text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 1477/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Μ. του Μ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καρρά, για αναίρεση της υπ'αριθ.2372/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ηρακλείου. Το Τριμελές Πλημ/κείο Ηρακλείου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Απριλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 481/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 8 παρ.4, περ.α' του Ν.4193/2013 ποινές στερητικές της ελευθερίας διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι επιβληθείσες ποινές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Κατά την αυτή παράγραφο 4, περ.β'εδ.α' του ίδιου άρθρου οι μη εκτελεσθείσες, κατά τα ανωτέρω, αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η ισχύς των διατάξεων του ανωτέρω νόμου σύμφωνα με το άρθρο 10 αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έγινε στις 11 Οκτωβρίου 2013. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και για τις χρηματικές ποινές, παρά το ότι δεν γίνεται ρητή μνεία σ' αυτές, διότι αν η νομοθετική βούληση ήταν να παραμένουν οι χρηματικές ποινές, θα γινόταν ρητή μνεία για την τύχη τους και δεν θα προβλεπόταν γενικά η αρχειοθέτηση των αποφάσεων. Επίσης από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, επί συρρεόντων εγκλημάτων, ως ποινή διάρκειας μέχρι έξι μήνες, η οποία παραγράφεται κατά τα ανωτέρω, νοείται όχι η συνολική ποινή, αλλά καθεμία από τις εκεί επιμέρους ποινές, οι οποίες προσμετρήθηκαν στη συνολική ποινή. Σύμφωνα επίσης με τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδ. προς αυτήν του άρθρου 8 παρ.4, εδ.β'του ιδίου νόμου, με την οποία ορίζεται ότι: "...σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για νέα πράξη", και προς εκείνη του αυτού άρθρου και της αυτής παρ.4, περ.β', εδ.α'του ιδίου Νόμου (4.198/13), κατά την οποία: "οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρω αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου", προκύπτει ότι το Δικαστήριο αυτό δεν θα παραγράψει υφ'όρον με διάταξή του την ποινή αυτή, αλλά θα κηρύξει απαράδεκτη την ήδη γενόμενη κατά τη δικάσιμο της 1ης -10-2013, συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και έτσι, θα απόσχει της περαιτέρω εκδόσεως αποφάσεως επί της συζητηθείσας και ήδη εκκρεμούσας αναίρεσης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, προκύπτει ότι καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ενώ είναι πρόδηλο ότι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι και ο νόμος που θεσπίζει παραγραφή των ποινών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2.370/29-11-2012 απόφαση, το Τριμελές Πλημ/κείο Ηρακλείου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υποβάθμισης του περιβάλλοντος, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 του ΠΚ, 1, 2 παρ.1, 4 και 9, 28 παρ.1α και β'Ν.1650/1986 και του επέβαλλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα, καθώς και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ. Κατά συνέπεια, αφού η ποινή φυλακίσεως που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες και δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, ούτε καθ'οιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του άνω Νόμου έχει εκτιθεί, δοθέντος δε ότι δεν υπάγεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8, παραγρ.4, περ.γ'του άνω Ν.(4.198/2013), σύμφωνα με όσα παραπάνω έχουν εκτεθεί, η κρινόμενη αίτηση δεν μπορεί να εκδικαστεί, ως εμπίπτουσα στις διατάξεις του πιο πάνω Ν.4198/2013, ο οποίος ως επιεικέστερος για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο τυγχάνει εφαρμογής κατ'αρθρο 511 εδ.γ'ΚΠΔ και αυτεπάγγελτα και πρέπει, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της εν λόγω αιτήσεως για να τεθεί η υπόθεση αυτή στο αρχείο υφ'όρου από τον αρμόδιο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά το νόμο αυτό, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 1-4-2013 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ασκηθείσας αιτήσεως του Γ. Μ. του Μ., κατοίκου ... για αναίρεση της με αριθμό 2372/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋποθέσεις υφ' όρον παραγραφής της ποινής, κατ' άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 4198/11-10-2013, είναι να έχουν επιβληθεί με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι επιβληθείσες ποινές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Ο όρος που τίθεται είναι ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, νέα από δόλο αξιόποινη πράξη για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, οπότε ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτεθείσα (ποινή). Οι μη εκτελεσθείσες κατά τα ανωτέρω αποφάσεις, με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου, τίθενται στο αρχείο. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αιτήσεως, για να επιληφθεί ο αρμόδιος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για τις κατά το Ν. 4198/2013 ενέργειες.
Παραγραφή υφ' όρο
Απαράδεκτη συζήτηση, Παραγραφή υφ' όρο.
1
Αριθμός 1480/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη - Εισηγήτρια, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Μ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1268/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 18 Οκτωβρίου 2013 προσθέτους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 545/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, οι υπό κρίση από 16-4 -2013 αίτηση αναιρέσεως και οι από 18-10-2013 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της αυτής υπ' αριθμ 1268/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, λόγω της προδήλου μεταξύ των συνάφειας, πρέπει να συνεκδικασθούν. Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 233 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος, ο αστικός υπεύθυνος ή ο μάρτυρας δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, διορίζεται από τον διευθύνοντα την συζήτηση στο ακροατήριο διερμηνέας. Περαιτέρω κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 233 ΚΠΔ, προστεθείσα με το άρθρο 2 παρ. 10 του Ν. 2408/1996, ο διορισμός του διερμηνέως γίνεται κάθε χρόνο όπως αναλυτικά προβλέπεται στην διάταξη αυτή. "Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατόν να διορισθεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτόν." Από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠΔ, που προσετέθη επίσης με τον ανωτέρω νόμο και ορίζει, ότι "αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε", προκύπτει ότι και η διάταξη του διευθύνοντος την συζήτηση, με την οποία διορίζεται ως διερμηνέας πρόσωπο το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν περιέχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 2, 3 και 171 παρ. 1 εδ. β'και δ' ΚΠΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστού κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, αν προηγουμένως δεν προτείνει ο εισαγγελέας, ακουσθούν δε και οι παρόντες διάδικοι. Επίσης η διάταξη του διευθύνοντος τη συζήτηση, με την οποία ορίζεται απλώς διερμηνέας από τον οικείο πίνακα διερμηνέων, που καταρτίζεται από το συμβούλιο Πλημμελειοδικών και εγκρίνεται από το Συμβούλιο Εφετών με τη διαδικασία και τις εγγυήσεις που ορίζει ο νόμος, δεν συνιστά διάταξη κατά την έννοια του άρθρου 138 ΚΠΔ και δεν χρειάζεται να δοθεί προηγουμένως ο λόγος στον εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του για να εκφράσουν τις απόψεις τους και ουδεμία ακυρότητα κατηγορουμένου, πράγμα που συμβαίνει, αντίθετα, όταν διορίζεται διερμηνέας πρόσωπο εκτός του οικείου πίνακα διερμηνέων κατά το άρθρο 233 παρ 2 του ΚΠΔ (ΑΠ 1092/2010, ΑΠ 918/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ' αριθ. 1268/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε ποινή φυλακίσεως 2 ετών μετατραπείσα προς 5 ευρώ ημερησίως προκύπτει ότι πριν την εκφώνηση του ονόματος του αλλοδαπού μάρτυρος υπερασπίσεως Ν. Λ. και την εξέτασή του η Προεδρεύουσα του Δικαστηρίου αντιλήφθηκε ότι ο επόμενος μάρτυρας αγνοεί την ελληνική γλώσσα, και ομιλεί την αγγλική. Ακολούθως δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα σχετικά με το ζήτημα διορισμού ή μη διερμηνέα. Ο Εισαγγελέας πρότεινε να διορισθεί διερμηνέας της αγγλικής γλώσσας. Ύστερα απ' αυτά η προεδρεύουσα διόρισε κατά το άρθρο 233 ΚΠΔ διερμηνέα της αγγλικής γλώσσης τον Ε. Δ., δικηγόρο του δικηγορικού συλλόγου Θεσσαλονίκης [ΑΜ 8009] κάτοικο Θεσσαλονίκης, χριστιανό Ορθόδοξο μη υπαγόμενο σε καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 234 ΚΠΔ. Στη συνέχεια ο ως άνω διερμηνέας ερωτήθηκε από τον προεδρεύοντα αν προτιμά να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο και αφού αυτός επέλεξε τον χριστιανικό τύπο όρκου, ορκίσθηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο σύμφωνα με το άρθρο 236 ΚΠΔ, να μεταφράσει με ακρίβεια και πιστότητα όλα όσα θα ειπωθούν κατά τη συζήτηση από την Ελληνική στην Αγγλική γλώσσα και αντίστροφα ...". Ο διορισμός του διερμηνέα αυτού έγινε κατά το άρθρο 233 του ΚΠΔ, όπως ρητά ορίζεται στα πρακτικά της απόφασης, τα οποία παρέχουν σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ3 ΚΠΔ πλήρη απόδειξη για όλα όσα αναγράφονται σ' αυτά , χωρίς να αναφέρεται εξειδικευμένα ότι έγινε από τον οικείο πίνακα, συνάγεται, όμως, σαφώς ότι έγινε από τον ισχύοντα κατά το χρόνο εκείνο (13-3-2012) οικείο πίνακα διερμηνέων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επομένως, αφού ο διερμηνέας διορίστηκε από τον οικείο πίνακα διερμηνέων και όχι εκτός πίνακα, το γεγονός ότι η διάταξη διορισμού εκδόθηκε, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω πρακτικά της δίκης, χωρίς να πάρει τον λόγο, εκθέτοντας τις απόψεις του ο κατηγορούμενος δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι η διευθύνουσα τη συζήτηση δεν ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει ειδικά το διορισμό αυτό από το σχετικό πίνακα διερμηνέων, ούτε να δώσει το λόγο προηγουμένως στον κατηγορούμενο, πράγμα που έπρεπε να κάνει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, μόνο στην περίπτωση διορισμού διερμηνέα εκτός πίνακα. Επομένως, οι μοναδικοί, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠΔ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση με το διορισμό διερμηνέα και συγκεκριμένα γιατί ο διορισμός του διερμηνέα έγινε εκτός του πίνακα των διερμηνέων, χωρίς να δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο, ενώ δεν διαλαμβάνεται οποιαδήποτε αιτιολογία για το διορισμό του διερμηνέα εκτός του πίνακα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άνω άρθρου νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης τους με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή παράσταση τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής η μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1268/2012, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη, της απάτης με ζημιά ιδιαίτερα μεγάλη σε ποινή φυλακίσεως, δύο ετών μετατραπείσα προς 5 ευρώ ημερησίως Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "ΕΠΕΙΔΗ από την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν ένορκα στο ακροατήριο, την ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής καθώς και της εκκαλούμενης απόφασης και την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: Στη Θεσσαλονίκη κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2005 ο κατηγορούμενος, αφού φρόντισε να δημοσιεύσει στην ημερήσια εφημερίδα "ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ" μία αγγελία με το περιεχόμενο: "Θέλετε να εργαστείτε ως ιπτάμενη συνοδός και να γνωρίσετε όλο τον κόσμο; Τότε η θέση σας είναι μαζί μας. Εάν είστε πάνω από 28 ετών απόφοιτος/η Λυκείου, μιλάτε τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα, με άψογη εξωτερική εμφάνιση, άνεση επικοινωνίας, ύψους τουλάχιστον 1,60 εκ. και θέλετε να εργαστείτε ως ιπτάμενη αεροσυνοδός ή ιπτάμενος φροντιστής, αποκτήστε τώρα την εμπειρία σε τύπους αεροσκαφών 837, ΜD-80/33 και σταδιοδρομήστε με μια λαμπρή καριέρα στη διεθνή αεροπορική αγορά", απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις των ατόμων που ενδιαφερόταν για την ως άνω αγγελία, καθορίζοντάς τους μία συνέντευξη-ενημέρωση στο ξενοδοχείο "Καψής" στη Θεσσαλονίκη, ώστε να ενημερωθούν. Κατόπιν τούτου, συναντήθηκε με τους Μ. Γ., Ε. Κ., Κ. Χ. και Ν. Ο., όπου τους συστήθηκε ως ιδιοκτήτης μίας αεροπορικής εταιρίας με την επωνυμία "AIR CRUISE", δίνοντάς τους και την διεύθυνση της εταιρίας στο διαδίκτυο, ενώ συγχρόνως, σε βιντεοπροβολές που γινόταν στο χώρο η ως άνω εταιρία εμφανιζόταν ως έτοιμη να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα, φαινόταν το λογότυπο της σε διάφορα αεροπλάνα, καθώς επίσης και ότι ήδη πραγματοποιεί διεθνείς πτήσεις, αλλά και ότι δίνει το δικαίωμα στους ενδιαφερόμενους να συμμετάσχουν σε πλήρη προγράμματα εκπαίδευσης αεροσυνοδών στην Κροατία και στην Ιταλία με συνεργαζόμενες εταιρίες καθώς επίσης και να αποκτήσουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος κατόπιν εξετάσεων. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος αφού έκανε ενημέρωση για το πρόγραμμα εκπαίδευσης που θα ακολουθούσαν οι προαναφερθέντες Μ. Γ., Ε. Κ., Κ. Χ. και Ν. Ο., τους υποσχέθηκε ότι μόλις αποκτήσουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, θα υπέγραφαν συμβόλαιο συνεργασίας αρχικά με την συνεργαζόμενη εταιρία "AIR ADRIATIC" και κατόπιν με την δική του αεροπορική εταιρία "AIR CRUISE", η οποία σε λίγους μήνες θα ξεκινούσε να λειτουργεί πλήρως στην Ελλάδα, υποσχόμενος με τον τρόπο αυτό την άμεση επαγγελματική τους αποκατάσταση, αμέσως μόλις ολοκληρωνόταν το πρόγραμμα εκπαίδευσης. Με τον τρόπο δε αυτό παραπλάνησε τους προαναφερθέντες Μ. Γ., Ε. Κ., Κ. Χ. και Ν. Ο., ως προς τη φερεγγυότητα και την πραγματική υπόσταση της επιχείρησής του αλλά και της άμεσης επαγγελματικής τους αποκατάστασης και τους έπεισε να του καταβάλλουν από 8.000 ευρώ ο καθένας για τη συμμετοχή τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ως αεροσυνοδοί αλλά και για το δικαίωμά τους στο μέλλον να προσληφθούν με αυτή την ειδικότητα από τη δική του αεροπορική εταιρία, ενθαρρύνοντας τους να δεχτούν ακόμα και την λήψη προσωπικού δανείου, με μεσολάβησή του με την Τράπεζα Πειραιώς. Οι ως άνω όμως διαβεβαιώσεις και παραστάσεις του ήταν ψευδείς και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, καθόσον στην πραγματικότητα η επιχείρηση του με την επωνυμία "AIR CRUISE" δεν υφίστατο, ούτε λειτούργησε ποτέ ως αεροπορική εταιρία, αφού η επιχείρηση ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, ούτε και είχε ο κατηγορούμενος δυνατότητα να προσφέρει επαγγελματική αποκατάσταση στους προαναφερθέντες Μ. Γ., Ε. Κ., Κ. Χ. και Ν. Ο., μέσω αυτής ή άλλης αεροπορικής εταιρίας, ούτε και πραγματοποίησε κάποια υπόσχεσή του για πρόσληψη, παρά μόνο μπορούσε να προσφέρει στους προαναφερθέντες Μ. Γ., Ε. Κ., Κ. Χ. και Ν. Ο. ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης ως αεροσυνοδούς ή ιπτάμενους φροντιστές, με την αεροπορική εταιρία "AIR ADRIATIC", η οποία όμως ποτέ δεν προσέλαβε ως προσωπικό κάποιον από τους προαναφερθέντες Μ. Γ., Ε. Κ., Κ. Χ. και Ν. Ο.. Στην πράξη του αυτή ο κατηγορούμενος προέβη με μοναδικό σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος, περιουσιακό όφελος, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, καθώς εισέπραξε συνολικά από τους προαναφερθέντες Μ. Γ., Ε. Κ., Κ. Χ. και Ν. Ο. το ποσό των 25.500 ευρώ με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας τους, ζημία ιδιαίτερα μεγάλη ενώ, εάν οι προαναφερθέντες Μ. Γ., Ε. Κ., Κ. Χ. και Ν. Ο. γνώριζαν την πραγματικότητα, δεν θα προέβαιναν στη συμμετοχή τους σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης αεροσυνοδών το οποίο μετά τη λήξη του δεν θα τους εξασφάλιζε μία θέση εργασίας σε κάποια αεροπορική εταιρία. Για τα περιστατικά αυτά και συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος διαβεβαίωνε τους προαναφερθέντες αλλά και άλλους ότι μετά την εκπαίδευση τους είχαν εξασφαλισμένη εργασία στην Aircruise ρητά κατέθεσαν οι δύο-πρώτοι μάρτυρες Κ. Χ. και Ν. Ο., οι οποίοι και κατέβαλλαν τα χρήματα με καταναλωτικό δάνειο που έλαβαν οι παραπάνω μάρτυρες από Τράπεζα [16.000 € και το οποίο μαζί με τους τόκους ανήλθε σε 21.000 €, όπως κατέθεσαν], αλλά και οι λοιποί μάρτυρες κατηγορίας. Ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι τα χρήματα των 8.000 € για κάθε εκπαιδευόμενο αφορούσαν μόνο την εκπαίδευση τους και πληρώθηκαν στην Air Adriatic και ότι δεν υποσχέθηκε ότι θα τους προσλάβει δεν αποδείχθηκε, αλλά αντίθετα από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν τα παραπάνω περιστατικά, το δε προβαλλόμενο κατά την απολογία του επιχείρημα σχετικά με το περιεχόμενο της δημοσιευθείσας αγγελίας ότι αυτό έγινε "..., γιατί είχε ήδη προσληφθεί προσωπικό με αυτόν τον τρόπο. Στη διαφήμιση ζητούσε και υπαλλήλους που να είναι διαθέσιμοι άμεσα, γι αυτό λέει προσλήψεις ...", δεν αναιρεί, αλλά αντίθετα ενισχύει την παραπάνω κρίση ότι πράγματι και με την εν λόγω αγγελία [αλλά και τι λοιπές ενέργειές του] υποσχόταν άμεσες προσλήψεις σε όσους μετέχουν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, χωρίς να έχει τη δυνατότητα αυτή. Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τη πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που του αποδίδεται, όπως ειδικότερα τα περιστατικά αναφέρονται στο διατακτικό". Με βάση τις παρακάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 386 παρ 1 ΠΚ χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η επιχείρηση "AIR CRUISE" δεν υφίστατο, ούτε λειτουργούσε ποτέ ως αεροπορική εταιρία, ότι ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη και ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε, αντικειμενικώς, τη δυνατότητα να προσφέρει επαγγελματική αποκατάσταση στους εγκαλούντες. Επομένως και ο μοναδικός πρόσθετος λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' είναι αβάσιμος. Μετά ταύτα και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-4-2013 αίτηση του Μ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., και τους επ' αυτής από 18-10-013 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1268/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Λόγοι αναίρεσης: 1. Απόλυτη ακυρότητα διότι διορίστηκε διερμηνέας εκτός πίνακα, δεν αιτιολογήθηκε ο εν λόγω διορισμός και δεν δόθηκε ο λόγος επ' αυτού στον κατηγορούμενο. Απορρίπτει διότι δεν χρειαζόταν αιτιολογία και ο λόγος στον κατηγορούμενο καθόσον από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο διορισθείς ήταν στον πίνακα. 2. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρθρο 386 παρ. 1 ΚΠΔ). Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης και πρόσθετους λόγους.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1466/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Φ. του Ι., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7089/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Απριλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 600/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαϊδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 184/24.9.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιόν Σας, κατά τα άρθρα 476 κ αι 513 παρ.1α ΚΔΠ, την με αριθμό 11/18.4.2013 αίτηση αναίρεσης του Γ. Φ. του Ι. κατά της με αριθμό 7089/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του κατά της με αριθμό 30870/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο." Εξάλλου από τον συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ.1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατ'αποφάσεως είναι 10ήμερη, αρχόμενη από την έκδοση της απόφασης παρόντος του διαδίκου, άλλως από της νομίμου επίδοσης της στο δικαιούμενο σε αναίρεση χωρίς να αρχίσει η προθεσμία αυτή σε κάθε περίπτωση πριν την καταχώρηση της απόφασης στο βιβλίο των καθαρογραμμένων αποφάσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ. Τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του, τότε μόνο συγχωρείται , όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου, γίνεται επίκληση περιστατικών τα οποία συνιστούν ανυπέρβλητο κώλυμα ή ανωτέρα βίλα, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. II. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλομένη απόφαση που εκδόθηκε με απόντα τον αιτούντα καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 19/9/2012 και αυτός καίτοι η απόφαση αυτή του επιδόθηκε νομοτύπως την 1/10/2012 άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στις 18/4/2013 χωρίς να επικαλείται οποιοδήποτε λόγο ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος που τον εμπόδισαν να τα ασκήσει εμπροθέσμως. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως εκπροθέσμως ασκηθείσα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμό 11/18.4.2013 αίτηση αναίρεσης του Γ. Φ. του Ι. κατά της με αριθμό 7089/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 16 Σεπτεμβρίου 2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Π. Παντελής" Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως των ενδίκων μέσων κατ` αποφάσεως είναι, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, δεκαήμερη και αρχίζει από την έκδοσή της όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε με την παρουσία του κατηγορουμένου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της, ενώ, κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου 473, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως είναι είκοσι ημερών εάν ασκείται κατά της καταδικαστικής αποφάσεως με δήλωση που επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 του ΚΠοινΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεώς του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι αν η καταχώρηση της αποφάσεως, η οποία απαγγέλθηκε χωρίς να είναι παρών ο κατηγορούμενος, στο ειδικό βιβλίο προηγήθηκε της επιδόσεώς της σ` αυτόν ή, αν η επίδοση έγινε με θυροκόλληση, στον αντίκλητό του, η προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως αρχίζει από την επίδοση. Αν η επίδοση προηγήθηκε, η προθεσμία αρχίζει από την καταχώρηση στο ειδικό βιβλίο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 7089/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών απορρίφθηκε, ως ανυποστήρικτη, έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά της 30870/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί, για απάτη και πλαστογραφία με χρήση, σε συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε την 12 Σεπτεμβρίου 2012, με απόντα τον αναιρεσείοντα, και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, όπως αυτό προκύπτει από υπηρεσιακή βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέως επί του σώματος της αποφάσεως. Όπως δε προκύπτει από το με χρονολογία 1.10.2012 αποδεικτικό του Γραμματέα του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού Γ. Δ., επιδόθηκε αυτή στα χέρια του ίδιου του αναιρεσείοντος. Ωστόσο, ο τελευταίος άσκησε την κρινόμενη με αριθ. εκθ. 11/2013 αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, στις 18 Απριλίου 2013, μετά την πάροδο, δηλαδή, της ως άνω δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (η οποία έλαβε χώραν μετά την καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο), χωρίς σ' αυτήν (δήλωση αναιρέσεως) να επικαλείται ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτη, ως ασκηθείσα χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη προθεσμία για την άσκησή της. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως, να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 11/18 Απριλίου 2013 αίτηση του Γ. Φ. του Ι., για αναίρεση της 7089/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2013. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως. Προθεσμία επί ερήμην αποφάσεως. Αν η καταχώρηση προηγήθηκε της επιδόσεως της αποφάσεως στον αναιρεσείοντα, η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση. Αν η επίδοση προηγήθηκε, η προθεσμία αρχίζει από την καταχώρηση. Απόρριψη ως απαράδεκτης αιτήσεως που ασκήθηκε εκπροθέσμως χωρίς να προβάλλεται και αποδεικνύεται λόγος ανωτέρας βίας.
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης.
0
Αριθμός 1462/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Ψ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χειρδάρη, για αναίρεση της υπ'αριθ.167/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Α. συζ. Τ. Θ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Μαρκούλη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Απριλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21 Οκτωβρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 589/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 286 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μιας κατεδάφισης, με πρόθεση ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξενεί κίνδυνο γα τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν τα εξής: α) Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος αυτού, του υπαγομένου στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, που έχουν συγκεκριμένη διακινδύνευση, δύναται να είναι εκείνος, ο οποίος έχει τη διεύθυνση ή τη διεξαγωγή του οικοδομικού έργου, όπως ο επιβλέπων μηχανικός. β) Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού συνίσταται στην παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες διενέργεια οικοδομικού ή άλλου αναλόγου έργου ή κατεδάφιση και στην από την αιτία αυτή πρόκληση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, που είναι άλλος εκτός του δράστη. Κοινώς αναγνωρισμένοι τεχνικοί κανόνες είναι οι εφαρμοζόμενοι από τους απασχολουμένους σε οικοδομικά έργα με την πεποίθηση ότι είναι σωστοί και τηρούμενοι στην πράξη. Ο δε κίνδυνος δεν είναι απαραίτητο να είναι άμεσος και επικείμενος, γιατί αρκεί να είναι και κίνδυνος, ο οποίος θα προκύψει από τη μέλλουσα χρησιμοποίηση του κατασκευάσματος σύμφωνα με τον προορισμό του. γ) Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος (πρόθεση) ή αμέλεια. Αυτή, κατά το άρθρο 28 του ΠΚ, υπάρχει, όταν ο δράστης από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του (ασυνείδητη αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως, ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 167/2013 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβιάσεως των κανόνων της οικοδομικής από αμέλεια και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος είναι εκπρόσωπος της τεχνικής εταιρίας Β. Ψ. - Χ. Δ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ (...). Με το υπ' αριθμ. .../2-12-1999 προσύμφωνο συμβόλαιο και εργολαβικό του συμβολαιογράφου Βέροιας Δημ. Τζίμα η ανωτέρω εργολάβος εταιρία ανέλαβε την κατασκευή μίας πολυκατοικίας επί οικοπέδου κειμένου εντός της πόλεως της ... επί της οδού ... . Κατά τους όρους του εργολαβικού η ανωτέρω εργολάβος εταιρία ανέλαβε την ανέγερση της πολυκατοικίας κατά τους κανόνες της οριζόντιας ιδιοκτησίας με δικά της έξοδα και φροντίδα. Βάσει του ανωτέρω εργολαβικού η ανωτέρω οικοδομή θα αποτελείτο από υπόγειο, ισόγειο όροφο, από πρώτο όροφο, που θα περιλαμβάνει δύο διαμερίσματα και από τρεις άλλους ορόφους δηλαδή 2°, 3°, και 4°. Από την ανωτέρω εργολάβο εταιρία, της οποίας όπως προεκτέθηκε εκπρόσωπος ήταν ο κατηγορούμενος, ορίστηκε επίσης ο κατηγορούμενος, πολιτικός μηχανικός, μελετητής του έργου και επιβλέπων μηχανικός. Πράγματι ο κατηγορούμενος συνέταξε σχετική μελέτη και ανέλαβε με την ιδιότητα τόσο του εκπροσώπου της εργολάβου εταιρίας όσο και με την ιδιότητα του επιβλέποντος μηχανικού, την κατασκευή και επίβλεψη της ανωτέρω πολυώροφης οικοδομής καθώς το Νοέμβριο του 2009 εκδόθηκε η υπ' αριθμ. .../1999 άδεια κατασκευής της οικοδομής. Σύμφωνα με την ανωτέρω άδεια τόσο την αρχιτεκτονική μελέτη όσο και την μελέτη του φέροντα οργανισμού συνέταξε ο κατηγορούμενος, ο οποίος ορίστηκε επιβλέπων μηχανικός για την γενική επίβλεψη και την επίβλεψη του φέροντα οργανισμού. Για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, η στατική μελέτη πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του μηχανικού ότι αναλαμβάνει την ευθύνη της κατασκευής της οικοδομής σύμφωνα με τις διατάξεις του Νέου κανονισμού οπλισμένου σκυροδέματος και του Νέου Αντισεισμικού κανονισμού, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση εάν και κατατέθηκε, δεν βρέθηκε στον φάκελο της .../99 οικοδομικής άδειας, κατόπιν ελέγχου του Πολεοδομικού τμήματος του Δήμου ... η ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση του κατηγορουμένου. Οι εγκαλούντες και πολιτικώς ενάγοντες Τ. Θ. και Α. συζ. Τ. Θ., με το υπ' αριθμ. .../2000 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Βέροιας Χ. Παπαχρησάνθου που μεταγράφηκε νόμιμα και ενώ ακόμη η οικοδομή βρισκόταν στο στάδιο περαίωσης του σκελετού, αγόρασαν από κοινού και αδιαίρετα ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου από την εργολάβο εταιρία, το οποίο περιήλθε σε αυτήν ως εργολαβικό αντάλλαγμα σύμφωνα με το προαναφερόμενο εργολαβικό συμβόλαιο. Το ανωτέρω διαμέρισμα παραδόθηκε στους πολιτικώς ενάγοντες στις 12-4-2002, οι οποίοι και εγκαταστάθηκαν σε αυτό άμεσα. Ωστόσο από το Σεπτέμβριο του 2002 εμφανίστηκαν δύο τριχοειδείς ρωγμές στην τοιχοποιία, ενώ επίσης και τον Ιούλιο του 2004 εμφανίστηκαν και άλλες 2-3 τριχοειδείς ρωγμές στον εσωτερικό τοίχο του σαλονιού ενώ εν συνεχεία και σταδιακά εμφανίστηκαν και άλλες μικρές επίσης ρωγμές στην τοιχοποιία. Ωστόσο τον Ιούνιο του 2006 δημιουργήθηκαν και άλλες νέες ρωγμές ενώ διευρύνθηκαν οι ήδη υφιστάμενες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν έκτοτε έντονες ρηγματώσεις της τοιχοποιίας του ανωτέρω διαμερίσματος. Οι πολιτικώς ενάγοντες φοβούμενοι για την στατικότητα του διαμερίσματός τους απευθύνθηκαν στο ΤΤΕ αιτούμενοι την άμεση διενέργεια αυτοψίας. Διενεργήθηκε αυτοψία στις 13-2-2007 από τον πολιτικό μηχανικό Π. Κ., μέλος του TEE. Σύμφωνα με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης του ανωτέρω "στην πλάκα μάλλον έχει συμβεί το φαινόμενο του ερπυσμού κατά τη διεύθυνση χ-χ δημιουργώντας ένα βέλος στην πλάκα περίπου 3εκ, με άμεσο αποτέλεσμα τον εφελκυσμό της τοιχοποιίας που εδράζεται στην πλάκα κατά την ίδια διεύθυνση και ως εκ τούτου την ρηγμάτωσή της". Ακολούθως ο Τ. Θ., ο οποίος ήταν και ο ίδιος πολιτικός μηχανικός, απευθύνθηκε στον πολιτικό μηχανικό Χ. Ι. και καθηγητή ΑΠΘ, ζητώντας τη διενέργεια αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης με αντικείμενο την εξακρίβωση των αιτίων των σοβαρών ρηγματώσεων που εμφανίσθηκαν στις τοιχοποιία. Ο ανωτέρω διενήργησε αυτοψία στις 21-4-2007 στο ανωτέρω διαμέρισμα και στους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους του διαμερίσματος. Στην από Ιούνιο του 2007 τεχνική έκθεση που συνέταξε ο ανωτέρω αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: Η επιθυμία ελεύθερης τοποθέτησης των διαχωριστικών τοιχοποιιών στα μεγάλα διαμερίσματα χωρίς την ενοχλητική εμφάνιση δοκών οδήγησε στην κατασκευή μεγάλων πλακών που επιφορτίζονται από σημαντικό βάρος τοιχοποιιών. Η διαμόρφωση τέτοιου μεγέθους πλακών δεν είναι ασυνήθης αλλά και δεν αντιβαίνει στους ισχύοντες κανονισμούς με την προϋπόθεση ότι έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα περιορισμού των βυθίσεων. Το πάχος πλακών αυτών (22 εκ.) είναι ελαφρά μικρότερο του απαιτούμενου (23,1 εκ). Η αγκύρωση των οπλισμών των μεγάλων πλακών στους δοκούς των δύο πλάγιων ορίων είναι ανεπαρκής όπως εμφανίζεται στα κατασκευαστικά σχέδια. Σύμφωνα με τον ΕΚΟΣ 2000, σε ακραίες στηρίξεις πλακών απαιτείται μήκος αγκύρωσης των οπλισμών (2/3)l/b net. Τα ύψη αρκετών δοκών μεγάλου μήκους είναι σχετικά μικρά με αποτέλεσμα την ανάγκη σχετικά υψηλού ποσοστού οπλισμού και την εμφάνιση μεγαλύτερων βυθίσεων. Το σημαντικότερο αρνητικό χαρακτηριστικό της Στατικής Μελέτης εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο Μελετητής δεν έλαβε υπόψη του την αυξανόμενη επιβάρυνση των υποκειμένων μεγάλων πλακών κατά τη διαδοχική κατασκευή των διαχωριστικών τοιχοποιιών από τους κάτω προς του επάνω ορόφους. Η επιβάρυνση αυτή μεγιστοποιείται στην πλάκα οροφής του καταστήματος αριστερά της εισόδου και στις πλάκες οροφής της πυλωτής δεξιά της εισόδου. Οι ρηγματώσεις στις εσωτερικές τοιχοποιίες του διαμερίσματος του Κ. Θ. οφείλονται στην επιβάρυνση της πλάκας οροφής του καταστήματος. Αιτιολογώντας την βύθιση της πλάκας δαπέδου ο ανωτέρω πολιτικός μηχανικός αναφέρει ότι οι διαστάσεις των πλακών είναι μεγάλες και το βάρος των τοιχοποιιών που εδράζονται επάνω τους ιδιαίτερα σημαντικό με αποτέλεσμα την εμφάνιση σημαντικών βυθίσεων. Η κατώτερη πλάκα του δαπέδου του 2ου ορόφου είναι από κάτω εντελώς ελεύθερη καθώς δεν υπάρχουν διαχωριστικές τοιχοποιίες στο υποκείμενο κατάστημα με αποτέλεσμα την ελεύθερη ανάπτυξη και επαύξηση των βυθίσεων. Αναφορικά δε με την αιτιολόγηση των ρηγματώσεων των τοιχοποιιών αναφέρεται ότι οι βυθίσεις της πλάκας και οι αντίστοιχες γωνιακές παραμορφώσεις του τοιχοποιιών υπερβαίνουν κατά πολύ τα επιτρεπόμενα όρια των ισχυόντων κανονισμών με συνέπεια οι ρηγματώσεις να είναι αναπόφευκτες. Σύμφωνα δε με το συμπέρασμα της ανωτέρω τεχνικής έκθεσης: οι εκτεταμένες βλάβες στην εσωτερική τοιχοποιία του διαμερίσματος είναι σοβαρές και η βραδεία αλλά συνεχής επιδείνωση απαιτεί την λήψη άμεσων μέτρων. Η επισκευή των ρηγματώσεων δεν αρκεί καθώς δεν αίρει το αίτιο που τις προκάλεσε. Η αυξημένη καταπόνηση της πλάκας δαπέδου του 2ου ορόφου και η πιθανή ολίσθηση των οπλισμών της στο αριστερό πλάγιο όριο απαιτεί την άμεση λήψη μέτρων υποστήριξής της. Ο Συντάκτης της παρούσας εκτιμά ότι την αποκλειστική ευθύνη για τις βλάβες στο διαμέρισμα του Κ. Θ. φέρει η κατασκευάστρια εταιρία καθώς αυτές προκλήθηκαν από κακή εκτίμηση ιδιαιτεροτήτων και αδυναμιών του στατικού συστήματος του φέροντος οργανισμού της οικοδομής". Ακολούθως και λόγω άρνησης του κατηγορουμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την αποκατάσταση των ως άνω βλαβών, οι μηνυτές κατέθεσαν στην Πολεοδομία του Δήμου Βέροιας την από 3-7-2007 αίτησή τους αιτούμενοι, μεταξύ άλλων, τη διενέργεια αυτοψίας και τον έλεγχο επικινδυνότητας του τμήματος αυτό της κατασκευής. Το Τμήμα Πολεοδομίας του Δήμου Βέροιας διενήργησε με την υπάλληλο της Υπηρεσίας, Κ. Δ. αυτοψία στο ανωτέρω διαμέρισμα και ακολούθως συνέταξε την υπ' αριθ. πρωτ. 1969/7-3-2007 "έκθεση επικινδύνου από άποψη στατικής και δομικής (ετοιμόρροπου) στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: στο διαμέρισμα είναι εμφανείς σοβαρές ρηγματώσεις των τοιχοποιιών... Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην έκθεση οι ρηγματώσεις οφείλονται στην βύθιση της πλάκας του δαπέδου του διαμερίσματος. Για τον λόγο αυτό αποφαίνομαι ότι η πλάκα δαπέδου του διαμερίσματος είναι επικίνδυνη από άποψη στατική και για να αρθεί ο κίνδυνος πρέπει να προβείτε σε εργασίες υποστήριξης ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω βύθισή της". Εν συνεχεία εκδόθηκε από την πολεοδομία Βέροιας η υπ' αριθμ. πρωτ. .../1-7-2007 Α αναθεωρητική έκθεση της πολιτικού μηχανικού Ρ. Β. στην οποία αναφέρονται μεταξύ άλλων: "Από την αυτοψία που διενήργησα στο διαμέρισμα του 2ου ορόφου διαπιστώθηκαν σοβαρές ρηγματώσεις (λοξές οριζόντιες και κατακόρυφες) των τοιχοποιιών του διαμερίσματος του 1ου ορόφου υπέρ του καταστήματος (2ου ορόφου στο σύνολο της οικοδομής) που εδράζεται στην πλάκα του δαπέδου του ορόφου. Παρατηρήθηκε η βύθιση στη μεσαία περιοχή της πλάκας ... Λόγω του δημιουργηθέντος βέλους της πλάκας υπάρχει πρόβλημα λειτουργικότητας της κατασκευής δηλ. του διαμερίσματος του ορόφου υπέρ του ισογείου καταστήματος. Κρίνω ότι η εξεταζόμενη κατασκευή στο διαμέρισμα του 2ου ορόφου της οικοδομής της Οδού ... στην ... είναι επικίνδυνη από στατική και δομική άποψη ...". Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και ενόψει ότι η κατάσταση το διαμέρισμα των μηνυτών από τον Ιούνιο του 2006, εγκυμονούσε κίνδυνο για την σωματική τους ακεραιότητα αλλά και την ζωή τους ενόψει ότι οι γύψινες επενδύσεις των ορόφων είχαν αποκολληθεί σε πολλά σημεία στην οροφή και μάλιστα ορισμένα τμήματα είχαν καταρρεύσει, οι ρωγμές στους εσωτερικούς τοίχους πλήθαιναν και διευρύνονταν, ακούγονταν συνεχώς υπόκωφοι θόρυβοι με μεταλλική χροιά, οι τοιχοποιίες πλέον δεν είχαν την απαιτούμενη συνοχή με άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης, οι τελευταίοι τον Ιούλιο του 2008 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το ανωτέρω διαμέρισμα. Ακολούθως κατόπιν ένστασης κατά της υπ' αριθμ. 1/2007 Α' αναθεωρητικής έκθεσης επικίνδυνης οικοδομής εκδόθηκε η Β' από 23-12-2008 Αναθεωρητική έκθεση επικίνδυνης κατασκευής του πολιτικού μηχανικού Χ. Μ., σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας: α) δεν είναι δυνατός με τα διαθέσιμα δεδομένα με τρόπο κατηγορηματικό ο χαρακτηρισμός ως επικίνδυνης ή μη της πλάκας δαπέδου του διαμερίσματος του 2ου ορόφου. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ενδεχόμενης επικινδυνότητας που συνίσταται ως εξής: στο βέλος κάμψης της πλάκας που φαίνεται να είναι όπως προαναφέρθηκε μεγαλύτερο του μετρηθέντος των 27 μμ (και επομένως του αναμενόμενου βάσει παραδεκτών υπολογισμών βέλους 23,5 μμ). Στην ύπαρξη σύμφωνα με τη σχετική μελέτη αγκυρώσεων του οπλισμού της πλάκας μικρότερων των απαιτούμενων βάσει της παρ. 97.8.4 του ΕΚΟΣ. β) οι τοιχοποιίες που έχουν υποστεί σημαντικές ρηγματώσεις είναι επικίνδυνες εξ αιτίας της κατάστασης στην οποία βρίσκονται που μπορεί να επιδεινωθεί από ενδεχόμενη επιβάρυνση (αύξηση του βέλους κάμψης ή επιφόρτιση). Ακολούθως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. πρωτ. 10069/30-12-2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Δ/νη Περιβάλλοντος και Χωροταξίας, περί αναθεώρησης της Α' Αναθεωρητικής στην οποία αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: η πλάκα δαπέδου του διαμερίσματος του 2ου ορόφου είναι μεγάλων διαστάσεων (6,85Χ10,65) χωρίς ενδιάμεσες δοκούς. Οι εσωτερικές επομένως τοιχοποιίες του διαμερίσματος του 2ου ορόφου εδράζονται στη συζητούμενη πλάκα. Από την μέτρηση του καθηγητή Χ. Ι. προέκυψε βύθιση 27 μμ στο μέσο της πλάκας την οποία αποδέχεται και ο κατασκευαστής Β. Ψ.. Η βύθιση αυτή των 27 μμ είναι μεγαλύτερη της αναμενόμενης για μη ρηγματωμένο σκυρόδεμα (9,42 μμ) όπως και για ρηγματωμένο σκυρόδεμα (23,51 μμ). Η θεώρηση της βύθισης των 27 μμ. Σύμφωνα δε με το συμπέρασμα της ανωτέρω απόφασης α) δεν είναι δυνατός με τα διαθέσιμα δεδομένα με τρόπο κατηγορηματικό ο χαρακτηρισμός ως επικίνδυνης ή μη της πλάκας δαπέδου του διαμερίσματος του 2ου ορόφου. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ενδεχόμενης επικινδυνότητας που συνίσταται ως εξής: στο βέλος κάμψης της πλάκας που φαίνεται να είναι όπως προαναφέρθηκε μεγαλύτερο του μετρηθέντος των 27 μμ (και επομένως του αναμενόμενου βάσει παραδεκτών υπολογισμών βέλους 23,5 μμ. Στην ύπαρξη σύμφωνα με τη σχετική μελέτη αγκυρώσεων του οπλισμού της πλάκας μικρότερων των απαιτούμενων βάσει της παρ. 97.8.4 του ΕΚΟΣ. β) οι τοιχοποιίες που έχουν υποστεί σημαντικές ρηγματώσεις είναι επικίνδυνες εξ αίτιας της κατάστασης στην οποία βρίσκονται που μπορεί να επιδεινωθεί από ενδεχόμενη επιβάρυνση (αύξηση του βέλους κάμψης ή επιφόρτιση). Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται επίσης τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την άρση του οποιουδήποτε κινδύνου και την αντιμετώπιση πιθανών προβλημάτων μεταξύ των οποίων υποστήριξη της πλάκας, καθαίρεση των τοιχοποιιών που εμφανίζουν σημαντικές ρηγματώσεις και αντικατάσταση τους με την κατασκευή ενισχυμένου κεντρικού συστήματος τοιχοποιιών και αποκατάσταση της οριζόντιας μορφής δαπέδου του διαμερίσματος μετά την κατάλληλη υποστήριξη της πλάκας. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ενώ η ανωτέρω εργολάβος εταιρία κατά της παραπάνω απόφασης άσκησε την με αριθμ. πρωτ. 3711/27-1-2009 έφεση της, τελικά με την υπ' αριθμ. πρωτ. 10214/6-3-2009 αίτησή της προς το Υπουργείου ΥΠΕΧΩΔΕ παραιτήθηκε απ' αυτήν αποδεχόμενη την ανωτέρω απόφαση του ΓΓ της Περιφέρειας, ενώ αποδείχθηκε επίσης ότι εάν γινόταν η έφεση θα ελεγχόταν όλη η οικοδομή και όχι μόνο το διαμέρισμα των εγκαλούντων. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα τόσο του εκπροσώπου της εργολάβου εταιρίας και ως επιβλέπων μηχανικός και μελετητής της ανωτέρω οικοδομής δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποίαν κάθε συνετός και ευσυνείδητος επιβλέπων μηχανικός, μελετητής και εργολάβος αντίστοιχα, όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις, να καταβάλει με βάση τους κανόνες της οικοδομικής και τις επικρατούσες συνθήκες. Ειδικότερα δεν τήρησε την εγκεκριμένη στατική μελέτη της υπ' αριθμ. .../99 οικοδομικής άδειας της ανωτέρω οικοδομής ,τις υποχρεωτικές διατάξεις του Νέου Κανονισμού Οπλισμένου Σκυροδέματος και του Νέου Αντισεισμικού Κανονισμού σε ότι αφορά: 1) τα υποχρεωτικά ελάχιστα μήκη αγκύρωσης πλακών σε ακραίες στηρίξεις δοκών, β) τα υποχρεωτικά ελάχιστα μήκη αγκύρωσης δοκών σε ακραία υποστυλώματα, γ) τον υπολογισμό των έκκεντρων πεδιλοδοκών, δ)την ομοιομόρφιση των γραμμικών και σημειακών φορτίων των τοιχοποιιών, ε) τα επιπρόσθετα φορτία στην οικοδομή, και στ) τα συμμετέχοντα στην σεισμική κίνηση κατά ένα επί πλέον επίπεδο υποστυλώματα Κ6, Κ13, Κ19 του βορείου ορίου της οικοδομής. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το πλάτος της δοκού έπρεπε να είναι 37, 44 και όχι 23 που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος. Επίσης ενώ οι ακραίες δοκοί θα έπρεπε να έχουν πλάτος 45,4 εκατοστά, είχαν πλάτος 22 εκατοστά. Αναφορικά με την γ' παράβαση αποδείχθηκε ότι ενώ υπολογίστηκαν οι πεδιλοδοκοί ως κεντρικές, κατασκευάστηκαν ως έκκεντρες. Επίσης κατά την κατασκευή τοποθετήθηκε τσιμεντοκονία σε πάχος μεγαλύτερο από αυτό που προέβλεπε η μελέτη ήτοι περίπου 10 εκατοστών δηλαδή σχεδόν διπλάσιο από αυτό που μελετήθηκε. Τέλος αποδείχθηκε αναφορικά με τις υπό στοιχείο δ και στ παραβάσεις ότι ενώ δεν υφίσταται διάταξη τόσο του ΝΚΟΣ όσο και του ΝΑΚ που να επιτρέπουν την ανάλογη ομοιομόρφιση, εντούτοις ο κατηγορούμενος κατά παράβαση αυτών προέβη σε ομοιομόρφιση των γραμμικών και σημειακών φορτίων των τοιχοποιιών σε όλη την επιφάνεια της πλάκας, ενώ επίσης κατά τον αντισεισμικό έλεγχο του κτιρίου δεν ελήφθησαν υπόψη ως συμμετέχοντα στη σεισμική κίνηση τα υποστυλώματα Κ 6,Κ13 και Κ19 του βορείου ορίου της οικοδομής. Αποτέλεσμα αυτής της αμελούς συμπεριφοράς του ήταν να προκληθούν στο ανωτέρω διαμέρισμα εκτεταμένες ρηγματώσεις των τοιχοποιιών, αποκόλληση των γύψινων επενδύσεων της οροφής σε πολλά σημεία τους, βύθιση στο μέσο της πλάκας με συνέπεια από τον Ιούνιο του 2006 τόσο η τοιχοποιία όσο και η πλάκα να είναι επικίνδυνες για την ανθρώπινη ασφάλεια και έτσι να προξενηθεί κίνδυνος για την ζωή και την σωματική ακεραιότητα τόσο των εγκαλούντων που κατοικούσαν στο διαμέρισμα όσο και όσων είχαν πρόσβαση σε αυτό. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται από όλα τα αποδεικτικά μέσα. Σαφής είναι προς τούτο η κατάθεση της Προϊσταμένης της Πολεοδομίας του Δήμου Βέροιας Μ. Α. η οποία κατέθεσε τα εξής: εφόσον η απόφαση επέβαλε εργασίες σαφώς κρίθηκε ως επικίνδυνο. 27 χρόνια δουλεύω, σε τέτοιο βαθμό μία και μοναδική περίπτωση έφθασε στην υπηρεσία μας". Επίσης ρητές ήταν και οι καταθέσεις των μαρτύρων πολιτικών μηχανικών Ν. Χ. και Σ. Δ. οι οποίοι επισκέφθηκαν το ανωτέρω διαμέρισμα και κατέθεσαν, ο μεν πρώτος μεταξύ άλλων τα εξής: η πλάκα παρουσιάζει παραμόρφωση στο κέντρο 27 χιλιοστά και όχι 14 όπως ο κανονισμός βάζει όριο. Η τιμή που ορίζει ο κανονισμός είναι αξιωτική. Έφταιγε ο μελετητής, ο κατασκευαστής, ο επιβλέπων του έργου που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ένα άτομο. Όταν άρχισαν χτίζονται τα τούβλα του πάνω ορόφου, πέρασαν τα βάρη των τοιχοποιιών πήγαν από τις πλάκες και στις πιο κάτω πλάκες. Διπλασιάστηκε το φορτίο που θα έπρεπε να πάρει. Ομοιομόρφιση γραμμικών φορτίων ήξερα ότι δεν είχε γίνει στη μελέτη ... Οι τοιχοποιίες θα κατέρρεαν και κάποια στιγμή θα κατέρρεε και η ίδια η πλάκα. Το πλάτος της δοκού έπρεπε να είναι 37,44 και χρησιμοποιήθηκε όμως 23.". Ο δε δεύτερος κατέθεσε τα εξής: γίνανε παραβιάσεις του κανονισμού, πλημμελής αγκύρωση των οπλισμών πλάκας, κατασκεύασε δοκάρια 23 πόντων ενώ απαιτούντων 39, είχε πρόσθετα φορτία η πλάκα, η τσιμεντοκονία είχε διπλάσιο πάχος, οπότε το φορτίο διπλασιάστηκε. Αυτά τα αίτια οδήγησαν στο βέλος. Αυτή πλάκα έπρεπε το πολύ να βυθιστεί 13,5 χιλιοστά, αυτή όμως υποχώρησε κατά 27 χιλιοστά. Η απόκλιση βέλους από 14 χιλ στα 27 χι. αποτελεί παράβαση κανονισμού. Αντί για Φ12 αγκύρωση που έβαλε ο κατηγορούμενος έπρεπε να έχει 39εκατοστά. Για την γ' πράξη (υπολογισμό των έκκεντρων πεδιλοδοκών) γνωρίζω και το είδα μόνος μου ότι υπολογίστηκαν ως κεντρικές ενώ κατασκευάστηκαν ως έκκεντρες ... Δεν επιτρέπεται ομοιομόρφιση ... Οι ρωγμές ήταν αποκαρδιωτικές ... Ή παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα Γ. Π., ο οποίος ενώ κατέθεσε ότι τηρήθηκε ο Κανονισμός και δεν υπήρξε παράβασή του, δεν μπόρεσε να αιτιολογήσει με πειστικότητα που οφείλονται οι ανωτέρω ρηγματώσεις αλλά αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι οφείλονται σε αδυναμία του Κανονισμού και σε κακή συγκυρία. Ούτε δε η κρίση του Δικαστηρίου αναιρείται από την απολογία του κατηγορουμένου ο οποίος ενώ ανέφερε ότι δεν παραβίασε τον Κανονισμό και δεν υπήρχε κίνδυνος από τις ανωτέρω έντονες ρηγματώσεις δεν έδωσε πειστική απάντηση γιατί τελικά παραιτήθηκε από την έφεση που είχε ασκήσει ως εκπρόσωπος της εργολάβου εταιρίας κατά της υπ' αριθμ. πρωτ. 10069/30-12-2008 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Δ/νη Περιβάλλοντος και Χωροταξίας, η οποία σημειωτέον εάν εξεταζόταν θα ελέγχονταν όλη η ανωτέρω οικοδομή. Εξάλλου και στο προσκομιζόμενο από τον κατηγορούμενο από 3-9-2007 έγγραφο του Χ. Ι. προς το Πολεοδομικό Τμήμα του Δήμου Βέροιας, στο οποίο αναφέρει ο τελευταίος ότι η πλάκα δαπέδου δεν χαρακτηρίζεται ως στατικώς επικίνδυνο, αναφέρεται περαιτέρω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι η πλάκα διαθέτει τον απαιτούμενο συντελεστή ασφαλείας και ότι για λόγους ασφαλείας τα μέτρα που προτείνονται στην από Ιούνιο 2007 πραγματογνωμοσύνη που συνέταξε είναι απαραίτητο να ληφθούν. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης της οποίας στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση". Στο δε διατακτικό της αποφάσεως αναφέρεται και ότι ο κατηγορούμενος "δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της παραβιάσεως των κανόνων της οικοδομικής από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 286 παρ. 1 του ΠΚ, την οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Δικαστήριο σαφώς δέχεται, στο διατακτικό, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος παραβίασε τους κανόνες της οικοδομικής από ασυνείδητη αμέλεια με την παραδοχή ότι δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, η παραδοχή δε αυτή δεν αντιφάσκει προς οποιαδήποτε αναφορά στο σκεπτικό και μάλιστα προς την παραδοχή ότι "ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα τόσο του εκπροσώπου της εργολάβου εταιρίας και ως επιβλέπων μηχανικός και μελετητής της ανωτέρω οικοδομής δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποίαν κάθε συνετός και ευσυνείδητος επιβλέπων μηχανικός, μελετητής και εργολάβος αντίστοιχα, όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις, να καταβάλει με βάση τους κανόνες της οικοδομικής και τις επικρατούσες συνθήκες". Η μη αντικατάσταση της φράσεως του σκεπτικού επί της ποινής που έπρεπε να επιβληθεί ότι το Δικαστήριο αποβλέπει και "στην ένταση του δόλου του υπαιτίου" με την ορθή "στο βαθμό της αμελείας του υπαιτίου" οφείλεται σε φανερή αβλεψία και παραδρομή και δεν δημιουργεί καμιά ασάφεια ως προς το είδος της αμέλειας που έγινε δεκτό. β) Με την παραδοχή ότι "αποδείχθηκε ότι ενώ οι ακραίες δοκοί θα έπρεπε να έχουν πλάτος 45,4 εκατοστά, είχαν πλάτος 22 εκατοστά" αιτιολογείται η παράβαση του Νέου κανονισμού Οπλισμένου Σκυροδέματος και του Νέου Αντισεισμικού Κανονισμού σε ό,τι αφορά τα υποχρεωτικά ελάχιστα μήκη αγκύρωσης δοκών σε ακραία υποστυλώματα (β' παράβαση) και το Δικαστήριο δεν προχώρησε από την πρώτη (ότι το πλάτος της δοκού έπρεπε να είναι 37,44 και όχι 23 εκ.) στην τρίτη παράβαση χωρίς να αιτιολογήσει τη δεύτερη. γ) Κατά το διατακτικό της αποφάσεως, η πέμπτη παράβαση των ως άνω Κανονισμών συνίστατο σε ό,τι αφορούσε τα επιπρόσθετα φορτία στην οικοδομή, στο ότι, δηλαδή, ο κατηγορούμενος δεν έλαβε υπόψη τα φορτία των στηθαίων, των διακοσμητικών υποστυλωμάτων και των επενδύσεων της προσόψεως. Όσον αφορά την παράβαση αυτή, δεν ήταν αναγκαίο να περιληφθεί στο σκεπτικό πρόσθετη αιτιολογία, καθόσον είναι αναλυτική η ως άνω αναφορά στο διατακτικό. Αρκεί η μνεία ότι αποδείχθηκε και η παράβαση αυτή (σε ό,τι αφορά τα επιπρόσθετα φορτία στην οικοδομή), αναλύεται δε, σχετικώς, και τι προέκυψε από μαρτυρικές καταθέσεις. δ) Η παραδοχή ότι το πλάτος της δοκού έπρεπε να είναι 37,44 και όχι 23 που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος δεν αντιβαίνει προς την παραδοχή ότι ενώ οι ακραίες δοκοί θα έπρεπε να έχουν πλάτος 45,4 εκατοστά, είχαν πλάτος 22 εκατοστά, καθόσον η πρώτη περίπτωση αφορά το πλάτος των δοκών γενικώς, ενώ η δεύτερη αφορά το πλάτος των ακραίων δοκών. ε) Ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και γιατί προέβη σε ομοιομόρφιση των γραμμικών και σημειακών φορτίων των τοιχοποιιών σε όλη την επιφάνεια της πλάκας, πράγμα, όμως, που δεν προβλεπόταν από τους ως άνω Κανονισμούς και, επομένως, αποτελούσε και η ενέργειά του αυτή παράβαση. Ούτε αποτελεί αντίφαση η παραδοχή ότι, κατά την κατάθεση του μάρτυρα Ν. Χ., πολιτικού μηχανικού, ομοιομόρφιση γραμμικών φορτίων δεν είχε γίνει στη μελέτη, καθόσον το Δικαστήριο δέχθηκε ότι έγινε η ομοιομόρφιση, παρά το ότι αυτή δεν είχε γίνει στη μελέτη, επικαλείται δε την ως άνω μαρτυρική κατάθεση για να καταδείξει και την εν λόγω παράβαση, ότι, δηλαδή, παρά το ότι ομοιομόρφιση δεν προβλεπόταν ούτε είχε γίνει στη μελέτη, εν τούτοις έγινε στην επιφάνεια της πλάκας. στ) Σαφής είναι και η παραδοχή όσον αφορά την παράβαση ως προς τον υπολογισμό των έκκεντρων πεδιλοδοκών (γ' παράβαση), καθόσον γίνεται δεκτό ότι ενώ οι πεδιλοδοκοί υπολογίστηκαν ως κεντρικές, κατασκευάστηκαν ως έκκεντρες, η παράβαση, δηλαδή, συνίσταται στον τρόπο υπολογισμού των έκκεντρων πεδιλοδοκών, χωρίς να γεννάται καμιά ασάφεια μεταξύ της παραβάσεως του αναιρεσείοντος και των, σε σχέση με αυτή, γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων. Δεν ήταν δε αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να προσδιορίζεται η διαφορά μεταξύ κεντρικών και έκκεντρων πεδιλοδοκών. ζ) Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος τόσο ως κατασκευαστής, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της τεχνικής εταιρίας "Β. Ψ. - Χ. Δ. & ΣΙΑ Ο.Ε.", όσο και ως επιβλέπων μηχανικός και μελετητής και, επομένως, με την παραδοχή ότι οι πεδιλοδοκοί, ενώ υπολογίστηκαν ως κεντρικές, κατασκευάστηκαν ως έκκεντρες, δεν διαφοροποιείται το κατηγορητήριο ούτε εισάγει κατά του αναιρεσείοντος νέα κατηγορία (του κατασκευαστή και όχι μόνο του μηχανικού - μελετητή). η) Η παραδοχή ότι "αντί για Φ12 αγκύρωση που έβαλε ο κατηγορούμενος έπρεπε να έχει 39 εκατοστά" αποτελεί μέρος της καταθέσεως του μάρτυρα Σ. Δ., πολιτικού μηχανικού, και δεν δημιουργεί καμιά ασάφεια σε σχέση με τις παραβάσεις, οι οποίες συγκροτούν την πράξη, για την οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. θ) Διευκρινίζεται επαρκώς σε τι συνίστανται οι έξι παραβάσεις των ως άνω Κανονισμών, οι οποίες συνιστούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά την κατασκευή και επίβλεψη της ένδικης οικοδομής και δεν ήταν αναγκαία η παράθεση περαιτέρω αιτιολογίας. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και μοναδικός λόγος του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 21.10.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 286 παρ. 1 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (1.2.2013), πριν, δηλαδή, από την αντικατάσταση της παρ. 3 με το άρθρο 93 παρ. 4 του ν. 4139/2013, ορίζει ότι: "1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. 2. Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορό του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. 3. ... Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας εμπεριστατωμένα ότι δεν μπορεί ο λόγος της αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή. 4. Δεύτερη αναβολή μπορεί να δοθεί για τους ίδιους πιο πάνω λόγους και σύμφωνα με τους ως άνω όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται και το δικαστήριο μπορεί μόνο να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι τρεις φορές. ...". Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής ή διακοπής της δίκης για λόγους ανώτερης βίας πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, που εμφανίσθηκε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο χωρίς συνήγορο, μετά την εκφώνηση από την Πρόεδρο του ονόματός του, υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, κατ' άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, γιατί "ο δικηγόρος του Βασίλης Χειρδάρης (δικηγόρος Αθηνών) δικάζει μετά από διακοπείσα συνεδρίαση στο Τριμελές Εφετείο της Σύρου και δεν μπορεί να παρασταθεί σήμερα για να τον υπερασπισθεί", προσκόμισε δε την από 30.1.2013 βεβαίωση του Εφετείου Αιγαίου και την από 31.1.2013 επιστολή του ως άνω δικηγόρου, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, ότι: "Το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, κατ' άρθρ. 349 ΚΠΔ λόγω κωλύματος του συνηγόρου υπεράσπισής του, που σημειωτέον αν γινόταν δεκτό, θα επρόκειτο περί τέταρτης αναβολής μόνο στην κατ' έφεση δίκη, πρέπει να απορριφθεί κυρίως ως νομικά αβάσιμο διότι από τη διάταξη του άρθρου 349 του ΚΠΔ δεν προβλέπεται τέταρτη αναβολή της δίκης αλλά και ως κατ' ουσίαν αβάσιμο καθώς οι προβαλλόμενοι λόγοι οδηγούν σε παρέλκυση της δίκης με επικείμενο κίνδυνο παραγραφής της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης (χρόνος τέλεσης Ιούνιο του 2006) ενόψει ότι και τις προηγούμενες τρεις φορές η υπόθεση αναβλήθηκε επίσης για λόγους που αφορούν το πρόσωπο του συνηγόρου του κατηγορουμένου (μάλιστα μετά την αναβολή που δόθηκε για τον ανωτέρω λόγο στις 7-12-2012, ο εκ των πολιτικών εναγόντων Τ. Θ. απεβίωσε στις 18-12-2012 όπως προκύπτει από την 440ΜΘ/2012 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Βέροιας) και το Δικαστήριο δεν πείσθηκε περί της αδυναμίας του εκκαλούντος να διορίσει άλλο πληρεξούσιο δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει στην προκειμένη δίκη". Ακολούθως, ο κατηγορούμενος ζήτησε να διακοπεί η συνεδρίαση τουλάχιστον για την επόμενη ημέρα για να καλέσει συνήγορο υπερασπίσεως, καθώς επειδή πίστευε ότι θα αναβληθεί η δίκη, λόγω του κωλύματος του συνηγόρου του, δεν προετοιμάστηκε και δεν έχει τη δυνατότητα να βρει δικηγόρο. Το Δικαστήριο πράγματι διέκοψε για δύο ώρες, μετά την πάροδο των οποίων και τη συνέχιση της συνεδριάσεως, ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι βρήκε συνήγορο τη δικηγόρο Βέροιας Αδαμίδου, η οποία, όμως, ηρνείτο να τον υπερασπιστεί, γιατί δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο για να μελετήσει τη δικογραφία. Τα αυτά δήλωσε και η τελευταία, ο δε κατηγορούμενος υπέβαλε και πάλι αίτημα διακοπής, δηλώνοντας ότι αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του μόνος του, ότι η υπόθεση είναι εξαιρετικά σοβαρή, διακυβεύεται η προσωπική του ελευθερία, η επαγγελματική του υπόσταση και ότι εκκρεμούν αστικές αποζημιώσεις και ως εκ τούτου πρέπει να έχει συνήγορο υπεράσπισης, επικαλέστηκε δε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για διακοπή με την αιτιολογία ότι: "Το Δικαστήριο κάνοντας δεκτό το αίτημα του κατηγορουμένου διέκοψε τη συνεδρίαση για 2 ώρες ήτοι έως τις 12.30. Περαιτέρω διακοπή και μάλιστα για άλλη ημέρα, ενόψει και των υπηρεσιών των Δικαστών που συγκροτούν το Δικαστήριο δεν κρίνεται αναγκαία. Ο δε ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι πίστευε ότι θα αναβληθεί εκ νέου η δίκη λόγω κωλύματος του συνηγόρου του και γι' αυτόν τον λόγο ζητάει νέα διακοπή της δίκης, είναι με βάση και όσα προεκτέθηκαν μη νόμιμος ενόψει ότι δεν είναι δυνατόν να προκαταλαμβάνεται η απόφαση του Δικαστηρίου και μάλιστα όταν η υπόθεση έχει ήδη αναβληθεί τρεις φορές στο δεύτερο βαθμό, ο δε κατηγορούμενος όφειλε και μπορούσε να προετοιμαστεί για την παρούσα δίκη. Συνεπώς το αίτημα εκ νέου διακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο". Κατόπιν αυτού, η δίκη προχώρησε χωρίς να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η αιτιολογία αυτή, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα αναβολής και διακοπής της δίκης ως αβάσιμα είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορούσε να αναβληθεί ή, έστω, να διακοπεί η δίκη. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία κατέληξε στην απορριπτική του αιτήματος αναβολής κρίση, ενόψει του ότι απέρριψε αυτό ως μη νόμιμο, γιατί δεν προβλέπεται τέταρτη αναβολή, με επάλληλη δε αιτιολογία το απέρριψε και ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. β) Ως εκ περισσού αναφέρεται η επικείμενη παραγραφή της πράξεως που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο. γ) Η αιτιολογία, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα διακοπής, ότι τα μέλη της συνθέσεως του Δικαστηρίου ήταν απασχολημένα σε άλλες υπηρεσίες, δεδομένου, μάλιστα, του ότι το Δικαστήριο διέκοψε την εκδίκαση της υποθέσεως για δύο ώρες για να βρει ο κατηγορούμενος άλλο δικηγόρο σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι, ενόψει και των τριών προηγουμένων αναβολών, μπορούσε αυτός να προετοιμαστεί για την παρούσα δίκη, είναι ειδική και δεν ήταν αναγκαία περαιτέρω ανάλυση. δ) Το Δικαστήριο, με τις παραδοχές ότι η διακοπή δεν ήταν αναγκαία και ότι ο κατηγορούμενος όφειλε και μπορούσε να προετοιμαστεί, δέχεται ευθέως ότι η διακοπή δεν ήταν δικαιολογημένη. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω αιτημάτων, είναι αβάσιμος. Απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο και καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως προκαλείται εάν δεν τηρηθούν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 171 παρ.1δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010). Περαιτέρω, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε με το ΝΔ 52/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη και στην παρ. 3 περ. γ' του άρθρου αυτού προβλέπεται, ειδικότερα, ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του. Από τις παραπάνω διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., προκύπτει κατ' αρχήν ότι το συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το δικαίωμά του να έχει συνήγορο υπερασπίσεως, περιλαμβάνει και το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο ή δικηγόρους της επιλογής του (ΟλΑΠ 9/2002). Όμως, ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο συνήγορός του, μπορούν, καθώς από τον σκοπό των εν λόγω διατάξεων, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, συνάγεται, να ασκούν καταχρηστικά τα δικαιώματά τους και ειδικότερα να παρελκύουν την συζήτηση της υποθέσεως, με το να επανυποβάλλουν αιτήματα αναβολής ή διακοπής της δίκης, διότι, έτσι, παραβιάζεται, το μεν η αρχή της ταχείας διεξαγωγής της ποινικής δίκης, το δε αυτή της ανευρέσεως της ουσιαστικής αλήθειας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει ότι, με την απόρριψη των αιτημάτων αναβολής και διακοπής της δίκης, αποστερήθηκε του δικαιώματός του να έχει συνήγορο της επιλογής του, στερήθηκε δε πλήρως νομικής υποστηρίξεως, αφού και η δικηγόρος που βρήκε, μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, διαπίστωσε τον όγκο της δικογραφίας και δήλωσε ότι αδυνατούσε να τον εκπροσωπήσει λόγω ανεπαρκούς χρόνου. Έτσι, παραβιάσθηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως αναφέρθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, ανεξαρτήτως του ότι απέρριψε το αίτημα αναβολής προεχόντως ως μη νόμιμο, έκρινε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ότι οι μεν λόγοι, για τους οποίους ζητήθηκε η αναβολή, οδηγούσαν σε παρέλκυση της δίκης, ενόψει του ότι και οι τρεις προηγούμενες αναβολές είχαν δοθεί για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο του συνηγόρου του κατηγορουμένου, η δε δίωρη διακοπή για να βρει ο κατηγορούμενος άλλο δικηγόρο ήταν αρκετή, ενώ αυτός, δεδομένων και των τριών αναβολών της υποθέσεως μόνο στο δεύτερο βαθμό, όφειλε και μπορούσε να προετοιμαστεί για τη δίκη. Επομένως, δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη ούτε τα υπερασπιστικά του δικαιώματα ούτε το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από συνήγορο της επιλογής του, δεδομένου ότι τα ως άνω αιτήματα απορρίφθηκαν με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, τα παρελκυστικά αιτήματα αναβολής ή διακοπής της δίκης ενέχουν κατάχρηση δικαιώματος και δεν επιτρέπονται. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση μετά των προσθέτων αυτής λόγων και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19 Απριλίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 2992/2013) αίτηση (δήλωση) του Β. Ψ. του Ν. μετά των από 17/21.10.2013 προσθέτων αυτής λόγων, για αναίρεση της 167/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Α. χήρας Τ. Θ., θυγ. Δ. Α., από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση κατασκευαστή και επιβλέποντος μηχανικού – μελετητή παραβιάσεως των κανόνων της οικοδομικής από αμέλεια. Στοιχεία εγκλήματος (άρθρο 286 παρ. 1 ΠΚ). Προσδιορίζεται στο διατακτικό, το οποίο με το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, το είδος της αμέλειας του κατηγορουμένου. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτημάτων για αναβολή και διακοπή της δίκης. Ο αναιρεσείων, από την απόρριψη των άνω αιτημάτων του, δεν στερήθηκε τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και εκπροσώπηση από δικηγόρο της επιλογής του. Ανεπίτρεπτη η καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων κατηγορουμένου. Όχι παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 περ. γ' της ΕΣΔΑ. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων αυτής.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Αναβολής αίτημα, Παραβίαση κανόνων οικοδομικής.
2
Αριθμός 1461/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Ρ. του Ε., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Γκιουγκή, για αναίρεση της υπ'αριθ.85/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Απριλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 568/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". II. Με το άρθρο 3 παρ.1 του νεότερου Ν.3943/2011 αντικαταστάθηκε η ως άνω, παρ. 1 του αρθρ.34 του Ν.3220/2004, και ορίζεται πλέον με αυτό ότι:"1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α\ υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμωρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό." III. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α' του άρθρου 25 του ως άνω ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω". IV. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 25 του ως άνω ν. 1882/1990, "Για τα πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή...." Επομένως, κρίσιμο, μεταξύ των άλλων, στοιχείο, το οποίο πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση, για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όταν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, είναι η αναφορά ότι το ποινικώς υπεύθυνο πρόσωπο, κατά το χρόνο κατά τον οποίο βεβαιώθηκε το χρέος είχε μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται παραπάνω, δηλαδή προέδρου του ΔΣ, διευθύνοντα συμβούλου κτλ. V. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, υπ' αριθμό 85/2013, απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, ως προς το με Α/Α αριθμό 14 χρέος, του συνημμένου πίνακα χρεών, συνολικού ύψους 109.614,83 ευρώ, καταβλητέου εντός τεσσάρων μηνών από τις 28-4-2006, ήτοι στις 28-8-2006, ενώ τον κήρυξε αθώο για τα λοιπά χρέη του ως άνω πίνακα, και του επέβαλε, για την πράξη αυτή που τον έκρινε ένοχο, ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και των εγγράφων που αναγνώστη καν, δέχθηκε, κατά το σημείο που ενδιαφέρει εν προκειμένω, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "ο κατηγορούμενος, διετέλεσε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " …" από 12-3-1997 έως και 13-10-1998. (βλ. σχετ. τα με αριθμ. 1272/24-3-1997 και 4508/15-6-2000 ΦΕΚ, τεύχη ΑΕ και ΕΠΕ). Στις 12-10-1998 συνήλθε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της ως άνω εταιρείας με μοναδικό θέμα την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου, κατά τη διάρκεια της οποίας εκλέχθηκε πρόεδρος η Α. Φ. και διευθύνων σύμβουλος αυτής ο Α. Σ. (βλ. σχετ. το με αριθμ. 4508/15-6-2000 ΦΕΚ, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Εν συνεχεία ο ήδη κατηγορούμενος προέβη με την από 30-11-1998 εξώδικη δήλωση του σε δήλωση παραίτησης από τη θέση μέλους, που κατείχε σύμφωνα με τον τελευταίο ως άνω ορισμό διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω εταιρείας, επικαλούμενος θέματα δυσλειτουργίας, η οποία (εξώδικη δήλωση) κοινοποιήθηκε την 1/12/1998, επελθομένων έκτοτε των αποτελεσμάτων αυτής. Η εν λόγω εταιρεία, ως προκύπτει, δεν προέβη σε εκλογή νέου μέλους στη θέση του ως άνω παραιτηθέντος και ήδη κατηγορουμένου ούτε και στη θέση του αποβιώσαντος Α. Σ., διευθύνοντα συμβούλου αυτής. Εξάλλου ουδόλως προκύπτει υπό ποιους όρους και υπό ποια διευθυντική εξουσία συνεχίστηκε η δραστηριότητα αυτής. Περαιτέρω, ως προκύπτει από την επισκόπηση του με αριθμό …/2010 πίνακα χρεών που συντάχθηκε από τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, δυνάμει του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου η πλειονότητα των χρεών ήτοι τα δεκαεννέα (19) χρέη από τα είκοσι (20) δεν ήταν βεβαιωμένα ούτε δημιουργήθηκαν κατά το χρόνο που ο ίδιος έφερε την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής πλην του 14ου χρέους, το οποίο δημιουργήθηκε επί της θητείας του κατηγορουμένου υπό την ως άνω ιδιότητα ήτοι το έτος 1997 και για αυτόν τον λόγο ως προς αυτό μόνο υπέχει ποινική ευθύνη. Ειδικότερα, το εν λόγω χρέος αφορά σε μη απόδοση ΦΠΑ δυνάμει δικαστικής απόφασης, συνολικού ύψους 109.614,83€ συμπεριλαμβανομένων κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι τη σύνταξη του επίδικου πίνακα χρεών....". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αφορά την ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος, αφού διευκρινίζεται, ότι αυτός είχε την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία " …", κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγεται (γεννήθηκε) το παραπάνω χρέος (1997), όπως ο χρόνος αυτός με λεπτομέρεια διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, και συνεπώς από την νομική του αυτή θέση στην ανώνυμη εταιρία προκύπτει η υποχρέωση του να καταβάλλει το εταιρικό χρέος, για τη μη καταβολή του οποίου υπέχει ποινική ευθύνη, όπως τούτο ρητά ορίζεται στο άρθρο 25 παρ. 2 εδ.α του Ν. 1882/1990 σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 3 του ίδιου νόμου. Άλλωστε, για τα υπόλοιπα 19 χρέη του πίνακα χρεών, τον κήρυξε αθώο, καθόσον δέχθηκε, ότι αυτά δεν ήταν βεβαιωμένα, ούτε δημιουργήθηκαν, κατά το χρόνο που έφερε τις παραπάνω ιδιότητες του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, σε αντίθεση με το παραπάνω χρέος για το οποίο τον έκρινε ένοχο, για το οποίο δέχθηκε ότι γεννήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο αυτός είχε τις παραπάνω ιδιότητες. Η παραπάνω αιτιολογία, αποτελεί και την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στον προταθέντα, στο ακροατήριο ισχυρισμό, που προέβαλαν οι συνήγοροι υπεράσπισης του αναιρεσείοντος, για το νόμω αβάσιμο της κατηγορίας, λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο του, της ιδιότητας του μέλους του Δ.Σ. κατά το χρόνο της βεβαίωσης των χρεών της παραπάνω εταιρείας προς το Δημόσιο. Η ειδικότερη αιτίαση, που διατυπώνει ο αναιρεσείων, κατά την οποία, οι διατάξεις που καθιερώνουν ποινική ευθύνη των Διευθυνόντων Συμβούλων και νομίμων εκπροσώπων των Ανωνύμων εταιρειών κ.τ.λ. για την μη καταβολή των βεβαιωμένων σε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία χρεών των εταιρειών αυτών προς το Ελληνικό Δημόσιο, εισάγουν ένα είδος πλασματικού αυτουργού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι κατά τα κρατούντα στο δίκαιο μας, το νομικό πρόσωπο δεν είναι ενεργητικό υποκείμενο, αλλά για τα εγκλήματα που τελούνται στα πλαίσια της εν γένει δραστηριότητας του και προς το συμφέρον του, υπέχουν ευθύνη οι επιχειρούντες αυτά νόμιμοι εκπρόσωποι του ή προστηθέντα πρόσωπα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. 2ος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον αφορά την ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. VI. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιοποίνου πράξεως της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, ως προς το με Α/Α αριθμό 14 χρέος του συνημμένου πίνακα χρεών, συνολικού ύψους 109.614,83 ευρώ, ενώ τον κήρυξε αθώο για τα λοιπά χρέη του ως άνω πίνακα και του επέβαλε, για το έγκλημα αυτό, ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη. Κατά το χρόνο τέλεσης της ως άνω πράξης, (2006), ίσχυε το άρθρο άρθρο 34 παρ.1 περ.β' του προαναφερθέντος ν. 3220/2004, που αντικατέστησε το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, ενώ κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (7-1-2013), ίσχυε το άρθρο 3 παρ.1 περ.γ' του νεότερου, επίσης προαναφερθέντος, Ν.3943/2011, που αντικατέστησε την παρ. 1 του αρθρ.34 του Ν.3220/2004. Η διάταξη του άρθρο 3 παρ.1 περ. γ' του νεότερου Ν.3943/2011, είναι δυσμενέστερη στο μέτρο που προβλέπει ποινή φυλάκισης, ενός (1) τουλάχιστον έτους, για χρέη που υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 Ευρώ, σε σχέση με την αντίστοιχη διάταξη της παρ. 1 περ. β' του άρθρου 34 του Ν.3220/2004, η οποία προβλέπει ποινή φυλάκισης έξι (6) τουλάχιστον μηνών για χρέη που υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 Ευρώ. Η προσβαλλομένη απόφαση, στο σκεπτικό της, όπου γίνεται μνεία των διατάξεων, με βάση τις οποίες προβλέπεται και τιμωρείται η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος (σελ. 15), αναφέρει, κατά πιστή μεταφορά: "Επειδή η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται σύμφωνα με τα άρθρα.....25 παρ.1 Ν. 1882/1990, όπως αντικ. από το άρθρο 23 Ν. 2523/1997, το άρθρο 34 παρ.1 Ν. 3220/2004 και το άρθρο 3 παρ. Ν. 3943/2011". Όμως το δίκασαν Δικαστήριο, αντί να εφαρμόσει, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 του ΠΚ τον προϊσχύοντα, επιεικέστερο, ως προς το μέγεθος της ποινής, νόμο, (παρ. 1 περ.β' του αρθρ.34 του Ν.3220/2004), εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 περ.γ' του νεότερου Ν.3943/2011, όπως από την αναφορά του στις νομικές διατάξεις, του παραπάνω σκεπτικού προκύπτει, και επέβαλε, κατά τα εκτεθέντα ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, με συνέπεια να δημιουργείται ασάφεια και να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, για την επιβολή της παραπάνω ποινής, αφού το προβλεπόμενο πλαίσιο της στερητικής της ελευθερίας ποινής για το έγκλημα αυτό, με βάση το Ν.3220/2004 ήταν φυλάκιση 6 μηνών έως πέντε έτη, ενώ με βάση το Ν. 3943/2011 ήταν φυλάκιση ενός έτους έως πέντε έτη. Επομένως, έσφαλε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά το σημείο τούτο και έτσι ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, είναι βάσιμος κατά το σκέλος τούτο, και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος τούτο, ήτοι ως προς την ποινή. Ακολούθως προς όλα τα ανωτέρω πρέπει, αναιρουμένης της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την διάταξη περί επιβολής της ποινής του ενός έτους, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠΔ), απορριπτόμενης κατά τα λοιπά, της αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει, την υπ' αριθμό 85/2013, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξη της, που αφορά την καταγνωσθείσα στον αναιρεσείοντα, Α. Ρ., ποινή φυλάκισης του ενός (1) έτους. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 18-4-2013, υπ'αριθμό έκθεσης 12, Αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του παραπάνω, για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Ποινική ευθύνη οφειλέτη. Ανώνυμες εταιρείες. Ποινική ευθύνη Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου. Πραγματικά περιστατικά. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ιδιότητα του αναιρεσείοντος. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Διευκρινίζεται η ιδιότητα του αναιρεσείοντος, ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της Ανώνυμης εταιρείας. Επιεικέστερος, ως προς την ποινή, ποινικός νόμος ο Ν. 3220/2004, έναντι του Ν. 3943/2011 για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε αναφορικά με την επιβολή της ποινής ια το ως άνω αδίκημα, τον επιεικέστερο ποινικό νόμο 3220/204, αντί του ν. 3943/2011. Αναιρεί εν μέρει την απόφαση ως προς την καταγνωσθείσα ποινή. Κατά τα λοιπά απορρίπτει αναίρεση.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Επιεικέστερος νόμος, Αναίρεση μερική, Ανώνυμη εταιρία.
0
Αριθμός 1460/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Λ. Τ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δημόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 180/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης και της συμπροσβαλλομένης 3304/2011 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2013 αίτησή της αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 28 Μαΐου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 333/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται όχι μόνο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται, αλλά να είναι αυτοί και παραδεκτοί. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476§1, 513§1 ΚΠοινΔ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 501 παρ. 1 και 504 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, γιατί, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, δεν εμφανίστηκε ο εκκαλών, προσβάλλεται με αίτηση αναιρέσεως για οποιονδήποτε λόγο από τους μνημονευόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, οι οποίοι, όμως, πρέπει να αναφέρονται σε πλημμέλειες της εφετειακής αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη και όχι σε πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως ή σε άλλα άσχετα με την απορριπτική αυτή κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου θέματα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 509§2 του ΚΠοινΔ, εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση, μπορεί να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με έγγραφο που κατατίθεται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συζήτηση της αναιρέσεως ημέρα στο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 476§1 και 513§1 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό των προσθέτων λόγων αναιρέσεως είναι η άσκηση παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Αν αυτή είναι απαράδεκτη, εκτός άλλων περιπτώσεων και γιατί δεν περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό και ορισμένο λόγο, είναι απαράδεκτοι και οι πρόσθετοι λόγοι και δεν επιτρέπεται με αυτούς ούτε ακόμη και διασαφήνιση, ανάπτυξη ή συμπλήρωση των απαραδέκτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Όταν η αίτηση είναι απαράδεκτη, δεν ερευνώνται οι πρόσθετοι λόγοι ακόμη και αν είναι από εκείνους που, κατ' άρθρο 511του ΚΠοινΔ, εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως, γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν υπάρχει αίτηση για αναίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 180/2013 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρουπόλεως απέρριψε ως ανυποστήρικτη έφεση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης κατά της 3304/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρουπόλεως, το οποίο την είχε κηρύξει ένοχη μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα. Κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, στην οποία διαλαμβάνει, μετά την παράθεση νομικών σκέψεων, οι οποίες αναφέρονται στους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Ε και Η του ΚΠοινΔ, επί λέξει τα εξής: "Επειδή εν προκειμένω σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο με αριθμό ΒΩ Α/10/777 και ΒΜ Α/10/1962 κλητήριο θέσπισμα κατηγορήθηκε για παράβαση άρθρου 25 παρ. 1 στοιχ. Α' και 7 Ν. 1882/1990 κατ' εξακολούθηση ότι στις 1-5-2009, 1-5-2010, και 31-3-2010 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, δεν προέβη στην πληρωμή βεβαιωμένων στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ατομικών της χρεών, η δε καθυστέρηση αφορούσε διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών. Συγκεκριμένα στον πιο πάνω τόπο και χρόνους, δεν προέβη στην πληρωμή χρέους προς το Δημόσιο που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων εξακοσίων τριάντα δύο ευρώ και σαράντα εννέα λεπτά (43.632,49) ευρώ, βεβαιωθέντος από την Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης, όπως αυτό προσδιορίζεται πιο κάτω ως προς τα επιμέρους ποσά τη βεβαίωση αυτών και την έναρξη και λήξη της τετράμηνης προθεσμίας καταβολής και ειδικότερα α) ποσό 21.399,43 ευρώ που βεβαιώθηκε από τη Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης στις 19-9-2008 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 31-12-2008 και έληξε στις 1-5.2009, β) ποσό 20.800,74 ευρώ που βεβαιώθηκε από τη Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης στις 31-7-2009 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 31-12-2009 και έληξε στις 1-5-2010, γ) ποσό 1.432,32 ευρώ που βεβαιώθηκε από τη Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης στις 27-10-2009 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 30-11-2009 και έληξε στις 31-3-2010. Επειδή κατά το σκεπτικό της υπ' αριθμ. 3304/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης το Δικαστήριο πείσθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως της διάταξης του άρθρου 18 παρ. 1 περ. α' του Ν. 2523/97 η οποία αποδίδεται σε αυτήν με το κατηγορητήριο και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, διότι αποδείχθηκε ότι στην Αλεξανδρούπολη, στις 1-5-2009, 1-5-2010, και 31- 3-2010 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, δεν προέβη στην πληρωμή βεβαιωμένων στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ατομικών της χρεών, η δε καθυστέρηση αφορούσε διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών. Συγκεκριμένα στον πιο πάνω τόπο και χρόνους, δεν προέβη στην πληρωμή χρέους προς το Δημόσιο που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των σαράντα τριών χιλιάδων εξακοσίων τριάντα δύο ευρώ και σαράντα εννέα λεπτά (43.632,49) ευρώ, βεβαιωθέντος από την Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης, όπως αυτό προσδιορίζεται πιο κάτω ως προς τα επιμέρους ποσά τη βεβαίωση αυτών και την έναρξη και λήξη της τετράμηνης προθεσμίας καταβολής και ειδικότερα α) ποσό 21.399,43 ευρώ που βεβαιώθηκε από τη Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης στις 19-9-2008 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 31-12-2008 και έληξε στις 1-5- 2009, β) ποσό 20.800,74 ευρώ που βεβαιώθηκε από τη Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης στις 31-7-2009 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 31-12-2009 και έληξε στις 1-5-2010, γ) ποσό 1.432,32 ευρώ που βεβαιώθηκε από τη Δ.Ο.Υ Αλεξανδρούπολης στις 27-10-2009 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 30-11-2009 και έληξε στις 31-3-2010, όπως τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα προκύπτουν από τον συνταχθέντα από τη Δ.Ο.Υ. Αλεξανδρούπολης με αριθμό 61/2010 πίνακα χρεών". Επειδή κατά το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχη προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 26 § 1 εδ. α, 27 § 1, 51, 53, 61, 63, 7957, 79 του Π.Κ. 25 παρ.1 στοιχ. Α και 7 του Ν. 1882/1990 όπως η παρ.1 αντικ. με το άρθρ. 23 παρ. 1 του Ν. 2523/97 και με το άρθρο 34 παρ. 1 και 2 Ν. 3220/2004. Επειδή εκ πάντων των ανωτέρω προκύπτει ότι κατηγορήθηκε για την πράξη του άρθρου 25 παρ. 1 στοιχ. Α' και 7 Ν. 1882/1990 κατ' εξακολούθηση το δικαστήριο πείσθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως της διάταξης του άρθρου 18 παρ. 1 περ. α' του Ν. 2523/97 τιμωρήθηκε δε σύμφωνα με τα διατάξεις του άρθρου 25 παρ.1 στοιχ. Α και 7 του Ν. 1882/1990 όπως η παρ.1 αντικ. με το αρθρ. 23 παρ. 1 του Ν. 2523/97 και με το άρθρο 34 παρ 1 και 2 Ν. 3220/2004. Επειδή για άλλη πράξη ασκήθηκε ποινική δίωξη, για άλλη πράξη το Δικαστήριο πείσθηκε ότι τέλεσε η κατηγορούμενη και για άλλη πράξη εν τέλει τιμωρήθηκε. Συνεπώς πρέπει να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναιρέσεως και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση". Όπως διατυπώνεται ο μοναδικός αυτός λόγος της αιτήσεως είναι απαράδεκτος, γιατί αναφέρεται όχι σε πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως που απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ως ανυποστήρικτη, αλλά σε (ενδεχόμενες) πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως. Επομένως, αφού, η αίτηση δεν περιέχει κανένα παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, πρέπει αυτή, κατά τα προεκτεθέντα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατ' ακολουθίαν δε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πρώτη σκέψη της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος και ο (μοναδικός) πρόσθετος λόγος, που έχει ασκηθεί με το από 28.5.2013/21.10.2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων, έστω και αν αυτός είναι από εκείνους που, κατ' άρθρο 511 του ΚΠοινΔ, εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως. Μετά από αυτά, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 1/ 7 Μαρτίου 2013 αίτηση της Λ. Τ. του Κ. μετά των από 28.5.2013/21.10.2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της 180/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρουπόλεως. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε έφεση της αναιρεσείουσας ως ανυποστήρικτη. Οι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται σε πλημμέλειες της εφετειακής αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη και όχι σε πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως ή σε άλλα άσχετα με την απορριπτική αυτή κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου θέματα. Απόρριψη αιτήσεως ως απαράδεκτης, γιατί ο μοναδικός λόγος αναφέρεται σε πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως. Απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό των προσθέτων λόγων είναι η άσκηση παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Απόρριψη προσθέτων λόγων ως απαραδέκτων.
Πρόσθετοι λόγοι
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 1454/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Π. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Μπουλούκο. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο του Αλεξάνδρα Σιούλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/11/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1649/2005 μη οριστική, 1632/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 3176/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/11/2009 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 10/5/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου του την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1045, 1051 και 974 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, νομή δε συνιστούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επάνω στο ακίνητο που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το ακίνητο για δικό του, ως τέτοιες δε πράξεις θεωρούνται μεταξύ άλλων η εποπτεία, η επίσκεψη, η επίβλεψη, η καλλιέργεια, η φύλαξη, η χρήση του ακινήτου, η παραχώρησή του σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων κ.ά. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 847/2013). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 834/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 835/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με την ένδικη περί αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγή: "Με το .../11-10-1990 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Κοσμά Παυλή που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Μαραθώνα, στις 3-12-1990, στον τόμο 183 και με αυξ. αριθμ. ..., ο αληθινός κύριος Κ. Α. Χ. πούλησε και μεταβίβασε, κατά κυριότητα, στον ενάγοντα ένα ακίνητο (αγρό), που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δήμου Μαραθώνα Αττικής και στη θέση "ΑΡΝΟΣ", εκτός σχεδίου, εμβαδού 2811,94 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από 9-2-1990 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου μηχανικού Ι. Κ., που έχει προσαρτηθεί στο συμβόλαιο αυτό, με τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Α. Το εν λόγω ακίνητο συνορεύει, βόρεια, σε πλευρά Β - Γ - Δ - Ε, μήκους 236,98 μ., με ιδιοκτησία πρώην κληρονόμων Μ. Π. και ήδη Σ. Χ., Σ. Π. και Α. χήρας Γ. Π., νότια, σε πλευρά Α - Θ - Η - Ζ, μήκους 216,07 μ., με ιδιοκτησία πρώην Ι. Κ. (πατέρα του ενάγοντος) και ήδη ενάγοντος, ανατολικά, σε πλευρά Ε - Ζ, μήκους 16,48 μ., με ιδιοκτησία Σ. Μ., πρώην κληρονόμων Κ. Χ., ήδη Γ. Κ. και δυτικά, σε πλευρά Α - Β, μήκους 7,33 μ., με ιδιοκτησία Δ. Μ.. Ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος Κ. Χ. είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό από κληρονομιά του πατέρα του Α. Γ. Χ., που πέθανε, χωρίς ν' αφήσει διαθήκη, στις 26-4-1926 και ύστερα από άτυπη διανομή, που έγινε το έτος 1930, μεταξύ αυτού και των μοναδικών συγκληρονόμων Σ. Χ. (μητέρας του) και Φ. χήρας Α. Κ. (αδελφής του). Από τότε (έτος 1930) ο Κ. Α. Χ. νεμήθηκε το ακίνητο με καλή πίστη και, από τις 23-2-1946, ανεξάρτητα από την καλή του πίστη, και ειδικότερα το καλλιεργούσε με δημητριακά και συνέλεγε τους καρπούς, ενώ μετά το έτος 1960 φύτεψε σ' αυτό και καλλιεργούσε αμπέλι, προβαίνοντας στις σχετικές καλλιεργητικές εργασίες (κλάδεμα, σκάψιμο, ράντισμα, κλπ), είτε ο ίδιος προσωπικά, είτε χρησιμοποιώντας εργάτες για το σκοπό αυτό. Κατά το έτος I984, ο Κ. Χ. εκρίζωσε το αμπέλι και φύτεψε σ' αυτό κηπευτικά, τα οποία και καλλιεργούσε. Γενικά, κατά τη διάρκεια του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος (από 1930 μέχρι τις 11-10-1990 που το πούλησε και μεταβίβασε, κατά κυριότητα, στον ενάγοντα) είχε την επίβλεψη και εποπτεία του. Την ίδια καλλιέργεια (με κηπευτικά) συνέχισε ο ενάγων, μετά τις 11-10-1990 που αγόρασε το ακίνητο, ο οποίος, επίσης, είχε την επίβλεψη και εποπτεία του, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι την άσκηση της αγωγής. Για τα περιστατικά αυτά σαφής και κατηγορηματική είναι η κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος Β. Χ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως επίσης αξιόπιστες είναι και οι μαρτυρίες των Δ. Π., Ν. Λ. και Ι. Κ. (πατέρα του ενάγοντος) στις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίες δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου Γ. Π., ούτε από τις ..., ... και ... από 24-11-2003 ένορκες βεβαιώσεις των Μ. θυγ. Μ. Π., Κ. Γ. και Ε. Ν., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Μαραθώνα, που δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε άλλη δίκη και, επομένως, μπορεί να ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 833/2007 ΝοΒ 56.903, ΑΠ 1148/2002 ΕλλΔνη 45.408, ΑΠ 688/2002 ΕλλΔνη 44.725, ΑΠ 1490/2001 ΕλλΔνη 44.961, ΑΠ 1132/2000 ΕλλΔνη 41. 1664, ΑΠ 55/1995 ΝοΒ 44. 623), ούτε από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έγινε κύριος του προπεριγραφόμενου ακινήτου με παράγωγο τρόπο, δηλαδή από αγορά με το νόμιμα μεταγεγραμμένο πιο πάνω συμβόλαιο από τον (αληθινό) κύριο Κ. Χ., ο οποίος είχε αποκτήσει την κυριότητα του με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αλλιώς, σε κάθε περίπτωση, και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική, αλλιώς έκτακτη χρησικτησία), καθόσον ο ίδιος (ενάγων) το νεμήθηκε με καλή πίστη, με βάση το παραπάνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ως νόμιμο τίτλο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, αλλιώς, ανεξάρτητα από την καλή του πίστη και το νόμιμο τίτλο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, με το συνυπολογισμό στο δικό του χρόνο νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του (αρθρ. 1041, 1042, 1044, 1045, 1051 ΑΚ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα μέσα Μαΐου 1996, ενώ ο ενάγων επιχείρησε να περιφράξει το ακίνητο του και ως προς τη βόρεια πλευρά του, ο εναγόμενος, υποστηρίζοντας ότι είναι κύριος του προς βορρά κείμενου ακινήτου, εμβαδού 15.766 τ.μ. (ήδη, κατά την παρούσα, κατ' έφεση, δίκη, υποστηρίζει ότι η έκτασή του ανέρχεται σε 17.449,40 τ.μ.), με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού νεμήθηκε τούτο από το έτος 1957 που του το δώρισε άτυπα ο πατέρας του Μ. Π., ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων μετατόπισε το όριο του ακινήτου του μέσα στη δική του ιδιοκτησία, καταλαμβάνοντας μία εδαφική λωρίδα, εμβαδού 1361,25 τετρ. μέτρων, την οποία και προσάρτησε στο ακίνητο του, αποβάλλοντας, έτσι, αυτόν από τη νομή της, παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Μάλιστα, ο εναγόμενος άσκησε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μαραθώνα, την από 18-6-1996 και με αύξ. αριθμ. κατάθ. 115/1996 αίτηση του, για την προστασία της νομής του, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 686 επ., 733 επ. ΚΠολΔ), η οποία και έγινε δεκτή με τη 251/1996 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου και ο εναγόμενος αναγνωρίστηκε, προσωρινά, νομέας της επίδικης εδαφικής λωρίδας και διατάχθηκε ο ενάγων να του την αποδώσει. Ο τελευταίος άσκησε έφεση (από 31-1-1997 και με αύξ. αριθμ. κατάθ. 291/1997), η οποία όμως, απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, με την 3495/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος, με την 96242/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για το έγκλημα της απάτης στο δικαστήριο, για το οποίο είχε ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, κατόπιν σχετικής εγκλήσεως του ενάγοντος, σε σχέση με όσα ισχυρίστηκε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων νομής στο Ειρηνοδικείο Μαραθώνα με την παραπάνω από 18-6-1996 αίτησή του. Αποδείχθηκε, όμως, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα, που συνορεύει, βόρεια, σε πλευρά 238,59 μ., με πρώην ιδιοκτησία κληρονόμων Μ. Π. και ήδη Σ. Π., Σ. Χ. και Α. χήρας Γ. Π. (με την επισήμανση, ότι ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι το ακίνητο αυτό του ανήκει κατά κυριότητα, πράγμα που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης που άνοιξε με την από 2-2-2008 και με αύξ. αριθμ. καταθ. 1283/5-2-2008 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά των α) Α. χήρας Γ. Π., β) Σ. Χ. και γ) τωρινού ενάγοντος ), νότια, σε πλευρά 216 μ., με ιδιοκτησία ενάγοντος, ανατολικά, σε πλευρά 10 μ., με ιδιοκτησία Γ. Κ., πρώην Σ. Μ. και κληρονόμων Κ. Χ. και δυτικά, σε πλευρά 1 μ., με ιδιοκτησία Δ. Μ., περιλαμβάνεται, ολικά, στο προπεριγραφόμενο ακίνητο των 2811,94 τ.μ. που αγόρασε ο ενάγων με το πιο πάνω .../1990 συμβόλαιο από τον Κ. Α. Χ.. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε και ο πραγματογνώμονας Κ. Α. με την, αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη, έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, ο οποίος, ύστερα από ενδελεχή εξέταση των αναφερόμενων στην έκθεσή του στοιχείων (τοπογραφικών διαγραμμάτων, αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, αεροφωτογραφιών έτους πτήσης 1984 του ΟΚΧΕ με αριθμούς 159-600 και 159-601 και έτους πτήσης 2001 του ΟΚΧΕ με αριθμούς 13161 και 13162 και μάλιστα σε μεγέθυνση κλπ) και την επί του εδάφους εφαρμογή των ορίων του ακινήτου που περιγράφεται στον παραπάνω τίτλο του ενάγοντος, γνωμοδότησε, 1) ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα περιλαμβάνεται, ολικά, στο ακίνητο των 2811,94 τ.μ. που αγόρασε ο ενάγων με το εν λόγω συμβόλαιο και 2) ότι το ακίνητο αυτό, των 2811,94 τ.μ., παραμένει, στο σύνολο του, αναλλοίωτο, ως προς το σχήμα, τα όρια και το εμβαδόν του, χωρίς, μεταβολή και ειδικότερα ότι το κοινό όριο των δύο όμορων ακινήτων δεν έχει μετακινηθεί, προς βορρά, σε βάρος του κτήματος που ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι είναι δικό του. Μάλιστα, από τη φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών του ΟΚΧΕ (με ημερομηνίες λήψης 5-4-1984 και 25-6-2001), όπως και ο πραγματογνώμονας αναφέρει, προκύπτει, ότι κοντά στο όριο των δύο αυτών ακινήτων υπάρχουν δύο δένδρα (ελιές) και στο νοτιοανατολικό άκρο του βόρεια κείμενου ακινήτου μία βελανιδιά και ότι τα δένδρα αυτά οριοθετούν τα δύο ακίνητα, τα οποία, έτσι, διαχωρίζονται από ευκρινέστατο διαχωριστικό όριο. Τα ίδια, αναφορικά με το ότι το κοινό όριο των δύο ιδιοκτησιών παρέμεινε σταθερό κατά την εικοσαετία 1977 -1997, αναφέρονται και στην από 20-2-1997 έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών του δασοπόνου -φωτοερμηνευτή Δ. Π. (που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων), ο οποίος διαπίστωσε το γεγονός αυτό και το βεβαίωσε ενόρκως στην παραπάνω 17686/2003 ένορκη βεβαίωση του, αφού πραγματοποίησε φωτοερμηνεία σε πέντε στερεοσκοπικά ζεύγη αεροφωτογραφιών, ήτοι των α) 105513. 514 του ΥΠΕΧΩΔΕ, φωτοληψίας 15-6-1978, β) 159600-601 του ΥΠΕΧΩΔΕ, φωτοληψίας 5-4-1984, γ) 185684-685 της ΓΥΣ, φωτοληψίας 19-5-1988, δ) 219210-211 της ΓΥΣ, φωτοληψίας 8-9-1992 και ε) 239384-385 του ΥΠΕΧΩΔΕ, φωτοληψίας 2-6-1993. Στο ίδιο συμπέρασμα, όπως και ο πραγματογνώμονας, κατέληξε και ο Α. Σ., αγρονόμος - τοπογράφος μηχανικός, με την από 14-7-2005 "έκθεση πραγματογνωμοσύνης", που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος του ενάγοντος κατ' αρθρ. 391 επ. ΚΠολΔ (βλ. τη σχετική 198/9-6-2005 πράξη ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), η τεχνική έκθεση του οποίου εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (αρθρ. 390 ίδιου Κώδικα), όπως, και η πραγματογνωμοσύνη. Είναι, λοιπόν, απορριπτέα, ως κατ' ουσίαν αβάσιμα, όσα για το αντίθετο υποστηρίζει ο εναγόμενος, ο οποίος επικαλείται και προσκομίζει, για την απόδειξη του ισχυρισμού του ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν περιλαμβάνεται μέσα στα όρια του ακινήτου του ενάγοντος αλλά στο προς βορρά αυτού κείμενο ακίνητο που νέμεται, κατά τους ισχυρισμούς του, από το έτος 1957, την από 16-3-2009 "τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας" του αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού Ν. Ζ. που δεν κρίνεται, ενόψει των όσων έχουν προπαρατεθεί, πειστική. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, γι' αυτό είναι το γεγονός ότι ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες, από 15-1-2005, προτάσεις του συνομολόγησε ότι ".. ο αντίδικος αγόρασε το 1990 από τον Κ. Χ. μία λωρίδα γης 2800 περίπου τετραγωνικών μέτρων, ευρισκομένη νοτίως του αγρού μου και βορείως του εκεί υπάρχοντος κτήματός του, δηλαδή η λωρίδα αυτή ήταν μεταξύ των κτημάτων μας .. κατά τον Απρίλιο του 1996 ο αντίδικος ... προέβη στην καταστροφή του οροσήμου και την είσοδο του εντός του κτήματός μου και επαύξησε την ιδιοκτησία του εκ 2.800 τ.μ. κατά την ανωτέρω επίδικη λωρίδα. Δηλαδή ενώ ο αντίδικος έχει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του τον ανωτέρω εκ μέτρων τετραγωνικών 2800 αγρόν του, κατέχει σήμερα κατά τον ανωτέρω τρόπο και την επίδικη λωρίδα εκ μέτρων τετραγωνικών 1361,15, η οποία ανήκει εις εμέ κατά πλήρη κυριότητα και ούτος ουδέν δικαίωμα έχει επ' αυτής ...", όπως, κατά λέξη, αναγράφεται στην 5η σελίδα αυτών. Συνεπώς, σε μία τέτοια περίπτωση που ο ενάγων είχε καταλάβει την επίδικη εδαφική λωρίδα, το ακίνητο του θα είχε έκταση 4.173,19 τ.μ. (2811,94 + 1361,25), πράγμα, όμως, που δε συμβαίνει, αφού το ακίνητό του παραμένει, στο σύνολό του, αναλλοίωτο ως προς το σχήμα, τα όρια και το εμβαδόν του, χωρίς μεταβολή, όπως προαναφέρθηκε. Στην παρούσα, βέβαια, δευτεροβάθμια δίκη ο εναγόμενος ισχυρίζεται, αντιφατικά με όσα υποστήριξε πρωτοδίκως, ότι ο ενάγων αγόρασε από τον Κ. Χ., με το παραπάνω συμβόλαιο, έκταση μόνο 1450 τ.μ., την οποία ο τελευταίος "αναβίβασε" στο συμβόλαιο σε 2811,94 τ.μ., με σκοπό να καταπατηθεί, μελλοντικά, το δικό του - προς βορρά - ακίνητο κατά 1361,25 τ.μ. Μάλιστα, συνεχίζει ο εναγόμενος, προς υλοποίηση του σχεδίου καταπάτησης της ιδιοκτησίας του, οι Σ. Χ. και Α. χήρα Γ. Π. πούλησαν και μεταβίβασαν, κατά κυριότητα, στον ενάγοντα, κατά ποσοστό 4,33/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, το ακίνητό του αυτό, εμβαδού 17.449,90 τ.μ., μέσα στο οποίο περιλαμβάνεται και η επίδικη εδαφική λωρίδα με το .../3-8-2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευμορφίας Μασουρίδη-Δασαργύρη και για το λόγο αυτό, αφενός μεν άσκησε την προαναφερόμενη, από 2-2-2008, αγωγή εναντίον τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφετέρου δε υπέβαλε κατ' αυτών (και άλλων τριών προσώπων), στις 5-2-2008, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 4-2-2008 έγκληση του. Οι ισχυρισμοί του αυτοί, σε κάθε περίπτωση, είναι αβάσιμοι, αφού αποδείχθηκε, όπως προεκτέθηκε, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα περιλαμβάνεται στο ακίνητο που περιγράφεται στον τίτλο κυριότητας του ενάγοντος και ότι το ακίνητο αυτό νεμήθηκαν, συνεχώς και αδιαλείπτως, από το έτος 1930 μέχρι την άσκηση της αγωγής, ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος Κ. Α. Χ. και ο ενάγων, ενώ, αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος νεμήθηκε, με οποιοδήποτε τρόπο, το επίδικο εδαφικό τμήμα, με την επισήμανση ότι στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων νομής κρίθηκε μόνο, προσωρινά, το "δικαίωμα νομής" του εναγομένου κατά το χρόνο της επικαλούμενης αποβολής το μήνα Μάιο 1996. Με βάση τις παραδοχές αυτές, η κρινόμενη αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, αφού ο εναγόμενος αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος στην επίδικη εδαφική λωρίδα, μετ' απόρριψη, ως ουσιαστικά αβάσιμης, της ένστασης ίδιας κυριότητας του εναγομένου με έκτακτη χρησικτησία. Το πρωτοβάθμιο, συνεπώς, δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπόψη του. Όσα, λοιπόν, για το αντίθετο ισχυρίζεται ο εναγόμενος, με τους σχετικούς λόγους της έφεσης του, πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμα"... Ακολούθως το Εφετείο επικύρωση την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της αποκτήσεως από τον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο (αγοραπωλησία), αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ειδικότερα διαλαμβάνονται στην απόφαση όλα τα περιστατικά της κατά παράγωγο τρόπο αποκτήσεως από τον ενάγοντα της κυριότητας του επιδίκου και δη με αγορά, με το νόμιμο μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../11-10-1990 συμβόλαιο του συμβ/φου Μαραθώνα Κοσμά Παυλή, από τον αληθή κύριο Κ. Α. Χ., ο οποίος είχε καταστεί κύριος με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείς το επίδικο από το 1930 που περιήλθε στην κατοχή του, από άτυπη διανομή με τη μητέρα και την αδελφή του, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι τις 23-2-1946 και έκτοτε με διάνοια κυρίου (11-10-1990) που το μεταβίβασε, αιτία πωλήσεως, στον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο, ο οποίος κατέστη προσέτι κύριος και πρωτοτύπως, ως νεμηθείς το ακίνητο από της αγοράς του μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (2002) με τα προσόντα της τακτικής, αλλά και της έκτακτης χρησικτησίας και με την προσμέτρηση στο δικό του χρόνο νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, ενώ προσέτι απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου-αναιρεσείοντος, με την παραδοχή ότι αυτός ουδέποτε νεμήθηκε το επίδικο, το οποίο περιλαμβάνεται στον αγοραπωλητήριο τίτλο ιδιοκτησίας του ενάγοντα. Είναι συνεπώς αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά τις αιτιάσεις του α) ότι ουδέποτε ο ενάγων - αναιρεσίβλητος άσκησε φυσική εξουσία επί της δημιουργηθείσας "στα χαρτιά" επίδικης εδαφικής λωρίδας των 1361 τμ και ότι γιαυτό δεν πληρούται η συντέλεση του επικαλουμένου, από αυτόν, παραγώγου τρόπου κτήσεως κυριότητας, β) ότι δεν αιτιολογείται η προκύψασα καλή πίστη και η άσκηση φυσικής εξουσιάσεως επί του επιδίκου και γ) ότι δεν αιτιολογείται η οριοθέτηση του επιδίκου, μεταξύ της ιδιοκτησίας του ενάγοντος και του προς νότον συνορείτη του, είναι απαράδεκτος και δη κατά την υπό στοιχ. α αιτίαση, γιατί με αυτήν πλήττεται η περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου, κατά δε τις υπό στοιχ. β και γ αιτιάσεις, γιατί αυτές αναφέρονται σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων ήτοι του πορίσματος που εξήχθη από τις αποδείξεις, οι οποίες όμως (ελλείψεις), κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και ότι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται, εκτίθεται πλήρως και σαφώς. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, στο σύνολό του, να απορριφθεί. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από την διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 835/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ενώ οι εκθέσεις των, κατά το άρθρο 391 ΚΠολΔικ, τεχνικών συμβούλων δεν είναι ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αλλά έγγραφα που ρυθμίζονται "ειδικά" και η μνεία της απόφασης "ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα" καλύπτει και τις εκθέσεις αυτές (Ολ.ΑΠ 8, 12/2005, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 1022/2013). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 483/2013). Εξάλλου η παράβαση της εν λόγω, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ ΚΠολΔικ υποχρεώσεως, τελεί υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 14/2005), πλην όμως η μη λήψη υπόψη των περιοριστικά αναφερομένων στο άρθρο 339 ΚΠολΔικ αποδεικτικών μέσων (καθώς και των κατά τα άρθρα 270 παρ. 2 και 671 παρ. 1 του ίδιου κώδικα ενόρκων βεβαιώσεων, που ήδη κατά το άρθρο 36 του ν. 3994/2011 έχουν και αυτές ενταχθεί στο 339) δεν ιδρύει και τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559, καθόσον τα αποδεικτικά μέσα πρέπει μεν να αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς ήτοι "πράγματα" κατά την απαιτούμενη κατά την εν λόγω διάταξη έννοια (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, κατά τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, αναφέρεται γενικά και αόριστα στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, χωρίς να τα εξειδικεύει, χρησιμοποιώντας τις γενικόλογες εκφράσεις "από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει ο εναγόμενος" και "χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα (αποδεικτικό μέσο) κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης", ενώ δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα έγγραφα, που συνιστούν και "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β του ίδιου άρθρου και δη α) την υπ' αριθμ. 2561/1996 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μαραθώνος, β) την υπ' αριθμ. 3495/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) την υπ' αριθμ. 96242/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δ) την από 16-3-2009 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του Αγρονόμου - Τοπογράφου Ν. Ζ., ε) την από 2-2-2008 αγωγή του αναιρεσείοντα και στ) την από 5-2-2008 μήνυση του αναιρεσείοντα κατά των εναγομένων της προαναφερθείσας αγωγής. Ο λόγος αυτός κατά τις αιτιάσεις του περί μη ξεχωριστής μνείας των αποδεικτικών μέσων και περί του ότι τα επικαλούμενα έγγραφα συνιστούν και "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, αφού η ξεχωριστή μνεία δεν απαιτείται και αρκεί η και γενομένη στην προσβαλλομένη απόφαση γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, τα οποία δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την έννοια της επικαλουμένης διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β. Περαιτέρω από την προσβαλλομένη απόφαση και ειδικότερα την περιεχόμενη σ' αυτήν αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα προσκομισθέντα, με επίκληση, έγγραφα (φύλλο 3β) - και η οποία αναφορά, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη περιελάμβανε και την επίμαχη ως άνω, υπό στοιχ. δ' έκθεση φωτοερμηνείας - και την ειδική αναφορά και αξιολόγηση των υπό στοιχ. γ (φύλλο 6α), δ (φύλλο 7β), ε (φύλλο (6β, 8β, 9β) και στ (φύλλο 8β, 9β) ως άνω εγγράφων σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της και το σύνολο των αιτιολογιών της, ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα, που νόμιμα προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναπροσκομίσθηκαν στο Εφετείο (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 1022/2013), αλλά και προσκομίζονται στην παρούσα αναιρετική δίκη (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1358/2012) προς διαπίστωση της βασιμότητας της επικαλουμένης πλημμέλειας, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για την στήριξη του εξαχθέντος αποδεικτικού πορίσματος. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-11-2009 αίτηση του Ι. Π. του Μ. κατά του Σ. Κ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3176/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή. Προϋποθέσεις παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αιτήσεως. Τακτική, έκτακτη χρησικτησία, νομής πράξεις νομής ακινήτου. Άρθρο 559 αρ. 19 Ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση των αποδείξεων δεν ιδρύουν το λόγο αυτό. Η έλλειψη αιτιολογιών πρέπει να αφορά στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά. Άρθρο 559 11 11 περ. γ τα αποδεικτικά μέσα δεν είναι «πράγματα» κατά 8 εδ. β. Προϋποθέσεις των διατάξεων του αρ.11 εδ. γ
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1451/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Σ. του Χ., 2) Χ. Σ. του Ι., 3) Μ. συζ. Χ. Σ., το γένος Ι. Σ., κατοίκων ... . Ο 2ος και η 3η ως ασκούντες τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους Κ. Σ. του Χ., κατοίκου ... . Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Νασιοθύμιο, ο οποίος δήλωσε ότι η Κ. Σ. ενηλικιώθηκε, συνεχίζει ατομικά τη δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Δεν κατέθεσαν προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Η. Σ. του Ι. και 2) Ν. Σ. του Η., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διακάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/12/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 10/5/2006 αγωγή των Χ. και Μ. Σ., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 20/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 7/12/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/4/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του ΚΠολΔικ, αν η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση και αυτή έγινε τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η οριστική απόφαση του Εφετείου, που ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης, αφού αν μεν έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίσθηκε και έπαυσε να υπάρχει, ενώ αν η έφεση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώθηκε πλέον στην εφετειακή απόφαση (Ολ.ΑΠ 40/1996, ΑΠ 658/2012, ΑΠ 568/2013). Μόνο αν η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή για το κεφάλαιό της το σχετικό με την απόρριψη, καθώς και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως, οπότε και απαιτείται η κατά το άρθρο 566 παρ. 2 ΚΠολ Δικ κατάθεση της αναίρεσης και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 883/2012, ΑΠ 769/2008). Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της υπ' αριθμ. 50/2007 αποφάσεώς του σε πρώτο βαθμό δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, όσο και κατά της υπ' αριθμ. 20/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, με την οποία όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) έγινε τυπικά δεκτή η έφεση των εναγόντων -εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, που ήδη ενηλικιώθηκαν και παρίστανται ατομικά (ΑΠ 1788/2012) κατά των εναγομένων -εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων και στη συνέχεια έγινε κατά ένα μέρος δεκτή, οπότε η πρωτόδικη απόφαση κατά ένα μέρος ενσωματώθηκε στην απόφαση του Εφετείου και κατά ένα μέρος εξαφανίσθηκε και συνεπώς, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη σε αναίρεση υπόκειται μόνο η τελευταία αυτή απόφαση, συνακόλουθα δε δεν συνέτρεχε περίπτωση καταθέσεως του δικογράφου της αναιρέσεως, κατά το άρθρο 566 παρ. 2 ΚΠολΔικ και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η οποία ως εκ τούτου εκ περισσού έλαβε χώρα. Ενόψει τούτων η αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔικ). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 834/2013, ΑΠ 1021/2013) ή όταν η διατύπωση της απόφασης είναι ενδοιαστική, ώστε το πόρισμα να μην είναι αναμφίβολο και να δημιουργεί αμφιβολίες (ΑΠ 812/2012, ΑΠ 838/2012). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) της προσβαλλομένης αποφάσεως, με αυτήν αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση κατά της υπ' αριθμ. 50/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, με την οποία συνεκδικάστηκε διεκδικητική αγωγή των αναιρεσειόντων και αναγνωριστική για το ίδιο, επιφανείας 2473τ.μ. ακίνητο, που το αποτελούσαν δυο επί μέρους εδαφικά τμήματα επιφανείας 482 και 1991 τμ, στη συνέχεια η αναγνωριστική αγωγή χωρίς ειδικό γι' αυτό παράπονο (άρθρ. 536 παρ 1 ΚΠολΔικ), κρίθηκε αόριστη ως προς το τμήμα των 482 τμ. Ακολούθως το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων ενώπιόν του αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο βρίσκεται στη θέση ... του οικισμού ... του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου Θήρας, έχει έκταση 2473 τμ. και συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησίες Λ. Δ. και αγνώστου, βορειοδυτικά με ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου Η. Σ., νοτιοανατολικά με δημοτικό δρόμο και νοτιοδυτικά με πεζόδρομο και πέραν αυτού με ιδιοκτησίες Α. Ε. και Σ. Β., αποτελεί τμήμα μείζονος άλλοτε ακινήτου, εμβαδού δύο ζευγαριών ή έξι περίπου στρεμμάτων, που ανήκε κατά κυριότητα στον πατέρα και παππού των διαδίκων Ι. Σ. του Α., διακρίνεται δε σε δύο τμήματα, εμβαδού, αντίστοιχα, 482 τ.μ. και 1.991 τ.μ. Το έτος 1986 ο ανωτέρω αρχικός κύριος του μείζονος ακινήτου Ι. Σ., με το νόμιμα μεταγεγραμμένο με αριθμό .../1986 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θήρας Αθανασίου Καραθανάση, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στο πρώτο εφεσίβλητο υιό του, Η. Σ. τμήμα του μείζονος ακινήτου, εμβαδού 2.050 τ.μ. στο οποίο λειτουργεί ξενοδοχείο και η κυριότητα επί του οποίου δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους. Στη συνέχεια ο Ι. Σ. με το με αριθμό .../2001 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Θήρας Ειρήνης Βαξάλη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θήρας στον τόμο ... και με αριθμό 98, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον ανωτέρω υιό του Η. Σ. και άλλο τμήμα του μείζονος ακινήτου, εμβαδού 1.991 τ.μ., στη νοτιοανατολική γωνία του οποίου υπάρχει ισόγεια ερειπωμένη αποθήκη και το οποίο συνορεύει δυτικά με όμορη ιδιοκτησία του πρώτου εφεσίβλητου, βόρεια με ιδιοκτησία Λ. Δ., ανατολικά με δημοτικό δρόμο και νότια με πεζόδρομο και πέραν τούτου με ιδιοκτησίες Α. Ε. και Σ. Β.. Στο τελευταίο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το μεταβιβαζόμενο οικόπεδο αποτελεί την εναπομείνασα έκταση του μείζονος ακινήτου και ότι συνορεύει δυτικά με το επίδικο τμήμα του μείζονος ακινήτου εμβαδού 482 τ.μ., το οποίο ανήκει επίσης στον πρώτο εφεσίβλητο, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε είχε κατασκευάσει εντός αυτού πισίνα για τις ανάγκες της ξενοδοχειακής επιχείρησης του, που ο ίδιος διατηρεί στο ανωτέρω γειτονικό οικόπεδο. Το 2005 ο πρώτος εφεσίβλητος Η. Σ. με το με αριθμό .../2005 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Θήρας Ιωάννας Αντωνιάδου-Τσακριού, που έχει, επίσης, νόμιμα μεταγραφεί στα ως άνω βιβλία στον τόμο ... και με αριθμό 60, μεταβίβασε κατά την ψιλή κυριότητα στον δεύτερο εφεσίβλητο υιό του Ν. Σ. ιδανική μερίδα 1/2 επί των προαναφερθέντων τμημάτων των 1991 τ.μ. και των 482 τ.μ., που αποτελούν το επίδικο ακίνητο των 2.473 τ.μ. Στις 29.7.2002 απεβίωσε ο αρχικός κύριος Ι. Σ. και με την από 19.7.1994 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 80/26.9.2002 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, κατέλιπε, μεταξύ άλλων, στους εκκαλούντες εγγονούς του Ι. Ι. Σ. και Κ. Σ. "τον αγρό ονόματι ... εκτάσεως μίας (1) ζευγαριάς ή όσης εκτάσεως είναι πλέον ή έλλατον, μετά του ευρισκομένου εις αυτό δωματίου εις θέσιν ... περιοχής ... ...", οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του με τη με αριθμό .../2003 πράξη της συμβολαιογράφου Θήρας Φωτεινής Νικολοπούλου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα ως άνω βιβλία στον τόμο ... και με αριθμό 32. Ισχυρίζονται οι εκκαλούντες ότι ο πρώτος εφεσίβλητος δεν κατέστη κύριος του επίδικου εδαφικού τμήματος δυνάμει του .../20-2-2001 συμβολαίου γονικής παροχής, αφού επήλθε απαγορευμένη κατάτμηση μείζονος έκτασης σε δύο μη άρτια οικόπεδα και συνεπώς η επικαλούμενη δικαιοπραξία είναι άκυρη, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. 690/1948. Επί του ισχυρισμού του αυτού πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το εδαφικό τμήμα των 1991 τ.μ., που μεταβιβάσθηκε στον εφεσίβλητο με το προαναφερθέν συμβόλαιο ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο (βλ. συμβόλαιο και δήλωση σε τοπογραφικό διάγραμμα) και αποτελούσε εναπομείνασα έκταση του μείζονος ακινήτου. Το μη άρτιο τμήμα των 482 τ.μ., που δεν περιλήφθηκε στο συμβόλαιο δεν δημιουργήθηκε το πρώτο εξαιτίας της επικαλούμενης μεταβιβάσεως, αλλά προϋπήρχε και όπως αναφέρεται και στο συμβόλαιο το τμήμα αυτό ανήκει επίσης στον ίδιο πρώτο εφεσίβλητο και δεν έμενε υπόλοιπο τμήμα ακινήτου για μεταβιβασθεί σε άλλον. Με τη μεταγραφή επομένως του .../20-2-2001 συμβολαίου γονικής παροχής ενσωματώθηκε το ως άνω εδαφικό τμήμα των 1.991 τ.μ. στο όμορο και συνεχόμενο οικόπεδο ιδιοκτησίας του ίδιου προσώπου (εφεσίβλητου) -οικόπεδο της γονικής παροχής εμβαδού 2.050 τ.μ, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει, λόγω της κατατμήσεως, μη άρτιο οικόπεδο και η εν λόγω μεταβίβαση να είναι έγκυρη. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-ενάγοντος ότι η το εν λόγω συμβόλαιο είναι άκυρο, γιατί αντιβαίνει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.δ. 690/1948. Εξάλλου στο προαναφερθέν συμβόλαιο μνημονεύεται και επισυνάπτεται, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1και 2 του ν. 2308/1995, το με αριθμό .../12-2-2001 κτηματογραφικό απόσπασμα του Κτηματολογικού Γραφείου Θήρας, όπως τούτο βεβαιώνεται από τη Συμβολαιογράφο Ειρήνη Βαξάλη στη σελίδα 10 του συμβολαίου, αλλά και από την επισημείωσή της στο προσκομιζόμενο επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του κτηματογραφικού αποσπάσματος και συνεπώς ο αντίθετος ισχυρισμός των εκκαλούντων, ότι δηλαδή το συμβόλαιο αυτό είναι άκυρο διότι δεν επισυνάφθηκε σε αυτό κτηματογραφικό απόσπασμα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ο περιεχόμενος στην αγωγή ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο δικαιοπάροχος τους ήχθη στην κατάρτιση του επίμαχου συμβολαίου γονικής παροχής συνεπεία απάτης του εναγομένου υιού του. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του ένδικου υπ' αρ. .../2001 συμβολαίου (20-2-2001), ήταν ηλικίας 89 ετών και συνταξιούχος Ο.Γ.Α. Παρά την προχωρημένη, όμως, ηλικία του, είχε καλή υγεία και βρισκόταν σε πολύ καλή διανοητική κατάσταση. Διαχειριζόταν ο ίδιος τα του οίκου του και της περιουσίας του. Ήταν μορφωμένος και ικανός να προστατεύει τα συμφέροντα του. Γνώριζε τις συνέπειες των πράξεων του και είχε την απαιτούμενη πείρα στις συναλλαγές και γενικά στη ζωή. Πέραν όμως τούτου, αντιλαμβανόταν πλήρως τη σημασία των εγγράφων. Αυτός μάλιστα δύο μήνες πριν την κατάρτιση του επίμαχου συμβολαίου είχε συντάξει την από 30-12-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με το αριθμό 81/2002 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου. Σαφής και κατηγορηματική είναι σχετικά με το περιστατικό αυτό η κατάθεση του εξετασθέντος πρωτοδίκως μάρτυρος ανταποδείξεως, Α. Σ. ο οποίος, όπως ανέφερε " "Μόνος του έμενε ο πατέρας μου. Δεν είχε προβλήματα υγείας. ... Ήξερε από συμβόλαιο ο πατέρας μου ... Σωστά ήταν τα μυαλά του πατέρα μου μέχρι το τέλος. Ήξερε και γράμματα". Τα ως άνω επιβεβαιώνονται και από την κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως, Κ. Μ., πολιτικού μηχανικού ο οποίος συνέταξε το τοπογραφικό διάγραμμα που αναφέρεται στο υπ' αρ. .../2001 συμβόλαιο και αναφέρει ότι "... ήταν μορφωμένος άνθρωπος ... σε καλή κατάσταση. Δεν νομίζω ότι εξαπατήθηκε ο πατέρας του Η. ούτε έχει ακουσθεί κάτι τέτοιο ...". Αντίθετα η μάρτυρας Δ. Σ. στην ένορκη βεβαίωση ενώπιον Ειρηνοδίκη Αθηνών κατέθεσε αορίστως ότι ο πρώτος εφεσίβλητος εκβίαζε και πίεζε τον πατέρα τους να υπογράψει χωρίς να αναφέρει πραγματικά περιστατικά απατηλής συμπεριφοράς εκ μέρους του και η επικαλούμενη κακή κατάσταση της υγείας του Ι. Σ. δεν επιβεβαιώθηκε ούτε οι εκκαλούντες προσκομίζουν ιατρικές βεβαιώσεις από τις οποίες να προκύπτει ότι αυτός έπασχε από ασθένεια ή ότι ελάμβανε φάρμακα που επηρέαζαν τις νοητικές του λειτουργίες. Με τα δεδομένα αυτά είναι φανερό ότι δεν προηγήθηκε της καταρτίσεως του .../2001 συμβολαίου απατηλή συμπεριφορά του πρώτου εφεσίβλητου. Έτσι και η συμβολαιογράφος, αλλά και ο ανωτέρω συντάξας το τοπογραφικό διάγραμμα πολιτικός μηχανικός αποτύπωσαν ακριβώς την επιθυμία του Ι. Σ. να περιέλθει στον εναγόμενο υιό του το εδαφικό τμήμα των 1.991 τ.μ. Άλλωστε, ο Ι. Σ. όταν υπέγραψε το συμβόλαιο και το τοπογραφικό γνώριζε το περιεχόμενο τους, αλλά και τις έννομες συνέπειες που απέρρεαν από την ένδικη γονική παροχή για το λόγο αυτό ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε προς τον εναγόμενο υιό του. Επομένως ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, τον οποίο προβάλλουν και ως τρίτο λόγο της έφεσης τους, ότι, η πιο πάνω μεταβίβαση ήταν προϊόν απάτης, που διέπραξε σε βάρος του πατέρα του ο πρώτος εφεσίβλητος δεν επιβεβαιώθηκε από το αποδεικτικό υλικό και τυγχάνει ουσία αβάσιμος. Υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, οι εκκαλούντες δεν κατέστησαν συγκύριοι του τμήματος ακινήτου εκτάσεως 1991 τ.μ. με την αποδοχή κληρονομιάς του Ι. Σ., αφού κατά το χρόνο του θανάτου του (2-7-2002) το τμήμα αυτό ακινήτου είχε περιέλθει κατά κυριότητα στον πρώτο εφεσίβλητο Η. Σ., δυνάμει του με αριθμ. ... συμβολαίου γονικής παροχής και στη συνέχεια ο δεύτερος εφεσίβλητος κατέστη ψιλός κύριος του αυτού τμήματος κατά το ιδανικό μερίδιο του 1/2 δυνάμει του με αριθμό .../2005 συμβολαίου γονικής παροχής , αφού απέκτησε τούτο από τον αληθή κύριο και πατέρα του Η. Σ.. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι οι εκκαλούντες απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί του τμήματος των 482 τ.μ., δυνάμει εκ διαθήκης κληρονομικής διαδοχής. Μόνο το γεγονός ότι ο κοινός δικαιοπάροχος των διαδίκων Ι. Σ. κατέλιπε με την από 19-7-1994 διαθήκη του τον αγρό του στη θέση ... στους εκκαλούντες εγγονούς του δεν σημαίνει ότι στο καταλιπόμενο ακίνητο περιλαμβανόταν δίχως άλλο το τμήμα των 482 τ.μ., ούτε προέκυψε ότι ο Ι. Σ. ήταν κύριος του αυτού τμήματος κατά τον χρόνο θανάτου του ενόψει της ανωτέρω αναφερθείσας δήλωσης του ιδίου στο με αριθμό .../2001 συμβόλαιο γονικής παροχής ότι αυτό ανήκε στον υιό του πρώτο εφεσίβλητο, ο οποίος το 1994 είχε κατασκευάσει στο τμήμα αυτό πισίνα, την οποία έκτοτε και μέχρι σήμερα λειτουργεί και εκμεταλλεύεται η επιχείρηση ξενοδοχείου, που ο ίδιος διατηρεί σε γειτονικό οικόπεδο, χωρίς ποτέ να εναντιωθεί ο Ι. Σ.". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την διεκδικητική κυριότητας αγωγή των αναιρεσειόντων και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αναγνωριστική αγωγή αναιρεσιβλήτων, κατά το μέρος που είχε κριθεί ορισμένη, ήταν κατά το εδαφικό τμήμα των 1991 τ.μ. με την επ' αυτού ερειπωμένη αποθήκη και στη συνέχεια, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της αποφάσεως απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση κατά το μέρος που αφορούσε την αγωγή των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως και την δέχθηκε κατά το μέρος που αφορούσε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε κατά το μέρος αυτό την πρωτόδικη απόφαση αναδίκασε την αγωγή τους και την έκρινε αόριστη κατά το μέρος που αφορούσε στην αναγνώριση κυριότητας των 482 τ.μ. Δηλαδή αναγνώρισε τους εφεσίβλητους -αναιρεσίβλητους -συγκυρίους κλπ του υπολοίπου επιδίκου ακινήτου των 1991 τ.μ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν περιέλαβε αντιφατικές διατάξεις ως προς το επίδικο τμήμα των 482 τμ κατά το οποίο κρίθηκε μεν ως αόριστη η αγωγή των αναιρεσιβλήτων, πλην όμως τούτο ήταν επίδικο κατά τη συνεκδικαζόμενη αγωγή των αναιρεσειόντων και οι αναφορές της αποφάσεως στο εδαφικό αυτό τμήμα αφορούν στην ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση της, για το ότι αυτό δεν ανήκει στους αναιρεσείοντες. Δεν αναφέρει η απόφαση ότι το τμήμα αυτό ανήκει στους αναιρεσίβλητους, αλλά για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως περί του ότι αυτό δεν ανήκει στους αναιρεσείοντες αναφέρεται και στο υπ' αριθμ. .../2001 συμβόλαιο και το περιεχόμενό του. Ενόψει τούτων η απόφαση δεν περιέχει αντιφατικές ή ενδοιαστικές αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της κυριότητας των 482 τμ., που με πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες κρίθηκε, όπως και το υπόλοιπο επίδικο των 1991 τμ ότι δεν έχει περιέλθει παραγώγως, ήτοι με κληρονομική διαδοχή στους αναιρεσείοντες. Ενόψει τούτων δεν υφίσταται εκ πλαγίου παραβίαση των οικείων περί παραγώγου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας διατάξεων (1710, 1721, 1193, 1195, 1199 ΑΚ) και ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 17του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της απαιτούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 813/2012, ΑΠ 838/2012). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι στο σκεπτικό της περιέχει διατάξεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθώς και με το διατακτικό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αίσθημα αβεβαιότητας ως προς την κυριότητα του επιδίκου τμήματος των 482 τμ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος προεχόντως γιατί δεν αναφέρεται σε αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού, το οποίο έχει μία μόνο διάταξη, με αποτέλεσμα να μη νοείται αντίφαση (ΑΠ 87/2013), ενώ οι επικαλούμενες αντιφάσεις μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού δεν ιδρύουν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη τον ερευνώμενο λόγο, ανεξάρτητα από το ότι, κατά τα εκτιθέμενα στον πρώτο λόγο δεν υφίστανται αντιφατικές αιτιολογίες. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η έφεση των αναιρεσειόντων και αφού αναδικάστηκε η αναγνωριστική αγωγή των αναιρεσιβλήτων, απορρίφθηκε αυτή κατά ένα μέρος ως απαράδεκτη (αόριστη) και δη για την αναγνώριση της κυριότητας τμήματος του επιδίκου, επιφάνειας 482 τμ, ισχυουσών κατά τα λοιπά των διατάξεων του διατακτικού της πρωτόδικης και ενσωματοθείσας στην απόφαση του Εφετείου πρωτόδικης απόφασης, από τη διατύπωση του οποίου (διατακτικού) δεν δημιουργείται αβεβαιότητα, ούτε εμποδίζεται η παραγωγή και ενέργεια δεδικασμένου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 180 παρ 1και 183 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7-12-2011 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμό 20/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου και της υπ' αριθμό 50/2007 αποφάσεως του Μονομερούς Πρωτοδικείου Νάξου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν ασκείται αναίρεση και κατά της πρωτόδικης κατά 466 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. απαιτείται κατάθεση και στο πρωτοβάθμιο. Τούτο πρακτικά έχει έννομη επιρροή όταν λόγω απορρίψεως της έφεσης ως απαράδεκτης για τυπικό λόγο τελεσιδικεί η πρωτόδικη. Σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου όταν η έφεση γίνεται τυπικά δεκτή. Άρθρο 559 αρ. 19, ιδρύεται όταν η διατύπωση της απόφασης είναι ενδοιαστική και συνεπεία τούτου το πόρισμα δεν είναι αναμφίβολο και δημιουργεί αμφιβολίες Άρθρο 559 αρ. 17 οι αντιφάσεις του διατακτικού πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό και μόνο.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική.
1
Αριθμός 1456/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Π. Κ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νίκα. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Η. Κ. του Ε. και 2) Σ. συζ. Η. Κ., το γένος Ε. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γεωργακά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/11/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείου Θηβών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 300/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 4636/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 5/6/2008 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1445/2010 του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 7/9/2012 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 27/4/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Θεοχαρίδη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενης αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4636/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 987 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι " ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από την νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της από αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του" προκύπτει ότι για την παροχή της προβλεπόμενης από αυτήν προστασίας, απαιτείται νομή του ενάγοντος στο πράγμα κατά το χρόνο της αποβολής του και προσβολή αυτής με αποβολή του ενάγοντος νομέα, η οποία έγινε παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 976 εδ. α του ΑΚ, σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου, η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής με ειδική διαδοχή, η οποία συντελείται με απλή παράδοση της νομής, σύμφωνα με τη βούληση του μέχρι της μεταβιβάσεως νομέα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι α) η ύπαρξη της ιδιότητάς του νομέα κατά το χρόνο παράδοσης της νομής, σ' αυτόν που μεταβιβάζει τη νομή, β) η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από την αποκτώντα και γ) η μετάθεση της φυσικής εξουσίας από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο, δηλαδή και αυτού που, μεταβιβάζει τη νομή (ΑΠ 392/2012). Η κτήση της νομής ακινήτου και η άσκησή της επ' αυτού, μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ενέργεια, που μαρτυρεί, κατά τις αντιλήψεις του υπάρχουν στις συναλλαγές, φυσική και με διάνοια κυρίου εξουσίαση αυτού (ΑΠ 1179/2012), ενώ την προσβολή της νομής αποτελεί κάθε θετική πράξη ή παράλειψη του προσβολέα, που επάγει είτε αποβολή του νομέα από τη νομή, είτε διατάραξη του νομέα στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 847/2013). Εξ' άλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 568/2013, ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 1127/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμευση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφ' όσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεων που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 834/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, αναφορικά με την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος κατά των ήδη αναιρεσιβλήτων, περί αποβολής του από τη νομή ακινήτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου .../26.4.2004 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θηβών Ασημίνας Κωστή-Γκόγκου, οι εναγόμενοι αγόρασαν, κατά το 1/2 εξ' αδιαιρέτου ο καθένας, από αυτούς, από τον μη εν προκειμένω διάδικο Ε. Σ., κάτοικο ..., αντί τιμήματος 2891 Ευρώ, ένα αγροτεμάχιο στη θέση "ΛΟΥΤΣΑ ΔΗΛΕΣΙΟΥ" του Δήμου Οινοφύτων εκτάσεως 2.000 τμ, στο οποίο έχει συσταθεί κάθετη ιδιοκτησία και το οποίο εμφαίνεται στο από 10.3.1989 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Δ., που προσαρτάται στο .../14.4.1989 συμβόλαιο της άνω συμβ/φου με τον αριθμό ένα (1) και με τα γράμματα Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Γ και συνορεύει ... . Το παραπάνω ακίνητο είχε περιέλθει στον πωλητή -δικαιοπάροχο των εναγομένων δυνάμει του .../14-4-89 συμβολαίου γονικής παροχής της προεκτεθείσας συμ/φου, νομίμως μεταγραφέντος. Μετά την κατάρτιση του άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου τους οι εναγόμενοι άρχισαν να νέμονται με διάνοια συγκυρίων το εν λόγω ακίνητο . Στα πλαίσια της εξουσιάσεώς τους αυτής το περιέφραξαν με συρματόπλεγμα στις 17-5-2004. Εξετέρου για το ακίνητο, που προαναφέρεται, ο ενάγων υποστήριξε, ότι αυτός είναι ο νομέας του, δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού, που είχε καταρτίσει στις 10-10-1992 με τον παραπάνω Ε. Σ., υποστηρίζοντας ειδικότερα,ότι με το πιο πάνω συμφωνητικό του είχε ατύπως μεταβιβασθεί η νομή του επιδίκου ακινήτου. Πλην όμως με το προπαρατιθέμενο ιδιωτικό έγγραφο (συμφωνητικό) ο εν λόγω Ε. Σ. υποσχέθηκε για το διαφιλονικούμενο (επίδικο) ακίνητο " να το πουλήσει, να το παραχωρήσει και να το μεταβιβάσει, με όλα του τα συναρτήματα, και παρακολουθήματα και ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, κατάσχεση ή διεκδίκηση τρίτου" στον ήδη ενάγοντα. Η συμφωνία, εν τούτοις, αυτή δεν είναι άτυπη μεταβίβαση της νομής, όπως, αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλ' απλώς δήλωση υποσχετική καταρτίσεως της αγοραπωλησίας του ανωτέρω ακινήτου. Επομένως, τέτοια άτυπη συμφωνία (περί μεταβιβάσεως της νομής του επιδίκου στον ενάγοντα) δεν έλαβε χώρα ο τελευταίος, φερόμενος (κατά τους ισχυρισμούς του) ως νομέας του επιδίκου ακινήτου, σε ουδεμία, άλλωστε, πράξη νομής αποδείχθηκε ότι προέβη, σε όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που συντάχθηκε το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό (της 10-10-92). Ήτοι, το επίδικο ακίνητο ήταν απερίφρακτο (μέχρι που το περιέφραξαν οι εναγόμενοι, Ακόμη, ο ενάγων δεν ενήργησε άλλες διακατοχικές (επί του επιδίκου) πράξεις, όπως εποπτεία του, καλλιέργεια του, εμφύτευση δένδρων κ. ο. κ. Η μάρτυράς του, αντιφάσκουσα, μεταξύ άλλων ανέφερε και ότι είχε βάλει δενδράκια γύρω - γύρω, ότι είχε βάλει νερό και ότι πήγαινε εκεί τα Σαββατοκύριακα, Παρακατιώντας, όμως, είπε, ότι τα δένδρα που είχε αυτός (ενάγων) φυτέψει δεν υπάρχουν, γιατί δεν τα πότιζε κανείς. Στην εν λόγω αντιφατική (και άρα μη πειστική) κατάθεση το Εφετείο δεν μπορεί να προσδώσει αποδεικτική βαρύτητα. Αντιθέτως ο μάρτυρας των εναγομένων με σαφήνεια και πειστικότητα αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπ' αυτών αγοράς του επιδίκου, ότι δεν είχε δένδρα, ότι είχε παντού χόρτα και βάτους και για την παραπάνω περίφραξη του (με συρματόπλεγμα) ότι την κατασκεύασαν οι εναγόμενοι Από το ίδιο, ως άνω, αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκαν προσθέτως και τα ακόλουθα ουσιώδη: Ο προαναφερθείς Ε. Σ., ως ιδιοκτήτης του επιδίκου (μέχρι την πώληση του στους εναγομένους) το νεμόταν (εξουσιάζοντας το με βούληση κυρίου) συνεχώς και αδιακωλύτως. Ο Π. Κ. του Ε., κάτοικος ..., εξεταζόμενος ως μάρτυρας, του εν λόγω Ε. Σ. - πρώτου καθού η αίτηση, σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θηβών στις 6.7.2004 εξαιτίας αιτήσεως του νυν ενάγοντος, επί της οποίας εκδόθηκε η απορριπτική αυτής 104/2004 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Ειρηνοδικείου Θηβών), είπε, ότι το 1994 και 1995 ο Σ. τον έβαλε να θερίσει από το επίδικο το βίκο που είχε σπείρει αυτός (Σ.), για τα πρόβατα του, ο οποίος και τον πλήρωσε. Από τις σκέψεις, που έχουν προηγηθεί, καταδεικνύεται, ότι νομέας του επιδίκου ήταν ο Ε. Σ., μέχρι που το πώλησε στους εναγομένους, οι οποίοι από της σε αυτούς περιελεύσεώς του, άρχισαν πλέον οι ίδιοι να το νέμονται, εξουσιάζοντας το από κοινού με διάνοια συγκυρίων, ενώ ο ενάγων δεν αποδεικνύεται, ότι αναμείχθηκε στη νομή του επιδίκου ακινήτου, όπως βασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, προβάλλοντας την άμυνα τους κατά της αγωγής. Το ότι υπάρχει μία τσιμεντένια πλάκα ("πλατφόρμα") μέσα στο επίδικο και υπό την εκδοχή ότι κατασκευάσθηκε από τον ενάγοντα, όπως εκείνος διατείνεται, δεν μπορεί "άνευ ετέρου τινός" να στηρίξει δικαίωμα νομής. Το γεγονός, επίσης, ότι ο ενάγων κατέβαλε, όπως υποστηρίζει, στον Ε. Σ. 6.500.000 δρχ. για την αιτία αυτή, (αιτία πωλήσεως), δεν αφορά στην υπό έρευνα αγωγή νομής. Η προδιαληφθείσα κρίση του Εφετείου δεν μπορεί να επηρεασθεί και να διαφοροποιηθεί απ' τις τυποποιημένης γενικολογίας ένορκης βεβαιώσεως, που προσκόμισε ο ενάγων". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος, περί αποβολής του από τη νομή του επιδίκου ακινήτου και στη συνέχεια αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού αναδίκασε την αγωγή, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της μη μεταβιβάσεως, βάσει του από 10.10.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού, της νομής του επιδίκου από τον αρχικό ιδιοκτήτη- νομέα Ε. Σ. στον αναιρεσείοντα - ενάγοντα και της μη άσκησης έκτοτε από τον τελευταίο πράξεων νομής επί του επιδίκου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των προαναφερομένων διατάξεων άρθρων 974, 976 και 987 του ΑΚ, τις οποίες το Εφετείο ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές του Εφετείου, νομές του επιδίκου ακινήτου μέχρι τη μεταβίβαση αυτού και παράδοση της νομής του στους αναιρεσίβλητους εναγομένους, με το υπ' αριθμό .../26.4.2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θηβών Ασημίνας Κωστή - Γκόγκου, ήταν ο δικαιοπάροχος αυτών και μέχρι τότε ιδιοκτήτης του επιδίκου Ε. Σ., ο οποίος τα εξουσίαζε με βούληση κυρίου συνεχώς, αδιαλλείπτως και αδιακωλήτως, ενώ οι ίδιες παραδοχές απέκλειαν την άσκηση, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, νομής στον επίδικο από τον αναιρεσείοντα - ενάγοντα, τον οποίο δεν μπορεί να καταστήσει, χωρίς άλλο νομέα, η τυχόν τέλεση από αυτόν την επικαλουμένης πράξεως της κατασκευής στο επίδικο τσιμεντένιας πλάκας "πλατφόρμας". Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος, λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακόμη οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου περί εσφαλμένης παραδοχής του ότι η κατασκευή της τσιμεντένιας πλατφόρμας, ως πράξη νομής (μεμονωμένη) δεν καθιστά τον αναιρεσείοντα νομέα του επιδίκου ακινήτου είναι, απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1022/2013 ΑΠ 834/2013) . Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του, αν δε πρόκειται για αποδεικτικό μέσο, που το πρώτον προσάγεται στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 527 ΚΠολΔικ), η επίκληση γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 197/2013, ΑΠ 481/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, πραγ/νη, ένορκες βεβαιώσεις, κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13, 14, 15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 87, 483, 495, 1022/2013). Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του ΚΠολΔικ, όπως ισχύουν μετά το ν. 2915/2001 (αλλά και του Ν. 3994/2011) και εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 παρ.1, εδ. α' ΚΠολΔικ και στην κατ' έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη, το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παρ. 3 και άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Με τη διάταξη αυτή εισήχθη στην τακτική διαδικασία ενώπιον κάθε πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η χρήση από τους διαδίκους ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου (ενώ πλέον κατά το άρθρο 36 του Ν. .../13.7.2011 περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔικ περιοριστικά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα),λ εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες και τηρήθηκε η οριζόμενη από τη διάταξη αυτή προϋπόθεση για την έγκυρη λήψη ους, δηλαδή η προηγούμενη, πριν από δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση του αντι8δίκου του διαδίκου, που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, παράλληλα δε τέθηκε όριο ως προς τον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων που κάθε διάδικη πλευρά μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Το όριο των τριών ενόρκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ (κύρωση με Ν.Δ. 53/1974), που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα δικαστική έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως την θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει, εξαιτίας του επισφαλούς χαρακτήρα του αποδεικτικού αυτού μέσου, τη μεγαλύτερη δικαϊκή ασφάλεια στις σοβαρές, κατά κανόνα, υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (ΑΠ 1103/2011). Αν προσκομισθούν από ένα διάδικο μέρος περισσότερες από τρεις ένορκες βεβαιώσεις, το δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις τρεις πρώτες κατά τη σειρά επίκλησής τους, γιατί πέραν των τριών πρώτων προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις είναι, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ' και δ του ΚΠολΔικ ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και ως τέτοιο δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 11 εδ. γ' του άρθρου 559 Κ ΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ου αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων νόμιμα επικαλέσθηκε και προσκόμισε προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του και ειδικότερα α) την υπ' αριθμ. .../19.10.2005 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Γ. Κ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θηβών β) τις υπ' αριθμ. .../11.10.2005, .../11.10.2005 και .../ 11.10.2005 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και γ) την υπεύθυνη δήλωση του Ν. Σ., κατασκευαστή της επί του επιδίκου υπάρχουσας τσιμεντένιας " πλατφόρμας", με τις τρεις φωτογραφίες του επιδίκου που την συνοδεύουν. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο οδηγήθηκε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι νομέας του επιδίκου μέχρι τη μεταβίβασή του και την παράδοσή της νομής του στους αναιρεσίβλητους - εναγομένους, με το υπ' αριθμ. .../26.4.2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Θηβών Ασημίνας Κωστή - Γκόγκου, ήταν ο δικαιοπάροχος αυτών και μέχρι τότε ιδιοκτήτης του επιδίκου Ε. Σ. και ότι ο αναιρεσείων - ενάγων, ύστερα από συνεκτίμηση, όπως βεβαιώνεται στην απόφαση, " των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όλων ανεξαιρέτως των επικαλουμένων και προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων, μεταξύ των οποίων και φωτογραφί8ες και των υπ' αριθμ. ..., ... και .../11.10.2005 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών των μαρτύρων Κ. Λ., Θ. Π. και Φ. Π., αντίστοιχα, που δόθηκαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος μετά από εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των εναγομένων", οι οποίες μάλιστα ένορκες βεβαιώσεις ρητά μνημονεύονται στα σκεπτικό της απόφασης (φύλλο 5β). Από τη γενική αυτή βεβαίωση, σε συνδυασμό και με τις σκέψεις που η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει για τη στήριξη του προαναφερθέντος αποδεικτικού της πορίσματος, δεν καταλείπεται καμία, απολύτως, αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη ου και συνεκτίμησε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις τις επίμαχες τρεις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, καθώς και την υπεύθυνη δήλωση, με τις φωτογραφίες του επίδικου που προσκόμισε ο αναιρεσείων, η οποία υπεύθυνη δήλωση είναι επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, (έγγραφο), εφόσον δεν υφίσταται ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, περί του ότι λήφθηκε υπόψη για να χρησιμεύσει επίτηδες, ως αποδεικτικό μέσο στην ένδικη διαφορά (ΑΠ 1076/2010). Περαιτέρω, η υπ' αριθμ. .../19.10.2005 τέταρτη ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θηβών, η οποία είχε ληφθεί για την ίδια δίκη και είχε προσκομισθεί από τον αναιρεσείοντα, πέραν των παραπάνω αναφερομένων τριών ενόρκων βεβαιώσεων, δηλαδή του προβλεπόμενου από το άρθρο 270 παρ.2 του ΚΠολΔικ ανώτατου ορίου ενόρκων βεβαιώσεων, που κάθε διάδικη πλευρά μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη, ήταν ανεπίτρεπτο από το νόμο αποδεικτικό μέσο και συνεπώς ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως έγγραφα η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ του ίδιου κώδικα, ως αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 567/2013). Επομένως δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, όπως είναι τα δικόγραφα της αγωγής, της ανταγωγής ή εφέσεως, οι προτάσεις, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων και η δικαστική απόφαση (ΑΠ 1007/2009 ΑΠ 5/2011), ενώ αποτελούν έγγραφα με την παρούσα έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα άλλης δίκης που προσκομίζονται για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως οι δικαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων επί άλλης δίκης, μεταξύ των διαδίκων, πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου, ως προς το μέρος που έχουν αποδεικτική δύναμη και όχι κατά τα λοιπά (ΑΠ 25/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του, και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής και των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης (που επαναλαμβάνουν ισχυρισμούς που περιλαμβανόντουσαν καις τις πρωτόδικες προτάσεις) με το να δεχθεί τελείως διαφορετικά πράγματα από το ότι τα διαδικαστικά αυτά έγγραφα περιέχουν, ως προς την άσκηση από τον αναιρεσείοντα πράξεων νομής επί του επιδίκου από τις 10.10.92 και εντεύθεν που του παραδόθηκε η νομή από τον έως τότε νομέα Ε. Σ. και δυνάμει του υπό ιδία ημερομηνία ιδιωτικού συμφωνητικού, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν αφορά σε έγγραφα, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δικ., ώστε να τίθεται θέμα παραμορφώσεως του περιεχομένου τους, αλλά δε διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που εισάγονται στο δικαστήριο προς δικαστική διάγνωση. Πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενος μέρος του να απορριφθεί, ενώ η επικαλούμενη με τις προτάσεις αιτίαση περί παραμορφώσεως του περιεχομένου του παραπάνω από 10.10.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού, που ελλείψει του απαιτουμένου τύπου (ΑΠ 166) δεν είναι προσύμφωνο, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, είναι απαράδεκτη ελλείψει προδικασίας, ανεξάρτητα από το ότι αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό σφάλμα. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. Β' περ. β' του Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί κατά νόμο, στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία αποτελεί ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013), έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΑΠ 1127/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ίδιο (τρίτο) λόγο αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τον θεμελιωτικό της αγωγής ισχυρισμό "ότι με υλική προς τον αναιρεσείοντα παράδοση του επιδίκου ακινήτου στις 10.10.1992 από τον μέχρι τότε νομέα του Ε. Σ., κατέστη έκτοτε αυτός νομέας τούτου μέχρι τις 17.4.2004, που τον απέβαλλαν από τη νομή του οι αναιρεσίβλητοι". Από τις παραδοχές όμως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τις οποίες "μεταξύ του Ε. Σ. και του αναιρεσείοντος δεν έλαβε χώρα άτυπη συμφωνία στις 10.10.1992, περί μεταβιβάσεως από τον πρώτο στον δεύτερο της νομής του επιδίκου ακινήτου και ότι νομέας αυτού τύγχανε μέχρι τη μεταβίβασή του και παράδοση της νομής του στους αναιρεσίβλητους - εναγομένους με το .../26.4.2004 πωλητήριο συμβολαίου, ο δικαιοπάροχος αυτών Ε. Σ." προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε και απέρριψε τους παραπάνω αγωγικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και συνακόλουθα τους έλαβε υπόψη. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5.6.2008 αίτηση του Π. Κ. του Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4636/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποβολή από τη νομή (987 ΑΚ) Προϋποθέσεις μεταβιβάσεως νομής (976 εδ. α ΑΚ) Πράξεις νομής. Προσβολή 559 αρ. 19 έλλειψη νόμιμης βάσης. Δεν ιδρύεται αν υφίσταται ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. 559 αρ.11 περ.γ. Ένορκες βεβαιώσεις. Προϋποθέσεις επιτρεπτού – παραδεκτού αυτών. Πλείονες των τριών απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα. Ο νομοθετικός περιορισμός των τριών δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.. Τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης δεν είναι έγγραφα κατά την έννοια των διατάξεων 339 και 432 επ Κ.Πολ.Δ. και δεν υπόκεινται στον αναιρετικό λόγο του αρ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. περί παραμορφώσεως εγγράφου. 559 αρ. 8 εδ. β. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν ρητά ή σιωπηρά..
