφωνα με το άρθρο 529 του Κ.Πολ.Δ., που επίσης προαναφέρθηκε, παραδεκτώς προσκομίστηκαν στο Εφετείο τα ειρημένα νομιμοποιητικά έγγραφα της αναιρεσίβλητης, ως ενάγουσας-εκκαλούσης, και είναι επίσης αβάσιμοι οι δεύτερος και τρίτος, από τον αρ. 14 (όχι και 9) του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους προσάπτεται η αιτίαση ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν απέκρουσε ως απαράδεκτη την επίκληση και προσκόμιση ενώπιόν του των ανωτέρω εγγράφων, παρά τον αντίθετο ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων. IV. Ο λόγος αναιρέσως από τον αρ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δ. δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 12 του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται από μόνη την αξιολόγηση και εκτίμηση εκ μέρους του δικαστηρίου των προσκομισθέντων και ελευθέρως, κατά τον νόμο, εκτιμωμένων αποδεικτικών μέσων. Εν προκειμένω, από τη διαβεβαίωση του δικαστηρίου ότι κατέληξε στην κρίση του αφού έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιοριζόμενα, τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, και από το όλον περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα) που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τα οποία και εκτίμησε ελευθέρως, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον τέταρτο, από τον αρ. 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγο της αιτήσεώς τους, προσβάλλοντας κατά τα λοιπά και υπό την επίκληση του αρ. 12 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. απαραδέκτως (άρθρ. 561§2 Κ.Πολ.Δ.) την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και ειδικότερα την αξιολόγηση και εκτίμηση των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων. VII. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191§2 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-9-2011 αίτηση των Ζ. χας Π. Π. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 161/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ενέργεια διαδικαστικών πράξεων χωρίς πληρεξουσιότητα. Μεταγενέστερη, και ενώπιον του Εφετείου, ρητή ή σιωπηρή έγκριση. Ένδικο μέσον αναιρέσεως. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε μη προταθέντα ισχυρισμό, καθώς και εκείνος που προσβάλλει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Λόγοι αναιρέσεως από τους αρ. 11γ’ και 14 του ά. 559 ΚΠολΔ. Αβάσιμοι. [Επικυρώνει ΕφΑιγ 161/2011].
Πληρεξουσιότητα
Πληρεξουσιότητα .
1
Αριθμός 485/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…" και διακριτικό τίτλο "….", που εκπροσωπείται νόμιμα και έχει έδρα στα …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σπανουδάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/2/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 53/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 63/2012 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 2/5/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Κατά το άρθρο 3 του ν. της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) του Οθωμανικού Κράτους περί γαιών, δημόσιες γαίες ήσαν, πλην άλλων, τα δάση και τα παρόμοια, ρητά δε οριζόταν ότι οι δημόσιες αυτές γαίες ανήκαν στο Δημόσιο και παραχωρούνταν (Ιχαλέ σε τεσφής) από την Κυβέρνηση. Με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 147/1914, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή της δια του Νόμου ΔΣΙΓ' της 14/14 Νοεμβρίου κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ορίστηκε, ότι στις νέες χώρες που διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους (Μακεδονία, Ήπειρο, Κρήτη, νήσους του Αιγαίου) "εισάγεται εν γένει η ελληνική αστική νομοθεσία. Διατηρούνται όμως εν ισχύϊ αι περί γαιών διατάξεις, αι ρυθμίζουσαι τα επ' αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τα λοιπά παραμένουν οι εν ταις προσαρτώμεναις χώρες προϋπάρχοντες αστικοί νόμοι". Ο με το νόμο αυτός περιορισμός της ισχύος του νόμου περί γαιών μόνο στις ρυθμίζουσες τα επ' αυτών δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, έχει την έννοια του αποκλεισμού των διατάξεων περί των δικαιωμάτων του Οθωμανικού Κράτους επί των δημόσιων γαιών, οι οποίες περιήλθαν πλέον στο Ελληνικό Δημόσιο μετά την προσάρτηση των νέων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια. Εξάλλου, ο Κρητικός Αστικός Κώδικας, ο οποίος έχει εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, διέλαβε εις μεν το άρθρο 293 ότι: "ο καλή τη πίστει αποκτήσας ακίνητον δυνάμει τίτλου κατά τους νομίμους τόπους συντεταγμένου και προσηκόντως μεταγεγραμμένου, γίνεται κύριος δια δεκαετούς συνεχούς νομής από της χρονολογίας της μεταγραφής", εις δε το άρθρο 295 ότι "ο επί είκοσι συνεχή έτη νεμόμενος ακίνητο κτήται την κυριότητα αυτού". Μετά τις διατάξεις αυτές, που και οι δύο αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικος τούτου χρησικτησία που άρχισε και συμπληρώθηκε από το κράτος της ισχύος αυτού (Κρητ. Αστ. Κωδ.), προς το σκοπό όπως χρησιμοποιηθεί για τη χρησικτησία και ο προ της ισχύος του διαρρεύσας χρόνος νομής δια του άρθρου 1356 όρισε ότι "ο χρόνος της χρησικτησίας άρχεται αφ' ης υπήρξαν πάντα τα προς αυτήν απαιτούμενα υπ' αυτού προσόντα, εάν όμως κατά την έναρξη της ισχύος αυτού είναι συμπληρωμένος ο προς χρησικτησίαν χρόνος ή υπολείπεται προς συμπλήρωσιν αυτού χρονικόν διάστημα έλασσον της πενταετίας η κυριότης δεν αποκτάται πριν παρέλθωσι πέντε από της ισχύος του νόμου έτη", εν συνεχεία δε δια του επόμενου άρθρου 1357 όρισε ότι "η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής συνεχής νομή προς απόκτησιν κυριότητος λογίζεται αφ' ης ημέρας ήρξατο, εάν εξακολουθεί κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νομήν", θέσας ούτως, προκειμένου περί της εκτάκτου κατά το άρθρο 295 χρησικτησίας, ως όρον - προϋπόθεση δια την, κατά την προηγούμενη διάταξη του άρθρου 1356, χρησιμοποίηση του διαδραμόντος χρόνου της προαρξάμενης νομής την ύπαρξη και εξακολούθηση αυτής (νομής) κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος αυτού (Κρητ. Αστ. Κωδ.). Περαιτέρω, από μεν τις διατάξεις των άρθρων 299 και 298 του αυτού Κώδικος (Κρητ. Αστ. Κωδ.) προκύπτει, ότι επί εκτάκτου χρησικτησίας ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου της χρησικτησίας το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, επί τακτικής δε ο ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση της χρησικτησίας, τον χρόνο νομής με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλο, μεταγραφή του και καλή πίστη) του δικαιοπαρόχου του, από δε τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου Κώδικος προκύπτει, ότι υπόκεινται σε χρησικτησία, μη εξαιρούμενα από αυτήν, τα δημόσια κτήματα. Το τελευταίο άρθρο καταργήθηκε σιωπηρώς από το άρθρο 21 του ν.δ/τος 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", με το οποίο εξηρέθηκαν της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα για το μέλλον, εφόσον μέχρι της ισχύος του δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας. Η συμπλήρωση όμως της χρησικτησίας εμποδιζόταν από της ισχύος του ν. ΔΞΗ'/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των, με τα οποία ανεστάλη κάθε προθεσμία και κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών και τα οποία ίσχυσαν εις την Κρήτη από 11.5.1915. Ενόψει της με τις ως άνω διατάξεις του τεθέντος εις ισχύν την 23.7.1904 Κρητ. ΑΚ και τις λοιπές ως άνω διατάξεις καθιερούμενης ρυθμίσεως και παρότι εις το Οθωμανικό δίκαιο, που ίσχυσε στην Κρήτη μέχρι τον, κατά τα άνω, χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός ΑΚ (23.7.1904) ήταν άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας, επί δημοσίου κτήματος στην Κρήτη ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία συμπληρούμενη μόνο μέχρι 11.5.1915, δια συνυπολογισμού, προκειμένου περί έκτακτης χρησικτησίας, μέχρι 15 ετών το πολύ χρόνου νομής προ του χρόνου έναρξης ισχύος του Κρητ. ΑΚ (23.7.1904), προκειμένου δε περί τακτικής δια συνυπολογισμού και μέχρι πέντε ετών το πολύ με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλος, μεταγραφή, καλή πίστη) νομής προ του κατά τα άνω χρόνου έναρξης ισχύος του Κρητ. ΑΚ (ΑΠ 572/2001). Τέλος, άσκηση νομής, η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας από τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αποτελούν, όταν πρόκειται ειδικότερα για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς επάνω σ' αυτό πράξεις με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του. Συνεπώς, η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, για να μη στερείται από τη νόμιμη βάση της, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της, μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας αυτής, και τις πράξεις του νομέα ή του αντιπροσώπου του που συνιστούν την επί του πράγματος άσκηση της νομής αυτού (ΑΠ 1151/1986). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο είναι εκτάσεως 70.091,10 τ.μ., βρίσκεται στη θέση "…" της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ζ άκρου του Δήμου Ιτάνου και... Η επιφάνειά του έχει έδαφος ημιβραχώδες έως βραχώδες με κλίσεις μέτριες μέχρι απότομες, σποραδικά δε διακρίνονται μικρής έκτασης αβαθείς και γαιώδεις, οι οποίες δέχονταν παλαιά καλλιέργεια με σπορές, γεγονός που επιβεβαιώνεται από παλαιά υπολείμματα τοίχων και λιθοσωρών. Η ευρύτερη περιοχή είναι άγονη, ενώ δεν υπάρχει δε καμία δυνατότητα ανάπτυξης υψηλής θαμνώδους ή δενδρώδους δασικής βλάστησης ή άλλης καλλιέργειας με φυσικό τρόπο. Στην επίδικη έκταση, όπως αναφέρεται στην από 22.2.2008 έκθεση του Μ. Φ., η οποία συντάχθηκε κατόπιν εντολής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μετά από αίτηση της ενάγουσας ενώπιον του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και προσκομίζεται μετ' επικλήσεως από το εναγόμενο, φύονται αποκλειστικά ξηροφυτικά φρύγανα από. θύμο, αστιβίδα, αχινοπόδι, αγκαραθιά, φασκομηλιά, ετήσιοι και πολυετείς πόες κτλ. σε ποσοστό 70%, δασικοί θάμνοι από σχίνο, ασπάλαθο σε ποσοστό 5% κτλ, το υπόλοιπο ποσοστό δε των 25% καλύπτεται από άγονα βραχώδη τμήματα. Η επίδικη έκταση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν βοσκότοπος, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι καλλιεργητές για την οικόσιτη κτηνοτροφία. Το ακίνητο αυτό η ενάγουσα το αγόρασε δυνάμει του υπ' .../2006 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σητείας Ιωάννας Φουρναράκη - Μαστοράκη από τους Θ. Σ. του Ι. και Κ. Σ. του Ν. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει τη συγκυριότητα του εν λόγω ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, ο μεν Θ. Σ. από την Ο. συζ. Π. Σ. το γένος Ε. Χ. με το υπ' αριθμ. .../3.3.1936 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σητείας Εμμανουήλ Αγγελάκη, ο δε Κ. Σ. από την Ε. Σ. του Ι. με το υπ' αριθμ. .../31.10.1989 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σητείας Ευαγγελίας Γεωργακάκη - Τσαντάκη. Στο πρώτο συμβόλαιο το εν λόγω ακίνητο περιγράφεται ως αγριάδα, έκτασης είκοσι οκάδων σποράς με μία ελιά, με όμορες τις ιδιοκτησίες των Σ. Σ., κληρ. Μ. Σ. και κληρ Ε. Κ. και στο δεύτερο συμβόλαιο ως αγρός ακαλλιέργητος, βραχώδης, έκτασης "5 στρεμμάτων περίπου, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης είκοσι οκάδων σποράς ή όσο ήθελε είναι παραπάνω ή παρακάτω με μια ελιά". Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης, εμβαδού 189.061,95 τ.μ., το οποίο επεκτείνεται έως τη θάλασσα, η οποία με την υπ' αριθμ. 4083/6.11.2003 πράξη του Διευθυντή Δασών Νομού Λασιθίου έχει χαρακτηριστεί ως χορτολιβαδική έκταση του άρθρου 3 παρ. 6β του ν. 998/1979 και του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.3208/2003. Η εν λόγω πράξη βασίστηκε στην από 31/10/2003 έκθεση αυτοψίας του Δασολόγου Γ. Π., σύμφωνα με την οποία το έδαφος της έκτασης είναι ανώμαλο, ημιβραχώδες μέχρι βραχώδες κατά θέσεις, με κλίσεις επιφάνειας που κυμαίνονται από μέτριες μέχρι απότομες και καλύπτεται από δασική βλάστηση των ειδών σχίνου - ασπάλαθου - πρίνου, που συνολικά επί της έκτασης δεν υπερβαίνει το 15%, η οποία εμφανίζεται κατά θέσεις και περισσότερο εντός του υπάρχοντος ρέματος και από χορτολιβαδική βλάστηση των ειδών αστοιβίδας, αχινοπόδι, θυμάρι, η οποία είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη την έκταση και το ποσοστό κάλυψης της επιφάνειας είναι μεγαλύτερο του 15%. Αναφέρεται προσέτι στην ως άνω έκθεση αυτοψίας ότι στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1968 και 1989 η έκταση εμφανίζει την ίδια μορφή, πλην όμως υπάρχει η πιθανότητα πριν από το έτος 1945 να υπήρχαν μικρά τμήματα που εκαλλιεργούντο καθ' όσον υπάρχει μικρό αλώνι επί της έκτασης και ερειπωμένα κτίρια. Κατά της πράξης αυτής υποβλήθηκαν οι από 16/12/2003 αντιρρήσεις του Γ. Σ. ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λασιθίου, η οποία κατόπιν αυτοψίας διαπίστωσε ότι "η έκταση έχει έδαφος ημιβραχώδες έως βραχώδες, με κλίσεις μέτριες μέχρι απότομες, καλύπτεται από βλάστηση των ειδών σχίνου, ασπάλαθου, πρίνου σε ποσοστό μικρότερο του 25% και από αστοιβίδα, αχινοπόδι και θυμάρι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25%" και αφού δεν εντόπισε ίχνη καλλιέργειας χαρακτήρισε ολόκληρη την έκταση χορτολιβαδική. Κατά της απόφασης αυτής ο Γ. Σ. άσκησε την υπ' αριθμ. 2089/28.6.2005 προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης, η οποία με την υπ' αριθμ. 98/2005 απόφαση της χαρακτήρισε τμήμα της έκτασης, εμβαδού 67.950.50 τ.μ., που περιλαμβάνει το επίδικο ακίνητο, ως χορτολιβαδική έκταση, ενώ ολόκληρο το υπόλοιπο τμήμα που επεκτείνεται έως τη θάλασσα, όπου διαπίστωσε ότι υπήρχαν ίχνη παλαιάς καλλιέργειας, όπως μαρτυρά το παλαιό αλώνι και τα ερειπωμένα κτίσματα, χαρακτήρισε ως γεωργική του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Κατόπιν τούτων και ενώ ή απόφαση της δευτεροβάθμιας -επιτροπής τελεσιδίκησε, η ενάγουσα ως έχουσα έννομο συμφέρον με την από 31/1/2007 αίτηση της που υποβλήθηκε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους την 9/2/2007 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 15880/9.2.2007, ισχυριζόμενη ότι είναι κυρία του επιδίκου ακινήτου και ότι αυτό ήταν ανέκαθεν γεωργική έκταση, ανήκουσα στους άμεσους και απώτερους δικαιοπαρόχους της, ζήτησε να διευθετηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου. Μάλιστα προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε εκτός των ως άνω τριών συμβολαίων και...(ακολουθεί η μνεία πέντε συμβολαίων, δεχόμενο - το Εφετείο - στη συνέχεια, ότι:) Από τα προαναφερθέντα συμβόλαια αποδεικνύεται ότι από μία αρχική ευρύτερη έκταση, στην οποία ασκούνταν πράξεις νομής από τους αρχικούς ιδιοκτήτες της από το έτος 1862, μεταβιβάστηκαν με τους ως άνω τρόπους τμήματα σε κατιόντες των αρχικών ιδιοκτητών, τα ονόματα των οποίων μνημονεύονται στα συμβόλαια, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνεται και το ακίνητο εμβαδού 189.061,95 τ.μ, από το οποίο αποκόπηκε το επίδικο με το υπ' αριθμ. .../1936 συμβόλαιο. Οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, διαδοχικά όπως αναφέρεται, καλλιεργούσαν ήδη από το ,έτος 1862, τα τμήματα του επίδικου που ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν και για το σκοπό αυτό είχαν κατασκευάσει ένα - πεπαλαιωμένο σήμερα - αλώνι, κυρίως δε το εκμίσθωναν σε βοσκούς για να βόσκουν σε αυτό τα ποίμνια τους κατασκευάζοντας για το σκοπό αυτό μαντριά και καλύβες, ίχνη των οποίων υπάρχουν μέχρι σήμερα στο επίδικο. Η βόσκηση δε αυτού άρχισε ήδη από το έτος 1890 μέχρι το έτος 1936 από τους Σ., Ε. και Γ. Σ., οι οποίοι μίσθωναν το επίδικο από την απώτερη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, Ο. Σ., συνεχίσθηκε από το έτος 1950 μέχρι το έτος 1967 από τον Κ. Σ. και τους αδελφούς του και εξακολούθησε μέχρι το έτος 2000 από τον κτηνοτρόφο Γ. Φ., ο οποίος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (1967 - 2000) μίσθωνε το επίδικο από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, Θ. και Ε. Σ., καταβάλλοντος σε αυτούς ως μίσθωμα μέρος των προϊόντων που παρήγαγε (τυριά). Επομένως, με την άσκηση από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας νομής συνεχώς από το. έτος 1862 συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κρητικού ΑΚ, χρόνος για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ανεξάρτητα από τη μορφολογία του, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, εφόσον ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από την 23.7.1889 έως την 23.7.1909. Η ανωτέρω ενάγουσα μετά την παραχώρηση από τους δικαιοπαρόχους της της νομής του επιδίκου συνέχισε να ασκεί πράξεις νομής επ' αυτού επιμελούμενη για τα όρια και την ακεραιότητα του και προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να οικοδομήσει σε αυτό τουριστική μονάδα (ένδικοι αγώνες, τοπογραφήσεις, μελέτες). Έτσι έγινε κυρία της επίδικης έκτασης, η οποία σύμφωνα και με την ανωτέρω έκθεση του δασολόγου Μ. Φ. ήταν τμήμα της ευρύτερης αρχικής φερόμενης πατρογονικής ιδιοκτησίας ήδη από του έτους 1862, με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας ισχυριζόμενο ότι το επίδικο είναι χορτολιβαδική έκταση της παρ. 6β του άρθρου 3 του Ν. 998/79 και της παρ. 2 του άρθρου 1. του ν. 3208/03. Όμως σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν έως την 23.7.1909 οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει κυριότητα στο επίδικο, με έκτακτη χρησικτησία και επομένως ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, να γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και να αναγνωρισθεί αυτή κυρία του επιδίκου ακινήτου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ' ουσίαν, δέχτηκε την ένδικη - από 12.2.2008 - αναγνωριστική κυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και αναγνώρισε αυτήν κυρία του επίδικου ακινήτου. Με βάση αυτά που δέχτηκε και, έτσι, που έκρινε - το Εφετείο - διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν μη εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου πιο πάνω διατάξεων για τη χρησικτησία στην Κρήτη, αφού δέχτηκε, ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι, διαδοχικά, ήδη από το έτος 1862 καλλιεργούσαν το επίδικο ακίνητο, χωρίς, όμως να αναφέρει συγκεκριμένες σχετικές πράξεις, ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν, και συνάμα δέχτηκε ότι τα ίδια πρόσωπα, διαδοχικά, εκμίσθωναν το επίδικο ακίνητο, με την ειδική, όμως, μνεία, ότι η βόσκησή του άρχισε (όχι από την 23.7.1889 αλλά) από το έτος 1890 και έκτοτε συνεχώς έως το έτος 2000, έτσι, ώστε, να μην μπορεί να κριθεί εάν τα ίδια ως άνω πρόσωπα νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο από την 23.7.1889 και έκτοτε συνεχώς ως άνω, εν τέλει δε ότι η ενάγουσα έγινε κυρία με έκτακτη χρησικτησία - όπως δέχτηκε το Εφετείο - και να μην καθίσταται εφικτός ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων για τη χρησικτησία στην Κρήτη. Επομένως, το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, κατά το βάσιμο δεύτερο, κατά το τέταρτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 63/2012 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κτήση κυριότητας με χρησικτησία κατά τον κρητικό αστικό κώδικα.
Κυριότητα
Κυριότητα, Κρητικός Αστικός Κώδικας.
0
Αριθμός 486/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: Α. Κ. του Ά. και 2)Μ. Κ. του Κ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κούρκουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. συζ. Ι. Θ., το γένος Ε. Α., 2)Κ. Θ. του Ι., κατοίκων ... 3)Κ. Κ. του Κ., 4)Α. Θ. του Κ. και 5)Φ. Θ. του Κ., κατοίκων .... Οι 1η, 2ος, 4ος και 5ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Μήνο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Βαρβαρίγο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/2/2008 αγωγή και την από 13/7/2008 ανακοίνωση δίκης - αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6675/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 6244/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 13/3/2011 αίτηση και τους από 5/4/2012 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της 3ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1724 ΑΚ, η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση από τον διαθέτη της τελευταίας του βουλήσεως ενώπιον του συμβολαιογράφου, παρουσία τριών μαρτύρων ή δευτέρου συμβολαιογράφου, παρουσία τριών μαρτύρων ή δευτέρου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737 ΑΚ, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1730 παρ.3 ΑΚ, απαγορεύεται, κατά τη σύνταξη της διαθήκης, η παρουσία οποιουδήποτε άλλου, εκτός από τον διαθέτη και τα συμπράττοντα πρόσωπα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1732 παρ.2 εδ.α ΑΚ, για τη διαθήκη συντάσσεται πράξη, που πρέπει να περιέχει τη μνεία ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1729 μέχρι 1731, η οποία κατ'άρθρο 1733 παρ.1 ΑΚ πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη, ενώ ακούαν τα πρόσωπα που συμπράττουν και να βεβαιωθεί σ'αυτήν ότι αυτό έγινε. Κατά την ορθή έννοια της ανωτέρω διατάξεως (ΑΚ 1730 παρ.3), η οποία συνάγεται από το σκοπό της νομοθετικής θεσπίσεώς της, απαγορεύεται, η, κατά το χρόνο συντάξεως της δημόσιας διαθήκης, παρουσία, εκτός των κατά τα άρθρα 1725 - 1729 ΑΚ συμπραττόντων προσώπων και άλλου προσώπου, όταν η παρουσία αυτού, ενόψει των περιστάσεων, που συντρέχουν κάθε φορά, μπορεί να ασκήσει αποφασιστικό επηρεασμό στην ψυχική κατάσταση και τα συναισθήματα του διαθέτη, κατά τρόπο, ώστε η δήλωση της τελευταίας βουλήσεώς του να μην εκφράζει την ελεύθερη και αβίαστη θέληση αυτού περί της τύχης της κληρονομίας του. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 ΑΚ είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 438 ΚΠολΔ, έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατά τους νομίμους τύπους, από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο, που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ'ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Τέτοια γεγονότα, που βεβαιώνονται από συμβολαιογράφο στο δημόσιο έγγραφο της διαθήκης, είτε ως γενόμενα από αυτόν, είτε ως γενόμενα ενώπιόν του, κατά των οποίων χωρεί ανταπόδειξη μόνο με την προσβολή της διαθήκης ως πλαστής είναι όσα αναφέρονται στην τήρηση των διατυπώσεων, που ορίζονται στα άρθρα 1725 έως 1737 ΑΚ και ειδικότερα, εκτός των άλλων και όσον αφορά στη μνεία ότι δεν παρίσταντο κατά τη σύνταξή της, αλλά πρόσωπα εκτός από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της αποφάσεως, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση ως προς την αποτελούσα αντικείμενο της αναιρέσεως ένδικη αναγνωριστική ακυρότητας δημοσίων διαθηκών αγωγή των αναιρεσειόντων τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Στις 29.11.2001 απεβίωσε στη Γλυφάδα Αττικής σε ηλικία 90 ετών (έτος γεν.1911) ο Ν. Κ. του Α. και της Μ., συνταξιούχος δικηγόρος, ο οποίος πριν από τον επισυμβάντα θάνατό του διέμενε στη …. Ο αποβιώσας είχε συνάψει νόμιμο γάμο με τη Λ. Κ. το γένος Ι. Μ., η οποία απεβίωσε στο Χολαργό Αττικής στις 6.5.2004 σε ηλικία 78 ετών (έτος γεν. 1926) και από το γάμο τους δεν απέκτησαν τέκνα. Κατά το χρόνο του θανάτου του ο θανών κατέλιπε μοναδικό πλησιέστερο συγγενή και αναγκαία κληρονόμο του την σύζυγο του Λ. Κ.. Ο αποβιώσας άφησε τρεις διαθήκες που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου Ελένης Ταταράκη στην οικία του στη … επί της οδού … αρ. …, με τις οποίες διακανόνιζε ως εξής την περιουσία του μετά το θάνατο του α) την από 26.1.1999 με αριθμό .../26.1.1999 διαθήκη, που συντάχθηκε παρουσία των μαρτύρων Θ. Σ., Ζ. Κ. και Σ. Μ. και δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα αριθμ. 3165/28.6.2002 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταχωρήθηκε δε στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο … και με αριθ. …, με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμο του τη σύζυγο του Λ. Κ. σε όλη την υπάρχουσα κατά το χρόνο του θανάτου του κινητή και ακίνητη περιουσία του. Στη διαθήκη αυτή μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: "Γενική κληρονόμο μου εφ' απάσης της κινητής και ακίνητης περιουσίας μου, η οποία θα υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου μου, εγκαθιστώ τη σύζυγο μου Λ. το γένος Ι. Μ. με την οποία συμβιώ εν αγάπη και σύμπνοια επί μισό περίπου αιώνα... Επιθυμία μου και σκοπός εν τη διαθήκη μου είναι να διασφαλίσω στη σύζυγο μου άνετη διαβίωση ανταποκρινόμενη εις την κοινωνική της θέση και τας επηυξημένας ανάγκας της ζωής της λόγω της κλονισμένης κάπως υγείας της και της ηλικίας της. Ούτω η σύζυγος μου θα έχει επί των κληρονομικών μου στοιχείων απόλυτον δικαίωμα αναλώσεως και ελευθέρας κατά την κρίσιν της διαθέσεως των, δια νομίμου πράξεως της δωρεάς, πωλήσεως και διαθήκης της, τυχόν περιουσιακά μου στοιχεία, τα οποία δεν ανάλωσε στη ζωή της και δεν διέθεσε ταύτα δια δωρεάς, πωλήσεως ή διαθήκης της, αυτά θα περιέρχονται ως οικογενειακόν μου καταπίστευμα κατ' ισομοιρίαν εις τα πρωτοανήψια μου Μ. σύζυγο Ν. Λ. το γένος Κ. Κ. και Α. Κ. του Α., ......". Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της άνω διαθήκης με σαφήνεια αποδεικνύεται ότι με αυτήν ο διαθέτης συνέστησε εγκύρως καταπίστευμα με βεβαρημένη την κληρονόμο σύζυγο του Λ. Κ., επέτρεψε όμως σε αυτήν την ελεύθερη διάθεση των κληρονομιαίων με δωρεά, πώληση ακόμη και με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Σύστησε δηλαδή ο ανωτέρω διαθέτης το λεγόμενο στη μείζονα νομική σκέψη καταπίστευμα του περιλημπανομένου (ΑΚ 1939) με καταπιστευματοδόχους τα ανίψια του, ενάγοντες, Α. Κ. και Μ. Κ., τέκνα των προαποβιωσάντων αδελφών του Α. και Κ., αντίστοιχα, με την έννοια ότι οι τελευταίοι θα κληρονομήσουν τα κληρονομιαία, που θα διασώζονταν δηλαδή δεν θα διετίθεντο από τη βεβαρημένη με καταπίστευμα κληρονόμο, σύζυγο του διαθέτη και με την ειδική σημειωτέον αναφορά στη διαθήκη αυτή για τη σύσταση κληροδοτημάτων υπέρ του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος της "UNICEF", του ιδρύματος "Το Χαμόγελο του Παιδιού", της Μ. Λ., Α. Κ. αλλά και υπέρ τρίτων προσώπων κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στη διαθήκη, β) την από 4.12.2000 με αριθμό .../4.12.2000 διαθήκη, που συντάχθηκε παρουσία των μαρτύρων Μ. χήρας Ν. Π., Β. Ρ. και Ι. Κ. και δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα αριθμ. 3166/28.6.2002 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταχωρήθηκε δε στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο …και με αριθμό … με την οποία εγκαθιστούσε επίσης γενική κληρονόμο του τη σύζυγο του Λ. Κ. σε όλη την υπάρχουσα κατά το χρόνο του θανάτου του κινητή και ακίνητη περιουσία του. Στη διαθήκη αυτή όριζε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα που ενδιαφέρουν την κρινόμενη υπόθεση "Συμπληρώνω και τροποποιώ την προηγούμενη διαθήκη που έχει συνταχθεί με αριθμό .../26.1.1999 πράξη σας και δηλώνω τα εξής: Η περιουσία μου είναι η ακόλουθη: 1) ακίνητο επί της οδού ... 2) μία μικρή αποθήκη 12 τ.μ. στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας στην οδό …... 3) το 1/2 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου 1017 τ.μ. στην Αίγινα τοποθεσία ...... 4) οικόπεδο 600 τ.μ. στο χωριό ..., στη θέση ... Επί της περιουσίας μου αυτής εγκαθιστώ γενικό κληρονόμο τη σύζυγό μου Λ. Το ακίνητο της οδού ... επιβαρύνω με τα εξής κληροδοτήματα 1) υπέρ του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος "UNICEF" 4.000.000 δρχ. 2) υπέρ του Ιδρύματος "Το χαμόγελο του παιδιού" 4.000.000 δρχ. 3) υπέρ του δευτερανηψιού Κ. Λ. του Ν. 4.000.000 δρχ. 4) υπέρ του δευτερανηψιού Σ. Κ. του Α. 4.000.000 δρχ. και 5) υπέρ του προσώπου εκείνου που θα παράσχει πραγματική βοήθεια και ηθική συμπαράσταση στη σύζυγο μου Λ., το οποίο θα καθορίσει εκείνη και θα το γνωρίσει στους εκτελεστός της διαθήκης. Τα κληροδοτήματα θα εκτελεστούν όχι από τη σύζυγο μου, αλλά από το διάδοχο κληρονόμο της στο ακίνητο της οδού ... αριθμ. … Εις βάρος της κληρονομιαίας περιουσίας μου κληροδοτώ υπέρ της οικιακής μας βοηθού Ν., που σήμερα μας περιποιείται 400.000 δρχ., εφόσον επιθυμεί η σύζυγος μου να την κρατήσει και να την περιποιείται, καταβλητέες στο τέλος του έτους 2001. Επίσης στην αυτή οικιακή βοηθό, εφόσον η σύζυγος μου το επιθυμεί να την περιποιείται μέχρι το τέλος της ζωής της κληροδοτώ το ποσό των 4.000.000 δρχ. Διευκρινίζω ότι εάν η σύζυγος μου πωλήσει το ακίνητο της οδού ... από ένδεια τα παραπάνω κληροδοτήματα περιορίζονται στο ήμισυ. Εάν το δωρίσει τα κληροδοτήματα βαρύνουν το δωρεοδόχο... Εν περιπτώσει αντιθέσεως των διατάξεων της παρούσης με αντιστοίχους διατάξεις της προηγούμενης διαθήκης θα ισχύουν οι παρούσες διατάξεις". Στη διαθήκη αυτή η συμβολαιογράφος που τη συνέταξε βεβαιώνει "ότι τα συμπράττοντα πρόσωπα στη διαθήκη αυτή ήταν παρόντα σε όλη τη διάρκεια της σύνταξης της, ότι εκτός από αυτά και εμένα τη συμβολαιογράφο και το διαθέτη κανένα άλλο πρόσωπο δεν ήταν παρόν κατά τη σύνταξη της και ότι ετηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1729, 1730 και 1731 του Αστικού Κώδικα όπως ισχύει... και ότι διαβάστηκε από εμένα τη συμβολαιογράφο καθαρά και μεγαλόφωνα στο διαθέτη και τους παραπάνω μάρτυρες, οι οποίοι άκουαν όλοι τους προσεκτικά και βεβαιώθηκε νόμιμα από όλους μας, υπογράφτηκε από τους μάρτυρες και εμένα τη Συμβολαιογράφο στο τέλος κάθε προηγούμενου φύλλου και στο παρόν ως έπεται καθώς και σε δύο (2) παραπομπές στα περιθώρια, εκτός από το διαθέτη, ο οποίος εδήλωσε ότι δεν δύναται να υπογράψει λόγω παθήσεως των οφθαλμών του, η δε δήλωση του αυτή περί αδυναμίας του προς υπογραφή εβεβαιώθη παρά πάντων και εμού" γ) την από 13.6.2001 με αριθμό .../13.6.2001 διαθήκη, που συντάχθηκε παρουσία των μαρτύρων Μ. συζ. Ν. Π., Μ.-Ε. Α. και Κ. Κ. και δημοσιεύτηκε με τα αριθμ. 3167/28.6.2002 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταχωρήθηκε δε στα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών στον τόμο …και με αριθμό …, με την οποία εγκαθιστά γενική κληρονόμο του τη σύζυγο του Λ. Κ. σε όλη την υπάρχουσα κατά το χρόνο του θανάτου του κινητή και ακίνητη περιουσία του, ανακαλεί δε ρητά τις αμέσως πιο πάνω προγενέστερες από 26.1.1999 και 4.12.2000 διαθήκες του. Στη διαθήκη αυτή ο διαθέτης όριζε μεταξύ άλλων και τα εξής που ενδιαφέρουν την κρινόμενη υπόθεση "Γενική κληρονόμο μου εγκαθιστώ τη σύζυγο μου Λ. το γένος Ι. Μ., την οποία επιβαρύνω με τα εξής κληροδοτήματα, τα οποία δεν υποχρεούται να εκτελέσει η ίδια αλλά οι κληρονόμοι της και είναι τα παρακάτω: 1) 2.000.000 δρχ. υπέρ της Δ. συζ. Ε. Δ. για ό,τι έχει κάνει ή θα κάνει για μας 2) 3.000.000 δρχ. υπέρ της πρώτης ανηψιάς Μ. συζύγου Ν. Ε. 3) 3.000.000 δρχ. υπέρ του πρώτου ανηψιού μου Α. Κ. 4) 1.000.000 δρχ. υπέρ του εγγονού του Ν. Κ. 5) 17.000 μηνιαίως στην εκάστοτε οικιακή βοηθό της συζύγου μου και εν ελλείψει αυτής στη Δ. Δ. για να περιποιείται τα ζώα του σπιτιού... 6) 1.000,000 δρχ. υπέρ της Μ. συζ. Δ. Γ. Τυχόν δε ακυρότητα επιμέρους όρου δε συνεπιφέρει ακυρότητα όλης της διαθήκης και ειδικότερα της διάταξης περί εγκατάστασης της συζύγου μου ως γενικής κληρονόμου μου. Αυτή είναι η τελευταία μου βούληση και επιθυμώ να εκτελεστεί όπως αναφέρεται. Ανακαλώ δε οποιαδήποτε προηγούμενη διαθήκη μου." Στη διαθήκη αυτή η συμβολαιογράφος βεβαιώνει "ότι τα συμπράττοντα πρόσωπα ήταν παρόντα σε όλη τη διάρκεια της σύνταξης της, ότι εκτός από αυτά, εμένα τη συμβολαιογράφο και το διαθέτη κανένα άλλο πρόσωπο δεν ήταν παρόν κατά τη σύνταξη της διαθήκης και ότι ετηρήθησαν οι διατάξεις των άρθρων 1729, 1730 και 1731 ΑΚ... και ότι διαβάστηκε από εμένα τη συμβολαιογράφο καθαρά και μεγαλόφωνα στο διαθέτη και στα συμπράττοντα πρόσωπα, που άκουγαν όλοι τους προσεκτικά και νόμιμα βεβαιώθηκε από όλους μας υπογράφτηκε απ' αυτούς και εμένα στο τέλος εκάστου φύλλου, στο παρόν και σε δύο παραπομπές, εκτός του διαθέτη που εδήλωσε ότι αδυνατεί να υπογράψει λόγω παθήσεως των οφθαλμών του. Η περίπτωση δε αυτή βεβαιώθηκε παρά πάντων και εμού". Αποδεικνύεται επομένως ότι με τη χρονικά τελευταία συνταχθείσα από 13.6.2001 δημόσια διαθήκη ο διαθέτης με ρητή δήλωση του ανακάλεσε τις χρονικά προγενέστερες από 4.12.2000 και 26.1.1999 δημόσιες διαθήκες του. Έτσι, καταργήθηκε το συσταθέν με την πρώτη εξ αυτών (από 26.1.1999) υπέρ των εναγόντων ανηψιών του κληρονομικό καταπίστευμα με βεβαρημένη την τετιμημένη σύζυγο του Λ. Κ., άλλαξαν δε και τα πρόσωπα των δικαιούχων κληροδοσιών (κληροδόχων) και πιο συγκεκριμένα έπαυσαν να είναι κληροδόχοι η Unicef και το Χαμόγελο του Παιδιού και η οικιακή βοηθός του διαθέτη Ν. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι στις 6.5.2004 απεβίωσε η ως άνω σύζυγος του διαθέτη Λ. Κ., η οποία κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την εξαδέλφη της Β. συζ. Ι. Θ., πρώτη εναγομένη. Η τελευταία με τις αριθ. .../17.2.2005 και .../17.2.2005 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αικατερίνης Πασχαλίδου-Φωτοπούλου, που νόμιμα μεταγράφηκαν (τόμος … αύξ. αρ. …, …) δια του ενεργούντος κατ' εντολή και για λογαριασμό της πληρεξουσίου της Κ. Θάνου του Ιωάννη, υιού της, δευτέρου εναγομένου, δυνάμει του .../20.12.2004 πληρεξουσίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, αποδέχθηκε την επαχθείσα στην ανωτέρω σύζυγο του διαθέτη κληρονομιά του συζύγου της με την τελευταία υπ' αριθ. .../13.6.2001 δημόσια διαθήκη του, ως μοναδική κληρονόμος αυτού, αλλά και για τον εαυτό της ατομικά την επαχθείσα στην ίδια (πρώτη εναγομένη) κληρονομιά της θανούσας Λ. χήρας Ν. Κ. το γένος Ι. Μ.. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του διαθέτη Ν. Κ. του Α. περιλάμβανε 1) μία ισόγεια οικία, επιφανείας 118 τ.μ. με βοηθητικό χώρο 40 τ.μ., κτισμένη σε οικόπεδο που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Γλυφάδας Αττικής στην περιοχή "ΑΞΙΩΝΗ", οδός …, αρ. … 2) το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου που βρίσκεται στην κοινότητας … της νήσου Αίγινας στη θέση ... ή Αιγινίτισσα που εμφανίζεται με τον αριθμό … του … ΟΤ στο από 5.11.1973 ρυμοτομικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Ο., που προσαρτάται στο .../1975 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Λ. Χριστοδούλου, 1040 τ.μ. 3) το !4 εξ αδιαιρέτου α) του διαμερίσματος του τετάρτου υπέρ το ισόγειο ορόφου της κειμένης εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Συνοικισμού Πανιώνιας Γλυφάδας, της περιφέρειας του Δήμου Γλυφάδας Αττικής, στο … ΟΤ, επί των οδών Μ. και Τ. αρ. 21, επιφάνειας 114,10 τ.μ. με την αριθ. 4 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής της ίδιας πολυκατοικίας και β) του αρ. 4 χώρου (αποθήκη) της πυλωτής της ίδιας πολυκατοικίας 12 τ.μ. και 4) τα 75% εξ αδιαιρέτου των 12/οοο εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου επί του οποίου έχει ανεγερθεί η ως άνω πολυκατοικία, τα οποία αντιστοιχούν α) στον αριθ. 1 χώρο αποθήκης του ισογείου (πυλωτής) της εν λόγω πολυκατοικίας, 12 τ.μ., β) στον αρ. 2 χώρο αποθήκης 12 τ.μ. της πυλωτής της ίδιας πολυκατοικίας και γ) στον αρ. 3 χώρο αποθήκης 12 τ.μ. της πυλωτής της ίδιας επίσης πολυκατοικίας. Σημειωτέον ότι η πρώτη εναγομένη μετά την πιο πάνω αποδοχή κληρονομιάς από τα ως ακίνητα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία μεταβίβασε στην Κ. Κ., τρίτη εναγομένη, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος .../3.8.2005 (τόμος … αρ. …) πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστείδη Δραγίου α) το 1/2 εξ αδιαιρέτου της προαναφερόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του τετάρτου ορόφου με την αριθ. 4 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου και β) το 1/2 εξ αδιαιρέτου του αριθ. 4 χώρου-αποθήκης. Επίσης, μετά την έκδοση της 399/2006 άδειας κατεδάφισης της κειμένης επί της οδού ... … ισογείου οικίας, μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα παρακρατώντας εφόρου ζωής την επικαρπία α) με το νομίμως μεταγραφέν .../2.8.2007 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Πασχαλίδου-Φωτοπούλου προς το γιο της Κ. Θ., δεύτερο εναγόμενο, το 1/3 εξ αδιαιρέτου του κειμένου επί της οδού ... ….οικοπέδου και β) με το νομίμως μεταγραφέν .../2.8.2007 δωρητήριο συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου προς του εγγονούς της Α. Θ. και Φ. Θ., τέταρτο και πέμπτο από τους εναγομένους, κατ' ισομοιρία τα 2/3 εξ αδιαιρέτου του ίδιου οικοπέδου. Οι ενάγοντες βάλλουν, με την υπό κρίση αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά της εγκυρότητας των ως άνω .../4.12.2000 και .../13.6.2001 διαθηκών, ως έχοντες προς τούτο έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι, εφόσον αυτές ακυρωθούν, θα καταστούν αυτοί, δυνάμει της .../26.1.1999 δημόσιας διαθήκης του θανόντος θείου τους Ν. Κ., μοναδικοί κληρονόμοι του, ως καταπιστευματοδόχοι, επί όλων των ως άνω περιουσιακών στοιχείων του διαθέτη, τα οποία δεν διατέθηκαν από τη βεβαρημένη με το καταπίστευμα κληρονόμο σύζυγο του Λ. Κ. μέχρι τον επελθόντα στις 6.5.2004 θάνατο της. Ειδικότερα, επικαλούνται ότι οι διαθήκες αυτές είναι άκυρες, διότι, κατά τη σύνταξη τους, δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος για την εγκυρότητα τους τύπος, δεδομένου ότι α) αυτές συντάχθηκαν με την παρουσία και τρίτων, εκτός των συμπραττόντων, προσώπων, τα οποία με την παρουσία τους επηρέασαν τη βούληση του διαθέτη και β) δεν αναγνώστηκε το σημείο εκείνο των διαθηκών, όπου η συμβολαιογράφος Ελένη Ταταράκη που τις συνέταξε αναληθώς βεβαιώνει "ότι κατά τη σύνταξη της διαθήκης δεν παραστάθηκαν άλλα, εκτός των συμπραττόντων πρόσωπα". Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι κατά τη σύνταξη των προσβαλλόμενων ως άνω δημόσιων διαθηκών του διαθέτη Ν. Κ. του Α. τηρήθηκαν οι κατά τα άρθρα 1730 §3 και 1733 §1 ΑΚ απαιτούμενες για την εγκυρότητα τους προϋποθέσεις. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι διαθήκες αυτές συντάχθηκαν στον πρώτο όροφο της κειμένης επί της οδού ... αρ. … στη …οικίας του διαθέτη και ειδικότερα στο σαλόνι αυτής ενώπιον της συμβολαιογράφου Ελένης Ταταράκη και των αναφερόμενων σε αυτές μαρτύρων ήτοι ενώπιον των μαρτύρων α) Μ. Π. (έτος γεν. 1917), κατοίκου ..., ... 62 β) Β. Ρ. (έτος γεν. 1924), κατοίκου ..., ... 49 και γ) Ι. Κ. (έτος γεν. 1933... η .../4.12.2000 διαθήκη και ενώπιον των μαρτύρων α) Μ. Π. β) Μ.-Ε. Α. (έτος γεν. 1958), κατοίκου ..., ... 60 και γ) Κ. Κ. (έτος γεν. 1952), κατοίκου ... η .../13.6.2001 διαθήκη, παρουσία των οποίων ο διαθέτης Ν. Κ. δήλωσε την τελευταία βούληση του για την οποία η ανωτέρω συμβολαιογράφος συνέταξε τη σχετική αντίστοιχη πράξη. Επίσης, αποδεικνύεται ότι η σύνταξη των προσβαλλόμενων διαθηκών άρχισε περί ώρα 15.00 της μεν από 4.12.2000 ημέρα Δευτέρα, της δε από 13.6.2001 ημέρα Τετάρτη, καθόλη δε τη διάρκεια της διαδικασίας συντάξεως τους, όλα τα προαναφερόμενα πρόσωπα (διαθέτης, μάρτυρες, συμβολαιογράφος) και ουδείς άλλος ήσαν παρόντα και κανείς δεν απομακρύνθηκε ή εισήλθε στο δωμάτιο (σαλόνι) όπου συντάσσονταν οι διαθήκες αυτές, του οποίου (δωματίου) οι θύρες ήσαν κλειστές καθόλη τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, μετά το πέρας της οποίας διαβάστηκε καθαρά και μεγαλόφωνα ολόκληρο το περιεχόμενο τους από τη συμβολαιογράφο στο διαθέτη και τα συμπράττοντα πρόσωπα που προσεκτικά άκουγαν. Για τις πιο πάνω συνθήκες κάτω από τις οποίες συνετάγησαν οι ένδικες διαθήκες και πιο συγκεκριμένα για το ότι κατά τη σύνταξη τους τηρήθηκαν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις κατηγορηματικά και με σαφήνεια καταθέτουν οι μάρτυρες των εναγομένων Ι. Θ. (έτος γεν. 1979) δικηγόρος, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, Ι. Κ. συνταξιούχος ΙΚΑ και Β. Ρ., συνταξιούχος ΟΤΕ στις δοθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτών καθόλη τη διάρκεια της σύνταξης των προσβαλλόμενων διαθηκών, που άρχισε στις τρεις το μεσημέρι, κανένα τρίτο πρόσωπο και δη η σύζυγος του διαθέτη Λ. Κ. και ο ανηψιός της Κ. Θ., ιατρός μικροβιολόγος, δεύτερος των εναγομένων, δεν ήταν παρόν, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες, παρά μόνο ο διαθέτης, οι μάρτυρες και η συμβολαιογράφος, η οποία μετά το πέρας της διαδικασίας ανέγνωσε ευκρινώς και εντόνως το περιεχόμενο της διαθήκης στο διαθέτη και στους μάρτυρες, οι οποίοι άκουαν προσεκτικά. Ειδικότερα οι μάρτυρες Ι. Κ. και Β. Ρ., οι οποίοι έχουν άμεση γνώση όσων καταθέτουν, καθόσον συνέπραξαν ως μάρτυρες κατά τη σύνταξη της από 4.12.2000 διαθήκης και οι οποίοι δεν προσδοκούν οποιοδήποτε έννομο συμφέρον από την ευνοϊκή υπέρ των εναγομένων έκβαση της δίκης, καταθέτουν ότι η μεν σύζυγος του διαθέτη βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο της οικίας και ότι καθόλη τη διαδικασία δεν εισήλθε στο χώρο (σαλόνι) όπου συντάσσονταν η ως άνω διαθήκη, ενώ ο Κ. Θ. ουδόλως παρευρίσκονταν στην οικία του διαθέτη. Άλλωστε, η κατάθεση των εν λόγω μαρτύρων ενισχύεται και από τη με αρ. πρωτ. 607058/25.9.2008 υπηρεσιακή βεβαίωση του Διευθυντή της Νομαρχιακής Μονάδας Υγείας Αθηνών (Ν.Μ.Υ. Αθηνών) του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) Χ. Γ. το περιεχόμενο της οποίας κατά λέξη έχει ως εξής: "Βεβαιώνεται ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Υπηρεσίας μας την 4.12.2000 και την 13.6.2001 ο μικροβιολόγος Θ. Κ. προσήλθε στην Υπηρεσία. Το ωράριο του ήταν και εξακολουθεί να είναι 12.00 - 17.30". Σημειωτέον ότι ο μάρτυρας Β. Ρ. πέραν των ανωτέρω κατέθεσε κατά λέξη και τα εξής "...προ μηνών με προσέγγισε και ήρθε να με συναντήσει μπροστά στην οικία μου ο Α. (Ν.) Κ., ανηψιός του αποθανόντος πια Ν. Κ., μαζί με τον Σ. Π., υιό της άλλης μάρτυρος Μ. Π. και μου ζήτησε να προσέλθω υπέρ του ως μάρτυρας για μία αγωγή που είχε κάνει και να καταθέσω ότι δήθεν κατά τη σύνταξη της παραπάνω διαθήκης παρευρίσκετο εκεί ο ανηψιός της Λ., Κ. Θ.. Αυτό όμως ήταν απολύτως αναληθές, καθώς πέραν του ότι κατά τη σύνταξη της διαθήκης οι μόνοι που παρισταντο εκεί ήμασταν οι τρεις μάρτυρες, η Συμβολαιογράφος και ο Ν. Κ., ούτε καν είχα γνωρίσει ή είχα δει ποτέ τον Κ. Θ., ο οποίος ακόμα και ως όνομα μου ήταν παντελώς άγνωστος και μόλις πρόσφατα τον γνώρισα, όταν μου εξήγησε ποιος είναι και για ποιον λόγο τον ενέπλεξαν αναληθώς σε αυτή την ιστορία με τη διαθήκη του Ν. Κ.. Αμέσως, ένιωσα την ηθική υποχρέωση λόγω του σεβασμού στη μνήμη και την ξεκάθαρη βούληση του αποθανόντος Ν. Κ. να καταθέσω την αλήθεια και τίποτα περισσότερο. Μάλιστα και λίγες ημέρες πριν από τη σημερινή κατάθεση μου και συγκεκριμένα το Σάββατο 20.9.2008 δέχθηκα τηλεφωνική κλήση πάλι από τον Α. Κ. με τον ίδιο σκοπό, αλλά και πάλι αρνήθηκα κατηγορηματικά και του είπα ότι εγώ θα καταθέσω μόνο την αλήθεια". Οι καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων των εναγομένων σαφείς και κατηγορηματικές κρίνονται αξιόπιστες και δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων, οι οποίες δεν δύνανται να οδηγήσουν σε αντίθετη δικανική πεποίθηση το Δικαστήριο, ούτε από κανένα από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα εάν ήσαν αληθείς οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι κατά τη σύνταξη των ένδικων διαθηκών παρευρίσκονταν και τρίτα πρόσωπα δηλαδή η σύζυγος του διαθέτη και ο ανηψιός της Κ. Θ., οι οποίοι με την παρουσία τους αποφασιστικά επηρέασαν την ψυχική κατάσταση και τα συναισθήματα του διαθέτη, ώστε η δήλωση βουλήσεως του να μην αποτελεί την ελεύθερη και αβίαστη θέληση του για την τύχη της κληρονομιάς του, προφανώς ο Κ. Κ. ο οποίος, ως μάρτυρας συνέπραξε κατά τη σύνταξη της από 13.6.2001 διαθήκης, θα μεριμνούσε, ως δικηγόρος με μακρά δικηγορική πείρα αλλά και ως στενός φίλος του διαθέτη και συνεργάτης του επί τριάντα σχεδόν έτη στο δικηγορικό του γραφείο, να τηρηθούν όλες οι προϋποθέσεις για την εγκυρότητα της διαθήκης, προστατεύοντας τη δήλωση τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη και δεν θα παρίστατο απλός θεατής της άνω παράτυπης και παράνομης διαδικασίας σύνταξης της διαθήκης. Εξάλλου, ο ανωτέρω Κ. Κ. που εξετάστηκε ως μάρτυρας με επιμέλεια των εναγόντων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καμιά πειστική εξήγηση δεν έδωσε για την παραπάνω στάση του, αν και, όπως ο ίδιος κατέθεσε, ο διαθέτης του είχε εκμυστηρευθεί πριν από τη σύνταξη της ένδικης από 13.6.2001 διαθήκης ότι η σύζυγος του του ασκούσε έντονη ψυχολογική πίεση προκειμένου να καταργηθεί το συσταθέν με την πρώτη διαθήκη υπέρ των εναγόντων ανηψιών του καταπίστευμα, συντάσσοντας νέα διαθήκη. Αλλά και οι καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων των εναγόντων ήτοι της Μ. Π., του γιου της Σ.-Θ. Π. και της νύφης της Α. Β., οι οποίοι, όπως και ο μάρτυρας Κ. Κ., έχουν με τους ενάγοντες κοινό τόπο καταγωγής, την Κέρκυρα, καθώς και οι καταθέσεις των μαρτύρων Δ. Δ., Μ. Α. και N. J. δεν κρίνονται αξιόπιστες και δεν δύνανται να οδηγήσουν σε αντίθετη κρίση το Δικαστήριο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι το πρώτον βεβαιώνουν ότι κατά τη διαδικασία σύνταξης των ένδικων διαθηκών παρευρίσκονταν και η N. J., οικιακή βοηθός του ζεύγους Κ.. η Δ. Δ. και η Α. Β., την παρουσία των οποίων προσώπων αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε οι ίδιοι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται στην αγωγή τους, παρουσία την οποία ασφαλώς θα είχαν πληροφορηθεί όταν άσκησαν την υπό κρίση αγωγή, έξι έτη μετά τη δημοσίευση της ένδικης διαθήκης. Σημειωτέον ότι με την τελευταία διαθήκη ο διαθέτης καταργεί την υπέρ της εν λόγω οικιακής βοηθού κληροδοσία. Επίσης, οι ενάγοντες καμία εξήγηση δεν δίδουν, πώς η συντάξασα και τις τρεις διαθήκες συμβολαιογράφος Ελένη Ταταράκη τήρησε όλους τους νόμιμους τύπους κατά τη σύνταξη της πρώτης από αυτές και όχι και κατά τη σύνταξη των υπολοίπων, οπότε κατά τους ισχυρισμούς τους, αφενός επέτρεψε την παρουσία και άλλων πλην των μαρτύρων προσώπων και αφετέρου ψευδώς εβεβαίωσε ότι αναγνώστηκε ολόκληρο το περιεχόμενο τους. Σημειωτέον ότι στην εν λόγω Συμβολαιογράφο δεν αποδίδουν ότι είχε σκοπό να ωφελήσει αθέμιτα ή να βλάψει οποιονδήποτε με τις πιο πάνω ενέργειες της (βλ. σελίδα 7 αγωγής) αλλ' ούτε και εξηγούν τίνα λόγο είχε η συμβολαιογράφος να μην τηρήσει τις, ρητά, από τις διατάξεις των άρθρων 1224-1237 ΑΚ προβλεπόμενες διατυπώσεις και να δημιουργήσει τις, κατά τους ισχυρισμούς τους, ακυρότητες και μάλιστα ενώπιον δύο δικηγόρων ήτοι του διαθέτη και του συμπράττοντος προσώπου και ως μάρτυρα εξετασθέντος Κ. Κ. Συνεπώς, με βάση όσα πιο πάνω αποδείχθηκαν οι προσβαλλόμενες διαθήκες είναι έγκυρες, καθόσον κατά τη σύνταξη τους τηρήθηκαν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις και πιο συγκεκριμένα δεν παραστάθηκαν άλλα πρόσωπα πλην του διαθέτη, της συμβολαιογράφου και των συμπραττόντων τριών μαρτύρων, η δε συντάξασα αυτές συμβολαιογράφος Ελένη Ταταράκη διάβασε ολόκληρο το περιεχόμενο τους ενώπιον των ως άνω προσώπων και όχι μόνο τη δήλωση τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη και βεβαίωσε το γεγονός αυτό στις εν λόγω διαθήκες. Επομένως, η ένδικη από 11.2.2008 (51760/2436/2008) αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά, που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την τήρηση των απαιτουμένων κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 1730 παρ.3 1732 παρ.2 και 1733 παρ.1 ΑΚ προϋποθέσεων για την εγκυρότητα των ενδίκων δημοσίων διαθηκών. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι οι διαθήκες συντάχθηκαν με την παρουσία των αναφερομένων σ'αυτές ως συμπραττόντων προσώπων, χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου, ενώ οι οικείες πράξεις αναγνώσθηκαν στον διαθέτη και στα συμπράττοντα σ'αυτές (πράξεις) πρόσωπα. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες η απόφαση στερείται αιτιολογιών ως προς το θέμα της υπάρξεως ή μη επιτρεπομένων προσώπων κατά τη σύνταξη των επίμαχων διαθηκών γιατί "ενώ αναφέρει ότι η σύνταξή τους άρχισε στις τρείς η ώρα το μεσημέρι, δεν αναφέρει τον χρόνο της ολοκληρώσεως της συντάξεώς τους, ούτε προσδιορίζει αν ο δεύτερος αναιρεσίβλητος Κ.Θ. (που κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων παρευρισκόταν ανεπίτρεπτα κατά τη διάρκεια της συντάξεως των διαθηκών) μπορούσε να βρίσκεται στο χώρο συντάξεως των διαθηκών, ενόψει της αποστάσεως του τόπου της εργασίας του από το χώρο αυτό και από το εάν κατά τις ημέρες αυτές τήρησε το ωράριο εργασίας του, που κατά την προσκομιζομένη οικεία βεβαίωση έληγε στις 17.30", είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε προκύψαντα από τις αποδείξεις περιστατικά, η παραδοχή των οποίων δεν χρειαζόταν περαιτέρω αιτιολόγηση, ενώ περαιτέρω δεν αφορούν σε ζήτημα, κατά την αναφερομένη στη νομική σκέψη έννοια του οποίου η έλλειψη αιτιολόγησης να ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο. Πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός (2ος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως) να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.α και γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδιαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Εξάλλου τα δικαστικά τεκμήρια, τα οποία όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ.3, 339 και 395 ΚΠολΔ επιτρέπονται, όταν η δια μαρτύρων απόδειξη δεν αποκλείεται, μπορούν να συναχθούν από το δικαστήριο από οπουδήποτε, ακόμη και από δημόσια έγγραφα, ως προς τα βεβαιούμενα σ'αυτά γεγονότα, τα οποία όμως δεν έγιναν από τον συντάκτη τους, ή δεν έγιναν ενώπιόν του, ώστε να παρέχουν πλήρη απόδειξη κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ. Επομένως, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, πιστοποιητικό ή βεβαίωση με τέτοιο περιεχόμενο αποτελεί απλή βεβαίωση τρίτου, που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον το τελευταίο, δεν δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, είτε κατά πρόταση διαδίκου, είτε αυτεπαγγέλτως, ότι η εν λόγω βεβαίωση λήφθηκε προκειμένου να χρησιμεύσει ως μαρτυρία στη δίκη για τα αποδεικτέα θέματα.Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.), ενώ στα πλαίσια της ελεύθερης κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ εκτίμηση των αποδείξεων, το δικαστήριο μπορεί να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα και αξιοπιστία σε κάποια αποδεικτικά μέσα από ότι σε άλλα, η δε εκτίμησή του αυτή, κατά το άρθρο 561 παρ.1 δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, ως εχόντων ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν τα μη ιδιαιτέρως αναφερόμενα. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο λόγος του αριθμού 11γ του παραπάνω άρθρου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι κατά τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ως προς το ότι κατά τη σύνταξη των ενδίκων διαθηκών δεν βρισκόταν ο δεύτερος εναγόμενος - αναιρεσίβλητος Κ.Θ. ως τρίτο πρόσωπο έλαβε υπόψη ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, που δόθηκε επίτηδες, ως μαρτυρία τρίτου, για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη την υπ'αριθμ.607858/25.9.2008 υπηρεσιακή βεβαίωση του Διευθυντή της Νομαρχιακής Μονάδας Υγείας Αθηνών (Ν.Μ.ν.Αθηνών) του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) Χ. Γ., στην οποία βεβαιώνεται ότι ο προαναφερθείς Κ.Θ., ιατρός μικροβιολόγος, κατά τις ημέρες συντάξεως των επίμαχων διαθηκών, ήτοι στις 4.12.2000 και στις 13.6.2001 προσήλθε στην υπηρεσία του και ότι το ωράριο ήταν και εξακολουθεί να είναι 12.00 έως 17.30. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν δέχθηκε ότι το ανωτέρω πιστοποιητικό (βεβαίωση) δόθηκε, ειδικά προς το σκοπό αυτό, δηλαδή να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη αυτή. Εν όψει τούτων το Εφετείο ορθώς εκτίμησε το έγγραφο αυτό για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως. Με τον τρίτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του περί μη παραστάσεως τρίτων προσώπων κατά τη σύνταξη των επίδικων διαθηκών, δεν έλαβε υπόψη, μολονότι τις αναφέρει στα ληφθέντα υπόψη του αποδεικτικά μέσα, τις παρακάτω, νόμιμα ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων, τις οποίες δεν θεωρεί αξιόπιστες, ενώ αντίθετα αξιολογεί και θεωρεί αξιόπιστες τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων Β. Ρ., Ι. Κ. και Ι. Θ., μάλιστα δε στην αξιοπιστία του τελευταίου αναφέρεται ιδιαίτερα, ως καταθέτοντος κατηγορηματικά και με σαφήνεια. Οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις είναι οι υπ' αριθμ. 6265/28.3.2008, 6266/28.3.2008, 3838/9.4.2008, 3825/23.4.2009, 3826/ 23.4.2009 και 3827/23.4.2009 των μαρτύρων Μ. Π., Μ. Α., N. J., Α. Β., Χ. Κ.Π., Δ. Δ. και Σ. Θ. Π., οι οποίες έχουν ληφθεί νομότυπα, ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών Χριστίνας Μάνδρου οι δύο πρώτες και ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών οι λοιπές. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ) οι βεβαιώσεις αυτές ρητά αναφέρονται στα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη (φύλλο 5α), ενώ από το περιεχόμενο της απόφασης (φύλλο 10α) προκύπτει ότι οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ανελέγκτως δεν κρίθηκαν αξιόπιστες και δεν επηρέασαν το αντίθετο με το περιεχόμενό τους αποδεικτικό πόρισμα. Η άποψη των αναιρεσειόντων ότι η διαφορετική εκτίμηση των μαρτυρικών αυτών καταθέσεων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Με τον μοναδικό λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως και αναφορικά με τη βασιμότητα του ιδίου ισχυρισμού, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο θεώρησε αναξιόπιστη και δεν έλαβε υπόψη την κατάθεση του εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μάρτυρα αποδείξεως Κ. Κ., ο οποίος συνέπραξε και ως μάρτυρας κατά τη σύνταξη της δεύτερης από τις ένδικες διαθήκες (με ημερομηνία 13-6-2001). Ο λόγος αυτός, όπως και ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως είναι αβάσιμος, γιατί από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η μαρτυρική αυτή κατάθεση αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη (φύλλο 4β), ενώ από το περιεχόμενο της αποφάσεως (φύλλο 9β-10α, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην κατάθεση αυτή, προκύπτει ότι αυτή λήφθηκε υπόψη και αφού σταθμίστηκε και αξιολογήθηκε θεωρήθηκε ανελέγκτως ότι δεν παρέχει πίστη και ότι δεν επηρεάζει το εξαχθέν αποδεικτικό πόρισμα. Ενόψει τούτων ο πρόσθετος αυτός λόγος, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων. (άρθρα 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13-3-2011 αίτηση και τους από 5-4-2012 πρόσθετους λόγους των Α. Κ. του Ά. και Μ. Κ. του Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6244/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημόσια Διαθήκη. Απαγορεύεται κατά 1730 παρ. 3 ΑΚ κατά τη σύνταξή της η παρουσία οποιουδήποτε άλλου εκτός των κατά το 1724 ΑΚ προσώπων. Συντάσσεται πράξη που πρέπει να διαβαστεί (1733 παρ. 1). Διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη. Αποδεικτική δύναμη διαθήκης. Πότε προσβάλλεται ως πλαστή. 559 αρ. 19. Ποια ζητήματα απαιτούν αιτιολόγηση. Η κρίση περί του ότι ένα έγγραφο λήφθηκε υπόψη για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο επίτηδες είναι ανέλεγκτη. 559 αρ. 11 περ. α’ και γ’. Δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, ενώ η ειδική μνεία ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο αποδεικτικό μέσο δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα λοιπά. Στα πλαίσια της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων το δικαστήριο μπορεί να αποδώσει μεγαλύτερη αξία σε κάποιο αποδεικτικό μέσο. Άποψη για διαφορετική εκτίμηση αντίκειται στο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Έλλειψη νόμιμης βάσης
Διαθήκη, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης.
0
Αριθμός 492/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ε.-Ρ. χήρας Θ. Π., κατοίκου ..., 2) Μ. Ζ., το γένος Θ. Π., κατοίκου ..., και 3) Ν. Π. του Θ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεανώ Σταθοπούλου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. χήρας Ι. Μ., κατοίκου ... 2) Ο. Μ. Β., 3) Β. Μ. Β. και 4) Ι. Μ. Β. Οι δύο πρώτοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι τρίτος και τέταρτος εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Μιχαήλ Νοτάρη και Γεώργιο Φάκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/6/1990 αγωγή του αρχικού διαδίκου Θ. Π., δικαιοπαρόχου των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1861/1991 μη οριστική, 1368/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 5781/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8/6/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 14/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4, 576§2, 575 και 226§4 εδ. γ' και δ' του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Αν δε η συζήτηση αναβληθεί από το πινάκιο για μεταγενέστερη δικάσιμο, δεν απαιτείται νέα κλήτευση των διαδίκων, επομένως και του αναιρεσιβλήτου, για τη δικάσιμο αυτή, αφού η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο της μετ' αναβολήν δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι πρώτη και δεύτερος από τους αναιρεσιβλήτους δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η δικάσιμος δε αυτή είχε ορισθεί μετά από αναβολή εκ του πινακίου κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 5-12-2012. Όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ. .../27-7-2012 και .../17-7-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, τις οποίες οι αναιρεσείοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, οι τελευταίοι επέδωσαν στους απόντες πρώτη και δεύτερο αναιρεσιβλήτους, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος προς συζήτησή της και με κλήση για να παραστούν κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία κατά τη σημερινή, μετ' αναβολήν, δικάσιμο, των κλητευθέντων ως άνω αναιρεσιβλήτων. ΙΙ. Κατά το άρθρο 1923 του ΑΚ "Ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο την κληρονομία που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο), κατά δε το άρθρο 1939 του ίδιου ΑΚ [Αποκατάσταση του υπολοίπου (περιλιμπανομένου)] "Αν ο καταπιστευματοδόχος εγκαταστάθηκε σε ό,τι βρεθεί στην κληρονομία κατά τον χρόνο της επαγωγής σ' αυτόν, ή αν ο διαθέτης επέτρεψε ελεύθερη διαχείριση στον κληρονόμο, αυτός έχει δικαίωμα να διαθέτει τα κληρονομιαία αντικείμενα". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με το καταπίστευμα ο διαθέτης αποβλέπει στην περιέλευση της κληρονομίας ή ποσοστού της έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο στον καταπιστευματοδόχο, με αντίστοιχον, από τον νόμο, περιορισμό της εξουσίας του βεβαρημένου κληρονόμου για τη διάθεση των κληρονομιαίων αντικειμένων, με το άρθρο δε 1939, ειδικότερα, παρέχεται στον κληρονόμο εξουσία να προβαίνει σε κάθε διάθεση, πλην της διαθέσεως με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, των κληρονομιαίων αντικειμένων, οπότε στον καταπιστευματοδόχο περιέρχεται το σωζόμενο (ό,τι βρεθεί) στην κληρονομία κατά τον χρόνο της επαγωγής της σ' αυτόν, είτε αυτουσίως είτε από εναλλαγή κληρονομιαίων στοιχείων προερχόμενο. Η εξουσία του βεβαρημένου κληρονόμου να διαθέτει ως ανωτέρω τα αντικείμενα της κληρονομίας υπόκειται (μόνο) στον γενικό περιορισμό των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, και συνεπώς ο κληρονόμος δεν μπορεί να προβεί, εναντίον της καλής πίστεως, σε άσκοπη ή άσωτη κατασπατάληση της περιουσίας με σκοπό απλώς και μόνο να μην περιέλθει τίποτε από αυτήν στον καταπιστευματοδόχο. Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αρ.1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (Ολ. ΑΠ 4/2005), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ. 7-8/2006). Παρέπεται ότι ο λόγος αυτός της αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή (και) όταν δεν εφαρμόζει κανόνα του οποίου ενόψει των ίδιων παραδοχών δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Τέλος, ο κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ. ΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (Ολ. ΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Παρεπομένως, δεν ιδρύεται και ο εκ του άρθρου 559 αρ. 11γ' του ίδιου Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία προσκόμισε και επικαλέστηκε ο διάδικος για την απόδειξη αποκλειστικά και μόνο μη ουσιώδους, κατά τα ανωτέρω, ισχυρισμού. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Με την από 12-8-1950 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, ο αποβιώσας στο Τούρς της Γαλλίας, στις 5-8-1951, Θ. Π., θείος του αρχικώς ενάγοντα Θ. Π., εγκατέστησε γενική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή τη σύζυγό του Π. Ξ., το γένος Γ. Τ., βαρυνόμενη με καταπίστευμα του περιλιμπανομένου υπέρ του αρχικώς ενάγοντος και ήδη αποβιώσαντος στις 21-3-1996 Θ. Π. του Ν. και της μη διαδίκου Ε. συζ. Μ. Κ., το γένος Ν. Π., τέκνων του αδελφού του διαθέτη Ν. Π., επί της κειμένης στο ... οικίας του. Ειδικότερα στη διαθήκη ορίζονται τα εξής: Εγκαθιστώ γενικόν μου κληρονόμον όλης της κινητής και ακινήτου περιουσίας εις Ελλάδα και αλλοδαπή την αγαπητήν μου σύζυγον Ξ., θυγατέρα του Γ. Τ. και της Α., το γένος Τ.. Εάν η σύζυγός μου αποθάνη χωρίς εν τω μεταξύ να έχει διαθέσει την κοινήν μας περιουσία - εννοώ την ατομικήν της και εκείνην που θα έχη κληρονομήση από εμέ - συμφώνως προς τας σκέψεις μας, τότε η ολική προσωπική μου περιουσία θα περιέρχεται εις τους κάτωθι: Η οικία μου των … επί της οδού ... στον αδελφόν μου Μ. Π. ή φυσικούς κληρονόμους εάν έχει εν τω μεταξύ αποθάνη με δικαίωμα νομής και όχι πωλήσεως. Τόσον ο Μ. Π. όσον και οι φυσικοί κληρονόμοι του θα δύνανται να έχουν το δικαίωμα πωλήσεως μετά δεκαετίαν αφ' ής η οικία αύτη περιέλθει στην κατοχήν των. Την εν ... οικίαν μου στους ανεψιούς μου Θ. και Ε. του αδελφού μου Ν. Π. Εκ της υπαρχούσης τυχόν κινητής περιουσίας μου να δοθούν 100 λίρες χρυσές Αγγλίας στην ανεψιάν μου Υ. του Ν. Κ. και Α. Ν.. Έτεραι 100 λίρες χρυσές Αγγλίας εις την Α., η οποία περιποιήθηκε κατά τα τελευταία του έτη τον πατέρα μου. Υποχρεούνται οι κληρονόμοι της εν Κηφισία οικίας μου να παρέχουν στέγην μέχρι του θανάτου της εις την θείαν μου Α. Ν. Κ. εν τη οικία μου ταύτη εις υγειή και κατοικήσιμον χώρον. Η δε υπόλοιπος προσωπική κινητή περιουσία θα διανεμηθή εις τους υπολοίπους ανεψιούς μου, δηλαδή Γ. Δ., Α. Π., το γένος Ν. Π., και Γ. Π. του Ν. Την παρούσαν μου διαθήκην έγραψα δια της ιδίας μου χειρός απ' αρχής- μέχρι τέλους και την υπογράφω. Θ. Γ. Π. ΥΓ. Η εκφρασθείσα θέλησίς μου περί διανομής της κτηματικής ή κινητής μου περιουσίας μετά θάνατον και της συζύγου μου δεν επιφέρει δι' αυτήν ουδένα δεσμόν ή υποχρέωσιν, όπως ζώσης ταύτης χρησιμοποιήση την όλην μου περιουσίαν ως εντελώς προσωπικήν της, δυναμένης ταύτης ζώσης και εις την εκποίησιν ταύτης να προβή αν τούτο ήθελε νομίσει οφέλιμον προς αυτήν. Το παρόν υστερόγραφον την ιδίαν ημέραν συνέταξα και έγραψα ιδιοχείρως και υπογράφω. Με βάση το περιεχόμενο της διαθήκης, ο διαθέτης συνέστησε υπέρ των ανεψιών του ήτοι του αρχικώς ενάγοντος Θ. Π. και της μη διαδίκου Ε. συζ. Μ. Κ., το γένος Ν. Π., καταπίστευμα του περιλιμπανομένου, ήτοι σε ό,τι βρεθεί στην κληρονομία κατά το χρόνο επαγωγής σ' αυτούς (καταπιστευματοδόχους). Από το γεγονός αυτό και μόνον και χωρίς την περικοπή του υστερογράφου της διαθήκης, η ως άνω κληρονόμος - σύζυγος του διαθέτη δύναται να διαθέσει παντοιοτρόπως το κληρονομιαίο αντικείμενο εκτός από διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Αυτή λοιπόν δυνάμει των υπ' αριθμ. .../10-3-1973 προσυμφώνου και .../26-3-1973 οριστικού συμβολαίου, των Συμβ/φων Πειραιώς Νικολάου Μελά και Αθηνών Αλέξανδρου Ζιάκα, αντίστοιχα, που μεταγράφτηκαν νόμιμα, μεταβίβασε στους δεύτερο και τρίτη αρχικώς εναγομένους, την ψιλή κυριότητα της ως άνω οικίας με το οικόπεδό της, επί των οδών ... αριθμ. ….και ... στο ..., αντί τιμήματος 775.000 δρχ., παρακρατήσασα υπέρ αυτής και εφόρου ζωής την επικαρπία. Η με τον τρόπο αυτό γενόμενη διάθεση του εν λόγω κληρονομιαίου ακινήτου από την βεβαρημένη κληρονόμο έγινε μέσα στα πλαίσια της ελεύθερης εξουσίας διάθεσης που της παρασχέθηκε με την πιο πάνω διαθήκη και κατά την κρίση της, αφού καμιά δέσμευση δεν είχε τεθεί σ' αυτή για τον τρόπο διαχείρισης της κληρονομίας κατά το δοκούν και ωφέλιμο γι' αυτή έστω και προς εξασφάλιση ανετώτερης ή και πολυτελούς διαβίωσης, του δικαιώματος τούτου μη υποκειμένου σε άλλο περιορισμό, πλην του άρθρου 281 ΑΚ, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω, ώστε να μη προβεί η κληρονόμος σε άσκοπη κατασπατάληση και σκόπιμη κατασώτευση της κληρονομίας με μοναδικό σκοπό να μη μείνει τίποτε στους καταπιστευματοδόχους. Τέτοιος σκοπός όμως δεν προέκυψε από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, από το υπ' αριθμ. 1468/22-5-1995 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αμαρουσίου, προκύπτει ότι στις 2-2-1973 είχε εγγραφεί υπέρ της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος, σε βάρος του επιδίκου ακινήτου, υποθήκη για ποσό δανείου 100.000 δρχ., το οποίο η βεβαρημένη κληρονόμος, έχοντας ανάγκη χρημάτων, είχε λάβει από την παραπάνω τράπεζα, προκειμένου να προβεί σε επισκευή του επιδίκου, χρέος το οποίο ανέλαβαν να αποπληρώσουν οι αγοραστές αυτού, παρακρατώντας μέρος του τιμήματος. Επίσης, από τα προσκομιζόμενα με αριθμούς 5913/1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10/3-5-1995 πιστοποιητικά του Υποθηκοφύλακα Αθηνών, αποδεικνύεται ότι είχαν επιβληθεί αναγκαστικές κατασχέσεις στην ακίνητη περιουσία της βεβαρημένης κληρονόμου Π. Γ., για οφειλές της προς διάφορα Δημόσια Ταμεία, ύψους πολλών εκατομμυρίων δρχ., τις οποίες προφανώς αδυνατούσε αυτή να πληρώσει. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η κληρονόμος, σύζυγος του διαθέτη, ήταν βεβαρημένη και με άλλο καταπίστευμα του περιλιμπανομένου υπέρ του άλλου αδελφού του διαθέτη Μ. Π., του επί της οδού ... αριθμ. 24 ακινήτου (οικίας με το οικόπεδό της) στο οποίο ανήγειρε κατά το σύστημα της αντιπαροχής πολυκατοικία, δυνάμει της με αριθμό .../15-12-1965 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του Συμ/φου Αθηνών Δημητρίου Παπαρρίζου, από την οποία έλαβε ως αντιπαροχή τρείς (3) αποθήκες του υπογείου, δύο (2) αποθήκες και δύο (2) καταστήματα του ισογείου, δύο(2) πατάρια του ημιορόφου και είκοσι ένα (21) συνολικά γραφεία στους πρώτο, τέταρτο, πέμπτο και όγδοο ορόφους, τα οποία θεωρούνται ως από εναλλαγή κληρονομιαίων στοιχείων προερχόμενα, και εντεύθεν υπόλοιπο (περιλιμπανόμενο). Τούτο όμως δεν εκποίησε η σύζυγος του διαθέτη, αφού της απέφερε εισοδήματα από τα μισθώματα, αλλά επέλεξε με το να εκποιήσει μετά παρέλευση είκοσι δύο (22) ετών από τον θάνατο του διαθέτη - πρώην συζύγου της, την ψιλή κυριότητα μόνο του επιδίκου ακινήτου, αφενός να εξασφαλίσει την εφόρου ζωής στέγαση της ίδιας και του δεύτερου συζύγου της και αφετέρου να καλύψει με τα μετρητά χρήματα που έλαβε από την πώληση μέρος των χρεών της και τις δαπάνες επισκευής του επιδίκου. Τέλος αποδείχτηκε ότι οι αρχικώς εναγόμενοι, αγοραστές του επιδίκου ακινήτου κατά ψιλή κυριότητα, γνώριζαν ότι μόνη εκ διαθήκης κληρονόμος ήταν η σύζυγος του διαθέτη, σύμφωνα με την με αριθμό 11995/1951 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία χορηγήθηκε σ' αυτή κληρονομητήριο πολύ πριν την μεταβίβαση του επιδίκου σ' αυτούς και σε ανύποπτο χρόνο και συνεπώς ότι αυτή είχε εξουσία διαθέσεως τούτου και αγνοούσαν ότι με την από 12-8-1950 ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου της βαρύνετο με καταπίστευμα του περιλιμπανομένου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι αυτή ζούσε στο επίδικο και το γνώριζαν οι αγοραστές, ως συνιδιοκτήτες άλλου ακινήτου πλησίον αυτού. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν αποδείχτηκε ότι η ως άνω, βεβαρημένη με καταπίστευμα του περιλιμπανομένου, κληρονόμος, προέβη αντίθετα προς την καλή πίστη, σε άσκοπη εκποίηση της κληρονομίας ή πολύ περισσότερο σε σκόπιμη ενέργεια για να μην υπάρξει υπόλοιπο υπέρ των καταπιστευματοδόχων, η με τα υπ' αριθμ. .../10-3-1973 προσύμφωνο και .../26-3-1973 οριστικό συμβόλαιο των Συμβολαιογράφων Πειραιώς Νικολάου Μελά και Αθηνών Αλεξάνδρου Ζιάκα, μεταβίβαση, αιτία πωλήσεως, προς τους ανωτέρω αγοραστές της ψιλής κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, είναι απόλυτα έγκυρη, όπως κρίθηκε και με την υπ' αριθμ. 2210/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Συγκεκριμένα ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Θ. Π., ως συνενάγων, με την αδελφή του Ε. συζ. Μ. Κ. το γένος Ν. Π., είχαν ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1-8-1975 και με αριθμ. καταθ. 7190/1975 πανομοιότυπη αγωγή κατά των εναγομένων, 1) Π. Ξ. συζύγου Β. Γ., βεβαρημένης κληρονόμου 2) Μ. Β. πρώην συζ. της πρώτης των εναγομένων και πατέρα των λοιπών και 3) Κ. τότε συζύγου Μ. Β. και ήδη συζ. Ι. Μ., αγοραστών της ψιλής κυριότητας του επιδίκου, με την οποία ζητούσαν να ακυρωθούν τα παραπάνω αναφερόμενα συμβόλαια αγοράς της ψιλής κυριότητας αυτού (επιδίκου ακινήτου). Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4276/2001 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε και κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 2210/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία είναι ήδη αμετάκλητη, αφού δεν ασκήθηκε το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατ' αυτής, μέσα στην νόμιμη προθεσμία. Κατά συνέπεια έχει κριθεί πλέον τελεσίδικα αλλά και αμετάκλητα, ότι τα υπ' αριθμ. .../1973 και .../1973 προσύμφωνο και συμβόλαιο αγοράς αντίστοιχα, των Συμβολαιογράφων Πειραιώς Νικολάου Μελά και Αθηνών Αλέξανδρου Ζιάκα, με τα οποία η πρώτη από τους εναγομένους Κ. χήρα Μ. Β. και ο Μ. Β. - σύζυγος της και πατέρας των λοιπών εναγομένων , απέκτησαν την ψιλή κυριότητα και στη συνέχεια μετά το θάνατο της πωλήτριας και επικαρπώτριας Ξένης (Π.) πρώην συζύγου του διαθέτη Θ. Π. και ήδη συζύγου Β. Γ. και την πλήρη κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, είναι απολύτως νόμιμα, έγκυρα και ισχυρά και ο αρχικώς δικαιοπάροχος των εναγόντων καθώς και οι ήδη ενάγοντες -κληρονόμοι του, ουδέν απολύτως δικαίωμα έχουν επί του επιδίκου ακινήτου. Αυτοί όμως παρά το γεγονός ότι όλοι οι ισχυρισμοί και τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στήριξαν το αίτημα τους (δια του δικαιοπαρόχου τους), για την ακύρωση της κτήσης εκ μέρους των εναγομένων της ψιλής κυριότητας του επιδίκου, έχουν κριθεί ως αβάσιμα και απορριφθεί αμετάκλητα, επανέφεραν προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την ένδικη από 18-6-1990 αγωγή εναντίον των εναγομένων, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά και προτείνοντας τους ίδιους ισχυρισμούς, ζητώντας να αναγνωρισθούν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν αποδείχτηκε ότι η βεβαρημένη με καταπίστευμα του περιλιμπανομένου κληρονόμος Π. Γ., παρά πάσα καλή πίστη, προέβη στην άσκοπη εκποίηση της κληρονομίας ή πολύ περισσότερο σε σκόπιμη ενέργεια μόνο και μόνο για να μην υπάρξει υπόλοιπο υπέρ των καταπιστευματοδόχων, δεδομένου ότι ο διαθέτης Θ. Π. με την διαθήκη του και το υστερόγραφο αυτής, παρείχε σ' αυτήν πλήρη ελευθερία διαθέσεως του επιδίκου ακινήτου παντοιοτρόπως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορρίπτοντας κατ' ουσίαν την αγωγή, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, κατά τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι ενάγοντες με τους λόγους της έφεσης και τους πρόσθετους λόγους είναι αβάσιμα και απορριπτέα". Υπό τις παραδοχές αυτές και την εντεύθεν απόρριψη της εφέσεως των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης ως άνω απόφασης, που είχε απορρίψει την αγωγή τους, το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1923, 1939, 281 και 288 του ΑΚ (ενώ δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των άρθρων 1928, 1974, 371 του ΑΚ και 17 του Συντ., τα οποία επικαλούνται επιπλέον οι αναιρεσείοντες), αφού υπό τις παραδοχές αυτές και ειδικότερα ότι η επίδικη διάθεση (πώληση ακινήτου) δεν έγινε με σκοπό απλώς και μόνο να μην περιέλθει τίποτε από το πωληθέν ακίνητο στον δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων-καταπιστευματοδόχο, η διάθεση αυτή δεν παρίσταται καταχρηστική και εντεύθεν άκυρη, ως απαγορευμένη, τα δε αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο και υπό στοιχείο α', από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., λόγο του αναιρετηρίου είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με τον ίδιο πρώτο και υπό στοιχεία β' και γ', από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ως εκκαλούντων, καθώς και τα αναφερόμενα δημόσια έγγραφα (συμβόλαια κ.λ.π.) τα οποία οι τελευταίοι είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει το πρώτον ενώπιον του Εφετείου για την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού ότι η βεβαρημένη με το καταπίστευμα ως άνω κληρονόμος διέθεσε εκτός από το επίδικο και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο ακίνητα (διαμερίσματα, γραφεία, αποθήκες), μεταξύ των οποίων και οι οριζόντιες ιδιοκτησίες επί της πολυώροφης οικοδομής που η κληρονόμος είχε ανεγείρει με το σύστημα της αντιπαροχής και είχε λάβει η ίδια στο επί της οδού ... αρ. 24 των Αθηνών κληρονομιαίο οικόπεδο, στο οποίο ο διαθέτης είχε συστήσει όμοιο καταπίστευμα (του περιλαμπανομένου) υπέρ άλλου αδελφού του, και από την οποία διάθεση (των ειρημένων ακινήτων) προκύπτει, κατά τους αναιρεσείοντες, η καταχρηστικότητα της μεταβίβασης του επιδίκου στους αναιρεσιβλήτους. Ο ισχυρισμός αυτός των αναιρεσειόντων, ως "πράγμα" που προτάθηκε στο Εφετείο, δεν είναι ουσιώδης, δεν ασκεί δηλαδή ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αποτελώντας απλό επιχείρημα των αναιρεσειόντων για τη βασιμότητα της αγωγής και της εφέσεώς τους. Και τούτο διότι από μόνη της η διάθεση των προειρημένων κληρονομιαίων ακινήτων (σημαντικού μάλιστα αριθμού των οποίων έγινε μετά την ένδικη μεταβίβαση (1973) και μέχρι το έτος 1986), ενόψει και της αναφερόμενης στην αναιρεσιβαλλομένη δήλωση του κληρονομουμένου ότι με το καταπίστευμα δεν θέτει κανέναν περιορισμό ("ουδένα δεσμόν ή υποχρέωσιν") στην κληρονόμο ως προς την εκποίηση της κληρονομιαίας περιουσίας, την οποία όλη μπορεί να χρησιμοποιήσει "ως εντελώς προσωπικήν της", εν συνδυασμώ με την προηγηθείσα (1973) διάθεση του επιδίκου στους αναιρεσιβλήτους, δεν καθιστά την τελευταία καταχρηστική, κατά την προρρηθείσα έννοια, γενόμενη με αποκλειστικό σκοπό να στερήσει τους αναιρεσείοντες - τετιμημένους παντελώς του καταπιστεύματος. Επομένως το Εφετείο, που δεν έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό, όπως από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., παρεπομένως δε και σε εκείνην του αριθμού 11 του ίδιου άρθρου, αφού τα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες ως άνω έγγραφα, που επίσης δεν προκύπτει ότι τα έλαβε υπόψη το Εφετείο, δεν προορίζονταν για απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, και ο σχετικός ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επιχείρημα και επομένως όχι "πράγμα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αποτελεί και ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων που είχαν προβάλει στο Εφετείο ότι η καταχρηστικότητα της ένδικης μεταβίβασης προκύπτει και από το γεγονός ότι η βεβαρημένη κληρονόμος επιχείρησε να εκδιώξει από την μεταβιβασθείσα οικία-καταπίστευμα τη θεία του διαθέτη Α. Κ., στην οποία όφειλε, κατά τη σχετική διάταξη της ειρημένης διαθήκης του τελευταίου, να παρέχει δωμάτιο εφ' όρου ζωής προς οίκηση στην οικία αυτή, εκδίωξη η οποία τελικώς απετράπη κατόπιν δικαστικών ενεργειών της Α. Κ.. Επομένως και ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου με τον οποίο και υπό την επίκληση των αριθμών 8 και 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ανωτέρω ισχυρισμό, είναι επίσης αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 561§1 του Κ.Πολ.Δ. η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, εκτός εάν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Εξάλλου, ο πρώτος από τους τελευταίους αυτούς λόγους δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Τέλος, λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται παραδοχή του δικαστηρίου η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και από την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης. Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών 11, 12 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., στον οποίο (λόγο), ειδικότερα, αναφέρεται ότι με τον τρόπο που έκρινε το Εφετείο "προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν (έχουν προαναφερθεί τα επικαλούμενα έγγραφα), καθώς και σε ανεπαρκείς και ελλιπείς αιτιολογίες, και πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 11, 12 και 19 Κ.Πολ.Δ.", προσβάλλεται (με τον ανωτέρω τρίτο λόγο) η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ως προς το ζήτημα των χρεών και των βαρών που δέχθηκε (ανωτ. υπό ΙΙ) το Εφετείο ως υπάρχοντα στην βεβαρημένη κληρονόμο και για την κάλυψη των οποίων η τελευταία διέθεσε τα κληρονομιαία ακίνητα, κατά συνέπειαν δε, σύμφωνα με την ειρημένη διάταξη του άρθρου 561§1 του Κ.Πολ.Δ. και αφού η αναιρεσιβαλλομένη διαλαμβάνει, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές της επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων, δεν συντρέχει δε καμμία από τις λοιπές ως άνω εξαιρέσεις του άρθρου 561§1 του Κ.Πολ.Δ., ο εξεταζόμενος αυτός τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Απαράδεκτος για τον ίδιο λόγο και απορριπτέος είναι και ο τέταρτος, υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο πλήττεται η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για το ότι οι αναιρεσίβλητοι - αγοραστές δεν γνώριζαν κατά τον χρόνο της μεταβίβασης την ύπαρξη του καταπιστεύματος υπέρ των αναιρεσειόντων στο μεταβιβασθέν (επίδικο) ακίνητο, τούτο δε πέραν του γεγονότος ότι η παραδοχή αυτή δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης, ώστε να είναι προσβλητή με (οποιονδήποτε) λόγο αναιρέσεως. Το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης δεν στηρίζεται επίσης στο δεδικασμένο που προκύπτει από την υπ' αριθμ. 2210/2004 απόφαση του ίδιου Εφετείου Αθηνών, εκδοθείσα επί της από 1-8-1975 αγωγής της Ε. συζ. Μ. Κ., επίσης καταπιστευματοδόχου, και του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων-αρχικού ενάγοντος Θ. Π. κατά της βεβαρημένης κληρονόμου και των αναιρεσιβλήτων αγοραστών, με την οποία (απόφαση) κρίθηκε έγκυρη, ως μη καταχρηστική, η και τώρα ένδικη μεταβίβαση και την οποία απόφαση μνημονεύει και αξιολογεί ως έγγραφο το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως ο πέμπτος και τελευταίος, από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο στην ένδικη υπόθεση από την ανωτέρω υπ' αριθμ. 2210/04 απόφαση είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και αληθής υποτιθέμενος δεν οδηγεί στην ανατροπή του διατακτικού της απόφασης και στην αναίρεσή της. IV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-6-2011 αίτηση των Ε.-Ρ. Π. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5781/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των 2.700 ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κληρονομία. Ένδικο μέσο. Ερημοδικία. Αποκατάσταση του υπολοίπου (περιλιμπανομένου). Έννοια. Εξουσία διαθέσεως των κληρονομιαίων αντικειμένων εκ μέρους του βεβαρυμένου κληρονόμου. Ελέγχεται μόνο με ΑΚ 281. Αναίρεση. Απουσία αναιρεσίβλητου στη μετ’ αναβολήν συζήτηση. Σαν να ήταν παρών, αν έχει επιδοθεί σ’ αυτόν αντίγραφο της αναίρεσης και κλήση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1, 8, 11, 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ. Πότε ιδρύονται. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 1. Αλυσιτελής λόγος, όταν πλήττεται παραδοχή του δικαστηρίου που δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης. [Επικυρώνει Ε.Α. 5781/2010].
Κλήτευση
Ερημοδικία , Κληρονομία , Κλήτευση .
0
Αριθμός 497/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. χήρας Ε. ή Α. Λ., το γένος Ν. Δ., 2) Φ. Ε. ή Α. Λ., κατοίκων ..., 3) Π. ή Ζ. Α. Λ., και 4) 1, το γένος Α. Λ., κατοίκων Αθηνών, των 3ου και 4ης ατομικά και ως κληρονόμων της Σ. χήρας Α. Λ.. Οι 1η, 2η και 4η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τρίμη και ο 3ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι ο 3ος παραιτείται του δικογράφου της αναίρεσης. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ζ. Α. Λ., κατοίκου ..., 2) Μ. Α. Λ., κατοίκου ..., 3) Σ. χήρας Σ. Λ., το γένος Β. Κ., και 4) Κ. Σ. Λ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαρίλαο Κοψαχείλη, που ανακάλεσε την από 18/11/2013 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/10/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και της αρχικής διαδίκου Σ. Λ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 266/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 332/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/7/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τον συνδυασμό των άρθρων 21§4, 22, 33 §§1 και 2 του ν. 674/1977, 7 και 8 του α.ν. 821/1948, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο τού ν.δ. 1110/1949, τροποποιήθηκε με τον ν. 2258/1952, το ν.δ. 3621/1956 και το ν.δ. 3958/1959 και καταργήθηκε με το άρθρο 34 περ. α' του ν. 674/1977, προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο αναδασμός έλαβε χώρα προ της ενάρξεως της ισχύος του ν. 674/1977, δηλαδή προ της 1-9-1977 (άρθρ. 35 του ίδιου νόμου), και παρήλθε τριετία από τη χρονολογία αυτή (1-9-1977), ως προς τα παραχωρητήρια που μεταγράφηκαν πριν από την τελευταία αυτή χρονολογία, ή τριετία από τη μεταγραφή των παραχωρητηρίων, ως προς εκείνα που μεταγράφηκαν μετά την εν λόγω χρονολογία, καθένας που αξιώνει δικαίωμα κυριότητας ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο που έχει υπαχθεί σε αναδασμό δικαιούται να λάβει μόνο αποζημίωση από εκείνον υπέρ του οποίου εκδόθηκε το παραχωρητήριο και δεν έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει το ακίνητο που παραχωρήθηκε κατά την αναδιανομή, κατά την προϊσχύσασα, ως ανωτέρω, διάταξη του άρθρου 8§2 του α.ν. 821/1948, προς την οποία άλλωστε είναι παρεμφερής και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 21§4 του ν. 674/1977 (Ολομ.ΑΠ 6/1991, ΑΠ 1527/2004, 453/2008). Οι προμνησθείσες διατάξεις του ν. 674/1977 και η διδόμενη ως άνω ερμηνεία, τεθειμένες για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τους οποίους και εξυπηρετούν, προφανώς δεν προσκρούουν στην κατά το άρθρο 17§2 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αρχή της προστασίας της ιδιοκτησίας ώστε και μην μπορούν να εφαρμοστούν κατά το άρθρο 93§4 του Συντάγματος και το υπερνομοθετικής, κατά το άρθρο 28§1 του ίδιου Συντάγματος, ισχύος προρρηθέν Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο, ενόψει των πραγματικών του παραδοχών, εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου του οποίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ή (και) όταν δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ο δε αναιρετικός λόγος του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. δεν δημιουργείται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε μεταξύ των άλλων ότι με άτυπη διανομή που έγινε το έτος 1960 μεταξύ των τέκνων - κληρονόμων των Ζ. Λ. και Φ. συζ. Ζ. Λ., που απεβίωσαν, αντίστοιχα, το έτος 1927 και 1959, οι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων-εναγομένων Α. και Σ. Λ. έλαβαν στη συννομή τους ένα κατάστημα - σιδηρουργείο, με το οικόπεδο που του αναλογεί, εμβαδού 80 τ.μ., βρισκόμενο στην κωμόπολη των Φαρσάλων, και πέντε αγροτεμάχια, βρισκόμενα στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Φαρσάλων, τα οποία και νέμονταν έκτοτε εν γνώσει και με τη σύμφωνη βούληση των δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων-εναγόντων Ε. ή Α. και Α. Λ., που είχαν λάβει άλλα ακίνητα, ότι κατά τον αναδασμό της περιοχής Φαρσάλων που έλαβε χώραν το έτος 1969 οι ειρημένοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων εισέφεραν τα ανωτέρω αγροτεμάχια που είχαν στη συννομή τους και έλαβαν εις αντικατάστασή τους και κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας τα ήδη επίδικα δύο αγροτεμάχια, ήτοι τα υπ' αριθμ. 368 και 184 αγροτεμάχια, εμβαδού, αντίστοιχα, 10250 και 17000 τ.μ., για τα οποία και εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 29355/25-11-1991 παραχωρητήριο της Νομαρχίας Λαρίσης, που μεταγράφηκε νόμιμα την 1-4-1992, ότι από την ημερομηνία αυτή της μεταγραφής του παραχωρητηρίου μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής των αναιρεσειόντων (31-10-2006) οι τελευταίοι (των οποίων μέχρι τον αναδασμό δεν είχε καταλυθεί η συγκυριότητα επί των εισφερθέντων πέντε αγρών) δεν διεκδίκησαν τα επίδικα αγροτεμάχια που προήλθαν από τον αναδασμό, και ότι επομένως, δέχεται το Εφετείο, μετά την παρέλευση τριετίας (1-4-1995) από την κατά τα ανωτέρω μεταγραφή του παραχωρητηρίου και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις οι αναιρεσείοντες δεν έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν τα επίδικα αγροτεμάχια, ενώ, τέλος, οι αναιρεσίβλητοι, μετά τη συμπλήρωση εικοσαετίας (έτος 1980) από την κατά τα ανωτέρω άτυπη διανομή και τη συννομή τους έκτοτε, εν γνώσει των αναιρεσειόντων και των δικαιοπαρόχων τους, επί του ειρημένου σιδηρουργείου, έγιναν συγκύριοι (και) του καταστήματος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 266/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης, η οποία είχε δεχθεί τα ίδια και με την οποία είχε απορριφθεί επίσης κατ' ουσίαν η ένδικη διεκδικητική των ανωτέρω ακινήτων (σιδηρουργείου και δύο αγροτεμαχίων) κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου αγωγή των αναιρεσειόντων. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, το δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις αναφερόμενες στη σκέψη αυτή ουσιαστικές διατάξεις, κατά τις οποίες οι αναιρεσείοντες, αξιώνοντας δικαίωμα συγκυριότητας επί των ακινήτων που είχαν υπαχθεί στον αναδασμό, μετά την παρέλευση της τριετίας από τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου των αναιρεσιβλήτων μόνο αποζημίωση μπορούσαν να ζητήσουν από τους τελευταίους, υπέρ των οποίων το παραχωρητήριο, όχι δε και να διεκδικήσουν τα επίδικα αγροτεμάχια που τους παραχωρήθηκαν κατά την αναδιανομή, όπως ζητούσαν (οι αναιρεσείοντες) με την αγωγή τους, και οι οποίες διατάξεις, μη αντικείμενες, ως ανωτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 17§2 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω. Περαιτέρω, με τις ίδιες ως άνω παραδοχές το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα καθώς και εκείνο της συννομής των αναιρεσιβλήτων επί των ακινήτων (σιδηρουργείου και πέντε αγροτεμαχίων) μετά την άτυπη διανομή του έτους 1960, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής, ως ανωτέρω, εφαρμογής των ειρημένων διατάξεων, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 980 επ., 994, 1879 και 1884 του ΑΚ που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες. Επομένως τα αντίθετα τα οποία υποστηρίζουν οι τελευταίοι με τους πρώτο και τρίτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγους της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. για μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ουσιωδών πραγμάτων που προτάθηκαν δεν ιδρύεται όταν πρόκειται για αρνητικούς της αγωγής ή ενστάσεως και άρα όχι ουσιώδεις κατά την έννοια της διάταξης αυτής ισχυρισμούς, καθώς και όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τους προταθέντες ισχυρισμούς και τους απέρριψε ευθέως ή και εκ των πραγμάτων, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τους συγκροτούν, ο δε αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ' του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. δεν ιδρύεται επίσης όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση και του αριθμού 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι από την αρχή με πράξεις τους "διαδήλωσαν" την αξίωση προστασίας των περιουσιακών τους στοιχείων ασκώντας συννομή και συνεκμετάλλευση μετά των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων, συγκοινωνών, επί των περιουσιακών αυτών στοιχείων. Ο ισχυρισμός όμως αυτός των αναιρεσειόντων, ως αγωγικός μεν, απορρίφθηκε κατ' ουσίαν από το Εφετείο με την παραδοχή ότι οι αναιρεσίβλητοι νέμονταν αυτοί, αποκλειστικά, τα ειρημένα ακίνητα που τους έλαχαν κατά την άτυπη διανομή, τούτο δε εν γνώσει και με τη βούληση των αναιρεσειόντων, ως αρνητικός δε της ενστάσεως περί ιδίας, ως άνω, συννομής των αναιρεσιβλήτων ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι ουσιώδης, κατά την έννοια του πορρηθέντος άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. Επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, υπό την δεύτερη δε εκδοχή του, απαράδεκτος. Τέλος, από τη διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη και όλα τα έγγραφα που έχουν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, και το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το υπ' αριθμ. 1743/1960 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, καθώς και την απορριφθείσα ως αόριστη από 21-2-1984 αγωγή των αναιρεσειόντων, που ρητώς μάλιστα την μνημονεύει το Εφετείο, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ως αποδεικτικά μέσα οι αναιρεσείοντες, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που οι τελευταίοι υποστηρίζουν με τους πρώτον επίσης εν μέρει, και δεύτερο, από το άρθρο 559 αρ. 11γ' του Κ.Πολ.Δ., λόγους της αιτήσεώς τους. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495§4 του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-7-2012 αίτηση των Α. Λ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 332/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την παρέλευση τριετίας από τη μεταγραφή παραχωρητηρίου ακινήτου που προέκυψε από τον αναδασμό, ο οποίος αξιώνει δικαίωμα κυριότητας ή συγκυριότητας στο ακίνητο δικαιούται να ζητήσει μόνον αποζημίωση, όχι δε και να διεκδικήσει το ακίνητο. Αναίρεση. Λόγοι από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 551ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Πότε (δεν) ιδρύονται οι λόγοι αναιρέσεως από τους άρ. 8 και 11γ΄ [Επικυρώνει Εφ. Λάρ. 332/2011].
Αποζημίωση
Αγωγή διεκδικητική, Αναδασμός, Αποζημίωση.
1
Αριθμός 471/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Π. του Ι., υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, υπηρετούσης στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Οττάβα (Καναδάς) και τώρα στο Γραφείο Συνδέσμου στα Σκόπια, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Σκορδάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-6-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2456/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1855/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-11-2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 23-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με τις διατάξεις του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου των Εξωτερικών", που ίσχυε μέχρι τις 23-3-1998, το προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών διακρίνεται σε μόνιμο και σε προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 61). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 68 παρ. 1 του ίδιου νόμου προβλέπεται η δυνατότητα πρόσληψης από τον προϊστάμενο της αρχής του εξωτερικού ιδιαίτερων γραμματέων ή μεταφραστών, συνδεόμενων με το Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι, σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, λαμβάνουν, διοριζόμενοι, μηνιαία αποζημίωση, αντίστοιχη με το μισθό του Γραμματέα Ε' Τάξεως του κλάδου των διοικητικών γραμματέων του Υπουργείου Εξωτερικών, ως και το εις τους υπαλλήλους του βαθμού τούτου παρεχόμενο εκάστοτε επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής. Με την παρ. 1 του άρθρου 131 του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών", που ίσχυε μέχρι τις 23-3-1998, ορίζεται ότι "ως αποδοχαί απάντων των υπαλλήλων του Υπουργείου νοούνται ο βασικός μισθός του βαθμού μεθ' όλων των, κατά τας κειμένας διατάξεις, χορηγουμένων επιδομάτων και προσαυξήσεων". Με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου, παρασχέθηκε στους υπαλλήλους, που υπηρετούν στο εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (Ε.Υ.Α.), σε συνάλλαγμα, ανάλογα με τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη και το κόστος ζωής του τόπου στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος. Σύμφωνα με την παρ. 11 του αυτού άρθρου το ως άνω επίδομα καθορίζεται κάθε φορά για τους υπαλλήλους, που έχουν πρεσβευτικό βαθμό, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν πρότασης των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών και για όλους τους άλλους υπαλλήλους της εξωτερικής υπηρεσίας με την ίδια πράξη σε ποσοστό επί του επιδόματος που καθορίστηκε για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Το εν λόγω επίδομα δικαιούται, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του άνω ν. 419/1976, και το βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, στο άρθρο 132 του ν. 419/76, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών δικαιούνται δωρεάν οίκησης σε βάρος του Δημοσίου και ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ένεκα ειδικών οικιστικών συνθηκών, είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα για τη στέγαση των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, στην περίπτωση αυτή, όμως, θα εκπίπτεται το ένα τρίτο του καταβαλλόμενου στους υπαλλήλους αυτούς επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Με την Φ 083-58/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας, Εξωτερικών και Οικονομικών, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.1256/1982 και 3 παρ. 8 του 1288/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1884/1990, καθορίστηκε το παραπάνω επίδομα για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων και ορίστηκε επί πλέον στο κεφάλαιο Γ' αυτής ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος που καθορίστηκε γι' αυτούς αυξάνεται κατά 10%, κατά τις αναφερόμενες εκεί διακρίσεις. Με τις παράγ. Ε' και ΣΤ' της παραπάνω ΚΥΑ, ορίζεται ότι σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη, για κάθε παιδί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 1504/1984. Το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής του επί συμβάσει εν γένει προσωπικού μπορεί να μειώνεται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, εφόσον συντρέχουν ειδικοί γι' αυτό λόγοι. Ακολούθως, με την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ 2900/1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας και Εξωτερικών, χορηγήθηκε επίδομα στέγασης που ανέρχεται σε προσαύξηση 10% του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής στους μόνιμους υπαλλήλους του Διοικητικού Κλάδου Γεν. Καθηκόντων, του Κλάδου Τεχνικών Επικοινωνιών, του Κλάδου Διοικητικών Γραμματέων και του Κλάδου βοηθητικού προσωπικού, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 2 του ν.419/1976. Με τη 2001800/185/0022/17-3-1993 ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών, τροποποιήθηκε η παραπάνω παράγραφος Γ' της Φ 083-58/ 1988 και ορίστηκε ότι σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται από 1-1-1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας μέχρις 6 ετών, κατά ποσοστό 8% για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και κατά ποσοστό 14% για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ετών. Τα παραπάνω ποσοστά αυξήθηκαν σε 8, 12 και 16%, αντίστοιχα, από 1.1.2001, με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ 11254/ 22.1.2001 ΚΥΑ. Με την τελευταία καθορίστηκε ότι : "Στους υπαλλήλους του Διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως, εκτός του αρχαιοτέρου εκ των Συμβούλων Πρεσβείας ή του μοναδικού που υπηρετεί σε Πρεσβεία ή Μόνιμη Αντιπροσωπεία, του οποίου το ποσοστό αυξάνεται κατά 30%, αποκλειομένων από τη ρύθμιση αυτή των τυχόν λαμβανόντων επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής ανωτέρας βαθμίδας. Στους μόνιμους υπαλλήλους των λοιπών κλάδων, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 10% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 135 §§ 4 και 5 του ν. 2594/1998, δηλαδή του από 24-3-1998 ισχύοντος νέου Οργανισμού του Υπ. Εξωτερικών, προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Το επίδομα αυτό καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπ. Εξωτερικών με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, για δε τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια ΚΥΑ σε ποσοστό επ' αυτού το οποίο έχει καθοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Με το άρθρο 129 §§ 2 και 5 του παραπάνω νόμου στις αρχές του εξωτερικού ορίζονται με ΠΔ θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Στις θέσεις αυτές προσλαμβάνονται, επιτοπίως, μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, όπου εδρεύει η συγκεκριμένη αρχή. Με την ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών για την πρόσληψή τους καθορίζεται και το ύψος της αντιμισθίας των ανωτέρω υπαλλήλων. Η πρόσληψη γίνεται με σύμβαση καταρτιζόμενη από τον προϊστάμενο της αρχής. Οι, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους, μέχρι την καθ' οιονδήποτε χρόνο λήξη του, οπότε οι οργανικές θέσεις τους μετατρέπονται σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και εξακολουθούν να αμείβονται όπως μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Ειδικά, για όσους από αυτούς ελάμβαναν το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, το ύψος αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται, με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρχής, στην οποία υπηρετούν. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, κατ'αρχήν, ότι τα προβλεπόμενα στις ανωτέρω Κ.Υ.Α. ποσοστά αύξησης για δαπάνες στέγασης δεν αποτελούν ξεχωριστό επίδομα, αλλά αύξηση του καταβαλλομένου επιδόματος Υπηρεσίας Αλλοδαπής, το οποίο καταβάλλεται και στο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι κείμενες διατάξεις προβλέπουν για την καταβολή του. Οι εκδιδόμενες, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 131 § 11 του ν. 419/1976 ή του άρθρου 135 § 5 του ν. 2594/1998, κοινές υπουργικές αποφάσεις, που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα αυτό με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς αυτούς νόμους κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα πλαίσια, δεν είναι δυνατό να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από τους εξουσιοδοτικούς νόμους, όπως είναι η διάκριση αυτών σε μόνιμους, που συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου και σε υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου και να αυξήσει το επίδομα μόνο στους πρώτους, αποκλείοντας τους δεύτερους. Οι αποφάσεις, συνεπώς, που στηρίζονται αποκλειστικά στην ανωτέρω διάκριση για να αυξήσουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής μόνο των μόνιμων υπαλλήλων, βρίσκονται έξω από τα όρια της προαναφερόμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρ. 43 § 2 του Συντάγματος) και κατά το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση αυτή τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου είναι ανίσχυρες. Όμως, η προαναφερόμενη ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ2900/1993 κοινή υπουργική απόφαση, που αφορά τις δαπάνες στέγασης, δεν αυξάνει το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής όλων των μονίμων υπαλλήλων που υπηρετούν στο εξωτερικό και για τους οποίους δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου κατοικία, αλλά μόνο των μόνιμων υπαλλήλων, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και συνεπώς, ανεξάρτητα από το αν η εν λόγω ρύθμιση καλύπτεται από τις διατάξεις για την απόσπαση ή είναι στο σύνολό της εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 131 § 1 του Ν.419/1976, που δεν παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης της αντίθετης διάταξης του άρθρου 132 § 2 του νόμου, θέμα ανισχύρου της εν λόγω ρύθμισης δεν μπορεί να τεθεί για τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου, που δεν αποσπάσθηκαν σε Αρχή του εξωτερικού, αλλά προσλήφθηκαν, επιτοπίως, από τον προϊστάμενο της Αρχής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 68 του άνω Νόμου. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι με τις προδιαληφθείσες εξουσιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρ. 131 του ν. 419/1976, δόθηκε η εξουσία αρχικά στο Υπουργικό Συμβούλιο και μετέπειτα στους Υπουργούς Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών (άρθρ. 25 § 1 ν. 1884/1990, Α' 81 και άρθρ. 12 § 1 ν. 1256/1982, Α' 65), όπως με κοινή υπουργική απόφαση τους καθορίζουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής και προβαίνουν σε αύξηση του επιδόματος αυτού κατά ποσοστό για δαπάνες στέγασης (η οποία αύξηση για την αιτία αυτή συνιστά στην ουσία αύξηση του εν λόγω επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής), σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγ. 10 του ιδίου άρθρου 131 ν. 419/1976 κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα από τον ως άνω νόμο πλαίσια. Με βάση δε την παρεχόμενη από τις ως άνω διατάξεις εξουσιοδότηση, μπορεί η εκδιδόμενη κοινή υπουργική απόφαση να καθορίζει σε διαφορετικό ύψος ή να αυξάνει σε διαφορετικό ποσοστό το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής για ορισμένους υπαλλήλους που έχουν ανάγκη στέγασης στο εξωτερικό. Επομένως, σύμφωνα με την έννοια της εξουσιοδότησης, ευρίσκεται εντός των ορίων αυτής η κατά ποσοστό 10% επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του Πρέσβεως αύξηση, λόγω στέγασης, του επιδόματος αυτού μόνο για τους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, ρύθμιση στην οποία προέβη η ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ.2900/5.4.1993 κοινή υπουργική απόφαση. Τούτο, γιατί η απόσπαση του υπαλλήλου στο εξωτερικό γίνεται για την εξυπηρέτηση ειδικής υπηρεσιακής ανάγκης και για βραχύ χρονικό διάστημα τριών έως έξι το πολύ μηνών (άρθρ. 107 ν. 419/1979), με αποτέλεσμα ο υπάλληλος αυτός να αντιμετωπίζει αναγκαίως άμεσες και αυξημένες δαπάνες στέγασης σε σχέση με τον υπηρετούντα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην αλλοδαπή, κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή με οποιοδήποτε άλλο, πλην απόσπασης, νόμιμο τρόπο, ο οποίος έχει εξαρχής ρυθμίσει τις δαπάνες του για στέγαση στα πλαίσια του χορηγούμενου επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Οι αυξημένες δε αυτές δαπάνες για στέγαση του αποσπώμενου υπαλλήλου δικαιολογούν την, κατά 10%, επαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του υπαλλήλου αυτού και τη διαφοροποίησή του από τους, κατ' άλλο τρόπο, υπηρετούντες στο εξωτερικό συναδέλφους του, οι οποίοι δεν δικαιούνται της επαύξησης αυτής, την οποία η κοινή υπουργική απόφαση ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ/ 2900/93 χορήγησε μόνο στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, που αποσπώνται σε Αρχές του εξωτερικού και όχι στους εκεί υπηρετούντες κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή άλλο παρόμοιο νόμιμο τρόπο. Διότι, η ρύθμιση αυτή βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης του άρθρ. 131 §§ 10 και 11 του ν. 419/1976 και δεν αντιβαίνει προς την αρχή της ισότητας, εφόσον δικαιολογείται λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι σε σχέση με άλλους υπαλλήλους, οι οποίοι μετατέθηκαν ή προσλήφθηκαν και υπηρετούν στο εξωτερικό σε άλλου είδους (πλην απόσπασης) υπηρεσιακή σχέση (Α.Ε.Δ.14/2005,ΑΠ 251/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης, από 2-6-2004, αγωγής της, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι την 12-7-1997 προσλήφθηκε από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ως ιδιαιτέρα γραμματέας του Πρέσβη της Ελληνικής Πρεσβείας της Οττάβας του Καναδά, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που υπογράφηκε μεταξύ αυτής και του διευθύνοντος την Πρεσβεία, κατά τη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 2 του ν. 419/1976 και ότι από 21-1-2003 έχει καταταγεί σε μόνιμη θέση κλάδου Διοικητικής Λογιστικής και Γραμματειακής Υποστήριξης στον Ε' βαθμό. Με βάση δε τα παραπάνω ζήτησε να υποχρεωθεί το τελευταίο να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 134.604 δολαρίων ΗΠΑ, για προσαυξήσεις επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω οικογενειακών βαρών και στέγασης, που δεν της κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 21-1-2003. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι με την Φ. 2218.21/ 1/ΑΣ791/12- 3-1996 Πράξη Πρόσληψης του Πρέσβη της Ελλάδας στην Οττάβα του Καναδά, Ι. Θ., η ενάγουσα προσλήφθηκε από το εναγόμενο, σε κενή οργανική θέση Ιδιαιτέρας Γραμματέως στην Πρεσβεία της Ελλάδας στην Οττάβα του Καναδά, δυνάμει της από 12 Ιουλίου 1997 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Οττάβα του Καναδά, σε εκτέλεση της παραπάνω πράξης πρόσληψης μεταξύ αυτής και του ως άνω Πρέσβη, ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος του εναγομένου. Με αυτή τη σύμβαση (άρθρο 1) ορίστηκε ότι θα καταβάλλεται στην ενάγουσα, μηνιαία αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ.4 του Ν.419/76, δηλαδή, ποσό αντίστοιχο µε το µισθό του βαθµού του Διοικητικού Γραµµατέα Ε' Τάξης, του κλάδου Διοικητικών Γραµµατέων του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και το παρεχόμενο επίδοµα υπηρεσίας αλλοδαπής στους υπαλλήλους του κλάδου αυτού. Η ενάγουσα απασχολήθηκε στο εναγόµενο µε την παραπάνω ιδιότητα µέχρι την 21-1-2003, οπότε κατατάχθηκε σε µόνιµη θέση του κλάδου Διοικητικής Λογιστικής και Γραµµατειακής Υποστήριξης στον Ε' βαθµό. Κατά το χρόνο της πρόσληψης της ζούσε µόνιµα στον Καναδά, είχε την Καναδική υπηκοότητα και διέθετε καναδικό διαβατήριο, ενώ κατείχε και δίπλωµα στην προσχολική αγωγή του George Brown College στο Τορόντο του Καναδά, είχε διατελέσει δασκάλα ελληνικής γλώσσας και πολιτιστικής κληρονοµιάς στα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητος Μητροπολιτικού στην ίδια περιφέρεια και στα Συµβούλια Παιδείας East York, North York του Τορόντο και ακόµη είχε εργασθεί ως εκπαιδευτική βοηθός και υπεύθυνη γραμματείας στο δηµοτικό σχολείο Fran Kland Logan Ave, της ίδιας περιοχής του Καναδά. Καθ' όλο δε το επίδικο χρονικό διάστηµα της απασχόλησής της λάµβανε ποσό 3.100 δολαρίων ΗΠΑ και αποδοχές εσωτερικού, στις οποίες περιλαµβανόταν και επίδοµα τέκνων, ποσού 17,61 ευρώ για κάθε τέκνο, ανάλογα με τα πιστοποιητικά σπουδών που προσκόμιζε στην υπηρεσία, καθώς και το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, όχι, όμως, και την προσαύξηση σ' αυτό, λόγω στέγασης και λόγω τέκνων. Στη συνέχεια, δέχθηκε, ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 21-1-2003, ύψους 17.500 δολαρίων ΗΠΑ, διότι η ενάγουσα δεν είχε την ιδιότητα της "αποσπασμένης" υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών σε αρχή του εξωτερικού, αλλά την ιδιότητα υπαλλήλου, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλου, προσληφθέντος, επιτοπίως, στην αλλοδαπή και ως εκ τούτου δεν έχει δικαίωμα να λάβει μέχρι την 22-1-2001, την προβλεπόμενη, από την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ2900/ 5-4-1993 κοινή υπουργική απόφαση, προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης. Αλλά και µετά ταύτα, µε την έκδοση της προαναφερόμενης 083/ΕΥΑ/ΑΣ11254/22-1-2001 κοινής υπουργικής απόφασης, δεν δικαιούται την αξιούµενη προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, δεδομένου, ότι η εν λόγω απόφαση αναφέρεται σε χρόνο, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2594/1998, δηλαδή µετά την 24-3-1998. Έτσι, η χορηγηθείσα µε αυτήν προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, δεν περιλαμβάνει τους επί συµβάσει ιδιωτικού δικαίου προσλαμβανόμενους, επιτοπίως, στην αλλοδαπή υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, καθόσον για τους τελευταίους, µετά την 24-3-1998, ισχύει η ειδική διάταξη του άρθρου 129 παρ.5 εδ. β' του ν. 2594/1998, η οποία προβλέπει διαφορετικό τρόπο και διαδικασία αναπροσαρμογής του πιο πάνω επιδόματος στο προσωπικό αυτό. Με τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά τις αντίστοιχες διατάξεις και απέρριψε την αγωγή, ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιο της, ως μη νόμιμη. Με την κρίση του αυτή το εφετείο, δεν παραβίασε τις διατάξεις των ν. 419/1976 και 2594/1998, ούτε αυτές των άρθρων 4 §1 και 22 §1 εδ. β' και 43 του Συντάγματος, 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, 99/70/ΕΚ οδηγίας, που θεσπίζουν τις αρχές της ισότητας της αμοιβής, για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, υπό τις αυτές συνθήκες, καθόσον η παροχή διαφορετικής αμοιβής και εν γένει η διαφορετική μισθολογική μεταχείριση των υπαλλήλων του εναγομένου, που έλαβαν προσαύξηση για αντιμετώπιση δαπανών στέγασης, έναντι της ενάγουσας δικαιολογείται, λόγω παροχής διαφορετικής κατά περιεχόμενο και προϋποθέσεις εργασίας και γενικά λόγω διαφορετικών συνθηκών (από άποψη πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης κ.λπ.), υπό τις οποίες τελούν καθεμία από τις κατηγορίες των προαναφερόμενων υπαλλήλων, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), από την οποία πηγάζει η υποχρέωση σεβασμού της περιουσίας του νομικού ή φυσικού προσώπου και 2 §§ 3 και 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το ν. 2462/1997, που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, αφού, ενόψει των εκτεθέντων, η επίδικη απαίτηση δεν καθίσταται απαιτητή και δεν υπάρχει νόμιμη προσδοκία βάσει του ισχύοντος, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δικαίου ότι θα ικανοποιηθεί δικαστικά. Όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 129 του ν. 2594/1998, οι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία του Υπουργείου εξωτερικών, όπως η αναιρεσείουσα, διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους μέχρι την καθ' οιονδήποτε χρόνο λήξη του. Συνεπώς, η αναιρεσείουσα θα δικαιούταν την επίμαχη προσαύξηση και μετά την έναρξη της ισχύος του νεότερου Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 2594/1998), μόνο αν, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, τη δικαιούταν. Αυτό όμως δεν συνέβη, αφού, η αναιρεσείουσα, που δεν ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, δεν δικαιούταν, κατά την έναρξη της ισχύος του νεότερου Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 2594/1998), την προσαύξηση για την αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης, που χορηγήθηκε με την ισχύουσα, κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του νόμου αυτού, ΣΤ1/Μ/Φ. 083-13/ΑΣ. 2900/1993 ΚΥΑ. Επομένως, ο, περί του αντιθέτου, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ , πρώτος, λόγος αναίρεσης, που αφορά το προαναφερθέν κονδύλιο των δαπανών στέγασης, είναι αβάσιμος, καθώς και ο τρίτος, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλήρεις, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της, ως προς τη ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Από την διάταξη του άρθρου 4§1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει ότι το Σύνταγμα θεσπίζει την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (Ολ. ΑΠ 23/2004). Εξάλλου, το άρθ. 20 του Συντάγματος, το οποίο εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη δίκη, δεν στερεί τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία, να θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις για το Δημόσιο και ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση του Δημοσίου, το οποίο από τη φύση του έχει αποστολή και έργο την εξυπηρέτηση των πολιτών και στου οποίου την περιουσία και οικονομική κατάσταση συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό, πρωτίστως, εξυπηρετεί η διάταξη του άρθρου 21 του δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26.6/10.7.1944), με την οποία ορίζεται ότι ο νόμιμος και της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του Δημοσίου ανέρχεται σε 6% ετησίως και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στο Δημόσιο να καταβάλλει με την ιδιότητα του οφειλέτη επί υπερημερίας ποσοστό τόκου (6%) μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση, η οποία υπαγορεύεται από τον ανωτέρω σκοπό και δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις, ούτε προς τις διατάξεις του Συντάγματος των άρθ. 17 περί προστασίας της ιδιοκτησίας και 25 για τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και μέλους του κοινωνικού συνόλου, αυτές του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που προστατεύει την περιουσία του δανειστή, αλλά ούτε και προς τα άρθρα 2§3, 14§1 και 26 του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου είναι αναγκαία για να είναι τούτο σε θέση να εκπληρώνει απρόσκοπτα τους ως άνω σκοπούς του προς εξυπηρέτηση των πολιτών (Ολ. ΑΠ 3/2006). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο επιδίκασε στην αναιρεσείουσα τις γενόμενες δεκτές αξιώσεις της με τον προβλεπόμενο για τις αξιώσεις κατά του Δημοσίου νόμιμο τόκο υπερημερίας 6%. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, κατά το αντίστοιχο μέρος του. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (διάταγμα της 26-6/10-7-1944), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα "Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου απαιτείται (και αρκεί) η δημιουργία της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Η επιδικία αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, εφ' όσον ο νόμος δεν διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική (ΑΕΔ 7/2011). Δεν είναι, όμως, δυνατή η έναρξη της τοκογονίας από προγενέστερο χρονικό σημείο, διότι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αυτό ρητώς έχει αποκλεισθεί, χωρίς ο αποκλεισμός να εισάγει δυσμενή διάκριση, αφού προστατεύει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος όλων των πολιτών, ως τοιούτων νοουμένων όχι μόνο αυτών που επιδιώκουν ικανοποίηση από συγκεκριμένη επιδικία, αλλά και όσων προσδοκούν την απόλαυση κοινωνικών αγαθών από την κρατική οικονομική ευρωστία. Για την ίδια αιτία, η εν λόγω υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε με τις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που αποβλέπουν στην προστασία της περιουσίας παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον (πρβλ. Ολ. ΑΠ 3/2006), ούτε στις διατάξεις της 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, κατά μείζονα δε λόγο στις διατάξεις των άρθ. 341, 345, 648, 649 και 655 ΑΚ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών τις γενόμενες δεκτές αξιώσεις της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου επιδίκασε με το νόμιμο, ως άνω, τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και όχι από την γένεση αυτών. Με την κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και επομένως είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το αντίστοιχο μέρος του. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 18-11-2010, αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 1855/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2014 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το αίτημα για την προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για οικογενειακά βάρη, είναι νόμιμο. Δεν είναι νόμιμο το αίτημα για την προσαύξηση του ίδιου επιδόματος, λόγω δαπανών στέγασης, αφού η αναιρεσείουσα δεν ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, για την αιτία αυτή, με τις σχετικές ΚΥΑ.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Επίδομα αλλοδαπής.
0
Αριθμός 472/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Χ. του Τ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Κατσαμπάνη. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνικές Αλυκές ΑΕ", που εδρεύει στο ..., έχει γραφεία κεντρικής διοίκησης στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μήλλα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 5-2-2009 και 22-9-2009 αγωγές του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2666/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4514/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7-6-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 23-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 9 ΚΠολΔ, ιδρύεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη, δεν συγκροτείται όμως ο λόγος αυτός, αν το δικαστήριο, μετά από έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, δέχθηκε μερικώς το αγωγικό αίτημα ή απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της. Στην προκειμένη περίπτωση, με την, από 5.2.2009, αγωγή του ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ισχυρίσθηκε, ότι απασχολήθηκε στην εναγοµένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυµη εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΛΥΚΕΣ Α.Ε.", µε σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος, συνεχώς από 28.9.1994 μέχρι 13.11.2008. Ότι η τελευταία κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση, την 13.11.2008, οπότε του "επεδόθη" το σχετικό έγγραφο. Ότι η καταγγελία είναι άκυρη, για ορισμένους λόγους, που εξέθετε. Ότι, από την αιτία αυτή έχει, έναντι της εναγομένης, αξίωση για αναγνώριση της "ακυρότητας" της καταγγελίας, που έγινε την 13.11.2008, αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης και αξιώσεις, κυρίως, για μισθούς υπερημερίας, άλλως, για αποζημίωση καταγγελίας. Εξάλλου, με την, από 22.9.2009, αγωγή, ισχυρίσθηκε, ότι απασχολήθηκε στην εναγομένη εταιρία, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος, συνεχώς από 28.9.1994 μέχρι 13.11.2008. Ότι η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση, την 13.11.2008, οπότε τoυ επεδόθη το σχετικό έγγραφο. Ότι η καταγγελία είναι ανυπόστατη, αφού έγινε στο όνομα της εναγομένης, ως νομικού προσώπου, από όργανό της (Δ. Κ., Διευθύνοντα Σύμβουλο), το οποίο δεν είχε, προς τούτο, εξουσία, ενώ, μετά την ανυπόστατη καταγγελία προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, η οποία τις απέκρουσε. Ότι, από τη μη αποδοχή των προσφερομένων υπηρεσιών του, με την ανυπόστατη καταγγελία, προσβλήθηκε στην προσωπικότητα του, παρανόμως και υπαιτίως, αφού "η με τέτοιο τρόπο απομάκρυνσή του από την εργασία, δημιούργησε, οπωσδήποτε, στους τρίτους εντυπώσεις, μειωτικές, ως προς την επαγγελματική του αξία και υπόληψη, από τις οποίες υπέστη ηθική βλάβη". Ότι από τις αιτίες αυτές έχει αξίωση για αναγνώριση, ως ανυπόστατης, της καταγγελίας, που έγινε την 13.11.2008, καθώς και αξιώσεις για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του και για µισθούς υπερηµερίας. Επεδίωκε, ακολούθως, µετά και τον παραδεκτό περιορισµό των καταψηφιστικών αιτηµάτων της αγωγής : Α) Να αναγνωρισθεί ότι 1)η καταγγελία, που έγινε την 13.11.2008, είναι ανυπόστατη, και 2)η εναγοµένη υποχρεούται να του καταβάλει, για µισθούς/αποδοχές υπερηµερίας, που αφορούν στο χρονικό διάστηµα από 13.1.2009 µέχρι 13.1.2010, το ποσό των 61.377,73 ευρώ Β)Να υποχρεωθεί η εναγοµένη α)να του καταβάλει, για µισθούς/αποδοχές υπερηµερίας, που αφορούν στο χρονικό διάστηµα από 13.11.2008 µέχρι 12.1.2009, το ποσό των 10.460,61 ευρώ και για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 30.000 ευρώ, και β)) να τον απασχολεί, µε την απειλή χρηµατικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ηµέρα µη συµµόρφωσης της, µε την απόφαση, που θα εκδοθεί. Στο δικόγραφο της από 22.9.2009, αγωγής ο ενάγων εξέθετε, ακόµη, ότι η εναγοµένη, την "17.11.2008", δια της "Α. Π.", υπαλλήλου της, "τον ειδοποίησε να αδειάσει επιτέλους το γραφείο του διότι είχε ήδη απολυθεί και ότι δεν επρόκειτο να εργάζεται πλέον εκεί και χρειαζόντουσαν το γραφείο γιατί θα προσλάµβαναν κόσµο". Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 2666/2010 απόφαση του, διέταξε την αναβολή της συζήτησης της, από 5.2.2009, αγωγής έως την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας που ανοίχθηκε με την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς σε βάρος του ενάγοντος και απέρριψε την, από 22.9.2009, αγωγή ως απαράδεκτη. Το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, μετά από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, δέχθηκε ότι, η, από 22.9.2009, αγωγή, με το παραπάνω περιεχόµενο δεν είναι νόµιµη, διότι 1) και αν ακόµη θεωρηθεί, σύµφωνα µε τα εκτιθέµενα στο δικόγραφο της, ανυπόστατη η καταγγελία, της 13.11.2008, ως γενόµενη, στο όνοµα της εναγοµένης, από όργανό της (Δ. Κ., Διευθύνοντα Σύµβουλο), το οποίο δεν είχε σχετική εξουσία, ο ενάγων εξέθετε, επίσης, ότι η εναγοµένη, την 17.11.2008 "τον ειδοποίησε να αδειάσει επιτέλους το γραφείο του διότι είχε ήδη απολυθεί και ότι δεν επρόκειτο να εργάζεται πλέον εκεί και χρειαζόντουσαν το γραφείο γιατί θα προσλάµβαναν κόσµο", µε τη µεταγενέστερη δε αυτή δήλωσή της, την 17.11.2008, ενέκρινε την αρχική καταγγελία, της 13.11.2008 και η έγκριση αυτή υπέχει θέση νέας καταγγελίας, την οποία (νέα) καταγγελία (της 17-11-2008) ο ενάγων δεν προσβάλλει και 2) υπό τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, η επίμαχη καταγγελία, της 13-11-2008, της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεν συνιστά παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την από 22-9-2009 αγωγή, ως μη νόμιμη. Με τον πρώτο, από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα η πλημμέλεια, ότι τι εφετείο άφησε αδίκαστη την αγωγή του, ως προς το αίτημα της αναγνώρισης, ως ανυπόστατης, της από 13-11-2008 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Όμως, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης του, το εφετείο απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της και συνεπώς δίκασε και το αίτημα αυτό και το απέρριψε. Επομένως, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, εφόσον το εφετείο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, οι δεύτερος και τέταρτος, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται πλημμέλειες, αντίστοιχα, από τους αρ.11 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτοι, διότι οι λόγοι αυτοί ιδρύονται μόνο και εφόσον το δικαστήριο εξέδωσε αποδεικτικό πόρισμα. Από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα ή έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν από την αναιρεσίβλητη και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της άνω διάταξης είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ. ΑΠ 25/2003). Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αν από την απόφαση του δικαστηρίου προκύπτει, ότι τούτο έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό και τον απέρριψε, για τυπικό ή ουσιαστικό λόγο ή δεν έλαβε υπόψη του τον μη προταθέντα ισχυρισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο, από την παραπάνω διάταξη, λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει, ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον παραδεκτά προταθέντα, ουσιώδη ισχυρισμό του, ότι η δήλωση της εναγομένης, της 17ης-11-2008, απέβλεπε αποκλειστικά στην απόκρουση των προσφερθεισών υπηρεσιών του και έλαβε υπόψη του, δίχως να προταθεί από την εναγομένη, ότι η παραπάνω δήλωση της αποτελούσε νέα καταγγελία. Ο λόγος αυτός, είναι α)κατά το πρώτο μέρος του απαράδεκτος, διότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν αποτελεί πράγμα, αλλά επιχείρημα διαδίκου, και β) κατά το δεύτερο μέρος του, αβάσιμος, διότι το εφετείο κατέληξε στη κρίση του, ερευνώντας, αυτεπάγγελτα, όπως είχε υποχρέωση, τη νομιμότητα της αγωγής, εκτιμώντας δε το περιεχόμενο της, την απέρριψε ως μη νόμιμη, με βάση και μόνο αυτό και όχι λαμβάνοντας υπόψη τον επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμό της εναγομένης. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7-6-2013, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 4514/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στις 4 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εφόσον το εφετείο απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της, δίκασε και το αίτημα της για την αναγνώριση ως ανυπόστατης της καταγγελίας. Οι λόγοι αναίρεσης, 1)από τους αρ. 11 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτοι, διότι το δικαστήριο δεν εξέδωσε αποδεικτικό πόρισμα και 2) από τον αρ.8,κατά το πρώτο μέρος του είναι απαράδεκτος, διότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν αποτελεί πράγμα και κατά το δεύτερο, αβάσιμος, διότι το εφετείο κατέληξε στη κρίση του, ερευνώντας, αυτεπάγγελτα, τη νομιμότητα της αγωγής, εκτιμώντας δε το περιεχόμενο της, την απέρριψε ως μη νόμιμη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 477/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Π. του Ι., υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, υπηρετούσης στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Οττάβα (Καναδάς) και τώρα στο Γραφείο Συνδέσμου στα Σκόπια, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Σκορδάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-6-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2456/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1855/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 24-3-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 23-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης και να απορριφθεί ο πρώτος. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την παρ. 1 του άρθρου 131 του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών" που ίσχυε μέχρι τις 23-3-1998 (άρθρ. 150 §1 του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ που κυρώθηκε με ν. 2594/1998), ορίζεται ότι "ως αποδοχαί απάντων των υπαλλήλων του Υπουργείου νοούνται ο βασικός μισθός του βαθμού μεθ` όλων των κατά τας κειμένας διατάξεις χορηγουμένων επιδομάτων και προσαυξήσεων". Περαιτέρω, με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου, παρασχέθηκε στους υπαλλήλους που υπηρετούν στο εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβιώσεως σε κάθε χώρα, Επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (Ε.Υ.Α.), σε συνάλλαγμα, ανάλογα με τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη και το κόστος ζωής του τόπου στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, ειδικότερα δε για τους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου και τους εμπειρογνώμονες του ΥΠΕΞ και ανάλογα με τις συνθήκες στέγασης που επικρατούν στη χώρα που υπηρετούν. Σύμφωνα δε με την παρ. 11 του αυτού άρθρου το ως άνω επίδομα καθορίζεται κάθε φορά για τους υπαλλήλους που έχουν πρεσβευτικό βαθμό με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν προτάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών και για όλους τους άλλους υπαλλήλους της εξωτερικής υπηρεσίας με την ίδια πράξη σε ποσοστό επί του επιδόματος που καθορίστηκε για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Το εν λόγω επίδομα δικαιούται, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του άνω ν. 419/1976, και το βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, στο άρθρο 132 του ν. 419/76 ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών δικαιούνται δωρεάν οίκησης σε βάρος του Δημοσίου και ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ένεκα ειδικών οικιστικών συνθηκών, είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα για τη στέγαση των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, στην περίπτωση αυτή, όμως, θα εκπίπτεται το ένα τρίτο του καταβαλλόμενου στους υπαλλήλους αυτούς επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Περαιτέρω, με την Φ 083-58/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας, Εξωτερικών και Οικονομικών (ΦΕΚ 177 Β`/31-3-1988), που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.1256/1982 και 3 παρ. 8 του 1288/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1884/1990, καθορίστηκε το παραπάνω επίδομα για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων και ορίστηκε επί πλέον στο κεφάλαιο Γ` αυτής ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος που καθορίστηκε γι` αυτούς αυξάνεται κατά 10% κατά τις αναφερόμενες εκεί διακρίσεις. Με τις παραγρ. Ε` και ΣΤ` της παραπάνω Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) ορίζεται ότι σε όλους τους μονίμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 1504/1984. Το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής του επί συμβάσει, εν γένει, προσωπικού μπορεί να μειώνεται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, εφόσον συντρέχουν ειδικοί γι` αυτό λόγοι. Ακολούθως, με την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ2900/1993 κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας και του Υφυπουργού Εξωτερικών, χορηγήθηκε επίδομα στέγασης που ανέρχεται σε προσαύξηση 10% του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής στους μόνιμους υπαλλήλους του Διοικητικού Κλάδου Γεν. Καθηκόντων, του Κλάδου Τεχνικών Επικοινωνιών, του Κλάδου Διοικητικών Γραμματέων και του Κλάδου βοηθητικού προσωπικού που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 2 του ν.419/1976. Με τη 2001800/185/0022/17-3-1993 ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών τροποποιήθηκε η παραπάνω παράγραφος Γ` της Φ 083-58/1988 και ορίστηκε ότι σε όλους τους μονίμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται από 1-1-1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας μέχρις 6 ετών, κατά ποσοστό 8% για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και κατά ποσοστό 14% για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ετών. Τα παραπάνω ποσοστά αυξήθηκαν σε 8, 12 και 16% αντιστοίχως από 1.1.2001, με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ11254/ 22.1.2001 ΚΥΑ. Με την τελευταία αυτή ΚΥΑ καθορίστηκε στην παρ. Γ` ότι : "Στους υπαλλήλους του Διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως, εκτός του αρχαιοτέρου εκ των Συμβούλων Πρεσβείας ή του μοναδικού που υπηρετεί σε Πρεσβεία ή Μόνιμη Αντιπροσωπεία, του οποίου το ποσοστό αυξάνεται κατά 30%, αποκλειομένων από τη ρύθμιση αυτή των τυχόν λαμβανόντων επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής ανωτέρας βαθμίδας. Στους μονίμους υπαλλήλους των λοιπών κλάδων, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 10% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως". Εξάλλου, κατά τις ταυτόσημες του ν. 419/1976 διατάξεις του άρθρου 135 §§ 4 και 5 του ν. 2594/1998, δηλαδή του από 24-3-1998 ισχύοντος νέου Οργανισμού του Υπ. Εξωτερικών, προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Το επίδομα αυτό καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπ. Εξωτερικών με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, για δε τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια ΚΥΑ σε ποσοστό επί αυτού το οποίο έχει καθοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Με το άρθρο 129 §§ 2 και 5 του παραπάνω νόμου στις αρχές του εξωτερικού ορίζονται με ΠΔ θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Στις θέσεις αυτές προσλαμβάνονται, επιτοπίως, μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, όπου εδρεύει η συγκεκριμένη αρχή. Με την ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών για την πρόσληψή τους καθορίζεται και το ύψος της αντιμισθίας των ανωτέρω υπαλλήλων. Η πρόσληψη γίνεται με σύμβαση καταρτιζόμενη από τον προϊστάμενο της αρχής. Οι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους μέχρι την καθ' οιονδήποτε χρόνο λήξη του, οπότε οι οργανικές θέσεις τους μετατρέπονται σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και εξακολουθούν να αμείβονται όπως μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Ειδικά, για όσους από αυτούς ελάμβαναν το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, το ύψος αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται, με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρχής, στην οποία υπηρετούν. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, καταρχήν, ότι τα προβλεπόμενα στις ανωτέρω Κ.Υ.Α. ποσοστά αύξησης για δαπάνες στέγασης δεν αποτελούν ξεχωριστό επίδομα, αλλά αύξηση του καταβαλλομένου επιδόματος Υπηρεσίας Αλλοδαπής, το οποίο καταβάλλεται και στο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι κείμενες διατάξεις προβλέπουν για την καταβολή του. Οι εκδιδόμενες κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 131 § 11 του ν. 419/1976 ή του άρθρου 135 § 5 του ν. 2594/1998 κοινές υπουργικές αποφάσεις, που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα αυτό με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς αυτούς νόμους κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα πλαίσια, δεν είναι δυνατό να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από τους εξουσιοδοτικούς νόμους, όπως είναι η διάκριση αυτών σε μόνιμους, που συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου και σε υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου και να αυξήσει το επίδομα μόνο στους πρώτους αποκλείοντας από την αύξηση τους δεύτερους. Οι αποφάσεις, άρα, που στηρίζονται αποκλειστικά στην ανωτέρω διάκριση, για να αυξήσουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής μόνο των μονίμων υπαλλήλων, βρίσκονται έξω από τα όρια της προαναφερόμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρ. 43 § 2 του Συντάγματος) και κατά το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση αυτή τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου είναι ανίσχυρες. Στην προκειμένη περίπτωση,το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι με την Φ. 2218.21/1/ΑΣ791/12-3-1996 Πράξη Πρόσληψης του Πρέσβη της Ελλάδας στην Οττάβα του Καναδά, Ι. Θ., η ενάγουσα προσλήφθηκε από το εναγόμενο, σε κενή οργανική θέση Ιδιαιτέρας Γραμματέως στην Πρεσβεία της Ελλάδας στην Οττάβα του Καναδά, δυνάμει της από 12 Ιουλίου 1997 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Οττάβα του Καναδά, σε εκτέλεση της παραπάνω πράξης πρόσληψης μεταξύ αυτής και του ως άνω Πρέσβη, ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος του εναγομένου. Με αυτή τη σύμβαση (άρθρο 1) ορίστηκε ότι θα καταβάλλεται στην ενάγουσα, μηνιαία αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ.4 του Ν.419/76, δηλαδή, ποσό αντίστοιχο µε το µισθό του βαθµού του Διοικητικού Γραµµατέα Ε' Τάξης, του κλάδου Διοικητικών Γραµµατέων του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και το παρεχόμενο επίδοµα υπηρεσίας αλλοδαπής στους υπαλλήλους του κλάδου αυτού. Η ενάγουσα απασχολήθηκε στο εναγόµενο µε την παραπάνω ιδιότητα µέχρι την 21-1-2003, οπότε κατατάχθηκε σε µόνιµη θέση του κλάδου Διοικητικής Λογιστικής και Γραµµατειακής Υποστήριξης στον Ε' βαθµό. Κατά το χρόνο της πρόσληψης της ζούσε µόνιµα στον Καναδά, είχε, την καναδική υπηκοότητα και διέθετε καναδικό διαβατήριο, ενώ κατείχε και δίπλωµα στην προσχολική αγωγή του George Brown College στο Τορόντο του Καναδά, είχε διατελέσει δασκάλα ελληνικής γλώσσας και πολιτιστικής κληρονοµιάς στα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητος Μητροπολιτικού στην ίδια περιφέρεια και στα Συµβούλια Παιδείας East York, North York του Τορόντο και ακόµη είχε εργασθεί ως εκπαιδευτική βοηθός και υπεύθυνη γραμματείας στο δηµοτικό σχολείο Fran Kland Logan Ave, της ίδιας περιοχής του Καναδά. Καθ' όλο δε το επίδικο χρονικό διάστηµα της απασχόλησής της λάµβανε ποσό 3.100 δολαρίων ΗΠΑ και αποδοχές εσωτερικού, στις οποίες περιλαµβανόταν και επίδοµα τέκνων, ποσού 17,61 ευρώ για κάθε τέκνο, ανάλογα με τα πιστοποιητικά σπουδών που προσκόμιζε στην υπηρεσία, καθώς και το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, όχι, όμως, και την προσαύξηση σ' αυτό, λόγω στέγασης και λόγω τέκνων. Στη συνέχεια, δέχθηκε, ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, διότι η ενάγουσα δεν είχε την ιδιότητα της "αποσπασμένης" υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών σε αρχή του εξωτερικού, αλλά την ιδιότητα υπαλλήλου, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλου, προσληφθέντος, επιτοπίως, στην αλλοδαπή και με τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά τις αντίστοιχες διατάξεις και απέρριψε την αγωγή, ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιο της, ως μη νόμιμη. Περαιτέρω δέχθηκε ότι, κατά το μέρος, που η ένδικη αγωγή αφορά το αίτημα της ενάγουσας, περί καταβολής σ' αυτήν προσαύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω τέκνων, με βάση το αιτούμενο ποσοστό της με αριθμό 083/ΕΥΑ/ΑΣ11254/22.1.2001 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ποσοστό 14% για τέκνο ηλικίας μέχρι δεκαοκτώ (18) ετών ή μέχρι εικοσιτεσσάρων ετών, εφόσον σπουδάζει) είναι νόμιμη και βάσιμη, καθόσον η ενάγουσα, η οποία προσλήφθηκε από το εναγόµενο την 12.7.1997, µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ελάµβανε τις αµοιβές που συµφωνήθηκαν και προβλέπονταν από τις προαναφερόµενες διατάξεις των Ν. 419/1976 και 2594/1998, καθώς και το στους βαθµούς αυτούς παρεχόµενο επίδοµα υπηρεσίας αλλοδαπής. Εποµένως, αυτή είχε δικαίωµα να λάβει την προσαύξηση λόγω τέκνων που σπουδάζουν επί του επιδόµατος, που προβλέπονταν µε την ΣΤ1/Μ/Φ083-13/ΑΣ2900/5.4.1993 Κοινή Υπουργική Απόφαση (όπως αυτό αυξήθηκε µε τις ΣΤ1/Μ/Φ083-4ΑΣ5172113.6.1995, 1202506/ 32421/21.4.1997,2020006/1988/ 27.4.1998 και 083/ΕΥΑΣ 11254/22.1.2001), δεδοµένου ότι αυτή χορηγούσε την προσαύξηση σ' όλους τους µονίµους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών και όχι µόνο σ' αυτούς που αποσπώνταν σε αρχή του εξωτερικού και έτσι, κατά το μέρος που εξαιρούσε από την προασαύξηση τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ήταν ανίσχυρη. Η ενάγουσα, η οποία είναι µητέρα δύο τέκνων, τα οποία έχουν µεν υπερβεί το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους, αλλά σπουδάζουν σε σχολές Ανώτερης και Ανώτατης βαθµίδας εκπαίδευσης δικαιούνταν να λάβει από το εναγόµενο για το χρονικό διάστηµα από 1.1.1999 µέχρι 21.1.2003, ως προσαύξηση λόγω τέκνων στο επίδοµα υπηρεσίας αλλοδαπής, µε βάση τις µηνιαίες αποδοχές του Προϊσταµένου Πρέσβη στην Οττάβα του Καναδά, ανερχόµενες για το έτος 1999 στο ποσό των 6.600 δολαρίων ΗΠΑ, για το έτος 2000 στο ποσό των 6.800 δολαρίων ΗΠΑ και για τα έτη 2001, 2002 και 2003 στο ποσό των 7.000 δολαρίων ΗΠΑ, ποσοστό 28%(14% για κάθε τέκνο) µέχρι την 31.12.2000 και ποσοστό 32% (16% για κάθε τέκνο) για τα έτη 2001, 2002 και 2003 και ότι η ενάγουσα δικαιούται να λάβει τα παρακάτω ποσά: α) για το χρονικό διάστηµα από 1.1.1999 έως 31.12.1999 ποσόν 20.328 δολαρίων ΗΠΑ, β) για το χρονικό διάστηµα από 1.1.2000 έως 31.12.2000 ποσόν 20.944 δολαρίων ΗΠΑ. γ) Για το χρονικό διάστηµα από 1.1.2001 έως 31.12.2001 ποσό 26.880 δολαρίων ΗΠΑ, δ) Για το χρονικό διάστηµα από 1.1.2002 έως 31.12.2002 ποσόν 25.984 δολάρια ΗΠΑ, ε) Για το χρονικό διάστηµα από 1.1.2003 έως 20.1.2003, ποσόν 1.493,33 δολαρίων ΗΠΑ και συνολικά 95.629,33 δολάρια ΗΠΑ, με τις παραδοχές δε αυτές επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη το παραπάνω ποσό. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ο, περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της", κατά δε την διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου, "επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή, είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρου νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, που υπάρχει στο άρθρο 91 εδ. α' και επομένως κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, Ολ. Α.Π. 29/2006). Η θεσπιζόμενη με τις ως άνω διατάξεις βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον των παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθμ.6 και 17 ΑΚ, είναι συνταγματικά θεμιτή και δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού η ως άνω διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των ως άνω αξιώσεων και των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου, ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υπόχρεων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1 α' της ΕΣΔΑ, που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα, ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής) και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη ισχύ τους (Ολ. ΑΠ 38/2005, 22/2005, 31/2007, Α.Ε.Δ 9/2009). Τέλος, η ανωτέρω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3 α'(περί πρόσφορης προσφυγής του ατόμου επί παραβιάσεως των δικαιωμάτων του), 5 § 1 ( περί καταργήσεως δικαιωμάτων προσώπου ή περιορισμών τους), 22 παρ.1, 26 (περί της ισότητας των προσώπων ενώπιον του νόμου και απαγόρευσης διακρίσεων), 14 § 1 (περί δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη) του με το Ν.2462/1997 κυρωθέντος και υπερνοµοθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, έχοντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Εξάλλου, κατά την 2010481/1172/0022/10.5.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 387 Β/27.5.1996), η καταβολή του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής που χορηγήθηκε στους υπηρετούντες στο εξωτερικό υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών σύμφωνα με το άρθρο 131 παρ. 10 του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών" σε συνδ. με άρθρο 150 παρ. 1 του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ, που κυρώθηκε με ν. 2594/1998, γίνεται κάθε δίμηνο και στην αρχή αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αξιώσεις της αναιρεσίβλητης, από προσαύξηση οικογενειακών βαρών επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, για το διάστημα από 1-1-1999 μέχρι 30-6-2002 δεν έχουν υποπέσει στην υπό του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 καθιερούμενη διετή παραγραφή, με την παραδοχή ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή στις επίδικες αξιώσεις και στη συνέχεια απέρριψε την ένσταση παραγραφής του αναιρεσείοντος. Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο ότι δεν είχε υποκύψει στην παραπάνω διετή παραγραφή η αξίωση της αναιρεσίβλητης, για το διάστημα από 1-1-1999 έως 30-6-2002, παραβίασε τις αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 90 παρ.3 και 91 του ν. 2362/1995 και της προαναφερθείσας Υπ. Απόφασης. Διότι από τη γένεση των αξιώσεων του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, οι οποίες καταβάλλονται στην αρχή κάθε διμήνου, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, έως την επίδοση της ένδικης αγωγής στο Ελληνικό Δημόσιο, στις 3-6-2004 είχε παρέλθει η διετία που ορίζει η ανωτέρω διάταξη. Επομένως, είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η παραπάνω πλημμέλεια. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4139/2013). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν, ολικά, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας καθενός από αυτούς και ενόψει του ότι αναιρεσίβλητο είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 22 Ν. 3693/1957). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1855/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το αίτημα για την προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για οικογενειακά βάρη, είναι νόμιμο. Δεν είναι νόμιμο το αίτημα για την προσαύξηση του ίδιου επιδόματος, λόγω δαπανών στέγασης, αφού η αναιρεσίβλητη δεν ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, για την αιτία αυτή, με τις σχετικές ΚΥΑ.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Επίδομα αλλοδαπής.
0
Αριθμός 480/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Α. Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1) Α. Κ., έως και 225) Τ. Ζ., κατοίκων εκ της υπηρεσίας τους …. Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 60ου των αναιρεσειόντων Π. Κ., που δεν παραστάθηκε, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καρανάσιο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) ο 60ος αναιρεσείων Π. Κ. απεβίωσε την 1η-1-2010 και την βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Α. χα Π. Κ., Σ. Π. Κ. και Α. Π. Κ., κάτοικοι ... που εκπροσωπούνται από τον ίδιο, β) το επώνυμο της 12ης των αναιρεσειόντων είναι Κ. Α. (πρώην Α. Α.), γ) εκ παραδρομής το επώνυμο της 79ης των αναιρεσειόντων γράφτηκε στο αναιρετήριο "Κ." αντί του ορθού "Κ.", δ) το επώνυμο της 104ης των αναιρεσειόντων είναι Γ. Μ. (πρώην Κ. - Γ. Μ.), ε) το επώνυμο της 157ης των αναιρεσειόντων είναι Μ. Σ. (πρώην Μ. - Π. Σ.), στ) το επώνυμο της 164ης των αναιρεσειόντων είναι Ν. - Κ. Ε. (πρώην Ν. Ε.) και ζ) το επώνυμο της 210ης των αναιρεσειόντων είναι Μ. Φ. (πρώην Τ. Φ.). Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της καταργηθείσας (δυνάμει της αριθμ. Οικ. 2/11-6-2013 κοινής απόφασης του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και του Υπουργού Οικονομικών) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ΑΕ" (ΕΡΤ ΑΕ), που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Ειδικό Διαχειριστή, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και τον ειδικό πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λαλλά. Β. Του αναιρεσείοντος - καθού οι κλήσεις - καθού η πρόσθετη παρέμβαση: Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της καταργηθείσας (δυνάμει της αριθμ. Οικ. 2/11-6-2013 κοινής απόφασης του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και του Υπουργού Οικονομικών) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ΑΕ" (ΕΡΤ ΑΕ), που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Ειδικό Διαχειριστή, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και τον ειδικό πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λαλλά. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων - υπερών η πρόσθετη παρέμβαση: 1) Α. Κ., έως και 225) Τ. Ζ., κατοίκων εκ της υπηρεσίας τους …. Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 60ου των αναιρεσιβλήτων Π. Κ., που δεν παραστάθηκε, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καρανάσιο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) ο 60ος αναιρεσίβλητος Π. Κ. απεβίωσε την 1η-1-2010 και την βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Α. χα Π. Κ., Σ. Π. Κ. και Α. Π. Κ., κάτοικοι ... που εκπροσωπούνται από τον ίδιο, β) το επώνυμο της 12ης των αναιρεσιβλήτων είναι Κ. Α. (πρώην Α. Α.), γ) το επώνυμο της 104ης των αναιρεσιβλήτων είναι Γ. Μ. (πρώην Κ. - Γ. Μ.), δ) το επώνυμο της 157ης των αναιρεσιβλήτων είναι Μ. Σ. (πρώην Μ. - Π. Σ.), ε) το επώνυμο της 164ης των αναιρεσιβλήτων είναι Ν. - Κ. Ε. (πρώην Ν. Ε.) και στ) το επώνυμο της 210ης των αναιρεσιβλήτων είναι Μ. Φ. (πρώην Τ. Φ.). Της αναιρεσίβλητης: Μ. Σ., κατοίκου εκ της υπηρεσίας της …η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας - καλούσας: Δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού Ελληνικής Ραδιοφωνίας - Τηλεόρασης" (ΠΟΣΠΕΡΤ), που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σωτηρακόπουλο. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Στο σημείο αυτό, οι πληρεξούσιοι του Ελληνικού Δημοσίου ζήτησαν ν' αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξαν. Για το ζήτημα της αναβολής έλαβε το λόγο και ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων/αναιρεσιβλήτων - καλούντων, που δεν συναίνεσε στο αίτημα των αντιδίκων. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε με τη συμμετοχή και του Γραμματέα και διά του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-9-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων/αναιρεσιβλήτων - καλούντων και της υπό στοιχείο Β αναιρεσίβλητης Μ. Σ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 290/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5394/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν: α) αναιρεσείοντες/αναιρεσίβλητοι - καλούντες με την από 28-3-2012 αίτησή τους, η οποία αρχικά προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 20-11-2012 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο της 15-10-2013, οπότε ματαιώθηκε και β) η τότε αναιρεσείουσα ΕΡΤ - ΑΕ με την από 12-5-2011 αίτησή της, η οποία αρχικά προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 24-1-2012 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο της 15-10-2013, οπότε ματαιώθηκε. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με τις από 15-10-2013 κλήσεις των καλούντων (αναιρεσειόντων/ αναιρεσιβλήτων και προσθέτως παρεμβαίνουσας). Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 8-11-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρώτος (ως προς την από 28-3-2012 αίτηση των υπό στοιχείο Α αναιρεσειόντων) και την από 13-1-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως (ως προς την από 12-5-2011 αίτηση αναιρέσεως της ΕΡΤ - ΑΕ). Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν αντίστοιχα την παραδοχή των αιτήσεών τους και της πρόσθετης παρέμβασης, την απόρριψη των αντιθέτων, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 246 και 573 ΚΠολΔ πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν οι, από 12-5-2011 και 28-3-2012, αντίθετες αιτήσεις, για την αναίρεση της 5394/2010 απόφασης του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθόσον διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται µείωση των εξόδων. Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. µε το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. µε το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε µε συμβολαιογραφική πράξη είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε µε ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δηµόσια, δηµοτική ή άλλη αρχή, µπορεί δε να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουµένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται µε δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονοµικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εµφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόµιµα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί αλλά δεν μετέχει, νοµίµως, στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος µε πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν µεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εµφανίστηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκοµίζεται µε επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής οµοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί, νοµίµως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νοµίµως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Τέλος, αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. Στην προκείµενη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση οι παραπάνω αιτήσεις αναίρεσης. Κατά τη συζήτησή των η αναιρεσείουσα - αναιρεσίβλητη, Σ. Μ. δεν εµφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε µε δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ όλοι οι λοιποί αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου των Κων/νου Καρανάσιου. Όµως, όσον αφορά και τους Β. Ε. (17η), Ε. Σ. (52η), Κ. Φ. (70ο) και Τ. Α. (213η), δεν προσκοµίστηκαν πληρεξούσια έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει η, µε τον τρόπο που προαναφέρθηκε, παροχή πληρεξουσιότητας στον παραπάνω δικηγόρο για την εκπροσώπησή των στο δικαστήριο και συνεπώς η παράστασή των δεν είναι νόµιµη και θεωρούνται απόντες. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει νόµιµη επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης και από τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητους, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτοί κλητεύθηκαν, νόµιµα και εµπρόθεσµα, για να παραστούν στην παρούσα δικάσιµο από την αντίδικό τους αναιρεσείουσα - αναιρεσίβλητη ή το Ελληνικό Δημόσιο που υπεισήλθε στη θέση της ΕΡΤ ΑΕ και συνεχίζει τη δίκη ή τους λοιπούς αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητους, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκοµίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόµενης αίτησης αναίρεσης, µε την πράξη ορισµού δικασίµου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιµο αυτή. Πρέπει, εποµένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση των κρινόµενων αιτήσεων αναίρεσης, ως προς τους παραπάνω διαδίκους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 669 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρµόζεται και επί αναίρεσης (άρθρο 675Α ΚΠολΔ) "Αναγνωρισμένα επαγγελµατικά σωµατεία εργαζοµένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια, έχουν το δικαίωµα να παρέµβουν υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι µέλος τους ή µέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση". Στην προκειµένη υπόθεση άσκησε, για πρώτη φορά, πρόσθετη παρέµβαση, υπέρ των αναιρεσίβλητων στην πρώτη αίτηση αναίρεσης, η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία "Πανελλήνια Οµοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού Ελληνικής Ραδιοφωνίας - Τηλεόρασης" (ΠΟΣΠΕΡΤ), με την από 12-1-2012 πρόσθετη παρέμβασή της, την οποία επέδωσε στην αναιρεσείουσα ΕΡΤ ΑΕ (βλ. .../18-1-2012 έκθεση επίδοσης του δικ. Επιμελητή …) επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον, την προστασία των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων μελών πρωτοβάθμιων σωματείων, που υπάγονται σ' αυτήν. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, υφίσταται στο πρόσωπο της παρεμβαίνουσας το αναγκαίο έννομο συμφέρον και, αφού η παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά, πρέπει να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης. Σύμφωνα με την αρχή της εύνοιας των μισθωτών, την οποία καθιέρωνε το άρθρο 3 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν. 3239/ 1955 "περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας", σε συνδυασμό με το άρθρο 680 ΑΚ και επανέλαβε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του, κατά τον, στην προκειμένη περίπτωση, κρίσιμο χρόνο ισχύοντος ν. 1876/1990 "για τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις", οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των τυχόν δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Και τούτο, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας ΣΣΕ περιέχουν κατώτατα όρια υποχρεωτικής προστασίας, έτσι, ώστε με τις ατομικές συμβάσεις να απαγορεύεται μεν η δυσμενέστερη ρύθμιση των ίδιων ζητημάτων, να επιτρέπεται, όμως, η βελτίωση της προστασίας αυτής. Από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ αυτών δεν εφαρμόζεται μόνο στη σχέση ΣΣΕ και ατομικής σύμβασης, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, ΣΣΕ, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση (πρβλ. και άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/ 1990, όσον αφορά τη σχέση ΣΣΕ και νόμων). Στην περίπτωση αυτή η ρύθμιση της ασθενέστερης πηγής μπορεί να αποκλίνει από τη ρύθμιση της ισχυρότερης, μόνο, όμως, προς το συμφέρον των εργαζομένων. Εν τούτοις, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, κατά το συσχετισμό μιας ΣΣΕ ή άλλης πηγής κανόνων που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση και μιας ατομικής σύμβασης ή, γενικότερα, κατά το συσχετισμό των διαφόρων κανονιστικών πηγών μεταξύ τους, τα σύνολα των όρων που ρυθμίζουν τις αποδοχές συγκρίνονται ως ενότητα. Με την έννοια αυτή, αν δεν υπάρχει αντίθετη, ειδική ρύθμιση, προκειμένου να εξευρεθούν και να θεωρηθούν εφαρμοστέοι οι ευνοϊκότεροι κανόνες, δεν είναι δυνατή η επιλογή ορισμένων όρων αποδοχών από μία πηγή και ορισμένων από άλλη, διότι δεν επιτρέπεται η σύγχρονη εφαρμογή περισσοτέρων κανονιστικών πηγών, αλλά πρέπει να αναζητηθεί η πηγή που περιέχει τους ευνοϊκότερους όρους, ως σύνολο, για το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων. Ειδικά, όσον αφορά στη συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ, αυτό αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990. Περαιτέρω, από το σύνολο των διατάξεων του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, τους οποίους ρυθμίζει κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας, μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη τέτοια σύμβαση (διαδοχή ΣΣΕ). Διαδοχή ΣΣΕ υπάρχει όταν χρονικά νεότερη ΣΣΕ αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή ΣΣΕ, η νεότερη ΣΣΕ μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης τόσο υπέρ όσο και σε βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή ΣΣΕ δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της ευνοίας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξεως (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Για να καταστεί όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας κανονιστικός όρος της ΣΣΕ πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες διατάξεις για τους μισθωτούς, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του από 20-4-1989 Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της ΕΡΤ Α.Ε., που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1730/ 1987 και εγκρίθηκε με την 8256/Ζ2/ 815/12-4-1989 (ΦΕΚ 283/ 13/20-4-1989) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, "ο παρών ΓΚΠ της ΕΡΤ Α.Ε. καθορίζει τους όρους, τις συνθήκες εργασίας του προσωπικού... καθώς και τις εν γένει σχέσεις του προσωπικού με την εταιρία", ενώ, κατά την §1 του άρθρου 12 αυτού, "το τακτικό προσωπικό εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που έχει σε ενιαία μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). Κατά την §3 του ίδιου άρθρου "ο βασικός μισθός κάθε μισθολογικού κλιμακίου καθορίζεται με ειδική - συλλογική σύμβαση εργασίας, που συνάπτεται μεταξύ της πολυπληθέστερης δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης και της ΕΡΤ ΑΕ...", και κατά την §10 του αυτού άρθρου "μειωμένες αποδοχές καταβάλλονται στο προσωπικό στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό και από τις σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας". Με την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, που κατατέθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας (5/1-8-2001 πράξη), τροποποιήθηκε ο μέχρι τότε ισχύων ΓΚΠ της εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω ΕΣΣΕ, ορίσθηκε ότι "Στην παρούσα ΣΣΕ υπάγεται το τακτικό και έκτακτο (πλην δημοσιογράφων, ιατρών και δικηγόρων) προσωπικό της ΕΡΤ ΑΕ, που καλύπτεται από τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα οποία είναι μέλη της ΠΟΣΠΕΡΤ". Με το άρθρο 2 της ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "1. Με την παρούσα σύμβαση θεσπίζεται νέο μισθολόγιο, το οποίο αποκαθιστά τις δυσχέρειες και αδυναμίες του προηγούμενου, όπως και τις ακραίες εξατομικεύσεις των αμοιβών, δημιουργώντας νέο, δικαιότερο, ορθολογικότερο, ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους, κατανοητό και εύκολα εφαρμόσιμο λογιστικά, μισθολογικό καθεστώς. 2. Οι διαφορές αποδοχών, που θα προκύψουν μεταξύ των καταβαλλομένων την 28-2-2001 και των δικαιουμένων με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου την 1-3-2001, θα καταβληθούν σταδιακά ως εξής: Α) Το 50% της διαφοράς από την 1-3-2001. Β) Το υπόλοιπο 50% της διαφοράς από την 1-3-2002. 3. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας, καταργούνται οι. αντίστοιχες διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ, όπως ενδεικτικά τα άρθρα 12, 13 κ.λπ. και γενικά κάθε διάταξη που ρυθμίζει θέματα μισθολογικά ή σχετίζεται με τις καταργούμενες ρυθµίσεις. 4. Όπου στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ γίνεται παραποµπή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν µισθολογικά θέµατα, εφεξής θεωρείται ότι η παραποµπή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσης. 5. Η επανένταξη του προσωπικού µε βάση τα νέα µισθολογικά κλιµάκια (ΜΚ) θα ολοκληρωθεί µέσα σε προθεσµία τριών (3) µηνών από την κατάθεση ενός πρωτοτύπου της παρούσας στην αρµόδια Επιθεώρηση Εργασίας". Με τα άρθρα 3 - 8 καταστρώθηκαν, συνολικά, το νέο µισθολόγιο, τα νέα ΜΚ, οι κανόνες ένταξης των εργαζοµένων σε αυτά ανάλογα µε την ειδικότητά τους, τα διατηρούµενα και καταργούµενα επιδόµατα και, γενικά, το µισθολογικό καθεστώς των εργαζοµένων που υπάγονταν στην από 31-7-2001 ΕΣΣΕ κατά τρόπο πλήρη, οριστικό και διαφορετικό του µέχρι τότε ισχύοντος βάσει του ΓΚΠ. Με το άρθρο 9 της ίδιας ΕΣΣΕ προβλέφθηκε ότι "Οι ποσοστιαίες αυξήσεις του νέου µισθολογίου, σε σχέση µε τις καταβαλλόμενες αποδοχές της 28-2-2001, κυµαίνονται για όλους τους υπαλλήλους από 8% µέχρι 12%. Σε περίπτωση, κατά την οποία προκύπτει ποσοστιαία αύξηση µικρότερη του 8%, τότε καταβάλλεται συμπληρωματικό ποσό µέχρι την κάλυψη του συγκεκριμένου ποσοστού (8%), που διατηρείται ως θετική, προσωπική διαφορά και εµφανίζεται σε ξεχωριστή στήλη στη µισθολογική κατάσταση. Σε περίπτωση, κατά την οποία προκύπτει ποσοστιαία αύξηση µεγαλύτερη του 12%, τότε περικόπτεται ανάλογο ποσό, ώστε η αύξηση να περιοριστεί στο συγκεκριµένο ποσοστό (12%). Το ποσό που περικόπτεται εµφανίζεται σε ξεχωριστή στήλη στη µισθοδοτική κατάσταση ως αρνητική διαφορά. Η ανωτέρω προσωπική διαφορά (θετική ή αρνητική) λαµβάνεται υπόψη για τη σταδιακή εφαρµογή του νέου µισθολογίου, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2". Με το άρθρο 23, τέλος, της εν λόγω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "... Ευνοϊκότεροι όροι και συνθήκες εργασίας, που έχουν θεσπιστεί για τους εργαζόµενους της ΕΡΤ µε διατάξεις Νόµων, ΣΣΕ, Διαιτητικών Αποφάσεων, ΓΚΠ και ΑΔΣ ΕΡΤ, δεν θίγονται µε την παρούσα, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρµόζονται στο τακτικό και έκτακτο προσωπικό της ΕΡΤ, που καλύπτεται από την ΠΟΣΠΕΡΤ. Η ισχύς της παρούσας ΣΣΕ σε όσα θέµατα δεν ορίζεται άλλη ηµεροµηνία, αρχίζει από 1-3-2001 και λήγει την 31-12-2002, οι δε διατάξεις της δεσμεύουν τα δύο µέρη για όλο το χρονικό διάστηµα και µέχρι την υπογραφή νέας ΣΣΕ". Στη συνέχεια, µε την από 12-2-2004, νεότερη ΕΣΣΕ µεταξύ της ΕΡΤ ΑΕ και της ΠΟΣΠΕΡΤ, που κατατέθηκε νόµιµα στην αρµόδια Επιθεώρηση Εργασίας, συµφωνήθηκε η χορήγηση αυξήσεων επί των βασικών µισθών των ΜΚ, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος της, κατά ποσοστό 3,1% για το διάστηµα από 1-1-2003, 3,1% για το διάστηµα από 1-7-2003, 3,5% για το διάστηµα από 1-1-2004 και 3,5% για το διάστηµα από 1-7-2004, ήτοι συνολική αύξηση για όλο το εν λόγω χρονικό διάστηµα ανερχόμενη σε ποσοστό 13,2%. Με το άρθρο 2 παρ. 2 της ίδιας ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "2.1 Με την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργούνται όσες διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ είναι αντίθετες µε τα ρυθµιζόµενα µε την παρούσα θέµατα. (... ). 2.2. Όπου στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ γίνεται παραποµπή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν µισθολονικά θέµατα, θεωρείται ότι η παραποµπή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας και στις ΕΣΣΕ που έχουν υπογραφεί µέχρι σήµερα". Με το άρθρο 15 παρ. 2 ορίστηκε ότι "όλες οι προηγούµενες ΕΣΣΕ και διαιτητικές αποφάσεις µε οποιονδήποτε τρόπο και αν θεσπίστηκαν και τέθηκαν σε ισχύ αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο µε την παρούσα και εξακολουθούν να ισχύουν σε όσα θέµατα δεν τροποποιούνται µε την παρούσα", ήτοι και η από 31-7-2001 ΕΣΣΕ και το άρθρο 9 αυτής. Όµοια διάταξη περιλήφθηκε και στην από 16-1-2005 ΕΣΣΕ µεταξύ ΕΡΤ και ΠΟΣΠΕΡΤ, που κατατέθηκε αρµοδίως, µε την οποία προβλέφθηκε µεταξύ άλλων, η χορήγηση αύξησης στους βασικούς µισθούς και τα εκεί αναφερόµενα επιδόµατα. Στην προκειµένη περίπτωση, µε την από 28-9-2007 αγωγή των οι αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες εκθέτουν ότι τυγχάνουν υπάλληλοι της αναιρεσείουσας - αναιρεσίβλητης - εναγοµένης δυνάµει συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, αµειβόµενοι βάσει του µισθολογίου που ορίζεται από το άρθρο 12 του, από 20-4-1989, Γενικού Κανονισµού Προσωπικού της ΕΡΤ ΑΕ, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει από 1-3-2001 µε την από 30-7-2001 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύµβαση Εργασίας, σε συνδυασµό µε τις εκάστοτε οικείες επιχειρησιακές ΣΣΕ, που συνάπτονται µεταξύ του νοµίµου εκπροσώπου της εναγοµένης και του εκπροσώπου της ΠΟΣΠΕΡΤ, της οποίας είναι µέλη. Ότι, ειδικότερα, δυνάµει του άρθρου 2 της ως άνω επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας θεσπίστηκε, µεταξύ άλλων, νέο µισθολόγιο, επανεντάχθηκε το προσωπικό σε νέα µισθολογικά κλιµάκια και τροποποιήθηκαν οι αντίστοιχες διατάξεις του Γενικού Κανονισµού Προσωπικού της εναγοµένης, που ρύθµιζαν µισθολογικά θέµατα. Ότι, µε το άρθρο 9 της εν λόγω επιχειρησιακής συλλογικής σύµβασης εργασίας, καθορίστηκαν οι ποσοστιαίες αυξήσεις επί του νέου µισθολογίου, ανερχόμενες από 8% έως 12%, σε σχέση µε τις καταβαλλόμενες την 28-2-2001 αποδοχές και προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση που προκύπτει ποσοστιαία αύξηση µεγαλύτερη του 12% τότε περικόπτεται ανάλογο ποσό από τις προβλεπόμενες από το µισθολόγιο µηνιαίες τακτικές αποδοχές τους, ώστε η αύξηση να περιοριστεί στο ανωτέρω ποσοστό 12% και το ποσό που περικόπτεται να εμφανίζεται χωριστά στη µισθοδοτική κατάσταση ως αρνητική διαφορά. Ότι η εναγόµενη δεν κατέβαλε σε καθένα από αυτούς, παρακρατώντας τα, ως προσωπική αρνητική διαφορά, τα αναφερόµενα στην αγωγή ποσά, από την 1-3-2001 έως και τη 31-12-2006, αν και στο µεταξύ χρονικό διάστηµα, από 1-1-2003 έως 31-12-2004, ίσχυε η από 12-2-2004 ΕΣΣΕ, στην οποία προβλέφθηκαν, συνολικά, αυξήσεις 13,2%. Ότι η ως άνω ρύθµιση του άρθρου 9 της από 30-7-2001 ΕΣΣΕ, ως αντικείμενη στα ευνοϊκότερα οριζόμενα και καθιστάμενα όρους της ατοµικής σύµβασης εκάστου εξ αυτών του, από 20-4-1989 ισχύοντος Γ.Κ.Π., ο οποίος δεν προέβλεπε την περικοπή των τακτικών µηνιαίων αποδοχών τους, δεν µπορούσε να τροποποιήσει και να αντικαταστήσει αυτόν, κατ' εφαρµογή του άρθρου 7 § 2 του ν. 1876/1990 και ότι επιπλέον αυτή δεν τύγχανε εφαρμοστέα, ενόψει της αντίθεσής της µε τις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 22 § 1 του Συντάγµατος. Ζητούν δε την καταβολή των παρακρατηθέντων µηνιαίως από την εναγόµενη ποσών επί των µηνιαίων αποδοχών και επί των επιδοµάτων εορτών και αδείας από 1-3-2001 έως 31-12-2006 και επικουρικά, (εφόσον κριθεί νόµιµη η ρύθµιση του άρθρου 9 της παραπάνω ΕΣΣΕ), από την 1-1-2003 έως την 31-12-2006, ενόψει του ότι αφενός µεν, δυνάµει του ως άνω άρθρου σε συνδυασµό µε το άρθρο 2 § 2 της αυτής ΕΣΣΕ, σύµφωνα µε το οποίο οι διαφορές αποδοχών που θα προέκυπταν µεταξύ των καταβαλλομένων την 28-2-2001 και των δικαιουµένων µε την εφαρµογή του νέου µισθολογίου την 1-3-2001, θα καταβάλλονταν σταδιακά και δη το 50% της διαφοράς από την 1-3-2001 και το υπόλοιπο 50% από την 1-3-2002, η ως άνω παρακράτηση θα έπρεπε να γίνει σταδιακά κατά την εφαρµογή αυτής και πάντως για όσο χρονικό διάστηµα διήρκησε η ΕΣΣΕ, αφετέρου δε κατά την επόμενη ισχύουσα ΕΣΣΕ προβλέφθηκαν συνολικά αυξήσεις 13,2%, οπότε η εν λόγω παρακρατηθείσα προσωπική διαφορά θα έπρεπε ή να µειωθεί ή να εκμηδενιστεί κατά περίπτωση από τις σταδιακές αυξήσεις, κυρίως, µε βάση τους όρους που διέπουν τις συµβάσεις εργασίας των, επικουρικώς δε λόγω αδικοπρακτικής συµπεριφοράς της εναγοµένης, η οποία παρανόµως και υπαιτίως παρακρατούσε τα αιτούµενα ποσά, και όλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισµού. Το πρωτοβάθµιο δικαστήριο, µε την 290/2008 απόφασή του, δέχθηκε, εν µέρει, την αγωγή, απορρίπτοντας, ως µη νόµιµη, την κύρια βάση της, κατά το µέρος µε το οποίο, η µη ισχύς του άρθρου 9 της από 30-7-2006 ΕΣΣΕ θεμελιωνόταν στην αντίθεση των οριζόμενων σε αυτό µε τις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 22 § 1 του Συντάγµατος και την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισµού, υποχρεώνοντας την εναγόµενη να καταβάλει σε καθένα των εναγόντων τα αιτούµενα ποσά, κατά της απόφασης δε αυτής οι διάδικοι άσκησαν εφέσεις. Το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυµελές Πρωτοδικείο Αθηνών, µε την προσβαλλόµενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το πρωτοβάθµιο δικαστήριο το οποίο, µε την εκκαλούµενη απόφασή του, έκρινε νόµιµη την αγωγή, όσον αφορά το χρονικό διάστηµα από 1-3-2001 έως 31-12-2002, δεχόμενο, ότι µε το άρθρο 9 της από 30-7-2001 ΕΣΣΕ θεσπιζόταν δυσμενέστερος όρος σε σχέση µε τα οριζόμενα στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ και ότι επιπλέον η ρύθμιση αυτού ήταν αντίθετη µε τους όρους του άρθρου 12 § 10 του ως άνω Κανονισµού, εσφαλµένως ερµήνευσε και εφάρµοσε τις εν λόγω νοµοθετικής ισχύος διατάξεις. Κατά το µεταγενέστερο, ωστόσο, επίδικο χρονικό διάστηµα, δηλαδή, από 1-1-2003 έως 31-12-2006, κατά το οποίο, σύµφωνα µε τις σχετικές επικλήσεις των εναγόντων, η εναγόµενη εξακολούθησε να παρακρατεί από τις αποδοχές των, ως προσωπική αρνητική διαφορά, ακέραια τα αναφερόµενα για καθένα εξ αυτών στην αγωγή χρηµατικά ποσά, παρά το ότι, από 1-1-2003, ίσχυσε η από 12-2-2004 ΕΣΣΕ, κατά τη διάρκεια ισχύος (1-1-2003 έως 31-12- 2004) της οποίας χορηγήθηκε, σταδιακά, ποσοστιαία συνολική αύξηση επί των έως τότε διαµορφωµένων βασικών µισθών των µισθολογικών κλιµακίων 13,2%, που κάλυπτε το παρακρατηθέν, ως προσωπική διαφορά, ποσό, η κρινόµενη αγωγή περί καταβολής διαφορών αποδοχών, είναι νόµιµη στηριζόμενη στις προαναφερόµενες διατάξεις. Με βάση τις παραδοχές αυτές, δέχθηκε, κατά ένα µέρος, την, από 8-7-2008, έφεση της αναιρεσείουσας - εναγοµένης, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και αφού κράτησε την υπόθεση, έκρινε νόµιµη την αγωγή, µόνο για τα αιτούµενα µε αυτή χρηµατικά ποσά, που αντιστοιχούσαν στις διαφορές αποδοχών των εναγόντων του χρονικού διαστήµατος, από 1-1-2003 έως 31-12-2006 και στη συνέχεια, ερευνώντας την αγωγή, κατά το µέρος που κρίθηκε νόµιµη, δέχθηκε και τα εξής: Κατ' εφαρµογή του άρθρου 9 της από 30-7-2001 Επιχειρησιακής ΣΣΕ, που υπεγράφη σύµφωνα µε την §3 του άρθρου 12 του Γενικού Κανονισµού Προσωπικού της ΕΡΤ-ΑΕ, στα πλαίσια γενικής αναμόρφωσης του µέχρι τότε ισχύοντος µε προηγούµενες Επιχειρησιακές ΣΣΕ µισθολογικού καθεστώτος, κατά την ένταξη των εναγόντων στα νέα µισθολογικά κλιµάκια και τη χορήγηση σε αυτούς των αντίστοιχων προβλεπόµενων βασικών µισθών, παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές καθενός εξ αυτών, ήτοι από το βασικό µισθό και τα επιδόµατά τους, κατά τη χρονική περίοδο ισχύος αυτής (1-3-2001 έως 31-12-2002), εκείνα τα ποσά, που σε σχέση µε τις καταβαλλόμενες σε αυτούς κατά την 28-2-2001 αποδοχές, υπερέβαιναν το 12% της χορηγηθείσης ποσοστιαίας αύξησης. Παρά, ωστόσο, το ότι µε τις µεταγενέστερες ισχύουσες ΕΣΣΕ και δη την από 12-2-2004, µε χρόνο ισχύος 1-1-2003 έως 31-12-2004, και την από 16-12-2005, µε χρόνο ισχύος 1-1-2005 έως 31-12-2006, χορηγήθηκαν σταδιακά ποσοστιαίες αυξήσεις επί των έως τότε διαµορφωµένων βασικών µισθών των µισθολογικών κλιµακίων, µε τις οποίες καλύπτονταν τα παρακρατηθέντα από κάθε ενάγοντα ως προσωπική διαφορά ποσά, γεγονός που δεν αµφισβητεί η εναγόµενη, η τελευταία, εµµένοντας στην εφαρµογή της µη ισχύουσας, όµως, πλέον ως άνω, από 30-7-2001, Επιχειρησιακής ΣΣΕ, συνέχισε να τα παρακρατά ακέραια και εξ αιτίας του γεγονότος αυτού γεννήθηκε, για το εν λόγω επίδικο χρονικό διάστηµα, η ένδικη αξίωση των εναγόντων. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε και κατ' ουσία, κατά ένα µέρος, την αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες τα αιτούµενα χρηµατικά ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στο χρονικό διάστηµα από 1-1-2003 έως 31-12-2006. Με την κρίση του αυτή το Πολυµελές Πρωτοδικείο: Α) Κατά το µέρος µε το οποίο απέρριψε τις αξιώσεις των εναγόντων για το χρονικό διάστηµα από 1-3-2001 έως 31-12-2002, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα: 1) Σύµφωνα µε όσα προαναφέρθηκαν, η αξίωση των εναγόντων προϋποθέτει ότι ο όρος της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, που προέβλεψε την "αρνητική προσωπική διαφορά" και την εντεύθεν περικοπή των αποδοχών των εναγόντων, είναι ανίσχυρος, επειδή προσκρούει στους ευµενέστερους όρους των ατοµικών συµβάσεων αυτών, στις οποίες είχε ενσωματωθεί ο ΓΚΠ, που δεν προέβλεπε τέτοια δυνατότητα περικοπής αποδοχών. 2) Το δικαστήριο δέχεται ότι οι ενάγοντες, οι οποίοι, σύµφωνα µε τις ατοµικές των συµβάσεις αµείβονται µε βάση την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ, δεν συγκρίνουν το παλαιό µε το νέο µισθολογικό καθεστώς, ως ξεχωριστές οικονοµικές ενότητες, αλλά επιχειρούν επιλεκτική εφαρµογή αφενός όσων από τις ρυθµίσεις της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ τους συµφέρουν (ήτοι αυτών που προβλέπουν αύξηση των αποδοχών τους, και, µάλιστα, άνω του γενικώς συµφωνηµένου ορίου 12%) και αφ' ετέρου εκείνων από τις ρυθµίσεις του ΓΚΠ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του µε την ίδια ΕΣΣΕ, που και πάλι τους συµφέρουν (ήτοι στο µέτρο που µε αυτές δεν προβλεπόταν η ως άνω περικοπή). Και 3) Το δικαστήριο δέχεται ότι όλοι οι ενάγοντες, µε την εφαρµογή του νέου µισθολογίου, που καθιερώθηκε µε την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, έλαβαν την ανώτατη, από αυτήν προβλεπόμενη αύξηση ποσοστού 12%, επί των µέχρι τότε καταβαλλόμενων αποδοχών τους και ότι από την εφαρµογή του νέου µισθολογίου προέκυπταν αποδοχές αυξημένες κατά ποσοστό πλέον του 12%, ήτοι µεγαλύτερες του ανώτατου συµφωνηµένου ποσοστού αύξησης. Εποµένως, τα επιπλέον ποσά, που αντιστοιχούσαν σε αύξηση µεγαλύτερη του 12%, ορθώς, καταχωρήθηκαν, έκτοτε, στις μισθοδοτικές τους καταστάσεις, ως "αρνητική προσωπική διαφορά", σύµφωνα µε το αναφερθέν άρθρο 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, η οποία υπεγράφη κατ' εφαρµογή της §3 του άρθρου 12 του Γενικού Κανονισµού Προσωπικού της ΕΡΤ ΑΕ, στα πλαίσια της γενικής αναμόρφωσης του µέχρι τότε ισχύοντος µε προηγούµενες ΕΣΣΕ µισθολογικού καθεστώτος και δεν αντίκειται στον ως άνω Κανονισµό, θεσπίζοντας δυσµενείς σε σχέση µε τους οριζόμενους σε αυτόν όρους εργασίας για τους εργαζοµένους της εναγοµένης, έτσι ώστε, κατ' εφαρµογή του άρθρου 7 § 2 του ν. 1876/1990, να τίθεται θέµα εφαρµογής αυτού, αφού µε το συγκεκριµένο άρθρο ορίστηκε ότι όλο το προσωπικό που καλύπτεται από το ρυθµιστικό πεδίο εφαρµογής της εν λόγω ΕΣΣΕ, συµπεριλαµβανοµένων και των εναγόντων, θα λάµβανε από 1-3-2001 αύξηση κυµαινόµενη από 8% έως 12% κατ' ανώτατο όριο, σε σχέση µε τις αποδοχές που λάµβανε στις 28-2-2001, ρύθµιση που ασφαλώς αποτελούσε ευνοϊκότερο όρο για τους ενάγοντες σε σχέση µε τα έως τότε ισχύοντα για αυτούς, όσον αφορά τη µισθολογική τους κατάσταση, καθόσον έκαστος εξ αυτών, κατ' αποτέλεσµα, θα λάµβανε µεγαλύτερες αποδοχές. Το γεγονός δε ότι µε το ως άνω άρθρο ετίθετο ένα ανώτατο ποσοστιαίο πλαφόν στην οριζόµενη αύξηση (12%), πέραν του οποίου η εναγόµενη δικαιούνταν να παρακρατά, ως αρνητική προσωπική διαφορά, µέρος των µηνιαίων αποδοχών και επιδοµάτων των εναγόντων, δεν αναιρεί τα προαναφερόμενα, καθόσον, εν τοις πράγµασι, δεν επρόκειτο για περικοπή - µείωση των καταβαλλόμενων σε αυτούς αποδοχών, αλλά για περιορισµό της χορηγούμενης σε αυτούς µμισθοδοτικής αύξησης. Ενόψει µάλιστα των προαναφερομένων, η εν λόγω ρύθµιση δεν αντίκειτο ούτε στην §10 του άρθρου 12 του ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ, η οποία αφορούσε µειώσεις αποδοχών των υπαλλήλων της εναγοµένης, σε σχέση µε τα εκάστοτε οριζόμενα από τις ΣΣΕ ελάχιστα προβλεπόμενα όρια βάσει του µισθολογικού κλιμακίου στο οποίο είχε ενταχθεί έκαστος. Εποµένως, είναι αβάσιµος ο πρώτος λόγος της, από 28-3-2012, αναίρεσης, µε τον οποίο αποδίδεται στο ως άνω δικαστήριο η σχετική, από τον αριθµό 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πληµµέλεια. Β) Κατά το µέρος όµως, που µε την απόφασή του επιδίκασε στους ενάγοντες απαιτήσεις των για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2003 έως 31-12-2006 παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, καθόσον, µε τις εκτιθέμενες παραδοχές, δεν δικαιούνται οι αναιρεσίβλητοι τις επίδικες αποδοχές, µε βάση τις διατάξεις εκείνες. Η εν λόγω εξακολούθηση της παρακράτησης υπήρξε νόµιµη, διότι, σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα, µε τις επακολουθήσασες ΕΣΣΕ, µε τις οποίες χορηγήθηκαν νέες αυξήσεις στις αποδοχές των εναγόντων, δεν επήλθε κατάργηση του όρου αυτού ή πρόβλεψη για ενσωμάτωση, σταδιακή ή µη, της "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" στις έκτοτε καταβαλλόμενες αποδοχές. Αντιθέτως, ρητά προβλέφθηκε, ότι όλες οι παλαιότερες ΕΣΣΕ αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο µε τις νεότερες, στην έκταση που αυτές δεν τις τροποποιούν (άρθρο 2.2. και 15.2. της από 12-2-2004 ΕΣΣΕ και 21.2 της από 16-12-2005 ΕΣΣΕ). Εξ αυτού συνάγεται, ότι µε τις νεότερες ΕΣΣΕ διατηρήθηκαν τόσο ο όρος του άρθρου 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ περί "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" όσο και οι αποδοχές, όπως µε εκείνη είχαν διαμορφωθεί, οι οποίες και αποτέλεσαν τη βάση υπολογισµού των νέων αυξήσεων. Αν ίσχυε το αντίθετο, θα επερχόταν αύξηση των αποδοχών τους σε ποσοστό µεγαλύτερο, από εκείνο που οι ίδιοι, µέσω του συνδικαλιστικού τους φορέα, είχαν αποδεχθεί και συμφωνήσει µε την εναγοµένη. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της, από 12-5-2011, αίτησης αναίρεσης της ΕΡΤ ΑΕ, µε τον οποίο αποδίδεται στο ως άνω δικαστήριο η σχετική, από τον αριθµό 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πληµµέλεια, είναι βάσιµος, παρελκούσης δε της έρευνας του δεύτερου λόγου της (µε τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόµενη απόφαση και για παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ), πρέπει, να απορριφθεί η πρόσθετη υπέρ των αναιρεσίβλητων παρέµβαση, να γίνει δεκτή η παραπάνω αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση, κατά το µέρος της, που αφορά την επιδίκαση απαιτήσεων των εναγόντων για το από 1-1-2003 έως 31-12-2006 χρονικό διάστημα και να παραπεµφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Περαιτέρω, ενόψει του ότι, σύμφωνα µε όσα προαναφέρθηκαν, η απόφαση, κατά το κεφάλαιο της επιδίκασης των ενδίκων απαιτήσεων των αναιρεσειόντων - εναγόντων, αναιρείται, ο δεύτερος λόγος της, από 28-3-2012, αίτησης των εναγόντων, µε τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόµενη απόφαση η πληµµέλεια της παραβίασης των διατάξεων που αναφέρονται στην επιδίκαση τόκων επί των απαιτήσεών των, που αφορούν το παραπάνω, από 1-1-2003 έως 31-12-2006, χρονικό διάστημα είναι απαράδεκτος, για έλλειψη αντικειµένου. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή, στο σύνολό της. Οι αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες, που παραστάθηκαν, ως ηττώμενοι, πρέπει, σύµφωνα µε τα άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την άσκηση και των δύο αιτήσεων αναίρεσης, της αναιρεσείουσας - εναγοµένης ΕΡΤ ΑΕ και του Ελληνικού Δηµοσίου, που υπεισήλθε στη θέση της και, παραδεκτά, συνεχίζει τη δίκη αυτή, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των, από 12-5-2011 και 28-3-2012 αιτήσεων, για την αναίρεση της 5394/2010 απόφασης του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την, από 12-1-2012, πρόσθετη, υπέρ των αναιρεσίβλητων - εναγοµένων παρέµβαση. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση των παραπάνω αιτήσεων, ως προς τους διαδίκους Σ. Μ., Β. Ε., Ε. Σ., Κ. Φ. και Τ. Α.. Απορρίπτει τη δεύτερη αίτηση και την πρόσθετη παρέµβαση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες. Δέχεται την πρώτη αίτηση, ως προς τους αναιρεσίβλητους, που παραστάθηκαν. Αναιρεί, την παραπάνω απόφαση, κατά το µέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέµπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο µέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους - αναιρεσείοντες - ενάγοντες, που παραστάθηκαν, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας - αναιρεσίβλητης - εναγοµένης και του Ελληνικού Δηµοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατό (4.100) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Και Δηµοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προκειμένου να εξευρεθούν και να θεωρηθούν εφαρμοστέοι οι ευνοϊκότεροι κανόνες, πρέπει να αναζητηθεί η πηγή που περιέχει τους ευνοϊκότερους όρους, ως σύνολο, για το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων. Τα επιπλέον ποσά, που αντιστοιχούσαν σε αύξηση μεγαλύτερη του 12%,ορθώς, καταχωρήθηκαν, ως «αρνητική προσωπική διαφορά», σύμφωνα με το άρθρο 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, η οποία υπεγράφη κατ' εφαρμογή της §3 του άρθρου 12 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της ΕΡΤ-ΑΕ, στα πλαίσια μίας γενικής αναμόρφωσης του μέχρι τότε ισχύοντος με προηγούμενες ΕΣΣΕ μισθολογικού καθεστώτος. Οι διατάξεις της δεν αντίκειται στον ως άνω Κανονισμό, ούτε θεσπίζουν δυσμενείς σε σχέση με τους οριζόμενους σε αυτόν όρους εργασίας για τους εργαζομένους της εναγομένης.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 444/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 28η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ν. Α. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Πηλιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Τ. Σ. (T. S.), χήρας Κ. Σ. (K. S.), κατοίκου ..., 2) Γ. Ά. συζύγου Ο. Μ. (G. B.), το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 3) Ε. Ε. συζύγου Έ. Χ. (E. H.), το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 4) Ξ. Σ. (K. S.) του Κ., κατοίκου ..., 5) Μ. Χ. (M. H.) του Έ., ανηλίκου, νομίμως εκπροσωπουμένης από τους γονείς της Έ. Χ. και Ε. Ε. σύζυγο Έ. Χ., το γένος Κ. Σ. και 6) Γ. Χ. (C. H.), ανηλίκου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τους γονείς του Έ. Χ. και Ε. Ε. σύζυγο Έ. Χ., το γένος Κ. Σ., κατοίκων ..., εκ των οποίων η υπό στοιχείο 3 παραστάθηκε μετά και οι υπόλοιποι δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Ανεστόπουλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-9-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσειόντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2119/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 627/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29-7-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. β' ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένως ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας προκειμένου να προσδιορίσει την έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι προκειμένου να προβεί σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Ειδικότερα, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι σταθερές αρχές, κανόνες ή αφηρημένες κρίσεις, που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμεύουν για την εξειδίκευση νομικών κανόνων και εννοιών, οπότε και μόνο η παράβασή τους ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο. Αντίθετα, όταν τα διδάγματα αυτά άγουν στη διαπίστωση της αλήθειας κάποιου πραγματικού ισχυρισμού και στη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή, γενικώς, στην εκτίμηση των αποδείξεων ή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, τότε η χρησιμοποίησή τους από το δικαστήριο ή η παράλειψη της προσφυγής σ' αυτά παραμένει αναιρετικά ανέλεγκτη. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εν όψει, όμως, του ότι μόνο ένα ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης, η παράβαση της ως άνω υποχρεώσεως ιδρύει τον προκείμενο λόγο αναιρέσεως υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος ως προκύπτον από το αποδεικτικό μέσο που κατά την άποψή του δεν αξιολογήθηκε, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο υπήκοος Αλβανίας Κ. Σ., αντιστοίχως σύζυγος, πατέρας και παππούς των εναγόντων (ήδη αναιρεσίβλητων), κατά το έτος 1997 είχε προσληφθεί από τον εναγόμενο (ήδη αναιρεσείοντα) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως εργάτης για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Ότι, από τότε και επί μία 10ετία περίπου, απασχολείτο σε διάφορα οικοδομικά έργα, που ως εργολάβος αναλάμβανε ο εναγόμενος. Ότι από το Φεβρουάριο 2007 και μέχρι την 24-4-2007, κατά την οποία συνέβη το ένδικο ατύχημα, ο Κ. Σ., ηλικίας τότε 48 ετών, κατ' εντολή του εναγομένου, εργαζόταν για την κατεδάφιση μιας ισόγειας οικίας με υπόγειο, επί της οδού … αρ…. στην …, στη θέση της οποίας ο εναγόμενος, ήδη ιδιοκτήτης του οικοπέδου, επρόκειτο να ανεγείρει πολυκατοικία. Ότι κατά την εν λόγω ημέρα, ο Κ. Σ. δούλευε μόνος, χρησιμοποιώντας ένα σκαπτικό εργαλείο με αεροσυμπίεση (κομπρεσέρ) που του είχε παραχωρήσει ο εναγόμενος, χωρίς επίβλεψη από υπεύθυνο μηχανικό (διότι η προεκδοθείσα άδεια κατεδάφισης, με επιβλέποντα το μηχανικό Π. Κ., είχε λήξει την 29-3-2007), χωρίς καθοδήγηση από εμπειρότερο εργοδηγό ή τον εναγόμενο ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο κατεδάφισης και χωρίς να του έχει δοθεί προς εφαρμογή κάποιο σχέδιο ασφάλειας με συγκεκριμένες αναφορές στα διάφορα στάδια του εκτελούμενου έργου και στα αντιστοίχως ληπτέα μέτρα ατομικής προστασίας. Ότι περί ώρα 11:15 και αφού είχε κατεδαφίσει το μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής τοιχοποιίας και της πλάκας οροφής, ο Κ. Σ. διέκοψε προσωρινά την εργασία του για να γευματίσει. Ότι για το σκοπό αυτό κάθισε κάτω από εναπομείναν, ενιαίο τμήμα πλάκας και τοιχοποιίας, εφαπτόμενο με δοκό χωρίς ασφαλή σύνδεση, το οποίο κατέπεσε και τον καταπλάκωσε, προκαλώντας σ' αυτόν βαριές κακώσεις θώρακος και κοιλίας, από τις οποίες επήλθε ο θάνατός του. Ότι η θανάτωσή του συνδέεται με την παροχή τη εργασίας του και οφείλεται, προεχόντως, στην αμέλεια του εναγομένου, ο οποίος ως εργοδότης του παθόντος, κύριος του έργου και ταυτοχρόνως εργολάβος αυτού δεν είχε φροντίσει, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ και των π.δ. 778/1980, π.δ. 1073/1981, π.δ. 305/1996 και ν. 1396/1983, για την τήρηση των προϋποθέσεων που ήδη αναφέρθηκαν και, αν είχαν τηρηθεί, θα είχαν αποτρέψει το ατύχημα. Ότι, παραλλήλως, το ως άνω αποτέλεσμα οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια του παθόντος, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι είχε πολυετή εμπειρία σε οικοδομικές εργασίες, που του επέτρεπε να διαπιστώσει την, προδήλως, επισφαλή σύνδεση του εναπομείναντος τμήματος με την υπάρχουσα δοκό και την εντεύθεν αυξημένη πιθανότητα κατάπτωσής του, κάθισε κάτω από αυτό για να γευματίσει και υπέστη τις δυσμενείς συνέπειες της κατάπτωσης που επακολούθησε. Ότι η υπαιτιότητα του εναγομένου συντέλεσε στο ατύχημα κατά 70%, ενώ η συνυπαιτιότητα του παθόντος συνέβαλε σ' αυτό κατά 30%. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές και αφού το δικαστήριο της ουσίας εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση (και για τον πρόσθετο λόγο ότι εσφαλμένως η αγωγή είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους εγγονούς τους θανόντος, ζήτημα που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω), συνυπολόγισε, κατά την εξεύρεση του εύλογου ποσού της χρηματικής ικανοποίησης των μελών της οικογένειας του Κ. Σ. για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον αδόκητο θάνατό του, την έκταση του δικού του πταίσματος και, κατά μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής, επιδίκασε στη χήρα 40.000 ευρώ, σε εκάστη των θυγατέρων του θανόντος 25.000 ευρώ και σε έκαστο των εγγονών του 15.000 ευρώ. 6. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο εφάρμοσε σωστά την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ για τις συνέπειες της διαπίστωσης οικείου πταίσματος κατά την επέλευση της ζημίας, την οποία δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Διότι αιτιολόγησε επαρκώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το συμπέρασμά του τόσο ως προς την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος όσο και ως προς τη συνυπαιτιότητα του συγγενούς των αναιρεσιβλήτων. Ως προς την πρώτη, μάλιστα (και πέραν του ότι με την αντίστοιχη αιτίαση πλήττονται απαραδέκτως οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, ΚΠολΔ 561 παρ.1), ορθώς δέχθηκε ότι ο εργάτης, που επιμελείται την κατεδάφιση ενός παλαιού κτίσματος, πρέπει να υπολογίζει το ενδεχόμενο της αιφνίδιας κατάπτωσής του, αλλ' ότι η ενδεχόμενη αμέλειά του, σχετικώς, δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου της απαλλαγής του εργοδότη του από οποιαδήποτε ευθύνη, στην περίπτωση που και εκείνος επέδειξε αμέλεια ως προς τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την ασφάλεια του εργαζόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και εν προκειμένω το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς παραδοχές ως προς το ποια θα έπρεπε να είναι τα μέτρα αυτά (επίβλεψη από υπεύθυνο μηχανικό, καθοδήγηση από εμπειρότερο πρόσωπο ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο κατεδάφισης, χορήγηση προς εφαρμογή σχεδίου ασφαλείας με συγκεκριμένες αναφορές στα διάφορα στάδια του εκτελούμενου έργου και στα αντιστοίχως ληπτέα μέτρα ατομικής προστασίας) και ως προς το ότι αν αυτά είχαν τηρηθεί, το ατύχημα θα είχε αποφευχθεί. Τέλος, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το ότι το Εφετείο, προς διαμόρφωση του ως άνω αποδεικτικού πορίσματος, έλαβε υπ' όψη όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα τρία που ιδιαίτερα επισημαίνονται στο αναιρετήριο, το περιεχόμενο των οποίων δεν οδήγησε το δικαστήριο της ουσίας στο επιθυμητό από τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, ότι δήθεν ο παθών δεν διενεργούσε κατεδάφιση κατά την ημέρα του ατυχήματος, αλλά κάποιο άσχετο "μερεμέτι" στον τοίχο της γειτονικής οικοδομής, για το οποίο δεν υπήρχε λόγος να ληφθούν τα μέτρα, που κατά την παραδοχή του δικαστηρίου ο αναιρεσείων παρέλειψε να λάβει. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1, 11 περ. γ' και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 4. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 29-7-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 627/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.100) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Φεβρουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εργατικό ατύχημα. Λόγοι για κακή εφαρμογή ΑΚ 300 και διδαγμάτων κοινής πείρας, για μη λήψη υπ’ όψη αποδεικτικών εγγράφων και για έλλειψη αιτιολογίας. Αβάσιμοι.