Νομή
Βεβαίωση ένορκη, Έγγραφα, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Νομή.
0
Αριθμός 1457/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Π. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Μαραβέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Καρακώστα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις, και 2)Α. Π. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Κασιμάτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/11/2006 αγωγή-τριτανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 45/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 62/2010 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/3/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ19 του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της (ΑΠ 127/2013, ΑΠ 567/2013). Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 835/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν ¨αιτιολογία¨ της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ 91/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 835/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 471/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔικ) η οποία εκδόθηκε επί τριτανακοπής του αναιρεσείοντος κατά των αναιρεσιβλήτων, το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Στην Φ. συζ. Α. Π. είχε περιέλθει το έτος 1946 κατόπιν άτυπου πωλήσεως παρά του Τ. Γ. ένα ακίνητο, κείμενο στη θέση "..." στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αρταίων, εκτάσεως 12 στρεμμάτων συνορευόμενο γύρωθεν με ιδιοκτησίες Ι. Μ. και Κ. Κ., με αγροτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησία Τ. Γ., με ιδιοκτησία Κ. Σ. και με αγροτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησίες Δ. Μ. και Σ. Κ.. Η Φ. Π. από το έτος 1946, που το ανωτέρω ακίνητο της παραδόθηκε κατά νομή, νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου, ασκώντας επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του εμφανείς πράξεις και ειδικότερα το περιέφραξε με ξύλινους πασσάλους και αγκαθωτό σύρμα, καλλιεργούσε σ' αυτό διάφορα οπωροκηπευτικά και έβοσκε σ' αυτό τα ζώα της. Επίσης κατά το έτος 1956 φύτευσε διάφορα δένδρα, όπως ελιές και καρυδιές, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν. Το έτος 1960 η Φ. Π. μεταβίβασε λόγω άτυπης δωρεάς το ανωτέρω ακίνητο στη θυγατέρα της Σ. συζ. Γ. Π.. Η τελευταία συνέχισε να νέμεται έκτοτε αυτό με διάνοια κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως ασκώντας επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του εμφανείς υλικές πράξεις μέχρι το έτος 1987. Ειδικότερα αυτή σταδιακά από το έτος 1966 μέχρι το έτος 1970 φύτευσε εντός του ανωτέρω ακινήτου διάφορα εσπεριδοειδή και το έτος 1970 αντικατέστησε την παλαιά περίφραξη με νέα αποτελούμενη από σιδηροπασσάλους και συρματόπλεγμα και επί πλέον προέβη στην κατασκευή δύο προχείρων κτισμάτων από τσιμεντόλιθους και ελενίτ για την αποθήκευση των διαφόρων εργαλείων και μηχανημάτων της. Κατά το έτος 1987 η ανωτέρω Σ. συζ. Γ. Π. μεταβίβασε στον γιο της με άτυπη δωρεά τμήμα του άνω ακινήτου της εκτάσεως 7 περίπου στρεμμάτων και ήδη κατά νεώτερη καταμέτρηση 6981 τ.μ. Το τμήμα αυτό συνορεύει γύρωθεν με υπόλοιπη ιδιοκτησία της μητέρας του, με ιδιοκτησίες Ι. Μ. και Κ. Σ. και με αγροτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησίες Χ. Μ. κα Σ. Κ.. Ο ενάγων αμέσως μετά την παραχώρηση του επίδικου τμήματος σ' αυτόν με την άτυπη δωρεά του έτους 1987 εγκαταστάθηκε στη διάνοια κυρίου νομή του ως άνω ακινήτου ασκώντας επ' αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του εμφανείς υλικές πράξεις και συγκεκριμένα φρόντιζε και περιποιόταν τα οπωροφόρα δένδρα που υπήρχαν σ' αυτό και περισυνέλεγε τους καρπούς τους. Έτσι ο ενάγων νεμόμενος από το έτος 1987 μέχρι το έτος 1992 το ανωτέρω ακίνητο με διάνοια κυρίου προσμετρώντας και τον χρόνο νομής χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του με διάνοια κυρίου επ' αυτού από το έτος 1946 (αρθρ. 1051 Α.Κ.) κατέστη κύριος τούτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού νέμεται τούτο επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ετών. Αντίθετα ουδέποτε ο τριτανακόπτων και οι δικαιοπάροχοι του υπήρξαν νομείς και κάτοχοι του επιδίκου ακινήτου, τουναντίον δε ο τριτανακόπτων για πρώτη φορά εμφάνισε αυτό ως δικό του το 2005, οπότε το συμπεριέλαβε στη φορολογική του δήλωση και δη στο έντυπο Ε9. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται στη σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρα Γ. Δ., που εξετάσθηκε με πρόταση του δευτέρου των καθών και ήδη εφεσίβλητου, ο οποίος ως τρίτος που είναι, καταθέτει με αντικειμενικότητα. Ο ανωτέρω μάρτυρας με σαφήνεια και κατά τρόπο πειστικό κατέθεσε ότι κατά την περίοδο 1975 - 1978 μετέφερε κατόπιν εντολής του πατέρα του Α. Π., Γεωργίου στο επίδικο λιπάσματα τα οποία χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών που υπήρχαν σ' αυτό καθώς και ότι ο Γ. Π. εξέτρεφε στο επίδικο διάφορα πτηνά και ζώα. Η κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα ενισχύεται και από τις περιεχόμενες στα 160/19-9-2003 και 43/17-10-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας μαρτυρικές καταθέσεις των Β. Π. και Χ. Μ. αντιστοίχως, οι οποίοι εξετάσθηκαν ως μάρτυρες της Σ. Π. και Α. Π. (δεύτερου εφεσίβλητου) κατά τη συζήτηση των από 19-3-2002 και με αριθμούς κατάθεσης 387/2002 και 388/2002 διεκδικητικών αγωγών τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου (πρώτου εφεσίβλητου). Πιστοποιούν δε οι μάρτυρες αυτοί τα ανωτέρω γεγονότα. Το γεγονός δε ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος, όταν κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης το επίδικο καταχωρίσθηκε ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου, υπέβαλε στις 9-2-2001, δηλαδή σε χρόνο πολύ προγενέστερο της επίδικης διαφοράς, την με αριθμό πρωτ. 19.155/9-2-2001 ένσταση προς το Εθνικό Κτηματολόγιο, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ο ίδιος κύριος αυτού επικαλούμενος και πάλι έκτακτη χρησικτησία, ενισχύει ακόμη περαιτέρω την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου. Μάλιστα η ανωτέρω ένσταση, όπως προκύπτει και από την υπ' αριθμ. 2887/2-9-2002 απόφαση της αρμόδιας επιτροπής έγινε δεκτή. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο ούτε από αυτή την κατάθεση του κατά πρόταση του εκκαλούντος εξετασθέντος μάρτυρα Ν. Γ., ο οποίος, όπως ο ίδιος ανέφερε, γνωρίζει την περιοχή, όπου βρίσκεται το επίδικο από το έτος 1980 και μετά, οπότε δεν είναι σε θέση να καταθέσει για το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις διακατοχικές πράξεις που τέλεσαν οι διάδικοι ή οι δικαιοπάροχοι τους κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Ακόμη, τίποτε το αντίθετο δεν προκύπτει από την κατάθεση της κατά πρόταση του πρώτου εφεσίβλητου εξετασθείσας μάρτυρος Ε. Μ., η οποία δεν έχει σαφή αντίληψη για την κατάσταση στο επίδικο. Όσα δε κατέθεσε τα γνωρίζει από την υπηρεσία της και υπό την ιδιότητα της ως Προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου στο Νομό Άρτας και έρχονται σε αντίθεση με τα ανωτέρω αποδειχθέντα. Ειδικότερα η μάρτυρας κατέθεσε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης περιοχής, η οποία αποτελεί παραποτάμια έκταση και δημιουργήθηκε κατά την εκτέλεση των έργων για την κατασκευή του φράγματος Πουρναριού, η οποία άρχισε το έτος 1974 και τελείωσε το έτος 1981. Τούτο, όμως δεν είναι αληθές, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, ήδη πριν το 1974 υπήρχαν στο επίδικο δένδρα, τα οποία και φρόντιζε και περιποιόταν η δικαιοπάροχος του δεύτερου εφεσίβλητου, καθώς και πρόχειρα κτίσματα. Ενδεικτική προς τούτο είναι η κατάθεση του μάρτυρα Γ. Δ., ο οποίος ανέφερε ότι ο πατέρας του Α. Π., Γ. είχε φυτεύσει πριν το έτος 1970 στο επίδικο διάφορα εσπεριδοειδή, τα οποία κατά το χρόνο που αυτός μετέβαινε σ' αυτό και δη κατά το έτος 1975 και μετά, είχαν ηλικία 6 έως 7 ετών. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι το επίδικο αποτελούσε κοίτη του μη πλεύσιμου ποταμού Άραχθου, η οποία εγκαταλείφθηκε με τη μεταβολή της ροής και την αλλαγή της διακινήσεως των υδάτινων όγκων του και ότι συνεπώς αυτό περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως παρόχθιου ιδιοκτήτη. Και τούτο γιατί αφενός μεν, όπως καταθέτει ο μάρτυρας Ν. Γ. το επίδικο βρίσκεται σε απόσταση πεντακοσίων και πλέον μέτρων από την κοίτη του ποταμού, δηλαδή σε απόσταση αρκετά μεγάλη, αφετέρου δε, όπως ελέχθη, η καλλιέργεια του επιδίκου από το 1946 και μέχρι το έτος 1992, που αποβλήθηκε το δεύτερος των εφεσίβλητων από το πρώτο τούτων, ήταν συνεχής. Ακόμη δεν αναιρούνται τα ανωτέρω από το ότι η μητέρα του δεύτερου εφεσίβλητου Σ. Π. στην από 6-8-1992 αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας κατά του Ελληνικού Δημοσίου διαλαμβάνει ότι το ακίνητο της, εκτάσεως πέντε (5) μόνο στρεμμάτων, συνορεύει με ακίνητο του εκκαλούντα - τριτανακόπτοντα δεδομένου ότι αυτό δικαιολογείται από την άτυπη κατά το έτος 1987 παραχώρηση του επιδίκου στον γιο της και την κατοχή της πλέον της ελάσσονος εκτάσεως. Εξάλλου το ότι ο εκκαλών - τριτανακόπτων έχει ιδιοκτησία στην περιοχή που ενδεχομένως να συνορεύει με την ευρύτερη ιδιοκτησία της Σ. και του Α. Π., δεν αμφισβητείται ούτε από τον δεύτερο των εφεσίβλητων. Επίσης το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετο συμπέρασμα από το υπ' αριθμ. 3422/12-3-1992 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Άρτας στο οποίο αναφέρεται ότι ο εκκαλών κατείχε δημόσια έκταση στην περιοχή "Κάτω Παναγιά", για την οποία είχε εκδοθεί εναντίον του Πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής από το 1975 έως το έτος 1986 διότι στο έγγραφο αυτό δεν περιγράφεται το ακίνητο στο οποίο αναφέρεται, καθώς και από το από 4522/30-7-1987 έγγραφο της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Αρταίων και τον συνημμένο σε αυτό κτηματολογικό πίνακα των ιδιοκτητών μεταξύ των οδών Ζάρα - Κομμένου και ποταμού Αράχθου, στον οποίο ο εκκαλών αναφέρεται ως ιδιοκτήτης της υπ' αριθμ. 64 ιδιοκτησίας, εμβαδού 7084 τ.μ., ενώ ο δεύτερος των εφεσίβλητων ουδόλως αναφέρεται ως ιδιοκτήτης ακινήτου, διότι οι κτηματολογικοί πίνακες συντάσσονται συνήθως χωρίς να έχει προηγηθεί επισταμένη έρευνα των τίτλων ιδιοκτησίας των αναφερομένων σε αυτούς δικαιούχων. Ούτε όμως και από το υπ' αριθμ. 32/1996 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άρτας που εκδόθηκε κατόπιν της από 2-11-1992 εγκλήσεως της συζύγου του εκκαλούντος Β. Δ. Π. κατά των οργάνων του Δημοσίου, Ε. Μ. και Δ. Σ. για καταστροφή κυψελών μελισσών (ήτοι για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1, 2 ν. 1300/1982) προκύπτει ότι η σύζυγος του εκκαλούντος - τριτανακόπτοντος είχε τοποθετήσει τις κυψέλες που φέρονται ότι κατέστρεψαν οι ανωτέρω μέσα στο επίδικο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών. Τέλος η αναλήθεια των ισχυρισμών του εκκαλούντος - τριτανακόπτοντος ενισχύεται περαιτέρω και από το γεγονός ότι αυτός δεν αντέδρασε στην εγκατάσταση του Δημοσίου επί του επιδίκου κατά το έτος 1992. Άλλωστε ουδέποτε αυτός άσκησε αγωγή προστασίας της κυριότητας του και ανέμενε μέχρι το Νοέμβριο του 2006 για να ασκήσει την υπό κρίση τριτανακοπή, αφού προηγουμένως στις 7-3-2005 εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 45/2008 -εννοεί 43/2005- απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία έγινε δεκτή η διεκδικητική αγωγή που άσκησε ο δεύτερος των εφεσίβλητων κατά του πρώτου τούτων Ελληνικού Δημοσίου. Εάν είχε πράγματι δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου θα ασκούσε αγωγή προστασίας της κυριότητας του και όχι τριτανακοπή. Μετά από αυτά η τριτανακοπή κρίνεται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο τριτανακόπτων έγινε κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία.¨ Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, απέρριψε την τριτανακοπή του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 43/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία είχε γίνει δεκτή διεκδικητική αγωγή ακινήτου του δεύτερου αναιρεσίβλητου κατά του πρώτου και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ' αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που καθιστούν ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή και την σύσταση κυριότητας ακινήτου του πρώτου αναιρεσιβλήτου- καθού η τριτανακοπή και ουσιαστικά βάσιμα την οικεία και ερειδόμενη στις διατάξεις της έκτασης χρησικτησίας ένσταση του δεύτερου αναιρεσιβλήτου. Συνακόλουθα η απόφαση περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για την ορθή εφαρμογή των περί εκτάκτου χρησικτησίας του ΑΚ ουσιαστικών διατάξεων ( άρθρο 974, 1045, 1051 ΑΚ ), ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές το επίδικο ακίνητο ουδέποτε κατέστη αντικείμενο νομής από τον αναιρεσείοντα τριτανακόπτοντα, ούτε ήταν εγκαταλειφθείσα κοίτη του μη πλευσίμου ποταμού Άραχθου, ώστε να ανήκει στο πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ κύριος του με έκτακτη χρησικτησία έχει καταστεί ο δεύτερος αναιρεσίβλητος - καθού η τριτανακοπή Α. Π. του Γ., που το νεμήθηκε ο ίδιος από το 1984 μέχρι το 1992 και οι δικαιοπάροχοί του, μητέρα και γιαγιά του,Σ. συζ. Γ. Π. και Φ. συζ. Α. Π. από το 1960 και το 1946 αντίστοιχα. Ενόψει τούτων ο τέταρτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που με αυτόν ο αναιρετέων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων, για την μη αιτιολόγηση της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη των επικαλουμένων ενόρκων βεβαιώσεων, μαρτυρικών καταθέσεων και εγγράφων, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην νομική σκέψη απαράδεκτος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περγ του ΚΠολ.Δικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ ΑΒ3/2013) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 197/2013, ΑΠ 481/2013) Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη ( μάρτυρες, έγγραφα ένορκες βεβαιώσεις κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 87, 483, 1022/2013). Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔικ, στην έλεγχό του Αρείου Πάγου (ΑΠ 609/2013 ΑΠ 92/2013. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση την παραπάνω διάταξης του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων νόμιμα, μεταξύ άλλων,επικαλέστηκε και προσκόμισε με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, από τα οποία προέκυπτε του ουσία βάσιμο της τριτανακοπής του και η άσκηση από τον ίδιο και τους δικαιοπαρόχους του Π. Ε. και Γ. Ε. πράξεων νομής στο επίδικη ακίνητο, από το 1948 μέχρι το 1992. Ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι οι νόμιμα ληφθείσες υπ' αριθμ. .../2007 και .../2007 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ι. Μ. και Ι. Κ. και οι από 14.6.2006 ένορκες καταθέσεις ενώπιον της Πταισματοδίκου Άρτας των μαρτύρων α) Γ. Ε. του Π., β) Θ. Κ. του Ι., γ) Α. Π. του Κ. και δ ) Χ. Α. του Κ. που είχαν δοθεί στα πλαίσια ποινικής δίωξης που έχει ασκηθεί κατά του δεύτερου αναιρεσίβλητου, εξαιτίας της ένδικης διαφοράς. Ο λόγος αυτός, που κατ' αρχάς είναι παραδεκτός, γιατί όλων των παραπάνω αποδεικτικών μέσων (ενόρκων βεβαιώσεων και εγγράφων) αποκτήσεως της κυριότητας αυτής, έγινε νόμιμη κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ επαναφορά στο δευτεροβάθμιο τόσο με το εφετήριο, όσο και με τις προτάσεις (Ολ.ΑΠ 23/2008) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα "δημόσια και ιδιωτικά" που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις, που ενάριθμα αναφέρονται (φύλλο 5α και 5β), σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμία απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος. Η αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για την προσπόριση της κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ., ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 92/2013) από το ότι δε γίνεται ιδιαίτερα αναφορά σε κάποια αποδεικτικά μέσα, δεν συνάγεται ότι τα μη ιδιαίτερα αναφερόμενα δεν λήφθηκαν υπόψη, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, ενώ, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου να επιλαμβάνεται ιδιαίτερα και να αναλύει διεξοδικά κάθε αποδεικτικό μέσο, η δε απόδοση από το Εφετείο μεγαλύτερης αξιοπιστίας στην κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως Χ. Μ., από ότι στην κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως Ν. Γ., ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του Δικαστηρίου της ουσίας, στα πλαίσια της καθιερωμένης με το άρθρο 340 ΚΠολ.Δικ αρχής της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων ( ΑΠ 87/2013) .Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή από το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ ΚΠολΔικ και ιδίου κώδικα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 567/2013). Επομένως δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, όπως είναι τα δικόγραφα της αγωγής, ανταγωγής ή εφέσεως, οι προτάσεις, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, που περιέχουν μαρτυρικές καταθέσεις και η δικαστική απόφαση (ΑΠ 5/2011), ενώ αποτελούν έγγραφα με την παρούσα έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου, που προσκομίζονται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 25/2011). Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα του πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο σωστά ανέγνωσε συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό (ΑΠ 609/2013), ενώ επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να έχει στηρίξει αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το πόρισμά του στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, ενώ τούτο πρέπει να έχει προσκομισθεί με επίκληση στο Εφετείο, πράγμα, το οποίο ελέγχει ο Άρειος Πάγος από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και στον Άρειο Πάγο (ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως ου αριθμού 20 του άρθρου 559ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) της περιεχόμενης στα υπ' αριθμ. 160/2003 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, κατάθεσης του μάρτυρα Β. Π., β) τις από 6.8.1992 αγωγής αποζημιώσεως της μητέρα του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Σ. Π. στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας και γ) ης περιεχομένης σα υπ' αριθμ. 45/2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας κατάθεσης του μάρτυρα Γ. Δ., καθόσον τα πράγματα που δέχθηκε είναι διαφορετικά από εκείνα που περιέχονται στα έγγραφα αυτά. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και για τα τρία αυτά έγγραφα και συγκεκριμένα όσον αφορά το υπό στοιχείο α', γιατί αυτό δεν προσκομίστηκε, με επίκληση, στην δευτεροβάθμιο δίκη, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων προτάσεων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) όσον αφορά το υπό στοιχείο β', γατί οι αποδιδόμενες αιτιάσεις αφορούν σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό έλεγχο και ειδικότερα στην εκτίμηση του περιεχομένου του και την αξιολόγηση του, που κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ενώ προσέτι τούτο συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις και δεν ήταν έγγραφο στο οποίο αποκλειστικά η κατά κύριο λόγο στηρίχθηκε το αποδεικτικό πόρισμα, ούτε εξαίρεται από την προσβαλλομένη απόφαση η αποδεικτική του αξία. Ενώ όσον αφορά το υπό στοιχείο γ', γιατί τούτο είναι έγγραφο της ενεστώσας δίκης, το οποίο κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν επιδέχεται μομφή με τον ερευνώμενο λόγο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ.9 περ. γ' ΚΠολΔικ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως "αίτηση" νοείται και κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας, για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης, εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης. Τέτοιες "αιτήσεις" είναι και οι διαδικαστικές, εφόσον όμως είναι υποχρεωτικές για το δικαστήριο της ουσίας και όχι όταν αυτές υπόκεινται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1022/2013). Έτσι δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το δικαστήριο δεν απάντησε σε αίτημα για τη διενέργεια αυτοψίας ή για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, κατ' άρθρο 415 παρ.1 ΚΠολΔικ ή για επανεμφάνιση των μαρτύρων στο ακροατήριο προς συμπλήρωση ή διευκρίνηση των καταθέσεων τους, κατ' άρθρο 411 ΚΠολΔικ ή για εξέταση από το Εφετείο των πρωτοδίκως εξετασθέντων ή νέων μαρτύρων ή για αναβολή (αναστολή) της δίκης κατ' άρθρο 249 και 250 ΚΠολΔικ ή στο αίτημα για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, εκτός της περιπτώσεως που αυτή κατά το άρθρο 368 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ είναι υποχρεωτική, ήτοι εάν το ζήτησε ο διάδικος και το δικαστήριο έχει δεχθεί με την απόφασή του ότι χρειάζονται "ειδικές" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως (ΑΠ 87/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν απάντησε και συνακόλουθα άφησε αδίκαστα τα υποβληθέντα από τον αναιρεσείοντα, με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης αιτήματα α) για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, β) για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων και επανεμφάνιση των πρωτοδίκως "εξετασθέντων μαρτύρων προς παροχή διευκρινίσεων, γ) για διενέργεια αυτοψίας και δ) για αναβολή " αναστολή" της δίκης, έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία, κατά του δεύτερου αναιρεσίβλητου, ο οποίος έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άρτας, για απάτη στο δικαστήριο και για ψευδορκία μάρτυρα. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η αποδοχή των αιτημάτων ατών ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου και η μη απάντηση επ' αυτών δεν ιδρύει τον ερευνώμενο, εκ της διατάξεως του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ή άλλοι λόγοι αναιρέσεως, σημειουμένου και του ότι ως προς το αίτημα της πραγματογνωμοσύνης δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 368 παρ. 2 ΚΠολΔικ, καθόσον ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται, ούτε από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) ότι υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου περί του ότι το αίτημα αφορά σε αίτημα που απαιτεί "ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτής, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στην ξεχωριστή δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, αφού αυτοί είχαν διαφορετική νομική εκπροσώπηση, (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔικ - ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1022/2013-) ενώ όσο αφορά το πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, αυτή θα καταλογισθεί μειωμένη, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ. ΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987 ( ΑΠ 1023/2013) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16.3.2010 αίτηση του Δ. Π. του Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 62/2010 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ για το πρώτο αναιρεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) και σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ για τον δεύτερο αναιρεσίβλητο (Α. Π. του Γ.). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 559 αρ. 19. Εκ πλαγίου παράβαση νόμου, πότε στοιχειοθετείται 559 αρ.11 περ. γ. Δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει. Από το ότι γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε κάποια αποδεικτικά μέσα δεν συνάγεται ότι τα λοιπά δεν λήφθηκαν υπόψη. 559 αρ.20. Τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης δεν ελέγχονται με το λόγο αυτό, ενώ ελέγχονται άλλης δίκης. 559 αρ.9 Ως αιτήσεις νοούνται και οι διαδικαστικές εφόσον είναι υποχρεωτικές για το δικαστήριο. Δεν είναι υποχρεωτικές μεταξύ άλλων η αυτοψία, η αναβολή κατά 249 και 250, η αυτοπρόσωπη εξέταση των διαδίκων, η επανεξέταση των μαρτύρων, η πραγματογνωμοσύνη εκτός της περιπτώσεως του 368 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Δημόσιο , Έγγραφα, Τριτανακοπή , Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1459/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Β. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευφροσύνη Τσαμολιά. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Β. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ε. Αναστασάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/7/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 59/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 112/1ΤΠ/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/11/2009 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 4/1/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του ΚΠολΔικ, αν η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση και αυτή έγινε τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η οριστική απόφαση του Εφετείου που ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης, αφού αν μεν έγινε δεκτή κατ' ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίσθηκε και έπαυσε να υπάρχει, ενώ η έφεση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώθηκε πλέον στην εφετειακή απόφαση (ΟλΑΠ 40/1996, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 658/2012). Μόνο εάν η έφεση απορριφθεί για τυπικούς λόγους, σε αναίρεση υπόκειται η εφετειακή για το κεφάλαιό της το σχετικό με την απόρριψη, καθώς και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως, οπότε και απαιτείται η κατά το άρθρο 566 παρ. 2 ΚΠολΔικ. κατάθεση της αναίρεσης και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 883/2012, ΑΠ 769/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της υπ' αριθμ. 59/2009 αποφάσεως του, σε πρώτο βαθμό, δικάσαντος Ειρηνοδικείου Σάμου, όσο και κατά της υπ' αριθμ. 112/1ΤΠ/2009 οριστικής αποφάσεως του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, κατά της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως και το Εφετείο μετά την τυπική παραδοχή της εν λόγω εφέσεως, την απέρριψε κατ' ουσίαν. Επομένως η αναίρεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ενσωματώθηκε στην απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔικ). Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 του ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα, για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045, 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Πράξεις νομής όταν πρόκειται για ακίνητα αποτελούν οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ' αυτό, πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Τέτοιες πράξεις είναι η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η καλλιέργειά του, η ανοικοδόμησή του, οι ενέργειες για ένταξή του στο σχέδιο πόλης και στο κτηματολόγιο κ.α, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 835/2013). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 του ΚΠολΔικ προκειμένου περί αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατ' αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013). Τέλος η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται (ΑΠ 567/2013), ιδρύει τον κατά το άρθρο 560 αρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔικ λόγο αναιρέσεως, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρημάτων, γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ του ακυρωτικού ελέγχου (ΟλΑΠ 9-13/2005, ΑΠ 92/2013, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1022/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Σάμου, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ουσία της υπόθεσης, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι είναι κύριοι συναπτών αγροτικών ακινήτων κειμένων στη θέση "..." της περιοχής "...", της περιφερείας του Δ/Δ Βαθέος Σάμου, του ομώνυμου Δήμου, εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός οικισμού. Τα ακίνητα αυτά προήλθαν από διανομή ευρύτερου ακινήτου, που πραγματοποιήθηκε με το υπ' αριθ. .../08.09.1948 συμβόλαιο του τότε Συμβολαιογράφου Λιμένος Βαθέος Σάμου Νικολάου Π. Λάμπρου, νομίμως μετεγγραμμένου στον τόμο 12, με α/α ..., των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βαθέος Σάμου, με το οποίο οι Δ., Ε., Ε. και Α. Β. του Κ., η Α. συζ. Ε. Γ. το γένος Κ. Β. και η Α. συζ. Π. Σ. το γένος Κ. Β., διένειμαν την κληρονομιαία περιουσία των γονέων τους, Κ. και Μ., ο πρώτος εκ των οποίων απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, το έτος 1929 και η δεύτερη το 1948, καταλείποντας την υπ' αριθ. .../25.06.1948 νομίμως δημοσιευθείσα δημόσια διαθήκη και αφού είχαν προηγηθεί οι υπ' αριθ. ... και ... δηλώσεις τους, ενώπιον του ιδίου Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα ίδια βιβλία μεταγραφών, στον τόμο ΙΖ', με α/α ... και ..., με τις οποίες είχαν αποδεχθεί την κληρονομιά της τελευταίας (μητέρας τους). Δυνάμει των ανωτέρω συμβολαιογραφικών πράξεων περιήλθε κατά κυριότητα στον απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος Α. Β. του Κ., το νότιο μέρος μείζονος ακινήτου, περιέχον 39 ελαιόδενδρα, 12 χαρουπόδενδρα, 4 συκιές και 1 αμυγδαλιά, συνορεύον ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Χ., νότια με μοναστηριακό κτήμα, βόρεια με αγροτεμάχιο που περιήλθε, με το ίδιο διανεμητήριο, στον αδελφό του Δ. Β. και δυτικά με κτήμα μοναστηριακό επονομαζόμενο "...". Με το υπ' αριθ. .../120.10.1953 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Μάρκου Γ. Παντελίδου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σάμου, στον τόμο ΙΗ', υπ' α/α 231, ο Α. Β. του Κ. μεταβίβασε κατά κυριότητα το ως άνω αγροτεμάχιο, εκτάσεως "τεσσάρων περίπου στρεμμάτων πλέον ή έλαττον ή όσης εκτάσεως και αν είναι", αιτία πωλήσεως, στον αδελφό του και πατέρα του εναγομένου Ε. Β. του Κ.. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος μεταβίβασε το αγροτεμάχιο αυτό, λόγω γονικής παροχής, στον υιό του Κ. Β., αδελφό του εναγομένου, με τα υπ' αριθ. .../24.08.1985 και .../22.11.1989 συμβόλαια του Συμβολαιογράφου Σάμου Θεμιστοκλή Δημόπουλου, τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα στους τόμους ΥΑ' και ΨΘ', υπ' α/α ... και ..., αντίστοιχα, των αυτών βιβλίων μεταγραφών. Ειδικότερα, δυνάμει του πρώτου συμβολαίου γονικής παροχής, μεταβιβάσθηκε το ήμισυ του ανωτέρω αγροτεμαχίου και συγκεκριμένα το ανατολικό τμήμα αυτού, έκτασης δύο στρεμμάτων και εν συνεχεία μεταβιβάσθηκε, δυνάμει της δεύτερης κατά σειρά γονικής παροχής, το έτερο τμήμα του ακινήτου, ήτοι το δυτικό μέρος αυτού, έκτασης, ομοίως, δύο στρεμμάτων. Τέλος ο Κ. Β. του Ε. μεταβίβασε κατά κυριότητα το εν λόγω αγροτεμάχιο στον ενάγοντα, υιό του, με το υπ' αριθ. .../12.03.2007 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίας Κασσαγιάννη, νομίμως μετεγγραμμένο στον τόμο 127, με α/α ... των ως άνω βιβλίων μεταγραφών. Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι δυνάμει του αρχικού, με αριθμό .../08.09.1948, διανεμητηρίου συμβολαίου, περιήλθε κατά κυριότητα στον δικαιοπάροχο του εναγομένου Δ. Β. του Κ. το μεσαίο τμήμα του μείζονος ακινήτου, έκτασης 2,5 στρεμμάτων, περιλαμβάνον 27 ελαιόδενδρα, 3 χαρουπόδενδρα, 3 συκιές, 3 λεμονιές, 1 πορτοκαλιά και 1 καρυδιά, το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Χ., νότια με το αγροτεμάχιο νυν ιδιοκτησίας του ενάγοντος, βόρεια με το αγροτεμάχιο που έλαβε έτερος συμβαλλόμενος, ο Ε. Β. του Κ. και δυτικά με αγροτεμάχιο που έλαβε ο Γ. Β. του Κ.. Με το υπ' αριθ. .../21.08.1981 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σάμου Ιωάννη Κιράνη, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ΡΓ, υπ' α/α 220, των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σάμου, ο Δ. Β. του Κ. μεταβίβασε την κυριότητα επί του ως άνω ακινήτου, λόγω δωρεάς, στον εναγόμενο, ανιψιό του. Ο εναγόμενος, ο οποίος διαμένει στη Σάμο τους περισσότερους μήνες του έτους, νέμεται έκτοτε το ως άνω αγροτικό ακίνητο ασκώντας επ' αυτού πράξεις νομής σύμφωνες με τη φύση και τον προορισμό του και ειδικότερα το καλλιεργεί, το καθαρίζει, συλλέγει τον ελαιόκαρπο και τους καρπούς των λοιπών δένδρων που υπάρχουν σε αυτό και προβαίνει, γενικότερα, σε όλες τις απαραίτητες αγροτικές εργασίες, βοηθούμενος σε αυτές και από τα τέκνα του (βλ. σχετικά, την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης). Σε αντίθεση με το δικό του, το όμορο ακίνητο του ενάγοντος παρουσιάζει πυκνή και άγρια βλάστηση και είναι δύσβατο, αφού για αρκετό χρονικό διάστημα δεν έχει καλλιεργηθεί ούτε καθαριστεί, δεδομένου ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του, Κ. Β. του Ε., ήταν μόνιμος κάτοικος ... και όταν αποβίωσε ο πατέρας του, λίγο μετά το έτος 1991, έπαψε να επισκέπτεται τη Σάμο και να ασχολείται με το ακίνητο (βλ. σχετικά, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης). Έως τότε, πάντως, νεμόταν το ακίνητο, χωρίς να ασχολείται μεν με την αγροτική του εκμετάλλευση, αλλά ασκώντας σε αυτό την προσήκουσα εποπτεία, τοπογραφώντας το και ζητώντας έννομη προστασία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του, όποτε παρέστη ανάγκη προς τούτο. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος, περί το έτος 1987, όταν ακόμα αγνοούσε ότι ο πατέρας του είχε μεταβιβάσει, λόγω γονικής παροχής, στον αδελφό του Κ., κατά το ήμισυ, το αγροτεμάχιό του, φύτεψε σε αυτό 14 ελαιοδενδρύλλια και περισυνέλλεγε έκτοτε τον καρπό αυτών, καθώς και άλλων, προϋφιστάμενων, υπό την ανοχή του αδελφού του, έως το 2001, οπότε ο τελευταίος εναντιώθηκε στην κατάσταση αυτή και ζήτησε, με τη με αρ. έκθ. κατ. 42/13.09.2001 αγωγή του, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σάμου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να κόψει τα δένδρα και να παύσει να διαταράσσει την κυριότητά του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου, η με αριθμό 18/2002 απόφαση του ως άνω Ειρηνοδικείου, με την οποία οναγνωριζόταν ο ενάγων κύριος ελαιοχωραφίου έκτασης τεσσάρων περίπου στρεμμάτων και υποχρεώνονταν ο εναγόμενος να κόψει τα δένδρα που είχε φυτέψει στο ανατολικό τμήμα αυτού. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι το έτος 1991 εκδόθηκε η υπ' αριθ. 495/91 οικοδομική άδεια του Τμήματος Πολεοδομίας της ΝΑ Σάμου, με δικαιούχο τον Κ. Β. του Ε., για ανέγερση νέας διώροφης οικοδομής στο ακίνητο που ανήκει πλέον κατά κυριότητα στον ενάγοντα. Στο τοπογραφικό διάγραμμα κάλυψης του Πολιτικού Μηχανικού Γ. Δ., που υποβλήθηκε στην Πολεοδομία για την έκδοση της ως άνω αδείας και θεωρήθηκε από αυτήν στις 11 Νοεμβρίου 1991, αποτυπώνεται το ακίνητο του ενάγοντος ως συνορεύον βόρεια με ιδιοκτησία εναγομένου, δυτικά με ιδιοκτησία Γ. Β., ανατολικά με ιδιοκτησία Μονής Ζωοδόχου Πηγής και νότια με κτήμα μοναστηριακό. Στο τοπογραφικό αυτό, το οποίο προφανώς συντάχθηκε μετά από επιτόπια μετάβαση του Μηχανικού στο ακίνητο, δεδομένου ότι ήταν η πρώτη τοπογράφησή του και αποτυπώνει λεπτομερώς την ακριβή εικόνα που αυτό παρουσίαζε τότε, απεικονίζοντας το τμήμα του, στο οποίο υπήρχε θαμνώδης βλάστηση, ή ακόμα και άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μορφολογίας του εδάφους του, όπως κάποιους μεγάλους βράχους, δεν φαίνεται η περίφραξη που υπάρχει σήμερα και αποτυπώνεται στο επισυναπτόμενο στην αγωγή από μηνός Οκτωβρίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Γεωργίου Αντωνίου, οριοθετώντας, με τα στοιχεία Β1, Β2, Β3, Β4, Β5, Β6, Β7, Β8, Β9, Β10, Α8, Α7, Α6, Α5, Β11, A3, Β1, το επίδικο. Από αυτό αποδεικνύεται εμμέσως ότι το Νοέμβριο του έτους 1991, όταν έγινε, δηλαδή η τοπογράφηση του εν λόγω ακινήτου, το επίδικο εδαφικό τμήμα δεν ήταν περιφραγμένο. Αβάσιμα, επομένως, ισχυρίζεται ο εναγόμενος ότι είχε τοποθετήσει την περίφραξη ήδη από το έτος 1983, αφού, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι αυτή τοποθετήθηκε σε χρονικό σημείο οπωσδήποτε μεταγενέστερο του έτους 1991. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το περιεχόμενο του υπ' αρ. πρωτ. .../29.10.2007 εγγράφου του Αγρονομικού Τμήματος Σάμου της Δ/νσης Αγροφυλακής της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, στο οποίο βεβαιώνεται, μετά από αυτοψία που διενήργησε η εν λόγω Υπηρεσία, κατόπιν αιτήσεως του εναγομένου και παρουσία του, ότι το ακίνητο του τελευταίου, τα όρια του οποίου υποδείχθηκαν από τον ίδιο, είναι περιφραγμένο με παλαιά περίφραξη, καθώς και μετά το έτος 1991 μεσολαβεί ικανό χρονικό διάστημα, ώστε η περίφραξη να υποστεί εμφανή φθορά και να θεωρείται παλαιά. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι στο επίδικο υπάρχει μία καρυδιά, η ύπαρξη της οποίας αποδεικνύει και το γεγονός ότι αυτό αποτελεί τμήμα του δικού του ακινήτου, μιας και στους τίτλους ιδιοκτησίας του αναφέρεται ρητά ότι με το αγροτεμάχιο συμμεταβιβάζεται, μεταξύ άλλων δένδρων, και μία (μοναδική στο ευρύτερο ακίνητο) καρυδιά. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, ουδόλως αποδείχθηκε με βεβαιότητα, καθώς στο ως άνω έγγραφο της Αγροφυλακής γίνεται μεν λόγος για μία καρυδιά ευρισκόμενη στο ακίνητο του εναγομένου, χωρίς να εξειδικεύεται, όμως, η ακριβής θέση της εντός αυτού, ενώ, τόσο η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, υιού του τελευταίου, όσο και η ένορκη βεβαίωση του ετέρου τέκνου του δεν κρίνονται επαρκείς προς απόδειξη τούτου (ισχυρισμού), δεδομένου ότι δεν ενισχύονται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο και δη, από τοπογραφικό διάγραμμα απεικονίζον την ύπαρξη, ενδεχομένως, όπως και την ακριβή θέση των δένδρων εντός του επιδίκου (και κυρίως της καρυδιάς) ή φωτογραφίες αυτού, αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, καίτοι ευχερώς θα μπορούσαν να ληφθούν, εν τούτοις ουδόλως προσκομίζονται από τον εναγόμενο προς απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού του. Και ναι μεν η μάρτυρας απόδειξης κατέθεσε, μεταξύ άλλων, πως η καρυδιά βρίσκεται εντός του ακινήτου του ενάγοντος, ωστόσο, όμως, η κατάθεσή της ως προς το ζήτημα τούτο δεν κρίνεται ικανή να δημιουργήσει στο Δικαστήριο βέβαιη δικανική πεποίθηση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του ως άνω ισχυρισμού του εναγομένου (ότι, δηλαδή, ο ενάγων ήταν αυτός που επέκτεινε τα όρια του ακινήτου του προς βορρά, καταλαμβάνοντας μέρος του δικού του ακινήτου), αφενός, λόγω της αοριστίας της, αφού δεν αποσαφηνίστηκε σε ποιο σημείο του ακινήτου του ενάγοντος βρίσκεται το συγκεκριμένο δένδρο (ήτοι, εντός ή εκτός του επιδίκου), αφετέρου δε, καθόσον, εξαιτίας των υφιστάμενων περιουσιακών διαφορών της ανωτέρω μάρτυρος με τον εναγόμενο αδελφό της και λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή, όπως συνάγεται από την ανάγνωση όλων των μαρτυρικών καταθέσεών της κατά τις μεταξύ των διαδίκων γινόμενες δίκες, δεν τελούσε σε πλήρη γνώση και δεν ήταν σε θέση να καταθέσει με σαφήνεια και βεβαιότητα σχετικά με τα υπάρχοντα εντός των ακινήτων των διαδίκων δένδρα, είναι μειωμένης αξιοπιστίας, καθόσον εκτιμάται ότι, καταθέτοντας τα παραπάνω αυτή διατηρούσε την πεποίθηση ότι ενίσχυε έτσι τη θέση του ενάγοντος. Ακολούθως, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η κυριότητά του στο επίδικο και η πρόθεση του ενάγοντος να ιδιοποιηθεί αυτήν χωρίς νόμιμο δικαίωμα, αποδεικνύεται και από το ότι ο τελευταίος εμφανίζει το ακίνητό του στο προσαρτώμενο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα ως έχον έκταση 8.712,41 τμ., σύμφωνα, δε, με την προηγούμενη μέτρησή του, κατά τη σύνταξη του προγενέστερου ως άνω τοπογραφικού, αυτή ανέρχονταν σε έξι περίπου στρέμματα, ενώ στην πραγματικότητα, βάσει των τίτλων ιδιοκτησίας του (ενάγοντος), έχει μεταβιβαστεί σε αυτόν η κυριότητα επί ακινήτου έκτασης τεσσάρων μόνο στρεμμάτων. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο ενάγων εμφανίζει ως όμορη του ακινήτου του, προς Δυσμάς, την ιδιοκτησία Γ. Β., ενώ στους αρχικούς τίτλους ιδιοκτησίας του, δυτικά του ακινήτου του φαίνεται να υπάρχει μοναστηριακό κτήμα και η ιδιοκτησία Γ. Β. αποτελεί το δυτικό σύνορο του δικού του ακινήτου. Αποδεικνύεται, πράγματι, ότι ο ενάγων έχει προβεί σε μία αδικαιολόγητη αύξηση της έκτασης του ακινήτου του, αφού διαφοροποίηση από την αναφερόμενη στους τίτλους ιδιοκτησίας του έκταση των τεσσάρων περίπου στρεμμάτων δικαιολογείται ενδεχομένως μόνο κατά την πρώτη εμβαδομέτρηση του ακινήτου, ενόψει και του ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά το χρόνο που διανεμήθηκε το μείζον ακίνητο, ο προσδιορισμός της έκτασης των ακινήτων στα συμβόλαια γινόταν πολλές φορές κατά προσέγγιση. Αντίθετα, δεν δικαιολογείται η δεύτερη αύξηση της έκτασης του ακινήτου του ενάγοντος, όπως αυτή προκύπτει από το επισυναπτόμενο στην αγωγή διάγραμμα. Παρά ταύτα, η ως άνω διαφορά στην έκταση του ακινήτου του δεν επηρεάζει εν προκειμένω την κρίση περί της κυριότητας επί του επιδίκου, καθότι από τη συγκριτική επισκόπηση του τοπογραφικού διαγράμματος του έτους 1991 και του προσαρτώμενου στην αγωγή συνάγεται ευκρινώς ότι το ακίνητο απεικονίζεται στο τελευταίο να καλύπτει μεγαλύτερη έκταση προς νότο, ήτοι, σε βάρος του όμορου μοναστηριακού κτήματος (βλ. σχετικά και κατάθεση μάρτυρα απόδειξης), ενώ προς βορρά, όπου συνορεύει με την ιδιοκτησία του εναγομένου, ουδεμία διαφορά παρατηρείται μεταξύ των δύο σχεδιαγραμμάτων, τα οποία στο σημείο τούτο απεικονίζουν το ακίνητο του ενάγοντος και τη γραμμή που το οριοθετεί από το όμορο του εναγομένου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Εξάλλου, αναφορικά με την αποτύπωση της ιδιοκτησίας του Γ. Β. ως όμορης, προς τα δυτικά, της ιδιοκτησίας του ενάγοντος σημειώνονται τα εξής: η ιδιοκτησία Γ. Β. εμφανίζεται ως κείμενη δυτικά της ιδιοκτησίας του εναγομένου (βλ. παραπάνω, το υπ' αριθ. .../48 διανεμητήριο και το υπ' αριθ. .../81 συμβόλαιο δωρεάς), ενώ, ως συνορεύουσα δυτικά με το ακίνητο του ενάγοντος φαίνεται στους αρχικούς τίτλους αυτού μοναστηριακή ιδιοκτησία (βλ. το ως άνω διανεμητήριο και το υπ' αριθ. .../53 συμβόλαιο αγοράς). Μεταγενέστερα και συγκεκριμένα στις υπ' αριθ. .../85 και .../89 γονικές παροχές, στην υπ' αριθ. .../2007 γονική παροχή, αλλά και σε αμφότερα τα προαναφερόμενα τοπογραφικά διαγράμματα, εμφανίζεται η ιδιοκτησία του Γ. Β. ως κείμενη δυτικώς της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, χωρίς ταυτόχρονα να γίνεται μνεία τυχόν πράξης εκποίησης στον Γ. Β.. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η αναφορά της ιδιοκτησίας του Γ. Β. ως όμορης, προς δυσμάς, της ιδιοκτησίας του ενάγοντος οφείλεται είτε σε σφάλμα κατά την υπόδειξη των όμορων ιδιοκτησιών του ακινήτου του ενάγοντος είτε στο ότι ο Γ. Β. νέμεται, πέραν των ορίων του ακινήτου του και το προς νότο συναπτό μοναστηριακό ακίνητο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι είναι και κύριος αυτού. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν δύναται να συναχθεί ότι ο ενάγων έχει "επεκτείνει" το ακίνητό του προς βορρά, τόσο ώστε ολόκληρη η δυτική του πλευρά να φαίνεται πλέον ότι συνορεύει με την ιδιοκτησία Γ. Β., λαμβανομένου υπόψη ότι ο εναγόμενος, σε απόκρουση της αγωγής, προβάλλει ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας μόνο στο επίδικο εδαφικό τμήμα και όχι και στο υπόλοιπο ακίνητο, το οποίο δεν αμφισβητεί ότι ανήκει κατά κυριότητα στον ενάγοντα. Από όλα τα παραπάνω έπεται ότι και ο περί επέκτασης του ακινήτου του ενάγοντος προς βορρά (τουλάχιστον) ισχυρισμός του εναγομένου παρίσταται ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Συνακόλουθα τούτων, αποδεικνύεται ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα ανήκει κατά κυριότητα στον ενάγοντα, ως αποτελούν τμήμα, προς βορρά, του όλου ακινήτου του, το οποίο απέκτησε παράγωγα, κατά τον αναλυτικά εκτιθέμενο παραπάνω τρόπο. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι στο πρόσωπο του εναγομένου δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για τη δια χρησικτησίας κτήση της κυριότητας του επιδίκου, αφενός μεν, τακτικής, αφού δεν υπάρχει νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος που να αφορά το επίδικο εδαφικό τμήμα, αλλ' ούτε και αποδείχθηκε καλόπιστη νομή αυτού, αφετέρου δε, έκτακτης, λόγω μη συμπλήρωσης του αναγκαίου χρόνου των είκοσι ετών νομής αυτού, αφού ο εναγόμενος αποψίλωσε και περιέφραξε το επίδικο σε χρόνο οπωσδήποτε μεταγενέστερο του έτους 1991, οπότε και άρχισε να το νέμεται, καλλιεργώντας το μαζί με την υπόλοιπη ιδιοκτησία του. Κατόπιν τούτων, ο προβαλλόμενος από αυτόν (εναγόμενο) ισχυρισμός περί ιδίας κυριότητας στο επίδικο, ο οποίος αποτελεί, κατά το μέρος που στηρίζεται στην δια παραγώγου τρόπου κτήση αυτής άρνηση της εξεταζόμενης κύριας βάσης της αγωγής και κατά το μέρος που στηρίζεται στην κτήση της κυριότητας με χρησικτησία, καταλυτική της αγωγής ένσταση και όχι, όπως εσφαλμένα χαρακτηρίσθηκε από το Ειρηνοδικείο, αναβλητική ένσταση νομής - κατοχής του πράγματος, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος απορριπτόμενου, συνακόλουθα, και του υπό στοιχείο Β' λόγου της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών - εναγόμενος παραπονούμενος για τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της ένστασής του, ζητεί, εν τέλει, αφού χαρακτηρισθεί αυτή ορθά, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ν' απορριφθεί η κατ' αυτού ασκηθείσα αγωγή". Με βάση τις παραδοχές αυτές το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, έκρινε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια, περί παραγώγου τρόπου κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, βάση της, και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον περί ιδίας κυριότητας ισχυρισμό του εναγομένου και δη τόσο ως αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό όσο και ως ένσταση κατά τις διατάξεις της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες και επικαλούμενες περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις των άρθρων 1033, 974, 1041 και 1045 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω ανελέκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος-ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου εδαφικού τμήματος κατά τρόπο παράγωγο, ήτοι με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../12-3-2007 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβ/φου Αθηνών Σωτηρίας Κασαγιάννη και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του πατέρας του Κ. Β., ήταν κύριος αυτού, δυνάμει των νόμιμα μεταγεγραμμένων υπ' αριθμ. .../24-8-1985 και .../22-11-1989 συμβολαίου γονικής παροχής και ότι ο αναιρεσείων εναγόμενος δεν έχει αποκτήσει κυριότητα με παράγωγο τρόπο ούτε νεμήθηκε την επίδικη εδαφική έκταση επί συνεχή δεκαετία με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο ή επί συνεχή εικοσαετία. Επομένως οι από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ πρώτος και δεύτερος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγοι της αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση η αιτίαση του πρώτου λόγου κατά την οποία συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως των οικείων περί παραγώγου τρόπου κτήσεως κυριότητας διατάξεων, συνισταμένη στο ότι καίτοι το Εφετείο (Πολυμελές Πρωτοδικείο), με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχεται ότι η επίδικη εδαφική έκταση των 584,91 τμ δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους του αμέσου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου, πατέρα του Κ. Β., ήτοι στα υπ' αριθμ. .../24-8-1985 και .../22-11-1989 συμβόλαια γονικής παροχής, στα οποία η προς τον εν λόγω δικαιοπάροχο κατά κυριότητα μεταβιβασθείσα εδαφική έκταση αναφέρεται ως έχουσα συνολικό εμβαδόν 4000 τμ. με δυτικό όριο μοναστηριακή περιουσία και εκείνη του Γ. Β., στη συνέχεια κρίνει καταφατικώς περί της συνδρομής στην ένδικη διαφορά των ουσιαστικών προϋποθέσεων μεταβιβάσεως της κυριότητας επί του επιδίκου παραγώγως, με το υπ' αριθμ. .../12-3-2007 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβ/φου Αθηνών Σωτηρίας Κασσαγιάννη, στο οποίο η προς τον αναιρεσίβλητο, κατά κυριότητα μεταβιβαζομένη έκταση αναφέρεται με εμβαδό 8712,41 τμ, ήτοι μεγαλύτερη κατά 4712,41 τμ από εκείνη των δύο προηγουμένων συμβολαίων, ενώ στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο υφίσταται διαφοροποίηση ως προς τη δυτική πλευρά της ιδιοκτησίας του αναιρεσιβλήτου. Ειδικότερα όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως του Εφετείο (Πολυμελές Πρωτοδικείο) κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά, περί τα πράγματα, κρίση του, δέχθηκε ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα των 584,91 τμ. που βρίσκεται στο βόρειο μέρος της ιδιοκτησίας του αναιρεσιβλήτου και νότια της ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος εμπίπτει εξ ολοκλήρου στη μείζονα έκταση των 4000 τμ, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά τη θέση, τα όρια και το εμβαδόν στα προμνημονευθέντα δύο συμβόλαια γονικής παροχής του αμέσου δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου. Η μνεία στην προσβαλλομένη απόφαση α) ότι η στο υπ' αριθμ. .../12-3-2007 ως άνω συμβόλαιο γονικής παροχής αναφερομένη έκταση κατά 4712,41 τμ μεγαλύτερη εκείνης των 4000 τμ που μνημονεύεται στα δύο προηγούμενα συμβόλαια γονικής παροχής προς τον άμεσο δικαιοπάροχο του αναιρεσιβλήτου, βρίσκεται (η επί πλέον αυτή έκταση) κατά τις σχετικές παραδοχές νοτίως της εκτάσεως των 4000 τμ και εμπίπτει σε ξένη (μοναστηριακή) ιδιοκτησία, β) ότι το προς δυσμάς όριο της ιδιοκτησίας του αναιρεσιβλήτου στο υπ' αριθμ. .../12-3-2007 συμβόλαιο γονικής παροχής εμφανίζεται εν μέρει διαφοροποιημένο με τους δύο προηγούμενους τίτλους δεν επάγεται ευθεία παραβίαση των ως άνω ουσιαστικών περί μεταβιβάσεως της κυριότητας επί ακινήτων διατάξεων κατά τρόπο παράγωγο, λόγω ελλείψεως της ταυτότητας του μεταβιβαζομένου ακινήτου. Τούτο δε γιατί το δικαστήριο με σαφήνεια δέχθηκε ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα εμπίπτει στους ανωτέρω τίτλους ιδιοκτησίας, οι δε ανωτέρω υπό στοιχ. α και β παραδοχές διαλαμβάνονται στα πλαίσια της απαντήσεως του δικαστηρίου στον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και της προσβληθείσας από αυτόν επιχειρηματολογίας περί του ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα δεν εμπίπτει στους τίτλους ιδιοκτησίας του αναιρεσιβλήτου, η δε αναφορά στην εν λόγω επί πλέον έκταση γίνεται διηγηματικώς και μόνο, ενώ οι αποδοχές αυτές δεν επιστηρίζουν το διατακτικό, ούτε δημιουργούν δεδικασμένο ως προς την εν λόγω έκταση. Περαιτέρω με το δεύτερο μέρος του δευτέρου λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως της παρ. 1 εδ. β του άρθρου 560 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ήχθη στο ανωτέρω εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα, που έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των μαρτυρικών καταθέσεων, αλλά και του γεγονότος ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κάτοχος ξένης ιδιοκτησίας. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ενώ δεν προσδιορίζεται ποιά είναι τα διδάγματα αυτά στα οποία πρέπει να γίνει καταφυγή, ώστε να εφαρμοσθούν οι επικαλούμενοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου (περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας). Η επίκληση πραγματικών περιστατικών που έρχονται σε αντίθεση με αυτά που έχουν γίνει ανελέγκτως δεκτά και που αναφέρονται παραπάνω στους λοιπούς αναιρετικούς λόγους, πλήττει την μη υποκειμένη σε αναίρεση εκτίμηση των αποδείξεων και δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-11-2009 αίτηση του Σ. Ε. Β. για αναίρεση της υπ' αριθμό 112/1ΤΠ/2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου που δίκασε ως Εφετείο, και της 59/2008 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Σάμου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 19 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εκτός της περίπτωσης που η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, οπότε σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση του Εφετείου κατά το κεφάλαιο που απορρίπτει την έφεση και η πρωτόδικη ως προς την ουσία της υπόθεσης. Παράγωγος και πρωτότυπος, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, τρόπος αποκτήσεως κυριότητας 560 αρ. 1α Ευθεία παραβίαση κανόνων δικαίου 560 αρ.1β Διδάγματα κοινής πείρας. Δεν ιδρύεται ο οικείος λόγος όταν χρησιμοποιούνται για έμμεση απόδειξη και την εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρηματικών, γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων.
Χρησικτησία
Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1461/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. χήρας Γ. Β., το γένος Χ. Π., κατοίκου ... 2) Δ. Β. του Γ., συζ. Π. Λ., κατοίκου ..., 3) Σ. Β. του Γ., κατοίκου ..., και 4) Γ. Β. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Πήττα. Του αναιρεσίβλητου: Μ. Ρ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κοσκινά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/7/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4143/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 1794/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31/7/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/5/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη, τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του, αν δε πρόκειται για αποδεικτικό μέσο, που το πρώτον προσάγεται στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 527 Κ.Πολ.Δικ.) η επίκληση γίνεται με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ.Α.Π. 23/2008, Α.Π. 197/2013, Α.Π. 481/2013). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, πραγ/νη, ένορκες βεβαιώσεις κ.λ.π.). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.Α.Π. 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.Α.Π. 13-14-15/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Α.Π. 87, 483, 495, 1022/2013). Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του Κ.Πολ.Δικ., όπως ισχύουν μετά το Ν. 2915/2001 (αλλά και το Ν. 3994/2011) και εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 παρ.1 εδ.α' Κ.Πολ.Δικ. και στην κατ' έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη, το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παρ.3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Με τη διάταξη αυτή εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώπιον κάθε πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η χρήση από τους διαδίκους ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου (ενώ πλέον κατά το άρθρο 36 του Ν. 3994/13.7.2011 περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 Κ.Πολ.Δικ. περιοριστικά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα), εφόσον βέβαια για το αποδεικτικό θέμα επιτρέπονται μάρτυρες και τηρήθηκε η οριζόμενη από τη διάταξη αυτή προϋπόθεση, για την έγκυρη λήψη τους, δηλαδή η προηγούμενη, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου, που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, παράλληλα δε τέθηκε όριο, ως προς τον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων, που κάθε διάδικη πλευρά μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Το όριο των τριών ενόρκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρ. 218 Κ.Πολ.Δικ.) ή της ανταγωγής (άρθρ. 268 Κ.Πολ.Δικ.), δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ (κύρωση με ν.δ. 53/1974), που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα δικαστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως τη θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει, εξαιτίας του επισφαλούς χαρακτήρα του αποδεικτικού αυτού μέσου, τη μεγαλύτερη δικαιϊκή ασφάλεια στις σοβαρές, κατά κανόνα, υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (Α.Π. 1103/2011). Αν προσκομισθούν από ένα διάδικο μέρος περισσότερες από τρεις ένορκες βεβαιώσεις, το δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις τρεις πρώτες κατά τη σειρά επίκλησής τους, γιατί οι πέραν των τριών πρώτων προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις είναι, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του Κ.Πολ.Δικ. ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και ως τέτοιο δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 1103/2011). Εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ξεχωριστά αποδεικτικά μέσα και δεν περιλαμβάνονται στα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. Κ.Πολ.Δικ. έγγραφα πρέπει να γίνεται ειδική μνεία τους στην απόφαση, η οποία (μνεία) αν δεν γίνεται, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, ότι αυτές (ένορκες βεβαιώσεις) λήφθηκαν υπόψη, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δικ. (Α.Π. 854/2012, Α.Π. 197/2013). Εξάλλου η επίκληση από τον διάδικο της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτή ο αριθμός, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται (Α.Π. 638/2012, Α.Π. 1136/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τις νόμιμα ληφθείσες στον Ειρηνοδίκη Αθηνών και προσκομισθείσες το πρώτον στο Εφετείο υπ' αριθμ. .../12-4-2011 και .../12-4-2011 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Σ. Ρ. του Ν. και Κ. Μ. του Δ., από τις οποίες προέκυπτε το ουσία βάσιμο των ισχυρισμών των αναιρεσειόντων - εναγομένων, ότι το φερόμενο ως "καταπατηθέν" από αυτούς εδαφικό τμήμα των 92,60 τ.μ. ανήκει στην ιδιοκτησία τους και ότι στο Ο.Τ. ... της γειτονιάς 2 του συνοικισμού "Άτταλος Καματερού", δεν υπήρχαν τα φερόμενα ως επίδικα υπ' αριθμ. 16 και 19 οικόπεδα. Ο λόγος αυτός είναι κατά ένα μέρος βάσιμος και δη ως προς την πρώτη, κατά σειρά επικλήσεως, ένορκη βεβαίωση, ήτοι την υπ' αριθμ. .../12-4-2011, καθόσον την δεύτερη, κατά σειρά επικλήσεως, ήτοι την υπ' αριθμ. .../12-4-2011, ορθά το Εφετείο δεν την έλαβε υπόψη, ως υπεράριθμη, ήτοι ως προσκομιζομένη πέραν, του επιτρεπομένου, κατά την αναφερομένη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 270 εδ. γ Κ.Πολ.Δικ., αριθμού των τριών ενόρκων βεβαιώσεων. Ειδικότερα από την παραδεκτή επισκόπηση των ενώπιον του Εφετείου προτάσεων των αναιρεσειόντων - εφεσιβλήτων, καθώς και της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ.) προκύπτει ότι αυτοί επικαλέσθηκαν νόμιμα και προσκόμισαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, τόσο τις δύο ένορκες βεβαιώσεις, με αριθμούς ... και .../15-01-2010, μαρτύρων τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που είχαν προσκομίσει και στην πρωτοβάθμια δίκη, όσο και τις επίμαχες δύο ένορκες βεβαιώσεις, που νομότυπα λήφθηκαν μετά την πρωτοβάθμια δίκη (άρθρ. 529 Κ.Πολ.Δικ. -Α.Π. 49/2012) - σελ. 29 των προτάσεων και 9 της προσθήκης - αντίκρουσης - πλην όμως το Εφετείο στην προσβαλλομένη απόφαση μνημονεύει μόνο τις ένορκες βεβαιώσεις που είχαν προσκομισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι τις υπ' αριθμ. ... και .../15-01-2010, ενώ αντίθετα την προαναφερθείσα υπ' αριθμ. .../12-4-2011, δεν την μνημονεύει, ούτε προκύπτει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ότι την έλαβε υπόψη ή ότι η εν λόγω βεβαίωση δεν είχε προσκομισθεί ή ότι κατά το 529 Κ.Πολ.Δικ. αποκρούστηκε η προσκομιδή της. Αντίθετα από τη ρητή μνεία των δύο άλλων ενόρκων βεβαιώσεων, ενισχύεται η βεβαιότητα ότι αυτή δεν λήφθηκε υπόψη. Αντίθετα όπως προαναφέρθηκε η δεύτερη κατά σειρά επικλήσεως στο δευτεροβάθμιο και τέταρτη κατ' αριθμόν προσκομισθείσα υπ' αριθμ. .../12-4-2011 ένορκη βεβαίωση, ορθά δεν λήφθηκε υπόψη ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (Α.Π. 1103/2011). Ενόψει τούτων στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος από τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.). Ο αναιρεσίβλητος ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1794/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 559 αρ.11 περ.γ προϋποθέσεις. Βασιμότητας του λόγου. Ένορκες βεβαιώσεις. Προϋποθέσεις παραδεκτού – επιτρεπτού αυτών. Πλείονες των τριών είναι απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα και δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Το όριο των τριών ενόρκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά, ανεξαρτήτων των αντικειμένων της δίκης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Κρίση ότι ο νομοθετικός περιορισμός των τριών βεβαιώσεων δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Αναιρείται η απόφαση λόγω μη λήξεως της μιας από τις δύο ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίστηκαν στο Εφετείο και συμπλήρωναν τον επιτρεπόμενο αριθμό των τριών. Η τέταρτη ορθά δεν λήφθηκε υπόψη ως ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο.
Βεβαίωση ένορκη
Αποδεικτικά μέσα, Βεβαίωση ένορκη.
0
Αριθμός 1442 /2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Οκτωβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Π. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χούρσογλου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 92-122-123/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 191/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 351 ΑΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν.3064/2002, "η ασελγής πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα τιμωρείται ως εξής: α) ... β) ... γ) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ ...". Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικά: α) Η τέλεση από ενήλικο ασελγούς, από οποιαδήποτε άποψη, πράξεως με ανήλικο, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, στις πράξεις δε αυτές περιλαμβάνεται εκτός των άλλων, η παρά φύση συνουσία του ανηλίκου στον ενήλικο και η πεολειχία του ενηλίκου στον ανήλικο, και β) η παροχή από τον ενήλικο στον ανήλικο αμοιβής ή άλλου υλικού ανταλλάγματος (χρημάτων, δώρων, υποσχέσεων δώρων). Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος, δηλ. θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν, ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί για την ηλικία του παθόντος ανηλίκου. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η πρωτοβουλία ή πρόκληση αυτού δεν έχει καμιά έννομη σημασία. Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, (στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος), οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται αυτά. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της ασέλγειας με ανηλίκους έναντι αμοιβής κατά συρροή και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και συνολική χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) Ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιον του, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, τα έγγραφα που αναφέρονταν στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά- κατά πιστή μεταφορά-: Στις 2.3.2005, συναντήθηκαν στο ..., οι ανήλικοι, Μ. Κ. του Π. και Ε. Τ. του Π., μη έχοντες συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους (γεννηθέντες 21.8.1988), οι οποίοι, κατόπιν προτροπής του Μ. Κ., αποφάσισαν να επισκεφθούν τον κατηγορούμενο Κ. Π., δικηγόρο και κάτοικο ..., επί της οδού ... αρ. …, στο γραφείο του, καθόσον ο τελευταίος, σε συνάντηση που είχε με τον Μ. Κ., λίγες ημέρες πριν, είχε υποσχεθεί σε αυτόν, ότι εάν συνευρίσκετο ερωτικά μαζί του, τότε θα κανόνιζε, ώστε να γνωρίσει γυναίκες για να κάνει έρωτα και θα ελάμβανε και χρήματα. Πράγματι οι παραπάνω ανήλικοι έφθασαν στο γραφείο του κατηγορουμένου περί της 13.30 μ.μ. της ίδιας ημέρας. Ο κατηγορούμενος αντελήφθη αμέσως το λόγο της επισκέψεώς τους γι' αυτό τους ζήτησε να επιστρέψουν μετά από ένα εικοσάλεπτο και τούτο καθόσον βρίσκονταν πελάτες στο γραφείο του. Στις 13.50' οι δυο ανήλικοι επέστρεψαν στο γραφείο του κατηγορουμένου, ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε την ηλικία τους, εκμεταλλευόμενος την απειρία τους περί την γενετήσια ζωή που ήταν απότοκος της ανηλικότητάς τους, τους έβαλε να καθίσουν στον προθάλαμο, από το συρτάρι δε του γραφείου του έβγαλε ένα περιοδικό άσεμνου περιεχομένου, που περιείχε φωτογραφίες γυμνών γυναικών και ερωτικών σκηνών, το οποίο έδωσε στους ανηλίκους, με σκοπό να τους διεγείρει σεξουαλικά. Μετά την πάροδο κάποιου σύντομου χρονικού διαστήματος ζήτησε από τους ανηλίκους, ο καθένας ξεχωριστά να εισέλθουν στο γραφείο του, με πρώτο τον Ε. Τ., ενώ ο άλλος θα περίμενε στο μπαλκόνι, και στη συνέχεια διαδοχικά με κάθε ένα από τους δυο ανηλίκους, προέβη στη διενέργεια ασελγών πράξεων που ανάγονται στη γενετήσια σφαίρα και προσβάλλουν αντικειμενικά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, προκειμένου να διεγείρει και να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή και επιθυμία του. Ειδικότερα έκανε σε αυτούς στοματικό έρωτα και στη συνέχεια, με τη χρήση προφυλακτικού, το οποίο ο ίδιος έδωσε στους ανηλίκους, ζήτησε από αυτούς να έρθουν σε παρά φύση συνουσία μαζί του, δεχόμενος ύστερα από προτροπή του το εν στύση πέος τους εντός του πρωκτού του. Μετά το τέλος των πράξεων αυτών, ο κατ/νος, έδωσε στους ανήλικους το ποσό των τριάντα (30,00) Ευρώ, καθώς και ένα χαρτί στον καθένα που έγραφε το κινητό του τηλέφωνο υπ' αριθ. ..., ζητώντας από αυτούς, όποτε είχαν ανάγκη από χρήματα να κατέβουν στην … και να κάνουν ξανά έρωτα μαζί του, προκειμένου να τους πληρώσει και πάλι. Κατά τη στιγμή όμως που οι ανήλικοι, περί ώρας 14.30 μ.μ. εξέρχονταν από το γραφείο του κατηγορουμένου, έγιναν αντιληπτοί από άνδρες του Τμήματος Ασφαλείας Κορίνθου, οι οποίοι, αξιοποιώντας σχετικές πληροφορίες, που είχαν περιέλθει σε αυτούς, και ανέφεραν, ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε το ανωτέρω αναφερόμενο δικηγορικό του γραφείο, για να συνευρίσκεται ερωτικά με ανηλίκους έναντι αμοιβής, είχαν θέσει σε παρακολούθηση το χώρο αυτό. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί υπάλληλοι, προσήγαγαν του ανηλίκους στο Τμήμα Ασφαλείας, όπου σε σωματική δε έρευνα που έγινε σε αυτούς βρέθηκαν και κατασχέθηκαν το ποσό των δέκα πέντε (15,00) Ευρώ σε καθένα από αυτούς, καθώς και δύο (2) μικρά κομμάτια λευκού χαρτιού πάνω στα οποία αναγραφόταν ο αριθμός της κινητής τηλεφωνικής συσκευής του κατηγορουμένου και τα οποία τους έδωσε ο τελευταίος μετά την ολοκλήρωση της πράξης, όπως προαναφέρθηκε (βλ. τις από 2.3.2005 δύο εκθέσεις παράδοσης και κατάσχεσης). Εξ ετέρου άνδρες του ανωτέρω τμήματος μετέβησαν στο γραφείο του κατηγορουμένου, όπου διενήργησαν νομότυπη κατ' οίκον έρευνα, κατά την οποία, βρήκαν σε συρτάρι της βιβλιοθήκης του γραφείου του κατηγορουμένου ένα περιοδικό άσεμνου περιεχομένου, φύλλα περιοδικού αναλόγου περιεχομένου, δύο κουτιά βαζελίνης, και δύο αχρησιμοποίητα προφυλακτικά, ενώ μέσα σε σακούλα απορριμμάτων, που ήταν δίπλα στο γραφείο ανευρέθησαν, δύο χρησιμοποιημένα προφυλακτικά και δύο κουτιά προφυλακτικών (βλ. σχετ. την από 02.03.2005 έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά τη νύχτα). Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προέκυψαν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προαναφέρθηκαν και ιδίως: α) από τις καταθέσεις των παθόντων (προανακριτικές, ανακριτικές, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), οι οποίες κρίνονται αξιόπιστες και απηχούσες την πραγματικότητα. Οι τυχόν δε υπάρχουσες ασάφειες και αντιφάσεις και ιδιαίτερα στις καταθέσεις τις δοθείσες στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δικαιολογούνται αφενός εκ του νεαρού της ηλικίας τους, του χαμηλού μορφωτικού τους επιπέδου, καθώς και εκ του γεγονότος της καταγωγής τους (αθίγγανοι) και της ντροπής που αισθάνθηκαν, μη ανήλικοι πλέον, να καταθέσουν για γεγονός που επισύρει και για αυτούς την χλεύη των ομοφύλων τους και όπως οι ίδιοι στο παρόν Δικαστήριο κατέθεσαν "...Την πρώτη φορά (και εννοούν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) ήταν οι τσιγγάνοι μπροστά, η φυλή μου και ντροπιάστηκα...", β) από το περιεχόμενο των εκθέσεων 2.3.2005 έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά τη νύκτα της Σταυρούλας Μανίκα Ειρηνοδίκου Κορίνθου στο γραφείο του κατηγορουμένου και από 2.3.2005 παραδόσεως και κατασχέσεως των Υ/Α Χ. Χ. και Αρχ/κα (ΠΣ) Α. Χ., αντιστοίχως, που υπηρετούν στο ΤΑ Κορίνθου, στα χέρια των παθόντων, με οποίο επιβεβαιώθηκαν οι ισχυρισμοί των ανηλίκων, καθόσον, σύμφωνα με αυτές (εκθέσεις) ανευρέθησαν στο μεν γραφείο του κατηγορουμένου (τόπου τελέσεως της πράξεως) ένα περιοδικό άσεμνου περιεχομένου, φύλλα περιοδικού αναλόγου περιεχομένου, δύο κουτιά βαζελίνης, και δύο αχρησιμοποίητα προφυλακτικά, ενώ μέσα σε σακούλα απορριμμάτων, που ήταν δίπλα στο γραφείο ανευρέθησαν, δύο χρησιμοποιημένα προφυλακτικά και δύο κουτιά προφυλακτικών, στα χέρια δε των παθόντων το ποσό των δέκα πέντε (15,00) Ευρώ σε καθένα από αυτούς, καθώς και από ένα (1) μικρό κομματάκι λευκού χαρτιού πάνω στο οποία αναγραφόταν ο αριθμός του κινητού τηλεφώνου του κατηγορουμένου και γ) από την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου. Ο κατηγορούμενος κατ' αρχάς προς απόκρουση των σε βάρος του κατηγοριών και εκμεταλλευόμενος αφενός την απουσία των παθόντων-μαρτύρων Ε. Τ. και Μ. Κ., οι οποίοι εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου μετά την τέταρτη διακοπή (συνεδριάσεις 7η.6ου.2012, 8η.6ου.2012, 20η.6ου.2012, 2α.7ου.2012 και 9η.7ου.2012) και αφετέρου την αφαίρεση και ως εκ τούτου έλλειψη από την δικογραφία των αυτεπαγγέλτως ληφθεισών προανακριτικών καταθέσεων των εν λόγω μαρτύρων, στις οποίες ανέτρεξε το Δικαστήριο προς ανάγνωσή τους, λόγω του ανεφίκτου της εμφάνισής τους, ως απολιπομένων, καίτοι νομίμως επανειλημμένως κλητευθέντων (διαταχθείσης μάλιστα και βιαίας προσαγωγής αυτών, ανεκτέλεστης όμως), αποδεχόμενος την σεξουαλική του απόκλιση, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, και την οποία ουδέποτε αρνήθηκε, καθώς και την επίσκεψη των εν λόγω ανηλίκων στο γραφείο του, αρνήθηκε, ότι ήλθε ποτέ σε παρά φύση ασέλγεια ή ότι διενήργησε, οιαδήποτε ασελγή πράξη μετά των ως άνω ανηλίκων, των οποίων την ηλικία προφανώς γνώριζε, γεγονός που προκύπτει αναμφίβολα από την απολογία του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπου χαρακτηρίζει τους παθόντες ως δύο μιξιάρικα ("... Ήταν τότε δύο μιξιάρικα τόσα δα..."). Στη συνέχεια όμως και μετά τις καταθέσεις στο παρόν Δικαστήριο, κατά την πέμπτη συνεδρίαση αυτού, των παθόντων, καθώς και την ανεύρεση κατά παραγγελία της εισαγγελέως από το αρμόδιο Τ.Α. Κορίνθου του αφαιρεθέντος από τη δικογραφία υλικού (αυτεπάγγελτη προανάκριση) και αναγνωσθέντος τούτου (υλικού) κατά πρόταση της εισαγγελέως και μη έχοντος του κατηγορουμένου αντίρρηση, αυτός (κατηγορούμενος) αποδέχθηκε τα πάντα, αναφέροντας μεταξύ άλλων "...Έκανα τα όσα αναγράφονται... Είναι πολύ λεπτή η θέση μου... Αποδέχομαι όλες τις σεξουαλικές πράξεις. Και τον πρωκτικό έρωτα". Εξ ετέρου δεν αναιρούνται από κανένα αποδεικτικό προσκομισθέν στοιχείο. Ο κατηγορούμενος, δεν μπόρεσε σε καμμιά περίπτωση να δικαιολογήσει την ύπαρξη περιοδικών άσεμνου περιεχομένου εντός του γραφείου του και δη εντός δικηγορικού γραφείου, όπως και την ύπαρξη χρησιμοποιημένων προφυλακτικών στα απορρίμματα του γραφείου του, ο δε ισχυρισμός του, ότι αυτά ανήκουν στον υπάλληλο του γραφείου του Σ. Γ., ο οποίος κατά τις απογευματινές ώρες, όταν ο ίδιος απουσίαζε από το γραφείο του, συνευρισκόταν ερωτικά εντός αυτού με τη μνηστή του, αφενός δεν αποδείχθηκε και αφετέρου αντιβαίνει σε κάθε έννοια λογικής, σε κάθε δε περίπτωση δεν είναι σε θέσει να δικαιολογήσει την ύπαρξη όχι μόνο χρησιμοποιημένων αλλά και αχρησιμοποίητων προφυλακτικών εντός του γραφείου του, εκτός αν υποτεθεί, ότι και αυτά ανήκαν στον ως άνω υπάλληλο, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, πρέπει να είχε μετατρέψει, εν αγνοία του, το γραφείο του σε προσωπικό του υπνοδωμάτιο. Επίσης, δεν δικαιολογείται η ύπαρξη του αριθμού του κινητού τηλεφώνου του κατηγορουμένου στην κατοχή των ανηλίκων, το δε απ' αυτόν υποστηριζόμενο ότι τους το έδωσε για να επικοινωνούν μαζί του γιατί είχε αναλάβει την έκδοση αστυνομικής ταυτότητας για λογαριασμό τους, κρίνεται ως παντελώς αβάσιμο, καθόσον αφενός μεν, ουδόλως δικαιολογείται η μεσολάβηση δικηγόρου για την έκδοση αστυνομικής ταυτότητας, η οποία είναι μία τυπική διοικητική πράξη, αφετέρου δε, διότι και αληθούς υποτιθέμενου του ως άνω ισχυρισμού, δεν εξηγείται, πως δύο ανήλικοι και πένητες αθίγγανοι θα μπορούσαν να βρουν χρήματα να πληρώσουν ένα δικηγόρο για να αναλάβει τη διεκπεραίωση υπόθεσης τους. Τέλος, οι καταθέσεις των μαρτύρων Ε. Β. (συζύγου της αδελφής του κατηγορουμένου) και Σ. Χ. και Σ. Γ. (υπαλλήλων στο γραφείο αυτού -κατηγορουμένου) ελέγχονται ως προς την αξιοπιστία τους, αφού είναι άτομα που έχουν συμφέρον να στηρίξουν τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω που προκύπτουν από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα στοιχειοθετείται πλήρως η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, όπως τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία αυτής εκτίθενται λεπτομερώς και στο διατακτικό και συγκεκριμένα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αντί χρηματικού ανταλλάγματος, αλλά και υποσχόμενος περαιτέρω υλικές ανταμοιβές, επέδρασε στη βούληση των ανηλίκων, εκμεταλλευόμενος την απειρία αυτών περί τη γενετήσια ζωή, ώστε αυτοί να δεχθούν να έρθουν σε παρά φύση ασέλγεια με αυτόν, καθώς και να δεχθούν να υποστούν από αυτόν και λοιπές ασελγείς πράξεις και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως της ασέλγειας με ανήλικο έχοντα συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του έναντι αμοιβής (άρθρο 351 Α ΠΚ) και μάλιστα κατά συρροή. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ασέλγειας με ανηλίκους έναντι αμοιβής κατά συρροή, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 351 Α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, ώστε η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το δικαστήριο αναφέρει: α) τις ασελγείς πράξεις που ενήργησε αυτός στο σώμα των ανηλίκων (πεολειχία) με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του β) τις ασελγείς πράξεις που ενήργησαν οι ανήλικοι με προτροπή του στο σώμα του, (παρά φύση συνουσία), με σκοπό την γενετήσια ικανοποίησή του γ) τα ανταλλάγματα που έδωσε αυτός στους ανηλίκους για τις παραπάνω πράξεις τους και δ) την γνώση του για την ανηλικότητά τους. Η ειδικότερη αιτίαση του, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται ότι οι ανήλικοι Μ. Κ. και Ε. Τ. δέχθηκαν την τέλεση των διαλαμβανομένων στην προσβαλλόμενη απόφαση ,ασελγών πράξεων συνεπεία της αμοιβής που τους κατέβαλε, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος είναι ως προαναφέρθηκε η τέλεση της πράξεως, με παροχή αμοιβής ή άλλου ανταλλάγματος γεγονός που αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση με την παραδοχή του σκεπτικού της ότι "Μετά το τέλος των πράξεων αυτών, ο κατηγορούμενος, έδωσε στους ανήλικους το ποσό των 30 Ευρώ, καθώς και ένα χαρτί στον καθένα που έγραφε το κινητό του τηλέφωνο ζητώντας απ' αυτούς όποτε είχαν ανάγκη από χρήματα να κατέβουν και πάλι στην … και να κάνουν ξανά έρωτα μαζί του, προκειμένου να τους πληρώσει και πάλι, αλλά και την παραδοχή του διατακτικού που παραδεκτά συμπληρώνει το σκεπτικό, ότι τους έδωσε την υπόσχεση ότι είχε τη δυνατότητα να κανονίσει να συνευρεθούν ερωτικά με κάποια γυναίκα". Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και παραβίαση του αρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Σύμφωνα με το άρθρο 171 §1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις, που επιβάλλει ο νόμος και η ΕΣΔΑ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 1 του ΚΠΔ "Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί, αν το κρίνει δικαιολογημένο, να επιτρέψει σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επανορθωθεί πριν από το τέλος της διαδικασίας κάποια παράλειψη στην οποία υπέπεσε ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ένας από τους διαδίκους". Από την διάταξη αυτή, συνάγεται ότι μπορεί ο πρόεδρος του δικαστηρίου, εκτός των άλλων , να επιτρέψει: α) την εξέταση μαρτύρων που προσήλθαν καθυστερημένα και β) την ανάγνωση εγγράφων που προέκυψαν μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν να ανακοινώσει τη λήξη της συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δίδεται πάντοτε ο λόγος στον κατηγορούμενο, ο οποίος κατά τη διάταξη του άρθρου 333 παρ. 3 ΚΠΔ, πρέπει πάντα αυτός ή ο συνήγορος του να μιλήσουν τελευταία, ώστε να μην προκύψει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Στη προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγο αναιρέσεώς του, παραπονείται για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, και αρνητική υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, επειδή μετά την απολογία του, την πρόταση της Εισαγγελέως περί της ενοχής του ,και την αγόρευση του συνηγόρου υπερασπίσεώς του , το δικαστήριο διέκοψε τη συνεδρίαση, χωρίς επί του θέματος αυτού να του δοθεί ο λόγος. Ακολούθως, κατά τη δικάσιμο της 9-7-2012, που επαναλήφθηκε η συνεδρίασή του, επέτρεψε χωρίς να του δοθεί ο λόγος να εξεταστούν οι ανήλικοι παθόντες που δεν είχαν προσέλθει στη διάρκεια της διαδικασίας αν και είχαν κληθεί ,ανέγνωσε τις προανακριτικές τους καταθέσεις και άλλα έγγραφα, χωρίς να δοθεί ο λόγος στην Εισαγγελέα της έδρας, και να εκδοθεί παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου περί επανεκκινήσεως της διαδικασίας στο ακροατήριο, ότι δεν του δόθηκε ο λόγος ειδικώς για να απολογηθεί και όταν του δόθηκε απλώς ο λόγος διεκόπτετο συνέχεια από την παρέμβαση της Προέδρου και τρίτων παραγόντων της δίκης. Από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι: α) οι παραπάνω μάρτυρες, (βασικοί της κατηγορίας), προσήλθαν καθυστερημένα μετά τη διακοπή της συνεδριάσεως, για τη δικάσιμο της 9-7-2012, δηλαδή πράγματι μετά την αγόρευση του συνηγόρου υπερασπίσεώς του, για την οποία διακοπή όμως ,το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να δώσει το λόγο στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, ο οποίος σημειωτέον δεν αντέλεξε σε αυτήν, β) εξετάστηκαν οι μάρτυρες, χωρίς αντίρρηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου στη εξέταση τους γ) δόθηκε ο λόγος μετά από την εξέτασή τους στον κατηγορούμενο δ) αναγνώστηκαν επίσης, μετά από πρόταση της Εισαγγελέως, οι προανακριτικές καταθέσεις αυτών και άλλα ουσιώδη έγγραφα που είχαν χαθεί και βρέθηκαν μετά την απολογία του, χωρίς αντίρρηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, στον οποίο δόθηκε και πάλι ο λόγος να υποβάλλει τυχόν παρατηρήσεις του, σύμφωνα με το αρθρ. 358 ΚΠΔ και ε) μετά από αυτά (καταθέσεις, ανάγνωση καταθέσεων και εγγράφων), δόθηκε τελευταία και πάλι ο λόγος στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, προκειμένου να απολογηθεί εκ νέου, ο οποίος και απολογήθηκε, χωρίς να διακόπτεται από κανέναν. Σημειώνεται ότι όταν δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο να απολογηθεί δεν απαιτείται να δίδεται με πανηγυρικές εκφράσεις. Ακολούθως δόθηκε ο λόγος στην Εισαγγελέα, η οποία πρότεινε και πάλι την ενοχή του, στον συνήγορο υπεράσπισής του, ρωτήθηκε αυτός από την Πρόεδρο, αν έχει κάτι να προσθέσει και απάντησε αρνητικά. Επομένως, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, δεν στερήθηκε κανένα από τα δικαιώματα που του παρέχονται από το νόμο και την ΕΣΔΑ για την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του και του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη, το δε δικαστήριο της ουσίας δεν υπερέβη την εξουσία του, από τη μη έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης για επανεκκίνηση της διαδικασίας. Η ειδικότερη αιτίαση του, ότι το δικαστήριο της ουσίας εξέτασε τους μάρτυρες αυτούς, χωρίς ακρόαση της Εισαγγελέως της έδρας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι πλέον του ότι το δικαίωμα αυτό (επανεκκινήσεως της διαδικασίας στο ακροατήριο), ανήκει στη διευθύνουσα τη διαδικασία, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος δεν αντέλεξε στην εξέτασή τους ,ούτε προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής για την εξέτασή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά, την έλλειψη της ακροάσεως του Εισαγγελέα δε δικαιούται να την προβάλλει ως λόγο ακυρότητας της διαδικασίας, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι οι μάρτυρες αυτοί αν και κλητεύθηκαν νομίμως να προσέλθουν στο Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου κατά την αρχική συνεδρίασή του (7-7-2012), δεν προσήλθαν, διατάχθηκε από το δικαστήριο η βιαία προσαγωγή τους η οποία δεν εκτελέσθηκε, προσήλθαν δε κατά τη συνεδρίαση της 9-7-2012 και μετά από τη δικαιολογία τους για τη μη εμπρόθεσμη εμφάνισή τους, η Πρόεδρος του δικαστηρίου, ως είχε δικαίωμα, επανακκίνησε τη διαδικασία. Όσον αφορά τις προανακριτικές τους καταθέσεις και τα λοιπά ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας δεν ανευρέθησαν στον φάκελο αυτής , παρά μόνο κατά τη δικάσιμο της 9-7-2012, που τα προσκόμισε η Εισαγγελέας μετά από επιμέλειά της για την ανεύρεσή τους, λόγο για τον οποίο το δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, διέταξε την διαβίβαση των πρακτικών της δίκης και των σχετικών εγγράφων στον αρμόδιο Εισαγγελέα ,για έρευνα τυχόν υπάρξεως αδικήματος από την προσωρινή αυτή απώλειά τους. Επομένως, οι λόγοι αυτοί της απόλυτης ακυρότητας και της υπέρβασης εξουσίας του (το αρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' ιδίου κώδικα), που προβάλλονται είναι αβάσιμοι κατ' ουσία και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. πρωτ. 645/25-1-2013 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Κ. Π. του Ν., δικηγόρου, κατοίκου ... (…) κατά της υπ' αριθ. 92, 122, 123/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αδίκημα: Ασέλγεια έναντι αμοιβής από ενήλικο σε ανήλικο που συμπλήρωσε το 15ο έτος της ηλικίας του. Λόγοι αναίρεσης. Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δεν αποκλείει την επάνοδο σε αυτήν, αν κριθεί από τον διευθύνοντα ή από το δικαστήριο επί προσφυγής ως αναγκαίο προς συμπλήρωση των αποδείξεων και ανακάλυψη της αληθείας, η εξέταση εμφανισθέντων μαρτύρων που απουσίαζαν κατά τη διάρκειά της και η ανάγνωση εγγράφων, αρκεί να δοθεί και πάλι ο λόγος στον κατηγορούμενο προκειμένου να προβάλλει τις παρατηρήσεις του κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ και να του δοθεί ο λόγος για να απολογηθεί εκ νέου. Ο λόγος δίνεται χωρίς πανηγυρικές εκφράσεις. Επί του θέματος αυτού της επανόδου στην αποδεικτική διαδικασία δεν εκδίδεται παρεμπίπτουσα απόφαση και δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ διότι απολογήθηκε εκ νέου ο κατηγορούμενος. Η έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα δεν προτείνεται ως λόγος αναίρεσης από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.
Ακροάσεως έλλειψη
Ακροάσεως Αρχή, Ακροάσεως έλλειψη, Ασέλγεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1439/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Κ. Κ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλέρμπα, περί αναιρέσεως της 3042/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με Πολιτικώς ενάγον το Ν.Π.Δ.Δ. "ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ"-ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ Δ. Ι. ΡΙΠΠΗ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κονδύλη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Νοεμβρίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1201/2012. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και μόνο ως προς την περί ποινής διάταξή της, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ.2 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και το τελευταίο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 3 β' του Ν.2721/1999, που τροποποιήθηκε τελευταία με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περ. ιβ' και ιγ' του Νόμου 4055/2012, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι (120.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς ως εντολοδόχου επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι (120.000) Ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Επίσης κατά το άρθρο 98 παρ. 2 Π.Κ. που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2721/1999 επί προσβολής περιουσιακών αγαθών, ο χαρακτηρισμός της αξίας του αντικειμένου της πράξεως, της περιουσιακής βλάβης και οφέλους γίνεται με βάση το αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεπε συνολικά ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για την συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται ο δράστης να έχει λάβει στην κατοχή του κινητό πράγμα που να είναι ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα του ανήκει κατά το αστικό δίκαιο σε άλλον, να το ιδιοποιηθεί παρανόμως και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια εξωτερίκευσης της θέλησής του, να το ενσωματώσει στην περιουσία του άνευ δικαιώματος. Περαιτέρω, για τον χαρακτηρισμό της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως ως κακουργηματικής, απαιτείται το αντικείμενό της να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται με βάση τις συνθήκες της αγοράς και την αξία στις συναλλαγές. Κατά τον κρίσιμο χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη, κάποια από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άνω άρθρο ιδιότητες όπως αυτή του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, και ότι για να ληφθεί υπόψη το σύνολο της αξίας των επί μέρους πράξεων, πρέπει ο δράστης να απέβλεπε με αυτές στο εν λόγω οικονομικό αποτέλεσμα, ενώ συνιστά επιβαρυντική περίπτωση εκείνη κατά την οποία το συνολικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως υπερβαίνει το ποσό των 120.000 Ευρώ, οπότε αρκεί το μέγεθος της αξίας για τον κακουργηματικό χαρακτήρα του εγκλήματος. Έτσι υπαίτιος υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος καθίσταται και ο εντολοδόχος, ο οποίος κατ' άρθρο 713 Α.Κ., έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση νομικής ή υλικής φύσεως, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα που αυτός του εμπιστεύθηκε (Α.Κ. 719), όπως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους, και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, αρκεί να μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους (μάρτυρες-έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., πρέπει να υπάρχει όχι μόνον, ως προς την ενοχή, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή τη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, είναι και ο περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως από το άρθρο 84 παρ.δ' και ε' ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 3042/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, για την πράξη της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 73.367,57 Ευρώ, με την αναγνώριση στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α' Π.Κ. (προτέρου εντίμου βίου), του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως 5 ετών και υποχρεώθηκε στη καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, Ν.Π.Ι.Δ., με την επωνυμία Ιερός Ναός Άγιος Σάββας κληροδότημα Δ.Ι. Ρίππη, ποσού 44 Ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη σε βάρος του τελεσθείσα από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο αδικοπραξία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικάσαν ως άνω σε δεύτερο βαθμό Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ενόρκως, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στον Ιερό Ναό Αγίου Σάββα Βοτανικού Αθηνών είχε αφεθεί το κληροδότημα Δ. Ι. Ρίππη, του οποίου τη διαχείριση είχε αναλάβει το εκκλησιαστικό συμβούλιο του συσταθέντος νπιδ με την επωνυμία "Ιερός Ναός Αγίου Σάββα Βοτανικού Αθηνών-κληροδότημα Δ.Ι. Ρίππη". Στο εν λόγω εκκλησιαστικό συμβούλιο συμμετείχαν ο ιερέας Θ. Κ., ως πρόεδρος, ο Ο. Κ., ως αντιπρόεδρος, ο κατ/νος Κ. Κ., ως γραμματέας, από το έτος 1997" ο Α. Ρ., ως ταμίας και ο Γ. Μ., ως εκκλησιαστικός σύμβουλος. Με το 5/16.4-1997 πρακτικό του ως άνω εκκλησιαστικού συμβουλίου ο κατ/νος ορίστηκε ταμίας του κληροδοτήματος και του ανατέθηκε η διαχείρισή του, την οποία και ασκούσε έκτοτε. Όμως, με αφορμή ζήτημα που προέκυψε αναφορικά με την επιστροφή φόρου στο κληροδότημα, λόγω απαλλαγής των ευαγών ιδρυμάτων από τη φορολογία, ανακαλύφθηκε ότι υπήρχε εκκρεμότητα από τη μη έγκαιρη υποβολή των φορολογικών δηλώσεων του κληροδοτήματος για τα έτη 1997 έως 2000, έργο που αναγόταν στα καθήκοντα του κατ/νου, ως ταμία του κληροδοτήματος. Έτσι, το εκκλησιαστικό συμβούλιο απευθύνθηκε, στο Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο στη συνέχεια ζήτησε και έλαβε ενημέρωση από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (υποκ/μα Αιγάλεω), όπου ετηρείτο ο ... λογαριασμός του κληροδοτήματος και του οποίου το βιβλιάριο κατείχε ο κατ/νος λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του. Από τη σύγκριση των απολογισμών του κληροδοτήματος για τα έτη 1997 έως 2000 και της κίνησης του ως άνω λογαριασμού προέκυψε ότι τα κατατεθέντα από τον κατ/νο στον επίμαχο λογαριασμό χρηματικά ποσά υπολειπόντουσαν των ποσών που αναγραφόντουσαν στους αντίστοιχους απολογισμούς, ως εσόδων και προερχόντουσαν από τα μισθώματα που εισέπραττε ο κατ/νος από τρίτους μισθωτές οικημάτων του κληροδοτήματος. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι ενώ ο κατ/νος κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000, με την παραπάνω ιδιότητά του, εισέπραξε τα χρηματικά ποσά των 9.571.743 δραχμών (28.090,22 ευρώ), 15.451.420 δραχμών (45.345,32 ευρώ) και η 11.847.915 δραχμών (34.770,11 ευρώ), αντίστοιχα, δεν προέβη, ως όφειλε, στην κατάθεσή τους στον παραπάνω λογαριασμό, αλλά τα ιδιοποιήθηκε, ενσωματώνοντάς τα παράνομα στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του εν λόγω νομικού προσώπου και των λοιπών μελών του εκκλησιαστικού συμβουλίου. Αρχικά ο κατ/νος και υπό την πίεση των γεγονότων αποδέχτηκε μερικά την ευθύνη του για ποσό 19.620.000 δραχμών, δηλώνοντας ενώπιον του εκκλησιαστικού συμβουλίου ότι είχε στην κατοχή του το εν λόγω ποσό και ότι θα το κατέθετε στον παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό μετά το πέρας 10ημέρου, συντάχτηκε δε προς τούτο το 3/17.10.2000 πρακτικό του εκκλησιαστικού συμβουλίου, χωρίς όμως να προβεί στην επιστροφή και κατάθεση του ποσού αυτού. Στη συνέχεια, με την από 5/3/2007 έγγραφη δήλωσή του προς τον ιερέα Θ. Κ., ο κατ/νος αποδέχτηκε ότι με την ιδιότητά του ως ταμία και διαχειριστή του παραπάνω κληροδοτήματος, ιδιοποιήθηκε το συνολικό ποσό των 176.000 ευρώ, δηλώνοντας ότι θα το επέστρεφε στο ταμείο του κληροδοτήματος, χωρίς να πραγματοποιήσει ούτε και αυτή την υπόσχεσή του. Βέβαια, ο κατ/νος, ακολούθως, υπέβαλε μήνυση κατά του μάρτυρα ιερέα Θ. Κ. για την πράξη της πλαστογραφίας, αναφορικά με την κατάρτιση του 3/17.10.2000 πρακτικού, για την οποία όμως ο τελευταίος κηρύχτηκε αθώος, με τη 42148/07 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Εξάλλου, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο συνήγορος υπεράσπισης του κατ/νου ισχυρίστηκε ότι η παραπάνω δήλωση του κατ/νου προς τον ιερέα Θ. Κ. είναι πλαστή. Όμως, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος, ως. ουσιαστικά αβάσιμος, αναιρούμενος τόσο από το περιεχόμενο του 3/17.10.2000 πρακτικού, όσο και από τις με βάση την άμεση προσωπική τους αντίληψη, ένορκες καταθέσεις στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου των μαρτύρων κατηγορίας 1) Γ. Μ., ο οποίος, μεταξύ άλλων, εξέθεσε ότι είχε δει δύο φορές τον κατ/νο και παραδέχτηκε την ενοχή του, ότι ήταν παρών ο κατ/νος και είναι η υπογραφή του, ότι μπροστά του τα παραδέχτηκε ο Κ. (κατ/νος) και πως ό,τι ξέρει το ξέρει από την ομολογία του κατ/νου, 2) Α. Ρ. ο οποίος, μεταξύ άλλων, εξέθεσε ότι τη δήλωση την υπογράφει ο Κ. (κατ/νος), ότι ο κατ/νος είπε ότι έχει καταχραστεί τα χρήματα και θα πάρει δάνειο να τα επιστρέψει και 3) Ο. Κ. ο οποίος, μεταξύ άλλων, εξέθεσε ότι ο κατ/νος δέχτηκε και υπέγραφε το πρακτικό και τη δήλωση και ότι θα έπαιρνε δάνειο για να δώσει τα χρήματα. Κατόπιν όλων όσων αναφέρθηκα, αποδεικνύεται ότι ο κατ/νος, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ήταν πράγματι διαχειριστής και ταμίας του παραπάνω κληροδοτήματος και με την ιδιότητά του αυτή διέπραξε την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που του αποδίδεται, για την οποία πρέπει να κηρυχτεί ένοχος, κατά τ' αναφερόμενα στο διατακτικό. Θα του επιβληθεί, όμως, μειωμένη ποινή, διότι μέχρι το χρόνο της πράξης του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρα 83 και 84 παρ. 2α ΠΚ). Με αυτά που δέχτηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 98, 375 παρ.1, 2 Π.Κ. όπως συμπληρώθηκε τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, Α) Αιτιολογείται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάσθηκε με την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, με την παραδοχή του ότι "με το 5/16-4-1997 πρακτικό του ως άνω εκκλησιαστικού συμβουλίου, ο κατηγορούμενος ορίσθηκε ταμίας του κληροδοτήματος και του ανατέθηκε η διαχείριση του, την οποία ασκούσε έκτοτε". Β) Αιτιολογείται η κρίση του δικαστηρίου για την παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του με την παραδοχή ότι "ενώ ο κατηγορούμενος κατά τα έτη 1998,1999,και 2000,με την παραπάνω ιδιότητα του εισέπραξε τα χρηματικά ποσά των 9.571.743 δρχ. (28.090,22 Ευρώ),15.451.420 δρχ. (45.345,32 Ευρώ) και 11.847.915 δρχ. (34.770.11 Ευρώ, αντίστοιχα δεν προέβη ως όφειλε, στην κατάθεση τους στον παραπάνω λογαριασμό, αλλά τα ιδιοποιήθηκε, ενσωματώνοντας παράνομα στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του εν λόγω νομικού προσώπου και των λοιπών μελών του εκκλησιαστικού συμβουλίου". Γ)Ότι το αντικείμενο που υπεξαίρεσε, ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αιτιολογείται με την παραδοχή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου "ότι διέπραξε την πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας" και Δ) Η επιβαρυντική περίπτωση της παρ. 2 εδ. β του άρθρου 375 ΠΚ με την παραδοχή ότι τα υπεξαιρεθέντα επί μέρους ποσά ήταν 28.090,22 για το έτος'1998 45.345,32 για το έτος 1999 και 34.770,11 Ε., τα οποία μετά την άθροιση τους ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 108.205,65 Ευρώ δηλ. ήταν άνω των 73.367,57 Ε". Ε) Αιτιολογείται επίσης ο δόλος του, με την παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ενώ εισέπραξε από τρίτους μισθωτές του ως άνω Ν.Π.Ι.Δ. ως οφειλόμενα προς το άνω νομικό πρόσωπο μισθώματα τα προπαρατεθέντα χρηματικά ποσά, δεν προέβη ως όφειλε στην κατάθεση των ποσών αυτών στον τηρούμενο από το νομικό αυτό πρόσωπο λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του", ο οποίος (δόλος) εξ άλλου εκδηλώνεται με τη θέληση παραγωγής και την πραγμάτωση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών. Όσο αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, πρέπει να απορριφθούν ως κάτωθι α) Η αιτίαση ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση εκ ποίων στοιχείων το δικαστήριο πείσθηκε για την ενοχή του, διότι στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού το δικαστήριο της ουσίας στο προοίμνιο του σκεπτικού του, διέλαβε τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε την καταδικαστική του κρίση, τα οποία αναφέρθηκαν και παραπάνω. β)Οι αιτιάσεις ότι μεθοδεύθηκε η σε βάρος του κατηγορία, μετά από 6 ολόκληρα έτη, ότι αντιφάσκουν οι προανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας με τα όσα κατέθεσαν στο ακροατήριο, όπου κατέθεσαν ψευδώς ότι ο ίδιος ομολόγησε ότι υπεξαίρεσε το ποσό των 20.000.000 δρχ. και υποσχέθηκε ότι θα το επιστρέψει, ότι στο με αρ. 3/17-10-2000 πρακτικό συνεδριάσεως του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, στο οποίο περιέχεται η ανωτέρω ομολογία του, οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι πλαστογράφησε τις υπογραφές τους ο πατήρ Θ. Κ., ο οποίος πλαστογράφησε σ 'αυτό και την δική του υπογραφή, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση με την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη ενοχή του και την απόρριψη του προταθέντος ενώπιον του, ισχυρισμού περί πλαστότητας του ανωτέρω πρακτικού, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω, όπως πρoκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου υπεράσπισής του, προέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς αυτοτελείς ισχυρισμούς περί συνδρομής στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 παρ. 2 εδαφ. δ' και ε Π.Κ., ήτοι της ειλικρινούς μεταμέλειας, και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για τη θεμελίωση του πρώτου από αυτούς επικαλέστηκε ότι "Εγώ έχω μεταμεληθεί τα μάλλα δια την εμπλοκή μου εις την υπόθεση αυτήν. Απεφάσισα να επανακάμψω, πράγμα το οποίο το κατόρθωσα και να αποδείξω εις την κοινωνία, τους συνανθρώπους μου και τους δικούς μου ανθρώπους, γονείς, σύζυγο και τέκνα ότι το συμβάν ήτο μία ατυχής παρένθεση και μόνο. Επί τω λόγω τούτω ουδέποτε έδωσα έτερον δικαίωμα δια ότι δήποτε μεμπτό εναντίον μου, καθ όλην την διαρρεύσασα δεκαετία. Ουδέποτε απησχόλησα τας αστυνομικός αρχάς δια οποιοδήποτε θέμα . Προσεπάθησα ειλικρινώς και με πλήρη επίγνωσιν του τι κάνω, να άρω τας συνεπείας της αποδιδομένης εις εμέ πράξεως μου ζητών δια του εντίμου τρόπου διαβιώσεως μου συγγνώμη από την κοινωνία και τους συνανθρώπους μου. Όθεν δέον να αναγνωρισθεί και το στοιχείον τούτο ως ελαφρυντική περίσταση" . Προς θεμελίωση του ετέρου, από το άρθρο 84 παρ. 2 εδαφ. ε' Π.Κ. ισχυρισμού του, ο κατηγορούμενος επικαλέσθηκε ότι "Καθ' όλον το μετά την πράξη ικανότατο για μεγάλο χρονικό διάστημα υπέρ την δωδεκαετίαν, επέδειξα την επιβαλλομένην υπό των κανόνων του κράτους και της κοινωνίας συμπεριφοράν. Η όλη μου πολιτεία, η οικογενειακή μου κατάσταση, η αγωγή μου και οι μαρτυρίες των μαρτύρων υπερασπίσεως μου, συνηγορούν εις το ότι η εμπλοκή μου οφείλεται εις στιγμιαία δυσλειτουργία του λογικού μου. Άλλωστε εγώ έχω έμφυτον αποστροφήν προς τις άδικες πράξεις και ενσυνείδητον υπακοήν εις τους νόμους και τους κοινωνικούς κανόνες αμφότερα δε τα στοιχεία ταύτα με πειθαναγκάζουν να ζώ και να κινούμαι εντός των πλαισίων της νομιμότητας χωρίς να διανοηθώ να τα παραβώ. Δια τους λόγους αυτούς επέδειξα επί μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την αποδιδομένην σε εμέ πράξιν, καλήν συμπεριφοράν επί ολόκληρον δωδεκαετίαν και δέον να αναγνωρισθεί και το ελαφρυντικό τούτο εις εμέ". Τα επικαλούμενα από τον ήδη αναιρεσείοντα περιστατικά, δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση τόσο της επικαλούμενης από αυτόν ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρ. 84 παρ. 1 εδ. δ! ΠΚ, όσο και του εδ. ε' του ιδίου κώδικα. Τούτο διότι για τη συνδρομή των ανωτέρω ελαφρυντικών περιστάσεων, τις οποίες η έννομη τάξη επιβραβεύει με μείωση της ποινής δεν αρκεί, μόνο η αναφορά στα στοιχεία του νόμου, αλλά όσο αφορά το πρώτο η μεταμέλεια του υπαιτίου, πρέπει να είναι ειλικρινής και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του, όσο αφορά δε το δεύτερο δεν αρκεί η μη εκδήλωση επίμεμπτης συμπεριφοράς εκ μέρους του υπαιτίου, αλλά απαιτείται να εκτίθενται θετικά στοιχεία ως προς τον τρόπο διαβιώσεως του, στη κοινωνία. Το δικαστήριο της ουσίας ,παρά την προβολή αυτών κατά τρόπο αόριστο, απέρριψε αυτά με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα διέλαβε για την απόρριψη του πρώτου την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύονται άλλα περαιτέρω περιστατικά, τα οποία να στοιχειοθετούν τη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς εκ μέρους του μετάνοιας (αρθρ. 84 παρ2 εδ. δ! Π.Κ), εν όψει μάλιστα ότι αυτός αν και επανειλημμένα υποσχέθηκε να επιστρέψει τα υπεξαιρεθέντα ποσά, δεν το έπραξε. Για την απόρριψη δε του δεύτερου ότι δεν αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς του έκτοτε. Κατά συνέπεια και ο σχετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί του, είναι αβάσιμος κατ' ουσία και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω κατά τη διάταξη 2 παρ. 1 του ΠΚ, αν από τη τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της, ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Εξάλλου, κατά την § 4 του άρθρου 79 ΚΠΔ, στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην § 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) την βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις §§ 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του, την βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Σύμφωνα με τη προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 του Π.Κ., το ποσό των 73.000 Ευρώ, που συνιστούσε επιβαρυντική περίσταση για την διάπραξη από τον υπαίτιο της αξιόποινης αυτής πράξης, ήτοι της κακουργηματικής υπεξαίρεσης της παρ. 1 ιδίου άρθρου .αναπροσαρμόσθηκε κατά το άρθρο 25 παρ.1 περ. 1β' και 1γ' του νόμου 4055/2012, η ισχύς του οποίου άρχισε από την 2-4-2012, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (8-11-2011), στο ποσό των 120.000 Ευρώ. Ο νεότερος αυτός νόμος είναι επιεικέστερος για τον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο, αφού εισήγαγε ευμενέστερες γι 'αυτόν διατάξεις. Οι τελευταίες, συνάπτονται με την επιμέτρηση της ποινής που του επιβλήθηκε, δεδομένου ότι το αντικείμενο της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε (υπεξαιρεθέν ποσό) των 108.205,65 Ευρώ, είναι κατώτερο από το επιτασσόμενο από το νέο νόμο ποσό των 120.000 Ευρώ και δεν συνιστά με τα σημερινά δεδομένα επιβαρυντική περίσταση της κακουργηματικής αυτής πράξεως, που θεμελιώνει λόγο επίτασης της ποινής κατά την επιμέτρηση της, για τη συγκεκριμενοποίηση της στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου. Εν προκειμένω δε μετά την αναγνώριση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου και της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, κυμαίνεται σε φυλάκιση από 1 έτος έως 6 έτη κάθειρξη. Κατ' ακολουθία αυτών, εν όψει και των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελευταίο και 514 εδ. δεύτερο περ. β' Κ.Π.Δ. πρέπει αυτεπαγγέλτως να εφαρμοσθεί ο νεότερος και επιεικέστερος νόμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει, μόνο ως προς την επιβληθείσα διάταξη της περί ποινής, και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως ( άρθρ. 519 Κ.Π.Δ.) για νέα επί της ποινής κρίση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 3042/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών εν μέρει, ήτοι μόνο ως προς τη διάταξη της, περί της ποινής του αναιρεσείοντος. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο προς νέα κρίση, και μόνον ως προς την παραπάνω διάταξή της, συντιθέμενου του δικαστηρίου από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει την υπ'αρ. 131/2011 αίτηση του Κ. Κ. του Α., κατοίκου ..., για αναίρεση της ίδιας πιο πάνω απόφασης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αδίκημα. Υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο ποσού άνω των 73.000 Ε. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την κρίση περί της ενοχής και την απόρριψη των προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών αρθρ. 84 παρ.2 εδ. δ' και ε' ΠΚ. Επάρκεια αιτιολογίας τόσο για την κρίση περί ενοχής όσο και για την κρίση της απόρριψης των αυτοτελών ισχυρισμών παρά τη μη παραδεκτή προβολή τους. Μετά την ισχύ του νόμου 4055/2012 που ισχύει από 2-4-2012, με το άρθρο 25 του οποίου αναπροσαρμόσθηκε το ποσό των 73.000 Ε, στο ποσό των 120.000 Ε., για την επιβαρυντική περίπτωση του δευτέρου εδαφίου του αρθρ. 375 παρ. 2 ΠΚ, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο για τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί πριν από την ισχύ αυτού και εκκρεμούν ενώπιόν του για εκδίκαση (αρθρ. 2, 511, 514 ΚΠΔ). Αναιρεί εν μέρει την απόφαση μόνο για την περί ποινής διάταξή της. Παραπέμπει στο ίδιο δικαστήριο που συγκροτείται από άλλους δικαστές από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Επιεικέστερος νόμος, Αναίρεση μερική, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 1437/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα - (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μητσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη,- Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 και 21 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήττα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου M. T. του M., Τούρκου υπηκόου, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Ναυπλίου, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο, κατά της υπ' αριθμ. 151/2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με την υπ' αριθμ. 151/2013 απόφασή του, γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στο Κράτος της Τουρκίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό 1 και ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 2013 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν και ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Ναυπλίου Βασιλείου Γιολάρη και καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1201/13 Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου και να εκδοθεί αυτός στις αρχές του κράτους της Τουρκίας ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 436 του ΚΠΔ, αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (437-456 του ΚΠΔ), οι οποίες εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Η από 13/12/1957, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, που υπογράφηκε στο Παρίσι και κυρώθηκε από την Ελλάδα, την 6/5/1961, με το ν. 4165/1961, στην οποία έχει προσχωρήσει και η Τουρκία, από την κύρωσή της, διέπει πλέον το δίκαιο της εκδόσεως, μεταξύ των πιο πάνω Κρατών, εφαρμόζονται όμως και οι ανωτέρω διατάξεις του ΚΠΔ, εφόσον δεν αντίκεινται σ` αυτήν. Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 και 12 παρ. 1 της ως άνω Ευρωπαϊκής συμβάσεως η έκδοση ενεργείται μετά από γραπτή αίτηση υποβαλλόμενη μέσω της διπλωματικής οδού από το Κράτος που την ζητεί και για κολάσιμες πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους και των δύο Κρατών με ποινή στερήσεως της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας ανώτατου ορίου ενός τουλάχιστον έτος ή αυστηρότερης ποινής. Εξ άλλου, με το άρθρο 12 παρ. 2 της ίδιας συμβάσεως ορίζονται τα έγγραφα που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση εκδόσεως. Κατά το άρθρο 450 Κ.Π.Δ, το συμβούλιο Εφετών μετά την εξέταση εκείνου που έχει συλληφθεί, αν εμφανίστηκε.... γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της έκδοσης .....", ενώ κατά το άρθρο 451 παρ.1 του ΚΠΔ, κατά της οριστικής αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, με την οποία αυτό γνωμοδοτεί επί αιτήσεως εκδόσεως, επιτρέπεται στον εκζητούμενο και στον Εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, μέσα σε είκοσι τέσσερεις ώρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση στον γραμματέα Εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο αποφαίνεται μέσα σε οκτώ ημέρες, με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 448 και 450 του Κ.Π.Δ. Αυτός για τον οποίο ζητείται η έκδοση κλητεύεται αυτοπροσώπως, ή μέσω αντικλήτου του, είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από τη συζήτηση με τη φροντίδα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 επ, 474 § 2 και 502 § 2 Κ.Π.Δ, προκύπτει 1) ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως προσδιορίζεται από την έκταση και το περιεχόμενο των προβαλλομένων λόγων, στην έρευνα των οποίων περιορίζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της προσβαλλομένης αποφάσεως στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της εφέσεως που προτείνει ο εκκαλών και 2) ότι στην έκθεση εφέσεως με την οποία επιδιώκεται ο έλεγχος και η διόρθωση των σφαλμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να διατυπώνονται οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται, και να προτείνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο για να είναι δεκτικοί δικαστικής εκτιμήσεως διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αυτά ισχύουν κατ` αναλογία, και ως προς το ένδικο μέσο της εφέσεως που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 451 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά της αποφάσεως για την έκδοση ή για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του Συμβουλίου Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με την υπ` αριθμό 151/2013, απόφασή του, γνωμοδότησε, υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος - εκζητουμένου, M. T., του M. και της S., Tούρκου υπηκόου, στο Κράτος της Τουρκίας, που ζήτησε την έκδοσή του, προκειμένου να εκτίσει στερητική της ελευθερίας ποινή τριών (3) ετών, που του επιβλήθηκε, για το αδίκημα της κλοπής κατά συναυτουργία, με την 2007/850 Karar 19-7-2007 απόφαση του H' Πλημμελειοδικείου Gaziantep (Γκαζηαντέπ) Τουρκίας, που κατέστη αμετάκλητη με την 2012/18468 Karar απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Γραφείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Τουρκίας, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στις 19-5-2007 στο Gaziantep (Γκαζηαντέπ) Τουρκίας. Κατά της αποφάσεως αυτής, που δημοσιεύθηκε στις 16-10-2013, ο εκζητούμενος, άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως, την κρινομένη υπ` αριθμό 1/17-10-2013, έφεση ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Ναυπλίου. Στην έκθεση όμως αυτής δεν αναφέρονται καθόλου λόγοι εφέσεως. Ειδικότερα, γίνεται αναφορά σε αυτήν, επί λέξει: "ΕΚΚΑΛΕΙ ενώπιον του ΣΤ' Τμήματος του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου την υπ` αριθμό 151/ 16-10-2013 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου ( σε δημόσια συνεδρίαση) η οποία γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεώς του, στις δικαστικές αρχές της Τουρκίας για τους κάτωθι νομίμους, βασίμους και αληθείς λόγους και όσους άλλους θέλει προσθέσει κατά την εκδίκαση της εφέσεώς του. Διότι αν πάω στην Τουρκία θα με σκοτώσουν οι Κούρδοι. Είναι μεγάλη οργάνωση από διάφορα χωριά και κινδυνεύει η ζωή μου. Μου έχουν κάψει το σπίτι και με απειλούν συνέχεια". Με το περιεχόμενο αυτό η έφεση είναι αόριστη, διότι δεν αναφέρεται σ` αυτή κανένα συγκεκριμένο σφάλμα, ούτε καμία πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε διατυπώνονται παράπονα για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων νόμου που εμποδίζουν την εκτέλεση της περί ης ο λόγος έκδοσης. Συνεπώς η κρινομένη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, την υπ` αριθμό 1/17-10-2013, έφεση, του M. T., του M. και της S., Tούρκου υπηκόου, κατά της υπ` αριθμό 151/2013αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίασή του στις 21 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Αλλοδαποί. Έκδοση Τούρκου υπηκόου στο κράτος της Τουρκίας, προκειμένου να εκτίσει ποινή φυλάκισης τριών ετών για κλοπή κατά συναυτουργία. Έφεση ενώπιον του ΑΠ κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως. Προσχώρηση σ' αυτή τη Σύμβαση και της Τουρκίας. Λόγοι εφέσεως. Αόριστη έφεση, αφού δεν αναφέρονται στην έφεση σφάλματα ή πλημμέλειες της απόφασης, αλλά προσωπικοί φόβοι. Απορρίπτει έφεση ως απαράδεκτη.
Έκδοση αλλοδαπού
Έκδοση αλλοδαπού.
0
Αριθμός 1433/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Α. Μ. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Αποστολά. Των αναιρεσιβλήτων - προς ούς η κοινοποίηση της κλήσης: 1) Δ. Ι. του Σ., ο οποίος, όπως αναφέρεται στην από 20/5/2012 κλήση, απεβίωσε και κληρονομήθηκε από την κόρη του Ρ. Ν., κατοίκου ..., και 2) Ε. χήρας Ν. Τ. του Σ. Ι., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σαμουήλ Αλχανάτη. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Τ. Μ. του Μ. και 2) Η. Μ. του Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σαμουήλ Αλχανάτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/7/1983 αγωγή του αρχικού διαδίκου Δ. Ι., της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην προκείμενη δίκη, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκε με την δια των προτάσεων ασκηθείσα ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 508/1984 μη οριστική, 449/1987 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 221/1989 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 663/1995 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Δωδεκανήσου. Το ως άνω Δικαστήριο εξέδωσε την 95/1996 απόφαση, κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1004/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Δωδεκανήσου. Το ως άνω Δικαστήριο εξέδωσε την 335/2001 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζήτησε ο ήδη αναιρεσείων με την από 21/2/2002 αίτησή του και οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με την από 19/4/2002 παρέμβασή τους, ζητώντας την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως. Εκδόθηκε η 727/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι προσθέτως παρεμβαίνοντες - καλούντες με την από 20/5/2012 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/10/2003 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων και των προσθέτως παρεμβαινόντων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία όπως επίσης προκύπτει από τα άρθρα 80 και 556 του ΚΠολΔ, μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολομ.ΑΠ 8/2011), ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στους κύριους διαδίκους. Παρέπεται ότι χωρίς την επίδοση αντιγράφου της πρόσθετης παρέμβασης στους διαδίκους δεν ολοκληρώνεται η άσκησή της, και η τυχόν επίσπευση της συζήτησης της αναίρεσης από τον παρεμβαίνοντα και η συζήτησή της προτού επιδοθεί το αντίγραφο αυτό είναι απαράδεκτη. Εν προκειμένω από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Κατά τη δικάσιμο της 15-10-2003 του παρόντος Τμήματος, που είχε ορισθεί για τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, οι Τ. Μ. και Η. Μ. είχαν καταθέσει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου την από 19-4-2002 παρέμβασή τους υπέρ των αναιρεσιβλήτων Δ. Ι. και Ε. Τ.-Ι., επικαλούμενοι έννομο προς τούτο συμφέρον. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υποθέσεως που έλαβε χώραν κηρύχθηκε απαράδεκτη με την υπ' αριθμ. 727/2004 απόφαση του ιδίου (παρόντος) Τμήματος του Αρείου Πάγου επειδή δεν είχαν κλητευθεί οι αναιρεσίβλητοι, αλλά και διότι δεν είχε επιδοθεί αντίγραφο της ασκηθείσης πρόσθετης παρέμβασης στους διαδίκους. Ήδη οι ως άνω προσθέτως παρεμβάντες, με την από 20-5-2012 κλήση τους, την οποία στρέφουν κατά του αναιρεσείοντος Α. Μ. και η οποία φέρεται ως "κοινοποιούμενη στους αναιρεσιβλήτους Ρ. Ν., ως μοναδική κληρονόμο του αποβιώσαντος αρχικού αναιρεσιβλήτου-πατέρα της Δ. Ι., και Ε. Τ. - Ι., φέρουν προς συζήτηση την αίτηση αναιρέσεως και την παρέμβασή τους. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στην παρούσα δικάσιμο, που ορίσθηκε κατόπιν της ανωτέρω κλήσεως, παραστάθηκαν ο μεν αναιρεσείων με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, οι δε αναιρεσίβλητοι και οι επισπεύδοντες προσθέτως παρεμβάντες δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Σαμουήλ Αλχανάτη, βάσει ειδικών πληρεξουσίων όλοι πλην της δεύτερης αναιρεσίβλητης Ε. Τ.-Ι., για την οποία δεν προσκομίζεται πληρεξούσιο για την εκπροσώπησή της από τον παραστάντα και για λογαριασμό της ως άνω δικηγόρο και η οποία πάντως, φερόμενη ως κάτοικος ... και ήδη αγνώστου διαμονής, έχει κληθεί νομίμως, κατά τα άρθρα 135 επ. του ΚΠολΔ. Όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι προσθέτως παρεμβάντες-επισπεύδοντες επικαλούνται επίδοση αντιγράφου της παρέμβασής τους στους λοιπούς (κύριους) διαδίκους, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, να μην έχει ολοκληρωθεί η άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης και η συζήτηση της υποθέσεως, την οποία επέσπευσαν οι παρεμβάντες, να είναι απαράδεκτη.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 21-2-2002 αίτηση του Α. Μ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 335/2001 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραδεκτή η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης στον Άρειο Πάγο. Πώς ασκείται. Επίσπευση συζητήσεως αναιρέσεως και συζήτηση της χωρίς να έχει επιδοθεί αντίγραφο της πρόσθετης παρέμβασης στους διαδίκους. Κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.
Άσκηση πρόσθετης παρέμβασης
Απαράδεκτη συζήτηση, Άσκηση πρόσθετης παρέμβασης.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1443/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Ν. του Ι., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Λουκία Κατωπόδη, περί αναιρέσεως της 18714/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 770/13. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ.1 του πιο πάνω νόμου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ.1 του ν.3220/2004), ορίζει ότι. "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. ... 2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό, νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται αντικειμενικά, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Εικονικό δε είναι και το φορολογικό στοιχείο, εκτός άλλων, όταν εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολό της ή και για μέρος αυτής. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και την αποδοχή αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, για την πράξη της έκδοσης και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε μία ποινή φυλακίσεως δύο ετών, ανασταλείσα επί τριετία, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 18714/2013 απόφασή του, δέχθηκε στο αιτιολογικό, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, που τη στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά: " ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος φέρετο να διατηρεί επιχείρησε εμπορία λεβήτων, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος αποδέχθηκε από την "ΤΕΧΝΟΜΠΛΟΚ ΜΟΝΤ Ε.Π.Ε." τα δύο φορολογικά στοιχεία, με αριθμ. 222/25-6-99 και 232/30-6-99, συνολικής αξίας έκαστο από 5.646.300 δρχ. καθώς και από την "ΣΕΤΚΟΜ ΕΠΕ" στο υπ'αριθμ. 17/30-11-98 φορολογικό στοιχείο συνολικής αξίας 14.219.000 δρχ. Τα ως άνω στοιχεία που ζήτησε, έλαβε και καταχώρησε στα στοιχεία της παραπάνω εταιρίας ήταν εικονικά, διότι αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της εικονικότητας αυτής. Και τούτο διότι η πρώτη εταιρεία κατά τον ως άνω χρόνο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, δεν άσκησε καμία εμπορική δραστηριότητα και δεν λειτούργησε ούτε στη δηλούμενη έδρα τςη ούτε σε άλλο χώρο. Δεν διέθετε αποθηκευτικούς χώρους και δεν είχε υποβάλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και εκκαθαριστική ΦΠΑ για χρήση 1999. Η δεύτερη εταιρία ήταν ανύπαρκτη ουσιαστικά κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Δεν άσκησε καμία εμπορική δραστηριότητα τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 1999 και δεν λειτούργησε σε κανένα χώρο. Δεν διέθετε στην πραγματικότητα έδρα ούτε αποθηκευτικούς χώρους και ούτε έχει υποβάλει δήλωση φορολογικού εισοδήματος για το οικονομικό έτος 2000 (χρήση 1999). Περαιτέρω εξέδωσε ο κατηγορούμενος προς επιχείρηση "ΛΕΒΗΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΕ" α) το 98/30.6.99 καθ. αξίας 1.605.000 ΦΠΑ 2.889.000 και β) το 100/15-11-99 φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας έκαστο 18.939.000 δρχ. και 14.160.000 δρχ. αντίστοιχα τα οποία όμως ήταν εικονικά, διότι αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, το οποίο ο κατηγορούμενος γνώριζε. Και τούτο διότι η ανωτέρω επιχείρησή του δεν είχε πραγματοποιήσει αγορές εμπορευμάτων, δεν διέθετε εμπορεύματα, από παλαιότερες αγορές ούτε διέθετε και αποθηκευτικούς χώρους στους οποίους θα μπορούσαν να υπήρχαν κάποια εμπορεύματα παλαιότερων αγορών, παρά μόνο ένα γραφείο του ορόφου, στον οποίο δεν θα ήταν δυνατόν και τοποθετηθούν ογκώδη εμπορεύματα προς αποθήκευση. Περαιτέρω ο ισχυρισμός προς αναγνώριση της ελαφρυντικής του προτέρου εντίμου βίου πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι, δεν προβάλλονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να τον στοιχειοθετούν. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, είναι η απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της έκδοσης και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ'εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 98 ΠΚ και 19 παρ. 1, 4 και 21 παρ. 2,10 ν. 2523/1997, όπως αντικ. με το ν. 2753/1999 και όπως τροπ. το αρ.21 με το αρ. 2 παρ.8 του ν. 2954/2001 και το αρ. 19 παρ.1β, όπως τροπ. με το άρ.40 παρ.1 του ν. 3220/2004, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της εκδόσεως και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, β) από το παραπάνω αιτιολογικό προκύπτει, ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου αποδεικτικού στοιχείου, γ) η απόφαση δέχεται ότι τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία που εξέδωσε και που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος ήταν εικονικά, αναλύοντας επαρκώς γιατί όλα αυτά ήταν εικονικά, δ) ως προς το δόλο του κατηγορουμένου αιτιολογείται επαρκώς και εμπεριστατωμένα η κρίση του δικαστηρίου, ότι πρόκειται για εικονικότητα ως προς τη συναλλαγή όλων των φορολογικών στοιχείων - τιμολογίων που κατά το χρονικό διάστημα από 25-6-1999 έως 30-11-1999 εξέδωσε και αποδέχθηκε αντίστοιχα ο κατηγορούμενος, δεχθέν, όπως προκύπτει σαφώς από τις άνω παραδοχές, ότι αυτός τελούσε σε γνώση της άνω εικονικότητας, διότι αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, πράγμα που γνώριζε ο κατηγορούμενος, αφού η ατομική επιχείρησή του δεν είχε πραγματοποιήσει αγορές εμπορευμάτων, δεν διέθετε εμπορεύματα από παλαιότερες αγορές, ούτε διέθετε αποθηκευτικούς χώρους στους οποίους θα μπορούσε να υπήρχαν κάποια εμπορεύματα παλαιότερων αγορών, παρά μόνο ένα γραφείο του ορόφου, στο οποίο δεν θα ήταν δυνατόν να τοποθετηθούν ογκώδη εμπορεύματα προς αποθήκευση, οι συναλλαγές δε αυτές έγιναν με εταιρείες και προς εταιρείες φορολογικά μεν υπαρκτές , αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτες . Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 2. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά, και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 του ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. α ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής, και κατά τούτο εναρμονίζεται με την τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ. 2 εδ. α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης της ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19, για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής διώξεως, ο νόμος με ηθελημένο κενό άφησε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επ' αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λπ.", στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της, την 2 Νοεμβρίου 2001(βλ.ΑΠ 285/2012, 81/2011). Η παραγραφή δε της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του ΠΚ του ίδιου κώδικα, πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν άλλως ορίζεται (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του ΠΚ, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, όχι πάνω από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα, που αρχίζει με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος και λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η ένδικη πράξη φοροδιαφυγής είχε υποκύψει σε παραγραφή, γιατί αυτός καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 κατ'εξακολούθηση, για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, που οι επί μέρους συναλλαγές τελέστηκαν το έτος 1999, οπότε και έχει επέλθει η παραγραφή των πλημμελημάτων του παρόντος νόμου, ζήτημα που έπρεπε να ερευνηθεί και αυτεπάγγελτα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη. Όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, χωρίς να προτείνει στο πρωτοβάθμιο ή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ισχυρισμό περί παραγραφής, με την προσβαλλόμενη απόφαση, καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση, με χρόνο τελέσεως το διάστημα από 25-6-1999 έως 30-11-1999, προ της 2-11-2001, οπότε, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, χρονική αφετηρία της παραγραφής είναι όχι η τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που τυχόν ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της, αλλά ο χρόνος διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του συγκεκριμένου πορίσματος φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε το φορολογικό έλεγχο, η οποία ημερομηνία, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του σχετικού φορολογικού εγγράφου της δικογραφίας, για την έρευνα σχετικού λόγου αναιρέσεως, είναι η 5-12-2005. Αφού δε περαιτέρω η δίκη στον πρώτο βαθμό έγινε στις 6-5-2011 και δεν έγινε εκ μέρους του κατηγορουμένου, στο δικαστήριο της ουσίας, επίκληση της πενταετούς παραγραφής με επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος μετά παρέλευση πενταετίας και εντεύθεν μη αναστολή του χρόνου παραγραφής της πενταετίας επί τριετία, κατά δε την 19-3-2013, που έγινε η δίκη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία ( 5 + 3 της αναστολής) από την 5-12-2005, δεν είχε επέλθει παραγραφή της αξιόποινης αυτής πλημμεληματικής πράξεως, το δε δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με το να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο για την ως άνω πράξη που κατηγορείτο, κατ'εξακολούθηση, χωρίς να αποφανθεί αυτεπάγγελτα για παραγραφή, την οποίαν ούτε ο κατηγορούμενος πρόβαλε, τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις του ΠΚ περί παραγραφής και άρ. 2 ΠΚ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο προβαλλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' και Η' του ΚΠΔ, περί παραγραφής της πράξης και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων περί παραγραφής(άρθρα 111,112,113 και του άρθρου 2 παρ.1 του ΠΚ και άρθρα 21 παρ. 10 β του ν. 2523/1997, 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001,40 παρ.1 ν.3220/2004) και περί υπέρβασης της εξουσίας του δικαστηρίου που δεν ερεύνησε αυτεπάγγελτα την επελθούσα παραγραφή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 3. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. γ του ν. 2523/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.3 άρθρ.12 Ν.2753/1999 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, "...Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου (Α.Ε.Π.) του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου". Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ.3 του ίδιου ν. 2523/1997, ορίζεται ότι " η τελική κρίση του διοικητικού δικαστηρίου δεσμεύει τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται του ποινικού μέρους της υπόθεσης ως προς το ύψος των καθαρών εισοδημάτων που έχουν αποκρυβεί και το φόρο εισοδήματος που αναλογεί σε αυτά. . .". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στις περιπτώσεις που το αδίκημα της φοροδιαφυγής τελείται με τους ανωτέρω τρόπους που αναφέρθηκαν παραπάνω (έκδοση ή αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων), η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει ως προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που τυχόν ασκήθηκε και, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της αυτής διατάξεως, για τις λοιπές περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Διάταξη, η οποία να καθιστά υποχρεωτική την αναστολή της ποινικής διώξεως ή την αναβολή της δίκης για τις ανωτέρω πράξεις της φοροδιαφυγής, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του ν. 2523/1997, μέχρις ότου αποφανθούν αμετακλήτως τα διοικητικά δικαστήρια επί σχετικής προσφυγής του κατηγορουμένου για τις πράξεις αυτές, όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά η άποψη αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με την προαναφερόμενη διάταξη του εδ. γ' άρθρου 19 παρ.2γ του ν. 2523/1997. Η παρεχόμενη δε από τη διάταξη αυτή, κατ' εξαίρεση, δυνατότητα των ποινικών δικαστηρίων να ερευνήσουν αν ο κατηγορούμενος εξέδωσε ή αποδέχθηκε ή όχι εικονικά φορολογικά στοιχεία με την πιο πάνω έννοια, χωρίς να έχει προηγηθεί τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε, αιτιολογείται από το ότι ο νόμος ποινικοποιεί συμπεριφορά του κατηγορουμένου, για την ποινική αξιολόγηση της οποίας δεν είναι απαραίτητος, από τη φύση της, ο προηγούμενος έλεγχος της βασιμότητας ή όχι της εν λόγω φορολογικής παραβάσεως από τα διοικητικά δικαστήρια. Άλλωστε, τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια καλούνται να αποφανθούν αν συντρέχουν ή όχι της στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος, όπως αυτό προσδιορίζεται στο άρθρο 19 παρ.1 του ν. 2523/97, δηλαδή για ζήτημα, το οποίο σχετίζεται μεν, αλλά δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκην, με το αντικείμενο της δίκης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, αν η κρίση του διοικητικού δικαστηρίου που θα αποφανθεί πρώτο και τελεσίδικα ότι τα επίμαχα φορολογικά στοιχεία ήταν ή όχι εικονικά ή πλαστά, είναι δεσμευτική ή όχι, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, για το δικαστήριο που θα επιληφθεί στη συνέχεια. Για τον ίδιο λόγο και δεν είναι υποχρεωτική η αναβολή της ποινικής δίκης για τα εν λόγω αδικήματα μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ασκηθείσας προσφυγής από το οικείο διοικητικό δικαστήριο. Κατ' ακολουθία τούτων, η αναβολή της ποινικής δίκης, εφόσον υπάρχει εκκρεμής δίκη ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου σχετική με υπόθεση που έχει σχέση με την ποινική δίκη, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας. Η απόφαση, όμως, που απορρίπτει σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου, πρέπει, κατ' άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 παρ. 2 του ΚΠΔ, να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, διότι, άλλως, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του αυτού ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όχι όμως και αυτός της υπερβάσεως εξουσίας για το λόγο ότι το δικαστήριο δεν ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεως μέχρι της εκδόσεως τελεσίδικης ή αμετάκλητης αποφάσεως από τα διοικητικά δικαστήρια επί του παρεμπιπτόντως κριθέντος από το ποινικό δικαστήριο ζητήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δια της εκπροσωπούσας αυτόν συνηγόρου του, τούτου απουσιάζοντος, είχε ζητήσει αναβολή ή αναστολή της δίκης και ότι είχε επικαλεσθεί ότι εκκρεμούν εφέσεις αυτού στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών κατά αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών επί ασκηθεισών προσφυγών αυτού σχετικά με την κρινόμενη φορολογική διαφορά αυτού, ώστε να υποχρεούται να ερευνήσει το δικαστήριο τον ισχυρισμό αυτό και να αιτιολογήσει την απόρριψη του άνω αιτήματος αναβολής μέχρι να εξαχθεί τελεσίδικη κρίση του άνω Διοικητικού Εφετείου. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και αφού δεν προβλήθηκε ουδείς τέτοιος ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο και δεν τέθηκε στο ποινικό δικαστήριο τέτοιο θέμα εκκρεμότητας στο διοικητικό Εφετείο Αθηνών, παρά προβάλλεται το πρώτον το θέμα αυτό με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, παρά προβάλλεται το πρώτον το θέμα αυτό με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, εκ του ότι δίκασε το εν λόγω έγκλημα αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, ενώ υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, των οποίων οι αποφάσεις έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18- 6 -2013 αίτηση του Δ. Ν. του Ι., για αναίρεση της με αρ. 18714/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και . Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση – Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση (άρθρα 19 παρ.1 εδ. α', β' περ. α', 2,4,21 ν. 2523/1997, όπως τροπ. με 40 παρ.1 ν. 3220/2004.) 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' και Η' ΚΠΔ περί παραγραφής της πράξης και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων περί παραγραφής (άρθρα 111, 112, 113 και του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ και άρθρα 21 παρ. 10β' ν. 2523/1997, 2 παρ. 8 ν. 2954/2001 και 3 παρ.2 ιγ' ν. 3943/2011) και περί υπέρβασης της εξουσίας του δικαστηρίου που δεν ερεύνησε αυτεπάγγελτα την επελθούσα παραγραφή, προβαλλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 3. Διάταξη, η οποία να καθιστά υποχρεωτική την αναστολή της ποινικής διώξεως ή την αναβολή της δίκης για τις ανωτέρω πράξεις της φοροδιαφυγής, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 και 4 ν. 2523/1997, μέχρις ότου αποφανθούν αμετακλήτως τα διοικητικά δικαστήρια επί σχετικής προσφυγής του κατηγορουμένου για τις πράξεις αυτές, όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά η άποψη αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με την προαναφερόμενη διάταξη του εδ. γ' άρθρου 19 παρ. 2γ ν. 2523/1997.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Τιμολόγια εικονικά.
0
Αριθμός 1432/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Κ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Νικολετάκη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ρ. χήρας Ε. Τ., το γένος Ε. Χ., κατοίκου ... και 2) Π. συζ. Α. Φ., το γένος Ε. Χ., κατοίκου ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/12/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 97/2005 μη οριστική, 78/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 188/2009 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 26/4/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/10/2011 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Αθανασίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 180Γ/19-7-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Σάμου, με τη συνημμένη σ' αυτή βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής, καθώς και την υπ' αριθμ. 5510Β/8-6-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., ακριβές αντίγραφο της από 26-4-2010 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 19-10-2011 κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για τη δικάσιμο της 7-11-2012 και στη συνέχεια για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσείοντα, προς τις αναιρεσίβλητες. Νέα κλήτευση αυτών, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, καθώς και για την προηγηθείσα μετ' αναβολή δικασίμου, δεν χρειαζόταν, καθόσον η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 575 και 226 παρ. 4 ΚΠολΔικ) - ΑΠ 191/2013, ΑΠ 847/2013. Συνεπώς, εφόσον οι διάδικες αυτές, δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει, κατά το άρθρο 576 παρ. 2 του ίδιου κώδικα να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτών (ΑΠ 835/2013, ΑΠ 495/2013). Επειδή η εγκατάσταση κληρονόμου, που δεν υποβάλλεται κατά τον ΑΚ σε κάποιο πανηγυρικό τύπο, γίνεται με διαθήκη, εφόσον από το περιεχόμενό της συνάγεται πρόθεση του διαθέτη να ρυθμίσει τα αφορώντα την περιουσία του μετά το θάνατό του και να ορίσει το τιμώμενο πρόσωπο ως άμεσο και καθολικό διάδοχό του. Περαιτέρω η ιδιόγραφη διαθήκη σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1721 ΑΚ, γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται δε και υπογράφεται από αυτόν συνηθέστατα στο τέλος της, χωρίς να υποβάλλεται σε κάποιον συγκεκριμένο τύπο, ενώ η χρονολογία της αναπληρώνεται και με εκτός αυτής στοιχεία. Επομένως ο επικαλούμενος τη συγκεκριμένη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της σ' αυτή υπογραφής, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο της γράφτηκε ιδιοχείρως από τον διαθέτη (ΑΠ 1335/2009, ΑΠ 1595/2006). Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης, δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ του επικαλουμένου αυτήν. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο, μέχρι ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου, που αντλεί δικαιώματα από αυτή και κάποιου από τους βλαπτόμενους (ΑΚ 1777). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνον η με αυτή (αγωγή) αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου από τη διαθήκη δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος (εναγόμενος) υποχρεούται να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από τον διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 479/2009, ΑΠ 1377/2006). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή τους, καθώς και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) - ΑΠ 197/2013, ΑΠ 568/2013. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που είχαν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 483/2013, ΑΠ 567/2013). Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 567/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 835/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ.), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη, περί ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης, αναγνωριστική αγωγή: "Στις 8-10-2004 απεβίωσε, σε ηλικία 83 ετών, στο ..., όπου κατοικούσε όσο ζούσε, η Μ. χήρα Ι. Κ. το γένος Μ. και Ο. Κ.. Η εν λόγω θανούσα φέρεται να έχει συντάξει την από 19.9.04 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νομίμως μετά το θάνατο της, με το υπ' αρ. 202/04 πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου. Με τη διαθήκη αυτή κατέλιπε στον εναγόμενο ανιψιό της (τέκνο του αδελφού της Μ. Κ.) όλη την περιουσία της, και ειδικότερα "το σπίτι της στον Όρμο Καρλοβασίου, πλησίον Γηροκομείου Καρλοβασίου και ό,τι άλλο υπάρχει, κινητά και χρήματα, μετά το θάνατο της". Οι ενάγουσες είναι ανιψιές της θανούσας και διαθέτιδος Μ. Κ. (ως τέκνα της αδελφής της Γ. Κ. που είχε προαποβιώσει) και επίσης πλησιέστερες αυτής συγγενείς (βλ. το υπ' αρ. πρωτ. .../18.1.05 πιστοποιητικό του Δήμου Καρλοβασίου Σάμου). Όπως κατέθεσε η μάρτυρας των εναγουσών κατά την ένορκη εξέτασή της στο ακροατήριο Γ. Τ. (σύζυγος του ανεψιού της διαθέτιδας Σ. Τ.), η οποία διατηρούσε συνεχή επαφή μ' αυτή, γνώριζε καλώς το γραφικό χαρακτήρα της Μ. χήρας Ι. Κ. διαμέσου συχνής αλληλογραφίας. Μάλιστα όπως η ίδια μάρτυρας εκθέτει, λαμβάνοντας υπόψη και την τελευταία ευχετήρια κάρτα προς το σύζυγό της που απέστειλε η ως άνω θανούσα το Σεπτέμβριο του έτους 2004, δεν υπήρχε αστάθεια ή κάποιο τρέμουλο στη γραφή της, αυτή δεν έπασχε από κάποια χρόνια ασθένεια, ο δε θάνατος της ήταν αιφνίδιος (εγκεφαλικό επεισόδιο). Επίσης την καλή, σε σχέση με την ηλικία της, κατάσταση της υγείας της θανούσας Μ. Κ. επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας του εναγομένου (πατέρας του) στην ένορκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δοθείσα κατάθεσή του, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι "αυτή ήταν στα καλά της, είχε τα λογικά της, περπατούσε, και μέχρι το θάνατο της ήταν αυτάρκες άτομο". Περαιτέρω, η γραφολόγος Α. Σ., στην υπ' αριθμ. 2/2006 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, ενώ αναφέρεται σε επιμέρους ευρήματα της από 19-9-2004 ιδιόγραφης διαθήκης της Μ. Κ. και οδηγείται σε συμπεράσματα που καταδεικνύουν το διαφορετικό τρόπο γραφής της ως άνω κληρονομουμένης με τον τρόπο γραφής της συγκεκριμένης διαθήκης της, παρόλα αυτά καταλήγει στο ασαφές πόρισμα, περί του ότι, " 1) η χειρόγραφη διαθήκη δεν είναι γραμμένη με την υποστήριξη στου χεριού της διαθέτιδος, 2) με την επιφύλαξη ευρέσεως ιατρικών γνωματεύσεων σχετικά με την υγεία της διαθέτιδος, κατά το χρόνο σύνταξης της κρινόμενης διαθήκης, η κρινόμενη διαθήκη χαράχθηκε από το χέρι της Μ. Κ.". Ειδικότερα, η παραπάνω γραφολόγος και προς αιτιολόγηση του παραπάνω συμπεράσματός της αναφέρει μεταξύ άλλων στην έκθεσή της: Ότι ο τρόμος του γραφικού νήματος στο κείμενο της διαθήκης είναι υπερβολικά συστηματικός και αφύσικος. Ότι το γραφικό νήμα είναι περισσότερο "κατσαρό" χονδροειδές χωρίς διαφοροποιήσεις. Ότι το πλησιέστερο συγκριτικό έγγραφο της 22-6-2004 (πρόκειται για απόκομμα ταμείου λογαριασμού ΟΤΕ), δηλαδή 3 μήνες πριν από τη σύνταξη της διαθήκης, δεν παρουσιάζει παρόμοιο είδος τρόμου ή φθοράς. Ότι είναι άγνωστο από τι προήλθε η αδικαιολόγητη διαφοροποίηση του γραφικού τρόμου και ο εκφυλισμός της γραφής σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ότι δεν μπορεί να αποδοθεί ο έντονος αυτός τρόμος της γραφής της διαθήκης στην πάθηση του "Πάρκινσον" (εάν ήθελε υποτεθεί άτι η παραπάνω διαθέτις έπασχε από τη συγκεκριμένη νόσο κατά τον χρόνο της συντάξεως της εν λόγω ιδιόγραφης διαθήκης). Ότι στον 8° γραφικό στίχο της διαθήκης έχει χαραχθεί στο δεξιό μέρος της σελίδας ο τόπος και η ημερομηνία της διαθήκης ως "Καρλόβασι 19/9/2004". Ότι η ημερομηνία αυτή χαράσσεται με κάθετες γραμμές μεταξύ των αριθμών. Ότι αντιθέτως όσον αφορά τις υπάρχουσες ημερομηνίες στις γνήσιες γραφές της, η εν λόγω διαθέτις χαράσσει την ημερομηνία και τον μήνα, ολογράφως και τέλος το έτος. Ακόμη στις σελίδες 45η και 46η της αποδεικτικά συνεκτιμώμενης και συναξιολογούμενης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, αναφέρονται οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της κρινόμενης γραφής και της γνήσιας γραφής της διαθέτιδος, οι οποίες είναι στην ορθογραφία, στην ένταση χάραξης των γραμμάτων, στο είδος του γραφικού τρόμου, στη ποιότητα του γραφικού νήματος, στη σύνδεση των γραμμάτων, στον αυθορμητισμό των κινήσεων (επισημαίνεται ότι η γραφή των συγκριτικών εγγράφων έχει ζωντάνια και αυθορμητισμό σε αντίθεση με εκείνη της διαθήκης που είναι στατική) και στις μορφές των γραμμάτων που διαφέρουν. Επομένως με βάση τα ανωτέρω διαπιστούμενα στην υπ' αρ. 2/06 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου Α. Σ., όπως αυτή καθ' όλο το περιεχόμενό της εκτιμάται σε συνδυασμό με τα επίσης επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από κάθε διάδικη πλευρά αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις) το δικαστήριο οδηγείται στο αποδεικτικό πόρισμα ότι μεταξύ της αυθεντικής γραφής της Μ. χήρας Ι. Κ. και εκείνης που περιέχεται στην από 19.9.04 και φερόμενη ως ιδιόγραφη αυτής διαθήκη, δεν υπάρχει ομοιότητα στο ρυθμό, στο μέγεθος και στην αναλογία των γραμμάτων, στην ένταση, στη ταχύτητα, στη μορφή, στην απόσταση και στη σύνδεση των γραμμάτων, στη συχνότητα των γραφικών διακοπών και στη κλίση, με περαιτέρω αποδεικτικό συμπέρασμα να μην σχηματίζεται δικανική βεβαιότητα περί της ιδιόχειρης από την Μ. χήρα Ι. Κ. γραφής, υπογραφής και χρονολογίας της επίμαχης διαθήκης, συμπέρασμα το οποίο στηρίζει την περί της ακυρότητας αυτής κρίση". Ακολούθως το Εφετείο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, όλα τα απαιτούμενα στοιχεία που καθιστούν άκυρη την ένδικη διαθήκη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ειδικότερα διαλαμβάνονται στην απόφαση όλα τα περιστατικά κατά τα οποία μεταξύ της αυθεντικής υπογραφής της αποβιώσασας στις 8.10.2004 Μ. χήρας Ι. Κ. και εκείνης που περιέχεται στην από 19-9-2004 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της δεν υπάρχει ομοιότητα και κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η εν λόγω διαθήκη δεν έχει συνταχθεί από αυτή και συγκεκριμένα ότι δεν έχει γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτή. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τις διατάξεις του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις που περιέχονται στον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Περαιτέρω οι περιεχόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις περί ελλείψεως πλήρων ειδικών και εμπεριστατωμένων αιτιολογιών, ως προς την κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί του ότι το πόρισμα της διεξαχθείσας, κατά δικαστική επιταγή (97/2005 προδικαστική) πραγ/νης είναι ασαφές, είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του πορίσματος που εξήχθη από τις αποδείξεις, οι οποίες (ελλείψεις), κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, αφού μόνο το αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και ότι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ενόψει τούτων ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει, στο σύνολό του, να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ γ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη, τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 835/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αιτιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κλπ. - ΑΠ 1022/2013 - ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι για τον σχηματισμό του άνω αποδεικτικού της πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη το νόμιμα προσκομισθέν και επικληθέν από τον αναιρεσείοντα βιβλιάριο υγείας της διαθέτιδος, καθώς και την συνημμένη σ' αυτό ιατρική βεβαίωση του ιατρού του Κ.Υ. Καρλοβασίου Σάμου Κ. Χ., από τα οποία προέκυπτε ότι η τελευταία λίγο πριν από τον θάνατό της είχε προσβληθεί από τη νόσο του πάρκινσον, πράγμα το οποίο είχε επηρεάσει τον τρόπο της γραφής της. Από την προσβαλλομένη όμως απόφαση και ειδικότερα από την περιεχομένη σ' αυτήν αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα έγγραφα" σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της, αλλά και τα επίμαχα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναπροσκομίσθηκαν στο Εφετείο (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 1022/2013), αλλά και προσκομίζονται στην παρούσα αναιρετική δίκη (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1358/2012) προς διαπίστωση της βασιμότητας της επικαλουμένης πλημμέλειας, δεν καταλείπεται καμμία αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα στο πρώτο από τα οποία γίνεται δύο φορές και δη τον Ιούλιο του 2003 (σελ. 33) και τον Σεπτέμβριο του 2004 (σελ. 37) αναφορά περί συνταγογραφήσεως του σκευάσματος "SΙNEMET" και στο δεύτερο ότι με το σκεύασμα αυτό αντιμετωπίζεται η νόσος του πάρκινσον, χωρίς να βεβαιώνεται ιατρικά και η ύπαρξη της νόσου λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις και ιδιαίτερα με τις καταθέσεις των μαρτύρων και των δύο πλευρών, για την στήριξη του εξαχθέντος αποδεικτικού πορίσματος. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-4-2010 αίτηση του Ι. Κ. του Μ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 188/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερήμην αναιρεσιβλήτων. Ακύρωση ιδιόγραφης διαθήκης με αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Βάρος αποδείξεως εγκυρότητας της διαθήκης έχει στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος. Άρθρο 559 αρ. 19. Ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του πορίσματος των αποδείξεων δεν στοιχειοθετούν τον λόγο. Άρθρο 559 11γ. Αβάσιμος ο λόγος γιατί τα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις.
Διαθήκη
Αγωγή αναγνωριστική, Απάτη, Διαθήκη.