Ψυχική οδύνη
Εργατικό ατύχημα, Ψυχική οδύνη.
0
Αριθμός 431/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δημήτριο Μουστάκα, προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Γιαννούλη), Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Ασπασία Καρέλλου και Κωνσταντίνο Παπασταματίου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΥ ΠΑΤΡΕΩΝ", ως καθολικού και ειδικού διαδόχου του αρχικά αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΤΡΑΣ", όπως νομίμως εκπροσωπείται, που εδρεύει στην Πάτρα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γρηγορίου -Ευαγγέλου Καλαβρού. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Χ. Λ., 2) Ν. Κ., 3) Ε. Μ., 4) Σ. Δ., 5) Γ. Σ., 6) Θ. Π., 7) Α. Μ., 8) Α. Μ., 9) Σ. Μ., 10) Χ. Α., 11) Χ. Μ., 12) Ά. Μ., 13) Φ. Κ., 14) Σ. Κ., 15) Δ. Σ., 16) Ν. Λ., 17) Α. Γ., 18) Θ. Μ., 19) Κ. Β., 20) Α. Π., 21) Γ. Θ. και 22) Ε. Σ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευμορφίας Ρήγα, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-5-2006 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πατρών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 730/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 2-11-2010 αίτησή του. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε η 1398/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση το αναιρεσείον με την από 10-9-2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Στο σημείο αυτό, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την ανάκληση της 141/2013 αποφάσεως του δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο), με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση της 730/2006 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πατρών, για τους λόγους που ανέπτυξε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 1-2-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά την έναρξη της συζήτησης, οι αναιρεσίβλητοι υπέβαλαν αίτημα ανάκλησης της 141/2013 αποφάσεως αυτού του δικαστηρίου, το οποίο είχε συνεδριάσει ως Συμβούλιο και με την οποία είχε ανασταλεί η εκτέλεση της 730/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πατρών, που προσβάλλεται με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως. Η αναστολή είχε δοθεί κατ' άρθρο 565 παρ.2 ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων (πλην ενός εκ των ομοδικούντων αναιρεσιβλήτων), μέχρι να εκδοθεί απόφαση του Αρείου Πάγου επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως και υπό τον όρο αυτή να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Την ανάκληση της 141/2013 αποφάσεως είχαν ήδη ζητήσει οι αναιρεσείοντες, σύμφωνα με τα άρθρα 565 παρ.2 εδ. γ' και 696 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, με προηγούμενη αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 161/2013 απορριπτική απόφαση αυτού του δικαστηρίου (σε Συμβούλιο). Οι αναιρεσείοντες επαναφέρουν τώρα το ίδιο αίτημα, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 565 παρ.2 εδ. δ' και 697 ΚΠολΔ. Παρατηρείται, όμως, ότι η αναστολή εκτελέσεως είχε χορηγηθεί επειδή πιθανολογήθηκε ότι, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως και απορρίψεως της αγωγής των αναιρεσιβλήτων ως μη νομίμου, θα είναι ιδιαίτερα δυσχερής για το αναιρεσείον ΝΠΔΔ η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως κατάσταση. Ο κίνδυνος αυτός δεν έχει εκλείψει, όχι μόνο διότι η επί της αιτήσεως αναιρέσεως εισήγηση είναι δυσμενής για τους αναιρεσείοντες, αλλά και διότι η λύση, επί του νομικού ζητήματος που ανακύπτει, είναι αμφίβολη, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στη συνέχεια της παρούσας. Επομένως, η αίτηση ανακλήσεως πρέπει και πάλι να απορριφθεί. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α' ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της δεν είναι εκ προοιμίου ασυμβίβαστη με την αναιρετική δίκη. Διότι, παρά τη μη ειδική αναφορά της στο άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, όπου γίνεται ενδεικτική μνεία μιας σειράς από διατάξεις του γενικού μέρους του ΚΠολΔ που μπορούν να έχουν εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία, δεν αποκλείεται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια, που παρέχεται από το άρθρο 249 ΚΠολΔ, να εξασφαλίζει την προσφορότερη λύση για την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό, νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό Τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί. 3. Στην προκείμενη περίπτωση, το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι), με την ένδικη, από 16-5-2006 αγωγή αυτών, επικαλούμενοι συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ιδιωτικού δικαίου με το εναγόμενο ΝΠΔΔ (ήδη αναιρεσείον), ζήτησαν την καταψήφισή του στην καταβολή του χρηματικού ποσού των 9.284 ευρώ προς τον καθένα από αυτούς, ως το σύνολο της μηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρου 14 παρ.2 του ν. 3016/2002 (επίδομα των 176 ευρώ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 31-12-2005. Κατόπιν αυτού, αφού, επίσης, δέχθηκε ότι οι ενάγοντες είχαν απασχοληθεί, πράγματι, στο εναγόμενο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ως μουσικοί και ότι δεν λάμβαναν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, συμψηφιστέες προς την αιτουμένη, έκρινε ότι η μη χορήγηση προς αυτούς της εν λόγω ειδικής παροχής, για το ένδικο χρονικό διάστημα, αποτελεί ευθεία παραβίαση τόσο της αρχής της ισότητας των Ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου όσο και του δικαιώματός τους, ως εργαζομένων, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, σε ίση αμοιβή για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Ειρηνοδικείο έκανε δεκτή την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και επιδίκασε στον καθένα από αυτούς το αιτούμενο ποσό. 4. Την ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας προσβάλλει ήδη το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, με το μοναδικό από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, ισχυριζόμενο ότι το Ειρηνοδικείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με αυτές του ν. 2470/1997 για το ενιαίο μισθολόγιο και των άρθρων 13 του ν. 2738/1999, 14 του ν. 3016/2002 και 28 του ν. 3205/2003. Προκύπτει, όμως, ότι η ευδοκίμηση ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως εξαρτάται από την κρίση για το ζήτημα της επέκτασης ή μη, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισονομίας (άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος), της χορήγησης της μηνιαίας ειδικής παροχής των 176 ευρώ και σε κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, για τους οποίους δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002. Το ζήτημα αυτό, ως αναφερόμενο σε μεγάλη κατηγορία εργαζομένων και, εντεύθεν, χαρακτηρισθέν ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, έχει ήδη παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 2233/2013 απόφαση του Β1 Τμήματος αυτού. Ήδη, μετά τον γενόμενο προσδιορισμό, η παραπεμφθείσα υπόθεση εκκρεμεί προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια κατά τη δικάσιμο της 10ης Απριλίου 2014. Επομένως, για την ενότητα της νομολογίας και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συντρέχει, ευλόγως, περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτού, πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της παρούσας δίκης, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προς την οποία η τυχόν παραπομπή και της υπόθεσης αυτής θα επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την εκδίκασή της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ανακλήσεως της 141/2013 αποφάσεως αυτού του δικαστηρίου (σε Συμβούλιο). ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση επί της αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υποθέσεως που έχει παραπεμφθεί σ' αυτή με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος του Αρείου Πάγου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Φεβρουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 26η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτημα ανάκλησης αποφάσεως για αναστολή εκτελέσεως κατ' άρθρο 565 παρ.2 ΚΠολΔ. Αναστέλλει κατ' άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη ΟλΑΠ επί ετέρας δίκης, για τη νομιμότητα ή μη της κατ' εφαρμογή της αρχής της ισονομίας επέκταση της χορήγησης της ειδικής παροχής του άρθρου 14 ν. 3016/2002 (των 176 ευρώ), αδιακρίτως.
Ειδική παροχή
Ειδική παροχή.
0
Αριθμός 437/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ν. Κ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Παπανικολάου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Κοινοπραξίας τεχνικών εταιριών με την επωνυμία "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΣΗΡΑΓΓΑΣ ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΟΥ", "ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ ΚΑΤΩ ΤΙΘΟΡΕΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη ..., 2) Ανώνυμης τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία "ΠΑΝΤΕΧΝΙΚΗ ΑΕ", πρώην "ΕΦΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη .., 3) Ανώνυμης τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη … και 4) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΑΚΤΩΡ ΑΕ" όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη …, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ιωάννας Ράπτη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-3-2003 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 348/2004 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 8388/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Κατόπιν ασκήσεως πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως εκ μέρους του ήδη αναιρεσείοντος, εκδόθηκε η 2256/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε εν μέρει την 8388/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Κατόπιν, εκδόθηκε η 6244/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί και πάλι ο αναιρεσείων, με την από 14-5-2013 δεύτερη αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τις διατάξεις της ΚΥΑ 8900/1945 Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του β.δ. 748/1966, συνάγεται ότι εκείνος που εργάζεται την Κυριακή, επιτρεπτώς ή μη, δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% στο 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού αυτού και, στην περίπτωση που δεν χορηγείται σ' αυτόν αναπληρωματική ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, δικαιούται, επιπλέον, και το 1/25 του καταβαλλομένου μισθού, ως απόδοση του εντεύθεν αδικαιολογήτου πλουτισμού του εργοδότη, δηλαδή κάθε τι που ο εργοδότης θα κατέβαλλε στον ίδιο εργαζόμενο αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως, χωρίς, όμως, την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων αδείας και εορτών (ΑΠ 2256/2009). Εξ άλλου, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 1848/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε σχετικά με τα κονδύλια της αγωγής του αναιρεσείοντος που αφορούσαν στην αιτούμενη προσαύξηση της αμοιβής του για την παρασχεθείσα εργασία κατά τις αναφερόμενες Κυριακές, καθώς και για την από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αποζημίωσή του για τη μη χορηγηθείσα σ' αυτόν αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως (κεφάλαια που προσβάλλονται με το μοναδικό λόγο της από 14-5-2013 νέας αιτήσεως αναιρέσεως, μετά την έκδοση της 2256/2009 αναιρετικής αποφάσεως του Αρείου Πάγου) τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων), την 29-3-2000, προσλήφθηκε με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου, από την πρώτη εναγομένη (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη), της οποίας μέλη είναι οι λοιπές εναγόμενες (ήδη λοιπές αναιρεσίβλητες) και η οποία, τότε, κατασκεύαζε δύο σιδηροδρομικές σήραγγες στο όρος Καλλίδρομο. Ότι με την ιδιότητα αυτή απασχολήθηκε μέχρι την 18-7-2002, οπότε απολύθηκε. Ότι κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του (πέραν των άλλων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) πρόσφερε 8 ωρών εργασία κατά 57 Κυριακές, χωρίς να λάβει ούτε την κατά νόμο προσαύξηση 75% επί του 1/25 του νομίμου, μηνιαίου μισθού αυτού ούτε την προβλεπόμενη αναπληρωματική ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Κατόπιν αυτών και με δεδομένο το ότι ο μηνιαίος μισθός του αναιρεσείοντος είχε προσδιορισθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χωρίς το σχετικό κεφάλαιο να αμφισβητηθεί από τους διαδίκους σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης, το Εφετείο προέβη σε μαθηματικούς υπολογισμούς και υπολόγισε τα οφειλόμενα στον αναιρεσείοντα, επιδικάζοντας συνολικώς, με τις αντίστοιχες διαφορές για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας των ετών 2001 και 2002, το ποσό των 2.683 ευρώ. Όπως, όμως, προκύπτει από την επισκόπηση των σχετικών υπολογισμών, το Εφετείο, κατά την επιχείρηση όλων των αναγκαίων μαθηματικών πράξεων, έλαβε ως βάση το ωρομίσθιο του αναιρεσείοντος, αντί, όπως έπρεπε, να λάβει υπ' όψη το ημερομίσθιο αυτού. Έτσι, κατέληξε σε τελείως εσφαλμένο αποτέλεσμα, σε βάρος του δικαιούχου. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 2. Σύμφωνα με τη σκέψη που προηγήθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, στην έκταση που προσδιορίζεται από το λόγο αναιρέσεως, ο οποίος γίνεται δεκτός. Περαιτέρω, επειδή αναιρείται απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, ήτοι του Εφετείου Αθηνών, στο οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση ύστερα από προηγηθείσα αίτηση αναιρέσεως, ήτοι εκείνη που έγινε δεκτή με την 2256/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, το παρόν Τμήμα είναι υποχρεωμένο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει κατ' ουσία (ΚΠολΔ 580 παρ.3 εδ. γ', όπως αντικαταστάθηκε με το με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013). 3. Σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, ήτοι αφ' ενός της 6244/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και αφ' ετέρου της προεκδοθείσας 8388/2005 αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου, ως προς το μη αναιρεθέν μέρος αμφοτέρων, ο εκκαλών (ενάγων στην ένδικη, από 24-3-2003 αγωγή) είχε προσληφθεί, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου μεταφοράς σκυροδέματος, από την πρώτη από τις εφεσίβλητες (εναγόμενες), η οποία αποτελεί κοινοπραξία ανάληψης μεγάλων τεχνικών έργων και της οποίας μέλη είναι οι υπόλοιπες από τις εφεσίβλητες (όπως μετά από τις επελθούσες, σύννομες μεταβολές έχει διαμορφωθεί το νομικό πρόσωπο μιας εκάστης εξ αυτών), για να απασχοληθεί κατά τη διάνοιξη δύο σιδηροδρομικών σηράγγων στο όρος Καλλίδρομο. Η πρόσληψή του είχε γίνει την 29-3-2000 και η σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας διατηρήθηκε μέχρι την 18-7-2002, οπότε λύθηκε με καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της 8388/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, οι οποίοι δεν έχουν προσβληθεί, οι νόμιμες αποδοχές του εκκαλούντος, λαμβανομένου υπ' όψη του ότι ήταν έγγαμος και είχε προϋπηρεσία 15 ετών, περιστατικά τα οποία είχε γνωστοποιήσει προσηκόντως στον εργοδότη, ήσαν α) από την πρόσληψή του μέχρι το τέλος του έτους 2000, δραχμές 273.050 μηνιαίως, β) από 1-1-2001 μέχρι 30-6-2001, δραχμές 280.056 μηνιαίως, γ) από 1-7-2001 μέχρι 31-12-2001, δραχμές 284.867 μηνιαίως και δ) από 1-1-2002 μέχρι την απόλυσή του, ευρώ 873,62 μηνιαίως. Κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, ο εκκαλών απασχολήθηκε κατά μέσο όρο 2 Κυριακές κάθε μήνα (ήτοι, 57 Κυριακές συνολικά), εργαζόμενος επί 8 ώρες κάθε φορά και αμειβόμενος μεν για την εργασία αυτή, χωρίς, όμως, να λαμβάνει τη νόμιμη προσαύξηση 75% επί του ημερομισθίου του. Για την αιτία αυτή δικαιούται α) για 20 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από την πρόσληψή του μέχρι το τέλος του έτους 2000, δραχμές 273.050/25 επί 75%, ήτοι 163.830 δραχμές ή 480,79 ευρώ, β) για 12 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2001 μέχρι 30-6-2001, δραχμές 280.056/25 επί 75%, ήτοι 100.820,16 δραχμές ή 295,88 ευρώ, γ) για 14 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1-7-2001 μέχρι 31-12-2001, δραχμές 284.867/25 επί 75%, ήτοι 119.644,14 δραχμές ή 351,12 ευρώ και δ) για 11 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2002 μέχρι την απόλυσή του, ευρώ 873,62/25 επί 75%, ήτοι 288,29 ευρώ. Πέραν τούτου, όμως, για την εν λόγω απασχόληση σε ημέρα Κυριακή, στον εκκαλούντα ουδέποτε χορηγήθηκε άλλη, αναπληρωματική ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Για την αιτία αυτή δικαιούται ως αποζημίωση ένα πλήρες, πρόσθετο ημερομίσθιο για κάθε Κυριακή, κατά την οποία εργάσθηκε, χωρίς να λάβει αναπληρωματική ανάπαυση και ειδικότερα α) για 20 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από την πρόσληψή του μέχρι το τέλος του έτους 2000, δραχμές 273.050/25, ήτοι 218.440 δραχμές ή 641,06 ευρώ, β) για 12 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2001 μέχρι 30-6-2001, δραχμές 280.056/25, ήτοι 134.426,88 δραχμές ή 394,50 ευρώ, γ) για 14 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1-7-2001 μέχρι 31-12-2001, δραχμές 284.867/25, ήτοι 159,525,52 δραχμές ή 468,16 ευρώ και δ) για 11 Κυριακές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2002 μέχρι την απόλυσή του, ευρώ 873,62/25, ήτοι 384,39 ευρώ. Τέλος, με την 6244/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών επιδικάσθηκε στον εκκαλούντα το ποσό των (1.146,76 + 1.037=) 2.183,76 ευρώ, για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας των ετών 2001 και 2002. Ως προς το κεφάλαιο αυτό η εν λόγω απόφαση δεν έχει προσβληθεί. Για την ενότητα, όμως, της καταψηφιστικής διάταξης, που θα περιληφθεί στην παρούσα και την εκτέλεσή της πρέπει να γίνει νέα άθροιση των επιδικαζόμενων ποσών. Κατά συνέπεια, για τις αιτίες που αναφέρθηκαν, πρέπει να επιδικασθεί συνολικώς στον εκκαλούντα το ποσό των (480,79 + 295,88 + 351,12 + 288,29 + 641,06 + 394,50 + 468,16 + 384,39 + 2.183,76 =) 5.487,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις διακρίσεις της ως άνω αποφάσεως, η οποία και πάλι δεν έχει προσβληθεί και ειδικότερα για μεν τις προσαυξήσεις και αποζημιώσεις για απασχόληση σε ημέρα Κυριακή χωρίς την παροχή αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως από το τέλος του μήνα, στον οποίο αντιστοιχεί η παρασχεθείσα εργασία, για δε τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας από το τέλος του έτους στο οποίο αντιστοιχούν. 4. Οι αναιρεσίβλητες, που ηττώνται, πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 6244/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ' ουσίαν. ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρο στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (5.487,95), με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις διακρίσεις που γίνονται στο σκεπτικό.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσίβλητες να πληρώσουν στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 16η Ιανουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και αποζημίωση για στέρηση αναπληρωματικής μέρας εβδομαδιαίας αναπαύσεως. Αναιρεί (ΚΠολΔ 559 αρ.1), διότι οι σχετικοί υπολογισμοί έγιναν με βάση το ωρομίσθιο και όχι το ημερομίσθιο του αναιρεσείοντος. Κρατεί και δικάζει κατ' ουσία, ύστερα από δεύτερη αναίρεση.
Προσαύξηση ημερομισθίου
Αποζημίωση μισθωτού, Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο, Προσαύξηση ημερομισθίου.
0
Αριθμός 445/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 28η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Τ. Σ. (T. S.), χήρας Κ. Σ. (K. S.), κατοίκου ... 2) Γ. Ά. συζύγου Ο. Μ. (G. B.), το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 3) Ε. Ε. συζύγου Έ. Χ. (E. H.), το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 4) Ξ. Σ. (K. S.) του Κ., κατοίκου ... 5) Μ. Χ. (M. H.) του Έ., ανηλίκου, νομίμως εκπροσωπουμένης από τους γονείς της Έ. Χ. και Ε. Ε. σύζυγο Έ. Χ., το γένος Κ. Σ. και 6) Γ. Χ. (C. H.), ανηλίκου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τους γονείς του Έ. Χ. και Ε. Ε. σύζυγο Έ. Χ., το γένος Κ. Σ., κατοίκων ..., εκ των οποίων η υπό στοιχείο 3 παραστάθηκε μετά και οι υπόλοιποι δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Ανεστόπουλου. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν. Α. του Ι., κατοίκου ... που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Πηλιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-9-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσειόντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2119/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 627/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-5-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. β' ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένως ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας προκειμένου να προσδιορίσει την έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι προκειμένου να προβεί σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Ειδικότερα, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι σταθερές αρχές, κανόνες ή αφηρημένες κρίσεις, που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμεύουν για την εξειδίκευση νομικών κανόνων και εννοιών, οπότε και μόνο η παράβασή τους ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο. Αντίθετα, όταν τα διδάγματα αυτά άγουν στη διαπίστωση της αλήθειας κάποιου πραγματικού ισχυρισμού και στη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή, γενικώς, στην εκτίμηση των αποδείξεων ή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, τότε η χρησιμοποίησή τους από το δικαστήριο ή η παράλειψη της προσφυγής σ' αυτά παραμένει αναιρετικά ανέλεγκτη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο υπήκοος Αλβανίας Κ. Σ., αντιστοίχως σύζυγος, πατέρας και παππούς των εναγόντων (ήδη αναιρεσειόντων), κατά το έτος 1997 είχε προσληφθεί από τον εναγόμενο (ήδη αναιρεσίβλητο) με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως εργάτης για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Ότι, από τότε και επί μία 10ετία περίπου, απασχολείτο σε διάφορα οικοδομικά έργα, που ως εργολάβος αναλάμβανε ο εναγόμενος. Ότι από το Φεβρουάριο 2007 και μέχρι την 24-4-2007, κατά την οποία συνέβη το ένδικο ατύχημα, ο Κ. Σ., ηλικίας τότε 48 ετών, κατ' εντολή του εναγομένου, εργαζόταν για την κατεδάφιση μιας ισόγειας οικίας με υπόγειο, επί της οδού …αρ….στην …, στη θέση της οποίας ο εναγόμενος, ήδη ιδιοκτήτης του οικοπέδου, επρόκειτο να ανεγείρει πολυκατοικία. Ότι κατά την εν λόγω ημέρα, ο Κ. Σ. δούλευε μόνος, χρησιμοποιώντας ένα σκαπτικό εργαλείο με αεροσυμπίεση (κομπρεσέρ) που του είχε παραχωρήσει ο εναγόμενος, χωρίς επίβλεψη από υπεύθυνο μηχανικό (διότι η προεκδοθείσα άδεια κατεδάφισης, με επιβλέποντα το μηχανικό Π. Κ., είχε λήξει την 29-3-2007), χωρίς καθοδήγηση από εμπειρότερο εργοδηγό ή τον εναγόμενο ως προς τον ενδεδειγμένο τρόπο κατεδάφισης και χωρίς να του έχει δοθεί προς εφαρμογή κάποιο σχέδιο ασφάλειας με συγκεκριμένες αναφορές στα διάφορα στάδια του εκτελούμενου έργου και στα αντιστοίχως ληπτέα μέτρα ατομικής προστασίας. Ότι περί ώρα 11:15 και αφού είχε κατεδαφίσει το μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής τοιχοποιίας και της πλάκας οροφής, ο Κ. Σ. διέκοψε προσωρινά την εργασία του για να γευματίσει. Ότι για το σκοπό αυτό κάθισε κάτω από εναπομείναν, ενιαίο τμήμα πλάκας και τοιχοποιίας, εφαπτόμενο με δοκό χωρίς ασφαλή σύνδεση, το οποίο κατέπεσε και τον καταπλάκωσε, προκαλώντας σ' αυτόν βαριές κακώσεις θώρακος και κοιλίας, από τις οποίες επήλθε ο θάνατός του. Ότι η θανάτωσή του συνδέεται με την παροχή τη εργασίας του και οφείλεται, προεχόντως, στην αμέλεια του εναγομένου, ο οποίος ως εργοδότης του παθόντος, κύριος του έργου και ταυτοχρόνως εργολάβος αυτού δεν είχε φροντίσει, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ και των π.δ. 778/1980, π.δ. 1073/1981, π.δ. 305/1996 και ν. 1396/1983, για την τήρηση των προϋποθέσεων που ήδη αναφέρθηκαν και, αν είχαν τηρηθεί, θα είχαν αποτρέψει το ατύχημα. Ότι, παραλλήλως, το ως άνω αποτέλεσμα οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια του παθόντος, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι είχε πολυετή εμπειρία σε οικοδομικές εργασίες, που του επέτρεπε να διαπιστώσει την, προδήλως, επισφαλή σύνδεση του εναπομείναντος τμήματος με την υπάρχουσα δοκό και την εντεύθεν αυξημένη πιθανότητα κατάπτωσής του, κάθισε κάτω από αυτό για να γευματίσει και υπέστη τις δυσμενείς συνέπειες της κατάπτωσης που επακολούθησε. Ότι η υπαιτιότητα του εναγομένου συντέλεσε στο ατύχημα κατά 70%, ενώ η συνυπαιτιότητα του παθόντος συνέβαλε σ' αυτό κατά 30%. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές και αφού το δικαστήριο της ουσίας εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση (και για τον πρόσθετο λόγο ότι εσφαλμένως η αγωγή είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους εγγονούς τους θανόντος, ζήτημα που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω), συνυπολόγισε, κατά την εξεύρεση του εύλογου ποσού της χρηματικής ικανοποίησης των μελών της οικογένειας του Κ. Σ. για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον αδόκητο θάνατό του, την έκταση του δικού του πταίσματος και, κατά μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής, επιδίκασε στη χήρα 40.000 ευρώ, σε εκάστη των θυγατέρων του θανόντος 25.000 ευρώ και σε έκαστο των εγγονών του 15.000 ευρώ. 3. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο εφάρμοσε σωστά την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ για τις συνέπειες της διαπίστωσης οικείου πταίσματος κατά την επέλευση της ζημίας, την οποία δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Διότι αιτιολόγησε επαρκώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το συμπέρασμά του τόσο ως προς την υπαιτιότητα του αναιρεσίβλητου όσο και ως προς τη συνυπαιτιότητα του συγγενούς των αναιρεσειόντων. Ως προς την τελευταία, μάλιστα (και πέραν του ότι με την αντίστοιχη αιτίαση πλήττονται απαραδέκτως οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, ΚΠολΔ 561 παρ.1), ορθώς δέχθηκε ότι όποιος κάθεται κάτω από ένα ετοιμόρροπο κτίσμα, πρέπει να υπολογίζει το ενδεχόμενο της αιφνίδιας κατάπτωσής του, πολύ περισσότερο εάν είναι ο εργάτης που επιμελείται την κατεδάφισή του. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 4. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-5-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 627/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Φεβρουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εργατικό ατύχημα. Αβάσιμοι λόγοι για κακή εφαρμογή ΑΚ 300 και διδαγμάτων κοινής πείρας και για έλλειψη αιτιολογίας.
Ψυχική οδύνη
Εργατικό ατύχημα, Ψυχική οδύνη.
0
Αριθμός 396/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Α. θυγ. Γ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βασιλείου. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Σ. Ν. Χ., κατοίκου ... 2)Α. συζ. Α. Η., το γένος Ν. Χ., κατοίκου ..., 3)Ι. Γ. Κ., κατοίκου ... και 4)Φ. συζ. Η. Δ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Γιαμπουράνη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 25/5/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και της Β. Μ. που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, οι οποίες κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 131/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 331/2010 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/7/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ως προς τον πρώτο λόγο και να απορριφθεί ως προς το δεύτερο. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ'αυτά. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ, προβάλλοντας ότι το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα, με βάση το οποίο απέρριψε κατ'ουσίαν την από 3.8.2006 αγωγή της- με την οποία ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει κληρονόμος του κατά το έτος 2005 αποβιώσαντος θείου της Β. Χ. του Α. επί του υπ'εκείνου καταληφθέντος σ'αυτήν επίδικου ακινήτου του, βάσει της από 19.9.2005 μυστικής διαθήκης του και ζήτησε να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα επί του επίδικου αυτού ακινήτου-ενώ δέχτηκε κατ'ουσίαν τη συνεκδικασθείσα από 25.5.2007 διεκδικητική του ίδιου-επίδικου-ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων-με την οποία ισχυρίστηκαν ότι είναι συγκύριοι του επίδικου ακινήτου λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του άνω αποβιώσαντος θείου τους, εφόσον αποδέχθηκαν την κληρονομία και μετέγραψαν την περί αποδοχής αυτής-κληρονομίας- δήλωσή τους -αναγνωρίζοντας αυτούς (αναιρεσιβλήτους) συγκυρίους του επίδικου ακινήτου και υποχρεώνοντας την ίδια (αναιρεσείουσα), ως εναγομένη στην τελευταία, από 25.5.2007 διεκδικητική αγωγή- η οποία από το χρόνο του θανάτου του άνω αποβιώσαντος είχε εγκατασταθεί παράνομα σ'αυτό-να τους το αποδώσει, δεν έλαβε υπόψη έγγραφο που είχε προσκομίσει νόμιμα με επίκληση με τις προτάσεις της της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της ανωτέρω αγωγής της και ανταπόδειξη της συνεκδικασθείσας διεκδικητικής αγωγής των αντιδίκων της και συγκεκριμένα την υπ'αριθμ. καταθέσεως 93/2004 αγωγή του κληρονομουμένου (Β. Χ. του Α.) κατά της Φ. Δ. (τέταρτης αναιρεσίβλητης), με αντικείμενο την ανάκληση δωρεάς του προς αυτήν χρηματικού ποσού 3.795.765 δραχμών, επειδή παραβίασε συμφωνία τους να περιποιηθεί αυτόν και τη σύζυγό του στα γεράματά τους, η οποία - αγωγή- ήταν εκκρεμής κατά το χρόνο του θανάτου του, έγγραφο δηλαδή από το οποίο προέκυπτε σαφώς ότι οι σχέσεις μεταξύ του κληρονομουμένου με τη Φ. Δ. (τέταρτη αναιρεσίβλητη) ήταν σοβαρά διαταραγμένες και συνακόλουθα ο κληρονομούμενος-διαθέτης- δεν ήθελε να αφήσει σ'αυτήν ιδανικό μερίδιο επί του σημαντικού επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, πλην άλλων, που ενδιαφέρει τη συγκεκριμένη περίπτωση τα εξής: "... στη διάταξη με αύξοντα αριθμό "9" περιλαμβάνεται ακίνητο, ως προς το οποίο ορίζονται κατά λέξη τα εξής: "Μια οικία μέσα στο χωριό της Γκούρας ανώγειος με δύο πατώματα, αποτελούμενη από έξι (6) κύρια δωμάτια, από δύο (2) κουζίνες, δύο λουτρά, με προαύλιο και με περιβόλι, συνορευόμενη αχυροκαλύβα, με κληρονόμους Γ. Χ. προς βορά, προς ανατολάς με κοινοτικό αυλάκι, προς το νότο με Γ. Τ., με Θ. Α. και προς δυσμάς με Γ. Κ. και με το δημόσιο δρόμο". Το τελευταίο αυτό κληρονομιαίο στοιχείο αποτελεί το επίδικο ακίνητο, το οποίο αποτελεί οικόπεδο εκτάσεως 850 τετρ. μέτρων, εντός των ορίων του οικισμού του δημοτικού διαμερίσματος Γκούρας του Δήμου Φενεού Κορινθίας, απεικονίζεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΕΖΑ στο από μηνός Μαρτίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Σ. και σύμφωνα με αυτό συνορεύει, βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Χ., ανατολικά με μονοπάτι πλάτους 1,80 μέτρων, νότια με ιδιοκτησία Γ. Τ. και δυτικά εν μέρει με δημοτική οδό πλάτους 4 μέτρων και εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων Χ. Κ.. Μέσα στο ως άνω οικόπεδο έχουν ανεγερθεί, στο μεν δυτικό τμήμα με πρόσοψη στη δημοτική οδό, μια παλαιά ανώγεια πετρόκτιστη οικία με ισόγειο επιφάνειας 72,50 τετρ. μέτρων, ανώγειο επιφάνειας 72,50 τετρ. μέτρων, και υπόγειο επιφάνειας 20 τετρ. Μέτρων, στο δε βορειοανατολικό τμήμα με πρόσοψη στο μονοπάτι, μια παλαιά ημιτελής ανώγεια οικία με ισόγειο επιφάνειας 71,50 τετρ. μέτρων και ανώγειο επιφάνειας 71,50 τετρ. μέτρων. Η ως άνω υπ' αύξοντα αριθμό 9 διάταξη της διαθήκης του διαθέτη Β. Χ. δεν είναι πλήρως σαφής, αποδίδοντας μόνη της εκείνο που θέλησε ο διαθέτης. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από αυτήν αν ο τελευταίος, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του, αφενός μεν, εκτός από τους τετιμημένους με την άνω διαθήκη, είχε, όπως προαναφέρθηκε, και άλλους πλησιέστερους συγγενείς, ήτοι τις τρίτη και πέμπτη εναγόμενες (εκκαλούσες), αφετέρου δε κατείχε και άλλα περιουσιακά στοιχεία, πλην των άνω ρητά καταλειφθέντων με τη διαθήκη, ήτοι τα προαναφερθέντα κινητά (αγροτικά μηχανήματα) και το επίδικο ακίνητο, θέλησε να εγκαταστήσει επί του τελευταίου αυτού περιουσιακού αντικειμένου (δήλου) αποκλειστική κληρονόμο του την ενάγουσα, Α. Κ., όπως διατείνεται η τελευταία, ή, σε περίπτωση που δεν ήθελε την ενάγουσα ως αποκλειστική κληρονόμο στο ακίνητο αυτό, οπότε ως προς το εν τω λόγω κληρονομιαίο στοιχείο χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή, αν η βούληση του ήταν να περιέλθει τούτο σε όλους τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του συμμέτρως ή μόνο τους τέσσερις, ήδη τιμηθέντες με τη διαθήκη. Για το λόγο αυτό η βούληση του διαθέτη πρέπει να βρεθεί με την ερμηνεία της διαθήκης, αναζητώντας την αληθινή θέληση του, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και κατά την υποκειμενική άποψη αυτού, λαμβάνοντας υπόψη και περιστατικά, που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, όπως η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταλειφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά, καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη με τους διαδίκους. Από το ως άνω περιεχόμενο της επίμαχης διαθήκης, ερμηνευόμενο με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια και λαμβανομένου υπόψη ότι, (α) οι σχέσεις του διαθέτη με όλα τα προαναφερόμενα ανίψια του, δηλαδή τόσο τους κατά τα άνω τετιμημένους, όσο και εκείνους, για τους οποίους δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στη διαθήκη, ήτοι την τρίτη και πέμπτη των εναγομένων (εκκαλουσών), δεν είχαν διαταραχθεί, ώστε να επιθυμεί να αποκλείσει της κληρονομιάς του κάποιον από αυτούς και (β) το επίδικο ακίνητο, συνιστούσε το σημαντικότερο από οικονομικής απόψεως αντικείμενο της κληρονομιάς του, καθώς τα υπόλοιπα ακίνητα, στα οποία εγκατέστησε κληρονόμους τους προαναφερθέντες εκ των διαδίκων, είναι αγροί που δεν καλλιεργούνται, συνάγεται ότι ο διαθέτης με τη διαθήκη του δεν θέλησε να είναι η ενάγουσα αποκλειστική κληρονόμος του επί του επίδικου ακινήτου, κατ'αποκλεισμό, των υπόλοιπων διαδίκων ανιψιών του και συνεπώς ως προς το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο του χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Το ότι σε προγενέστερα σχέδια διαθηκών από Φεβρουαρίου 2005, από 18-3-2005 και από Σεπτεμβρίου 2005, που είχε συντάξει ο άνω διαθέτης, τα οποία, όμως, δεν αποτελούν διαθήκες, αναφέρει ότι το επίδικο ακίνητο το αφήνει στην ενάγουσα, δεν αρκεί για να θεμελιώσει τον αγωγικό ισχυρισμό της τελευταίας ότι η αληθής βούληση του ήταν να την εγκαταστήσει αποκλειστική κληρονόμο του επί του άνω ακινήτου, καθώς ο διαθέτης, ο οποίος είχε διαύγεια πνεύματος και πλήρη επίγνωση των επερχομένων με τη σύνταξη της άνω διαθήκης του συνεπειών, αν πράγματι επιθυμούσε να εγκαταστήσει στο επίδικο ακίνητο αποκλειστική κληρονόμο την ενάγουσα, θα το ανέφερε ρητά, όπως έπραξε και με τα υπόλοιπα αγροτικά ακίνητα που της άφησε ρητά με την άνω διαθήκη. Ενόψει των προαναφερθέντων, εφόσον ως προς το επίδικο ακίνητο επήλθε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, όλοι οι διάδικοι, ως τέκνα των αδελφών του κληρονομουμένου Β. Χ., που απεβίωσαν πριν από αυτόν, απέκτησαν την κυριότητα του, σύμφωνα με το άρθρο 1814 ΑΚ, ο καθένας κατά 1/6 εξ αδιαιρέτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του θείου τους στο επίδικο ακίνητο, ο καθένας κατά το προαναφερθέν ποσοστό εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ' αριθ. .../2006 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σικυώνος Βασιλικής Καραπατά, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φενεού γενόμενοι με τον τρόπο αυτό συγκύριοι αυτού από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου θείου τους (άρθρα 1846, 1193 και 1199 ΑΚ). Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από το χρόνο του θανάτου του άνω κληρονομουμένου εγκαταστάθηκε στο επίδικο ακίνητο, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα το επ' αυτού δικαίωμα συγκυριότητας των εναγομένων, τους οποίους απέβαλε από τη σύννομη του. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση, ερμηνεύοντας τη διάταξη της άνω διαθήκης δέχθηκε ότι η αληθής βούληση του διαθέτη ήταν να εγκαταστήσει την ενάγουσα αποκλειστική κληρονόμο στο επίδικο ακίνητο, δέχθηκε κατ' ουσίαν την από 30-8-2006 αγωγή της και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την από 25-5-2007 αγωγή των εναγομένων, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων...". Περαιτέρω, το Εφετείο διαβεβαιώνει, ότι τα παραπάνω περιστατικά που δέχτηκε ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "όλα τα έγγραφα, τα οποία καθένας από τους διαδίκους επικαλείται και προσκομίζει". Από όλα τα παραπάνω, καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού και μάλιστα από το ότι ο κληρονομούμενος θείος τίμησε με τη διαθήκη όλα τα προαναφερόμενα-τέσσερα-ανίψια του, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το αναφερόμενο, στον λόγο αναιρέσεως που ερευνάται, έγγραφο, δηλαδή την υπ'αριθ. καταθέσεως 93/2007 αγωγή του κληρονομουμένου κατά της τέταρτης αναιρεσίβλητης, χωρίς να υποχρεούται να κάνει ειδική μνεία η χωριστή αξιολόγησή του, δοθέντος ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του ότι ως προς το επίδικο ακίνητο χωρεί η εξ αδιαθέτου διάδοχος, κυρίως εκ του γεγονότος ότι με την ένδικη διαθήκη ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμους σε συγκεκριμένα ακίνητα της αυτής εκτάσεως, όχι μόνο την ενάγουσα, αλλά και τους λοιπούς τρεις ανιψιούς του, χωρίς να διαλάβει οποιαδήποτε διάταξη υπέρ της ενάγουσας στην διαθήκη σχετική με το επίδικο ακίνητο, το οποίο απλώς προσδιόρισε κατά την ταυτότητά του, δεχόμενο περαιτέρω ότι οι σχέσεις του διαθέτη τόσο με τους τετιμένους όσο και με εκείνους, για τους οποίους δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στη διαθήκης, δεν είχαν διαταραχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιθυμεί να αποκλείσει της κληρονομίας του κάποιου από αυτούς. Αντίθετα, κατά τη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου αυτού, του εισηγητή αρεοπαγίτη Ερωτόκριτου Καλούδη, υπάρχουν αμφιβολίες αν το έγγραφο αυτό λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, όταν μάλιστα- στο πλαίσιο ερμηνείας της διαθήκης-κατέληξε στην κρίση "ότι ο διαθέτης δεν θέλησε να είναι η ενάγουσα αποκλειστική κληρονόμος του επί του επίδικου ακινήτου, κατ'αποκλεισμό των υπόλοιπων διαδίκων ανιψιών του και συνεπώς ότι ως προς το εν λόγω περιουσιακό του στοιχείο χωρίς η εξ αδιαθέτου διαδοχή", ακολούθως δε στην απόρριψη της παραπάνω αγωγής της αναιρεσείουσας και στην παραδοχή της συνεκδικασθείσας διεκδικητικής αγωγής των αντιδίκων της αναιρεσιβλήτων", λαμβάνοντας υπόψη- και- ότι "(α) οι σχέσεις του διαθέτη με όλα τα προαναφερόμενα ανίψια του...δεν είχαν διαταχθεί, ώστε να επιθυμεί να αποκλείσει της κληρονομίας κάποιον από αυτούς...", χωρίς όμως και να μνημονεύει την παραπάνω-υπ'αριθμ.καταθέσεως 93/2004-αγωγή του κληρονομουμένου κατά της τέταρτης αναιρεσίβλητης, από την οποία, σύμφωνα με τα προεκτειθέμενα, προέκυπτε- κατά την αναιρεσείουσα-σαφώς ότι οι σχέσεις τους ήταν σοβαρά διαταγμένες και συνεπώς ο κληρονομούμενος-διαθέτης-δεν ήθελε να αφήσει σ'αυτήν ιδανικό μερίδιο επί του σημαντικού επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου, κατά το βάσιμο- κατά τη μειοψηφούσα γνώμη-ερευνώμενο πρώτο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ, αφού κατά τη διάταξη αυτή του άρθρου 559 αριθ.11 περ.γ' ΚΠολΔ, όταν ο διάδικος, που προσκομίζει περισσότερα έγγραφα για την απόδειξη διάφορων ισχυρισμών, επικαλείται ειδικά ορισμένο απ'αυτά είτε για άμεση είτε για έμμεση απόδειξη ενός συγκεκριμένου ουσιώδους ισχυρισμού του και το δικαστήριο απορρίπτει αυτόν ως αναπόδεικτο, έχει υποχρέωση να βεβαιώσει ότι στην κρίση ου αυτή οδηγήθηκε, αν και εκτίμησε το έγγραφο αυτό, το οποίο και να μνημονεύει και δεν αρκεί η γενική και αόριστη βεβαίωση ότι έχουν ληφτεί υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα (ΑΠ 402/2009). ΙΙ. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγωνιστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα ψέγεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι ο διαθέτης ήθελε να περιέλθει το επίδικο ακίνητο σε όλα τα ανήψια του, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίμαχης μυστικής διαθήκης, " από το σαφές νόημα του κειμένου της- στην αρχή της οποίας ο διαθέτης έγραψε: "Εγώ ο Β. Χ. του Α. επιθυμώ μετά το θάνατό μου η περιουσία μου να περιέλθει στους κληρονόμους μου τους οποίους και εγκαθιστώ και μοναδικούς κληρονόμους"- προκύπτει αναμφίβολα ότι σε κάθε περίπτωση ο διαθέτης ήθελε μοναδικοί του κληρονόμοι να είναι όσοι ρητώς αναφέρονται στην ως άνω διαθήκη". Ο αναιρετικός αυτός λόγος, προεχόντως, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου του. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20.7.2011 αίτηση της Α. θυγ. Γ. Κ. για αναίρεση της 331/2010 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ για παραμόρφωση εγγράφου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, εφόσον με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου του.
Αποδείξεων εκτίμηση
Αποδεικτικών μέσων δύναμη, Αποδείξεων εκτίμηση.
0
Αριθμός 393/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΤΙΤΑΝ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Στυλιανό Σταματόπουλο και Νικόλαο Καραμητσάνη. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από α)τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, β)τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Δυτικής Αττικής, που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής και γ)τον Διευθυντή της Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας, που εδρεύει στην Ελευσίνα Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Διονύσιο Χειμώνα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/1/2007 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3237/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 6599/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1/10/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 326 του ν.4072/2012, με την οποία αντικαθίστανται το δέκατο και το ενδέκατο εδάφια του άρθρου 115 του από 11/12-11-1929 διατάγματος "περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων", ορίζεται ότι "Αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση της ανακοπής είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του κτήματος. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί ανακοπών κατά πρωτοκόλλων αποζημιώσεως χρήσεως δημοσίου κτήματος δεν χωρεί ένδικο μέσο. Αν η απόφαση που εκδίδεται ακυρώνει το πρωτόκολλο για λόγους που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή του κτήματος, ο ανακόπτων οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή εντός ενενήντα ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, άλλως το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και εκτελείται (...)". Η διάταξη αυτή δεν ορίζει αν η θεσπιζόμενη απαγόρευση των ενδίκων μέσων καταλαμβάνει ή όχι και τις εκκρεμείς ήδη, κατά την έναρξη της ισχύος του ν,.4072/2012 (11-4-2012), ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεις του ανωτέρω άρθρου 115 του από 11/12-11-1929 διατάγματος, όπως ορίζουν άλλες διατάξεις (π.χ. ίδιο άρθρ. 326 παρ. 1 για τις αναφερόμενες εκεί υποθέσεις), κατά συνέπειαν δε, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη και την μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδ. α' του Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι "το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση", στις προαναφερθείσες εκκρεμείς υποθέσεις, στις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν ισχύει η ανωτέρω απαγόρευση και οι σχετικές αποφάσεις υπόκεινται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης, στα οποία μέχρι τώρα (Ολ. Α.Π. 21-22/2002, 38/2002, Α.Π. 336/2006, 1780/2002) υπέκειντο. Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως διώκεται η αναίρεση της υπ' αριθμ. 6599/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε επί εφέσεως της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της υπ' αριθμ. 3237/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η ανακοπή της ιδίας (αναιρεσείουσας) κατά του αναφερόμενου πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημιώσεως για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος που είχε εκδοθεί εις βάρος της σύμφωνα με τις προρρηθείσες διατάξεις του άρθρου 115 του διατάγματος της 11/12-11-1929. Η αίτηση κατατέθηκε μεν την 15-12-2012, όπως τούτο προκύπτει από την οικεία έκθεση, ήτοι μετά την κατά τα ανωτέρω έναρξη της ισχύος του νόμου 4072/2012, δεν καταλαμβάνεται όμως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, από την θεσπιζόμενη ως άνω απαγόρευση ασκήσεως ενδίκων μέσων, επιτρεπόμενη ήδη κατά τον χρόνο εκδόσεως της πρωτόδικης απόφασης. Επομένως η κρινόμενη αίτηση στρεφόμενη κατά αποφάσεως που υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης και έχοντας ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις που ορίζονται στο άρθρο 495 παρ. 1 και 4 του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (έναρξη ισχύος 2-4-2012), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν (άρθρο 577 του Κ.Πολ.Δ.), αφού απορριφθεί η περί του αντιθέτου ένσταση που το αναιρεσίβλητο προτείνει με τις εμπροθέσμως, κατ' άρθρον 570 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατατεθείσες προτάσεις του, υποστηρίζοντας ότι η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση δεν υπόκειται ήδη, κατά το άρθρο 326 παρ. 3 του ν. 4072/2012, στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως. ΙΙ.- Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1α'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει του περιεχομένου της αγωγής ή των παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή (και) όταν δεν εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των ανωτέρω, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Εξάλλου, με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.4171/1961 ορίζεται ότι "Προς τον σκοπόν διευκολύνσεως πραγματοποιήσεως επενδύσεων, αίτινες θα συμβάλουν εις την επιτάχυνσιν του βαθμού αναπτύξεως της Ελληνικής Οικονομίας, εφαρμόζονται επί σημαντικών παραγωγικών επενδύσεων αι εν άρθροις 1 και 5 αναφερόμεναι ειδικαί διατάξεις (...)", με την παρ. δε 1 του άρθρου 3 του ίδιου ν.4171/1961, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.δ. 916/1971, ορίζεται ότι "Η επιχείρησης, εξαιρέσει περιπτώσεων προσκαίρου εθνικής ανάγκης, θα έχη το αποκλειστικόν δικαίωμα της χρησιμοποιήσεως των, δαπάναις της, κατασκευασθέντων βασικών λιμενικών έργων (ισοπεδώσεων, καθαρισμού βυθού, προκυμαίας, λιμενοβραχίονος κλπ.) η εκτέλεσις των οποίων θα ενεργήται πάντοτε κατόπιν αδείας της αρμοδίας Αρχής. Δια την χρησιμοποίησιν των λιμενικών έργων, πλην των δαπανών λειτουργίας και συντηρήσεώς των, η επιχείρησις εις ουδεμίαν ετέραν επιβάρυνσιν θα υπόκειται μέχρι πλήρους αποσβέσεως των ποσών των δαπανηθέντων παρ' αυτής, δια την κατασκευήν των". Από τη διάταξη του τελευταίου αυτού εδαφίου προκύπτει ότι η καθιερούμενη απαλλαγή της υπαγόμενης στον ανωτέρω αναπτυξιακό ν.4171/1961 επιχείρησης, από κάθε επιβάρυνση (πλην των δαπανών λειτουργίας κλπ) για την εκ μέρους της χρησιμοποίηση των αναφερόμενων λιμενικών έργων ισχύει μέχρι της πλήρους αποσβέσεως των δαπανηθέντων για την κατασκευή τους ποσών, όχι δε και μετά από αυτήν, τούτο δε, η μη απόσβεση δηλ. των δαπανών κατασκευής των έργων, αποτελεί και την προϋπόθεση της απαλλαγής από κάθε περαιτέρω επιβάρυνση, όπως π.χ. η καταβολή αποζημιώσεως για τη χρήση της λιμενικής ζώνης, ως δημοσίου κτήματος. ΙΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της υπ'αριθμ.3237/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η ένδικη ανακοπή της ιδίας (αναιρεσείουσας) κατά του υπ'αριθμ.25/21-12-2006 πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος το οποίο είχε εκδώσει εις βάρος της ανακόπτουσας - αναιρεσείουσας ο Διευθυντής της Κτηματικής Υπηρεσίας Δυτικής Αττικής, ως εκπρόσωπος του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, κατά το άρθρο 115 του διατάγματος της 11/12-11-1929 "Περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων". Το ανωτέρω πρωτόκολλο αφορά, ειδικότερα, τη χρήση από την αναιρεσείουσα κοινόχρηστου δημόσιου χώρου (αιγιαλού και παραλίας), συνολικού εμβαδού 42400 τ.μ., που βρίσκεται στην περιοχή του Δήμου Ελευσίνας και στον οποίο η αναιρεσείουσα διατηρεί βιομηχανική επιχείρηση παραγωγής τσιμέντου, για το χρονικό διάστημα από 20-5-2003 έως 30-6-2006, καθορίστηκε δε η καταβλητέα αποζημίωση στο συνολικό ποσό των 1.098.161,29 ευρώ. Οι σχετικές παραδοχές του Εφετείου έχουν ως ακολούθως: "Με το 25/21-12-2006 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος, που εξέδωσε ο Διευθυντής της Κτηματικής Υπηρεσίας Δυτικής Αττικής, η εκκαλούσα - ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στο εφεσίβλητο - καθόν η ανακοπή ελληνικό δημόσιο ως αποζημίωση για αυθαίρετη χρήση κοινόχρηστου δημόσιου χώρου (αιγιαλού και παραλίας) στην παραλιακή περιοχή "ΒΛΥΧΑ" του Δήμου Ελευσίνας (...), το συνολικό ποσό των 1.098.161,29 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 20-5-2003 έως 30-6-2006. Ειδικότερα από (...) προκύπτει ότι η άνω αποζημίωση επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας-ανακόπτουσας για την αυθαίρετη κατάληψη και χρήση τμήματος της ζώνης λιμένα Ελευσίνας συνολικού εμβαδού 42.400 τ.μ., εκ των οποίων α) 11.250 τμ. αντιστοιχούν στη χερσαία ζώνη λιμένα, β) 6.700 τ.μ. στην παραλία, γ)4.535 τ.μ. στον αιγιαλό, δ) 14.546 τ.μ. στις προσχώσεις του αιγιαλού , όπου έχουν ανεγερθεί, α) κρηπίδωμα μήκους 440,80 τμ. και β) προβλήτα εμβαδού 3.165 τμ. Στην άνω περιοχή και πλησίον του λιμένος Ελευσίνας Αττικής, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΤΣΙΜΕΝΤΑ TITAN A.E., η οποία έχει υπαχθεί στο καθεστώς του ν.4171/1961 "περί λήψεως γενικών μέτρων δια την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της οικονομίας της χώρας", διατηρεί βιομηχανική επιχείρηση παραγωγής τσιμέντου και προς εξυπηρέτηση της επιχείρησης της προέβη σταδιακά από το έτος 1961 έως και το έτος 1978 , κατόπιν αδειών και εγκρίσεων που χορηγήθηκαν στην ανακόπτουσα με σειρά κοινών υπουργικών αποφάσεων, σε προσχώσεις του αιγιαλού και στην κατασκευή και συμπλήρωση διαφόρων λιμενικών έργων και εγκαταστάσεων (κρηπιδώματος και προβλήτας) που υπήχθησαν στις διατάξεις του νόμου 4171/1961 "περί λήψεως γενικών μέτρων δια την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της οικονομίας της χώρας" χαρακτηρισθείσες ως επενδύσεις του νόμου αυτού . Συγκεκριμένα, με βάση τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 4171/1961, εκδόθηκαν (α)οι υπ' αριθμ. 27401/14/1962 (ΦΕΚ 322/τ.β/11-9-1962), η υπ' αριθμ.57113/14/1964 (ΦΕΚ 672/τ.β.29-12-1964), η υπ' αριθμ. 15608/14/8-6-1976 (ΦΕΚ 406/Τ.Β./21-6-1967) και η ΕΙ/979/14Γ/1974 (ΦΕΚ 838/τ.β./29-8-1974) ΚΥΑ, με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι η προτεινόμενη από την ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα επένδυση είναι παραγωγική κατά το άρθρο 1 παρ. 2, 5 του Ν. 4171/1961 και χορηγήθηκε άδεια σ' αυτήν (ανακόπτουσα) για την επέκταση των εγκαταστάσεων του εργοστασίου της στην Ελευσίνα και η υπ' αριθμ. 57781/683/1964 ΚΥΑ, με την οποία εγκρίθηκε η εισαγωγή κεφαλαίων εκ του εξωτερικού δυνάμει του ν. 2687/53 από την ήδη εκκαλούσα για την επέκταση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων του ανωτέρω εργοστασίου της, β) υπογράφηκαν μεταξύ της ήδη εκκαλούσας και του Ελληνικού Δημοσίου οι από 27-6-1973 (ΦΕΚ 139/τ.α./4-7-1973), 31-10-1975 (ΦΕΚ 251/τ.α./15-l 1-1976) και 22-8-1977 (ΦΕΚ 228/τ.α./23-8-1977), συμβάσεις με τις οποίες υπήχθησαν στις διατάξεις του άνω νόμου οι επενδύσεις αυτής. Περαιτέρω με το Π.Δ. 796/1975, (ΦΕΚ Α'260/1975) και την 9380/2189/1977 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών εγκρίθηκαν οι γενόμενες προσχώσεις του αιγιαλού, και με τις 5537/1975, 1741/1682/1976, 18887/5652/1650/1976, 1723/5.23.2./1977 και ΒΣ2/5/22/Φ1-η/1978 αποφάσεις εγκρίθηκαν η κατασκευή και συμπλήρωση διαφόρων λιμενικών έργων και εγκαταστάσεων (κρηπιδώματος και προβλήτας), υπαχθείσες στις διατάξεις του νόμου 4171/1961 "περί λήψεως γενικών μέτρων δια την υποβοήθησιν της αναπτύξεως της οικονομίας της χώρας" και χαρακτηρισθείσες ως επενδύσεις του νόμου αυτού. Τέλος με την ΙΕ/ΟΕ/1373/014 /1983 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας διαπιστώθηκε η πλήρωση των όρων της από 22-8-1977 συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ανακόπτουσας και ότι πραγματοποιήθηκε επένδυση συνολικού ύψους 1.853.580.558 δραχμών, ορίστηκε δε ημερομηνία ενάρξεως της παραγωγικής δράσεως της επιχειρήσεως με την ανωτέρω επένδυση η 30-6-1981. Το παραπάνω τμήμα της ζώνης λιμένα Ελευσίνας που η εκκαλούσα χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της επιχείρησης της, ως προς όλα τα επί μέρους τμήματα του (χερσαία ζώνη λιμένα, .παραλία, αιγιαλός, προσχώσεις αιγιαλού, προβλήτα και κρηπίδωμα) είναι κοινόχρηστο πράγμα, ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (εφεσίβλητου) και κατά τον προϊσχύσαντα Α.Ν. 2344/1940 "περί αιγιαλού και παραλίας" και κατά τον ήδη ισχύοντα Ν.2971/2001 "Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις" (άρθρα 2 παρ. 1, 18, 19, 21 και 22 του νόμου αυτού) και η χρήση και εκμετάλλευση αυτού ανήκε στο Λιμενικό Ταμείο Ελευσίνας, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν.δ.2942/1954. Κατά παρέκκλιση της παραπάνω διατάξεως (αρθρ. 7 παρ. 1 ν.2942/1954), η παραχώρηση της χρήσης ζώνης λιμένα προς εξυπηρέτηση επενδύσεων που υπήχθησαν στους αναπτυξιακούς νόμους 2687/1953 ή 4171/1961, όπως εν προκειμένω της ανακόπτουσας, μέχρι μεν του έτους 1975 μόνο με προεδρικό διάταγμα, από δε του έτους 1975, μόνο με απόφαση του υπουργού οικονομικών μπορούσε να γίνει (άρθρα 9 του Α.Ν. 2344/1940 και 3 παρ. 2 όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 3 του Ν.Δ. 916/1971 και 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 159/1975), ενώ από την 19-12-2001, αφότου άρχισε να ισχύει ο Ν.2971/2001, απαιτείται, κατά το άρθρο 14 παρ.6 του νόμου αυτού, για το σκοπό αυτό κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και Εμπορικής Ναυτιλίας. Όμως, τέτοιο προεδρικό διάταγμα ή υπουργική απόφαση που να παραχωρεί την χρήση του επιδίκου τμήματος της ζώνης λιμένα Ελευσίνας στην εκκαλούσα προς εξυπηρέτηση των επενδύσεων της, ουδέποτε εκδόθηκε μέχρι την 27-6-2001 που η χρήση και εκμετάλλευση της ζώνης λιμένα ανήκε στο Λιμενικό Ταμείο Ελευσίνας το οποίο λειτουργούσε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, γι' αυτό η τελευταία (εκκαλούσα) χρησιμοποιούσε πάντοτε το επίδικο αυτό τμήμα της ζώνης λιμένα Ελευσίνας, δυνάμει αποφάσεων της Λιμενικής Επιτροπής που εκδίδονταν κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2942/1954 και της παραχωρούσαν τη χρήση του έναντι ανταλλάγματος για περιορισμένο κάθε φορά χρονικό διάστημα ενός έτους. Με την μετατροπή του Λιμενικού Ταμείου σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Οργανισμός Λιμένα Ελευσίνας Α.Ε." (άρθρο 21 παρ. 3 του ν. 2932/2001 ΦΕΚ Α' 145/27 Ιουνίου 2001), η τελευταία, ως διάδοχος του πρώην Λιμενικού Ταμείου (άρθρο 21 παρ. 6 του ν. 2932/2001), καθόρισε δια του Δ.Σ. αυτής το οφειλόμενο αντάλλαγμα για το έτος 2002. Τα επικαλούμενα από την ανακόπτουσα - εκκαλούσα έγγραφα, ήτοι το Π.Δ. 796/15-11-1975 (ΦΕΚ Α 260/75) και η 9389/2189/7-12-1977 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, δεν αφορούν παραχώρηση δικαιώματος χρήσης τμήματος ζώνης λιμένα, αλλά έγκριση, μόνο, για κατασκευή λιμενικού έργου και δη πρόσχωσης θαλάσσιας περιοχής 4.500 τμ. και 12.250 τμ. , αντιστοίχως. Στις 20-5-2003, σε εκτέλεση του άρθρου 24 παρ. 1 του ν. 2932/2001 (ΦΕΚ Α'145/27 Ιουλίου 2001) συνήφθη σύμβαση παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της "Ο.Λ.Ε. Α.Ε." δυνάμει της οποίας (όρος 2.1) το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε προς την τελευταία (ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Οργανισμός Λιμένος Ελευσίνας Α.Ε."), το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της ζώνης λιμένα Ελευσίνας γενικά, σύμφωνα όμως με τον όρο 2.4. ΙΙΙ) αυτής, εξαιρέθηκαν από την παραχώρηση αυτή "περιοχές, εγκαταστάσεις και έργα, επί των οποίων υφίστανται δικαιώματα αποκλειστικής χρήσης τους, τα οποία έχουν χορηγηθεί σε βιομηχανικές επιχειρήσεις με βάση διατάξεις αναπτυξιακών νόμων ...". Κατά την αληθή έννοια του παραπάνω όρου της εν λόγω από 20-5-2003 συμβάσεως, το Ελληνικό Δημόσιο (καθ' ου - εφεσίβλητο) παρακράτησε για τον εαυτό του το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης όσων τμημάτων της ζώνης αυτής εξυπηρετούν επενδύσεις επιχειρήσεων που έχουν υπαχθεί μεν σε αναπτυξιακούς νόμους, δεν τους έχει παραχωρηθεί όμως το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης με απόφαση του υπουργού οικονομικών μέχρι το 1975 (άρθρα 9 του Α.Ν. 2344/1940 και 3 παρ. 2 όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 3 του Ν.Δ. 916/1971 και 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 159/1975), ή με κοινή απόφαση των υπουργών οικονομικών ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και Εμπορικής Ναυτιλίας από την 19-12-2001, (άρθρο 14 παρ. 6 του Ν. 2971/2001), όπως στην προκειμένη περίπτωση της ανακόπτουσας-εκκαλούσας. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 20-3-2003 έως και 30-6-2006 η ανακόπτουσα - εκκαλούσα για τις ανάγκες της επιχειρήσεως της έκανε χρήση του επιδίκου τμήματος της ζώνης λιμένα Ελευσίνα που αποτελεί δημόσιο κτήμα, αυθαιρέτως, χωρίς συμβατική σχέση, αφού οι μεν προγενέστερες περιορισμένης διάρκειας άδειας χρήσης που είχαν εκδοθεί από τον προηγούμενο φορέα χρήσης και εκμετάλλευσης αυτού, δηλαδή από τη λειτουργούσα, στο πλαίσιο του Λιμενικού Ταμείου Ελευσίνας, Λιμενική Επιτροπή, είχαν όλες λήξει, ενώ έως και σήμερα δεν έχει εκδοθεί προεδρικό διάταγμα ή υπουργική απόφαση, κατά τις ήδη αναφερθείσες παραπάνω διατάξεις που να παραχωρεί στην ανακόπτουσα-εκκαλούσα, ως επιχείρηση της οποίας οι επενδύσεις έχουν υπαχθεί στο ν.4171/1961, ευρύτερο εκείνου που μπορούσε να παραχωρήσει η παραπάνω επιτροπή δικαίωμα χρήσης αυτού. Επομένως, το αρμόδιο γραφείο της Κτηματικής Υπηρεσίας της Δυτικής Αττικής, με το ανακοπτόμενο πρωτόκολλο ορθά βεβαίωσε σε βάρος της εκκαλούσας-ανακόπτουσας αποζημίωση για αυθαίρετη χρήση του προαναφερθέντος Δημοσίου κτήματος για το χρονικό διάστημα από 20-5-2003 έως 30-11-2006. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι πρώτος και . δεύτερος λόγοι της ανακοπής τους οποίους η ανακόπτουσα-εκκαλούσα επαναφέρει με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της εφέσεως της και με τους οποίους ισχυρίζεται ότι παρανόμως και από αναρμόδιο καθ' ύλην όργανο εκδόθηκε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο κατ' άρθρο 115 του Π.Δ. 11/12.11.1929 "περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων", επειδή η χρήση του επιδίκου τμήματος της ζώνης λιμένα Ελευσίνας απ' αυτήν κατά το πιο πάνω κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν συμβατική και επομένως νόμιμη και όχι αυθαίρετη, είναι αβάσιμοι κατ'ουσίαν και πρέπει ν'απορριφθούν". IV. Με τον πρώτο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ως ανωτέρω ότι η αναιρεσείουσα έκανε αυθαίρετη, χωρίς δηλαδή συμβατική παραχώρηση, χρήση του ειρημένου κοινόχρηστου δημόσιου χώρου κατά το επίδικο χρονικό διάστημα επειδή δεν είχαν εκδοθεί προς τούτο τα απαιτούμενα κατά τις παρατιθέμενες στην απόφαση ως άνω διατάξεις και τις αναφερόμενες διακρίσεις προεδρικά διατάγματα ή (και) Υπουργικές αποφάσεις, παραβίασε, με την μη εφαρμογή της, την εφαρμοστέα εν προκειμένω κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ν.4171/1961, την οποία και το Εφετείο μνημονεύει στη μείζονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού και με την οποία ορίζεται, μεταξύ των άλλων και όπως προαναφέρθηκε (ανωτ.υπό ΙΙ), ότι "Δια την χρησιμοποίησιν των λιμενικών έργων πλήν των δαπανών λειτουργίας και συντηρήσεις των, η επιχείρησις εις ουδεμίαν ετέραν επιβάρυνσιν θα υπόκειται μέχρι πλήρους αποσβέσεως των μέσων των δαπανηθέντων παρ'αυτής διά την κατασκευήν των". Από τη διάταξη όμως αυτή προκύπτει σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ότι η αναφερόμενη (παρ.2) απαλλαγή της αναιρεσείουσας, για την οποία εδώ πρόκειται, από οποιαδήποτε επιβάρυνση για τη χρήση των λιμενικών έργων τα οποία η ίδια κατασκεύασε κατόπιν αδείας της αρχής (προσχώσεις αιγιαλού, κρηπίδωμα και προβλήτα), εκτός από τις δαπάνες κατασκευής και συντηρήσεως των έργων αυτών, ισχύει μέχρι την πλήρη απόσβεση των ποσών που η εταιρεία δαπάνησε για την κατασκευή τους. Επομένως η αναιρεσείουσα, που επικαλείται τη διάταξη αυτή και την εντεύθεν μη υποχρέωσή της (απαλλαγή) να καταβάλει αντάλλαγμα για τη χρήση των έργων αυτών (ως μέρος των κοινόχρηστων χώρων για τους οποίους εκδόθηκε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όφειλε με την ανακοπή και την έφεσή της να αναφέρει (και) ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ότι δηλαδή μέχρι τον επίδικο χρόνο δεν έχει αποσβέσει πλήρως τις δαπάνες της για την κατασκευή των έργων. Πολλώ δε μάλλον που τόσον η πρωτόδικη όσον και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχονται ότι ως ημέρα ενάρξεως της παραγωγικής δράσεως της αναιρεσείουσας ορίστηκε με τις οικείες Υπουργικές αποφάσεις η 30-6-1981, ενώ κατά τα προηγούμενα του επίδικου χρονικού διαστήματος έτη η αναιρεσείουσα κατέβαλε στον προηγούμενο φορέα του χώρου (Λιμενικό Ταμείο Ελευσίνας) το αναφερόμενο (συμβατικό) αντάλλαγμα για τη χρήση του επίδικου αυτού χώρου. Επομένως, αφού δηλαδή η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε με την ανακοπή και την έφεσή της, όπως από τα σχετικά δικόγραφα προκύπτει (ούτε άλλωστε ισχυρίζεται κάτι τέτοιο με την αναίρεσή της), ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι ειρημένες πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης (μη απόσβεση δαπανών), το Εφετείο, εξετάζοντας τους λόγους της ανακοπής που είχαν αχθεί ενώπιόν του, δεν όφειλε (και δεν μπορούσε) να εφαρμόσει την διάταξη αυτή, ώστε με την μη εφαρμογή της να την παραβιάσει και να υποπέσει έτσι στην αποδιδόμενη με τον εξεταζόμενο πρώτο λόγο αναιρέσεως αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ. Κατά συνέπειαν ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι, κατά το ανωτέρω σκέλος του, αβάσιμος. Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου πρώτου, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγου του αναιρετηρίου η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο αν ήθελε θεωρηθεί ότι με τις προαναφερθείσες παραδοχές του έκρινε συνεφαρμοστέα την επίσης αναφερόμενη στην απόφασή του διάταξη του άρθρου 3 παρ.2 του ν.4171/1961, κατά την οποία "Το δημόσιον δύναται δι'αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών να παραχωρήση εις την επιχείρησιν την αποκλειστικήν χρήσιν αναλόγου προς τας ανάγκας αυτής εκτάσεως του προκειμένου αιγιαλού και της θαλάσσιας περιοχής. Η παραχώρησις γίνεται άνευ ανταλλάγματος δια τα πρώτα δέκα πέντε (15) έτη από της ενάρξεως της παραγωγικής δράσεως της επιχειρήσεως" και η οποία αφορά όχι τη "ζώνη λιμένα" για `τη χρήση της οποίας εκδόθηκε το ανακοπτόμενο πρωτόκολλο αλλά την πέραν της ζώνη αυτής ("προκείμενη") έκταση του αιγιαλού και της θαλάσσιας περιοχής, παραβίασε τη διάταξη αυτή, η οποία και δεν ήταν εφαρμοστέα στην εξεταζόμενη περίπτωση. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο στήριξε το διατακτικό της απόφασής του στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 3 παρ.2 του ν.4171/1961, πράγμα όμως το οποίο δεν είναι αληθές, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω, υπό ΙΙΙ, παραδοχές του δικαστηρίου. V. Κατά το άρθρο 115 εδ.α'του προαναφερθέντος από 11/12-11-1929 διατάγματος "εις βάρος των οπωσδήποτε άνευ συμβατικής σχέσεως καρπουμένων ή ποιουμένων χρήσιν δημοσίων κτημάτων ή τοιούτων, ων την νομήν η την χρήσιν έχει δια συμβάσεως οιασδήποτε το Δημόσιον ή η Δ.Δ.Κ., βεβαιούται αποζημίωσις δι'ον χρονικόν διάστημα εποιήσατο χρήσιν", τέτοια δε δημόσια κτήματα (κοινόχρηστα, που ανήκουν στην κυριότητα του δημοσίου) είναι, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ.1 του α.ν.2344/1940 περί αιγιαλού και παραλίας, και οι χώροι και εν γένει τα κτήματα που περιλαμβάνονται στην κατά το άρθρο 14 του ίδιου α.ν. "ζώνη λιμένος", χερσαία και θαλάσσια του κάθε λιμένος. Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, υπό τις ίδιες, ως ανωτέρω, παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και το διατακτικό της απόφασής του, επιτρέποντας έτσι τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των προαναφερομένων ουσιαστικών διατάξεων και προσδίδοντας στην απόφαση νόμιμη βάση. Για την πληρότητα των αιτιολογιών αυτών δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρει το Εφετείο (και) α)το χρονικό σημείο της έναρξης από την αναιρεσείουσα της αυθαίρετης χρήσης του δημόσιου χώρου για την οποία εκδόθηκε το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο ούτε την εν γένει χρονική περίοδο στην οποία εκτείνεται η χρήση αυτή, αφού ουσιώδες εν προκειμένω είναι η αυθαίρετη χρήση του επίδικου αυτού χώρου κατά τον ειρημένο χρόνο (2003-2006) για τον οποίο εκδόθηκε το πρωτόκολλο, την οποία χρήση και δέχεται το Εφετείο, ούτε β)ποια ακριβώς πράγματα και σε ποια έκτασή τους από τη ζώνη λιμένος χρησιμοποιούσε η αναιρεσείουσα κατά τον επίδικο χρόνο, αρκούντος του ότι δέχεται το Εφετείο το και ουσιώδες ότι το πρωτόκολλο εκδόθηκε για το καταληφθέν δημόσιο τμήμα της ζώνης λιμένος Ελευσίνας συνολικού εμβαδού 42400 τ.μ., εκ των οποίων 11250 τ.μ. αντιστοιχούν στη χερσαία ζώνη λιμένος, 6700 τ.μ. στην παραλία, 4535 τ.μ. στον αιγιαλό, 14546 στις προσχώσεις του αιγιαλού, στις οποίες έχουν ανεγερθεί κρηπίδωμα μήκους 440,80 μ. και προβλήτα εμβαδού 3165 τ.μ., το οποίο τμήμα στο σύνολό του χρησιμοποίησε αυθαιρέτως η αναιρεσείουσα, ενώ, τέλος, γ)το Εφετείο δεν όφειλε επίσης να αναφέρει (προσδιορίσει) με ποιον τρόπο και πότε τα χρησιμοποιούμενα από την αναιρεσείουσα πράγματα "απέκτησαν τις ιδιότητες που δικαιολογούν τους νομικούς χαρακτηρισμούς τους που υιοθετούνται από την αναιρεσιβαλλομένη (ζώνη λιμένος, αιγιαλός κ.λπ)". Για το τελευταίο αυτό ζήτημα πρέπει να λεχθούν ειδικότερα τα εξής. Όπως από τα δικόγραφα της ανακοπής και της έφεσης προκύπτει, η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε στα δικαστήρια της ουσίας ότι το επίδικο δεν αποτελεί τμήμα της ζώνης λιμένος Ελευσίνας και αιγιαλό επομένως δημόσιο κτήμα, ως προϋπόθεση της εγκυρότητας του εκδοθέντος πρωτοκόλλου. Απεναντίας την ιδιότητα αυτή του επίδικου χώρου την λαμβάνει ως δεδομένη η αναιρεσείουσα στα ανωτέρω δικόγραφά της, με αποτέλεσμα να μην αποτελέσει αντικείμενο της δίκης στα δικαστήρια της ουσίας η ιδιότητα αυτή του επίδικου χώρου ως δημόσιου κτήματος. Επομένως το Εφετείο δεν είχε την υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικότερα την παραδοχή του ότι πρόκειται για δημόσιο κτήμα (ζώνη λιμένος, αιγιαλός κ.λπ.), όπως αβάσιμα και κατά τούτο υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον ανωτέρω, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της. VI. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα εταιρεία στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (αρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1-10-2012 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕ ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ ΤΙΤΑΝ" για αναίρεση της υπ'αριθμ.6599/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημόσιου κτήματος (ζώνης λιμένος). Ανακοπή. Όχι αναδρομική απαγόρευση ασκήσεως ενδίκων μέσων κατ’ άρθρον 326§3 ν. 4072/2012. Πότε δεν ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι από της αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. [Επικυρώνει ΕΑ 6599/2011].
Διαχρονικό δίκαιο
Αποζημίωση, Δημόσιο , Διαχρονικό δίκαιο.
0
Αριθμός 392/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Δ. Λ. και 2)Π. Δ. Λ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μίχα. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. Π. Γ., κατοίκου ... και 2)Π. Β. Γ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Μαργαρίτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/4/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λευκάδος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 377/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 127/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/4/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 του ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογήσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ' άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική της κυριότητας ακινήτου αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων και τη νομίμως ασκηθείσα ανταγωγή του πρώτου εναγομένου και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος των εναγομένων - αντενάγων, με παράγωγο τρόπο (δυνάμει δωρεάς) έχει καταστεί κύριος, νομέας και κάτοχος ενός οικοπέδου, έκτασης 353,77 τ.μ, που βρίσκεται εντός του οικισμού …. στην ειδικότερη θέση "..." και στο 157 οικοδομικό τετράγωνο(...). Το εν λόγω ακίνητο ανήκε κατά κυριότητα, από το έτος 1928, στη γιαγιά του (πρώτου εφεσιβλήτου - αντενάγοντος) Β. χήρα Β. Γ., η οποία ασκούσε σ' αυτό πράξεις νομής και το μεταβίβασε σ' αυτόν δυνάμει του υπ' αριθ. …/28.9.2000 συμβολαίου δωρεάς της συμ/φου Πρέβεζας Μαρίας Γουρζή, που μεταγράφηκε νόμιμα (...). Από τότε αυτός - αντενάγων - κατέχει και νέμεται το εν λόγω ακίνητο με διάνοια κυρίου. Τμήμα του ακινήτου αυτού αποτελεί και το επίδικο, έκτασης 141,88 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται στο από Ιανουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Ζ. με τα στοιχεία Μ, 1, 16, 15, 14, 13, 12, Α, Π, Ο, 20, 19, 18, 17, ΞΙ, Ξ, Μ (...). Στην ίδια περιοχή και στο νότιο τμήμα του παραπάνω ακινήτου του αντενάγοντος υπάρχει οικόπεδο συνιδιοκτησίας των εναγόντων. Τα δύο αυτά οικόπεδα αποτελούσαν ένα ενιαίο ακίνητο, μαζί με μία τρίτη ιδιοκτησία ευρισκόμενη στο νότιο τμήμα της ιδιοκτησίας των εναγόντων και ανήκε κατά κυριότητα στη γιαγιά των πρώτου εφεσιβλήτου και των εναγόντων - εκκαλούντων Ε. χήρα Π. Γ., η οποία βρίσκονταν στη νομή του περισσότερο από τριάντα χρόνια. Κατά το έτος 1928, η παραπάνω απώτερη δικαιοπάροχος των διαδίκων μεταβίβασε ατύπως το επίδικο (τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου της) στην κόρη της Β. Β. Γ., γιαγιά του πρώτου και μητέρα του δεύτερου των εφεσιβλήτων, η οποία και βρίσκονταν στη νομή του αδιαλείπτως μέχρι και το έτος 2000 (που το μεταβίβασε) και είχε καταστεί έτσι κυρία του παραπάνω ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία). Η τελευταία, το προαναφερόμενο έτος (2000) μεταβίβασε λόγω δωρεάς το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο στον πρώτο των εναγομένων - αντενάγοντα, ο οποίος και κατέστη κύριος αυτού - επιδίκου, αφού κυρία ήταν η πιο πάνω δικαιοπάροχος του. Ρητή είναι η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου "το επίδικο ανήκε στον παππού του πρώτου εναγόμενου - αντενάγοντος, από τον οποίο έπαιρνε άδεια προκειμένου να χρησιμοποιεί μία ερειπωμένη αποθήκη που βρίσκεται εντός αυτού και επιβεβαιώνεται και από τις λοιπές ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζονται νόμιμα από τους εναγομένους - εφεσιβλήτους, στις οποίες ρητώς αναφέρονται πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου του αντενάγοντος και κυρίως του συζύγου της (ανέγερση των εντός αυτού ευρισκομένων κτισμάτων και χρησιμοποίηση τους κατά την περίοδο της κατοχής). Οι ενάγοντες, προς απόδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής τους, ισχυρίζονται ότι η απώτερη δικαιοπάροχος γιαγιά τους Ε. χήρα Π. Γ. ήταν κυρία των ιδιοκτησιών των διαδίκων, τις οποίες κατά το έτος 1929 διένειμε ατύπως στις κόρες της Β., Σ. και Α. και ότι η μητέρα τους Σ., στην οποία περιήλθε το επίδικο ακίνητο, βρίσκονταν από τότε στη νομή του, κτίζοντας η ίδια τα εντός του επιδίκου ευρισκόμενα κτίσματα και δη αποθήκη, φούρνο, κοτέτσι και τουαλέτα. Προς ενίσχυση των ισχυρισμών τους, εκτός της ένορκης εξέτασης του μαρτυρά τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, προσκομίζουν και επικαλούνται τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες αναφέρονται πράξεις νομής εκ μέρους της δικαιοπαρόχου μητέρα τους. Πλην όμως, οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί, δεδομένου ότι τη συνδρομή των ίδιων ως άνω πραγματικών περιστατικών επικαλέστηκαν για εδαφική έκταση, εμβαδού 53,66 τ.μ. προς νότο του επιδίκου, όμορη με ιδιοκτησία των, την κυριότητα του οποίου (ακινήτου) διεκδικούσαν σε βάρος του αντενάγοντος, το οποίο δυνάμει της υπ' αριθ. 88/2002 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λευκάδας, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, αναγνωρίστηκε ότι ανήκει κατά κυριότητα στον εφεσίβλητο - αντενάγοντα. Κυρίως όμως δεν γίνονται πειστικοί, λόγω του γεγονότος ότι υπάρχει σταθερό φυσικό διαχωριστικό όριο των όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων. Ειδικότερα, στο πιο πάνω ακίνητο του εφεσιβλήτου βρίσκεται και το όριο των δύο ιδιοκτησιών των διαδίκων, οι οποίες διαχωρίζονται από φυσικό πρανές βράχων με εξάρσεις και ενδιάμεσα κενά, που δημιουργούν μία υψομετρική διαφορά μέχρι 2,5 μέτρων περίπου. Το ακίνητο του εναγομένου - αντενάγοντος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, βρίσκεται χαμηλότερα σε σχέση με εκείνο των εναγόντων και δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης από το ένα ακίνητο προς το άλλο, λόγω της εν λόγω υψομετρικής διαφοράς και της μορφολογίας του εδάφους. Η αληθινή θέση της οριακής γραμμής των ιδιοκτησιών των διαδίκων ήταν πάντοτε γνωστή στους εκκαλούντες - αντεναγομένους, αφού ήταν οριοθετημένη με τοιχίο από σκυρόδεμα, παλαιούς λίθους και βράχους. Αδιαμφισβήτητα γνωστή (η οριακή γραμμή) και αποδεκτή ήταν από τη δικαιοπάροχο, μητέρα τους Σ. χήρα Δ. Λ., η οποία σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λευκάδος, μεταξύ της ίδιας και της αδελφής της, δικαιοπαρόχου του αντενάγοντος - εφεσιβλήτου, Β. Γ., επί της οποίας εκδόθηκε η 120/1999 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, ισχυρίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις - σημείωμα της ότι το όριο των δύο ιδιοκτησιών βρίσκεται στο παραπάνω σημείο. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού της αυτού, προσκόμισε το από Νοεμβρίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Π. Κ., το οποίο συνετάγη καθ' υπόδειξη αυτής, στο οποίο η επίδικη έκταση ρητώς αναγνωρίζεται ως ιδιοκτησία της δικαιοπαρόχου των εναγομένων, καθώς και ένορκες βεβαιώσεις στις οποίες βεβαιώνεται ότι οι δύο ιδιοκτησίες διαχωρίζονται από τη γραμμή απολήξεως φυσικών βράχων επί της οποίας, ο πρώτος των εναγόντων το έτος 1973 κατασκεύασε το προαναφερθέν τοιχίο από σκυρόδεμα, καθώς και ότι η κεραμοσκεπής αποθήκη, τμήμα της οποίας βρίσκεται εντός του επιδίκου, ευρίσκεται εντός της ιδιοκτησίας της δικαιοπαρόχου των εναγομένων - εφεσιβλήτων Β. Γ.. Προς απόκρουση των γεγονότων αυτών, ισχυρίζονται αβασίμως οι εκκαλούντες - ενάγοντες ότι κατά το χρόνο που η δικαιοπάροχός τους προέβη στις πιο πάνω ενέργειες προς αντίκρουση της σχετικής δίκης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ήταν ασθενής, μη δυνάμενη για το λόγο αυτό να επιμεληθεί της υπόθεσης της (...). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το έτος 2006, οι ενάγοντες απαγορεύουν στον πρώτο εναγόμενο - αντενάγοντα ν' ασκήσει πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, το οποίο παρανόμως κατέχουν, καθόσον αυτό αποτελεί τμήμα του προαναφερόμενου ακινήτου του, εμποδίζοντάς τον να εισέλθει και να παραμείνει σε αυτό, αποβάλλοντάς τον με τον τρόπο αυτό από την νομή του. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι κύριος του επίδικου ακινήτου έχει καταστεί ο πρώτος των εναγομένων-αντενάγων και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος, με παράγωγο τρόπο και δη με δωρεά από τη γιαγιά του Β. χήρα Β. Γ., δυνάμει του …/28-9-2000 συμβολαίου δωρεάς της συμβολαιογράφου Πρέβεζας Μαρίας Γουρζή που μεταγράφηκε νόμιμα, και ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε στη μητέρα τους Σ. χήρα Δ. Λ.. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτου αγωγή των εναγόντων-αντεναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων και δέχτηκε την ανταγωγή του πρώτου αναιρεσιβλήτου, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που έκρινε όμοια. Με αυτά που δέχθηκε mi έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από την ως άνω άμεση δικαιοπάροχο του πρώτου αναιρεσιβλήτου, στον οποίο το μεταβίβασε με δωρεά το έτος 2000, και της μη απόδειξης ότι το επίδικο είχε περιέλθει ποτέ με έκτακτη χρησικτησία στην δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές του Εφετείου, το επίδικο ακίνητο και νοτίως αυτού όμορο ακίνητο αποτελούσαν αρχικά ένα ενιαίο ακίνητο, που ανήκε κατά κυριότητα στη γιαγιά των αναιρεσειόντων και του πρώτου αναιρεσιβλήτου Ε. χήρα Π. Γ., η οποία το έτος 1928 μεταβίβασε ατύπως το επίδικο (τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου της) στην κόρη της και μητέρα του πρώτου αναιρεσιβλήτου Β. Β. Γ., η οποία έκτοτε νεμόταν συνεχώς με διάνοια κυρίου το επίδικο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και δη μέχρι το έτος 2000, οπότε το μεταβίβασε λόγω δωρεάς στον εγγονό της πρώτο των αναιρεσιβλήτων, και έτσι είχε καταστεί κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Μάλιστα, η αληθινή θέση της οριακής γραμμής των ιδιοκτησιών των διαδίκων ήταν πάντοτε γνωστή στους ενάγοντες-αναιρεσείοντες, ήταν δε γνωστή και αποδεκτή και από τη δικαιοπάροχο μητέρα τους Σ. και ότι ήδη με την 88/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λευκάδας, που έχει καταστεί αμετάκλητη, αναγνωρίστηκε ο πρώτος αναιρεσίβλητος κύριος σε τμήμα του επιδίκου εμβαδού 53,66 τ.μ. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. II. Κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 2058/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι κύριος του επίδικου ακινήτου είναι ο πρώτος εναγόμενος-πρώτος αναιρεσίβλητος και ακολούθως να απορρίψει την ένδικη αγωγή και να δεχτεί την ανταγωγή του πρώτου αναιρεσιβλήτου, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι οι ίδιοι είναι συγκύριοι του επιδίκου, ήτοι: 1) δέκα πέντε (15) φωτογραφίες και 2) τις 128/1969 και 87/1971 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, με τις οποίες αναγνωρίστηκαν οι δικαιούχοι και καθορίστηκε τιμή μονάδος αποζημιώσεως της απαλλοτρίωσης για τη διάνοιξη του δρόμου Νυδρίου-Λευκάδας, καθώς και τα σχετικά κτηματολογικά διαγράμματα μαζί με το ΠΠΔΕ 2920/Φ/23-5-2001 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λευκάδος, Διεύθυνση ΠΠΔΕ, Τμήμα Κατασκευών. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδείκνυα μένα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων, και "από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι", και το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύσει χωριστά το καθένα από αυτά. III. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-4-2011 αίτηση των Μ. Λ. και Π. Λ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 127/2011 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόκτηση κυριότητας με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο. Προϋποθέσεις. Λόγοι αναιρέσεως από τους άρ. 19 και 11γ του ΚΠολΔ. Πότε δημιουργούνται [Επικυρώνει ΕφΠατρ 127/2011].
Κυριότητα
Κυριότητα.
0
Αριθμός 378/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ - ΠΥΡΚΑΛ", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου (κατόπιν συγχωνεύσεως) των ανωνύμων εταιρειών με την επωνυμία: α) "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΟΠΛΩΝ (ΕΒΟ) ΑΕ", που έδρευε στον ... και εκπροσωπείτο νόμιμα και β) "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΥΡΙΤΙΔΟΠΟΙΕΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΟΥ (ΠΥΡΚΑΛ) ΑΕ", που έδρευε στον ... και εκπροσωπείτο νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Παπαϊωάννου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Π. του Α., κατοίκου ..., έως και 73) Α. Μ. του Θ., κατοίκου ... . Οι 2ος, 5η, 13ος, 16η, 25ος, 40η, 43η, 57ος, 61ος, 62ος, 64η, 68ος, 72ος και 73ος των αναιρεσιβλήτων παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Σπυράτο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) εκ παραδρομής το όνομα της 10ης των αναιρεσιβλήτων γράφτηκε στο αναιρετήριο "Σ." αντί του ορθού "Σ.", β) το όνομα πατρός του 18ου των αναιρεσιβλήτων εκ παραδρομής γράφτηκε στο αναιρετήριο "Β." αντί του ορθού "Ν." και γ) το επώνυμο της 54ης των αναιρεσιβλήτων είναι Κ. Ά. (πρώην Σ. Ά.) του Ι. . Οι 1ος, 3η, 4η, 6ος, 7ος, 8η, 9ος, 10η, 11ος, 12η, 14ος, 15η, 17η, 18ος, 20η, 21η, 22ος, 23ος, 28ος, 30η, 32ος, 33η, 34η, 35ος, 37η, 38η, 39η, 41ος, 42η, 45η, 46ος, 48ος, 49η, 50η, 51η, 53η, 54η, 55ος, 56η, 58η, 59ος, 63η, 65ος, 66ος, 67ος, 69ος και 70ος των αναιρεσιβλήτων εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Σπυράτο, ενώ οι 19ος, 24η, 26η, 27ος, 29η, 31ος, 36η, 44η, 47ος, 52η, 60η και 71η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-7-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 97/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3035/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-2-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 20-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της από 18-2-2013 αίτησης, για αναίρεση της 3035/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι αναιρεσίβλητοι, Χ. Ε. (19ος), Ρ. - Α. Κ. (24η), Ά. Κ. (26η), Ι. Κ. (27ος), Λ. Κ. (29η), Ν. Κ. (31ος), Α. Μ. (36η), Κ. Ξ. (44η), Κ. Π. (47ος), Ε. Σ. (52η), Χ. Τ. (60η) και Φ. Π. (71η), δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου των, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο δικηγόρος Γεράσιμος Σπυράτος, που φέρεται ότι επέσπευσε τη συζήτηση της υπόθεσης και για λογαριασμό των απολιπομένων αναιρεσίβλητων, είχε διοριστεί νόμιμα πληρεξούσιός των, προκειμένου να προβεί σ' αυτήν τη διαδικαστική πράξη, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι οι ίδιοι κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στην παρούσα δικάσιμο από την αντίδικο τους αναιρεσείουσα ή τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκομίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο αυτή. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως προς τους παραπάνω αναιρεσίβλητους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ως μισθός νοείται και κάθε επιπλέον παρεχόμενη από τον εργοδότη του συμφωνημένου ή του νόμιμου μισθού, ιδιαίτερη αμοιβή στον εργαζόμενο, με βάση το νόμο ή τη σύμβαση, προκειμένου να έχει αυτός μεγαλύτερη παραγωγική εργασία. Εάν δε στον εργαζόμενο καταβάλλεται παροχή σε είδος, ως μισθός, η αποτίμηση αυτή για τον καθορισμό του συνολικού μισθού γίνεται με βάση την αξία την οποία έχει η παροχή αυτή για τον εργαζόμενο, δηλαδή το τίμημα που θα καταβάλει αυτός στην ελεύθερη αγορά για να προμηθευτεί το είδος. Η οικειοθελής ιδιαίτερη αμοιβή προς τον εργαζόμενο, όταν συνεχίζεται και επαναλαμβάνεται για μακρό χρονικό διάστημα και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για τακτική καταβολή της, με την έννοια του μισθού, οπότε δεν μπορεί πλέον να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, εκτός εάν αυτός από την αρχή είχε δηλώσει ρητώς την επιφύλαξή του να διακόψει στο μέλλον την οικειοθελή παροχή του εργοδότη. Έτσι, η οικειοθελής παροχή από τη στιγµή που γίνεται αποδεκτή δεν στηρίζεται πια στη µονοµερή θέληση του εργοδότη, αλλά στη σύµβαση που έστω και σιωπηρώς καταρτίσθηκε, µε συνέπεια να µην δύναται ο τελευταίος να την αναζητήσει, αφού την κατέβαλε. Η καθιέρωση γεύµατος στο προσωπικό µιας επιχείρησης, που παρέχεται ως αντάλλαγµα για την εργασία του και ως εκ τούτου αποτελεί µισθό σε είδος, εφόσον παρέχεται κάτω από τις προεκτεθείσες συνθήκες, µπορεί να αποτελέσει οικειοθελή παροχή, που δεν µπορεί να ανακληθεί ελεύθερα από τον εργοδότη. Περαιτέρω, από τα άρθρα 3 του ν. 3239/1955 (που ίσχυσε µέχρι 8-5-1990) και 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, µε τα οποία ορίζεται ότι οι ευνοϊκότεροι και οι παρέχοντες µεγαλύτερη προστασία στους εργαζοµένους όροι των ατοµικών συµβάσεων είναι επικρατέστεροι εκείνων που διαλαμβάνονται στη συλλογική σύµβαση (ή διαιτητική απόφαση) συνάγεται ότι, όταν µε την ατοµική σύµβαση εργασίας καθορίστηκαν το είδος και οι συνθήκες παροχής της εργασίας και συµφωνήθηκε µισθός µεγαλύτερος του συνόλου των αποδοχών, που προβλέπονται από την οικεία συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση (δηλαδή του αθροίσματος βασικού µισθού και επιδοµάτων), τότε συγκεκριμένο επίδοµα, προβλεπόµενο από τη συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση για την παροχή εργασίας του αυτού είδους και µε τις ίδιες συνθήκες (που καθορίστηκαν µε την ατοµική σύµβαση εργασίας), δεν οφείλεται στον εργαζόμενο επιπλέον του συµφωνηµένου µεγαλύτερου µισθού, γιατί καλύπτεται από αυτόν, αφού οι όροι αµοιβής της ίδιας ποιοτικά εργασίας, οι περιεχόμενοι στην ατοµική και στη συλλογική σύµβαση δεν ισχύουν παράλληλα, αλλά επικρατεί η ευνοϊκότερη ρύθµιση, η οποία αποκλείει την εφαρµογή της δυσμενέστερης. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο υπέρτερος καταβαλλόμενος µισθός καλύπτει και συμψηφίζεται µε τις τυχόν αυξήσεις που χορηγούνται από Σ.Σ.Ε., Δ.Α. ή άλλη διάταξη νόµου και όχι όταν απορρέει από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από επιχειρησιακή συνήθεια του εργοδότη ή, τέλος, αποτελεί δεσμευτική οικειοθελή παροχή, της οποίας η διακοπή χορήγησης αποτελεί ανεπίτρεπτη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν από την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΟΠΛΩΝ (Ε.Β.Ο.)", η οποία αποτελεί επιχείρηση υπαγόμενη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συγχωνευθείσα από 28.12.2003 δυνάμει της .../2003 πράξης της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αργυρώς Σεργάκη - Παπαδογιάννη, με την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΥΡΙΤΙΔΟΠΟΙΕΙΟ ΚΑΙ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΟ (ΠΥΡΚΑΛ)" δια συστάσεως νέας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ - ΠΥΡΚΑΛ", η οποία υπεισήλθε, αυτοδικαίως, ως καθολική διάδοχος, σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των, ως άνω, συγχωνευθεισών εταιρειών. Οι προσλήψεις των εναγόντων έγιναν του 34ου από αυτούς το έτος 1978, του 23ου το έτος 1979, των 30ου και 63ου το έτος 1980, των 14ου, 15ου, 17ου, 56ου και 68ου το έτος 1981, των 16ου, 19ου, 20ου, 44ου, 52ου και 61ου το έτος 1982, των 22ου, 37ου, 38ου, 47ου, 54ου, 59ου, 65ου και 67ου το έτος 1983, των 41ου, 45ου, 46ου και 62ου το έτος 1984, των 1ου, 6ου, 8ου, 9ου, 10ου, 11ου, 18ου, 28ου, 39ου, 50ου, 55ου, 57ου, 60ου, 71ου και 72ου το έτος 1985, των 2ου, 3ου, 27ου, 33ου, 40ου, 69ου και 70ου το έτος 1986, των 4ου, 50ου, 7ου, 12ου, 24ου, 26ου, 29ου, 32ου, 36ου, 42ου, 43ου, 51ου και 66ου το έτος 1987, των 13ου, 21ου, 53ου, 64ου και 68ου το έτος 1988, του 49ου το έτος 1989 και των 31ου, 35ου και 48ου το έτος 1997. Το έτος 1983 η αρχική ως άνω εργοδότριά τους αποφάσισε να χορηγήσει σε όλο το προσωπικό των κεντρικών εγκαταστάσεων στην Αθήνα, που ευρίσκοντο επί της ... αριθμ. 160, πλήρες γεύμα αποτελούμενο από κύριο πιάτο, σαλάτα, τυρί, φρούτο εποχής ή γλυκό, που παρασκεύαζε η ίδια σε ειδικό χώρο των υπογείων του, επί της ανωτέρω διεύθυνσης, κτιρίου, όπου στεγαζόταν και ήταν τότε η έδρα της, τον οποίο είχε διαμορφώσει σε οργανωμένο μαγειρείο. Το γεύμα αυτό, το οποίο διέθετε στους εργαζομένους της σε χώρο διαμορφωμένο ως εστιατόριο, προσέφερε ως οικειοθελή εκ μέρους της παροχή προς τους εργαζομένους της και ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία τους, το οποίο οι τελευταίοι αποδέχθηκαν να αποτελεί μισθό, καταβαλλόμενο σε είδος, ανέλαβε δε η ίδια την πλήρη κάλυψη της σχετικής δαπάνης, χωρίς επιβάρυνση των εργαζομένων. Η παροχή του γεύματος γινόταν συνεχώς και αδιαλείπτως, από το έτος 1983 μέχρι το έτος 1991, οπότε, η εργοδότρια, επικαλούμενη οικονομικές δυσχέρειες, έπαυσε προσωρινά, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων, τη χορήγησή του, αντικαθιστώντας το με πρόχειρη τροφή (σάντουιτς) διατηρώντας, ωστόσο, τη λειτουργία του χώρου εστιατορίου, με την υπόσχεση της επαναφοράς στο μέλλον της παροχής πλήρους γεύματος. Το έτος 1994, μετά από έντονες διαμαρτυρίες από το συνδικαλιστικό σωματείο των εργαζομένων για την επαναλειτουργία του μαγειρείου, η ανωτέρω εταιρεία αποφάσισε να χορηγεί πλήρες γεύμα, παρασκευαζόμενο από την εταιρεία "Olympic Catering", ενώ, το έτος 2000, αποφάσισε, προς το σκοπό μείωσης του κόστους, να επαναλειτουργήσει το μαγειρείο και να επαναχορηγήσει πλήρες γεύμα, παρασκευαζόμενο από αυτό. Έκτοτε, σε εκτέλεση της υποχρέωσής της αυτής, χορηγούσε πλήρες γεύμα στους εργαζομένους της, που παρασκευαζόταν στις εγκαταστάσεις της, μέχρι και την 16.12.2001, καθόσον από τις 17.12.2001, οπότε πραγματοποιήθηκε και η µετεγκατάσταση των γραφείων της στον ..., έπαυσε, µονοµερώς, τη λειτουργία του µαγειρείου και του εστιατορίου και τη χορήγηση γεύµατος στους εργαζομένους της, µεταξύ των οποίων ήταν και οι ενάγοντες, αρχικά επικαλούµενη έλλειψη κατάλληλων χώρων και στη συνέχεια αμφισβητώντας την υποχρέωσή της προς παροχή γεύµατος στο προσωπικό της, όλα δε τα ανωτέρω συνέβησαν, παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες των εργαζοµένων. Η επί 18 έτη συνεχής και αδιάλειπτη χορήγηση από την εναγοµένη γεύµατος στους ενάγοντες, εργαζοµένους της, κατέληξε µε τον ανωτέρω τρόπο, σε σιωπηρή σύµβαση για τακτική καταβολή του µε την έννοια του µισθού, σε είδος, χωρίς να δύναται η παροχή να διακοπεί ελεύθερα από αυτήν, καθόσον, δεν στηριζόταν πλέον στη µονοµερή θέλησή της, αλλά στη σύµβαση που, έστω και σιωπηρά, είχε καταρτισθεί και συμπλήρωνε τους όρους των ατοµικών συµβάσεων εργασίας των εναγόντων. Η από µέρους της διακοπή της χορήγησης της ένδικης παροχής, ήτοι η µονοµερής ανάκλησή της, συνιστά ανεπίτρεπτη µονοµερή βλαπτική µεταβολή των όρων των εργασιακών τους συµβάσεων, από την οποία απορρέει δικαίωµα αποζηµίωσής τους, για τη µη χορήγησή της, όπως δέχθηκε και η 1088/2005 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν άσκησης της από 3.12.2002 αγωγής των εναγόντων κατά της εναγοµένης µε το αυτό, µεταξύ άλλων, αίτηµα καταβολής αποζηµίωσης, λόγω διακοπής της χορήγησης γεύµατος για το χρονικό διάστηµα από 17.12.2001 µέχρι τις 3.12.2002, έχει δε καταστεί ήδη αµετάκλητη µετά την απόρριψη της ασκηθείσας έφεσης και αναίρεσης µε τις 4946/2006 και 95/2009 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα και αποτελεί δεδικασµένο στα πλαίσια της προκείμενης δίκης, ως προς την αξίωση των εναγόντων για την ανωτέρω παροχή, λαµβανοµένου υπόψη, ότι στην προκείμενη δίκη μεταξύ των ήδη διαδίκων αξιώνεται με βάση το ίδιο νομικό καθεστώς η καταβολή της ίδιας παροχής για µεταγενέστερο χρονικό διάστηµα, κατά το οποίο άλλαξε µόνο ο χρόνος και όχι το νοµοθετικό καθεστώς. Η εναγοµένη ισχυρίζεται, ότι οι ατοµικές συµβάσεις των εναγόντων περιέχουν ευνοϊκότερους όρους, οι οποίοι παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους και για το λόγο αυτό είναι επικρατέστεροι αυτών που τυχόν διαλαμβάνονται στη συλλογική σύμβαση εργασίας και συνεπώς η εν λόγω παροχή δεν οφείλεται, επιπλέον του συµφωνηµένου µεγαλύτερου µισθού, δεδοµένου ότι καλύπτεται από αυτόν. Ο ανωτέρω, όμως, ισχυρισµός είναι απορριπτέος, καθόσον ακόµη και αν υποτεθεί ότι είναι αληθές ότι ο καταβαλλόμενος µε βάση τις ατοµικές συµβάσεις τους µισθός είναι υπέρτερος του προβλεπομένου από ΣΣΕ ή Δ.Α. ή άλλη διάταξη νόµου, η εν λόγω παροχή δεν απορρέει από διατάξεις Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. ή άλλης διάταξης νόµου, αλλά αποτελεί όρο των ατοµικών συµβάσεων εργασίας των εναγόντων και ως εκ τούτου δεν καλύπτεται, ούτε, άλλωστε, κατά µείζονα λόγο, συμψηφίζεται µε καταβαλλόµενο από την εναγομένη µισθό. Η εναγοµένη ισχυρίζεται ότι, εσφαλµένως, η εκκαλουµένη υπολόγισε την αξία της ηµερήσιας κατανάλωσης γεύµατος µε βάση την αξία της παροχής στην ελεύθερη αγορά και όχι με βάση τα τεκμήρια του ΙΚΑ και συγκεκριμένα, με βάση το κόστος που τυχόν έχει η παροχή για τον ίδιο τον εργοδότη. Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, καθόσον η αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ, περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία, εν προκειμένω, υπολογίζεται με βάση το ελάχιστο ποσό που χρειάσθηκε να δαπανήσουν οι ενάγοντες κατά μέσο όρο, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, προκειμένου να προμηθεύονται αντίστοιχη τροφή με αυτή που θα χορηγούσε η εναγομένη. Περαιτέρω, η τελευταία ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δεν αφαίρεσε, κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, ανά έτος, τις 28 ημέρες που αντιστοιχούν στις ημέρες κανονικής άδειας εκάστου των εναγόντων, κατά τις οποίες η ίδια δεν υποχρεούτο να χορηγεί την επίδικη παροχή. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον καλύπτεται από το δεδικασμένο, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω παροχή αποτελεί μισθό σε είδος και ως εκ τούτου η εναγομένη υπέχει υποχρέωση καταβολής του και κατά τις ημέρες κανονικής αδείας. Περαιτέρω, δέχθηκε το δικαστήριο ότι, από το σύνολο των επικαλουμένων αποδεικτικών στοιχείων, τους προσκοµιζόµενους τιμοκαταλόγους των επιχειρήσεων εστίασης και ετοίµου φαγητού που προσκοµίζουν οι ενάγοντες, σε συνδυασµό και µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, αποδεικνύεται ότι το ελάχιστο ποσό που θα δαπανούσε κατά µέσο όρο κάθε ενάγων για να προµηθεύεται τροφή αντίστοιχη της ένδικης παροχής που χορηγείτο από την εναγοµένη ανερχόταν κατά το έτος 2005 στο ποσό των 10,5 ευρώ και για το έτος 2006 στο ποσό των 12 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω δέχθηκε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ότι 1) Η χορήγηση από την αναιρεσείουσα πλήρους γεύματος στους αναιρεσίβλητους εργαζομένους της, η οποία συνεχιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο είτε με την παρασκευή του στους διαμορφωμένους χώρους των μαγειρείων της, είτε με την προμήθειά του από την εταιρία Catering, για μακρό χρόνο διάστημα και δη επί δεκαοκτώ και πλέον έτη, με μικρή μόνο διακοπή κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1991 - 1994, κατά το οποίο όμως και πάλι χορηγείτο πρόχειρη τροφή (σάντουϊτς), είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξει σε σιωπηρή σύμβαση για τακτική καταβολή του με την έννοια του μισθού σε είδος, χωρίς να δύναται η παροχή του να διακοπεί ελεύθερα από την εργοδότρια, καθόσον μάλιστα η τελευταία, από την αρχή δεν είχε κάνει ρητή επιφύλαξη γι' αυτήν (παροχή) και συνεπώς η οικειοθελής αυτή παροχή, από τη στιγμή που έγινε αποδεκτή από τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσίβλητοι, δεν στηριζόταν πλέον στη μονομερή θέληση της εργοδότριάς τους, αλλά στη σύμβαση, που, έστω και σιωπηρά, είχε καταρτισθεί και συμπλήρωνε τους όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας των αναιρεσιβλήτων. 2) Η εργοδότριά τους κατέβαλε την επίδικη παροχή με τις προαναφερθείσες συνθήκες και δεν μπορούσε να την ανακαλέσει, μονομερώς, διότι δημιουργήθηκε πλέον δικαίωμα των αναιρεσιβλήτων για τη συνέχισή της, που δεσμεύει, ως συμβατική εργοδοτική υποχρέωση, και την προαναφερθείσα καθολική διάδοχό της, κατ' άρθρο 3 § 2 του ΠΔ 572/1988 και ήδη αναιρεσείουσα. Και 3) Η ανάκληση της πιο πάνω παροχής γεύματος από την αρχική εργοδότρια των ήδη αναιρεσιβλήτων, αλλά και η άρνηση στη συνέχεια της καθολικής διαδόχου της και ήδη αναιρεσείουσας να συνεχίσει η ίδια την επίδικη αυτή παροχή στους αναιρεσίβλητους συνιστά οπωσδήποτε ανεπίτρεπτη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των εργασιακών τους συμβάσεων και δοθέντος ότι οι αναιρεσίβλητοι διαμαρτυρήθηκαν και δεν αποδέχτηκαν την εν λόγω μεταβολή, δεν επήλθε σιωπηρή τροποποίηση των όρων των συμβάσεων εργασίας τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές,1) απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά το κεφάλαιο της οφειλόμενης αποζημίωσης των αναιρεσιβλήτων για το αιτηθέν από καθένα ποσό και 2) δέχθηκε την έφεση των τελευταίων και επιδίκασε το ποσό που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Με αυτά που δέχτηκε το, ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, (α) εσφαλμένα δέχθηκε ότι η παροχή πλήρους γεύματος στους ενάγοντες νοείται ως μισθός ή ως ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εργασία τους και αποτελεί όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας τους, ενώ αυτή εδίδετο αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, (β) κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 3 ν. 3239/1955 και 7 § 2 ν. 1876/1990 απέρριψε την προταθείσα απ' αυτήν ως άνω ένσταση συμψηφισμού και (γ) προς υπολογισμό του αντιτίμου κάθε γεύματος (και συνακόλουθα της οφειλομένης γι' αυτό αποζημίωσης) έλαβε ως βάση το ποσό που θα κατέβαλλε, κατά μέσο όρο, κάθε ενάγων και όχι, όπως έπρεπε, το ποσό που θα δαπανούσε η αναιρεσείουσα για την παρασκευή και διάθεση του γεύματος, πρέπει ν' απορριφθεί, κατά τα συναφή μέρη του, ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, ως προς την ειδικότερη αιτίαση περί παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατ' εκτίμηση αυτής, ως προς τον υπολογισμό της αποζημίωσης για τη μη παροχή του γεύματος, είναι απαράδεκτος, διότι στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το ύψος της ζημίας των εργαζομένων, το δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση της έννοιας κάποιου κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, αλλά για την απόδειξη πραγματικών περιστατικών και ειδικότερα για τον προσδιορισμό του ποσού που απαιτείται να δαπανήσει κάθε ενάγων, για την προμήθεια τροφής, αντίστοιχης της παρεχόμενης από την εναγομένη, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη, τη συζήτηση της, από 18-2-2013, αίτησης της αναιρεσείουσας για την αναίρεση της 3035/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσίβλητους, Χ. Ε. (19ο), Ρ. - Α. Κ. (24η), Ά. Κ. (26η), Ι. Κ. (27ο), Λ. Κ. (29η), Ν. Κ. (31ο), Α. Μ. (36η), Κ. Ξ. (44η), Κ. Π. (47ο), Ε. Σ. (52η), Χ. Τ. (60η) και Φ. Π. (71η). Απορρίπτει την παραπάνω αίτηση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η καθιέρωση γεύματος στο προσωπικό μιας επιχείρησης, που παρέχεται ως αντάλλαγμα για την εργασία του και ως εκ τούτου αποτελεί μισθό, σε είδος, εφόσον παρέχεται κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να αποτελέσει οικειοθελή παροχή, που δεν μπορεί να ανακληθεί ελεύθερα από τον εργοδότη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Μισθός σε είδος.
0
Αριθμός 379/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ - ΠΥΡΚΑΛ", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου (κατόπιν συγχωνεύσεως) των ανωνύμων εταιρειών με την επωνυμία: α) "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΟΠΛΩΝ (ΕΒΟ) ΑΕ", που έδρευε στον ... και εκπροσωπείτο νόμιμα και β) "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΥΡΙΤΙΔΟΠΟΙΕΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΟΥ (ΠΥΡΚΑΛ) ΑΕ", που έδρευε στον ... και εκπροσωπείτο νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Παπαϊωάννου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Α. του Γ., κατοίκου ..., 2) Α. Κ. του Σ., κατοίκου ..., 3) Ε. Κ. του Δ., κατοίκου ... και 4) Α. Σ. του Α., κατοίκου .. .. Οι 3η και 4ος των αναιρεσιβλήτων παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Σπυράτο, η 2η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο της, ενώ η 1η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-9-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 98/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3034/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-2-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 20-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της από 18-2-2013 αίτησης, για αναίρεση της 3034/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η πρώτη αναιρεσίβλητη, Φ. Α., δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο δικηγόρος Γεράσιμος Σπυράτος, που φέρεται ότι επέσπευσε τη συζήτηση της υπόθεσης και για λογαριασμό της πρώτης αναιρεσίβλητης, είχε διοριστεί νόμιμα πληρεξούσιός της, προκειμένου να προβεί σ' αυτήν τη διαδικαστική πράξη, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι η ίδια κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στην παρούσα δικάσιμο από την αντίδικό της αναιρεσείουσα ή τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκομίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο αυτή. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως προς την παραπάνω αναιρεσίβλητη. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ως μισθός νοείται και κάθε επιπλέον παρεχόμενη από τον εργοδότη του συμφωνημένου ή του νόμιμου μισθού, ιδιαίτερη αμοιβή στον εργαζόμενο με βάση το νόμο ή τη σύμβαση, προκειμένου να έχει αυτός μεγαλύτερη παραγωγική εργασία. Εάν δε στον εργαζόμενο καταβάλλεται παροχή σε είδος, ως μισθός, η αποτίμηση αυτή για τον καθορισμό του συνολικού μισθού γίνεται με βάση την αξία την οποία έχει η παροχή αυτή για τον εργαζόμενο, δηλαδή το τίμημα που θα καταβάλει αυτός στην ελεύθερη αγορά για να προμηθευτεί το είδος. Η οικειοθελής ιδιαίτερη αμοιβή προς τον εργαζόμενο, όταν συνεχίζεται και επαναλαμβάνεται για μακρό χρονικό διάστημα και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για τακτική καταβολή της με την έννοια του μισθού, οπότε δεν μπορεί πλέον να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, εκτός εάν αυτός από την αρχή είχε δηλώσει ρητώς την επιφύλαξή του να διακόψει στο μέλλον την οικειοθελή παροχή. Έτσι, η οικειοθελής παροχή από τη στιγµή που γίνεται αποδεκτή, δεν στηρίζεται πια στη µονοµερή θέληση του εργοδότη, αλλά στη σύµβαση που έστω και σιωπηρώς καταρτίσθηκε, µε συνέπεια να µην δύναται να την αναζητήσει, αφού την κατέβαλε. Η καθιέρωση γεύµατος στο προσωπικό µιας επιχείρησης, που παρέχεται ως αντάλλαγµα για την εργασία του και ως εκ τούτου αποτελεί µισθό, σε είδος, εφόσον παρέχεται κάτω από τις προεκτεθείσες συνθήκες µπορεί να αποτελέσει οικειοθελή παροχή, που δεν µπορεί να ανακληθεί ελεύθερα από τον εργοδότη. Περαιτέρω, από τα άρθρα 3 του ν. 3239/1955 (που ίσχυσε µέχρι 8-5-1990) και 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, µε τα οποία ορίζεται ότι οι ευνοϊκότεροι και οι παρέχοντες µεγαλύτερη προστασία στους εργαζοµένους όροι των ατοµικών συµβάσεων είναι επικρατέστεροι εκείνων που διαλαμβάνονται στη συλλογική σύµβαση (ή διαιτητική απόφαση) συνάγεται ότι, όταν µε την ατοµική σύµβαση εργασίας καθορίστηκαν το είδος και οι συνθήκες παροχής της εργασίας και συµφωνήθηκε µισθός µεγαλύτερος του συνόλου των αποδοχών που προβλέπονται από την οικεία συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση (δηλαδή του αθροίσματος βασικού µισθού και επιδοµάτων), τότε συγκεκριμένο επίδοµα, προβλεπόµενο από τη συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση για την παροχή εργασίας του αυτού είδους και µε τις ίδιες συνθήκες (που καθορίστηκαν µε την ατοµική σύµβαση εργασίας), δεν οφείλεται στον εργαζόμενο επιπλέον του συµφωνηµένου µεγαλύτερου µισθού, γιατί καλύπτεται από αυτόν, αφού οι όροι αµοιβής της ίδιας ποιοτικά εργασίας, οι περιεχόμενοι στην ατοµική και στη συλλογική σύµβαση δεν ισχύουν παράλληλα, αλλά επικρατεί η ευνοϊκότερη ρύθµιση, η οποία αποκλείει την εφαρµογή της δυσμενέστερης. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο υπέρτερος καταβαλλόμενος µισθός καλύπτει και συμψηφίζεται µε τις τυχόν αυξήσεις που χορηγούνται από Σ.Σ.Ε., Δ.Α. ή άλλη διάταξη νόµου και όχι όταν απορρέει από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από επιχειρησιακή συνήθεια του εργοδότη ή, τέλος, αποτελεί δεσμευτική οικειοθελή παροχή της οποίας η διακοπή χορήγησης αποτελεί ανεπίτρεπτη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΟΠΛΩΝ (Ε.Β.Ο.)" η οποία αποτελεί επιχείρηση υπαγόμενη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συγχωνευθείσα από 28-12-2003 δυνάμει της .../2003 πράξης της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αργυρώς Σεργάκη -Παπαδογιάννη, με την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΥΡΙΤΙΔΟΠΟΙΕΙΟ ΚΑΙ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΟ (ΠΥΡΚΑΛ)" δια συστάσεως νέας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ - ΠΥΡΚΑΛ", η οποία υπεισήλθε, αυτοδικαίως, ως καθολική διάδοχος σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των ως άνω συγχωνευθεισών εταιρειών. Η 1η εκ των εναγόντων προσελήφθη από το έτος 1985, η 2η το έτος 1997, η 3η το έτος 1987 και ο 4ος εξ αυτών το έτος 1988. Το έτος 1983 η αρχική ως άνω εργοδότριά τους αποφάσισε να χορηγήσει σε όλο το προσωπικό των κεντρικών εγκαταστάσεων στην Αθήνα, που ευρίσκοντο επί της ... αριθμ. 160, πλήρες γεύμα αποτελούμενο από κύριο πιάτο, σαλάτα, τυρί, φρούτο εποχής ή γλυκό, που παρασκεύαζε η ίδια σε ειδικό χώρο των υπογείων του, επί της ανωτέρω διεύθυνσης, κτιρίου, όπου στεγαζόταν και ήταν τότε η έδρα της, τον οποίο είχε διαμορφώσει σε οργανωμένο μαγειρείο. Το γεύμα αυτό, το οποίο διέθετε στους εργαζομένους της σε χώρο διαμορφωμένο ως εστιατόριο, προσέφερε ως οικειοθελή εκ μέρους της παροχή προς τους εργαζομένους της και ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία τους, το οποίο οι τελευταίοι αποδέχθηκαν να αποτελεί μισθό, καταβαλλόμενο σε είδος, ανέλαβε δε η ίδια την πλήρη κάλυψη της σχετικής δαπάνης, χωρίς επιβάρυνση των εργαζομένων. Η παροχή του ανωτέρω γεύματος γινόταν συνεχώς και αδιαλείπτως από το έτος 1983 μέχρι το έτος 1991, οπότε, η εργοδότρια, επικαλούμενη οικονομικές δυσχέρειες, έπαυσε προσωρινά, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων, τη χορήγησή του, αντικαθιστώντας το με πρόχειρη τροφή (σάντουιτς) διατηρώντας, ωστόσο, τη λειτουργία του χώρου εστιατορίου, με την υπόσχεση της επαναφοράς στο μέλλον της παροχής πλήρους γεύματος. Το έτος 1994, μετά από έντονες διαμαρτυρίες από το συνδικαλιστικό σωματείο των εργαζομένων για την επαναλειτουργία του μαγειρείου, η ανωτέρω εταιρεία αποφάσισε να χορηγεί πλήρες γεύμα, παρασκευαζόμενο από την εταιρεία "Olympic Catering", ενώ, το έτος 2000, αποφάσισε, προς το σκοπό μείωσης του κόστους, να επαναλειτουργήσει το μαγειρείο και να επαναχορηγήσει πλήρες γεύμα, παρασκευαζόμενο από αυτό. Έκτοτε, σε εκτέλεση της υποχρέωσής της αυτής, χορηγούσε πλήρες γεύμα στους εργαζομένους της, που παρασκευαζόταν στις εγκαταστάσεις της, μέχρι και την 16-12-2001, καθόσον από την 17-12-2001, οπότε πραγματοποιήθηκε και η µετεγκατάσταση των γραφείων της στον Υµηττό, έπαυσε, µονοµερώς, τη λειτουργία του µαγειρείου και του εστιατορίου και τη χορήγηση γεύµατος στους εργαζομένους της, µεταξύ των οποίων ήταν και οι ενάγοντες, αρχικά επικαλούµενη έλλειψη κατάλληλων χώρων και στη συνέχεια αμφισβητώντας την υποχρέωσή της προς παροχή γεύµατος στο προσωπικό της, όλα δε τα ανωτέρω συνέβησαν, παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες των εργαζοµένων. Η επί 18 έτη συνεχής και αδιάλειπτη χορήγηση από την εναγοµένη γεύµατος στους ενάγοντες κατέληξε, µε τον ανωτέρω τρόπο, σε σιωπηρή σύµβαση για τακτική καταβολή του µε την έννοια του µισθού, σε είδος, χωρίς να δύναται η παροχή να διακοπεί ελεύθερα από αυτήν, καθόσον, από την αρχή δεν είχε κάνει ρητή επιφύλαξη γι' αυτήν. Η τελευταία δεν στηριζόταν πλέον στη µονοµερή θέλησή της, αλλά στη σύµβαση που, έστω και σιωπηρά, είχε καταρτισθεί και συμπλήρωνε τους όρους των ατοµικών συµβάσεων εργασίας των εναγόντων. Η από µέρους της εναγοµένης διακοπή της χορήγησης της ένδικης παροχής, ήτοι η µονοµερής ανάκλησή της, συνιστά ανεπίτρεπτη µονοµερή βλαπτική µεταβολή των όρων των εργασιακών τους συµβάσεων από την οποία απορρέει δικαίωµα αποζηµίωσής τους για τη µη χορήγησή της. Τα ανωτέρω δέχθηκε και η 1088/2005 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν άσκησης της από 3-12-2002 αγωγής άλλων εργαζομένων στην εναγοµένη, κατά αυτής, µε το αυτό, µεταξύ άλλων, αίτηµα καταβολής αποζηµίωσης λόγω διακοπής της χορήγησης γεύµατος για το χρονικό διάστηµα από 17-12-2001 µέχρι τις 3-12-2002, έχει δε καταστεί ήδη αµετάκλητη µετά την απόρριψη της ασκηθείσας έφεσης και αναίρεσης µε τις 4946/2006 και 95/2009 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα. Η εναγοµένη ισχυρίστηκε, ότι οι ατομικές συμβάσεις των εναγόντων περιέχουν ευνοϊκότερους όρους, οι οποίοι παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους και για το λόγο αυτό είναι επικρατέστεροι αυτών που τυχόν διαλαμβάνονται στη συλλογική σύμβαση εργασίας. Ότι η εν λόγω παροχή δεν οφείλεται στους ενάγοντες επιπλέον του συµφωνηµένου µεγαλύτερου µισθού τους, δεδοµένου ότι καλύπτεται από αυτόν. Ο ισχυρισµός αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον ακόµη και αν υποτεθεί ότι είναι αληθές ότι ο καταβαλλόμενος µε βάση τις ατοµικές συµβάσεις τους µισθός είναι υπέρτερος του προβλεπομένου από ΣΣΕ ή Δ.Α. ή άλλη διάταξη νόµου, η χορήγηση γεύµατος από µέρους της εναγοµένης, δεν απορρέει από διατάξεις Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. ή άλλης διάταξης νόµου, αλλά αποτελεί όρο των ατοµικών συµβάσεων εργασίας των εναγόντων και ως εκ τούτου δεν καλύπτεται, ούτε, άλλωστε, κατά µείζονα λόγο, συμψηφίζεται µε τον καταβαλλόµενο από την εναγομένη µισθό. Περαιτέρω δέχθηκε το δικαστήριο, ότι, από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, τους προσκοµιζόµενους τιμοκαταλόγους των επιχειρήσεων εστίασης και ετοίµου φαγητού που προσκοµίζουν οι ενάγοντες, σε συνδυασµό και µε τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύεται ότι το ελάχιστο ποσό που θα δαπανούσε, κατά µέσον όρο, κάθε ενάγων για να προµηθεύεται τροφή, αντίστοιχη της ένδικης παροχής που χορηγείτο από την εναγοµένη, ανερχόταν κατά το έτος 2002 στο ποσό των 6 ευρώ, για το έτος 2003 στο ποσό των 7,5 ευρώ, για το έτος 2004 στο ποσό των 9 ευρώ, για το έτος 2005 στο ποσό των 10,5 ευρώ και για το έτος 2006 στο ποσό των 12 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι 1) Η χορήγηση από την αναιρεσείουσα πλήρους γεύματος στους αναιρεσίβλητους εργαζομένους της, η οποία συνεχιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο είτε με την παρασκευή του στους διαμορφωμένους χώρους των μαγειρείων της, είτε με την προμήθειά του από την εταιρία Catering, για μακρό χρόνο διάστημα και δη επί δεκαοκτώ και πλέον έτη, με μικρή μόνο διακοπή κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1991 - 1994, κατά το οποίο όμως και πάλι χορηγείτο πρόχειρη τροφή (σάντουϊτς), είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξει σε σιωπηρή σύμβαση για τακτική καταβολή του με την έννοια του μισθού σε είδος, χωρίς να δύναται η παροχή του να διακοπεί ελεύθερα από την εργοδότρια, καθόσον μάλιστα η τελευταία, από την αρχή δεν είχε κάνει ρητή επιφύλαξη γι' αυτήν (παροχή) και συνεπώς η οικειοθελής αυτή παροχή, από τη στιγμή που έγινε αποδεκτή από τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσίβλητοι, δεν στηριζόταν πλέον στη μονομερή θέληση της εργοδότριάς τους, αλλά στη σύμβαση, που, έστω και σιωπηρά, είχε καταρτισθεί και συμπλήρωνε τους όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας των αναιρεσιβλήτων. 2) Η εργοδότριά τους κατέβαλε την επίδικη παροχή με τις προαναφερθείσες συνθήκες, και δεν μπορούσε να την ανακαλέσει μονομερώς, διότι δημιουργήθηκε πλέον δικαίωμα των αναιρεσιβλήτων για τη συνέχισή της, που δεσμεύει ως συμβατική εργοδοτική υποχρέωση και την προαναφερθείσα καθολική διάδοχό της, κατ' άρθρο 3 § 2 του ΠΔ 572/1988 και ήδη αναιρεσείουσα. Και 3) Η ανάκληση της πιο πάνω παροχής γεύματος από την αρχική εργοδότρια των ήδη αναιρεσιβλήτων, αλλά και η άρνηση στη συνέχεια της καθολικής διαδόχου της και ήδη αναιρεσείουσας να συνεχίσει η ίδια την επίδικη αυτή παροχή στους αναιρεσίβλητους συνιστά οπωσδήποτε ανεπίτρεπτη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των εργασιακών τους συμβάσεων και δοθέντος ότι οι αναιρεσίβλητοι διαμαρτυρήθηκαν και δεν αποδέχτηκαν την εν λόγω μεταβολή, δεν επήλθε σιωπηρή τροποποίηση των όρων των συμβάσεων εργασίας τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές, δέχθηκε την έφεση των εναγόντων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και επιδίκασε στους ενάγοντες τα ποσά που ειδικότερα αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Με αυτά που δέχτηκε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, (α) εσφαλμένα δέχθηκε ότι η παροχή πλήρους γεύματος στους ενάγοντες νοείται ως μισθός ή ως ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εργασία τους και αποτελεί όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας τους, ενώ αυτή εδίδετο αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, (β) κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 3 ν. 3239/1955 και 7 § 2 ν. 1876/1990 απέρριψε την προταθείσα απ' αυτήν ως άνω ένσταση συμψηφισμού και (γ) προς υπολογισμό του αντιτίμου κάθε γεύματος (και συνακόλουθα της οφειλομένης γι' αυτό αποζημίωσης) έλαβε ως βάση το ποσό που θα κατέβαλλε, κατά μέσο όρο, κάθε ενάγων και όχι, όπως έπρεπε, το ποσό που θα δαπανούσε η αναιρεσείουσα για την παρασκευή και διάθεση του γεύματος, πρέπει ν' απορριφθεί, κατά τα συναφή μέρη του, ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, ως προς την ειδικότερη αιτίαση περί παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατ' εκτίμηση αυτής, ως προς τον υπολογισμό της αποζημίωσης για τη μη παροχή του γεύματος, είναι απαράδεκτος, διότι στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το ύψος της ζημίας των εργαζομένων, το δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση της έννοιας κάποιου κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, αλλά για την απόδειξη πραγματικών περιστατικών και ειδικότερα για τον προσδιορισμό του ποσού που απαιτείται να δαπανήσει κάθε ενάγων, για την προμήθεια τροφής, αντίστοιχης της παρεχόμενης από την εναγομένη, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, τη συζήτηση της, από 18-2-2013, αίτησης της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 3034/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Απορρίπτει την παραπάνω αίτηση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η καθιέρωση γεύματος στο προσωπικό μιας επιχείρησης, που παρέχεται ως αντάλλαγμα για την εργασία του και ως εκ τούτου αποτελεί μισθό, σε είδος, εφόσον παρέχεται κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να αποτελέσει οικειοθελή παροχή, που δεν μπορεί να ανακληθεί ελεύθερα από τον εργοδότη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Μισθός σε είδος.
0
Αριθμός 380/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ - ΠΥΡΚΑΛ", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου (κατόπιν συγχωνεύσεως) των ανωνύμων εταιρειών με την επωνυμία: α) "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΟΠΛΩΝ (ΕΒΟ) ΑΕ", που έδρευε στον ... και εκπροσωπείτο νόμιμα και β) "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΥΡΙΤΙΔΟΠΟΙΕΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΟΥ (ΠΥΡΚΑΛ) ΑΕ", που έδρευε στον ... και εκπροσωπείτο νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Παπαϊωάννου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Π. του Α., κατοίκου ..., έως και 80) Α. Μ. του Θ., κατοίκου ... . Οι 2ος, 5η, 14ος, 17η, 26ος, 40ος, 42η, 45η, 62ος, 66ος, 67ος, 69η, 73ος, 79ος και 80ος των αναιρεσιβλήτων παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Σπυράτο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) το όνομα πατρός του 19ου των αναιρεσιβλήτων εκ παραδρομής γράφτηκε στο αναιρετήριο "Β." αντί του ορθού "Ν.", β) το επώνυμο της 58ης των αναιρεσιβλήτων είναι Κ. Ά. (πρώην Σ. Ά.) του Ι. και γ) εκ παραδρομής το επώνυμο της 63ης των αναιρεσιβλήτων γράφτηκε στο αναιρετήριο "Χ." αντί του ορθού "Τ.". Οι 1ος, 3η, 4η, 6ος, 7ος, 8η, 9ος, 10η, 12ος, 13η, 15ος, 16η, 18η, 19ος, 21η, 22η, 23ος, 24ος, 29ος, 31η, 33ος, 34η, 35η, 36ος, 38η, 39η, 41η, 43ος, 44η, 47η, 48ος, 50ος, 51η, 52η, 53η, 54ος, 57η, 58η, 59ος, 61η, 63η, 64ος, 68η, 70ος, 71ος, 72ος, 74ος, 75ος και 76ος των αναιρεσιβλήτων εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Σπυράτο, ενώ οι 11ος, 20ος, 25η, 27η, 28ος, 30η, 32ος, 37η, 46η, 49ος, 55η, 56ος, 60η, 65η, 77η και 78η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-6-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 91/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3032/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-2-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκείμενη περίπτωση, η συζήτηση της 18-2-2013 αίτησης, για αναίρεση της 3032/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 3-12-2013, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης αυτής. Κατά την συζήτηση αυτή, οι αναιρεσίβλητοι, Β. Β. (11ος), Χ. Ε. (20ος), Ρ. - Α. Κ. (25η), Ά. Κ. (27η), Ι. Κ. (28ος) Λ. Κ. (30η), Ν. Κ. (32ος), Α. Μ. (37η), Κ. Ξ. (46η), Κ. Π. (49ος), Ε. Σ. (55η), Ν. Σ. (56ος), Ν. Σ. (60η), Χ. Τ. (65η), Μ. Π. (77η) και Φ. Π. (78η), δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου των, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο δικηγόρος Γεράσιμος Σπυράτος, που φέρεται ότι επέσπευσε τη συζήτηση της υπόθεσης και για λογαριασμό των απολιπομένων αναιρεσίβλητων, είχε διοριστεί νόμιμα πληρεξούσιός των, προκειμένου να προβεί σ' αυτήν τη διαδικαστική πράξη, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι οι ίδιοι παραστάθηκαν νομότυπα κατά την αρχική δικάσιμο ή ότι κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στη δικάσιμο εκείνη ή στην παρούσα από την αντίδικό τους αναιρεσείουσα ή τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκομίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο αυτή. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως προς τους παραπάνω αναιρεσίβλητους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ως μισθός νοείται και κάθε επιπλέον παρεχόμενη από τον εργοδότη του συμφωνημένου ή του νόμιμου μισθού, ιδιαίτερη αμοιβή στον εργαζόμενο, με βάση το νόμο ή τη σύμβαση, προκειμένου να έχει αυτός μεγαλύτερη παραγωγική εργασία. Εάν δε στον εργαζόμενο καταβάλλεται παροχή σε είδος, ως μισθός, η αποτίμηση αυτή για τον καθορισμό του συνολικού μισθού γίνεται με βάση την αξία την οποία έχει η παροχή αυτή για τον εργαζόμενο, δηλαδή το τίμημα που θα καταβάλει αυτός στην ελεύθερη αγορά για να προμηθευτεί το είδος. Η οικειοθελής ιδιαίτερη αμοιβή προς τον εργαζόμενο, όταν συνεχίζεται και επαναλαμβάνεται για μακρό χρονικό διάστημα και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για τακτική καταβολή της, με την έννοια του μισθού, οπότε δεν μπορεί πλέον να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, εκτός εάν αυτός από την αρχή είχε δηλώσει ρητώς την επιφύλαξή του να διακόψει στο μέλλον την οικειοθελή παροχή του εργοδότη. Έτσι, η οικειοθελής παροχή από τη στιγµή που γίνεται αποδεκτή δεν στηρίζεται πια στη µονοµερή θέληση του εργοδότη, αλλά στη σύµβαση που έστω και σιωπηρώς καταρτίσθηκε, µε συνέπεια να µην δύναται ο τελευταίος να την αναζητήσει, αφού την κατέβαλε. Η καθιέρωση γεύµατος στο προσωπικό µιας επιχείρησης, που παρέχεται ως αντάλλαγµα για την εργασία του και ως εκ τούτου αποτελεί µισθό σε είδος, εφόσον παρέχεται κάτω από τις προεκτεθείσες συνθήκες, µπορεί να αποτελέσει οικειοθελή παροχή, που δεν µπορεί να ανακληθεί ελεύθερα από τον εργοδότη. Περαιτέρω, από τα άρθρα 3 του ν. 3239/1955 (που ίσχυσε µέχρι 8- 5-1990) και 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, µε τα οποία ορίζεται ότι οι ευνοϊκότεροι και οι παρέχοντες µεγαλύτερη προστασία στους εργαζοµένους όροι των ατοµικών συµβάσεων είναι επικρατέστεροι εκείνων που διαλαμβάνονται στη συλλογική σύµβαση (η διαιτητική απόφαση) συνάγεται ότι, όταν µε την ατοµική σύµβαση εργασίας καθορίστηκαν το είδος και οι συνθήκες παροχής της εργασίας και συµφωνήθηκε µισθός µεγαλύτερος του συνόλου των αποδοχών, που προβλέπονται από την οικεία συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση (δηλαδή του αθροίσματος βασικού µισθού και επιδοµάτων), τότε συγκεκριμένο επίδοµα, προβλεπόµενο από τη συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση για την παροχή εργασίας του αυτού είδους και µε τις ίδιες συνθήκες (που καθορίστηκαν µε την ατοµική σύµβαση εργασίας), δεν οφείλεται στον εργαζόμενο επιπλέον του συµφωνηµένου µεγαλύτερου µισθού, γιατί καλύπτεται από αυτόν, αφού οι όροι αµοιβής της ίδιας ποιοτικά εργασίας, οι περιεχόμενοι στην ατοµική και στη συλλογική σύµβαση δεν ισχύουν παράλληλα, αλλά επικρατεί η ευνοϊκότερη ρύθµιση, η οποία αποκλείει την εφαρµογή της δυσμενέστερης. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο υπέρτερος καταβαλλόμενος µισθός καλύπτει και συμψηφίζεται µε τις τυχόν αυξήσεις που χορηγούνται από Σ.Σ.Ε., Δ.Α. ή άλλη διάταξη νόµου και όχι όταν απορρέει από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από επιχειρησιακή συνήθεια του εργοδότη ή, τέλος, αποτελεί δεσμευτική οικειοθελή παροχή, της οποίας η διακοπή χορήγησης αποτελεί ανεπίτρεπτη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν από την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΟΠΛΩΝ (Ε.Β.Ο.)", η οποία αποτελεί επιχείρηση υπαγόμενη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συγχωνευθείσα από 28.12.2003 δυνάμει της .../2003 πράξης της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αργυρώς Σεργάκη - Παπαδογιάννη, με την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΥΡΙΤΙΔΟΠΟΙΕΙΟ ΚΑΙ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΟ (ΠΥΡΚΑΛ)" δια συστάσεως νέας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΒΟ - ΠΥΡΚΑΛ", η οποία υπεισήλθε, αυτοδικαίως, ως καθολική διάδοχος, σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των, ως άνω, συγχωνευθεισών εταιρειών. Οι προσλήψεις των εναγόντων έγιναν, των 35ου και 4ου από αυτούς το έτος 1978, του 24ου το έτος 1979, των 31ου και 68ου το έτος 1980, των 15ου, 16ου, 18ου, 54ου, 56ου, 61ου και 63ου το έτος 1981, των 17ου, 20ου, 21ου, 26ου, 46ου, 55ου και 66ου το έτος 1982, των 23ου, 38ου, 39ου, 49ου, 58ου, 64ου, 70ου, 72ου, 75ου και 80ου το έτος 1983, των 43ου, 47ου, 48ου και 67ου το έτος 1984, των 1ου, 6ου, 8ου, 9ου, 10ου, 12ου, 19ου, 29ου, 41ου, 52ου, 59ου, 65ου, 78ου και 79ου το έτος 1985, των 2ου, 3ου, 11ου, 28ου, 34ου, 42ου, 74ου και 76ου το έτος 1986, των 4ου, 5ου, 7ου, 13ου, 25ου, 27ου, 30ου, 33ου, 37ου, 44ου, 45ου, 53ου, 60ου, 71ου και 77ου το έτος 1987, των 14ου, 22ου, 57ου, 69ου και 73ου το έτος 1988, του 51ου το έτος 1989 και των 32ου, 36ου και 50ου το έτος 1997. Το έτος 1983 η αρχική, ως άνω, εργοδότριά τους αποφάσισε να χορηγήσει σε όλο το προσωπικό των κεντρικών εγκαταστάσεων στην Αθήνα, που ευρίσκοντο επί της ... αριθμ. 160, πλήρες γεύμα αποτελούμενο από κύριο πιάτο, σαλάτα, τυρί, φρούτο εποχής ή γλυκό, που παρασκεύαζε η ίδια σε ειδικό χώρο των υπογείων του, επί της ανωτέρω διεύθυνσης, κτιρίου, όπου στεγαζόταν και ήταν τότε η έδρα της, τον οποίο είχε διαμορφώσει σε οργανωμένο μαγειρείο. Το γεύμα αυτό, το οποίο διέθετε στους εργαζομένους της σε χώρο διαμορφωμένο ως εστιατόριο, προσέφερε ως οικειοθελή εκ μέρους της παροχή προς τους εργαζομένους της και ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία τους, το οποίο οι τελευταίοι αποδέχθηκαν να αποτελεί μισθό, καταβαλλόμενο σε είδος, ανέλαβε δε η ίδια την πλήρη κάλυψη της σχετικής δαπάνης, χωρίς επιβάρυνση των εργαζομένων. Η παροχή του γεύματος γινόταν συνεχώς και αδιαλείπτως, από το έτος 1983 μέχρι το έτος 1991, οπότε, η εργοδότρια, επικαλούμενη οικονομικές δυσχέρειες, έπαυσε προσωρινά, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων, τη χορήγησή του, αντικαθιστώντας το με πρόχειρη τροφή (σάντουιτς) διατηρώντας, ωστόσο, τη λειτουργία του χώρου εστιατορίου, με την υπόσχεση της επαναφοράς στο μέλλον της παροχής πλήρους γεύματος. Το έτος 1994, μετά από έντονες διαμαρτυρίες από το συνδικαλιστικό σωματείο των εργαζομένων για την επαναλειτουργία του μαγειρείου, η ανωτέρω εταιρεία αποφάσισε να χορηγεί πλήρες γεύμα, παρασκευαζόμενο από την εταιρεία "Olympic Catering", ενώ, το έτος 2000, αποφάσισε, προς το σκοπό μείωσης του κόστους, να επαναλειτουργήσει το μαγειρείο και να επαναχορηγήσει πλήρες γεύμα, παρασκευαζόμενο από αυτό. Έκτοτε, σε εκτέλεση της υποχρέωσής της αυτής, χορηγούσε πλήρες γεύμα στους εργαζομένους της, που παρασκευαζόταν στις εγκαταστάσεις της, μέχρι και την 16.12.2001, καθόσον από τις 17.12.2001, οπότε πραγματοποιήθηκε και η μετεγκατάσταση των γραφείων της στον Υµηττό, έπαυσε, µονοµερώς, τη λειτουργία του µαγειρείου και του εστιατορίου και τη χορήγηση γεύµατος στους εργαζομένους της, µεταξύ των οποίων ήταν και οι ενάγοντες, αρχικά επικαλούµενη έλλειψη κατάλληλων χώρων και στη συνέχεια αμφισβητώντας την υποχρέωσή της προς παροχή γεύµατος στο προσωπικό της, όλα δε τα ανωτέρω συνέβησαν, παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες των εργαζοµένων. Η επί 18 έτη συνεχής και αδιάλειπτη χορήγηση από την εναγοµένη γεύµατος στους ενάγοντες, εργαζοµένους της, κατέληξε µε τον ανωτέρω τρόπο, σε σιωπηρή σύµβαση για τακτική καταβολή του µε την έννοια του µισθού, σε είδος, χωρίς να δύναται η παροχή να διακοπεί ελεύθερα από αυτήν, καθόσον, δεν στηριζόταν πλέον στη µονοµερή θέλησή της, αλλά στη σύµβαση που, έστω και σιωπηρά, είχε καταρτισθεί και συμπλήρωνε τους όρους των ατοµικών συµβάσεων εργασίας των εναγόντων. Εποµένως, η από µέρους της διακοπή της χορήγησης της ένδικης παροχής, ήτοι η µονοµερής ανάκλησή της, συνιστά ανεπίτρεπτη µονοµερή βλαπτική µεταβολή των όρων των εργασιακών τους συµβάσεων, από την οποία απορρέει δικαίωµα αποζηµίωσής τους, για τη µη χορήγησή της, όπως δέχθηκε και η 1088/2005 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν άσκησης της από 3.12.2002 αγωγής των εναγόντων κατά της εναγοµένης µε το αυτό, µεταξύ άλλων, αίτηµα καταβολής αποζηµίωσης, λόγω διακοπής της χορήγησης γεύµατος για το χρονικό διάστηµα από 17.12.2001 µέχρι τις 3.12.2002, έχει δε καταστεί ήδη αµετάκλητη µετά την απόρριψη της ασκηθείσας έφεσης και αναίρεσης µε τις 4946/2006 και 95/2009 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα και αποτελεί δεδικασµένο στα πλαίσια της προκείμενης δίκης, ως προς την αξίωση των εναγόντων για την ανωτέρω παροχή, λαµβανοµένου υπόψη, ότι στην προκείμενη δίκη μεταξύ των ήδη διαδίκων αξιώνεται με βάση το ίδιο νομικό καθεστώς η καταβολή της ίδιας παροχής για µεταγενέστερο χρονικό διάστηµα, κατά το οποίο άλλαξε µόνο ο χρόνος και όχι το νοµοθετικό καθεστώς. Η εναγοµένη ισχυρίζεται, ότι οι ατοµικές συµβάσεις των εναγόντων περιέχουν ευνοϊκότερους όρους, οι οποίοι παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους και για το λόγο αυτό είναι επικρατέστεροι αυτών που τυχόν διαλαμβάνονται στη συλλογική σύμβαση εργασίας και συνεπώς η εν λόγω παροχή δεν οφείλεται, επιπλέον του συµφωνηµένου µεγαλύτερου µισθού, δεδοµένου ότι καλύπτεται από αυτόν. Ο ανωτέρω, όμως, ισχυρισµός είναι απορριπτέος, καθόσον ακόµη και αν υποτεθεί ότι είναι αληθές ότι ο καταβαλλόμενος µε βάση τις ατοµικές συµβάσεις τους µισθός είναι υπέρτερος του προβλεπόμενου από ΣΣΕ ή Δ.Α. ή άλλη διάταξη νόµου, η εν λόγω παροχή δεν απορρέει από διατάξεις Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. ή άλλης διάταξης νόµου, αλλά αποτελεί όρο των ατοµικών συµβάσεων εργασίας των εναγόντων και ως εκ τούτου δεν καλύπτεται, ούτε, άλλωστε, κατά µείζονα λόγο, συμψηφίζεται µε καταβαλλόµενο από την εναγομένη µισθό. Η εναγοµένη ισχυρίζεται ότι, εσφαλµένως, η εκκαλουµένη υπολόγισε την αξία της ηµερήσιας κατανάλωσης γεύµατος µε βάση την αξία της παροχής στην ελεύθερη αγορά και όχι με βάση τα τεκμήρια του ΙΚΑ και συγκεκριμένα, με βάση το κόστος που τυχόν έχει η παροχή για τον ίδιο τον εργοδότη. Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, καθόσον η αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ, περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία, εν προκειμένω, υπολογίζεται με βάση το ελάχιστο ποσό που χρειάσθηκε να δαπανήσουν οι ενάγοντες κατά μέσον όρο, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, προκειμένου να προμηθεύονται αντίστοιχη τροφή με αυτή που θα χορηγούσε η εναγομένη. Περαιτέρω, η τελευταία ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δεν αφαίρεσε, κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, ανά έτος, τις 28 ημέρες που αντιστοιχούν στις ημέρες κανονικής άδειας εκάστου των εναγόντων, κατά τις οποίες η ίδια δεν υποχρεούτο να χορηγεί την επίδικη παροχή. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον η εν λόγω παροχή αποτελεί μισθό σε είδος και ως εκ τούτου η εναγομένη υπέχει υποχρέωση καταβολής του και κατά τις ημέρες κανονικής αδείας. Περαιτέρω, δέχθηκε το δικαστήριο ότι, από το σύνολο των επικαλουμένων αποδεικτικών στοιχείων, τους προσκοµιζόµενους τιμοκαταλόγους των επιχειρήσεων εστίασης και έτοιµου φαγητού, που προσκοµίζουν οι ενάγοντες, σε συνδυασµό και µε τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύεται ότι το ελάχιστο ποσό που θα δαπανούσε κατά µέσο όρο κάθε ενάγων για να προμηθεύεται τροφή αντίστοιχη της ένδικης παροχής που χορηγείτο από την εναγοµένη ανερχόταν, κατά το έτος 2002 στο ποσό 6 ευρώ, για το έτος 2003 στο ποσό των 7,5 ευρώ, για το έτος 2004 στο ποσό των 9 ευρώ και για το έτος 2005 στο ποσό των 10,5 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω δέχθηκε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ότι 1) Η χορήγηση από την αναιρεσείουσα πλήρους γεύματος στους αναιρεσίβλητους εργαζομένους της, η οποία συνεχιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο είτε με την παρασκευή του στους διαμορφωμένους χώρους των μαγειρείων της, είτε με την προμήθειά του από την εταιρία Catering, για μακρό χρόνο διάστημα και δη επί δεκαοκτώ και πλέον έτη, με μικρή μόνο διακοπή κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1991 - 1994, κατά το οποίο όμως και πάλι χορηγείτο πρόχειρη τροφή (σάντουϊτς), είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξει σε σιωπηρή σύμβαση για τακτική καταβολή του με την έννοια του μισθού σε είδος, χωρίς να δύναται η παροχή του να διακοπεί ελεύθερα από την εργοδότρια, καθόσον μάλιστα η τελευταία, από την αρχή δεν είχε κάνει ρητή επιφύλαξη γι' αυτήν (παροχή) και συνεπώς, η οικειοθελής αυτή παροχή, από τη στιγμή που έγινε αποδεκτή από τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσίβλητοι, δεν στηριζόταν πλέον στη μονομερή θέληση της εργοδότριάς τους, αλλά στη σύμβαση, που, έστω και σιωπηρά, είχε καταρτισθεί και συμπλήρωνε τους όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας των αναιρεσιβλήτων. 2) Η εργοδότριά τους κατέβαλε την επίδικη παροχή με τις προαναφερθείσες συνθήκες και δεν μπορούσε να την ανακαλέσει, μονομερώς, διότι δημιουργήθηκε πλέον δικαίωμα των αναιρεσιβλήτων για τη συνέχισή της, που δεσμεύει, ως συμβατική εργοδοτική υποχρέωση, και την προαναφερθείσα καθολική διάδοχό της, κατ' άρθρο 3 § 2 του ΠΔ 572/1988 και ήδη αναιρεσείουσα. Και 3) Η ανάκληση της πιο πάνω παροχής γεύματος από την αρχική εργοδότρια των ήδη αναιρεσιβλήτων, αλλά και η άρνηση στη συνέχεια της καθολικής διαδόχου της και ήδη αναιρεσείουσας να συνεχίσει η ίδια την επίδικη αυτή παροχή στους αναιρεσίβλητους συνιστά οπωσδήποτε ανεπίτρεπτη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των εργασιακών τους συμβάσεων και δοθέντος ότι οι αναιρεσίβλητοι διαμαρτυρήθηκαν και δεν αποδέχτηκαν την εν λόγω μεταβολή, δεν επήλθε σιωπηρή τροποποίηση των όρων των συμβάσεων εργασίας τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές, 1) απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά το κεφάλαιο της οφειλομένης αποζημίωσης των αναιρεσιβλήτων για το αιτηθέν από καθένα ποσό και 2) δέχθηκε την έφεση των αναιρεσίβλητων και επιδίκασε τα ποσά που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Με αυτά που δέχτηκε το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, (α) εσφαλμένα δέχθηκε ότι η παροχή πλήρους γεύματος στους ενάγοντες νοείται ως μισθός ή ως ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εργασία τους και αποτελεί όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας τους, ενώ αυτή εδίδετο αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, (β) κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 3 ν. 3239/1955 και 7 § 2 ν. 1876/1990 απέρριψε την προταθείσα απ' αυτήν ως άνω ένσταση συμψηφισμού και (γ) προς υπολογισμό του αντιτίμου κάθε γεύματος (και συνακόλουθα της οφειλομένης γι' αυτό αποζημίωσης) έλαβε ως βάση το ποσό που θα κατέβαλλε, κατά μέσο όρο, κάθε ενάγων και όχι, όπως έπρεπε, το ποσό που θα δαπανούσε η αναιρεσείουσα για την παρασκευή και διάθεση του γεύματος, πρέπει ν' απορριφθεί, κατά τα συναφή μέρη του, ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, ως προς την ειδικότερη αιτίαση περί παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατ' εκτίμηση αυτής, ως προς τον υπολογισμό της αποζημίωσης για τη μη παροχή του γεύματος, είναι απαράδεκτος, διότι στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το ύψος της ζημίας των εργαζομένων, το δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε τα διδάγματα της κοινής πείρας για την ανεύρεση της έννοιας κάποιου κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, αλλά για την απόδειξη πραγματικών περιστατικών και ειδικότερα για τον προσδιορισμό του ποσού που απαιτείται να δαπανήσει κάθε ενάγων, για την προμήθεια τροφής, αντίστοιχης της παρεχόμενης από την εναγομένη, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη, τη συζήτηση της, από 18-2-2013, αίτησης της αναιρεσείουσας για την αναίρεση της 3032/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσίβλητους, Β. Β. (11ο), Χ. Ε. (20ο), 1 (25η), Ά. Κ. (27η), Ι. Κ. (28ο), Λ. Κ. (30η), Ν. Κ. (32ο), Α. Μ. (37η), Κ. Ξ. (46η), Κ. Π. (49ο), Ε. Σ. (55η), Ν. Σ. (56ο), Ν. Σ. (60η), Χ. Τ. (65η), Μ. Π. (77η ) και Φ. Π. (78η). Απορρίπτει την παραπάνω αίτηση ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η καθιέρωση γεύματος στο προσωπικό μιας επιχείρησης, που παρέχεται ως αντάλλαγμα για την εργασία του και ως εκ τούτου αποτελεί μισθό, σε είδος, εφόσον παρέχεται κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να αποτελέσει οικειοθελή παροχή, που δεν μπορεί να ανακληθεί ελεύθερα από τον εργοδότη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Μισθός σε είδος.
0
Αριθμός 381/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ν. Α. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Παπανικολάου. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΡΟΕΤ ΑΕ", που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Κομματά με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-9-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3049/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2564/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-10-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 9-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης και να απορριφθεί ο δεύτερος. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία για την πληρότητα του σχετικού περί εξόφλησης ισχυρισμού, αλλά και του αιτιολογικού της απόφασης, που δέχεται τον ισχυρισμό αυτόν, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής. Όταν δε με την αγωγή ασκούνται πλείονες αξιώσεις, πηγάζουσες από διαφορετικές αιτίες, όπως στην περίπτωση των εργατικών αξιώσεων, δεν αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση που δέχεται σχετικό περί εξόφλησης ισχυρισμό του εναγομένου, ότι όλες γενικώς οι αξιώσεις του ενάγοντος εξοφλήθηκαν, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται το δικαιούμενο καθώς και το καταβληθέν για κάθε αξίωση ποσό. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση της μισθοδοσίας, στην οποία θα απεικονίζονται αναλυτικά οι κάθε φύσεως αποδοχές του προσωπικού καθώς και οι επ' αυτών κρατήσεις. Διαφορετικά καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, αφού ενδέχεται το καταβληθέν συνολικό ποσό να αφορά και σε άλλες αξιώσεις μη ασκούμενες με την αγωγή, ή ακόμη να υπερκαλύπτει ορισμένες και άλλες να μη τις καλύπτει ή να τις καλύπτει εν μέρει. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του KΠολΔ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως προς τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε και ως προς τη μη συνδρομή τους, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση περιέχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 25-9-2007 αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθετε, ότι ασκώντας το επάγγελμα του χειριστή από το έτος 1975 με άδεια χειριστή και επαγγελματική άδεια οδήγησης οχημάτων Γ' τάξης, προσλήφθηκε στις 11-11-1997, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εναγομένη ήδη αναιρεσίβλητη, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε αυτήν ως χειριστής αυτοκινήτου γερανού, στο εργοτάξιό της στον …, κατά δε την πρόσληψή του γνωστοποίησε σ' αυτήν την ηλικία του, την οικογενειακή του κατάσταση και την προϋπηρεσία του, με την προσκομιδή αντίστοιχων πιστοποιητικών. Ότι η παροχή της εργασίας του συμφωνήθηκε πενθήμερη, ανερχόμενη σε 40 ώρες εβδομαδιαίως και οι αποδοχές του μη κατώτερες από τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΕ και ΔΑ "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των χειριστών και βοηθών χειριστών εκσκαπτικών και ανυψωτικών μηχανημάτων τεχνικών έργων όλης της Χώρας". Ότι εργαζόταν επί έξι (6) ημέρες εβδομαδιαίως, δηλαδή και κατά τα Σάββατα και επί 10 ώρες ημερησίως. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 31-5-2007, η τελευταία του κατέβαλε αποδοχές κατώτερες των νομίμων, ενώ δεν του κατέβαλε αμοιβή για την πρόσθετη εργασία που ασκούσε ως βοηθός χειριστή, καθώς και αποζημίωση για υπερεργασία, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωριακή εργασία, αμοιβή για τις ώρες εργασίας που πραγματοποίησε τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να του χορηγείται αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης, και, επί πλέον, τη νόμιμη αποζημίωση κατά την αποχώρησή του από την εργασία του. Με βάση αυτά ζήτησε: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 12.000 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 416.794 ευρώ, συνολικά, για όλες τις προαναφερόµενες αιτίες, καθώς και για διαφορές δώρων εορτών, αποδοχών και επιδόµατος αδείας, όπως, ειδικότερα, προσδιορίζονται στην αγωγή. Με την 3049/2009 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή και κατά της απόφασης αυτής άσκησαν, ο μεν ενάγων έφεση και πρόσθετους λόγους έφεσης, η δε εναγοµένη αντέφεση. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα εξής: Η εναγομένη εταιρεία τηρούσε Δελτία Παρουσίας Προσωπικού - Παρουσιολόγια, στα οποία αναγράφονταν οι ώρες έναρξης και λήξης εργασίας, σύμφωνα με το "χτύπημα κάρτας" κάθε εργαζομένου. Με βάση δε τα Παρουσιολόγια αυτά γίνονταν η μηνιαία εκκαθάριση των αποδοχών, που δικαιούταν να λάβουν οι εργαζόμενοι για κάθε αιτία. Παράλληλα εκδίδονταν μηνιαίες αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής, στις οποίες αναγράφονταν οι ώρες εργασίας, που είχε πραγματοποιήσει ο εργαζόμενος και η αμοιβή που λάμβανε, τόσο για την εργασία του εντός του νομίμου ωραρίου, όσο και η αντίστοιχη αμοιβή για εργασία πέραν τούτου, ή για εργασία κατά τα Σάββατα, Κυριακές κ.λπ. Από τα αναφερόμενα στα παραπάνω Δελτία Παρουσίας Προσωπικού και τα αντίτυπα των αναλυτικών μηνιαίων αποδείξεων πληρωμής του ενάγοντος προκύπτει, ότι ο ενάγων, όταν παρέστη ανάγκη να εργασθεί πέραν του νομίμου ωραρίου του, αμείφθηκε κανονικά για τις ώρες υπερωριακής εργασίας, που πραγματοποίησε, οι οποίες περιλήφθηκαν στις ως άνω μηνιαίες καταστάσεις των αποδοχών του, με την αναφορά των ποσών που έλαβε και την αιτία που αφορούσε η καταβολή. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε, ακόμη, ότι, κατά το χρονικό διάστημα εργασίας του, από 1-1-2002 μέχρι 31-5-2007, εργάσθηκε επί 25 Σάββατα (12-7-2003, 19-7-2003, 26-7-2003, 2-8-2003, 9-8-2003, 23-8-2003, 30-8-2003, 22-11-2003, 13-12-2003, 10-1-2004, 17-1-2004, 24-1-2004, 31-1-2004, 7-2-2004, 20-3-2004, 27-3-2004, 3-4-2004, 22-1-2005, 26-2-2005, 11-2-2006, 8-4-2006, 11-11-2006, 16-12-2006, 20-1-2007 και 14-4-2007), για τα οποία αμείφθηκε. Επίσης, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα εργάσθηκε μόνο μια Κυριακή, στις 17-12-2006, για την οποία του καταβλήθηκε νόμιμη αμοιβή. Από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 1.914,05 ευρώ για την εργασία του σε αργίες και εξαιρετέες ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2003 μέχρι και το έτος 2007, χωρίς το ποσό αυτό να προσβάλλεται από την εναγομένη με λόγο αντέφεσης. Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι εργάσθηκε επί 48 Σάββατα για καθένα από τα έτη 2002 μέχρι 2006 και επί 20 Σάββατα το έτος 2007, καθώς και επί 12 Κυριακές για καθένα από τα έτη 2002 μέχρι 2006 και επί 5 Κυριακές το έτος 2007, και περισσότερες αργίες και εξαιρετέες ημέρες, είναι αβάσιμος. Οι συγκεκριμένες ημέρες εργασίας του, προκύπτουν από τα δελτία παρουσίας του προσωπικού και τις αναλυτικές καταστάσεις μηνιαίων αποδοχών, που προσκομίσθηκαν από την εναγομένη, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι τα έγγραφα αυτά στοιχεία κατασκευάσθηκαν εκ των υστέρων από την εναγομένη και είναι εικονικά. Με βάση τα παραπάνω, έκρινε ότι, τα κονδύλια της αγωγής, τα οποία ο ενάγων ζητεί να του επιδικασθούν ως αμοιβές για εργασία κατά τα Σάββατα, Κυριακές, εξαιρετέες ημέρες και ημέρες αργίες (επί πλέον όσων του επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως, ως προς αυτές), υπερεργασία, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωριακή εργασία, είναι αβάσιμα. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, το οποίο, μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, δέχτηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή, στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι, με το να δεχθεί ότι όλες οι ανωτέρω αξιώσεις εξοφλήθηκαν, χωρίς να προσδιορίζει στην απόφασή του το δικαιούμενο για κάθε αξίωση ποσό και το αντίστοιχο καταβληθέν, διέλαβε σ' αυτήν ελλιπείς αιτιολογίες ως προς ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα, ως προς την απόρριψη κατ' ουσίαν των παραπάνω αγωγικών κονδυλίων, που αναφέρονται στην αμοιβή της εργασίας που παρασχέθηκε 1) κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες και 2) ως υπερεργασία, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωριακή εργασία, των ετών 2002 μέχρι 31-5-2007. Ειδικότερα, αν και δέχεται ότι ο ενάγων παρέσχε την αντίστοιχη εργασία, όμως δεν προσδιορίζει στην απόφασή του τις συγκεκριμένες ώρες ιδιόρρυθμης υπερωριακής εργασίας, υπερεργασίας και υπερωριακής εργασίας, που εργάστηκε, τα ποσά που δικαιούται για κάθε αιτία και εκείνα που κατέβαλε σ' αυτόν η εναγομένη, για την αντίστοιχη αιτία, ούτε αυτά που δικαιούται και κατέβαλε στον ενάγοντα, για εργασία που δέχεται ότι παρέσχε κατά το Σάββατο και την Κυριακή. Επομένως, ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 KΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των δεύτερου και τρίτου λόγων της αίτησης (με τους οποίους ο αναιρεσείων, επικαλούμενος την επιδίκαση μικρότερων των δικαιουμένων ποσών, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση και για παραβίαση των διατάξεων που ρυθμίζουν τις προυποθέσεις για την επιδίκαση δώρων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, κεφάλαια τα οποία επηρεάζονται από τις παραπάνω αξιώσεις), πρέπει, να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της, που αφορά τα αγωγικά κονδύλια, που αναφέρονται 1) στην αμοιβή της εργασίας που παρασχέθηκε α) κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες και β) ως υπερεργασία, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, και 2) στη διαφορά δώρων εορτών, αποδοχών άδειας, επιδόματος αδείας και αποζημίωσης απόλυσης, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2564/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για την πληρότητα του περί εξόφλησης ισχυρισμού, αλλά και του αιτιολογικού της απόφασης, που δέχεται τον ισχυρισμό αυτόν, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής. Όταν δε με την αγωγή ασκούνται πλείονες αξιώσεις, πηγάζουσες από διαφορετικές αιτίες, όπως στην περίπτωση των εργατικών αξιώσεων, πρέπει να προσδιορίζεται το δικαιούμενο καθώς και το καταβληθέν για κάθε αξίωση ποσό.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 390/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Ν. Κ. του Γ. και 2)Ε. συζ. Ν. Κ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Τσάση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Γιολάντα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και 2)Α. Ζ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/1994 διεκδικητική αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής και εκδόθηκε η 264/1995 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε η από 3/12/1996 τριτανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 146/1999 μη οριστική, 103/2004 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, 1906/2007 μη οριστική και 71/2009 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/12/2011 αίτηση και τους από 11/2/2013 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 12/3/2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης και την απόρριψη των υπολοίπων λόγων αναίρεσης του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις εκθέσεις επίδοσης .../23.2.2012 και .../25.7.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής …, στην πρώτη από τις οποίες προσαρτάται η από 24.2.2012 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και η υπό ίδια ημερομηνία βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ.4γ'ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων, που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβή αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και της αίτησης προσδιορισμού νέας δικασίμου-κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση αυτής (της 20.11.2013), επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δεύτερο αναιρεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλε έγγραφη δήλωση για παράστασή του στο ακροατήριο κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 147/1914 επί των λεγομένων Νέων Χωρών, οι οποίες διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεσο επικυριαρχία του Οθωμανικού κράτους, διατηρούνται σε ισχύ οι περί γαιών διατάξεις του Οθωμανικού Δικαίου, οι οποίες ρυθμίζουν τα της κτήσεως επ' αυτών ιδιωτικών δικαιωμάτων, ενώ οι περί τούτων δικαιοπραξίες συντελούνται εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 51 και 55 του ΕισΝΑΚ, η πριν από την εισαγωγή του ΑΚ επελθούσα κτήση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος κρίνεται κατά το δίκαιο, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα τα πραγματικά γεγονότα τα οποία απαιτούνται προς κτήση αυτών, ενώ η προστασία τους διέπεται στο εξής από τις διατάξεις του ΑΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ, κατά τα ανωτέρω, στις Νέες Χώρες," Δημόσιαι γαίαι είναι οι λειμώνες, οι αγροί, αι χειμερινοί και θεριναί βοσκαί, τα δάση και οι παρόμοιοι τόποι", των οποίων η κυριότητα ανήκει στο τουρκικό Δημόσιο. Η παραχώρηση στους ιδιώτες των ανωτέρω ακινήτων, τα οποία αποτελούν την κατηγορία των "δημοσίων γαιών " γίνεται με τη χορήγηση από το κράτος έγγραφου τίτλου που ονομάζεται" ταπί". Με το χορηγούμενο τίτλο παρέχεται στους ιδιώτες δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με τίτλο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως " δια ωρισμένην χρήσιν των δημοσίων γαιών", καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω Νόμου περί γαιών, κατά το οποίο " εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας δια 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το Δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως και είτε έχει έγκυρον τίτλον είτε δεν έχει, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεται εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος ". Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών και όχι επί βοσκοτόπων, δασών κλπ.(βλ. ΟλΑΠ 407/1966 ), τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου (ταπίου). Εξάλλου, με το άρθρο 10 και 21 παρ. 10 του Ν. 3.208/2003 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 289 Α της 23/24-12-2003, "προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπράγματων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις", ορίζεται ότι το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση και δασικές εν γένει εκτάσεις που : 1) Αναγνωρίστηκαν ....Θ ) με τις διατάξεις του Ν. 248/1976, σε ό,τι αφορά τις εκτάσεις που κρίθηκαν ότι δεν ανήκουν στο Δημόσιο. Ο χαρακτηρισμός των εκτάσεων που εμφανίζονται στον προσωρινό κτηματικό χάρτη ως μη δασικές, καθώς και των εκτάσεων που κρίθηκαν με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις κατά τη διαδικασία των άρθρων 12 επ. του Ν. 248/1976 ότι δεν αποτελούν δάσος ή δασική έκταση, παραμένει ισχυρός και δεν επανεξετάζεται από τον οικείο δασάρχη ή τις κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του Ν. 998/1979 επιτροπές επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων ή άλλο αρμόδιο όργανο προβλεπόμενο από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Εξάλλου, με την παρ. 10 του μεταβατικού χαρακτήρα άρθρου 21 του άνω νόμου ορίστηκε ότι ο χαρακτήρας των εκτάσεων που εμφανίζονται στον προσωρινό ή οριστικό κτηματικό χάρτη που καταρτίστηκε με τις διατάξεις του ν. 248/1976 ως μη δασικές, καθώς και ο χαρακτήρας των εκτάσεων που κρίθηκαν με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις κατά τη διαδικασία των άρθρων 10 επ. του ίδιου νόμου ότι δεν αποτελούν δάση ή δασική έκταση, παραμένει έγκυρος και ισχυρός και δεν επανεξετάζεται από τον οικείο δασάρχη ή τις κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του Ν. 998/1979 Επιτροπές Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων ή άλλο αρμόδιο όργανο προβλεπόμενο από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει εμπράγματα δικαιώματα επί των εκτάσεων που με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου κρίθηκε ότι δεν ανήκουν στην κυριότητά του. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Τέλος κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ' την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Με το αριθμ. …/1989 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Αναστασίας Σάφραλη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας στον τόμο …και αριθμ. …, ο δεύτερος των καθ' ων η τριτανακοπή (και ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος) Α. Ζ. μεταβίβασε κατά κυριότητα στους τριτανακόπτοντες (ήδη αναιρεσείοντες) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ένα αγρό, εμβαδού 8.700 τμ, που βρίσκεται στη θέση" … " της κτηματικής περιοχής της Κοινότητας Πολύχρονου Χαλκιδικής και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Πολύχρονου Δήμου Παλλήνης Ν. Χαλκιδικής. Το εν λόγω ακίνητο, σύμφωνα με το ως άνω συμβόλαιο, συνορεύει γύρωθεν επί πλευράς Α-Β με αγρό της Μ. Κ. (14,90 γρ. μέτρων), επί πλευρών Β-Γ με αγροτικό δρόμο (20,53 γρ. μέτρων), επί πλευρών Γ-Δ (8,35 γρ. μέτρων), Δ-Ε (24,37 γρ. μέτρων), ΕΖ (45,31 γρ. μέτρων), Ζ-Η (22,44 γρ. μέτρων) και Η-θ (23,36 γρ. μέτρων) με αγρό των αδερφών Κ., επί πλευρών Θ-Ι (47 γρ. μέτρων ), Ι-Κ (4,70 γρ. μέτρων), Κ-Λ (20,40 γρ. μέτρων), Λ-Μ (16,13 γρ. μέτρων) και Μ-Ν (18,58 γρ. μέτρων) με δημόσιο δάσος, επί πλευράς Ν-Ξ (12,80 γρ. μέτρων) με αγρό Α. Α., επί πλευρών Ξ-0 (18,88 γρ. μέτρων ), Ο-Π (33,67 γρ.μέτρων), Η-Ρ (17,32 γρ. μέτρων και Π-Σ (12,22 γρ. μέτρων) με δημόσιο δάσος, επί πλευρών Σ-Τ (75,47 γρ. μέτρων ) και Τ-Α ( 26,10 γρ. μέτρων) με αγρό Γ. και Κ. Τ., όπως απεικονίζεται στο συνημμένο στο ως άνω συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα του πολ. μηχανικού Π. Κ.. Μέσα στα όρια του ακινήτου που περιγράφεται ανωτέρω, περιλαμβάνονται δύο εδαφικά τμήματα (επίδικα) α) εμβαδού 1.840,03 τμ, που απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα που επισυνάπτεται στην αριθμ. …/2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Λ. Δ. με στοιχεία ΙΚ ΛΛ' Λ' Λ'" Μ' Ν ΞΟΠ'Π" Υ8Υ7 και β) εμβαδού 2.567 τμ που συνορεύει βόρεια και δυτικά με τον υπόλοιπο αγρό, ανατολικά και νότια με δασική έκταση. Κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, από το Τ συνεργείο κτηματογράφησης της Περιφερειακής Επιθεώρησης Δασών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, τα επίδικα καταγράφηκαν το μεν πρώτο ως τμήμα έκτασης συνολικού εμβαδού 2.033 τμ, με κωδικό ... και αύξοντα αριθμό … στον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα, το δε δεύτερο ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης εμβαδού 5.674 τμ, με κωδικό ... και αύξοντα αριθμό στον προσωρινό κτηματολογικό πίνακα …, ως δημόσιες δασικές εκτάσεις. Με το από 8-8-1985 δελτίο αντιρρήσεων του πωλητή δευτέρου των καθ1 ων η τριτανακοπή Α. Ζ., ο τελευταίος ζήτησε να εξαιρεθούν από τον προσωρινό κτηματολογικό χάρτη τμήμα της πρώτης έκτασης εμβαδού 1875 τμ και ολόκληρη η δεύτερη έκταση εμβαδού 2.750 τμ. Με την 149/1987 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας που επικυρώθηκε με την αριθμ. 91/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, έγιναν δεκτές οι αντιρρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12,13,14,15 παρ. 2 του Ν. 248/1976, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 82 και 83 του Ν. 998/1979, με το σκεπτικό ότι οι ανωτέρω εκτάσεις είναι αγροτικές. Η αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτών, που δίκασαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό τις αντιρρήσεις του αντιλέγοντος, εξαντλούνταν στην επίλυση των αμφισβητήσεων ως προς την ύπαρξη των ιδιωτικών δικαιωμάτων στις εκτάσεις που περιλαμβάνονται στο φύλλο καταγραφής, προκειμένου να περατωθεί η διοικητική διαδικασία, χωρίς να επεκτείνεται στη διάγνωση της ορθότητας του χαρακτηρισμού τους ως δασικών ή μη, ούτε στην αναγνώριση εμπράγματων δικαιωμάτων που υπάγονται στην τακτική διαδικασία των πολιτικών δικαστηρίων. Δεν μπορούν δε να τύχουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 10 και 21 παρ. 10 του Ν. 3208/2003, ο οποίος ίσχυε ήδη κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει εμπράγματα δικαιώματα επί των εκτάσεων που με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου 248/1976 κρίθηκε ότι δεν ανήκουν στην κυριότητα του, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι, εφόσον τα εμπράγματα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου προβάλλονται στα πλαίσια της τακτικής διαδικασίας των πολιτικών δικαστηρίων που είναι αρμόδια να αναγνωρίσουν τέτοια δικαιώματα. Περαιτέρω, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από το εκκαλούν (και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο) Ελληνικό Δημόσιο από 17-2-1984 έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου Ι. Α., αποδείχθηκε ότι στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 οι επίδικες εκτάσεις έχουν τη μορφή δάσους με χαμηλή βλάστηση θάμνων (σχοίνα, πουρνάρια, ρείκια κλπ.) ενώ στις αεροφωτογραφίες του έτους 1960 φαίνονται αγροί και την ίδια μορφή έχουν μέχρι σήμερα. Ο ανωτέρω δασολόγος που συνέταξε την έκθεση φωτοερμηνείας, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον της Εισηγήτριας Δικαστή, κατέθεσε ότι τα επίδικα αποτελούν τμήματα ευρύτερης έκτασης, η οποία το έτος 1945 ήταν δάσος καλυπτόμενο από αείφυλλα πλατύφυλλα (0,7-0,8). Ότι στις αεροφωτογραφίες του 1945 φαίνεται ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν δάσος πυκνό και είχαν την ίδια μορφή με την όμορη δασική έκταση ενώ στις αεροφωτογραφίες του 1960 φαίνονται ότι είναι αγρός, γιατί στο διάστημα μεταξύ 1945 και 1960 αυτές εκχερσώθηκαν. Το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι το έδαφος σ' αυτές είναι επίπεδο και εύφορο, όπως και το ότι ο πραγματογνώμονας Λ. Δ. στην αριθμ. 80/2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναφέρει ότι οι επίδικες εκτάσεις ξεχωρίζουν μορφολογικά από τις υπόλοιπες δασικές, δεν αναιρεί την ως άνω κατάθεση του μάρτυρα - δασολόγου, γιατί η διαπίστωση αυτή αφορά την υφισταμένη πραγματική (φυσική) κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί μετά το έτος 1945. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται ούτε από το γεγονός ότι ο ανωτέρω δασάρχης με την αριθμ. 2083/10-7-1989 βεβαίωση του, βεβαιώνει ότι η έκταση των 8.700 τμ που μεταβίβασε ο καθ' ου η τριτανακοπή Α. Ζ. στους τριτανακόπτοντες δεν είναι δασική ούτε δασικού χαρακτήρα, εφόσον η βεβαίωση αυτή χορηγήθηκε μετά την έκδοση της αριθμ. 91/19-4-1989 τελεσίδικης απόφασης που εκδόθηκε επί των αντιρρήσεων που Α. Ζ., με βάση την οποία διορθώθηκε ο προσωρινός κτηματολογικός πίνακας και χάρτης της Επιθεώρησης Δασών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκες διαπίστωση αυτή γίνεται από το δασάρχη κυρίως βάσει της υφιστάμενης κατάστασης και των πρόσφατων αλλοιώσεών της. Οι τριτανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος τους Β. Ζ. καλλιεργούσε τις επίδικες εκτάσεις, που αποτελούν τμήμα των 8.700 τμ που τους μεταβίβασε ο δεύτερος των καθ' ων η τριτανακοπή Α. Ζ. από το 1900 μέχρι το 1942 χωρίς δικαστική ή άλλη αμφισβήτηση, οπότε απέκτησε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), που μετατράπηκε ακολούθως σε δικαίωμα κυριότητας, στη συνέχεια τις παραχώρησε άτυπα στον υιό του Χ. Ζ., ο οποίος τις καλλιεργούσε μέχρι το έτος 1966, που απεβίωσε, και ο τελευταίος με την .../1965 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κασσάνδρας Αναστασίου Σιλέλογλου και δημοσιεύθηκε νόμιμα, κατέλειπε τα εν λόγω τμήματα στον καθ' ου η τριτανακοπή υιό του και άμεσο δικαιοπάροχο τους, ο οποίος αποδέχθηκε νόμιμα την κληρονομιά του πατέρα του και μετέγραφε τη σχετική πράξη αποδοχής. Τα ίδια κατέθεσε και ο μάρτυρας που εξετάστηκε ενώπιον της Εισηγήτριας Δικαστή με επιμέλεια των τριτανακοπτόντων, πλην, όμως, η μορφή που εμφανίζουν οι επίδικες εκτάσεις στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 έρχεται σε αντίθεση με τα ανωτέρω και ο ισχυρισμός των τριτανακοπτόντων ότι οι εν λόγω εκτάσεις προσωρινά δεν καλλιεργήθηκαν λόγω του εμφυλίου πολέμου, δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι σ' αυτή την περίπτωση δεν θα παρουσίαζαν τη μορφή δάσους με χαμηλή βλάστηση αείφυλλων πλατύφυλλων, δηλαδή με μεγάλη πυκνότητα της δασικής βλάστησης. Από τη συνεκτίμηση των ανωτέρω, προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν από την εποχή της τουρκοκρατίας δημόσιες δασικές εκτάσεις από αείφυλλα πλατύφυλλα, οι οποίες εκχερσώθηκαν σταδιακά και όχι καλλιεργούμενες ιδιωτικές αγροτικές εκτάσεις, όπως ισχυρίζονται οι τριτανακόπτοντες και συνεπώς δικαίωμα εξουσίασης ήταν δυνατό μόνο με την έκδοση ειδικού τίτλου του τουρκικού κτηματολογίου (ταπίου). Οι εν λόγω εκτάσεις ήταν δάσος και πριν την απελευθέρωση της περιοχής από την τουρκική κατοχή το έτος 1912. Κατά την έννοια του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) ανήκαν στο Οθωμανικό κράτος ως δημόσιες γαίες (δάσος) και με την απελευθέρωση της περιοχής περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δικαιώματι πολέμου βάσει του άρθρου 60 της Συνθήκης της Λωζάνης. Συνεπώς, εφόσον ο απώτατος δικαιοπάροχος του άμεσου δικαιοπάροχου των τριτανακοπτόντων δεν απέκτησε κυριότητα επί των επιδίκων, ο τελευταίος δεν ήταν κύριος κατά το χρόνο μεταβίβασης των επιδίκων στους τριτανακόπτοντες για να τη μεταβιβάσει στους τελευταίους οι οποίοι ως εκ τούτου δεν κατέστησαν συγκύριοι αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι οι εκτάσεις εμβαδού 1.840,03 τμ και 2.567 τμ, που περιλαμβάνονται στη μεγαλύτερη έκταση των 8.700 τμ, που μεταβιβάσθηκε στους τριτανακόπτοντες από τον καθ' ου η τριτανακοπή Α. Ζ., ήταν ανέκαθεν, τουλάχιστον από το έτος 1900, αγροτικές, δεκτικές ιδιωτικής εξουσίασης, την κυριότητα των οποίων απέκτησε ο άμεσος δικαιοπάροχος των τριτανακοπτόντων Α. Ζ., κατά τον τρόπο που αναφέρεται σ' αυτή και αφού έκανε εν μέρει δεκτή την τριτανακοπή, αναγνώρισε τους τελευταίους συγκυρίους των ανωτέρω εκτάσεων, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή των σχετικών δύο πρώτων λόγων της έφεσης ως βάσιμων, να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, απευθυνόμενη κατά των δύο πρώτων των εφεσιβλήτων και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ως προς τον ανωτέρω αναγκαστικό ομόδικο του εκκαλούντος, να δικαστεί κατ' ουσία η ένδικη τριτανακοπή και αφού γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτόδικα από το εκκαλούν, ότι τα επίδικα τμήματα αποτελούσαν ανέκαθεν δασική έκταση και περιήλθαν στην κυριότητά του ως διάδοχο του τουρκικού κράτους, να απορριφθεί η τριτανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη". 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά τις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 και 78 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 και 10 και 21 παρ.10 του ν.3208/2003 ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του από 17/28.11.1836 διατάγματος περί ιδιωτικών δασών, 1 του ν.ΑΧΝ 1888 περί διακρίσεως και οριοθεσίας δασών, όπως τροποποιήθηκε με το εκτελεστικό διάταγμα της 11-2/24.3.1889, 57 του ν.3077/1924 περί δασικού Κώδικα και 3 παρ.1 του ν.998/1979, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, αφού, υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα, δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, ενώ περιέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, με σαφήνεια δέχτηκε, ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν από την εποχή της τουρκοκρατίας-όχι καλλιεργούμενες, αλλά- δημόσιες δασικές εκτάσεις από αείφυλλα πλατύφυλλα, οι οποίες, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) και ιδιαίτερα του άρθρου 3 αυτού, ως δημόσιες γαίες ανήκαν στο Οθωμανικό Κράτος και με την απελευθέρωση της περιοχής περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δικαιώματι πολέμου βάση του άρθρου 60 της Συνθήκης της Λωζάνης. Συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης πρώτος και τρίτος του κύριου δικογράφου και πρώτος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των προσθέτων, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙΙ. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης του δικογράφου πρόσθετων λόγων ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις του περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, αφού χωρίς καμία αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι ο δικαιοπάροχος τους με συνεχή εξουσίαση επί μια δεκαετία απέκτησε δικαίωμα εξουσιάσεως στις επίδικες εκτάσεις. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενος, αφού το Εφετείο δέχθηκε ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν δάσος και αυτές μόνο με ταπί μπορούσαν να εξουσιαστούν. IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 Κ.Πολ.Δ., εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, όπως είναι εκείνες που ορίζονται με τις διατάξεις των άρθρων 352§1, 438 και 439 Κ.Πολ.Δ., το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Συνεπώς, επί πλειόνων ελευθέρως εκτιμώμενων αποδεικτικών μέσων, όπως οι καταθέσεις των μαρτύρων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρος σε σχέση με την κατάθεση ετέρου, ώστε δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτή ο από το άρθρο 559 αριθ. 12 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικός λόγος για παράβαση των ορισμών του νόμου σε σχέση με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, που προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο δέχθηκε ως αυξημένης ισχύος τη μόνη κατάθεση του μάρτυρα του αντιδίκου Ελληνικού Δημοσίου δασολόγου Ι. Α., ενώ στα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα προσέδωσε μειωμένη ισχύ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. V. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου πρόσθετων λόγων αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν απέδωσε αυξημένη αποδεικτική ισχύ στην από 10-7-1989 βεβαίωση του Δασαρχείου Κασσάνδρας ότι οι επίδικες εκτάσεις δεν ήταν δασικές. Πράγματι κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ, τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 438 και 439 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο. Επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Έτσι, εφόσον το Ελληνικό Δημόσιο προέβη σε ανταπόδειξη των όσων αναφέρονταν στο ως άνω έγγραφο, εξετάζοντας προς τούτο τον ως άνω μάρτυρα του, ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. VI. Mε τον τέταρτο λόγο αναίρεσης του κύριου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δεδικασμένο που παρήχθη με την ως άνω 91/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθ. 16 που από παραδρομή αναγράφεται στο αναιρετήριο είναι απορριπτέος ως αόριστος αφού στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι η ως άνω πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προτάθηκε στο Εφετείο, αλλά ούτε και προκύπτει από τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις των αναιρεσειόντων-εφεσιβλήτων ότι προέβαλαν παραδεκτώς τέτοιο ισχυρισμό ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. VII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ'αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ του Κ.Πολ.Δ, λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης προσάπτουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα που αυτοί επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, ήτοι: α) την από 10-7-1989 βεβαίωση ως δημόσιο έγγραφο το οποίο συνέταξε και χορήγησε στον Α. Ζ., το Δασαρχείο Κασσάνδρας, καθ' ύλην αρμόδιο για να πιστοποιήσει εάν μια έκταση εντός των ορίων δικαιοδοσίας του είναι δασική ή όχι, β) το από 14-7-1989 πιστοποιητικό του Προέδρου Κοινότητος Πολύχρονου Χαλκιδικής, με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων, Α. Ζ. του Χ., ο πατέρας του Χ. Ζ. του Β. και ο Β. Ζ. (πατέρας του Χ.), υπήρξαν νομείς και κύριοι της περιγραφόμενης σε αυτό εκτάσεως, γ) την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Λ. Δ., αγρονόμου τοπογράφου, ο οποίος διορίστηκε πραγματογνώμονας δυνάμει της με αριθ. 175/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πολυγύρου και δ) την εισηγητική έκθεση κατά την οποία ελήφθησαν οι μαρτυρικές καταθέσεις στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από την Εισηγητή Δικαστή. Από τη βεβαίωση, όμως, του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα, με επίκληση, προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα" και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι τούτο για το σχηματισμό της κρίσης του, στην οποία τελικώς κατέληξε, έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε μαζί με όλες τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα προαναφερόμενα έγγραφα και επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1.12.2011 αίτηση και του από 11.2.2013 πρόσθετους λόγους των 1) Ν. Κ. του Γ. κ.α. για αναίρεση της 71/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του παριστάμενου πρώτου αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί πλειόνων ελευθέρως εκτιμώμενων αποδεικτικών μέσων, όπως οι καταθέσεις των μαρτύρων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρος σε σχέση με την κατάθεση ετέρου, και γι’ αυτό δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτή ο από το άρθρο 559 αριθ.12 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος.
Οθωμανικό δίκαιο
Αποδεικτικά μέσα, Γαίες, Οθωμανικό δίκαιο.
1
Αριθμός 391/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Δ. Λ. και 2)Π. Δ. Λ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μίχα. Του αναιρεσιβλήτου: Β. Π. Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Μαργαρίτη, ο οποίος ανακάλεσε την από 19/11/2013 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 του ΚΠολΔ και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε, στην οποία ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου δεν συναίνεσε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/9/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λευκάδος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 376/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 37/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/4/2011 αίτησή τους. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος. Έτσι, μόλις επέλθει προσβολή κατά της κυριότητας, η εμπράγματη εξουσία λαμβάνει προσωπική κατεύθυνση κατά του προσβολέως και γεννιέται κατ' αυτού η αξίωση από την κυριότητα και η προστατεύουσα την κυριότητα διεκδικητική αγωγή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324 και 330 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε και υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων που παραστάθηκαν με την ίδια ιδιότητα για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια νομική και ιστορική αιτία, καθώς και στις ενστάσεις που προτάθηκαν ή και σε εκείνες που δεν προτάθηκαν, ενώ μπορούσαν να προταθούν. Εξάλλου, η επί αναγνωριστικής αγωγής εκδιδόμενη απόφαση, όταν καταστεί τελεσίδικη, αποτελεί ουσιαστικό δεδικασμένο για την ασκηθησόμενη καταψηφιστική αγωγή (ΑΠ 877/1978). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες στο παρελθόν είχαν αμφισβητήσει το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου επί του επίδικου ακινήτου, που βρίσκεται εντός του οικισμού ... και στην ειδικότερη θέση "..." έκτασης 53,66 τ.μ.(...), με αποτέλεσμα ο αναιρεσίβλητος να ασκήσει κατ' αυτών την από 24-4-2002 αναγνωριστική αγωγή κυριότητας, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λευκάδας, το οποίο με την 88/2002 απόφασή του δέχτηκε την αγωγή και αναγνώρισε τον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο κύριο του επίδικου ακινήτου. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη δυνάμει της 1740/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης των εναγομένων-τότε και τώρα αναιρεσειόντων. Έτσι, κρίθηκε τελεσίδικα και αμετάκλητα το ουσιαστικό ζήτημα της κυριότητας του επίδικου ακινήτου και, συνεπώς, η πιο πάνω απόφαση αποτελεί ουσιαστικό δεδικασμένο και για την κρινόμενη καταψηφιστική αγωγή. Περαιτέρω, συνεχίζει το Εφετείο, αποδείχτηκε ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες παρανόμως το καλοκαίρι του 2006 απέβαλαν τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο από τη νομή του επιδίκου, εμποδίζοντας την είσοδο του σ' αυτό. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού έκρινε, ότι ο αναιρεσίβλητος ήδη τελεσίδικα και αμετάκλητα έχει κριθεί ότι είναι κύριος του επίδικου ακινήτου, ακολούθως έκρινε ότι οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες απέβαλαν τον αναιρεσίβλητο από τη νομή του επίδικου ακινήτου, της κυριότητας του, και εμπόδιζαν την είσοδο του σ' αυτό. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου και απέρριψε την ασκηθείσα έφεση, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που έκρινε όμοια. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο και της αποβολής του από τη νομή αυτού εκ μέρους των αναιρεσειόντων. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. II. Kατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 561 ΚΠολΔ εξαιρούνται του αναιρετικού ελέγχου οι περιπτώσεις της λεγόμενης διακριτικής ευχέρειας ή ελεύθερης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η κατ' άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή της δίκης εωσότου περατωθεί άλλη πολιτική ή διοικητική δίκη απόκειται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη με αναίρεση εξουσία του δικαστηρίου (ΑΠ 322/1995), το δε αίτημα περί αναβολής της δίκης και τα προς υποστήριξη του υποβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά δεν αποτελούν "ζήτημα", με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ούτε "πράγμα" με την έννοια του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 περ. β' και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο απέρριψε χωρίς καμιά δικαιολογία τον σχετικό λόγο της έφεσης τους, με τον οποίο οι ίδιοι έπλητταν την εκκαλούμενη απόφαση για την απόρριψη του αιτήματος τους για αναβολή (αναστολή) της συζήτησης της ένδικης διεκδικητικής αγωγής εωσότου εκδοθεί απόφαση επί της 2-9-2008 αιτήσεως τους για αναίρεση της 44/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναψηλάφησης κατά της 10/2004 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση τους κατά της ήδη κατάστασης, αμετάκλητης 88/2002 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Λευκάδας, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι και ως προς τις δύο αιτιάσεις τους, εφόσον οι προβαλλόμενοι από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμοί τους, θεμελιωτικοί του αμέσως πιο πάνω αιτήματος τους, δεν αποτελούν πράγμα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ενώ, εξάλλου, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος ανήκει στην αναιρετικά ανέλεγκτη διακριτική εξουσία του. III. Kατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου ( αρθρ. 176, 183, 191 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-4-2011 αίτηση των Μ. Λ. και Π. Λ. για αναίρεση της υπ' αριθμ 37/2011 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η τελεσίδικη απόφαση που αναγνωρίζει την κυριότητα επί ακινήτου παράγει δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη για τη διεκδίκηση του ακινήτου μεταξύ ίδιων προσώπων. Αναιρετικοί λόγοι. Πότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Αίτημα για αναστολή της δίκης κατ’ άρθρον 249 του ΚΠολΔ. Δεν αποτελεί «πράγμα» ούτε «ζήτημα» κατ’ άρθρ. 559 άρ. 8 και 19, αντίστοιχα, ΚΠλοΔ και η απόρριψή του δεν μπορεί να θεμελιώσει αντίστοιχον λόγο αναιρέσεως [Επικυρώνει ΕφΠατρ 37/2011].
Δεδικασμένο
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Δεδικασμένο.
0
Αριθμός 357/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Ά. Β., 2) Α. Κ., 3) Α. Κ., 4) Ρ. Μ., 5) Μ. Μ., 6) Α. Π. και 7) Α. Τ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικόλαου Σωτηρακόπουλου. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Περιστερίου", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Σιουρούνη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Περιστερίου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 87/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3012/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 9-3-2012 αίτησή τους, που συνεκδικάσθηκε με την από 7-3-2012 αίτηση του αναιρεσίβλητου. Εκδόθηκε η 975/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, που ανέβαλε την πρόοδο της δίκης προς συμπλήρωση από τον αναιρεσίβλητο της έλλειψης που διαλαμβάνεται στο αιτιολογικό της. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση ο αναιρεσίβλητος με την από 22-7-2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 30-10-2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Αντωνίου Αθηναίου, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή του τρίτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη των λοιπών. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, εσφαλμένως δέχθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους (1-1-2002), στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος απασχόλησης ανέργων προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, μέχρι την επακολουθήσασα κατάταξή τους (27-7-2006) σε οργανικές θέσεις της υπηρεσίας του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου ΟΤΑ, δεν είχαν ως αντισυμβαλλόμενο εργοδότη τον τελευταίο, αλλά την "Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης ΑΕ", που ήταν ο φορέας του προγράμματος, και γι' αυτό απέρριψε την από 10-7-2007 αγωγή, ως προς τα κονδύλια του εν λόγω χρονικού διαστήματος, ως στερούμενη παθητικής νομιμοποίησης και, εκ τούτου, κατ' ουσίαν αβάσιμη. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, διότι δεν στοιχειοθετείται κατ' αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατ' αποφάσεων των ειρηνοδικείων και επιτρέπεται να προσβληθούν μόνο για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όχι, όμως, και για παραβιάσεις δικονομικών διατάξεων ή ελλείψεις σχετιζόμενες με την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων, όπως είναι η ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων. Σε κάθε περίπτωση, ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η ένδικη αγωγή, ως προς τα κονδύλια του ως άνω χρονικού διαστήματος, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται τη λήψη της ειδικής παροχής των 176 ευρώ μηνιαίως, που είχε χορηγηθεί κατά νομοθετική εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 σε πλείστες όσες κατηγορίες υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, διότι, μέχρι την κατάταξή τους σε οργανικές θέσεις με την 411665/28-7-2006 πράξη του εναγομένου, δεν ενέπιπταν στο αντίστοιχο, ενιαίο μισθολογικό καθεστώς των ν. 2470/1997 και 3205/2003, που ίσχυε για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ. 2. Με το δεύτερο από τους λόγους της αιτήσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, εσφαλμένως δέχθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες μέχρι την κατάταξή τους σε οργανικές θέσεις της υπηρεσίας του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, δεν υπάγονταν στο ενιαίο μισθολογικό καθεστώς των ν. 2470/1997 και 3205/2003, που ίσχυε για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της ανεργίας και την απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας, χρηματοδοτούμενο από τον ΟΑΕΔ, και για το σκοπό αυτό απασχολήθηκαν ως φύλακες σε σχολικά κτίρια της ευθύνης του εναγομένου, που, επίσης, συμμετείχε στο πρόγραμμα. Και μόνο όταν η εν λόγω απασχόληση, παρά τον αρχικώς προβλεφθέντα παροδικό και εκπαιδευτικό της χαρακτήρα, ανανεώθηκε κατ' επανάληψη και εκ λόγων επιείκειας κατέληξε στην ένταξη των εναγόντων στην υπηρεσία του εναγομένου με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, ακολούθησε η υπαγωγή αυτών στο ενιαίο μισθολόγιο και τέθηκε ζήτημα καταβολής ή μη προς αυτούς, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισονομίας, της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, την οποία προηγουμένως, ως συμμετέχοντες στο ειδικό πρόγραμμα, δεν δικαιούνταν. 3. Με τον τρίτο από τους λόγους της αιτήσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, εσφαλμένως δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 "περί δημοσίου λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους", η οποία, κατ' επέκταση, έχει εφαρμογή και επί των ΟΤΑ (άρθρο 304 του π.δ. 410/1995) και σύμφωνα με την οποία οι απαιτήσεις των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες οιασδήποτε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, παραγράφονται μετά την πάροδο δύο ετών από τη γέννησή τους, ήτοι μετά την πάροδο χρόνου συντομότερου από τον γενικώς οριζόμενο τόσο στις λοιπές διατάξεις του ίδιου νόμου όσο και σ' αυτές του άρθρου 250 αρ.6 και 17 ΑΚ, [εσφαλμένως δέχθηκε ότι η εν λόγω διάταξη] δεν έρχεται σε αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Παρατηρείται, όμως, ότι, αν και το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικές σκέψεις περί του ζητήματος της ως άνω βραχυπρόθεσμης παραγραφής, δεν στήριξε την απόφασή του επί των σκέψεων αυτών, διότι, προεχόντως, έκρινε, όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.1 και 2), ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ουδόλως είχαν αποκτήσει τις ένδικες αξιώσεις για τον προ της κατατάξεώς τους χρόνο, ήτοι και για χρόνο από του οποίου, εφ' όσον οι ένδικες αξιώσεις είχαν γεννηθεί, θα είχε συμπληρωθεί η παραγραφή. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος ελέγχεται αβάσιμος, ως αλυσιτελής. 4. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α' ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της δεν είναι εκ προοιμίου ασυμβίβαστη με την αναιρετική δίκη (πρβλ. ΚΠολΔ 575). Διότι, παρά τη μη ειδική αναφορά της στο άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, όπου γίνεται ενδεικτική μνεία μιας σειράς από διατάξεις του γενικού μέρους του ΚΠολΔ, που μπορούν να έχουν εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία, δεν αποκλείεται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια, που παρέχεται από το άρθρο 249 ΚΠολΔ, να εξασφαλίζει την προσφορότερη λύση για την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό, νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί. 5. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, που είχαν προσληφθεί στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος απασχόλησης ανέργων προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, κατά το μέρος του ενδίκου χρονικού διαστήματος, από την κατάταξή τους στην υπηρεσία του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου και μετέπειτα (ήτοι, από 28-7-2006 μέχρι 31-1-2007), κατά το οποίο είχαν υπαχθεί στο μισθολογικό καθεστώς των ν. 2470/1997 και 3205/2003, που ίσχυε για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, δικαιούνται τη λήψη της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, διότι η παράλειψη του εναγομένου να τη χορηγήσει και προς αυτούς παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισονομίας, σύμφωνα με τις εκτενείς σκέψεις που ειδικότερα αναφέρονται στις αιτιολογίες του. Περαιτέρω, όμως, δέχθηκε ότι η εν λόγω παροχή δεν προσαυξάνει το βασικό μισθό των εναγόντων και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συνυπολογισθεί κατά τον προσδιορισμό των καταβαλλόμενων σ' αυτούς δώρων εορτών και επιδόματος αδείας. Κατόπιν αυτών, το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε ως μη νόμιμα τα αντίστοιχα κονδύλια της αγωγής. 6. Την ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας προσβάλλουν ήδη οι αναιρεσείοντες, με τον τρίτο από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, ισχυριζόμενοι ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 14 του ν. 3016/2002 και 28 του ν. 3205/2003, σύμφωνα με τις οποίες (πάντοτε κατά την άποψή τους) η εν λόγω ειδική παροχή είναι μισθολογική και προσαυξάνει χωρίς άλλη προϋπόθεση το μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων, προς τους οποίους καταβάλλεται. Προκύπτει, όμως, ότι η ευδοκίμηση ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως εξαρτάται από την κρίση για το ζήτημα της αδιάκριτης επέκτασης ή μη, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισονομίας (άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος), της χορήγησης της μηνιαίας ειδικής παροχής των 176 ευρώ και σε κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, για τους οποίους δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002. Το ζήτημα αυτό, ως αναφερόμενο σε μεγάλη κατηγορία εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και, εντεύθεν, χαρακτηρισθέν ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας (επί του οποίου έχουν γίνει ήδη διαφορετικές προσεγγίσεις από Τμήματα του παρόντος δικαστηρίου), έχει παραπεμφθεί ήδη στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος αυτού. Μετά το γενόμενο προσδιορισμό, η παραπεμφθείσα υπόθεση εκκρεμεί προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια κατά τη δικάσιμο της 10ης Απριλίου 2014. Επομένως, για την ενότητα της νομολογίας και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συντρέχει, ευλόγως, περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτού, πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της παρούσας δίκης επί του τρίτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προς την οποία η τυχόν παραπομπή και της υπόθεσης αυτής θα επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την εκδίκασή της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση επί του τρίτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υποθέσεως που έχει παραπεμφθεί σ' αυτή με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος του Αρείου Πάγου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 23η Ιανουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο πρώτος λόγος για παθητική νομιμοποίηση, απαράδεκτος κατ’ άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ. Ο δεύτερος λόγος αβάσιμος, διότι δεν τίθεται ζήτημα ισονομίας για τους μη αμειβόμενους με το ενιαίο μισθολόγιο της δημόσιας διοίκησης, όπως οι ενάγοντες κατά το χρόνο που μετείχαν στο πρόγραμμα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας. Ο τέταρτος λόγος αβάσιμος ως αλυσιτελής, διότι κατά το χρόνο της συμμετοχής στο πρόγραμμα η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και όχι ως παραγραμμένη. Αναστέλλει κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ για τρίτο λόγο, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη ΟλΑΠ επί ετέρας δίκης, για τη νομιμότητα ή μη της κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισονομίας επέκταση της χορήγησης της ειδικής παροχής του άρθρου 14 ν. 3016/2002 (των 176 ευρώ), αδιακρίτως.
Ειδική παροχή
Ειδική παροχή.
0
Αριθμός 355/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24η Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΟΓΑ), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της παρέδρου του ΝΣΚ Αικατερίνης Κανελλοπούλου, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ε. Χ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Χατζηλελέκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-10-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1562/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6110/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 19-5-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-2-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α' ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της δεν είναι εκ προοιμίου ασυμβίβαστη με την αναιρετική δίκη. Διότι, παρά τη μη ειδική αναφορά της στο άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, όπου γίνεται ενδεικτική μνεία μιας σειράς από διατάξεις του γενικού μέρους του ΚΠολΔ που μπορούν να έχουν εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία, δεν αποκλείεται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια, που παρέχεται από το άρθρο 249 ΚΠολΔ, να εξασφαλίζει την προσφορότερη λύση για την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό, νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί. 2. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) υπήρξε υπάλληλος του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) Οργανισμού, συνδεόμενη με αυτόν με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, από 12-12-1972 μέχρι 30-3-2006, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Ότι με την ιδιότητα αυτή υπαγόταν στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο που διέπει τις νόμιμες αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, όπως αυτό διαμορφώθηκε διαδοχικά με τους ν. 1505/1984, ν. 2470/1997 και ν. 3205/2003, δικαιούμενη όλες τις εξ αυτών προβλεπόμενες παροχές, ανεξάρτητα προς την εκ μέρους αυτής απόληψη ειδικών επιδομάτων ή αμοιβών, που προσιδίαζαν στις πραγματικές συνθήκες της απασχόλησής της. Ότι με την ΚΥΑ 2/39093/0022/5-9-2002 των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ.5 του ν. 3016/2002, χορηγήθηκε στην ενάγουσα από 1-1-2002 επίδομα "για την εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών του εδ. β' της παρ.1 του άρθρου 49 του ν. 2956/2001", ανερχόμενο σύμφωνα με την προϋπηρεσία της σε 59 ευρώ μηνιαίως. Ότι από 1-1-2004 καταργήθηκε το επίδομα αυτό, αλλά ο εναγόμενος εξακολούθησε να της καταβάλλει το ποσό των 59 ευρώ μηνιαίως, ως προσωπική διαφορά μέχρι τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ.2 του ν. 3205/2003. Ότι η χορήγηση του επιδόματος αυτού, με περιορισμό του ύψους του στο ποσό των 59 ευρώ, συνιστά άνιση μεταχείριση της ενάγουσας σε σχέση με τους υπολοίπους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, προς τους οποίους κατά το αυτό χρονικό διάστημα καταβαλλόταν η ομοειδής μηνιαία παροχή των 176 ευρώ, με τρόπο ενιαίο και ανεξάρτητα προς την υπηρεσιακή κατάσταση και τα έτη υπηρεσίας αυτών. Ότι για την αποκατάσταση της αρχής της ισότητας, θα έπρεπε να καταβάλλεται και προς την ενάγουσα το επίδομα εξομάλυνσης των 59 ευρώ, το οποίο έπαιρνε, στο ύψος της ειδικής παροχής των 176 ευρώ, την οποία δεν έπαιρνε. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, μετά από εξαφάνιση της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, αφού έκρινε ως παραγραμμένες και απέρριψε τις ένδικες αξιώσεις για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 31-10-2005, επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη για το υπόλοιπο, ένδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1-11-2005 μέχρι 30-3-2006 τη διαφορά μεταξύ της παροχής που θα έπρεπε κατά μήνα να λάβει (176 ευρώ) και εκείνης που πράγματι έλαβε (59 ευρώ), ήτοι συνολικώς 585 ευρώ. 3. Την ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας προσβάλλει ήδη ο αναιρεσείων Οργανισμός, με το μοναδικό από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 14 του ν. 3016/2002 και 28 του ν. 3205/2003. Προκύπτει, όμως, ότι η ευδοκίμηση ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως εξαρτάται από την κρίση για το ζήτημα της επέκτασης ή μη, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισονομίας (άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος), της χορήγησης της μηνιαίας ειδικής παροχής των 176 ευρώ και σε κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, για τους οποίους δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002. Το ζήτημα αυτό, ως αναφερόμενο σε μεγάλη κατηγορία εργαζομένων και, εντεύθεν, χαρακτηρισθέν ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, έχει ήδη παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος αυτού, που ήταν γνωστή στο παρόν Β2 τμήμα όταν άρχισε (31-10-2013) η διάσκεψη για την παρούσα υπόθεση. Ήδη, μετά τον γενόμενο προσδιορισμό, η παραπεμφθείσα υπόθεση εκκρεμεί προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια κατά τη δικάσιμο της 10ης Απριλίου 2014. Επομένως, για την ενότητα της νομολογίας και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συντρέχει, ευλόγως, περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτού, πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της παρούσας δίκης, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προς την οποία η τυχόν παραπομπή και της υπόθεσης αυτής θα επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την εκδίκασή της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υποθέσεως που έχει παραπεμφθεί σ' αυτή με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος του Αρείου Πάγου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 23η Ιανουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναστέλλει κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολ.ΑΠ για τη νομιμότητα ή μη της κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισονομίας επέκταση της χορήγησης της ειδικής παροχής του άρθρου 14 ν. 3016/2002 (των 176 ευρώ), αδιακρίτως.
Αναβολή συζήτησης
Αναβολή συζήτησης.
2
Αριθμός 356/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Περιστερίου", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Σιουρούνη. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ά. Β., 2) Α. Κ., 3) Α. Κ., 4) Ρ. Μ., 5) Μ. Μ., 6) Α. Π. και 7) Α. Τ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικόλαου Σωτηρακόπουλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Περιστερίου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 87/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3012/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 7-3-2012 αίτησή του, που συνεκδικάσθηκε με την από 9-3-2012 αίτηση των αναιρεσίβλητων. Εκδόθηκε η 975/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, που ανέβαλε την πρόοδο της δίκης προς συμπλήρωση από τον αναιρεσείοντα της έλλειψης που διαλαμβάνεται στο αιτιολογικό της. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση ο αναιρεσείων με την από 22-7-2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 30-10-2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Αντωνίου Αθηναίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Με το δεύτερο από τους λόγους της αιτήσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 υπολόγισε και στα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και στο επίδομα αδείας, την ειδική παροχή των 176 ευρώ μηνιαίως, που είχε χορηγηθεί κατά νομοθετική εξουσιοδότηση της εν λόγω διάταξης, ενώ κατά την αληθινή έννοια αυτής η συγκεκριμένη παροχή δεν αποτελεί μισθό και ως εκ τούτου (πάντοτε κατά την άποψη του αναιρεσείοντος) δεν προσαυξάνει τις μηνιαίες, τακτικές αποδοχές των υπαλλήλων προς τους οποίους χορηγείται. Ο κρινόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας δεν συνυπολόγισε την ως άνω ειδική παροχή στα δώρα εορτών και στο επίδομα αδείας, αλλά, αντιθέτως, απέρριψε ως μη νόμιμο το σχετικό αίτημα της αγωγής των αναιρεσίβλητων. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α' ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή της δεν είναι εκ προοιμίου ασυμβίβαστη με την αναιρετική δίκη (πρβλ. ΚΠολΔ 575). Διότι, παρά τη μη ειδική αναφορά της στο άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, όπου γίνεται ενδεικτική μνεία μιας σειράς από διατάξεις του γενικού μέρους του ΚΠολΔ, που μπορούν να έχουν εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία, δεν αποκλείεται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια, που παρέχεται από το άρθρο 249 ΚΠολΔ, να εξασφαλίζει την προσφορότερη λύση για την εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό, νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί. 3. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, δέχθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, που είχαν προσληφθεί στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος απασχόλησης ανέργων προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, κατά μεν το ένδικο χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους (1-1-2002) μέχρι την επακολουθήσασα κατάταξή τους σε οργανικές θέσεις του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ΟΤΑ (27-7-2006) δεν δικαιούνται τη λήψη της ειδικής παροχής των 176 ευρώ μηνιαίως, που είχε χορηγηθεί κατά νομοθετική εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 σε πλείστες όσες κατηγορίες υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, διότι δεν ενέπιπταν στο αντίστοιχο, ενιαίο μισθολογικό καθεστώς των ν. 2470/1997 και 3205/2003, που ίσχυε για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ. Κατά δε το ένδικο χρονικό διάστημα, από την κατάταξή τους και μετέπειτα (από 28-7-2006 μέχρι 31-1-2007), κατά το οποίο είχαν υπαχθεί στο ως άνω μισθολογικό καθεστώς, δικαιούνται τη λήψη της ειδικής παροχής, διότι η παράλειψη του εναγομένου να τη χορηγήσει και προς αυτούς παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισονομίας, σύμφωνα με τις εκτενείς σκέψεις που ειδικότερα αναφέρονται στις αιτιολογίες του. Κατόπιν αυτών και κατά μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής, το Πολυμελές Πρωτοδικείο επιδίκασε στον καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 1079,48 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. 4. Την ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας προσβάλλει ήδη ο αναιρεσείων ΟΤΑ, με τον πρώτο από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, ισχυριζόμενος ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 14 του ν. 3016/2002 και 28 του ν. 3205/2003. Προκύπτει, όμως, ότι η ευδοκίμηση ή μη του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως εξαρτάται από την κρίση για το ζήτημα της αδιάκριτης επέκτασης ή μη, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισονομίας (άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος), της χορήγησης της μηνιαίας ειδικής παροχής των 176 ευρώ και σε κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, για τους οποίους δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002. Το ζήτημα αυτό, ως αναφερόμενο σε μεγάλη κατηγορία εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και, εντεύθεν, χαρακτηρισθέν ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας (επί του οποίου έχουν γίνει ήδη διαφορετικές προσεγγίσεις από Τμήματα του παρόντος δικαστηρίου), έχει παραπεμφθεί ήδη στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος αυτού. Μετά το γενόμενο προσδιορισμό, η παραπεμφθείσα υπόθεση εκκρεμεί προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια κατά τη δικάσιμο της 10ης Απριλίου 2014. Επομένως, για την ενότητα της νομολογίας και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, συντρέχει, ευλόγως, περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτού, πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της παρούσας δίκης επί του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προς την οποία η τυχόν παραπομπή και της υπόθεσης αυτής θα επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την εκδίκασή της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση επί του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υποθέσεως που έχει παραπεμφθεί σ' αυτή με την 2233/2013 απόφαση του Β1 τμήματος του Αρείου Πάγου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 23η Ιανουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο δεύτερος λόγος αβάσιμος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Αναστέλλει κατ΄ άρθρο 249 ΚΠολΔ για πρώτο λόγο, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από την Πλήρη Ολ.ΑΠ επί ετέρας δίκης, για τη νομιμότητα ή μη της κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισονομίας επέκταση της χορήγησης της ειδικής παροχής του άρθρου 14 ν.3016/2002 (των 176 ευρώ), αδιακρίτως.
Ειδική παροχή
Ειδική παροχή.
1
Αριθμός 344/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ (ΔΕΗ) ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Κατσαούνη. Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Χ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μποτή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-1-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 303/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3880/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-11-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 5-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94§1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ.7 του ν. 4055/ 12-3-2012), 96§§1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7§2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96, 104, 143 παρ. 1, 159 αριθ. 1, 544 παρ. 4, 211, 219 και 238 ΑΚ προκύπτει, ότι ο διάδικος για λογαριασμό του οποίου άσκησε ένδικο μέσο ή παραστάθηκε, ως δικηγόρος, πρόσωπο που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενέστερα τις πράξεις του εν λόγω δικηγόρου που προηγήθηκαν. Η έγκριση μπορεί να γίνει είτε ρητά είτε σιωπηρά, με πράξεις εμφαίνουσες πρόθεση ισχυροποίησής τους, εξετάζεται δε η ύπαρξη της έγκρισης, που έχει αναδρομική ενέργεια (Ολ. ΑΠ 1408/1984, Ολ.ΑΠ 626/1980). Εξάλλου, το άρθρο 570 παρ.1 του ΚΠολΔ ορίζει ότι "οι διάδικοι δεν είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν προτάσεις, εκτός αν προβάλλονται ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης της αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων. Οι διάδικοι καταθέτουν τις προτάσεις τους είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι προτάσεις, που περιέχουν ένσταση απαραδέκτου της αίτησης αναίρεσης, πρέπει να κατατίθενται είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Αν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή, η ένσταση είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Ο Άρειος Πάγος ερευνά, αυτεπαγγέλτως, στα πλαίσια του παραδεκτού της αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ), τη νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 73 ΚΠολΔ), καθώς επίσης και αν οι διάδικοι παρίστανται δια δικηγόρου δυνάμει νομίμως χορηγηθέντος σ' αυτόν πληρεξουσίου εγγράφου (άρθρα 94 επ. ΚΠολΔ), με βάση γεγονότα που προκύπτουν από αυτεπάγγελτη έρευνα του υλικού της αναιρετικής δίκης, παρά το εκπρόθεσμο των προτάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσίβλητος, με τις από 5-8-2013 προτάσεις του, που κατατέθηκαν στη γραμματεία του δικαστηρίου την 6-8-2013 ήτοι είκοσι ημέρες πριν την ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης (7-1-2014), προβάλλει ότι η κρινόμενη αίτηση της ΔΕΗ ΑΕ, είναι απαράδεκτη, διότι ο δικηγόρος, που κατέθεσε και προσδιόρισε αυτήν, δεν ήταν μόνιμος συνεργάτης της, ενήργησε αυτόβουλα, δεν είχε την εντολή της να την καταθέσει και να προσδιορίσει τη δικάσιμο για τη συζήτηση της. Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η αναιρεσείουσα ΔΕΗ ΑΕ παραστάθηκε, νομότυπα, δια του υπογράφοντος το δικόγραφο της αναίρεσης δικηγόρου Περικλή Κατσαούνη, δυνάμει του .../5-4-2011 ειδικού πληρεξουσίου της συμβ/φου Αθηνών Φραγκίστης Διονυσίου Κτενά, με το οποίο τον διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο της και προς τον οποίο έδωσε την εντολή και πληρεξουσιότητα, να παρίσταται και αντιπροσωπεύει αυτήν ενώπιον όλων των Ελληνικών δικαστηρίων και του Αρείου Πάγου, για όλες τις δίκες της και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Επομένως, εφόσον για τη συζήτηση στο ακροατήριο ο δικηγόρος που την εκπροσώπησε είχε ρητή πληρεξουσιότητα θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα και για τις πράξεις της προδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, η αναιρεσείουσα, για λογαριασμό της οποίας ασκήθηκε η αναίρεση από τον παραπάνω δικηγόρο, ενέκρινε μεταγενέστερα, σιωπηρά, με πρόθεση ισχυροποίησής τους, όλες τις πράξεις της προδικασίας, που προηγήθηκαν, με αποτέλεσμα από την έγκριση αυτή, που έχει αναδρομική ενέργεια να καταστούν έγκυρες. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αναιρεσίβλητου είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 345 του ΑΚ, επί χρηματικής οφειλής ο δανειστής, σε περίπτωση υπερημερίας, έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Ο δανειστής, αν αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, επί υπερημερίας χρηματικής οφειλής, ο οφειλέτης υποχρεούται στην καταβολή τόκων υπερημερίας και σε αποκατάσταση της περαιτέρω θετικής ζημίας του δανειστή, από την επελθούσα μείωση της περιουσίας του. Δεν δικαιούται, όμως, ο δανειστής να ζητήσει, ως ζημία του, το διαφυγόν κέρδος, το οποίο μπορούσε να πραγματοποιήσει με πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή από τις ειδικές περιστάσεις, όπως προσδοκούσε (Γ. Μπαλή, Ενοχ. Δ., έκδ. 3η, παρ. 14, 23, 57- Γαζή, Ερμ ΑΚ 345 αριθ. 1, 5 Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστ. Κωδ., τόμ. II, σελ. 243 επ. - Αποστολίδη, Ενοχ. Δ. τ. Α` σελ. 539). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 343 εδ. α' Α.Κ., ο υπερήμερος οφειλέτης υποχρεούται, πέραν της εκπλήρωσης της παροχής και σε αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δανειστής από την καθυστέρηση εκπλήρωσης της παροχής. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα, για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Mε την 606/2008 απόφαση του το Εφετείο Αθηνών υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να καταβάλλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 1.729,92 ευρώ, που αφορούσε διαφορές αποδοχών, που εδικαιούτο, λόγω της οφειλόμενης προαγωγής του στο μισθολογικό κλιμάκιο Β από 20.9.1982 έως 30.9.1986, με το νόμιμο τόκο από 28.12.1989. Η αναιρεσείουσα, κατά τη συνταξιοδότηση του, κατέβαλε σ' αυτόν αποζημίωση, βάσει των αποδοχών του μισθολογικού κλιμακίου Ια που ανέρχονταν σε 17.625,11 ευρώ, ενώ με μισθολογικό κλιμάκιο Β αυτός εδικαιούτο το ποσό των 18.762,28 ευρώ, με αποτέλεσμα να οφείλει στον ενάγοντα, για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.137,15 ευρώ. Λόγω της μη έγκαιρης προαγωγής του και της μη καταβολής του ποσού των 1.729,92 ευρώ, που επιδικάστηκε, αναδρομικά από 28.12.1989, ως διαφορά μεταξύ των αποδοχών που του είχαν καταβληθεί και αυτών που έπρεπε να του καταβληθούν μέχρι την 11.11.2008, ο ενάγων υπέστη και περαιτέρω ζημία η οποία συνίσταται στα ποσά των τόκων που αυτός θα απεκέρδαινε από το δανεισμό σε τρίτους του ανωτέρω ποσού, που η εναγομένη όφειλε να του καταβάλει την 28.12.1989. Η ζημιά δε αυτή είναι ίση με τους, εκτός τους τόκους υπερημερίας που του καταβλήθηκαν την 11.11.1989, συμβατικούς τόκους, που ανέρχονται, με βάση το συμβατικό επιτόκιο, το οποίο αντιστοιχεί σε μείον δύο μονάδες κάτω από τους τόκους υπερημερίας, στο συνολικό ποσό των 6.217,46 ευρώ. Ακόμη, λόγω της μη καταβολής του ποσού των 1.137 ευρώ, ο ενάγων υπέστη και περαιτέρω ζημία, η οποία συνίσταται στα ποσά των τόκων που αυτός θα απεκέρδαινε από το δανεισμό σε τρίτους του ανωτέρω ποσού, που η εναγομένη όφειλε να του καταβάλει την 28.12.1989, αναδρομικώς από 20-9-1982. Η ανωτέρω ζημία του για το διάστημα από 28.12.1989 μέχρι την επίδοση της αγωγής (31.12.2008) είναι ίση, πέραν από τους τόκους υπερημερίας που οφείλει να του καταβάλει η αναιρεσείουσα, για το διάστημα αυτό, με τους συμβατικούς τόκους που ανέρχονται με βάση το συμβατικό επιτόκιο, το οποίο αντιστοιχεί σε μείον δύο µονάδες κάτω από τους τόκους υπερηµερίας, στο συνολικό ποσό των 4.101,71 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές κατέληξε στην κρίση ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούται, λόγω της υπερηµερίας της αναιρεσείουσας, να εκπληρώσει τη συµβατική υποχρέωση της, για την έγκαιρη προαγωγή του, τα παραπάνω ποσά των 6.217,46 και 4.101,71 ευρώ. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω παραδοχές της απόφασης, οι οφειλές της αναιρεσείουσας προς τον αναιρεσίβλητο ήταν χρηµατικές, για τις οποίες επιδικάστηκαν και τόκοι υπερηµερίας, από 28/12/1989. Εποµένως, το Εφετείο, επιδικάζοντας και τα ποσά αυτά ως διαφυγόν κέρδος, παραβίασε µε την εφαρµογή της, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 343 εδ. α' Α.Κ., η οποία δεν ήταν εφαρµοστέα και µε τη µη εφαρµογή της εκείνη του άρθρου 345 ΑΚ, η οποία ήταν εφαρµοστέα και είναι βάσιµος, ο πρώτος, από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας του δεύτερου λόγου αναίρεσης, που αναφέρεται στο ίδιο κεφάλαιο της απόφασης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση, κατά το παραπάνω µέρος της, να παραπεµφθεί δε η υπόθεση, κατά το µέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, (άρθ. 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη, µε αριθµό, 3380/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το µέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέµπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το παραπάνω µέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούµενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εφόσον για τη συζήτηση στο ακροατήριο ο δικηγόρος είχε ρητή πληρεξουσιότητα θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα και για τις πράξεις της προδικασίας. Επί υπερημερίας χρηματικής οφειλής, ο δανειστής δεν δικαιούται να ζητήσει, ως ζημία του, το διαφυγόν κέρδος, το οποίο μπορούσε να πραγματοποιήσει με πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή από τις ειδικές περιστάσεις, όπως προσδοκούσε.
Δικηγορική αμοιβή
Δικηγορική αμοιβή.
0
Αριθμός 345/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Οικονόμου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Γ. Τ., κατοίκου ... και 2) Δ. Γ. Γ., κατοίκου ... οι οποίες παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεοφάνη Αρχιμανδρίτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-6-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 452/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3839/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-11-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 9-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/ 1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του αρθρ. 6 § 1 του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65° έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω Β.Δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το αρθρ. 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρ. 8 εδ. β' και γ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρ. 8 § 4 του ΝΔ 3789/ 1957 και αντικαταστάθηκαν με το αρθρ. 5 § 1 του Ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν τα 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι τα 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για τη χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, και 9 του Ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του Ν. 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18-7-1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση. Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου και τη θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα: α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διάταξης προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση όμως που με τον κανονισμό έχει παράλληλα, προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία, εφόσον πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αόριστου χρόνου (Ολ.ΑΠ 1110/86). β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού. γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη. Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σε αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Οι αναιρεσίβλητες προσλήφθηκαν από την αναιρεσείουσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, στις 15.2.1974 η πρώτη και στις 2.9.1971 η δεύτερη και εξελίχθηκαν βαθμολογικώς μέχρι το βαθμό της γραμματέως προϊσταμένης στη Διεύθυνση Συστημάτων Πληρωμών, η πρώτη και στη Διεύθυνση Πληροφορικής η δεύτερη. Γεννήθηκαν στις 13-10-1953 η πρώτη και στις 14-4-1952 η δεύτερη και αποχώρησαν από την υπηρεσία τους στις 6-2-2006 και στις 31-3-2006 αντίστοιχα, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας των 60 ετών, που προβλεπόταν για τους προϊσταμένους από το γενικό κανονισμό κατάστασης υπαλλήλων της τράπεζας (στον οποίο είχαν προσχωρήσει οι ενάγουσες κατά την πρόσληψή τους) κατόπιν υποβολής των από 18.1.2006 και από 9.3.2006 έγγραφων αιτήσεων παραίτησής των, οι οποίες έγιναν δεκτές, αντίστοιχα, με τις 58/23.1.2006 και 324/24.3.2006 αποφάσεις του διοικητή της τράπεζας, με αποτέλεσμα να διαγραφούν από τη δύναμη του προσωπικού στις 6.2.2006 η πρώτη και στις 31.3.2006 η δεύτερη. Επομένως, πληρώθηκε η αίρεση της πρόωρης λύσης της σύμβασής τους, η οποία έτσι μετατράπηκε εξ αρχής σε αορίστου χρόνου. Κατά το χρόνο υποβολής της παραίτησής τους είχαν συμπληρώσει υπερδεκαπενταετή υπηρεσία, ενώ η παραίτηση αυτή έγινε με τη συγκατάθεση της αναιρεσείουσας. Κατά συνέπεια, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 και ως εκ τούτου δικαιούνται να λάβουν την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή αποζημίωση, δηλαδή το 50% της αποζημίωσης που θα ελάμβαναν σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους και όχι το 40% του εδαφίου β' του ίδιου άρθρου. Το γεγονός ότι ήταν επικουρικώς ασφαλισμένες δεν επηρεάζει την εφαρµογή του εδαφίου α' του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 και το ποσοστό της αποζηµίωσης που δικαιούνται αυτές, δεδοµένου ότι η προϋπόθεση αυτή προβλέπεται από το εδάφιο β' του ίδιου άρθρου και αφορά του µισθωτούς που απομακρύνονται ή αποχωρούν από την υπηρεσία τους, έχοντας συµπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, περίπτωση που δεν συντρέχει στην προκειµένη περίπτωση. Η άνω αποζηµίωση που δικαιούνται οι αναιρεσίβλητες, µε βάση τις τακτικές µηνιαίες αποδοχές τους κατά τον τελευταίο µήνα υπηρεσίας τους, µε βάση τους υπολογισµούς της εκκαλουµένης που δεν προσβάλλεται, ανέρχεται στα ακόλουθα ποσά: 1) για την πρώτη: τακτικές αποδοχές 3.045,96 ευρώ Χ 24 µήνες πλέον προσαύξησης 1/6 για αναλογία επιδοµάτων εορτών και αδείας Χ 50% = 42.643,44 ευρώ. Της κατέβαλε όµως η αναιρεσείουσα µε την αποχώρησή της το ποσό των 15.000 ευρώ, ως αποζηµίωση του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 (µε τον περιορισµό του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967 και 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003) και συνεπώς της οφείλεται η διαφορά των 27.643,44 ευρώ, 2) για τη δεύτερη: τακτικές αποδοχές 3.348,24 ευρώ Χ 24 µήνες πλέον προσαύξησης 1/6 για αναλογία επιδοµάτων εορτών και αδείας Χ 50% = 46.875,36 ευρώ. Της κατέβαλε όµως η αναιρεσείουσα, µε την αποχώρησή της το ποσό των 15.000 ευρώ ως αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 (µε τον περιορισµό του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967 και 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003) και συνεπώς της οφείλεται η διαφορά των 31.875,36 ευρώ. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές κατέληξε ότι οι αναιρεσίβλητες δικαιούνται να λάβουν από την αναιρεσείουσα, ως αποζημίωση του εδαφίου α' του άρθρου 8 Ν. 3198/1955, την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ της καταβλητέας και καταβληθείσας αποζημίωσης, ανερχόμενης στα παραπάνω ποσά, των 27.643,44 και 31.875,36 ευρώ, αντίστοιχα, απέρριψε δε τους λόγους της έφεσης που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε κρίνει ομοίως. Με την κρίση του αυτή το Δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις των αρθρ. 8 παρ. 1α του Ν. 3198/ 1955 και 202 και 669 του ΑΚ, διέλαβε δε στην απόφασή του, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Ειδικότερα, η έλλειψη ανάλογης πρόβλεψης, υπό τη μορφή διαλυτικής αίρεσης, στον Κανονισμό της αναιρεσείουσας, ως προς τη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης του μισθωτού και εκ μέρους της με καταγγελία, δεν επηρεάζει τη μετατροπή της σύμβασης του τελευταίου σε σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου στην περίπτωση που πληρωθεί η υπέρ αυτού προβλεπόμενη διαλυτική αίρεση, δηλαδή η προβλεπόμενη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης με παραίτησή του από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, η συγκατάθεση δε αυτή εγκύρως παρέχεται δια της, εκ των προτέρων, κατά την κατάρτιση του Κανονισμού, συμβατικής προς τούτο αυτοδέσμευσης της Τράπεζας, με συνακόλουθη συνέπεια την υποχρέωσή της να καταβάλει την αποζημίωση του άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, αφού συντρέχουν οι απαιτούμενες κατά τα άνω προϋποθέσεις, δηλαδή η ύπαρξη σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου και η συμπλήρωση 15ετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Περαιτέρω, με την ανέλεγκτη επί της ουσίας παραδοχή της απόφασης, ότι οι ενάγουσες αποχώρησαν από την υπηρεσία τους στις 6-2-2006 και στις 31-3-2006, αντίστοιχα, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας των 60 ετών, κατόπιν υποβολής εγγράφων παραιτήσεών των, που έγιναν δεκτές από τη διοίκηση της εναγοµένης ήτοι "πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας των 60 ετών", δηλαδή, κατά το χρόνο της παραίτησής τους δεν είχαν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, εδικαιούντο, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, να λάβουν την παραπάνω αποζημίωση. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 8-11-2012, αίτηση για την αναίρεση της 3839/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Δικαστήριο δεν παραβίασε τις διατάξεις των αρθρ. 8 παρ. 1α του Ν. 3198/1955 και 202 και 669 του ΑΚ. Η έλλειψη ανάλογης πρόβλεψης, υπό τη μορφή διαλυτικής αίρεσης, στον Κανονισμό της αναιρεσείουσας, ως προς τη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης του μισθωτού και εκ μέρους της με καταγγελία, δεν επηρεάζει τη μετατροπή της σύμβασης του τελευταίου σε σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου στην περίπτωση που πληρωθεί η υπέρ αυτού προβλεπόμενη διαλυτική αίρεση δηλαδή η προβλεπόμενη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης με παραίτησή του από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, η συγκατάθεση δε αυτή εγκύρως παρέχεται δια της, εκ των προτέρων, κατά την κατάρτιση του Κανονισμού, συμβατικής προς τούτο αυτοδέσμευσης της Τράπεζας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Αποζημίωση μισθωτού.
0
Αριθμός 314/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ε. Μ. του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Στειρόπουλου, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: "ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΗΜΟΥ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ" (ΝΠΔΔ), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Αλεξάνδρας Ζηνέλη, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-9-2008 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσείουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 114/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2513/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-4-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 534 και 536 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Εάν το αιτιολογικό της εκκαλουμένης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν, δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς ο εφεσίβλητος να έχει ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι το εφετείο, προκειμένου να κρίνει αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ορθά ή όχι, δεσμεύεται από την έκταση των παραπόνων που περιλαμβάνονται στην έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Εάν η αγωγή απορρίφθηκε με την πρωτοβάθμια απόφαση κατ' ουσίαν, εν όλω ή εν μέρει και ο ενάγων με την έφεσή του παραπονείται για την απόρριψή της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εάν κρίνει ορθό το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά εσφαλμένο το αιτιολογικό της, μπορεί, εφ' όσον δεν χειροτερεύει η θέση του εκκαλούντος, να απορρίψει ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση και να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, αντικαθιστώντας, απλώς, τις εσφαλμένες αιτιολογίες του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με νέες, ορθές, που αναφέρονται στο ίδιο θέμα. Τούτο, όμως, μπορεί να γίνει μόνον εφ' όσον οι νέες αιτιολογίες δεν έχουν το χαρακτήρα νέων, οριστικών διατάξεων, δηλαδή νέου διατακτικού, επιβλαβέστερου του αρχικού για τον εκκαλούντα, το οποίο δεν επιτρέπεται να μεταβληθεί χωρίς να ασκηθεί έφεση ή αντέφεση από τον εφεσίβλητο (ΑΠ 1686/2010). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραπάνω με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, συνάγεται ότι η παραδοχή ότι, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, η άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική, προϋποθέτει την κατάφαση του εν λόγω δικαιώματος. Κατά συνέπεια, εάν ο ενάγων, του οποίου η αγωγή έχει απορριφθεί ως ενέχουσα καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, ασκήσει έφεση παραπονούμενος κατά της εν λόγω απορριπτικής κρίσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στο εφετείο μεταβιβάζεται μόνο το κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως με το οποίο, κατά παραδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ενστάσεως του εναγομένου, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή. Αντιθέτως, το κεφάλαιο που συνδέεται με τη γέννηση του δικαιώματος, κατά του οποίου, ως μη έχων έννομο συμφέρον, δεν παραπονείται ο ενάγων, δεν μεταβιβάζεται χωρίς αντίθετη έφεση ή αντέφεση του εναγομένου. Κατόπιν αυτού, το εφετείο, πριν από την τυχόν παραδοχή της έφεσης και την εκ νέου έρευνα της αγωγής, δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει τις περιστάσεις που οδήγησαν στη δημιουργία του ενδίκου δικαιώματος, διότι εάν το πράξει και καταλήξει σε αποφατική κρίση, καθιστά χειρότερη τη θέση του ενάγοντος, ο οποίος, ως προς το ζήτημα αυτό, ήταν ωφελημένος από την πρωτόδικη απόφαση και δεν είχε προτείνει λόγο έφεσης. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να γίνει χρήση της ευχέρειας για απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών, διότι η αλλαγή τους μεταβάλλει το αντικείμενο του δεδικασμένου της εκκαλουμένης αποφάσεως και παραβιάζει την αρχή της μη επιδείνωσης της θέσεως του εκκαλούντος. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ., πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης είναι και οι λόγοι έφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλΑΠ 25/2003). Γι' αυτό, η παραδοχή από το εφετείο ανύπαρκτου λόγου έφεσης, η επανάκριση κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης έξω από τα όρια της έφεσης ή η μη λήψη υπ' όψη λόγου έφεσης, συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 1255/2009). 2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της από 18-9-2008, ένδικης αγωγής, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, δικηγόρος, ισχυρίσθηκε ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, δημοτική επιχείρηση, με απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου, την είχε προσλάβει, αρχικώς, για το χρονικό διάστημα από 16-10-1996 έως 30-4-1997, προκειμένου να παρέχει σ' αυτήν τις νομικές υπηρεσίες της για 2 ή 3 ημέρες την εβδομάδα και επί 2 ή 3 ώρες ημερησίως, αντί μηνιαίων αποδοχών 180.000 δραχμών. Ότι, κατόπιν, η συνεργασία αυτή παρατάθηκε μέχρι την 31-12-1997, με τους ίδιους όρους. Ότι, στη συνέχεια, με αλλεπάλληλες αποφάσεις του αρμοδίου οργάνου της εναγομένης, η εν λόγω συνεργασία ανανεώθηκε διαδοχικά για τα επόμενα έτη και μέχρι την 31-12-2006, με το ίδιο αντικείμενο και με πάγια αντιμισθία, που καθοριζόταν εκάστοτε σε ετήσια βάση και καταβαλλόταν σταδιακά. Ότι, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, οι εν λόγω ανανεώσεις συνιστούν μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Ότι η σύμβαση αυτή καταγγέλθηκε από την εναγομένη την 22-12-2006, όταν ο διευθυντής των υπηρεσιών της ανακοίνωσε προς την ενάγουσα ότι η συνεργασία τους δεν θα συνεχισθεί κατά το [τότε] νέο έτος 2007. Ότι από 1-1-2007 η εναγομένη δεν αποδέχθηκε τις υπηρεσίες της, αλλά και δεν της κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση. Ότι το μήνα Δεκέμβριο 2006 η μηνιαία αντιμισθία της, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, έπρεπε να είναι 1.743 ευρώ, ενώ η εναγομένη της κατέβαλλε 1.366 ευρώ μηνιαίως. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε με την ένδικη αγωγή α) αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως, υπολογιζόμενη σε 15 αντιμισθίες, κυρίως, σύμφωνα με το καταβλητέο νόμιμο ποσό ή, επικουρικώς, σύμφωνα με το πράγματι καταβαλλόμενο, β) αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-1-2007 μέχρι 30-4-2009, κατά το οποίο, εφ' όσον η αποζημίωση δεν θα είχε καταβληθεί, η σύμβαση θα λογιζόταν ότι συνεχίζεται, υπολογιζόμενες, κυρίως, σύμφωνα με το καταβλητέο νόμιμο ποσό ή, επικουρικώς, σύμφωνα με το πράγματι καταβαλλόμενο και γ) χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που προκάλεσε σ' αυτήν ο τρόπος, με τον οποίο η εναγομένη έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. 3. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της 114/2009 απόφασής του, απέρριψε το κεφάλαιο για τη χρηματική ικανοποίηση, ως μη νόμιμο. Κατά τα λοιπά, όμως, δέχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων αναπτύχθηκε, πράγματι, η συνεργασία που επικαλέσθηκε η ενάγουσα, ότι παρά τις αλλεπάλληλες ανανεώσεις επρόκειτο για μία, ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, που δημιουργούσε στην εναγομένη την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως σε περίπτωση καταγγελίας και ότι η τελευταία, που είχε καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς να καταβάλει την αποζημίωση, προκάλεσε υπέρ της ενάγουσας τη γέννηση των δικαιωμάτων, που ασκήθηκαν με την αγωγή. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η ενάγουσα, ως δικηγόρος και νομικός σύμβουλος τη εναγομένης, θα έπρεπε να έχει ενημερώσει τα αρμόδια όργανά της για το ότι η μεταξύ τους συνεργασία είχε, πράγματι, την προαναφερθείσα νομική μορφή της ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου με τις εντεύθεν, νόμιμες υποχρεώσεις ή συνέπειες σε περίπτωση καταγγελίας και να μην την έχει αφήσει να πιστεύει, εσφαλμένα, ότι πρόκειται για συμβάσεις ορισμένου χρόνου που λύονται αυτοδικαίως με την πάροδό του. Κατόπιν αυτού και κατά παραδοχή της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η εκ των υστέρων άσκηση των δικαιωμάτων της ενάγουσας υπερέβαινε προφανώς τα όρια που διαγράφονται στο άρθρο 281 ΑΚ και θα έπρεπε να απαγορευθεί. Γι' αυτό και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη. 4. Η ενάγουσα άσκησε έφεση, παραπονούμενη για την απόρριψη της αγωγής και προβάλλοντας εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της περί καταχρήσεως δικαιώματος διατάξεως και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Το εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού δέχθηκε την ανάπτυξη της σχέσεως μεταξύ των διαδίκων κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, ως προς το ζήτημα της λύσεώς της δέχθηκε περαιτέρω και τα εξής: Ότι το Δεκέμβριο 2006 η εκκαλούσα (ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα) ζήτησε την άποψη του διευθυντή των υπηρεσιών της εφεσίβλητης (εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης) ως προς το αν η συνεργασία της με αυτήν θα μπορούσε να συνεχισθεί και κατά το [τότε] επερχόμενο έτος 2007, ενόψει της κατόπιν των προσφάτων εκλογών μεταβολής στα πρόσωπα της δημοτικής αρχής. Ότι ο εν λόγω διευθυντής (που εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπέρ της εφεσίβλητης, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) της απάντησε ότι, κατά την άποψή του, η σύμβασή της δεν θα ανανεωθεί. Ότι, κατόπιν αυτού, την 22-12-2006, η εκκαλούσα αποχώρησε από τις εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης και έπαυσε την παροχή οποιασδήποτε νομικής υπηρεσίας προς αυτήν. Ότι η άποψη του διευθυντή των υπηρεσιών της εφεσίβλητης δεν αποτελούσε δήλωση βουλήσεως του αρμοδίου οργάνου αυτής και δεν συνιστούσε καταγγελία της συμβάσεως. Ότι η εκκαλούσα, που ως δικηγόρος γνώριζε την έκταση των αρμοδιοτήτων του εν λόγω διευθυντή και τα σχετικά με τη νόμιμη εκπροσώπηση της εφεσίβλητης, θα έπρεπε να συνεχίσει να προσφέρει τις νομικές της υπηρεσίες και να μην αποχωρήσει. Ότι εφ' όσον αυτή ενήργησε αντιθέτως και αποχώρησε οικειοθελώς από τη εργασία της, δεν γεννήθηκαν υπέρ αυτής τα δικαιώματα που ασκεί με την αγωγή. Κατόπιν αυτού, το εφετείο αντικατέστησε την αιτιολογία της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως και απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη. 5. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας αφ' ενός δεν έλαβε υπ' όψη το λόγο της έφεσης, με τον οποίο διατυπωνόταν παράπονο κατά της πρωτόδικης παραδοχής της ενστάσεως από το άρθρο 281 ΑΚ και αφ' ετέρου ερεύνησε πράγματα που δεν είχαν προταθεί ενώπιόν του, ήτοι τον τρόπο με τον οποίο επήλθε η λήξη της συνεργασίας των διαδίκων και το αν αυτό συνέβη λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εκ μέρους της αναιρεσίβλητης ή κατόπιν οικειοθελούς αποχωρήσεως της αναιρεσείουσας. Διότι επί του ζητήματος αυτού η κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ήταν ευνοϊκή για την αναιρεσείουσα και δεν είχε προσβληθεί από αυτήν ενώπιον του εφετείου. Εν όψει, λοιπόν, του ότι δεν υπήρχε αντίθετη έφεση ή αντέφεση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, το ζήτημα της γέννησης των δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας θα μπορούσε να ερευνηθεί κατ' έφεση μόνο μετά την ενδεχόμενη εξαφάνιση της αποφάσεως του πρωτοδικείου. Με την αντικατάσταση της αιτιολογίας έγινε χειρότερη η ουσιαστική θέση της αναιρεσείουσας, διότι, αν και αυτό δεν προτάθηκε νομίμως, το εφετείο αρνήθηκε τη γέννηση των δικαιωμάτων της, περί της οποίας το πρωτοδικείο είχε αποφανθεί καταφατικά. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 2513/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 16η Ιανουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικηγόρος Δημοτικής Επιχείρησης. Αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία. Αντικατάσταση αιτιολογιών από το εφετείο. Δεν επιτρέπεται να γίνει, όταν με αυτήν μεταβάλλεται το δεδικασμένο και καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος. Αναιρεί για παραβίαση ΚΠολΔ 559 αρ.8.
Καταγγελία σχέσης εργασίας
Καταγγελία σχέσης εργασίας, Αποζημίωση μισθωτού.
0
Αριθμός 315/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΡΗΤΗΣ (ΑΝΕΚ) Α.Ε.", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στα ..., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευαγγελίας Παπαντωνοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Π. Α. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Αλίκης Μπόκια, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-5-2009 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2767/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5948/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-2-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά παραδοχή και στην έκταση του πέμπτου από τους λόγους αυτής. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ συνάγεται ότι η εκπλήρωση της υποχρεώσεως του εργοδότη προς καταβολή των μισθολογικών προσαυξήσεων, οι οποίες προβλέπονται από ειδικές διατάξεις και συνδέονται με προσωπικές συνθήκες του εργαζόμενου, όπως είναι η προϋπηρεσία του, η ιδιότητά του ως εγγάμου ή η έκταση των οικογενειακών βαρών αυτού, έχει ως προϋπόθεση το ότι ο υπόχρεος τελεί σε γνώση των εν λόγω συνθηκών. Εξ αυτού έπεται ότι ο εργοδότης δεν ενέχεται σε καταβολή των εν λόγω προσαυξήσεων ή επιδομάτων για όσο χρονικό διάστημα ο εργαζόμενος παραλείπει να γνωστοποιήσει σ' αυτόν τις προσωπικές του συνθήκες, εκτός εάν αποδειχθεί ότι ο ίδιος ο εργοδότης, με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, είχε λάβει ασφαλή γνώση των συνθηκών αυτών (ΑΠ 889/2012, ΑΠ 1133/2007). Το σχετικό βάρος επίκλησης και απόδειξης έχει ο εργαζόμενος, που ασκεί το σχετικό δικαίωμα. 2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της από 29-5-2009 αγωγής, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, για να θεμελιώσει το δικαίωμά της να λάβει τα ένδικα οικογενειακά επιδόματα, αναφέρει α) ότι ο άμεσος προϊστάμενός της, Χ. Σ., τελούσε σε γνώση του περιστατικού ότι αυτή ήταν διεζευγμένη και είχε στην επιμέλειά της ένα παιδί που ήταν άτομο με ειδικές ανάγκες (σελ. 2 του δικογράφου) και β) ότι κατά την πρόσληψή της (1-3-1989) είχε γνωστοποιήσει στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα τα εν λόγω περιστατικά (σελ. 6 του δικογράφου). Επομένως, αφού στην αγωγή (και μάλιστα σε δύο σημεία αυτής) γίνεται μνεία του ότι η εργαζόμενη είχε γνωστοποιήσει στον εργοδότη τις προσωπικές της συνθήκες, που επέβαλλαν τη χορήγηση των επιδομάτων και ότι σε κάθε περίπτωση ο άμεσος προϊστάμενός της, που αντιπροσώπευε τον εργοδότη έναντι αυτής, τελούσε σε γνώση των εν λόγω συνθηκών, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η αγωγή ήταν απαράδεκτη ως προς τα συναφή κονδύλια, διότι η ενάγουσα δεν επικαλούνταν γνώση της εναγομένης ως προς τα γενεσιουργά του δικαιώματός της περιστατικά και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 3. Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288, 349 - 351, 648, 652 και 656 ΑΚ, 7 παρ.1 του ν. 2112/1920 και 5 παρ.3 του ν. 3198/1955 συνάγονται τα ακόλουθα: Μονομερής, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας επέρχεται όταν ο εργοδότης επιχειρεί την τροποποίησή τους σε βάρος του εργαζόμενου, χωρίς τη συναίνεση αυτού και χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από τη σύμβαση ή το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχείρησής του. Όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται από τον εργοδότη σύμφωνα µεν µε τους όρους της συμβάσεως ή του νόμου ή του κανονισμού εργασίας, αλλά καθ' υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του διευθυντικού του δικαιώματος, τότε η άσκηση του δικαιώματος αυτού καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υπέρβαση των παραπάνω ορίων καθιστά τη μονομερή μεταβολή των όρων της συμβάσεως βλαπτική για τον εργαζόμενο, αφού αυτή επέρχεται κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας, που επιχειρεί ο εργοδότης βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής του εργαζόμενου δεν αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών, αλλά άλλων, άσχετων επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση, αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο, γιατί η καλή πίστη επιβάλλει, γενικώς, σε κάθε φορέα δικαιώματος να λαμβάνει υπ' όψη, κατά την άσκησή του και στο μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις εύλογες προσδοκίες του υπόχρεου. Μια τέτοια συμπεριφορά επιβάλλεται, ιδιαιτέρως, επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας. Τέλος, η μονομερής, βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεως δεν επιφέρει τη λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει το μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά παρέχει σ' αυτόν το δικαίωμα είτε να αποδεχθεί τη μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, οπότε συντελείται νέα, τροποποιητική της αρχικής, σύμβαση εργασίας, είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη και, αποχωρώντας από την εργασία του, να αξιώσει την οφειλόμενη αποζημίωση, είτε να αποκρούσει τη μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του με τους αρχικούς όρους, αξιώνοντας την τήρηση των όρων αυτών (ΑΠ 13/2012). 4. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174, 180, 281, 288, 349, 350, 361, 648, 652, 656, 669 ΑΚ και 7 εδ. α' του ν. 2112/1920, συνάγονται τα ακόλουθα: Η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι' αυτό δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα. Αποτελεί, όμως, άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, είναι απαγορευμένη όταν γίνεται καταχρηστικά, δηλαδή υπό περιστάσεις, οι οποίες στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος να δεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζόμενου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή του μισθού προς αυτόν. Η καταγγελία είναι καταχρηστική και όταν γίνεται εκ λόγων εκδικήσεως ή εχθρότητας, συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του εργαζόμενου νόμιμης μεν, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη. Αντίθετα, η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς αυτού παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων (ΑΠ 1387/2003). Ως παράβαση, όμως, των συμβατικών υποχρεώσεων από τον εργαζόμενο δεν μπορεί να νοηθεί, το ότι αυτός αρνείται να αποδεχθεί τη μονομερή, εκ μέρους του εργοδότη, βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η καταγγελία που, αληθώς, γίνεται για το λόγο αυτό διατηρεί την καταχρηστικότητά της. 5. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και σε σχέση προς τη λύση ή μη λύση της ένδικης σύμβασης εργασίας, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) είχε προσληφθεί από την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) ναυτιλιακή εταιρία την 1-3-1989, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε εγγράφως, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια. Ότι με ειδικό όρο της σύμβασης, που περιλαμβάνεται στο από 10-8-1994 έγγραφο, ως τόπος παροχής της εργασίας της ενάγουσας ορίσθηκε το κεντρικό πρακτορείο της εναγομένης, επί της λεωφόρου Αμαλίας, στην Αθήνα, χωρίς ουδεμία πρόβλεψη της δυνατότητας για μετακίνηση αυτής προκειμένου να εργασθεί σε κάποιο άλλο πρακτορείο, ακόμη και εντός της Αττικής. Ότι έκτοτε η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της χωρίς κανένα πρόβλημα. Ότι, κατά το έτος 2005, άμεσος προϊστάμενος της ενάγουσας, με την ιδιότητα του υποδιευθυντή εκμετάλλευσης της εναγομένης, κατέστη ο Χ. Σ.. Ότι αυτός, τον Αύγουστο 2005, απαίτησε από την ενάγουσα να εργάζεται επί δύο ημέρες εκάστης εβδομάδος, με τα ίδια καθήκοντα, στο πρακτορείο της εναγομένης, στον Πειραιά. Ότι η μεταβολή αυτή βρισκόταν έξω από τις συμβατικές δυνατότητες της εναγομένης και, επί πλέον, ήταν δυσμενής για την ενάγουσα, στην οποία, ως εκ του τόπου κατοικίας της και των υποχρεώσεων έναντι του με ειδικές ανάγκες τέκνου της, ήταν πολύ ευχερέστερο το να απασχολείται στο κέντρο της Αθήνας. Ότι για το λόγο αυτό η ενάγουσα ζήτησε την παρέμβαση του διευθυντή εκμετάλλευσης της εναγομένης, μετά την εκδήλωση της οποίας η περιοδική απασχόλησή της στο πρακτορείο του Πειραιά αποφεύχθηκε. Ότι κατά μήνα Νοέμβριο 2008, ο Χ. Σ. ζήτησε από την ενάγουσα να εργασθεί την 12η και 13η του μηνός στο πρακτορείο του Πειραιά, προς αναπλήρωση συναδέλφου της. Ότι η ενάγουσα, παρά το γεγονός ότι στο εν λόγω πρακτορείο υπηρετούσε και άλλη καθαρίστρια που θα μπορούσε να κάνει την αναπλήρωση, συμμορφώθηκε, επειδή θεώρησε προσωρινή την επιβάρυνση και δεν θέλησε να δημιουργήσει πρόβλημα στην επιχείρηση. Ότι αυτό επαναλήφθηκε την 26η και 27η Νοεμβρίου 2008, προς αναπλήρωση της άλλης καθαρίστριας. Ότι, έκτοτε, μέχρι το Μάρτιο 2009, οι εντολές προς παροχή εργασίας στο πρακτορείο του Πειραιά πλήθυναν, εντεινόμενες προοδευτικά, χωρίς εύλογη εξήγηση εκ μέρους της εναγομένης, οπότε η ενάγουσα συνειδητοποίησε ότι επιχειρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή της σύμβασής της ως προς τον τόπο παροχής της εργασίας της και διαμαρτυρήθηκε, στην αρχή προφορικά και την 2-4-2009 με εξώδικη δήλωση. Ότι με τη δήλωση αυτή η ενάγουσα αρνήθηκε να μεταβαίνει εφ' εξής στον Πειραιά και κάλεσε την εναγομένη να αποδέχεται την εργασία της, αποκλειστικά, στο πρακτορείο της Αθήνας. Ότι η εναγομένη απάντησε εξωδίκως την 8-4-2009 και προέβαλε το ότι οι εντολές είχαν προσωρινό χαρακτήρα, διότι απέβλεπαν στην αναπλήρωση της καθαρίστριας Ε. Λ., η οποία απουσίαζε σε αναρρωτική άδεια από 16-2-2009. Ότι η απάντηση αυτή ήταν προσχηματική, αφ' ενός διότι στο πρακτορείο του Πειραιά εξακολουθούσε να υπηρετεί και άλλη καθαρίστρια και αφ' ετέρου διότι στο κεντρικό πρακτορείο της Αθήνας, όπου ήταν η θέση της ενάγουσας, οι ανάγκες ήσαν αυξημένες και δεν υπηρετούσε άλλη καθαρίστρια. Ότι σε κάθε περίπτωση, η διάθεση της εναγομένης για δημιουργία μιας μόνιμης κατάστασης φαινόταν από το ότι απέφυγε να προσδιορίσει μια καταληκτική ημερομηνία για τις αναπληρώσεις αυτές. Ότι η ενάγουσα ανταπάντησε ότι, σύμφωνα με πληροφορίες της, η αναρρωτική άδεια της συναδέλφου της έληγε την 21-4-2009 και απαίτησε από την εναγομένη να αποδέχεται από την εν λόγω ημερομηνία και μετέπειτα την παροχή της εργασίας της στο κεντρικό πρακτορείο της Αθήνας. Ότι, τελικώς, την 5-5-2009 η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας και κατέβαλε στην ενάγουσα τη νόμιμη αποζημίωση, επιδιώκοντας τη λύση της συμβάσεως. Ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο η απόλυση της ενάγουσας έγινε για το λόγο ότι αποφάσισε την ανάθεση της δουλειάς της σε συνεργείο καθαρισμού με πολύ ευνοϊκότερους οικονομικούς όρους, παρέμεινε αναπόδεικτος, διότι η σύμβαση με το συνεργείο καθαρισμού υπογράφηκε την 28-5-2009, δηλαδή πολύ αργότερα από το μήνα Νοέμβριο 2008, που άρχισε η δεύτερη φάση της προσπάθειας για μονομερή βλαπτική μεταβολή του τόπου απασχόλησης της ενάγουσας και, σε κάθε περίπτωση, μετά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι η αναιρεσείουσα (εναγομένη), ενεργώντας δια του υπαλλήλου της Χ. Σ., που εν προκειμένω ασκούσε διευθυντικά καθήκοντα, επιδίωξε να μεταβάλει μονομερώς τη σύμβαση εργασίας, με τρόπο βλαπτικό για την αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) και ότι στη συνέχεια, όταν η τελευταία απαίτησε την εφαρμογή του όρου της σύμβασης ως προς τον τόπο παροχής της εργασίας, η αναιρεσείουσα κατήγγειλε τη σύμβαση κινούμενη από διάθεση εκδικήσεως και ξεπερνώντας, προφανώς, τα όρια που διαγράφονται στο άρθρο 281 ΑΚ. Με βάση το συλλογισμό αυτό, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας, ως καταχρηστικής, με τις εξ αυτής συνέπειες. 6. Με την κρίση αυτή και σε συμφωνία προς τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.3 και 4) και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, χωρίς αντιφάσεις και χωρίς να παραλείψει να αξιολογήσει τους συναφείς, αμυντικούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας. Ειδικότερα, από τις παραδοχές που αναφέρθηκαν καθίσταται σαφές ότι το Εφετείο δέχθηκε πως, αν και η αναιρεσείουσα προσπαθούσε να προσδώσει χαρακτήρα προσωρινότητας στις προς την αναιρεσίβλητη εντολές για απασχόληση σε τόπο διαφορετικό από τον αναφερόμενο στη σύμβαση εργασίας, στην πραγματικότητα επιδίωκε, εξ αρχής, να μεταβάλει μονομερώς και βλαπτικώς το σχετικό όρο της σύμβασης, πράγμα που προέκυπτε από το σύνολο της συμπεριφοράς του ως άνω διευθυντικού στελέχους αυτής. Ακόμη, καθίσταται σαφές ότι το Εφετείο έλαβε υπ' όψη τον αμυντικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας πως η καταγγελία έγινε για λόγους οικονομοτεχνικούς, αλλά τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Και τέλος, προκύπτει ότι το Εφετείο αξιολόγησε μαζί με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την από 28-5-2009 σύμβαση με το συνεργείο καθαρισμού, την οποία ρητώς μνημονεύει και της οποίας ουδόλως παραμόρφωσε το περιεχόμενο, αλλά κατέληξε στην ουσιαστική κρίση ότι από το συμφωνητικό αυτό δεν μπορούσε να πεισθεί περί του ότι υπήρξε "αιτιώδης συνάφεια" (όπως επί λέξει αναφέρει) μεταξύ της απόλυσης της αναιρεσίβλητης και της ανάθεσης του έργου της καθαριότητας σε συνεργείο. Επομένως, οι τρίτος και έκτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.8, 19 και 20 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 7. Ο τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 450, 451 και 452 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, αντίθετα προς τις επιταγές τους, α) έκρινε ορισμένο και νόμιμο το αίτημα της αναιρεσίβλητης για να υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα σε επίδειξη των επισήμων καταστάσεων του προσωπικού της στο πρακτορείο του Πειραιά και β) συνήγαγε συμπεράσματα από την άρνηση της τελευταίας να συμμορφωθεί και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι η αιτίαση δεν αναφέρεται σε κανόνες ουσιαστικού, αλλά δικονομικού δικαίου. 8. Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653 και 656 σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργοδότης, εκτός από αντίθετη συμφωνία, δεν έχει την υποχρέωση να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό. Η υποχρέωσή του περιορίζεται στην καταβολή του μισθού, είτε αποδέχεται την παροχή της εργασίας είτε όχι. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 57, 281, 919 ΑΚ συνάγεται ότι η ως άνω, κατ' αρχήν νόμιμη, άρνηση του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού καθίσταται παράνομη, όταν είναι καταχρηστική, διότι υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του διευθυντικού δικαιώματος ή όταν συνιστά αθέμιτη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού ή όταν, εκ προθέσεως, επιφέρει σ' αυτόν ζημία κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή, τέλος, όταν, υπαιτίως, προσβάλλει το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και στη συμμετοχή στην οικονομική ζωή. Στις περιπτώσεις αυτές, προκειμένου ο μισθωτός να επιδιώξει δικαστικώς την πραγματική απασχόληση του στο μέλλον, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν την κατά τα ανωτέρω παρανομία της αρνήσεως του εργοδότη να τον απασχολεί πραγματικά (ΟλΑΠ 9/2011). 9. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής, στο δικόγραφο γίνεται, προεχόντως, αναφορά των περιστατικών, τα οποία στοιχειοθετούν την καταχρηστικότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, όπως αυτά αναφέρθηκαν ήδη ως παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. παραπάνω, αρ.5). Περαιτέρω, η αναιρεσίβλητη (ως ενάγουσα) αναφέρει, επί πλέον, ότι επί σειρά πολλών ετών είχε απασχοληθεί με προθυμία και ευσυνειδησία στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας, ότι συντηρεί τον εαυτό και την οικογένειά της αποκλειστικά από το προϊόν της εργασίας της, ότι κατά το χρόνο της καταγγελίας ήταν 53 ετών και επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί κατά το έτος 2011, ότι μετά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας δεν μπορεί να βρει νέα εργασία, διότι οι υποψήφιοι εργοδότες την αντιμετωπίζουν με καχυποψία, ως υπαίτια της απόλυσής της και ότι έχει σοβαρά προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, τα οποία επιτείνονται με τον εκ μέρους της αναιρεσείουσας, κατ' αποτέλεσμα, αποκλεισμό της από την οικονομική ζωή. Το Εφετείο, προκειμένου να αιτιολογήσει την παραδοχή του αιτήματος της αναιρεσίβλητης για πραγματική απασχόληση, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτήν προκύπτει, πάντα τα ανωτέρω και επικύρωσε την πρωτοβάθμια, όμοια κρίση, με το να απορρίψει τον περί του αντιθέτου λόγο έφεσης. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας αφ' ενός εφάρμοσε σωστά τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.8) και αφ' ετέρου συννόμως έλαβε υπ' όψη πράγματα που, αληθώς, είχαν προταθεί και ορθώς απέφυγε να κηρύξει ακυρότητα, που δεν υφίστατο. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1, 8 και 14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 10. Σύμφωνα με τους κανονιστικούς όρους των εθνικών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΕΚΣΣΕ), που ίσχυσαν κατά το εν προκειμένω κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 2004 έως 2009 ως προς την αμοιβή του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων ή επιχειρήσεων και γραφείων ταξιδιών όλης της χώρας (κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με τις ΥΑ 13490/2004 ΦΕΚ β' 1868/29-9-2004, ΥΑ 13033/2005 ΦΕΚ β' 1496/7-6-2005, ΥΑ 13034/2007 ΦΕΚ β' 2076/26-7-2007 και ΥΑ 58032.2713/2008 ΦΕΚ β' 1657/20-6-2008), μεταξύ των άλλων χορηγείται στους εργαζόμενους του πεδίου εφαρμογής αυτών επίδομα τέκνων, περί του οποίου στο άρθρο 3 παρ.2, κατά πανομοιότυπο τρόπο, ορίζεται ότι "Στους άνδρες και γυναίκες μισθωτούς χορηγείται επίδομα παιδιών σε ποσοστό 6% για κάθε παιδί. Το εν λόγω επίδομα χορηγείται και στους χήρους /ες, διαζευγμένους /ες, καθώς και στις άγαμες μητέρες, εφόσον, όμως, όλοι αυτοί έχουν την επιμέλεια των παιδιών. Το επίδομα αυτό δίνεται μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας των τέκνων, εφόσον, βέβαια, αυτά δεν εργάζονται και είναι άγαμα. [...] Για τα παιδιά που σπουδάζουν σε ανώτατες και ανώτερες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή εξωτερικού, η επιδότηση παρατείνεται τόσα χρόνια, όσα είναι και τα κατά τον νόμο απαιτούμενα κατά σχολή για την ολοκλήρωση των σπουδών, πράγμα που αποδεικνύεται με βεβαίωση κάθε σχολής. Για τα ανάπηρα σωματικά ή πνευματικά παιδιά, των οποίων η αναπηρία κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, η επιδότηση παρατείνεται για όσο χρόνο διαρκεί η αναπηρία". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η χορήγηση του επιδόματος τέκνων αποβλέπει στην ανακούφιση του εργαζόμενου που ασκεί την επιμέλεια των παιδιών του και, ως εκ τούτου, υπέχει υποχρέωση διατροφής αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού δικαίου (ΑΚ 1389, 1390, 1486). Γι' αυτό και, κατ' αρχήν, ως όριο για τη διατήρηση του δικαιώματος του εργαζόμενου να λαμβάνει το επίδομα τίθεται η ενηλικίωση εκάστου τέκνου. Παρά ταύτα, το δικαίωμα παύει να υφίσταται και πριν από την ενηλικίωση, εάν το τέκνο τελέσει γάμο (οπότε, στη σειρά των υπόχρεων προς διατροφή προηγείται ο/η σύζυγός του, ΑΚ 1491) ή εάν αρχίσει να εργάζεται (οπότε, χάνει το δικαίωμα διατροφής έναντι των γονέων του, στο μέτρο που από το προϊόν της εργασίας του μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του, ΑΚ 1486). Και αντίστροφα, το δικαίωμα διατηρείται και μετά την ενηλικίωση, εάν και για όσο χρόνο το τέκνο παρακολουθεί σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση, οι οποίες, κατά τεκμήριο, είναι αναγκαίες για την απόκτηση βιοποριστικού επαγγέλματος ή εάν πάσχει από σωματική ή πνευματική αναπηρία, βεβαιωμένη αρμοδίως και για όσο χρόνο αυτή υφίσταται. Για την περίπτωση της αναπηρίας, ειδικότερα, η αληθινή έννοια των διατάξεων που αναφέρθηκαν είναι ότι αυτή αποτελεί λόγο διατήρησης του δικαιώματος λήψεως του επιδόματος, εφ' όσον καθιστά το τέκνο πλήρως ανίκανο προς βιοποριστική εργασία. Άλλως, σε περίπτωση δηλαδή που η διαγνωσμένη αναπηρία επιτρέπει στο τέκνο, είτε πριν είτε μετά την ενηλικίωσή του, να μετέρχεται εργασία ανάλογη προς τις περιστάσεις, το δικαίωμα λήψεως του επιδόματος παύει (εκτός αν το προϊόν της εργασίας έχει συμβολικό χαρακτήρα και είναι έλασσον του ποσού του επιδόματος), διότι τότε και το διατροφικό δικαίωμα του τέκνου έναντι του εργαζόμενου γονέα εκλείπει. 11. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και σε σχέση με τη συνδρομή των προϋποθέσεων χορήγησης του επιδόματος τέκνων, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Ότι κατά την πρόσληψη της ενάγουσας (ήδη αναιρεσίβλητης) ως καθαρίστριας στην υπηρεσία της εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας) ναυτιλιακής εταιρίας είχε καταστεί γνωστή στην τελευταία η ιδιότητα της πρώτης ως διαζευγμένης, μητέρας δύο (τότε ανηλίκων) τέκνων, εκ των οποίων το ένα έπασχε από διαρκή, νοητική υστέρηση. Ότι, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των ετών 2004 - 2009, το εν λόγω τέκνο είχε ενηλικιωθεί μεν, αλλά παρά ταύτα συνέχιζε να πάσχει από την εν λόγω υστέρηση και, ως εκ τούτου, είχε χαρακτηρισθεί αρμοδίως ως πρόσωπο με αναπηρία σε ποσοστό 50%. Ότι το τέκνο αυτό, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, εργαζόταν. Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι για τη διαπίστωση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης να λάβει το επίδομα τέκνων, που ζητεί με την αγωγή (συνολικώς 5.166,38 ευρώ), ήταν αρκετή η βεβαίωση της αναπηρίας αυτού από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή, χωρίς επ' αυτού να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι το τέκνο αυτό εργαζόταν. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους προαναφερθέντες κανονιστικούς όρους των ΣΣΕ για την αμοιβή του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων ή επιχειρήσεων και γραφείων ταξιδιών όλης της χώρας (βλ. παραπάνω, αρ.10), αφ' ενός ευθέως, διότι κατά την αληθινή έννοια αυτών η προς εργασία ικανότητα του ανάπηρου τέκνου έχει επιρροή στη διατήρηση του δικαιώματος του εργαζόμενου γονέα να λαμβάνει το σχετικό επίδομα και αφ' ετέρου εκ πλαγίου, διότι παρέλειψε να διαλάβει παραδοχές ως προς το αν το προϊόν της εργασίας του ανάπηρου τέκνου υπερέβαινε ή όχι το ποσό του αιτουμένου επιδόματος σε μηνιαία βάση. Επομένως, ο πέμπτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά δε αυτεπάγγελτη συμπλήρωση από τον εισηγητή και η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 12. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στην έκταση του πέμπτου από τους λόγους της αιτήσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε ανάλογο προς την ήττα αυτής μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 5948/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, ως προς αναιρεθέν μέρος, στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα πεντακόσια (500) ευρώ, για μέρος από τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 16η Ιανουαρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταγγελία εκ μέρους εργοδότη, με έγγραφο και αποζημίωση, επί αρνήσεως μισθωτού να αποδεχθεί μεταβολή του συμφωνημένου τόπου εργασίας, την οποία θεωρεί βλαπτική. Εφόσον γίνεται αποκλειστικά από λόγους εκδικήσεως, είναι καταχρηστική. Για το δικαίωμα επαναπρόσληψης χρειάζεται η επίκληση πρόσθετων περιστατικών, η οποία εν προκειμένω υπήρξε. Η χορήγηση επιδόματος τέκνων για παιδί με αναπηρία, προϋποθέτει πλήρη ανικανότητα προς εργασία. Αναιρεί μόνο γι’ αυτό (ΚΠολΔ 559 αρ.1 και 19).
Καταγγελία σχέσης εργασίας
Καταγγελία σχέσης εργασίας, Αποδοχές υπερημερίας.
2
Αριθμός 323/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "MENARINI ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΙΑΤΡΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Μήλα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ - ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ζουμπούλη, με δήλωση του αρθ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-2-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7031/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2031/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31-7-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου διάβασε την από 12-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του εφαρμοστέου στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του χρόνο κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων (2006-2007), π. δ. 166/2003, το οποίο εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2000/35 της Ε.Κ. "για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές" και παρά την κατάργησή του με το ν. 4152/2013 εξακολουθεί να διέπει τις συμβάσεις που καταρτίστηκαν πριν από την ισχύ του τελευταίου νόμου στις 16-3-2013, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της υποπαραγράφου Ζ14 (άρθρα 12 παρ. 4 και 13 της νέας Οδηγίας 2011/7 ΕΚ.) του ίδιου νόμου, ορίζονταν τα εξής: Άρθρο 2 "Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή ". Άρθρο 3 " Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. "Εμπορική συναλλαγή" είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. α. "Δημόσια αρχή" είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ. 370/1995, ΦΕΚ Α` 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ Α` 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α` 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ Α` 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. β. "Επιχείρηση" είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. "Καθυστέρηση πληρωμής" είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 3. "Επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδότησης" είναι το επιτόκιο που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο". Άρθρο 4 " Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής. 1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ("επιτόκιο αναφοράς") προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες ("περιθώριο"), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. 5. Ο δανειστής, εκτός από τους τόκους, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη και εύλογη αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης της οφειλόμενης αμοιβής. Τα έξοδα αυτά υπόκεινται σε σχέση με την οφειλόμενη αμοιβή στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του π. δ. 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ.1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται : α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία και διατυπώσεις του π.δ. 370/1995 που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Η παραπομπή με το άρθρο 3 παρ.1 α' του ίδιου διατάγματος στις διατάξεις του π.δ. 370/1995 περί δημοσίων προμηθειών (ήδη π. δ. 60/2007) έγινε για τον προσδιορισμό και μόνο της έννοιας της δημόσιας αρχής, ως αντισυμβαλλομένης της δανείστριας επιχείρησης, δεδομένου ότι επιλέγεται το λεγόμενο λειτουργικό κριτήριο και προσδίδεται στη "δημόσια αρχή" έννοια ευρύτερη εκείνης που ακολουθεί ο εθνικός νομοθέτης με βάση το οργανικό κριτήριο. Αν ο νομοθέτης ήθελε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 μόνο στις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας, δηλαδή εκείνες που υπάγονται στην υποχρεωτική ρύθμιση και εφαρμογή του π. δ. 370/1995, θα το όριζε ρητά, πέραν του ότι μια τέτοια διαφορετική αντιμετώπιση δεν προβλέπεται στην Οδηγία 35/2000 και δεν δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό της, που είναι η αντιμετώπιση της καθυστέρησης των πληρωμών κάθε εμπορικής συναλλαγής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις προμήθειας που καταρτίσθηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής, απ' ευθείας, χωρίς δηλαδή τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του π.δ. 166/2003, οι οποίες διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τέτοιες συμβάσεις είναι και εκείνες που συνάπτει δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (ν.π.δ.δ.), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του π.δ. 370/1995 (άρθρο 2), εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις εγκυρότητάς τους. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του π. δ. 166/2003, η οποία, ως νεότερη, ειδικότερη και εδραζόμενη σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διάταξη, υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 του ν. δ. 495/1976. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι οι έγγραφες διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων κατά τα έτη 2006-2007 χωρίς τη διαδικασία των δημοσίων συμβάσεων προμήθειας και είχαν ως αντικείμενο την κατόπιν εγγράφων παραγγελιών του εναγομένου νοσοκομείου πώληση σ' αυτό από την ενάγουσα διαφόρων νοσοκομειακών ειδών, ήταν έγκυρες κατά το ν.δ. 496/1974 και επιδίκασε, επί του συμφωνηθέντος τιμήματος των 67.868,17 ευρώ, που είχε εξοφληθεί κατά τη συζήτηση της αγωγής, τόκους υπερημερίας 6% από της επιδόσεως της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του ν.δ. 496/1974 και όχι τόκους υπερημερίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του π. δ. 166/2003, όπως ζητούσε η ενάγουσα, (με την αιτιολογία ότι η τελευταία διάταξη έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που καταρτίστηκε δημόσια σύμβαση προμήθειας κατά τις διατάξεις του π.δ. 370/1995, ενώ οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εκτός του πλαισίου του π. δ. 370/1995). Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 παρ. 4 του π. δ. 166/2003, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, ανεξάρτητα αν η σχετική σύμβαση καταρτίστηκε κατά τη διαδικασία του π. δ. 370/1995 περί δημοσίων προμηθειών, επομένως έχουν εφαρμογή και επί των ενδίκων συμβάσεων πωλήσεως, οι οποίες κρίθηκαν από το Εφετείο έγκυρες και παράγουσες έννομες συνέπειες. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 παρ. 4 του π. δ. 166/2003, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 580 αριθ.3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Το παράβολο που κατέβαλε η αναιρεσείουσα πρέπει να της επιστραφεί, αφού η αίτησή της έγινε δεκτή (άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 2031/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω έρευνα στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην ενάγουσα. Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 17 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Π.Δ. 166/2003 «περί καταπολέμησης των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές». Έχει εφαρμογή και επί εμπορικής συναλλαγής μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, όπως αυτές ορίζονται στο π.δ. 370/195 «περί δημοσίων προμηθειών». Αρκεί για την εφαρμογή του π.δ. 166/2003: α) η εγκυρότητα της σύμβασης β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία του π.δ. 370/1995 που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Κρίση του Εφετείου ότι οι ένδικες διαδοχικές συμβάσεις προμήθειας είναι μεν έγκυρες κατά το ν.δ. 496/1974, πλην τόκοι υπερημερίας οφείλονται σύμφωνα με το τελευταίο διάταγμα και όχι σύμφωνα με το π.δ. 166/2003, που προβλέπει μεγαλύτερο επιτόκιο, με την αιτιολογία ότι το διάταγμα αυτό εφαρμόζεται μόνο επί συμβάσεων που έχουν συναφθεί εντός του πλαισίου του π.δ. 370/1995 και όχι εκτός αυτού, όπως οι ένδικες συμβάσεις. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 (Αναιρεί 2031/2012 απόφαση Εφετείου Αθηνών).
Διαδοχικές συμβάσεις προμήθειας
Διαδοχικές συμβάσεις προμήθειας.
2
Αριθμός 289/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Κ. Κ. του Π., 2)Δ. Κ. του Π. και 3)Μ. Κ. του Π., κατοίκων ..., ως εξ αδιαθέτων κληρονόμων της Λ. χήρας Π. Κ. το γένος Δ. Α., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον Θεόδωρο Σπαγαδώρο, ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τους τον Κυριάκο Παραβάντη, βάσει του .../8-3-2013 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Στυλιανής Σαλέπάκη. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Σ. συζ. Ε. Φ., το γένος Α. Α., και 2)Δ. συζ. Π. Β., το γένος Α. Α., κατοίκων ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/11/2002 αγωγή της αρχικής διαδίκου Λ. χήρας Π. Κ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3233/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 581/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 17/8/2009 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 661/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 6/3/2013 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης, ανέγνωσε την από 26/1/2012 εισήγησή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις εκθέσεις επίδοσης ...'και ...'/14.5.2013 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης … προκύπτει, ότι, ύστερα από έγγραφη παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της ένδικης, από 17.8.2009, αίτησης αναίρεσης κατά της οριστικής απόφασης 581/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και της από 6.3.2013 κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 20.11.2013), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις αναιρεσιβλήτους, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων. ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο δημιουργείται από τελεσίδικη απόφαση μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία και εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, αν το δικαστήριο που δίκασε ήταν καθ'ύλην αρμόδιο να αποφασίσει επί της παρεμπίπτουσας διαφοράς αν αυτή εισαγόταν αυτοτελώς - ως κυρία - ενώπιων του. Με την έννοια αυτή προδικαστικό ζήτημα αποτελεί η συγκυριότητα των κοινωνών στη δίκη διανομής (ΑΠ 889/1985). Ειδικότερα, η απόφαση που δέχεται την αγωγή διανομής και διατάσσει τη διανομή του επικοίνου, αποτελεί από την τελεσιδικία της δεδικασμένο ως προς τα ιδανικά μερίδια όλων των κοινωνών (άρθρα 331 και 479 ΚΠολΔ), οι δε διάδικοι ή εκείνοι που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, μετά την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, δεν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το μέγεθος των ιδανικών τους μεριδίων (ΑΠ 938/1996) και συνεπώς αγωγή ή ένσταση με τέτοιο αντικείμενο, για την εκ νέου δηλαδή διάγνωση του μεγέθους των ιδανικών μεριδίων των κοινωνών, ή που αφορά στο παραδεκτό της αγωγής διανομής, είναι απαράδεκτη, καθόσον προσκρούει στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση που διέταξε τη διανομή (άρθρα 321, 322, 324, 325 και 330 ΚΠολΔ - ΑΠ 938/1996, ΑΠ 889/1985). Έτσι, αν σε δίκη διανομής ακινήτου διαγνώσθηκε τελεσιδίκως η συγκυριότητα επί του διανεμητέου των κοινωνών διαδίκων και κάποιος από αυτούς - κοινωνούς διαδίκους - μετά την τελεσιδικία εγείρει διεκδικητική της κυριότητας του ίδιου ακινήτου αγωγή, προβάλλοντας αποκλειστική κυριότητα ή συγκυριότητα μεγαλύτερου ποσοστού, αποκρούεται με την ένσταση του δεδικασμένου, έστω και αν την αποκλειστική κυριότητα ή συγκυριότητα μεγαλύτερου ποσοστού τη στηρίζει σε άλλο τρόπο κτήσης της κυριότητας ή συγκυριότητας, τον οποίο μπορούσε να προτείνει και δεν πρότεινε (ΑΠ 254/1974). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα εξής: Η αρχικώς ενάγουσα και δικαιοπάροχος - μητέρα - των αναιρεσειόντων, Λ. χήρα Π. Κ., η οποία αποβίωσε χωρίς να καταλείπει διαθήκη και στη θέση της υπεισήλθαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αναιρεσείοντες - τέκνα της -, με την ένδικη - από 19.11.2002 - αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ισχυρίστηκε, ότι είναι συγκυρία κατά τα 2/3 εξ αδιαιρέτου των αναφερομένων - με αριθμούς 295 και 529 - αγροτεμαχίων, έχοντας περιέλθει σ'αυτήν κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος, στις 13.6.1968, πατέρα της, Δ. Α., την κληρονομία του οποίου αποδέχτηκε και μετέγραψε την περί αποδοχής δήλωσή της, και κατά το άλλο 1/3 εξ αδιαιρέτου, το οποίο αντιστοιχεί στο κληρονομικό μερίδιο της αδελφής της Α., με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείσα τα ίδια αγροτεμάχια κατά το ποσοστό αυτό εξ αδιαιρέτου, με τη θέληση της αδελφής της, από το θάνατο του πατέρα τους - στις 13.6.1968 - και έκτοτε συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε, ότι οι ήδη αναιρεσίβλητες εναγόμενες, οι οποίες έχουν αποδεχθεί τη μετάθεση προς αυτές, με γονική παροχή, δυνάμει της υπ'αριθμ..../12.1.1987 συμβολαιογραφικής πράξης του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νικολάου Ι. Δημοπούλου, κυριότητας κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί των επίδικων αγροτεμαχίων από το δικαιοπάροχο πατέρα τους, Ά. Α. του Δ. πλέον του ανήκοντος σ'αυτόν κληρονομικού μεριδίου 1/3 εξ αδιαιρέτου, ήτοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, αμφισβητούν τη συγκυριότητά της σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου επί των επίδικων αγροτεμαχίων. Γι'αυτό ζήτησε να αναγνωριστεί η συγκυριότητά της σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου επί των αγροτεμαχίων αυτών. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δίκασε ερήμην της τότε ενάγουσας και με την 3233/2006 απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής - έχοντας αποβιώσει η αρχικώς ενάγουσα - μητέρα των ήδη αναιρεσειόντων - Λ. χήρα Π. Κ., στη θέση της οποίας, ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, υπεισήλθαν οι ήδη αναιρεσείοντες (τέκνα της) - οι εν λόγω ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν έφεση ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με την προσβαλλόμενη 581/2009 απόφασή του - ενόψει του άρθρου 528 ΚΠολΔ - δέχτηκε την έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγομένων, και, αφού εξαφάνισε ως προς αυτές την ανωτέρω 3233/2006 απόφαση και την κράτησε και τη δίκασε κατ'ουσίαν απέρριψε - και ως προς αυτές - την ανωτέρω αγωγή. Το Εφετείο, στα πλαίσια εξέτασης κατ'ουσίαν της έφεσης, δέχτηκε, ότι από την 2868/1979 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, δεδομένου ότι η έφεση που ασκήθηκε κατ'αυτής απορρίφτηκε με την 120/1982 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και η οποία εκδόθηκε επί της προηγούμενης από 4.2.1977 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 607/15.2.1977 αγωγής διανομής του πατέρα και δικαιοπαρόχου των ήδη εναγομένων της ένδικης - από 19.11.2002 - αγωγής, Ά. Α., κατά της αδελφής του, Λ. χήρας Π. Κ. - αρχικώς ενάγουσας επί της ένδικης, από 19.11.2002, αγωγής και δικαιοπαρόχου (μητέρας) των αναιρεσειόντων -, απορρέει, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της συγκυριότητας που κρίθηκε, παρεμπιπτόντως με την ανωτέρω 2868/1979 απόφαση και συγκεκριμένα "ως προς την ύπαρξη δικαιώματος συγκυριότητας επί των επίδικων ακινήτων των διαδίκων της δίκης επί της αγωγής διανομής κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου καθενός, το οποίο (δεδικασμένο) ισχύει υπέρ των δύο πρώτων εναγομένων (ήδη αναιρεσιβλήτων) 1)Σ. Ε. Φ. και 2)Δ. Π. Β., ειδικών διαδόχων του ενάγοντος στη δίκη διανομής Ά. Α., και κατά της αρχικώς ενάγουσας και εναγομένης στην ίδια δίκη διανομής Λ. χήρας Π. Κ. (δικαιοπαρόχου - μητέρας - των αναιρεσειόντων", και, συνεπώς, ότι οι ενστάσεις - που δεν προτάθηκαν στη δίκη για τη διανομή - ότι το μέγεθος των ιδανικών μεριδίων ανακριβώς δηλώθηκε, ως άνω, με την ανωτέρω (από 4.2.1977 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 607/15.2.1977) αγωγή διανομής, αφού υπήρχε και άλλη συγκυρία, ήτοι η Α. Φ. ή Ι., και ότι έπρεπε για το λόγο αυτό η αγωγή αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καλύπτονται από το δεδικασμένο αυτό. Δέχτηκε, επίσης, ότι και ο αγωγικός ισχυρισμός, ότι η προαναφερθείσα Α. Φ. ή Ι. "το κληρονομικό της μερίδιο επί των επίδικων αγροτεμαχίων, ανερχόμενο στο 1/3 εξ αδιαιρέτου, το είχε παραχωρήσει άτυπα στην αρχικώς ενάγουσα (δικαιοπάροχο - μητέρα - των αναιρεσειόντων), η οποία από το έτος 1968 και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής το νεμόταν με διάνοια κυρίου και έτσι έγινε κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία, καλύπτεται από το δεδικασμένο που παρήχθη από την υπ'αριθμ.2868/1979 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε ότι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κληρούχου Δ. Α. είναι ο πατέρας των δύο πρώτων εναγομένων (ήδη αναιρεσιβλήτων) και η αρχικώς ενάγουσα (δικαιοπάροχος - μητέρα - των αναιρεσειόντων), γεγονός το οποίο και συνομολόγησε η τελευταία κατά τη δίκη διανομής, και συνεπώς δεν μπορεί να ερευνηθεί". Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά δέχτηκε ότι για τα ζητήματα που προεκτέθηκαν υπάρχει δεδικασμένο από την ανωτέρω 2868/1979 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και συνεπώς ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.16 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Τα συναλλακτικά ήθη και οι συνήθειες, που αποτελούν τρόπους συμπεριφοράς οι οποίοι επικρατούν στις συναλλαγές, δεν περιέχουν κανόνες δικαίου. Ως εκ τούτου η παραβίασή τους δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, εκτός αν η εφαρμογή τους επιβάλλεται από κανόνα δικαίου. Εξάλλου, για τη δημιουργία εθίμου, το οποίο συνιστά αυτοτελή πηγή δικαίου (άρθρο 1 ΑΚ) και η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ.1α'του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται μακρά, αδιάκοπη και ομοιόμορφη άσκηση εν συνειδήσει δικαίου, δηλαδή με την πεποίθηση των ασκούντων ότι εφαρμόζουν κανόνα δικαίου (ΑΠ 435/1994). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατ'εκτίμησή του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1α'του ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί την ύπαρξη "ανύπαρκτου ουσιαστικά και νομικά στο πρόσωπο της αρχικώς ενάγουσας Λ. χήρας Π. Κ., μόλις το 1982, δεδικασμένου, κατόπιν ασκηθείσας άκυρης και απαράδεκτης αγωγής διανομής." και να μην δεχθεί ότι η άτυπη παραχώρηση το 1939 στο σύζυγο της προαναφερθείσας αρχικώς ενάγουσας και πατέρα των αναιρεσειόντων ήταν έγκυρη και να απορρίψει την ένδικη αγωγή παραβίασε "τα έθιμα, και τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούσαν το 1939 σ'όλη την ελληνική επικράτεια, αναφερόμενα στην υπόσταση ως προσωπικότητας πολιτικής και κοινωνικής της γυναίκας τότε καθώς και του τρόπου που παντρεύονταν τα κορίτσια αλλά κυρίως τότε με τον τρόπο που προικίζονταν, πριν μάλιστα από τη θέσπιση και εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ (ΑΝ 2250/15.3.1940" και ειδικότερα τα κρατούντα το έτος 1939 - οπότε η προαναφερθείσα αρχικώς ενάγουσα (μητέρα των αναιρεσειόντων) νυμφεύτηκε τον πατέρα τους, ήτοι ότι "την εποχή εκείνη ήταν συνηθέστατο φαινόμενο η άτυπη σύσταση προικός". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, πέραν της αοριστίας του, γιατί δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα ποια τα παραβιασθέντα συναλλακτικά ήθη και ποιά τα έθιμα, πρέπει να απορριφθεί, όσον αφορά "τα συναλλακτικά ήθη" ως απαράδεκτος, διότι έτσι που προβάλλονται, χωρίς δηλαδή να συναρτάται η εφαρμογή τους υποχρεωτικά από κανόνα δικαίου, δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγο αναίρεσης, όσον αφορά δε "τα έθιμα" ως αβάσιμος διότι τα επικαλούμενα ανωτέρω περιστατικά δεν συνιστούν "έθιμα" με την προεκτιθέμενη έννοια, δηλαδή της μακράς, αδιάκοπης και ομοιόμορφης άσκησης με την πεποίθηση των ασκούντων ότι εφαρμόζουν κανόνα δικαίου. IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 980, 981, 982, 984 επ., 994, 1113 και 1884 ΑΚ συνάγεται ότι ο κοινωνός (εξ αδιαιρέτου συγκύριος), αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών κοινωνών (εξ αδιαιρέτου συγκυρίων) και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) προτού καταστήσει γνωστό στους άλλους κοινωνούς (εξ αδιαιρέτου συγκυρίους) ότι αποφάσισε να νέμεται το κοινό πράγμα ολόκληρο ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του αποκλειστικώς στο όνομά του ως κύριος και περάσει από τη γνωστοποίηση αυτή η προθεσμία της εν λόγω (αποσβεστικής ή κτητικής) παραγραφής (Ολ.ΑΠ 485/1982). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχτηκε, μεταξύ άλλων που ενδιαφέρει τη συγκεκριμένη περίπτωση, και τα εξής: "...η αρχικώς ενάγουσα και τα τέκνα της δεν απέκτησαν την κυριότητα του εν λόγω αγροτεμαχίου κατά τα ανήκοντα στις δύο πρώτες εναγόμενες ποσοστά συγκυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αφού 1)η αρχικώς ενάγουσα για μεν το χρονικό διάστημα από το έτος 1975 μέχρι το έτος 1982 δεσμεύεται - ως άνω - από το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την υπ'αριθμ.2868/1979 τελεσίδικη απόφαση...., για δε το από του έτους 1982 μέχρι την έγερση της αγωγής χρονικό διάστημα δεν είχε αποκτήσει τη νομή του ακινήτου τούτου κατά το ιδανικό μερίδιο του συγκυρίου αδελφού της και στη συνέχεια των δύο πρώτων εναγομένων, ειδικών διαδόχων του, αφού ουδέποτε μέχρι το έτος 1997 κατέστησε σ'αυτούς γνωστό ότι νέμεται το επίδικο ακίνητο αποκλειστικά για δικός της λογαριασμό και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ'αυτών χρησικτησία και 2)τα τέκνα της αρχικώς ενάγουσας δεν αποδείχθηκε ότι είχαν το ως άνω αγροτεμάχιο στη διανοία κυρίου νομή τους κατά το επικαλούμενο με την αγωγή χρονικό διάστημα, ήτοι από το έτος 1975 μέχρι την έγερση της αγωγής τους (8.2.1999)". Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη απόκτησης από την αρχικώς ενάγουσα και τα τέκνα της κυριότητας στο επίδικο κατά τα ανήκοντα στις δύο πρώτες εναγόμενες ποσοστά συγκυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ που προαναφέρθηκαν και επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. V. Ο από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν για την απόδειξη ισχυρισμού που νόμιμα προτάθηκε και που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για να είναι όμως ορισμένος ο αμέσως πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα που δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας και να μνημονεύονται, επίσης, στο ίδιο ότι έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδεικτικών αυτών μέσων από τον αναιρεσείοντα με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι ένορκες, πάντως, βεβαιώσεις, που έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν από την άσκηση της αγωγής, και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτησή της, δεν αποτελούν τα ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, που προβλέπονται από το άρθρο 270 παρ.2 εδ.3 του ΚΠολΔ, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και αρκεί να βεβαιώνεται σ'αυτήν γενικώς ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι και να μη καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το έγγραφο αυτό της ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 722/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί αβασιμότητας της ένδικης - με αριθμό 40827/19.11.2002 - αγωγής, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις τα ακόλουθα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν νόμιμα οι αναιρεσείοντες, δηλαδή: α)την από 15.11.2001 ένορκη βεβαίωση, που συντάχθηκε εξ αφορμής δίκης ασφαλιστικών μέτρων στο Ειρηνοδικείο Λαγκαδά και πλήρως επιβεβαιώνεται στα με αριθμό 51/1999 πρακτικά αυτού, β) "πιστοποιητικά πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου του Δήμου Ρεντίνας, εκ των οποίων αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, ποίος ψεύδεται και ποίος λέγει την αλήθεια", γ) "τα σχετικά δημόσια έγγραφα της Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, από τα οποία αβίαστα αποκαλύπτεται ότι η εγγραφή του επίδικου ακινήτου σ'αυτά κατ'ιδιοκτησία, το πρώτον εγένετο, οίκοθεν των αρμόδιων υπηρεσιών της πρώην Κοινότητος Σταυρού και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Ρεντίνας, επ'ονόματι του Π. Κ. του Β. και της Κ., και δ)ούτε "τα παρά των αναιρεσιβλήτων προσαχθέντα και επικληθέντα δημόσια έγγραφα της Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων αποδεικνύεται, ότι 1)κύριος του επίδικου ακινήτου αναφέρεται ο Π. Κ. του Β. και της Κ., 2)χρόνος αναφοράς του γεγονότος αυτού το έτος 1991 και 3)χρόνος ειδοποιήσεώς του (Π. Κ.), περί καταβολής παρ'αυτού εισφοράς εις χρήμα "λόγω ένταξης σε ρυμοτομικό σχέδιο" του ακινήτου του, η 18.5.1994...". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, πέραν της αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα στο αναιρετήριο τα προεκτιθέμενα έγγραφα, ούτε γίνεται ειδική μνεία σ'αυτό - αναιρετήριο -, ότι οι αναιρεσείοντες τα επικαλέστηκαν νόμιμα με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, χωρίς να απαιτείται ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση αυτών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17.8.2009 αίτηση των 1)Κ. Κ. κ.α. για αναίρεση της 581/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια συναλλακτικών ηθών. Πότε η παραβίασή τους ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Έννοια έθιμου. Η παραβίασή του ιδρύει τον από το άρθρο 559 άρ. 1α ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης.
Συναλλακτικά ήθη
Συναλλακτικά ήθη, Έθιμο.
0
Αριθμός 290/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Κ. Κ. του Π., 2)Δ. Κ. του Π. και 3)Μ. Κ. του Π., κατοίκων ..., ως εξ αδιαθέτων κληρονόμων της Λ. χας Π. Κ. το γένος Δ. Α., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Σπαγαδώρο. Των αναιρεσίβλητων - καθών η κλήση: 1) Σ. συζ. Ε. Φ., το γένος Α. Α. και 2) Δ. συζ. Π. Β., το γένος Α. Α., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/2/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 27140/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 462/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 17/6/2010 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 664/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 6/3/2013 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 28-3-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 17/6/2010 αίτησης για αναίρεση της 462/2010 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από τις εκθέσεις επίδοσης .../14.5.2013 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης … προκύπτει, ότι, ύστερα από έγγραφη παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της ένδικης, από 17.6.2010, αίτησης αναίρεσης κατά της οριστικής απόφασης 462/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και της από 6.3.2013 κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 20.11.2013), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις αναιρεσιβλήτους, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων. II. Η απόφαση που δέχεται την αγωγή διανομής και διατάσσει τη διανομή του επικοίνου αποτελεί από την τελεσιδικία της δεδικασμένο ως προς τα ιδανικά μερίδια όλων των κοινωνών (άρθρα 331 και 479 ΚΠολΔ), οι δε διάδικοι ή εκείνοι που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, μετά την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, δεν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το μέγεθος των ιδανικών τους μεριδίων (ΑΠ 938/1996) και συνεπώς αγωγή ή ένσταση με τέτοιο αντικείμενο, για την εκ νέου δηλαδή διάγνωση του μεγέθους των ιδανικών μεριδίων των κοινωνών, ή που αφορά στο παραδεκτό της αγωγής διανομής, είναι απαράδεκτη, καθόσον προσκρούει στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση που διέταξε τη διανομή (άρθρα 321, 322, 324, 325 και 330 ΚΠολΔ- ΑΠ 938/1996, ΑΠ 889/1985). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ήδη αναιρεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5515/18-2-2004 αγωγή τους κατά της Λ. Χ. Π. Κ. και των ήδη αναιρεσειόντων, με την οποία ζήτησαν, πλην άλλων, περί των οποίων εδώ δεν πρόκειται, σύμφωνα με τα άρθρα 919 και 932 ΑΚ, εξαιτίας αναφερόμενης συμπεριφοράς του, με πρόθεση αντίθετης στα χρηστά ήθη, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δίκασε ερήμην των τότε εναγομένων και με την 27140/2007 απόφασή του δέχτηκε ως προς το κεφάλαιο αυτό εν μέρει την ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής - έχοντας ήδη αποβιώσει η αρχικώς πρώτη εναγομένη και μητέρα των λοιπών εναγομένων, Λ. Χ. Π. Κ., στη θέση της οποίας, ως μόνοι κληρονόμοι της, υπεισήλθαν οι λοιποί εναγόμενοι (τέκνα της) - οι εν λόγω εναγόμενοι άσκησαν έφεση ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με την προσβαλλόμενη 462/2010 απόφασή του - ενόψει του άρθρου 528 ΚΠολΔ - έκανε δεκτή την έφεση, και, αφού εξαφάνισε την ανωτέρω 27140/2007 απόφαση μόνο κατά το προεκτεθέν κεφάλαιο της αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και την κράτησε και τη δίκασε ως προς αυτό κατ' ουσίαν, δέχτηκε - και το Εφετείο - ως προς το κεφάλαιο αυτό εν μέρει την ανωτέρω αγωγή. Το Εφετείο, στα πλαίσια εξέτασης κατ' ουσίαν της έφεσης, δέχτηκε, ότι από την 2868/1979 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, δεδομένου ότι η έφεση που ασκήθηκε κατ' αυτής απορρίφθηκε με την 120/1982 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και η οποία εκδόθηκε επί της προηγούμενης από 4-2-1977 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 607/15.2.1977 ανωτέρω - με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5515/18-2-2004 - αγωγής, Ά. Α., κατά της αδελφής του, Λ. χας Π. Κ. (κατά τα άνω, πρώτης αρχικώς εναγομένης και μητέρας των λοιπών - επί της ένδικης, ως άνω, αγωγής - εναγομένων), απορρέει, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της συγκυριότητας που κρίθηκε παρεμπιπτόντως με την ανωτέρω 2868/1979 απόφαση και συγκεκριμένα "ως προς την ύπαρξη δικαιώματος συγκυριότητας επί των επίδικων ακινήτων των διαδίκων της δίκης επί της αγωγής διανομής κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου καθενός, το οποίο (δεδικασμένο) ισχύει υπέρ των ήδη εναγουσών, 1) Σ. συζ. Ε. Φ. και 2) Δ. συζ. Π. Β. - ήδη αναιρεσιβλήτων - ειδικών διαδόχων του ενάγοντος στη δίκη διανομής, Ά. Α., και κατά της αρχικώς πρώτης εναγομένης και εναγομένης στην ίδια δίκη διανομής, Λ. χας Π. Κ.", και, συνεπώς, ότι οι ενστάσεις - που δεν προτάθηκαν στη δίκη για τη διανομή - ότι το μέγεθος των ιδανικών μεριδίων ανακριβώς δηλώθηκε, ως άνω, με την ανωτέρω (από 4-2-1977 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 607/15.2.1977) αγωγή διανομής, αφού υπήρχε και άλλη συγκυρία και ότι έπρεπε για το λόγο αυτό η αγωγή αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καλύπτονται από το δεδικασμένο αυτό. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά δέχτηκε ότι για τα ζητήματα που προεκτέθηκαν υπάρχει ως άνω δεδικασμένο από την ανωτέρω 2868/1979 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και συνεπώς οι πρώτος και δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης, από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας, υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. III. Τα συναλλακτικά ήθη και οι συνήθειες, που αποτελούν τρόπους συμπεριφοράς οι οποίοι επικρατούν στις συναλλαγές, δεν περιέχουν κανόνες δικαίου. Ως εκ τούτου η παραβίασή τους δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, εκτός αν η εφαρμογή τους επιβάλλεται από κανόνα δικαίου. Εξάλλου, για τη δημιουργία εθίμου, το οποίο συνιστά αυτοτελή πηγή δικαίου (άρθρο 1 ΑΚ) και η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. εδαφ. α' του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται μακρά, αδιάκοπη και ομοιόμορφη άσκηση εν συνηδήσει δικαίου, δηλαδή με την πεποίθηση των ασκούντων ότι εφαρμόζουν κανόνα δικαίου (ΑΠ 435/1994). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 α' του ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, με το να δεχτεί την ύπαρξη "ανύπαρκτου ουσιαστικά και νομικά στο πρόσωπο της πρώτης αρχικώς εναγομένης, Λ. Χ. Π. Κ. - μητέρας των αναιρεσειόντων, μόλις το 1982, δεδικασμένου και μάλιστα κατόπιν άκυρης και απαράδεκτης αγωγής διανομής μεταξύ του θείου Ά. Α. του Δ. και της προαναφερθείσας μητέρας αυτών" και ακολούθως ότι οι εναγόμενοι (ήδη αναιρεσείοντες) με τη με αριθμό .../1998 δήλωσής τους αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαγκαδά Σταυρούλας Αναστασοπούλου - Καζά, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, δήλωσαν εν γνώσει τους ψευδώς ότι το υπ' αριθ. 529 αγροτεμάχιο είχε παραχωρηθεί άτυπα από τον αρχικό κληρούχο Δ. Α. στον κληρονομηθέντα από αυτούς Π. Κ., σύζυγο της πρώτης αρχικώς εναγομένης και πατέρα των λοιπών, εν τέλει δε νε δεχθεί εν μέρει την ένδικη αγωγή κατά το προεκτεθέν κεφάλαιο της αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, παραβίασε "τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούσαν το 1939 σ' όλη την ελληνική επικράτεια, αναφερόμενα στην υπόσταση ως προσωπικότητας πολιτικής και κοινωνικής της γυναίκας τότε με τον τρόπο που προικίζονταν, πριν μάλιστα από τη θέσπιση και εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ (ΑΝ 2250/15.3.1940)" και ειδικότερα ότι το έτος 1939 - οπότε η προαναφερθείσα πρώτη αρχικώς εναγομένη (μητέρα των αναιρεσειόντων) νυμφεύτηκε τον πατέρα τους, "ήταν συνηθέστατο φαινόμενο η άτυπη σύσταση προικός". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, πέραν της αοριστίας του, γιατί δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα ποια τα παραβιασθέντα συναλλακτικά ήθη και ποια τα έθιμα, πρέπει να απορριφθεί, όσον αφορά "τα συναλλακτικά ήθη" ως απαράδεκτος, διότι έτσι που προβάλλονται, χωρίς δηλαδή να συναρτάται η εφαρμογή τους υποχρεωτικά από κανόνα δικαίου, δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγο αναίρεσης, όσον αφορά δε "τα έθιμα" ως αβάσιμος, διότι τα επικαλούμενα ανωτέρω περιστατικά δεν συνιστούν "έθιμα" με την προεκτιθέμενη έννοια, δηλαδή της μακράς, αδιάκοπης και ομοιόμορφης άσκησης με την πεποίθηση των ασκούντων ότι εφαρμόζουν κανόνα δικαίου. Τα αναφερόμενα στον ίδιο αναιρετικό λόγο και συγκεκριμένα, ότι "στην ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ των αντιδίκων, που συνεζητήθη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ερήμην (των ήδη αναιρεσειόντων), αναγράφονται ισχυρισμοί ψευδείς, αβάσιμοι, αναληθείς και παρουσιάζονται έγγραφα τα οποία έχουν χαλκευθεί..." ότι "δεν ηδυνήθη(σαν), δεδομένου ότι δικάστηκ(αν) ερήμην, να αποδείξ(ουν) ότι καθόλου "εκ του πονηρού" δεν ενήργης(αν) ενώπιον της συνταξάσης την πράξη συμβολαιογράφο και δεν απόκρυψ(αν) καμία πράξη τακτοποίησης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης ώστε να φαν(ούν) συννομείς, συγκύριες και συγκάτοχοι του παραπάνω ακινήτου εξ αδιαιρέτου εκάστη 25% και εξ (αυτών) η πρώτη σε ποσοστό 50% και φυσικά δεν γνώριζ(αν) καμία ύπαρξη αντιθέτου εγγράφου που να αφορά κάτι για την πρώτη εξ (αυτών)..."?ότι "οι προσαγόμενες υπεύθυνες δηλώσεις των αντιδίκων αν και συνετάγησαν ενώπιον Αρχής λόγω ημερομηνιακής αναληθείας δεν μπορεί να έχει συμβεί στην πραγματικότητα τούτο. Δηλαδή ο χρόνος που φαίνονται ότι τις υπέγραψαν δεν συμβιβάζεται με το χρόνο που φέρονται να ενήργησαν ως ανωτέρω...", τα οποία (όπως και άλλα συναφή που αναφέρονται) "αποδεικνύονται εγγράφως και με μάρτυρες, ιδιαίτερα δε ποιες υπογραφές είναι γνήσιες και ποιες πλαστές, με τις βεβαιώσεις που θα προσκομίσ(ουν) ειδικού γαρφολόγου", είναι παντελώς αόριστα, διότι με αυτά δεν εξειδικεύεται αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμοί 1 έως 20 του ΚΠολΔ. Σε κάθε πάντως περίπτωση πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών γεγονότων η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). IV. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περιπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο, κατά το τρίτο μέρος του, κατ' ορθή εκτίμησή του, λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στη δικανική του κρίση περί της παραδοχής της ένδικης αγωγής, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα την ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων τους, Η. Α. και Η. Τ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, για την οποία συντάχτηκε η 4750/15.11.2001 πράξη του προαναφερόμενου Ειρηνοδίκη, την οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες, με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόκρουση του αγωγικού ισχυρισμού ότι προέβησαν στη με αριθμό .../1968 δήλωση αποδοχής κληρονομίας με απατηλά μέσα. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδική μνεία, κατά την οποία τα περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, αφού συνεκτίμησε "και την υπ' αριθμ. 4750/15-11-2001 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης των μαρτύρων Η. Α. και Η. Τ., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες - εναγόμενοι, που αποτελεί μαρτυρία που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, αφού δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο διάφορο των εγγράφων", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και την παραπάνω βεβαίωση, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και την ένορκη αυτή βεβαίωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17.6.2010 αίτηση των αναιρεσειόντων 1) Κ. Κ. του Π. κ.ά. για αναίρεση της 462/2010 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απόφαση που δέχεται την αγωγή διανομής και διατάσσει τη διανομή του επικοίνου αποτελεί από την τελεσιδικία της δεδικασμένο ως προς τα ιδανικά μερίδια όλων των κοινωνών (άρθρα 331 και 479 ΚΠολΔ)), οι δε διάδικοι ή εκείνοι που έγιναν διάδοχοι τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, μετά την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, δεν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το μέγεθος των ιδανικών τους μεριδίων.
Δεδικασμένο
Δεδικασμένο.
0
Αριθμός 292/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. χήρας Α. Ρ., το γένος Ο. Κ., η οποία απεβίωσε όπως αναφέρεται στην από 20/11/2012 κλήση. Των καλούντων: 1)Μ. Ρ. του Α., και 2)Κ. Ρ. του Α., κατοίκων ..., ως κληρονόμων της Ε. χήρας Α. Ρ., το γένος Ο. Κ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Οδυσσέα Καραγιαννακίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/12/2006 αγωγή της αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 1400/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 31/1/2010 αίτησή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 9ης/5/2012, οπότε ματαιώθηκε. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 20/11/2012 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου "περί Γαιών της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856)", του οποίου οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα επ' αυτών των γαιών δικαιώματα ιδιωτικής χρήσεως διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες μετά την απελευθέρωσή τους κατ' άρθρο 2, παρ. 4, του Ν. 147/1914, η κυριότητα των αγρών, που είναι δημόσιες γαίες, ανήκει στο Δημόσιο, η παραχώρηση δε τούτων στους ιδιώτες γίνεται με χορήγηση τίτλου (ταπίου), με τον οποίο παρέχεται σ' αυτούς δικαίωμα όχι κυριότητας αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Κατά δε το άρθρο 78 του ίδιου Ν. περί γαιών, εάν κάποιος εξουσιάσει και καλλιεργήσει επί 10 έτη άνευ αμφισβητήσεως δημόσιες γαίες και αφιερωμένες γαίες αποκτά δικαίωμα μόνιμης εγκαταστάσεως και είτε κατέχει είτε στερείται έγγραφο τίτλο, οι εν λόγω γαίες δεν θεωρούνται σχολάζουσες αλλά πρέπει να του δοθεί δωρεάν εκ νέου (ταπίο). Αυτός ο τελευταίος τίτλος είναι όχι συστατικός αλλά αποδεικτικός του δικαιώματος. Από αυτή τη διάταξη αλλά και από το σύνολο των διατάξεων του εν λόγω Νόμου και ιδίως εκείνων των άρθρ. 9, 24, 30, 68 και 71, καθίσταται φανερό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 78 εφαρμογή έχει μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών και όχι επί δασών και γενικότερα μη καλλιεργήσιμων γαιών, που εξουσιάζονται μόνο δια της εκδόσεως σχετικού (ταπίου), στο οποίο έπρεπε να αναφέρεται ότι το παραχωρούμενο ήταν δάσος. Περαιτέρω από της ισχύος της διατάξεως του άρθρου 2 του δ/τος 2468/1917 της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, που κυρώθηκε με το ν. 1072/1917, δηλαδή από τις 20.5.1917, το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους και οριστικής κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου, του υπόλοιπου 1/5 εξ αδιαιρέτου παραμείναντος στο Δημόσιο, ενώ ο ν.2052/1920 επαναλαμβάνει στα άρθρα 49 επ. τις διατάξεις του διατάγματος 2468/1917. Στη συνέχεια, με τα άρθρα 101-104 του διατάγματος της 11/12.11.1929, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν.4226/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17, 18 και 19 του νόμου 1540/1938, παραχωρήθηκε στους ιδιοκτήτες των 4/5 και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης έγιναν καθ' ολοκληρίαν κύριοι του ακινήτου αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών. Με τη συνδρομή των άνω προϋποθέσεων το παραπάνω ακίνητο είναι περαιτέρω δεκτικό χρησικτησίας, αφού οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν.δ. της 29.4./6.5.1926 δια του οποίου απαγορεύθηκε εφεξής κάθε παραγραφή των επό κτημάτων του Δημοσίου δικαιωμάτων του, άρα και η επ' αυτών χρησικτησία τρίτων απαγόρευση η οποία ισχύει από 11.9.1915 βάσει των ισχυσάντων έκτοτε δυνάμει του Ν. ΔΞΘ/1912 δικαιοστασίων, δεν έχουν εφαρμογή επ' αυτού αφού κατά νόμο έπαψε να έχει το χαρακτήρα δημοσίου κτήματος και κατέστη ιδιωτικό. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1248 και 1614 του οθωμανικού Α.Κ,, δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσεως κυριότητας, τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), στα οποία υπάγονται τα οικόπεδα, τα σπίτια και γενικά τα οικοδομήματα, εργαστήρια και αμπελώνες, που βρίσκονται μέσα σε χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις, όσο και ως προς τις δημόσιες γαίες (δηλαδή αγρούς, λιβάδια, χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση). Τούτο έχει ως συνέπεια να μη συνυπολογίζεται ο χρόνος που διέδραμε υπό το κράτος της οθωμανικής νομοθεσίας για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία από το 1914 και εφεξής που ίσχυσε η ελληνική νομοθεσία στις Νέες Χώρες (άρθρα 1 και 2 του ν. 147/1914). Τα ακίνητα στις Νέες Χώρες, με εξαίρεση εκείνα για τα οποία προβλέπει ο ν. 2074/1920 "περί των εν νέαις χώραις κοινοτικών γαιών", εφόσον δεν ανήκουν ή δεν περιήλθαν σε φυσικά πρόσωπα (μούλκια - τεσσαρούφ), ανήκουν οπωσδήποτε στο Ελληνικό Δημόσιο. Στο τελευταίο περιήλθε η κυριότητα τους, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 της συνθήκης της Λωζάνης που κυρώθηκε με το από 25-8-1923 Ν.Δ. Συνεπώς στα κτήματα αυτά, ως δημόσια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι με άσκηση νομής επ' αυτών με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με δυνατότητα συνυπολογισμού και του χρόνου χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου, αφού η 30ετής αυτή νομή θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί στις 11-9-1915 ήτοι σε χρόνο απέχοντα ένα μόλις έτος της ισχύος στις Νέες Χώρες του Ελληνικού δικαίου (1914). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, για την απόκτηση κυριότητας πράγματος, κινητού ή ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται νομή δηλαδή εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως επί εικοσαετία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1051 του ίδιου κώδικα, εκείνος που απέκτησε την νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 249, 271, 974, 976 και 1045 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι στην έκτακτη χρησικτησία για τον συνυπολογισμό στο χρόνο νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο του χρόνου νομής του τελευταίου, για τη συμπλήρωση του από το νόμο αξιούμενου χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο δικαίωμα κυριότητας επί του πράγματος, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή, η οποία (ειδική διαδοχή στη νομή), αναγνωριζόμενη από τον ΑΚ, χωρεί με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του τέως νομέα (άρθρο 976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι σ' εκείνον που αποκτά μεταβιβάζεται η ίδια νομή, την οποία έχει και εκείνος που μεταβιβάζει και παραδίδει. Ο χρόνος που απαιτείται για την έκτακτη χρησικτησία ανέρχεται σε 20 χρόνια, εφόσον όμως ολόκληρος αυτός ο χρόνος έχει διαρρεύσει από 23-2-1946 και μετά (1045 ΑΚ) , αν πρόκειται όμως για συνυπολογισμό χρόνου που έχει διαρρεύσει κατά ένα μέρος του κατά τη διάρκεια ισχύος του ΑΚ και κατά ένα μέρος του κατά τη διάρκεια ισχύος του β.ρ.δ., τότε, κατ' εφαρμογή των άρθρων 64 και 65 του ΕισΝΑΚ, αν με τον συνυπολογισμό του χρόνου που έχει διαρρεύσει πριν από τον ΑΚ υπολείπεται προς συμπλήρωση του χρόνου των 30 ετών, που απαιτείται κατά το προηγούμενο δίκαιο, χρόνος μικρότερος των 20 ετών, θα εφαρμοσθεί το προηγούμενο δίκαιο και η 30ετία θα αρχίσει από την έναρξη της νομής του δικαιοπαρόχου, αν δε αντίθετα υπολείπεται χρόνος μεγαλύτερος των 20 ετών, θα εφαρμοσθεί ο ΑΚ και η 20ετία που καθορίζεται από αυτόν θα αρχίσει από την ισχύ τούτου (23-2-1946). Η επίκληση όμως του πριν από τον ΑΚ χρόνου χρησικτησίας θα γίνει με τα προσόντα του προηγούμενου δικαίου, δηλαδή η νομή να ασκήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 567/2013, ΑΠ835/2013, ΑΠ483/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή του δικαστηρίου δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Τέλος ο παραπάνω λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως θα απορριφθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, αναφορικά με την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας περί αναγνωρίσεως της κυριότητάς της επί ενός ακινήτου επιφανείας 3154,44 τμ, που βρίσκεται στη θέση "…" ή "…" του ΔΔ Ν. Σκιώνης του Δήμου Παλλήνης Χαλκιδικής, η οποία (κυριότητα) αμφισβητείται από το εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, που το χαρακτήρισε ως δημόσιο δάσος με κωδικό αριθμό 0024-018821 στον οικείο δασικό χάρτη. "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδόν 3154,44 τμ, βρίσκεται στην κτηματική περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος Ν. Σκιώνης του Δήμου Παλλήνης Χαλκιδικής, στη θέση "…" ή "…" και συνορεύει βόρεια ανατολικά και δυτικά με δημόσιο δάσος και νότια με αγρό ιδιοκτησίας Κ. Ρ. και Μ. Κ.. Το εν λόγω ακίνητο είναι επικλινές με κλίση 15%, αποτελεί τμήμα μείζονος έκτασης, εμβαδού 5.415,66 τ.μ., η οποία στον προσωρινό κτηματικό χάρτη και πίνακα Νέας Σκιώνης Χαλκιδικής χαρακτηρίσθηκε ως δημόσια δασική έκταση, με κωδικό αριθμ. (ΚΑ) 0024 αριθμό φύλλου χάρτη (ΦΧ) 188821, ένα τμήμα του δε (του επιδίκου), εμβαδού 1.454,88 τ.μ., έχει κηρυχθεί αναδασωτέο, λόγω πυρκαγιάς, με την υπ' αριθμ. 4495/15-9-2006 απόφαση της Διεύθυνσης Δασών Ν.Χαλκιδικής. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την από 17-1-2008 έκθεση αυτοψίας και φωτοερμηνείας του δασολόγου Κ. Δ., από τη φωτοερμηνεία του ζεύγους αεροφωτογραφιών έτους λήψεως 1945 της ευρύτερης περιοχής, εντός της οποίας εμπίπτει και η επίδικη έκταση, διαπιστώθηκε ότι αυτή ήταν (κατά το άνω έτος) μη δασική έκταση - αγρός. Από τη φωτοερμηνεία ζεύγους των αεροφωτογραφιών των ετών 1960 διαπιστώθηκε ότι (κατά το άνω έτος) κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν δάσος. Από τη φωτοερμηνεία ζεύγους αεροφωτογραφιών έτους λήψεως 1980, καθώς και την παρατήρηση της ορθοφωτογραφίας του έτους 1996, διαπιστώθηκε ότι η επίδικη έκταση (κατά τα άνω έτη) ήταν δάσος πεύκης με υπόροφο αειφύλλων πλατύφυλλων. Τέλος, κατά τη διενέργεια της αυτοψίας (17-1-2008) διαπιστώθηκε ότι αυτή είναι δάσος χαλεπίου πεύκης με υπόροφο αειφύλλων πλατύφυλλων. Η ενάγουσα, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου του απώτατου δικαιοπαρόχου της ( παππού της) Ι. Κ. (σύμφωνα με τις άνω διατάξεις του άρθρου 78 του Οθωμανικού Νόμου, περί γαιών, του υπ' αριθμ. 2468 Διατάγματος της προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης που κυρώθηκε με το ν. 1072/1917, του ν. 2052/1920 και του Διατάγματος της 11/12-11-1929) και κατ' επέκταση και το δικό της δικαίωμα σ' αυτό, αφού μόνο σε περίπτωση που είχε αποκτήσει αυτός κυριότητα θα ήταν πλέον δεκτικό χρησικτησίας, ισχυρίζεται ότι αυτός κατείχε και καλλιεργούσε το επίδικο, που αποτελούσε τμήμα αγρού συνολικής έκτασης 18.000 τ.μ., αδιάκοπα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, η οποία είχε συμπληρωθεί μέχρι την εισαγωγή της Ελληνικής νομοθεσίας στις νέες χώρες 20-5-1917 και ειδικότερα ότι το καλλιεργούσε με σιτηρά και συνέλεγε τους καρπούς από τα ελαιόδεντρα που υπάρχουν σε όλη την έκταση του ακινήτου, από το έτος 1880 μέχρι το έτος 1918, οπότε το παραχώρησε με άτυπη δωρεά στον πατέρα της, Ο. Κ., αποκτήσας με τον τρόπο αυτό δικαίωμα εξουσιάσεως, το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Όμως ούτε από τις καταθέσεις των άνω μαρτύρων ούτε από άλλο αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε η βασιμότητα του άνω ισχυρισμού. Ειδικότερα, ο μάρτυρας της ενάγουσας Ν. Φ. [προφανώς εκ παραδρομής στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφέρεται ότι ο μάρτυρας της ενάγουσας ονομάζεται Κ. Δ., ενώ ο μάρτυρας αυτός είναι ο μάρτυρας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου] εξεταζόμενος ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καταθέτει ότι το επίδικο παλιά το όργωνε ο πατέρας του μέχρι το έτος 1955 και ότι καλλιεργούνταν με σιτάρι και βρώμη, χωρίς να προσδιορίζει από πότε καλλιεργούνταν. Επίσης, καταθέτει ότι αυτό ήταν ανέκαθεν γεωργικό και ότι είχε όλο ελιές, σε άλλο σημείο δε της κατάθεσης του αναφέρει ότι αυτό καλλιεργούνταν με σιτάρι και ελιές, ενώ δεν κατέθεσε τίποτα σχετικά με το αν αυτό καλλιεργούνταν επί μία συνεχή δεκαετία πριν το έτος 1917. Η ενάγουσα, προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι το επίδικο καλλιεργούνταν με ελαιόδεντρα, προσκομίζει τέσσερις φωτογραφίες, στις οποίες σημειώνει τις θέσεις έξι (6) συνολικά δέντρων ελιάς ( με σημείωση No 1, No 2, No 3, No 4, No 5 και No 6). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι στο από 18-1-2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Μ., το οποίο συνοδεύει την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ' αριθμ. 209/24-1-2002 πράξη χαρακτηρισμού του Δασαρχείου Κασσάνδρας (η πράξη χαρακτηρισμού αφορά ακίνητο εμβαδού 7.000 τ. μ., ιδιοκτησίας Κ. Ρ. και Μ. Κ. - τέκνων της ενάγουσας, συνορευόμενο με το επίδικο), στο οποίο αποτυπώνεται και το επίδικο ως ΚΑ 0024, δεν σημειώνεται η ύπαρξη δέντρων ελιάς εντός των ορίων του επιδίκου, ενώ σημειώνεται ένα δέντρο ελιάς εκτός αυτού πλησίον του δυτικού ορίου του, καθώς και 12 ακόμη εντός του γειτονικού ακινήτου των 7.000 τ. μ. Περαιτέρω, στο από Μαΐου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου πολιτικού μηχανικού, το οποίο επισυνάπτεται στην υπό κρίση αγωγή, και το οποίο επικαλείται και προσκομίζει και το εκκαλούν, το δέντρο ελιάς που στο προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα της 18-1-2002 φέρονταν εκτός του επιδίκου πλησίον του δυτικού ορίου του, σημειώνεται εντός του επιδίκου, επιπλέον δε σημειώνονται άλλα τέσσερα δέντρα ελιάς στο βορειοανατολικό τμήμα του επιδίκου. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των δύο τοπογραφικών διαγραμμάτων όσον αφορά την αποτύπωση των δέντρων δεν αιτιολογείται από την ενάγουσα. Τέλος, στο πρώτο, από 18-1-2002 τοπογραφικό διάγραμμα που προσκομίζεται από την ενάγουσα σε απλή φωτοτυπία (χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη επίκληση του), σημειώνονται χειρόγραφα εντός του επιδίκου τέσσερα δέντρα ελιάς στο βορειοανατολικό τμήμα του επιδίκου (ως No I, No 2, No 3 και No 4), το προαναφερθέν δέντρο στο δυτικό όριο του ( ως No 6) καθώς και ένα ακόμη στο δυτικό τμήμα του ( ως No 5) νοτιότερα από το No 6. Η σημείωση αυτή έγινε προφανώς για να επισημανθούν επί του τοπογραφικού διαγράμματος οι θέσεις των δέντρων που εικονίζονται στις φωτογραφίες. Από την επισκόπηση των εν λόγω φωτογραφιών, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από το εναγόμενο, και κυρίως των υπ' αριθμ. 2 και 4 φωτογραφιών, στις οποίες εικονίζονται ευκρινέστερα τα No 1 και No 2 δέντρα, προκύπτει ότι" πρόκειται για δέντρα σχετικά μικρής ηλικίας, και πάντως όχι αιωνόβιων, όπως θα έπρεπε να ήταν αν πράγματι αυτά υπήρχαν από την εποχή της τουρκοκρατίας και καλλιεργούνταν μέχρι τη δεκαετία του χίλια εννιακόσια εξήντα όπως διατείνεται η ενάγουσα, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το επίδικο ουδέποτε καλλιεργήθηκε ως ελαιώνας και ότι τα ελαιόδεντρα (έξι συνολικά) που βρίσκονται εντός του επιδίκου είναι αυτοφυή, ενόψει μάλιστα του ότι αυτά είναι ελάχιστα σε σχέση με την όλη έκταση του επιδίκου και διάσπαρτα, χωρίς ένδειξη καλλιέργειας, ή ότι φυτεύτηκαν μεταγενέστερα. Για το λόγο δε αυτό προφανώς δεν αναφέρθηκαν και στην έκθεση αυτοψίας. Άλλωστε, αν το επίδικο ήταν ελαιώνας από την εποχή της τουρκοκρατίας, στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 δεν θα είχε τη μορφή που αποτυπώθηκε σ' αυτές, δηλαδή αγρού (ακάλυπτη έκταση), αλλά έκτασης με δέντρα με ενδιάμεσα διάκενα, δεδομένου ότι τα ελαιόδεντρα είναι υπεραιωνόβια και ανθεκτικά και κατά το χρόνο λήψης των αεροφωτογραφιών θα ήταν οπωσδήποτε ορατός ο όγκος τους, η ενάγουσα δε δεν επικαλείται ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι προηγήθηκε εκρίζωση ή καταστροφή τους. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο καλλιεργούνταν με άλλες καλλιέργειες από την εποχή της τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα επί μια συνεχή δεκαετία πριν την 20-5-1917 από τον απώτατο δικαιοπάροχο της ενάγουσας Ι. Κ.. Ειδικότερα, ο μάρτυρας της ενάγουσας, ο οποίος αναφέρει σε κάποιο σημείο της κατάθεσής του ότι αυτό το όργωνε ο πατέρας του μέχρι το έτος 1955 και ότι καλλιεργούνταν με σιτάρι και βρώμη, δεν προσδιορίζει από πότε το όργωνε ο πατέρας του και εν πάση περιπτώσει από πότε καλλιεργούνταν με τις άνω καλλιέργειες. Επίσης, αναφέρει ότι αυτό "ήταν ανέκαθεν γεωργικό". Η κατάθεση του όμως αυτή είναι εντελώς αόριστη και δεν κρίνεται πειστική, καθόσον δεν διευκρινίζει πως το γνωρίζει αυτό ο ίδιος, λόγω δε της ηλικίας του ( γεννηθείς το έτος 1945) δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως περί της καλλιέργειας του επιδίκου στον κρίσιμο χρόνο ή και μεταγενέστερα τουλάχιστον μέχρι την ηλικία του των 10 ετών, ενώ δεν αναφέρει ότι έχει πληροφορηθεί περί τούτου από άλλες πηγές (και ποιες). Εξάλλου, τα όσα περαιτέρω καταθέτει, πέραν του ότι είναι αντιφατικά, δεν αφορούν το κρίσιμο διάστημα (δεκαετία πριν την 20-5-1917). Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και το ότι το επίδικο συνορεύει από όλες τις πλευρές του, πλην της νότιας, με δημόσια δασική έκταση, το γεγονός ότι αυτό είναι επικλινές με κλίση 15%, πράγμα που καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την καλλιέργεια του, οδηγείται στην κρίση ότι το επίδικο αποτελούσε και κατά το παρελθόν ήτοι και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες (όπως ο Ν. Χαλκιδικής), τμήμα μείζονος δασικής έκτασης, όπως αυτή αποτυπώνεται σε όλες τις προσκομιζόμενες ως άνω αεροφωτογραφίες. Το γεγονός δε ότι η επίδικη έκταση στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 απεικονίζεται ως μη δασική, δεν αναιρεί τα παραπάνω και δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση ότι αυτή ήταν και σε προγενέστερο (του 1945) χρόνο και μάλιστα από την εποχή της τουρκοκρατίας, καλλιεργήσιμη έκταση, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος της ενάγουσας καλλιεργούσε αυτήν για μια συνεχή δεκαετία πριν την 20-5-1917 και ότι στη συνέχεια διενεργήθηκαν σ' αυτήν υλικές πράξεις από τον άμεσο δικαιοπάροχο της (καλλιέργεια κλπ) εκδηλωτικές της βούλησης του για εξουσίαση αυτής με διάνοια κυρίου (και καλή πίστη μέχρι την 23-2-1946). Εξάλλου, είναι γνωστό ότι κατά την εποχή εκείνη, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στην Χώρα μας, έλαβαν χώρα αυθαίρετες εκχερσώσεις δημοσίων δασικών εκτάσεων, που όμως σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στην απώλεια της κυριότητας εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Κατά συνέπεια, η όποια ενδεχόμενη κατοχή για κάποιο χρονικό διάστημα, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το έτος λήψης των άνω αεροφωτογραφιών (1945) εκ μέρους του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ήταν αυθαίρετη και δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο σε βάρος του εναγομένου. Επομένως, εφόσον η ενάγουσα δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της, σχετικά με την κτήση της κυριότητας του επιδίκου από τον άνω δικαιοπάροχο της, Ι. Κ., δηλαδή την κτήση από αυτόν δικαιώματος εξουσιάσεως, το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, τότε το επίδικο ως "δημόσια γαία", παρέμεινε στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους και στη συνέχεια, μετά την απελευθέρωση των εδαφών αυτών, περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Τουρκικού, κράτους, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 1 της συνθήκης της Λωζάνης, που κυρώθηκε με το από 25.81923 Ν. Δ. Κατά συνέπεια, αφού δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου ο Ι. Κ. με προαναφερθέντα τρόπο, δεν ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία (μετά την 20-5-1917) ούτε από το δικαιοπάροχο της ενάγουσας Ο. Κ. ούτε από την ίδια , ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτοί το καλλιεργούσαν κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή διαστήματα, διότι πρόκειται για ακίνητο που βρίσκεται στις νέες χώρες και περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, από τις 11-9-1915, με το ν.δ. της 22-4/16-5-1926 "Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", απαγορεύτηκε οποιαδήποτε κτητική η αποσβεστική παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων του. Εξάλλου, και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι το επίδικο ήταν δεκτικό χρησικτησίας και ότι πράγματι καλλιεργούταν από το έτος 1918 από τον άνω δικαιοπάροχο της ενάγουσας, Ο. Κ., ο τελευταίος δεν απέκτησε κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι αφενός δεν αποδείχθηκε ότι νέμονταν αυτό με καλή πίστη μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946), ούτε άλλωστε η ενάγουσα επικαλείται στην αγωγή της καλή πίστη του τελευταίου, στοιχείο απαραίτητο για την κτήση κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το προϊσχύσαν Β. Ρ. Δίκαιο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, πέραν του ότι δεν συμπληρώνεται τριακονταετία όπως απαιτούσαν οι τότε ισχύουσες διατάξεις του Β. Ρ. Δικαίου και αφετέρου από το χρόνο εισαγωγής του ΑΚ ( 23-2-1946) μέχρι το έτος 1955, που κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας μεταβιβάσθηκε σ' αυτήν με άτυπη δωρεά από τον πατέρα της, δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ χρόνος χρησικτησίας (20 ετία). Επιπλέον, και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι το επίδικο ήταν δεκτικό χρησικτησίας και ότι η ενάγουσα ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο (καλλιέργεια), αυτές σε καμία, περίπτωση δεν επεκτάθηκαν μετά το έτος 1960, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στις αεροφωτογραφίες του άνω έτους αυτό ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του δάσος, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν αυτό πράγματι καλλιεργούνταν. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ασκούσε άλλες πράξεις νομής ,άλλωστε, ούτε και ο άνω μάρτυρας της ενάγουσας κάνει λόγο για άλλες πράξεις νομής εκτός της καλλιέργειας. Η άσκηση όμως πράξεων νομής εκ μέρους της ενάγουσας από το έτος 1955, μέχρι το έτος I960, δηλαδή για διάστημα 6 ετών, δεν είναι ικανή για να θεμελιώσει δικαίωμα κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας υπέρ αυτής, αφού δεν συμπληρώνεται 20ετία, ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι με το δικόγραφο της αγωγής της επικαλείται προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της Ο. Κ., από το έτος 1946 (23-2-1946) έως το 1955. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να προσμετρηθεί και ο χρόνος χρησικτησίας που διέδραμε κατά τη διάρκεια ισχύος του Β.Ρ.Δ., αφού κατά τα προαναφερθέντα, δεν γίνεται επίκληση ότι η άσκηση της νομής κατά το χρόνο του προϊσχύοντος δικαίου έγινε από τον Ο. Κ. με καλή πίστη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή της αναιρεσείουσας περί αναγνωρίσεως της κυριότητάς της επί του επιδίκου ακινήτου και στη συνέχεια αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού αναδίκασε την αγωγή, την απέρριψε. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα του χαρακτήρα του επιδίκου ανέκαθεν ως δασικού και ως εκ τούτου ανεπιδέκτου εξουσιάσεως από τον φερόμενο ως απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας παππού της Ι. Κ. για το προγενέστερο της 20-5-1917 διάστημα και στη συνέχεια από το 1918 και επέκεινα από τον φερόμενο ως αποκτήσαντα με άτυπη δωρεά πατέρα της Ο. Κ. και από την ίδια που φέρεται ότι απέκτησε επίσης με άτυπη δωρεά το 1955, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των προαναφερομένων διατάξεων, ήτοι του άρθρου 78 του Νόμου περί Γαιών του Οθωμανικού δικαίου και των οικείων περί εφαρμογής του στις Νέες Χώρες, όπως είναι και η Χαλκιδική, διατάξεων, τις οποίες ορθά (το Εφετείο) εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Επίσης με επάλληλες και ως εκ περισσού αιτιολογίες που δεν επιστηρίζουν το διατακτικό, ούτε δημιουργούν δεδικασμένο, το Εφετείο δέχθηκε ότι και αν ακόμη το επίδικο δεν ήταν δασικό, περιελθόν στην κυριότητα του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου Δημοσίου και ότι συνακόλουθα ήταν δεκτικό χρησικτησίας, δεν αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας της ενάγουσας απέκτησε την κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία με τα προσόντα του ΒΡ δικαίου μέχρι τις 23-2-1946 λόγω μη επικλήσεως καλής πίστεως, αλλά ούτε και η ίδια αφού η επικαλουμένη νομή της εξικνείται από 1955 μέχρι το 1960 και δεν συμπληρώνεται 20ετία με την προσμέτρηση της νομής του πατέρα της για το προγενέστερο του 1955 και μέχρι της ισχύος του Αστικού Κώδικα διάστημα (23-2-1946). Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω η αιτίαση του ίδιου λόγου περί του ότι το Εφετείο καταλήγει στο συμπέρασμα περί του δασικού χαρακτήρα του επιδίκου "από τις αεροφωτογραφίες του 1945, τη φωτοερμηνεία ζεύγους φωτογραφιών του 1960 και του 1980, την παρατήρηση ορθοφωτογραφίας του 1996 και την προσκομισθείσα από το αναιρεσίβλητο-εναγόμενο από 17-1-2008 έκθεση αυτοψίας, μολονότι από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προκύπτει ότι το επίδικο προοδευτικά δασωνόταν και ότι λογικά η αναγωγή στο παρελθόν παραπέμπει σε μη δασικού χαρακτήρα έκταση" είναι απαράδεκτη καθόσον ευθέως, απροκάλυπτα και χωρίς επιφάσεις πλήττει την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων και συνακόλουθα πλήττει την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επίσης για το ίδιο λόγο είναι απαράδεκτες και οι αιτιάσεις κατά τις οποίες το Εφετείο α) μολονότι από τη σύγκριση των μη αμφισβητηθεισών φωτογραφιών που προσκόμισε η ενάγουσα-αναιρεσείουσα, των από 18-1-2000 και 2006 τοπογραφικών διαγραμμάτων του πολιτικού μηχανικού Δ. Μ. και τις από 18-1-2008 έκθεσης αυτοψίας, που προσκόμισε το εναγόμενο, δέχεται ότι αποτυπώνονται στο επίδικο ελαιόδενδρα, εν τούτοις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται στο επίδικο καλλιέργεια ελαιοδένδρων, β) δέχεται εσφαλμένα ότι από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ενόψει της ηλικίας του, δεν μπορεί να συναγάγει συμπέρασμα για την άσκηση πράξεων νομής επί του επιδίκου από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας-αναιρεσείουσας για το προγενέστερο του 1917 διάστημα, αφού είναι αυτονόητο ότι τέτοιος μάρτυρας δεν υπάρχει. Ακόμη οι αιτιάσεις κατά τις οποίες δεν συνιστούν επαρκείς αιτιολογία τον χαρακτηρισμό του επιδίκου ως δασικής εκτάσεως οι παραδοχές α) ότι "ο γεωργικός χαρακτήρας του επιδίκου το 1945 ήταν συμπτωματικός, γιατί είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο εκείνη λάμβαναν χώρα εκτεταμένες εκχερσώσεις, β) ότι ο δασικός χαρακτήρας του επιδίκου προκύπτει από το ότι "από τις τρεις πλευρές του, πλην της νότιας, συνορεύει με δασική έκταση", και γ) ότι δεν είναι λογικό το επίδικο να είχε γεωργικό χαρακτήρα λόγω του επικλινούς του εδάφους του και του δυσχερούς της καλλιέργειάς του, είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε επιχειρήματα του δικαστηρίου που συνέχονται με την αξιολόγηση και τη στάθμιση των αποδείξεων και δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα, ως εκ τούτου δε, δεν αποτελούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη "αιτιολογίες" της αποφάσεως, ώστε στα πλαίσια της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ενόψει τούτων και οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Δικαστική δαπάνη, ελλείψει αιτήματος, δεν επιδικάζεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31-1-2010 αίτηση των Μ. Ρ. του Α. Κ. Ρ. του Α., ως κληρονόμων της αναιρεσείουσας Ε. χας Α. Ρ., το γένος Ο. Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1400/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
559 αρ.19. Πότε ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση συνιστά ανεπαρκή ή αντιφατική αιτιολογία νοούνται οι ισχυρισμοί με αυτοτελή ύπαρξη. Τα επιχειρήματα δεν συνιστούν αιτιολογίες. Δεν ιδρύεται ο λόγος όταν υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παραβιάσεως κανόνα δικαίου πλήττεται η ανέλεγκτη, περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Δημόσιο
Αγωγή αναγνωριστική, Δημόσιο .
0
Αριθμός 293/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου και Γεώργιο Σακκά, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Α. Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο πάρεδρο του ΝΣΚ Δημήτριο Φαρμάκη και τον Δικαστικό πληρεξούσιο Μιχαήλ Καρατσιώλη και δεν κατέθεσαν προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: Α. 1. Του Δευτεροβάθμιου Καταναλωτικού Σωματείου με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γ. Λ., ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις. 2. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία "ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)" που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Ι. Α., ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, 3. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ" που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γ. Λ., ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις 4. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π.)" που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 5. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. B. Της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε." (ΔΕΗ Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χάρη Συνοδινό, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις. Γ. 1. Γ. Κ., δικηγόρου, κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε ατομικά και αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις, 2. Της Ένωσης Προσώπων με την επωνυμία "Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παρίσταται με τον νόμιμο εκπρόσωπό της Γ. Κ. αυτοπροσώπως, λόγω της ιδιότητός του ως δικηγόρος και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Ιωάννη Φιλιώτη και κατέθεσαν προτάσεις. Β. Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε." (ΔΕΗ Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χάρη Συνοδινό, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Του Δευτεροβάθμιου Καταναλωτικού Σωματίου με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γ. Λ., ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, 2. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία "ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)" που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Ι. Α., ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις,. 3. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ" που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του Γ. Λ., ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις. 4. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π.)" που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 5. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ" που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 6. Του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο πάρεδρο του ΝΣΚ Δημήτριο Φαρμάκη και τον δικαστικό πληρεξούσιο Μιχαήλ Καρατσιώλη και δεν κατέθεσε προτάσεις. Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Γ. Κ., δικηγόρου, κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την με αριθ. κατάθ. Δικογρ. 195279/2155/2011 από 27-10-2011 αγωγή των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, την με αριθ. δικογρ. 231411/2457/2011 από 20-12-2011 προσεπίκληση αναγκαίου ομοδίκου, της ήδη Β αναιρεσείουσας και Α.)Β αναιρεσιβλήτου, και τις από 26-1-2012 προτάσεις πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της προσεπικαλούσας και τις από 25-1-2012 προτάσεις πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των ήδη Α και Β(1,2,3,4,5) ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η απόφαση: 1101/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Α. με την από 12/12/2012 αίτησή του και η αναιρεσείουσα Β. με την από 13-12-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Σακκάς, ανέγνωσε την από 13-3-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της από 12-12-2012 Α. αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη της από 13-12-2012 Β. αιτήσεως αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι του Α αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων Α και Β αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. 1. Επειδή πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, διότι στρέφονται κατά της ίδιας υπ' αριθμ. 1101/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: α) η από 13-12-2012 αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε." (ΔΕΗ Α.Ε.) και β) η από 12-12-2012 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ.246 Κ.Πολ.Δ.). 2. Όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των δικογράφων των υπό κρίση αναιρέσεων, ως αρχική δικάσιμος των υποθέσεων είχε οριστεί η 22 Μαρτίου 2013, οπότε με επισημείωση στο πινάκιο αναβλήθηκαν αυτές, χωρίς παράλληλα να βεβαιώνει κλήτευση αυτών κατά την αρχική ή μετ' αναβολή δικάσιμο με άμεση δικονομική συνέπεια το απαράδεκτο της συζητήσεως της υποθέσεως ως προς τους εν λόγω αναιρεσίβλητους για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο. Κατ' αυτήν όμως, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκαν οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι 1) Πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π)" και 2) πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ", τα οποία δεν είχαν παραστεί νομίμως κατά την αρχική δικάσιμο της 22-3-2013, του 4ου και 5ου των αναιρεσιβλήτων, φερομένων ότι εκπροσωπούνται διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Μαρίας Νάκη, χωρίς όμως να προκύπτει ότι η τελευταία διέθετε την απαιτούμενη προς τούτο πληρεξουσιότητα. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι της δημοσιεύσεως της περί αναβολής μη οριστικής αποφάσεως ισοδυναμούσης με επίδοση στους παρισταμένους διαδίκους (άρθρ. 576 παρ.2 και 310 παρ.2 ΚΠολΔ). 3. Από τα άρθρα 522, 321, 322 και 559 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν με έφεση καθίσταται τελεσίδικη και αναπτύσσει αμέσως δεδικασμένο και εκτελεστότητα και άρα προσβάλλεται με αναίρεση. Τελεσίδικη καθίσταται η απόφαση και συνεπώς υπόκειται σε αναίρεση και σε περίπτωση που εχώρησε παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως ή από την ήδη ασκηθείσα έφεση κατά της απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που δέχτηκε κατ' ουσίαν ορισμένα αγωγικά κεφάλαια, ενώ για τα υπόλοιπα κεφάλαια που απορρίφτηκαν άσκησε έφεση ο ενάγων (ΑΠ 162/1997). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα δικόγραφα των υπό κρίση αναιρέσεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα ΔΕΗ, με δήλωση που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αναίρεσής της παραιτείται από το δικόγραφο της από 3-12-2012 εφέσεώς της και από το δικαίωμα της εφέσεως κατά της ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης, δυνάμει των υπ' αριθμ. .../11-12-2012 και .../12-12-2012 πληρεξουσίων του Συμβ/φου Αθηνών Χρήστου Στείρου, που παρασχέθηκε στους πληρεξούσιους δικηγόρους της Χαράλαμπο Συνοδινό και Ελευθέριο Καστρήσιο αντίστοιχα, που υπογράφουν την αναίρεση. Επίσης το Ελληνικό Δημόσιο, ως προσθέτως παρεμβαίνων στην πρωτόδικη δίκη υπέρ της ΔΕΗ, με δήλωση των πληρεξουσίων νομικών συμβούλων του, Αλέξανδρου Καραγιάννη και Θεόδωρου Ψυχογιού, που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αναίρεσης, το οποίο και υπογράφουν, μετά από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους (Τμήμα Β'), όπως προκύπτει από το 5729/10-12-2012 πρακτικό του, που εγκρίθηκε νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και προσαρτάται στο δικόγραφο της αναίρεσης, παραιτείται από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά της 1101/2012 προσβαλλομένης απόφασης. Επομένως, μετά την ανωτέρω παραδεκτή παραίτηση από το δικαίωμα της εφέσεως, η προσβαλλόμενη οριστική κατά τούτο απόφαση, ως προς τα κεφάλαια που δέχτηκε κατ' ουσία, κατέστη τελεσίδικη και άρα οι κρινόμενες αναιρέσεις κατ' αυτής είναι παραδεκτές (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός του Γ. Κ. (προσθέτως παρεμβαίνοντος) που υποβάλλεται με τις προτάσεις του, ότι αυτές δεν ασκήθηκαν παραδεκτώς, διότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν κατέστη τελεσίδικη, αφού ως προς το κεφάλαιο περί υποχρέωσης της ΔΕΗ για επανασύνδεση της παροχής ρεύματος σε όσους καταναλωτές διεκόπη, το οποίο απερρίφθη πρωτοδίκως ως αόριστο, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες στην πρωτόδικη δίκη, δηλαδή ο ίδιος και η ένωση προσώπων με την επωνυμία "Ελληνικό Κίνημα Άμεσης Δημοκρατίας" άσκησαν την από 14-12-2012 (αριθ. κατ. 7966/2012) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναβλητική απόφαση του Εφετείου Αθηνών μέχρις εκδόσεως απόφασης επί των ενδίκων αναιρέσεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακολούθως πρέπει να ερευνηθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ). 4. Από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.1 έως 19 του ν. 2251/1994 "περί προστασίας καταναλωτών", όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, συνάγεται σαφώς ότι ανατέθηκε σε ενώσεις καταναλωτών με σωματειακό χαρακτήρα η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού με την άσκηση συλλογικής αγωγής. Αντικείμενο της αγωγής αυτής, την οποία οι ενώσεις αυτές μπορούν να ασκήσουν εναντίον των προμηθευτών, είναι η δικαστική βεβαίωση αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς και η απηγόρευσή της ή η ρύθμιση κατάστασης κατά τρόπο που να μην προσβάλλει τα συμφέροντα των καταναλωτών. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 19 του άρθρου 10 ιδίου νόμου, αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή έδρας του εναγομένου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώ κατά την παράγραφο 20 του ιδίου άρθρου, η εκδιδομένη απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι ο νομοθέτης έχει υπαγάγει την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 παρ.1 και 9 του Ν. 2251/1994 στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Με το άρθρο 53 παρ.1 του ν. 4021/2011 επιβλήθηκε "ειδικό τέλος υπέρ του Δημοσίου στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται κατά τη 17η Σεπτεμβρίου κάθε έτους στο τέλος ακίνητης περιουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993 (Α' 62)", ως προς δε το προσδιοριστικό στοιχείο του τέλους αυτού ορίσθηκαν στις επόμενες διατάξεις του ιδίου άρθρου τα εξής: "2. Για τον υπολογισμό του τέλους της παραγράφου 1 λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό της δομημένης επιφανείας, το ύψος της τιμής ζώνης και η παλαιότητα του ακινήτου, όπως αυτά αναγράφονται στο λογαριασμό της Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τα οποία λογίστηκε κατά τη 17.9.2011 το τέλος ακίνητης περιουσίας της παρ.1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, καθώς και συντελεστής προσαύξησης αντιστρόφως ανάλογος προς την παλαιότητα του ακινήτου και συντελεστής προσδιορισμού του τέλους σε ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες: α) ... [πίνακας συντελεστών ειδικού τέλους (ευρώ/τ.μ.)] β) ... [πίνακας συντελεστών παλαιότητας] 3. τo ποσό του τέλους προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών γιο τις οποίες υπολογίστηκε από τη ΔΕΗ ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος το τέλος της παρ.1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, επί το συντελεστή του ειδικού τέλους που αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης του ακινήτου και επί το συντελεστή προσαύξησης που αντιστοιχεί στην παλαιότητα του ακινήτου, σύμφωνα με τους πίνακες της προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά για τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα για τα οποία δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης και δεν έχει υπολογιστεί το τέλος του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, εφόσον δεν υπάρχει απαλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών μέτρων του ακινήτου επί συντελεστή τρία (3). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει και το εμβαδόν του ακινήτου, το ειδικό τέλος υπολογίζεται, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών. 4. Το τέλος βαρύνει γιο μεν το 2011 τον κατά τη 17.9.2011 κύριο του ακίνητου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και σε περίπτωση επικαρπίας τον επικαρπωτή για δε το 2012 τον κατά την 28.4.2012 κύριο ή επικαρπωτή αντίστοιχα. Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας το ποσό του τέλους υπολογίζεται κατά το λόγο της μερίδας κάθε συνιδιοκτήτη. 5. Στο ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται τα ακίνητα που ανήκουν: α) στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν. Π.Δ.Δ., στους Ο.Τ.Α. και τις δημοτικές επιχειρήσεις, β) ... γ) ... Επίσης απαλλάσσονται από το έκτακτο ειδικό τέλος: α) Οι κοινόχρηστοι χώροι πολυκατοικιών και ξενοδοχειακών καταλυμάτων β) Τα ακίνητα που έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα … -ως χώροι ιστορικών και αρχαιολογικών μνημείων και γ) Τα ακίνητα που έχουν αποκλειστικά γεωργική ή κτηνοτροφική ή βιοτεχνική ή βιομηχανική χρήση. 6. Κατ' εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου ισούται με 0,5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ακινήτου, για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε: α) πολύτεκνο ... β) σε πρόσωπο που είναι το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΚΦΕ, ανάπηρο, ... Ομοίως, κατ' εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3 δεν οφείλεται το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε μακροχρόνια άνεργο 7. Για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ο δικαιούχος ... υποβάλλει αίτηση στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) ...". Από το περιεχόμενο του, παραδεκτώς, κατ' άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ επισκοπούμενου δικογράφου της κρινόμενης αγωγής, προκύπτει ότι οι ενάγοντες-νυν αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι είναι ενώσεις και σωματεία καταναλωτών εκθέτουν ότι δυνάμει της διάταξης του άρθρου 53 ν. 4021/2011 και της εκδοθείσας κατά νομοθετική εξουσιοδότηση υπ' αριθμ. 1211/10-10-2011 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργοί) Οικονομικών ανατέθηκε στην εναγομένη ΔΕΗ- η επιβολή και ο καθορισμός του τέλους ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου, η ενσωμάτωση του τέλους στο λογαριασμό εκάστου καταναλωτή και η είσπραξη αυτού επί ποινή διακοπής της ηλεκτροδότησης σε περίπτωση μη πληρωμής του ως άνω λογαριασμού και τέλος η σύνταξη και αποστολή των καταλόγων με τα ονόματα των καταναλωτών που δεν προέβησαν σε πληρωμή και το επιβαλλόμενο τέλος στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων προκειμένου να γίνει η ταμειακή βεβαίωση του (του ως άνω τέλους). Ότι όλες οι ως άνω επιβληθείσες υποχρεώσεις σε βάρος της εναγομένης είναι παράνομες καθόσον οι προαναφερθείσες διατάξεις από τις οποίες αυτές απορρέουν αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, όπως ειδικότερα αναλύεται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι για τους λόγους αυτούς παράνομη καθίσταται και η μελλούμενη να εκδηλωθεί συμπεριφορά της εναγομένης και με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητούν, μεταξύ των άλλων να υποχρεωθεί να δέχεται την καταβολή από τους καταναλωτές του αντιτίμου του λογαριασμού που εκδίδει, αφαιρουμένου του ποσού του ως άνω τέλους ηλεκτροδότησης, να απαγορευθεί στην εναγομένη να ενσωματώνει, υπολογίζει και καταλογίζει στους λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος που αυτή εκδίδει το ως άνω τέλος ηλεκτροδότησης, να απαγορευθεί στην εναγομένη να αποστέλλει στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων τους ως άνω καταλόγους και όλα τα ως άνω με την απειλή σε βάρος της 100.000 € για κάθε μία επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά και κατά ημέρα παραβίαση εκάστης των παραπάνω παραβιάσεων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, έκρινε ως νόμιμη και κατ' ουσία βάσιμη την ένδικη αγωγή, δεχόμενο ότι οι, με βάση την προαναφερθείσα διάταξη, επιβληθείσες εις βάρος της εναγομένης-νυν αναιρεσείουσας ΔΕΗ και υπέρ του νυν αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου υποχρεώσεις είναι παράνομες, καθόσον αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (άρθρ.2 παρ.1, 4 παρ.1 και 5, 17 παρ.2, 20 παρ.1, 21 παρ.1, 78 παρ.παρ.1 και 4, 26 παρ.παρ.1 και 3) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Α) Επί της από 13-12-2012 αίτησης αναίρεσης της εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ". Ο από το άρθρο 559 αριθμ.4 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αντίθετα, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν πρόκειται α) για διαφορές ιδιωτικού δικαίου, τις οποίες ο νόμος δεν έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια και β) για υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτές. Με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ.4 ΚΠολΔ, προβλεπόμενη πλημμέλεια, εκ του ότι, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, πρόκειται για διοικητική διαφορά, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη η υπό κρίση διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου καθόσον αναφέρεται σε έννομη σχέση, καταρτισθείσα μεταξύ ιδιωτών (καταναλωτές και προμηθευτής) και αφορά τη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, δηλαδή (ΔΕΗ) αφετέρου και ειδικότερα αφορά την μονομερή παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης, για συνεχή και ακώλυτη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά συνέπεια, η επίδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, εκδικαζόμενη κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 10 παρ.1 και 9 του Ν. 2251/1994). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ). Β) Επί της από 12-122012 αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου. 1. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με την ίδια ανωτέρω αιτίαση, ότι δηλαδή υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ πλημμέλεια της υπέρβασης δικαιοδοσίας καθώς και στην πλημμέλεια την προβλεπόμενη από το άρθρο 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ, εκ του ότι, παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος με την ίδια ως άνω αιτιολογία. 2. Ο από το άρθρο 559 αριθμ.14 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το απαράδεκτο, λόγω μη αναβολής της συζήτησης ή μη αναστολής της δίκης, επιβάλλεται από τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. και όχι από άλλες διατάξεις, οι οποίες είτε επιδιώκουν φορολογικούς μόνο σκοπούς είτε αφορούν τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων άλλης δικαιοδοσίας. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Πρωτοδικείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, εκ του ότι δεν προέβη σε αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης, κατ' άρθρ.1 ν. 3900/2010, παρ' όλο που εκκρεμούσε το ίδιο νομικό ζήτημα ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, είναι απορριπτέος, ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι η επικαλούμενη από το αναιρεσείον, ως επιβάλλουσα την αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης, διάταξη αναφέρεται στη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και μόνον, όπως ορθώς αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, η δε κατ' εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ αναβολή της υποθέσεως υπόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 3. Ο από το άρθρ. 559 ριθμ.1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται όταν κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, υπέπεσε την από το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια, εκ του ότι: α) εσφαλμένα εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994, επί των οποίων έκρινε ότι στηρίζεται το νόμιμο της αγωγής, ενώ, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, οι διατάξεις αυτές δεν είναι εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση (τρίτος λόγος) και β) εσφαλμένα έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011, περί επιβολής Εκτάκτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.) αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 54, 17 παρ.2, 209 παρ.1, 21 παρ.1, 78 παρ.1 και 4, καθώς και άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (τέταρτος λόγος), όπως επίσης αντιβαίνουν και στο άρθρο 26 παρ.1 και 3 του Συντάγματος (πέμπτος λόγος), ενώ, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, η ως άνω διάταξη (άρθρ.53 Ν. 4021/2011) είναι συμβατή με το Σύνταγμα και με την ΕΣΔΑ. Ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην προηγηθείσα αρχική νομική σκέψη, η κρινόμενη (συλλογική) αγωγή, υπό το ως άνω περιεχόμενό της, στηρίζεται, κατά το νόμω βάσιμο αυτής, στις ως άνω διατάξεις, όπως ορθώς έκρινε και το δικάσαν δικαστήριο της ουσίας. 4. Όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης, τους αναφερόμενους στη συμβατότητα ή μη με το Σύνταγμα, και με την ΕΣΔΑ της ως άνω διάταξης του άρθρου 53 του Ν. 4021/2011, πρέπει να λεχθούν τα εξής: α) Όπως αναφέρεται στην αρχή της πρώτης παραγράφου του ως άνω άρθρου 53 του ν. 4021/2011 και όπως αναλύεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο διατάξεως του άρθρου 53, το οποίο είχε κατατεθεί ως "προσθήκη-τροπολογία", η επιβολή του τέλους αυτού υπαγορεύθηκε από την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα έκτακτα και κατεπείγοντος χαρακτήρα, ώστε, πάρα την αναθεώρηση των προβλέψεων για το δημοσιονομικό έλλειμμα συνεπεία αναθεωρήσεως του βαθμού ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, να καταστεί παρ' όλα αυτά δυνατόν να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι μειώσεως του ελλείμματος τόσο για το 2011 όσο και για το 2012. Ως εκ τούτου, εφ' όσον δηλαδή το επίδικο τέλος δεν επιβάλλεται σε ανταπόδοση συγκεκριμένης υπηρεσίας παρεχομένης από το Κράτος προς τους επιβαρυνομένους με αυτό, τα δε έσοδα από την είσπραξή του περιέρχονται στον κρατικό προϋπολογισμό προς κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικότερου κρατικού σκοπού, δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος, αλλά φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος. Άλλωστε, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, από την οποία, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, εξαρτάται απολύτως η πραγματική αξία της βαρυνομένης με το επίδικο τέλος ακίνητης περιουσίας, συνιστά μεν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όχι, όμως παροχή ειδικής ωφελείας προς τους βαρυνομένους με αυτό, ώστε να αναιρείται ο χαρακτήρας του εν λόγω "τέλους" ως φορολογικής επιβαρύνσεως. β) Στην μεν παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος", στην δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ότι "Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία ... δεν μπορούν να αποτελέσουν, αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης ...". Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, το αντικείμενο και το υποκείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής καθώς και οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από αυτόν πρέπει να θεσπίζονται με τυπικό νόμο και όχι με πράξη της Διοικήσεως που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Δεν αποκλείεται, όμως, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η επιβολή φόρου δια του προσδιορισμού του υποκειμένου, του αντικειμένου και του συντελεστή του φόρου κατά παραπομπή σε διατάξεις άλλου τυπικού νόμου, εφ' όσον έτσι προσδιορίζονται εμμέσως μεν, πλην σαφώς, τα απαιτούμενα από την διάταξη του άρθρου 78 παρ.1 του Συντάγματος απαιτούμενα προσδιοριστικό στοιχεία του φόρου. γ) Το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" και στην παράγραφο 5 ότι "Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ' αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για την δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνομένους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευομένη με τον, κατ' αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, να είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. δ) Από τις διατάξεις των παρ.1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας, η δεύτερη δε αυτή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητος εκάστου, κατά την εν λόγω, δηλαδή, συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβιώσεως του, προσδιορίζεται δε βάση κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου (βλ. Πρακτικά Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση της 28.1.1975, σελ. 396). Στο άρθρ. 78 παρ.1 του Συντάγματος καθορίζονται, κατά τρόπο περιοριστικό, τα στοιχεία, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές), με την έννοια ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνον επιτρέπεται να συναχθεί, κατ' αρχή, φοροδοτική ικανότητα, αλλά και ότι στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιβολή των κατ' ιδίαν φόρων, συνεκτιμώντας τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες και χρησιμοποιώντας πρόσφορα προς τούτο κριτήρια. Η συνταγματική αυτή υποχρέωση αποτελεί όριο, στην άσκηση της νομοθετικής φορολογικής πολιτικής, η παράβαση του οποίου συνιστά αντικείμενο δικαστικής κρίσεως, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Η απορρέουσα δε από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις υποχρέωση του φορολογικού νομοθέτη να σέβεται τις αρχές της καθολικότητας και της ισότητος του φόρου και, ειδικώτερα να τηρεί το κριτήριο της φοροδοτικής ικανότητος δεν αναιρείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η φορολογική επιβάρυνση δεν θεσπίζεται ως πάγια, μέλλουσα να ισχύσει επ' αόριστον, αλλά μόνον για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χαρακτηριζόμενη ως "έκτακτη". Εν προκειμένω, με το άρθρο 53 του ν. 4021/2011 επιβάλλεται φορολογική επιβάρυνση "στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται στο κατά το άρθρο 24 του ν. 2130/1993 τέλος ακίνητης περιουσίας (παρ.1). Η φορολογική αυτή επιβάρυνση, η οποία επιβάλλεται για τα έτη 2011 και 2012 (παρ.4),χαρακτηριζομένη στον τίτλο του εν λόγω άρθρου ως "έκτακτη", υπολογίζεται βάσει του εμβαδού, της παλαιότητος και της τιμής ζώνης του ακινήτου (παρ.2) και βαρύνει τον κύριο ή επικαρπωτή αυτού (παρ.4). Περαιτέρω, στην παρ. 5 του ως άνω άρθρου προβλέπονται περιπτώσεις ακινήτων, τα οποία, εν όψει του προσώπου του ιδιοκτήτου ή/και της χρήσεως των, απαλλάσσονται του φόρου, ενώ στην παρ. 6 του άρθρου αυτού προβλέπονται, υπό προϋποθέσεις, η επιβολή μειωμένου συντελεστή στους πολύτεκνους και στους ανάπηρους και η απαλλαγή των μακροχρονίως ανέργων που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ. (ή στα αντίστοιχα μητρώα ανέργων ναυτικών, τεχνικών τύπου και υπαλλήλων ημερησίων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης), η λήψη, όμως, υπ' όψιν όλων των ως άνω κρισίμων για την βεβαίωση του επιμάχου φόρου παραμέτρων λαμβάνει χώραν -όπως συνάγεται από την παρ. 7 (στην οποία γίνεται λόγος και για επιστροφή του φόρου), μετά την κατά την παρ.8 βεβαίωση (εξατομίκευση) του φόρου που συντελείται με την εγγραφή στις μηχανογραφικές καταστάσεις που καταρτίζει η ΔΕΗ (και οι λοιποί εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος). Όμως, οπό μόνα τα προεκτεθέντα τρία στοιχείο (εμβαδόν, παλαιότης, τιμή ζώνης) του ακινήτου, βάσει των οποίων, κατά την παρ.8, γίνεται η βεβαίωση του φόρου με τις ανωτέρω μηχανογραφικές καταστάσεις, ασυνδέτως προς άλλα κριτήρια αντικειμενικά (προσδιοριστικά της αξίας ή/και της αποδόσεως των ακινήτων) και κυρίως, υποκειμενικά (εισοδηματικά, περιουσίας, προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως), δεν αποδεικνύεται, ουδέ καν τεκμαίρεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας του κυρίου ή επικαρπωτού του ακινήτου και η έκταση της ικανότητας αυτής, η μη λήψη δε υπ' όψιν της φοροδοτικής ικανότητας των βαρυνομένων με τον επίμαχο φόρο προσώπων για την επιβολή αυτού συνιστά παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, εν όψει μάλιστα και της, κατά τον χρόνο θεσπίσεως αυτού, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μειώσεως μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών, όπως αυτά προσδιορίζονται ειδικώτερα κατωτέρω). Περαιτέρω, ο προσδιορισμός του κύκλου των βαρυνομένων με τον φόρο αυτό προσώπων παρίσταται, εν όψει του εξαγγελλόμενου σκοπού ("άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος"), αυθαίρετος, διότι οι επίμαχες ρυθμίσεις θίγουν τις, καθιερούμενες από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, αρχές της καθολικότητας και της ισότητος του φόρου, αφού εισάγουν διαφορετική μεταχείριση, ανεπίδεκτη δικαιολογήσεως εν όψει του προαναφερθέντος σκοπού, μεταξύ, αφ' ενός μεν, των ως άνω προσώπων (ιδιοκτητών ή επικαρπωτών δομημένων επιφανειών οικιστικής ή εμπορικής χρήσεως), τα οποία θεωρούνται ως έχοντα φοροδοτική ικανότητα, και, αφ' ετέρου των ιδιοκτητών ή επικαρπωτών άλλων, ενδεχομένως προσοδοφόρων, ακινήτων μη ηλεκτροδοτούμενων ή μη δομημένων ή ακινήτων βιομηχανικής, βιοτεχνικής, γεωργικής ή κτηνοτροφικής χρήσεως ή χωρών αθλητικών εγκαταστάσεων. Είναι επίσης, εκτός άλλων περιπτώσεων, ανεπίδεκτη δικαιολογήσεως, εν όψει του προεκτεθέντος σκοπού του νόμου, και η, κατά την παρ.6 του εν λόγω άρθρου, απαλλαγή από τον επίμαχο φόρο των ακινήτων, που ιδιοκατοικούνται αποκλειστικώς από μακροχρονίως ανέργους εγγεγραμμένους στα μητρώα του ΟΑΕΔ (ή στους σχετικούς καταλόγους ανέργων ναυτικών, τεχνικών τύπου και προσωπικού ημερησίων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης), όχι δε και των ακινήτων, που ιδιοκατοικούνται από τους λοιπούς πράγματι, κατά κοινήν πείραν, μακροχρονίως ανέργους, των οποίων δεν προβλέπεται κατά νόμο η εγγραφή στα ανωτέρω μητρώα (λ.χ. των μακροχρονίως άνεργων που δεν είχαν απασχοληθεί ως μισθωτοί, αλλά ως ελεύθεροι επαγγελματίες). Εν όψει των ανωτέρω, όλως ενδεικτικώς επισημανθέντων, οι ρυθμίσεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011, αντίκειται στις διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, τούτο δε ανεξαρτήτως αν οι ρυθμίσεις αυτές, ως επιβάλλουσες φορολογικές επιβαρύνσεις για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως "έκτακτες". Σημειωτέον, άλλωστε, ότι ο επίμαχος φόρος δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως "έκτακτος" υπό την έννοια του φόρου που επιβάλλεται για την αντιμετώπιση εκτάκτων και απροβλέπτων καταστάσεων (όπως λ.χ. φυσικών καταστροφών, θεομηνιών, πολεμικών γεγονότων) αφού το ίδιο το Σύνταγμα έχει ειδικές ρυθμίσεις για τις έκτακτες αυτές καταστάσεις και δεν επιτρέπεται η καταστρατήγησή του από τον κοινό νομοθέτη, δεδομένου ότι η θέσπισή του στις 3.10.2011, με άμεση ισχύ από της ημερομηνίας αυτής, χωρίς σχετική πρόβλεψη στον προϋπολογισμό του έτους 2011 (κατά παράβαση δηλαδή των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 79 του Συντάγματος) αποσκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας, στην πρόληψη των προβλημάτων (δημοσιονομικών ελλειμμάτων) που μέλλουν να προκύψουν από την εκτέλεση του προϋπολογισμού 2011 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012- 2015, ενώ, εξ άλλου, ο χαρακτηρισμός του, ως εκτάκτου, καταρρίπτεται και από το γεγονός ότι ο φόρος αυτός, όπως είναι κοινώς γνωστό, επιβλήθηκε και καθολόκληρη τη διάρκεια του 2013. Οι προαναφερθείσες και απορρέουσες οπό το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος επιταγές προς τον κοινό νομοθέτη ισχύουν ακόμα και σε περιόδους οικονομικών κρίσεων κατά τις οποίες η Πολιτεία αναγκάζεται να λάβει έκτακτα οικονομικά μέτρα, τα οποία επιβάλλονται παραλλήλως με τους τακτικούς φόρους, για τη θεραπεία επιτακτικών αναγκών υπέρτερου εθνικού συμφέροντος και έχουν ως συνέπεια ιδιαίτερα επαχθείς επιβαρύνσεις για μεγάλες κατηγορίες πολιτών. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ρυθμίσεις και την αιτιολογική έκθεση του ν. 3833/2010 "Προστασία της εθνικής οικονομίας- Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης" (ΦΕΚ Α' 40) η χώρα αντιμετωπίζει την τελευταία τριετία πρωτόγνωρες οικονομικές συνθήκες και την μεγαλύτερη δημοσιονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών η οποία απειλεί σοβαρά την εθνική οικονομία (βλ. την αιτιολογική έκθεση του νόμου και την απόφαση Ολομ. ΣτΕ 668/2012). Προς αντιμετώπιση των σοβαρών αυτών προβλημάτων ελήφθησαν ήδη μέτρα με τα οποία επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα φυσικών προσώπων (άρθρο 18 του ν. 3758/2009), μειώθηκαν οι μισθοί των υπηρετούντων στο δημόσιο τομέα (άρθρα 1 και 2 του ν. 3833/2010), αυξήθηκαν οι συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας και διαφόρων ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12- 15 του ν. 3833/2010), επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά επί του εισοδήματος των φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 (άρθρο 5 του ν. 3833/2010), επιβλήθηκε ειδική εισφορά αλληλεγγύης στο ετήσιο συνολικό καθαρό εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά επί της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει οπό την κυριότητα ή κατοχή επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης (άρθρο 30 του ν. 3986/2011) και επιβλήθηκε ετήσιο τέλος επιτηδεύματος στους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα (άρθρο 31 του ν. 3986/2011). Κατόπιν αυτών των διαδοχικών φορολογικών και εισοδηματικών μέτρων είναι προφανές ότι οι έλληνες πολίτες έχουν ήδη υποστεί σοβαρότατες οικονομικές απώλειες οι οποίες, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, επηρεάζουν ουσιωδώς το πραγματικό επίπεδο της φοροδοτικής τους ικανότητας. Εξάλλου, η επίδικη επιβάρυνση του ν. 4021/2011 αποτελεί φόρο που επιβάλλεται επί της ακίνητης περιουσίας των πολιτών, η οποία έχει ήδη υποστεί σοβαρή μείωση της αξίας της, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, εφόσον η βαθύτατη οικονομική κρίση έχει ως συνέπεια τον δραματικό περιορισμό των αγοραπωλησιών των ακινήτων και την κλιμακούμενη αύξηση του αριθμού των ακινήτων που δεν προσπορίζουν εισόδημα στους ιδιοκτήτες τους. Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4021/2011 προκύπτει ότι ο νομοθέτης χρησιμοποίησε αποκλειστικά και μόνο γενικά αριθμητικά στοιχεία σχετικά με το σύνολο των ακινήτων και την αξία τους σε ολόκληρη την επικράτεια και αρκέσθηκε να προσδιορίσει το συνολικό ποσό που θα εισπράξει το κράτος από την επιβολή του φόρου. Με το δεδομένα αυτά οι διατάζεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος και 78 παρ.1 του Συντάγματος διότι επιβάλλουν ένα ακόμα φορολογικό βάρος στους Έλληνες πολίτες χωρίς να συνεκτιμάται διόλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, τόσο για την επιβολή αυτού τούτου του φόρου όσο και για το ύψος του, η συνολική μέχρι σήμερα φορολογική τους επιβάρυνση, με την άθροιση τακτικών και εκτάκτων φορολογικών υποχρεώσεων, η οποία έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στη φοροδοτική ικανότητα και ως εκ τούτου στη διατήρηση ανεκτού βιοτικού επιπέδου για πολλές κατηγορίες πολιτών, που έχουν ήδη υποστεί σοβαρότατες οικονομικές απώλειες, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι για τον επίδικο φόρο δεν προβλέπεται απαλλαγή ούτε καν της πρώτης κατοικίας που αποτελεί, ιδίως εν μέσω βαθειάς οικονομικής κρίσης, αναγκαίο στοιχείο για την αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου και για την προστασία της οικογένειας, κατά τα άρθρα 2 παρ.1 και 21 του Συντάγματος, τα οποία, επίσης, παραβιάζονται από την επιβολή του επίδικου φόρου. Η επιβολή του φόρου αυτού επί της ακίνητης περιουσίας, όπως προκύπτει τόσο από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, όσο και από τις ίδιες τις ρυθμίσεις του, υπαγορεύεται από την ανάγκη "άμεσης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος" και περιορίζεται μόνο στις "ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες" και αποβλέπει μόνο στην άμεση είσπραξη του οικείου ποσού, την οποία (είσπραξη) εξασφαλίζει ο εισπρακτικός μηχανισμός, δια μέσου των λογαριασμών κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ. Ενισχυτικό επιχείρημα της κρίσεως ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 φόρος παραβιάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος είναι και το ότι Η κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος επιβολή φόρου σε είδος περιουσίας από τυπικό νόμο προϋποθέτει αυτοτελές προσοδοφόρο (έστω και κατά τεκμήριο) περιουσιακό αντικείμενο. Τέτοια στοιχεία δεν περιέχει το επίδικο ειδικό τέλος στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα με οικιστική ή εμπορική χρήση το οποίο επιβλήθηκε με κριτήριο τη δυνατότητα ταχείας είσπραξης των σχετικών εσόδων καθ' όσον το εμβαδόν μιας ηλεκτροδοτούμενης επιφάνειας δεν αποτελεί είδος περιούσιας κατά την έννοια του όρθρου 78 παρ.1 του Συντάγματος, διότι δεν αποτελεί αυτοτελές προσοδοφόρο αντικείμενο ούτε καθίσταται τέτοιο από το είδος χρήσεως ή από το ότι διαθέτει ηλεκτρική παροχή. Η έλλειψη αυτή δεν δύναται να θεραπευθεί δια παραπομπής στο αντικείμενο του φόρου που προβλέπει το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2130/1993 διότι πρόκειται για διαφορετικά αντικείμενο φόρου. Ειδικότερα, το τέλος υπέρ Ο.Τ.Α. (αρθρ. 24 παρ. 1 ν. 2130/1993), υπολογίζεται επί της αξίας της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται εντός της διοικητικής τους περιφέρειας α) στα πάσης φύσεως ακίνητα που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή εντός ορίων οικισμών υφισταμένων προ του έτους 1923 και β) στα κάθε είδους κτίσματα που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων οικισμών υφισταμένων προ του έτους 1923. Σύμφωνα δε με την παραγρ.8 του άρθρου 24 του νόμου η βεβαίωση και είσπραξη του τέλους για τα ακίνητα, που έχουν μετρητή παροχής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ, γίνεται με βάση την κατάσταση υπόχρεων, στην οποίο αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία (η αξία κάθε ακινήτου ανά μετρητή της ΔΕΗ κλπ.). Κατ' ακολουθία όλων των προαναφερθέντων, είναι προφανές ότι ο επιβληθείς με το άρθρο 53 του Ν. 4021/2011 φόρος ακίνητης περιουσίας επί των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών αντίκειται στο Σύνταγμα και συγκεκριμένα στα άρθρ. 2 παρ. 1 και 4, 4 παρ.1 και 5, 20 παρ.1, 21 παρ.1 και 78 παρ.1 και 4 του Συντάγματος. ε) Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α' 256) ορίζεται ότι "Παν Φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φάρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φάρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ' εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφ' όσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρεώσεως που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89). Η επιβολή του ένδικου φόρου, συνιστά πολλαπλή επί του αυτού αντικειμένου φορολόγηση και διπλή εντός του ιδίου έτους φορολόγηση, με δεδομένο τους προαναφερθέντες πολλαπλούς νέους φόρους, που έχουν επιβληθεί, σε συνάρτηση με την κατάργηση σειράς φοροαπαλλαγών. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό, επίσης, με τις αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών και συντάξεων, αφενός, και παράλληλης διατήρησης των τιμών των αγαθών στα υψηλά (προ της οικονομικής κρίσεως) επίπεδα αφετέρου, καθώς και η αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, υπό καθεστώς υφέσεως της οικονομίας, η οποία στην πραγματικότητα συνεπάγεται μείωση των αντικειμενικών αξιών και κατ' ακολουθία μείωση και των προσόδων εκ των ακινήτων, έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, σε σημείο μάλιστα που ένας σημαντικά μεγάλος αριθμός εξ αυτών να αδυνατούν να εξασφαλίσουν ακόμη και τα ελάχιστα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης και κατά λογική συνέπεια, να αδυνατούν να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, καθώς και την επίδικη φορολόγηση, λόγω εξαντλήσεως της φοροδοτικής του ικανότητας. Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η επιβολή του επίδικου φόρου (ΕΕΤΗΔΕ) συνιστά υπερβολικό βάρος, για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσώπων, που επιβαρύνονται με αυτόν και επίσης κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση και κατά συνέπεια αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. 5. Περαιτέρω, για την βεβαίωση και την είσπραξη του επιδίκου "τέλους" ορίζονται στις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 53 του v. 4021/2011 τα εξής: "8. Η βεβαίωση του ειδικού τέλους συντελείται με την εγγραφή στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης για το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. Αρμόδιος προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του κυρίου ή επικαρπωτή του ακινήτου κατά την ημερομηνία αρχικής έκδοσης του λογαριασμού της Δ.Ε.Η. και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος κατ' έτος. Η βεβαίωση του τέλους από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αν δεν καταβληθεί το τέλος μέσω του λογαριασμού κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, διενεργείται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου. 9. Το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου συνεισπράττεται από τη Δ.Ε.Η. και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος για το έτος 2011 σε δύο (2) ισόποσες δόσεις που εκδίδονται από αυτούς από τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους μέχρι τον Ιανουάριο του 2012". Όπως ρητώς ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 53 του ν. 402/2011, n βεβαίωση επίμαχου φόρου, n εξατομίκευση δηλαδή της φορολογικής οφειλής με τον προσδιορισμό του ύψους του φόρου και του προσώπου του υποχρέου "συντελείται με την έγγραφη στις 17.9.2011 του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δ.Ε.Η. και των λοιπών εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και ο κατάλογος αυτός αποτελεί τον τίτλο βεβαίωσης νια το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δ.Ο.Υ.". Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι - σε αντίθεση με το, επίσης εισπραττόμενο από την Δ.Ε.Η., τέλος ακίνητης περιουσίας του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, του οποίου η βεβαίωση συντελείται με την εγγραφή του υπόχρεου, κατά την παρ. 8 του εν λόγω άρθρου, στον σχετικό κατάλογο που καταρτίζει ο οικείος Δήμος ή Κοινότητα - η βεβαίωση του επίμαχου φόρου συντελείται με την εγγραφή του ακινήτου στους καταλόγους που καταρτίζουν διάφορα νομικά πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα εμπορική ανώνυμη εταιρεία όπως η ΔΕΗ και οι λοιποί εναλλακτικοί προμηθευτές, η εγγραφή δε στους καταλόγους που καταρτίζουν τα εν λόγω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου αποτελεί για το Ελληνικό Δημόσιο τον τίτλο βεβαιώσεως του φόρου. Επομένως, με το σύστημα αυτό η βεβαίωση του φόρου, η εφαρμογή δηλαδή του φορολογικού νόμου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση με τον προσδιορισμό του προσώπου του υπόχρεου και του ύψους της φορολογικής οφειλής, ανατίθεται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Τούτο, όμως, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος, διότι η βεβαίωση του φόρου, έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο, αποτελεί βασική έκφραση της δημόσιας εξουσίας και της κυριαρχίας του Κράτους, οι οποίες, κατά τις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις, ασκούνται αποκλειστικά από όργανο του Κράτους (ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) και όχι από ιδιώτες (βλ. Ολομ. ΣτΕ 1934/1988). Ειδικώτερα δε, η βεβαίωση του φόρου, η οποία φέρει, κατ' εξοχή, τον χαρακτήρα πράξεως ασκήσεως του πυρήνα της δημόσιας εξουσίας, εκδίδεται αποκλειστικά από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου), όπως επιβάλλει η καθιερούμενη από το άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Την παραβίαση, εν προκειμένω, των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων δεν είναι ικανή να άρει η πρόβλεψη, στην παρ. 7 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011, της δυνατότητος ελέγχου, από όργανα της κρατικής διοικήσεως, της γενομένης από τα ως άνω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου βεβαιώσεως του φόρου, και τούτο α) διότι κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα είναι η αρμοδιότητα ως προς την βεβαίωση του φόρου και όχι ως προς τον επακολουθούντα έλεγχο αυτής, β) διότι ο έλεγχος αυτός δεν χωρεί σε κάθε περίπτωση, αλλά αφορά μόνο στις, κατά την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 53, περιορισμένες περιπτώσεις εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ή απαλλαγής προϋποθέτει δε αίτηση του ενδιαφερομένου. Με τον έλεγχο, άλλωστε, αυτόν παρέχεται -μετά την βεβαίωση, με τους καταρτιζόμενους από την Δ.Ε.Η. (και τους λοιπούς εναλλακτικούς προμηθευτές) καταλόγους, του επίμαχου φόρου βάσει του εμβαδού, της παλαιότητος και της τιμής ζώνης του ακινήτου - η δυνατότητα ανατροπής της εν λόγω βεβαιώσεως δια της εκ των υστέρων λήψεως υπ' όψιν των, κατά την παρ. 6 υποκειμενικών κριτηρίων φοροδοτικής ικανότητος που συνεπάγονται μείωση της φορολογικής επιβαρύνσεως ή απαλλαγή από αυτήν προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επιστραφεί "επιπλέον τέλος που τυχόν καταβλήθηκε" (βλ. παρ.7 του άρθρου 53). Η πρόβλεψη, όμως, της ανωτέρω δυνατότητος αντίκειται στην αρχή της οριστικότητος της προσδιοριστικής του φόρου πράξεως που εμπεριέχεται στον κανόνα της βεβαιότητος του φόρου, ο οποίος αποτελεί ειδικώτερη έκφανση της, καθιερουμένης με το άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αρχής της νομιμότητος του φόρου. Τέλος, η προπεριγραφείσα παραβίαση των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος δεν αίρεται οπό την, προβλεπόμενη στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011, δυνατότητα εκ νέου βεβαιώσεως του επίμαχου φόρου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αφού η νέα αυτή βεβαίωση τελεί υπό την αίρεση της μη καταβολής αυτού μέσω του λογαριασμού καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος. Ούτε, εξ άλλου, δύναται να θεωρηθεί ότι, αν όχι οι λοιποί προμηθευτές τουλάχιστον η Δ.Ε.Η. έχει ως προς την αρμοδιότητα βεβαιώσεως του επίμαχου φόρου διφυή χαρακτήρα. Και τούτο διότι ο διφυής χαρακτήρας, ως νομική έννοια αναγκαία για τη διασφάλιση του κρατούντος οργανικού κριτηρίου, προϋποθέτει νομικό πρόσωπο με ένδυμα μεν ιδιωτικού δικαίου, πλην όμως λειτουργούντος όχι με κερδοσκοπικό σκοπό αλλά προς το δημόσιο συμφέρον και υπαγόμενο, χάριν τούτου, σε ειδικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, ήτοι με προνόμια και υποχρεώσεις ασυμβίβαστα προς τις αρχές και απαιτήσεις του ελευθέρου ανταγωνισμού, στις οποίες υπάγεται πλέον η Δ.Ε.Η. σύμφωνα με την κοινοτική έννομη τάξη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι το Δημόσιο, σε περίπτωση μη καταβολής του, επίμαχου τέλους μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος, διατηρεί, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 53, αρμοδιότητα "βεβαιώσεως" και εισπράξεως αυτού συμφωνά με τον KEΔE, δεν αίρει την αντίθεση του συστήματος του νόμου προς τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Και τούτο διότι η ως άνω "βεβαίωση" εντάσσεται πράγματι είτε στη διαδικασία τροποποιήσεως της αρχικής καταλογιστικής πράξεως (περιπτώσεις απαλλαγών, μειώσεων κλπ.) είτε στη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως αυτής, η οποία, όμως, προϋποθέτει μη συμμόρφωση του οφειλέτου προς την ήδη γεννηθείσα με την εγγραφή του στους καταλόγους της Δ.Ε.Η. φορολογική υποχρέωση αυτού. Τέλος, είναι διαφορετικό το ζήτημα της ανάθεσης της είσπραξης φόρων και τελών, δημοσίων και δημοτικών σε μη κρατικά όργανα (Τράπεζες, Ελληνικά Ταχυδρομεία κλπ., έναντι ανταλλάγματος), η οποία δεν αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, διότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα ως άνω όργανα περιορίζονται μόνο στην απλή είσπραξη των ήδη βεβαιωμένων φόρων και τελών. Τα ίδια έκρινε και το δικάσαν δικαστήριο της ουσίας, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, ως προς το ζήτημα της μη συμβατότητας με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, του επιβαλλομένου με το άρθρο 5 του Ν. 4021/2011 "Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτουμένων Δομημένων Επιφανειών" το οποίο, ως εκ τούτου, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις και δεν υπέπεσε στην από το άρθ. 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια. Συνεπώς οι περί του αντιθέτου δύο τελευταίοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Δύο μέλη όμως του Δικαστηρίου, ήτοι ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντής και ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Σακκάς είχαν την ακόλουθη γνώμη: Από τις διατάξεις του άρθρ. 53 του Ν. 4021/2011 προκύπτει ότι ο νομοθέτης επικαλούμενος επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος της χώρας επέβαλε με το άρθρο 53 του ν. 4021/2011 ένα έκτακτο ειδικό τέλος, το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., υπολογίζοντας ότι με την άμεση είσπραξή του ή και με την είσπραξη προκαταβολών θα επιτύχει την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματα της χώρας. Ως νομοθετικά θεσμοθετημένο δημόσιο έσοδο, ο νομοθέτης εκχώρησε την αρμοδιότητα των Δ.Ο.Υ. προς είσπραξή του, στις οποίες υπό άλλη περίπτωση θα ανήκε η σχετική αρμοδιότητα, στη Δ.Ε.Η., η οποία είναι ν. π.ι.δ. και λειτουργεί υπό μορφή ανώνυμης εταιρείας (ν. 2773/1999 και π.δ. 333/2000) παρέχοντας υπηρεσίες και δραστηριότητες κοινής ωφελείας (άρθρο 2 εδ. β' ν.δ. 356/74), αλλά και στους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος. Η φορολογική αυτή επιβάρυνση έχει έκτακτο χαρακτήρα και αφορά μόνο τα έτη 2011 και 2012, όπως προκύπτει από τις παραγράφους 1 και 4 του ανωτέρω άρθρου του ν. 4021/2011. Περαιτέρω, στην μεν παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι "κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος", στην δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ότι "το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης …". Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις το αντικείμενο και υποκείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής, καθώς και οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις οι απ' αυτόν πρέπει να θεσπίζονται με τυπικό νόμο και όχι με πράξη της Διοικήσεως που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Δεν αποκλείεται όμως κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η επιβολή φόρου για του προσδιορισμού του υποκειμένου, του αντικειμένου και του συντελεστή του φόρου κατά παραπομπή σε διατάξεις άλλου τυπικού νόμου, εφόσον έτσι προσδιορίζονται εμμέσως μεν, πλην σαφώς, τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 78 παρ.1 του Συντάγματος απαιτούμενα προσδιοριστικά στοιχεία του φόρου. Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρ. 53 του ν. 4021/2011 ορίζονται το αντικείμενο της επίδικης φορολογικής επιβάρυνσης (ηλεκτροδοτούμενες δομημένες επιφάνειες), το υποκείμενο της φορολογικής επιβάρυνσης (κύριος ή επικαρπωτής), οι συντελεστές προσδιορισμού του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., ο τρόπος υπολογισμού αυτού, οι εξαιρέσεις και απαλλαγές από το τέλος, όπως οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων ρυθμίζονται με την 1211/2011 υπουργική απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργών Οικονομικών, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ανωτέρω νόμου. Συνεπώς, το άρθρο 53 ν. 4021/2011, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ.1 και 4 του Συντάγματος. Εξ άλλου, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" και στην παράγραφο 5 ότι "οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους". Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητος του φόρου και της φορολογικής ισότητας. Η δεύτερη δε αυτής αρχή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους σε κάθε περίπτωση αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου. Κατά την εν λόγω δηλαδή συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνο εάν και το βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, με το οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαντήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Έτσι, θεσπίζοντας ο νομοθέτης το επίδικο τέλος ως φόρο επί της περιουσίας απέβλεψε, επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, στη φοροδοτική ικανότητα, που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ανωτέρω ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης, διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενα φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνο το εισόδημα, αλλά αυτοτελώς και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Συνεπώς, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στο Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. Το τέλος δε αυτό δεν αποτελεί "νέο" πάγιο φόρο επί της ακίνητης περιουσίας, αλλά, όπως προκύπτει από τις επί μέρους ρυθμίσεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011, έκτακτο μέτρο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για το έλλειμμα του 2011 και την επίτευξη των αντιστοίχων στόχων για το 2012. Άρα και εξ αυτού του λόγου, ήτοι του εκτάκτου χαρακτήρος της επίδικης φορολογικής επιβαρύνσεως, ο νομοθέτης δεν ήταν υποχρεωμένος, θεσπίζοντας τον εν λόγω έκτακτο φόρο να ακολουθήσει τις μορφές και τις αρχές που έχει χρησιμοποιήσει σε άλλες περιπτώσεις φορολογίας ακίνητης περιουσίας. Περαιτέρω, στο Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., που επιβλήθηκε εκτάκτως προς αντιμετώπιση ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επέμβαση στην περιουσία των φορολογουμένων δυσανάλογη σε σχέση με τον κατά τα ανωτέρω επιδιωχθέντα σκοπό, λαμβανομένων υπόψη αφενός του περιορισμένου χρονικού πλαισίου εφαρμογής του (2011-2012), αφ' ετέρου δε του ύψους αυτού σε σχέση με την αξία της βαρυνομένης ακίνητης περιουσίας (έως 8‰), όπως προκύπτει από τους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011. Συνιστά δε, υπό τις δεδομένες συνθήκες, ανεκτό κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιορισμό της περιουσίας. Επομένως, η επιβολή του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. δεν αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, αλλά ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος που προστατεύει την ιδιοκτησία και την κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ' του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (πλειοψ. Ολ.ΣτΕ 1972/2012). Συνεπώς, το Πρωτοδικείο, που δέχτηκε ότι το άρθρο 53 του ν. 4021/2011 αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου του Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στη συνέχεια δέχτηκε την ένδικη αγωγή, υπέπεσε στη πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ. Άρα, κατά την άποψη της μειοψηφίας, οι συναφείς τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι και έπρεπε να γίνουν δεκτοί. Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον η παρούσα απόφαση περί απορρίψεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου όσον αφορά τους δύο τελευταίους λόγους αναίρεσης λήφθηκε με διαφορά μιας ψήφου, πρέπει υποχρεωτικά να παραπεμφθούν οι περιεχόμενοι στην εν λόγω αίτηση αναιρέσεως τέταρτος και πέμπτος λόγοι στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 563 παρ.2 εδάφ. γ' ΚΠολΔ, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα ή μη των λόγων αυτών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 13-12-2012 και 12-12-2012 αιτήσεις αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε." (Δ.Ε.Η. ΑΕ) και του Ελληνικού Δημοσίου αντίστοιχα. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους τέταρτο και πέμπτο των αναιρεσίβλητων. Απορρίπτει την από 13-12-2012 αίτηση της ΔΕΗ ΑΕ για αναίρεση της 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το παράβολο με αριθμό διπλοτύπου … 372882/2012 σειρά VI) της Δ.Ο.Υ. Γ' Αθηνών. Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της από 12-12-2012 αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 1101/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κρίθηκε κατά πλειοψηφία, ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 53 του ν. 4021/11 τέλος και οι ρυθμίσεις προσδιορισμού αυτού με την εκδοθείσα κατ' εξουσιοδότηση του εν λόγω άρθρου 1211/2011 υπουργική απόφαση του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών αντίκειται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η απόφαση ελήφθη με πλειοψηφία μιας ψήφου και για το λόγο αυτό οι σχετικοί αναιρετικοί λόγοι παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
null
null
1
Αριθμός 288/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Λ. Γ. του Π., κατοίκου ..., o oποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Σ. χήρας Κ. Κ., 2) Α. Κ. του Κ. και 3) Σ. Κ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους α)Γεώργιο Αντωνόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και β) Κωνσταντίνο Μπελογιάννη. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) της ομορρύθμου τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία "…." που έχει έδρα στην …, βρίσκεται σε εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της Π. Π., κάτοικο ..., 2) Σ. Π. χήρας Η., κατοίκου ... 3) Γ. Π. του Η., κατοίκου ... και 4) Π. Π. του Η., κατοίκου ... Οι 2η, 3ος και 4η ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Η. Π. του Α. που απεβίωσε, όπως αναφέρεται στην από 19/6/2012 κλήση, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/3/2002 αγωγή του αρχικού διαδίκου Κ. Κ. και την από 10/6/2003 κύρια παρέμβαση του αρχικού διαδίκου Η. Π., που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2006 του ιδίου Δικαστηρίου και 180/2007 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 30/9/2007 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 108/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 7/2/2013 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι καλούντες-τρεις πρώτοι των αναιρεσιβλήτων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 28/3/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286, 287, 290 και 291 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται και με το θάνατο ενός των ομοδίκων. Επέρχεται δε η διακοπή από της γνωστοποίησης του λόγου τούτου προς τον αντίδικο, η οποία μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξούσιου δικηγόρου του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος της διακοπής, από τον ίδιο δε, με ρητή η σιωπηρή δήλωση, μπορεί να γίνει εκουσίως και η επανάληψη αυτής. Η παράλειψη της τελευταίας δήλωσης δεν καλύπτει τον αντίδικο, εφόσον είχε λάβει γνώση με οποιοδήποτε τρόπο του λόγου της διακοπής, να μην επικαλεστεί την έλλειψη της γνωστοποίησης και θεωρώντας τη δίκη ότι έχει διακοπεί, να επισπεύσει την επανάληψή της, τηρώντας όμως τη διαδικασία που διαγράφεται από το άρθρο 291 ΚΠολΔ, δηλαδή κοινοποιώντας δικόγραφο περί επανάληψης στον υπερ ου η διακοπή διάδικο, ο οποίος, σε περίπτωση διακοπής, συνεπεία θανάτου διαδίκου, είναι ο καθολικός διάδοχός του (κληρονόμος του), οπότε η δίκη επαναλαμβάνεται μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ (άρθρο 292 ΚΠολΔ), δηλαδή αφότου περάσουν τέσσερις μήνες από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Στην προκείμενη περίπτωση, κατόπιν της από 7.2.2013 αίτησης - κλήσης των εκ των αναιρεσιβλήτων, 1) Σ. χας Κ. Κ., 2) Α. Κ. του Κ. και 3) Σ. Κ. του Κ. - πρώτης, δεύτερου και τρίτου από αυτούς - εισάγεται για συζήτηση η από 30.9.2007 αίτηση για αναίρεση της 180/2007 απόφασης του Εφετείου Καλαμάτας, η συζήτηση της οποίας είχε αρχικά ορισθεί κατά τη δικάσιμο της 6.4.2011. οπότε δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, αλλά εμφανίσθηκαν οι αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεώργιο Αντωνόπουλο, και με αίτησή τους η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 9.5.2012, κατά την οποία - η συζήτησή της - ματαιώθηκε. Κατόπιν της από 19.6.2012 αίτησης - κλήσης των ίδιων ως άνω αναιρεσιβλήτων εισήχθη για συζήτηση η ένδικη αίτηση αναίρεση κατά τη δικάσιμο της 5.12.2012, κατά την οποία, 1) η καθ'ης η κλήση ομόρρυθμη τεχνική εταιρία με την επωνυμία "…" - τέταρτη από τους αναιρεσίβλητους - και 2) οι καθ' ων η κλήση α) Σ. Π. του Γ. χα Η. Π. του Α., β) Γ. Π. του Η. και ) Π. Π. του Η., ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος αρχικού πέμπτου από τους αναιρεσίβλητους, Η. Π. του Ηλία (βλ. την …/2008 Ληξιαρχική Πράξη του Ληξίαρχου του Δήμου Αριστομένους, το με αριθμό πρωτ. 7813/2.3.2012 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Μεσσήνης, το με αριθμό πρωτ. 7813/2.3.2012 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Μεσσήνης και τα με αριθμούς 773 και 794/6.3.2012 πιστοποιητικά του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Καλαμάτας), δεν εμφανίστηκαν. Αλλά και ο αναιρεσείων, σύμφωνα με το άρθρο 280 παρ. 3 ΚΠολΔ, θεωρήθηκε ότι δεν εμφανίστηκε, εφόσον εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεράσιμο Ανδρικογιαννόπουλο, ο οποίος, όμως, παραστάθηκε μόνο για να ζητήσει από το Δικαστήριο τούτο την αναβολή της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης, η οποία δεν έγινε δεκτή από αυτό. Ωστόσο, με την προεκδοθείσα 108/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κηρύχτηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, γιατί οι εκ των αναιρεσιβλήτων που κατά τα άνω επέσπευσαν - αλλά και τώρα επισπεύδουν - τη συζήτηση, ούτε επικαλέστηκαν ούτε προσκόμισαν εκθέσεις επίδοσης στους πιο πάνω μη εμφανισθέντες αναιρεσιβλήτους της αίτησης αναίρεσης, ούτε ισχυρίστηκαν με τις προτάσεις τους ότι επιδόθηκε σ' αυτούς η αίτηση αναίρεσης, αλλά ισχυρίστηκαν ότι επιδόθηκε σ' αυτούς η πιο πάνω αίτηση - κλήση για συζήτηση αυτής, που, όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 1 και 3, 568 παρ. 1 και 4 και 498 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν αρκούσε μόνη της για το νόμιμο της κλήτευσής τους, αλλά απαιτείτο να τους επιδοθεί και αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης. Περαιτέρω, και κατά τη νέα προσδιορισθείσα και στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο (της 20.11.2013) δεν εμφανίσθηκαν, 1) ο αναιρεσείων και 2) οι προαναφερθέντες καθ' ων η κλήση αναιρεσίβλητοι - τέταρτη από τους αναιρεσιβλήτους ομόρρυθμη πιο πάνω εταιρία και οι άνω υπό στοιχεία 2α, 2β και 2γ καθ' ων η κλήση, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος αρχικού πέμπτου από τους αναιρεσιβλήτους, Η. Π. του Ηλία, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Όπως, όμως, προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης .../26.8.2013, .../28.8.2013, ...'/28.8.2013, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας …, στην τελευταία των οποίων προσαρτώνται η από 29.8.2013 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και η από ίδια ημερομηνία βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ. 4 γ' ΚΠολΔ, .../2.9.2013, ...'/8.3.2012 τού δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … και .../2.3.2012, .../5.3.2012, .../5.3.2012, .../2.3.2012 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας …, στην τελευταία των οποίων προσαρτώνται η από 5.3.2012 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και η υπό ίδια ημερομηνία βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ. 4 γ'ΚΠολΔ ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και ακριβές αντίγραφο της από 7.2.2013 αίτησης - κλήσης, στο τέλος της οποίας είναι καταχωρημένη η πράξη, με την οποία δικάσιμος για την επισπευδόμενη με την κλήση αυτή συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης ορίστηκε η στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμος (της 20.11.2013), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους ανωτέρω μη εμφανισθέντες αναιρεσείοντα και καθ' ων η κλήση αναιρεσιβλήτους, με κλήση για να παραστούν κατά τη συζήτηση αυτή και πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν και εκείνη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, η δίκη να επαναληφθεί και να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης παρά την απουσία τους. II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 73 και 556 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης είναι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, η έλλειψη του οποίου ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Το έννομο συμφέρον πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και να είναι ατομικό (προσωπικό) και άμεσο του διαδίκου, ο οποίος υπέστη βλάβη από την απόφαση. Η βλάβη αυτή προκαλείται από την απώλεια της δίκης για τον παραπονούμενο διάδικο και προκύπτει από τη σύγκριση των αιτημάτων με το διατακτικό της απόφασης. Συνεπώς, απαιτείται να κρίνεται πρωταρχικά αν ο διάδικος που ασκεί την αναίρεση έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ηττηθείς δε θεωρείται ο διάδικος, όταν απορρίφθηκαν ολικά ή μερικά οι αιτήσεις του, ανεξάρτητα αν η απόρριψη έγινε για ουσιαστικούς ή τυπικούς λόγους ή έγιναν, έστω και μερικώς δεκτές οι αιτήσεις του αντιδίκου του (ΑΠ 111/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, αναφέρει ότι ο αρχικός ενάγων, Κ. Κ., στη θέση του οποίου υπεισήλθαν λόγω του θανάτου του οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγός του - πρώτη αναιρεσίβλητη - και τα τέκνα του - δεύτερος και τρίτος αναιρεσίβλητοι, άσκησε κατά του αναιρεσείοντος και της τέταρτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία " …" την από 6.3.2004 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, με την οποία ισχυρίστηκε ότι η προαναφερόμενη ομόρρυθμη τεχνική εταιρία συνεστήθη νόμιμα δυνάμει του από 17-9-1969 ιδιωτικού συμφωνητικού, με μοναδικούς ομόρρυθμους εταίρους του αναιρεσείοντα και του αρχικού ενάγοντα Κ. Κ. με ποσοστό συμμετοχής 1/2 ο καθένας. Ότι η ομόρρυθμη αυτή εταιρία λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση και οι εταίροι της διορίστηκαν εκκαθαριστές, δυνάμει της .../4-9-1973 πράξης του συμβολαιογράφου Καλαμάτας Νικόλαου Μασουρίδη, που καταχωρίσθηκε νόμιμα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Καλαμάτας, και από τη λύση της, ήτοι από 4.9.1973, οι εταίροι συμφώνησαν και προχώρησαν και σε άμεση διανομή της εταιρικής περιουσίας, στο πλαίσιο της οποίας διένειμαν όλα τα ακίνητα της εταιρίας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου σε καθένα. Ότι γνωστοποιήθηκε στην εταιρία αυτομάτων η έναρξη νομής τους επί των άνω ακινήτων, λόγω της ιδιότητάς τους ως μοναδικών εταίρων, συνδιαχειριστών και συνεκκαθαριστών αυτής και ότι, κατόπιν αυτών, ο ενάγων, ως νεμηθείς από 4-9-1973 τα ένδικα ακίνητα αδιακόπως μέχρι την άσκηση της αγωγής, ήτοι επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, έγινε κύριος αυτών κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, κατά το οποίο και ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος αυτών. Στη δίκη παρενέβη ο πέμπτος αναιρεσίβλητος, με την από 10-6-2003 κύρια παρέμβασή του, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η κυριότητα των επίδικων ακινήτων - 18 οριζόντιων ιδιοκτησιών - ανήκει στην προαναφερόμενη ομόρρυθμη τεχνική εταιρία. Επί της ανωτέρω αγωγής και κύριας παρέμβασης εκδόθηκε η 114/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, με την οποία απορρίφθηκαν ως αόριστες και η αγωγή και η κύρια παρέμβαση. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση από τους τρεις πρώτους αναιρεσίβλητους και εκδόθηκε επ' αυτής η 180/2007 προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Καλαμάτας, με την οποία έγινε η έφεση δεκτή ως προς τον αναιρεσείοντα και την τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη τεχνική εταιρία και απορρίφθηκε ως προς τον πέμπτο αναιρεσίβλητο (Η. Π.) ως απαράδεκτη - διότι δεν περιείχε κάποιο λόγο έφεσης που να στρέφεται εναντίον του - έγινε δε εν τέλει δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε ο αρχικώς ενάγων - στη θέση του οποίου, όπως προεκτέθηκε, λόγω του θανάτου του υπεισήλθαν οι τρεις πρώτοι αναιρεσίβλητοι, σύζυγος και τέκνα του - κύριος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων - οριζόντιων ιδιοκτησιών - τα οποία φέρονταν ότι άνηκαν στην τέταρτη αναιρεσίβλητη υπό εκκαθάριση τελούσα ομόρρυθμη τεχνική εταιρία. Από τα ανωτέρω που δέχτηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων (εναγόμενος) έχει ηττηθεί με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή του (των) αντιδίκου (αντιδίκων) του, και, συνεπώς, ως υποστάς βλάβη από την απώλεια της δίκης, έχει έννομο συμφέρον για τη άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, και, πρέπει, επομένως, η ένσταση των αντιδίκων του αναιρεσίβλητων περί απαραδέκτου της αίτησης αναίρεσης για έλλειψη έννομου συμφέροντος προς άσκησή της, η οποία προβάλλεται παραδεκτά με τις έγγραφες προτάσεις τους, που έχουν κατατεθεί στην προθεσμία του άρθρου 570 παρ. 1 ΚΠολΔ, και εξετάζεται άλλωστε και αυτεπαγγέλτως, να απορριφθεί ως αβάσιμη. III. Κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ "όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή". Η διάταξη αυτή, με την οποία προβλέπονται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της παροχής έννομης προστασίας είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου. Το έννομο συμφέρον αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής, που πρέπει να υφίσταται (βάσει ελεύθερης απόδειξης) κατά το χρόνο συζήτησης, (αλλά και σε κάθε στάση της δίκης), και να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, ν' αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό (όχι όμως απαραιτήτως και το μείζον) ένδικο μέσον, για την εξάλειψη της αβεβαιότητας, που δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος ή προκαλεί άλλο κίνδυνο στα έννομα συμφέροντά του (ΑΠ 640/2003 ΕλΔνη 45.1347). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης αγωγής και δέχτηκε, άλλωστε, και το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτίθεται σ' αυτήν - αγωγή - "ότι η ύπαρξη της έννομης σχέσης (κυριότητας), την αναγνώριση της οποίας επιδιώκει ο ενάγων, είναι αβέβαιη και αμφίβολη", δηλαδή περιστατικά που δικαιολογούν - θεμελιώνουν - το έννομο συμφέρον του ενάγοντος προς άσκηση της ένδικης αγωγής, και, συνεπώς, όχι παρά το νόμο - το Εφετείο - παρέλειψε να κηρύξει την αγωγή απαράδεκτη για έλλειψη, τάχα, έννομου συμφέροντος και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. IV. Η διάταξη του άρθρου 72 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία το νομικό πρόσωπο μόλις διαλυθεί βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση και ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση θεωρείται ότι υπάρχει για τις ανάγκες και το σκοπό της εκκαθάρισης, που έγκειται στη ρευστοποίηση του ενεργητικού, τη διαπίστωση και εξόφληση των χρεών και στη συνέχεια στην απόδοση των εισφορών και τη διανομή του τυχόν υπολοίπου μεταξύ των εταίρων, έχει εφαρμογή κατ' άρθρο 18 ΕΝ και στην ομόρρυθμη εμπορική εταιρία. Όπως δε προκύπτει κατά τρόπο σαφή από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 72 ΑΚ, στην περίπτωση λύσης της ομόρρυθμης εταιρίας το στάδιο της εκκαθάρισης ακολουθεί αυτοδικαίως και υποχρεωτικά με την έννοια ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων. Μπορούν όμως οι εταίροι εκκαθαριστές να αποκλίνουν ως προς τον τρόπο εκκαθάρισης, ενόψει του ενδοτικού χαρακτήρα των ειδικότερων για την εκκαθάριση των εταιριών διατάξεων των άρθρων 777 επ. ΑΚ. Έτσι, εφόσον οι εκκαθαριστές εταίροι συμφωνούν, μπορούν να αποσπάσουν λ.χ. την εταιρική περιουσία από το νομικό πρόσωπο και να την αποδώσουν στους εαυτούς τους, διανέμοντας την με όποιο τρόπο επιθυμούν, είτε παραμένοντας συγκύριοι όλοι, είτε μεταβιβάζοντάς την σε κάποιον από αυτούς ή τρίτο που θα αναλάβει τις υποχρεώσεις, είτε πουλώντάς την ως ενιαία εταιρική επιχείρηση, χωρίς προηγούμενη ικανοποίηση του παθητικού της εταιρίας (ΑΠ 120/1998, ΑΠ 412/1990). Τούτο μάλιστα και διότι η εις ολόκληρον ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων δεν επηρεάζεται, αφού η ευθύνη τους αυτή διατηρείται εφόσον υφίσταται εταιρική οφειλή (ΑΠ 467/1991). Εξάλλου, για την ίδρυση του από το άρθρο 559 αριθ. 1α ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει το δικαστήριο να απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή να αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ή να προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, ενώ για τη ίδρυση του από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης για στέρηση της απόφασης από τη νόμιμη βάση της, πρέπει από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, να μην προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δε εφαρμόσθηκε. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντέστασης και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από τη προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Με την υπ' αριθμ. .../73 πράξη του συμβολαιογράφου Καλαμάτας Νικόλαου Μασουρίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα, η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη τεχνική εταιρία λύθηκε κατόπιν συμφωνίας των ενάγοντος και δεύτερου εναγομένου, που ήταν τα μόνα ομόρρυθμα μέλη της, με συμμετοχή του καθενός στα κέρδη και τις ζημίες εξ ίσου, ήτοι κατά το ήμισυ. Με την ίδια συμβολαιογραφική πράξη οι εταίροι συμφώνησαν ότι η εταιρία τελεί έκτοτε σε εκκαθάριση και θα εξακολουθήσει να υφίσταται για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, διόρισαν δε τους εαυτούς τους ως εκκαθαριστές. Κατά τον παραπάνω χρόνο (1973) η πρώτη εναγομένη ήταν αποκλειστική κυρία 18 ακινήτων (διαμερισμάτων γραφείων, διαμερίσματος κατοικίας και αποθηκών)...Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω ομόρρυθμοι εταίροι, ήτοι ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος, απέσπασαν κατά το έτος 1973, δηλαδή κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, την εταιρική περιουσία της πρώτης εναγομένης, αποτελουμένη, όπως ήδη εκτέθηκε, από τα ανωτέρω επίδικα ακίνητα και τα ιδιοποιήθηκαν ατύπως, ενεργώντας συνεχώς για λογαριασμό τους και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό τους τις ακόλουθες πράξεις νομής έως το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (2002)". Στη συνέχεια, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση συγκεκριμένες πράξεις νομής και ακολούθως το Εφετείο καταλήγει στην κρίση ότι ο ενάγων έγινε συγκύριος κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου των επίδικων πιο πάνω ακινήτων, ως νεμηθείς αυτά με διάνοια συγκυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (ΑΚ 1045) και εν τέλει δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα συγκύριο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου των άνω επίδικων ακινήτων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 72-75 και 778-783 ΑΚ, ενώ ορθά δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 46 του ν. 3190/1955, η οποία, ως αφορώσα στην εκκαθάριση εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που προαναφέρθηκαν και, συνεπώς, οι πρώτος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. V. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, ανέσταση) μέσο, όχι δε και τα απλά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε τα πραγματικά περιστατικά, που προτείνονται ως άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής ή της ένστασης (ΟλΑΠ 469/1984), εκτός αν έχουν προταθεί με λόγο έφεσης, αλλ' όχι ως επιχειρήματα, που στηρίζουν τον ίδιο ή τον άλλο λόγο έφεσης (ΑΠ 783/2001). Εξάλλου, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 777 επ. ΑΚ που διαλαμβάνουν περί του τρόπου εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας, επιτρέπεται αντίθετη συμφωνία είτε στην εταιρική σύμβαση είτε μεταγενέστερα μεταξύ των εταίρων και ακόμη και μετά τη λύση της εταιρίας (ΑΠ 412/1990). Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. α' ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν - τα οποία και δέχτηκε ως αβάσιμα και κατ' ουσίαν - και συγκεκριμένα, ότι "οι παραπάνω ομόρρυθμοι εταίροι, ήτοι ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος, απέσπασαν κατά το έτος 1973, δηλαδή κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, την εταιρική περιουσία της πρώτης εναγομένης", αν και στην αγωγή ο ενάγων επικαλέστηκε, ότι η συμφωνία περί άμεσης διανομής της εταιρικής περιουσίας συνήφθη (όχι κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, αλλά) συγχρόνως με τη συμφωνία να τεθεί η εταιρία σε εκκαθάριση, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, γιατί αφορά όχι αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι δηλαδή "πράγμα", κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30.9.2007 αίτηση του Λ. Γ. του Π. για αναίρεση της 180/2007 απόφασης του Εφετείου Καλαμάτας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων πρώτης, δεύτερου και τρίτου αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014 . Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί εκκαθάρισης ομόρρυθμης εταιρίας, εφόσον οι εκκαθαριστές εταίροι συμφωνούν, μπορούν να αποκλίνουν ως προς τον τρόπο εκκαθάρισης ενόψει του ενδοτικού χαρακτήρα των διατάξεων των άρθρων 774 επ. ΑΚ, μπορούν δηλαδή οι εκκαθαριστές εταίροι, εφόσον συμφωνούν, να αποσπάσουν λ.χ. την εταιρική περιουσία από το νομικό πρόσωπο και την αποδώσουν στους εαυτούς τους, διανέμοντάς την με όποιο τρόπο επιθυμούν, είτε παραμένοντας συγκύριοι όλοι, είτε μεταβιβάζοντάς την σε κάποιον από αυτούς ή τρίτο που θα αναλάβει τις υποχρεώσεις, είτε πουλώντας την ως ενιαία εταιρική επιχείρηση, χωρίς προηγούμενη ικανοποίηση του παθητικού της εταιρίας.