0
Αριθμός 1428/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Ν. Ο. συζ. Γ., το γένος Η. Μ. και 2) Φ. Ο. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπόμπο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. χήρας Ε. Μ., το γένος Γ., κατοίκου ..., 2) Η. Μ., κατοίκου ... και 3) Σ. συζ. Ι. Τ., το γένος Ε. Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξουσία δικηγόρο τους Κυριακή Βασιλάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/11/2004 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ε. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1803/2007 μη οριστική, 6689/2009 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 4692/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 2/2/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 6/5/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ προκύπτει ότι, προκειμένου να γίνει ερμηνεία της διαθήκης, αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη κατά την υποκειμενική τούτου άποψη και όχι κατά την αντικειμενική έννοια υπό την οποία θα αντιλαμβάνονταν οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες εφαρμόζονται όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από το περιεχόμενο της διαθήκης δεν προκύπτει η έννοια της βούλησης του διαθέτη είτε γιατί αυτή δεν εκφράσθηκε με σαφήνεια, δημιουργώντας αντίστοιχη αμφιβολία, είτε γιατί η ίδια εκφράσθηκε ατελώς, παρουσιάζοντας έτσι αντίστοιχο κενό, οπότε, για την ανεύρεση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, μπορεί το δικαστήριο να κάνει χρήση ακόμη και στοιχείων κείμενων εκτός της διαθήκης. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 30.12.2003, απεβίωσε, στα Μελίσσια Αττικής, η Φ. χήρα Η. Μ., το γένος Ε. και Ε. Σ., κάτοικος εν ζωή ..., και κατέλιπε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς τα δύο τέκνα της, ήτοι τον ενάγοντα και την πρώτη εναγομένη. Με την από 22.2.1980 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με το 3943/2.7.2004 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την 1572/2.7.2004 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, η θανούσα, μητέρα του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης και εκ μητρός μάμμη της δεύτερης εναγομένης, όρισε επί λέξει: "Η υπογεγραμμένη Φ. Μ. αφήνω ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου Αθηνών εις την κόρην μου Ν. την επικαρπίαν και εις την αναδεκτήν μου Φ. την ψιλή κυριότητα, την λοιπήν περιουσίαν μου και του συζύγου μου Η. εις τον υιόν μου Ε.". Η διαθέτις ήταν πτυχιούχος της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής Αθηνών, δίδαξε για χρονικό διάστημα πέραν της τριακονταετίας σε Οικονομικά και Εμπορικά Γυμνάσια ως καθηγήτρια και συνταξιοδοτήθηκε κατά το έτος 1964, λόγω συμπληρώσεως τριακονταπενταετούς πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, με τον βαθμό της Γυμνασιάρχου. Γνώριζε δύο ξένες γλώσσες, και συγκεκριμένα την Αγγλική και την Γαλλική, και ήταν άτομο ευφυές και δραστήριο. Ήταν παντρεμένη με τον Η. Μ., ο οποίος ήταν χημικός - οινολόγος και, επί τρεις τετραετίες, πρόεδρος της Κοινότητας Βριλησσίων, προ του έτους 1961, οπότε και απεβίωσε. Κατά τον χρόνο συντάξεως της επίδικης διαθήκης, η διαθέτις ήταν κυρία: 1) ενός διαμερίσματος, επιφανείας 84,30 τμ, του τετάρτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στη συμβολή της ... αρ. 5 και της οδού ..., στο Πεδίο του Άρεως, το οποίο είχε αποκτήσει λόγω αγοράς, δυνάμει του .../1964 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευφροσύνης Μυλώφ-Παρθένη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, 2) ενός διαμερίσματος, επιφανείας 68,70 τμ, του τετάρτου ορόφου (ρετιρέ) της πολυκατοικίας κου βρίσκεται στο Κολωνάκι και επί της οδού ... αρ. 29, το οποίο είχε αποκτήσει δυνάμει του .../9.4.1971 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Θωμαΐδος Τσουκάτου- Σπηλιώτη, που είχε νόμιμα μεταγραφεί, το οποίο πώλησε το έτος 1984, δυνάμει του .../17.4.1984 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αχαρνών Γεωργίου Κοντορούδα. Από τα διαμερίσματα αυτά, το πρώτο είχε παραχωρήσει κατά χρήση στην πρώτη εναγομένη, η οποία, κατά τον ως άνω χρόνο συντάξεως της επίδικης διαθήκης, διέμενε σ' αυτό με την οικογένεια της, ενώ στο δεύτερο, το οποίο ήταν πλήρως επιπλωμένο, διέμενε η ίδια η διαθέτις, 3) δύο αγρών κειμένων στην κτηματική περιφέρεια, κατά τον τίτλο κτήσεως, της Κοινότητος Αμαρουσίου, στη θέση "Φραγκοκλησιά", τέως Δήμου Αθηναίων, μετέπειτα Κοινότητας Βριλησσίων και ήδη Δήμου Βριλησσίων Αττικής, ο πρώτος εκτάσεως 1873 τμ και ο δεύτερος 6500 τμ, τους οποίους είχε αποκτήσει από τον σύζυγο της Η. Μ., δυνάμει του .../16.1.1939 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Αντωνίου, που είχε νόμιμα μεταγραφεί και οι οποίοι αποτελούσαν ένα ενιαίο κτήμα. Μετά ταύτα, έγινε ρυμοτομία και η ως άνω έκταση υπήχθη στο εγκεκριμένο σχέδιο της τότε Κοινότητας και ήδη Δήμου ... και συμπεριελήφθη μεταξύ των οδών ..., ..., ... και ..., 4) ενός διαμερίσματος, επιφανείας 71,25 τμ, του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στο Βραχάτι Κορινθίας, το οποίο είχε αποκτήσει δυνάμει του .../2.2.1973 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Λεβέντη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, 5) του ημίσεος εξ αδιαιρέτου μίας ημιανωγείου οικίας, με παρακείμενη λιθόκτιστη πολεμίστρα, ναΐσκο και με τον περιβάλλοντα χώρο, έκτασης 11.805 τμ, που βρίσκεται στο χωριό Πύργος Δυρού, στη Μάνη Λακωνίας και 6) του ημίσεος εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου, έκτασης 22 στρεμμάτων στην ίδια περιοχή με τα εντός αυτού ελαιόδενδρα. Τα δύο τελευταία ακίνητα η διαθέτις είχε κληρονομήσει από τους γονείς της. Άλλη ακίνητη περιουσία της διαθέτιδος ή του αποβιώσαντος, κατά το έτος 1961, συζύγου της Η. Μ. δεν υπήρχε κατά τον χρόνο συντάξεως της ως άνω διαθήκης. Βέβαια, μετά την σύνταξη της ένδικης διαθήκης και συγκεκριμένα κατά το μήνα Σεπτέμβριο του 1980, η διαθέτις, ενεργώντας ατομικά και ως πληρεξούσια των τέκνων της, ήτοι του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, δυνάμει της .../8.9.1980 πράξεως δηλώσεως αποδοχής της κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Παρασκευής Λαζαράκου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, δήλωσε ότι ο αποβιώσας την 30.4.1961 Η. Μ., σύζυγος της ιδίας και πατέρας των λοιπών, κατέλιπε αυτούς μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ότι είχε, κατά τον χρόνο του θανάτου του, στην πλήρη αυτού κυριότητα, νομή και κατοχή τα ακίνητα, που σ' αυτήν αναφέρονται και βρίσκονται στο χωρίον Μπουλαριοί της Κτηματικής Περιφέρειας της Κοινότητας Γερολιμένα Λακωνίας και, με την ως άνω ιδιότητα της, αποδέχθηκε την εν λόγω περιουσία. Στη συνέχεια, μαζί με άλλους ενάγοντες, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, την από 28.4.1981 αγωγή εναντίον των Ι. Λ. Μ., Η. Λ. Μ., Δ. Λ. Μ., Π. το γένος Λ. Μ. και Σ. το γένος Λ. Μ., με αίτημα την αναγνώριση της συγκυριότητας αυτών επί των αναφερομένων σ' αυτήν ακινήτων, διατασσομένης της αποβολής των εναγομένων από αυτά, επικαλούμενοι ότι οι εναγόμενοι τα παρακρατούσαν ως κληρονόμοι. Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι ο αποβιώσας σύζυγος της διαθέτιδος και πατέρας του ενάγοντος και της πρώτης των εναγομένων είχε στην κυριότητα του κάποιο ακίνητο στην Κοινότητα Γερολιμένα, η δε προαναφερθείσα αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη, δυνάμει της 13/1982 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, κατά της οποίας δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο, έκτοτε δε ούτε η διαθέτις αλλά ούτε και ο ενάγων ή η πρώτη εναγομένη προέβησαν σε οιανδήποτε ενέργεια ή διεκδίκηση περιουσίας στην ως άνω Κοινότητα, ούτε περιέλαβαν στις δηλώσεις τους προς την ΔΟΥ περιουσία κειμένη στην ως άνω περιοχή, δική τους ή του συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι, δυνάμει του .../30.12.1980 δωρητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πραστάκου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, από την ως άνω έκταση, που είχε απομείνει μετά την ρυμοτομία και υπαγωγή των ως άνω ενοποιημένων αγρών της τότε Κοινότητας Βριλησσίων, τμήμα αυτής, που αποτελούσε ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της τότε Κοινότητας ... και επί των οδών ... και ..., εμφαινόμενο υπό τα αλφαβητικά στοιχεία ABΓΔΑ στo από 25.2.1971 σχεδιάγραμμα του Αρχιτέκτονας Μηχανικού Ε. Ρ., που έχει προσαρτηθεί στο ως άνω συμβόλαιο, εκτάσεως, κατά το σχεδιάγραμμα τούτο, 1115,10 τμ, συνορευόμενο βορειοανατολικά επί πλευράς ΑΒ μήκους 31,50 μέτρων με οδό ..., νοτιοανατολικά επί πλευράς ΒΓ μήκους 34,60 μέτρων με ιδιοκτησία δωρήτριας, βορειοδυτικά επί προσώπου ΑΔ μήκους 36,20 μέτρων με οδό ... και νοτιοδυτικά επί πλευράς ΓΔ μήκους 31,50 μέτρων με ιδιοκτησία δωρήτριας η διαθέτις δώρισε, μαζί με την εντός αυτού ανεγερθείσα από την δωρήτρια, κατά το έτος 1950 με δικές της δαπάνες, οικία, επιφανείας 105 τμ, και με άλλα δύο δωμάτια, τα οποία προστέθηκαν μεταγενέστερα, στην πρώτη εναγομένη κατά το δικαίωμα της επικαρπίας και στην δεύτερη κατά ψιλή κυριότητα, με την δήλωση ότι επιθυμεί όπως η παρούσα δωρεά να μην υπολογισθεί στη κληρονομική μερίδα των δωρεοδόχων. Στη συνέχεια: 1) Δυνάμει του .../27.4.1989 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πραστάκου - Τσουτσουλοπούλου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, η διαθέτις μεταβίβασε στον ενάγοντα, λόγω γονικής παροχής, τμήμα εμφαινόμενο με το λατινικό αριθμό III και υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΖΗΘΙΚΛΕΖ στο από 11.6.1987 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Α. Β., εκτάσεως 925 τμ, που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα μείζονος οικοπεδικής έκτασης 2.295,97 τμ, κειμένης επί της διασταυρώσεως των οδών ... και ..., η οποία χωρίστηκε σε τρία μερίδια (οικόπεδα) με τους αριθμούς Ι, II και 111 και κατέστη άρτιο και οικοδομήσιμο μετά την τακτοποίηση και των τριών οικοπέδων, ήτοι μετά τον συμψηφισμό των ρυμοτομημένων και προσκυρωτέων εκτάσεων, συνορεύει δε, κατά τον τίτλο κτήσεως, βορείως επί πλευράς ΖΗ μήκους 15,30 μέτρων και ΗΘ μήκους 38,60 μέτρων με την οδό ..., νοτίως επί πλευράς ΕΛ μήκους 13,70 μέτρων με ιδιοκτησία Κ. και εν μέρει επί πλευράς ΚΙ μήκους 38,60 μέτρων με ιδιοκτησία Ε. Κ., ανατολικά επί πλευράς ΘΙ μήκους 14,50 μέτρων με την οδό ... και εν μέρει επί πλευράς ΚΛ μήκους 14,09 μέτρων με ιδιοκτησία Ε. Κ. και δυτικά επί πλευράς ΕΖ μήκους 28,10 μέτρων με ιδιοκτησία της διαθέτιδος Φ. Μ., και ήδη Ε. Σ.. Τη μεταβίβαση του οικοπέδου αυτού η διαθέτις είχε προσυμφωνήσει, δυνάμει του .../19.10.1984 προσυμφώνου συμβολαίου της ιδίας συμβολαιογράφου, συμφωνήθηκε δε η περιουσιακή αυτή παροχή να υπολογιστεί στην κληρονομική μερίδα του ενάγοντος. 2) Δυνάμει του .../27.4.1989 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πραστάκου - Τσουτσουλοκούλου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, η διαθέτις μεταβίβασε στην πρώτη εναγομένη, λόγω γονικής παροχής, τμήμα της ιδίας ως άνω μείζονος οικοπεδικής εκτάσεως, εμφαινόμενο με το λατινικό αριθμό Ι στο από 11.6.1987 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Α. Β., υπό τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ, εκτάσεως 931,70 τμ, που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της ως άνω μείζονος οικοπεδικής έκτασης 2.295,97 τμ, κειμένης επί της διασταυρώσεως των οδών ... και ..., το οποίο κατέστη άρτιο και οικοδομήσιμο μετά την τακτοποίηση και των τριών οικοπέδων, ήτοι μετά τον συμψηφισμό των ρυμοτομημένων και προσκυρωτέων εκτάσεων που προβλέπουν οι πολεοδομικές διατάξεις, συνορεύει δε, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσεως, βόρεια επί προσώπου πλευράς ΑΒ μήκους 34,70 μέτρων με την οδό ..., νότια επί πλευράς ΓΔ μήκους 34.70 μέτρων με ιδιοκτησία Κ., ανατολικά επί πλευράς ΑΔ μήκους 27,50 μέτρων με ιδιοκτησία διαθέτιδος και ήδη Ε. Σ., ανεψιού αυτής, και δυτικά επί πλευράς ΒΓ μήκους 26,20 μέτρων με ιδιοκτησία της διαθέτιδος. Τη μεταβίβαση του οικοπέδου αυτού η διαθέτις είχε προσυμφωνήσει δυνάμει του .../19.10.1984 προσυμφώνου συμβολαίου της ιδίας συμβολαιογράφου, συμφωνήθηκε δε η περιουσιακή αυτή παροχή να υπολογιστεί στην κληρονομική μερίδα της πρώτης εναγομένης. 3) Δυνάμει του .../27.4.1989 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πραστάκου - Τσουτσουλοπούλου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, η διαθέτις μεταβίβασε στον ανεψιό της Ε. Σ., λόγω πώλησης, τμήμα της ιδίας ως άνω μείζονος οικοπεδικής εκτάσεως, εμφαινόμενο, κατά τον χρόνο υπογραφής του εν λόγω συμβολαίου, με το λατινικό αριθμό II στο από 11.6.1987 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Α. Β., υπό τα στοιχεία ΑΔΕΖΑ, εκτάσεως 550,16 τμ, που βρίσκεται μεταξύ των δύο ως άνω οικοπέδων, Ι και III της ως άνω μείζονος οικοπεδικής έκτασης 2.295.97 τμ, το οποίο επίσης κατέστη άρτιο και οικοδομήσιμο μετά την τακτοποίηση και των τριών οικοπέδων, ήτοι μετά τον συμψηφισμό των ρυμοτομημένων και προσκυρωτέων εκτάσεων που προβλέπουν οι πολεοδομικές διατάξεις, συνορεύει δε, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσεως, βόρεια επί πλευράς ΑΖ μήκους 19,79 μέτρων με την οδό ..., νότια επί πλευράς ΔΕ μήκους 19,79 μέτρων με ιδιοκτησία Κ., ανατολικά επί πλευράς ΕΖ μήκους 28,10 μέτρων με ιδιοκτησία, τότε, του ενάγοντος και δυτικά επί πλευράς ΑΔ μήκους 27,50 μέτρων με ιδιοκτησία της πρώτης εναγομένης. Τη μεταβίβαση του οικοπέδου αυτού η διαθέτις είχε προσυμφωνήσει δυνάμει του 50295/19.10.1984 προσύμφωνου συμβολαίου της ιδίας συμβολαιογράφου. Στα δύο προαναφερθέντα οικόπεδα της πρώτης εναγομένης και του Ε. Σ., καθώς και σε μέρος οικοπέδου που ανήκε στη διαθέτιδα ανηγέρθη, στη συνέχεια, πολυκατοικία με το σύστημα της αντιπαροχής και η πρώτη εναγομένη έλαβε τις υπό στοιχεία Υ6, Υ7, και Υ8 αποθήκες του υπογείου, το υπό στοιχεία ΠΙ πάρκινγκ της πιλοτής, το υπό στοιχεία ΑΙ διαμέρισμα του πρώτου πάνω από την πιλοτή ορόφου, επιφανείας 111,30 τμ, το υπό στοιχεία Α2 διαμέρισμα του ιδίου ορόφου, επιφανείας 113 τμ και το υπό στοιχεία Β1 διαμέρισμα του δευτέρου, πάνω από τη πιλοτή, ορόφου, επιφανείας 111,30 τμ, ο Ε. Σ. έλαβε τις υπό στοιχεία Υ1 και Υ2 αποθήκες του υπογείου, τον υπό στοιχεία Π2 χώρο πάρκινγκ της πιλοτής και τα υπό στοιχεία ΓΙ και Γ3 διαμερίσματα του τρίτου πάνω από τη πιλοτή ορόφου, ενώ η διαθέτις έλαβε το υπό στοιχεία Β3 διαμέρισμα του δευτέρου πάνω από τη πιλοτή, ορόφου, επιφανείας 75 τμ και την υπό στοιχεία Υ3 αποθήκη του υπογείου, συνετάγη δε η .../5.12.1990 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμός πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γασπαρινάτου - Τζουγανάτου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, κατά την κατάρτιση της οποίας συνεβλήθη, από την μεριά των οικοπεδούχων, η πρώτη εναγομένη και ο Ε. Σ., ενεργώντας για τον εαυτό του και ως πληρεξούσιος της διαθέτιδος, δυνάμει του .../1990 πληρεξουσίου της ιδίας συμβολαιογράφου. Στον ίδιο είχε δώσει πληρεξουσιότητα και ειδική εντολή η διαθέτις να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την τακτοποίηση του οικοπέδου επί της Λεωφόρου ... και της οδού ..., δυνάμει του .../12.10.1989 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πραστάκου-Τσουτσουλοπούλου. Προκειμένου να καταστεί εφικτή η ανέγερση της ως άνω πολυκατοικίας, ο ενάγων προέβη, κατόπιν παρακλήσεως της διαθέτιδος, στην πώληση, δυνάμει του .../28.12.1989 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοδώρου Χαλαζωνίτη, σε εκτέλεση του 28613/20.11.1989 προσυμφώνου, του ως άνω οικοπέδου, που του είχε μεταβιβάσει η διαθέτις λόγω γονικής παροχής, και έτσι, με το τίμημα της πώλησης, καλύφθηκαν οι δαπάνες προσκυρώσεων για την τακτοποίηση των ως άνω οικοπέδων πριν δοθούν σε αντιπαροχή, ενώ από το μέρος του τιμήματος που του καταβλήθηκε κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου πώλησης αυτού, ο ενάγων κατέβαλε, αυθημερόν, στην πρώτη εναγομένη 6.500.000 δραχμές, για να καλύψει όλες τις δικές της υποχρεώσεις που αφορούσαν το οικόπεδο της οδού ... και ..., ώστε οι τίτλοι της να είναι απόλυτα τακτοποιημένοι. Παράλληλα, δυνάμει του από 7.1.1990 ιδιωτικού συμφωνητικού, η πρώτη εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει το ως άνω ποσό, αποδέχθηκε δε και την έκταση των 102 τμ, τα οποία προστέθηκαν στο οικόπεδο της, μετά από σχετικές ενέργειες του ενάγοντος - αδελφού της για τον επαναπροσδιορισμό των ορίων, και τον ευχαρίστησε για την παραίτηση του από το αντίστοιχο δικαίωμα του επί του ημίσεως της εκτάσεως αυτής. Στις 16.1.1992, δυνάμει της .../1992 πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου, η διαθέτις, εκπροσωπούμενη από την πρώτη εναγομένη και τον ενάγοντα, δυνάμει πληρεξουσιότητας που δόθηκε σε αυτούς με το .../1990 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου της ιδίας συμβολαιογράφου, με το οποίο ο ενάγων είχε ορισθεί και αντίκλητος της οικοπεδούχου-διαθέτιδος, έλαβε κατά πλήρη κυριότητα το κτίριο Β, που είχε ανεγερθεί με το σύστημα της αντιπαροχής επί του οικοπέδου του κειμένου στο ΟΤ 70 της τότε Κοινότητας Βριλησσίων και επί των οδών ..., ..., ... και ..., με αποκλειστική χρήση του εξ αδιαιρέτου οικοπέδου στο τμήμα αυτού υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία ΑΛΚΜΝΑ, 1017,80 τμ, του από Νοεμβρίου 1991 τοπογραφικού σχεδιαγράμματος του Πολιτικού Μηχανικού Κ. Χ., που έχει προσαρτηθεί στην πράξη αυτή. Η πολυκατοικία αυτή αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και τρεις πάνω από το ισόγειο ορόφους. Στο ισόγειο αυτής υπάρχουν τρία διαμερίσματα επιφανείας 81, 55, και 81 τμ αντίστοιχα, στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο υπάρχουν επίσης τρία διαμερίσματα σε κάθε όροφο επιφάνειας 81, 83 και 81 τμ αντίστοιχα, και στον τρίτο όροφο ένα οροφοδιαμέρισμα επιφανείας 245 τμ, παρά το γεγονός ότι είχαν προβλεφθεί τρία διαμερίσματα, όμοια με εκείνα του/δευτέρου ορόφου, παρελήφθη δε από τον ενάγοντα και από την πρώτη εναγομένη, με την ως άνω ιδιότητα τους και για λογαριασμό της διαθέτιδος, και συνετάγησαν τα από 16.2.1994 πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής, ενώ παράλληλα η διαθέτις παραχώρησε στον υιό του ενάγοντος τη χρήση του τελευταίου ορόφου της εν λόγω πολυκατοικίας, που είχε διαμορφωθεί, όπως προαναφέρθηκε, σε οροφοδιαμέρισμα 245 τμ, κατά παραγγελία της διαθέτιδος, μετά την τροποποίηση του αρχικού σχεδίου, που προέβλεπε τρία διαμερίσματα, τις δε λοιπές οριζόντιες ιδιοκτησίες διατήρησε η ίδια, εκμισθώνοντας αυτές. Παράλληλα, δυνάμει του .../17.7.1995 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτίου Μουτσίδη, η διαθέτις έδωσε στην πρώτη εναγομένη ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, μεταξύ άλλων, να διαχειρίζεται την περιουσία της, να εισπράττει τα μισθώματα και να τα καταθέτει σε ειδικό λογαριασμό σε οποιαδήποτε τράπεζα, στο όνομα της εντολέως, ενώ, ήδη από το έτος 1983, είχε εκδηλώσει την πρόθεση να μεταβιβάσει, λόγω γονικής παροχής, στον ενάγοντα την επικαρπία ενός οικοπέδου 1154,08 τμ, πράγμα που δεν έγινε. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήταν αξιωματικός τον πολεμικού ναυτικού και είχε συνάψει γάμο με την Α. Γ., ηθοποιό του Εθνικού Θεάτρου, με την οποία είχε αποκτήσει δύο τέκνα και ότι η πρώτη εναγόμενη ήταν καθηγήτρια μουσικής που παρέδιδε μαθήματα είχε δε συνάψει γάμο με τον Γ. Ο., τραπεζικό υπάλληλο, με τον οποίο είχε αποκτήσει τρία τέκνα, από τα οποία η δεύτερη εναγομένη υπήρξε και αναδεκτή της διαθέτιδος. Η διαθέτις διέμενε, επί μακρό χρονικό διάστημα της ζωής της, και μάλιστα μετά τον θάνατο του συζύγου της, με την θυγατέρα της - πρώτη εναγομένη και την οικογένεια της, την οποία είχε βοηθήσει τα μέγιστα στην ανατροφή των τέκνων της και διατηρούσε με αυτήν και τα μέλη της οικογενείας της στενές σχέσεις, όπως διατηρούσε και με τον υιό της-ενάγοντα και τα μέλη της οικογενείας του, τα οποία εκτιμούσε. Εκτίμηση και εμπιστοσύνη έτρεφε και προς τα δύο ως άνω τέκνα της, ενάγοντα και πρώτη εναγομένη, και την εμπιστοσύνη της αυτή είχε εκφράσει με την ανάθεση της πληρεξουσιότητας αυτής προς αμφότερους. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διαθέτις, κατά τον χρόνο του θανάτου της, ήταν κυρία 1) της πολυκατοικίας Β, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... αρ. 10 και ..., στα Βριλήσσια Αττικής, 2) του Β3 διαμερίσματος και της Υ3 αποθήκης της πολυκατοικίας επί των οδών ... 1α και ... στα Βριλήσσια Αττικής, 3) του διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου της πολυκατοικίας επί της συμβολής της ... αρ. 5 και ..., 4) του διαμερίσματος του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στο Βραχάτι Κορινθίας, 5) του ημίσεως εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, εκτάσεως 11.805 τμ, που βρίσκεται στο χωριό Πύργος Δυρού, στη Μάνη Λακωνίας, και 6) του ημίσεως εξ αδιαίρετου του αγροτεμαχίου, έκτασης 22 στρεμμάτων, στην ίδια περιοχή. Κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκαν κατά κυριότητα στην διαθέτιδα, ήταν 1) το διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της πολυκατοικίας επί της συμβολής της ... αρ. 5 και ..., στην Αθήνα, 2) το διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου (ρετιρέ) της πολυκατοικίας επί της οδού ... στο Κολωνάκι, στην Αθήνα, 3) η ενιαία ως άνω έκταση 8.373 τμ της τότε Κοινότητας Βριλησσίων, που της είχε μεταβιβάσει ο σύζυγος της, δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως με την εντός αυτού οικία, 4) το διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται στο Βραχάτι Κορινθίας, 5) το ήμισυ εξ αδιαίρετου του ακινήτου, εκτάσεως 11.805 τμ, που βρίσκεται στο χωριό Πύργος Δυρού στη Μάνη Λακωνίας και 6) το ήμισυ εξ αδιαίρετου του αγροτεμαχίου, έκτασης 22 στρεμμάτων στην ίδια περιοχή. Δηλαδή η διαθέτις, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, διέθετε ακίνητη περιουσία, που βρισκόταν εντός των ορίων του Δήμου Αθηναίων, ήτοι επί της ... και επί της οδού ..., στο Κολωνάκι, αλλά και περιουσία που βρισκόταν εντός της ευρύτερης περιοχής του Νομού Αττικής και συγκεκριμένα στην περιοχή των Βριλησσίων. Κατόπιν τούτου το Δικαστήριο κρίνει ότι ανακύπτει θέμα ερμηνείας της διαθήκης, ως προς το αμφισβητούμενο ζήτημα "ποία είναι ακίνητη περιουσία της των Αθηνών, η οποία καταλείπεται στις εναγόμενες, με τις διακρίσεις, που γίνονται σ' αυτήν, και ποία η λοιπή περιουσία αυτής και του συζύγου της Η., που καταλείπεται στον υιόν της Ε. - ενάγοντα. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα και, λαμβανομένων υπόψη της εποχής που συντάχθηκε η διαθήκη, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τη διακρίβωση της πραγματικής βούλησης της διαθέτιδος, του κοινωνικού περιβάλλοντος αυτής, των προσωπικών (τοπικών, γλωσσικών ή επαγγελματικών συνηθειών της, της πνευματικής και κοινωνικής ανάπτυξης και παιδείας της, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην πρώτη (μείζονα) πρόταση αυτού του συλλογισμού, προκύπτει ότι η διαθέτις, αναγράφοντας στην ένδικη διαθήκη ότι αφήνει ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία της "Αθηνών" κατ' επικαρπία στην πρώτη εναγομένη και κατά ψιλή κυριότητα στη δεύτερη, προσδιόρισε τοπικά την περιουσία την οποία κατέλιπε στις εναγόμενες και δεν εννοούσε ότι σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η περιουσία την οποία αυτή διέθετε στα Βριλήσσια Αττικής. Δηλαδή, χρησιμοποιώντας τον τοπικό προσδιορισμό "Αθήνα" εννοούσε μόνο την περιουσία στο κέντρο των Αθηνών και όχι τα Βριλήσσια. Υπέρ αυτής της απόψεως συνηγορεί και το γεγονός ότι η περιεχόμενη στην επίδικη διαθήκη φράση "την λοιπήν περουσίαν μου και του συζύγου μου Η.", η οποία το χρόνο σύνταξης της διαθήκης σαφώς δεν υπήρχε, αφού ο τελευταίος είχε αποβιώσει το έτος 1961, θα ήταν άνευ αντικειμένου και δεν θα είχε λόγο αναγραφής, διότι, τόσο κατά τον χρόνο σύνταξης της εν λόγω διαθήκης, όσο και κατά το χρόνο του θανάτου της διαθέτιδος, δεν υπήρχε εκτός Αθηνών περιουσία, η οποία ανήκε στο παρελθόν στο σύζυγο της, αφού η προπεριγραφείσα περιουσία στη Μάνη Λακωνίας προερχόταν από κληρονομιά της δικής της πατρικής οικογένειας και όχι της οικογένειας του συζύγου της, όπως προαναφέρθηκε. Την περιουσία, η οποία, κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης, βρισκόταν στα Βριλήσσια, η διαθέτις την είχε αποκτήσει, όπως προαναφέρθηκε, από τον σύζυγο της, κατά το έτος 1939, και αναφερόμενη στη διαθήκη στην περιουσία του συζύγου της, την οποία κατέλιπε στον "υιό της Ε." εννοούσε προδήλως την περιουσία που βρισκόταν στα Βριλήσσια, ήτοι η αληθής βούληση της ήταν να περιέλθει η εν λόγω περιουσία στον ενάγοντα. Άλλωστε, στην περίπτωση κατά την οποία, με τον τοπικό περιορισμό "Αθήνα", η διαθέτις εννοούσε και την περιοχή των Βριλησσίων, τότε, από το σύνολο της προπεριγραφείσης περιουσίας της, θα κατέλιπε στον ενάγοντα μόνο εκείνη που βρίσκεται εκτός Αττικής, και συγκεκριμένα το διαμέρισμα στο Βραχάτι Κορινθίας, το ήμισυ εξ αδιαιρέτου της πεπαλαιωμένης οικίας, με την παρακείμενη λιθόκτιστη πολεμίστρα, και τον περιβάλλοντα χώρο της, που βρίσκεται στο χωριό Πύργος Δυρού, στη Μάνη Λακωνίας και το ήμισυ εξ αδιαιρέτου του αγροτεμαχίου έκτασης 22 στρεμμάτων στην ίδια περιοχή. Από την εν λόγω, όμως, οικία στη Μάνη Λακωνίας σώζεται μόνο η πολεμίστρα, ορισμένοι εξωτερικοί τοίχοι, οι περιμετρικοί της αυλής τοίχοι και τα θεμέλια, ενώ τα λοιπά μέρη είναι ερείπια, τα οποία δεν μπορούν να ανακαινισθούν, διότι είναι κατεστραμμένα και ετοιμόρροπα, ο δε περιβάλλον χώρος αποτελείται από άγονο βραχώδες έδαφος και το αγροτεμάχιο των 22 στρεμμάτων περιλαμβάνει μόνο ελαιόδενδρα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται εκτός του Νομού Αττικής υπολείπεται κατά πολύ εκείνης των περιουσιακών στοιχείων της διαθέτιδος, που βρίσκονται στο κέντρο των Αθηνών και στην περιοχή των Βριλησσίων. Εξ άλλου η διαθέτις κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, είχε συνείδηση της διαφορετικότητας της περιοχής των Βριλησσίων από το κέντρο των Αθηνών και γνώριζε ότι τα Βριλήσσια είχαν διαφορετική τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς ο σύζυγος της είχε διατελέσει Πρόεδρος της τότε Κοινότητας Βριλησσίων. Υπάρχει, επομένως, διαχωρισμός μεταξύ της περιουσίας της διαθέτιδος και εκείνης του συζύγου της, όπως διαχωρισμός υπήρχε, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, μεταξύ Αθηνών και Βριλησσίων στα βιώματα της διαθέτιδος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η διαθέτις είχε αναθέσει στον ενάγοντα τις διαδικασίες τακτοποίησης των οικοπέδων, που δημιουργήθηκαν μετά την ρυμοτόμηση της περιοχής των Βριλησσίων και της ανέγερσης των προαναφερθεισών πολυκατοικιών, και είχε παραχωρήσει στον υιό του ενάγοντα τη χρήση του οροφο-διαμερίσματος της πολυκατοικίας επί των οδών ... 10 και ..., και όλα αυτά σε χρόνο κατά τον οποίο δεν έπασχε από κάποια πνευματική ασθένεια, αλλά διαχειριζόταν η ίδια την περιουσία της, ενώ δεν συνέτρεχε λόγος περιορισμού της κληρονομικής μερίδας του ενάγοντος, αφού οι σχέσεις που διατηρούσε με τον ενάγοντα και την οικογένεια του ήταν άριστες. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, με την από 22.2.1980 ιδιόγραφη διαθήκη της Φωτεινής χήρας Η. Μ., ο ενάγων εγκαθίσταται κληρονόμος στην πλήρη κυριότητα της πολυκατοικίας, επί της οδού ... αρ. 10 και ..., στον Δήμο Βριλησσίων του Νομού Αττικής, όπως αυτή περιγράφεται, ως κτίριο Β', στην .../1992 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γασπαρινάτου -Τζουγανάτου, με την αποκλειστική χρήση σε τμήμα, του οικοπέδου επιφανείας 1017,80 τμ, του Β3 διαμερίσματος του δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου και της Υ3 αποθήκης, της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στα Βριλήσσια Αττικής και στη συμβολή των οδών ... Ια και ..., καθώς και της κινητής περιουσίας της διαθέτιδος, πλην της επίπλωσης και της οικοσκευής που υπήρχε στο διαμέρισμα που βρισκόταν στην οδό ... στο Κολωνάκι." Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειουσών, δεχόμενο ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι η διαθήκη ενέχει ασάφεια ως προς την διατυπωθείσα βούληση της διαθέτιδος και προέβη στην ερμηνεία αυτής, κάνοντας δεκτό ότι τα ακίνητα του Δήμου ... δεν εντάσσονται στην περιουσία των Αθηνών, σωστά τις αποδείξεις εκτίμησε, μεταξύ των οποίων και την .../2005 ένορκη βεβαίωση του Ε. Σ. και την .../8.9.1980 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Παρασκευής Λαζαράκου, και ορθά εφήρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο, καταλήγοντας σε ορθό αποτέλεσμα, έχοντας λάβει υπόψη το κοινωνικό περιβάλλον, τις τοπικές συνήθειες και τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας της διαθέτιδος κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι, που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση και επομένως ο περί του εναντίον πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Οι περιεχόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο σύζυγος της διαθέτιδος είχε περιουσία στην περιοχή Γερολιμένα αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων είναι απαράδεκτες (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 559 παρ. 1 εδάφ. β' Κ.Πολ.Δ., λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, πρέπει δε να εκτίθεται περαιτέρω στο σχετικό λόγο η έννοια που αποδόθηκε στον κανόνα δικαίου, που χαρακτηρίζεται εσφαλμένη και η κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος ορθή, που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία παρέλειψε να χρησιμοποιήσει. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 εδάφ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, διότι το Εφετείο κατά την ερμηνεία της επίμαχης διαθήκης, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία ο γονέας που διαμένει συνεχώς με την οικογένεια ενός από τα τέκνα του καταλείπει σ' αυτό το μεγαλύτερο ή έστω το ίδιο και ποτέ το μικρότερο μέρος της περιουσίας. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού το αναφερόμενο κατά τα ανωτέρω ως δίδαγμα κοινής πείρας δεν έχει το χαρακτήρα αυτόν. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-2-2012 αίτηση των Ν. Ο. κλπ για αναίρεση της 4692/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης: 1ος από 19, 2ος από 1 εδ. β
Ερμηνεία βούλησης διαθέτη
Ερμηνεία βούλησης διαθέτη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1424/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μητσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Σ. του Β., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Κοτζιά-Σοφαντζή, περί αναιρέσεως της 19060/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιουνίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 709/13. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, είτε με την χωρίς εναντίωση εμφάνισή του στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της κατ' αυτού υποθέσεως. Αν η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 174 παρ.2 του ΚΠοινΔ, η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επιδόσεως ή της κοινοποιήσεώς τους σ' αυτόν καλύπτεται αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αρχίζει η κύρια διαδικασία και επέρχεται αναστολή της παραγραφής από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, γιατί, στην περίπτωση αυτή, καλύπτεται η ακυρότητα, το κλητήριο θέσπισμα θεωρείται έγκυρο και από την επίδοση αυτού αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, η ακυρότητα της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως που κατ' ανάγκην επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παραδεκτώς ασκηθείσας εφέσεως, έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του λόγου αυτού. Διαφορετικά, αν παραλείψει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, καίτοι συντρέχει νόμιμη προς τούτο περίπτωση, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, με την 34062/2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε ερήμην σε φυλάκιση δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική, για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στις 31.10.2006. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα την υπ' αριθ. πρωτ. 4745/14.5.2012 έκθεση εφέσεως, στον πρώτο λόγο της οποίας πρότεινε ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύθηκε στο ακροατήριο για να δικασθεί για την ως άνω αξιόποινη πράξη, (καθώς και η πρωτόδικη απόφαση) δεν του είχε επιδοθεί νομίμως, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει η κυρία διαδικασία και να μην έχει επέλθει αναστολή της πενταετούς παραγραφής, η οποία είχε ήδη συμπληρωθεί. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι η επίδοση του έγινε ως άγνωστης διαμονής, γιατί αυτός δεν βρέθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία του στην οδό ... αριθ. 42 στην ..., ενώ είχε γνωστή διαμονή στο ... και επί της οδού ... αριθ. 136, η διεύθυνσή του δε αυτή ήταν γνωστή στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., ο οποίος υπέβαλε την αίτηση για την άσκηση της ποινικής διώξεως κατ' αυτού. Κατά τη συζήτηση επί της εφέσεως, ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, επανέφερε τον ισχυρισμό αυτό. Πλην, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 19060/2013 απόφασή του, αποφάνθηκε μόνο ότι η έφεση, που είχε ασκηθεί εκπροθέσμως, έπρεπε να θεωρηθεί εμπρόθεσμη, γιατί "η κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου δεν έγινε στη διεύθυνση που γνώριζε η Εφορία, στην οποία μάλιστα υπέβαλε τις δηλώσεις του". Η απόφαση, όμως, επί του τυπικά παραδεκτού της εφέσεως δεν καλύπτει και τον ισχυρισμό ότι η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος έγινε ακύρως και ότι, κατ' ακολουθίαν, η ήδη συμπληρωθείσα παραγραφή της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, δεν έχει ανασταλεί. Δηλαδή, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, παρά το ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επιφυλάχθηκε να απαντήσει στον ως άνω ισχυρισμό, παρέλειψε να πράξει τούτο και προχώρησε στην κρίση επί της ουσίας και την καταδίκη του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, για την ως άνω πράξη, σε φυλάκιση είκοσι (20) μηνών, ανασταλείσα. Έτσι, όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, παραβίασε το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως και υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 περ. Η' ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), και το οποίο θα αποφανθεί επί του ως άνω ισχυρισμού και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε θα παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου λόγω παραγραφής είτε θα προχωρήσει (και πάλι) στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 19060/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Πότε αρχίζει η κυρία διαδικασία και επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Πότε καλύπτεται η ακυρότητα της κλήσεως στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης στον κατηγορούμενο. Αναίρεση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, γιατί το Δικαστήριο, παρά το ότι, με λόγο εφέσεως, προβλήθηκε παραδεκτώς ότι η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, ο οποίος πρωτοδίκως είχε δικαστεί ερήμην, έγινε ακύρως και ότι, κατά συνέπειαν, δεν είχε επέλθει αναστολή της πενταετούς παραγραφής, η οποία είχε συμπληρωθεί, δεν αποφάνθηκε επί του ισχυρισμού αυτού και προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, και παραπομπή.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή, Κλητήριο θέσπισμα.
0
Αριθμός 1423/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ. Χ. του Δ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ'αριθ.4/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορουμένη την V. K. - V. του S. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 326/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 351 παρ. 1 Π.Κ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του ν. 3064/2002 "όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει, με ή χωρίς αντάλλαγμα, σε άλλον ή παραλαμβάνει από τον άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στην γενετήσια εκμετάλλευση του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ". Κατά δε τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε επίσης με το άρθρο 8 του ν.3064/2002 "με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η πράξη: α)...β)... γ) συνδέεται με την παράνομη είσοδο, παραμονή ή έξοδο του παθόντος από τη χώρα, δ) τελείται κατ' επάγγελμα". Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδαφ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, που συντρέχει και στην κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. II.Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος όπως και στο έγκλημα της σωματεμπορίας του ως άνω άρθρου 351 Π Κ, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. ΙΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). IV. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 4/2013, απόφαση του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο κατά πλειοψηφία (4-3) τον αναιρεσείοντα, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε' Π.Κ, της πράξης, της σωματεμπορίας, συνοδευόμενης με παράνομη είσοδο, παραμονή και έξοδο του παθόντα από τη χώρα, κατ' επάγγελμα κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε, σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Στο σκεπτικό της πλειοψηφίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν, Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος αναφέρει δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος. Χ. Χ. κατ' έτος 2003 συνεκμεταλλευόταν στο ... κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (μπιστρό). Εκεί γνώρισε κάποιον ομογενή Ρώσο υπήκοο με το όνομα Β. αγνώστων λοιπών στοιχείων, με τον οποίο απέκτησε φιλικές σχέσεις. Ο πρώτος κατηγορούμενος, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, προτιθέμενος να ανεύρει αλλοδαπές γυναίκες με σκοπό τη γενετήσια εκμετάλλευση τους μετέβη, αφού συνεννοήθηκε με τον ως άνω Β., περί τις αρχές μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 στη Ρωσία και εκεί στην πόλη ... της Ρωσίας, γνώρισε τις αλλοδαπές με ρουσική υπηκοότητα Y. K. (Γ. Κ.) και Y. K. (Γ. Κ.). Κατά τη γνωριμία τους αυτή. ο πρώτος κατηγορούμενος είπε σε αυτές ότι διατηρεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στο ... και ότι αναζητά σερβιτόρες έναντι μηνιαίου μισθού 1.000 περίπου ευρώ και τους πρότεινε να μεταβούν στη Γερμανία για να απασχοληθούν στο κατάστημα του, υποσχόμενος να τους διαθέσει διαμέρισμα για να κατοικήσουν και να τους εξασφαλίσει τα έξοδα μετακίνησης. Οι δύο νεαρές γυναίκες, ευρισκόμενες σε κατάσταση πενίας και στερήσεων, δέχθηκαν την πρόταση του κατηγορουμένου. Κατόπιν τούτου, ο πρώτος κατηγορούμενος παρέμεινε στη ... για μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να φροντίσει για την έκδοση όλων των αναγκαίων ταξιδιωτικών εγγράφων, καταβάλλοντας και τη σχετική δαπάνη και αναχώρησε για τη Γερμανία περί τα τέλη Φεβρουαρίου του έτους 2003. Ο πρώτος κατηγορούμενος βέβαια ισχυρίζεται ότι μετέβη στη Ρωσία για χειμερινές διακοπές, φιλοξενούμενος σε συγγενικό πρόσωπο του φίλου του Β., πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν κρίνεται πειστικός. καθόσον λόγω της οικονομικής του αδυναμίας που αντιμετώπιζε δεν θα υποβαλλόταν σε δαπάνες προκειμένου να πραγματοποιήσει χειμερινές διακοπές, εγκαταλείποντας μάλιστα μόνη τη σύντροφο του δεύτερη κατηγορουμένη ως και το τέκνο του από τον πρώτο γάμο που συνοικούσε μαζί του. Περίπου σε μία εβδομάδα από την αναχώρηση του πρώτου κατηγορουμένου και συγκεκριμένα την 03.03.2003 οι δύο αλλοδαπές γυναίκες μετέβησαν αεροπορικώς από τη Μόσχα στο Παρίσι, κάνοντας χρήση των εισιτηρίων που είχε εκδώσει για λογαριασμό τους ο κατηγορούμενος. Στο Παρίσι είχε μεταβεί οδικώς και ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος, συνοδευόμενος από Γερμανό υπήκοο, ονόματι Ρ. Κ., παρέλαβε αυτές και τις μετέφερε με το αυτοκίνητο του στην κατοικία του Κ. στο ... όπου στο μεταξύ είχε μεταβεί και η δεύτερη κατηγορουμένη, σύντροφος του πρώτου, Λιθουανή υπήκοος K. V., η οποία έκτοτε χρησιμοποιήθηκε ως διερμηνέας για όλες τις συνεννοήσεις που είχε ο πρώτος κατηγορούμενος με τις αλλοδαπές. Ακολούθως ο πρώτος κατηγορούμενος μετέφερε τις δύο γυναίκες στο διαμέρισμα όπου διέμενε με τη δεύτερη κατηγορουμένη στο ..., με τη συναίνεση και της δεύτερης κατηγορουμένης, παραπείσας αυτές ότι επρόκειτο να εργασθούν στο κατάστημα του ως σερβιτόρες. Μετά από λίγο ο πρώτος κατηγορούμενος ανακοίνωσε σε αυτές ότι δεν είχαν τις προϋποθέσεις για την έκδοση άδειας εργασίας κατά τους νόμους του γερμανικού κράτους και ότι έπρεπε, προκειμένου να απασχοληθούν νόμιμα, να τελέσουν εικονικούς γάμους με γερμανούς πολίτες και συγκεκριμένα η πρώτη Γ. Κ. έπρεπε να παντρευτεί τον Ρ. Κ. και η δεύτερη Γ. Κ. έπρεπε να παντρευτεί τον Γ. Κ., με τους οποίους ο πρώτος κατηγορούμενος είχε ήδη συμφωνήσει να τους καταβάλλει ποσό 150 ευρώ) στον καθένα για την τέλεση των εικονικών γάμων. Κατόπιν πιέσεων του πρώτου κατηγορούμενου οι αλλοδαπές, ευρισκόμενες σε ξένη χώρα και αντιμετωπίζοντας ένδεια και αβεβαιότητα ως προς την επιβίωση τους, συμφώνησαν να τελέσουν τους γάμους, πιστεύοντας ότι μετά από αυτό θα μπορούσαν να εργασθούν νόμιμα ως σερβιτόρες στο κατάστημα. Τελικά ο πρώτος κατηγορούμενος συνοδεύοντας τις αλλοδαπές περί τα μέσα Μαρτίου 2003 μετέβησαν στη Δανία, όπου τελέσθηκαν οι γάμοι, με μάρτυρα τη δεύτερη κατηγορουμένη. Στη συνέχεια οι αλλοδαπές καθ' υπόδειξη του πρώτου κατηγορουμένου μετέβησαν στο ... τόπο διαμονής των συζύγων τους, όπου παρέμειναν για μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την έκδοση των αδειών παραμονής και εργασίας. Αφού είχαν εκδοθεί οι άδειες παραμονής των αλλοδαπών, είχε εκδοθεί την 22-5-2003 η άδεια εργασίας της Κ. και εκκρεμούσε η έκδοση της άδειας εργασίας της Κ., που εν τέλει εξεδόθη την 13-6-2003, ο πρώτος κατηγορούμενος την 1-6-2003 παρέλαβε τις αλλοδαπές από την πόλη ... και τις μετέφερε σε διαμέρισμα στο …στην οδό ... αρ.. , το οποίο είχε μισθώσει και προπληρώσει ο ίδιος καταβάλλοντας ποσό 3.000 ευρώ και τους ανακοίνωσε ότι δεν είναι δυνατόν να εργασθούν ως σερβιτόρες και ότι έπρεπε να εργασθούν ως πόρνες σε οίκο ανοχής, προκειμένου να του αποπληρώσουν τα χρήματα που ήδη είχε ξοδέψει γι' αυτές. Οι αλλοδαπές γυναίκες αντέδρασαν και ο πρώτος κατηγορούμενος προκειμένου να κάμψει τις αντιδράσεις απείλησε ότι θα κάνει κακό σε αυτές και τις οικογένειες τους στη Ρωσία, λέγοντας μάλιστα στην Κ. που είχε ανήλικο παιδί στη Ρωσία. ότι διατηρεί σχέσεις με κύκλωμα εμπορίας παιδιών στη χώρα της. Την επομένη ημέρα η δεύτερη κατηγορουμένη αγόρασε για λογαριασμό της Κ.. που είχε ήδη άδεια εργασίας, όλα τα αναγκαία για την άσκηση του επαγγέλματος της πόρνης ρούχα και εσώρουχα και τον απαραίτητο εξοπλισμό του δωματίου στον οίκο ανοχής (σεντόνια, πετσέτες κλπ) καν ακολούθως μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο πήγαν στον οίκο ανοχής με τον τίτλο ... στο …. Η δεύτερη κατηγορουμένη πλήρωσε με χρήματα που της έδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος το δωμάτιο' όπου θα εκπορνευόταν η αλλοδαπή και της υπέδειξε τον τρόπο προσέλκυσης πελατών μέσα από τη βιτρίνα του δωματίου της καθώς και το και το αντίτιμο των υπηρεσιών που θα προσέφερε και. συγκεκριμένα, όφειλε να εισπράττει 30 ευρώ για 15 λεπτά απασχόληση. Έκτοτε και μέχρι τα τέλη περίπου του Ιουλίου του 2003, η Κ. ερχόταν σε σαρκική συνάφεια με αόριστο αριθμό ανδρών καθημερινά και επί οκτώ ώρες περίπου στον ανωτέρω οίκο ανοχής. Ο ίδιος τρόπος εκπόρνευσης ακολουθήθηκε περά τα τέλη περίπου του μηνός Ιουνίου του έτους 2003. όταν εξεδόθη η άδεια εργασίας και με την αλλοδαπή Κ.. Ο πρώτος κατηγορούμενος καθημερινά παραλάμβανε είτε ο ίδιος είτε δια της συγκατηγορούμενης του τις αλλοδαπές από το διαμέρισμα της ... και τις μετέφερε στον οίκο ανοχής και το βράδυ τις παραλάμβανε από τον οίκο ανοχής, έπαιρνε τα χρήματα που είχαν εισπράξει, τα οποία του κατέβαλαν αναντίρρητα υπό το καθεστώς του τρόμου, στο οποίο είχαν περιέλθει και, ακολούθως, τις οδηγούσε πίσω στο διαμέρισμα, δίνοντας τους χρήματα μόνο για τσιγάρα. Στο διάστημα αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος εξ ιδίων χρημάτων κατέβαλε το μίσθωμα της κατοικίας τους και των δωματίων, όπου επιδίδονταν στην πορνεία, καθώς και όλα τα έξοδα διαβίωσης τους. ενώ με διαρκείς απειλές και σωματική βία που άσκησε κατά της Κ. ο πρώτος κατηγορούμενος τις υποχρέωνε να παραμένουν εντός του διαμερίσματος και να μην εξέρχονται αυτού, χωρίς να συνοδεύονται από τον ίδιο ή τη δεύτερη κατηγορουμένη. Τελικώς, περί τα τέλη του Ιουλίου του 2003. ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος είχε μεταβεί στην Ελλάδα, οι δύο γυναίκες βρήκαν την ευκαιρία να αναχωρήσουν από το διαμέρισμα της ... και να μετακομίσουν στην κατοικία προσώπου, αλβανικής καταγωγής, ονόματι Σ. Ρ.. Όλα τα παραπάνω προκύπτουν από τον αναγνωσθέντα φάκελο δικαστικής συνδρομής που περιλαμβάνει τις ένορκες καταθέσεις των Κ. και Κ. ενώπιον των γερμανικών αρχών, καθώς και των εικονικών συζύγων Κ. και Κ. και ενισχύονται από τις καταθέσεις των Σ. Ρ. και Φ. Ρ., υπό την "προστασία" των οποίων τελούσαν οι δύο Ρωσίδες υπήκοοι για μικρό χρονικό διάστημα μετά τη διαφυγή τους από τη σφαίρα επιρροής του πρώτου κατηγορουμένου. Να σημειωθεί δε ότι η αλλοδαπή Κ. κατά την 9-12-2003 κατάθεση της αναιρεί εν μέρει τα όσα ισχυρίσθηκε στην αρχική από 7-9-2003 κατάθεση της. πλην όμως η στάση της αυτή, συνήθης βέβαια σε θύματα τέτοιων εγκληματούν, πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι εκκρεμούσε η δίωξη και η απέλαση της για τον εικονικό γάμο που τέλεσε, στη συνέχεια δε με τις από 12-10-2004 και 27-9-2005 καταθέσεις της επιβεβαιώνει την αρχική της κατάθεση και αναφέρει λεπτομέρειες για την εγκληματική συμπεριφορά των κατηγορουμένων. Οι κατηγορούμενοι παραδέχονται τα πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν και της εκπόρνευσης των αλλοδαπών καθώς και τα περιστατικά που ακολούθησαν την εκπόρνευσή τους, ισχυρίζονται όμως ο μεν πρώτος ότι βοήθησε τις αλλοδαπές κατόπιν παρακλήσεως του φίλου του Β., η δε δεύτερη ότι τις βοήθησε γιατί γνώριζε τη γλώσσα τους και μεσολαβούσε στις συνεννοήσεις. Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον με σαφήνεια αποδείχθηκε η οργάνωση από τον πρώτο κατηγορούμενο όλου του σχεδίου της γενετήσιας εκμετάλλευσης των αλλοδαπών, ήτοι η κατόπιν προσκλήσεως αυτού έλευση των αλλοδαπών στη Γερμανία, προκειμένου να εργασθούν ως σερβιτόρες, η μεταφορά τους από το Παρίσι στη Γερμανία, η ανεύρεση των εικονικών συζύγων προς τους οποίους μάλιστα κατέβαλε χρηματικό αντάλλαγμα για τη διευκόλυνση, η τέλεση των εικονικών γάμων, η εξεύρεση διαμερίσματος για να διαμένουν οι αλλοδαπέ; στο …και η καταβολή από αυτόν του μισθώματος, η μίσθωση από αυτόν δωματίου στον οίκο ανοχής, η μεταφορά και παραλαβή τον αλλοδαπών προς και από τον οίκο ανοχής καθώς και η είσπραξη των χρημάτων που αποκόμιζαν οι αλλοδαπές από την εκπόρνευσή τους. Επιπλέον δε ο πρώτος κατηγορούμενος ευρισκόμενος σε οικονομική δυσπραγία, ως τούτο άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός ότι δεν κατέβαλε τα μισθώματα του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε με τη δεύτερη κατηγορουμένη, κατά την περιεχόμενη κατάθεση του ιδιοκτήτη του διαμερίσματος στον αναγνωσθέντα φάκελο δικαστικής συνδρομής, δεν είχε κανένα λόγο πέραν της σκοπούμενης γενετήσιας εκμετάλλευσης των αλλοδαπών να καταβάλλει για λογαριασμό τους ποσό περίπου 5.000 ευρώ, ως ο ίδιος ομολογεί. Η δε δεύτερη κατηγορουμένη με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της δεν ήθελε να εξυπηρετήσει τις αλλοδαπές που αγνοούσαν τη γερμανική γλώσσα, αλλά σκοπούσε να παρέχει συνδρομή στον συγκατηγορούμενό της πριν και κατά την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως της σωματεμπορίας, γνωρίζοντας ότι ο συγκατηγορούμενός της διά της εκπορνεύσεως των αλλοδαπών σκοπεί τον πορισμό εισοδημάτων για τον βιοπορισμό του. Να σημειωθεί δε ότι αβασίμως οι κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι είχαν προαποφασίσει ήδη από τις αρχές του έτους 2003 να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα και ως εκ τούτου δεν είχε λόγο ο πρώτος κατηγορούμενος να καταστρώσει σχέδιο της γενετήσιας εκμετάλλευσης των αλλοδαπών, καθόσον η επιστροφή τους στην Ελλάδα αποφασίσθηκε περί τα τέλη του μηνός Ιουνίου του έτους 2003 όταν οι αλλοδαπές εξέφυγαν της "προστασίας" και του ελέγχου του και άρχισαν αυτές να διεκδικούνται εν μέσοι επεισοδίων από άλλο οργανωμένο κύκλωμα σωματεμπορίας. Προς τούτο δε ο πρώτος κατηγορούμενος έφυγε εσπευσμένα για την Ελλάδα περί τα μέσα Ιουλίου 2003. αφήνοντας πίσω του την δεύτερη κατηγορουμένη να επιμεληθεί της μετακόμισης, μάλιστα δε προς επιβεβαίωση του εσπευσμένου της αναχώρηση τους το πρώτο διάστημα της επιστροφής του και επί δίμηνο διέμενε σε πανσιόν στο …και στη συνέχεια πλέον από τα μέσα Σεπτεμβρίου μίσθωσε μόνιμη κατοικία. Επιπλέον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι αλλοδαπές ήταν προηγουμένως πόρνες ενώ αποδείχθηκε ότι χωρίς τη βούληση τους εκπορνεύθηκαν, όταν ο πρώτος κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν, λόγω της μεγάλης οικονομικής ανάγκης τους και του γεγονότος ότι διέμεναν σε ξένη χώρα χωρίς να μπορούν να εξασφαλίσουν τη διαβίωση τους. χωρίς να μπορούν να προσφύγουν στις γερμανικές αρχές, αφού αγνοούσαν τη γλώσσα, εξανάγκασε αυτές με απειλές κατ' αυτών και των οικογενειών τους και με σωματική και ψυχολογική βία, με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευση τους. να έρχονται σε σαρκική επαφή καθημερινώς με διάφορους άνδρες εντός του οίκου ανοχής. Να σημειωθεί δε ότι η μετέπειτα συμπεριφορά των αλλοδαπών, η συνέχιση δηλαδή με τη θέληση τους της εκπόρνευσής τους όταν εξέφυγαν από τον έλεγχο του πρώτου κατηγορουμένου, είναι αδιάφορη ως προς τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας, καθόσον εν προκείμενω ενδιαφέρει η βούληση των αλλοδαπών όταν εξαναγκάσθηκαν να εκπορνευθούν το πρώτον από τον πρώτο κατηγορούμενο, αυτές δε, όπως από τις αποδείξεις προέκυψε, είχαν σαφώς και ρητώς εκφράσει την αντίθεση τους στην εκπόρνευσή τους. Εξάλλου η πράξη της σωματεμπορίας που κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος συνδέεται με την παράνομη παραμονή των αλλοδαπών γυναικών στο γερμανικό έδαφος, ενώ προέκυψε κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης, αφού η επανειλημμένη τέλεση της πράξης με δύο παθούσες και έχοντας διαμορφώσει συγκεκριμένη υποδομή και σχέδιο δράσης, που συνίστατο στο γεγονός ότι προώθησε τις γυναίκες από τη Ρωσία στη δικές του δαπάνες, μίσθωσε ακίνητο για τη διαμονή τους, οργάνωσε την τέλεση εικονικών γάμων έναντι αμοιβής, για την τέλεση των οποίων μάλιστα τις μετέφερε σε χώρα του εξωτερικού, μερίμνησε για την έκδοση όλων των νόμιμων εγγράφων, προκειμένου αυτές να ταξιδέψουν, να παντρευτούν, να εργαστούν κλπ, υποδείκνυε ακριβούς σ' αυτές τις υπηρεσίες που όφειλαν να παρέχουν και τις αμοιβές που όφειλαν να εισπράττουν, το χώρο και το χρόνο επίδοσης αυτών στην πορνεία, συναγομένου ως εκ τούτων ότι ο σκοπός τους ήταν ο πορισμός εισοδήματος. Η δε δεύτερη κατηγορούμενη γνωρίζοντας και αποδεχόμενη την εγκληματική δράση του συγκατηγορουμένου της με πρόθεση παρείχε σε αυτόν βοήθεια πριν και κατά την τέλεση της πράξης, η οποία, χωρίς να. είναι άμεση, συντέλεσε στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό συγκατηγορούμενο της και συγκεκριμένα διερμήνευε τις συνομιλίες μεταξύ αλλοδαπών και του συγκατηγορουμένου της. χρησιμοποιήθηκε ως μάρτυρας για την τέλεση των εικονικών γάμων, φιλοξένησε στην οικία της τις αλλοδαπές, αγόρασε με χρήματα του συγκατηγορουμένου της όλα τα απαραίτητα για την εκπόρνευσή τους, μίσθωσε τα δωμάτια στον οίκο ενοχής για να εκπορνευθούν οι αλλοδαπές, υπέδειξε σε αυτές τον τρόπο εκπόρνευσής τους ως και την αμοιβή που έπρεπε να λαμβάνουν και αποδίδουν στον πρώτο κατηγορούμενο και συνόδευε αυτές από και προς τον οίκο ανοχής, ενώ επί πλέον γνώριζε για την παράνομη παραμονή των αλλοδαπών γυναικών στο γερμανικό έδαφος ως και το ότι ο συγκατηγορούμενός της με την τέλεση της πράξης σκοπούσε στον πορισμό εισοδήματος. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, κατά πλειοψηφία, σωματεμπορίας συνοδευόμενης με παράνομη είσοδο, παραμονή και έξοδο του παθόντα από τη χώρα κατ' επάγγελμα κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και η δεύτερη κατηγορουμένη ένοχη, κατά απλής συνέργειας κατ' εξακολούθηση στην ως άνω πράξη που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός της..." Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΕΝΟΧΟ, κατά πλειοψηφία, τον πρώτο κατηγορούμενο του ότι στον κάτωθι τόπο και χρόνο με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με τη χρήση βίας και απειλής, κατακράτησε άλλα πρόσωπα, με σκοπό να προβεί ο ίδιος στη γενετήσια εκμετάλλευση τους. η πράξη του δε αυτή συνδέεται με την παράνομη παραμονή των προσώπων αυτών σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τελέσθηκε κατ' επάγγελμα. Συγκεκριμένα στην πόλη ... της Γερμανίας κατά το χρονικό διάστημα από την Γ1 Ιουνίου του 2003 μέχρι και τα τέλη του μηνός Ιουλίου του ιδίου έτους ,με .τη χρήση σωματικής και ψυχολογικής βίας και απειλής .κατακρατούσε σε μισθωμένο από αυτόν κείμενο επί της οδού ... αριθ…διαμέρισμα τις ενήλικες γυναίκες Γ. Κ. και Γ. Κ. ρωσικής υπηκοότητας, με σκοπό να προβεί ο ίδιος στη γενετήσια εκμετάλλευση τους καθόσον τις προήγαγε σε πορνεία. αναγκάζοντας αυτές να εργάζονται ως πόρνες σε μισθωμένο από αυτούς δωμάτιο στον οίκο ανοχής με την επωνυμία " …" και δη αφού προσέλκυσε αυτές στη Ρωσία τον μήνα Φεβρουάριο του 2003, προφασιζόμενος ότι δήθεν θα τις προωθήσει στο ... Γερμανίας για να εργαστούν ως σερβιτόρες σε καφετέρια, που επρόκειτο να αγοράσει, στη συνέχεια την 3.3.2003 τις προώθησε από την Ρωσία στη πόλη Παρίσι της Γαλλίας και από εκεί τις μετέφερε οδικώς στην πόλη ... της Γερμανίας και κατόπιν στην πόλη ..., προκειμένου δε να εξασφαλιστεί η νόμιμη διαμονή τους στην ανώτερω χώρα κατά καταστρατήγηση των οικείων εθνικών και κοινοτικών διατάξεων τις έπεισε να τελέσουν εικονικούς γάμους με τους γερμανούς υπηκόους Ρ. Κ. και Γ. Κ. Στους οποίους ο ίδιος κατέβαλε προς τούτο χρήματα και ακολούθως την 1.6.2003 τις εγκατέστησε στο προαναφερόμενο κείμενο επί της οδού ... αριθ. 1 διαμέρισμα και με τη χρήση απειλών και σωματικής βίας στρεφομένων κατά της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής τους τόσο των ιδίων όσο και των μελών της οικογένειας τους, τις κατακρατούσε στο ανωτέρω διαμέρισμα και τις προήγαγε παρά την αντίθετη θέληση τους, στην πορνεία, καθορίζοντας τις ερωτικές τους συνευρέσεις με αόριστο αριθμό ανδρών, έναντι αμοιβής, που ο ίδιος προσδιόριζε και εξ ολοκλήρου παρακρατούσε, στο παραπάνω δωμάτιο του προαναφερόμενου οίκου ανοχής. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξης, για την οποία κατηγορείται και την υποδομή, που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής ,με την προσέλκυση των ανωτέρω και άλλων γυναικών από τον τόπο καταγωγής τους, την οργάνωση προώθησης τους στη Γερμανία, την πληρωμή προσώπων για την τέλεση εικονικών γάμων, ώστε να εξασφαλισθεί η νόμιμη διαμονή τους στην ανωτέρω χώρα, τη μίσθωση διαμερίσματος και δωματίου για την εγκατάσταση και την επ' αμοιβή έκδοση αντίστοιχα των γυναικών αυτών προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος." Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξεως, σωματεμπορίας από κοινού και κατ' επάγγελμα για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς επίσης και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 13 στ, 14, 26 παρ. 1α 27 παρ. 1, 94, 98, 351 παρ. 1, 4 στοιχ. γ-δ' του Π.Κ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ο τρόπος κατά τον οποίο τελέστηκε το έγκλημα, η χρήση της βίας και των απειλών με τις οποίες εξανάγκαζε ο αναιρεσείων τις αλλοδαπές να εκδίδονται με ανταλλάγματα σε τρίτους. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) αιτιολογείται ειδικά το στοιχείο του εξαναγκασμού των αλλοδαπών να υποκύψουν στην ψυχολογική βία και τις απειλές που άσκησε σε βάρος τους ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ο οποίος τις κατακράτησε με σκοπό να προβεί στη γενετήσια εκμετάλλευσή τους, διαλαβόν συγκεκριμένα στο σκεπτικό ότι "...παρέλαβε τις αλλοδαπές από την πόλη ... και τις μετέφερε σε διαμέρισμα στο ..., στην οδό ... αρ. 1, το οποίο είχε μισθώσει και προπληρώσει ο ίδιος καταβάλλοντος ποσό 3.000 ευρώ και τους ανακοίνωσε ότι δεν είναι δυνατόν να εργασθούν ως σερβιτόρες και ότι έπρεπε να εργασθούν ως πόρνες σε οίκο ανοχής, προκειμένου να του αποπληρώσουν τα χρήματα που ήδη είχε ξοδέψει γι' αυτές. Οι αλλοδαπές γυναίκες αντέδρασαν και ο πρώτος κατηγορούμενος προκειμένου να κάμψει τις αντιδράσεις απείλησε ότι θα κάνει κακό σε αυτές και τις οικογένειες τους στη Ρωσία, ότι το βράδυ τις παραλάμβανε από τον οίκο ανοχής, έπαιρνε τα χρήματα που είχαν εισπράξει, δίνοντας τους χρήματα μόνο για τσιγάρα" β) αιτιολογείται ειδικά, αν και είναι αδιάφορο και μη αξιολογήσιμο για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ότι οι ως άνω παθούσες δεν ήταν πόρνες, τούτο δε συνάγεται από τις παραδοχές ότι η σύζυγος του κατηγορουμένου υπέδειξε στην παθούσα Y. K. τον τρόπο εκπορνεύσεώς της και ειδικότερα "...της υπέδειξε τον τρόπο προσέλκυσης πελατών μέσα από τη βιτρίνα του δωματίου της καθώς και το αντίτιμο των υπηρεσιών που θα προσέφερε και, συγκεκριμένα, όφειλε να εισπράττει 30 ευρώ για 15 λεπτά απασχόλησης", επί πλέον δε αναφέρει ότι "από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι αλλοδαπές ήταν προηγουμένους πόρνες, ενώ αποδείχθηκε ότι χωρίς τη βούληση τους εκπορνεύθηκαν, όταν ο πρώτος κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν, λόγω της μεγάλης οικονομικής ανάγκης τους και του γεγονότος ότι διέμεναν σε ξένη χώρα χωρίς να μπορούν να εξασφαλίσουν τη διαβίωση τους, χωρίς να μπορούν να προσφύγουν στις γερμανικές αρχές, αφού αγνοούσαν τη γλώσσα, εξανάγκασε αυτές με απειλές κατ' αυτών και των οικογενειών τους και με σωματική και ψυχολογική βία, με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευση τους, να έρχονται σε σαρκική επαφή καθημερινώς με διάφορους άνδρες εντός του οίκου ανοχής. ". γ) αιτιολογείται ειδικά με την προηγηθείσα σκέψη ότι οι παθούσες δεν είχαν προειλημμένη απόφαση προς έκδοση τους και παροχή ερωτικών υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ 2ος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμος. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 εδ α' του ΚΠΔ "στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος (άρθρο 219 παρ.2), ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεση που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία...". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαδικασίας από την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή της σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη. Ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται, επίσης, αν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση, χωρίς να αναγνωσθεί ή ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα και το δικαστήριο την αναγνώσει και τη λάβει υπόψη του, χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισης του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και το άρθρο 14 παρ.3 στοιχ.ε' του "Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" (ν.2462/1997), να εξετάζει τους μάρτυρες και δημιουργείται ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ' του ΚΠΔ. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτους ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, εφόσον βεβαιώσει στην απόφαση του την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα, έστω και αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί σχετικά. Η εναντίωση αυτή αποτελεί περιστατικό, το οποίο εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 334 παρ.2 ΚΠΔ και μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη, αν εμποδίζει τη εξακρίβωση της αλήθειας. Τούτο ισχύει, ιδίως, όταν ο μάρτυρας έχει αποβιώσει, ή είναι αδύνατη ή σχετικά δυσχερής η ανεύρευσή του, λόγω διαμονής του σε άγνωστη διεύθυνση στο εξωτερικό, ή η εμφάνιση του στο ακροατήριο και η κατάθεση αυτού, που λήφθηκε στην προδικασία, είναι εντελώς αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας. Διαφορετικά, η εναντίωση του κατηγορουμένου ως προς την ανάγνωση τέτοιας κατάθεσης, αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 18 της ΕΣΔΑ, διότι απολήγει στην παρεμπόδιση διεξαγωγής δίκαιης και ουσιαστικής δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών συνεδριάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, τούτο ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του για την περί ενοχής κρίση του αναιρεσείοντος, τις προανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, (παθουσών), Π. Κ. και Γ. Κ., παρά τη ρητή εναντίωση των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και του ήδη αναιρεσείοντος. Το Δικαστήριο προέβη στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, αποδεχόμενο σχετικό αίτημα του Εισαγγελέως, αφού προηγουμένως απέρριψε τις πιο πάνω αντιρρήσεις των κατηγορουμένων με την εξής αιτιολογία: " όπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι εξετασθείσες κατά την προδικασία ενώπιον της Γερμανικής δικαιοσύνης μάρτυρες, Γ. Κ. και Γ. Κ., είναι Ρωσικής υπηκοότητας, κατά το χρόνο εξέτασης τους διέμεναν προσωρινά στη Γερμανία, χωρίς να έχουν σταθερό τόπο κατοικίας και ως εκ τούτου καθίστατο ανέφικτη η κλήση τους για εμφάνιση ενώπιον του ακροατηρίου. Ως εκ τούτων πρέπει, παρά τις αντιρρήσεις των κατηγορουμένων να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης με ανάγνωση των προανακριτικών καταθέσεων των απολιπομένων μαρτύρων, των οποίων οι καταθέσεις είναι αναγκαίες για την ανακάλυψη της αλήθειας..." Κατά συνέπεια, εφόσον το Δικαστήριο δέχθηκε, αφενός μεν, ότι η κλήτευση και η εμφάνιση των πιο πάνω μαρτυρίων στο Δικαστήριο ήταν αδύνατη, αφετέρου δε, θεώρησε την κατάθεση αυτών εντελώς αναγκαία για την εξακρίβωση τη αλήθειας, δεν δημιουργείται, σύμφωνα και με την πιο πάνω σκέψη, καμία ακυρότητα από την ανάγνωση των πιο πάνω καταθέσεων που δόθηκαν κατά την προδικασία. Οι αιτιάσεις, επομένως, του αναιρεσείοντος ότι δεν ήταν επιτρεπτή η ανάγνωση των καταθέσεων αυτών είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ 1ος λόγος αναιρέσεως, της απολύτου ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, (αρθρ. 171 παρ.1 ΚΠΔ), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. VI. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους. Όμως, η υπό του κατηγορουμένου άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως που του αποδίδεται, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της κατηγορίας, όπως κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία εξειδικεύεται στο κατηγορητήριο (Α.Π. 720/2011, Α.Π. 1294/2010). Επομένως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί μεταβολής της κατηγορίας από την κακούργηματική μορφή της σωματεμπορίας (άρθρο 351 παρ. 1,4 περ.γ -δ Π.Κ.), σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας (άρθρο348 παρ. 1 Π.Κ.), άλλως της μαστροπείας (άρθρο 349 παρ.3 Π.Κ.) δε συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, υπό την εκτεθείσα έννοια, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερθείσα απόφαση του ΜΟΕ Θράκης, ο αναιρεσείον, κηρύχθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία, για την κακουργηματική μορφή της σωματεμπορίας κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση (άρθρο 351 παρ. 1,4 περ.γ - δ Π.Κ.), και του επιβλήθηκε η προαναφερθείσα ποινή. Όπως προκύπτει, από τα παραδεκτώς επίσκοπου μένα, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, κατέθεσε τον ως άνω αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, περί μεταβολής της κατηγορίας από την κακουργηματική μορφή της σωματεμπορίας, σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας, άλλως της μαστροπείας (τον εν λόγω ισχυρισμό, ο αναιρεσείων τον χαρακτηρίζει ως αυτοτελή) και τον ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο. Επομένως, η στον σχετικό λόγο αναιρέσεως αναφερομένη αιτίαση, ότι το άνω δικαστήριο δεν απάντησε αιτιολογημένα στον προβληθέντα από τον κατηγορούμενο ισχυρισμό, περί μεταβολής της κατηγορίας καθόσον, η υπ' αυτού τελεσθείσα αξιόποινη πράξη, δεν έφερε τον νομικό χαρακτήρα της κακουργηματικής μορφής της σωματεμπορίας, αλλά της διευκόλυνσης αλλότριας ακολασίας, άλλως της μαστροπείας, είναι απορριπτέα, αφενός μεν, γιατί η υπό του κατηγορουμένου άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως που του αποδίδεται, δε συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση κατηγορίας, σύμφωνα με όσα στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν, και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, το δε, γιατί το δικαστήριο, με βάση τις άνω παραδοχές, απάντησε, εκ περισσού, και μάλιστα με πλήρη και ειδική αιτιολογία, στον ισχυρισμό αυτό, δεχόμενο την ύπαρξη του στοιχείου του εξαναγκασμού των παθουσών να υποκύψουν στην ψυχολογική βία και τις απειλές που άσκησε σε βάρος τους ο κατηγορούμενος ο οποίος τις κατακράτησε με σκοπό να προβεί στη γενετήσια εκμετάλλευση τους. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. Ι στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. 3ος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων παραπάνω εκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. VII. Με το άρθρο Ι του Ν. 3904/2010 (ΦΕΚ Α' 218/23-12-2010) αντ/θηκε το άρθρο 82 του Π Κ και στο εδάφιο α' της παραγράφου 3 ορίσθηκε ότι "κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ", με την παράγραφο 2 δε του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι "το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο". Ακολούθους με το άρθρο πρώτο άρθρο παρ. ΙΓ.1 περίπτ. 2 του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α' 222/12-11-2012) αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 82 του ΠΚ και κάθε μέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Κατά το χρόνο τελέσεως της κρινόμενης πράξεως (Ιούνιος 2003 έως τέλη Ιουλίου 2003) η μετατροπή της κάθε ημέρας φυλάκισης είχε καθορισθεί με την από 20.2.93 κοινή απόφ. Υπ.Δικ. και Οικ. 134423α/ΟΙΚ/ 8.12.1992 (ΦΕΚ Β 11 1993) σε ποσό 1.500 έως 20.000 δραχμών, αντίστοιχο σήμερα των 4,40 έως 58,69 ευρώ. Κατά το άρθρο 2§1 ΠΚ "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις". Οι διατάξεις περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική τόσο ως προς το όριο μετατροπής, όσο και ως προς το ποσό μετατροπής, είναι ουσιαστικού δικαίου, και συνεπώς εφαρμόζεται πάντοτε το ηπιότερο περί μετατροπής δίκαιο. Από τα εκτιθέμενα ανωτέρω, ευμενέστερη διάταξη είναι η καθορίζουσα ως ποσό μετατροπής της φυλάκισης, διάταξη του Ν. 3904/2010, με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 82 ΠΚ και συνεπώς αυτή θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής κατά την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα για τον έλεγχο των αναιρετικών λόγων πρακτικά της δίκης (σελ. 45 πρακτικών), προκύπτει ότι μετά την απαγγελία της αποφάσεως για τον καθορισμό συνολικής ποινής φυλακίσεως στους κατηγορουμένους, το δικαστήριο με την απόφαση του μετέτρεψε τη στερητική της ελευθερίας ποινή της φυλάκισης προς πέντε (5) ευρώ την ημέρα, σύμφωνα με τον προδιαληφθέντα Ν. 4093/2012, ο οποίος είχε τεθεί σε ισχύ κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Ο ως άνω νόμος όμως, όπως εκτέθηκε, περιέχει, ως προς το σημείο αυτό, δυσμενέστερες για τον αναιρεσείοντα διατάξεις, αφού, για το προ της 12-11- 2012 (ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Ν. 4093/2012), διάστημα ίσχυαν οι ευμενέστερες διατάξεις του Ν. 3904/20] 0, με τις οποίες είχε ορισθεί ότι το ελάχιστο όριο του ποσού της μετατροπής της ποινής αυτής ήταν τα τρία (3) ευρώ, και όχι αυτό των πέντε (5) ευρώ που όρισε η προσβαλλομένη. Δεν κωλυόταν βέβαια το Δικαστήριο και υπό το κράτος ισχύος του Ν. 4093/2012 να ορίσει το ποσό της μετατροπής στα πέντε (5) ευρώ ημερησίως, αφού αυτό βρίσκεται μέσα στα ανωτέρω πλαίσια του ποσού μετατροπής (3-100 ευρώ), πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, αφού υπερβαίνει το ελάχιστο κατά νόμο όριο της μετατροπής, έπρεπε να διαλάβει, στην σχετική απόφαση του, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του ζητήματος αυτού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 82 Π Κ, γεγονός που δε συνέβη. Το Δικαστήριο συνεπώς προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων που ρυθμίζουν την μετατροπή της ποινής και το ημερήσιο ποσό αυτής, σε κάθε δε περίπτωση στέρησε την σχετική περί αυτής απόφαση του της κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Είναι επομένως, βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ, 4ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ' ακολουθία τούτων πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ποσό της μετατροπής, για κάθε ημέρα φυλάκισης της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα συνολικής ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σημείο αυτό, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμό 4/2013 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξη της, που αφορά στο ποσό της μετατροπής της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα, Χ. Χ. του Δ., συνολικής ποινής φυλάκισης πέντε (5) ετών. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 1-3-2013 υπ' αριθμό πρωτ. 1726/4-3-2013 Αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του παραπάνω, για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδίκη για σωματεμπορία από κοινού, κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Εξαναγκασμός (χρήση βίας, απειλές κλπ) αλλοδαπών γυναικών να εκδίδονται σε τρίτους έναντι ανταλλάγματος. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόλυτη ακυρότητα. Κατάθεση μάρτυρος, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη. Ανάγνωση ενόρκων προανακριτικών καταθέσεων δύο αλλοδαπών γυναικών. Το Δικαστήριο ανέγνωσε τις καταθέσεις αυτές, παρά τη σχετική ένσταση του κατηγορουμένου, αφού αιτιολόγησε ότι η κλήτευση και η εμφάνισή τους στο ακροατήριο ήταν αδύνατη και η κατάθεσή τους αναγκαία για την εξεύρεση της αλήθειας. Ισχυρισμός ότι η πράξη έπρεπε, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να χαρακτηριστεί ως διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας άλλως μαστροπείας. Ο ως άνω ισχυρισμός δεν ήταν αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας. Ποινής μετατροπή. Ποσό μετατροπής. Επιεικέστερος-δυσμενέστερος ποινικός νόμος. Όρισε ελάχιστο όριο μετατροπής τα 5 ευρώ, χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, καίτοι από του χρόνου τέλεσης της πράξης μέχρι την εκδίκασή της το ελάχιστο όριο μετατροπής οριζόταν στο ποσό των 3 ευρώ, με προγενέστερο νόμο. Αναιρεί εν μέρει για εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης που αφορά στο ποσό μετατροπής της ποινής. Κατά τα λοιπά απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Σωματεμπορία
Αναίρεση μερική, Μάρτυρες, Σωματεμπορία, Μαρτύρων καταθέσεις, Ποινής μετατροπή.
1
Αριθμός 1422/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Σ. του Ε., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Λόη, για αναίρεση της υπ'αριθ.24/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΙΝΤΟΥΡ ΑΕ", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαΐου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 642/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ "στην έκθεση (ασκήσεως του ενδίκου μέσου), πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 462 ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως είναι να περιέχεται σε αυτή ισχυρός λόγος αναιρέσεως εκ των διαλαμβανομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 ίδιου Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός πρέπει να είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διότι διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Έτσι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474, 509 και 510 ΚΠΔ, η έκθεση αναιρέσεως που δεν περιέχει κάποιο συγκεκριμένο λόγο κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με στοιχεία που περιέχονται σε ξεχωριστή αίτηση, δήλωση ή υπόμνημα, εκτός εάν με το περιεχόμενο της αιτήσεως που κατήρτισε ο αναιρεσείων και υπογράφεται από αυτόν και τον συντάξαντα την έκθεση αρμόδιο υπάλληλο, δηλώθηκε ότι τούτο αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως και περιέχονται & αυτό παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως οπότε δεν ανακύπτει ζήτημα απαράδεκτης αναφοράς της εκθέσεως στην αίτηση, αφού πρόκειται για ενσωμάτωση της αιτήσεως στο αναιρετήριο και συγκρότηση έτσι ενιαίου δικογράφου (Α.Π.432 και 1462/2008, Α.Π. 136/2010). Στην κρινόμενη υπόθεση, ο αναιρεσείων με την ενώπιον του γραμματέως του Εφετείου Ναυπλίου συνταγείσα υπ' αριθμό 3/22-5-2013 έκθεση ζητεί την αναίρεση της υπ αριθμό 24/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου για τους παρακάτω λόγους. "Ζητεί να αναιρεθεί η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου με αριθμό 24/2013 με την οποία καταδικάσθηκε για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση κ.λ.π. σε ποινή φυλακίσεως συνολικά είκοσι μηνών". Είναι σαφές ότι στην ως άνω, κατ' άρθρο 474 ΚΠΔ, συνταχθείσα έκθεση δεν διατυπώθηκε κανένας αναιρετικός λόγος, ενώ από την επιτρεπτή επισκόπηση της συνημμένης, στην ως άνω έκθεση, και προσδιοριζόμενης ως "αίτησης αναίρεσης", προκύπτει ότι αυτή έχει υπογραφεί μόνο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, δεν έγινε πράξη εγχειρίσεως και δεν υπάρχει υπογραφή του αρμοδίου δικαστικού υπαλλήλου ενώπιον του οποίου φέρεται ότι συντάχθηκε η συνημμένη αίτηση αναιρέσεως. Πέραν των ανωτέρω και τα ένσημα που έχουν επικολληθεί στη συνημμένη, κατά τα άνω, "αίτηση αναίρεσης", δεν φέρουν σφραγίδα του παραπάνω Εφετείου. Επομένως, η αίτηση αυτή δεν μπορεί να εκληφθεί ως ενσωματωμένη στο παραπάνω αναιρετήριο και δεν συγκροτεί ενιαίο με αυτό δικόγραφο, σύμφωνα και με όσα στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως μη περιέχουσα κανένα από τους περιοριστικώς αναφερομένους λόγους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-5-2013 αίτηση του Α. Σ. του Ε., κατοίκου ... για αναίρεση της υπ' αριθ. 24/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Έκθεση αναίρεσης. Η έκθεση που δεν περιέχει συγκεκριμένο και σαφή λόγο αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με αναιρετικούς λόγους που περιέχονται σε άλλο, πλην της εκθέσεως, έγγραφο, δήλωση ή υπόμνημα, εκτός εάν με το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου το οποίο συντάσσει ο αναιρεσείων και υπογράφεται από αυτόν και τον συντάξαντα την έκθεση αρμόδιο υπάλληλο, δηλώνεται ότι τούτο αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως και περιέχονται σ' αυτό παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως, διότι στην περίπτωση αυτή δεν ανακύπτει ζήτημα απαράδεκτης αναφοράς και παραπομπής της εκθέσεως στην αίτηση, αφού πρόκειται για ενσωμάτωση του εγγράφου στην έκθεση αναιρέσεως και συγκρότηση, έτσι, ενιαίου δικογράφου. Το συνημμένο εδώ έγγραφο δεν μπορεί να εκληφθεί ως αίτηση ενσωματωμένη στο αναιρετήριο, αφού υπογράφεται μόνο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και όχι από τον συντάξαντα την έκθεση αρμόδιο υπάλληλο (Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση).
Έκθεση
Αναιρέσεως λόγοι, Έκθεση.
0
Αριθμός 1421/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα ΜΙτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 760/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Με κατηγορούμενους τους: 1. Γ. Π. του Τ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σαρρή και 2. Ν. Π. του Α., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Σταμόπουλο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 29/20 Μαΐου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 603/2013. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των κατηγορουμένων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ.2 (άρθρο 483 παρ.3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ίδιου κώδικα, όταν ο νόμος ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση και για όλους τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 λόγους, μεταξύ των οποίων και για έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α' του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979, και ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, προκύπτει ότι η τυχόν καταχώρηση στο ως άνω βιβλίο ποινικής απόφασης, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν είναι τελεσίδικη, αλλά προσβάλλεται με έφεση, και ως εκ τούτου δεν είναι καταχωριστέα στο εν λόγω βιβλίο, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Επομένως, η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει, και μετά την ισχύ της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 9 του Ν. 969/1979, όπως άρχιζε και προηγουμένως, ήτοι από τη δημοσίευση της και όχι από την τυχόν καταχώρηση της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις, ειδικό βιβλίο. Η εκδοχή αυτή συνάδει προς το γράμμα της εν λόγω διάταξης του άρθρου άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, κατά το οποίο στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο καταχωρίζεται καθαρογραμμένη όχι οποιαδήποτε ποινική απόφαση, αλλά μόνο η τελεσίδικη. Δεν συντρέχει δε λόγος να απομακρυνθεί ο ερμηνευτής από το γράμμα της διάταξης, διότι αν για την αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά πρωτόδικης εκκλητής απόφασης (η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση), ο νομοθέτης ήθελε ειδική ρύθμιση ως προς το χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, θα εκφραζόταν ρητά, δεδομένου ότι η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 473 παρ.3 εδ.α' του Κ.Π.Δ. η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979, αναφέρεται μόνο στις τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις. Συνάδει επίσης προς το σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της απόφασης, ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν υφιστάμενους αναιρετικούς λόγους και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως και η εντεύθεν άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνσή του. Ενώ, όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή, υπάρχει η δυνατότητα προσβολή της με έφεση, και η ενιαία εισαγγελική αρχή, εφόσον κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο με το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί και η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Σε κάθε δε περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να λαμβάνει υπηρεσιακώς γνώση της ανάγκης του αναιρετικού λόγου πρωτοβάθμιας αποφάσεως, από τη δημοσίευσή της, ώστε να μην απωλέσει την προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής.(Ολ.ΑΠ 3 και 4/2000). Να σημειωθεί ότι η υπ' αριθμό 6/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Α.Π. ( η οποία εκδόθηκε μετά την από 11-4-2002 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. επί της υποθέσεως ΑΕΠΙ κατά Ελλάδος και κάνει λόγο για διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη και για μη περιορισμό της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος του κατηγορουμένου που η σύμβαση εγγυάται), αφορά πρωτόδικη ανέκκλητη απόφαση, δηλαδή απόφαση που εξ αρχής δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά σε αναίρεση, κατά ρητή περί αυτού πρόβλεψη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ.5 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 του ν. 4055/12-3-2012), οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι αφετήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας άσκησης αίτησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα είναι η καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη με αριθμό 29/20-5-2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμό 760/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό, με την οποία αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι, Γ. Π. και Ν. Π., για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια.. Η απόφαση αυτή δεν ήταν τελεσίδικη καθόσον είχαν δικαίωμα να ασκήσουν κατ" αυτής έφεση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών και ο Εισαγγελέας Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.1γ' του Κ.Π.Δ. Επομένως, σύμφωνα και με όσα, στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν, η καταχώρηση της απόφασης αυτής στο κατά το άρθρο 473 παρ.3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, δεν ήταν νομικώς αναγκαία και δεν έχει καμία έννομη συνέπεια, και επομένως η μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, άρχισε από την δημοσίευση της, ήτοι από 12-4-2013, και όχι από την καταχώρησή της στο ειδικό βιβλίο που έλαβε χώρα στις 10-5-2013. Συνεπώς η αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της παραπάνω απόφασης που ασκήθηκε στις 20-5-2013 είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμό έκθεσης 29/20-5-2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμό 760/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά εκκλητής αποφάσεως. Προθεσμία και έναρξη αυτής. Διαφοροποίηση της έναρξης της προθεσμίας της περίπτωσης αυτής από την περίπτωση της αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης. Έναρξη προθεσμίας αναιρέσεως κατά εκκλητής αποφάσεως από τη δημοσίευσή της, και όχι από την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο, αφού αυτή η έναρξη προβλέπεται για την περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης αποφάσεως. Απορρίπτει αναίρεση Εισαγγελέως ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της.
Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα Α.Π.
Προθεσμία, Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα Α.Π..
0
Αριθμός 1430 /2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Μ. Β. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. συζ. Σ. Α., το γένος Ι. Κ., 2) Μ. συζ. Α. Ρ., το γένος Ι. Κ., και 3) Ε. χήρας Δ. Α., το γένος Ι. Κ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπουντούρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/9/1980 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 76/1981, 396/1983, 237/1986 μη οριστικές, 185/1989 οριστική και μετά από ανακοπή ερημοδικίας η 178/1990 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 160/1994 απόφαση, κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1087/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση καθό μέρος αναιρέθηκε στο ίδιο Εφετείο. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 15/2008 απόφασή του, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11/6/2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 3/5/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 6786/29-10-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Σύρου ... , ακριβές αντίγραφο της, από 11-6-2008, αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τις επισπεύδουσες τη συζήτηση αναιρεσίβλητες προς τον αναιρεσείοντα. Εφόσον όμως ο διάδικος αυτός δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό , ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτού (αρθρ.576 παρ.2 ΚΠολΔικ). Επειδή για να είναι ορισμένος ο από την διάταξη του αριθμού 19ΚΠολΔικ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, πρέπει να διαλαμβάνει τις πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή τη μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και, αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες , σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, ποιο, δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο, για την επάρκειά τους., λείπει. Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια, ασάφεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως επίσης δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 938/2012, ΑΠ 813/2012). Επίσης δεν αρκεί η επίκληση της νομικής μόνο διατάξεως, χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού (ΑΠ 603/2013, απ 569/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της ως άνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση - η οποία εκδόθηκε μετά την αναίρεση ως προς τον αναιρεσείοντα και μόνο, της υπ' αριθμό 160/1994 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, με την υπ' αριθμ. 1087/2005 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου - η πλημμέλεια ότι κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 579 ΚΠολΔικ, κατά την οποία αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε "δεν έχει την εκ του νόμου απαιτούμενη αιτιολογία, είναι ασαφής και αντιφατική και δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις " "που ο αναιρεσείων" είχε υποβάλει κατά τη συζήτηση της αναιρεθείσας απόφασης" . Ο λόγος αυτός είναι αόριστος, καθόσον περιέχει γενικές εκφράσεις και δεν εξειδικεύει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα επικαλούμενα σφάλματα του δικαστηρίου και δεν προσδιορίζει σε τι συνίστανται οι ασάφειες και οι αντιφάσεις και στην τελευταία περίπτωση από ποια αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών αυτές προκύπτουν. Επίσης η αιτίαση περί μη λήψεως υπόψη των υποβληθέντων από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμών, και ενστάσεων ανεξάρτητα από την αοριστία του, δεν ιδρύει , σε κάθε περίπτωση, τον ερευνώμενο λόγο, καθόσον αντικείμενο ελέγχει της ως άνω διατάξεως είναι τα όσα εκτίθενται στην απόφαση και όχι εκείνα για τα οποία δεν εκφέρεται κρίση (ΑΠ 567/2013, ΑΠ 1740/2012). Περαιτέρω η αιτίαση αυτή, ενόψει της αοριστίας της, ούτε και τον από τη διάταξη του άρθρου 8 εβ. β' του ίδιου άρθρου λόγο ιδρύει. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔικ, και όπως τούτο ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής ( 1980) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως "αν το δικαστήριον παρά τον νόμον εδέχθη πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης ως αληθή άνευ αποδείξεως ή δεν διέταξε περί αυτών απόδειξιν". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 του ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει, με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Η πρώτη περίπτωση της διατάξεως αυτής ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα " πράγματα" αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Η δεύτερη περίπτωση ιδρύεται αν το δικαστήριο παρέλειψε να διατάξει τακτική απόδειξη, με παρεμπίπτουσα περί αποδείξεων απόφαση, η οποία κατά τον προαναφερθέντα χρόνο ασκήσεως της αγωγής προβλεπόταν από την διάταξη του άρθρου 341 ΚΠολΔικ (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 567/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ως άνω διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι "δεν απάντησε" στην αποβληθείσα από τον αναιρεσείοντα ένσταση ιδία κυριότητας, μολονότι η βασιμότητά της προέκυπτε από τα προσκομισθέντα έγγραφα και τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι όντες κάτοικοι της περιοχής, σε αντίθεση με τους μάρτυρες των αναιρεσιβλήτων, κατέθεσαν περί της αδιατάρακτης διανοία κυρίου κατοχής και εκμετάλλευσης του επιδίκου από το 1924 τόσο από τον δικαιοπάροχο πατέρα του, όσο και από τον ίδιο "αναιρεσείοντα" και τον αδελφό του, που, όπως προαναφέρθηκε ήταν ομόδικός του στα δικαστήρια της ουσίας. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του, ενόψει του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (1980) και ης τότε επιβαλλομένης εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (άρθρο 341 ΚΠολΔικ), δεν αφορούν στο ότι δεν τέθηκαν θέματα αποδείξεως ή στο ότι δεν προσκομίσθηκαν αποδείξεις, αλλά στο ότι το εξαχθέν από αυτές πόρισμα, δεν είναι σύμφωνο, με εκείνο , που κατά την άποψη του αναιρεσείοντα, προκύπτει από τις αποδείξεις αυτές. Ήτοι οι εν λόγω αιτιάσεις αφορούν σε πλημμελή εκτίμηση αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ - ΑΠ 1022/2013, ΑΠ 1023/2013). Περαιτέρω οι επικαλούμενες αιτιάσεις, ούτε τον από τον αριθμό 8 εδ.β' του ίδιου άρθρου λόγο, ιδρύουν, καθόσον δεν αφορούν σε ισχυρισμό που δεν λήφθηκε υπόψη, αλλά σε ισχυρισμό που λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε (179/2013, ΑΠ 1127/2013). Τούτο ανεξάρτητα από το ότι, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας "άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ", προκύπτει ότι ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, καθόσον α) ως προς την παραπάνω ένσταση ιδίας κυριότητας και συγκεκριμένα συγκυριότητας του αναιρεσείοντα και του "ομοδίκου" αδελφού του, τέθηκε θέμα αποδείξεως με την παρεμπίπτουσα, περί αποδείξεων (προδικαστική) υπ' αριθμ. 327/1986 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου) και β) η προσβαλλομένη απόφαση εκθέτει τις αποδείξεις που οδήγησαν το δικαστήριο, στη "ρητή" και όχι σιωπηρή απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη, των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ του ΚΠολΔικ, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο "ουσιώδες" γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (Ολ.ΑΠ 14/2005, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1127/2012). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση ης παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, ήτοι περί της συγκυριότητας των αναιρεσιβλήτων, στο επίδικο , είναι αντίθετο από τις αποδείξεις, και συγκεκριμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντα και του ομοδίκου αδελφού του, αφού οι μάρτυρες των αντιδίκων δεν κατέθεσαν τίποτε ως προς την άσκηση από αυτές διακατοχικών πράξεων στο επίδικο. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτός και δεν ιδρύει τον επικαλούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 11 εδ γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. λόγο αναιρέσεως, καθόσον οι επικαλούμενες πλημμέλειες δεν αφορούν στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη προσκομισθείσες, με επίκληση, αποδείξεις, αλλά στο ότι το συμπέρασμα που εξήχθη από αυτές είναι αντίθετο από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό. Ήτοι οι αιτιάσεις αυτές αφορούν όπως και εκείνες του δευτέρου λόγου σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ( ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός να απορριφθεί. Επειδή η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται, ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 567/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ως άνω διατάξεως του αριθμού 559 αρ.1 εδ. β' του ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι αναιτιολόγητα και αναπόδεικτα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων και ο αδελφός του εισήλθαν για πρώτη φορά στο επίδικο το 1975, ενώ αυτοί και ο δικαιοπάροχος πατέρας τους ασκούσαν διακατοχικές πράξεις σ' αυτό (επίδικο) από το 1924 και ότι η αποδοχή αυτή της προσβαλλομένης οφείλεται στο ότι το Εφετείο κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, θεωρεί τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντα (και του αδελφού του) "μη πειστικές" και "μη αντικειμενικές", παρά το ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν είναι συγγενείς του ενώ θεωρεί πειστικές τις καταθέσεις των μαρτύρων της άλλης πλευράς, οι οποίοι είναι συγγενείς των αναιρεσιβλήτων και δεν γνωρίζουν το επίδικο. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του ούτε σε διδάγματα κοινής πείρας αφορούν, αλλά ούτε και σε κανόνα δικαίου που με βάση αυτά πρέπει να ερμηνευθεί ή σε πραγματικά περιστατικά που πρέπει να υπαχθούν στον, κατ' αυτόν τον τρόπο, ερμηνευθέντα κανόνα. Η αιτίαση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν ιδρύει κάποιο αναιρετικό λόγο, ενώ αυτή "αξιοπιστία" ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίος στα πλαίσια της ελεύθερης κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔικ, εκτιμήσεως των αποδείξεων μπορεί να αποδώσει στις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσίβλητου μεγαλύτερη βαρύτητα και αξιοπιστία από ότι στις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 834/2013). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11.6.2008 αίτηση του Μ. Β. του Γ. για αναίρεση της υπ' αριθμό 15/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερήμην αναιρεσείοντος. ΚΠολΔ 559 αρ.19, ορισμένο λόγου. Δεν αρκούν γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια, ή η επίκληση μόνο της νομικής διατάξεως χωρίς παράθεση αντίστοιχου πραγματικού 559 αρ. 10 ιδρύεται ο οικείος λόγος όταν το δικαστήριο δέχθηκε ως αληθινά «πράγματα» χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε γι΄ αυτά απόδειξη, ήτοι δεν εξέδωσε προδικαστική περί αποδείξεων απόφαση, που ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (1980) προβλεπόταν από το άρθρο 341 Κ.Πολ.Δ. 559 αρ. 11. Απαράδεκτος ο λόγος όταν οι αναιρέσεις δεν αφορούν στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, αλλά στο ότι δεν έγιναν δεκτά. Διδάγματα κοινής πείρας. Η εκτίμηση των αποδείξεων είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
Αγωγή αναγνωριστική
Αγωγή αναγνωριστική.
0
Αριθμός 1429/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Α. Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Α. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Θανόπουλο. Της αναιρεσίβλητης: Β. - Α. Χ. του Π., συζ. Π. Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Ψύχα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/11/2004 αγωγή της αρχικής διαδίκου Σ. Κ. χήρας Π., το γένος Β. Π., δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3837/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 1809/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2/5/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 505 του Α.Κ. ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή, στον σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον δωρητή. Ως αχαριστία κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, νοείται η έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης του δωρεοδόχου προς τον δωρητή, που εκδηλώνεται με βαριά, υπαίτια και δυνάμενη να καταλογιστεί αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου προς τον δωρητή ή τον σύζυγο ή στενό συγγενή του και αντιβαίνει σε κανόνες δικαίου ή σε κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρεπείας (ΑΠ 1982/2006, 982/2004). Έτσι, αχαριστία μπορεί κατά τις περιστάσεις να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη ή ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος για ψυχολογική του στήριξη λόγω της δύσκολης ψυχοσωματικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει, όπως λόγω γήρατος συνοδευομένου από ασθένεια (ΑΠ 1982/2006). Το ζήτημα δε αν η συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου που καταδεικνύει την αχαριστία συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα κρίνεται από τον δικαστή, ο οποίος για τη μόρφωση της κρίσεώς του εκτιμά τη συμπεριφορά αυτή βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, λαμβάνοντας υπ' όψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή στενού συγγενή του και αποφαίνεται αν η συμπεριφορά του δωρεοδόχου, την οποία δέχθηκε (το δικαστήριο) ως εμπίπτουσα, κατ' αντικειμενικήν κρίση, στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς (ΑΠ 1982/2006, 982/2004). Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν δημιουργείται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως αποδειχθέντα από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα : "Η αρχικώς ενάγουσα Σ. χήρα Π. Κ., το γένος Β. Π., η οποία απεβίωσε στις 25-11-2007 και κληρονομήθηκε εκ διαθήκης από τον τώρα εκκαλούντα ανιψιό της Σ. Α., ήταν κυρία του υπό στοιχεία ΑΑ-3 διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Πεύκη Αττικής (...), το οποίο έχει επιφάνεια 110,07 τ.μ. (...) Η αρχικώς ενάγουσα, κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής (2004), ήταν ηλικίας 86 ετών, ο σύζυγος της είχε αποβιώσει το έτος 1995 και έκτοτε είχε μείνει μόνη, δεδομένου ότι από το γάμο τους δεν είχαν αποκτήσει τέκνα. Κατά την τελευταία οκταετία πριν από το θάνατό της, η αρχικώς ενάγουσα αντιμετώπιζε, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, προβλήματα υγείας και γι' αυτό απασχολούσε μόνιμη οικιακή βοηθό, η οποία διέμενε μαζί της, καθ' όλη τη διάρκεια του 24ώρου, στο παραπάνω διαμέρισμά της και την εξυπηρετούσε σε όλες τις καθημερινές της ανάγκες. Κατά το διάστημα αυτό, αλλά και προηγουμένως, η αρχικώς ενάγουσα είχε τη συμπαράσταση της εναγομένης και τώρα εφεσίβλητης ανιψιάς της, που ήταν κόρη της ήδη αποβιώσασας αδελφής της Σ. και διέμενε με την οικογένειά της (σύζυγο και τέκνο) στην .... Με την εφεσίβλητη η αρχικώς ενάγουσα διατηρούσε στενές συγγενικές σχέσεις, είχε συχνότατη επαφή μαζί της και γενικά είχε τη βοήθεια και την ψυχική και ηθική συμπαράστασή της σε κάθε ανάγκη της και ιδίως όταν ήταν ασθενής. Για το λόγο αυτό η αρχικώς ενάγουσα στις 25-10-2002 δώρισε στην εφεσίβλητη ανιψιά της, με το υπ' αριθμ. .../25-10-2002 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Κληστεγνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, την ψιλή κυριότητα των 3/4 εξ αδιαιρέτου του παραπάνω διαμερίσματός της, στο οποίο κατοικούσε, ενώ με το ίδιο συμβόλαιο παρακράτησε για τον εαυτό της την επικαρπία του ως άνω ποσοστού εφόρου ζωής της. Την ίδια παραπάνω ημερομηνία (25-10-2002) η αρχικώς ενάγουσα φέρεται ότι πώλησε και μεταβίβασε στην εφεσίβλητη, με το υπ' αριθμ. .../25-10-2002 πωλητήριο συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, την ψιλή κυριότητα του υπολοίπου 1/4 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω διαμερίσματός της και παρακράτησε για τον εαυτό της την επικαρπία του ποσοστού αυτού εφόρου ζωής της (...). Η καταρτισθείσα όμως με το παραπάνω πωλητήριο συμβόλαιο σύμβαση πωλήσεως ήταν εικονική, διότι αυτή δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, γεγονός που γνώριζαν οι συμβληθείσες στο συμβόλαιο αυτό, οι οποίες στην πραγματικότητα συμφώνησαν και ήθελαν την κατάρτιση συμβάσεως δωρεάς (...). Επομένως και η υπό την εικονική αυτή πώληση καλυπτόμενη δωρεά της ψιλής κυριότητας του ως άνω ποσοστού εξ αδιαιρέτου του παραπάνω διαμερίσματος, μπορεί να ανακληθεί, εφόσον αποδειχθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 505 ΑΚ. Από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι καλές σχέσεις της αρχικώς ενάγουσας με την εφεσίβλητη συνεχίσθηκαν και μετά την υπογραφή των επίμαχων πιο πάνω συμβολαίων. Η εφεσίβλητη εξακολούθησε να παρέχει στην αρχικώς ενάγουσα ψυχική και ηθική συμπαράσταση, ενώ ανάγκη από οικονομική βοήθεια εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν είχε η αρχικώς ενάγουσα, αφού αυτή, όπως προεκτέθηκε, ήταν συνταξιούχος και ελάμβανε σύνταξη περί τα 2.000 ευρώ μηνιαίως, που επαρκούσαν πλήρως για τη διατροφή και την εν γένει συντήρησή της. Στην εφεσίβλητη απευθυνόταν η αρχικώς ενάγουσα και μετά την υπογραφή των παραπάνω συμβολαίων για κάθε πρόβλημα που αντιμετώπιζε, η δε εφεσίβλητη την εξυπηρετούσε σε κάθε ανάγκη της. Μάλιστα η αρχικώς ενάγουσα, όταν στις 9-2-2004 υπέστη υποκεφαλικό κάταγμα δεξιού μηριαίου και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο "Κ.Α.Τ.", συνοδευόταν κατά τη μεταφορά της στο Νοσοκομείο από την εφεσίβλητη, η οποία επιμελήθηκε και διεκπεραίωσε τη διαδικασία εισαγωγής της σ' αυτό και τις λεπτομέρειες της εγχείρησης, στην οποία υποβλήθηκε. Κατά τη διάρκεια δε της νοσηλείας της στο παραπάνω Νοσοκομείο, η αρχικώς ενάγουσα είχε τη συμπαράσταση και την ψυχική στήριξη της εφεσίβλητης, η οποία την επισκεπτόταν τακτικά εκεί και παρέμενε μαζί της όποτε η οικιακή βοηθός έλειπε για ξεκούραση. Μετά την έξοδό της, στις 5-3-2004, από το Νοσοκομείο, η εφεσίβλητη πρότεινε σ' αυτήν να εγκατασταθεί προσωρινά, μαζί με την οικιακή βοηθό, μέχρι και την πλήρη ανάρρωσή της σε διπλανό με την οικία της διαμέρισμα στην ..., όπου διέμενε όταν ζούσε η μητέρα της, προκειμένου να τη φροντίζει και να την περιποιείται καλύτερα, αλλά η αρχικώς ενάγουσα αρνήθηκε και επέστρεψε στο διαμέρισμά της στην ..., όπου και ανάρρωσε. Κατά το διάστημα της ανάρρωσής της η αρχικώς ενάγουσα είχε καθημερινές τηλεφωνικές επικοινωνίες με την εφεσίβλητη, η οποία πήγαινε και στην οικία της και τη φρόντιζε και την περιποιούνταν όποτε η οικιακή βοηθός είχε ρεπό και απουσίαζε, ώστε να μη μένει μόνη και αβοήθητη. Μάλιστα στις 19-4-2004 η εφεσίβλητη πλήρωσε στην οικιακή βοηθό το ποσό των 40 ευρώ για πρόσθετη απασχόλησή της στην οικία της αρχικώς ενάγουσας στις 18-4-2004, ημέρα Κυριακή, που είχε ρεπό, επειδή η ίδια, λόγω ασθένειας συγγενικού της προσώπου, δεν μπορούσε να πάει στο σπίτι της αρχικώς ενάγουσας και να μείνει μαζί της. Το καλοκαίρι του 2004 η εφεσίβλητη, που ήταν δασκάλα και υπηρετούσε σε δημόσιο σχολείο στην ..., κατόπιν δικής της αίτησης, μετατέθηκε στη νήσο ..., όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά της το μήνα Σεπτέμβριο του 2004. Το γεγονός αυτό ενόχλησε την αρχικώς ενάγουσα, η οποία προδήλως θεώρησε ότι, λόγω της απόστασης, δεν μπορούσε πλέον να βασίζεται στην εφεσίβλητη σε περίπτωση ανάγκης της. Έτσι στράφηκε στον εκκαλούντα Σ. Α., που ήταν γιός της προαποβιώσασας αδελφής της Α., ο οποίος μέχρι τότε ουδεμία σχέση ή επαφή είχε μαζί της (...) και συνήψε στενές σχέσεις μ' αυτόν και την οικογένειά του. Έκτοτε η αρχικώς ενάγουσα μετέβαλε στάση και συμπεριφορά έναντι της εφεσίβλητης και άρχισε να αξιώνει πιεστικά από αυτήν να της επαναμεταβιβάσει το προαναφερόμενο διαμέρισμα που της είχε δωρίσει. Όταν δε η εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε στην αξίωσή της αυτή οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν και μάλιστα η αρχικώς ενάγουσα άρχισε να στέλνει στην εφεσίβλητη επιστολές με υβριστικό περιεχόμενο για το παιδί της και την οικογένειά της. Τελικά η αρχικώς ενάγουσα στις 8-11-2004 κοινοποίησε στην εφεσίβλητη την από 3-11-2004 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία προέβη σε ανάκληση των γενόμενων προς αυτήν, με τα παραπάνω συμβόλαια, δωρεών της ψιλής κυριότητας του προαναφερόμενου διαμερίσματος και αμέσως μετά άσκησε την ένδικη, από 29-11-2004, αγωγή εναντίον της. Η αρχικώς ενάγουσα στην παραπάνω εξώδικη δήλωσή της και στην ένδικη αγωγή της επικαλείται αχάριστη συμπεριφορά της εφεσίβλητης δωρεοδόχου απέναντί της, συνιστάμενη στο ότι η τελευταία μετά την υπογραφή των παραπάνω συμβολαίων και την απόκτηση από αυτήν του διαμερίσματος άρχισε να αδιαφορεί πλήρως για την τύχη, τη ζωή, την υγεία, και τη διατροφή της και την εγκατέλειψε, και συγκεκριμένα, όταν λίγες ημέρες μετά την υπογραφή των συμβολαίων αυτή ήταν κλινήρης και είχε ανάγκη από τη βοήθεια και τη συμπαράστασή της, η εφεσίβλητη αδιαφόρησε πλήρως για την κατάσταση της υγείας της, τη ζωή και την τύχη της και αναχώρησε για τις θερινές διακοπές της στη Ζάκυνθο, όταν δε νοσηλεύθηκε, εξαιτίας του παραπάνω κατάγματος, στο Νοσοκομείο "Κ.Α.Τ." και υποβλήθηκε σε εγχείρηση, η εφεσίβλητη την επισκέφθηκε μόνο μία φορά, ενώ από τότε που εξήλθε από το Νοσοκομείο και επέστρεψε στην οικία της μέχρι και την άσκηση της αγωγής, η εφεσίβλητη δεν είχε καμία επικοινωνία, ούτε τηλεφωνική, μαζί της, στις αλλεπάλληλες δε δικές της τηλεφωνικές προσκλήσεις, η εφεσίβλητη προέβαλε την ψευδή δικαιολογία ότι, λόγω των πολλών επαγγελματικών της υποχρεώσεων, δεν είχε την ευχέρεια να ασχοληθεί μ' αυτήν και τα προβλήματά της, με αποτέλεσμα να υποστεί απερίγραπτες στερήσεις, θλίψεις και ταλαιπωρίες. Όμως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, οι ισχυρισμοί αυτοί της αρχικώς ενάγουσας, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη μετά την υπογραφή των παραπάνω συμβολαίων την εγκατέλειψε και έπαυσε να επιδεικνύει οποιοδήποτε ενδιαφέρον γι' αυτήν, δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι (ακολουθεί αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ). Και είναι γεγονός βέβαια ότι μετά που η εφεσίβλητη εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ζάκυνθο, οι σχέσεις αυτής με την αρχικώς ενάγουσα ψυχράνθηκαν. Αυτό όμως οφείλεται στην επίμονη αξίωση της αρχικώς ενάγουσας να επαναμεταβιβάσει η εφεσίβλητη σ' αυτήν το προαναφερόμενο διαμέρισμα που της είχε δωρίσει, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί την αξίωση της αυτή, αφού η αρχικώς ενάγουσα κατά το μετά την εγκατάσταση της εφεσίβλητης στη ... και μέχρι την ανάκληση των δωρεών χρονικό διάστημα δεν αποδείχθηκε ότι αντιμετώπιζε, πέραν των συνηθισμένων προβλημάτων, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, για τα οποία είχε, όπως και προηγουμένως, την καθημερινή βοήθεια και φροντίδα της οικιακής βοηθού, και κάποιο άλλο έκτακτο πρόβλημα ή υγείας, ώστε να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας και να έχει ανάγκη της άμεσης και συνεχούς βοήθειας της εφεσίβλητης. Αυτή δε καθεαυτή η απόσταση, λόγω της μετεγκατάστασης της εφεσίβλητης στη ..., δεν απέκλειε από μόνη της την παροχή εκ μέρους της τελευταίας της απαιτούμενης βοήθειας και συμπαράστασης προς την αρχικώς ενάγουσα σε περίπτωση ανάγκης της. Με τα δεδομένα αυτά η παραπάνω αποδειχθείσα συμπεριφορά της εφεσίβλητης, αντικειμενικά αξιολογούμενη, δεν συνιστά βαρύ παράπτωμα, ήτοι αχαριστία με τη μορφή της χωρίς σοβαρό λόγο υπαίτιας αδιαφορίας της εφεσίβλητης δωρεοδόχου για την αρχικώς ενάγουσα δωρήτρια, ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση των γενόμενων προς αυτήν δωρεών με τα προαναφερόμενα συμβόλαια. Επομένως η γενόμενη από την αρχική ενάγουσα ανάκληση των δωρεών αυτών, με την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωσή της, δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της και η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την αγωγή της δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος, με την οποία η τελευταία ζητούσε να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη -εναγομένη να αναμεταβιβάσει σ' αυτήν την ψιλή κυριότητα του ειρημένου διαμερίσματος, μετά την δήλωση ανακλήσεως της δωρεάς του λόγω αχαριστίας της εναγομένης. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές και το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου (αρθρ 505 του ΑΚ), τις οποίες το δικαστήριο ορθώς δεν εφήρμοσε, αφού υπό τις ίδιες παραδοχές δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και τις οποίες επομένως δεν παραβίασε ούτε ευθέως, με εσφαλμένη μη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς ή (και ) αντιφατικές αιτιολογίες, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τους πρώτον και δεύτερο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του. Περαιτέρω, το Εφετείο αποφάσισε επί των προταθέντων εκατέρωθεν ισχυρισμών και δεν επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε, όπως επίσης αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο και υπό την επίκληση των αριθμών 8 και 9 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου. ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο στηρίζει την κρίση του για τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδειχθέντα στα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, ο δε αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11γ'του ίδιου άρθρου δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο α) την παραδοχή του ότι '... η αρχικώς ενάγουσα άρχισε να στέλνει στην εφεσίβλητη (σημ. ήδη αναιρεσίβλητη επιστολές με υβριστικό περιεχόμενο για το παιδί της και την οικογένειά της την στήριξε στα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, όχι δε στις ίδιες, μη προσκομισθείσες, επιστολές, β) στα ίδια αποδεικτικά μέσα στήριξε και τις λοιπές ως άνω παραδοχές του για τους ουσιώδεις ισχυρισμούς των διαδίκων, ενώ γ) έλαβε υπόψη, ως έγγραφο, και το δικόγραφο της από 27-12-2005 ανταγωγής της αναιρεσίβλητης, από το οποίο η τελευταία είχε παραιτηθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και τις φερόμενες ως ομολογίες της αναιρεσίβλητης που περιέχονται σ' αυτήν, τις οποίες είχε επικαλεστεί ο αναιρεσείων στο Εφετείο. Επομένως οι αντίστοιχοι τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι του αναιρετηρίου, τους οποίους ο αναιρεσείων επιχειρεί να θεμελιώσει στους αριθμούς 11, 10 και 11, αντίστοιχα, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-5-2011 αίτηση του Σ. Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1809/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας. Έννοια αχαριστίας. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1 και 29, 10, 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Επικυρώνει Εφ.Αθ. 1809/2010.
Δωρεάς ανάκληση
Δωρεάς ανάκληση, Αχαριστία.
0
Αριθμός 1431/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη , Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Δ. Σ. του Α. και 2. Λ. Τ. του Ν., κατοίκων ..., που παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Φαλαγκαράκη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1872/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους 1. F. M. του P. και 2. Γ. Γ. του Α. και πολιτικώς ενάγοντα τον P. J., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Τσινούκα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Απριλίου 2013 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 595/13 Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 28 του ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε άνευ συνειδήσεως αμέλεια, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη αμέλεια, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, πιστεύει όμως ότι θα το αποφύγει. Περαιτέρω, η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μια παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου κατά το νόμο, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως, απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από εκούσια ανάληψη της υποχρέωσης παροχής προστασίας (από σύμβαση ή και σιωπηρώς) ή από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου, που δημιούργησε άμεσα τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέλος, το π. δ. 1073/1981 "εργασίες αρμοδιότητας πολιτικού μηχανικού, μέτρα ασφαλείας" ορίζει στο άρθρο 90 παρ. 1 ότι "Ρίψις αντικειμένων από ύψους επιτρέπεται μόνον όταν ο επικίνδυνος χώρος φυλάσσεται από επιτηρητήν και φράσσεται ασφαλώς. Η ρίψις επιτρέπεται να αρχίση αφού προηγηθή ειδοποίησις μεγαλοφώνως υπό του επιτηρητού ο οποίος πρέπει να έχη βεβαιωθή ότι η θέσις ρίψεως είναι ελευθέρα και απρόσιτος και δεν υφίσταται κίνδυνος αναπηδήσεως επ' αυτής". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1872/2013 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες (και τους συγκατηγορουμένους τους Γ. Γ. και F. M.) ανθρωποκτονίας από αμέλεια από υπόχρεο του P. E., με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα, τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι κατά τον παρακάτω τόπο και χρόνο ενώ ήταν υποχρεωμένοι λόγω της ιδιότητάς τους σε ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της απαιτούμενης προσοχής την οποία, ενόψει της ιδιότητάς τους και των περιστάσεων, όφειλαν να καταβάλουν, προκάλεσαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια του παθόντος P. E.. Συγκεκριμένα η εργοληπτική εταιρεία με την επωνυμία "Δ. Σ. - Λ. Τ. - Α. Σ. ΟΕ", της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι και νόμιμοι εκπρόσωποι ήσαν ο δεύτερος, Δ. Σ., πολιτικός μηχανικός και ο τρίτος, Λ. Τ., των εκκαλούντων - κατηγορουμένων, είχε αναλάβει την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής στην Αθήνα επί της οδού ... . Την εκτέλεση των επιχρισμάτων είχαν αναθέσει στον πρώτο ... Γ. Γ., ως υπεργολάβο, ..., ενώ ο τέταρτος ... είχε προσληφθεί από τον πρώτο ως εργάτης. Στις 18.5.2006 ο τέταρτος κατ/νος καθώς και ο επίσης εργάτης A. M. βρίσκονταν στο χώρο της άνω νεοανεγειρόμενης οικοδομής, έχοντας λάβει από τον εργοδότη τους Γ. Γ. (...) την εντολή να αποξηλώσουν το μεταλλικό ικρίωμα που είχε απομείνει στο εργοτάξιο μετά την ολοκλήρωση των εργασιών των επιχρισμάτων (σοβάδων). Το εν λόγω μεταλλικό ικρίωμα βρισκόταν στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου στην οπίσθια όψη της οικοδομής, εκτεινόταν δε σε όλο το ύψος της εξαώροφης οικοδομής από το υπόγειο μέχρι το δώμα. Η εργασία της αποξήλωσης άρχισε περί ώρα 7.30 από τα άνω προς τα κάτω. Για την εργασία αυτή είχε ενημερωθεί ο πρώτος κατ/νος, ο οποίος είχε δώσει και τη σχετική εντολή, αλλά και ο δεύτερος και ο τρίτος εκ των κατ/νων (αναιρεσείοντες Δ. Σ. και Λ. Τ.). Σημειώνεται ότι ο τρίτος βρισκόταν, κατά την ημέρα εκείνη, στο χώρο της οικοδομής, εποπτεύοντας την εκτέλεση των εσωτερικών ελαιοχρωματισμών. Καθόλη τη διάρκεια της ανωτέρω εργασίας (αποξήλωσης του ικριώματος) ο τέταρτος κατ/νος εργαζόταν επάνω στο μεταλλικό ικρίωμα, το οποίο σταδιακά αποσυναρμολογούσε, ενώ ο M. A. παραλάμβανε τα επιμέρους αποσυναρμολογημένα στοιχεία του ικριώματος (πλαίσια, πλευρικές προστατευτικές διατάξεις, μαδέρια δαπέδων κλπ) ευρισκόμενος στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου (στάθμη δαπέδου ισογείου). Η καταβίβαση των αποσυναρμολογημένων μεταλλικών πλαισίων από το δώμα γινόταν με τη βοήθεια ειδικών σχοινιών και τροχαλίας. Φθάνοντας στον τρίτο όροφο, προκειμένου να επιταχυνθεί η εργασία τους, έτσι ώστε μέχρι το τέλος του ωραρίου της εργασίας τους να αποξηλώσουν το ικρίωμα (περίπου 14.30), άρχισαν να πετούν στο έδαφος τα στοιχεία που αποσυναρμολογούσαν, ενώ στο χώρο του εργοταξίου έσπευσαν από άλλη οικοδομή και ο P. A. με τον θανόντα P. E., προκειμένου ο τελευταίος να βοηθήσει στην εν λόγω εργασία. Ειδικότερα, ο τέταρτος κατ/νος F. M. αποσυναρμολογούσε τα μεταλλικά πλαίσια και ακολούθως τα πετούσε στο έδαφος στο ακάλυπτο μέρος του οικοπέδου, ενώ ο έτερος εργάτης A. M., αφού κατά τη ρίψη προφυλασσόταν σε μία ασφαλή θέση, στη συνέχεια παραλάμβανε καθένα από τα πλαίσια αυτά στοιβάζοντάς τα σε συγκεκριμένο σημείο, από όπου φορτηγό θα τα παραλάμβανε για να τα μεταφέρει σε άλλη οικοδομή. Περί ώρα 12.30, έφθασαν στο χώρο της οικοδομής, όπως προεκτέθηκε, και ο παθών συνοδεύοντας τον P. A.. Ο παθών πηγαίνοντας να βοηθήσει στην αποσυναρμολόγηση και μεταφορά των ικριωμάτων, εισήλθε ανυποψίαστος στον ακάλυπτο χώρο, οπότε και χτυπήθηκε από ένα μεταλλικό πλαίσιο, το οποίο άφησε ο τέταρτος κατ/νος, ο οποίος προφανώς δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει θανάσιμα. Συγκεκριμένα ο παθών υπέστη ..., εκ των οποίων, ..., βαρέων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων επήλθε ο θάνατός του. Ο θανάσιμος τραυματισμός του ανωτέρω αλλοδαπού εργάτη οφείλεται κατ' αιτιώδη συνάφεια στην αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) των εκκαλούντων κατ/νων, οι οποίοι από έλλειψη της ιδιαίτερης προσοχής, την οποία όφειλαν, με βάση τις παραπάνω περιστάσεις και ενόψει της ως άνω επαγγελματικής τους ιδιότητας, μπορούσαν και ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλουν, δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας, που προβλέπονται και επιβάλλονται από τις διατάξεις των άρθρων 69 και 90 παρ. 1, 2 πδ 1073/1981, ώστε να εξασφαλίσουν με αποκλειστική τους μέριμνα και ευθύνη την ομαλή και ασφαλή καθαίρεση του επίμαχου ικριώματος. Πιο συγκεκριμένα δεν έλαβαν, παρότι μπορούσαν, μέτρα προστασίας για την ασφάλεια των εργατών όπως λχ κράνη προστατευτικά, δεν είχαν επιτηρητή κατά την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας της αποξήλωσης, δεν έδωσαν εντολή για τη ρίψη των βαρέων μεταλλικών πλαισίων με χρήση ειδικών σχοινιών και τροχαλίας και δεν μερίμνησαν για να φράσσεται ασφαλώς το ακάλυπτο οικόπεδο, όπου γινόταν η ρίψη των ικριωμάτων, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η πρόσβαση στον καθένα, ... Επομένως, στοιχειοθετείται σε βάρος των κατ/νων κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά της στοιχεία η αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. ... ". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28 και 302 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, αφού: α)Το Δικαστήριο σαφώς δέχεται ότι ναι μεν από το δώμα μέχρι τον τρίτο όροφο της οικοδομής κατέβαζαν τα μεταλλικά πλαίσια με τη βοήθεια ειδικών σχοινιών και τροχαλίας, πλην από εκεί άρχισαν να τα πετούν στο έδαφος, με αποτέλεσμα να χτυπήσει ο παθών και να επέλθει το θανατηφόρο αποτέλεσμα. Από το ότι δε έγινε εν μέρει η χρήση των σχοινιών και της τροχαλίας δεν γεννάται καμιά αντίφαση με την παραδοχή ότι δεν είχε δοθεί εντολή για τη ρίψη των πλαισίων με τη χρήση αυτών, τοσούτω μάλλον, καθόσον, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ο χώρος, όπου γινόταν η ρίψη, δεν είχε φραχθεί ασφαλώς και δεν φυλασσόταν από επιτηρητή, παρά την επιταγή της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 1 του π. δ. 1073/1981. β) Σαφώς γίνεται δεκτό ότι οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι δεν είχαν λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας των εργατών, ενδεικτικά δε αναφέρονται τα μέτρα που μπορούσαν να ληφθούν (κράνη, κ.λπ.). γ) Το Δικαστήριο δέχεται ότι οι υποχρεώσεις των αναιρεσειόντων να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας απέρρεαν από την επαγγελματική τους ιδιότητα (του πολιτικού μηχανικού και του εργολάβου αντιστοίχως), το ότι δε στηρίζει αυτές και στην άσχετη διάταξη του άρθρου 69 του π. δ. 1073/1981, η οποία αφορά άλλο ζήτημα (όταν οι εργασίες ανυψώσεως φορτίων γίνονται με τη βοήθεια μηχανήματος, πράγμα που δεν συνέβαινε εν προκειμένω), δεν ασκεί επιρροή, καθόσον δεν μεταβάλλει το πραγματικό του θανάσιμου τραυματισμού του παθόντος ούτε τις υποχρεώσεις των αναιρεσειόντων, οι οποίες απέρρεαν από την ιδιότητά τους, ώστε δεν ήταν καν αναγκαίος ο προσδιορισμός ειδικής διατάξεως νόμου, από την οποία απέρρεαν οι υποχρεώσεις αυτές. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 302 παρ. 1 , 15 και 28 του ΠΚ και 69 και 90 του π. δ. 1073/1981, και έλλειψη νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμος. Η, με το λόγο αυτό, προβαλλόμενη αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 29 Απριλίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 3336/2013) αίτηση (δήλωση) των Δ. Σ. του Α. και Λ. Τ. του Ν., για αναίρεση της 1872/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος P. J. από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση των εκπροσώπων εργολήπτριας ανώνυμης εταιρίας μηχανικού και εργολάβου για ανθρωποκτονία εργάτη από αμέλεια που συνίσταται στο ότι δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα που απορρέουν από τις υποχρεώσεις τους, ως εκ της ιδιότητάς τους, και από το άρθρο 90 π.δ. 1073/1981 (κατάβαση μεταλλικών πλαισίων με ειδικά σχοινιά και τροχαλία, φράξιμο του χώρου, όπου θα έπεφταν αυτά, παράσταση επιτηρητή, κ.λ.π.), με αποτέλεσμα να επιπέσει πλαίσιο στον εργάτη και να τον τραυματίσει θανάσιμα. Απορρίπτει αίτηση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1388/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Σ. του Γ. και 2) Δ. Σ. του Α., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 2964/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Μαΐου 2013 δύο χωριστές αιτήσεις τους και στα από 7 Σεπτεμβρίου 2013 δύο χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 607/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ' αυτών πρόσθετοι λόγοι, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι κρινόμενες από 10-5-2013, (υπ` αριθμό πρωτ.3517/13-5-2013, και 3516/13-5-2013) αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Α. Σ. του Γ. και 2) Δ. Σ. του Α., αντίστοιχα, που ασκήθηκαν με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρεφόμενες κατά της υπ` αριθμό 2964/2013, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, είναι παραδεκτές, ( άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 2 ) και γι` αυτό οι αιτήσεις αυτές, καθώς και οι επ` αυτών, με χρονολογία 7-9-2013, πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά ( άρθρο 509 παρ.2 Κ.Π.Δ.), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. α του ν. 2523/1997 "διοικητικές - ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία άλλες διατάξεις", υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα η εν προκειμένω φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Περαιτέρω, κατά τις παρ.1α και 6 του άρθρου 20 του ίδιου ν. 2523/1997, "1. Στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω ... 6. Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί τιμωρούνται εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά τους και εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων του παρόντος". ΙΙΙ. Από τις πιο πάνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η' του ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως, και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη. ΙV. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτά κατ` επιλογήν. Εξάλλου, πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι "επιλεκτική", να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ` αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. V. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. VI. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2964/2013 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, σχετικά με την κατηγορία, ότι από τα αναφερόμενα κατ` είδος αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα πρακτικά ης πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, αποδείχθηκαν τα εξής: Την 1-6-2005, διενεργήθηκε από το ΣΔΟΕ Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής έλεγχος στα βιβλία και στοιχεία της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "EURO DNA ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΑΒΕΕ", που εδρεύει στη …, επί της οδού …και έχει ως αντικείμενο το χονδρικό εμπόριο ηλεκτρικών οικιακών συσκευών και ειδών διατροφής. Πρόεδρος του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας, κατά τις κρίσιμες ελεγχόμενες διαχειριστικές περιόδους ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος Δ. Σ. του Α. και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Ά. Σ. του Γ.. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ που διενήργησαν τον έλεγχο, διαπίστωσαν ότι υπήρχαν καταχωρημένα μεταξύ άλλων τα κατωτέρω αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας Δελτία αποστολής και Τιμολόγια πώλησης διαφόρων ποσοτήτων ειδών διατροφής και συγκεκριμένα νωπών ψαριών, που φέρονταν να έχει πωλήσει η επιχείρηση του Γ. Γ. προς την ανωτέρω εταιρία των κατηγορουμένων. Ειδικότερα η εταιρία των κατηγορουμένων έλαβε και καταχώρησε για τη χρήση 2001, 252 εικονικά φορολογικά στοιχεία από τον Γ. Γ., καθαρής αξίας 1.774.156,03 ευρω πλέον Φ.Π.Α. 141.932,48 ευρώ, και 143 Φορολογικά στοιχεία για τη χρήση 2002, αξίας 1.265.562,63 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 101.258,69 ευρώ. Τα παραστατικά αυτά ήταν εικονικά, διότι εκδόθηκαν για ανύπαρκτες, στο σύνολό τους, μεταξύ των συγκεκριμένων προσώπων, συναλλαγές, καθόσον η φερόμενη σε αυτά ως επιχείρηση του πωλητή, όπως διαπιστώθηκε, δεν είχε εμπορικές συναλλαγές, λειτουργούσε σε κατάστημα το οποίο ουδεμία εμπορική δραστηριότητα παρουσίαζε, ο δε φερόμενος ως άνω πωλητής (Γ. Γ.) δήλωσε στους διενεργήσαντες τον έλεγχο ότι κατά το χρονικό διάστημα της έκδοσης των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων βρισκόταν στο εξωτερικό και ότι δεν είχε ποτέ οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή με την ελεγχόμενη εταιρία, μολονότι γνώριζε από 7ετίας τον πρώτο κατηγορούμενο. Οι κατηγορούμενοι εν γνώσει τους αποδέχθηκαν και καταχώρησαν τα ανωτέρω εικονικά φορολογικά στοιχεία στα βιβλία της πιο πάνω επιχείρησης τους, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, διότι έτσι επηρεαζόταν το εισόδημα τους και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την επιστροφή από το δημόσιο του αντιστοιχούντος ΦΠΑ. Για την αποδοχή και καταχώρηση των ως άνω εικονικών φορολογικών στοιχείων στα βιβλία της επιχείρησης των κατηγορουμένων, κατέθεσε και ο μάρτυρας κατηγορίας Α. Κ., ο οποίος είναι ένας από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ που διενήργησαν τον έλεγχο στην εν λόγω επιχείρηση και συνέταξαν τη σχετική έκθεση. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι της πράξης που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο, ήτοι της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, για την οποία συντάχθηκε η από 1-6-2005 συνημμένη έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Αττικής, που θεωρήθηκε στην Αθήνα στις 5-7-2005, ημερομηνία η οποία αποτελεί και την έναρξη της παραγραφής του εν λόγω αδικήματος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους , της πράξεως της κατ` εξακολούθηση αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, όπως αυτά εξειδικεύονται στο διατακτικό της αποφάσεως και τους επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, σε καθένα, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τους κήρυξε ενόχους του ότι: Στην …την 5-7-2005 χρόνο κατά τον οποίο θεωρήθηκε η συνημμένη από 1-6-2005 έκθεση ελέγχου της διενεργηθείσας τον έλεγχο ΥΠΕΕ Αττικής και αποτελεί την έναρξη της παραγραφής του διωκομένου εγκλήματος κατ' άρθρο 2 παρ. 8 , 9 Ν. 2954/01, διαπιστώθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 7/2/2001 έως 31/1/2/2002 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος διέπραξε το αδίκημα της φοροδιαφυγής και ειδικότερα απεδέχθησαν εικονικά φορολογικά στοιχεία, δηλονότι φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους. Ειδικότερα με την ιδιότητα του Προέδρου ο Δ. Σ. και του Διευθύνοντος Συμβούλου ο Ά. Σ. της εταιρείας "EURO ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΑΒΕΕ" με αντικείμενο εργασιών - ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΑΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ" ζήτησαν έλαβαν και καταχώρησαν στα βιβλία της πιο πάνω επιχείρησης τα πιο κάτω αναλυτικά αναφερόμενα φορολογικά στοιχεία, τα οποία είναι εικονικά, διότι εκδόθηκαν για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι κατηγορούμενοι και παρά ταύτα απεδέχθησαν αυτά. Τα φορολογικά αυτά στοιχεία είναι τα παρακάτω και ειδικότερα. VII. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 98 ΠΚ και 19 παρ. 1, 4 και 20 παρ.1α, 6 και 21 Ν.2523/1997, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, με την ιδιότητά τους, ως Προέδρου του Δ.Σ. ο πρώτος, Δ. Σ. και ως διευθύνοντος Συμβούλου του δεύτερου, Α. Σ., της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " ΕURO DNA ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΑΒΕΕ ", με αντικείμενο το χονδρικό εμπόριο ηλεκτρικών οικιακών συσκευών και ειδών διατροφής. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει το Δικαστήριο ότι με την πράξη αυτή οι κατηγορούμενοι σκόπευαν να αποκρύψουν φορολογητέα ύλη αφού, κατά τα ανωτέρω, δεν απαιτείται πλέον, όπως προηγουμένως, για την στοιχειοθέτηση των πράξεων του άρθρου 19 Ν. 2523/1997 σκοπός του δράστη για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή επίτευξη οποιουδήποτε φορολογικού οφέλους. Συνακόλουθα, εκ περισσού περιέλαβε το Δικαστήριο στο σκεπτικό, τον ανωτέρω σκοπό, των αναιρεσειόντων προς αποδοχή των εικονικών τιμολογίων ήτοι, "της απόκρυψης φορολογητέας ύλης, διότι έτσι επηρεαζόταν το εισόδημά τους και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την επιστροφή από το Δημόσιο του αντιστοιχούντος Φ.Π.Α.". Ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης διαλαμβάνεται ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν σε γνώση της εικονικότητας των παραπάνω εικονικών φορολογικών στοιχείων μάλιστα δε τη γνώση τους αυτή την δικαιολογεί στο σκεπτικό, με τις παραδοχές ότι τα παραστατικά αυτά εκδόθηκαν για ανύπαρκτες στο σύνολο τους συναλλαγές, (πωλήσεις νωπών ψαριών), καθόσον η φερομένη σε αυτά ως επιχείρηση του πωλητή, Γ. Γ., δεν είχε εμπορικές συναλλαγές, λειτουργούσε σε κατάστημα το οποίο ουδεμία εμπορική δραστηριότητα παρουσίαζε, ο δε φερόμενος ως πωλητής, (Γ. Γ.), δήλωσε στους διενεργήσαντες τον έλεγχο ότι κατά το χρονικό διάστημα της έκδοσης των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν είχε οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή με την ελεγχόμενη εταιρεία, μολονότι γνώριζε από 7ετίας τον πρώτο κατηγορούμενο. β) προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής, για τους αναιρεσείοντες κρίσης, όλα τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης, και ειδικότερα όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, και όχι μερικά μόνο από αυτά κατ` επιλογή, το γεγονός δε ότι εξαίρεται στο σκεπτικό η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Α. Κ., υπαλλήλου του ΣΔΟΕ, που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, είναι ένας από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, που διενήργησαν τον έλεγχο στην εν λόγω επιχείρηση και συνέταξαν τη σχετική έκθεση, δεν υποδηλώνει ότι οι καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων, Γ. Γ. και Δ. Π., που εξετάστηκαν ως μάρτυρες υπεράσπισης στο ακροατήριό του, καθώς και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθώς και η κατάθεση του μάρτυρα Γ. Γ. που εξετάστηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, δε λήφθηκαν υπόψη. γ) η κατά τους αναιρεσείοντες, αντίθεση, μεταξύ της καταθέσεως του παραπάνω μάρτυρα κατηγορίας, Α. Κ., κατά το σημείο της που αναφέρει ότι ο μάρτυρας δεν ήταν παρών κατά τον έλεγχο και ότι βασίστηκε σε στοιχεία που είχαν οι συνάδελφοί του και συνυπέγραψε την έκθεση ελέγχου, και των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, περί του ότι ο μάρτυρας αυτός είναι ένας από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ που διενήργησαν τον έλεγχο στην εν λόγω επιχείρηση, δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της ασάφειας ( αντίθεσης της παραπάνω κατάθεσης προς το πόρισμα της απόφασης) και επιλεκτικής εκτίμησης των αποδείξεων και εντεύθεν της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Άλλωστε, ως αντίφαση ή ασάφεια, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο σκεπτικό της αποφάσεως είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως, η οποία ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται αναιρετικά. δ) η κατά τους αναιρεσείοντες αιτίαση, περί αντίθεσης, μεταξύ των καταθέσεων των παραπάνω μαρτύρων υπεράσπισης που υποστήριξαν την αθωότητά του και των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί ενοχής του, είναι απαράδεκτη, γιατί υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' 1ος λόγος, του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, του πρώτου αναιρεσείοντα και 2ος λόγος, του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, του δεύτερου αναιρεσείοντα, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νομίμου βάσεως, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. VIII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, επάγεται δε και παραβίαση, των περί προφορικότητας της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ` αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας απ` την οποία δημιουργείται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα με "Α/Α ..... 7) Φορτωτική της Lufthansa .....12) εκατόν είκοσι πέντε (125) φωτοαντίγραφα φορτωτικών". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, άλλωστε όπως βεβαιώνεται στα πρακτικά, όλα ανεξαιρέτως αναγνώσθηκαν. Με την γενόμενη δε ανάγνωση του κειμένου τους, χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε αντίρρηση από τους συνηγόρους των αναιρεσειόντων, έγινε γνωστό και σε όλους τους παράγοντες της δίκης το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επομένως και στους συνηγόρους των αναιρεσειόντων που τους εκπροσωπούσαν, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Άλλωστε από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, ούτε ότι υποβλήθηκε αίτημα προς ανάγνωση κάποιου άλλου εγγράφου, το οποίο δεν έγινε δεκτό. Επομένως, ορθώς το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα προαναφερθέντα έγγραφα, οι δε περί του αντιθέτου, 2ος λόγος, του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντα, και 3ος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου του δεύτερου αναιρεσείοντα καθώς και οι 1ος και 3ος με στοιχείο Ι, λόγοι του δικογράφου των προσθέτων λόγων αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' ΚΠΔ, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λόγω παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και η παραβίαση των αρχών της προφορικότητας και δημοσιότητας της διαδικασίας, όσο και των αρχών της ισότητας και αναλογικότητας, σε σχέση με αναφερόμενες άλλες προεκδοθείσες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που έκριναν τέτοιες περιπτώσεις ελλείψεως ταυτότητας αναγνωσθέντων εγγράφων, ενόψει του ότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και κρίνεται καθεαυτή, από καμία δε διάταξη νόμου ή αρχή του Δικαίου, δεν επιβάλλεται στα δικαστήρια να ερμηνεύουν το νόμο σύμφωνα με την ερμηνεία στην οποία προέβησαν με προηγούμενες αποφάσεις τους, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. IX . Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ. 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσής του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης ή της χωρίς όρκο κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν είτε κατά τη διάρκεια διοικητικής εξέτασης που νόμιμα διατάχθηκε από αρμόδια πρόσωπα, η οποία μετά την ισχύ του Ν 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για συγκεκριμένη πράξη, πριν ο εξετασθείς προσλάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ δ', η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Και τούτο, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. δ` του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. Παραβίαση όμως της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών αυτού καταθέσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 1ο λόγο αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντα, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία συνίσταται στο ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε, αξιοποίησε παράνομα, σε βάρος του κατηγορουμένου, την από 1-12- 2003, ένορκη κατάθεσή του, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης από την υπηρεσία του ΣΔΟΕ προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και η οποία περιέχεται αυτούσια στην από 1-6-2005 Έκθεση Ελέγχου, της ως άνω υπηρεσίας του ΣΔΟΕ, η οποία αναγνώστηκε στο ακροατήριο. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, εκτός από τις καταθέσεις των μαρτύρων, έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα που αναφέρονται ως αναγνωσθέντα στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και την προαναφερόμενη, από 1-6-2005, έκθεση ελέγχου, η οποία αριθμείται ως το υπ` αριθμόν 10α έγγραφο. Δεν προκύπτει όμως από την επισκόπηση του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι έγινε επίκληση ή αξιολόγηση της αναφερόμενης στην εν λόγω έκθεση, ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του μετέπειτα κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ούτε ότι το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την καταδικαστική γι` αυτόν κρίση του και στην μαρτυρική αυτή κατάθεση. Η αναφορά και μόνο στην απόφαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την ως άνω έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ, έχει την πρόδηλη έννοια ότι αξιολόγησε αποδεικτικά την έκθεση αυτή και όχι τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία συγκέντρωσαν και αξιολόγησαν οι συντάκτες της (μεταξύ των οποίων και η ένορκη κατάθεση του 2ου αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου) προκειμένου να διατυπώσουν το πόρισμα της έρευνάς τους. Επομένως, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού δεν αξιοποιήθηκε από το δικαστήριο η από 1-12-2003, ένορκη κατάθεση του κατηγορουμένου, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης από την υπηρεσία του ΣΔΟΕ προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και ο συναφής 1ος λόγος του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, του δευτέρου αναιρεσείοντα, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. X. Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠΔ, στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποία ιδρύεται λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' ΚΠΔ, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη και, επίσης, όταν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου και χωρίς να βεβαιώσει το δικαστήριο την αδυναμία εμφάνισής του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 3στοιχ ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997), να εξετάζει και να ελέγχει τους μάρτυρες. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του, ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, ακόμη και χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισής του, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός τους δεν εναντιώθηκαν σχετικά. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των ενσωματωμένων στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου, προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν, είναι και η με αριθμό 5271 ένορκη βεβαίωση του Γ. Γ., ( η επιχείρηση του οποίου φέρεται εκδότρια των παραπάνω εικονικών τιμολογίων), χωρίς ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του να εναντιωθούν για την ανάγνωση αυτής. Επομένως, από την ανάγνωση αυτής της κατάθεσης, χωρίς να βεβαιωθεί ότι η εμφάνιση του μάρτυρα αυτού ήταν ανέφικτη, δεν προκαλείται ακυρότητα, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν προέβαλαν αντιρρήσεις, δεδομένου μάλιστα, ότι είχαν τη δυνατότητα να κάνουν παρατηρήσεις επ` αυτής. Κατ` ακολουθία, οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. σχετικοί, 2ος και 3ος με στοιχείο ΙΙ λόγοι, των από 7-9-2013 δικογράφων των προσθέτων λόγων αναιρέσεως αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και από παραβίαση της αρχής της προφορικότητας και της κατ` αντιδικία διεξαγωγής της δίκης, συνεπεία της αναγνώσεως της ένορκης καταθέσεως του άνω μάρτυρος που δόθηκε κατά την προδικασία, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. XI. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί έκαστος των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, τις από 10-5-2013, (υπ` αριθμό πρωτ.3517/13-5-2013, και 3516/13-5-2013) αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Α. Σ. του Γ. και 2) Δ. Σ. του Α. αντίστοιχα, και τους από 7-9-2013, Πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 2964/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει έκαστο των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Οκτωβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φοροδιαφυγή. Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση από Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλο Α.Ε. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. 'Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία. Απόλυτη ακυρότητα. Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης. Απαγόρευση αποδεικτικής αξιολόγησης, ένορκης κατάθεσης του κατηγορουμένου κατά την διενεργηθείσα από το ΣΔΟΕ προκαταρκτική εξέταση και η οποία περιέχεται αυτούσια στην Ειδική 'Εκθεση Ελέγχου του ΣΔΟΕ, η οποία αναγνώστηκε. Δεν προκύπτει όμως, ότι έγινε επίκληση ή αξιολόγηση της αναφερόμενης στην εν λόγω έκθεση ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του μετέπειτα κατηγορουμένου, ούτε ότι το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την καταδικαστική γι' αυτόν κρίση του και στην μαρτυρική αυτή κατάθεση. Δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του, ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, ακόμη και χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισής του, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός τους δεν εναντιώθηκαν σχετικά. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Τιμολόγια εικονικά, Ανώνυμη εταιρία, Προανακριτικη ανώμοτη κατάθεση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1387/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Σπυρίδωνα Μητσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ι. Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενο τον Δ. Π. και εγκαλούντα τον Ά. Μ. του Ρ., κάτοικο ... . Η αίτηση αυτή με αριθμό 155449 και ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 2013, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 234/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μποροδήμος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου- Βασιλοπούλου με αριθμό 181 και ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 2013 , στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ, το υπ' αρ. πρωτ. 155449/20.2.2013 αίτημα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, για κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άσκηση της ποινικής διώξεως (ΑΠ 1392/2011, ΑΠ 235/2011). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 στοιχ.γ' του ίδιου ως άνω Κώδικα, την παραπομπή αυτή μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. πρωτ. 155449/20.2.2013 έγγραφο του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητεί την παραπομπή της από 1.6.2012 17ης Αιτήσεως-Αναφοράς, με ΑΒΜ: Γ 2013/584, του Α. Ρ. Ν. Μ. (...) του Ι. (J.), κατοίκου ... κατά των: α) Δ. Π., Εισαγγελέα Πρωτοδικών, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, β) Μ. Ζ. του Ι., γ) Δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών Ειρηνοδικείων, Πταισματοδικείων και Πρωτοδικείων, που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της υπ' ΑΒΜ Α08/5541 δικογραφίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και δ) παντός άλλου κρατικού υπαλλήλου και κάθε άλλου Έλληνα Πολίτη, προκύψει ποινική του ευθύνη από τη διαδικασία, για μεν τον πρώτο και τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς για παράβαση των άρθρων 239 και 259-261 Π.Κ. κ.α., για δε τη δεύτερη για ηθική αυτουργία στις ως άνω πράξεις και παράβαση άρθρων 220 και 224 Π.Κ., καθώς και για παράβαση των άρθρων 216, 217, 362 και 363 Π.Κ. κ.α. και τέλος για λοιπούς Έλληνες Πολίτες για παράβαση άρθρου 224 Π.Κ. κ.α. και για κρατικούς υπαλλήλους για παράβαση άρθρου 220 Π.Κ. κ.α., από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών σε άλλο ισόβαθμο Εισαγγελέα, επειδή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ' αυτό των Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών, υπάγεται μόνο το ομώνυμο Πρωτοδικείο και η αντίστοιχη Εισαγγελία Πρωτοδικών, στην οποία υπηρετεί ο πρώτος εγκαλούμενος με την παραπάνω ιδιότητα του, όπως προκύπτει από τη συνημμένη υπ' αρ. πρωτ. 155.433/20.2.2013 υπηρεσιακή βεβαίωση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και λόγω συνάφειας για τους λοιπούς εγκαλούμενους (άρθρο 129 του ΚΠΔ). Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ.1 στοιχ.γ' του ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ως άνω υποθέσεως από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και αν συντρέξει περίπτωση και στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, καθώς και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς, όπως στο διατακτικό ορίζεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Να διαταχθεί η παραπομπή της από 1.6.2012 17ης Αιτήσεως - Αναφοράς, με ΑΒΜ: Γ 2013/584, του Α. Ρ. Ν. Μ. (...) του Ι. (J.), κατοίκου ... κατά των: α) Δ. Π., Εισαγγελέα Πρωτοδικών, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, β) Μ. Ζ. του Ι., γ) Δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών Ειρηνοδικείων, Πταισματοδικείων και Πρωτοδικείων, που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της υπ' ΑΒΜ Α08/5541 δικογραφίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και δ)παντός άλλου κρατικού υπαλλήλου και κάθε άλλου Έλληνα Πολίτη, προκύψει ποινική του ευθύνη από τη διαδικασία, για μεν τον πρώτο και τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς για παράβαση των άρθρων 239 και 259/261 Π.Κ. κ.α., για δε τη δεύτερη για ηθική αυτουργία στις ως άνω πράξεις και παράβαση άρθρων 220 και 224 Π.Κ., καθώς και για παράβαση των άρθρων 216, 217, 362 και 363 Π.Κ. κ.α. και τέλος για λοιπούς Έλληνες Πολίτες για παράβαση άρθρου 224 Π.Κ. κ.α. και για κρατικούς υπαλλήλους για παράβαση άρθρου 220 Π.Κ. κ.α., από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και αν συντρέξει περίπτωση και στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, καθώς και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Αθήνα, 22 Ιουλίου 2013 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τόπο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, α) το συμβούλιο πλημμελειοδικών, β) το συμβούλιο Εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές Πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο Ά. Ρ. Ν. Μ. του Ι., κάτοικος ..., υπέβαλε την από 1-6-2012, αίτηση-αναφορά-καταγγελία που διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών (Α.Β.Μ. Γ2013/584) που στρέφεται, κατά των: α) Δ. Π., Εισαγγελέα Πρωτοδικών, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, β) Μ. Ζ. του Ι., γ) Δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών Ειρηνοδικείων, Πταισματοδικείων και Πρωτοδικείων, που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της υπ' ΑΒΜ Α08/5541 δικογραφίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και δ) παντός άλλου κρατικού υπαλλήλου και κάθε άλλου Έλληνα Πολίτη, προκύψει ποινική του ευθύνη από τη διαδικασία, για μεν τον πρώτο και τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς για παράβαση των άρθρων 239 και 259-261 Π.Κ. κ.α., για δε τη δεύτερη για ηθική αυτουργία στις ως άνω πράξεις και παράβαση άρθρων 220 και 224 Π.Κ., καθώς και για παράβαση των άρθρων 216, 217, 362 και 363 Π.Κ. κ.α. και τέλος για λοιπούς Έλληνες Πολίτες για παράβαση άρθρου 224 Π.Κ. κ.α. και για κρατικούς υπαλλήλους για παράβαση άρθρου 220 Π.Κ. κ.α. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθμό πρωτ. 155449/20-2-2013 έγγραφο του, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπέβαλε σε αυτόν, τη σχετική ως άνω αίτηση-αναφορά και ζήτησε τον κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, λόγω της ιδιότητας, του κατά τα άνω εγκαλούμενου, ως δικαστικού λειτουργού, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με το βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, καθόσον το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν μπορούσε να αποφασίσει παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειας του, ελλείψει άλλου τέτοιου δικαστηρίου, μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ' αυτό ίων Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών. Ενόψει των ανωτέρω, δεν μπορεί ούτε άσκηση ποινικής διώξεως ούτε ενέργεια οποιασδήποτε πράξεως της προδικασίας και κύριας διαδικασίας να γίνει κατά του ανωτέρω δικαστικού λειτουργού, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο υπηρετεί με το βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών (βλ. το υπ' αριθμό πρωτ. 155433/20-2-2013 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών). Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ) δοθέντος δε, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν μπορεί να αποφασίσει παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειας του, ελλείψει άλλου τέτοιου δικαστηρίου μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ' αυτό των Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών, πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υποθέσεως ως προς τον παραπάνω εγκαλούμενο, Δικαστικό λειτουργό, και λόγω συνάφειας και για τους λοιπούς (άρθρο 129 Κ.Π.Δ.) από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως, που αναφέρεται στο υπ αριθμό πρωτ. 155449/20-2-2013 έγγραφο του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, και αφορά την από την από 1-6-2012, αίτηση-αναφορά, με Α.Β.Μ. Γ2013/584 του Α. Ρ. Ν. Μ. του Ι., ..., και στρέφεται, κατά των: α) Δ. Π., Εισαγγελέα Πρωτοδικών, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, β) Μ. Ζ. του Ι., γ) Δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών Ειρηνοδικείων, Πταισματοδικείων και Πρωτοδικείων, που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της υπ' ABM A08/5541 δικογραφίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και δ) παντός άλλου κρατικού υπαλλήλου και κάθε άλλου Έλληνα Πολίτη, προκύψει ποινική του ευθύνη από τη διαδικασία, για μεν τον πρώτο και τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς για παράβαση των άρθρων 239 και 259-261 Π.Κ. κ.α., για δε τη δεύτερη για ηθική αυτουργία στις ως άνω πράξεις και παράβαση άρθρων 220 και 224 Π.Κ., καθώς και για παράβαση των άρθρων 216, 217, 362 και 363 Π.Κ. κ.α. και τέλος για λοιπούς Έλληνες Πολίτες για παράβαση άρθρου 224 Π.Κ. κ.α. και για κρατικούς υπαλλήλους για παράβαση άρθρου 220 Π.Κ. κ.α. από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας, άρθρο 136 Κ.Π.Δ. Συντρέχει βάσιμος λόγος καθορισμού αρμοδιότητας άλλων Εισαγγελικών και λοιπών δικαστικών αρχών κατόπιν της υποβολής έγκλησης σε βάρος δικαστικού λειτουργού του Πρωτοδικείου Αθηνών, ακόμα και στο στάδιο της προδικασίας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1383/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων: 1) Ε. Π. του Β., κατοίκου ... που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Αναγνώστου και 2) Π. Π. του Κ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, περί αναιρέσεως της 1812/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Ιουνίου 2013 δύο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 775/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, οι από 21-6-2013 ( υπ` αριθμό 14 και 13 ) δύο αιτήσεις αναίρεσης των, 1) Ε. Π. και 2) Π. Π., αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ` αριθ. 1812/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. δ', 329, 331, 364 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, συνάγεται ότι τότε μόνον επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του από το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις αναφορικά με το αποδεικτικό αυτό μέσον. Όμως, δεν είναι αναγκαίο να αναγνωσθούν στο ακροατήριο τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και γενικώς τα διαδικαστικά έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τα οποία δεν είναι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα, διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο κατηγορούμενος την κατηγορία, προκειμένου να αντιτάξει την υπεράσπισή του κατ` αυτής. Τέτοια έγγραφα είναι και η έκθεση εφέσεως του κατηγορουμένου, αφού αυτή δεν είναι έγγραφο της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθμό 1812/2013 απόφασή του, δικάζοντας κατ` έφεση, απέρριψε ως ανυποστήρικτες τις υπ` αριθμό 761, 762 /19-11-2012 δύο εφέσεις των ήδη αναιρεσειουσών, κατά της υπ` αριθμό 2870/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την οποία το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης (απάτη από κοινού, κατ` εξακολούθηση, με ζημία άνω των 73.000 ευρώ), και παρέπεμψε αυτές στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, για να δικαστούν για την παραπάνω πράξη. Το δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην ανωτέρω κρίση του, και να απορρίψει τις παραπάνω εφέσεις ως ανυποστήρικτες, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε πράγματι, μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, και τις υπ` αριθμό 761, 762 /19-11-2012 εφέσεις τις οποίες είχαν ασκήσει οι κατηγορούμενες - αναιρεσείουσες, χωρίς προηγούμενη ανάγνωσή τους, όπως από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών, προκύπτει. Ειδικότερα τις έλαβε υπόψη του, και μάλιστα με αναφορά τους, και στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, προκειμένου να δικαιολογήσει πέραν της νομότυπης κλήτευσης των εκκαλουσών, το νομότυπο και εμπρόθεσμο της κλήτευσης και του αντικλήτου δικηγόρου τους, Ευθυμίου Αναγνώστου, τον οποίο με το δικόγραφο της Έφεσης είχαν ορίσει ως αντίκλητο. Όμως, τα έγγραφα αυτά, (εκθέσεις έφεσης) είναι διαδικαστικά έγγραφα, και δεν ήταν αναγκαία η ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, αφού δεν είναι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επομένως, δεν επήλθε εξ αυτού του λόγου απόλυτη ακυρότητα και ο συναφής λόγος αναιρέσεως, αμφοτέρων των κρινομένων αιτήσεων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Επιπλέον από τη μη ανάγνωση των παραπάνω εφέσεων των αναιρεσειουσών, ουδεμία παράβαση των περί δημοσιότητας διατάξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της προφορικότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο επήλθε. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ'του Κ.Π.Δ των κρινομένων αιτήσεων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες: α) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και β) της παράβασης των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης προς έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί εκάστη των αναιρεσειουσών, στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 21-6-2013, (υπ` αριθ. 14 και 13) ενώπιον του Γραμματέα του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, ασκηθείσες αιτήσεις των, 1) Ε. Π. του Β. και 2) Π. Π. του Κ., αντίστοιχα, για αναίρεση της με αριθμό 1812/2013, αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για εκάστη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη έφεσης ως ανυποστήρικτης. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Απόλυτη ακυρότητα. Παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Εγγράφων ανάγνωση. Δεν είναι αναγκαία η ανάγνωση στο ακροατήριο και δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, ούτε παραβιάζεται η αρχή της δημοσιότητας στο ακροατήριο και της προφορικότητας της διαδικασίας, της εκθέσεως εφέσεως του κατηγορουμένου διότι δεν είναι έγγραφο της αποδεικτικής διαδικασίας αλλά διαδικαστικό έγγραφο και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Έκθεση ενδίκου μέσου.
0
Αριθμός 1379/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Δ. Π. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Βασιλειάδη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1231/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Χ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σερρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιανουαρ'ιου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 92/13 Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 4α του Ν. 4198/11-10-2013 "πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις", 2 και 14 του ΠΚ και 568 του ΚΠΔ προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου (11.10.2013),εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω χρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 (του άνω άρθρου) αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167, 189, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 292, 309, 334 παρ. 3, 372, 382 και 390 του ΠΚ, καθώς και αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις του ν. 2168/1993, του άρθρου 6 του ν. 456/1976, της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του άρθρου 41 ΣΤ του ν. 2725/1999. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ αριθμό 1231/2012, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης ( άρθρο 363 Π.Κ.) σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, συνεπώς μη εκτιθείσα. Επομένως δεν μπορεί να εκδικαστεί η προκειμένη αναίρεση με τα σημερινά δεδομένα, αφού η υπόθεση έπρεπε κατά νόμο να τεθεί στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και πρέπει η συζήτηση της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, να κηρυχθεί απαράδεκτη. Διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος τούτου, θα προσέκρουε στα άρθρα 2 παρ. 1 του Π.Κ. και 470 του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 10-1-2013, υπ' αριθμό πρωτ. 174/ 10-1-2013, αίτησης, του Δ. Π. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμό 1231/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νόμος 4198/2013. Επιεικέστερος ποινικός νόμος. Υφ' όρο παραγραφή ποινών διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών. Προϋποθέσεις. Θέση της υπόθεσης στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα για τις μη εκτελεσθείσες ως άνω αποφάσεις. Καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμηση και επιβολή ποινής πέντε μηνών, ανασταλείσα. Η υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
Παραγραφή υφ' όρο
Επιεικέστερος νόμος, Δυσφήμηση συκοφαντική, Απαράδεκτη συζήτηση, Παραγραφή υφ' όρο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1381/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Β. Φ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πανούση, περί αναιρέσεως της 569/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Απριλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 559/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 4α του Ν. 4198/11-10-2013 "πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις", 2 και 14 του ΠΚ και 568 του ΚΠΔ προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου (11.10.2013), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω χρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 (του άνω άρθρου) αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167, 189, 235, 236, 237, 242,256, 258,259,292, 309, 334 παρ. 3, 372, 382 και 390 του ΠΚ, καθώς και αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις του ν. 2168/1993, του άρθρου 6 του ν. 456/1976, της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του άρθρου 41 ΣΤ' του ν. 2725/1999. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ. 3 του ΠΚ καθιερωθείσα αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν προσμετρηθεί στη "συνολική ποινή", αναφέρονται στις επιμέρους ποινές, έστω και αν έχουν προσμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 569/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για το αδίκημα της κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση παράβασης του Α.Ν. 690/45 ( μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών) σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και 10 ημερών, η οποία συνολική ποινή αποτελείται από την ποινή βάσης των τριάντα (30) ημερών, επαυξημένη κατά δέκα (10) ημέρες, από τις λοιπές δέκα έξι (16) συντρέχουσες ισοβαρείς ποινές των τριάντα (30) ημερών. Η παραπάνω ποινή δεν έχει εκτιθεί αφού ανεστάλη επί τριετία. Συνεπώς και εφόσον γίνεται δεκτό, ότι η κατά τα άνω, παραγραφή αναφέρεται και στις επί μέρους ποινές, κάθε μία από τις οποίες δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, δεν μπορεί να εκδικαστεί η προκειμένη αναίρεση με τα σημερινά δεδομένα, αφού η υπόθεση έπρεπε κατά νόμο να τεθεί στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και πρέπει η συζήτηση της παραπάνω αιτήσεως αναιρέσεως να κηρυχθεί απαράδεκτη. Διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος τούτου θα προσέκρουε στα άρθρα 2 παρ. 1 και 470 του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, της από 8-4-2013, υπ' αριθμό πρωτ. 2671/9-4-2013, αίτησης, του Β. Φ. του Κ., κατοίκου ..., οδός …, για αναίρεση, της υπ' αριθμό 569/2013, αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2013. O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νόμος 4198/2013. Επιεικέστερος ποινικός νόμος. Υφ' όρο παραγραφή ποινών διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών. Προϋποθέσεις. Θέση της υπόθεσης στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα για τις μη εκτελεσθείσες ως άνω αποφάσεις. Καταδίκη για παράβαση του Α.Ν. 690/45, μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σε συνολική ποινή φυλάκισης 6 μηνών και 10 ημερών, ανασταλείσα. Η υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο, αφού οι επί μέρους ποινές που συγχωνεύτηκαν και διατηρούν την αυτοτέλειά τους δεν υπερβαίνουν τους 6 μήνες. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
Παραγραφή υφ' όρο
Επιεικέστερος νόμος, Απαράδεκτη συζήτηση, Παραγραφή υφ' όρο.
0
Αριθμός 1389/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη -Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Γ. συζ. Κ. Σ. , κατοίκου ... , που παρέστη τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Εμμανουηλίδη, για αναίρεση της υπ' αριθ 1925/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαΐου 2013 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 650/13 Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". ΙΙ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. 1) Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές στα δέκα χιλιάδες ( 10.000) Ευρώ. Επομένως, με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της παραγραφής και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α' του άρθρου 25 του ως άνω ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω". β) Για εταιρίες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, στους ομόρρυθμους εταίρους και στους διαχειριστές τους. Για περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, στους διαχειριστές αυτών... γ) Για συνεταιρισμούς, στους προέδρους ή γραμματείς ή ταμίες ή διαχειριστές αυτών, σωρευτικά ή μη δ) Για κοινοπραξίες, κοινωνίες, αστικές εταιρίες, που ασκούν επιχείρηση, στους εκπροσώπους τους και στα μέλη τους, σωρευτικά ή μη. Για συμμετοχικές ή αφανείς εταιρίες που ασκούν επιχείρηση στους εκπροσώπους τους.....". IV. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17,18, 19 και 21 παρ.2 του Ν.2523/1997 "ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ -ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ στη φορολογική Νομοθεσία", με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι, προκειμένου περί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται, ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των υπ` αυτών και μόνο προβλεπομένων εγκλημάτων, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε, που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης, η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησής της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, δεν απαιτείται, προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και συνεπώς για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης αλλά ούτε, σε περιπτώσεις άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Για τον ίδιο λόγο η τυχόν άσκηση προσφυγής και η συνεπεία αυτής αναστολή της καταβολής των χρεών, δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή στο αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος, ούτε βεβαίως οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται τέτοιος τρόπος άρσεως του αδίκου ή εξαλείψεως του αξιοποίνου του εν λόγω εγκλήματος. Άλλωστε θα ήταν εντελώς άτοπο σε κάθε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής εναντίον καταλογιστικής του χρέους πράξεως να οδηγείτο το δικαστήριο σε αθώωση του προσφεύγοντος κατηγορουμένου, αφού έτσι θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός, για τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 (ΑΠ 206/2013, Α.Π. 1197/2011). V. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.), προϋποθέτει δόλο (πρόθεση), αφού δεν καθορίζεται υπό του άνω άρθρου το είδος της υπαιτιότητας. Εντεύθεν και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου αφού ο δόλος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει, στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως. VI. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). VII. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 1925/2013, απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ, της πράξης, μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, πράξη που τέλεσε την 29-6-2005, και την καταδίκασε, σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "η κατηγορούμενη στο …την 29-6-2005 ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί χρεών προς Δημόσιο και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 €, όπως εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθμ. …/08 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Α' Δ.Ο.Υ. Βόλου, και που αποτελεί ένα σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφληση τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλε ως Διευθύνων Σύμβουλος της "..." στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των 126.076,43 ευρώ μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στην Α1 Δ. Ο. Υ Βόλου σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών). Ειδικότερα όφειλε σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα σε αντίστοιχες ημερομηνίες ληξιπρόθεσμα χρέη, για τις αντίστοιχες αιτίες ως εξής: Τα ποσά του ως άνω πίνακα προέκυψαν σε συνδυασμό με την κατάθεση της μάρτυρος, υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. Βόλου, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο. Επειδή αποδείχτηκε ότι η κατηγορούμενη έζησε ως το χρόνο που τέλεσε την πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την παραπάνω πράξη με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ". Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα του ότι: " Κηρύσσει αυτήν ένοχη του ότι στο …την 29-6-2005 ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί χρεών προς Δημόσιο και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 €, όπως εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθμ. …/08 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Α' Δ.Ο.Υ. Βόλου, και που αποτελεί ένα σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφληση τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλε ως Διευθύνων Σύμβουλος της "..." στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των 126.076,43 ευρώ μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στην Α' Δ.Ο. Υ Βόλου σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών). Ειδικότερα όφειλε σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα σε αντίστοιχες ημερομηνίες ληξιπρόθεσμα χρέη, για τις αντίστοιχες αιτίες ως εξής: Δέχεται ότι η κατηγορουμένη έζησε ως το χρόνο που τέλεσε την πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς να αποτελεί επανάληψη αυτού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 § 1, 2 Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34 § 1 Ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης, ο χρόνος τέλεσης της πράξης, 29-6-2005, η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (Α'ΔΟΥ Βόλου), το είδος αυτών ( Φ.Π.Α.) το ύψος τους, ο τρόπος πληρωμής τους, ο χρόνος καταβολής τους, 28-2-2005, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς τους, μπορούσαν και έπρεπε να καταβληθούν και η καθυστέρηση καταβολής τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από το χρόνο καταβολής τους, καθώς και η ιδιότητά της αναιρεσείουσας, ως Διευθύνοντος Συμβούλου της "... ", σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκαν τα ως άνω χρέη. Ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσειουσας: α) Ναι μεν το σκεπτικό, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ταυτίζεται με το διατακτικό, πλην το τελευταίο, που αποτελεί με το σκεπτικό ενιαίο σύνολο, περιέχει με τόση πληρότητα τα περιστατικά που συγκροτούν την πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα ώστε καθίστατο περιττή οποιαδήποτε διαφοροποίησή του β) δεν υπάρχει ασάφεια και αντίφαση, ως προς το συνολικό ποσό των βεβαιωθέντων και μη καταβληθέντων από την αναιρεσείουσα, προς το Δημόσιο χρεών, για το οποίο αυτή καταδικάσθηκε , αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης τόσο στο σκεπτικό, αλλά και στο διατακτικό της, αυτό ανέρχεται στο ποσό των 126.076,43 ευρώ, ποσό στο οποίο και ο πίνακας χρεών, τον οποίο επικαλείται, και ο οποίος παρατίθεται τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό το αναβιβάζει. Τα βεβαιωθέντα και απαιτητά επί μέρους ποσά αναλύονται στον εν λόγω πίνακα, συμποσούμενα δε τα ποσά αυτά, συμπίπτουν με το κατά τα άνω, γενόμενο δεκτό, ως μη καταβληθέν συνολικό ποσό των 126.076,43 ευρώ. Εξάλλου, δεν δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση από το γεγονός ότι τα αναλυθέντα στο σκεπτικό και στο διατακτικό, κατά τα άνω, επί μέρους χρέη, είναι μόνο τέσσερα τον αριθμό με Α/Α στον πίνακα χρεών 6,7,8 και 9 καίτοι αυτά στο κλητήριο θέσπισμα και τον επισυναφθέντα σε αυτό και κοινοποιηθέντα στην αναιρεσείουσα , πίνακα χρεών ήταν 21 τον αριθμό, με αντίστοιχους Α/Α 1 έως 21, και συνολικό χρέος 7.710.703,31 Ευρώ, αφού τα υπόλοιπα χρέη κατά το στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό είχαν ήδη διαγραφεί κατόπιν παραδοχής σχετικών προσφυγών και είχαν επέλθει συμψηφισμοί, ώστε τελικώς το αρχικά οφειλόμενο ποσό των 7.710.703,31 Ευρώ, να μειωθεί στο ποσό των 126.076,43 ευρώ, όπως δέχθηκε και η προσβαλλομένη απόφαση, στο σκεπτικό της παρεμπίπτουσας απόφασης, περί απόρριψης του αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, που υπέβαλε ο εκπροσωπήσας την κατηγορουμένη αναιρεσείουσα δικηγόρος ( βλ. σελ 6-7 προσβαλλομένης απόφασης). Εξάλλου, το ποσό των 126.076,43 Ευρώ, που αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ως οφειλόμενο, είναι εκείνο για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο γ) κατ` ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2523/1997, δεν απαιτούνταν για την καταδίκη για την ανωτέρω πράξη, η κατά το άρθρο 21 παρ. 2 και 4 του Ν 2523/1997 προϋπόθεση, όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω, (τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου), επομένως, ο ισχυρισμός, της αναιρεσείουσας ότι δεν είχε τελεστεί το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, για το λόγο ότι της είχε χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως των χρεών, είναι αβάσιμος, καθόσον τυχόν άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια και αναστολή καταβολής των χρεών, δεν επηρεάζει το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, και δεν επιδρά στο αξιόποινο εκ του εγκλήματος δ) προσδιορίζεται σαφώς ότι οφειλέτης στο Ελληνικό Δημόσιο είναι η αναιρεσείουσα, υπό την ιδιότητά της, της διευθύνοντος Συμβούλου της "...". Η παράλειψη αναγραφής του είδους της παραπάνω εταιρείας δε δημιουργεί ασάφεια, αφού το είδος της εταιρείας προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης και ειδικότερα, από την αναφορά της ιδιότητας της αναιρεσείουσας, ως "Διευθύνουσας Συμβούλου", ιδιότητα στην οποία ο ν. 1882/1991 ( άρθρο 25 παρ. 2 περ. α), που προαναφέρθηκε, προσδίδει ποινική ευθύνη μόνο όταν πρόκειται για ανώνυμες εταιρείες που είναι οφειλέτες χρεών προς το Δημόσιο (στις λοιπές εταιρείες, ομόρρυθμες ετερόρρυθμες προσδίδει ποινική ευθύνη στους διαχειριστές και ομόρρυθμους και ετερόρρυθμους εταίρους και στις περιορισμένης ευθύνης στους διαχειριστές, σύμφωνα με τις διακρίσεις του παραπάνω νόμου που αναλύθηκαν στην εν αρχή νομική σκέψη). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. 3ος λόγος αναίρεσης, κατά σκέλος του που πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για τους παραπάνω λόγους, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. 5ος λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του που πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, για τους παραπάνω λόγους καθώς και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. 4ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση επίσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. VIII. Από τη διάταξη 364 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η μη ανάγνωση στο ακροατήριο των αναφερομένων στο άρθρο αυτό εγγράφων, μεταξύ των οποίων και αυτά που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα, εκτός εάν ζητήθηκε η ανάγνωση κάποιου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε ν` αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος, οπότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, η οποία αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β` και 170 παρ. 2 ΚΠΔ. Η έλλειψη όμως ακρόασης προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αίτησης ή πρότασης, που συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το οποίο παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται η αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο η προσβολή τους για πλαστότητα και διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υποβλήθηκε στο ακροατήριο, από τον εκπροσωπήσαντα την αναιρεσείουσα συνήγορό της, αίτημα για ανάγνωση εγγράφων και δη αντιγράφων των υπ` αριθμούς 298,300,319 και 321/ 2005 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με τις οι οποίες είχε διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως των χρεών για τα οποία κρίθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, ώστε σε περίπτωση άρνησης του δικαστηρίου ή μη απάντησης του στο αίτημα αυτό να καθιδρυθεί λόγος αναίρεσης θεμελιούμενος στην έλλειψη ακρόασης. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β'και 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ. 5ος λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του, με το οποίο προβάλλει η αναιρεσείουσα, κατ` ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, έλλειψη ακροάσεως, από τη μη ανάγνωση και τη μη λήψη υπόψη των εγγράφων αυτών, από το Δικαστήριο, για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος και κατά το σκέλος αυτό. IX. Ως προς την επί μέρους αιτίαση, του τρίτου λόγου αναίρεσης, που συνέχεται με τον παραπάνω λόγο, κατά την οποία, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αφού δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα παραπάνω έγραφα (δικαστικές αποφάσεις περί αναστολής), για το σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του, τα οποία και δε μνημονεύει, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Πράγματι, η προσβαλλομένη απόφαση, στο προοίμιο της, που γίνεται αναφορά των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν κάνει αναφορά σε έγγραφα, στην κατηγορία των οποίων υπάγονται και οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, υπ` αριθμούς 298,300,319 και 321/ 2005, περί αναστολής εκτελέσεως των χρεών. Από την επισκόπηση όμως των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε στο ακροατήριο, από τον εκπροσωπήσαντα την αναιρεσείουσα συνήγορό της, αίτημα για ανάγνωση των αποφάσεων αυτών, σύμφωνα με όσα στην αμέσως προηγηθείσα σκέψη αναφέρθηκαν, κατά την ανάλυση του παραπάνω λόγου αναίρεσης. Ορθά λοιπόν η προσβαλλομένη απόφαση, στο προοίμιο της, που γίνεται αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου σχετικά με την ενοχή της κατηγορουμένης, δεν κάνει αναφορά μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα έγγραφα, στην κατηγορία των οποίων υπάγονται, οι παραπάνω αποφάσεις. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Δ' του Κ.Π.Δ. 3ος λόγος αναιρέσεως και κατά το σκέλος του, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, εκ του λόγου ότι δεν μνημονεύονται οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις περί αναστολής και δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του. X. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ α' ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 παρ 3 του ίδιου Κώδικα, ο δικαστής, ο οποίος έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Εκ τούτου παρέπεται ότι η συμμετοχή στη σύνθεση του δικάζοντος κατ` έφεση δικαστηρίου, δικαστή που μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, παράγει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύει τον, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, λόγο αναίρεσης. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει όταν ο δικαστής, που μετείχε στη σύνθεση του εφετείου, είχε μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, το οποίο δεν εκδίκασε την υπόθεση κατ` ουσία, αλλά ανέβαλε για οποιονδήποτε λόγο τη συζήτηση, εφόσον ο εν λόγω δικαστής δεν μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση μετά την αναβολή, τούτο δε επειδή η αναβλητική απόφαση δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, δεν εκφέρει καταδικαστική κρίση και δεν επιβάλλεται ποινή με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα για τον έλεγχο του αναιρετικού τούτου λόγου πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η εκδίκαση της υπόθεσης, που αφορά την αναιρεσείουσα, άρχισε στις 20-2-2003. Το Δικαστήριο συγκροτήθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Χαρίκλεια Λυρίτση ως Πρόεδρο του Δικαστηρίου και τις Πρωτοδίκες Παρασκευή Μιχαηλίδου και Χριστίνα Παπαγιάννη ως μέλη του. Εκφωνήθηκε το όνομα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, η οποία υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, λόγω απουσίας του συνηγόρου της. Το Δικαστήριο συγκροτούμενο με την διαληφθείσα σύνθεση απέρριψε το αίτημα με παρεμπίπτουσα απόφασή του. Στη συνέχεια, αφού απαγγέλθηκε η απορριπτική απόφαση, επαναλήφθηκε η συνεδρίαση "με την ίδια σύνθεση πλην του μέλους του Δικαστηρίου, Πρωτοδίκη Βόλου, Παρασκευής Μιχαηλίδου, η οποία λόγω κωλύματος της, αφού είχε εκδώσει πρωτοδίκως την εκκαλουμένη απόφαση, αντικαταστάθηκε από τον αναπληρωματικό της, Πρωτοδίκη Βόλου κ. Ανδρέα Αγγελόπουλο". Κατά τα προδιαληφθέντα, η συμμετοχή της ανωτέρω δικαστή στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναβλητική απόφαση, δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι αυτή δεν μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση που αποφάνθηκε επί της ουσίας της υπόθεσης. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'και 171 παρ.1α Κ.Π.Δ. 2ος λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. XI. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορό του για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή αν κρίνει ότι συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, κατ` άρθρο 349 του ΚΠΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, και υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικού αιτίου στο πρόσωπό του συνηγόρου της, Νικόλαου Εμμανουηλίδη, και ειδικότερα λόγω της αδυναμίας του προς εμφάνιση στο δικαστήριο, λόγω απασχόλησης του σε άλλη υπόθεση στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Το δικαστήριο, απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης με την ακόλουθη αιτιολογία, μετά την παράθεση του νομικού μέρους. "Στην προκειμένη περίπτωση το παραπάνω αίτημα της κατηγορουμένης-εκκαλούσας περί αναβολής της παρούσας δίκης είναι μεν νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του αρθρ. 349 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού κρίνεται παρελκυστικό και η τυχόν παραδοχή του θα άγει στη παραγραφή των μερικότερων πράξεων του αδικήματος της μη καταβολής δημοσίων χρεών, σύμφωνα με το χρόνο τέλεση τους την 28.6.2005 και εφεξής. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις το αίτημα περί αναβολής εκδικάσεως της παρούσας υποθέσεως, λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του συνηγόρου της κατηγορουμένης-εκκαλούσας, που υποβλήθηκε από την τελευταία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Η αιτιολογία όμως αυτή είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, αφού το δικαστήριο, απέρριψε, ως αβάσιμο στην ουσία, το σχετικό αίτημα, αφού έκρινε ότι ο σκοπός του επικαλούμενου αιτήματος αναβολής είναι παρελκυστικός και η τυχόν παραδοχή του θα οδηγούσε στην παραγραφή του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, πράξη που είχε τελεσθεί την 28-6-2005 και εφεξής. Τούτο καταδείχθηκε στη συνέχεια, όταν η κατηγορουμένη αποχώρησε από τη δίκη και εκπροσωπήθηκε σε αυτήν, από άλλο, νομίμως διορισθέντα με έγγραφη δήλωσή της συνήγορο, κατά το άρθρο 340 παρ.2 Κ.Π.Δ. Κατ` ακολουθία, δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού, ως άνω, παρεμπίπτουσα απόφαση, από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και συνεπώς, ο 1ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. XII. Κατά το άρθρο 86 του Ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις", που ισχύει από 1-1-1996, "καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή, πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή στο αρμόδιο Τελωνείο. Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία βεβαίωση (παρ. 1 ). Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη (παρ. 2 )". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 παρ. 7 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 "ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά την παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση". Εξ άλλου με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι " Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα Τελωνεία, χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κτλ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: 1) ... 2)... 3)... Τέλος με το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 3220/2004 , η παράγραφος 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, αντικαταστάθηκε ως εξής: "Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι διαχωρίζεται σαφώς η παραγραφή της οφειλής και των χρεών προς το Δημόσιο από την παραγραφή του σε βαθμό πλημμελήματος διωκομένου ειδικού αδικήματος καθυστέρησης καταβολής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο. Ενώ κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, οριζόταν ότι "ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής (εδάφ. α) και η υποβολή της αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (εδάφ. 2), με την τελευταία τροποποίηση της παραγράφου αυτής 7, με το προπαρατεθέν άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 3220/2004, το παραπάνω πρώτο εδάφιο περί έναρξης παραγραφής του αδικήματος μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής, απαλείφθηκε εντελώς, στο δε δεύτερο εδάφιο προστέθηκε η φράση "Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής". Έτσι με τη νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση, ως προς το θέμα της παραγραφής του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, και συνεπώς ισχύουν οι κοινές, περί του χρόνου τελέσεως και περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων, διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, ενώ δε μπορεί να γίνει λόγος για από παραδρομή απάλειψη του ανωτέρω πρώτου εδαφίου, το δε άρθρο 86 του Ν. 2362/1995 " Περί Δημοσίου Λογιστικού κτλ", διαλαμβάνει μόνον περί παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου και όχι περί παραγραφής του αδικήματος της καθυστέρησης καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο(Ολ.Α.Π.2/2011). Κατά δε τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον 6ο λόγο της αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση, ότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 όπως αντικ. με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997και άρθρο 34 παρ.1 γ'του Ν. 3220/2004 και των κοινών περί παραγραφής διατάξεων των άρθρων 111,112 και 113 του Π.Κ, καταδικάστηκε για τα εν λόγω χρέη, ενώ τα χρέη αυτά είχαν υποκύψει στην οκταετή παραγραφή, αφού, όπως ισχυρίζεται, από το χρόνο που βεβαιώθηκαν αυτά ( 1999, 2000 και 2001 ) και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο (5-4-2013), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, και συνεπώς το αξιόποινο της πράξης είχε παραγραφεί και το δικαστήριο της ουσίας, όφειλε να παύσει οριστικά την κατ` αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για τα παραπάνω χρέη. Όπως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα ως άνω επίδικα χρέη, με Α/Α 6,7,8 και 9 του πίνακα χρεών, που έπρεπε να καταβληθούν εφάπαξ, βεβαιώθηκαν από την Δ.Ο.Υ. Βόλου την 31-1-2005 όπως προκύπτει από τη σχετική στήλη με την ένδειξη "στοιχεία βεβαίωσης" του πίνακα χρεών και όχι τα έτη 1999, 2000 και 2001, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων αφού ο χρόνος αυτός (1999, 2000 και 2001), είναι ο χρόνος που γεννήθηκαν τα χρέη. Όλα τα ως άνω χρέη έπρεπε να καταβληθούν εφάπαξ, την 28-2-2005, όπως από τη σχετική στήλη με την ένδειξη "τρόπος πληρωμής" του πίνακα χρεών επίσης προκύπτει. Ως εκ τούτου, εφόσον χρόνος διαπράξεως του εγκλήματος της μη καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο , είναι, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν 3220/2004, που προαναφέρθηκε, ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών, από τότε που τα χρέη έπρεπε να καταβληθούν, οπότε αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και αρχίζει η ποινική ευθύνη του οφειλέτη και όχι από τότε που γεννήθηκαν αυτά, όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων διατείνεται, από το χρονικό αυτό σημείο της συμπλήρωσης τετραμήνου, που επί του προκειμένου τοποθετείται χρονολογικά στις 29-6-2005, άρχισε να τρέχει και η οκταετής παραγραφή, συνυπολογοζομένου και του χρόνου αναστολής αυτής, η οποία, όμως, δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την 5-4-2013, οπότε εκδικάσθηκε από το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο η παραπάνω αξιόποινη πράξη. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας, που δέχθηκε ως χρόνο τέλεσης της πράξης, ( ο οποίος είναι και ο χρόνος έναρξης της παραγραφής), τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό την 29-6-2005, ήτοι το χρόνο της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών, από του χρόνου που τα χρέη έπρεπε να καταβληθούν, (28-2-2005), και όχι από του χρόνου γένεσης αυτών, ( 1999, 2000 και 2001), όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων διατείνεται, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 παρ. 7 του Ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 3220/2004, και τις κοινές περί παραγραφής διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ. και ο εκ του άρθρου δε 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ 6ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης λόγω μη παύσεως οριστικά της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, την από 17-5-2013, με αριθμό πρωτ.3646/ 17-5-2013, αίτηση της Γ. Σ. του Κ., περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 1925/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Ποινική ευθύνη οφειλέτη. Ανώνυμες εταιρίες. Ποινική ευθύνη διευθύνοντος συμβούλου. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εκτίθενται η αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών, το είδος των χρεών, ο τρόπος πληρωμής τους, το ληξιπρόθεσμο αυτών, δηλ. ο ακριβής χρόνος καταβολής τους, η καθυστέρηση καταβολής τους πέραν του τετραμήνου. Διευκρινίζεται η ιδιότητα της αναιρεσείουσας. Άσκηση προσφυγής και αναστολή καταβολής των χρεών δεν ασκεί επιρροή στο αξιόποινο. Απόλυτη ακυρότητα. Κακή σύνθεση. Συμμετοχή δικαστή, ο οποίος είχε συμπράξει στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν δημιουργείται ακυρότητα όταν ο δικαστής είχε μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, το οποίο όμως δεν εκδίκασε την υπόθεση, αλλά ανέβαλε τη συζήτηση. Παραγραφή αδικήματος. Έναρξη παραγραφής. Με τη νέα διάταξη του αρ. 34 του ν. 3220/2004 δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση ως προς το θέμα παραγραφής του αδικήματος και ως εκ τούτου ισχύουν οι κοινές του ΠΚ διατάξεις περί παραγραφής. Έναρξη παραγραφής από το χρόνο τελέσεως της πράξης. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση.
Παραγραφής έναρξη
Παραγραφής έναρξη, Ανώνυμη εταιρία, Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1374/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με τις υπ' αριθμό 26, 34, 49/2013 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου) και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την από 16 Oκτωβρίου 2013 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Π. Π., που αφορά τη μη συμμετοχή του στη σύνθεση του Ζ' Ποινικού Τμήματος, στο οποίο εισήχθη για συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 9.10.2013 η υπ' αριθμ. πρωτ. 168107/13.6.2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Π. Β., κατά του εισαγγελικού λειτουργού Ι. Σ.. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 210 και ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 23 του ΚΠΔ , ενώπιον του Δικαστηρίου Σας που συνεδριάζει ως Συμβούλιο, την από 16 Οκτωβρίου 2013 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Π. Π. και εκθέτω τα ακόλουθα: ΙΙ. Σύμφωνα με το αρ. 23 ΚΠΔ οι δικαστές οφείλουν να δηλώσουν στον πρόεδρο του δικαστηρίου τους τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους. Η αποχή του δικαστικού λειτουργού από την άσκηση των καθηκόντων του επιβάλλεται και όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρεπείας καίτοι δεν συντρέχουν ευθέως λόγοι αποκλεισμού (αρ. 14) ή λόγοι εξαιρέσεως (αρ. 15). Ως σοβαροί λόγοι ευπρεπείας μπορεί να θεωρηθούν εκείνοι που μπορεί να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των διαδίκων για το απολύτως αντικειμενικό, απροκατάληπτο και αδιάβλητο της κρίσεως τους. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται, εκτός των άλλων, που δικαιολογούν την αποχή η άσκηση αγωγής κακοδικίας του διαδίκου κατά του δικαστή (ΑΠ 441/2013, ΑΠ 15/2011, ΑΠ 2099/2008). Η αίτηση αποχής μέλους του Αρείου Πάγου κρίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΚΠΔ, από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. III. Στη προκειμένη περίπτωση με την παραπάνω αίτηση αποχής του προς τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ο αιτών Αρεοπαγίτης Πάνος Πετρόπουλος ζητά να απόσχει από την σύνθεση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου , όπου έχει εισαχθεί η 182/23-9-2013 πρόταση μας για κανονισμό αρμοδιότητας με αφορμή έγκληση του Ι. Β. κατά του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ι. Σ., επειδή ο παραπάνω εγκαλών Ι. Β. έχει υποβάλει κατ' αυτού (Π. Πετρόπουλου) αγωγή κακοδικίας. Επειδή η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και βάσιμη στην ουσία της πρέπει να γίνει δεκτή. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω να γίνει δεκτή η από 16-10-2013 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Π. Π. από την άσκηση των καθηκόντων του ως μέλος της συνθέσεως του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου όπου έχει εισαχθεί η 182/23-9-2013 πρόταση μας για κανονισμό αρμοδιότητας με αφορμή έγκληση του Ι. Β. κατά του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ι. Σ.. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 16.10.2013 δήλωση, η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ο Αρεοπαγίτης Πάνος Πετρόπουλος δηλώνει ότι σοβαροί λόγοι ευπρέπειας του επιβάλλουν να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων του, κατά την εκδίκαση της υπ' αριθ. πρωτ. 168107/13.6.2013 αιτήσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Π. Β. κατά του εισαγγελικού λειτουργού Ι. Σ., που έχει προσδιοριστεί να δικαστεί στο εν λόγω Ζ' Ποινικό Τμήμα, της συνθέσεως του οποίου είναι μέλος, κατά τη δικάσιμο της 9.10.2013, καθόσον ο ως άνω μηνυτής, κατά το παρελθόν, είχε ασκήσει κατ'αυτού αγωγή κακοδικίας. Η δήλωση αυτή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που συνεδριάζει ως συμβούλιο, κατά το άρθρο 23 παρ.4 του ΚΠοινΔ, και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.3 του ΚΠοινΔ, εκτός των στο άρθρο 14 του ιδίου Κώδικα αναγραφομένων λόγων αποκλεισμού, με τη συνδρομή κάποιου των οποίων τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό δεν δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ως και του στο επόμενο άρθρο 15 εδ.1 λόγου εξαιρέσεως, που επιβάλλει επίσης την αποχή αυτών από την ενάσκηση των καθηκόντων τους σε ορισμένη υπόθεση, περίπτωση τέτοιας αποχής εμφανίζεται και όταν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας την επιβάλλουν. Ο όρος "ευπρέπεια" περιέχει κρίση αντικειμενική, ενώ η "ευθιξία" είναι ιδιότητα του ατόμου. Η εξαντλητική απαρίθμηση των σοβαρών λόγων ευπρεπείας είναι αδύνατη γιατί το εάν και πότε υπάρχουν τέτοιοι λόγοι είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο θα κρίνει κάθε φορά το αρμόδιο Δικαστήριο ή Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος, κατά τις κρατούσες δεοντολογικές αντιλήψεις. Γενικά τέτοιοι λόγοι ευπρεπείας συντρέχουν, όταν η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως μπορεί να δώσει αφορμή σε δυσμενές για αυτόν σχόλιο για την αντικειμενική και ανεπηρέαστη, από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε, διερεύνησή της, σε τρόπο ώστε να τίθεται σε αμφιβολία η ελεύθερη και μη προκατειλημμένη κρίση του. Η άποψη αυτή συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με την οποία καθιερώνεται "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", όχι με την έννοια της ορθότητας της αποφάσεως, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου. Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, ενώπιον του παρόντος Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μέλος της συνθέσεως του οποίου είναι και ο δηλών δικαστικός λειτουργός, εκκρεμεί και έχει προσδιοριστεί προς εκδίκαση, κατά την δικάσιμο της 9-10-2013, η υπ' αριθ. πρωτ. 168107/13.6.2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Π. Β. κατά του εισαγγελικού λειτουργού Ι. Σ.. Κατά τη διάσκεψη επί της υποθέσεως, ο ως άνω δικαστικός λειτουργός διαπίστωσε ότι ο μηνυτής Ι. Β., κατά το παρελθόν, είχε ασκήσει αγωγή κακοδικίας κατ' αυτού. Υφίστανται, λοιπόν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, σοβαροί λόγοι ευπρέπειας, κατά την διάταξη του άρθρου 23 παρ.3 του ΚΠοινΔ, που επιβάλλουν να απόσχει ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός από την άσκηση των καθηκόντων του, ως μέλους της συνθέσεως κατά την εκδίκαση της ως άνω υποθέσεως. Μετά από αυτά, η κρινόμενη δήλωση αποχής πρέπει να γίνει δεκτή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ την από 16.10.2013 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Π. Π.. ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι ο ανωτέρω δικαστικός λειτουργός δεν θα συμμετάσχει στη σύνθεση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που θα εκδικάσει την υπ' αριθ. πρωτ. 168107/13.6.2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Π. Β. κατά του εισαγγελικού λειτουργού Ι. Σ.. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεκτή δήλωση αποχής Αρεοπαγίτη από τα καθήκοντά του σε υπόθεση ενώπιον ποινικού τμήματος ΑΠ, η οποία αφορά αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών για κανονισμό αρμοδιότητας επί μηνύσεως κατά εισαγγελικού λειτουργού, για λόγους ευπρέπειας, συνισταμένους στο ότι, κατά το παρελθόν, ο μηνυτής είχε ασκήσει κατ' αυτού αγωγή κακοδικίας.
Αποχής δήλωση
Αποχής δήλωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1373/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με τις υπ' αριθμό 26, 34, 49/2013 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου) και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την από 10 Ιουλίου 2013 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, που αφορά τη μη συμμετοχή του στη σύνθεση του Ζ' Ποινικού Τμήματος, στο οποίο εισήχθη για συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 22.5.2013 η από 20-3-2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Π. Β., κατά της εισαγγελικής λειτουργού Α. Π.. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη με αριθμό 179 και ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγεται η από 10-7-2013 δήλωση του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου προς την προεδρεύουσα του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, περί αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του ως συνέδρου της σύνθεσης του Ζ' Ποινικού Τμήματος, που θα συνεδριάσει σχετικά με την συζήτηση της εισαχθείσης, με την υπ' αριθ. πρωτ. 109/15-4-2013 πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από 20-3-2013 αίτησης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Β. του Π., κατά της εισαγγελικής λειτουργού Α. Π., λόγω του ότι ο μηνυτής ταυτίζεται με τον Ι. Β. του Π., ο οποίος άσκησε στο παρελθόν αγωγή κακοδικίας κατά του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και συντρέχουν λόγοι ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή του από την άσκηση των καθηκόντων του. Η δήλωση αποχής διαβιβάστηκε από τον νόμιμο αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου προς την νόμιμη αναπληρώτρια Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 των άρθρων 23 Κ.Π.Δ. για τις δικές του ενέργειες, με το υπ' αριθ. πρωτ. 184/10-7-2013 έγγραφο. Επειδή συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις των άρθρων 23§§1 και 3 Κ.Π.Δ. πρέπει να γίνει δεκτή η δήλωση αποχής. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω να γίνει δεκτή η από 10-7-2013 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου από την άσκηση των καθηκόντων του ως συνέδρου της σύνθεσης του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου που θα συνεδριάσει σχετικά με την συζήτηση της εισαχθείσης, με την υπ' αριθ. πρωτ. 109/15-4-2013 πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από 20-3-2013 αίτησης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Β. του Π. κατά της εισαγγελικής λειτουργού Α. Π.. Αθήνα 17-9-2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παρασκευαϊδης Κωνσταντίνος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 10.7.2013 δήλωση, η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ο Αρεοπαγίτης Πάνος Πετρόπουλος δηλώνει ότι σοβαροί λόγοι ευπρέπειας του επιβάλλουν να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων του, κατά την εκδίκαση της από 20.3.2013 αιτήσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Π. Β. κατά της εισαγγελικής λειτουργού Α. Π., που έχει προσδιοριστεί να δικαστεί στο εν λόγω Ζ' Ποινικό Τμήμα, της συνθέσεως του οποίου είναι μέλος, κατά τη δικάσιμο της 22.5.2013, καθόσον ο ως άνω μηνυτής, κατά το παρελθόν, είχε ασκήσει κατ' αυτού αγωγή κακοδικίας. Η δήλωση αυτή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που συνεδριάζει ως συμβούλιο, κατά το άρθρο 23 παρ.4 του ΚΠοινΔ, και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.3 του ΚΠοινΔ, εκτός των στο άρθρο 14 του ιδίου Κώδικα αναγραφομένων λόγων αποκλεισμού, με τη συνδρομή κάποιου των οποίων τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό δεν δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ως και του στο επόμενο άρθρο 15 εδ.1 λόγου εξαιρέσεως, που επιβάλλει επίσης την αποχή αυτών από την ενάσκηση των καθηκόντων τους σε ορισμένη υπόθεση, περίπτωση τέτοιας αποχής εμφανίζεται και όταν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας την επιβάλλουν. Ο όρος "ευπρέπεια" περιέχει κρίση αντικειμενική, ενώ η "ευθιξία" είναι ιδιότητα του ατόμου. Η εξαντλητική απαρίθμηση των σοβαρών λόγων ευπρεπείας είναι αδύνατη γιατί το εάν και πότε υπάρχουν τέτοιοι λόγοι είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο θα κρίνει κάθε φορά το αρμόδιο Δικαστήριο ή Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος, κατά τις κρατούσες δεοντολογικές αντιλήψεις. Γενικά τέτοιοι λόγοι ευπρεπείας συντρέχουν, όταν η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως μπορεί να δώσει αφορμή σε δυσμενές για αυτόν σχόλιο για την αντικειμενική και ανεπηρέαστη, από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε, διερεύνησή της, σε τρόπο ώστε να τίθεται σε αμφιβολία η ελεύθερη και μη προκατειλημμένη κρίση του. Η άποψη αυτή συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με την οποία καθιερώνεται "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", όχι με την έννοια της ορθότητας της αποφάσεως, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου. Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, ενώπιον του παρόντος Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μέλος της συνθέσεως του οποίου είναι και ο δηλών δικαστικός λειτουργός, εκκρεμεί και έχει προσδιοριστεί προς εκδίκαση, κατά την δικάσιμο της 22.5.2013, η από 20.3.2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Π. Β. κατά της εισαγγελικής λειτουργού Α. Π.. Κατά τη διάσκεψη επί της υποθέσεως, ο ως άνω δικαστικός λειτουργός διαπίστωσε ότι ο μηνυτής Ι. Β., κατά το παρελθόν, είχε ασκήσει αγωγή κακοδικίας κατ' αυτού. Υφίστανται, λοιπόν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, σοβαροί λόγοι ευπρέπειας, κατά την διάταξη του άρθρου 23 παρ.3 του ΚΠοινΔ, που επιβάλλουν να απόσχει ο εν λόγω δικαστικός λειτουργός από την άσκηση των καθηκόντων του, ως μέλους της συνθέσεως κατά την εκδίκαση της ως άνω υποθέσεως. Μετά από αυτά, η κρινόμενη δήλωση αποχής πρέπει να γίνει δεκτή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ την από 10.7.2013 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου. ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι ο ανωτέρω δικαστικός λειτουργός δεν θα συμμετάσχει στη σύνθεση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που θα εκδικάσει την από 20.3.2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά περί κανονισμού αρμοδιότητας επί μηνύσεως του Ι. Π. Β. κατά της εισαγγελικής λειτουργού Α. Π.. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεκτή δήλωση αποχής Αρεοπαγίτη από τα καθήκοντά του σε υπόθεση ενώπιον ποινικού τμήματος ΑΠ, η οποία αφορά αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών για κανονισμό αρμοδιότητας επί μηνύσεως κατά εισαγγελικού λειτουργού, για λόγους ευπρέπειας, συνισταμένους στο ότι, κατά το παρελθόν, ο μηνυτής είχε ασκήσει κατ' αυτού αγωγή κακοδικίας.
Αποχής δήλωση
Αποχής δήλωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1372/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο -Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Ε. Π. του Η. κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1493/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 649/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 167/20-9-2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τα α. 476 παρ. 1 και 2 και 513 παρ. 1 α' του ΚΠΔ, την 238/15-5-2013 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Η. Π. δικηγόρου κατοίκου ... (Πανεπιστημίου 34), που ασκήθηκε με επίδοση μέσω δικαστικού επιμελητή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της 1493/5-4-2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 1493/2013 απόφαση του απέρριψε την από 28-2-2013 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντα Ε. Π. με την οποία ζητούσε να μετατραπεί σε χρηματική ποινή η κάθειρξη των πέντε ετών που του επιβλήθηκε με την 1170/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών σύμφωνα με το α. 82 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., όπως η παρ. αντ. από την υποπαράγραφο ΙΓ.1. εδαφ.1 άρθρου πρώτου Ν.4093/2012 και η παρ. 3 αντ. Από την υποπαράγραφο ΙΓ.1. εδαφ.2 άρθρου πρώτου του ίδιου Ν.4093/2012. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αιτών κατηγορούμενος άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως με την οποία ισχυρίζεται ότι η απόρριψη της αιτήσεως του οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του α. 82 του ΠΚ αφού δέχθηκε ότι η μετατροπή δεν επιτρέπεται σε ποινές κάθειρξης πέντε ετών ενώ επιτρέπεται σε ποινές φυλάκισης πέντε ετών. III. Σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί, από εκείνον που κρίθηκε ένοχος, και με δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον οποίο επιδίδεται μέσα σε είκοσι (20 ) ημέρες από την έναρξη της προθεσμίας. Η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου για μετατροπή ποινής δεν είναι "καταδικαστική", (ΑΠ 511/1987, ΑΠ 1217/2011, ΑΠ 979/2011, Ολ ΑΠ 5/2000). Η αίτηση αναίρεσης που ασκείται κατά μη καταδικαστικής αποφάσεως με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλ. χωρίς τις αμέσως παραπάνω νόμιμες διατυπώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. ίδιου Κώδικα, από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, ενώ ταυτόχρονα αυτό: α) διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης που έχει προσβληθεί και β) καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα σχετικά δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). Τέλος και επικουρικά η απόρριψη αιτήσεως για την μετατροπή ποινής με μεταγενέστερη απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του ΠΚ όπως παραπάνω εκτέθηκε ότι αντικαταστάθηκε από τον Ν. 4093/2013, δεν προβλέπεται από τον νόμο αυτό ή κάποια άλλη γενική ή ειδική διάταξη ότι προσβάλλεται με αίτηση αναιρέσεως. IV. Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως, που στρέφεται κατά μη καταδικαστικής αποφάσεως: α) ασκήθηκε ανεπίτρεπτα με τον αμέσως παραπάνω τρόπο (δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) ενώ έπρεπε να ασκηθεί με δήλωση του κατηγορουμένου ενώπιον του Γραμματέα Εφετών Αθηνών και σύνταξη σχετικής έκθεσης από αυτόν (αρθρ. 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και β) ασκήθηκε χωρίς να προβλέπεται η άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής, πρέπει το Δικαστήριο Σας σε Συμβούλιό, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. όπως αντ. από το άρθρο 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 και το άρθρο 3 του Ν. 663/77 όπως αντ. από το άρθρο 18 του Ν. 969/79 και τις 123827/2010, 134423/1992 και 58553/2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης: α) να απορρίψει την αίτηση αυτή αναιρέσεως ως απαράδεκτη β) να διατάξει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και γ) να επιβάλλει σ' αυτόν τα σχετικά δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω: Α)Να απορριφθεί η παραπάνω αίτηση αναιρέσεως Β)Να διαταχθεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και Γ)Να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα από 220 ευρώ. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθαν. Κ. Κατσιρώδης Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.1 εδ. α και β του ΚΠΔ, "με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ` εκείνον που τη διευθύνει. Για την δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται". Κατά κανόνα, συνεπώς, και το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή σε ένα από τους ανωτέρω υπαλλήλους και μάλιστα μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου (άρθρο 473 παρ.1 και 3 του ΚΠΔ). Όταν, όμως, πρόκειται για καταδικαστική απόφαση, ο κατηγορούμενος μπορεί, όπως συνάγεται με σαφήνεια από τη διάταξη του άρθρου 507 παρ.1 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 473 παρ.2 και 3 του ίδιου Κώδικα, να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως κατ' αυτής και με δήλωση επιδιδόμενη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (είτε αυτοπροσώπως είτε δι' αντιπροσώπου, κατά το άρθρο 465 του ΚΠΔ), μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξάλλου, κατ' άρθρο 370 στοιχ. α' και 504 παρ.1 του ΚΠΔ, καταδικαστική είναι μόνο η απόφαση, με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σ` αυτόν ποινή ή, μετά από αναίρεση, επιβάλλεται μόνο ποινή ήτοι όταν το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την κατηγορία και επιβάλλει στον κατηγορούμενο στερητική της ελευθερίας ποινή ή χρηματική ποινή (βλ. ΑΠ 2021/2010). Άλλες αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και δεν είναι δυνατή και η κατ' αυτών άσκηση αναιρέσεως, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 463 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Κατ'ακολουθίαν, δεν είναι καταδικαστική η απόφαση, έστω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με την οποίαν απορρίπτεται αποκλειστικά αίτηση του καταδικασθέντος περί μετατροπής της επιβληθείσας με προηγούμενη απόφαση ποινής σε χρηματική, λόγω μεταγενέστερου νόμου, του Ν. 4093/2012, που τροποποίησε το άρθρο 82 του ΠΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αίτηση αναιρέσεως εκ μέρους του καταδικασθέντος, επί πλέον, δεν μπορεί να ασκηθεί κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 του ΚΠΔ, αλλά ασκείται μόνο κατά τον γενικό κανόνα της διατάξεως του άρθρου 474 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 473 αυτού. Τέλος, αν η αίτηση αναιρέσεως δεν ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, απορρίπτεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 του ΚΠΔ, ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, παραδεκτά επισκοπούμενα, για την έρευνα του παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, η προσβαλλομένη με αριθμ. 1493/5-4-2013 απορριπτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκδόθηκε την 5-4-2013 με την απουσία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αλλά εκπροσωπούμενου νόμιμα από το συνήγορό του Εμμανουήλ Γρηγοριάδη και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ την 25-4-2013, με αριθμό καταχωρήσεως 1738, όπως αναγράφεται στην επ` αυτής βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα. Η απόφαση αυτή, απέρριψε την από 28-2-2013 αυτοτελή αίτηση του αναιρεσείοντος για μετατροπή της επιβληθείσας σε αυτόν, με τη με αρ. 1170/2012 προηγούμενη απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, ποινής καθείρξεως πέντε ετών, με βάση τις επικαλούμενες από τον αιτούντα τροποποιήσεις του άρθρου 82 παρ.1,3 του ΠΚ, δια του Ν. 4093/2012, Υποπαρ.ΙΓ.1 εδάφ. 1,2, ως νομικά αβάσιμη, δεχθέν ότι δεν επιτρέπεται μετατροπή ποινής πέντε ετών, όταν πρόκειται για ποινή καθείρξεως, όπως αυτή που επιβλήθηκε στον αιτούντα. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ανωτέρω προσβαλλόμενη με αρ. 1493/2013 απόφαση δεν είναι καταδικαστική και η κρινόμενη αίτηση - δήλωση του αιτούντος για αναίρεση αυτής, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε επί πλέον να ασκηθεί κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 474 παρ. 1 του ΚΠΔ, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος και μέσα στην ως άνω δεκαήμερη προθεσμία από την καταχώρηση της αποφάσεως. Παρά ταύτα, ο αναιρεσείων δικηγόρος άσκησε την κρινόμενη αίτησή του, κατά τις διατυπώσεις της παρ. 2 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, με επίδοση αυτής στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15-5-2013, ήτοι μετά το δεκαήμερο από της κατά την 25-4-2013 γενομένης καταχωρήσεως, όπως προκύπτει από την επί του δικογράφου της αναιρέσεως επισημείωση του δικαστικού επιμελητή .., που ενήργησε την επίδοση. Κατ' ακολουθίαν όλων των παραπάνω, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 και 583 ΚΠΔ), ενόψει του ότι ειδοποιήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο παρόν δικαστήριο που συνεδριάζει σε Συμβούλιο, ο ορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του ( κατ' άρθρο 476 παρ.1 εδάφ. τελευταίο ΚΠΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμοδίου γραμματέα επί του φακέλου της ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-5-2013 αίτηση - δήλωση του Ε. Π. του Η. για αναίρεση της με αρ. 1493/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2013 Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2013 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως, κατά αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε ως μη νόμιμη αυτοτελή αίτηση για μετατροπή της επιβληθείσας ποινής κάθειρξης πέντε ετών σε χρηματική, με βάση τις τροποποιήσεις του άρθρου 82 παρ. 1, 3 ΠΚ, όπως τροπ. με υποπαρ. ΙΓ 1 εδαφ. 1,2 του ν. 4093/2012, ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, α) ως στρεφόμενη κατά αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου μη καταδικαστικής (αρ. 473 παρ. 2 ΚΠΔ) και β) ως ασκηθείσα ανεπίτρεπτα με δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, κατ' άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠΔ.
Ποινής μετατροπή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ποινής μετατροπή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1371/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη, και Χρυσούλα Παρασκευά ,Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Σ. Μ. του Θ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αβραμόπουλο, περί αναιρέσεως της 10443/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Απριλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 567/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρο 501 παρ. 1,4 του ΚΠΔ, ορίζεται ότι "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί ο εκκαλών αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340 του ΚΠΔ, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος κλητεύθηκε εμπροθέσμως και νομίμως, σύμφωνα με τα άρθρα 500 εδ. γ' και 166 του ΚΠΔ. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανιστεί για λόγους ανώτερης βίας κ.λπ. . . Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών". Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 1 εδ.1 ΚΠΔ, ορίζεται ότι "Αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση", κατά δε το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι "Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329 - 338, 340, 344, 347, 349, 352, 357 - 360, 366 - 373". Από τις διατάξεις αυτές και εκείνη του άρθρου 344 παρ.1 εδάφ. α' που ορίζει ότι "η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας", προκύπτουν τα παρακάτω: Προϋπόθεση για να αρχίσει η συζήτηση και η κατ'ουσίαν έρευνα της έφεσης του κατηγορουμένου είναι η προς υποστήριξη της έφεσης εμφάνιση αυτού ή εξουσιοδοτημένου υπ'αυτού, κατ'άρθρο 340 παρ.2 ΚΠΔ, συνηγόρου του. Αν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο εξουσιοδοτηθείς συνήγορός του, δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση έφεσης, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, αφού ερευνηθεί ότι ο εκκαλών έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να υποστηρίξει την έφεσή του. Προηγούµενη έρευνα στην περίπτωση αυτή του παραδεκτού της άσκησης της έφεσης δεν απαιτείται. Επίσης, αν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο εξουσιοδοτηθείς συνήγορός του, εμφανίστηκε μεν κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια, μετά την έναρξη της συζήτησης, αποχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 ΚΠΔ, αλλά οφείλει να την ερευνήσει στην ουσία. Το ίδιο ισχύει, δηλαδή δεν απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη η έφεση, αλλά ερευνάται κατ'ουσίαν, για την ομοιότητα της περίπτωσης, κατά μείζονα λόγο και όταν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, δεν εμφανίσθηκε μεν κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, αλλά στη συνέχεια, μετά τη λήψη της ταυτότητάς του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, η δίκη αναβλήθηκε και στη νέα, μετ' αναβολή, δικάσιμο ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Η έναρξη της εκδίκασης της έφεσης δεν πρέπει να συγχέεται µε την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, η οποία συντελείται µε τη χρήση και την εξέταση ενός αποδεικτικού µέσου, λ.χ. µε την όρκιση και έναρξη εξέτασης του πρώτου µάρτυρα κατηγορίας. Μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, απόντος του κλητευθέντος εκκαλούντος και την έναρξη της ποινικής αποδεικτικής διαδικασίας, με την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, δεν μπορεί πλέον η έφεση να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Η παρά το νόμο απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης του νομοτύπως και εμπροθέσμως κλητευθέντος εκκαλούντος κατηγορουμένου που δεν παραστάθηκε, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' λόγο αναιρέσεως, με τη μορφή της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας(ΟλΑΠ 3,8/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αρ. 10443/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτουν τα εξής: Μετά την εκφώνηση της υποθέσεως και του ονόματος του εκκαλούντος κατηγορουμένου που βρέθηκε απών, στη συνέχεια η πρόεδρος εκφώνησε το όνομα του μάρτυρα κατηγορίας Μ. Δ., που βρέθηκε απών και στη συνέχεια το δικαστήριο, αφού ανέγνωσε τα δύο αποδεικτικά επιδόσεως και την έκθεση εφέσεως, ήτοι ερεύνησε ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, για να υποστηρίξει την έφεσή του, σύμφωνα με τις αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 320, 321, 326, 340 και 501 παρ.1 ΚΠΔ, με την προσβαλλόμενη με αρ. 10443/19-12- 2012 απόφασή του, απέρριψε τη με αρ. εκθ. 3472/25-10-2012 έφεση του απόντος και μη εκπροσωπηθέντος από συνήγορο κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτη, με την παρακάτω αιτιολογία: "Επειδή, όπως προκύπτει από τα ως άνω αναγνωσθέντα έγγραφα, ήτοι την έκθεση εφέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου και το αποδεικτικό επιδόσεως της κλήσεως, με κατάλογο μαρτύρων, προς αυτόν, ο κατηγορούμενος έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανιστεί στο ακροατήριο κατά τη σημερινή δικάσιμο, προκειμένου να υποστηρίξει την έφεσή του, κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με αριθμό 33434/8-6-2012 και του έχει κοινοποιηθεί ο κατάλογος των μαρτύρων κατηγορίας που επρόκειτο να εξεταστούν (ΚΠοινΔ 155 παρ.1 και 2, 166, 270 παρ.1 στοιχ.γ', 326 παρ.1, 500). Ούτε ο κατηγορούμενος, όμως, ούτε κάποιος δικηγόρος, με την εξουσιοδότηση να τον εκπροσωπήσει νομίμως (ΚΠοινΔ 340 παρ.2, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του, διαδοχικά, με τα άρθρα 24 παρ.1 του ν. 3160/2003 και 13 του ν. 3346/2005), εμφανίσθηκε. Επομένως, εφόσον ο εκκαλών δεν εμφανίστηκε, η έφεσή του πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη (σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 326, 340 και 501§1 Κ.Π.Δ, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48§1 του ν. 3160/30-6-2003)". Η αιτιολογία αυτή απόρριψης της έφεσης του εκκαλούντος κατηγορουμένου είναι ειδική και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠΔ, ορθά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο από την αρχή της διαδικασίας απολιπόμενος και μη εκπροσωπηθείς από συνήγορο κατηγορούμενος δεν δικάστηκε ωσάν να ήταν παρών και απορρίφθηκε η έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αφού δεν είχε μεσολαβήσει καμία προηγούμενη αναβολή της υπόθεσης σε αυτή τη δικάσιμο της 19-12-2012 και μόνη η εκφώνηση του ονόματος του μάρτυρα κατηγορίας, που βρέθηκε απών, η οποία εκφώνηση και έγινε εκ περισσού, χωρίς εξέταση και του μάρτυρα αυτού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δε σημαίνει ότι έγινε έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και ότι έπρεπε κατά νόμο να ερευνηθεί η έφεση κατ'ουσίαν, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων και ο προβαλλόμενος συναφής μοναδικός λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 133/ 26- 4 - 2013 αίτηση του Σ. Μ. του Θ., για αναίρεση της με αρ. 10443/19-12-2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία με χρήση κλπ. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου, κατά απόφασης που απέρριψε έφεση κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτη, ως αβάσιμη. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για υπέρβαση εξουσίας. Ορθά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο απολιπόμενος κατηγορούμενος δεν δικάστηκε ωσάν να ήταν παρών και απορρίφθηκε η έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αφού μόνη η εκφώνηση του ονόματος του μάρτυρα κατηγορίας, που βρέθηκε απών, η οποία εκφώνηση και έγινε εκ περισσού, χωρίς εξέταση και του μάρτυρα αυτού, δε σημαίνει ότι έγινε έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και ότι έπρεπε κατά νόμο να ερευνηθεί η έφεση κατ' ουσίαν, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων και ο προβαλλόμενος συναφής μοναδικός λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Πλαστογραφία
Πλαστογραφία, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 1369/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης Δ. Μ. του Π., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενη στο Κατάστημα Κράτησης Ελαιώνα Θηβών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Κοτσίδου, για αναίρεση της υπ'αριθ.1965/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Δ. Δ. του Γ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως και στους από 5 Φεβρουαρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1050/2012. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ ως λόγος για να αναιρεθεί μία απόφαση μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 173 και 174. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 170 ΚΠΔ η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά από το νόμο, ενώ κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 174 του ίδιου κώδικα η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου καλύπτονται αν εκείνος που κλητεύτηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 321 παρ. 1 ΚΠΔ το κλητήριο θέσπισμα, εκτός από τα άλλα στοιχεία που καθορίζονται σ' αυτό, πρέπει να περιέχει και τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ενώ κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου 1 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά σε προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική, αν δεν καλυφθεί, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά την έναρξη της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος απορρίφθηκε, να την προτείνει με ειδικό λόγο στην έφεση που θα ασκήσει κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, άλλως η επαναφορά της στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι απαράδεκτη. Τέλος, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι, και επομένως, αν δεν προταθεί η προαναφερόμενη ακυρότητα ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων στο πλαίσιο της έρευνας του πρώτου λόγου της αναίρεσης για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, και ειδικότερα της προσβαλλόμενης 1965/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, της 4927,5259,5511/2-10, 151,645/2011 πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με τα πρακτικά αυτής επίσης και της με αρ.168/11-2-2011 έκθεσης ενώπιον της αρμόδιας γραμματέως του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ένσταση ακυρότητας προπαρασκευαστικής πράξης της διαδικασίας στο ακροατήριο και δη ότι η επιδοθείσα σε αυτήν κλήση για εμφάνιση στο ακροατήριο ήταν άκυρη, γιατί το προεπιδοθέν σε αυτή με αρ. 741/2010 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία και ακριβή καθορισμό της πράξης και δη της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης από εντολοδόχο διαχειριστή, για το οποίο και καλείτο αυτή να δικαστεί, η οποία ένσταση και απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αβάσιμη. Στη με αρ.168/11-2-2011 έκθεση με την οποία άσκησε την έφεσή της κατά της ανωτέρω πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως από αυτή προκύπτει, περιέχεται ως λόγος εφέσεως μόνον η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και δεν περιέχεται ειδικός λόγος έφεσης με τον οποίο να αποδίδεται σφάλμα για την απόρριψη της παραπάνω ένστασης, έτσι ώστε η επανυποβολή του ισχυρισμού της εκκαλούσας κατηγορουμένης για ακυρότητα της κλήσης λόγω μη ακριβούς προσδιορισμού της πράξης της υπεξαίρεσης στο διατακτικό του με αρ. 741/2010 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, να ήταν κατά τα προαναφερθέντα παραδεκτή και επομένως ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός απορρίφθηκε αιτιολογημένα, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως απαράδεκτος, ελλείψει ειδικού λόγου εφέσεως. Ήτοι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την απόρριψη κατά τα ανωτέρω του ισχυρισμού αυτού, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και δεν κατέστησε αναιρετέα την απόφασή του, αφού η ακυρότητα αυτή η οποία δεν προτάθηκε με ειδικό λόγο έφεσης καλύφθηκε και ορθά δεν ερευνήθηκε κατ'ουσίαν. Κατ' ακολουθίαν ο πρώτος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 2. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επίτροπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρηματικό ποσό, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και στ) να συντρέχει επιπλέον στο πρόσωπο του υπαίτιου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί "νομικές" διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία αντλεί από το νόμο ή από σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου (του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία άμεσης και όχι έμμεσης αντιπροσώπευσης αυτού. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 719, 721, 914 ΑΚ και 375 ΠΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές ή με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του. Γι' αυτό, σε περίπτωση μη αποδόσεως στον εντολέα και παράνομης ιδιοποιήσεως όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το έγκλημα της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 του ΠΚ. Αν δε ο εντολοδόχος σε εκτέλεση της εντολής απέκτησε κινητό πράγμα σύμφωνα με τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του εντολέα, γίνεται κύριος αυτού και έχει απλώς ενοχική υποχρέωση να το μεταβιβάσει στον εντολέα, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 1034 ΑΚ. Αν, όμως, αυτός (εντολοδόχος) απέκτησε το κινητό πράγμα σύμφωνα με τους κανόνες της άμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα, τότε δεν γίνεται κύριος αυτού, μη αποδίδων δε τούτο στον εντολέα, διαπράττει υπεξαίρεση.(ΑΠ Πολ. 1025/2009,1894/2008, ΑΠ Ποιν. 574,991/2010). Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 1965/2012 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, καθώς και την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορουμένης και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Στις 14/12/96, στην επαρχιακή οδό ... η ... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, οδηγούμενη από τον παθόντα μηνυτή και πολιτικώς ενάγοντα Δ. Δ., ηλικίας 17 ετών τότε, συγκρούστηκε με το ... ΙΧΕ αυτ/το, που ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία "INTRUST A.E", οδηγούμενο από το Θ. Μ.. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν να τραυματιστεί σοβαρά ο ήδη μηνυτής και πολιτικώς ενάγων, ο οποίος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κακώσεις και κατάγματα κρανίου και κατάγματα μηριαίου. Για την επιδίωξη των αστικών του αξιώσεων από τον τραυματισμό του και τις λοιπές του ζημίες εξαιτίας του επίμαχου τροχαίου ατυχήματος, ο Δ. Δ. κατάρτισε με την κατηγορουμένη, δικηγόρο Αθηνών, προφορική σύμβαση έμμισθης εντολής, με βάση την οποία της ανέθεσε τη νομική διεκπεραίωση της υποθέσεως του, προς διεκδίκηση και είσπραξη της σχετικής αποζημίωσης. Ως αμοιβή της κατ/νης δικηγόρου συμφωνήθηκε, προφορικά, η παρακράτηση από αυτήν ποσοστού 20% επί του χρηματικού ποσού που θα επιδίκαζε τελεσίδικα το δικαστήριο και εκείνη θα εισέπραττε για λογαριασμό του πελάτη της συμπεριλαμβανομένων στο ποσοστό αυτό και των εξόδων. Σε εκτέλεση της εν λόγω εντολής η κατ/νη άσκησε, αρχικά, την από 2/6/98 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του οδηγού του ζημιογόνου αυτ/του και της ασφαλιστικής εταιρείας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για την προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 27822/98 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκαν οι καθών να καταβάλουν προσωρινά στον αιτούντα 950.000 δραχμές μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την άσκηση της αίτησης έως 2/6/2000. Στη συνέχεια άσκησε την από 23/6/98 αγωγή αποζημιώσεως, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά του υπαίτιου οδηγού και του Επικουρικού Κεφαλαίου, λόγω ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της παραπάνω ασφαλιστικής εταιρείας. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η 2761/2000 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η ως άνω αγωγή και επιδικάστηκαν υπέρ του τότε ενάγοντος τα αναφερόμενα σ' αυτήν ποσά. Κατά ,της παραπάνω πρωτόδικης απόφασης η κατ/νη, ως πληρεξούσια του πολιτικώς ενάγοντος, άσκησε την από 1/7/2000 έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η 7369/01 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχτηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στον ήδη πολιτικώς ενάγοντα, εις ολόκληρο ο καθένας, τα ποσά των: 1) 20.062.500 δραχμών με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και 2) των 126.000 δραχμών μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1/7/98 έως 30/5/2000, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης. Επίσης, υποχρεώθηκε ο υπαίτιος οδηγός να καταβάλει: 1) το ποσό των 650.000 δραχμών με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και 2) το ποσό των 105.000 δραχμών μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1/7/98 έως 2/6/2000, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και υποχρέωσε τους τότε εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων του τότε ενάγοντος, ποσού 1.300.000 δραχμών. Από πλευράς του παθόντος, λόγω της σοβαρής καταστάσεως της υγείας του στην οποία είχε περιέλθει, εξαιτίας του ατυχήματος (είχε υποστεί αμφοτερόπλευρη πυραμιδική συνδρομή και διπολική διαταραχή), όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την υπόθεση του (ανάθεση σε δικηγόρο, επαφές και συνεννοήσεις με τη δικηγόρο) διενεργούσε για λογαριασμό του ο εξάδελφος του Δ. Δ. του Νικολάου. Σε εκτέλεση της πιο πάνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η κατ/νη εισέπραξε από την ασφαλιστική εταιρεία " INTRUST A.E", για λογαριασμό του μηνυτή-πολιτικώς ενάγοντος, ως πληρεξούσια δικηγόρος του, στις 17/1298, το ποσό των 100.000 δραχμών, στις 18/12/98, το ποσό του 1.500.000 δραχμών, στις 30/12/98, το ποσό των 500.000 δραχμών, στις 7/1/99, το ποσό των 500.000 δραχμών, στις 15/1/99, το ποσό των 500.000 δραχμών, στις 19/1/99, το ποσό των 500.000 δραχμών, σης 26/1/99, το ποσό των 500.000 δραχμών, στις 5/2/99, το ποσό των 500.000 δραχμών, σας 24/2/99, το ποσό των 500.000 δραχμών και στις 3/3/99, το ποσό των 450.000 δραχμών, δηλαδή συνολικά εισέπραξε το ποσό των 5.550.000 δραχμών. Επίσης, σε εκτέλεση της ίδιας ως άνω απόφασης, εισέπραξε για λογαριασμό του μηνυτή από το Επικουρικό Κεφάλαιο, που υπεισήλθε στη θέση της ασφαλιστικής εταιρείας, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, στις 21/7/99, το ποσό των 6.900.000 δραχμών, στις 17/9/99, το ποσό των 950.000 δραχμών, στις 12/10/99, το ποσό του 1.900.000 δραχμών, στις 22/11/99, το ποσό των 950.000 δραχμών, στις 16/12/99, το ποσό των 950.000 δραχμών, στις 18/1/2000, το ποσό των 950.000 δραχμών, στις 22/3/2000, το ποσό των 950.000 δραχμών (μηνιαία καταβολή Φεβρουαρίου 2000), στις 22/3/2000, το ποσό των 950.000 δραχμών (μηνιαία καταβολή Μαρτίου 2000), στις 20/4/2000, το ποσό των 950.000 δραχμών και στις 26/5/2000 το ποσό των 950.000 δραχμών, δηλαδή συνολικά εισέπραξε το ποσό των 16.400.0000 δραχμών. Ακολούθως, μετά την έκδοση της 7369/01 απόφασης του Εφετείου Αθηνών επί της κύριας αγωγής αποζημίωσης, η κατ/νη εισέπραξε από το Επικουρικό Κεφάλαιο, για λογαριασμό του μηνυτή, στις 27/2/02, το ποσό των 8.276,01 ευρώ. Από τα κατά τα παραπάνω εισπραχθέντα χρηματικά ποσά η κατ/νη κατέβαλε στο μηνυτή το συνολικό ποσό των 5.600.000 δραχμών, το οποίο κατέθεσε, τμηματικά, σε λογαριασμό του στην Αγροτική Τράπεζα, καθώς και το ποσό του 1.000.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλε στη μητέρα του σε μετρητά σε δυο δόσεις των 500.000 δραχμών η κάθε μία. Η είσπραξη των υπόλοιπων χρηματικών ποσών έγινε από την κατ/νη με άγνοια του μηνυτή και του εξαδέλφου του Δ. Δ. του Ν.. Περαιτέρω, η κατ/νη άσκησε κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και την από 18/6/02 αγωγή για περαιτέρω αποζημίωση του παθόντος, επί της οποίας εκδόθηκε η 5124/03 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε μερικά δεκτή η αγωγή και η απόφαση κηρύχτηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 6.450 ευρώ που εισέπραξε η κατ/νη για λογαριασμό του μηνυτή, στις 6/2/04. Κατά της παραπάνω απόφασης το Επικουρικό Κεφάλαιο άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 786/05 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή. Μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης η κατ/νη αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Επικουρικό Κεφάλαιο το ποσό των 6.450 ευρώ, ως προς το οποίο είχε κηρυχτεί προσωρινά εκτελεστή η εξαφανισθείσα απόφαση και εκείνη το είχε εισπράξει με άγνοια του μηνυτή. Μέχρι τότε ο τελευταίος, επανειλημμένα, είχε ζητήσει από την κατ/νη να του δώσει τις δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες επιδικάστηκαν οι αποζημιωτικές αξιώσεις του, πλην όμως η κατ/νη, με διάφορα προσχήματα, απέφευγε να τον ενημερώσει για τα επιδικασθέντα χρηματικά ποσά και να του παραδώσει τις δικαστικές αποφάσεις. Τελικά, ο μηνυτής, τον Οκτώβριο του 2007, μέσω του δικηγόρου Νικόλαου Κατσιώλη, στον οποίο ανέθεσε να λάβει αντίγραφα των αποδείξεων πληρωμής για τις καταβολές που είχαν γίνει από την ασφαλιστική εταιρεία, πληροφορήθηκε από το Επικουρικό Κεφάλαιο ότι είχαν εισπραχθεί για λογαριασμό του όλα τα πιο πάνω χρηματικά ποσά, που δεν του αποδόθηκαν στο σύνολο τους, δηλαδή μετά την παρακράτηση ποσοστού 20%, που είχε συμφωνηθεί, ως αμοιβή της κατ/νης. Ειδικότερα, η κατ/νη εισέπραξε για λογαριασμό του μηνυτή 72.692,74 ευρώ (5.500.00 δρχ. + 16.400.000δρχ. = 21.950.000 δρχ. ή 64.416,73 ευρώ + 8.276,01 ευρώ = 72.692,74 ευρώ) και επί του ποσού αυτού η συμφωνηθείσα αμοιβή της ανερχόταν σε 14.538,55 ευρώ (72.692,74X20%), ενώ απέδωσε στο μηνυτή μόνο το συνολικό ποσό των 6.600.000 δραχμών, που αντιστοιχεί σε 19.369,04 ευρώ. Ο τελευταίος, όταν κατά τα προαναφερθέντα πληροφορήθηκε το ύψος των εισπραχθέντων από την κατ/νη για λογαριασμό του χρηματικών ποσών της επιδικασθείσας αποζημίωσης, ζήτησε από την κατ/νη να του αποδώσει και το υπόλοιπο ποσό που αυτή είχε εισπράξει για λογαριασμό του για την παραπάνω αιτία. Όμως, η κατ/νη ενεργώντας με πρόθεση, ισχυριζόμενη ότι ο μηνυτής δεν δικαιούται οποιοδήποτε επιπλέον ποσό, αρνήθηκε την απόδοση του υπόλοιπου αυτού ποσού, ανερχόμενου σε 37.767,28 ευρώ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και της το εμπιστεύθηκαν λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου και διαχειρίστριας ξένης περιουσίας, το οποίο παρακράτησε και το ενσωμάτωσε στην περιουσία της, ιδιοποιούμενη αυτό παρανόμως. Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια να ασκήσει ο μηνυτής κατά της κατ/νης την από 7/11/07 (αρ. κατάθεσης 370/12.11.07) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία ζήτησε την επιδίκαση αποζημίωσης, ύψους 39.927,44 ευρώ λόγω της κατά τα παραπάνω διαπραχθείσας σε βάρος του αδικοπραξίας (υπεξαίρεσης). Η εν λόγω αγωγή απορρίφθηκε, ως αόριστη, με την 340/08 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου και στη συνέχεια ο μηνυτής άσκησε κατά της κατ/νης την από 20/11/08 αγωγή αποζημίωσης (αρ. κατάθεσης 352/20.11.08), με την οποία ζήτησε την επιδίκαση του ίδιου ως άνω ποσού και η οποία εκκρεμεί. Στις δύο ως άνω αγωγές του μηνυτή κατά της κατ/νης δεν εμπεριεχόταν και αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, τέτοιο δε αίτημα διαλαμβάνεται στη μεταγενέστερη από 17/5/10 αγωγή του (αρ. κατάθεσης 37/17.5.10) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αρήνης, στην οποία όμως ρητώς επιφυλάχτηκε για μέρος της απαιτήσεως του, ποσού 30 ευρώ, προκειμένου να το ασκήσει στο ποινικό δικαστήριο. Έτσι, δεν εμποδιζόταν ο μηνυτής να ασκήσει στο ποινικό δικαστήριο το μέρος της αξιώσεως του νια χρηματική ικανοποίηση για το οποίο ρητά είχε επιφυλαχθεί κατά την άσκηση της υπόλοιπης αξίωση του ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου (άρθρα 63, 65 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με 932 ΑΚ και 321-324 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 82/10 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ώστε ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατ/νης περί απαράδεκτης παράστασης του μηνυτή, ως πολιτικώς ενάγοντος, κατά το σκέλος που στηρίζεται στην έλλειψη επιφυλάξεως του κατά την άσκηση της αξιώσεως του ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ωσαύτως, ο Ίδιος ισχυρισμός κατά το σκέλος του που στηρίζεται στην εκπρόθεσμη, μετά την παρέλευση εξαμήνου, άσκηση της αξίωσης του μηνυτή για χρηματική του ικανοποίηση, που φέρει το χαρακτήρα αγωγής κακοδικίας κατά της κατ/νης (άρθρο 73 παρ. 5 ΕισΝΚΠολΔ), είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον με βάση τα παραπάνω αναφερθέντα ο μηνυτής έλαβε γνώση της επίδικης αξιόποινης συμπεριφοράς της κατ/νης και της εξ αυτής ζημίας του, δημιουργικής ηθικής βλάβης του, κατά μήνα Οκτώβριο 2007, στις δε 29/11/07 υπέβαλε εναντίον της την ένδικη μήνυση του, στην οποία περιέχεται η δήλωση του για παράσταση πολιτικής αγωγής για τη χρηματική του ικανοποίηση, εξαιτίας της ηθικής του βλάβης και συνεπώς από το χρόνο γνώσης του μέχρι την άσκηση της αξίωσης του δεν είχε παρέλθει η ως άνω εξάμηνη προθεσμία. Με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν, στοιχειοθετείται κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά της στοιχεία η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας που αποδίδεται στην κατ/νη. Εξάλλου, στο έγκλημα της υπεξαίρεσης, ως χρόνος τελέσεως αυτού, κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, αφότου αρχίζει και η παραγραφή, θεωρείται εκείνος που ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεση του με συγκεκριμένη ενέργεια να ενσωματώσει το κινητό πράγμα στην περιουσία του (ΑΠ 110/11 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη δε περίπτωση χρόνος τέλεσης της επίδικης κακουργηματικής υπεξαίρεσης υπήρξε ο μήνας Οκτώβριος 2007, όταν ο μηνυτής, λαμβάνοντας πραγματική γνώση των χρηματικών ποσών που η κατ/νη είχε εισπράξει για λογαριασμό του, κατά τα παραπάνω αναφερθέντα και δεν του είχε αποδώσει, την όχλησε ζητώντας την απόδοση τους και εκείνη, αρνούμενη την απόδοση τους, εκδήλωσε ρητά τη βούληση της, καθιστώντας εμφανή και μάλιστα έναντι του μηνυτή την πρόθεση της να τα ιδιοποιηθεί, ενσωματώνοντας τα στην περιουσία της. Συνεπώς, ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατ/νης, περί του ότι στην ένδικη περίπτωση πρόκειται για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, της οποίας οι μερικότερες πράξεις, με χρόνους τελέσεως αυτών τους παραπάνω χρόνους είσπραξης από την κατ/νη των καταβληθέντων από την ασφαλιστική εταιρεία και το Επικουρικό Κεφάλαιο χρηματικών ποσών, έχουν υποκύψει σε παραγραφή, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σημειώνεται, επιπροσθέτως, ότι το αξιόποινο της επίδικης κακουργηματικής υπεξαίρεσης, με χρόνο τέλεσης, το μήνα Οκτώβριο 2007, δεν έχει υποκύψει σε παραγραφή μέχρι σήμερα. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω χρηματικά ποσά περιήλθαν στην κατοχή της κατ/νης, για λογαριασμό του μηνυτή, αποκλειστικά και μόνον με την ιδιότητα της ως πληρεξούσιας δικηγόρου, εντολοδόχου του μηνυτή (όπως ρητά μάλιστα αναφερόταν στις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής), ώστε ο αυτοτελής ισχυρισμός της, ότι περιήλθαν σ' αυτήν κατά τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσώπευσης, με αποτέλεσμα να καταστεί κυρία τούτων, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος (βλ. ΑΠ 110/11 ό.π). Κατόπιν τούτων, η κατ/νη πρέπει να κηρυχτεί ένοχη για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης που της αποδίδεται, ως τα συγκροτούντα αυτήν περιστατικά κατά λοιπά στο διατακτικό εκτίθενται". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε την κηρυχθείσα ένοχο αναιρεσείουσα κατηγορουμένη δικηγόρο, ως εντολοδόχο και διαχειρίστρια του μηνυτή πελάτη αυτής, για κακουργηματική υπεξαίρεση συνολικού ποσού 12.869.200 δραχμών ή 37.767,28 ευρώ, χαρακτηρισθέντος του ποσού ως ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ως μία πράξη (και όχι κατ'εξακολούθηση), με χρόνο τελέσεως τον Οκτώβριο του 2007, σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 1965/2012 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 17, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94, 98, 111,112 και 375 παρ. 1, 2α ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του, εντεύθεν δε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας και την απολογία της κατηγορουμένης, χωρίς να προκύπτει, ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση κάποιου εκ τούτων ή η μη λήψη υπόψη και των εγγράφων που προσκόμισε η κατηγορουμένη. Ειδικότερα αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις της αναιρεσείουσας εντολοδόχου - διαχειρίστριας του μηνυτή πελάτη της, που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, λόγω ποσού υπεξαιρεθέντων υπ'αυτής χρημάτων, κριθέντος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με αναφορά στις κατά νόμο περιστάσεις υπό την μορφή που προεκτέθηκαν. Συγκεκριμένα γίνεται στο αιτιολογικό λεπτομερής αναφορά του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος που της αποδίδεται, με παρακράτηση υπ' αυτής, ενεργούσας ως εντολοδόχου, σύμφωνα με καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση εντολής και με βάση τους κανόνες της άμεσης αντιπροσώπευσης και όχι της έμμεσης αντιπροσώπευσης που αβάσιμα αυτή ισχυρίζεται, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα μηνυτή, αναγραφομένου μάλιστα στις αποδείξεις είσπραξης ρητά ότι αυτή ενεργούσε ως πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος μηνυτή, οπότε η κατηγορουμένη που εισέπραξε τμηματικά, σε εκτέλεση της δοθείσας σε αυτήν ως πληρεξουσίας δικηγόρου εντολής του ενάγοντα - μηνυτή, μετά από τις αναφερόμενες θετικές υπέρ του μηνυτή δικαστικές αποφάσεις, στο όνομα και για λογαριασμό αυτού - εντολέα της, από το Επικουρικό Κεφάλαιο που είχεν υπεισέλθει νόμιμα στη θέση της υπόχρεης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, την αποζημίωση του εντολέα της ενάγοντα- μηνυτή, από το τροχαίο ατύχημα της 14-12-1996, συνολικά ποσού 72.692,74 ευρώ, της οποίας όμως αποζημίωσης η κατηγορουμένη δεν έγινε κυρία των εισπραχθέντων χρημάτων και κατά το ποσόν, που δεν απέδωσε και αφαιρουμένης της νόμιμα παρακρατηθείσας συμφωνηθείσας, ποσοστού 20 % δικηγορικής αμοιβής της, κατά το υπόλοιπο ποσό που δεν αποδόθηκε, συνολικά 37.767,28 ευρώ, και το οποίο ποσό διαβεβαίωνε ότι δεν έχει εισπράξει, παράνομα ιδιοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2007, που της ζητήθηκαν από άλλο δικηγόρο του μηνυτή οι αποδείξεις πληρωμής και δεν τα απέδωσε και εκδήλωσε έτσι τη βούλησή της, την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης, κατά τις παραδοχές, διαπράξασα υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, λόγω ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ήτοι αιτιολογείται ειδικά και επαρκώς και η απόρριψη του ισχυρισμού της κατηγορουμένης, περί άμεσης αντιπροσώπευσης και περιέλευσης των υπ'αυτής εισπραχθέντων από το Επικουρικό Κεφάλαιο χρημάτων σε αυτή κατά πλήρη κυριότητα, αφού, κατά τις παραδοχές, τα χρήματα τα εισέπραξε ως εντολοδόχος του μηνυτή και δη ως πληρεξουσία δικηγόρος για λογαριασμό του εντολέα της Δ. Δ., ενάγοντος- μηνυτή, όπως ρητά αναφερόταν στις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής, ήτοι και στο όνομα του μηνυτή και όχι στο όνομά της και για λογαριασμό της και επομένως δεν κατέστη η κατηγορουμένη πληρεξουσία δικηγόρος κυρία των χρημάτων που εισέπραξε, έστω με δίγραμμες επιταγές, αλλά απλή κάτοχος, υπόχρεη σε άμεση απόδοσή τους στον εντολέα της δικαιούχο ενάγοντα- μηνυτή. Αιτιολογείται δε ειδικά και η μη εξόφληση του μηνυτή εκ μέρους της εντολοδόχου κατηγορουμένης και η μη παραγραφή της πράξεως υπεξαίρεσης, που χαρακτηρίστηκε ορθά ως μία πράξη, με χρόνο τελέσεως τον Οκτώβριο του 2007, που εκδηλώθηκε η πρόθεση ιδιοποίησης και όχι ως πολλές μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, περί εξόφλησης με αποδείξεις δια τμηματικών καταβολών στον μηνυτή και τη μητέρα του, περί καταβολής των δικαστικών εξόδων, περί ανεκκαθάριστης αστικής διαφοράς, περί υπολογισμού στο υπεξαιρεθέν ποσόν και της αναλογούσης σε αυτήν συμβατικής δικηγορικής αμοιβής, της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, των φόρων επί των τόκων και των δικαστικών εξόδων, ενσήμου και τελών, περί συνδρομής μερικότερων πράξεων υπεξαίρεσης και συνδρομής υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθηση, περί διαφορών και αντιφάσεων στις μαρτυρικές καταθέσεις του μηνυτή και της μητέρας του, περί παραδοχών αντίθετων προς τις καταθέσεις των μαρτύρων και προς αναγνωσθέντα έγγραφα, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά παραπάνω ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επίσης το ποσόν της υπεξαίρεσης προσδιορίστηκε από το δικαστήριο εντός του πλαισίου που είχεν προσδιοριστεί με το διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος και ουδεμία υπέρβαση εξουσίας συνέτρεξε. Επομένως, όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου και για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, γιατί το ποσό της υπεξαίρεσης προσδιορίστηκε σε μεγαλύτερο ύψος από εκείνο που κατήγγειλε ο μηνυτής στη μήνυσή του, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παρανόµως, στη διαδικασία του ακροατηρίου, επέρχεται ακυρότητα η οποία λαµβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Η ακυρότητα όµως αυτή, που δηµιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, επέρχεται µόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νοµιµοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ΚΠΔ, ως προς τον τρόπο και το χρόνο άσκησης καθώς και τις διατυπώσεις της παράστασης πολιτικής αγωγής, και όχι για άλλες πληµµέλειες. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 73 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., που καθιερώνουν το θεσμό της προσωπικής αστικής ευθύνης εκείνων, οι οποίοι αναφέρονται στην πρώτη απ'αυτές, ορίζουν αντιστοίχως ότι "η αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή, υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, πολυμελές πρωτοδικείο που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία", ότι "αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τις τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις" και ότι "δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων". Εξάλλου, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς για την άσκηση της αγωγής, με την οποία ζητείται η δικαστική προστασία. Τέτοιος περιορισμός είναι και η υποχρέωση για την άσκηση της πιο πάνω αγωγής κακοδικίας, κατά δικηγόρου κ.λπ., μέσα σε σύντομη αποσβεστική προθεσμία και δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των προσώπων αυτών και δη των δικηγόρων, ως άμισθων δημόσιων λειτουργών (άρθρο 1 και 38 του ν.δ. 3026/1954), προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. 'Ετσι οι περιορισμοί στην άσκηση της αγωγής και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους, πρέπει να αποβλέπουν στο να καταστήσουν προσεκτικό τον ενάγοντα και να περιφρουρήσουν το γενικότερο συμφέρον, που επιβάλλει ασφαλή και ταχεία εκκαθάριση τέτοιων δικών αλλά να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο, που να καταλύουν το δικαίωμα σε παροχή έννομης προστασίας, το οποίο καθιερώνει η πιο πάνω συνταγματική διάταξη. Καθίσταται όμως υπέρμετρος περιορισμός η πιο πάνω εξάμηνη προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας, στο σημείο, που τοποθετεί την έναρξή της στο χρόνο της ζημιογόνου συμπεριφοράς του δικηγόρου και όχι στο χρόνο γνώσεως από τον εντολέα, με αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος, πολύ πριν λάβει γνώση ο εντολέας, που ζημιώθηκε. Ο περιορισμός αυτός, καθόσον συναρτάται με το χρόνο της ζημιογόνου συμπεριφοράς, δεν είναι αναγκαίος ούτε πρόσφορος για την απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, τις κρατούσες αντιλήψεις και την ιδιαίτερη φύση του προστατευόμενου ουσιαστικού δικαιώματος. Συνεπώς, η άσκηση πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως σε βάρος δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή κ.λπ., λόγω κακοδικίας, "για αξιόποινη πράξη που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους", πρέπει να γίνει μέσα σε προθεσμία έξι μηνών, η οποία αρχίζει όχι από το χρόνο τέλεσης της πράξης, αλλά από το χρόνο κατά τον οποίο ο αδικηθείς έλαβε γνώση της επικαλούμενης παράνομης πράξης ή παράλειψης, με συνέπεια την πρόκληση ζημίας του, αλλιώς επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος του ζημιωθέντος μετά την οποία δεν νομιμοποιείται αυτός ενεργητικά και η δήλωση παραστάσεώς του ως πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία δεν προσδίδει την ιδιότητα του διαδίκου στον ίδιο, ο οποίος στερείται πλέον και του δικαιώματος να ασκήσει τα από τα συνδυασμένα άρθρα 463, 480 και 481 παρ.1 του ΚΠΔ ένδικα μέσα της εφέσεως και της αναιρέσεως. Η ενεργητική δε νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και αν ασκηθεί (Πολ.ΟλΑΠ 20/2000, ΑΠ 876/2009, 2616/2008). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 65 ΚΠΔ, η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο υπό του δικαιουμένου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 66 παρ. 1 και 67 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα η πολιτική αγωγή η οποία ασκήθηκε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο εφόσον δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνες των άρθρων 321 έως 324 του Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι αποκλείεται η εισαγωγή της πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μόνον εφόσον αυτή ασκήθηκε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου και εκδόθηκε για αυτή οριστική απόφαση εκτός εάν ο δικαιούχος επιφυλάχθηκε να ζητήσει μέρος της απαιτήσεώς του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Εφόσον υπάρχει τέτοια επιφύλαξη είναι αδιάφορο εάν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε τη σχετική αγωγή του ή επιδίκασε ολόκληρο το αιτηθέν ποσό ή μέρος αυτού αφού για το μέρος της απαίτησης του δικαιούχου αυτής, το οποίο λόγω της γενόμενης επιφυλάξεώς του δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εκδοθεί απόφαση αυτού. Άλλωστε με την έκδοση οριστικής απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου με την οποία απορρίπτεται οριστικά η αγωγή για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, διότι δεν έχει υποστεί ηθική βλάβη από το έγκλημα, είναι ενδεχόμενο τελεσιδίκως να ανατραπεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθ. 1965/2012 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, απορρίπτοντας τον παραπάνω προβληθέντα σε αυτό σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό της κατηγορουμένης για παράνομη παράσταση της πολιτικής αγωγής, λόγω απόσβεσης κατ'αυτής, ως δικηγόρου, της τυχόν σχετικής αξίωσης του πολιτικού ενάγοντος, λόγω της παρόδου εξαμήνου από της τέλεσης και της γνώσης της πράξης, χωρίς άσκηση αγωγής κακοδικίας κατ'αυτής, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα προπαρατεθέντα πραγματικά περιστατικά και ιδία, στις σελίδες 40α του αιτιολογικού, ότι "ο μηνυτής έλαβε γνώση της επίδικης αξιόποινης συμπεριφοράς της κατ/νης και της εξ αυτής ζημίας του, δημιουργικής ηθικής βλάβης του, κατά μήνα Οκτώβριο του 2007, στις δε 29-11-2007 υπέβαλεν εναντίον της την ένδικη μήνυσή του, στην οποία περιέχεται η δήλωσή του για παράσταση πολιτικής αγωγής για τη χρηματική του ικανοποίηση, εξ αιτίας της ηθικής του βλάβης και συνεπώς από το χρόνο γνώσης του μέχρι την άσκηση της αξιώσεώς του δεν είχεν παρέλθει η ως άνω εξάμηνη προθεσμία". Οι άνω παραδοχές, ως προς το χρόνο τέλεσης της υπεξαίρεσης (Οκτώβριο του 2007), ενιαία και όχι σε διάφορους προηγούμενους χρόνους, και περί πραγματικής γνώσης, εκ μέρους του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος, της σε βάρος του τελεσθείσας αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης τον Οκτώβριο του 2007, σε βαθμό κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, λόγω ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνιστούν ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας και οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας περί γνώσης της έκδοσης της με αρ. 7369/2001 πολιτικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών, τουλάχιστον από 20-3-2003 και περί άλλου προηγούμενου του Οκτωβρίου 2007 χρόνου γνώσης και έναρξης της προθεσμίας του ανωτέρω εξαμήνου του άρθρου 73 παρ. 1,5 Εισ.Ν. ΚΠολΔ και περί αποσβεστικής παραγραφής της σχετικής αξίωσης, είναι απαράδεκτοι. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης, αλλά και πιο πάνω δευτεροβάθμιας δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εμφανίσθηκε ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο μηνυτής Δ. Δ. και δήλωσε ότι παρίστανται ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση, ποσού 30 ευρώ, από την εκκαλούσα κατηγορούμενη δικηγόρο, που του επιδικάσθηκε και πρωτοδίκως, λόγω της ηθικής βλάβης που είχεν υποστεί από τη σε βάρος του πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για την οποία είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως η κατηγορουμένη, το οποίο ποσό και επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση σε βάρος της τελευταίας. Από δε την επισκόπηση της με αρ. κατάθ. 37/17-5-2010 αγωγής του πολιτικώς ενάγοντος κατά της κατηγορουμένης, που ασκήθηκε και εκκρεμούσε στο Ειρηνοδικείο Αρήνης, προκύπτει ότι ο ενάγων μηνυτής είχε συμπεριλάβει και σχετική αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ότι είχεν επιφυλαχθεί για μέρος της άνω απαίτησής του, ποσού 30 ευρώ, προκειμένου να την ασκήσει ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, όπως και έπραξε. Ενόψει τούτων, και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, ο από την ειρημένη πράξη της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης πιο πάνω παθών νομιμοποιείτο ενεργητικά να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης, αφού η άσκηση με αυτόν τον τρόπο της αγωγής αυτής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη άσκηση αγωγής κακοδικίας ενώπιον του αρμοδίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όταν άσκησε τη δήλωση παράστασης, δεν είχεν παρέλθει εξάμηνο από τη κατά τα παραπάνω γνώση της διαπραχθείσας σε βάρος του υπεξαίρεσης από την κατηγορουμένη δικηγόρο του (Οκτώβριο 2007) και εντεύθεν η για την άνω αιτία παράστασή του ενώπιον του πιο πάνω ποινικού δικαστηρίου ήταν παραδεκτή και εμπρόθεσμη και δεν εχώρησε παρά το νόμο παράσταση και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας από την ως άνω παράσταση επήλθε. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί παρά τις διατάξεις του άρθρου 73 του Εισ.Ν.ΚΠολΔ και τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της, επετράπη στον μηνυτή να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατ'αυτής (κατηγορουμένης δικηγόρου), χωρίς να έχει ασκήσει προηγουμένως αγωγή κακοδικίας με αίτημα την αποζημίωσή του και δη εντός του νομίμου εξαμήνου, από της πραγματικής γνώσης, το οποίο εξάμηνο και είχεν παρέλθει και γιατί δεν είχεν επιφυλαχθεί σχετικά στο αστικό δικαστήριο που άσκησε ίδια αξίωσή του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 4. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 333 παρ.2 του ΚΠΔ, "εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, όταν το ζητήσουν για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται. . .", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 364 ΚΠΔ , "στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων ... , καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 335 παρ.2 του ΚΠΔ, " εναντίον των διατάξεων που εκδίδονται από τον πρόεδρο κατά τα άρθρα 141 παρ.2, 333, 334, της παρ. 1 αυτού του άρθρου και των άρθρων 337 παρ.2 και 359 , μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 141 παρ.2 και 3 του ΚΠΔ, " ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, .. και να παραδίδουν γραπτώς σ'αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Η απόφαση του δικαστηρίου που αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων η οποία εκδίδεται μετά από προσφυγή κατά της άρνησης του διευθύνοντος τη συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης και μόνο μαζί με αυτήν. Τα πρακτικά ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ'αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140 και με αυτό το άρθρο". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι έχουν ορισμένο αίτημα και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, ήτοι αιτήσεις ή ενστάσεις, που έχουν έννομη σημασία και πρέπει να απαντηθούν από το δικαστήριο και αίτημα να αναγνωσθούν κάποια αποδεικτικά έγγραφα που όμως θα καταθέσει στο ακροατήριο προς ανάγνωση. Αν ζητήθηκε η κατάθεση αυτοτελών ισχυρισμών από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του ή η ανάγνωση κάποιων εγγράφων που κατατέθηκαν, η τυχόν άρνηση από το διευθύνοντα τη συζήτηση, δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατ' αρθρ. 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ, αλλά παρέχει στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο προς άσκηση του δικαιώματος καταθέσεως τούτων, σε περίπτωση δε αρνήσεως αποφάσεως από το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε ή παρά το νόμο απορρίψεως του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου, πράγμα που πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά από τα πρακτικά συνεδριάσεως, υφίσταται έλλειψη ακροάσεως και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως κατά τα άρθρα 170 παρ.2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' εδ. β' του ΚΠΔ και όχι παραβίαση των διατάξεων περί δημοσιότητας. Στην προκειμένη περίπτωση με λόγο της κρινόμενης αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι η αναιρεσείουσα κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας υπέβαλε και κατέθεσε στο δικαστήριο 7 αποδείξεις καταβολής χρημάτων στον εγκαλούντα δια μέσου της ΑΤΕ ( με ημερομηνίες 2-2-1999, 2-4-1999, 23-7-1999, 2-9-1999, 10-11-1999, και 22-12-1999) και αποφάσεις του Αρείου Πάγου, κρίσιμες όλες για τη δίκη, με αίτημα να αναγνωσθούν, πλην η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να τα συμπεριλάβει στα αναγνωσθέντα έγγραφα και έτσι παραβίασε το άνω άρθρο 364 ΚΠΔ ως προς τη δημοσιότητα των εγγράφων κατά την αποδεικτική διαδικασία. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι δεν έχουν αναγνωσθεί στο ακροατήριο τα παραπάνω έγγραφα που επικαλείται η αναιρεσείουσα, πλην όμως, από το περιεχόμενο των αυτοτελών ισχυρισμών της κατηγορουμένης που έχουν καταχωρηθεί στα πρακτικά, όσον και από το σύνολο των πρακτικών, προκύπτει ότι πουθενά στα πρακτικά δεν σημειώνεται ότι η κατηγορουμένη ή ο παραστάς συνήγορός της, κατέθεσαν στο ακροατήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, τα παραπάνω επικαλούμενα έγγραφα και δη με αίτημα ανάγνωσης αυτών και ο διευθύνων τη συζήτηση ή μετά από προσφυγή τους, το δικαστήριο να παρέλειψε ή να αρνήθηκε την ανάγνωσή τους και εφόσον τα πρακτικά δεν προσβάλλονται για πλαστότητα, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ'αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ.3 ΚΠΔ . Επομένως ο παραπάνω συναφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, που, κατ'εκτίμηση, στηρίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' εδ. β' του ΚΠΔ, για ακυρότητα από έλλειψη ακροάσεως και για έλλειψη δημοσιότητας της δίκης που διατείνεται η αναιρεσείουσα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. 5. Κατά την παρ.4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστηρίου για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά με την προηγηθείσα απόφαση για την ενοχή του. Υποχρέωση επανάληψης των περιστατικών αυτών στην περί της ποινής απόφαση δεν υφίσταται. Η τελευταία αποκτά την κατά νόμο αιτιολογία με την απλή επανάληψη του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 79 ΠΚ και τη δια μέσου αυτών, σιωπηρή έστω, επίκληση των όσων ήδη έγιναν δεκτά με την απόφαση επί της ενοχής. Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ.1 εδ.β' του Συντάγματος, κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει και του ύψους της ποινής, που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή τη μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξης, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας (Ολ.ΑΠ 14/2001, ΑΠ 2635/2008). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών για κακουργηματική υπεξαίρεση ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ως εντολοδόχος. Για την επιβολή της ως άνω ποινής, το δικαστήριο διέλαβε ειδική αιτιολογία, αναφορικά με όλα τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ και τα οποία αναφέρει ρητά σε αυτοτελές αιτιολογικό, στη σελ. 43 της προσβαλλόμενης απόφασης, η ως άνω δε επιβληθείσα ποινή, ενόψει και του υπεξαιρεθέντος ποσού και της όλης προσωπικότητας της κατηγορουμένης δικηγόρου εντολοδόχου, και με τη σιωπηρή έστω, επίκληση των όσων ήδη έγιναν δεκτά με το προπαρατεθέν κύριο αιτιολογικό της απόφασης επί της ενοχής, δεν αντιβαίνει στην ως άνω αρχή της αναλογικότητας, ούτε παραβιάστηκε το άρθρο 2 του ΠΚ, με τη μη λήψη υπόψη του επιεικέστερου Ν. 4055/2012, ο οποίος στο άρθρο 25 αυτού, αύξησε το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ σε 120.000 ευρώ, προκειμένου αυτό να συνιστά επιβαρυντική περίσταση για επιβολή αυστηρότερης ποινής, αφού η κατηγορουμένη καταδικάστηκε για παραβίαση του άρθρου 375 παρ.2 εδάφ. α ΠΚ, για υπεξαίρεση ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως εντολοδόχος και διαχειρίστρια ξένης περιουσίας του πελάτη της μηνυτή, με πλαίσιο επιβλητέας ποινής κάθειρξη 5 έως 10 ετών, χωρίς την επιβαρυντική περίσταση του εδαφ. β, υπεξαίρεσης ποσού ανώτερου των 73.000 ευρώ, ώστε να πρέπει να τύχει εφαρμογής, για το ύψος της ποινής, ο ανωτέρω επιεικέστερος νεότερος νόμος που αναβιβάζει το ποσό υπεξαίρεσης σε 120.000 ευρώ. Συνεπώς, ο συναφής λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, με την επίκληση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής νόμου, των άρθρων 2, 79, 98, 111 και 112 του ΠΚ και 25 παρ. 1 του Σ, και ότι η επιβληθείσα ποινή αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, αφού το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερα επώδυνα μέτρα και με μικρότερη ποινή, σύμφωνα και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε βάρος της κατηγορουμένης συνταξιούχου δικηγόρου , προχωρημένης ηλικίας και ασθενούς, ενόψει δε και του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, μετά των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 67/10-9-2012 αίτηση της Δ. Μ. του Π., μετά των από 5-2-2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 1965/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και . Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση από εντολοδόχο δικηγόρο και διαχειριστή ξένης περιουσίας, ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Αναιρετικοί λόγοι: 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε και Η' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης και για υπέρβαση εξουσίας. 2. Την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά σε προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική, αν δεν καλυφθεί, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά την έναρξη της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος απορρίφθηκε, να την προτείνει με ειδικό λόγο στην έφεση που θα ασκήσει κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, άλλως η επαναφορά της στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι απαράδεκτη. 3. Η κατά το άρθρο 73 του Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ., άσκηση πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως σε βάρος δικηγόρου, συμβολαιογράφου, κ.λ.π. λόγω κακοδικίας, «για αξιόποινη πράξη που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», πρέπει να γίνει μέσα σε προθεσμία έξι μηνών, η οποία αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο αδικηθείς έλαβε γνώση της επικαλούμενης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως με συνέπεια την πρόκληση ζημίας του και όχι από την τέλεση της πράξης, αλλιώς επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος του ζημιωθέντος. 4. Για την επιβολή της ποινής καθ. 6 ετών, το δικαστήριο διέλαβε ειδική αιτιολογία, αναφορικά με όλα τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στη διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ και τα οποία αναφέρει ρητά σε αυτοτελές αιτιολογικό, ενόψει και του υπεξαιρεθέντος ποσού και της όλης προσωπικότητας της κατηγορουμένης δικηγόρου, και με τη σιωπηρή έστω, επίκληση των όσων ήδη έγιναν δεκτά με το προπαρατεθέν κύριο αιτιολογικό της απόφασης επί της ενοχής, δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, ούτε παραβιάστηκε το άρθρο 2 του ΠΚ, με τη μη λήψη υπόψη του επιεικέστερου Ν. 4055/2012, ο οποίος στο άρθρο 25 αυτού, αύξησε το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ σε 120.000 ευρώ, προκειμένου αυτό να συνιστά επιβαρυντική περίσταση για επιβολή αυστηρότερης ποινής, αφού η κατηγορουμένη καταδικάστηκε για παραβίαση του αρ. 375 παρ.2 εδαφ. α' ΠΚ, για υπεξαίρεση ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως εντολοδόχος, με πλαίσιο επιβλητέας ποινής κάθειρξη 5 έως 10 ετών, χωρίς την επιβαρυντική περίσταση του εδαφ. β', υπεξαίρεσης ποσού ανώτερου των 73.000 ευρώ, ώστε να πρέπει να τύχει εφαρμογής, για το ύψος της ποινής, ο ανωτέρω επιεικέστερος νεότερος νόμος που αναβιβάζει το ποσό υπεξαίρεσης σε 120.000 ευρώ.
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος
Αιτιολογίας επάρκεια, Επιεικέστερος νόμος, Υπεξαίρεση, Πολιτική αγωγή, Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος.
0
Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου S. L. του L. , κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ντάλτα, για αναίρεση της υπ'αριθ.697/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1093/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. α, β, ζ του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν.2161/1993 και κωδικοποιήθηκε δια ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ, όποιος πλην άλλων, αγοράζει, κατέχει ή πωλεί σε τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών: Με τον όρο κατοχή ναρκωτικών, στα οποία περιλαμβάνεται η ακατέργαστη ινδική κάνναβη και η κοκαϊνη, θεωρείται η φυσική εξουσία της ναρκωτικής ουσίας από το δράστη ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και να τη διαθέτει πραγματικά κατά τη δική του βούληση. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών, που μπορούν να προβληθούν επί παραβάσεων του ν. περί ναρκωτικών, είναι και ο ισχυρισμός τοξικομανίας του δράστη, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης, ήτοι της απόκτησης της έξης των ναρκωτικών ουσιών, την οποία δε μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατά το άρθρο 31 παρ.1 του ν. 1729/1987 και ήδη 30 του ΚΝΝ. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 697/2011 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ο α'κατηγορούμενος S. L. , αλβανός υπήκοος, κάτοικος ... επί της οδού ... , τέθηκε, στις 19-8-2008, υπό διακριτική παρακολούθηση από αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Πειραιώς, κατόπιν πληροφορίας που είχε περιέλθει στην Υπηρεσία αυτή ότι ο ανωτέρω κατά τον τελευταίο μήνα διακινεί ναρκωτικά. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, ο α' κατηγορούμενος επιβιβάσθηκε στο υπ'αρ.κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε στο Κερατσίνι. Εκεί, στη διασταύρωση των οδών ... και …, τον περίμενε ο β' κατηγορούμενος Ε. Π. . Ο α' κατηγορούμενος, διερχόμενος από το σημείο όπου ανέμενε ο β' κατηγορούμενος, ανέκοψε για λίγο την ταχύτητα του αυτοκινήτου του, έκανε τον γύρο του οικοδομικού τετραγώνου, λαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό μέτρα προφύλαξης, σε περίπτωση που κάποιος τον παρακολουθούσε, επιστρέφοντας δε στο ίδιο σημείο επιβίβασε στο όχημα τον β' κατηγορούμενο και σε δεύτερο κύκλο τον αποβίβασε. Οι παρακολουθούντες αστυνομικοί ακινητοποίησαν και έλεγξαν τους κατηγορουμένους. Βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, στην κατοχή μεν του β'κατηγορουμένου δύο ανισοβαρείς νάυλον συσκευασίες περιέχουσες κοκαΐνη συνολικού μικτού βάρους 8,6 γραμμαρίων (1Χ4,8 γραμ. και 1Χ3,8 γραμ.), τις οποίες κρατούσε αυτός στο χέρι του, και ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας ΝΟΚΙΑ, με την αντίστοιχη κάρτα SΙΜ αυτού, και αριθμό τηλεφωνικής σύνδεσης ... , στην κατοχή δε του α'κατηγορουμένου το χρηματικό ποσό των 920 ευρώ, δύο συσκευές κινητής τηλεφωνίας μάρκας SONY ERICSSON με αριθμούς κλήσεως … και …, με τις αντίστοιχες κάρτες SIM αυτών, καθώς και τρία κλειδιά. Την ανωτέρω ποσότητα των 8,6 γραμμαρίων κοκαΐνης είχε μεταβιβάσει κατά κυριότητα ο α'κατηγορούμενος στον β'κατηγορούμενο και παρέδωσε στην κατοχή του, έναντι τιμήματος 650 ευρώ, κατά την προαναφερθείσα συνάντησή τους, σε εκτέλεση προηγηθείσας προφορικής συμβάσεως πωλήσεως που συνήφθη μεταξύ αυτών. Επακολούθησε αστυνομική έρευνα στις οικίες των δύο κατηγορουμένων. Στην οικία του α'κατηγορουμένου επί της οδού ... , στην …, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: 1)τρείς αυτοσχέδιες ναϋλον συσκευασίες που περιείχαν κοκαΐνη, συνολικού μικτού βάρους 217,5 γραμμαρίων (1Χ101 γραμ., 1Χ98 γραμ. και 1Χ18,5 γραμ.), 2)μία αυτοσχέδια συσκευασία από αλουμινόχαρτο περιέχουσα φυτικά αποσπάσματα ακατέργαστης ινδικής κάνναβης μικτού βάρους 17 γραμμαρίων, 3)μία ναϋλον συσκευασία που περιείχε λευκή κρυσταλλική ουσία, κατάλληλη για τη νόθευση των προς πώληση ναρκωτικών ουσιών, μικτού βάρους 26 γραμμαρίων, 4)ένας αναδευτήρας πολυτεμαχισμού (MULTI FOX PROCCESSOR) μάρκας SITRAM, χωρητικότητας 0,5 λίτρων, με εμφανή υπολείμματα κοκαΐνης εντός του "μπλέντερ", κατάλληλος για τη νόθευση των προς πώληση ναρκωτικών ουσιών, 5)μία λειτουργική ηλεκτρονική ζυγαριά, μάρκας LIBRA, με δυναμικότητα ζύγισης από 0,1 γραμ. έως 500 γραμ., κατάλληλη για τη ζύγιση ναρκωτικών ουσιών, 6)το από 14-1-2008 μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας, δυνάμει του οποίου ο α'κατηγορούμενος είχε μισθώσει από τον Σ. Α. την υπόψη οικία, επί της οδού ... , στη …, 7)τα χρηματικά ποσά των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα (9.440) ευρώ και τετρακοσίων τριάντα δύο (432) δολλλαρίων ΗΠΑ. Στην οικία του β'κατηγορουμένου, επί της οδού ... αρ.33, στο ... , βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ποσότητα ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, συσκευασμένη σε νάϋλον συσκευασία, μικτού βάρους 8 γραμμαρίων περίπου, και ποσότητα κοκαΐνης, συσκευασμένη σε χάρτινη συσκευασία, μικτού βάρους 0,4 γραμμαρίων. Κατά μη προσδιορισθέντα επακριβώς χρόνο, αλλά, πάντως, εντός του χρονικού διαστήματος από 19-6-2008 έως 19-8-2008, αγόρασε ο β'κατηγορούμενος, στο Ζεφύρι Αττικής, από άτομο τα στοιχεία ταυτότητας του οποίου δεν κατέστησαν γνωστά, αντί αγνώστου τιμήματος, το οποίο κατέβαλε στον πωλητή, άγνωστες ποσότητες ακατέργαστης ινδικής κάνναβης και κοκαΐνης και πάντως τουλάχιστον τις ευθύς ως άνω κατασχεθείσες εντός της οικίας του. Τις ποσότητες αυτές καθώς και εκείνη των 8,6 γραμ. κοκαΐνης που πώλησε σ'αυτόν ο α'κατηγορούμενος, προμηθεύθηκε ο β'κατηγορούμενος και κατείχε, δηλαδή διατηρούσε υπό τη φυσική του εξουσίαση και μπορούσε να διαθέσει κατά βούληση, για δική του αποκλειστικά χρήση. Αναφορικώς με τις σχετιζόμενες με τον α'κατηγορούμενο ναρκωτικές ουσίες, ισχυρίζεται ο τελευταίος ότι φύλασσε αυτές για λογαριασμό ομοεθνούς του ονόματι "ILLI", για λογαριασμό επίσης του οποίου έλαβε από άλλο Αλβανό και τα χρηματικά ποσά που κατασχέθηκαν στην οικία του, κατόπιν δε αδείας του ιδίου ομοεθνούς του διέθεσε στον β'κατηγορούμενο την ποσότητα κοκαΐνης βάρους 8,6 γραμμαρίων. Ο ισχυρισμός αυτός του α'κατηγορουμένου ελέγχεται ως παντελώς αβάσιμος και απορριπτέος, προβάλλεται δε απλώς ως δικαιολογία των πράξεών του, διότι όχι μόνο δεν ενισχύεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, αλλ'αντιθέτως αναιρείται από την ύπαρξη εντός της οικίας του α'κατηγορουμένου ηλεκτρονικού ζυγού ακριβείας για τον υπολογισμό του βάρους των ναρκωτικών καθώς και ουσίας ως επίσης και αναδευτήρα πολυτεμαχισμού χρησιμοποιουμένων για την νόθευση ναρκωτικών, που δεν ήσαν φυλασσόμενα στην οικία του α'κατηγορουμένου για λογαριασμό τρίτου, αλλά εχρησιμοποιούντο από τον α'κατηγορούμενο στον οποίο και ανήκαν, η ύπαρξη δε και η χρησιμοποίηση αυτών ευθέως μαρτυρεί εμπορία ναρκωτικών εκ μέρους του α'κατηγορουμένου. Ανατρεπτικό, επίσης, του ισχυρισμού του α'κατηγορουμένου περί φυλάξεως δήθεν ναρκωτικών για λογαριασμό τρίτου και ενισχυτικό της απόψεως περί συστηματικής ενασχολήσεως του α'κατηγορουμένου με την εμπορία ναρκωτικών αποτελεί και το γεγονός ότι ο β'κατηγορούμενος για την αγορά κοκαΐνης απευθύνθηκε στον α'κατηγορούμενο, χωρίς φυσικά να γνωρίζει ότι ο δήθεν άγνωστος ομοεθνής του "ILLI", του είχε παραδώσει κοκαΐνη προς φύλαξη. Είχε όμως τη βεβαιότητα από τη γνωριμία και συναναστροφή τους ότι ο α'κατηγορούμενος διακινούσε ναρκωτικά και μπορούσε να του προμηθεύσει κοκαΐνη. Κάτοχος, συνεπώς, των ναρκωτικών ουσιών που κατασχέθηκαν στην οικία του ήταν ο α'κατηγορούμενος. Αυτός τις είχε στη φυσική εξουσίασή του, έτσι ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη τους και να τις διαθέτει κατά βούληση, κατείχε δε αυτές με σκοπό την εμπορία. Αποτελούν μάλιστα οι κατασχεθείσες στην οικία του α'κατηγορουμένου ποσότητος κοκαΐνης και ακατέργαστης ινδικής κάνναβης υπόλοιπο μη διακριβωθεισών στο σύνολό τους ποσοτήτων κοκαΐνης και ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, τις οποίες κατά τον τελευταίο πριν τη σύλληψή του, την 19-8-2008, μήνα, κατόπιν προφορικής συμφωνίας που συνήψε ο α'κατηγορούμενος με άτομο τα στοιχεία της ταυτότητας του οποίου δεν εξακριβώθηκαν, αγόρασε ο α'κατηγορούμενος, δηλαδή έλαβε στην κυριότητά του με την παράδοσή τους προς αυτόν, αντί συμφωνηθέντος, αδιακριβώτου, τιμήματος που κατέβαλε στον πωλητή. Κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα, τις επί πλέον (αυτών που κατασχέθηκαν στην οικία του) ποσότητες ναρκωτικών πώλησε ο α'κατηγορούμενος διαδοχικώς σε τρίτους, μεταξύ των οποίων και ο β'κατηγορούμενος. Συγκεκριμένα, ο α'κατηγορούμενος, μετά την αγορά των ναρκωτικών ουσιών, εξακολουθητικώς και με πρόθεση συνήψε άγνωστο αριθμό συμβάσεων πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών και δη κοκαΐνης και ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, σε εκτέλεση των οποίων μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε σε περισσότερα άτομα, των οποίων τα στοιχεία δεν έγιναν γνωστά, πλην αυτών του β' κατηγορουμένου, στον τελευταίο μεν ποσότητα κοκαΐνης, μικτού βάρους 8,6 γραμμαρίων, στους άλλους σε αγοραστές μη εξακριβωθείσες επί μέρους ποσότητες των ως άνω ναρκωτικών ουσιών. Πλην του τιμήματος των 650 ευρώ που του κατέβαλε ο β'κατηγορούμενος, το ύψος του τιμήματος το οποίο του κατέβαλαν κάθε φορά οι άλλοι αγοραστές είναι άγνωστο, οπωσδήποτε όμως ανέρχεται συνολικώς στα κατασχεθέντα χρηματικά ποσά των 9.710 ευρώ και 432 δολλαρίων ΗΠΑ. Άλλο τρόπο αποκτήσεως των κατασχεθέντων χρημάτων δεν προβάλλει ούτε ο α'κατηγορούμενος, παρά μόνον τον αναπόδεικτο ισχυρισμό ότι δήθεν έλαβε αυτά για λογαριασμό τρίτου. Με τους αγοραστές επικοινωνούσε ο α'κατηγορούμενος με τα δύο κινητά τηλέφωνα που διέθετε και κατασχέθηκαν στην κατοχή του και συμφωνούσε την ποσότητα, το τίμημα, τον τόπο και τον χρόνο παράδοσης των ναρκωτικών. Αντιστοίχως δε ο β'κατηγορούμενος συναλλάχθηκε με τον α'κατηγορούμενο, κανονίζοντας την αγοραπωλησία της κοκαΐνης βάρους 8,6 γραμμαρίων, με το κινητό τηλέφωνο που διέθετε και κατασχέθηκε στην κατοχή του. Την ποσότητα αυτή κοκαΐνης βάρους 8,6 γραμμαρίων διέθεσε μεν ο κατηγορούμενος στον β' κατηγορούμενο για δική του αποκλειστική χρήση, δεν αποτελούσε όμως μέρος μικροποσότητας κοκαΐνης που είχε προμηθευθεί ο α'κατηγορούμενος για τις προσωπικές του ανάγκες, ώστε η εν λόγω συναλλαγή να εμπίπτει στην περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 29 παρ.4 του ν.3459/2006 (μικρεμπορία μεταξύ χρηστών) που επικαλείται σχετικώς ο α'κατηγορούμενος, αλλά αποτελούσε μέρος μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης βάρους 226,1 γραμμαρίων (217,5+8,6), την οποία ο α' κατηγορούμενος προμηθεύθηκε για να διαθέσει αυτή ολόκληρη σε τρίτους. Αβάσιμος, ωσαύτως, και απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του ιδίου, α' κατηγορουμένου, ότι (κατά τους προαναφερόμενους χρόνους τελέσεως από αυτόν των ως άνω αξιοποίνων πράξεων) ήταν τοξικομανής κατά την έννοια του άρθρου 30 παρ.1 του ν.3459/2006, δηλαδή άτομο που είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορούσε να την αποβάλει με δικές του δυνάμεις, αλλά χρειαζόταν ειδική προς τούτο μεταχείριση. Ο ισχυρισμός αυτός του α'κατηγορουμένου δεν επιβεβαιώνεται από την από 15-9-2008 (εγχειρισθείσα στις 22-9-2008) έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του νευρολόγου - ψυχιάτρου Ι. Π. , ο οποίος διορίσθηκε πραγματογνώμονας με την υπ'αρ.374/2008 διάταξη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και διορισμού πραγματογνώμονα του Ανακριτή ΣΤ'Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο πλαίσιο της κυρίας ανακρίσεως για τη συγκεκριμένη υπόθεση, προς διαπίστωση της τοξικομανίας ή μη του α'κατηγορουμένου (η αναγραφή στην έκθεση αυτή της 15-9-2007 ως χρονολογίας συντάξεώς της οφείλεται προδήλως σε παραδρομή). Στα ειδικώτερον τεθέντα από τον Ανακριτή ερωτήματα α)αν ο α'κατηγορούμενος απέκτησε την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και ποίων και 2)αν μπορεί να αποβάλει την έξη αυτή με δικές του δυνάμεις ή χρειάζεται γι'αυτό ειδική μεταχείριση, ο ως άνω πραγματογνώμονας καταλήγει στις εξής απαντήσεις: "1. ο κατηγορούμενος δηλώνει ότι είχε αποκτήσει την έξη στη χρήση ναρκωτικών ουσιών στο παρελθόν όπως προκύπτει από την κλινική εξέταση, δεν φέρει σημάδια ενδοφλέβιας χρήσης. Επίσης δεν δυνάμεθα να παρατηρήσουμε συμπτώματα στερητικού συνδρόμου. Ο ίδιος αναφέρει ιστορικό χρήστη ναρκωτικών ουσιών και σύμφωνα με το ιστορικό του πιθανόν να ήταν χρήστης ουσιών. Η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει [ήτοι, ως αναφέρεται σε άλλο σημείο της έκθεσης, stedom 10 mg (0-1-1)] είναι ένδειξη χρήσης ουσιών, όμως αυτή μπορεί να χορηγηθεί και για άλλες αιτίες. Δεν δυνάμεθα να εκτιμήσουμε το βαθμό σωματικής και ψυχικής εξάρτησης που πιθανόν εμφανίζει. 2. Δεν μπορούμε να προτείνουμε συγκεκριμένο μέτρο ειδικής μεταχείρισης, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα εκτίμησης του βαθμού σωματικής και ψυχικής εξάρτησης από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών αυτή την περίοδο". Τον α'κατηγορούμενο εξέτασε μεταγενεστέρως, ήτοι στις 9-1-2009, και ο ορισθείς από αυτόν ψυχίατρος Ι. Ν. , ο οποίος εξετάσθηκε και ως μάρτυρας στο Δικαστήριο τούτο. Κατά το συμπέρασμα της σχετικής ψυχιατρικής γνωμοδότησης που συνέταξε αυτός, ο α'κατηγορούμενος ...κρίνεται τοξικομανής, εξαρτημένος από την ηρωϊνη, την κοκαΐνη, το χασίς και τα υπναγωγά δισκία vulbegal και Hipnosedom. Επομένως κρίνεται ότι έχει αποκτήσει την έξη των συγκεκριμένων ναρκωτικών ουσιών και αδυνατεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, χρήζοντας ως εκ τούτου ειδικής θεραπευτικής μεταχείρισης...". Με βάση τη ψυχιατρική γνωμοδότηση αυτή δεν μπορεί να κριθεί ότι ο α'κατηγορούμενος ήταν τοξικομανής κατά τον χρόνο τελέσεως από αυτόν των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, διότι στηρίζεται σε διαπιστώσεις και ευρήματα που δεν υπήρχαν κατά τον προγενέστερο και πλησιέστερο προς εκείνο της τελέσεως των ανωτέρω πράξεων χρόνο συντάξεως της από 15-9-2008 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, καθώς και σε αναπόδεικτες διηγήσεις του α'κατηγορουμένου. Στηρίζεται, ειδικώτερον, 1)στη διαπίστωση ότι ο α'κατηγορούμενος έφερε "αρκετές ουλές από παλαιές φλεβοκεντήσεις και φλεβοθρομβώσεις τόσο στα άνω όσο στα κάτω άκρα", ενώ ο πραγματογνώμονας ρητώς αναφέρει στο προπαρατεθέν μέρος της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης ότι εκεί σχετικώς σημειώνεται και σε άλλο σημείο της εκθέσεως αυτής ότι "κατά τη σωματική του (α'κατηγορουμένου) εξέταση διαπιστώνεται ότι δεν φέρει σημάδια παλιότερης ενδοφλέβιας χρήσης", 2)στα ευρήματα που είχε η ωτορινολαρυγγολογική εξέταση από τον ιατρό Ε. Κ., στις 27-1-2009 ("Σκολίωση ρινικού διαφράγματος αριστερά με ατροφία της πρόσθιας μοίρας του τετράπλευρου χόνδρου και σύστοιχα της κεφαλής της κατά ρινικής κόγχης. Δεξιά υπερτροφία της κάτω ρινικής κόγχης"), ευρήματα όμως τα οποία ούτε αναφέρονται στην από 15-9-2008 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ούτε αποδεικνύεται ότι υπήρχαν κατά (ή πριν) τον χρόνο συντάξεως της εκθέσεως αυτής, 3)σε διηγήσεις του α'κατηγορουμένου και δη ότι αυτός α)εμφανίζει στερητικά συμπτώματα, ενώ ο πραγματογνώμονας αναφέρει στο προπαρατεθέν μέρος της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης ότι εκεί σχετικώς σημειώνεται και σε άλλο σημείο της εκθέσεως αυτής κατηγορηματικώς ότι ο α'κατηγορούμενος "δεν εμφανίζει στερητικά συμπτώματα", β)υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών είχε αυτοκινητικό ατύχημα καθώς και εργατικό ατύχημα, χωρίς τη δήλωσή του αυτή (όπως και άλλες διηγήσεις του ότι λόγω της εμπλοκής του με τα ναρκωτικά απουσίαζε από την εργασία του και τον εγκατέλειψε η μνηστή του) να επιβεβαιώνονται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, μάλιστα δε ούτε από τη μαρτυρία (τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και στο Δικαστήριο τούτο) του L. I. , συζύγου της αδελφής του α'κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ο α'κατηγορούμενος προσκομίζει τη με ημερομηνία 19-3-2009 και αρ.πρωτ.494/09 τοξικολογική έκθεση του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικών Επιστημών, Μονάδας Τοξικολογίας, του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία φέρεται ότι αφορά την εξέταση δειγμάτων τριχών εφηβαίου που ελήφθησαν από τον α'κατηγορούμενο στις 9-1-2009. Αναφέρεται στην έκθεση αυτή ότι "στα δείγματα τριχών που εξετάσθηκαν, Ι.ανιχνεύθηκαν οπιούχα, κοκαΐνη και κανναβινόλες, ΙΙ. προσδιορίσθηκαν ποσοτικά μεταβολίτες ηρωΐνης (0,80 - 2,8 ng/mg), μεταβολίτες κοκαΐνης (0,5 - 1,2 ng/mg) και κανναβινάλες (0,05 - 0,09 ng/mg), ΙΙΙ.πιστοποιήθηκε η ύπαρξη μορφίνης, 6-ακετυλομορφίνης, κοκαΐνης, βενζυλοεκγονίνης και κανναβονέλης", καταλήγει σε ως εξής: "Από τα εργαστηριακά ευρήματα τεκμηριώνεται η συστηματική χρήση ηρωϊνης, προϊόντων κάνναβης και η χρήση κοκαΐνης. Οι εξετάσεις προσδίδουν στον L. S. (α'κατηγορούμενο) την έννοια του χρήστη των παραπάνω ψυχοτρόπων και εξαρτησιογόνων ουσιών". Το αποτέλεσμα αυτό της τοξικολογικής εξέτασης και αν θεωρηθεί ως απόδειξη χρήσης των ευθύς ως άνω ναρκωτικών ουσιών από το α'κατηγορούμενο δεν αποδεικνύει και τοξικομανία αυτού και μάλιστα υπάρχουσα στον προγενέστερο χρόνο της τελέσεως από τον α'κατηγορούμενο των άνω αξιοποίνων πράξεων, κατά τον οποίο εξάρτηση του α'κατηγορουμένου από ναρκωτικές ουσίες δεν αποδεικνύεται ούτε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το αναφερόμενο ότι μετά τη σύλληψή του ο α'κατηγορούμενος εμφάνισε συμπτώματα στερητικού συνδρόμου και μεταφέρθηκε σε Νοσοκομείο δεν επιβεβαιώνεται από πιστοποιητικό Νοσοκομείου ότι πράγματι ο α'κατηγορούμενος εισήχθη σ'αυτό λόγω στερητικού συνδρόμου και προς αντιμετώπισή του, έρχεται δε και σε αντίθεση προς ότι σχετικώς αναφέρεται στην από 15-9-2008 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Υπό τα ως άνω δεδομένα, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των πράξεων για τις οποίες διώχθηκαν και καταδικάσθηκαν πρωτοδίκως, ήτοι ο μεν α'κατηγορούμενος της αγοράς, της κατοχής και της κατ'εξακολούθηση πώλησης ναρκωτικών ουσιών (από μη τοξικομανή), ο δε β'κατηγορούμενος της προμήθειας και κατοχής μικρής ποσότητας ναρκωτικών ουσιών για ιδία χρήση (από μη τοξικομανή), κατ'εξακολούθηση, όπως οι πράξεις αυτές περιγράφονται στο διατακτικό. Το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του α'κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ.δ'και ε'ΠΚ, ως προς μεν την πρώτη (ειλικρινούς μετανοίας), διότι δεν προέκυψε μεταμέλεια του α'κατηγορουμένου, ο οποίος, αντιθέτως προς ότι ο ίδιος υποστηρίζει, επέδειξε αρνητική συμπεριφορά έναντι των αστυνομικών που τον συνέλαβαν, δήλωσε ψευδώς σ'αυτούς ότι διέμενε στην οδό …αρ. .., στον …, και μόνον όταν οι αστυνομικοί του κατέστησαν σαφές ότι γνωρίζουν που έμενε, ποιος ήταν και με τι ασχολείται παραδέχθηκε ότι η κατοικία του ήταν επί της οδού ... ', στη …και ότι εντός αυτής υπήρχαν ναρκωτικά, έσπευσε όμως να χρεώσει αυτά σ'άλλον, όπως και ήδη πράττει, ως προς δε τη δεύτερη (μετά τις πράξεις καλής διαγωγής), διότι και αν συμπεριφέρθηκε καλά μετά την τέλεση των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, η συμπεριφορά του αυτή δεν μπορεί να αξιολογηθεί και να αποτελέσει βάση για την αναγνώριση του αντίστοιχου ελαφρυντικού, δεδομένου ότι δεν αποτελεί προϊόν ελεύθερης επιλογής του, εν όψει της συνεχούς μετά τη σύλληψή του κρατήσεώς του στη φυλακή και της εντεύθεν αδυναμίας για την εκδήλωση αντίθετης συμπεριφοράς". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών, σε μία ποινή κάθειρξης δώδεκα ετών. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος παράβασης του ν. περί ναρκωτικών ουσιών σε βάρος του αναιρεσείοντος, για το οποίο και καταδικάσθηκε σε μία ποινή. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 ΠΚ και 5 παρ. 1 περ. β, ζ και 2 και 20 του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν.2161/1993 και κωδικοποιήθηκε δια ν. 3459/2006 (άρ. 20, 30 - ΚΝΝ), που αναφέρθηκαν, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή ή αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως, του αναιρεσείοντος, α) αιτιολογείται επαρκώς και εμπεριστατωμένα, η προμήθεια - αγορά από άγνωστο πρόσωπο, του οποίου δεν εξακριβώθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας, αντί αδιακρίβωτου τιμήματος, η κατοχή σε συσκευασίες διαφόρων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, στην οικία του αναιρεσείοντος, όχι ως παρακαταθήκη ομοεθνούς του, ούτε προς ιδία αποκλειστική χρήση, που ισχυρίστηκε, αλλά προς πώληση και η πώληση από αυτές τις ποσότητες σε περισσότερα άτομα, κατ'εξακολούθηση, των οποίων αγοραστών τα στοιχεία δεν κατέστησαν γνωστά και επί πλέον δύο ανισοβαρών συσκευασιών κοκαϊνης, συνολικού βάρους 8,6 γραμμαρίων, στον συγκατηγορούμενό του Ε. Π. , συλληφθέντων και των δύο από τα αστυνομικά όργανα επ'αυτοφώρω τη στιγμή της συναλλαγής, αναφέρεται και αιτιολογείται επαρκώς ότι τα κατασχεθέντα χρηματικά ποσά που βρέθηκαν στην κατοχή του αναιρεσείοντος προέρχονται από πώληση ναρκωτικών, ενώ για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκλημάτων της αγοράς, κατοχής ή πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισμός του επιτευχθέντος τιμήματος από κάθε μερικότερη πράξη, καθώς και της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών και του χρόνου των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, γιατί οι νομικοί όροι αγορά και πώληση είναι τόσο εύχρηστοι στην πράξη και έχουν ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια που οπωσδήποτε θεμελιώνει και συνομολόγηση τιμήματος, ενώ ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 469/2012,349, 854, 1103, 1720/2011), β) από την αναφορά στο αιτιολογικό ότι στην κατοχή του αναιρεσείοντος βρέθηκε και κατασχέθηκε χρηματικό ποσό των 920 ευρώ, ενώ αμέσως παρακάτω αναφέρεται ότι το αντίτιμο από την πώληση των ναρκωτικών προς τον β' συγκατηγορούμενό του ήταν 650 ευρώ, δεν υπάρχει αντίφαση, αφού μπορεί να είχε προηγηθεί και άλλη πώληση σε άλλο άγνωστο πρόσωπο, όπως και δέχεται τελικά η προσβαλλόμενη απόφαση, γ) με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκε ο προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί τοξικομανίας αυτού, με ρητή και εκτενή αναφορά του δικαστηρίου και στις αναγνωσθείσες από 15-9-2008 και από 9-1-2009 εκθέσεις ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του νευρολόγου ψυχιάτρου Ι. Π. και του ψυχιάτρου Ι. Ν. (τεχνικού συμβούλου), με πόρισμα του πρώτου ότι δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα εκτίμησης του βαθμού σωματικής και ψυχικής εξάρτησης του κατηγορουμένου, ενώ αντικρούεται πλήρως αιτιολογημένα και χωρίς ενδοιαστικές κρίσεις και το αντίθετο πόρισμα περί τοξικομανίας του αναιρεσείοντος, στο οποίο καταλήγει με την έκθεσή του ο ως άνω δεύτερος πραγματογνώμονας- τεχνικός σύμβουλος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο και ως μάρτυρας υπερασπίσεως, αντικρούεται δε και η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικού, ότι ο α' κατηγορούμενος κατά τη σύλληψή του εμφάνισε συμπτώματα στερητικού συνδρόμου, δ) δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και δη αβεβαιότητα ως προς τη συνεκτίμηση από το δικαστήριο και του ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης (άρ. 178 περ. γ' ΚΠΔ) και δη των από 15-9-2008 και από 9-1-2009 αναγνωσθεισών εκθέσεων ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του νευρολόγου ψυχιάτρου Ι. Π. και του ψυχιάτρου Ι. Ν. , από τη μη ειδική αναφορά αυτών στο προοίμιο του αιτιολογικού, αφού στο προπαρατεθέν αιτιολογικό γίνεται εκτενής και σαφής αναφορά στις δύο αυτές εκθέσεις και στα πορίσματα αυτών, ε) δεν υπάρχει αβεβαιότητα ή αμφιβολία ότι συνεκτιμήθηκε από δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως, όπως ορίζεται από το άρθρο 177 του ΚΠΔ, και η αναγνωσθείσα με αρ. 494/19-3-2009 τοξικολογική έκθεση του εργαστηρίου Ιατροδικαστών Επιστημών Μονάδας Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, έγγραφο που εκδόθηκε μετά από αίτηση του κατηγορουμένου, της οποίας και τα υπέρ της τοξικομανίας του κατηγορουμένου πορίσματα αιτιολογημένα αντικρούονται στις σελίδες 39-41 του αιτιολογικού, στ) από το γεγονός ότι κατ'άρθρο 30 παρ.2, 3 του ΚΝΝ, ορίζεται ότι "η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου (τοξικομανίας) στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ή καταδίκου διαπιστώνεται από το δικαστήριο... ο ενεργών την προανάκριση ή την κυρία ανάκριση διατάσσει υποχρεωτικά την άμεση διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εάν υποβληθεί ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι είναι τοξικομανής, εντός 24 ωρών από τη σύλληψή του ή κατά την αρχική απολογία του . . Οι πραγματογνώμονες εξετάζουν τον κατηγορούμενο αμέσως μόλις τους γνωστοποιηθεί η σχετική παραγγελία και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός 48 ωρών, συντάσσουν δε και υποβάλλουν την έκθεσή τους όσο το δυνατόν ταχύτερα.. ." και από τη μη τήρηση της διαδικασίας αυτής αναφορικά με το χρόνο διεξαγωγής και σύμφωνα με τις διατυπώσεις που ορίζει σχετική κοινή Υπουργική Απόφαση Υπουργών Υγείας, Κοινωνικής Πρόνοιας και Δικαιοσύνης (3982 - 3984/7-10-1987) της προαναφερθείσας δικαστικής πραγματογνωμοσύνης του νευρολόγου ψυχιάτρου Ι. Π. , δεν επήλθεν καμία ακυρότητα της διαδικασίας, αφού από τις παραπάνω διατάξεις δεν προβλέπεται καμία τέτοια ακυρότητα και δη απόλυτη ως κύρωση παράβασης της διαδικασίας αυτής, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων (ΑΠ 1336/2009). Επομένως όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.1 του ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου όταν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ' αυτές. Εάν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 και 2 του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 και κωδικοποιήθηκε δια ν. 3459/2006 (20 παρ.1, 2 ΚΝΝ), για την οποία διώχθηκε και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών ιδίας ποσότητας ινδικής κάνναβης και κοκαϊνης, με χρόνο τελέσεως της παράβασης, από 19-7-2008 έως 9-8-2008, ορίζεται ότι: παρ.1. "Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ τιμωρείται όποιος α)...β) πωλεί, αγοράζει ... γ) .. δ)... ε)... στ).., ζ) κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο .... κ.λπ", παρ.2. "Αν η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους τρόπους από τους προβλεπόμενους στην προηγούμενη παράγραφο, αφορά όμως την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, στον υπαίτιο επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του". Με το νεότερο νόμο 4139/20-3-2013, ορίζονται σχετικά τα παρακάτω στο αντίστοιχο άρθρο αυτού 20. "Διακίνηση ναρκωτικών. 1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών, η καλλιέργεια ή η συγκομιδή οποιουδήποτε φυτού του γένους της κάνναβης, του φυτού της μήκωνος της υπνοφόρου, οποιουδήποτε είδους φυτού του γένους ερυθρόξυλου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου φυτού από το οποίο παράγονται ναρκωτικές ουσίες, η παραγωγή και η εκχύλιση ναρκωτικών ουσιών, η χορήγηση ουσιών για υποκατάσταση της εξάρτησης κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, η διεύθυνση καταστήματος στο οποίο γίνεται εν γνώσει του δράστη συστηματική διακίνηση ναρκωτικών, η χρηματοδότηση, η οργάνωση ή η διεύθυνση δραστηριοτήτων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, η νόθευση ή η κατάρτιση ή η χρησιμοποίηση πλαστής ιατρικής συνταγής για τη χορήγηση ναρκωτικών με σκοπό τη διακίνηση τους, καθώς και η μεσολάβηση σε κάποια από τις πράξεις αυτές. 3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία". Από τη σύγκριση των παραπάνω περισσοτέρων διατάξεων, του άρ. 20 του ΚΝΝ και του νέου άρ.20 του μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ισχύσαντος νέου Ν. 4139/20-3-2013, στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ' αυτές, για επιβολή μίας ποινής για τη διακίνηση ναρκωτικών και την προσθήκη με το νεότερο νόμο, εκτός από τη συνολική εγκληματική δράση του καταδικασθέντος για περισσότερες της μίας μορφές διακίνησης ναρκωτικών και νέων κριτηρίων κατά την επιμέτρηση της μίας ποινής που θα επιβληθεί (όπως ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη επί πλέον το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία) και από την πρόβλεψη με το νέο νόμο μικρότερου κατώτερου ορίου κάθειρξης οκτώ ετών, ενώ ο προηγούμενος και εφαρμοσθείς Ν.3459/2006(άρ.20 παρ.1), προέβλεπε κατώτερο όριο κάθειρξης δέκα ετών, συνάγεται ότι συντρέχει περίπτωση επιεικέστερου και ελαφρότερου νεότερου νόμου, που πρέπει να εφαρμοσθεί από τον Άρειο Πάγο και κατ'αυτεπάγγελτο έρευνα, κατά τα άρθρα 2 ΠΚ και 511 εδάφ. γ του ΚΠΔ και να αναιρεθεί η διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης περί επιβολής στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο μίας ποινής κάθειρξης δώδεκα ετών, σύμφωνα και με συναφή βάσιμο ισχυρισμό του κατηγορουμένου, που ανέπτυξε προφορικά ο συνήγορός του στο ακροατήριο, αλλά και με το κατατεθέν Υπόμνημά του, ώστε να επιμετρηθεί εκ νέου η αρμόζουσα και επιβλητέα σε αυτόν μία ποινή. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή μόνο ως προς τη διάταξη αυτής περί ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος τούτο, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. (άρθρο 519 ΚΠΔ). Τέλος, πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει τη με αρ. 697/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί επιβολής ποινής στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο S. L. του L. . Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 27-9-2012 αίτηση - δήλωση του S. L. του L. , για αναίρεση της με αρ. 697/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση Νόμου περί Ναρκωτικών. Αναιρετικοί λόγοι: 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Από τη μη τήρηση της διαδικασίας αναφορικά με το χρόνο διεξαγωγής και σύμφωνα με τις διατυπώσεις που ορίζει σχετική κοινή Υπουργική Απόφαση της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, δεν επήλθεν καμία ακυρότητα της διαδικασίας, αφού από τις παραπάνω διατάξεις δεν προβλέπεται καμία τέτοια ακυρότητα και δη απόλυτη ως κύρωση παράβασης της διαδικασίας αυτής (ΑΠ 1336/2009). 3. Από τη σύγκριση των περισσοτέρων διατάξεων του αρ. 20 του ΚΝΝ και του νέου αρ. 20 του Ν. 4139/2013, στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ' αυτές, για επιβολή μίας ποινής για τη διακίνηση ναρκωτικών και την προσθήκη νέων κριτηρίων κατά την επιμέτρηση της μίας ποινής που θα επιβληθεί και από την πρόβλεψη με το νέο νόμο μικρότερου κατώτερου ορίου κάθειρξης οκτώ ετών, ενώ ο προηγούμενος και εφαρμοσθείς Ν. 3459/2006 (αρ. 20 παρ.1), προέβλεπε κατώτερο όριο κάθειρξης δέκα ετών, συνάγεται ότι συντρέχει περίπτωση επιεικέστερου και ελαφρότερου νεότερου νόμου, που πρέπει να εφαρμοσθεί κατά τα άρθρα 2 ΠΚ και 511 εδαφ. γ' του ΚΠΔ και να αναιρεθεί αυτεπάγγελτα η διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης περί ποινής, καθ. 12 ετών.
Ναρκωτικά
Ναρκωτικά.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1346/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Θ. Π. του Σ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μαρκαναστασάκη, περί αναιρέσεως της 197/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 463/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 4 του Ν. 4198/11-10-2013 " πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις", 2 και 14 του ΠΚ και 568 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου (11-10-2013), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 (του άνω άρθρου) αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Περαιτέρω, κατά το εδάφ. γ' της παραγρ. 4 του ίδιου άρθρου 8 του ανωτέρω Ν. 4198/11-10-2013 εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167, 189, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 292,309, 334 παράγραφος 3, 372,382 και 390 του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως εξαιρούνται αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις: α) του ν. 2168/1993, β) του άρθρου 6 του ν. 456/1976, γ) της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων(Β'593) και δ) του άρθρου 41 ΣΤ'του ν. 2725/1999". Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ.3 του ΠΚ καθιερωθείσα αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν συνεπιμετρηθεί στη συνολική ποινή, αναφέρονται στις επί μέρους ποινές, (που πρέπει να είναι μέχρι έξι μηνών) έστω και αν έχουν συνεπιμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή, που μπορεί ενδεχομένως να είναι και ανώτερη των έξι μηνών. Επίσης, η ισχύς των διατάξεων του ανωτέρω νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 10 αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, που έγινε στις 11 Οκτωβρίου 2013. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού ή μη της από 15-3-2-13 αιτήσεως, για αναίρεση της με αριθμ. 197/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών, ο αναιρεσείων με την άνω προσβαλλόμενη απόφαση, που δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού εκκρεμεί στο παρόν δικαστήριο του Αρείου Πάγου η κρινόμενη αναίρεση κατ' αυτής, καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης από στρατιωτικό υπόλογο, σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, η οποία μετετράπη προς 3 ευρώ την ημέρα. Η ως άνω ποινή των πέντε μηνών δεν είχε εκτιθεί μέχρι τη δημοσίευση του ανωτέρω νέου νόμου 4198/11-10-2013, η δε κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ 2, 3 του ΚΠΔ. Συνεπώς, αφού η ποινή φυλακίσεως που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, η κρινόμενη περίπτωση αναίρεσης, που συζητήθηκε μεν προ της δημοσίευσης του Ν. 4198/11-10-2013, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί επ'αυτής απόφαση και δεν έχει εκτελεσθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μέχρι 11-10-2013 και η περίπτωση δεν υπάγεται σε καμία από τις παραπάνω αναφερόμενες εξαιρέσεις, δεν μπορεί να εκδικαστεί, γιατί εμπίπτει στις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4198/11-10-2013, ο οποίος, ως επιεικέστερος για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, είναι εφαρμοστέος κατ'άρθρο 511 εδαφ. γ' του ΚΠΔ και αυτεπάγγελτα και πρέπει κατά το νόμο αυτό η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο υφόρον από τον αρμόδιο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, γιαυτό και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης αυτής, για να ενεργήσει ο εν λόγω εισαγγελέας τα νόμιμα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 15-3-2013 αιτήσεως του Θ. Π. του Σ., για αναίρεση της με αριθμ. 197/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση από στρατιωτικό υπόλογο. Άρθρα 147 ΣΠΚ και 375 ΠΚ. Ο Άρειος Πάγος πρέπει, κατά τις διατάξεις του αρ. 8 παρ. 4 εδαφ. α, β, γ του νέου Ν. 4198/11-10-2013, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αναίρεσης, αφού δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα επ' αυτής απόφαση, ώστε κατά την προαναφερθείσα ρητή πρόβλεψη του νόμου να εκδοθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετική πράξη με την οποία θα παραγράφει υφ' όρον την επιβληθείσα ποινή και θα τεθεί από αυτόν στο αρχείο η υπόθεση, μέχρι να περάσει το τιθέμενο χρονικό όριο της μη νέας καταδίκης του αναιρεσείοντος σε ποινή φυλάκισης ανώτερη των έξι μηνών, για νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, τελεσθείσα μέχρι 11-10-2015.
Υπεξαίρεση
Υπεξαίρεση, Απαράδεκτη συζήτηση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1344/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Π. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Αϊβαλιώτη, περί αναιρέσεως της 10359/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με Πολιτικώς ενάγουσα την Α. Α.-Θ., κάτοικο ..., που εμφανίστηκε στο ακροατήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 179/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 4 του Ν. 4198/11-10-2013 " πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις", 2 και 14 του ΠΚ και 568 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου (11-10-2013), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 (του άνω άρθρου) αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Περαιτέρω, κατά το εδάφ. γ'της παραγρ. 4 του ίδιου άρθρου 8 του ανωτέρω Ν. 4198/11-10-2013 εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167, 189, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 292, 309, 334 παράγραφος 3, 372, 382 και 390 του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως εξαιρούνται αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις: α) του ν. 2168/1993, β) του άρθρου 6 του ν. 456/1976, γ) της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων(Β'593) και δ) του άρθρου 41 ΣΤ'του ν. 2725/1999". Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ.3 του ΠΚ καθιερωθείσα αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν συνεπιμετρηθεί στη συνολική ποινή, αναφέρονται στις επί μέρους ποινές, (που πρέπει να είναι μέχρι έξι μηνών) έστω και αν έχουν συνεπιμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή, που μπορεί ενδεχομένως να είναι και ανώτερη των έξι μηνών. Επίσης, η ισχύς των διατάξεων του ανωτέρω νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 10 αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, που έγινε στις 11 Οκτωβρίου 2013. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων με την προσβαλλόμενη με αριθμ. 10359/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού εκκρεμεί στο παρόν δικαστήριο του Αρείου Πάγου η κρινόμενη αναίρεση κατ' αυτής, καταδικάστηκε για τις αξιόποινες πράξεις ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, σε ποινές φυλάκισης τριών μηνών για καθεμία πράξη και σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Η ως άνω ποινή των πέντε μηνών δεν είχε εκτιθεί μέχρι τη δημοσίευση του ανωτέρω νέου νόμου 4198/11-10-2013, η δε κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ 2, 3 του ΚΠΔ. Συνεπώς, αφού η ποινή φυλακίσεως που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, η κρινόμενη περίπτωση αναίρεσης, που συζητήθηκε μεν προ της δημοσίευσης του Ν. 4198/11-10-2013, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί επ' αυτής απόφαση και δεν έχει εκτελεσθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μέχρι 11-10-2013 και η περίπτωση δεν υπάγεται σε καμία από τις παραπάνω αναφερόμενες εξαιρέσεις, δεν μπορεί να εκδικαστεί, γιατί εμπίπτει στις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4198/11-10-2013, ο οποίος, ως επιεικέστερος για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, είναι εφαρμοστέος κατ'άρθρο 511 εδαφ.γ' του ΚΠΔ και αυτεπάγγελτα και πρέπει κατά το νόμο αυτό η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο υφόρον από τον αρμόδιο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, γιαυτό και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης αυτής, για να ενεργήσει ο εν λόγω εισαγγελέας τα νόμιμα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της με αρ. εκθ. 25/1-2-2013 αιτήσεως του Α. Π. του Χ., για αναίρεση της με αριθμ. 10359/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Νοεμβρίου 2013 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση - Ψευδορκία μάρτυρα - Συκοφαντική Δυσφήμηση. Ο Άρειος Πάγος πρέπει, κατά τις διατάξεις του αρ. 8 παρ. 4 εδαφ. α, β, γ του νέου Ν. 4198/11-10-2013, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αναίρεσης, αφού δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα επ' αυτής απόφαση, ώστε κατά την προαναφερθείσα ρητή πρόβλεψη του νόμου να εκδοθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετική πράξη με την οποία θα παραγράφει υφόρον την επιβληθείσα ποινή και θα τεθεί από αυτόν στο αρχείο η υπόθεση, μέχρι να περάσει το τιθέμενο χρονικό όριο της μη νέας καταδίκης του αναιρεσείοντος σε ποινή φυλάκισης ανώτερη των έξι μηνών, για νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, τελεσθείσα μέχρι 11-10-2015.