Εκκαθάριση εταιρίας
Εκκαθάριση εταιρίας.
0
Αριθμός 281/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1)Σ. συζ. Δ. Σ., το γένος Ν. Π. και 2)Β. συζ. Α. Ζ., το γένος Α. Π., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γκολφίνο Γκολφινόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ν. Ε. του Α., 2)Γ. Β. του Α. και 3)Α. - Μ. Β. του Α., κατοίκων ..., ως κληρονόμων της Φ. χήρας Α. Ε., το γένος Ν. Σ., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παναγόπουλο και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/4/1993 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και εκδόθηκε η 1779/1994 μη οριστική απόφασή του. Στη συνέχεια ασκήθηκε ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου η από 3/8/1994 επικουρική αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών που συνεκδικάσθηκε με την αρχική αγωγή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1341/1995 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 12020/1995 του Εφετείου Αθηνών και μετ' ανακοπή η 7222/1998 του Εφετείου Αθηνών. Κατόπιν αυτών εκδόθηκε η 4309/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η 5294/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση τελευταίας απόφασης καθώς και της 12020/1995 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 30/5/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 7/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 178 Α.Κ. δικαιοπραξία που αντιβαίνει, στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου που σκέπτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας κρίνεται από το περιεχόμενό της, ενόψει όχι μεμονωμένα της αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων, που τη συνοδεύουν (Α.Π.826/89 ΕΛ.Δ.31. 1237). Από το πιο πάνω άρθρο καλύπτονται και οι περιπτώσεις εκείνες, όπου αν και υπάρχει εκμετάλλευση δεν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 179 Α.Κ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε τα εξής: "Δυνάμει του υπ' αριθμ.../24.7.1986 συμβολαίου ως συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής, Ασπασίας Αρχοντάκη-Φλούδα, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο Π. Λ. του Α., ηλικίας τότε 80 ετών, πώλησε και μεταβίβασε στην αρχικώς εναγομένη Φ. Ε., κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας ο ίδιος την επικαρπία εφ' όρου ζωής του, μία διώροφη οικία, με τα παραρτήματα και παρακολουθήματά της, κτισμένη σε οικόπεδο, επιφανείας, κατά τους τίτλους κτήσεως, 171,56 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 248 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "…" της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου αυτού και επί της οδού …. αποτελούμενη (η οικία) από ισόγειο επιφάνειας 112,70 τ.μ. και πρώτο όροφο επιφάνειας 58,50 τ.μ. Σύμφωνα με το ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ως τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε το ποσό των 4.500.000 δραχμών, το οποίο, όπως ρητά αναγράφεται στο συμβόλαιο αυτό, καταβλήθηκε σε μετρητά από την αγοράστρια στον πωλητή, τμηματικώς, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου και εκτός του τόπου σύνταξης αυτού, όπως ρητά διαβεβαίωσαν, σχετικά, οι συμβαλλόμενοι τη συντάξασα τούτο συμβολαιογράφο. Κατά το χρόνο σύνταξης του άνω αγοραπωλητήριου συμβολαίου, ο πωλητής Π. Λ. διέμενε στον οίκο ευγηρίας με τίτλο "..." που διατηρούσε στο Χαλάνδρι Αττικής η εταιρία με την επωνυμία "…", της οποίας ομόρρυθμο μέλος και διαχειρίστρια ήταν η εναγομένη. Στον εν λόγω οίκο ευγηρίας ο άνω πωλητής είχε εισαχθεί από τις 13-3-1986, ενώ προηγουμένως κατοικούσε μόνος του (εστερείτο συζύγου και τέκνων) στην ως άνω πωληθείσα οικία. Στις 29-7-1989 απεβίωσε ο ανωτέρω Π. Λ. (διέμενε ακόμη στον παραπάνω οίκο ευγηρίας) και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις ενάγουσες (ήδη αναιρεσείουσες) ως πλησιέστερες κατά το χρόνο του θανάτου του συγγενείς του (η πρώτη ως τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού του Ν. Π. και η δεύτερη ως τέκνο του προαποβιώσαντος Α. Π. που ήταν τέκνο του προαναφερθέντος αδελφού του θανόντος) και μάλιστα κατά ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ αδιαθέτου από καθεμία... Οι ενάγουσες, με την ένδικη αγωγή τους... ισχυρίζονται ότι η ως άνω σύμβαση πωλήσεως (μεταξύ κληρονομουμένου και εναγομένης) είναι άκυρη λόγω της αντίθεσης της στα χρηστά ήθη, αφού η εναγομένη εκμεταλλεύτηκε τα αναφερόμενα προβλήματα υγείας (αρτηριοσκλήρυνση, γεροντική άνοια, σακχαρώδη διαβήτη και καρδιακή ανεπάρκεια) που αντιμετώπιζε ο άνω πωλητής (κληρονομούμενος), καθώς και τη σχέση υπεροχής της (ως διευθύντριας του οίκου ευγηρίας) και τον έπεισε να της πωλήσει την ψιλή κυριότητα της παραπάνω οικίας του, αντί του ποσού των 4.500.000 δραχμών, ενώ η πραγματική αξία αυτής ανερχόταν σε 10.000.000 δραχμές... Όμως... δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των ως άνω υποστηριζόμενων από τις ενάγουσες περί αντίθεσης της δικαιοπραξίας στα χρηστά ήθη. Ειδικότερα, προς απόδειξη των προβλημάτων υγείας του άνω πωλητή, οι ενάγουσες προσκομίζουν (μεταξύ άλλων) το από 19-6-1992 πιστοποιητικό του Διοικητικού Διευθυντή του νοσοκομείου Αθηνών "Η ΕΛΠΙΣ", το από 10-7-1985 ενημερωτικό ιατρικό σημείωμα του άνω νοσοκομείου, το από 3-3-1986 ενημερωτικό σημείωμα του Διευθυντή της παθολογικής κλινικής του θεραπευτηρίου ΙΚΑ Τ. και την από 3-7-1992 ιατρική βεβαίωση του Διοικητικού Διευθυντή του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Μελισσιών Α. ΦΛΕΜΙΓΚ (πρώην άνω θεραπευτηρίου). Σύμφωνα με τα ιατρικά αυτά έγγραφα, ο ανωτέρω πωλητής νοσηλεύτηκε, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-1985 έως και 9-7-1985, στο νοσοκομείο "Η ΕΛΠΙΣ" για γαστρορραγία, έχοντας υποβληθεί σε γαστρεκτομή προ 40ετίας περίπου. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από 25-2-1986 έως 3-3-1986, νοσηλεύτηκε στο άνω θεραπευτήριο του ΙΚΑ (όπου μεταφέρθηκε μέσω ΕΚΑΒ για επεισόδιο απώλειας συνειδήσεως) για ήπιο σακχαρώδη διαβήτη. Κατά το καρδιογράφημα, στο οποίο υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, εμφάνισε έκτακτες κολπικές συστολές, κατά δε τη νευρολογική εξέταση του, δεν ανευρέθη κάτι από την ψυχική του σφαίρα, ενώ αναφέρεται συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση. Όπως δε, ειδικότερα, αναγράφεται στην ως άνω από 3-7-1992 ιατρική βεβαίωση του νοσοκομείου "Α.ΦΛΕΜΙΓΚ" (διαδόχου του άνω θεραπευτηρίου), σύμφωνα με το ιστορικό νοσηλείας του στο άνω θεραπευτήριο (από 25-2-1986 έως 3-3-1986), ο ανωτέρω (πωλητής) "από ακαθόριστο χρόνο πριν έπασχε από γεροντική άνοια". Την προαναφερόμενη όμως κατάσταση της υγείας του (μετέπειτα αποβιώσαντος) πωλητή, αλλά και την ανάγκη αυτού για φροντίδα και περίθαλψη, δεν αποδείχθηκε ότι εκμεταλλεύτηκε η εναγομένη, ως Διευθύντρια του οίκου ευγηρίας όπου αυτός διέμενε, πείθοντας τον, έτσι, να συνάψουν, στις 14-7-1986, την επίδικη αγοραπωλησία της παραπάνω οικίας του. Δεν αποδείχθηκε, δηλαδή, από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι η εναγομένη επωφελήθηκε την άνω κατάσταση της υγείας του πωλητή, καθώς και τη σχέση υπεροχής της που είχε μαζί του (λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητας της), και ότι, με κατάλληλους χειρισμούς, πέτυχε τη μεταβίβαση σ' αυτήν της άνω οικίας του (κατά ψιλή κυριότητα) με μειωμένη αντιπαροχή. Πρέπει δε να αναφερθεί, ότι, για τη φροντίδα και περίθαλψη, που, πράγματι, παρείχετο στον ανωτέρω, στον οίκο ευγηρίας που διηύθυνε η εναγομένη, αυτός κατέβαλλε (μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γ. Γ.) τροφεία, ύψους 45.000 δραχμών μηνιαίως. Εξάλλου, η ύπαρξη διανοητικής αδυναμίας του πωλητή, κατά το χρόνο κατάρτισης της συμβάσεως, δεν καθιστά και ανήθικη τη σύμβαση αυτή, δεδομένου ότι η ανικανότητα από την εν λόγω αιτία (πνευματική νόσο) προς κατάρτιση δικαιοπραξίας ρυθμίζεται ιδιαιτέρως από το άρθρο 131 ΑΚ (ΑΠ 727/1994 Δνη 1996, 71). Επίσης, ενισχυτικό της παραπάνω κρίσεως για τη μη συνδρομή του στοιχείου της εκμετάλλευσης στο πρόσωπο της εναγομένης, αποτελεί και το γεγονός, ότι με το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, μεταβιβάστηκε σ' αυτήν (εναγομένη) μόνον η ψιλή κυριότητα του άνω ακινήτου, ενώ η επικαρπία αυτού παρακρατήθηκε εφ' όρου ζωής από τον πωλητή, πράγμα το οποίο δεν συνάδει με την οποιαδήποτε διάθεση και βούληση της εναγομένης (αγοράστριας) να εκμεταλλευτεί τα προαναφερόμενα στοιχεία (κατάσταση υγείας του πωλητή και σχέση υπεροχής της) και να καρπωθεί, με αθέμιτο τρόπο, την περιουσία του ηλικιωμένου τροφίμου του άνω οίκου ευγηρίας. Πέραν των ανωτέρω, και σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι το ως άνω συμφωνηθέν (για την πώληση της ψιλής κυριότητας της προπεριγραφείσας οικίας) τίμημα των 4.500.000 δραχμών υπελείπετο, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, και μάλιστα σημαντικά, της πραγματικής και αγοραίας αξίας αυτής (οικίας), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγουσες, που προσδιορίζουν την εν λόγω αξία σε 10.000.000 δραχμές. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από την, περιεχόμενη στην άνω εισηγητική έκθεση, κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών (γείτονα του αποβιώσαντος πωλητή), σύμφωνα με την οποία αυτός (μάρτυρας) εκτιμά (αορίστως) ότι η αξία της πωληθείσας οικίας (με κριτήριο το ότι ήταν διώροφη, πέτρινη με κήπο) ανήρχετο, κατά το χρόνο σύναψης της πωλήσεως, σε 10.000.000 δραχμές, χωρίς όμως να διευκρινίζει στην κατάθεση του εάν η εν λόγω αξία αφορά την ψιλή (που ενδιαφέρει εν προκειμένω) ή την πλήρη κυριότητα του ακινήτου αυτού. Εξάλλου, το γεγονός ότι το ως άνω συμφωνηθέν τίμημα για την πωληθείσα ψιλή κυριότητα του άνω ακινήτου (4.500.000 δρχ.) υστερεί σε σύγκριση με την αντικειμενική αξία αυτού, η οποία, κατά τα αναγραφόμενα στο προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ανέρχεται σε 4.805.270 δραχμές, δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση για το εν λόγω ζήτημα, καθόσον μάλιστα η παρατηρούμενη αυτή υστέρηση δεν είναι σημαντική και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι επιτρεπτό, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, να ωφελείται κάποιος από σύμβαση με αντίστοιχη ζημία του αντισυμβαλλομένου. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, στο επίμαχο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο αναγράφεται ότι το ως άνω συμφωνηθέν τίμημα καταβλήθηκε ολόκληρο σε μετρητά, από την αγοράστρια στον πωλητή, πριν από την υπογραφή του εν λόγω συμβολαίου και εκτός του τόπου υπογραφής αυτού, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, όπως, περί αυτού, διαβεβαίωσαν ρητά οι συμβαλλόμενοι τη συντάξασα το συμβόλαιο συμβολαιογράφο. Την αναλήθεια του περιεχομένου των εν λόγω διαβεβαιώσεων (δηλώσεων) των συμβαλλομένων (περί καταβολής του τιμήματος εκτός του συμβολαιογραφικού γραφείου) δεν απέδειξαν (ανταποδεικτικά κατ' άρθρο 441 παρ. 1 του ΚΠολΔ), με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, οι ενάγουσες, παρότι αυτές υποστηρίζουν ότι δεν καταβλήθηκε κάποιο τίμημα από την εναγομένη στον πωλητή για την επίμαχη πώληση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη σύμβαση πωλήσεως είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη κατά την έννοια του άρθρου 178 ΑΚ και, ως εκ τούτου, η σύμβαση αυτή δεν είναι άκυρη. Επομένως, η ένδικη επιβοηθητική αγωγή, ως προς τη ... βάση της (της αντίθεσης της σύμβασης στα χρηστά ήθη), πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν".Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και τη στέρησε, έτσι, από τη νόμιμη βάση της, αφού δέχτηκε, ότι ο άνω αποβιώσας πωλητής - τον οποίο και κληρονόμησαν οι αναιρεσείοντες - έπασχε από γεροντική άνοια "από ακαθόριστο χρόνο πριν από την 25.2.1986" και συνάμα αι από ήπιο σακχαρώδη διαβήτη, ενώ είχε εμφανίσει και έκτακτες κολπικές συστολές, και ακολούθως κατέληξε στην κρίση, ότι η αρχικώς εναγομένη - η οποία έχει και αυτή αποβιώσει και στη θέση της έχουν υπεισέλθει οι ήδη αναιρεσίβλητοι κληρονόμοι της - κατά τη σύναψη, στις 24.7.1986, της επίδικης αγοραπωλησίας, ως Διευθύντρια του οίκου ευγηρίας στον οποίο ο εν λόγω πωλητής διέμενε, δεν εκμεταλεύτηκε την άνω κατάσταση της υγείας του, ούτε τη σχέση υπεροχής της, ως εκ της προαναφερθείσας ιδιότητάς της τής Διευθύντριας, ώστε να πετύχει να συμπράξει στην κατάρτιση της επίδικης αγοραπωλησίας και να της μεταβιβάσει την άνω οικία, χωρίς, όμως, και να αναφέρει περιστατικά θεμελιωτικά της κρίσης του αυτής, πού περισσότερο, μάλιστα, που, ενώ, δέχτηκε, ότι "δεν αποδείχθηκε ότι το συμφωνηθέν... τίμημα των 4.500.000 δραχμών υπελείπετο της πραγματικής και αγοραίας αξίας της (οικίας), την οποία οι ενάγουσες αβάσιμα προσδιορίζουν σε 10.000.000 δραχμές" δεν προσδιορίζει αυτήν - πραγματική και αγοραία αξία της - συγκεκριμένα, ώστε να μπορεί να κριθεί εάν η εν λόγω δικαιοπραξία είναι ή όχι αντίθετη στα χρηστά ήθη και να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 178 ΑΚ. Επομένως, είναι βάσιμος ο πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και πρέπει να γίνει δεκτός. ΙΙ). Κατά το αρθρ. 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη. Και ναι μεν κατ' αρθρ. 17 παρ. 2 του ν. 2915/29-5-2001, από την παραπάνω διάταξη διαγράφηκε η φράση "ή δεν διέταξε απόδειξη", πλην όμως σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 22 παρ. 2 του ίδιου νόμου, στις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1-1-2002) ως η παρούσα, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα και συνεπώς και η άνω διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ., ως είχε. Εξάλλου η διάταξη αυτή ισχύει όσον αφορά την υποχρέωση του δικαστηρίου να διατάξει αποδείξεις, στην τακτική διαδικασία στο Πολυμελές Πρωτοδικείο αν εφαρμόσθηκε η διαδικασία του αρθρ. 270 παρ. 1 σε συν. με 226 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., δηλ. ο πρόεδρος του δικαστηρίου με πράξη του επί της αγωγής ορίζει ότι απαιτείται η έκδοση προδικαστικής απόφασης. Περαιτέρω το δικαστήριο δεν τάσσει απόδειξη και για ουσιώδη ακόμη περιστατικά, αν αυτά αποδεικνύονται με τα' αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται προαποδεικτικώς? αν τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά δεν παρέχουν πλήρη απόδειξη, αλλά μόνο τεκμήριο, το Δικαστήριο οφείλει να διατάξει απόδειξη για να μη στερηθεί ο αντίδικος του προσκομίζοντας αυτά, του δικαιώματος της ανταπόδειξης, αλλιώς υποπίπτει στην παραπάνω πλημμέλεια (Α.Π. 336/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 10 περ. β' ΚΠολΔ - όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή -, γιατί το Εφετείο, παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς να διατάξει απόδειξη γι' αυτά και συγκεκριμένα γιατί δέχτηκε, ότι η εφεσίβλητη - εναγομένη αγοράστρια Φ. Ε. κατέβαλε στον πωλητή θείο των αναιρεσειουσών Π. Λ. το αναγραφόμενο στο επίμαχο πωλητήριο συμβόλαιο τίμημα των 4.500.000 δραχμών, χωρίς γι' αυτό να διατάξει απόδειξη και οι αναιρεσείουσες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους και με την έφεσή τους ότι ουδέποτε κατέβαλε τούτο η αγοράστρια. Όπως προκύπτει από την προεκδοθείσα 12020/1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχτηκε ως νόμιμη την αγωγή κατά τη βάση της από την ΑΚ 178 και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, κράτησε την υπόθεση και διέταξε αποδείξεις ως προς τα επικαλούμενα θεμελιωτικά της βάσης αυτής της αγωγής πραγματικά περιστατικά - αφού η υπόθεση είχε εκδικασθεί στο πιο πάνω Πολυμελές Πρωτοδικείο κατά την τακτική διαδικασία και δεν υπήρχαν αποδείξεις για τα κρίσιμα θέματα προαποδεικτικώς προσαχθείσες, που να μην καθιστούν αναγκαία την έκδοση προδικαστικής απόφασης - χωρίς όμως να διατάξει απόδειξη ως προς τον προεκτεθέντα που αφορά τη μη καταβολή του τιμήματος αγωγικό ισχυρισμό. Ακολούθησε δε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία - χωρίς να έχει διαταχθεί απόδειξη ως προς τον αγωγικό αυτό ισχυρισμό - απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Με τα δεδομένα αυτά και το γεγονός ότι επί της ένδικης αγωγής υπάρχει πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, από 4.8.1994, στην οποία ορίζεται ότι απαιτείται η έκδοση προδικαστικής απόφασης, το Εφετείο έπρεπε, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που είχε απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, κατ' αποδοχή του σχετικού λόγου, να διατάξει απόδειξη και ως προς τον προεκτεθέντα αγωγικό ισχυρισμό, που παρέλειψε. Γι' αυτό ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 5294/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατ’ άρθρο 17 παρ.2 του ν. 2915/29-5-2001, από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ – με βάση την οποία ιδρυόταν λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη – διαγράφηκε η φράση «ή δεν διέταξε απόδειξη», πλην όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του ίδιου νόμου, στις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1.1.2002) εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα και συνεπώς και η άνω διάταξη του άρθρ.559 αρ.10 ΚΠολΔ, ως είχε.
Αδικοπραξία
Αδικοπραξία .
0
Αριθμός 279/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών - καθών η κλήση: 1)Α. Σ. του Κ., κατοίκου ... η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 2)Ά. συζ. Ι. Κ., το γένος Ε. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μπότσαρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Ι. Κ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Σταματόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Α. Δ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/11/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 30/2006 μη οριστική, 4522/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6863/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 5/3/2010 αίτηση τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 139/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει ο καλών με την από 21/9/2012 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 21/10/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η από 5/3/2010 αίτηση για αναίρεση της 6863/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος του 1ου αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τα άρθρα 568 και 576 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, την οποία επισπεύδει ένας από τους αναιρεσιβλήτους, απουσιάζει ο αναιρεσείων και κάποιος άλλος αναιρεσίβλητος και αυτοί έχουν κλητευθεί νόμιμα, και εμπρόθεσμα στην ορισθείσα δικάσιμο η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσςη δικάσιμο, η οποία είχε ορισθεί κατόπιν της από 21-9-2012 κλήσεως του επισπεύδοντος πρώτου αναιρεσιβλήτου, απουσίαζαν η πρώτη αναιρεσείουσα και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος (που είχε ασκήσει στο Εφετείο πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του πρώτου) οι οποίοι και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ..../25-1-2013 και .../25-1-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται ο επισπεύδων πρώτος αναιρεσίβλητος, ο τελευταίος επέδωσε στους απουσιάζοντες ως άνω διαδίκους, αντίστοιχα, αντίγραφο της ανωτέρω κλήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η προαναφερθείσα δικάσιμος προς συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως, στην οποία και τους καλεί να παραστούν. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η συζήτηση θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. ΙΙ. Λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται μη πραγματική παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη υπ'αριθμ.6863/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το δικαστήριο, κρίνοντας, κατόπιν εφέσεως του πρώτου αναιρεσιβλήτου - εναγομένου, την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσειόντων ως προς την στηριζόμενη στην τακτική, με νομιζόμενο τίτλο, χρησικτησίας βάση της, ως προς την οποία είχε γίνει κατ'ουσίαν δεκτή πρωτοδίκως, δέχθηκε ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή περιστατικά δεν συνιστούν κατά νόμον την έννοια του νομιζόμενου τίτλου και την κτήση, με αυτόν (και τα λοιπά στοιχεία του νόμου), της κυριότητας με τακτική χρησικτησία, και απέρριψε εξ αυτού του λόγου την αγωγή ως προς την προαναφερθείσα βάση της, αναφέροντας σχετικά τα ακόλουθα: "Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκανε δεκτή την επικουρική βάση της αγωγής, δεχόμενο ότι απέκτησαν οι ενάγουσες το επίδικο ακίνητο με νομιζόμενο τίτλο (...), έσφαλε, και πρέπει να γίνουν δεκτοί ο δεύτερος και ο τέταρτος από τους λόγους της έφεσης (....), να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο που έκανε δεκτή την επικουρική βάση της αγωγής και να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο. Στη συνέχεια να δικαστεί η αγωγή ως προς τη βάση αυτή και να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία. Για τους λόγους αυτούς. Δέχεται τυπικά και στην ουσία την έφεση. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθμό 4522/2008 οριστική απόφαση του Μον.Πρωτ.Αθηνών, ως προς το κεφάλαιο που έγινε δεκτή η αγωγή. Κρατεί και δικάζει την από 30-11-2004 αγωγή ως προς την επικουρική της βάση. Απορρίπτει την αγωγή ως προς τη βάση αυτή". Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι το Εφετείο απέρριψε την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση (νομιζόμενος τίτλος) ως μη νόμιμη και όχι κατ' ουσίαν, αφού δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου - εναγομένου κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κάνει δεκτή την αγωγή κατ'ουσίαν, εξαφάνισε την απόφαση αυτή, και, κρατώντας την υπόθεση, δίκασε την αγωγή, που την είχε κρίνει, κατά τα προεκτεθέντα, νόμω αβάσιμη. Η αναφορά στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης ότι πρέπει να απορριφθεί η αγωγή κατά την εξετασθείσα επικουρική της βάση "ως αβάσιμη κατ'ουσίαν" προφανώς οφείλεται σε παραδρομή και δεν οδηγεί σε εσφαλμένο διατακτικό ούτε συνιστά αντιφατική αιτιολογία της απόφασης. Με τον μοναδικό λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να δεχθεί αφ' ενός ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη ως προς την ανωτέρω επικουρική της βάση (τακτική χρησικτησία με νομιζόμενο τίτλο) και με το να την απορρίψει αφ' ετέρου ως αβάσιμη κατ' ουσίαν παραβίασε τις σχετικές ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1041 και 1043 του ΑΚ, με εσφαλμένη εφαρμογή, και υπέπεσε έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ. Ο προτεινόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως, είτε ήθελε εκτιμηθεί ως λόγος από τον αρ.1 του άρθρου 559 είτε ως λόγος από το αρ.19 του ίδιου άρθρου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, στηριζόμενος εν πάση περιπτώσει στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αγωγή των αναιρεσειόντων απορρίφθηκε από το Εφετείο κατ' ουσίαν, ενώ όπως προαναφέρθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου πρώτου αναιρεσιβλήτου (αρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-3-2010 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ.6863/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου πρώτου αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται μη πραγματική παραδοχή του Εφετείου είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Κλήτευση
Αγωγή διεκδικητική, Κλήτευση .
0
Αριθμός 282/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Ν. Φθιώτιδος, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Γ., 2)Δ. Γ. και 3)Α. Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Φωτάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/5/2007 ανακοπή των 2ου και 3ου των ήδη αναιρεσιβλήτων (με αριθμό κατάθεσης 244/2007) που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λαμίας, το οποίο με την 47/2008 απόφασή του παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας λόγω αρμοδιότητας. Παράλληλα ο 1ος αναιρεσείων άσκησε την από 2/5/2007 (με αριθμό κατάθεσης 2075/Ασφ. 1336/2007) ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Οι δύο αυτές ανακοπές συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 105/2011 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22/6/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, δεν παραστάθηκε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, ούτε κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ ότι δεν θα παραστεί, ενόψει δε του ότι αυτό είναι το επισπεύδον, όπως τούτο προκύπτει από τις σχετικές από 7-3-2013 σημειώσεις του διενεργήσαντος τις επιδόσεις δικαστικού επιμελητή Λαμίας … επί των προσκομιζομένων από τους παρισταμένους και βαρυνομένους με την απόδειξη της κλητεύσεως αναιρεσιβλήτους, αντιγράφων της αναιρέσεως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 576 παρ. 1 ΚΠολΔικ). Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι παραδεκτοί ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο και απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της αναιρέσεως και με το πρώτο τμήμα του, με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση, κατ' εκτίμηση των εκτιθεμένων ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος Δημοσίου, κατά τους οποίους το επίδικο ακίνητο ανήκει στην κυριότητά του, ως κοίτη του χειμάρρου "Ξεριά" Λαμίας και έχει εγκαταλειφθεί στην κοινή χρήση από μακρο-αμνημόνευτο χρόνο, αλλιώς ότι περιήλθε στην κυριότητά του ως αδέσποτο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ), το περιεχόμενο της οποίας άλλωστε, κατά το μέρος που αφορά τους ισχυρισμούς αυτούς αναφέρεται στο αναιρετήριο, οι ισχυρισμοί αυτοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν, μη στοιχειοθετημένου εντεύθεν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, του ερευνωμένου λόγου. Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ.γ του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι σαφής και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ από την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερα σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν τα μη αναφερόμενα. Μόνον αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ. ΑΠ. 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. ΑΠ. 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο μέρος του μοναδικού λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη "την από 11.9.2007 έκθεση απόψεων της Π. Π. και του Ν. Σ., υπαλλήλων της Κτηματικής Υπηρεσίας του Ν. Φθιώτιδος", από την οποία προέκυπτε το βάσιμο των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος Δημοσίου περί κυριότητάς του στο επίδικο ακίνητο, ως κοίτης του χειμάρρου "Ξεριά" Λαμίας που από μακρο-αμνημονεύτων χρόνων είχε εγκαταλειφθεί στην κοινή χρήση, άλλως ως αδεσπότου. Ο λόγος αυτός, που είναι παραδεκτός, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και το ως άνω αποδεικτικό μέσο, το οποίο και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, από το ότι δε γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔικ εκτιμωμένη ελευθέρως προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων υπ' αριθ. 50/2005 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων του άρθρου 90 π.δ. 284/1988, δεν συνάγεται ότι τα ίσης αποδεικτικής αξίας μη ιδιαιτέρως αναφερόμενα έγγραφα δεν λήφθηκαν υπόψη, αφού κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου να επιλαμβάνεται ιδιαίτερα και να αναλύει διεξοδικά κάθε αποδεικτικό μέσο, η δε αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από το ανωτέρω αποδεικτικό μέσο συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογιστούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ. Ν. ΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν 1738/1977. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22.6.2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθ. 105/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερήμην αναιρεσείοντος. Εφόσον επισπεύδει τη συζήτηση, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 576 παρ 1 και 2). Την κλήτευση αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. 559 άρ. 8. Δεν ιδρύεται ο οικείος λόγος αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. 559 αρ. 11. Από το ότι εξαιρείται η λήψη κάποιου αποδεικτικού μέσου δεν συνάγεται ότι τα μη ιδιαιτέρως αναφερόμενα δεν λήφθηκαν υπόψη, αφού δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου να επιλαμβάνεται ιδιαίτερα και να αναλύει διεξοδικά κάθε αποδεικτικό μέσο, ενώ η αιτίαση ότι από το, κατά το αναιρεσείον, μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, συνάγεται αντίθετο πόρισμα πλήττει την ανέλεγκτη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων.
Κλήτευση
Κλήτευση , Επίσπευση συζήτησης.
0
Αριθμός 275/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Τ. του Ν., κατοίκου ..., 2)Μ. Κ. του Χ., χήρας Δ. Τ. και 3)Ν. Τ. του Δ., κατοίκων ..., ως κληρονόμων του Δ. Τ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαδημητρίου. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Θ. χήρας Γ. Τ., το γένος Β., κατοίκου ... 2)Ι. Τ. του Ν., συζύγου Σ. Κ., κατοίκου ..., 3)Α. Τ. του Ν., κατοίκου ..., 4)Α. Τ. του Ν., συζ. Δ. Α., κατοίκου ..., 5)Ό. Τ. του Ν., συζ. Α. Β., κατοίκου ..., 6)Μ. Τ. του Ν., συζ. Ά. Π., κατοίκου ... 7)Α. χήρας Α. Τ., το γένος Γ. Κ., 8)Μ. Τ. του Α. και 9)Ν. Τ. του Α., κατοίκων ..., των τριών τελευταίων ως κληρονόμων του Α. Τ.. Οι 1η, 2η και 6η εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Σωτηροπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/1/2006 αγωγή των 1ης έως 6ης των ήδη αναιρεσιβλήτων και του αρχικού διαδίκου Α. Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 13/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 586/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της πρωτόδικης απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30/3/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο 'Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύσει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά την παρ.3 εδ. β του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε σ'αυτό με το άρθρο 62 του Ν.4139/20.3.2013, αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ.1 ΚΠολΔικ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Περαιτέρω η κατά τη διάταξη του άρθρου 564 παρ.2 ΚΠολΔικ προθεσμία των ενενήντα ημερών ασκήσεως αναιρέσεως , από πρόσωπο που διαμένει στο εξωτερικό, σε γνωστή διεύθυνση, υπολογίζεται από την επίδοση, η δε προθεσμία αυτή, κατά το άρθρο 136 παρ.1 ΚΠολΔικ, σε συνδυασμό με το άρθρο 134 παρ.1 του ίδιου κώδικα, υπολογίζεται από τότε που έγινε η επίδοση στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την υποκείμενη σε αναίρεση απόφαση, αφού από τότε θεωρείται ότι αυτή (επίδοση) συντελέστηκε, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και παραλαβής της. Όμως το άρθρο 134 ΚΠολΔικ εκτοπίζεται από τη μεταξύ της Ελλάδος και της Μεγάλης Βρεττανίας υπογραφείσα, στις 27.2.1936, στο Λονδίνο, Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, η οποία κυρώθηκε με τον ΑΝ 730/1937 (ΦΕΚ τ.Α' αρ. φύλλου 227 της 15ης Ιουνίου 1937) και άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτής, από την ανταλλαγή των επικυρώσεών της από τα συμβαλλόμενα μέρη, στις 16.11.1937. Στην εν λόγω Σύμβαση προσχώρησε νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 αυτής, η Αυστραλία στις 14.12.1938, με ισχύ αυθημερόν (ΦΕΚ 445/1938 τευχ. Α'). Κατά το άρθρο 4(α) της Σύμβασης η επίδοση μπορεί να ενεργηθεί και άνευ οιασδήποτε αιτήσεως προς τις αρχές της χώρας εκτελέσεως και μεσολαβήσεως τούτων (όπως η επίδοση αυτή προβλέπεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης), με έναν από τους εκτιθέμενους- στο άρθρο αυτό (4) τρόπους, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνος (υπό τον αριθμό 1) "υπό προξενικού υπαλλήλου ενεργούντος εξ ονόματος της χώρας προελεύσεως" . Από δε το συνδυασμό των άρθρων 3 (η) και 4 (δ) της Σύμβασης σαφώς προκύπτει, ότι με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η αρχή της πραγματικής περιελεύσεως του επιδοτέου εγγράφου στην παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται αν μεν η επίδοση γίνει σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης (μέσω της αρμοδίας αρχής της χώρας εκτελέσεως) με πιστοποιητικό αποδεικνύον τη γενομένη επίδοση, παρεχόμενο από την εκτελούσα την αίτηση προς επίδοση αρχή, αν δε η επίδοση δεν πραγματοποιηθεί με πιστοποιητικό που επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αυτή δεν έγινε, εκθέτοντας το γεγονός, τον τρόπο και την ημερομηνία της αποπειραθείσας επιδόσεως, αν δε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης με πιστοποιητικό επιδόσεως, κατά τα οριζόμενα στη νομοθεσία της χώρας του επιμεληθέντος την επίδοση συμβαλλομένου μέρους, οι δικαστικές αρχές της οποίας θα ελέγξουν το ζήτημα της εγκυρότητας της επίδοσης κατά το οικείο εσωτερικό δίκαιο. Στην προκειμένη περίπτωση, από το πινάκιο της αναφερομένης την αρχή της παρούσας αποφάσεως δικασίμου, από τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, παραστάθηκαν οι αναιρεσείοντες, καθώς και η πρώτη, δεύτερη και έκτη των αναιρεσιβλήτων με τους ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθέντες αντίστοιχα πληρεξουσίους δικηγόρους τους, Γεώργιο Παπαδημητρίου και Μαρία Σωτηροπούλου, η οποία κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔικ. Οι λοιποί αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν. Όπως δε προκύπτει από τις προσκομιζόμενες, από τις επισπεύδουσες τη συζήτηση αναιρεσείουσες, υπ'αριθμ. .../23.7.2013 και .../24.7.2013 εκθέσεις επιδόσεως, των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας αντίστοιχα, … και …, ακριβές αντίγραφο της από 30.3.2010 αιτήσεως αναιρέσεως μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον τρίτο και την πέμπτη από τους αναιρεσίβλητους. Περαιτέρω η αίτηση αναιρέσεως επιδόθηκε στις 22.3.2013, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με σκοπό να αποσταλεί στους τέταρτη, έβδομη, όγδοη και ένατο των αναιρεσιβλήτων στην γνωστής διεύθυνσης, κατοικία τους στην … για να επέλθουν οι νόμιμες συνέπειες (βλ. σχετικές περί επιδόσεως βεβαιώσεις του δικαστικού επιμελητή που διενήργησε την επίδοση …, επί των αντιγράφων της αναιρέσεως, που ήταν επιδοτέες στις έβδομη, όγδοη και ένατο των αναιρεσιβλήτων, καθώς και το υπ'αριθμ. πρωτ. Φ.683/Α 423/23.5.2013 έγγραφο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στη Μελβούρνη που αφορά την τέταρτη αναιρεσίβλητη). Στη συνέχεια οι αρμόδιες Ελληνικές Αρχές ακολούθησαν τη διαδικασία επιδόσεως που προβλέπεται στην άνω Σύμβαση. Συγκεκριμένα στις 23.5.2013 η τέταρτη αναιρεσίβλητη Α. Τ. του Ν., κληθείσα, προσήλθε στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στη Μελβούρνη και παρέλαβε, σύμφωνα με τα άρθρα 4 (α) περ.(1) της άνω Σύμβασης, από την αρμόδια προξενική υπάλληλο Ν. Κ., ενεργούσας εξ ονόματος της Χώρας προελεύσεως (Ελλάδας), το δικόγραφο που εστάλη με το υπ'αριθμ. πρωτ. 1373/22.3.2012 έγγραφο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ήτοι την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο. Για την επίδοση αυτή συντάχθηκε νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 117 και 139 ΚΠολΔικ, η από 23.5.2013 επιδοτήρια έκθεση (αποδεικτικό επίδοσης), περιέχουσα όλα τα απαραίτητα, κατά νόμο, για την εγκυρότητα της επίδοσης, ως άνω στοιχεία, υπογραφόμενη από τον επιδόσαντα (με την επίθεση και της σφραγίδας του άνω Γενικού Προξενείου) και τον παραλαβόντα. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε, κατά τα προεκτεθέντα στις 23.5.2013, οπότε από την επόμενη ημέρα (άρθρο 144 παρ.1 ΚΠολΔικ) άρχισε η προθεσμία των ενενήντα ημερών για τη συζήτηση της αναιρέσεως (άρθρ.564 παρ.2 ΚΠολΔικ). Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και για την έβδομη, όγδοη, και ένατο των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν από το προαναφερθέν Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στη Μελβούρνη στις 22.4.2013, 20.6.2013 και 5.9.2013 για να παραλάβουν την αίτηση αναιρέσεως, επειδή δε αυτοί δεν προσήλθαν το Προξενείο απέστειλε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την υπ'αριθμ. πρωτ. ΑΠ Φ. 683/ΑΣ 853/21.10.2013 βεβαίωση (πιστοποιητικό) της μη παραλαβής των δικογράφων, στην οποία αναφέρει ότι οι ενδιαφερόμενοι παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις που προσαρτώνται στην εν λόγω βεβαίωση, δεν προσήλθαν να παραλάβουν το αποσταλέν δικόγραφο της αναιρέσεως. Ενόψει των προεκτεθέντων οι τρίτος, τέταρτη και πέμπτη από τους απολιπομένους αναιρεσιβλήτους έχουν κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και η ως προς αυτούς διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες, ενώ για τους έβδομη, όγδοη και ένατο των απολιπομένων αναιρεσιβλήτων ως προς τους οποίους θεωρείται ότι δεν συντελέστηκε πραγματικά η επίδοση και που συνδέονται με τους λοιπούς με το δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρ.74 παρ.1 ΚΠολΔικ), καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά σε αναγνώριση περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης, και του εξ αυτής κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων πρέπει κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 576 παρ.2 και 3 ΚΠολΔικ να χωρισθεί η υπόθεση και αφού κηρυχθεί η συζήτηση απαράδεκτη ως προς τους εν λόγω (7η, 8η και 9ο) απολιπομένους αναιρεσιβλήτους να προχωρήσει νομίμως ως προς τους λοιπούς διαδίκους. Επειδή κατά το άρθρο 553 παρ.1 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή τελεσιδίκων, και εκείνων που απαγγέλθηκαν ανεκκλήτως, κατά δε το άρθρο 321 ΚΠολΔικ, όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι α) ο χαρακτήρας της αποφάσεως ως τελεσίδικης ή μη κρίνεται κατά το χρόνο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, ήτοι κατά το χρόνο της κατά το άρθρο 495 του ίδιου κώδικα καταθέσεως του πρωτοτύπου στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, β) για να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρέπει η απόφαση αυτή να είναι τελεσίδικη και γ) η πρωτόδικη απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση γίνεται τελεσίδικη για κάποια επιγενόμενη αιτία και δη λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης. Η ιδιότητα της απόφασης ως τελεσίδικης δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι κατ'αυτής ασκήθηκε έφεση, χωρίς να συντρέχει περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας της έφεσης εξ αιτίας βίας ή δόλου του αντιδίκου εκείνου που άσκησε την εκπρόθεσμη έφεση (άρθρ. 152 παρ.1 ΚΠολΔικ) λαμβανομένου επίσης υπόψη, ότι ακόμη και στην περίπτωση ασκήσεως τέτοιας εκπρόθεσμης έφεσης, η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αρχίζει από την πάροδο της προθεσμίας άσκησης έφεσης κατ'αυτής αφότου και έγινε τελεσίδικη (ΑΠ 278/2012) η δε επίδοση της απόφασης από κάποιον προς κάποιον από τους απλούς ομοδίκους, κινεί την προθεσμία της εφέσεως, μόνο κατά του επιδόσαντος και προς αυτόν που έγινε η επίδοση και όχι και ως προς τους λοιπούς ομοδίκους. Εξάλλου επί αναγνωρίσεως του περιεχομένου διαθήκης και του εξ αυτής κληρονομικού δικαιώματος αν η αναγνώριση αφορά σε περισσότερα πρόσωπα, καθένα από αυτά ενάγεται αυτοτελώς. Μπορεί όμως να εναχθούν όλα με την ίδια αγωγή, στην δε περίπτωση αυτή η τελεσιδικία κρίνεται αυτοτελώς και πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο ασκήσεως της αναίρεσης. Αν η τελεσιδικία δεν συνομολογείται ή δεν αποδεικνύεται (μεν την προσκομιδή αποδεικτικών επίδοσης ή παραίτησης) η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η υπ'αριθμ. 13/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας εκδόθηκε ερήμην των 2ης, 3ου, 7ης, 8ης και 9ης των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων κατ' αντιμωλία των λοιπών, ήτοι των 1ης, 4ης ,5ης και 6ης των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες στις 2-2-2010 από την τέταρτη και την έκτη εναγομένων (Α. Τ. του Ν. και Μ. Τ. του Ν.) , οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, είχαν δικασθεί αντιμωλία. Οι ενάγοντες, λόγω παρελεύσεως της 30ήμερης προθεσμίας για άσκηση εφέσεως (άρθρ. 518 παρ.1 ΚΠολΔικ) - η οποία όμως αφορούσε μόνο την έκτη και κάτοικο Ελλάδας εναγόμενη, όχι δε και την τέταρτη που ήτα κάτοικος …- άσκησαν στις 1.4.2010 την αίτηση αναιρέσεως, ενώ συγχρόνως άσκησαν στις 8.3.2010 έφεση με αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ήτοι ζήτησαν λόγω ανωτέρας βίας η κατ'αυτούς εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεσή τους να θεωρηθεί εμπρόθεσμη και να γίνει τυπικά δεκτή. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 586/2011 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Η παραπάνω όμως απόφαση είχε καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως (1.4.2010) μόνο ως προς την κάτοικο Ελλάδος 6η εναγόμενη (αναιρεσίβλητη), ενώ για την επίσης κοινοποιήσασα 4η εναγομένη (αναιρεσίβλητη) που ήταν κάτοικος …, η προθεσμία της έφεσης, που είναι 60 ημέρες, δεν είχε παρέλθει (άρθρ.518 παρ.1 ΚΠολΔικ). Επίσης η απόφαση δεν ήταν τελεσίδικη για την 1η, 2η, 3ο και 5η των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων για τους οποίους δεν προκύπτει επίδοση ή κοινοποίησης της αποφάσεως και επομένως από αυτούς η πρώτη και η πέμπτη, είχαν ενεργό το δικαίωμα προς άσκηση έφεσης, ενώ η 2η και ο 3ος τόσο το δικαίωμα έφεσης, όσο και το δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας. Ενόψει τούτων η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους προαναφερθέντες αναιρεσίβλητους (1η, 2η, 3ο, 4η και 5η) λόγω μη τελεσιδικίας και να εξετασθεί μόνο ως προς την 6η αναιρεσίβλητη ως προς την οποία και μόνο, όπως προαναφέρθηκε η απόφαση ήταν τελεσίδικη κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως, η δε τελεσιδικία αυτή, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν ανατράπηκε από την άσκηση της προαναφερθείσας και απορριφθείσας έφεσης. Πρέπει λοιπόν η ασκηθείσα παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρ. 566 παρ.2 ΚΠολΔικ, ΑΠ 738/2013) αναίρεση κατά της υπ'αριθμ. 13/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας να ερευνηθεί ως προς την έκτη και μόνο αναιρεσίβλητη, ως προς την οποία η τελεσιδικία της απόφασης είναι αυτοτελής, αφού η ομοδικία του την συνδέει με τους λοιπούς εναγομένους-αναιρεσίβλητους, είναι ως εκ του αντικειμένου της δίκης και όπως ειδικότερα αναφέρεται στη νομική σκέψη, απλή. Επειδή η εγκατάσταση κληρονόμου, η οποία κατά τον ΑΚ δεν υπόκειται σε πανηγυρικό τύπο γίνεται με διαθήκη, εφόσον από το περιεχόμενο αυτής συνάγεται πρόθεση του διαθέτη να ρυθμίσει τα της περιουσίας του μετά το θάνατό του και να ορίσει τον τιμώμενο ως άμεσο και καθολικό διάδοχό του. Η διαθήκη του συντάχθηκε χωρίς σοβαρή πρόθεση προς παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή χωρίς την ύπαρξη του ANIMUS TESTANDI, είναι άκυρη. Εξάλλου κατά το άρθρο 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη από το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν και δεν υποβάλλεται σε κανένα άλλο τύπο. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του 1712 ΑΚ, προκύπτει ότι ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να συνταχθεί και με τον τύπο εγγράφου, με την προϋπόθεσή του ότι στο περιεχόμενό του εκφράζεται η οριστική βούληση του διαθέτη αναφορικά με τον τρόπο διάθεσης της περιουσίας του, μετά το θάνατό του, η κρίση δε για την ύπαρξη ή μη της πιο πάνω πραγματικής βούλησης εξαρτάται προεχόντως από την εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου και αν υπάρχει αδυναμία εξαγωγής τέτοιας κρίσης από τη στάθμιση και των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Περαιτέρω αν υπάρχει ασάφεια ή ατέλεια στη δήλωση της βουλήσεως του διαθέτη, αναζητείται με ερμηνεία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 173 ΑΚ (το άρθρο 200 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή στις διαθήκες), η αληθινή βούλησή του, με μοναδικό κριτήριο την υποκειμενική αυτού άποψη. Στην περίπτωση δε αυτή συγχωρείται η λήψη υπόψη και περιστατικών ή στοιχείων εκτός του ερμηνευόμενου κειμένου, με την εξυπακουόμενη κατ'αρχήν προϋπόθεση ότι συνιστά τούτο διάταξη τελευταίας βούλησης. Περαιτέρω από τη διάταξη του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 191/2013 ΑΠ 1020/2013). Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του εδαφίου 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για τη επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή η αντιφατικό, στερεί από την απόφασή του τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση ή στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν, παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 εδαφ.19 ΚΠολΔ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος αν αυτό διατυπώνεται σαφώς δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση επί αγωγής με αιτήματα την προσκομιδή στο δικαστήριο της κατεχομένης από την πρώτη εναγόμενη ιδιόγραφης διαθήκης του Ν. Τ., την αναγνώριση του περιεχομένου της και του από αυτήν κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων και την αναγνώριση της υποχρεώσεως της πρώτης εναγομένης να τους αποδώσει τα ωφελήματα που τους αναλογούν από την εκμετάλλευση των αναφερομένων κληρονομιαίων, εκδόθηκε η προσβαλλομένη και τελεσίδικη, κατά τα προαναφερθέντα, μόνο ως προς την έκτη αναιρεσίβλητη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Ν. Τ. του Γ., απεβίωσε στα Τραυλιαύτα Κεφαλληνίας, στις 17-11-1977, κατέλιπε δε κατά το χρόνο του θανάτου του ως πλησιέστερους συγγενείς του τη σύζυγό του Μ. χήρα Ν. Τ. και τα εννέα τέκνα αυτού, ήτοι τον Α., Δ. (αρχικοί ενάγοντες), τον Γ., Ι., Α., Α., Ό., Μ. και Α. (εναγόμενοι). Μέχρι δε τον θάνατό του είχε πνευματική διαύγεια και πλήρη συνείδηση των πραττομένων του. Πριν αποβιώσει ο Ν. Τ. είχε προβεί στη σύνταξη ενός εγγράφου, στο οποίο αποτύπωνε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου και ερμηνεύοντας τη βούληση του διαθέτη, κάποιες αρχικές σκέψεις του για το πώς εκείνος επιθυμούσε να διατεθεί η περιουσία του. Το ως άνω επίμαχο έγγραφο, όμως, δεν δύναται να θεωρηθεί, ότι αποτελεί διάταξη τελευταίας βουλήσεως (ότι δηλαδή αυτό αποτελεί τη διαθήκη του), καθόσον δεν προκύπτει σοβαρή και σπουδαία πρόθεση του συντάκτη αυτού του εγγράφου, ήτοι του Ν. Τ., προς παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων χωρίς όμως να αποκλείεται, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, η διατύπωση κάποιων σκέψεων ή η κατάρτιση κάποιου σχεδίου αναφορικά με διαθήκη, που είχε σκοπό να συντάξει στο μέλλον. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός, ότι το συνταχθέν αυτό κείμενο, το οποίο παραθέτουν κατά λέξη οι ίδιοι οι ενάγοντες στην ένδικη αγωγή, φέρει διαγραφές, μεταβολές αλλά και προσθήκες, οι οποίες καταδεικνύουν ότι ο εν λόγω διαθέτης προέβη στη σύνταξη του παραπάνω κειμένου εν είδει προχείρου σχεδίου και δίχως την θέληση να αποτελέσει αυτό τη διαθήκη του ("animus testandi"). Τούτο δε διότι, εάν επιθυμούσε να ισχύσει αυτό το κείμενο ως η διαθήκη του θα έδινε στο πιο πάνω έγγραφο ανάλογο περιεχόμενο, αφού είχε την απαιτούμενη πείρα, αλλά και τη χρονική άνεση. Ακόμα, δεν θα προέβαινε στη σύνταξη του με τόση προχειρότητα, επιπολαιότητα και σπουδή, δεδομένου ότι είχε την ικανότητα να αντιληφθεί την σπουδαιότητα του εν λόγω εγγράφου και δεν περιοριζόταν χρονικά. Με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές ο αποβιώσας Ν. Τ. δεν είχε σαφώς και με ορισμένο τρόπο καταλήξει στο πως αυτός θα διανείμει μεταξύ των συγγενών του την υπάρχουσα περιουσία του, προέβη δε εκ του προχείρου στη σύνταξη του επίμαχου εγγράφου. Ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας το κείμενο αυτό, δεν έχει καμία ισχύ. Από την ύπαρξη άλλωστε και του πρόχειρου σημειώματος με τον τίτλο "δημόσια διαθήκη", επιρρωνύεται η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι ο Ν. Τ. δεν είχε διαμορφώσει κατά σταθερό τρόπο την βούλησή του για την από πλευράς του σύνταξη ιδιόγραφης διαθήκης. Σημειώνεται δε χαρακτηριστικά, ότι τόσο οι ενάγοντες όσο και οι εναγόμενοι (αρχικοί και επιγενόμενοι) είχαν γνώση της προπεριγραφείσας κατάστασης για αυτό άλλωστε και μετά το θάνατο του Ν. Τ. είχαν αποδεχθεί, ότι είχε χωρήσει πλέον η εξ αδιαθέτου διαδοχή και γι'αυτό δεν είχαν προχωρήσει σε καμία περαιτέρω ενέργεια, ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτοί έλαβαν στα χέρια τους αντίγραφο του εν λόγω σχεδίου κατά το έτος 1990. Αντίθετα μάλιστα ο πρώτος των αρχικών εναγόντων, η δεύτερη, τρίτος, τέταρτη, πέμπτη, έκτη και ο έβδομος εκ των αρχικών εναγομένων αποδέχθησαν των εξ αδιαθέτου κληρονομία του αποβιώσαντος πατρός τους Ν. Τ. (βλ. την υπ'αριθμ..../23.7.2003 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Πρόννων Καλλιόπης Κουρκουμέλλη). Περαιτέρω από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι έστω και το ως άνω σχέδιο διαθήκης έχει βρεθεί στην κατοχή της πρώτης των εναγομένων. Σύμφωνα άλλωστε και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, το ως άνω σχέδιο δεν υπήρχε λόγος να παραδοθεί στην πρώτη των εναγομένων, αφού μετά το θάνατο του Ν. Τ. παρέμεναν εν ζωή όλα τα τέκνα του, συμπεριλαμβανομένου και του μεταποβιώσαντος (του πατρός του) και συζύγου της πρώτης των εναγομένων Γ. Τ., ο οποίος αποβίωσε στις 6 Νοεμβρίου 1986. Ως εκ τούτου παρίσταται λογικό να κατείχε το ως άνω έγγραφο (σχέδιο) κάποιο εκ των εν ζωή τέκνων του αποβιώσαντος Ν. Τ. και όχι η πρώτη των εναγομένων. Τέλος, δεν αποδείχθηκε, ότι η πρώτη των εναγομένων ήταν εκείνη, η οποία εισέπραττε τα μισθώματα, τα οποία αντιστοιχούν στο κατάστημα, το οποίο βρίσκεται στην οδό Διαδόχου Κωνσταντίνου (Λιθόστρωτο) και Α. Μ.. Τούτο δε διότι, όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν, τα μισθώματα αυτά είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους τα τέκνα να εισπράττει η μητέρα τους, μέχρι το θάνατό της, ώστε να διαβιώνει αξιοπρεπώς, όπερ και εγένετο. Για δε το χρονικό διάστημα μετά το θάνατό της μητρός τους, Μ. Τ., σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, καταρχήν δεν αποδείχθηκε, ότι βαρύνει την πρώτη των εναγομένων κανενός είδους υπαιτιότητα σε σχέση με την μη καταβολή των μισθωμάτων στους δύο ενάγοντες, αφού εξάλλου - ελλείψει εγκύρου διαθήκης - οι τελευταίοι δεν είναι τα πρόσωπα τα οποία δικαιούνται να εισπράξουν τα συγκεκριμένα μισθώματα. Με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές το Πρωτοδικείο, με την προσβαλλομένη τελεσίδικη ως προς την έκτη των αναιρεσιβλήτων απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή ως προς όλα τα αιτήματά της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι κρίνοντας το δικαστήριο εξετίμησε ανελέγκτως πράγματα και συγκεκριμένα το περιεχόμενο του παραπάνω επίμαχου εγγράφου, χωρίς να παραβιάσει οποιονδήποτε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ούτε ειδικότερα τις επικαλούμενες από τους αναιρεσείοντες προμνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 1712 και 1721 ΑΚ και εκείνη του άρθρου 160 ΑΚ (κατά την οποία το έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη) ή τους ερμηνευτικούς των δικαιοπραξιών κανόνες, αφού την εφαρμογή των τελευταίων απέκλειε στην παρούσα περίπτωση η κρίση του αναφορικά με την σαφήνεια του επίμαχου εγγράφου ως προς την έλλειψη σ' αυτό διατάξεως τελευταίας βουλήσεως. Διέλαβε δε αυτό στην προσβαλλόμενη απόφαση του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, επί όλων των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθιστώσες εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου. Ούτε τέλος, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ιδρύεται λόγος από το εδάφιο 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ από ελλείψεις ή αντιφάσεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων όταν το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο καταλήγει το δικαστήριο της ουσίας είναι σαφές, όπως συμβαίνει και στην κρινόμενη υπόθεση. Περαιτέρω οι αιτιάσεις κατά τις οποίες το επίμαχο έγγραφο φέρει τα στοιχεία που του προσδίδουν την ιδιότητα της διαθήκης, όπως ιδιόχειρη σύνταξη και υπογραφή σε όλες τις σελίδες, καθώς και συναγομένη ημεροχρονολογία είναι απαράδεκτες, γιατί υπό το πρόσχημα της παραβιάσεως των επικαλουμένων κανόνων δικαίου πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Προσέτι οι αιτιάσεις που αφορούν στις παραδοχές του δικαστηρίου ως προς τις περιεχόμενες στο επίμαχο έγγραφο διαγραφές και ως προς τη σύνταξη του εγγράφου "με προχειρότητα επιπολαιότητα και σπουδή" είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε επιχειρήματα του δικαστηρίου που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων τα οποία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν συνιστούν αιτιολογίες πληττόμενες με τον ερευνώμενο, από το εδάφιο 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο. Ενόψει τούτων ο από τα εδάφια 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή ο από το άρθρο 559 εδαφ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά με την παράλειψη ανάγνωσης κρισίμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού, δηλαδή φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του εδαφ.20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του αποτελούντος αντικείμενο της δίκης επίμαχου εγγράφου, που κατά την αγωγή είναι ιδιόγραφη διαθήκη, με το να δεχθεί ότι δεν περιέχει ANIMUS TESTANDI του συντάκτη του, πράγμα το οποίο οφείλεται στο ότι απέδωσε έννοια διαφορετική από την πραγματική στα στοιχεία του εγγράφου ότι "αποτελεί διαθήκη", ότι ο συντάκτης του "αποφάσισε να διανείμει την περιουσία του", ότι "αφήνει στα τέκνα του" τα κατονομαζόμενα περιουσιακά του στοιχεία, ότι "η διαθήκη αυτή θα έχει αξία μετά το θάνατό μου", καθώς και ότι το έγγραφο είναι γραμμένο και υπογεγραμμένο σε κάθε σελίδα από τον εν λόγω συντάκτη. Ο λόγος αυτός που αφορά σε έγγραφο που σε φωτοτυπία, λόγω μη ανευρέσεως του πρωτοτύπου του, προσκομίζεται στην παρούσα αναιρετική δίκη και του οποίου επίκληση και προσκομιδή είχε γίνει στο δικαστήριο της ουσίας ενώ αποτελεί και περιεχόμενο του αναιρετηρίου είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη κατά τους αναιρεσείοντες, εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που αυτοί θεωρούν ορθό. Δηλαδή η επικαλουμένη πλημμέλεια αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου, που ήταν άλλωστε και το αντικείμενο της δίκης. Εξάλλου οι αιτιάσεις κατά τις οποίες το επίμαχο έγγραφο, κατά τα προεκτεθέντα στοιχεία του δεν αναγνώσθηκε, αντιφάσκουν με τις προεκτεθείσες περί εκτιμητικού σφάλματος αιτιάσεις, καθόσον το έγγραφο δεν μπορεί να αναγνώσθηκε εσφαλμένα και συγχρόνως να μην αναγνώσθηκε. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της και κατά το μέρος που αφορά την έκτη αναιρεσίβλητη πρέπει να απορριφθεί. Οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι διάδικοι πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων και εχουσών κοινή δικαστική συμπαράσταση αναιρεσιβλήτων ήτοι των πρώτης, δεύτερης και έκτης (αρθρ.176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Χωρίζει την υπόθεση ως προς τους απολιπομένους έβδομη, όγδοη και ένατο των αναιρεσιβλήτων. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους εν λόγω απολιπομένους διαδίκους, ήτοι τους α)Α. χας Α. Τ., το γένος Γ. Κ. )Μ. Τ. του Α. και )Ν. Τ. του Α. Απορρίπτει την από 30.3.2010 αναίρεση των α)Α. Τ. του Ν. β)Μ. Κ. του Χ. και γ)Ν. Τ. του Δ. κατά των α)Θ. χας Γ. Τ., β)Ι. Τ. του Ν., γ)Α. Τ. του Ν., δ)Α. Τ. του Ν., )Ό. Τ. του Ν. και )Μ. Τ. του Ν. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των πρώτης, δεύτερης και έκτης των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χωρίζει την υπόθεση ως προς τους μη κλητευθέντες. Σύμβαση δικαστικής αρωγής μεταξύ Ελλάδος και Μ. Βρετανίας, υπογραφείσα στις 27-2-1936 και κυρωθείσα με τον ΑΝ 730/1937, στην οποία προσχώρησε και η Αυστραλία. Πως γίνονται οι επιδόσεις κατά τη σύμβαση αυτή. Επί απλής ομοδικίας, η τελεσιδικία της απόφασης αφορά αυτοτελώς κάθε διάδικο. Η αγωγή αναγνωρίσεως του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης και του εξ αυτής κληρονομικού δικαιώματος συνδέει τους ομοδίκους με απλή ομοδικία. Η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως. Τρόποι τελεσιδικίας της απόφασης. Αν η απόφαση κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως δεν είναι τελεσίδικη, η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Για τη σύνταξη διαθήκης απαιτείται ANIMUS TESTANDI. 1721 ΑΚ. 1712 ΑΚ. Σύνταξη ιδιόγραφης διαθήκης. Η διαθήκη ερμηνεύεται κατά 173 ΑΚ. 559 αρ.1 και 19. Προϋποθέσεις. 559 αρ.20. Παραμόρφωση εγγράφου. Μόνο αναφορά σε διαγνωστικό και όχι εκτιμητικό έλεγχο. Η αιτίαση ότι δεν αναγνώσθηκε αντιφάσκει με την αιτίαση ότι εκτιμήθηκε εσφαλμένα.
Χωρισμός υπόθεσης
Αγωγή αναγνωριστική, Διαθήκη, Έγγραφα, Επίδοση εγγράφου στο εξωτερικό, Κληρονομία , Χωρισμός υπόθεσης.
0
Αριθμός 272/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας Ά. συζ. Σ. Ζ., το γένος Χ. Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Παπαγεωργίου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Δ., κατοίκου ... και προσωρινά ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Δημηνίκο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/1/1992 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 131/1992, 569/1993 μη οριστικές, 211/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 29/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22/4/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 23/10/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 802, 1113, 1103 και 1106 του ΑΚ προκύπτει ότι κατά τη δικαστική διανομή κοινού ακινήτου ο συγκύριος που πραγματοποίησε καλοπίστως επωφελείς δαπάνες επί του πράγματος, δαπάνες δηλαδή από τις οποίες αυξήθηκε η αξία του πράγματος, όπως είναι και οι δαπάνες για την ανέγερση οικοδομής, στο υπό διανομή ακίνητο, έχει δικαίωμα να ζητήσει, με ανταγωγή ή ένσταση επισχέσεως, από τον συγκύριο (αποζημίωση για τις δαπάνες) ανάλογα με την μερίδα του συγκυρίου επί του ακινήτου και εφ'οσον κατά τον χρόνο της αποδόσεως των δαπανών, ήτοι τον χρόνο της ασκήσεως της ανταγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 281/10), σώζεται η αύξηση αυτή της αξίας (υπεραξία) του ακινήτου. Για τον υπολογισμό δηλαδή της οφειλόμενης για επωφελείς δαπάνες αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η κατά την ως ανωτέρω απόδοση των δαπανών υπάρχουσα (σωζόμενη) υπεραξία του πράγματος που οφείλεται στις δαπάνες, η οποία βεβαίως και μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την υπεραξία κατά τον χρόνο της πραγματοποιήσεως των δαπανών. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ.1α του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει εσφαλμένα τον κανόνα (Ολομ.ΑΠ 4/2005), προσδίδοντας σ'αυτόν (στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου) έννοια διαφορετική από την αληθή (ΑΠ 281/10). ΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν, τα ακόλουθα. Με την από 25-1-1992 αγωγή του που άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης ο ήδη αναιρεσίβλητος ζήτησε τη δικαστική διανομή, με πώλησή του σε πλειστηριασμό, του αναφερόμενου σ'αυτήν ακινήτου, ήτοι ενός οικοπέδου που βρίσκεται στη Λάρισα, με την υπάρχουσα σ'αυτό ισόγεια οικία, το οποίο ανήκε, στην κυριότητα του ιδίου και της αναιρεσείουσας - αδελφής του κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, η αγωγή δε αυτή έγινε δεκτή πρωτοδίκως και κατ'έφεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αριθμ.29/2011 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης, η οποία κατά τούτο δεν προσβάλλεται με λόγον αναιρέσεως. Κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έλαβε χώραν την 19-10-1993, η αναιρεσείουσα - εναγομένη άσκησε νομίμως, με τις προτάσεις της, ανταγωγή, με την οποία ισχυρίστηκε ότι ευρισκόμενη στην κατοχή του κοινού οικοπέδου και μετά από άτυπη συμφωνία της με τον ενάγοντα αδελφό της, που διέμενε στο εξωτερικό, ενήργησε στο οικόπεδο κατά τα έτη 1983-1987, καλοπίστως, τις αναφερόμενες στην ανταγωγή δαπάνες για την ανέγερση ισόγειας οικίας, εμβαδού 104 τ.μ., με υπόγειο χώρο, εμβαδού 62 τ.μ., η οποία θα περιερχόταν στην κυριότητά της, ενώ ο ενάγων θα αποκτούσε το δικαίωμα της καθ'ύψος επεκτάσεως της οικοδομής, και για τη διαμόρφωση του αυλείου χώρου και την περίφραξη του κοινού οικοπέδου, ότι από τις δαπάνες αυτές αυξήθηκε η εκ δραχμών 8.163.000 αξία του κοινού οικοπέδου, και ότι η αύξηση αυτή ανερχόταν κατά τον χρόνο της ασκήσεως της ανταγωγής (19-10-1993) στο συνολικό και λεπτομερώς αναλυόμενο ποσό των 18.787.124 δραχμών σωζόμενη κατά τον τελευταίο αυτόν χρόνο. Και βάσει του ιστορικού αυτού η αναιρεσείουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να καταβάλει σ'αυτήν το ήμισυ του ανωτέρω ποσού, ήτοι το ποσό των 9.393.562 δραχμών, που αντιστοιχεί στο εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας (1/2) του αναιρεσιβλήτου στο επίδικο, για το οποίο ποσό η αναιρεσείουσα άσκησε και το δικαίωμα επισχέσεως του ακινήτου μέχρι την ικανοποίηση της αξιώσεως της αυτής. Η ανταγωγή αυτή και η συναφής ένσταση επισχέσεως κρίθηκαν νόμιμες και ορισμένες με την υπ'αριθμ.569/1993 προδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία και τάχθηκαν οι δέουσες αποδείξεις, ενώ απορρίφθηκαν ως αόριστες με την επακολουθήσασα υπ'αριθμ.211/2007 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου. Με την προσβαλλόμενη ήδη απόφαση του Εφετείου Λαρίσης, που εκδόθηκε κατόπιν εφέσεως της αναιρεσείουσας, η ανταγωγή και η ένσταση κρίθηκαν ορισμένες, περαιτέρω δε έγιναν εν μέρει δεκτές και κατ'ουσίαν, και δη για το ποσό των 9.024,21 ευρώ, υπό τον όρο καταβολής του οποίου στην αναιρεσείουσα διατάχθηκε η πώληση του επίδικου κοινού ακινήτου με πλειστηριασμό. Η σχετική παραδοχή του Εφετείου έχει ως εξής: "Αποδείχθηκε (...) ότι η εναγομένη - αντενάγουσα ενήργησε (στο από διανομήν ακίνητο) δαπάνες συνολικού ποσού 6.400.000 δραχμών, από τις οποίες 250.000 δραχμές διατέθηκαν από τον εφεσίβλητο (ενάγοντα) και πρέπει να αφαιρεθούν από το συνολικό αυτό ποσό (6.400.000 - 250.000). Το εκ δραχμών 18.787.124 ποσό, που, σύμφωνα με τον από 2-4-1992 γενόμενο από τον κατ'εντολήν της εναγομένης ορισθέντα πολιτικό μηχανικό Δ. Α. υπολογισμό δαπανών κατασκευής της οικίας, φέρεται ότι διατέθηκε, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφενός διότι ο εν λόγω μηχανικός υπολόγισε τις εν γένει δαπάνες με τις κατά τα έτη 1991-1992 ισχύουσες τιμές, αφ'ετέρου αυτές (δαπάνες) είναι υπερβολικά διογκωμένες, γεγονός που προκύπτει από την απλή αντιπαράθεση συγκεκριμένων κονδυλίων που είναι καταγεγραμμένα στις ιδιόχειρες σημειώσεις της εκκαλούσας με αυτά που αναγράφονται στον ανωτέρω υπολογισμό δαπανών του μηχανικού (...). Συνεπώς η εκκαλούσα κατέβαλε εξ ιδίων για την ανέγερση της κοινής οικοδομής το ποσό των 6.190.000 δραχμών". Από τα προεκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι το Εφετείο υπολόγισε την αύξηση της αξίας του υπό διανομήν κοινού ακινήτου, που οφείλεται στις δαπάνες της αναιρεσείουσας σ'αυτό (ανέγερση οικοδομής), με κρίσιμο χρόνο εκείνον της πραγματοποιήσεως των δαπανών (1983-1987), όχι δε εκείνον της αποδόσεως της ωφελείας (χρόνος ασκήσεως ανταγωγής και ένσταση επισχέσεως), και βάσει του υπολογισμού αυτού επιδίκασε στην αντενάγουσα το κατά τα ανωτέρω ήμισυ των δαπανών που βάρυναν τον αναιρεσίβλητο. Έτσι όμως που έκρινε το Εφετείο προσέδωσε στις προρρηθείσες διατάξεις και ιδίως σε εκείνην του άρθρου 1103 του ΑΚ διαφορετική έννοια από την κατά τα ανωτέρω υπό Ι αληθή έννοιά τους ως προς τον χρόνο υπολογισμού της αποζημιώσεως που οφείλεται στον συγκύριο του υπό διανομήν κοινού ακινήτου για επωφελείς δαπάνες που ενήργησε καλοπίστως στο ακίνητο, και υπέπεσε έτσι (το Εφετείο) στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1α'του ΚΠολΔ, της παραβιάσεως δηλαδή κανόνα ουσιαστικού δικαίου με εσφαλμένη εφαρμογή του, όπως βάσιμα η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον πρώτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς της. ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω και κατά παραδοχήν του ως άνω βάσιμου πρώτου λόγου αναιρέσεως, μετά την οποία και παρέλκει η έρευνα των λοιπών, που αφορούν το ίδιο κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλομένης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580§3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (αρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθμ.29/2011 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικαστική διανομή κοινού ακινήτου. Αξίωση αποζημίωσης συγκυρίου για επωφελείς δαπάνες που ενήργησε καλοπίστως στο ακίνητο. Έννοια επωφελών δαπανών. Άσκηση της αξιώσεως με ανταγωγή ή (και) ένσταση επισχέσεως. Ιδίως χρόνος υπολογισμού της ωφέλειας (υπεραξία ακινήτου) και της εντεύθεν οφειλόμενης αποζημίωσης. Βάσιμος Λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1α΄ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. [Αναιρεί την ΕφΛαρ 29/2011].
Διανομή
Αποζημίωση, Διανομή.
1
Αριθμός 274/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ι. χας Β. Σ., κατοίκου ...., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Τιτίκα Νικέα. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Μ. του Β., 2)Ε. συζ. Β. Μ., 3)Σ. Χ. Γ., κατοίκων ... και 4)Μ. συζ. Π. Κ., το γένος Χ. Γ., κατοίκου .... Οι 1ος και 2η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Μακρυγιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι 3ος και 4η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/9/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 27/2/2001 πρόσθετη παρέμβαση των ήδη 3ου και 4ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2056/2002 μη οριστική, 1042/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5717/2007 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10/4/2008 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 7/4/2010 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Λεωνίδα Ζερβομπεάκου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 80 του ΚΠολΔ αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν, κατά δε το άρθρο 81 παρ.3 του ίδιου ΚΠολΔ ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από τον διάδικο που επισπεύδει τη δίκη. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 568 και 576 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο προσθέτως παρεμβάς ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας και αυτός έχει κληθεί να παραστεί στη συζήτηση από τον επισπεύδοντα διάδικο, η συζήτηση προχωρεί παρά την απουσία του κλητευθέντος παρεμβάντος. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι εκ των διαδίκων Σ. Γ. και Μ. Κ., που είχαν ασκήσει ενώπιον του Εφετείου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των αναιρεσιβλήτων - εναγομένων Δ.Μ. και Ε. Β.Μ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία είχε ορισθεί μετ'αναβολήν εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα της 21-4-2010 και την μεταγενέστερη, επίσης κατόπιν αναβολής εκ του πινακίου, ορισθείσα δικάσιμο της 5-10-2011, και οι οποίες ισχύουν ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ.226 παρ.4, 575 εδ.β'του ΚΠολΔ). Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ..../18-2-2010 και .../19-2-2010 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών … και …, αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, η τελευταία είχε καλέσει τους απόντες ως άνω προσθέτως παρεμβαίνοντες στην αρχική δικάσιμο της 21-4-2010 που προαναφέρθηκε, με επίδοση στον καθένα από αυτούς αντιγράφου της από 20-10-2009 κλήσεώς της και της κάτω από αυτήν πράξης περί ορισμού της αρχικής ως άνω δικασίμου για τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η συζήτηση είναι παραδεκτή, και θα προχωρήσει παρά την απουσία των προσθέτως παρεμβάντων. ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ.1 εδ.α'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολομ.ΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ.ΑΠ 7/2006). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 του ίδιου, ως άνω, κώδικα, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως όταν στην ελάσσονα πρότασή της δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολομ.ΑΠ 1/1999). Τέλος, κατά το άρθρο 1033 του Α.Κ., για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Έτσι, για να επέλθει έγκυρη μεταβίβαση της κυριότητας πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθοι όροι: α)Κυριότητα του μεταβιβάζοντος, β) ικανότητα προς δικαιοπραξία και ειδικά για διάθεση ακινήτου, γ)ανυπαρξία απαγόρευσης για διάθεση, δ)συμφωνία ε)νόμιμη αιτία, στ) συμβολαιογραφικό έγγραφο, ζ)μεταγραφή. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής : "Με το υπ'αριθμ. .../22.12.1998 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Μεγάρων Αττικής Θωμά Μπέη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ο Σ. Γ. του Χ. και η Μ. σύζυγος Π. Κ., το γένος Χ. Γ., προσθέτως υπέρ των εναγομένων παρεμβαίνοντες, καθώς και η μητέρα τους Κ. χήρα Χ. Γ., φέρονται ότι μεταβίβασαν κατά κυριότητα λόγω πώλησης στους εναγόμενους, κατ'ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ένα οικόπεδο, έκτασης 171,40 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στα Μέγαρα, στη Θέση "..." (...) Στο ανωτέρω ακίνητο όπως και η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται στην αγωγή της περιλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα, έκτασης 150 τ.μ., το οποίο περιγράφεται στην αγωγή ως οριζόμενο ανατολικά επί πλευράς μήκους μέτρων 17 με την πλατεία Κύπρου, βόρεια επί προσώπου μήκους μέτρων 10 με την οδό ..., δυτικά επί πλευράς μήκους μέτρων 17,80 με ιδιοκτησία ενάγουσας και νότια επί πλευράς μήκους μέτρων 8 με ιδιοκτησία Γ. Το εν λόγω εδαφικό τμήμα συνορεύει κατά τη δυτική του πλευρά όπως προαναφέρθηκε με ακίνητο, αδιαμφισβήτητης κυριότητας της ενάγουσας, από το οποίο διαχωρίζεται από πολλών ετών με χαμηλό τοίχο από τσιμεντόλιθους. Ο διαχωριστικός αυτός μανδρότοιχος εμφαίνεται σε αεροφωτογραφία του έτους 1958 (...)ενώ η ίδια η ενάγουσα στην αγωγή της ισχυρίζεται ότι το επίδικο βρίσκεται από το 1951 "εκτός του περιμανδρωμένου χώρου της οικίας της". Οι εναγόμενοι από την αγορά του ανωτέρω ακινήτου το έτος 1988 επιλήφθηκαν της νομής του και έκτοτε ασκούσαν επ'αυτού διανοία κυρίων όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του υλικές, εμφανείς, διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές εξουσίασης στο ακίνητο αυτό, ως περιλαμβανόμενο στον τίτλο τους, σε αντίθεση με την ενάγουσα που, όπως θα αναφερθεί στην συνέχεια,το επίδικο δεν περιλαμβανόταν στον τίτλο της ούτε άσκησε ποτέ επ'αυτού πράξη νομής. Ειδικότερα οι εναγόμενοι επέβλεπαν τα όρια του, το καθάριζαν, και το έτος 1991, προκειμένου να το οικοδομήσουν, προέβησαν στην έκδοση της υπ'αριθμ. 138/1991 άδειας ανέγερσης διώροφης οικοδομής του αρμόδιου πολεοδομικού γραφείου Ελευσίνας, σε εκτέλεση της οποίας κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 1991 συνεργείο με χωματουργικό μηχάνημα, ενεργώντας κατ'εντολή τους, ανέσκαψε σε βάθος 2 μέτρων περίπου όλο το ανωτέρω οικόπεδο για την κατασκευή των θεμελίων της οικοδομής (...). Ακολούθως το μήνα Ιανουάριο του έτους 1998, οι εναγόμενοι, δυνάμει της υπ'αριθμ.116/1995 αναθεώρησης της αρχικά εκδοθείσας οικοδομικής άδειας (...), προχώρησαν στην ανοικοδόμηση του επίδικου και μάλιστα προέβησαν στην κατασκευή στοιχείου αντιστήριξης επί του κοινού ορίου του οικοπέδου τους με αυτό της ενάγουσας, προκειμένου να προστατευθεί η οικία της και ο αύλειος χώρος αυτής από τον κίνδυνο υποχώρησης χωμάτων λόγω της εκσκαφής. Στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε κατά των εναγομένων την από 14.4.1998 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μεγάρων, ζητώντας τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την προστασία της νομής της, λόγω της διενέργειας, από τους ανωτέρω, εργασιών ανέγερσης οικοδομής επί εδαφικού τμήματος, το οποίο ταυτίζεται με το νυν επίδικο. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε καταρχήν η υπ'αριθμ. 36/1998 απόφαση, η οποία έκανε αυτήν δεκτή ως κατ'ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε την ενάγουσα προσωρινή νομέα του επιδίκου τμήματος και υποχρέωσε τους εναγομένους να της αποδώσουν την νομή του. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε από τους εναγομένους έφεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με την υπ'αριθμ.2008/1999 απόφασή του δέχθηκε αυτήν (έφεση) τυπικά και κατ'ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και απέρριψε την αίτηση, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε άσκηση πράξεων νομής της ενάγουσας επί του επιδίκου τμήματος από το έτος 1946 , όπως τότε και νυν ισχυρίζεται, μέχρι το μήνα Απρίλιο του έτους 1998 (χρόνο της επικαλούμενης προσβολής). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι και προ του έτους 1988 το επίδικο ακίνητο νέμονταν οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων Σ. Γ. και Μ. Κ., το γένος Χ. Γ. (προσθέτως παρεμβαίνοντες), καθώς και η μητέρα τους Κ. Γ., διανοία κυρίων, καθαρίζοντας και εν γένει επιβλέποντας και εποπτεύοντάς το, από το έτος 1969, όταν απεβίωσε ο σύζυγος της Κ. Γ. και πατέρας των λοιπών Χ. Γ. , τον οποίο κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου κατ' ιδανικό μερίδιο 3/8 η σύζυγος και 2/8 και 2/8 καθένας από τα τέκνα, αντίστοιχα. Ο Χ. Γ. νεμήθηκε, διανοία κυρίου, το εν λόγω ακίνητο συνεχώς και αδιαλείπτως, τουλάχιστον από το έτος 1958 και μέχρι το θάνατό του το έτος 1969, ασκώντας τις αυτές ως άνω διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές εξουσίασης, μετά δε το θάνατό του η νομή του επί του επιδίκου μεταβιβάσθηκε στους ανωτέρω κληρονόμους του και δικαιοπαρόχους των εναγομένων. Όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο τμήμα δεν περιλαμβάνεται στο προς δυσμάς όμορο και περιφραγμένο τουλάχιστον από το έτος 1958 ακίνητο, έκτασης αρχικά, προ της ρυμοτόμησής του από την οδό ... (νυν ...), 450 τ.μ. (6 οργυιών), το οποίο περιήλθε κατά κυριότητα στην ενάγουσα με το υπ'αριθμ..../1946 προικοσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μαργέτη από τη μητέρα της Π. Μ., στην οποία είχε περιέλθει με αγορά από την Α. Β. με το υπ'αριθμ..../1946 συμβόλαιο του αυτού ώς άνω Συμβολαιογράφου. Στα ανωτέρω συμβόλαια το μεταβιβασθέν ως προικώο (στο εξ αυτών υπ'αριθμ…, αλλά και το πωληθέν (στο υπ'αριθμ..../1946), ακίνητο περιγράφεται ως συνορεύον ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Γ., απωτάτου δικαιοπαρόχου των εναγομένων, όπως και η ίδια η ενάγουσα οριοθετεί το μεγαλύτερο ακίνητό της. Περαιτέρω με το υπ' αριθμ. .../27.8.1963 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Μεγάρων Γεωργίου Σβολοπούλου, το οποίο αναφέρει ο υιός της ενάγουσας Μ. Σ. ως τίτλο κυριότητας της μητέρας του στην από 10.5.1992 (μη συζητηθείσα) διεκδικητική της κυριότητας αγωγή του κατά των εναγομένων, η μητέρα της ενάγουσας φέρεται να πωλεί και μεταβιβάζει εκ νέου κατά κυριότητα στην τελευταία ακίνητο, έκτασης 315 τ.μ., το οποίο ταυτίζεται με το δυτικά του διαχωριστικού μανδροτοίχου εκτεινόμενο ακίνητο, αδιαμφισβήτητης κυριότητας της ενάγουσας και στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το επίδικο τμήμα, γεγονός που δεν αμφισβητεί και η ίδια η ενάγουσα, ισχυριζόμενη αβάσιμα ότι το επίδικο δεν περιελήφθη στο χρονικά μεταγενέστερο συμβόλαιο, προκειμένου κατά την εγγραφή επί του υπολοίπου ακινήτου της υποθήκης υπέρ της Εθνικής Τράπεζας να καταβάλει λιγότερους φόρους. Μάλιστα, όπως ρητά αναφέρεται στο ανωτέρω συμβόλαιο του έτους 1963, το πωλούμενο ακίνητο περιήλθε στη δικαιοπάροχο της ενάγουσας κατά μείζονα έκταση 450 τ.μ., ρυμοτομηθέν υπό της οδού ..., με αγορά από την Α. Β., δυνάμει του προαναφερομένου υπ'αριθμ..../1946 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μαργέτη. Το ότι το επίδικο τμήμα δεν εμπίπτει στο ακίνητο που μεταβιβάζεται στην ενάγουσα με το προαναφερόμενο πωλητήριο συμβόλαιο ενισχύει σε κάθε περίπτωση την κρίση του Δικαστηρίου ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται ούτε στο ακίνητο που περιγράφεται στο προικοσύμφωνο του έτους 1946, γιατί διαφορετικά η μητέρα της θα της μεταβίβαζε εκ νέου και το τμήμα αυτό. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι στο πωλητήριο συμβόλαιο του έτους 1963 η διαφορά της έκτασης του ακινήτου, που πωλείται στην ενάγουσα (315 τ.μ.), και του ακινήτου, που περιγράφεται στον τίτλο της δικαιοπαρόχου της (450 τ.μ.), δικαιολογείται από τη ρυμοτόμηση του αρχικού μείζονος ακινήτου από την οδό ..., ενώ περαιτέρω στο αυτό ως άνω πωλητήριο συμβόλαιο το μεταβιβαζόμενο κατά κυριότητα στην ενάγουσα ακίνητο αναφέρεται ως οριζόμενο ανατολικά (όπου βρίσκεται το επίδικο) με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Γ. και όχι με υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας. Εξάλλου, κατά τα προαναφερόμενα ούτε διενέργεια πράξεων νομής επί του επιδίκου τμήματος από την ίδια την ενάγουσα αποδείχθηκε, σε αντίθεση με τις πράξεις νομής επί αυτού από τους εναγόμενους και τους δικαιοπαρόχους τους ως άνω, δεδομένου μάλιστα ότι αυτή είναι μόνιμος κάτοικος Η.Π.Α. ήδη από το έτος 1950 και επομένως αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να ασκήσει αυτοπρόσωπη νομή, αλλά ούτε μέσω του υιού της Μ. Σ. αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα νεμήθηκε ποτέ το επίδικο, ενόψει του ότι ο υιός της ασκούσε νομή με διάνοια ίδιας κυριότητας μόνο στο όμορο του επιδίκου περιφραγμένο ακίνητο και στην εντός αυτού υπάρχουσα οικία. Το επίδικο εδαφικό τμήμα τουλάχιστον από το έτος 1958 διαχωρίζεται από το προς δυσμάς όμορο ακίνητο της ενάγουσας με μανδρότοιχο, κατασκευασμένο από την τελευταία, η οποία δε συμπεριέλαβε στην οριοθέτηση της ιδιοκτησίας της και το επίδικο. Επομένως, το ακίνητο της είναι από πολλών ετών περιφραγμένο και σαφώς οριοθετημένο στο έδαφος με σταθερά και απόλυτα υλοποιημένα σύνορα σε σχέση με τις γειτονικές ιδιοκτησίες. Η ενάγουσα ουδέποτε αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο τον ανωτέρω υιό της ή άλλο πρόσωπο, άσκησε επί του επιδίκου πράξεις νομής ως ελεύθερου και εκτός της υπάρχουσας περίφραξης χώρου της προς δυσμάς ιδιοκτησίας της. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το επίδικο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, αρχικά από τον αποβιώσαντα το έτος 1952 σύζυγο της Β. Σ., ούτε στη συνέχεια από τον υιό της, ως χώρος στάθμευσης του τουριστικού τους λεωφορείου, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι περί το έτος1990 ο Δήμος Μεγάρων κατασκεύασε ρείθρο στο πεζοδρόμιο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή έκτοτε η είσοδος στο επίδικο του εν λόγω οχήματος. Ο δε ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το επίδικο αφέθηκε εκτός περίφραξης ακριβώς για να διευκολύνεται η είσοδος και στάθμευση σ'αυτό του τουριστικού λεωφορείου της οικογενείας της δε συνάδει ούτε με τα δίδαγμα της κοινής πείρας και λογικής, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, η στάθμευση του ανωτέρω οχήματος δε θα εμποδιζόταν εάν το επίδικο συμπεριλαμβανόταν στην περιμάνδρωση της λοιπής ιδιοκτησίας της και διανοιγόταν θύρα, προκειμένου να εισέρχεται απ'αυτήν το λεωφορείο στον περιφραγμένο αύλειο χώρο. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα δε νεμήθηκε το επίδικο ενισχύεται και από το ότι η τελευταία το έτος 1964 δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1964 συμβολαίου του αυτού ως άνω Συμβολαιογράφου, συνήψε με την Εθνική Τράπεζα της δανειακή σύμβαση και χορήγησε στην δανείστρια τράπεζα δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί ακινήτου, έκτασης 315,09 τ.μ., στο οποίο επίσης δεν περιλαμβάνεται το επίδικο εδαφικό τμήμα, καθόσον στο ανωτέρω συμβόλαιο το ενυπόθηκο περιγράφεται ως περιελθόν κατά κυριότητα στην ενάγουσα με το υπ'αριθμ..../27.8.1963 πωλητήριο συμβόλαιο, δηλ. η ενάγουσα παραχώρησε υποθήκη μόνο επί του περιφραγμένου οικοπέδου της. Εν συνεχεία, το έτος 1968, προκειμένου να νομιμοποιήσει αυθαίρετη οικοδομή στο ακίνητό της, η ενάγουσα υπέβαλε στην αρμόδια πολεοδομία τοπογραφικά διαγράμματα του αρχιτέκτονα μηχανικού Γ. Χ., στα οποία το επί της οδού ... πρόσωπο του ανωτέρω ακινήτου εμφαίνεται ως μήκους 16,56 μ. και 16,70 μ., ήτοι εμφαίνεται ως εκτεινόμενο μέχρι το διαχωριστικό μανδρότοιχο και όχι πέραν αυτού. Εξάλλου ως 16,60 τ.μ. αποτυπώνεται το μήκος τού επί της οδού ... προσώπου του ακινήτου της ενάγουσας και στο τοπογραφικό σκαρίφημα το οποίο επισυνάπτεται στην υπ'αριθμ. 19603/1968 πράξη νομιμοποίησης αυθαιρέτου της Πολεοδομίας, στην οποία το προς ανατολάς όμορο ακίνητο (νυν επίδικο) αναφέρεται ως ιδιοκτησία Χ. Γ., δικαιοπαρόχου των εναγομένων. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν αποδείχθηκε προεχόντως ότι το επίδικο περιλαμβανόταν στον τίτλο της ενάγουσας, ούτε ότι αυτή νεμήθηκε ποτέ το επίδικο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας- λόγος για τακτική δεν τίθεται αφού το επίδικο δεν περιελαμβανόταν στον τίτλο της- η ενάγουσα δεν κατέστη κυρία με παράγωγο τρόπο, ούτε με πρωτότυπο, τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, ώστε η ένδικη αγωγή με τις προαναφερόμενες βάσεις κτήσης κυριότητας ήταν ουσιαστικά αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα χωρίς να ενδιαφέρει αν κύριοι ή συγκύριοι του επιδίκου έχουν καταστεί οι εναγόμενοι". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένδικη διεκδικητική αγωγή της. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την διάταξη του άρθρου 1033 Α.Κ., την οποία παρέλειψε να εφαρμόσει, αφού δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως της κυριότητας της ενάγουσας, ήτοι στο .../1946 προικοσύμφωνο του συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μαργέτη, και ως εκ τούτου η σχετική αγωγική αξίωση, που στηριζόταν στην κτήση της κυριότητας επί του επιδίκου δυνάμει του προαναφερόμενου τίτλου, ήταν ουσιαστικά αβάσιμη, γι'αυτό και ο περί του αντιθέτου δεύτερος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ωσαύτως, το Εφετείο διέλαβε σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη κτήσεως της κυριότητας επί του επιδίκου από την ενάγουσα με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του ως άνω προικοσύμφωνου, γι'αυτό και ο πρώτος από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι επίσης αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙΙ. Κατά μεν την παρ.1 του άρθρου 368 ΚΠολΔ "Τo δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης", κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου "Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης". Η χρησιμοποίηση στο μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας διάταξης της λέξης "ειδικές" αντί της λέξης "ιδιάζουσες" οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη "ιδιάζουσα". Έτσι ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ.3 εδαφ.τελευταίο του ν.1406/1983,λόγω της νοηματικής διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διάταξης που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα. Από τις αμέσως πιο πάνω παρατιθέμενες διατάξεις του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς "ειδικές" αλλά "ιδιάζουσες" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματός του δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1960/2006). Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ.10 ΚΠολΔ για το λόγο ότι απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα της αναιρεσείουσας προς διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διακριβωθεί αν το επίδικο περιλαμβάνεται ή όχι στον τίτλο κτήσης της κυριότητάς της, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, ενόψει και του ότι δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ως παραδοχή ότι απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για την αντίληψη του ανωτέρω ζητήματος. IV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-4-2008 αίτηση της Ι. Σ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.5717/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συζήτηση αναιρέσεως. Πρέπει να καλείται ο προσθέτως παρεμβάς στο δικαστήριο της ουσίας. Συζήτηση χωρίς την παρουσία του κλητευθέντος, παραδεκτή. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Πότε ιδρύονται. Πραγματογνωμοσύνη. Το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει την διενέργειά της μόνο αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει (το δικαστήριο) ότι απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για την αντίληψη του αποδεικτέου κρίσιμου ζητήματος• στην αντίθετη περίπτωση δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως από την άρνηση του δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη [Επικυρώνει ΕΑ 5717/2007].
Πραγματογνωμοσύνη
Παρέμβαση, Πραγματογνωμοσύνη.
0
Αριθμός 276/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Σ. συζ. Γ. Μ., το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Κωνσταντάκο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/2/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8495/2008 μη οριστική, 5591/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4595/2012 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 20/11/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Aπό τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ προκύπτει ότι κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται μόνο η αληθής βούληση του διαθέτη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 του ΑΚ. Σκοπείται δηλαδή η ανεύρεση της υποκειμενικής θέσης (βούληση) του διαθέτη, χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια από την οποία θα αντιλαμβάνονταν τη βούλησή του οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη. Προσφυγή στην ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνον εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης, τόσο δε η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση του διαθέτη, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση για την αληθή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις που ανάγονται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ (225/2009, 103/2010). Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, λόγος δε αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. ΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στις 20-6-2007 απεβίωσε στο Μαρούσι Αττικής, σε ηλικία 85 ετών, η Α. χα Ν. Ε., κάτοικος όσο ζούσε …(...). Η θανούσα κατέλειπε την από 29-11-2006 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύτηκε νόμιμα (...). Στην διαθήκη αυτή η διαθέτης, όρισε, μεταξύ των άλλων, κατά λέξη και τα εξής, που ενδιαφέρουν στην κρινόμενη υπόθεση: "Οποιαδήποτε αποζημίωσις μου δοθή από την απαλλοτρίωση του υπολοίπου κτήματος μου, να περιέλθει εις την Σ. σύζυγο Γ. Μ., το γένος Κ. και Μ. Σ., με τον όρο να το διαθέσει σε φιλανθρωπικούς σκοπούς κατά την κρίσιν της και ένα σοβαρό χρηματικό ποσό εις το Γηροκομείο Πάρου.". Στο κείμενο της παραπάνω διάταξης της εν λόγω διαθήκης, οι λέξεις "το" και "σκοπούς" δεν γράφηκαν με το χέρι της διαθέτιδας, αλλά γράφηκαν, μετά τη σύνταξη της διαθήκης αυτής, από τρίτο άγνωστο πρόσωπο, εν αγνοία της διαθέτιδας, όπως τούτο αποδεικνύεται από την αντιπαραβολή των επίμαχων, ως άνω, δύο λέξεων με το, αναμφισβήτητης γνησιότητας, υπόλοιπο κείμενο της ένδικης διαθήκης. Με την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου συμπορεύεται η δικαστική πραγματογνώμονας, ειδική δικαστική γραφολόγος - γραφοψυχολόγος, Β. Σ., στη σχετική έκθεση της, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας "Η υπό έλεγχο γραφή, προσθήκη των δύο λέξεων "το" και "σκοπούς" δεν έχει ομοιότητα στα δομικά στοιχεία, στα γνωρίσματα του γραφικού εθισμού και στην γραφική ικανότητα, με τη γνήσια γραφή της Α. Ε., αλλά έχει γραφεί από άγνωστο πρόσωπο με τη φυσική γραφή του. Δεν έχει γραφολογική σύνδεση με τα γράμματα της γνήσιας γραφής της Α. Ε. και οι λέξεις "το" και "σκοπούς" έχουν προστεθεί μεταγενέστερα, με διαφορετικό γραφικό μέσον από άλλο άγνωστο πρόσωπο". Στο ίδιο, επίσης, συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, η προσθήκη των επίμαχων λέξεων δεν έγινε με το χέρι της διαθέτιδας, καταλήγει στη σχετική γνωμοδότηση του και ο δικαστικός γραφολόγος Π. Κ.. Συνεπώς, οι προσθήκες αυτές (λέξεις), που έγιναν εν αγνοία της διαθέτιδας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πιο πάνω νομική σκέψη, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν επηρεάζουν το κύρος της διαθήκης. Μετά την απάλειψη, όμως, των επίμαχων λέξεων "το" και "σκοπούς", η προαναφερόμενη διάταξη της ένδικης διαθήκης, που αφορά στο κληρονομιαίο ποσό αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του κειμένου στην Πάρο ακινήτου της διαθέτιδας Α. Ε. και ανέρχεται στο ποσό των 635.531,40 ευρώ, δεν είναι σαφής, όσον αφορά το τιμώμενο με τη διάταξη αυτή πρόσωπο, με συνέπεια να ανακύψει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με την αληθινή βούληση της διαθέτιδας. Έτσι, καθένας απ' αυτούς (διαδίκους) διατείνεται ότι είναι τετιμημένος με τη διαθήκη αυτή στο προαναφερόμενο κληρονομιαίο ποσό αποζημίωσης. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα Σ. Μ. ισχυρίζεται ότι η βούληση της διαθέτιδας ήταν να εγκαταστήσει ως κληρονόμο στο ένδικο κληρονομιαίο χρηματικό ποσό αποζημίωσης την ίδια, με το βάρος να διαθέσει από αυτό ένα σοβαρό χρηματικό ποσό για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως στο Γηροκομείο Πάρου, ενώ το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η βούληση της διαθέτιδας ήταν να περιέλθει στην ενάγουσα το κληρονομιαίο χρηματικό ποσό της αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του κτήματος της και αυτή να το διαθέσει (ολόκληρο) σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, κατά την κρίση της, και από αυτό ένα σοβαρό χρηματικό ποσό να διαθέσει στο Γηροκομείο Πάρου. Ενόψει, συνεπώς, της ασάφειας της διαθήκης αυτής, ως προς την παραπάνω διάταξη τελευταίας βουλήσεως της διαθέτιδας Α. Ε., κρίνεται αναγκαίο να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή και να αναζητηθεί η πραγματική βούληση της με προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ, που ορίζουν, το μεν πρώτο (άρθρο 173 ΑΚ), "κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις", το δε δεύτερο (άρθρο 1781 ΑΚ), "η διάταξη της διαθήκης υπέρ προσώπου τόσο αόριστου, ώστε ο προσδιορισμός αυτού να αποβαίνει ανέφικτος, είναι άκυρη". Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της επίμαχης διάταξης της προαναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης, στην οποία, όπως προεκτέθηκε, η διαθέτης ορίζει κατά λέξη: "ότι οποιαδήποτε αποζημίωσις μου δοθή από την αποζημίωσι του υπολοίπου κτήματος μου, να περιέλθη εις την Σ. σύζυγο Γ. Μ., το γένος Κ. και Μ. Σ., με τον όρο να διάθεση σε φιλανθρωπικούς κατά την κρίσιν της και ένα σοβαρό χρηματικό ποσό εις το Γηροκομείο Πάρου", συνάγεται ότι αυτή (διαθέτης) θέλησε να εγκαταστήσει κληρονόμο της, στο κληρονομιαίο χρηματικό ποσό της αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του ακινήτου της, την ενάγουσα, "βαφτιστήρα" της, με το βάρος να διαθέσει από αυτό ένα σοβαρό χρηματικό για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως στο Γηροκομείο Πάρου, και δεν ήταν η πραγματική βούληση της να περιέλθει στην ενάγουσα ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης και αυτή, κατά την κρίση της, να το διαθέσει (ολόκληρο) σε φιλανθρωπικούς σκοπούς και από αυτό να διαθέσει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό στο Γηροκομείο Πάρου, όπως αβάσιμα διατείνεται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Τούτο, διότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση η θανούσα θα διέθετε, όπου επιθυμούσε, απευθείας το επίμαχο χρηματικό ποσό με τη διαθήκη της, χωρίς την παρεμβολή της ενάγουσα, καθόσον αυτή (διαθέτης), όσο ζούσε, ενόψει του ότι δεν είχε αποκτήσει τέκνα από το γάμο της με το προαποβιώσαντα σύζυγο της Ν. Ε., είχε σοβαρή ενασχόληση με φιλανθρωπικό έργο και, συνεπώς, γνώριζε καλύτερα από την ενάγουσα την ύπαρξη φιλανθρωπικών - κοινωφελών ιδρυμάτων, καθώς και τις ανάγκες τους. Εξάλλου, τη βούληση της να εγκαταστήσει την ενάγουσα κληρονόμο της στο κληρονομιαίο χρηματικό ποσό της αποζημίωσης είχε επανειλημμένα εκφράσει όσο ζούσε, όπως κατηγορηματικά και με σαφήνεια κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο Γ. Μ., σύζυγος της, ο οποίος είχε άμεση γνώση των όσων κατέθεσε. Άλλωστε, η θανούσα τη θέληση της τα χρήματα από την απαλλοτρίωση να περιέλθουν στην ενάγουσα, ως κληρονόμος, είχε με σαφήνεια δηλώσει σε προηγούμενη ιδιόγραφη διαθήκη της, που δεν έχει δημοσιευθεί, στην οποία κατά λέξη αναφέρει "Οποιαδήποτε αποζημίωσι μου δοθή από την απαλλοτρίωση του υπόλοιπου κτήματος μου να περιέλθει στην Σ. σύζυγο Γ. Μ., το γένος Κ. Σ., με τον όρο να διαθέσει για φιλανθρωπικούς σκοπούς κατά την κρίσι της ένα σοβαρό χρηματικό ποσό, όπως στο Γηροκομείο Πάρου". Σημειωτέον, ότι η ενάγουσα προσκομίζει με επίκληση φωτοτυπικό αντίγραφο της διαθήκης αυτής, τη γνησιότητα της οποίας, γραφής και υπογραφής της διαθέτιδας, δεν αμφισβήτησε το εναγόμενο. Συνεπώς, με βάση όσα προεκτέθηκαν, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, ύστερα από ερμηνεία της επίμαχης διάταξης της, από 29.11.2006, ιδιόγραφης διαθήκης της διαθέτιδας Α. Ε., είναι κληρονόμος στο επίδικο κληρονομιαίο ποσό της αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του ακινήτου της θανούσας με το προαναφερόμενος βάρος". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια και την ένδικη αναγνωριστική αγωγή της αναιρεσίβλητης, αναγνώρισε ότι οι προρρηθείσες λέξεις "το" και "σκοπούς", ως περιεχόμενο της επίδικης διαθήκης (ιδιόγραφης), ήταν πλαστές, δεν είχαν δηλαδή τεθεί δια χειρός της διαθέτιδας και δεν λαμβάνονται υπόψη, και ότι, επομένως, μετά και την προηγηθείσα ερμηνεία τςη διαθήκης, η αναιρεσίβλητη-ενάγουσα είναι κληρονόμος της διαθέτιδας Α. Ε. στο επίδικο κληρονομιαίο ποσό της αποζημίωσης (€635.531,40) από την απαλλοτρίωση του ακινήτου της τελευταίας, με τον όρο (βάρος) να διαθέσει από αυτό ένα σοβαρό κατά την κρίση της μέρος για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως στη γηροκομείο Πάρου. ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με τις προαναφερθείσες παραδοχές του ως προς την αληθή βούληση της διαθέτιδας που προέκυψε κατά τις παραδοχές αυτές, από την ερμηνεία της επίδικης διαθήκης παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ, μη λαμβάνοντας υπόψη (το Εφετείο) και τις αναφερόμενες στο αναιρετήριο και κατωτέρω, υπό V, περικοπές της διαθήκης και από τις οποίες προκύπτει κατά το αναιρεσείον, ότι η διαθέτιδα δεν εγκατέστησε κληρονόμο την αναιρεσίβλητη, αλλά όρισε να περιέλθει ολόκληρο το επίδικο ποσό της αποζημίωσης σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ενόψει του περιεχομένου αυτού του εξεταζόμενου τούτου λόγου αναιρέσεως είναι προφανές ότι πλήττεται με αυτόν η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για την αληθή βούληση της διαθέτιδας που προέκυψε μετά τη διαπίστωση σχετικής ασάφειας στη διαθήκη από την ερμηνεία στην οποία προσέφυγε το Εφετείο, κρίση όμως η οποία σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (ανωτ. Υπό Ι) δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ. Επομένως ο πρώτος αυτός λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, με τις προπαρατεθείσες (ανωτ. υπό ΙΙ) παραδοχές το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα της ιδιότητας της αναιρεσίβλητης ως κληρονόμου της διαθέτιδος και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ως άνω εφαρμοστέων εν προκειμένω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει το αναιρεσείον με τον τέταρτο, από τους αρ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του. Με τον τρίτο και υπό την επίκληση του αρ.1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με τις ίδιες ως άνω παραδοχές του, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 41 του ν.2039/1939, κατά την οποία "Τα χάριν φιλανθρωπικών σκοπών καταλειπόμενα υπέρ αδήλων ή αορίστου προσώπων, εάν η εκτέλεσις εις ουδένα έχει ανατεθεί δια της ουσιαστικής πράξεως, θεωρούνται ως καταλειφθέντα υπέρ του Δημοσίου". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού κατά τις παραδοχές του Εφετείου δεν πρόκειται ενταύθα για καταλειπόμενα με την ένδικη διαθήκη χάριν φιλανθρωπικών σκοπών υπέρ "αδήλων ή αορίστων προσώπων", όπως απολαμβάνει το αναιρεσείον, αλλά για την πλαστότητα των ειρημένων σημείων της επίδικης διαθήκης και την ιδιότητα της αναιρεσίβλητης ως κληρονόμου εφ'ολοκλήρου του κληρονομιαίου ποσού, με το προαναφερθέν βάρος. ΙV. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (ΟλομΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν (ΑΠ 1363/2008). Εν προκειμένω, με τον δεύτερο και υπό την επίκληση της ανωτέρω διάταξης λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ως εναγομένου-εκκαλούντος, ότι κατά την αληθή βούληση της διαθέτιδος, η αναιρεσίβλητη εγκαταστάθηκε με την επίδικη διαθέτιδα και όχι ως κληρονόμος αλλ'ως κληροδόχος στο ειρημένο ποσό της αποζημίωσης, με την επιβάρυνση (τρόπος, ΑΚ 1715) της περαιτέρω διάθεσής της σε κοινωφελείς σκοπούς. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απαράδεκτος, στρεφόμενος κατά αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, και άρα μη ουσιώδους, κατά την προαναφερθείσα έννοια, εν πάση δε περιπτώσει, αβάσιμος, αφού το Εφετείο απέρριψε κατ'ουσίαν, εκ των πραγμάτων, τον ισχυρισμό αυτόν του αναιρεσείοντος, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν, και ειδικότερα ότι η αναιρεσίβλητη εγκαταστάθηκε ως κληρονόμος με την επίδικη διαθήκη, κατά τα προεκτεθέντα. V. Ο κατά το άρθρο 559 αρ.20 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο προβαίνει στην ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως που αποτυπώνεται στο έγγραφο, το οποίο (το δικαστήριο) σωστά ανέγνωσε, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ουσιαστική εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, με τον πέμπτο, από τον αρ.20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης (ανωτ. υπό ΙΙ), με το να μην αναγνώσει τις περικοπές της διαθήκης κατά τις οποίες η διαθέτιδα α) "διαθέτει ένα ακίνητο, ήτοι ένα κτήμα ευρισκόμενο στην …, στην περιοχή ..., στο οποίο εγκαθιστά κληρονόμους το δημόσιο και τα αναφερόμενα λοιπά πρόσωπα" και Β) "ανακαλεί και ακυρώνει κάθε προηγούμενη διαθήκη της και όλο της το περιεχόμενο? σε περίπτωση που ανεγερθεί φιλανθρωπικό ίδρυμα ή νοσοκομείο, παρακαλεί να δοθεί το όνομα του πατέρα της σ'αυτό" και να καταλήξει έτσι (το Εφετείο) σε εσφαλμένο πόρισμα ως προς την ιδιότητα της αναιρεσίβλητης ως κληρονόμου. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, είναι αβάσιμος αφού από την προαναφερθείσα αναφορά (ανωτ. υπό ΙΙ) του Εφετείου ότι στην επίδικη διαθήκη η διαθέτιδα "όρισε, μεταξύ των άλλων, κατά λέξη, και τα εξής, που ενδιαφέρουν στην κρινόμενη υπόθεση" προκύπτει σαφώς ότι το Εφετείο ανέγνωσε ολόκληρο το κείμενο της διαθήκης προκειμένου να προβεί στην ερμηνεία της, κρίνοντας επουσιώδεις (αδιάφορες) τις φερόμενες ως παραλειφθείσες ως άνω περικοπές, κατά τα λοιπά δε ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως, ως στρεφόμενος κατά της ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου ως προς την αληθή βούληση της διαθέτιδας που προέκυψε από την ερμηνεία της επίδικης διαθήκης, είναι απαράδεκτος, σ σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε. VI. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20-11-2012 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ'αριθμ. 4595/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερμηνεία διαθήκης κατά ΑΚ 173, 1781. Αναζητείται μόνο η αληθής βούληση του διαθέτη. Μη εφαρμογή κριτηρίων ΑΚ 200. Πότε συγχωρείται προσφυγή στην ερμηνεία της διαθήκης. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για την ανάγκη προσφυγής στην ερμηνεία, καθώς και για τα εξ αυτής συμπεράσματα για την αληθή βούληση του διαθέτη. Απαράδεκτος σχετικός λόγος αναιρέσεως (ΚΠολΔ 561§1). Λόγοι αναιρέσεως κατ’ άρθρον 559 αρ.19 ΚΠολΔ αβάσιμος, αρ.8 και 20 απαράδεκτοι [Επικυρώνει ΕΑ 4595/12].
Κληρονομία
Διαθήκη, Κληρονομία .
0
Αριθμός 283/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Χ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευφροσύνη Τσαμολιά. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/3/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 112/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 386/2012 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 31/12/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από την έκθεση επίδοσης .../2.5.2013 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας … προκύπτει, ότι, ύστερα από έγγραφη παραγγελία της πληρεξούσιας δικηγόρου του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της ένδικης, από 31.12.2012, αίτησης αναίρεσης κατά της οριστικής απόφασης 386/2012 του Εφετείου Πατρών, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 20.11.2013), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλε έγγραφη δήλωση για παράστασή του στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία του αναιρεσιβλήτου. ΙΙ. Για να είναι πλήρης και ορισμένη η αρνητική αγωγή, κατά τα άρθρα 118 εδαφ.4 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1108 ΑΚ, πρέπει, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κυριότητα του ενάγοντος, β)ακριβή περιγραφή του επίδικου αντικειμένου, γ)διατάραξη της κυριότητας, δ)η διατάραξη να είναι παράνομη και ε)ορισμένο αίτημα άρσης της προσβολής (διαταράξεως) και παράλειψης της στο μέλλον. Μπορεί, ακόμη, ο ενάγων να απαιτήσει και την αναγνώριση της κυριότητάς του στο επίδικο, όταν αμφισβητείται από τον εναγόμενο, οπότε η αγωγή έχει χαρακτήρα αγωγής του άρθρου 1108 ΑΚ, στην οποία έχει σωρευθεί παραδεκτά και αναγνωριστική αγωγή δικαιώματος κυριότητας του πράγματος. Εξάλλου, αν η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας, δεν απαιτείται τίποτε άλλο από τον τρόπο αποκτήσεώς του. Αν στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας με σύμβαση και το επίδικο αντικείμενο είναι ακίνητο, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει στην αγωγή τα απαιτούμενα από τα άρθρα 1033 και 1192 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου περιστατικά, δηλαδή, να αναφέρει ότι μεταβιβάστηκε σ'αυτόν η κυριότητα του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Αν ο εναγόμενος αμφισβητήσει, με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης την κυριότητα του άμεσου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, αυτός υποχρεούται, κατ'επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, συμπλήρωση της αγωγής, να καθορίσει με τις προτάσεις του της πρώτης συζήτησης τον τρόπο της κτήσης της κυριότητας του άμεσου δικαιοπαρόχου του και αν είναι αναγκαίο και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, εωσότου φθάσει σε εκείνον που απέκτησε την κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο (ΑΠ 1279/2005 ΕλλΔνη 48.1019). Η μη πλήρης αναφορά των στοιχείων αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και απορριπτέα λόγω της έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 30.3.2007 - αγωγής προκύπτει, ότι ο ήδη αναιρεσίβλητος ενάγων ισχυρίστηκε, ότι είναι κύριος οκτώ (8) ακινήτων - επτά (7) αγροτεμαχίων και ενός λογγοχώραφου -, που περιγράφονται λεπτομερώς κατά θέση, έκταση, ιδιότητα, αξία και όρια - ότι των ακινήτων αυτών έγινε κύριος των μεν πρώτων επτά (7) από αυτά με έκτακτη χρησικτησία (ΑΚ 1045), γιατί τα έχει νεμηθεί με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (επί 35 χρόνια συνεχώς έως την άσκηση της αγωγής), ασκώντας σε αυτά τις λεπτομερώς αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις που ανήκουν σε κύριο και ταιριάζουν στη φύση και τον προορισμό τους (επίβλεψη, εκδίωξη όσων τα επιβουλεύονταν ή τα ζημίωναν, καλλιέργεια κατά περιόδους κ.λπ.), του δε όγδοου από αυτά από δωρεά πρός αυτόν με το .../1999 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αργοστολίου Νίκης Ρασιά - Κυριακάτου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, του αληθινού κυρίου αυτού Ε. Σ., ο οποίος είχε γίνει κύριος του εν λόγω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, γιατί το είχε νεμηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας (επί 40 τουλάχιστον χρόνια συνεχώς έως την ως άνω μεταβίβασή του) ασκώντας σ'αυτό τις αναφερόμενες λεπτομερώς προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό του πράξεις νομής (επίβλεψη, εκδίωξη όσων το επιβουλεύονταν, παραχώρησή του σε τρίτους για βόσκηση των ζώων τους κ.λπ.) και ότι ο εναγόμενος (αναιρεσείων) τον Φεβρουάριο 2007 και το πρώτο δεκαήμερο Μαρτίου 2007 διατάραξε παράνομα την κυριότητά του στα παραπάνω ακίνητα, αφού με πρόθεση οδήγησε σε αυτά τα ζώα του, με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές στη βλάστηση και στις λιθοδομές τους και παράλληλα αμφισβητεί την κυριότητά του σε αυτά, ισχυριζόμενος ότι του ανήκουν. Ζήτησε δε ο ήδη αναιρεσίβλητος ενάγων να αναγνωριστεί κύριος των ανωτέρω ακινήτων και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος (αναιρεσείων) να παραλείψει στο μέλλον να διαταράσσει την κυριότητά του στα ακίνητα αυτά με απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής 3000 ευρώ και προσωπικής κράτησης έξι μηνών για κάθε φορά που θα διαταράσσει την κυριότητά του σε αυτά. Με το περιεχόμενο αυτό, η ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα απαιτούμενα, ως άνω, για τη θεμελίωσή της στοιχεία και είναι, επομένως, πλήρως ορισμένη. Συνακόλουθα, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του την ένσταση αοριστίας (ποσοτικής) του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου, έλαβε υπόψη την ένσταση αυτή και δεν παρέλειψε παρά το νόμο να την κηρύξει απαράδεκτη και ο περί του αντιθέτου τέταρτος, κατά το πρώτο μέρος του λόγος της αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμησή του (όχι από τον αριθμό 1 αλλά) από τους αριθμούς 8 περ.β'και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1712, 1721, 1846, 1192 αρ.1, 1193, 1195, 1198 1199 και 1033 ΑΚ, συνάγεται ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική μεν διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομιά με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωση του, με συμφωνία δε, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ1 αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τους τρόπους αυτούς, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσας ή εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβαση της να ήταν κύριος του ακινήτου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ, συνάγεται ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικό περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Τα επίδικα ακίνητα είναι α) αγροτεμάχιο στη θέση "…" της κτηματικής περιφέρειας του χωριού Καραβάδος του Δήμου Λειβαθούς Κεφαλληνίας, εκτάσεως 4 στρεμμάτων περίπου, με τα εντός αυτού ευρισκόμενα 25 ελαιόδεντρα, το οποίο συνορεύει ανατολικά με ακίνητο Μ. Μ., βόρεια με ακίνητα Ν. Λ. και κληρονόμων Ν. Α., δυτικά με ακίνητα αδελφών Μ., Ν. Α. και κληρονόμων Π. Α., και νότια με ακίνητα κληρονόμων Π. Σ., Δ. Κ., κληρονόμων Α. Κ. και Ν. Λ., β) αγροτεμάχιο στη θέση "…" της ιδίας ως άνω κτηματικής περιφέρειας, εκτάσεως 3 στρεμμάτων, το οποίο συνορεύει βόρεια με αγροτικό δρόμο, ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων Π. Σ., νότια με ακίνητο Γ. Γ. και ακίνητο κληρονόμων Κ. Σ. και δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Σ. , γ) λογγοχώραφο στη θέση "…" της ιδίας ως άνω κτηματικής περιφέρειας, εκτάσεως 2 στρεμμάτων περίπου, το οποίο συνορεύει νότια με αγροτικό δρόμο, δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Ι. Μ., βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Μ. και ανατολικά με ιδιοκτησίες Ε. Σ. και κληρονόμων αδελφών Μ., δ) αγροτεμάχιο στη θέση "…" της ιδίας ως άνω κτηματικής περιφέρειας, εκτάσεως ενός στρέμματος περίπου, το οποίο συνορεύει ανατολικά με ακίνητο Κ. Σ., νότια με ακίνητο Γ. Γ., δυτικά με ακίνητο αδελφών Μ. και βόρεια με ακίνητο κληρονόμων Κ. Α., ε) αγροτεμάχιο στη θέση "…" της ιδίας ως άνω κτηματικής περιφέρειας , εκτάσεως 4 στρεμμάτων, το οποίο συνορεύει βόρεια και δυτικά με ακίνητο αδελφών Μ., ανατολικά με ακίνητο Β. και νότια με ακίνητο κληρονόμων Χ. Α., στ) αγροτεμάχιο στη θέση "…" της ιδίας ως άνω κτηματικής περιφέρειας, εκτάσεως 1 1/2 στρέμματος, το οποίο συνορεύει ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων Δ. Σ., βόρεια με αγροτεμάχιο του ενάγοντος και νότια και δυτικά με ιδιοκτησία αδελφών Μ., ζ) αγροτεμάχιο στη θέση "…" της ιδίας ως άνω κτηματικής περιφέρειας, εκτάσεως 3 στρεμμάτων, το οποίο συνορεύει νότια με ακίνητο αδελφών Μ., πρώην ιδιοκτησία Κ. Σ., δυτικά με ακίνητο κληρονόμων Σ. Μ. και με ακίνητο κληρονόμων Π. Σ. και με αγροτική οδό, και η) αγροτεμάχιο στη θέση "…", της ιδίας ως άνω κτηματικής περιφέρειας, εκτάσεως ενός στρέμματος περίπου, το οποίο συνορεύει νότια με αγροτεμάχιο του ενάγοντος, ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων Δ. Σ., δυτικά με ακίνητο Μ. και βόρεια με ακίνητο κληρονόμων Π. Σ.. Από τα παραπάνω ακίνητα, τα υπό στοιχεία α', β', γ', δ', ε' και ζ' ακίνητα περιήλθαν στον ενάγοντα από κληρονομιά του κατά το έτος 1972 αποβιώσαντος πατέρα του Δ. Σ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, και από τον παραπάνω χρόνο μέχρι την κατάθεση (4.4.2007) της ένδικης αγωγής ο ενάγων νεμήθηκε τα εν λόγω ακίνητα, ασκώντας, με την πεποίθηση ότι ενεργεί ως κύριος, όλες τις προσιδιάζουσες στη θέση και φύση τους διακατοχικές πράξεις, με τις οποίες εκδηλωνόταν η περί εξουσιάσεως αυτών βούληση του. Ειδικότερα, χρησιμοποιούσε αυτά για καλλιέργειες είτε ο ίδιος είτε εκμισθώνοντας αυτά σε τρίτους, συντηρούσε τις λιθοδομές τους, επέτρεπε τη με αντάλλαγμα συλλογή του ελαιοκάρπου από τρίτους στο παραπάνω ακίνητο στη θέση "…" και γενικά επέβλεπε και επιτηρούσε αυτά, απαγορεύοντας κάθε διαταρακτική ενέργεια τρίτων για χρονικό διάστημα 35 ετών τουλάχιστον. Επομένως, ο ενάγων έγινε κύριος των ακινήτων αυτών με έκτακτη χρησικτησία. Το υπό στοιχεία στ' ακίνητο περιήλθε στον ενάγοντα κατά το έτος 1980, ύστερα από άτυπη αγορά από τον Γ. Σ. του Ν., και από τότε μέχρι και την κατάθεση (4.4.2007) της ένδικης αγωγής ο ενάγων νεμήθηκε το εν λόγω ακίνητο με τη θέληση να έχει το πράγμα όπως αρμόζει στον κύριο , ενεργώντας όλες τις εμφανείς υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και θέση του, με τις οποίες εκδηλωνόταν η περί εξουσιάσεως αυτού βούληση του. Ειδικότερα, το καθάριζε από τη θαμνώδη βλάστηση , συντηρούσε τις λιθοδομές του, εκμεταλλευόταν τη ξυλεία των υπαρχόντων σ' αυτό δένδρων και γενικά το επέβλεπε και επιτηρούσε , απαγορεύοντας κάθε διαταρακτική ενέργεια τρίτων για χρονικό διάστημα 27 ετών τουλάχιστον. Επομένως, ο ενάγων έγινε κύριος και του παραπάνω ακινήτου με τις προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας. Τέλος, ο ενάγων έγινε κύριος του υπό στοιχεία η' ακινήτου λόγω δωρεάς εν ζωή από τον Ε. Σ. δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου .../1999 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αργοστολίου Νίκης Ρασιά - Κυριακάτου. Με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο εναγόμενος συνομολογεί την κυριότητα του ενάγοντος επί των υπό στοιχεία α', β', γ', δ' και η' παραπάνω ακινήτων και αρνείται την ταυτότητα των υπό στοιχεία ε', στ' και ζ' παραπάνω ακινήτων (ήτοι στις θέσεις …, … και …). Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι στις αμέσως παραπάνω θέσεις της κτηματικής περιφέρειας του χωριού Καραβάδος του Δήμου Λειβαθούς βρίσκονται μόνον τα περίγραφόμενα ακίνητα της αποκλειστικής του κυριότητας των οποίων έγινε κύριος με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς ωστόσο να επικαλείται ότι τα παραπάνω τρία επίδικα ακίνητα αποτελούν τμήματα των ακινήτων που περιγράφονται στις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στην υπό κρίση έφεση ως ανήκοντα στον ίδιο. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ισχυρισμό του εναγομένου περί δικής του αποκλειστικής κυριότητας επί των παραπάνω επίδικων ακινήτων....Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, που διατηρεί αιγοπρόβατα, κατά μήνα Φεβρουάριο και το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Μαρτίου 2007 διατάραξε παράνομα την κυριότητα του ενάγοντος επί των παραπάνω ακινήτων, καθώς οδήγησε το ποίμνιο του για βόσκηση εντός αυτών, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βλάστηση και να προκληθούν ζημίες στις λιθοδομές τους". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αρνητική και αναγνωριστική κυριότητας των επίδικων ακινήτων αγωγή του αναιρεσιβλήτου, που έχει ως βάση όσον αφορά τα πρώτα επτά από τα επίδικα ακίνητα τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας της έκτακτης χρησικτησίας (ΑΚ 1045) και όσον αφορά το όγδοο από αυτά τον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας με σύμβαση (άρθρα 1033, 1192 αρ.1 και 1098 ΑΚ), είναι βάσιμη και κατ'ουσίαν, γι'αυτό δε και την δέχτηκε, επικυρώνοντας, έτσι, την εκκαλούμενη απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ΑΚ ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν, και, συνεπώς, ο τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο από τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. IV. Περαιτέρω, το Εφετείο, με το να δεχθεί την αγωγή κατά τις ανωτέρω βάσεις της, δεν έλαβε παρά το νόμο υπόψη του "πράγματα" που δεν προτάθηκαν, ούτε επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε, γι'αυτό και ο περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.8 περ.α' και 9 περ.α' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. V. Κατά το εδ.γ'της παρ.2 του άρθρου 270 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του ν.2915/2001 και ισχύει και μετά την αντικατάσταση του εν λόγω άρθρου από το άρθρο 28 του ν.2011 "ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση...". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η ένορκη βεβαίωση που δίδεται για συγκεκριμένη δίκη χωρίς προηγούμενη κλήτευση και χωρίς παράσταση του αντιδίκου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 886/2008). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ.3, 339 και 395 σε συνδυασμό με το άρθρο 270 παρ.3 εδ.2 του ΚΠολΔ, αν οι ένορκες βεβαιώσεις έχουν δοθεί για άλλη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, έστω και χωρίς την τήρηση των τασσόμενων γι'αυτές διατυπώσεων, εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δόθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στη δίκη στην οποία προσκομίζονται, οπότε θεωρούνται ανυπόστατες (ΑΠ 1605/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμησή του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 περ.γ'(και όχι και 12) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη την υπ'αριθμ....25.7.2007 ένορκη βεβαίωση του Ε. Γ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Π.Κεχαγιά, την οποία είχε προσκομίσει νόμιμα με επίκληση με τις προτάσεις του τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και ενώπιόν του - Εφετείου - της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση "προς απόδειξη της από 8.1.2009 εφέσεώς του ....και προς ανταπόδειξη της ένδικης αγωγής του αντιδίκου (αναιρεσιβλήτου)". Το Εφετείο, όμως, βεβαιώνει, ότι η παραπάνω ένορκη βεβαίωση "συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Περσεφόνης Αθανασοπούλου Ρετσίνα Κεχαγιά, χωρίς να προηγηθεί κλήτευση του εφεσιβλήτου (αναιρεσιβλήτου) δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτήν, γεγονός που συνομολογείται από τον εκκαλούντα (αναιρεσείοντα)". Περαιτέρω, ούτε ο αναιρεσείων επικαλείται ούτε προκύπτει ότι η ένορκη αυτή βεβαίωση είχε ληφτεί για άλλη δίκη. Επομένως, νόμιμα το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένορκη αυτή βεβαίωση για την κατάρτιση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεπώς ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, επίσης από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι η ένορκη βεβαίωση παρά το νόμο δεν ελήφθη υπόψη ως απλό έγγραφο από το Εφετείο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ.3 εδαφ.2 ΚΠολΔ, συγχωρείται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ) και το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε ότι δόθηκε για τη συγκεκριμένη δίκη ενώ δόθηκε, "όπως από το περιεχόμενο αυτής προκύπτει - όχι για κάποια δίκη, αλλά - προς απόδειξη της άτυπης πωλήσεως δύο ακινήτων...της Ελένης Γ. προς αυτόν (αναιρεσείοντα)....", είναι προεχόντως, απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, κατ'εφαρμογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, σε αναιρετικό έλεγχο. VI. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο και τρίτο λόγους της αναίρεσης προβάλλεται από τον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο η από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής...ιδίως όσον αφορά τα αναφερόμενα σε αυτήν με αριθμούς 5, 6 και 7 ακίνητα στις θέσεις …, …και … της κτηματικής περιφέρειας του χωριού Καραβάδος του Δήμου Λειβαθούς Κεφαλληνίας -, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις τα, ειδικότερα, σ'αυτούς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, που ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος επικαλέστηκε και προσκόμισε νόμιμα με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή: 1)το αντίγραφο της - ένδικης - από 30.3.2007 αγωγής του αναιρεσιβλήτου, 2)το αντίγραφο των από 4.5.2008 προτάσεων του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και της από 6.6.2008 προσθήκης του, 3)το αντίγραφο των πρακτικών της συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας με αριθμό 112/2008 στα οποία, πλην άλλων, περιέχονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, 4)το αντίγραφο της εκκαλούμενης 112/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, 5)το αντίγραφο του .../1962 συμβολαίου του πρώην συμβολαιογράφου Αργοστολίου Παντελή Μοντεσάντου όσον αφορά τα αναφερόμενα σε αυτό ακίνητα στη θέση "…" εκτάσεως δεκαοκτώ (18) στρεμμάτων περίπου, στη θέση "…" τεσσάρων (4) περίπου στρεμμάτων με πέντε (5) ελιές και το χωριζόμενο σε δύο τεμάχια μετά των εντός αυτού πέντε (5) ελαιοδένδρων εκτάσεως ενάμισυ (1,5) περίπου στρέμματος, που περιήλθαν δυνάμει του συμβολαίου αυτού στους Σ. Σ., Ν. και Α. Μ. κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα και εν συνεχεία τα απέκτησε ο πατέρας του αναιρεσείοντος Σ. Μ. κατόπιν άτυπης δωρεάς από τα αδέλφια του κατά τα έτη 1972 και 1983 και ακολούθως κατά το έτος 1985 ο αναιρεσείων κατόπιν άτυπης δωρεάς του πατέρα του προς αυτόν - αναιρεσείοντα - ο οποίος και κατέστη κύριος αυτών, με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρούμενου και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του, 6)το αντίγραφο του .../1971 συμβολαίου του πρώην συμβολαιογράφου Αργοστολίου Γ. Μεταξά, όσον αφορά τη συνορεύουσα - με το ακίνητο στη θέση "…" - ιδιοκτησία Δ. Σ. που αναφέρεται στο συμβόλαιο αυτό, ότι πρόκειται ακριβώς για την ιδιοκτησία Ε. Σ., την οποία μίσθωνε ο συγγενής του Δ. Σ. και ότι προφανώς σημειώθηκε ως ιδιοκτησία Δ. Σ. διότι αυτός το διαχειριζόταν, 7)αντίγραφο του από 21.7.1950 ιδιωτικού συμφωνητικού, από το οποίο αποδεικνύεται ότι το ακίνητο αυτό ανήκε αρχικά στον Ε. Σ., ο οποίος το νεμόταν από το έτος 1950 και ως εκ τούτου είχε καταστεί κύριός του με έκτακτη χρησικτησία μέχρι το έτος 1999, 8)το αντίγραφο του από 3.3.1999 ιδιωτικού συμφωνητικού, από το οποίο αποδεικνύεται ότι ο Ε. Σ. δώρισε στον αναιρεσείοντα το μοναδικό του ακίνητο στη θέση "…" εκτάσεως 1,5 στρέμματος, αφού είχε καταστεί κύριός του με έκτακτη χρησικτησία, και ότι πλέον οι δύο ιδιοκτησίες, ήτοι η Μ. και Σ. Σ. του στη θέση αυτή έχουν ενοποιηθεί, 9)αντίγραφο του .../1981 συμβολαίου του πρώην συμβολαιογράφου Αργοστολίου Γ. Αυγερινού, δυνάμει του οποίου το ακίνητο στη θέση … εκτάσεως δεκαεννέα (19) στρεμμάτων περίπου με 19 ελιές ανήκε στον πατέρα του αναιρεσείοντος, ο οποίος του το δώρισε άτυπα το έτος 1983 και έκτοτε το νέμεται μέχρι και σήμερα και, έτσι, έχει καταστεί κύριος με έκτακτη χρησικτησία, 10)το αντίγραφο της 628/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (επί της από 8.1.2001 αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατά του αδελφού του Γ. Μ.), από την οποία προκύπτει, ότι ο αναιρεσίβλητος - ενάγων ισχυριζόταν - ομολογούσε ότι το αγροτεμάχιο στη θέση …. και το αγροτεμάχιο στη θέση ... τα έχει αποκτήσει από άτυπες αγορές από τρίτους στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ με την παρούσα ένδικη αγωγή ισχυρίζεται ότι ανήκαν στον πατέρα του Δ. Σ., 11)το αντίγραφο της από 6.2.2002 αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατά του αδελφού του αναιρεσείοντος, επί της οποίας εκδόθηκε η 629/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, 12)το αντίγραφο της 45/2001 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου, με την οποία ο αναιρεσίβλητος αναγνωρίσθηκε προσωρινά νομέας και κάτοχος των αναφερόμενων στην αγωγή του ακινήτων έναντι του θανόντος (αυτοπυροβοληθέντος) το έτος 2006 αδελφού του Γ. Μ., στο πλαίσιο, όμως, της οποίας το αποδεικτικό υλικό που προσκόμισε ήταν πενιχρό, καθώς το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο στις δίκες αυτές ήταν η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ή η κατάθεση της συγγενούς του Ε. Σ., 13)το αντίγραφο της 2/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, 14)το αντίγραφο της 783/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, 15)το αντίγραφο της 401/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, η οποία έκρινε ότι ο αναιρεσείων παρέστη την 628/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, 16)το αντίγραφο της 629/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, με την οποία ο αναιρεσείων αναγνωρίσθηκε προσωρινά νομέας και κάτοχος του αναφερόμενου στην αγωγή υπ'αριθ.8 ακινήτου, 17)το αντίγραφο της 43/2004 Διάταξης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Κεφαλληνίας, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι ο αδελφός του αναιρεσείοντος ήταν ψυχικά ασθενής, 18)τα αντίγραφα των 170/2009 και 168/2009 μερίδων του Υποθηκοφυλακείου Αργοστολίου, από τα οποία αποδεικνύεται ότι δεν υφίσταται μερίδα εις την οποία να αναγράφονται τα υπ'αριθ.5, 6 και 7 ακίνητα της ένδικης αγωγής είτε στην μερίδα του αναιρεσιβλήτου είτε στη μερίδα του πατέρα του Δ. Σ., 19)το αντίγραφο της 78/2000 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου, με την οποία απορρίφτηκε η από 11.6.2000 αίτηση του αναιρεσιβλήτου για το χαρακτηρισμό εδαφικών λωρίδων ως κοινόχρηστου δρόμου στη κτηματική περιφέρεια του Δήμου Λειβαδούς Κεφαλληνίας, 20)το αντίγραφο της ...25.7.2007 ένορκης βεβαίωσης του Ε. Γ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Π.Κεχαγιά, 21)τις τέσσερις (4) φωτογραφίες που ο αναιρεσείων προσκόμισε και επικαλέστηκε με την προσθήκη του πρωτοδίκως και επαναπροσκόμισε νόμιμα με επίκληση ενώπιον του Εφετείου Πατρών και ιδίως την υπ'αριθ.4 φωτογραφία για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του που προτείνονται με αυτήν προς αντίκρουση των ισχυρισμών του αναιρεσιβλήτου και ειδικότερα τον ισχυρισμό αυτού - αναιρεσιβλήτου - περί δήθεν "καλιέργειας" στη θέση "…", 22)τις υπ'αριθ.1, 2 και 3 φωτογραφίες που ο αναιρεσείων προσκόμισε νόμιμα με επίκληση ως άνω προς αντίκρουση ειδικότερα του ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου ότι ο αναιρεσείων τάχα πρώτη φορά το 2007 διατάραξε την υποτιθέμενη κυριότητα του αναιρεσιβλήτου βάζοντας μέσα τα ζώα του, και 23)τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος ανταπόδειξης Μ. Γ., καθώς και του μάρτυρος απόδειξης Σ. Γ., οι οποίες περιέχονται στα υπ'αριθ.112/2008 πρακτικά του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, ειδικότερα, κατά τις περικοπές τους, ότι: Α)για τη θέση … δεν υπάρχει ιδιοκτησία Χ. Α., όπως ακολούθως ισχυρίζεται ο αναιρεσίβλητος, κι ότι πρόκειται για την πλαγιά ενός λόφου ακαλλιέργητη που κάνει μόνο για βοσκή ζώων τα οποία πάντοτε ήταν …, Β)για τη θέση "..." - ότι - το 1999 η Νομαρχία κατόπιν συνεννόησης με τους Μ. έβαλε μέσα της μπουλντόζα και διαμόρφωσε το χώρο ως αντάλλαγμα διότι οι τελευταίοι παραχώρησαν έδαφος για να φαρδύνει ο δρόμος, Γ)για τη θέση "…" - ότι - υπήρχαν διάφορες ιδιοκτησίες στα παλιά χρόνια που σταδιακά με διάφορα συμβόλαια και άτοπες αγορές πέρασαν όλες στην οικογένεια Μ. και ότι στα χρόνια τα δικά του είχε πια μείνει μόνο μία ιδιοκτησία Σ., την οποία πούλησε στους Μ.....ότι με εξαίρεση το πρώην ακίνητο Γ. που χρησίμευε και χρησιμεύει ως εξωτερικός χώρος του μανδριού όλη υπόλοιπη έκταση εδώ και δεκαετίες καλλιεργείται από τους Μ. και είναι και περιφραγμένη....ότι ο μάρτυρας απόδειξης - μολονότι επιχειρεί κακόπιστα να παρουσιάσει τον αναιρεσείοντα ως προβληματικό άτομο που δήθεν δημιουργεί προβλήματα σε όλη την περιοχή εν τέλει και κατόπιν επίμονων ερωτήσεων - "αναγκάζεται να ομολογήσει" πως δεν ξέρει ουσιαστικά άλλους που να έχουν ενοχληθεί ή να έχουν δικαστικές αντιδικίες μαζί του από τις αποτιθέμενες αυθαίρετες πράξεις του στην περιοχή....να καταθέσει δε αυτολεξεί, ότι "ο Κ.Μ. αυτή τη στιγμή από το 2000 και μετά που αρχίσανε τα προβλήματα έχει πάρει κατά μήκος του δρόμου Αργοστολίου - Πόρου και έχει περιφράξει δεξιά και αριστερά...." και πιο κάτω "όχι όχι, αφού από το 2000 ξεκίνησαν τα προβλήματα και μπαίνει μέσα και γκρεμίζει λιθίες, βάζει τα ζώα όλα αυτά ...." διαψεύδοντας, έτσι, τον αναιρεσίβλητο ενάγοντα ο οποίος στην ένδικη αγωγή αναφέρει αυτολεξεί "ενώ έτσι έχουν τα πράγματα ο εναγόμενος (αναιρεσείων) παράνομα, υπαίτια και χωρίς τη θέλησή του - αναιρεσιβλήτου ενάγοντος - ...το Φεβρουάριο του 2007 και το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου 2007 διατάραξε την κυριότητα στα παραπάνω ακίνητα" ....αλλά - το Εφετείο - στήριξε τις εσφαλμένες παραδοχές και κρίση του αποκλειστικά στην καθ'όλα αναξιόπιστη κατάθεση του εξαδέλφου του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος έχει και προσδοκά άμεσο συμφέρον από την έκβαση της δίκης και όχι στις περικοπές και στην καθ'όλα αξιόπιστη και τεκμηριωμένη κατάθεση του μάρτυρος του αναιρεσείοντος που επιβεβαιώνεται πλήρως εξ όλων των προσαχθέντων και επικληθέντων εγγράφων του και στις άνω ομολογίες του αναιρεσιβλήτου και του μάρτυρός του". Οι ερευνώμενοι αναιρετικοί λόγοι ως προς τα άνω στοιχεία (1, 2 και 4) στοιχεία πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, ως απαράδεκτοι, εφόσον τα υπό τα στοιχεία αυτά έγγραφα είναι διαδικαστικά, δεν αποτελούν, δηλαδή, αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.11 ΚΠολΔ (ΑΠ 755/1989), ως προς δε το άνω στοιχείο (20) της ένορκης βεβαίωσης 15.729/25.7.2007 του Ε. Γ. πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, εφόσον, σύμφωνα με τα άνω εκτεθέντα, ήταν ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και συνεπώς επιτρεπτά δεν ελήφθη υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Οι ίδιοι αναιρετικοί λόγοι ως προς τα λοιπά ως άνω στοιχεία πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν "από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που ενόρκως εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχοντας στα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού - πρωτοβαθμίου - και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προβάλουν και επικαλούνται οι διάδικοι", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα λοιπά πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα λοιπά αυτά αποδεικτικά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός. Η περιλαμβανόμενη στους αναιρετικούς λόγους αιτίαση, επίσης, από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο "στήριξε τις εσφαλμένες παραδοχές και κρίση του αποκλειστικά στην καθ'όλα αναξιόπιστη κατάθεση του εξαδέλφου του αναιρεσιβλήτου....και όχι στις - προεκτιθέμενες - περικοπές των - προαναφερομένων - μαρτύρων και στην καθ'όλα αξιόπιστη και τεκμηριωμένη κατάθεση του μάρτυρος του αναιρεσείοντος - " πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το να δώσει ή όχι το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων δεν ιδρύει τον από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, κατ'εφαρμογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1707/2009). Τέλος, η περιλαμβανόμενη στους αναιρετικούς λόγους αιτίαση, επίσης από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη την ομολογία - εξώδικα - του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος, προκύπτουσα από την προεκτεθείσα 628/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, ότι στο πλαίσιο της δίκης εκείνης "ισχυριζόταν - ομολογούσε" ότι τα με αριθμ.Ε και ΣΤ ακίνητα της τότε ένδικης αγωγής, ήτοι το αγροτεμάχιο στη θέση … και το αγροτεμάχιο στη θέση … "...τα έχει αποκτήσει ο αναιρεσίβλητος - ενάγοντας από άτυπες αγορές από τρίτους στις αρχές της δεκαετίας του 1970..." ενώ με την παρούσα ένδικη αγωγή - όσον αφορά τα ακίνητα με τα στοιχεία 5, 6 και 7 - ισχυρίζεται ότι ανήκαν στον πατέρα του Δ. Σ...." πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτη, εφόσον τα προεκτεθέντα περιστατικά δεν συνιστούν ομολογία του ήδη αναιρεσιβλήτου ενάγοντα, δεδομένου ότι αφορούν, σε ουδιώδη - αγωγικό - ισχυρισμό του ιδίου και όχι του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου, ....του ότι είναι και αβάσιμη, αφού το Εφετείο εκτίμησε - ανέλεγκτα από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ - το περιεχόμενο της πιο πάνω 628/2004 απόφασης (εγγράφου), στο οποίο περιέχεται η φερόμενη ως άνω εξώδικη ομολογία και συνεπώς και αυτήν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31.12.2012 αίτηση του Μ. Χ. του Σ. και της Σ. για αναίρεση της 386/2012 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε η αρνητική αγωγή είναι ορισμένη. Βεβαίωση ένορκη που δόθηκε για συγκεκριμένη δίκη χωρίς προηγούμενη κλήτευση και χωρίς παράσταση του αντιδίκου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Βεβαίωση ένορκη που δόθηκε για άλλη δίκη. Πότε εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.
Βεβαίωση ένορκη
Βεβαίωση ένορκη, Αγωγή αρνητική.
0
Αριθμός 284/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κ. Π. του Κ. , κατοίκου ... , η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χαρίκλεια Μιχαλοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Π. του Κ. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Σαχπατζίδη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/11/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 1862/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/2/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 799 και 800 ΑΚ, 480 παρ.1, 3 και 480 Α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής κοινού ακινήτου, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών δίχως να μειώνεται η αξία του. Περαιτέρω και υπό την προϋπόθεση του εφικτού της αυτούσιας διανομής του κοινού πράγματος, κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ'ορόφους ή σε μέρη ορόφων κατά τους όρους του ν.3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ'ορόφους" ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές κατά τους όρους του ν.δ.1024/1971 "περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί του ενιαίου οικοπέδου", με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτό όχι μόνο υπό την προεκτεθείσα προϋπόθεση ότι είναι εφικτή, αλλά και αν αυτή δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυριών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 481 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γι'αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου, στο άρθρο 481 περ.2 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α το δικαστήριο "μπορεί για την εξίσωση άνισων μερίδων να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε ορισμένους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών". Ακόμη με το άρθρο 486 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του ν.1562/1985 ορίζεται ότι "αν τα μέρη του σχηματίστηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά το λόγο των μερίδων τους". Εξάλλου ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση τέτοιου κανόνα, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ'αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση ως προς την αγωγή διανομής του επικοίνου ακινήτου των διαδίκων - αδελφών και κατά το μέρος που αυτή είχε κριθεί τελεσίδικα νόμιμη (λόγω μη εκκλήσεως του απορριπτικού κεφαλαίου περί διανομής των μελλόντων να ανεγερθούν ορόφων του επικοίνου), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι που είναι αδέλφια, είναι συγκύριοι, όπως συνομολογείται, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός οικοπέδου, εμβαδού 900 τ.μ. και μετά από πρόσφατη ρυμοτόμηση 755 τ.μ. που βρίσκεται στην πόλη των …στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό …, επί της οδού …. …, το οποίο συνορεύει γύρωθεν βορειοανατολικά σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής 35,89 γραμμικών μέτρων με δημοτική οδό, βορειοδυτικά σε πλευρά τεθλασμένης γραμμής 17,64 γραμμικών μέτρων με ακίνητο Α. Γ. , νοτιοανατολικά σε πλευρά 31,37 γραμμικών μέτρων με οδό Μ. και νοτιοδυτικά σε πλευρά 24,43 γραμμικών μέτρων με ακίνητο -Α. Γ. . Επί του οικοπέδου αυτού, οι διάδικοι ανήγειραν οικοδομή, με κοινές δαπάνες, δυνάμει της υπ' αριθ. 1740/1978 οικοδομικής άδειας, η οποία αποτελείται από 1) ισόγειο που αποτελείται από δύο καταστήματα, αναφερόμενα στην άνω άδεια υπό στοιχεία ΚΙ και Κ2 και 2) πρώτο όροφο που αποτελείται από δύο διαμερίσματα, αναφερόμενα στην άνω άδεια υπό στοιχεία Α1 και Α2, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία. Το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 7,30 μέτρων και βάθος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα αριστερά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. και η αξία του ανέρχεται σε 500 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 58.280 ευρώ. Το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., είναι γωνιακό, έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,50 μέτρων και επί της υπό διάνοιξη οδού σε μήκος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα δεξιά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 550 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 83.523 ευρώ. Το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,20 μέτρων και βρίσκεται στα αριστερά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 750 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 114.450 ευρώ. Το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., είναι γωνιακό, έχει πρόσοψη επί της οδού Μ. σε μήκος 10,60 μέτρων και επί της υπό διάνοιξη οδού σε μήκος 15,40 μέτρων και βρίσκεται στα δεξιά της οικοδομής, όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , και η αξία του ανέρχεται σε 825 ευρώ το τ.μ. και συνολικά σε 139.639,5 ευρώ. Δηλαδή, η συνολική αξία των διανεμητέων οριζόντιων ιδιοκτησιών ανέρχεται στο ποσό των (58.280 + 83.523 + 114.450 + 139-639,5 =) 395.892,5 ευρώ. Επομένως, καθένας από τους συγκοινωνούς, ο οποίος έχει ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, δικαιούται να λάβει μερίδα αξίας (395.892,5 : 2=)197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το έτος 1979, μετά την αποπεράτωση της ως άνω οικοδομής, οι διάδικοι προέβησαν σε εκούσια ρύθμιση της χρήσης της και συγκεκριμένα, μετά από κλήρωση που διενεργήθηκε ενώπιον των διαδίκων από τους γονείς τους, ο μεν ενάγων έλαβε την αριστερή πλευρά της οικοδομής όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , στην οποία αντιστοιχούν το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα και το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, ο δε εναγόμενος έλαβε την δεξιά πλευρά της οικοδομής όπως βλέπει κανείς την οικοδομή από την οδό Μ. , στην οποία αντιστοιχούν το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα και το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα Έκτοτε ο καθένας από αυτούς χρησιμοποιεί το μεν διαμέρισμα ως κύρια κατοικία αυτού και της οικογενείας του, το δε κατάστημα ως χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων της οικογενείας του. Ο εναγόμενος δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή του άνω ακινήτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι είναι εφικτή και συμφέρουσα η αυτούσια διανομή του επίδικου οικοπέδου μετά του επ' αυτού κτίσματος, ώστε κάθε ένας από τους συγκυρίους να λάβει ανάλογο προς τη μερίδα του μέρος αυτού, χωρίς να μειωθεί η αξία του, με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, που είναι σύμφωνη και με τις πολεοδομικές διατάξεις, έτσι ώστε να δημιουργηθούν αυτοτελείς και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, με το αναφερόμενο παρακάτω ποσοστό συγκυριότητας, για κάθε μία από αυτές. Ειδικότερα 1) στο ισόγειο, που αποτελείται από δύο καταστήματα, θα συσταθούν ισάριθμες διαιρετές και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ήτοι α) το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 6,43% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 58.280 ευρώ και β) το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,38% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 83.523 ευρώ και 2) στον πρώτο όροφο, που αποτελείται από δύο διαμερίσματα θα συσταθούν ισάριθμες διαιρετές και διακεκριμένες ιδιοκτησίες, ήτοι α) το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,42% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 114.450 ευρώ και β) το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 9,34% εξ αδιαιρέτου, συνολικής αξίας 139.639,5 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι συνομολογούν τον τρόπο αυτό κατανομής των ποσοστών συγκυριότητας στις άνω αυτοτελείς ιδιοκτησίες, καθόσον, όπως συνομολογείται, υπάρχει δυνατότητα ανέγερσης επιπλέον ορόφων, μέχρι την εξάντληση του επιτρεπομένου συντελεστή δόμησης, στους οποίους θα αντιστοιχεί το εναπομένον 67,43% ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Μετά τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί της άνω οικοδομής, η διανομή των διακεκριμένων και αυτοτελών ιδιοκτησιών που προέκυψαν από αυτήν, θα γίνει με επιδίκαση, αφού προηγουμένως προσδιοριστούν τα χωριστά μέρη της οικοδομής που αναλογούν στις μερίδες των συγκυρίων (αρθρ. 480Α παρ. 1 ΚΠολΔ). Για το λόγο αυτό θα ληφθεί υπόψη το εμβαδόν και η αξία των καθεμίας εκ των αυτοτελών ιδιοκτησιών, ώστε να σχηματισθούν δύο μέρη (κατά το δυνατόν ίσα), που να αντιστοιχούν στο ποσοστό συγκυριότητας εκάστου των διαδίκων (1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος). Έτσι, η κατανομή των ακινήτων κατά μέρη (ομάδες) ισάριθμα των μερίδων μπορεί να γίνει ως εξής : Α) το πρώτο μέρος θα περιλαμβάνει 1) το υπό στοιχείο Κ1 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 116,56 τ.μ. και μικτού 116,56 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 6,43% εξ αδιαιρέτου, αξίας 58.280 ευρώ και 2) το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 147,14 τ.μ. και μικτού 169,26 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 9,34% εξ αδιαιρέτου, 139.639,5 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία των άνω διανεμητέων ακινήτων που θα περιλαμβάνονται στο πρώτο μέρος ανέρχεται σε (58.280 + 139.639,5=) 197.919,5 ευρώ και Β) το δεύτερο μέρος (ομάδα) θα περιλαμβάνει 1) το υπό στοιχείο Κ2 κατάστημα, εμβαδού καθαρού 151,86 τ.μ. και μικτού 151,86 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,38% εξ αδιαιρέτου, αξίας 83.523 ευρώ και 2) το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 132,67 τ.μ. και μικτού 152,60 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 8,42% εξ αδιαιρέτου, αξίας 114.450 ευρώ, ήτοι συνολικά η αξία των άνω δίανεμητέων ακινήτων που θα περιλαμβάνονται δεύτερο μέρος ανέρχεται σε (83.523 + 114.450=) 197.973 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται' δύο σχεδόν ίσης αξίας μέρη, αφού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καθένας από τους συγκυρίους, δικαιούται να λάβει μερίδα αξίας (395.892,5 : 2=) 197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, λόγω του ότι τα ως άνω μέρη δεν είναι ίσης αξίας, αλλά διαφέρουν κατά τι μεταξύ τους, πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 481 παρ.2 ΚΠολΔ, προς εξίσωση των μερίδων, ο μεν κοινωνός που θα λάβει το δεύτερο μέρος, η συνολική αξία του οποίου, όπως προαναφέρθηκε ανέρχεται σε 197.973 ευρώ, δηλαδή κατά 26,75 ευρώ περισσότερο από την αξία της μερίδας που του αντιστοιχεί, να καταβάλει αυτό το ποσό (26,75 ευρώ) στον κοινωνό που θα λάβει το πρώτο μέρος και έτσι η μερίδα του τελευταίου θα ανέλθει σε (197.919,5 + 26,75=)197.946,25 ευρώ. Με την εξίσωση των μερών η αξία εκάστου μέρους ανέρχεται στο ίδιο ποσό, ήτοι σε 197.946,25 ευρώ. Περαιτέρω, οι διάδικοι συμφωνούν στην αυτούσια διανομή των διαμερισμάτων, έτσι ώστε ο ενάγων να λάβει το υπό στοιχείο Α1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο οποίο κατοικεί με την οικογένεια του πέραν της τριακονταετίας και ο εναγόμενος να λάβει το υπό στοιχείο Α2 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο οποίο ομοίως και αυτός κατοικεί με την οικογένεια του πέραν της τριακονταετίας. Σχετικά όμως με τα καταστήματα - αποθήκες που υπάρχουν στο ισόγειο, προτείνουν διαφορετικό τρόπο διανομής και συγκεκριμένα ο μεν ενάγων ζητεί να επιδικασθεί σ' αυτόν το υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και στον εναγόμενο το υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα, ο δε εναγόμενος, αντίθετα, ζητεί να επιδικασθεί σ' αυτόν το υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και στον ενάγοντα το υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα. Ενόψει του ότι όμως τα καταστήματα αυτά έχουν αυτοτελή είσοδο, χωρίς δηλαδή να έχουν εξάρτηση από τα διαμερίσματα, χρησιμοποιούνται ανέκαθεν ως χώροι στάθμευσης των αυτοκινήτων των διαδίκων και επιπλέον δεν αποδείχθηκε, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται, όχι έγιναν εκ μέρους τους κάποιες εργασίες βελτίωσης σ' αυτά, δεν συντρέχει λόγος να επιδικασθεί στον καθένα από αυτούς το κατάστημα το οποίο χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα. Εξάλλου, η προτεινόμενη ως άνω από τον εναγόμενο λύση δεν κρίνεται συμφέρουσα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, διότι με τον τρόπο αυτό ο τελευταίος θα λάβει το Κ2 κατάστημα και το Α2 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 223.162,5 ευρώ και ο ενάγων το Κ1 κατάστημα και το Α1 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 172.730 ευρώ, δηλαδή θα δημιουργηθούν δύο άνισες μερίδες, με σημαντική διαφορά στην αξία τους, με αποτέλεσμα να απαιτείται η καταβολή του σημαντικού ποσού των 25.216,25 ευρώ από τον εναγόμενο προς τον ενάγοντα για την εξίσωση των μερίδων. Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι σήμερα χρήση των καταστημάτων - αποθηκών κατά τον προαναφερθέντα τρόπο δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό από τον αναφερόμενο ως άνω τρόπο προσδιορισμού των διανεμητέων μερών, καθόσον κατά την αυτούσια διανομή των επικοίνων σκοπείται ο σχηματισμός μερών ανάλογων, κατά το δυνατόν, με την μερίδα συγκυριότητας σ' αυτά κάθε κοινωνού, επιπλέον δε λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον όλων των συγκυρίων. Επομένως, ανεξάρτητα από το ποιος χρησιμοποιούσε το καθένα από τα άνω καταστήματα, η επιδίκαση θα γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε διάδικος να λάβει το μέρος εκείνο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί. Συνεπώς, θα πρέπει να επιδικασθεί η πρώτη μερίδα στον εναγόμενο και η δεύτερη μερίδα στον ενάγοντα, καθόσον στην πρώτη από αυτές περιλαμβάνεται το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί ο εναγόμενος, ενώ στη δεύτερη το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί ο ενάγων, λύση που εξυπηρετεί προδήλως το συμφέρον τους. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί η κατά τον άνω τρόπο αυτούσια διανομή του επιδίκου ακινήτου. Επίσης, πρέπει να υποχρεωθεί ο ενάγων να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 26,75 ευρώ, το οποίο απαιτείται για την εξίσωση των μερίδων." Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε σε διαφορετική κρίση και διέταξε τη διανομή των επικοίνων, μετά τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, επιδικάζοντας στον ενάγοντα τα υπό στοιχ. Κ1 κατάστημα και Α1 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 172.730 ευρώ και στον εναγόμενο τα υπό στοιχ. Κ2 κατάστημα και Α2 διαμέρισμα, συνολικής αξίας 223.162,5 ευρώ, υποχρεώνοντας τον τελευταίο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 25.216,25 ευρώ, για την εξίσωση των μερίδων, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως, οι σχετικοί δύο πρώτοι λόγοι της έφεσης, πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ παρέλκει η έρευνα του τρίτου και τελευταίου λόγου της, που προβάλλεται επικουρικά". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου - εναγομένου ως βάσιμη κατ'ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση που είχε δεχθεί διαφορετικό τρόπο διανομής και αναδικάζοντας την υπόθεση δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και αφού διέταξε την αιτούσα διανομή του επικοίνου, συνέστησε επ'αυτού οριζόντια ιδιοκτησία και αφού κατένειμε σε δύο τις συσταθείσες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, προσδιόρισε την αξία της κάθε απονεμητέας μερίδας και όρισε το απαιτούμενο από τον ενάγοντα - αναιρεσείοντα για την εξίσωση την εν λόγω μερίδων ποσό. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες και παραλλήλως ισχύουσες ουσιαστικού δικαίου περί διανομής διατάξεις του ΑΚ και του ΚΠολΔ (799, 800 ΑΚ, 480 παρ.1 480Α παρ.1, 481 εδ.2 και 486 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού εξέθεσε σ'αυτήν (απόφαση) χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής για σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του επικοίνου ακινήτου, για αυτούσια διανομή των καθορισθεισών ανίσων μερίδων και επιδίκασή τους στους συνιδιοκτήτες - κοινωνούς - αδελφούς - διαδίκους με καθορισμό της οφειλομένης - δικαιουμένης για την εξίσωση των ανίσων αυτών μερών, αποζημίωσης. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 αντίστοιχα τρίτος και τέταρτος από τους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη, ότι κατά παραβίαση των προαναφερθεισών περί διανομής διατάξεων (αρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ) μολονότι δέχθηκε πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν στο συμφέρον όλων των κοινωνών, προέβη στη διανομή της επίκοινης ένδικης οικοδομής "με αποκλειστικό γνώμονα τον σχηματισμό μερίδων επακριβώς ίσης αξίας, χωρίς να λάβει υπόψη εάν η διανομή και οι δημιουργηθείσες με αυτών μερίδες, ανταποκρινόντουσαν στο συμφέρον των κοινωνών, ενώ θα έπρεπε να προβεί σε αυτούσια διανομή..." με τον οριζόμενο στο αναιρετήριο τρόπο. Η αιτίαση όμως αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί αφορά αποκλειστικά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ως προς την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι με εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων διατάξεων (αρθρ.559 αρ.19 ΚΠολΔ) "δεν φέρει καμμιά αιτιολογία για τον τρόπον υπολογισμού της αξίας της επίκοινης οικοδομής, παρά διατυπώνει απλώς κάποιες αξίες (58280 ευρώ το Κ1 διαμέρισμα, 83523 ευρώ το Κ2 κατάστημα 114450 ευρώ το Α1 διαμέρισμα και 139639,5 το Α2 διαμέρισμα) χωρίς να προκύπτει και να καθίσταται σαφές, με ποιο σκεπτικό κατέληξε σ'αυτές". Η αιτίαση αυτή αφορά σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του πορίσματος (αναφορικά με την αξία των επικοίνων ακινήτων) που προέκυψε από τις αποδείξεις, η οποία όμως αιτίαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ακόμη οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο έχει υποπέσει στις πλημμέλειες των αριθμών 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ "καθόσον οι αξίες που έκρινε ότι αποδείχθηκαν, ουδέποτε προβλήθηκαν από τους διαδίκους και συνεπώς ουδέποτε αποδείχθηκαν από αυτούς" είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν σε συμπέρασμα του δικαστηρίου ως προς την αξία των επικοίνων ενδίκων ακινήτων, που προέκυψε από τις αποδείξεις, τα οποία δεν είναι "πράγμα" κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1259/2013), ενώ οι αποδείξεις από την εκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο επίμαχο συμπέρασμα προσδιορίζονται αναλυτικά στην απόφαση. Ενόψει τούτων οι προεκτεθείσες αιτιάσεις του τετάρτου λόγου είναι απορριπτέες και δή οι δύο πρώτες ως απαράδεκτες και η τρίτη ως αβάσιμη. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Προς τους μη προταθέντες ισχυρισμούς, εξομοιώνονται και εκείνοι που προτάθηκαν απαραδέκτως. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά το νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την αντένσταση, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση της αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Έτσι "πράγματα" υπό την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ενώ ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ'αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη, το πρώτον προβληθέντα, με το δεύτερο λόγο της εφέσεως και χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ ισχυρισμό του εκκαλούντος - αναιρεσιβλήτου, κατά τον οποίο τα επίκοινα ακίνητα θα έπρεπε να διανεμηθούν με βάση την ίση αξία των μερίδων και όχι με βάση την έως τότε χρήση των διανεμητέων, από τους διαδίκους. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα", υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε επιχείρημα του αναιρεσίβλητου αντλούμενο από τις περί διανομής διατάξεις, που έγινε δεκτό από το δικαστήριο. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη του ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου - εκκαλούντος - ενάγοντος περί του ότι είχε λάβει χώρα μεταξύ των διαδίκων άτυπη διανομή με κλήρωση, χωρίς ο ισχυρισμός αυτός να περιέχεται στην ιστορική βάση της αγωγής. Ο λόγος αυτός είναι επίσης απαράδεκτος, γιατί η επικαλουμένη πλημμέλεια δεν αφορά σε "πράγμα" κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε περιστατικό που προέκυψε από τις αποδείξεις, το οποίο δεν μεταβάλλει την ιστορική βάση της αγωγής, στην οποία πράγματι δεν περιλαμβάνεται, ούτε στηρίζει το διατακτικό της αποφάσεως. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-2-2013 αίτηση του Κ. Π. του Κ. κατά του Α. Π. του Κ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.1862/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθορισμό μερίδων και επιδίκαση χρηματικού ποσού για την εξίσωση των άνισων μερίδων. 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. 559 αρ.19 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν οι ελλείψεις αφορούν στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προέκυψε από τις αποδείξεις. Μόνο τι αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε. 559 αρ.8 ΚΠολΔικ. Τι είναι «πράγμα». Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ή τα προκύψαντα από τις αποδείξεις δε συνιστούν πράγματα. Επίσης δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, τα οποία δεν διαλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή τους.
Διανομή
Διανομή.
2
Αριθμός 258/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 26η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ" (ΑΠΘ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Απόστολου Σίνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Σ. Α. του Π., έως και 15δ) Θ. Κ. του Π., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά αναιρεσιβλήτου Γ. Κ. του Π., 16) Φ. Λ. του Χ., έως και 67) Η. Σ. του Ε., κατοίκων .... Οι υπό στοιχεία 1, 5, 7, 11, 12, 26, 28, 40, 44 και 50 αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Οι λοιποί αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Απόστολου Μάντζαρη ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2005 (ημερομηνία καταθέσεως) αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 8554/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4456/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 28-3-2008 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1759/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση το αναιρεσείον με την από 24-4-2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 29-12-2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος δικαστηρίου, τότε αρεοπαγίτη και ήδη αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Κουτσόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και την παραδοχή του δεύτερου λόγου. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις .../22-7-2013, .../23-7-2013, .../24-7-2013, .../29-7-2013, .../22-7-2013, .../24-7-2013, .../23-7-2013, .../26-7-2013, .../22-7-2013 και .../24-7-2013 εκθέσεις επιδόσεως της …, δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ακριβές αντίγραφο της από 24-4-2013 κλήσεως του αναιρεσείοντος, με την οποία φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση του αναιρεσείοντος προς τους αναιρεσίβλητους για να παραστούν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους υπό στοιχεία 1, 5, 7, 11, 12, 26, 28, 40, 44 και 50 από αυτούς. Οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι, όμως, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της ως άνω δικασίμου ούτε κατέθεσαν κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά τη δικονομική τους απουσία (ΚΠολΔ 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2). 2. Με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.12 εδ.α' του ν. 2327/1995, χορηγήθηκε στους διοικητικούς υπαλλήλους των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ) μηνιαίο ειδικό επίδομα ποσού δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) δραχμών, για την απασχόλησή τους στη διαδικασία της προετοιμασίας και διεξαγωγής των γενικών εξετάσεων. Στη συνέχεια, με το άρθρο 49 του ν. 2413/1996, η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος επεκτάθηκε και στο μόνιμο ή με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου διοικητικό, τεχνικό και λοιπό βοηθητικό προσωπικό όλων των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αυτοτελών και μη υπηρεσιών και εκπαιδευτικών μονάδων αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ και υπαλλήλους ΝΕΛΕ, καθώς και σε όλα τα μέλη ΕΔΤΠ των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, καθώς και στους τεχνικούς εργαστηρίων των ΤΕΙ. Κατόπιν, με το άρθρο 10 παρ.4 του ν. 2470/1997 "Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις", καταργήθηκε (μεταξύ άλλων και) το ανωτέρω επίδομα, από όλες τις κατηγορίες των υπαλλήλων, όλων των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και υπηρεσιών αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ από 1-1-1997. Παράλληλα, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.4 εδ. γ' του ίδιου νόμου, προβλέφθηκε η χορήγηση εφ' άπαξ αμοιβής, προσδιοριζόμενης καθ' ύψος από τον αρμόδιο υπουργό, μόνο "στο διοικητικό προσωπικό αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχει καθ' οιονδήποτε τρόπο στη διεξαγωγή και υποστήριξη των γενικών (εισαγωγικών) εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ". Σύμφωνα με αυτή την εξουσιοδοτική διάταξη, εκδόθηκαν στη συνέχεια κοινές αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, με τις οποίες καθορίσθηκε και αναπροσαρμόσθηκε κατ' έτος το ύψος της εν λόγω εφ' άπαξ αμοιβής, κατά μισθολογική κατηγορία, για το διοικητικό προσωπικό της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχει στη διεξαγωγή και υποστήριξη (ήτοι, όχι πλέον "στη διαδικασία της προετοιμασίας και διεξαγωγής", όπως αναφερόταν στο άρθρο 10 παρ.12 εδ.α' του ν. 2327/1995) των ετήσιων, εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.10 του ν. 3027/2002 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 του ν. 2413/1996 (που, κατά τα ανωτέρω, είχε ήδη καταργηθεί) ως εξής: "Στην παρ.1 του άρθρου 49 του ν. 2413/1996 και μετά τις λέξεις "διοικητικό, τεχνικό" τίθεται η λέξη "νοσηλευτικό", η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1-12-2001". Κατά την αληθινή έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 6 παρ.10 του ν. 3027/2002, δεν χορηγήθηκε εκ νέου το ένδικο επίδομα με το γενικό τρόπο που αναφερόταν στο άρθρο 49 του ν. 2413/1996, αφού δεν γίνεται κανένας λόγος για αναβίωση των επιδομάτων που είχαν καταργηθεί με το ν. 2470/1997, μεταξύ των οποίων ήταν και το συγκεκριμένο. Άλλωστε και από το περιεχόμενο της εισηγητικής εκθέσεως του νόμου αυτού προκύπτει, σαφώς, η μη αναβίωση του ως άνω ενδίκου επιδόματος, αφού σ' αυτήν αναφέρεται ότι η ως άνω προσθήκη τίθεται για να λυθεί η διχογνωμία που υπήρξε στο παρελθόν ως προς αν το νοσηλευτικό προσωπικό των ιδρυμάτων αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ δικαιούταν ή όχι το επίδομα του άρθρου 10 παρ.12 του ν. 2327/1995, κατά το χρόνο που αυτό ίσχυε (ΑΠ 432/2010). 3. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, αλλά, ρητώς ή σιωπηρώς, αποκλεισθεί από αυτήν, κατά αδικαιολόγητη, δυσμενή διάκριση, μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επέβαλε την ειδική μεταχείριση, επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο ή, γενικά, μισθωτό του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ και διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, για την αποκατάσταση της ισότητας, που εν προκειμένω εκδηλώνεται με την ειδικότερη αρχή της εκ μέρους του αυτού εργοδότη καταβολής της ίδιας αμοιβής για την προσφορά εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος, ΑΠ 903/2013, ΑΠ 1227/2012), είναι υποχρεωμένα να επιδικάσουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, με διεύρυνση της εφαρμογής του νόμου που περιέχει την ευμενέστερη ρύθμιση (ΟλΑΠ 12/1992). Τέτοια διεύρυνση, όμως, δεν μπορεί να γίνει, όταν διαπιστώνεται ότι η διάκριση είναι δικαιολογημένη (ΑΠ 2122/2013, 1578/2008). 4. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) υπηρετούν ως διοικητικό προσωπικό του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) Πανεπιστημίου, με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου δημοσίων υπαλλήλων (ν. 2470/1997). Ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των ετών 2003 έως 2005, οι ενάγοντες συμμετείχαν, με εργασία επί πλέον των λοιπών καθηκόντων τους, αλλά εντός του νομίμου ωραρίου τους, στην προετοιμασία και διεξαγωγή των ετησίων, γενικών εισαγωγικών εξετάσεων. Ότι και αυτοί, όπως άλλοι συνάδελφοί τους, ύστερα από εντολή του ΥΠΕΠΘ, είχαν την υποχρέωση να συντάξουν πρόταση ως προς τον αριθμό των εισακτέων φοιτητών στα κατ' ιδίαν τμήματα του εναγομένου. Ότι για την προετοιμασία της πρότασης, έπρεπε πρώτα να ελεγχθεί, κατά τμήμα, πόσοι φοιτητές οφείλουν και ποια από τα μαθήματά τους, να πιθανολογηθεί το ποσοστό των φοιτητών, οι οποίοι θα διαγωνισθούν επιτυχώς στις εξετάσεις και των οποίων η επιτυχία θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών θέσεων για την υποδοχή νέων φοιτητών, να διαπιστωθεί ποια εργαστήρια είναι ελεύθερα, ποιον αριθμό φοιτητών μπορούν να εκπαιδεύσουν και ποια θα είναι η δύναμη σε αίθουσες διδασκαλίας (δεδομένου του ότι αυτές αυξάνονται λόγω των κτιριακών επεκτάσεων του ιδρύματος) και, τέλος, να εκτελεσθούν διαφοράς άλλες, συναφείς εργασίες. Ότι για να ανταποκριθούν σε όλα αυτά, οι ενάγοντες ήσαν υποχρεωμένοι να εργάζονται συμπληρωματικά, όπως και οι υπάλληλοι της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται την ένδικη, εφ' άπαξ αμοιβή, σύμφωνα με τις περί ισότητας διατάξεις του Συντάγματος, διότι ενώ η αμοιβή αυτή ταυτίζεται με το επίδομα του άρθρου 10 παρ.12 του ν. 2327/1995 ως προς την αιτία της χορήγησής της, η οποία, μάλιστα, γινόταν χωρίς τη συνδρομή κάποιας πρόσθετης προϋπόθεσης (όπως π.χ. της πραγματικής συμμετοχής των δικαιούχων στη διαδικασία των γενικών εξετάσεων, η οποία ουδέποτε ελέγχθηκε), με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.4 του ν. 2413/1997 δόθηκε μόνο στο διοικητικό προσωπικό της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ και δεν δόθηκε στους υπαλλήλους του αναιρεσείοντος, που είναι ΝΠΔΔ εποπτευόμενο από το ΥΠΕΠΘ, παρά το γεγονός ότι και αυτοί συμμετείχαν στη διαδικασία των γενικών εξετάσεων, με τον τρόπο που αναφέρθηκε. Κατόπιν αυτού, το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου, που είχε κρίνει ομοίως. 5. Με τη κρίση αυτή, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (βλ. παραπάνω, αρ.2 και 3) με την εσφαλμένη εφαρμογή αυτών. Διότι, από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι το αδιακρίτως χορηγούμενο επίδομα των άρθρων 10 παρ.12 του ν. 2327/1995 και 49 του ν. 2413/1996 καταργήθηκε οριστικά με το άρθρο 10 παρ.4 του ν. 2470/1997 και ότι η εφ' άπαξ αμοιβή του άρθρου 19 παρ. 4 εδ. γ' του ν. 2470/1997 δεν ταυτίζεται με το καταργηθέν επίδομα, αλλά καταβάλλεται μόνο στους διοικητικούς υπαλλήλους της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχουν στη διεξαγωγή και υποστήριξη των ετήσιων, εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Και, περαιτέρω, σε συνδυασμό με τα ιστορούμενα στην ένδικη αγωγή, τα οποία ως ουσιαστικές παραδοχές παρατέθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση και στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι (ενάγοντες) αποτελούν υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε Πανεπιστήμιο, ήτοι σε εργοδοτικό φορέα που ως ΝΠΔΔ εποπτεύεται μεν από το ΥΠΕΠΘ, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό και ως εκ τούτου συνιστούν διαφορετική κατηγορία εργαζομένων επί της οποίας, η μη εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν, είναι δικαιολογημένη και δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισονομίας ή της παροχής ίσης αμοιβής για την ίδια εργασία (ΑΠ 1578/2008). Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα του πρώτου από τους λόγους της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Πανεπιστημίου, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του λόγου που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα εν γένει δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 4456/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 8554/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 29-12-2005 αγωγή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στο αναιρεσείον τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 16η Ιανουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 4η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εφ’ άπαξ αμοιβή διοικητικού προσωπικού ΥΠΕΠΘ για διεξαγωγή και υποστήριξη πανελληνίων εξετάσεων. Δεν παραβιάζει την αρχή της ισονομίας ή της ίσης αμοιβής για όμοια εργασία η μη χορήγησή της στους υπαλλήλους του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αναιρεί, κρατεί, δέχεται έφεση, εξαφανίζει εκκαλουμένη και απορρίπτει αγωγή των υπαλλήλων ως μη νόμιμη.
Εφ' άπαξ αμοιβή
Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο, Εφ' άπαξ αμοιβή.