Ψευδορκία μάρτυρα
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
1
Αριθμός 1351/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 107, 108, 113/2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιά. Με κατηγορούμενο τον Ά. Κ. του Φ., κάτοικο ... που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Μαρούπα και πολιτικώς ενάγουσα την Χ. - Α. Μ. του Κ., κάτοικο ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιατράκο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 16/4 Απριλίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 407/2013. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 εδ. α' του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε, καταδικαστικής ή αθωωτικής, απόφασης οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, του άρθρου 479 παρ.2 του ΚΠΔ, από της καταχωρήσεώς της δηλαδή καθαρογραμμένης στο ειδικά τηρούμενο βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου, και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1,2 ΠΚ, ορίζεται "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού , επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού που μπορεί να γίνει με δύο τρόπους, με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου πάνω στο ίδιο το θύμα. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και η οποία επιδρώντας στο σώμα του παθόντος, αναγκάζει αυτόν να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη, ενώ απειλή βίας είναι κάθε απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος του υφισταμένου την απειλή βίας και που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικείμενου κινδύνου κατ' αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί, ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Για την στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αρκεί και ο ένας τρόπος τελέσεως, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η συνύπαρξη και των δύο τρόπων εξαναγκασμού. Για την κατάφαση δε του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ' ανάγκη το θύμα να αντιστάθηκε ενεργά, αλλά αρκεί ότι η ασελγής πράξη τελείται παρά την αντίθετη βούλησή του, που εξωτερικεύτηκε και έγινε εμφανής στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, και ότι αυτός ασκεί σωματική βία που εξουδετέρωσε τη βούληση του θύματος να αντισταθεί. Έτσι, υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σε αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης. Στην έννοια των διατάξεων αυτών εμπίπτει η χρησιμοποίηση με οποιοδήποτε τρόπο των γεννητικών οργάνων με σκοπό ηδονιστικό, η παρά φύση ασέλγεια, ο στοματικός έρωτας, ο πρωκτικός έρωτας κ.λπ., εφόσον γίνονται με εξαναγκασμό, με την έννοια που αναφέρθηκε παραπάνω. Το έγκλημα του βιασμού διαπράττεται πάντοτε από δόλο, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλο στις παραπάνω πράξεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ο οποίος (δόλος) περιλαμβάνει, ακόμη, την γνώση ότι ο "άλλος" δεν συναινεί στην τέλεση αυτών. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικά όμως προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (κυρωθείσα με το ν. δ. 73/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεώς του. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή περιστατικά από τα οποία να πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο της απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου (Ολ.ΑΠ 3/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και παραδεκτά η κρινόμενη με αρ. εκθ. 16/4-4-2013 αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της με αρ. 107,108,113/2012 προσβαλλόμενης απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς, που κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξεως του βιασμού, κατά πλειοψηφία, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου την 4-3-2013, με αρ. 5, όπως προκύπτει από σχετική βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα πάνω στο σώμα της απόφασης. Όπως δε προκύπτει από τη προσβαλλόμενη με αρ. 107,108,113/2012 απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο Ά. Κ. της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξεως του βιασμού, κατά πλειοψηφία(4 ένορκοι - 3 τακτικοί δικαστές). Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το παραπάνω δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού εκτίμησε τα προσδιοριζόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της πλειοψηφίας τεσσάρων εκ των μελών του, κατά πιστή αντιγραφή, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται στα πρακτικά, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και από την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχθηκαν τα εξής: Η πολιτικώς ενάγουσα Χ. - Α. Μ., κάτοικος ... περί ώρα 15.40 της 2-11-2005 βάδιζε επί της οδού ..., πλησίον της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, στη Νίκαια, έχοντας μόλις αποβιβασθεί από αστικό λεωφορείο, προκειμένου να μεταβεί πεζή στην πλησίον ευρισκόμενη Σχολή Πληροφορικής (Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα), της οποίας ετύγχανε φοιτήτρια. Καθώς βάδιζε επί της ως άνω οδού με κατεύθυνση προς τη Σχολή της, αντελήφθη ένα ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό αυτοκίνητο κλειστού τύπου (κλούβας) και άσπρου χρώματος, το οποίο οδηγούσε ο κατηγορούμενος Ά. Κ., άγνωστος σε αυτήν ως εκείνη τη στιγμή, και, καθώς το όχημα έβαινε με το ρυθμό του βηματισμού της, ο οδηγός του άρχισε να τη φλερτάρει λεκτικά, επιδιώκοντας γνωριμία μαζί της και ζητώντας της να της δώσει το αριθμό του κινητού τηλεφώνου του. Η πολιτικώς ενάγουσα, αν και αρχικά απέκρουσε με αδιαφορία τις λεκτικές παρενοχλήσεις του κατηγορουμένου, στη συνέχεια άρχισε να ανταποκρίνεται. Αποδέχθηκε την πρόσκληση που της απηύθυνε ο κατηγορούμενος να εισέλθει στο αυτοκίνητο που οδηγούσε και έλαβε από αυτόν ένα μικρό κομμάτι χαρτί στο οποίο ο κατηγορούμενος είχε αναγράψει τον αριθμό κλήσεως του κινητού τηλεφώνου του. Όταν έφθασαν στον περιβάλλοντα χώρο του Κατρακείου θεάτρου, στη Νίκαια, ο κατηγορούμενος στάθμευσε το αυτοκίνητο, αποβιβάσθηκε από αυτό και αφού άνοιξε τη συρόμενη πλάγια πόρτα του κλειστού χώρου εναποθέσεως πραγμάτων (κουβουκλίου) του φορτηγού, κατέβασε την πολιτικώς ενάγουσα από τη θέση του συνοδηγού, την οδήγησε εντός του οπίσθιου κλειστού ενιαίου χώρου του φορτηγού και έκλεισε τη συρόμενη πλάγια πόρτα του αυτοκινήτου, μέσα στο κουβούκλιο ο κατηγορούμενος αγκάλιασε την πολιτικώς ενάγουσα και άρχισε να τη φιλάει στο στόμα και τον λαιμό. Ακολούθως, κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχό του και οδήγησε το χέρι της πολιτικώς ενάγουσας στα γεννητικά του όργανα, της ζήτησε δε να του κάνει στοματικό έρωτα, κάτι το οποίο η εγκαλούσα έπραξε. Στη συνέχεια έβγαλε το παντελόνι και το εσώρουχο της πολιτικώς ενάγουσας και κατά τη στιγμή που επρόκειτο να έλθει σε κατά φύση συνουσία μαζί της, αυτή του είπε ότι ήταν παρθένα. Ο κατηγορούμενος έστρεψε την πολιτικώς ενάγουσα, ώστε να έχει έμπροσθεν του το οπίσθιο μέρος της, και έθεσε το εν στύσει πέος του εντός του πρωκτού της, ερχόμενος σε παρά φύση συνουσία μαζί της. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος και η πολιτικώς ενάγουσα ντύθηκαν και αφού ο κατηγορούμενος άνοιξε τη συρόμενη πόρτα, αμφότεροι εξήλθαν από το κουβούκλιο και εισήλθαν στο χώρο των καθισμάτων του κλειστού φορτηγού αυτοκινήτου. Ο κατηγορούμενος αποβίβασε την πολιτικώς ενάγουσα πλησίον της Σχολής της, ζητώντας της να του τηλεφωνήσει για να συναντηθούν εκ νέου. Αυθημερόν, η πολιτικώς ενάγουσα κατήγγειλε το συμβάν στην Αστυνομία (Τ.Α.Νικαίας). Έχοντας τον αριθμό κλήσεως του κινητού τηλεφώνου του κατηγορουμένου, η πολιτικώς ενάγουσα, καθ' υπόδειξη των αστυνομικών, έκλεισε ραντεβού με τον κατηγορούμενο για νέα συνάντησή τους στην πλατεία Αγίου Νικολάου, στη Νίκαια, την επομένη ημέρα. Κατά την καθορισθείσα ώρα συνάντησης, ο κατηγορούμενος έφθασε στην πλατεία με το ως άνω φορτηγό αυτοκίνητο, δεν σταμάτησε όμως, διότι, όπως εξήγησε σε τηλεφωνική κλήση της πολιτικώς ενάγουσας, αυτή "είχε πάει (εκεί) με παρέα". Η σύλληψη, τελικά, του κατηγορουμένου έλαβε χώρα στην εταιρεία εμπορίας ειδών υγιεινής, που έχει την έδρα της στον ... με την επωνυμία "ΒΙΟΣΠΙΡΑΛ Α.Ε.", στην οποία εργαζόταν ο κατηγορούμενος, κατά την ώρα της ολοκλήρωσης της βάρδιας του, άμα τη επιστροφή του, για να αφήσει το ως άνω φορτηγό αυτοκίνητο, του οποίου τον αριθμό κυκλοφορίας (...) είχαν συγκρατήσει οι αστυνομικοί που, προηγουμένως, με πολιτική περιβολή βρίσκονταν στην πλατεία του Αγίου Νικολάου εν αναμονή της προσελεύσεως εκεί του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος αποδέχεται ότι ήλθε σε σαρκική παρά φύση επαφή με την πολιτικώς ενάγουσα, πλήν όμως ισχυρίζεται ότι τούτο συνέβη με τη θέλησή της και ότι περαιτέρω όλα όσα (κατά τα άνω) συνέβησαν μεταξύ τους ήταν προϊόν της ελεύθερης επιλογής της. Κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, περί συναινέσεως της πολιτικώς ενάγουσας, ελέγχεται ως βάσιμος. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος επεβίβασε την πολιτικώς ενάγουσα στο όχημα το οποίο χρησιμοποιούσε λόγω της εργασίας του και έφερε πλήρη τα στοιχεία της εργοδότριάς του εταιρείας (επωνυμία, έδρα, τηλέφωνο επικοινωνίας), ότι έδωσε στην πολιτικώς ενάγουσα τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, ότι, μετά την πράξη, επέστρεψε την πολιτικώς ενάγουσα πλησίον της Σχολής της, όπου και την αποβίβασε, ζητώντας της μάλιστα να του τηλεφωνήσει για να ξαναβρεθούν και ότι ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της πολιτικώς ενάγουσας να συναντηθούν εκ νέου, συνιστούν στοιχεία συμπεριφοράς μη συνάδουσας σε συμπεριφορά προσώπου που απεφάσισε και διέπραξε βιασμό. Εν όψει της συναινέσεως της πολιτικώς ενάγουσα στην παρά φύση συνουσία και τις λοιπές ερωτικές πράξεις, δεν στοιχειοθετείται η αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη του βιασμού και επομένως αυτός πρέπει να κηρυχθεί αθώος της εν λόγω πράξεως, όπως περιγράφεται ειδικότερα στο διατακτικό". Με βάση τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε κατά πλειοψηφία αθώο τον κατηγορούμενο για το βιασμό της παθούσας πολιτικώς ενάγουσας που κατηγορείτο, περιέλαβε ελλιπή αιτιολογία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το απαλλακτικό ως παραπάνω αιτιολογικό αυτής, δεν εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν και σημειώνονται στα πρακτικά δεν επαρκούν για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου και δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη μη συνδρομή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της άνω αξιόποινης πράξης του βιασμού. Πλέον συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι δεν διαπράχθηκε βιασμός, διότι αποδείχθηκε ότι η πράξη της παρά φύση συνουσίας με πεολειχία και πρωκτικό έρωτα του κατηγορουμένου έγινε με τη συναίνεση της φοιτήτριας παθούσας, μέσα στο ΙΧΦ αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, ενώ δεν εξηγεί επαρκώς πώς συναίνεσε η παθούσα σε τέτοιες πράξεις, που μόλις πριν λίγο είχε γνωριστεί και είχε πεισθεί και είχε επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο του αγνώστου αυτής κατηγορουμένου, δεν αξιολογεί την αντίθετη κατάθεση αυτής, περί οδηγήσεώς της, αντί στη Σχολή της που της υποσχέθηκε και αυτή επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο, σε άγνωστο ερημικό μέρος, περί εξαναγκασμού της με σωματική βία ακουσίως να ανεχθεί ή να επιχειρήσει παρά φύση συνουσία και για ανοχή της από φόβο, την οποία (κατάθεση) δεν αναιρεί πειστικά, δεν εξηγεί την ψυχική κατάσταση της παθούσας, που δύο εβδομάδες μετά το γεγονός προέβη σε απόπειρα αυτοκτονίας και μετά παρακολουθήθηκε από ψυχίατρο (όπως η ίδια και η μητέρα της κατέθεσαν στο ακροατήριο) και για ποίο λόγο προέβη αυτή σε μία τέτοια σοβαρή καταγγελία βιασμού από το μέχρι τότε άγνωστό της κατηγορούμενο σε βάρος της, μάλιστα με στοματικό και πρωκτικό έρωτα, που την εκθέτει ηθικά και κοινωνικά, χωρίς μάλιστα να αναφέρει το δικαστήριο ότι προέκυψε κάποιος λόγος ή κίνητρο που να δικαιολογεί την υποβολή μίας τέτοιας ψευδούς καταγγελίας στην Αστυνομία Νίκαιας, αυθημερόν μάλιστα αμέσως μετά τις εν λόγω πράξεις του κατηγορουμένου. Περαιτέρω η αναφορά στο αιτιολογικό, ως επιχειρημάτων υπέρ της εκδοχής συναίνεσης της παθούσας σε συνουσία, ότι ο κατηγορούμενος επιβίβασε την πολιτικώς ενάγουσα στο όχημα της εργασίας του που έφερε πλήρη τα στοιχεία της εργοδότριάς του εταιρείας και ότι της έδωσε τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, δεν κρίνονται ως πειστικά, διότι αυτά έγιναν στην αρχή που πράγματι η παθούσα με τη θέλησή της επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, που είδε θετικά την λεκτική ερωτική προσέγγισή της, αλλά αργότερα αυτή, όπως κατέθεσε, όταν οδηγήθηκε σε ερημικό μέρος αρνήθηκε σαφώς κάθε σεξουαλική επαφή μαζί του που της ζητήθηκαν επίμονα και δε σημαίνουν τα παραπάνω στοιχεία συναίνεσης σε γνωριμία, και διάθεση της παθούσας και συναίνεση αυτής να συνάψει ερωτική επαφή και να υποστεί άμεσα την ίδια ημέρα και μάλιστα μέσα στο αυτοκίνητο παρά φύση συνουσία. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ σχετικός μοναδικός λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθμ. 107,108,113/2012 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Και. Παραπέμπει την υπόθεση(έφεση) του κατηγορουμένου Ά. Κ. του Φ., για νέα συζήτηση στο ίδιο παραπάνω δευτεροβάθμιο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως αυτήν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βιασμός. Δέχεται αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα ΑΠ κατά αθωωτικής (4-3) απόφασης ΜΟΕ ως βάσιμη. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα ΑΠ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αθωωτικής απόφασης.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Βιασμός, Απόφαση αθωωτική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1340/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Σ. Μ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ντάλτα, περί αναιρέσεως της 2718/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ε. Π., κάτοικο ..., η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο και 2) Μ. Ν.-Μ. του Κ., κάτοικο ..., που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κιαουλιά Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιανουαρίου 2013 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 178/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παραστάντων διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η από 24-1-2013 αίτηση - δήλωση της Σ. Μ. για αναίρεση της 2718/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 1 του ΚΠΔ το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάση της δίκης. Ήτοι πριν από την έναρξη της συζητήσεως εξετάζεται εάν η εισαχθείσα σ' αυτό υπόθεση, όπως εκτίθεται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή όταν εισήχθη με απ' ευθείας κλήση στο κλητήριο θέσπισμα, υπάγεται κατά τα άρθρα 110 έως 115 ΚΠΔ στην καθύλην αρμοδιότητά του. Μετά την έναρξη της συζητήσεως η καθύλην αρμοδιότητα εξετάζεται με βάση τα δεδομένα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Έτσι, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, εάν κατά την πρόοδο της δίκης, από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, κατά την κρίση του, τελέσεως κακουργήματος αντί πλημμελήματος που εισήχθη, θα πράξει κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ ότι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Άρα αν προκύπτουν στο ακροατήριο επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας για κακούργημα, χωρίς να δεσμεύεται από τον δοθέντα στην πράξη χαρακτηρισμό από τον εισαγγελέα κατά την άσκηση της ποινικής διώξεως, θα χαρακτηρίσει την πράξη ως κακούργημα, θα κηρυχθεί αναρμόδιο και θα παραπέμψει την υπόθεση ανάλογα, στο ΜΟΔ ή στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Η απόφαση που παραπέμπει στο αρμόδιο ανώτερο δικαστήριο, επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και η εισαγωγή σε δίκη γίνεται με κλήση του εισαγγελέα που πρέπει να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα . Όταν δε η παραπεμπτική απόφαση υπόκειται σε έφεση και ασκηθεί έφεση επί του ζητήματος της αναρμοδιότητας, η επί της εφέσεως απορριπτική απόφαση επέχει αυτή θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και τότε ο κατηγορούμενος παραπέμπεται να δικαστεί στο αρμόδιο δικαστήριο για κακούργημα, δυνάμει τελεσιδίκου αποφάσεως που η τελευταία επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και η οποία θα πρέπει απλώς να αναφέρεται στην επιδιδόμενη στη συνέχεια κλήση του κατηγορουμένου από τον εισαγγελέα προς εμφάνισή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Ήτοι η παραπεμπτική απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, χωρίς δυνατότητα έρευνας της ύπαρξης ή όχι σοβαρών ενδείξεων, γιατί αυτές θεωρούνται δεδομένες. Περαιτέρω, το δικαστήριο που κηρύσσεται αναρμόδιο καθύλην, ενεργεί ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, η απόφαση δε αυτή υπόκειται στο ένδικο μέσο της έφεσης (άρθρο 462, 463, 487 ΚΠΔ), όχι πλέον και της αναίρεσης κατ'άρθρο 504 παρ. 2 ΚΠΔ, μετά την κατάργηση του άρ. 482 ΚΠΔ, δια του άρ. 34 περ.γ' του ν. 3904/2010. Κατά της εκδιδόμενης κλήσης παραπομπής στο ακροατήριο δεν χωρεί πλέον νέα προσφυγή του κατηγορουμένου και αν δεν έχει ακόμα διενεργηθεί κυρία ανάκριση εισάγεται στο ακροατήριο και δεν είναι αναγκαίο προηγούμενα η υπόθεση να διαβιβασθεί στον εισαγγελέα προκειμένου να παραγγελθεί κυρία ανάκριση και να ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου, για την αποδιδόμενη σ' αυτόν βαρύτερη πλέον κακουργηματική πράξη, κατά άρθρα 246 παρ. 3, 270 και 308 ΚΠΔ, ούτε να ασκηθεί συμπληρωματική δίωξη, χωρίς να παραβιάζονται από την παράλειψη αυτή τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου (βλ. ΑΠ 818/2011). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι όταν οποιοδήποτε πολυμελές ποινικό δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση που έχει παραπεμφθεί ενώπιόν του, επειδή από τη συζήτηση προέκυψε βαρύτερος χαρακτηρισμός της πράξης, οπότε το έγκλημα υπάγεται στην καθύλην αρμοδιότητα ανωτέρου δικαστηρίου, ήτοι η αποδοχή βαρύτερης μορφής εκείνης της κατηγορηθείσας - διωχθείσας από τον εισαγγελέα πράξης και χωρίς σχετική δίωξη, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Κατά δε το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται έως ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, ενώ κατά το άρθρο 176 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο και των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κυρίας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προταθεί αλλά ούτε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως. Αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, για τη διερεύνηση σχετικού λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, παραπέμφθηκε με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικαστεί για τα πλημμελήματα της απάτης και της πλαστογραφίας. Με την 59939/21-10-2011 απόφασή του το άνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθύλην για την κατηγορία της πλαστογραφίας, κρίναν ότι συντρέχει η πράξη αυτή σε βαθμό κακουργήματος και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Κατά της ως άνω απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η προαναφερόμενη κατηγορουμένη άσκησε την από 31-11-2011 με αρ. 4029/2011 έφεση η οποία δικάσθηκε από το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το τελευταίο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 12138/22-12-2011 απόφασή του, με την παραδοχή ότι πράγματι η αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη-εκκαλούσα αξιόποινη πράξη είναι κακούργημα, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ανωτέρω έφεση της κατηγορουμένης. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών η κατηγορούμενη άσκησε αίτηση αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε με τη με αρ. 842/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου ως απαράδεκτη και έτσι η ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση κατέστη αμετάκλητη. Στη συνέχεια, η κατηγορουμένη παραπέμφθηκε με την ΒΩΤ 1738/11-6-2011 επιδοθείσα σε αυτή κλήση του εισαγγελέα Εφετών για να δικαστεί στο αρμόδιο καθύλην Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, στο οποίο η κατηγορουμένη πρόβαλε ακυρότητα της παραπάνω κλήσης και ακυρότητα λόγω μη τήρησης της προδικασίας κυρίας ανάκρισης, γιατί δεν αναφέρονταν σε αυτή τη κλήση της η παραπεμπτική απόφαση και γιατί δεν είχε προηγηθεί κυρία ανάκριση και απολογία αυτής σε Ανακριτή, ενώ στην κλήση αυτή αναφέρεται η πρωτόδικη παραπεμπτική απόφαση(53266,56659,59939/2011), που επικυρώθηκε από το Εφετείο, που απέρριψε ως αβάσιμη σχετική έφεση της κατηγορουμένης. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την 4920/2012 απόφασή του απέρριψε την ως παραπάνω προβληθείσα ένσταση της κατηγορουμένης και στη συνέχεια κήρυξε ένοχη αυτή ηθικής αυτουργίας σε πράξη υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (συμβολαιογραφικά ειδικά πληρεξούσια) και απάτης κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία, υπό εντολοδόχου, με ζημία της εγκαλούσας Ε. Π., υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ενώπιον του επιληφθέντος σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν εφέσεως της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η εκκαλούσα πρόβαλε εκ νέου τον ίδιο ως παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό ακυρότητας της κλήσης, που άσκησε και με ειδικό λόγο έφεσης, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με αρ. 2718/2012 απόφασή του απέρριψε ομοίως με την ίδια ως παραπάνω αιτιολογία τις ενστάσεις αυτές, κρίνασα επί πλέον ότι η γενόμενη στο πρωτοβάθμιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων παραπομπή είχε καταστεί αμετάκλητη και η επιδοθείσα στην κατηγορουμένη κλήση που ανέφερε τον αριθμό της πρωτόδικης και επικυρωθείσας από το Εφετείο παραπεμπτικής απόφασης ήταν έγκυρη. Ειδικότερα με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν, κατά πλειοψηφία (4-1), οι προβληθέντες ως παραπάνω ισχυρισμοί της εκκαλούσας κατηγορουμένης με την παρακάτω αιτιολογία: "Κατά το άρθρ. 321 § § 2,4 Κ.Π.Δ. η κλήση για την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (κατ' άρθρ. 320 του ίδιου κώδικα), ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα κατά τα λοιπά, πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήτριο θέσπισμα ... Η τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Αφετέρου, κατά το άρθρ. 120 § § 1 και 2 Κ.Π.Δ. το Δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ' ύλη αρμοδιότητά του σε κάθε στάση της δίκης, όταν δε, κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή ενεργεί ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρ. 313 Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι όταν οποιοδήποτε πολυμελές ποινικό Δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση που έχει παραπεμφθεί σ' αυτό επειδή από τη συζήτηση προέκυψε βαρύτερος χαρακτηρισμός της πράξης, οπότε το έγκλημα υπάγεται στην καθ' ύλη αρμοδιότητα ανώτερου Δικαστηρίου, οφείλει να κηρύξει την αναρμοδιότητά του και να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο που αυτό κρίνει ως αρμόδιο, η δε σχετική απόφασή του επέχει θέση, στην περίπτωση αυτή, παραπεμπτικού βουλεύματος, και υπόκειται στα ένδικα μέσα που προβλέπονται γι' αυτό (ΑΠ 290/2010, ΑΠ 1310/2009, ΑΠ 2454/2003). Αν ασκηθεί επιτρεπόμενο ένδικο μέσο κατά της απόφασης περί παραπομπής, δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο παραπομπής πριν από το αμετάκλητο (βλ. και άρθρ. 314 ΚΠΔ). Η απόφαση περί παραπομπής κοινοποιείται στον τυχόν απόντα κατά την απαγγελία της κατηγορούμενο μαζί με κλήση του εισαγγελέα (άρθρ. 320), κατά δε της κλήσης αυτής δεν επιτρέπεται προσφυγή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η κατηγορουμένη, είχε αρχικά παραπεμφθεί στο ΣΤ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών για να δικαστεί για τις πράξεις α) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατά συρροή, με χρήση, β) πλαστογραφίας από κοινού με χρήση και κατά μόνας κατ' εξακολούθηση με χρήση, και γ) απάτης κατ' εξακολούθηση το Δικαστήριο αυτό, κατά την ακροαματική διαδικασία, έκρινε ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας είχε τελεστεί σε βαθμό κακουργήματος και γι' αυτό με την υπ' αριθ. 59939/21-10-2011 απόφασή του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής η κατηγορουμένη άσκησε έφεση, την οποία όμως το Εφετείο (Β' Τριμ. Κακ.) με την υπ' αριθ.12138/2011 απόφαση του απέρριψε κατ' ουσία, αφού δέχτηκε ότι ορθά η ως άνω πράξη της πλαστογραφίας χαρακτηρίστηκε ως κακούργημα και ορθά παραπέμφθηκε στο εν λόγω Δικαστήριο, επίσης δε, διαβίβασε τη δικογραφία στην Εισαγγελία Εφετών για την εισαγωγή της υπόθεσης στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής του Εφετείου η κατηγορουμένη άσκησε αναίρεση που όμως απορρίφθηκε με την υπ' αρ. 842/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, για το λόγο ότι ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν δικαιούταν στην άσκησή της μετά την κατάργηση του άρθρ. 482 Κ.Π.Δ. με το άρθρ. 34 περ. γ' του ν.3904/2010, οπότε η υπ' αριθ. 59939/2011 παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατέστη αμετάκλητη. Συνακόλουθα η από 11-6-2012 κλήση που επιδόθηκε στην κατηγορουμένη για την εκδίκαση της υπόθεσης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν έγκυρη αφού ανέφερε τον αριθμό της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης, δεν ήταν δε απαραίτητο να αναφέρει και τον αριθμό της εφετειακής απόφασης όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η κατηγορουμένη. Επίσης, εφόσον η παραπεμπτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, ορθά τούτο αποφάνθηκε για την αναρμοδιότητά του και ορθά παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο και δεν χρειαζόταν (άρθρ. 120 § 2 Κ.Π.Δ.), διενέργεια κύριας ανάκρισης (βλ. ως άνω νομολογία του Αρείου Πάγου). Επομένως πρέπει να απορριφθεί η ένσταση της κατηγορουμένης για ακυρότητα της διαδικασίας, να παύσει όμως από τούδε οριστικά η ποινική δίωξη για τα εγκλήματα (πλημμελήματα) της ηθικής αυτουργίας σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως που φέροντας ότι τελέστηκαν στις 18-8-04, 4-9-04 και 23-9-04 και της απάτης, που φέρεται ότι τελέστηκε στις 28-9-04, λόγω του ότι από τον χρόνο της τέλεσης τους μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου πέρασε χρονικό διάστημα οκτώ ετών (άρθρ. 111 § 3, 113 § 3 ΠΚ, 370 περ. β' ΚΠΔ), και επομένως οι πράξεις αυτές παραγράφηκαν". Η παραπάνω αιτιολογία απόρριψης είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και ορθή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και λόγω μη διάταξης και μη διενέργειας κυρίας ανάκρισης, που έπρεπε κατ'αυτήν να διαταχθεί λόγω της κακουργηματικής μορφής της πράξεως, δεν παραβιάσθηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης κατά την προδικασία και δεν εχώρησε απόλυτη ακυρότητα κατ' αυτήν (προδικασία) και ο εν λόγω συναφής πρώτος λόγος αναίρεσης,( όπως ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και ορθότερα υπερβάσεως εξουσίας, κατ' αυτεπάγγελτο έρευνα), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ορθά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών παρέπεμψε την κατηγορουμένη για την φέρουσα χαρακτήρα κακουργήματος αξιόποινη πράξη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως αρμοδίου καθύλην κατ' εφαρμογή των άρθρων 119 και 120 παρ.2 του ΚΠΔ, οι οποίες ρητά και αδιακρίτως επιβάλλουν την παραπομπή αυτή και χωρίς την ενέργεια προηγουμένως κυρίας ανάκρισης ή απολογίας (ανακριτικής) του κατηγορουμένου, η δε παραπομπή αυτή, μετά έκδοση απορριπτικών αποφάσεων σχετικής εφέσεως και αναιρέσεως από το Τριμελές Εφετείο και τον Άρειο Πάγο αντίστοιχα, κατέστη αμετάκλητη και έτσι, η εισαγωγή και εκδίκαση της κακουργηματικής αυτής κατηγορίας, ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία, ενώπιον του Τριμελούς και στη συνεχεία ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δεν πάσχει καμία ακυρότητα. Η παραπεμπτική δε ως άνω απόφαση επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, χωρίς δυνατότητα έρευνας της ύπαρξης ή όχι σοβαρών ενδείξεων, γιατί αυτές θεωρούνται δεδομένες. Περαιτέρω, το δικαστήριο που κηρύσσεται αναρμόδιο, ενεργεί ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, η απόφαση δε αυτή, η συγκεκριμένη 59939/21-10-2011 παραπεμπτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, υπέκειτο(τότε) στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (άρθρο 462, 463, 487 και 504 παρ. 2 ΚΠΔ), τα οποία η κατηγορουμένη άσκησε και τα οποία απορρίφθηκαν κατά τα παραπάνω. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 αρ. 1 του ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση", ενώ κατά την παρ. 3 εδ. α' του ιδίου άρθρου 216 όπως αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999, "αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 - 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ." Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. [ Το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε ως άνω στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ενώ το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με το άρ. 25 του ν. 4055/2012]. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται αντικειμενικά μεν η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, από τον υπαίτιο είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με τη θέση της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου) που να το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου, υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποφυγή της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύθηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πράξεως και την κατάφαση του κακουργηματικού χαρακτήρα αυτής, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός της περιουσιακής μεταθέσεως στην οποία απέβλεψε ο δράστης επιτεύχθηκε ή όχι, ή ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Διαφορετικά, αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 2718/2012 απόφασής του, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πλειοψηφία, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει και ειδικότερα από τις ένορκες στο ακροατήριο καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, και την απολογία της κατηγορουμένης και από την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη στον …στις 18-8-2004 και 4-9-2004 και στην …στις 23-9-2004 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, χρησιμοποιώντας πειθώ, φορτικότητα και ψυχολογική πίεση με τη συνεχή παρουσία της, έπεισε μια γυναίκα μεσήλικα, τα στοιχεία της οποίας δεν εξακριβώθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία, να διαπράξει το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος. Ειδικότερα, αφού προηγουμένως με τον ίδιο τρόπο κατά τις ως άνω ημερομηνίες είχε πείσει την ίδια γυναίκα να διαπράξει το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατά συρροή, με το να παραστήσει εν γνώσει ψευδώς στη συμβολαιογράφο Πειραιώς Μ. Ν. - Μ. (ανωτέρω α' μάρτυρα και πολιτικώς ενάγουσα) ότι ονομάζεται Ε. Π. του Κ. και της Α., ότι είναι σμήναρχος υγειονομικού στο Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, κάτοικος ..., οδός ... (που στην πραγματικότητα είναι η διεύθυνση της κατηγορουμένης), με αριθμό δελτίου ταυτότητας ... και ΑΦΜ ... της Δ.Ο.Υ. Ν. Ψυχικού, και ότι επιθυμεί να παρέχει ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα για τραπεζικές συναλλαγές και κατάρτιση δανειακών συμβάσεων με τράπεζες προς την εντολοδόχο κατηγορουμένη, παρέπεισε την εν λόγω συμβολαιογράφο και την εξαπάτησε να προβεί στη σύνταξη τριών ειδικών πληρεξουσίων, που καταρτίστηκαν τα δύο πρώτα στο συμβολαιογραφείο της και το τρίτο στην Ηλιούπολη Αττικής, και έκδοση αντιγράφων τους, στα οποία πέτυχε να βεβαιωθούν αναληθή περιστατικά, και συγκεκριμένα δικαιοπρακτική δήλωση προερχόμενη δήθεν από την αληθινή Ε. Π. (εγκαλούσα και επίσης πολιτικώς ενάγουσα), γνωστή της κατηγορουμένης, στην οποία είχε σε προγενέστερο χρόνο παραδώσει τα προαναφερόμενα στοιχεία της, δηλαδή φωτοαντίγραφο της στρατιωτικής ταυτότητάς της επικυρωμένο από την υπηρεσία της και εκκαθαριστικά της Εφορίας για λίγες ημέρες, προκειμένου η κατηγορουμένη να μπορέσει να διαπραγματευθεί για τον εαυτό της αλλά στο όνομα της εγκαλούσας κάποια μικρά προσωπικά-καταναλωτικά δάνεια, και ειδικότερα ότι αυτή (Π.) α) στο υπ' αριθ. .../18-8-2004 πληρεξούσιο δήθεν παρέχει ως εντολέας στην εντολοδόχο κατηγορουμένη την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβαίνει ενώπιον οποιασδήποτε Τράπεζας στην ελληνική επικράτεια σε είσπραξη δίγραμμων τραπεζικών επιταγών, ανάληψη από καταθετικούς και δανειακούς λογαριασμούς της εγκαλούσας, όπως τον δανειακό λογαριασμό της στην τράπεζα EUROBANK με αριθμό ... και να υπογράφει αιτήσεις δανείων, να συνάπτει δανειακές συμβάσεις και να εκταμιεύει τα εγκεκριμένα ποσά, β) στο υπ' αριθ. .../4-9-2004 πληρεξούσιο ομοίως ότι της παρέχει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να υπογράψει στο όνομα και για λογαριασμό της εγκαλούσας σύμβαση καταναλωτικού δανείου ποσού μέχρι 30.000 € με την Τράπεζα Πειραιώς, με τις προϋποθέσεις που ορίζει η Τράπεζα, και να εισπράξει η ίδια (κατηγορουμένη) ως εντολοδόχος το ποσό του δανείου, και γ) στο υπ' αριθ. .../23-9-2004 πληρεξούσιο ομοίως ότι της παρέχει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να υπογράψει στο όνομα και για λογαριασμό της εγκαλούσας τη σύμβαση της εκταμίευσης εγκριθέντος προσωπικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, ποσού 9.000 € από οποιοδήποτε υποκατάστημα της Τράπεζας EUROBANK και να εισπράξει η κατηγορουμένη, ως εντολοδόχος, το ποσό του δανείου, έγγραφα τα οποία χρησιμοποίησε μετά η κατηγορουμένη στις αντίστοιχες τράπεζες στην Αθήνα για να εξαπατήσει τους υπαλλήλους τους σχετικά με τα ανωτέρω αναληθή περιστατικά, που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες εις βάρος της εγκαλούσας ως οφειλέτριας από τα εν λόγω δάνεια, (οι πράξεις δε αυτές, ως πλημμελήματα, έχουν ήδη παραγραφεί, κατά τα άνω, λόγω παρόδου οκταετίας), στη συνέχεια η κατηγορουμένη παρέπεισε με τον ως άνω τρόπο την ίδια άγνωστη στην ανάκριση και στο Δικαστήριο γυναίκα να θέσει κατ' ελεύθερη απομίμηση στα πρωτότυπα έγγραφα ειδικά πληρεξούσια, αυθαίρετα και χωρίς εντολή και έγκριση της εγκαλούσας, στη θέση της εντολέως, την υπογραφή της (Ε. Π.), παρουσιάζοντας έτσι ότι δήθεν η εγκαλούσα εκδήλωσε μονομερώς η ίδια ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου τη δήλωση βουλήσεώς της σε κάθε ειδικό πληρεξούσιο με έγκυρη και απρόσβλητη εντολή και πληρεξουσιότητα προς την κατηγορουμένη, όπως προαναφέρθηκε, πριν από την υπογραφή των εγγράφων αυτών από τη συμβολαιογράφο, η οποία στη συνέχεια, εξαπατηθείσα, έθεσε σ' αυτά εν αγνοία της τη γνήσια υπογραφή της. Στις πράξεις δε αυτές της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση η ανωτέρω γυναίκα προέβη με σκοπό να παραπλανήσει τη συμβολαιογράφο και εν συνεχεία τους αρμόδιους υπαλλήλους των τραπεζών EUROBANK και Πειραιώς, με τη χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων για το ότι δήθεν η εγκαλούσα εκδήλωσε έγκυρα την ανωτέρω δήλωση βουλήσεως της προς τις αντίστοιχες αναφερόμενες τράπεζες, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες αστικές συνέπειες εις βάρος της εγκαλούσας, ως συναλλαχθείσας με τις εν λόγω τράπεζες βάσει των ως άνω πληρεξουσίων εγγράφων και των εντολών που περιείχαν, δια της κατηγορουμένης ως εντολοδόχου. Περαιτέρω, η κατηγορουμένη προέβη στη χρήση των πλαστών εντολών και υφαρπαχθέντων ως άνω ειδικών πληρεξουσίων λαμβάνοντας επικυρωμένα αντίγραφα από την ως άνω συμβολαιογράφο και παρουσιάζοντάς τα στις αντίστοιχες Τράπεζες για τραπεζικές συναλλαγές της, και ειδικότερα α) αντίγραφο του υπ' αριθ. .../18-8-2004 πληρεξουσίου προσκόμισε στην τράπεζα EUROBANK ΑΕ και υπέγραψε την από 21-9-2004 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ποσού 7.000 € ως πληρεξούσια της φερόμενης ως εντολίδας της - δανειολήπτριας Ε. Π., β) αντίγραφο του υπ' αριθ. .../4-9-2004 πληρεξουσίου προσκόμισε στην Τράπεζα Πειραιώς και υπέγραψε, με την ίδια ιδιότητα, την από 6-9-2004 σύμβαση δανείου και γ) αντίγραφο του υπ' αριθ. .../23-9-2004 πληρεξουσίου προσκόμισε στην τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS ΑΕ και υπέγραψε με την ως άνω ιδιότητα την από 28-9-2004 σύμβαση προσωπικού - καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας της EUROBANK - MASTERCARD για δάνειο ποσού 9.000 €. Με τις πράξεις της αυτές η άγνωστη γυναίκα είχε σκοπό να προσπορίσει στην κατηγορουμένη, βλάπτοντας τρίτον, παράνομο περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο ποσό των 31.000 €, αφού από το δάνειο των 30.000 € ποσό 15.000 € δόθηκε σε εξόφληση ισόποσου παλαιότερου δανείου της εγκαλούσας, δηλαδή το συνολικό όφελος της κατηγορουμένης και η αντίστοιχη ζημιά της εγκαλούσας ανήλθε στο ποσό των (7.000 + 15.000 + 9.000) " 31.000 €, που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 €. Από την επανειλημμένη τέλεση των ανωτέρω πράξεων και την υποδομή που είχε διαμορφώσει η συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά και η κατηγορουμένη, που χρησιμοποίησε τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα, προκύπτει σκοπός της δεύτερης για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της πρώτης προς διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Περαιτέρω, στον …στις 10-11-2004 με πρόθεση προκάλεσε στη Δ. Π., που ήταν υπάλληλος της ως άνω συμβολαιογράφου Μαρίας Ν. - Μ., την απόφαση να τελέσει το έγκλημα της πλαστογραφίας, πράξη που τέλεσε η υπάλληλος αυτή εξαιτίας της πειθούς και φορτικότητας που της άσκησε η κατηγορουμένη, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι της παρείχε επί πολλά χρόνια οικονομική βοήθεια, έναντι μελλοντικής μεταβίβασης σ' αυτήν (κατηγορουμένη) ακίνητης περιουσίας την οποία η Δ. Π. είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Συγκεκριμένα, η Δ. Π., έχοντας στην κατοχή της, ως υπάλληλος της ανωτέρω συμβολαιογράφου, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της τελευταίας και σε ηλεκτρονική μορφή το προαναφερόμενο υπ' αριθ. .../23-9-2004 ειδικό πληρεξούσιο, που ήταν προϊόν υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, όπως προκτέθηκε, με δόλο, αφού το χρησιμοποίησε ως υπόδειγμα, κατάρτισε πρώτα σε ηλεκτρονική μορφή κειμένου και με τον ίδιο αριθμό και ημερομηνία, νέο εξαρχής ειδικό πληρεξούσιο, στο οποίο ανέγραψε αναληθώς ότι παρουσιάστηκε στην ως άνω συμβολαιογράφο η εγκαλούσα Ε. Π., με τα προαναφερόμενα στοιχεία ταυτότητας και ιδιότητες και δήλωσε ότι διορίζει ειδική πληρεξούσια και αντίκλητό της την κατηγορουμένη, προς την οποία παρέχει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να υπογράφει στο όνομα και για λογαριασμό της (εγκαλούσας) ως πρωτοφειλέτη, τη σύμβαση εκταμίευσης οποιουδήποτε εγκριθέντος προσωπικού τοκοχρεωλυτικού δανείου από οποιοδήποτε κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας, με τις προϋποθέσεις χορήγησης τέτοιων δανείων από αυτήν, καθώς και άλλες εντολές που αναφέρονται στο διατακτικό, στο τέλος του κειμένου έγραψε τις λέξεις "Η εντολέας", "Η συμβολαιογράφος", και αφού εκτύπωσε σε λευκό χαρτί το νέο αυτό πληρεξούσιο, αυθαίρετα και χωρίς την εντολή της παραπάνω συμβολαιογράφου, με δόλο έθεσε ιδιοχείρως α) στο άνω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας αποτύπωμα της σφραγίδας της συμβολαιογράφου με τη διεύθυνσή της, τους αριθμούς τηλεφώνου και φαξ και τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, β) χαρτοσήμανση στο αριστερό περιθώριό της και μετά σφράγισε το έγγραφο με αποτύπωση της επίσημης στρογγυλής σφραγίδας της συμβολαιογράφου 1) στη χαρτοσήμανση της πρώτης σελίδας, 2) μεταξύ των δύο φύλλων του εγγράφου, 3) στο δεξιό κάτω άκρο της δεύτερης σελίδας του θέτοντας και δυσανάγνωστη μονογραφή της ίδιας συμβολαιογράφου, και 4) στο τέλος του κειμένου στην τέταρτη σελίδα του εγγράφου, θέτοντας συγχρόνως αυθαίρετα χειρόγραφη δυσανάγνωστη υπογραφή της ως υπογραφή της συμβολαιογράφου, και αφού έθεσε αποτύπωμα της σφραγίδας του ακριβούς αντιγράφου της ίδιας συμβολαιογράφου, ανέγραψε τη λέξη "αυθημερόν" και κάτω από τη λέξη "Η εντολέας" έγραψε τη λέξη "(υπογρ.)". Με τη μέθοδο αυτή κατάρτισε το εν λόγω πλαστό αντίγραφο ειδικού πληρεξουσίου για να παρουσιάσει έτσι ότι τούτο δήθεν συντάχθηκε, υπογράφηκε και εκδόθηκε από την ως άνω συμβολαιογράφο στα πλαίσια των καθηκόντων της για να χρησιμοποιηθεί στην Αγροτική Τράπεζα (αντί της EUROBANK στην οποία αφορούσε το πληρεξούσιο - υπόδειγμα), στην πράξη δε αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του τους αρμόδιους υπαλλήλους της τράπεζας αυτής σχετικά με τα ως άνω γεγονότα, παριστώντας τους ότι το πληρεξούσιο αυτό ήταν δήθεν έγκυρο και εκδόθηκε νόμιμα από την ανωτέρω συμβολαιογράφο, κατ' εντολή προσωπικά της εγκαλούσας, γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες αστικές και ποινικές συνέπειες τόσο εις βάρος της συμβολαιογράφου για ψευδή βεβαίωση από υπάλληλο, κατ' αρθρ. 242§2 ΠΚ, όσο και εις βάρος της εγκαλούσας Ε. Π. ως εντολέα της κατηγορουμένης. Εν συνεχεία χρησιμοποίησε αυτό το πλαστό έγγραφο αφού αντίγραφό του απέστειλε στην Αγροτική Τράπεζα στον Πειραιά, όπου η κατηγορουμένη ηθική αυτουργός, ως εντολοδόχος της Ε. Π., κατάρτισε στις 10-11-2004 την υπ' αριθ. .../10-11-2004 σύμβαση δανείου, ποσού 9.000 € για δήθεν προσωπικές ανάγκες της εντολέως εγκαλούσας, πράγματι όμως για προσωπικές ανάγκες της κατηγορουμένης. Για την ανωτέρω πράξη της η Δ. Π., ως συγκατηγορούμενη της παρούσας κατηγορουμένης, καταδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη από την τελευταία, υπ' αριθ. 4920 - 4921/2012 απόφασή του σε φυλάκιση ενός έτους (με τριετή αναστολή), ποινή που δεν υπόκειται σε έφεση, με συνέπεια η απόφαση αυτή να καταστεί αμετάκλητη ως προς την εν λόγω καταδικασθείσα. Το παραπάνω ποσό των 9.000 € η κατηγορουμένη εκταμίευσε από την Αγροτική Τράπεζα, αφού παρέστησε ψευδώς στον αρμόδιο υπάλληλο και διευθυντή του καταστήματός της στον Πειραιά Δ. Τ. ότι δήθεν είναι νόμιμη εντολοδόχος της εγκαλούσας Ε. Π., επέδειξε δε και παρέδωσε σ' αυτόν και αντίγραφο του ως άνω υπ' αριθ. .../23-9-2004 (δεύτερου) ειδικού πληρεξουσίου, εμφανίζοντάς το ότι εκδόθηκε νόμιμα από τη συμβολαιογράφο Μ. Ν. - Μ. για τραπεζικές συναλλαγές με την ως άνω (Αγροτική) Τράπεζα, αποκρύπτοντας το αληθινό γεγονός ότι ήταν προϊόν πλαστογραφίας αυτής και της Δ. Π., και έτσι τον παρέπεισε να συμβληθεί μαζί της καταρτίζοντας την ανωτέρω υπ' αριθ. .../10-11-2004 σύμβαση δανείου για προσωπικές ανάγκες, ποσού 9.000 € εξοφλητέο σε 60 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, το οποίο της παρέδωσε προκαταβολικά και άμεσα, με χρέωση εις βάρος της εγκαλούσας. Έτσι η κατηγορουμένη με πρόθεση έβλαψε την περιουσία της εγκαλούσας, που κινδύνεψε να μειωθεί τουλάχιστον κατά το ποσό αυτό, το οποίο η Αγροτική Τράπεζα εν συνεχεία, τον Μάρτιο του 2006, απαίτησε και διεκδίκησε από αυτήν λόγω μη εξυπηρέτησής του μέχρι τότε, με αντίστοιχη ωφέλεια της κατηγορουμένης. Όμως η τελευταία εξόφλησε η ίδια το εν λόγω ποσό στην παραπάνω τράπεζα, στις 29-3-2006, πριν δηλαδή από την υποβολή της από 6-12-2006 μήνυσης της Ε. Π. κατ' αυτής, όπως συνάγεται από την υπό ίδια ημερομηνία εντολή είσπραξης της εν λόγω Τράπεζας, που προσκόμισε η κατηγορουμένη στο ακροατήριο και αναγνώστηκε, και επίσης συνομολόγησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εγκαλούσας -πολιτικώς ενάγουσας, και επομένως εξαλείφθηκε το αξιόποινο της πράξης αυτής, της απάτης, εφόσον διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος (αρθρ. 393§2 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το αρθρ. 34 του ν. 3904/2010, και εφαρμόζεται ως ευμενέστερη για την κατηγορουμένη διάταξη, κατ' αρθρ. 2 ΠΚ). Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται στην απολογία της ότι δεν υπήρξε παρένθετο πρόσωπο (η αναφερόμενη παραπάνω άγνωστη γυναίκα) κατά την κατάρτιση των τριών πρώτων από τα παραπάνω ειδικά πληρεξούσια (υπ' αριθ. .../18-8-2004, .../4-9-2004 και .../23-9-2004 απευθυνόμενο προς την τράπεζα EUROBANK), αλλά ότι η ίδια η Ε. Π. εμφανίστηκε στη συμβολαιογράφο και ζήτησε τη σύνταξή τους, ο ισχυρισμός της όμως αυτός είναι αβάσιμος, εφόσον τούτο προκύπτει αφενός από την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας συμβολαιογράφου στο ακροατήριο τόσο του παρόντος όσο και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και στις προηγούμενες δίκες στο Πλημμελειοδικείο και στο Εφετείο επί της κρινόμενης υπόθεσης, όπως συνάγεται από τις αντίστοιχες αποφάσεις (59939/21-10-2011 του ΣΤ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 12138/2011 του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, 6784/2009 του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς) που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, και αφετέρου από την κατάθεση της μάρτυρος Ε. Α. στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως περιέχεται στα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης, αλλά και από την υπ' αριθ. πρωτ. 3316/3-8-2006 ένορκη βεβαίωση της Δ. Π. στην Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που επίσης αναγνώστηκαν στο ακροατήριο. Επίσης η ίδια κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται έγκλημα πλαστογραφίας σε σχέση με την κατάρτιση των ανωτέρω τριών ειδικών πληρεξουσίων εφόσον αυτά μεν αποκτούν την εν λόγω ιδιότητα μόνο αφότου υπογραφούν από την συμβολαιογράφο που τα συνέταξε, ενώ μόνο με την υπογραφή τους στη θέση της εντολέως από την υποτιθέμενη (κατ' αυτήν) άγνωστη γυναίκα ή και από την αληθινή Ε. Π. (που κατά την άποψη της κατηγορουμένης αυτή πράγματι εμφανίστηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου για την παροχή των εν λόγω εντολών) πριν από την υπογραφή τους από τη συμβολαιογράφο παραμένουν απλά ιδιωτικά έγγραφα και η άγνωστη γυναίκα δεν προέβη σε κατάρτιση πλαστού εγγράφου και δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας κατ' αρθρ 216 1 ΠΚ, κατ' ακολουθία δε, δεν στοιχειοθετείται ούτε η τέλεση της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία από μέρους της κατηγορουμένης, όπως της αποδίδεται. Και αυτός όμως ο ισχυρισμός της είναι αβάσιμος, αφού τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν το περιεχόμενο των ως άνω πληρεξουσίων, που όπως προεκτέθηκε αποτελούν προϊόντα του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης την οποία τέλεσε κατά τα άνω η άγνωστη γυναίκα, συμπίπτουν και με τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν το περιεχόμενο της πλαστογραφίας, μεταξύ δε των εγκλημάτων αυτών (υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και πλαστογραφίας) υπάρχει αληθής πραγματική συρροή, και συνεπώς πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν. Επομένως, αφού απορριφθούν οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί της κατηγορουμένης, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος που της αποδίδεται, όπως εκτίθεται αναλυτικά στο διατακτικό, να γίνει όμως δεκτό ότι μέχρι την τέλεσή της η κατηγορουμένη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, όπως και ότι για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη της συμπεριφέρθηκε καλά (άρθρ. 84 § 2 α' και ε' Π.Κ.) και να απαλλαγεί από κάθε ποινή (πράγμα που ισοδυναμεί με το να κηρυχθεί αθώα) για την πράξη της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος που φέρεται ότι τελέστηκε στον …στις 10-11-2004, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, κατά τα άνω". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 2718/2012 απόφασή του, την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, των πλαστών εντολών και υφαρπαχθέντων ειδικών πληρεξουσίων με την μορφή ειδικών συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και με όφελος αυτής και αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας, υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, για το οποίο κακούργημα καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα , με αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, σε φυλάκιση τριών ετών. Αναφέρει επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 46 παρ.1 α, 51, 53, 98 και 216 αρ. 1, 3 του ΠΚ ( και όχι του άρ. 220 ΠΚ), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών ή διατάξεων και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, τα δε επίμαχα πληρεξούσια, που υπέγραψε στη θέση της εντολέως η με ηθική αυτουργία της αναιρεσείουσας εμφανισθείσα και εξαπατήσασα τη συμβολαιογράφο ως δήθεν Σμήναρχος Ε. Π., άγνωστη γυναίκα, ήταν σαν έγγραφα πρόσφορα να επιφέρουν έννομες συνέπειες στην τράπεζα που χρησιμοποιήθηκαν. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως, α) οι αναγνωσθείσες εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, γνωμοδότησης, κριτικής αξιολόγησης και γραφολογικής διερεύνησης του γραφολόγου Ν. Κ. και της Β. Σ. και της τεχνικής συμβούλου Χ. Τ., δεν έχουν τη μορφή ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, κατ'άρθρο 178 περ.γ και 183 ΚΠΔ, αλλά απλών εγγράφων, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο κατ' άρθρο 364 ΚΠΔ, με α/α 16,52,54,55,56,57 και 58, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του Εφετείου. Από τη ρητή αναφορά στα αναγνωσθέντα έγγραφα στο προοίμιο του προπαρατεθέντος αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των εγγράφων, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου (και), κατά συνέπεια, και των άνω εκθέσεων ως εγγράφων, προκύπτει σαφώς ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν και τα αποδεικτικά αυτά μέσα ως απλά έγγραφα και δε συνάγεται αμφιβολία ότι έχουν ληφθεί υπόψη και αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολό τους. Όσον αφορά δε την αναγνωσθείσα από Φεβρουαρίου 2011 έκθεση δικαστικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος γραφολόγου Π. Φ., όπως από αυτήν προκύπτει, το πόρισμά της δε συμπίπτει με τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, μη αποδεκτούς από το αιτιολογικό, καθόσον ο άνω πραγματογνώμων αποφαίνεται μεν ότι οι υπογραφές της συμβολαιογράφου Μ. Ν.- Μ. επί των τριών πληρεξουσίων είναι γνήσιες και δη οι υπογραφές αυτής, αλλά περαιτέρω αντίθετα αποφαίνεται ότι στα τρία πληρεξούσια οι υπογραφές στη θέση "η εντολέας" των τριών ειδικών πληρεξουσίων, δεν ήταν της Ε. Π., διαπιστώθηκαν πολλές και θεμελιώδεις διαφορές και κατά συνέπεια οι υπάρχουσες υπογραφές είχαν τεθεί από τρίτα πρόσωπα και η υπογραφή της πολιτικώς ενάγουσας Ε. Π. είχεν πλαστογραφηθεί, πόρισμα σύμφωνο με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ώστε να μη χρήζει ιδιαίτερης αντίκρουσης και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνεκτιμήθηκε και η έκθεση αυτή, παρά τη μη ειδική αναφορά του αιτιολογικού σε αυτήν, β) από το σύνολο των παραδοχών και ιδία από την ειδική αναφορά του ονόματος της πολιτικώς ενάγουσας συμβολαιογράφου Μ. Ν.- Μ. στο αιτιολογικό,(βλ. σελ. 60, 62, 63 απόφασης), προκύπτει βεβαιότητα ότι συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο και η χωρίς όρκο κατάθεση αυτής στο ακροατήριο, παρά τη μη ειδική αναφορά αυτής της κατάθεσης στο παραπάνω προοίμιο του αιτιολογικού, γ) δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας από την αναφορά στο προοίμιο του αιτιολογικού ότι λήφθηκαν υπόψη και "καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης , ενώ από τα πρακτικά προκύπτει ότι δεν εξετάστηκαν μάρτυρες υπεράσπισης στο ακροατήριο, καθόσον η αναφορά αυτή οφείλεται σε προφανή παραδρομή του δικαστηρίου και σε μη διαγραφή της σχετικής περικοπής από τα χρησιμοποιούμενα έντυπα σχέδια, δ) το Εφετείο τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι συντρέχουν, ορθά υπήγαγε στον κανόνα δικαίου του άρθρου 216 παρ. 1,3 ΠΚ, και όχι σε εκείνον του άρθρου 220 ΠΚ, η δε αναφορά και σε περιστατικά ηθικής αυτουργίας σε πράξεις υφαρπαγής ψευδών βεβαιώσεων, των συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, έγινε εκ περισσού και λόγω της ύπαρξης σχετικής κατηγορίας για την οποία, με την ίδια απόφαση και έπαυσε η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, και δε σημαίνει διεύρυνση του αξιοποίνου σε βάρος της κατηγορουμένης, ούτε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, αφού η ηθική αυτουργία και η πλαστογραφία έγινε κατά τις παραδοχές στη συνέχεια μετά την υφαρπαγή των ψευδών βεβαιώσεων - πληρεξουσίων και ε) από τη μη παράθεση στο σώμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως(στη σελ. 73) των άρθρων των ποινικών διατάξεων, και δη των άρθρων 13 στοιχ. στ', 46 παρ.1 α, 98 και 216 παρ.1,3 του ΠΚ, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση που καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό η αναιρεσείουσα, που αναφέρεται κατά λέξη " επειδή οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος η κατηγορουμένη προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα .... κενό. ", που προφανώς οφείλεται σε παραδρομή, δε συνάγεται έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας, όπως αβάσιμα αιτιάται η αναιρεσείουσα, με τον τελευταίο λόγο της κρινόμενης αναιρέσεως, αφού σαφώς συνάγεται από το αιτιολογικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε πλήρως αιτιολογημένα για την παραπάνω αξιόποινη πράξη ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία κατ'εξακολούθηση, που αναφέρεται ρητά και συγκεκριμένα τόσο στο αιτιολογικό, όσο και στο διατακτικό και όχι για κάποια άλλη πράξη. Άλλωστε ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η'(πρώην Θ') ΚΠΔ, µε βάση τον οποίον µπορούσε να αναιρεθεί απόφαση για τη µη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόµου έχει καταργηθεί µε το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003 (ΑΠ 79/2011,571/2010). Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-1-2013 αίτηση - δήλωση της Σ. Μ. του Σ., για αναίρεση της με αρ. 2718/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Μ. N.- Μ., εκ ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένης ως αβάσιμη. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης: 1. Η απόφαση πολυμελούς δικαστηρίου που παραπέμπει στο αρμόδιο ανώτερο δικαστήριο, επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος. Κατά της εκδιδομένης από τον εισαγγελέα κλήσης παραπομπής στο ακροατήριο, μετά από απόρριψη σχετικής έφεσης του κατηγορουμένου, κατά της απόφασης που τον παραπέμπει στο αρμόδιο για το κακούργημα πλέον καθ' ύλην δικαστήριο, δεν χωρεί πλέον νέα προσφυγή και αν ακόμα δεν έχει διενεργηθεί κυρία ανάκριση δεν είναι αναγκαίο η υπόθεση να διαβιβασθεί στον Εισαγγελέα προκειμένου να παραγγελθεί κυρία ανάκριση και να ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου, για την αποδιδόμενη σ' αυτόν βαρύτερη κακουργηματική πράξη, κατά άρθρα 246 παρ.3, 270 και 308 ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 818/2011). 2. Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' (πρώην Θ') ΚΠΔ, με βάση τον οποίον μπορούσε να αναιρεθεί απόφαση για τη μη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου έχει καταργηθεί με το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003 (ΑΠ 79/2011, 571/2010).
Πλαστογραφία
Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.
0
Αριθμός 1336/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 1830/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Γ. Π. του Α., κάτοικο ... . Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 52 και ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1066/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μποροδήμος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη με αριθμό 200/2.10.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγουμε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 485 ΚΠΔ, την με αριθμέ. 52/2013 αίτησή μας, με την οποία ζητούμε να αναιρεθεί το με αριθ. 1830/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ. Για την βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε η υπό κρίση αναίρεση, αναφερόμαστε εξ' ολοκλήρου στο περιεχόμενο της σχετικής έκθεσης. Για τους λόγους αυτούς Α) Να γίνει δεκτή η με αριθμ. 52/2013 αίτηση αναίρεσης την οποία ασκήσαμε κατά του με αριθ. 1830/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να αναιρεθεί το ως άνω βούλευμα. Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3εδ. α του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 3904/2010, "ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479, το δεύτερο εδάφιο του οποίου εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση", δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306), για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα λόγους, μεταξύ των οποίων και η υπέρβαση εξουσίας. Κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 287 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε το πρώτο εδ. αυτής από το άρθρο 2 παρ. 12 β του ν. 2408/1996 και το δεύτερο εδ. αυτής από το άρθρο 19 παρ. 1 του Γ' Κεφ. του ν. 3727/2008, "σε κάθε περίπτωση έως την έκδοση οριστικής απόφασης η προσωρινή κράτηση για το ίδιο έγκλημα δεν μπορεί να υπερβεί το έτος. Σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον η κατηγορία αφορά σε εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή ισόβιας κάθειρξης ή πρόσκαιρης κάθειρξης με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη, η προσωρινή κράτηση μπορεί να παραταθεί για έξι το πολύ μήνες με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα". Κατά δε τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 288 του ΚΠοινΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 13 του ν. 2408/1996, "από την επιβολή της προσωρινής κράτησης έως την έκδοση οριστικής απόφασης δεν μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση του ίδιου κατηγορουμένου για άλλη πράξη για την οποία, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη ή να απαγγελθεί κατηγορία, ταυτόχρονα με την ποινική δίωξη συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε η προηγούμενη προσωρινή κράτηση ή μέσα σε εύλογο διάστημα από αυτήν. Κατ' εξαίρεση μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση για άλλη πράξη, αν η ποινική δίωξη γι' αυτήν δεν μπορούσε να ασκηθεί παρά μόνο στους τρεις τελευταίους μήνες πριν από την πάροδο του χρονικού ορίου της διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κράτησης ή την τυχόν απόλυση του κρατουμένου. Στην περίπτωση αυτή η νέα προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος και δεν παρατείνεται". Οι διατάξεις αυτές ρυθμίζουν ζητήματα προσωρινής κρατήσεως του ίδιου κατηγορουμένου επί πραγματικής συρροής εγκλημάτων αυτού και αποσκοπούν στον αποκλεισμό του κινδύνου καταστρατηγήσεως του συνταγματικώς προβλεπόμενου ορίου της προσωρινής κρατήσεως. Ειδικότερα, με τις διατάξεις αυτές, ρητώς απαγορεύεται η επιβολή νέας προσωρινής κρατήσεως του ίδιου κατηγορουμένου για άλλη πράξη, για την οποία, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη ή να απαγγελθεί κατηγορία ταυτόχρονα με την ποινική δίωξη συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε η προηγούμενη προσωρινή κράτηση ή μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από αυτήν, εκτός αν τα στοιχεία αυτά ανακύπτουν μέσα στους τρεις τελευταίους μήνες πριν από την πάροδο του χρονικού ορίου της διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κρατήσεως ή την τυχόν απόλυση του κρατουμένου. Αν, όμως, για περισσότερες πράξεις, έστω και συναφείς μεταξύ τους, έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις σε διαφορετικό χρόνο, γιατί αυτές δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να ασκηθούν ταυτοχρόνως, και έχουν σχηματισθεί περισσότερες δικογραφίες, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί για τις αξιόποινες πράξεις κάθε δικογραφίας χωριστά, χωρίς να γεννάται οποιοδήποτε κώλυμα από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες έχουν εφαρμογή μόνο αν οι πράξεις προκύπτουν από την ίδια δικογραφία, ανεξαρτήτως αν τα εγκλήματα, για τα οποία ασκήθηκαν οι ποινικές διώξεις, συρρέουν πραγματικά μεταξύ τους, για τον οποίο λόγο και συνεκδικάζονται ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου (πρβλ. ΑΠ 924/2001, 1261/2000). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος, απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προφυλακίσεως (ήδη προσωρινής κρατήσεως), με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επί μέρους πράξεις της ίδιας υποθέσεως. Ίδια υπόθεση, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, υπάρχει όταν οι επί μέρους αξιόποινες πράξεις του κατηγορουμένου είναι συναφείς μεταξύ τους, συνδέονται με το ίδιο ιστορικό συμβάν και εντάσσονται στο ίδιο προδιαγεγραμμένο εγκληματικό σχέδιο του δράστη, ανεξαρτήτως αν τελούν σε σχέση κατ' ιδέαν ή πραγματικής συρροής. Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρ. 484§1 στοιχ. στ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, την οποία έχει μεν γενικώς, δεν συντρέχουν, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι απαιτούμενες κατά το νόμο προϋποθέσεις για την άσκησή της, όπως όταν, παρά το νόμο, κρίνει ότι η έκδοση εντάλματος προσωρινής κρατήσεως δεν είναι νόμιμη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του μοναδικού λόγου της αιτήσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι: Στις 14.03.2011 συνελήφθη στη ..., μεταξύ άλλων, και ο καταζητούμενος, για συγκρότηση της τρομοκρατικής οργανώσεως με την ονομασία "Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς", κατηγορούμενος Γ. Π. του Α. και Κ.. Ακολούθως, αυτός παραπέμφθηκε στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη Αθηνών, που ορίστηκε με απόφαση της Ολομέλειας Εφετών, ο οποίος, στις 16.03.2011, απήγγειλε σε βάρος του τις ακόλουθες κατηγορίες, για τις οποίες είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και είχαν σχηματισθεί δύο δικογραφίες: Α) Με βάση την πρώτη δικογραφία απήγγειλε κατηγορίες για τις αξιόποινες πράξεις: α) της συγκροτήσεως τρομοκρατικής οργανώσεως (άρθρο 187 Α παρ. 4 ΠΚ), που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αττική σε σημείο που δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθεί και σε χρόνο που επίσης δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθεί επακριβώς, οπωσδήποτε, όμως, κείμενο μεταξύ της 01.01.2008 και της 23.09.2009, β) της κατασκευής, προμήθειας και κατοχής εκρηκτικών υλών-μηχανισμών-βομβών, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο σε άνθρωπο, γ) της κατοχής πολεμικών τυφεκίων, αυτόματων, πυροβόλων, πιστολιών, χειροβομβίδων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών και μηχανισμών και λοιπών ειδών πολεμικού υλικού, με σκοπό τη διάθεση τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος και με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων (άρθρο 15 παρ. 1 ν. 2168/1993) και δ) της πλαστογραφίας, με σκοπό την προπαρασκευή του εγκλήματος της παρ. 1 του άρθρου 187Α ΠK, τρομοκρατικές πράξεις, με τρόπο, σε έκταση και υπό συνθήκες που με τα ως άνω εγκλήματα είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά τη Χώρα και με σκοπό να εκφοβίσουν σοβαρά ένα πληθυσμό της και να βλάψουν σοβαρά και να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές αυτής (της Χώρας), οι οποίες (πράξεις) φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτόν οι υπό στοιχ. Αβ και Αγ στη Ν. Σμύρνη Αττικής, στον Πειραιά και στην Καλλιθέα Αττικής, στις 04.12.2010 και η Αδ εντός της περιφέρειας Αττικής, σε μη επακριβώς εξακριβωθέντα χρόνο, οπωσδήποτε όμως κείμενο μεταξύ 1-5-2009 και 4-12-2010. Και Β) με βάση τη δεύτερη δικογραφία, απήγγειλε κατηγορίες για τις αξιόποινες πράξεις: α) της συγκροτήσεως τρομοκρατικής οργανώσεως, η οποία φέρεται ότι τελέστηκε από αυτόν στην Αττική, σε σημείο που δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθεί και σε χρόνο που επίσης δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθεί επακριβώς, οπωσδήποτε, όμως, κείμενο μεταξύ της 01.01.2.008 και 23.09.2009 κατά και β) της κατοχής πολεμικών τυφεκίων, αυτόματων, πυροβόλων, πιστολιών, χειροβομβίδων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών και μηχανισμών και λοιπών ειδών πολεμικού υλικού, με σκοπό τη διάθεση τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος και με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων (άρθρο 15 παρ. 1 ν. 2168/1993), με τρόπο, σε έκταση και υπό συνθήκες που με τα ως άνω εγκλήματα είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά τη Χώρα και με σκοπό να εκφοβίσουν σοβαρά έναν πληθυσμό της και να βλάψουν σοβαρά και να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές αυτής (της Χώρας), η οποία φέρεται ότι τελέστηκε από αυτόν στη Ν. Ιωνία Βόλου στις 14.03.2011. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου επί των πιο πάνω κατηγοριών, ο ως άνω Ειδικός Ανακριτής, με τη σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, εξέδωσε κατ' αυτού (κατηγορουμένου) αυθημερόν, δηλαδή στις 16-3-2011: 1) για τις υπό στοιχεία Αβ, Αγ και Αδ πράξεις (κατασκευή προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών υλών, κατοχή πολεμικών τυφεκίων, αυτόματων, πυροβόλων κλπ. και διακεκριμένη πλαστογραφία) το υπ' αριθ. 12/16.03.2011 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, με χρόνο ενάρξεως αυτής την ημερομηνία συλλήψεως του κατηγορουμένου, δηλαδή την 14η Μαρτίου 2011 και 2) για την υπό στοιχ. Ββ αξιόποινη πράξη (κατοχή εκρηκτικών υλών, κατοχή πολεμικών τυφεκίων, αυτόματων, πυροβόλων κλπ.), το υπ' αριθ. 11/16.03.2011 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, με χρόνο ενάρξεως αυτής, επίσης, την 14η Μαρτίου 2011. Όταν ολοκληρώθηκε η κύρια ανάκριση, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών: α) δυνάμει του 209/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί, μεταξύ των άλλων, και για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εκδόθηκε το υπ' αριθ. 12/16.03.2011 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως και β) δυνάμει του 207/2012 βουλεύματος του ιδίου Συμβουλίου, προκειμένου να δικασθεί, μεταξύ των άλλων, και για την αξιόποινη πράξη, για την οποία εκδόθηκε το υπ' αριθ. 11/16.03.2011 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, ήδη δε οι υποθέσεις αυτές εκδικάζονται ενώπιον του άνω Δικαστηρίου, χωρίς η εκδίκασή τους να έχει ολοκληρωθεί. Και ναι μεν οι παραπάνω κακουργηματικές πράξεις, για τις οποίες διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου με τα ως άνω εντάλματα, τελούν σε πραγματική συρροή, καθόσον είναι συναφείς, για τον οποίο λόγο και συνεκδικάζονται ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου. Όμως, γι' αυτές έχουν σχηματισθεί δύο διαφορετικές δικογραφίες και εκδόθηκαν διαφορετικά βουλεύματα, η δε ποινική δίωξη για την υπό στοιχ. Ββ πράξη δεν μπορούσε να ασκηθεί ταυτοχρόνως με την ποινική δίωξη για τις λοιπές (ώστε να υποτεθεί ότι θα μπορούσε να σχηματισθεί για όλες τις πράξεις μια δικογραφία), γιατί φέρει ως χρόνο τελέσεως, όπως αναφέρθηκε, την 14.3.2011, ενώ οι πράξεις, για τις οποίες είχε ήδη ασκηθεί η πρώτη ποινική δίωξη, φέρουν χρόνο τελέσεως το χρονικό διάστημα μεταξύ 1.5.2009 και 4.12.2010. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 288 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και νομίμως εκδόθηκε το υπ' αριθ. 11/16.3.2011 ένταλμα, με το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου για την υπό στοιχ. Ββ πράξη. Το Συμβούλιο Εφετών, λοιπόν, που, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, αποφάνθηκε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση παρατάσεως της προσωρινής κρατήσεως που είχε διαταχθεί σε βάρος του κατηγορουμένου Γ. Π. με το ως άνω ένταλμα, γιατί αυτό δεν είχε εκδοθεί νομίμως και, στη συνέχεια, επέβαλε σε βάρος του κατηγορουμένου περιοριστικούς όρους, υπερέβη την εξουσία του. Κατ' ακολουθίαν, ο, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που αποφάνθηκαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρα 485§1 και 519 ΚΠοινΔ), το οποίο θα αποφανθεί, πλέον, αν συντρέχουν ή όχι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις παρατάσεως της προσωρινής κρατήσεως του ως άνω κατηγορουμένου, η οποία διατάχθηκε με το υπ' αριθ. 11/16.3.2011 ένταλμα, του οποίου η εκτέλεση άρχισε μετά την πάροδο του χρονικού ορίου της διάρκειας της προσωπικής κρατήσεως που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθ. 12/16.3.2011 ένταλμα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ το 1830/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που είχαν αποφανθεί προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση βουλεύματος από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Προσωρινή κράτηση. Πως υπολογίζεται η προθεσμία αυτής επί πραγματικής συρροής εγκλημάτων (αρθρ. 288 παρ.2 ΚΠΔ). Προϋποθέσεις υπό τις οποίες απαγορεύεται η επιβολή νέας προσωρινής κράτησης του ίδιου κατηγορουμένου για άλλη αξιόποινη πράξη. Στον κατηγορούμενο επιβλήθηκαν προσωρινές κρατήσεις με δύο εντάλματα για αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες σχηματίσθηκαν δύο δικογραφίες. Ορθώς εκδόθηκε το δεύτερο, γιατί η πράξη, την οποία αφορά, φέρει μεταγενέστερο χρόνο τελέσεως από τις πράξεις που αφορά το πρώτο και για τις οποίες είχε ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη και δεν ήταν δυνατόν να σχηματισθεί για όλες τις πράξεις μία δικογραφία. Το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο έκρινε ως μη νόμιμο το δεύτερο ένταλμα και, για το λόγο αυτό, αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση παρατάσεως της προσωρινής κρατήσεως που είχε επιβληθεί με αυτό, υπερέβη την εξουσία του. Αναιρεί και παραπέμπει.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Κράτηση προσωρινή, Βούλευμα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1335/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα- κατηγορουμένου Η. Χ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γιαννίδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 18939/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουνίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 795/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. β' του ΚΠοινΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 18939/2013 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως του άρθρου 1 παρ. 5α του ν. 2801/2000 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε αποδεικτικώς και τα ακόλουθα έγγραφα: α) τη φωτογραφία (1) που περιέχεται στην τεχνική έκθεση της ΕΕΤΤ που συντάχθηκε στις 26/1/2006 (παράρτημα Α), β) την τεχνική έκθεση της ΕΕΤΤ που συντάχθηκε στις 26/1/2006 (παράρτημα Α), γ) την με αριθμό 505/111/23.12.2008 απόφαση της ΕΕΤΤ και δ) το με αριθμό πρωτ. 9820/φ506/2.2.2006 έγγραφο της ίδιας ως άνω Επιτροπής. Όμως, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά προκύπτει ότι στην δευτεροβάθμια δίκη αναγνώσθηκαν η πρωτόδικη 58967/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και τα πρακτικά της, από τα οποία αποδεικνύεται ότι στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται με τους αύξ. αριθ. 2, 3 και 4 η από 26.1.2006 έκθεση αυτοψίας, η υπ' αριθ. 505/111/23.12.2008 απόφαση και το υπ' αριθ. πρωτ. 3820/φ506/2.2.2006 έγγραφο ΕΕΤΤ. Όπως δε προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, το με αύξ. αριθ. 2 έγγραφο (έκθεση αυτοψίας) αφορά την τεχνική έκθεση της ΕΕΤΤ, από την οποία προκύπτει το περιεχόμενο της φωτογραφίας (1), ενώ το με αύξ. αριθ. 4 από φανερή παραδρομή αναγράφεται (χειρογράφως) στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως με αριθμό 9820 (αντί του ορθού 3820). Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, τα ως άνω έγγραφα (από το πρώτο από τα οποία προκύπτει το περιεχόμενο της φωτογραφίας), ως αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, θεωρούνται ότι αναγνώσθηκαν και παραδεκτά λήφθηκαν υπόψη και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η άνω πλημμέλεια, είναι αβάσιμος. Υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, συντρέχει και όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο. Αυτό συμβαίνει και όταν το επί της εφέσεως του καταδικασθέντος δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 του ΚΠοινΔ, τη θέση αυτού, τέτοια δε χειροτέρευση της θέσεως του τελευταίου επέρχεται και όταν το Εφετείο δεν μετέτρεψε ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία, πρωτοδίκως, είχε μετατραπεί σε χρηματική. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της πρωτόδικης αποφάσεως, προκύπτει ότι στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως, και χρηματική δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο επέβαλε την ίδια ποινή, αλλά χωρίς να προβεί σε μετατροπή της ποινής φυλακίσεως. Μάλιστα, διέγραψε το έντυπο τμήμα των πρακτικών, που αφορά στη μετατροπή. Έτσι, όμως, χειροτέρευσε τη θέση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, υπερβαίνοντας την εξουσία του, και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3904/2010, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, εφόσον η επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή είναι μικρότερη των τριών ετών, έχει υποχρέωση να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική κρίση του, διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, πέραν του ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του, από την οποία ιδρύεται και ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, πέραν του ότι, κατά τα ανωτέρω, δεν μετέτρεψε σε χρηματική την επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως των δώδεκα (12) μηνών, ήτοι μικρότερη των τριών ετών, δεν έλεγξε αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως της ποινής και, έτσι, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, όπως βάσιμα προβάλει ο αναιρεσείων με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγο αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει, κατά παραδοχήν του πρώτου, κατ' αμφότερα τα σκέλη του, λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς τη διάταξή της περί μη μετατροπής της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, να παραπεμφθεί δε, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν οι όροι της αναστολής της ως άνω ποινής φυλακίσεως, που έχει επιβληθεί στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, και, αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να προχωρήσει στην αναστολή εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως των 12 μηνών είτε να αποφανθεί ότι δεν συντρέχουν οι όροι αναστολής, οπότε αυτή θα πρέπει να μετατραπεί προς ποσό όχι μεγαλύτερο των 5 ευρώ ημερησίως, που είχε μετατραπεί πρωτοδίκως, να απορριφθεί δε η αίτηση κατά τα λοιπά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 18939/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και δη ως προς τη διάταξη περί μη μετατροπής της ποινής φυλακίσεως των δώδεκα (12) μηνών που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 21 Ιουνίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 4699/2013) αίτηση του Η. Χ. του Δ., για αναίρεση της άνω αποφάσεως. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για παράβαση άρθρου 1 παρ.5α ν. 2801/2000. Ορθώς λήφθηκαν υπόψη έγγραφα που αναφέρονταν στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα, καθώς και έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου προέκυπτε από άλλο. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Υπέρβαση εξουσίας γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο α) χειροτέρευσε τη θέση του κατηγορουμένου, γιατί δεν μετέτρεψε σε χρηματική την ποινή φυλακίσεως, η οποία είχε μετατραπεί πρωτοδίκως και β) δεν έλεγξε αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως της ποινής, η οποία δεν υπερέβαινε τα 3 έτη (αρθρ. 99 παρ.1 εδ. α' Π.Κ.). Αναίρεση ως προς τη διάταξη περί μη μετατροπής της ποινής και παραπομπή. Απόρριψη αιτήσεως, κατά τα λοιπά.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Ποινής μετατροπή.
2
Αριθμός 1281/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Ε. Κ. συζ. Σ. Π. και 2. Σ. Π. του Ν., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μπόλη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1668/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την E. P. R. του R., κατοίκου ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Μαρτίου 2013 δύο χωριστές αιτήσεις αναίρεσης όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τα από 2 Σεπτεμβρίου 2013 δύο χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 442/13 Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ' αυτών πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες από 27.3.2013 (με αριθ. πρωτ. 2320 και 2321/2013) αιτήσεις των Ε. Κ., συζ. Σ. Π., του Α. και Σ. Π. του Ν., αντιστοίχως, μετά των από 2.9.2013 προσθέτων αυτών λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 2.9.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), για αναίρεση της 1668/2013 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ' αυτής προβλεπόμενου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας-επίγνωσης, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητας του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιμή" δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς α) πρόκληση στον αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, με πειθώ ή φορτικότητα κ.λπ., αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που προβλέπονται από τα άρθρα 229§1, 224§2 και 362 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι τα καταμηνυθέντα, ενόρκως κατατεθέντα, ισχυριζόμενα ή διαδιδόμενα είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1668/2013 απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες τον μεν Σ. Π. ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα, συκοφαντικής δυσφημήσεως και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και σε συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος των εγκαλούντων Δ. Μ. και E. P. R., την δε Ε. Κ. ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος των ιδίων, και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι τεσσάρων (24) μηνών τον πρώτο και δεκαοκτώ (18) μηνών τη δεύτερη, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Ο πρώτος από τους εγκαλούντες Δ. Μ. ήταν παιδικός φίλος με τον πρώτο κατηγορούμενο Σ. Π., μοναδικό εταίρο και νόμιμο εκπρόσωπο της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΑΝΕΖ ΜΟΝ ΕΠΕ" και το πατρικό εξοχικό σπίτι του πρώτου κατηγορουμένου είναι το διπλανό διαμέρισμα από την κατοικία των εγκαλούντων, στο ... . Κατά τον Φεβρουάριο του 2004, ο πρώτος κατηγορούμενος εξέθεσε στους εγκαλούντες ότι η ως άνω εταιρεία του και ο ίδιος προσωπικά είχαν προβλήματα ρευστότητας και ζήτησε να του δανείσουν χρήματα, με την υπόσχεση ότι θα τα επέστρεφε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Με τις διαβεβαιώσεις αυτές οι εγκαλούντες έδωσαν στον πρώτο κατηγορούμενο, σε τρεις δόσεις, το συνολικό ποσό των 18.000 ευρώ. Στις 26.2.2005, επειδή ο πρώτος κατηγορούμενος καθυστερούσε την επιστροφή των ως άνω χρημάτων, που του είχαν δοθεί υπό μορφή ατόκου δανείου, κάλεσαν αυτόν να επιστρέψει το ποσό αυτό, όμως, μετά από συζητήσεις οι εκκαλούντες αποδέχθηκαν να τους επιστρέψει ο πρώτος κατηγορούμενος το δανεισθέν ως άνω ποσό μέχρι το Πάσχα του 2005 και εκείνος τους παρέδωσε την ... τραπεζική επιταγή, ποσού 18.500 ευρώ, με τόπο έκδοσης την Αθήνα, και χρόνο 18.4.2005, από τον λογαριασμό της ως άνω εταιρείας στην ALPHA BANK, την οποία υπέγραψε ο ίδιος, ως διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρείας, σε διαταγή της δεύτερης εγκαλούσης, παράλληλα υπέγραψε και σχετική απόδειξη είσπραξης του ποσού αυτού, με πλήρη τα στοιχεία της ως άνω επιταγής. Το ποσό της επιταγής αντιπροσώπευε το ποσό του δανείου και επί πλέον 500 ευρώ, που από μόνος του ο πρώτος κατηγορούμενος συμπλήρωσε λόγω της καθυστέρησης επιστροφής των ως άνω χρημάτων. Την 18.4.2005, εμφανίστηκε η επιταγή προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά δεν υπήρχαν αντίστοιχα, προς το ποσό αυτής, διαθέσιμα κεφάλαια και την επομένη 19.4.2005 βεβαιώθηκε, από την πληρώτρια τράπεζα, επί του σώματος της επιταγής η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Έκτοτε ο πρώτος κατηγορούμενος εξαφανίσθηκε. Ενόψει αυτών, η δεύτερη εγκαλούσα προέβη στην έκδοση της 6175/2005 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε, δυνάμει της 741/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και απορρίφθηκε η κατά της διαταγής πληρωμής ασκηθείσα ανακοπή της ως άνω εταιρείας. Παρόλα αυτά ο πρώτος κατηγορούμενος, ενεργώντας ως διαχειριστής και εκπρόσωπος της ως άνω εταιρείας, στις 13.7.2005, κατέθεσε την από 11.7.2005 μήνυση του, με την οποία ισχυρίστηκε ότι το 2004 είχε δανειστεί από τους εγκαλούντες ποσό κεφαλαίου μόνο 13.000 ευρώ και ότι το υπόλοιπο ποσό μέχρι το ποσό των 18.500 ευρώ, που αναγραφόταν στην επιταγή ..., αφορούσε παράνομους τόκους και ότι, κατά τη σύναψη του δανείου, συμφωνήθηκε μεταξύ τους παρανόμως επιτόκιο από 42% ετησίως. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι η επιταγή αυτή παραδόθηκε από αυτόν προς τους εγκαλούντες λευκή και ότι οι εγκαλούντες συμπλήρωσαν αυτήν αυθαιρέτως με τα στοιχεία του τόπου, του χρόνου και του ποσού, παρά την συμφωνία τους και πέτυχαν παράνομα την έκδοση διαταγής πληρωμής. Το περιεχόμενο της ως άνω μηνύσεως είναι ψευδές, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, εφόσον η ως άνω επιταγή παραδόθηκε στους εγκαλούντες συμπληρωμένη, το ποσό αυτής δεν ενσωμάτωνε παράνομους τοκογλυφικούς τόκους, αλλά αφορούσε το ποσό του δανείου, προέβη δε στην ενέργεια του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος γνώριζε ότι το περιεχόμενο της μηνύσεως του ήταν ψευδές, αφού ο ίδιος είχε συνάψει την ως άνω σύμβαση δανείου και είχε εκδώσει την προαναφερθείσα τραπεζική επιταγή, ο ίδιος, επίσης είχε υπογράψει και την από 26.2.2005 απόδειξη είσπραξης ποσού 18.500 ευρώ, που αναγνώστηκε και αναφέρεται στα πρακτικά, προέβη δε στην υποβολή της εγκλήσεως αυτής, προκειμένου να προκαλέσει την καταδίωξη των εγκαλούντων για τις αξιόποινες πράξεις της τοκογλυφίας και πλαστογραφίας με χρήση από κοινού, που, ωστόσο, απορρίφθηκε με την ΕΓ 124-08/89/4Δ/16.6.2008 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Παράλληλα, με την υποβολή της ψευδούς αυτής μηνύσεως του ο πρώτος κατηγορούμενος, τελώντας εν γνώσει της αναληθείας του περιεχομένου της, ισχυρίστηκε και διέδωσε για τους εγκαλούντες Έ. Ρ. και Δ. Μ. ότι τέλεσαν τις πράξεις της τοκογλυφίας από κοινού και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού. Οι ισχυρισμοί αυτοί ήσαν ικανοί να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων, τους οποίους παρουσίαζε ως τοκογλύφους και πλαστογράφους ήτοι ανθρώπους με παραβατική συμπεριφορά. Επί πλέον ο ίδιος κατηγορούμενος, στις 18.1.2006, εξεταζόμενος, ενόρκως, ενώπιον της Πταισματοδίκου Αθηνών Ζωής Καραθανάση και του Γραμματέως Αλεξάνδρου Κοντού ως μάρτυρας, επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της ως άνω εγκλήσεως του, παρόλο που γνώριζε ότι το περιεχόμενο αυτής ήταν ψευδές. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η δεύτερη κατηγορούμενη, στις 18.1.2006, εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυς ενώπιον της Πταισματοδίκου Ζωής Καραθανάση και του Γραμματέα Αλέξανδρου Κοντού, όταν διενεργείτο προκαταρκτική εξέταση, κατέθεσε, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: "... Επειδή στην ως άνω εταιρεία υπήρχαν οικονομικές δυσκολίες ο σύζυγος μου την 27.2.2004 ζήτησε από τον Δ. Μ. να τον δανείσει 10.000 ευρώ τα οποία θα επέστρεφε στις 27.6.2004 εντόκως με επιτόκιο 3,5% μηνιαίως για τα οποία ο σύζυγος μου του έδωσε αντίστοιχη επιταγή. Την ημερομηνία αυτή δεν υπήρχε δυνατότητα να επιστραφούν, οπότε κατόπιν συνεννοήσεως με τους μηνυόμενους ο σύζυγος μου πήρε πάλι απ' αυτούς δάνειο 3.000 ευρώ με το ίδιο επιτόκιο και ανανέωσε την επιταγή, που περιλαμβάνει όλα τα ανωτέρω ποσά με τους τόκους για την 27.11.04, με την βεβαιότητα ότι ο σύζυγος θα έπαιρνε κάποιο δάνειο και θα τους εξοφλούσε. Πλην όμως το δάνειο αυτό δεν εκδόθηκε και την ημερομηνία αυτή ο σύζυγος μου τους παρέδωσε μία λευκή επιταγή, μόνο με την υπογραφή του και κανένα άλλο στοιχείο, με την συμφωνία ότι το ποσό θα αναγραφόταν κατόπιν κοινής συμφωνίας τους όταν ο σύζυγος μου θα είχε τα χρήματα να τους τα δώσει με επιτόκιο 3,5% μηνιαίως. Στις 18.4.2005 οι μηνυόμενοι παρά τη συμφωνία και εν αγνοία του συζύγου μου συμπλήρωσαν ημερομηνία εκδόσεως ποσό 18.500 ευρώ και το όνομα του προσώπου σε διαταγή του οποίου εξεδόθη η επιταγή. Τα συμπληρωμένα στοιχεία στην επίδικη επιταγή δεν έχουν τον γραφικό χαρακτήρα του συζύγου μου ... Το ως άνω περιεχόμενο της κατάθεσης της δεύτερης κατηγορούμενης ήταν ψευδές και η εν λόγω κατηγορούμενη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών ως σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου και έχουσα ζήσει από κοντά τα ως άνω πραγματικά περιστατικά. Παράλληλα, με την κατάθεση της αυτή ισχυρίστηκε ψευδώς για τους εγκαλούντες ότι είναι τοκογλύφοι και πλαστογράφοι, όλα δε τα ανωτέρω ήσαν ικανά να βλάψουν την τιμή και υπόληψη των εγκαλούντων, τους οποίους εμφάνισε ως άτομα με την ως άνω παραβατική συμπεριφορά. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, στις 18.1.2006 με πειθώ και φορτικότητα και συνεχείς παραινέσεις προκάλεσε στην δεύτερη κατηγορούμενη - σύζυγο του, την απόφαση να προβεί στην ως άνω ψευδή κατάθεση και την διάδοση των ως άνω ψευδών γεγονότων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η από 13.7.2005 έγκληση του σε βάρος των εγκαλούντων. Στοιχειοθετούνται, ως εκ τούτου, οι αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορούμενους κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση, πρέπει δε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι αυτών, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και σε συκοφαντική δυσφήμηση, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων Σ. Π., και της ψευδορκίας μάρτυρα και των δύο συκοφαντικών δυσφημήσεων, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα Ε. Κ., τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 224 παρ.2, 363-362 και 46 παρ. 1 α του ΠΚ. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς αναφέρεται τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της αποφάσεως ότι η συκοφαντική δυσφήμηση συνίσταται στο ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Κ. ισχυρίστηκε, με την από 18.1.2006 ένορκη κατάθεση της, ψευδώς, για τους εγκαλούντες ότι είναι τοκογλύφοι και πλαστογράφοι, η δε μη διαγραφή από το διατακτικό των λέξεων "και διέδωσε" οφείλεται σε φανερή παραδρομή και δεν δημιουργεί καμιά ασάφεια, β) Αιτιολογείται επαρκώς ότι η ως άνω κατηγορουμένη γνώριζε ότι όσα κατέθεσε ήταν ψευδή με την παραδοχή ότι ήταν σύζυγος του συγκατηγορουμένου της Σ. Π. και είχε ζήσει από κοντά τα γεγονότα, γ) Ακόμη, στο σκεπτικό, εκτίθεται ότι όσα ισχυρίστηκε, ψευδώς, η ανωτέρω ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων, τους οποίους εμφάνιζε αυτή ως άτομα με παραβατική συμπεριφορά, δ) Προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Σ. Π. προκάλεσε στη συγκατηγορουμένη του την απόφαση να τελέσει τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας και των συκοφαντικών δυσφημήσεων (πειθώ, φορτικότητα, συνεχείς παραινέσεις), δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η παράθεση περαιτέρω περιστατικών. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Ε. Κ. και πρώτος, δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος του, και τέταρτος λόγοι του δικογράφου των προσθέτων λόγων και των δύο αναιρεσειόντων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Η εμπεριεχόμενη στον πρώτο πρόσθετο λόγο αιτίαση, καθώς και ο τρίτος πρόσθετος λόγος, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (καταθέσεως πολιτικώς ενάγουσας, από 26.2.2005 αποδείξεως εισπράξεως), είναι απαράδεκτοι, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 του ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν απορρίψει αναιτιολόγητα το αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, που υπέβαλε ο κατηγορούμενος, και προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι, υπέβαλαν, δια του συνηγόρου τους, πριν ολοκληρωθεί η κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, αίτημα αναβολής της δίκης, κατ' άρθρο 352 ΚΠοινΔ, προκειμένου "να ζητηθεί από την Τράπεζα αν έχει εκδοθεί ξανά επιταγή ποσού 16.675 Ευρώ στην ίδια Τράπεζα". Το αίτημα αυτό, όπως υποβλήθηκε, ήταν παντελώς αόριστο, καθόσον δεν αναφερόταν σε τι θα χρησίμευε η προσκόμιση της επιταγής αυτής και ποια ήταν η σχέση της με τις ένδικες πράξεις, που αφορούν ψευδή καταμήνυση, κ.λπ. για τις αξιόποινες πράξεις της τοκογλυφίας και της πλαστογραφίας, οι οποίες δεν αναφέρονται στην εν λόγω επιταγή. Το Δικαστήριο, λοιπόν, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, μάλιστα, αιτιολογημένα, χωρίς να υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, απέρριψε το αίτημα αυτό με την ειδική αιτιολογία ότι "απορριπτέο κρίνεται και το αίτημα της υπεράσπισης των κατ/νων για αναβολή της δίκης, διότι δεν κρίνεται αναγκαία η προσκόμιση του αιτουμένου εγγράφου, για την ανεύρεση της αληθείας". Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Σ. Π. και πρώτος λόγος της αιτήσεως της αναιρεσείουσας Ε. Κ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Η ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρηση της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α' και β', ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και β) στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης. Πρέπει δε, για να είναι ορισμένος ο αυτοτελής ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικού, να γίνεται επίκληση περιστατικών που να το δικαιολογούν και δεν αρκεί απλώς η αναφορά της διατάξεως ή η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Για να στοιχειοθετηθεί, ειδικώς, η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα αυτά ως άνω πρακτικά, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν, δια του συνηγόρου τους, κατά το στάδιο των αγορεύσεων, επικουρικά, να τους αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις "του άρθρου 84 παρ. 2 α και β ΠΚ". Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε εντελώς αορίστως, αφού αναφέρονται μόνο οι νομικές διατάξεις που προβλέπουν τα ελαφρυντικά αυτά, χωρίς να γίνεται επίκληση και άλλων περιστατικών. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που έχει, κατά λέξη, ως εξής: "Ο ισχυρισμός της υπεράσπισης των κατηγορουμένων περί συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και β του ΠΚ πρέπει να απορριφθεί, διότι, ενόψει της μεγάλης κοινωνικής απαξίας των αποδιδόμενων σε καθέναν από τους κατηγορούμενους αξιοποίνων πράξεων, οι κατηγορούμενοι δεν έζησαν έντιμη ζωή κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 α του ΠΚ, καθότι δεν αποδείχθηκε θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην παραπάνω περίπτωση, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι άνθρωποι καθ' όλα έντιμοι, όπως ισχυρίζονται ότι ήταν οι ως άνω κατηγορούμενοι, θα μπορούσαν εντελώς ξαφνικά να εμπλακούν σε τόσο βαριές αξιόποινες πράξεις, παράλληλα οι κατηγορούμενοι ωθήθηκαν στις ως άνω πράξεις τους από ταπεινά αίτια και προκειμένου να αποφύγουν την επιστροφή των δανεισθέντων ως άνω χρημάτων". Κατά συνέπειαν, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πέμπτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 59 του ΚΠοινΔ, όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη ποινική δίκη και δεν είναι δυνατή ούτε σκόπιμη η ένωση των δύο, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από αυτήν ως άνω αναβολή ή αναστολή (όρος ταυτόσημος) της ποινικής δίκης γίνεται όταν στη δίκη αυτή υφίσταται προδικαστικό ποινικό ζήτημα. Τέτοιο δε νοείται εκείνο, από το οποίο εξαρτάται η κρίση και απόφαση του ποινικού δικαστή, εκείνο δηλαδή, χωρίς την προηγούμενη λύση του οποίου, δεν είναι δυνατό να προχωρήσει ο δικαστής στην επί της κατηγορίας απόφαση του. Όταν, λοιπόν, κάποιος έχει καταμηνυθεί ψευδώς για τοκογλυφία και πλαστογραφία και εκκρεμεί η ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές, πρέπει η ποινική δίκη για την ψευδή καταμήνυση και την, συνυφασμένη με αυτήν, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση να αναβάλλεται μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη για τις πράξεις της τοκογλυφίας και πλαστογραφίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η έγκληση, την οποία υπέβαλε κατά των εγκαλούντων ο αναιρεσείων Σ. Π. για τοκογλυφία και πλαστογραφία, απορρίφθηκε με την ΕΓ 124-0/89/4Δ/16.6.2008 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Επομένως, ορθώς το Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη των αναιρεσειόντων για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, κ.λπ., κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται παραπάνω. Οι αναιρεσείοντες, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου προσθέτου λόγου αναιρέσεως, ισχυρίζονται ότι το Τριμελές Εφετείο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, γιατί, ενώ είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση όσον αφορά την κατηγορία της ακάλυπτης επιταγής (η 741/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επικυρώθηκε η 6175/2005 διαταγή πληρωμής που αφορά την επιταγή των 18.500 ευρώ), δεν ανέβαλε, κατ' άρθρο 59 ΚΠοινΔ, τη δίκη μέχρι να κριθεί αμετακλήτως η ύπαρξη ή όχι ακάλυπτης επιταγής. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον και ανεξαρτήτως του ότι η ως άνω δίκη επί της επιταγής είναι πολιτική και όχι ποινική και δεν εφαρμόζεται το άρθρο 59 ΚΠοινΔ, η παρούσα δίκη εξαρτάται όχι από το αν η επιταγή αυτή ήταν ακάλυπτη, αλλά από το εάν έχουν κριθεί αμετακλήτως οι πράξεις της τοκογλυφίας και της πλαστογραφίας, για τις οποίες καταμηνύθηκαν οι εγκαλούντες, πράγμα που έγινε, αφού η ψευδής έγκληση απορρίφθηκε με εισαγγελική διάταξη. Όπως ήδη έχει εκτεθεί, η αναιρεσείουσα Ε. Κ. κηρύχθηκε ένοχη ψευδορκίας μάρτυρα και δύο συκοφαντικών δυσφημήσεων (σε βάρος των εγκαλούντων Δ. Μ. και E. P. R.). Ορθώς, επομένως, της επιβλήθηκαν τρεις ποινές (φυλάκιση 12 μηνών για κάθε πράξη και συνολική 18 μηνών, αποτελούμενη από την πρώτη των ίσης διαρκείας ποινών επαυξημένη κατά 3 μήνες από καθεμιά από τις συντρέχουσες ποινές). Ο δεύτερος, λοιπόν, λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως της, με την οποία διατείνεται αυτή ότι το Τριμελές Εφετείο υπερέβη θετικά την εξουσία του, γιατί έπρεπε να της επιβάλει μόνο δύο ποινές (μια για την ψευδορκία και μία για τη συκοφαντική δυσφήμηση), ενώ της επέβαλε μια ακόμη ποινή για πράξη, για την οποία δεν καταδικάστηκε, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους οι κρινόμενες αιτήσεις και οι πρόσθετοι αυτών λόγοι και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 27.3.2013 (με αριθ. πρωτ. 2320 και 232172013) αιτήσεις των Ε. Κ., συζ. Σ. Π., του Α. και Σ. Π. του Ν., αντιστοίχως, μετά των από 2.9.2013 προσθέτων αυτών λόγων, για αναίρεση της 1668/2013 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία εγκλημάτων. Ως προς την ηθική αυτουργία, προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στην αυτουργό την απόφαση να τελέσει τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε. Λόγος αναιρέσεως ότι έπρεπε να αναβληθεί η δίκη κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ απορρίπτεται γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Όχι υπέρβαση εξουσίας. Αίτημα αναβολής για κρείσσονες και αυτοτελής ισχυρισμός για αναγνώριση ελαφρυντικών ήταν αόριστοι. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο, ως εκ περισσού, τους απέρριψε αιτιολογημένα. Ορθώς επιβλήθηκαν στην μια αναιρεσείουσα τρεις ποινές (μία για την ψευδορκία και ανά μία για τη συκοφαντική δυσφήμηση καθενός από τους δύο παθόντες) και όχι δύο. Απόρριψη αιτήσεων και προσθέτων λόγων.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπέρβαση εξουσίας, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
Αριθμός 1275/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1.Ι. Π. του Π. , κατοίκου ... και 2.Κ. Π. του Π., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κωνσταντίνου , για αναίρεση της υπ' αριθ. 10281/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2013 κοινή αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 357/13 Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων , που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 170 παρ.1 του ΚΠΔ, "η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο". Κατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, "από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο" και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, "ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται", κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Επίσης, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ, "η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 166 παρ.3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της ..". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι και σε περίπτωση άκυρης επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, αρχίζει η κυρία διαδικασία και ως εκ τούτου, κατ' άρθρο 113 παρ.2 του ΚΠΔ, αναστέλλεται η παραγραφή από της ημέρας της επιδόσεως. Αυτό όμως, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο, αυτοπρόσωπα ή δια εκπροσωπούντος αυτόν εξουσιοδοτημένου δικηγόρου και δεν προτείνει κατά την έναρξη της πρωτοβαθμίου δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα και η επίδοση θεωρείται πλέον έγκυρη και απ' αυτή αρχίζει η κύρια διαδικασία και αναστέλλεται η παραγραφή. Αν δε ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επιδόσεως της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως και όχι το πρώτον με σχετική ένσταση κατά την ακροαματική διαδικασία ή και με λόγο αναιρέσεως, σε περίπτωση που η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως, πάλιν καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κύρια διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Η απορρίπτουσα την σχετική ένσταση του κατηγορουμένου απόφαση, δηλαδή, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ούσα προπαρασκευαστική, πρέπει, κατ' άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αν τέλος η προβολή της ενστάσεως αυτής περί ακυρότητας της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος δε γίνει με ειδικό λόγο εφέσεως στην έκθεση εφέσεως, τότε πάλιν η ένσταση αυτή που προβάλλεται στο εφετείο το πρώτον, είναι απαράδεκτη και δεν απαιτείται αιτιολόγηση απαράδεκτων ενστάσεων και ισχυρισμών(ΑΠ 562/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας σχετικού λόγου αναιρέσεως, όσον αφορά μόνο τον προβάλλοντα σχετικό λόγο, αναιρεσείοντα Ι. Π., με την 36523/1-7-2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό με απόντα τον ανωτέρω ήδη αναιρεσείοντα, αυτός καταδικάστηκε ερήμην κληθείς ως άγνωστης διαμονής, για τις πλημμεληματικές πράξεις της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από Ιουλίου 2005 έως Φεβρουαρίου 2006. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο αναιρεσείων Ι. Π. άσκησε την με αριθμό εκθ. 3006/21-11-2011 έφεση, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα, στο δικόγραφο της οποίας όμως, όπως από αυτή προκύπτει, ο αναιρεσείων εκθέτει ότι ασκεί έφεση κατά της 36523/1-7-2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με ειδικό λόγο εφέσεως ακυρότητα επιδόσεως του επιδοθέντος σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος, γιατί κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής ενώ ήταν γνωστής διαμονής. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως αυτής ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης , που έγινε στις 2-11-2012, ο άνω αναιρεσείων, δια του εκπροσωπούντος αυτόν, απουσιάζοντα, συνηγόρου του, πρόβαλε, τον αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο ανάπτυξε και προφορικά, περί παραγραφής των μερικοτέρων αξιοποίνων πράξεων, μέχρι και το δεύτερο μήνα του έτους, 3-3- 2006, λόγω άκυρης επίδοσης σε αυτόν την 16-7-2010 του κλητηρίου θεσπίσματος με αρ. ... και κλήσης για τη δικάσιμο της 24-9-2010, από τη δικαστική επιμελήτρια …, ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν λόγω μη αναστολής κατ'άρθρο 113 παρ.2 του ΚΠΔ της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 111 παρ.3 του ΚΠΔ. Το δικάσαν ως Εφετείο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με το εξής αιτιολογικό: "Όσον αφορά τον ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου περί μερικής παραγραφής για τον λόγο που αναφέρει ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από το απόσπασμα της με αρ. 26625/19-5-2011 αναβλητικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, εμφανίστηκε και παραστάθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Κωνσταντίνου κατά τη δικάσιμο της 19-5-2011, οπότε η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, για μεταγενέστερη δικάσιμο, προκειμένου οι κατηγορούμενοι να προσκομίσουν απόφαση ρύθμισης των οφειλών τους και δεν αποδείχθηκε ότι τη δικάσιμο εκείνη ο πρώτος κατηγορούμενος πρότεινε την ακυρότητα του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος, με αποτέλεσμα απαραδέκτως να προτείνεται η ακυρότητα αυτή ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 2 του ΚΠΔ". Με το παραπάνω αιτιολογικό ορθά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε και εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε τον προβληθέντα περί παραγραφής ισχυρισμό του αναιρεσείοντος πρώτου κατηγορουμένου Ι. Π., λόγω ακυρότητας της επιδόσεως σε αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος ως άγνωστης διαμονής, γιατί ήταν γνωστής διαμονής και εκ τούτου λόγω μη αναστολής της παραγραφής εισέτι επί τριετία, διότι πράγματι από τα επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι η επίδοση μεν του ... κλητηρίου θεσπίσματος και κλήσης για συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης στη δικάσιμο της 24-9-2010, έγινε με το από 16-7-2010 αποδεικτικό επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας ..., ως άγνωστης διαμονής, αναζητηθείς στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της επιχείρησής τους, στην οδό ..., όπου αναζητήθηκε και δε βρέθηκε, αναχωρήσας σε άγνωστη διεύθυνση, πλην όμως με τη με αρ. 41703/24-9-2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου αυτού δικαστηρίου η εκδίκαση της υπόθεσης κατά την αρχική δικάσιμο της 24-9-2010 αναβλήθηκε για κρείσσονες αποδείξεις σε ρητή δικάσιμο της 19-5-2011, ότε και πάλιν το ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την προαναφερθείσα με αρ. 26625/2011 απόφασή του ανέβαλλε, κατ'άρθρο 352 παρ.2,3 του ΚΠΔ, την εκδίκαση σε ρητή δικάσιμο της 1-7-2011, προκειμένου να προσκομισθεί απόφαση ρύθμισης των οφειλών των κατηγορουμένων στο ΙΚΑ, η δε δικάσιμος αυτή της 1-7-2011, ανακοινώθηκε στον παριστάμενο εξουσιοδοτημένο κοινό συνήγορο και των δύο κατηγορουμένων και στη συνέχεια, με ωσεί παρόντες τους απουσιάζοντες και μη εκπροσωπηθέντες πλέον κατά τη νέα δικάσιμο της 1-7-2011 κατηγορουμένους, εκδόθηκε ερήμην των κατηγορουμένων η πρωτοβάθμια 36523/1-7-2011 καταδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω και τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ο προβάλλων την ανωτέρω ακυρότητα πρώτος κατηγορούμενος Ι. Π., ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την παραπάνω καταδικαστική απόφαση, είχε παρασταθεί νομότυπα σε προηγούμενη δικάσιμο της 19-5-2011, που αναβλήθηκε η υπόθεση για κρείσσονες αποδείξεις, δια παρασταθέντος και εκπροσωπήσαντος πλήρως αυτόν, κατ' άρθρο 340 παρ.2 του ΚΠΔ συνηγόρου και όχι απλώς ως αγγέλου για την αναβολή, και κατά τη συνεδρίαση αυτή, ο παρασταθείς συνήγορός του, δεν πρόβαλε καμία ακυρότητα της επιδόσεως σε αυτόν της κλήσεως και του κλητηρίου θεσπίσματος, ούτε εναντιώθηκε στην πρόοδο της δίκης για το λόγο αυτό και επομένως, οιαδήποτε τυχόν μεσολαβήσασα τέτοια ακυρότητα, καλύφθηκε, η επίδοση θεωρείται πλέον έγκυρη, άρχισε από τότε η κύρια διαδικασία και χώρησε αναστολή της πενταετούς παραγραφής επί τριετία και η προβολή της ακυρότητας αυτής το πρώτον με λόγο εφέσεως ήταν απαράδεκτη, όπως ορθά και με ειδική επαρκή αιτιολογία αποφάνθηκε και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με αρ. 10281/2012 απόφασή του. Επομένως, ο συναφής λόγος αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος Ι. Π. για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας απόρριψης του παραπάνω προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του περί ακυρότητας επιδόσεως του αρχικού κλητηρίου θεσπίσματος και περί παραγραφής μερικοτέρων πράξεων οφειλών του, συνεπεία μη αναστολής της πενταετούς παραγραφής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές αυτών που εργάζονται σ' αυτόν με σκοπό να τις αποδώσει στους άνω Οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους Οργανισμούς αυτούς μέσα σε ένα μήνα αφότου είχαν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ' αυτόν, καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Για την πληρότητα της αντικειμενικής υποστάσεως των εν λόγω εγκλημάτων απαιτείται το υποκείμενο των εγκλημάτων αυτών να έχει την ιδιότητα του εργοδότη και σαν τέτοιος νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο το υπαγόμενο στην ασφάλιση προσωπικό οφείλει να προσφέρει την υπηρεσία του. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Από τις διατάξεις του άρθρου 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ". Ο νέος νόμος 3346/2005 για την "Επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων", με το άρθρο 33 ορίζει ότι "Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο [εργοδοτικών], καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα δύο χιλιάδες [2000] ευρώ". Περαιτέρω, κατά το ίδιο άρθρο 33 του Ν. 3346/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 της ΠΝΠ της 16.9.2009 (ΦΕΚ -Α' 181/16.9.2009), που κυρώθηκε στη συνέχεια με το άρθρο πρώτο του Ν. 3814/2010 (Α' 3/12.1.2010)., ορίζεται ότι "Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών) καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, να υπερβαίνει συνολικώς τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ". Από την νεώτερη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι: α) το όριο των πέντε χιλιάδων ευρώ αναφέρεται στο σύνολο των κατά περίπτωση της εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών, αφού πρόκειται για δύο διαφορετικές πράξεις, β) αν το συνολικώς οφειλόμενο ποσόν εισφορών, εργοδοτικών ή εργατικών, είναι μικρότερο, δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και γ) η νέα ρύθμιση είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού δεν αρκεί η μη καταβολή ή η παρακράτηση των άνω εισφορών, αλλά απαιτείται προσθέτως η οφειλή να υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, εφαρμόζεται και στις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την 16-9-2009, όταν άρχισε η ισχύς της άνω κυρωθείσας με νόμο ΠΝΠ, και δ) όταν πρόκειται για οφειλές περισσότερες του ενός μηνός, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των οφειλόμενων εισφορών, κατά το άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή απαιτείται το συνολικό ποσό των οφειλομένων εισφορών (εργατικών ή εργοδοτικών) και όχι το κατά μήνα οφειλόμενο ποσό, να μην υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ(ΑΠ 1094/2010). Σύμφωνα δε με το άρθρο 30 του Ν.3904/23.12.2010, που εφαρμόζεται, ως επιεικέστερος νόμος (άρθρο 2 ΠΚ) και για τις πράξεις που τελέσθηκαν και προ του νόμου αυτού (23.12.2010 άρθρο 38), για την εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, οι εργοδοτικές και εργατικές εισφορές πρέπει να υπερβαίνουν τα ποσά των 20.000 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα.(ΑΠ 1794/2011). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Διαφορετικά, αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως. Για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής, για την παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, αποφάσεως, πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιοποίνων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, του ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και, δεν κατέβαλε ή παρακράτησε και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 10281/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, οι δύο αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, ως εργοδότες επιχείρησης, για μη έγκαιρη καταβολή απαιτητών εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ απασχοληθέντος προσωπικού σε επιχείρηση αυτών ΕΠΕ, και τους επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαέξι μηνών και χρηματική ποινή 1.500 ευρώ σε καθένα, με τριετή αναστολή. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά πιστή αντιγραφή, τα εξής πραγματικά περιστατικά : "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στην …από την 01/09/05 έως τη 01/02/09 τυγχάνοντας εργοδότες της επιχείρησης με την επωνυμία .... (....) και ΑΜΕ ..., ΥΠΟΚ/ΜΑ Ι ΚΑ ΤΟΥΜΠΑΣ, είδος επιχείρησης ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΠΙΠΛΩΝ και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 1/7/2005 έως 31/12/2008 στην επιχείρηση τους προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλαν για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλουν στο Ι ΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 279.000,79 € Ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ΠΕΕ Α 45/2009 στην οποία αναγράφονται 15 μισθωτοί με ύψος αποδοχών 585.901,65 €ΕΥΡΩ συνολικά. Συγκεκριμένα: 1.Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους ασφαλιστικών εισφορών ( ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ ) ποσού 186.000,43 € ΕΥΡΩ δεν κατέβαλαν αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2.Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση τους (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 93.000,26€ ΕΥΡΩ με σκοπό να αποδώσουν αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλαν σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και κατέστησαν γι' αυτές τιμωρητέοι για υπεξαίρεση. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 10281/2012 απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικά στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 του ΠΚ, και άρθρο 1 παρ.1,2 του Α.Ν. 86/1967 σε συνδυασμό με άρθρο 375 παρ.1 του ΠΚ που εφάρμοσε. Σε σχέση με τις προβαλλόμενες ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, περί εφαρμογής αυτεπάγγελτα του νεότερου επιεικέστερου ως προς τα ποσά των εισφορών άρ.33 Ν. 3346/2005 και 30 Ν. 3904/2010 και ανεγκλήτου των μερικοτέρων πράξεων καθυστέρησης καταβολής των εισφορών, κατά μήνα, σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η νέα ρύθμιση του νόμου είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού δεν αρκεί η μη καταβολή ή η παρακράτηση των άνω εισφορών, αλλά απαιτείται προσθέτως η συνολική οφειλή να υπερβαίνει το ποσό των πέντε ή είκοσι χιλιάδων ευρώ και όταν πρόκειται για καθυστερούμενες οφειλές περισσότερες του ενός μηνός, όπως στην προκειμένη περίπτωση, για να καταστεί ανέγκλητη η πράξη καθυστερήσεως ασφαλιστικών εισφορών, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, κατά το άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή απαιτείται το συνολικό ποσό των οφειλομένων και παρακρατούμενων εισφορών (εργατικών ή εργοδοτικών) που βαρύνουν τον εργοδότη για όλο το επίδικο διάστημα( εδώ οι οφειλόμενες εισφορές είναι 186.000,43 και 93.000,26 ευρώ αντίστοιχα) και όχι το κατά μήνα οφειλόμενο ποσό, να μην υπερβαίνει τα πέντε ή είκοσι χιλιάδες ευρώ, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. Συνεπώς, οι συναφείς λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, όπως και για αθώωση αυτών κατ' εφαρμογή των παραπάνω επιεικέστερων νεότερων νόμων, που καθιστούν τις πράξεις ανέγκλητες, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-2-2013 κοινή αίτηση - δήλωση των Ι. Π. του Π. και Κ. Π. του Π., για αναίρεση της με αρ. 10281/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης: 1. Όταν πρόκειται για οφειλές περισσότερες του ενός μηνός, για να καταστεί ανέγκλητη η πράξη καθυστερήσεως ασφαλιστικών εισφορών, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, κατά το άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή απαιτείται το συνολικό ποσό των οφειλομένων και παρακρατούμενων εισφορών (εργατικών ή εργοδοτικών) που βαρύνουν τον εργοδότη για όλο το επίδικο διάστημα και όχι το κατά μήνα οφειλόμενο ποσό, να μην υπερβαίνει τα πέντε ή είκοσι χιλιάδες ευρώ, με τις γενόμενες τροποποιήσεις, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες (βλ. ΑΠ 1094/2010). 2. Ο προβάλλων την ακυρότητα επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος και παραγραφή, λόγω μη αναστολής της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, αν είχεν παρασταθεί νομότυπα σε προηγούμενη δικάσιμο, που αναβλήθηκε η υπόθεση για κρείσσονες αποδείξεις, δια παρασταθέντος και εκπροσωπήσαντος πλήρως αυτόν, κατ' άρθρο 340 παρ.2 του ΚΠΔ συνηγόρου και κατά τη συνεδρίαση αυτή, δεν πρόβαλε καμία ακυρότητα της επιδόσεως σε αυτόν της κλήσεως και του κλητηρίου θεσπίσματος, ούτε εναντιώθηκε στην πρόοδο της δίκης για το λόγο αυτό, έπεται ότι οιαδήποτε τυχόν μεσολαβήσασα τέτοια ακυρότητα επιδόσεως, καλύφθηκε, η επίδοση θεωρείται πλέον έγκυρη, άρχισε από τότε η κύρια διαδικασία και χώρησε αναστολή της πενταετούς παραγραφής επί τριετία και η προβολή της ακυρότητας αυτής το πρώτον με λόγο εφέσεως είναι απαράδεκτη (ΑΠ 562/2010).
Ακυρότητα επιδόσεως
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ακυρότητα επιδόσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1274/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο- Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου H. ή L. ή L. (ον.) L. ή T. ή H. ή Η. (επ.) του M., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1027-1028/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσ/κης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσ/νίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουνίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 312/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του ιδίου ως άνω Εισαγγελέως με αριθμό 147 και ημερομηνία 29 Μαΐου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων ενώπιον του Δικαστηρίου Σας σύμφωνα με τα άρθρα 476§1 και 513§1 Κ.Π.Δ την με αριθμό βιβλίου ενδίκων μέσων του Εφετείου Θεσσαλονίκης 19/2012 αίτηση αναιρέσεως του H. ή L. ή L. (ονομ.) L. ή T. ή H. ή H. (επών) του Μ. ή Μ., ελαιοχρωματιστή, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, κατά της υπ' αριθμ. 1027-1028/6-4-2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας καταδικάστηκε κατ' έφεση για κατοχή ναρκωτικών, με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης όπλου προς τον σκοπό της διαφυγής, απόπειρα ανθρωποκτονίας, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης είκοσι δύο (22) ετών και εκθέτω τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473§2, 474§2 ,476§2 και 509§1 Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει στη έκθεση ή την επιδιδόμενη κατά το άρθρο 473§2 Κ.Π.Δ δήλωση αναίρεσης να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται . Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου και εντεύθεν για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν αρκεί απλή επανάληψη των διατάξεων του άρθρου 510 του Κ.Π.Δ, χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας που αποδίδεται στην απόφαση. Ειδικότερα: α) σε περίπτωση απόλυτης ή σχετικής ακυρότητας, πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η ακυρότητα αυτή, από ποια αιτία εχώρησε, αν αυτή αναφέρεται σε διάταξη που αφορά την τήρηση των διατάξεων, που, καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, καθώς και τη άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις, που επιβάλλει ο νόμος (άρθρο 171 παρ 1 δ Κ.Π.Δ), πρέπει να προσδιορίζεται ειδικώς σε τι συνίσταται η παραβίαση των δικαιωμάτων του αυτών και ποια η διάταξη που παραβιάστηκε, β) σε περίπτωση έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης, να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη της, αναφορικά με συγκεκριμένο η συγκεκριμένα κεφάλαια της, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση ολομ. Α.Π (σε συμβούλιο) 19/2001 Ποιν Χρον ΝΒ 402 , ολομ Α.Π 2/2002 Ποιν Χρον. ΝΒ 691). γ) σε περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός της νομικής πλημμέλειας περί την ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε (Α.Π 1622/2001 Ποιν Χρον ΝΒ 401). Οι αόριστα διατυπούμενοι λόγοι αναιρέσεως, δεν μπορούν να συμπληρωθούν με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως (ολομ. Α.Π 2/2002 Ποιν Χρον. ΝΒ 691). Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476§1 του Κ.Π.Δ "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο, ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο". Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ' αριθμ. 1027-1028/6-4-2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε μετά από έφεση κατά της υπ' αριθμ.486/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ο H. ή L. ή L. (ονομ). L. ή T. ή H. ή H. (επών) του Μ. ή Μ., ελαιοχρωματιστής, κάτοικος ... και ήδη κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, καταδικάστηκε κατ' έφεση για κατοχή ναρκωτικών με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης όπλου προς τον σκοπό της διαφυγής, απόπειρα ανθρωποκτονίας, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης είκοσι δύο (22) ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ως άνω ο καταδικασθείς, άσκησε αυτοπροσώπως, κατά τους νομίμους τύπους και εμπροθέσμως (προ πάσης καταχώρησης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο τελεσίδικων αποφάσεων) την από 28-6-2012 αναίρεση με δήλωση του ενώπιον του Διευθυντού του Καταστήματος Κράτησης Πατρών (ένθα κρατείται), συντάχθηκε δε περί αυτής η σχετική με αριθμό πρωτ. 56/28-6-2012 έκθεση, η οποία έλαβε τον αριθμό 19/2012 στο βιβλίο ενδίκων μέσων του Εφετείου Θεσσαλονίκης Στην συνταχθείσα σχετικώς έκθεση (άρθρο 474 παρ.1 Κ.Π.Δ), ο ως άνω καταδικασθείς δηλώνει ότι ασκεί αναίρεση κατά της ανωτέρω καταδικαστικής σε βάρος του αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκθέτοντας σ' αυτήν (έκθεση) ότι ασκεί το ένδικο αυτό μέσο για "έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, όπως απαιτείται από το Σύνταγμα και τον νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476§§1 και 2 , 513§1 και 583§1 Κ.Π.Δ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω : α) να απορριφθεί ως απαράδεκτη με αριθμό βιβλίου ενδίκων μέσων του Εφετείου Θεσσαλονίκης 19/2012 αίτηση αναιρέσεως του H. ή L. ή L.(ονομ.) L. ή T. ή H. ή H. (επών) του Μ. ή Μ., ελαιοχρωματιστή, κατοίκου ... και κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Πατρών, κατά της υπ' αριθμ. 1027-1028/6-4-2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, και β) να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 28 Μαΐου 2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτή ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Η ανυπαρξία ή η αοριστία, εξάλλου, των λόγων αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναιρέσεως, έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δε διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή αιτιολογίας, ποίες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής σε σχέση με τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της ή ποία αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (βλ.ΟλΑΠ 2/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, στην κρινόμενη με αριθμ. εκθ. 56/28-6-2012 αίτηση αναιρέσεως του καταδικασθέντος για απόπειρα ανθρωποκτονίας, παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και κατοχή ναρκωτικών ουσιών αναιρεσείοντος, κατά της με αριθμ. 1027,1028/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που συντάχθηκε νόμιμα, όπως από αυτή επισκοπούμενη προκύπτει, αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση, κατά λέξη και αποκλειστικά "για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου". Από το παραπάνω περιεχόμενο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, στην οποία δεν αναφέρεται ούτε επισυνάπτεται κάποιο άλλο έγγραφο, προκύπτει ότι δεν περιέχεται στην αίτηση αυτή κανένας παραδεκτός και νόμιμος λόγος αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ούτε διατυπώνεται κάποια πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο δε αναφερόμενος ως παραπάνω λόγος, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εκτίθεται παντελώς αόριστα, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν το λόγο αυτό και δη δεν προσδιορίζονται ποίες οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής σε σχέση με τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της ή ποία αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας . Συνεπώς, εφόσον ειδοποιήθηκε η ορισθείσα αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, να παραστεί στο παρόν συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο και εκθέσει τις απόψεις της επί του απαραδέκτου της αναιρέσεως και αυτή ή ο αναιρεσείων δεν παραστάθηκαν, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη (άρθρο 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1α του ΚΠΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη τη με αριθμ. εκθ. Κ.Κ.Πατρών 56/28-6-2012 και αρ.19/2012 βιβλίου ενδίκων μέσων Εφετείου Θεσσαλονίκης, αίτηση του H. ή L. ή L. L. ή T. ή H. ή H. του Μ. ή Μ., για αναίρεση της με αριθμ. 1027,1028/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης, λόγω παντελούς αοριστίας του μοναδικού λόγου της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1280/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 701-702/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Μ. του Α., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Απριλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 708/2013. Αφού άκουσε Την πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δική η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 2 εδ. α και β, 1 και 3 του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει όποιος κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και όποιος επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση, τιμωρούμενος, αν επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/1999, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η εκ μέρους του δράστη (δανειστή) συνομολόγηση ή λήψη για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου. Στην περίπτωση αυτή, η τοκογλυφία προϋποθέτει τη σύναψη συμβάσεως δανείου (άρθρο 806 επ. ΑΚ) και όχι δικαιοπραξία άλλης μορφής. Βασικός όρος του αξιοποίνου της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι τα περιουσιακά ωφελήματα που συνομολογεί ή λαμβάνει ο δράστης να υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Το έγκλημα αυτό μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, οι οποίοι είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους, τελούν δε σε αληθινή πραγματική συρροή, και ειδικότερα, αφενός μεν με τη συνομολόγηση και λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, αφετέρου δε με την επιδίωξη εκπλήρωσης των τοκογλυφικών ωφελημάτων που έχουν συνομολογηθεί. "Συνομολόγηση" είναι η αποτύπωση της συμφωνίας μεταξύ λήπτη και δανειστή για παροχή από τον πρώτο τοκογλυφικών ωφελημάτων στο πλαίσιο της σύμβασης δανείου. Ως "λήψη" τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνο η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιόγραφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νόμιμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή επιδίωξη εισπράξεως. Η συγκεκριμένη μορφή του εγκλήματος της τοκογλυφίας θεωρείται τετελεσμένη και μόνο με τη "συνομολόγηση" της τοκογλυφικής συμβάσεως και μάλιστα τόσο κατά την αρχική σύναψη, όσο και κατά τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ως ενιαίο σύνολο στο οριστικό κεφάλαιο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Για τον χαρακτηρισμό της κατ' επάγγελμα τελέσεως, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση και δεν είναι αναγκαία η προηγουμένη καταδίκη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενυπάρχει (και) επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενώ εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για το κατ' επάγγελμα να διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Είναι, πάντως, δυνατή η ταυτόχρονη συνδρομή και των δύο περιπτώσεων της κατ` επάγγελμα τελέσεως ενός εγκλήματος, όταν αυτό έχει τελεσθεί επανειλημμένα, αλλά ο δράστης έχει συγχρόνως διαμορφώσει και υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως. Κατά συνήθεια δε τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 385 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται α) σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2 αν η πράξη τελέσθηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω μορφή του απαιτείται, αντικειμενικώς α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλές, οι οποίες εκλαμβάνονται ως σοβαρές (πραγματοποιήσιμες) από τον απειλούμενο, είναι δε ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής με την έννοια ότι η πραγματοποίηση του προαγγελθέντος κακού πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν ο εξαναγκαζόμενος δεν ήθελε προβεί στην επιζητούμενη επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς (αν δηλαδή ο εξαναγκασμός δεν επιτυγχάνεται με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας ή τη ζωής), πρόκειται για εκβίαση, τιμωρούμενη, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. γ' του ίδιου ως άνω άρθρου, σε βαθμό πλημμελήματος, υποκειμενικώς δε δόλος ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των ανωτέρω στοιχείων συγκροτήσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής (βασικός δόλος) και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος από την εξαναγκαζόμενη ως άνω συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή), παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος), το οποίο πρέπει να τελεί σε σχέση υλικής αντιστοιχίας με την επελθούσα περιουσιακή ζημία, έτσι, ώστε να αποτελεί αυτό την ανάστροφη όψη της ζημίας, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη του οφέλους. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάστηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή, αλλιώς ,αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ. 1 και 309 του ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εντεύθεν προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται, αντικειμενικώς, πρόκληση της σωματικής βλάβης του άρθρου 308 παρ. 1 κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, κατά την έννοια, ως προς την τελευταία, του άρθρου 310 παρ. 2 του ΠΚ, και υποκειμενικώς δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση ή αποδοχή του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης : α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεως του ή και της σχέσεως του με τον φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος, εκτός αν για την αντικειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 701-702/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα τοκογλυφίας από υπαίτιο που επιχειρεί πράξεις κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβιάσεως από κοινού κατ` εξακολούθηση και ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού κατ` εξακολούθηση σε βάρος του Α. Μ., με το ελαφρυντικό ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Ο εγκαλών Α. Μ. που είχε μια καλή επιχείρηση από το 1981 μέχρι το 2001, άρχισε να συχνάζει στο καζίνο και επιδίδεται σε τυχερά παίγνια συστηματικά με αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου, τόσον αυτός όσον και η επιχείρησή του άρχισαν να παρουσιάζουν οικονομικά προβλήματα και συγκεκριμένα οικονομικές υποχρεώσεις προς τρίτους που δεν μπορούσε να τις καλύψει. Τότε αναζήτησε κάποιον για να του χορηγήσει κάποιο δάνειο. Διάφοροι γνωστοί του που σύχναζαν στο καζίνο του σύστησαν τον κατηγορούμενο ως άτομο με οικονομική επιφάνεια που μπορούσε να τον βοηθήσει. Έτσι άρχισε να δανείζεται από αυτόν. Συγκεκριμένα σε αδιευκρίνιστο χρονικό σημείο του έτους 2002 ο κατηγορούμενος συνήψε σύμβαση δανείου με αυτόν (εγκαλούντα Α. Μ. του Α.) ποσού 5000 ευρώ, με επιτόκιο 5% ημερησίως, ποσοστό που υπερέβαινε το νόμιμο, [καθώς από 1-1-2002 έως 5-12-2002 το νόμιμο ποσοστό συμβατικού τόκου ανερχόταν σε 8,75% ετησίως], ενώ στο επόμενο χρονικό διάστημα των 6 μηνών από του μηνός Δεκεμβρίου 2012, συνήψε συμβάσεις δανείου ποσών 5.000, 3.000 και 2.000 ευρώ και συνολικά περί τα 20.000 ευρώ και απαίτησε και έλαβε από τον άνω εγκαλούντα τοκογλυφικά ωφελήματα, ήτοι με ποσοστό τόκου 5% ημερησίως ενώ το νόμιμο ποσοστό τόκου από 6-12-2002 έως 6-3-2003 ανερχόταν σε 8,75% ετησίως, από 7-3-2003 έως 5-6-2003 σε 8,5% ετησίως, από 6-6-2003 έως 5-12-2005 σε 8% ετησίως και από 6-6-2003 έως 5-12-2005 σε 8% ετησίως. Επίσης με τον άνω εγκαλούντα έτερη σύμβαση δανείου ποσού 12.000 ευρώ και συνομολόγησε και έλαβε τοκογλυφικά ωφελήματα ποσού 6000 ευρώ, καθώς συμφώνησε επιτόκιο 50% μηνιαίως, το οποίο υπερβαίνει το νόμιμο ποσοστό τόκου, ενώ μέχρι και το μήνα Μάιο του 2004 συνολικά περί τις δέκα φορές συνήψε σύμβαση δανείου ποσού 12.000 ευρώ συνομολογώντας ποσοστό τόκου 50% μηνιαίως και λαμβάνοντας τα άνω ποσά πλην του ποσού των 22.000 ευρώ, το οποίο του όφειλε και δεν του είχε καταβάλει ο εγκαλών και για το οποίο κατά την παράταση προθεσμίας πληρωμής ήτοι μέχρι τον Αύγουστο του 2004 ανήλθε σε ποσό 50.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων νέων τοκογλυφικών ωφελημάτων. Για το άνω δε ποσό ο εγκαλών αποδέχθηκε 5 συναλλαγματικές εκδόσεως του κατηγορουμένου, ποσού 10.000 ευρώ εκάστη, οι οποίες έληγαν την 1-2-2005, πληρωτέες στη Θεσσαλονίκη, τις οποίες δεν μπόρεσε να πληρώσει, οπότε και ένα μήνα μετά τη λήξη τους ο κατηγορούμενος προέβη σε απειλές σε βάρος του εγκαλούντος ότι θα τον δείρει, θα τον σκοτώσει και θα κάνει κακό στα παιδιά του, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό την εκπλήρωση των τοκογλυφικών ωφελημάτων που πήγαζαν από την άνω απαίτησή του. Ακόμη αποδείχθηκε ότι την 1-9-2005 και 5-9-2005 ο κατηγορούμενος με συνεχείς προτροπές, πειθώ και φορτικότητα έπεισε δύο άγνωστους δράστες, προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, με απειλή ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής από κοινού ενεργώντας να επιχειρήσουν να εξαναγκάσουν άλλον σε πράξη από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του πλην όμως η πράξη τους δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς τους και συγκεκριμένα προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος που συνίσταται στην καταβολή σ' αυτόν του άνω ποσού των 50.000 ευρώ έπεισε τους άνω δύο άγνωστους δράστες να μεταβούν στην ενταύθα και επί της οδού ... (...) επιχείρηση πώλησης υλικών οικοδομής του εγκαλούντα την 1-9-2005 και με σωματική βία ήτοι κτυπώντας τον με τα χέρια στο κεφάλι και το πρόσωπο με σφαλιάρες και μπουνιές, προκαλώντας του κάταγμα ρινός, κάκωση κεφαλής, αιμάτωμα δεξιού οφθαλμού και εγκεφαλική διάσειση και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος και της ζωής του λέγοντας του "ότι αν δεν πληρώσει τα οφειλόμενα θα επιστρέψουν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες και θα πάθει αυτός και η οικογένεια του χειρότερα". Επίσης στις 5-9-2005 με σωματική βία ήτοι κτυπώντας τον με γροθιά ο ένας εκ των δραστών στο κεφάλι και κλωτσιά ο άλλος στο πόδι, να τον εξαναγκάσουν να καταβάλει το άνω χρηματικό ποσό στον κατηγορούμενο πλην όμως οι άνω ενέργειες τους δεν ολοκληρώθηκαν καθόσον ο εγκαλών δεν κατέβαλε το άνω χρηματικό ποσό, αλλά μετέβη στο Τμήμα Ασφαλείας καταγγέλλοντας τις σε βάρος του πιο πάνω αξιόποινες πράξεις. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συνομολογώντας με τον εγκαλούντα τις παραπάνω τοκογλυφικές συμβάσεις ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια καθόσον προέκυψε ύπαρξη πρόθεσης βιοπορισμού από αυτή και ροπή προς τέλεση αυτής. Ενόψει των αποδειχθέντων πιο πάνω περιστατικών... πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης και επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατ' εξακολούθηση, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, όσον αφορά τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβιάσεως και σε επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού κατ` εξακολούθηση, στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 385 παρ. 1 περ. α, 309 σε συνδ. με 308, 98, 45 και 46 παρ. 1 α του ΠΚ. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: Προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προκάλεσε στους δύο άγνωστους δράστες την απόφαση να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της εκβιάσεως και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (συνεχείς προτροπές, πειθώ, φορτικότητα), δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η παράθεση περαιτέρω περιστατικών, όπως του βαθμού εξαρτήσεως των αυτουργών από τον κατηγορούμενο ή της επιδράσεως που άσκησε ο τελευταίος σ` αυτούς, ενώ η παραδοχή για τις προτροπές, κ.λπ. θεμελιώνει και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της δράσεως των αυτουργών και της ενέργειας του ηθικού αυτουργού κατηγορουμένου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος, αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Όσον αφορά, όμως, την πράξη της κακουργηματικής τοκογλυφίας, το Πενταμελές Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ. Συγκεκριμένα στο σκεπτικό, το οποίο αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, εμπεριέχονται ασάφειες, καθόσον: α) Δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο είχε συναφθεί το πρώτο δάνειο των 5.000 ευρώ και ο ακριβής χρόνος, κατά τον οποίο είχε συμφωνηθεί η απόδοση αυτού, ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ του εκάστοτε νομίμου επιτοκίου και του τελικώς καταβληθέντος ποσού. β) Δέχεται το Δικαστήριο ότι στο επόμενο χρονικό διάστημα από το τέλος Δεκεμβρίου του 2002 είχαν συναφθεί συμβάσεις δανείου ποσών 5.000, 3.000 και 2.000 ευρώ (χωρίς και πάλι να αναφέρεται ο ακριβής χρόνος συνάψεως και αποδόσεως καθενός) και συνολικά περί τα 20.000 ευρώ, χωρίς να διευκρινίζει πώς προκύπτει το ποσό αυτό, δεδομένου ότι όλα τα ποσά αυτά, συναθροιζόμενα με το πρώτο δάνειο, ανέρχονται σε 15.000 ευρώ. γ) Δεν διευκρινίζεται, ακόμη, ο ακριβής χρόνος συνάψεως και συμφωνημένης αποδόσεως του δανείου των 12.000 ευρώ, καθώς και των δέκα συμβάσεων δανείου που είχαν συναφθεί μέχρι το Μάιο του 2004 ποσού 12.000 ευρώ, για τα οποία, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, συνομολογήθηκε ποσοστό τόκου 50% μηνιαίως, όπως και εάν το ποσό των 12.000 ευρώ αφορά καθεμιά από τις δέκα συμβάσεις ή το σύνολο αυτών. δ) Κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ο εγκαλών δεν κατέβαλε στον αναιρεσείοντα το ποσό των 22.000 ευρώ, το οποίο, κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής μέχρι τον Αύγουστο του 2004, ανήλθε σε 50.000 ευρώ. Όμως, δεν διευκρινίζεται αν το ποσό των 50.000 ευρώ αφορά κεφάλαιο ή και τοκογλυφικά ωφελήματα και σε ποιο ποσό ανέρχονται αυτά. ε) Το Δικαστήριο δεν παραθέτει καθόλου πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και υποδηλώνουν ότι η πράξη τελέσθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αλλά στο μεν σκεπτικό παραθέτει τη φράση "ο κατηγορούμενος συνομολογώντας με τον εγκαλούντα τις παραπάνω τοκογλυφικές συμβάσεις ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια καθόσον προέκυψε ύπαρξη πρόθεσης βιοπορισμού από αυτή και ροπή προς τέλεση αυτής", στο δε διατακτικό δεν αναφέρει καμιά επιβαρυντική περίσταση. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς την καταδικαστική της διάταξη για την πράξη της τοκογλυφίας από υπαίτιο που επιχειρεί πράξεις κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της για την ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για την πράξη αυτή, τον καθορισμό συνολικής ποινής και τη μετατροπή αυτής, καθώς και για την επιδίκαση στον πολιτικώς ενάγοντα του ποσού των 45 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (το οποίο έχει επιδικασθεί για όλες τις πράξεις), να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, να απορριφθεί δε η αίτηση κατά τα λοιπά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 701-702/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και δη α) ως προς την καταδικαστική της διάταξη για την πράξη της τοκογλυφίας από υπαίτιο που επιχειρεί πράξεις κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, β) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών στον αναιρεσείοντα για την ως άνω πράξη, γ) ως προς τις διατάξεις της περί καθορισμού συνολικής ποινής και περί μετατροπής της ποινής και δ) ως προς τη διάταξή της για την επιδίκαση στον πολιτικώς ενάγοντα Α. Μ. χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 30 Απριλίου 2013 αίτηση (με αριθ. πρωτ. 3373/2013) του Α. Σ. του Κ., για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για τοκογλυφία από υπαίτιο που επιχειρεί πράξεις επάγγελμα και κατά συνήθεια, και ηθική αυτουργία σε απόπειρα εκβιάσεως επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία εγκλήματος. Αναίρεση ως προς την καταδικαστική διάταξη για την τοκογλυφία γιατί διευκρινίζεται ο χρόνος συνάψεως και αποδόσεως των δανείων για να είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ νομίμου επιτοκίου και τελικώς καταβληθέντος ποσού και αιτιολογείται η συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων, αναγκαίως δε και ως τη διάταξη για την ποινή που επιβλήθηκε για την πράξη αυτή, για τον καθορισμό συνολικής ποινής και για την επιδίκαση στον πολιτικώς ενάγοντα χρηματικής ικανοποιήσεως. Επαρκής αιτιολογία ως προς την ηθική αυτουργία, προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων προκάλεσε σε άγνωστους δράστες την απόφαση να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας εκβιάσεως και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Παραπομπή κατά το αναιρούν μέρος.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Ηθική αυτουργία, Τοκογλυφία, Επιβαρυντική περίσταση.
0
Αριθμός 1267/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Σ. Μ. του Χ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 198/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαρτίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 388/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μποροδήμος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη, με αριθμό 103/11-4-2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντας, ενώπιόν Σας, κατά τα άρθρα 513 § 1 εδ. α' και 476 § 1 του ΚΠΔ, την υπ' αριθμ. 1/21-3-2013 αίτηση αναιρέσεως του Σ. Μ. του Χ. και Τ., κατά της υπ' αριθμ. 198/12-2-2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, εκθέτουμε τα εξής: -Από τη διάταξη του άρθρου 99 του ΠΚ,(ως ισχύει μετά την τροποποίηση με Ν. 3904/21-12-2010 και Ν. 4055/12) ορίζεται ότι: "1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από το ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που, οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από την διάρκεια της ποινής ...". -Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 101§2 του ΠΚ ορίζεται ότι: "2. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη μία καταδίκη για κάποια από τις πράξεις αυτές που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε' η ποινή που είχε ανασταλεί εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφρός φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη ...". Εξάλλου, κατ' άρθρο 476 § 1 ΚΠΔ, ορίζεται ότι: "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα, ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται ... ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο, ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο ...". - Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, στρέφεται κατά της υπ' αριθ. 198/12-2-2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης,, με την οποία ανακλήθηκε η χορηγηθείσα αναστολή εκτελέσεως της ποινής φυλάκισης 14 μηνών, που είχε επιβληθεί στον Μ. Σ. του Χ. με την υπ' αριθ. 1502/23-11-2010 του ίδιου Δικαστηρίου.- Πλην όμως από καμιά διάταξη νόμου, δεν προβλέπεται, άσκηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. -Συνεπώς, εφ' όσον η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση, θα πρέπει να απορριφθεί αυτή, ως απαράδεκτη, να επιβληθούν δε τα εκ διακοσίων πενήντα (250)€ δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθ. 583 §1 ΚΠΔ, σε συνδ. με το αρθρ. 3 §3 του Ν. 773/1977 και την 123827/23-12-2010 Απόφαση Υπουργών Οικονομικών& Δικαιοσύνης). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνουμε: 1) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθ.: 1 / 21-3-2013 αίτηση αναιρέσεως του Σ. Μ. του Χ., κατά της υπ' αριθ. 198/12-2-2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, και 2) να επιβληθούν τα εκ διακοσίων πενήντα (250) € δικαστικά έξοδα, σε βάρος του ως άνω αναιρεσείοντος. Αθήνα 11-4-2013. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 463 εδ α' του ΚΠοινΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 εδ α' του ΚΠοινΔ, "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης, που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των αποφάσεων που αναφέρονται σ' αυτή δεν διαλαμβάνεται και η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία ανακαλείται η χορηγηθείσα στον κατηγορούμενο αναστολή εκτελέσεως της ποινής που του έχει επιβληθεί και στη συνέχεια γίνεται κατά το άρθρο 82 ΠΚ μετατροπή της ποινής αυτής. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την κρινόμενη με αριθ. εκθ. 1/21 Μαρτίου 2013 αίτησή του πλήττει την 198/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, με την οποία το Δικαστήριο, μετά από την παραδοχή αιτήσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ανακάλεσε την αναστολή για εκτέλεση της ποινής φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) μηνών που είχε επιβληθεί με την 1502/23.11.2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης και η εκτέλεση της οποίας είχε ανασταλεί επί τριετία, λόγω υπάρξεως προηγούμενης καταδίκης του αναιρεσείοντος, στη συνέχεια δε μετέτρεψε την ποινή εκείνη σε χρηματική. Η αναίρεση, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται παραπάνω, στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση και, ως εκ τούτου , είναι απαράδεκτη. Κατ' ακολουθίαν και εφόσον έχει ειδοποιηθεί ο αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, κατά την, επί του φακέλου της δικογραφίας, επισημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 1/21 Μαρτίου 2013 αίτηση του Σ. Μ. του Χ., για αναίρεση της 198/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2013. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση, με την οποία ανακλήθηκε αναστολή ποινής, λόγω υπάρξεως προηγούμενης καταδίκης του αναιρεσείοντος, και, στη συνέχεια, η ποινή μετατράπηκε σε χρηματική, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη.
Ανάκληση αναστολής ποινής
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ανάκληση αναστολής ποινής.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1266/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Σ. Χ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βίκτωρα Αρτοποιό, περί αναιρέσεως της 837/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15-3-2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 495/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 4 του ν. 4198/11-10-2013 "πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής και άλλες διατάξεις", 2 και 14 του ΠΚ και 568 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών, που έχουν επιβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του άνω νόμου (11.10.2013), εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω χρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 (του άνω άρθρου) αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 167, 189, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 292, 309, 334 παρ. 3, 372, 382 και 390 του ΠΚ, καθώς και αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις του ν. 2168/1993, του άρθρου 6 του ν. 456/1976, της Α5/3010 από 14.8.1985 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του άρθρου 41 ΣΤ' του ν. 2725/1999. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι αυτές, σύμφωνα και με την από το άρθρο 94 παρ. 3 του ΠΚ καθιερωθείσα αρχή της αυτοτέλειας των ποινών που έχουν συνεπιμετρηθεί στη συνολική ποινή, αναφέρονται στις επί μέρους ποινές, έστω και αν έχουν συνεπιμετρηθεί αυτές στη συνολική ποινή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 837/18.1.2013 απόφαση του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως του Α.Ν. 690/1945 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα, και σε χρηματική δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Συνεπώς, αφού η ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες και δεν έχει καταστεί αμετάκλητη ούτε προκύπτει ότι έχει εκτιθεί, δεν μπορεί να εκδικαστεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως με τα σημερινά δεδομένα, γιατί η υπόθεση έπρεπε κατά νόμο να τεθεί στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, δεδομένου ότι δεν υπάγεται σε κάποια από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται παραπάνω, και πρέπει η συζήτηση αυτής να κηρυχθεί απαράδεκτη. Διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος τούτου θα προσέκρουσε στα άρθρα 2 παρ. 1 του ΠΚ και 470 του ΚΠοινΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 15 Μαρτίου 2013 και με αριθ. πρωτ. 2479/2013 αιτήσεως του Σ. Χ. του Θ., για αναίρεση της 837/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋποθέσεις υφ' όρο παραγραφής κατ' άρθρο 8 παρ. 4 ν. 4198/2013. Εφόσον η καταδίκη σε ποινή φυλακίσεως 5 μηνών έλαβε χώρα πριν από τις 11.10.2013 και δεν έγινε αμετάκλητη ούτε έχει εκτιθεί η ποινή, έπρεπε η απόφαση να τεθεί στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως.
Παραγραφή υφ' όρο
Απαράδεκτη συζήτηση, Παραγραφή υφ' όρο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1265/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη -Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου G. S. Τ. H. (Γ. Σ. του Χ. κατοίκου ... που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 405/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 497/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα με αριθμό 135/20-5-2013., στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατ' αρ. 513§1 εδ. α', σε συνδ. προς αρ. 476§1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την από 19-3-2013 δήλωση αίτησης αναίρεσης του G. S. του H. (Γ. Σ. του Χ.), κατοίκου ... εμπόρου, κατά της υπ' αριθμ. 405/2013 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513§1α και 476§1α Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, όταν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Είναι δε απαράδεκτη (μεταξύ των άλλων) η αίτηση αναίρεσης, όταν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στον νόμο για την άσκηση της. Οπότε το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, απορρίπτει την αναίρεση ως απαράδεκτη, καταδικάζοντας στα έξοδα εκείνον που την άσκησε (ΑΠ 2287/07 Π.Χ. ΝΗ 813, ΑΠ 2124/02 Π.Χ. ΝΓ 751).Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 465§1, 473§§1,2,3, 474§1 και 476§2 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης, είτε κατ' αρθρ. 473§1 Κ.Π.Δ., ενώπιον του γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου, είτε κατ' άρθρο 473§2 Κ.Π.Δ., δια δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Έτσι, ο νομοθέτης για να διευκολύνει εκείνον που καταδικάστηκε, να ασκήσει αίτηση αναίρεσης, καθορίζει υπαλλακτικό τρόπο άσκησης αυτής, με δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία κοινοποιείται εντός 20 ημερών, από την καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, όταν ο κατηγορούμενος ήταν στη δίκη παρών ή εντός 20 ημερών από την επίδοση αυτής στον απόντα κατηγορούμενο, πάντοτε όμως και υπό τον όρο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καταδικαστική (ΑΠ 361/06 Π.Χ. ΝΣΤ 889, ΑΠ 2378/05 Π.Χ. ΝΣΤ 620, ΑΠ 581/06 Π.Χ. ΝΖ 55, ΑΠ 1641/05 Π.Χ. ΝΣΤ 432, ΑΠ 1043/09 Π.Χ. Ξ 296). Είναι δε καταδικαστική η απόφαση, όταν δι' αυτής ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος και επιβάλλεται σ' αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή ως κύρια ποινή, καθώς και η απόφαση με την οποία το Δικαστήριο μετ' αναίρεση προέρχεται σε νέα επιμέτρηση της ποινής (ΑΠ 1879/10 Π.Χ. ΞΑ 703, ΑΠ 892/06 Π.Χ. ΝΖ 245). Άρα, ένδικο μέσο κατά οιασδήποτε άλλης αποφάσεως, εκτός της καταδικαστικής, δεν δικαιούται (δεν νομιμοποιείται), κατ' αρ. 473§2 Κ.Π.Δ., να ασκήσει ο κατηγορούμενος. Με βάση τα ανωτέρω, ο κατηγορούμενος δεν δικαιούται να ασκήσει αναίρεση, κατ' αρ. 473§2 ΚΠΔ, κατά αποφάσεων που απορρίπτουν την έφεση ως εκπρόθεσμη, ως ανυποστήρικτη ή ως απαράδεκτη (ΑΠ 1879/10 Π.Χ. ΞΑ 703, ΑΠ 892/06 Π.Χ. ΝΖ 245). Αναίρεση κατά αποφάσεως, που απέρριψε έφεση του κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτη, μπορεί να ασκηθεί μόνον, κατ' αρ. 465§1, 473§1, 474§1, 476§2 Κ.Π.Δ., ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη. Αν παρά ταύτα, για τις μη καταδικαστικές αποφάσεις ασκηθεί αίτηση αναίρεσης, από τον κατ' αρ. 465§1 Κ.Π.Δ. κατηγορούμενο, με δήλωση (473§2 Κ.Π.Δ.) στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η αναίρεση αυτή είναι απαράδεκτη κατ' αρ. 476§1 του Κ.Π.Δ., αφού αυτή ασκήθηκε, όχι σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρ. 474§1 Κ.Π.Δ., δηλαδή ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι υπό του νόμου οριζόμενες διατυπώσεις που συνιστούν συστατικό τύπο (ΑΠ 1789/10 Π.Χ. ΞΑ 690, ΑΠ 2287/07 Π.Χ. ΝΗ 813).Στην προκειμένη περίπτωση το Α' Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που δίκασε ως Εφετείο, με την υπ' αριθμ. 405/2013 απόφαση του απέρριψε ως ανυποστήρικτη την με αριθμό 186 και χρονολογία 24-2-2012 κρινόμενη έφεση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, κατά της υπ' αριθμ. 3640/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα. Η υπ' αριθμ. 405/2013 απόφαση του Εφετείου καθαρογράφτηκε στο ειδικό βιβλίο και καταχωρήθηκε στις 28-2-2013 και η ερήμην εκδοθείσα ως άνω απόφαση επιδόθηκε στον αντίκλητο του κατηγορουμένου, δικηγόρο Αθανάσιο ΧΑΡΙΣΤΟ στις 9-4-2013. Ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος στη συνέχεια, άσκησε την από 19-3-13 κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητώντας την αναίρεση της υπ' αρ. 405/2013 εφετειακής απόφασης για απόλυτη και σχετική ακυρότητα, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για υπέρβαση εξουσίας. Να σημειωθεί δε ότι δεν ερευνάται το εμπρόθεσμο ή όχι της αναίρεσης, αφού προηγείται το νομότυπο αυτής. Όμως, κατά τα προεκτεθέντα, η ανωτέρω, υπ' αριθμ. 405/2013 εφετειακή απόφαση, δεν είναι καταδικαστική και συνεπώς δεν δικαιούται (νομιμοποιείται) να ασκήσει αναίρεση κατ' αρ. 473§2 Κ.Π.Δ. αλλά μόνον κατ' αρ. 474§1 Κ.Π.Δ. Δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να τηρηθούν οι οριζόμενες από το νόμο διατυπώσεις του αρ. 474§1 Κ.Π.Δ. και όχι οι διατυπώσεις του αρ. 473§2 Κ.Π.Δ. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, πρέπει, κατ' αρ. 476§1 Κ.Π.Δ., η υπό κρίση δια δηλώσεως προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αίτηση αναιρέσεως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 19-3-2013 δήλωση αίτησης αναίρεσης του G. S. του H. (Γ. Σ. του Χ.), κατοίκου ... εμπόρου, κατά της υπ' αρ. 405/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.Β)Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευάγγελος Ε. Παντιώρας". Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.2 εδ. α' του Κ.Π.Δ, "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ.1...." Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, "με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ.2 του άρθρ. 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον Προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος....". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, η αίτηση αναιρέσεως με δήλωση επιδιδομένη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, μόνο κατά καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί παραδεκτά. Τέτοια απόφαση είναι εκείνη που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή, όχι όμως και η απορρίπτουσα, για οποιονδήποτε λόγο, ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη την έφεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, (Ολ.Α.Π. 5/2000), η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ.1 ΚΠΔ, μπορεί να αναιρεσιβληθεί, αλλά μόνο με δήλωση, κατά τον τρόπο που ορίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ. , εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την καταχώρησή της στο ειδικό βιβλίο κατ` άρθρο 473 παρ.1 και 3 του ίδιου Κώδικα, και όχι με δήλωση επιδιδομένη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αφορά μόνον την καταδικαστική απόφαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά βουλεύματος ή αποφάσεως, χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες για την άσκηση αυτού διατυπώσεις, το αρμόδιο να κρίνει επ` αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλουμένους προς τούτο, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως και την καταδίκη του ασκήσαντος αυτό στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης , με την προσβαλλομένη υπ` αριθμό 405/2013 απόφασή του, απέρριψε ως ανυποστήρικτη, την ασκηθείσα από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, υπ` αριθμό 186/24-2-2012 έφεση, κατά της υπ` αριθμό 3640/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος, της αξιόποινης πράξεως, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, ανασταλείσα επί τριετία. Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής, την από 19-3-2013, κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με δήλωση, που επιδόθηκε από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή την 19-3-2013 ( υπ` αριθμό πρωτ.2118) προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, μετά και την γενομένη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος να προσέλθει στο Συμβούλιο, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του, όπως τούτο προκύπτει από την επί του φακέλου σχετική σημείωση του αρμόδιου Γραμματέως, πρέπει, εν όψει των αναφερθεισών διατάξεων, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρ.476 παρ.1 ΚΠΔ), γιατί η πληττομένη απόφαση δεν είναι καταδικαστική, και τούτο ανεξάρτητα από την ερημοδικία του αναιρεσείοντα, αφού προηγείται το νομότυπο άσκησης αυτής, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 476 παρ.1 και 513 παρ.1 Κ.Π.Δ, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη, την από 19-3-2013, υπ` αριθμό πρωτ.2118/19-3-2013, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επιδοθείσα την 19-3-2013, αίτηση του G. του H. (Γ. Σ. του Χ.), κατοίκου ... περί αναιρέσεως της υπ` αριθμό 405 /2013 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2013 Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2013 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Απόρριψη εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Αναίρεση: παραδεκτό -απαράδεκτο αυτής. Αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως ασκείται στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και όχι με δήλωση επιδιδόμενη στον Εισαγγελέα του ΑΠ. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 1263/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 191/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου. Με κατηγορουμένη την Ε. Ψ. του Π., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 20/23 Απριλίου 2013 αίτηση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 527/2013. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση κάθε αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α του ΚΠοινΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 969/1979 και ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, προκύπτει ότι η τυχόν καταχώριση στο άνω βιβλίο ποινικής αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν είναι τελεσίδικη, αλλά προσβάλλεται με έφεση και, ως εκ τούτου, δεν είναι καταχωριστέα στο εν λόγω βιβλίο, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Επομένως η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει από τη δημοσίευσή της και όχι από την τυχόν καταχώρισή της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 473 του ΚΠοινΔ, αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις, ειδικό βιβλίο. Η εκδοχή αυτή συνάδει προς το γράμμα της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, κατά το οποίο στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο καταχωρίζεται καθαρογραμμένη όχι οποιαδήποτε ποινική απόφαση, αλλά μόνο η τελεσίδικη. Δεν συντρέχει δε λόγος να απομακρυνθεί ο ερμηνευτής από το γράμμα της διατάξεως, διότι αν για την αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά πρωτόδικης εκκλητής αποφάσεως (η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση) ο νομοθέτης ήθελε ειδική ρύθμιση ως προς το χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, θα εκφραζόταν ρητά, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αναφέρεται μόνο στις τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις. Συνάδει, επίσης, προς το σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν υφιστάμενους αναιρετικούς λόγους και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως και η εντεύθεν άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνσή του. Ενώ, όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή, υπάρχει η δυνατότητα προσβολής της με έφεση και η ενιαία εισαγγελική αρχή, εφόσον κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο με το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί και η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Σε κάθε δε περίπτωση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να λαμβάνει υπηρεσιακώς γνώση της ανάγκης αναιρετικού ελέγχου πρωτοβάθμιας αποφάσεως, από τη δημοσίευσή της, ώστε να μην απωλέσει την προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής (ΟλΑΠ 3/2000, 4/2000). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη με αριθ. εκθ. 20/23 Απριλίου 2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητείται η αναίρεση της 191/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, με την οποία η κατηγορουμένη Ε. Ψ. του Π. κηρύχθηκε, κατά πλειοψηφία, αθώα για τις πράξεις της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, της χρήσεως ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και της χρήσεως πλαστού εγγράφου κατ' εξακολούθηση. Η απόφαση αυτή δεν ήταν τελεσίδικη, διότι είχαν δικαίωμα να ασκήσουν κατ' αυτής έφεση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών και ο Εισαγγελέας Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 1γ' του ΚΠοινΔ. Καταχώριση της αποφάσεως αυτής στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο δεν ήταν νομικώς αναγκαία και, επομένως, η μηνιαία προθεσμία για την άσκηση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αιτήσεως αναιρέσεως άρχισε από τη δημοσίευσή της, η οποία έγινε στις 20.2.2013. Συνεπώς, η αίτηση αυτή, που ασκήθηκε στις 23.4.2013, είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως για το λόγο αυτό, ως απαράδεκτη (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όπως ήδη ισχύει), χωρίς την παρουσία της νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθείσας κατηγορουμένης (βλ. το από 23-5-2013 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα Κάτω Αχαΐας ...). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 20/23 Απριλίου 2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 191/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άσκηση αναιρέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως από τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου. Προθεσμία και έναρξη αυτής. Η προθεσμία του ενός μηνός προκειμένου για μη τελεσίδικη (εκκλητή) απόφαση, οποία είναι και η αθωωτική, αφού υπόκειται σε έφεση από την εισαγγελική αρχή, αρχίζει από τη δημοσίευσή της και όχι από την τυχόν καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο τελεσιδίκων αποφάσεων, η οποία καταχώριση δεν έχει καμιά έννομη συνέπεια (Ολ.ΑΠ 3/2000, 4/2000). Απόρριψη αιτήσεως ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως.
Εισαγγελέας Αρείου Πάγου
Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
1
Αριθμός 1262/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 και 23 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου Y. A. D. Τ. H., Τούρκου υπηκόου, ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ο οποίος παρέστη στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα - Μαρία Τζεφεράκου, κατά της υπ'αριθμ. 131/2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του από 07-08-2012 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο Karslruhe Γερμανίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 2013 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Ελένης Καρρά και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1101/2013. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και την πληρεξούσια δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση του εκζητουμένου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.... και άλλες διατάξεις", κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, που διέταξε την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δικαιούται να ασκήσει έφεση, στον Άρειο Πάγο, ο καθού το ένταλμα και ο Εισαγγελέας, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της αποφάσεως, συντασσόμενης εκθέσεως από το γραμματέα εφετών. Συνεπώς η κρινόμενη, από 24-9-2013 έφεση, με αριθμό εκθέσεως 22/2013, του Y. A. D. Τ. H. Κ. Τ. H., υπηκόου Τουρκίας, κατά της υπ' αριθ. 131/ 23-9 2013, αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του κατ' αυτού εκδοθέντος, από 7-8-2012 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως των Γερμανικών Αρχών, που εξέδωσε ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Karslruhe Γερμανίας, (αριθμός δικογραφίας 2 StE 8/07-7), προς εκτέλεση της από 15-7-2010, απόφασης του Ανώτερου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Στουτγκάρδης, (αριθμός δικογραφίας 6- 2 StE 8/07-α), ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον της Γραμματέως του ανωτέρω Εφετείου, (η παραπάνω απόφαση δημοσιεύθηκε στις 23-9-2013 και η έφεση ασκήθηκε στις 24-9-2013) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ως άνω Ν.3251/2004, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκδόσεως του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προκειμένου α) να ασκηθεί ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που έχει ήδη αποδοθεί σ' αυτό ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που περιέχει, ειδικότερα, α) ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής κ.λπ. σύνδεσης της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, του εντάλματος συλλήψεως ή της συναφούς διατάξεως δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τελέσεως του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τελέσεως, καθώς και τη μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειες της και, περαιτέρω, ορίζεται ότι το ένταλμα μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτελέσεως του. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες, διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 του νόμου αυτού, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκτελείται εφόσον α) η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και β) τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφ` όσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών ειδικότερα δε, μεταξύ άλλων (υπό στοιχ. β') και για τρομοκρατικές πράξεις. Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζονται οι περιπτώσεις που απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και στο άρθρο 12 οι περιπτώσεις που η δικαστική αρχή, η οποία αποφασίζει για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του. Μεταξύ των λόγων απαγόρευσης εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, περιλαμβάνεται και εκείνος της περ. ε' του άρθρου 11 του ν. 3251/2004, σύμφωνα με τον οποίο, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, του γενετήσιου προσανατολισμού του ή της δράσης του υπέρ της ελευθερίας . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ιδίου νόμου "η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, που διατυπώνονται στο ισχύον Σύνταγμα και το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάθε περίπτωση, ο εκζητούμενος δεν απομακρύνεται ούτε απελαύνεται, ούτε εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση". Η απαγόρευση της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (κατά το άνω άρθρο 11), υπό την έννοια της αρνήσεως της δικαστικής αρχής την εκτέλεση του εντάλματος, ενισχύεται και από την καθιερωμένη υπό του άρθρου 34 Ν. 3251/2004 αρχή της ειδικότητος, κατά την οποία η έκδοση γίνεται για έγκλημα ειδικώς οριζόμενο στο ένταλμα και όχι για άλλη πράξη, διάφορο αυτής που αναφέρεται σ` αυτό κατά τα συγκροτούντα την υπόσταση αυτής στοιχεία. Με την αρχή της ειδικότητος, που θεωρείται γενικά, αναγνωρισμένος κανόνας του διεθνούς δικαίου και εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση εκδόσεως, περιορίζεται η κυριαρχική εξουσία του εκζητήσαντος κράτους, ήτοι το κράτος που ζητεί την έκδοση, δεν μπορεί να διώξει τον εκζητούμενο για πράξεις προγενέστερες της παραδόσεως, άλλες από εκείνες για τις οποίες διετάχθη η εκτέλεση του εντάλματος, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Ούτως η αρχή της ειδικότητος θεμελιώνεται στην κυριαρχία του εκδίδοντος κράτους και συνδέεται με το συμφέρον του να μη διωχθεί το εκδιδόμενο πρόσωπο για πολιτικούς ή άλλους σκοπούς, διότι εάν το εκζητούν κράτος είχε τη δυνατότητα να διώξει τον εκδοθέντα και για άλλες πράξεις, πέραν εκείνων για τις οποίες εκδόθηκε, η καταστρατήγηση των σχετικών περιορισμών της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και κυρίως της μη διώξεως για πολιτικά εγκλήματα θα ήταν ευχερής. Ο Έλληνας δικαστής, λοιπόν, ως δικαστική αρχή εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, αφού αρχικά ελέγξει τη νομιμότητα του εντάλματος, δηλαδή την εξωτερική (νομότυπη έκδοση) (π.χ. έκδοση του εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (π.χ. έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου), οφείλει, στη συνέχεια, να ερευνήσει, αν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του ν. 3251/2004 λόγους υποχρεωτικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου ή αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε ενώπιον του Συμβουλίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά σε συνδυασμό και με όσα εξέθεσε στο ακροατήριο η συνήγορος του εκκαλούντα τόσο προφορικά όσο και δια του υποβληθέντος υπομνήματος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την εκκαλούμενη απόφαση του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αποφάσισε την εκτέλεση του από 7-8-2012 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως των Γερμανικών Αρχών, που εξέδωσε ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Karslruhe Γερμανίας, ( αριθμός δικογραφίας 2 StE 8/07-7), προς εκτέλεση της από 15-7-2010, απόφασης του Ανώτερου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Στουτγκάρδης, τελεσίδικης από 9-3-2012, (αριθμός δικογραφίας 6-2 StE 8/07-α), κατά του εκζητουμένου-εκκαλούντα, Y. A. D. Τ. H. Κ. Τ. H., με τα ψευδώνυμα R. ή K. ή K., υπηκόου Τουρκίας, ο οποίος γεννήθηκε στις 14-7-1962, στο Nazimiye Τουρκίας, προκειμένου να συλληφθεί και παραδοθεί ο παραπάνω, στην εκδόσασα το ως άνω ένταλμα, ΔικαστικήΑρχή, ώστε να εκτίσει την αναφερόμενη σε αυτή στερητική της ελευθερίας ποινή φυλάκισης (υπόλοιπο 584 ημερών), υπό τον όρο ότι ο εκζητούμενος δεν θα επαναπροωθηθεί ή μεταγενέστερα εκδοθεί ή κατ` άλλο τρόπο παραδοθεί στη χώρα καταγωγής του, την Τουρκία. Ειδικότερα ο εκζητούμενος, σύμφωνα με την περιεχόμενη στο άνω ένταλμα περιγραφή, καταδικάστηκε γιατί, κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 1998 μέχρι και 26-11-2006 και στους τόπους Berlin, Dortmund, Koln, Frankfurt am Main, ήταν ηγετικό στέλεχος του Επαναστατικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Κόμματος - Μετώπου (Devrimci Halk Kurtulus Partisi - Cephesi "DHKP- C"). To "DHKP-C" δρα και στην Ευρώπη ως τα λεγόμενα "μετόπισθεν" με εδραιωμένες οργανωτικές δομές. Στόχος της οργάνωσης ήταν και είναι να καταλύσει το τωρινό πολιτικό σύστημα στην Τουρκία και στη θέση του να εγκαθιδρύσει ένα μαρξιστικό - λενινιστικό κοινωνικό καθεστώς. Ο καταδικασθείς ως νομικός σύμβουλος και υπεύθυνος περιφέρειας, μέσω ποικίλων δραστηριοτήτων εντός των "μετόπισθεν" ενέκρινε και προωθούσε από τη Γερμανία αυτούς τους στόχους και τον ένοπλο αγώνα που διεξάγει η οργάνωση στην Τουρκία, για την επίτευξη των στόχων της, στον οποίο ανήκουν εγκλήματα ανθρωποκτονίας. Η εγκληματική του δραστηριότητα, ήτοι ο χρόνος τέλεσης της αξιόποινης πράξης, προσδιορίστηκε από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, από Αύγουστο 2002 έως και 26-1-2006, καίτοι στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ο χρόνος αυτός αναφερόταν, μεταξύ Φεβρουαρίου 1998 και 26-11- 2006, μετά από σχετική, έγγραφη διευκρίνιση, από τις Αρχές του εκζητούντος κράτους. Για την πράξη αυτή, με το νομικό χαρακτηρισμό συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση στο εξωτερικό, καταδικάστηκε ο εκζητούμενος ως αυτουργός, δυνάμει της από 15-7-2010 απόφασης του Ανωτέρου Περιφερειακού δικαστηρίου Στουτγκάρδης, τελεσίδικης από 9-3-2012 (αριθμός δικογραφίας 6-2 StE 8/07-a) σε στερητική της ελευθερίας ποινή πέντε ετών και τεσσάρων μηνών, από την οποία απομένει να εκτίσει χρονικό διάστημα 584 ημερών. Το ένδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης φέρει ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του ν. 3251/2004, ήτοι ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία της αποφάσεως στην οποία βασίστηκε η έκδοση αυτού (του εντάλματος σύλληψης), η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός των αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονται στον εκζητούμενο, περιγραφή περιστάσεων τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων, η ποινή που επιβλήθηκε και το υπόλοιπο προς έκτιση, η τελεσιδικία της απόφασης αφού να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται το αμετάκλητο αυτής, (Α.Π.1439/2010) και η εκτελεστότητά της, καθώς και οι διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν τις πράξεις αυτές κατά το δίκαιο του εκζητούντος κράτους, και συνεπώς πληροί τις προϋποθέσεις και τους όρους της τυπικής νομιμότητας, κατά το ν. 3251/2004. Η άνω περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος περιλαμβάνει τον τόπο, το χρόνο, τη μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου και νομικό χαρακτηρισμό των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε. Περαιτέρω από την άνω περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο εκζητούμενος και εκδόθηκε το ένδικο ένταλμα, συνάγεται ότι πρόκειται για διαφορετικές πράξεις του εκζητούμενου σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ζητείται η έκδοσή του, δυνάμει του από 6-8-2013, ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εξέδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας του Ντύσσελντορφ (αριθμός φακέλου 3 OJs 43/01), που αφορούν χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο έως Αύγουστο 1998 και στους τόπους: Βερολίνο (Berlin) και Ντόρτμουντ (Dortmund). Τέλος στο ένδικο ένταλμα σύλληψης σαφώς προσδιορίζεται η ποινή που επιβλήθηκε (στερητική της ελευθερίας ποινή πέντε ετών και τεσσάρων μηνών) και το μέρος αυτής, που δεν έχει εκτιθεί (584 ημέρες). Περαιτέρω η ανωτέρω πράξη, ως συμμετοχή του εκζητούμενου σε τρομοκρατική οργάνωση στο εξωτερικό, προβλέπεται και τιμωρείται από το γερμανικό ποινικό κώδικα με στερητική της ελευθερίας ποινή από ένα έως δέκα έτη (StGB, άρθρα 129b παρ-. 1 και 129a παρ. 1 αριθμ. 1) και είναι αξιόποινη σε βαθμό κακουργήματος και κατά την ελληνική ποινική νομοθεσία, με προβλεπόμενη ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των 12 μηνών (άρθρα 187 παρ. 1 ΠΚ). Με τα δεδομένα αυτά το ένδικο ένταλμα περιέχει όλα τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 3251/2004 στοιχεία τυπικής νομιμότητας αυτού και οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, περί αοριστίας του εντάλματος σύλληψης που περιέχονται στον 1ο λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθούν. Επί πλέον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 10 παρ. 1β του ως άνω νόμου προϋποθέσεις του επιτρεπτού της εκδόσεως του εντάλματος, επιβληθείσα ποινή τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, για πράξη αξιόποινη σε βαθμό κακουργήματος κατά το ελληνικό δίκαιο. Αντίθετα δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ανωτέρω νόμου περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως ή δυνατότητας να απαγορευθεί η εκτέλεση του εντάλματος. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας, δεν προέκυψε ότι το άνω ένταλμα, έχει εκδοθεί προς το σκοπό τιμωρίας του εκζητούμενου, λόγω των πολιτικών φρονημάτων του, και της πολιτικής δράσης του την οποία είχε αναπτύξει κατά το διάστημα παραμονής του στη Γερμανία (άρθρο 11 περ. ε' του ν. 3251/2004, που προαναφέρθηκε), ώστε δεν συντρέχει περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του εντάλματος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών, ο δε ισχυρισμός αυτού ότι κακώς καταδικάστηκε από το εκζητούν κράτος γιατί η αναφερόμενη οργάνωση δεν είναι τρομοκρατική, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον δεν επιτρέπεται στο δικαστικό συμβούλιο του κράτους που επιλαμβάνεται αιτήσεως για εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης να εξετάσει τη βασιμότητα της κατηγορίας, για την οποία κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο εκζητούμενος στο εκζητούν, προς εκτέλεση της ποινής, κράτος. Συνεπώς οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντα εκζητούμενου που περιέχονται στον 2ο λόγο έφεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται, ότι από το εκζητούν κράτος, δεν θα τηρηθεί η αρχή της ειδικότητας και ότι ο εκζητούμενος, πρόκειται να διωχθεί από το εκζητούν κράτος για αξιόποινες πράξεις άλλες, προγενέστερες αυτών, για τις οποίες εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης, κατά παράβαση της αρχής της ειδικότητας, χωρίς να ζητηθεί η συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτέλεσης του εντάλματος κατά τις διατάξεις 34 και 36 παρ. 2 του ν. 3451/2004. Συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντα εκζητούμενου, που περιέχονται στον 3ο λόγο έφεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Με το άρθρο 5 του π.δ. 114/22-11-2010, "Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005 "σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη - μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα L 326/13.12.2005" ορίζεται στην παράγραφο 1 ότι, "οι αιτούντες (άσυλο) επιτρέπεται να παραμένουν στη χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και δεν απομακρύνονται με οποιοδήποτε τρόπο" και στην παράγραφο 2 περίπτ. α' ότι "η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου οι αρχές παραδίδουν ή εκδίδουν τον ενδιαφερόμενο είτε σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (Α' 127), είτε σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή ποινικά δικαστήρια, με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η σύλληψη ή η έκδοση δεν πρέπει να οδηγεί σε επαναπροώθηση του ενδιαφερομένου, που είναι αντίθετη με το άρθρο 33 παράγ.1 της Σύμβασης της Γενεύης. Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: 1) όταν οι αιτούντες άσυλο παραδίδονται ή εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης) είτε σε τρίτη χώρα με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, δεν μπορούν να παραμείνουν στη χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής εξετάσεως της αιτήσεως και 2) όταν η έκδοση οδηγεί σε επαναπροώθηση του πρόσφυγα στα σύνορα εδαφών όπου η ζωή ή ελευθερία αυτού απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης, τότε στην περίπτωση αυτή ο αιτών άσυλο δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του και εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος (βλ. ΑΠ 1303/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της υποθέσεως, ο εκζητουμένος μετά τη σύλληψή του και ενώ ήταν κρατούμενος, υπέβαλε την από 20-8-2013 με αριθμό κατ. 31856/20-9-2013 αίτηση αναγνωρίσεως σ' αυτόν της ιδιότητας του πρόσφυγα κατά τη σύμβαση της Γενεύης, η οποία και εκκρεμεί. Επομένως, εφόσον στον εκζητούμενο-εκκαλούντα δεν έχει χορηγηθεί άσυλο, δεν εμποδίζεται η διαδικασία εκτελέσεως του ένδικου ευρωπαϊκού εντάλματος, ούτε απαγορεύεται η έκδοση αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004, ενώ δεν έχει εφαρμογή η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του πδ 114/2010, που επιτρέπει την παραμονή στη χώρα, εκείνου που ζήτησε άσυλο μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεώς του.Από τα ίδια στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο εκζητούμενος διώκεται στη χώρα καταγωγής του (Τουρκία), για συμμετοχή στην ίδια οργάνωση DHKP/C (βλ. από 1-8-2013 τηλεομοιοτυπικό σήμα 4ου τμήματος διεθνών οργανισμών INTERPOL). Από τη χώρα καταγωγής του, ο εκζητούμενος, αναγκάστηκε να φύγει το έτος 1997, λόγω πολιτικών διώξεων και εγκαταστάθηκε στη …, όπου του χορηγήθηκε άσυλο, αλλά ήδη έχει απελαθεί από τη …με την από 16-12-2010 απόφαση της τοπικής διοίκησης της Στουργκάρδης - αρμόδια διεύθυνση αλλοδαπών. Ο εκζητούμενος, κρατήθηκε και έχει υποστεί βασανισμούς, τα έτη 1994 και 1995 στην Τουρκία, όπως δήλωσε ο ίδιος ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και προσκόμισε σχετικό έγγραφο της Διεθνούς Αμνησίας. Ακόμη προσκόμισε έγγραφα, σχετικά με σημαντικό αριθμό υποθέσεων στις οποίες έχει καταδικαστεί η Τουρκία από το Δικαστήριο του Στρασβούργου (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-ΕΔΔΑ) για παράβαση των σχετικών άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τα σχετικά πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν. Ενόψει των ανωτέρω και του επικαλούμενου φόβου του εκζητούμενου, περί εκδόσεως αυτού, από τη Γερμανία προς τη χώρα καταγωγής του, προκειμένου να αποφευχθεί περίπτωση απομακρύνσεως του εκζητούμενου, από τη Γερμανία και επαναπροωθήσεώς του, στη χώρα καταγωγής του, την Τουρκία, όπου εκκρεμεί σε βάρος του ένταλμα Συλλήψεως, και υπάρχει κίνδυνος να διωχθεί για τις πολιτικές του ιδέες και την εν γένει πολιτική του δράση, αλλά και του εντεύθεν απειλουμένου κινδύνου της ζωής και της ελευθερίας του, λόγω των πολιτικών πεποιθήσεών του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, ορθά έκρινε ότι, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 και 36 παρ. 2 του ν. 3251/2004, αλλά και της θεμελιώδους αρχής της μη επαναπροωθήσεως του αιτούντος άσυλο στη χώρα καταγωγής του, που διατυπώνεται στο άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και η οποία είναι δεσμευτική τόσο για το εκζητούν κράτος (Γερμανία), όσο και για την Ελλάδα, επιβάλλεται να τεθεί ως όρος εκτελέσεως του κρινομένου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η μη επαναπροώθηση ή μεταγενέστερη έκδοση ή κατ' άλλον τρόπο παράδοση του εκζητούμενου στη χώρα καταγωγής του, όπως και ο τελευταίος αιτείται. Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, ότι η υποβολή της αίτησης ασύλου από τον εκζητούμενο, δεν εμποδίζει την εκτέλεση του άνω ευρωπαϊκού εντάλματος, πριν ή εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του και αποφάσισε, υπέρ της εκδόσεως του, υπό τον άνω όρο, της μη επαναπροώθησης ή μεταγενέστερης έκδοσής του στη χώρα καταγωγής του ενόψει του επικαλούμενου από τον εκκαλούντα φόβου της περαιτέρω επαναπροωθήσεώς του στην Τουρκία, δεν έσφαλε, και ο αντίθετος 4ος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο δεν επιτρεπόταν η εκτέλεση του παραπάνω ευρωπαϊκού εντάλματος, αφού εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης επί της αιτήσεώς του, για τη χορήγηση ασύλου, είναι αβάσιμος. Κατόπιν αυτών το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που με την προσβαλλομένη απόφασή του αποφάσισε υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος, υπό τον άνω όρο, δεν έσφαλε και πρέπει να απορριφθούν όλοι οι λόγοι έφεσης ως αβάσιμοι, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα, κατά την ανάλυση τους, καθώς και η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). Kατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου, του Προέδρου Σπυρίδωνος Μιτσιάλη, η υπό κρίση έφεση του εκζητουμένου πρέπει να γίνει δεκτή και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ν'αποφανθεί το Δικαστήριο για την μη εκτέλεση του επίμαχου Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης του Γενικού Εισαγγελέα του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Αυτό δε για τους εξής λόγους: Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης του Γενικού Εισαγγελέα του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, του οποίου ζητείται η εκτέλεση, κατ'αρχήν δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Ν.3251/2004 και πιο συγκεκριμένα εκείνες του άρθρου 2 παρ.1 στοιχεία ε και ζ του νόμου αυτού, αφού δεν προσδιορίζονται σ'αυτό κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ποιες είναι οι παράνομες ενέργειες στις οποίες προέβη ο εκζητούμενος, οι οποίες συγκροτούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση του, δηλαδή τη συμμετοχή του στην τρομοκρατική οργάνωση DHKP-C (Eπαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Κόμμα - Μέτωπο) στο εξωτερικό. Ειδικότερα δεν προσδιορίζεται σε ποιες συγκεκριμένες πράξεις και κατά ποια συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα προέβη ο εκζητούμενος και ποιες πράξεις ενήργησε σε καθεμία από τις πόλεις Βερολίνο, Ντόρτμουντ, Κολν, Φραγκφούρτη και Μαϊν. Ακόμη δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη. Η αναφορά στο επίμαχο ένταλμα ότι ο εκζητούμενος, ο οποίος σημειωτέον είναι Τούρκος, Κουρδικής καταγωγής, δικηγόρος ότι "...ως νομικός σύμβουλος και υπεύθυνος περιφέρειας, μέσω ποικίλων δραστηριοτήτων εντός των "μετόπισθεν" ενέκρινε και προωθούσε από τη Γερμανία αυτούς τους στόχους και τον ένοπλο αγώνα που διεξάγει η οργάνωση στην Τουρκία για την επίτευξη των στόχων της, στον οποίο ανήκουν και εγκλήματα ανθρωποκτονίας", δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Την αοριστία αυτή, μάλιστα, επιτείνει και το γεγονός ότι το υπό εκτέλεση ένταλμα αφορά αξιόποινη πράξη, η οποία εκτείνεται σε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (από Φεβρουαρίου 1998 έως 26-11-2006). Αλλά και το γεγονός ότι, ενώ στην από 21-6-2005 απόφαση του Εφετείου του Ντύσσελντορφ αναφέρεται ότι ο εκζητούμενος έχει καταδικαστεί ως μέλος αλλοδαπής τρομοκρατικής οργάνωσης για το διάστημα Φεβρουαρίου 1998 έως Αυγούστου 1998 για πράξεις που τελέστησαν στο Βερολίνο και Ντόρτμουντ, στην από 15-7-2010 απόφαση του Δικαστηρίου της Στουτγκάρδης αναφέρεται ότι αυτός έχει καταδικαστεί με την ίδια κατηγορία για το διάστημα Φεβρουαρίου 1998 έως 26-11-2006 για πράξεις που τελέστηκαν μεταξύ άλλων στο Βερολίνο και στο Ντόρτμουντ, μπορεί ενόψει του ότι δεν συγκεκριμενοποιούνται οι πράξεις του, να οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι για τις ίδιες πράξεις (του Φεβρουαρίου έως Αυγούστου 1998) ο εκζητούμενος έχει καταδικαστεί δύο φορές κατά παράβαση θεμελιωδών διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος και του Ποινικού δικαίου. Ενόψει, συνεπώς, της ανωτέρω ουσιώδους αοριστίας σε σημαντικά στοιχεία και της προαναφερθείσας ασάφειας του υπό εκτέλεση εντάλματος, κρίνεται ότι ευχερώς μπορεί να παραβιαστεί η αρχή της ειδικότητας (άρθρο 34 Ν.3451/2004) και να κινδυνεύσει ο εκζητούμενος να διωχθεί για άλλα αδικήματα διαφορετικά απ'αυτά που αναφέρονται στο υπό εκτέλεση ένταλμα, αλλά και να εκτίσει διπλή ποινή για τις ίδιες πράξεις. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι ο εκζητούμενος έχει υποβάλει αίτημα μη εκτέλεσης του υπολοίπου της ποινής ενώπιον των Γερμανικών δικαστικών αρχών, όπως και αίτηση παροχής ασύλου στις Ελληνικές αρχές, τα οποία εκκρεμούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την υπ` αριθμό 22/24-9-2013, έφεση, κατά της υπ` αριθμό 131/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αυτό αποφάσισε υπέρ της εκδόσεως, στις Γερμανικές Αρχές, του εκζητουμένου - εκκαλούντος Y. A. D. Τ. H. Κ. Τ. H., με τα ψευδώνυμα R. ή K. ή K., υπηκόου Τουρκίας, ο οποίος γεννήθηκε στις 14-7-1962, στο Nazimiye Τουρκίας, προς εκτέλεση του από 7-8-2012 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως των Γερμανικών Αρχών, που εξέδωσε ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Karslruhe Γερμανίας, προς εκτέλεση της από 15-7-2010, απόφασης του Ανώτερου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Στουτγκάρδης, προς έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής, (υπόλοιπο 584 ημερών), υπό τον όρο ότι ο εκζητούμενος δεν θα επαναπροωθηθεί ή μεταγενέστερα εκδοθεί ή κατ` άλλο τρόπο παραδοθεί στη χώρα καταγωγής του, την Τουρκία. Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλλοδαποί. Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος Τούρκου υπηκόου εκδοθέν από τις Γερμανικές αρχές για έκτιση ποινής που του έχει επιβληθεί για την αξιόποινη πράξη της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. Έφεση ενώπιον του ΑΠ. κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, βάσει της οποίας διατάσσεται η εκτέλεση του εντάλματος, με τον όρο της μη επαναπροώθησης ή μεταγενέστερης έκδοση του εκκαλούντα ή την με οποιοδήποτε τρόπο παράδοσή του στην Τουρκία. Περιεχόμενο και τύπος εντάλματος. Τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εκτέλεσης του εντάλματος. Δεν προέκυψε ότι το ως άνω ένταλμα έχει εκδοθεί από το εκζητούν κράτος, προς το σκοπό τιμωρίας του εκζητουμένου λόγω των πολιτικών του φρονημάτων ούτε ότι δεν θα τηρηθεί από το εκζητούν κράτος η αρχή της ειδικότητας και ότι πρόκειται ο εκζητούμενος να διωχθεί από το κράτος αυτό για άλλες πράξεις. Πολιτικό άσυλο στη χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης. Η υποχρεωτικότητα της παραμονής δεν ισχύει στην περίπτωση που οι αρχές εκδίδουν τον ενδιαφερόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης). Δεν έσφαλε το συμβούλιο Εφετών. Απορρίπτει την έφεση.
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1261/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη,- Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 και 23 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του εκκαλούντος-εκζητουμένου Y. A. D. του H., Τούρκου υπηκόου, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που παραστάθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξουσία δικηγόρο του Ιωάννα-Μαρία Τζεφεράκου, κατά της υπ'αριθμ. 132/2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του από 6-8-2013 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε από την Γενική Εισαγγελία Ντύσσελντορφ Γερμανίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό 23 και ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 2013 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Ελένης Καρρά και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1100/13. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και την πληρεξουσία δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.... και άλλες διατάξεις ", κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, που διέταξε την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δικαιούται να ασκήσει έφεση, στον Άρειο Πάγο, ο καθού το ένταλμα και ο Εισαγγελέας, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της αποφάσεως, συντασσόμενης εκθέσεως από το γραμματέα εφετών. Συνεπώς η κρινόμενη, από 24-9-2013 έφεση, με αριθμό εκθέσεως 23/2013, του Y. A. D. Τ. H. Κ. Τ. H., υπηκόου Τουρκίας, κατά της υπ' αριθ. 132/ 23-9 2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του κατ' αυτού εκδοθέντος, από 6-8-2013, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, των Γερμανικών Αρχών, που εξέδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας του Ντύσσελντορφ (αριθμός φακέλου 3 Οjs 43/01), προς εκτέλεση της από 21-6-2005, τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Ντύσσελντορφ (αριθμός φακέλου ΙΙΙ/ ΙΙ 1/05) ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον της Γραμματέως του ανωτέρω Εφετείου, (η παραπάνω απόφαση δημοσιεύθηκε στις 23-9-2013 και η έφεση ασκήθηκε στις 24-9-2013 ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ως άνω Ν.3251/2004, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκδόσεως του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προκειμένου α) να ασκηθεί ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που έχει ήδη αποδοθεί σ' αυτό ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που περιέχει, ειδικότερα, α) ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής κ.λπ. σύνδεσης της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, του εντάλματος συλλήψεως ή της συναφούς διατάξεως δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τελέσεως του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τελέσεως, καθώς και τη μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειες της και, περαιτέρω, ορίζεται ότι το ένταλμα μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτελέσεως του. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 του νόμου αυτού, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκτελείται εφόσον α) η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και β) τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφ` όσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών ειδικότερα δε, μεταξύ άλλων (υπό στοιχ. β') και για τρομοκρατικές πράξεις. Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζονται οι περιπτώσεις που απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και στο άρθρο 12 οι περιπτώσεις που η δικαστική αρχή, η οποία αποφασίζει για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του. Μεταξύ των λόγων απαγόρευσης εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως περιλαμβάνεται και εκείνος της περ. ε' του άρθρου 11 του ν. 3251/2004, σύμφωνα με τον οποίο, Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, του γενετήσιου προσανατολισμού του ή της δράσης του υπέρ της ελευθερίας . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ιδίου νόμου "η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, που διατυπώνονται στο ισχύον Σύνταγμα και το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάθε περίπτωση ο εκζητούμενος δεν απομακρύνεται ούτε απελαύνεται, ούτε εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση". Η απαγόρευση της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (κατά το άνω άρθρο 11), υπό την έννοια της αρνήσεως της δικαστικής αρχής την εκτέλεση του εντάλματος, ενισχύεται και από την καθιερωμένη υπό του άρθρου 34 Ν. 3251/2004 αρχή της ειδικότητος, κατά την οποία η έκδοση γίνεται για έγκλημα ειδικώς οριζόμενο στο ένταλμα και όχι για άλλη πράξη, διάφορο αυτής που αναφέρεται σ` αυτό κατά τα συγκροτούντα την υπόσταση αυτής στοιχεία. Με την αρχή της ειδικότητος, που θεωρείται γενικά αναγνωρισμένος κανόνας του διεθνούς δικαίου και εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση εκδόσεως, περιορίζεται η κυριαρχική εξουσία του εκζητήσαντος κράτους, ήτοι το κράτος που ζητεί την έκδοση δεν μπορεί να διώξει τον εκζητούμενο για πράξεις προγενέστερες της παραδόσεως, άλλες από εκείνες για τις οποίες διετάχθη η εκτέλεση του εντάλματος, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Ούτως η αρχή της ειδικότητος θεμελιώνεται στην κυριαρχία του εκδίδοντος κράτους και συνδέεται με το συμφέρον του να μη διωχθεί το εκδιδόμενο πρόσωπο για πολιτικούς ή άλλους σκοπούς, διότι εάν το εκζητούν κράτος, είχε τη δυνατότητα, να διώξει τον εκδοθέντα και για άλλες πράξεις, πέραν εκείνων για τις οποίες εκδόθηκε, η καταστρατήγηση των σχετικών περιορισμών της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και κυρίως της μη διώξεως για πολιτικά εγκλήματα θα ήταν ευχερής. Ο Έλληνας δικαστής, λοιπόν, ως δικαστική αρχή εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, αφού αρχικά ελέγξει τη νομιμότητα του εντάλματος, δηλαδή την εξωτερική (νομότυπη έκδοση) (π.χ. έκδοση του εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (π.χ. έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου), οφείλει, στη συνέχεια, να ερευνήσει, αν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του ν. 3251/2004 λόγους υποχρεωτικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου ή αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε ενώπιον του Συμβουλίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά σε συνδυασμό και με όσα εξέθεσε στο ακροατήριο η συνήγορος του εκκαλούντα τόσο προφορικά όσο και δια του υποβληθέντος υπομνήματος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την εκκαλούμενη απόφαση του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αποφάσισε την εκτέλεση του από 6-8-2013 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως των Γερμανικών Αρχών, που εξέδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας του Ντύσσελντορφ ( Dusseldorf) Γερμανίας ( αριθμός δικογραφίας 3 OJs 43/01) προς εκτέλεση της από 21-6-2005 απόφασης του Εφετείου Ντύσσελντορφ (Dusseldorf) τελεσίδικης από 5-4-2006, (αριθμός φακέλου ΙΙΙ/ ΙΙ 1/05) κατά του εκκαλούντα Y. A. D. Τ. H. Κ. Τ. H., με τα ψευδώνυμα R. ή K. ή K.,υπηκόου Τουρκίας, ο οποίος γεννήθηκε στις 14-7-1962 στο Nazimiye Τουρκίας, προκειμένου να συλληφθεί και παραδοθεί ο εκζητούμενος στην εκδόσασα το ως άνω ένταλμα, Δικαστική Αρχή, ώστε να εκτίσει την αναφερόμενη σε αυτή στερητική της ελευθερίας ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και τριών(3) μηνών, υπό τον όρο ότι ο εκζητούμενος δεν θα επαναπροωθηθεί ή μεταγενέστερα εκδοθεί ή κατ` άλλο τρόπο παραδοθεί στη χώρα καταγωγής του, την Τουρκία. Ειδικότερα ο εκζητούμενος καταδικάστηκε γιατί, κατά το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο έως και Άυγουστο1998 και στους τόπους ... και ... δρούσε ως υψηλόβαθμο στέλεχος του Ευρωπαϊκού πίσω Μετώπου της Τουρκικής Τρομοκρατικής οργάνωσης (Devrimci Halk Kurtulus Partisi - Cephesi "..." = Επαναστατικό κόμα /Μέτωπο Λαϊκής Απελευθέρωσης ). Έτσι ενεργούσε ιδιαίτερα ως διευθύνων περιφέρειας ... της "..." ... και ... Ήταν υπεύθυνος για όλες τις υποθέσεις οργανωτικής, διοικητικής και οικoνομικής μορφής που αφορούσαν την περιφέρειά του. Για την πράξη αυτή, με το νομικό χαρακτηρισμό συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση στο εξωτερικό, καταδικάστηκε ο εκζητούμενος ως αυτουργός, δυνάμει της από 21-6-2005, απόφασης του Εφετείου Ντύσσελντορφ, τελεσίδικης από 5-4-2006, (αριθμός φακέλου ΙΙΙ/ ΙΙ 1/05 ), σε στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους και τριών μηνών. Το ένδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης φέρει ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του ν. 3251/2004, ήτοι ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία της αποφάσεως στην οποία βασίστηκε η έκδοση αυτού (του εντάλματος σύλληψης), η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός των αξιοποίνων πράξεων που αποδίδονται στον εκζητούμενο, περιγραφή περιστάσεων τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων, η ποινή που επιβλήθηκε και δεν έχει εκτιθεί, η τελεσιδικία της απόφασης, αφού να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται το αμετάκλητο αυτής, (Α.Π.1439/2010), και η εκτελεστότητά της, καθώς και οι διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν τις πράξεις αυτές κατά το δίκαιο του εκζητούντος κράτους, και συνεπώς πληροί τις προϋποθέσεις και τους όρους της τυπικής νομιμότητας, κατά το ν. 3251/2004. Η άνω περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος περιλαμβάνει τον τόπο, το χρόνο, τη μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου και νομικό χαρακτηρισμό των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε. Περαιτέρω, από την άνω περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο εκζητούμενος και εκδόθηκε το ένδικο ένταλμα, συνάγεται, ότι πρόκειται για διαφορετικές πράξεις του εκζητούμενου, σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ζητείται η έκδοσή του δυνάμει του από 7-8-2012, ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που εξέδωσε ο Ομοσπονδιακός γενικός Εισαγγελέας του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Karslruhe Γερμανίας, που αφορούν χρονικό διάστημα από Αύγουστο 2002έως και 26-11-2006 και στους τόπους: ... Τέλος στο ένδικο ένταλμα σύλληψης σαφώς προσδιορίζεται η ποινή που επιβλήθηκε (στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους και τριών μηνών) και ότι δεν έχει εκτιθεί. Ο εκζητούμενος είχε τύχει αναστολής που ανακλήθηκε από 18-5-2012 και η απόφαση της ανάκλησης κατέστη τελεσίδικη από 19-7-2012. Περαιτέρω η ανωτέρω πράξη, ως συμμετοχή του εκζητούμενου σε τρομοκρατική οργάνωση στο εξωτερικό, προβλέπεται και τιμωρείται από το γερμανικό ποινικό κώδικα με στερητική της ελευθερίας ποινή από ένα έως δέκα έτη (StGB, άρθρα 129a εδάφιο 1 αριθμός 1 και αριθμός 3) και είναι αξιόποινη σε βαθμό κακουργήματος και κατά την ελληνική ποινική νομοθεσία με προβλεπόμενη ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των 12 μηνών (άρθρα 187 παρ. 1 ΠΚ). Με τα δεδομένα αυτά, το ένδικο ένταλμα, περιέχει όλα τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 3251/2004, στοιχεία τυπικής νομιμότητας αυτού και οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, περί αοριστίας του εντάλματος σύλληψης που περιέχονται στον 1ο λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθούν. Επί πλέον, συντρέχουν οι προβλεπόμενες, από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 10 παρ. 1β του ως άνω νόμου, προϋποθέσεις, του επιτρεπτού της εκδόσεως του εντάλματος, επιβληθείσα ποινή τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, για πράξη αξιόποινη σε βαθμό κακουργήματος κατά το ελληνικό δίκαιο. Αντίθετα δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ανωτέρω νόμου περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως ή δυνατότητας να απαγορευθεί η εκτέλεση του εντάλματος. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι, το άνω ένταλμα, έχει εκδοθεί προς το σκοπό τιμωρίας του εκζητούμενου, λόγω των πολιτικών φρονημάτων του, και της πολιτικής δράσης του, την οποία είχε αναπτύξει κατά το διάστημα παραμονής του στη …(άρθρο 11 περ. ε του ν. 3251/2004, που προαναφέρθηκε), ώστε δεν συντρέχει περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του εντάλματος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών, ο δε ισχυρισμός αυτού, ότι κακώς καταδικάστηκε από το εκζητούν κράτος, γιατί η αναφερόμενη οργάνωση, δεν είναι τρομοκρατική, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον δεν επιτρέπεται στο δικαστικό συμβούλιο του κράτους που επιλαμβάνεται αιτήσεως για εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να εξετάσει τη βασιμότητα της κατηγορίας, για την οποία κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο εκζητούμενος, στο εκζητούν προς εκτέλεση της ποινής, κράτος. Συνεπώς οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντα εκζητούμενου που περιέχονται στον 2ο λόγο έφεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι από το εκζητούν κράτος δεν θα τηρηθεί η αρχή της ειδικότητας και ότι ο εκζητούμενος μέλλει να διωχθεί από το κράτος αυτό για αξιόποινες πράξεις άλλες, προγενέστερες αυτών για τις οποίες εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης, κατά παράβαση της αρχής της ειδικότητας, χωρίς να ζητηθεί η συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτέλεσης κατά τις διατάξεις 34 και 36 παρ. 2 του ν. 3451/2004. Συνεπώς οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντα εκζητούμενου που περιέχονται στον 3ο λόγο έφεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Με το άρθρο 5 του π.δ. 114/22-11-2010 "Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επτκουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005, "σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη - μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα L 326/13.12.2005" ορίζεται, στην παράγραφο 1 ότι "Οι αιτούντες (άσυλο) επιτρέπεται να παραμένουν στη χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και δεν απομακρύνονται με οποιοδήποτε τρόπο" και στην παράγραφο 2 περίπτ. α' ότι "η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου οι αρχές παραδίδουν ή εκδίδουν τον ενδιαφερόμενο είτε σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (Α' 127), είτε σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή ποινικά δικαστήρια, με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η σύλληψη ή η έκδοση δεν πρέπει να οδηγεί σε επαναπροώθηση του ενδιαφερομένου, που είναι αντίθετη με το άρθρο 33 παρ.1 της Σύμβασης της Γενεύης. Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: 1) όταν οι αιτούντες άσυλο παραδίδονται ή εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης) είτε σε τρίτη χώρα με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, δεν μπορούν να παραμείνουν στη χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής εξετάσεως της αιτήσεως και 2) όταν η έκδοση οδηγεί σε επαναπροώθηση του πρόσφυγα στα σύνορα εδαφών όπου η ζωή ή ελευθερία αυτού απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης, τότε στην περίπτωση αυτή, ο αιτών άσυλο δεν εκδίδεται, πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του και εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης, στο εκζητούν κράτος (ΑΠ 1303/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της υποθέσεως, ο εκζητουμένος μετά τη σύλληψή του και ενώ ήταν κρατούμενος, υπέβαλε την από 20-8-2013 με αριθμό κατ. 31856/20-9-2013 αίτηση αναγνωρίσεως σ' αυτόν της ιδιότητας του πρόσφυγα κατά τη σύμβαση της Γενεύης, η οποία και εκκρεμεί. Επομένως, εφόσον στον εκζητούμενο-εκκαλούντα δεν έχει χορηγηθεί άσυλο, δεν εμποδίζεται η διαδικασία εκτελέσεως του ένδικου ευρωπαϊκού εντάλματος, ούτε απαγορεύεται η έκδοση αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004, ενώ δεν έχει εφαρμογή η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του πδ 114/2010 που επιτρέπει την παραμονή στη χώρα, εκείνου που ζήτησε άσυλο μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεώς του, κατά τα εκτεθέντα. Από τα ίδια στοιχεία, αποδείχθηκε ότι, ο εκζητούμενος διώκεται στη χώρα καταγωγής του (Τουρκία) για συμμετοχή στην ίδια οργάνωση DHKP/C (βλ. από 1-8-2013 τηλεομοιοτυπικό σήμα 4ου τμήματος διεθνών οργανισμών INTERPOL). Από τη χώρα καταγωγής του ο εκζητούμενος αναγκάστηκε να φύγει το έτος 1997, λόγω πολιτικών διώξεων και εγκαταστάθηκε στη …, όπου του χορηγήθηκε άσυλο, αλλά ήδη έχει απελαθεί από τη …με την από 16-12-2010 απόφαση της τοπικής διοίκησης της ….- αρμόδια διεύθυνση αλλοδαπών. Ο εκζητούμενος, όπως δήλωσε ο ίδιος ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και προσκόμισε σχετικό έγγραφο της Διεθνούς Αμνηστίας, κρατήθηκε και έχει υποστεί βασανισμούς τα έτη 1994 και 1995 στην Τουρκία. Ακόμη προσκομίζει έγγραφα, σχετικά με σημαντικό αριθμό υποθέσεων στις οποίες έχει καταδικαστεί η Τουρκία από το Δικαστήριο του Στρασβούργου (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-ΕΔΔΑ) για παράβαση των σχετικών άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τα σχετικά πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν. Ενόψει των ανωτέρω, και του επικαλούμενου φόβου του εκζητούμενου, περί απέλασης αυτού από τη …προς τη χώρα καταγωγής του, προκειμένου να αποφευχθεί περίπτωση απομακρύνσεως του εκζητούμενου από τη …και επαναπροωθήσεώς του στη χώρα καταγωγής του, την Τουρκία, όπου εκκρεμεί σε βάρος του ένταλμα συλλήψεως και υπάρχει κίνδυνος να διωχθεί για τις πολιτικές του ιδέες και την εν γένει πολιτική του δράση, αλλά και του εντεύθεν απειλουμένου κινδύνου της ζωής και της ελευθερίας του, λόγω των πολιτικών πεποιθήσεών του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, ορθά έκρινε ότι, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 και 36 παρ. 2 του ν. 3251/2004, αλλά και της θεμελιώδους αρχής της μη επαναπροωθήσεως του αιτούντος άσυλο στη χώρα καταγωγής του, που διατυπώνεται στο άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και η οποία είναι δεσμευτική τόσο για το εκζητούν κράτος (Γερμανία), όσο και για την Ελλάδα, επιβάλλεται να τεθεί ως όρος εκτελέσεως του κρινομένου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η μη επαναπροώθηση ή μεταγενέστερη έκδοση ή κατ' άλλον τρόπο παράδοση του εκζητούμενου στη χώρα καταγωγής του, όπως και ο τελευταίος ζήτησε. Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, ότι η υποβολή της αίτησης ασύλου από τον εκζητούμενο, δεν εμποδίζει την εκτέλεση του άνω ευρωπαϊκού εντάλματος πριν ή εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του και αποφάσισε υπέρ της εκδόσεως του, υπό τον άνω όρο, δεν έσφαλε, και ο αντίθετος 4ος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο δεν επιτρεπόταν η εκτέλεση του παραπάνω ευρωπαϊκού εντάλματος, αφού εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης επί της αιτήσεώς του, για τη χορήγηση ασύλου, είναι αβάσιμος. Κατόπιν αυτών το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που με την προσβαλλομένη απόφασή του αποφάσισε υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος, υπό τον άνω όρο, δεν έσφαλε και πρέπει να απορριφθούν όλοι οι λόγοι έφεσης ως αβάσιμοι, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα, κατά την ανάλυση τους, καθώς και η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). Κατά τη γνώμη ενός μέλος του Δικαστηρίου, του Προέδρου Σπυρίδωνος Μιτσιάλη, η υπό κρίση έφεση του εκζητουμένου πρέπει να γίνει δεκτή και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ν'αποφανθεί το Δικαστήριο για την μη εκτέλεση του επίμαχου Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του Γενικού Εισαγγελέα του Ντύσσελντορφ. Αυτό δε για τους εξής λόγους: Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης του Γενικού Εισαγγελέα του Ντύσσελντορφ, του οπoίου ζητείται η εκτέλεση, κατ'αρχήν δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Ν.3251/2004 και πιο συγκεκριμένα εκείνες του άρθρου 2 παρ.1 στοιχεία ε' και ζ' του νόμου αυτού, αφού δεν προσδιορίζονται σ'αυτό κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ποιες είναι οι παράνομες ενέργειες στις οπoίες προέβη ο εκζητούμενος, οι οποίες συγκροτούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη για την οπoία ζητείται η έκδοσή του, δηλαδή τη συμμετοχή του στην τρομοκρατική οργάνωση DHKP-C (Eπαναστατικό Κόμμα/Μέτωπο Λαϊκής Απελευθέρωσης) στο Εξωτερικό. Ειδικότερα δεν προσδιορίζεται σε ποιες συγκεκριμένες πράξεις και κατά ποια συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα προέβη ο εκζητούμενος και ποιες πράξεις ενήργησε σε καθεμία από τις πόλεις …και ... Ακόμη δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένα και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη. Η αναφορά στο επίμαχο ένταλμα ότι ο εκζητούμενος, ο οποίος σημειωτέον είναι Τούρκος, Κουρδικής καταγωγής, δικηγόρος, ότι "δρούσε στο διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1998 ως υψηλόβαθμο στέλεχος του Ευρωπαϊκού πίσω μετώπου της Τουρκικής τρομοκρατικής Οργάνωσης DHKP-C..." και ότι "ενεργούσε ιδιαίτερα ως διευθύνων περιφέρειας ... για τις περιφέρεις της DHKP-C ... και ... 'Ηταν υπεύθυνος για όλες τις υποθέσεις οργανωτικής, διοικητικής και οικονομικής μορφής που αφορούσαν την περιφέρεια του", δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, όπως από το ίδιο Ευρωπαϊκό ένταλμα προκύπτει, σ'αυτό αναφέρεται ότι η απόφαση, της οποίας ζητείται με το ένταλμα η εκτέλεση, τελεσιδίκησε στις 5-4-2006, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται η 18-5-2012 ως ημερομηνία της απόφασης ανάκλησης, δημιουργουμένης έτσι αμφιβολίας για την εκτελεστότητα της με αυτήν επιβληθείσας στον εκζητούμενο ποινής. Αλλά και το γεγονός ότι, ενώ στην από 21-6-2005 απόφαση του Εφετείου του Ντύσσελντορφ αναφέρεται ότι ο εκζητούμενος έχει καταδικαστεί ως μέλος αλλοδαπής τρομοκρατικής οργάνωσης για το διάστημα Φεβρουαρίου 1998 έως Αυγούστου 1998 για πράξεις που τελέστηκαν στο …και …, στην από 15-7-2010 απόφαση του Δικαστηρίου της Στουτγκάρδης αναφέρεται ότι αυτός έχει καταδικαστεί με την ίδια κατηγορία για το διάστημα Φεβρουαρίου 1998 έως 26-11-2006 για πράξεις που τελέστηκαν μεταξύ άλλων στο …και στο …, μπορεί ενόψει του ότι δεν συγκεκριμενοποιούνται οι πράξεις τους, να οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι για τις ίδιες πράξεις (του Φεβρουαρίου έως Αυγούστου 1998) ο εκζητούμενος έχει καταδικαστεί δύο φορές κατά παράβαση θεμελιωδών διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος και του Ποινικού δικαίου. Ενόψει, συνεπώς, της ανωτέρω ουσιώδους αοριστίας σε σημαντικά στοιχεία και της προαναφερθείσας ασάφειας του υπό εκτέλεση εντάλματος, κρίνεται ότι ευχερώς μπορεί να παραβιαστεί η αρχή της ειδικότητας (άρθρο 34 Ν.3451/2004) και να κινδυνεύσει ο εκζητούμενος να διωχθεί για άλλα αδικήματα διαφορετικά απ'αυτά που αναφέρονται στο υπό εκτέλεση ένταλμα, αλλά και να εκτίσει διπλή ποινή για τις ίδιες πράξεις. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι ο εκζητούμενος έχει υποβάλει αίτημα μη εκτέλεσης του υπολοίπου της ποινής ενώπιον των Γερμανικών δικαστικών αρχών, όπως και αίτηση παροχής ασύλου στις Ελληνικές αρχές, τα οποία εκκρεμούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την υπ` αριθμό 23/24-9-2013, έφεση, κατά της υπ` αριθμό 132/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αυτό αποφάσισε υπέρ της εκδόσεως, στις Γερμανικές Αρχές, του εκζητουμένου - εκκαλούντος Y. A. D. Τ. H. Κ. Τ. H., με τα ψευδώνυμα R. ή K. ή K., υπηκόου Τουρκίας, ο οποίος γεννήθηκε στις 14-7-1962 στο Nazimiye Τουρκίας, προς εκτέλεση του από 6-8-2013 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως των Γερμανικών Αρχών, που εξέδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας του Ντύσσελντορφ (Dusseldorf) Γερμανίας, προς εκτέλεση της από 21-6-2005 απόφασης του Εφετείου Ντύσσελντορφ (Dusseldorf), προς έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής, ενός έτους και τριών μηνών, υπό τον όρο ότι ο εκζητούμενος δεν θα επαναπροωθηθεί ή μεταγενέστερα εκδοθεί ή κατ` άλλο τρόπο παραδοθεί στη χώρα καταγωγής του, την Τουρκία. Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλλοδαποί. Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος Τούρκου υπηκόου εκδοθέν από τις Γερμανικές αρχές για έκτιση ποινής που του έχει επιβληθεί για την αξιόποινη πράξη της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση. Έφεση ενώπιον του ΑΠ. κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, βάσει της οποίας διατάσσεται η εκτέλεση του εντάλματος, με τον όρο της μη επαναπροώθησης ή μεταγενέστερης έκδοση του εκκαλούντα ή την με οποιοδήποτε τρόπο παράδοσή του στην Τουρκία. Περιεχόμενο και τύπος εντάλματος. Τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εκτέλεσης του εντάλματος. Δεν προέκυψε ότι το ως άνω ένταλμα έχει εκδοθεί από το εκζητούν κράτος, προς το σκοπό τιμωρίας του εκζητουμένου λόγω των πολιτικών του φρονημάτων ούτε ότι δεν θα τηρηθεί από το εκζητούν κράτος η αρχή της ειδικότητας και ότι πρόκειται ο εκζητούμενος να διωχθεί από το κράτος αυτό για άλλες πράξεις. Πολιτικό άσυλο στη χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης. Η υποχρεωτικότητα της παραμονής δεν ισχύει στην περίπτωση που οι αρχές εκδίδουν τον ενδιαφερόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης). Δεν έσφαλε το συμβούλιο Εφετών. Απορρίπτει την έφεση.
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
0
Αριθμός 1260/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - (ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε ως συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 και 23 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου V. E. ή E. του G. ή S., Αρμένιου υπηκόου, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Καρίπογλου, κατά της υπ' αριθμ. 544/2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στις Δικαστικές Αρχές της Αρμενίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 4/21 Αυγούστου 2013 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης Σουλτάνας Αλμαλιώτου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1002/2013. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκζητουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη υπ' αριθ. εκθ. 4/21.8.2013 έφεση κατά της 544/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτό γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως στις Δικαστικές Αρχές της Αρμενίας του εκζητουμένου - εκκαλούντος E. V. του S., υπηκόου Αρμενίας, για την εκτέλεση του από 13.7.1994 εντάλματος συλλήψεως του Περιφερειακού Εισαγγελέα της Stepanavan Αρμενίας και του νεότερου από 29.3.2011 εντάλματος συλλήψεως σε βάρος του, προκειμένου να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στις 11.7.1994 στο χωριό Yaghdan της Αρμενίας σε βάρος του M. S., ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, ενώπιον της αρμοδίας Γραμματέως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ' ουσίαν (άρθρο 451 παρ.1 του ΚΠοινΔ). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 436 του ΚΠοινΔ, αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 437-456 του ΚΠοινΔ, οι οποίες εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο του ν. 3007/2002 κυρώθηκε η σύμβαση δικαστικής συνδρομής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αρμενίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 21-7-2002 σύμφωνα με την υπ' αριθ. Φ.0544/24/ΑΣ731/Μ.5192 Ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών (ΦΕΚ Α 219/20-9-2002), από δε της κυρώσεώς της διέπει το δίκαιο της εκδόσεως μεταξύ των πιο πάνω Κρατών. Η σύμβαση αυτή στο άρθρο 24 ορίζει ότι: "1. Καθένα από τα Μέρη συμφωνεί να εκδίδει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και τους δικονομικούς κανόνες της εσωτερικής του νομοθεσίας, οποιοδήποτε πρόσωπο βρίσκεται στην επικράτεια του ενός εκ των δύο Μερών, εναντίον του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή εκκρεμεί η εκτέλεση καταδικαστικής απόφασης. 2. Στην περίπτωση εκκρεμούς ποινικής δίωξης η έκδοση χορηγείται μόνο για αδίκημα το οποίο, σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο Μερών, τιμωρείται με φυλάκιση άνω του ενός έτους. Στην περίπτωση που ποινή φυλάκισης ή άλλο μέτρο στερητικό της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας έχει επιβληθεί από τα δικαστήρια του αιτούντος Μέρους, η έκδοση χορηγείται μόνο εάν η ποινή αυτή είναι διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών. 3. Εάν το αίτημα για έκδοση σχετίζεται με περισσότερα αδικήματα, καθένα από τα οποία τιμωρείται από τη νομοθεσία και των δύο Μερών, αλλά κάποια από αυτά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις σχετικά με τη διάρκεια της ποινής, το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να χορηγήσει έκδοση και για αυτά τα αδικήματα. Εξάλλου, στο άρθρο 28 αυτής, με τον τίτλο "τύπος της αίτησης έκδοσης", στην παρ.1 ορίζονται τα ακόλουθα: α) 1. Η αίτηση για έκδοση διατυπώνεται γραπτώς και συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά: α) Το πρωτότυπο ή επικυρωμένο αντίγραφο της εκτελεστής απόφασης ή του εντάλματος σύλληψης ή άλλου εγγράφου που έχει την ίδια ισχύ και αποτέλεσμα και έχει εκδοθεί από το αιτούν Μέρος σύμφωνα με τη νομοθεσία του Μέρους αυτού, β) έκθεση των γεγονότων για τα οποία ζητείται η έκδοση. Ο τόπος και η ημερομηνία της διάπραξης του αδικήματος. Ο νομικός του χαρακτηρισμός, το κείμενο των νομικών διατάξεων που εφαρμόζονται ως προς αυτό, καθώς και το τμήμα της ποινής που υπολείπεται προς έκτιση εξειδικεύονται με τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο, γ) ακριβή περιγραφή της ταυτότητας, κατοικίας και εθνικότητας του προσώπου που πρόκειται να εκδοθεί. Τέλος, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 περ. στ της ίδιας συμβάσεως, δεν μπορεί να χορηγηθεί έκδοση όταν το αξιόποινο της πράξης ή η ποινή παραγράφηκαν κατά το δίκαιο ενός εκ των μερών. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5, 6 και 10 της από 13-12-1957 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως, που υπογράφηκε στο Παρίσι από την Ελλάδα στις 6-5-1961 (και κυρώθηκε με το ν. 4165/1961) και από την Αρμενία την 25-1-2002, η έκδοση είναι ανεπίτρεπτη, αν πρόκειται για πολιτικές πράξεις και συναφείς με τέτοιες πράξεις παραβάσεις, αν η σχετική αίτηση για την έκδοση, αποβλέπει στη δίωξη του εκζητουμένου για τα πολιτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά του φρονήματα, αν η θέση του ατόμου διατρέχει κίνδυνο να επιδεινωθεί, εξαιτίας κάποιου από τους παραπάνω λόγους, αν αφορά στρατιωτικές και φορολογικές παραβάσεις (με τη Διεθνή Σύμβαση Schengen, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2514/1997, η έκδοση είναι επιτρεπτή και για ορισμένες φορολογικές παραβάσεις), αν αναφέρεται σε υπηκόους του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση και αν κατά τη νομοθεσία της αιτούσης χώρας ή εκείνης προς την οποία υποβάλλεται η αίτηση, χώρησε παραγραφή της πράξεως. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες, ενόψει και του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως του ημεδαπού δικαίου, συνάγεται με σαφήνεια ότι, σε περίπτωση εκδόσεως αλλοδαπού, κατά τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως, ως κατηγορούμενου, πρέπει τα εγκλήματα για τα οποία αυτός διώκεται να είναι αξιόποινα, τόσο κατά το νόμο του αιτούντος κράτους, όσο και κατά το του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση και να τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας, ανωτάτου ορίου τουλάχιστον ενός έτους. Τέλος, κατά το άρθρο 438 εδ. γ' και δ' του ΚΠοινΔ, η έκδοση απαγορεύεται, αν πρόκειται για έγκλημα που, κατά τους ελληνικούς νόμους, χαρακτηρίζεται, πολιτικό, στρατιωτικό, φορολογικό ή του τύπου ή διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση αυτού που αδικήθηκε, ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για πολιτικούς λόγους και αν, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους που τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο. Αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής του εκζητούμενου δεν είναι αναγκαίο να προσκομίζονται, αφού τα στοιχεία αυτά δεν διαλαμβάνονται στις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις, ούτε το Συμβούλιο που επιλαμβάνεται της σχετικής αιτήσεως έχει την εξουσία να ερευνήσει τη βασιμότητα της κατηγορίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 450 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, το Συμβούλιο γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της εκδόσεως και αποφαίνεται για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί και δικάζεται είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που εκζητείται (εκείνο δηλαδή του οποίου ζητείται η έκδοση), υπάρχουν τα απαιτούμενα για την έκδοση δικαιολογητικά έγγραφα, το έγκλημα που αποδίδεται στον εκζητούμενο ή για το οποίο αυτός έχει καταδικαστεί είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και αν έχει προκύψει λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη 544/2013 απόφασή του, γνωμοδότησε, κατά παραδοχή του υπ' αριθ. πρωτ. 21/14-415-13/2.7.2013 αιτήματος της γενικής Εισαγγελίας της Δημοκρατίας της Αρμενίας, που υποβλήθηκε με την με αριθμό 1/407/2013 από 14.8.2013 ρηματική διακοίνωση της Πρεσβείας της Αρμενίας στην Αθήνα, η οποία διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης με το υπ' αριθ. πρωτ. 70522 ΦΕΑ 1477/9.8.2013 έγγραφο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, υπέρ της εκδόσεως στις Δικαστικές Αρχές του κράτους της Δημοκρατίας της Αρμενίας του εκζητουμένου και τώρα εκκαλούντος E. V. του S., υπηκόου Αρμενίας, ο οποίος συνελήφθη στην Ελλάδα (Σέρρες), για την εκτέλεση του από 13.7.1994 εντάλματος συλλήψεως του Περιφερειακού Εισαγγελέα της Stepanavan Αρμενίας και του νεότερου από 29.3.2011 εντάλματος συλλήψεως σε βάρος του, προκειμένου να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στις 11.7.1994 στο χωριό Yaghdan της Αρμενίας σε βάρος του M. S.. Συγχρόνως δε αποφάνθηκε ότι, α) ο εκζητούμενος είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που είχε συλληφθεί και κρατείται, β) υπάρχουν όλα τα έγγραφα που απαιτούνται για τη έκδοσή του, γ) το έγκλημα που του αποδίδεται, είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και δ) δεν υπάρχει λόγος που να εμποδίζει τη δίωξη ή να αποκλείει ή να εξαλείφει το αξιόποινο της πράξεως. Με την ίδια αίτηση είχε ζητηθεί η έκδοση του ανωτέρω για να δικασθεί και για τις πράξεις της προκλήσεως σωματικής βλάβης χωρίς υπαιτιότητα και της παράνομης προμήθειας, μεταφοράς ή κατοχής όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών συσκευών, για τις οποίες, όμως, απορρίφθηκε αυτή γιατί αυτές είχαν υποπέσει σε παραγραφή κατά το ελληνικό δίκαιο. Από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, και από τις υπ' αριθ. 12135 και 12136/14.10.2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ν. χήρας Γ. Λ., το γένος Β. (η πρώτη) και Β. Μ. του Χ. και H. G. του R. (η δεύτερη) ενώπιον του Συμβολαιογράφου Σερρών Ιωάννη Λάινα, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε προφορικά στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, τα οποία περιλαμβάνονται στα πρακτικά της αποφάσεως αυτής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η έκδοση ζητείται, όπως αναφέρθηκε, προκειμένου να δικασθεί ο εκζητούμενος για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Σε σχέση με την πράξη αυτή έχουν εκδοθεί από τις Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας της Αρμενίας και συνυποβλήθηκαν με την αίτηση εκδόσεως, σε επικυρωμένη μετάφραση, αντίγραφο του εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε από τον περιφερειακό Εισαγγελέα της Stepanavan Αρμενίας με βάση την από 12-7-1994 με αριθμό 53200594 ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του εκζητούμενου, έκθεση σε επίσημη μετάφραση των αξιόποινων πράξεων με βάση τις οποίες ζητείται η έκδοση (από τις οποίες την παρούσα δίκη αφορά μόνο η ανθρωποκτονία, όπως αναφέρθηκε), του τόπου και της ημερομηνίας διαπράξεως των αδικημάτων, του νομικού τους χαρακτηρισμού, καθώς και το κείμενο των νομικών διατάξεων που εφαρμόζονται ως προς αυτές και ακριβής περιγραφή της ταυτότητας, της κατοικίας και εθνικότητας του εκζητούμενου. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι στον εκζητούμενο αποδίδεται ότι στις 11.7.1994 και ώρα 19.00 στο χωριό Yaghdan, αποσκοπώντας στην κλοπή μιας χήνας, διαπληκτίσθηκε με τους Μ. S. και S. K., μαχαίρωσε στο αριστερό μέρος της πλάτης τον Μ. S. και στο αριστερό μέρος του στήθους και το δεξιό ώμο τον S. K.. Ο Μ. S. απεβίωσε και ο S. K. μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ελαφρά σωματικά τραύματα, με διαταραχή της υγείας του για μικρή χρονική περίοδο. Στις 13-7-1994 απαγγέλθηκε κατηγορία σε βάρος του με βάση τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα της Δημοκρατίας της Αρμενίας, ακολούθως δε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης διαπιστώθηκε ότι το μαχαίρι με τον οποίο έπληξε τους ανωτέρω παθόντες, κατασκευάσθηκε από τον ίδιο και είναι ψυχρό όπλο και ως εκ τούτου στις 4-1-1995 μεταβλήθηκε η κατηγορία σε βάρος του και του απαγγέλθηκε νέα κατηγορία με βάση το 4ο μέρος του άρθρου 99 και 2ου εδαφίου του άρθρου 232 του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα της Αρμενίας, ενώ την 24-3-2011 αντιστοιχίσθηκε η πράξη του ανωτέρω με βάση τις διατάξεις του Νέου Ποινικού Κώδικα της Αρμενίας που τέθηκε σε ισχύ το έτος 2003 και εκδόθηκε το από 29-3-2011 νέο πλέον ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου γενικής δωσιδικίας της περιοχής Lori της Αρμενίας. Περαιτέρω, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, για το οποίο διώκεται ο εκζητούμενος, προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 104 μέρος 2 εδ. 1 του Αρμενικού Ποινικού Κώδικα με ποινή ισόβιας φυλακίσεως ή φυλακίσεως 12 - 20 ετών, ενώ κατά τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα η πράξη αυτή προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 299 παρ. 1 αυτού με ποινή ισόβιας καθείρξεως, δηλαδή με στερητική της ελευθερίας ποινή, για την οποία επιτρέπεται η έκδοση κατά το άρθρο 24 παρ. 2 της Συμβάσεως (φυλάκιση άνω του έτους). Ο εκζητούμενος, με την κρινόμενη έφεσή του, υποστηρίζει: Α) Ότι το εκζητούν Κράτος δεν απέστειλε στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης τα πρωτότυπα των εγγράφων που αφορούν την παρούσα υπόθεση, άλλως νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα αυτών. Β) Ότι το εκζητούν Κράτος δεν απέστειλε σε νόμιμη μετάφραση τις διατάξεις περί παραγραφής του εγκλήματος του φόνου, για το οποίο ζήτησε την έκδοσή του και το οποίο παραγράφεται 15 έτη από την τέλεσή του. Γ) Ότι το εν λόγω έγκλημα έχει παραγραφεί, γιατί από την τέλεσή του έχουν παρέλθει 19 έτη, ενώ δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του λόγοι αναστολής της παραγραφής, η δε περί του αντιθέτου κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι εσφαλμένη. Δ) Ότι το εκζητούν Κράτος ζητεί να τον δικάσει για έγκλημα διαφορετικό από το αναφερόμενο στα έγγραφα που προσκομίστηκαν. Συγκεκριμένα, εφόσον από την πράξη του φέρεται ότι απεβίωσε ένας άνθρωπος, έπρεπε να ζητείται η έκδοσή του για απλό φόνο και όχι για την επιβαρυντική περίπτωση της ανθρωποκτονίας δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων. Ε) Ότι δεν επιτρέπεται η έκδοσή του γιατί έχει την ελληνική ιθαγένεια, αφού η μητέρα του είναι Ελληνίδα. Όλοι οι παραπάνω λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Ειδικότερα: Α) Ο πρώτος γιατί με την 517/13.8.2013 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, αναβλήθηκε η συζήτηση για τις 20.8.2013 (οπότε εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση), κατόπιν αιτήματος του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος, για να λάβει αυτός γνώση των δικαιολογητικών, τα οποία είχαν αποσταλεί στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης το μεσημέρι της 9.8.2013. Όπως δε προκύπτει από το υπ' αριθ. πρωτ. 70522 ΦΕΑ 1477/9.8.2013 έγγραφο του Τμήματος Ειδικών Ποινικών Υποθέσεων και Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα δικαιολογητικά έγγραφα, επίσημα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, απεστάλησαν στην ανωτέρω Υπηρεσία με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τρόπο κατά πάντα νόμιμο. Β) Ο δεύτερος, γιατί οι διατάξεις που αφορούν την παραγραφή της πράξεως προσκομίστηκαν, σε επίσημη μετάφραση, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκζητούμενου, οπότε δεν ασκεί επιρροή το ότι δεν είχαν συνυποβληθεί με τα λοιπά δικαιολογητικά από το εκζητούν Κράτος. Γ) Ο τρίτος γιατί ναι μεν, κατά το άρθρο 15 παρ. 1 περ. 4 του Ποινικού Κώδικα της Αρμενίας, το έγκλημα του φόνου, ως ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, παραγράφεται μετά από 15 έτη από την τέλεσή του. Όμως, κατά την παρ. 4 του αυτού άρθρου 75, η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται, εάν το άτομο αποφεύγει την έρευνα ή τη δίκη, αλλά δεν μπορεί αυτό να υποβληθεί σε ποινική ευθύνη, όταν πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, αν έχουν περάσει 20 έτη από την τέλεση της πράξεως, εφόσον η παραγραφή δεν έχει διακοπεί με την τέλεση νέων εγκλημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, η πράξη που αποδίδεται στον εκζητούμενο φέρεται ότι τελέστηκε στις 11.7.1994. Πλην, αυτός απέφυγε την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία άρχισε με την άσκηση εναντίον του ποινικής διώξεως από τον ανακριτή της Εισαγγελίας του Stepanavan στις 12.7.1994, αρχικά με την απόκρυψή του από τις Αρχές της Χώρας του και, στη συνέχεια, με την, κατά μήνα Σεπτέμβριο του 1994, ήτοι δύο μόλις μήνες μετά την πράξη, αναχώρησή του από την Αρμενία και έλευσή του στην Ελλάδα, ματαιώνοντας, με τον τρόπο αυτό, τη σύλληψή του, οπότε η συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής επέρχεται με τη συμπλήρωση εικοσαετίας από την τέλεση της πράξεως, ήτοι στις 10.7.2014. Δ) Ο τέταρτος γιατί ο νομικός χαρακτηρισμός του διδομένου στην πράξη από κάθε μία νομοθεσία των εμπλεκομένων στην έκδοση κρατών είναι αδιάφορος, αρκεί μόνον η ταυτότητα της πράξεως. Στην παρούσα δε περίπτωση, ασκήθηκε η ποινική δίωξη για φόνο του μέρους 2 εδ. 1 και όχι του μέρους 1 του άρθρου 104 του Αρμενικού Ποινικού Κώδικα, γιατί ο εκζητούμενος προσπάθησε να φονεύσει, με πρόθεση, δύο ανθρώπους, από τους οποίους ο S. S. υπέστη μόνο τραυματισμό και η πράξη του φόνου δύο ατόμων δεν ολοκληρώθηκε από λόγους που δεν εξαρτιόνταν από τον εκζητούμενο. Ε) Όσον αφορά τον πέμπτο: Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη, σε μετάφραση στην ελληνική, βεβαίωση καταχωρήσεως ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως στο Ληξιαρχείο της πόλεως Αλαβερντί Αρμενίας, ο εκζητούμενος γεννήθηκε στο Αλαβερντί στις 6.2.1942 από τον Β. Σ. του Α., εθνικότητας αρμενικής, και την Β. Μ. του Π., εθνικότητας ελληνικής. Σύμφωνα, όμως, με το σημείο 1 του άρθρου 10 της Νομοθεσίας της Δημοκρατίας της Αρμενίας για την "υπηκοότητα της Δημοκρατίας της Αρμενίας" ο εκζητούμενος είναι υπήκοος Αρμενίας εάν μέχρι τις 5.7.1995 δεν έλαβε την υπηκοότητα άλλης Χώρας ή δεν την απέρριψε στη διάρκεια ενός έτους από την ημέρα που κατατάχθηκε στο στρατό, ήτοι από 16.11.1995 μέχρι 16.11.1996 (βλ. από 23.7.2013 έγγραφο Τμήματος Διαβατηρίων και Θεωρήσεων Διαβατηρίων της Αστυνομίας της Δημοκρατίας της Αρμενίας), από κανένα δε στοιχείο δεν προκύπτει ότι αυτός απέκτησε την ιθαγένεια άλλης Χώρας ή απέβαλε την αρμενική εντός του άνω χρονικού διαστήματος. Αλλά και κατά τον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας (ν. 3284/2004), τέκνο που γεννήθηκε πριν από την 8.5.1984 από μητέρα Ελληνίδα κατά το χρόνο του τοκετού ή της τέλεσης του γάμου από τον οποίο γεννήθηκε το τέκνο, γίνεται Έλληνας, αν δηλώσει τη σχετική βούλησή του στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ή στην Ελληνική Προξενική Αρχή του τόπου της κατοικίας του ή της διαμονής του (άρθρο 14 παρ. 1). Σε τέτοια δήλωση δεν προκύπτει ότι προέβη ο εκζητούμενος, ο οποίος, επομένως, και για την Ελλάδα, θεωρείται υπήκοος Αρμενίας. Κατ' ακολουθίαν, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης που, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια και γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος δεν υπέπεσε σε νομικό ή πραγματικό σφάλμα και η έφεση αυτού, με τους λόγους της οποίας υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την με αριθ. εκθ. 4/21 Αυγούστου 2013 έφεση του εκζητουμένου V. E. ή E. του G. ή S. και της M., υπηκόου Αρμενίας, κατά της 544/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση Αρμενίου υπηκόου στη Γεωργία βάσει της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως εκδόσεως (ν. 4165/1961) και συμβάσεως Δικαστικής Συνδρομής μεταξύ Ελλάδος και Αρμενίας (ν. 3007/2002). Πότε αποκτά την ελληνική ιθαγένεια τέκνο που γεννήθηκε από μητέρα ελληνίδα (ν. 3284/2004). Ορθό και αιτιολογημένο το εκκαλούμενο βούλευμα. Απόρριψη εφέσεως.
Έκδοση αλλοδαπού
Έκδοση αλλοδαπού.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1257/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Σ. του Τ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Βασιλειάδη, περί αναιρέσεως της 2613-2614/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Κ. Σ. του Γ., κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μανώλη. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2013 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 467/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν. του 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει" του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Περαιτέρω, η ως άνω ειδική απαιτείται για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Η παρεμπίπτουσα, λοιπόν, απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2613-2614/2012 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως αυτής, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη υπέβαλε, δια του συνηγόρου της, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι "δεν υποβλήθηκε νομότυπα η έγκληση Σ." και το αίτημα "να προσέλθει να καταθέσει αυτοπροσώπως ο μάρτυρας κατηγορίας Ε. Λ.". Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2004 η κατηγορουμένη Α. Σ. εξέδωσε σε διαταγή του Γ. Π. του Α. την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή, με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 28-4-2005, ποσού 59.000 ευρώ, πληρωτέα από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, την οποία στη συνέχεια ο ανωτέρω λήπτης της μεταβίβασε με οπισθογράφηση στη Μ. Δ., η οποία ακολούθως τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον εγκαλούντα Κ. Σ. και αυτός με τον ίδιο τρόπο στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Μ. και Σ. Τ. - ΤΕΧΝΙΚΟΝ ΑΕΒΕ". Η τελευταία πριν από την πάροδο της προβλεπόμενης από το νόμο οκταήμερης προθεσμίας για την εμφάνισή της προς πληρωμή, πληροφορήθηκε από την Εθνική Τράπεζα ότι δεν υπήρχαν σ' αυτή αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια της εκδότριάς της για την πληρωμή της και κατόπιν τούτου αυτή, χωρίς να προβεί στην σφράγισή της, την επέστρεψε στον προηγούμενο κομιστή της Κ. Σ. αφού προηγουμένως αυτός της κατέβαλε την αξία της. Ακολούθως η κατηγορουμένη, λόγω της αδυναμίας πληρωμής της επιταγής αυτής, κατόπιν συμφωνίας της με τον κομιστή της Κ. Σ., προέβη σε αλλαγή της ημερομηνίας εκδόσεώς της από 28-4-2005 σε 30-9-2005 αρχικά και σε 30-11-2005 στη συνέχεια, θέτοντας την υπογραφή της κάτω από την ημερομηνία στο εμπρόσθιο μέρος της επιταγής (βλ. την από 12-2-2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου Μ. Φ. - Ξ., που διενεργήθηκε στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης). Ο εγκαλών στις 2-12-2005, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 5960/1933 "Περί επιταγής" οκταήμερης προθεσμίας, εμφάνισε την ως άνω επιταγή προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον τηρούμενο σ' αυτήν από την εκδότριά της (κατηγορουμένη) υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, κατά το χρόνο εκδόσεως (30-11-2005) και πληρωμής (2-12-2005) αυτής, την οποία (έλλειψη) γνώριζε η κατηγορουμένη και παρά ταύτα προέβη στην έκδοσή της. Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι η επίδικη επιταγή, η οποία εκδόθηκε για το ποσό των 9.000 ευρώ, νοθεύτηκε από το λήπτη της Γ. Π., στον οποίο παραδόθηκε χάριν ευκολίας, με την προσθήκη του αριθμού "5" πριν από τον αριθμό "9" ώστε αυτή να φέρεται ότι εκδόθηκε για το ποσό των 59.000 ευρώ, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, αναιρούμενος από το γεγονός ότι στο σώμα της επιταγής αναγράφεται ολογράφως το ποσό των 59.000 ευρώ. Βέβαια η κατηγορουμένη ισχυρίζεται, με την από 5-1-2006 έγκληση που υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης σε βάρος των Μ. Δ., Γ. Π. και Κ. Σ. για τις πράξεις α) της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση και β) της κακουργηματικής απάτης στο δικαστήριο, ότι κατά την παράδοση της επίδικης επιταγής στον λήπτη αυτής, δεν αναγραφόταν σ' αυτή ολογράφως το ποσό των 9.000 ευρώ, πλην όμως από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε αυτό. Πέραν τούτου ο ανωτέρω ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί πλαστότητας της επίδικης επιταγής, αναιρείται και από την αναγνωσθείσα από 9-2-2007 κατάθεση του μάρτυρα Ε. Λ. του Ι., διευθυντή πωλήσεων της προαναφερθείσας ανώνυμης εταιρίας, ενώπιον της ΣΤ' Ανακρίτριας Θεσσαλονίκης, η οποία δόθηκε στα πλαίσια διενέργειας κυρίας ανάκρισης για τις καταγγελθείσες από την κατηγορουμένη, με την από 5-1-2006 έγκλησή της, ως άνω αξιόποινες πράξεις, δηλαδή στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης, ο οποίος (μάρτυρας) βεβαιώνει ότι η κατηγορουμένη, η οποία τον επισκέφθηκε δύο φορές στο γραφείο του, μία φορά μόνη της και μία φορά μαζί με τον Γ. Π., του ανέφερε ότι την επίδικη επιταγή μαζί με μία άλλη επιταγή, παρέδωσε στον Γ. Π. ως προκαταβολή για την αγορά μιας οικίας, η οποία όμως ματαιώθηκε, πλην ο τελευταίος δεν επέστρεψε τις επιταγές αυτές στην ίδια διότι ήδη τις είχε μεταβιβάσει σε τρίτους, και ποτέ αυτή δεν έκανε λόγο για νόθευση των επιταγών αυτών σχετικά με τα ποσά τους. Επίσης ο ανωτέρω ισχυρισμός της κατηγορουμένης αναιρείται και από το γεγονός ότι αυτή, όπως προαναφέρθηκε, κατόπιν συμφωνίας με τον εγκαλούντα, προέβη σε αλλαγή της ημερομηνίας εκδόσεως της επίδικης επιταγής από 28-4-2005 σε 30-9-2005 αρχικά και σε 30-11-2005 στη συνέχεια, θέτοντας στην υπογραφή της κάτω από την ημερομηνία αυτή στο εμπρόσθιο μέρος της επιταγής, καθώς και από το γεγονός ότι η κατηγορουμένη, σε αντικατάσταση της επίδικης επιταγής, παρέδωσε στον εγκαλούντα την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 59.000 ευρώ, η οποία, όμως, της επιστράφηκε λόγω διαγραφών επί του σώματος αυτής και ο εγκαλών ανέκτησε εκ νέου την επίδικη επιταγή (βλ. ...), αναγνωρίζοντας έτσι αυτή (κατηγορουμένη) εμμέσως πλην σαφώς τη γνησιότητα της επίδικης επιταγής. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο λήπτης της επίδικης επιταγής Γ. Π., με το από 16-6-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της κατηγορουμένης, παραδέχθηκε ότι η επίδικη επιταγή εκδόθηκε για το ποσό των 9.000 ευρώ και ότι ο ίδιος προέβη στην νόθευση αυτής ως προς το ποσό της, καθόσον καταλείπονται αμφιβολίες ως προς το εάν η εξώδικη αυτή ομολογία τούτου ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή έγινε για να αποφύγει η κατηγορούμενη την πληρωμή του πέραν των 9.000 ευρώ ποσού της επιταγής (50.000 ευρώ) στον εγκαλούντα Κ. Σ., όπως ισχυρίσθηκε και ο τελευταίος κατά την εξέτασή του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (βλ. ...), ενόψει και του ότι αυτός (Γ. Π.) μολονότι κλήθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης για να εξετασθεί ως μάρτυρας ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 19-1-2010, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, εντούτοις δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτή για να επιβεβαιώσει ή όχι τον ως άνω ισχυρισμό της κατηγορουμένης περί πλαστότητας της επίδικης επιταγής και μάλιστα παρότι κατά τη δικάσιμο της 12-5-2009, κατά την οποία αναβλήθηκε η δίκη λόγω απουσίας μαρτύρων για την ανωτέρω δικάσιμο (19-1-2010), τιμωρήθηκε από το Δικαστήριο, λόγω της μη εμφανίσεώς του κατ' αυτή από απείθεια, με πρόστιμο 150 ευρώ και διατάχθηκε η βίαιη προσαγωγή του. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι η επίδικη επιταγή είναι άκυρη λόγω υπάρξεως στο σώμα αυτής δύο ημερομηνιών εκδόσεως, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον, όπως προκύπτει από το σώμα της επιταγής αυτής, στην οικεία θέση του χρόνου εκδόσεως αυτής υπάρχει η ημερομηνία "30-11-2005" και κάτω απ' αυτήν η υπογραφή της κατηγορουμένης, ενώ η ημερομηνία "20-4-2005" που υπάρχει σε άλλο σημείο αυτής και η οποία τέθηκε με μηχανικό μέσο (σφραγίδα), από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι αποτελεί ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής. Επίσης οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης περί α) μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως από τον Κ. Σ. και β) απαραδέκτου της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος, πρέπει ν' απορριφθούν ως αόριστοι, καθόσον δεν αναφέρονται οι λόγοι του απαραδέκτου αυτών. ... Τέλος πρέπει ν' απορριφθεί και το αίτημα της κατηγορουμένης περί αναβολής της δίκης προκειμένου να προσκομιστεί το πρωτότυπο της επίδικης επιταγής και να προσέλθει ο μάρτυρας Ε. Λ., καθόσον τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τη μόρφωση από το Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της υποθέσεως. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που της αποδίδεται". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως ισχύει. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς αναφέρεται ότι τελευταίος κομιστής της ένδικης επιταγής, ο οποίος και την εμφάνισε προς πληρωμή, ήταν ο εγκαλών Κ. Σ., στον οποίο είχε επιστραφεί αυτή από την εταιρία "Μ. και Σ. Τ. - ΤΕΧΝΙΚΟΝ ΑΕΒΕ" (η οποία, βεβαίως, από της επιστροφής της επιταγής χωρίς να την εμφανίσει, έπαυσε να είναι κομίστρια αυτής). β) Επαρκώς αιτιολογείται ο χρόνος, κατά τον οποίο ο εγκαλών έλαβε γνώση ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της, με την παραδοχή ότι η επιταγή εμφανίστηκε στις 2.12.2005, ήτοι μέσα σε οκτώ ημέρες από την (τελική) έκδοσή της στις 30.11.2005. Το γεγονός ότι αρχική χρονολογία εκδόσεως της επιταγής ήταν η 28.4.2005 δεν ασκεί καμιά έννομη επιρροή, καθόσον κρίσιμος χρόνος, από τον οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία προς εμφάνιση, είναι εκείνος, ο οποίος, κατόπιν συμφωνίας, έχει τεθεί εκ των υστέρων. γ) Αναφέρεται ότι η επιταγή έφερε όλα τα αναγκαία για το κύρος της στοιχεία, καθώς και ότι η εμφάνισή της έγινε στην πληρώτρια Εθνική Τράπεζα. δ) Αιτιολογείται ότι από την ύπαρξη στην επιταγή δύο ημερομηνιών (30.11.2005 και 20.4.2005) δεν προκαλείται σύγχυση ως προς την πραγματική χρονολογία εκδόσεώς της, με την παραδοχή ότι μόνο η πρώτη (30.11.2005) έχει τεθεί στην οικεία θέση του χρόνου εκδόσεως και έχει υπογραφεί από την αναιρεσείουσα, ενώ η άλλη έχει τεθεί με σφραγίδα σε άλλο σημείο της επιταγής. ε) Δεδομένου, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει καμιά ασάφεια ως προς το χρόνο εκδόσεως της επιταγής και ως προς αυτόν, κατά τον οποίο ο τελευταίος κομιστής εγκαλών έλαβε γνώση της μη υπάρξεως διαθεσίμων κεφαλαίων, δεν τίθεται ζήτημα εκπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως (ήτοι μη υποβολής αυτής εντός τριμήνου από της γνώσεως) και ορθώς απορρίφθηκε, και μάλιστα ως αόριστος, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως. στ) Αναφέρεται ποια δίκη αφορούσε η κατάθεση του μάρτυρα Ε. Λ. (δόθηκε κατά την κύρια ανάκριση επί της από 5.1.2006 εγκλήσεως της αναιρεσείουσας κατά των Μ. Δ., Γ. Π. και Κ. Σ.). ζ) Για την απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις δεν είναι αναγκαίο να εκδίδεται παρεμπίπτουσα απόφαση, αλλά αρκεί η σχετική κρίση να περιέχεται στην απόφαση επί της ενοχής. Ορθώς, λοιπόν, απορρίφθηκε, χωρίς να εκδοθεί παρεμπίπτουσα απόφαση, το αίτημα της αναιρεσείουσας να αναβληθεί η δίκη για να προσέλθει ο μάρτυρας Ε. Λαδάς, με την ειδική αιτιολογία ότι "τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τη μόρφωση από το Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της υποθέσεως". η) Το γεγονός ότι η ως άνω προανακριτική κατάθεση δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης δεν ασκεί, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, έννομη επιρροή και ορθώς συνεκτιμήθηκε και αυτή μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος, κατά το ένα σκέλος του, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Η περιεχόμενη στον πρώτο λόγο αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (καταθέσεως Ευ. Λαδά, κ.λπ.) είναι απαράδεκτη, γιατί με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από την διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται όταν παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα να μην αναγνωσθεί η ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, διότι δεν είναι αδύνατη η εμφάνισή του στο ακροατήριο για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, αναγνωσθεί αυτή. Ουδεμία ακυρότητα, όμως, δημιουργείται, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα διάταξη, σε συνδυασμό και με την του άρθρου 354 του ΚΠοινΔ, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αναγνώσει την ένορκη κατάθεση μάρτυρα της προδικασίας, έστω και αν εναντιωθεί στην ανάγνωση ο κατηγορούμενος, εφόσον κρίνει ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη, ούτε δε και προσκρούει η ανάγνωση αυτή στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να μην εξετάσει ή να ζητήσει να μην εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, καθόσον το τελευταίο προϋποθέτει ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι δυνατή. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στην εκ μέρους του κατηγορουμένου απόλυτη επιλογή των μαρτυρικών καταθέσεων που ελήφθησαν ενόρκως κατά την προδικασία και την μη αξιολόγηση και αχρήστευση των καταθέσεων της προδικασίας που δεν θα επιθυμούσε να ληφθούν υπόψη. Εξάλλου, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται για έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αίτημα μη αναγνώσεως εγγράφου, το οποίο υπάρχει στη δικογραφία. Για να επέλθει, όμως, η, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Η λήψη υπόψη προανακριτικής καταθέσεως μάρτυρα, που έχει ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, από καμιά νομική διάταξη, ούτε από αυτήν του άρθρου 365 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, δεν απαγορεύεται, έστω και παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου, και, επομένως, δεν προκαλεί ούτε ακυρότητα της διαδικασίας ούτε συνιστά υπέρβαση εξουσίας. Από δε την ανάγνωση αυτής δεν παραβιάζεται το από το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ δικαίωμα υπερασπίσεως, αφού ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, να εκθέσει τις απόψεις του, να κάνει παρατηρήσεις και να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις και για το αποδεικτικό αυτό μέσο που εξετάσθηκε. Ούτε, βεβαίως, μπορεί να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο, με το να τη λάβει υπόψη, υπεισέρχεται στην εξουσία του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, στα πλαίσια της οποίας είχε δοθεί η κατάθεση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη δικάσιμο της 23.11.2012, οπότε, κατόπιν αιτήματος της κατηγορουμένης, διακόπηκε η συζήτηση για τις 30.11.2012, εμφανίστηκε ο μάρτυρας κατηγορίας Ε. Λ. και δήλωσε ότι θα βρίσκεται εκτός Ελλάδος (στην Αυστρία) από 28.11.2012 μέχρι 2.12.2012, προσκόμισε δε το από 15.11.2012 έγγραφο κρατήσεως αεροπορικών εισιτηρίων, το οποίο αναγνώσθηκε. Κατόπιν αυτού, κατά την, μετά τη διακοπή, δικάσιμο της 30.11.2012, πριν από την ανάγνωση των εγγράφων, ο Εισαγγελέας πρότεινε να αναγνωσθεί η κατά την ανακριτική διαδικασία ένορκη κατάθεση του ως άνω μάρτυρα, καθόσον "η παρουσία του είναι ανέφικτη σήμερα όπως προκύπτει από το αναγνωσθέν έγγραφο κράτησης αεροπορικών εισιτηρίων Ε. Λ.". Ακολούθως, ο συνήγορος υπερασπίσεως της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης πρόβαλε αντιρρήσεις προς την εισαγγελική πρόταση, πλην το Δικαστήριο προχώρησε στην ανάγνωση της από 9.2.2007 εκθέσεως ένορκης εξετάσεως του ως άνω μάρτυρα, η οποία δόθηκε στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης, την οποία, στη συνέχεια, συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση. Όμως, το αίτημα της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν νόμιμο, καθόσον παραδεκτώς λήφθηκε υπόψη προανακριτική κατάθεση μάρτυρα που είχε δοθεί στα πλαίσια άλλης δίκης, χωρίς καν να απαιτείται να βεβαιώνεται το ανέφικτο της εμφανίσεώς του. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση, τοσούτω μάλλον, καθόσον προσδιορίζει τη δίκη, στα πλαίσια της οποίας, δόθηκε η κατάθεση αυτή, η δε αναιρεσείουσα δεν προσέφυγε στο Δικαστήριο όταν αυτό ανέγνωσε την κατάθεση. Κατά συνέπειαν, από την ανάγνωση της καταθέσεως αυτής δεν προκλήθηκε καμιά απόλυτη ή σχετική ακυρότητα της διαδικασίας ούτε παραβιάσθηκε κάποιο υπερασπιστικό δικαίωμα της κατηγορουμένης, και μάλιστα το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το δε Πενταμελές Εφετείο, με το να λάβει υπόψη του και την κατάθεση αυτή, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β και Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος, κατά το άλλο σκέλος του, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Μαρτίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 2259/2013) αίτηση (δήλωση) του Α. Σ. του Τ., για αναίρεση της 2613-2614/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Κ. Σ. από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στοιχεία εγκλήματος. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες. Όχι απόλυτη ή σχετική ακυρότητα ή υπέρβαση εξουσίας από τη λήψη υπόψη προανακριτικής καταθέσεως μάρτυρα που είχε δοθεί στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη, Αναβολής αίτημα.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1255/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Δ. Π. του Π., κατοίκου ... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεμιστοκλή Δαμάκη, περί αναιρέσεως της 155/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 558/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν. του 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει" του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Τέτοια αιτιολογία δεν απαιτείται για ισχυρισμούς που είναι όχι αυτοτελείς, αλλά αρνητικοί της κατηγορίας, που τείνουν, δηλαδή, στην απαλλαγή του δράστη είτε γιατί δεν τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται είτε γιατί, κατά την τέλεση αυτής, δεν τελούσε σε δόλο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνει το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 155/2013 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα, και χρηματική τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στη ... ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΜΟΜΠΙΟΛΕ ΝΤΙΚΟΥΛΙΤΑ ΑΒΕΕ" εξέδωσε στη …στις 11-2-2007 την υπ' αριθμ. ... επιταγή ποσού 75.000,00 ευρώ σε διαταγή του Α. Κ., συρόμενης εκ του τηρουμένου στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ με αριθμό ... λογαριασμού, η οποία εμφανίστηκε για πληρωμή στις 11-12-2007 και δεν πληρώθηκε γιατί στον εν λόγω λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, ούτε κατά το χρόνο έκδοσης αυτής ούτε κατά το χρόνο εμφάνισης της, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της εν λόγω πράξης". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως ισχύει, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ότι η ένδικη επιταγή είχε εκδοθεί από αυτόν λευκή και συμπληρώθηκε από τον εγκαλούντα χωρίς προηγούμενη συμφωνία τους είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής και, συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και μάλιστα αιτιολογημένα. β) Όπως αναφέρθηκε, η ύπαρξη του δόλου, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν. του 1325/1972, δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. γ) Από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε στις 11.12.2007 και όχι στις 11.2.2007, όπως, από φανερή παραδρομή, αναγράφεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, και, συνεπώς, η κατά την αυτή ημέρα εμφάνισή της είναι νομότυπη. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, είναι αβάσιμοι. Η αιτίαση, που εμπεριέχεται στο δεύτερο λόγο, ότι εσφαλμένα εκτιμήθηκε η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, κατά την οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο αναιρεσείων δεν ήταν μέλος του Δ.Σ. της εκδότριας εταιρίας, είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει, όπως αναφέρθηκε, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Απαιτείται, όμως, επίκληση περιστατικών και δεν αρκεί απλώς η αναφορά της διατάξεως ή απλώς η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχείο α', ήτοι το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση, πρέπει ο έντιμος βίος του υπαιτίου να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος ζήτησε, κατά το στάδιο της αγορεύσεώς του, επικουρικά, να αναγνωρισθεί στον εντολέα του "το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, διότι δραστηριοποιείται στο εμπόριο 40 χρόνια και έχει λευκό ποινικό μητρώο". Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, όπως προβλήθηκε, ήταν αόριστος, γιατί δεν εκτίθενται περιστατικά που να αφορούν σε όλες τις μορφές της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και δεν αρκεί μόνο το λευκό ποινικό μητρώο ή το γεγονός ότι άσκησε επί μακρόν το επάγγελμά του. Το Δικαστήριο, λοιπόν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, έκτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και συγκεκριμένα γιατί το Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθ. εκθ. 11/16 Απριλίου 2013 αίτηση του Δ. Π. του Π., για αναίρεση της 155/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στοιχεία εγκλήματος. Ο ισχυρισμός ότι επρόκειτο για λευκή επιταγή που συμπληρώθηκε παρά τα συμφωνηθέντα ήταν αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής και το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει. Ελαφρυντικό προτέρου εντίμου βίου. Ορθώς δεν απήντησε το Δικαστήριο σε αυτοτελή ισχυρισμό για την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού, γιατί είχε προβληθεί αορίστως. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1253/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Π. Π. του Θ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Ρέλλο, περί αναιρέσεως της 1962-1963/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 318/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 369 παρ. 1, 3 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του για την ενοχή και έπειτα για την ποινή. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ως αναφερομένη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο και την ΕΣΔΑ, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμά του να δοθεί σ' αυτόν ο λόγος για την ενοχή του, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ του ΚΠοινΔ, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Α του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 1962-1963/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, δεν δόθηκε ο λόγος στον τελευταίο, ο οποίος ήταν παρών, ή στο συνήγορό του, αλλά το δικαστήριο προέβη, στη συνέχεια, στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, με την οποία κήρυξε αυτόν ένοχο υπεξαιρέσεως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ` εξακολούθηση από διαχειριστή ξένης περιουσίας με την επιβαρυντική περίπτωση του ν. 1608/1950, με τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μετάνοιας, της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και του προτέρου εντίμου βίου, και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, ανασταλείσα. Η περικοπή των πρακτικών, κατά την οποία ο Πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο αν έχει να προσθέσει τίποτε για την υπεράσπισή του και ο κατηγορούμενος απάντησε "όταν βρέθηκα στην κλινική με σοβαρά προβλήματα υγείας κατέβαλα το ποσό κάτω από συναισθηματική φόρτιση", δεν αναφέρεται στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως του διευθύνοντος τη συζήτηση, που απορρέει από το άρθρο 369 του ΚΠοινΔ, να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας για να υπερασπισθεί τον εαυτό του έναντι της κατηγορίας που του αποδίδεται, αλλ' εμπίπτει στην κατά το άρθρο 368 του ΚΠοινΔ συμπληρωματική διασάφηση ή εξέταση. Συνεπώς, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας και πρέπει, κατά τον, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, βάσιμο δέκατο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 1962-1963/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για κακουργηματική υπεξαίρεση με την επιβαρυντική περίπτωση του ν. 1608/1950. Απόλυτη ακυρότητα γιατί μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, ενώ δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα για να προτείνει σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, παραλείφθηκε να δοθεί ο λόγος και στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα ή στο συνήγορό του. Η περικοπή των πρακτικών, κατά την οποία ο Πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο αν έχει να προσθέσει τίποτε για την υπεράσπισή του, εμπίπτει στην κατά το άρθρο 368 του ΚΠοινΔ συμπληρωματική διασάφηση ή εξέταση. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Λόγος στο συνήγορο.
0
Αριθμός 1258/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Α. χήρας Σ. Ξ., το γένος Δ. Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Εμμανουηλίδη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. συζ. Α. Β., το γένος Δ. Ξ., κατοίκου ..., και 2) Β. συζ. Κ. Γ., το γένος Δ. Ξ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Γκέλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/10/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 315/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/9/2009 αίτηση και τους από 12/10/2009 προσθέτους λόγους της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/3/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ.2 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο, δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής κακή σύνθεση υπάρχει, όταν στη διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης συνέπραξαν δικαστές, οι οποίοι δεν έλαβαν μέρος στην τελευταία συζήτηση στο ακροατήριο, μετά την οποία εκδίδεται η απόφαση. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 300, 301, 304 και 395 ΚΠολΔικ, η δημοσίευση της απόφασης ως τυπική ενέργεια, μπορεί να γίνει από το δικαστήριο και με διαφορετική σύνθεση, δηλαδή και χωρίς τη συμμετοχή των δικαστών που συμμετείχαν στη σύνθεση που την εξέδωσε, εφόσον οι δικαστές που έλαβαν μέρος στη σύνθεση για τη δημοσίευση υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο (ΑΠ 638/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δημοσιεύθηκε από σύνθεση στην οποία δεν συμμετείχε ο Εφέτης Γεώργιος Καλαμαρίδης, που ήταν και ο Εισηγητής επί της υποθέσεως, αλλά αντ' αυτού, που είχε μετατεθεί, συμμετείσχε άλλος δικαστής, που τον αναπλήρωσε, και δη η Εφέτης Χρυσούλα Χαλιαμούρδα. Πράγματι, από την επισκόπηση της αποφάσεως, προκύπτει ότι κατά τη δημοσίευσή της, 21.5.2009, έλαβε χώρα η επικαλουμένη συμμετοχή από την προαναφερθείσα και υπηρετούσα στο εκδόν την απόφαση Δικαστήριο, Δικαστή. Πλην όμως η συμμετοχή αυτή, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ήταν νόμιμη, μη ιδρυομένου του επικαλουμένου λόγου, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ.1 και 2 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης πρέπει να αφορούν τα κεφάλαια της προσβαλλομένης αποφάσεως που έχουν ήδη προσβληθεί με το αναιρετήριο ή εκείνα που αναγκαίως συνέχονται με τα αρχικά δηλαδή όταν τα κεφάλαια προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ήτοι τελούν σε σχέση ουσιαστικής συνάφειας με τα προσβαλλόμενα με την αναίρεση κεφάλαια (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 609/2013). Πάντοτε είναι αυτονόητο ότι πρέπει οι πρόσθετοι λόγοι να αναφέρονται στην αναιρεσιβληθείσα απόφαση ή τις θεωρούμενες ως συμπροσβαλλόμενες με την αναίρεση (άρθρα 553 παρ.2 και 554), διαφορετικά, εάν δηλαδή στρέφονται κατ' άλλης αποφάσεως είναι απαράδεκτοι. Στην τελευταία αυτή περίπτωση μπορεί το δικόγραφο των προσθέτων λόγων να θεωρηθεί ως κύριο, αυτοτελές δικόγραφο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είχε κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και μέσα στη νόμιμη προθεσμία της αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως στρέφονται και κατά της υπ' αριθμ. 11/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, όσον αφορά το μη εκκληθέν κεφάλαιο αυτής για τα ωφελήματα, ενώ με τον μοναδικό λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του Εφετείου, που δεν ασχολήθηκε με το κεφάλαιο αυτό, αφού δεν μεταβιβάστηκε με λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από την αναιρεσείουσα-εκκαλούσα-εναγομένη, όπως δε προκύπτει από το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, η κατάθεσή του έχει γίνει μόνο στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, όχι δε και στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εξέδωσε την εν λόγω προσβαλλομένη (κατά το μη εκκληθέν περί καρπών κεφάλαιό της) απόφαση, ώστε να ισχύει ως κύριο δικόγραφο αναιρέσεως. Επομένως οι έκτος έως και ενδέκατος από τους προσθέτους λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται πλημμέλειες κατά της πρωτόδικης αποφάσεως και κατά το κεφάλαιό της περί αναγνωρίσεως της αξιώσεως των αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας προς καταβολή, στην καθεμιά τους, του ποσού των 34.513,17 Ευρώ, για ωφελήματα από την κατοχή των επιδίκων ακινήτων, είναι απαράδεκτοι και απορριπτέοι. Επειδή, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησίας απαιτείται άσκηση νομής επί μία εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου που οδηγεί στην κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτό πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο, διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση του νομέα να εξουσιάζει το πράγμα ως δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρησε σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφής της κ.α. (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 847/2013). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 980 ΑΚ, η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 986 του ίδιου κώδικα βοηθός νομής είναι εκείνος που βοηθεί το νομέα στην άσκηση φυσικής εξουσίας επί του πράγματος, εφόσον βρίσκεται σε θέση υπηρεσιακής εξαρτήσεως προς το νομέα και οφείλει να ακολουθεί ως προς το πράγμα τις οδηγίες του. Κατά τις διατάξεις αυτές αυτοπρόσωπη άσκηση της νομής υπάρχει όταν ο νομέας είναι συγχρόνως και κάτοχος, δεν έχει δηλαδή παραχωρήσει την κατοχή σε άλλον με βάση κάποια έννομη σχέση (μίσθωση, χρησιδάνειο κλπ) ή και όταν για την άσκηση της φυσικής εξουσίας επί του πράγματος χρησιμοποιεί βοηθητικό πρόσωπο που βρίσκεται σε οικιακή ή υπηρεσιακή εξάρτηση μ' αυτόν (νομέα) και ακολουθεί τις οδηγίες του, το οποίο δεν έχει ούτε νομή, ούτε κατοχή (ΑΠ 1457/2011). Εξάλλου παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως της κυριότητος επί ακινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193 και 198 ΑΚ, αποτελεί και η καθολική διαδοχή, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οπoίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (ΑΠ 1171/2012, ΑΠ 928/012). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθείας παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 846/2013). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οπίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 467/2013, ΑΠ 568/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο, από την συνεκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων, σ' αυτό, με επίκληση αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Δ. Ξ. του Σ., πατέρας των εναγουσών και πεθερός της εναγομένης, ο οποίος κατοικούσε στην ... και απεβίωσε στις 30.11.1987, χωρίς να αφήσει διαθήκη, είχε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του, κατά το χρόνο του θανάτου του, πλην άλλων και τα ακόλουθα ακίνητα-ακολουθεί η περιγραφή αγρών ξηρικών ή αρδευτικών, με στοιχεία 1 έως 14, στους δε υπό στοιχεία 1και 5 περιγράφονται δύο επιμέρους αγροί-. Από τους ανωτέρω αγρούς, οι υπό στοιχεία 11, 13 και 14 αγροί περιήλθαν κατά κυριότητα στον Δ. Ξ. με τα 275.112/28-5-1963 (ο πρώτος) και 314.597/20-8-1964 (οι υπόλοιποι δύο) παραχωρητήρια της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Σκοτούσης, την 1-10-1963, στον τόμο 12 με αριθμό 594 το πρώτο και στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων, στις 24-2-1965, στον τόμο ... με αριθμό 95 το δεύτερο και τα οποία παραχωρητήρια εκδόθηκαν μετά την κύρωση του κτηματολογικού πίνακα αναδασμού της ευρύτερης περιοχής Φαρσάλων του Νομού Λάρισας με την 145/1962 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 203/29-11-1962, τεύχ. Β'), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 8 του Α.Ν. 821/1948 "περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων", που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 1110/1949 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2258/1952). Όλους τους υπόλοιπους ο ανωτέρω απέκτησε κατά κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία Ειδικότερα οι αγροί αυτοί, πλην του με στοιχείο 12, αποτελούσαν μέρος του αγροκτήματος "...", συνολικής έκτασης 1.741 στρεμμάτων, το οποίο οι συγκύριοι αυτού αδελφοί Δ., Χ. και Φ. Ξ. διένειμαν άτυπα μεταξύ τους κατά το έτος 1966 και ο εξ αυτών Δ. Ξ. έλαβε ως αποκλειστικός νομέας τους ανωτέρω αγρούς. Ο τελευταίος, νεμόμενος από τότε τους αγρούς αυτούς (όπως και τον με στοιχείο 12) μέχρι το θάνατο του, δηλ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, κατέστη κύριος αυτών με έκτακτη χρησικτησία, ενώ του με στοιχείο 4 κατέστη συγκύριος κατά το προαναφερόμενο ποσοστό (576,6/600). Συγκεκριμένα καλλιεργούσε τους αγρούς αυτούς και συνέλεγε τους καρπούς τους, ενώ επί πλέον εισέπραττε και τις επιδοτήσεις για τις καλλιέργειες των αγρών (βλ. και την .../225/7-6-2002 βεβαίωση της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Φαρσάλων). Προέβαινε δε στις πράξεις αυτές κυρίως με το γιο του Σ., καθώς ο ίδιος ασχολείτο με την κτηνοτροφία και τη βοσκή των προβάτων του. Επίσης μίσθωνε μερικούς από τους αγρούς για καλλιέργεια σε τρίτους (όπως στο μάρτυρα των εναγουσών Ε. Μ.) εισπράττοντας τα μισθώματα, ενώ έβοσκε τα ζώα του σε τμήματα των αγρών που λόγω της φύσης τους, προσφέρονταν για βοσκή και όχι για καλλιέργεια. Για το θέμα αυτό ήταν σαφής και πειστική η κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρα, η κατάθεση του δε, επιβεβαιώνεται και από τα υπόλοιπα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα το γεγονός ότι ο Δ. Ξ. είχε μέχρι το θάνατο του τη νομή των επιδίκων ακινήτων, πέρα από την κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα, επιβεβαιώνεται και από το ότι με το .../3-5-1979 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Γεωργίου Κατσιλέρου, παρέσχε στο γιο του Σ. την ειδική πληρεξουσιότητα να συνάπτει για λογαριασμό του καλλιεργητικά δάνεια με την Αγροτική Τράπεζα και να τον εκπροσωπεί στην Τράπεζα αυτή στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των δανείων, καθώς ο ίδιος λόγω της ηλικίας του, αλλά και των προβλημάτων υγείας από τα οποία υπέφερε, δεν μπορούσε να μετακινείται πάντοτε με ευχέρεια. Με βάση δε την ανωτέρω πληρεξουσιότητα ο Σ. Ξ. συνήψε επανειλημμένα με την Αγροτική Τράπεζα συμβάσεις δανείου για λογαριασμό του πατέρα του (βλ. τις προσκομιζόμενες από 10-1-1983, από 3-8-1983 και από 10-9-1985 συμβάσεις). Για την εμπράγματη εξασφάλιση της ως άνω Τράπεζας από την από 10-9-1985 σύμβαση, ο Δ. Ξ. παρέσχε σ' αυτήν το δικαίωμα να εγγράψει υποθήκη στα ακίνητα του στο αγρόκτημα "..." δηλ. σε μέρος των πιο πάνω αναφερομένων αγρών, όπως προκύπτει από την .../12-9-1985 αίτηση της ΑΤΕ προς τον Υποθηκοφύλακα Φαρσάλων για την εγγραφή υποθήκης. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι μετά την άτυπη διανομή του ως άνω αγροκτήματος "..." ο Δ. Ξ. παραχώρησε άτυπα τους αγρούς που περιήλθαν σ' αυτόν, καθώς και τους υπόλοιπους ανωτέρω αναφερομένους (δηλ. όλα τα επίδικα ακίνητα), στο γιο του (και σύζυγο της) Σ. Ξ. και ότι από τότε ο τελευταίος νεμόταν όλους τους επίδικους αγρούς για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό μέχρι το θάνατο του, με αποτέλεσμα να καταστεί κύριος αυτών με έκτακτη χρησικτησία, δεν αποδείχθηκε. Η κατάθεση της μαρτυράς της για το θέμα αυτό, που είναι αδελφή των εναγουσών, δεν κρίνεται πειστική, ενόψει του ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση τόσο με τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, όσο και με τις πράξεις του ίδιου του αδελφού της Σ., στις οποίες αυτός προέβη πριν από το θάνατο του. Συγκεκριμένα μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Σ. Ξ. υπέβαλε μαζί με τις τρεις αδελφές του στην Οικονομική Εφορία Φαρσάλων την 15/7-2-1988 δήλωση φόρου κληρονομιάς, με την οποία δήλωσαν την κληρονομική τους μερίδα (1/4 ο καθένας) από ένα μέρος της περιουσίας του πατέρα τους Δ. Ξ. . Επίσης ο Σ. Ξ. με το .../4-12-2000 προσύμφωνο δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Φαρσάλων Βασιλικής Παπακωνσταντίνου (στο οποίο συμβλήθηκε με τον πληρεξούσιο του Λ. Κ.), ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στην εναγομένη σύζυγο του, το 1/4 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ορισμένων από τα επίδικα ακίνητα (τα ανωτέρω αναφερόμενα με στοιχεία 1α, 1β, 6, 9, 11, 13 και 14), τα οποία περιήλθαν σ' αυτόν κατά το εν λόγω ποσοστό, όπως διαλαμβάνεται στο προσύμφωνο, από την κληρονομιά του πατέρα του Δ. Ξ.. Βέβαια, τόσο η πιο πάνω δήλωση φόρου κληρονομιάς, όσο και το συμβολαιογραφικό προσύμφωνο αναφέρονται σε ορισμένα μόνο από τα επίδικα ακίνητα. Πλην όμως οι πράξεις αυτές του Σ. Ξ., έστω και αν αφορούσαν ορισμένα μόνο από τα επίδικα, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρας, αλλά και με τον ισχυρισμό της εναγομένης, όπως αυτός εκτέθηκε παραπάνω, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνουν, σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, όσα προαναφέρθηκαν για τη κυριότητα του Δ. Ξ. επί των επιδίκων ακινήτων κατά το χρόνο του θανάτου του. Όπως προαναφέρθηκε, ο Δ. Ξ. ασκούσε επί των επιδίκων ακινήτων πράξεις νομής μέχρι του θανάτου του, κυρίως με το γιο του Σ.. Έτσι ο τελευταίος, όταν ασκούσε πράξεις νομής επί των επιδίκων, καλλιεργώντας τα ο ίδιος και συλλέγοντας τους καρπούς τους, προέβαινε στις πράξεις αυτές για λογαριασμό του πατέρα του και μόνο αναφορικά με τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου που του ανήκαν στον πιο πάνω με αριθμό 4 αγρό, ασκούσε πράξεις νομής για τον εαυτό του. Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ο αγρός αυτός ανήκε κατά κυριότητα και σε ποσοστό 575,6/600 εξ αδιαιρέτου στο Δ. Ξ.. Τα υπόλοιπα ποσοστά 24,4/600 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ανήκαν στο γιο του Σ. Ξ., στον οποίο περιήλθαν ως εξής: Με το .../19-2-1958 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Θωμά Στεφανάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Σκοτούσης στις 14-4-1958, στον τόμο ... με αριθμό 135, η Β. χήρα Γ. Χ., το γένος Σ. Ξ., του μεταβίβασε με αιτία την πώληση το 1/3 των 24,4/400 εξ αδιαιρέτου (δηλ. τα 24,4/1.200 εξ αδιαιρέτου) του αγροκτήματος "...", έκτασης 1.741 στρεμμάτων. Επίσης με το .../25-5-1959 συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Σκοτούσης στις 4-6-1959, στον τόμο 10 με αριθμό ..., η Δ. χήρα Θ. Ρ. το γένος Σ. Ξ., του μεταβίβασε με αιτία την πώληση το 1/3 των 24,4/400 (δηλ. τα 24,4/1200 εξ αδιαιρέτου) του ίδιου πιο πάνω αγροκτήματος. Έτσι ο Σ. Ξ. έγινε συγκύριος του όλου αγροκτήματος σε συνολικό ποσοστό 48,8/1200 (ή 24,4/600) εξ αδιαιρέτου. Μετά την άτυπη διανομή του αγροκτήματος "..." που έγινε κατά τα ανωτέρω το έτος 1966, στο Δ. Ξ. περιήλθαν τα πιο πάνω περιγραφόμενα ακίνητα, καθώς και εκείνο με αριθμό 4 (στη θέση "..., έκτασης 120.300 τ.μ.), τα δε ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου του Σ. Ξ. (24,4/600) περιορίστηκαν στο τελευταίο ακίνητο με αριθμό 4, το οποίο κατά τα υπόλοιπα ποσοστά (575,6/600) περιήλθε στον Δ. Ξ.. Ο δε Σ. Ξ. νεμόμενος το ακίνητο αυτό κατά το εν λόγω ποσοστό που του αναλογούσε και με τις πράξεις που προαναφέρθηκαν μέχρι το θάνατο του το έτος 2001, δηλ. για χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας, κατέστη κύριος αυτού κατά το ίδιο ποσοστό με έκτακτη χρησικτησία. Όπως επίσης εκτέθηκε ανωτέρω, ο Δ. Ξ. απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη στις 30-11-1987 και κληρονομήθηκε από τα τέσσερα (4) παιδιά του (που ήταν οι μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του, καθώς η σύζυγος του είχε ήδη προαποβιώσει), ήτοι από τις δύο ενάγουσες, τη Γ. συζ. Χ. Κ., το γένος ... και το σύζυγο της εναγομένης Σ. Ξ., σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από το καθένα. Στους κληρονόμους αυτούς περιήλθαν και τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου της συγκυριότητας του κληρονομουμένου στο πιο πάνω με αριθμό 4 ακίνητο και συγκεκριμένα περιήλθε στον καθένα απ' αυτούς ποσοστό (1/4 Χ 575,6/600 =) 575,6/2.400 εξ αδιαιρέτου. Οι κληρονόμοι αυτοί υπέβαλαν στην Οικονομική Εφορία Φαρσάλων την 15/7-2-1988 δήλωση φόρου κληρονομιάς, με την οποία δήλωσαν την κληρονομική τους μερίδα σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας σε μέρος του κληρονομιάς του πατέρα τους και ειδικότερα σε ένα οικόπεδο έκτασης 2.500 τ.μ. που βρίσκεται στην ... (που δεν είναι επίδικο), στα με στοιχεία 11, 13 και 14 ανωτέρω περιγραφόμενα ακίνητα και σε ένα αγροτεμάχιο αποτελούμενο από 110 στρέμματα καλλιεργησίμων εκτάσεων και από 130 στρέμματα βοσκήσιμων, χέρσων και ανεπίδεκτων καλλιέργειας εκτάσεων από το αγρόκτημα στη θέση "...", οι οποίες εκτάσεις αποτελούν μέρος των υπολοίπων πιο πάνω περιγραφομένων ακινήτων. Στη συνέχεια η πρώτη των εναγουσών Π. συζ. Α. Β., δυνάμει του .../3-2-1988 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Φερών Σταύρου Παπαγεωργίου, η δεύτερη των εναγουσών Β. συζ. Κ. Γ. και η αδελφή τους Γ. συζ. Χ. Κ., δυνάμει του .../1-2-1988 πληρεξουσίου του ίδιου συμβολαιογράφου, κατέστησαν τον αδελφό τους Σ. Ξ. πληρεξούσιο, ώστε αυτός να αποδεχθεί για λογαριασμό τους την κληρονομιά του πατέρα τους και στη συνέχεια να πουλήσει επίσης για λογαριασμό τους στον ίδιο, οι μεν ενάγουσες το κληρονομικό τους μερίδιο (1/4 εξ αδιαιρέτου) στο πιο πάνω οικόπεδο, η δε Γ. Κ. ολόκληρο το κληρονομικό της μερίδιο στην κληρονομιά του πατέρα της. Με βάση τα πληρεξούσια αυτά ο Σ. Ξ., με την .../6-6-1988 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων στον τόμο ..., με αριθμό 40, αποδέχθηκε για λογαριασμό των τριών αδελφών του την επαχθείσα σ' αυτές κληρονομιά και όσον αφορά ειδικότερα το ποσοστό του 1/4 εξ αδιαιρέτου της κάθε μίας επί του ανωτέρω οικοπέδου και στη συνέχεια με τα 10.028 και 10.029/6-6-1988 πωλητήρια του ίδιου επίσης συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα ίδια πιο πάνω βιβλία, μεταγραφών στον τόμο ... με αριθμούς 41 και 42 αντίστοιχα, πούλησε στον ίδιο το ανωτέρω μερίδιο των αδελφών του στο κληρονομιαίο (και μη επίδικο) οικόπεδο. Περαιτέρω οι ενάγουσες με την .../4-4-2003 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Βάιου Αρμανίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στο βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων, στον τόμο ..., με αριθμό 22, αποδέχθηκαν σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία την επαχθείσα σ'αυτές κληρονομιά του πατέρα τους Δ. Ξ., αποτελείται από όλα τα επίδικα ακίνητα. Έτσι κατέστησαν κύριες σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία επί των ακινήτων αυτών, του δε με αριθμού 4 (έκτασης 120.300 τ.μ.) σε ποσοστό 575,6/2.400 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία. Αποδείχθηκε επίσης από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία ότι μετά το θάνατο του Δ. Ξ., ο γιος του Σ. κατέλαβε και κατακρατούσε έως το θάνατο του (2-11-2001) όλα τα επίδικα ακίνητα, ισχυριζόμενος ότι απέκτησε την κυριότητα αυτών με έκτακτη χρησικτησία (πλην αυτών που περιλαμβάνονται στο προσύμφωνο, το οποίο θα αναφερθεί ειδικότερα παρακάτω), καθώς του τα παραχώρησε ο πατέρας του άτυπα το έτος 1959 και ότι από τότε ασκούσε πράξεις νομής επ' αυτών μέχρι το θάνατο του πατέρα του. Με το .../19-9-2000 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Φαρσάλων Βασιλικής Παπακωνσταντίνου, ο ανωτέρω Σ. Ξ. διόρισε γενικό πληρεξούσιο τον αδελφό της εναγόμενης συζύγου του Λ. Κ., στον οποίο έδωσε την εντολή και πληρεξουσιότητα να πωλήσει και δωρίσει για λογαριασμό του σε οποιονδήποτε τρίτο και με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες αστικά ή αγροτικό ακίνητα του, οπουδήποτε και αν βρίσκονται και να προβαίνει σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για την εκτέλεση των εντολών αυτών. Στη συνέχεια με τα .../4-12-2000 και .../4-12-2000 συμβόλαια (πωλητήριο και δωρητήριο αντίστοιχα) της ίδια πιο πάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν στις 4-12-2001 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων στον τόμο ... με αριθμό 10 και 11 αντίστοιχα, ο Σ. Ξ., συμβαλλόμενος δια του ως άνω πληρεξουσίου του, μεταβίβασε με το πρώτο συμβόλαιο και με αιτία την πώληση, κατά πλήρη κυριότητα προς την εναγομένη σύζυγο του, μεταξύ των άλλων και τα ανωτέρω περιγραφόμενα ακίνητα που βρίσκονται: α) στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας ... του Δ.Δ. Νεράιδας του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 15.116 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο 15.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 12), β) στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. Αμπελιάς του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 9.716 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο 9.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 7), γ) στη θέση "..." της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 45.271 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτό 45.000 τ.μ. (ανωτέρω με στοιχεία 5α), δ) στη θέση "..." της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 15.500 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτό 16.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 2), ε) στη θέση "..." (...) της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 3.940 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτό 5.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 10) και στ) στη θέση "..." της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 29.286 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτό 25.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 8), έναντι συνολικού τιμήματος 27.002.000 δραχμών. Σημειωτέον ότι στο εν λόγω πωλητήριο συμβόλαιο αναγράφεται ότι ο πωλητής κατέστη κύριος των μεταβιβαζομένων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία, μετά από την άτυπη παραχώρηση τους από τον πατέρα του το έτος 1964. Με το δεύτερο δε ως άνω συμβόλαιο, μεταβίβασε προς την εναγομένη σύζυγο του με αιτία τη δωρεά, μεταξύ των άλλων, το παραπάνω αναφερόμενο με αριθμό 4 ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση "..." του ΔΑ Αμπελιάς του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 120.000 τ.μ. και όπως αναφέρεται σ' αυτό 110.000 τ.μ. και απ' αυτά, τα μεν 80.000 τ.μ. κατά πλήρη κυριότητα, τα δε 30.000 τ.μ. κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατήσας εφ' όρου ζωής την επικαρπία. Επίσης, ο Σ. Ξ., συμβαλλόμενος πάντα με τον ανωτέρω πληρεξούσιο του Λ. Κ., με το .../4-12-2000 προσύμφωνο δωρεάς εν ζωή της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, ακόμα και με αυτοσύμβαση στην εναγόμενη σύζυγο του, το 1/4 εξ αδιαιρέτου των ανωτέρω περιγραφομένων ακινήτων που βρίσκονται: α) στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. Αμπελιάς του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 150.000 τ.μ. περίπου, εκ των οποίων 100.000 τ.μ. είναι καλλιεργήσιμη έκταση και 50.000 τ.μ. χέρσα έκταση (ανωτέρω με στοιχεία 1α και 1β), β) στη θέση "..." της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 80.000 τ.μ. περίπου (ανωτέρω με αριθμό 6), γ)στη θέση "..." της ίδιας κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 10.000 τ.μ. περίπου (ανωτέρω με αριθμό 9), δ)στη θέση "..." -της ίδιας κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 6.180 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 11), ε)στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας ... του Δ.Δ. Νεράιδας του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 22.687 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 13) και στ)στη θέση "..." της ίδιας κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 13.980 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 14). Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, όπως διαλαμβάνεται στο εν λόγω προσύμφωνο δωρεάς εν ζωή, τα αμέσως πιο πάνω περιγραφόμενα ακίνητα και κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, περιήλθαν στο Σ. Ξ. από κληρονομιά του πατέρα του Δ. Ξ., που πέθανε στις 30-11-1987, χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονομιά του οποίου αυτός αποδέχεται με το προσύμφωνο δια του ανωτέρω πληρεξουσίου του, προκειμένου αυτό (προσύμφωνο) να μεταγραφεί και ως αποδοχή κληρονομιάς. Και πράγματι το προσύμφωνο μεταγράφηκε ως αποδοχή κληρονομιάς στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων στον τόμο ..., με αριθμό 31, την 1-2-2002, μετά δηλ. το θάνατο του Σ. Ξ., χωρίς αυτό να επιδρά στο κύρος και στα αποτελέσματα της αποδοχής κατά τα άρθρα 1193 και 1198 ΑΚ (ΑΠ 643/2003 - ΑΠ 645/2003 ΝοΒ 52, 34 - ΕφΑθ 4808/96 Αρμ 51, 630). Περαιτέρω, σε εκτέλεση του ανωτέρω προσυμφώνου καταρτίστηκε με αυτοσύμβαση, μετά το θάνατο του δωρητή Σ. Ξ., το .../30-1-2002 οριστικό συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου Βασιλικής Παπακωνσταντίνου, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων την 1-2-2002, στον τόμο ..., με αριθμό 32, με το οποίο μεταβιβάστηκε στην εναγομένη η κυριότητα σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου των πιο πάνω ακινήτων. Έτσι η εναγομένη κατέστη κυρία των ακινήτων αυτών κατά το εν λόγω ποσοστό. Πλην όμως, με το πιο πάνω .../2000 πωλητήριο συμβόλαιο, δεν μεταβιβάστηκε η κυριότητα των σ' αυτό αναφερομένων ακινήτων στην εναγομένη, αφού ο Σ. Ξ., όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν κύριος αυτών. Δεν μεταβιβάστηκε επίσης με το πιο πάνω .../2000 δωρητήριο συμβόλαιο η κυριότητα του σ' αυτό αναφερομένου ακινήτου στην εναγομένη (ανωτέρω με αριθμό 4 ακίνητο), παρά μόνο κατά το ποσοστό 24,4/600 εξ αδιαιρέτου, κατά το οποίο ο Σ. Ξ. ήταν κύριος, αφού κατά το υπόλοιπο ποσοστό των 575,6/600 εξ αδιαιρέτου, κύριος ήταν ο πατέρας του Δ. Ξ., σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, παρά το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτό ότι α)με το πιο πάνω .../2000 προσύμφωνο δωρεάς εν ζωή, νόμιμα ο Σ. Ξ. αποδέχθηκε την κληρονομιά του πατέρα του σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου επί των σ' αυτό αναφερομένων ακινήτων (και επομένως κατέστη κύριος αυτών κατά το εν λόγω ποσοστό με τη μεταγραφή του προσυμφώνου) και β)με το πιο πάνω επίσης .../2002 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή, το οποίο καταρτίστηκε σε εκτέλεση του προσυμφώνου με αυτοσύμβαση, μεταβιβάστηκε νόμιμα στην εναγομένη κατά πλήρη κυριότητα ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων αυτών, στη συνέχεια θεωρεί ότι τα ακίνητα αυτά δεν μεταβιβάστηκαν κατά το εν λόγω ποσοστό στην εναγομένη, καθώς δέχτηκε ότι ο Σ. Ξ. δεν ήταν κύριος αυτών και τα συνυπολογίζει στη συνέχεια στην κληρονομιαία περιουσία του. Για το σφάλμα όμως αυτό της εκκαλουμένης δεν υπάρχει λόγος έφεσης και επομένως αυτό το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως για τη διόρθωση του, αφού περιορίζεται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης κατ' άρθρο 522 ΚΠολΔ (ΑΠ 1326/1984 ΝοΒ 1985, 997 - ΑΠ 1896/1984 ΕλλΔνη 26, 656). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο Σ. Ξ. απεβίωσε στις 2-11-2001, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από την εναγόμενη σύζυγο του κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και από τις τρεις αδελφές του, ήτοι τις δύο ενάγουσες και τη Γ. συζ. Χ. Κ. το γένος ... κατά το 1/6 εξ αδιαιρέτου από την κάθε μία (άρθρα 1814 και 1820 ΑΚ). Επομένως τα επίδικα ακίνητα τα οποία περιήλθαν σ' αυτόν κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του πατέρα του, περιήλθαν με το θάνατο του στις ενάγουσες ποσοστό 1/24 εξ αδιαιρέτου στην κάθε μία (1/6 του 1/4). Όσον αφορά δε ειδικότερα το ανωτέρω με αριθμό 4 ακίνητο, το οποίο κατά τα προαναφερθέντα περιήλθε στον Σ. Ξ. από την κληρονομιά του πατέρα του σε ποσοστό 575,6/2.400 εξ αδιαιρέτου, αυτό περιήλθε στις ενάγουσες σε ποσοστό 575,6/14.400 εξ αδιαιρέτου (1/6 των 575,6/2.400) στην κάθε μία. Επίσης το ποσοστό συγκυριότητας του (του Σ. Ξ.) επί του αυτού ακινήτου (24,4/600 εξ αδιαιρέτου) περιήλθε στις ενάγουσες σε ποσοστό 24,4/3.600 εξ αδιαιρέτου στην κάθε μία (1/6 των 24,4/600). Συνολικά δηλ. .στις ενάγουσες περιήλθε από το ανωτέρω με αριθμό 4 ακίνητο ποσοστό (575,6/14.400 + 24,4/3.600 =) 673,2/14.400 εξ αδιαιρέτου. Οι ενάγουσες όμως διεκδικούν με την αγωγή τους ποσοστό 1/24 από την κληρονομιά του αδελφού τους Σ. Ξ., που ισούται με 600/14.400, δηλ. μικρότερο του ανωτέρω ποσοστού. Την κληρονομιά του ανωτέρω εξ άλλου αποδέχθηκαν οι ενάγουσες κατά το 1/24 εξ αδιαιρέτου με την ανωτέρω αναφερόμενη .../4-4-2003 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Βάιου Αρμανίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα και έτσι κατέστησαν κύριες όλων των επιδίκων ακινήτων και κατά το 1/24 εξ αδιαιρέτου. Αποδείχθηκε επίσης ότι μετά το θάνατο του Σ. Ξ., η εναγόμενη σύζυγος του κατακρατεί όλα τα επίδικα ακίνητα, επικαλούμενη ότι της ανήκουν δυνάμει ειδικών τίτλων και συγκεκριμένα δυνάμει των πιο πάνω αναφερομένων μεταβιβαστικών συμβολαίων (πωλητήριο κλπ), τα δε προερχόμενα από την κληρονομιά του Δ. Ξ. επειδή ανήκαν στο σύζυγο της Σ. Ξ. με έκτακτη χρησικτησία, όπως επικαλείτο και ο τελευταίος κατά τα προαναφερθέντα. Με βάση επομένως τα ανωτέρω, εφόσον ο δικαιοπάροχος της εναγομένης Σ. Ξ. δεν κατακρατούσε, αλλά και η ίδια δεν κατακρατεί τα κληρονομιαία ακίνητα ως κληρονόμος, δεν αντιποιήθηκε δηλ. εκείνος, αλλά ούτε και η ίδια το κληρονομικό δικαίωμα των εναγουσών σ' αυτά, όπως απαιτείται από το άρθρο 1871ΑΚ για την άσκηση της περί κλήρου αγωγής (ΑΠ 187/1993 ΕλλΔνη 36,1056 - ΕφΑΘ 8982/1989 ΕλλΔνη 33, 347 - Κουσούλης στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρο 1871, αρ. 13), οι σχετικές περί κλήρου αγωγές των τελευταίων (από την κληρονομιά του Δούκα και του Σ. Ξ.) είναι απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες. Όμως, όσον αφορά την επικουρικά σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή, αποδείχθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω ότι οι ενάγουσες κατέστησαν κυρίες των επιδίκων ακινήτων κατά τα 7/24 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία (κατά το 1/4 ή 6/24 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του πατέρα τους Δ. Ξ. και κατά το 1/24 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του αδελφού τους Σ. Ξ.), ενώ όσον αφορά το με αριθμό 4 ακίνητο, κατά τα 675,6/2.400 εξ αδιαιρέτου (κατά τα 575,6/2.400 από την κληρονομιά του πατέρα τους Δ. Ξ. και κατά το 1/24 ή 100/2.400 από την κληρονομιά του αδελφού τους Σ. Ξ.). Η εναγομένη επομένως, κατακρατώντας τα επίδικα ακίνητα, είναι υποχρεωμένη να τα αποδώσει σε κάθε μία από τις ενάγουσες κατά τα ανωτέρω ποσοστά". Ακολούθως, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτήν, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις όλα τα κτητικά του δικαιώματος της κυριότητας των εναγουσών, επί των επιδίκων ακινήτων περιστατικά, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής, και ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων, της οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα διαλαμβάνονται στην απόφαση όλα τα περιστατικά της από παραχώρηση ως προς τα τρία και της με έκτακτη χρησικτησία ως προς τα λοιπά, αποκτήσεως της κυριότητας επί των επιδίκων ακινήτων, από τον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγουσών Δ. Ξ., ο οποίος, των μεν υπό στοιχεία 11, 13 και 14 ακινήτων την κυριότητα απέκτησε με την μεταγραφή των οικείων παραχωρητηρίων, των δε λοιπών με έκτακτη χρησικτησία, αφού εξουσίασε αυτά, με διάνοια κυρίου, για περισσότερο από είκοσι χρόνια μέχρι τον θάνατό του στις 30.11.1987, καθόσον άσκησε σ' αυτά όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό τους διακατοχικές πράξεις, όπως επίβλεψη, καλλιέργεια, συλλογή καρπών, εκμίσθωση σε τρίτους και είσπραξη μισθωμάτων, οι οποίες είναι εμφανείς υλικές πράξεις, δηλωτικές κατά τις αντικειμενικές συναλλακτικές αντιλήψεις, της βουλήσεώς του να τα εξουσιάζει ως δικά του, χρησιμοποιώντας ως βοηθό νομής τον γυιό τους Σ. Ξ., δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας, ο οποίος διέμενε μαζί του (οικιακή εξάρτηση). Για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης δεν ήταν αναγκαία η παράθεση των επί μέρους τμημάτων των επιδίκων, επί των οποίων ασκούνταν οι επί μέρους διακατοχικές πράξεις. Επίσης αναφέρεται στην απόφαση ότι οι ενάγουσες απέκτησαν την κληρονομιά του αμέσου δικαιοπαρόχου τους Δ. Ξ. με νόμιμα μεταγραφείσα συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής και έτσι απέκτησαν την επί των επιδίκων κυριότητα παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή του ανωτέρω δικαιοπαρόχου τους, που την είχε αποκτήσει πρωτοτύπως (μεταγραφή παραχωρητηρίων, έκτακτη χρησικτησία). Επομένως οι περί του αντιθέτου από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις, που περιέχονται στους πρώτο (πρώτο μέρος) δεύτερο (πρώτο και δεύτερο μέρος) και πέμπτο (δεύτερο και τρίτο μέρος) από τους προσθέτους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαψε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στην γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003), ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013). Ως "πράγματα"νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ' αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος (ΑΠ 1126/2013). Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 609/2013). Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο και απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Επίσης ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δε επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του (ΑΠ 179/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο (δεύτερο μέρος) και πέμπτο (πρώτο μέρος) από τους προσθέτους λόγους της αναιρέσεως και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων του αριθμού 8 εδβ και 8 εδ. α, αντίστοιχα του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια α) ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της εναγομένης - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Δ. Ξ. κατά το φαινόμενο εμφανιζόταν στις προς τρίτους συναλλαγές του, όπως με την αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και με την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Φαρσάλων, ως κύριος, νομέας και κάτοχος των επιδίκων, ενεργώντας δια του υιού του Σ. Ξ., ενώ στην πραγματικότητα νομέας και κάτοχος των επιδίκων, στα οποία αφορούσαν οι διάφορες συναλλαγές (σύναψη αγροτικών δανείων κλπ), ήταν ο τελευταίος, άμεσος δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας, σύμφωνα και με τη σχετική συμφωνία, β) ότι προς θεμελίωση της δικανικής του πεποιθήσεως περί της αποκτήσεως της κυριότητας των επιδίκων από τον δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας, με έκτακτη χρησικτησία, έλαβε υπόψη, εκτός από τις μνημονευόμενες στην αγωγή διακατοχικές πράξεις και εκείνη "της βοσκήσεως", που δεν αναφέρεται στην αγωγή. Ο υπό στοιχ. α ισχυρισμός, που περιεχόταν και στον πρώτο λόγο της εφέσεως της αναιρεσείουσας δεν είναι "πράγμα" κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια αλλά αρνητικός του αγωγικού ισχυρισμού περί ασκήσεως νομής επί των επιδίκων από τον άμεσο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων εναγουσών Δ. Ξ.. Επομένως ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, παρεκτός του ότι είναι και ουσιαστικά αβάσιμος, γιατί όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της αποφάσεως, που εκτίθεται παραπάνω, το Εφετείο με την παραδοχή του ότι νομέας των επιδίκων ακινήτων, ήδη από το έτος 1966, ήταν ο εν λόγω δικαιοπάροχος των εναγουσών, ο οποίος λόγω της ηλικίας του και των σοβαρών προβλημάτων της υγείας του, χρησιμοποιούσε για την άσκηση της επί των επιδίκων φυσικής εξουσίας τον γυιό του Σ. Ξ. ως βοηθητικό του πρόσωπο, το οποίο κατά τις σχετικές παραδοχές, δεν είχε ούτε νομή, ούτε κατοχή, απάντησε στον ως άνω ισχυρισμό τον οποίο εκ των πραγμάτων, απέρριψε ως αβάσιμο. Ο υπό στοιχ. β ισχυρισμός είναι αλυσιτελής, καθόσον η λήψη υπόψη και άλλων πράξεων νομής, ως περιστατικού που προέκυψε από τις αποδείξεις, δεν ιδρύει τον ερευνώμενο εκ της διατάξεως του άρ.8 εδ.α του άρθρου 559 λόγο, καθόσον δεν μεταβάλλει τη βάση της αγωγής, ενώ προσέτι ως εκ περισσού αναφέρεται, αφού οι εκτιθέμενες στην αγωγή διακατοχικές πράξεις που έγινε δεκτό ότι προέκυψε η άσκησή τους (καλλιέργεια, επίβλεψη κλπ) επαρκώς στηρίζουν το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 εδ. α και β του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ.3, 339 και 395 ΚΠολΔικ, όταν η δια μαρτύρων απόδειξη δεν αποκλείεται, επιτρέπονται και τα δικαστικά τεκμήρια, τα οποία τα δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από οπουδήποτε, ακόμη και από ιδιωτικά έγγραφα, εκτός εάν στην τελευταία περίπτωση βεβαιώνεται από το δικαστήριο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ότι συνετάγησαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη, (ΑΠ 554/2012) οπότε καθίστανται ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα και η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο της διατάξεως του αριθμού 11α του παραπάνω άρθρου. Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο (τρίτο μέρος) και τρίτο (πρώτο μέρος) από τους προσθέτους λόγους της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες ότι το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως περί αποκτήσεως από τον δικαιοπάροχο των εναγουσών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έλαβε υπόψη α) εξώδικη ομολογία του αποβιώσαντος συζύγου της αναιρεσείουσας-εναγομένης Σ. Ξ., χωρίς να έχει γίνει επίκλησή της από τις ενάγουσες και β) την υπ' αριθμ. .../225/7.6.2002 βεβαίωση της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Φαρσάλων περί καλλιέργειας από τον δικαιοπάροχο των εναγουσών, κατά την καλλιεργητική περίοδο 1986-1987 διακοσίων πενήντα οκτώ (258) στρεμμάτων με σκληρό σιτάρι, που είναι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και ειδικότερα όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, γιατί πρόκειται περί δικαστικού τεκμηρίου, που προέκυψε από έγγραφα, τα οποία οι ενάγουσες νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν στο Εφετείο, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεών τους και δη το υπ' αριθμ. .../2000 προσύμφωνο δωρεάς και την υπ' αριθμ. .../1988 δήλωση φόρου κληρονομίας του αμέσου δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας Σ. Ξ., στα οποία ο τελευταίος φέρεται ως κληρονόμος του πατέρα του Δ. Ξ. και κύριος κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, σε ορισμένα από τα επίδικα ακίνητα, οπότε από το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών το δικαστήριο άντλησε πραγματικό επιχείρημα περί του ότι αυτός, πέραν του κληρονομικού του μεριδίου, δεν είχε, αποκτηθείσα με έκτακτη χρησικτησία κυριότητα επί των επιδίκων. Επομένως δεν συντρέχει η αιτίαση του αριθμού 11 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση το επικαλούμενο έγγραφο δεν αποδεικνύει την κυριότητα επί των αναφερομένων σ' αυτό 258 στρεμμάτων, ούτε περιέχει τέτοια βεβαίωση αφού ο Γεωργικός Συνεταιρισμός δεν έχει δικαιοδοσία να παρέχει τέτοιου είδους πιστοποιήσεις, πλην όμως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης, ορθά λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού το δικαστήριο (εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη βεβαίωση), έκρινε ανέλεγκτα ότι αυτό δεν συντάχθηκε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στην συγκεκριμένη δίκη ως αποδεικτικό μέσο. Επρόκειτο λοιπόν περί επιτρεπτού αποδεικτικού μέσου, που ορθά λήφθηκε υπόψη, μη στοιχειοθετουμένου του ερευνωμένου από αριθμό 11 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγου. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (πρώτος-3ο μέρος και τρίτος-1ο μέρος) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ περαιτέρω ο τρίτος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του, -με το οποίο και κατ' εκτίμηση των εκτιθεμένων αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα και χωρίς τούτο να προκύπτει από την παραπάνω βεβαίωση της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών, δέχθηκε ότι τα αναφερόμενα σ' αυτήν 258 στρέμματα ταυτίζονται με το επίδικο- είναι επίσης απορριπτέος και μάλιστα ως απαράδεκτος, καθόσον πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1126/2013). Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ.20 λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά με τη παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού, δηλαδή φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής, ενώ για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΑΠ 609/2013). Για να ιδρυθεί ο ερευνώμενος λόγος, πρέπει να έχει γίνει επίκληση του εγγράφου ως προς το οποίο η αιτίαση, στην κατ' έφεση δίκη, πράγμα το οποίο ο Άρειος Πάγος ελέγχει από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ). Ο λόγος ανακύπτει και όταν το έγγραφο το έχει προσκομίσει ο αντίδικος του αναιρεσείοντος (κοινό αποδεικτικό μέσο κατ' άρθρο 346) εφόσον ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί νομίμως το προσκομισθέν και είχε αναφερθεί στο περιεχόμενό του προς απόδειξη δικού του λυσιτελούς ισχυρισμού ή ανταπόδειξη ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 481/2013). Ο αναιρεσείων σε κάθε περίπτωση έχει την υποχρέωση να προσκομίσει στον Άρειο Πάγο το έγγραφο που φέρεται ότι έχει παραμορφωθεί προς διαπίστωση της βασιμότητας του λόγου αναίρεσης, αλλιώς ο λόγος είναι αβάσιμος (ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) του υπ' αριθμ. .../3.5.1979 πληρεξουσίου του συμβ/φου Φαρσάλων Γεωργίου Κατσιλέρου, β) των από 10.1.1983, 3.8.1983 και 10.9.1983 συμβάσεων χρεολυτικού δανείου με την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και γ) της υπ' αριθμ. .../12.9.1985 αιτήσεως της ίδιας Τράπεζας προς το Υποθηκοφυλακείο Φαρσάλων, από τα οποία δεν προκύπτει, όπως εσφαλμένα δέχεται η απόφαση ότι ο δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης ενεργούσε ως βοηθός νομής, αλλά αντίθετα ότι ενεργούσε για λογαριασμό τόσο του ίδιου όσο και του πατέρα του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί τα έγγραφα αυτά, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων των διαδίκων στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ.), τα είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει οι αναιρεσίβλητες και όχι η αναιρεσείουσα, η οποία, θα μπορούσε, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη να τα επικαλεσθεί στη δευτεροβάθμια δίκη, αφού αυτά με την προσκομιδή τους από τις αναιρεσίβλητες-ενάγουσες στην πρωτοβάθμια δίκη, κατέστησαν κοινά αποδεικτικά μέσα (άρθρ. 346 ΚΠολΔικ.), πράγμα το οποίο όμως δεν έκανε και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται για την υποβολή του κρινόμενου λόγου, ο οποίος πρέπει αν απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι ήταν απορριπτέος και γιατί τα έγγραφα αυτά δεν προσκομίζονται στο παρόν δικαστήριο, αλλά και γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν στήριξε, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, το αποδεικτικό του πόρισμα, περί αποκτήσεως από τον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων της κυριότητας των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, στα έγγραφα αυτά, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν αυτή υπερβαίνει τα στη διάταξη αυτή αναφερόμενα όρια, έχει εφαρμογή όταν πρόκειται περί ασκήσεως του δικαιώματος από τον δικαιούχο του, όχι δε και όταν ο διάδικος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή άσκηση δικαιώματος το αντιδίκου του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δωδέκατο (πρόσθετο) λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι κατά παραβίαση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, απέρριψε ως μη νόμιμη, την υποβληθείσα πρωτοδίκως και επαναφερθείσα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγουσών-αναιρεσιβλήτων, επικυρώνοντας κατά τούτο και μετά από αντικατάσταση των αιτιολογιών (άρθρο 534 ΚΠολΔικ) την πρωτόδικη απόφαση, ενώ προσέτι δεν έλαβε υπόψη τους περιεχομένους στην ένσταση αυτή και προς θεμελίωσή της αυτοτελείς ισχυρισμούς. Όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο, αλλά και προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως της αναιρεσείουσας και των προτάσεών της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ), η τελευταία, για την θεμελίωση της εν λόγω ενστάσεώς της ισχυρίστηκε ότι οι ενάγουσες-αναιρεσίβλητες είχαν προικισθεί από τον πατέρα τους με χρηματικά ποσά που υπερέβαιναν κατά τον χρόνο εκείνο την αξία των επιδίκων ακινήτων και δη με 150 λίρες η πρώτη και 250 λίρες η δεύτερη και ότι τα ακίνητα αυτό ο πατέρας τους από το 1959 τα είχε παραχωρήσει άτυπα στον αδελφό τους και δικαιοπάροχο της εναγομένης-αναιρεσείουσας Σ. Ξ., ο οποίος τα νεμόταν, υπό τα όμματα των αναιρεσιβλήτων, για δικό του λογαριασμό μέχρι τον θάνατο του πατέρα τους το 1987 και στη συνέχεια μέχρι τον θάνατο του ίδιου το 2001, καταστάς κύριος αυτών με έκτακτη χρησικτησία και ότι ενώ οι ενάγουσες ουδέποτε προέβαλλαν αξίωση, άσκησαν την ένδικη αγωγή τους, η οποία έρχεται σε προφανή αντίθετη με τις αρχές του 281 ΑΚ και "πλήττει την αναιρεσείουσα" δημιουργούσα σ' αυτήν "επαχθείς συνέπειες γιατί μετά τον θάνατο του συζύγου της έμεινε μόνη χωρίς τέκνα, οι δε συγγενείς και φίλοι της εξεδήλωσαν την αγανάκτησή τους για την πρωτοφανή και άδικη ενέργεια των αναιρεσιβλήτων". Υπό τα εκτεθέντα περιστατικά δεν θεμελιώνεται κατά νόμο η καταχρηστική άσκηση του επιδίκου δικαιώματος, αφού η ενισταμένη αρνείται το δικαίωμα των αντιδίκων της, επικαλούμενη δικό της δικαίωμα και συνακόλουθα δεν συντρέχει η απαιτουμένη από το νόμο προϋπόθεση της ασκήσεως του δικαιώματος από τον δικαιούχο, που είναι προαπαιτούμενο των επικαλουμένων επαχθών συνεπειών. Επομένως το Εφετείο που έκρινε μη νόμιμη (νομικά αβάσιμη) την ένσταση δεν αξίωσε περισσότερα από όσα η παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη απαιτεί για την κατά νόμο θεμελίωσή της, μη στοιχειοθετουμένου εντεύθεν του αναιρετικού λόγου της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αλλά ούτε και εκείνη της διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του ίδιου άρθρου, αφού τα παραπάνω περιστατικά δεν θεμελιώνουν λυσιτελή ισχυρισμό, ώστε το δικαστήριο να υποχρεούται να τα λάβει υπόψη (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013, ΑΠ 126/2013). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός , καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν, ενώ η υποβληθείσα με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατά το άρθρο 579 παρ.2 ΚΠολΔικ, η οποία είχε ως προϋπόθεση την παραδοχή της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί. Η δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων βαρύνει την αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-9-2009 αίτηση και τους από 12-10-2009 προσθέτους λόγους της Α. χας Σ. Ξ., το γένος Δ. Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμό 315/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας και της υπ' αριθμό 11/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Απορρίπτει την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 559 αρ.2 ΚΠολΔ. Κακή σύνθεση δικαστηρίου. Δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν κατά τη δημοσίευση συμμετείχαν άλλοι δικαστές από εκείνους που δίκασαν. Οι πρόσθετοι λόγοι κατά 569 παρ. 1 και 2 πρέπει να αφορούν τα προσβληθέντα με το αναιρετήριο κεφάλαια ή εκείνα που αναγκαίως συνέχονται με τα αρχικά και να στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Αν στρέφονται κατά άλλης (π.χ. πρωτόδικης) μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής αναίρεση αν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις ασκήσεως της αναίρεσης. Η αναίρεση στρέφεται, κατά πρωτόδικης για μη εκκληθέν κεφάλαιο καρπών. Απαράδεκτη γιατί δεν έγινε νομότυπη άσκηση με κατάθεση στο Πρωτοδικείο. Έκτακτη χρησικτησία Νομή. Άσκηση αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου. Bοηθός νομής κληρονομική διαδοχή: 1 και 19 άρθρ. 559. Προϋποθέσεις. 8 εδ. α και β. Οι αρνήσεις δεν είναι πράγματα, ούτε τα επιχειρήματα ή οι νόμιμες αναλύσεις, ενώ πράγματα είναι οι λόγοι εφέσεως, εφόσον περιέχουν νομίμους και παραδεκτούς ισχυρισμούς. Η λήψη περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, πέραν αυτήν της ιστορικής βάσεως της αγωγής δεν στοιχειοθετούν το λόγο του 8α εφόσον δεν μεταβάλουν τη βάση της αγωγής 11α και β 4 βεβαίωση ότι κάποιο έγγραφο συνετάγη επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο ανέλεγκτη. 20 παραμόρφωση εγγράφου. Πρέπει να έχει γίνει επίκληση στο Εφετείο και να προσκομίζεται το έγγραφο στον Άρειο Πάγο. Μπορεί να είναι και του αντιδίκου, αν έγινε επίκληση του από το διάδικο στο Εφετείο, αφού τούτο κατά το 346 κατέστη κοινό αποδεικτικό μέσο 281 ΑΚ έχει ως προϋπόθεση την άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο και δεν συντρέχει όταν ο ενιστάμενος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Αγωγή περί κλήρου , Δικαιώματος κατάχρηση, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Επαναφορά πραγμάτων, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Κληρονομία , Χρησικτησία, Σύνθεση δικαστηρίου.