1
Αριθμός 257/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 26η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ" (ΑΠΘ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Απόστολου Σίνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Σ. Κ. του Γ., 2) Ε. Α. του Ι., 3) Β. Α. του Κ., 4) Π. Α. του Ζ., 5) Ε. Α. του Β., 6) Μ. Β. του Δ., 7) Γ. Γ. του Σ., 8) Α. Δ. του Κ., 9) Γ. Θ. του Θ., 10) Ζ. Κ. του Δ., 11) Β. Κ. του Κ., 12) Π. Β. του Ε., 13) Χ. Κ. του Π., 14) Ε. Κ. του Ι., 15) Π. Π. του Κ., 16) Π. Χ. του Κ., 17) Ε. Α. του Β., 18) Α. Δ. του Μ., 19) Ε. Θ. του Λ., 20) Τ. Κ. του Β., 21) Ε. Κ. του Ν., 22) Κ. Κ. του Κ., 23) Σ. Κ. του Γ., 24) Δ. Κ. του Σ., 25) Θ. Μ. του Κ., 26) Δ. Ο. του Ι., 27) Μ. Π. του Δ., 28) Α. Σ. του Δ., 29) Ι. Σ. του Α., 30) Μ. Τ. του Δ., 31) Α. Χ. του Α., 32) Α. Μ. του Δ., 33) Α. Κ. του Δ., 34) Μ. Ρ. του Ε., 35) Χ. Χ. του Γ., 36) Θ. Β. του Δ., 37) Δ. Μ. του Χ., 38) Ι. Κ. του Σ., 39) Α. Τ. του Β., 40) Α. Α. του Ζ., 41) Μ. Α. του Σ., 42) Π. Κ. του Α., 43) Χ. Κ. του Λ., 44) Γ. Μ. του Ε., 45) Ε. Ν. του Α., 46) Π. Τ. του Χ., 47) Σ. Γ. του Κ., 48) Χ. Π. του Β., 49) Μ. Σ. του Λ., 50) Ε. Τ. του Π., 51) Α. Χ. του Χ., 52) Ι. Σ. του Δ., 53) Α. Σ. του Η., 54) Θ. Δ. του Ι., 55) Σ. Φ. του Α., 56) Ε. Σ. του Κ., 57) Ν. Κ. του Α., 58) Χ. Λ. του Κ., 59) Ό. Τ. του Π., 60) Β. Φ. του Π., κατοίκων ... Οι υπό στοιχεία 4, 5, 6, 8, 15, 16, 32, 39 και 44 αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Οι λοιποί αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Απόστολου Μάντζαρη ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2005 (ημερομηνία καταθέσεως) αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 8555/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4463/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 28-3-2008 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1758/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση το αναιρεσείον με την από 24-4-2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 30-12-2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος δικαστηρίου, τότε αρεοπαγίτη και ήδη αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Κουτσόπουλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως και την παραδοχή του δεύτερου λόγου. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις .../22-7-2013, .../23-7-2013, .../22-7-2013, .../24-7-2013, .../22-7-2013, .../24-7-2013 και .../22-7-2013 εκθέσεις επιδόσεως της …., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και από τις .../16-7-2013 και .../19-7-2013 εκθέσεις επιδόσεως του …, δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ακριβές αντίγραφο της από 24-4-2013 κλήσεως του αναιρεσείοντος, με την οποία φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση του αναιρεσείοντος προς τους αναιρεσίβλητους για να παραστούν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους υπό στοιχεία 4, 5, 6, 8, 15, 16, 32, 39 και 44 από αυτούς. Οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι, όμως, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της ως άνω δικασίμου ούτε κατέθεσαν κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά τη δικονομική τους απουσία (ΚΠολΔ 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2). 2. Με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.12 εδ.α' του ν. 2327/1995, χορηγήθηκε στους διοικητικούς υπαλλήλους των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ) μηνιαίο ειδικό επίδομα ποσού δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) δραχμών, για την απασχόλησή τους στη διαδικασία της προετοιμασίας και διεξαγωγής των γενικών εξετάσεων. Στη συνέχεια, με το άρθρο 49 του ν. 2413/1996, η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος επεκτάθηκε και στο μόνιμο ή με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου διοικητικό, τεχνικό και λοιπό βοηθητικό προσωπικό όλων των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αυτοτελών και μη υπηρεσιών και εκπαιδευτικών μονάδων αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ και υπαλλήλους ΝΕΛΕ, καθώς και σε όλα τα μέλη ΕΔΤΠ των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, καθώς και στους τεχνικούς εργαστηρίων των ΤΕΙ. Κατόπιν, με το άρθρο 10 παρ.4 του ν. 2470/1997 "Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις", καταργήθηκε (μεταξύ άλλων και) το ανωτέρω επίδομα, από όλες τις κατηγορίες των υπαλλήλων, όλων των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και υπηρεσιών αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ από 1-1-1997. Παράλληλα, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.4 εδ. γ' του ίδιου νόμου, προβλέφθηκε η χορήγηση εφ' άπαξ αμοιβής, προσδιοριζόμενης καθ' ύψος από τον αρμόδιο υπουργό, μόνο "στο διοικητικό προσωπικό αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχει καθ' οιονδήποτε τρόπο στη διεξαγωγή και υποστήριξη των γενικών (εισαγωγικών) εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ". Σύμφωνα με αυτή την εξουσιοδοτική διάταξη, εκδόθηκαν στη συνέχεια κοινές αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, με τις οποίες καθορίσθηκε και αναπροσαρμόσθηκε κατ' έτος το ύψος της εν λόγω εφ' άπαξ αμοιβής, κατά μισθολογική κατηγορία, για το διοικητικό προσωπικό της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχει στη διεξαγωγή και υποστήριξη (ήτοι, όχι πλέον "στη διαδικασία της προετοιμασίας και διεξαγωγής", όπως αναφερόταν στο άρθρο 10 παρ.12 εδ.α' του ν. 2327/1995) των ετήσιων, εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.10 του ν. 3027/2002 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 του ν. 2413/1996 (που, κατά τα ανωτέρω, είχε ήδη καταργηθεί) ως εξής: "Στην παρ.1 του άρθρου 49 του ν. 2413/1996 και μετά τις λέξεις "διοικητικό, τεχνικό" τίθεται η λέξη "νοσηλευτικό", η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1-12-2001". Κατά την αληθινή έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 6 παρ.10 του ν. 3027/2002, δεν χορηγήθηκε εκ νέου το ένδικο επίδομα με το γενικό τρόπο που αναφερόταν στο άρθρο 49 του ν. 2413/1996, αφού δεν γίνεται κανένας λόγος για αναβίωση των επιδομάτων που είχαν καταργηθεί με το ν. 2470/1997, μεταξύ των οποίων ήταν και το συγκεκριμένο. Άλλωστε και από το περιεχόμενο της εισηγητικής εκθέσεως του νόμου αυτού προκύπτει, σαφώς, η μη αναβίωση του ως άνω ενδίκου επιδόματος, αφού σ' αυτήν αναφέρεται ότι η ως άνω προσθήκη τίθεται για να λυθεί η διχογνωμία που υπήρξε στο παρελθόν ως προς αν το νοσηλευτικό προσωπικό των ιδρυμάτων αρμοδιότητας του ΥΠΕΠΘ δικαιούταν ή όχι το επίδομα του άρθρου 10 παρ.12 του ν. 2327/1995, κατά το χρόνο που αυτό ίσχυε (ΑΠ 432/2010). 3. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, αλλά, ρητώς ή σιωπηρώς, αποκλεισθεί από αυτήν, κατά αδικαιολόγητη, δυσμενή διάκριση, μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επέβαλε την ειδική μεταχείριση, επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο ή, γενικά, μισθωτό του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ και διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, για την αποκατάσταση της ισότητας, που εν προκειμένω εκδηλώνεται με την ειδικότερη αρχή της εκ μέρους του αυτού εργοδότη καταβολής της ίδιας αμοιβής για την προσφορά εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος, ΑΠ 903/2013, ΑΠ 1227/2012), είναι υποχρεωμένα να επιδικάσουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, με διεύρυνση της εφαρμογής του νόμου που περιέχει την ευμενέστερη ρύθμιση (ΟλΑΠ 12/1992). Τέτοια διεύρυνση, όμως, δεν μπορεί να γίνει, όταν διαπιστώνεται ότι η διάκριση είναι δικαιολογημένη (ΑΠ 2122/2013, 1578/2008). 4. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) υπηρετούν ως διοικητικό προσωπικό του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) Πανεπιστημίου, με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου δημοσίων υπαλλήλων (ν. 2470/1997). Ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των ετών 2003 έως 2005, οι ενάγοντες συμμετείχαν, με εργασία επί πλέον των λοιπών καθηκόντων τους, αλλά εντός του νομίμου ωραρίου τους, στην προετοιμασία και διεξαγωγή των ετησίων, γενικών εισαγωγικών εξετάσεων. Ότι και αυτοί, όπως άλλοι συνάδελφοί τους, ύστερα από εντολή του ΥΠΕΠΘ, είχαν την υποχρέωση να συντάξουν πρόταση ως προς τον αριθμό των εισακτέων φοιτητών στα κατ' ιδίαν τμήματα του εναγομένου. Ότι για την προετοιμασία της πρότασης, έπρεπε πρώτα να ελεγχθεί, κατά τμήμα, πόσοι φοιτητές οφείλουν και ποια από τα μαθήματά τους, να πιθανολογηθεί το ποσοστό των φοιτητών, οι οποίοι θα διαγωνισθούν επιτυχώς στις εξετάσεις και των οποίων η επιτυχία θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών θέσεων για την υποδοχή νέων φοιτητών, να διαπιστωθεί ποια εργαστήρια είναι ελεύθερα, ποιον αριθμό φοιτητών μπορούν να εκπαιδεύσουν και ποια θα είναι η δύναμη σε αίθουσες διδασκαλίας (δεδομένου του ότι αυτές αυξάνονται λόγω των κτιριακών επεκτάσεων του ιδρύματος) και, τέλος, να εκτελεσθούν διαφοράς άλλες, συναφείς εργασίες. Ότι για να ανταποκριθούν σε όλα αυτά, οι ενάγοντες ήσαν υποχρεωμένοι να εργάζονται συμπληρωματικά, όπως και οι υπάλληλοι της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται την ένδικη, εφ' άπαξ αμοιβή, σύμφωνα με τις περί ισότητας διατάξεις του Συντάγματος, διότι ενώ η αμοιβή αυτή ταυτίζεται με το επίδομα του άρθρου 10 παρ.12 του ν. 2327/1995 ως προς την αιτία της χορήγησής της, η οποία, μάλιστα, γινόταν χωρίς τη συνδρομή κάποιας πρόσθετης προϋπόθεσης (όπως π.χ. της πραγματικής συμμετοχής των δικαιούχων στη διαδικασία των γενικών εξετάσεων, η οποία ουδέποτε ελέγχθηκε), με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.4 του ν. 2413/1997 δόθηκε μόνο στο διοικητικό προσωπικό της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ και δεν δόθηκε στους υπαλλήλους του αναιρεσείοντος, που είναι ΝΠΔΔ εποπτευόμενο από το ΥΠΕΠΘ, παρά το γεγονός ότι και αυτοί συμμετείχαν στη διαδικασία των γενικών εξετάσεων, με τον τρόπο που αναφέρθηκε. Κατόπιν αυτού, το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου, που είχε κρίνει ομοίως. 5. Με τη κρίση αυτή, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (βλ. παραπάνω, αρ.2 και 3) με την εσφαλμένη εφαρμογή αυτών. Διότι, από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι το αδιακρίτως χορηγούμενο επίδομα των άρθρων 10 παρ.12 του ν. 2327/1995 και 49 του ν. 2413/1996 καταργήθηκε οριστικά με το άρθρο 10 παρ.4 του ν. 2470/1997 και ότι η εφ' άπαξ αμοιβή του άρθρου 19 παρ. 4 εδ. γ' του ν. 2470/1997 δεν ταυτίζεται με το καταργηθέν επίδομα, αλλά καταβάλλεται μόνο στους διοικητικούς υπαλλήλους της κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ, που συμμετέχουν στη διεξαγωγή και υποστήριξη των ετήσιων, εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Και, περαιτέρω, σε συνδυασμό με τα ιστορούμενα στην ένδικη αγωγή, τα οποία ως ουσιαστικές παραδοχές παρατέθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση και στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι (ενάγοντες) αποτελούν υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε Πανεπιστήμιο, ήτοι σε εργοδοτικό φορέα που ως ΝΠΔΔ εποπτεύεται μεν από το ΥΠΕΠΘ, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό και ως εκ τούτου συνιστούν διαφορετική κατηγορία εργαζομένων επί της οποίας, η μη εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν, είναι δικαιολογημένη και δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισονομίας ή της παροχής ίσης αμοιβής για την ίδια εργασία (ΑΠ 1578/2008). Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα του πρώτου από τους λόγους της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Πανεπιστημίου, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του λόγου που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα εν γένει δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 4463/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 8555/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 29-12-2005 αγωγή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στο αναιρεσείον τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 16η Ιανουαρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 4η Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εφ’ άπαξ αμοιβή διοικητικού προσωπικού ΥΠΕΠΘ για διεξαγωγή και υποστήριξη πανελληνίων εξετάσεων. Δεν παραβιάζει την αρχή της ισονομίας ή της ίσης αμοιβής για όμοια εργασία η μη χορήγησή της στους υπαλλήλους του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αναιρεί, κρατεί, δέχεται έφεση, εξαφανίζει εκκαλουμένη και απορρίπτει αγωγή των υπαλλήλων ως μη νόμιμη.
Εφ' άπαξ αμοιβή
Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο, Εφ' άπαξ αμοιβή.
1
Αριθμός 265/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1'Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Π. του Κ., 2) Σ. Ν. του Α., 3) Λ. Κ. του Γ., 4) Ε. Σ. του Α., 5) Ν. Τ. του Σ., 6) Δ. Μ. του Κ., 7) Ε. Μ. του Α., 8) Κ. Μ. του Π., 9) Κ. Μ. του Δ., 10) Γ. Ο. του Κ., 11) Α. Π. του Χ., 12) Ε. Π. του Η. και 13) Γ. Φ. του Σ., όλων κατοίκων .... Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην των 9ου και 12ου των αναιρεσειόντων, που δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Νικολουτσόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Αναστάσιο Ράλλη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-3-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και της Χ. Τ., που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1512/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1574/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-5-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 5-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αναίρεσης, αρχική δικάσιμος για τη συζήτησή της ορίστηκε εκείνη της 17-9-2013, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε, για την αναφερόμενη στην αρχή (7-1-2014). Όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, κατά την τελευταία μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, οι αναιρεσείοντες Μ. Κ. (9ος) και Π. Ε. (12ος), δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Από τις επικαλούμενες και νόμιμα προσκομιζόμενες, από τους λοιπούς αναιρεσείοντες, εκθέσεις επίδοσης με αρ. .../27-11-2012 του δικαστικού επιμελητή Αθηνών … και .../8-2-2013 της δικαστικής επιμελήτριας Ηρακλείου .., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τις κάτω από αυτήν πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και της κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 17-9-2013, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε κάθε ένα από αυτούς, με την επιμέλεια των λοιπών αναιρεσειόντων, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση. Επομένως, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 575 ίδιου Κώδικα), αφού οι παραπάνω αναιρεσείοντες είχαν νομίμως κλητευθεί για να παραστούν κατά την πιο πάνω, προηγούμενη της 17-9-2013, δικάσιμο δεν χρειάζονταν νέα κλήση τους, και πρέπει, παρά την απουσία των, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει, αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει, αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης, ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε, να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004 από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου Π.Δ. ορίζονται τα εξής: "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής σύμβασης συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης... 4. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση για την περίπτωση της κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή έστω κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης, ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, με το άρθρο 11 αυτού περιελήφθησαν ως μεταβατικές διατάξεις ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερόμενη Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 του εν λόγω Π.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: 1 περ. α` "1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση". 2. "Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στον οποίο αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κειμένη νομοθεσία...". 3. "Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων" και 5 του ίδιου άρθρου του ως άνω Π.Δ. "Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος". Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Έτσι, ενόψει αφενός μεν των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της κατά τα προεκτεθέντα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του Ν. 2112/ 1920 ούτε κατ` επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής και μέχρι την έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004 αλλά και μετά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (ΟλΑΠ 20/2007). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει. Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω Οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΟλΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα ότι, επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΑΠΟλ. 7/2011 και 8/2011). Ενόψει όλων των ανωτέρω, αν η πρόσληψη του προσωπικού του δημοσίου, με διαδοχικές συμβάσεις, διαρκώς ανανεούµενες, που καταρτίστηκαν πριν την ισχύ των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, έγινε προσχηματικά, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα, όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 δικαιωμάτων των εργαζομένων, που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης (με την έννοιά τους που προαναφέρθηκαν), κατά προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), ακόμη και αν, κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση των συµβάσεων, παραβιάσθηκαν οι διατάξεις τις κείμενης νοµοθεσίας, που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτιση της σύμβασης, των ΠΥΣ 236/94 (ΦΕΚ 115 Α') και 55/98 (ΦΕΚ 292 Α'), καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α'). Περαιτέρω, µε την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, µε τα εδάφια α' και γ' της οποίας ορίζεται, ότι νόµος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α' αυτού, είτε πρόσκαιρων είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β' αυτού. Απαγορεύεται η από το νόµο µονιµοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η µετατροπή των συµβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται µε το Δηµόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νοµικά πρόσωπα του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα µε υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύµφωνα µε το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου, που συνάπτονται μετά την ισχύ των εν λόγω διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος µε το Δημόσιο, δεν µπορούν να µετατραπούν σε συµβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίµηση των συµβάσεων αυτών, κατ' ορθό νοµικό χαρακτηρισµό της έννοµης σχέσεως, ως συµβάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού ο εργοδότης, βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατή υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος, η εφαρμογή στις ανωτέρω συµβάσεις της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Περαιτέρω, στις 10-7-1999 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συµβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη µέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόµενο αυτής έως τις 10-7-2001, µε δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας αυτής έως τις 10-7-2002. Με τη ρήτρα 2 του παραρτήματος της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται, ότι εφαρµόζεται αυτή σε όλους τους εργαζόμενους, που έχουν σύµβαση ή σχέση εργασίας ορισµένου χρόνου, όπως καθορίζεται από τη νοµοθεσία, τις Σ.Σ.Ε. ή την πρακτική του κάθε Κράτους µέλους, ενώ µε τη ρήτρα 5 του παραρτήματος της αυτής οδηγίας ορίζεται, ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση, που µπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, τα κράτη µέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις µε τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νοµοθετικά µέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαµβάνουν κατά τρόπο, που να λαµβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τοµέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα µέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους, που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη µέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, γ) τον αριθµό των ανανεώσεων τέτοιων συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης, τα κράτη µέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις µε τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, με ποιές συνθήκες οι συµβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισµένου χρόνου α) θεωρούνται διαδοχικές και β) χαρακτηρίζονται συµβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία ως εκ της µορφής των πιο πάνω διατάξεών της, οι οποίες δεν είναι σαφείς και ορισµένες, δεν παρέχει δυνατότητα άμεσης επίκλησης των διατάξεων αυτών επί µη έγκαιρης µετεγγραφής αυτής στην εθνική έννοµη τάξη, όπως συνέβη εν προκειμένω, όπου η οφειλόμενη προσαρμογή στην εν λόγω Οδηγία έγινε καθυστερημένα µε το ΠΔ 81/2-4-2003 για τους εργαζόμενους µε συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου στον ιδιωτικό τοµέα και µε το ΠΔ 164/19-7-2004 για τους εργαζόμενους στο δηµόσιο τοµέα, ανεξάρτητα από το ότι η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισµό των συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συµβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την, από 15-3-2004, αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει των αναφερομένων εγγράφων συμβάσεων που συνήψαν με τα Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "Ελληνική Φίλαθλος Ομοσπονδία Αντισφαίρισης και Ελληνική Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία" και στη συνέχεια με τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού - Ελληνικό Δημόσιο, τις οποίες χαρακτήριζαν ως ορισμένου χρόνου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αορίστου χρόνου, αφού με την εργασία των κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, προσλήφθηκαν, προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως γυμναστές σε σωφρονιστικά ιδρύματα ή ψυχιατρεία. Ειδικότερα ότι, προσλήφθηκαν και παρείχαν υπηρεσία: 1) Ο πρώτος, από 10/1/1994 - 31/8/1995, 16/11/1994 - 31/7/1995, 1/2/1996 - 15/6/1996, 14/10/1996 -13/6/1997, 5/1/1998 - 31/7/1998, 11/1/1999 - 31/7/1999, 1/11/ 1999 - 31/5/2000, 14/5/2001 - 31/7/2001, 1/9/2001 - 15/2/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 2) Ο δεύτερος, από 10/1/1994 - 30/6/1994, 17/11/1994 - 31/5/1995, 1/2/1996 - 15/6/1996, 14/10/1996 - 13/6/1997, 5/1/1998 -31/7/ 1998, 11/1/1999 - 31/7/1999, 1/11/1999 - 28/7/2000, 14/5/2001 - 15/2/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003, 24/11/2003 - 24/7/2004. 3) Ο τρίτος, από 16/11/1994 - 31/7/1995, 1/2/1996 - 31/7/1996, 8/10/1996 - 31/7/1997, 10/12/1997 - 31/7/1998, 1/12/1998 -31/7/1999, 2/11/1999 - 29/7/2000, 14/5/2002 - 14/12/2002, 1/10/2002 - 31/5/2002 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 4) Ο τέταρτος, από 5/2/1996 - 15/6/1996, 16/10/1996 - 11/7/1997, 8/2/1997 - 30/6/1998, 14/12/1998 - 31/7/1999, 8/11/1999 -28/7/2000, 14/5/2001 - 14/1/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 5) Ο πέμπτος, από 5/2/1996 -31/7/1996, 16/10/1996 - 11/7/1997, 8/12/1997 - 30/6/1998, 4/12/1998 - 31/7/1999, 8/11/1999 - 29/7/2000, 14/5/2001 -14/1/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 6) Ο έκτος, από 1/11/1996 - 31/7/1997, 10/12/1997 - 31/7/1998, 1/12/1998 - 31/7/1999, 14/5/2001 - 14/2/2002, 1/10/2002 -31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/6/2004. 7) Ο έβδομος, από 5/2/1996 - 15/6/1996, 16/10/1996 - 11/7/1997, 8/12/1997 -30/6/1998, 14/12/1998 - 31/7/1999, 8/11/1999 - 9/7/2000, 14/5/2001 - 14/1/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 -24/7/2004. 8) Ο όγδοος, από 1/4/1996 - 30/6/1996, 15/10/1996 - 13/6/1997, 1/12/1997 - 31/7/1998, 4/1/1999 - 30/6/1999, 15/11/1999 - 29/7/2000, 1/12/2000 - 30/6/2001, 7/1/2002 -29/6/ 2002 και 1/11/2002 - 30/6/2003. 9) Ο ένατος, από 21/5/2001 -21/6/2001, 1/9/2001 - 31/3/2002 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 10) Ο δέκατος, από 1/2/1996 - 31/7/1996, 8/10/1996 -18/7/1997, 1/12/1997 - 31/7/1998, 1/12/1998 - 31/7/1999, 2/11/ 1999 - 29/7/2000, 14/5/2001 - 14/2/2002, 1/10/2002 - 31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 11) Ο ενδέκατος, από 1/10/2003 -31/5/2003 και 24/11/2003 - 24/7/2004. 12) Ο δωδέκατος, από 21/1/2002 - 30/6/2002, 1/10/2002 - 15/6/2003 και 24/11/2003 -24/7/2004. Και 13) Ο δέκατος τρίτος, από 1/2/1994 - 10/6/1994, 5/12/1994 - 31/5/1995, 5/2/1996 - 31/7/1996, 16/10/1996 -13/6/ 1997 και 24/11/2003 - 24/72004. Ότι οι ανωτέρω συμβάσεις στην πραγματικότητα αποτελούσαν μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, αφού από την έναρξη της εργασιακής τους σχέσης σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών με μικρές διακοπές εργαζόταν καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσιβλήτου, ο χαρακτηρισμός δε αυτών ως ορισμένου χρόνου έγινε προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, επικαλούμενοι, άμεσο έννομο συμφέρον, ενόψει της αμφισβήτησης εκ μέρους του εναγομένου ήδη αναιρεσίβλητου, της πραγματικής φύσης της εργασιακής τους σχέσης, ζήτησαν ν' αναγνωρισθεί ότι συνδέονται εξ αρχής με το εναγόμενο με ενεργό ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με µε αυτό το περιεχόµενο η εν λόγω αγωγή, Α) Ως προς τους αναιρεσείοντες Μ. Κ., (ένατο), Π. Α. (ενδέκατο) και Π. Ε. (δωδέκατο), που προσλήφθηκαν, αντίστοιχα, την 21/5/2001, 1/10/2003 και 21/1/2002, δεν είναι νόµιµη καθόσον οι αναφερόµενες σ' αυτή συµβάσεις εργασίας καταρτίσθηκαν, ως ορισµένου χρόνου, μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18-4-2001, βάσει των οποίων απαγορεύεται η µετατροπή τους σε συµβάσεις αορίστου χρόνου και Β) Ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες, αν και οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις εργασίας αυτών, οι οποίες, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αγωγή και προαναφέρθηκαν, καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001, μπορούσαν μεν, να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, πλην όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αγωγή και ως προς αυτούς δεν είναι νόμιμη, αφού, κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν, μεταξύ των ως άνω συμβάσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα, υπερβαίνοντα τους τρείς μήνες, χωρίς να γίνεται επίκληση στην αγωγή ότι, κατά το ενδιάμεσο αυτό χρονικό διάστημα ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του, οι αναιρεσείοντες αυτοί συνέχιζαν να παρέχουν την εργασία τους, έστω και με άκυρη σύμβαση εργασίας. Συνεπώς, οι ως άνω συμβάσεις και αυτών των αναιρεσειόντων δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, ενιαία, ως διαδοχικές συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ούτε με τις διατάξεις του ν. 2112/ 1920, ούτε με τις διατάξεις του ΠΔ 164/2004, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του εν λόγω Προεδρικού Διατάγματος (ΑΠ 79/2013). Επομένως, το Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, η αγωγή δεν είναι νόμιμη, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, και απέρριψε την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και δεν παραβίασε, κατ' αποτέλεσμα, τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/ 1920, τη ρήτρα 5 του παραρτήματος Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 και όλοι οι λόγοι της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του KΠολΔ είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 29-5-2012, αίτηση των αναιρεσειόντων, για την αναίρεση της 1574/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αγωγή, προς τους αναιρεσείοντες που προσλήφθηκαν μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που ισχύουν από 18-4-2001, δεν είναι νόμιμη. Και ως προς τους λοιπούς δεν είναι νόμιμη, αφού, κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν, μεταξύ των επί μέρους συμβάσεων μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα, υπερβαίνοντα τους τρεις μήνες, χωρίς να γίνεται επίκληση ότι, κατά το ενδιάμεσο αυτό χρονικό διάστημα ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αυτοί συνέχιζαν να παρέχουν την εργασία τους, έστω και με άκυρη σύμβαση εργασίας.
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
1
Αριθμός 228/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Π. Α., 2) έως και 226) Ευαγγέλου Σταμούλου, κατοίκων απάντων, ως εκ της εργασίας τους, …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καρανάσιου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: α) Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της καταργηθείσας, αρχικά αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ - ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ" (ΕΡΤ ΑΕ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και β) Γ. Μ., ως διαχειριστή του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω καταργηθείσας ανώνυμης εταιρείας, κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκαν δια της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Εμμανουέλας Πανοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η αρχική διάδικος, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ-ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ" (ΕΡΤ ΑΕ), παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Λαλλά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος των ως άνω αναιρεσειόντων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε με την παρουσία και του Γραμματέα του, δημοσίευσε δια του Προέδρου την απόφαση που έχει τον ίδιο αριθμό με αυτό το πρακτικό, με την οποία απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-9-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 289/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5102/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-10-2012 αίτησή τους. Ακόμη, οι αναιρεσείοντες με την από 22-5-2013 αίτηση, ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και με τους από 24-10-2013 πρόσθετους λόγους ζητούν, επίσης, την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 5-4-2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε αρεοπαγίτη και ήδη αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αντωνίου Αθηναίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως και την από 15-11-2013 δική του έκθεση, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν α) η από 22-5-2013 αίτηση των Π. Α. κλπ κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΡΤ ΑΕ" για την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την απώλεια της προθεσμίας άσκησης προσθέτων λόγων αναιρέσεως και β) οι από 24-10-2013 πρόσθετοι λόγοι των Π. Α. κλπ κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΡΤ ΑΕ" περί αναιρέσεως της 5102/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, των προσθέτων λόγων αυτής και της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 569 παρ.2 εδ. α' ΚΠολΔ, "Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης [...] ασκούνται μόνο με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ.3 και 571 ΚΠολΔ, οι οποίες προβλέπουν τον προσδιορισμό δικασίμου σε χρόνο που παρέχει επαρκή προθεσμία για την επίδοση και την προπαρασκευή της συζήτησης και για τη σύνταξη της έκθεσης από τον εισηγητή αρεοπαγίτη, συνάγεται ότι ως ημέρα συζητήσεως, για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταθέσεως και κοινοποιήσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, νοείται αυτή που ορίζεται από τον πρόεδρο του οικείου τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ.2 ΚΠολΔ και όχι η μεταγενέστερη, που τυχόν θα ορισθεί μετ' αναβολή ή ματαίωση της αρχικώς ορισθείσας (ΟλΑΠ 143/1984, ΑΠ 1239/2009). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 152 παρ.1 ΚΠολΔ, "Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση". Κατά το άρθρο 153 ΚΠολΔ, "Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου". Και κατά το άρθρο 155 ΚΠολΔ, "1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. 2. Η αίτηση της παρ.1 πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειάς τους και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και, εφόσον για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο τύπος". Εάν κατά την άσκηση της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων δεν τηρηθεί κάποια από τις ως άνω προϋποθέσεις, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22-5-2013 αίτηση, οι αιτούντες εκθέτουν ότι κατά της 5102/2010 τελεσιδίκου αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο έκρινε κατ' έφεση επί της 289/2008 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, έχουν ασκήσει την από 12-10-2012 αίτηση αναιρέσεως. Ότι με επίσπευση της καθ' ης η αίτηση (αναιρεσίβλητης) είχε ορισθεί αρχική δικάσιμος για τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως η 23-4-2013. Ότι από δόλο του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση, αυτοί ουδόλως κλητεύθηκαν για να παρασταθούν κατά την εν λόγω δικάσιμο. Ότι, ως εκ τούτου, δεν έλαβαν γνώση της δικασίμου και απώλεσαν τη δυνατότητα να ασκήσουν εμπροθέσμως (ως αναιρεσείοντες) πρόσθετους λόγους αναιρέσεως. Ότι στη δικάσιμο της 23-4-2013 εμφανίσθηκε μόνο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση (ως αναιρεσίβλητης) και πέτυχε την αναβολή της συζητήσεως για τη δικάσιμο της 26-11-2013. Ότι την ίδια ημέρα και μετά την εν λόγω διαδικαστική πράξη, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση ενημέρωσε, τηλεφωνικώς, τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αιτούντων για την αναβολή και για την ημερομηνία της νέας δικασίμου. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό και με την επίκληση του ότι χωρίς την κλήτευσή τους στη δικάσιμο της 23-4-2013, την οποία είχε την υποχρέωση να επιμεληθεί η αντίδικός τους, ως επισπεύδουσα τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα, με όση επιμέλεια και αν ενεργούσαν, να πληροφορηθούν τον προσδιορισμό και να ασκήσουν τους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση προκειμένου, "μέχρι την ημερομηνία της μετ' αναβολή συζήτησης", να προβούν νομίμως και εμπροθέσμως στην ενέργεια αυτή. 3. Η αίτηση επαναφοράς, κατά τα ιστορούμενα σ' αυτήν, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ήτοι μέσα σε τριάντα ημέρες από τότε που οι αιτούντες ενημερώθηκαν για την εκ μέρους της αναιρεσίβλητης επίσπευση της συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, για την παράλειψη του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτής να τους κλητεύσει και για την αναβολή της συζητήσεως. Παρατηρείται, όμως, ότι οι αιτούντες όχι μόνο δεν αναφέρουν τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία θα μπορούσε να εξακριβωθεί η αλήθεια των ισχυρισμών τους, αλλά ούτε και συμπεριλαμβάνουν στην αίτησή τους την πράξη που παραλείφθηκε, ήτοι τους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, περί των οποίων ούτε αναφέρουν ότι έχουν ήδη ασκηθεί. Αντιθέτως, από τη διατύπωση του αιτητικού του υπό κρίση ενδίκου βοηθήματος προκύπτει ευθέως ότι κατά την κατάθεσή του οι πρόσθετοι λόγοι δεν είχαν ασκηθεί και ότι με αυτό επιδιώκεται η χορήγηση προθεσμίας προκειμένου να ασκηθούν μέχρι τη μετ' αναβολή συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, η αίτηση επαναφοράς θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. 4. Μετά την εξέλιξη αυτή, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως που έχουν ασκηθεί με το από 24-10-2013 (ημερομηνία καταθέσεως) δικόγραφο, εν όψει της συζητήσεως της υποθέσεως κατά τη δικάσιμο της 26-11-2013, είναι προεχόντως απαράδεκτοι, ως εκπρόθεσμοι, διότι, με δεδομένο το ότι θα έπρεπε να έχουν ασκηθεί τριάντα ημέρες πριν από την αρχική δικάσιμο (23-4-2013), ο μόνος τρόπος για να ασκηθούν μετά ταύτα νομίμως και εμπροθέσμως ήταν είτε να περιέχονται στην αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων είτε να έχουν ασκηθεί πριν από αυτήν, με την προϋπόθεση ότι η αίτηση επαναφοράς θα ήταν παραδεκτή και βάσιμη. 5. Σύμφωνα με την αρχή της εύνοιας των μισθωτών, την οποία καθιέρωνε το άρθρο 3 παρ.1 του προϊσχύσαντος ν. 3239/1955 "περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας", σε συνδυασμό με το άρθρο 680 ΑΚ και επανέλαβε η διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο ισχύοντος ν. 1876/1990 "για τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις", οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των τυχόν δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Και τούτο, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας ΣΣΕ περιέχουν κατώτατα όρια υποχρεωτικής προστασίας, έτσι, ώστε με τις ατομικές συμβάσεις να απαγορεύεται μεν η δυσμενέστερη ρύθμιση των ίδιων ζητημάτων, να επιτρέπεται, όμως, η βελτίωση της προστασίας αυτής. Από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ αυτών δεν εφαρμόζεται μόνο στη σχέση ΣΣΕ και ατομικής συμβάσεως, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, ΣΣΕ, κανονισμού, ατομικής συμβάσεως) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση (πρβλ. και άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990, όσον αφορά τη σχέση ΣΣΕ και νόμων). Στην περίπτωση αυτή η ρύθμιση της ασθενέστερης πηγής μπορεί να αποκλίνει από τη ρύθμιση της ισχυρότερης, μόνο, όμως, προς το συμφέρον των εργαζομένων. Εν τούτοις, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά το συσχετισμό μιας ΣΣΕ ή άλλης πηγής κανόνων που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση και μιας ατομικής συμβάσεως ή, γενικότερα, κατά το συσχετισμό των διαφόρων κανονιστικών πηγών μεταξύ τους, τα σύνολα των όρων που ρυθμίζουν τις αποδοχές συγκρίνονται ως ενότητα. Υπό την έννοια αυτή, αν δεν υπάρχει αντίθετη, ειδική ρύθμιση, προκειμένου να εξευρεθούν και να θεωρηθούν εφαρμοστέοι οι ευνοϊκότεροι κανόνες, δεν είναι δυνατή η επιλογή ορισμένων όρων αποδοχών από μία πηγή και ορισμένων από άλλη, διότι δεν επιτρέπεται η σύγχρονη εφαρμογή περισσοτέρων κανονιστικών πηγών, αλλά πρέπει να αναζητηθεί η πηγή που περιέχει τους ευνοϊκότερους όρους ως σύνολο, για το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων. Ειδικά, όσον αφορά στη συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ, αυτό αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ.1 του ν. 1876/1990 (ΑΠ 809/2008). 6. Περαιτέρω, από το σύνολο των διατάξεων του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, τους οποίους ρυθμίζει κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας, μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη τέτοια σύμβαση (διαδοχή ΣΣΕ). Διαδοχή ΣΣΕ υπάρχει όταν χρονικά νεότερη ΣΣΕ αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή ΣΣΕ, η νεότερη ΣΣΕ μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης, τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή ΣΣΕ δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της ευνοίας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξεως (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Κατά συνέπεια, νεότερη ΣΣΕ καταργεί την προηγουμένη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις, οπότε δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, κατά την οποία οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων, είναι επικρατέστεροι εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Εκτός εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της ΣΣΕ, οπότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και, εφ' όσον είναι ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, δεν μπορούν να μεταβληθούν με μεταγενέστερη ΣΣΕ που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης, οι οποίοι με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστεί, όμως, όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας κανονιστικός όρος της ΣΣΕ πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες διατάξεις για τους μισθωτούς, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ (ΑΠ 277/2009, ΑΠ 1017/2006). 7. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε τα εξής: Ότι oι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) ανήκουν, κατά περίπτωση, στο τακτικό ή έκτακτο προσωπικό της εναγομένης (ήδη αναιρεσίβλητης) ανώνυμης εταιρίας (πρώην "ΕΡΤ ΑΕ"), συνδεόμενοι με ατομικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και απασχολούμενοι με διάφορες ειδικότητες. Ότι οι εργασιακές σχέσεις και η μισθολογική τους μεταχείριση ρυθμίζονται από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού (ΓΚΠ) της εναγομένης και τις ισχύουσες Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΣΣΕ), οι οποίες συνάπτονται εκάστοτε μεταξύ της εργοδότριας εταιρίας και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης" (ΠΟΣΠΕΡΤ), που συγκροτείται από τα πρωτοβάθμια σωματεία στα οποία μετέχουν όλοι οι ενάγοντες. Ότι με την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, που κατατέθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας με την υπ' αριθ. 5/1-8-2001 πράξη, τροποποιήθηκε ο μέχρι τότε ισχύον ΓΚΠ της εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.3 του ν. 1876/1990. 'Ότι, ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω ΕΣΣΕ, ορίσθηκε ότι "Στην παρούσα ΣΣΕ υπάγεται το τακτικό και έκτακτο (πλην δημοσιογράφων, ιατρών και δικηγόρων) προσωπικό της ΕΡΤ ΑΕ, που καλύπτεται από τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα οποία είναι μέλη της ΠΟΣΠΕΡΤ". Ότι με το άρθρο 2 της ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "1. Με την παρούσα σύμβαση θεσπίζεται νέο μισθολόγιο, το οποίο αποκαθιστά τις δυσχέρειες και αδυναμίες του προηγούμενου, όπως και τις ακραίες εξατομικεύσεις των αμοιβών, δημιουργώντας νέο, δικαιότερο, ορθολογικότερο, ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους, κατανοητό και εύκολα εφαρμόσιμο λογιστικά, μισθολογικό καθεστώς. 2. Οι διαφορές αποδοχών, που θα προκύψουν μεταξύ των καταβαλλομένων την 28-2-2001 και των δικαιουμένων με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου την 1-3-2001, θα καταβληθούν σταδιακά ως εξής: Α) Το 50% της διαφοράς από την 1-3-2001. Β) Το υπόλοιπο 50% της διαφοράς από την 1-3-2002. 3. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας, καταργούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ, όπως ενδεικτικά τα άρθρα 12, 13 κλπ και γενικά κάθε διάταξη που ρυθμίζει θέματα μισθολογικά ή σχετίζεται με τις καταργούμενες ρυθμίσεις. 4. Όπου στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν μισθολογικά θέματα, εφ' εξής θεωρείται ότι η παραπομπή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσης. 5. Η επανένταξη του προσωπικού με βάση τα νέα μισθολογικά κλιμάκια (ΜΚ) θα ολοκληρωθεί μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κατάθεση ενός πρωτοτύπου της παρούσας στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας". Ότι με τα άρθρα 3 - 8 καταστρώθηκε συνολικά το νέο μισθολόγιο, τα νέα ΜΚ, οι κανόνες ένταξης των εργαζομένων σε αυτά ανάλογα με την ειδικότητά τους, τα διατηρούμενα και καταργούμενα επιδόματα και, γενικά, το μισθολογικό καθεστώς των εργαζομένων που υπάγονταν στην από 31-7-2001 ΕΣΣΕ κατά τρόπο πλήρη, αλλά διαφορετικό του μέχρι τότε ισχύοντος βάσει του ΓΚΠ. Ότι με το άρθρο 9 της ίδια ΕΣΣΕ προβλέφθηκε ότι "Οι ποσοστιαίες αυξήσεις του νέου μισθολογίου, σε σχέση με τις καταβαλλόμενες αποδοχές της 28-2-2001, κυμαίνονται για όλους τους υπαλλήλους από 8% μέχρι 12%. Σε περίπτωση, κατά την οποία προκύπτει ποσοστιαία αύξηση μικρότερη του 8%, τότε καταβάλλεται συμπληρωματικό ποσό μέχρι την κάλυψη του συγκεκριμένου ποσοστού (8%), που διατηρείται ως θετική, προσωπική διαφορά και εμφανίζεται σε ξεχωριστή στήλη στη μισθολογική κατάσταση. Σε περίπτωση, κατά την οποία προκύπτει ποσοστιαία αύξηση μεγαλύτερη του 12%, τότε περικόπτεται ανάλογο ποσό, ώστε η αύξηση να περιοριστεί στο συγκεκριμένο ποσοστό (12%). Το ποσό που περικόπτεται εμφανίζεται σε ξεχωριστή στήλη στη μισθοδοτική κατάσταση ως αρνητική διαφορά. Η ανωτέρω προσωπική διαφορά (θετική ή αρνητική) λαμβάνεται υπ' όψη για τη σταδιακή εφαρμογή του νέου μισθολογίου, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ.2 του άρθρου 2". Ότι με το άρθρο 23, τέλος, της εν λόγω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "... Ευνοϊκότεροι όροι και συνθήκες εργασίας, που έχουν θεσπιστεί για τους εργαζόμενους της ΕΡΤ με διατάξεις Νόμων, ΣΣΕ, Διαιτητικών Αποφάσεων, ΓΚΠ και ΑΔΣ ΕΡΤ, δεν θίγονται με την παρούσα, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρμόζονται στο τακτικό και έκτακτο προσωπικό της ΕΡΤ, που καλύπτεται από την ΠΟΣΠΕΡΤ. Η ισχύς της παρούσας ΣΣΕ σε όσα θέματα δεν ορίζεται άλλη ημερομηνία, αρχίζει από 1-3-2001 και λήγει την 31-12-2002, οι δε διατάξεις της δεσμεύουν τα δύο μέρη για όλο το χρονικό διάστημα και μέχρι την υπογραφή νέας ΣΣΕ". Ότι, στη συνέχεια, με την από 12-2-2004, νεότερη ΕΣΣΕ μεταξύ της ΕΡΤ ΑΕ και της ΠΟΣΠΕΡΤ, που κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, συμφωνήθηκε η χορήγηση αυξήσεων επί των βασικών μισθών των ΜΚ, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος της, κατά ποσοστό 3,1% για το διάστημα από 1-1-2003, 3,1% για το διάστημα από 1-7-2003, 3,5% για το διάστημα από 1-1-2004 και 3,5% για το διάστημα από 1-7-2004, ήτοι συνολική αύξηση για όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα ανερχόμενη σε ποσοστό 13,2%. Ότι με το άρθρο 2 παρ.2 της ίδιας ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "2.1 Με την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργούνται όσες διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ είναι αντίθετες με τα ρυθμιζόμενα με την παρούσα θέματα. (...). 2.2. Όπου στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν μισθολογικά θέματα, θεωρείται ότι η παραπομπή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας και στις ΕΣΣΕ που έχουν υπογραφεί μέχρι σήμερα". Ότι με το άρθρο 15 παρ.2 ορίστηκε ότι "όλες οι προηγούμενες ΕΣΣΕ και διαιτητικές αποφάσεις με οποιονδήποτε τρόπο και αν θεσπίστηκαν και τέθηκαν σε ισχύ αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο με την παρούσα και εξακολουθούν να ισχύουν σε όσα θέματα δεν τροποποιούνται με την παρούσα", ήτοι και η από 31-7-2001 ΕΣΣΕ και το άρθρο 9 αυτής. Ότι όμοια διάταξη περιλήφθηκε και στην από 16-1-.2005 ΕΣΣΕ μεταξύ ΕΡΤ και ΠΟΣΠΕΡΤ, που κατατέθηκε αρμοδίως, με την οποία προβλέφθηκε μεταξύ άλλων, η χορήγηση αύξησης στους βασικούς μισθούς και τα εκεί αναφερόμενα επιδόματα. Ότι όλοι οι ενάγοντες, με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου που καθιερώθηκε με την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, έλαβαν την ανώτατη, από αυτήν προβλεπόμενη αύξηση ποσοστού 12%, επί των μέχρι τότε καταβαλλόμενων αποδοχών τους. Ότι, επειδή από την εφαρμογή του νέου μισθολογίου προέκυπταν αποδοχές αυξημένες κατά ποσοστό πλέον του 12%, ήτοι μεγαλύτερες του ανώτατου συμφωνημένου ποσοστού αύξησης, τα επιπλέον ποσά, που αντιστοιχούσαν σε αύξηση μεγαλύτερη του 12%, καταχωρήθηκαν, έκτοτε, στις μισθοδοτικές τους καταστάσεις ως "αρνητική προσωπική διαφορά", σύμφωνα με το αναφερθέν άρθρο 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ. Σύμφωνα με τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές, το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η βάση της αγωγής, που ερείδεται στον ισχυρισμό ότι ο όρος της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, που προέβλεψε την "αρνητική προσωπική διαφορά" και την εντεύθεν περικοπή των αποδοχών των εναγόντων, είναι (δήθεν) ανίσχυρος, επειδή προσκρούει στους ευμενέστερους όρους των ατομικών συμβάσεων αυτών, στις οποίες είχε ενσωματωθεί ο ΓΚΠ που δεν προέβλεπε τέτοια δυνατότητα περικοπής αποδοχών, τυγχάνει απορριπτέα, ως μη νόμιμη. Και τούτο, διότι οι ενάγοντες δεν συγκρίνουν το παλαιό με το νέο μισθολογικό καθεστώς ως ξεχωριστές οικονομικές ενότητες, αλλά επιχειρούν επιλεκτική εφαρμογή αφ' ενός όσων από τις ρυθμίσεις της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ τους συμφέρουν (ήτοι αυτών που προβλέπουν αύξηση των αποδοχών τους, και, μάλιστα, άνω του γενικώς συμφωνημένου ορίου 12%) και αφ' ετέρου εκείνων από τις ρυθμίσεις του ΓΚΠ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με την ίδια ΕΣΣΕ, που και πάλι τους συμφέρουν (ήτοι στο μέτρο που με αυτές δεν προβλεπόταν η ως άνω περικοπή), πράγμα ανεπίτρεπτο σύμφωνα με τις νομικές παραδοχές του. 8. Περαιτέρω, όπως, επίσης, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε και τα εξής: Ότι ο ισχυρισμός των εναγόντων περί του ότι στους όρους της ατομικής συμβάσεως εργασίας ενός εκάστου εμπεριέχεται ο ΓΚΠ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, τυγχάνει και ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από τα αντίγραφα των από 31-5-1989 και 8-2-1990 ιδιωτικών συμφωνητικών, με τα οποία καταρτίστηκαν οι συμβάσεις εργασίας του 1ου και της 130ης από τους ενάγοντες, τα οποία δειγματοληπτικά έλαβε υπ' όψη του και τα οποία, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται χωρίς να αμφισβητούν οι ενάγοντες (261ΚΠολΔ), είναι πανομοιότυπα κατά περιεχόμενο για όλους, ορίζεται ότι "οι αποδοχές καθορίζονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για την ειδικότητα ..." και ότι ο εργαζόμενος "υπόκειται στις διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ" (άρθρο 2). Ότι από τη διατύπωση αυτή καθίσταται σαφές ότι οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων δεν παραπέμπουν σε συγκεκριμένη ΣΣΕ ή στον ΓΚΠ, ως ίσχυε σε δεδομένη χρονική στιγμή, αφού κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ρητά στις συμβάσεις τους ούτε συνάγεται εμμέσως από αυτές και, ως εκ τούτου, η παραπομπή αφορά στις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ και τον εκάστοτε ισχύοντα ΓΚΠ. Ότι, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι το καθεστώς, που θέσπιζαν παλαιότερες ΣΣΕ και ΓΚΠ, ήταν ευνοϊκότερο για τους εργαζόμενους σε σχέση με εκείνο των νεότερων ΣΣΕ και ΓΚΠ, το τελευταίο, θεσπιζόμενο από πηγές ανήκουσες στην ίδια ιεραρχική βαθμίδα, υπερισχύει βάσει της αρχής της τάξεως. Ότι το άρθρο 12 παρ.10 του ΓΚΠ, το οποίο επικαλούνται οι ενάγοντες και σύμφωνα με το οποίο "μειωμένες αποδοχές καταβάλλονται στο προσωπικό στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό και από τις σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας", δεν αναφέρεται στην κρινόμενη περίπτωση αξίωσης αύξησης μεγαλύτερης της συμφωνηθείσας και χορηγηθείσας, αλλά σε διαφορετικές περιπτώσεις μείωσης καταβαλλόμενων αποδοχών. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγοντες νομίμως είχαν υποστεί την παρακράτηση, για την οποία παραπονούνται και ουδέν δικαίωμα αναζήτησης αυτής έχουν αποκτήσει, για όσο χρόνο βρισκόταν σε τυπική ισχύ η από 31-7-2001 ΕΣΣΕ. 9. Έτι περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε και τα εξής: Ότι μετά την 31-12-2002, αν και είχε λήξει η ισχύς της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, η εναγομένη συνέχισε να εφαρμόζει τον επίμαχο όρο αυτής ΕΣΣΕ αυτής και να εμφανίζει, στις μισθοδοτικές της καταστάσεις των εναγόντων, το ίδιο σταθερό ποσό ως αρνητική προσωπική διαφορά για τον καθένα από αυτούς. Ότι η εν λόγω εξακολούθηση της παρακράτησης υπήρξε νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, με τις επακολουθήσασες ΕΣΣΕ, με τις οποίες χορηγήθηκαν νέες αυξήσεις στις αποδοχές των εναγόντων, δεν επήλθε κατάργηση του όρου αυτού ή πρόβλεψη για ενσωμάτωση, σταδιακή ή μη, της "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" στις έκτοτε καταβαλλόμενες αποδοχές. Ότι, αντιθέτως, ρητά προβλέφθηκε ότι όλες οι παλαιότερες ΕΣΣΕ αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο με τις νεότερες, στην έκταση αυτές που δεν τις τροποποιούν (άρθρο 2.2. και 15.2. της από 12-2-2004 ΕΣΣΕ και 21.2 της από 16-12-2005 ΕΣΣΕ). Ότι εξ αυτού συνάγεται ότι με τις νεότερες ΕΣΣΕ διατηρήθηκε τόσο ο όρος του άρθρου 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ περί "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" όσο και οι αποδοχές, όπως με εκείνη είχαν διαμορφωθεί, οι οποίες και αποτέλεσαν την βάση υπολογισμού των νέων αυξήσεων. Ότι, τέλος, εάν η εκδοχή των εναγόντων ήταν αληθής, θα επερχόταν αύξηση των αποδοχών τους σε ποσοστό μεγαλύτερο, από εκείνο που οι ίδιο, μέσω του συνδικαλιστικού τους φορέα, είχαν αποδεχθεί και συμφωνήσει με την εναγομένη. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ούτε για μετά την 1-1-2003 οι ενάγοντες είχαν αποκτήσει δικαίωμα αναζήτησης της "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" που παρακρατήθηκε. 10. Εν κατακλείδι, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως εφετείο εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου, το οποίο είχε επιδικάσει στους ενάγοντες την αιτηθείσα διαφορά για ολόκληρο το ένδικο χρονικό διάστημα (από 1-3-2001 μέχρι 31-1-2006), δεχθέν ότι δεν θα έπρεπε να έχει εφαρμογή η δυσμενής γι' αυτούς διάταξη που προέβλεπε την παρακράτηση τής πέραν του ποσοστού 12% αύξησης του συνόλου των αποδοχών τους και απέρριψε, ως μη νόμιμη, τόσο τη βάση της αγωγής που στηριζόταν στην εν λόγω εσφαλμένη εκδοχή όσο και την, πρωτοδίκως μη ερευνηθείσα, επικουρική βάση περί επιδικάσεως της εν λόγω διαφοράς για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 και εντεύθεν. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν στις σκέψεις αρ.5 και 6 της παρούσας, σε συνδυασμό με τους όρους του ΓΚΠ της αναιρεσίβλητης και των ΕΣΣΕ μεταξύ αυτής και του προσωπικού της, που μνημονεύονται στις ουσιαστικές παραδοχές του. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-5-2013 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων και τους από 24-10-2013 πρόσθετους λόγους, ως απαράδεκτους. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-10-2012 αίτηση περί αναιρέσεως της 5102/ 2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσίβλητης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Δεκεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απώλεια προθεσμίας ασκήσεως προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Αίτηση επαναφοράς πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει τους πρόσθετους λόγους ούτε αναφέρει προηγηθείσα άσκηση αυτών. Εργαζόμενοι ΕΡΤ ΑΕ. Νόμιμη η συμφωνημένη παρακράτηση του μέρους των αποδοχών που υπερβαίνει την προβλεφθείσα αύξηση 12%. Απορρίπτει την αίτηση.
Προθεσμία
Άσκηση πρόσθετων λόγων, Επαναφορά πραγμάτων, Προθεσμία.
0
Αριθμός 182/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Εμμανουέλας Πανοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Α. Α., 2) Δ. Α., 3) Ν. Δ. - Ν., 4) Θ. Ν., 5) Ε. Ε., 6) Φ. Ζ., 7) Α. Μ., 8) Ζ. Μ., 9) Δ. Μ., 10) Δ. Λ., 11) Ι. Κ., 12) Θ. Κ., 13) Ε. Κ., 14) Α. Κ., 15) Σ. Κ., 16) Σ. Κ., 17) Α. Κ., 18) Ε. - Ε. Κ., 19) Ε. Κ., 20) Μ. Κ., 21) Β. Κ., 22) Α. Κ., 23) Σ. Γ., 24) Α. Γ., 25) Ά. Α., 26) Ε. Α., 27) Δ. Α., 28) Μ. Α., 29) Λ. Μ., 30) Π. Μ., 31) Ν. Μ., 32) Β. - Σ. Π., 33) Α. - Ά. Π., 34) Κ. Χ., 35) Β. Π., 36) Ε. Π., 37) Β. Λ., 38) Μ. Κ., 39) Ε. Α., 40) Μ. Κ., 41) Σ. Σ., 42) Α. Π., 43) Ε. Ο., 44) Α. Λ., 45) Ε. Κ., 46) Κ. Κ., 47) Μ. Γ., 48) Α. - Α. Α., 49) Α. Χ., 50) Ε. Π., 51) Η. Μ., 52) Ε. Τ. και 53) Α. Β., κατοίκων, ως εκ της υπηρεσίας τους, ... που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Βερβεσού, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2003 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1118/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6884/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-10-2011 αίτησή του. Ήδη εκδόθηκε η 1157/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφεραν προς συζήτηση οι αναιρεσίβλητοι, με την από 10-9-2012 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 16-5-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση, μέσα στα όρια του μοναδικού λόγου αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους κλπ, "Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από τη γένεση της". Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 91 εδ.α' του ίδιου νόμου, "Με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι με την πρώτη ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης αυτής η γένεση μιας εκάστης. Η διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ.α' του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικά η έναρξη του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου, τοποθετούμενη στο τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Αυτό συνάγεται σαφώς από τη ρητή επιφύλαξη, που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ.α', ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως αυτή του άρθρου 90 παρ.3, η οποία, κατά συνέπεια, κατισχύει της γενικής διάταξης (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006, ΑΠ 372/2010). 2. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 του ν. 2362/1995, "Η παραγραφείσα απαίτηση κατά του Δημοσίου δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό. Κάθε ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο μετά την παραγραφή της απαιτήσεως κατ' αυτού, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, δικαιούται να το αναζητήσει. Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση απ' αυτό της παραγεγραμμένης απαιτήσεως είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπ' όψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια". Η έννοια της τελευταίας από τις εν λόγω διατάξεις είναι ότι για να λάβει το δικαστήριο υπ' όψη οίκοθεν, δηλαδή χωρίς την υποβολή σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του Δημοσίου, την παραγραφή της απαιτήσεως, η οποία κατάγεται σε δίκη από κάποιο δικαιούχο, πρέπει και αρκεί να έχουν τεθεί ενώπιον αυτού τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται αφ' ενός η γέννηση της αξίωσης και, εντεύθεν, η έναρξη του χρόνου της παραγραφής κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.1) και αφ' ετέρου η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, που είναι ζήτημα απλής εφαρμογής του εν χρήσει ημερολογίου, πριν από την άσκηση της αξίωσης, ήτοι, κατά το συνήθως συμβαίνον, πριν από την επίδοση της σχετικής αγωγής. 3. Κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή γ) για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι στην αναιρετική δίκη ελέγχεται η νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπ' όψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν ο εν λόγω ισχυρισμός θα μπορούσε να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν η προβολή του ήταν παραδεκτή και νόμιμη (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 111/2009). Εξ άλλου, ο όρος "δημόσια τάξη" υποδηλώνει τον κανόνα αναγκαστικού δικαίου, που τέθηκε για εξυπηρέτηση γενικού σκοπού ή του συμφέροντος της κοινωνίας, η εφαρμογή του οποίου δεν μπορεί να αποκλεισθεί με την ιδιωτική βούληση (ΟλΑΠ 274/1971). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον, με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, την πλημμέλεια της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων και ειδικότερα αυτών των άρθρων 90 παρ.3 και 94 εδ. δ' του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού", γιατί, αν και οι ένδικες απαιτήσεις των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες επιδικάσθηκαν σ' αυτούς, αφορούσαν αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για το έτος 2001 και κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής είχαν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 του ως άνω νόμου, πράγμα το οποίο λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εν τούτοις η αγωγή έγινε δεκτή, χωρίς το δικαστήριο της ουσίας να λάβει υπ' όψη, όπως είχε αυτεπάγγελτη υποχρέωση, την εν λόγω παραγραφή. Με το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, η ένδικη αίτηση είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, διότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν ότι ο εν λόγω, περί παραγραφής, ισχυρισμός προβλήθηκε στο δικαστήριο, που δίκασε κατ' έφεση, άσχετα προς το αν λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα, καθόσον αυτός δεν αφορά στη δημόσια τάξη, με την ανωτέρω έννοια, αλλά (αφορά) στις (ιδιωτικού δικαίου) σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και μισθωτών αυτού (ΑΠ 1813/2011). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως, που είχε ασκήσει το αναιρεσείον κατά της πρωτόδικης απόφασης, τέτοιος ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί για τα κονδύλια των αποδοχών και του επιδόματος αδείας έτους 2001, αλλά μόνο γι' αυτά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2001, ως προς τα οποία (σύμφωνα και με τις αναλυτικές παραδοχές που αναφέρονται στην επόμενη σκέψη) έγινε δεκτός. 5. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του δικαστηρίου και συγκεκριμένα του εισηγητή αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως θα έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτός, διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμπίπτει στην εξαιρετική ρύθμιση που γίνεται στο άρθρο 562 παρ.2 περ.β' ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που έκρινε επί εφέσεως κατά της 1118/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι), επικαλούμενοι με την ένδικη, από 18-12-2003 (ημερομηνία καταθέσεως) αγωγή αυτών διαδοχικές συμβάσεις με το εναγόμενο (ήδη αναιρεσείον), οι οποίες κατ' επίφαση χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις έργου, ενώ στην πραγματικότητα συνιστούσαν συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ζήτησαν την καταψήφιση του τελευταίου στην καταβολή προς ένα έκαστο εξ αυτών του αναλογούντος χρηματικού ποσού (όπως προσδιοριζόταν στους σχετικούς πίνακες που επισυνάπτονται στην αγωγή) για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων και για αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 31-12-2002, κυρίως μεν με βάση τις συμβάσεις εργασίας που κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό υφίσταντο μεταξύ τους, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφ' όσον ήθελε κριθεί ότι αυτές ήσαν άκυρες. Ότι οι ενάγοντες είχαν απασχοληθεί, πράγματι, στο εναγόμενο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα για την εισαγωγή στοιχείων στο σύστημα μηχανοργάνωσης του Κέντρου Πληροφορικής του Υπουργείου Οικονομικών (ΚΕΠΥΟ) ή για την επαλήθευση των στοιχείων αυτών. Ότι η σχέση που τους συνέδεε με το εναγόμενο ήταν αυτή της παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλην, όμως, οι συμβάσεις τους ήσαν άκυρες, λόγω αντίθεσης προς τις διατάξεις του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγματος. Ότι, παρά την ακυρότητα, οι ενάγοντες δικαιούνταν ευθέως εκ του νόμου (άρθρα 3 του α.ν. 539/1945, 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, 1 παρ.1 του ν. 1082/1980 και ΥΑ 19040/1981) τις αιτούμενες παροχές. Ότι από το χρόνο γέννησης των αξιώσεων για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2001 μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής, που έγινε την 18-12-2003, είχε παρέλθει διετία. Κατόπιν αυτών, το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την περί παραγραφής ένσταση του αναιρεσείοντος και, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την αγωγή ως προς τις αξιώσεις για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2001 και την έκανε δεκτή ως προς το υπόλοιπο μέρος, δεδομένου του ότι η περί παραγραφής ένσταση δεν αναφερόταν στις λοιπές αξιώσεις που είχαν γεννηθεί εντός του έτους 2001. Από τις παραδοχές αυτές, όμως, προκύπτει ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, αν και έλαβε υπ' όψη ότι στο αντικείμενο της δίκης, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν και οι αξιώσεις για επίδομα αδείας και αποδοχές χορηγηθείσας άδειας του έτους 2001, που κατά νόμο είχαν γεννηθεί, αντιστοίχως, κατά την 1η Ιουλίου και κατά την έναρξη της ήδη χορηγηθείσας άδειας και ότι από το χρονικό σημείο της γέννησης μιας εκάστης εξ αυτών είχε παρέλθει διετία μέχρι την άσκηση της αγωγής (18-12-2003), παρέλειψε να εφαρμόσει τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις περί παραγραφής των μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου, προς τις οποίες όφειλε αυτεπαγγέλτως να συμμορφωθεί, δεδομένου του ότι τα ως άνω περιστατικά όχι μόνο είχαν προβληθεί ενώπιον αυτού με το εισαγωγικό δικόγραφο, αλλά και περιλαμβάνονταν μεταξύ των παραδοχών του. Αν τις είχε εφαρμόσει, θα έπρεπε να έχει απορρίψει αυτεπαγγέλτως ως παραγραμμένη, ήτοι κατ' ουσίαν αβάσιμη, την αγωγή και κατά το μέρος που αναφερόταν στις εν λόγω απαιτήσεις του έτους 2001. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπ' όψη αυτεπαγγέλτως την παραγραφή και για τις αξιώσεις αυτές, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν συμπεριληφθεί στη σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος ως εναγομένου και εκκαλούντος και με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, θα έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτός, διότι στηρίζεται σε παράλειψη που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και βάσιμος, διότι αποδεικνύεται από τα διαδικαστικά έγγραφα. 6. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στην προνομιακά μειωμένη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το βάσιμο αίτημα αυτών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-10-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της 6884/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή τριακοσίων (300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Δεκεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημόσιο, διετής παραγραφή αξιώσεων για μισθούς. Η υποχρέωση αυτεπάγγελτης διάγνωσης από το δικαστήριο της ουσίας, εφ΄ όσον τα σχετικά περιστατικά τίθενται ενώπιον αυτού, δεν ανάγεται στη δημόσια τάξη. Απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, το απαράδεκτο κάμπτεται, διότι η παραβίαση των περί παραγραφής διατάξεων προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.
Παραγραφή αξιώσεων
Παραγραφή αξιώσεων, Επίδομα εορτών, Επίδομα αδείας.
2
Αριθμός 183/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 26η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Γεωργίου Βαμβακίδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ε. Α. του Μ., κατοίκου ..., έως και 105) Γ. Ψ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βερβεσού, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-12-2005 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 811/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6874/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-10-2011 αίτησή του. Ήδη εκδόθηκε η 1156/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφεραν προς συζήτηση οι αναιρεσίβλητοι, με την από 10-9-2012 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 16-5-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση, μέσα στα όρια του μοναδικού λόγου αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους κλπ, "Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από τη γένεση της". Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 91 εδ.α' του ίδιου νόμου, "Με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι με την πρώτη ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης αυτής η γένεση μιας εκάστης. Η διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ.α' του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικά η έναρξη του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου, τοποθετούμενη στο τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Αυτό συνάγεται σαφώς από τη ρητή επιφύλαξη, που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ.α', ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως αυτή του άρθρου 90 παρ.3, η οποία, κατά συνέπεια, κατισχύει της γενικής διάταξης (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006, ΑΠ 372/2010). 2. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 του ν. 2362/1995, "Η παραγραφείσα απαίτηση κατά του Δημοσίου δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό. Κάθε ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο μετά την παραγραφή της απαιτήσεως κατ' αυτού, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, δικαιούται να το αναζητήσει. Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση απ' αυτό της παραγεγραμμένης απαιτήσεως είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπ' όψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια". Η έννοια της τελευταίας από τις εν λόγω διατάξεις είναι ότι για να λάβει το δικαστήριο υπ' όψη οίκοθεν, δηλαδή χωρίς την υποβολή σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του Δημοσίου, την παραγραφή της απαιτήσεως, η οποία κατάγεται σε δίκη από κάποιο δικαιούχο, πρέπει και αρκεί να έχουν τεθεί ενώπιον αυτού τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται αφ' ενός η γέννηση της αξίωσης και, εντεύθεν, η έναρξη του χρόνου της παραγραφής κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.1) και αφ' ετέρου η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, που είναι ζήτημα απλής εφαρμογής του εν χρήσει ημερολογίου, πριν από την άσκηση της αξίωσης, ήτοι, κατά το συνήθως συμβαίνον, πριν από την επίδοση της σχετικής αγωγής. 3. Κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή γ) για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι στην αναιρετική δίκη ελέγχεται η νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπ' όψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν ο εν λόγω ισχυρισμός θα μπορούσε να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν η προβολή του ήταν παραδεκτή και νόμιμη (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 111/2009). Εξ άλλου, ο όρος "δημόσια τάξη" υποδηλώνει τον κανόνα αναγκαστικού δικαίου, που τέθηκε για εξυπηρέτηση γενικού σκοπού ή του συμφέροντος της κοινωνίας, η εφαρμογή του οποίου δεν μπορεί να αποκλεισθεί με την ιδιωτική βούληση (ΟλΑΠ 274/1971). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον, με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, την πλημμέλεια της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων και ειδικότερα αυτών των άρθρων 90 παρ.3 και 94 εδ. δ' του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού", γιατί, αν και οι ένδικες απαιτήσεις των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες επιδικάσθηκαν σ' αυτούς, αφορούσαν δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για το έτος 2003 και κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής είχαν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 του ως άνω νόμου, πράγμα το οποίο λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εν τούτοις η αγωγή έγινε δεκτή, χωρίς το δικαστήριο της ουσίας να λάβει υπ' όψη, όπως είχε αυτεπάγγελτη υποχρέωση, την εν λόγω παραγραφή. Με το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, η ένδικη αίτηση είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, διότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν ότι ο εν λόγω, περί παραγραφής, ισχυρισμός προβλήθηκε στο δικαστήριο, που δίκασε κατ' έφεση, άσχετα προς το αν λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα, καθόσον αυτός δεν αφορά στη δημόσια τάξη, με την ανωτέρω έννοια, αλλά (αφορά) στις (ιδιωτικού δικαίου) σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και μισθωτών αυτού (ΑΠ 1813/2011). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως, που είχε ασκήσει το αναιρεσείον κατά της πρωτόδικης απόφασης, τέτοιος ισχυρισμός ουδόλως είχε προβληθεί. 5. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του δικαστηρίου και συγκεκριμένα του εισηγητή αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως θα έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτός, διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμπίπτει στην εξαιρετική ρύθμιση που γίνεται στο άρθρο 562 παρ.2 περ.β' ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που έκρινε επί εφέσεως κατά της 811/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι), επικαλούμενοι με την ένδικη, από 26-12-2005 (ημερομηνία σύνταξης του δικογράφου) αγωγή αυτών διαδοχικές συμβάσεις με το εναγόμενο (ήδη αναιρεσείον), οι οποίες κατ' επίφαση χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις έργου, ενώ στην πραγματικότητα συνιστούσαν συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ζήτησαν την καταψήφιση του τελευταίου στην καταβολή προς ένα έκαστο εξ αυτών του αναλογούντος χρηματικού ποσού (όπως προσδιοριζόταν στους σχετικούς πίνακες που επισυνάπτονται στην αγωγή) για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων και για αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2004, κυρίως μεν με βάση τις συμβάσεις εργασίας που κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό υφίσταντο μεταξύ τους, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφ' όσον ήθελε κριθεί ότι αυτές ήσαν άκυρες. Ότι οι ενάγοντες είχαν απασχοληθεί, πράγματι, στο εναγόμενο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα για την εισαγωγή στοιχείων στο σύστημα μηχανοργάνωσης του Κέντρου Πληροφορικής του Υπουργείου Οικονομικών (ΚΕΠΥΟ) ή για την επαλήθευση των στοιχείων αυτών. Ότι η σχέση που τους συνέδεε με το εναγόμενο ήταν αυτή της παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλην, όμως, οι συμβάσεις τους ήσαν άκυρες, λόγω αντίθεσης προς τις διατάξεις του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγματος. Ότι, παρά την ακυρότητα, οι ενάγοντες δικαιούνταν ευθέως εκ του νόμου (άρθρα 3 του α.ν. 539/1945, 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, 1 παρ.1 του ν. 1082/1980 και ΥΑ 19040/1981) τις αιτούμενες παροχές. Κατόπιν αυτών, το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση που είχε ασκήσει το αναιρεσείον κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της. Από τις παραδοχές αυτές, όμως, προκύπτει ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, αν και έλαβε υπ' όψη ότι στο αντικείμενο της δίκης, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί εντός του έτους 2003 (δώρο Πάσχα, επίδομα αδείας, αποδοχές χορηγηθείσας αδείας και δώρο Χριστουγέννων), εκ των οποίων η χρονικώς ύστερη, ήτοι το δώρο Χριστουγέννων, ήταν καταβλητέα την 16η Δεκεμβρίου και ότι από το χρονικό σημείο της γέννησης μιας εκάστης εξ αυτών είχε παρέλθει διετία μέχρι την άσκηση της αγωγής, που δεν μπορούσε να είναι προγενέστερη της ημερομηνίας κατάρτισης του σχετικού δικογράφου (26-12-2005), παρέλειψε να εφαρμόσει τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις περί παραγραφής των μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου, προς τις οποίες όφειλε αυτεπαγγέλτως να συμμορφωθεί, δεδομένου του ότι με το εισαγωγικό δικόγραφο είχαν προβληθεί ενώπιον αυτού τα ως άνω περιστατικά και να απορρίψει ως παραγραμμένη, ήτοι κατ' ουσίαν αβάσιμη, την αγωγή κατά το μέρος που αναφερόταν στις απαιτήσεις από 1-1-2003 έως 31-12-2003. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπ' όψη αυτεπαγγέλτως την παραγραφή, της οποίας τα περιστατικά είχαν προβληθεί ενώπιον αυτού (παρά το γεγονός ότι δεν είχε διατυπωθεί σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος ως εναγομένου και εκκαλούντος) και με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, θα έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτός, διότι στηρίζεται σε παράλειψη που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και βάσιμος, διότι αποδεικνύεται από τα διαδικαστικά έγγραφα. 6. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στην προνομιακά μειωμένη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το βάσιμο αίτημα αυτών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-10-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της 6874/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή τριακοσίων (300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Δεκεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημόσιο, διετής παραγραφή αξιώσεων για μισθούς. Η υποχρέωση αυτεπάγγελτης διάγνωσης από το δικαστήριο της ουσίας, εφ όσον τα σχετικά περιστατικά τίθενται ενώπιον αυτού, δεν ανάγεται στη δημόσια τάξη. Απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, το απαράδεκτο κάμπτεται, διότι η παραβίαση των περί παραγραφής διατάξεων προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.
Παραγραφή αξιώσεων
Παραγραφή αξιώσεων, Επίδομα εορτών, Επίδομα αδείας.
0
Αριθμός 184/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 26η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Κ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Αικατερίνης Λιολιοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Δημοτικής επιχείρησης με την επωνυμία "ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΔΗΜΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ" (ΚΕΔΑ), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, ως καθολικής διαδόχου της δημοτικής επιχείρησης με την επωνυμία "ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ", όπως εκπροσωπούνταν νομίμως, που εδρεύει στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, καθολικής διαδόχου της αρχικά εναγομένης δημοτικής επιχείρησης με την επωνυμία "ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΗΜΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ" (ΕΔΑΝΑΛ), όπως εκπροσωπούνταν νομίμως, που εδρεύει στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Μαριωρά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-1-2010 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 20/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 930/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-2-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Με το π.δ. 164/2004 (ΦΕΚ Α' 134) μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη, όσον αφορά στους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (L 175) σχετικά με την από 18-3-1999 συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES), της Ένωσης των Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών (UNICE) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Επιχειρήσεων (CEEP). Στο άρθρο 5 του π.δ. 164/2004 ορίζεται ότι "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφ' όσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφ' όσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφ' όσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. (...) 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ.2 του επόμενου άρθρου". Παρά ταύτα, στο άρθρο 11 παρ.1 του π.δ. 164/2004, ως μεταβατική ρύθμιση, όλως ειδικά ανεκτή συνταγματικώς (ΑΠ 896/2012, ΣτΕ 3482/2010, 634/2010), για την τακτοποίηση εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα με εργαζόμενους που συνέχισαν, ακόμη και μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρο 103 παρ.7 και 8, ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001), να απασχολούνται με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ορίζεται ότι "Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (...). γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση (...)". Και στο άρθρο 11 παρ.5 του π.δ. 164/2004 ορίζεται ότι "Στις διατάξεις της παρ.1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α' της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης". Σύμφωνα με το άρθρο 3 περ. γ' του π.δ. 164/2004, ως "δημόσιος τομέας" χαρακτηρίζεται αυτός που οριοθετείται "από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του ν. 1892/1990 ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν (...)". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 51 παρ.1 περ. β' του ν. 1892/1990, στο δημόσιο τομέα υπάγονται και τα ΝΠΔΔ, στα οποία συγκαταλέγονται και οι ΟΤΑ. Και κατά τα άρθρα 1 παρ.3 του ν. 2527/1997 και 10 παρ.5 του ν. 3051/2002, οι επιχειρήσεις των ΟΤΑ υπάγονται στο σύστημα του ν. 2190/1994 ως προς την πρόσληψη του διοικητικού και μη προσωπικού αυτών όλων των κατηγοριών, με εξαίρεση μόνο του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των διευθυνόντων υπαλλήλων. Έτσι, οι δημοτικές επιχειρήσεις, ως προς την πρόσληψη του προσωπικού τους, λογίζονται φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο ισχύουν οι ως άνω περιοριστικές των προσλήψεων ρυθμίσεις, καθώς και οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος και του ν. 2190/1994 (ΑΠ 197/2008). Περαιτέρω, στα άρθρα 2 και 3 του π.δ. 164/2004 καθορίζεται η προσήκουσα διοικητική διαδικασία για την αναγνώριση των συμβάσεων εργασίας, που εμπίπτουν στις ως άνω εξαιρέσεις, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου. Ο καθορισμός της διαδικασίας αυτής, όμως, δεν μπορεί να αποκλείσει στα δικαστήρια, κατά την άσκηση του εις αυτά ανατεθειμένου από το Σύνταγμα δικαιοδοτικού έργου, την έρευνα της ύπαρξης των προϋποθέσεων που προσδίδουν σε μια σύμβαση ή σχέση της κατηγορίας αυτής το χαρακτήρα σύμβασης ή σχέσης εργασίας αόριστου χρόνου (ΑΠ 590/2011). Τέλος, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 1848/2006). 2. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι ο ενάγων (εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσείων) είχε προσληφθεί από την εναγομένη (εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη) δημοτική επιχείρηση, με την από 2-1-2001 σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, για να απασχοληθεί στα καθήκοντα του υδραυλικού - συντηρητή των πάσης φύσεως εγκαταστάσεων που εμπίπτουν στις δραστηριότητές της. Ότι από τότε απασχολήθηκε μέχρι την 30-4-2003, ήτοι επί 28 μήνες, οπότε έληξε η πρώτη σύμβασή του. Ότι προσλήφθηκε εκ νέου την 5-5-2003, από την ίδια επιχείρηση, για να εργασθεί με τα ίδια καθήκοντα. Ότι από τότε απασχολήθηκε μέχρι την 4-1-2004, ήτοι επί 8 μήνες, οπότε έληξε η δεύτερη σύμβασή του. Ότι, για τρίτη φορά, προσλήφθηκε την 25-5-2004 από τον ίδιο φορέα και με τους ίδιους όρους, όπου εξακολουθούσε να απασχολείται και κατά την 19-7-2004, ημέρα έναρξης της ισχύος του π.δ. 164/2004. Ότι, τέλος, με αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συνέχισε έκτοτε να απασχολείται μέχρι την άσκηση της αγωγής. Ότι ο ενάγων παρείχε εξαρτημένη εργασία και εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης, υπό τις οδηγίες και την επίβλεψη των αρμοδίων οργάνων αυτής, σε καθημερινή βάση και με πλήρες ωράριο, όπως ακριβώς συνέβαινε και με το υπόλοιπο, μόνιμο προσωπικό της. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην κρίση ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 για να αναγνωρισθεί ότι οι αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας, που ο αναιρεσείων είχε καταρτίσει με την αναιρεσίβλητη, είχαν το χαρακτήρα μιας ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Η κρίση αυτή στηρίχθηκε στο ότι κατά την έναρξη της ισχύος του π.δ. 164/2004 (19-7-2004) η τρίτη από τις ως άνω συμβάσεις, η οποία είχε καταρτισθεί την 25-5-2004, ήταν μεν ενεργής, αλλά δεν είχε τη χρονική διάρκεια που απαιτούσαν οι διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004. Και στο ότι το χρονικό διάστημα των 36 μηνών, κατά το οποίο ο αναιρεσείων είχε απασχοληθεί από την αναιρεσίβλητη με τα ίδια καθήκοντα και με τους ίδιους όρους, σε εκτέλεση της πρώτης και της δεύτερης από τις ένδικες συμβάσεις, δεν μπορούσε να προσμετρηθεί ως συνολικός χρόνος εργασίας, επειδή οι συμβάσεις εκείνες, από τη λήξη των οποίων (4-1-2004) μέχρι την έναρξη της τρίτης σύμβασης (25-5-2004) είχε μεσολαβήσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 3 μηνών (ήτοι διάστημα 4 μηνών και 21 ημερών), δεν μπορούσαν να συνδεθούν ως "διαδοχικές" με την τρίτη. Με την κρίση αυτή, όμως, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, διότι προκειμένου να χαρακτηρίσει ως διαδοχικές κατά την έννοια αυτών τις συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας που συνήφθησαν και λειτούργησαν μεταξύ των διαδίκων απαίτησε ως προϋπόθεση τη μη παρεμβολή χρονικού διαστήματος μείζονος των τριών μηνών μεταξύ δύο εξ αυτών, ήτοι προϋπόθεση η οποία δεν τίθεται από τις διατάξεις αυτές. Όπως προαναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.1), προϋποθέσεις εν προκειμένω ήσαν και συνέτρεχαν αφ' ενός το να υπάρχει ενεργής σύμβαση και αφ' ετέρου να έχει συμπληρωθεί 24μηνη συνολική, χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων, κατά την 19-7-2004. Το εάν μεταξύ δύο εκ των συμβάσεων αυτών είχε παρεμβληθεί χρόνος 4 μηνών και 21 ημερών ήταν αδιάφορο και δεν καταργούσε τη διαδοχικότητά τους. Πράγματι, η εκ του άρθρου 11 παρ.1 του π.δ. 164/2004 παραπομπή στο άρθρο 5 παρ.1 αυτού έχει την έννοια της αναφοράς στην κατηγορία των απαγορευμένων, και κατά συνέπεια άκυρων (ΑΚ 174), διαδοχικών συμβάσεων, οι οποίες, κατ' εξαίρεση, ισχυροποιούνται και καθίστανται αορίστου χρόνου με τη συγκεκριμένη, μεταβατική διάταξη και όχι της θέσπισης πρόσθετης προϋπόθεσης για το χαρακτηρισμό των συμβάσεων ως διαδοχικών (ήτοι, το να μην μεσολαβεί χρονικό διάστημα μείζον των τριών μηνών, μεταξύ αυτών). Διότι, η προϋπόθεση αυτή, εάν, πράγματι, υπήρχε εξ αρχής, θα απέκλειε την ακυρότητα. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση, αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως της εναγομένης, τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης δημοτικής επιχείρησης, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, η οποία, μετά την απόρριψη της κυρίας βάσεως, ως μη νόμιμης, είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το τελευταίο, εφαρμόζοντας τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του π.δ. 164/2004, είχε αναγνωρίσει ότι ο ενάγων, κατόπιν εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσείων, συνδέεται, αληθώς, με την εναγομένη με σύμβαση αορίστου χρόνου. Η κρίση αυτή, σύμφωνα με τα όσα έχουν αναπτυχθεί στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, υπήρξε ορθή. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει η έφεση, με τους λόγους της οποίας υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η εναγομένη, εκκαλούσα και αναιρεσίβλητη, που ηττάται, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου της κατά την έκκλητη και την αναιρετική δίκη, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 930/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ την υπόθεση. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 7-10-2010 έφεση κατά της 20/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στον αναιρεσείοντα τρεις χιλιάδες διακόσια (3.200) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Δεκεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων αναγκών σε δημοτική επιχείρηση. Αδιάφορη η μεσολάβηση χρονικού διαστήματος μείζονος των τριών μηνών μεταξύ δύο ανανεώσεων. Σύμβαση που έληξε την 4-1-2004 και ανανεώθηκε με τους ίδιους όρους την 25-5-2004 λογίζεται ενεργής την 19-7-2004, ημέρα έναρξης της ισχύος του άρθρου 11 π.δ. 164/2004. Αναιρεί για κακή εφαρμογή της διάταξης, κρατεί την υπόθεση και απορρίπτει την έφεση κατ ουσία.
Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο
Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο, Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
0
Αριθμός 172/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2014, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Γ. Τ. του Θ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μαντά, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1701/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου (Αναστολών) Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο (Αναστολών) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 859/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη, με αριθμό 219/22-10-2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 εδ. α' ΚΠΔ, την από 2 Ιουλίου 2013 αίτηση αναίρεσης του Γ. Τ. του Θ., κατοίκου Ν.Ερυθραίας Αττικής, Πλαστήρα 77 και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων κατά της με αριθμό 1701/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και εκθέτω τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148-153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή ή ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται στην αίτηση αναίρεσης ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, η αίτηση αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 1701/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δικάζοντας ως Δικαστήριο Αναστολών κατ'αρθρ. 497 παρ.1 ΚΠΔ, απέρριψε σχετική αίτηση του νύν αναιρεσείοντα, για αναστολή εκτελέσεως της υπ'αριθμ. 1992, 2053/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης δεκαπέντε (15) ετών. Με το παραπάνω όμως περιεχόμενο η επίδικη αίτηση αναιρέσεως δεν περιέχει κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, λόγους γι'αυτό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 476 παρ. 1-583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 2 Ιουλίου 2013 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Γ. Τ. κατά της με αριθμό 1701/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και 2) Να καταδικασθεί ο ως άνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 8 Οκτωβρίου 2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Ακριτίδης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 504 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως αν με αυτή το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Αν ζητηθεί η αναίρεση της αποφάσεως αυτής θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί της οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτή. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε αναίρεση υπόκεινται αυτοτελώς οι ποινικές αποφάσεις με τις οποίες περατώνεται η ποινική δίκη και το δικαστήριο απεκδύεται από κάθε παραπέρα εξουσία για να επιληφθεί και πάλι της κατηγορίας. Η απόφαση, όμως, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου για αναστολή εκτελέσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατ` άρθρο 497 παρ. 7 του ΚΠοινΔ, δεν είναι τελειωτική επί της κατηγορίας κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 504 παρ. 1, ούτε υπάγεται σε κάποια από τις άλλες κατηγορίες που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό και ειδικότερα στις παρ. 2 και 3 αυτού ή σε άλλη ειδική διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναίρεση. Έτσι, αν κατά τέτοιας αποφάσεως ασκηθεί αυτοτελής αίτηση αναιρέσεως με ξεχωριστή έκθεση ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα, η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατ` αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση, και απορρίπτεται σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακουσθούν οι διάδικοι που εμφανιστούν, καταδικάζεται δε εκείνος που την άσκησε στα έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 2.7.2013 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πλήττεται η μη τελειωτική επί της κατηγορίας 1701/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 2.10.2012 αίτηση του αναιρεσείοντος για αναστολή εκτελέσεως της εκκαλούμενης 1992, 2053/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών κατά το άρθρο 497 παρ. 7 του ΚΠοινΔ. Η αίτηση αυτή, η οποία στρέφεται αυτοτελώς κατά της ως άνω μη τελειωτικής επί της κατηγορίας αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου δεν έχει εκδικασθεί ακόμη η έφεση του αναιρεσείοντος, είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απαράδεκτη. Πλην, έχει εισαχθεί αυτή για να απορριφθεί ως απαράδεκτη για άλλο λόγο και δη γιατί δεν περιέχει κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ λόγους, πράγμα, όμως, που ερευνάται μόνο αν η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και στρέφεται κατά αποφάσεως ή βουλεύματος που μπορούν να προσβληθούν με το ένδικο αυτό μέσο. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η πρόταση του Εισαγγελέα περιορίζεται στο απαράδεκτο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως για τον εκτιθέμενο σ' αυτήν ανωτέρω λόγο, για τον οποίο και κλήθηκε ο αναιρεσείων, κατ' άρθρο 476 παρ.1 εδ. β του ΚΠοινΔ, ο οποίος και εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο, και ανεξαρτήτως του ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αιτήσεως, αυτή περιέχει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο (και, επομένως, σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί απαράδεκτη για τον προτεινόμενο λόγο), το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει το ένδικο αυτό μέσο ως απαράδεκτο για άλλο λόγο, αν δεν ακουσθεί προηγουμένως επ` αυτού ο ασκήσας τούτο αναιρεσείων και αν δεν προτείνει, σχετικώς, ο Εισαγγελέας. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3, 171 περ.1 εδ. β, 306 και 309 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, να απόσχει το Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) να αποφανθεί επί της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, μέχρι να υποβληθεί, κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως που θα ορισθεί αρμοδίως, εισαγγελική πρόταση, κατά τα προεκτεθέντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΕΧΕΙ να αποφανθεί επί της από 2 Ιουλίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 4920/2013) αιτήσεως του Γ. Τ. του Θ., για αναίρεση της 1701/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου (Αναστολών) Αθηνών, μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί του παραδεκτού ασκήσεως της αιτήσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2014. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απόφαση που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου για αναστολή εκτελέσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατ' άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ, δεν προσβάλλεται με αναίρεση. Εισαγωγή αιτήσεως για να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη για άλλο λόγο. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να την απορρίψει ως απαράδεκτη για τον ως άνω λόγο, αν δεν ακουσθεί προηγουμένως επ' αυτού ο αναιρεσείων και αν δεν προτείνει, σχετικώς, ο Εισαγγελέας. Αποχή αποφάσεως.
null
null
0
Αριθμός 163/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Π. του Δ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεμιστοκλή Σκούρα. Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Π. του Σ., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/11/2003 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 94/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 135/2006 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 2/5/2006 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 818/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 135/2006 απόφαση του Εφετείου Κέρκυρας και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 82/2011 απόφαση του Εφετείου Κέρκυρας, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 26/1/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. .../29-5-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικού επιμελητή Πειραιά …, ακριβές αντίγραφο της από 26-1-2012 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο. Συνεπώς, εφόσον αυτός δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτού (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Επειδή ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την απόφαση, γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω ο αναιρετικός λόγος της διάταξης του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, τα οποία, κατά κανόνα, ενόψει του συστήματος της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων που ισχύει στον ΚΠολΔικ (άρθρ. 340 ΚΠολΔικ), είναι ισοδύναμα και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθρ. 352) και τα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρ. 438 επ, 441, 445), η δε απόδοση σε ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας ή αξιοπιστίας σ' ένα από αυτά δεν ιδρύει τον λόγο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια "ότι κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1121 και 1049 ΑΚ, καθώς και των αναλόγως εφαρμοζομένων 261 και 263 του ίδιου κώδικα, απέρριψε την ένστασή του περί αποκτήσεως δικαιώματος οιονεί νομής δουλείας διόδου, εις βάρος του ακινήτου του ενάγοντος - αναιρεσίβλητου, με έκτακτη χρησικτησία ή κτητική παραγραφή, αφού η βασιμότητα της ενστάσεως αυτής προέκυπτε από την περιεχόμενη ομολογία περί ασκήσεως, από αυτόν (αναιρεσείοντα) 20ετούς οινοεί νομής δουλείας διόδου, στην ασκηθείσα στο ίδιο πρωτόδικο δικαστήριο από 12-3-1996 και με αριθμ. πράξ. καταθ. 102/1996 προγενέστερη αγωγή του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος Π. Π., από την οποία αυτός παραιτήθηκε χωρίς να την επανασκήσει εντός έξι μηνών και επομένως ο ομολογούμενος στην αγωγή εκείνη χρόνος 20ετούς χρησικτησίας δεν διεκόπη και συνεχίστηκε μέχρι τον χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής (2003). Ότι η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε την ένστασή του αυτή, καθόσον εσφαλμένα εξετίμησε ότι η αναφορά στην αγωγή εκείνη περί δουλείας διόδου, αποτελεί εναντίωση του εν λόγω δικαιοπαρόχου στη διέλευση του εναγομένου (αναιρεσείοντα) από το ακίνητό του και έγινε προκειμένου να δηλωθεί η προσβολή της κυριότητας του (τότε ενάγοντος) και δεν ενέχει ομολογία περί δικαιώματος δουλείας διελεύσεως του εναγομένου από 20ετίας". Οι αιτιάσεις όμως αυτές, με τις οποίες ο αναιρεσείων αποδίδει, κατ' επίφαση, στην προσβαλλομένη απόφαση, την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, είναι αβάσιμες, καθόσον με τον κρινόμενο λόγο αναίρεσης, ο οποίος εμπίπτει, κατ' ορθή εκτίμηση, στην αναφερομένη στη νομική σκέψη διάταξη του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου, πλήττεται απαραδέκτως η, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, ως προς το περιεχόμενο της δηλώσεως του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, όπως αυτή διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της από 12-9-1996 ως άνω αγωγής. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι και αν γινόταν δεκτό ότι υφίστατο εξώδικη ομολογία, ως γενομένη στα πλαίσια άλλης πολιτικής δίκης, αυτή και πάλι θα εξετιμάτο ελεύθερα και κατ' ανέλεγκτη κρίση και δεν θα παρείχε πλήρη απόδειξη, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα και οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ. ΑΠ 2/2008) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 609/2013). Τα μη νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη, τέτοια δε είναι και εκείνα που προσκομίσθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν προσκομίσθηκαν μέσα στην προθεσμία "της προσθήκης και αντίκρουσης" προς απόκρουση οψίμου κατά το άρθρο 269 ΚΠολΔικ ισχυρισμού που προέβαλε ο αντίδικος με τις προτάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. 64/13 και 17-1-2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας, η οποία προσκομίστηκε κατά τη διάρκεια της μετ' αναίρεση ενώπιον του Εφετείου συζητήσεως και κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για προσθήκη και αντίκρουση, καθόσον τότε εκδόθηκε και δη εκδόθηκε στις 17-1-2011, ενώ η εν λόγω, κατ' έφεση, δίκη, είχε γίνει στις 14-1-2011. Με την απόφαση αυτή κηρύχθηκε αθώα η μάρτυρας ανταποδείξεως Μ. συζ. Σ. Κ. (εννοεί Κ.), για την κατηγορία της ψευδορκίας που της αποδόθηκε, για την κατάθεσή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για την προκειμένη δίκη. Όπως όμως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων της, μετ' αναίρεση ενώπιον του Εφετείου δίκης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) του εκκαλούντα-αναιρεσείοντα, αυτός δεν επικαλείται ότι το παραπάνω αποδεικτικό μέσο (έγγραφο) το προσκομίζει για αντίκρουση οψίμως (κατά το άρθρο 269) προταθέντος από τον αντίδικο του ισχυρισμού, αλλά περιορίζεται στην αναφορά ότι το προσκομίζει κατά τη διάρκεια της προσθήκης και αντίκρουσης, γιατί τότε το απέκτησε. Τούτο όμως και μόνο δεν αρκεί για να καταστήσει νόμιμη την προσκομιδή του αποδεικτικού αυτού μέσου (εγγράφου) κατά τη διάρκεια της εν λόγω προθεσμίας. Εφόσον όμως στην προσβαλλομένη απόφαση, βεβαιώνεται ότι μεταξύ άλλων, λήφθηκαν υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα και επικληθέντα έγγραφα, προκύπτει από αντιδιαστολή ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα μη νομίμως προσκομισθέντα και συνακόλουθα ούτε το επίμαχο έγγραφο. Αφού όμως πρόκειται για τέτοιο έγγραφο δεν στοιχειοθετείται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ο ερευνώμενος λόγος. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι πρόκειται για έγγραφο που δεν ασκούσε επιρροή στη δίκη και στην αξιοπιστία της αθωωθείσας μάρτυρος αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η επικαλουμένη κατάθεση δεν θεωρήθηκε ψευδής και αναξιόπιστη, ούτε από αυτήν (προσβαλλομένη), ούτε από την ενσωματωθείσα πρωτόδικη, τα δε κατατεθέντα από τη μάρτυρα συνεκτιμήθηκαν, ελευθέρως και κατ' ανέλεγκτη κρίση (άρθρ. 340 ΚΠολΔικ) με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ως προς το πραγματικό περιστατικό της διελεύσεως του αναιρεσείοντα-εναγομένου από την επίδικη λωρίδα και μη δυνάμενα να οδηγήσουν σε δικαστική πεποίθηση ως προς το στοιχείο της διάνοιας δουλειούχου (φύλλο 5α της προσβαλλομένης). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ, ως έγγραφα η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει λόγο αναίρεσης θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432επ του ίδιου κώδικα ως αποδεικτικά μέσα. Οι κατά τα άρθρα 270 παρ. 2 και 671 παρ.1 ΚΠολΔικ ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ξεχωριστό των κατά τις παραπάνω διατάξεις εγγράφων (ενώ πλέον κατά το άρθρο 36 του Ν. 3994/13-7-2011 περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔικ, περιοριστικά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα). Εφόσον όμως οι ένορκες βεβαιώσεις δεν αποτελούν "έγγραφο", η τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου τους, δεν ιδρύει τον εκ της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 20 αναιρετικό λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραμορφώσεως του περιεχομένου των ληφθεισών νομίμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντα-εναγομένου, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κερκύρας, υπ' αριθμ. 967/15-9-2005 και 968/15-9-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων Μ. συζ. Γ. Γ. και Α. Π. του Δ.. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, οι κατά το άρθρο 272 παρ. 2 ΚΠολΔικ ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι, ως αποδεικτικά μέσα, έγγραφα με την έννοια των άρθρων 339 και 432επ ΚΠολΔικ και ως εκ τούτου δεν πλήττονται με τον ερευνώμενο από το άρθρο 550 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγο. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-1-2012 αίτηση του Γ. Π. του Δ. κατά Ι. Π. του Σ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 82/2011 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 559 παρ.1 ΚΠολΔικ. Δεν ιδρύεται όταν υπό το πρόσχημα της παραβιάσεως κανόνα ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 559 αρ. 12. Δεν ιδρύεται όταν υπό ισοδύναμων αποδεικτικών μέσων αποδίδεται σε κάποιο μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία. Τα μη νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη. Έγγραφο που προσκομίσθηκε κατά τη διάρκεια της προσθήκης και αντίκρουσης ορθά δεν λήφθηκε υπόψη, αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 237 ΚΠολΔικ. Η αναφορά της απόφασης ότι έλαβε υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, εννοεί ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα μη νομίμως προσκομισθέντα. Οι ένορκες βεβαιώσεις δεν πλήττονται με τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ.
Βεβαίωση ένορκη
Αποδεικτικά μέσα, Βεβαίωση ένορκη.
0
Αριθμός 164/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ά. Ν. του Ε., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. Λ. του Α. και 2)Κ. Λ. του Α., κατοίκων ... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ραμπότα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Λιούλιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/5/1997 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 108ΤΠ/1999 μη οριστική, 137/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 220/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/3/2012 αίτηση και τους από 13/9/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και των προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του 2ου αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α' και β' Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί δεκδικητικής αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 Α.Κ. στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ' όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος να προσδιορίζεται με ακρίβεια η θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενο να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, το όλο σ' αυτήν, περιγραφόμενο ακίνητο, δηλαδή ένα αγροξηροχώραφο, που περιήλθε κατ' ισομοιρίαν στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους με βάση τα α) .../2-6-1984 και β) .../1984 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Γαυρίου Άνδρου Μανωλίας Κριάρη, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας του χωρίου ... "αποτελούμενον από πλαγιάν ελαφρώς επικλινή προς τη θάλασσα, ανατολικώς δε και δυτικώς εξαπλουμένην προς δύο ετέρας συνεχομένας πλαγιάς, οι οποίες κατερχόμενες απολήγουν σε χειμάρους (αύλακες ομβρίων υδάτων) αποτελούσες μετά της κυρίας πλαγιάς ένα ενιαίο σύνολο που απολήγει σε βραχώδη παραλία, εκτάσεως του αγρού τούτου κατά μεν τους τίτλους κτήσεως ως έγγιστα "και κατ' απλόν υπολογισμόν" όπως σ' αυτούς αναγράφεται, πενήντα (50) στρεμμάτων ή όσον ήθελε ευρεθεί κατά την μελλοντική αποτύπωσή του και συνορευόμενον - κατά τους τίτλους κτήσεως - εξ ολοκλήρου με δρόμον αγροτικόν από νότον προς προς βορράν δια του οποίου εξυπηρετείται εν πολλοίς το κτήμα, προς δυσμάς με χείμαρον των ομβρίων υδάτων διαχωριζόμενον με σταθερά ορόσημα από εμπεπηγμένους λίθους σε όλη την πλευρά αυτή (δυτική) προς βορράν με κρημνώδη βράχον που απολήγει στη θάλασσα με μεγάλο βάθος (γι' αυτό και η δοθείσα τοπωνυμία ...), προς νότον με ιδιοκτησίαν κληρονόμων Π. Λ., χωριζομένης και διακριμενομένης αυτής με ένα μανδρί προς σταυλισμό ζώων που ανήκει στους κληρονόμους Π. Λ., το οποίο μανδρί ευρίσκεται περί τα όρια των δύο ιδιοκτησιών και σε ευθεία γραμμή ένθεν του κελίου αυτού. Το αυτό κτήμα (αγρός) ήδη κατόπιν γενομένης επακριβούς καταμετρήσεως εμφαίνεται στο (ενσωματωμένο στην αγωγή) από 10 Σεπτεμβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. υπό τα στοιχεία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Ξ,Ο,Α έχει εμβαδόν εκατόν τριάντα (130) στρέμματα ήτοι μ.τ. 130.000 και κατά το σχεδιάγραμμα αυτό συνορεύει ΒΟΡΕΙΑ-ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ σε πλευρά του σχεδιαγράμματος ΑΟΞΝ με θάλασσα (κρημνώδη παραλία), ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΑΒΓΔ με ιδιοκτησία πρώην Κωνσταντή και ήδη αγνώστων, ΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΔΕ με ιδιοκτησίες κληρονόμων Π. Λ., ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΕΖΗ ομοίως με κληρονόμους Π. Λ., ΝΟΤΙΑ σε πλευρά ΗΘΙΚ με ιδιοκτησία Ν. εν μέρει και εν μέρει με ιδιοκτησία Γ. Α. ή Κ. και ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ - ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ σε πλευρά ΞΝΜΛΚ με ιδιοκτησία Τ.". Το επίδικο, εξάλλου, ακίνητο, το οποίο οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν - με την αγωγή - ότι στις αρχές Μαΐου 1994 ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων "το κατέλαβε αυθαιρέτως, παρανόμως και εναντίον της βουλήσεώς (τους)", εμφαίνεται "στο προαναφερθέν από 10.9.1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. με τα στοιχεία ΖΗΘΙΚΛΡΠΣ (και είναι) εμβαδού μ.τ. 40.000 (40 στρέμματα), συνορεύει (δε) Ανατολικά (σε πλευρά ΚΛ μ. 140 του άνω σχεδιαγράμματος) με ιδιοκτησία Ν. Τ., Δυτικά σε πλευρά ΖΗ μ. 35 με ιδιοκτησία Κλ. Π. Λ., Νότια - Νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία του εναγομένου και ιδιοκτησία Γ. Α. (πλευρά ΗΘΙΚ μ. 381 σχεδιαγράμματος), Βόρεια με υπόλοιπο ιδιοκτησίας τους (πλευρά ΖΠΡΛ μ. 410 σχεδιαγράμματος). Ολόκληρο το ακίνητο των εναγόντων, καθώς και το επίδικο εδαφικό τμήμα, όπως περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και με αποτύπωσή τους στο ενσωματωμένο σ' αυτό προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα, κατά είδος, θέση, έκταση, όρια και πλευρικές διαστάσεις ορίων, κατονομάζονται δε στο ίδιο δικόγραφο και οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων, εξατομικεύονται πλήρως, ώστε να μη υπάρχει αμφιβολία ως προς της ταυτότητά τους. Το Εφετείο, επομένως, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη διεκδικητική αγωγή και ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής του εφεσιβλήτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος λόγω μη περιγραφής σ' αυτή τόσο του μεγαλύτερου ακινήτου, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, όσο και του τελευταίου, ούτε παρέλειψε παρά το νόμο να μην λάβει υπόψη την άνω ένσταση περί αοριστίας της αγωγής, ούτε να κηρύξει αυτήν απαράδεκτη, γι' αυτό και ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμησή του, από το άρθρο 559 αρ. 8 και (όχι 1 αλλά) 14 του Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο απέρριψε την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής χωρίς να λάβει υπόψη "επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι την πραγματογνωμοσύνη του Ι. Κ. και την τεχνική μελέτη του Α Τ., από τις οποίες αποδεικνυόταν η λόγω των επιστημονικών ελλείψεών του, αδυναμία εφαρμογής του τοπογραφικού των αντιδίκων στο έδαφος και ως εκ τούτου η αδυναμία εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, αλλά και η αδυναμία σύγκρισής του με τους τίτλους ιδιοκτησίας των αντιδίκων", είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον η αναιρετική αυτή αιτίαση συναρτάται με την κατ' ουσίαν έρευνα του οικείου ισχυρισμού και όχι όταν αυτός απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμος. ΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710επ., 1813 επ., 1846, 1192, 1193, 1194, 1195, 1198, 1199 και 1033 Α.Κ., συνάγεται, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική μεν διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του, με συμφωνία δε, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τους τρόπους αυτούς, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσας ή εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος, που πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρα 1192 περ. α' και 1198 Α.Κ.), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1043 παρ. 1 Α.Κ., προς χρησικτησία αρκεί και νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται καλή πίστη του νομέα. Είναι δε νομιζόμενος ο τίτλος, ο οποίος, κατά την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, υπολαμβάνεται απ' αυτόν ότι υπάρχει, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου. Δεν αρκεί συνεπώς μόνη η πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα, αλλά προσάπτεται και η καλή πίστη που αφορά τον τίτλο, δηλαδή η πεποίθηση στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ύπαρξη του τίτλου. Νομιζόμενος τίτλος υπάρχει και όταν ο αγοραστής, κατά την εφαρμογή του τίτλου του, από συγγνωστή πλάνη, υπολαμβάνει ότι ο τίτλος του καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από αυτή που του πωλήθηκε ή συνεχόμενο ακίνητο. Εκείνος που υποστηρίζει ότι απέκτησε την κυριότητα με βάση νομιζόμενο τίτλο, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τα στοιχεία που τον θεμελιώνουν, διότι η έρευνα του ζητήματος αυτού δεν ανήκει στην αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο της νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και του προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Ενώ, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1113 και 1116 Α.Κ. προκύπτει, ότι επί συγκυριότητας κάθε συγκύριος, όταν προσβάλλεται το δικαίωμα της συγκυριότητάς του, μπορεί να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή εναντίον εκείνου που νέμεται το πράγμα, για να επιδιώξει την απόδοση της συννομής κατά την ιδανική του μερίδα (ΑΠ 300/1981 ΝοΒ.29.1502). Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Αντίθετα, η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όταν οι πιο πάνω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) και, ειδικότερα, αναφέρονται στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια (Ολ. Α.Π. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού περίπου 40 στρεμμάτων, είναι ένας αγρός που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας του χωριού ... Άνδρου, αποτυπώνεται με τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Ρ-Π-Ζ στο με ημερομηνία 10-9-1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς Κ-Λ μήκους 140 μέτρων με ιδιοκτησία Ν. Τ., δυτικά επί πλευράς Ζ-Η μήκους 35 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. Λ., νότια - νοτιοδυτικά επί πλευράς Η-Θ-Ι-Κ μήκους 381 μέτρων με ιδιοκτησία του εναγομένου και ιδιοκτησία Γ. Α., βόρεια επί πλευράς Ζ-Π-Ρ-Λ μήκους 410 μέτρων με υπόλοιπη ιδιοκτησία των εναγόντων. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός ευρύτερου ακινήτου, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το επίδικο τμήμα, δυνάμει των υπ' αριθμ. .../2-6-1984 και .../2-6-1984 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Γαυρίου Άνδρου Μανωλίας Κριάρη που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άνδρου στον τόμο … με α.α. … και στον …με α.α. …αντίστοιχα και απέκτησαν τη συγκυριότητά τους από τον πατέρα τους Α. Λ. (υπ' αριθ. .../2-6-1984) και τη θεία τους Γ. Λ. (υπ' αριθ. .../1984 συμβόλαιο), οι οποίοι ήσαν συγκύριο του ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας". Ακολουθεί η στα συμβόλαια αυτά περιγραφή του ακινήτου, κατά την οποία η έκτασή του προσδιορίζεται "ως έγγιστα και κατ' απλόν υπολογισμόν πεντήκοντα (50) στρεμμάτων ή όσον ήθελεν ευρεθεί κατά την μελλοντικήν αποτύπωσίν του" και στη συνέχεια παρατίθεται, ότι "οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι άνω δικαιοπάροχοί τους απέκτησαν το ευρύτερο αυτό ακίνητο δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1984 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Γαυρίου Άνδρου, που μεταγράφηκε νόμιμα... στην οποία πράξη οι άνω δικαιοπάροχοί των εναγόντων αποδέχονται την κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 23.3.1948... πατρός τους Β. Λ.... (στον οποίο) περιήλθε κατά ένα μέρος από κληρονομιά από τον παππού του Β. Φ. Λ. δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1878 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Γαυρίου Ηρ. Καμπάνη και ακολούθως ολόκληρο δυνάμει της υπ' αριθμ. .../5-1895 δημοσίας διαθήκης του συμβολαιογράφου Γαυρίου Ιωάννου Δελαγραμμάτικα... Από την ανάγνωση όλων των τίτλων κτήσεως των εναγόντων παρατηρείται ότι ως όριο αυτού προς νότο τίθεται το ρέμα (υπ' αριθμ. ...1878 συμβόλαιο) καθώς και υπ' αριθμ. .../1984 πράξη αποδοχής κληρονομιάς όπου το ακίνητο αποτελείται από μια πλαγιά που καταλήγει στη θάλασσα και δύο πλαγιές που καταλήγουν σε χείμαρρους με είσοδο από κτήματα Μ. Λ. και δρόμο, ενώ στους τίτλους με τους οποίους απέκτησαν το ακίνητο οι ενάγοντες (υπ' αριθμ. .../2-6-1984 και .../2-6-1984 συμβόλαια) παρατηρείται μια πιο αναλυτική περιγραφή που όμως αντιφάσκει όχι ως προς το γεγονός ότι μια κύρια πλευρά απολήγει στη θάλασσα και δύο πλευρές απολήγουν σε χείμαρρους, αλλά ως προς τον αγροτικό δρόμο με τον οποίο φέρεται να συνορεύει εξ ολοκλήρου το ακίνητο από νότο προς βορά, ενώ αντίθετα στην υπ' αριθ. .../1984 πράξη αποδοχής κληρονομιάς διευκρινίζεται ότι ο δρόμος αποτελούσε την είσοδο του κτήματος μαζί με τα κτήματα του Μ. Λ.. Εξάλλου, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα του δικού του όμορου ακινήτου, το οποίο απέκτησε δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1991 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Άνδρου Σταμάτας Μανδηλαρά που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον πατέρα του Ε. Ν.. Στον άνω τίτλο του εναγομένου το όλο ακίνητό του περιγράφεται ως εξής: "ένα ξηρικό αγρό κείμενο στη θέση "..." της περιφέρειας του χωριού Κάτω Γίδες της Κοινότητας Γαυρίου της Άνδρου, μετά του ερειπωμένου κελίου του, διαχωρισθέντα δια αγροτικού δρόμου σε δύο άνισα τμήματα, εκτάσεως ως έγγιστα του όλου ακινήτου εξήντα (60) στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως και αν είναι... επιπλέον ισχυρίζεται ότι ο παππούς του Ν. Ν. είχε καταστεί κύριος του επιδίκου δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1939 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Γαυρίου Αθανασίου Λεμπέση, στο οποίο το αγορασθέν ακίνητο περιγράφεται ως "εις θέσιν ... κείμενος αγρός όσης εκτάσεως και αν είναι σύδενδρον μετά του εν αυτώ ερειπωμένου κελίου... ενώ στις πωλήτριες Ε. Κ. και Ε. Κ. είχε περιέλθει δυνάμει των υπ' αριθμ. .../30-7-1923 και ...1928 συμβολαίων του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Ζαχαρόπουλου, στα οποία το ακίνητο περιγράφεται συνοπτικά ως "αγρός στη θέση ... συνορεύον με ιδιοκτησίες Μ. Λ., Μ. Θ. και με ρέμα". Από τη μελέτη των τίτλων του εναγομένου προκύπτει ότι στο συμβόλαιο του 1939 του δικαιοπαρόχου του ο αγρός είναι σύδενδρος με όριά τους Π. Λ., Β. Θ., Μ. Θ. και ξηρόρεμα, αντίθετα στο συμβόλαιο υπ' αριθμ. .../1991 με το οποίο αποκτά το ακίνητο ο εναγόμενος αναφέρεται ως όριο η θάλασσα, που απέχει αρκετά από τα δένδρα (ελιές) του εναγομένου, δεν αναφέρεται ως όμορος ιδιοκτήτης ο Τ., το δε επίδικο τμήμα που εκτείνεται πέρα από τα ελαιόδενδρα δεν έχει δένδρα αλλά είναι ξερό...". Ακολουθεί αξιολόγηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος πραγματογνώμονος Ι. Κ. της από Μαΐου 2009 τεχνικής έκθεσης του τοπογράφου μηχανικού Α. Τ. "που απεικονίζει την ιδιοκτησία του εναγομένου με βάση, όμως, το συνταχθέν καθ' υπόδειξή του από Ιανουαρίου 1992 τοπογραφικό διάγραμμα Π...." και ακολούθως το Εφετείο καταλήγει στην κρίση: "Από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα είναι φανερό ότι όλο το επίδικο εδαφικό τμήμα ανήκει στους ενάγοντες και όχι στον εναγόμενο, απορριπτομένης ως αβάσιμης της σχετικής ένστασης ιδίας κυριότητας που πρότεινε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται α) στο υπ' αριθμ. .../1939 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Γαυρίου Δ.Λεμπέση, που αποτελεί κατά τον εναγόμενο τον τίτλο ιδιοκτησίας του δικαιοπαρόχου παππού του (σελ. 28 προτάσεων εναγομένου), από το οποίο προκύπτει ευκρινώς ότι το τμήμα που αποκτά ο δικαιοπάροχός του είναι σύδενδρο (αποτελούμενο μόνο από δένδρα) και συνορεύει με ρέμα και με κτήματα άλλων ιδιοκτητών και όχι με θάλασσα, ενώ αντίθετα η σημερινή του ιδιοκτησία που περιλαμβάνει και το επίδικο είναι πέραν των ελαιοδένδρων που του ανήκουν, ξερή και φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Είναι λοιπόν φανερό ότι αν το κτήμα του δικαιοπαρόχου του εναγομένου είχε όριο θάλασσα και ήταν ξερό ασφαλώς αυτό και θα αναγραφόταν στο συμβόλαιό του και δεν θα αναφερόταν ως όριο το ρέμα και τα κτήματα των γειτόνων του και επομένως ο εναγόμενος επεξέτεινε το κτήμα που πράγματι του ανήκει (αυτό με τις ελιές) ανατολικότερα καταλαμβάνοντας το επίδικο εδαφικό τμήμα, β) στην περιγραφή της υπ' αριθμ. 7613/1990 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του πατέρα του εναγομένου Ε. Ν., ο οποίος δηλώνει ότι έλαβε κατά το έθιμο λόγω προικοδωρεάς ακίνητα στην …, τα οποία ουδόλως προσδιορίζει, γ) στην περιγραφή των τίτλων των εναγόντων (υπ' αριθμ. ..., .../1984 συμβόλαια) σε συνδυασμό με το υπ' αριθμ. .../1984 συμβόλαιο των δικαιοπαρόχων τους, από όπου εμφαίνεται ότι το ακίνητο των εναγόντων αποτελείται από τρεις πλαγιές, μία κύρια που απολήγει σε θάλασσα και δύο πλαγιές κείμενες ένθεν και ένθεν της κύριας πλαγιάς που απολήγουν σε χείμαρρους. Η περιγραφή αυτή οριοθετεί και το ακίνητο των εναγόντων, αφού σαφώς ορίζεται ως νότιο όριό του ο χείμαρρος, γεγονός που προκύπτει και από το υπ' αριθμ. ...1878 συμβόλαιο των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων από το οποίο προκύπτει ότι νότιο όριο του ακινήτου του ορίζεται το ρέμα. Είναι βέβαια αληθές ότι στα υπ' αριθμ. ..., .../1984 συμβόλαια αναγράφει πέραν της λοιπής περιγραφής και όριο δρόμος αγροτικός "...συνορευόμενον εξ ολοκλήρου με δρόμο αγροτικό και διήκοντα από νότον προς βορρά, δια του οποίου εξυπηρετείται εν πολλοίς το κτήμα", πλην όμως η περιγραφή αυτή είναι στο σημείο αυτό εσφαλμένη, πέραν του εσφαλμένου προσανατολισμού του ακινήτου που συνομολογείται από τους διαδίκους, τον πραγματογνώμονα και τους τεχνικούς συμβούλους τους, καθόσον πλήρως αποδεικνύεται ότι τέτοιος αγροτικός δρόμος που να διαχωρίζει την ιδιοκτησία μέχρι τη θάλασσα δεν υπήρξε ποτέ, αλλά αντίθετα υπήρχε ένα μονοπάτι που ξεκινούσε δυτικά και έφθανε μέχρις ενός σημείου ανατολικά, το οποίο χρησιμοποιούταν αποκλειστικά ως είσοδος στο ακίνητο (βλ. σελ. 10 τεχνικής έκθεσης Ζ. όπου αποτυπώνεται το μονοπάτι σε συνδυασμό με υπ' αριθμ. .../1984 συμβόλαιο των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, στο οποίο αναγράφεται ότι ο δρόμος καθώς και τα κτήματα του Μ. Λ. αποτελούν την είσοδο και έξοδο του ακινήτου και όχι όριο αυτού, δεδομένου ότι νότιο όριο αποτελούσε ο χείμαρρος), δ) στο γεγονός ότι η τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου Α. Τ. δεν κρίνεται πειστική, διότι πέραν του ότι δεν αποτυπώνει το υπ' αριθμ. .../1939 συμβόλαιο του δικαιοπαρόχου του εναγομένου αλλά μόνο το πρόσφατο από Ιανουαρίου 1992 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Π. που συντάχθηκε καθ' υπόδειξη του εναγομένου, αποτυπώνει στη σελ. 23 της τεχνικής έκθεσης την κύρια πλαγιά του ακινήτου των εναγόντων να απολήγει στη θάλασσα, τη δεύτερη πλαγιά να απολήγει ομοίως στη θάλασσα και να συνορεύει με μικρό ρέμα και την τρίτη πλαγιά να απολήγει δυτικά σε άλλο μικρό ρέμα, το δε όριο των ακινήτων χωρίζεται εξ ολοκλήρου με αγροτικό δρόμο, ενώ πλήρως αποδεικνύεται από όλα τα συμβόλαια των εναγόντων ότι μόνο η κύρια πλαγιά απολήγει στη θάλασσα και οι άλλες δύο απολήγουν σε χείμαρρους, αγροτικός δε δρόμος που να διασχίζει και να διαχωρίζει τα ακίνητα των διαδίκων καθ' όλο το μήκος από δύση προς ανατολή δεν υπήρχε ποτέ, παρά μόνο ένα μονοπάτι που κατέληγε πλησίον του μαντριού Λ. και αποτελούσε την είσοδο στο κτήμα των εναγόντων. Επιπλέον οι μικροί χείμαρροι που αποτυπώνονται στη σελ. 23 της τεχνικής του έκθεσης ως όρια, δεν αποτελούν τους χείμαρρους στους οποίους αναφέρονται τα συμβόλαια των εναγόντων, αλλά αντίθετα αποτελούν γραμμές περιοδικής ροής χωρίς έντονη φυσική κοιλότητα του εδάφους (βλ. σελ. 9 τεχνικής έκθεσης Ζ.), ε) στην υπ' αριθμ. πρωτ. 352/27-3-1995 βεβαίωση του γεωπόνου Άνδρου Θ. Κ., η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε, από την οποία προκύπτει ότι ο εναγόμενος το έτος 1989, πριν την έναρξη της αντιδικίας δήλωνε στο πρόγραμμα εξισωτικής αποζημίωσης ένα αγρό στη θέση "..." εκτάσεως 25 στρεμμάτων, στο συμβόλαιο του 1991 αναγράφεται ο αγρός ως εμβαδού 60 στρεμμάτων και ήδη σήμερα ο αγρός ανέρχεται σε εμβαδόν 108 στρεμμάτων, γεγονός που σημαίνει την επέκταση του ακινήτου του εναγομένου σε βάρος του ακινήτου των εναγόντων, στ) στις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων Γ. Γ. και Φ. Κ., οι οποίοι καταθέτουν μετά λόγου γνώσεως ότι καλλιεργούσαν το κτήμα από το 1940 έως το 1978 περίπου για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων των εναγόντων και μετά έμεινε ακαλλιέργητο, γνωρίζουν τα όριά του και κατέθεσαν ότι ο εναγόμενος έχοντας σκαπτικά μηχανήματα και όντας όμορος ιδιοκτήτης κατέλαβε μέρος του ακινήτου των εναγόντων. Οι καταθέσεις αυτές δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρος του εναγομένου Β. Ψ., ο οποίος δεν είναι γνώστης της περιοχής και των επιδίκων αφού βρίσκεται στην Άνδρο από το 1986 και μετά, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρος Π. Π., που εκτός της συγγενικής σχέσης του με τον εναγόμενο (είναι γαμπρός του) περιπίπτει σε αντιφάσεις, αφού στην αρχή της κατάθεσής του αναφέρει ότι το ακίνητο του εναγομένου συνορεύει με κτήμα Π. Λ., κτήμα Τ., ένα ξηρόρεμα και με κτήμα Θ. και στη συνέχεια καταθέτει ότι το κτήμα φτάνει έως τη θάλασσα, ζ) στην υπ' αριθμ. 3/1995 απόφαση του Ειρηνοδικείου Άνδρου, η οποία απέρριψε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής των εναγόντων λόγω έλλειψης επείγουσας περίπτωσης, στην οποία όμως αναγράφεται (σελ.3) ότι ο εναγόμενος ομολογεί ότι όργωσε το επίδικο, ισχυριζόμενος ότι είναι δικό του και δεν συνορεύει με το ακίνητο των εναγόντων αφού μεταξύ των δύο ακινήτων παρεμβάλλονται ακίνητα τρίτων. Η παρεμβολή όμως τρίτων ιδιοκτητών μεταξύ των διαδίκων ουδέποτε προέκυψε στην παρούσα δίκη, ούτε αναφέρεται τρίτος ιδιοκτήτης μεταξύ των ακινήτων των διαδίκων από τον εναγόμενο στις προτάσεις της παρούσας δίκης, γεγονός που ερμηνεύεται ως αντιφατικότητα εκ μέρους του εναγομένου σχετικά με τους ισχυρισμούς που προβάλλει στο επίδικο". Έκρινε, δηλαδή, το Εφετείο, ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι ενάγοντες απέκτησαν τη συγκυριότητα του επίδικου ακινήτου με τον επικαλούμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, ήτοι με γονική παροχή του πατέρα τους Α. Β. Λ. προς αυτούς τα 4/8 και με πώληση της θείας τους Γ. Β. Λ. τα υπόλοιπα 4/8, δυνάμει των προεκτεθέντων .../1984 και .../1984 συμβολαίων, αντίστοιχα, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί (άρθρα 1033, 1192 αρ.1, 1198, 513 επ. και 1509 Α.Κ.) και απέρριψε την - προβληθείσα από τον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο με τις από 5.5.2011 προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση - "ένστασή (του) ιδίας κυριότητας του επίδικου τμήματος, αποκτηθείσας κατά παράγωγο τρόπο δυνάμει της υπ' αριθ. .../1991/Τ.146/α.α.14) γονικής παροχής νομίμως μεταγεγραμμένης" του αληθούς κυρίου αυτού δικαιοπάροχου πατέρα του προς αυτόν και επικουρικά με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας "στο πρόσωπο του πατρός δικαιοπαρόχου (του) Ε. Ν. του Ν.", ως νεμηθέντες ο πατέρας του και οι δικαιοπάροχοί του με καλή πίστη δυνάμει "συνεχών και αδιάσπαστης συνέχειας - μνημονευόμενων - νόμιμων τίτλων ιδιοκτησίας" για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας πριν τη μεταβίβασή του - το έτος 1991- στον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Ακολούθως, δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και εν τέλει δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική του επίδικου ακινήτου αγωγή τους, αναγνωρίζοντας αυτούς συγκυρίους και υποχρεώνοντας τον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο να τους το αποδώσει κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες και, έτσι, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, κατά παραδοχή του πρώτου πρόσθετου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., ως προς το ουσιώδες ζήτημα της νομής του επίδικου ακινήτου, το οποίο αποτελεί γεγονός κρίσιμο τόσο όσον αφορά την παραδοχή του περί απόδοσης αυτού - επίδικου ακινήτου - αγωγικού αιτήματος όσο και όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης περί ιδίας κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία από το δικαιοπάροχο του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου, παραβιάζοντας, έτσι, εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1094, 1041, 1042, 1043 και 1045 Α.Κ., δεδομένου ότι, με βάση αυτά που δέχτηκε, δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή από αυτό - Εφετείο - των πιο πάνω διατάξεων, διότι δεν αιτιολογεί, εάν, πως και πότε ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος ή οι δικαιοπάροχοί του απέκτησαν τη νομή του επιδίκου - λαμβανομένου υπόψη, ότι, για την εφαρμογή της άνω διάταξης του άρθρου 1094 Α.Κ. ως προς την παραδοχή του περί απόδοσης του πράγματος αγωγικού αιτήματος απαιτείται ο εναγόμενος να είναι νομέας ή κάτοχός του κατά την έγερση της αγωγής - και σε καταφατική περίπτωση αν την απέκτησαν ή όχι με καλή πίστη και με νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο και αν αυτός και οι δικαιοπάροχοί του την έχουν ή όχι έκτοτε συνεχώς. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 εδ. 2 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 220/2011 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, να αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ’ όρια προσανατολισμός του, ώστε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Όταν το διεκδικούμενο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος να προσδιορίζεται με ακρίβεια η θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 168/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Χρήστο Μητκίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Της αναιρεσίβλητης: Π. συζ. Π. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Χατζηαποστόλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/12/1989 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 33690/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 2421/2003 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 12/7/2006 αίτηση και τους από 19/4/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 569 παρ.2 ΚΠολΔικ, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να αφορούν τα ίδια κεφάλαια της αποφάσεως που προσβλήθηκε, καθώς και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαίως συνέχονται με αυτά, ασκούνται δε μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάντα, πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, με σύνταξη κάτω από αυτό εκθέσεως, ενώ αντίγραφό του επιδίδεται, πριν από την ίδια προθεσμία, στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 111 παρ.1 και 2, 568 παρ.2,3,4 και 570 παρ.3 του ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι η άσκηση των προσθέτων λόγων αναιρέσεως ολοκληρώνεται με την κατάθεση του δικογράφου αυτών στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως. Για το παραδεκτό όμως της ασκήσεώς τους απαιτείται και επίδοση του δικογράφου αυτών στην ίδια ως άνω, πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, προθεσμία. Ως ημέρα συζήτησης της αναίρεσης, η οποία αποτελεί το όριο για την κατάθεση και κοινοποίηση του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης νοείται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 569, 568 παρ.3 και 571 ΚΠολΔικ, εκείνη η οποία ορίζεται από τον Πρόεδρο του οικείου τμήματος του Αρείου Πάγου, όχι δε και η μεταγενέστερη που ορίζεται μετ'αναβολή από την αρχική δικάσιμο ή μετά από ματαίωση ή κήρυξη απαράδεκτη της συζήτησης. Η παράλειψη της καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, αλλά και της κοινοποιήσεώς τους πριν από την 30ήμερη αυτή προθεσμία σε όλους τους διαδίκους, επάγεται το απαράδεκτο αυτών, λόγω έλλειψης προδικασίας, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους. Προς τούτο το δικαστήριο ερευνά και αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της ασκήσεως των προσθέτων λόγων. Στην προκειμένη περίπτωση οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, των οποίων το δικόγραφο κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 17.5.2013, ήτοι πριν από την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο (16.10.2013), που είναι και η αρχικά ορισθείσα, δεν προκύπτει ότι επιδόθηκαν στην αναιρεσίβλητη, καθόσον το επισπεύδον τη συζήτηση αναιρεσείον Δημόσιο δεν προσκομίζει την οικεία έκθεση επιδόσεως. Ενόψει τούτων οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Επειδή με τη διάταξη της παρ.2 περίοδος 2 του άρθρου 9 του α.ν.1909/1939 "περί αναλήψεως υπό του κράτους της διαχειρίσεως των εν Ελλάδι κτημάτων ανταλλαγμένων μουσουλμάνων", επιτράπηκε μεν η με βασιλικά διατάγματα επέκταση και επί των κτημάτων αυτών των περί διοίκησης, εκποίησης και προστασίας των δημόσιων κτημάτων διατάξεων του από 11 Νοεμβρίου 1929 διατάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους ν.1539 και 1540/1938 ή ορισμένων από τις εν λόγω διατάξεις και ο καθορισμός διαδικασίας εξώδικης λύσης των εκκρεμών ή μη διαφορών, είτε ανάγονται οι τελευταίες σε πραγματικά ή ενοχικά δικαιώματα με τον περιορισμό, όμως, ότι με την εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να αποκλειστεί οριστικά η αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του Β.Δ/τος της 24.10/31.10.1949 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως των ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων διατάξεων", που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση των άρθρων 1 και 9 του α.ν. 1909/1939", ορίζεται ότι το δικαίωμα της κυριότητας και κάθε εμπράγματο δικαίωμα, εκτός της υποθήκης και της προσημείωσης, που προβάλλονται από οποιονδήποτε τρίτο, κάτοχο ή όχι, επί των κτημάτων, που από την έναρξη ισχύος του εν λόγω ΒΔ και εφεξής καταλαμβάνονται, ως ανταλλάξιμα, από την ΥΔΑΜΚ (Υπηρεσία Διαχείρισης Ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών Κτημάτων) πρέπει μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.5 αυτού οριστικοποίηση του πρωτοκόλλου καταλήψεως, να γνωστοποιηθούν με αίτηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος των αιτούντων, η οποία υποβάλλεται από τους ενδιαφερομένους δια μέσου της Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού, στο κατά το άρθρο 6 του από 29.9.1939Β.Δ/τος "περί οργανώσεως της υπηρεσίας διαχειρίσεως ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων" Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, για απαντήσεις κατά της ανταλλάξιμης περιουσίας. Μετά την εξάντληση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό (6) υποχρεούνται όσοι δεν αποδέχονται τη σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών να εγείρουν μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίηση σ'αυτούς της απόφασης αυτής του Υπουργού, τακτική αγωγή περί διεκδίκησης των παραπάνω δικαιωμάτων τους. Δικαιώματα από τα παραπάνω, για τα οποία δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμα η παραπάνω αίτηση προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ή δεν ασκήθηκε η κατά το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σχετική αγωγή παραγράφονται". Στη συνέχεια με το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.930/1943 ορίστηκε ότι " η αληθής έννοια των διατάξεων του άρθρου 3 του από 24.10/31.10.1940 Β.Δ. "περί τροποποιήσεως κλπ" είναι ότι αι υπ'αυτού προβλεπόμεναι προθεσμίαι γνωστοποιήσεως δικαιωμάτων τρίτων, προσφυγής εις το Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον, εγέρσεως αγωγών και συνεχίσεως εκκρεμών δικών μετά την παρέλευσιν των οποίων κηρύσσονται παραγεγραμμένα τα σχετικά δικαιώματα και απαιτήσεις αυτών, αποτελούν αποκλειστικάς προθεσμίας και όχι παραγραφάς". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι θεσπίστηκε βραχυπρόθεσμη αποσβεστική (αποκλειστική) προθεσμία, βάσει της οποίας αποσβέννυνται τα εμπράγματα δικαιώματα τα οποία προβάλλονται επί των ανταλλαξίμων κτισμάτων, με δύο τρόπους, δηλαδή είτε με την πάροδο έτους για την υποβολή αίτησης προς διοικητική αναγνώριση αυτών, είτε με την πάροδο έτους για την άσκηση της σχετικής αγωγής, η οποία (αποκλειστική προθεσμία) αρχίζει, στην μεν πρώτη περίπτωση από την οριστικοποίηση του πρωτοκόλλου καταλήψεως, ενώ στη δεύτερη από την κοινοποίηση της απορριπτικής αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών. Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.4 του Β.Δ/τος της 29.9/4.10.1939 ορίζεται ότι "κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και μέχρι την έκδοση της άνω αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών αναστέλλεται κάθε σχετική παραγραφή και προθεσμία". Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι για όλες τις περιπτώσεις, αφετηρία του χρόνου της ετήσιας αποσβεστικής, κατά τα άνω προθεσμίας των αξιώσεων επί των παραπάνω κτημάτων, αποτελεί πάντοτε η γνώση από μέρους των ενδιαφερομένων της καταλήψεως των κτημάτων αυτών ως ανταλλαξίμων, η οποία να προκύπτει από τις παραπάνω κοινοποιήσεις προς αυτούς και δεν αρκεί για την έναρξη του χρόνου της προθεσμίας η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση των ενδιαφερομένων της γενομένης καταλήψεως ή της σύνταξης του σχετικού πρωτοκόλλου ή της παρόδου των οριζομένων στην παρ.3 του άρθρου 6 του Β.Δ. προθεσμιών, για την έκδοση της γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και της λήψεως της αποφάσεως του Υπουργού, που ορίζεται μέσα σε έξι μήνες από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως ως προς τη γνωμοδότηση και σε δύο μήνες από της εκδόσεως της γνωμοδοτήσεως προς τη λήψη της Υπουργικής αποφάσεως. Οι προϋποθέσεις αυτές της ενάρξεως του χρόνου της ετήσιας προθεσμίας, δεν άλλαξαν με το ν.δ. 1042/1946, με το άρθρο 4 του οποίου επιτράπηκε η έγερση της αγωγής κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, μέσα σε έξι μήνες από της ισχύος του, ούτε και με τον ν.2283/1952, με το άρθρο 14 παρ.1 του οποίου, παρατάθηκε για ένα ακόμη έτος από την έναρξη της ισχύος του, ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής και στη συνέχεια με το άρθρο 15 παρ.4 του ΝΔ.Δ. 547/1970 για έξι μήνες και με το άρθρο 10 παρ.3 του ν. 357/1976 για άλλους έξι μήνες η έγερση της αγωγής αυτής, αφού για να συμπληρωθεί ο νέος χρόνος λήξεως της παραγραφής, η οποία ορίστηκε με τις διατάξεις αυτές, έπρεπε να είχε αρχίσει η διαδρομή αυτού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραπάνω διατάξεις. Ειδικότερα, από τις προμνημονευόμενες διατάξεις προκύπτει, ότι μέσα στα όρια της εξουσιοδοτήσεως που χορηγήθηκε στην εκτελεστική εξουσία καθιερώθηκε από το άρθρο 3 του από 24.10.1940 Β.Δ/τος εξώδικη διαδικασία επίλυσης των διαφορών από τη διαχείριση των ανταλλάξιμων κτημάτων και τάχθηκε ετήσια προθεσμία από την έναρξη της ισχύος του πιο πάνω Β.Δ/τος στους προσφεύγοντες στα τακτικά δικαστήρια προς διεκδίκηση των κτημάτων αυτών να υποβάλουν την κατά το άρθρο 6 του από 29.9.1939 Β.Δ/τος αίτηση στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, οι απαγγελόμενες όμως κυρώσεις της αποσβεστικής προθεσμίας του περί διεκδικήσεως δικαιώματος του αιτούντα και της καταργήσεως της εκκρεμούς δίκης, σε περίπτωση παραμέλησης των πιο πάνω προθεσμιών κείνται εκτός της εξουσιοδοτήσεως που παρασχέθηκε, για την οποία δεν χορηγείται στην εκτελεστική εξουσία τέτοιο δικαίωμα και στερούν το διάδικο οριστικά της προστασίας των τακτικών δικαστηρίων, η οποία ρητά επιφυλάσσεται από τη διάταξη του άρθρου του α.ν. 1909/1939 και, συνακόλουθα, δεν συνεπάγονται καμιά επιζήμια έννομη συνέπεια (ΑΠ 1354/2010). Tέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου, είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ'αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 846/2013, ΑΠ 481/2013). Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ'επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ'αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. 'Ετσι με τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (Ολ ΑΠ 10/2011, ΑΠ1023/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον-εναγόμενο Δημόσιο, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Εφετείο, κατά παραβίαση του άρθρου 3 παρ.1 του ΒΔ 24.10/31.10.1940, απέρριψε την ένστασή του, περί αποσβέσεως του δικαιώματος της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης προς άσκηση της ένδικης αγωγής, για την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας επί ακινήτου, για το οποίο μετά τη κατά το άρθρο 1 παρ.5 του ίδιου ΒΔ οριστικοποίηση του Πρωτοκόλλου Καταλήψεώς του ως ανταλλαξίμου και της υποβολής της από 22.4.1986 αιτήσεως προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, παρήλθαν οι οριζόμενες στο άρθρο 6 παρ.3 του Β.Δ/τος της 29.9/4.10.1939 προθεσμίες των έξι και δύο μηνών αντίστοιχα, προς έκδοση Γνωμοδοτήσεως και αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών και ότι εφόσον οι πράξεις αυτές της διοικήσεως δεν έλαβαν χώρα, διακόπηκε η οριζόμενη στην παρ.4 του άρθρου 6 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939 αναστολή της αποσβεστικής προθεσμίας και άρχισε από το τέλος του 8μήνου της υποβολής της αιτήσεως, η ενιαύσια προθεσμία προς άσκηση της ένδικης από 14.12.1989 αγωγής, η οποία είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο της άσκησής της, με συνέπεια την έκπτωση από του οικείου δικαιώματος της άσκησής της. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ.) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων και επικληθέντων σ'αυτό αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ως προς τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, που κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ επαναφέρθηκε νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 23/2008), τα ακόλουθα και υπαχθέντα στις επίμαχες διατάξεις πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 1960 η ενάγουσα αγόρασε ατύπως από κατοίκους της Πυλαίας Θεσσαλονίκης Α. και Π. το επίδικο ακίνητο, δηλαδή ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού 203,4 τμ, το οποίο κείται στην περιοχή του Δήμου Τριανδρίας, επί της οδού …, εκτός του πολεοδομικού σχεδίου και συνορεύει με ακίνητα Κ. Π. και Π. Σ. και με πάροδο της οδού …. Το ακίνητο αυτό εμπίπτει στην ευρύτερη έκταση η οποία περικλείεται μεταξύ των δύο κλάδων του ρεύματος "...", γνωστή - με την ονομασία ".... Η έκταση αυτή από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 διαχωρίσθηκε από τους προαναφερόμενους κατοίκους Πυλαίας Θεσσαλονίκης σε οικόπεδα και πωλήθηκε ατύπως σε δεκάδες αγοραστές. Μεταξύ των οικοπέδων που πωλήθηκαν είναι και το επίδικο ακίνητο. Η ενάγουσα, αφότου ατύπως το αγόρασε το έτος I960, το περιέφραξε, φύτεψε δένδρα σ' αυτό και έκτισε οικία στην οποία έκτοτε κατοικεί με τον σύζυγό της, τα τρία τέκνα των και τους γονείς του συζύγου της και η οποία έχει συνδεθεί με τα δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και τηλεφώνου. Έτσι η ενάγουσα ενέμετο με διάνοια κυρίου το εν λόγω ακίνητο, ασκώντας τις διακατοχικές αυτές πράξεις σ'αυτό. Η νομή της αυτή συνεχίστηκε αδιατάρακτη έως την άσκηση της αγωγής και πάντως έως και το έτος 1985. Με την κατά τον προεκτιθέμενο τρόπο άσκηση για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την εικοσαετία, φυσικής εξουσίας στο επίδικο, με διάνοια κυρίου, η ενάγουσα έγινε κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Ωστόσο, το γραφείο ΔΑΠ Θεσσαλονίκης συνέταξε το υπ'αριθμ. 1545/16.9.1985 πρωτόκολλο κατάληψης, της ευρύτερης έκτασης στη θέση "...", συνολικού εμβαδού 12.540 τετρ.μέτρων, στην οποία εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο, με την αιτιολογία ότι αυτό ανήκε σε κάποιον ανταλλαγέντα μουσουλμάνο, με το όνομα Ι. Χ. Κατά του πρωτοκόλλου αυτού, η ενάγουσα άσκησε εμπροθέσμως ένσταση, μετά την απόρριψη της οποίας, με την υπ' αριθμ. πρωτ. 6084/12.2.1986 απόφαση του αρμοδίου Εφόρου Δημοσίων Κτημάτων Θεσσαλονίκης [Τμήμα ΔΑΠ] το μεγαλύτερο ακίνητο, για το οποίο συντάχθηκε το εν λόγω πρωτόκολλο, καταχωρήθηκε στο κτηματολόγιο ανταλλαξίμων κτημάτων της ΔΑΠ Θεσσαλονίκης, με τον αριθμό 9684/Α. Κατά της αποφάσεως απορρίψεως της ενστάσεως της κατά του πρωτοκόλλου καταλήψεως, η ενάγουσα υπέβαλε εμπροθέσμως την υπ' αριθμ. πρωτ. 2488/27.4.1986 αίτηση της προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του άρθρου 6 του ΒΔ 29-9/4.10.1939, προβάλλουσα το δικαίωμα κυριότητας της στο επίδικο ακίνητο και αμφισβητούσα ότι αυτό, όπως και η ευρύτερη έκταση για την οποία συντάχθηκε το πρωτόκολλο, ανήκε στον αναγραφόμενο στο πρωτόκολλο ανταλλαγέντα μουσουλμάνο και ισχυριζόμενη μάλιστα ότι αυτός ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο. Για την αίτηση αυτή δεν έχει εκδοθεί ακόμη γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και συνεπώς δεν εκδόθηκε απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, με την οποία να γίνεται αυτή δεκτή ή να απορρίπτεται. Ως εκ τούτου νομίμως και εμπροθέσμως άσκησε η ενάγουσα την κρινόμενη αναγνωριστική της κυριότητας της αγωγή και συνεπώς ο ισχυρισμός του εναγομένου, περί παραγραφής του δικαιώματος εκείνης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος." Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 5 παρ.1 του από 24.10/31.10.1940 Β.Δ/τος και 6 παρ.3 και 4 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η οριζόμενη το άρθρο 6 παρ.4 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939 αναστολή προθεσμίας, διακόπτεται με την κοινοποίηση της κατά την παρ.3 του ιδίου άρθρου ( 6 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939) λαμβανομένης Υπουργικής αποφάσεως, η μη λήψη και, η μη κοινοποίηση της οποίας δεν κινεί την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 3 παρ.1 του από 24.10/31.10.1940 Β.Δ/τος, προς άσκηση της περί διεκδικήσεως εμπραγμάτου δικαιώματος τακτικής αγωγής και συνακόλουθα η ένδικη αγωγή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα. Ορθά λοιπόν η προσβαλλομένη απόφαση ερμήνευσε τις παραπάνω διατάξεις και ορθά υπήγαγε σ'αυτές τα προκύψαντα, ανελέγκτως πραγματικά περιστατικά: Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, λαμβανομένου υπόψη και του ότι και αν ακόμη είχε παρέλθει η ενιαύσια αυτή προθεσμία, η αναιρεσίβλητη δεν θα είχε εκπέσει από το δικαίωμα της προς άσκηση της ένδικης αγωγής, αφού η διάταξη του άρθρου 3 παρ.1γ του Β.Δ/τος της 24.10/31.10.1940 με την οποία απαγγέλεται η εν λόγω κύρωση, σε περίπτωση παραμέλησης της ετήσιας προθεσμίας για την άσκηση της σχετικής αγωγής, είναι ανίσχυρη, γιατί κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, θεσπίστηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (ΟλΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη, τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο, ήτοι επίκληση από την οποία προκύπτει η ταυτότητα του αποδεικτικού μέσου (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω δύο έγγραφα, με το πρώτο από τα οποία προέκυπτε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν τμήμα του μεγαλύτερου ανταλλαξίμου ακινήτου που αποτελούσε δημόσια γαία και ως μη καλλιεργήσιμο ήταν ανεπίδεκτο εξουσιάσεως για την προηγηθείσα της 20.5.1917 δεκαετία και ως εκ τούτου ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και περιήλθε στο Ελληνικό δικαιώματι πολέμου και με το δεύτερο ότι η ενάγουσα κατέλαβε το 1960 το επίδικο ακίνητο και δεν το αγόρασε άτυπα από τους επικαλουμένους δικαιοπαρόχους της. Τα έγγραφα αυτά είναι α) η υπ'αριθμ. πρωτ. ΔΔ 2895/8.10.2001 έκθεση ερμηνείας αεροφωτογραφίας της Δ/νσης Δασών Θεσ/κης (Τμήμα Δασικών Χαρτογραφήσεων) και β) η από 22.4.1986 αίτηση του συζύγου της αναιρεσίβλητης Π. Π. προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Διαχειρίσεως Ανταλλαξίμων Κτημάτων. Ο λόγος αυτός όσο αφορά το δεύτερο έγγραφο είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ'αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι το έγγραφο αυτό λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις (μαρτυρικές καταθέσεις κλπ, ως και τις άλλες παρομοίου περιεχομένου αιτήσεις, που υποβλήθηκαν από τους κατόχους γειτονικών ακινήτων) για τη βασιμότητα του έχοντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζητήματος του χρόνου αποκτήσεως από την ενάγουσα της νομής του επιδίκου, ενώ ο τρόπος αποκτήσεως της νομής, αν δηλαδή είναι με κατάληψη που αναφέρει το έγγραφο αυτό ή με άτυπη αγορά που αναφέρει η αγωγή και δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή δεν διαφοροποιεί το διατακτικό της αποφάσεως, ενόψει της συμπληρώσεως του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας κατά την άσκηση της αγωγής, ως και των περαιτέρω παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το ότι η υποβολή της αιτήσεως δεν αποδεικνύει έλλειψη πεποιθήσεως για την κυριότητα της αναιρεσίβλητης. 'Οσο αφορά το πρώτο έγγραφο, που το πρώτον προσκομίστηκε από το αναιρεσείον στο Εφετείο (άρθρ. 527 ΚΠολΔικ-ΑΠ 609/2013) ο ερευνώμενος λόγος είναι αλυσιτελής γιατί αναφέρεται σε αποδεικτό μέσο που αφορά σε ισχυρισμό που δεν αποτέλεσε αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης. Ειδικότερα με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος "ότι το επίδικο αποτελούσε δημόσια γαία κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας και ότι μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας περιήλθε, κατά πρωτότυπο τρόπο στην κυριαρχία του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Τουρκικού, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ.1 της από 24.7.1923 Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ της 23/25.8.1923" προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο απαράδεκτα και συγκεκριμένα με τις προτάσεις της δεύτερης συζήτησης και χωρίς να συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 269 παρ.2 ΚΠολΔικ και γιαυτό το Εφετείο, κατ'αποδοχή της εφέσεως, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που κατ'εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων είχε απορρίψει την αγωγή λόγω αποδοχής του απαραδέκτου αυτού ισχυρισμού και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος λόγος καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ'αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 481/2013). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.7.2006 αίτηση και τους από 19.4.2013 πρόσθετους λόγους του Ελληνικού Δημοσίου κατά της Π. συζ. Π. Π. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2421/2003 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πρόσθετοι λόγοι. Πρέπει κατά το αρθρ. 569 παρ.2 ΚΠολΔικ. να αφορούν στα ίδια κεφάλαια της αποφάσεως που προσβλήθηκε και σ’ αυτά που αναγκαίως συνέχονται με αυτά, ασκούνται τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης και κοινοποιούνται. Αν δεν γίνει κοινοποίηση απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Ανταλλάξιμες γαίες. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ΒΔ της 24.10/31.10.40 μέσα σε ένα χρόνο από την οριστικοποίηση του πρωτοκόλλου καταλήψεως του ακινήτου ως ανταλλαξίμου, αυτός που προβάλλει δικαιώματα οφείλει να υποβάλλει αίτηση στο προβλεπόμενο στο άρθρο 6 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939. Γνωμοδοτικό Συμβούλιο το οποίο εντός 6 μηνών γνωμοδοτεί και εντός 2 μηνών από της γνωμοδοτήσεως εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δέχεται ή απορρίπτει τη γνωμοδότηση. Εντός έτους, όσοι δεν αποδέχονται την ΥΑ υποχρεούνται να ασκήσουν αγωγή. Αν δεν ασκηθεί αγωγή το οικείο δικαίωμα παραγράφεται. Με το αρθρ.8 παρ.1 του Ν.930/43 ορίστηκε ότι η ενιαύσια αυτή προθεσμία είναι αποκλειστική προθεσμία. Η προθεσμία αυτή κατά το αρθρ.6 παρ.4 του ΒΔ της 29.9/4.10.39 αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο και έως την έκδοση ΥΑ. Η ετήσια αποσβεστική αυτή προθεσμία αρχίζει από της κοινοποιήσεως της ΥΑ. Αν δεν γίνει κοινοποίηση δεν αρχίζει η προθεσμία, η δε συμπλήρωση της προθεσμίας δεν επιφέρει την κύρωση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ.1γ του ΒΔ της 24-10/31.10.1940, ήτοι την έκπτωση από το δικαίωμα ασκήσεως της αγωγής, γιατί η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη γιατί θεσπίσθηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Άρθρ. 559 αρ.11 αλυσιτελής για έγγραφο που αφορά σε ισχυρισμό που δεν αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης.
Προθεσμία
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Άσκηση πρόσθετων λόγων, Προθεσμία, Ανταλλάξιμα ακίνητα.
1
Αριθμός 171/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Π. συζ. Ν. Κ., το γένος Δ. Ζ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Ανδρεουλάκο. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Γ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Θωμά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/2/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 22/9/2007 ανταγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2741/2008 μη οριστική, 7979/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 912/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28/11/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των δύο πρώτων λόγων της αναιρέσεως και την απόρριψη του τρίτου. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων562, 569, 571 και 574 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η έγγραφη πρόταση του εισηγητή Αρεοπαγίτη, αναφορικά με το παραδεκτό της αναίρεσης, που κατά το άρθρο 577 του ιδίου κώδικα εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, όπως επίσης και το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων αυτής, αποτελεί αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την πρόοδο της αναιρετικής δίκης και επομένως σε περίπτωση, που δεν έχει συνταχθεί από τον εισηγητή η εν λόγω έκθεση ή αν ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, με την έγγραφη εισήγησή του, δεν εισηγήθηκε περί του παραδεκτού και βάσιμου της αναίρεσης και όλων των λόγων της, παραλείποντας, έτσι, να εισηγηθεί έστω και για ένα λόγο, πρέπει, ενόψει και του άρθρου 575 ΚΠολΔικ, να χωρίσει αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, προς σύνταξη και κατάθεση έκθεσης, προκειμένου να δυνηθούν οι διάδικοι να λάβουν γνώση της έκθεσης αυτής, ώστε με τη γνώση και των απόψεων του Εισηγητή να επακολουθήσει η προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, για πληρέστερη, κατά το σκοπό του νόμου διευκρίνιση της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το φάκελλο της δικογραφίας, έχει μεν συνταχθεί και κατατεθεί αρμοδίως έκθεση της οικείας Εισηγητρίας - Αρεοπαγίτη για το παραδεκτό και βάσιμο όλων των λόγων της αναίρεσης, όχι όμως και για το παραδεκτό της ασκήσεώς της, καθόσον κατά της ίδιας αποφάσεως είχε ασκηθεί η από 10-5-2011 (αριθμ. κατάθ. 399/2011) αίτηση αναιρέσεως (της οποίας δικάσιμος είχε ορισθεί η 24-10-2012 και μετ' αναβολή η 21-11-2012 και η 20-2-2013), από το δικόγραφο της οποίας δηλώνει παραίτηση η αναιρεσείουσα με το δικόγραφο της ερευνωμένης σήμερα αναίρεσης, της οποίας αρχική δικάσιμος είχε οριστεί η 20-2-2013, ήτοι η ίδια δικάσιμος που μετ' αναβολή είχε οριστεί και για την προγενέστερη αίτηση αναιρέσεως (η συζήτηση της οποίας ματαιώθηκε όπως προκύπτει από το οικείο πινάκιο). Ενόψει τούτων κατ' αποδοχή οικείου αιτήματος του αναιρεσίβλητου, που με τις κατατεθείσες, εμπρόθεσμα, κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 20-2-2013 προτάσεις του είχε προτείνει, ενόψει της ασκήσεως προγενέστερης αιτήσεως, ένσταση περί του παραδεκτού της αναιρέσεως (άρθρ. 570 παρ. 1 ΚΠολΔικ) αλλά και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔικ), πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης σε επόμενη δικάσιμο, που θα ορισθεί νομίμως, με επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους, για να συνταχθεί από την Εισηγήτρια, έκθεση για το παραδεκτό της ασκήσεως της αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που θα ορισθεί με επιμέλεια των διαδίκων. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 26 Φεβρουαρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκθεση του Εισηγητή Αρεοπαγίτη. Πρέπει να αποφαίνεται για το παραδεκτό της αναίρεσης, όπως και για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της αναίρεσης. Αν έχει παραλείψει να αποφανθεί γι’ αυτά, τότε αναβάλλεται η συζήτηση για να συμπληρωθούν και να λάβουν σχετική γνώση οι διάδικοι. Αναβάλλεται η συζήτηση για να συμπληρώσει ο Εισηγητής την κρίση του για το παραδεκτό της ασκήσεως αναίρεσης, κατ’ αποδοχή οικείας ενστάσεως αλλά και αυτεπαγγέλτως (άρθρ 562, 569, 571, 574 και 577 ΚΠολΔικ).
Έκθεση εισηγητή
Έκθεση εισηγητή.
1
Αριθμός 172/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Μ. του Φ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Παπαδογιάννη. Της αναιρεσίβλητης: Π. συζ. Ε. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Νικολακοπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/1/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2000 μη οριστική, 93/2463/ΜΤ/130/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 231/2011 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/5/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 1041 και 1043 του ΑΚ προκύπτει ότι απαραίτητο στοιχείο για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία είναι μεταξύ των άλλων και ο νόμιμος τίτλος, ενώ αρκεί και νομιζόμενος, εάν πέραν της καλής πίστεως ως προς τη νομή δικαιολογείται και καλή πίστη του νομέα ως προς τον τίτλο. Αν επομένως δεν υπάρχει τίτλος, νόμιμος ή νομιζόμενος, δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία και αν ακόμη συντρέχουν οι λοιποί όροι του νόμου (νομή και καλή πίστη επί δεκαετία). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (ΟλομΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ'ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν (ΑΠ 1363/2008). Τέλος, ο αναιρετικός λόγος από τον αρ.19 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμη βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 184,12 τ.μ. περιήλθε στην αναιρεσίβλητη ως τμήμα μείζονος ακινήτου, εμβαδού 968,92 τ.μ., με δωρεά από τον πενθερό της και πατέρα του αναιρεσείοντος (αδελφού του συζύγου της) Φ. Μ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ. …/1981 συμβολαίου, ότι το επίδικο αυτό τμήμα δεν περιλαμβάνεται στο υπ'αριθμ. …/1976 συμβόλαιο δωρεάς με το οποίο ο ρηθείς δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης είχε μεταβιβάσει στον αναιρεσείοντα το αναφερόμενο σ'αυτό όμορο ακίνητο, εκτάσεως τεσσάρων περίπου στρεμμάτων, ότι ο αναιρεσείων το πρώτον το έτος 1986 κατέλαβε το επίδικο τμήμα, ενεργώντας σ'αυτό τις αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις, ενώ καμία τέτοια πράξη του αναιρεσείοντος στο επίδικο προ του έτους 1986 δεν αποδείχθηκε, και, ότι επομένως δέχεται το Εφετείο, ο αναιρεσείων δεν έγινε κύριος του επιδίκου με παράγωγο τρόπο (δωρεά από κύριο) ή (ούτε) με πρωτότυπο (χρησικτησία) μέχρι την άσκηση της αγωγής -Φεβρ.1999), όπως ο ίδιος είχε κατ'ένσταση (δικής του κυριότητας) ισχυρισθεί πρωτοδίκως και κατ'έφεση, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο προς αντίκρουση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής της αναιρεσίβλητης, η οποία (αγωγή) και, έγινε δεκτή από το Εφετείο. Παρότι στην αναιρεσιβαλλομένη αναφέρεται ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ως εναγομένου-εκκαλούντος, για έκτακτη χρησικτησία επί του επιδίκου, όχι δε και για τακτική, την οποία είχε πράγματι επικαλεστεί ο τελευταίος, οι ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως του αναιρεσείοντος (συμβόλαιο υπ'αριθμ. …/1976) εμπεριέχουν αρνητική κρίση και για την προβληθείσα από τον αναρεσείοντα τακτική χρησικτησία, απαραίτητο στοιχείο της οποίας, κατά τα προεκτεθέντα, είναι η ύπαρξη νόμιμου τίτλου (ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τις πρωτόδικες προτάσεις του και το δικόγραφο της εφέσεώς του, δεν είχε επικαλεστεί νομιζόμενο κατ'άρθρον 1043, τίτλο), ο οποίος και δεν συντρέχει εν προκειμένω, κατά τις ειρημένες παραδοχές του Εφετείου. 'Ετσι το Εφετείο αφενός μεν έλαβε υπόψη και τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για τακτική χρησικτησία επί του επιδίκου, αφετέρου δε διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες αυτό ζήτημα, οι οποίες στηρίξουν το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της οικείας ως άνω ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 1041 του ΑΚ, τα δε αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο, από τους αρ.8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα. Υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε επαρκείς, με την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίες και ως προς τη νομή (χρόνος ενάρξεως) του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου (1986), και είναι επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο, πρώτο σκέλος, λόγο του αναιρετηρίου. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη ισχυρισμό που δεν είχε προτείνει η αναιρεσίβλητη-ενάγουσα, ότι δηλαδή η τελευταία είχε εκφράσει αντιρρήσεις και είχε αντιδράσει στις διακατοχικές πράξεις του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου, και απέρριψε έτσι το Εφετείο την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση του αναιρεσείοντος, με την οποία ο τελευταίος ισχυριζόταν τα αντίθετα, με τον τρίτο δε, σκέλος δεύτερο, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, λόγο του αναιρετηρίου προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την σχετική με τις αντιρρήσεις και αντιδράσεις του αυτές παραδοχές του Εφετείου. Οι εξεταζόμενοι αυτοί λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, αφού οι ανωτέρω αρνητικοί της ενστάσεως ισχυρισμοί της αναιρεσίβλητης δεν είναι ουσιώδεις κατά την προρρηθείσα έννοια του άρθρου 559 αρ.8 και 19 του ΚΠολΔ, και οι σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου δεν ελέγχονται με τους ειρημένους λόγους αναιρέσεως. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (Ιάρθρ.176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-5-2012 αίτηση του Ι.Μ. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 231/2011 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρησικτησία τακτική. Απαραίτητο στοιχείο, μεταξύ των άλλων, και η ύπαρξη τίτλου, νομίμου ή νομιζομένου. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης από τους αρ. 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Απαράδεκτοι όταν αφορούν επουσιώδεις ισχυρισμούς, όπως οι αρνητικοί της ενστάσεως ισχυρισμοί.
Χρησικτησία
Χρησικτησία.
1
Αριθμός 173/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Eυθύμιο Τσάκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Μ. του Ι., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/7/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1341/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 4656/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 25/10/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ.4 και 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο επισπεύδων αναιρεσείων έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση για να παραστεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο, ο 'Αρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του αναιρεσιβλήτου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ο αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως. 'Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. .../17-9-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, την οποία το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο προσκομίζει και επικαλείται, το τελευταίο επέδωσε στον αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος προς συζήτησή της και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως άνω, αναιρεσιβλήτου. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1847 παρ. 1 εδ. α', 1850, 1857, 140 και 141 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεώς της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου δεν συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, από άγνοια δηλαδή ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας ώστε αν ο κληρονομούμενος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η εσφαλμένη αυτή γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολομ. ΑΠ 3/1969, ΑΠ 496/13, 1087/10), τα γεγονότα δε αυτά, όταν πρόκειται για κληρονομία που επάγεται σε ανήλικον, κρίνονται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και το οποίο έπρεπε να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 του ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος (άρθρα 1847, 1850 ΑΚ), η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά προσώπων που είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία (ΑΠ 333/2004). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α' του ΑΚ. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή δεν εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, λόγος δεν αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται αιτιολογία της απόφασης η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφαση του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. ΙΙΙ. Το Εφετείο, όπως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Την 3-10-1999 απεβίωσε στην Αθήνα, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο παππούς του ενάγοντος Ν. Κ. του Κ., κάτοικος όσο ζούσε …, και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Ι. Κ. και τη μητέρα του ενάγοντος θυγατέρα του Α. Κ., ως μόνες πλησιέστερες συγγενείς του κατά το χρόνο του θανάτου του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1813 και 1820 ΑΚ. Οι ανωτέρω κληρονόμοι του αποβιώσαντος, γνωρίζοντας τα χρέη του προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, αποποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως την κληρονομία του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1847 και 1848 ΑΚ, με σχετική δήλωσή τους ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, συνταγείσης προς τούτο της υπ' αριθμ. .../27-1-2000 έκθεσης αποποίησης κληρονομίας. Συνέπεια των αποποιήσεων τούτων ήταν η επαγωγή της κληρονομίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1813 και 1856 ΑΚ, στον ενάγοντα, ως μοναδικό εγγονό του, ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο ήταν ανήλικος, ηλικίας 14 ετών, καθώς είχε γεννηθεί την 14-3-1986. Οι έχοντες όμως τη γονική μέριμνα γονείς του Α. Κ. και Ι. Μ., προτιθέμενοι ως νόμιμοι αντιπρόσωποι αυτού να αποποιηθούν την κληρονομία και για λογαριασμό του ανήλικου ενάγοντος γιού τους, αφού συμβουλεύτηκαν δικηγόρο, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι η συγκεκριμένη αποποίηση έπρεπε να γίνει με δήλωση του ιδίου, σε προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ενηλικίωσή του στις 14-3-2004, δεν προέβησαν μέχρι τότε σε οποιαδήποτε ενέργεια, αφήνοντας έτσι, από άγνοια και παρά τη θέλησή τους, εξαιτίας της εσφαλμένης ενημέρωσης, να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου γιού τους (ήδη ενάγοντος), ο οποίος έκτοτε θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι αποδέχτηκε την κληρονομία του παππού του Ν. Κ. με το ευεργέτημα της απογραφής (άρθρα 1847, 1850, 1856 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1527 του ίδιου κώδικα). Η ανωτέρω πλάνη των γονέων του ενάγοντος για την αποδοχή της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομίας και την έναρξη της προθεσμίας αποποίησής της, που προκλήθηκε δικαιολογημένα από την εσφαλμένη ενημέρωσή τους, αφού οι ίδιοι δεν διέθεταν αντίστοιχες νομικές γνώσεις, διατηρούμενη μέχρι την ενηλικίωση του ενάγοντος στις 14-3-2004, μεταφέρθηκε εύλογα στον τελευταίο, ο οποίος, αμέσως μετά την ενηλικίωσή του, πιστεύοντας ότι είχε το σχετικό δικαίωμα, προέβη, από άγνοια και παρά τη θέλησή του, σε άκυρη δήλωση, αποποίησης κατά το άρθρο 1850 του ΑΚ ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, συνταγείσης προς τούτο της υπ' αριθμ. .../1-4-2004 σχετικής έκθεσης αποποίησης κληρονομίας, αντί να συντάξει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 1912 ΑΚ απογραφή της. Έτσι μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στο ανωτέρω άρθρο 1912 ΑΚ ετήσιας προθεσμίας, την 14-3-2005, ο ενάγων εξέπεσε του ευεργετήματος της απογραφής, ευθυνόμενος έκτοτε απεριορίστως για τα χρέη της κληρονομίας του παππού του Ν. Κ. σύμφωνα με το άρθρο 1901 του ίδιου κώδικα, γεγονός που πληροφορήθηκε για πρώτη φορά στις 15-6-2006, όταν του επιδόθηκε το υπ' αριθμ. πρωτ. 9077/15-6-2006 ενημερωτικό έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ IB' Αθηνών, για τις υποχρεώσεις του ως κληρονόμου του Ν. Κ.. Με δεδομένα όμως τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι στην προκειμένη περίπτωση, τόσον οι νόμιμοι αντιπρόσωποι του ενάγοντος όσον και ο ίδιος, καθόλο το χρόνο που έπρεπε να αποποιηθεί την κληρονομία και μέχρι την ενημέρωσή του από το εναγόμενο στις 15-6-2006, αγνοούσαν την ύπαρξη προθεσμίας αποποίησης πριν την ενηλικίωσή του και κατ' επέκταση τις απορρέουσες από την άπρακτη παρέλευσή της έννομες συνέπειες, η πλάνη τους δε αυτή, η οποία δεν σχετίζεται με το κατάχρεο της κληρονομίας και είναι πράγματι ουσιώδης, θεμελιώνει την ακύρωση της πλασματικής κατά το νόμο αποδοχής της ανωτέρω κληρονομίας. Ενόψει των εκτεθέντων πρέπει να απορριφθεί η περί παραγραφής ένσταση του εναγομένου Ελληνικού δημοσίου, που επαναλαμβάνεται με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, αφού η πλάνη του ενάγοντος εξακολούθησε μέχρι τον Ιούνιο του 2006 και η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στο τελευταίο την 1-8-2006, σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠολΔ". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου και ακύρωσε τη συναγόμενη από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας αποποιήσεως αποδοχή εκ μέρους του ενάγοντος της κληρονομίας του ειρημένου παππού του Ν. Κ., λόγω πλάνης του ενάγοντος ως προς την προθεσμία της αποποίησης και τις έννομες συνέπειες της παραμέλησής της. IV. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και όπως εκτιμάται, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο, προσάπτεται η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 (όχι 14) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο με τις ανωτέρω παραδοχές του παραβίασε τις αναφερόμενες στην αναιρεσιβαλλομένη και στη νομική σκέψη της παρούσης (ανωτ. υπό ΙΙ) ουσιαστικές νομικές διατάξεις, αφού ο αναιρεσίβλητος, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, δεν προέβη σε δήλωση αποποιήσεως της επαχθείσης σ' αυτόν κληρονομίας μέχρι την 15-10-2006, οπότε συμπληρώθηκε η κατ' άρθρο 1847 του ΑΚ τετράμηνη προθεσμία αποποιήσεως από την 15-6-2006 που του επιδόθηκε το υπ' αριθμ. 9077/15-6-2006 ενημερωτικό έγγραφο της ΙΒ' ΔΟΥ Αθηνών για τις υποχρεώσεις του ως κληρονόμου του Ν. Κ. και ήρθη έκτοτε η πλάνη του ως προς την προθεσμία της αποποίησης, αλλά προέβη στην έγερση της αγωγής μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποποιήσεως από την ανωτέρω ημερομηνία της 15-6-2006. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, στρεφόμενος κατά της απορρίψεως εκ μέρους του Εφετείου της ενστάσεως παραγραφής που είχε προτείνει το αναιρεσείον, είναι αβάσιμος, αφού και όπως προαναφέρθηκε το Εφετείο δέχθηκε ότι η κατάσταση της πλάνης του αναιρεσιβλήτου παρήλθε την 15-6-2006, η δε αγωγή ασκήθηκε (επιδόθηκε στο αναιρεσείον) την 1-8-2006, προτού δηλαδή συμπληρωθεί η προρρηθείσα εξάμηνη παραγραφή των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ, τις διατάξεις των οποίων (άρθρων) το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλήττεται η παραδοχή (αναφορά στο αιτιολογικό) του Εφετείου ως προς την έκπτωση του αναιρεσιβλήτου από το ευεργέτημα της απογραφής συνεπεία της μη εμπρόθεσμης, κατ' άρθρον 1912 του ΑΚ, συντάξεώς της, ως προς την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, δεν νοείται πλάνη του κληρονόμου και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέος σύμφωνα με την νομική σκέψη της παρούσης (ανωτ. υπό ΙΙ), αφού η φερόμενη αυτή ως παραδοχή του Εφετείου δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, υπό τις προπαρατεθείσες (ανωτ. υπό ΙΙΙ) παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την ουσιώδη πλάνη των γονέων του αναιρεσιβλήτου που ασκούσαν τη γονική του μέριμνα και την εντεύθεν μη εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας (και) για λογαριασμό του ανήλικου τότε αναιρεσιβλήτου, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων, ως άνω, διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεως του είναι αβάσιμα. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-10-2010 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4656/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως. Μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω ουσιώδους πλάνης, επί ανηλίκου δε κληρονόμου, των νομίμων εκπροσώπων του. Τέτοια πλάνη μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των σχετικών με την αποδοχή νομικών διατάξεων. Εξάμηνη παραγραφή της σχετικής αξιώσεως. Αναίρεση. Απορρίπτονται λόγοι αναιρέσεως από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Παραγραφή αξιώσεων
Κληρονομία , Παραγραφή αξιώσεων.
0
Αριθμός 174/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Χ. Γ. του Σ. και 2)Ι. Γ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παντελή Μήτση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 158/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 254/2011 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 13/12/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 και 2 του Ν.2664/1998 "περί Εθνικού Κτηματολογίου", όπως η παρ.2 ίσχυε (κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής) μετά την τροποποίησή της από το άρθρο 5 του Ν.3559/2007 και πριν την αντικατάσταση της παρ.2 με το άρθρο 24 του Ν.3893/2011, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπου Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ ετών....Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγρ. αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ.3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης στον προϊστάμενο του οικείου κτηματολογικού γραφείου.... "Περαιτέρω σύμφωνα με την παρ.3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Ν.2664/1998, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.2 του Ν.3481/2006, που τέθηκε σε ισχύ στις 2.8.2006 "Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη "αγνώστου ιδιοκτήτη" κατά την έννοια της παρ.1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην παρ.2 του παρόντος άρθρου αγωγής" η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου οριστεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεση της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου....Η κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παρ.2 του άρθρου αυτού...." Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι επί ακινήτων καταχωρηθέντων στο κτηματολόγιο ως "αγνώστου ιδιοκτήτη", οι θιγόμενοι από την εγγραφή αυτή υποχρεούνται, να υποβάλλουν τις αντιρρήσεις τους, αποκλειστικά με αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου (και μέχρι αυτός να οριστεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του ακινήτου), που δικάζει κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας προκειμένου να ζητήσουν τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή "αγνώστου ιδιοκτήτη" δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος. Περαιτέρω αν υπόθεση της εκουσίας δικαιοδοσίας, εισαχθεί στα πολιτικά δικαστήρια, κατά την τακτική ή άλλη ειδική διαδικασία της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, τότε επειδή η υποβολή αυτής της αίτησης δεν έχει δικονομικές συνέπειες, που να είναι ανάγκη να διατηρηθούν (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ασκήσεως αγωγής της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας), κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 4 ΚΠολΔ, η αίτηση αυτή απορρίπτεται, έτσι που να πρέπει να υποβληθεί εκ νέου κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Αν παρά ταύτα εκδοθεί απόφαση για υπόθεση της εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά την τακτική ή άλλη ειδική διαδικασία της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, τότε η απόφαση αυτή δεν είναι αυτοδικαίως άκυρη, αφού τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάζουν τόσο ιδιωτικές διαφορές της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, όσο και υποθέσεις της εκούσιας και συνακόλουθα δεν υπάρχει περιθώριο εφαρμογής του άρθρου 313 παρ.1 εδ.β ΚΠολΔ. Η εν λόγω απόφαση του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση, πλην όμως η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εσφαλμένα απέρριψε τον οικείο λόγο έφεσης, ενσωματώνοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, υπόκειται σε αναίρεση, μόνο αν η τήρηση της μη προσήκουσας διαδικασίας συνοδευόταν από την παράβαση συγκεκριμένου δικονομικού κανόνα, ο οποίος πρόδηλα περιέχει ή ευνοϊκότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις, κατά κανόνα δε η τακτική διαδικασία, ενέχει περισσότερα εχέγγυα ασφαλούς διάγνωσης της διαφοράς και η εφαρμογή της αντί των διατάξεων της εκουσίας δικαιοδοσίας ή της προσήκουσας ειδικής διαδικασίας, δεν προκαλεί δικονομική βλάβη και εντεύθεν δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την κατά το άρθρο 6 παρ.3α του ν.2664/1998 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, στην οποία αφορούσε η έφεση-και που είχε σωρευθεί με αγωγή του άρθρου 6 παρ.2 του ίδιου νόμου των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων κατά της εγγραφείσας ως συγκυρίας Ζ. χας Σ. Γ. (μητέρας τους), η επί της οποίας (σωρευθείσας αγωγής) απόφαση δεν εξεκλήθη,-αλλά έκρινε ότι μολονότι αυτή εκδικαζόταν κατά την εκουσία δικαιοδοσία, θα έπρεπε να την κρατήσει και να την δικάσει με την ίδια, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, τακτική διαδικασία, που παρέχει μεγαλύτερα εχέγγυα ασφαλούς διάγνωσης της διαφοράς. Η αιτίαση όμως αυτή, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και εφόσον δεν γίνεται επίκληση παραβιάσεως συγκεκριμένου δικονομικού κανόνα περιέχοντος ευνοϊκότερους για τον εναγόμενο ή αυστηρότερους για τον ενάγοντα διατάξεις, δεν ιδρύει τους επικαλούμενους λόγους αναιρέσεως και μάλιστα σε κάθε περίπτωση δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού το επικαλούμενο απαράδεκτο αφορά στη διαδικασία και όχι σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αλλά ούτε και του αριθμού 14 του ίδιου άρθρου, αφού κατά τα προαναφερθέντα δεν συντρέχει παραβίαση συγκεκριμένου ευνοϊκότερου ή αυστηρότερου, δικονομικού κανόνα, ενώ η τήρηση των κανόνων της τακτικής διαδικασίας, αντί εκείνων της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν προκαλεί βλάβη στο διάδικο, ενόψει του ότι παρέχει περισσότερα εχέγγυα ασφαλούς διάγνωσης της διαφοράς ούτε άλλωστε γίνεται από το αναιρεσείον επίκληση βλάβης. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος αναιρετικός λόγος πρέπει, ως αλυσιτελής, να απορριφθεί. Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 24 του Ν.2732/1999 καθιερώνεται η τήρηση της προδικασίας της αιτήσεως θεραπείας, πριν από την άσκηση οποιασδήποτε κατά του Δημοσίου διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής, ανεξαρτήτως αν το ακίνητο κατέχεται ή όχι από το Δημόσιο. Η διοικητική όμως αυτή διαδικασία δεν απαιτείται για την άσκηση της αίτησης της παρ.3 του άρθρου 6 του Ν.2664/1998, η οποία αφορούσε ακίνητο που φέρεται "ως αγνώστου ιδιοκτήτη". Τούτο δε γιατί το ακίνητο αυτό - αφού δεν οριστικοποίηθηκε η πρώτη εγγραφή - δεν ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Εξάλλου με την αίτηση της παραγράφου αυτής δεν αξιώνεται εμπράγματο δικαίωμα έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά ζητείται η διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων της πρώτης εγγραφής, για το λόγο δε αυτό η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί να απευθύνεται η αίτηση κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά μόνο να κοινοποιείται σ'αυτό, τούτο δε γιατί αν η αίτηση περί διόρθωσης της πρώτης εγγραφής δεν γίνει τελεσίδικα δεκτή, το ακίνητο τεκμαίρεται αμάχητα ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Με τα παραπάνω συμπορεύεται και η επελθούσα πρόσφατα τροποποίηση της παρ.2 του άρθρου 6 του Ν.2668/1998, με την παρ.1 του άρθρου 24 του Ν.3983/2011, του οποίου η ισχύς άρχισε στις 17.6.2011 (άρθρο 25 του νόμου) με την οποία προστέθηκε εδάφιο στην παρ.2 που ορίζει ότι "....όταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφεται ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του α.ν.1539/1938, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του Ν.2732/1999)". Δηλαδή και για τις αγωγές της παρ.2 κατά του Δημοσίου, όταν αυτό αναγράφεται ως δικαιούχο του δικαιώματος, δεν απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 8 του α.ν.1539/1938. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν απαιτείται, πολύ περισσότερο, η τήρηση της διαδικασίας αυτής, στην περίπτωση της παρ.3, που το Δημόσιο δεν φέρεται ως δικαιούχος του αναγραφομένου δικαιώματος, αλλά απλώς καλείται στη σχετική δίκη, επειδή όταν θα οριστικοποιηθεί η εγγραφή θα αποκτήσει το σχετικό δικαίωμα, εφόσον βέβαια δεν διορθωθεί η πρώτη εγγραφή και δεν αναγραφεί ως δικαιούχος κάποιος τρίτος. Εξάλλου κατά τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο, ήτοι επί παραβιάσεως κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, ενώ η κήρυξη ή μη κήρυξη, παρά το νόμο, ακυρότητας του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Η παραβίαση της προδικασίας του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως ισχύει, αφορούσε παραβίαση - αθέτηση δικονομικής διατάξεως, με αποτέλεσμα η άσκηση της αγωγής, χωρίς την τήρηση της προδικασίας αυτής να στερείται των απαραιτήτων προϋποθέσεων του παραδεκτού της ασκήσεως της, ενώ το οικείο απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι κατά παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938 (όπως ισχύει), δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, η οποία ως στρεφομένη και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και διώκουσα την αναγνώριση του προσβαλλομένου, με την ανακριβή εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, δικαιώματος κυριότητας των εναγόντων και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής, υπαγόταν στην προδικασία της παραβιασθείσας διατάξεως. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, αφού η φερομένη ως παραβιασθείσα διάταξη είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δικονομικού δικαίου και δεν επιδέχεται μομφή από την εν λόγω διάταξη, που αφορά σε παραβιάσεις κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ο ίδιος λόγος ως αιτίαση από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αβάσιμος, αφού πρόκειται περί αγωγής της παρ.3 του άρθρου 6 του Ν.2664/1998 με την οποία δεν αξιώνεται δικαίωμα έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, κατά του οποίου δεν απαιτείται να στρέφεται η αγωγή, αλλά μόνο να του κοινοποιείται. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω είναι απαράδεκτος ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, της μη απορρίψεως, ως αορίστου της ένδικης αγωγής, καθόσον ο οικείος περί αοριστίας ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (αρθρ.562 παρ.2 ΚΠολΔ- ΑΠ 1020/2013, ΑΠ 1024/2013). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (αρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝ ΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 481/2013). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13.12.2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των Χ. Γ. του Σ. και Ι. Γ. του Σ., για αναίρεση της υπ'αριθμ.254/2011 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η εκδίκαση της αγωγής του άρθρου 6 παρ.3 του Ν.2664/1998 που υπάγεται στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας αν εκδικασθεί κατά τις διατάξεις της αμφισβητουμένης δεν ιδρύεται αναιρετικός λόγος, γιατί δεν προκαλείται βλάβη, αφού η τακτική διαδικασία παρέχει περισσότερα εχέγγυα από ότι η εκουσία. Στις αγωγές του άρθρου 6 παρ.2 και 3 του Ν.2664/1998 δεν απαιτείται η προδικασία του άρθρου 8 του ΑΝ.1539/1938. Οι αιτιάσεις περί του ορισμένου της αγωγής πρέπει να υποβληθούν στο δικαστήριο της ουσίας. Απαράδεκτες το πρώτον στον Άρειο Πάγο. Η εκδίκαση της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν.2664/98 κατά την τακτική διαδικασία δεν την καθιστά αγωγή της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας και το ορισμένο της κρίνεται κατά το άρθρο 747 παρ.2. Δικονομικό και ουσιαστικό απαράδεκτο 559 αρ.1, 14 και 8.
Εκούσια διαδικασία
Εκούσια διαδικασία , Διόρθωση εγγραφής σε κτηματολογικό βιβλίο.
0
Αριθμός 175/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Α. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Στεφάνου. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Τ. του Κ. , κατοίκου ... , ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/12/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 290/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 68/2010 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10/6/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 6/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκα από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ.... /18-7-2012 και ... /19-6-2013, εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Κερκύρας … και …, αντίστοιχα, τις οποίες ο αναιρεσείων προσκομίζει και επικαλείται, ο τελευταίος επέδωσε στον αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται δικάσιμος προς συζήτησή της η 21-11-2012 και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή, ως δ' εκ περισσού και βεβαίωση αναβολής της συζητήσεως από την ανωτέρω δικάσιμο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης, με κλήση για τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, αναιρεσιβλήτου. ΙΙ. Από τα άρθρα 974, 976 εδ.α', 984 παρ.1 και 989 του ΑΚ προκύπτει ότι νομέας πράγματος είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία στο πράγμα (κατοχή) και την ασκεί με διάνοια κυρίου, ότι σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα, ότι η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του, και ότι ο νομέας που διαταράχθηκε παράνομα έχει δικαίωμα να εξιώσει την παύση της διατάραξης καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον, ενώ δεν αποκλείεται και αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης αξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω, από τη γενική διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δικαστική προστασία δικαιούται να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, και εκείνη του άρθρου 556 του ΚΠολΔ, που ορίζει ποια πρόσωπα έχουν δικαίωμα να ασκήσουν το ένδικο μέσο της αναίρεσης, προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση αναιρέσεως και των επί μέρους λόγων της είναι να υπάρχει στον αναιρεσείοντα έννομο συμφέρον, το συμφέρον δε αυτό προκύπτει κυρίως από τη βλάβη που υφίσταται ο αναιρεσείων έναντι του αντιδίκου του από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ ο αναιρεσείων πρέπει να επικαλείται τον λόγο που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του για την αναίρεση της απόφασης. Τέλος, λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσβάλλεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου απορρίπτεται ως αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ.11 περ.γ'του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται και προβαλλόμενος είναι αβάσιμος όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. ΙΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Την 24-4-1981 απεβίωσε στην … η μητέρα των ετεροθαλών (ομομητρίων) αδελφών και διαδίκων Χ. χήρα Ι. Α. το γένος Σ. και Ε. Α. , χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα τέκνα της, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία δια της υπ' αριθμ. ... /16-9-1983 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Κέρκυρας Αδαμαντίνης Μανωλίδου-Κοντού, νομίμως μετεγγραμμένης. Στην εν λόγω δήλωση αποδοχής κληρονομίας, αναφέρονται αναλυτικά τα ακίνητα της κληρονομίας. Οι κληρονόμοι αυτής είχαν ήδη συντάξει το από 16-1-1982 ιδιωτικό συμφωνητικό διανομής των κληρονομιαίων ακινήτων και με βάση τα συμφωνηθέντα κατ' αυτό (ιδιωτικό συμφωνητικό) συνετάγη τo υπ' αριθμ. ... /16-9-1983 συμβόλαιο διανομής της ίδιας ως άνω σύμβ/φου, νομίμως μεταγεγραμμένο. Κατ' αυτό περιήρχοντο στον ενάγοντα-εκκαλούντα, Σ. Τ. , κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, μεταξύ άλλων "μία μονώροφος μετ' ισογείου ημιερειπωμένη οικία, εμβαδού 30 τ.μ., περίπου, κειμένη εντός του οικισμού του προαστίου "... " του Δήμου … γειτνιάζουσα με την κατωτέρω περιγραφόμενη οικία ιδιοκτησίας Δ. Α. (εναγομένου), περιελθούσα εις αυτόν δια των προσόντων της τακτικής και εκτάκτου χρησικτησίας, συνορευομένη γύρωθεν με ιδιοκτησίες Δ. Α. (εναγομένου), κληρονόμων Σ. Β. , κληρονόμων Ι. Γ. και κληρονόμων Σ. Ρ. ". Από την παραπάνω περιγραφή του ακινήτου που περιήλθε στον ενάγοντα-εκκαλούντα Σ. Τ. συνάγεται ότι στην κυριότητα και νομή αυτού περιήλθε εκτός της οικίας και το έμπροσθεν αυτής ακάλυπτο τμήμα ακινήτου που ονομάζεται "... ", ως εκ του ότι υφίσταται στο χώρο αυτό από αιώνος κληματαριά, επιφανείας περίπου 24,23 τ.μ.. Η κρίση αυτή στηρίζεται στο ότι αναφέρεται μεν στο διανεμητήριο ως άνω συμβόλαιο ότι ο ενάγων Σ. Τ. λαμβάνει μια μονώροφο οικία, πλην όμως εάν δεν περιέρχονταν σ' αυτόν και ο ακάλυπτος χώρος έπρεπε κατ' αναλογίαν να ορίζεται στο συμβόλαιο αυτό ότι η μονώροφος αυτή οικία συνορεύει με το επίδικο τμήμα, ήτοι τον χώρο "... ", και δεν θα αναγραφόταν στο ίδιο συμβόλαιο ότι συνορεύει με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Β. . Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η παρεμβολή της "... " μεταξύ της οικίας του ενάγοντος Σ. Τ. και της ιδιοκτησίας κληρονόμων Σ. Β. αποτυπώνεται τόσο στο από 5-8-2004 τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα Σ. Κ., όσο και στο από Νοεμβρίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου Δ. Κ. . Τα ως άνω επιρρωνύονται και από το γεγονός ότι στο συμβόλαιο διανομής και στην αποδοχή κληρονομίας που προαναφέρθηκαν δεν περιγράφεται ο χώρος της "... " ως αυτοτελές κληρονομιαίο ακίνητο και αντικείμενο της συνολικής διανομής. Εάν ο χώρος αυτός αποτελούσε αυτοτελές περιουσιακό στοιχείο και όχι συνοδευόμενος χώρος της οικίας που έλαβε ο ενάγων Σ. Τ. , ασφαλώς ο εναγόμενος θα τον συμπεριλάμβανε τον χώρο αυτό, ως ιδιαίτερο κληρονομιαίο στοιχείο, ενόψει μάλιστα του ότι αυτός μόνος συμβλήθηκε στην δήλωση αποδοχής κληρονομίας, εκπροσωπώντας και τον ενάγοντα Σ. Τ. δυνάμει του ... /13-9-1983 πληρεξουσίου της ιδίας συμβ/φου, και κατά την αναφορά στη δήλωση αυτή των κληρονομιαίων ήτο λίαν εμπεριστατωμένη και σαφής η περιγραφή αυτών (κληρονομιαίων ακινήτων). Σε κάθε δε περίπτωση στο προηγούμενο ιδιωτικό συμφωνητικό και στο ακολουθούμενο συμβόλαιο διανομής θα αναφέρονταν ο χώρος αυτός της "... ς" ως αυτοτελές κληρονομιαίο και προς διανομή περιουσιακό στοιχείο, ενόψει και της αξίας του. Εξ ετέρου αποδείχθηκε ότι ο ενάγων- εκκαλών Σ. Τ. αμέσως μετά την ως άνω διανομή επιλήφθηκε της νομής τόσο της οικίας όσο και του τμήματος της ... ς, αποτελούσης έκτοτε την αυλή της οικίας του έμπροσθεν και ασκούσε επί του χώρου αυτού φυσική εξουσία και καλλιεργώντας σ' αυτόν κηπευτικά, καλλωπιστικά άνθη, τοποθετώντας γλάστρες με φυτά και αναπτύσσοντας τραπέζι και καρέκλες προς διημέρευση τους θερινούς μήνες. Το εύρος του χώρου αυτού, του επονομαζόμενου "... ", εξικνείτο προς την πλευρά της ιδιοκτησίας του εναγομένου μέχρι τη βάση του εξωτερικού τοίχου της οικίας αυτού και της εξωτερικής πλευράς του τοιχίου αυτού (εναγομένου). Ουδέποτε ο εναγόμενος διενήργησε πράξεις νομής στο μέρος της αυλής (... ς) του ενάγοντος, ούτε και επί τμήματος αυτού μήκους 4 μέτρων και πλάτους 1 μέτρου που εφάπτεται του εξωτερικού τοίχου της οικίας του και του μανδροτοίχου. Κατά χάριν και προς διασφάλιση της μη διαβρώσεως της θεμελιώσεως της οικίας και του μανδροτοίχου του, επετράπη σ'αυτόν, λόγω των καλών σχέσεών τους τότε, από τον ενάγοντα να τσιμεντοστρώσει την λωρίδα αυτή, για να μην καταλήγουν ύδατα στη θεμελίωση αυτών (τοίχου και οικίας). Αντίθετα και επί της τσιμεντοστρωμένης αυτής εδαφικής λωρίδας ο ενάγων είχε αναπτύξει γλάστρες με καλλωπιστικά φυτά και έκανε χρήση αυτής με διάνοια κυρίου. Κατά συνέπεια και επί της επιδίκου αυτής τσιμεντοστρωμένης εδαφικής λωρίδος αποκλειστικός νομέας και κάτοχος ήταν ο ενάγων. Κατ' ακολουθίαν απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του εναγομένου-εκκαλούντος ότι αυτός τυγχάνει κύριος και νομέας της εδαφικής αυτής λωρίδος των 4 τ.μ. (1Χ4 μέτρα). Και ενώ δέχεται η εκκαλουμένη ότι την εδαφική αυτή λωρίδα ενέμετο και διακατείχε ο ενάγων συνεχώς από της καταρτίσεως του διανεμητηρίου συμβολαίου μέχρι την άσκηση των προσβλητικών μέσων της νομής του ενάγοντος από τον εναγόμενο, στη συνέχεια αποδέχεται ότι κύριος αυτής της εδαφικής λωρίδος τυγχάνει ο εναγόμενος, θεωρώντας ότι εκρίθη τούτο με δύναμη δεδικασμένου δια της υπ' αριθμ. 88/2002 αποφάσεως του Εφετείου Κέρκυρας και μετά ταύτα απορρίπτει τα αγωγικά αιτήματα για αναγνώριση του ενάγοντος ως νομέα αυτής και την απομάκρυνση του κλιματιστικού άνωθεν της λωρίδος αυτής και την απαγόρευση κάθε μελλοντικής διαταράξεως του ενάγοντος-νομέως αυτής από τον εναγόμενο. Όμως, εκ της επισκοπήσεως του σκεπτικού και διατακτικού της υπ' αριθμ. 88/2002 τελεσιδίκου αποφάσεως του Εφετείου Κέρκυρας, ουδέν δεδικασμένο παράγεται ως προς την κυριότητα και νομή της επιδίκου εδαφικής λωρίδος, καθόσον ουδόλως αναφέρεται στην απόφαση αυτή η συγκεκριμένη εδαφική λωρίδα, αλλά άλλη εδαφική λωρίδα, πλησίον της επιδίκου. Κατ' ακολουθίαν έσφαλε ως προς τούτο το σημείο η εκκαλουμένη και θα πρέπει να εξαφανισθεί κατά παραδοχή ως του συναφούς λόγου της εφέσεως του ενάγοντος, διακρατουμένης δε της υποθέσεως και δικάζοντας επί της αγωγής θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά το σκέλος αυτό και να αναγνωρισθεί ο ενάγων νομέας της επιδίκου αυτής εκτάσεως. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εκκαλών Δ. Α. την 26-7-2007, όλως αυθαιρέτως και παρανόμως και παρά τις διαμαρτυρίες του ενάγοντος-εκκαλούντος Σ. Τ. υ, εγκατέστησε στον εξωτερικό τοίχο της οικίας του, προς την πλευρά της αυλής του ενάγοντος, ήτοι άνωθεν της επιδίκου εδαφικής λωρίδος, κλιματιστικό και σωλήνα απορροής των υγρών του στο χώρο αυτό, προσβάλλοντας ούτω το δικαίωμα του ενάγοντος κατά την ενάσκηση πράξεων νομής επί του χώρου αυτού. Κατ' ακολουθίαν θα πρέπει να παύσει η προσβολή της νομής του ενάγοντος επί του χώρου αυτού δια της απομακρύνσεως της εγκαταστάσεως αυτής του εναγομένου άνωθεν της επίδικου εδαφικής λωρίδος και να απαγορευθεί σ'αυτόν (εναγόμενο) κάθε μελλοντική πράξη διαταράξεως του δικαιώματος αυτού του ενάγοντος επί της επιδίκου εκτάσεως, δι' απαγγελίας χρηματικής ποινής μόνον, ενόψει του ότι θεωρείται η επιβολή αυτή ικανή και ανάλογος προς την προσβλητική πράξη, για να αποτρέψει στο μέλλον ενέργεια πράξεων διαταρακτικών του εν λόγω δικαιώματος του ενάγοντος, της απαγγελίας και προσωπικής κρατήσεως κατ' αυτού θεωρούμενης υπερβολικής και αναντιστοίχου. Συνεπώς, απορρίπτοντας η εκκαλουμένη και το αγωγικό αυτό αίτημα, ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, με την αιτιολογία ότι η επίδικος εδαφική λωρίδα ανήκει κατά κυριότητα στον εναγόμενο, έσφαλε και θα πρέπει να εξαφανισθεί, κατά παραδοχή, ως βάσιμου κατ' ουσίαν, του συναφούς λόγου της εφέσεως του ενάγοντος, διακρατουμένης δε της υποθέσεως και δικάζοντας επί της αγωγής κατά το σκέλος τούτο, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τούτο και να διαταχθεί η άρση της προσβολής και η απαγόρευση στο μέλλον διαταράξεως της νομής του ενάγοντος επί της επιδίκου εδαφικής λωρίδος επ' απειλή μόνον χρηματικής ποινής, όπως στο διατακτικό. Περαιτέρω από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά την διάρκεια εγκαταστάσεως του κλιματιστικού του στην εξωτερική πλευρά της οικίας του και άνωθεν της επιδίκου εδαφικής λωρίδος, ο ενάγων, λόγω των αντιρρήσεων του εναγομένου και συνεπεία εκνευρισμού του (εναγομένου), απέρριψε βίαια την 16-7-2007 τις τέσσερις γλάστρες με καλλωπιστικά φυτά που είχε τοποθετήσει στον επίδικο χώρο ο ενάγων, τις οποίες γλάστρες και κατέστρεψε παντελώς. Ρίχνοντας αυτές στον υπόλοιπο χώρο της αυλής του ενάγοντος, κατέστρεψε το υπάρχον εκεί τραπέζι και τρείς καρέκλες, καθώς και 13 γλάστρες με καλλωπιστικά φυτά, προκαλώντας έτσι παράνομα και ηθελημένα ζημία στον ενάγοντα, συνολικού ύψους 500 ευρώ. Επομένως υπόχρεος στην αποζημίωσή του τυγχάνει ο εναγόμενος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι η συνολική ζημία του ενάγοντος εκ της αιτίας αυτής ανέρχεται στο ποσό των 40 ευρώ, έσφαλε στο σημείο αυτό κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει να εξαφανισθεί, κατά μερική παραδοχή, ως κατ' ουσίαν βάσιμου, του συναφούς λόγου της εφέσεως του ενάγοντος, διακρατουμένης δε της υποθέσεως και δικάζοντας επί της αγωγής κατά το σκέλος της αυτό, θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να επιδικασθεί στον ενάγοντα το ποσό των 500 ευρώ, για την εν λόγω αιτία. Ωσαύτως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι λόγω των έντονων διαμαρτυριών του ενάγοντος, κατά το στάδιο εγκαταστάσεως του κλιματιστικού από τον εναγόμενο, ο τελευταίος τον εξύβρισε και τον προπηλάκισε, λόγω δε της εντάσεως που δημιουργήθηκε, αναιτίως για τον ενάγοντα και υπαιτίως για τον εναγόμενο, ο ενάγον υπέστη ρινορραγία. Συνεπεία της ως άνω σωματικής βλάβης του και της μειώσεως της τιμής και υπολήψεώς του εκ της εξυβρίσεώς του από τον εναγόμενο, αλλά και εκ της όλης και διαρκούς συμπεριφοράς του εναγομένου, κατά την εγκατάσταση και λειτουργία του κλιματιστικού, που δημιούργησε σοβαρές οχλήσεις στον ενάγοντα κατά την ενάσκηση της νομής της αυλής του, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη (....)". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, και α)αναγνώρισε τον αναιρεσίβλητο νομέα "μιας παλαιάς μονωρόφου μετ'ισογείου οικίας, εμβαδού της οικίας τριάντα (30) τετρ.μέτρων, μετά του έμπροσθεν αυτής μικρού ακάλυπτου χώρου εμβαδού είκοσι πέντε (25) περίπου τετρ.μέτρων, επονομαζομένου χώρου "... ς", οριοθετουμένου προς Βορράν με οικία εναγομένου - εφεσιβλήτου και εξικνουμένης κατά την πλευράν της αυλής αυτής μέχρι του εξωτερικού Νοτίου τοίχου της οικίας του εναγομένου - εφεσιβλήτου, συμπεριλαμβανομένης στο χώρο αυτό της αυλής του ενάγοντος - εκκαλούντος και της τσιμεντοστρώτου εδαφικής λωρίδος διαστάσεων 1 μέτρο πλάτους Χ 4 μέτρα μήκος περίπου, προς ανατολάς με (...)", β)υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να αφαιρέσει το ειρημένο κλιματιστικό μηχάνημα από τον εξωτερικό τοίχο της οικίας του, άνωθεν του χώρου "... " του αναιρεσιβλήτου, απαγορεύοντάς του και κάθε μελλοντική διατάραξη της νομής του αναιρεσιβλήτου επί των ως άνω χώρων, και γ)υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 2.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που ο τελευταίος είχε υποστεί από την κατά τα ανωτέρω αδικοπραξία την οποία δέχθηκε το Εφετείο ως τελεσθείσα εις βάρος του. IV. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσεως και ασκήσεως της νομής εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου, όχι δε του αναιρεσείοντος, επί του επιδίκου ακάλυπτου χώρου ("... ") της οικίας του αναιρεσιβλήτου, συνολικού εμβαδού, κατά την αναιρεσιβαλλομένη, 25 τ.μ. περίπου (24,23 τ.μ.), στον οποίο περιλαμβάνεται και η αναφερόμενη εδαφική λωρίδα, εμβαδού 4 τ.μ. (1Χ4μ.), οι οποίες αιτιολογίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής εκ μέρους του Εφετείου των προαναφερθεισών (ανωτ. από ΙΙ) ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 976, 984 παρ.1 και 989 του ΑΚ, είναι δε αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον τρίτο, από τον αρ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, και δη από το αιτητικό της σε συνδυασμό με το ιστορικό, ο αναιρεσίβλητος ζήτησε με αυτήν την προστασία της νομής του επί του ακαλύπτου χώρου, εμβαδού, κατά την αγωγή, 31 τ.μ., που βρίσκεται έμπροσθεν της οικίας του (αυλή), στον οποίο χώρο περιλαμβάνεται και η προρρηθείσα εδαφική λωρίδα διαστάσεων 1Χ4μ. που εφάπτεται της οικίας του αναιρεσείοντος, όπως τα ανωτέρω (ως προς το περιεχόμενο της αγωγής) δέχεται και το Εφετείο. Με τον δεύτερο, από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να αναγνωρίσει ως ανωτέρω (υπό ΙΙΙ) νομέα τον αναιρεσίβλητο (και) της οικίας εμβαδού 30 τ.μ. χωρίς να ζητήσει τούτο ο αναιρεσίβλητος, αλλά και της εδαφικής λωρίδας διαστάσεων 1Χ4μ. που προαναφέρθηκε και η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, δεν περιλαμβάνεται στο αγωγικό αίτημα ως μέρος του επίδικου ακάλυπτου χώρου (αυλής) του αναιρεσιβλήτου, επιδίκασε (το Εφετείο) περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης ως προς μεν το πρώτο σκέλος του είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ούτε προκύπτει έννομο συμφέρον του για την προβολή της ανωτέρω πλημμέλειας ως προς την αναγνωρισθείσα πράγματι, ως δ' εκ περισσού, νομή του αναιρεσιβλήτου επί της οικίας, την οποία, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ο αναιρεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε, ώστε να υφίσταται βλάβη από την προσβαλλόμενη αναγνώριση που να δικαιολογεί το έννομο συμφέρον για την προσβολή της, ως προς δε το δεύτερο σκέλος του ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αφού και όπως προαναφέρθηκε η επίδικη εδαφική λωρίδα των 1Χ4μ. αναφέρεται στην αγωγή ως μέρος του ακινήτου (ακάλυπτος χώρος οικίας) για το οποίο ζητήθηκε έννομη προστασία. Με τον όγδοο και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με τις προρρηθείσες παραδοχές του παραβίασε τις περί συννομής διατάξεις του ΑΚ (άρθρ.994, σε συνδ.με 980 παρ.1) αφού και ο αναιρεσείων ήταν συννομέας του επίδικου ακάλυπτου χώρου, ασκώντας τη (συν-)νομή του δια του αναιρεσιβλήτου, ως αντιπροσώπου του. Ο λόγος αυτός, ως λόγος από την ανωτέρω διάταξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δεν δέχεται την ύπαρξη συννομής των διαδίκων στο επίδικο, κατά τα λοιπά δε ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, προσβάλλοντας την ουσιαστική και μόνον κρίση του δικαστηρίου, που δέχεται κατηγορηματικώς αποκλειστική νομή του αναιρεσιβλήτου επί του επίδικου χώρου. Τέλος, από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, επομένως και τα αναφερόμενα στον ένατο λόγο του αναιρετηρίου, και τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον λόγο αυτό, από τον αρ.11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα. V. Aπό το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, έστω και εμμέσως (ΑΠ 115/2003, 1310/2011), την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των δικαιοπρακτούντων και παρά ταύτα δεν προσφεύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών που θέτουν τα άρθρα 173 και 200 του AK για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεώς τους (ΑΠ 1310/2011). Αν, αντιθέτως, το δικαστήριο δεν δέχεται την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση του δικαιοπρακτούντων και δεν προσφεύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων αυτών δεν δημιουργείται ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως, αφού το δικαστήριο δεν έχει, στην περίπτωση αυτή, υποχρέωση προσφυγής στις εν λόγω διατάξεις. Εξάλλου, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για να θεμελιωθεί πάντως ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται oτι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλομΑΠ 2/2008). Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι το Εφετείο δεν δέχεται, ούτε και εμμέσως, την ύπαρξη κενού η αμφιβολίας ως προς τη βούληση των διαδίκων που εκφράστηκε στο προρρηθέν υπ'αριθμ.... /1983 διανεμητήριο συμβόλαιο, με το οποίο, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, περιήλθε στον αναιρεσίβλητο (και) ο επίδικος ακάλυπτος χώρος ("... "), το δε Εφετείο, με τις προρρηθείσες (ανωτ.υπό ΙΙΙ) αναφορές του στο συμβόλαιο αυτό προβαίνει στην εκτίμηση του περιεχομένου του, ως προς την ταυτότητα του επιδίκου, το οποίο και δεν παραμόρφωσε με εσφαλμένη ανάγνωσή του. Επομένως ο τέταρτος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να μην προσφύγει στις ερμηνευτικές διατάξεις των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για την ερμηνεία του ως άνω συμβολαίου αν και διαπίστωσε κενά και αμφίβολα σημεία ως προς εκφρασθείσα δικαιοπρακτική βούληση των μερών, παραβίασε, με την μη εφαρμογή τους, τις διατάξεις αυτές, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, στηριζόμενος και σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ο δε έκτος, από τον αρ.20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου, ως τέτοιος μεν λόγος είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αβάσιμος, ως προσβάλλων δε κατά τα λοιπά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου (εκτίμηση) απαράδεκτος (άρθρ.561 παρ.1 του ΚΠολΔ). VI. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 240 και 524 παρ.1α του ΚΠολΔ η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί και δεν είναι νόμιμη (ΑΠ 1154/2002, και για την ανάλογη περίπτωση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 302/2013). Επομένως, λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος προτάθηκε στο Εφετείο κατά τον ανωτέρω μη νόμιμο τρόπο είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 του ΚΠολΔ (εκτός αν συντρέχουν οι αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο εξαιρέσεις). Εν προκειμένω, με τους πρώτον, έβδομο, δέκατο και πέμπτο, από τους αριθμούς, αντίστοιχα, 8 και 14, 8, 16 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο α)δεν έλαβε υπόψη την ένσταση αοριστίας της αγωγής που είχε προτείνει ο αναιρεσείων και δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, β)δεν έλαβε επίσης υπόψη τις ενστάσεις καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (άρθρ.261 του ΑΚ) και παραγραφής (άρθρ.992 του ΑΚ) ως προς την αδικοπραξία (σωματική βλάβη) που δέχθηκε το Εφετείο, τις οποίες ενστάσεις είχε ομοίως προτείνει ο αναιρεσείων, και γ)δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ως προς την ίδια εδαφική λωρίδα από την μνημονευόμενη υπ'αριθμ.88/2002 απόφαση του ίδιου Εφετείου Κερκύρας, διαλαμβάνοντας σχετικώς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, και απέρριψε έτσι την περί του αντιθέτου ένσταση του αναιρεσείοντος. Όπως όμως προκύπτει από τις προτάσεις του αναιρεσείοντος, ως εναγομένου - εφεσιβλήτου, ενώπιον του Εφετείου, ο αναιρεσείων έχει ενσωματώσει σ'αυτές τις από 19-5-2008 προτάσεις του που είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στις οποίες περιέχονται μεταξύ των άλλων ισχυρισμών που υποβλήθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και οι ανωτέρω ενστάσεις, με γενική και μόνον αναφορά σ'αυτές, χωρίς δηλαδή ειδική αναφορά και προσδιορισμό των ισχυρισμών που επαναφέρει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και τους οποίους είχε υποχρέωση να εξετάσει το Εφετείο. Η κατά τον ανωτέρω τρόπο επαναφορά των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου δεν είναι νόμιμη, κατά την έννοια των άρθρων 240 και 524 παρ.1 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε, κατά συνέπειαν δε οι ειρημένοι πρώτος, έβδομος, δέκατος και πέμπτος λόγοι του αναιρετηρίου είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι. VII. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-6-2010ν αίτηση του Δ. Α. για αναίρεση της υπ'αριθμ.68/2010 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νομέας πράγματος. Κτήση, προσβολή και προστασία της νομής. Ένδικο μέσον αναιρέσεως. Για την άσκησή του και για τους επιμέρους λόγους απαιτείται έννομο συμφέρον. Πότε υπάρχει. Λόγοι από τους αρ. 1 (ΑΚ 173, 200), 11γ΄, 19 ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Πότε ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 11γ΄ και 20. Λόγος με τον οποίο προσβάλλεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση [Επικυρώνει Εφ. Κέρκ. 68/2010].