0
Αριθμός 1259/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της καλούσας: Χ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου του αποβιώσαντος αναιρεσείοντος Δημητρίου Κώττη του Αλεξίου, όπως αναφέρεται στην από 11/6/2008 κλήση, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Πανταζή. Της αναιρεσίβλητης - καθής η κλήση: Ε. χήρας Σ. Κ., το γένος Κ. Χ., ατομικά και ως κληρονόμος του Σ. Κ., η οποία δεν παραστάθηκε. Των καθών η κλήση: 1) Σ. Κ. του Σ., και 2) Κ. Κ. του Σ., συζ. Χ. Κ., κατοίκων ..., ως κληρονόμων του Σ. Κ.. Η 1η δεν παραστάθηκε και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γκαρδιακό, ο οποίος δήλωσε ότι η αναιρεσίβλητη Ε. Κ. απεβίωσε στις 9/4/2012 και κληρονομήθηκε από την Κ. Κ., η οποία συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/12/1969 αγωγή των αρχικών αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 128/1970, 524/1971 μη οριστικές, 523/1972 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 162/1981 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση όλων των αποφάσεων αυτών ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 21/4/1983 αίτησή του και η καλούσα με τους από 2/12/2008 προσθέτους λόγους της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε: α) την από 18/3/2009 έκθεση του ήδη αποχωρίσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Μίμη Γραμματικούδη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 21/4/1983 αίτηση του Δημητρίου Κώττη, για αναίρεση της 162/1981 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου και των 523/1972 οριστικής και 128/1970, 524/1971 προδικαστικών αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, και β) την από 2/1/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των από 2/12/2008 προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της καλούσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της παραστάσας καθής η κλήση την απόρριψη τους, καθεμία δε την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 έως και 292 Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι πολιτική δίκη διακόπτεται και με το θάνατο ενός των ομοδίκων, με αποτέλεσμα την ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξεως που ενεργείται μετ' αυτήν και πριν την επανάληψή της, εκτός αν την ενεργήσει ο διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Επέρχεται δε η διακοπή από της γνωστοποιήσεως του λόγου της στον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο δικαιούμενο να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του αποβιώσαντος. Η επανάληψη της δίκης μπορεί να είναι είτε εκουσία με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, όχι όμως και του ομοδίκου του, έστω και αναγκαίου, είτε και αναγκαστική με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου, που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου, μπορούν δε οι διάδικοι αυτοί να προκαλέσουν την επανάληψη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου διακοπής, μη επικαλούμενη την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας πως η διακοπή έχει επέλθει. Η πρόσκληση όμως αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την αποποίηση, η οποία κατ' άρθρο 1847 εδ. α' του Α.Κ. είναι τετράμηνη και αρχίζει από την επαγωγή της κληρονομίας, εξ αντιδιαστολής δε του άρθρου 288 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι επί απλής ομοδικίας η διακοπή που επέρχεται στο πρόσωπο ενός ομοδίκου δεν επηρεάζει τις δίκες των λοιπών (Α.Π. 272/2012,Α.Π. 992/2012). Εξάλλου οι διατάξεις των ως άνω άρθρων, εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρ. 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 3 εδ. β' του Κ.Πολ.Δικ., που προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/20-3-2013 και καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου νόμου "σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, κατά την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο και την παραδεκτή επισκόπηση όλων των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελλο της δικογραφίας, για την προκειμένη αναιρετική δίκη, η πρώτη καθής Ευδοκία χήρα Σ. Κ., το γένος Κ. Χ. απεβίωσε στις 9-4-2012, πράγμα το οποίο γνωστοποίησε στο ακροατήριο η τρίτη καθής, θυγατέρα της, Κ. Κ. του Σ., η οποία δήλωσε ότι συνεχίζει ως προς την ίδια την βιαίως διακοπείσα, λόγω του θανάτου της μητέρας της, δίκη (πράγμα το οποίο, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν μπορούσε να κάνει για την ομόδικο αδελφή της). Η βιαίως όμως αυτή διακοπείσα δίκη δεν συνεχίστηκε ως προς την δεύτερη καθής Σ. Κ. του Σ., που είναι επίσης θυγατέρα της αποβιώσασας και αδελφή της συνεχίζουσας τη δίκη, με τις οποίες συνδεόταν ως προς την ένδικη διαφορά, που αφορά αναγνώριση συγκυριότητας σε ακίνητο, με απλή ομοδικία. Αυτή δεν προσκλήθηκε από την αναιρεσείουσα ή την ομόδικο αδελφή της για να παραστεί στη δίκη και ως κληρονόμος της μητέρας της, δεδομένου του ότι έχει προσκληθεί και μετέχει στη δίκη ως κληρονόμος του αρχικού αναιρεσιβλήτου πατέρα της Σ. Κ., στη θέση του οποίου, αποβιώσαντος στις 6-3-2001 είχαν υπεισέλθει (χωρίς να μεσολαβήσει βίαιη διακοπή της δίκης) η εξ αρχής ομόδικος σύζυγός του Ευδοκία και οι δύο προαναφερθείσες θυγατέρες του. Εφόσον όμως η εν λόγω δεύτερη καθής Σ. Κ. δεν έχει κληθεί για να παρασταθεί, κατά τα προαναφερθέντα και ως κληρονόμος της μητέρας της, η βιαίως διακοπείσα από την αιτία αυτή δίκη, δεν μπορεί να επαναληφθεί αναγκαστικά, ως προς αυτήν, καθόσον απολείπεται και συνακόλουθα δεν μπορεί να προβεί ούτε σε δήλωση περί εκουσίας επαναλήψεως. Σ' αυτήν έχουν επιδοθεί τόσο η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, όσο και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 11.1.2012, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο (βλ. υπ' αριθ. 2399/7.11.2008, 2497/8-1-2008 και 4244/12.5.2011 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Ρόδου ...). Οι κλήσεις όμως αυτές αφορούν στην υπεισέλευσή της στη θέση του αρχικού αναιρεσίβλητου πατέρα της και κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, εφόσον δε δεν έχει μεσολαβήσει και κλήση για να παραστεί στη σημερινή μετ' αναβολή δικάσιμο ως κληρονόμος της αποβιώσασας στο μεσοδιάστημα των δύο αυτών δικασίμων (9-4-2012) μητέρα της η βιαίως διακοπείσα για το λόγο αυτό δίκη, δεν συντρέχει περίπτωση να επαναληφθεί αναγκαστικά ως προς την εν λόγω καθής, ως προς, την οποία πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση και αφού χωρισθεί η υπόθεση να προχωρήσει η συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ., ως προς την παρισταμένη απλή ομόδικο Κ. Κ. του Σ., η οποία, κατά τα προαναφερθέντα συνεχίζει εκουσίως, ως προς την ίδια, την βιαίως διακοπείσα λόγω του προαναφερθέντα θανάτου δίκη (βλ. προσκ. α) υπ' αριθμ. πρωτ. .../16.1.2013 πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως του Δήμου Ρόδου, β) υπ' αριθμ. 592/30.1.2013 πιστοποιητικό του Δήμου Ρόδου, περί μη δημοσίευσης διαθήκης, περί μη αποποίησης κληρονομίας και περί μη αμφισβητήσεως κληρονομικού δικαιώματος σε σχέση με την κληρονομιά της Ε. Κ. και γ) υπ' αριθμ. 4648/2013 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη δημοσίευσης διαθήκης). Εξ ετέρου το καταγόμενο σε δίκη δικαίωμα της απολιπομένης Σ. Κ. θα πρέπει να κριθεί ενιαίως και προς τούτο δεν είναι δόκιμο να δικασθεί, παρά την απουσία της η υπόθεσή της κατά το μέρος που αφορά την υποκατάστασή της στη θέση του πατέρα της και να κηρυχθεί η συζήτηση απαράδεκτη κατά το τμήμα της υπόθεσης που έχει διακοπή λόγω του θανάτου της μητέρας της. Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του Κ.Πολ.Δικ., αν η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση και αυτή έγινε τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η οριστική απόφαση του Εφετείου, που ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης, αφού αν μεν έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση, η πρωτόδικη απόφαση και οι θεωρούμενες ως συμπροσβληθείσες με αυτήν και εκδοθείσες προηγουμένως, μη οριστικές (άρθρ. 513 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.) εξαφανίσθηκαν και έπαψαν να υπάρχουν, ενώ αν η έφεση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν οι αποφάσεις αυτές ενσωματώθηκαν πλέον στην εφετειακή απόφαση (Ολ.Α.Π. 40/1996, Α.Π. 568/2013, Α.Π. 883/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη, από 21.4.1983, αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της υπ' αριθμ. 523/1972 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου και την υπ' αριθμ.128/1970 και 524/1971 προδικαστικών αποφάσεων του ίδιου δικαστηρίου, όσο και κατά της υπ' αριθμ. 162/1981 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση του εναγομένου και αρχικά αναιρεσείοντος Δ. Α. Κ. (στη θέση του οποίου ήδη αποβιώσαντος υπεισήλθε η θυγατέρα του - καλούσα Χ. Δ. Κ.) κατά των εναγομένων και αρχικά αναιρεσιβλήτων Σ. και Ε. Κ. (στη θέση των οποίων ήδη αποβιωσάντων, έχει επέλθει η αναφερομένη παραπάνω υποκατάσταση) κατά της άνω πρωτόδικης αποφάσεως και το Εφετείο μετά την τυπική παραδοχή της εν λόγω εφέσεως την απέρριψε κατ' ουσίαν. Επομένως η αναίρεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρωτόδικης και των συνεκληθεισών με αυτήν μη οριστικών αποφάσεων, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην απόφαση του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή κατά το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, που κυρώθηκε με το υπ' αριθμ. 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο, και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και την εισαγωγή σ' αυτή της Ελληνικής Νομοθεσίας, με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 510/1947, κατά των εγγραφών του κτηματικού βιβλίου, που αφορούν ακίνητα ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) συγχωρείται η παραγραφή κατά τις αρχές της Ιταλικής νομοθεσίας, μετά από δεκαπενταετία από την εγγραφή που έγινε, ο δε νομέας που χρησιδέσποσε μπορεί να επιτύχει την εγγραφή του δικαιώματος είτε με πράξη με την οποία συνομολογείται η συνεχής 15ετής νομή του από μέρους του τιτλούχου που είναι εγγεγραμμένος, είτε με δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει έναντι του τελευταίου τιτλούχου ή των κληρονόμων του ή, αν αυτοί δεν υπάρχουν, του διευθυντή του κτηματολογικού γραφείου ότι η παραγραφή συμπληρώθηκε. Εξάλλου κατά το άρθρο 61 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού, η κτηματική εγγραφή και κάθε επόμενη καταχώρηση που προκύπτει από το κτηματικό βιβλίο, αποτελούν αντιστοίχως τη νόμιμη απόδειξη του κτηματικού δικαιώματος και τη διάδοχη αυτού μεταβολή, κατά δε το άρθρο 41 αυτού, αγωγές δεν μπορούν να βλάψουν τους τρίτους, οι οποίοι απέκτησαν το ακίνητο ή δικαιώματα επ' αυτού από επαχθή αιτία και με καλή πίστη, επί τη βάσει των δεδομένων της κτηματολογικής εγγραφής, η οποία προϋπήρχε της έγερσης και καταχώρησης της αγωγής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι καθιερώνεται ως τρόπος κτήσεως της κυριότητας η έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με 15ετή νομή. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με 15ετή νομή, ως προς τα άλλα δε στοιχεία αυτής, ήτοι τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης της δεκαπενταετούς αυτής κτητικής παραγραφής, παραπέμπει στις διατάξεις της Ιταλικής νομοθεσίας. Η παραπομπή όμως αυτή που είναι γνήσια, έχει την έννοια ότι η συμπλήρωση των παραπάνω διατάξεων γίνεται όχι με εκείνες της αστικής νομοθεσίας, που ίσχυε κατά τη θέσπισή τους, αλλά με αυτές που ισχύουν κάθε φορά. Συνεπώς ενόψει και του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 3 ΕισΝΑ.Κ., κατά τον οποίο "στις περιπτώσεις που στην ισχύουσα νομοθεσία γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που καταργούνται με το νόμο αυτό εφαρμόζονται στη θέση τους οι αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα", είναι σαφές ότι από 30.12.1947, που έχει εισαχθεί στη Δωδεκάνησο, με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α του πιο πάνω ν. 510/1947, ο Α.Κ., ο ΕισΝΑ.Κ. και το ν.δ. 7/10.5.1946 "περί αποκαταστάσεως του Α.Κ. και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου", η παραπομπή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 63 παρ. 1 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου στις αρχές της Ιταλικής νομοθεσίας έχει πλέον την έννοια της παραπομπής στις αντίστοιχες διατάξεις του Ελληνικού Α.Κ., που ισχύει πλέον στη Δωδεκάνησο, από τις οποίες τώρα διέπεται η δεκαπενταετής κτητική παραγραφή που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης αυτής. (Ολ.Α.Π. 188/1980, Α.Π. 486/2013, Α.Π. 697, 827,1004, 1625, 2367/2009, Α.Π. 1266/2008). Επομένως μετά την εισαγωγή της Ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο, αρκεί, κατά τα άρθρα 974-979, 1045 και 1051 Α.Κ. προς κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία η επί πλήρη 15ετία άσκηση νομής με διάνοια κυρίου με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του - 1051 Α.Κ.- (Α.Π. 821/2010, 725/2010, Α.Π. 2367/2009). Περαιτέρω η διεκδικητική αγωγή, που ως βάση της έχει τη χρησικτησία ασκείται από εκείνον υπέρ του οποίου συμπληρώθηκε ο νόμιμος χρόνος της κτητικής παραγραφής και στρέφεται κατά του εγγεγραμμένου τιτλούχου, δεν μπορεί να βλάψει τον τελευταίο όταν είναι τρίτος και απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα από επαχθή αιτία και με καλή πίστη, η έννοια της οποίας προσδιορίζεται κατά το άρθρο 1042Α.Κ., στηριζόμενος στα δεδομένα της αρχικής κατά την κατάρτιση του Κτηματολογίου καταγραφής ή της μεταγενέστερης μεταγραφής, που υπήρχε προτού να εγερθεί και καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία η από την χρησικτησία διεκδικητική αγωγή. Έναντι του ως άνω τιτλούχου τρίτου, καθίσταται ανενεργό το αποτέλεσμα της χρησικτησίας, εφόσον όμως αυτός επικαλεσθεί και αποδείξει την καλή του πίστη ότι δηλαδή δεν γνώριζε ή ότι όχι από βαριά αμέλεια αγνοούσε την πραγματική νομική κατάσταση του ακινήτου, κατά την από επαχθή αιτία κτήση και τούτο γιατί τα περιστατικά αυτά δεν είναι στοιχεία της εναντίον του από χρησικτησία διεκδικητικής αγωγής, αλλά αποτελούν περιεχόμενο ένστασης η οποία πηγάζει από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 41 του Κανονισμού, σε συνδυασμό με το 1042Α.Κ., κατά το οποίο ο νομέας βαρύνεται με την απόδειξη της καλής του πίστης. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή (Α.Π. 486/2013, Α.Π. 568/2013, Α.Π. 846/2013). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του αριθμού 13 του ίδιου άρθρου, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός λόγος για παράβαση των κανόνων περί βάρους της αποδείξεως και όταν το δικαστήριο παραλείπει να προσδιορίσει με απόφασή του τον διάδικο που φέρει το υποκειμενικό βάρος της απόδειξης και να επιβάλλει σ' αυτόν την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού, προς βεβαίωση, στον απαιτούμενο βαθμό, της πλήρους απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων (Α.Π. 847/2013, Α.Π. 373, 636, 987/2012). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση της διατάξεως του παραπάνω άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, αξίωσε από τον εναγόμενο και αρχικό αναιρεσείοντα (στη θέση του οποίου, λόγω θανάτου του υπεισήλθε η καλούσα θυγατέρα του Χ. Κ. ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του) την επίκληση των παραπάνω στοιχείων του εν λόγω άρθρου 41, προς απόκρουση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής των αρχικών αναιρεσιβλήτων (στη θέση των οποίων, λόγω θανάτου τους και κατά το μέρος της κληρονομικής της μερίδας έχει υπεισέλθει η καθής ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος τους) που ως βάση είχε την 15ετή κτητική παραγραφή, ενώ με την επίκληση και απόδειξη της έλλειψης καλής πίστεως του εναγομένου κατά τον χρόνο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου βαρυνόταν ο ενάγων. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 13 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας η αιτίαση ότι δεν έταξε αποδείξεις εις βάρος των εναγόντων ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού. Οι λόγοι αυτοί κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι αβάσιμοι, αφού με την επίκληση και την απόδειξη των συγκροτούντων την ιστορική βάση του εν λόγω ισχυρισμού περιστατικών, ο οποίος είναι ένσταση του εναγομένου, βαρύνεται ο ενιστάμενος, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων και συνακόλουθα η προσβαλλομένη απόφαση δεν υπέπεσε στις επικαλούμενες πλημμέλειες. Επειδή, κατά το άρθρο 559αρ. 8 εδ. β' Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά τους, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (Α.Π. 87/2013, Α.Π. 609/2013). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο και απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Α.Π. 179/2013, Α.Π. 1126/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο και τέταρτο μέρος του πρώτου λόγου και του πρώτου μέρους του τρίτου λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες α) ότι δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό ότι ο εναγόμενος είναι κύριος του επιδίκου από επαχθή αιτία, ήτοι από αγορά, με βάση συμβόλαια που καταχωρήθηκαν στα βιβλία του Κτηματολογίου ...ς Ρόδου, β) ότι δεν έλαβε υπόψη του τους θεμελιωτικούς της ενστάσεως του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού ισχυρισμούς του εναγομένου που προβλήθηκαν με τις προτάσεις του και γ) ότι δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του περί παραδεκτής προβολής της εν λόγω ενστάσεως του άρθρου 41 μετά την πρώτη συζήτηση α) από δικαιολογημένη αιτία συνιστάμενη στο ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου πίστευε ότι η επίκληση της καλής του πίστεως ήταν περιττή, αφού επικαλιόταν την κτήση της κυριότητας από επαχθή αιτία και β) γιατί η ένσταση αυτή αποδεικνυόταν από δικαστική ομολογία των εναγόντων. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.) προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί λήφθηκαν υπόψη και δη όσον αφορά τον υπό στοιχ. α' ισχυρισμό, το Εφετείο έκρινε ως βάσιμη την ένδικη διεκδικητική αγωγή κατά του εναγομένου, λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό αυτό, ενώ όσον αφορά τους υπό στοιχ. β' και γ' ισχυρισμούς, το Εφετείο έλαβε υπόψη την ένσταση αυτή και την απέρριψε ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 269 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., ως προταθείσα βραδέως, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρ. 2 α και γ της ίδιας διατάξεως, την επίκληση των οποίων έλαβε υπόψη και απέρριψε και μάλιστα κατ' ανέλεγκτη, ως αφορώσα σε εκτίμηση πραγμάτων, κρίση (Α.Π. 269, 829/2007). Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι σαφής και από αυτών προκύπτει η ταυτότητά του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ από την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν τα μη αναφερόμενα. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.Α.Π. 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.Α.Π. 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Α.Π. 197/2013, Α.Π. 495/2013, Α.Π. 609/2013). Βέβαια τούτο προϋποθέτει ότι το δικαστήριο εισήλθε στην έρευνα της ουσίας του σχετικού ισχυρισμού προς απόδειξη του οποίου έγινε η επίκληση και προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων και όχι όταν τον απέρριψε ως απαράδεκτο ή νόμω αβάσιμο, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο της ουσίας δεν προβαίνει στην έρευνα των πραγματικών περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο μέρος του πρώτου λόγου της αναίρεσης και το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία των εναγόντων, ότι ο εναγόμενος απέκτησε το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη, η οποία συναγόταν από τους αναφερομένους παραπάνω (στους λόγους από τη διάταξη του αρ. 8) ισχυρισμούς τους, ότι ο εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου από επαχθή αιτία. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής, καθόσον η επικαλουμένη ομολογία προϋπέθετε την προβολή εκ μέρους του εναγομένου, κατά τρόπο παραδεκτό (άρθρ. 338 παρ. 1, 269 Κ.Πολ.Δικ.) της ανωτέρω ένστασης του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού, προς απόκρουση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, η οποία όμως όπως προαναφέρθηκε και προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προβλήθηκε εμπροθέσμως από τον εν λόγω διάδικο, γι' αυτό και απορρίφθηκε από το δικαστήριο της ουσίας ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης προβολής της. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν συνάγεται η επικαλούμενη ομολογία των εναγόντων για την υπάρξεως καλής πίστεως στον εναγόμενο, κατά την απόκτηση του επιδίκου. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που ο αναιρεσείων, με επίκληση, προσκόμισε προς απόδειξη της εν λόγω από το άρθρο 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού ενστάσεως. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, αφού η λήψη των αποδεικτικών μέσων προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα του ισχυρισμού, πράγμα το οποίο δεν συνέβη για την επίμαχη ένσταση, που, λόγω της εκπρόθεσμης προβολής της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Με τον έβδομο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι για τον σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντα Φ. Τ., Κ. Κ. του Ο. και Σ. Σ. Κ., ενώ εξετίμησε εσφαλμένα την κατάθεση του μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων Χ. Π., ο οποίος στις καταθέσεις του που περιέχονται στις Εισηγητικές Εκθέσεις 244/1970 και 243/1970 αναφέρει ότι τους αναιρεσίβλητους τους γνώρισε το 1953 - 1954 και συνακόλουθα αυτός δεν γνώριζε εάν αυτοί κατείχαν το επίδικο το 1948. Ο λόγος αυτός όσο αφορά τις αιτιάσεις του για την κατάθεση του μάρτυρα των αναιρεσιβλήτων είναι απαράδεκτος γιατί πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, ενώ κατά τις λοιπές αιτιάσεις του είναι αβάσιμος, αφού η προσβαλλομένη απόφαση ρητά αναφέρει ότι έλαβε υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα υπ' αριθμ. 243/1970 πρακτικά του Δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, στα οποία περιέχονται οι καταθέσεις των σε άλλη δίκη, μεταξύ των ίδιων διαδίκων εξετασθέντων μαρτύρων Φ. Τ., Κ. Κ., Σ. Κ., Χ. Π., καθώς και τα υπ' αριθμ. 32/1969 πρακτικά συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, στα οποία περιέχονται οι καταθέσεις των επίσης σε άλλη δίκη εξετασθέντων μαρτύρων Γ. Β., Χ. Π., Ν. Τ., που λαμβάνονται υπόψη "για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων". Από τη ρητή αυτή αναφορά σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και τα παραπάνω, περιέχοντα τις επικαλούμενες καταθέσεις έγγραφα, για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος σχετικά με τη βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών, ότι οι ενάγοντες νεμήθηκαν την επίδικη εδαφική έκταση συνεχώς από το 1948 και επέκεινα για περισσότερο από 15 χρόνια. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δικ., όπως τούτο ίσχυε κατά τον χρόνο συζητήσεως της αγωγής (5.3.1970 - άρθρ. 17 ΕισΝΚ.Πολ.Δικ.), ήτοι την προγενέστερη της ισχύουσας δικονομία (α.ν.44/1967 - ενδιάμεση δικονομία-) και που ήταν ταυτόσημο με την ισχύουσα έως την τροποποίηση με το Ν. 3994/13.7.2011 διάταξη της ισχύουσας δικονομίας "αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιεωρουμένου με το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δικ. συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ο όρος "πράγματα" στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω (2ο και 4ο μέρος του πρώτου λόγου και 1ο μέρος του τρίτου). Η πρώτη περίπτωση του παρόντος άρθρου ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα, ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στην θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή (Α.Π. 87/2013, Α.Π. 835/2013). Δεν απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Η δεύτερη περίπτωση του παρόντος άρθρου ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, παρέλειψε να διατάξει τακτική απόδειξη (Α.Π. 567/2013, Α.Π. 87/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ' εκτίμηση των εκτιθεμένων, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι κατείχαν την επίδικη έκταση από το 1948, χωρίς τούτο να προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων ή από τα έγγραφα, αφού οι εξετασθέντες ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή μάρτυρές τους κατέθεσαν ότι αυτοί (αναιρεσίβλητοι) κατείχαν το επίδικο από το 1952 και ότι ειδικότερα η μάρτυράς τους Ν. συζ. Μ. Τ. κατέθεσε ότι οι αναιρεσίβλητοι έμεναν στην οικία που είναι στο επίδικο από το 1950 και όχι από το 1948. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί δεν αιτιάται την απόφαση γιατί δέχθηκε "πράγματα" χωρίς απόδειξη, αλλά γιατί αυτά που δέχθηκε δεν είναι, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τις αποδείξεις. Δηλαδή, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και την στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι για το παραπάνω ζήτημα με την προδικαστική απόφαση (128/1970) είχε τεθεί θέμα αποδείξεως. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια (Α.Π. 481/2013, Α.Π. 486/2013, Α.Π. 834/2013). Η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, είναι από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ. ανέλεγκτη, ι δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου ή δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Α.Π. 1021/2013, Α.Π. 567/2013, Α.Π. 197/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν αιτιολογεί από ποιες αποδείξεις κατέληξε στο πόρισμά του ότι οι ενάγοντες - αναιρεσίβλητοι κατείχαν και νέμονταν το επίδικο ακίνητο από το έτος 1948 και εφεξής συνεχώς και απέκτησαν την κυριότητά του με 15ετή κτητική παραγραφή, ενώ από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν αποδείχθηκε ότι οι εν λόγω διάδικοι κατείχαν το επίδικο ακίνητο από το έτος 1950 και επομένως μέχρι το χρόνο μεταβίβασης τούτου, λόγω πώλησης στον εναγόμενο, κατά τα έτη 1963 και 1964 δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους ο χρόνος της κτητικής αυτής παραγραφής. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδείξεων δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται εκτίθεται σαφώς, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ., κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση αυτή. Επειδή κατά το αρθρ. 559 αρ.14 του Κ.Πολ.Δικ. υπάρχει λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο. (Α.Π. 355/2011, Α.Π. 640/2011, Α.Π. 862/2011). Εξάλλου κατά το άρθρο 269 Κ.Πολ.Δικ., μέσα επιθέσεως και αμύνης μπορούν να προβληθούν μέχρι πέρατος της πρώτης στο ακροατήριο συζητήσεως, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτα και αυτεπαγγέλτως, εκτός εάν κατά νόμο μπορούν να ληφθούν υπόψη και αυτεπαγγέλτως ή να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης. Μέσα επιθέσεως και αμύνης είναι παραδεκτά και μετά την πρώτη επ' ακροατηρίου συζήτηση εάν α)κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν προεβλήθησαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία ή β)προέκυψαν το πρώτον μεταγενεστέρως ή γ) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Εξάλλου η ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου επί ακινήτου, έστω και αν αυτή έχει ως νομική βάση την διάταξη του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού της Δωδεκανήσου, αυτή ως αφορώσα σε ιδιωτικά δικαιώματα δεν αφορά στη δημόσια τάξη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρ.561 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ.), αλλά και αναφέρεται στο αναιρετήριο, αυτός ως εναγόμενος, δεν προέβαλε εγκαίρως, ήτοι κατά την πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής τον εκ της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 41 Κτηματολογικού Κανονισμού ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας, ότι δηλαδή αυτός, ως τιτλούχος τρίτος, δεν εγνώριζε ή ότι αγνοούσε όχι από βαριά αμέλεια την πραγματική νομική κατάσταση του επιδίκου ακινήτου κατά την από επαχθή αιτία κτήση της κυριότητάς του. Το Εφετείο την εν λόγω ένσταση την απέρριψε όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο ως απαράδεκτη λόγω της βραδείας υποβολής της γιατί κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως αφορώσα στην εκτίμηση πραγμάτων, κρίση του (Α.Π. 269, 829/2007) δεν συνέτρεχε καμία από τις παραπάνω εξαιρετικές περιπτώσεις, που να δικαιολογούν την βραδεία προβολή της. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια με το να κηρύξει απαράδεκτο παρά το νόμο, γι' αυτό και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της απαιτούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (Ολ.Α.Π. 13/1995, Α.Π. 87/2013, Α.Π. 813/2012, Α.Π. 838/2012). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, στην οποία ενσωματώθηκε η πρωτόδικη υπ' αριθμ. 573/1973 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, μετά την απόρριψη της κατ' αυτής εφέσεως, η πλημμέλεια, ότι το διατακτικό της περιέχει ασαφείς και αντιφατικές διατάξεις που εμποδίζουν την παραγωγή δεδικασμένου και την εκτελεστότητα. Όπως όμως προκύπτει από το εν λόγω διατακτικό, διαλαμβάνεται σ' αυτό με σαφήνεια κατά την θέση, τα όρια και το εμβαδόν, το εδαφικό τμήμα για το οποίο γίνεται δεκτή η αγωγή. Ειδικότερα το εν λόγω εδαφικό τμήμα περιγράφεται ως έχον εμβαδόν χιλίων πεντακοσίων (1500) τ.μ., αποτελούν τμήμα μείζονος εκτάσεως 6383 τμ. κειμένης στη θέση "..." Ρόδου, καταχωρημένης στα κτηματολογικά βιβλία υπό τα κτηματολογικά στοιχεία "τόμος Ι, μερίδα 26, φύλλο 54 και φάκελος 58", νομικής φύσεως "Μούλκ", συνορεύον δε (το τμήμα των 1500 τμ) ανατολικώς με τμήμα Μγ'23, βορείως με δημόσια έκταση και νότια με υπόλοιπη έκταση του όλου ως άνω αγρού. Με το περιεχόμενο αυτό το διατακτικό της αποφάσεως είναι σαφές και δεν περιέχει αντιφατικές διατάξεις που να εμποδίζουν την παραγωγή δεδικασμένου και την εκτελεστότητα. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός είναι αβάσιμο. Η περιεχομένη στον ίδιο λόγο αιτίαση, ότι το διαλαμβανόμενο στο διατακτικό στοιχείο "Μγ'23", ως προσδιοριστικό της ταυτότητος του ακινήτου, είναι εσφαλμένο, πλήττει, υπό την επίφαση της παραβιάσεως της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., την περί των πραγμάτων αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός είναι και κατά το μέρος του αυτό απορριπτέος, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους. Η υποκατασταθείσα στη θέση του αναιρεσείοντος καλούσα, βαρύνεται λόγω της ήττας της, με τη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας - καθής η κλήση (αρθρ.176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς την καθής Σ. Κ. του Σ.. Χωρίζει την υπόθεση ως προς αυτήν. Απορρίπτει την από 21 Απριλίου 1983 αίτηση και τους από 2.12.2008 προσθέτους λόγους της Χ. Κ. του Δ. κατά της Κ. Κ. του Σ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 162/1981 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Καταδικάζει την καλούσα - αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της καθής η κλήση - αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου. Επανάληψη εκουσία και αναγκαστική. Με αναίρεση προσβάλλεται μόνο η απόφαση του Εφετείου. Χρησικτησία έκτακτη κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου άρθρ. 41 Κανονισμού. Ανενεργός ή χρησικτησία έναντι τίτλου του τρίτου αν αποδείξει καλή πίστη. Ένσταση ο οικείος ισχυρισμός και όχι δημοσίας τάξης 559 α 1, 559 αρ. 13 βάρος αποδείξεως 559 αρ. 11γ προϋποτίθεται έρευνα της ουσίας. 559 αρ.8 εδ.β δεν στοιχειοθετείται αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν 559 αρ.14 δικονομικές ακυρότητες 269 Κ.Πολ.Δ. Προϋποθέσεις ανέλεγκτη η κρίση ως προς συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. 559 αρ. Πότε στοιχειοθετείται ο οικείος λόγος.
Χρησικτησία
Χρησικτησία, Επανάληψη βίαια διακοπείσας δίκης, Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1249/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη,- Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Σ. του Κ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Ανδρέου, περί αναιρέσεως της 89/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΑ (ΕΛΤΑ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαρτίου 2013 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 456/13. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η κατά της αναιρεσείουσας ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του αριθ. 510 παρ.1 στοιχ. Η' θεσπίζεται ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται υπό την θετική και αρνητική μορφή. Θετική υπέρβαση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας απεφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α' του ΚΠΔ, επί ενδίκου μέσου, που ασκήθηκε εναντίον καταδικαστικής απόφασης, από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν επιτρέπεται να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχειρίσεως αυτού, δηλαδή κυρίως εάν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ή αν καταδικάζεται για πράξη για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ούτε είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της αποφάσεως που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ένδικου μέσου. Η παράβαση της ανωτέρω απαγορεύσεως, αποτελεί υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθμό 600/2008, απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, α) της πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων και β) της κατ'εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, πράξη που φέρεται τελεσθείσα το χρονικό διάστημα από Απρίλιο του 1995 έως Απρίλιο του 2005, με αντικείμενο παράνομης ιδιοποίησης ποσό 60.000 ευρώ και γ) επίσης της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, πράξη που φέρεται τελεσθείσα, επίσης το χρονικό διάστημα, από Απρίλιο του 1995 έως Απρίλιο του 2005, με αντικείμενο παράνομης ιδιοποίησης επίσης ποσό 60.000 ευρώ και την καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Ειδικότερα, την κήρυξε ένοχη κατ'εξακολούθηση, καθόσον αφορά την πράξη της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, του ότι: 1) Στο …κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 1995 έως και τον Απρίλιο του 2005 σε ειδικότερα χρονικά σημεία που δεν προέκυψαν, από τα αφιχθέντα ταχυδρομικά αντικείμενα στο Κεντρικό Κατάστημα των ΕΛΤΑ Βόλου (κυρίως ογκώδη και αντικαταβολής), αφαιρούσε γραμματόσημα μεγάλης κλάσης με την αποκόλληση τους από τα άνω αντικείμενα και επικολλώντας στη θέση τους γραμματόσημα μικρής αξίας για να μη φαίνεται η αποκόλληση. Στη συνέχεια "έσερνε" πάνω σ' αυτά το χρονολογικό σήμαντρο, ώστε να μην αποτυπώνεται ευκρινώς και να φαίνεται ότι τα γραμματόσημα έχουν σφραγιστεί και σε διαφορετικό κατάστημα από αυτό της κατάθεσης του αντικειμένου. Με τον τρόπο αυτό ιδιοποιήθηκε για το ανωτέρω χρονικό διάστημα γραμματόσημα αξίας 500 ευρώ μηνιαίως και συνολικά για τα δέκα έτη αξίας 60.000 €. 2)Στο …, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 1995 έως και τον Απρίλιο του 2005, σε ειδικότερα χρονικά σημεία που δεν προέκυψαν και πάντως ιδίως σε περιόδους κατάθεσης δικαιολογητικών προς το ΑΣΕΠ και τις στρατιωτικές σχολές ενώ ελάμβανε από τους πελάτες των ΕΛΤΑ το αντίτιμο που προβλεπόταν για την αγορά των επιβαλλόμενων γραμματοσήμων, αυτή επικολλούσε λιγότερα γραμματόσημα ιδιοποιουμένη τη διαφορά προς όφελος της και με ζημία των ΕΛΤΑ. Με τον τρόπο ιδιοποιήθηκε χρηματικό ποσό 500 ευρώ μηνιαίως και συνολικά για τα δέκα έτη 60.000€. Για την τέλεση των ανωτέρω πράξεων της με τις οποίες προκάλεσε ζημία σε βάρος ΝΠΔΔ (των ΕΛΤΑ) και συγκεκριμένα ζημία ( 60.000 + 60.000) 120.000 €. μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και συγκεκριμένα, προκειμένου να συγκαλύψει την αφαίρεση γραμματοσήμων μεγάλης κλάσης μετά την αποκόλληση τους από τα αντικείμενα επικολλούσε στη θέση τους γραμματόσημα μικρής αξίας και στη συνέχεια "έσερνε" πάνω σ' αυτά το χρονολογικό σήμαντρο, ώστε να μην αποτυπώνεται ευκρινώς και να φαίνεται ότι τα γραμματόσημα έχουν σφραγιστεί και σε διαφορετικό κατάστημα από αυτό της κατάθεσης του αντικειμένου. Με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθμό 89/2013, απόφαση του, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, α) για την πράξη της πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων, για την οποία είχε πρωτοδίκως καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η ποινική δίωξη έπαυσε υφ'όρο, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Ν.4043/2012 β) για την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία 1) έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου συνεπεία παραγραφής (πάροδος οκταετίας), για το διάστημα από Απρίλιο του έτους 1995 μέχρι 3-6-1999 και ως προς τις δύο περιπτώσεις υπεξαίρεσης που προαναφέρθηκαν (1 και 2) και 2) κήρυξε αθώα την αναιρεσείουσα, για το υπόλοιπο διάστημα από 4-6-1999 έως και τον Απρίλιο του 2005, επίσης και για τις δύο ως άνω περιπτώσεις υπεξαίρεσης (1 και 2). Ενώ όμως, τόσον από το αιτιολογικό, όσον και από το διατακτικό αυτής, προκύπτει ότι, έπαυσε οριστικά, η ποινική δίωξη για την υπεξαίρεσης του διαστήματος από Απρίλιο του έτους 1995 μέχρι 3-6-1999 και ως προς τις δύο ως άνω περιπτώσεις υπεξαίρεσης (1 και 2) και κηρύχθηκε αθώα για το υπόλοιπο διάστημα από 4-6-1999 έως και τον Απρίλιο του 2005, επίσης και για τις δύο ως άνω περιπτώσεις υπεξαίρεσης (1 και 2), εν τούτοις, η εκκαλούσα κατηγορουμένη, καταδικάσθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία, τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από 31-3-2005 έως 11-4-2005, με παρανόμως ιδιοποιηθέν αντικείμενο το συνολικό ποσό των 12,53 Ευρώ, όπως το ποσό αυτό ειδικότερα αναλύεται, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό, ήτοι για επί μέρους πράξεις για τις οποίες δεν είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό, ούτε άλλωστε είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατ'αυτής για αυτές, όπως προκύπτει από το επισκοπούμενο από 6-12-2007 κλητήριο θέσπισμα της εισαγγελέως Εφετών Λάρισας, με συνέπεια να χειροτερεύσει η θέση της ως άνω, εκκαλούσας κατηγορουμένης. Επομένως, ο πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, για θετική υπέρβαση εξουσίας και συγκεκριμένα διότι χειροτέρευσε τη θέση της, ως εκκαλούσας κατηγορουμένης, με το να την καταδικάσει για επί πλέον μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης, για τις οποίες δεν την είχε καταδικάσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι βάσιμοι, και κατ' εφαρμογή των άρθρων 470 εδ. α' και 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις διατάξεις της, που αφορούν, α) την καταδίκη της αναιρεσείουσας για τις άνω μερικότερες πράξεις της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, με φερόμενο χρόνο τέλεσης το διάστημα από 31-3-2005 έως 11-4-2005, με αντικείμενο παράνομης ιδιοποίησης 12,53 Ευρώ, όπως η πράξη αυτή ειδικότερα περιγράφεται τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, β) την επιβολή ποινής (6 μηνών) για την πράξη αυτή, και γ) την επιδικασθείσα σε βάρος της, υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος οργανισμού, (ΕΛΤΑ), χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 44 ευρώ. Συνακόλουθα, πρέπει να απαλειφθούν οι αναιρούμενες κατά τα άνω διατάξεις, και ειδικότερα, α) η ως άνω διάταξη περί ενοχής της αναιρεσείουσας, για την κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία, με φερόμενο χρόνο τέλεσης το διάστημα από 31-3-2005 έως 11-4-2005, με αντικείμενο παράνομης ιδιοποίησης το ποσό των 12,53 Ευρώ, β) η διάταξη περί ποινής και γ) η διάταξη περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στον πολιτικώς ενάγοντα (ΕΛΤΑ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ αριθμό 89/2013, απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, μόνο κατά τις διατάξεις της που αφορούν, α) την καταδίκη της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας, για την πράξη της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, που φέρεται τελεσθείσα το χρονικό διάστημα από 31-3-2005 έως 11-4-2005, με αντικείμενο παράνομης ιδιοποίησης το ποσό των 12,53 Ευρώ, β) την επιβολή της μοναδικής ποινής των έξι (6) μηνών με τριετή αναστολή και γ) την επιδικασθείσα σε βάρος της αναιρεσείουσας, υπέρ του Πολιτικώς ενάγοντος οργανισμού, (ΕΛΤΑ), χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ποσού 44 ευρώ. Απαλείφει τις παραπάνω διατάξεις, της αμέσως ανωτέρω αποφάσεως, α) περί καταδίκης της αναιρεσείουσας, για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία που φέρεται τελεσθείσα το χρονικό διάστημα από 31-3-2005 έως 11-4-2005, με αντικείμενο παράνομης ιδιοποίησης ποσό 12,53 Ευρώ, β) περί ποινής και γ) περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στον πολιτικώς ενάγοντα (ΕΛΤΑ). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Αθώωση της κατηγορουμένης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για τις πράξεις της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, για τις οποίες είχε κριθεί ένοχη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Υπέρβαση εξουσίας. Χειροτέρευση της θέσης της κατηγορουμένης. Καταδίκη με τη δευτεροβάθμια απόφαση άλλης, πλην των παραπάνω, κατ’ εξακολούθηση πράξης υπεξαίρεσης στην υπηρεσία για την οποία (πράξη) δεν είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως ούτε περιλαμβανόταν στο κλητήριο θέσπισμα. Αναιρεί εν μέρει, για υπέρβαση εξουσίας, αναφορικά με την παραπάνω πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση για την οποία δεν είχε καταδικαστεί στον πρώτο βαθμό. Απαλείφει τη σχετική διάταξη περί ενοχής από την προσβαλλομένη απόφαση και τη διάταξη περί ποινής.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
0
Αριθμός 1248/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Μ. χήρας Χ. Κ., το γένος Β. Ν., και 2) Ε. συζ. Δ. Δ., το γένος Β. Ν., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Ξενάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. χήρας Δ. Σ., το γένος Α. Α., κατοίκου ..., 2) Κ. συζ. Χ. Κ., το γένος Δ. Σ., κατοίκου ..., και 3) Μ. συζ. Β. Μ., το γένος Δ. Σ., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Χριστοδούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/1998 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κρωπίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 215/2000, 211/2004 μη οριστικές, 551/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 6656/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 21/5/2008 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/10/2009 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Λεωνίδα Ζερβομπεάκου, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου και την απόρριψη του δεύτερου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο κατά το άρθρο 560 αρ.1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αντίστοιχος του λόγου αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται και όταν το δικαστήριο για να κρίνει βάσιμη την αγωγή που εξέτασε κατ' ουσίαν απαίτησε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωση του δικαιώματος που ασκήθηκε με αυτήν (αγωγή). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος (έκτακτη χρησικτησία)", προκύπτει ότι για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται καλή πίστη ούτε νόμιμος τίτλος, αλλά μόνο ύπαρξη νομής και ορισμένος χρόνος, ο οποίος είναι ενιαίος για κινητά και ακίνητα και ορίζεται σε είκοσι χρόνια. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο κατ' αποφάσεως ειρηνοδικείου, έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα παρακάτω: "Το επίδικο ακίνητο, έκτασης 295,76 τ.μ., κείται στη θέση "Κοκκιναράς", της κτηματικής περιφέρειας του δήμου Κορωπίου, νομού Αττικής και συνορεύει (...). Από κανένα όμως αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες απέκτησαν κυριότητα επί του άνω επιδίκου ακινήτου, και συγκεκριμένα κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η καθεμιά τους, με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε αφενός ότι νέμονταν το επίδικο με καλή πίστη, βάσει τίτλου, από το θάνατο της μητέρας τους Α. χήρας Β. Ν., που επισυνέβη την 29-9-1944, αφετέρου ότι νέμονταν αυτό με καλή πίστη, περισσότερο από 30 χρόνια (κατά το β.ρ. δίκαιο), δεδομένου ότι ο μάρτυρας (...). Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε που με την εκκαλούμενη απόφασή του είπε τα ίδια, σωστά εκτιμώντας τις αποδείξεις, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης κρίνονται ουσία αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, επικυρώνοντας την απόφαση του Ειρηνοδικείου με την απόρριψη της εφέσεως των αναιρεσειουσών κατ' αυτής, απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την ένδικη από 8-1-1998 διεκδικητική αγωγή τους κατά των αναιρεσιβλήτων (και) ως προς την επικουρική της βάση, που ερείδεται ως προς την κτήση της κυριότητας στην έκτακτη χρησικτησία. Με την κρίση του όμως αυτή το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, διότι για την εφαρμογή της απαίτησε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που αυτή απαιτεί και συγκεκριμένα απαίτησε για την εφαρμογή της και τα στοιχεία της καλής πίστης και του νομίμου τίτλου για την κτήση της κυριότητας πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, ενώ αρκεί η επί εικοσαετία νομή των εναγουσών επί του επίδικου ακινήτου, όπως βάσιμα οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Πρέπει επομένως, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, μετά την οποία και παρέλκει η έρευνα του δευτέρου, που αναφέρεται στους τίτλους κτήσεως κυριότητας των αναιρεσιβλήτων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 6656/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε ως Εφετείο. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται νομή και χρόνος (εικοσαετία). Δεν απαιτείται καλή πίστη η (και) νόμιμος τίτλος. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμ.1 άρθρ. 560 Κ.Πολ.Δ., βάσιμος. Αναιρεί Πολ.Πρ.Αθηνών 6656/2007.
Χρησικτησία έκτακτη
Χρησικτησία έκτακτη, Κυριότητα.
2
Αριθμός 1244/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Μ. Δ. του Ν., συζ. Φ. Λ., κατοίκου ..., και 2) Ε. Δ. του Ν.. Η 1η παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Λεπίδα και η 2η δεν παραστάθηκε, διότι όπως αναφέρεται στην από 19/4/2011 κλήση απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: 1) Β. Ζ. του Π., 2) Π. Ζ. του Β., και 3) Ν. Ζ. του Β., ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Ο Β. Ζ., ατομικά και ως ασκών τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων του Π. και Ν., παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Β. Δ. του Ν., συζ. Μ. Ε., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κλικίζο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/1/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 76/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 967/2007 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 14/1/2008 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από την από 15/10/2009 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τα άρθρα 556 παρ. 2 και 578 του ΚΠολΔ αναίρεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε εφόσον έχει έννομο συμφέρον, η ύπαρξη δε του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ. Το συμφέρον είναι δυνατόν να υπάρξει και όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και συγκεκριμένα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει ως εκ τούτου σε αυτήν προσόντα διατακτικού, οπότε δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση της απόφασης αυτής κατά την εσφαλμένη μόνο αιτιολογία της (ΑΠ 1207/2008). Τέτοια όμως περίπτωση δεν συντρέχει όταν ο διάδικος που νίκησε προσβάλλει την απόφαση με αναίρεση επικαλούμενος μόνο την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας σε ζητήματα που χωρίς ανάγκη κρίθηκαν πλεοναστικώς και ως προς τα οποία, μη στηρίζοντα το διατακτικό της απόφασης, δεν παράγεται δεδικασμένο (ΑΠ 1207/2008, ΑΠ 525/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες είχαν ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου την από 2-1 -2003 αγωγή, με την οποία ζητούσαν την διανομή του περιγραφομένου ακινήτου, εμβαδού 3.655,63 τμ, του οποίου αυτές είναι συγκύριες κατά τα 3/8 εξ αδιαιρέτου η καθεμία και η εναγομένη- αναιρεσίβλητη κατά τα 2/8 εξ αδιαιρέτου. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου με την 76/2005 απόφασή του δέχθηκε ότι για την συγκυριότητα των διαδίκων, που στηριζόταν στην κληρονομική διαδοχή του πατέρα τους, την οποία είχε αμφισβητήσει η εναγομένη, υπήρχε δεδικασμένο από την 816/2003 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πατρών, που έκρινε επί αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής των αναιρεσειουσών, και στη συνέχεια, αφού έκρινε αδύνατη την αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου, διέταξε την πώλησή του με πλειστηριασμό. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη άσκησε έφεση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 967/2007 απόφαση του Εφετείου Πατρών, η οποία και την απέρριψε. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι δεν υφίστατο δεδικασμένο από την ανωτέρω 816/2003 απόφαση του Εφετείου Πατρών για την συγκυριότητα των διαδίκων και έκανε δεκτό τον σχετικό λόγο της έφεσης. Εν συνεχεία δε το Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες-εφεσίβλητες είναι συγκύριες του επίδικου ακινήτου κατά τα επικαλούμενα από αυτές ποσοστά εξ αδιαιρέτου και ότι το δικαίωμά τους αυτό το απέκτησαν με τους παράγωγους τρόπους που αναφέρουν στην αγωγή (ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομική διαδοχή του πατέρα τους και ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου από γονική παροχή της μητέρας τους), ενώ, όπως προεκτέθηκε, απέρριψε την έφεση της εναγομένης, αντικαθιστώντας τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης ως προς την ύπαρξη του δεδικασμένου. Περαιτέρω το Εφετείο, προς απόκρουση του ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης ότι το επίδικο ακίνητο (των 3.655,63 τ.μ) είναι συνεχόμενο της έκτασης των 600 τ.μ και ότι ολόκληρο το ακίνητο (επίδικο και εκείνο των 600 τ.μ) περιήλθε σ' αυτήν με την .../1976 δημόσια διαθήκη του πατέρα της Ν. Δ. που έχει συνταχθεί ενώπιον του συμβολαιογράφου Ερινεού Δημητρίου Μερτικά, δέχθηκε ότι ο πατέρας των διαδίκων ήταν κύριος και νομέας ενός ακινήτου έκτασης 4376 τ.μ, ότι σε ένα τμήμα του ακινήτου αυτού, εκτάσεως 600 τμ, το οποίο διαχώρισε με φράκτη από την υπόλοιπη έκταση, κατασκεύασε οικία, ενώ το επίδικο ακίνητο εκτάσεως 3676 τ.μ και κατά νεώτερη καταμέτρηση 3.655,63 τ.μ. το χρησιμοποιούσε ως δενδροπερίβολο, και ότι με την πιο πάνω διαθήκη διέθεσε στην εναγομένη- αναιρεσίβλητη μόνο το τμήμα αυτό των 600 τ.μ, ενώ για το επίδικο ακίνητο δεν υπήρξε διάταξη στην διαθήκη και συνεπώς ως προς αυτό εχώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Οι αναιρεσείουσες, που έχουν νικήσει, αφού η αγωγή τους έγινε καθ' ολοκληρίαν δεκτή κατ' ουσίαν, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης από τον αριθμ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττουν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς την παραδοχή της ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο από την 816/2003 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι οι αναιρεσείουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον για την προβολή του, αφού η αγωγή τους έγινε δεκτή, κατά τα θεμελιούντα την συγκυριότητά τους πραγματικά περιστατικά, και η έφεση της αντιδίκου τους απερρίφθη. Καμία δε βλάβη δεν υφίστανται από την πιο πάνω διαφορετική, από την πρωτόδικη απόφαση, αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού κρίθηκε, με δύναμη δεδικασμένου πλέον, το επικαλούμενο δικαίωμα συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου ακινήτου. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της κυριότητας του τμήματος των 600 τ.μ, δεδομένου ότι δεν εκτίθενται οι τίτλοι κτήσεως κυριότητας του τμήματος αυτού από τον πατέρα τους, οπότε θα προέκυπτε ότι τούτο ήταν εξ υπαρχής διαφορετικό από το επίδικο ακίνητο, του οποίου την κυριότητα ο δικαιοπάροχός τους την απέκτησε με άλλους τίτλους. Τέλος, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης από τον αριθ. 11 περ. γ του ίδιου άρθρου προσάπτουν στο Εφετείο ότι δεν έλαβε υπόψη τα μνημονευόμενα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι είναι βάσιμος ο ανωτέρω ισχυρισμός τους για την ειρημένη έκταση των 600 τ.μ. Και οι δύο αυτοί λόγοι είναι απαράδεκτοι, επειδή οι αναιρεσείουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον να τους προβάλουν, αφού η ως άνω παραδοχή του Εφετείου ως προς την έκταση των 600 τ.μ., που άλλωστε έγινε χωρίς ανάγκη και ως εκ περισσού, δεν δημιουργεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων σε τυχόν άλλη δίκη μεταξύ τους. ΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-1-2008 αίτηση των Μ. Δ. και Ε. Δ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 967/2007 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Πότε υπάρχει τέτοιο συμφέρον. Κρίση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει έννομο συμφέρον στο διάδικο που νίκησε για την άσκηση αναιρέσεως. Απορρίπτει αίτηση για αναίρεση Εφ.Πατρ. 967/2007.
Έννομο συμφέρον
Έννομο συμφέρον .
0
Αριθμός 1245/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ζ. συζ. Ε. Δ. και 2) Ε. Δ. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπασπύρου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/7/2002 αγωγή της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης, την από 14/10/2004 αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης, τις από 17/12/2004 προσεπικλήσεις (με αριθμούς κατάθεσης 11/2005 και 12/2005) του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Καρπάθου, που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή και τις από 8/9/2005 κύριες παρεμβάσεις (με αριθμούς κατάθεσης 979/2005 και 980/2005) του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκαν στο Πολυμελούς Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 143/2006, 284/2006 διορθωτική αυτής του ιδίου Δικαστηρίου και 62/2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 9/10/2009 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 6/5/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 97 παρ. 3 και 104 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν ο πληρεξούσιος κάποιου από τους διαδίκους εμφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, που αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται ως μη παριστάμενος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού, οι αναιρεσίβλητες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Παπασπύρου, στον οποίο δεν αποδεικνύεται ότι είχε δοθεί η σχετική πληρεξουσιότητα με την προσκομιδή συμβολαιογραφικού εγγράφου. Επομένως οι αναιρεσίβλητες θεωρούνται ως μη παριστάμενες. Ωστόσο από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από το επισπεύδον τη συζήτηση αναιρεσείον 1724 Ζ/2-4-2013 και 7125 Ζ/2-4-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου ..., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις αναιρεσείουσες και επομένως πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να προχωρήσει. Επειδή, κατά τα άρθρα 111 παρ. 2,118 παρ.4 και 216 Κ.Πολ.Δ., για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, την σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια να αμυνθεί και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του κατά νόμο βάσιμου αυτής. Ειδικότερα, επί διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, ερειδομένης επί παραγώγου τρόπου κτήσεως της κυριότητος πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της τα γενεσιουργά της κυριότητος του ενάγοντος επί των διεκδικουμένων πραγμάτων περιστατικά, αλλά και ακριβής αυτών περιγραφή σε βαθμό που επαρκώς να προσδιορίζεται η ταυτότητα των και να μην υφίσταται αμφιβολία περί αυτής. Εξάλλου, η μεν νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνος ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο της ουσίας για την κρίση του ως προς την νομική βασιμότητα της αγωγής είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέσθηκε σε ολιγότερα, ενώ αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για την θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Σε κάθε, όμως, περίπτωση για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως γιατί το Εφετείο εσφαλμένως εδέχθη την αγωγή ως νόμιμη, ενώ ήταν μη νόμιμη ή γιατί εσφαλμένως δεν την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω ποσοτικής αοριστίας πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθμ. 4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 του ΚΠολΔ, να αναφέρονται στο έγγραφο της αναιρέσεως τα περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική της βάση (ΑΠ 105/ 2000). Η δε αοριστία του δικογράφου της αναιρέσεως, δεν μπορεί να συμπληρωθεί διά της παραπομπής σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλΑΠ 32/1996). Επιπροσθέτως, για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως λόγω νομικής ή ποσοτικής αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, πρέπει να έχουν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορούν την δημοσία τάξη. Επομένως, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται είχε νομίμως προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας. (ΟλΑΠ 15/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση από τους αριθμούς 1 και 14, αντιστοίχως, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ,διότι το Εφετείο εσφαλμένως δεν απέρριψε τις αγωγές των αναιρεσιβλήτων ως μη νόμιμες, καθώς και ως απαράδεκτες λόγω ποσοτικής αοριστίας. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, στον οποίο δεν αναφέρεται το περιεχόμενο των ενδίκων αγωγών που κρίθησαν από το Εφετείο ως νόμιμες και ορισμένες, είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Παρεκτός του ότι η αιτίαση ότι παρά το νόμο το Εφετείο δεν απέρριψε τις ένδικες αγωγές των αναιρεσιβλήτων ως απαράδεκτες λόγω ποσοτικής αοριστίας, είναι και αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τα δικόγραφα αυτών, διαλαμβάνονται σε αυτές με πληρότητα όλα τα γενεσιουργά της κυριότητος των εναγουσών επί των επιδίκων εκτάσεων περιστατικά κατά τρόπο παράγωγο, ήτοι με τα σε αυτές αναφερόμενα συμβόλαια γονικής παροχής και για την πρώτη και την δεύτερη ενάγουσα, αντιστοίχως, νομίμως μεταγραφέντα, από πρόσωπο πρωτοτύπως αποκτήσαν την κυριότητα διά της υπέρ δεκαετούς εξουσιάσεως με καλλιέργεια των επιδίκων ακινήτων κατά το οθωμανικό δίκαιο και κατά τις διατάξεις της στην περιοχή της Δωδεκανήσου ισχυούσης νομοθεσίας μέχρι της Εισαγωγής του Αστικού Κωδικός. Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού, που κυρώθηκε με το υπ' αριθ. 132/29 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη στη Δωδεκάνησο και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 του από 30.12.47 ισχύοντος νόμου 510/47, διατηρείται κατ' αρχήν η διάκριση των γαιών σε κατηγορίες: α) δημοσίων γαιών (εραζί-εμιριέ, μιρί κλπ.), β)ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) και γ) βακουφιών, όπως είχε κατά το προϊσχύσαν στην Δωδεκάνησο Οθωμανικό Δίκαιο. Ως δημόσια κτήματα (γαίαι) της κατηγορίας "εραζί-εμιριέ" θεωρούνται οι γαίες που είχαν παραχωρηθεί κάποτε σε ιδιώτες με παραχωρητήρια (ταπία) μόνο για την ωφέλιμη κυριότητα "τεσσαρούφ" καθώς και εκείνες οι οποίες λόγω ελλείψεως τίτλου, θέλουν αναγνωρισθεί και ταξινομηθεί από τα όργανα του Κτηματολογίου κατά την ενέργεια της βεβαιώσεως, στην ανωτέρω κατηγορία, οπότε η καταγραφή αυτή, μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 37 και 39, καθίσταται αμετάκλητη (άρθ. 61 εδ. β'). Κατά δε το άρθρο 63 παρ.5 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού δεν συγχωρείται εις βάρος των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων η παραγραφή της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες "μιρί ή εραζί-εμιριέ". Από το τελευταίο αυτό άρθρο συνδυαζόμενο και προς το αρθ. 4 εδάφ. στ με το οποίο, προβλέπεται η από της ισχύος του Κανονισμού παραχώρηση της ωφέλιμης κυριότητας των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων μόνο με πράξη του Κυβερνήτη, σαφώς συνάγεται ότι επιτρέπεται πλέον μόνο η παραγραφή (κτητική) του δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) των δημοσίων κτημάτων και μάλιστα οπωσδήποτε αυτών που έχουν παραχωρηθεί, ενώ αντιθέτως δεν συγχωρείται η παραγραφή του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των ίδιων κτημάτων. Με το άρθρο όμως 65 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού ορίσθηκε ότι τα δημόσια κτήματα οποτεδήποτε και αν αναγνωρίσθηκαν ως τέτοια, ακόμη και αν η παραχώρηση τους σε ιδιώτες έγινε μετά την ιταλική κατάληψη των νήσων του Αιγαίου (1912), εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου, που ίσχυε κατά τον χρόνο της κατάληψης, εφόσον συμβιβάζονται προς τις παρούσες κτηματολογικές διατάξεις. Επομένως ισχύει για τα ανωτέρω κτήματα και το άρθρο 78 του από 7 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών, με το οποίο αναγνωρίζεται δικαίωμα ανάλογο προς την χρησικτησία, κατ' εξαίρεση των διατάξεων του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τον θεσμό της χρησικτησίας, ως κτητική παραγραφή, και μάλιστα με περιεχόμενο όμοιο μ' εκείνο που αποκτάται με έκδοση τίτλου και παραχώρηση από το Δημόσιο (τεσσαρούφ), αφού η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι εκείνος ο οποίος έχει εξουσιάσει και καλλιεργήσει για 10 συνεχή έτη, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, δημόσιες γαίες (εραζί-εμιριέ) όχι όμως βακουφικές, αποκτά επ' αυτών δικαίωμα διηνεκούς εγκαταστάσεως, νομιμοποιούμενος στην δημιουργηθείσα και υφιστάμενη πραγματική κατάσταση (δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας). Έτσι και μετά την ισχύ του Κτηματολογικού Κανονισμού στην Δωδεκάνησο είναι κατά νόμο δυνατή η απόκτηση δικαιώματος "τεσσαρούφ" επί δημοσίου κτήματος όχι μόνο με παραχώρηση από το Κράτος (τον Κυβερνήτη ) αλλά και με δεκαετή εξουσίασή του, και μάλιστα χωρίς να είναι απαραίτητο, στη δεύτερη περίπτωση, να έχει αυτό παραχωρηθεί προηγουμένως σε ιδιώτη και να έχει καταγραφεί η σχετική πράξη στο κτηματολόγιο. Η δεκαετής όμως εξουσίαση, μετατραπείσα σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος με βάση την ρητή διάταξη του άρθρου 9 ν. 2100/1952, έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι την 10/1/1949, ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής του α.ν. 1539/1938 και για την περιοχή της Δωδεκανήσου, σύμφωνα με το Β.Δ/γμα της 31.12.48/10.1.49, διότι έκτοτε τα δημόσια κτήματα ήσαν ανεπίδεκτα νομής χρησικτησίας. Το δικαίωμα δε αυτό διηνεκούς εξουσιάσεως μετατράπηκε σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος με βάση την ρητή διάταξη του άρθρου 9 του ν.2100/1952. Εξ' άλλου, η κτήση δικαιώματος εξουσίασης (τεσσαρούφ) είναι δυνατή και μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογικού Κανονισμού και μάλιστα, όχι μόνο στις ήδη παραχωρηθείσες σε ιδιώτες εκτάσεις, κατά τη σύνταξη του Κτηματολογίου, αλλά και στις μη καταχωρηθείσες εκτάσεις (ΑΠ 162/1991 ΕλΔνη 34.329), όπως είναι οι εκτάσεις στην Δωδεκάνησο όπου δεν έλαβε χώρα κατάρτιση κτηματολογίου, όπως στην Κάρπαθο, αφού δεν υπήρχε λόγος να μη συνεχιστεί το ίδιο καθεστώς όπως και προηγουμένως. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 και 1198 ΑΚ για την απόκτηση κυριότητος επί ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι για κάποια νόμιμη αιτία μεταβιβάζεται η κυριότητα, υποκείμενη στον έγγραφο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που πρέπει να μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Τέλος, δάσος, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα άλλωστε και με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΛΧΝ'/1988 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 "περί δασικού κωδικός" και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979. Ειδικότερα κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 998/1979 "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρέτηση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" (άρθρο 3 παρ. 1) και ως "δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρέτηση μίαν ή περισσότερος των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών" (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασο-βιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή η θαμνώδης είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ' αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (ΑΕΔ 27/1999). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο, ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καίτοι ήταν εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των παραδοχών του, ή εφήρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που, με βάση τις ίδιες παραδοχές, δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Και κατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά, και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟlΑΠ 12-13/95). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση, ή στάθμιση, ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την εφαρμογή της εφαρμοσθείσης στην συγκεκριμένη περίπτωση ουσιαστικής διατάξεως, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο εδέχθη, ανελέγκτως, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ' αριθμ. .../12.6.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Καρπάθου Ηλία Λαδή, νόμιμα μεταγεγραμμένο στον τόμο ΙΕ και αριθμό ... στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καρπάθου, η Σ. σύζυγος Η. Λ. το γένος Ν. Χ. μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής κατά πλήρη κυριότητα στην θυγατέρα της ενάγουσα Ζ. Λ.-Δ. ένα αγροτικό ακίνητο έκτασης κατά νεότερη εμβαδομέτρηση 10.340 τ.μ., κείμενο στη θέση "Λαρνιώτισσα" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Καρπάθου, το οποίο κατά τον άνω τίτλο εντοπίζεται "κάτωθεν του δρόμου και προς την θάλασσαν, έως Ε. Χ. και μεγάλον βράχον (Ξέρη Πατέλας)". Επίσης, με το υπ' αριθμ. .../12.6.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένο στον τόμο ΙΕ και αριθμό ... στα ίδια βιβλία μεταγραφών, η Ε. Λ. το γένος Ν. Χ. μεταβίβασε λόγω δωρεάς κατά πλήρη κυριότητα στην εγγονή της ενάγουσα Ε. Δ. (θυγατέρα της Ζ. Λ.-Δ.) ένα αγροτικό ακίνητο έκτασης κατά νεότερη εμβαδομέτρηση 7.055 τ.μ., κείμενο στην ίδια θέση του Δήμου Καρπάθου, το οποίο κατά τον άνω τίτλο εντοπίζεται "άνωθεν του δρόμου, περιέχον ένα ελαιόδενδρο και στάβλον ερειπωμένον και άλωναν πλησίον Φ. Μ., Μ. Β. και Α. Ε.". Στην τελευταία, άμεση δικαιοπάροχο των εναγουσών (Ε. σύζυγο Η. Λ. το γένος Ν. Χ.) τα παραπάνω ακίνητα, που αποτελούσαν αρχικά ένα, ενιαίο αγρό, είχαν μεταβιβαστεί το έτος 1913 λόγω άτυπης προίκας, με το υπ' αριθμ. .../27.11.1913 προικοσύμφωνο, από τη μητέρα της Ζ. συζ. Ν. Χ. το γένος Ε. Μ., στην οποία είχε μεταβιβαστεί επίσης λόγω άτυπης προίκας οπό τον πατέρα της με το από 24.7.1837 προικοσύμφωνο συνταχθέντος προς τούτο του με επίκληση προσκομιζομένου σε φωτοαντίγραφα υπό ίδια ημεροχρονολογία (24.7.1837) ιδιωτικού εγγράφου. Η τελευταία (Ζ. συζ. Ν. Χ.) από την ανωτέρω ημεροχρονολογία 24.7.1837 νεμήθηκε το παραπάνω ενιαίο ακίνητο με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, ασκώντας επ' αυτού τις στη φύση του και τον προορισμό του ως καλλιεργήσιμου αγρού διακατοχικές πράξεις νομής. Συγκεκριμένα, η Ζ. Χ. το καλλιεργούσε η ίδια και για λογαριασμό της τα μέλη της οικογένειας της, όπως τα αδέλφια της αλλά και τρίτα πρόσωπα για λογαριασμό της όπως ο Π. Μ., με σιτάρι και κριθάρι, δίδοντας παράλληλα την άδεια σε κτηνοτρόφους της περιοχής να βοσκούν τα ζώα τους σε αυτό, όπως στο μάρτυρα απόδειξης και εν γένει το συντηρούσε και γενικά το επέβλεπε και το φρόντιζε με διάνοια αποκλειστικής κυρίας αυτού, μέχρι το έτος 1913 που το μεταβίβασε λόγω άτυπης προίκας στη θυγατέρα της Σ. Λ.. Η τελευταία έκτοτε τις ίδιες παραπάνω διακατοχικές πράξεις νομής, της άμεσης δικαιοπαρόχου μητέρας της, συνέχισε με διάνοια κυρίας μέχρι την 12.6.1984 που το μεταβίβασε κατά τα επιμέρους δυο διαιρετά τμήματα λόγω γονικής παροχής και δωρεάς στις ενάγουσες, Ζ. και Ε. Δ., θυγατέρα και εγγονή αυτής αντίστοιχα, δυνάμει των προμνημονευόμενων συμβολαίων. Μάλιστα, επειδή η Εκκλησιαστική επιτροπή προέβη αυθαίρετα και χωρίς δικαίωμα σε διαμόρφωση κατά το έτος 1969 εντός των ακινήτων των εναγουσών (ενιαίου τότε ακινήτου) μιας πλατείας για στάθμευση των αυτοκινήτων προσκυνητών εντός του ακινήτου παρακειμένου παρεκκλησίου της Παναγίας της Λαρνικιώτισσας, καθώς και σε κατασκευή οικίσκων για τοποθέτηση ηλεκτρογεννητριών ηλεκτροδότησης του παρεκκλησίου, -για τους οποίους παρά το γεγονός ότι η κατασκευή και τοποθέτηση έγινε μετά από προηγηθείσα προς την Σ. Λ. (άμεση δικαιοπάροχο εναγουσών) διαβεβαίωση των μελών της Εκκλησιαστικής Επιτροπής για τον προσωρινό τους χαρακτήρα, παρά ταύτα της εζήτησαν να καταβάλει ετήσιο μίσθωμα 500 δραχμών για το χώρο που τοποθετήθηκαν οι οικίσκοι- η Σ. Λ. άσκησε την από 26.9.1994 διεκδικητική αγωγή (από την οποία παραιτήθηκε στη συνέχεια). Παράλληλα απέστειλε και την από 17.6.2002 επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, όπου υπάγεται εκκλησιαστικά η Δωδεκάνησος, για τις ως άνω παράνομες και χωρίς δικαίωμα διαταρακτικές πράξεις της νομής της από την Εκκλησιαστική επιτροπή και εντεύθεν της υπ' αυτής προσβολής της κυριότητας της στο ανωτέρω ακίνητο της. Επιπλέον με την από 6.3.2002 αίτηση της προς το τμήμα Υποδομών και Τεχνικών Έργων Καρπάθου ζητούσε τη διακοπή των εργασιών περίφραξης στο ακίνητο της από μπετόν και τσιμεντόλιθους, υποβάλλοντας ταυτόχρονα στο Α.Τ. Καρπάθου τις από 9.3.2002 και 28.6.2002 μηνύσεις σε βάρος των ενεργούντων τις εργασίες αυτές. Ενόψει των ανωτέρω προέκυψε ότι το ανωτέρω ακίνητο ουδέποτε ξέφυγε από τη συνεχή επίβλεψη και επιτήρηση των ανωτέρω δικαιοπαρόχων των εναγουσών που ελάμβαναν πάντοτε τα κατάλληλα μέτρα έναντι των τρίτων για την προστασία της διάνοια κυρίου νομής επί του ακινήτου τους, το οποίο πάντοτε μνημονευόταν στους τίτλους των γύρωθεν αυτού ιδιωτικών ακινήτων ως όμορη ιδιοκτησία. Οι ενάγουσες από την 12.6.1984 που απέκτησαν τα ακίνητα τους συνέχισαν να νέμονται με διάνοια κυρίου, η καθεμία το επιμέρους τμήμα που απέκτησε κατά κυριότητα και δη το επέβλεπαν και γενικά το φρόντιζαν και το επιτηρούσαν και έτσι κατέστη η καθεμία κυρία του με τον παραπάνω παράγωγο τρόπο αφετέρου δε και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι έκτακτη χρησικτησία προσμετρώντας στο χρόνο νομής και το χρόνο νομής της άμεσης δικαιοπαρόχου τους Σ. Λ.. Η τελευταία κατά την 12.6.1984 που μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής και δωρεάς αντίστοιχα τα ακίνητα στις ενάγουσες, είχε καταστεί η ίδια κυρία των μεταβιβαζομένων ακινήτων, αφού τα νεμήθηκε με διάνοια κυρίου κατά τα προαναφερθέντα από το 1913 μέχρι και την 12.6.1984 ήτοι επί χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας (βλ. ΑΚ 1045). Είναι βέβαια γεγονός ότι μέσα στα ακίνητα αναπτύχθηκαν πεύκα, σχίνα και φρύγανα αυτό μόνο όμως το γεγονός δεν μπορεί, κατά την διάταξη του άρθρου 3 του ν. 998/1979, να χαρακτηρίσει τα εν λόγω ακίνητα ως δασική έκταση, όταν μάλιστα τα όμορα ακίνητα της όλης εδαφικής έκτασης που έχουν στην κυριότητα τους οι ενάγουσες είναι καλλιεργήσιμοι αγροί. Μετά ταύτα δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα της καταλυτικής, της αγωγής ένστασης του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου εκ του οποίου αντλεί το δικαίωμα παραχώρησης ο εναγόμενος Ιερός Ναός, περί ιδίας κυριότητας ως δημόσιας δασικής έκτασης και επομένως παρανόμως και χωρίς δικαίωμα ο εναγόμενος προέβη σε εκχέρσωση εδαφικών τμημάτων, ήτοι, α) τμήματος του άνω ακινήτου της ενάγουσας Ζ. Δ. έκτασης 4.060 τ.μ. που συνορεύει βορειοδυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, βορειοανατολικά με βράχο, ανατολικά με υπόλοιπο ακίνητο ενάγουσας και νοτιοδυτικά με αγροτική οδό πλάτους 5 μέτρων προς Πηγάδια και β) τμήματος του άνω ακινήτου της ενάγουσας Ε. Δ. έκτασης 4.150 τ.μ. που συνορεύει βορειοδυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, βορειοανατολικά με αγροτική οδό πλάτους 5 μέτρων προς Πηγάδια, νοτιοανατολικά με υπόλοιπο ακίνητο ενάγουσας και δυτικά με αγροτικό δρόμο. Τούτο δε καθόσον γαίες φύσης "εραζί-εμιριέ ή ερζί-μιρί", δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ) από της εποχής του τούρκου κατακτητή Σουλτάνου Σουλεϊμάν (1522 μ.χ.) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (26.4.1952) δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη "σπάθη και το δόρυ". Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως είναι η Κάρπαθος που δεν ήταν "δορυάλωτα" δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο τούρκος κατακτητής Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους "γαίες μούλκ". Άλλωστε και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι τα ως άνω ακίνητα μέρος των οποίων αποτελούν τα επίδικα εδαφικά τμήματα έχουν τα χαρακτηριστικά δημόσιας γαίας (εραζί-εμιριέ), η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών Σ. Λ., η οποία τα νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και τα καλλιεργούσε συνεχώς και αδιαταράκτως από τη 27.11.1913 μέχρι το έτος 1984 κατά τα προεκτιθέμενα του τα μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής και δωρεάς, στις ενάγουσες αντίστοιχα, δηλαδή τα καλλιεργούσε χρονικό διάστημα πλέον της δεκαετίας πριν τη 10.1.1949 που τέθηκε σε ισχύ στα Δωδεκάνησα ο α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", είχε αποκτήσει τη 10.1.1949 δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) έναντι του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το αρθρ. 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών. Ακολούθως με το άρθρο 9 του ν. 2100/1952 απέκτησε αυτοδικαίως χωρίς καμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα επ' αυτών (ακινήτων στην έκταση των οποίων συμπεριλαμβάνονται τα επίδικα τμήματα) και αποσβέστηκε το δικαίωμα ψιλής κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κράτους στη Δωδεκάνησο με το αρθρ. 1 του παραρτήματος XIV της από 20.2.1947 συνθήκης των Παρισίων μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το ν.δ. 423/1947." Ακολούθως, το Εφετείο, κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, έκρινε ότι οι ενάγουσες κατέστησαν κυρίες των επιδίκων ακινήτων, κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι διά της προς αυτούς μεταβιβάσεως της κυριότητος από την άμεση δικαιοπάροχο τους Σ. Λ. με τα στην απόφαση αναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα, νομίμως μεταγραφέντα, λόγω γονικής παροχής και δωρεάς (προς την πρώτη και την δεύτερη ενάγουσα αντίστοιχα), η οποία άμεση δικαιοπάροχος απέκτησε την επ' αυτών κυριότητα διά της συνεχούς νομής, ως καλλιεργησίμων εκτάσεων από του έτους 1913 μέχρι της γενομένης μεταβιβάσεως. Με αυτά που εδέχθη το Εφετείο και έτσι, όπως έκρινε, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση του νομίμου βάσεως, αφού εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα, κατά νόμο, των επιδίκων δικαιωμάτων κυριότητος των εναγουσών περιστατικά ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας των άνω ουσιαστικών διατάξεων, τις οποίες το Εφετείο ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, ούτε και κάποια άλλη ουσιαστική διάταξη. Ειδικότερα, εδέχθη ότι η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών Σ. Λ. βρισκόταν συνεχώς στη νομή και κατοχή των επιδίκων, που ήσαν, κατά τις σχετικές παραδοχές, καλλιεργήσιμοι αγροί και όχι δημόσια δασική έκταση, ήδη από του έτους 1913 μέχρι της προς τις εναγόμενες μεταβιβάσεως της κυριότητος με τα προαναφερόμενα συμβόλαια. Ειδικότερα, δεν υπάρχει ανεπάρκεια στην αιτιολογία ως προς την αποφατική περί της ιδιότητος των επιδίκων ως δασικών εκτάσεων δικανική κρίση, αφού το Εφετείο εδέχθη ότι τα επίδικα ήδη από του έτους 1913 ήσαν καλλιεργήσιμοι αγροί, από δε το σύνολο των παραδοχών, μεταξύ των οποίων και εκείνη κατά την οποία τα επίδικα γειτνιάζουν με ιδιωτικές εκτάσεις, προκύπτει ότι αυτά δεν ευρίσκονται σε περιοχή που έχει ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα το δασικό οικοσύστημα, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της εννοίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τους αριθμούς 1 και 19 αιτιάσεις που προβάλλονται με τον δεύτερο, τρίτο και πέμπτο λόγους αναιρέσεως, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, έως 341 και 346 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, τα οποία είναι χρήσιμα προς άμεση η έμμεση (με τεκμήρια) απόδειξη γεγονότων, που συγκροτούν ισχυρισμό λυσιτελή, δηλαδή που επιδρούν στο διατακτικό, παραδεκτό και νόμω βάσιμο ή ισχυρισμό περί αρχής εγγράφου αποδείξεως (ΟλΑΠ 11/1982). Και έχει μεν την υποχρέωση, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις και εκείνες του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, να αιτιολογήσει την απόφαση του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία και αξιολόγηση εκάστου αποδεικτικού μέσου, αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι προς σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως προσεκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι. Πάντως, η γενική αναφορά της λήψεως υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν με επίκληση, δεν αποκλείει την ίδρυση του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 11γ του ΚΠολΔ για κάποιο αποδεικτικό μέσο που έχει ουσιώδη σημασία για την έκβαση της δίκης, όταν από το περιεχόμενο της αποφάσεως δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη έγγραφα που το αναιρεσείον νομίμως προσεκόμισε και επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του στο Εφετείο μέχρι του πέρατος της συζητήσεως, μετά την οποία εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, η λήψη των οποίων θα επηρέαζε το διατακτικό της αποφάσεως υπέρ των απόψεων του, και ειδικότερα τις με αριθ. 29/13-2-1997 και 32/3-2-2003 εκθέσεις αυτοψίας του δασονόμου Καρπάθου, Γ. Δ., καθώς και την υπ' αριθ. 709/2003 έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου Α. Τ.. Από την στην προσβαλλομένη, όμως, απόφαση ενυπάρχουσα διαβεβαίωση, ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα νομίμως μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους προσκομισθέντα έγγραφα, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, συνεξετίμησε και τα προαναφερόμενα έγγραφα. Επομένως ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 559 αριθμ. 11γ ΚΠολΔ άνω λόγος αναιρέσεως (πρώτος κατά το πρώτο μέρος), είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" δε κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής κυρίας παρεμβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ 3/1997). Συνεπώς δεν είναι πράγματα με την πιο πάνω έννοια, η άρνηση της αγωγής και τα πάσης φύσεως πραγματικά επιχειρήματα που αντλούν οι διάδικοι από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, καθώς και η επίκληση των κανόνων δικαίου και τα νομικά επιχειρήματα. Ως "πράγματα" κατά την ανωτέρω έννοια είναι και οι λόγοι εφέσεως, εφ' όσον σε αυτούς περιέχονται αυτοτελείς ισχυρισμοί ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο, μέρος δεύτερο, λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν εξέτασε το σχετικό λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος για τον χαρακτήρα των επιδίκων εκτάσεων ως δάσος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν δάσος ως εκ του πράγματος, δεχόμενο ότι αυτές ήταν καλλιεργήσιμες και δεκτικές εξουσιάσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-10-2009 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 62/2009 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης: Πρώτος από 11γ και 8β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., 2ος, 3ος, 5ος από 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., 4ος από 1 και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 1241/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Β. θετού τέκνου Δ. Π. και φυσικού τέκνου Δ. Λ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Καραΐσκο, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Γ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρύσανθο Γκλαβά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/2/2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 48/2007 και 47/2008 του ιδίου Δικαστηρίου, και 223/2010 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24/1/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 28/2/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η οριζόμενη από το Δικαστήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 383 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμία προς σύνταξη και κατάθεση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης δεν είναι ανατρεπτική, και επομένως και η μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής σύνταξη και εγχείριση της πραγματογνωμοσύνης δεν συνεπάγεται την ακυρότητά της. Περαιτέρω, η έλλειψη ενός από τα στοιχεία της εκθέσεως που αναφέρονται στο άρθρο 117 αριθμ. 4 ΚΠολΔ δεν επιφέρει την ακυρότητα της εκθέσεως παρά μόνο με την συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 159 περ. γ' ΚΠολΔ, ενώ από καμία διάταξη δεν προβλέπεται ακυρότητα της διαδικαστικής πράξεως της ορκίσεως του διορισθέντος πραγματογνώμονα επειδή αυτή έγινε κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών ή διότι ορίσθηκε ημέρα και ώρα για την ορκοδοσία εντός της ιδίας περιόδου από τον μη υπηρετούντα στο Τμήμα Δικαστικών Διακοπών του Πρωτοδικείου Εισηγητή ή διότι αυτή έγινε εντός της ιδίας περιόδου ενώπιον του διορισθέντος Δικαστή, ως αντικαταστάτη του τελευταίου. Τέλος, με βάση την από τη διάταξη του άρθρου 108 ΚΠολΔ θεσπιζόμενη αρχή της προωθήσεως της δίκης από το ένα στάδιο στο άλλο με πρωτοβουλία των διαδίκων, απαγορεύεται, με την ποινή της ακυρότητας, η επίσπευση της συζητήσεως της υποθέσεως όταν δεν υπάρχει νόμιμη στάση δίκης, όπως όταν η υπόθεση ευρίσκεται στο στάδιο της διεξαγωγής των αποδείξεων και δεν είναι ώριμη προς περαιτέρω συζήτηση, όχι όμως και η από τον επιμελέστερο εκ των διαδίκων διενέργεια διαδικαστικών πράξεων στα πλαίσια των διατασσομένων από μια παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και εκείνη δια της οποίας διατάσσεται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά το άρθρο 270 αρ. 4 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή δεν αντιβαίνει στην προαναφερόμενη αρχή η υπό του διαδίκου υποβολή αιτήσεως προς τον Εισηγητή για τον ορισμό τόπου και χρόνου της δόσεως του όρκου από τον πραγματογνώμονα προκειμένου να επακολουθήσει η διεξαγωγή της, κατά τα διατασσόμενα από την ως άνω απόφαση, αφού δεν επισπεύδεται η συζήτηση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της εφέσεως της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 47/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, δια της οποίας απερρίφθη ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η αγωγή της με την οποία εζήτησε την αναγνώριση της ακυρότητος της από 7/5/1992 ιδιόγραφης διαθήκης του Δ. Π., αυτή με λόγο εφέσεως επανέφερε προς κρίση ενώπιον του Εφετείου τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί ακυρότητος της διενεργηθείσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 270 αρ. 4 ΚΠολΔ, πραγματογνώμονα Ι. Μ., διότι α) η υπό του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου υποβολή της από 23/8/2004 αιτήσεως προς την Εισηγήτρια Κων/να Φλετάρη για τον προσδιορισμό τόπου και χρόνου για την όρκιση του πραγματογνώμονας έγινε κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών και σε χρόνο που δεν υπήρχε στάδιο δίκης, β) η εν λόγω Εισηγήτρια που όρισε τόπο και χρόνο για την όρκιση του πραγματογνώμονος, κατά τον χρόνο του εν λόγω προσδιορισμού, που ενέπιπτε στο χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών, δεν υπηρετούσε στο τμήμα αυτό και η πράξη ορισμού τόπου και χρόνου για την όρκιση (31/8/2004) δεν έφερε την υπογραφή της, γ) η όρκιση του πραγματογνώμονα έγινε ενώπιον της πρωτοδίκου Άννας Κουσιοπούλου, που αντικατέστησε την ορισθείσα ως άνω Εισηγήτρια, χωρίς να υπάρχει πράξη αντικαταστάσεως από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου, και δ) η κατάθεση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης στην Γραμματεία του δικαστηρίου που τον διόρισε έγινε μετά την πάροδο της ταχθείσης σχετικής προθεσμίας. Όλοι, όμως, οι προβληθέντες ως άνω υπό στοιχ. α', β', και δ' λόγοι ακυρότητος της διαδικαστικής πράξεως της ορκίσεως του πραγματογνώμονα, εντεύθεν δε και της διενεργηθείσης από αυτόν πραγματογνωμοσύνης είναι μη νόμιμοι, το δε Εφετείο που έκρινε ομοίως δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, εδέχθη δε και το Εφετείο, είχε εκδοθεί η υπ' αριθμ. 449/2004 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Λαμίας Αλεξάνδρας Μπέλμπα περί αντικαταστάσεως της Εισηγήτριας, που ευρίσκετο σε διακοπές, από την υπηρετούσα στο ίδιο Πρωτοδικείο Πρωτοδίκη Άννα Κουσιοπούλου, ενώπιον της οποίας εδόθη ο όρκος του πραγματογνώμονα. Επομένως, το Εφετείο που δεν εκήρυξε άκυρη την διαδικαστική πράξη της ορκοδοσίας, για τον υπό στοιχ. γ' ως άνω αναφερόμενο λόγο, δεν υπέπεσε στην ίδια αμέσως ανωτέρω πλημμέλεια, και η περί του αντιθέτου από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβαλλόμενη αιτίαση που περιλαμβάνεται στον ίδιο, δεύτερο, λόγο αναιρέσεως, όπως εκτιμάται, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, η με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβαλλόμενη αιτίαση και από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι για εσφαλμένη παραβίαση των ως άνω δικονομικών διατάξεων, είναι απαράδεκτη, αφού, ο αναιρετικός λόγος από την τελευταία αυτή διάταξη ιδρύεται μόνο όταν παραβιάζεται κανόνας ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου, όπως είναι οι προαναφερθείσες διατάξεις. ΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (αρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-1-2011 αίτηση της Β. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 223/2010 απόφασης του Εφετείου Λαμίας. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η πραγματογνωμοσύνη δεν είναι άκυρη επειδή η όρκιση του πραγματογνώμονα έγινε κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ενώπιον του εισηγητή ο οποίος δεν υπηρετούσε στο τμήμα διακοπών, ή (και) επειδή η κατάθεση της εκθέσεως του πραγματογνώμονα έγινε μετά την παρέλευση της προθεσμίας που είχε τάξει το δικαστήριο. Επικυρώνει Εφ.Λαμ. 223/2010.
Προθεσμία
Πραγματογνωμοσύνη, Προθεσμία.
0
Αριθμός 1243/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Β. Δ. του Ν., συζ. Μ. Ε., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κλικίζο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Δ. του Ν., συζ. Φ. Λ., κατοίκου ..., και 2) Ε. Δ. του Ν. . Η 1η παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Λεπίδα και η 2η δεν παραστάθηκε, διότι όπως αναφέρεται στην από 19/4/2011 κλήση απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: 1) Β. Ζ. του Π., 2) Π. Ζ. του Β., και 3) Ν. Ζ. του Β., κατοίκους ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Ο Β. Ζ., ατομικά και ως ασκών τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων του Π. και Ν., παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/1/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 76/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 967/2007 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15/1/2008 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από την από 10/9/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επ. ΑΚ κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 του ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται σε συμβάσεις και όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες. Σκοπείται, δηλαδή, η ανεύρεση της υποκειμενικής άποψης του διαθέτη, χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια υπό την οποία θα αντιλαμβάνονταν τη βούλησή του οι τρίτοι, κατά την συναλλακτική καλή πίστη. Προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνο εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης, ήτοι ότι δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της διαθήκης η έννοια της βούλησης του διαθέτη, είτε γιατί αυτή δεν εκφράστηκε με σαφήνεια, δημιουργώντας έτσι αντίστοιχη αμφιβολία, είτε γιατί η ίδια εκφράστηκε ατελώς, παρουσιάζοντας έτσι αντίστοιχο κενό. Τόσο η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση του διαθέτη, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση για την αληθινή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο τον Αρείου Πάγου. Αντίθετα, ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ανωτέρω ερμηνευτικών κανόνων όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρότι αμέσως ή εμμέσως διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στη διαθήκη, δεν προσέφυγε σε ερμηνεία της, ή, αν και προσέφυγε σε ερμηνεία της, δεν αναζήτησε, ακόμη και λαμβάνοντας στοιχεία εκτός της διαθήκης, την αληθινή βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική του άποψη, αλλά ερμήνευσε τη βούληση του διαθέτη όπως αντικειμενικά, κατά την συναλλακτική καλή πίστη, την εκλαμβάνουν οι τρίτοι (ΑΠ 96/2010, ΑΠ 1262/2008, ΑΠ 865/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με το επικαλούμενο με την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων δικαίωμα συγκυριότητας επί του υπό διανομήν κοινού ακινήτου: Ο πατέρας των διαδίκων Ν. Δ., ο οποίος απεβίωσε στις 7-4-1976, ήταν κύριος, νομέας και κάτοχος ενός ακινήτου, έκτασης 4.276 τμ, που βρίσκεται στη θέση "..." του χωριού ... και συνορεύει (...). Στο ανατολικό τμήμα αυτού του ακινήτου, προς την κοινοτική οδό, ο Ν. Δ. είχε κατασκευάσει οικία, και το τμήμα αυτό, έκτασης 600 τμ, διαχώρισε από την υπόλοιπη έκταση με φράκτη. Έτσι, ο Ν. Δ. διαχώρισε το όλο ακίνητο των 4.276 τμ σε δύο επί μέρους τμήματα, ένα 600 τμ, στο οποίο βρισκόταν η οικία του, και ένα 3.676 τμ και κατά νεότερη καταμέτρηση 3.655,63 τμ, το οποίο χρησιμοποιούσε ως δενδροπερίβολο και αποτελεί το επίδικο στην παρούσα δίκη. Περαιτέρω, ο Ν. Δ. διατύπωσε την τελευταία του θέληση στην .../2-1-1976 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Ερινεού Δημητρίου Μερτικά, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα 135/2-6-1976 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Στη διαθήκη αυτή όρισε, εκτός των άλλων, που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση, και τα εξής: Α) "Ονομάζω και εγκαθιστώ κληρονόμους μου της μετά το θάνατο μου ευρεθησομένης κινητής και ακίνητης περιουσίας μου τα τέκνα μου: 1) Β. Δ., 2) Μ. Δ., 3) Ε. Δ. και τη σύζυγο μου Α. ... Εις τη θυγατέρα μου Β. (εναγομένη) αφήνω το ανατολικό μέρος της οικίας μου της ευρισκομένης εντός του χωρίου ... και τα δύο δωμάτια μετά της περιοχής της και β) εν περιβόλιον εκτάσεως 100 τμ κείμενον εις την ιδίαν περιφέρειαν και εντός του χωρίου .... Εις την θυγατέρα μου Μ. (πρώτη ενάγουσα) αφήνω: α) εν δωμάτιο εκ της άνω οικίας και δη προς το δυτικόν μέρος ... γ) αγρόν εκτάσεως 100 τμ κείμενον εντός του χωρίου ... και δη προς δυσμάς... Εις την θυγατέρα μου Ε. (δεύτερη ενάγουσα) αφήνω: α) εν δωμάτιο μετά της κουζίνας εκ της άνω οικίας της κειμένης εντός του χωρίου ..., γ) αγρόν εκτάσεως 100 τμ, κείμενον εντός του χωρίου ... ... Εις την σύζυγόν μου Α. αφήνω μίαν σταφιδάμπελο, εκτάσεως 4 στρεμμάτων εις την θέσιν "..." ... και το δικαίωμα οικήσεως εφ' όρου ζωής της εν τη άνω εν ... οικίαν μου ...". Από το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων της διαθήκης του πατέρα των διαδίκων Ν. Δ. συνάγεται ότι από το πιο πάνω ακίνητο των 4.276 τμ, αυτός διέθεσε μόνον το διακεκριμένο τμήμα των 600 τμ (ανατολικό), στο οποίο βρισκόταν η οικία του και διαχωρίζεται από την υπόλοιπη έκταση με φράκτη, το οποίο και κατέλιπε στην εναγομένη. Για το υπόλοιπο, επίσης διακεκριμένο, τμήμα των 3.655,63 τμ (δυτικό) δεν περιέχεται διάταξη στη διαθήκη και συνεπώς γι' αυτό εχώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Κατά το χρόνο του θανάτου του ο Ν. Δ. άφησε πλησιέστερες συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, για την περιουσία του που δε διέθεσε με τη διαθήκη του, τη σύζυγο του Α. χήρα Ν. Δ., το γένος Ε. Τ., και τις κόρες του, κατά ποσοστό 1/4 ή 2/8 εξ αδιαιρέτου την καθεμία. Στη συνέχεια, η μητέρα των ανήλικων τότε διαδίκων Α. χήρα Ν. Δ., ενεργώντας για τον εαυτό της αλλά και ως επίτροπος αυτών, προέβη σε αποδοχή της κληρονομίας του Ν. Δ. που δε διατέθηκε με την πιο πάνω διαθήκη του δυνάμει της .../29-10-1976 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αιγίου Ιωάννη-Ευθυμίου Γεροντίνη, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επίσης, με τις ..., ... και .../21-12-1976 πράξεις αποδοχής κληρονομίας του ίδιου παραπάνω συμβολαιογράφου η Α. χήρα Ν. Δ. αποδέχθηκε, για λογαριασμό των διαδίκων, την κληρονομία του Ν. Δ. που περιήλθε σ' αυτές δυνάμει της .../1976 δημόσιας διαθήκης του, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται το ακίνητο (δενδροπερίβολο) των 3.655,63 τμ, που βρίσκεται δυτικά της οικίας του. Περαιτέρω, οι διάδικοι, μετά την ενηλικίωσή τους, προέβησαν και πάλι, μαζί με τη μητέρα τους, σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας του πατέρα τους που δεν διατέθηκε με την προαναφερόμενη διαθήκη του, δυνάμει της .../31-8-1987 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αιγίου Γεωργίου Γεωργόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Στην τελευταία δήλωση οι διάδικοι (ενάγουσες-εναγομένη), συμπληρώνοντας τις δηλώσεις αποδοχής του έτους 1976, περιγράφουν τα συγκεκριμένα ακίνητα του Ν. Δ. για τα οποία εχώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, που αναφέρουν ότι συνορεύει με οικία του πατέρα τους. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ο Ν. Δ., διατυπώνοντας την τελευταία του θέληση σε δημόσια διαθήκη, διαχώρισε το αρχικό ακίνητο του των 4.276 τμ σε δύο επί μέρους τμήματα, όπως ήταν και στην πραγματικότητα διαχωρισμένα μεταξύ τους με φράκτη, από τα οποία το ανατολικό, 600 τμ, στο οποίο βρίσκεται και η οικία του, κατέλιπε στην εναγομένη και το δυτικό (επίδικο δενδροπερίβολο) το άφησε αδιάθετο και περιήλθε στις κόρες του και τη σύζυγό του κατά ποσοστό 1/4 ή 2/8 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία. Από τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται δεν αποδεικνύεται ότι η πραγματική θέληση του διαθέτη Ν. Δ. ήταν να περιέλθει το επίδικο, μαζί με το τμήμα που βρίσκεται η οικία του, στην εναγομένη ως ενιαίο ακίνητο, όπως η τελευταία αβάσιμα υποστηρίζει. Εάν αυτό συνέβαινε, τότε η μητέρα των διαδίκων ασφαλώς θα αποδεχόταν και το επίδικο για λογαριασμό της ανήλικης τότε εναγομένης το έτος 1976, όπως έπραξε με τα υπόλοιπα ακίνητα που της κατέλιπε ο διαθέτης πατέρας της. Εξάλλου, η ίδια η εναγομένη, ενήλικη πλέον και όχι εκπροσωπούμενη από τη μητέρα της, προέβη, όπως εκτέθηκε και πιο πάνω, μαζί με τις ενάγουσες αδελφές της και τη μητέρα της, στη .../1987 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, με την οποία αποδέχεται το επίδικο κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και όχι ως αποκλειστική κληρονόμος, ενώ προς απόκρουση άλλης (από 6-4-1998) αγωγής των εναγουσών εναντίον της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου ισχυρίστηκε με τις προτάσεις της ότι το επίδικο ανήκει στη συγκυριότητα αυτής και των εναγουσών, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, ομολογία την οποία στη συνέχεια ανακάλεσε, επικαλούμενη ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχεται ότι η μητέρα των διαδίκων Α. χήρα Ν. Δ. με το .../25-9-2003 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πατρών Παναγιώτας Αρβανίτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στις ενάγουσες θυγατέρες της, κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, το 1/4 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, που είχε περιέλθει σ' αυτή, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του συζύγου της. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η μητέρα της Α. χήρα Ν. Δ. δεν ήταν συγκυρία του επιδίκου κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου, όπως αυτό κρίθηκε με την 86/1999 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου. Με την τελευταία απόφαση όμως, η οποία σημειώνεται ότι δεν προκύπτει εάν έχει καταστεί ή όχι τελεσίδικη, αναγνωρίστηκε, κατόπιν ομολογίας της τότε εναγομένης, μητέρας των διαδίκων, η αποκλειστική κυριότητα καθεμιάς από τις τότε και τώρα ενάγουσες επί ενός οικοπέδου έκτασης 1.150 τ.μ στη θέση "..." ... και όχι η μη ύπαρξη δικαιώματος συγκυριότητας της μητέρας των διαδίκων επί του επιδίκου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι οι ενάγουσες-αναιρεσίβλητες κατέστησαν συγκυρίες του επίδικου κοινού ακινήτου κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου η καθεμία και ειδικότερα κατά 2/8 εξ αδιαιρέτου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πατέρα τους Ν. Δ. και κατά 1/8 λόγω γονικής παροχής της μητέρας τους και η εναγομένη αντίστοιχα συγκυρία κατά 2/8 εξ αδιαιρέτου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα της και εν συνεχεία δέχθηκε και κατ' ουσίαν την ένδικη αγωγή διανομής του ως άνω κοινού ακινήτου, απορρίπτοντας την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατ' εκτίμησή του, προβάλλει ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ.β' ΚΠολΔ, διότι, ενώ διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στην ανωτέρω διαθήκη του πατέρα της αναφορικά με τη διάταξή της που αφορά το πρώτο ακίνητο (οικία με την περιοχή της) που της κατέλιπε, δεν προσέφυγε στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ, για την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη ως προς την ταυτότητα του ακινήτου αυτού, στο οποίο, κατά την άποψή της, περιλαμβάνεται και το επίδικο. Όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες σχετικές με την ως άνω διαθήκη παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από την παράθεση επιχειρημάτων και τη χρησιμοποίηση στοιχείων έξω από τη διαθήκη, όπως οι προαναφερόμενες δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας (για τη στήριξη της κρίσης ότι ο διαθέτης από το πιο πάνω ακίνητο των 4.276 τμ, διέθεσε μόνον το διακεκριμένο τμήμα των 600 τμ, στο οποίο βρισκόταν η οικία του), το Εφετείο δέχεται εμμέσως αλλά σαφώς την ύπαρξη ασάφειας και εντεύθεν αμφιβολίας ως προς την έννοια της βούλησης του διαθέτη αναφορικά με την ταυτότητα του πρώτου ακινήτου "οικία με την περιοχή της" που κατέλιπε στην αναιρεσείουσα και παρόλα αυτά δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 173 και 1781 επ. του ΑΚ για την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη ως προς τον κρίσιμο όρο "περιοχή της οικίας" κατά την υποκειμενική του άποψη, χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια υπό την οποία θα αντιλαμβάνονταν τη βούλησή του οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη. Επομένως ο εξεταζόμενος πρώτος, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ., λόγος του αναιρετηρίου είναι βάσιμος. ΙΙ. Κατ' ακολουθίαν και κατά παραδοχήν του ως άνω λόγου, μετά την οποία παρέλκει η έρευνα των λοιπών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580§3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 967/2007 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερμηνεία διαθήκης. Αναζητείται μόνο η αληθής βούληση του διαθέτη, κατ' αρθρ. 173 ΑΚ. Μη εφαρμογή των κριτηρίων που αρθρ. 200 του ΑΚ. Αναιρετικός έλεγχος κατ' άρθρ. 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ. Αναιρεί Εφ.Πατρ. 967/2007.
Ερμηνεία βούλησης διαθέτη
Ερμηνεία βούλησης διαθέτη.
0
Αριθμός 1240/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Φ. Σ. του Π., συζ. Ι. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Κατσαούνο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Ζ. ή Δ. του Π., συζ. Γ. Δ. και 2) Κ. Α. του Μ., συζ. Π. Δ. ή Ζ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Νικολακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/2/2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 9/1/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Μυτιλήνης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 70/2003 μη οριστική, 61/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 149/2004 μη οριστική και 54/2008 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Την αναίρεση των αποφάσεων 54/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, 61/2005 και 70/2003 του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8/7/2008 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 24/10/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης ακυρώσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 553 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου, αφού, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν η έφεση απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή (Ολ.ΑΠ 40/1996, Ολ.ΑΠ 16/1990). Η κρινόμενη, επομένως, αίτηση αναίρεσης, καθόσον απευθύνεται κατά των 709/2003 και 61/2005 οριστικών αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης, η κατά των οποίων έφεση, μετά από εξέταση της ουσίας, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 54/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, που δίκασε ως Εφετείο, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Κατά το άρθρο 560 αριθ.3 Κ.ΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχθηκε ότι είναι αρμόδιο. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως ιδρύεται μόνον, όταν υπάρχει σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας αναφερόμενο σε παραδοχή καθ' ύλην αρμοδιότητας ή αναρμοδιότητας αυτού του ιδίου. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός όταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε το Εφετείο, επιλαμβανόμενο εφέσεως, που υπάγεται, κατά το άρθρο 18 παρ.2 του ΚΠολΔ, στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του δεν ασχολείται αυτεπαγγέλτως ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση δεν ήταν αρμόδιο καθ' ύλην (Ολ.ΑΠ 30/1995, 3/1991). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθ.3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια αφού στην ένδικη περίπτωση αναφορικά με την αγωγή της αναιρεσείουσας και σε ό,τι έχει σχέση με την πρώτη επικουρική βάση, ήτοι την αναγνώριση δουλείας παραθύρου και την προσβολή αυτής με την κατασκευή πέρκουλας σε επαφή με αυτό και την άρση της εν λόγω προσβολής, καθώς επίσης και σε ό,τι έχει σχέση με τη δεύτερη επικουρική βάση, της αρνητικής κυριότητας αγωγής, ήτοι την αναγνώριση της κυριότητας αγωγής, ήτοι την αναγνώριση της κυριότητάς της της οικίας της, που αναφέρει σ'αυτήν και την προστασία αυτής με την άρση της προσβολής, με την απομάκρυνση του παρτεριού, προς το σκοπό άρσεως της υγρασίας, σε καμία περίπτωση δεν ήταν αρμόδιο προς εκδίκαση των διαφορών τούτων, το Ειρηνοδικείο, δεδομένου ότι αρμόδιο προς εκδίκαση των διαφορών τούτων, το Ειρηνοδικείο, δεδομένου ότι, αρμόδιο σε περίπτωση ασκήσεως αρνητικής, αγωγής προστασίας της κυριότητας ακινήτου αλλά και της δουλείας υπέρ και σε βάρος ακινήτου, είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, λόγω αδυναμίας χρηματικής αποτίμησης του αντικειμένου τούτου κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 18 του ΚΠολΔ. έπρεπε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο να απόσχει της εκδίκασης των βάσεων τούτων και να παραπέμψει την αγωγή της κατά τα σκέλη αυτά στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, ενώ το ίδιο επίσης έπρεπε να κάνει και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και να παραπέμψει την αγωγή της για την εκδίκαση των επικουρικών τούτων βάσεων στο αρμόδιο προς τούτο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Έτσι, παραβιάστηκαν και δεν εφαρμόστηκαν οι περί καθ' ύλην αρμοδιότητας διατάξεις και ειδικότερα του άρθρου 18 του ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, σύμφωνα με τα όσα έχουν προεκτεθεί το αποδιδόμενο στο Εφετείο σφάλμα, αφού δεν αναφέρεται, σε καθ' ύλην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα αυτού του ιδίου, δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τον αριθ.5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Η αρνητική δουλεία παραθύρων ( βλ. άρθρα 1118 και 1120 ΑΚ), η οποία υπάρχει όταν κάποιος έχει παράθυρα επί του ιδίου αυτού τοίχου, συνίσταται στο δικαίωμα του δεσπόζοντος να έχει θέα, άποψη ή φως στο δουλεύον κατά τρόπο που να εμποδίζει τον κύριο του δουλεύοντος να οικοδομήσει ή να προβεί σε άλλες κατασκευές επί του ακινήτου αυτού, παρεμποδίζοντας τη θέα ή τον φωτισμό. Η τοιαύτη δουλεία απαγορεύεται να συσταθεί καθοιονδήποτε τρόπο μετά την έναρξη ισχύος (1-12-1955) του από 9.5.1955 Βδ/τος "περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους (ΓΟΚ) σύμφωνα με το άρθρο 75 αυτού. Εξάλλου όπως προκύπτει από τις διατάξεις του ν. 3,5, 16 και 17 πρ. και 1 και 2 πανδ. (8.2) και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1123 ΑΚ επί αρνητικών δουλειών η νομή για έκτακτη χρησικτησία αρχίζει από τότε που ο κύριος του δεσπόζοντος απαγόρευσε στον κύριο του δουλεύοντος την πράξη της οποίας η παράλειψη αποτελεί περιεχόμενο της δουλείας (ως το προϊσχύσαν δίκαιο βλ. ΑΠ 10/1940, Θέμις ΝΑ 298). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 18.02.2002 και αρ. εκθ κατάθ. 22/2002 αγωγή της, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα Φ. Σ. ισχυρίσθηκε ότι είναι νομέας, κυρία και κάτοχος ενός οικοπέδου, μετά της υπάρχουσας επ' αυτού οικίας, εμβαδού 100 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στη συνοικία των ..., στη Μυτιλήνη, επί της οδού ... αρ. 15 και συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία Κ., δυτικά με ιδιοκτησία της καθής, βόρεια με δημοτική οδό ... και νότια με ιδιοκτησία Σ.. Ότι απέκτησε την κυριότητα του οικοπέδου αυτού από τον πατέρα της, ο οποίος ήταν κύριος αυτού και δυνάμει του υπ' αρ. .../1997 προικοσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Σάββα Σαμαρίδη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μυτιλήνης, στον τόμο ... με αύξ. αριθμό 161. Ότι η πρώτη εναγομένη είναι ψιλή κυρία και οι λοιποί εναγόμενοι επικαρπωτές κατά ποσοστό ΛΑ εξ αδιαιρέτου ο καθένας του οικοπέδου, μετά της υπάρχουσας επ' αυτού οικίας, που βρίσκεται δυτικά της ως άνω ιδιοκτησίας της, στην απόληξη της ανωτέρω δημοτικής οδού κι έχει εμβαδό 100 τ.μ. περίπου. Ότι οι αναιρεσίβλητες προ έτους περίπου και συγκεκριμένα στις 25 Ιανουαρίου 2001, κατασκεύασαν ξύλινο κεραμοσκεπές στέγαστρο (πέρκουλα) διαστάσεων 3,10μ πλάτους επί 2.80μ μήκους, σε επαφή με το πρόσωπο της οικίας τους. αλλά. και σε επαφή και επί μήκους 2,80μ με το βόρειο τοίχο της οικίας της, που αποτελεί και το πρόσωπο (ο βόρειος τοίχος είναι το πρόσωπο της οικίας της) αποκόβοντας έτσι εντελώς το φως και τη θέα του εκεί παραθύρου που βρίσκεται στο ισόγειο και στη ΒΔ γωνία του ακινήτου της, σε απόσταση 1μ περίπου από αυτήν (ΒΔ γωνία)και σε ύψος 1 μ περίπου από το έδαφος, διαστάσεων 0,8μ Χ 1,10 μ. Επειδή , η οικία αυτή υφίσταται τουλάχιστον από το 1920 και ειδικότερα το ως άνω παράθυρο το οποίο έχει στερηθεί το φως και τη θέα από το ξύλινο κεραμοσκεπές στέγαστρο, υφίσταται από το 1920 (από το χρόνο κατασκευής αυτής) χρησιμοποιείται με καλή πίστη και οιονεί νομή- διάνοια δικαιούχου δουλείας παραθύρου φωτισμού και θέας επί συνεχή χρόνο άνω των 80 ετών συνολικά από αυτήν και από τους δικαιοπάροχους της, (ήτοι τους Δ. ή Κ. θυγατέρα Ν. Σ., τους μετέπειτα αυτής κληρονόμους με διαθήκη, Β. Σ.. Μ. Κ. και Μ. Ζ., τους μετέπειτα κληρονόμων αυτών, Α. Σ.- Π. και Ε. Σ.- Κ., σύμφωνα με την .../1957 αποδοχή κληρονομιάς του τότε συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Σάββα Σαμαρίδη και στη συνέχεια από τον άμεσο δικαιοπάροχό τους Π. Σ.) με την έννοια αυτή και το σκοπό αυτό, δηλαδή ως παράθυρο που λειτουργεί ως μέσο φωτισμού του εσωτερικού της οικίας της, αλλά και για τη θέα αυτών που χρησιμοποιούν το χώρο της οικίας της προς την πλευρά αυτή συνέχεια και αδιάλειπτα χωρίς καμία ενόχληση, διαμαρτυρία ή παρεμπόδιση σε πλήρη γνώση, αποδοχή και συναίνεση των εναγομένων και όλων των προκτητόρων αυτής από το 1920 και μετά, ώστε κατά συνέπεια έχει συσταθεί δουλεία παραθύρου, με επιπλέον περιεχόμενο την δουλεία θέας και φωτισμού των διαμενόντων στην οικία τούτη, σε βάρος του ακινήτου των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων ζήτησε ακολούθως η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα μεταξύ άλλων και την αναγνώριση του δικαιώματος δουλείας παραθύρου και την άρση της προσβολής αυτής. Η αγωγή αυτή, που φέρει τον χαρακτήρα της ομολογήσεως δουλείας (άρθρο 1132 ΑΚ), είναι μη νόμιμη και τούτο, διότι η οιονεί νομή δουλείας παραθύρου για την επικαλουμένη έκτακτη χρησικτησίας αρχίζει μόλις το 2001, οπότε οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι κατασκεύασαν επί του δουλεύοντος ακινήτου τους το ξύλινο κεραμοσκεπές κατασκεύασμα, που παρεμποδίζει τη θέα και το φωτισμό του ως άνω παραθύρου της αναιρεσείουσας και έτσι δεν έχει συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος χρησικτησίας των 30 ετών κατά το προϊσχύσαν βυζ. δίκαιο ως και των 20 ετών υπό την ισχύ του ΑΚ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, κρίνοντας μη νόμιμη την αγωγή ομολογήσεως δουλείας αν και με διάφορη από την ως άνω αιτιολογία, ορθά κατ'αποτέλεσμα έκρινε και επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται η από τον αριθ.560 αριθ.1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο , που δίκασε ως Εφετείο, απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή ομολογήσεως δουλείας ως μη νόμιμη, παρεβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και τις διατάξεις των άρθρων 64 και 65 Εισ. Ν ΑΚ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας επί ακινήτου του άμεσου δικαιοπαρόχου στερείται εννόμων συνεπειών, εκτός εάν ο εναγόμενος επί διεκδικητικής αγωγής, ερειδομένης επί παραγώγου τρόπου κτήσεως της κυριότητας του διεκδικούμενου ακινήτου, με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως, ήθελε αμφισβητήσει την επί του επιδίκου κυριότητα του άμεσου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται με τις ίδιες προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως, κατ' επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ., συμπλήρωση της αγωγής, να καθορίσει τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του αν υπάρξει ανάγκη και των απωτέρων μέχρι πρωτότυπου τρόπου κτήσεως κυριότητας. Η παράλειψη του ενάγοντος να καθορίσει είτε καθ' υποφοράν με την αγωγή, είτε κατά τα ως άνω, τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από ένα από τους δικαιοπαρόχους του (άμεσο ή απωτέρους του) καθιστά την αγωγή αόριστη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, διότι, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο, δεν απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή κυριότητας των αναιρεσιβλήτων λόγω νομικής αοριστίας. Η παράβαση αυτή, συντελέστηκε κατά την εναγόμενη-αναιρεσείουσα, επειδή κρίθηκε ορισμένη η ένδικη αγωγή, που στηριζόταν μόνο σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας του επιδίκου και παρότι η ίδια στην έφεσή της, αμφισβήτησε την κτήση της κυριότητας από τους ενάγοντες- αναιρεσίβλητους και τους δικαιοπαρόχους τους, οι τελευταίοι δεν συμπλήρωσαν, όπως όφειλαν την αγωγή, με την επίκληση πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας στα πρόσωπα των δικαιοπαρόχων τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η αμφισβήτηση της κυριότητας των δικαιοπαρόχων των εναγουσών, που δεν έγινε πρωτοδίκως, αλλά με λόγο έφεσης στερείται εννόμων συνεπειών και δε καθιστά την αγωγή αόριστη σε περίπτωση μη συμπλήρωσης της κατά τα ανωτέρω ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η ηττωμένη αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-7-2008 αίτηση της Φ. Σ. για αναίρεση της 54/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, που δίκασε ως Εφετείο καθώς και των 70/2003 και 61/2005 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή ομολογήσεως δουλείας και αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου. Λόγοι αναίρεσης: 1ος από αριθ. 3 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., 2ος από αριθ. 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., 3ος από αριθ. 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ.
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα, Δουλεία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1238/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Ν. Λ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Καρίπογλου, περί αναιρέσεως της 2257, 2330/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με Πολιτικώς ενάγουσα την Σ. Σ., η οποία εμφανίστηκε στο ακροατήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 306/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, την πολιτικώς ενάγουσα και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β' , 9Α, 19 παρ. 1 και 3 και 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος, "ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει... Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997, "Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, "όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις"... Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α' , β' , γ' , δ' , ε' και ι' του αυτού νόμου για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) "Ευαίσθητα δεδομένα", τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 άρθρου 18 του Ν. 3471/2006 και στη συνέχεια με την παρ. 3 άρθρ. 8 του Ν. 3625/2007, ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις, όπου, ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή). γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) "αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), είναι σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο (κατά τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 18 του Ν. 3471/2006, με την οποία αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό, κατά την έννοια του νόμου νοείται ως "αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια"... και ι) "αποδέκτης" είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι. Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, οι διατάξεις αυτού "εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται στο Ν. 2472/1997, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε των περιπτώσεων του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην σύσταση ή τήρηση "αρχείων προσωπικών δεδομένων". Έτσι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 22, γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή σύσταση και λειτουργία αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ. 2 η διατήρηση "αρχείου", χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της αρχής, κατά την παρ. 3 η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια απ' αυτήν διασύνδεση αρχείων. Συνεπώς, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατ' άρθρο 2 περ. ε' , το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ανοίξει ή να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 1564/2010,1381/2009). Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ιδιαίτερη επίσης αιτιολόγηση απαιτείται για την απόρριψη των τυχόν προβαλλομένων από τους διαδίκους, κατά τα άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, νομίμων και ορισμένων αυτοτελών ισχυρισμών. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 2257,2330/2012 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του , κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε με την συμπεριφορά του την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της παραβάσεως του ν.2472/1997 περί "προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ο οποίος θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη, απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1, 9 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του. Παράλληλα όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου αυτού ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιο της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο (Α) του εν λόγω Ν. 2472/1997, όπως αυτός ισχύει, επιγράφεται "ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ", τούτες δε αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Έτσι, κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού, αντικείμενο του είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως... ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο") κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ιδίου νόμου, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Ακολούθως, το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σε αυτό κατηγορίες συμπεριφορών, που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος κατά παράβαση του άρθρου 7 του Ν.2472/1997 διατηρεί αρχείο χωρίς άδεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.000.000 δραχμών (άρθρο 22 παρ.2), ενώ με την αυτή ποινή τιμωρείται όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 22 παρ.4). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατά το προαναφερόμενο άρθρο 2 περ.ε', το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή (ΑΠ 2079/2007, ΠοινΛόγ 2007,1569). Η εγκαλούσα και ήδη πολιτικώς ενάγουσα Σ. Σ. του Ρ. στις αρχές Μαΐου του έτους 2005, συνήψε ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο Ν. Λ. του Σ., η οποία διήρκεσε έως το τέλος του καλοκαιριού του ιδίου έτους. Κατά το χρόνο της γνωριμίας τους, η πολιτικώς ενάγουσα ήταν 19 ετών (γεννήθηκε το έτος 1986) και ο κατηγορούμενος είχε ήδη συμπληρώσει το 21° έτος της ηλικίας του. Στο πλαίσιο της σχέσεως τους, και κατά τη διάρκεια τέλεσης μεταξύ τους ερωτικής πράξης, στις αρχές Αυγούστου του έτους 2005, ο κατηγορούμενος πρότεινε στην εγκαλούσα να καταγράψει-μαγνητοσκοπήσει δια της χρήσεως ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας, την ερωτική τους δραστηριότητα, διαβεβαιώνοντας την ότι το σχετικώς καταγεγραμμένο οπτικοακουστικό υλικό θα έβλεπε μόνο ο ίδιος και ακολούθως θα προέβαινε σε καταστροφή του εν λόγω αρχείου. Η εγκαλούσα έχοντας εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, δέχθηκε την παραπάνω πρότασή του, υπό τον όρο όμως να καταστρέψει τούτο, αμέσως μόλις το δει. Ωστόσο ο κατηγορούμενος, δεν υπήρξε συνεπής στην παραπάνω αναφερόμενη υπόσχεση του και έτσι, χωρίς να έχει τη συγκατάθεση της εγκαλούσης και ήδη πολιτικώς ενάγουσας (ως συγκατάθεση νοείται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως αυτής, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν - βλ. άρθρο 2 περ. ια Ν.2472/1997 και ΣτΕ 3545/2002, ΠοινΔνη 2003,132, ΑΠ2100/2009 ΕλλΔνη 51,477), προέβη στη διατήρηση, χωρίς να έχει δικαίωμα, του ανωτέρω καταγεγραμμένου οπτικοακουστικού υλικού, στο οποίο η πολιτικώς ενάγουσα εμφανιζόταν σε ερωτική πράξη με τον κατηγορούμενο, τούτο δε αποτελεί σύνολο ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεκτικό επεξεργασίας από τρίτους, την οποία εξάλλου υπέστη τελικώς, ήτοι συνιστά αρχείο κατά την έννοια του άρθρου 2 περ.δ' του Ν.2472/1997. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος δεν περιορίσθηκε μόνο στη διατήρηση των εν λόγω σκηνών στο κινητό του τηλέφωνο, αλλά ακολούθως, κατά ανεξακρίβωτη ημερομηνία, εντός του χρονικού διαστήματος από το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Αυγούστου 2005 έως και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2006, μετέδωσε, ανακοίνωσε και κατέστησε αυτές προσιτές σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων, μη δικαιούμενων όπως λάβουν γνώση, αποστέλλοντας το ως άνω ψηφιακό αρχείο υπό τη μορφή μηνύματος (με Bluetooth, ώστε να μην είναι εφικτή διακρίβωση των στοιχείων του αποστολέα) σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων, μέσω της συσκευής κινητής τηλεφωνίας του. Την εν λόγω μετάδοση αρχικά η εγκαλούσα-πολιτικώς ενάγουσα αγνοούσε, καθόσον μετά το τέλος του καλοκαιριού του έτους 2005 επέστρεψε στην …για τις ανάγκες των σπουδών της (κατά τον ως άνω χρόνο φοιτούσε στο …Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα ... Το Φθινόπωρο του έτους 2006, υπήρχε έντονη φημολογία στην πόλη των …, αλλά και σε φιλικό κύκλο της στην …, ότι υπήρχε σε ευρεία κυκλοφορία, στα κινητά τηλέφωνα ατόμων νεαρής ηλικίας, video, με όνομα αρχείου "...", το οποίο εμφάνιζε την ίδια, κατά τη διάρκεια ερωτικής συνεύρεσης της με άλλο άτομο, το πρόσωπο του οποίου δεν αποκαλύπτεται, ενώ επιπλέον, γινόταν λόγος και για δημοσίευση του σχετικού υλικού στο διαδίκτυο. Τα Χριστούγεννα, μάλιστα του ιδίου έτους, όταν αυτή επισκέφθηκε την πατρίδα της, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών διακοπών, η πραγματοποίηση εξόδων στην πόλη της, συντροφιά με την παρέα της, ήταν πλέον αφόρητη για την ίδια, καθόσον της είχε πλέον δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι πάντες έβλεπαν στο πρόσωπο της, τη γυναίκα που εμφανίζεται στο παραπάνω video). Εν τέλει, η ίδια, περί τα τέλη Δεκεμβρίου του έτους 2006, κατόρθωσε να λάβει γνώση του περιεχομένου του τελευταίου, αντιλαμβανόμενο πλέον, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο, ότι τα όσα είχε ακούσει, δεν ήταν μόνο φήμες, αλλά μία δυσάρεστη πραγματικότητα για την ίδια, και ότι το οπτικοακουστικό υλικό που είχε περιέλθει σε γνώση πολλών τρίτων προσώπων (μεγάλος αριθμός εκ των οποίων ήταν άγνωστος και στην ίδια) ήταν αυτό που είχε καταγράψει ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους συνεύρεσης, το μήνα Αύγουστο του έτους 2005. Μάλιστα, το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007, το σχετικό video εστάλη και στη μητέρα της εγκαλούσας, Ζ. Σ. του Σ., ενώ γνώση περί τούτου έλαβαν φίλοι της πρώτης στην Κρήτη, οι οποίοι δεν είχαν κανένα δεσμό με την πόλη των …. Αναμφίβολα, η περαιτέρω διάδοση του επίμαχου video έγινε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, καθόσον αυτός ήταν ο μόνος που το κατείχε, τα δε από τον ίδιο υποστηριζόμενα περί εν αγνοία του αποστολής του, από άγνωστο πρόσωπο, κατά τη διάρκεια πιθανώς που αυτός εργαζόμενος σε καφετερία της πόλης του, άφηνε τούτο στο χώρο εργασίας του, κρίνονται αβάσιμα, καθόσον ουδείς τρίτος μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του ανωτέρω αρχείου ώστε να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Πρέπει επομένως ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος κατά το διατακτικό". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, με το ελαφρυντικό του άρ. 84 παρ.2 ε του ΠΚ, σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για κάθε μία πράξη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω δύο εγκλημάτων σε βάρος του αναιρεσείοντος για τα οποία καταδικάσθηκε και δη: α) της δια χρήσεως ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας δημιουργίας οπτικοακουστικού υλικού ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας(βιντεοσκόπησης ερωτικής συνευρέσεώς του με αυτή), που διατήρησε σε αρχείο στο τηλέφωνό του, χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας, υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων αυτών και β)της ανακοίνωσης χωρίς δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας, των παραπάνω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περαιτέρω σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, αποστέλλοντας το παραπάνω ψηφιακό υλικό - αρχείο, υπό μορφή μηνύματος, με το κινητό τηλέφωνό του, σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων, τα οποία και έλαβαν πλήρη γνώση των προσωπικών αυτών δεδομένων. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω( 22 παρ.2,4 Ν. 2472/1997), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του Ν. 2472/1997, απαντήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα αυτοτελείς ισχυρισμοί: α) μη συνδρομής για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος ύπαρξης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνοντο σε αρχείο, αφού κατά τις παραδοχές, ο αναιρεσείων δεν ανακοίνωσε απλώς και προφορικά στους τρίτους ως πληροφορίες και προσωπικές γνώσεις του τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της εγκαλούσας από την προσωπική εμπειρία του, ερωτικής συνευρέσεώς του με την εγκαλούσα, οπότε και δεν θα στοιχειοθετείτο αντικειμενικά κατά το νόμο αξιόποινη πράξη, χωρίς επέμβαση, χωρίς επεξεργασία ή έρευνα κάποιου αρχείου, ελλείψει αρχείου, αλλά ο αναιρεσείων κατά τις παραδοχές δημιούργησε στο κινητό τηλέφωνό του, με βιντεοσκόπηση της ερωτικής συνευρέσεώς τους ένα αρχείο(βιντεοταινία τηλεφώνου), το οποίο μετά τη λήψη δεν διέγραψε, αλλά παράνομα αποθήκευσε και διατήρησε στο τηλέφωνό του, χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας και χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή, χωρίς προηγουμένως να ζητήσει άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα για διατήρηση, έχοντας σκοπό τη διάδοση των ευαίσθητων προσωπικών αυτών δεδομένων σε τρίτους, όπως αργότερα και έπραξε αποστέλλοντας το παραπάνω ψηφιακό υλικό από το αρχείο πλέον που δημιούργησε, δυνάμενο να είναι αντικείμενο επεξεργασίας, υπό μορφή μηνύματος, με το κινητό τηλέφωνό του, με αυτόματο τρόπο, σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων, τα οποία και έλαβαν γνώση των ευαίσθητων προσωπικών αυτών δεδομένων της εγκαλούσας, που είναι σαφώς προστατευόμενο από το νόμο υποκείμενο των δεδομένων αυτών. Επίσης η με τη βιντεοσκόπηση δια κινητού τηλεφώνου δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής πράξης αυτού και της εγκαλούσας, δε χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση και είναι τεχνικά απλή η επεξεργασία και η ηλεκτρονική μετάδοση αυτού ανά πάσα στιγμή σε τρίτους μέσου του κινητού τηλεφώνου στο οποίο είχεν αποθηκευθεί, γιαυτό και συνιστά τούτο αρχείο με την έννοια του παραπάνω νόμου. β) ότι δε συντρέχει στο πρόσωπό του το κατά την παρ. 2 αναγκαίο στοιχείο του υπευθύνου επεξεργασίας, που όφειλε να ζητήσει άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα για την επεξεργασία, όπως απαιτείται για την πραγμάτωση της πρώτης παράβασης της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 (διατήρησης αρχείου χωρίς άδεια της Αρχής), αφού ο αναφερόμενος στο αρ.7 υπεύθυνος επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, μπορεί να είναι και φυσικό πρόσωπο, δεν έγινε η δημιουργία του αρχείου αυτού για προσωπική του χρήση, αλλά για τη διάδοση των άνω ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων ερωτικής ζωής της εγκαλούσας σε τρίτους, με αποστολή ηλεκτρονικών- οπτικών μηνυμάτων. Υπεύθυνος δε επεξεργασίας νοείται κατά το νόμο(άρ. 2 ζ', 7, 22 παρ.2 Ν. 2472/1997), μόνο στις περιπτώσεις που κάποιο πρόσωπο δικαιούται να δημιουργήσει νόμιμα και να διατηρήσει αρχείο προσωπικών δεδομένων τρίτων, οπότε και πάλι δικαιούται να ζητήσει και να λάβει σχετική άδεια της αρμοδίας Αρχής. Η διατήρηση δε στο κινητό τηλέφωνό του, αρχείου, περιλαμβάνοντος ερωτική συνεύρεσή του με την εγκαλούσα, χωρίς σχετική άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, δε θα μπορούσε να τύχει ποτέ άδειας της άνω Αρχής , ως εκ του αντικειμένου των προσωπικών αυτών δεδομένων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δε θεμελιώνεται αντικειμενικά και αυτή η παράβαση, της διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας με φανερό το πρόσωπο αυτής χωρίς άδεια, αφού δεν υπήρχε κατά τις παραδοχές συγκατάθεση ή συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων για διατήρηση του αρχείου αυτού στο κινητό τηλέφωνό του. Το γεγονός ότι, κατ'εξαίρεση, κατά το άρθρο 7 παρ.1,2 του Ν. 2472/1997, επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων καθώς και η ίδρυση και λειτουργία αρχείου , ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α'- ζ', κατά τις οποίες ο επιθυμών την διατήρηση και υπεύθυνος της επεξεργασίας, ζητεί σχετική άδεια της Αρχής, δε σημαίνει ότι η παραπάνω περιγραφείσα συμπεριφορά του κατηγορουμένου, διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας με φανερό το πρόσωπο αυτής, χωρίς τη συγκατάθεσή της, δεν είναι αξιόποινη, αφού σε κάθε περίπτωση η διατήρηση αρχείου απαιτεί κατά νόμο άδεια της Αρχής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση και δεν υπάρχει. Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Μετά από αυτά ελλείψει ετέρου λόγου προς έρευνα η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-12-2012 αίτηση - δήλωση του Ν. Λ. του Σ., για αναίρεση της με αρ. 2257,2330/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και . Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου ως αβάσιμη. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, διότι: 1. Η με τη βιντεοσκόπηση δια κινητού τηλεφώνου δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής πράξης του κατ/νου και της εγκαλούσας, δε χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση και είναι απλή η επεξεργασία και η ηλεκτρονική μετάδοση αυτού ανά πάσα στιγμή σε τρίτους μέσου του κινητού τηλεφώνου στο οποίο είχαν αποθηκευθεί, γι αυτό και συνιστά τούτο αρχείο με την έννοια του παραπάνω ν. 2472/1997. και 2. Η διατήρηση στο κινητό τηλέφωνο του δράστη, αρχείου, περιλαμβάνοντος ερωτική συνεύρεσή του με την εγκαλούσα, χωρίς σχετική άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, δε θα μπορούσε να τύχει ποτέ άδειας της άνω Αρχής, ως εκ του αντικειμένου των ευαίσθητων προσωπικών αυτών δεδομένων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δε θεμελιώνεται αντικειμενικά και αυτή η παράβαση, της διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας, με φανερό το πρόσωπο αυτής χωρίς άδεια, αφού δεν υπήρχε κατά τις παραδοχές συγκατάθεση ή συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων για διατήρηση του αρχείου αυτού στο κινητό τηλέφωνό του.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα.
1
Αριθμός 1238/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Μ. Α. του Γ. και 2) Α. Λ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Τριάδα Σταμάτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσουν προτάσεις. Η ως άνω δικηγόρος διορίστηκε σύμφωνα με το ν. 3226/2004 και την 174/2012 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου. Του αναιρεσίβλητου: Σ. Λ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σπηλιόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/10/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 98/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 223/2009 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 10/3/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 22/2/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 566 §1 και 577 §3 του Κ.Πολ.Δ. στο έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή. ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικότερα για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου (αρθ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να καθορίζονται, πλην των άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου καθώς επίσης, εφ' όσον το δικαστήριο έκρινε επί της ουσίας της υποθέσεως, την ελάσσονα πρόταση του νομικού του συλλογισμού, ήτοι τα πραγματικά γεγονότα, που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέσθηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, εάν δε απέρριψε την αγωγή ή γενικώς τον ισχυρισμόν ως μη νόμιμο το περιεχόμενο της αγωγής ή του ισχυρισμού, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου της αναιρέσεως δεν δύναται να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο δικαστικό έγγραφο (ΟλΑΠ 32/1996). Εξ άλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει αυτός να διαλαμβάνει τις πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή τη μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια τους, ποιο, δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο για την επάρκεια τους λείπει (ΟλΑΠ 27/1998 και 32/1996). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, γιατί το Εφετείο, δέχτηκε α) ότι κύριοι του επιδίκου ακινήτου είναι ο αναιρεσίβλητος χωρίς την ύπαρξη νομίμου τίτλου και την άσκηση νομής του με καλή πίστη β) στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση αφού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση υποθετικές, ανεπαρκείς, ουσιαστικές και ασαφείς αιτιολογίες και γ) παραβίασε το άρθρο 157 ΑΚ που ορίζει ότι το δικαίωμα να ζητήσει κάποιος την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής αποσβέννυται όταν παρέλθουν δύο χρόνια από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Οι εξεταζόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, γιατί στο αναιρετήριο στον πρώτο λόγο δεν καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και στους τέταρτο και πέμπτο λόγους δεν αναφέρεται το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου καθώς και οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση του ουσιαστικού νόμου, ενώ ως προς τον τέταρτο λόγο από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν διαλαμβάνονται οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης και η εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου ως προς τις ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες.- Με τους δεύτερο και έκτο μέρος δεύτερο λόγους αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δε απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου ως αόριστη, ελλείψει των ρηθέντων στον λόγο αυτόν στοιχείων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής προτάθηκε από τις αναιρεσείουσες στο Εφετείο. (άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ). Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τον από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, γιατί το Εφετείο δέχτηκε ως αληθινό το γεγονός ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου, χωρίς τούτο να έχει αποδειχθεί επαρκώς, αφού αυτοί δεν επικαλέστηκε ούτε προσκόμισε τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία περί αποδοχής της κληρονομίας με δημόσιο έγγραφο κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως επί εσφαλμένης προϋπόθεσης ερειδόμενος, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε ότι κύριος του επιδίκου ακινήτου κατέστη ο αναιρεσίβλητος με έκτακτη χρησικτησία.- Με τον έκτο μέρος πρώτο και τρίτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι ηττηθείσες αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-3-2010 αίτηση των Μ. Α. κ.λπ. για αναίρεση της 223/2009 απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αρνητική αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου. Λόγοι αναίρεσης: 1ος, 4ος, 5ος από τους αριθ. 1 και 19, 2ος από αριθ. 14, 3ος από αριθ. 10
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 1242/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Λ. του Γ., 2) Ε. Λ. του Μ. και 3)Β. Λ. του Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βασιλική Μεϊδάνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Η. Χ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν εμφανίστηκε. Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ευστάθιος Κωνσταντόπουλος ανακάλεσε την από 10/5/2013 δήλωσή του, παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δήλωσε ότι ο αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 4/6/2012 και κληρονομήθηκε από τους: 1) Ά. Χ., χήρα Η., το γένος Γ. Μ., και 2) Γ. Χ. του Η., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/11/2005 αγωγή του αρχικού διαδίκου Η. Χ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου (Μεταβατική έδρα Καρπάθου). Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7/2007 μη οριστική, 11/2008 οριστική του ίδου Δικαστηρίου και 169/2010 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5/12/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 19/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, ήτοι ένας αγρός εκτάσεως 10814,60 τ.μ., βρίσκεται στην περιοχή ... του Δήμου Καρπάθου και συνορεύει με τις αναφερόμενες ιδιοκτησίες, ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε κατά κυριότητα στον αναιρεσίβλητο-ενάγοντα κατά μεν τα 3/4 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομία του πατέρα του που απεβίωσε το έτος 1953 και ήταν κύριος του επιδίκου και κατά το υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομία της μητέρας του που απεβίωσε το έτος 1996 και στην οποία είχε περιέλθει το ανωτέρω ποσοστό από την προαναφερθείσα κληρονομία του πατέρα του αναιρεσιβλήτου -συζύγου της, τις οποίες κληρονομίες ο αναιρεσίβλητος αποδέχθηκε και μετέγραψε τις οικείες συμβολαιογραφικές πράξεις, αλλά (περιήλθε το επίδικο στον αναιρεσίβλητο) και με έκτακτη χρησικτησία, με την από το θάνατο του πατέρα του (1953) μέχρι την άσκηση της αγωγής (2005) ως προς το δικό του ποσοστό εξ αδιαιρέτου (3/4), από το θάνατο δε της μητέρας του (1996) ως προς το ποσοστό εκείνης (1/4), ως προς το οποίο συνυπολογίζει στον δικό του χρόνο νομής και το χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου -μητέρας του, νομή του επιδίκου επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας, ασκώντας σ' αυτό τις αναφερόμενες στην απόφαση πράξεις νομής (φυσικής εξουσίας διάνοια κυρίου). Ειδικότερα ως προς τη θέση στην οποία βρίσκεται το επίδικο, αλλά και ως προς την απορριφθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας των αναιρεσειόντων-εναγομένων το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Το ακίνητο κείται στην περιοχή του Δήμου Καρπάθου με το τοπωνύμιο ... . Εκτός του τοπωνυμίου αυτού για την περιοχή όπου κείται το ακίνητο, από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής χρησιμοποιούνται επίσης και τα τοπωνύμια ...., ..., ..., χωρίς να υπάρχουν επίσημα στοιχεία για την ακριβή οριοθέτηση των τοπωνυμίων στην περιφέρεια του δήμου Καρπάθου. Τούτο αποτέλεσε και διαπίστωση του διορισμένου πραγματογνώμονα που προέβη σε σχετικές ερωτήσεις προς τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής (βλ. πραγματογνωμοσύνη). Είναι ενδεικτικό ότι στην από 1-9-1994 τοπογράφηση από το μηχανικό Γ. Γ. που έγινε με εντολή του Ν. Π. και αφορά ακίνητο ιδιοκτησίας του τελευταίου, που συνορεύει με το επίδικο, σημειώνεται ότι το αποτυπωμένο στο σχεδιάγραμμα ακίνητο κείται στη θέση "..." δήμου Καρπάθου. Ενώ στην από 1-9-1994 τοπογράφηση του μηχανικού Χ. Κ., που έγινε με εντολή του Ι. Π. Χ. για ακίνητο που συνορεύει με το επίδικο, μνημονεύεται ότι το αποτυπωμένο στο σχεδιάγραμμα ακίνητο κείται στη θέση "... - ...". Έτσι το τοπωνύμιο "..." χρησιμοποιείται από τους κατοίκους της περιοχής και για τη θέση που κείται το ακίνητο, και όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους εναγομένους δεν ευσταθούν. Η κρίση του δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο είναι πλησιέστερα στην κορυφή ... (356μ), και σε μεγαλύτερη απόσταση (943μ) από την κορυφή ..., όπως αποτυπώνονται στο χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, και πλησίον της δεξαμενής του δήμου στη θέση ..., αφού οι κάτοικοι χρησιμοποιούν όλα τα παραπάνω τοπωνύμια για την περιοχή που κείται το ακίνητο. Στη συνέχεια δεν προέκυψε ότι ο πρώτος εναγόμενος διενήργησε υλικές πράξεις στο επίδικο με διάνοια κυρίου από το έτος 1972. Η κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων δεν είναι πειστική, αφού αυτός (...) Ούτε προέκυψε ότι το ακίνητο περιήλθε στον πρώτο εναγόμενο κατόπιν άτυπης διανομής μετά το θάνατο του αδελφού του Φ. Λ. στον οποίο είχε περιέλθει με άτυπη δωρεά από το Φ. Ζ., δεδομένου ότι στο .../7-4-1995 συμβόλαιο γονικής παροχής με συμβαλλομένους τους εναγομένους, καταγράφεται η δήλωση του ίδιου του πρώτου εναγομένου ότι το ακίνητο περιήλθε σ' αυτόν από τον πατέρα του Γ. Λ. κατόπιν άτυπης προίκας το 1966. Η κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται διότι ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος, όταν κατόπιν προσκλήσεως από τον πραγματογνώμονα υπέδειξε τα όρια του ακινήτου κατά τους εναγομένους, που εφαρμόστηκαν στο έδαφος και αποτυπώθηκαν στο τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο είναι συνημμένο στην πραγματογνωμοσύνη, το ακίνητο εμφανίζεται επιφανείας 5.198 τμ, μικρότερο κατά 3.102 τμ του ακινήτου, έκτασης 8.200 τμ, που ισχυρίζεται ότι ήταν κύριος και ότι το μεταβίβασε στις δεύτερη και τρίτη εναγόμενες. Έτσι ο πρώτος εναγόμενος δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, όπως και οι δεύτερη και τρίτη εναγόμενες, προς τις οποίες ο πρώτος εναγόμενος φέρεται ότι μεταβίβασε τούτο δυνάμει του .../7-4-1995 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Χριστίνας Καρυδά-Παπανικήτα, που μεταγράφηκε νόμιμα, απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών των εναγομένων". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή του αναιρεσιβλήτου, τον οποίο και αναγνώρισε κύριο του επιδίκου ως άνω αγρού, εκτάσεως 10814,60 τ.μ. ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.11γ' του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εξάλλου κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ειδικότερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Τέλος, η αναφορά στο αναιρετήριο του περιεχομένου και μόνο των διατάξεων του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ή μερικών από αυτές δεν αποτελούν τους αντίστοιχους λόγους αναιρέσεως, ως περιεχόμενο, μεταξύ των άλλων, του αναιρετηρίου, κατά το άρθρο 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αφού δεν περιέχει (η ανωτέρω αναφορά)αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσβάλλεται και μόνον η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ως προς τη θέση στην οποία κατά τις προπαρατεθείσες (υπό Ι) παραδοχές του βρίσκεται το επίδικο και επομένως ως προς την ταυτότητα του επιδίκου, με τους δεύτερο δε και τρίτο λόγους από τον αριθμό 11γ (όχι και 1, 8 και 20), όπως εκτιμώνται, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα τα οποία οι αναιρεσείοντες είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί για την απόδειξη της κατ' αυτούς αληθούς θέσεως του επιδίκου, μεταξύ των οποίων η έκθεση του ορισθέντος πραγματογνώμονα και το συνημμένο σ' αυτήν σχέδιο 3 της περιοχής, η υπ' αριθμ. .../2007 βεβαίωση του Δήμου Καρπάθου και το απόσπασμα του χάρτη του Δασαρχείου Καρπάθου της ίδιας περιοχής. Ο πρώτος από τους ανωτέρω λόγους αναιρέσεως είναι απαράδεκτος κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 561 παρ 1 του ΚΠολΔ, ως αναφερόμενος στην ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (κρίση περί πραγμάτων), οι λοιποί δε, αβάσιμοι, αφού από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, με ειδική αναφορά και της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης, και το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο ως άνω έγγραφα. Τέλος, η αναφορά στο αναιρετήριο ότι "επειδή η προσβαλλόμενη είναι αναιρετέα και δια τους επόμενους λόγους" και η εν συνεχεία τούτου παράθεση (σε εισαγωγικά) του κειμένου και μόνο των αριθμών 1, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 16, 17, 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν συνιστά προβολή αναιρετικών λόγων κατά την έννοια του προρρηθέντος άρθρου 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ που θα πρέπει να απαντηθούν. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-12-2010 αίτηση των Μ. Λ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 169/2010 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί πραγμάτων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμος. Απλή αναφορά στο αναιρετήριο του κειμένου διατάξεων από το άρθρο 559 του Κ.Πολ.Δ. δεν αποτελεί και τους αντίστοιχους λόγους αναιρέσεως, ως περιεχόμενο μεταξύ των άλλων, του αναιρετηρίου (άρθρο 556 § 1 Κ.Πολ.Δ.), αφού δεν περιέχει αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Επικυρώνει Εφ.Δωδ. 169/2010.
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση, Κυριότητα.
0
Αριθμός 1247/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Ξ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κώστα Μαρμαρινό. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Ευθύμιο Τσάκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/3/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και του μετέπειτα αποβιώσαντος δικαιοπαρόχου - πατέρα του Ε. Ξενάκη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 121/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 43/2009 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10/11/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 6/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προσβάλλεται μη πραγματική παραδοχή του Εφετείου είναι αβάσιμοι, ως στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι τα επίδικα ακίνητα, εμβαδού, αντίστοιχα, 6831,17 τ.μ., 5198,69 και 3638,17 τ.μ. που βρίσκονται στον οικισμό "..." του Δήμου Άνω Σύρου, περιήλθαν στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου με το υπ' .../29-12-2000 παραχωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικ. Δαμανάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τους Μ. Μ. και Χ. Α., οι οποίοι ενεργούσαν ως εκτελεστές της από 16-11-1989 διαθήκης της Ε. χήρας Ν. Κ. που ήταν κυρία των ακινήτων και απεβίωσε την 4-10-1990 και οι οποίοι είχαν την προς τούτο εξουσία από την ανωτέρω διαθήκη, με αντάλλαγμα, ως νόμιμη αιτία μεταβιβάσεως, την ανταλλαγή της διαθέτιδος από τον οικείο φόρο κληρονομίας του συζύγου και δικαιοπαρόχου της, που είχε αποβιώσει την 31-12-1988, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν.δ. 118/1973, τη διαδικασία του οποίου είχε κινήσει η ίδια η διαθέτιδα προ του θανάτου της, και ότι ο αναιρεσείων και ο αποβιώσας ήδη δικαιοπάροχος πατέρας του - ενάγοντες, που αντιποιήθηκαν τη νομή των δικαιοπαρόχων της διαθέτιδος το πρώτον το έτος 1989, δεν έγιναν κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία μέχρι την κατά τα ανωτέρω μεταβίβασή τους στο αναιρεσίβλητο, τούτο δε με τα αναφερόμενα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής και αποζημιώσεως για αυθαίρετη χτήση, τα κατά των οποίων ένδικα μέσα που άσκησαν οι ενάγοντες απορρίφθηκαν, αφ' ενός μεν απέβαλε τους ενάγοντες από τα επίδικα, αφ' ετέρου δε επέβαλε σ' αυτούς αποζημίωση για την αυθαίρετη χρήση τους. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των εναγόντων κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 121/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που είχε δεχθεί τα ίδια και είχε απορρίψει ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή τους, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι το αναιρεσίβλητο-εναγόμενο δεν είχε αποκτήσει την κυριότητα των επιδίκων, άλλως (επικουρικά) ότι οι ίδιοι (ενάγοντες) είχαν απαιτήσει την κυριότητα των επιδίκων, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την αγωγή κατ' ουσίαν και όχι ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των εναγόντων για την άσκησή της. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος, από τους αριθμούς 8 και 1, αντίστοιχα, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη το προταθέν από τους ενάγοντες έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής, ως πράγμα που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στη δίκη, και ότι παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, την έννοια της οποίας αναλύει το Εφετείο στη νομική σκέψη της απόφασής του, στην οποία (νομική σκέψη) αναφέρεται ο αναιρεσείων, είναι (οι ανωτέρω λόγοι) αβάσιμοι, στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση και προβαλλόμενοι αλυσιτελώς. Ομοίως και για τον ίδιο λόγοι είναι αβάσιμος και ο τρίτος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο και υπό την επίκληση του αριθμού 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο αίτημα που ο ίδιος και ο δικαιοπάροχός του ενάγοντες επικουρικά είχαν υποβάλει στο Εφετείο με την έφεσή τους για απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης ελλείψει εννόμου συμφέροντος των ιδίων, ως ευνοϊκότερη γι' αυτούς αιτιολογία και όχι κατ' ουσίαν, αίτημα που όμως απορρίφθηκε από το Εφετείο με την ανωτέρω παραδοχή του για το αβάσιμο της αγωγής. Επομένως η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν. Δικαστική δαπάνη υπέρ του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου δεν επιδικάζεται, ελλείψει σχετικού αιτήματος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-11-2010 αίτηση του Σ. Ξ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 43/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναιρέσεως οι οποίοι προσβάλλουν μη πραγματικές παραδοχές του Εφετείου είναι αβάσιμοι, ως στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Επικυρώνει Εφ.Αιγ. 43/2009.