Νομή
Νομή.
0
Αριθμός 177/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Δ. συζ. Λ. Κ., θυγ Δ. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τσεβρένη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Τ. συζ. Δ. Μ., το γένος Δ. Μ., κατοίκου ..., 2)Τ. Β. του Β., κατοίκου ..., 3)Β. Β. του Τ., κατοίκου ... και 4)Θ. συζ. Κ. Ρ., θυγ. Τ. Β., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Ζαφείρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/1998 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 58/1998 μη οριστική, 20/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 308/2006 του Εφετείου Ιωαννίνων. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1191/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την 308/2006 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση που αναιρέθηκε. Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 387/2009, 66/2011, 38/2012 μη οριστικές και 252/2012 οριστική του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19/11/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Εξ ετέρου ο λόγος αυτός είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νομίμου βάσεως, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, παραβιάσθηκε, εκ πλαγίου, κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 609/2013). Τέλος τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, πραγματικά η νομικά, δεν συνιστούν παραδοχές της αποφάσεως, με βάση τις οποίες, διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια . Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση την νομίμως, σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αγωγή διανομής, (επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, με την ΑΠ 1191/2008, υπ' αριθμ. 308) 2006 απόφαση του Εφετείου και μετ' αναίρεση η δεχθείσα την έφεση υπ' αριθμ. 387/2009 απόφαση, που κράτησε την αγωγή και αφού την δίκασε την απέρριψε ως μη νόμιμη για τα επτά, υπό στοιχ. Α1 έως Α7 και από την πατρική γραμμή φερόμενα ως επίκοινα ακίνητα, ενώ διέταξε αποδείξεις για τα λοιπά δυο και από την μητρική γραμμή φερόμενα ως επίκοινα ακίνητα, καθώς και οι υπ' αριθμ 61/2011 και 38/2012 περί αποδείξεως και επανάληψης της συζητήσεως, αντίστοιχα) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Π. χα Δ. Μ. το γένος Ι. Ν., μητέρα της ενάγουσας-εφεσίβλητης, της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης των εκκαλούντων, καθώς και της αρχικά δεύτερης εναγομένης Γ. συζ. Β. Τ., μετά το θάνατο της οποίας συνεχίζουν τη δίκη αυτή οι νόμιμοι κληρονόμοι της, ήτοι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτη των εκκαλούντων, είχε στην αποκλειστική κυριότητα της τα ακόλουθα ακίνητα: 1) Ένα ορεινό αγροτεμάχιο, έκτασης 2.400 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στη θέση "…" της κτηματικής περιφέρειας ... Δήμου … και συνορεύει με αγροτικό δρόμο, δημοτική έκταση και με ιδιοκτησία Σ. Μ.. Και 2) Ένα αγροτεμάχιο έκτασης 625 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας ... Δήμου … και συνορεύει με την επαρχιακή οδό Άρτας-Χανόπουλου και με ιδιοκτησίες Α. Σ., Θ. Σ. και Ε. Σ. Σημειωτέον ότι το γεγονός ότι η Π. χήρα Δ. Μ. είχε στην κυριότητα της τα ανωτέρω δύο ακίνητα, συνομολογείται από όλους τους διαδίκους. Δεν αποδείχθηκε, όμως, περαιτέρω από την έχουσα το σχετικό δικονομικό βάρος ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ότι η μητέρα της Π. είχε και κατά το χρόνο του θανάτου της, στις 25-1-1993, την κυριότητα των ως άνω ακινήτων, όπως αυτή αβάσιμα ισχυρίστηκε με την αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, η Π. Μ. περί το έτος 1965 παραχώρησε άτυπα τα πιο πάνω δύο ακίνητα στη θυγατέρα της πρώτη των εκκαλούντων για την οικονομική της αποκατάσταση, καθώς αυτή ήταν ήδη τότε παντρεμένη με τον Δ. Μ.. Η τελευταία παρέλαβε τα ακίνητα στη νομή και κατοχή της και άρχισε να τα εκμεταλλεύεται σύμφωνα με τη φύση και τον προορισμό τους. Ειδικότερα, όπως και η μητέρα της παλαιότερα, εκμίσθωνε τη χρήση τους σε κτηνοτρόφους της περιοχής, κυρίως του πρώτου από αυτά, που είναι ορεινό, καλλιεργούσε τα ελαιόδεντρα που υπήρχαν σ' αυτά και συνέλεγε τον καρπό τους, ενώ στη συνέχεια, περί το έτος 1974, φύτεψε σ' αυτά και νέα ελαιόδεντρα (βλ. και την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Χ. Μ., όπου αναφέρεται ότι στο μεν ακίνητο στη θέση "..." υπάρχουν 21 μεσαία και 45 μικρά ελαιόδεντρα, ενώ στο ακίνητο στη θέση "..." υπάρχουν 19 μεσαία ελαιόδεντρα). Νεμόμενη δε η πρώτη των εκκαλούντων τα ακίνητα αυτά με διάνοια κυρίας και με τις προαναφερόμενες πράξεις νομής, από το 1965 συνεχώς και για είκοσι και πλέον χρόνια, κατέστη κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία, με αποτέλεσμα να αποσβεστεί η κυριότητα της μητέρας της που προϋπήρχε επί των ακινήτων αυτών. Έτσι, κατά τον επισυμβάντα στις 25-1-1993 θάνατο της, η Π. Μ. δεν είχε πλέον στην κυριότητα της τα ανωτέρω ακίνητα. Όλα τα παραπάνω σαφώς αποδείχθηκαν από την κατάθεση του μάρτυρα των εκκαλούντων Β. Β., ο οποίος λόγω της συγγενικής του σχέσης με την Π. Μ., καθώς η τελευταία ήταν αδελφή της μητέρας του, αλλά και λόγω της ηλικίας του (γεν. το έτος 1937), καθώς και του γεγονότος ότι είναι μόνιμος κάτοικος ..., είναι σε θέση να γνωρίζει με ακρίβεια πρόσωπα και γεγονότα που αφορούν τα δύο επίδικα ακίνητα. Συγκεκριμένα ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι τα δύο επίδικα ακίνητα η Π. Μ. τα έδωσε στη θυγατέρα της Τ. (πρώτη των εκκαλούντων) λίγα χρόνια μετά το 1957 (5 με 10 χρόνια περίπου), αφού προηγουμένως τα αξιοποιούσε η ίδια είτε με την εκμίσθωση του πρώτου (ορεινού) ακινήτου σε κτηνοτρόφους της περιοχής, είτε καλλιεργώντας το δεύτερο, που είναι πεδινό, με καπνά. Κατέθεσε επίσης για το γεγονός ότι τα ελαιόδεντρα που υπάρχουν στα ακίνητα φυτεύτηκαν από την πρώτη των εκκαλούντων και ότι μάλιστα ότι ο ίδιος τη βοήθησε στο φύτεμα των δέντρων αυτών. Αντίθετα, η κατάθεση του μάρτυρα της εφεσίβλητης Ι. Κ., δεν κρίνεται πειστική. Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος σημειωτέον γεννήθηκε το 1954, κατέθεσε για όσα γνωρίζει από τον πατέρα του και όχι από δική του γνώση και αντίληψη, καθώς ο ίδιος δεν είναι μόνιμος κάτοικος ..., ενώ δεν είχε και τόσο στενή συγγενική σχέση με την Π. Μ., η οποία ήταν εξαδέλφη της μητέρας του. Έτσι, η κατάθεσή του ότι τα ελαιόδεντρα φυτεύτηκαν στα δύο επίδικα ακίνητα από την Π., όπως του είπε ο πατέρας του, ελέγχεται για την ακρίβεια της, δεδομένου ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κατάθεση του προηγούμενου μάρτυρα για το θέμα αυτό, ο οποίος μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, βοήθησε ο ίδιος την πρώτη των εκκαλούντων στο φύτεμα των δέντρων. Άλλωστε το 1974, που φυτεύτηκαν τα νέα ελαιόδεντρα κατά τον πιο πάνω μάρτυρα της εφεσίβλητης, η Π. Μ. ήταν ήδη ηλικίας 66 ετών (γεννήθηκε το 1908, σύμφωνα με το απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου της, του Ληξιάρχου της Κοινότητας ...) και συνεπώς δεν είναι λογικό να ενδιαφέρεται η ίδια σε μία τέτοια ηλικία για την περαιτέρω αξιοποίηση της περιουσίας της και την επαύξηση της αξίας της και όχι οι θυγατέρες της και πιο συγκεκριμένα η πρώτη των εκκαλούντων. Όπως μάλιστα κατέθεσε ο μάρτυρας των εκκαλούντων "μόλις παντρεύονταν οι κόρες τους έδινε και τα κτήματα" και στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη εκτέθηκε, παραχώρησε στην πρώτη των εκκαλούντων μετά το γάμο της τα δύο επίδικα ακίνητα, η οποία ενδιαφέρθηκε στη συνέχεια να τα αξιοποιήσει με τη φύτευση νέων ελαιοδέντρων. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την 31/16-8-2011 βεβαίωση του Προέδρου του Τ.Ο.Ε,Β. ..., σύμφωνα με την οποία, από 1994, οπότε συγκροτήθηκε ο εν λόγω Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων, η πρώτη των εκκαλούντων (και όχι οι κληρονόμοι της Π. Μ.) είχε δηλώσει τον ελαιώνα στη θέση "Ορεινά" και τακτοποιούσε κανονικά τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τον Οργανισμό αυτό. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω βεβαίωση αφορά το πρώτο από τα δύο επίδικα ακίνητα, δεδομένου ότι οι θέσεις "Ορεινά" και "..." αφορούν την ίδια τοποθεσία (βλ. την 43/17-11-2011 βεβαίωση του Προέδρου του ίδιου πιο πάνω Οργανισμού). Όλα τα ανωτέρω εξ άλλου δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι με το από 27-5-1964 ιδιωτικό συμφωνητικό η Π. χήρα Δ. Μ. και οι τρεις θυγατέρες της, δηλαδή η ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη και η αρχικά δεύτερη εναγομένη επώλησαν από κοινού στους αδελφούς Δ. και Π. Ζ. το με αριθμό … κληροτεμάχιο της οριστικής διανομής του αγροκτήματος .... Και τούτο διότι με το ως άνω συμφωνητικό οι πωλήτριες προέβησαν στην εν λόγω πώληση με την ιδιότητα τους ως κληρονόμων του Δ. Μ., όπως αναφέρεται στο συμφωνητικό, στην κληρονομιά του. οποίου περιλαμβανόταν το πωλούμενο ακίνητο. Τα δύο επίδικα όμως ακίνητα, όπως προαναφέρθηκε, περιλαμβάνονταν στην περιουσία της Π. Μ. και όχι στην περιουσία του συζύγου της Δ. Μ.. Κατά συνέπεια και με βάση όλα τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με τη συνεκκληθείσα κατ' άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ, υπ' αριθμ. 58/1998 απόφασή του, δέχθηκε όσον αφορά τα δύο ως άνω ακίνητα της αγωγής ότι η μητέρα των αρχικών διαδίκων Π. χήρα Δ. Μ. ήταν αποκλειστική κυρία αυτών κατά το χρόνο του θανάτου της, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονούνται οι εκκαλούντες με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσης τους. Πρέπει κατά συνέπεια να εξαφανιστεί η ως άνω απόφαση κατά το κεφάλαιο της που αναφέρεται στα δύο ως άνω ακίνητα και το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει και δικάσει κατ' ουσίαν την υπόθεση (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), ήτοι την από 8-1-1998 αγωγή ως προς τα εν λόγω ακίνητα (υπό στοιχεία Β1 και Β2 ακίνητα). Περαιτέρω δε, αφού ανακληθεί η 387/2009 προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κατά το μέρος της που αναφέρεται στα δύο πιο πάνω ακίνητα, με την οποία διατάχθηκε περαιτέρω η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για το εφικτό ή μη της αυτούσιας διανομής τους και η οποία επομένως είναι μη οριστική κατ' άρθρο 309 ΚΠολΔ (ΑΠ 603/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ), η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη ως προς τα υπό στοιχεία Β1 και Β2 ακίνητα, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν αποδείχθηκε ότι η μητέρα των αρχικών διαδίκων ήταν κυρία των ακινήτων αυτών κατά το χρόνο του θανάτου της και συνεπώς η ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη και η αρχική δεύτερη εναγομένη δεν κατέστησαν, ως κληρονόμοι της, συγκύριες των ακινήτων αυτών κατά τα αναφερόμενα αδιαίρετα ποσοστά". Ακολούθως το Εφετείο, αφού ανακάλεσε την αναφερομένη παραπάνω, υπ' αριθμ. 387/2009, απόφαση του Εφετείου, κατά το μέρος που διέτασσε αποδείξεις ως προς τα δύο ακίνητα, για τα οποία είχε κριθεί νόμιμη η αγωγή, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση κατά το αφορόν τα εν λόγω ακίνητα κεφάλαιό της και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί το Εφετείο έκρινε ότι τα επίδικα δεν ήταν επίκοινα, αφού η δικαιοπάροχος, από κληρονομιά μητέρα των αρχικών διαδίκων, δεν είχε την κυριότητά τους, κατά το χρόνο του θανάτου της (25.1.1993), καθόσον αυτή (κυριότητα) είχε καταλυθεί με την επ' αυτών, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αποκτηθείσα κυριότητα από την πρώτη εκκαλούσα - εναγομένη, η οποία από το 1965 που απόκτησε την κατοχή τους με άτυπη παραχώρηση από τη μητέρα τους, άσκησε σ' αυτά για περισσότερο από είκοσι χρόνια, με διάνοια κυρίου τις αναφερόμενες και προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις νομής. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα καταλυτικά της κυριότητας της παραπάνω δικαιοπαρόχου των διαδίκων, επί των επιδίκων ακινήτων, περιστατικά και η εντεύθεν ανυπαρξία διανεμητέας περιουσίας, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των οικείων περί συγκυριότητας και διανομής διατάξεων (αρθρ. 1113, 795 επ, 480 επ ΚΠολΔικ), ενώ η αναφερόμενη διηγηματικά χρησιδεσποτεία της πρώτης εναγομένης, ως εκφεύγουσα του αντικειμένου της δίκης, δεν δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την κυριότητα αυτής επί των επιδίκων, ούτε επηρεάζει το διατακτικό. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και κατά το μέρος που αναφέρεται στη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το δικαστήριο με ανεπαρκείς και εσφαλμένες αιτιολογίες και παραδοχή της καταθέσεως του μάρτυρα των εναγομένων Β. Β., κατέληξε στο πόρισμα ότι η πρώτη εκκαλούσα - εναγομένη απέκτησε τη νομή των επιδίκων, με άτυπη, από το 1965 παραχώρηση από τη κοινή δικαιοπάροχο των διαδίκων μητέρα τους, καθόσον τούτο δεν ήταν δυνατό να συμβεί, αφού τα ακίνητα αυτά ήταν η μοναδική περιουσία της και δεν θα μπορούσε να τα παραχωρήσει στο ένα παιδί της και να αποκληρώσει τα άλλα, είναι απαράδεκτες, γιατί ανάγονται αποκλειστικά και απροκάλυπτα στη στάθμιση των αποδείξεων και στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, που κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ακόμη η αιτίαση ότι είναι αναιτιολόγητη η αποδοχή της αποφάσεως, κατά την οποία το παραπάνω περί άτυπης παραχώρησης πόρισμα "δεν αναιρείται από το ότι οι διάδικες μαζί με τη μητέρα τους, με το από 27.5.1964 ιδιωτικό συμφωνητικό πούλησαν ένα κοινό ακίνητο στους αδελφούς Δ. και Π. Ζ., γιατί στην πώληση αυτή προέβησαν ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμοι του πατέρα τους", αφορά σε επιχείρημα της αποφάσεως και δεν συνιστά αιτιολογία, ώστε να επιδέχεται μομφή από την ερευνώμενη διάταξη. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (ΚΠολΔικ 336 παρ. 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (ΚΠολΔικ 559 αρ.1) - ΑΠ 87/2013, ΑΠ 92/2013 -. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας τα οποία πρέπει να καθορίζονται, ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για τη υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα του αναιρετικού ελέγχου, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις του ίδιου δευτέρου λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η ότι κατά παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής γνώσης και εμπειρίας και του καθιερωμένου στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στην Κοινότητα της καταγωγής των διαδίκων, ήτοι στη Γραμμενίτσα Άρτας, εθίμου της ισομερούς κατανομής, στα τέκνα, της περιουσίας των γονέων τους, δέχθηκε ότι η δικαιοπάροχος των διαδίκων παραχώρησε άτυπα τα επίδικα ακίνητα, που ήταν η μοναδική της περιουσία, στην πρώτη εναγομένη, ήτοι σε ένα μόνο τέκνο της, αποκληρώνοντας στην ουσία τα δύο άλλα. Ο λόγος αυτός, αιτώμενος τη μη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας προς διαπίστωση της βασιμότητας πραγματικών περιστατικών είναι απαράδεκτος, ενώ κατά το μέρος που αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν συμμορφώθηκε με το επικαλούμενο τοπικό έθιμο είναι αόριστος και επομένως απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 578 ΚΠολΔικ (Ολ. ΑΠ 1300/2007) τη φερομένη ως παραβιασθείσα νομική διάταξη, που παραπέμπει στο περιεχόμενο του εθίμου, για την ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. α ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλ. κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο, οδηγεί, κατά το νόμο, στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση. Ήτοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο. Προς "πράγματα" μη προταθέντα εξομοιώνονται και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν απαραδέκτως όπως λ.χ. η μη παραδεκτή μεταβολή της αγωγικής βάσης ή πρόταση νέων ισχυρισμών, χωρίς τις προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔικ ή λήψη υπόψη από το Εφετείο ισχυρισμού και δεν είχε επαναφερθεί, σ' αυτό, κατά τρόπο παραδεκτό, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ. Περαιτέρω δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του εδαφίου 8 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη ισχυρισμό των εκκαλούντων που προτάθηκε για πρώτη φορά με τις από 1.4.2009 ενώπιον του Εφετείου προτάσεις της μετ' αναίρεση δίκης, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔικ. Ότι ο ισχυρισμός αυτός, που αφορούσε σε απάντηση κατά της ένδικης, από 8.1.1998 αγωγής και κατά το μέρος που αυτή εκδικαζόταν κατά τη μετ' αναίρεση δίκη ήταν "....Αρχάς του μηνός Μαρτίου του έτους 1957 η μέχρι τότε αποκλειστική κυρία, νομεύς και κάτοχος τούτων μήτηρ μου Π. συζ Δ. Μ., θυγ. του Ι. Ν. και της Θ. μεταβίβασε και παρέδωσε εις εμέ (πρώτη εναγομένη Τ. συζ. Δ. Μ.) δια την οικονομικήν μου αποκατάστασιν...". Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι ο επικαλούμενος ισχυρισμός, δεν προτάθηκε το πρώτον από τις εκκαλούσες - εναγόμενες με τις προτάσεις τους στο Εφετείο κατά την μετ' αναίρεση δίκη, αλλά ως αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός, ως προς την κυριότητα της δικαιοπαρόχου-μητέρας τους επί των επιδίκων δύο, υπό στοιχ. Β1 και Β2, ακινήτων, είχε προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επειδή δεν είχε τεθεί με την εκδοθείσα περί αποδείξεων υπ' αριθμ. 58/1998 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου θέμα αποδείξεως, ούτε τέθηκε τέτοιο θέμα με την μετ' αναίρεση εκδοθείσα εν μέρει οριστική υπ.' αριθμ. 387/2009 απόφαση του Εφετείου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η έφεση και μεταξύ άλλων είχε διαταχθεί ως προς τα επίδικα πραγ/νη, διατάχθηκε σχετική απόδειξη με την υπ.' αριθμ. 66/2011 απόφαση του Εφετείου και στη συνέχεια μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων αυτών, που έγιναν στο ακροατήριο και περιέχονται στα υπ.' αριθμ. 38/2.11.2012 πρακτικά του Εφετείου, εκδόθηκε η ταυτάριθμη υπ.' αριθμ. 38/2012 απόφαση του δικαστηρίου εκείνου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως και στη συνέχεια εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ.' αριθμ. 252/2012 απόφαση με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή για τα δύο ένδικα ακίνητα, καθόσον έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα, που είχε το σχετικό δικονομικό βάρος, δεν απέδειξε την κυριότητα της μητέρας της σ' αυτά κατά το χρόνο του θανάτου της, στις 25.1.1993, ενώ αντίθετα οι εναγόμενες και δή η πρώτη από αυτές Τ. συζ. Δ. Μ. ανταπέδειξε ότι "η μητέρα της Π. Λ. περί το έτος 1965 της παραχώρησε άτυπα τα εν λόγω δύο ακίνητα για την οικονομική της αποκατάσταση, καθώς αυτή ήταν ήδη τότε παντρεμένη με τον Δ. Μ.".Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός, που έγινε δεκτός, ως ανταποδεδειγμένος, ανεξάρτητα από το ότι ήταν αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός και δεν συνιστούσε "πράγμα" με την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, δεν ήταν οψιγενής ισχυρισμός, που παρά το νόμο λήφθηκε υπόψη και ως εκ τούτου, σε κάθε περίπτωση, δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος από το εδαφ. 8 εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 15 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση. Ο λόγος αυτός αποτελεί κύρωση του εδ. α του άρθρου 309 ΚΠολΔικ, που απαγορεύει την ανάκληση των αποφάσεων που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση, ήτοι αποφάσεων που περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσης και έτσι δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά κύριο ή παρεπόμενο ή παρεμπίπτον αίτημα παροχής έννομης προστασίας, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία ως προς το εν λόγω αίτημα. Ενόψει τούτων δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός όταν δεν ανακληθεί, έστω και εσφαλμένα μη οριστική απόφαση, παρόλο που το ζήτησε ο διάδικος, είναι δε μη οριστική απόφαση και αυτή που διέταξε αποδείξεις. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ιδρύεται επί παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της προαναφερθείσας διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην συμπροσβαλλομένη υπ.' αριθμ. 66/2011 μη οριστική απόφαση του Εφετείου (αρθρ. 553 παρ.2 ΚΠολΔικ), που όπως αναφέρεται παραπάνω διέταξε συμπληρωματικές αποδείξεις πλημμέλεια ότι δεν ανακάλεσε την προεκδοθείσα υπ' αριθμ. 387/2009 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου κατά το μέρος που και αυτή διέτασσε αποδείξεις και δη πραγ/νη για τα δύο ένδικα ακίνητα. Η αιτίαση αυτή δεν αφορά σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ως εκ τούτου δεν ιδρύει τον επικαλούμενο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο, αλλά ούτε και το λόγο του αριθμού 15 του ίδιου άρθρου λόγο ιδρύει, καθόσον δεν υφίσταται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, παραβίαση της δικονομικού χαρακτήρα διατάξεως του άρθρου 309 ΚΠολΔικ από την μη ανάκληση μη οριστικής αποφάσεως, όπως είναι η πληττόμενη κατά το μέρος που θέτει θέματα αποδείξεως, καθόσον κατά το μέρος αυτό δεν αποφαίνεται οριστικά, επί αιτήματος παροχής έννομης προστασίας, έστω και αν διηγηματικά και για τις ανάγκες των ως αποδεικτέων κριθέντων θεμάτων, αποδίδει την κυριότητα των επιδίκων στη δικαιοπάροχο των αρχικών διαδίκων μητέρα τους. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, αφού με την εκδοθείσα στη συνέχεια και προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 252/2012 οριστική απόφαση του Εφετείου, ανακλήθηκε η εν λόγω 66/2011 απόφαση, κατά το επίμαχο μην οριστικό μέρος της. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου κατά το άρθρο 495 παρ. 1 του ΚΠολΔικ που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/12. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19.11.2012 αίτηση της Δ. συζ. Λ. Κ., το γένος Δ. Μ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 252/2012 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
559 αρ.19. Δεν ιδρύεται ο λόγος όταν οι αιτιάσεις αφορούν στην εκτίμηση των αποδείξεων. Τα επιχειρήματα δεν συνιστούν αιτιολογίες, καθόσον δεν διαμορφώνεται από αυτά το αποδεικτικό πόρισμα. Διδάγματα της κοινής πείρας. Ιδρύεται λόγος αναιρέσεως μόνο αν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς πραγματικών περιστατικών. Δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα κοινής πείρας χρησιμοποιούνται για έμμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστ. τεκμηρίων ή για την εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών. 8 εδ. α. Πράγματα. Προς μη προταθέντες ισχυρισμούς και οι απαραδέκτως προταθέντες. 559 αρ.15. Ιδρύεται ο λόγος αν ανακλήθηκε οριστική απόφαση και όχι μη οριστική, όπως είναι και η παρεμπίπτουσα περί αποδείξεων. Ο λόγος από τον αριθμό 19 ιδρύεται επί παραβάσεως κανόνα ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Τα ακίνητα δεν ανήκαν στη δικαιοπάροχο μητέρα των διαδίκων και γι’ αυτό δεν περιήλθαν σ’ αυτές, εφόσον δε δεν ήταν συγκύριες δεν έχουν δικαίωμα για διανομή.
Διανομή
Διανομή.
2
Αριθμός 160/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Μ. του Θ. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/4/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10ΤΜ/2004 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου λόγω αρμοδιότητας, 1/ΤΠ/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου και 81/2007 του Εφετείου Αιγαίου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1524/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 81/2007 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 266/2011, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/2/2012 αίτηση και τους από 30/8/2013 πρόσθετους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτησης αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονταν σε πέντε κατηγορίες: α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) π.χ. οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες, κλπ, των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ) π.χ. τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση, κλπ, των οπoίων η κυριότητα ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οπoίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια) των οπoίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού (π.χ. μοναστηριού, νοσοκομείου κλπ), δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ) π.χ. δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κλπ, οι οποίες ήταν προορισμένες στην κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ) π.χ. βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση κλπ, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δε κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος", τα ερμηνευτικά των εν λόγω πρωτοκόλλων των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830 και 19.6.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. 'Ετσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον προαναφερθέντα οθωμανικό νόμο περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου με αμάχητο τεκμήριο, την κυριότητα μόνον εκείνων των ιδιοκτητών γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830 είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου, αλλά ειρηνικά με την οικειοθελή υποταγή τους κατόπιν συνθηκών που συνάφθηκαν μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του Νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών από 26.5/7.6.1835" όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιόκτητες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα". Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο όμως συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κων/λης, για εκτάσεις που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τους βοσκότοπους και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου και τούτο γιατί οι εκτάσεις αυτές παρέμειναν προσδιορισμένες κατά την ταυτότητά τους ως τμήμα της χώρας του Οθωμανικού Κράτους και οι οποίες ουδέποτε εξουσιάστηκαν από ορισμένο πρόσωπο, αλλά υπάγοντο υπό την απόλυτη εξουσία του Κράτους αυτού. Μετά δε την επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους με τα προαναφερθέντα Πρωτόκολλα και Συνθήκη, οπότε προσδιορίστηκε η Χώρα του Ελληνικού Κράτους, των ακινήτων αυτών κατέστη κύριο το νέο ελληνικό κράτος χωρίς καμία αποζημίωση. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της 4/16 Ιουνίου 1830, στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα "βακούφια" και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα θα ανήκαν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (Ολ ΑΠ 1/2013). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και επομένως και σε αυτές στις Κυκλάδες που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, κατά τα προαναφερθέντα καταστεί κύριός τους το Ελλ. Δημόσιο. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ερμηνείας της (ΑΠ 10022/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 481/2013). Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, επί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1127/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ'αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο νησίδες, που βρίσκονται στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Πάρου και Αντιπάρου και εμφαίνονται στο από 19.9.1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Ο. , που συνοδεύει την υπ'αριθμ. 605/1998 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Κυκλάδων και στα από 8.8.200 τοπογραφικά διαγράμματα του Τοπογράφου Μηχανικού Φ. Π. , που συνοδεύουν τις από 10.4.2002 εκθέσεις της επιτροπής του άρθρου 3 του Ν.2971/2001. Η πρώτη από αυτές ονομάζεται "Τουρκονήσι" ή "Τούρλος" ή "Τούρνα", εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Α στο προαναφερόμενο από 19.9.1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Ο. , έχει εμβαδόν 33.390 τ.μ. συνορεύει σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα: βόρεια σε πλευρά Β-Γ μήκους 134 μ. με θάλασσα, βορειοδυτικά σε πλευρά Α-Β μήκους 175 μ με θάλασσα, ανατολικά σε πλευρές Γ-Δ μήκους 179,5 μ. και Ε-Δ μήκους 69 μ. με θάλασσα και νοτιοδυτικά σ πλευρές Η-Α μήκους 78 μ., Ζ-Η μήκους 58 μ. και Ζ μήκους 172 μ. με θάλασσα. Το έδαφος της νησίδας αυτής είναι άγονο και βραχώδες. Ένα τμήμα της, εμβαδού 8.078 τ.μ., που αποτυπώνεται με κίτρινο περίγραμμα στο προαναφερόμενο από 19-9-1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Ο. , καλύπτεται από χορτολιβαδική βλάστηση και μεμονωμένα άτομα σχίνου νανώδους μορφής σε ποσοστό μικρότερο του 15% και έχει χαρακτηρισθεί ως χορτολιβαδική έκταση, που εμπίπτει στην διάταξη του άρθρου 3§6β' του Ν.998/1979. Τα υπόλοιπο τμήμα της, εμβαδού 25.312 τ.μ., καλύπτεται σήμερα σε μεγάλο ποσοστό από αυτοφυή δασική βλάστηση (κυρίως σχίνους νανώδους μορφής) και έχει χαρακτηρισθεί ως δασική έκταση, που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3 §§ 2 και 3 του Ν. 998/1979 και όσον αφορά την κατηγορία και την θέση στο άρθρο 4§1ε' του ίδιου νόμου. (βλ. υπ' αριθμ.2.667/74.8.1997 πράξη χαρακτηρισμού της Διευθύντριας Δασών Ν.Κυκλάδων]. Κατά της παραπάνω πράξης ο ενάγων κατέθεσε αντιρρήσεις ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 605/1998 απόφαση, σύμφωνα με την οποία τμήμα της νησίδας αυτής εμβαδού 8.078 τ.μ. αποτελεί χορτολιβαδική έκταση, που εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 3§6β' του Ν 998/1979, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της, εμβαδού 25.312 τ.μ. αποτελεί δασική έκταση, που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3§§ 2 και 3 του Ν.998/1979 και όσον αφορά την κατηγορία και. την θέση στο άρθρο 4 § 1ε' του ίδιου νόμου. Η δεύτερη νησίδα ονομάζεται "Πρασσονήσι" ή "Άγιος Νικόλαος", εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Θ-Ι-Κ-Λ-Θ στο προαναφερόμενο από 19.9.1996 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Η. Ο. , έχει εμβαδόν 8.000 τ.μ. και συνορεύει σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα: βόρεια σε πλευρά Ι-Κ μήκους 106 μ. με θάλασσα, νοτιοανατολικά σε πλευρές Κ-Λ μήκους 65 μ. και Λ-Θ μήκους 80 μ. με θάλασσα και δυτικά σε πλευρά Ι-Θ μήκους 81 μ. με θάλασσα. Η νησίδα αυτή αποτελεί άγονη βραχώδη χορτολιβαδική έκταση, στην οποία υπάρχουν σήμερα μεμονωμένα άτομα σχίνου νανώδους μορφής σε ποσοστό μικρότερο του 15% (βλ. υπ' αριθμ. …/24.8.1999πράξη χαρακτηρισμού της Διευθύντριας Δασών Ν. Κυκλάδων η οποία δεν προβάλλεται ότι έχει ακυρωθεί). Επίσης με τις από 10.4.2002 εκθέσεις της επιτροπής επανακαθορισμού των ορίων του αιγιαλού, οι οποίες επικυρώθηκαν με τις υπ' αριθμ. 41524/3484/Β0010/15.5.2003 και 1041490/3478/Β0010/ 26.5.2003 αποφάσεις του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως [ΦΕΚ Δ'566/10-6-2003626/20.6.2003 αντίστοιχα) και μεταγράφηκαν νόμιμα, καθορίστηκε η οριογραμμή του αιγιαλού σε καθεμία από τις επίδικες νησίδες. Ο ενάγων δεν ανήγγειλε στον Υπουργό Οικονομικών το τυχόν δικαίωμα κυριότητας του στις ζώνες του αιγιαλού υποβάλλοντας συγχρόνως τους τίτλους του μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την δημοσίευση των παραπάνω αποφάσεων, με αποτέλεσμα ο αιγιαλός να θεωρείται ότι καθορίσθηκε οριστικά (άρθρο 10 § 6 το Ν. 2971/2001). Εξάλλου, όπως δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, η οριογραμμή, που καθορίσθηκε για κάθε. νησίδα και αποτυπώνεται με κόκκινο χρώμα στα προαναφερόμενα από 8.8.2001 τοπογραφικά διαγράμματα του Τοπογράφου Μηχανικού Φ. Π. , με τα περιμετρικά στοιχεία Α 1, Α2, A3........Α28 ,Α29, Α30, Α 1, όσον αφορά την νησίδα "Τουρκονήσι" "Τούρλος" ή "Τούρνα" και Α1, Α2, A3... Α7, Α8, Α9Α 1, όσον αφορά την νησίδα "Πρασσονήσι" ή "Αγιος Νικόλαος", συμπίπτει απόλυτα με τα πραγματικά όρια του αιγιαλού, δηλαδή της ζώνης της ξηράς των επιδίκων νησίδων, που βρέχεται από την θάλασσα από τις -μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. Συνεπώς, τα τμήματα των επιδίκων νησίδων, που εμπίπτουν στην ζώνη του αιγιαλού, δηλαδή: α) το τμήμα της νησίδας "Τουρκονήσι" ή "Τούρλος" ή "Τούρνα" που εκτείνεται από την οριογραμμή του αιγιαλού, η οποία αποτυπώνεται με κόκκινο χρώμα στο προαναφερόμενο από 8.8.2001 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Φ. Π. με τα περιμετρικά στοιχεία Α1, Α2, Α3Α28,Α29, Α30, Α1 μέχρι την θάλασσα και β) το τμήμα της νησίδας "Πρασσονήσι" ή "Άγιος Νικόλαος", που εκτείνεται από την οριογραμμή του αιγιαλού, η οποία αποτυπώνεται με κόκκινο χρώμα στο προαναφερόμενο από 8.8.2001:τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Φ. Π. με τα περιμετρικά στοιχεία Α 1, Α2, A3... Α7, Α8, Α9, Α1, μέχρι την θάλασσα, αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία ανήκουν εναγόμενο (άρθρα 967, 968 ΑΚ, 1 § 1 και 2 § 1 του Ν 2971/2001). Επομένως ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι τμήματα των επιδίκων νησίδων αποτελούσαν ανέκαθεν, αλλά και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής , αιγιαλό είναι ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση αυτή. Εκτός από τα ως άνω τμήματα τους, που εμπίπτουν στη ζώνη του αιγιαλού οι επίδικες νησίδες, κατά την έναρξη της ισχύος του ΒΔ/τος της 3/15-12-1833, αποτελούσαν βοσκότοπους και ως τέτοιοι αποτελούν δημόσια γη που ανήκει στην κυριότητα του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου. Οι φερόμενοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος Ι. Μ. και Π. Γ. ζήτησαν με την από 18-10-1996 αίτηση τους, που υπέβαλαν, δια του ενάγοντος, στην Διεύθυνση Δασών του Νομού Κυκλάδων να τους πληροφορήσει για τον τρόπο διαχείρισης και το χαρακτήρα των επίδικων βραχονησίδων. Σε απάντηση της άνω αιτήσεως τους, η εν λόγω Υπηρεσία με το υπ'αριθμ. πρωτ. 1299/12-5-1999 έγγραφό της, που κοινοποιήθηκε στους αιτούντες μέσω του ενάγοντος, τους γνωστοποίησε ότι οι νησίδες αυτές διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις των περί δασών διαταγμάτων και διαχειρίζονται ως δημόσιες. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τις επίδικες νησίδες απέκτησε με τον αναφερόμενο παρακάτω παράγωγο τρόπο [αγορά και μεταγραφή των οικείων συμβολαιογραφικών πράξεων], αλλά και με πρωτότυπο τρόπο δηλαδή με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με την προσμέτρηση στη νομή του, της νομής χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, που άρχισε πριν από περίπου πενήντα χρόνια. Ότι ειδικότερα περιήλθαν σ' αυτόν με τα υπ'αριθμ. ... και ... /30-12-1996 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Βλάχου-Παναγή, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα λόγω αγοράς από τους Ι. Μ. και Π. Γ. , κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Ότι στους τελευταίους είχαν περιέλθει λόγω αγοράς από τον Γ. Σ. δυνάμει του με υπ'αριθμ. ... 1970 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Χαραλάμπους Κ.Μπουσιώτη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ότι ακόμη στον ανωτέρω Γ. Σ. είχαν περιέλθει δυνάμει του υπ'αριθμ. ... /26-6-1954 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πάρου Θ. Κονταράτου από την τότε Κοινότητα και ήδη Δήμο Πάρου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Σημειώνεται ότι το ανωτέρω υπ'αριθμ. ... /26-6-1954 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πάρου Θεοδώρου Κονταράτου και το υπ'αριθμ. ... 20.8.1970 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Χαραλάμπους Κ. Μπουσιώτη καταρτίσθηκαν, χωρίς να εκδοθεί προηγουμένως απόφαση του Υπουργού Γεωργίας για την άρση της απαγόρευσης μεταβιβάσεως της κυριότητας των επίδικων νησίδων, όπως επιβαλλόταν σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 § 2 του α.ν.-1366/1938 "περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών εις παραμεθορίους περιοχάς". Ακόμη στα υπ'αριθμ. ... και ... /30.12.1996 συμβόλαια της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Βλάχου - Παναγή με τα οποία φέρεται ότι απέκτησε ο ενάγων τις επίδικες νησίδες έχει προσαρτηθεί μόνο το υπ'αριθ.4207/8.11.1996 έγγραφο της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχίας Κυκλάδων, σύμφωνα με το οποίο "επειδή με βάση την αίτηση η προς πώληση έκταση είναι -μικρότερη των 250 στρεμμάτων, δεν απαιτείται έκδοση απόφασης Νομάρχη για άρση απαγόρευσης". Οι δικαιοπραξίες όμως αυτές είναι απολύτως άκυρες σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν. 1892/1990 "για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις", διότι δεν εκδόθηκε προηγουμένως απόφαση του Υπουργού Γεωργίας για την άρση της απαγόρευσης μεταβιβάσεως της κυριότητας των νησίδων αυτών , όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 28 του ίδιου νόμου. Η ακυρότητα αυτή δεν θεραπεύεται με την έκδοση της υπ'αριθμ. 25.506/22-3-2000 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία ήρθη η απαγόρευση και επετράπη στον ενάγοντα να αγοράσει τη νησίδα "Πρασσονήσι" ή "Άγιος Νικόλαος" και ένα τμήμα, εμβαδού 8.000 τ.μ., της νησίδας " Τουρκονήσι" ή "Τούρνα" [πρβλ. ΑΠ 829/2005 Δημ. Νόμος]. Βέβαια ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έγινε κύριος και με πρωτότυπο τρόπο [τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία ], ότι δηλαδή νεμήθηκε με καλή πίστη, νομίμω τίτλω και διάνοια κυρίου επί πενήντα [ 50] περίπου έτη συνυπολογίζοντας στο χρόνο της δικής του νομής τον χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του στις επίδικες νησίδες και συγκεκριμένα ότι τις επέβλεπαν, τις καθάριζαν από αγριόχορτα και τις φρόντιζαν χωρίς ποτέ να ενοχληθούν ή να αμφισβητήσει κάποιος τα δκαιώματα τους επ'αυτών. Ο μάρτυρας του ενάγοντος, Θ. Μ. , πατέρας του κατέθεσε ένορκα στο ακροατήριο ότι: "...τα νησιά αυτά ανήκαν στις αρχές του αιώνα στην τότε Κοινότητα Πάρου, η οποία τα πούλησε το 1954 στον Γ. Σ. . Σε αυτά τα νησιά έβοσκαν ζώα και τα καθάριζε και τα φρόντιζε αυτός που τα είχε. Δεν έκαναν για καλλιέργεια, αλλά μόνο για βοσκή ζώων, κατσικιών και κουνελιών.... Το 1860-1870 τα παραχώρησε στην Εκατονταπυλιανή. Τα νησάκια αυτά έχουν την ίδια βλάστηση που είχαν και τα προηγούμενα χρόνια.... Στο μεγάλο έβαζα περίπου το χρόνο 5 με 100 κατσίκια και στο μικρό 20 με 30"." Ωστόσο από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε φυσική εξουσίαση των επιδίκων νησίδων, που δεν εμπίπτουν στην ζώνη του αιγιαλού με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από τους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος επί τριάντα τουλάχιστον χρόνια μέχρι την 11-9-1915. Περί αυτών ουδέν κατατέθηκε και ουδένα αποδεικτικό προσκομίστηκε. Τα επίδικα δεν αναφέρονται σε κανένα προ του 1953 έγγραφο ως ιδιοκτησία της Κοινότητας Πάρου ή του Ιερού Ναού Εκατονταπυλιανής Πάρου. Επίσης από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει ότι τα νομικά πρόσωπα αυτά από το 1870 ή και προγενέστερα μέχρι το 1953 ασκούσαν διακατοχικές πράξεις επ'αυτών. Ο μάρτυρας απόδειξης ουδέν περιστατικό κατέθεσε, σχετικό με την άσκηση επί των επιδίκων πράξεων νομής, από την απώτατη δικαιοπάροχο του ενάγοντος, Κοινότητα Πάρου επί μία συνεχή τριακονταετία, μέχρι την 11-9-1915.Το δε δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετη κρίση από τις καταθέσεις των Ι. Σ. του Δ., Κ. Π. του Δ. και Γ. Τ. του Κ., που περιέχονται στις από 24.10.1998 ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πάρου οι οποίοι βεβαιώνουν ότι δεν υπήρξε καμία δραστηριότητα στις νησίδες εκτός από βοσκή από τον Γ. Σ. , ο οποίος τις αγόρασε, ούτε από τις καταθέσεις των Δ. Σ. του Ι. και του Κ. Π. του Δ., στην προαναφερομένη υπ' αριθμ. 1332/14-5-2003 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πάρου Ελευθερίας Ιορδάνη-Μυτιληναίου ,οι οποίοι καταθέτουν γενικά και αόριστα επί λέξει ότι" ...Τα νησάκια αυτά ανήκαν παλιά στην τότε Κοινότητα Πάρου, οποία πούλησε το 1954 στον Γ. Σ. ... Ο Γ. Σ. τα χρησιμοποιούσε, για να βόσκει αιγοπρόβατα του, δεδομένου ότι το έδαφος τους είναι άγονο και πετρώδες και δεν προσφέρεται για καλλιέργεια, παρά μόνο για βόσκηση ζώων...." Αλλά ούτε και η βόσκηση των ποιμνίων τους που δεν απαγορευόταν από το Ελληνικό Δημόσιο, στις επίδικες νησίδες, έστω και μόνον από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους μέχρι και το 1929 μπορεί να θεωρηθεί ως διακατοχική πράξη που οδηγεί στην απόκτηση της κυριότητας με έκτατη χρησικτησία, καθ'όσον δεν αποδείχθηκε η καλή πίστη των τελευταίων. Δεν αποδείχθηκε δηλαδή ότι αγνοούσαν τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου στις επίδικες νησίδες και ότι είχαν την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτου σ'αυτές, ενόψει και του ότι δεν αποδείχθηκε ότι μέχρι το 1929 βοσκούσαν & αυτές τα ποίμνια τους μόνον οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και όχι και οι άλλοι κάτοικοι του νησιού. Εξάλλου από το έτος 1938 και μεταγενέστερα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η βοσκή και στα λειβάδια και χορτολιβαδικά εδάφη δε θεωρείται πράξη νομής. Με βάση τα δεδομένα αυτά οι επίδικες νησίδες που αποτελούσαν, ως βοσκότοποι, δημόσια γη ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου καθόσον δεν αποδείχθηκε συνεχής νομή με καλή πίστη από τους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος επί τριάντα χρόνια μέχρι την 11-9-1915, και δεν καταλύθηκε η κυριότητα αυτών (Ελληνικού Δημοσίου) ενόψει του ότι η βοσκή των ποιμνίων τους, αλλά και η ύπαρξη κάποιων τίτλων δεν ενεργοποίησε υπέρ των κατόχων τους το θεσμό της κτητικής χρησικτησίας, όπως προεκτέθηκε. Εξάλλου στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο ενάγων δεν προβάλλει με την αγωγή του τέτοιο ισχυρισμό, ότι δηλαδή οι δικαιοπάροχοι του νεμήθηκαν, διάνοια κυρίου, τις επίδικες βραχονησίδες, επί μία συνεχή τριακονταετία μέχρι την 11-9-1915. Αντιθέτως ισχυρίζεται ότι ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοι του άσκησαν διακατοχικές πράξεις επί των επιδίκων μόνο για 50 χρόνια, ήτοι από το 1954 και εντεύθεν. Παρά ταύτα όμως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχε τέτοιος αγωγικός ισχυρισμός, δέχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος άσκησαν διάνοια κυρίου διακατοχικές πράξεις, διάνοια κυρίου, με καλή πίστη στις επίδικες βραχονησίδες, επί μία συνεχή τριακονταετία, ήτοι από το 1870 έως το 1915 και στη συνέχεια μέχρι και το 1996 που τις επώλησαν στον ίδιο, και ότι, επομένως τυχόν δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου επ' αυτών απωλέστηκε. Επομένως ο ενάγων δεν κατέστη κύριος των επιδίκων νησίδων ούτε με παράγωγο, ούτε με πρωτότυπο τρόπο, αφού, οι δικαιοπάροχοι του δεν απέκτησαν την κυριότητα αυτών. Σε σχέση με την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος και ειδικότερα των απωτέρων και απωτάτων, που φέρονται ότι κατείχαν τις επίδικες νησίδες μέχρι και την 11-9-1915 θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το έτος 1916 ο Ιερός Ναός Εκατονταπυλιανής Πάρου είχε ασκήσει την από 14.5.1916 αγωγή του ενώπιον του Πρωτοδικείου Σύρου. Με την αγωγή αυτή, που στρεφόταν εναντίον της Κοινότητας Πάρου ισχυριζόταν ότι είναι αποκλειστικά κύριος των περιγραφομένων σ' αυτήν ακινήτων, τα οποία όπως αναφερόταν στο 12/30-3-1916 πρακτικό του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του, ο Ιερός Ναός κατείχε και νεμόταν από εκατονταετηρίδες. Στο παραπάνω πρακτικό δεν αναφέρονται οι επίδικες νησίδες, αλλά διαφορετικά ακίνητα που αναφέρονται ως "αγροί, άμπελοι, ελαιόφυτα και βοσκότοποι κείμενα στη νήσο Πάρο και στις Δήμων Πάρου και Υρίας και στη νήσο Αντίπαρο". Η αγωγή αυτή δεν προσκομίζεται από τον εφεσίβλητο, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι ο Ναός είχε κυριότητα επί των επιδίκων. Η δίκη αυτή καταργήθηκε με το υπ'αριθμόν …/30.9.1929 συμβόλαιο συμβιβασμού του Συμβολαιογράφου Πάρου Μιχαήλ Παπαγεωργίου, με το οποίο η τότε Κοινότητα Πάρου (εναγομένη στην δίκη εκείνη) αναγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας του Ιερού Ναού Εκατονταπυλιανής σε ένα κτήμα, που συνορεύει με δημόσιες οδούς και με τον προαναφερόμενο Ιερό Ναό, ενώ ο τελευταίος (ενάγων στην δίκη εκείνη) αναγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας της Κοινότητας Πάρου σε όλα τα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα αλλά και σε, κάθε άλλο ακίνητο το οποίο δε συμπεριλαμβανόταν στην, αγωγή, αλλά τελούσε υπό τη αδιαμφισβήτητη κατοχή της Κοινότητας. Στο συμβόλαιο αυτό επισυνάφθηκαν το υπ'αριθμόν πρωτοκόλλου 10.027/23.7.1929 έγγραφο του Νομάρχη Κυκλάδων και το υπ' αριθ. πρωτοκόλλου 517/2.8.1929 έγγραφο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου Παροναξίας περί συναινέσεως για την σύναψη της προαναφερομένης συμφωνίας. Βάσει της ανωτέρω πράξης, η Κοινότητα Πάρου ενέγραψε τις επίδικες νησίδες στο Κτηματολόγιο της με αύξοντες αριθμούς … και …αντίστοιχα. Όμως δεν προσκομίζεται το κτηματολόγιο του Ναού ή κάποιο άλλο έγγραφο αποδεικτικό τόσο της κυριότητας του Ναού όσο και της άσκησης διαχειριστικών πράξεων από το Δήμο, όπως μισθωτήρια, αποδεικτικά είσπραξης μισθωμάτων ή και τίτλους, δηλαδή έγγραφα που οπωσδήποτε θα είχαν εκδοθεί εάν η Κοινότητα ή μετά ο Δήμος Πάρου διαχειριζόταν και εκμεταλλευόταν τα επίδικα ως περιουσία του. Στη συνέχεια με την 49900/31-3-53 απόφαση Υπ.Γεωργίας, άρθηκε η απαγόρευση εκποίησης κτηνοτροφικών εκτάσεων του άρθρου 28 ΝΔ 2185/52 από την τέως Κοινότητα Πάρου, ο καθορισμός των οποίων εκτάσεων, θα έπρεπε να γίνει από την Επιτροπή του άρθρου 23 του ιδίου ΝΔ και με το από 31-7-53 πρωτόκολλο της προβλεπομένης από το άρθρο 23 του ν.δ. 2185/1952 Επιτροπής Νομού Κυκλάδων διαχωρίσθηκαν οι απαλλοτριωθείσες καλλιεργούμενες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις που φέρονταν στην ιδιοκτησία τέως Κοινότητας Πάρου από τις εξαιρούμενες της απαλλοτρίωσης κτηνοτροφικές εκτάσεις. Μεταξύ των εξαιρουμένων συμπεριλαμβάνονταν και οι επίδικες νησίδες οι οποίες περιγράφονται στο άνω πρωτόκολλο ως βοσκότοποι. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε ότι οι επίδικες νησίδες ανήκαν οπωσδήποτε στον Ιερό Ναό Εκατονταπυλιανής, αλλά αυτές εμφανίσθηκαν το έτος 1929 καταγεγραμμένες στο βιβλίο κτηματολογίου της τέως Κοινότητας Πάρου, οπότε και στη συνέχεια μεταβιβάσθηκαν το έτος 1954 στον προαναφερόμενο Γ. Σ. . Στο συμβολαιογραφικό όμως αυτό έγγραφο δε συμβάλλεται το Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον οι επίδικες νησίδες ανήκουν στην κυριότητα του ως δημόσια γη, ούτε άλλωστε αναφέρεται σ'αυτά και ο τρόπος με τον οποίο απέκτησε την κυριότητα η μεταβιβάζουσα αυτήν πωλήτρια Κοινότητα Πάρου. Επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για καλόπιστη νομή. Ο τρόπος αυτός φυσικής εξαυσίασης με βοσκή από τους κτηνοτρόφους, απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, δεν ενείχε χρησιδεσποτεία στην ένδικη βοσκήσιμη δημόσια γη, αφού σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε απολεσθεί η κυριότητα σε μεγάλο τμήμα των δημοσίων ακινήτων. Σημειωτέον ότι, σχετικά με τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι σύμφωνα με τη με αριθμό 16/1999 Γνωμοδότηση Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, που έγινε δεκτή με τη με αριθμό 1083782/8937/Α0010/30.9.1999 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, το εναγόμενο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας στις επίδικες νησίδες, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του στους κοινοχρήστους χώρους του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, η γνωμοδότηση αυτή καθ' εαυτή, δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο ή νόμιμη προϋπόθεση κυριότητας και κατοχής σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και της αναγνωρίσεως της κυριότητας του εφεσίβλητου. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την από 19-11-1998 έκθεση διοικητικής έρευνας ιδιοκτησιακού καθεστώτος των επίδικων νησίδων, η οποία διενεργήθηκε κατόπιν εντολής με το 1111402/7899/ΑΟ010/10-11-97 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, η Κτηματική Υπηρεσία Κυκλάδων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, κατά την άποψη της, το Δημόσιο πρέπει να προβάλει δικαιώματα κυριότητας επί των νησίδων αυτών. Ακόμη σύμφωνα με το προαναφερόμενο υπ αριθμ. πρωτ. 1299/12-5-1999 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών του Νομού Κυκλάδων οι επίδικες νησίδες εποπτευόταν κατά το Παρελθόν, αλλά και τώρα από τη Δασική Υπηρεσία, τις οποίες διαχειρίζεται και κατέχει ως δημόσια κτήματα και η προβολή δικαιωμάτων κυριότητας επί των πιο πάνω νησίδων εκ μέρους του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, δεν αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ ,όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμη κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσίβλητου (εναγομένου) Ελληνικού Δημοσίου και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που είχε κάνει κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή και δη ως προς τα τμήματα των επιδίκων νησίδων που δεν εμπίπτουν στις περιοχές του αιγιαλού, αναδίκασε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας διατάξεις, καθόσον υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού οι συμβληθέντες ως πωλητές, στα επικαλούμενα συμβόλαια (του 1996, 1970,1954), δεν είχαν αποκτήσει κυριότητα, ώστε να μπορούν να την μεταβιβάσουν, καθόσον η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων αυτών, που κατά το χρόνο ισχύος του ΒΔ της 3/5.12.1833 ήταν βοσκότοποι, και σήμερα έχουν την επακριβώς περιγραφόμενη μορφή (χορτολιβαδική και δασική έκταση για τις μη εμπίπτουσες στον αιγιαλό περιοχές) δεν καταλύθηκε κατά παραδοχή του οικείου αρνητικού ισχυρισμού του εναγομένου αναιρεσιβλήτου Δημοσίου από τους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα, με άσκηση νομής και διάνοια κυρίου και καλή πίστη για την πριν το 1915 τριακονταετία και δη από την απώτατη δικαιοπάροχο του Κοινότητα Πάρου, που το 1929 ενέγραψε τα επίδικα στη μερίδα της, οι δε προκύψασες μέχρι τότε από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα πράξεις νομής δεν έγιναν με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, αφού αυτοί δεν αγνοούσαν τα δικαιώματα του Δημοσίου και απλώς ενεργούσαν, όπως και άλλοι κάτοικοι της Κοινότητας Πάρου βοσκή στα επίδικα. Ακόμη με το να δεχθεί η προσβαλλομένη ότι τα επίδικα ως βοσκότοποι, ανήκαν στο αναιρεσίβλητο, κατά το χρόνο ισχύος του ΒΔ της 3/5.12.1833, δεν παραβίασε τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις περί διαδοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα ανήκοντα στο Οθωμανικό Δημόσιο, με τη μορφή του επιδίκου, ακίνητα, ενώ η επικαλούμενη με το δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως αιτίαση, περί παραβιάσεως εκτός του προαναφερθέντος ΒΔ της 3/5.12.1833 και των διατάξεων α) του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. ΚΘ/1864 "περί βοσκησίμων γαιών", β) του άρθρου 3 του Ν.ΨΝΖ/1880 "περί Κοινοτικών και Εθνικών λειβαδίων" και γ) του άρθρου 12 παρ.4 του Ν. ΔΝΖ/1912, όπως τούτο ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το Ν.2798/1922, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόσθηκαν στην ένδικη διαφορά, πράγμα το οποίο όμως δεν έγινε, καθόσον η επίκληση του πραγματικού των διατάξεων αυτών δεν έγινε στα δικαστήρια της ουσίας, ενώ γίνεται για πρώτη φορά στην αναιρετική δίκη, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 562 Κ.Πολ.Δικ. Εξάλλου οι παραδοχές της απόφασης κατά τις οποίες τα επικαλούμενα αγοραπωλητήρια συμβόλαια των ετών 1954, 1970 και 1996 είναι άκυρα για το λόγο ότι κατά την κατάρτισή τους δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν.1366/1938 "περί παραμεθορίων" είναι επάλληλες με τις παραδοχές περί μεταβιβάσεως των επιδίκων παρά μη κυρίων, έχουν αναφερθεί ως εκ περισσού, δεν επιστηρίζουν το διατακτικό, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση (ΑΠ 1494/2013) και συνακόλουθα πρόκειται περί παραδοχών του δεν ασκούν έννομη επιρροή. Περαιτέρω έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις παραπάνω διατάξεις, αφού διέλαβε σ'αυτήν (απόφαση), χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα (προσδιορισμός και φύση επιδίκων, πράξεις των επί των επιδίκων χωρίς διάνοια κυρίου και καλή πίστη, μεταβίβαση παρά μη κυρίου, μη απώλεια της κυριότητας του Δημοσίου), τα οποία δεν ήταν ικανά να προσπορίσουν κυριότητα στον ενάγοντα και να καταλύσουν την κυριότητα του Δημοσίου. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, δεύτερος πρόσθετος (559 αριθ.1), τρίτος πρόσθετος κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του (559 αρ.1 και 19) και τέταρτος πρόσθετος κατά το πρώτο μέρος του (559 αρ.19), πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου οι αιτιάσεις του δεύτερου κυρίου λόγου, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση δεν δικαιολογεί την έλλειψη της καλής πίστης και τον χαρακτήρα του επιδίκου ως βοσκότοπου (1833) αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, οι οποίες όμως δεν συνιστούν έλλειψη αιτιολογιών, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται, εκτίθεται με σαφήνεια, ενώ η αιτιολογία ότι εκτός από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα ασκούσαν και άλλοι κάτοικοι της Πάρου, μέχρι το 1929, βοσκή στα επίδικα, δεν ενέχει αντίφαση, αλλά δικαιολογεί την έλλειψη καλής πίστης και διάνοιας κυρίου των εν λόγω δικαιοπαρόχων, που έβοσκαν, όπως και πολλοί άλλοι τα ζώα τους στα επίδικα, χωρίς τούτο να προσπορίζει σε όλους αυτούς δικαιώματα ή να καταλύει τα δικαιώματα του Δημοσίου. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του τέταρτου πρόσθετου λόγου, κατά τις οποίες οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης είναι ασαφείς, αφού δέχεται ότι τα επίδικα μέχρι το 1953 δεν αναφέρονται σε κανένα έγγραφο ως ιδιοκτησία της Κοινότητας Πάρου, καθώς και ότι μέχρι το 1915 ή το 1929 δεν αποδείχθηκαν πράξεις νομής, ενώ έχει αποδειχθεί ότι το 1929 η Κοινότητα Πάρου ενέγραψε τα επίδικα στο Κτηματολόγιο ως ιδιοκτησία της, καθώς και ότι οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος έβοσκαν σ'αυτά (επίδικα) τα ποίμνιά τους, είναι απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση των ανεπαρκών αιτιολογιών, πλήττουν την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Ενόψει με το δεύτερο μέρος του τρίτου πρόσθετου λόγου και κατ'εκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 8 εδ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι οι επικαλούμενοι στην αγωγή τίτλοι κτήσεως του ενάγοντα και των δικαιοπαρόχων και των ετών 1954, 1979 και 1996 είναι άκυροι, γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις περί παραμεθορίων περιοχών, ενώ προσέτι η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη αφού η Πάρος δεν περιλαμβάνεται στις καθορισθείσες, με το άρθρο 4 του Ν.1366/1938, ως παραμεθόριος, αφετέρου δε γιατί την ακυρότητα και μάλιστα με αγωγή μπορεί να την επικαλεσθεί μόνο το Δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.1 του ν.1540/1985. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, αφορά σε λήψη υπόψη ισχυρισμών που δεν άσκησαν επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή δεν επηρέασαν το διατακτικό της αποφάσεως και πιο συγκεκριμένα οι οικείες παραδοχές της αποφάσεως είναι επάλληλες με εκείνες περί μεταβιβάσεως των επιδίκων, παρά μη κυρίων, έχουν αναφερθεί ως εκ περισσού και δεν επιστηρίζουν το διατακτικό, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς αναίρεσης. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (3ος πρόσθετος-δεύτερος μέρος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.13 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με το ρυθμιζόμενο από τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔικ βάρος της αποδείξεως, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης (ΑΠ 847/2013). Περαιτέρω ο ιδιώτης ο οποίος, ως ενάγων, επικαλείται στη δικαστική διένεξή του με το Ελληνικό Δημόσιο εμπράγματα δικαιώματα οφείλει, κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου βασιζόμενη στην αναφερομένη παραπάνω διάταξη του άρθρ. 338 ΚΠολΔικ, να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται στην αγωγή του, ενώ φέρει ως βαρυνόμενος με το αντικειμενικό βάρος αποδείξεις τον κίνδυνο που απορρέει για τον διάδικο από την αμφιβολία του δικαστή να απορριφθεί η αγωγή του, αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια των πραγματικών γεγονότων που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής του αφού η αμφιβολία, δικονομικά, εξισώνεται με την μη απόδειξη του αποδεικτέου ισχυρισμού (ΑΠ 305/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο μέρος του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση, ότι κατά παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 338 ΚΠολΔικ, εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, αφού δέχθηκε ότι το αναιρεσίβλητο δεν βαρύνεται με την απόδειξη της κυριότητάς του, την οποία δέχθηκε χωρίς την επίκληση και απόδειξη, από αυτό, των παραγωγικών του δικαιώματός του λόγων, ενώ αντίθετα επέβαλλε στον αναιρεσείοντα το βάρος αποδείξεως των αγωγικών του ισχυρισμών. Οι αιτιάσεις αυτές, ως αφορώσες σε παραβίαση διατάξεως δικονομικού δικαίου δεν υπάγονται στην επικαλούμενη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αλλά σε εκείνη του αριθμού 13 του ίδιου άρθρου, που, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αφορά την εφαρμογή των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, είναι αβάσιμες αφού ο ενάγων φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς την απόδειξη των συγκροτούντων την ιστορική βάση της αγωγής του πραγματικών περιστατικών, το δε Δημόσιο επικαλέσθηκε τους παραγωγικούς και γενομένους δεκτούς του δικαιώματός του λόγους, ανταποκρινόμενο στο αντικειμενικό βάρος αποδείξεως με το οποίο βαρυνόταν. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (2ος λόγος- τρίτο μέρος) πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου η επικαλούμενη με τον ίδιο λόγο παραβίαση των περί αδεσπότων ισχυουσών και προϊσχυσασών διατάξεων, ερείδεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι επίδικες νησίδες θεωρήθηκαν αδέσποτες, πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει, αφού κατά τα προεκτεθέντα, έχει γίνει ανελέγκτως δεκτό, ότι αυτές (επίδικες νησίδες) ήταν βοσκότοποι και σήμερα είναι, ως προς τις περιοχές τους που δεν εμπίπτουν στον αιγιαλό, χορτολυβαδικές εκτάσεις ή δάση, κατά τις προσδιοριζόμενες ειδικότερα στην απόφαση εκτάσεις. Επειδή οι από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι αναιρέσεως ιδρύονται όταν υφίσταται ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον ο κανόνας αυτός αποτέλεσε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΑΠ 835/2013). Δεν ιδρύεται όμως τέτοιος λόγος όταν η απόφαση δεν έχει μείζονα πρόταση, καθόσον αυτή δεν είναι από τα στοιχεία, του κατά το άρθρο 305 ΚΠολΔικ, πρέπει να περιέχει η απόφαση, ώστε να είναι υποστατή. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος, όταν αυτή υπερβαίνει τα στη διάταξη αυτή αναφερόμενα όρια, έχει εφαρμογή όταν πρόκειται περί ασκήσεως του δικαιώματος από τον δικαιούχο του, όχι δε και όταν ο διάδικος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή άσκηση δικαιώματος του αντιδίκου του. Στην προκειμένη περίπτωση με το τέταρτο μέρος του δεύτερου λόγου του κυρίως δικογράφου, καθώς και του δευτέρου μέρους του τετάρτου λόγου των προσθέτων λόγων της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από του αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι χωρίς να παραθέτει μείζονα πρόταση ως προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, όπως τούτο επιβάλλεται, ώστε να μπορεί να γίνει αναγωγή των πραγματικών περιστατικών στον αναλυθέντα κανόνα δικαίου, απέρριψε "χωρίς καμμία απολύτως αμφιβολία" και χωρίς να αναφέρει αν απορρίπτει "ως νόμω ή ουσία αβάσιμη" την εκ του παραπάνω άρθρου ένσταση, που υποβλήθηκε πρωτοδίκως από τον ενάγοντα με την από 28-3-2005 προσθήκη και αντίκρουση των προτάσεών του, προς αντίκρουση των περί ιδίας κυριότητας ισχυρισμών του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου (άρθ.237 παρ.3 εδ. γ ΚΠολΔικ) και επαναφέρθηκε νόμιμα κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 483/2013) στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο,-έχουν εκτεθεί παραπάνω οι παραδοχές της αποφάσεως που τον απορρίπτει ως ουσιαστικά αβάσιμο (6 τελευταίοι στίχοι της 15ης και 16ης σελίδα της προσβαλλομένης). Όπως όμως αναφέρεται στο αναιρετήριο, αλλά κα προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του ενάγοντα-αναιρεσείοντα και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), αυτός αρνείται το δικαίωμα του Δημοσίου επικαλούμενος δικό του δικαίωμα και επικουρικά επικαλείται αντιφατική συμπεριφορά του Δημοσίου. Αναφέρεται ειδικότερα στις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις (σελ. 21-22) "... η κυριότητά μου επιβεβαιώνεται και ισχυροποιείται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα δημόσια έγγραφα, με τα οποία το αντίδικο αναγνώρισε κατ'επανάληψη την κυριότητά μου και συγχρόνως δήλωσε ότι δεν προβάλλει δικαίωμα κυριότητας επ'αυτών και εγώ καλοπίστως προχώρησα στην αγορά τους με τη βεβαιότητα ότι αποκτούσα την κυριότητά τους... Η εκ των υστέρων αντιφατική συμπεριφορά του αντιδίκου, ήτοι η αμφισβήτηση της κυριότητάς μου εκ μέρους του... αποτελεί κραυγαλέα περίπτωση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος ... ακόμη και αν η κυριότητα των επιδίκων ανήκε εις τον αντίδικο, εν τούτοις με την πολλάκις και πολλαπλώς δηλωθείσα και αναγνωρισθείσα έλλειψη κυριότητας του επ'αυτών, εδημιούργησε ευλόγως σε μένα την πεποίθηση ότι δεν έχει, ούτε πρόκειται να ασκήσει δικαίωμα κυριότητας...". Υπό τα περιστατικά όμως αυτά δεν θεμελιώνεται κατά νόμο η, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, προϋποθέτουσα δικαίωμα, καταχρηστική άσκησή του, αφού ο ενιστάμενος ενάγων, αρνείται το προτεινόμενο δικαίωμα του Δημοσίου, επικαλούμενος δικό του δικαίωμα και συνακόλουθα δεν συντρέχει η απαιτούμενη από το νόμο προϋπόθεση της ασκήσεως του δικαιώματος από τον δικαιούχο, ενώ η επίκληση μόνο αντιφατικής συμπεριφοράς, χωρίς τον προσδιορισμό των στοιχείων που την συνιστούν, καθιστούν αόριστο τον επικαλούμενο ισχυρισμό, μη αρκούσης για το ορισμένο του της αναφοράς στην "πολλάκις και πολλαπλώς δηλωθείσα έλλειψη κυριότητας". Ενόψει τούτων η ένσταση αυτή που απορρίφθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη ορθά μεν απορρίφθηκε, πλην όμως με εσφαλμένες αιτιολογίες, οι οποίες αφού αντικατασταθούν με τις αιτιολογίες ότι η ένσταση αυτή είναι νομικά αβάσιμη και αόριστη, αντίστοιχα, κατά την κύρια και επικουρική βάση της να απορριφθούν οι από τους αριθμούς 1 και 10, του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις των ερευνώμενων λόγων (άρθρ. 578 ΚΠολΔικ), αφού κατ'αποτέλεσμα δεν υφίσταται παραβίαση της ως άνω ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ. Περαιτέρω απαράδεκτες είναι και οι αιτιάσεις του δεύτερου (κυρίου λόγου (4ο μέρος) ως προς την έλλειψη"μείζονος πρότασης", καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η επικαλούμενη παράλειψη δεν είναι απαραίτητο, κατά το άρθρο 305 ΚΠολΔικ στοιχείο της αποφάσεως και η έλλειψή της δεν ιδρύει τους επικαλουμένους από τους αριθμούς 1 και 19 αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ούτε κάποιον άλλον από τους αναφερόμενους στο άρθρο αυτό λόγους. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (2ος λόγος-4ο μέρος και 4ος πρόσθετος λόγος-2ο μέρος) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 835/2013). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1021/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθώς και εκείνες του αριθμού 18 του ίδιου άρθρου, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση έχει εκδοθεί μετά από αναίρεση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα από τον ενάγοντα-αναιρεσείοντα με επίκληση στον πρώτο βαθμό και επαναφερθέντα με τις προτάσεις της μετ'αναίρεση συζήτησης (ΑΠ 994/2012) αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυπτε η βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών περί κτήσεως ιδίας κυριότητας στα επίδικα με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο και περί μη προβολής σ'αυτά (επίδικα) δικαιωμάτων του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου Δημοσίου. Ειδικότερα αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη α) το υπ'αριθμ. πρωτ. 3129/3.10.1999 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου και β) το με αριθμό πρωτοκόλλου 1068257/7382/Α0010/26.7.2001 έγγραφο του Τμήματος Α της Διεύθυνσης Δημ. Περιουσίας της Γενικής Δ/νσης Δημ. Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, στα οποία αναφέρεται ότι το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα επί των επιδίκων νησίδων. Επίσης με τον πρώτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη το πρώτο από τα παραπάνω έγγραφα, ήτοι το υπ'αριθμ. πρωτ. 3129/13.10.1999 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Κυκλάδων. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ) που ρητά αναφέρει (φύλλο 7) ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι" και την ιδιαίτερη αναφορά (σελ.15) "της υπ'αριθμ. 16/1999 γνωμοδοτήσεως του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, που έγινε δεκτή με την υπ'αριθμ. 1083782/8937/Α0010/30.9.1999 απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών" σε κοινοποίηση περίληψη της οποίας αφορά το πρώτο από τα παραπάνω έγγραφα (3129/13.10.1999 της Κτημ. Υπηρ. του Δημοσίου)- όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή του-, δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα, λήφθηκαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος και την απόρριψη ως ουσία αβασίμου της αγωγικής βάσης περί πρωτοτύπου τρόπου απαιτήσεως κυριότητος. Εξάλλου η άποψη του αναιρεσείοντα ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο τη προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (1ος κύριος και 1ος πρόσθετος λόγος) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ. β ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα τη αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι αρνητικοί απλώς ισχυρισμοί ή εκείνοι που αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν ιδρύεται όμως ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Συνεπώς, αν από την προσβαλλομένη, με αναίρεση, απόφαση προκύπτει ότι ο ισχυρισμός εξετάσθηκε και έγινε δεκτός ή απορρίφθηκε ως απαράδεκτος ή αβάσιμος από το δικαστήριο της ουσίας, ο σχετικός από τη διάταξη αυτή λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 1127/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχεται ότι ο αναιρεσείων-ενάγων δεν επικαλέστηκε στην επίδικη αγωγή τριακονταετή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη άσκηση νομής των δικαιοπαρόχων του, επί των ένδικων νησίδων, για την προ του 1915 τριακονταετία, που κατά τις διατάξεις του βρδ καταλύει την κυριότητα του Δημοσίου επί των ακινήτων του, καθόσον από το ιστορικό της αγωγής και τους προς υποστήριξή της υποβληθέντες από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμούς, προκύπτει ότι αναφέρεται τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, που μάλιστα αφορά σε 50ετία. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής -η ιστορική βάση της οποίας δεν συμπληρώνεται, ούτε μεταβάλλεται με άλλα, εκτός αυτής έγγραφα- ο παραπάνω αυτοτελής ισχυρισμός (αγωγική βάση) δεν περιεχόταν σ'αυτήν (αγωγή), η δε επικαλούμενη 50ετία αφορούσε στο επέκεινα του 1954 διάστημα. Εν όψει τούτων και ο λόγος αυτός , καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ.176 και 183 ΚΠολΔικ), τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ, με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο, ισχύει, μετά την υπ'αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 193/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 1023/2013). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14.2.2012 αίτηση και τους από 30.8.2013 πρόσθετους λόγους, του Ι. Μ. του Θ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 266/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διακρίσεις Γαιών κατά Οθωμανικό Δίκαιο. Τα κτήματα στις Κυκλάδες ήταν μούλκια, εκτός από εκείνα που λόγω της φύσης τους δεν εξουσιαζόντουσαν από κανένα (δάση, αιγιαλοί, κοινόχρηστα) τα οποία ανήκαν στο δημόσιο. ΒΔ της 12.12.1833 «περί διορισμού και φόρου βοσκής όλα τα λειβάδια για τα οποία δεν υπάρχει ταπί θεωρούνται δημόσια. Περ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Στις παραμεθόριες περιοχές δεν περιλαμβάνονται οι παραμεθόριες που έχουν ορισθεί με το άρθρο 4 του Ν. 1366/1938. Μετά την Ολ.ΑΠ 1/2013 υφίσταται τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου στις Κυκλάδες. Βάρος αποδείξεως επί αγωγής κατά Δημοσίου για εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων. Ο ισχυρισμός περί αδεσπότων στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση καθώς και για παραβίαση του Ν. ΚΘ΄/1864 «περί βοσκησίμων γαιών», του Ν. ΨΝ2/1880 περί Κοινοτικών και Εθνικών λιβαδιών και του Ν. ΔΝΖ/12, πλημμέλειες επάλληλες που δεν στηρίζουν αυτοτελώς το διατακτικό ούτε δημιουργούν δεδικασμένο, δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση και δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η μείζων σκέψη δεν είναι στοιχείο της αποφάσεως 281 ΑΚ. Προϋποθέσεις. Δεν ιδρύεται όταν αυτός που επικαλείται την κατάχρηση ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα είναι δικό του. Αν το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την σύσταση, ενώ είναι νόμω αβάσιμη, αντικαθίστανται οι αιτιολογίες και απορρίπτεται ο λόγος κατά 587 ΚΠολΔικ. Οι αιτιάσεις που αφορούν στην κατ’ ουσία απόρριψη του ισχυρισμού είναι απαράδεκτες, αφού ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αόριστος. 11γ άρθρ. 559. Αβάσιμος λόγος γιατί λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα. 559 αρ.8 εδ.β. Τα επικαλούμενα πράγματα δεν προτάθηκαν και γι’ αυτό δεν στοιχειοθετείται ο λόγος. Χρησικτησία κατά ΒΡΔ.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αιγιαλός, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Παραμεθόριες περιοχές, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 138/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΛΥΣΟΣ Ανώνυμη Τεχνική Ξενοδοχειακή και Λατομική Εταιρεία", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Χ. Κ. του Γ., κατοίκου .... Η 1η των αναιρεσειόντων εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σαράντο Θεοδωρόπουλο και ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο του. Των αναιρεσιβλήτων: 1) V. R. χας του V. (Β. Ρ. χας του Β.), κατοίκου ... ενεργούσης δι' αυτήν και ως ασκούσης την γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της D. R. του V. (Ν. Ρ. του Β.) και 2) G. R. του V. (Γ. Ρ. του Β.), κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπατσίλα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-1-2008 αγωγή της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων, γι' αυτήν ατομικά και ως ασκούσας την γονική μέριμνα των δύο ανηλίκων τότε τέκνων της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 24-3-2008 παρεμπίπτουσα αγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…", που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2025/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5745/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27-12-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 4-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε: Α) Να απορριφθούν οι λόγοι αναίρεσης, α) πρώτος, κατά το, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέρος του, ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους και β) πρώτος και δεύτερος, από τους αρ. 8 και 9, ως προς τον τρίτο αναιρεσίβλητο (ανήλικο). Β) Να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναίρεσης, α) πρώτος και δεύτερος, κατά τα λοιπά, ως προς τους δύο πρώτους αναιρεσίβλητους και β) τρίτος, ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 296, 297, 522 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι με την άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και συνεπώς ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί, ολικά ή μερικά από το δικόγραφο της αγωγής του, ακόμη και κατά το στάδιο της έκκλητης δίκης, εκτός αν προβάλλει αντίρρηση ο εναγόμενος και πιθανολογεί, ότι έχει συμφέρον να περατωθεί η δίκη με την έκδοση οριστικής απόφασης (ΑΠ 1198/2012). Η παραίτηση συνιστά ανάκληση της συγκεκριμένης αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας, που ενυπάρχει στην εν λόγω αγωγή και έχει την έννοια παραίτησης μόνο από τη δημοσίου χαρακτήρα αξίωση του ενάγοντος έναντι της πολιτείας για έκδοση απόφασης στη συγκεκριμένη δίκη, που άρχισε με την άσκηση της αγωγής, από το δικόγραφο της οποίας δηλώνεται η παραίτηση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 297 ΚΠολΔ, η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 ΚΠολΔ γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό του πληρεξούσιο για την πιστοποίηση της διαδικαστικής πράξης παραίτησης, δηλαδή και η εξώδικη δήλωση η οποία, κατ' αρθ. 118 του ΚΠολΔ, επιδίδεται από το δηλούντα διάδικο στον αντίδικό του (ΑΠ 834/2005). Με τη διάταξη αυτή ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή (ΟλΑΠ 1187/1981). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96 παρ. 1 και 2, 97 παρ. 1, 98 εδ. β', 104, 122 παρ. 1 και 123 παρ. 1 ΚΠολΔ και εκείνων των άρθρων 294, 296 και 297 του ίδιου Κώδικα συνάγεται, ότι σε περίπτωση που η παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής γίνεται από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος υπογράφει το δικόγραφο της ως άνω παραίτησης και την παραγγελία προς επίδοση αυτού στο δικαστικό επιμελητή, αυτός πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σχετική πληρεξουσιότητα, η οποία μάλιστα, προκειμένης παραίτησης από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή, πρέπει να είναι ειδική. Εξάλλου, ναι μεν η παραίτηση από το πιο πάνω δικαίωμα που ασκήθηκε ήδη με αγωγή προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας προς το Δικηγόρο, ο οποίος προβαίνει στη σχετική δήλωση μέχρι την ολοκλήρωσή της, περιλαμβανομένης και της επίδοσής της, εφόσον η παραίτηση έχει περιληφθεί σε εξώδικη δήλωση ή άλλο δικόγραφο, πλην όμως η από την έλλειψη αυτή επερχόμενη ακυρότητα θεραπεύεται, όπως και για την οποιαδήποτε άσκηση δικαιώματος δικονομικού, δια της, εκ των υστέρων, έγκρισης των γινομένων πράξεων από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, με αποτέλεσμα η δηλωθείσα παραίτηση εκ μέρους δικηγόρου από του δικαιώματος να ισχυροποιείται αναδρομικώς (ΟλΑΠ 15/2008). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης: 1) Από τον αρ. 1, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. 2) Από τον αρ. 8, αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα ή έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τον αναιρεσίβλητο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή ισχυρισμοί θεμελιωτικοί κατά νόμο αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, που είναι παραδεκτοί και νόμιμοι. Και 3) Από τον αρ. 9, αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, προκύπτει ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με την ένδικη αγωγή των, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της, εκθέτουν σ' αυτήν ότι η πέµπτη εναγοµένη, εταιρεία µε την επωνυµία "…" ανέλαβε στις 10-6-2003 από το Δήµο Αχαρνών την εκτέλεση του έργου "Κατασκευή Ακαθάρτων Περιοχών Λαθέα Α' - Λαθέα Β' Δήµου Αχαρνών". Ότι η ίδια εναγοµένη ανέθεσε υπεργολαβικά την εκτέλεση τoυ έργου στην πρώτη εναγοµένη εταιρεία µε την επωνυµία "Άλυσος ΑΤΕ" (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα). Ότι ο θανών V. R. προσελήφθη από τους δεύτερο και τρίτο των εναγοµένων για να εργασθεί στο ως άνω έργο ως, εργάτης. Ότι ο θανάσιμος τραυµατισµός του οφείλεται σε υπαιτιότητα των νοµίµων εκπροσώπων της πρώτης και πέμπτης των εναγομένων και του εποπτεύοντος μηχανικού. Ότι ο θάνατος του συζύγου και πατρός τους, με τον οποίο τους συνέδεαν ιδιαίτεροι δεσμοί στοργής και αγάπης, προκάλεσε σε εκείνους έντονη θλίψη και ψυχικό πόνο, κλόνισε ανεπανόρθωτα την ψυχική τους υγεία και ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν σε καθένα από αυτούς το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, για την άμβλυνση του ψυχικού πόνου και την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατό του. Ζήτησαν δε οι ενάγοντες να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσείοντες, να καταβάλουν σ' αυτούς, εις ολόκληρον έκαστος, τα παραπάνω ποσά, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η 2025/2009 απόφαση, η οποία τη δέχθηκε, κατά ένα μέρος. Κατά της απόφασης αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 25-9-2009 έφεση, με την οποία ζήτησαν την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή. Πριν τη συζήτηση της έφεσης, η πρώτη αναιρεσίβλητη και ο ήδη ενήλικας γιός της, δεύτερος αναιρεσίβλητος, με το από 5-1-2011 δικόγραφό τους, το οποίο επέδωσαν στους αναιρεσείοντες την 5η Ιανουαρίου 2011 (βλέπε τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες …, …, …/5-1-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ε. Π.) παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής και το δικαίωμά τους, που άσκησαν με αυτήν. Οι αναιρεσείοντες, κατά τη συζήτηση της έφεσης και της αντέφεσης στο Εφετείο, επικαλέστηκαν τα παραπάνω και ισχυρίστηκαν ότι η δίκη που άνοιξε με την αγωγή καταργήθηκε. Οι αναιρεσίβλητοι, με τις από 14-5-2012 προτάσεις των ενώπιον του Εφετείου, συνομολόγησαν την παραίτηση από την αγωγή των κατά των αναιρεσειόντων. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, αν και είχε υποχρέωση, δεν έλαβε υπόψη του τον παραπάνω νόμιμο και ουσιώδη ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, προχώρησε στην εκδίκαση της έφεσης και δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή. Επομένως, υπέπεσε στην, από τους αρ. 8 και 9 πλημμέλειες και είναι βάσιμοι, ως προς τους αναιρεσίβλητους ενήλικες, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται, αντίστοιχα, οι πλημμέλειες αυτές. Αντίθετα, ως προς τον ανήλικο αναιρεσίβλητο, οι παραπάνω λόγοι είναι απαράδεκτοι, διότι με τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, δεν γίνεται επίκληση, νομότυπης, παραίτησης και από αυτόν από το δικόγραφο της αγωγής. Τέλος, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλεται και η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος διότι δεν καθορίζεται ενάριθμα η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Το άρθρο 871 του ΑΚ ορίζει ότι "με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μία φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια ένοχη σχέση. Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση". Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι ο συμβιβασμός αποτελεί αμφοτεροβαρή σύμβαση, η οποία αν μεν γίνεται στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης υπό τους όρους του άρθρου 293 του ΚΠολΔ επιφέρει, αυτοδικαίως, κατάργηση της εκκρεμούς δίκης, ενώ αν έγινε εκτός εκκρεμούς δίκης (εξώδικος) κρίνεται ως προς το κύρος του κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (παρ. 2 άρθρου 293 ΚΠολΔ). Βασική προϋπόθεση για τη συγκρότηση του συμβιβασμού είναι η αμοιβαία υποχώρηση των μερών. Το χαρακτηριστικό αυτό δεν λαμβάνεται με τη στενή τεχνική έννοια του όρου, αλλά υπό ευρεία έννοια των εν γένει συναλλαγών. Δεν είναι απαραίτητο έτσι να αφορά η παραίτηση ή υποχώρηση ένα μέρος της εκκρεμούς σχέσης. Αρκεί ότι ο διάδικος ή το ένα συμβαλλόμενο μέρος προβαίνει σε μία θυσία, γιατί σε αντίστοιχη θυσία προβαίνει και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Η υποχρέωση στην οποία προβαίνει το ένα μέρος δεν είναι απαραίτητο να είναι ισάξια προς την υποχώρηση του άλλου μέρους. Έτσι είναι επιτρεπτό, όταν μεταξύ των μερών έχει εκδοθεί απλώς οριστική απόφαση πρώτου βαθμού, που αφορά επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, στον ενάγοντα, να συναφθεί συμβιβασμός μεταξύ των μερών με περιεχόμενο, ότι τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος θα παραιτηθούν των ενδίκων μέσων κατά της εκδοθείσας πρωτόδικης απόφασης, ώστε αυτή να καταστεί τελεσίδικη με άμεση από τον ενάγοντα είσπραξη και ανεπιφύλακτη από τον εναγόμενο καταβολή του επιδικασθέντος ποσού περιλαμβανομένης και της δικαστικής δαπάνης και επί πλέον με παραίτηση του ενάγοντος από μελλοντική αξίωσή του για την ίδια αιτία περαιτέρω χρονικού διαστήματος. Αν μετά τη νομότυπη κατάρτιση του συμβιβασμού ο ενάγων είτε επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε επί αγωγής αφορώσης χρηματική ικανοποίηση, από την οποία παραιτήθηκε στα πλαίσια του συμβιβασμού, είτε ασκήσει νέα αγωγή με ανάλογο περιεχόμενο, τότε παρέχεται από το νόμο στο άλλο μέρος η δυνατότητα απόκρουσης τέτοιας αγωγής με την επίκληση και απόδειξη του συμβιβασμού. Η βασιμότητα της στηριζόμενης στο συμβιβασμό ανατρεπτικής ένστασης επιφέρει απόρριψη της αγωγής. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1526, 1528, 1624 αρ. 10 ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς του ανηλίκου δεν μπορούν να συνάψουν συμβιβασμό για αντικείμενο ποσού αξίας ανώτερης της ετήσιας δαπάνης του ανηλίκου, ούτε να παραιτηθούν από αξίωση του ανηλίκου, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου. Την ακυρότητα αυτή προτείνουν ο πατέρας, η μητέρα, το παιδί, οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί του, πλην όμως και αυτή, εφόσον προβληθεί από ένα από τους δικαιούμενους, οδηγεί σε αυτοδίκαιη ακυρότητα της δικαιοπραξίας, χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ουσιώδη ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ότι η επίδικη απαίτηση αποσβέστηκε με εξώδικο συμβιβασμό. Όπως προκύπτει από τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις των, ενώπιον του Εφετείου, οι αναιρεσείοντες προέβαλλαν, πράγματι, παραδεκτά τον οψιγενή ισχυρισμό ότι, μετά την έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και την άσκηση της έφεσής των, η ένδικη διαφορά επιλύθηκε, μεταξύ των διαδίκων, δηλαδή των αναιρεσειόντων και όλων των αναιρεσίβλητων, με δικαστικό συμβιβασμό, ο οποίος καταρτίστηκε με την από 5-1-2011 σύμβαση, το περιεχόμενο της οποίας περιλαμβάνεται στο, με την ίδια χρονολογία, έγγραφο, ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη, κατά την κατάρτιση του συμβιβασμού, ενεργούσε και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανήλικου γιού της και τέλος ότι ο συμβιβασμός αυτός, κατά το μέρος που αναφέρεται στον ανήλικο, εγκρίθηκε ως επωφελής, ως προς αυτόν, με την 3133/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, αν και είχε υποχρέωση, δεν ερεύνησε τον ισχυρισμό αυτό, που είναι νόμιμος (ανατρεπτική ένσταση), και ουσιώδης, ως προς την έκβαση της δίκης, διότι, εφόσον γινόταν δεκτός θα είχε ως πιθανόν αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής. Αντίθετα προχώρησε στην εκδίκαση της έφεσης και δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή. Έτσι υπέπεσε στην, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια και είναι βάσιμος ο παραπάνω λόγος της αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τους αναιρεσείοντες, στο σύνολό της, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρ. 183, 176 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη, με αριθμό, 5745/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσείοντες. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η παραίτηση συνιστά ανάκληση της συγκεκριμένης αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας και έχει την έννοια παραίτησης μόνο από τη δημοσίου χαρακτήρα αξίωση του ενάγοντος έναντι της πολιτείας για έκδοση απόφασης. Το εφετείο, δεν έλαβε υπόψη του το σχετικό ισχυρισμό, προχώρησε στην εκδίκαση της έφεσής και δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή. Έτσι, υπέπεσε στις, από τους αρ. 8 και 9 πλημμέλειες. Αν μετά τη νομότυπη κατάρτιση του συμβιβασμού ο ενάγων είτε επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε επί αγωγής αφορώσης χρηματική ικανοποίηση, από την οποία παραιτήθηκε στα πλαίσια του συμβιβασμού, είτε ασκήσει νέα αγωγή με ανάλογο περιεχόμενο, τότε παρέχεται στο άλλο μέρος η δυνατότητα απόκρουσης τέτοιας αγωγής με την επίκληση και απόδειξη του συμβιβασμού. Η βασιμότητα της στηριζόμενης στο συμβιβασμό ανατρεπτικής ένστασης επιφέρει απόρριψη της αγωγής.
Εργατικό ατύχημα
Εργατικό ατύχημα.
0
Αριθμός 139/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Λαγουδάκη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) V. (Β.) χας V. (Β.) R. (Ρ.), κατοίκου ... για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσης τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της D. R. του V. (Ν. Ρ. του Β.) και 2) G. R. του V. (Γ. Ρ. του Β.), κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπατσίλα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-1-2008 αγωγή της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων, γι' αυτήν ατομικά και ως ασκούσας την γονική μέριμνα των δύο ανηλίκων τότε τέκνων της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 24-3-2008 παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2025/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5745/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30-4-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 4-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρ. 1 του ν. 551/1915 "περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων", όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 38 εδ. α' ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρ. 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ' αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής, δηλαδή θα πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της (ΟλΑΠ 1287/1986). Σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος οφείλεται, κατ' αρχήν, η προβλεπόμενη από το άρθρ. 3 του ως άνω νόμου αποζημίωση, για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, μπορεί δε, κατ' εφαρμογή του άρθρ. 16 § 4 εδ. (α), (β) και (γ) του ν. 551/1915, να μειωθεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αποζημίωση μέχρι το μισό της μόνον όταν ο παθών επέδειξε την ειδική αμέλεια που συνίσταται στην από μέρους του αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών, που θέτουν τους όρους ασφάλειας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση κυρώθηκαν από την αρχή. Πλήρη αποζημίωση κατά το κοινό δίκαιο έχουν το δικαίωμα κατά το άρθρ. 16 § 1 του ν. 551/1915 να ζητήσουν ο παθών από εργατικό ατύχημα και σε περίπτωση θανάτου του οι προσδιοριζόμενοι στο άρθρ. 6 του ν. 551/1915 συγγενείς του μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω διατάξεις για τους όρους ασφάλειας και σε αιτιώδη μ' αυτές συνάφεια. Τέτοιες διατάξεις είναι ειδικότερα μόνον εκείνες που προβλέπουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων και όχι τρίτων, δηλαδή δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την παράβαση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται μόνον από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς κατά τα λοιπά να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995). Σε όλες τις περιπτώσεις ο παθών από εργατικό ατύχημα, ασφαλισμένος ή όχι στο ΙΚΑ, και αναλόγως τα μέλη της οικογένειάς του, διατηρούν κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων τις αξιώσεις τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τους, που συνιστά εν προκειμένω και η αμέλεια ως προς την τήρηση των προβλεπόμενων από γενικές ή ειδικές διατάξεις όρων ασφάλειας των εργαζομένων και όχι μόνον η ως άνω ειδική αμέλεια, αφού η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης τους, κατά τα άρθρ. 299 και 932 ΑΚ, είναι διαφορετικής φύσης και δεν καλύπτεται από την απαλλαγή τους από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση ή από την ειδική αποζημίωση κατά το ν. 551/1915, που αφορούν αξιώσεις καθαρά περιουσιακού χαρακτήρα (ΟλΑΠ 1117/1986). Η υποχρέωση αποζημίωσης, κατά το κοινό δίκαιο, ρυθμίζεται κυρίως από το άρθρ. 914 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρ. 297 και 298 ΑΚ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, όπως όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου. Τέτοια υποχρέωση προστασίας υπάρχει και για τον εργοδότη τόσο από τη γενική διάταξη του άρθρ. 662 ΑΚ όσο και κυρίως από τις διατάξεις της ειδικής εργατικής νομοθεσίας, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι διατάξεις του ν. 1396/1983, που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφάλειας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα, παραπέμποντας μεταξύ άλλων και στα προβλεπόμενα με το π.δ. 1073/1981 μέτρα ασφάλειας. Έτσι κατά μεν το άρθρ. 4 § 1 του ν. 1396/1983, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σε έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφάλειας, που του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι, κατά δε το άρθρ. 5 § 1 του ίδιου νόμου, ο εργολάβος και ο υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφάλειας που αφορούν στο τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε αντίθεση µε τον κύριο του έργου, που δεν ευθύνεται ως προστήσας για τις παράνοµες πράξεις ή παραλείψεις του εργολάβου, αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου, ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση ολόκληρου ή τµήµατος του έργου και ανέθεσε την εκτέλεση τµήµατος τούτου σε υπεργολάβο, είναι συνυπεύθυνος µε αυτόν για τη λήψη και τήρηση των µέτρων ασφαλείας, έστω και αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτόν του το δικαίωµα διεύθυνσης και επίβλεψης του τµήµατος που ανέθεσε στον υπεργολάβο ή και αν συμφώνησαν ότι δεν θα έχει τη διεύθυνση και επίβλεψη του τμήματος αυτού. Kαι τούτο, διότι ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 1396/1983, για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας και η ανάθεση της εκτέλεσης τμήματος του έργου σε υπεργολάβο, με οποιαδήποτε συμφωνία, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση επίβλεψης και ελέγχου του υπεργολάβου, ειδικά για τη λήψη και τήρηση των παραπάνω μέτρων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 και 8β του π.δ. 17/ 1996, ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας, ενώ ο ίδιος, επιφυλασσομένων των λοιπών διατάξεων του αυτού διατάγματος, οφείλει, έχοντας υπόψη τη φύση των δραστηριοτήτων της επιχείρησής του, να λαμβάνει υπόψη, όταν αναθέτει καθήκοντα σε έναν εργαζόμενο, τις ικανότητες αυτού σε θέματα ασφάλειας και υγείας. Επίσης, κατά το άρθρο 12 παρ. 1, 2 και 3 του π.δ. 17/1996, ο εργοδότης εξασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ιδίως υπό μορφή πληροφοριών και οδηγιών. Η εκπαίδευση αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των κινδύνων και στην εμφάνιση νέων κινδύνων και να επαναλαμβάνεται, αν χρειάζεται, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ο εργοδότης εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι σε εξωτερικές επιχειρήσεις, που εκτελούν εργασίες στην επιχείρησή του, έχουν λάβει τις κατάλληλες οδηγίες, όσον αφορά τους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία κατά τις δραστηριότητές τους στην επιχείρησή του. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 1568/1985, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαµβάνει κάθε µέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόµενοι από κάθε κίνδυνο που µπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωµατική τους ακεραιότητα, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του π.δ. 17/18.01.1995, η οποία προβλέπει µέτρα για την βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζοµένων κατά την εργασία, σε συμμόρφωση µε τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ, ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζοµένων, ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαµβάνει µέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και την ασφάλεια των τρίτων. Επίσης, κατά το άρθρο 3 παρ. 1, 2, 3 και 4 παρ. 1α του π.δ. 395/1994, ο εργοδότης λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα, ώστε ο εξοπλισµός εργασίας, που τίθεται στη διάθεση των εργαζοµένων µέσα στην επιχείρηση ή και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζοµένων κατά τη χρησιµοποίησή του. Κατά την επιλογή του εξοπλισµού εργασίας, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαµβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση ή και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν, λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας, καθώς και την έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφαλείας. Όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλισθεί πλήρως κατά τον τρόπο αυτό η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο. Οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, σχετικά με το σχεδιασμό και την κατασκευή τους, από πλευράς ασφάλειας και υγείας, κατάλληλοι για τους κινδύνους, που πρέπει να προλαμβάνονται και η χρήση τους να μη συνεπάγεται νέους κινδύνους. Περαιτέρω, στο άρθρο 17 του π.δ. 778/1980, προβλέπεται ότι: "κατά την πραγματοποίησιν εργασιών εις φρέατα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα δια τον επαρκή αερισμόν των θέσεων εργασίας και την προστασίαν των εργαζομένων από τις αναθυμιάσεις", στα άρθρα 94, 102 και 111 του π.δ. 1073/ 1981 προβλέπεται ότι: "εις τους χώρους εις τους οποίους υφίσταται ένδειξις υπάρξεως αερίων ή κόνεων επιβλαβών δια την υγείαν ή ευαναφλέκτων πρέπει προ πάσης εργασίας και κατά την διάρκειαν αυτής, να ενεργείται έλεγχος του χώρου δι' ειδικών μέσων υπό προσώπων ειδικών προς τούτο, οριζομένων υπό του εργοδότου, προς εξακρίβωσιν της επικινδυνότητος δια την υγείαν και σωματικήν ακεραιότητα των εργαζομένων. Η έναρξις της εργασίας και η συνέχιση ταύτης θα επιτρέπεται μόνον εφόσον κατά τους ως άνω ελέγχους διαπιστούται καταλληλότης των συνθηκών. Εις περιπτώσεις διαπιστώσεως ακαταλληλότητας των συνθηκών κατά τα ανωτέρω αι επιβλαβείς και επικίνδυνοι ουσίαι πρέπει να απάγωνται κατά ακίνδυνον τρόπον από τας θέσεις δημιουργίας ή εμφανίσεως των δια καταλλήλων διατάξεων. Εις περιπτώσεις κατά τας οποίας η προστασία των εργαζομένων δεν δύναται να εξασφαλισθή απόλυτα είτε δια της εξαλείψεως του κινδύνου είτε δια των ομαδικών μέτρων προστασίας διατίθενται υπό του εκτελούντος το έργον εις τους εργαζομένους ατομικά μέσα προστασίας. Τα ανωτέρω μέσα προστασίας πρέπει να προστατεύουν αποτελεσματικά από τον συγκεκριμένον κίνδυνον, να ευρίσκωνται εις αρίστην κατάστασιν, να συντηρούνται περιοδικώς, να καθαρίζωνται και να αποθηκεύονται με επιμέλειαν. Αι συσκευαί, και λοιπός εξοπλισμός πρέπει να είναι προσωπικός δι' έκαστον εργαζόμενον, να ελέγχεται και καθαρίζεται με επιμέλειαν πριν διατεθή εις άλλον εργαζόμενον. Όλος ο αναγκαίος εξοπλισμός ατομικής προστασίας να τίθεται εις την διάθεσιν όλων των εργαζομένων εις το εργοτάξιον και να είναι εις κατάστασιν αμέσου χρησιμοποιήσεως. Οι εκτελούντες το έργον πρέπει να φροντίζουν ώστε τα απαιτούμενα κατά περίπτωσιν ατομικά μέσα προστασίας να χρησιμοποιούνται υπό των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι οφείλουν να χρησιμοποιούν τα ατομικά μέσα προστασίας εις τας περιπτώσεις κατά τας οποίας απαιτείται τοιαύτη χρήσις. Τα ατομικά μέσα προστασίας πρέπει να προσαρμόζωνται εις τα ανθρωπομετρικά στοιχεία και ανατομικής αναλογίας εκάστου εργαζομένου. Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος ως και του προεδρικού διατάγματος 778/1980 εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίσταται, ανελλιπώς καθ' όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων. Το προσωπικόν εκάστου συνεργείου πρέπει να επιθεωρήται τουλάχιστον άπαξ της ημέρας υπό του επικεφαλής του υπεργολάβου, άπαξ δε της εβδομάδος, υπό του εργολάβου, εφόσον έχει ειδικάς γνώσεις, ή υπό καταλλήλου εκπροσώπου του. Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι, οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους, περί των, κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας". Τέλος, με το άρθρο 6 του π.δ. 305/1996 προβλέπεται ότι "εάν οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να εισέρχονται σε ζώνες όπου ο αέρας ενδέχεται να περιέχει τοξικές η βλαβερές ουσίες, να έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο ή τέλος να είναι εύφλεκτος, ο αέρας εντός των ζωνών αυτών πρέπει να ελέγχεται και πρέπει να λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη κάθε κινδύνου. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκτίθενται σε επικίνδυνη ατμόσφαιρα κλειστού χώρου και πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς από έξω και να λαμβάνονται όλες οι αναγκαίες προφυλάξεις προκειμένου να μπορεί να τους παρασχεθεί αποτελεσματική και άμεση βοήθεια". Εξάλλου, με την παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, "περί δημοσίων έργων και ρυθμίσεων συναφών θεμάτων, όπως η παρ. 6 συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2229/1994, ορίζονται τα ακόλουθα: "Ή υποκατάσταση τρίτου στην κατασκευή µέρους ή όλου του δηµοσίου έργου απαγορεύεται χωρίς την έγκριση του φορέα της κατασκευής του έργου. Αν διαπιστωθεί, καθ' οιονδήποτε τρόπο, ότι έχει γίνει άµεση ή έµµεση υποκατάσταση του αναδόχου από άλλη εργοληπτική επιχείρηση, ο κύριος του έργου - φορέας κατασκευής κηρύσσει έκπτωτο τον ανάδοχο, µετά από γνώµη του αρµοδίου τεχνικού Συµβουλίου Δηµοσίων Έργων. Σε κάθε περίπτωση υποκατάστασης ο ανάδοχος ευθύνεται µαζί µε τον υποκατάστατο εις ολόκληρον προς τον κύριο του έργου, το προσωπικό του έργου και οποιονδήποτε τρίτο. Κατ' εξαίρεση µπορεί να εγκριθεί η υποκατάσταση µε απαλλαγή του αναδόχου από την ευθύνη του προς τον κύριο του έργου, αν αυτό επιβάλλεται από το συµφέρον του έργου και ο ανάδοχος βρίσκεται σε προφανή αδυναµία να περατώσει το έργο. Με προεδρικό διάταγµα καθορίζονται τα προσόντα του υποκατάστατου, οι συνέπειες για τον ανάδοχο, η διαδικασία έγκρισης της υποκατάστασης, τα θέµατα που σχετίζονται µε την υποκατάσταση µέλους αναδόχου κοινοπραξίας και κάθε σχετική λεπτομέρεια". Σε εκτέλεση της διάταξης αυτής εκδόθηκε το π.δ. 609/1985, στο άρθρο 51 του οποίου ορίζεται: "1. Η υποκατάσταση άλλης εργοληπτικής επιχείρησης στην κατασκευή του έργου, σύµφωνα µε την παράγραφο 6 του άρθρου 5 του Ν. 1418/1984, προτείνεται από τη Διευθύνουσα υπηρεσία και εγκρίνεται από την Προϊστάμενη Αρχή. Για να εγκριθεί η υποκατάσταση πρέπει η εργοληπτική επιχείρηση, που θα υποκαταστήσει τον ανάδοχο, να έχει τα ίδια προσόντα που απαιτήθηκαν για την ανάληψη του έργου από τον ανάδοχο και να παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα για την κατασκευή του έργου κατά την κρίση της προϊσταμένης Αρχής, που λαμβάνει υπόψη της και τα σχετικά στοιχεία του Μ.Ε.Ε.Π. 2. Για να εγκριθεί η υποκατάσταση με απαλλαγή από την ευθύνη του αρχικού αναδόχου, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 5 Ν. 1418/1984, στην αίτηση του αναδόχου προσδιορίζεται το τμήμα της εργολαβίας για το οποίο ζητείται η υποκατάσταση με απαλλαγή από την ευθύνη και η πιστοποίηση, μετά την οποία όλες οι πληρωμές θα διενεργούνται απ' ευθείας στο νέο ανάδοχο... Με την απόφαση έγκρισης της υποκατάστασης με απαλλαγή καθορίζεται το τμήμα της εργολαβίας για το οποίο καθορίζεται η υποκατάσταση, αν η υποκατάσταση δεν γίνεται για το σύνολο του έργου, η πιστοποίηση μετά την οποία όλες οι πληρωμές θα διενεργούνται στο νέο ανάδοχο, οι εγγυήσεις του νέου αναδόχου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια. Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής ο υποκατάστατος του αναδόχου επέχει στο εξής θέση αναδόχου και αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες για το σύνολο του έργου ή για τα τμήματα του έργου που προσδιορίζονται στην απόφαση έγκρισης της υποκατάστασης με απαλλαγή του αρχικού αναδόχου. Επίσης, αναλαμβάνει και τις υποχρεώσεις του αρχικού αναδόχου προς το προσωπικό που εργάστηκε στο έργο τους τελευταίους τρεις μήνες. Οι εγγυήσεις επ' ονόματι του αρχικού αναδόχου ή το μέρος τους, που ορίζεται με την εγκριτική απόφαση, αποδίδονται αφού προηγουμένως κατατεθούν νέες ισόποσες εγγυήσεις από το νέο ανάδοχο. Μόνο με την κατάθεση αυτή επέρχεται η απαλλαγή του αρχικού αναδόχου από την ευθύνη του. 3. Σε περίπτωση αναδόχου κοινοπραξίας, που την υποκατάσταση ζητεί μέλος της, απαιτείται η συναίνεση όλων των μελών της κοινοπραξίας και κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι προηγούμενες παράγραφοι". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι προβλέπεται υποκατάσταση του αναδόχου από άλλη εργοληπτική επιχείρηση στην εκτέλεση δημοσίου έργου, μόνο ύστερα από την τήρηση των προαναφερόμενων προϋποθέσεων και εφόσον εγκριθεί η υποκατάσταση από το φορέα κατασκευής του έργου, διαφορετικά ο τελευταίος κηρύσσει έκπτωτο τον ανάδοχο, μετά από γνώμη του αρμοδίου Τεχνικού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων. Σε κάθε περίπτωση η υποκατάσταση προβλέπεται μόνο κατά το στάδιο εκτέλεσης του έργου, δηλαδή στο στάδιο που ακολουθεί την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του αναδόχου και του κυρίου του έργου, όχι, όμως, και κατά το στάδιο που προηγείται της κατακύρωσης του διαγωνισμού (Ολ. ΣτΕ 971/1998). Περαιτέρω, με τον όρο "υποκατάσταση τρίτων" νοείται η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εργολάβου από την εργολαβική σύμβαση σε τρίτον, όσον αφορά το όλον ή μέρος του αναληφθέντος έργου, κατά τρόπον ώστε να υπεισέρχεται ο τρίτος στη μεταξύ φορέα του έργου και εργολάβου σχέση. Συνεπώς, ως υποκατάσταση τρίτου, κατά την έννοια του άνω νόμου, δεν νοείται η υπεργολαβία, δηλαδή η σύμβαση με την οποία ο εργολάβος αναθέτει με αμοιβή την εκτέλεση ορισμένων εργασιών σε τρίτον, ο οποίος δεν συνδέεται με νομικό δεσμό με τον εργοδότη, έναντι του οποίου μόνος υπεύθυνος για τις εκτελούμενες από τον εργολάβο εργασίες παραμένει ο εργολάβος (ΑΠ 119/2013, 570/2007). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει νόμιμη υποκατάσταση, οι σχέσεις υπεργολάβου και εργολάβου, δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Επομένως, ως προς τις μεταξύ του υπεργολάβου και εργολάβου σχέσεις, εφαρμόζεται ο ν. 1396/1983. Τέλος: 1) Kανόνας δικαίου παραβιάζεται, κατ' άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή. 2) Τα διδάγματα κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (ΚΠολΔ 336 § 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (ΚΠολΔ 559 αριθ. 1). 3) Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Ελλείψεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ή την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, όταν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκή ή ασαφή αιτιολογία. Και 4) Ο, από τον αρ. 14 του ίδιου άρθρου, λόγος, θεμελιώνεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε ακυρότητα στην περίπτωση που η αγωγή, αν και αόριστη, κρίθηκε ορισμένη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, εκτίθεται σ' αυτήν ότι η πέµπτη εναγοµένη, εταιρεία µε την επωνυµία "…/" ανέλαβε στις 10-6-2003 από το Δήµο Αχαρνών την εκτέλεση του έργου "Κατασκευή Ακαθάρτων Περιοχών Λαθέα Α' - Λαθέα Β' Δήµου Αχαρνών". Ότι η ίδια εναγοµένη ανέθεσε υπεργολαβικά την εκτέλεση τoυ έργου στην πρώτη εναγοµένη εταιρεία µε την επωνυµία "Άλυσος ΑΤΕ", της οποίας οι δεύτερος και τρίτος των εναγοµένων, Ε. Κ. και Χ. Κ. ήταν νόµιµοι εκπρόσωποι. Ότι ο θανών V. R. προσελήφθη από τους δεύτερο και τρίτο των εναγοµένων, µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, για να εργασθεί στο ως άνω έργο ως, εργάτης. Ότι ο τραυµατισµός του οφείλεται σε υπαιτιότητα των νοµίµων εκπροσώπων της πρώτης και πέμπτης των εναγομένων και του εποπτεύοντος μηχανικού, οι οποίοι ενεργώντας από δόλο, άλλως από βαρεία αμέλεια, παραβίασαν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και δεν είχαν εφοδιάσει το συνεργείο στο οποίο εργαζόταν ο ενάγων με αντιασφυξιογόνες μάσκες και κατάλληλο εξοπλισμό για εργασίες στις οποίες είναι πιθανόν να εκλυθούν τοξικά αέρια, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή. Ότι ο θάνατος του συζύγου και πατρός τους, με τον οποίο τους συνέδεαν ιδιαίτεροι δεσμοί στοργής και αγάπης, προκάλεσε σε εκείνους έντονη θλίψη και ψυχικό πόνο, κλόνισε ανεπανόρθωτα την ψυχική τους υγεία και ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν σε καθένα από αυτούς το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, για την άμβλυνση του ψυχικού πόνου και την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατό του. Ζήτησαν μετά ταύτα οι ενάγοντες να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα, να καταβάλουν σ' αυτούς, εις ολόκληρον έκαστος, τα αναφερόμενα ποσά ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης. Περαιτέρω, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής, κρίσιμα, περιστατικά: Με την 14337/10.06.2003 εργολαβική σύµβαση, η οποία συνήφθη στις 10/6/2003, µεταξύ του Δήµου Αχαρνών και της πέµπτης εναγόµενης (ήδη αναιρεσείουσας) εταιρείας µε την επωνυµία "…", η τελευταία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου "Κατασκευή Αγωγών Ακαθάρτων Περιοχών Λαθέας Α' - Λαθέας Β', Δήµου Αχαρνών", για το οποίο είχε προκηρυχθεί δηµόσιος ανοικτός µειοδοτικός διαγωνισµός, για την ανάδειξή της ως αναδόχου, αντί εργολαβικού ανταλλάγµατος 1.408.597,77 ευρώ. Με το από 10/7/2003 ιδιωτικό συµφωνητικό υπεργολαβικής σύµβασης, η πέµπτη εναγοµένη ανέθεσε στην πρώτη εναγοµένη εταιρεία, µε την επωνυµία "ΑΛΥΣΟΣ ΑΤΕ", την κατασκευή του παραπάνω έργου, αντί υπεργολαβικού ανταλλάγµατος 476.976 ευρώ. Ρητά συµφωνήθηκε ότι η υπεργολάβος υποχρεούται να εκτελέσει το έργο, συμμορφούμενη πάντοτε με τις οδηγίες της πέμπτης εναγομένης. Η πρώτη εναγόµενη, ανέθεσε την επιστηµονική εργασία και επίβλεψη του έργου στον τέταρτο εναγόµενο, τοπογράφο - µηχανικό. Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του µηνός Ιουλίου 2003 η πρώτη εναγόµενη άρχισε τις εργασίες εκτέλεσης του έργου. Οι αρχικές εργασίες περιελάµβαναν εντοπισµό του υπάρχοντος δικτύου ακαθάρτων, διενέργεια τοπογραφικών εργασιών, προµετρήσεις, ερευνητικές τοµές, αποτύπωση της πραγµατικής εικόνας του υπάρχοντος δικτύου, χάραξη του προς κατασκευή δικτύου και δοκιµαστική τοποθέτηση αγωγών. Οι εργασίες εκτελούνταν από δύο συνεργεία, αποτελούµενα καθένα από δύο εργάτες της πρώτης εναγόµενης, επικουρούµενα από ένα σκαπτικό µηχάνηµα, κατάλληλο για την πραγµατοποίηση των αναγκαίων εκσκαφών και ένα φορτηγό όχηµα. Μεταξύ των µελών των συνεργείων της πέµπτης εναγοµένης ήταν και ο ενάγων Β. Ρ. (V. R. ), αλβανικής υπηκοότητας, µε νόµιµη διαµονή και εργασία στην Ελλάδα, ασφαλισµένος στο ΙΚΑ, που είχε προσληφθεί µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη εναγοµένη, ως εργάτης. Από την έναρξη των εργασιών οι εργαζόμενοι στα συνεργεία της πρώτης εναγομένης άνοιγαν τα φρεάτια του υπάρχοντος δικτύου, προκειμένου να μετρήσουν το βάθος τους και να αποτυπώσουν την πραγματική εικόνα του υπάρχοντος δικτύου, χωρίς να έχει ερευνηθεί προηγούμενα από αυτήν η ατμόσφαιρα του εσωτερικού τους για τυχόν ύπαρξη επιβλαβών αερίων και χωρίς η ίδια να τους έχει εξοπλίσει με τα ως άνω απαραίτητα προστατευτικά εξαρτήματα, αν και πρόκειται για χώρους στους οποίους αναμένεται η ύπαρξη ασφυκτικών (θανατηφόρων) αερίων, όπως μεθανίου, μονοξειδίου του άνθρακα και λοιπών πτητικών δηλητηρίων, ιδίως στην περίπτωση που το φρεάτιο έχει λιμνάζοντα λύματα από έμφραξη του αγωγού ακαθάρτων, οπότε λόγω της σήψης και αποσύνθεσης δημιουργείται έντονη ασφυκτική ατμόσφαιρα, η οποία επιτείνεται από το ερμητικό κλείσιμο του φρεατίου όταν από πάνω του υπάρχουν υλικά που παρεμποδίζουν τη μερική έστω εκτόνωση διαφυγή των ελαφρότερων του ατμοσφαιρικού αέρα παραγομένων αερίων από το καπάκι του φρεατίου. Την 30 Ιουλίου 2003 και περί ώρα 08:00, ο Β. Ρ. (V.I. R. ) του Π., σύζυγος της πρώτης και πατέρας του δεύτερου και τρίτου των εναγόντων, μαζί με άλλους δύο εργαζομένους της πρώτης εναγόμενης, το D. T.K. του G., που απασχολούνταν ως εργάτης και το Δ. Κ. , χειριστή του σκαπτικού μηχανήματος, επιχείρησαν, εκτελώντας εντεταλμένη και αναγκαία για την εκτέλεση του έργου εργασία, σύμφωνα με το σχεδιασμό από τον επιβλέποντα τοπογράφο μηχανικό, την αποκάλυψη του υπάρχοντος δικτύου επί της οδού …. και χάραξη της επέκτασης του δικτύου προς την οδό … Μετά την αποκάλυψη του φρεατίου από το σκαπτικό μηχάνημα ο Β. Ρ. και ο D. T.K. απέσπασαν το μεταλλικό καπάκι του φρεατίου με τη βοήθεια κασμά και ακολούθως ο πρώτος έσκυψε πάνω από το στόμιο του φρεατίου για να μετρήσει το βάθος αυτού με τη βοήθεια μεταλλικής μετροταινίας και λόγω της σήψης και αποσύνθεσης των ακαθάρτων λιμναζόντων υδάτων κατακλίστηκε η ζώνη αναπνοής του, ζαλίστηκε, έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε μέσα στο φρεάτιο, το οποίο είχε βάθος 3,5 μέτρων, περίπου. Ο D. T.K. προσπάθησε να τον ανασύρει, εισερχόμενος στο φρεάτιο από την κατακόρυφη μεταλλική σκάλα, που βρίσκεται στην εσωτερική πλευρά αυτού, πλην όμως και εκείνος ζαλίστηκε και από τις έντονες αναθυμιάσεις έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε μέσα στο φρεάτιο. Ο χειριστής του σκαπτικού μηχανήματος Δ. Κ. επιχείρησε, εισερχόμενος στο φρεάτιο από την κατακόρυφη μεταλλική σκάλα, να τους ανασύρει, πλην όμως και εκείνος ζαλίστηκε από τις αναθυμιάσεις, έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε μέσα στο φρεάτιο. Στη συνέχεια έφθασε στο σημείο που εκτελούνταν οι εργασίες ο τέταρτος εναγόμενος για να πάρει τις μετρήσεις από το συνεργείο, να αποτυπώσει την πραγματική διάταξη και το βάθος του δικτύου και να επιμεληθεί τυχόν τομής και χάραξης, ο οποίος όταν διαπίστωσε τα ανωτέρω λαβόντα χώρα γεγονότα, κάλεσε την Πυροσβεστική Υπηρεσία και το ΕΚΑΒ, πλην όμως, όταν επελήφθησαν, διαπιστώθηκε ότι οι Β. Ρ. και Δ. Κ. είχαν αποβιώσει, ο δε D. T.K. , που βρίσκονταν εν ζωή, διεκομίσθη στο νοσοκομείο. Το ανωτέρω εργατικό ατύχημα δηλώθηκε αυθημερόν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, το οποίο απαγόρευσε την εκτέλεση οποιοσδήποτε εργασίας επί και πέριξ της θέσης του ατυχήματος και διέταξε να παραμείνουν αμετάβλητα όλα τα στοιχεία του μέχρι την ολοκλήρωση των ερευνών καθώς και στο Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ - Αγίας Παρασκευής, στο οποίο ήταν ασφαλισμένος ο θανών. Υπαίτιοι του ατυχήματος είναι η πρώτη εναγομένη εταιρεία και ο τρίτος εναγόμενος, καταστατικό όργανο της τελευταίας, οι οποίοι δεν είχαν λάβει τα αναγκαία προληπτικά (πριν την εργασία) και προστατευτικά (κατά τη διάρκεια αυτής) μέτρα ασφαλείας που προαναφέρθηκαν, αν και είχαν νόμιμη υποχρέωση, αλλά αντίθετα, ενώ γνώριζαν ότι εκτελούνται εργασίες σε χώρους στους οποίους ήταν πολύ πιθανή η ύπαρξη τοξικών αεριών, από έλλειψη επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, επέτρεψαν στο συνεργείο να ανοίγει τα καπάκια των φρεατίων της αποχέτευσης, πραγματοποιώντας μετρήσεις χωρίς να τους έχουν προμηθεύσει τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, ενώ όφειλαν επιμελώς φερόμενοι να απαγορεύουν τις εργασίες αυτές χωρίς τη χρήση προστατευτικών μέτρων. Ο τρίτος εναγόμενος, Χ. Κ. , ιδρυτής, Πρόεδρος του ΔΣ και ένας εκ των τριών διευθυνόντων συμβούλων της πρώτης εναγομένης εταιρείας τη δέσμευε με την υπογραφή του και στην πραγματικότητα ασκούσε μόνος τη διοίκηση αυτής, έκλεινε τις διάφορες εμπορικές συμφωνίες, προσλάμβανε, διεύθυνε, απέλυε και πλήρωνε το προσωπικό και επέβλεπε την εκτέλεση των έργων που αναλάμβανε η εταιρεία. Ο ίδιος είχε συμφωνήσει και την επίδικη σύμβαση υπεργολαβίας, είχε προσλάβει και κατανείμει το προσωπικό των άνω συνεργείων της πρώτης εναγομένης και έδινε, για λογαριασμό αυτής, τις εντολές και οδηγίες στον καθένα εργαζόμενο, για την εργασία που πραγματοποιούσαν. Η πέμπτη εναγομένη, ανεξάρτητα του ότι επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό της το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου, σε κάθε περίπτωση, ευθύνεται αντικειμενικά για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, που προαναφέρθηκαν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 του ν. 1396/1983, τα οποία εφαρμόζονται στην υπό κρίση υπόθεση, στις σχέσεις μεταξύ εργολάβου και υπεργολάβου, διότι, ως προς την πρώτη εναγομένη, δεν υφίσταται νόμιμη υποκατάσταση, κατά την παρ. 6 του άρθρου 5 τoυ ν. 1418/1984, ώστε οι σχέσεις των διαδίκων να καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν είχε δοθεί εντολή στο συνεργείο που εργαζόταν ο θανών να ανοίξουν το καπάκι στο επίμαχο φρεάτιο, ότι το ατύχημα οφείλεται στο ότι ο V. R. έχασε την ισορροπία του, με αποτέλεσμα να πέσει στο φρεάτιο και ότι οι εργαζόμενοι στο συνεργείο είχαν στη διάθεσή τους τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας. Οι ισχυρισμοί τους αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι α) το άνοιγμα των φρεατίων και η μέτρηση του βάθους τους ήταν αναγκαία, προκειμένου να παρθούν μετρήσεις από τα συνεργεία και να δοθούν στο τοπογράφο μηχανικό για να αποτυπώσει αυτός την πραγματική διάταξη και το βάθος των φρεατίων και να διαπιστωθεί αν συμφωνούν με τα αναφερόμενα στα υπάρχοντα σχέδια, β) ο θανών δεν έπεσε στο φρεάτιο επειδή έχασε την ισορροπία του, αλλά, διότι έχασε τις αισθήσεις του από τα εξερχόμενα από το φρεάτιο αέρια, γ) δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας. Ο ισχυρισμός της πρώτης και του τρίτου των εναγομένων ότι κατά τη διενεργηθείσα νεκροψία - νεκροτομή ανιχνεύθηκε στο αίμα του θανόντος οινόπνευμα σε συγκέντρωση 0,15 0/00 δεν αναιρεί την ευθύνη τους και δεν συνεπάγεται τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης των πρώτης, τρίτου και πέμπτης των εναγομένων να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα του ατυχήματος, αφού και στην περίπτωση αυτοί υποχρεούνταν να τα λάβουν. Το εργατικό ατύχημα και ο θάνατός του (V. R. ) ήταν αποτέλεσμα της συγκλίνουσας αμελούς συμπεριφοράς της πρώτης και πέμπτης των εναγομένων, καθώς και του τρίτου και τέταρτου εξ αυτών και της παράλειψης τήρησης των αναγκαίων µέτρων ασφαλείας των εργαζοµένων. Ο αποβιώσας ήταν ηλικίας σαράντα ενός (41) ετών, η κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ καλή και εργάζονταν καθηµερινά για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του, είχε δε στενό συναισθηµατικό δεσµό και άριστες σχέσεις µε τους ενάγοντες, σύζυγο και τέκνα του, με τους οποίους τον συνέδεε σεβασμός, αγάπη και αλληλοκατανόηση. Ο έγγαμος βίος του ήταν αρμονικός και τα τέκνα του, ηλικίας κατά το χρόνο του θανάτου του δεκατριών και οκτώ ετών, αντίστοιχα, μεγάλωσαν και ζούσαν σε ευτυχισμένο οικογενειακό περιβάλλον. Ο αδόκητος, ξαφνικός και πρόωρος θάνατός του, προξένησε μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά των εναγόντων - μελών της οικογενείας του, οι οποίοι συγκλονίσθηκαν από το θάνατό του και δημιουργήθηκαν σε αυτούς έντονα συναισθήματα λύπης, απογοήτευσης και απαισιοδοξίας, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν ολοσχερώς στο μέλλον. Ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα, του βαθμού πταίσματος των πρώτης, τρίτου τέταρτου και πέμπτης των εναγομένων, του τραυµατισµού του ενάγοντος, της οικονοµικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων (ειδικά αποδείχθηκε διαφοροποίηση µεταξύ των εύρωστων εναγόμενων εταιρειών, µάλιστα δε η ανώνυµη εταιρεία µε την επωνυµία "…" είναι κυρία 7 οριζοντίων ιδιοκτησιών και 12 υπόγειων θέσεων στάθμευσης που βρίσκονται επί οικοπέδου έκτασης 1.325,75 τ.µ. στη διασταύρωση των οδών … αριθµός …και … αριθµός … στο ... σε αντίθεση µε τα φυσικά πρόσωπα που ενάγονται που βρίσκονται σε απλώς καλή οικονοµική κατάσταση. Για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης της ενάγουσας πρέπει να υποχρεωθούν εις ολόκληρον καθένας των πρώτης, τέταρτου και πέµπτης των εναγομένων να καταβάλουν το χρηµατικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ (80.044 ευρώ) για την πρώτη των εναγόντων, σύζυγο του εκλιπόντος και το ποσό των εκατό χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ (100.044 ευρώ) για έκαστο των τέκνων του. Επίσης για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης της ενάγουσας συζύγου του εκλιπόντος, πρέπει να υποχρεωθεί, εις ολόκληρον, ο τρίτος των εναγοµένων να καταβάλει το ποσό των εξήντα χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ (60.044 ευρώ), και το ποσό των εβδοµήντα χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ (70.044 ευρώ) για έκαστο των τέκνων του. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τις αντεφέσεις των εναγόντων και την έφεση της αναιρεσείουσας, δέχθηκε, εν μέρει, τις εφέσεις των πρώτης, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, απέρριψε την ένσταση συνυπαιτιότητας του οικείου των αναιρεσίβλητων και επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους τα παραπάνω ποσά. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του ν. 1396/1983 και ο, περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται η παραβίαση των τελευταίων αυτών διατάξεων είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 14 του ίδιου άρθρου, με το οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε την ακυρότητα της αγωγής, στην οποία, όπως ισχυρίζεται, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν τη σχέση πρόστησης αυτής με την υπεργολάβο και την επιφύλαξη, για τον εαυτό της, της διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου, είναι απαράδεκτος, για έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης, διότι, όπως προκύπτει από την αγωγή, οι ενάγοντες θεμελιώνουν την ευθύνη της αναιρεσείουσας στη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 1396/1983, κατά την οποία ο εργολάβος του έργου είναι υπεύθυνος για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας και αν ακόμη δεν επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του τμήματος που ανέθεσε στον υπεργολάβο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε σ' αυτήν, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν, επαρκώς, το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, στα οποία να θεμελιώνεται η επιφύλαξή της για τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου, είναι αλυσιτελής, καθόσον η κύρια αιτιολογία της απόφασης στηρίζει, επαρκώς και αυτοτελώς, το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και η συγκεκριμένη αιτίαση αναφέρεται στην επικουρική αιτιολογία της. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του KΠολΔ. Αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι για τον προσδιορισμό του ύψους της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, απαραδέκτως, μεταξύ των άλλων και την "κοινωνική" κατάστασή της, διότι, όπως, εμμέσως, πλην σαφώς, προκύπτει από τη σχετική περικοπή της απόφασης το δικαστήριο, αναφέρεται στην κοινωνική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων και όχι των νομικών. Περαιτέρω, το Εφετείο, απορρίπτοντας τον αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί συνυπαιτιότητας του θύματος, δεν παραβίασε ούτε τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 και 300 ΑΚ και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και ακόμη για την απόρριψή του, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν, επαρκώς, το αποδεικτικό πόρισμά του, ως προς την έλλειψη συνυπαιτιότητας του οικείου των αναιρεσίβλητων στη πρόκληση του ατυχήματος και είναι αβάσιμος, στο σύνολό του, ο, περί του αντιθέτου, από τους αρ. 1α, 1β και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πέμπτος λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα ή έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τον αναιρεσίβλητο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή ισχυρισμοί θεμελιωτικοί κατά νόμο αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, που είναι παραδεκτοί και νόμιμοι. Εξάλλου, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος ή όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αυτόν και τον απέρριψε. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον έκτο λόγο αναίρεσης, καταλογίζει στο Εφετείο την προβλεπόμενη, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη του τον ουσιώδη ισχυρισμό της, που παραδεκτά προέβαλε ενώπιόν του και αναφέρεται στην έλλειψη ευθύνης της, από το ένδικο ατύχημα, εκ του λόγου ότι δεν γνώριζε την έναρξη της εκτέλεσης του έργου, λόγω μη ενημέρωσής της από την πρώτη εναγόμενη. Όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος, ως αλυσιτελής, διότι και αληθής υποτιθέμενος δεν αίρει την ευθύνη της αναιρεσείουσας. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση θανάτου προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο χρηματικό ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών) με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Έτσι, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, η δε περί τούτου κρίση του δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού αυτή σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (αρθ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια, ώστε να δύναται να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου ή παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Επομένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτε και από άποψη παραβίασης ή μη της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγματικότητας διάταξης νόμου και συγκεκριμένα αν ο νομοθετικός περιορισμός ενός συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. Έξω, όμως, από το πεδίο αυτό τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρμόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά εφαρμόζουν την οικεία διάταξη του νόμου, ο οποίος αναθέτει σ' αυτά να αποφασίζουν. Επομένως, δικαστική απόφαση, που δεν προέβη σε συγκεκριμένη περίπτωση στον προσδιορισμό εύλογης χρηματικής αποζημίωσης του άρθρου 932 ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά είναι εσφαλμένη και θα ελεγχθεί με τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα, με βάση τους κανόνες που το ίδιο άρθρο θέτει και στα πλαίσια, που οι ρυθμίζουσες τα ένδικα μέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο (ΟλΑΠ 6/2009). Ενόψει τούτων: α) ο έβδομος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα παραπάνω χρηματικά ποσά, λόγω ψυχικής οδύνης, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, και β) ο ίδιος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, επειδή διέλαβε αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, επί του ζητήματος που αναφέρεται στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, καθώς και στην ηλικία καθενός από τους αναιρεσίβλητους, στο επάγγελμά τους, στην οικογενειακή τους κατάσταση, στη συμβίωσή τους ή μη με το θύμα στη συχνότητα των επαφών τους και στο μεταξύ τους ψυχικό δεσμό, ως στοιχείων προσδιοριστικών του ύψους της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, είναι απαράδεκτοι, διότι η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου δεν υπόκειται απευθείας σε έλεγχο μέσω της αρχής της αναλογικότητας και διότι δεν πρόκειται για ανεπάρκεια της αιτιολογίας, αλλά, ειδικά, με το δεύτερο πλήττεται η ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων, το εκ των οποίων πόρισμα εκτίθεται σαφώς. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. γ' ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι δεν επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομότυπα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση σχετικά με την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β', 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔικ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 9/2000) ή με την προσθήκη των προτάσεων, μετά τη συζήτηση στο Εφετείο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, προκειμένου να καθορίσει το χρηματικό ποσό, που επιδίκασε σε καθένα από τους αναιρεσίβλητους, σε βάρος της αναιρεσείουσας, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, έλαβε υπόψη του την …/27-1-2010 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων, που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής Ε. Π. , την οποία, μάλιστα, εξαίρει ιδιαιτέρως. Από την επισκόπηση όλων των προτάσεων που υποβλήθηκαν ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό επικαλέστηκαν οι αναιρεσίβλητοι, εντελώς αόριστα, για πρώτη φορά, μετά τη συζήτηση των εφέσεων με την, από 18.5.2012, προσθήκη των προτάσεών τους. Το Εφετείο, λαµβάνοντας υπόψη του το παραπάνω έγγραφο, υπέπεσε στην, από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ πληµµέλεια (παρά το νόµο λήψη υπόψη αποδείξεων, των οποίων δεν έγινε νόμιμα επίκληση και οι οποίες δεν προσκοµίστηκαν εμπρόθεσμα), διότι α) η μετά τη συζήτηση της υπόθεσης επίκληση του εγγράφου αυτού ήταν απαράδεκτη, εντελώς αόριστη και δημιουργούσε αµφιβολία ως προς την ταυτότητά του, και 2) το συγκεκριμένο έγγραφο δεν προσκοµίστηκε µε τις προτάσεις µέχρι τη συζήτηση των εφέσεων στο ακροατήριο (15.5.2012), αλλά µε την προσθήκη - αντίκρουσή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 18.5.2012, δηλαδή µετά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας, λαμβάνοντας υπόψη το πιο πάνω έγγραφο για τον προσδιορισμό και μόνο του ύψους της αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης που επιδίκασε, υπέπεσε στην από το άρθρ. 559 αρ. 11 ΚΠολΔ πλημμέλεια και ο σχετικός 4ος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττει κατά τούτο και μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την αναιρεσείουσα, κατά το μέρος της που αναφέρεται στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρ. 183, 178 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη, με αριθμό, 5745/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς την αναιρεσείουσα και κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το παραπάνω μέρος της στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στην περίπτωση που δεν υπάρχει νόμιμη υποκατάσταση, οι σχέσεις υπεργολάβου και εργολάβου, δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Ως προς τις μεταξύ του υπεργολάβου και εργολάβου σχέσεις, εφαρμόζεται ο ν. 1396/1983. Το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 1418/1984 και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του ν. 1396/1983. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού, ούτε και από άποψη παραβίασης ή μη της αρχής της αναλογικότητας
Εργατικό ατύχημα
Εργατικό ατύχημα.
0
Αριθμός 116/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Δεκεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις (2) των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Π. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Τσόη και 2. Χ. Κ. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 476-477/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Δημήτριο Φαρμάκη, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση αναιρέσεως καθώς και των από 18 Νοεμβρίου 2013 προσθέτων λόγων αυτής, της πρώτης κατηγορουμένης και στην από 18 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση αναιρέσεως του δεύτερου κατηγορουμένου, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1086/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης μετά των προσθέτων λόγων αυτής της πρώτης κατηγορουμένης, και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης του δεύτερου κατηγορούμενου, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση για την αναβολή. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 23-10-2013 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα ... Π. Τ. και το από 16-10-2013 αποδεικτικό της επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Α. Π. αντίστοιχα, ο πρώτος αναιρεσείων Χ. Κ. και ο αντίκλητος δικηγόρος του Ιωάννης Καχριμάνης, κλητεύθηκαν, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί ο αναιρεσείων στη συνεδρίαση της 10/12/2013, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη με αριθ. εκθ. 20/18-9-2013 αίτησή του αναιρέσεως. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων όμως δεν εμφανίστηκε κατ' αυτή, ούτε ο δικηγόρος του, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 390 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 15 του ν. 3242/2004, "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) τιμωρείται με φυλάκιση". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 του ίδιου Κώδικα, "υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος τη δημόσια, δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείρισή του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 5.000.000 δρχ., που αυξήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2943/2001 σε 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ.) και αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, με το άρ. 25 του ν. 4055/2012". Η διάταξη του πρώτου των ανωτέρω άρθρων (390 ΠΚ) είναι ενταγμένη στην κατηγορία των εγκλημάτων κατά των περιουσιακών δικαίων, προβλέπει το έγκλημα της κοινής απιστίας, υποκείμενο της οποίας μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και νομικό αντικείμενό της αποτελεί η αλλότρια περιουσία, της οποίας το πρόσωπο ασκεί την επιμέλεια ή τη διαχείριση, ενώ η διάταξη του δευτέρου των άνω άρθρων (256 ΠΚ) έχει ενταχθεί στην κατηγορία των εγκλημάτων των σχετικών με την υπηρεσία, είναι διάταξη ειδική έναντι εκείνης του άρθρου 390 ΠΚ, προβλέπει το έγκλημα της απιστίας της σχετικής με την υπηρεσία, το οποίο, λόγω της ιδιότητας του υποκειμένου του, ως υπαλλήλου μόνο κατά την έννοια του άρθρου 13 α και 263 Α ΠΚ, ανάγεται σε ιδιαίτερο έγκλημα και σκοπό έχει την προστασία της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και γενικά της δημόσιας κ.λπ. περιουσίας (έγκλημα κατά της υπηρεσιακής χρηστότητας). Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής (256 ΠΚ) προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς: ελάττωση της δημόσιας κ.λ.π. περιουσίας, η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά τη διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων και άμεσος δόλος του υπαλλήλου (εν γνώσει, άρθρ. 27 ΠΚ), που συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κ.λπ. περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται η ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεώς του. Από την ίδια διάταξη, περαιτέρω, προκύπτει, ότι από τις τρεις αναφερόμενες σ' αυτήν δραστηριότητες του υπαλλήλου προηγείται ο προσδιορισμός, έπεται η είσπραξη και ακολουθεί η διαχείριση των εσόδων, που αφενός εναρμονίζονται μεταξύ τους αλλά και συνδέονται κατά χρονική ακολουθία. Έτσι, είναι προφανές ότι ο "προσδιορισμός" και η "είσπραξη" των εσόδων αναφέρονται στην εισροή αυτών στα δημόσια ταμία, οπότε από το χρόνο της εισροής τους αποτελούν το "δημόσιο χρήμα" και μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, στην οποία ενσωματώθηκαν, η δε "διαχείρισή" τους, αναφέρεται λογικά στις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που λαμβάνουν χώρα μετά την εισροή των εσόδων στα δημόσια ταμεία και την ταυτόχρονη ενσωμάτωσή τους στη δημόσια περιουσία, η οποία (διαχείριση) διαρκεί εφεξής χρονικά μέχρι την εκπλήρωση του συγκεκριμένου κάθε φορά κρατικού σκοπού. Επομένως, η κατά το άρθρο τούτο "διαχείριση των εσόδων" αναφέρεται και καταλαμβάνει αναγκαίως τις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που έπονται της εισροής, αφού αυτή (εισροή) έχει ήδη επιτευχθεί και σκοπό έχουν (τα έσοδα) την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών με διάθεση ή δαπάνη αυτών. Έτσι λοιπόν και, ενόψει του ότι ο σκοπός του Κράτους παραμένει στο διηνεκές ο ίδιος (είσπραξη των εσόδων - διάθεσή τους προς ικανοποίηση των αναγκών του), επιτυγχάνεται δε δια μέσου διαφορετικής κατηγορίας υπαλλήλων, άλλων κατά τον προσδιορισμό και άλλων κατά την είσπραξη, πρέπει να γίνει αναγκαίως δεκτό, ότι με τον όρο "διαχείριση των εσόδων" ο νόμος καταλαμβάνει και τις διαχειριστικές πράξεις των υπαλλήλων εκείνων, που διενεργούνται προς ολοκλήρωση του τελικού σκοπού του Κράτους, ο οποίος είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίηση των αναγκών του, που επιτυγχάνεται με διάθεση ή δαπάνη των εσόδων του. Συνεπώς, ο νόμος στο άρθρο 256 ΠΚ ποινικοποιεί τη συμπεριφορά των υπαλλήλων που προσδιορίζουν τα έσοδα, των υπαλλήλων που εισπράττουν αυτά και των υπαλλήλων που διαχειρίζονται τα ήδη εισπραχθέντα από το Κράτος έσοδα, προς ικανοποίηση των αναγκών του, με νόμιμες διαθέσεις και δαπάνες, όπως εκείνο επιλέγει. Άλλως, στην περίπτωση που η εισροή έχει επιτευχθεί, η διάταξη "διαχείριση των εσόδων" θα ήταν περιττή, πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, εφόσον ο κρατικός σκοπός δεν έχει ακόμη τελειωθεί με την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών, η άνω διάταξη του άρθρου 256 ΠΚ λειτουργεί μέχρις την ολοκλήρωση του κρατικού τούτου σκοπού και απαιτεί την ίδια χρηστή διαχείριση και από τους τελευταίους υπαλλήλους που διαχειρίζονται τα ήδη αποκτηθέντα από το Κράτος έσοδα. Εξάλλου, η απαιτούμενη από το νόμο χρηστή συμπεριφορά από όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους, τους επιφορτισμένους με τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση, ασφαλώς είναι η ίδια, αφού και ο σκοπός του Κράτους παραμένει ο ίδιος και, έτσι, την απαίτησή του αυτή τη θωρακίζει με απειλή της ίδιας ποινής για όλους, αφού η παρανομία οποιουδήποτε από τους προαναφερόμενους υπαλλήλους θα καθιστούσε ανέφικτη την επιτέλεση του σκοπού του, προσέτι δε η διαφορετική ποινική μεταχείριση αυτών θα ήταν αντίθετη με την ισονομία των πολιτών, πράγμα το οποίο ο Νομοθέτης ασφαλώς και δεν ηθέλησε. Άρα, ο όρος διαχείριση εμπεριέχει αφ' εαυτού την επιμέλεια, τόσο των εισπράξεων, όσο και των πληρωμών. Η ανωτέρω άποψη ενισχύεται και από το ότι θα αποτελούσε νομικό παράδοξο το άρθρο αυτό (256 ΠΚ) να έχει θεσπιστεί μόνο για τους υπαλλήλους που προσδιορίζουν και εισπράττουν τα έσοδα, όχι όμως και για εκείνους που διαχειρίζονται τα ήδη αποκτηθέντα από το Δημόσιο έσοδα ή να εννοεί, ότι οι τελευταίοι απειλούνται από άλλη διάταξη, αφού, άλλωστε, δε γίνεται τέτοια παραπομπή. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλεφθεί και το γεγονός, ότι στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου" στην αρχική του μορφή είχε περιληφθεί η διάταξη μόνο του άρθρου 256, όχι δε και του άρθρου 390 του ΠΚ. (βλ. ΟλΑΠ 2/2009). Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 αρ. 1 εδ. α' του ν. 1608/1950, όπως ισχύει μετά το νόμο 1737/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του ΠΚ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 256 του ΠΚ, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως, μόνον εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κ.λπ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών και (μετά το άρθρο 4 παρ.3 α του ν. 2408/1996) το ποσό των 50.000.000 δρχ. (ήδη 150.000 ευρώ κατ' άρθρο 5 ν. 2943/2001) και, τέλος αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Εφόσον δε το βασικό έγκλημα της υπηρεσιακής απιστίας υπάγεται, λόγω του ύψους του οφέλους ή της ζημίας, στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, ελάχιστη σημασία έχει η θεμελίωση των επικαλυπτόμενων από το τελευταίο επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 256 εδαφ. γ' ΠΚ. Περαιτέρω, επί εγκλήματος που τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, προ της ενάρξεως της ισχύος του ν. 2721/1999, (την 3η Ιουνίου 1999), για τον υπολογισμό του ποσού των 50.000.000 δρχ. (ήδη150.000 ευρώ), λαμβανόταν υπόψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 "για τους σεισμόπληκτους των νήσων" (που ίσχυε σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 και όχι μόνον επί σεισμόπληκτων και κατά την οποία, "οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση, με πολλές μερικότερες πράξεις, για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή της ζημίας που επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε, καθώς επίσης και τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων", το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που επιδιώχθηκε ή επιτεύχθηκε ή επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε και όχι το όφελος ή η ζημία από κάθε μερικότερη πράξη και δεν είχε στην περίπτωση αυτή εφαρμογή, η διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεώς του (και την προσθήκη παρ. 2), με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, κατά την έννοια της οποίας, επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση λαμβανόταν υπόψη, ενόψει της αυτοτέλειας των μερικότερων πράξεων, το όφελος ή η ζημία από κάθε μερικότερη πράξη, αφού κατίσχυε η ειδικότερη αυτή διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953. Η τελευταία αυτή διάταξη, δεν καταργήθηκε από της ισχύος του ν. 2721/1999 (την 3η Ιουνίου 1999), με τη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 4 του νόμου και την προσθήκη, με το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, στο άρθρο 98 του Π.Κ. παρ. 2 (κατά την οποία, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνεται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του, στο αποτέλεσμα αυτό), γιατί η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 είναι ειδική, αφορά τους καταχραστές του δημόσιου τομέα και κατισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ. Σε περίπτωση, επομένως, εγκλήματος κατ' εξακολούθηση με εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, δεν ανακύπτει ζήτημα επιεικέστερου νόμου, αφού στην περίπτωση αυτή ισχύει και μετά την 3η Ιουνίου 1999, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 και όχι εκείνη του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ (ΑΠ 1616/2007). Εξάλλου, κατά το άρθρο 49 παρ. 1, 2 του ΠΚ, ορίζεται "όπου ο νόμος για να είναι μία πράξη αξιόποινη, απαιτεί ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις, αν αυτές υπάρχουν μόνο στον δράστη, τότε αυτοί που είναι συμμέτοχοι κατά το άρθρο 46 παρ.1 μπορούν να τιμωρηθούν με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Αν όμως υπάρχουν μόνο σ' αυτούς που είναι συμμέτοχοι κατά τα άρθρα 46 παρ.1 και 47, τότε τιμωρούνται ως αυτουργοί και ο δράστης ως συνεργός (παρ.1). Οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν (παρ.2). Όμως, στην περίπτωση συμμετοχής σε έγκλημα, με επιβαρυντικές περιστάσεις, η ποινή επιτείνεται και ως προς τον συμμέτοχο άμεσο συνεργό, μόνο εάν και σ' αυτόν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο έγκλημα επιβαρυντικές περιστάσεις που το καθιστούν κακούργημα, διαφορετικά η πράξη του αμέσου συνεργού τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (ΑΠ 539/2011). Η ηθική αυτουργία ή άμεση συνέργεια ιδιώτη στο, πριν από το 2004, έγκλημα της υπηρεσιακής απιστίας του άρθρου 256 ΠΚ, δηλαδή σε γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, ήτοι ειδικότερη μορφή του άρθρου 390 ΠΚ, που τελείται μόνο από δράστη που φέρει την υπαλληλική ιδιότητα, τιμωρείται σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη της παρ.1 του άρθρου 49 ΠΚ, δηλαδή με την ποινή του άρθρου 256 ΠΚ, δυνητικά και όχι υποχρεωτικά μειωμένη κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΠΚ και όχι με την ποινή του άρθρου 390 του ΠΚ, σε βαθμό πλημμελήματος, αφού η υπαλληλική ιδιότητα δε θεμελιώνει το πρώτον το αξιόποινο, αλλά απλώς το επιβαρύνει (ΑΠ 68/1999). Σε περίπτωση συνδρομής και των όρων του ν. 1608/1950, δεν πρόκειται για προσωπικές ιδιότητες ή σχέσεις, αλλά για στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και επομένως και ο ηθικός αυτουργός ή ο άμεσος συνεργός, τιμωρούνται με την αυξημένη ποινή του αυτουργού. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε' ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. με αρ. 476,477/2013 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 15 του ν. 3242/2004, "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) τιμωρείται με φυλάκιση". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 του ίδιου Κώδικα, "υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος τη δημόσια, δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν. α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 15.000 ευρώ (5.000 .000 δρχ.) ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.)". Η διάταξη του πρώτου των ανωτέρω άρθρων (390 Π.Κ.) είναι ενταγμένη στην κατηγορία των εγκλημάτων κατά των περιουσιακών δικαίων, προβλέπει το έγκλημα της κοινής απιστίας, υποκείμενο της οποίας μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και νομικό αντικείμενο της αποτελεί η αλλότρια περιουσία, της οποίας το πρόσωπο ασκεί την επιμέλεια ή τη διαχείριση, ενώ η διάταξη του δευτέρου των άνω άρθρων (256 Π.Κ.) έχει ενταχθεί στην κατηγορία των εγκλημάτων των σχετικών με την υπηρεσία, είναι διάταξη ειδική έναντι εκείνης του άρθρου 390 Π.Κ., προβλέπει το έγκλημα της απιστίας της σχετικής με την υπηρεσία, το οποίο, λόγω της ιδιότητας του υποκειμένου του, ως υπαλλήλου μόνο κατά την έννοια του άρθρου 13 α και 263Α Π.Κ., ανάγεται σε ιδιαίτερο έγκλημα (delictum proprium) και σκοπό έχει την προστασία της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και γενικά της δημόσιας κλπ περιουσίας (έγκλημα κατά της υπηρεσιακής χρηστότητας). Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής (256 Π.Κ.) προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς: ελάττωση της δημόσιας κλπ περιουσίας, η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά τη διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων και άμεσος δόλος του υπαλλήλου (εν γνώσει άρθρο 27 Π.Κ.), που συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κλπ περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται η ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεώς του. Από την ίδια διάταξη, περαιτέρω, προκύπτει, ότι από τις τρεις αναφερόμενες σ' αυτήν δραστηριότητες του υπαλλήλου προηγείται ο προσδιορισμός, έπεται η είσπραξη και ακολουθεί η διαχείριση των εσόδων, που αφενός εναρμονίζονται μεταξύ τους αλλά και συνδέονται κατά χρονική ακολουθία. Έτσι, είναι προφανές ότι ο "προσδιορισμός" και η "είσπραξη" των εσόδων αναφέρονται στην εισροή αυτών στα δημόσια ταμεία, οπότε από το χρόνο της εισροής τους αποτελούν το "δημόσιο χρήμα" και μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, στην οποία ενσωματώθηκαν, η δε "διαχείρισή" τους, αναφέρεται λογικά στις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που λαμβάνουν χώρα μετά την εισροή των εσόδων στα δημόσια ταμεία και την ταυτόχρονη ενσωμάτωσή τους στη δημόσια περιουσία, η οποία (διαχείριση) διαρκεί εφεξής χρονικά μέχρι την εκπλήρωση του συγκεκριμένου κάθε φορά κρατικού σκοπού. Επομένως, η κατά το άρθρο τούτο "διαχείριση των εσόδων αναφέρεται και καταλαμβάνει αναγκαίως τις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που έπονται της εισροής, αφού αυτή (εισροή) έχει ήδη επιτευχθεί, και σκοπό έχουν (τα έσοδα) την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών με διάθεση ή δαπάνη αυτών Έτσι λοιπόν και, ενόψει του ότι ο σκοπός του Κράτους παραμένει στο διηνεκές ο ίδιος (είσπραξη των εσόδων - διάθεσή τους προς ικανοποίηση των αναγκών του), επιτυγχάνεται δε δια μέσου διαφορετικής κατηγορίας υπαλλήλων, άλλων κατά τον προσδιορισμό και άλλων κατά την είσπραξη, πρέπει να γίνει αναγκαίως δεκτό, ότι με τον όρο "διαχείριση των εσόδων" ο νόμος καταλαμβάνει και τις διαχειριστικές πράξεις των υπαλλήλων εκείνων, που διενεργούνται προς ολοκλήρωση του τελικού σκοπού του Κράτους, ο οποίος είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίηση των αναγκών του, που επιτυγχάνεται με διάθεση ή δαπάνη των εσόδων του. Συνεπώς, ο νόμος (256 Π.Κ.) ποινικοποιεί τη συμπεριφορά των υπαλλήλων που προσδιορίζουν τα έσοδα, των υπαλλήλων που εισπράττουν αυτά και των υπαλλήλων που διαχειρίζονται τα ήδη εισπραχθέν τα από το Κράτος έσοδα, προς ικανό ποίηση των αναγκών του, με νόμιμες διαθέσεις και δαπάνες, όπως εκείνο επιλέγει. Άλλως, στη περίπτωση που η εισροή έχει επιτευχθεί, η διάταξη "διαχείριση των εσόδων" θα ήταν περιττή, πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, εφόσον ο κρατικός σκοπός δεν έχει ακόμη τελειωθεί με την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών, η άνω διάταξη του άρθρου 256 Π.Κ. λειτουργεί μέχρι την ολοκλήρωση του κρατικού τούτου σκοπού και απαιτεί την ίδια χρηστή διαχείριση και από τους τελευταίους υπαλλήλους που διαχειρίζονται τα ήδη αποκτηθέντα από το Κράτος έσοδα. Εξάλλου, η απαιτούμενη από το νόμο χρηστή συμπεριφορά από όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους, τους επιφορτισμένους με τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση, ασφαλώς είναι η ίδια, αφού και ο σκοπός του Κράτους παραμένει ο ίδιος και έτσι την απαίτησή του αυτή τη θωρακίζει με απειλή της ίδιας ποινής για όλου αφού η παρανομία οποιουδήποτε από τους προαναφερόμενους υπαλλήλους θα καθιστούσε ανέφικτη την επιτέλεση του σκοπού του, προσέτι δε η διαφορετική ποινική μεταχείριση αυτών θα ήταν αντίθετη με την ισονομία των πολιτών, πράγμα το οποίο ο Νομοθέτης ασφαλώς και δε θέλησε. Άλλωστε, ο όρος διαχείριση εμπεριέχει αφ' εαυτού την επιμέλεια, τόσο των εισπράξεων, όσο και των πληρωμών. Η ανωτέρω άποψη ενισχύεται και από το ότι θα αποτελούσε νομικό παράδοξο το άρθρο αυτό (256 Π.Κ.) να έχει θεσπιστεί μόνο για τους υπαλλήλους που προσδιορίζουν και εις πράττουν τα έσοδα, όχι όμως και για εκείνους που διαχειρίζονται τα ήδη αποκτηθέντα από το Δημόσιο έσοδα ή να εννοεί, ότι οι τελευταίοι απειλούνται από άλλη διάταξη, αφού άλλωστε, δεν γίνεται τέτοια παραπομπή. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ιστορική ερμηνεία του άρθρου τούτου (256 Π.Κ.), η ο ποία αναφέρεται στη γέννηση του, κατά τον ακόλουθο συλλογισμό: Ο προϊσχύσας του Π. Κ. Ποινικός Νόμος της 19-4-1834 είχε θεσμοθετήσει μόνο το έγκλημα της απιστίας περί την υπηρεσία. με το άρθρο 482, στο οποίο όριζε ότι "πας δημόσιος υπάλληλος, όστις κατά τον προσδιορισμόν, την είσπραξιν και διαχείρισιν των φόρων, δασμών ή άλλων προσόδων ελαττώνει την δημοσίαν περιουσίαν, της οποίας είναι διαπεπιστευμένος την διαχείρισιν, εάν ενήργησεν προς βοήθειαν άλλου ή επί ιδία αυτού ωφελεία τιμωρείται...", ενώ δεν περιελάμβανε διάταξη περί της κοινής απιστίας. Το άρθρο αυτό, το οποίο είναι εννοιολογικά το ίδιο με το άρθρο 256 Π.Κ., ίσχυσε και λειτούργησε μόνο του επί δεκαετίες και συγκεκριμένα μέχρι το έτος 1911 και τιμωρούσε όλα τα εγκλήματα των υπαλλήλων, που είχαν σχέση με την υπηρεσία τους στην έκτασή του. Εξ αυτού συνάγεται, ότι από τη λειτουργία του άρθρου εκείνου καλυπτόταν η ποινική αξίωση της τότε έννομης τάξης της Ελληνικής Πολιτείας έναντι των υπαλλήλων που παρανομούσαν (στην έκτασή του),ενώ παράλληλα δεν ίσχυε άλλη επικουρική διάταξη περί της κοινής απιστίας. Από αυτό παρέπεται, ότι ο Νομοθέτη του άρθρου 482 του Ποινικού Νόμου, αφού μέχρι το 1911 δεν ίσχυε διάταξη περί της κοινής απιστίας και δεν είχε ορίσει κάτι διαφορετικό, συνειδητά ήθελε και τιμωρούσε τα εγκλήματα των υπαλλήλων μόνο με το άρθρο αυτό. Έτσι αναδεικνύεται, ότι καθόλο το χρονικό διάστημα από το 1834 μέχρι το 1911 η θέληση του Νομοθέτη του άρθρου 482 ήτα να τιμωρούνται οι παράνομοι υπάλληλοι και για τη διαχείριση των εσόδων, η οποία διεξαγόταν μετά την είσπραξη τους και περιελάμβανε διάθεση ή δαπάνη αυτών, αφού διαφορετικά θα έμεναν ατιμώρητοι σε ανάλογες περιπτώσεις, διότι έγκλημα κοινής απιστία δεν είχε θεσμοθετηθεί. Από αυτό, περαιτέρω, προκύπτει, ότι αυτός ήταν ο σκοπός του Νομοθέτη και κατά τη θέσπιση του άρθρου εκείνου (482), που εισήχθη από τον Maurer κατά το υπόδειγμα του Βαυαρικού Κώδικα του 1813. Το 1911 λόγω του ότι τα εγκλήματα της κοινής απιστίας παρέμεναν ατιμώρητα, προστέθηκε στο Ποινικό Νόμο το άρθρο 402α, που τιμωρούσε αυτήν, ενώ παράλληλα ίσχυε και το άρθρο 482 και αμφότερα ίσχυσαν μέχρι το 1950 οπότε καταργήθηκαν και μεταλαμπαδεύτηκαν στα άρθρα 256 και 390 Π. Κ. αντίστοιχα. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλεφτεί και το γεγονός, ότι στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου" στην αρχική του μορφή είχε περιληφθεί η διάταξη μόνο του άρθρου 256 όχι δε και του άρθρου 390 του Π.Κ [Ολ.ΑΠ 2/2009]. Στη συνέχεια των όσων προαναφέρθηκαν, ως διαπιστευμένοι θεωρούνται επίσης οι υπάλληλοι που οπωσδήποτε εποπτεύουν την είσπραξη των εσόδων, καθώς και εκείνοι - του νόμου μη διακρίνοντας - στους οποίους η ανάθεση της διαχειρίσεως των εισπραχθέντων δε γίνεται απ' ευθείας από τον νόμο αλλά με κανονιστική ή διοικητική πράξη, όπως με διαταγή του προϊσταμένου τους, εκδοθείσα στα πλαίσια του νόμου και σύμφωνα με τους υπηρεσιακούς κανόνες (ΑΠ 1395/1982 Ποιν Χρ ΛΓ, 523, ΣυμβΕφΘεσ 779/2007 Πραξ&ΛογΠΔ 2007,565, Καρανίκας, "Ειδ.Μέρος",τ. Β', 1954, 445, Στάικος, "Επίτ. Ερμπν. Ελλην. ΠΚ", τ. Β71955, 838, Γάφος, "Ειδ. Μέρος",τ. Γ', 1961/79 σημ.17, Τούσης/Γεωργίου, "Ποιν .Κώδικας", 1967, τ. Α', σελ. 682, αρ.1, Δέδες, "Εγκλήματα περί την υπηρεσία", 1983, σελ. 130 Παπαδογιάννης, "Ερμ. ΠΚ", 1984, 826, Κονταξής, "Ερμ. Π Κ", τ. Β', 2000, 2244]. Ειδικότερα, ο όρος διαχείριση χρησιμοποιείται δύο φορές στο άρθρο 256 ΠΚ, που απαιτεί να είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, την οποία αυτός ελαττώνει κατά την διαχείριση των εσόδων. Η πρώτη περίπτωση αφορά τον υπάλληλο που διαχειρίζεται βάσει νόμου ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξεως τη δημόσια περιουσία με οποιονδήποτε τρόπο, είτε ως γενικός διευθυντής ή οικονομικός έφορος ή ως απλός εκτιμητής, ταμίας ή απλός εισπράκτορας, έτσι ώστε η έννοια της διαχειρίσεως ταυτίζεται με αυτήν της αρμοδιότητας, ενώ στην δεύτερη περί πτώση νοείται διαχείριση υπό στενή έννοια, κατά την οποία ο υπάλληλος ελαττώνει την δημόσια περιουσία στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών και διακρίσεων που αναπτύσσει, των ουσιαστικών αποφάσεων που λαμβάνει στο πλαίσιο της υπηρεσίας. Με την έννοια αυτή, η διαχείριση αφορά τον υπάλληλο που δεν προσδιορίζει ή εισπράττει απλώς τα δημόσια έσοδα αλλά στο πλαίσιο των διακριτικών του εξουσιών και αρμοδιοτήτων εγκρίνει το προσδιορισμό των εσόδων, στον οποίο άλλοι - συνήθως υφιστάμενοι του - προέβησαν ή καθορίζει την διαχείριση των εσόδων, που άλλοι - συνήθως υφιστάμενοί του - εισέπραξαν ή επίκειται να εισπράξουν (Μπιτζιλέκης, "Υπηρεσιακά Εγκλήματα", 2001/574). Έτσι, ο νομοθέτης, με τους επιπλέον όρους "προσδιορισμός και είσπραξη", κάλυψε και εκείνες τις περιπτώσεις που οι ενέργειες αυτές δεν αποτελούν-όπως κάλλιστα δύνανται-άσκηση και έκφραση διαχειριστικών κατά τα ανωτέρω καθηκόντων, αλλά προέρχονται από υπαλλήλους που δεν ασκούν διευθυντική-αποφασιστική εξουσία, πλην όμως η αμεσότητα τους με την διακίνηση των δημοσίων εσόδων δημιουργεί κινδύνους ελαττώσεώς τους, όπως στη περίπτωση του απλού, τελωνειακού ελεγκτή (βλ. ΑΠ 1524/1994 ΠοινΧρ ΜΔ',1263) ή του εισπράκτορα του ΤΕΒΕ (βλ.ΑΠ 110/1998 ΠοινΧρ ΜΗ',760). Συνεπώς, με καθήκον επιμέλειας βαρύνονται όλοι όσοι χειρίζονται ή διαχειρίζονται δημόσια έσοδα, τα οποία βεβαίως μπορεί να ελαττώσει και ο υπάλληλος που ως ελεγκτής ελέγχει και εκτιμά κάτι, βάσει του οποίου ελέγχου ο προϊστάμενος εκδίδει την τελική πράξη προσδιορισμού του φόρου κ.λπ. (Μπιτζιλέκης, ό.π., 571 επ.). II. Σύμφωνα με το άρ. 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, "Στον ένοχο των Αδικημάτων που προβλέπονται στα αρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, 258, 372, 375 και 386 Π.Κ., εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου, ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή κατά άλλου νομικού Προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο αρθρ. 263Α Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπέρ βαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης ... Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το αρθρ. 256 Π.Κ., τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ.". Είσαι σαφές ότι η εν λόγω διάταξη δογματικά απλώς εισάγει επιβαρυντικές περιστάσεις, αφού δεν τυποποιεί εξυπαρχής νέα αδικήματα, αλλά επαυξάνει το υφιστάμενο κατά τον Ποιν. Κωδ. αξιόποινο συγκεκριμένων εγκλημάτων με τη συνδρομή ορισμένου ύψους ζημίας (υπερβαινούσης τώρα, κατά το άρθρο 5 παρ.7 Ν. 2943/ 2001 τα 150. 000 ευρώ) σε βάρος του Δημοσίου κ.λπ. θεσπίζεται δηλ. μία ακόμη σειρά αυτοτελών και ιδιαίτερα διακεκριμένων μορφών των ήδη τυποποιημένων στον Π. Κ βασικών εγκλημάτων, προϋποθέτοντας την πλήρωση όλων των νομοτυπικών στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως αυτών (ΑΠ 1881/2002 ΠοινΔικ 2002,350, ΑΠ 1795/2001 ΠοινΧρ ΝΒ', 639, Λ. Μαργαρίτης, "Ον.1608/1950 ...", 2000,16, Σ. Σπανού, ΠοινΧρ ΝΖ', 756, ιδίως 758, Μυλωνόπουλος, "Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας", 2006, 558 και 563, Παπαδαμάκης, "Τα περιουσιακά εγκλήματα", 2000, 178). Έτσι, εφόσον το βασικό έγκλημα της υπηρεσιακής απιστίας υπάγεται, λόγω του ύψους του οφέλους ή της ζημίας, στη διάταξη του άρ.1 παρ.1 Ν. 1608/1950, ελάχιστη σημασία έχει η θεμελίωση των επικαλυπτομένων από το τελευταίο επιβαρυντικών κακουργηματικών περιστάσεων του άρθρου 256 εδ. γ' Π Κ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 16 παρ. 2 Ν. 2576/1953 [που σημειωτέον αποτέλεσε πρότυπο για την θέσπιση της παρ.2 του άρ.98 ΠΚ, δυνάμει του άρ. 14 παρ.1 (1.1) Ν. 2721/1999], "Οσάκις εις τας περί πτώσεις του άρθρου 1 παρ.1 ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθησιν διά πολλών μερικωτέρων πράξεων, διά τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, καθώς επίσης διά τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψιν το όλον περιεχόμενον των μερικωτέρων πράξεων". Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι οι διατυπώσεις των άρ. 16 παρ. 2 Ν. 2576/1953 και 98 παρ.2 ΠΚ δεν ταυτίζονται, ενώ το πρώτο, ως ειδικότερο του τελευταίου, σαφώς δεν έχει καταργηθεί (ΑΠ 1616/2007 ΠοινΔικ 2008, 499, ΑΠ 945/2006 ΠοινΧρ ΝΖ', 607, ΑΠ 466/2002 ΠοινΧρ ΝΓ', 15],ενόψει δε της καταργήσεως της αυτοτέλειας των μερικότερων πράξεων με το άρθρο 16 παρ. 2 Ν. 2756/1953, η κάθε μια από αυτές δεν παραγράφεται αυτοτελώς, αλλά κάθε μία ανάγεται σε κακούργημα και εξαλείφεται λόγω παραγραφής μόνο με την πάροδο του χρόνου για το ενιαίο κατ' εξακολούθηση έγκλημα [ΑΠ 466/2002 Ποιν Χρ ΝΓ, 15, ΑΠ 1568/1983 ΠοινΧρ ΛΔ', 516 με σύμφωνη πρόταση Κ. Σταμάτη, ΕφΑΘ 1909/2001 με πρότ. Α. Κονταξή (αδημοσ.), Κ. Σταμάτη, "Συστημ. Ερμην. ΠΚ", ό.π., 164, 165, 167]. Τέλος στο προβλέπον την συναυτουργία άρθρο 45 ΠΚ με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικώς κοινό δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι ο καθένας πραγματώνει ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, είτε ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (ΑΠ 737/2007 ΠοινΧρ ΝΗ', 226, ΑΠ 1541/2006 ΠοινΧρ ΝΖ', 717, ΑΠ 103/2006 ΠοινΧρ ΝΣΧ, 883, ΑΠ 1417/1989 ΠοινΧρ Μ', 695, ΑΠ 1699/1985 ΠοινΧρ ΛΣΤ, 335). III. Όσον αφορά την ηθική αυτουργία ή την άμεση συνεργεία ιδιώτη-στο έγκλημα της υπηρεσιακής απιστίας [που τελείται μόνον από δημόσιο υπάλληλο] θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτή τιμωρείται με την εφαρμογή του άρθρου 49 παρ.1α, ήτοι με την ποινή του άρθρου 256 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 1608/1950,δυνητικά μειωμένη κατά το άρθρο 83 και τούτο διότι το έγκλημα της υπηρεσιακής απιστίας αποτελεί κατά τα προ διαληφθέντα γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα. Για να εφαρμοσθεί η παρ.2 του άρθρου 49 ΠΚ και συνεπώς να τιμωρηθεί ο ιδιώτης ηθικός αυτουργός με την ποινή του άρθρου 390 ΠΚ [σε βαθμό πλημμελήματος πριν από το 2004] θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η άποψη ότι το έγκλημα της υπηρεσιακής απιστίας αποτελεί μη γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, ήτοι ειδικότερη μορφή του άρθρου 390 ΠΚ, αφού η υπαλληλική ιδιότητα δεν θεμελιώνει το πρώτον το αξιόποινο αλλά απλώς το επιβαρύνει. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι αποδεκτή από το δικαστήριο κατά τα προδιαληφθέντα [βλ. χωρίς ειδική αιτιολογία ΑΠ 68/1999 ΠοινΧρ Μθ', 311, ΑΠ 523/1984 ΠοινΧρ ΛΔ', 933, ΑΠ 190/1951 ΠοινΧρ Λ', 349, Μπουρόπουλος "Ερμ. ΠΚ", τ.Β', 1960, 377, Τούσης-Γεωργίου,"Ποιν. Κωδ.", τ. Β', 19 67,684]. ΙV. Όπως προκύπτει ιδίως από τα άρ.1,2,3,5 επ.18 επ., 23 επ., 27 και 31 του ισχύοντος κατά τον χρόνο τελέσεως της υπό κρίση υπηρεσιακής απιστίας νόμου περί φόρου προστιθέμενης αξίας (Ν. 1642/1986), ο ΦΠΑ είναι ένας γενικός έμμεσος φόρος καταναλώσεως ,που επιβάλλεται με τον μηχανισμό της χρεωπιστώσεως σε βάρος των επιχειρήσεων στο εσωτερικό της χώρας και επιρρίπτεται στον τελικό καταναλωτή. Καταβάλλεται τμηματικά σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας (βιομηχανία, βιοτεχνία κ.λ.π.), της εμπορίας των αγαθών (χονδρικό και λιανικό εμπόριο) και στο τομέα παροχής υπηρεσιών, καθώς επίσης στην ενδοκοινοτική απόκτηση και στην εισαγωγή αγαθών. Υπολογίζεται ουσιαστικά μόνο στην αξία των αγαθών και των υπηρεσιών, η οποία προστίθεται σε κάθε στάδιο συναλλαγής από κάθε επιχείρηση, δηλ. στη διαφορά μεταξύ αξίας παραδόσεως αγαθών και παροχής υπηρεσιών και αξίας κτήσεως τους, κατά συνέπεια δε στην θετική διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και πωλήσεως σε κάθε στάδιο συναλλαγής ("Κώδικας ΦΠΑ", έκδ. Ομοσπονδ. Εφοριακών ΠΟΕ-ΔΟΥ, Μάιος 2001, τ. 1ος, σελ. 217, 545). Ειδικότερα, από τον φόρο που αναλογεί στα φορολογούμενα έσο δα της επιχείρησης (εκροές) αφαιρείται ο φόρος που πληρώθηκε για την αγορά αγαθών και λήψη υπηρεσιών (εισροές) και το υπόλοιπο καταβάλλεται στο δημόσιο με προσωρινές δηλώσεις ("Κωδ. ΦΠΑ",ό.π.,552),και μάλιστα περιοδικώς για κάθε μήνα. Κατ' ακρίβεια, όσοι επιτηδευματίες τηρούν λογιστικά βιβλία Β' κατηγορίας υποβάλλουν στην οικεία ΔΟΥ την προσωρινή δήλωση μέχρι την 20" ημέρα του επόμενου μηνός και όσοι τηρούν βιβλία Γ' κατηγορίας μέχρι την 25" ημέρα του επομένου μηνός. Εξάλλου, κάθε υπόχρεη στον φόρο επιχείρηση πρέπει άπαξ ετησίως να υποβάλλει-εντός 2 μηνών από την λήξη της διαχειριστικής της περιόδου-εκκαθαριστική δήλωση, η οποία αποτελεί ανακεφαλαιωτική δήλωση και περιλαμβάνει τα ποσά των περιοδικών εκκαθαρίσεων και των αντιστοίχων προσωρινών δηλώσεων που υποβλήθηκαν κατά την αμέσως προηγούμενη διαχειριστική περίοδο ("Κώδ. ΦΠΑ", ό.π., 343, 344). Επειδή ακριβώς σκοπός της ανωτέρω φορολογίας είναι να επιβαρύνει τη τελική κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών που πραγματοποιείται στην Ελλάδα, είναι σαφές ότι αγαθά και υπηρεσίες που προορίζονται για κατανάλωση εκτός Ελλάδος (εξαγωγές σε Ε.Ε. και προς τρίτες χώρες) δεν φορολογούνται στην χώρα μας. Έτσι, ο ΦΠΑ που κατέβαλε η εξαγωγική επιχείρηση (κατά την αγορά λ.χ. των πρώτων υλών που μεταποίησε και εξήγαγε) στο προμηθευτή της, ο οποίος ακολούθως τον απέδωσε στο Δημόσιο, επιστρέφεται από τον τελευταίο στη πρώτη ("Κώδ. ΦΠΑ", ό.π. 546, 552), που προδήλως εκδίδει τιμολόγιο εξαγωγής χωρίς ΦΠΑ προς τον αγοραστή του εξωτερικού (βλ. Εγκ.Υπ.Οικον. 1126849/14 31/ΔΕ-Α/ΠΟΛ. 1281/6.11.1998).Εξ άλλου η διαδικασία επιστροφής του φόρου που προβλέφθηκε από την απόφαση του Υπ. Οικον. 1031790/2051/575/ΠΟΛ. 1078/2.4.1991 (σ.σ. εφεξής ΠΟΛ. 1078/1991) επιβάλλεται να γίνεται ως εξής: α) Σύμφωνα με το άρ. 3 αυτής, εφόσον ο υποκείμενος σε ΦΠΑ (εξαγωγέας) υποβάλει για πρώτη φορά αίτηση επιστροφής ΦΠΑ συγκεκριμένης φορολογικής (ουχί διαχειριστικής) περιόδου, τότε ο ΦΠΑ επιστρέφεται - κατά ποσοστό 90% του αιτουμένου ποσού - από τον προϊστάμενο της οικείας ΔΟΥ, ύστερα από προσωρινό έλεγχο και πάντως εντός "απολύτως δεσμευτικής" προθεσμίας ενός μηνός. β) Τα συνυποβαλλόμενα με την αίτηση δικαιολογητικά προβλέπονται στο άρθρο 4 της ανωτέρω Υπ. Αποφάσεως, και ακόμα πιο συγκεκριμένα στις υπ' αρ.1126849/1431/ΔΕ-Α/ΠΟΛ.1281/6.11.1998 (σ.σ. εφεξής ΠΟΛ. 1281/1998) και 1100874/4917/719/Α0014/ΠΟΛ.1201/29.10.1999 (σ.σ. εφεξής ΠΟΛ. 1201/1999) εγκυκλίους του Υπ. Οικονομικών, και αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, σημειουμένου όμως ότι, εάν διαπιστωθεί πως αυτά είναι ελλιπή, η αίτηση επιστροφής ΦΠΑ δεν απορρίπτεται πάραυτα, αλλά πρέπει να ενημερωθεί ο φορολογούμενος για την προσκόμιση των ορθών δικαιολογητικών και να προσδιορισθεί εκ νέου η ημερομηνία επιστροφής του ΦΠΑ με σφραγίδα στην αρχική αίτηση (παρ.2 της υπ' αρ. Εγκ. Υπ. Οικον. 1045781/2138/607/0014/ΠΟΛ.1112/7.4.1995). γ) Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρ. 6 και 8 της προαναφερθείσης απόφ. Υπ. Οικ. ΠΟΛ, 1078/1991 ,ο προϊστάμενος της οικείας ΔΟΥ, βάσει του θετικού πορίσματος του προσωρινού ελέγχου και των συνημμένων στην αίτηση επιστροφής δικαιολογητικών, μέσω του αρμοδίου Τμήματος ΦΠΑ της ΔΟΥ, εκδίδει απόφαση επιστροφής του φόρου και Ατομικό Φύλλο Εκπτώσεως (Α.Φ.Ε.Κ.). Το τελευταίο συντάσσει, βάσει της αποφάσεως επιστροφής, ο αρμόδιος υπάλληλος της ΔΟΥ και συνυπογράφουν αυτός, ο Τμηματάρχης ΦΠΑ και ο προϊστάμενος της ΔΟΥ, καθώς επίσης ο αρμόδιος υπάλληλος εκκαθαριστής, ο Τμηματάρχης Εσόδων και πάλι (δεύτερη φορά) ο προϊστάμενος της ΔΟΥ. Ειδικότερα, ο προσωρινός έλεγχος διενεργείται στην έδρα της επιχειρήσεως (και εάν είναι ανέφικτος εκεί σε άλλον χώρο υποδεικνυόμενο από τον ελεγχόμενο), βάσει των βιβλίων, παραστατικών και στοιχείων του αιτούντα την επιστροφή (βλ. άρ. 36 Π.Δ. 186/1992 και παρ. 2, 7 Εγκ. Υπ.Οικον. 1097395/10114/ΠΟΛ. 1197/28.9.1999) από διμελές συνεργείο που ορίζει ο προϊστάμενος της οικείας ΔΟΥ, αποτελούμενο από έναν ελεγκτή, γνώστη της φορολογίας εισοδήματος, και έναν φοροτεχνικό, επιμορφωμένο ειδικά στον ΦΠΑ, εφόσον δε ελλείπει τέτοιος από υπάλληλο του Τμήματος ΦΠΑ (άρ.1 απόφ.Υπ. Οικον. 1085952/6797/0014/ΠΟΛ. 1227/23.6.1993). Το συνεργείο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 2 της ίδιας αποφάσεως, ελέγχει την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.1642/1986και ιδίως την ανελλιπή, σωστή και εμπρόθεσμη υποβολή των προσωρινών και εκκαθαριστικών δηλώσεων ΦΠΑ, την εξακρίβωση των αιτιών που προκάλεσαν τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο σε μια φορολογική ή διαχειριστική περίοδο και για την ορθότητα ή μη αυτού, την ύπαρξη νομίμων παραστατικών στοιχείων για τις υποκείμενες σε ΦΠΑ Δαπάνες της επιχειρήσεως, την ύπαρξη πλαστών ή εικονικών τιμολογίων και τις απαλλαγές από τον ΦΠΑ. Εν τέλει, εάν το αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ελλείψει συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, τότε ο αιτών πρέπει να ενημερωθεί, είτε με την κοινοποίηση της εκθέσεως του προσωρινού ελέγχου (επί της πρώτης αιτήσεως επιστροφής ΦΠΑ), είτε με έγγραφο (επί των επομένων αιτήσεων που δεν διενεργήθηκε προσωρινός κ.λ.π. έλεγχος), το οποίο περιέχει αναλυτικά τους λόγους απορρίψεως του αιτήματος (βλ.παρ.3 της Εγκ. Υπ.Oικον.1045781/2138/607/0014/ ΠΟΛ. 1112/7.4.95 - σ.σ. εφεξής ΠΟΛ. 1112/95). Από τα προεκτεθέντα, είναι σαφές ότι για την επιστροφή του ΦΠΑ βάσει των επομένων -μετά την πρώτη- αιτήσεων, δεν απαιτείται οπωσδήποτε προηγούμενος προσωρινός έλεγχος (στην ίδια επιχείρηση), πλην όμως ο προϊστάμενος της ΔΟΥ, σύμφωνα με το άρθρο 9 της ανωτέρω απόφ. Υπ. Οικον. ΠΟΛ. 1078/91 .υποχρεούται να διενεργεί κατά διαστήματα (έκτακτο) έλεγχο στους επιτηδευματίες που έτυχαν επιστροφής ΦΠΑ, χωρίς ο έλεγχος αυτός να επηρεάζει το δικαίωμα του ελεγχόμενου για επιστροφή εντός μηνός από την υποβολή της αιτήσεως του, "εκτός εάν από αποδεδειγμένα στοιχεία" προκύψει η αβασιμότητα του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή, ο ΦΠΑ επιστρέφεται μόνο μετά από διενεργούμενο εντός 6μήνου από την υποβολή της αιτήσεως έλεγχο, ο οποίος, εάν δεν πραγματοποιηθεί (ή δεν ολοκληρωθεί) εμπροθέσμως, τότε ο προϊστάμενος της ΔΟΥ υποχρεούται να επιστρέψει το αιτούμενο ποσό. Μάλιστα, στην παρ. 6 της εγκυκλίου του Υπ. Οικον. ΠΟΛ. 1089/91 επισημαίνεται ότι η εμπρόθεσμη ικανοποίηση του αιτήματος επιστροφής ΦΠΑ "σε καμία περίπτωση δεν θα θεωρηθεί ανασταλτικός παράγοντας για τη διενέργεια με σα σε τακτικά διαστήματα τακτικού ή έκτακτου ελέγχου, με κατά την κρίση τους ελεγκτικές διασταυρώσεις", προς διασφάλιση της αποφυγής καταστρατηγήσεων των διατάξεων περί ΦΠΑ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 της απόφασης Υπ. Οικονομικών 10 07061/382/0014/ΠΟΛ. 1026/26.1.1995 (σ.σ. εφεξής ΠΟΛ. 1026/1995), όταν ο προϊστάμενος της ΔΟΥ "διαπιστώνει από στοιχεία ή βάσιμες, κατά την κρίση του, πληροφορίες (από άλλες ΔΟΥ κ.λπ. που περιέχονται σε γνώση του), ότι το ασκούμενο δικαίωμα επιστροφής του φόρου βασίζεται σε πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα στοιχεία, από τα οποία τεκμαίρεται εικονικότητα των συναλλαγών του δικαιούχου .. ή κάθε άλλη παράβαση, η οποία συνιστά ανακρίβεια των τηρουμένων βιβλίων και στοιχείων του δικαιούχου ... η επιστροφή του φόρου ... αναστέλλεται μέχρις ότου περαιωθεί ο τακτικός έλεγχος, τον οποίο σε κάθε περίπτωση ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ υποχρεούται να διενεργήσει άμεσα, μετά το πέρας του οποίου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου. 3 Ν. 2120/93 (όπως ισχύει) "για την έντοκη επιστροφή των φόρων ...". Εν τέλει, το υπόλοιπο 10% του ΦΠΑ επιστρέφεται από την οικεία ΔΟΥ με την υποβολή της εκ καθαριστικής δηλώσεως (βλ. άρ. 3 παρ. 1α της απόφ. Υπ. Οικον. ΠΟΛ. 1078/1991), ύστερα όμως από προηγούμενο έλεγχο, κατά πάγια, ακολουθητέα από τους προϊσταμένους των ΔΟΥ, τακτική. IV. Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, την ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται ως αναγνωσθέντα στα πρακτικά της δίκης αυτής αλλά και της πρωτοβάθμιας που επίσης αναγνώσθηκαν αποδείχθηκε ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη που τους από δίδεται (απιστία στην Υπηρεσία κατ' εξακολούθηση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με την άμεση συνεργεία των λοιπών κατ' ορθότερο χαρακτηρισμό του βαθμού συμμετοχής τους]. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής περιστατικά. Ο πρώτος κατηγορούμενος Ε. Β., στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, αποβλέποντας με τις μερικότερες πράξεις του στο συνολικό όφελος που προέκυπτε από αυτές, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ, κατά το προσδιορισμό και τη διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει του, για να ωφεληθεί άλλος, τη περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείρισή του ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης του αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης του, που στρεφόταν σε βάρος του Δημοσίου, είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ήταν Προϊστάμενος της Α' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης στο χρονικό διάστημα (Ιανουάριος 1994 έως τις αρχές Σεπτεμβρίου 1999, οπότε και τοποθετήθηκε ως διευθυντής της Θ' Δ.Ο.Υ Θεσσαλονίκης. Στην αρμοδιότητά του ανήκε η εποπτεία εννέα (9) τμημάτων με εννιά προϊσταμένους τμημάτων αντίστοιχα και συγκεκριμένα το τμήμα κεφαλαίου (μεταβιβάσεις, γονικές παροχές, δωρεές, κληρονομιές) το τμήμα του εισοδήματος, το Φ.Π.Α., τα Έσοδα, Έξοδα, Ταμείο, το Τμήμα Ελέγχου, το Δικαστικό Τμήμα, το Μητρώο και ο Κώδικας. Σύμφωνα με το Π.Δ.16/8,9 ακ με ρ. Β άρθρα 3, 4 και απείχε την ενιαία διεύθυνση όλης της Υπηρεσίας, καθοδηγούσε και παρείχε στο προσωπικό της Δ.Ο.Υ. τις αναγκαίες οδηγίες για την ακριβή εκτέλεση των καθηκόντων τους, φρόντιζε για την ταχεία περαίωση των φορολογικών υποθέσεων, θεωρούσε τις εκθέσεις φορολογικού ελέγχου ή επανελέγχου, προέβαινε στην διοικητική επίλυση των κάθε είδους φορολογικών διαφορών που ανέκυπταν από φύλλα ελέγχου, επόπτευε στο έργο της βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων μεριμνώντας και διατάσσοντας τη λήψη όλων των μέτρων που επιτρέπονται για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων και παρακολουθώντας με επιμέλεια τα αρμόδια όργανα για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Αυτός ενώ όφειλε να εποπτεύει το τμήμα ΦΠΑ, όπως περιγράφεται στη συνέχεια, χρησιμοποίησε τη θέση του και τις αρμοδιότητες που αυτή του παρείχε, για να επιτύχει την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού των 261.211.675 δραχμών ή 766.578,64 ευρώ σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα ο Σ. Γ. του Α., μετά από συνεννόηση με τους Χ. Κ. και Π. Κ., και με τη προτροπή αυτών να ασκήσει κατά τα φαινόμενα κυρίως και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 10. 2.1994, με το με αριθ. .../10.2.1994 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Καραμάνου, στη σύσταση της μονοπρόσωπης Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ Μ. ΕΠΕ", με αντικείμενο εργασιών την "επεξεργασία, κατασκευή και εμπορία ετοίμων ενδυμάτων και λοιπών συναφών ειδών", της οποίας ήταν μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και εκπρόσωπος και η οποία είχε την έδρα της αρχικά επί της οδού ..., στη ..., και στη συνέχεια, από τις 6.5.1994, επί της οδού ..., στο ..., αρμοδιότητας Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, και η οποία εικονικά και μόνο, με το με αριθ. .../15.12.1995 τροποποιητικό συμβόλαιο του αυτού ως άνω Συμβολαιογράφου, μετέφερε την έδρα της επί της οδού ..., στη ..., αρμοδιότητας και πάλι Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης. Η προαναφερθείσα επιχείρηση προέβη στις 7.3.1994 σε δήλωση έναρξης επιτηδεύματος στη Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης, στη συνέχεια, μετά τη μεταβολή της έδρας της σε περιοχή αρμοδιότητας Δ.Ο.Υ. Α' Θεσσαλονίκης (...), και παρά το γεγονός ότι ανέπτυξε μικρή μόνο εμπορική δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε, μεταξύ των πραγματικών ενδοκοινοτικών παραδόσεων της προς τη Γερμανική επιχείρηση με την επωνυμία CARBONI CHARLOT TE, και ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε προς τις αλλοδαπές επιχειρήσεις 1) ISAPORTA GMBH, Γερμανία, 2) ALTER GERD, Γερμανία, 3) EDU SCHO GMBH, Γερμανία, και 4) ANPARTSSEL SKABET, Δανία, οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 18.6.1994 μέχρι 9.2.1996, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από 1.4.1994 μέχρι 31.1.1996 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 261.211.675 δραχμών ή 766.578,64 ευρώ. Αυτός δε, στους παρακάτω χρόνους, που προΐστατο της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, έχοντας προηγουμένως έρθει σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Χ. Κ. και Π. Κ., υπέγραψε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α. και τα Α.Φ.Ε.Κ. (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α.), γνωρίζοντας ότι τα τιμολόγια και οι δηλώσεις που υπέβαλε η προαναφερθείσα επιχείρηση αναφέρονταν κατά κύριο λόγο σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Πιο συγκεκριμένα, οι συγκατηγορούμενοί του Δ. Λ. και Π. Τ., Προϊστάμενοι του τμήματος ΦΠΑ της Δ.Ο.Υ., έχοντας έρθει προηγουμένως και αυτοί σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, παραλάμβαναν τις αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α., που υπέβαλε η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ γνωρίζοντας ότι αναφέρονταν σε εικονικές κυρίως ενδοκοινοτικέ παραδόσεις και ότι δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάζονταν και συνέτασσαν τις αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α. και τα Α.Φ.Ε.Κ., από τα οποία τα κατωτέρω αναφερόμενα υπέγραψε αυτός, ως Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ. Για να επιτευχθεί δε η παράνομη επιστροφή των ποσών που μνημονεύονται στη συνέχεια, σκοπίμως παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα του, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα από κάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί από τους προαναφερθέντες Προϊσταμένους του ΦΠΑ παράτυπα ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή, των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α., και χωρίς δικαιολογητικά (τουλάχιστον χωρίς τα φωτοαντίγραφα των περιοδικών εκκαθαρίσεων και προσωρινών δηλώσεων και την αναλυτική κατάσταση των πράξεων βάσει των οποίων ασκείτο το δικαίωμα της επιστροφής, των οποίων η υποβολή έπρεπε να είχε προηγηθεί), με προφανή σκοπό τη συντομότερη πρωτοκόλληση για την εν συνεχεία γρηγορότερη διενέργεια της επιστροφής του Φ.Π.Α., πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν εξέδωσε εντολή, και δη γραπτή, για να διενεργηθεί προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΛ 1078/1991 και του άρθρου 40 Ν. 1642/1986, και να συνταχθεί νομότυπη έκθεση ελέγχου, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετούσε το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης το Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Σ. Γ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 4), 1144/1992 και 1262/1993, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Σ. Γ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1262/1993 και της ΠΟΛ 1104/1993, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λ.π.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εξέδωσε εντολή και δη γραπτή, για να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε σε μικρό χρονικό διάστημα, σημαντικό όγκο συναλλαγών και, γενικότερα, δεν προέβη κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε τακτικούς ή έκτακτους ελέγχους στην επιχείρηση, με όλες τις κατά την κρίση του ελεγκτικές διασταυρώσεις, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής, καθώς γνώριζε ότι οι αι τη σεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί, και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κλπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων- επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης, συνέχισε να αποδίδει Φ.Π.Α. στην επιχείρηση, είτε βάσει εικονικών, είτε και βάσει πραγματικών ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρόλο που γνώριζε ότι ήδη από τις 18.6.1994 είχε λάβει παρανόμως μη δικαιούμενο ΦΠΑ, και ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 10 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1078/91, όφειλε να την είχε διαγράψει από το τηρούμενο στη Δ.Ο.Υ. μητρώο (ούτως ή άλλως τέτοιο δεν τηρείτο) και να μην επιστρέψει το οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α., παρά μόνο μετά τη διενέργεια τακτικού ελέγχου, που θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί εντός διετίας από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως για επιστροφή και τον οποίο και παρέλειψε σκοπίμως να διατάξεις. Ακόμη, απέδωσε και τον αιτηθέντα Φ.Π.Α. των φορολογικών περιόδων 1.12.1995 έως 31.12.1995 και 1.1.1996 έως 31.1.1996, παρά το ότι, όπως καλώς γνώριζε, η επιχείρηση αυτή εικονικά και μόνο μετέφερε από τις 18.12.1995 την έδρα της στην οδό..., αρμοδιότητας πλέον Δ.Ο.Υ. Α' Θεσσαλονίκης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεων του αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων του και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη Δ.Ο.Υ. Οικονομικών Επιθεωρητών, που θεωρούσαν τις ενέργειες του ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες του και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας του από ενδεχόμενο έλεγχο, φρόντισε να μη σχηματιστεί στη Δ.Ο.Υ. καθόλου φάκελος επιστροφών Φ.Π.Α. για την επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ, ώστε να μη γίνονται ευχερώς αντιληπτές οι ελλείψεις που υπήρχαν στα δικαιολογητικά για την επιστροφή του Φ.Π.Α., ενώ εξάλλου, η παράβαση από μέρους του όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων του, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς εγνώριζε) έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών του και της ματαίωσης αποκάλυψής τους. Επί πλέον, συνέχισε να αποδίδει τον αιτούμενο Φ.Π.Α. και μετά τις 1.12.1995, που η επιχείρηση υπαγόταν πλέον, λόγω του διαχωρισμού της Α' Δ.Ο. Υ., όχι στη δική της αρμοδιότητα, αλλά στην αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Ιωνίας, έπραξε δε τούτο με προφανή σκοπό τη διευκόλυνση των παρανόμων επιστροφών στην επιχείρηση και την αποφυγή της αποκάλυψής τους, καθόσον υπήρχε κίνδυνος αποκάλυψης σε περίπτωση που επιλαμβανόταν των επιστροφών άλλη Δ.Ο.Υ., πλην της Α'. Για να φαίνεται δε ότι ενεργεί νομίμως, κατόπιν συνεννοήσεως του με τους προαναφερθέντες (Χ. Κ. και Π. Κ.), η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Ιωνίας την από 18.12.1995 δήλωσή της για μεταβολή της έδρας της, ως ανωτέρω αναφέρεται, σε περιοχή αρμοδιότητας Α' Δ.Ο.Υ., η μεταβολή γνωστοποιήθηκε στη Δ.Ο.Υ. Α' με το αριθ. 548/19.12.1995 διαβιβαστικό έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Ιωνίας, η δήλωση όμως μεταβολής ήταν εικονική και έγινε για τη δημιουργία και μόνο νομιμοφάνειας των επιστροφών του Φ.Π.Α. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει του και κατόπιν μεθοδεύσεως, εξέδωσε αρχικά τη με αριθ. 292/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και το με αριθ. 1484/1994 Α.Φ.Ε.Κ., κατόπιν δε της πρώτης αυτής επιστροφής Φ.Π.Α. που διενήργησε κατέστη εφικτή η διαδικασία και των υπολοίπων επιστροφών, εφόσον η πρώτη επιστροφή του Φ.Π.Α. είναι το κομβικό σημείο της αρχής των επιστροφών του Φ.Π.Α., μετά από το οποίο το τμήμα του Φ.Π.Α. διενεργεί τις επιστροφές χωρίς την πραγματοποίηση του προβλεπομένου πριν την πρώτη επιστροφή Φ.Π.Α. προσωρινού ελέγχου, στα πλαίσια βέβαια των υφισταμένων διατάξεων και μετά από πλήρη έλεγχο των προσκομιζομένων δικαιολογητικών, η μη προσκόμιση των οποίων οδηγεί αναπόφευκτα στην έκδοση εντολής από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. για τη διενέργεια νέου ελέγχου της επιχείρησης. Σε συνέχεια των προαναφερθεισών πράξεων του, η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) Στις 18.6.1994 εξέδωσε τη με αριθ. 292/1994 απόφαση επιστροφής ΦΠΑ και βάσει αυτής το με αριθ. 1484/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ Μ. ΕΠΕ έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. της φορολογικής περιόδου 1.4.1994 έως 30.4.1994, ύψους 3.063.963 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 2)στις 19.8.1994 εξέδωσε τη με αριθ. 331/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. 162011994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. της φορολογικής περιόδου 1.5.1994 μέχρι 30.6.1994, ύψους 8.605.549 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 3) στις 1.9.1994 εξέδωσε τη με αριθ.382/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α και βάσει αυτής το με αριθ. 1658/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Ιουλίου 1994, ύψους 7.904.476 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 4) στις 27.9.1994 εξέδωσε τη με αριθ. 423/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. 1825/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Αυγούστου 1994, ύψους 8.791.797 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 5) στις 14.10.1994 εξέδωσε τη με αριθ. 441/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτης το με αριθ. 1979/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π. Α. μηνός Σεπτεμβρίου 1994, ύψους 9.169.430 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 6) στις 10.11.1994, σε εκτέλεση της με αριθ. 47011994 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α. και του εκδοθέντος βάσει αυτής με αριθ. 2122/1994 ατομικού φύλλου εκ πτώσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1994, ύψους 8.974.577 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 7) στις 12.12.1994 εξέδωσε τη με αριθ. 529/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. 2475/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου 1994, ύψους 14.119.409 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 8) στις 25.1.1995 εξέ δώσε τη με αριθ. 28/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. 69/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Δεκεμβρίου 1994, ύψους 14.707.182 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 9) στις 20.2.1995, σε εκτέλεση της με αριθ. 69/1995 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α. και του εκδοθέντος βάσει αυτής με αριθ. 299/1995 ατομικού φύλλου έκπτωσης(επιστροφής) Φ.Π.Α (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α μηνός Ιανουαρίου 1995, ύψους 14.916.820 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 10) στις 22.3.1995 εξέδωσε τη με αριθ. 121/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α και βάσει αυτής το με αριθ. 555/1995 ατομικό φύλλο έκ πτώσης (επιστροφής) Φ.Π.Α (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α μηνός Φεβρουαρίου 1995, ύψους 17. 558.497 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 11) στις 17.4.1995 εξέδωσε τη με αριθ. 18011995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. 683α/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α μηνός Μαρτίου 1995, ύψους 16.813.712 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 12) στις 11.5.1995, σε εκτέλεση της με αριθ. 284/1995 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α και του εκδοθέντος βάσει αυτής με αριθ. 78011995 ατομικού φύλλου έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Απριλίου 1995, ύψους 16.200.083 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 13) στις 14.7.1995 εξέδωσε τη με αριθ. 391/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α και βάσει αυτής το με αριθ. 2012/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α μηνός Μαΐου 1995, ύψους 4.063.757 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 14) στις 25.7.1995 σε εκτέλεση της με αριθ. 444 1995 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α και του εκδοθέντος βάσει αυτής με αριθ. 2773/7995 ατομικού φύλλου έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης , η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α μηνός Ιουνίου 1995, ύψους 1.788.008 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 15) στις 9.8.1995 σε εκτέλεση της με αριθ. 466/1995 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α και του εκδοθέντος βάσει αυτής 2287/1995 ατομικού φύλλου έκπτωσης (επιστροφής) Φ.ΠΑ (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α μηνός Ιουλίου 1995, ύψους 12.288.192 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 16) στις 21.9.1995 σε εκτέλεση της με αριθ. 529/1995 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α. και του εκδοθέντος βάσει αυτής με αριθ. 2485/1995 ατομικού φύλλου έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Αυγούστου 1995, ύψους 14.707.118 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 17) στις 13.10.1995 σε εκτέλεση της με αριθ. 582/1995 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α. και του εκδοθέντος βάσει αυτής με αριθ. 2812/1995 ατομικού φύλλου έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Σεπτεμβρίου 19 95, ύψους 16.080.408 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 18) στις 20.11.1995 εξέδωσε τη με αριθ. 623/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. 3153/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1995, ύψους 16.569.349 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 19) στις 10.1.1996, σε εκτέλεση της με αριθ. 713/1995 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α. και του εκδοθέντος βάσει αυτής με αριθ. 12/1995 ατομικού φύλλου έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου 1995, ύψους 18.442.961 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 20) στις 9.2.1996 εξέδωσε τη με αριθ. 52/1996 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. 129/1996 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Δεκεμβρίου 1995, ύψους 18.090.657 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, και 21) στις 9.2.1996 εξέδωσες τη με αριθ. 55/1996 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. 273/1996 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Ιανουαρίου 1996, ύψους 18.355.730 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής. Δηλαδή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ Μ. ΕΠΕ έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνοδικό ποσό των 261.211.675 δραχμών ή 766.578,64 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει του την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Τ., στη ... κατά το χρονικό διάστημα από τις 27-9-1994 μέχρι 9-2-1996 και ειδικότερα στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, αποβλέποντας με τις μερικότερες πράξεις του στο συνολικό όφελος που προέκυπτε από αυτές, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ, κατά τον προσδιορισμό και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει του, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείρισή του ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης του αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης του, που στρεφόταν σε βάρος του Δημοσίου, είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα, ενώ ήταν υπάλληλος της Α' Δ.Ο.Υ Θεσσαλονίκης και του ανατέθηκε να προΐστατο του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτός χρησιμοποίησε τη θέση του και τις αρμοδιότητες που αυτή του παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 150.000 ευρώ, σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Σ. Γ. του Α., μετά από συνεννόηση με τους Χ. Κ. και Π. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα κυρίως και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επι στροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 10.2.1994, με το με αριθ. .../10.2.1994 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Καραμάνου, στη σύσταση της μονοπρόσωπης Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ Μ. ΕΠΕ", με αντικείμενο εργασιών την "επεξεργασία, κατασκευή και εμπορία ετοίμων ενδυμάτων και λοιπών συναφών ειδών", της οποίας ήταν μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και εκπρόσωπος και η οποία είχε την έδρα της αρχικά επί της οδού ..., στη ..., και στη συνέχεια, από τις 6.5.1994, επί της οδού ..., στο ..., αρμοδιότητας Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, και η οποία εικονικά και μόνο, με το με. αριθ. .../15.12.1995 τροποποιητικό συμβόλαιο του αυτού ως άνω Συμβολαιογράφου, μετέφερε την έδρα της επί της οδού ..., στη Θεσσαλονίκη, αρμοδιότητας και πάλι Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης. Η προαναφερθείσα επιχείρηση προέβη στις 7.3.1994 σε δήλωση έναρξης επιτηδεύματος στη Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης, στη συνέχεια, μετά τη μεταβολή της έδρας της σε περιοχή αρμοδιότητας Δ.Ο.Υ. Α' Θεσσαλονίκης (...), και παρά το γεγονός ότι ανέπτυξε μικρή μόνο εμπορική δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε, μεταξύ των πραγματικών ενδοκοινοτικών παραδόσεων της προς τη Γερμανική επιχείρηση με την επωνυμία CARBONI CHARLOTTE, και ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε προς τις αλλοδαπές επιχειρήσεις 1) ISAPORTA GMBH, Γερμανία, 2) AL TER GERD, Γερμανία, 3) EDUSCHO GMBH, Γερμανία, και 4) ANPARTSSEL SKA BET, Δανία, οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 18.6. 1994 μέχρι 9.2.1996, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από 1.4.1994 μέχρι 31.1.1996 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 261.211.675 δραχμών ή 766.578,64 ευρώ. Αυτός δε, ως προϊστάμενος του Τμήματος Φ.Π.Α., έχοντας προηγουμένως έρθει σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Χ. Κ. και Π. Κ., παραλάμβανε τις αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ γνωρίζοντας ότι αναφέρονταν σε εικονικές κυρίως ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργαζόταν και συνέτασσε τις αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α. τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα του, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, παραλάμβανε τις αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α., και χωρίς δικαιολογητικά (τουλάχιστον χωρίς τα φωτοαντίγραφα των περιοδικών εκκαθαρίσεων και προσωρινών δηλώσεων και την αναλυτική κατά στα ση των πράξεων βάσει των οποίων ασκείτο το δικαίωμα της επιστροφής, των οποίων η υποβολή έπρεπε να είχε προηγηθεί), με προφανή σκοπό τη συντομότερη πρωτοκόλληση για την εν συνεχεία γρηγορότερη διενέργεια της επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης το Βιβλίο Εσόδων- Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Σ. Γ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 4), 1144/1992 και 1262/1993, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Σ. Γ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1262/1993 και της ΠΟΛ 1104/1993, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λ.π.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εξέδωσε εντολή, και δη γραπτή, για να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, σημαντικό όγκο συναλλαγών παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής, καθώς παραλάμβανε και πρωτοκολλούσε τις αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κλπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης, συνέχισε να αποδίδει Φ.Π.Α. στην επιχείρηση, είτε βάσει εικονικών, είτε και βάσει πραγματικών ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρόλο που γνώριζε ότι ήδη από τις 18.6. 1994 είχε λάβει παρανόμως μη δικαιούμενο ΦΠΑ, και ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 10 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1078/91, όφειλε να την είχε διαγράψει από το τηρούμενο στη Δ.Ο.Υ. μητρώο (ούτως ή άλλως τέτοιο δεν τηρείτο) και να μην επιστρέψει το οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α., παρά μόνο μετά τη διενέργεια τακτικού ελέγχου, που θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί εντός διετίας από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως για επιστροφή και τον οποίο και παρέλειψε σκοπίμως να διατάξεις. Ακόμη, στις 8-12-1995, παρέλαβε την αριθ. 35455/1995 αίτηση επιστροφής Φ.Π.Α. της φορολογικής περιόδου 1.11.1995 μέχρι 30-11-1995 και απέδωσε τον αναλογούντα δήθεν Φ.Π.Α., παρά το ότι η προαναφερθείσα επιχείρηση, μετά το διαχωρισμό της Α' Δ.Ο.Υ. υπαγόταν πλέον, λόγω διεύθυνσης εγκατάστασης (έδρας), στην αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Ιωνίας, προς την οποία και όφειλε να είχε παραπέμψει την αίτηση, ως αναρμόδιος πλέον προς τούτο, ενώ εξάλλου απέδωσε και τον αιτηθέντα Φ.Π.Α. των φορολογικών περιόδων 1-12-1995 έως 31.12.1995 και 1.1.1996 έως 31.1.1996, παρά το ότι, όπως καλώς γνώριζε, η επιχείρηση αυτή εικονικά και μόνο μετέφερε από τις 18.12.1995 την έδρα της στην οδό Νέα ..., αρμοδιότητας πλέον Δ.Ο.Υ. Α' Θεσσαλονίκης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεων του αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεών του και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη Δ.Ο.Υ. Οικονομικών Επιθεωρητών, που θεωρούσαν τις ενέργειές του ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες του και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητάς του από ενδεχόμενο έλεγχο, φρόντισε να μη σχηματιστεί στη Δ.Ο.Υ. καθόλου φάκελος επιστροφών Φ.Π.Α. για την επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ, ώστε να μη γίνονται ευχερώς αντιληπτές οι ελλείψεις που υπήρχαν στα δικαιολογητικά για την επιστροφή του Φ.Π.Α., ενώ εξάλλου, η παράβαση από μέρους του όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων του, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διά τάξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών του και της ματαίωσης αποκάλυψής τους. Επί πλέον, συνέχισε να αποδίδει τον αιτούμενο Φ.Π.Α. και μετά τις 1.12.1995, που η επιχείρηση υπαγόταν πλέον, λόγω του διαχωρισμού της Α' Δ.Ο.Υ., όχι στη δική της αρμοδιότητα, αλλά στην αρμοδιότητα της Δ.Ο.Υ. Ιωνίας, έπραξε δε τούτο με προφανή σκοπό τη διευκόλυνση των παρανόμων επιστροφών στην επιχείρηση και την αποφυγή της αποκάλυψής τους, καθόσον υπήρχε κίνδυνος αποκάλυψης τους σε περίπτωση που επιλαμβανόταν των επιστροφών άλλη Δ.Ο.Υ., πλην της Α'. Για να φαίνεται δε ότι ενεργείς νομίμως, κατόπιν συνεννοήσεως του με τους προαναφερθέντες (Χ. Κ. και Π. Κ.), η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Ιωνίας την από 18.12.1995 δήλωσή της για μεταβολή της έδρας της, ως ανωτέρω αναφέρεται, σε περιοχή αρμοδιότητας Α' Δ.Ο.Υ. η μεταβολή γνωστοποιήθηκε στη Δ.Ο.Υ. Α' με το αριθ. 548/19.12.1995 διαβιβαστικό έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Ιωνίας, η δήλωση όμως μεταβολής ήταν εικονική και έγινε για τη δημιουργία και μόνο νομιμοφάνειας των επιστροφών του Φ.Π.Α. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει του και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάστηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ. και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε ο ίδιος, το επάνω τμήμα για τη φορολογική εκκαθάριση, ως Προϊστάμενος του Τμήματος, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ., σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α. 1) στις 27.9.1994 συνέταξε τη με αριθ. 423/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 1825/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Αυγούστου 1994, ύψους 8.791.797 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 2) στις 14.10.1994 συνέταξε τη με αριθ. 441/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 1979/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Σεπτεμβρίου 1994, ύψους 9.169.430 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 3) στις 10.11.1994, συνέταξε τη με αριθ. 470/1994 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 2122/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1994, ύψους 8.974.577 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 4) στις 12.12.1994 συνέταξε τη με αριθ. 529/1994 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 2475/1994 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου 1994, ύψους 14.119.409 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 5) στις 25.1.1995 συνέταξε τη με αριθ. 28/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 69/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Δεκεμβρίου 1994, ύψους 14.707.182 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 6) στις 20.2.1995, συνέταξε τη με αριθ. 69/1995 απόφασης επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 299/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Ιανουαρίου 1995, ύψους 14.916.820 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 7) στις 22.3.1995 συνέταξε τη με αριθ. 121/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 555/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Φεβρουαρίου 1995, ύψους 17.558.497 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 8) στις 17.4.1995 συνέταξε τη με αριθ. 180/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 683α/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Μαρτίου 1995, ύψους 16. 813.712 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 9) στις 11.5.1995 συνέταξε τη με αριθ. 284/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 780/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Απριλίου 1995, ύψους 16.200.083 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 10) στις 14.7.1995 συνέταξε τη με αριθ. 391/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 2012/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Μαΐου 1995, ύψους 4.063.757 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 11) στις 25.7.1995 συνέταξε τη με αριθ. 444/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 2173/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Ιουνίου 1995, ύψους 1.788.008 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 12) στις 9.8.1995 συνέταξε τη με αριθ. 466/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 2287/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Ιουλίου 1995, ύψους 12.288.192 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 13) στις 21.9.1995 συνέταξε τη με αριθ. 529/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 2485/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Αυγούστου 1995, ύψους 14.707.118 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 14) στις 13.10.1995 συνέταξε τη με αριθ. 582/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 2812/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Σεπτεμβρίου 1995, ύψους 16. 080.408 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 15) στις 20.11.1995 συνέταξε τη με αριθ. 623/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 3153/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1995, ύψους 16.569.349 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 16) στις 10.1.1996 συνέταξε τη με αριθ. 713/1995 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 12/1995 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου 1995, ύψους 18.442.961 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, 17) στις 9.2.1996 συνέταξε τη με αριθ. 52/1996 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 129/1996 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α.(Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Δεκεμβρίου 1995, ύψους 18.090.657 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής, και 18) στις 9.2. 1996 συνέταξε τη με αριθ. 55/1996 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής εξέδωσε το με αριθ. 273/1996 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Ιανουαρίου 1996, ύψους 16.355.730 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής. Δηλαδή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, η επιχείρηση ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ Μ. ΕΠΕ έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 261.211.675 δραχμών ή 766.578,64 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει του την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη. Όσον αφορά τους λοιπούς κατηγορουμένους Χ. Κ. και Π. Κ., από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι δεν υπήρξαν συνεχείς παραινέσεις αυτών με πειθώ και φορτικότητα προς τους Δ. Λ. [ήδη αποβιώσαντα], Π. Τ. και Ε. Β., αλλά αντίθετα ότι οι προ αναφερθέντες τρίτος και τέταρτη κατηγορούμενοι, ήρθαν σε προηγούμενη συνεννόηση με τους πιο πάνω εφοριακούς υπαλλήλους και από κοινού κατέστρωσαν το σχέδιο παρά νομής είσπραξης ΦΠΑ [που στοιχειοθετεί κατά τα προδιαληφθέντα το αδίκημα της απιστίας από τους προαναφερθέντες υπαλλήλους] το οποίο χωρίς την άμεση συνδρομή του δεν θα επιτυγχάνονταν, αφού απαραίτητη ήταν η δημιουργία και η ύπαρξη εξαγωγικής εταιρίας η επίκληση και προσκομιδή εικονικών τιμολογίων κλπ στην ΔΟΥ, ενέργειες που αυτοί ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας μέσω παρενθέτου προσώπου, γνωρίζοντας, τόσο τον επιζήμιο χαρακτήρα της πράξης τους για το ελληνικό δημόσιο, όσο και το ότι αυτή τελείτο από μέρους των προαναφερομένων συγκατηγορουμένων τους κατά παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, [όπως αυτά ειδικότερα αναφέρονται πιο πάνω για τους πρώτο και δεύτερο κατηγορουμένους]. Συγκεκριμένα από κοινού ενεργούντες και μετά από συναπόφαση, αφού συννενοήθηκαν κατά τα προαναφερθέντα με τον Σ. Γ. να ασκήσει αυτός κατά/τα φαινόμενα κυρίως και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης, προκειμένου στη συνέχεια με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., αυτός προέβη στις 10.2.1994, με το με αριθ. .../10.2.1994 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Γεωργίου Καραμάνου, στη σύσταση της μονοπρόσωπης Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ Μ. ΕΠΕ", με αντικείμενο εργασιών την "επεξεργασία, κατασκευή και εμπορία ετοίμων ενδυμάτων και λοιπών συναφών ειδών" , της οποίας ήταν μοναδικός εταίρος, διαχειριστής και εκπρόσωπος φαινομενικά και η οποία είχε την έδρα της αρχικά επί της οδού ..., στη ..., και στη συνέχεια, από τις 6.5.1994, επί της οδού ..., στο ..., αρμοδιότητας Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης και η οποία εικονικά και μόνο με το με αριθ. .../15.12.1995 τροποποιητικό συμβόλαιο του αυτού ως άνω Συμβολαιογράφου, μετέφερε την έδρα της επί της οδού ..., στη ..., αρμοδιότητας και πάλι Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια η προαναφερθείσα επιχείρηση προέβη στις 7.3.1994 σε δήλωση έναρξης επιτηδεύματος στη Δ.Ο.Υ. Ιωνίας Θεσσαλονίκης, στη συνέχεια, μετά τη μεταβολή της έδρας της σε περιοχή αρμοδιότητας Δ.Ο.Υ. Α' Θεσσαλονίκης (...), και παρά το γεγονός ότι ανέπτυξε μικρή μόνο εμπορική δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε, μεταξύ των πραγματικών ενδοκοινοτικών παραδόσεων της προς τη Γερμανική επιχείρηση με την επωνυμία CARBONI CHARLOTTE, και ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε προς τις αλλοδαπές επιχειρήσεις 1) ISAPORTA GMBH, Γερμανία, 2) AL TER GERD Γερμανία 3) EDUSCHOB GMBH, Γερμανία και 4) ANPARTSSEL SKA BET , Δανία, οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 18.6. 19 94 μέχρι 9.2.1996, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από 1.4.1994 μέχρι 31.1.1996 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 261.211.675 δραχμών ή 766.578,64 ευρώ, όπως ειδικότερα πιο πάνω αλλά και στο διατακτικό της παρούσας διαλαμβάνεται. Έτσι τέλεσαν κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, τους παραπάνω αναφερόμενους χρόνους για κάθε μία περίπτωση παράνομης επιστροφής ΦΠΑ, το έγκλημα της άμεσης συνέργειας σε απιστία στην υπηρεσία με αντικείμενο αξίας άνω των 150.000 ευρώ και με χρήση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων. Ενόψει των αποδειχθέντων πιο πάνω περιστατικών και σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί στη νομική σκέψη που προηγήθηκε πρέπει οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι απιστίας περί την υπηρεσία με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608/1950 κατ' εξακολούθηση και οι λοιποί δύο για άμεση συνεργεία σε απιστία περί την υπηρεσία με την επιβαρυντική περίπτωση του 1608/1950 κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, [κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό του είδους της συμμετοχής τους] όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του τρίτου και της τέταρτης των κατηγορουμένων α] περί παραγραφής του εγκλήματος που τους αποδίδεται λόγω της πλημμεληματικής του μορφής [άρθρο 390 ΠΚ και 49 παρ.2 ΠΚ] και β] της ύπαρξης δεδικασμένου επειδή με την άσκηση σε βάρος του τρίτου της πρώτης χρονικά ποινικής δίωξης για φορολογική απάτη σε βάρος του δημοσίου [2006] και την δημιουργία εκκρεμοδικίας, η παρούσα νεώτερη σε βάρος του δίωξη [2007] ανεξαρτήτως νομικού χαρακτηρισμού είναι απαράδεκτη [όπως ειδικότερα πιο πάνω εκτίθεται], κρίνονται απορριπτέοι για τους εξής λόγους: 1] Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε το έγκλημα της απιστίας στην υπηρεσία αποτελεί αυτοτελές και ιδιαίτερο έγκλημα και δεν αποτελεί ειδικότερη μορφή του άρθρου 390 ΠΚ. τιμωρείται δε με την ποινή της καθείρξεως. Τούτο δε έχει ως συνέπεια ο άμεσος συνεργός στην απιστία περί την υπηρεσία να διώκεται και αυτός και να τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος και όχι πλημμελήματος κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 49 παρ.1 και όχι της παρ.2 ΠΚ. με δυνητικά μειωμένη ποινή. Λόγω δε του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης ο χρόνος παραγραφής είναι 20ετής [15+5] ο οποίος από τότε που διαπράχθηκαν οι πράξεις των κατηγορουμένων μέχρι σήμερα δεν έχει παρέλθει. 2] δεδικασμένο δεν υπάρχει αφού πρόκειται για την άσκηση διαφορετικών ποινικών διώξεων για πράξεις που πλήττουν διαφορετικά έννομα αγαθά και με διαφορετικά αντικειμενικά στοιχεία που συγκροτούν την νομοτυπική του μορφή και όχι για διαφορετικό χαρακτηρισμό της ίδιας πράξης, η πρώτη από τις οποίες μάλιστα [πλημμεληματική] τέθηκε στο αρχείο λόγω παραγραφής όπως ο ίδιος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται [Ολ.ΑΠ 1/2011]". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε την κηρυχθείσα ένοχο αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Π. Κ., για άμεση συνέργεια σε κατ' εξακολούθηση απιστία περί την υπηρεσία σε βάρος του Δημοσίου (άρ. 256 ΠΚ), από τους συγκαταδικασθέντες δημοσίους υπαλλήλους της Α' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, Ε. Β. και Π. Τ., από την οποία απιστία η προκληθείσα στο Δημόσιο ζημία από παράνομη επιστροφή ΦΠΑ σε ΕΠΕ συμφερόντων των δύο αναιρεσειόντων, υπερβαίνει το ποσόν των 150.000 ευρώ και δη ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 261.211.675 δραχμών ή 766.578,64 ευρώ, ποσό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου του ν. 1608/1950, με χρόνο τελέσεως από 18-6-1994 μέχρι 9-2-1996, σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 476, 477/2013 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος άμεσης συνέργειας σε απιστία περί την υπηρεσία εφοριακών υπαλλήλων, σε βαθμό κακουργήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες, έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως, των άρθρων 17, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1 α, 49 παρ.1, 98, 256 και 390 του ΠΚ και 1 ν. 1608/1950, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση, δεχθέν, ότι συντρέχει κακουργηματική μορφή του εγκλήματος του άρθρου 256 ΠΚ, διότι συνέτρεχε και στο πρόσωπο της συμμετόχου αναιρεσείουσας επιβαρυντική περίσταση του ν. 1608/1950 και ότι δεν πρόκειται για πλημμέλημα και δη για παράβαση του άρθρου 390 σε συνδ. με 49 παρ.2 του ΠΚ, ορθά απορρίψαν στη συνέχεια τον προβληθέντα συναφή περί παραγραφής αυτοτελή ισχυρισμό των κατηγορουμένων και της αναιρεσείουσας. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως της αναιρεσείουσας: α) αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις της αναιρεσείουσας, αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος αυτής με παράθεση πραγματικών περιστατικών, με τις παραδοχές, στη σελ. 66 του αιτιολογικού, ότι η αναιρεσείουσα και ο απολειπόμενος αναιρεσείων Χ. Κ., ήρθαν σε προηγούμενη συνεννόηση με τους δύο συγκαταδικασθέντες εφοριακούς υπαλλήλους και από κοινού κατέστρωσαν σχέδιο παράνομης είσπραξης ΦΠΑ από το Δημόσιο, το οποίο σχέδιο χωρίς την άμεση συνδρομή αυτής και του Χ. Κ., δεν θα επιτυγχανόταν, αφού απαραίτητη ήταν η δημιουργία και η ύπαρξη εξαγωγικής εταιρείας, (την οποία και συνέστησαν με παρένθετο πρόσωπο), η επίκληση και προσαγωγή εικονικών τιμολογίων στη ΔΟΥ, για ανύπαρκτες εικονικές συναλλαγές, γνωρίζουσα τον επιζήμιο χαρακτήρα για το Δημόσιο και την παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων των υπαλλήλων της ΔΟΥ, β) Η αιτίαση ότι πρόκειται για παραγραφείσα πλημμεληματική πράξη, ότι θα έπρεπε να διωχθούν με το άρθρο 390 και 49 παρ.2 του ΠΚ και ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, αμέσου συνεργού, των ιδιαίτερων τεχνασμάτων που καθιστούν την πράξη της απιστίας του άρθρου 256 ΠΚ κακούργημα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν την καταδίκασε για άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απιστία με τη χρήση ιδιαίτερων τεχνασμάτων, αλλά για άμεση συνέργεια σε απιστία στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, ποσού ζημίας του Δημοσίου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 150.000 ευρώ, ήτοι για κακουργηματική και όχι πλημμεληματική πράξη, λόγω συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων του ν. 1608/1950, διότι η ζημία του Δημοσίου ανέρχεται σε ποσό που είναι κατά τις παραδοχές άνω των 150.000 ευρώ, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, οπότε και προβλέπεται από τον ανωτέρω νόμο ποινή κάθειρξης, κατά δε την προεκτεθείσα στη μείζονα σκέψη διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 του ν.δ. 2576/1953, οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, το έγκλημα διαπράχθηκε κατ' εξακολούθηση δια πολλών μερικοτέρων πράξεων, για τον προσδιορισμό της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσας ζημίας, ως επίσης για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλον περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Εκ περισσού δε και διηγηματικά στο αιτιολογικό παρατίθενται και τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που χρησιμοποίησαν οι φυσικοί αυτουργοί της απιστίας εφοριακοί υπάλληλοι, (εικονικά τιμολόγια ανύπαρκτων διεθνών συναλλαγών), τούτο δε προκύπτει και από το γεγονός ότι στη σελίδα 44-45 του αιτιολογικού το δικαστήριο αναφέρει ρητά ότι το βασικό έγκλημα της υπηρεσιακής απιστίας υπάγεται λόγω του ύψους της ζημίας του Δημοσίου στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 , η οποία εισάγει μία σειρά ιδιαίτερα διακεκριμένων μορφών των ήδη τυποποιημένων στον ΠΚ εγκλημάτων και ότι ελάχιστη σημασία έχει η θεμελίωση των επικαλυπτομένων από το τελευταίο επιβαρυντικών κακουργηματικών περιστάσεων του άρθρου 256 εδ.γ. ΠΚ, δηλαδή των ιδιαίτερων τεχνασμάτων, τα οποία τεχνάσματα δεν είναι απαραίτητα αν το ποσό της ζημίας υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ, γ) για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητο να παρατεθεί και το αν ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη και σε βάρος του Σ. Γ., δεδομένου ότι η Μονοπρόσωπη ΕΠΕ "ΕΥΡΩΤΕΞΤΙΛ Μ. ΕΠΕ", εταιρεία της οποίας ήταν αυτός μοναδικός εταίρος και διαχειριστής, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήταν εικονική, δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως όχημα για την επίτευξη των παράνομων επιστροφών του ΦΠΑ, για ανύπαρκτες συναλλαγές και εξαγωγές, σύμφωνα με το σχέδιο και των τεσσάρων συγκατηγορουμένων που καταδικάστηκαν, τα δε παραπάνω, δεν τα αναιρεί η παραδοχή ότι η ανωτέρω για τον παραπάνω παράνομο σκοπό συσταθείσα ΕΠΕ ανέπτυξε και μικρή εμπορική δραστηριότητα και είναι αδιάφορο αν διώχθηκε ή όχι ποινικά και ο ανωτέρω διαχειριστής της ΕΠΕ. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, όπως περί παραδοχών αντίθετων προς τις καταθέσεις των μαρτύρων και προς αναγνωσθέντα έγγραφα, περί ποσού ζημίας του Δημοσίου μικρότερου του αναφερόμενου στις παραδοχές, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά παραπάνω ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, για μη επιβολή ελαττωμένης ποινής σε σχέση με τους υπαλλήλους αυτουργούς ποινής και για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή, κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 §2, 525 και 526 του ιδίου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 36, 43, 46, 50, 125, 132, 310, 370 εδ. γ' ΚΠΔ και τις γενικές αρχές του δικονομικού δικαίου, συνάγεται ότι η εκκρεμοδικία, παρά την ανυπαρξία ρητής δικονομικής διατάξεως, αποτελεί αρνητική δικονομική προϋπόθεση, η οποία εμποδίζει την άσκηση νέας (δεύτερης) ποινικής διώξεως και την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας κατά του ιδίου προσώπου, για την ίδια πράξη, για την οποία έχει ήδη ασκηθεί προηγούμενη ποινική δίωξη. Δεύτερη διαδικασία ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου κατά του αυτού προσώπου και για την ίδια πράξη, με την άσκηση δεύτερης ποινικής διώξεως, είναι απαράδεκτη, αφού το ανεπίτρεπτο της ποινικής διώξεως, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας, έχει την έννοια ότι είναι ανεπίτρεπτη η παράλληλη διεξαγωγή δύο ποινικών διαδικασιών για την ίδια πράξη, που νοείται ως idem factum και όχι idem crimen. Τούτο συμβαίνει όχι μόνον για να αποφεύγεται ο ενδεχόμενος κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων αλλά κυρίως και για να τηρηθεί ο κανόνας "non bis in idem", σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας μόνο μία φορά, δηλαδή με μία μόνο διαδικασία, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση, ως υπαίτιος της αυτής πράξεως, με αποτέλεσμα να εξαντλείται η κατά το άρθρο 27 Κ.Ποιν.Δ. αξίωση της Πολιτείας προς άσκηση ποινικής διώξεως, όταν αυτή ασκηθεί μία φορά. Όσον αφορά την έννοια της ταυτότητας της πράξεως, αυτή υπάρχει όταν αφορά το ίδιο ιστορικό γεγονός στο σύνολό του που αφορά την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε, είτε αυτό συνάπτεται άμεσα με το δράστη (τυπικό έγκλημα) είτε επακολουθεί (ουσιαστικό έγκλημα) (Ολ.ΑΠ 1/2011). Κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου 57 παρ. 1 ΚΠΔ, δεδικασμένο πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου, έστω και αν δίνεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη. Αντιθέτως, δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης(ΑΠ 383/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' και Η' ΚΠΔ, διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την αρχή της εκκρεμοδικίας, καθόσον για την ιδία υπόθεση, κατόπιν μηνυτήριας αναφοράς της Α' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, ασκήθηκε το 2006 αρχικά σε βάρος τους ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 18 του ν. 2523/1997(φοροδιαφυγή), δηλαδή για την με εξαπάτηση των αρμοδίων φορολογικών αρχών είσπραξη επιστροφών ΦΠΑ, και μετά ασκήθηκε δίωξη για την κρινόμενη πράξη, για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απιστία των ιδίων εφοριακών υπαλλήλων, με τα ίδια περιστατικά, ότι με την άσκηση της πρώτης δίωξης δημιουργήθηκε εκκρεμοδικία και ότι τελικά η παραπάνω μηνυτήρια αναφορά του 2006 και η σχηματισθείσα δικογραφία τέθηκε από τον αρμόδιο εισαγγελέα στο αρχείο και ότι κατά συνέπεια το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του, που δεν κήρυξε απαράδεκτη τη δεύτερη ποινική δίωξη, λόγω εκκρεμοδικίας, παραβίασε την δεδικασμένο, που παρήχθη από την αμετάκλητη εισαγγελική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, παραβίασε το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε' και ΣΤ' του ΚΠΔ. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν παράγεται δεδικασμένο από την αρχειοθέτηση της μήνυσης ή της αναφοράς για την πράξη που καταγγέλλεται και παραδεκτά ασκήθηκε η ποινική δίωξη για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία και η αναιρεσείουσα διώχθηκε για ηθική αυτουργία και καταδικάστηκε για άμεση συνέργεια στην ανωτέρω απιστία των δύο εφοριακών υπαλλήλων. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της Π. Κ., μετά των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθ. εκθέσ. 20/18-9-2013 αίτηση του Χ. Κ. του Κ. περί αναιρέσεως της με αρ. 476, 477/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και. Καταδικάζει τον ανωτέρω αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου εκ τριακοσίων (300) ευρώ. Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 21/19-9-2013 αίτηση της Π. Κ. του Δ., μετά των από 18-11-2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 476,477/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και, Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου εκ τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1. Απορρίπτει αναίρεση Α' αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη. 2. Απορρίπτει αναίρεση Β' αναιρεσείουσας και πρόσθετους λόγους ως αβάσιμους. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ,Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 3. Η ηθική αυτουργία ή άμεση συνεργεία ιδιώτη στο, πριν από το 2004, έγκλημα της υπηρεσιακής απιστίας του άρθρου 256 ΠΚ, δηλαδή σε γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, ήτοι ειδικότερη μορφή του άρθρου 390 ΠΚ, που τελείται μόνο από δράστη που φέρει την υπαλληλική ιδιότητα, τιμωρείται σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη της παρ.1 του άρθρου 49 ΠΚ, δηλαδή με την ποινή του άρθρου 256 ΠΚ, δυνητικά και όχι υποχρεωτικά μειωμένη κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΠΚ και όχι με την ποινή του άρθρου 390 ΠΚ, σε βαθμό πλημμελήματος, αφού η υπαλληλική ιδιότητα δε θεμελιώνει το πρώτον το αξιόποινο, αλλά απλώς το επιβαρύνει. 4. Σε περίπτωση συνδρομής στην απιστία περί την υπηρεσία του άρ. 256 ΠΚ και των όρων του ν. 1608/1950, δεν πρόκειται για προσωπικές ιδιότητες ή σχέσεις, αλλά για στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και επομένως και ο ηθικός αυτουργός ή ο άμεσος συνεργός στην απιστία Ν τιμωρούνται με την αυξημένη ποινή του αυτουργού και όχι μειωμένη. 5. Δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισ. Πλημ/κων, με την οποία, σύμφωνα με το αρ. 43§2 ΚΠΔ, αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. 6. Η διάταξη του αρ. 16§2 Ν.Δ. 2576/1953 δεν καταργήθηκε, είναι ειδική, αφορά τους καταχραστές του Δημοσίου τομέα και κατισχύει του αρ. 98§2 ΠΚ, όταν συντρέχει εφαρμογή αρ. 1 ν. 1608/1950.
null
null
0
Αριθμός 71/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Σ. Χ. του Κ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Γυφτάκη, για αναίρεση της υπ' αριθ 5296/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1147/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ, "υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α του ιδίου Κώδικα, απαιτούνται α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο το δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κρατικό οργανισμό ή σε κάποιον άλλον. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ και προσβάλλεται με την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και των κρατικών οργανισμών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνο αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. Ως υπάλληλος κατά το άρθρο 13α του ΠΚ νοείται κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημοσίου δικαίου, τέτοιος δε είναι και ο υπάλληλος Πολεοδομίας. Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παραβάσεως των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης συντρέχει όταν ο δράστης επιδιώκει με την παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων να επιφέρει παράνομη ωφέλεια ή τη βλάβη και, συγχρόνως, όταν η υπηρεσιακή παράβαση είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια ή τη βλάβη με τον συγκεκριμένο τρόπο που σχεδιάστηκε και τελέστηκε από το δράστη, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω προσφορότητα. Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράβαση αυτού. Για την ολοκλήρωση του εγκλήματος του άρθρου 259 του ΠΚ δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί η επιδιωκόμενη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη. Ενώ αν η παράβαση καθήκοντος έγινε για άλλο σκοπό ή με κανένα σκοπό ή η ωφέλεια ή η βλάβη επέρχεται ως συμπτωματική συνέπεια της παραβάσεως, τότε το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος δεν στοιχειοθετείται. Τέτοιο παράνομο όφελος, κατά την έννοια του άρθρου 259 του ΠΚ, είναι κάθε όφελος, το οποίο επιδιώκεται με την παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 του π.δ. 23.2/6.3.1987 "κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης" (ΦΕΚ 166 Δ /1987), "στις περιοχές αμιγούς κατοικίας επιτρέπονται μόνο: 1. Κατοικία. 2. Ξενώνες μικρού δυναμικού (περί τις 20 κλίνες). 3. Εμπορικά καταστήματα που εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής (παντοπωλεία, φαρμακεία, χαρτοπωλεία κλπ.). 4. Κτίρια κοινωνικής πρόνοιας. 5. Κτίρια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. 6. Αθλητικές εγκαταστάσεις. 7. Θρησκευτικοί χώροι. 8. Πολιτιστικά κτίρια (και εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις)". Με το π.δ. της 21.1/3.2.94 "τροποποίηση των χρήσεων γης στην εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχή του Δήμου Γλυφάδας (Ν. Αττικής)" (ΦΕΚ Δ 96/ 3.2.1994) καθορίσθηκε χρήση αμιγούς κατοικίας και στην επίδικη περιοχή (οδός ... αριθ. 94). Κατά το άρθρο δε 43 παρ. 2 εδ. η της υ. α. ΑΙβ/8577 της 30.8/8.9.83 (ΦΕΚ Β'526/1983), η οποία ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, "αμιγές πρατήριο ειδών ζαχαροπλαστείου είναι το κατάστημα, στο οποίο πωλούνται όλα τα είδη ζαχαροπλαστικής, παρασκευαζόμενα σε παρασκευαστήριο τούτου ή προερχόμενα από νομίμως λειτουργούντα εργαστήρια ή εργοστάσια, καθώς και εμφιαλωμένα οινοπνευματώδη ποτά και εμφιαλωμένοι ή εγκυτιωμένοι χυμοί φρούτων και αναψυκτικά. Στα κατάστημα τούτο μπορεί να εγκατασταθεί και μηχάνημα στιγμιαίας παρασκευής και διαθέσεως παγωτού. Η κατανάλωση των ανωτέρω ειδών μέσα στο κατάστημα απαγορεύεται". Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περιοχές αμιγούς κατοικίας δεν είναι επιτρεπτή η λειτουργία ζαχαροπλαστείων με παρασκευαστήρια, γιατί αυτή δεν εξυπηρετεί απλώς τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής, αλλά πλέον αυτών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει στο έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα, και σκοπός προσπορίσεως οφέλους ή βλάβης του κράτους ή άλλου. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5296/2013 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε, κατά πλειοψηφίαν, ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως καθήκοντος και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: " ... αποδείχθηκε ότι: Με την 838/1993 άδεια της Πολεοδομίας Γλυφάδας αναγέρθηκε στην οδό … αριθ. … στη …διώροφη οικία με υπόγειο και ισόγειο κατάστημα. Μετά από αυτοψία των υπαλλήλων της Πολεοδομίας Γλυφάδας για την οποία συντάχθηκε η 48/11-9-1996 έκθεση αυτοψίας διαπιστώθηκαν πολεοδομικές παραβάσεις στο πιο πάνω κτίσμα και ειδικότερα η τοποθέτηση μεταλλικής καπνοδόχου στην πίσω όψη του κτιρίου από την οροφή του ισογείου και κατάργηση της ράμπας γκαράζ χωρίς οικοδομική άδεια. Επί αιτήσεως του ιδιοκτήτη του ισογείου καταστήματος με την οποία ζήτησε να επιτραπεί η αλλαγή της χρήσης αυτού και του υπογείου σε αρτοποιείο, εκδόθηκε η 53/1996 οικοδομική άδεια βάσει της οποίας χορηγήθηκε με την 796817956/8-4-1996 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, άδεια λειτουργίας του εν λόγω καταστήματος. Στη συνέχεια κατόπιν αιτήσεως της Ρ. Σ. με την 4952/26-10-1999/2-11-1999 απόφαση του Δ/ντή της Πολεοδομίας Γλυφάδας, ανακλήθηκε η 53/1996 οικοδομική άδεια επειδή η περιοχή του οικοδομικού τετραγώνου …, όπου βρισκόταν το πιο πάνω κατάστημα είχε κηρυχθεί ως περιοχή αμιγούς κατοικίας και απαγορευόταν η λειτουργία σ` αυτήν αρτοποιείου μετά χρήσεως μηχανημάτων και παρασκευής άρτου. Επειδή μετά την ανάκληση της 53/1996 οικοδομικής άδειας δεν επληρούτο η προϋπόθεση της καταλληλόλητας του κτίσματος για τη στέγαση αρτοποιείου με την 1145/4-1-2001 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, αποφασίσθηκε η διακοπή λειτουργίας του αρτοποιείου. Στη συνέχεια ο ιδιοκτήτης του πιο πάνω καταστήματος ζήτησε την έκδοση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής με παρασκευαστήριο. Η Δημαρχιακή Επιτροπή στις 28/6/2006 ενέκρινε τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας λαμβάνοντας υπόψη και το 14744/20-4-2006 έγγραφο του κατηγορουμένου Σ. Χ., ο οποίος ήταν από το έτος 2006 Διευθυντής της Πολεοδομίας του Δήμου Γλυφάδας. Με το πιο πάνω έγγραφο βεβαιωνόταν, ότι αν και στην οδό … αρ. … στο οικοδομικό τετράγωνο … του Δήμου Γλυφάδας, όπου βρίσκεται το συγκεκριμένο κατάστημα, επιτρέπονται χρήσεις αμιγούς κατοικίας μπορεί το κατάστημα αυτό να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο ειδών ζαχαροπλαστείου με παρασκευαστήριο. Μετά χορήγηση στον ιδιοκτήτη του καταστήματος Γ. Τ. της σχετικής αδείας λειτουργίας το τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' βαθμού της Γενικής Διεύθυνσης Περιφέρειας Αττικής με το 54775/27-9-2006 έγγραφό του διαβίβασε προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της οποίας προΐστατο ο κατηγορούμενος καταγγελία της Ρ. Σ. σχετική με τη λειτουργία του πρατηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής με παρασκευαστήριο ζητώντας ενημέρωση σχετικά με το θέμα αυτό. Επειδή όμως η Διεύθυνση Πολεοδομίας δεν απάντησε στο πιο πάνω έγγραφο ούτε στο νεότερο 58899/20-10-2006, όμοιο υπενθυμιστικό έγγραφο, το τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' βαθμού απέστειλε και πάλι στη Διεύθυνση Πολεοδομίας το 62523/20-11-2006 έγγραφο με το οποίο, αφού τους γνωστοποιούσε ότι σύμφωνα με το 2781/21-1-2005 έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ στις χρήσεις αμιγούς κατοικίας δεν περιλαμβάνεται η χρήση παρασκευαστηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής ζήτησε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την ανάκληση της χορηγηθείσας άδειας. Επειδή όμως και η Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Γλυφάδας με Διευθυντή τον κατηγορούμενο δεν απάντησε στο πιο πάνω έγγραφο, το τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' βαθμού απέστειλε και πάλι προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας το 8831/8-3-2007 έγγραφο με το οποίο, αφού γινόταν εκ νέου υπόμνηση ότι στις χρήσεις αμιγούς κατοικίας δεν περιλαμβάνεται η χρήση παρασκευαστηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής ζήτησε να της γνωστοποιηθούν οι ενέργειες και της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Γλυφάδας διαβιβάζοντας τη νεότερη από 22/7/2007 αίτηση της Ρ. Σ.. Τελικά αν και ο κατηγορούμενος αρχικά ως υπάλληλος και μετέπειτα ως Διευθυντής Πολεοδομίας του Δήμου Γλυφάδας γνώριζε την υφιστάμενη παρανομία ως προς τη λειτουργία παρασκευαστηρίου ειδών ζαχαροπλαστείου στο οικοδομικό τετράγωνο 213 του πιο πάνω Δήμου, αυτός δεν εισηγήθηκε αμέσως την ανάκληση της σχετικής αδείας, αγνοώντας τις συνεχείς έγγραφες οχλήσεις του τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' βαθμού της περιφέρειας Αττικής αλλά και της μηνύτριας Ρ. Σ. αλλ' αντίθετα έπραξε τούτο με αδικαιολόγητη καθυστέρηση δύο περίπου ετών, δηλαδή τον Απρίλιο του έτους 2008, οπότε με το 2092/9-4-2008 έγγραφό του ανακάλεσε το προηγούμενο 14774/20-4-2006 έγγραφό του με το οποίο βεβαίωνε ότι το ευρισκόμενο επί της οδού … αριθ. …στη … κατάστημα δύναται να χρησιμοποιηθεί ως αμιγές πρατήριο ειδών ζαχαροπλαστείου με παρασκευαστήριο. Στην πιο πάνω πράξη προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος στον ιδιοκτήτη του πρατηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής με παρασκευαστήριο και να βλάψει τους δημότες της Γλυφάδας από τη λειτουργία του εν λόγω καταστήματος Γ. Τ. σε περιοχή που απαγορεύεται με συνέπεια να κηρυχθεί ένοχος παράβασης καθήκοντος, απορριπτομένων των προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών ως ουσία αβασίμων". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς αναφέρεται από πού απέρρεε το καθήκον του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου να εισηγηθεί προς τη Δημαρχιακή Επιτροπή την ανάκληση της υπ` αριθ. 33697/5.7.2006 άδειας λειτουργίας του ενδίκου καταστήματος με τις παραδοχές ότι αυτός ήταν Διευθυντής Πολεοδομίας και στα καθήκοντά του αναγόταν και η τήρηση των κανόνων δομήσεως στην περιοχή του Δήμου Γλυφάδας, καθώς και η παροχή βεβαιώσεων για το επιτρεπτό της χρήσεως συγκεκριμένων χώρων ως καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και ότι προέβη (ως αρμόδιος προς τούτο) στη σχετική ανάκληση με αδικαιολόγητη καθυστέρηση δύο ετών. β) Αναφέρεται ότι σκοπός του αναιρεσείοντος ήταν να προσπορίσει παράνομο όφελος στον ιδιοκτήτη του πρατηρίου και να βλάψει τους δημότες της περιοχής από τη λειτουργία του πρατηρίου, δεν ήταν δε αναγκαίες άλλες διευκρινίσεις, καθόσον ως όφελος του πρατηριούχου νοείται το περιουσιακό, ενώ ως βλάβη των δημοτών νοείται η ενόχληση αυτών, που διαμένουν σε περιοχή αμιγούς κατοικίας, από τη λειτουργία του πρατηρίου. γ) Σαφώς διευκρινίζεται από πού απέρρεε η γνώση του αναιρεσείοντος για την απαγορευμένη χρήση καταστήματος πρατηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής με παρασκευαστήριο σε περιοχή αμιγούς κατοικίας με τις παραδοχές ότι κατ` επανάληψη το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' βαθμού ζήτησε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας την ανάκληση της άδειας που είχε χορηγηθεί στον πρατηριούχο, είχε δε γνωστοποιήσει σ` αυτήν και έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ ότι στις χρήσεις αμιγούς κατοικίας δεν περιλαμβάνεται η χρήση παρασκευαστηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής. Άλλωστε, η σχετική απαγόρευση προκύπτει από τις νομικές διατάξεις που προπαρατέθηκαν, τις οποίες δεν εδικαιούτο να αγνοεί ο αναιρεσείων, το γεγονός δε ότι σε πρατήριο ειδών ζαχαροπλαστείου μπορεί να λειτουργεί παρασκευαστήριο δεν μεταβάλλει τα πράγματα, καθόσον στην επίδικη περιοχή δεν ήταν επιτρεπτή η εγκατάσταση και λειτουργία αυτού. δ) Η πράξη που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα φέρεται ότι τελέσθηκε στις 20.4.2006. Η χρονολογία αυτή, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ήταν εκείνη, κατά την οποία ο αναιρεσείων εξέδωσε τη βεβαίωση περί του επιτρεπτού της λειτουργίας του καταστήματος ως πρατηρίου ειδών ζαχαροπλαστείου με παρασκευαστήριο και όχι η μεταγενέστερη αυτής, κατά την οποία έπρεπε αυτός να εισηγηθεί την ανάκληση της άδειας, η οποία είχε εκδοθεί στις 5.7.2006. Όμως, το σφάλμα ως προς τον ακριβή χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως, ήτοι ο προσδιορισμός προγενέστερου χρόνου από τον ορθό, δεν έχει έννομες συνέπειες, καθόσον δεν ασκεί επιρροή ούτε στην ταυτότητα της πράξεως ούτε στην παραγραφή (η οποία συμπληρώνεται στις 20.4.2014). ε) Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται ότι η εισήγηση του αναιρεσείοντος προς τη Δημαρχιακή Επιτροπή για την ανάκληση της άδειας ήταν απαραίτητη και προβλεπόμενη από το νόμο για να εκδώσει η Δημαρχιακή Επιτροπή την ανακλητική της απόφαση. Αρκεί ότι εκτίθεται ότι αυτός ήταν αρμόδιος, ως Διευθυντής της Πολεοδομίας και ότι ανακάλεσε την αρχική του βεβαίωση μετά δύο έτη και κατόπιν των ως άνω επανειλημμένων οχλήσεων. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμος. Η εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠοινΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ' όλη τη διαδρομή και καθ' όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Ταυτότητα, δηλαδή, της πράξεως υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία. Ενόψει αυτών, το δεδικασμένο εξαντλείται, όχι στην ταυτότητα του εγκλήματος, αλλά στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξεως για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη, που δεν κρίθηκε, έστω και αν στα στοιχεία της πράξεως αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης απετέλεσε στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο έχει κριθεί. Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξεως και ως εκ τούτου δεδικασμένο, οσάκις τα περισσότερα αποτελέσματα μιας φυσικής πράξεως έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικά καθένα ίδιο έγκλημα, το οποίο δεν τέθηκε υπό την κρίση του Δικαστηρίου. Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και αυτός για την παραβίαση του δεδικασμένου, αφού η αποδοχή του άγει στην κήρυξη της κατά του κατηγορουμένου ποινικής διώξεως απαράδεκτης. Στην προκείμενη περίπτωση, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέβαλε, δια του συνηγόρου του, την ένσταση του δεδικασμένου, επικαλούμενος ότι: "... όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της υπ` αριθμ. 46481/2010 απόφασης ... (η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της υπ` αριθ. 695/2011 αποφάσεως του Αρείου Πάγου) το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε ... τα εξής: "... ο μεν α κατηγορούμενος Σ. Χ., με την ιδιότητά του ως Διευθυντής της Πολεοδομίας Γλυφάδας, οι δε δεύτερη, τρίτος και τέταρτος και πέμπτος των κατηγορουμένων με την ιδιότητά τους ως δημοτικοί σύμβουλοι και μέλη της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Γλυφάδας και τέλος η έκτη κατηγορούμενη, Μ. Α. - Α. με την ιδιότητά της ως αντιδήμαρχος του Δήμου Γλυφάδας και υπεύθυνη για την έκδοση αδειών λειτουργίας καταστημάτων, δυνάμει της με αριθμό 38/Α.Π. 457/4.1.06 απόφασης του Δημάρχου και Πρόεδρου της Επιτροπής Γνωμάτευσης έκδοσης καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος προέβησαν ο μεν πρώτος στις 20-4-2006 στην έκδοση της υπ' αριθμ. Πρωτ. 14774/1996/20.4.06 βεβαίωσης σύμφωνα με την οποία το επί της οδού … αρ. … στη … κατάστημα του Γ. Τ. μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αμιγές πρατήριο ζαχαροπλαστικής μετά παρασκευαστηρίου, οι δε λοιποί κατηγορούμενοι στις 28-6-06 ενέκριναν με την υπ' αριθ. 269/06 απόφασή τους την χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής με παρασκευαστήριο στο επί της οδού ... αρ. … κατάστημα του Γ. Τ. και στις 7.7.06 χορήγησαν στον ανωτέρω την υπ' αριθ. πρωτ. 33697/5.7.06 άδεια. Πλην όμως σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην νομική σκέψη που προηγήθηκε, στην προκειμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος αφού από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι με την έκδοση της ως άνω αδείας λειτουργίας καταστήματος επεδίωκαν να προβούν σε παράβαση του καθήκοντος της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψουν το κράτος ή κάποιον άλλο και συνεπώς δεν δύναται να συναχθεί η ύπαρξη του απαιτούμενου δόλου ων κατηγορουμένων. Ειδικότερα δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν το Γ. Τ. ή ότι επεδίωκαν για κάποιο λόγο να τον ευνοήσουν, ούτε εξάλλου μπορεί να συναχθεί από κάποιο στοιχείο ότι ήθελαν να βλάψουν το κράτος, την υπηρεσία τους, το Δήμο Γλυφάδας ή τους δημότες του Δήμου αυτού. Επομένως δεν πληρούται εν προκειμένω η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος και, επομένως, πρέπει να κηρυχτούν αθώοι". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών εκθέτει στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και περαιτέρω εκτίθενται οι σκέψεις για τις οποίες τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το δικαστήριο δέχθηκε ότι δε συγκροτούν εξ υποκειμένου την πράξη για την οποία ασκήθηκε εναντίον μου ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος. ... Η αποδιδόμενη με το από 14/2/2011 κλητήριο θέσπισμα πράξη επί του οποίου εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, φέρεται ότι τελέσθηκε την 20-4-2006 (...) την ίδια δηλαδή ημερομηνία την οποία φέρεται ότι τέλεσα την ίδια ακριβώς πράξη για την οποία απαλλάχθηκα με την υπ' αριθμ. 46481/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το γεγονός ότι στο από 14/2/2011 κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται ως συνέπεια και η ανάκληση με καθυστέρηση δύο ετών της προαναφερομένης βεβαιώσεως κατά λογική συνέπεια λαμβάνει ως αναγκαία προϋπόθεση την γνώση από εμένα της παράνομης εκδόσεως της βεβαίωσης (διότι διαφορετικά γιατί έπρεπε να την ανακαλέσω;) πράξη όμως για την οποία κατά τα ανωτέρω είχα ήδη αμετάκλητα αθωωθεί. Ο ως άνω ισχυρισμός μου επιβεβαιώνεται και από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης (σελ. 42) όπου για να αιτιολογήσει την πρωτοδικώς επιβληθείσα καταδίκη μου αναφέρει επί λέξει : " Ο Σ. Χ. με την ιδιότητα του Διευθυντή Πολεοδομίας του Δήμου Γλυφάδας στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται μεταξύ των άλλων και η τήρηση των κανόνων δόμησης στην περιοχή του εν λόγω Δήμου-ως και η παροχή βεβαιώσεων για το επιτρεπτό της χρήσης συγκεκριμένων χώρων ως καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, αν και τελούσε εν γνώσει, λόγω της ιδιότητάς του, του γεγονότος ότι η περιοχή του Οικοδομικού τετραγώνου … του Δήμου Γλυφάδας είχε κηρυχτεί ως περιοχή αμιγούς κατοικίας και κατά τούτων απαγορευόταν η λειτουργία σε αυτήν καταστημάτων αρτοποιείων και ζαχαροπλαστείων μετά χρήσεως μηχανημάτων και εγκαταστάσεων παρασκευής άρτου ή εν γένει παρασκευαστηρίου και παρά την σαφή από αυτόν γνώση της παρανομίας ως προς την λειτουργία του καταστήματος ειδών ζαχαροπλαστικής μετά παρασκευαστηρίου του Γ. Τ. για το οποίο είχε εκδοθεί η υπ' αριθμ. 33697/5-7-2006 άδεια λειτουργίας". Προκύπτει λοιπόν περίτρανα από το ως άνω σκεπτικό ότι προκειμένου να αιτιολογήσει την καταδίκη μου το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη έλαβε ως προϋπόθεση την γνώση μου περί της παρανομίας η οποία ως μοναδικό έγγραφο εξωτερίκευσης της κρίσης μου αποτυπωνόταν στην υπ' αρ. πρωτ. 14774/1996/20-4-2006 βεβαίωση για την οποία όμως όχι μόνο δεν προέκυψε η γνώση μου περί της υποτιθέμενης παρανομίας αντιθέτως για την πράξη αυτή είχα απαλλαχθεί για τον ακριβώς αντίθετο λόγο δηλαδή διότι δεν τελούσα εν γνώσει αυτής της υποτιθέμενης παρανομίας (δεν δύναται να συναχθεί η ύπαρξη του απαιτούμενου δόλου των κατηγορουμένων). Είναι λοιπόν προφανές εξ όλων των ανωτέρω ότι κακώς δεν έγινε δεκτή στο σύνολό της η παραδεκτώς προβληθείσα πρωτοδίκως ένστασή μου περί δεδικασμένου για την αποδιδόμενη πράξη της παράβασης καθήκοντος διότι η εκδοθείσα υπ' αρ. πρωτ. 14774/1996/20-4-2006 βεβαίωση για την οποία απαλλάχθηκα συνιστά το ουσιώδες αντικειμενικό στοιχείο της αποδιδόμενης πράξης και αναγκαία προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου για κάθε εξαρτώμενη άλλως συνδεόμενη όπως εν προκειμένω με την βεβαίωση πράξη όπως είναι η ανάκληση της.... κατόπιν τούτων ζητώ να κηρυχθεί απαράδεκτη η εναντίον μου ασκηθείσα ποινική δίωξη". Το Τριμελές Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως αβάσιμο, χωρίς περαιτέρω αιτιολογία. Όμως, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση, γιατί ο ισχυρισμός περί υπάρξεως δεδικασμένου από την 46481/2010 αθωωτική απόφαση δεν ήταν νόμιμος, καθόσον η πράξη, για την οποία ο αναιρεσείων αθωώθηκε με την απόφαση αυτή, δεν ταυτίζεται με εκείνη, για την οποία καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, με την 46481/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αθωώθηκε, λόγω μη πληρώσεως της υποκειμενικής (και όχι της αντικειμενικής) υποστάσεως του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, για την έκδοση της υπ` αριθ. πρωτ. 14774/1996/20.4.2006 βεβαιώσεως, σύμφωνα με την οποία το ένδικο κατάστημα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο ειδών ζαχαροπλαστικής μετά παρασκευαστηρίου. Με την προσβαλλόμενη, όμως, απόφαση καταδικάστηκε όχι για την έκδοση της παραπάνω βεβαιώσεως (η ποινική δίωξη για την οποία, με την πρωτόδικη 48497/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως από την επισκόπηση αυτής προκύπτει, κηρύχθηκε απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας από την έκδοση της ως άνω αθωωτικής αποφάσεως), αλλά γιατί, ενώ γνώριζε ότι η λειτουργία του εν λόγω πρατηρίου ήταν παράνομη, δεν εισηγήθηκε αμέσως στη Δημαρχιακή Επιτροπή την ανάκληση της άδειας, χωρίς να ασκεί επιρροή, όπως ήδη έχει εκτεθεί, το ότι ως χρόνος τελέσεως της πράξεως αναφέρεται ο χρόνος εκδόσεως της βεβαιώσεως και όχι εκείνος, κατά τον οποίο, αφού έλαβε γνώση της παρανομίας, έπρεπε να προβεί στην εισήγησή του. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το δεδικασμένο που απορρέει από την 46481/2010 απόφαση δεν εμπόδιζε τη (νέα) δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη, που δεν είχε κριθεί και η οποία αποτελεί αυτοτελές έγκλημα, ήτοι για το ότι ο αναιρεσείων δεν εισηγήθηκε την ανάκληση της άδειας, ενώ ήταν αρμόδιος γι` αυτό, έστω και αν στα στοιχεία της πράξεως αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης απετέλεσε στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο έχει κριθεί, η έκδοση, δηλαδή, της ως άνω βεβαιώσεως. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και ΣΤ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του δεδικασμένου που απορρέει από την 46481/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, με το δεύτερο σκέλος του αυτού λόγου αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι το Τριμελές Εφετείο δεν απάντησε επί του ισχυρισμού του ότι: "Περαιτέρω με την προσβαλλομένη καταδικάστηκα διότι αν και σύμφωνα με αυτή είχα ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προχωρήσω στην άρση των αναφερομένων στην υπ' αριθ. 48/11-9-1996 έκθεση αυτοψίας των αρμοδίων υπαλλήλων της Πολεοδομίας Γλυφάδας, αυθαιρέτων εργασιών στο κατάστημα του Γ. Τ. επί της οδού ... αρ. … και στην κατάργηση ράμπας γκαράζ προς το υπόγειο εν τούτοις ουδόλως προέβη στην εντολή άρσης των αυθαιρέτων αυτών χωρίς όμως να διευκρινίζεται από πού απορρέει η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση λαμβανομένου υπόψη ότι εγώ εκτελώ χρέη Διευθυντή από τις αρχές του 2006 και υπάρχει τμήμα αυθαιρέτων στην Διεύθυνση της Πολεοδομίας με επικεφαλής προϊστάμενο και το σημαντικότερο όλων διότι η προαναφερομένη έκθεση αυτοψίας είχε ήδη από την 10-12-1996 ακυρωθεί από την αρμόδια επιτροπή εκδίκασης ενστάσεων γενομένης δεκτής σχετικής ενστάσεως του κ Τ.... Προκύπτει λοιπόν περίτρανα ότι αφενός ουδεμία ιδιαίτερη νομική υποχρέωση είχα να προβώ στην εντολή άρσης αυθαιρέτων διότι αφορούσε αρμοδιότητα του προϊσταμένου του τμήματος αυθαιρέτων αφετέρου δε ότι η υπ' αριθ. 48/11-9-1996 έκθεση αυτοψίας των αρμοδίων υπαλλήλων της Πολεοδομίας Γλυφάδας είχε ακυρωθεί ήδη από την 10-12-1996...". Κατά το σκέλος αυτό, ο δεύτερος λόγος είναι απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί για την εν λόγω παράβαση ο αναιρεσείων αθωώθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν περιλαμβάνεται καμιά διάταξη περί ενοχής του γι` αυτήν, το γεγονός δε ότι στο σκεπτικό αναφέρεται "απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών" αντί "απορριπτομένου του ισχυρισμού περί δεδικασμένου" οφείλεται σε παραδρομή και δεν ασκεί καμιά έννομη επιρροή. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. Α και 171 παρ. 1 α του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, αποτελεί και η απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο ένεκα μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων και του νόμου περί μεικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής συνθέσεώς του. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. δ του ν. 1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ), το τριμελές εφετείο συγκροτείται από πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 371 του ΚΠοινΔ, όπως αυτό ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ως άνω Κώδικα, συνάγεται ότι, σε περίπτωση διχοψηφίας των δικαστών, δικαστική απόφαση είναι η γνώμη της πλειοψηφίας, για την οποία επιβάλλεται, κατά τα προεκτεθέντα, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η γνώμη της μειοψηφίας, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 40 του ν. 2172/1993, αναφέρεται μαζί με την απόφαση από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρίζεται υποχρεωτικώς, με το όνομα του δικαστή που μειοψήφησε, στην εγγράφως συντασσόμενη, στη συνέχεια, απόφαση, χωρίς, όμως, η παράλειψη της καταχωρίσεως να προκαλεί οποιαδήποτε ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και τα πρακτικά αυτής, το δευτεροβάθμιο αυτό Δικαστήριο συγκροτήθηκε από τους Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Ευσταθία Μελά και Ιουλία Αργυροπούλου, Εφέτες. Από το αιτιολογικό και το διατακτικό της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Δικαστήριο κατέληξε, μετά μυστική διάσκεψη, κατά πλειοψηφίαν, στην ενοχή του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη που προαναφέρθηκε. Στο σκεπτικό της αποφάσεως (σελ. 20α - 20στ) μνημονεύεται η γνώμη, όχι, όμως, και το όνομα του Δικαστή που μειοψήφησε. Αλλά και στο διατακτικό αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία. Σαφής είναι η γνώμη του Δικαστή που μειοψήφησε (ο οποίος τάχθηκε υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου), έστω και αν το όνομά του δεν μνημονεύεται. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου που την εξέδωσε και δη γιατί δεν αναφέρεται το όνομα του Δικαστή που μειοψήφησε ούτε παρατίθεται στο σκεπτικό η γνώμη της μειοψηφίας, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Σεπτεμβρίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 6418/2013) αίτηση (δήλωση) του Σ. Χ. του Κ., για αναίρεση της 5296/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για παράβαση καθήκοντος του διευθυντή Πολεοδομίας, ο οποίος δεν εισηγήθηκε αμέσως την ανάκληση αδείας λειτουργίας ζαχαροπλαστείου με παρασκευαστήριο σε περιοχή αμιγούς κατοικίας, παρά την από αυτόν σαφή γνώση της παρανομίας ως προς τη λειτουργία του καταστήματος, αλλά έπραξε τούτο με καθυστέρηση. Στοιχεία εγκλήματος. Έννοια δεδικασμένου. Αυτοτελής ισχυρισμός περί δεδικασμένου από αμετάκλητη αθωωτική απόφαση δεν ήταν νόμιμος και ορθώς απορρίφθηκε χωρίς αιτιολογία, γιατί η πράξη, για την οποία είχε αθωωθεί ο αναιρεσείων, δεν ταυτίζεται με εκείνην, για την οποία καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία αποτελεί αυτοτελές έγκλημα, που δεν είχε κριθεί, έστω και αν στα στοιχεία της πράξεως περιλαμβάνεται και στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο είχε κριθεί με την αθωωτική απόφαση. Η παράλειψη της καταχωρήσεως στην απόφαση του ονόματος του δικαστή που μειοψήφησε δεν προκαλεί απόλυτη ακυρότητα. Απόρριψη αιτήσεως.
null
null
0
Αριθμός 74/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων-αναιρεσιβλήτων: Α. Γ. του Γ. και 2. Ι. Χ. του Β., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αικατερίνη Ζερβομπεάκου. Των αναιρεσιβλήτων-αναιρεσειόντων: 1.Θ. Κ. του Π. και 2. Ι. Ρ. συζύγου Θ. Κ., κατοίκων ..., από τους οποίους ο πρώτος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Ανδριοπούλου και η δεύτερη παραστάθηκε με την ίδια πιο πάνω πληρεξούσια δικηγόρο του. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-12-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1975/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 2934/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν α)οι αναιρεσείοντες-αναιρεσίβλητοι με την από 1-10-2012 αίτησή τους και β) οι ήδη αναιρεσίβλητοι- αναιρεσείοντες με την από 20-12-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από α) 3-10-2013 και β) 4-10-2013 εκθέσεις του, όπου με την πρώτη εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι δεύτερος και τρίτος από το άρθρο 559αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ λόγοι του αναιρετηρίου και ο από το ίδιο άρθρο και αριθμό προτεινόμενος με την εισήγηση λόγος αναίρεσης, να απορριφθούν δε οι λοιποί λόγοι. και με την δεύτερη εισηγήθηκε την παραδοχή του δεύτερου από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγου του αναιρετηρίου και την απόρριψη του πρώτου λόγου. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή των αιτήσεων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εκκρεμούν προς εκδίκαση η από 1-10-2012 αίτηση των Α. Γ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμό 2934/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και η αντίθετη από 20-12-2012 αίτηση των Θ. Κ. κ.λ.π. για αναίρεση της ίδιας αποφάσεως. Οι αιτήσεις αυτές είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Η προσβαλλομένη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής :Οι Θ. Κ. και Ι. Ρ.-Κ. άσκησαν κατά των Α. Γ. και Ι. Χ. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 28/12/2004 αγωγή, με την οποία, επικαλούμενοι την κατάρτιση και εκτέλεση συμβάσεων έργου με καθένα από τους εναγομένους που αφορούσε την εκπόνηση και εφαρμογή της μελέτης και την κατασκευή οικοδομής, ισχυρίστηκαν ότι η οικοδομή, η οποία και αποπερατώθηκε την 23/7/1992, υπέστη σοβαρές ζημιές από το σεισμό της 7/9/1999, οι οποίες οφείλονται αφενός σε σφάλματα της στατικής μελέτης και σε παρεκκλίσεις από αυτήν και αφετέρου σε κακοτεχνίες κατά την κατασκευή της οικοδομής και ότι για την αποκατάσταση των ζημιών δαπάνησαν το συνολικό ποσό των 94.694,80 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλλουν το ως άνω ποσό, εις ολόκληρον έκαστος, άλλως διαιρετώς και σε ίσα μέρη. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκαν: 1) η με αριθμό 1975/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή για το ποσό των 86.750 ευρώ και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλλουν στους ενάγοντες έκαστος το ποσό των 43.357 ευρώ και 3) η με αριθμό 2934/2012 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία, κατόπιν παραδοχής της εφέσεως των εναγομένων, εξαφάνισε την προαναφερθείσα οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή για το ποσό των 68.984 ευρώ, ήτοι για το ποσό των 34.492 ευρώ σε βάρος εκάστου από τους εναγόμενους και ήδη αναιρεσείοντες. Επί της από 1-10-2012 αιτήσεως αναιρέσεως. Με τον πρώτο από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τους αναιρεσίβλητους και συγκεκριμένα την από το άρθρο 692 Α.Κ. αντένσταση (κατά της ένστασης των εναγομένων ότι οι ενάγοντες ενέκριναν το έργο), ότι οι ελλείψεις του έργου δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν με κανονική εξέταση κατά την παραλαβή του έργου. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, οι ενάγοντες εκθέτουν σ' αυτήν, μεταξύ άλλων, που δεν ενδιαφέρουν τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "... Όταν συνέβη ο σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 το οικοδόμημα υπέστη σοβαρότατες βλάβες στον φέροντα οργανισμό (σκελετό - μπετά) οπόταν εμείς απευθυνθήκαμε στην πρώτη των εναγομένων παραπονούμενοι και ζητώντας να μας εξηγήσει πώς ήταν δυνατόν η οικοδομή μας να υποστεί τέτοιες μεγάλες βλάβες στον σκελετό που την κατέστησαν επικίνδυνη και ακατοίκητη. Τότε η πρώτη των εναγομένων μας δήλωσε ότι όλα διορθώνονται και ανέλαβε την εκπόνηση στατικής μελέτης επισκευής και την επίβλεψη της οικοδομής, την οποίαν στατική μελέτη θα παρέδιδε στο ΤΑΣ (Ταμείο Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων).... Πράγματι στις 18-9-2001 υπέγραψε την υπεύθυνη δήλωση παραίτησης στο Ταμείο αποκατάστασης σεισμοπλήκτων και εμείς αναθέσαμε στον Πολιτικό Μηχανικό την εκπόνηση της Στατικής Μελέτης Επισκευής και την κατάθεσή της εις το ΤΑΣ... Στη συνέχεια ο Πολιτικός Μηχανικός Σ. Σ. ανέλαβε την εκπόνηση της στατικής μελέτης επισκευής της οικοδομής μας και την κατάθεσή της στο Ταμείο Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων. Στην τεχνική του έκθεση που κατέθεσε διαπίστωσε ότι όλες οι βλάβες του φέροντα οργανισμού (μπετά) του κτιρίου μας οφείλονται : α) Σε σφάλματα της στατικής μελέτης, την εκπόνηση της οποίας είχαμε αναθέσει στην πρώτη εναγόμενη σε συνεργασία με τον δεύτερο εναγόμενο σύζυγό της ως διατηρούντων Τεχνικό Γραφείο στο οποίο απευθυνθήκαμε και συγκεκριμένα: 1) Σε επτά από τους δεκαέξι συνολικά στύλους της οικοδομής δεν επαρκούσαν οι διατομές τους σε υπόγειο, πυλωτή και πρώτο όροφο και συγκεκριμένα ... τα μεγέθη των στύλων Κ3, Κ7, Κ8, Κ9, ΚΙ0, ΚΙ3, Κ16 δεν είναι ορθά υπολογισμένα, καθόσον οι στύλοι Κ7, Κ8, Κ9, ΚΙ0 είχαν διατομή 30/30 στους ορόφους υπόγειο, πυλωτή, Α' όροφο, ο Κ3 είχε διατομή 45/30 και οι K13 και Κ16 διατομή 40130 στο υπόγειο, πυλωτή και Α' όρο, ενώ οι απαιτούμενες διατομές έπρεπε να είναι, σύμφωνα με την τεχνική έκθεση του μηχανικού Σ. Σ., οι εξής: Στον Κ3 στύλο η διατομή στο υπόγειο έπρεπε να είναι 60/35, στην πυλωτή 60/35 και στον Α' όροφο 50/35. Η διατομή του Κ7 στύλου έπρεπε να είναι 45/35 στο υπόγειο, 45/35 στην πυλωτή και 45/35 στον Α' όροφο. Η διατομή του Κ8 στύλου έπρεπε να είναι 45/35 στο υπόγειο, 45/35 στην πυλωτή και 40130 στον α' όροφο. Η διατομή του Κ8 στύλου έπρεπε να είναι 45/35 στο υπόγειο, 45/35 στην πυλωτή και 40/30 στον Α' όροφο. Η διατομή του Κ9 στύλου έπρεπε να είναι 45/30 στο υπόγειο, 45/30 στην πυλωτή και 45/30 στον Α' όροφο. Η διατομή του ΚΙ Ο στύλου έπρεπε να είναι 40135 στο υπόγειο, 40/35 στην πυλωτή και 40130 στον Α' όροφο. Η διατομή του K13 στύλου έπρεπε να είναι 55/35 στο υπόγειο, 55/35 στην πυλωτή και 55/30 στον Α' όροφο. Η διατομή του Κ16 στύλου έπρεπε να είναι 65/35 στο υπόγειο, 65/35 στην πυλωτή και 55/35 στον Α' όροφο. 2) Τα δοκάρια της πυλωτής και όλων των ορόφων είναι λάθος υπολογισμένα στους οπλισμούς και το λάθος συνίσταται στο ότι δεν είχαν υπολογισθεί φορτία στις άκρες των μπαλκονιών, και δεν ελήφθησαν υπ' όψιν τα τεράστια φορτία από τις τσιμεντένιες ζαρντινιέρες, με αποτέλεσμα οι οπλισμοί των δοκών 25/60 που προέβλεπε η μελέτη να είναι μηδενικοί και σε σίδερα και σε συνδετήρες. 3) Οι πλάκες που προέβλεπε η μελέτη έχουν πάχος 15 ή 16 εκατοστά αλλά το πάχος αυτό δεν ανταποκρίνεται στον έλεγχο της.... , καθόσον το πάχος των πλακών που ανταποκρίνεται στον έλεγχο της λυγηρότητας είναι τα 18 εκατοστά, επίσης δεν υπήρχαν ενισχύσεις σε θέσεις φορτίων των πλακών, καθόσον συμφώνως με τα ισχύοντα σε θέσεις φορτίων ή τοίχων προβλέπονται δοκοί, στην συγκεκριμένη μελέτη όμως υπήρχαν τοίχοι στα μέσα των πλακών για τους οποίους δεν είχε ληφθεί κανένας υπολογισμός στα φορτία τους με αποτέλεσμα να ρηγματωθούν όλες οι πλάκες οροφής του πρώτου ορόφου. β) Εκτός δε από τα ως άνω σφάλματα της στατικής μελέτης οι βλάβες στον φέροντα οργανισμό οφείλονται και σε κακοτεχνίες στην κατασκευή του σκελετού που ανέλαβε ως εργολάβος ο δεύτερος των εναγομένων από κοινού με τη πρώτη των εναγομένων σύζυγό του, ο οποίος εάν ήτο πτυχιούχος πολιτικός μηχανικός ή έστω χρησιμοποιούσε κάποιον πολιτικό μηχανικό θα μπορούσε άμεσα να δει και να διορθώσει τα λάθη και τις παραλείψεις της μελέτης, αλλά και αυτός λόγω της ελλείψεως των απαραιτήτων γνώσεων και της εγκληματικής του αμελείας δημιούργησαν από κοινού με την πρώτη των εναγομένων σύζυγό του τεράστια προβλήματα στον φέροντα οργανισμό του κτιρίου και συγκεκριμένα : Δημιούργησε ανισόπεδη θεμελίωση σε τρεις στάθμες (δηλαδή μία στάθμη στα 3.00 μέτρα για τα εσωτερικά υποστυλώματα και στο 1,40 για τα υποστυλώματα προς τις δύο άλλες όμορες δεξιά - αριστερά) ιδιοκτησίες, ήτοι τα ΚΙ, Κ6, Κ12 και Κ5, ΚΙ1, Κ17 σε τελείως επίπεδο οικόπεδο. Η μελέτη βέβαια ανέφερε θεμελίωση σε μία στάθμη, πράγμα αυτονόητο και αναγκαστικό για τέτοιο οικόπεδο αλλά ο δεύτερος των εναγομένων δεν την ακολούθησε και η επιβλέπουσα πρώτη των εναγομένων σύζυγός του δεν τον διόρθωσε. 2. Τοποθέτησε το υποστήλωμα Κ7 μετακινούμενο από την θέση που προεβλέπετο στην μελέτη κατά 30 εκατοστά από την στάθμη της θεμελίωσης και αντί να το ξηλώσει και να το κατασκευάσει στην σωστή θέση άρχισε να το μετακινεί στους ορόφους προς την θέση που υποδεικνύετο στη στατική μελέτη. Έτσι στο υπόγειο και στην πυλωτή απέχει 30 εκατοστά από την θέση του με αποτέλεσμα οι δοκοί να διασταυρώνονται εκτός του υποστηλώματος, στον πρώτο όροφο το μετακινεί κατά 10 εκατοστά με αποτέλεσμα να απέχει 20 εκατοστά από την προβλεπόμενη θέση, στον β' όροφο το μετακινεί άλλα 10 εκατοστά και στον γ' όροφο άλλα 10 εκατοστά φθάνοντας στην προβλεπόμενη από τη μελέτη θέση. 3. Τοποθέτησε τέσσερα θηριώδη τόξα από μπετόν στα τέσσερα ανοίγματα της εμπρόσθιας πλευράς χωρίς να αναφέρονται και να υπολογίζονται στην μελέτη. Η κατασκευή αυτών των τόξων δημιούργησε μεγάλη διαφοροποίηση της ακαμψίας τοπικά και σε σχέση με τους άλλους ορόφους και δημιούργησε κοντά υποστυλώματα. 4. Κατασκεύασε τεράστιες ζαρντινιέρες από μπετόν σε όλα τα μπαλκόνια των τριών ορόφων φορτίζοντας τα δοκάρια με μη προβλεπόμενα φορτία όπως και στους στύλους της προσόψεως ΚΙ, Κ2, Κ3, Κ4 και Κ5, ενώ δεν προεβλέποντο στην μελέτη τα φορτία των ζαρντινιέρων αυτών. 5. Κατασκεύασε κεκλιμένες στέγες στο δώμα από μπετόν φορτίζοντας τις δοκούς και τους στύλους με επιπλέον φορτία χωρίς ούτε αυτό να προβλέπεται στην μελέτη. 6. Τροποποίησε τις δοκούς της πυλωτής μειώνοντας τις διατομές τους από 25/60 σε 25/50 χωρίς αυτό να προβλέπεται στη στατική μελέτη. Τροποποίησε την διάταξη των δοκών Δ7, Δ20 και Δ26 στον ξυλότυπο οροφής της πυλωτής, ενώ ούτε αυτό προεβλέπετο στην μελέτη. 8. Δεν συνέδεσε τις πλάκες Π9 των κλιμακοστασίων μέσω των δοκών Δ 12, τις οποίες τοποθέτησε σε άλλες θέσεις, με αποτέλεσμα όλες οι πλάκες Π9 των κλιμακοστασίων να έχουν αποκοπεί από τον υπόλοιπο φορέα με αποτέλεσμα να απειλείται με κατάρρευση η μοναδική έξοδος διαφυγής εκ του κλιμακοστασίου. 9. Δημιούργησε αρμούς στον φέροντα οργανισμό που οφείλονται σε κακοτεχνίες που έκανε κατά τις σκυροδετήσεις και συγκεκριμένα σε θέσεις διακοπής εργασίας, όπως σε υποστυλώματα κάτωθεν από τα δοκάρια. Ένεκα όλων αυτών των ουσιωδών ελαττωμάτων, κακοτεχνιών και ελλείψεων, που υπάρχουν στο έργο και για τις οποίες αποκλειστικά υπαίτιοι είναι αμφότεροι οι εναγόμενοι, εργολάβοι του έργου, οι οποίοι ως διατηρούντες τεχνικό γραφείο στα Λιόσια ανέλαβαν την έκδοση της αδείας και την κατασκευή του έργου". Από το ως άνω περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει σαφώς ότι οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τα ελαττώματα και οι ελλείψεις του έργου ήταν τέτοιας φύσεως που μπορούσαν να διαγνωσθούν κατά την παράδοση του έργου μόνο από πολιτικό μηχανικό που διέθετε τεχνικές γνώσεις και μετά από επισταμένη έρευνα των εγκεκριμένων σχεδίων της οικοδομής και του έργου που κατασκευάστηκε και όχι από τους ίδιους που δεν είχαν τις ειδικές ως άνω επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Δηλαδή, εμμέσως, πλην σαφώς, επικαλούνται οι ενάγοντες, καθ' υποφοράν, την από το άρθρο 692 του Α.Κ. αντένσταση αδυναμίας των να διαπιστώσουν με κανονική εξέταση κατά την παράδοση του έργου τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ελαττώματα και ελλείψεις. Το Εφετείο, που δέχθηκε ότι οι ενάγοντες επικαλούνται καθ' υποφοράν στην αγωγή τους την ως άνω αντένσταση, την οποία ερεύνησε και δέχθηκε ως βάσιμη, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και ο περί του αντιθέτου ερευνώμενος λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα εξής : "...Το έτος 1989, οι ενάγοντες ανέθεσαν στην πρώτη εναγομένη, η οποία ήταν πτυχιούχος μηχανικός του τμήματος Δομικών Έργων ΚΑΤΕΕ, την εκπόνηση μελέτης και τις ενέργειες για την έκδοση οικοδομικής άδειας για την ανέγερση τριώροφης οικοδομής σε οικόπεδο συγκυριότητάς τους, που βρίσκεται στη θέση "…" του Δήμου Άνω Λιοσίων - Αττικής, στην οδό … Μετά την εκπόνηση σχετικής μελέτης από την ως άνω εναγομένη, εκδόθηκε η υπ' αρ. 2460/1990 οικοδομική άδεια του πολεοδομικού γραφείου Αιγάλεω και κατόπιν, με το από 31-1-1992 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγόντων ως εργοδοτών και του δευτέρου εναγομένου ως εργολάβου, οι ενάγοντες ανέθεσαν στον τελευταίο την κατασκευή (μέχρι το στάδιο των σκυροδεμάτων) της εν λόγω οικοδομής, η οποία θα αποτελούταν από υπόγειο, πυλωτή και τρεις ορόφους. Η ως άνω κατασκευή περατώθηκε και παραδόθηκε στους ενάγοντες, στις 23-7-1992, όμως στις 7-9-1999, εξαιτίας του ισχυρού σεισμού που συνέβη στην περιοχή της Αττικής, η οικοδομή, που βρισκόταν τότε στο στάδιο των τούβλων, υπέστη σοβαρότατες βλάβες (ρωγμές) στο φέροντα οργανισμό της (στις κολόνες, στα δοκάρια, στους τοίχους, στις πλάκες και στο κλιμακοστάσιο). Πιο αναλυτικά, υπέστη διαγώνιες ρωγμές στα τοιχώματα Κ2 και Κ15, οριζόντιες περιμετρικές ρωγμές στον πόδα και την κεφαλή των υποστυλωμάτων Κ6 και Κ12 με μερική αποδιοργάνωση των αντίστοιχων κόμβων, οριζόντιες ρωγμές στις κεφαλές των στύλων Κ10 και Κ16, ρωγμές σε όλους τους ορόφους, αποκόλληση των κλιμακοστάσιων από τον υπόλοιπο φορέα του κτιρίου, χιαστί ρωγμές σε τοίχους μεταξύ των στύλων Κ5-Κ6-Κ7 και πτώση της τοιχοποιίας μεταξύ των στηλών Κ1-Κ6- Κ12. Οι ζημιές αυτές οι οποίες επηρεάζουν δυσμενώς τη στατική επάρκεια της οικοδομής, οφείλονται α) σε σοβαρά σφάλματα της στατικής μελέτης που εκπόνησε η πρώτη εναγομένη και πιο συγκεκριμένα στο ότι επί του 40% περίπου των υποστυλωμάτων και (επί) του συνόλου σχεδόν των δοκών, ο διαμήκης οπλισμός καθορίσθηκε με εσφαλμένο τρόπο, στα υποστυλώματα δεν τηρήθηκε ο προβλεφθείς οπλισμός των οριζόντιων συνδετήρων, τα τοιχία του ανελκυστήρα δεν θεμελιώθηκαν όπως προβλεπόταν ενώ, τέλος, επήλθαν και συγκεκριμένες αλλαγές διατάξεως και διαστάσεων στα υποστυλώματα και τις δοκούς της πυλωτής. Ο ορθός καθορισμός των οπλισμών στα υποστυλώματα και τις δοκούς, θα είχε υποχρεώσει την (συντάκτρια της στατικής μελέτης) πρώτη εναγομένη σε επιλογή μεγαλύτερων διαστάσεων στις διατομές των μελών του φέροντος οργανισμού, οπότε, με την κατάλληλη προσαρμογή τους, από πλευράς διατάξεώς τους, στο σύνολο του φέροντος οργανισμού, για την καλύτερη κατανομή σε κάθε όροφο των σεισμικών δονήσεων και την από όλα αυτά απορρέουσα μικρότερη σχετική παραμόρφωση των ορόφων μεταξύ τους, που αφορά τις υποβαλλόμενες σ' αυτήν τοιχοποιίες, η σεισμική συμπεριφορά της οικοδομής θα ήταν σαφώς ευνοϊκότερη και β) σε κακοτεχνίες κατά την κατασκευή της οικοδομής και ειδικότερα 1. στη μη ύπαρξη θεμελίου των τοιχίων του ανελκυστήρα, παράλειψη που είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ρόλου των τοιχίων αυτών απλώς σε εκείνο ενός τοίχου πληρώσεως μεταξύ των ορόφων, με αυτόματη όμως μείωση της ικανότητας παραλαβής της σεισμικής δόνησης και έμμεση επιβάρυνση των υπόλοιπων υποστυλωμάτων και 2. στη μη κατασκευή των υποστυλωμάτων Κ7 και Κ10 επί της ίδιας κατακόρυφου, όπως δηλαδή προέβλεπε η στατική μελέτη, αλλά (στην κατασκευή τους) με μετατόπιση από την ακριβή τους θέση, κυμαινόμενη από όροφο σε όροφο, με αποτέλεσμα να ξεφύγουν από τον κοινό κόμβο των C δοκών Δ5, Δ6 , Δ17. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω αποδειχθέντα, αποκλειστικά υπαίτιοι για τις ζημιές που προκλήθηκαν στην οικοδομή από το σεισμό της 7-9-1999, είναι, έναντι των εναγόντων, αμφότεροι οι εναγόμενοι, οι οποίοι επέδειξαν αμέλεια συνιστάμενη στην έλλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας και προσοχής κατά την εκτέλεση του έργου που τους ανατέθηκε και πιο ειδικά, η μεν πρώτη εναγομένη γιατί δεν εκπόνησε και δεν εφάρμοσε, ως μηχανικός, στατική μελέτη κατασκευής του κτιρίου με τον πλέον ενδεδειγμένο, επιστημονικώς και τεχνικώς, τρόπο, ο δε δεύτερος εναγόμενος γιατί προέβη, ως εργολάβος, στην κατασκευή της οικοδομής με τις προαναφερόμενες κακοτεχνίες και παρεκκλίσεις. Άρα, ο πέμπτος λόγος έφεσης των εναγομένων, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι η πρώτη εναγομένη δεν ευθύνεται έναντι της πρώτης των εναγόντων, είναι αβάσιμος κατ' ουσία και απορριπτέος.... Όσον αφορά την προταθείσα από τους εναγομένους ένσταση παραγραφής ... αποδείχθηκε ότι το έργο, δηλαδή η μέχρι το στάδιο των σκυροδεμάτων κατασκευή της τριώροφης οικοδομής, που ανατέθηκε στους εναγόμενους, παραδόθηκε από αυτούς στους ενάγοντες στις 23-7-1992, άρα η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 693 ΑΚ δεκαετής παραγραφή της, ένεκα ελαττωμάτων του έργου, αξίωσης των εναγόντων (ως εργοδοτών) άρχισε την 24-7-1992. Όμως πριν τη συμπλήρωσή της (που θα επερχόταν στις 24-7-2002) και συγκεκριμένα στις 25-1-2002, οι ενάγοντες άσκησαν κατά των εναγομένων την από 25-1-2002 αγωγή αποζημιώσεως λόγω των ως άνω ελαττωμάτων του έργου, με το ίδιο ακριβώς (με την από 28-12-2004 αγωγή) περιεχόμενο, δηλαδή με την ίδια ιστορική και νομική βάση και ίδιο αίτημα, με την άσκηση δε αυτής της αγωγής, διακόπηκε, κατ' αρ. 261 ΑΚ, η δεκαετής παραγραφή του άρθρου 693 ΑΚ. Στη συνέχεια βέβαια, με την υπ' αρ, 5381/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η αγωγή αυτή απορρίφθηκε τελεσίδικα για τυπικό λόγο (αοριστία), όμως μέσα σε έξι μήνες από την τελεσιδικία και συγκεκριμένα στις 23 -11- 2004, οι ενάγοντες άσκησαν την από 28-12-2004 αγωγή, συνεπώς η διακοπή της παραγραφής θεωρείται ότι επήλθε από την προηγούμενη (από 25-1-2002) αγωγή και γι' αυτό δεν έχει παραγραφεί η αξίωση των εναγόντων (άρθρα 693,247, 261, 263 παρ. 2 ΑΚ). Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση κατά ορθή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ορθή επίσης εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ως βάσιμη την αντένσταση διακοπής της παραγραφής που πρότειναν οι ενάγοντες και απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση παραγραφής των εναγομένων". Με βάση τις άνω παραδοχές, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, δίκασε την αγωγή, δέχθηκε μερικώς αυτήν και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στους ενάγοντες, διαιρετώς, το ποσό των 68.984 ευρώ, στο οποίο προσδιόρισε τη συνολική ζημία των εναγόντων, δηλαδή έκαστος 34.492 ευρώ. Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε, αναφορικά με τα στοιχεία της υπαιτιότητας των εναγομένων στην πρόκληση της ζημίας και το χρόνο παράδοσης του έργου εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 330, 690 και693 Α.Κ. Ειδικότερα: 1 ) Δέχεται τα ακόλουθα: "Οι ζημιές αυτές οι οποίες επηρεάζουν δυσμενώς τη στατική επάρκεια της οικοδομής, οφείλονται α) σε σοβαρά σφάλματα της στατικής μελέτης που εκπόνησε η πρώτη εναγομένη και πιο συγκεκριμένα στο ότι επί του 40% περίπου των υποστυλωμάτων και (επί) του συνόλου σχεδόν των δοκών, ο διαμήκης οπλισμός καθορίσθηκε με εσφαλμένο τρόπο, στα υποστυλώματα δεν τηρήθηκε ο προβλεφθείς οπλισμός των οριζόντιων συνδετήρων, τα τοιχία του ανελκυστήρα δεν θεμελιώθηκαν όπως προβλεπόταν ενώ, τέλος, επήλθαν και συγκεκριμένες αλλαγές διατάξεως και διαστάσεων στα υποστυλώματα και τις δοκούς της πυλωτής. Ο ορθός καθορισμός των οπλισμών στα υποστυλώματα και τις δοκούς, θα είχε υποχρεώσει την (συντάκτρια της στατικής μελέτης) πρώτη εναγομένη σε επιλογή μεγαλύτερων διαστάσεων στις διατομές των μελών του φέροντος οργανισμού, οπότε, με την κατάλληλη προσαρμογή τους, από πλευράς διατάξεώς τους, στο σύνολο του φέροντος οργανισμού, για την καλύτερη κατανομή σε κάθε όροφο των σεισμικών δονήσεων και την από όλα αυτά απορρέουσα μικρότερη σχετική παραμόρφωση των ορόφων μεταξύ τους, που αφορά τις υποβαλλόμενες σ' αυτήν τοιχοποιίες, η σεισμική συμπεριφορά της οικοδομής θα ήταν σαφώς ευνοϊκότερη και β) σε κακοτεχνίες κατά την κατασκευή της οικοδομής και ειδικότερα 1. στη μη ύπαρξη θεμελίου των τοιχίων του ανελκυστήρα, παράλειψη που είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ρόλου των τοιχίων αυτών απλώς σε εκείνο ενός τοίχου πληρώσεως μεταξύ των ορόφων, με αυτόματη όμως μείωση της ικανότητας παραλαβής της σεισμικής δόνησης και έμμεση επιβάρυνση των υπόλοιπων υποστυλωμάτων και 2. στη μη κατασκευή των υποστυλωμάτων Κ7 και Κ10 επί της ίδιας κατακόρυφου, όπως δηλαδή προέβλεπε η στατική μελέτη, αλλά (στην κατασκευή τους) με μετατόπιση από την ακριβή τους θέση, κυμαινόμενη από όροφο σε όροφο, με αποτέλεσμα να ξεφύγουν από τον κοινό κόμβο των C δοκών Δ5, Δ6 , Δ17 ". Παρά ταύτα, δεν προσδιορίζει τα σφάλματα της στατικής μελέτης που εκπόνησε η πρώτη των εναγομένων, τα οποία συνετέλεσαν στις ζημιές που υπέστη η οικοδομή και ειδικότερα δεν προσδιορίζει: α) ποιός πρέπει να ήταν σύμφωνα με τις διατάξεις του οικοδομικού κανονισμού ο διαμήκης οπλισμός και ποίος προβλέφθηκε από τη μελέτη, β) ποίος ήταν ο προβλεφθείς οπλισμός των οριζόντιων συνδετήρων στα υποστυλώματα, ο οποίος δεν τηρήθηκε κατά την εφαρμογή της μελέτης, γ) ποιά ήταν η πρόβλεψη για τη θεμελίωση των τοιχίων του ανελκυστήρα και σε τι διέφερε πράγματι η θεμελίωσή τους, δ) ποιες ήταν οι συγκεκριμένες αλλαγές διατάξεως και διαστάσεων στα υποστυλώματα και στις δοκούς της πυλωτής, ε) σε τι συνίσταται ο ορθός καθορισμός των οπλισμών στα υποστυλώματα και τις δοκούς και με βάση ποιες τεχνικές εφαρμογές θα καθοριζόταν η ορθότητα των οπλισμών στα παραπάνω τμήματα του σκελετού της οικοδομής, στ) ποιες ήταν συγκεκριμένα οι μεγαλύτερες διαστάσεις στις διατομές των μελών του φέροντος οργανισμού της οικοδομής, που θα είχε υποχρεωθεί η πρώτη των εναγομένων να επιλέξει αν είχε υπάρξει ο ορθός καθορισμός των οπλισμών στα υποστυλώματα και τις δοκούς της οικοδομής και ζ) σε τι συνίσταται η κατάλληλη προσαρμογή από πλευράς διατάξεώς τους των διατομών των μελών του φέροντος οργανισμού, ώστε να επιτευχθεί καλύτερη κατανομή σε κάθε όροφο των σεισμικών δονήσεων και η σεισμική συμπεριφορά της οικοδομής να ήταν σαφώς ευνοϊκότερη, 2) Ενώ αρχικώς δέχεται ότι οι ενάγοντες ανέθεσαν στην πρώτη εναγομένη αποκλειστικά την εκπόνηση της μελέτης και τις ενέργειες για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, στη συνέχεια δέχεται ότι ευθύνη για το σύνολο των ζημιών έχουν και δύο εναγόμενοι, η πρώτη διότι δεν εκπόνησε και δεν εφάρμοσε, ως μηχανικός, στατική μελέτη κατασκευής του κτιρίου με τον πλέον ενδεδειγμένο, επιστημονικώς και τεχνικώς, τρόπο, και ο δεύτερος εναγόμενος γιατί προέβη, ως εργολάβος, στην κατασκευή της οικοδομής με τις προαναφερόμενες κακοτεχνίες και παρεκκλίσεις, κατά την απόρριψη δε της ένστασης παραγραφής δέχεται ότι " το έργο, δηλαδή η μέχρι το στάδιο των σκυροδεμάτων κατασκευή της τριώροφης οικοδομής, που ανατέθηκε στους εναγομένους, παραδόθηκε από αυτούς στους ενάγοντες στις 23-7-1992". Δηλαδή, δέχεται, αντιφατικά, από τη μια ότι το έργο που ανέλαβε η πρώτη εναγομένη συνίστατο αποκλειστικά στην εκπόνηση της μελέτης και την έκδοση της οικοδομικής άδειας, και από την άλλη ότι η πρώτη εναγομένη είχε αναλάβει και την επίβλεψη εφαρμογής της μελέτης, από την μη ορθή εφαρμογή της οποίας δέχεται ότι προκλήθηκαν ζημιές, περαιτέρω δε ότι οι εναγόμενοι είχαν αναλάβει από κοινού και την μέχρι το στάδιο των σκυροδεμάτων κατασκευή της οικοδομής. Η ως άνω πλημμέλεια έχει ουσιώδη επίδραση αφενός στην έκταση της ευθύνης καθενός των εναγομένων με βάση τις ζημιές που οφείλονται στην παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεως καθενός οι οποίες και δεν προσδιορίζονται στην προσβαλλομένη απόφαση, και αφετέρου στον χρόνο έναρξης της παραγραφής της αξίωσης ως προς την πρώτη εναγομένη, διότι στην περίπτωση ευθύνης της τελευταίας και για την επίβλεψη και κατασκευή του έργου η παρατιθέμενη αιτιολογία ότι το έργο παραδόθηκε στις 23-7-1992 είναι επαρκής για τον υπολογισμό της έναρξης της παραγραφής, ενώ, σε περίπτωση ευθύνης αυτής μόνο για την εκπόνηση της μελέτης και την έκδοση της οικοδομικής άδειας, η αιτιολογία είναι ανεπαρκής, αφού δεν προσδιορίζεται ο χρόνος παράδοσης της μελέτης και της άδειας. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος υπό στοιχ. Α και Γ από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠοΔ λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους προβάλλονται οι ως άνω πλημμέλειες, καθώς και ο από το ίδιο άρθρο και αριθμό λόγος αναίρεσης που προτείνεται από τον Εισηγητή ( άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ), είναι βάσιμοι. Επί της από 20-12-2012αίτησης αναίρεσης. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, υπό την επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο κατά πλημμελή εκτίμηση των προσαχθέντων εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε ως βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού που είχαν προτείνει οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι και αφορούσε υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής των 13.089 ευρώ, ενώ απέρριψε τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι αυτοί είχαν εξοφλήσει ολοσχερώς την εργολαβική αμοιβή. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι υπό την επίκληση της ως άνω αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται η ανεπίδεκτη αναιρετικού ελέγχου εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 298 του Α.Κ. η αποζημίωση την οποία οφείλει ο υπόχρεος, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Οσάκις από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας (Α.Π. 537/2006). Τέτοιος σύνδεσμος δεν υπάρχει όταν ζημία και ωφέλεια στηρίζονται σε διαφορετική η καθεμία αιτία (Σ.τ.Ε. 2803/2007). Τούτο συμβαίνει και στην περίπτωση που η ωφέλεια στηρίζεται σε αυτοτελή από τον νόμο παροχή, η οποία αποβλέπει στην ενίσχυση του ζημιωθέντος (Α.Π 1236/1993) όπως είναι και η οικονομική ενίσχυση του ζημιωθέντος από το Κράτος σεισμοπλήκτου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε ότι από τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες στην οικία τους, από υπαιτιότητα των εναγομένων εργολάβων, αυτοί (ενάγοντες) ωφελήθηκαν κατά το ποσό των 4.677 ευρώ, το οποίο εισέπραξαν από το Ελληνικό Δημόσιο ως επιδότηση σεισμοπλήκτων και το οποίο βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με τη ζημία. Με βάση την παραδοχή αυτή δέχθηκε ως βάσιμη την ένσταση των εναγομένων περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, αφαίρεσε από τη συνολική ζημία το ποσό της ωφέλειας και επιδίκασε στους ενάγοντες ως πραγματική ζημία τη διαφορά από 68.984 ευρώ. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 298 του Α.Κ., κατά τον βάσιμο από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, διότι υπό τις άνω παραδοχές του η επιδότηση από το Ελληνικό Δημόσιο των εναγόντων ως σεισμοπλήκτων δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη ζημία, δεν προκλήθηκε άμεσα απ' αυτήν, αλλά οφείλεται σε άλλη αιτία, ήτοι στην ενίσχυση των σεισμοπλήκτων από την Ελληνική Πολιτεία στα πλαίσια της άσκησης κοινωνικής πολιτικής, παροχή που δεν μπορεί να αποβεί σε όφελος των υπαιτίων της ζημίας. Σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις πρέπει να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2934/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω έρευνα στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν, λόγω της ισομερούς νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 2934/2012απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω έρευνα στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Συμψηφίζει τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αξίωση αποζημίωσης λόγω πραγματικών ελαττωμάτων που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου. Ένσταση εργολάβου ότι ο εργοδότης ενέκρινε το έργο. Αντένσταση ενάγοντος εργοδότη ότι οι ελλείψεις του έργου δε μπορούσαν να διαγνωσθούν με κανονική εξέταση κατά την παραλαβή. Ένσταση παραγραφής και αντένσταση διακοπής της παραγραφής. Επιδότηση σεισμοπλήκτων από την Πολιτεία στα πλαίσια άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Αποτελεί ωφέλεια που δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη ζημία, αλλά οφείλεται σε άλλη αιτία και συνεπώς δε χωρεί συμψηφισμός της με τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες από υπαιτιότητα του εργολάβου. Αίτηση αναίρεσης. Λόγοι από το άρθρο 559 αριθ 1,8, και 19 ΚΠολΔ. Εκ πλαγίου παράβαση άρθρων 330,690, και 693 Α.Κ. Εσφαλμένη εφαρμογή άρθρου 298 Α.Κ. (Αναιρεί απόφαση 2934/2012 Εφετείου Αθηνών).
Μίσθωση έργου
Αποζημίωση, Μίσθωση έργου.
2
Αριθμός 55/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ'Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Α. Λ. του Θ., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ - ΤΕΑΜ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2)της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "…", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Το 1ο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Αθανασάκου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και η 2η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/9/2008 ανακοπή - αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 107/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 66/2011 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9/7/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το 1ο αναιρεσίβλητο, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 26/11/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ 1 και 2 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά την παρ.3 εδ. β του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε σ' αυτό με το άρθρο 62 του Ν. 4139/20.3.2013, αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ 1 ΚΠολΔικ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 του ιδίου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104 για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από το πινάκιο της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικασίμου, από το πινάκιο της αρχικά ορισθείσας δικασίμου της 5.12.2012, από τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο παραστάθηκε το πρώτο αναιρεσίβλητο (ΙΚΑ ΤΕΑΜ) με την ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθείσα πληρεξούσια δικηγόρο του Γ. Α., η οποία κατέθεσε δήλωση με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔικ. Η αναιρεσείουσα, η οποία είχε παρασταθεί κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 5.12.2012, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, δεν παραστάθηκε, όπως επίσης δεν παραστάθηκε και η δεύτερη αναιρεσίβλητη, η οποία επίσης δεν είχε παρασταθεί κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο της 5.12.2012. Πλην όμως δεν προκύπτει ποιός από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, γεγονός το οποίο δεν προσδιορίζει ούτε το παριστάμενο και συνακόλουθα βαρυνόμενο προς τούτο πρώτο αναιρεσίβλητο, το οποίο δεν προσκομίζει ούτε έκθεση επιδόσεως κλήσεως από αυτόν προς τους απολειπομένους διαδίκους, ούτε τυχόν επιδοθέν σ' αυτόν από τους τελευταίους αντίγραφο κλήσεως ή της αιτήσεως αναιρέσεως με την επ' αυτής επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, που διενήργησε την επίδοση, κατά το άρθρο 139 παρ.3 ΚΠολΔικ. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους, η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση τη από 9.7.2011 αιτήσεως της Α. Λ. του Θ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 66/2011 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 576 παρ.1 και 2 και 3. Εξετάζεται ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν προκύπτει κλήτευση συζητείται, αν δεν προκύπτει απαράδεκτη η συζήτηση, ενώ αν υπάρχει δεσμός απλής ομοδικίας και κάποιοι έχουν κλητευθεί, η υπόθεση χωρίζεται ως προς τους κλητευθέντες και κηρύσσεται η συζήτηση απαράδεκτη ως προς τους μη κλητευθέντες. Κατά το άρθρ. 94 παρ.1 ΚΠολΔικ. οι διάδικοι στα πολιτικά δικαστήρια παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά το άρθρο 104 του ίδιου κώδικα για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται απλή πληρεξουσιότητα, ενώ κατά το 96 η πληρεξουσιότητα αυτή δίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Στην ένδικη περίπτωση δεν προκύπτει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση, πράγμα το οποίο δεν αποδεικνύει ο βαρυνόμενος προς τούτο παριστάμενος διάδικος. Απαράδεκτη η συζήτηση.
Πληρεξουσιότητα
Ερημοδικία , Πληρεξουσιότητα , Απαράδεκτη συζήτηση.
2
Αριθμός 52/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Χ. Μ. του Β., 2)Ι. Μ. του Β., 3)Λ. Μ. του Β., κατοίκων ... και 4)Ε. συζ. Β. Μ., το γένος Χ. Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Βογιατζή και Ιωάννη Ξυνογιαννακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/3/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1.060/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 2635/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20/5/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 7/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις .../21.9.2011 και .../16.1.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … προκύπτει, ότι, ύστερα από έγγραφη παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου, Ιωάννη Ξυνογιαννακόπουλου, των αναιρεσιβλήτων που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση για την αρχική δικάσιμο της 21.11.2012 - κατά την οποία το αναιρεσείον υπέβαλε έγγραφη δήλωση για παράστασή του στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., και η υπόθεση αναβλήθηκε με αίτημα των αναιρεσιβλήτων για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 6.11.2013) - και γνωστοποίηση της δικασίμου αυτής (της 6.11.2013) με κλήση για παράσταση κατά την ίδια δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στο αναιρεσείον, το οποίο δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλε έγγραφη δήλωση για παράστασή του στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία του αναιρεσείοντος. ΙΙ. Παραδεκτά φέρεται για συζήτηση η από 20.5.2011 αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ., αφού η ρύθμιση του άρθρου 12 του ν.2298/1995, που πρόβλεπε τέτοια γνωμοδότηση, καταργήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 9 ν.3790/2009 από τις 8.8.2009 και εφεξής και δεν απαιτείται πλέον. ΙΙΙ. Από τις ρυθμίσεις που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 "Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6./1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6. /9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως "περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος" και του άρθρου 16 του ν. της 21.6./10.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητα του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως κατείχοντο από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί ). Σημειωτέον, ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833 με βάση την από 27.6. /9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25.5.1827 έως 31.3.1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ' όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους - Οθωμανούς και Έλληνες - την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματα τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3.2.1830 Πρωτόκολλο "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17.11./1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών", που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω Β. Δ/τος θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Β. Ρ. Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ., έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ' απλώς με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικός από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφ' όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", στο άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προς εκείνες του ν. ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, και ακόμη του άρθρου 21 του ν. δ. της 22.4 /26.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1 539 /1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής, συνάγεται ότι, προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σ' αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 (Ολ. Α.Π. 75/1987). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή σε δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι τις 11.9.1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 § 1 του ν.998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας", με την οποία ορίζεται ότι "σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λ.π., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του" (ΑΠ. 975 /2008). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Β. Δ/τος 3/15.12.1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του διά τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 -1834" όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο "ταπί", εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ της 31.1./18.2.1864 "περί βοσκησίμων γαιών", με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδίων άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.3./1.4.1880 "περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδίων" κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδίων ή βοσκοτόπων υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους ενέμοντο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και της 11.9.1915 (Α.Π. 1.281/2002, Α.Π. 956/1990). Κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα κατά το άρθρο 16 του ν. από 21.6./3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", όπως και κατά τον Α. Κ., κατά το άρθρο 972 αυτού, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο (Α.Π. 532/1980. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικό που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε ανελέγκτως ότι η επίδικη έκταση, η οποία αποτελείται από δύο τμήματα συνολικού εμβαδού (3.194,49 τ.μ. + 485,88 τ.μ. =) 3.680,37 τ.μ., αποτελεί τμήμα του μείζονος Κτήματος Βεΐκου, το οποίο νέμονταν με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμους τίτλους από το έτος 1833 και μέχρι την άσκηση της αγωγής ο Α. Κ. και οι αναφερόμενοι σ' αυτήν καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί του, από τους οποίους τελευταίοι σε σχέση με το επίδικο ακίνητο είναι οι ενάγοντες. Ειδικότερα, ο απώτατος δικαιοπάροχος αυτών Α. Κ. έλαβε στην κατοχή του το κτήμα "…", το οποίο από το έτος 1829 κατείχετο από μέλη της οικογένειας Κ., με διαδοχικές αγορές από Έλληνες ιδιοκτήτες, που έγιναν από το έτος 1833 και εφεξής με ιδιωτικά και συμβολαιογραφικά έγγραφα και συγκεκριμένα: α) με αγορά από το Ν. Ζ., που έγινε με το από 13.2.1833 συμφωνητικό του μνήμονος πωλήσεων Π. Π., β) με αγορά από τους Γ., Μ. και Κ. Τ., που έγινε με το από 27.2.1833 συμφωνητικό (ομόλογο) του Δημογέροντα Αθηνών Π. Β., γ) με αγορά από το Β. Κ. Κ., που καταρτίσθηκε με το υπ' αριθ. … /1837 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Πιτάρη, που μεταγράφηκε νόμιμα, δ) με αγορά από τον Π. Κ., που καταρτίσθηκε με το υπ' αριθ. ... /1843 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ε) με αγορές από τους Α. Κ., Ι. Κ., Μ. Μ., Κ. Β., Γ. Κ. και Σ. Τ., οι οποίες καταρτίσθηκαν με τα υπ' αριθ. …/1852, …/1852, …/1852 και …1852 συμβόλαια του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα και στ) με αγορά από τους Μ. Σ., Μ. Ζ. και Γ. Ζ., που καταρτίσθηκε με το υπ' αριθ. …/1853 συμβόλαιο του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο ανωτέρω Α. Κ., που απεβίωσε στις 10.10.1864, με την από 11.1.1864 μυστική διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε με το 8/11.11.1864 πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του σε ολόκληρη την παραπάνω έκταση την Α. χήρα Λ. Β. ή Μ., σύζυγο του πρώτου εξαδέλφου του. Αυτή υπεισήλθε και αναμίχθηκε στην κληρονομιά εκείνου, η παράδοση της οποίας σ' αυτήν από τους εκτελεστές της ρηθείσας διαθήκης πιστοποιείται με την υπ' αριθ. .../31.3.1865 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Ταβανάκη. Η Α. χήρα Λ. Β. ή Μ., αποβιώσασα στις 21.1.1899, κατέλιπε μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της το γιο της Γ. Β. ή Μ., ο οποίος υπεισήλθε και αναμίχθηκε στην κληρονομιά εκείνης, στην οποία περιλαμβανόταν και ολόκληρο το ως άνω μείζον κτήμα, εκτάσεως 4.500 περίπου στρεμμάτων και επομένως και το επίδικο ακίνητο. Αυτός αποβιώσας, χωρίς να αφήσει διαθήκη, στις 15.2.1911, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του Ε. Β. και τα τέσσερα τέκνα του, Α. Β., Λ. Β., Α. σύζ. Α. Β. και Μ. σύζ. Ι. Κ. Η τελευταία αποποιήθηκε την κληρονομιά και έτσι η μερίδα της προσαύξησε ισομερώς τις κληρονομικές μερίδες των άλλων. Από τους υπολοίπους κληρονόμους, οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιά και αναμίχθηκαν σ' αυτήν, ο Λ. Β., ενώ ήταν εκκρεμής στο Πρωτοδικείο Αθηνών η δίκη διανομής, που είχε ανοίγει με την από 31.8.1911 αγωγή του, αγόρασε τα εξ αδιαιρέτου μερίδια της μητέρας του Ε. Β. και της αδελφής του Α. συζ. Α. Ε. (1/4 και 1/4 εξ αδιαιρέτου), δυνάμει του υπ' αριθ. ... /1918 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Οικονομοπούλου που μεταγράφηκε νόμιμα και έτσι έγινε κύριος του παραπάνω ακινήτου κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου. Στη συνέχεια ο Λ. Β. και η Α. Β., ως μόνοι πλέον συγκύριοι του ακινήτου "…" κατά ποσοστά 3/4 και 1/4 εξ αδιαιρέτου, αντιστοίχως, με το υπ' αριθ. .../16.3.1927 συνυποσχετικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Ρούσσου συμφώνησαν την κατάργηση των μεταξύ τους δικών και την εξώδικη διανομή του κτήματος, η οποία και πραγματοποιήθηκε βάσει της από 4.6.1927 αποφάσεως των διορισθέντων πραγματογνωμόνων, διαιτητών και επιδιαιτητών, καθώς και των υπ' αριθ. 1-16 πρακτικών διαιτησίας, που κηρύχθηκαν εκτελεστά (απόφαση και πρακτικά) με τις υπ' αριθ. 7.008/1927 και 8.855/1927 αποφάσεις του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, αντίστοιχα, ενώ όλα τα παραπάνω έγγραφα μεταγράφηκαν νόμιμα ως τίτλοι ιδιοκτησίας. Με τη διανομή αυτή ο μεν Λ. Β. έλαβε το βόρειο τμήμα του κτήματος, γνωστό πλέον ως "Κτήμα Β.", μέσα στα όρια του οποίου περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, η δε Α. Β. έλαβε το νότιο τμήμα του κτήματος τούτου. Ο Λ. Β. ή Μ., που απεβίωσε στην Αθήνα στις 14.2.1934, με τις από 29.10.1932, 16:11.1932, 3.12.1932, 29.6.1933 και 29.7.1933 ιδιόγραφες διαθήκες του, που δημοσιεύθηκαν νόμιμα με τα υπ' αριθ. 633 - 634/21.2.1934 πρακτικά και κηρύχθηκαν κύριες με την υπ' αριθ. 5.904/26.6.1934 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους του σε όλη την περιουσία του τις τρεις θετές θυγατέρες του Ε., Ι. και Ε., το γένος Β. πλην όμως, λόγω αποβιώσεως της τελευταίας πριν από το διαθέτη, η κληρονομιά εκείνου περιήλθε κατ' ίσα μέρη στις δύο πρώτες, Ε. χήρα Γ. Π. και Ι. χήρα Χρ. Α. (50% εξ αδιαιρέτου στην κάθε μία), οι οποίες υπεισήλθαν και αναμίχθηκαν στην κληρονομιά αυτή. Τέλος μετά τη μεταβίβαση από την Ι. Α., αφενός στους Γ. Β. και Λ. Β., λόγω πωλήσεως, ποσοστού 0,50 εξ αδιαιρέτου στον καθένα του ανωτέρω κτήματος και αφετέρου ποσοστού 30% εξ αδιαιρέτου αυτού, λόγω προίκας, προς το Β. Μ., σύζυγο της θυγατέρας της Ε. Μ. (τέταρτης ενάγουσας), που συστήθηκαν με τα υπ' αριθ. .../1981 και ...1981 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Αθηνών Στυλιανής Ρουμανία – Σταμπουλούλου που μεταγράφηκαν νόμιμα, έλαβε χώρα, μεταξύ των συγκυρίων τούτων και της άλλης συγκυρίας Ε. χήρας Γ. Π., η δυνάμει του προαναφερομένου υπ' αριθ. .../1981 διανεμητηρίου συμβολαίου εξώδικη διανομή του κτήματος "…", βάσει της οποίας περιήλθε στη συγκυριότητα και σύννομη της Ι. Α. και του προικολήπτη Β. Μ. και μετά την κατάργηση του θεσμού της προίκας της Ε. Μ. (τέταρτης ενάγουσας) κατά ποσοστό 10% και 90% αντίστοιχα, πέραν άλλων, και η επίδικη έκταση. Τόσο ο αρχικός ιδιοκτήτης του μείζονος κτήματος Α. Κ., όσο και όλοι οι προαναφερόμενοι δικαιοδόχοι του, κατείχαν και νέμονταν αυτό ως ενιαίο ακίνητο, στο οποίο περιλαμβανόταν και η επίδικη έκταση, με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και με βάση τους άνω τίτλους τους, συνεχώς από το έτος 1833 και πάντως ολόκληρο πριν από το έτος 1853 μέχρι το έτος 1995, αλλά και από το έτος αυτό μέχρι και την άσκηση της αγωγής, έχοντας την ειλικρινή πεποίθηση μέχρι μεν την εισαγωγή του Α.Κ. (23.2.1946) ότι, νεμόμενοι τούτο, δεν προσέβαλαν το δικαίωμα άλλων και δη του Ελληνικού Δημοσίου, μετά δε την εισαγωγή του Α.Κ., έχοντας την πεποίθηση, χωρίς βαριά αμέλεια, ότι είχαν αποκτήσει κυριότητα στο ακίνητο αυτό. Στη μείζονα αυτή έκταση, η οποία περιλάμβανε αγρούς, όπως είναι και το επίδικο ακίνητο, οπωροφόρα δένδρα, βοσκήσιμες εκτάσεις, ασβεστοκάμινο, λατομεία άμμου, λίθων, μαρμάρων κ.λπ., οι προαναφερόμενοι νομείς ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στο χαρακτήρα και τη μορφολογία της διακατοχικές πράξεις και συγκεκριμένα εκμίσθωναν την έκταση αυτή σε τρίτους για βοσκή, καλλιέργεια, εξόρυξη λίθων και συλλογή ρητίνης, την επέβλεπαν, μεριμνούσαν για τη φύλαξή της με το διορισμό από τους ίδιους δασοφυλάκων και αγροφυλάκων και απέκρουαν τις διαταρακτικές της νομής τους πράξεις τρίτων. Το Ελληνικό Δημόσιο άρχισε να αμφισβητεί τη νομή των εναγόντων, αλλά και των δικαιοπαρόχων τους και να προβάλλει δική του κυριότητα στο επίδικο από το έτος 1987, ενώ μέχρι τότε αναγνώριζε, σιωπηρώς αλλά και. ρητώς, τα επ' αυτού δικαιώματα της κυριότητας και νομής εκείνων. Έτσι, το Ελληνικό Δημόσιο κατ' επανάληψη έχει προβεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωση, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, διαφόρων τμημάτων του ως άνω μείζονος ακινήτου, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό την κυριότητα ιδιωτών στις απαλλοτριούμενες εκτάσεις, ενώ στις σχετικές δίκες, με αντιδίκους το Δημόσιο ή τους Δήμους Αθηναίων και Γαλατσίου, οι κληρονόμοι Β. και οι διάδοχοι αυτών έχουν αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι της αποζημιώσεως των απαλλοτριωθέντων τμημάτων. Ακόμη για διάφορα άλλα τμήματα της όλης έκτασης έχουν εκδοθεί τελεσίδικες, αλλά και αμετάκλητες, αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιωτών έναντι του κυρίως παρεμβαίνοντος Δημοσίου. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο είχε το χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως ή λειβαδίου και βοσκοτόπου, κατά την έννοια των Β.Δ. της 17/29.11.1836 και 3/15.12.1833, αλλά αποδείχθηκε ότι αυτό είχε τη μορφή αγρού. Ανεξάρτητα όμως από τη μορφή, που είχε το επίδικο, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων από το έτος 1833 και πάντως το αργότερο από το έτος 1853 και μέχρι την 11.9.1915, δηλαδή για χρονικό διάστημα πλέον της τριακονταετίας, νεμήθηκαν τη μείζονα έκταση του όλου κτήματος, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη, αλλά και με βάση τους πιο πάνω νόμιμους τίτλους τους, ενώ ποτέ δεν άσκησε σ' αυτό διακατοχικές πράξεις το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, αυτοί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απέκτησαν την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, που είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915 και ότι η κυριότητα αυτή στη συνέχεια δεν καταλύθηκε. Με βάση όλα τα παραπάνω, το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι οι ισχυρισμοί του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ότι το ίδιο είναι κύριο της επίδικης εκτάσεως, γιατί αυτή καταλήφθηκε με τα όπλα και δημεύτηκε από αυτό πριν από το έτος 1830 κατά τη διάρκεια του πολέμου για την ανεξαρτησία από τον τουρκικό ζυγό ή διότι η επίδικη έκταση καταλήφθηκε από αυτό κατά το έτος 1830 βάσει των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως ή διότι το επίδικο κατά το έτος 1836 ήταν δάσος και περιήλθε σ' αυτό, επειδή δεν προσκομίσθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας του μέσα στην προβλεπόμενη από το Β.Δ. της 16-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους ή διότι ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι, για την επικαρπία του οποίου κανένας δεν παρουσίασε έγγραφο "ταπί", το οποίο είχε εκδοθεί από την τουρκική εξουσία ή διότι το κατέλαβε το επίδικο ως αδέσποτο με τη βούληση του κυρίου πριν από το έτος 1837 ή διότι ήταν αδέσποτο και κατά το έτος αυτό και μεταγενέστερα καταλήφθηκε από το ίδιο ή διότι το νεμόταν συνεχώς από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους μέχρι την άσκηση της αγωγής, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και ότι η κυριότητα των απώτατων δικαιοπαρόχων των εναγόντων, που κατά τα παραπάνω αποκτήθηκε με έκτακτη χρησικτησία, που είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915, μεταβιβάσθηκε στη συνέχεια νομοτύπως στους λοιπούς δικαιοπαρόχους των εναγόντων και τελικά στους ίδιους, βάσει των πιο πάνω αναφερόμενων τίτλων και λοιπών προσόντων, οπότε οι τρεις πρώτοι έγιναν συγκύριοι αυτού με παράγωγο τρόπο και πάντως με πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) και η τέταρτη επικαρπώτρια, κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως, δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητούσαν την αναγνώριση των εμπράγματων δικαιωμάτων τους (συγκυριότητα, ψιλή συγκυριότητα, επικαρπία) επί του επίδικου ακινήτου, και απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου του ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1) 10.18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. 41.10 και 109 Πανδ. (50.16), των άρθρων 3 του Οθωμανικού Νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) "περί Γαιών" και 5 και 6 του Πρωτοκόλλου της 3-2-1830 "περί της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και των μεταγενέστερων 4/16-6-1830 και 1/19-7-1830, και των Συνθηκών του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και της Κωνσταντινουπόλεως της 9.7.1832 περί οριστικού διακανονισμού των ορίων του πρώτου Ελληνικού Κράτους που ακολούθησε, καθώς και του άρθρου 1 ν.3/15-12-1833 (περί βοσκοτόπων) και του Β.Δ. 17/29-11-1836 (περί ιδιωτικών δασών), που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα ως προ το ζήτημα της συνδρομής της ενδιάθετης κατάστασης της καλής πίστης στο πρόσωπο του αρχικού δικαιοπαρόχου Α. Κ. και των διαδόχων του, διέλαβε σαφείς, επαρκείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες που αφορούν τόσο το περιεχόμενο της καλής πίστης, όσο και τα περιστατικά της κτήσης από το δικαιοπάροχο Α. Κ. και τους διαδόχους του, από τα οποία συνήγαγε τη συνδρομή του στοιχείου αυτού στο πρόσωπο αυτών κατά της επί μέρους κτήσεως της νομής. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος και τρίτος από τον αριθμό 19 και δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20.5.2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 6235/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25-5-1827 έως 31-3-1833) και ειδικότερα το 1829, ο Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους - Οθωμανούς και Έλληνες την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε δικαιώματα ακολούθως αναγνωρίσθηκαν και από το Ελληνικό Κράτος.
Οθωμανικό δίκαιο
Δημόσια κτήματα, Οθωμανικό δίκαιο.
0
Αριθμός 53/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ελένη Διονυσοπούλου και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Π. Δ. Κ., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Ε. Τ., το γένος Σ. Σ., η οποία δεν παραστάθηκε. Των καλούντων: 1)Σ. Τ. του Ε., κατοίκου ..., και 2)Α. Τ. του Ε., κατοίκου ... ως κληρονόμων της αναιρεσίβλητης, που απεβίωσε στις 8/1/2010, όπως αναφέρεται στην από 6/12/2012 κλήση. Ο 1ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγή Γεράκη και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/1990 αγωγή της αρχικής αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αργοστολίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 131/1990 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας λόγω αρμοδιότητας, 110/1991, 39/1992, 145/1994 μη οριστικές, 43/2002 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και 960/2006 οριστική Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5/6/2007 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι καλούντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των καλούντων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, στις 8-11-2010 πέθανε στον οικισμό Ρατζακλί Δ.Δ.Σκάλας, Δημοτικής Ενότητας Ελεού - Πρόνων Δήμου Κεφαλονιάς η ήδη αναιρεσίβλητη Α. σύζυγος Ε. Τ., το γένος Σ. Σ., η οποία κατέλειπε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς και χωρίς διαθήκη κληρονόμους της τον Ε. Τ. του Α. και της Α. σύζυγό της, και τους Α. Τ. και Σ. Τ. τέκνα της. Ο σύζυγός της αποποιήθηκε νόμιμα την κληρονομία, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση με αριθμό 4/2011 έκθεση της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας Πηνελόπης Κοσμάτου. Από τις ... και .../1.4.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Κεφαλληνίας … προκύπτει ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας των πληρεξουσίων δικηγόρων των τέκνων της, Παναγή Γεράκη και Χρυσούλας Τζοβάρα , δυνάμει του .../31.10.2012 πληρεξούσιου του συμβολαιογράφου Αθηνών Σταύρου Πασχίδη του Ιωάννη, που επισπεύδουν τη συζήτηση, γνωστοποιήθηκε νόμιμα στον αναιρεσείοντα ο θάνατος της πιο πάνω άμεσης δικαιοπαρόχου τους και η εκούσια στο όνομα τους επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα (άρθρα 286 περ.α', 287 παρ.1, 291 ΚΠολΔ) και επιδόθηκαν νόμιμα σ'αυτόν - αναιρεσείοντα - ακριβή αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και της απο 6.12.2012 αίτησης - κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (της 6.11.2013) και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης κατά τη δικάσιμο αυτή, οπότε και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου του, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία του αναιρεσείοντος. ΙΙ. Για το ορισμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 111 παρ.1, 118 αριθ.4, 216 ΚΠολΔ, της διεκδικητικής αγωγής (άρθρο 1094 ΑΚ) απαιτείται στο δικόγραφο αυτής, εκτός των άλλων, να αναφέρεται η κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και ότι ο εναγόμενος κατέχει ή νέμεται το επίδικο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα, ο ενάγων, αν στηρίζει την αγωγή του σε παράγωγο τρόπο, δεν απαιτείται κατ'αρχήν να καθορίζει τον τρόπο κτήσης της κυριότητας του δικαιοπαρόχου. Αν, όμως, ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητά του - ο ενάγων - οφείλει, για τη συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του, να αναφέρει και να καθορίσει με σαφήνεια τα γεγονότα που συγκροτούν τον τρόπο κτήσης του δικαιοπαρόχου, αλλά και των απώτερων δικαιοπαρόχων αν απαιτείται ενόψει των αμφισβητήσεων του εναγομένου, μέχρι του πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας αυτών, η παράλειψη δε της αναφοράς των στοιχείων αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη. Εξάλλου, η αιτία για την οποία ο εναγόμενος νέμεται ή κατέχει το πράγμα δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής, αλλά ενδεχομένως να στηρίξει ένσταση κατ' αυτής (άρθρο 1095 ΑΚ), αν ο εναγόμενος επικαλεστεί και αποδείξει, ότι έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί του πράγματος, που του παρέχει εξουσία νομής ή κατοχής (ΑΠ 518/1990). Τέλος, η αοριστία της αγωγής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δημιουργηθεί, όμως, λόγος αναίρεσης από τους παραπάνω, πρέπει η αοριστία αυτή να προτείνεται στο Εφετείο και να αναφέρεται η πρόταση αυτή στο σχετικό αναιρετικό λόγο, αφού δεν εμπίπτει σε καμιά από τις εξαιρέσεις της διάταξης του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ και, ειδικότερα, δεν προκύπτει από την ίδια την απόφαση, ούτε αφορά τη δημόσια τάξη. Ως εκ τούτου είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, εάν ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσίβλητη, με την ένδικη - από 8.1.1990 - αγωγή της, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπησή της, ισχυρίστηκε, ότι είναι κυρία του λεπτομερώς περιγραφομένου, κατά θέση, έκταση, όρια και είδος επίδικου ακινήτου, από κληρονομική διαδοχή της αποβιώσασας, στις 10.2.1988, θείας της, Ζ. Σ. και Π. Κ., η οποία την εγκατέστησε γενική κληρονόμο της με δημόσια διαθήκη της που δημοσιεύτηκε νόμιμα, εφόσον αποδέχτηκε την κληρονομία και μετέγραψε την περί αποδοχής αυτής δήλωσή της ότι το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο θεία της "από κληρονομία χωρίς διαθήκη του πατέρα της Σ. Κ. που πέθανε το 1944 στη Σκάλα Κεφαλληνίας και άτυπη διανομή μεταξύ των συγκληρονόμων" τόσο δε αυτή από το 1944 όσο και ο πατέρας της από το 1870 έως το θάνατό του και εν τέλει και η ίδια η αναιρεσίβλητη από το θάνατό του και εν τέλει και η ίδια η αναιρεσίβλητη από το θάνατο της θείας της (10.2.1988) νέμονταν το επίδικο ακίνητο με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας "αρχικά από το έτος 1870 του Ιόνιου Κώδικα και από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) σύμφωνα με τις διατάξεις του" μέχρι τις 23.8.1988 που ο εναγόμενος (αναιρεσείων), έχοντας τη χρήση του "με σύμβαση μίσθωσης αγροτικού κτήματος εδήλωσε για πρώτη φορά ότι διεκδικεί δικαιώματα κυριότητας στο άνω ακίνητο (επίδικο) και (την) απέβαλε έτσι αυθαίρετα και παράνομα από τη νομή του και από τότε (23.8.1988) νέμεται αυτός τούτο χωρίς κανένα νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας". Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί ότι είναι αυτή - η αναιρεσίβλητη - κυρία του επίδικου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος (αναιρεσείων) να της το αποδώσει. Ο τελευταίος (αναιρεσείων) με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ.1, 8 περ.β' και 14 περ.β' ΚΠολΔ, αιτιάται το Εφετείο ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή λόγω αοριστίας της, απορρίπτοντας τη σχετική ένστασή του, την οποία είχε νόμιμα επαναφέρει κατ'έφεση με τον πρώτο λόγο της έφεσής του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί την αγωγή της αναιρεσίβλητης, διότι "ενώ στην αγωγή αναφέρεται ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στη δικαιοπάροχο της ενάγουσας Ζ. Κ. "από κληρονομιά χωρίς διαθήκη του πατέρα της Σ. Κ....και άτυπη διανομή μεταξύ των συγκληρονόμων" δεν αναφέρεται...α)ποιοι ήταν οι συγκληρονόμοι της Ζ. Κ....β)κατά ποιο ποσοστό εξ αδιαιρέτου κατέστησαν καθένας των συγκληρονόμων συγκύριοι...γ)Πότε η ...φερόμενη δικαιοπάροχος της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) προέβηκε και με ποιους στην άτυπη διανομή ...και δ)τι ακίνητα έλαβε καθένας των συγκληρονόμων με την άτυπη διανομή". Αλλά και διότι "η ενάγουσα δεν αναφέρει...εάν η επικαλούμενη σύμβαση μισθώσεως ....καταρτίσθηκε προφορικά ή γραπτά... και δεν εκθέτει πως εκδηλώθηκε η επικαλούμενη δήλωσή (του) ....ότι διεκδικ(εί) το επίδικο ακίνητο". Δεν επικαλείται, όμως, ο αναιρεσείων, ότι - πέραν του ανωτέρω ισχυρισμού του περί αοριστίας που δεν αποτελεί και αμφισβήτηση της αγωγής - είχε αρνηθεί στο Δικαστήριο της ουσίας την κυριότητα στο επίδικο ακίνητο της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης). Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του - από 21.5.2003 - δικογράφου της έφεσής του, με τον πρώτο λόγο έφεσης ή ένσταση αοριστίας της αγωγής επιχειρήθηκε από τον αναιρεσείοντα (εκκαλούντα εναγόμενο) να θεμελιωθεί στην προαναφερθείσα σύμβαση μίσθωσης του επίδικου ακινήτου - η οποία, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν αποτελεί και στοιχείο της βάσης της ένδικης διεκδικητικής αγωγής - και όχι στην προεκτεθείσα άτυπη διανομή του από τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) και τους συγκληρονόμους της. Υπό τα δεδομένα αυτά ο αναιρετικός αυτός λόγος, καθ'οσον αναφέρεται στον ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής και επιχειρείται η θεμελίωσή της στην προ αναφερθείσα άτυπη διανομή του επίδικου ακινήτου, προεχόντως, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν προτάθηκε νόμιμα - με λόγο έφεσης από τον ηττηθέντα αναιρεσείοντα (εκκαλούντα εναγόμενο) - στο Εφετείο. ΙΙΙ. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό ή αν ο ισχυρισμός ήταν επουσιώδης και αλυσιτελής, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων τον προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης που αυτή επικαλέστηκε προς θεμελίωση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής της, δηλαδή ότι η αιτία που αυτός - αναιρεσείων (εναγόμενος) - κατείχε το επίδικο ήταν εκείνη της μίσθωσης πράγματος και όχι του χρησιδανείου που αυτό - Εφετείο - δέχτηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, προεχόντως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού - όπως προεκτέθηκε - η αιτία για την οποία ο εναγόμενος κατέχει ή νέμεται το πράγμα δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής και συνεπώς "πράγμα" κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που προπαρατέθηκε. Αλλά και ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο - κατ'ορθή εκτίμησή του - ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό - όχι 9 αλλά - 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένστασή του περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης της αναιρεσίβλητης ενάγουσας (ΑΚ 247, 249), την οποία είχε νόμιμα προβάλει με τον έκτο λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε δεχθεί την αγωγή, εφόσον ειδικότερα είχε ισχυριστεί ότι το επίδικο ακίνητο είχε αντιποιηθεί από το έτος 1966 και έκτοτε συνεχώς μέχρι την άσκηση της εν λόγω - από 8.1.1990 - διεκδικητικής αγωγής της αναιρεσίβλητης, οπότε και συμπληρώθηκε εικοσαετία, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι ο αναιρεσείων (εναγόμενος) αντιποιήθηκε για πρώτη φορά το επίδικο ακίνητο " στις 22.8.1988 (που) επιδόθηκε (σ'αυτόν) η αυθήμερη εξώδικη πρόσκληση της εφεσίβλητης (αναιρεσίβλητης ενάγουσας), με την οποία καλούσε αυτόν να της παραδώσει το επίδικο μετά το πέρας της καλλιεργητικής περιόδου (και) ο τελευταίος απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο", έλαβε υπόψη την άνω ένσταση του αναιρεσείοντος και την απέρριψε εκ του πράγματος ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις ολικά ή μερικά, εντοπίζεται δε η αντίφαση των διατάξεων στο διατακτικό της απόφασης και δημιουργεί τον προκείμενο λόγο αναίρεσης, όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με δεδικασμένο. Δεν ιδρύεται αντίθετα ο λόγος, αν η αντίφαση βρίσκεται στις αιτιολογίες, εκτός αν επέχουν θέση διατακτικού, ούτε μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού, οπότε, αν η αντίφαση εντοπίζεται με τη μορφή της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ιδρύεται ο λόγος του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλει την πλημμέλεια από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, "ενώ - κατ'άρθρο 222 παρ.2 ΚΠολΔ - ανέστειλε την εκδίκαση όλων των ανταγωγών (του) που ασκήθηκαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας εωσότου περατωθεί η δίκη επί της ανταγωγής (του) που εκκρεμεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αργοστολίου (ακολούθως) δέχτηκε την αγωγή τελεσίδικα με το σκεπτικό ότι δεν είχ(ε) εκδηλώσει διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη θέληση να εξουσιάζ(ει) το επίδικο σαν να ή(ταν) κύριος αυτού....δεσμεύοντας, έτσι, το κατώτερο δικαστήριο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας στην κρίση του για την κατ'ουσία διερεύνηση της ανταγωγής (τ)ου", ως μη ιδρυώμενος, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στο ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, με την οποία ο αναιρεσείων, επικαλούμενος τα ανωτέρω περιστατικά, αποδίδει επικουρικά στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης του άρθρου 222 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι η διάταξη του άρθρου 222 παρ.2 ΚΠολΔ δεν είναι ουσιαστικού δικαίου, ως προϋποθέτει η προβλέπουσα το σχετικό λόγο αναίρεσης ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, αλλά δικονομικού τοιούτου και έτσι η παραβίασή της δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5.6.2007 αίτηση του Π. Κ. του Δ. για αναίρεση της 960/2006 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αιτία για την οποία ο εναγόμενος νέμεται ή κατέχει το πράγμα δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της διεκδικητικής αγωγής, αλλά ενδεχομένως να στηρίξει ένσταση κατ’ αυτής (άρθρο 1095 ΑΚ), αν ο εναγόμενος επικαλεστεί και αποδείξει, ότι έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί του πράγματος, που του παρέχει εξουσία νομής ή κατοχής.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 54/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κ. Ο. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Διαμαντόπουλο. Της αναιρεσίβλητης: Μ. χήρας Δ. Γ., το γένος Τ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τρανσβαλίδη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/10/1994 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 505/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/7/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ "είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κάθε μεταγενέστερη (με τις προτάσεις της πρωτόδικης συζήτησης ή με τις προτάσεις του εφετείου) προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση από άλλη, απαγορεύεται, αποτρέποντας, έτσι, τον αιφνιδιασμό του εναγομένου. Η παράβαση του κανόνα σημαίνει παράβαση της αρχής τηρήσεως της προδικασίας, με συνέπεια την απόρριψη της νέας βάσης ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 111 παρ. 2). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσίβλητη, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 21-10-1994 - διεκδικητικής αγωγής της, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επί του περιγραφόμενου επίδικου ακινήτου, εμβαδού 468,70 τ.μ. και να διαταχθεί η απόδοσή του σ'αυτήν, εφόσον ο εναγόμενος - ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και στη θέση του υπεισήλθε ο ήδη αναιρεσείων γιος του και καθολικός διάδοχός του - το κατέλαβε κατά το έτος 1990 "αυθαιρέτως, αυτογνωμόνως και παρά τη θέλησή της", ως αποτελώντας τμήμα του επίσης περιγραφόμενου αγρού, εμβαδού 4.000 τ.μ. που απέκτησε την κυριότητα με την από 28-6-1985 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 13-9-1985 συζύγου της, η οποία νόμιμα δημοσιεύτηκε και κηρύχτηκε κυρία, έγινε αποδεκτή από την ίδια και μεταγράφηκε νόμιμα η δήλωση αποδοχής της, είχε δε περιέλθει στην κυριότητα του κληρονομηθέντος από αυτήν συζύγου της από αγορά από τον Π. Α. του Α. με το …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 περ. α' και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη θεμελιωτικό της μεταβολής της βάσης της αγωγής ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας) παραλείποντας να τον κηρύξει απαράδεκτο και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό της που πρόβαλε με τις από 2-12-2009 προτάσεις της, μετά την έκδοση της 356/1995 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τη διεξαγωγή της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα δύο ξεχωριστών ακινήτων συνολικής έκτασης 4.800 τμ., ήτοι και του αγρού εμβαδού 800 τ.μ. που είχε αποκτήσει ο σύζυγός της από αγορά με το …/1973 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, με τον οποίο μεταβαλλόταν ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (από τον παράγωγο και - επικουρικά - τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης του επιδίκου ακινήτου από την αναιρεσίβλητη) ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - μόνο - του άνω αγρού εμβαδού 4000 τ.μ., που ο σύζυγος της αναιρεσίβλητης είχε αποκτήσει με το προεκτεθέν …/27-2-1973- συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των - ανωτέρω -από 2-12-2009- προτάσεων της αναιρεσίβλητης στον πρώτο βαθμό προκύπτει, ότι αυτή - αναιρεσίβλητη- δεν προέβαλε τον προεκτεθέντα ισχυρισμό, αλλά απεναντίας, εκτιμώντας το περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το Δικαστήριο πραγματογνώμονος πολιτικού υπομηχανικού της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Ν. Χαλκιδικής Ε. Κ. - με αριθμό κατάθεσης 30/2005 - υπεραμύνθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό της, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα - μόνο- του ακινήτου έκτασης 4000 τ.μ. του άνω …/27-2-1973- αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Επομένως, υπό τα δεδομένα αυτά, ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041, 1045 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), αποτελεί ένσταση, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή ή συμπίπτουν με αυτά της αγωγής όχι εξολοκλήρου, αλλά τόσο ώστε ο υπολειπόμενος χρόνος να μη είναι αρκετός για θεμελίωση της αγωγής (ΑΠ 1589/2008 Ελλ Δνη 49.1456). Εξάλλου, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενική και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης (από τη δικονομική μεταρρύθμιση του ν.1478/1984 για τις υποθέσεις που υπήγοντο στην τακτική διαδικασία του μονομελούς πρωτοδικείου, ήδη δε με την κατάργηση του άρθρου 341 ΚΠολΔ με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν.2915/2001 για όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, εφόσον, όμως, ο σχετικός ισχυρισμός έχει απορριφθεί ως αναπόδεικτος από έλλειψη ή ανεπάρκεια των αποδείξεων, κατ' εφαρμογή του κανόνος, κατά τον οποίο "μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, ο αντίδικος απαλλάσσεται" και όχι επειδή οι αντίθετες αποδείξεις θεωρήθηκαν επαρκείς προς απόδειξη του αντίθετου του περί ου πρόκειται ισχυρισμού, ο οποίος και ένεκα τούτου απορρίφτηκε, διότι, στην περίπτωση αυτή, η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους της απόδειξης στερείται σημασίας και γι' αυτό ελλείπει το έννομο συμφέρον για την προβολή τέτοιας αιτίασης. Το δευτεροβάθμιο δε δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), αν με την έφεση δεν προβάλλεται σφάλμα ως προς την κατανομή του βάρους της απόδειξης, αλλά εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, προβαίνει στην επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αφού προηγουμένως κατανείμει αυτό, σύμφωνα με το νόμο, το βάρος της απόδειξης. Τέλος, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 21-10-1994- διεκδικητικής αγωγής προκύπτει, ότι η αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) ισχυρίστηκε, ότι έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου με τον προμνημονευθέντα νόμιμο παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος στις 13-9-1985 συζύγου της, δυνάμει της από 28-6-1985 ιδιόγραφης διαθήκης του, που αποδέχθηκε συμβολαιογραφικώς και μετέγραψε την περί αποδοχής συμβολαιογραφική πράξη τη 1-9-1992) και επικουρικά με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, συνυπολογιζόμενου του δικού της χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, ως νεμηθέντες αυτή μεν από το έτος 1985 που, ως άνω, το απέκτησε, μέχρι το έτος 1990 που ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος αυθαιρέτως το κατέλαβε και έκτοτε παράνομα το κατέχει, οι δε δικαιοπάροχοί της (άμεσος και απώτερος) και ειδικότερα ο απώτερος (Π. Α. Α.) από το έτος 1936 που περιήλθε σ' αυτόν από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του - κατά το έτος 1936- αποβιώσαντος πατέρα του, Α. Α. Α., και έκτοτε συνεχώς μέχρι της μεταβιβάσεώς του με το …/27-2-1973 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Συκιάς Αικατερίνης Αποστολίδου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στο σύζυγό της (άμεσο δικαιοπάροχό της) και ο τελευταίος από την περιέλευσή του σ' αυτόν με το πιο πάνω συμβόλαιο μέχρι τον κατά τα άνω θάνατό του -στις 13-9-1985- με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Εξάλλου, ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των από 30-11-2009 προτάσεών του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είχε ισχυριστεί ότι έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο (από αγορά από αληθινό κύριο με το …/18-12-1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Συκιάς Τρύφωνα Κυριακίδη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί) και επικουρικά με πρωτότυπο τρόπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), ως νεμηθείς αυτό -επίδικο ακίνητο- με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας ή της εικοσαετίας, αντίστοιχα, μέχρι την άσκηση της αγωγής (24-10-1994). Ο ισχυρισμός αυτός του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου αποτελεί ένσταση, γιατί μέσα στο χρόνο που κατά τα άνω προβλέπει η αγωγή (1936 έως 1990) χωρούν δύο χρησικτησίας, το δε Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε κατ' ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό και δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας. Ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της -από 8-9-2010- έφεσής του κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής) -το οποίο είχε επίσης δεχθεί ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή- είχε ζητήσει την εξαφάνισή της και για το λόγο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Επομένως, το Εφετείο, με το να εξετάσει τον πιο πάνω ισχυρισμό και να κρίνει ότι αποτελεί ένσταση και ακολούθως να τον απορρίψει κατ' ουσία και να δεχθεί ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την αγωγή, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες των αριθμών 8α και 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού ούτε παρά το νόμο έλαβε υπόψη τον άνω ισχυρισμό ούτε κατένειμε σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου το αντικειμενικό βάρος απόδειξης αντίθετα στα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8α και 13 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ανεξαρτήτως αυτού, ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο -από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ- μέρος του, προεχόντως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει την αμέσως πιο πάνω αιτίαση, αφού το Εφετείο έκανε ως άνω δεκτή την αγωγή, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του, λόγω επάρκειας των αποδείξεων που προσκομίστηκαν από την αντίδικό του και ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα. Τέλος, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, σχημάτισε την κρίση του αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, μεταξύ των οποίων και ο παραπάνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, όχι χωρίς απόδειξη, αλλά από τη συνεκτίμηση των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, την προαναφερθείσα - με αριθμό κατάθεσης 30/2005 -έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε από την εισηγήτρια Δικαστή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και από όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-7-2012 αίτηση του Κ. Ο. του Α. για αναίρεση της 505/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση και ούτε άρνηση της αγωγής.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 66/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη, και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Δ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Σιώρου. Της αναιρεσίβλητης: Π. Ζ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Αρτέμιδα Γιανναρά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, τις από 21/1/2010 ανταγωγή και 22/1/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 347/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 537/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/5/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου ανέγνωσε την από 12/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής. Με την υπ' αριθ. 347/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί αντιθέτων αγωγών των διαδίκων με αντικείμενο την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων και την υποχρέωση καταβολής σ' αυτά διατροφής, καθώς και επί της ανταγωγής που άσκησε ο αναιρεσείων για τη ρύθμιση της επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα του, έγινε δεκτή η αγωγή του αναιρεσείοντος, ανατέθηκε σ' αυτόν η επιμέλεια των ανηλίκων και υποχρεώθηκε η αναιρεσίβλητη μητέρα τους να καταβάλει σ' αυτά διατροφή. Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία ανέθεσε την επιμέλεια των ανηλίκων στην αναιρεσίβλητη και υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να καταβάλει στα ανήλικα τέκνα του διατροφή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 έως 1514 του Α.Κ. προκύπτει ότι στην περίπτωση διαζυγίου ή διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, ρυθμίζεται με απόφαση του δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον των τέκνων. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών 173 και 200 του ΑΚ. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, Ολ. ΑΠ 4/2005 ). Περαιτέρω, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του οικείου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, έγιναν δεκτά τα εξής : " Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στις 29-9-2005, στο Παλαιό Φάληρο Αττικής και εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα που τους παραχώρησαν οι γονείς του εφεσιβλήτου στον Άγιο Δημήτριο Αττικής. Από το γάμο τους απέκτησαν στις 1-11-2005 δίδυμα τέκνα την Δ. και την Ά.. Από τις αρχές του γάμου τους υπήρχαν προβλήματα στη σχέση τους ως συζύγων που εντάθηκαν με τη γέννηση σε σύντομο διάστημα των διδύμων θυγατέρων τους. Τούτο οφείλετο αφ' ενός στην ανώριμη αντιμετώπιση από την ενάγουσα των ευθυνών που δημιουργήθηκαν ενόψει και της, τότε, σχετικά νεαρής ηλικίας της (24 ετών) αλλά και του γεγονότος ότι βρέθηκε μακριά από το συγγενικό και φιλικό της περιβάλλον απομακρυνόμενη από την ιδιαίτερη πατρίδα της τα Σέρβια Κοζάνης και αφ' ετέρου στο δύστροπο και αυταρχικό χαρακτήρα του εφεσίβλητου. Μετά από συνεχείς εντάσεις και καυγάδες μεταξύ των διαδίκων η εκκαλούσα, τον Απρίλιο 2007 εγκατέλειψε τη συζυγική οικία για δύο ημέρες, το επανέλαβε τον Ιούνιο 2007 επί ένα μήνα, κατά την επάνοδό της δε ζήτησε να προχωρήσουν σε συναινετικό διαζύγιο. Στα πλαίσια του τελευταίου υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων και το από 13-7-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό για την επιμέλεια των ανηλίκων με το οποίο η μητέρα συμφώνησε να ανατεθεί στον πατέρα. Η εκκαλούσα η οποία απομακρύνθηκε κατόπιν αυτού από τη συζυγική οικία επανεμφανίσθη μετά την πάροδο οκτώ μηνών με σκοπό την επανασύνδεση των σχέσεων των διαδίκων. Πλην όμως και πάλι τον Αύγουστο 2008 αποχώρησε οριστικά πλέον από τη συζυγική οικία και εγκαταστάθηκε σε μισθωμένο διαμέρισμα, αφού προηγουμένως είχε εξεύρει εργασία. Με τη με αριθμό 4013/13-5-2009 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί της από 29-9-2008 αίτησης της εκκαλούσας, ανατέθηκε για πρώτη φορά η άσκηση προσωρινά της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην εκκαλούσα μητέρα τους, στην οποία και παραδόθηκαν από τον πατέρα τους, υπό την φροντίδα του οποίου τελούσαν έως τότε. Δηλαδή καθόλα τα παραπάνω διαστήματα που η εκκαλούσα απομακρυνόταν από τη συζυγική κατοικία, λόγω των διαφορών της με τον εφεσίβλητο σύζυγό της, τα ανήλικα παρέμεναν στη συζυγική οικία υπό τη φροντίδα του πατέρα τους και των γονέων του, γιαγιάς και παππού, που διέμεναν στην ίδια πολυκατοικία. Και είναι γεγονός ότι ο πατέρας των ανηλίκων, τα φρόντιζε με στοργή και αγάπη. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε η εκκαλούσα μητέρα των ανηλίκων, με το από 13 - 7 - 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό συμφώνησε με τον εφεσίβλητο, στα πλαίσια της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, η επιμέλεια των ανηλίκων να ανατεθεί σ' αυτόν. Πρέπει, όμως να λεχθεί, ότι με το ίδιο συμφωνητικό οι διάδικοι συμφώνησαν και όπως η μητέρα, στα πλαίσια της άσκησης της επικοινωνίας της με αυτά, να τα παραλαμβάνει καθημερινά από την οικία του πατέρα τους, αμέσως μετά το πέρας της εργασίας της και να τα παραδίδει σ' αυτόν στις 21.30 μ. μ. ώρα, από τη Δευτέρα έως και Παρασκευή καθώς και δύο Σαββατοκύριακα το μήνα. Ενώ κατά τις ώρες εργασίας και του πατέρα, τα ανήλικα παρέμεναν στη φύλαξη των γονέων του. Δηλαδή, όπως προκύπτει από το συμφωνητικό αυτό, ο εναγόμενος συμφώνησε όλες σχεδόν τις ημέρες του μήνα (πλην των δύο Σαββατοκύριακων) τα παιδιά, μετά την εργασία της, να τα παραλαμβάνει και να τα φροντίζει η μητέρα, στην οποία επομένως και ο ίδιος έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη, παρά την προηγούμενη επιδειχθείσα από αυτή, ουσιαστικά ανώριμη συμπεριφορά προς τα τέκνα της, ενώ τα πρωινά παρέμεναν στη φροντίδα της γιαγιάς τους και ο ίδιος ο εναγόμενος τα παραλάμβανε από τη μητέρα τους και τα φρόντιζε, εκ των πραγμάτων, μόνο τα βράδυα όταν επέστρεφε από την εργασία του. Και δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι η εκκαλούσα μητέρα των ανηλίκων, όπως προαναφέρεται, ενάμισι περίπου χρόνο μετά τη γέννησή τους, δηλαδή από τον Απρίλιο 2007 και επί μία διετία περίπου εμφάνιζε, υπό το βάρος των παραπάνω οικογενειακών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αντιγονεϊκή συμπεριφορά. Είναι προφανές, όμως, ότι τούτο οφείλετο στο ότι η ίδια εστερείτο παντελώς πόρων και δεν είχε ανεύρει ακόμα εργασία ώστε να δύναται να ανταποκριθεί σε έξοδα μίσθωσης κατοικίας και διατροφής των ανηλίκων, ενώ οι γονείς της, που διαφωνούσαν πλήρως με την απόφασή της να διαλύσει το γάμο της, την απέρριπταν αρνούμενοι οιαδήποτε προς αυτή βοήθεια και τάχτηκαν πλήρως με το μέρος του συζύγου της του οποίου τη θέση έως σήμερα υποστηρίζουν. Μόλις δε η ενάγουσα βρήκε εργασία μίσθωσε διαμέρισμα και διεκδίκησε και έλαβε την προσωρινή άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων, με την οποία διαμένουν πλέον όπως προαναφέρθηκε, από τον Μάιο 2009 έως και σήμερα, χωρίς να παρατηρηθεί οιοδήποτε πρόβλημα στις σχέσεις της με τα ανήλικα, τα οποία περιβάλλει επίσης, όπως και ο πατέρας τους, με στοργή, αγάπη και φροντίδα. Με την με αριθμό 583/2010 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του ως άνω δικαστηρίου που εκδόθηκε επί αιτήσεως του εφεσιβλήτου, ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσιβλήτου με τα ανήλικα. Ειδικότερα η εκκαλούσα - ενάγουσα η οποία είναι πτυχιούχος της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών ΤΕΙ σύμφωνα με την από 27-10-201 βεβαίωση της εργοδότριας της εταιρείας 'ΆLFΑ - LAMDA Α.Ε" εργάζεται σ' αυτήν ως υπάλληλος γραφείου με αποδοχές μικτές μηνιαίως 1031,25 ευρώ. Έχει μισθωμένο διαμέρισμα από 2-12-2008 δύο υπνοδωματίων στη Νέα Σμύρνη αντί μηνιαίου μισθώματος 460 ευρώ στο οποίο διαμένει με τα ανήλικη τέκνα της καθώς και με το σύντροφό της Σ. Γ.. Είναι δε σε θέση πλέον να ανταπεξέλθει σ' όλες τις ευθύνες και φροντίδες από την άσκηση της επιμέλειας των τέκνων της, ως μητέρα και το απέδειξε με την έως τώρα συμπεριφορά της. Αναφορικά με τις αιτιάσεις του εφεσίβλητου σχετικά με την συμπεριφορά του Σ. Γ. προς τα ανήλικα, την οποία παρουσιάζει ως αυταρχική και αντιπαιδαγωγική, επικαλούμενος κάποιες διηγήσεις, κατά τα λεγόμενά του, των ανηλίκων, αυτά διαψεύδονται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης ιδία της Κ. Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η οποία από άμεση αντίληψη ως συνάδελφος και φίλη της εκκαλούσας, καταθέτει ότι ο παραπάνω έχει άριστες σχέσεις με τα ανήλικα τα οποία τον αγαπούν. Αυτά σε αντίθεση με όσα κατατίθενται από τους μάρτυρες ανταπόδειξης οι οποίοι δεν έχουν ιδίαν αντίληψη. Οι οικείοι δε της εκκαλούσας (όπως ο πατέρας της) που έχουν ταχθεί υπέρ του συζύγου της έχουν άγνοια για τις συνθήκες ζωής της και του τρόπου άσκησης της επιμέλειας των τέκνων της, γιατί οι σχέσεις τους διακόπηκαν εκ του λόγου ότι, όπως προαναφέρθηκε, αντιτάχθηκαν στη διάλυση του γάμου της ενάγουσας και αρνήθηκαν σ' αυτήν οιαδήποτε βοήθεια μετά την αποχώρησή της από τη συζυγική εστία. Εξ' άλλου, σύμφωνα με την από 23-9-2011 Παιδοψυχιατρική έκθεση του Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής ΙΚΑ, που συντάχθηκε κατόπιν Εισαγγελικής Παραγγελίας, μετά από αίτηση της εκκαλούσας, δεν καταγράφεται από τις διηγήσεις των ανηλίκων κάποια μεμπτή σε βάρος τους συμπεριφορά από τον Σ. Γ.. Αντίθετα, η έκθεση αναφέρεται στην αρνητική συμπεριφορά και των δύο γονέων-διαδίκων στις μεταξύ τους σχέσεις όπου ο καθένας εγκλωβίζεται στα δικά του αρνητικά συναισθήματα για τον άλλο, με αποτέλεσμα να παγιδεύονται και τα παιδιά στην όλη διαδικασία, βιώνοντας όλα τα αρνητικά συναισθήματα των γονιών τους. Στο αυτό περίπου συμπέρασμα καταλήγει και η από 18-7-2011 " Συνοπτική Έκθεση Ψυχολογικής Αξιολόγησης των ανηλίκων", της ψυχολόγου Α. Κ. που εξέτασε τα ανήλικα μετά από αίτημα του πατέρα. Από τα προεκτιθέμενα προκύπτει ότι η ενάγουσα η οποία έχει την προσωρινή επιμέλεια των ανηλίκων από το έτος 2009. ασχολείται πλέον αποκλειστικά η ίδια με την ανατροφή και φροντίδα τους και έχει ήδη δημιουργήσει ένα ομαλό περιβάλλον το οποίο είναι αναγκαίο για την ορθή ψυχοσωματική. και πνευματική ανάπτυξη των ανηλίκων ώστε να προσαρμοσθούν ευκολότερα στη νέα οικογενειακή τους κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί μετά τη διάστασή της με τον εναγόμενο. Και είναι αλήθεια ότι και οι δύο γονείς υπεραγαπούν τα τέκνα τους και φροντίζουν για τη σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητας τους, ώστε τα ανήλικα να αισθάνονται ασφάλεια και ψυχική, κατά το δυνατόν, ισορροπία, ενώ ο εναγόμενος διατηρεί προσωπική επικοινωνία με αυτά, ασχολείται μαζί τους και πιστεύει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει καλύτερα στα καθήκοντα της επιμέλειας. Όμως ενόψει της διαμορφωθείσης ήδη κατάστασης, όπου τα ανήλικα διαμένουν από το έτος 2009 με τη μητέρα τους και της προσαρμογής τους στο περιβάλλον της με την ιδιαίτερη σημασία που πρέπει να δίνεται στη μη διατάραξη του ομαλού μέχρι σήμερα τρόπου ζωής των ανηλίκων, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την τρυφερή και ευαίσθητη ηλικία στην οποία βρίσκονται που ως εκ τούτου έχουν άμεση την ανάγκη των μητρικών φροντίδων και στοργής που θα συμβάλουν στην περαιτέρω ψυχοσωματική και πνευματική τους ανάπτυξη, κρίνεται ότι το αληθινό συμφέρον των ανηλίκων, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα στη νομική σκέψη, επιβάλλει σαφώς να παραμείνουν στη μητέρα τους και επομένως να ανατεθεί σ' αυτήν αποκλειστικά, οριστικά η άσκηση της επιμέλειάς τους, απορριπτομένων κατόπιν όσων έγιναν δεκτά, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εφεσιβλήτου ως αβασίμων στην ουσία τους. Πρέπει να λεχθεί ότι δεν κρίνεται αναγκαία ούτε προβλέπεται επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης από το άρθρο 671 παρ. 3. ΚΠολΔικ και η λήψη υπόψη από το παρόν Δικαστήριο της γνώμης των τέκνων, ενόψει της μικρής τους ηλικίας (χρόνος γέννησης 1-11-2005) που δεν έχουν ακόμη την ωριμότητα να αντιληφθούν το πραγματικό τους συμφέρον, προϋπόθεση που εναπόκειται στη κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται σχετικά στη νομική σκέψη". Mε βάση τις άνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση ως βάσιμη στην ουσία της, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή του εφεσίβλητου, δέχθηκε την αγωγή της εκκαλούσας και ανέθεσε σ' αυτήν την επιμέλεια των ανηλίκων. Έτσι που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε με βάση τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1511, 1512, 1513 του Α.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού διέλαβε σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες που δικαιολογούν την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Επομένως, οι περί του αντιθέτου πρώτος από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ και δεύτερος από τον αριθ. 19 του ίδιου άρθρου λόγοι του αναιρετηρίου είναι αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1511 A.K. και 681 Γ παρ. 3 εδ. α` και 4 εδ. α`, δ` και ε` Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου, επί διακοπής της συμβιώσεως των συζύγων, να ρυθμίσει τη γονική μέριμνα, πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά και τη γνώμη του τέκνου, εφόσον κρίνει ότι έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του, για την κρίση του δε αυτή ως προς την ύπαρξη ή μη τέτοιας ωριμότητας, που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε ειδική αιτιολογία απαιτείται, ούτε αναιρετικός έλεγχος επιτρέπεται, αφού αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος κατ' άρθρ. 561 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 201/2010 ). Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων επιβάλλει να παραμείνουν με τη μητέρα τους. Στη κρίση του αυτή κατέληξε το Εφετείο χωρίς να ζητήσει και συνεκτιμήσει τη γνώμη των ανηλίκων τέκνων, κρίνοντας ότι, ενόψει της μικρής των ηλικίας, ως γεννηθέντων την 1-11-2005, αυτά δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν το αληθινό τους συμφέρον, έτσι ώστε να μη κρίνεται απαραίτητη η έκφραση της γνώμης των σχετικά με ποιον από τους γονείς των επιθυμούν να παραμείνουν. Με βάση αυτά, το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση της μητέρας των ανηλίκων ανάθεσε σ' αυτήν την επιμέλειά τους. Έτσι δε που έκρινε δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 3 του Α.Κ. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τ' αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, ήτοι προέβη σε εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του, αποδίδοντας σ' αυτό περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, στη συνέχεια δε, στηριζόμενο αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα αναφορικώς με πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Δεν ιδρύεται όμως ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, καταλήγει σε διαπίστωση διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί σωστή, καθώς και όταν σχημάτισε την κρίση του από τη συνεκτίμηση περισσότερων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο έγγραφο, χωρίς τούτο να εξαίρεται ιδιαιτέρως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο κατά το πρώτο σκέλος του λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του από 13-7-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού το οποίο υπέγραψαν οι διάδικοι ενόψει της υποβολής αιτήσεώς τους για συναινετική λύση του γάμου τους και ειδικότερα τη συμφωνία τους να ανατεθεί η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους στον πατέρα τους και η μητέρα τους να επικοινωνεί με αυτά καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή αμέσως μετά την εργασία της και να τα παραδίδει σ' αυτόν στις 21.30 μμ, καθώς και δύο Σαββατοκύριακα το μήνα με διανυκτέρευση στο σπίτι της, ενώ κατά το χρόνο εργασίας του πατέρα των ανηλίκων αυτά θα παραμένουν με τους γονείς του, δέχθηκε ότι " δηλαδή, όπως προκύπτει από το συμφωνητικό αυτό, ο εναγόμενος συμφώνησε όλες σχεδόν τις ημέρες του μήνα ( πλην των δύο Σαββατοκύριακων ) τα παιδιά, μετά την εργασία της, να τα παραλαμβάνει και να τα φροντίζει η μητέρα, στην οποία επομένως και ο ίδιος έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη, παρά την προηγούμενη επιδειχθείσα από αυτή, ουσιαστικά ανώριμη, συμπεριφορά προς τα τέκνα της, ενώ τα πρωϊνά παρέμεναν στη φροντίδα της γιαγιάς τους και τα φρόντιζε, εκ των πραγμάτων, μόνο τα βράδια όταν επέστρεφε από την εργασία του ", δηλαδή δέχθηκε προδήλως ότι η μητέρα των ανηλίκων ασκούσε ουσιαστικά την επιμέλειά τους και ότι στο πρόσωπό της ο αναιρεσείων επέδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη, περιστατικά, όμως, που δεν διαλαμβάνονται στο ανωτέρω έγγραφο, το οποίο και παραμόρφωσε. Ο λόγος αυτός προτείνεται απαραδέκτως, διότι υπό τα εκτιθέμενα δεν πρόκειται για παραμόρφωση του ιδιωτικού συμφωνητικού, αλλά για εκτίμηση του περιεχομένου του από το δικαστήριο διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί σωστή, η οποία δεν ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Με τον τέταρτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγο προβάλλεται η αιτίαση, υπό την επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο αξιολόγησε το περιεχόμενο της από 23-9-2011 Παιδοψυχιατρικής έκθεσης του Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής του ΙΚΑ και της από 18-7-2011 συνοπτικής έκθεσης Ψυχολογικής Αξιολόγησης των ανηλίκων της ψυχολόγου Α. Κ. μόνο ως προς το γεγονός της συμπεριφοράς του συντρόφου της μητέρας των ανηλίκων, ενώ δεν ανέγνωσε αυτά κατά το περιεχόμενό τους, το οποίο και παραμόρφωσε αρνητικά, αναφορικά " με τις συνθήκες διαβίωσης και ανάπτυξης των ανηλίκων κατά την ψυχική, συναισθηματική και πνευματική διάσταση της προσωπικότητάς των και ισορροπία, όπως είναι τα προδήλως προκύπτοντα περιστατικά της άρνησης της πατρικής του ιδιότητας, της απόρριψής του, της έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του, της ψυχικής και συναισθηματικής διαταραχής των και συγχύσεως, αν διάβαζε δε και το παραπάνω περιεχόμενο των εγγράφων θα δεχόταν ότι τα ανήλικα υπέστησαν ψυχική, συναισθηματική και πνευματική πίεση, επιρροή και σύγχυση να αποδεχθούν τον σύντροφο της αντιδίκου στη δική μου θέση, όπερ αντίκειται στο αληθές συμφέρον τους και θα ανατίθετο η επιμέλεια αυτών σε αυτόν". Και ως προς το σκέλος αυτό ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι τα επικαλούμενα περιστατικά συνδέονται με συμπεριφορά της αντιδίκου του αναιρεσείοντος και όχι του συντρόφου της μητέρας των ανηλίκων, για τον οποίο το Εφετείο δέχθηκε ότι από τα ανωτέρω έγγραφα δεν προκύπτει ανάρμοστη συμπεριφορά εκείνου έναντι των ανηλίκων, το αποδεικτικό δε πόρισμα του Εφετείου σχετικά με την καταλληλότητα της αναιρεσίβλητης για την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων δεν στηρίζεται αποκλειστικά ή κυρίως στα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία και δεν εξαίρει ιδιαίτερα, αλλά στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες και έγγραφα ). Με τον τέταρτο, κατά το τρίτο σκέλος του, από το άρθρο 559 αριθ.11 γ' ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται, επικουρικά, η αιτίαση ότι το Εφετείο κατά την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας των ανηλίκων και τον καθορισμό του γονέα που εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον των, δεν έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα ως άνω δύο έγγραφα, τα οποία επικαλέσθηκε νόμιμα και προσκόμισε ο αναιρεσείων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο αναφέρει ρητά ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα, από το όλο δε περιεχόμενο των αιτιολογιών που παραθέτει δεν ανακύπτει αμφιβολία ότι ελήφθησαν πράγματι υπόψη και τα ανωτέρω έγγραφα. Κατ' ακολουθίαν, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιότητας αυτών ως συζύγων ( άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-5-2012 αίτηση του Α. Δ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 537/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Συμψηφίζει τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επιμέλεια ανηλίκων. Ανατίθεται στον γονέα που υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες επιβάλλει το αληθές συμφέρον του τέκνου. Κρίση του δικαστηρίου ότι ενόψει της μικρής ηλικίας των τέκνων δεν είναι αναγκαία να ζητήσει και συνεκτιμήσει τη γνώμη των με ποιον γονέα επιθυμούν να παραμείνουν. Η κρίση αυτή, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Απορρίπτονται οι λόγοι αναίρεσης από τους αριθμ 1, 11γ, 19, 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.( Επικυρώνει υπ’ αριθμ. 537/2012 απόφαση Εφετείου Αθηνών)
Επιμέλεια ανηλίκου
Επιμέλεια ανηλίκου.
0
Αριθμός 40/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη , Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Σ. Κ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Κατσέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1)Δ. Ν. Ο., 2)Ε. Ν. Ο. και 3) Σ. χήρας Ν. Ο., το γένος Ε. Ζ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Φαλαγκαράκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/12/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 268/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 33/2009 του Εφετείου Ναυπλίου συνεκδικάζοντας την από 25/10/2005 έφεση των 1ου και 2ου των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 15/10/2007 κύρια παρέμβαση της ήδη 3ης αναιρεσίβλητης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 19/9/2009 αίτησή του, για την οποία ορίστηκε, μετ' αναβολή, η δικάσιμος 9/5/2012, οπότε ματαιώθηκε. Η υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση με την από 18/5/2012 κλήση. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/11/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 687, 73, 76, 79, 556 και 558 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι με την άσκηση της κύριας παρέμβασης, με την οποία ο παρεμβαίνων αντιποιείται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος το αντικείμενο της μεταξύ άλλων εκκρεμούς δίκης, καθίσταται μεν αυτός κύριος διάδικος και αντίδικος των αρχικών διαδίκων, δεν δημιουργείται όμως και σχέση απλής ή αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ αυτού και των αρχικών διαδίκων. Κατά συνέπεια ο κυρίως παρεμβαίνων, του οποίου η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην αναίρεση του κυρίως διαδίκου που ηττήθηκε, αφού ως προς αυτόν δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση, έστω και αν ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της και κατά τούτο αυτή (αναίρεση) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αναίρεση, κατά το μέτρο που στρέφεται κατά της τρίτης αναιρεσίβλητης, της οποίας η ενώπιον του Εφετείου ασκηθείσα κυρία παρέμβαση, καθ'όλων των διαδίκων, με την οποία αυτή αντιποιείτο ποσοστό εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου απορρίφθηκε, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτη, ως παθητικά ανομιμοποίητη, αφού, ως προς αυτήν, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση και αν ακόμη ευδοκιμήσει κάποιος από τόσα λόγους της αναίρεσης. Επειδη κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔικ., εκτός των αναφερομένων σ'αυτή περιπτώσεων, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας. Εξ άλλου, το δικόγραφο της έφεσης, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος, πλην όμως η αοριστία αυτή, ενόψει του ότι δεν αφορά τη δημόσια τάξη, αφού συνιστά έλλειψη αυτοτελούς διαδικαστικής προϋπόθεσης και όχι προδικασίας, πρέπει, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 ΚΠολΔικ., για το παραδεκτό της προβολής του, να προταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτίαση, ότι παρά το νόμο ήτοι του άρθρου 520 παρ.1 ΚΠολΔικ, δεν κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της εφέσεως, λόγω της αοριστίας του, χωρίς όμως να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός αυτός προτάθηκε στο εκδόν την απόφαση Εφετείο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ανεξάρτητα από το ότι από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει, ότι ο μοναδικός λόγος της εφέσεως, με τον οποίο εζητείτο η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως λόγω κακής εκτιμήσεως των αποδείξεων ήταν ορισμένος, αφού κατά τρόπος σαφή έπληττε την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων, ενώ δεν χρειαζόταν (ενόψει του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και της εξ αρχής επανεκτίμηση της υπόθεσης), η εξειδίκευση των περί την εκτίμηση ατή σφαλμάτων (ΑΠ 824/2007), πολύ περισσότερο που στην προκειμένη περίπτωση, επρόκειτο περί εφέσεως κατά ερήμην, εκδοθείσας αποφάσεως, που κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔικ, οδηγούσε σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη ευδοκίμηση κάποιου λόγου της εφέσεως. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής, ήτοι φυσική εξουσίαση του προγράμματος με διάνοια κυρίου, καλή πίστη που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος του να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρ. 1192 περ.α και 1198 ΑΚ), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας . Ειδικότερα ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαρειά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος αποδείξεις. Περαιτέρω κατά το άρθρο 980 ΑΚ η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, όποιος δε άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου, τεκμαίρεται, όσο διατηρεί την κατοχή, ότι κατέχει στο όνομα άλλου. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, έννοια διαφορετική από την αληθινή, ενώ κατά την έννοια του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση, για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναφερόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο (πόρισμα) εκτίθεται σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο, έκτασης περίπου 3.500 τ.μ., βρίσκεται στο Δημοτικό … του Δήμου …, στη θέση "..." ή "..." και συνορεύει βόρεια με Π.Ε.Ο. Κορίνθου-Πατρών, νότια με ιδιοκτησίες Ν. Σ. Κ. και Α. Τ., ανατολικά με ιδιοκτησίες Σ. Ξ. και Α. Τ. και δυτικά με ιδιοκτησίες Δ. Π. και Ι. Χ. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι αυτός κατέστη κύριος του ως άνω ακινήτου από κληρονομιά του πατέρα του, Κ. Κ., που απεβίωσε στις 10-10-1990, δυνάμει της από 22-12-1988 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύτηκε με το υπ' αριθμ. 278/1990 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου και ότι την πατρική κληρονομιά του αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ. .../21-2-1991 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κορίνθου, Ευγενίας συζ. Κων. Σώκου, νομίμως μεταγραφείσας στον τόμο 240 και με αριθμό 282 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Συκιώνος. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι στον δικαιοπάροχο πατέρα του το ακίνητο περιήλθε το έτος 1946, μετά από προφορική παραχώρηση από το νονό του και κύριο του ακινήτου, Ε. Κ.-Ο., τόσο δε ο ίδιος (ενάγων) όσο και ο δικαιοπάροχος πατέρας του άσκησαν επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής (καλλιέργεια, οριοθέτηση, επίβλεψη), με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από το έτος 1946 μέχρι τη συζήτηση της ασκηθείσας αγωγής (24-9-2003). Πλην όμως, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων και ο δικαιοπάροχος πατέρας του άσκησαν στο επίδικο νομή με διάνοια κυρίου, αλλά μόνο ως αντιπρόσωποι των εκάστοτε αληθινών κυρίων και νομέων του ακινήτου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο Ε. (Μ.) Ν. Κ.-Ο., παππούς των εναγομένων, κατέστη σε ποσοστό 4/20 εξ αδιαιρέτου συγκύριος μείζονος έκτασης, συνολικής επιφάνειας 9 στρεμμάτων, στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο. Το παραπάνω ποσοστό το απέκτησε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος το έτος 1913 δικού του πατέρα και προπάππου των εναγομένων, Ν. Κ.-Ο., στην κληρονομιά του οποίου υπεισήλθε και αναμείχθηκε κατά το κληρονομικό του ποσοστό, διενεργώντας έκτοτε κατά το ποσοστό αυτό όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής. Συγκύριες στο ίδιο ακίνητο, κατά τα 4/20 εξ αδιαιρέτου η καθεμία, κατέστησαν από την ίδια αιτία και οι αδελφές του Ε. Κ.-Ο., Κ., Α., Μ. και Ε. θυγ. Ν. Κ.-Ο.. Από το έτος 1946, οι ως άνω συγκύριοι του ακινήτου είχαν ορίσει άτυπα τον πατέρα του ενάγοντος, Κ. Κ. (αναδεξιμιό, κατά τα προεκτεθέντα, του Ε. Κ.-Ο.) ως αντιπρόσωπο τους στη νομή του ως άνω ακινήτου για την εποπτεία και προστασία του από την επιβουλή τρίτων, με τη συμφωνία αυτός να το καλλιεργεί και να κρατά τους καρπούς, στέλνοντας και σ' αυτούς, εφόσον μπορούσε και χωρίς νομική υποχρέωση του, μέρος των συλλεγέντων καρπών ή κάποιο χρηματικό ποσό. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι και τον θάνατο του Κ. Κ. το έτος 1990, χωρίς ποτέ αυτός μέχρι τότε να αποκτήσει ή να αντιποιηθεί τη νομή του επίδικου ακινήτου σε βάρος των πραγματικών δικαιούχων. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τις ακόλουθες διαπιστώσεις : α) Ο Ε. Κ.-Ο. δεν είχε καν δικαίωμα να προβεί σε παραχώρηση του επίδικου ακινήτου προς τον Κ. Κ., αφού δεν ήταν κύριος του όλου ακινήτου, αλλά συγκύριος μόνον κατά τα 4/20 εξ αδιαιρέτου αυτού, ενώ συγκύριες κατά το υπόλοιπο ποσοστό ήταν, κατά τα προεκτεθέντα, οι τέσσερις αδελφές του κατ'ισομοιρία. β)Από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους εναγομένους επιστολή με ημερομηνία 24-6-1957 του Κ. Κ., που βρέθηκε στο αρχείο του Ε. Κ.-Ο., προκύπτει ότι ο τελευταίος στέλνει ένα τελάρο βερίκοκα στη "νονά του" (δηλαδή στη σύζυγο του Ε. Κ.-Ο.), την ενημερώνει για συμβάντα σχετικά με την ακίνητη περιουσία και αναφέρεται ακόμη σε χρήματα που δεν μπόρεσε να στείλει, επιβεβαιώνοντας έτσι την προεκτεθείσα άτυπη συμφωνία του με τους τότε συγκυρίους του ακινήτου σχετικά με την καλλιέργεια και την εκμετάλλευση του απ' αυτόν. γ) Σε δίκη που έγινε στις 18-5-1965 ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου με κατηγορούμενο τον Κ. Κ. για παράβαση του άρθρου 23 του Α.Ν. 3539/1958, που αφορούσε την κοπή δέντρων στο ακίνητο της οικογένειας Ο., ο τελευταίος απολογούμενος κατέθεσε ότι το κτήμα είναι του Ο., ενώ μάρτυρας υπεράσπισης στη ίδια δίκη κατέθεσε ότι "ο Κ. ήτο εργάτης του Ο." και ότι "το κτήμα είναι της Ο. και το έχει εκ κληρονομιάς", τα ίδια δε δηλώνει και ο ίδιος ο Κ. Κ. εξεταζόμενος ενώπιον του Πταισματοδίκη στις 22-2-1965. δ) 0 Ε. Κ.- Ο. ήταν δικηγόρος Αθηνών και επομένως, αν ήθελε να προβεί σε πράξη παραχώρησης του επίδικου ακινήτου στον Κ. Κ., θα προέβαινε στην πράξη αυτή νομοτύπως, εφόσον μάλιστα δεν του ανήκε ολόκληρο το ακίνητο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά το θάνατο του Ε. Κ.-Ο., στις 13-6-1963, το επίδικο περιήλθε με κληρονομική εξ αδιαθέτου διαδοχή, κατά το ποσοστό του σ' αυτό (4/20 εξ αδιαιρέτου), στο γιο του και πατέρα των εναγομένων, Ν. Κ.-Ο., κατά τα 3/4 και στη σύζυγο του Όλγα κατά το υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους δυνάμει των νομίμως μεταγεγραμμένων υπ' αριθμ.../1965 και .../1964 πράξεων των Συμβολαιογράφων Σικυώνος Παναγιώτη Παναγόπουλου και Αθηνών Ευριπίδη Περδικάρη, αντίστοιχα. Έτσι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου ο μεν Ν. Κ.-Ο. κατά ποσοστό 3/20, η δε μητέρα του Όλγα χήρα Ε. Κ.-Ο. κατά ποσοστό 1/20 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως, με το νομίμως μεταγεγραμμένο .../1964 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών, Ευριπίδη Περδικάρη, ο Ν. Κ.-Ο. απέκτησε αιτία πωλήσεως τα 8/20 εξ αδιαιρέτου του ίδιου ακινήτου από τις θείες του, Μ. χήρα Δ. Φ. και Ε. χήρα Δ. Τ. (αδελφές, κατά τα προεκτεθέντα, του πατέρα του Ε. Κ.-Ο.), ενώ με το νόμιμα επίσης μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../1964 συμβόλαιο του αυτού Συμβολαιογράφου Ευριπίδη Περδικάρη αγόρασε από τη μητέρα του, Ό. χήρα Έ. Κ.-Ο. το παραπάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της (1/20) στο επίδικο ακίνητο. Έτσι ο Ν. Κ.-Ο. κατέστη κύριος του όλου επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 12/20 ή 24/40 εξ αδιαιρέτου. Στις 14-4-1988, αποβίωσε χωρίς διαθήκη ο Ν. Κ.-Ο. και το εν λόγω ποσοστό του περιήλθε στους εναγομένους (τέκνα του) αλλά και στη σύζυγο του, Σ. Κ.-Ο., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Έτσι καθένας από τους εναγομένους έγινε συγκύριος του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 9/40 εξ αδιαιρέτου, η δε μητέρα τους Σ. Κ.-Ο. κατά ποσοστό 6/40 εξ αδιαιρέτου, αφού όλοι τους αποδέχθηκαν την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ' αριθμ. .../1993 πράξη αποδοχής ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κηφισιάς, Ουρανίας Γουλανδρή-Μαστραποστόλη. Εξάλλου, με τις υπ' αριθμ. 774/1969 και 632/1971 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο Ν. Κ.-Ο. είχε υιοθετηθεί από τις θείες του Κ. Α. Κ.-Ο.. Έτσι οι εναγόμενοι ως εγγονοί εξ υιοθεσίας απέκτησαν κατ' ισομοιρία με το θάνατο, στις 3-2-1990, της θείας τους Κ. Κ.-Ο., και ακολούθως με το θάνατο, στις 8-10-1990, της επίσης θείας τους Α. Κ.-Ο., το εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας (4/20) καθεμίας στο επίδικο ακίνητο, δηλαδή σε κάθε εναγόμενο περιήλθε κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής ποσοστό 2/20 ή 4/40 εξ αδιαιρέτου από καθεμία από τις ως άνω κληρονομιές. Έτσι κάθε εναγόμενος προσαύξησε το μέχρι τότε ποσοστό συγκυριότητας (9/40) στο επίδικο ακίνητο και κατέστη τελικώς συγκύριος αυτού κατά ποσοστό 17/40 (9/40 + 4/40 + 4/40) εξ αδιαιρέτου, αφού με τις .../1993 νόμιμα μεταγεγραμμένες πράξεις της Συμβολαιογράφου Κηφισιάς, Ουρανίας Γουλανδρή-Μαστραποστόλη, αποδέχθηκαν και τις κληρονομιές των ως άνω δικαιοπαρόχων τους. Καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα και δη μέχρι τον θάνατο του το έτος 1990, ο πατέρας του ενάγοντος, Κ. Κ., δεν ασκούσε, όπως προεκτέθηκε, επί του ακινήτου νομή με διάνοια κυρίου, ήτοι κτητική της κυριότητας νομή, αλλά μόνον ως αντιπρόσωπος νομής των εκάστοτε συγκυρίων του επιδίκου, ουδέποτε δε αυτός κατέστησε με οποιοδήποτε τρόπο γνωστό σ' αυτούς ότι αντιποιείται τη νομή τους. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να μεταβιβάσει με κληρονομιά στο γιο του τέτοια νομή που να οδηγεί σε κτήση κυριότητας. Εξάλλου, ούτε και ο τελευταίος (ενάγων), μετά το θάνατο του πατέρα του, προέβη σε ανάλογη γνωστοποίηση αντιποίησης από μέρους του της νομής προς τους συγκυρίους του επιδίκου μέχρι την έγερση της υπό κρίση αγωγής (άρθρα 980, 982 και 983 ΑΚ- ΑΠ 1777/2007 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1468/2006 δημ ΝΟΜΟΣ). Ενισχύεται δε η κρίση αυτή του Δικαστηρίου και από το γεγονός ότι για το βόρειο τμήμα του αρχικά ενιαίου ακινήτου, που διαχωρίστηκε με τη χάραξη της παλαιάς Εθνικής Οδού Κορίνθου-Πατρών σε δύο τμήματα, ήτοι το επίδικο, που βρίσκεται νοτίως της παλαιάς εθνικής οδού, και το υπόλοιπο, που βρίσκεται βορείως της ίδιας οδού, υπήρξε το έτος 1995 αμφισβήτηση του αντίστοιχου δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων και της μητέρας τους από την Κοινότητα Διμηνιού Κορινθίας. Στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου, ο ήδη ενάγων, Σ. Κ., άσκησε κύρια παρέμβαση, με την οποία για πρώτη επίσης φορά, εκδήλωσε πρόθεση διεκδίκησης του τμήματος εκείνου του ενιαίου ακινήτου, επικαλούμενος μάλιστα τα ίδια πραγματικά περιστατικά κτήσης κυριότητας από αυτόν, όπως και για το επίδικο (ήτοι κληρονομιά από τον πατέρα του, στον οποίο είχε αυτό δήθεν παραχωρηθεί άτυπα από τον Ε. Κ.-Ο. το έτος 1946). Όμως, με την 5/1995 απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου απορρίφθηκε η κύρια παρέμβαση του ήδη ενάγοντος, επειδή κρίθηκε ότι ο πατέρας του ενεργούσε και ως προς το τμήμα εκείνο ως αντιπρόσωπος των αληθινών κυρίων στη νομή, και όχι ως νομέας με διάνοια κυρίου, ουδέποτε δε είχε κάνει γνωστή την πρόθεση του στους εκάστοτε συγκυρίους του ακινήτου για αντιποίηση της νομής. Ακόμη, σαφείς και πειστικές για τα παραπάνω είναι αφενός η ένορκη κατάθεση του γεννηθέντος το 1926 και εξετασθέντος στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου μάρτυρα, Ε. Κ., καθώς και η ένορκη βεβαίωση της Ι. Κ., οι οποίοι έχουν προσωπική γνώση για όσα καταθέτουν. Αντίθετα δεν αναιρούνται τα παραπάνω από τις ένορκες βεβαιώσεις του Π. Π., ο οποίος αναφέρεται σε ό, τι έχει ακούσει από τρίτους, και του Ν. Κ., ο οποίος, λόγω του στενού συγγενικού του δεσμού με τον ενάγοντα (αδελφός), δεν είναι πειστικός, ούτε και από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα Κ. Χ., ο οποίος έχει ως πηγή γνώσης μόνον τα όσα του έλεγε ο Κ. Κ.. Κατά συνέπεια, αφού ο ενάγων ουδόλως απέδειξε ότι απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, είτε με παράγωγο, είτε με πρωτότυπο τρόπο, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή του, ως ουσιαστικά αβάσιμη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, το οποίο είχε κάνει δεκτή την έφεση των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων-εναγομένων, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔικ, λόγω της μη παραστάσεώς τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και είχε εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, στη συνέχεια αφού δίκασε την αγωγή την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού, περί τακτικής χρησικτησίας, διατάξεις των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ, ενόψει του ότι στην απόφασή του, υπάρχει νομική ακολουθία, μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα, υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο που αναιρεσείοντος οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, καθόσον ο δικαιοπάροχός του πατέρας του κατείχε το επίδικο από το 1946 μέχρι το χρόνο του θανάτου του το 1990 ως αντιπρόσωπος των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους και όχι στο δικό του όνομα και με διάνοια κυρίου και ότι επομένως δεν είχε αποκτήσει κυριότητα ώστε να μπορεί να την μεταβιβάσει με διαθήκη στον ενάγοντα ο οποίος επίσης παρέλαβε την κατοχή του επιδίκου ως αντιπρόσωπος των εκάστοτε πραγματικών συγκυριών του επιδίκου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι και ουδέποτε μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής αντιποιήθηκε τη νομή αυτή. Επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του δεύτερου λόγου της κρινομένης αιτήσεως, από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες αίτημα της μη αποκτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τον αναιρεσείοντα με τον επικαλούμενο πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των επικαλουμένων παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ. Ενόψει τούτων οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της φυσικής εξουσιάσεως και της ύπαρξης καλής πίστης στο πρόσωπό του, είναι αβάσιμος. Εξάλλου η επίκληση στον ίδιο λόγο της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, χωρίς την παράθεση αντίστοιχα πραγματικού δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των εχόντων κοινή δικαστική συμπαράσταση αναιρεσιβλήτων (άρθρ.183 και 176 ΚΠολΔικ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-6-2009 αίτηση του Σ. Κ. του Κ., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 33/2009 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Από τα άρθρα 68,73, 76, 79, 556 και 558 ΚΠολΔικ η αναίρεση δεν απευθύνεται κατά του κυρίως παρεμβάντος, αφού ως προς αυτόν και αν ακόμη ευδοκιμήσει η αναίρεση, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση. Απαράδεκτη η κατ’ αυτού ασκηθείσα αναίρεση. Τακτική χρησικτησία προϋπόθεσης. Άσκηση νομής για λογαριασμό άλλου κατά 980 Α.Κ.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παρέμβαση, Χρησικτησία.
1
Αριθμός 42/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1)Α. χήρας Ε. Β., το γένος Η. Δ. , η οποία δεν παραστάθηκε, 2)Μ. (Μ.) Β. του Ε. και 3)Ε. συζ. Δ. Μ., το γένος Ε. Β. , κατοίκων ... , οι οποίες παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δέσποινα Καλογήρου, η οποία δήλωσε ότι η 1η αναιρεσείουσα απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τις 2η και 3η που συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και παρίστανται με την ίδια. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Δ. του Σ. , κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ρουμελιώτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/10/2000 αγωγή των αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 364/2001, 294/2004 μη οριστικές, 367/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 200/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19/3/2009 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 29/12/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δικ. ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο άνθρωπος επομένως έχει τέτοια ικανότητα από τότε που θα γεννηθεί ζων μέχρι το θάνατό του (άρθρα 34 και 35 ΑΚ). Εξάλλου κατά το άρθρο 73 Κ.Πολ.Δικ. το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η κατά το άρθρο 62 διαδικαστική προϋπόθεση, κατά δε το άρθρο 556 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. δικαίωμα αναίρεσης έχουν εφόσον νικήθηκαν στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοι, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε στο όνομα ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου είναι άκυρη και απορριπτέα, γιατί η έλλειψη του να έχει κάποιος την ικανότητα διαδίκου αποτελεί απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης η δε ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη, από 18-10-2000 αγωγή, ασκήθηκε από τις τρεις αναιρεσείουσες, στο όνομα των οποίων εξεδόθησαν οι υπ' αριθμ. 364/2001 και 294/2004 παρεμπίπτουσες, περί αποδείξεων αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, ενώ στη συνέχεια η υπ' αριθμ. 367/2006 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου εκδόθηκε στο όνομα της δεύτερης και τρίτης αναιρεσείουσας ατομικά και ως κληρονόμων της εν μεταξύ στις 12-7-2004 αποβιώσασας μητέρας τους πρώτης αναιρεσείουσας (βλ. αντίγραφο της υπ' αριθμ. …/13-7-2004 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Βαθέος Χαλκίδος). Στο όνομα της δεύτερης και τρίτης αναιρεσείουσας εξεκκλήθει η παραπάνω απόφαση και εκδόθηκε η προσβαλλομένη 200/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που ασκήθηκε στο όνομα της εν λόγω αποβιώσασας Α. χήρας Ε. Β. είναι άκυρη, αφού αυτή δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο κατά το χρόνο ασκήσεώς της, ήτοι για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης και γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί, ενώ η δηλωθείσα στο ακροατήριο από τη δεύτερη και τρίτη αναιρεσείουσα συνέχιση της δίκης, στο όνομά τους ως κληρονόμων της πρώτης, δεν επάγεται καμία έννομη συνέπεια, εφόσον η αίτηση έπρεπε να ασκηθεί από την αρχή στο όνομα των ίδιων και μόνο. Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 544 αρ. 6 Κ.Πολ.Δικ. "αναψηλάφιση επιτρέπεται μεταξύ άλλων, αν η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν". Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να αφορά ολόκληρο το περιεχόμενο της μαρτυρικής κατάθεσης, γιατί και το εν μέρει ψευδές αυτής κλονίζει την εμπιστοσύνη για όλη την κατάθεση στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη, με αναψηλάφιση, απόφαση. Ο λόγος της ψευδούς κατάθεσης είναι αδιάφορος, αφού η διάταξη δεν διαλαμβάνει διακρίσεις, ενώ, εξάλλου δεν έχει σημασία, αν η κατάθεση έγινε ενώπιον δικαστηρίου ή εκτός δίκης, εφόσον τούτο επιτρέπεται από το νόμο, ούτε αν εκτιμήθηκε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη. Με τα δεδομένα αυτά, το επιλαμβανόμενο της ψευδορκίας δικαστήριο (ποινικό ή το δικάζον την κύρια πιο πάνω αναγνωριστική αγωγή) περιορίζεται στην αναγνώριση του ψεύδους της μαρτυρικής κατάθεσης, η οποία θεμελιώνει το δικαίωμα του διαδίκου που επιδίωκε την αναγνώριση της ψευδορκίας να ασκήσει στη συνέχεια αίτηση αναψηλάφησης και δεν επεκτείνει την έρευνά του στην επίδραση που είχε η ψευδής κατάθεση στην έκβαση της δίκης, αφού αυτό αποτελεί αντικείμενο έρευνας του μέλλοντος να δικάσει την αναψηλάφιση δικαστηρίου. Η αναγνώριση του ψεύδους απαιτείται να γίνει με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή και με κύρια αγωγή, αν είναι αδύνατη η έναρξη ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας, εκτός από άλλους λόγους, και λόγω θανάτου του ψευδώς καταθέσαντος μάρτυρα. Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον τα δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσία και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του. Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσία στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτέ, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμων, σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη, αναγνωριστική ψευδούς μαρτυρικής κατάθεσης αγωγή των αναιρεσειουσών, ώστε αυτές να θεμελιώσουν δικαίωμα αγωγής αναψηλάφησης, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 28-6-1995 αγωγής (διεκδικητικής κυριότητας) του ήδη εναγομένου, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 247/1996 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή αυτή, αναγνωρίστηκε ο (τότε) ενάγων (ήδη εναγόμενος) κύριος του επίδικου εδαφικού τμήματος και υποχρεώθηκαν οι (τότε) εναγόμενες (ήδη ενάγουσες) να του το αποδώσουν. Το εν λόγω (επίδικο) εδαφικό τμήμα είναι σχήματος τριγώνου, έχει έκταση 21,82 τ.μ, βρίσκεται μέσα στο χωριό … και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς 6μ. με κοινοτική οδό, νότια επί πλευράς 5,85μ με ιδιοκτησία των τότε εναγομένων και βορειοδυτικά επί πλευράς 9,40 μ, με ιδιοκτησία του τότε ενάγοντος. Κατά της άνω απόφασης άσκησαν έφεση οι (τότε) εναγόμενες, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 196/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία η έφεση απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Κατά τη συζήτηση της άνω αγωγής στο Ειρηνοδικείο Χαλκίδας εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο, ως μάρτυρας του ενάγοντος (αποδείξεως), ο αδελφός αυτού Ε. Δ. , ο οποίος μεταξύ άλλων, κατέθεσε τα εξής: "η ιδιοκτησία του ενάγοντος... συνορεύει με την ιδιοκτησία των εναγομένων με όριο ευθεία από το κυπαρίσσι που είναι φυτεμένο στου ενάγοντα και καταλήγει στον κοινοτικό δρόμο, παράλληλα με το σπίτι των εναγομένων το όριο", "... στο συγκεκριμένο σημείο ( επίδικο) παλιά η οικογένεια μας είχε σταύλο. Το τοιχείο, ερείπια του οποίου υπάρχουν τώρα, ήταν το κτίσμα-σταύλος που η οικογένεια μας έβαζε τα ζώα, γκρεμίστηκε μετά το '40, εδώ και 20-30 περίπου χρόνια" και "η μάντρα που φαίνεται, (σε επιδειχθείσα στο μάρτυρα φωτογραφία) είναι το υπόλοιπο από τον παλιό σταύλο. Στην αριθμ. 2 φωτογραφία είναι το θεμέλιο της μάντρας. Τα παράθυρα νύχτα τα άνοιξαν οι εναγόμενοι. Το επιδεικνυόμενο στη φωτογραφία παράθυρο είναι ανοιγμένο 15-20 χρόνια. Το σπίτι υπάρχει από παλιότερα αλλά χωρίς παράθυρα στην πλευρά αυτή". Επίσης, κατά τη συζήτηση της άνω αγωγής στο Ειρηνοδικείο Χαλκίδας ο (τότε) ενάγων προσκόμισε, με επίκληση, την υπ' αριθμ. 5004/30-9-1994 ένορκη βεβαίωση του ίδιου ως άνω μάρτυρος ενώπιον της Συμβ/φου Χαλκίδας Παναγιώτας-Γιολάντας Δημητρίου-Νικολάου, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι "το επίδικο, δηλαδή το τρίγωνο που διεκδικούν, ο πατέρας μου είχε επιτρέψει στον Π. Μ. να το χρησιμοποιεί ως χασάπικο κι είχε φτιάξει αυτός εκεί ένα κιόσκι. Οι κληρονόμοι του Ε. Β. , εάν ήταν δικό τους το επίδικο τρίγωνο, θα το είχαν περιφράξει και τη μάντρα που είχαν φτιάξει την είχαν φέρει στην ευθεία του σπιτιού τους και δεν την είχαν φέρει προς το μέρος μας". Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγουσες (τότε εναγόμενες) ζητούν να αναγνωρισθεί ότι τα ως άνω κατατεθέντα από τον παραπάνω μάρτυρα του (τότε) ενάγοντος (ήδη εναγομένου) είναι ψευδή, προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα αναψηλάφησης της ως άνω υπ' αριθμ. 196/2000 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που στηρίχθηκε στα όσα παραπάνω (ψευδώς) κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας. Από τα προαναφερόμενα όμως αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής, δηλαδή δεν αποδείχθηκε ότι τα ως άνω κατατεθέντα από τον παραπάνω μάρτυρα είναι ψευδή. Ειδικότερα, ως προς το κατατεθέν απ' αυτόν ζήτημα του ορίου των δύο (ομόρων) ιδιοκτησιών (εναγουσών και εναγομένου), το οποίο (όριο) είναι καθοριστικό για το σε ποία ιδιοκτησία περιλαμβάνεται το επίδικο (τριγωνικό) εδαφικό τμήμα, αποδείχθηκε ότι τούτο (όριο) πράγματι ξεκινάει από το κυπαρίσσι που βρίσκεται στην ιδιοκτησία του εναγομένου(δυτικά του τριγώνου) και καταλήγει, σε ευθεία γραμμή, στον κοινοτικό δρόμο (ανατολικά του επιδίκου και των δύο ως άνω ιδιοκτησιών), σε κάθετη θέση προς αυτόν και παράλληλα προς τον βορεινό τοίχο της (παλαιάς) οικίας των εναγουσών και δεν αποτελεί τούτο (όριο) την πλάγια πλευρά (προς βορράν) του επιδίκου (τριγωνικού) εδαφικού τμήματος (υποτείνουσα αυτού), όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγουσες με την αγωγή τους. Επίσης αποδείχθηκε ότι εντός του επιδίκου, πριν από το έτος 1940, η οικογένεια του εναγομένου είχε κατασκευάσει και διατηρούσε στάβλο (όπου στάβλιζε τα ζώα της), ο οποίος καθαιρέθηκε (καταργήθηκε) μετά το έτος 1940 και απέμεινε ο (μοναδικός) λιθόκτιστος τοίχος κατά μήκος της "υποτείνουσας" του επιδίκου (τριγωνικού) εδαφικού τμήματος, ο οποίος (τοίχος) με την πάροδο του χρόνου καταστράφηκε και απέμεινε ένα μικρό τοιχείο από πέτρες. Το παράθυρο που υπήρχε στη βόρεια πλευρά της παλαιάς οικίας των εναγουσών και πλησίον της βορειοανατολικής γωνίας αυτής (με άνοιγμα προς το επίδικο) κατασκευάστηκε από το δικαιοπάροχο των εναγουσών μετά το έτος 1940 και μετά την κατάργηση του ως άνω στάβλου της οικογένειας του εναγομένου και μάλιστα αφότου η παραπάνω παλαιά οικία χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του δικαιοπαρόχου των εναγουσών. Προηγουμένως, το εν λόγω κτίσμα (οικία) χρησιμοποιείτο ως καφενείο και στο σημείο του τοίχου όπου ανοίχθηκε αργότερα το παράθυρο υπήρχε (εσωτερικά) εσοχή που χρησιμοποιείτο για τις ανάγκες του καφενείου. Μάλιστα, η διάνοιξη του παραθύρου έγινε νυκτερινές ώρες από κάποιο γείτονα των διαδίκων Γ. Β. , που ασχολείτο και με οικοδομικές εργασίες. Μετά την κατάργηση του παραπάνω στάβλου, ο πατέρας του εναγομένου είχε επιτρέψει στον Π. Μ. να κατασκευάσει στο επίδικο πρόχειρο σφαγείο ζώων-κρεοπωλείο, χρησιμοποιώντας τον ως άνω τοίχο (λιθόκτιστο) και στέγαστρο από κλαδιά δένδρων. Το ότι τα ως άνω κατατεθέντα από τον παραπάνω μάρτυρα του εναγομένου δεν είναι ψευδή προκύπτει, κατ' αρχήν, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μαρτύρων του εναγομένου (αδελφού και γαμβρού επ' αδελφή αυτού), οι όποιοι, λόγω της σχέσης τους με τον εναγόμενο, της ηλικίας τους (69 και 77 ετών αντίστοιχα) και της συνεχούς διαμονής τους, ανέκαθεν, πλησίον του επιδίκου, μπορούν να έχουν γνώση και αντίληψη για τα όσα έλαβαν χώρα σχετικά με το επίδικο, καλύτερη εκείνης των μαρτύρων των εναγουσών, από τους οποίους ο μεν πρώτος διέμενε στο … (όπου βρίσκεται το επίδικο) μέχρι το έτος 1964 (έως ηλικία 18 ετών) ο δε δεύτερος εγκαταστάθηκε στο … (στην οικία των εναγουσών) το έτος 1974. Ειδικότερα, το ότι το υπάρχον κατά μήκος της μεγάλης πλευράς (υποτείνουσας) του επιδίκου (τριγωνικού) τμήματος πέτρινο τοιχείο αποτελεί υπόλειμμα του ανεγερθέντος, πριν από το έτος 1940, από τον πατέρα του εναγομένου στάβλου και όχι υπόλειμμα διαχωριστικού των δύο ιδιοκτησιών μανδρότοιχου, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγουσες, συνάγεται και από το ότι ανατολικά της παλαιάς οικίας (ήδη κατεδαφισθείσης) των εναγουσών (προς τον κοινοτικό δρόμο) υπήρχε πλιθόκτιστη μάνδρα με κάγκελα, η οποία/ όμως, στο βόρειο άκρο αυτής, σχημάτιζε ορθή γωνία και ενώνετο με την βορειανατολική γωνία της άνω οικίας και δεν συνέχιζε προς τα βόρεια κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του επιδίκου, όπως θα έπρεπε εάν πράγματι τούτο αποτελούσε τμήμα της ιδιοκτησίας των εναγουσών και το ως άνω τοιχείο αποτελούσε το όριο των δύο ιδιοκτησιών (βλ. και προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες φωτογραφία (αρ. 1), ληφθείσα το έτος 1991, όπου φαίνονται τα ίχνη εκσκαφής της θεμελίωσης της ήδη καθαιρεθείσης περιτοίχισης, καθώς και τα καθαιρεθέντα κάγκελα, τοποθετημένα στη βόρεια πλευρά της οικίας των εναγουσών, ενόψει της κατεδάφισης αυτής. Τα αντικείμενα (καρότσα, κάγκελα) που φαίνονται στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, τοποθετημένα από τις ενάγουσες στο επίδικο, δεν μαρτυρούν και προηγούμενη χρήση του επ' αυτές, αφού η λήψη των εν λόγω φωτογραφιών έγινε το έτος 1991, ενώ δηλαδή είχαν αρχίσει οι διενέξεις των διαδίκων σχετικά με το επίδικο και επίκειτο η κατεδάφιση της παλαιάς όμορης οικίας των εναγουσών. Εξ άλλου, στο από Σεπτεμβρίου 1962 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Π. Π. , το οποίο είναι προσαρτημένο στο υπ' αριθμ. ... /1964 συμβόλαιο του Συμβ/φου Χαλκίδας Κωνσταντίνου Στενού, αποτυπώνεται το όλο, μείζονος εκτάσεως, ακίνητο του πατέρα του εναγομένου Σ. Δ. , διηρημένο σε τρία τμήματα, τα οποία στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν στα τρία τέκνα αυτού, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος στον οποίο μεταβιβάστηκε το με στοιχείο Α τμήμα(όμορο του επιδίκου) με το υπ' αριθμ. ... /1964 δωρητήριο συμβόλαιο του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου. Στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα και στη νοτιοανατολική γωνία του μεταβιβασθέντος στον εναγόμενο τμήματος, σχηματίζεται, τριγωνικού σχήματος, εδαφικό τμήμα, εκτάσεως 11,25 τ.μ, ενώ, κατά μήκος της νότιας πλευράς του άνω τμήματος, σχηματίζεται λωρίδα πλάτους 1,00 μ., εκτάσεως 11,50 τ.μ, στην οποία αναγράφεται η ένδειξη "προς τακτοποίησιν". Την εν λόγω αποτύπωση του άνω τοπογράφου ο διορισθείς, με την 81/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας (δικάζοντος κατ' έφεση την από 28-6-95 αγωγή του νυν εναγομένου) πραγματογνώμονας Α. Π., τοπογράφος μηχανικός, ερμήνευσε, στην από 18-6-98 έκθεσή του, ως καταγραφή προθέσεως του δικαιοπαρόχου του εναγομένου για ανταλλαγή, μεταξύ αυτού και του δικαιοπαρόχου των εναγουσών, του άνω αποτυπωμένου (διαγραμμισμένου) τριγωνικού τμήματος (με το οποίο συμπίπτει κατά ένα μέρος το επίδικο) με την, επίσης, διαγραμμισμένη, εδαφική λωρίδα της νότιας πλευράς του ακινήτου του, καταλήγοντας τελικά (ο πραγματογνώμονας) στο συμπέρασμα ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα περιλαμβάνεται στους τίτλους των νυν εναγουσών (τότε εναγομένων). Τέτοια όμως πρόθεση ανταλλαγής δεν προκύπτει ότι αποτυπώθηκε σε κάποιο άλλο (έγγραφο) στοιχείο, ούτε βεβαίως προκύπτει ότι έλαβε χώρα τέτοια ανταλλαγή. Μάλιστα, με το ως άνω υπ' αριθμ. ... /1964 δωρητήριο συμβόλαιο, μεταβιβάστηκε στον εναγόμενο(από τον πατέρα του) ολόκληρο το αποτυπωμένο στο άνω διάγραμμα με στοιχ. Α τμήμα του ακινήτου, εκτάσεως 218,90 τ.μ, συμπεριλαμβανομένου σ' αυτό τόσον του επιδίκου εδαφικού τμήματος όσον και της άνω εδαφικής λωρίδας, χωρίς να γίνεται καμία μνεία περί μελλοντικής ανταλλαγής αυτών, όπως θα έπρεπε εάν πράγματι υπήρχε τέτοια πρόθεση του άνω δικαιοπαρόχου. Τούτο επισημαίνεται και από τον πραγματογνώμονα, Ε. Π. , τοπογράφο-μηχανικό, που διορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 294/04 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο οποίος, στην υπ' αριθμ. 47/2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, εκθέτει μεν την παραπάνω άποψη του ως άνω πραγματογνώμονα, χωρίς όμως να φαίνεται και ότι συμφωνεί με αυτή. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι στην υπ' αριθμ. 1653/27-8-1982 οικοδομική άδεια και τις υπ' αριθμ. 503/14-4-83 και 472/30-3-83 αναθεωρήσεις αυτής, που έχουν εκδοθεί κατ' αίτηση των εναγουσών για το όμορο του επιδίκου ακίνητο τους, καθώς και στα συνοδεύοντα αυτές τοπογραφικά διαγράμματα, που έχει συντάξει, καθ' υπόδειξη αυτών (εναγουσών), η μηχανικός Ε. Π. , το επίδικο εμφανίζεται ως περιλαμβανόμενο στην όμορη ιδιοκτησία του εναγομένου (και όχι των εναγουσών), ενώ στο από μηνός Ιουλίου 1983 τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε, μεταγενέστερα, η ίδια ως άνω μηχανικός, καθώς και στο συνοδεύον την υπ' αριθμ. 64/3-2-92 μεταγενέστερη οικοδομική άδεια τοπογραφικό διάγραμμα της ίδιας μηχανικού, που συντάχθηκαν πάλι κατ' εντολήν των εναγουσών, το επίδικο, σε διαφοροποίηση προς τα παραπάνω, εμφανίζεται ως περιλαμβανόμενο στην όμορη ιδιοκτησία των εναγουσών (βλ. και σχετική επισήμανση στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Π. ). Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 544 αρ. 6 Κ.Πολ.Δικ., αφού υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής της με την αναγνώριση, ως ψευδών των επίμαχων μαρτυρικών καταθέσεων. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, δεν ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού της προδιαληφθείσας ουσιαστικής διάταξης. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα κατατεθέντα από τον αναφερόμενο μάρτυρα είναι ψευδή και ότι αντίθετα αποδείχθηκαν ως αληθινά τα από αυτόν κατατεθέντα, ότι δηλαδή το όριο των δύο όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων, ξεκινάει από το κυπαρίσσι που βρίσκεται στην ιδιοκτησία του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου και καταλήγει σε ευθεία γραμμή στον κοινοτικό δρόμο, ότι πριν το έτος 1940 η οικογένεια του αναιρεσιβλήτου είχε κατασκευάσει στάβλο, μετά την κατάργηση του οποίου απέμεινε τελικά, ένα μικρό τοιχείο από πέτρες και ότι το παράθυρο που υπήρχε στη βόρεια πλευρά της παλαιάς οικίας των εναγουσών και ήδη αναιρεσειουσών κατασκευάστηκε από το δικαιοπάροχο αυτών μετά το έτος 1940. Ενόψει τούτων, ο πρώτος, κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες η απόφαση περιέχει ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και ιδιαίτερα των επικαλουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, των φωτογραφιών και της εκθέσεως πραγ/νης είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, οι οποίες δεν ιδρύουν τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγο, ενώ οι αιτιάσεις κατά τις οποίες από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από το εξαχθέν, αφορούν σε κακή εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επειδή ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται, επαγωγικά, από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα (Ολ.ΑΠ 8/2005) και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρισίμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Όμως η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Επομένως ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρημάτων, γιατί στις περιπτώσεις αυτέ πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., του ακυρωτικού ελέγχου. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 εδ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα κατατεθέντα από τον αναφερόμενο μάρτυρα είναι ψευδή, καθόσον "το παράθυρο που υπήρχε στη βόρεια πλευρά της παλαιάς οικίας των αναιρεσειουσών και πλησίον της βορειοανατολικής γωνίας αυτής (με άνοιγμα προς το επίδικο) κατασκευάστηκε από τον δικαιοπάροχο αυτών μετά το 1940 και μετά την κατάργηση του σταύλου της οικογένειας του αναιρεσιβλήτου και μάλιστα αφότου η παλαιά οικία χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειουσών. Μάλιστα, η διάνοιξη του παραθύρου έγινε νυκτερινές ώρες από κάποιο γείτονα των διαδίκων Γ. Β. , που ασχολείτο και με οικοδομικές εργασίες", γιατί δεν είναι δυνατή η κατασκευή σε χωριό, σε τοίχο λιθόκτιστης, πολύ παλαιάς οικίας, σε νυκτερινές ώρες ενός παραθύρου, που η κατασκευή περιείχε ειδικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και απαιτούσε υλικά εξειδικευμένα με ειδικές τεχνικές γνώσεις. Με το περιεχόμενο όμως αυτό ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, γιατί η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (ως προς τις ειδικές τεχνικές γνώσεις για την κατασκευή παραθύρου με ειδικά αρχιτεκτονικά στοιχεία) δεν αφορά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αλλά αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει του αναιρετικού λόγου. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ. 20 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως έγγραφα η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ του ίδιου κώδικα ως αποδεικτικά μέσα. Επομένως δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, όπως είναι οι προτάσεις, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων ή η εισηγητική έκθεση εξέτασης μαρτύρων. Επίσης δεν αποτελούν έγγραφα εκείνα στα οποία αποτυπώνεται άλλο ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όπως η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, περαιτέρω παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο και ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της προσκομισθείσας από τις αναιρεσείουσες φωτογραφίας, με το να δεχθεί ότι σ' αυτήν "φαίνονται τα ίχνη εκσκαφής θεμελίωσης της ήδη καθαιρεθείσης περιτοίχησης", καθώς επίσης και τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, που επαναφέρθηκαν, νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά και τις μαρτυρικές καταθέσεις που περιέχονται στην υπ' αριθμ. 67/2003 Εισηγητική έκθεση, του ορισθέντα ως Εισηγητή δικαστή, με την υπ' αριθμ. 364/2001 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας). Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και μάλιστα α) όσον αφορά την φωτογραφία, γιατί όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.) το αποδεικτικό πόρισμα δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στη φωτογραφία αυτή, αλλά απλώς το Εφετείο την συνεκτίμησε, χωρίς να την εξαίρει, με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως τις λοιπές προσκομισθείσες από τις ενάγουσες φωτογραφίες, το από Σεπτεμβρίου 1962 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Π. Π. , τις μαρτυρικές καταθέσεις, την έκθεση πραγματογνωμοσύνης κλπ (φύλλα Αβ και 5 της απόφασης) και β) όσον αφορά τις προτάσεις, την εισηγητική έκθεση και την έκθεση πραγ/νης, γιατί δεν συνιστούν "έγγραφα" κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη έννοια. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 368 και 388 Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει, ότι, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ., περί της οποίας δεν πρόκειται στην παρούσα περίπτωση, η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή η συμπλήρωση της γενομένης από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες ή ο αριθμός των πραγματογνωμόνων που θα οριστεί, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας και η σχετική κρίση αυτού δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ενώ η έκθεση πραγ/νης, κατά το άρθρο 387 Κ.Πολ.Δικ., που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και δεν έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, που να είναι αντίθετη με το πόρισμα της πραγ/νης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγ/νης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη και μάλιστα ούτε με τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων, αλλά ούτε και με τη διάταξη του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου, αφού οι κανόνες των άρθρων 368, 388 και 387 είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, με την επίκληση των προαναφερθεισών διατάξεων των αριθμών 1 και 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων με τον διορισμό τριών πραγματογνωμόνων και όχι μόνο ενός, πράγμα το οποίο αν έπραττε το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης που θα συντασσόταν θα ήταν δεσμευτικό για το δικαστήριο και θα παρείχε πλήρη απόδειξη. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ο αριθμός των πραγματογνωμόνων που θα διορισθεί απόκειται στην ανέλεγκτη, αναιρετικά, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και σε κάθε περίπτωση δεν στοιχειοθετείται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 αναιρετικός λόγος αφού η προβλέπουσα τη συμπλήρωση της πραγ/νης διάταξη του άρθρου 388 Κ.Πολ.Δικ. είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, ενώ η επίκληση της διατάξεως του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου είναι αλυσιτελής, αφού αναφέρεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση, όπως επίσης αλυσιτελής είναι και η επίκληση των σχετικών με την πραγ/νη διατάξεων της προϊσχύσασας, πριν το 1971, δικονομίας, οι οποίες δεν έχουν εφαρμογή στην ένδικη υπόθεση που αφορά σε αγωγή ασκηθείσα το 2000. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Η δεύτερη και η τρίτη από τις αναιρεσείουσες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρο 176, 180 παρ. 1 και 183 Κ.Πολ.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-3-2009 αίτηση των Α. χας Ε. Β. , το γένος Η. Δ. , Μ. Β. του Ε. και Ε. συζ. Δ. Μ., το γένος Ε. Β. κατά του Π. Δ. του Σ. , για αναίρεση της υπ' αριθμ. 200/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την δεύτερη και την τρίτη αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η άσκηση αναίρεσης από θανόντα άκυρη αναγνωριστική αγωγή ψευδούς μαρτυρικής καταθέσεως ώστε να δημιουργηθεί δικαίωμα αναψηλάφησης 544 αρ. 6 ΚΠολΔικ. Προϋποθέσεις 559 αρ. 1 και 19 δεν ιδρύονται οι λόγοι από αιτιάσεις που αφορούσε εκτίμηση των αποδείξεων. Διδάγματα κοινής πείρας Δεν ιδρύεται ο λόγος αν αυτοί χρησίμευαν προς έμμεση απόδειξη ή την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων 559 αρ. 20. Τα έγγραφα της ενεστώσας δίκης καθώς και τα λοιπά πλην εγγράφων αποδεικτικά μέσα, όπως η έκθεση πραγ/νης, δεν πλήττονται με τον αναιρετικό αυτό λόγο. Επί εγγράφου πρέπει το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο να στηρίχθηκε στο επικαλούμενο έγγραφο ο αριθμός πραγ/νων κατά 388 ΚΠολΔικ υπόκειται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Αποδεικτική δύναμη πραγ/νης.
Πραγματογνωμοσύνη
Αγωγή αναγνωριστική, Διάδικοι, Έγγραφα, Πραγματογνωμοσύνη.
0
Αριθμός 48/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Σ. του Η., 2)Φ. συζ. Α. Σ., το γένος Ν. Β., 3)Μ. Σ. του Α., κατοίκων ... και 4)Ιεράς Μονής Παναγίας Χοζοβιωτίσσης Αμοργού Κυκλάδων, που έχει έδρα στην Αμοργό Κυκλάδων και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ηγούμενο αυτής Σ. Δ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Κατσαρό. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Κ. του Σ., κατοίκου ... και 2)Σ. Κ. του Ν., κατοίκου ... Ο πρώτος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ιωάννη Κρίκα και Ελευθερία Πολυμενάκου - Συνοδινού και ο δεύτερος παραστάθηκε με τους ίδιους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/9/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6931/2006 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου λόγω αρμοδιότητας, 8/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου και 288/2010 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/2/2011 αίτησή τους και τους από 30/3/2012 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το εδ.γ'της παρ.2 του άρθρου 270 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του ν.2915/2001 και ισχύει και μετά την αντικατάστασή του εν λόγω άρθρου από το άρθρο 28 του ν.2011 "ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση...". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για τη λήψη υπόψη ένορκων βεβαιώσεων από το δικαστήριο της ουσίας είναι ότι αυτές έγιναν, μετά προηγούμενη κλήτευση δύο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται, αλλιώς είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1709/2005 Ελλ Δνη 48.1661). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ.3, 339 και 395 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το εδ.α'της παρ.2 του άνω άρθρου 270 ΚΠολΔ αν οι ένορκες βεβαιώσεις τρίτων έχουν δοθεί για άλλη δίκη, έστω και χωρίς την τήρηση των τασσόμενων γι'αυτές διατυπώσεων, μπορούν να ληφθούν υπόψη εκτιμώμενες προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός εάν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, συντάχθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια της δίκης με το σκοπό να χρησιμοποιηθούν στη δίκη στην οποία προσκομίζονται, οπότε θεωρούνται ανυπόστατες (ΑΠ 100/2007 ΕλλΔνη 48.1444, ΑΠ 1605/2001 ΕλλΔνη 43.392). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την υπ'αριθμ.4/17.1.2007 ένορκη βεβαίωση του Ε. Σ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νάξου, που έχει συνταχθεί με επιμέλειά τους εξ αφορμής προηγηθείσας ποινικής δίκης και την οποία προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση - με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη (από 8.9.2004) αναγνωριστική ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης αγωγή των αναιρεσιβλήτων - προς απόδειξη της γνησιότητας της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης και απόρριψη της αγωγής. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, αρνήθηκε να λάβει υπόψη την παραπάνω ένορκη βεβαίωση του Ε. Σ., ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, βεβαιώνει, ότι η επίμαχη ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια του θανόντος Μ. Σ.Κ., γιατί "από την επισκόπηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, ότι οι (ήδη αναιρεσείοντες) εκκαλούντες εναγόμενοι δεν επικαλέστηκαν νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων τους, ούτε προσκόμισαν σχετική έκθεση επιδόσεως κλήσεως προς αυτούς", χωρίς, όμως, να κρίνει ότι η εν λόγω ένορκη βεβαίωση λήφτηκε με σκοπό να χρησιμεύσει στην προκείμενη δίκη που προσκομίζεται. Επομένως, το Εφετείο, με το να μη λάβει υπόψη την ως άνω ένορκη βεβαίωση και να μην τη συνεκτιμήσει (μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα) για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, υπέπεσε στην προεκτεθείσα πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ'ΚΠολΔ της μη λήψης υπόψη αποδεικτικού μέσου νομίμως προσκομισθέντος και επικληθέντος. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο ως άνω λόγος αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών διατυπούμενων με την ένδικη αίτηση λόγων αναίρεσης. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη 288/2010 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου. Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο πιο πάνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν οι ένορκες βεβαιώσεις τρίτων έχουν δοθεί για άλλη δίκη, έστω και χωρίς την τήρηση των τασσόμενων γι’ αυτές διατυπώσεων, μπορούν να ληφθούν υπόψη εκτιμώμενες προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εντός εάν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας συντάχθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια της δίκης με αποχή να χρησιμοποιηθούν στη δίκη στην οποία προσκομίζονται, οπότε θεωρούνται ανυπόστατες.
Βεβαίωση ένορκη
Βεβαίωση ένορκη.
1
Αριθμός 51/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Θ. Κ. ή Κ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Τζαμαδάνη Μπατζαλέξη. Του αναιρεσιβλήτου: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Καστοριάς" που εδρεύει στην Καστοριά και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κοντό. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/4/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καστοριάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 73/2010 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30/5/2011 αίτηση και τους από 30/9/2013 προσθέτους λόγους της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και την χωρίς ημερομηνία συμπληρωματική έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν οι πρόσθετοι λόγοι. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς την ουσιαστική απόρριψη της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις αποδεικτικά μέσα που αυτή- αναιρεσείουσα - επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις της τής συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών της, και συγκεκριμένα τα πιο κάτω έγγραφα, ήτοι: 1) το με αριθμό πρωτ. 537/21.8.1969 έγγραφο της ΔΑΠ της τότε Οικονομικής Εφορίας Καστοριάς, στο οποίο αναγράφεται λεπτομερώς όλο το ιστορικό του ακινήτου, από το έτος 1938 έως την ημερομηνία συντάξεως του εγγράφου, και από το οποίο προκύπτει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι το με αύξοντα αριθμό κτηματολογίου …έχει έκταση 3.135 τ.μ., καταλήγοντας μάλιστα, ότι η αναστολή καταβολής των τότε μισθωμάτων εγένετο "εν αναμονή της εκδοθησομένης παρά του Αρείου Πάγου αποφάσεως", 2) την με αριθμό 3772α απόφαση περί κτηματολογικών μεταβολών του με αριθμό … ανταλλαξίμου κτήματος, και 3) του με αριθμό .../10.9.1938 πίνακα περιγραφής κτήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Καστοριάς. Ο εξεταζόμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων και αυτά που δεν προσκομίστηκαν πρωτοδίκως, εφόσον η παράλειψη αυτή δεν οφείλεται σε στρεψοδικία", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του τα παραπάνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός. ΙΙ. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικού (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο. Επομένως, δεν αποτελούν "πράγματα" με την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ τα αποδεικτικά μέσα και συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη αποδεικτικά στοιχεία με τους αριθμούς 1,2 και 3, που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιόν του, τα οποία οδηγούν σε διαφορετική κρίση, ως μη ιδρυώμενος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. ΙΙΙ .Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδαφ. α' του Εισ. Ν. Κ.Πολ.Δ., το παραδεκτό των ένδικων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νό9μο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001, η ισχύς της οποίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 2943/2001, αρχίζει από την 1-1-2002, διαγράφηκαν από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 οι λέξεις "ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά". Έτσι, μετά την 1-1-2002 δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης, γιατί το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, -οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση,- ως αληθινά, χωρίς να διατάξει απόδειξη περί αυτών στις περιπτώσεις που υποχρεούται να πράξει τούτο κατά νόμο. Ο τέταρτος, επομένως λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 10 περίπτ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν διέταξε αποδείξεις για πράγμα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, ειδικότερα, ως προς το θεμελιωτικό της αγωγής πραγματικό ισχυρισμό, ότι τα δύο επίδικα ακίνητα, εμβαδού 265 και 515 τ.μ., αντίστοιχα, αποτελούν τμήματα της αναφερόμενης ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον, τόσο κατά το χρόνο συζήτησης της προσβαλλόμενης απόφασης -23.9.2009-, όσο και κατά το χρόνο δημοσίευσης της εν λόγω απόφασης -29.4.2010-, είχε ήδη καταργηθεί ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 10 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. IV. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθ'ο ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης μέμφεται η αναιρεσείουσα την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 291/1976 απόφασης του Αρείου Πάγου, με το να δεχθεί, ότι τα επίδικα εδαφικά τμήματα δεν περιλαμβάνονται στο ακίνητο του οποίου οι δικαιοπάροχοι της αναιρεσείουσας- μετά την έκδοση της 291/1976 απόφασης του Αρείου Πάγου- αναγνωρίστηκαν αμετάκλητα κύριοι, ήτοι "ενός λειβαδίου, εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων, κειμένου εις θέσιν "…" της κτηματικής περιοχής της πόλεως Καστοριάς, συνορευομένου γύρωθεν με οδόν, με ακίνητον Λ. Λ., με οδόν και με αγρόν ανήκοντα σε ανταλλαγέντα Μουσουλμάνο", ενώ, όπως, πέραν κάθε αμφιβολίας, προκύπτει από το περιεχόμενό της, συνδυαστικά με τα προεκτιθέμενα έγγραφα, ήτοι, α) το με αριθμό πρωτ. 537/21.8.1969 έγγραφο της ΔΑΠ, β) την με αριθμό 3772α απόφαση περί κτηματολογικών μεταβολών και γ) τον με αριθμό .../10.9.1938 πίνακα περιγραφής κτήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Καστοριάς (τα οποία -κατά την αναιρεσείουσα- ουδόλως εκτιμήθηκαν από το Εφετείο), η εν λόγω -291/1976- απόφαση του Αρείου Πάγου αφορούσε στο ίδιο αυτό επίδικο και σήμερα ακίνητο, εκτάσεως 3.135 τ.μ. (και όχι 2.565 τ.μ., όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση). Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το αποδεικτικό του πόρισμα στην ως άνω- 291/1976- απόφαση του Αρείου Πάγου- έγγραφο- που προπαρατέθηκε, αλλά σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή "στις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου" και σε όλα τα λοιπά έγγραφα, που με επίκληση προσκόμισαν οι διάδικοι (μεταξύ των οποίων και τα πιο πάνω υπό στοιχεία α, β και γ, κατά τα γενόμενα δεκτά στην υπό στοιχείο Ι σκέψη), χωρίς να στηρίξει το επί της ουσίας πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην προμνημονευθείσα -291/1976- απόφαση του Αρείου Πάγου- έγγραφο-. V. Περαιτέρω, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο ψέγεται το Δικαστήριο της ουσίας, ότι "είναι τουλάχιστον ανεπαρκής η αιτιολογία της απόφασης δεχόμενη ότι η μεν κτηματογράφηση του έτους 1937 έχει αυξημένη αξιοπιστία, ενώ ουδόλως αναφέρεται ο υπ' αριθμ. ... πίνακας περιγραφής κτήματος, στον οποίο αποτυπώνεται η υπ' αριθμ. 3772α/9.4.1964 ομόφωνη απόφαση κτηματολογικών μεταβολών", πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου των προμνημονευθέντων εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). VΙ. Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολΔ οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ασκούνται μόνο με δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης, επιδίδεται δε στον αναιρεσίβλητο και τους λοιπούς διαδίκους πριν από την ίδια προθεσμία. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και προς τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 3 και 571 ΚΠολΔ, οι οποίες προβλέπουν τον προσδιορισμό δικασίμου σε χρόνο που παρέχει επαρκή προθεσμία για επίδοση και προπαρασκευή της υπόθεσης, ως και τη σύνταξη έκθεσης από τον οριζόμενο εισηγητή, προκύπτει ότι ως ημέρα συζήτησης για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και επίδοσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων νοείται η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον Πρόεδρο του οικείου Τμήματος, κατά το άρθρο 568 παρ. 2, όχι δε και η μεταγενέστερη μετ' αναβολήν εξ αυτής ή ματαίωση προσδιορισθείσα (Ολ. ΑΠ 143/84, 654/84). Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 30.5.2011 αίτηση της ανάγουσας Θ. Κ. ή Κ. για αναίρεση της 73/2010 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, επί της οποίας προσδιορίσθηκε αρχικά η συζήτησή της στη δικάσιμο της 7.11.2012, οπότε και αναβλήθηκε αυτή για την αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο (της 6.11.2013). Η αναιρεσείουσα, ενόψει της συζήτησης της αναίρεσης κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο της 6.11.2013, κατέθεσε, στις 30.9.2013, δικόγραφο πρόσθετων λόγων, όπως προκύπτει από την κάτω απ' αυτό 126/2013 πράξη κατάθεσής της στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Ποντίκη. Οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, έχουν ασκηθεί εκπροθέσμως, γι' αυτό και πρέπει να απορριφθούν και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι (άρθρο 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30.5.2011 αίτηση και τους πρόσθετους λόγους της τής Θ. Κ. ή Κ. του Γ. για αναίρεση της 73/2010 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου Δήμου, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ως ημέρα συζήτησης για τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης και επίδοσης του δικογράφου των προσθέτων λόγων νοείται η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον Πρόεδρο του οικείου Τμήματος, όχι δε και η μεταγενέστερη μετ’ αναβολήν εξ αυτής η ματαίωση προσδιορισθείσα.
Προθεσμία
Άσκηση πρόσθετων λόγων, Προθεσμία.
1
Αριθμός 49/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δήμου Διονύσου Αττικής, που εδρεύει στη Δημοτική Κοινότητα Αγίου Στεφάνου και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Μ. του Π., κατοίκου ... 2) Σ. Γ. του Φ., κατοίκου ... 3) Συνεταιρισμού με την επωνυμία "Οικοδομικός Συνεταιρισμός Νέα Αιολίς - Συν.Π.Ε." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) Α. Π. του Η., κατοίκου ... και 5) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμος Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Λατομείων Μαρμάρου Διονύσου Πεντέλης και Τεχνικών Ξενοδοχειακών Γεωργικών Μεταφορικών και Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων και Αντιπροσωπειών" που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος και 2ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωστόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο 3ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χαιρόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο 4ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και η 5η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Γκούμα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/7/1995 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, την από 15/2/1996 ανακοίνωση δίκης των 1ου και 2ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, την από 22/4/1996 πρόσθετη παρέμβαση του 3ου ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4797/1997, 2376/2005 μη οριστικές, 149/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1647/2011 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείον Δήμος με την από 28/6/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι 1ος, 2ος, 3ος και 5η των αναιρεσιβλήτων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 24/10/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της 5ης αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ. 4 εδ. α', γ' και δ', 568 παρ. 4 και 576 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι, αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ' αναβολή διαδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ... και .../20-9-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …, στη δεύτερη από τις οποίες προσαρτώνται η από 20-9-2001 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και η από 21-9-2011 βεβαίωση περί αναστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου της πέμπτης αναιρεσίβλητης Κωνσταντίνου Γκούμα, δυνάμει του .../10-10-2012 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίου Ματσανιώτη, που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 7-11-2012 και κλήση προς συζήτησης της αναίρεσης, κατά την αρχική αυτή δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον αναιρεσείοντα και τον τέταρτο αναιρεσίβλητο. Κατ' αυτήν, η συζήτηση της αναίρεσης, με σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, αναβλήθηκε - μετά από αίτημα του δεύτερου και πέμπτης αναιρεσίβλητης - για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο αναιρεσείων και ο τέταρτος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Εφόσον, όμως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση, πρέπει, παρά την απουσία τους, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ. 2 εδ. α' Κ.Πολ.Δ.). ΙΙ. Κατά το άρθρο 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Εξάλλου, κατά το άρθρο 534 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από την παρ. 1 του άρθρου 44 του ν.3994/13-7-2001-ΦΕΚ 165Α/25-7-11 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εγκαλούντος, γίνεται κατ' ουσία και όχι κατά τούτου. Γιατί, παρ' όλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά κλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους. Επομένως, εάν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή με το ένδικο μέσο της αναίρεσης είναι μόνον η (μη υποκείμενη πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας) απόφαση του Εφετείου, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη. Έτσι δε τα τυχόν σφάλματα της απόφασης του πρώτου βαθμού, αφού επικυρώνονται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την αίτηση αναίρεσης ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης, εφ' όσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους, παραδεκτώς προβαλλομένους (ΟλΑΠ 16/1990 Ελλ. Δικ. 31.805). Ενόψει τούτων, η ένδικη αίτηση αναίρεσης παραδεκτά απευθύνεται, μετά την πάροδο - όπως ο αναιρεσείων Δήμος αποδέχεται - της προθεσμίας άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, κατά της οριστικής 1467/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του κατά της 149/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών λόγω της ερημοδικίας του, νόμιμα δε και παραδεκτά προτείνονται, ως σφάλματα αυτής, επικαλούμενα της προμνημονευόμενης - 149/2010 - πρωτόδικης απόφασης. ΙΙΙ. Η §1 του αρθρ. 1 του ν.δ. 690 της 7/8 Μαΐου 1948 "περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων", ορίζει, ότι "οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείαι, οδοί, άλση, κήποι κλπ.), οι καθοριζόμενοι υπό των μέχρι της ισχύος του παρόντος εγκριθέντων, επισπεύσει των ιδιοκτητών ή των αναλαβόντων την εκμετάλλευσιν των οικείων εκτάσεων, σχεδίων ρυμοτομίας συνοικισμών, θεωρούνται περιελθόντες εις την κοινήν χρήσιν από της εγκρίσεως του καθορίσαντος τούτους σχεδίου του συνοικισμού, είτε επεβλήθη εις τους ως άνω επισπεύοαντας την έγκρισιν η υποχρέωσις της παραιτήσεως αυτών από της κυριότητος, νομής και κατοχής των χώρων τούτων, ασχέτως αν εξεπληρώθη αύτη ή όχι, είτε δεν επεβλήθη μεν τοιαύτη υποχρέωσις, η επιδιωχθείσα όμως παρά τούτων έγκρισις του σχεδίου είχεν ως αναγκαίον, κατ' αμάχητον τεκμήριον, επακολούθημα την κατ' ελεύθερον βούλησιν αυτών παραίτησίν των από της κυριότητος, νομής και κατοχής των υπό των ως άνω χώρων καταλαμβανόμενων γηπέδων, άνευ της οποίας δεν ήτο δυνατή η έγκρισις του σχεδίου και η διάθεσις των υπό τούτου ορισθέντων οικοδομημάτων δι' οιονδήποτε σκοπόν χώρων. Οι ως ανω κοινόχρηστοι χώροι περιέρχονται εις την κοινήν χρήσιν ελεύθεροι παντός βάρους, υποθήκης ή προσημειώσεως, των τυχόν επί τούτων εγγεγραμμένων βαρών κλπ. περιοριζόμενων επί των λοιπών ακινήτων των επισπευσάντων την έγκρισιν του σχεδίου". Κατά δε την §2 του ιδίου άρθρου, "η προηγουμένη παράγραφος (1) ισχύει και δια τους συνεπεία μεταγενέστερος τροποποιήσεως σχεδίου καθορισθέντος κοινοχρήστους χώρους τους καταλαμβάνοντας γήπεδα ανήκοντα κατά τον χρόνον της τροποποιήσεως εις τους επισπεύσαντας την έγκρισιν του σχεδίου, εφ' όσον η τροποποίησις εγένετο τη αιτήσει αυτών ή άλλως εγένετο αποδεκτή καθ' οιονδήποτε χρόνον, έστω και σιωπηρώς, μη εκδηλωθείσης εγγράφως μέχρι της ισχύος του παρόντος οιασδήποτε αντιθέσεως ή επιφυλάξεως τούτων. Εν ιη περιπτώσει της παρούσης παραγράφου οι τυχόν εκ της τροποποιήσεως καταργούμενοι κοινόχρηστοι χώροι, καθιστάμενοι οικοδομήσιμοι, περιέχονται εις την κυριότητα, νομήν και κατοχήν των επισπευσάντων την έγκρισιν του σχεδίου, καθ' ό ποσόν δεν υπερβαίνουν το εμβαδόν των κατά το προηγούμενον εδάφιον καθισταμένων δια της τροποποιήσεως κοινοχρήστων". Κατά δε το εδάφιο 1 της παρ. 8 του αυτού άρθρου "οι διατάξεις του άρθρου τούτου εφαρμόζονται και επί των μετά την ισχύν του παρόντος εγκριθησομένων συνοικισμών, ή και επεκτάσεων συνοικισμών ή γενικώς σχεδίων πόλεων και κωμών τη επισπεύσει οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή και των ιδιοκτητών των εκτάσεων". Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 967, 968 και 971 ΑΚ, με τις οποίες ορίζονται τα κοινόχρηστα πράγματα, η επ' αυτών κυριότητα και η αποβολή της ιδιότητας τους ως κοινοχρήστων, συνάγεται ότι με μόνη την έγκριση του οικείου σχεδίου ρυμοτομίας συνοικισμού και από ταύτης καθίστανται πράγματα κοινόχρηστα οι χώροι οι καθοριζόμενοι ως κοινόχρηστοι με το εν λόγω ρυμοτομικό σχέδιο, η επ' αυτών δε κυριότητα των ιδιοκτητών χάνεται και περιέρχεται στο Δήμο ή την Κοινότητα, χάριν των οποίων εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο, χωρίς οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, όπως π.χ. μεταγραφή ή αποζημίωση των ιδιοκτητών λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, εφόσον η έγκριση του σχεδίου έγινε με επιδίωξη τους γιατί με την ενέργεια τους αυτή τεκμαίρεται αμάχητα ότι παραιτήθηκαν της κυριότητας και συνακόλουθα της αποζημιώσεως και ανεξαρτήτως αν πράγματι έγινε ή όχι χρήση των πραγμάτων τούτων ως κοινοχρήστων. Ακόμα από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι στην περίπτωση που με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου καταργούνται οι κοινόχρηστοι χώροι και καθίστανται οικοδομήσιμοι, η επ' αυτών κυριότητα του Δήμου ή της Κοινότητας παραμένει και δεν επανέρχεται στους ιδιοκτήτες τους επισπεύσαντες την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, εκτός αν με την ίδια την τροποποίηση του σχεδίου καθίστανται συγχρόνως κοινόχρηστοι, ειδικά σε αντικατάσταση των καταργουμένων άλλοι τέτοιοι χώροι της κυριότητας των ιδιοκτητών και ίσου εμβαδού με αυτό των καταργουμένων ή οι ιδιοκτήτες κατά την έγκριση του σχεδίου με το οποίο έγιναν οι χώροι αυτοί αρχικά κοινόχρηστοι, είχαν με την οικεία σύμβαση επιφυλάξει για τους εαυτούς τους την κυριότητα επί των χώρων αυτών σε περίπτωση καταργήσεως τους από κοινοχρήστους (Ολ.ΑΠ 228/1983). Η θέσπιση των ανωτέρω διατάξεων συμπορεύεται με την επιταγή του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία απαιτεί ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό (ΣΕ 64/1992 ΝοΒ 41.142) Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα την ενσωματωμένη σ' αυτήν 149/2010 απόφαση του πρωτοβάθμιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχτηκε τα εξής: "Δυνάμει τη υπ' αριθμ. …/23.11.1955, …/10.3.1956, …/9.3.1958 και …/10.7.1958 αγοραπωλητήριων συμβολαίων του συμβολαιογράφου Αθηνών Πασχάλη Κωνσταντίνου Μόσχου, ο προσθέτως παρεμβαίνων, Οικοδομικός Συνεταιρισμός "ΝΕΑ ΑΙΟΛΙΣ", έγινε κύριος μίας έκτασης 2.713 περίπου στρεμμάτων, η οποία βρίσκεται στο άλλοτε κτήμα "Διόνυσος" εντός της κτηματικής περιφέρειας πρώην Δήμου Μαραθώνα μετέπειτα της Κοινότητας Σταματάς και σήμερα της ενάγουσας. Η ως άνω έκταση αγοράστηκε από τον Η. Α. Η. και από τα τέκνα και κληρονόμους του Θ. Η. Με επίσπευση του ως άνω Συνεταιρισμού εγκρίθηκε, με το Β.Δ. της 23.5.1962 (ΦΕΚ 70/8.6.1962/τ.Δ'), το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής, καθώς και οι όροι και περιορισμοί δομήσεως. Στο εν λόγω ρυμοτομικό σχέδιο εντάχθηκε η έκταση των 2.713 στρεμμάτων και οι εντός αυτής γεωργικοί κλήροι τρίτων ιδιοκτητών. Στη συνέχεια το ως άνω σχέδιο τροποποιήθηκε με επίσπευση και πάλι του παραπάνω Συνεταιρισμού, με την υπ' αριθμ. 278515/20.10.1979 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (ΦΕΚ 630/6.11.1979/τ.Δ') "περί τροποποιήσεως του σχεδίου της πρώην Κοινότητας Μπάλας" στην περιοχή του Οικοδομικού Συνεταιρισμού "ΝΕΑ ΑΙΟΛΙΣ" της σημερινής Κοινότητας Διονύσου Αττικής. Με την τροποποίηση αυτή διάφοροι κοινόχρηστοι χώροι, οι οποίοι είχαν περιληφθεί με αυτόν το χαρακτήρα στο αρχικό σχέδιο καταργήθηκαν και διαμορφώθηκαν σε οικοδομικά τετράγωνα. Οι εν λόγω κοινόχρηστοι χώροι αντικαταστάθηκαν με άλλους χώρους της περιοχής του Συνεταιρισμού μεγαλύτερης εκτάσεως, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως κοινόχρηστοι ή χώροι προορισμένοι για δημοσιολογικούς σκοπούς, ανέγερση κτηρίων κοινής ωφέλειας κλπ.. Η ως άνω απόφαση της Νομαρχίας Αττικής εκδόθηκε κατόπιν κοινής αιτήσεως του πιο πάνω Συνεταιρισμού και της Ανώνυμης Γεωργικής και Βιομηχανικής Εταιρείας "Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ". Μεταξύ των καταργηθέντων κοινοχρήστων και διαμορφωθέντων σε οικοδομήσιμους χώρους, είναι και το υπό στοιχείο ... Οικοδομικό Τετράγωνο, το οποίο περικλείεται από τις οδούς …. Στο εν λόγω ... Ο.Τ. οι εναγόμενοι, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../29.9.1986 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ειρήνης Λεμονιάς Ξηροκώστα - Τζίνου, το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Μαραθώνα στον τόμο … και με αριθμό …, αγόρασαν από τον Α. Η. Π., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, το υπ' αριθμ. 25 τμήμα του με αριθμό 12 οικοπέδου, έκτασης 835,96 τ.μ., το οποίο φαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΗΖΑ στο από Σεπτεμβρίου 1986 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Η. Σ. και συνορεύει, σύμφωνα με το πιο πάνω διάγραμμα, βόρεια με το υπ' αριθμ. 5 οικόπεδο επί πλευράς ΒΗ μέτρων 21,50, νότια με την οδό … επί προσώπου ΑΖ μέτρων 9,74, ανατολικά με το υπ' αριθμ. 24 τμήμα του αυτού οικοπέδου επί πλευράς ΗΖ μέτρων 53,84 και δυτικά με το υπ' αριθμ. 13 οικόπεδο επί πλευράς ΑΒ μέτρων 53,45. Στον παραπάνω πωλητή το επίδικο εδαφικό τμήμα είχε περιέλθει με αγορά από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό "ΝΕΑ ΑΙΟΛΙΣ", δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ' αριθμ. .../18.6.1982 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών, η αγορά δε αυτή εγκρίθηκε με την υπ' αριθμ. .../21.11.1990 πράξη εγκρίσεως του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Ματσανιώτη από την Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Λατομείων Μαρμάρου Διονύσου Πεντέλης και Τεχνικών Ξενοδοχειακών Γεωργικών Μεταφορικών και Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων και Αντιπροσωπειών, η οποία ήταν συγκυρία, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, του πιο πάνω με αριθμό 12 οικοπέδου του ... Ο.Τ. Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, προέκυψαν τα εξής: Οι εκτάσεις, οι οποίες εντάχθηκαν στο ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής Διονύσου Αττικής με το ως άνω από 23.5.1962 Β.Δ., όπως στη συνέχεια αυτό τροποποιήθηκε με την παραπάνω 278515/20.10.1979 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, περιλαμβάνονται στις εκτάσεις, οι οποίες αγοράστηκαν από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό "ΝΕΑ ΑΙΟΛΙΣ", με τα προαναφερόμενα συμβόλαια αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Πασχάλη Μόσχου, συνολικού εμβαδού 2.713,323 τ.μ., οι οποίες (εκτάσεις) αποτελούσαν μέρος του δασοκτήματος "ΔΙΟΝΥΣΟΣ" ιδιοκτησίας του Η. Η. και των κληρονόμων του Θ. Η. Με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με την πιο πάνω απόφαση του Νομάρχη Αττικής αποχαρακτηρίστηκαν από κοινόχρηστοι χώροι που ήταν και χαρακτηρίστηκαν ως οικοδομήσιμοι, οι ακόλουθες εκτάσεις: α) Το Ο.Τ. ..., εμβαδού 26.413,98 τ.μ., β) το Ο.Τ. ..., εμβαδού 4.999,11 τ.μ. και γ) το ΟΤ. ..., εμβαδού 8.358 τ.μ., ήτοι συνολικού εμβαδού 43.771,09 τ.μ.. Με την ανωτέρω τροποποίηση, χαρακτηρίστηκαν ως κοινόχρηστοι χώροι οι ακόλουθοι χώροι του προσθέτως παρεμβαίνοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού "ΝΕΑ ΑίΟΛΙΣ", οι οποίοι στο αρχικό σχέδιο ήταν χώροι χωρίς πολεοδομική ρύθμιση: α) Χώρος μεταξύ των Ο.Τ. .. και 154Α, εμβαδού 13.200 τ.μ., β) χώρος μεταξύ των Ο.Τ. … και …, εμβαδού 61.200 τ.μ., γ) χώρος μεταξύ των Ο.Τ… και …, εμβαδού 13.950 τ.μ., δ) χώρος μεταξύ των Ο.Τ. … και .., εμβαδού 5.850 τ.μ. και ε) χώρος μεταξύ των Ο.Τ. … και …, εμβαδού 4.200 τ.μ.. Επιπλέον, με την παραπάνω τροποποίηση του Νομάρχη Αττικής, χώροι οι οποίοι είχαν χαρακτηριστεί είτε ως οικοδομικά τετράγωνα είτε ως χώροι χωρίς πολεοδομική ρύθμιση στο αρχικό σχέδιο πόλεως, χαρακτηρίστηκαν με την εν λόγω απόφαση τροποποίησης του Νομάρχη, ως χώροι κοινωφελείς ειδικών χρήσεων, προς εξυπηρέτηση δημοσιολογικών σκοπών, ήτοι προς ανέγερση κτηρίων κοινής ωφελείας. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι ανήκαν στην κυριότητα του Οικοδομικού Συνεταιρισμού είναι οι ακόλουθοι: α) Το Ο.Τ. …για ανέγερση γυμνασίου, εμβαδού 9.840 τμ., β) το Ο.Τ. … για ανέγερση σχολείου, εμβαδού 5.450 τ.μ., γ) ο χώρος μεταξύ των Ο. Τ, …και … για πολιτιστικό κέντρο, εμβαδού 21.700 τ.μ., δ) ο χώρος μεταξύ των Ο. Τ. … και ... για τουριστικό κέντρο, εμβαδού 6.300 τ.μ. και ε) ο χώρος μεταξύ των Ο.Τ. … και … για κέντρο αναψυχής, εμβαδού 7.300 τ.μ.. Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι ο προσθέτως παρεμβαίνων Συνεταιρισμός διέθεσε συνολικά από την ιδιοκτησία του έκταση ίση με 146.990 τ.μ. ως αντιστάθμισμα έναντι των 43.771,09 τ.μ. η οποία με την εν λόγω τροποποίηση από κοινόχρηστη έκταση που είχε χαρακτηρισθεί στο αρχικό σχέδιο, χαρακτηρίσθηκε ως οικοδομήσιμη. Κατόπιν των ανωτέρω, πλήρως αποδείχθηκε ότι το Ο.Τ. με αριθμό ... αποτελεί έκταση κυριότητας του προσθέτως παρεμβαίνοντος και κατ' επέκταση το επίδικο τμήμα του οικοπέδου, όπως αυτό αναλυτικά περιγράφεται παραπάνω, το οποίο απέκτησαν οι εναγόμενοι, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό ο καθένας, με παράγωγο τρόπο (αγορά και μεταγραφή του σχετικού συμβολαίου), αποτελεί συνιδιοκτησία τους. Συνεπώς, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης ιδίας κυριότητας που προέβαλαν οι (εναγόμενοι και όχι οι) ενάγοντες..... (όπως από προφανή παραδρομή στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται) πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας η δικαστική δαπάνη των εναγομένων και του προσθέτως παρεμβαίνοντος". Κρίνοντας, έτσι, το πιο πάνω Δικαστήριο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε με σαφήνεια, ότι η επίδικη έκταση με την τροποποίηση του σχεδίου χαρακτηρίστηκε ως οικοδομήσιμη από κοινόχρηστη που είχε χαρακτηριστεί στο αρχικό σχέδιο και συγχρόνως, σε αντικατάστασή της, χαρακτηρίστηκε ως κοινόχρηστη η πολύ μεγαλύτερη πιο πάνω έκταση. Ο πρώτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο, υπό την αναιρετική αυτή αιτίαση, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 §2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) νια σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δραστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, λόγος, όμως, αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από το διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει ο ισχυρισμός να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Όπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόμενους από τη διάταξη λόγους αναίρεσης, ακόμη και σε εκείνους των αριθμών 1 και 19, αντίστοιχα, του εν λόγω άρθρου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 10 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δέχτηκε πράγμα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς να διατάξει απόδειξη και, ειδικότερα, την παραπάνω ένσταση ιδίας κυριότητας των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγομένων και του - δικαιοπαρόχου αυτών - προσθέτως υπέρ αυτών παρεμβάντος, ότι η κυριότητα της επίδικης έκτασης επανήλθε στον προσθέτως παρεμβάντα και εν τέλει στους εναγομένους, γιατί με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, δυνάμει της 278515/1979 απόφασης του Νομάρχη Αττικής κατέστησαν συγχρόνως κοινόχρηστοι ειδικά σε αντικατάσταση των αναφερόμενων καταργουμένων συνολικού εμβαδού 43.771,78 τμ., - στους οποίους εμπίπτει και η επίδικη - οι αναφερόμενοι μεγαλύτερης έκτασης χώροι κυριότητας του προσθέτως παρεμβάντος, δυνάμει των αναφερόμενων τίτλων κυριότητας που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, με επίσπευση του οποίου εγκρίθηκε αρχικά και τροποποιήθηκε στη συνέχεια το σχέδιο, είναι απορριπτέος ως αόριστος, γιατί ο παραπάνω ισχυρισμός - πλημμέλεια της προδικαστικής απόφασης - στον οποίο στηρίζεται - και δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ - προτάθηκε νόμιμα από τον ηττηθέντα και στον πρώτο βαθμό ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα - με λόγο έφεσης - στο Εφετείο, και, πάντως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την 4797/1997 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είχε διαταχθεί απόδειξη ως προς την εν λόγω ένσταση ιδίας κυριότητας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-6-2011 αίτηση του Δήμου Διονύσου Αττικής για αναίρεση της 1647/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των πρώτου, δεύτερου, τρίτου και πέμπτης των αναιρεσιβλήτων, επιμεριζόμενα λόγω της χωριστής τους υπεράσπισης, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στην περίπτωση που με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου καταργούνται οι κοινόχρηστοι χώροι και καθίστανται οικοδομήσιμοι, η επ’ αυτών κυριότητα του Δήμου ή της κοινότητας παραμένει και δεν επανέρχεται στους ιδιοκτήτες τους επισπεύσαντες την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, εκτός αν με την ίδια την τροποποίηση του σχεδίου καθίστανται συγχρόνως κοινόχρηστος, ειδικά σε αντικατάσταση των καταργουμένων ή ιδιοκτήτες κατά την έγκριση του σχεδίου με το οποίο έγιναν οι χώροι αυτοί αρχικά κοινόχρηστοι, είχαν με την οικεία σύμβαση επιφυλάξεις για τους εαυτούς τους την κυριότητα επ’ των χώρων αυτών σε περίπτωση καταργήσεως τους από κοινόχρηστους.
Πράγματα κοινόχρηστα
Πράγματα κοινόχρηστα.
2
Αριθμός 25/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΛΑΜΙΕΩΝ", που εδρεύει στη Λαμία και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Κουτκιά. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Α., 2) Κ. Δ., 3) Κ. Κ., 4) Π. Π., 5) Κ. Ζ., 6) Β. Μ., 7) Ι. Μ., 8) Σ. Κ., 9) Χ. Α., 10) Π. Κ., 11) Ν. Σ. και 12) Ν. Κ., όλων κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Βερβεσό, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-6-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 231/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 158/2012 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-10-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 4-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, µεταξύ των ιδίων προσώπων, µε την ίδια ιδιότητα, για το αντικείµενο και την ίδια ιστορική και νοµική αιτία, δεδικασµένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείµενο νέας δίκης για το δικαίωµα που κρίθηκε, για τη δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, µε την έννοια ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωµα που κρίθηκε εξ αφορµής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του, το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη η μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Περαιτέρω από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει, όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών των οποίων ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το Δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση, που έχει τελεσιδίκως διαγνωσθεί, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στην νέα δίκη πρόκειται να κριθεί ή ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση (ΟλΑΠ 10/2002). Τέλος, ειδικότερα, σε διαρκή έννομη σχέση, από την οποία πηγάζουν πλείονες έννομες συνέπειες, όπως στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην οποία η απασχόληση του µισθωτού θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις, που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόµους, Σ.Σ.Ε., Δ.Α. κ.λπ. οι τελεσίδικες αποφάσεις που κρίνουν επί µέρους αιτήµατα, ως συνέπειες της διαρκούς έννοµης σχέσης έστω και, κατά τα παραπάνω, εσφαλμένες, αποτελούν δεδικασµένο και για απαιτήσεις που γεννώνται στο µέλλον, ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος αυτών, εφόσον παραµένει αμετάβλητο το νοµικό καθεστώς (ΟλΑΠ 1/2005). Έτσι, µεταξύ άλλων, καλύπτονται από το δεδικασµένο ο χαρακτήρας της σύµβασης εργασίας, δηλαδή ο νοµικός χαρακτηρισµός που δόθηκε από την απόφαση στην έννοµη σχέση και το κύρος της σύμβασης εργασίας και της τυχόν καταγγελίας της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 648 Α.Κ., ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συµφωνηµένες αποδοχές του, µετά την παροχή της εργασίας, που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συµφωνήθηκε να τον βαρύνουν. Κατά δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 325, 329, 353, και 656 Α.Κ. ο εργαζόµενος έχει το δικαίωµα να επισχέσει την παροχή που οφείλει στον εργοδότη και ιδιαίτερα την πληρωµή οφειλόμενων αποδοχών, αλλά και την εκπλήρωση άλλου ουσιώδους όρου από την παράβαση του οποίου έχει δημιουργηθεί ενδεχομένως ληξιπρόθεσµη αξίωση του εργαζοµένου. Προϋπόθεση για την άσκηση αυτού του δικαιώµατος είναι η αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη, ανεξάρτητα από το αν η καθυστέρηση οφείλεται σε δυστροπία του. Το αν η καθυστέρηση είναι δικαιολογημένη κρίνεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ο εργαζόµενος ασκεί το δικαίωµά του με δήλωση προς τον εργοδότη ότι παύει να του παρέχει την εργασία του μέχρι να του πληρώσει τις καθυστερημένες αποδοχές του ή ενδεχομένως να εκπληρώσει άλλο ουσιώδη όρο της σύμβασης. Αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του δεν είναι, στην περίπτωση αυτή, υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης ο οποίος έχει την υποχρέωση, όσο διαρκεί η υπερημερία του, δηλαδή όσο δεν καταβάλλει τις οφειλόμενες αποδοχές και δεν εκπληρώνει άλλο, ουσιώδη πάντως, όρο της σύμβασης, να πληρώσει στον εργαζόμενο (που έχει ασκήσει νομίμως το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του), το μισθό του, σαν να εργάζονταν κανονικά. Η υπερημερία του εργοδότη παύει, είτε με την καταβολή των οφειλομένων ή την εκπλήρωση του ουσιώδους όρου της σύμβασης, είτε ύστερα από συμφωνία με τον εργαζόμενο. Το δικαίωμα επίσχεσης της παροχής της εργασίας μπορεί να προταθεί από τον εργαζόμενο και όταν ο εργοδότης είναι το Δημόσιο, ΟΤΑ ή Ν.Π.Δ.Δ. εφόσον οι διαφορές προκύπτουν από σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε, ως ανύπαρκτη. Ο ίδιος λόγος καθιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβλέψει το δεδικασμένο προηγούμενης απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο Δήμο Λαμιέων, η πρώτη στις 24-5-1999, η δεύτερη στις 3-12-1997, η τρίτη στις 4-8-1998, η τέταρτη στις 4-8-1998, η πέμπτη στις 11-8-1998, η έκτη στις 26-3-1997, η έβδομη στις 3-12-1997, ο όγδοος στις 10-8-1998, ο ένατος στις 24-5-1999, ο δέκατος στις 15-12-1997, ο ενδέκατος στις 7-6-1999 και ο δωδέκατος στις 11-8-1994, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους oι επτά (7) πρώτες εξ αυτών ως εργάτριες καθαριότητας, ως ηλεκτρολόγοι - συντηρητές οι όγδοος, ενδέκατος και δωδέκατος και ως οδηγοί οι ένατος και δέκατος, µε διαδοχικές συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου, που κατά τη λήξη τους, ανανεώνονταν. Μετά την 5-7-2004 (για τους πρώτους επτά ενάγοντες), την 13-6-2004 (για τους 8° και 9°), την 11-7-2004 (για τον 10°) και την 13-7-2004 (για τον 11ο και 12°), ηµεροµηνίες λήξης της τελευταίας σύµβασης εργασίας ορισµένου χρόνου, ο εναγόμενος αρνήθηκε να δεχθεί την εργασία των στις θέσεις για τις οποίες είχαν προσληφθεί. Λόγω της άρνησης αυτής του εναγοµένου οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Λαµίας τις από 16-7-2004 αγωγές τους µε τις οποίες ζητούσαν α) να αναγνωριστεί ότι η σύµβαση που τους συνέδεε µε τον εναγόµενο κατά το παραπάνω διάστηµα ήταν εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) ότι η τυχόν καταγγελία της σύµβασης (της τελευταίας χρονολογικώς) ως γενόµενη χωρίς έγγραφο τύπο και καταβολή αποζηµίωσης, είναι άκυρη και γ) να υποχρεωθεί ο εναγόµενος Δήµος να αποδέχεται τις ίδιες, όπως µέχρι τότε, υπηρεσίες τους. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκαν οι 328 και 329/2005 αποφάσεις του ως άνω Δικαστηρίου µε τις οποίες αναγνωρίστηκε ότι οι ενάγοντες συνδέονταν µε τον εναγόµενο Δήµο µε ιδιωτικού δικαίου σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η καταγγελία των συµβάσεων, κατά τις προαναφερόµενες ηµεροµηνίες, ήταν άκυρη και υποχρέωσε τον εναγόµενο ν' αποδέχεται τις παραπάνω εργασίες των εναγόντων. Κατά των αποφάσεων αυτών ο εναγόµενος Δήµος δεν άσκησε έφεση. Έτσι, οι αποφάσεις, µετά και την, σε κάθε περίπτωση (και αν ακόµη δεν επιδόθηκαν) πάροδο της προθεσµίας των τριών ετών από την δηµοσίευσή τους (στις 8-11-2005) κατέστησαν αμετάκλητες. Μετά απ' αυτά ο Δήµαρχος Λαµιέων συμμορφώθηκε με το διατακτικό των αποφάσεων, εκδίδοντας την 4544/9-2-2006 απόφασή του. Με αυτή, η οποία εγκρίθηκε από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και δημοσιεύθηκε στο 58/3-3-2006 ΦΕΚ, συνέστησε εκτός των άλλων (για άλλους εργαζόμενους) προσωρινές (προσωποπαγείς) θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σ' αυτές κατέταξε τους ενάγοντες, οι οποίοι ανέλαβαν αντίστοιχα τα καθήκοντά τους. Από τότε παρείχαν τις υπηρεσίες τους με τις προαναφερόμενες ειδικότητες, μέχρι και τις 19-1-2007. Ωστόσο, ο εναγόμενος, για την ως άνω απασχόλησή των, από 15-3-2006 έως και 19-1-2007, κατέβαλε στους ενάγοντες μόνο τους μισθούς των μηνών Μαρτίου - Ιουνίου 2006, ενώ δεν κατέβαλε τους μισθούς των μηνών Ιουλίου - Δεκεμβρίου 2006 και από 1η έως 19-1-2007, το δώρο των Χριστουγέννων 2006 και τις αποδοχές και επίδομα αδείας 2006. Οι ενάγοντες, στις 19-1-2007, κοινοποίησαν στον εναγόμενο την από 18-1-2007 εξώδικη δήλωσή τους για επίσχεση εργασίας τους από 20-1-2007 μέχρι την καταβολή των αποδοχών τους. Ακολούθως, άσκησαν, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαμίας, την από 6-2-2007 αγωγή τους ζητώντας να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές για τις ανωτέρω αιτίες, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2006 έως 31-12-2006. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 252/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαμίας, η οποία έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή τους και η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη με την 173/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Ο εναγόμενος στη συνέχεια κατέβαλε, το Νοέμβριο του έτους 2008, τα επιδικασθέντα στους ενάγοντες χρηµατικά ποσά και µάλιστα νοµιµοτόκως. Στην συνέχεια οι ενάγοντες άσκησαν την από 17-6-2008 αγωγή τους ζητώντας να υποχρεωθεί ο εναγόµενος να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2007 έως 19-1-2007 και τους µισθούς υπερηµερίας για το χρονικό διάστηµα από 20-1-2007 έως 30-11-2007. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η 66/2009 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Λαµίας, η οποία, κρίνοντας ότι απορρέει δεδικασµένο από τις προαναφερόµενες 328 και 329/2005 αποφάσεις, έκανε δεκτή την αγωγή. Η απόφαση αυτή ήδη κατέστη τελεσίδικη, αφού επικυρώθηκε µε την 60/2010 απόφαση του Εφετείου Λαµίας. Δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόµενος Δήµος, κατέβαλε, µέχρι τον χρόνο έγερσης της κρινόµενης αγωγής, στους ενάγοντες τις δεδουλευμένες αποδοχές τους για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2007 µέχρι 19-1-2007 και τους µισθούς υπερηµερίας από 20-1-2007 µέχρι 30-11-2007 (ως προς τους οποίους επί πλέον, αφορά η επίσχεση εργασίας), µέχρι τον οποίο αυτοί, για το λόγο αυτό, συνέχισαν την επίσχεση εργασίας και ο εναγόµενος Δήµος εξακολουθεί να είναι υπερήμερος και οφείλει στους ενάγοντες αποδοχές υπερηµερίας και για το επίδικο χρονικό διάστηµα από 1-12-2007 µέχρι 31- 5-2009, στο οποίο αφορά η από 15-6-2009 υπό κρίση αγωγή τους. Την άρνησή του να καταβάλει στους εφεσίβλητους τα ανωτέρω ποσά, ο εναγόµενος Δήµος εξακολουθεί να στηρίζει στον ισχυρισµό ότι την περίοδο αυτή δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει µισθούς υπερηµερίας, ούτε αποδοχές στους ενάγοντες, καθόσον οι προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες κρίθηκε ότι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους με συμβάσεις αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου και δυνάμει των οποίων τοποθετήθηκαν στις προσωποπαγείς ως άνω θέσεις θεωρούνται ανίσχυρες και μη παράγουσες δεδικασμένο και κατ' επέκταση έννομα αποτελέσματα, καθόσον αυτό μπορούσε να γίνει μέσω ΑΣΕΠ και με την προβλεπόμενη από το Π.Δ. 164/2004 διαδικασία. Όμως, η απασχόληση των εναγόντων κατά το ως άνω χρονικό διάστημα έγινε σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες 328 και 329/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που είχαν ήδη καταστεί τελεσίδικες και οι οποίες δέχθηκαν ότι οι ως άνω ένδικες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν έγκυρες ενιαίες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να αποδέχεται την εργασία των εναγόντων με τις έγκυρες αυτές συμβάσεις. Τα ως άνω γενόμενα δεκτά καλύπτονται, κατά τα προαναφερθέντα, από δεδικασμένο, το οποίο, έστω και αν η απόφαση είναι εσφαλμένη (ΟλΑΠ 19 -20/2007), δεσμεύει το Δικαστήριο σε σχέση με το χαρακτηρισμό των συμβάσεων (ως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου) και το κύρος τους, εφόσον δεν επήλθε στη συνέχεια μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει τις συμβάσεις αυτές ή τις έννομες συνέπειες και συνεπώς, ο ισχυρισμός του εναγομένου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι πιο πάνω αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που αναγνώρισαν, έστω και εσφαλμένα, ότι οι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους με έγκυρες συμβάσεις εργασίας, δεσμεύουν τον εναγόμενο Δήμο, ο οποίος και είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στους ενάγοντες τις αποδοχές υπερημερίας και για το χρονικό διάστηµα από 1-12-2007 έως 31-5-2009, αφού κατά το τελευταίο διάστημα δεν αποδεικνύεται ότι τους κατέβαλε τις δεδουλευµένες αποδοχές από 1-1-2007 µέχρι 19-1-2007, καθώς και τους µισθούς υπερηµερίας από 20-1-2007 µέχρι 30-11-2007 προς εξόφληση των οποίων αυτοί άσκησαν το εν δικαίωµα της επίσχεσης. Συγκεκριµένα ο εναγόµενος οφείλει τα χρηµατικά ποσά, τα οποία αναφέρθηκαν πιο πάνω, για τον καθένα από τους ενάγοντες χωριστά, και τα οποία, μη αμφισβητώντας αυτά ο εναγόμενος, επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο, διότι υφίσταται πράγματι δεδικασμένο από τις παραπάνω αποφάσεις, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δέχθηκε, ότι για το είδος της σχέσης εργασίας των αναιρεσίβλητων προκλήθηκε δεδικασμένο από τις προαναφερθείσες 328 και 329/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του άρθρου 281 ΑΚ, ως προς την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, είναι απαράδεκτος, διότι δεν γίνεται επίκληση πραγματικών περιστατικών, τα οποία να θεμελιώνουν τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή ισχυρισμό. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 10-10-2012, αίτηση για την αναίρεση της 158/2012 απόφασης του Εφετείου Λαμίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, το οποίο ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στην νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Δεδικασμένο, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
2
Αριθμός 17/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Πολιτικό Τμήμα Β1' Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Θ. του Α., κατοίκου ... και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Π. Θ. ΑΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γλύκα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία "Π. - Σ. ΟΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μπουμπουρή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-3-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 198/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5616/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-3-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 703 § 1 ΑΚ, εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον άλλο (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Πότε υπάρχει μεσολάβηση και πότε υπόδειξη δεν ορίζεται στο νόμο και, εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει από τη σύμβαση, η μεσολάβηση περιλαμβάνει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη, με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης και είναι δυνατό, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από το μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, τη μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων ή και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από τη μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σ' αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει. Η εντολή προς το μεσίτη μπορεί να αφορά μόνο στη μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο. Αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκαν για την υπόδειξη ευκαιρίας και η κύρια σύμβαση καταρτίσθηκε με μεσολάβηση του μεσίτη, πληρούται ο σκοπός του νόμου και οφείλεται η αμοιβή, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση μεσιτείας. Στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή όταν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τη μεσολάβηση του μεσίτη, η κατάρτιση της σύμβασης με απλή υπόδειξη του τελευταίου δεν αρκεί για το εναγώγιμο της αμοιβής του. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 3 § 4 του ν. 308/1976 "περί μεσιτών αστικών συμβάσεων" όριζε ότι η υπόδειξη από το μεσίτη του αντικειμένου της σκοπούμενης αστικής σύμβασης θεωρείται ως πλήρως εκπληρωθείσα εντολή, εφόσον η σύμβαση καταρτίσθηκε συνεπεία της υπόδειξης αυτής και καθιέρωνε, έτσι, νόμιμο τεκμήριο για την εκπλήρωση της δοθείσας στο μεσίτη εντολής, με μόνη την υπόδειξη του αντικειμένου της σύμβασης, που καταρτίσθηκε συνεπεία της υπόδειξης. Ο ανωτέρω νόμος, όμως, καταργήθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 248/1993, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 15Α του ν. 2000/1991, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 70 του ν. 2065/1992 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 του ν. 2081/1992 και, συνεπώς, από τη δημοσίευση του άνω π.δ. (28.6.1993) έπαυσε να ισχύει και το παραπάνω τεκμήριο. Για το λόγο αυτό, μετά τις 28.6.1993, το ζήτημα αν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας στην αγορά αστικού ακινήτου καθορίζεται αποκλειστικά και μόνον από τη σύμβαση μεσιτείας, η οποία, αν είναι σαφής, προσδιορίζει απευθείας αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για τη μεσολάβηση ή για την υπόδειξη ευκαιρίας, ενώ αν είναι ασαφής ή υπάρχει κενό υπόκειται σε ερμηνεία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να επιλυθεί το παραπάνω ζήτημα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του ΠΔ 248/1993 "περί μεσιτών αστικών συμβάσεων", από την έναρξη ισχύος του παρόντος Π.Δ. (28.6.1993) καταργείται ο ν.308/1976, όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα, καθώς και οποιαδήποτε άλλη ειδική διάταξη που αντίκειται σε αυτόν. Έτσι καταργήθηκε και η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 308/1976, που όριζε ότι η διδομένη εντολή προς τον μεσίτη αστικών συμβάσεων πρέπει να είναι έγγραφη, στις περιπτώσεις εκείνες που το ποσό των µεσιτικών δικαιωµάτων υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων δραχµών. Όµως, αν ο έγγραφος τύπος για τη συγκεκριµένη δικαιοπραξία δεν έχει οριστεί από το νόµο ως συστατικός ή αποδεικτικός, τότε η απόδειξη της σύναψης και του περιεχοµένου της δικαιοπραξίας µπορεί να γίνει και µε µάρτυρες, σύµφωνα µε τις διατάξεις του KΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 211 Α.Κ., δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνοµα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) µέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αµέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Το αποτέλεσµα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνοµα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις, ότι έγινε στο όνοµα του. Τέλος, με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου, που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η, κατά την έννοια του αριθμού αυτού, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση της απόφασης, για έλλειψη νόμιμης βάσης, υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) εταιρεία έχει αντικείμενο εργασιών τη μεσιτεία αστικών συμβάσεων, νομίμως εγγεγραμμένη στο επαγγελματικό επιμελητήριο Αθηνών, με αριθμό γενικού μητρώου .... Με την ιδιότητα της αυτή συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο (ήδη πρώτο αναιρεσείοντα), ενεργούντα για τον εαυτό του ατομικά και για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης (ήδη δεύτερης αναιρεσείουσας) εταιρίας, σύμβαση μεσιτείας, δυνάμει της από 5-11-2008 έγγραφης εντολής, προς υπόδειξη ευκαιρίας για την πώληση ενός ακινήτου, επιφανείας 405 τ.μ. εντός οικοπέδου 135 τ.μ., επί της οδού ... αριθμ. 31 στην Αθήνα, ιδιοκτησίας (κατά την έγγραφη εντολή) της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, αντί τιμήματος ποσού 4.000.000 ευρώ. Η δεύτερη εναγομένη δεν ήταν κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτής κυρία του παραπάνω ακινήτου, αφού είχε συνάψει σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης με την εταιρία "EFG Eurobank-Ergasias Χρηματοδοτικές Μισθώσεις Ανώνυμη Εταιρία", η οποία ήταν και ιδιοκτήτρια αυτού, πλην όμως αυτή ήταν ο μεσιτικός εντολέας. Ως μεσιτική αμοιβή συμφωνήθηκε το ποσό των 80.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο μετά την παρέλευση δεκαημέρου από την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, χωρίς όχληση, και σε περίπτωση επίτευξης μικρότερου ή μεγαλύτερου τιμήματος, συμφωνήθηκε η αμοιβή να μειώνεται ή να αυξάνεται ανάλογα, ώστε να ανέρχεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συμφωνηθησομένου τιμήματος. Με την ίδια έγγραφη εντολή ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε ρητά την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα τη συμφωνηθείσα μεσιτική αμοιβή, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη. Στη συνέχεια, ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος ενεργούσε για τον εαυτό του ατομικά και για λογαριασμό και επ' ονόματι των τετάρτου και πέμπτης των εναγομένων (μη διαδίκων στην παρούσα αναιρετική δίκη), ανέθεσε στην ενάγουσα να του υποδείξει ευκαιρία προς αγορά ακινήτου. Ειδικότερα, με την από 13-11-2008 έγγραφη εντολή του, το κείμενο της οποίας απέστειλε σ' αυτόν η ενάγουσα με FAX, στο οποίο αναγράφονταν, μεταξύ άλλων, σαφώς η περιγραφή και τα στοιχεία του ως άνω ακινήτου, καθώς και το τίμημα πώλησης, ποσού 4.000.000 ευρώ, ο τρίτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση, σε περίπτωση αγοράς του ακινήτου αυτού από τον ίδιο ή τον τέταρτο ή την πέμπτη των εναγομένων ή εταιρία στην οποία μετέχουν καθ' οιονδήποτε τρόπο ή τα συμφέροντα της οποίας εκπροσωπούν οι παραπάνω, να καταβληθεί στην ενάγουσα, ως μεσιτική αμοιβή, ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συμφωνηθησομένου τιμήματος, πλέον ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο μετά την παρέλευση δεκαημέρου από την κατάρτιση της σύμβασης αγοράς, χωρίς όχληση. Ακολούθως, η ενάγουσα με τα, από 12-5-2009 και 16-7-2009 FΑΧ, που απέστειλε στους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, αντίστοιχα, ενημέρωσε αυτούς ότι ο πωλητής μείωσε το τίμημα για το εν λόγω ακίνητο στα ποσά των 3.200.000 και 2.800.000 ευρώ, αντίστοιχα. Επίσης με FAX η ενάγουσα ενημέρωσε τον εντολέα της, πρώτο εναγόμενο, ότι είχε ήδη υποδείξει το προς πώληση ακίνητο σε εντολείς της, μεταξύ των οποίων ανέφερε και τον τέταρτο εναγόμενο, ενεργούντα και για λογαριασμό της πέμπτης εναγομένης. Τελικά, ο τέταρτος εναγόμενος, ενεργώντας ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της έκτης εναγομένης εταιρείας, με την επωνυμία "ΕΥΡΩΚΕΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", αγόρασε στο όνομα αυτής το ως άνω ακίνητο, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος .../20-10-2009 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Χριστίνας Κέζιου - Μάλλιου, από τη δεύτερη εναγομένη, ιδιοκτήτρια πλέον του ακινήτου, μετά τη λύση της ως άνω χρηματοδοτικής μίσθωσης, με το .../20-10-2009 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, έναντι αναγραφόμενου (στο συμβόλαιο) τιμήματος ποσού 920.000 ευρώ, με αντικειμενική αξία ποσού 663.264 ευρώ. Στο παραπάνω συμβόλαιο αναγράφηκε ότι για την αγοραπωλησία του ακινήτου δεν μεσολάβησε κτηματομεσίτης. Η κατάρτιση του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου είναι απότοκη των ενεργειών της ενάγουσας και συγκεκριμένα οφείλεται στη χορήγηση των στοιχείων του κάθε, ως άνω, εντολέα της στον άλλο και στη διαρκή επικοινωνία και επαφή μαζί τους, έστω και μέσω των FAX, για τη χορήγηση στοιχείων κρίσιμων για τη σύναψη της σύμβασης, όπως του τιμήματος του ακινήτου, όπως καθοριζόταν κάθε φορά από τον πωλητή, ενέργειες οι οποίες και αρκούν για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ εντολής και κατάρτισης της σύμβασης και όχι, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, στη μεσιτική δραστηριότητα της εταιρείας με την επωνυμία "Αφοί Σ. Κτηματομεσιτική ΕΠΕ". Ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι είχε συνάψει, προγενέστερα, το Μάρτιο του 2008, άτυπη σύμβαση εντολής με την άνω εταιρία για την υπόδειξη ευκαιρίας προς πώληση του ως άνω ακινήτου, χωρίς αμοιβή, την οποία θα ελάμβανε αυτή μόνο από τον αγοραστή και ότι πράγματι του υπέδειξε, ως αγοραστή, τον τέταρτο εναγόμενο, που ενεργούσε και για λογαριασμό της πέμπτης και έκτης των εναγομένων. Ισχυρίζονται, επίσης, τόσο αυτός όσο και οι λοιποί εναγόμενοι, ότι ο τέταρτος εναγόμενος είχε επίσης συνάψει με την άνω εταιρία την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από 14-5-2008 έγγραφη σύμβαση εντολής- μεσιτείας, προς υπόδειξη ευκαιρίας για αγορά ακινήτου, στην οποία αναφέρθηκε ρητά και το άνω ακίνητο, έναντι συμφωνηθείσας μεσιτικής αμοιβής ποσοστού 1% επί του συμφωνηθησομένου τιμήματος αγοραπωλησίας του ακινήτου και συνεπώς η ανωτέρω πώληση πραγματοποιήθηκε με τη μεσολάβηση της εταιρίας αυτής και όχι της ενάγουσας, που υπέδειξε μεταγενέστερα το παραπάνω ακίνητο προς πώληση και αγορά, αντίστοιχα. Οι εναγόμενοι προσκομίζουν ακόμη, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους, την 280/27-10-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, στην οποία εμφαίνεται ότι η έκτη εναγομένη κατέβαλε στην ως άνω ΕΠΕ, ως µεσιτική αµοιβή, για την αγορά του εν λόγω ακινήτου, το ποσό των 9.200 ευρώ, πλέον ΦΠΑ ποσού 1.748 ευρώ. Κατά την κρίση όµως του Δικαστηρίου η απόδειξη αυτή αναφέρεται σε συναλλαγή που δεν έλαβε χώρα, καταρτίστηκε δε µε αποκλειστικό σκοπό να αποφευχθεί η καταβολή της συµφωνηθείσας µεσιτικής αµοιβής στην ενάγουσα. Ειδικότερα, οι εναγόµενοι, παρότι προβάλλουν τους παραπάνω ισχυρισµούς, δεν δικαιολογούν επαρκώς για ποιο λόγο α)στο συµβόλαιο αγοραπωλησίας του επίδικου ακινήτου αναγράφηκε ότι δεν µεσολάβησε κτηµατοµεσίτης, ενώ οι ίδιοι ισχυρίζονται µεσολάβηση της παραπάνω εταιρίας, β) παρότι το εν λόγω ακίνητο αναφέρεται στις ως άνω δοθείσες προς την ενάγουσα έγγραφες εντολές ρητά και συγκεκριµένα µε όλα τα στοιχεία που το εξατομικεύουν, γιατί δεν απέστειλαν στην ενάγουσα (προς διασφάλισή τους) έγγραφο περί του ότι το ακίνητο αυτό είχε ήδη υποδειχθεί σε αυτούς προηγουµένως από την παραπάνω εταιρία, παρά µόνο αρκέσθηκαν σε τηλεφωνική επικοινωνία µε υπάλληλο της ενάγουσας, στην οποία, όπως ισχυρίζονται, ανέφεραν το γεγονός αυτό και γ)γιατί δεν απάντησαν εγγράφως, όταν η ενάγουσα απέστειλε στη συνέχεια στους τρίτο και τέταρτο των εναγοµένων τα από 12- 5-2009 και 16-7-2009 FAΧ, αντίστοιχα, µε τα οποία ενηµέρωνε αυτούς ότι ο πωλητής µείωσε το τίµηµα για το εν λόγω ακίνητο στα ποσά των 3.200.000 και 2.800.000 ευρώ αντίστοιχα, ενώ παράλληλα µε FAΧ ενηµέρωνε τον εντολέα της, πρώτο εναγόµενο, ότι είχε υποδείξει το προς πώληση ακίνητο σε εντολείς της, µεταξύ των οποίων και ο τέταρτος εναγόµενος, ενεργώντας και για λογαριασµό της πέµπτης εναγοµένης εταιρείας. Τα παραπάνω αναφερόµενα περί τηλεφωνικής επικοινωνίας µε υπάλληλο της ενάγουσας, που κατατέθηκαν και από τους µάρτυρες των εναγοµένων, δεν κρίνονται πειστικά από το Δικαστήριο. Δεν κρίνεται επίσης πειστικός ο ισχυρισµός των εναγοµένων, ότι παρότι η ανωτέρω εταιρία τους είχε υποδείξει το συγκεκριμένο ακίνητο νωρίτερα, παρά ταύτα υπέγραψαν σε χρόνο µεταγενέστερο έγγραφη εντολή µε την ενάγουσα για µεσολάβησή της, µεταξύ άλλων και για την αγοραπωλησία του συγκεκριμένου ακινήτου. Τα παραπάνω πραγµατικά περιστατικά, που επικαλούνται οι εναγόµενοι, αναιρούνται από τη σαφή και κατηγορηµατική κατάθεση της µάρτυρος απόδειξης στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, για την αξιοπιστία της οποίας το Δικαστήριο δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει, η οποία καταθέτει από δική της άµεση αντίληψη για όλα τα ως άνω κρίσιµα γεγονότα. Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσης είναι και το γεγονός ότι η προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από 14-5-2008 έγγραφη εντολή του τετάρτου εναγοµένου προς την εταιρία µε την επωνυµία "Αφοί Σ. Κτηµατοµεσιτική ΕΠΕ" δεν προκύπτει ότι είναι πράγµατι αντίγραφο από το βιβλίο εντολών, αφού η θεώρηση της Δ.Ο.Υ. βρίσκεται σε ανεξάρτητη σελίδα και δεν προκύπτει αν αφορά το συγκεκριµένο αντίγραφο. Αντίθετα, οι επικαλούµενες από την ενάγουσα εντολές των εναγοµένων προς αυτήν έχουν νοµίµως καταχωρηθεί στο σχετικό βιβλίο εντολών, στις σελίδες 0015227 και 0015279, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από το προσκοµιζόµενο αντίγραφο. Το γεγονός της µεσολάβησης της ενάγουσας στην αγοραπωλησία άλλου ακινήτου και όχι της προαναφερθείσας εταιρίας µε την επωνυµία "Αφοί Σ. Κτηµατοµεσιτική ΕΠΕ", όπως είχαν ισχυρισθεί και οι εναγόµενοι της αγωγής εκείνης, έγινε εξάλλου δεκτό και µε την προσκοµιζόµενη από την ενάγουσα 5046/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά µέσα σε συνδυασµό µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, προέκυψε ότι το αναγραφόµενο στο παραπάνω αγοραπωλητήριο συµβόλαιο τίµηµα των 920.000 ευρώ του επιδίκου ακινήτου, ήτοι οικοδοµής που έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέα µε Προεδρικό Διάταγµα, αποτελούµενης από υπόγειο 120 τ.µ. και ισόγειο (δύο καταστήµατα 30 τ.µ. και 90 τ.µ. αντίστοιχα), µε πατάρι 120 τ.µ., επί οικοπέδου 122,62 τ.µ. στην οδό ... αριθµ. 31 στο Δήµο Αθηνών, δεν ανταποκρίνεται στο πραγµατικό τίµηµα αυτού, που ανήλθε στο ποσό των 2.300.000 ευρώ, όπως τούτο διαβεβαίωσε και η εξετασθείσα ενώπιον του Πρωτοβαθµίου Δικαστηρίου µάρτυρας απόδειξης. Η τακτική αυτή, δηλαδή η αναγραφή στα συμβόλαια µικρότερου τιµήµατος αντί του πραγµατικά συµφωνηθέντος, συνηθίζεται στις συναλλαγές για καθαρά φορολογικούς λόγους. Εξάλλου, όπως προκύπτει σαφώς απο τα προσκομιζόμενα έγγραφα και δη την έγγραφη εντολή των εναγομένων προς την ενάγουσα και τα FAΧ, που η τελευταία απέστειλε προς ενημέρωση στους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, αντίστοιχα, ο πρώτος των εναγομένων είχε καθορίσει αρχικά ως προτεινόμενη τιμή πώλησης του εν λόγω ακινήτου το ποσό των 4.000.000 ευρώ, την οποία στις 12-5-2009 μείωσε στο ποσό των 3.200.000 ευρώ και τελικά στις 16-7-2009 (τρεις περίπου μήνες πριν την κατάρτιση του συμβολαίου πώλησης του ακινήτου) στο ποσό των 2.800.000 ευρώ. Συνεπώς, η αμοιβή που οφείλεται στην ενάγουσα για την ως άνω μεσιτική της δραστηριότητα ανέρχεται για μεν τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, ευθυνόμενων, κατά τα συμφωνηθέντα εις ολόκληρον, στο ποσό των 46.000 ευρώ (2.300.000 Χ 2%), για δε τους λοιπούς εναγομένους, στο ίδιο ποσό. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία και εκείνο, δεχθέν, κατ' αποτέλεσμα, τα ίδια, υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον καθένας, το ποσό των 46.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Με την κρίση του αυτή διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν αυτοτελώς, το αποδεικτικό πόρισμα του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της, ως προς την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που προαναφέρθηκαν και τις οποίες εφάρμοσε. Οι παρακάτω, ειδικότερες, αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, οι οποίες προβάλλονται, αντίστοιχα, με τους τρίτο (κατά το πρώτο μέρος του), τέταρτο (κατά το δεύτερο μέρος του) και έκτο (κατά το πρώτο μέρος του), λόγους αναίρεσης, ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η κρίση του δικαστηρίου ότι: 1) η 280/27-10-2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών αναφέρεται σε συναλλαγή που δεν έλαβε χώρα και έγινε με σκοπό να αποφευχθεί η καταβολή μεσιτικής αμοιβής 2) οι εναγόμενοι δεν δικαιολογούν επαρκώς για ποιο λόγο α)στο συµβόλαιο αγοραπωλησίας του επίδικου ακινήτου αναγράφηκε ότι δεν µεσολάβησε κτηµατοµεσίτης β) παρότι το εν λόγω ακίνητο αναφέρεται στις ως άνω δοθείσες προς την ενάγουσα έγγραφες εντολές, γιατί δεν απέστειλαν στην ενάγουσα (προς διασφάλισή τους) έγγραφο περί του ότι αυτό είχε ήδη υποδειχθεί σε αυτούς προηγουµένως από την παραπάνω εταιρία και γ)γιατί δεν απάντησαν εγγράφως, όταν η ενάγουσα απέστειλε στη συνέχεια στους τρίτο και τέταρτο των εναγοµένων τα από 12-5-2009 και 16-7-2009 FAΧ, αντίστοιχα, µε τα οποία ενηµέρωνε αυτούς ότι ο πωλητής µείωσε το τίµηµα για το εν λόγω ακίνητο στα ποσά των 3.200.000 και 2.800.000 ευρώ αντίστοιχα, ενώ παράλληλα µε FAΧ ενηµέρωνε τον εντολέα της, πρώτο εναγόµενο, ότι είχε υποδείξει το προς πώληση ακίνητο σε εντολείς της, µεταξύ των οποίων και ο τέταρτος εναγόµενος, 3) το αναγραφόµενο στο παραπάνω αγοραπωλητήριο συµβόλαιο τίµηµα των 920.000 ευρώ του επιδίκου ακινήτου, ανήλθε στο ποσό των 2.300.000 ευρώ, είναι απαράδεκτες διότι, με την επίκληση της, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλειας επιχειρείται, απαραδέκτως, ο έλεγχος της επί της ουσίας κρίσης του δικαστηρίου. Επομένως, αυτοί οι λόγοι αναίρεσης, κατά τα αντίστοιχα μέρη τους, είναι απορριπτέοι. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι στο σύνολο του και ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το εφετείο, ως προς την κρίση του, περί της κατάρτισης της σύμβασης πώλησης με τη μεσολάβηση της αναιρεσίβλητης, δεχθέν, ειδικότερα, ότι το γεγονός της µεσολάβησης της ενάγουσας στην αγοραπωλησία άλλου ακινήτου και όχι της εταιρίας µε την επωνυµία "Αφοί Σ. Κτηµατοµεσιτική ΕΠΕ", έγινε, εξάλλου, δεκτό και µε την προσκοµιζόµενη από την ενάγουσα 5046/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι απαράδεκτος, διότι και η πλημμέλεια αυτή αναφέρεται στην, επί της ουσίας, ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. γ' ΚΠολΔ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ο λόγος αυτός, όμως, δεν ιδρύεται αν προκύπτει από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, όπως και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας, κατά νόμο, ελεύθερα αυτά, τους αποδίδει αποδεικτική δύναμη, διαφορετική από εκείνη την οποία τους αποδίδει ο αναιρεσείων. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους πρώτο, κατά το πρώτο, τέταρτο, κατά το πρώτο και έκτο, κατά το τρίτο, μέρος τους, λόγους προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλημμέλειες, από τον αρ. 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το εφετείο 1) δεν έλαβε υπόψη του και 2) δεν εκτίμησε, σωστά, τις ένορκες καταθέσεις στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, των μαρτύρων Π. Ζ., Δ. Δ. και Κ. Ξ., τις ένορκες καταθέσεις σε συμβολαιογράφο, .../17.5.2010 της Κ. Κ., .../12-5-2010 του Σ. Σ., .../12-5-2010 του Σ. Κ. και .../12.5.2010 του Γ. Μ. και το .../20-10-2009 πωλητήριο συμβόλαιο της συμ/φου Αθηνών Χριστίνας Κέσιου-Μάλιου. Από τη σαφή διαβεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τη ρητή αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, καθώς και την έμμεση ομολογία των αναιρεσειόντων, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα του, έλαβε υπόψη του αυτά και τα συνεκτίμησε, μη προκύπτοντος του αντιθέτου, από τη διαφορετική αποδεικτική αξία που τους απέδωσε, εκτιμώντας, όπως είχε τη δυνατότητα, ελεύθερα αυτά. Επομένως, οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης, ως προς την πρώτη αιτίαση είναι αβάσιμοι και ως προς τη δεύτερη απαράδεκτοι. Περαιτέρω, ο πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και ο έκτος, κατά το τελευταίο μέρος τους, με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 8 του άρθρου 559, ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα στα παραπάνω αποδεικτικά μέσα πραγματικά περιστατικά, είναι απαράδεκτοι, ενόψει του ότι δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένοι ουσιώδεις πραγματικοί ισχυρισμοί και ο τρόπος επίκλησης των στο δικαστήριο. Τέλος, ο πρώτος λόγος, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου είναι απαράδεκτος διότι, με αυτόν επιχειρείται, απαραδέκτως, η επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Με τους δεύτερο, (κατά το πρώτο) και τρίτο (κατά το δεύτερο), μέρος τους, λόγους της αναίρεσης, από τον αρ. 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και την πλημμέλεια, ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την, από 14-5-2008, έγγραφη εντολή του τέταρτου εναγομένου προς τη εταιρεία με την επωνυμία "Αφοί Σ. Κτηµατοµεσιτική ΕΠΕ". Όπως, όμως, προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και ειδικότερα από την περικοπή αυτής "Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσης είναι και το γεγονός ότι η προσκοµιζόµενη και επικαλούµενη από 14-5-2008 έγγραφη εντολή του τετάρτου εναγοµένου προς την εταιρία µε την επωνυµία "Αφοί Σ. Κτηµατοµεσιτική ΕΠΕ", δεν προκύπτει ότι είναι πράγµατι αντίγραφο από το βιβλίο εντολών, αφού η θεώρηση της Δ.Ο.Υ. βρίσκεται σε ανεξάρτητη σελίδα και δεν προκύπτει αν αφορά το συγκεκριµένο αντίγραφο. Αντίθετα οι επικαλούµενες από την ενάγουσα εντολές των εναγοµένων προς αυτήν έχουν νοµίµως καταχωρηθεί στο σχετικό βιβλίο εντολών, στις σελίδες 0015227 και 0015279, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από το προσκοµιζόµενο αντίγραφο", το εφετείο έλαβε υπόψη του και το έγγραφο αυτό. Επομένως, είναι αβάσιμοι και ο παραπάνω λόγοι της αναίρεσης, κατά τη σχετική αιτίαση των. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατά το από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου μέρος του, είναι απαράδεκτος, διότι με αυτό πλήττεται η ανέλεγκτη, επί της ουσίας, κρίση του δικαστηρίου. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τους αρ. 20 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται από τους αναιρεσείοντες, ότι το Εφετείο, με το να δεχτεί ότι η πραγματική αξία του πωληθέντος ακινήτου ήταν εκείνη των 2.300.000 ευρώ, α)παραμόρφωσε το περιεχόμενο και 2)δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη του δημοσίου εγγράφου στο .../20-10-2009 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Χριστίνας Κέζιου Μάλλιου, που οι ίδιοι είχαν προσκομίσει, προς απόδειξη του ισχυρισμού των, ότι η αξία του ακινήτου ήταν εκείνη των 920.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατά το αντίστοιχο μέρος του, διότι, 1) όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του, συνεκτιμώντας το περιεχόμενο του παραπάνω συμβολαίου με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτό, και 2) το ύψος του τιμήματος μπορεί να αποδειχθεί και από άλλα αποδεικτικά μέσα, ενόψει του ότι δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία εκείνα τα οποία υποπίπτουν στην άμεση αντίληψη του συμβολαιογράφου και συνεπώς δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, ως προς το ύψος αυτού, αποκλείουσα την ανταπόδειξη, αφού αφορά σε δήλωση των συμβληθέντων και περιστατικό του οποίου την ακρίβεια ο συμβολαιογράφος δεν ήταν υποχρεωμένος να ελέγξει. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστούν δε οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 14-3-2013, αίτηση των αναιρεσειόντων για την αναίρεση της 5616/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της. Από τη σαφή διαβεβαίωση που περιέχεται στην απόφαση, τη ρητή αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, καθώς και την έμμεση ομολογία των αναιρεσειόντων, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι έλαβε υπόψη του αυτά και τα συνεκτίμησε. Οι από τους αρ. 20 και 12 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, λόγοι είναι απαράδεκτοι, διότι, 1) το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του, συνεκτιμώντας το περιεχόμενο του συμβολαίου με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτό και 2) το ύψος του τιμήματος δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία εκείνα τα οποία υποπίπτουν στην άμεση αντίληψη του συμβολαιογράφου και συνεπώς το συμβόλαιο δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, ως προς αυτό.
Μεσιτεία
Μεσιτεία.
0
Αριθμός 18/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου" (ΟΠΑΔ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γατέα. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Π. του Γ., κατοίκου ..., 2) Γ. Ρ. του Α., κατοίκου ..., 3) Μ. Α. του Γ., κατοίκου ..., 4) Γ. Μ. του Χ., κατοίκου ... και 5) Κ. Μ. του Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία - Μαγδαληνή Τσίπρα. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Στο σημείο αυτό, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε ν' αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Για το ζήτημα της αναβολής έλαβε το λόγο και ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, που δεν συναίνεσε στο αίτημα της αντιδίκου. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε με τη συμμετοχή και του Γραμματέα και διά του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-12-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 298/2007 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 20-9-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 8-3-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και να γίνει δεκτός κατά το πρώτο και δεύτερο, από τον αρ. 1 του ίδιου άρθρου, μέρος του. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 94, 96, 97, 142 και 143 του ΚΠολΔ, η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς τον νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 §§ 1 και 4, του ίδιου κώδικα, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου, είτε με ρήτρα σε σύμβαση, που καλύπτει μόνο τις σχετικές με την σύμβαση αυτή πράξεις. Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης. Μετά όμως την έκδοση της οριστικής απόφασης, σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου, μπορεί να γίνει μεν επίδοση της σχετικής κλήσης προς τον υπογράψαντα το ένδικο μέσο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο, όχι όμως και προς τον κατά την δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πληρεξούσιο δικηγόρο του καθού το ένδικο μέσο, ο οποίος μετά την έκδοση της οριστικής αυτής απόφασης παύει να έχει την ιδιότητα του αντικλήτου, αν δεν διορίσθηκε νόμιμα αντίκλητος, κατά το άρθρο 142 §§ 1 και 4 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκείμενη περίπτωση, η συζήτηση της από 20-9-2011 αίτησης, για αναίρεση της 298/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσδιορίσθηκε με επιμέλεια του νόμιμα παρισταμένου αναιρεσείοντος, αρχικά για τη δικάσιμο της 19-3-2013, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης αυτής. Κατά τη συζήτηση αυτή παραστάθηκαν δια της δικηγόρου Μαρίας - Μαγδαληνής Τσίπρα, όλοι οι αναιρεσίβλητοι. Όμως, όσον αφορά τους πρώτη (Ε. Π.) και τρίτη (Μ. Α.) δεν προσκομίστηκαν πληρεξούσια έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει η, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, παροχή πληρεξουσιότητας στην παραπάνω δικηγόρο για την εκπροσώπησή των στο δικαστήριο και συνεπώς η παράστασή των δεν είναι νόμιμη και θεωρούνται απόντες. Προς απόδειξη της νομότυπης κλήτευσής τους (και των λοιπών αναιρεσιβλήτων) προσκομίσθηκε η 8813/8-1-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς ..., από την οποία προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη προσδιορισμού της ως άνω (αρχικής) δικασίμου και κλήση προς παράσταση κατ' αυτήν επιδόθηκε στη δικηγόρο Μαρία - Μαγδαληνή Τσίπρα, ως πληρεξούσια και αντίκλητο των αναιρεσιβλήτων. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η δικηγόρος αυτή παραστάθηκε, για λογαριασμό όλων των αναιρεσίβλητων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και συνεπώς είχε την ιδιότητα της πληρεξουσίας δικηγόρου αυτών. Όμως η ιδιότητά της αυτή έπαυσε να υπάρχει μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης (31-1-2007). Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ο διορισμός της, ως αντικλήτου, κατά το άρθ. 142 §§ 1 και 4 ΚΠολΔ. Επομένως, η κλήτευση των απολιπομένων αναιρεσιβλήτων δεν είναι νομότυπη και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης ως προς αυτούς. Το άρθρο 553 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζει ότι "αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση ...". Εξάλλου, το άρθρο 321 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι "όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει: α) Ότι για να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης απόφαση του πρωτοβάθμιου πολιτικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων, πρέπει η απόφαση αυτή να είναι τελεσίδικη. β) Ότι η πρωτόδικη απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση, γίνεται, αν δεν είναι κατά την έκδοσή της, τελεσίδικη για κάποια αιτία που έχει επέλθει, π.χ. διότι έχει περάσει η προθεσμία για έφεση. Η προθεσμία της έφεσης, στην περίπτωση κατά την οποία δεν επιδόθηκε η απόφαση, είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, τρία χρόνια, και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, τελειώνει δε όταν παρέλθουν τα τρία χρόνια, οπότε η απόφαση, εφόσον δεν υπόκειται πλέον σε έφεση, γίνεται, τελεσίδικη και τότε παραδεκτώς προσβάλλεται με αναίρεση. Η προθεσμία εξάλλου της αναίρεσης, που ηρεμεί όσο διαρκεί η προθεσμία της έφεσης, δηλαδή αρχίζει αυτή αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, στην ίδια περίπτωση κατά την οποία δεν επιδόθηκε η πρωτόδικη πολιτική απόφαση είναι, κατά το άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, τρία χρόνια και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, δηλαδή είναι συνολικά έξι (6) χρόνια (Ολ.ΑΠ 1113/1986). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη πρωτόδικη με αριθμό 298/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από αυτή, δημοσιεύθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2007, η δε αίτηση για αναίρεση αυτής, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων και δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε πριν από την παρέλευση τριών ετών από τη δημοσίευσή της, όπως αποδεικνύεται από την κάτω από την αίτηση αναίρεσης σχετική πράξη κατάθεσης του Γραμματέα του ως άνω δικαστηρίου, ασκήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2011, πριν δηλαδή περάσουν συνολικά έξι (6) χρόνια από την επομένη της δημοσίευσης (άρθρα 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, 241 ΑΚ) της απόφασης αυτής. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή. Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει, ότι σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συµβαλλόµενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισµένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύµβαση εργασίας είναι ορισµένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής µέχρις ορισµένου χρονικού σηµείου ή µέχρι της επελεύσεως ορισµένου µέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισµένου έργου, µετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σηµείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εποµένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι σαφώς καθορισµένη, είτε γιατί συµφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύµβασης εργασίας. Η σύµβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύµφωνα µε το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνοµολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζηµίωσης. Ο ορθός δε νοµικός χαρακτηρισµός της σύµβασης ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο µη δεσµευόµενο από το χαρακτηρισµό που προσέδωσαν τα συµβαλλόµενα µέρη, κρίνει, ερµηνεύοντας το περιεχόµενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες έχει συναφθεί η σύµβαση (Ολ.ΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερµηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "είναι άκυρος οιαδήποτε σύµβασις αντικειµένη εις τον παρόντα νόµον, πλην αν είναι µάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον ... Αι διατάξεις του νόµου τούτου εφαρµόζονται ωσαύτως και επί συµβάσεων εργασίας µε ορισµένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισµός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συµβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίµως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συµβάσεως διατάξεων του παρόντος νόµου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συµβάσεις ορισµένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισµός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν απαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί µε σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συµβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1929 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920) ανακύπτει ακυρότητα, ως προς τον καθορισµό ορισµένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται, ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύµβαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζοµένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόµιµης αποζηµίωσης. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, το άρθρο 21 του οποίου ορίζει τα ακόλουθα: "Οι δηµόσιες υπηρεσίες και τα νοµικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόµου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισµένου χρόνου, για την αντιµετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, µε τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόµενων παραγράφων" (παρ. 1). "Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν µπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) µήνες µέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) µηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για την αντιµετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν µπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) µήνες για το ίδιο άτοµο. Παράταση ή σύναψη νέας σύµβασης κατά το αυτό ηµερολογιακό έτος ή µετατροπή σε σύµβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες" (παρ. 2). Στη συνέχεια, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συµπλήρωσε την άνω οριζόµενη διάρκεια απασχόλησης άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν. Σύµφωνα δε µε την παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δηµόσιου τοµέα, όπως αυτός οριοθετείται µε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/ 1982 και τις µεταγενέστερες συµπληρώσεις του. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγµατος, οι οποίες επιβάλλουν τη νοµοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δηµοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. ορίζουν τα εξής: "κανένας δεν µπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νοµοθετηµένη. Εξαιρέσεις µπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόµο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες µε προσωπικό που προσλαµβάνεται για ορισµένη χρονική περίοδο µε σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστηµονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού µπορούν να πληρούνται µε προσωπικό που προσλαµβάνεται µε σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόµος ορίζει για την πρόσληψη, καθώς και για τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαµβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α 85/18-4-2001) και µε σκοπό τη µέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγµατικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόµου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δηµόσιο και τον ευρύτερο Δηµόσιο τοµέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγµατος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δηµόσιο και στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε µε διαγωνισµό είτε µε επιλογή µε προκαθορισµένα και αντικειµενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόµος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεποµένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόµος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που µπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούµενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόµο µονιµοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η µετατροπή των συµβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολούµενους µε σύµβαση έργου". Έτσι µε την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγµατος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νοµοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους, σχετικά µε την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του δηµόσιου τοµέα. Στους προαναφερόµενους κανόνες υπάγεται ενόψει της πιο πάνω διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγµατος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται µε το Δηµόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νοµικά πρόσωπα του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα µε υπαλληλική σχέση δηµοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαµβάνεται µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύµφωνα µε τις παρ. 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγµατος. Εποµένως, σε κάθε περίπτωση, στις συµβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγµατος, δεν είναι δυνατή η εφαρµογή της προαναφεροµένης διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920. Τέλος, µε την Οδηγία 1999/70 ΕΚ του συµβουλίου της 28.6.1999, µε τις διατάξεις της οποίας τα κράτη - µέλη όφειλαν µέχρι τις 10.7.2001 να προσαρµόσουν τις εθνικές νοµοθεσίες τους, και ειδικότερα µε τη ρήτρα 5 της Οδηγίας αυτής, που αφορά σε ληπτέα νοµοθετικά µέτρα για την αποτροπή της κατάχρησης που µπορεί να προκύψει από τη χρησιµοποίηση διαδοχικών συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, προβλέπεται, 1) να προσδιοριστούν, α) οι αντικειµενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) η µέγιστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας, 2) να καθοριστεί, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συµβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισµένου χρόνου, α) θεωρούνται "διαδοχικές", β) χαρακτηρίζονται συµβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία, ως εκ της µορφής των πιο πάνω διατάξεών της, οι οποίες δεν είναι σαφείς και ορισµένες, δεν παρέχει δυνατότητα άμεσης επίκλησης των διατάξεων αυτών επί µη έγκαιρης µετεγγραφής αυτής στην Εθνική έννοµη τάξη, όπως συνέβη εν προκειµένω, όπου η οφειλόµενη προσαρµογή στην εν λόγω Οδηγία έγινε καθυστερηµένα µε το ΠΔ 81/2-4-2003 για τους εργαζόµενους µε συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου στον ιδιωτικό τοµέα και µε το ΠΔ 164/19-7-2004 για τους εργαζόµενους στο δηµόσιο τοµέα, ανεξάρτητα από το ότι η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισµό των συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συµβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το εναγόμενο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο συστήθηκε το έτος 2001 με το π.δ. 52/2001 "Οργάνωση και Λειτουργία του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ", με αρμοδιότητες την οργάνωση, παρακολούθηση και τον έλεγχο του συστήματος παροχής υγειονομικής περίθαλψης στους ασφαλισµένους του Δηµοσίου, τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσµατικότητας αυτής, τη διαχείριση και τον έλεγχο της χρηματοδότησης της, καθώς και την ορθολογική αξιοποίηση των διατιθέμενων για την υγειονομική περίθαλψη των ασφαλισµένων του Δηµοσίου πόρων. Η διοικητική διάρθρωση του ΟΠΑΔ καθορίστηκε σε κεντρική και περιφερειακές υπηρεσίες, που αποκαλούνται Υπηρεσίες Περίθαλψης Ασφαλισµένων του Δηµοσίου (ΥΠΑΔ). Μέχρι το έτος 2001 οι αρµοδιότητες, που ανατέθηκαν στον ΟΠΑΔ, ήτοι ο έλεγχος των δαπανών νοσηλείας των ασφαλισµένων του Δηµοσίου, ασκούνταν από τις κατά τόπους νοµαρχίες, οι οποίες για την κάλυψη των αναγκών τους προέβαιναν σε πρόσληψη προσωπικού µε συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου ή έργου. Στο πλαίσιο των προσλήψεων αυτών προσλήφθηκαν και οι ενάγοντες από το εναγόμενο με έγγραφες συμβάσεις, αποκληθείσες συμβάσεις έργου, στις οποίες αναφέρεται ότι το αντικείμενο του αναλαμβανόμενου από τους ενάγοντες έργου είναι η εισαγωγή στοιχείων νέων ασφαλισμένων και της κάθε μεταβολής της κατάστασής τους, καθώς και των μεταβολών κατά την ανανέωση των βιβλιαρίων πρόσληψης, στον έλεγχο των εντολών περίθαλψης βάσει του ΕΜΑΔ, προς υποβοήθηση του έργου των ιατρών και του μηχανογραφικού συστήματος πληρωμής των νοσηλείων στους φαρμακοποιούς, ιατρούς, κλινικές και εργαστήρια. Δυνάμει των ως άνω συμβάσεων οι ενάγοντες απασχολήθηκαν στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο, από 1.2.2003 έως 31.12.2003 και 22.1.2004 έως 21.11.2004 η πρώτη, από 1.11.2003 έως 31.10.2004 η δεύτερη, από 1.1.2003 έως 31.12.2003 και 22.1.2004 έως 22.11.2004 η τρίτη, από 1.10.2003 έως 30.9.2003 η τέταρτη και από 30.12.2002 έως 29.12.2003 και από 22.1.2004 έως 22.11.2004 ο πέμπτος. Κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο, το οποίο απέβλεπε στην εργασία τους κάτω από τις ίδιες συνθήκες, όπως και οι λοιποί συνάδελφοί τους, υπό τις οδηγίες και εντολές των αυτών προϊσταμένων και εκπροσώπων του εργοδότη, με το ίδιο ωράριο, στον ίδιο τόπο και χρόνο, χωρίς διακοπή. Ενόψει των ανωτέρω οι προαναφερόμενες συμβάσεις των εναγόντων είχαν χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ είναι σύμφωνος με τον ως άνω χαρακτηρισμό των συμβάσεών τους ο προαναφερθείς τρόπος καταβολής του μισθού τους (αµοιβή κατ' αποκοπή). Οι αλλεπάλληλες ανανεώσεις, όµως, των εν λόγω συµβάσεων των ως άνω εναγόντων και η κατάρτιση ορισµένου χρόνου εργασίας, όσον αφορά τη δεύτερη ενάγουσα, οι οποίες εξακολουθούσαν να ισχύουν και κατά την 2.4.2003, οπότε ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο, µε το Π.Δ. 81/2003, η Οδηγία 1999/70/ Ε.Κ. του Συµβουλίου της 28.6.1999, δεν εδικαιολογούντο έκτοτε από λόγους αντικειµενικούς, αφού όλοι οι ενάγοντες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο εναγόµενο καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, αφού το τελευταίο εχρειάζετο διαρκώς και σταθερά προσωπικό για την αντιµετώπιση των τρεχουσών αναγκών των ασφαλισµένων του και για την εύρρυθµη λειτουργία του, συνήφθησαν µε πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 2112/1020, ως προς τον καθορισµό ορισµένης χρονικής διάρκειας, µε συνέπεια να καθίστανται αυτές άκυρες, ως προς το χρονικό αυτό περιορισµό της διάρκειάς τους και να συνιστούν έτσι µια ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνεχίζει να υφίσταται µετά τη συµφωνηµένη λήξη τους, δεδοµένου ότι δεν προκύπτει ότι οι συµβάσεις εργασίας των έχουν καταγγελθεί με τις νόµιµες διατυπώσεις (έγγραφο τύπο και καταβολή αποζηµίωσης). Περαιτέρω, συνεχίζει το Πρωτοδικείο, το εναγόµενο µε το να µην αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγόντων περιήλθε σε υπερηµερία και οι ενάγοντες δικαιούνται για µισθούς υπερηµερίας των επιδίκων χρονικών διαστημάτων τα ακόλουθα ποσά: η πρώτη ενάγουσα το ποσό των 9.166,67 ευρώ για το από 22.1.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστηµα, ο δεύτερος ενάγων το ποσό των 11.000 ευρώ για το από 31.10.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστηµα, η τρίτη ενάγουσα το ποσό των 11.000 ευρώ για το από 21.11.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστηµα, η τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 11.000 ευρώ για το από 30.9.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστημα και ο πέµπτος ενάγων το ποσό των 11.000 ευρώ για το από 21.11.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστηµα. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε την αγωγή και αφού αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την ηµεροχρονολογία πρόσληψής τους και ότι η καταγγελία των συμβάσεων αυτών είναι άκυρη, υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει σ' αυτούς τα παραπάνω ποσά. Με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά το μέρος που αναφέρεται στους παραστάντες αναιρεσίβλητους, παραβίασε, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 103 του Συντάγματος και τη ρήτρα 5 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Επομένως ο μοναδικός, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον προβάλλει τη σχετική πλημμέλεια, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας του ίδιου λόγου αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστούν οι παραστάντες αναιρεσίβλητοι, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρ. 183, 176 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 20-9-2011, αίτησης για αναίρεση της 298/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσίβλητους, πρώτη και τρίτη. Αναιρεί την παραπάνω απόφαση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους παραστάντες αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι διαδοχικές σχέσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων καταρτίστηκαν μετά την 18-4-2001 και δεν μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εντείνεται η ένδικη έννομη σχέση, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 20/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Εμμανουήλ Μουστάκη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: Α. Τ. του Μ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Χρήστο Νικολουτσόπουλο και Θωμά Καμενόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2005 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 899/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1478/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 7-12-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει, αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης, ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε, να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε, από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ., η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συµβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα µέρος, όσο και αποζηµίωσης ίσης µε το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόµενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύµβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως µεταβατικές διατάξεις, ρυθµίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρµογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την, κατ' εξαίρεση και με τις εκεί προϋποθέσεις, µετατροπή των διαδοχικών συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου σε σύµβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, µε το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι, διαδοχικές συµβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συµβάσεων τουλάχιστον 24 µηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγµατος, ανεξαρτήτως αριθµού ανανεώσεων συµβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύµβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγµατος µε συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 µηνών µέσα σε συνολικό χρονικό διάστηµα 24 µηνών από την αρχική σύµβαση, (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγµατι διανυθεί στον ίδιο φορέα, µε την ίδια ή παρεµφερή ειδικότητα και µε τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύµβαση, (γ) το αντικείµενο της σύµβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αµέσως µε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός, (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις, οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργείς διαδοχικές συμβάσεις, ως την έναρξη της ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, για τη διαπίστωση της συνδρομής των, κατά την προηγούμενη παράγραφο, προϋποθέσεων. Περαιτέρω, ανεξάρτητα από την παραπάνω Οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης, ως άνω, κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον, εκ του νόμου, χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΟλΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου, και των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των, ως άνω, συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΑΠΟλ. 7/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας "ορισμένου χρόνου", που καταρτίστηκαν κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους μεταξύ της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης αφενός και του εναγομένου, ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου νομίμως από το διευθυντή του Κτηνιατρικού Εργαστηρίου Τριπόλεως, αφετέρου και εις εκτέλεση σχετικών αποφάσεων του Υπουργείου Γεωργίας, η πρώτη προσελήφθη την 1.9.2000 από το δεύτερο, προκειμένου να παρέχει σ' αυτό τις υπηρεσίες της ως πτυχιούχος χημικός στο Κτηνιατρικό εργαστήριο Τριπόλεως, το οποίο αποτελεί αποκεντρωμένη υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, για το χρονικό διάστημα από 1.9.2000 έως 30.4.2001. Ακολούθως, μετά την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, δι' επανειλημμένων συμβάσεων, που καταρτίστηκαν εγγράφως μεταξύ της ενάγουσας και του ανωτέρω Διευθυντού του Κτηνιατρικού Εργαστηρίου, η πρώτη συνέχισε με την ως άνω ειδικότητά της να παρέχει τις υπηρεσίες της στο τελευταίο και κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.9.2001 έως 3.5.2002, 1.10.2002 έως 31.5.2003, 1.10.2003 έως 31.5. 2004 και 2.8.2004 έως 2.4.2005, οπότε το εναγόμενο έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Η ενάγουσα, επίσης, απασχολήθηκε με την άνω ειδικότητά της στο εναγόμενο κατόπιν, ατύπως, μετ' αυτού καταρτισθεισών συμβάσεων εργασίας και κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.5.2001 έως 2.9.2001, 4.5.2002 έως 30.9.2002, 1.6.2003 έως 30.9.2003 και 1.6.2004 έως 1.8.2004. Από την αρχική πρόσληψη και καθ' όλη την διάρκεια των, ως άνω, συμβάσεων, συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες της στον τομέα των χημικών αναλύσεων για ανίχνευση κατάλοιπων σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, ήταν δε αποκλειστικά υπεύθυνη για την ανίχνευση καταλοίπων χλωραμφαινικόλης σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, απασχολουμένη καθ' εκάστη ημέρα κατά πλήρες ωράριο, ήτοι επί 7,5 ώρες και επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, υπό τις δεσμευτικές γι' αυτήν εντολές, τις οδηγίες και τον έλεγχο του Διευθυντή του Κτηνιατρικού εργαστηρίου Τριπόλεως, το οποίο είναι το μόνο υπεύθυνο έναντι των προς τούτο εντεταλμένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πραγματοποίηση του ελέγχου της ύπαρξης ουσιών χλωραμφαινικόλη και νιτροφουράνια σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το διέποντα την λειτουργία του άνω Κτηνιατρικού Εργαστηρίου Οργανισμό τούτο, πέραν των άλλων δραστηριοτήτων του, αποτελεί Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για τον έλεγχο της χημικής ουσίας χλωραμφαινικόλη ήδη από το έτος 1998 και για τις χημικές ουσίες νιτροφουράνια από το 2000. Το έργο του Εθνικού Εργαστηρίου Αναφοράς συνίσταται στον έλεγχο των σχετικών ουσιών σε εισαγόμενα προϊόντα από κράτη - μέλη της Ε.Ε., παράλληλα δε, αποτελεί τούτο και Εθνικό κτηνιατρικό εργαστήριο που διενεργεί ελέγχους σε εγχώρια προϊόντα για επιβλαβείς ουσίες σε συγκεκριμένα τρόφιμα στα οποία παρουσιάζονται οι ουσίες αυτές (κρέας, γάλα, ιχθυρά, αυγά, μέλι). Για την εκπλήρωση του έργου των Εθνικών Εργαστηρίων Αναφοράς είναι υποχρεωτική και απαραίτητη η ύπαρξη ειδικού επιστημονικού προσωπικού, πτυχιούχων χημικών, οι οποίοι διενεργούν τους ελέγχους και αξιολογούν τα αποτελέσματα. Καθ' όλο το χρονικό διάστημα των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων, η ενάγουσα, με την παροχή των υπηρεσιών της αυτών, κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, χωρίς τις οποίες ήταν αδύνατη η λειτουργία του εργαστηρίου του, δεδομένου ότι τούτο από την έναρξη της λειτουργίας δεν είχε στελεχωθεί με μόνιμο και τακτικό προσωπικό και ότι προς αντιμετώπιση των αναγκών λειτουργίας του και εκπλήρωση του σκοπού του απασχολούσε κυρίως την ενάγουσα και πολλές φορές και μία άλλη πτυχιούχο χημικό, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τέλος ότι οι αποδοχές που είχαν συμφωνηθεί, δυνάμει των ως άνω συμβάσεών της, καταβάλλονταν σ' αυτή τακτικώς στο τέλος εκάστου μηνός. Η ανωτέρω ορισμένη χρονική διάρκεια των συμβάσεων της ενάγουσας δεν εδικαιολογείτο από τη φύση, το είδος και το σκοπό των παρεχομένων απ' αυτή ως άνω υπηρεσιών, αλλ' ούτε και από οποιοδήποτε άλλο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι η παροδική αναπλήρωση άλλης κωλυομένης συναδέλφου της χημικού ή για την εκτέλεση σωρευμένης ή παροδικού χαρακτήρος εργασίας, αλλ' αντιθέτως τέθηκε από το εναγόμενο σκοπίμως, προς καταστρατήγηση των, περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεών της, διατάξεων του ν. 2112/1920, με συνέπεια να καθίσταται άκυρος ο όρος των συμβάσεών της, ως προς το χρονικό περιορισμό αυτών και το σύνολο των διαδοχικών συμβάσεων να αποτελεί μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Δεδομένου όμως, όπως αποδείχτηκε, ότι από της ως άνω αρχικής, την 1.9.2000 πρόσληψής της και μέχρι της 19.7.2004, οπότε άρχισε η ισχύς του Π.Δ/τος 164/2004, η ενάγουσα είχε συμπληρώσει με τις ως άνω συναφθείσες διαδοχικές συμβάσεις της εργασίας ορισμένου χρόνου συνολικό χρόνο απασχόλησής της στο εναγόμενο, που υπερέβαινε τους είκοσι τέσσερις μήνες και ότι η τελευταία πριν την έναρξη της ισχύος του άνω Π.Δ/τος σύμβασή της είχε λήξει την 31.5.2004, ήτοι κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν την έναρξη ισχύος αυτού, με συνέπεια, να θεωρούνται αυτές ως ενεργές, κατά την έναρξη της ισχύος τούτου, εφόσον συνέτρεχαν στο πρόσωπό της και οι λοιπές ως άνω αναφερόµενες και από το άρθρο 11 αυτού τασσόμενες προϋποθέσεις για την αναγνώριση των ως άνω αλλεπάλληλων µετά του εναγοµένου συµβάσεών της ως ενιαίας σύμβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι προαναφερθείσες διαδοχικές συµβάσεις εργασίας, που έγιναν µε πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του Ν. 2112/1920, αποτελούν εξ αρχής µία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία δεν λήγει αυτοδικαίως κατά την ηµεροµηνία λήξης της τελευταίας σύμβασης, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται και µετά την εν λόγω ηµεροµηνία. Ενόψει του ότι, μετά την πάροδο του χρόνου της τελευταίας των ως άνω διαδοχικών συµβάσεών της, δηλαδή στις 2.4.2005, το εναγόµενο, παρά την προς αυτό προσφορά των υπηρεσιών της, αρνήθηκε να αποδεχθεί αυτές, µε αποτέλεσµα λόγω της άρνησής του αυτής να καταστεί τούτο υπερήμερο, εντεύθεν υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα τους µισθούς υπερηµερίας του, από 3.4.2005 µέχρι 3.6.2006 χρονικού διαστήµατος, που ανέρχονται στο ποσό των 14.378 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, δέχθηκε ότι η αγωγή της αναιρεσίβλητης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 671, 281 Α.Κ., 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 και 11 του ΠΔ 164/2004, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος και κατ' ουσίαν βάσιμη, ακολούθως δε, αφού απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αναγνώρισε ότι η αναιρεσίβλητη συνδέεται με το αναιρεσείον, από την πρόσληψή της, με ενιαία σύμβαση εργασίας, αορίστου χρόνου. Κρίνοντας, έτσι το Εφετείο, Α) δεν παραβίασε 1) με τη μη εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4, 22, 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 21 ν. 2190/1994, αφού δεν ήταν εφαρμοστέες και 2) με την εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 και 281, 671 του Α.Κ., 5 παρ. 1, 11 του ΠΔ 164/2004 και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, και Β) Διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, διότι οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις εργασίας της αναιρεσίβλητης, ο χρόνος των οποίων, κατά τις παραδοχές της απόφασης, καλύπτει όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001, και μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος, ο δε καθορισμός του είδους των, ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εξακολουθητικά, δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης μισθωτού από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος, να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας τους, και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της 1999/70 Οδηγίας και των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή. Εποµένως, ο, περί του αντιθέτου, από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 KΠολΔ, μοναδικός, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 7-12-2012, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 1478/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι διαδοχικές σχέσεις εργασίας της αναιρεσίβλητης καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001 και μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόου, εφόσον αυτή κάλυπτε μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος, ο δε καθορισμός του είδους των, ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εξακολουθητικά, δεν δικαιολογείται, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
1
Αριθμός 22/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "…" και το διακριτικό τίτλο "…", που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγάθη Μεταξά, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 2-12-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Ζ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ραχιώτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-4-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 479/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5504/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-4-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος (κατά το πρώτο μέρος του), από τον αρ. 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του αρθρ. 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού ή της καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του προς αυτές. Η υποχρέωση του εργαζοµένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συµµορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισµα της παραπάνω εξάρτησης, η οποία µπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόµενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστηµονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΟλΑΠ 28/2005). Το δικαίωµα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζοµένου, προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όµως, δεν εξαρτάται µόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσµευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόµενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθµιση της σχέσης του µε τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίµηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει, κατά περίπτωση, ανάλογα µε τα είδος και τη φύση της εργασίας (ΟλΑΠ 28/2005). Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και ειδικότερα, αν ο παρέχων την εργασία δεν υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη, κατά την παραπάνω έννοια, τότε πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΕΔ 3/ 3001, ΟλΑΠ 7 και 8/2011). Η παροχή των υπηρεσιών του εργαζοµένου σε καθορισμένο τόπο και χρόνο, καθώς και η συμμόρφωση προς από κοινού συμφωνούμενους όρους, δεν αποτελούν, χωρίς άλλο, κριτήριο παροχής εξαρτημένης εργασίας, αν δικαιολογούνται από τη φύση και τις συνθήκες παροχής της. Ακόμη, δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ του χαρακτηρισμού της απασχόλησης ως σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η μη ασφάλιση του εργαζομένου στο ΙΚΑ και η μη χορήγηση σ' αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η ασφάλισή του στο ΤΕΒΕ και η έκδοση δελτίου παροχής υπηρεσιών, η παρακράτηση από τον εργοδότη φόρου ελεύθερων επαγγελματιών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ.1 εδ. α' του νόμου 2639/1998 "ρύθμιση εργασιακών σχέσεων...", η μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας, τηλεργασίας, κατ' οίκον, απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η συμφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες στην οικεία επιθεώρηση εργασίας. Ενώ, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου "Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από την δημοσίευση του παρόντος νόμου, κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία επιθεώρηση εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση, αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και των απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολουμένου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας". Με τις διατάξεις αυτές, όπως σαφώς προκύπτει από την διατύπωση και το περιεχόμενό τους, δεν επιχειρείται παρέμβαση του νομοθέτη στο ουσιαστικό μέρος των άνω συμβάσεων, έτσι ώστε αυτές να ερμηνεύονται αυθεντικά ως συμβάσεις έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 ή ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας στην περίπτωση της παραγράφου 2, αλλά απλά τόσο με τον όρο "τεκμαίρεται" της πρώτης παραγράφου όσο και με τον ταυτόσημο όρο "θεωρείται" της δεύτερης, καθιερώνονται μαχητά τεκμήρια, υπέρ του ότι, στην πρώτη περίπτωση δεν υποκρύπτεται στις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου συμφωνίες σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και στη δεύτερη ότι πράγματι υποκρύπτεται τέτοια σύμβαση, και συνεπώς παρέχεται δυνατότητα ανταπόδειξης. Στην προκειμένη περίπτωση, το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχτηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η εναγοµένη και ήδη αναιρεσείουσα είναι παραγωγός ραδιοφωνικών διαφηµίσεων, µε κύριο αντικείµενο δραστηριότητας την παραγωγή ραδιοφωνικών διαφημιστικών ρεκλαµών. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητάς της, στις 3.5.2004, συνήψε µε τον εναγόµενο και ήδη αναιρεσίβλητο σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να εργαστεί µε την ειδικότητα του ηχολήπτη, αντί αµοιβής 900 ευρώ το µήνα. Ο ενάγων παρείχε την εργασία του καθηµερινά, επί οκτώ ώρες, ήτοι από τις 10.00 π.µ. έως τις 18.00 µ.µ. και συνολικά σαράντα οκτώ ώρες εβδοµαδιαίως, στα γραφεία της εταιρείας, όπου του παρείχετο ο κατάλληλος ηλεκτρονικός εξοπλισµός, ώστε να ηχογραφεί τα εκφωνηθέντα κείµενα, που είχαν εκπονηθεί από το δημιουργικό τµήµα της εταιρείας και να επενδύει τα διαφηµιστικά µε ηχητικές και µουσικές αισθητικές εντυπώσεις, µέσω τεχνικών µέσων (εφέ), ώστε να απαρτίζουν όλα αυτά ένα ενιαίο ηχητικό σύνολο. Μετά την ολοκλήρωση της ηχογράφησης και τη µουσική επένδυση των διαφηµιστικών σποτ, αυτά αποστέλλονταν στους πελάτες για την τελική έγκριση µέσω του διαδικτύου (internet), με τη µορφή ψηφιακών αρχείων και σπανιότερα σύµπυκτου δίσκου (cd). Κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ο ενάγων τελούσε υπό τις εντολές και οδηγίες του νόµιµου εκπρόσωπου της εταιρίας, ο οποίος καθόριζε την εργασία που εκτελούσε και το χρόνο που απαιτούνταν για την ολοκλήρωσή της, ενώ ενέκρινε το αποτέλεσµα της εργασίας του, πριν αποσταλεί στον πελάτη προς έγκριση. Ο ενάγων τελούσε σε σχέση εξαρτηµένης εργασίας προς την εναγοµένη, αφού παρείχε την εργασία του αποκλειστικά στους χώρους της εταιρίας και µε χρήση των µέσων αυτής, εντός καθορισµένου ωραρίου και υπό την άµεση επίβλεψη και καθοδήγηση του νόμιµου εκπρόσωπου της, ενώ λάµβανε, µηνιαίως, σταθερό ποσό ως αµοιβή, ανεξάρτητα από τις εργασίες που πραγµατοποιούσε. Το γεγονός ότι, στις 19.5.2005, υπεγράφη µεταξύ των διαδίκων σύµβαση µίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, σύµφωνα µε το άρθρο 1 Ν. 2639/98, η οποία, εµπροθέσµως, γνωστοποιήθηκε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας και ότι, για την είσπραξη της αµοιβής του, ο ενάγων εξέδιδε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, δεν αρκεί για να προσδώσει στην εργασιακή του σχέση το χαρακτηρισµό της σύµβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών, αφού οι ειδικότερες συνθήκες και ο τρόπος παροχής της εργασίας του συνάδουν περισσότερο προς αυτά της εξαρτηµένης εργασίας, το γεγονός δε ότι ο µισθός του είχε οριστεί στο ποσό των 900 ευρώ, ενισχύει την παραπάνω κρίση. Ενόψει των ανωτέρω συνθηκών παροχής της εργασίας του ενάγοντος, το δικαστήριο δέχθηκε, ότι ο ενάγων τελούσε υπό την εξάρτηση της εναγομένης και η έννοµη σχέση που τον συνέδεε µε αυτήν, ήταν εκείνη της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι εκείνη των ανεξάρτητων υπηρεσιών, εφόσον δε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε, ότι είχε συναφθεί σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι σύμβαση εργασίας, δέχθηκε το λόγο έφεσης και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση. Με την κρίση του αυτή το, ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652, 681 ΑΚ, 6 ν. 765/1943, 1 παρ. 1 και 2 ν. 2639/1998, αφού πράγματι, από τα ανελέγκτως δεκτά γενόµενα από το δικαστήριο της ουσίας, πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι η σχέση που συνέδεε τον αναιρεσίβλητο µε την αναιρεσείουσα, ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας και όχι εκείνη των ανεξάρτητων υπηρεσιών. Επομένως, είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, πρώτος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 (όχι 559) ΚΠολΔ. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου, η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού δεν είναι απεριόριστη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, (και επομένως άκυρη) είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, όταν οφείλεται σε κακότητα εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Η ακυρότητα αυτής δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική και ως εκ τούτου δικαιούται να την επικαλεσθεί μόνο ο εργαζόμενος υπέρ του οποίου έχει ταχθεί αυτή και ο οποίος έχει το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να προσβάλλει αυτή σαν άκυρη, να δεχθεί τη γενόμενη απόλυση σαν έγκυρη και να αξιώσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσής του. Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, αν η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ' εύλογη κρίση. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο δέχθηκε ακόμη και ότι η αναιρεσείουσα, την 1.12.2005, απέλυσε, αναίτια, τον αναιρεσίβλητο, επειδή αξίωσε την καταβολή των οφειλόμενων ποσών από την παροχή της εργασίας του, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωσή του. Η απόλυση αυτή είναι άκυρη, αφού, αφενός μεν δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, αφετέρου δε η συμπεριφορά της εναγομένης με τον τρόπο που εκδηλώθηκε και το σκοπό που επεδίωξε να ικανοποιήσει (ματαίωση των αξιώσεων του ενάγοντος), δεν αποτελεί ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος αλλά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού, γιατί υπερβαίνει, καταφανώς, τα όρια τα καθοριζόμενα από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Ο ενάγων, θεωρώντας την ως άνω απόλυσή του ως έγκυρη, αποχώρησε από την εργασία του, οπότε η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει, ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 2.100 ευρώ. Η καταγγελία αποτελεί και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, γιατί είχε ως αποτέλεσμα. εντελώς αδικαιολόγητα δυσμενείς υλικές και ηθικές συνέπειες για τον τελευταίο και γι' αυτό δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Ανάλογο δε ποσό, σύμφωνα με τις συνθήκες της προσβολής, το βαθμό του πταίσματος των εκπροσώπων της εναγομένης, το είδος της προσβολής, την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική θέση του ενάγοντα, είναι εκείνο των πεντακοσίων (500) ευρώ, το οποίο και του επιδίκασε. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διότι, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, ο αναιρεσίβλητος δικαιούται, πράγματι, το ποσό αυτό, ενόψει του ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι η καταγγελία αποτελεί και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα, γιατί είχε ως αποτέλεσμα "εντελώς αδικαιολόγητα δυσμενείς υλικές και ηθικές συνέπειες για τον τελευταίο". Η ειδικότερη δε παραδοχή της απόφασης, ότι ο αναιρεσίβλητος, θεωρώντας την ως άνω απόλυσή του ως έγκυρη, αποχώρησε από την εργασία του, δεν αναιρεί την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να αποκαταστήσει την ηθική του βλάβη, ενόψει του ότι αυτός αποδέχθηκε την απόλυσή του ως έγκυρη, ασκώντας νόμιμο δικαίωμά του. Επομένως ο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 (και όχι 559) ΚΠολΔ, τέταρτος (κατά το πρώτο μέρος του), λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 560 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών κ.λπ., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Όπως προκύπτει από την σαφή διατύπωση των ως άνω διατάξεων, οι λόγοι αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται επί εφέσεων κατ' αποφάσεων των ειρηνοδικείων, απαριθμούνται περιοριστικά σ' αυτές (ΟλΑΠ 45/1987), οι οποίες είναι ειδικές, ως προς τους επιτρεπομένους λόγους αναίρεσης κατά των αναφερομένων εκεί αποφάσεων και αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθ. 559 ΚΠολΔ, που αναφέρονται στους λόγους αναίρεσης των αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο, (κατά το δεύτερο και τρίτο μέρος του), δεύτερο, τρίτο και τέταρτο, (κατά το δεύτερο μέρος του), λόγους αναίρεσης, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί έφεσης κατά της 479/2008 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, για τους, από τον αριθμό 11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβλεπόμενους λόγους αναίρεσης. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, αφού δεν συγχωρείται η προβολή των, κατά της πληττόμενης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 560 ΚΠολΔ. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 7-4-2013, αίτηση της αναιρεσείουσας για την αναίρεση της 5504/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το δικαστήριο δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652, 681 Α.Κ., 6 ν. 765/1943, 1 παρ. 1 και 2 ν. 2639/1998, αφού η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας και όχι εκείνη των ανεξάρτητων υπηρεσιών. Ο αναιρεσίβλητος δικαιούται την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ενόψει του ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι η καταγγελία αποτελεί και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, γιατί είχε ως αποτέλεσμα "εντελώς αδικαιολόγητα δυσμενείς υλικές και ηθικές συνέπειες για τον τελευταίο".
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 24/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΕΙΑ ΘΗΒΩΝ ΑΕ", που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λεβέντη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚπολΔ, καθώς και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Σκούρα. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Γ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Ψυχράμη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-3-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1191/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3676/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-11-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 18-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 7 εδ. α' του ν. 2112/1920 "Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά τον όρο της διάταξης αυτής "μονομερής μεταβολή" θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται κατ' αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, για την εφαρμογή, όμως, της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και δεν γίνεται κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος δεν προστατεύεται μόνο από τη διάταξη αυτή, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την, κατά το δυνατόν, καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο, ιδίως, επιβάλλεται, επί σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648 και 652 Α.Κ., προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του, προβεί κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό της παροχής της εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη. β) Να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920. γ) Να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει την νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Περαιτέρω, στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το μισθωτό στην εργασία του ή να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, υποχρεούται όμως να καταβάλει αποζημίωση, λόγω της απόλυσής του, διότι και στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας δημιουργείται, λόγω της πραγματικής απασχόλησης του μισθωτού, εργασιακή σχέση και απολαμβάνει αυτός την προστασία των εργατικών νόμων, που αναφέρονται στη "σχέση εργασίας" ιδιαίτερα, δε όταν αυτοί επιβάλλουν υποχρεώσεις προνοίας, φέροντες έτσι το χαρακτήρα κανόνων αναγκαστικού δικαίου, όπως είναι οι περί αποζημίωσης διατάξεις, λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού ή καταγγελίας της εργασιακής σχέσης. Τέλος, κανόνας δικαίου παραβιάζεται, κατ' άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον αναιρετικό δε λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου, που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η, κατά την έννοια του αριθμού αυτού, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται με πληρότητα και σαφήνεια στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα, για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, που είναι διπλωματούχος μηχανολόγος - μηχανικός του Ε.Μ.Π. και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στη διοίκηση επιχειρήσεων, προσλήφθηκε, στις 19.11.1991, από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σ' αυτήν ως διευθυντής του εργοστασίου της, που βρίσκεται στη Θήβα, με μηνιαίο μισθό, που τον Αύγουστο του έτους 2007 διαμορφώθηκε σε 9.145 ευρώ. Τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί συνίσταντο στη συνολική ευθύνη και διοίκηση της λειτουργίας του εν λόγω εργοστασίου και σε συντονισμό των εργασιών όλων των υπευθύνων των επιμέρους τμημάτων αυτού, μεταξύ των οποίων το Τμήμα Παραγωγής, στο οποίο γίνεται η μελέτη και ο σχεδιασμός του προγράμματος παραγωγής, ο έλεγχος, κατά τη διάρκεια της παραγωγικής εργασίας, ο προγραμματισμός και ο έλεγχος της προόδου των εργασιών, η παροχή τεχνικής υποστήριξης κ.λπ., και το Οικονομικό Τμήμα, το οποίο έχει την ευθύνη για τη διάθεση των χρημάτων που αναλογούν στα έξοδα του εργοστασίου, τόσο σε ό,τι αφορά τους προμηθευτές αλλά και την είσπραξη των οφειλών των πελατών κ.λπ. Η σύμβαση αυτή εργασίας δεν εμπίπτει στην έννοια της τρέχουσας συναλλαγής του άρθρου 23α Ν. 2190/1920. Απαιτείτο να υποβληθεί, με ποινή ακυρότητας, σε προηγούμενη ειδική έγκριση από τη γενική συνέλευση των μετόχων κατ' άρθρο 23α παρ. 2 Ν. 2190/1920. Τέτοια ειδική έγκριση δεν υπήρξε από τη γενική συνέλευση των μετόχων και η ως άνω καταρτισθείσα σύμβαση εργασίας ήταν άκυρη. Στις 11.9.2007 κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα επιστολή από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης εταιρίας Σ. Κ., με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Κύριε Γ., όπως γνωρίζεται, πολλές φορές στο παρελθόν, υπήρξαν προβλήματα συνεργασίας μεταξύ της Διεύθυνσης του εργοστασίου της εταιρίας, που κυρίως αποτελείται από το τμήμα παραγωγής προϊόντων, προϊστάμενος του οποίου είσθε εσείς, και της Διεύθυνσης της έδρας της εταιρίας, που κατά κύριο λόγο αποτελείται από το τμήμα Πωλήσεων και εμπορίας, προϊστάμενοι του οποίου είναι ο κ. Μ. Ζ., η κ. Μ. Β. και ο κ. Μ. Μ.. Η κακή συνεργασία των δύο Διευθύνσεων λειτουργίας της εταιρίας ήταν και είναι σε σοβαρό βαθμό επιζήμια για την εταιρία. Είναι γνωστό ότι στα αιτήματα του τμήματος Πωλήσεων και εμπορίας, του λογιστηρίου αλλά κυρίως των κ.κ. Μ. Ζ. και Μ. Β. τις περισσότερες φορές, με λύπη μου το λέω, δεν ανταποκριθήκατε, παρότι υπήρξαν και προσωπικές μου υποδείξεις προς εσάς. Για τους λόγους αυτούς, ομολογώ, ότι βρίσκομαι στη δύσκολη θέση να αναγκασθώ να σας απαλλάξω από τα καθήκοντα του διευθυντή του εργοστασίου για τρεις μήνες και θέλω να πιστεύω ότι θα συνειδητοποιήσετε, ύστερα από ήρεμη και σοβαρή σκέψη, ότι η καλή και πρέπουσα συνεργασία µεταξύ των στελεχών της εταιρίας αποτελεί και είναι απαραίτητο στοιχείο για να πάει η εταιρία μπροστά. Κ. Σ. Πρόεδρος Δ.Σ. & Διευθύνων Σύµβουλος". Την εποµένη, ο ενάγων, αντιδρώντας στο περιεχόµενο της άνω επιστολής, µε αίτησή του προς την αρµόδια Επιθεώρηση Εργασίας, δήλωσε ότι η παραπάνω ενέργεια συνιστά µονοµερή βλαπτική µεταβολή των όρων εργασίας του, είναι καταχρηστική και προσβάλει την προσωπικότητά του, επιπλέον δε την θεωρεί ως άτακτη καταγγελία της σύµβασης εργασίας, και ως εκ τούτου θα πρέπει να του καταβληθεί η νόµιµη αποζηµίωση. Κατά την ορισθείσα ηµεροµηνία συζήτησης της άνω εργατικής διαφοράς (26.9.2007) ο Πρόεδρος Δ.Σ. & Διευθύνων Σύµβουλος της εναγοµένης προσήλθε στην παραπάνω Υπηρεσία και δήλωσε, µεταξύ άλλων, τα εξής: "Δεν υφίσταται θέµα απόλυσης (του ενάγοντος) και µπορεί να επανέλθει στην εργασία του ανά πάσα στιγµή µε ορισµένες προϋποθέσεις και συγκεκριµένα αυτές που αναφέρω στην από 10/9/07 επιστολή την οποία και σας καταθέτω και την οποία παρέδωσα στον κ. Μ.". Η εν λόγω επιστολή, µε ηµεροµηνία 10.9.2007, είχε συνταχθεί από τον άνω Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύµβουλο, για λογαριασµό της εναγοµένης εταιρίας, αναφέρονται δε σ' αυτήν τα ακόλουθα: "ΠΡΟΣ ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΕΙΑ ΘΗΒΩΝ ΑΕ ΘΗΒΑ, Υπόψιν κ. Μ. Κύριοι, Με Την παρούσα επιστολή εντέλλεσθε όπως για οποιαδήποτε πληροφορία ζητηθεί από τα γραφεία της Διεύθυνσης στην Αθήνα αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα του εργοστασίου (αποθήκη, πρώτες ύλες, σκάρτα, παραγωγή κ.λπ.) ανταποκρίνεσθε άμεσα χωρίς να χρειάζεται η έγκριση οποιουδήποτε άλλου. Δια τη ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΕΙΑ ΘΗΒΩΝ ΑΕ ΣΟΛΟΜΩΝ ΚΑΠΕΤΑΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ". Με την πιο πάνω επιστολή προς τον Π. Μ., Τεχνικό Διευθυντή του εργοστασίου, καθίστατο σαφές ότι τη διεύθυνση του εργοστασίου αναλάμβανε πλέον η Διεύθυνση στην Αθήνα, η οποία θα αποφάσιζε για οποιοδήποτε θέμα του εργοστασίου, σχετικά με την αποθήκη, τις πρώτες ύλες, τα σκάρτα, την παραγωγή κ.λπ., ήτοι για θέματα αρμοδιότητας των Τμημάτων στα οποία προΐστατο ο ενάγων, η δε πρόταση επανόδου αυτού στην εργασία του "με ορισμένες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα αυτές... στην από 10.9.2007 (προηγούμενη) επιστολή", ήτοι με στέρηση των αρμοδιοτήτων του και απαλλαγή από τα καθήκοντά, του, ήταν προσχηματική. Η, κατά τα ανωτέρω, αντισυμβατική και μονομερής μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος υπήρξε και βλαπτική. Ειδικότερα, η διεύθυνση του εργοστασίου, στην οποία ο ενάγων είχε εξειδικευμένες γνώσεις και δεκαπενταετή εμπειρία, είναι ο πλέον νευραλγικός τομέας μιας επιχείρησης, η αφαίρεση δε αυτής (διεύθυνσης) απ' αυτόν συνιστά υποβιβασμό και παροπλισμό. Συνακόλουθα η ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του συνιστά καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι αυτός παραιτήθηκε. Η απόλυση αυτή του ενάγοντος είναι άκυρη, αφού δεν του καταβλήθηκε η νόµιµη αποζηµίωση και νόµιµα αυτός αιτείται να του καταβληθεί η αποζηµίωση αυτή. Με βάση τα χρόνια υπηρεσίας του στην εναγοµένη εταιρία (15 έτη) και τις τακτικές αποδοχές του κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του µήνα (9.145 ευρώ), το Εφετείο δέχθηκε, ότι η αποζηµίωση που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται στο ποσό των 117.360,87 ευρώ. Ακόμη, ότι δικαιούται την αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2007, ανερχομένη στο ποσό των 5.121,20 ευρώ, την αποζημίωση για την άδεια των ετών 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007, ανερχομένη στο ποσό των 7.316 ευρώ και την χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, ανερχομένη στο ποσό των 5.000 ευρώ, συνολικά, δε δικαιούται το ποσό των 134.798,07 ευρώ. Με τις σκέψεις αυτές, απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε επιδικαστεί στον αναιρεσίβλητο το ίδιο ποσό. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, διότι με βάση τις παραδοχές της απόφασης, θεμελιώνεται, πράγματι, η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του αναιρεσίβλητου και η καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας. Ακόμη, διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τα παραπάνω ουσιώδη ζητήματα, οι οποίες στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων, που εφάρμοσε. Συνεπώς ο, περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτικού γεγονότος. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε με την προσβαλλόμενη απόφασή του το περιεχόμενο της, µε ηµεροµηνία 10.9.2007, επιστολής, που είχε συνταχθεί από τον άνω Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύµβουλό της. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου αυτού, αλλά, αφού το ανέγνωσε σωστά, το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 16-11-2012, αίτηση της αναιρεσείουσας για την αναίρεση της 3676/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281, 288, 648 και 652 ΑΚ και 7 εδ. α του ν. 2112/1920, διότι με βάση τις παραδοχές της απόφασης, θεμελιώνεται πράγματι, η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του αναιρεσίβλητου και η καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας. Ακόμη δεν υπέπεσε σε λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση του επικαλούμενου εγγράφου, αλλά, αφού το ανέγνωσε σωστά, το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 1/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Σιδερή, Νικόλαο Λεοντή, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπροέδρους, Βιολέττα Κυτέα, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Νικόλαο Πάσσο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου, Δημήτριο Κόμη, Βασίλειο Λαμπρόπουλο, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Αργύριο Σταυράκη, Ιωάννα Πετροπούλου, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Δήμητρα Μπουρνάκα, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Μαρία Βασιλάκη, Ιωάννη Χαμηλοθώρη, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Μαρία Βαρελά, Γεώργιο Κοντό, Ασπασία Μαγιάκου, Αριστείδη Πελεκάνο, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Μαρία Χυτήρογλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 3441/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία εισάγεται στη Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου - Σε Συμβούλιο, με κοινό πρακτικό Προέδρου και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 513 παρ. 1 ΚΠΔ και 23 παρ. 2 Ν. 1756/1988. Με κατηγορούμενο τον Θ. Α. του Β., κάτοικο ... . Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 46 και ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1065/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στη Πλήρη Ποινική Ολομέλεια που συνήλθε σε Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 225 και ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες στο Δικαστήριο Σας κατά το άρθρο 485 Κ.Π.Δ την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα με αριθμό 46/2013 αίτηση μας, με την οποία ζητούμε την μερική αναίρεση του υπ' αριθμ. 3441/2013 παρεμπίπτοντος βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στους λόγους τους οποίους εκθέτουμε στην άνω αίτηση μας, οι οποίοι έχουν ως εξής: Με το άρθρο 21 παρ.2 του Ν 2523/1997, όπως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 12 παρ.3 του Ν 2753/1999, οριζόταν ότι η ποινική δίωξη επί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής ασκείτο αυτεπάγγελτα και δεν άρχιζε πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που τυχόν είχε ασκηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου, ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής. Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του ιδίου νόμου που αφορούσαν την έκδοση πλαστών ή εικονικών και την αποδοχή ή νόθευση εικονικών φορολογικών στοιχείων, η ποινική δίωξη ασκείτο άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και την μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του Ν 2343/1995. Στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, σύμφωνα με το επόμενο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, η μηνυτήρια αναφορά υποβαλλόταν εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της απόφασης επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ανεξάρτητα από το εάν κατά της απόφασης αυτής είχε ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου Με το άρθρο 40 παρ.2 του Ν 3220/2004 (Φ.Ε.Κ Α 15/28-1-2004), προστέθηκε εδάφιο τελευταίο στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, ως εξής: "ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου.". Το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 16 παρ.3 του Ν 3888/2010 (Φ.Ε.Κ. Α 175/30-9-2010), ως εξής: "ειδικά, στις περιπτώσεις: α) της παραγράφου 1 περίπτωση γ του άρθρου 18, β) της παραγράφου 5 του άρθρου 19, όταν το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ και γ) της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου 19, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου". Η επελθούσα δηλαδή με τον Ν. 3220/2004 μεταβολή σχετικά με τις προϋποθέσεις υποβολής της μηνυτήριας αναφοράς στην περίπτωση της κακουργηματικής φοροδιαφυγής του άρθρου 19 παρ.1 εδάφιο β του Ν 2523/1997, επαναλήφθηκε στο άρθρο 16 παρ.3 του Ν 3888/2010 με την προσθήκη ότι η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στην περίπτωση της κακουργηματικής φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α, Φ.Κ.Ε και λοιπών παρακρατούμενων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18 παρ.1 εδάφιο γ του Ν. 2523/1997), καθώς και στην περίπτωση του άρθρου 19 παρ. 5 η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 76 παρ. 2 του Ν 3842/2010, εφόσον το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ. Τέλος με το εδάφιο θ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν 3943/2011 (Φ.Ε.Κ τεύχος Α 66/31-3-2011), η παράγραφος 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής : " 2. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των ελεγκτικών κέντρων του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995 (Φ Ε Κ 211 Α) ή υποβάλλεται από τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ως εξής: α) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, ανεξάρτητα εάν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου: αα) στην περίπτωση β της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, ββ) στις περιπτώσεις α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο φορολογικός έλεγχος έχει διαταχθεί για την ημερομηνία που διενεργήθηκε, με ειδική εντολή ελέγχου του Υπουργού Οικονομικών γγ) στην περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, δδ) στην περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και εε) στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19, εφόσον το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ. β) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου του Κ. Β.Σ. ή κατά της οικείας πράξης επιβολής φόρου, τέλους ή εισφοράς και ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ή της πράξης ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου: αα) στις περιπτώσεις α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο φορολογικός έλεγχος δεν έχει διαταχθεί με ειδική εντολή του Υπουργού Οικονομικών ββ) στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου και την περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και γγ) στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19, εφόσον το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων δεν υπερβαίνει τα δέκα ή δεν υπερβαίνει σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ. Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής: αα) στην περίπτωση α της παραγράφου 2 του άρθρου 17 και ββ) στην περίπτωση β της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον δεν παραγγέλθηκε η άμεση άσκηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ...". Με την επελθούσα κατά τα ανωτέρω τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, η άσκηση της ποινικής διώξεως για φοροδιαφυγή στην φορολογία εισοδήματος του άρθρου 17 και των παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων ή εισφορών του άρθρου 18, αποσυνδέθηκε πλέον από την απαίτηση της προηγούμενης περάτωσης της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας ,και στις προβλεπόμενες μέχρι τότε περιπτώσεις των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και εκείνες που είχαν προστεθεί με το άρθρο 16 παρ.3 του Ν 3888/2010, που θέσπιζαν υποχρέωση των αρμόδιων φορολογικών αρχών να υποβάλλουν άμεσα μηνυτήρια αναφορά μετά το πέρας του ελέγχου ,χωρίς να αναμένουν τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ή την παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά της οικείας πράξης καταλογισμού φόρου, προσετέθη αφ' ενός μεν η περίπτωση κακουργηματικής φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος του άρθρου 17 παρ. 2 εδάφιο β, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παρήγγειλε γι' αυτήν την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, αφ' ετέρου δε οι περιπτώσεις α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο φορολογικός έλεγχος γι' αυτές, διατάχθηκε, για την ημερομηνία που διενεργήθηκε, με ειδική εντολή ελέγχου του Υπουργού Οικονομικών, επιπροσθέτως δε διαφοροποιήθηκαν οι προϋποθέσεις για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο εδάφιο β της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου. Οι τροποποιήσεις που επέφεραν οι νόμοι 3220/2004 (άρθρο 40 παρ.2), 3888/2010 (άρθρο 16παρ.3) και 3943/2011 (άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ) και ιδίως αυτές που αποσυνέδεσαν την κίνηση της ποινικής δίωξης για τα εγκλήματα φοροδιαφυγής των άρθρων 17,18 και 19 του Ν 2523/1997 από την προηγούμενη περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, στον βαθμό που με αυτές διευκολύνεται η άσκηση ποινικής δίωξης και συνεπώς τίθενται σε δυσμενέστερη θέση τα άτομα που φέρονται ως υπαίτιοι των ως άνω εγκλημάτων, θέτουν σοβαρά ζητήματα διαχρονικού δικαίου και κυρίως το ερώτημα εάν μπορούν να εφαρμοσθούν αναδρομικά και επί των εγκλημάτων που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τους ( βλ. σχετικώς την μελέτη Λ Μαργαρίτη - Θ. Παπακυριάκου, Η δικονομική μεταχείριση των εγκλημάτων φοροδιαφυγής του Ν. 2523/199, μετά τις τροποποιήσεις των προϋποθέσεων δίωξης τους με τους νόμους 3888/2010 και 3943/2011, σε Ποινική Δικαιοσύνη 2012 σελ. 151 και επόμενες ).Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από την συστηματική ένταξη της περάτωσης της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, που μέχρι την δημοσίευση των διατάξεων αυτών προβλεπόταν ως όρος απαραίτητος για την υποβολή της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς, στο πεδίο του ουσιαστικού ή του δικονομικού ποινικού δικαίου. Γιατί εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η διαδικασία αυτή εντάσσεται στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ως αποτελούσα ενδεχομένως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των περί ων ο λόγος εγκλημάτων ή εξωτερικό όρο του αξιοποίνου τους, τότε η κατάργηση της θα συνεπαγόταν αυτόματα την υπαγωγή των νέων διατάξεων στην συνταγματική απαγόρευση της αναδρομικής εφαρμογής (άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγματος), ενώ εάν ήθελε θεωρηθεί ότι εντάσσεται στο πεδίο του δικονομικού δικαίου ως αποτελούσα θετική δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, τότε οι νέες διατάξεις ως αμιγώς δικονομικού περιεχομένου, κατά την μάλλον επικρατήσασα, τουλάχιστον αρχικά, άποψη της θεωρίας, η οποία φαίνεται ότι υιοθετήθηκε και από την νομολογία (βλ. σχετικά Η. Γάφου Ποινική Δικονομία, τεύχος Α 6η έκδοση 1966, σελ 13 και επόμ. Χ. Δέδε Ποινική Δικονομία 10η έκδοση 1991, σελ. 28, Α. Μπουρόπουλου Ερμην. Π.Κ τ. Α έκδοση 1959, σελίδα 10 αριθμός 8, Α.Π 1571/1988 ΠοινΧρον. ΛΘ 390, Συμβ. Α.Π 55/1990 ΠοινΧρον Μ 951 με αντίθετη εισαγγελική πρόταση, Συμβ. Α.Π 246/1992 ΠοινΧρον MB 419 με αντίθετη εισαγγελική πρόταση), εφαρμόζονται αναδρομικά Γιατί, κατά την άποψη αυτή, η συνταγματικά κατοχυρωμένη απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος των δικονομικών ποινικών διατάξεων, δεν καταλαμβάνει τους κανόνες του ποινικού δικονομικού δικαίου. Οι κανόνες αυτοί, επομένως, εφόσον ο νομοθέτης δεν ορίζει κάτι διαφορετικό, εφαρμόζονται αδιάκριτα και σε αξιόποινες συμπεριφορές που έλαβαν χώρα πριν την θέσπιση τους και άγονται προς εκδίκαση, καθ' ον χρόνο αυτοί έχουν τεθεί σε ισχύ. Πάντως, ο Άρειος Πάγος με την υπ' αριθμ. 1282/1992 απόφαση της Ολομέλειας του (βλ αυτήν σε ΠοινΧρον MB 921) και με την επίκληση των διατάξεων των άρθρων 596 παρ.1 και 601 παρ.1 εδάφιο β του Κ.Π.Δ, καθώς και εκείνης του άρθρου 2 παρ.1 του Αστικού Κώδικα, αρνήθηκε την αναδρομική εφαρμογή της αναμφίβολα δικονομικού περιεχομένου διάταξης του άρθρου 8 παρ.8 του Ν 1941/1991 με την οποία είχε καταργηθεί ως λόγος απόλυτης ακυρότητας η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία in concreto ήταν ευμενέστερη για τον αναιρεσειοντα (κατηγορούμενο), με την αιτιολογία ότι το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων και τα σφάλματα της απόφασης ή του βουλεύματος, κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή εκδόσεως του βουλεύματος, ενώ με τις υπ' αριθμ. 1529/1993, ΠοινΧρον ΜΓ 1286, με αντίθετη μειοψηφία και 1817/1993, ΠοινΧρον ΜΔ 177 αποφάσεις του (σε Συμβούλιο), έκρινε ότι οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζεται αλλιώς, δεν έχουν αναδρομική δύναμη, αλλά αφορούν μόνο το διαδικαστικό τμήμα της ποινικής δίκης, που έπεται της θέσης τους σε ισχύ. Τέλος με σειρά αποφάσεων του (.Α.Π 1458/1996 σε ΠοινΧρον ΜΖ.847, Α.Π 272/1997 σε ΠοινΧρον ΜΗ 44, Α.Π 288/1997 σε Αρχ.Ν 1997.721, και 901/1997 σε ΝοΒ 1997.1031), αρνήθηκε ουσιαστικά την αναδρομική εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 2 παράγραφος 19 εδάφιο δ του Ν 2408/1996, με την οποία οριζόταν ότι εφέσεις και αντεφέσεις που είχαν ασκηθεί από τον Εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 486 και 494 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτές τροποποιούνταν με τα εδάφια β και γ της αυτής ως άνω παραγράφου, και, κατά τη δημοσίευση του νόμου τούτου, εκκρεμούσαν, κηρύσσονταν απαράδεκτες, με την αιτιολογία ότι η θεσπιζόμενη με την διάταξη αυτή αναδρομικότητα αφορούσε μόνο τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, οι οποίες θεμελίωναν το δικαίωμα του εισαγγελέα για άσκηση εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως ή αντεφέσεως, όχι δε και τις τυπικές προϋποθέσεις της εγκυρότητας της έκθεσης με την οποία είχε ασκηθεί η έφεση ή η αντέφεση, προτού αρχίσει η ισχύς του νόμου τούτου, κρίνοντας ότι οι εν λόγω τυπικές προϋποθέσεις θα κρίνονταν κατά τις δικονομικές διατάξεις, οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο που ασκήθηκε η έφεση, τότε δηλαδή που ο Κ.Π.Δ δεν απαιτούσε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την άσκηση της. Στην παλαιότερη βιβλιογραφία, αποκλίνουσες από την κατά τα ανωτέρω κρατούσα άποψη σκέψεις, είχε διατυπώσει στο σύγγραμμα του ο Ζησιάδης (βλ. Ι. Ζησιάδη. Ποινική Δικονομία, Β έκδοση 1964, τόμος Α, σελίδα 26) ,ο οποίος, μεταξύ των άλλων, σημείωνε και τα εξής: "Εις την περίπτωσιν, καθ' ην δια την δίωξιν μιας πράξεως απαιτείται η εκπλήρωσις μιας προϋποθέσεως, λ.χ.άδεια της αρχής, έγκλησις εκ μέρους του παθόντος, μετά δε την εκτέλεσιν της πράξεως νόμος τις δικονομικός θεσπίσει, ότι δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια, ή ότι η πράξις διώκεται αυτεπαγγέλτως, το Γερμανικό ακυρωτικό έστη επί της αντιλήψεως, ότι πρόκειται περί δικονομικής προϋποθέσεως, και ως εκ τούτου, εδέχθη, ότι ο σχετικός νόμος έχει αναδρομικήν δύναμιν. Το Γαλλικό ακυρωτικό όμως απέκρουσε την αναδρομικήν δύναμιν του τοιούτου νόμου, επί τω λόγω, ότι δεν δύναται να θίξει κεκτημένα δικαιώματα", παραπέμποντας στον Donnentieu De Vabres (Traite elementaire de droit criminel et de legislation comparee, deuxieme partie, procedure penale, 3eme edition 1947, § 1602, σελ 915), ο οποίος θεωρούσε τις προϋποθέσεις αυτές ως ουσιαστικές, και συνεπώς για την αναδρομική ή μη εφαρμογή των διατάξεων που περιέχουν όρους της ποινικής διώξεως, θα έπρεπε κάθε φορά να εξετάζεται αν αυτοί καλυτέρευαν ή επιδείνωναν την θέση του κατηγορουμένου. Στην σύγχρονη βιβλιογραφία κατέχει δεσπόζουσα θέση, η άποψη ότι η απαγόρευση της αναδρομικότητας στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, πρέπει να επεκταθεί και σε διατάξεις του ποινικού δικονομικού δικαίου, όταν αυτές περιέχουν προβλέψεις που θίγουν ουσιώδη συμφέροντα και δικαιώματα του κατηγορουμένου (βλ σχετ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, αριθμός περιθ. 22, 28 και 29, Α Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδοση τρίτη 2007 σελίδα 11, Μαργαρίτη Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι δεύτερη έκδοση 2000, σελίδα 54, Χ. Μυλωνόπουλου Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος έκδοση 2007, σελίδα 80, Α. Χαραλαμπάκη Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Ι, σελίδες 166-167, Μ Καϊάφα-Γκμπάντι, Εμβάθυνση στην Ποινική Νομολογία, 2006, σελίδα 43, Α. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία, πέμπτη έκδοση 2011, σελίδα 6, Γ. Μπέκα, Η χρονική επέκταση της ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, 1992, σελ. 131- και επόμενες, 165-166, Α Ζαχαριάδη, ο Ν 1608/1950, έκδοση 1995, σελ.69, 170, Γ Τριαντάφυλλου, Αναδρομικοί ποινικοί δικονομικοί νόμοι και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, Δίκη 1990, 753 και επόμ. και διεξοδικά Φυτράκη, Η απαγόρευση της αναδρομικότητας στην ποινική δικονομία, 1998, σελ. 249 και επόμ.). Το ζήτημα της αναδρομικής εφαρμογής διατάξεων που τροποποίησαν κατά καιρούς τις προϋποθέσεις άσκησης της ποινικής δίωξης στα εγκλήματα φοροδιαφυγής, αντιμετωπίστηκε από την νομολογία πολύ ενωρίς, ήδη υπό το καθεστώς της ισχύος του Ν 1591/1986. Ειδικότερα ο Άρειος Πάγος με την υπ' αριθμ. 469/1995 απόφαση το (βλ αυτήν σε ποινικά χρονικά ΜΕ 778) και με την επίκληση εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ, δέχθηκε ότι η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής και η εν συνεχεία υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από συγκεκριμένα πρόσωπα για την δίωξη του εγκλήματος της έκδοσης και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, προϋποθέσεις που προβλέφθηκαν το πρώτον για την δίωξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων με την υπ' αριθμ. 1105135/9049/0009/3-10-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που κυρώθηκε με το άρθρο 51 παρ.2 του Ν 1882/1990, η οποία (απόφαση) είχε τροποποιήσει το άρθρο 32 του Ν 1591/1986, ήταν εφαρμοστέα αναδρομικώς και για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ της, ως περιέχουσα ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση, έναντι των προβλέψεων του άρθρου 32 του ιδίου νόμου, όπως ίσχυε μέχρι τότε, το οποίο προέβλεπε ότι η δίωξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων γινόταν αυτεπάγγελτα (χωρίς την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς) και χωρίς να απαιτείται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Με την ίδια απόφαση του ο Άρειος Πάγος απέκλεισε την εφαρμογή στην συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης του άρθρου 41 παρ.1 του μεθεπόμενου Ν 1884/1990, με την οποία οριζόταν ότι η δίωξη των εγκλημάτων έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, γινόταν ευθύς μετά την διαπίστωση του εγκλήματος και μετά από υποβολή σχετικής μηνυτήριας αναφοράς,χωρίς να απαιτείται οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, κρίνοντας (προδήλως) ότι η διάταξη αυτή ήταν δυσμενέστερη. Κατά το σκεπτικό της απόφασης, η διάταξη αυτή δεν είχε εφαρμογή στην κριθείσα περίπτωση, γιατί "υπέκειτο προς κρίση φορολογική παράβαση τελεσθείσα προ της ισχύος της διατάξεως αυτής". Η ιδία άποψη, με την επίκληση μάλιστα του άρθρου 2 παρ.1 του Π.Κ, επαναλήφθηκε στις αποφάσεις που ακολούθησαν υπό το καθεστώς του και ήδη ισχύοντος Ν 2523/1997 αναφορικά με την ρύθμιση του άρθρου 21 παρ.2 του νόμου τούτου. Ειδικότερα με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ.2 του Ν 2523/1997, η οποία εισήγαγε γενικώς την προϋπόθεση της οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής για την δίωξη όλων των πράξεων φοροδιαφυγής ( των άρθρων 17,18 και 19) του ιδίου νόμου, ήταν ευμενέστερη έναντι των προηγούμενων ρυθμίσεων και συνεπώς ήταν εφαρμοστέα αναδρομικώς, καταλαμβάνουσα και τις πράξεις που είχαν τελεσθεί υπό το προηγούμενο δίκαιο, για την δίωξη των οποίων δεν απαιτείτο οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής (βλ. σχετικά Α.Π. 1838/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ 644, Α.Π 873/2004 Ποιν.Χρον ΝΕ 413, Α.Π 1786/2003 Πραξ.Λογ. 2003.438, Α.Π. 5/2009 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και ΝΟΜΟΣ ). Η επίκληση μάλιστα στις υπ' αριθμ. 469/1995, 1838/2001 και 1786/2003 αποφάσεις της διάταξης του άρθρου 2 παρ.1 του Π.Κ, δεν μπορεί να σήμαινε άλλο τι, ειμή μόνο ότι ο Άρειος Πάγος αξιολογούσε την περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας ως προσεγγίζουσα περισσότερο το ουσιαστικό παρά το δικονομικό ποινικό δίκαιο. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι με την υπ' αριθμ. 1838/2001 απόφαση του, έκρινε ότι η προϋπόθεση της οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής αποτελούσε πρόσθετο στοιχείο και αναγκαίο όρο για την ποινική δίωξη του εγκλήματος της μη απόδοσης Φ.Π.Α που αποτελούσε και το αντικείμενο την ένδικης υπόθεσης, αναίρεσε δε την καταδικαστική απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 21 παρ.2 του Ν 2523/1997, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να κάνει εάν θεωρούσε ότι η διάταξη ήταν δικονομική, αφού δεν προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή δικονομικής διάταξης. Ρήγμα στην νομολογία αυτή, φαίνεται ότι επέφεραν οι μεταγενέστερες υπ' αριθμ. 440/2008, 1805/2008 και 1795/2009 αρεοπαγιτικές αποφάσεις (η πρώτη χωρίς κάποια ιδιαίτερη αιτιολογία), με τις οποίες κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 40 παρ.2 του Ν 3220/2004 που αποσυνέδεσε (εν μέρει) την περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας (με την μορφή της παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς) που μέχρι τότε απαιτείτο για την δίωξη των εγκλημάτων της έκδοσης ή αποδοχής πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, από την δίωξη των εγκλημάτων αυτών και παρέσχε την δυνατότητα άμεσης υποβολής της μηνυτήριας αναφοράς μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, με αίτημα την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της πράξης στην κακουργηματική της μορφή, ήταν δικονομική και ως τέτοια αναδρομικώς εφαρμοστέα, με την αιτιολογία ότι η αναδρομική εφαρμογή αυτής δεν προσέκρουε στην από την διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του δυσμενέστερου ποινικού νόμου, ούτε στην διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Π.Κ που επιβάλλει την αναδρομική εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, γιατί με αυτήν δεν θεσπίζονταν νέα εγκλήματα, ούτε επαυξάνονταν οι ποινές για ήδη προβλεπόμενα τοιαύτα. Οι αντίθετες αυτές αποφάσεις, δεν σηματοδοτούν απαραίτητα, κατά την εκτίμηση μας, και απομάκρυνση του ακυρωτικού από την προηγούμενη νομολογία του. Και τούτο γιατί η αποσύνδεση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, από τον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων του άρθρου 19, είναι ζήτημα σημαντικά υποδεέστερο εκείνου της προϋπόθεσης οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής, η εισαγωγή της οποίας με το άρθρο 21 παρ.2 του Ν 2523/1997 είχε αποτελέσει την αφορμή για την δημιουργία της προηγούμενης νομολογίας, η κατάργηση της δε με τον νόμο 3943/2011, έχει εντελώς ιδιάζουσα σημασία και συνέπειες για την δίωξη των εγκλημάτων των άρθρων 17 και 18 του ιδίου νόμου. Γιατί η συνάφεια μεταξύ των πράξεων των οργάνων της διοικητικής διαδικασίας και της προσβαλλόμενης in concreto αξίωσης του Δημοσίου, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι Λ. Μαργαρίτης και Θ. Παπακυριάκου στην μελέτη τους (ενθ. ανωτ. Ποινική Δικαιοσύνη 2012 σελ. 151 και επόμενες) είναι χαρακτηριστικό "που εμφανίζεται κυρίως στα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 και όχι στα αδικήματα του άρθρου 19, που έτσι όπως τυποποιούνται (χωρίς αναφορά στην διαφυγή ή έστω στον σκοπό διαφυγής συγκεκριμένου ποσού φόρου), εμφανίζονται ως παραβατικές συμπεριφορές που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη ως γενικά επικίνδυνες, χωρίς σύνδεση με φορολογικές αξιώσεις του δημοσίου.Η περάτωση συνεπώς της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, αν τυχόν προβλεπόταν ως όρος για την δίωξη των αδικημάτων του άρθρου 19, δεν θα εμφάνιζε την εγγύτητα προς τον χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, που εμφανίζει για την δίωξη των αδικημάτων των άρθρων 17 και 18, αφού οι πράξεις των οργάνων της διοικητικής διαδικασίας στην περίπτωση του άρθρου 19, δεν εξατομικεύουν κάποια φορολογική αξίωση του δημοσίου, αλλά εξαντλούνται κατά περιεχόμενο στην επιβολή κύρωσης για την διαπραχθείσα παράβαση". Εξάλλου, η κατάργηση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας ως προϋπόθεσης για την δίωξη των εγκλημάτων αυτών, αν δεν ακυρώνει, πάντως περιορίζει σημαντικά την έκταση εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 21, η οποία, σημειωθήτω, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά τον Ν. 3943/2011, συνέπεια η οποία εκμηδενίζεται στην περίπτωση του άρθρου 19. Μια επιβεβαίωση, συνεπώς, της νομολογίας που είχε δημιουργηθεί υπό την προϊσχύσασα μορφή του άρθρου 21 παρ.2 του Ν 2523/1997 σχετικά με τον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων των άρθρων 17 και 18 του νόμου τούτου, και μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του Ν 3943/2011 και αφορούν τον τρόπο δίωξης των ιδίων εγκλημάτων, δεν φαίνεται να είναι ασύμβατη με τις αποφάσεις που έκριναν το ζήτημα της αναδρομικής ισχύος της διάταξης του άρθρου 40 παρ.2 του Ν 3220/2004. Στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν της υπ' αριθμ. Α.ΟΙ.Ε /8/57/4-12-2012 παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε από τον τελευταίο ποινική δίωξη κατά του Θ. Α. του Β., δημοσιογράφου, ..., για φοροδιαφυγή σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 17 παρ.2β του Ν. 2523/1997) και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 45 του Ν. 3691/2008), παραγγέλθηκε δε κυρία ανάκριση επί της υποθέσεως, η οποία ήδη διενεργείται από τον Ανακριτή του 13ου τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αναφερόμενη στο θέμα ποινική δίωξη κινήθηκε μα αφορμή την με αριθμό πρωτ. 21935/9-11-2012 μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της ΙΓ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, με την οποία καταγγέλθηκε ότι ο καθ' ου η αναφορά Θ. Α. του Β., δημοσιογράφος, κατά το οικονομικό έτος 2008 (διαχειριστική περίοδος 1-1-2007 έως 31-12-2007) υπέβαλε ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα στα οποία ο φόρος που αναλογούσε ανερχόταν στο ποσό των 1.631.655,20 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων. Η μηνυτήρια αυτή αναφορά υποβλήθηκε ευθύς μετά το πέρας του φορολογικού ελέγχου και πριν από οποιαδήποτε περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας που θα μπορούσε να επέλθει είτε με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου στην περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά του φύλλου ελέγχου, είτε με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση μιας τέτοιας προσφυγής. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος στον οποίο και υποβλήθηκε η εν λόγω αναφορά, παρήγγειλε κατά το άρθρο 21 παρ.2 εδάφιο α περίπτωση αα του Ν. 2523/1997, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του Ν 3943/2011, την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, θεωρώντας προδήλως ότι η διάταξη αυτή εφαρμοζόταν άμεσα και για πράξεις φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος (σε βαθμό κακουργήματος) που είχαν τελεσθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου. Διαρκούσης της κυρίας ανακρίσεως ο κατηγορούμενος με την από 26-2-2013 (ημερομηνία κατάθεσης1-3-2013) αίτηση του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ζήτησε σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ.1, 173 παρ.2 και 176 παρ. 1 1Κ.Π.Δ να κηρυχθεί άκυρη η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την πράξη της φοροδιαφυγής, (καθώς και για εκείνη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), ισχυριζόμενος ότι η δίωξη για την πράξη της φοροδιαφυγής ασκήθηκε χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, καθόσον ασκήθηκε πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το εκδοθέν σχετικώς υπ' αριθμ. 3441/2013 βούλευμα του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του εισαγγελέα, δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ.2 εδάφιο β περίπτωση αα του Ν 2523/1997, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του Ν 3943/2011, με την οποία χορηγείτο το δικαίωμα στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος να παραγγέλλει την άμεση άσκηση της ποινικής δίωξης σε περιπτώσεις κακουργηματικής φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος, ήταν δικονομική και ως τέτοια είχε αναδρομική εφαρμογή και επί περιπτώσεων που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν 3943/2011, ανεξάρτητα από το εάν με αυτήν θεσπίζονταν δυσμενέστερες ή ευμενέστερες προϋποθέσεις για την δίωξη των εγκλημάτων αυτών. Με το σκεπτικό αυτό το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο, απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση-προσφυγή του κατηγορουμένου για ακύρωση της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του για την πράξη της φοροδιαφυγής. Κρίνοντας έτσι το Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, εσφαλμένα ερμήνευσε την διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδάφιο α περίπτωση αα του Ν 2523/1997, όπως ισχύει νυν, ακολούθως δε υπερέβη αρνητικά την εξουσία του μη κηρύσσοντας άκυρη της ποινική δίωξη για την πράξη της φοροδιαφυγής και τις άμεσα συναρτώμενες με αυτήν πράξεις -διάταξη του βουλεύματος ως προς την οποία και περιορίζεται η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως- λόγω μη συνδρομής της απαιτούμενης για την έγκυρη υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς προηγούμενης οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής. Διότι ανεξάρτητα από την φύση της πιο πάνω διάταξης, η οποία είναι πράγματι δικονομική, αυτή ως εισάγουσα δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση σε σχέση με ότι ίσχυε προηγουμένως σχετικά με την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς για την δίωξη της συγκεκριμένης πράξης, δεν είχε αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω. Ύστερα από όλα αυτά, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 484 παρ.1 εδάφιο στ, 485 παρ.1 και 517 παρ.1 του Κ.Π.Δ, να ακυρωθεί εν μέρει το υπ' αριθμ. 3441/2013 βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Θ. Α. του Β., δημοσιογράφου, κατοίκου ..., για την πράξη της φοροδιαφυγής και μόνο (άρθρο 17 παρ.1 Ν. 2523/1997), πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην Αθήνα κατά τον αναφερόμενο στο ιστορικό της παρούσας μου χρόνο. Για τους λόγους αυτούς Προτείνουμε: Να γίνει δεκτή η ασκηθείσα από εμάς αίτηση αναιρέσεως. Να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα και ακολούθως να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Θ. Α. του Β., δημοσιογράφου, κατοίκου ..., για την πράξη της φοροδιαφυγής και μόνο (άρθρο 17 παρ.1 Ν. 2523/1997), πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην Αθήνα κατά τον αναφερόμενο στο ιστορικό της παρούσας μου χρόνο. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την υπ' αριθ. 141/11 Οκτωβρίου 2013 κοινή πράξη του Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου εισάγεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. γ του ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων ...", όπως ισχύει, στην πλήρη Ολομέλεια (ποινική) η υπ' αριθ. εκθ. 46/23.9.2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση του 3441/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά το σκέλος, με το οποίο απορρίφθηκε η από 26.2.2013 αίτηση - προσφυγή του Θ. Α., με την οποία ζητούσε αυτός να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή, λόγω της εξαιρετικής σημασίας του ζητήματος, που κρίθηκε με το ανωτέρω βούλευμα, ως συναπτόμενου με την αναδρομική ή μη εφαρμογή δικονομικών διατάξεων που θίγουν ουσιώδη συμφέροντα του κατηγορουμένου, αφού εισάγουν δυσμενέστερη ρύθμιση σε σχέση με ό,τι ίσχυε προηγουμένως ως προς τις προϋποθέσεις της ασκήσεως της ποινικής διώξεως για τη συγκεκριμένη πράξη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δυο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι, οι οποίοι αποβλέπουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έχουν αναδρομική δύναμη και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο εκδόσεως αυτών, μέρος αυτών, εκτός αν άλλως ορίζουν. Το γεγονός ότι οι δυσμενέστερες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του νεοτέρου νόμου δεν μπορούν να εφαρμόζονται στις πράξεις που είχαν τελεστεί προ της ισχύος αυτού, δεν επηρεάζει την επί των αυτών εγκλημάτων εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων εφόσον η εφαρμογή των τελευταίων ρητά επιβάλλεται από το νόμο (ΟλΑΠ 390/1992). Δεν μπορεί δε να συνιστά κριτήριο της αναδρομικής εφαρμογής ή όχι μιας δικονομικού περιεχομένου διατάξεως το αν αυτή έχει ή όχι, κατά το μέρος της δίκης που δεν έχει, ακόμη, περατωθεί, δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο από αυτές που είχαν οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, γιατί, έτσι, θα αναιρείτο ο χαρακτήρας της διατάξεως αυτής ως δικονομικής, με αποτέλεσμα να μη υπάρχει ασφάλεια δικαίου. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το άρθρο 2 του ν. 3943/2011, "1. Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος παραλείπει να υποβάλλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. ... 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. α του ίδιου ν. 2523/1997, όπως και αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την παρ. 2 θ του άρθρου 3 του ν. 3943/2011, "Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής". Μετά την έκδοση του νεότερου ν. 3943/2011, οι ως άνω διατάξεις του ν. 2523/1997, ως ίσχυαν μέχρι τότε, έχουν ως εξής: "Άρθρο 17: 1. Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση, τελεί αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος ... 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κά8ε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Άρθρο 21: 2. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των ελεγκτικών κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α') ή υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ως εξής: α) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, ανεξάρτητα εάν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου: αα) στην περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης". Με την επελθούσα δηλαδή με το ν. 3943/2011 τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του ν.2523/1997 διευκολύνθηκε, για τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής του άρθρου 17 παρ. 2 περ. β του ν. 2523/1997, η κίνηση της ποινικής διώξεως, αφού αποσυνδέθηκε αυτή από την περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας η οποία πριν από την ισχύ του ν.3943/2011 αποτελούσε απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για την υποβολή της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς και την συνακόλουθη άσκηση ποινικής διώξεως για τα ως άνω εγκλήματα ης φοροδιαφυγής. Οι φερόμενοι, λοιπόν, ως δράστες των εν λόγω εγκλημάτων, τα οποία τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αλλά η κατ' αυτών ποινική δίωξη ασκήθηκε μεταγενεστέρως, είναι σε δυσμενέστερη θέση αναφορικά με τον τρόπο ασκήσεως εναντίον τους της ποινικής διώξεως από εκείνους, η κατά των οποίων ποινική δίωξη είχε ασκηθεί υπό το κράτος του προγενέστερου ν. 2523/1997. Όμως, η διαδικασία ασκήσεως ποινικής διώξεως για κάποια αξιόποινη πράξη αναμφιβόλως φέρει δικονομικό χαρακτήρα και δεν εντάσσεται στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Οπότε, έχει άμεση εφαρμογή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και σε πράξεις, οι οποίες φέρονται ότι τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3943/2011, για τις οποίες δεν είχε ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, έστω και αν είναι δυσμενέστερη για τον υπαίτιο. Η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στην από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, γιατί και αυτή αφορά στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το συμβούλιο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν εσφαλμένως δεν κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, λόγω μη νόμιμης ασκήσεως της ποινικής διώξεως, και προχώρησε στην απόρριψη της προσφυγής του για ακύρωση αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της υπ' αριθμ. Α.ΟΙ.Ε /8/57/4.12.2012 παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε από τον τελευταίο ποινική δίωξη κατά του Θ. Α. του Β., δημοσιογράφου, κατοίκου ..., για φοροδιαφυγή σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 17 παρ1β του ν. 2523/1997) και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 45 του ν. 3691/2008), παραγγέλθηκε δε κυρία ανάκριση επί της υποθέσεως, η οποία ήδη διενεργείται από τον Ανακριτή του 13ου τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η ποινική αυτή δίωξη κινήθηκε με αφορμή την υπ' αριθ. πρωτ. 21935/9.11.2012 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της ΙΓ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών, με την οποία καταγγέλθηκε ότι ο καθ' ου η αναφορά Θ. Α., κατά το οικονομικό έτος 2008 (διαχειριστική περίοδος 1-1-2007 έως 31-12-2007) υπέβαλε ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα, στα οποία ο φόρος που αναλογούσε ανερχόταν στο ποσό των 1.631.655,20 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων. Η μηνυτήρια αυτή αναφορά υποβλήθηκε, μετά την έναρξη ισχύος του (νεότερου) ν. 3943/2011, αμέσως μετά το πέρας του φορολογικού ελέγχου και πριν από οποιαδήποτε περάτωση της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να επέλθει είτε με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου στην περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά του φύλλου ελέγχου, είτε με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, στον οποίο και υποβλήθηκε η εν λόγω αναφορά, παρήγγειλε, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 εδάφιο α περίπτωση αα του Ν. 2523/1997, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του Ν 3943/2011, την άμεση άσκηση ποινικής διώξεως, θεωρώντας ότι η διάταξη αυτή εφαρμοζόταν άμεσα και για τις πράξεις φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος (σε βαθμό κακουργήματος) που είχαν τελεσθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου. Κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως, ο κατηγορούμενος, με την από 26.2.2013 (ημερομηνία καταθέσεως 1.3.2013) αίτηση - προσφυγή του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ζήτησε να κηρυχθεί, κατά τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1, 173 παρ.2 και 176 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, άκυρη η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την πράξη της φοροδιαφυγής (και για εκείνη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα), ισχυριζόμενος ότι αυτή ασκήθηκε χωρίς να συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, καθόσον ασκήθηκε πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 3441/2013 βούλευμά του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ.2 εδάφιο α περίπτωση αα του ν. 2523/1997, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 3 παρ.2 εδάφιο θ του ν. 3943/2011, με την οποία χορηγείται το δικαίωμα στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος να παραγγέλλει την άμεση άσκηση της ποινικής διώξεως σε περιπτώσεις κακουργηματικής φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος, ήταν δικονομική και, ως τέτοια, είχε αναδρομική εφαρμογή και επί των αξιοποίνων πράξεων που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ του ν. 3943/2011, ανεξαρτήτως αν με αυτήν θεσπίζονται, για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, δυσμενέστερες προϋποθέσεις για τη δίωξη των εγκλημάτων αυτών, στη συνέχεια δε απέρριψε την προσφυγή. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ορθώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ερμήνευσε τις ως άνω, δικονομικού περιεχομένου, διατάξεις, και έκρινε ότι οι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής διώξεως για τα εγκλήματα κακουργηματικής φοροδιαφυγής, που θεσπίστηκαν με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. θ του ν. 3943/2011, με την οποία αντικαταστάθηκε αυτή του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. α περ. αα του ν. 2523/1997, έχουν εφαρμογή και επί εγκλημάτων που φέρονται ότι τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του τελευταίου νόμου, με το να απορρίψει δε, κατόπιν της κρίσεώς του αυτής, την αίτηση - προσφυγή του προσφεύγοντος - κατηγορουμένου για ακύρωση της ποινικής διώξεως, όσον αφορά το έγκλημα της φοροδιαφυγής, η οποία ασκήθηκε με βάση την ως άνω διάταξη του ν. 3943/2011, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Επομένως, ο, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά τη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου Νικολάου Λεοντή, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, δεν τίθεται θέμα αναδρομικής εφαρμογής δικονομικής διατάξεως. Και τούτο για το λόγο ότι η ελεγχόμενη για το παραδεκτό της ποινική δίωξη ασκήθηκε υπό την ισχύ της δικονομικού χαρακτήρα διατάξεως του άρθρου 21 παρ. 2 του νεότερου ν. 3943/2011, αιτιολογία με βάση την οποία προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος. Αξιολογείται ως απρόσφορη η σύνδεση του φερόμενου χρόνου τελέσεως της αποδιδόμενης αξιόποινης πράξεως με το κατά το χρόνο εκείνο ισχύον άρθρο 21 παρ. 2 του προγενέστερου ν. 2523/1997, δοθέντος ότι η προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο προϋπόθεση της τελεσίδικης κρίσεως του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής ή της άπρακτης παρελεύσεως της οριζόμενης για την άσκηση προσφυγής προθεσμίας για την άσκηση ποινικής διώξεως για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος δεν αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου του εν λόγω εγκλήματος, αλλά απλή διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως για το εν λόγω αδίκημα. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 46/23 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του 3441/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2014. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έγκλημα κακουργηματικής φοροδιαφυγής (άρθρο 17 παρ. 1, 2 ν. 2523/1997). Άμεση άσκηση ποινικής διώξεως κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. α περ. αα ν. 2523/1997, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ. 2 εδ. θ ν. 3943/2011), πριν, δηλαδή, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, όπως προβλεπόταν από την άνω διάταξη του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως. Εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. θ ν. 3943/2011 και για εκκρεμείς υποθέσεις ή για όσες δεν έχει κινηθεί ακόμη ποινική δίωξη. Επιτρεπτή η αναδρομικότητα της διατάξεως αυτής (ως δικονομικής). Ορθώς το Συμβούλιο απέρριψε την προσφυγή του κατηγορουμένου για ακύρωση της ποινικής διώξεως και δεν υπερέβη την εξουσία του. Απόρριψη αιτήσεως.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας, Αναδρομικότητα.
1
Αριθμός 2262/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 26η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΤΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Θεόδωρου Πέππα, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Χ. Α. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελένης Ξένου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-3-2009 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2161/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4776/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 25-1-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τις διατάξεις των άρθρων 564 παρ.1 και 664 επ. ΚΠολΔ συνάγεται ότι η προθεσμία της αναιρέσεως για τις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, είναι τριάντα (30) ημερών και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η οριζόμενη προθεσμία αρχίζει από την επομένη της επιδόσεως της προβαλλόμενης απόφασης, διότι με αυτές καθορίζεται απλώς η διάρκεια της προθεσμίας και το γεγονός που την κινεί, ενώ ο τρόπος υπολογισμού της ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 144 παρ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο αρχίζουν από την ημέρα που ακολουθεί την επίδοση του σχετικού εγγράφου. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως και, αν αυτή δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το εμπρόθεσμο της αιτήσεως αναιρέσεως, που αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό της, εξετάζεται από τον Άρειο Πάγο όχι μόνο κατ' ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως, με βάση τα αποδεικτικά έγγραφα που βρίσκονται στη δικογραφία (ΟλΑΠ 412/1981). 2. Στην προκείμενη περίπτωση η επίσπευση της συζήτησης της υπό κρίση, από 25-1-2013 αιτήσεως αναιρέσεως γίνεται από τον αναιρεσίβλητο (βλ. την από 7-3-2013 ειδική εξουσιοδότηση προς τη δικηγόρο Ελένη Ξένου, με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του), ο οποίος προσκομίζει την .../28-11-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη 4776/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών επιδόθηκε νομίμως προς το αναιρεσείον την 28-11-2012, με παράδοση επικυρωμένου αντιγράφου αυτής στα χέρια της διευθύντριας των γραφείων του αναιρεσείοντος, Α. Χ., που βρέθηκε να εργάζεται στην έδρα του (ΚΠολΔ 122 παρ.1, 123, 126 παρ.1 περ.δ', 127 παρ.1, 129 παρ.1). Το δικόγραφο, όμως, της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, σε πρωτότυπο, όπως προκύπτει από την έκθεση που υπάρχει στο τέλος αυτού, κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου, που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, την 25-1-2013, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επομένη της ως άνω επιδόσεως, χωρίς με αυτό να γίνεται επίκληση λόγου, ο οποίος θα μπορούσε νομίμως να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εκπρόθεσμα και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτη. 3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25-1-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 4776/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Δεκεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως εκπρόθεσμη. Απορρίπτει ως απαράδεκτη.
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης.
0