Κυριότητα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
2
Αριθμός 1249/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Μ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Κλαυδιανού, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/2/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1869/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 5638/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 27/6/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν. 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Βασ. (50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3), οι οποίες, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον προ της εισαγωγής του ΑΚ χρόνο, και επί των δημοσίων κτημάτων και άρα και επί των δημοσίων δασών ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από ιδιώτη. Προϋπόθεση της χρησικτησίας αυτής, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε συνδυασμό με εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν. δτος της 22-4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", ήταν η τριακονταετής καλόπιστη νομή, στην οποία ο χρησιδεσπόζων μπορούσε να συνυπολογίσει και τη χρησικτησία των δικαιοπαρόχων του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχός τους να είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987) ενώ έκτοτε τα ακίνητα αυτά είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (Α.Π. 267/2005) καλή πίστη δε, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 πανδ (5.3), ν.25 πανδ (24.1), ν.27 πανδ (18.1), ν. 10,13 παρ. 1,17,48 πανδ. (41.3), ν. 5 πανδ (41.7), ν. 3 πανδ (41.10), ν. 7 παρ. 6 πανδ. (41.4), ν. 109 πανδ (50.16), αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, τη συνδρομή δε της καλής πίστης, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς, από περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Επομένως, στην περίπτωση χρησικτησίας δημόσιων δασικών εκτάσεων, η οποία συμπληρώθηκε πριν την 11-9-1915, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των κατά καιρούς ισχυσάντων δασικών κωδίκων (όπως του άρθρου 49 του ν. 2052/1920, του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, του άρθρου 58 του α.ν. 86/1969) κατά τις οποίες το Δημόσιο θεωρείται νομέας στα δημόσια δάση, έστω και αν δεν ενεργήσει πράξεις νομής και ότι νομή δεν μπορεί να ασκήσει κανένας με εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή άλλη πράξη (Α.Π. 1482/2008), ούτε απαιτείται, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητας στα δημόσια κτήματα και συνεπώς στα δημόσια δάση με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή υποβολή εκ μέρους του τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του Β.δ. 17-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" (ΑΠ 178/2004). Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, ήτοι εδαφική έκταση εμβαδού 6253,12 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "Γεροτσακούλι" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Νέας Μάκρης Αττικής, με τα αναφερόμενα όρια, αποτελεί το υπ' αριθμ. ... "οικοδομικό τετράγωνο" κατά το υπ' αριθμ. .../1964 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Γούτα, τμήμα δε μείζονος ακινήτου συνολικής εκτάσεως 742440 τ.μ. που είχε μεταβιβασθεί, ως τμήμα και αυτό πολύ μεγαλύτερης έκτασης, με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../1954 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μελανίτη από την Ι.Μ. Πεντέλη στον εδρεύοντα στον Μαραθώνα συνεταιρισμό με την επωνυμία "Συνεταιρισμός Ενοικιάσεως και Εξαγοράς Γαιών Γεροτσακουλίου" που μετατράπηκε σε Οικοδομικό Συνεταιρισμό Οικιστών Γεροτσουκαλίου με την επωνυμία "Ο ΠΡΟΒΑΛΙΝΘΟΣ" και ενεργούσε για λογαριασμό των μελών του, ότι το επίδικο ως άνω ακίνητο περιήλθε στον αναιρεσίβλητο κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου από την κληρονομία του πατέρα του που απεβίωσε την 23-7-2002 και δυνάμει των επίσης αναφερόμενων δύο (2) δημοσίων διαθηκών του τελευταίου που δημοσιεύτηκαν νόμιμα, την οποία (κληρονομία) αποδέχθηκε νόμιμα και μετέγραψε την οικεία συμβολαιογραφική πράξη, ότι στον ανωτέρω άμεσο δικαιοπάροχο του αναιρεσιβλήτου καθώς και στους δικαιοπαρόχους εκείνου περιήλθε το επίδικο με τα αναφερόμενα διαδοχικά συμβόλαια αγοραπωλησίας που μεταγράφηκαν νόμιμα μέχρι τους αρχικώς δικαιοπαρόχους τους Α. Γ. και Α. Γ., στους οποίους, ως αρχικά μέλη του ειρημένου οικοδομικού συνεταιρισμού και συνιδιοκτήτες της αγορασθείσης από αυτόν ως άνω εκτάσεως των 742440 τ.μ., είχε περιέλθει το επίδικο τμήμα με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../1964 συμβόλαιο διανομής που προαναφέρθηκε, στο οποίο και έλαβε, ως ανωτέρω, τον αριθμό "οικοδομικού τετραγώνου" ..., ότι στη δικαιοπάροχο του Οικοδομικού Συνεταιρισμού "Ο ΠΡΟΒΑΛΙΝΘΟΣ", Ι.Μ. Πεντέλης, που ιδρύθηκε το έτος 1550, περιήλθε το μείζον ακίνητο από κάποιον Οθωμανό, ονόματι Κ., το έτος 1600 περίπου με αγορά που καταρτίστηκε εγγράφως, ήτοι με κατάρτιση τίτλων αγοραπωλησίας, που όμως καταστράφηκαν από πυρκαγιά κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης στον τόπο φυλάξεώς τους, σε Ιερό Ναό που βρισκόταν στην οδό Μητροπόλεως, ότι η Ι. Μ. Πεντέλης ασκούσε από την αγορά αυτή (1600) μέχρι την κατά τα ανωτέρω μεταβίβαση στον Συνεταιρισμό (1954) της ρηθείσης εκτάσεως των 742440 τ.μ. αδιάκοπα και χωρίς να ενοχληθεί από κανέναν, σε ολόκληρη τη μείζονα έκταση και στο μεταβιβασθέν ως άνω τμήμα της (742440 τ.μ.), φυσική εξουσία με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, με τις λεπτομερώς αναφερόμενες στην απόφαση του Εφετείου πράξεις νομής, και έγινε έτσι κυρία της έκτασης αυτής με έκτακτη χρησικτησία, δια της προρρηθείσης υπερτριακονταετούς και με καλή πίστη νομής της εν λόγω έκτασης μέχρι την 11-9-1915, την οποία και συνέχισε ομοίως μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (1946) και έκτοτε μέχρι την μεταβίβασή τους στον συνεταιρισμό (1954), χωρίς να απαιτείται για το τελευταίο αυτό διάστημα και καλή πίστη για την έκτακτη χρησικτησία, την κυριότητα δε αυτή, ουδέποτε και καθ' οιονδήποτε τρόπο απολεσθείσα, μεταβίβασε ως ανωτέρω στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό επί του ειρημένου τμήματος των 742440 τ.μ., μέρος του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί το ήδη επίδικο ακίνητο, εμβαδού 6253,12 τ.μ., στο οποίο, συνεχίζει το Εφετείο, ασκούσαν τις λεπτομερώς επίσης αναφερόμενες πράξεις νομής όλοι οι δικαιοπάροχοι, άμεσος και απώτεροι, του αναιρεσιβλήτου, οι οποίοι, όπως και ο τελευταίος, ασκούσαν στον επίδικο μέχρι την άσκηση της αγωγής τις αναφερόμενες πράξεις νομής και με καλή πίστη, δυνάμει των προειρημένων τίτλων, και έγιναν έτσι κύριοι του επιδίκου, ο δε αναιρεσείων κατά το συνολικό ποσοστό των 3130,92/6253,12 εξ αδιαιρέτου, με παράγωγο, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία). Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνώρισε τον τελευταίο συγκύριο του επιδίκου κατά τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, (συγ-)κυριότητα την οποία αμφισβητεί τελευταία το αναιρεσείον- εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο ανήκει σ' αυτό, ως δημόσια δασική έκταση διακατεχόμενη από ιδιώτες. Υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, αναφέροντας, όπως προαναφέρθηκε, λεπτομερώς τις πράξεις νομής τις οποίες ο αναιρεσίβλητος και οι αναφερόμενοι δικαιοπάροχοί του, μέχρι την αρχική δικαιοπάροχο Ι. Μ. Πεντέλης, ασκούσαν επί του επιδίκου, η τελευταία δε (Ι. Μ. Πεντέλης) επί του όλου μείζονος ακινήτου και επί του επιδίκου τμήματός του, με τους αναφερόμενους νόμιμους τίτλους και με καλή πίστη, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των προειρημένων οικείων διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου σε συνδυασμό με εκείνες του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν βάσει του νόμου αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 51 και 64-65 του Εισ ΝΑΚ και 974, 976, 1033, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε το Εφετείο, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο με τον τρίτο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεώς του. ΙΙ. Η τυχόν αοριστία της αγωγής, ποιοτική ή ποσοτική, αναγόμενη στην παράθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκεκριμενοποιούν την ασκούμενη αξίωση και το βάσει των περιστατικών αυτών προβαλλόμενο αίτημα, ώστε τούτο να είναι, ως λογικό τους επακόλουθο, σαφές, ελέγχεται, αντίστοιχα, ως παράβαση κατά τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, από τους προβλεπόμενους δηλαδή από τις διατάξεις αυτές λόγους αναιρέσεως. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αγωγή του αναιρεσιβλήτου, ο τελευταίος α) περιγράφει σ' αυτήν το επίδικο ακίνητο κατά θέση, όρια και έκταση, προσδιορίζοντας σαφώς την ταυτότητά του, ως αντικείμενο της διαφοράς, ενώ, β) αναφέρει στην αγωγή τις πράξεις νομής που ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του ασκούταν στο επίδικο και τις οποίες δέχθηκε το Εφετείο, επομένως δε η αγωγή ήταν ορισμένη σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, του ουσιαστικού δικαίου, και το Εφετείο, που δεν απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή, όπως ζητούσε το αναιρεσείον με την έφεσή του, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή μη κηρύξεως απαραδέκτου, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που το αναιρεσείον υποστηρίζει με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αιτήσεώς του. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-6-2012 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5638/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋποθέσεις χρησικτησίας επί δημοσίων κτημάτων (δασών). Χρησικτησία κατά Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Στοιχεία, σχετικές διατάξεις. Λόγοι αναιρέσεως από τους αριθμούς 19, 8 και 14 (για αοριστία αγωγής), αβάσιμοι. Επικυρώνει ΕΑ 5638/2009.
Χρησικτησία
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσιο , Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1250/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δημήτριο Κατωπόδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/3/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 27249/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 2431/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/10/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσίβλητο, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 31/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 568 παρ.4 και 576 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως την οποία επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος είναι απαράδεκτη, αν απουσιάζει ο αναιρεσείων και ο τελευταίος δεν έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα σ' αυτήν από τον αναιρεσίβλητο. Εξάλλου κατά τα άρθρα 124 παρ.2, 126 παρ.1 , 127 παρ1 και 128 του ίδιου ΚΠολΔ αν το πρόσωπο προς το οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο, ή εργαστήριο, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του, αν δε το πρόσωπο αυτό ή κανένας από τους αναφερόμενους στο άρθρο 128 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνοίκους του δεν βρίσκεται στην κατοικία του, η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου στην κατοικία αυτή, κατά τη διαδικασία του ίδιου άρθρου 128 παρ 4του ΚΠολΔ. Εν προκειμένω φέρεται προς συζήτηση με επίσπευση του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου η εναντίον του και από 22-10-2010 αίτηση, του Α. Σ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2431/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση της αιτήσεως. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και δη από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής του αναιρεσείοντος έως και το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά και τις από 14-4-2013 προτάσεις του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του Αρείου Πάγου, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είναι κάτοικος ..., επί της οδού ... αρ.21, όπως αναφέρεται σε όλα τα ανωτέρω δικόγραφα, αλλά και στην υπ' αριθμ. 5708/18-12-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., την οποία το επισπεύδον αναιρεσίβλητο προσκομίζει και επικαλείται, για την επίδοση στον αναιρεσείοντα αντιγράφου της αιτήσεως αναιρέσεως με την κάτω από αυτήν πράξη περί ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσης δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή. Παρά ταύτα όμως και όπως βεβαιώνεται στην ίδια έκθεση επιδόσεως η επίδοση της αιτήσεως με την κλήση προς συζήτηση έγινε με θυροκόλληση στην είσοδο της πολυκατοικίας επί της οδού ... αρ. 3, στην ..., επειδή ο δικαστικός επιμελητής δεν βρήκε τον αναιρεσείοντα ούτε κάποιον σύνοικό του στην οικία του (που βρίσκεται στην ειρημένη οδό ..., στην ...). Ενόψει του ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ούτε το ελληνικό δημόσιο επικαλείται τυχόν αλλαγή της κατοικίας του αναιρεσείοντος από την οδό ... αρ. 21 ... στην οδό ... αρ. 3 ..., είναι προφανές ότι η κατά τα ανωτέρω επίδοση της κλήσεως που έγινε με θυροκόλληση στην τελευταία αυτή κατοικία δεν είναι νόμιμη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως ελλείψει νομίμου κλητεύσεως του αναιρεσείοντος, που απουσιάζει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 22-10-2010 αιτήσεως για αναίρεση της υπ' αριθμόν 2431/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως αν απουσιάζει ο αναιρεσείων και δεν έχει κληθεί νόμιμα, και εκπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα αναιρεσίβλητο.
Κλήτευση
Κλήτευση , Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 1251/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΔΗΜΩΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ" και έδρα την Καλαμάτα, νόμιμα εκπροσωπουμένου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Τέφου-Φωτέα. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Μ. του Σ. και 2) Α. συζ. Ν. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σπανό, χωρίς να καταθέσουν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/11/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 155/2006 μη οριστική, 10/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 47/2009 οριστική του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Νομικό Πρόσωπο με την από 22/6/2009 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/12/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1- Κατά το άρθρο 1108 του ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή δίνεται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, ήτοι όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος, και όχι όταν προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ' αυτού που κατέχει το πράγμα. Βάση της αρνητικής αγωγής είναι η κυριότητα ή συγκυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή της με πράξεις διαταράξεως. Διατάραξη της κυριότητας αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό της κυριότητας περιεχόμενο, ήτοι όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα. Γενικώς δε κάθε πράξη που αποτελεί διατάραξη της νομής αποτελεί επέμβαση στην κυριότητα, η οποία δικαιολογεί την έγερση της αρνητικής αγωγής με αίτημα την άρση της προσβολής και την παύση της στο μέλλον (ΑΠ 1062/2006). Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρθρ. 1031 ΑΚ, ο κύριος αστικού ή αγροτικού ακινήτου είναι υποχρεωμένος να ανέχεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και έναντι αποζημίωσης τη διέλευση σωλήνων νερού ή φωταερίου ή ηλεκτρικού ρεύματος από το κτήμα του για την εξυπηρέτηση άλλων ακινήτων. Για το σκοπό αυτό, ειδικοί νόμοι, για την εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, επιβάλλουν στους ιδιοκτήτες των ακινήτων την υποχρέωση να ανέχονται τη διέλευση μέσα από τα ακίνητα τους σωλήνων υδραγωγών ή φωταερίου ή ηλεκτρικών καλωδίων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 213 § 1 Ν. 3463/2006 για την "κύρωση του Δημοτικού και κοινοτικού Κώδικα", όμοια κατά περιεχόμενο με τις διατάξεις των αρθρ. 276, 259, 245 και 208 των προϊσχυσάντων ΠΔ. 410/1995, 323/1989, 76/1985 και 933/1975 αντιστοίχως, οι κύριοι ή κάτοχοι ακινήτων υποχρεούνται να ανέχονται την τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης μέσα στα κτήματα τους από τους ΟΤΑ ή τις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις. Η κατά τα άνω υποχρέωση των ιδιοκτητών ακινήτων να ανέχονται την τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης επιβάλλεται μόνον όταν, μετά από μελέτη αρμοδίου μηχανικού, γίνεται για κάλυψη αναγκών του Δήμου ή της Κοινότητας, που δεν είναι τεχνικώς δυνατόν να καλυφθούν με άλλο τρόπο. Αν δε στο μέλλον καταστεί τεχνικώς δυνατόν να καλυφθεί η ανάγκη διέλευσης των σωλήνων αυτών από σημείο ή χώρο εκτός ακινήτων ιδιοκτητών, μπορεί να γίνει μετατόπισή τους μετά από αίτηση των ιδιοκτητών και απόφαση του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου, όπως ορίζουν οι ως άνω διατάξεις (ΑΠ 821/2000). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου, επιφάνειας 500 τ.μ., που βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού Αντικαλάμου τέως Δήμου Θουρίας Μεσσηνίας στη θέση "Αλυκή" και συνορεύει (...). Οι ενάγοντες αποφάσισαν κατά το έτος 2001 να ανεγείρουν επί του οικοπέδου τους διώροφη οικία. Για το λόγο αυτό, αφού συνέστησαν οριζόντια ιδιοκτησία με την υπ' αριθμ. .../01 πράξη του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομίμως, επέτυχαν την έκδοση της υπ' αριθμ. .../2001 οικοδομικής αδείας και έλαβαν από την Εθνική Τράπεζα προέγκριση στεγαστικού δανείου. Από το ως άνω ακίνητο διέρχεται αγωγός μεταφοράς ποσίμου ύδατος, διαμέτρου 600 χιλιοστών (Φ 600), ο οποίος τοποθετήθηκε με την ανοχή του τότε ιδιοκτήτη του (επιδίκου) μεταξύ των ετών 1972-1976 και στον οποίο παροχετεύονται ημερησίως 28.000 κυβικά μέτρα ύδατος από τις πηγές στη θέση "Πήδημα" Αρφαρών στους Δήμους Καλαμάτας, Αβίας, Αρφαρών και Θουρίας. Ο αγωγός διατρέχει διαγωνίως το ακίνητο των εναγόντων και σε βάθος 4 μέτρων κατά μέσο όρο. Εξαιτίας της θέσης και του βάθους του αγωγού είναι αδύνατη η υλοποίηση της εκδοθείσης οικοδομικής αδείας. Και τούτο διότι στο μεν στάδιο των εργασιών θεμελίωσης υπάρχει κίνδυνος βλάβης του αγωγού, μετά δε την ανέγερση της οικίας μία ενδεχόμενη βλάβη αυτού μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημίες ή και την καταστροφή του κτηρίου. Ενόψει των ανωτέρω οι εναγόντες υπέβαλαν στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Σύνδεσμος ύδρευσης Δήμων Καλαμάτας, Μεσσήνης και κοινοτήτων περιοχής Καλαμάτας" την υπ' αριθμ. 168/2001 αίτηση τους με την οποία ζητούσαν να μετατοπισθεί ο αγωγός πόσιμου ύδατος εκτός του οικοπέδου τους για να ξεκινήσουν τις οικοδομικές εργασίες. Όπως στη συνέχεια δέχεται το Εφετείο, είναι τεχνικώς δυνατόν να καλυφθεί η ανάγκη διέλευσης του ως άνω αγωγού από χώρο εκτός του ακινήτου των εναγόντων και ειδικότερα από τις δύο ανώνυμες δημοτικές οδούς που περικλείουν το οικοδομικό τετράγωνο, όπως τούτο αποδεικνύεται ιδίως από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Δ. Ν.. Το εναγόμενο όμως αρνείται να προβεί στην παραπάνω μετατόπιση. Κατά συνέπεια ο αγωγός προσβάλλει παράνομα την κυριότητα των εναγόντων επί του επιδίκου με διατάραξη, αφού ήδη είναι τεχνικώς δυνατόν να μετατοπισθεί, κατά τα προεκτεθέντα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους στο ως άνω ακίνητο και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον είναι κατ' ουσίαν βάσιμη και στη συνέχεια απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή, τον ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 213 παρ.1 του ν. 3463/2006, αφού υπό τα ως άνω δεκτά πραγματικά περιστατικά υφίσταται υποχρέωση (και όχι διακριτική ευχέρεια) του εναγομένου προς μετατόπιση του επίδικου αγωγού, αφού αυτή (μετατόπιση) είναι, όπως ανελέγκτως κρίθηκε, τεχνικώς δυνατή, η διατήρηση δε του αγωγού αυτού στο ακίνητο των αναιρεσιβλήτων αποτελεί διατάραξη της νομής τους σ' αυτό, η οποία δικαιολογεί την έγερση της αρνητικής αγωγής με αίτημα την άρση της προσβολής και την παύση της στο μέλλον. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι το Εφετείο με το να δεχθεί την ένδικη αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη, και πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να καταδικασθεί δε το αναιρεσείον στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο ζήτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 276 ν. 3463/2006 και 22 ν. 3693/57). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-6-2009 αίτηση του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΔΗΜΩΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ" για αναίρεση της υπ' αριθμ. 47/2009 απόφασης του Εφετείου Καλαμάτας. Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αρνητική αγωγή επί της προσβολής της κυριότητας. Πότε δίνεται. Υποχρέωση κυριών ακινήτων να ανέχονται την τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης κ.λ.π. από τους Ο.Τ.Α. στα ακίνητα τους. Άρνηση Ο.Τ.Α. να μετατοπίσει τους σωλήνες που προκαλούσαν ζημία στο ακίνητο και ήταν δυνατή η μετατόπισή τους. Προσβολή κυριότητας με διατάραξη. Βάσιμη αρνητική αγωγή. Λόγος αναιρέσεως κατ' άρθρον 159 αρ.1 Κ.Πολ.Δ. Αβάσιμος .Επικυρώνει Εφ.Καλ. 47/2009.
Νομή
Νομή, Κυριότητα.
0
Αριθμός 1252/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Αργύριο Σταυράκη, Ελένη Διονυσοπούλου και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. χήρας Γ. Κ. και 2) Δ. Σ. του Χ., κατοίκων ... . Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπανδρουλάκη και ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Εταιρεία Μεταλλείων Σερίφου και Σπηλιαζέζας" και έδρα το ..., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Φίλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/7/1998 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 138ΤΠ/1999 μη οριστική, 163/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 162/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/9/2011 αίτηση και τους από 6/8/2012 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων καθώς και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. 'Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι τα επίδικα ακίνητα, ήτοι μία διώροφη οικία με το προαύλιό της, εμβαδού του οικοπέδου 326 τ.μ. και της οικίας 250,27 τ.μ., και ένα ισόγειο κτίσμα (δωμάτιο), συνεχόμενο της ως άνω οικίας, συνολικού εμβαδού του οικοπέδου 33,03 τ.μ. και του κτίσματος 16,79 τ.μ, που βρίσκονται στον οικισμό "..." Σερίφου, περιήλθαν, σε μείζονα έκταση, στην κυριότητα της αναιρεσίβλητης εταιρείας με αγορά από τον μέχρι τότε κύριο των ακινήτων Γ. Γ. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1938 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων. Ιωάννου που μεταγράφηκε νόμιμα, αλλά και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού η αναιρεσίβλητη είχε στην διανοία κυρίου κατοχή της (νομή) τα επίδικα από την κατά τα ανωτέρω μεταβίβασή τους σ' αυτήν μέχρι το έτος 1988 (οπότε οι αναιρεσείοντες τα κατέλαβαν αυθαιρέτως, ως κατωτέρω) βάσει του ειρημένου τίτλου και με καλή πίστη επί χρόνο μεγαλύτερο της δεκαετίας (για τη βάση της τακτικής χρησικτησίας) αλλά και της εικοσαετίας (για την έκτακτη χρησικτησία), εξουσιάζοντας τα επίδικα στην μείζονα έκτασή τους και παραχωρώντας τα οικήματα κυρίως για τη στέγαση των εργαζομένων της. Περαιτέρω δέχεται το Εφετείο ότι η πρώτη αναιρεσείουσα, χωρίς ποτέ να έχει αποκτήσει την κυριότητα των επιδίκων, με το υπ' αριθμ. .../7-10-1981 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Γ. Λυστεγνιώτη που μεταγράφηκε νόμιμα μεταβίβασε τα επίδικα στον δεύτερο αναιρεσείοντα, γαμβρό της, ότι οι αναιρεσείοντες εν τέλει κατέλαβαν αυθαιρέτως τα επίδικα το έτος 1988, εκμεταλλευόμενοι την απουσία τού επιστάτη της αναιρεσίβλητης και του παραχωρησιούχου Κ. Π., και εγκαταστάθηκαν σ' αυτά, και ότι όμως (δέχεται το Εφετείο) υπό τα προαναφερόμενα περιστατικά ο δεύτερος αναιρεσείων δεν κατέστη κύριος των επιδίκων ούτε με παράγωγο ούτε με πρωτότυπο τρόπο, αφού η φερόμενη ως μεταβιβάσασα (δωρήτρια) τα επίδικα πρώτη αναιρεσείουσα δεν ήταν κυρία των επιδίκων, κατά τα προεκτεθέντα, ο δεύτερος αναιρεσίβλητος δεν τελούσε σε καλή πίστη κατά τον χρόνο της απόκτησης της νομής των επιδίκων, καθώς τουλάχιστον από βαριά αμέλεια αγνοούσε (άρθρ. 1042 του ΑΚ) ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούσαν ιδιοκτησία της ενάγουσας εταιρείας και όχι της πενθεράς του (πρώτης εναγομένης), η οποία δεν είχε κανέναν τίτλο κτήσης και ουδέποτε είχε κατοικήσει σ' αυτά ώστε και υπό την επίκληση του ως άνω τίτλου (δωρητηρίου συμβολαίου) να καταστεί κύριος των επιδίκων με τακτική χρησικτησία, συμπληρουμένης της δεκαετίας μέχρι την άσκηση της αγωγής (Αύγ. 1998), μέχρι την οποία όμως δεν συμπληρώθηκε ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας (εικοσαετία). Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη, διεκδικητική των ανωτέρω επίδικων ακινήτων, αγωγή της αναιρεσίβλητης, απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητος που είχαν προβάλει οι αναιρεσείοντες-εναγόμενοι και την οποία επιχειρούσαν να θεμελιώσουν στην απόκτησή τους με παράγωγο και πρωτότυπο, ως ανωτέρω, τρόπο. ΙΙ. Με τους πρώτον και δεύτερο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών 11 και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το προειρημένο υπ' αριθμ. .../8-6-1938 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ως αποδεικτικό έγγραφο, αν και τούτο δεν είχε προσκομισθεί νομίμως από την αναιρεσείουσα-ενάγουσα, και ότι παρά τον νόμο έλαβε υπόψη τον αντίστοιχο ισχυρισμό περί κτήσεως της κυριότητας των επιδίκων με το ανωτέρω συμβόλαιο, ο οποίος ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νομίμως. Ενόψει της προρρηθείσης παραδοχής του Εφετείου ότι η αναιρεσίβλητη έγινε κυρία των επιδίκων με τακτική και με έκτακτη χρησικτησία, η οποία (παραδοχή) στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, οι προβαλλόμενοι ως άνω πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αλυσιτελείς, μη οδηγώντας στην ανατροπή (αναίρεση) της αποφάσεως. ΙΙΙ. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε το δικαστήριο, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή δεν εφαρμόζει κανόνα του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως από την ίδια αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει, το Εφετείο δέχθηκε ότι ενόψει των ανωτέρω, λεπτομερώς αναφερομένων στην απόφαση, αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών και της άμεσης, μετά την αποβολή της από τα επίδικα, αντίδρασης της αναιρεσίβλητης για την προστασία των δικαιωμάτων της με την άσκηση κατά των αναιρεσειόντων της από 28-7-1988 αιτήσεως ασφαλιστικών μέσων και της από 23-1-1989 διεκδικητικής αγωγής για τα επίδικα, και του γεγονότος, ακόμη, ότι δεν συνέτρεξαν και άλλα περιστατικά ώστε να δημιουργηθεί εύλογη πεποίθηση στους αναιρεσείοντες ότι η αναιρεσίβλητη δεν θα ασκούσε τα ένδικα δικαιώματά της, η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών με την αγωγή της τελευταίας δεν παρίσταται καταχρηστική και απαγορευμένη, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, όπως αβασίμως κατ' ένσταση είχαν ισχυρισθεί οι αναιρεσείοντες-εναγόμενοι, ένσταση που απορρίφθηκε από το Εφετείο. Υπό τα ανωτέρω περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο η άσκηση της ένδικης αγωγής της αναιρεσίβλητης δεν υπερβαίνει πράγματι και μάλιστα προφανώς τα όρια που θέτει το άρθρο 281 του ΑΚ στην άσκηση των δικαιωμάτων, το οποίο και δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω, η δε αναιρεσιβαλλομένη περιέχει πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα και το απορριπτικό της ενστάσεως αυτής διατακτικό της απόφασης του Εφετείου, είναι δε αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον τρίτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου. Υπό τις προεκτεθείσες δε παραδοχές του Εφετείου ως προς το αβάσιμο της ενστάσεως των αναιρεσειόντων για δική τους κυριότητα επί των επιδίκων, κτηθείσα με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία, το δικαστήριο ορθώς δεν εφήρμοσε τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 1041-1043 και 1045 του ΑΚ, των οποίων δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστήριζαν με τον τέταρτο και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου είναι επίσης αβάσιμα και απορριπτέα. IV. O λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, τέτοια δε αποδεικτικά μέσα, ως έγγραφα, είναι και οι ένορκες βεβαιώσεις από άλλη δίκη, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου για παρά τον νόμο μη κήρυξη απαραδέκτου δεν ιδρύεται και είναι επίσης αβάσιμος όταν το απαράδεκτο αναφέρεται στη συζήτηση της υποθέσεως. Επομένως νομίμως το Εφετείο έλαβε υπόψη ως αποδεικτικά έγγραφα και τις ένορκες βεβαιώσεις που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι και οι οποίες είχαν δοθεί για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα σε άλλη δίκη, και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πέμπτο, από το άρθρο 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως απορριπτέος είναι και ο έκτος, από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, λόγος του αναιρετηρίου ότι το Εφετείο έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής επειδή δεν είχε επιδοθεί αντίγραφό της στον οικείο Οικονομικό Έφορο, αφού η παράλειψη αυτή του δικαστηρίου δεν συνιστά απαράδεκτο κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ. V. Κατά το άρθρο 10 του ΑΚ η ικανότητα (για δικαιοπραξία, άρθρ. 7) του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 64 παρ. 2α'του ΚΠολΔ τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί, κατά δε το άρθρο 104 εδ. α' του ίδιου ΚΠολΔ για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Κατά την έννοια επομένως της τελευταίας αυτής διάταξης, η πληρεξουσιότητα που δίδεται για τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Εφετείου καθιστά έγκυρες όλες τις προηγηθείσες διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου (Εφετείου), αλλά και εκείνες ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (σχετ. ΑΠ 835/2010, 602/2004, 203/2003). Εν προκειμένω, όπως επίσης προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το Εφετείο δέχθηκε και τα εξής: "Η ενάγουσα (...) άσκησε την από 20-7-1998 διεκδικητική κυριότητας ακινήτου αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, επί της οποίας, αφού αρχικώς εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 138 ΤΠ/1999 μη οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία επετράπη προσωρινά, κατ' άρθρο 105 του ΚΠολΔ, να συμμετάσχουν στη δίκη οι παριστάμενοι ως πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας και τάχθηκε προθεσμία σ' αυτήν (ενάγουσα) μέχρι την έναρξη διεξαγωγής των διαταχθεισών αποδείξεων για την προσκομιδή συμβολαιογραφικής πράξης αποδεικνύουσας την παροχή πληρεξουσιότητας προς τους ως άνω δικηγόρους της, στη συνέχεια εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία και ερήμην της ενάγουσας, η υπ' αριθμ. 163/2005 οριστική απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι δεν συμπληρώθηκαν οι ελλείψεις ως προς την εκ μέρους της ενάγουσας παροχή πληρεξουσιότητας στους παριστάμενους, για λογαριασμό της, δικηγόρους, απορρίφθηκε η αγωγή της ως απαράδεκτη, καθόσον κηρύχθηκαν άκυρες όλες οι προηγηθείσες διαδικαστικές πράξεις (όπως και η άσκηση της αγωγής), που ενεργήθηκαν από τους ως άνω δικηγόρους και οι οποίες τελούσαν υπό τη διαλυτική αίρεση της συμπλήρωσης των ελλείψεων ως προς την παροχή πληρεξουσιότητας. Ήδη στην προκειμένη κατ' έφεση δίκη η εκκαλούσα-ενάγουσα παρίσταται δια της δικηγόρου Σύρου Αναστασίας Παναγοπούλου, η οποία προσκομίζει το υπ' αριθμ. .../21-9-2010 ειδικό πληρεξούσιο, συνταχθέν ενώπιον της συμβολαιογραφούντος Γενικής Προξένου της Ελλάδας στο Παρίσι Γαλλίας, Αικατερίνης Κόϊκα, με το οποίο παρέχεται από τον γενικό διευθυντή της ενάγουσας εταιρίας στην ως άνω παριστάμενη στο παρόν Δικαστήριο δικηγόρο καθώς και στους αναφερόμενους παρασταθέντες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικηγόρους η ειδική πληρεξουσιότητα προς διεξαγωγή της ένδικης υπόθεσης και η έγκριση από αυτήν (εκκαλούσα-ενάγουσα) όλων των μέχρι τότε διενεργηθεισών διαδικαστικών πράξεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως (...) και κατά παραδοχή του βάσιμου περί τούτου σχετικού πέμπτου λόγου της υπό κρίση έφεσης (με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι ήδη προσκομίζει στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο όλα τα νομιμοποιητικά της έγγραφα, που εκδόθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της και να κρατηθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) (...). Περαιτέρω, από την υπ' αριθμ. 415/16-12-2005 "νομική πληροφορία" του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου (που προσκομίζεται από την ενάγουσα και η οποία έχει συνταχθεί σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 221/2005 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου, εκδοθείσας επί άλλης δίκης της ενάγουσας) προκύπτει ότι το γαλλικό δίκαιο διακρίνει δύο τύπους ανωνύμων εταιριών: α) την ανώνυμη εταιρία με διοικητικό συμβούλιο και β) την ανώνυμη εταιρία με διευθυντήριο και εποπτικό συμβούλιο. Η ανώνυμη εταιρία με διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπείται έναντι των τρίτων από τον γενικό διευθυντή (πρόεδρο του ΔΣ ή μη) και τους τυχόν εξουσιοδοτημένους γενικούς διευθυντές. Ειδικότερα, η γενική διεύθυνση της εταιρίας ασκείται, με την ευθύνη αυτής (εταιρίας), είτε από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου είτε από ένα άλλο φυσικό πρόσωπο που διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο και φέρει τον τίτλο του γενικού διευθυντή. Ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, ο γενικός διευθυντής ή οι εξουσιοδοτημένοι από το διοικητικό συμβούλιο γενικοί διευθυντές, έχουν όλες τις εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου για τη διενέργεια κάθε δικαστικής πράξης, είτε αυτοπροσώπως είτε με ανάθεση σε τρίτους πληρεξουσίους. Σχετικώς η νομολογία του γαλλικού Ακυρωτικού αναγνωρίζει στο νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας (γενικό διευθυντή) την εξουσία να αναθέτει σε τρίτο πρόσωπο την ειδική εντολή-πληρεξουσιότητα να ασκήσει αγωγή και να παρίσταται στο δικαστήριο επ' ονόματι της εταιρίας. Η εντολή για την άσκηση της αγωγής από πληρεξούσιο-εντολοδόχο πρέπει να πληροί τους όρους κύρους του κοινού δικαίου και επιπλέον να είναι ειδική και ορισμένη (άρθρο 416 γαλλΝΚΠολΔ), υπό την έννοια όμως ότι η ειδικότητα μπορεί να καλύπτει όλες τις αγωγές-διαδικαστικές πράξεις τις σχετικές με μία υπόθεση, ενώ κατ' άρθρο 1985 του γαλλικού αστικού κώδικα η εντολή μπορεί να δοθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, ακόμη και με επιστολή, ενώ μπορεί, επίσης, να δοθεί και προφορικά. Περαιτέρω, ο γαλλικός νόμος καθιερώνει την υποχρεωτική εγγραφή όλων των εμπορικών εταιριών και ειδικότερα των ανωνύμων εταιριών, που έχουν την έδρα τους στη Γαλλία, στο Μητρώο εμπορίου και εταιριών, που τηρείται από τον γραμματέα του εμποροδικείου, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η έδρα της εταιρίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο L-210-6 γαλλΕΚ, η ανώνυμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα από την ημέρα που έγινε η εγγραφή της στο ως άνω Μητρώο (οπότε και λαμβάνει απόσπασμα της εγγραφής, ονομαζόμενο "Κ bis", το οποίο αποτελεί το στοιχείο ταυτότητας της εταιρίας) και από την ημέρα αυτή αποκτά την ικανότητα να είναι διάδικος, ενώ η διαγραφή της εταιρίας από το Μητρώο λόγω λύσεως, κατόπιν δήλωσης του εκκαθαριστή της, επιφέρει την απώλεια της νομικής προσωπικότητας και, κατά συνέπεια, της ικανότητάς της να είναι διάδικος. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96, 104 ΚΠολΔ και 159 παρ. 1, 211, 217 παρ. 2, 238 ΑΚ, προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παρέστη δικηγόρος που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις του δικηγόρου αυτού που προηγήθηκαν. Η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρά σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης, δηλαδή και στην κατ' έφεση δίκη, με το διορισμό του ίδιου ή άλλου δικηγόρου, καθόσον η έγκριση αφορά τις πράξεις και όχι το πρόσωπο, οπότε θεραπεύονται και οι άκυρες διαδικαστικές πράξεις της πρωτοβάθμιας δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση προσκομίζονται από την ενάγουσα εταιρία, σε νόμιμη μετάφραση, τα εξής έγγραφα: 1) το από 2-9-1880 αρχικό καταστατικό και το από 8-11-2007 ισχύον σήμερα καταστατικό της εταιρίας, 2) το από 12-7-2010 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Δικαστηρίου Εμπορίου Παρισίων, από το οποίο προκύπτει ότι η εν λόγω εταιρία εξακολουθεί να υπάρχει, αφού δεν έχει τεθεί σε εξυγίανση και εκκαθάριση 3) το από 12-7-2010 απόσπασμα KBIS εγγραφής στα μητρώα εμπορίου και εταιριών της Γραμματείας του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η διάρκειά της έχει οριστεί μέχρι 15-9-2029 και ότι μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτής είναι και ο Ο. Β. ως γενικός διευθυντής, 4) το από 4-6-2010 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας εταιρίας, με το οποίο αποφασίσθηκε η σύγκληση της τακτικής ετήσιας γενικής συνέλευσης της εταιρίας για την 22-6-2010, 5) το από 22-6-2010 πρακτικό συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης των μελών της εταιρίας, με το οποίο ανανεώθηκε η προηγούμενη θητεία των ίδιων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και το με την ίδια ημερομηνία πρακτικό συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, το οποίο συγκροτείται σε σώμα με γενικό διευθυντή τον προαναφερόμενο Ο. Β., 6) το από 25-6-2010 ειδικό πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, με το οποίο εξουσιοδοτείται ο τελευταίος (γενικός διευθυντής) προς σύνταξη ειδικού πληρεξουσίου, μεταξύ άλλων και για τη χορήγηση εντολής αλλά και έγκρισης προς τους δικηγόρους Αικατερίνη Στεφάνου, Σταμούλη Μακρή και Αναστασία Παναγοπούλου (από τους οποίους η πρώτη υπέγραψε το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, όλοι εκπροσώπησαν την ενάγουσα στη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η τελευταία εκπροσώπησε την ενάγουσα κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κατέθεσε προτάσεις) ως προς κάθε ενεργούμενη από αυτούς διαδικαστική πράξη επί της κρινόμενης αγωγής και 7) το υπ' αριθμ. .../21-9-2010 καθώς και το προγενέστερο αυτού υπ' αριθμ. .../16-11-2005 ειδικό πληρεξούσιο, τα οποία συντάχθηκαν ενώπιον του συμβολαιογραφούντος Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Παρίσι, με τα οποία ο προαναφερόμενος γενικός διευθυντής της εταιρίας Ο. Β. διόρισε πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους δικηγόρους της εταιρίας στην Ελλάδα, πλην άλλων, και τους δικηγόρους Σύρου Αναστασία Παναγοπούλου και Αικατερίνη Στεφάνου καθώς και το δικηγόρο Αθηνών Σταμούλη Μακρή, και, αφού ενέκρινε τις μέχρι τότε γενόμενες διαδικαστικές ενέργειες και πράξεις αυτών που έγιναν για λογαριασμό της εταιρίας, μεταξύ άλλων και για την προκείμενη υπόθεση, παρέτεινε την πληρεξουσιότητα μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της ένδικης διαφοράς. Από τα προαναφερόμενα έγγραφα καθώς και από τα ανωτέρω οριζόμενα στο γαλλικό δίκαιο, καθίσταται σαφές α) ότι η ενάγουσα εταιρία, η οποία εδρεύει στο Παρίσι της Γαλλίας, έχει συσταθεί νομίμως το έτος 1880 και εξακολουθεί να υφίσταται και να λειτουργεί, σύμφωνα με τους νόμους της χώρας αυτής, με ισχύον καταστατικό και με ορισθείσα διάρκεια μέχρι την 15-9-2029 και χωρίς να έχει τεθεί σε διαδικασία εξυγίανσης και εκκαθάρισης, με συνέπεια να έχει την ικανότητα να είναι διάδικος, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, και β) ότι ο διορισμός των αναφερόμενων πληρεξούσιων δικηγόρων της ενάγουσας εταιρίας από τον γενικό διευθυντή αυτής Ο. Β. με τα ανωτέρω ειδικά πληρεξούσια (ήτοι τα υπ' αριθμ. .../2010 και .../2005) είναι καθ' όλα νόμιμος, ενώ με τα εν λόγω πληρεξούσια ρητώς εγκρίνονται όλες οι διαδικαστικές πράξεις της πρωτοβάθμιας δίκης, με την έγκριση δε αυτή, που έχει αναδρομική ισχύ, θεραπεύτηκε εκ των υστέρων κάθε τυχόν ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν οι ως άνω ισχυρισμοί των εναγομένων για έλλειψη της ικανότητας της ενάγουσας να είναι διάδικος και για έλλειψη πληρεξουσιότητας των δικηγόρων που παρέστησαν για λογαριασμό αυτής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο". Υπό τις παραδοχές αυτές του Εφετείου, νομίμως, κατ' άρθρον 104 του ΚΠολΔ, έγινε επίκληση και προσκόμιση του σχετικού ειδικού πληρεξουσίου της αναιρεσίβλητης προς τους παρισταμένους δικηγόρους της για τη διεξαγωγή της δίκης κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Εφετείου, με τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης, η πληρεξουσιότητα αυτή είχε δοθεί νομίμως, κατά το άρθρο 64 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 10 του ΑΚ και τις αναφερόμενες στην αναιρεσιβαλλομένη σχετικές διατάξεις του γαλλικού δικαίου, από τα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που εδρεύει στο Παρίσι, περιέχει δε η αναιρεσιβαλλομένη πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν την παραδοχή της για τη νομιμότητα της πληρεξουσιότητας αυτής. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους τρεις, υπό την επίκληση των αριθμών 8, 14 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-9-2011 αίτηση των Α. Γ. Κ. κ.λ.π. όπως διαμορφώθηκε με τους από 6-8-2012 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 162/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή διεκδικητική βάσει παραγώγου και πρωτοτύπου κτήσεως κυριότητας επί ακινήτου. Κρίση για την μη συνδρομή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και ιδίας κυριότητας των εναγομένων, πρωτότυπως και παραγωγής. Νόμιμο αποδεικτικό μέσον, ως αποδεικτικά έγγραφα, οι ένορκες βεβαιώσεις από άλλη δίκη. Πληρεξουσιότητα κατά το δίκαιο της έδρας της ενάγουσας γαλλικής εταιρείας. Νόμιμη η χορήγηση της στην κατ' έφεση δίκη, εγκυροποίηση προηγούμενων διαδικασιών πράξεων, και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αβάσιμοι οι αναιρετικοί λόγοι κατ' άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ. αρ.1, 8, 11α, 14, 19. Επικυρώνει Εφ.Αιγ. 162/2011.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Αλλοδαπό Δίκαιο, Αποδεικτικά μέσα, Πληρεξουσιότητα , Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1232/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ά. συζ. Ι. Κ., το γένος Β. Π. και 2) Ι. Κ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στέφανο Στεφανίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Μ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευαγγελία Αποστολίδου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/5/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 99/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 220/2011 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/1/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 6/5/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 Α.Κ. και 1, 2 § 1, 3 § 1, 4 § 1, 5, 13 του ν. 3741/1929 προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους (οριζόντιας ιδιοκτησίας), δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα, επί του εδάφους και επί των μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του ορόφου και διαμερίσματος ορόφου. Από το πνεύμα, εντούτοις, των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από το σκοπό τους που, όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του ν. 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ' ύψος επέκταση των πόλεων, καθώς και από τα ερμηνευτικά πορίσματα εκ της κοινής πείρας και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας (άρθ. 11 του Γεν. Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955 και 1973), συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά (διαιρετά ή αδιαίρετα) τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη (άρθρα 1002 εδ. β Α.Κ. και 1 παρ. 2 ν. 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Για να συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο ή διαμέρισμα χρειάζεται σύμβαση μεταξύ του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου και εκείνου που το αποκτά. Η σύμβαση πρέπει να γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγράφεται στα βιβλία μεταγραφών. Με την ίδια σύμβαση κανονίζονται και τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις των ιδιοκτητών και οι περιορισμοί της κυριότητας του καθενός απ' αυτούς, που έχουν χαρακτήρα δουλείας. Η μεταβολή των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και των περιορισμών της κυριότητας που έχουν κανονισθεί με τον παραπάνω τρόπο δεν είναι δυνατόν να γίνει, παρά κατά τον ίδιο τύπο, δηλαδή με συμβολαιογραφικό έγγραφο που θα μεταγραφεί νόμιμα. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί απ' αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η πρώτη των εναγομένων, η οποία λόγω χρησικτησίας σύμφωνα με τους όρους της με αριθμό 391/1980 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, ήταν αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος ενός οικοπέδου, εκτάσεως 512 τ.μ., νομικής φύσης "μουλκ", με λιθόκτιστη οικία, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Ροδίων, στη θέση "Νεοχώριο" και στη συμβολή των οδών ... και ..., ανήγειρε επί του εναπομείναντος μετά από ρυμοτόμηση τμήματος του οικοπέδου της αυτού, εκτάσεως 370,34 τμ, μετά την κατεδάφιση της άνω οικίας, μια οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο, πρώτο, δεύτερο και τρίτο ορόφους. Η οικοδομή, με κτηματολογικά στοιχεία τόμος οικοδομών Ρόδου παλαιός ... και νέος ..., φύλλο παλαιό 194 και νέο 140, μερίδα 1-48 και φάκελος .../3550 του Κτηματολογίου Ρόδου, έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, με την υπ' αριθ. .../5.8.1982 πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Ρόδου Κων. Τζεδάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα. Με την πράξη αυτή ως διηρημένες και αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες της οικοδομής αναγνωρίζονται οι ακόλουθες: Υπόγειο: αποθήκη υπό στοιχεία Υ1, -Ισόγειο: α) κατάστημα με στοιχείο πίνακα γιώτα ένα (11), β) κατάστημα με στοιχείο πίνακα γιώτα δύο (12), γ) κατάστημα με στοιχείο πίνακα γιώτα τρία (13), δ) κατάστημα με στοιχείο πίνακα γιώτα τέσσερα (14), ε) κατάστημα με στοιχείο πίνακα γιώτα πέντε (15), στ) κατάστημα με στοιχείο πίνακα γιώτα έξι (16), ζ) κατάστημα με στοιχείο πίνακα γιώτα επτά (17). -Πρώτος (Α1) όροφος, συνολικής επιφανείας τμ 222,20, Δεύτερος (Β') όροφος: συνολικής επιφάνειας τμ 222, Τρίτος (Γ) όροφος, συνολικής επιφάνειας τμ 54,08 και αέρινη στήλη που περιλαμβάνει το μη ανεγερθέν τμήμα του Γ' ορόφου, επιφανείας 168,12 τμ και ολόκληρη την ύπερθεν του Γ' ορόφου αέρινη στήλη, επιφανείας 222,20 τμ. Περαιτέρω, με την με αριθμό .../30.6.2003 πράξη σύστασης μερικότερης οριζόντιας ιδιοκτησίας και τροποποίησης της με αριθμό .../1982 πράξης του συμβολαιογράφου Ρόδου Κωνσταντίνου Τζεδάκη, που συντάχθηκε από το ίδιο ως άνω συμβολαιογράφο και μεταγράφηκε νόμιμα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, η πρώτη εναγόμενη, (ιδιοκτήτρια- κατά το χρόνο εκείνο της αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας του τρίτου (Γ') ορόφου και των αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών (μελλοντικών) της αέρινης στήλης της ανωτέρω οικοδομής), ανακατένειμε τα σ' αυτήν ανήκοντα ποσοστά συνιδιοκτησίας των ανωτέρω αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών (τρίτου ορόφου και αέρινης στήλης αντίστοιχα). Η πρώτη εναγόμενη προέβη στην εν λόγω ανακατανομή ενόψει του γεγονότος ότι είχε αποφασίσει να προβεί σε προσθήκη (ανέγερση) και τέταρτου ορόφου της παραπάνω οικοδομής. Ειδικότερα, με την ανωτέρω πράξη η πρώτη εναγόμενη συνέστησε τις παρακάτω περιγραφόμενες μερικότερες αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες -τρίτος (Γ) όροφος: γραφείο με στοιχείο Γ1, επιφανείας τμ 93,20 του κυρίως χώρου και ημιυπαίθριον χώρο 44,28 τμ, - τέταρτος (Δ) όροφος: γραφείο με στοιχείο Δ1, επιφανείας 100,22 τμ και αέρινη στήλη με στοιχείο Μ, συνολικής επιφανείας 390,32 τμ. Με την με αριθμό .../9.2.2000 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του συμβολαιογράφου Ρόδου Δημ. Γιώρτσου που μεταγράφηκε νόμιμα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, το υπό στοιχείο Δ1 γραφείο του τετάρτου ορόφου και η αέρινη στήλη κατακυρώθηκαν συνεπεία αναγκαστικού πλειστηριασμού στον ενάγοντα, αντί του ποσού των 36.500.000 δραχμών ή 107.116,65 ευρώ και 5.001.000 δραχμών, ήτοι 14.676,45 ευρώ αντίστοιχα. Στη συνέχεια, ο ενάγων διαπίστωσε ότι οι εναγόμενοι είχαν καταλάβει την Δ1 οριζόντια ιδιοκτησία, της οποίας απέκτησε την κυριότητα, κατά τα ανωτέρω και την χρησιμοποιούσαν σαν κατοικία. Συγκεκριμένα είχαν συνενώσει τις ανεξάρτητες ιδιοκτησίες με στοιχεία Γ1 και Δ1, του τρίτου και τέταρτου ορόφου της οικοδομής, οι οποίες αναφέρονται στην ανωτέρω με αριθμό .../30.6.2003 πράξη σύστασης μερικότερης οριζόντιας και τροποποιητική της με αριθμό .../1982 πράξης του συμβολαιογράφου Ρόδου Κωνσταντίνου Τζεδάκη, μετατρέποντας αυτές σε χώρους κύριας κατοικίας. Ειδικότερα, ο τρίτος όροφος, όπως διαμορφώθηκε από τους εναγομένους, αποτελείται από κουζίνα, καθιστικό και ένα χώρο με χρήση κοινωνικής αίθουσας, ενώ η ιδιοκτησία του τετάρτου ορόφου από τρεις κοιτώνες, ένα χώρο με χρήση βεστιαρίου και ένα χώρο με χρήση λουτρού και χρησιμοποιείται από τους εναγομένους ως ενιαίο διαμέρισμα (μεζονέτα), οι δύο όροφοι δε επικοινωνούν μεταξύ τους με την κοινόχρηστη σκάλα. Η ανωτέρω συνένωση δεν είναι έγκυρη, δηλαδή η συνένωση των ανωτέρω αυτοτελών ιδιοκτησιών του τρίτου και τέταρτου ορόφου, καθόσον για να είναι έγκυρη έπρεπε να γίνει τροποποίηση της ανωτέρω πράξεως οροφοκτησίας και μάλιστα με την συναίνεση όλων των συνιδιοκτητών της οροφοκτησίας και με μεταγραφή της σχετικής προς τούτο συμβολαιογραφικής πράξεως, όπως απαιτεί το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 3741/1929. Τέτοια τροποποίηση δεν έγινε από τους εναγομένους. Επομένως, εφόσον η ανωτέρω συνένωση είναι μη νόμιμη, η υπ' αριθμ. Δ1 οριζόντια ιδιοκτησία εξακολουθεί να υπάρχει από άποψη ορίων, εμβαδού, ποσοστού συνιδιοκτησίας κλπ, όπως περιγράφεται στην ανωτέρω με αριθμό .../30.6.2003 πράξη σύστασης μερικότερης οριζόντιας και τροποποίησης της με αριθμό .../1982 πράξης συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας, διατηρώντας τη νομική της αυτοτέλεια. Συνεπώς, ο ενάγων έγινε κύριος του υπ' αριθμ. Δ1 γραφείου, όπως αυτό περιγράφεται στη μνησθείσα πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας, έγινε δηλαδή κύριος και του επίδικου ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια ανωτέρω, ήτοι ότι ο ενάγων τυγχάνει κύριος του ανωτέρω επίδικου χώρου του υπό στοιχ. Δ1 διαμερίσματος και, κατά παραδοχή της κρινόμενης αγωγής ως και ουσιαστικά βάσιμης, υποχρέωσε τους εναγομένους να αποδώσουν τούτο (επίδικο) σ' αυτόν, προέβη σε σύννομη και προσήκουσα εκτίμηση των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν. Όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους λόγους της κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμα." Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αυτοτέλειας της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας από απόψεως νομικής και ουσιαστικής, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις τις οποίες ορθά εφάρμοσε και περιέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του νια τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ του Κ.Πολ.Δ., λόγο αναίρεσης προσάπτουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα που αυτοί επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, ήτοι την 6429/1999 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου Μ. Μ. και τις 6711/1999 και 6430/1998 περιλήψεις κατασχετηρίων εκθέσεων του ιδίου δικαστικού επιμελητή. Από τη βεβαίωση, όμως, του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα με επίκληση, προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα" και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι τούτο για το σχηματισμό της κρίσης του, στην οποία τελικώς κατέληξε, έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε μαζί με όλες τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα προαναφερόμενα έγγραφα και επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν εξέτασε τον πρώτο λόγο έφεσης των αναιρεσειόντων, με τον οποίο ζητούσαν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά το μέρος που διέταξε το χωρισμό της υπόθεσης και την παραπομπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο ως προς τα αγωγικά αιτήματα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να ανεχθούν τη χρήση της κοινόχρηστης σκάλας και του κοινοχρήστου ανελκυστήρα από τον ενάγοντα και να απαγγελθεί καθ' εκάστου εναγομένου προσωπική κράτηση μέχρι 12 μηνών και χρηματική ποινή 100.000 ευρώ για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, επί τω τέλει απορρίψεως εξ ολοκλήρου της ένδικης αγωγής. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης έφεσης στον πρώτο λόγο της έφεσης τους οι αναιρεσείοντες δεν διατύπωσαν κανένα παράπονο για τον ως άνω χωρισμό της υπόθεσης και την παραπομπή των ανωτέρω αγωγικών αξιώσεων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου τα οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέταξε κατόπιν σχετικής ενστάσεως των εναγομένων (βλ. εκκαλουμένη απόφαση). Μετά ταύτα ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι ηττώμενοι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-1-2012 αίτηση των Ά. συζ. Ι. Κ. κ.λπ. για αναίρεση της 220/2011 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή κυριότητας ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας). Λόγοι αναίρεσης: 1ος από 1 και 1β, 2ος από 11γ, 3ος από 8
Οριζόντια ιδιοκτησία
Αγωγή διεκδικητική, Οριζόντια ιδιοκτησία, Κυριότητα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1225/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Ν. Ν. του Ο., κατοίκου ... που παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καχριμάνη, περί αναιρέσεως της 1089/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του και στους από 30 Αυγούστου 2013 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 214/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, επικουρικά δε, να απορριφθούν ως αβάσιμες στην ουσία τους, τόσο η ίδια αίτηση αναίρεσης, όσο και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύµφωνα µε το άρθρο 463 του ΚΠΔ, " ένδικο µέσο µπορεί να ασκήσει µόνο εκείνος που ο νόµος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωµα. Σε κάθε όµως, περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούµενος να έχει συµφέρον για την άσκηση του ένδικου µέσου". Κατά δε το άρθρο 504 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, ορίζεται ότι , "όταν ο νόµος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται µόνο κατά της απόφασης, που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται µε έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν µε τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη". Επίσης στο άρθρο 489 παρ. 1 περ. γ' του ιδίου Κώδικα, ορίζεται ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση και : γ) "κατά της απόφασης του τριµελούς πληµµελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πληµµελήµατα (άρθρα 111 παράγραφοι 6 και 116) αν µε αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε µήνες ή σε χρηµατική ποινή πάνω τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών δικαιωµάτων ή έκπτωση από δηµόσια δηµοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισµού σε αυτήν ή σε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι µεγαλύτερη από πέντε µήνες ή που συνεπάγεται τις παραπάνω στερήσεις και ανικανότητες ή σε αποζηµίωση και χρηµατική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από πεντακόσια ευρώ συνολικά". Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε κατά αποφάσεως για την οποία δεν προβλέπεται. Περαιτέρω, κατά τα άρθρο 8 παρ.1 α του ν. 3528/2007 (Κώδικας Δ.Υ.), ανικανότητα διορισμού ως υπαλλήλου στο Δημόσιο, συνεπάγεται και η καταδίκη πλην άλλων περιπτώσεων και σε οποιαδήποτε ποινή για το πλημμέλημα της απάτης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη με αριθμό εκθ. 3/25-1-2013 αίτηση αναιρέσεως του Ν. Ν., προσβάλλεται η με αριθμ. 1089/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, με την οποία ο αναιρεσείων, όπως από την επισκόπησή της προκύπτει, καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως πέντε ( 5 ) μηνών, για το πλημμέλημα της απάτης με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη (άρ.386 παρ. 1 β ΠΚ ). Όπως, όμως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά της εν λόγω απόφασης που ήταν κατά τα προεκτεθέντα εκκλητή, όχι λόγω ύψους επιβληθείσας ποινής φυλακίσεως, αλλά λόγω του ότι η καταδίκη αυτή για απάτη συνεπάγεται ανικανότητα διορισμού στο Δημόσιο, ο αναιρεσείων παραδεκτά άσκησε πριν τη με αριθμό εκθ. 86/29-6-2012 έφεση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 1/25-1-2013 έκθεση του αρμόδιου γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Βέροιας, ο εκκαλών στις 25-1-2013, παραιτήθηκε από την παραπάνω έφεσή του και η εν λόγω έφεση του εκκαλούντος και νυν αναιρεσείοντος, απορρίφθηκε και ορθά, λόγω της παραίτησης αυτής, κατά τα άρθρα 474, 475, 476 ΚΠΔ, ως απαράδεκτη, με τη με αριθμό 246/25-4-2013 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, η προσβαλλόμενη πρωτόδικη αυτή απόφαση ως εκκλητή, δεν υπέκειτο σε αναίρεση και όταν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στις 25-1-2013 άσκησε την κρινόμενη αναίρεση, εκκρεμούσε ήδη η παραπάνω παραδεκτή έφεσή του κατά της ίδιας προσβαλλόμενης απόφασης και επομένως και η ασκηθείσα αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, όπως συνακόλουθα και οι από 30-8-2013 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Τέλος πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 476 παρ. 1,583 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη την με αριθμ. εκθ. 3/25-1-2013 αίτηση του Ν. Ν. του Ο., μετά των από 30-8-2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 1089/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Και . Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου ως απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά εκκλητής απόφασης πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι ο εκκαλών παραιτήθηκε ήδη της ασκηθείσας τυπικά παραδεκτής εφέσεώς του και αυτή απορρίφθηκε ήδη αρμοδίως ως απαράδεκτη λόγω παραίτησης.
Παραίτηση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Παραίτηση.
2
Αριθμός 1201/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Η. Δ. του Σ., κατοίκου ..., που παραστάσθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Σαράκη, για αναίρεση της υπ'αριθ.259/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Β. Μ. του Σ., κάτοικος ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουνίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 759/13. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άνω άρθρου νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Περαιτέρω, η περιουσιακή βλάβη που υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, της παραλείψεως ή ανοχής στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει να υπάρχει δηλαδή αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή ως και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος. Περαιτέρω, η, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ1 είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε! του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αρ. 259/21-5-2013 αποφάσεως του, το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση με κατηγορούμενο τον αναιρεσείοντα Η. Δ. για την πράξη της απάτης, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των κατ1 είδος αναφερομένων στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως του αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: " Ο κατηγορούμενος συνήψε με την εταιρία με την επωνυμία "MASTER ΚΕΚ Α.Ε." που εδρεύει στο …", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο Β. Μ. και έχει υποκαταστήματα στη Θεσσαλονίκη, στο Αγρίνιο, την Πάτρα, την Λευκάδα και την Κορίνθια και η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και διοργανώνει σεμινάρια πληροφορικής, σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος γραφείου στο Υποκατάστημα Αγρινίου και τη Λευκάδα, το οποίο λειτουργούσε από το 1993 έως τον Αύγουστο του 2001. Με τη με αριθ. 5651/20-9-2004 δήλωση διαφωνίας επί των ασφαλιστικών στοιχείων καταγγελίας και την συμπληρωματική αυτής με αριθ. 3935/27-6-2005 που υπέβαλε στο ΙΚΑ Αγρινίου δήλωσε ότι απασχολήθηκε χωρίς να ασφαλιστεί με πλήρες ωράριο εργασίας στην ανωτέρω επιχείρηση κατά το χρονικό διάστημα από 14-10-1999 μέχρι 17-6-2003.0 ΔΑ/τής του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Αγρινίου με την ΕΔ /92/05/2005 απόφαση απέρριψε την καταγγελία ως εκπρόθεσμη. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε ένσταση ενώπιον της Τ.Δ.Ε. ΙΚΑ Αγρινίου. Η Τ.Δ.Ε. με την 652/31-10-2005 απόφαση της αφού συγχώρεσε το εκπρόθεσμο παρέπεμψε την υπόθεση στο τμήμα εσόδων του Ιδρύματος για να ερευνηθεί η πραγματική απασχόληση του ασφαλισμένου κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε την περιουσία της εταιρίας πείθοντας τους υπαλλήλους του Τμήματος Εσόδων σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με την αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών και συγκεκριμένα υπέβαλε στους υπαλλήλους του ιδρύματος έγγραφο παρουσιολόγιο στο οποίο αναγράφοντο περισσότερες από τις δεδουλευμένες ώρες εργασίας με συνέπεια να τους πείσει να εκδώσουν την .../2006 ΠΕΕ με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο 9.286.827 δρχ. (27.254,08 ευρώ) και την .../2006 ΠΕΕ με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο 16.994,91 ευρώ για τη συμπληρωματική ασφαλιστική τακτοποίηση αυτού με συνέπεια να βλάψει την περιουσία αυτής αφού οι ώρες που παρείχε τις υπηρεσίες του ήσαν 1.600 και όχι 3.860 που παρέστησε ψευδώς ήτοι δήλωσε 2.260 ώρες περισσότερες με αποτέλεσμα να επιβληθεί το ανώτερο πρόστιμο σ' αυτή συνολικού ύψους 44.248,99 ευρώ. Αν γνώριζαν τις πραγματικές ώρες απασχολήσεως οι αρμόδιοι υπάλληλοι θα είχαν επιβάλλει πρόστιμο 13.000 ευρώ. Συνεπώς επιβλήθηκε πρόστιμο 31.000 ευρώ επιπλέον. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της απάτης. Ο ισχυρισμός αυτού περί απρόσφορης απόπειρας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσία. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι προέβη σε καταγγελία ενώπιον του ΙΚΑ στις 20-9-2004 και σε συμπληρωματική αυτής στις 27-6-2005 για απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 14-1-99 έως 17-6-2003 δηλαδή μετά την παρέλευση της νομίμου προθεσμίας με συνέπεια η απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ΙΚΑ να ακυρωθεί από το Διοικητικό Πρωτοδικείο. Δεδομένου ότι το μέσο που χρησιμοποιήθηκε από αυτόν (παρουσιολόγιο) για την τέλεση του εγκλήματος ήταν πρόσφορο για την επιτυχία του εγκληματικού του σκοπού και με την επίκληση και προσκόμιση του εκδόθηκαν οι ανωτέρω πράξεις των αρμοδίων υπαλλήλων του τμήματος παροχών, αφού αυτοί (υπάλληλοι) παραπλανήθηκαν από αυτό, η πράξη είναι τετελεσμένη. Απειλήθηκε δε η ανωτέρω βλάβη σε βάρος της περιουσίας της εγκαλούσας (31.000) ανεξάρτητα από την ακύρωση της αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. Απόπειρα απάτης θα συνέτρεχε αν οι υπάλληλοι του τμήματος παροχών δεν είχαν παραπλανηθεί από τα ανακριβή στοιχεία που προσκομίστηκαν από αυτόν και απέρριπταν τους ισχυρισμούς του. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου αφού μέχρι τον χρόνο τελέσεως της πράξεως έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Στη συνέχεια, με βάση τα προαναφερθέντα, το ως άνω Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για το ότι: "στο …την 27-10-2005 και συγκεκριμένα με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος υπέβαλε στους αρμοδίους υπαλλήλους του ΙΚΑ Αγρινίου, το από αυτόν συνταχθέν έγγραφο - παρουσιολόγιο, στο οποίο αναγράφονταν ψευδώς περισσότερες από τις δεδουλευμένες ώρες εργασίας και ειδικότερα 3.860 ώρες συνολικά αντί των 1.600 ωρών ήτοι 2.260 ώρες παραπάνω με συνέπεια να πείσει τους αρμοδίους υπαλλήλους να επιβάλουν στην εταιρεία "MASTER KEK ΑΕ" πρόστιμο 9.286.827 δραχμών (ή 27.254,08 ευρώ) με τη με αριθ. .../2006 πράξη Επιβολής Εισφορών-ΠΕΕ για το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο 1999 έως τον Δεκέμβριο 2001 και 16.994,91 ευρώ με τη με αριθ. .../2006 ΠΕΕ για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2002 έως τον Ιούνιο 2003 και 44.248,99 ευρώ με αποτέλεσμα να βλάψει την περιουσία της εταιρείας, αφού οι ώρες που παρείχε τις υπηρεσίες του στην εταιρεία ήσαν 1.600 και αν το γνώριζαν αυτό οι αρμόδιοι υπάλληλοι του ΙΚΑ θα είχαν επιβάλει σ' αυτήν πρόστιμο 13.000 ευρώ με αποτέλεσμα να επιβληθεί σ' αυτήν πρόστιμο 31.000 ευρώ επιπλέον ".Του επέβαλλε δε ποινή φυλακίσεως 5 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δίκασαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεως του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 και 386 παρ. 1 εδ. β! του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα στην απόφαση αναφέρονται : α) οι ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου προς το ΙΚΑ για εργασία που δεν προσέφερε για 3.860 ώρες β) οι αληθείς που αυτός γνώριζε δηλαδή ότι εργάστηκε μόνο 1.600 ώρες γ) η παραπλάνηση των υπαλλήλων του ΙΚΑ που επέβαλαν στην εργοδότρια εταιρεία για την μη προσφερθείσα εργασία ασφαλιστικές εισφορές ύψους 31.000 ευρώ και δ) ο σκοπός αυτού να προκαλέσει ζημιά στην ίδια εταιρεία του κατά το παραπάνω ποσό και να εμπλακεί αυτή σε δικαστικούς αγώνες για την ανατροπή του . Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα α) ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει απρόσφορη απόπειρα απάτης, επειδή οι πράξεις επιβολής εισφορών ακυρώθηκαν από τα Διοικητικά Δικαστήρια ,είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί επειδή το παραπάνω ποσό καταλογίστηκε στην εργοδότρια εταιρεία και τέθηκε σε κίνδυνο η περιουσία της ενώ ενεπλάκη και σε δικαστικό αγώνα για την εξαφάνιση τους ,β) ότι η σύμβαση που κατάρτισε με την εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΜΑΣΤΕΡ ΚΕΚ ΑΕ", λόγω του ότι δεν περιεβλήθη τον έγγραφο τύπο, που απαιτείτο ως συστατικός όρος για την κατάρτιση της, γιατί ήταν σύμβαση μερικής απασχόλησης, θεωρείται ως σύμβαση πλήρους απασχόλησης και ως εκ τούτου η αναγραφή στην καταγγελία του, περισσοτέρων ωρών εργασίας δεν ασκούσε έννομη επιρροή ως προς το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών διότι η εργοδότρια του εταιρεία θα έπρεπε να καταβάλλει πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές , πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τούτο διότι σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων παρέστησε ψευδώς , εν γνώσει της αναληθείας του γεγονότος, στους αρμόδιους υπαλλήλους του Τμήματος Εσόδων του ΙΚΑ Αγρινίου ότι εργάσθηκε 2260 ώρες παραπάνω, με αποτέλεσμα να παραπλανηθούν οι ως άνω υπάλληλοι και να επιβάλουν στην εργοδότρια του ,πρόστιμο πέραν του νομίμου ,το ποσό των 31.000 Ευρώ. Επομένως ο έγγραφος ή μη τύπος της συμβάσεως εργασίας του δε συνδεόταν αιτιωδώς με την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της τετελεσμένης απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας για την οποία και καταδικάσθηκε Κατά το άρθρο 510 παρ, 1 στοιχ. Β! του ΚΠΔ, ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1), εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα, Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 330 και 343 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την επίδοση, στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιαφόρως αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάστηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι την ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ1 ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδο της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένσταση του απορρίφθηκε, να την προτείνει επαναφέροντας την με λόγο έφεσης και στη δευτεροβάθμια δίκη. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης καλύπτεται, με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται πλέον έγκυρη. Ο αναιρεσείων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο πρόβαλε την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος η οποία και απορρίφθηκε. Την ένσταση αυτή την επανέλαβε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς όμως να την προτείνει με ειδικό λόγο εφέσεως, και το δικαστήριο ορθώς την απέρριψε. Κατά συνέπεια ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά του κεφαλαίου αυτού πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583παρ. 1ΚΠΔ) . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Απορρίπτει την από 21 Ιουνίου 2013 (υπ' αρ. πρωτ. 3/21-6-2013), αίτηση του Η. Σ. Δ. κατοίκου ... για αναίρεση της με αριθμό 259/21-5-2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2013. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως. Αδίκημα: Απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Λόγοι αναίρεσης: α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, γ) Σχετική ακυρότητα διαδικασίας στο ακροατήριο. Υπάρχει επάρκεια αιτιολογίας. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Δεν υπάρχει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας, από την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, όταν δεν προτείνεται με λόγο έφεσης. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης. Επιδικάζει δικαστικά έξοδα.
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1193/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Σπυρίδων Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Μ. Χ. του Δ., κατοίκου ... που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 30/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας. Το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2013 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 323/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα με αριθμό και ημερομηνία 110/15-3-2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, την από 1.3.2013 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως της Μ. Χ. του Δ., κατοίκου ... για αναίρεση της 30/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας, και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του ΚΠΔ, "με την επιφύλαξη της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει". Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 473 του ίδιου Κώδικα, "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1 ...". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως κατά μη καταδικαστικής αποφάσεως ασκείται μόνον με δήλωση ενώπιον των περιοριστικώς αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθρου 474 προσώπων και όχι με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αφορά μόνον την καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, η απόφαση με την οποία το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την έφεση του κατηγορουμένου κατά καταδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως ανυποστήρικτη, δεν είναι καταδικαστική. (Ολ.ΑΠ 5/2000, ΑΠ 711/2011). Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως που έχει προσβληθεί, καθώς και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 30/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η 241/7.11.2012 έφεση της αναιρεσείουσας Μ. Χ. του Δ. κατά της 4099/7.11.2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, με την οποία καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και δέκα (10) μηνών για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την κρινόμενη από 1.3.2013 αίτηση αναιρέσεως με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 4.3.2013. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα η αίτηση αυτή δεν ασκήθηκε νομοτύπως, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε την έφεση της ως ανυποστήρικτη, δεν είναι καταδικαστική. Επομένως, πρέπει η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Να απορριφθεί η από 1.3.2013 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως της Μ. Χ. του Δ., κατοίκου ... για αναίρεση της 30/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας. Και Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Αθήνα, 12 Απριλίου 2013 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Ν. Κολιοκώστας" Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.2 εδ. α' του Κ.Π.Δ, "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ.1...." Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, "με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ.2 του άρθρ. 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον Προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος....". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, η αίτηση αναιρέσεως με δήλωση επιδιδομένη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, μόνο κατά καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί παραδεκτά. Τέτοια απόφαση είναι εκείνη που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή, όχι όμως και η απορρίπτουσα, για οποιονδήποτε λόγο, ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη την έφεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, (Ολ.Α.Π. 5/2000), η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ.1 ΚΠΔ, μπορεί να αναιρεσιβληθεί, αλλά μόνο με δήλωση, κατά τον τρόπο που ορίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 εδ. α'του Κ.Π.Δ., εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την καταχώρησή της στο ειδικό βιβλίο κατ` άρθρο 473 παρ.1 και 3 του ίδιου Κώδικα, και όχι με δήλωση επιδιδομένη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία αφορά μόνον την καταδικαστική απόφαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά βουλεύματος ή αποφάσεως, χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες για την άσκηση αυτού διατυπώσεις, το αρμόδιο να κρίνει επ` αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλουμένους προς τούτο, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως και την καταδίκη του ασκήσαντος αυτό στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Ευβοίας, με την προσβαλλομένη υπ` αριθμό 30/2013 απόφασή του, απέρριψε ως ανυποστήρικτη, την ασκηθείσα από την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, υπ` αριθμό 241/7-11-2012 έφεση, κατά της υπ` αριθμό 4099/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας, με την οποία αυτή κηρύχθηκε ένοχη, των αξιόποινων πράξεων, της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, και δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής, δια πληρεξουσίου δικηγόρου, την από 1-3-2013, κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με δήλωση, που επιδόθηκε από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή την 4-3- 2013 (υπ` αριθμό πρωτ.1718) προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, μετά και την γενομένη ειδοποίηση της αναιρεσείουσας να προσέλθει στο Συμβούλιο, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις της, όπως τούτο προκύπτει από την επί του φακέλου σχετική σημείωση του αρμόδιου Γραμματέως, πρέπει, εν όψει των αναφερθεισών διατάξεων, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρ.476 παρ.1 ΚΠΔ), γιατί η πληττομένη απόφαση δεν είναι καταδικαστική, και τούτο ανεξάρτητα από την ερημοδικία της αναιρεσείουσας, αφού προηγείται το νομότυπο άσκησης αυτής, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 476 παρ.1 και 513 παρ.1 Κ.Π.Δ, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη, την από 1-3-2013, υπ` αριθμό πρωτ.1718/4-3-2013, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επιδοθείσα την 4-3-2013, αίτηση της Μ. Χ. του Δ. κατοίκου ... περί αναιρέσεως της υπ` αριθμό 30/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Ευβοίας. Και Επιβάλλει στην αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου 2013.Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 1 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Απόρριψη εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Αναίρεση. Παραδεκτό - απαράδεκτο αυτής. Αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως ασκείται στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και όχι με δήλωση επιδιδόμενη στον Εισαγγελέα του ΑΠ. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1192/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Ι. Γ. του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Καρακατσάνη, περί αναιρέσεως της 5882/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Κ. Χ. του Θ. και 2) Σ. Χ. του Δ. και Πολιτικώς ενάγοντα τον Δ. Π. του Φ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 408/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, η οποία ορίζει ότι με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, όποιoς με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 του ιδίου κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτούνται α) ισχυρισμός ή διάδοση για κάποιον άλλον που να έγιναν ενώπιον τρίτου, β) το αντικείμενο του ισχυρισμού να είναι γεγονός, το οποίο να δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου προσώπου και γ) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να είχε γνώση της αναληθείας αυτού. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, ακόμη, ότι αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή είχε γι` αυτό αμφιβολίες δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση. Ως γεγονός, κατά την έννοια των άνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος αλλά απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ` αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπό επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, και της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπονται από τα άρθρα 224§2 και 362-363 του ΠΚ. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Ούτω για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, η πραγματοποίηση του οποίου, εντεύθεν, και δεν απαιτείται, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία παρεπλανήθη κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ)βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. "Περιουσιακό όφελος" είναι κάθε οικονομική βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως, υπάρχει δε περιουσιακό όφελος όταν επιδιώκεται η αύξηση της περιουσίας του δράστη ή άλλου, καθώς και κάθε ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσίας του. Το επιδιωκόμενο όφελος πρέπει να αποτελεί τον αντίποδα της βλάβης του παθόντος και συνήθως ισούται με αυτό, ήτοι η βλάβη της περιουσίας πρέπει να αντιστοιχεί στο παράνομο περιουσιακό όφελος που ο υπαίτιος επεδίωξε και να είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του υπαιτίου. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Εντεύθεν απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και δια παραπλανήσεως του δικαστού σε πολιτική δίκη, δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος (να) υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων ήτοι πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, ή γνησίων μεν, ψευδών όμως κατά περιεχόμενο, από τα οποία ο δικαστής παρεπλανήθη και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 § 1 ΠΚ "όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83)". Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με την μορφή απόπειρας, τόσον όταν ο δράστης επιχειρήσει πράξη που κατευθύνεται στην παραπλάνηση του άλλου και κατά την πρόθεσή του οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε ή ολοκληρώθηκε μεν, αλλά δεν προκάλεσε πλάνη ή περιουσιακή ζημία, όσο και όταν η συμπεριφορά του δράστη τελεί εις τοιαύτην αναγκαία και άμεση συνάφεια προς την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε αποκοπεί για οποιοδήποτε λόγο. Για την στοιχειοθέτηση της απόπειρας απάτης απαιτείται να συντρέχει πλήρως και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δηλαδή ο δράστης πρέπει να έχει γνώση ως προς το ψευδές των περιστάσεων και να επιδιώκει την επίτευξη παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Και στην απάτη στο δικαστήριο είναι νοητή η απόπειρα, αν δεν παρεπλανήθη το δικαστήριο, παρά την επιχειρηθείσα απάτη υπό του διαδίκου και εκδίδει απορριπτική απόφαση για τον προβληθέντα ισχυρισμό ή δεν εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ του δράστη. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αδικήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται. Δεν αποτελεί, επίσης, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την υπ' αρ. 5882/2012 (προσβαλλόμενη) απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της που αλληλοσυμπληρώνονται, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο των αξιοποίνων πράξεων : α) της ψευδορκίας μάρτυρος, β)συκοφαντικής δυσφημήσεως, γ) άμεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης δικαστηρίου. Ειδικότερα κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δέχθηκε ότι από την χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά και την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία (ο κατηγορούμενος δεν απολογήθηκε διότι εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του) αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά - κατά πιστή μεταφορά -"με το από 21-3-2004 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό ο πολιτικώς ενάγων μίσθωσε στον τρίτο κατηγορούμενο (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) για το χρονικό διάστημα από 1-4-2004 έως 31-3-2014 κατάστημα στο δώμα του δευτέρου ορόφου του Εμπορικού Κέντρου ..., επί της οδού ... και ... στην Κηφισιά Αττικής, με την εντός αυτού λειτουργούσα επιχείρηση καφέ- μπάρ αντί μηνιαίου μισθώματος που ανερχόταν σε 4.402 Ευρώ για το πρώτο μισθωτικό έτος και προσαυξανόταν κατά 10% για κάθε επόμενο. Με το ίδιο συμφωνητικό, η πρώτη κατηγορουμένη και η εταιρεία "Αρχαία Ασίνη ΑΕ" εκπροσωπουμένη από τον τρίτο κατηγορούμενο, εγγυήθηκαν προς τον πολιτικώς ενάγοντα την πιστή τήρηση των όρων της συμβάσεως εκ μέρους του μισθωτή. Κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, η εγγυήτρια εταιρεία "Αρχαία Ασίνη ΑΕ", εξέδωσε δια του νομίμου εκπροσώπου της (3ου κατηγορουμένου), και παρέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα τις ... και ... επιταγές της Τράπεζας Αlpha-Bank, με ημερομηνίες εκδόσεως 26-3-2004 και 30-3-2004, ποσού 30000 και 48120 Ευρώ, αντίστοιχα προς εξασφάλιση της πληρωμής μισθωμάτων 17 μηνών και συγκεκριμένα των μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου 2004, Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου 2005 Απριλίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2006, Απριλίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2007, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2008 και Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2009. Λόγω καθυστέρησης του 3ου κατηγορουμένου, περί την καταβολή των μισθωμάτων ο πολιτικώς ενάγων ζήτησε και πέτυχε την έκδοση α) της 1174 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία μισθωτής και εγγυήτριες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν 13.443 Ευρώ για τα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου έως Δεκεμβρίου 2004 και β)της 356/2005 διαταγής πληρωμής του ίδιου δικαστή, με την οποία υποχρεώθηκαν να του καταβάλουν 4.481 Ευρώ για το μίσθωμα του Ιανουαρίου 2005. Κατά των διαταγών πληρωμής ο 3ος κατηγορούμενος και οι εγγυήτριες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τις δύο από 14-3-2005 ανακοπές τους, με τις οποίες ισχυρίσθηκαν μεταξύ άλλων, ότι τα εν λόγω μισθώματα είχαν εξοφληθεί με τις προαναφερθείσες επιταγές. Την 16-12-2005, κατά την έναρξη της συζήτησης των ανακοπών στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, ο πολιτικώς ενάγων δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, αρνήθηκε ότι οι επίδικες επιταγές είχαν πληρωθεί και επέδειξε τα πρωτότυπα στελέχη τους. Τότε οι 1η και 3ος κατηγορούμενοι δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους ισχυρίσθηκαν ότι τα επιδειχθέντα στελέχη των επιταγών είναι πλαστά και κατονόμασαν ως πλαστογράφο τον πολιτικώς ενάγοντα. Στη συνέχεια εξετάσθηκε ενόρκως ο 2ος κατηγορούμενος και ανωμοτί η πρώτη κατηγορούμενη, οι οποίοι κατέθεσαν τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τα περιστατικά που κατέθεσαν, είναι ψευδή, γεγονός που γνώριζαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, δεδομένου ότι οι επιταγές δεν είχαν εξοφληθεί και ο πολιτικώς ενάγων πράγματι κατείχε τα πρωτότυπα στελέχη τους, όπως προκύπτει ότι οι υπογραφές στους τίτλους είναι γνήσιες και ανήκουν στον 3ο κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της εκδότριας των τίτλων εταιρείας "Αρχαία Ασίνη ΑΕ" από την αναγνωσθείσα από 14-6-2007 έκθεση του γραφολόγου Ι. Δ., ο οποίος διορίσθηκε ως πραγματογνώμων κατά την προανάκριση με διάταξη της 21ης πταισματοδίκου Αθηνών και αναφέρει ότι οι υπογραφές στους τίτλους είναι γνήσιες και ανήκουν στον τρίτο κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της εκδότριας των τίτλων εταιρείας "Αρχαία Ασίνη ΑΕ". Μπορούσαν δε να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντα, τον οποίον εμφάνισαν ότι δήθεν επεδίωκε την είσπραξη ανύπαρκτων απαιτήσεων έχοντας πλαστογραφήσει τις επιταγές που επέδειξε στο δικαστήριο. Με τους ανωτέρω ισχυρισμούς και την προσαγωγή του 2ου κατηγορούμενου, ο οποίος κατέθεσε ψευδή, όπως προαναφέρθηκε οι 1η και 3ος κατηγορούμενοι προσπάθησαν να εξαπατήσουν το δικαστήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου και να το πείσουν ότι τα μισθώματα είχαν εξοφληθεί, πλην όμως το ψευδές των ισχυρισμών τους έγινε αντιληπτό και εκδόθηκε η 1303/2006 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία η ένσταση εξόφλησης απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικυρώθηκαν οι διαταγές πληρωμής ως προς τον τρίτο κατηγορούμενο. Με την ίδια απόφαση οι διαταγές ακυρώθηκαν ως προς ως προς τις εγγυήτριες 1η κατηγορουμένη και εταιρεία "Αρχαία Ασίνη ΑΕ", αυτό όμως έγινε κατά παραδοχή άλλου λόγου ανακοπής και συγκεκριμένα της ένστασης διζήσεως που αυτοί είχαν προβάλλει. Ο δεύτερος κατηγορούμενος κατέθεσε τα ανωτέρω ψευδή, παρέχοντας εν γνώσει του άμεση συνδρομή στους πρώτη και τρίτο κατά την τέλεση από αυτούς του αδικήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, κατόπιν προτροπών των τελευταίων οι οποίοι με πειθώ και φορτικότητα τον έπεισαν να τελέσει τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφήμησης". Ακολούθως κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο του ότι ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη και ανώμοτη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση της 16ης-12-2005, όπου συζητήθηκαν οι από 14-3-2005 και με αριθμό καταθέσεως 80 και 81/15-3-2005 ανακοπές των πρώτου και τρίτου των κατηγορουμένων κατά του ήδη εγκαλούντος Δ. Π. και των υπ' αρ. 356/2005 και 1174/2005 Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη διαδικασία του άρθρου 632 επ. ΚΠολΔ κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς κατά λέξη τα εξής: "Οι ανακόπτοντες (είναι) εργάτες μου. Το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου του 2005 δεν καταβλήθηκε γιατί οι εκμισθωτές έχουν προκαταβάλει από Μάρτιο 2004 17 μισθώματα. Τα μισθώματα είναι συγκεκριμένων μηνών περιλαμβάνεται και το μίσθωμα Ιανουαρίου του 2005 ... Δόθηκαν επιταγές σαν εγγύηση οι οποίες σφραγίσθηκαν και ήταν τα μισθώματα όλης της χρονικής διάρκειας της μίσθωσης ... τα μισθώματα για τα οποία εκδόθηκαν οι επιταγές πληρώθηκαν 3 ημέρες μετά 31-3-2004 αντί για τα σώματα των επιταγών πήρε κομμάτια των επιταγών ..." όμως τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στην κατάθεσή του τυγχάνουν ψευδή ενώ η αλήθεια την οποία γνώριζε πολύ καλά ήταν ότι τα μισθώματα ουδέποτε πληρώθηκαν, ως εκ τούτου δε δεν επιστράφησαν ή καταστράφησαν οι επίδικες επιταγές αλλά τα σώματα αυτών είχε στην κατοχή του ο καθού η ανακοπή, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του εν γνώσει του αναλήθειας αυτών και ειδικότερα εξεταζόμενος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση των από 14-3-2005 ανακοπών της πρώτης και του τρίτου εκ των κατηγορουμένων, κατά του ήδη εγκαλούντος, ενόρκως ως μάρτυρας ο δεύτερος ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα υπό στοιχείο Α' της κατηγορίας ψευδή περιστατικά ενώ η αλήθεια την οποία γνώριζε πολύ καλά ήταν ωσαύτως η αναφερόμενη ανωτέρω υπό το αυτό στοιχείο των ψευδών δε αυτών ισχυρισμών τους που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ο Δικαστής, ο γραμματέας δικηγόρος αλλά και κάθε τρίτος που παρίστατο κατά τη διάρκεια της δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκδικάσθηκαν οι ανακοπές. Με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στους δράστες κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο κατά συναυτουργία που διέπραξαν και στην εκτέλεση αυτής ήτοι όταν έχοντας αποφασίσει η πρώτη και ο τρίτος κατ/νος να εκτελέσουν το πλημμέλημα της απάτης στο δικαστήριο δηλαδή με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος να βλάψουν ξένη περιουσία πείθοντας το Δικαστή σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης πλην όμως η πράξη τους δεν ολοκληρώθηκε από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της βουλήσεώς τους και συγκεκριμένα κατά την εκδίκαση των υπ' αριθμ. καταθέσεως 80 και 81 /15-3-2005 ανακοπών της πρώτης και του τρίτου εκ των κατηγορουμένων κατά του ήδη εγκαλούντος Δ. Π. και των υπ' αριθμ. 356/2005 και 1174/2005 Διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ενώ οι ανακόπτοντες δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου αλλά και αυτοπροσώπως η πρώτη ισχυρίσθηκαν ότι οι επίδικες επιταγές τυγχάνουν πλαστές και κατονόμασαν ως πλαστογράφο τον Δ. Π. επιχειρώντας έτσι να επιτύχουν την ευνοϊκή γι' αυτούς έκβαση της υποθέσεως και να πείσουν με την παραπλανητική αυτή συμπεριφορά τους το Δικαστή να κάνει δεκτές τις κρινόμενες ανακοπές και να ακυρωθούν οι διαταγές πληρωμής ώστε να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελο βλάπτοντας την περιουσία του εγκαλούντος, ο δεύτερος κατ/νος με την ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενη υπό στοιχείο "Α" της κατηγορίας ψευδή ένορκη κατάθεσή του ως μάρτυρας παρέσχε συνδρομή υλικής φύσεως προκειμένου να ενισχύσει τους ψευδείς ισχυρισμούς των ανακοπτόντων ώστε να γίνουν έτσι δεκτοί από το δικαστήριο, ωστόσο από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού ο δικαστής δεν πείσθηκε για την βασιμότητα των ισχυρισμών αφού δεν αποδείχθηκαν με αποτέλεσμα την απόρριψη κατ' ουσίαν των υπ' αριθμ. εκθ. καταθέσεως 80/2005 και 81/2005 από 14-3-2005 ανακοπών και την επικύρωση των υπ' αριθμ. 356/2005 και 1174/2005 αντίστοιχα Διαταγών πληρωμής. Του επέβαλλε δε συνολική ποινή φυλακίσεως 16 μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 5 Ευρώ ημερησίως και τον υποχρέωσε να πληρώσει στον πολιτικώς ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, το ποσό των 44 Ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 18,26 παρ. 1,27, παρ. 1, 42 παρ. 1,46 εδ. β', 83, 94 παρ. 1, 224 παρ.1,2, 363-362, 386 παρ.1α ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε ούτε δε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Συγκεκριμένα αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας α) για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας, με τις παραδοχές του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυς σε πολιτική δίκη, ήτοι ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου συζητείτο η ανακοπή που είχαν ασκήσει οι συγκατηγορούμενοι του Σ. Χ. και Κ. Χ. η πρώτη με την ιδιότητα της εγγυήτριας και ο δεύτερος με την ιδιότητα του μισθωτή, κατά της υπ' αρ. 356/2005 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον πολιτικώς ενάγοντα εκμισθωτή το ποσό των 4481 Ευρώ, που αντιστοιχούσε στο μίσθωμα του ευρισκομένου στο επί των οδών ..., ... και ... Εμπορικού Κέντρου ..., καταστήματος καφετέριας- μπάρ, του μηνός Ιανουαρίου 2005, κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας του γεγονότος της πληρωμής ότι είχε καταβληθεί το εν λόγω μίσθωμα, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε πληρωθεί. Ότι δόθηκαν επιταγές ως εγγύηση και ήταν τα μισθώματα όλης της χρονικής διάρκειας της μίσθωσης οι οποίες σφραγίσθηκαν (άρα ότι συμπεριλαμβανόταν και το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου 2005) ότι τα μισθώματα για τα οποία εκδόθηκαν οι επιταγές (άρα και για το μίσθωμα του Ιανουαρίου 2005), πληρώθηκαν 3 ημέρες μετά 31-3-2004 και αντί για τα σώματα των επιταγών πήρε κομμάτια των επιταγών, ενώ η αλήθεια ήταν ότι τα μισθώματα δεν πληρώθηκαν και οι επιταγές δεν επιστράφηκαν ούτε καταστράφηκαν αφού τα σώματα αυτών τα κατείχε ο πολιτικώς ενάγων. Η γνώση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ότι τα κατατεθέντα από αυτόν ενόρκως στην ως άνω πολιτική δίκη, τα οποία συνδεόταν με το θέμα απόδειξης, καθόσον οι συγκατηγορούμενοι του ανακόπτοντες είχαν προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου, την ένσταση εξοφλήσεως του ποσού για το οποίο εξεδόθη η διαταγή πληρωμής, αιτιολογείται από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ότι οι ανακόπτοντες ήταν εργοδότες του, που υποδηλώνει την σχέση εξαρτήσεως του από αυτούς, και η γνώση του ότι το επίμαχο μίσθωμα δεν είχε πληρωθεί, από το πραγματικό περιστατικό κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο πολιτικώς ενάγων επέδειξε στο δικαστήριο εκείνο (πολιτικής δίκης), πριν ακόμα αρχίσει ο αναιρεσείων την ένορκη κατάθεση του, τα σώματα των επιταγών, τα οποία κατείχε, και επομένως δεν επιστράφηκαν ούτε καταστράφηκαν και παραδόθηκαν στον εκδότη τους τεμαχισμένα οι δε υπογραφές του εκδότη αυτών, συγκατηγορούμενου του Κ. Χ., στο σώμα των επιταγών αυτών ήταν γνήσιες. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονισθεί ότι ο αναιρεσείων στον αυτοτελή προβληθέντα περί πραγματικής του πλάνης ισχυρισμό, για τον οποίο το δικαστήριο θα αναφερθεί παρακάτω, υποστηρίζει ότι του επιδείχθηκαν από τους συγκατηγορουμένους του τα τεμάχια των επιταγών αυτών. Περαιτέρω, αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που τέλεσε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κατά την διεξαγωγή της ανωτέρω πολιτικής δίκης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντα, από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με τις οποίες, το γεγονός για το οποίο κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 16-12-2005, ότι δηλαδή αυτός (πολιτικώς ενάγων) είχε εισπράξει το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2005 ήταν ψευδές, το ψευδές αυτό γεγονός κατέθεσε γνωρίζοντας την αναλήθεια του και μπορούσε αυτό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντα, αφού ενώπιον του δικαστή, του γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και άλλων τρίτων ατόμων που βρισκόταν στην αίθουσα συνεδριάσεως (διάδικοι, δικηγόροι, μάρτυρες και κοινό), κατέθεσε ψευδώς για τον πολιτικώς ενάγοντα, ότι προσπάθησε να εισπράξει το μίσθωμα του μισθίου του μηνός Ιανουαρίου 2005 εκδίδοντας διαταγή πληρωμής για ανύπαρκτη οφειλή, και κατ' αυτό τον τρόπο, τον παρέστησε ως άτομο ανέντιμο στις συναλλαγές του. Ο άμεσος δόλος του αιτιολογήθηκε και για το αδίκημα αυτό από τις προεκτεθείσες παραδοχές σε σχέση με το διαπραχθέν αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα. Επίσης αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας στην απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω, από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως, ήτοι της παραπλανήσεως του δικαστηρίου, ότι καταβλήθηκε το ανωτέρω μίσθωμα, προκειμένου να αποδείξουν την από αυτούς προβληθείσα ένσταση εξοφλήσεως του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η υπ' αρ. 356/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (4.481) Ευρώ, επ' ωφελεία τους και επί ζημία του πολιτικώς ενάγοντα, παρέσχε άμεση συνδρομή κατ' αυτή με όσα ψευδή κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του δικαστηρίου, τα οποία όμως δεν έγιναν πιστευτά από αυτό και απορρίφθηκε η προβληθείσα ένσταση τους, λόγο για τον οποίο καταδικάσθηκε για άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή, η οποία παρέμεινε εν αποπείρα, διότι ο δικάσας δικαστής απέρριψε την ως άνω ένσταση των συγκατηγορουμένων του. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός, είναι και αυτός περί πραγματικής πλάνης, αφού η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπεια στην απαλλαγή του. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 30§1 εδ. α! του ΠΚ ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποιά υπήρξε η πηγή της πλάνης. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό του, περί πραγματικής του πλάνης, ισχυριζόμενος ότι: "αγνοούσα εκ πλάνης ότι τα αποκόμματα των επιταγών, τα οποία μου επέδειξαν ο Κ. Χ. και η Σ. Χ., δεν ήταν πράγματι κομμάτια των υπ' αρ. ... και ... επιταγών, ποσού 30.000 και 48120 €. αντίστοιχα, συνολικού δηλ. ποσού 78.120 € και ότι τα μισθώματα των 17 μηνών, ποσού 74.834 € δεν είχαν πληρωθεί. Αντιθέτως πίστευα καλόπιστα βάσει των όσων πληροφορήθηκα και αντιλήφθηκα ο ίδιος, ότι ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. κατέβαλαν πράγματι το ποσό των 17 μισθωμάτων στον Δ. Π. α) Ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. με διαβεβαίωσαν ότι είχαν εξοφλήσει τον Δ. Π. για τα μισθώματα 17 μηνών. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, μου εξήγησαν ότι την 26.3.2004 είχαν προβεί σε αναλήψεις ποσού 35.000 και 50.000 ευρώ αντίστοιχα από τα υποκαταστήματα Βριλησσίων και Χαλανδρίου της τράπεζας NOVA BANK με τα οποία εξόφλησαν τον Δ. Π. για τα εν λόγω μισθώματα. Τα ανωτέρω μάλιστα ποσά υπερκάλυπταν τα ποσά των προαναφερόμενων επιταγών και των μισθωμάτων 17 μισθωτικών μηνών. Η ανωτέρω ανάληψη αποδεικνύεται από σχετικές τραπεζικές βεβαιώσεις ανάληψης των ανωτέρω ποσών που μου επέδειξαν ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. και τις οποίες σας προσκομίζω. β) Αξίζει περαιτέρω να αναφερθεί ότι οι Κ. Χ. και η Σ. Χ. μου εμφανίζονταν ως απολύτως βέβαιοι για τη γνησιότητα των αποκομμάτων επιταγών και εγώ τους είχα απόλυτη εμπιστοσύνη δεδομένου ότι ήταν εργοδότες μου και απέναντί μου ήσαν ανέκαθεν απολύτως ειλικρινείς, τυπικοί και τακτικοί στις υποχρεώσεις τους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό της ακλόνητης πεποίθησης των Κ. Χ. και Σ. Χ. στην αλήθεια των ισχυρισμών τους ως προς τα εν λόγω αποκόμματα επιταγών, που τα επέδειξαν και στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 16.12.2005, προτού μάλιστα λάβει χώρα η επ' ακροατηρίω κατάθεσή μου, έχοντας την πεποίθηση ότι είναι κομμάτια των γνησίων επιταγών. Αυτή μάλιστα την πεποίθησή τους άλλωστε υποστήριζαν οι ανωτέρω και με το από 19.4.2005 σημείωμά τους επί της αίτησης αναστολής τους κατά του εγκαλούντος και των υπ' αριθμ. 1174/2005 και 356/2005 Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. γ) Από την 1-4-2004 ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. υπήρξαν εργοδότες μου. Συγκεκριμένα εργαζόμουν στις εργασίες ανακαίνισης του καταστήματος που είχαν μισθώσει από τον Δ. Π.. Απέναντι μου δεν είχαν καμία οφειλή και ήταν εντάξει σε όλες τις υποχρεώσεις τους. Προσπαθούσαν να ολοκληρώσουν το συντομότερο δυνατό την ανακαίνιση του μισθίου, προκειμένου να ανοίξει το κατάστημα τον Ιούλιο του 2004 (λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας), μία ανακαίνιση μάλιστα εξαιρετικά πολυδάπανη, συνολικού ποσού, όπως μου ανέφεραν, το οποίο άγγιζε τις 800.000 ευρώ. Μου ήταν λοιπόν αδιανόητο το γεγονός, ότι ενώ προχωρούσαν σε μια τόσο μεγάλη δαπάνη χρόνου και χρήματος, θα διακινδύνευαν το όλο εγχείρημα με τη μη πληρωμή στον Δ. Π. των οφειλομένων μισθωμάτων, κινδυνεύοντας να αποβληθούν από το μίσθιο λόγω δυστροπίας. Πολλώ δε μάλλον που του είχαν χορηγήσει επιταγές των οποίων το ποσό κάλυπτε τα μισθώματα 17 ολόκληρων μηνών. δ) Ο Δ. Π. δεν σφράγισε τις ανωτέρω επιταγές, εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστης αυτών, ούτε και επεδίωξε να εισπράξει τα αναγραφόμενα σ' αυτές σημαντικού ύψους ποσά, αλλά αρκέστηκε να εκδώσει τις υπ' αριθμ. 356/2005 και 1174/2005 διαταγές πληρωμής από μισθώματα. Τούτο δημιουργεί την εύλογη, για τον καθένα, εντύπωση, ότι ο ίδιος ο εγκαλών θεωρούσε εαυτόν εξοφλημένο ως προς τα ποσά των επίμαχων επιταγών. ε) Τέλος, όπερ λίαν σημαντικό, ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. μου επέδειξαν την από 22.4.2004 έγγραφη και υπογεγραμμένη δήλωση του Δ. Π. στην οποία αναφέρεται, αδιάστικτα και ανεπιφύλακτα, ότι δεν έχει απαίτηση έναντι των ανωτέρω για την απόδοση των μισθωμάτων 17 μισθωτικών μηνών που αναγράφονται, ήτοι ότι έχει εξοφληθεί, όπως ακριβώς κατέθεσα και επ' ακροατηρίω του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών". Το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε ως αβάσιμο τον ανωτέρω προβληθέντα παραδεκτώς και νομίμως αυτοτελή ισχυρισμό με την αιτιολογία ότι: "διότι πέραν της αρνήσεως της κατηγορίας που πρόβαλε ο κατηγορούμενος ως προς την στοιχειοθέτηση των σε βάρος του κατηγοριών που απορρίφθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, δε μπορεί στην προκειμένη περίπτωση για τους ίδιους παραπάνω λόγους να γίνει δεκτή πραγματική δήθεν πλάνη αυτού (κατηγορουμένου) ως προς την υποκειμενική υπόσταση των ίδιων κατηγοριών". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απορριπτική επί του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κρίση του, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε αβάσιμο τον εν λόγω ισχυρισμό, ορθά δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 30 παρ.1 καθώς και αυτή του άρθρου 14 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία η πράξη, για να είναι έγκλημα, πρέπει να είναι όχι μόνο άδικη, αλλά και καταλογιστή στο δράστη, και δεν παραβίασε αυτές ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας τόσο για τη καταδικαστική κρίση, όσο και για την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθούν επίσης για τους παρακάτω λόγους : Α) Η αιτίαση ότι το δικαστήριο την καταδικαστική του κρίση στήριξε, στην αναγνωσθείσα στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 14-6-2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, του διορισθέντος με τη διάταξη της 21ης πταισματοδίκου Αθηνών γραφολόγου Ι. Δ., ο οποίος αποφάνθηκε ότι οι υπογραφές στη θέση του εκδότη των επιταγών ήταν γνήσιες υπογραφές του συγκατηγορουμένου του Ι. Χ., και επομένως τα επιδειχθέντα στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σώματα των επιταγών ήταν γνήσια και όχι πλαστά, ως ισχυρίσθηκαν οι συγκατηγορούμενοι του, ανακόπτοντες στη δίκη εκείνη, είναι αποδεικτικό μέσο που προέκυψε σε μεταγενέστερο χρόνο από τον χρόνο που φέρεται ότι τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε που ήταν η 16-12-2005, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Τούτο διότι, ως προαναφέρθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που στοιχειοθετούν την υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η λήψη δε υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας της ανωτέρω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης σε σχέση με την καταδίκη του αναιρεσείοντος ήταν ένα αποδεικτικό μέσο, το οποίο αν και εξάρθηκε δεν σημαίνει ότι δε λήφθηκαν υπ όψη τα λοιπά αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε πέραν αυτού την καταδίκη του. (αναιρεσείοντος). Σημειώνεται δε, ότι η ένορκη κατάθεση στη πολιτική αυτή δίκη, του αναιρεσείοντος είχε έννομη επιρροή στην προβληθείσα από τους συγκατηγορουμένους του ένσταση εξοφλήσεως του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με βάση την έγγραφη σύμβαση μισθώσεως και όχι τις επιδειχθείσες επιταγές. Β)Η ειδικότερη αιτίαση του, ότι δεν αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση με ποιά μέσα τον έπεισαν οι συγκατηγορούμενοι του, που καταδικάσθηκαν ως ηθικοί αυτουργοί, να τελέσει τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι τυχόν έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το κεφάλαιο αυτό δεν αναιρεί την δική του καταδίκη. Γ) ότι δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του για την κρίση του, τα αναγνωσθέντα και προσκομισθέντα από τον ίδιο με ημερομηνία 26-3-2004 και ποσά 35.000 και 50.000 € δύο δελτία ανάληψης της NOVA BANK, με δικαιούχο τον Κ. Χ., ως αβάσιμη. Τούτο διότι το δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε αυτά μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν οδηγεί σε αντίθετη κρίση Επίσης αυτό, (δικαστήριο της ουσίας) δεν ήταν υποχρεωμένο σε χωριστή αξιολόγηση ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου και συσχέτιση μεταξύ τους, καθώς και συσχέτιση κάθε αποδεικτικού μέσου με κάθε μία παραδοχή του, ως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων με τη σχετική περί τούτου αιτίαση του. Δ) Η αιτίαση του, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι τυπική, διότι υπάρχει ταύτιση του σκεπτικού της που συμπληρώνεται από το διατακτικό, με το κατηγορητήριο, ως αβάσιμη, διότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθενται εκτενώς τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερες σκέψεις και συλλογισμοί, χωρίς να ταυτίζεται απόλυτα αυτό με το διατακτικό και το κατηγορητήριο ώστε να υπάρχει τυπική αιτιολογία. Οι λοιπές αιτιάσεις, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, με τη μορφή της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά και εφ' όσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί αυτή (αίτηση αναιρέσεως) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων (άρθρ. 583 παρ. 1ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. πρωτ. 1396/ 20-2-2013 αίτηση αναιρέσεως του Ι. Γ. του Β., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αρ. 5882/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2013. Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης. Αδικήματα. α) Ψευδορκία μάρτυρα β) Συκοφαντική δυσφήμηση γ) Άμεση συνεργεία σε απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω. Επάρκεια αιτιολογίας για τη καταδίκη και για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί πραγματικής πλάνης. Ο άμεσος δόλος αιτιολογείται με παράθεση πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Στοιχειοθετείται το αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης στο δικαστήριο, αφού αυτό δεν πείσθηκε στα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο αναιρεσείων και απέρριψε τον προβληθέντα ισχυρισμό των συγκατηγορουμένων του περί εξοφλήσεως των επιταγών στην πολιτική δίκη. Απορρίπτει αναίρεση. Επιδικάζει τα δικαστικά έξοδα.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συνέργεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος.
0
Αριθμός 1186/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, προκειμένου να αποφανθεί για την αυτεπάγγελτη διόρθωση της 193/6-2-2013 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Γ' Τμήματος), σύμφωνα με την 57/2013 πράξη του Προεδρεύοντος του Γ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία κοινοποιήθηκε με επιμέλεια της Γραμματείας του Αρείου Πάγου στα διάδικα μέρη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Π. χήρας Σ. Τ., 2)Α. Τ. του Σ., και 3)Μ. Τ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δικ. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο το αναιρεσίβλητο, όπως σημειώνεται πιο πάνω. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 315, 317 παρ.3 και 318 ΚΠολΔικ, οι οποίες κατ'άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία, προκύπτει ότι, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της αποφάσεως, περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά, ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο, του την έχει εκδώσει, μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης διορθώσεως ο Πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει (αυτεπαγγέλτως) δικάσιμο για τη συζήτηση, κατά την οποία και πριν από οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες, πρέπει να κληθούν, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου, όλοι οι διάδικοι, που αναφέρονται στη διορθωτέα απόφαση, αν δε, κατά την ως άνω συζήτηση δεν εμφανισθεί κάποιος διάδικος, που κλητεύθηκε νομίμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΑΠ 1162/2012). Στην κρινόμενη υπόθεση, όπου πρόκειται για συζήτηση για την αυτεπάγγελτη διόρθωση της υπ'αριθμ. 193/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, οι αναφερόμενοι σ'αυτήν διάδικοι (αναιρεσείοντες) Π. Τ. χήρα Σ., Α. Τ. του Σ. και Μ. Τ. του Σ., δεν εμφανίστηκαν κατά την αναφερομένη, στην αρχή της παρούσης αποφάσεως συνεδρίαση, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ'αυτό, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 του ΚΠολΔικ, ότι δεν θα παραστούν. Από τα υπάρχοντα στη δικογραφία από 24-4-2013 τρία αποδεικτικά επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Αλεξανδρούπολης … και το από 22-4-2013 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων στον 'Αρειο Πάγο …, προκύπτει ότι με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, ακριβές αντίγραφο της υπ'αριθμ. 57/19-4-2013 πράξεως του Προεδρεύοντος του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε για τη συνεδρίαση της 15-5-2013 προς διόρθωση της προαναφερθείσας υπ'αριθμ. 193/2013 αποφάσεως του ανωτέρω Τμήματος, καθώς και η υπό ιδία, με την πράξη, ημερομηνία (19.4.2013 κλήση προς συζήτηση της εν λόγω πράξεως, που υπογράφεται από τη Γραμματέα του Τμήματος αυτού, επιδόθηκε στους παραπάνω μη εμφανισθέντες διαδίκους, καθώς και στον δικηγόρο που τους εκπροσώπησε κατά τη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η υπό διόρθωση απόφαση (άρθρ.143 παρ. ΚΠολΔικ). Επομένως, κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία τους, ήτοι σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Όπως προκύπτει από την υπ'αριθμ. 193/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με αυτήν απορρίφθηκε η από 4-10-2010 αίτηση των παραπάνω απολειπομένων διαδίκων (Π. Α. και Μ. Τ. του Σ.) για αναίρεση της υπ'αριθμ. 75/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης. Στην παραπάνω απόφαση εμφιλοχώρησαν, προδήλως από παραδρομή, γραφικά λάθη. Συγκεκριμένα αναγράφεται στο διατακτικό " Απορρίπτει την από 4.10.2010 αίτηση α) της Α. χας Ν. Τ., ) του Μ. Τ. του Ν. και ) της Δ. Τ. του Ν., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 75/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης" ενώ έπρεπε να γραφεί " Απορρίπτει την από 4.10.2010 αίτηση α) της Π. Τ. χήρας Σ. ) του Α. Τ. του Σ. και ) Μ. Τ. του Σ., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 75/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης". Ενόψει τούτων πρέπει αυτεπάγγελτα και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διορθωθεί η εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου και επιπλέον να σημειωθεί, κατ'άρθρο 320 ΚΠολΔικ, η παρούσα απόφαση στο περιθώριο της διορθούμενης απόφασης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει την πρώτη διάταξη του διατακτικού της υπ'αριθμ. 193/2013 αποφάσεως του δικαστηρίου τούτου, από το εσφαλμένο " Απορρίπτει την από 4.10.2010 αίτηση α) της Α. χας Ν. Τ., ) του Μ. Τ. του Ν. και ) της Δ. Τ. του Ν., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 75/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης" στο ορθό " Απορρίπτει την από 4.10.2010 αίτηση α) της Π. Τ., χήρας Σ., ) του Α. Τ. του Σ. και ) του Μ. Τ. του Σ., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 75/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης" Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Αυτεπάγγελτη διόρθωση διατακτικού απόφασης κατά τα άρθρα 315, 317 παρ. 3, 318 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Διόρθωση απόφασης
Διόρθωση απόφασης.
0
Αριθμός 1181/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. χήρας Α. Σ., το γένος Π. Σ., 2) Β. Σ. του Α., 3) Η. Σ. του Α., κατοίκων ..., και 4) Κ. Σ. του Α., συζ. Γ. -Ν. - Ε. Μ., κατοίκου ..., ως καθολικών διαδόχων του Α. Σ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αδάμ Αναγνωστόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Θ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανδρουλάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/3/1994 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 52/1995 του ιδίου Δικαστηρίου, 118/1997, 245/1998, 211/2003 μη οριστικές και 160/2011 οριστική του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30/9/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 22/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ., θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να διαλαμβάνονται οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή η μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και, αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες, σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια συντιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, ποιο, δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο για την επάρκειά τους λείπει (ΟλΑΠ 27/1998 και 32/1996). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης. Ο όγδοος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, διότι το Εφετείο χωρίς τις κατά νόμο αιτιολογίες, άλλως με ανεπαρκείς αιτιολογία δέχτηκε ότι ο αναιρεσίβλητος έχει καταστεί κύριος του επίδικου διαδρόμου με παράγωγο τρόπο, αφού ο χώρος αυτός δεν περιλαμβανόταν στα επικαλούμενα συμβόλαιο και με έκτακτη χρησικτησία, είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού δεν εκτίθενται στο αναιρετήριο οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών της. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Επειδή, κατ' άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η συνδρομή του άμεσου συμφέροντος που επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής πρέπει να εκτίθεται με επίκληση από μέρους του ενάγοντος για το ορισμένο αυτής. Το έννομο συμφέρον, που μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, θεωρείται υφιστάμενο όταν από τη συμπεριφορά του εναγομένου, ή τρίτου, δημιουργείται αντικειμενικά αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης του ενάγοντα, η οποία αβεβαιότητα δημιουργεί άμεσα ή έμμεσα κινδύνους για τα συμφέροντα του, που δεν μπορούν να αποτραπούν παρά μόνο με την αναγνωριστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο μέρος πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τον αριθ. 8α και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και τα οποία είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δηλ. δέχτηκε ότι η ενάγουσα είχε έννομο συμφέρον στην άσκηση της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής εξ ολοκλήρου του ακινήτου, ενώ σε κανένα σημείο αυτής δεν αναφέρονταν ότι ο εναγόμενος αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος σε ολόκληρο το ακίνητο του ενάγοντος, αλλά μόνο του επιδίκου διαδρόμου. Από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ιστορούσε ότι είναι κύριος ενός ακινήτου, που περιέγραφε αναλυτικά κατά θέση, έκταση και όρια, το οποίο περιήλθε σε αυτόν με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα με αγορά από τον Λ. Λ. με το υπ' αριθμ. .../1985 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Θήρας Μαρίας - Ρίτσας Μητροπία σε συνδυασμό και με το υπ' αριθμ. .../1985 συμβόλαιο επανάληψης της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας καθόσον τόσο ο ίδιος όσο και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί του ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, διενεργώντας επισκέψεις σε αυτό πολύ συχνά, επισκευάζοντας τα υπάρχοντα εντός αυτού κτίσματα, εκτελώντας οικοδομικές εργασίες. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι το ακίνητό του, που χρησιμοποιείτο παλαιότερα ως οιναποθήκη επικοινωνούσε με δύο δρόμους ένα κοινοτικό ανατολικά και ένα αγροτικό δυτικά και για τη μεταφορά του οίνου εντός αυτού οι δικαιοπάροχοί του είχαν δημιουργήσει στη βόρεια πλευρά του και εντός αυτού ένα στενό διάδρομο, που άρχιζε από τον από ανατολάς κοινοτικό δρόμο, εκτείνετο σε όλο το μήκος της βόρειας πλευράς ακινήτου του και κατέληγε σε μικρή αυλή εντός του κτήματός του. Επικαλείτο στη συνέχεια ότι ο εναγόμενος, που έχει όμορη ιδιοκτησία πέραν του άνω διαδρόμου και προς βορρά, η οποία διαχωρίζεται με τοίχο κυμαινόμενου ύψους 0,50 έως 1,60 μέτρων από το 1983 αμφισβητεί την κυριότητά του επί του άνω διαδρόμου, τον οποίο περιγράφει κατά θέση, όρια και έκταση και επιπρόσθετα πρόσβαλε την κυριότητά του γκρεμίζοντας ένα τμήμα του διαχωριστικού τοιχίου των ιδιοκτησιών τους, κατασκευάζοντας εντός του ακινήτου του σκαλοπάτια, ώστε ο επίδικος διάδρομος να συνδέεται και να καταλήγει στο ακίνητό του και το καλοκαίρι 1987 προέβη σε τσιμεντόστρωση των πέτρινων σκαλοπατιών εντός της ιδιοκτησίας του ενάγοντα και τοποθέτησε καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος και φώτα σε όλο το μήκος του διαδρόμου, προκειμένου να χρησιμοποιεί τον επίδικο διάδρομο για να μεταβαίνει στην ιδιοκτησία του. Με βάση τα ανωτέρω ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του όλου ακινήτου και ειδικότερα του αμφισβητούμενου επίδικου διαδρόμου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με δικές του δαπάνες να άρει την προσβολή και ειδικότερα να αφαιρέσει τις διαταρακτικές κατασκευές, να επανακατασκευάσει με πέτρες το διαχωριστικό τοίχο των ιδιοκτησιών τους, να αφαιρέσει τα καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος και τα φωτιστικά σώματα, που έχει τοποθετήσει σε όλο το μήκος του επίδικου διαδρόμου, άλλως να επιτραπεί στον ενάγοντα η διενέργεια των άνω πράξεων με δαπάνες του εναγομένου, να απαγορευθεί στον εναγόμενο η διέλευσή του από τον επίδικο διάδρομο, καθώς και κάθε προσβολή και διατάραξη στο μέλλον σχετικά με τον επίδικο διάδρομο με απειλή κατά αυτού χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη ως προς το στοιχείο της του εννόμου συμφέροντος, αφού εν όψει του γεγονότος ότι ο επίδικος διάδρομος αποτελούσε τμήμα του όλου ακινήτου του ενάγοντος ήταν αναγκαία η διάγνωση της κυριότητος του ενάγοντος στο όλο ακίνητο αφού κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή ο επίδικος διάδρομος αποτελεί το βόρειο όριο του όλου ακινήτου του ενάγοντα και η αναγνώριση της κυριότητάς του θα έχει συνέπεια και ως τα όρια και την έκταση του όλου ακινήτου. Επομένως το Εφετείο που έκρινε την αγωγή πλήρως ορισμένη, δεν υπέπεσε στις επικαλούμενες πλημμέλειες από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 218 ΚΠολΔ η ένωση αντιφασκουσών αγωγών κατά παράβαση της διάταξης της πρώτης παραγράφου, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου αλλά στην περίπτωση αυτή διατάσσεται από το δικαστήριο ο χωρισμός του, όπως ορίζει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο, μέρος δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ διότι το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη αφού σ' αυτήν σωρεύονταν αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή ολοκλήρου του ακινήτου και αρνητική αγωγή κυριότητας του επιδίκου διαδρόμου και οι αγωγές αυτές αντιφάσκουν μεταξύ τους και σε κάθε περίπτωση έπρεπε το Εφετείο να διατάξει το χωρισμό τους. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού οι ως άνω σωρευθείσες αγωγές δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους και σε κάθε περίπτωση το δικόγραφο της αγωγής δεν είναι άκυρο. Επειδή, για το ορισμένο του λόγου αναίρεσης εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δεν αρκεί να αναγράφεται στο αναιρετήριο ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον τάδε ισχυρισμό αλλά θα πρέπει να παρατίθενται και όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ήταν νόμω βάσιμος και ότι αν γινόταν δεκτός θα επηρέαζε ευνοϊκά για τον αναιρεσείοντα το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α) αν δεν προτάθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από δικαιολογημένη αιτία, β) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και γ) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, η οποία περιλαμβάνεται διάχυτη σε όλους τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίων και προέκυψε καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ενώ το Εφετείο εξέτασε μόνο τον ισχυρισμό του ενάγοντα ως προς την κυριότητα του στον επίδικο διάδρομο και παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί κοινοχρήστου και δικαιώματος αυτών να κάνουν χρήση της κοινόχρηστης αυτής διόδου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του είναι απορριπτέος ως αόριστος, γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η ένσταση καταχρηστικής άσκησης προτάθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και επαναφέρθηκε νόμιμα στο Εφετείο κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, ούτε γίνεται επίκληση των προϋποθέσεων των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό αυτόν το πρώτον στο Εφετείο, ενώ κατά το δεύτερο μέρος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί κοινοχρήστου του επίδικου διαδρόμου το Εφετείο τον έλαβε υπόψη του και τον απέρριψε εκ του πράγματος. Επειδή κατ' άρθρο 222 ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους εφ' όσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή για την ίδια επίδικη διαφορά αναστέλλεται αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο σχετικός ισχυρισμός (ένσταση) προτείνεται παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκκρεμοδικίας αναστέλλεται, όπως εκτέθηκε, η εκδίκαση της δεύτερης αγωγής εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής ανεξαρτήτως αν τη δέχεται ή την απορρίπτει για λόγο δικονομικό ή ουσιαστικό. Με την άσκηση εφέσεως αναβιώνει η εκκρεμοδικία της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η οριστική διάταξη που προσβλήθηκε με την έφεση. Αν παρά την συνδρομή των προϋποθέσεων εκκρεμοδικίας, η ένσταση εκκρεμοδικίας δεν ληφθεί υπόψη και δεν ανασταλεί η εκδίκαση της δεύτερης αγωγής δημιουργείται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απέρριψε την ένσταση εκκρεμοδικίας, που πρόβαλαν οι αναιρεσείοντες, δεχόμενο ότι "με την από 15-3-1994 αγωγή του παραδεκτά κατ' άρθρα 294, 297 ΚΠολΔ, ο ενάγων παραιτήθηκε: α) από την από 9-6-1988 αγωγή του, που είχε ασκήσει κατά του εναγομένου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θήρας, η οποία είχε ως αντικείμενο τη νομή του επιδίκου διαδρόμου, επί της οποίας είχε εκδοθεί η υπ' αριθμ. 24/1991 απόφαση του άνω δικαστηρίου και β) από την από 11-3-1993 αγωγή του, που είχε ασκήσει κατά του εναγομένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, η οποία είχε ίδιο αντικείμενο με την υπό κρίση αγωγή, εφόσον δεν αντέλεξε ο εναγόμενος κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της αγωγής στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, με συνέπεια την κατάργηση των άνω δικών, που είχαν ανοιγεί με τις άνω αγωγές". 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς την αγωγή που εκκρεμούσε στο Ειρηνοδικείο και αφορούσε τη νομή, ορθά κατ' αποτέλεσμα αποφάσισε, αφού από την αγωγή αυτή δεν δημιουργήθηκε εκκρεμοδικία δεδομένου ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων δεν ήταν η ίδια. Επομένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί εσφαλμένα το Εφετείο δεν δέχθηκε την ένσταση εκκρεμοδικίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων που αποτελούσαν επιχειρήματα αυτών ότι ο επίδικος διάδρομος ήταν κοινόχρηστος και αυτό αποδεικνυόταν από την έκθεση αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού "πράγματα...κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ δεν αποτελούν τα επιχειρήματα των διαδίκων ούτε τα αποδεικτικά μέσα. Επειδή ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ.12 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτά καθορίζει ο νόμος και δεν θεμελιώνεται, όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ.), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που έχουν κατά νόμο την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση με την από τον αριθμ.12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, διότι το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, με το να λάβει υπόψη του το περιεχόμενο του .../1985 συμβολαίου της συμ/φου Θήρας Μαρίας - Ρίτσας Μητροπία, στο οποίο το πρώτον περιέχεται και ο επίδικος διάδρομος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11γ'του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους έκτο και έβδομο από το άρθρο 559 αριθ.11γ' του Κ.Πολ.Δ., λόγους αναίρεσης, προσάπτουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα ήτοι: α) την .../1988 βεβαίωση της Κοινότητας Ημεροβιγλίου Θήρας, β) το από 15/5/1989 απόσπασμα πρακτικών δημοσίας συνεδρίασης του Κοινοτικού Συμβουλίου της ως άνω Κοινότητας, γ) το .../1990 έγγραφο της Πολεοδομίας Θήρας και δ) την .../5-10-1989 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Κ. Β., που συντάχθηκε ενώπιον της συμ/φου Θήρας Μαρίας - Ρίτσας Μητροπία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο τα παραπάνω τρία πρώτα έγγραφα τα απέκρουσε απαντώντας σε λόγους έφεσης ως μη παρέχοντα πλήρη απόδειξη προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι ο επίδικος διάδρομος ήταν κοινόχρηστος. Ωστόσο όμως από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και από το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι τούτο για τον σχηματισμό της κρίσης του στην οποία τελικά κατέληξε αποδεχόμενο την αγωγή, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα προαναφερόμενα έγγραφα, εκ των οποίων η ως άνω ένορκη βεβαίωση ως μη ληφθείσα κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν ήταν επώνυμο αποδεικτικό μέσο και δεν χρειαζόταν η μνεία του αριθμού της στην προσβαλλόμενη απόφαση και επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.11 περ. β' Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β' Κ.Πολ.Δ., η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά διά των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008, 9/2000, 14/2005). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ένατο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' ορθή υπαγωγή η από τον αριθμ. 11β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, και όχι από τον αριθ. 8 όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του έγγραφα και αποδεικτικά μέσα των οποίων δεν είχε γίνει νόμιμη επίκληση από τον αναιρεσίβλητο, από τον οποίον και προσκομίσθηκαν, αφού τα έγγραφα και τα αποδεικτικά μέσα αυτά αναφέρονται στις πρωτόδικες προτάσεις του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και οι προτάσεις αυτές έχουν ενσωματωθεί σε φωτοτυπικό αντίγραφο στις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις κατά τη συζήτηση της εφέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς ειδική μνεία στις τελευταίες του συγκεκριμένου μέρους των πρωτόδικων προτάσεων, όπου γίνεται σαφώς και ορισμένως επίκληση των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού στο αναιρετήριο δεν εξειδικεύονται τα έγγραφα και αποδεικτικά μέσα, τα οποία ο αναιρεσίβλητος, χωρίς νόμιμη επίκληση, προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και δεν είναι αρκετή για την συμπλήρωση της έλλειψης αυτής η παραπομπή στις προτάσεις του αναιρεσιβλήτου. Επίσης δεν προσδιορίζεται το αποδεικτικό περιεχόμενο του καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, ώστε να κριθεί αν αυτά ήταν πρόσφορα για την απόδειξη και ανταπόδειξη ισχυρισμού, που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (βλ. ΑΠ 1184/2011). Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσιβλήτου κατά τη συζήτηση της έφεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι σ' αυτές γίνεται σαφής επίκληση των αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Εφετείο ο αναιρεσίβλητος με αναφορά σε συγκεκριμένα μέρη των προτάσεών του των προηγουμένων συζητήσεων και προσκομιδή αντιγράφου αυτών. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-9-2011 αίτηση των Α. Σ. κ.λπ για αναίρεση της 160/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου: Λόγοι αναίρεσης: 8α από 19, 1ος από 8α και 14, 2ος από 8α, 3ος από 14, 4ος από 8, 5α από 12, 6α και 7ος από 11γ, 9ος από 11β
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 1180/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδων Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών-κατηγορουμένων: 1) Ε. Φ. του Ε., κατοίκου ... και 2) Ά. Λ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Λάσση, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8768/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Θ. Τ. του Η., κατοίκου ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες-κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαΐου 2013 αίτησή τους αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 2 Σεπτεμβρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 606/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ. 1 και 7 του ΚΠοινΔ, οι οποίες μπορούν να εφαρμοσθούν και στην αναιρετική διαδικασία, το δικαστήριο, με αίτημα κάποιου από τους διαδίκους, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγο ανώτερης βίας, οποίον αποτελεί και η αποχή των δικηγόρων. Όμως, η εμμονή του δικηγόρου στην άσκηση του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει, όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως και ματαιώσεως της αξιώσεως της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα του, να υποχωρήσει. Οπωσδήποτε δε, πρέπει ο δικηγόρος να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι ζήτησε άδεια από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για να παραστεί στη δίκη και αυτός δεν του το επέτρεψε, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όπως είναι οι υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει κίνδυνος παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων - αναιρεσειουσών, εμφανίστηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιωάννης Λάσσης και υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για λόγο ανώτερης βίας, ο οποίος συνίστατο στο ότι απείχε από τα καθήκοντά του, σε συμμόρφωση προς σχετική απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσείουσες καταδικάσθηκαν, μεταξύ άλλων, η Ά. Λ. για ψευδορκία μάρτυρα και η Ε. Φ. για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 24.10.2005, παραγράφονται, δηλαδή, μετά πάροδο 36 ημερών από τη σημερινή δικάσιμο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε στο ακροατήριο την από 17.9.2013 αίτησή του προς το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών για χορήγηση αδείας για παράσταση κατά τη συζήτηση της κρινόμενης υποθέσεως, η οποία απορρίφθηκε. Πλην, όπως από την αίτηση προκύπτει, δεν δηλώθηκε ότι οι ως άνω πράξεις αντιμετωπίζουν κίνδυνο παραγραφής. Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ενόψει του άμεσου κινδύνου παραγραφής των προαναφερομένων πράξεων, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αναβολής και να προχωρήσει το Δικαστήριο στη συζήτηση της υποθέσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του από αυτήν προβλεπόμενου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας - επιγνώσεως, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Από την ίδια διάταξη προκύπτει, επίσης, ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίδεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας, θεωρείται δε ως αρμόδια αρχή εκείνη, ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί, στη συνέχεια, να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από Αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Από δε το άρθρο 1 του ν. 1540/1944 "περί ενόρκων βεβαιώσεων", κατά το οποίο "κατά πάσαν περίπτωσιν καθ' ην επιτρέπεται η χρησιμοποίησις ενόρκου βεβαιώσεως, αύτη δύναται να γίνη ενώπιον του Ειρηνοδίκου ή ενώπιον ενός των Συμβολαιογράφων της περιφερείας του Ειρηνοδικείου της κατοικίας ή διαμονής του ενδιαφερομένου ή των μαρτύρων", προκύπτει ότι δεν είναι ελευθέρως επιτρεπτή η σύνταξη ενόρκων βεβαιώσεων από τους ειρηνοδίκες ή συμβολαιογράφους, αλλά εάν δεν υπάρχει διάταξη νόμου που ρητά να επιτρέπει την χρησιμοποίηση της ένορκης βεβαιώσεως, τέτοια ούτε ενώπιον του ειρηνοδίκη μπορεί αν συνταχθεί. Επομένως, εφόσον οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν, δυνάμει ρητής διατάξεως νόμου, παραδεκτώς ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα, ο ειρηνοδίκης είναι αρμόδια προς ένορκη εξέταση Αρχή, οπότε, εάν τα ενώπιόν του κατατεθέντα και περιληφθέντα στην ένορκη βεβαίωση γεγονότα είναι ψευδή, συγκροτείται το έγκλημα της ψευδορκίας. Πρέπει, όμως, για να μπορούν οι ένορκες βεβαιώσεις να ληφθούν υπόψη ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 του ΚΠολΔ, νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, γιατί διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά περιέχονται σ' αυτές, εκτός εάν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων στην οποία δεν προβλέπεται, όπως στην τακτική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή στις ειδικές διαδικασίες (άρθρα 650 παρ. 1, 671 παρ. 1, 681 Α και 681 Β ΚΠολΔ), το αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αλλά ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες ως προς την απόδειξη, την συγκέντρωση των αποδεικτικών μέσων και την εν γένει διαδικασία συζητήσεως της αιτήσεως (ΚΠολΔ 690 και 691), και, επομένως, λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ήτοι και ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη τού άλλου. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιμή" δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς α) πρόκληση στον αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης, με πειθώ ή φορτικότητα, κ.λπ., αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που προβλέπονται από τα άρθρα 229§1, 224§2 και 362 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι τα καταμηνυθέντα, ενόρκως κατατεθέντα, ισχυριζόμενα ή διαδιδόμενα είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Όταν δε πρόκειται για ψευδορκία μάρτυρα κατά τη λήψη ένορκης βεβαιώσεως ενώπιον ειρηνοδίκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας απαιτείται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, να περιέχεται στην καταδικαστική απόφαση, αφενός η κατά νόμο αρμοδιότητα του ειρηνοδίκη, ενώπιον του οποίου δίδεται η κατάθεση, και αφετέρου, η Αρχή ενώπιον της οποίας είναι επιτρεπτή, κατά νόμο, η χρησιμοποίηση της βεβαιώσεως αυτής και η λήψη υπόψη της, ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο, προς διάγνωση της διαφοράς. Ακόμη, πρέπει να αναφέρεται σ' αυτήν και η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας ότι η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, με επιμέλεια του οποίου έχει ληφθεί η ένορκη βεβαίωση, εκτός αν επρόκειτο αυτή να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, οπότε δεν απαιτείται να εκτίθεται και αυτό. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 8768/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχες τις αναιρεσείουσες, την Ε. Φ. ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση, ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση σε βάρος των Σ. Φ. και Θ. Τ. και ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος της Θ. Τ., και την Ά. Λ. ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος των αυτών παθόντων, και τις καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και ενός (1) μηνός την πρώτη και δεκαπέντε (15) μηνών τη δεύτερη, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η κατηγορουμένη Ε. Φ. είναι αδελφή του Σ. Φ. και είχε με αυτόν αστικής φύσεως διαφορά για τη νομή της πατρικής τους οικίας, που ανήκε στην κληρονομία της αποθανούσας μητέρας τους. Η πολιτικώς ενάγουσα Θ. Τ. είναι φίλη και συνάδελφος του Σ. Φ., ενώ η δεύτερη κατηγορουμένη είναι φίλη της πρώτης. Από αφορμή την ανωτέρω αστική διαφορά δημιουργήθηκαν πλείστες αστικές δίκες μεταξύ της 1ης κατ/νης και του Σ. Φ.. Πυρήνας της υποθέσεως που δικάζεται σήμερα είναι το εξής γεγονός: Ο Σ. Φ. είχε επιτύχει να εκδοθεί από το Ειρηνοδικείο Ν. Ιωνίας η υπ' αριθ. 194/05 απόφαση, που του επιδίκασε την νομή της πατρικής οικίας του ίδιου και της 1ης κατ/νης. Την απόφαση επιχείρησε να την εκτελέσει με Δικ. Επιμελητή την 9-5-2005, οπότε ο τελευταίος έβγαλε εκτός της οικίας διάφορα κινητά της κατ/νης και άλλαξε την κλειδαριά της εξωτερικής θύρας, ενώ συγχρόνως η κατ/νη είχε επιτύχει να εκδοθεί προηγουμένως από το ίδιο Ειρηνοδικείο προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως της προηγούμενης αποφάσεως του ίδιου που δικαίωνε τον Σ. Φ.. Το βράδυ της 10-5-2005 η 1η κατ/νη επισκέφθηκε την πατρική οικία και όταν διαπίστωσε ότι είχε αλλαχθεί η κλειδαριά και τα πράγματά της ήταν στο δρόμο επακολούθησε φραστικό επεισόδιο με τον αδελφό της. Ακολούθως και ενώ αυτή αποχωρούσε με το αυτ/τό της ισχυρίζεται ότι ο αδελφός της από κοινού με την ήδη πολιτικώς ενάγουσα της επιτέθηκαν, την έδειραν, την εξύβρισαν, την απείλησαν, βλασφήμησαν και προκάλεσαν φθορές με πρόθεση στο αυτοκίνητό της και στα πράγματά της. Μετά από το επεισόδιο αυτό η 1η κατ/νη υπέβαλε μηνύσεις κατά του αδελφού της και της πολιτικώς ενάγουσας στις 11/5/05 στο ΑΤ Ν. Κόσμου, στις 12/5/05 στην Εισαγγελία Πρωτ/κών Αθηνών, στις 13/5/05 στο ΑΤ Καματερού και στις 17/5/05 στο ΑΤ Αιγάλεω, τις οποίες βεβαίωσε ενόρκως για το ότι τελέσθηκαν σε βάρος της οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, καθώς και εκείνες της κλοπής, αξίας άνω των 73.000 ευρώ και υπεξαγωγής εγγράφων. Συγχρόνως έπεισε την 2η κατ/νη να καταθέσει ενόρκως ως μάρτυρας για την αλήθεια των ανωτέρω περιστατικών στις 24/10/05 με ένορκη βεβαίωση και στις 14/11/08 με ένορκη κατάθεση στον 9ο Τακτ. Ανακριτή Αθηνών. Η πολιτικώς ενάγουσα προσκόμισε βεβαίωση ότι εκείνες τις ημέρες, 9-12/5/2005 που έλαβε χώρα το κρίσιμο περιστατικό νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο "Κοργιαλένειο - Μπενάκειο, όπου και εργάζεται και επομένως δεν ήταν δυνατόν να μετάσχει σε επεισόδιο με την ήδη κατ/νη όπως αυτή το έχει περιγράψει στις μηνύσεις της, παρά το γεγονός ότι η ίδια έχει αγοράσει την πατρική κατοικία των αδελφών Φ. από τον Σ.. Οι κατηγορούμενοι στις δίκες εκείνες, Σ. Φ. και η ήδη πολ. ενάγουσα, έχουν αθωωθεί, (βλ. απόφαση Μον. Πλημ/κείου Αθηνών 106291/08 Εισαγγελικές Διατάξεις: υπ' αριθ. 153/07 και 101/08 των Εισαγγελέων Πλημ/κών και Εφετών Αθηνών, αντίστοιχα). Ανεξάρτητα, όμως, από το γεγονός αυτό, δεν αποδείχθηκε στην παρούσα δίκη ότι η πολ. ενάγουσα δεν είχε νοσηλευθεί τις ημέρες εκείνες, καθόσον περί του αντιθέτου ήταν σαφής ο μάρτυρας - ιατρός Κων/νος Μπακόπουλος, που είναι αμερόληπτος και αξιόπιστος τρίτος. Επίσης το επεισόδιο δεν αποδείχθηκε ότι έγινε όπως το έχει περιγράψει η 1η κατ/νη με σκοπό την ενοχοποίηση των αντιδίκων της. Η ίδια υπέπεσε σε αντιφάσεις και κενά στην απολογία της, ενώ οι δύο μάρτυρες, θείος και θεία της, που κατέθεσαν υπέρ της δεν βεβαίωσαν ότι την είδαν χτυπημένη μετά το περιστατικό, αλλά ότι η ίδια τους είπε ότι χτυπήθηκε. Άλλωστε αυτή δεν προσκομίζει σχετική ιατρική γνωμάτευση. Επίσης η 2η κατ/νη δεν αποδείχθηκε ότι ήταν παρούσα και ότι είχε άμεση αντίληψη του περιστατικού. Με τα δεδομένα αυτά και οι δύο κατηγορούμενες πρέπει να κηρυχθούν ένοχες όπως κατηγορούνται. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που είχε προτείνει δια μακρών η 1η κατ/νη, δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση, αλλά ολόκληρη την αστική / ποινική αντιδικία των αδελφών Φ. από την έναρξή της και στο βαθμό που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση αποτελούν αρνήσεις της κατηγορίας, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, πρέπει ν' απορριφθούν". Στο δε διατακτικό, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, αναφέρεται και ότι α) η κατηγορουμένη Ε. Φ. παρακίνησε τη συγκατηγορουμένη της "με πειθώ, φορτικότητα, προτροπές και παρακλήσεις" να τελέσει τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, β) η συκοφαντική δυσφήμηση τελέσθηκε με τα ψευδή γεγονότα που κατατέθηκαν στις 14.11.2008 ενώπιον του Ανακριτή, "των οποίων έλαβαν γνώση ο Ανακριτής, η Γραμματέας, δικηγόροι και ο Εισαγγελέας που χειριζόταν την υπόθεση και τα οποία μπορούσαν να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας", την οποία η κατηγορουμένη Ά. Λ. "παρουσίαζε ως άτομο το οποίο είχε προβεί σε αξιόποινες πράξεις", γ) η ένορκη βεβαίωση δόθηκε στις 24.10.2005 ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας και έλαβε τον αριθμό 1876/2005. Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, όσον αφορά τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα που φέρεται ότι τελέστηκε στις 14.11.2008 και της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση που αποδίδονται στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Φ. και της ψευδορκίας μάρτυρα που φέρεται ότι τελέστηκε στις 14.11.2008 και της συκοφαντικής δυσφημήσεως που αποδίδονται στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ά. Λ., διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εν λόγω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 224 παρ.2, 363 - 362, 98 και 46 παρ. 1α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών είναι αβάσιμες, αφού: α) Το γεγονός ότι η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την υπ' αριθ. 153/2007 διάταξή της (που επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 101/2008 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών), απέρριψε την από 17.5.2005 έγκληση της αναιρεσείουσας Ε. Φ., στο περιεχόμενο της οποίας (φερόμενο ως ψευδές) στηρίζεται η ποινική δίωξη και η καταδίκη της αναιρεσείουσας για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα που τελέστηκαν με την κατάθεση της εγκλήσεως αυτής, έκρινε ότι δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος της εγκαλούσας (αναιρεσείουσας) (τα οποία, κατ' άρθρο 585 παρ. 4 του ΚΠοινΔ, επιβάλλονται σε βάρος του εγκαλούντος αν ο εισαγγελέας πειστεί ότι η έγκληση ήταν εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο) δεν ασκεί έννομη επιρροή στη δίκη επί της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα ως προς το αν η αναιρεσείουσα, κατά την υποβολή της εγκλήσεως, τελούσε σε δόλο. Το Δικαστήριο της ουσίας δεν δεσμεύεται από την όποια εισαγγελική κρίση, αλλά συνεκτιμά το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, όπως έπραξε και το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε δόλο, μαζί με τις εισαγγελικές διατάξεις, τις οποίες ειδικώς μνημονεύει στο σκεπτικό, και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. β) Ομοίως, καμιά δέσμευση για το Δικαστήριο της ουσίας δεν γεννάται ως προς την κρίση για το ότι η αναιρεσείουσα όταν, στις 12.5.2005, προέβη σε ψευδή καταμήνυση των Σ. Φ. και Θ. Τ., τελούσε σε δόλο, από το ότι, με την 106291/2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αθωώθηκαν οι τότε κατηγορούμενοι ως άνω παθόντες για απλή σωματική βλάβη και φθορά ξένης ιδιοκτησίας από κοινού σε βάρος της εγκαλούσας Ε. Φ., χωρίς να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της εγκαλούσας (τα οποία, κατ' άρθρο 585 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, επιβάλλονται σε βάρος του εγκαλούντος, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν η έγκληση έγινε από δόλο), γιατί η σχετική κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται στο σύνολο του αποδεικτικού υλικού. γ) Με το 835/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που επικυρώθηκε με το 1609/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιβλήθηκαν έξοδα σε βάρος της τότε εγκαλούσας Ε. Φ. γιατί η μήνυσή της, επί της οποίας στηρίζεται η ποινική δίωξη για την ψευδή καταμήνυση που έλαβε χώραν στις 11.5.2005, ήταν εντελώς ψευδής και έγινε τουλάχιστον από βαριά αμέλεια. Όμως, και τα βουλεύματα αυτά συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, χωρίς να ασκεί επιρροή ότι επιβλήθηκαν σε βάρος της εγκαλούσας - αναιρεσείουσας έξοδα ούτε αν η επιβολή των εξόδων αιτιολογήθηκε ή όχι. Ακόμη, δεν ασκεί επιρροή για την κρίση επί της επίμαχης ψευδούς καταμηνύσεως αν το ανωτέρω 1609/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών έχει καταστεί αμετάκλητο. δ) Όλα τα εκτιθέμενα ως άνω είχαν προταθεί στο Τριμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αυτοτελής ισχυρισμός, πλην, στην πραγματικότητα αποτελούν τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό ότι η αναιρεσείουσα Ε. Φ., κατά την υποβολή των ως άνω εγκλήσεων, δεν τελούσε σε δόλο (και, επομένως, δεν στοιχειοθετούνται οι αποδιδόμενες σ' αυτήν πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα) και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, τοσούτω μάλλον, καθόσον ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν νόμιμος, γιατί οι ως άνω διατάξεις, βουλεύματα και απόφαση δεν αποτελούσαν οποιαδήποτε δέσμευση για το Δικαστήριο. Παρά ταύτα, απάντησε, ως εκ περισσού, και τον απέρριψε με την αιτιολογία ότι αποτελεί άρνηση της κατηγορίας, αλλά και με τις παραδοχές ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ενήργησε ευρισκόμενη σε δόλο και με σκοπό την ενοχοποίηση των αντιδίκων της. Μάλιστα, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, οι σχετικοί με τα ψευδή γεγονότα ισχυρισμοί θεμελιώνονται σε προσωπική αντίληψη της ίδιας της αναιρεσείουσας Ε. Φ., οπότε, δεν απαιτείτο να παρατίθενται και άλλα περιστατικά ως προς τον δόλο αυτής, όσο και της συγκατηγορουμένης της Ά. Λ.. δ) Προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Φ. προκάλεσε στη συγκατηγορουμένη της την απόφαση να τελέσει τις ένδικες αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως (πειθώ, φορτικότητα, προτροπές, παρακλήσεις), δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η παράθεση περαιτέρω περιστατικών. ε) Το Τριμελές Εφετείο, ως εκ περισσού, στο σκεπτικό αναφέρεται ρητώς στην απολογία της κατηγορουμένης Ε. Φ. και επισημαίνει ότι αυτή υπέπεσε σε αντιφάσεις και κενά, δεν είχε δε υποχρέωση να προσδιορίσει ειδικότερα ποιες ήταν οι αντιφάσεις αυτές και τα κενά. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, δεύτερος ως προς την αναιρεσείουσα Ε. Φ., λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του (που αφορά τον ισχυρισμό περί ελλείψεως δόλου), από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 2.9.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Ο ως άνω πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου, κατά το μέρος που στηρίζεται και στο στοιχ. Α της παρ. 1 του άρθρου 510 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠοινΔ, είναι απαράδεκτος, γιατί δεν γίνεται επίκληση καμιάς παραβιάσεως των οποιονδήποτε δικονομικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Φ. που προβλέπονται από το νόμο ή την ΕΣΔΑ (ως προς την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπισή της), την οποία δεν συνιστά η ενδεχόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως ή η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ο τέταρτος, ως προς την αναιρεσείουσα Ε. Φ., λόγος του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο επισημαίνονται αντιφάσεις μεταξύ του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως και του περιεχομένου της καταθέσεως των μαρτύρων Γ. Φ. και Β. Φ. και υποστηρίζεται ότι το Τριμελές Εφετείο εσφαλμένως εξετίμησε τις καταθέσεις αυτές, καθώς και ότι δεν έλαβε υπόψη του την υπ' αριθ. πρωτ. 956/17.5.2005 ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξετάσεως του Ιατροδικαστή του Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Κ. με τα σχετικά έγγραφα, καθώς και ο πέμπτος πρόσθετος λόγος περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των καταθέσεων των ως άνω μαρτύρων, είναι απαράδεκτοι, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Όσον αφορά, όμως, τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ά. Λ. και φέρεται ότι τελέστηκε στις 24.10.2005 με την ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας και την ηθική αυτουργία σ' αυτήν που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Φ., το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224 παρ. 2 και 46 παρ. 1 α του ΠΚ. Συγκεκριμένα, ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό της αποφάσεως γίνεται μνεία αν η εν λόγω υπ' αριθ. 1876/2005 ένορκη βεβαίωση λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της εγκαλούσας Ε. Φ., με επιμέλεια της οποίας δόθηκε αυτή, ούτε ενώπιον ποιας Αρχής επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί αυτή, ενόψει και του ότι, όπως αναφέρθηκε, μόνο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτή χωρίς να προηγηθεί κλήτευση των αντιδίκων της εγκαλούσας. Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται, κατά το σημείο αυτό, της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως αξιώνουν οι ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ και πρέπει, κατά παραδοχήν των σχετικών τρίτου, ως προς την αναιρεσείουσα Ε. Φ., μοναδικού, ως προς την αναιρεσείουσα Ά. Λ., λόγων του κυρίου δικογράφου της ένδικης αιτήσεως και πρώτου, κατά το δεύτερο σκέλος του, προσθέτου λόγου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, να αναιρεθεί, κατά το σημείο αυτό, παρέλκει δε η έρευνα των λόγων αυτών κατά το μέρος που στηρίζονται και στο στοιχ. Ε περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Απαιτείται, όμως, επίκληση περιστατικών και δεν αρκεί απλώς η αναφορά της διατάξεως ή απλώς η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχείο α', ήτοι το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση, πρέπει ο έντιμος βίος του υπαιτίου να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες, μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της ενοχής τους, ζήτησαν, δια του συνηγόρου τους, να τους αναγνωρισθεί "το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ", χωρίς να αναφέρουν οποιοδήποτε περιστατικό που να στοιχειοθετεί την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού. Το Δικαστήριο, λοιπόν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό για την αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού με την αιτιολογία ότι "το προταθέν ελαφρυντικό πρέπει ν' απορριφθεί, διότι οι κατηγορούμενες έχουν εκδηλώσει ιδιαίτερη φιλοδικία και εμπάθεια και μάλιστα η 1η έναντι στενού συγγενούς της, (αδελφού), και μάλιστα επίμονα και επανειλημμένα". Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, είναι αβάσιμος. Ο αυτός λόγος, κατά το μέρος που πλήττει την απόφαση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου βίου παρά το ότι οι κατηγορούμενες είχαν λευκό ποινικό μητρώο και αναφέρθηκε στον αδελφό της Ε. Φ. που δεν ήταν διάδικος στη δίκη, είναι απαράδεκτος, γιατί η απόρριψη, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, αυτοτελούς ισχυρισμού δεν συνιστά υπέρβαση εξουσίας, πολύ περισσότερο αν το Δικαστήριο, λόγω του ότι ο ισχυρισμός προβλήθηκε απαραδέκτως, δεν είχε υποχρέωση να τον απορρίψει αιτιολογημένα. Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς τις καταδικαστικές της διατάξεις για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα Ε. Φ. και φέρεται ότι τελέστηκε στις 24.10.2005, και για την ψευδορκία μάρτυρα, που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα Ά. Λ. και φέρεται ότι τελέστηκε με την υπ' αριθ. 1876/2005 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας κατά τον αυτό ως άνω χρόνο, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τις ποινές που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, αντιστοίχως, και τον καθορισμό συνολικής ποινής, καθώς και την εκδίκαση στην πολιτικώς ενάγουσα του ποσού των 44€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (το οποίο έχει επιδικασθεί για όλες τις πράξεις), να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, να απορριφθούν δε η αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι κατά τα λοιπά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα αναβολής. ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 8768/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και δη α) ως προς τις καταδικαστικές της διατάξεις για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα Ε. Φ. και φέρεται ότι τελέστηκε στις 24.10.2005, και για την ψευδορκία μάρτυρα, που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα Ά. Λ. και φέρεται ότι τελέστηκε με την υπ' αριθ. 1876/2005 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας κατά τον αυτό ως άνω χρόνο, β) ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινών στις αναιρεσείουσες για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, αντιστοίχως, γ) ως προς τις διατάξεις της περί καθορισμού συνολικής ποινής και δ)ως προς τη διάταξή της για την επιδίκαση στην πολιτικώς ενάγουσα Θ. Τ. χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και για τις δύο αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 2 Μαΐου 2013 αίτηση (με αριθ. πρωτ. 3430/2013) των Ε. Φ. του Ε. και Ά. Λ. του Σ. μετά των από 2 Σεπτεμβρίου 2013 προσθέτων αυτής λόγων, για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αιτήματος αναβολής για λόγο ανώτερης βίας (αποχή δικηγόρων) λόγω επικείμενης παραγραφής αξιόποινης πράξεως. Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, συκοφαντική δυσφήμηση και ηθική αυτουργία σε συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία εγκλημάτων. Ψευδορκία που τελέστηκε με ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη. Απαραίτητη η αναφορά της Αρχής ενώπιον της οποίας επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί η βεβαίωση, καθώς και αν είχε προηγηθεί κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου, με επιμέλεια του οποίου δόθηκε αυτή. Αναίρεση εν μέρει (για τις καταδικαστικές διατάξεις για την ψευδορκία που τελέστηκε με τον τρόπο αυτό και την ηθική αυτουργία σ" αυτήν, καθώς και για την επιβολή των σχετικών ποινών και τον καθορισμό συνολικής ποινής) και παραπομπή. Επαρκής αιτιολογία ως προς τις λοιπές διατάξεις. Ενδεχόμενη απαλλαγή, με εισαγγελική διάταξη ή με δικαστική απόφαση, του ψευδομηνυτή από την καταβολή των δικαστικών εξόδων δεν παράγει καμιά δέσμευση και δεν ασκεί επιρροή ως προς τον δόλο αυτού στη δίκη για την ψευδή καταμήνυση, γιατί η ύπαρξη δόλου ερευνάται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Αόριστη προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ. Παρά ταύτα, απορρίφθηκε αιτιολογημένα. Απόρριψη της αιτήσεως και των προσθέτων αυτής λόγων κατά τα λοιπά.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Αναιρέσεως πρόσθετοι λόγοι, Αναίρεση μερική, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος, Ένορκη βεβαίωση.
0
Αριθμός 1182/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δ. Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελληνικού Δημοσίου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Α. Δ. του Π., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Τσολάκο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-11-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 55/2010 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 28-9-2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 22-1-2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τις διατάξεις των προϊσχύσαντος Β.Ρ.Δ (ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (739) ν. 9 παρ. 1, πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.δ. πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 13.3.), εκείνος που έχει νεμηθεί ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριάντα χρόνια έχοντας τη δυνατότητα να συνυπολογίσει στη δική του νομή και την με τα ίδια προσόντα νομή του δικαιοπαρόχου του, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Η έκτακτη αυτή χρησικτησία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως κτημάτων" υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, εχώρει και επί δημοσίων κτημάτων ακόμη και όταν αυτά έφεραν το χαρακτήρα δασικών ή χορτολιβαδικών εκτάσεων με την περαιτέρω προϋπόθεση ότι η τριακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11 Σεπτεμβρίου 1915, καθόσον μεταγενεστέρως δεν ήταν επιτρεπτή χρησικτησία επί των κτημάτων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις αφενός μεν του ν. ΔΞΗ/1912 και των βάσει αυτού εκδοθέντων έκτοτε μέχρι και πέραν του έτους 1926 διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" με τα οποία ανεστάλη κάθε παραγραφή και κάθε δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές, αφετέρου δε του άρθρου 21 του από 22-4/16-5-1926 ν.δ. "περί διοικητικής αποβολής από των Κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. δυνάμει του άρθρου 53 του Εισ. Νόμου αυτού). Με τις διατάξεις αυτές απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των Δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των Κτημάτων του άρα και η επ' αυτών χρησικτησία τρίτων, πράγμα που επαναλήφθηκε και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 και 2 ΑΝ 1539/38 (Ολ. Α.Π. 75/87). Εξ άλλου "καλή πίστη" ως προϋπόθεση για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία νοείται κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Β.Ρ.Δ. (ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5-8), ν27 Πανδ. (18-1), ν. 10, 17 και 48 (Πανδ. 11.41), ν. 3 πανδ. (41.10), ν. 109 πανδ. (50.16), η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ' αυτού. Τη συνδρομή της καλής πίστης συνάγει ο δικαστής εκ του πράγματος ήτοι από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Η κρίση του δε ότι η νομή ασκήθηκε με καλή πίστη είναι πλήρης και ορισμένη ενέχουσα καθ' εαυτή και χωρίς άλλη επεξήγηση την σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις έννοιά της. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 369, 1033 και 1192 Α.Κ. συνάγεται ότι για τη μεταβίβαση της κυριότητας επί ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και αυτού που αποκτά υποκειμένη στον έγγραφο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου ότι για κάποια νόμιμη αιτία μεταβιβάζεται σ' αυτόν η κυριότητα και μεταγραφή του συμβολαίου στα οικεία βιβλία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν και ήταν εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει των παραδοχών του ή εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου που με βάση τις ίδιες παραδοχές δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Τέλος, κατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη Θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ... ενόψει δε του ότι κατά τη διαδικασία καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου του Γυθείου η εφεσίβλητη - ενάγουσα δεν υπέβαλε την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του Ν. 2308/1995 δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος (είναι ηλικίας 80 ετών και πλέον και διαμένει στην Αθήνα), καταχωρήθηκε με φερόμενο δικαιούχο το εκκαλούν - εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο κατά ποσοστό 100% πλήρους κυριότητας, το οποίο δήλωσε ότι το επίδικο τυγχάνει δημόσια δασική έκταση, σύμφωνα με τον θεωρημένο προσωρινό δασικό χάρτη της περιοχής του Δήμου Γυθείου, έλαβε ΚΑΕΚ 300482101005/0/0, κατά δε την καταμέτρηση από τα αρμόδια όργανα αυτού βρέθηκε να έχει έκταση 1603,00 τ.μ. Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην εφεσίβλητη κατά πλήρη κυριότητα δυνάμει του υπ' αριθ. .../27-9-1973 συμβολαίου διανομής ακινήτων της Συμβ/φου Αθηνών Φλωρεντίας Αθανασάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμος 39 και αριθ. 171). Στο ανωτέρω συμβόλαιο το επίδικο περιγράφεται ως τμήμα του υπ' αριθ. 2 αγροτεμαχίου, έχει έκταση κατά μεν τον ανωτέρω τίτλο 1.415 τ.μ., κατά δε νεώτερη καταμέτρηση 1.602,85 τ.μ., απεικονίζεται ως οικόπεδο στο από 6-2-2007 επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την ενάγουσα τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού Έ. Α. και συνορεύει, σύμφωνα με το ανωτέρω συμβόλαιο, ανατολικά με ιδιωτική οδό πλάτους 6 μέτρων και Πέραν αυτής με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Δ. και Η. Δ., δυτικά με ιδιωτική οδό πλάτους 6 μέτρων και πέραν αυτής με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Δ. και Η. Δ., βόρεια με ιδιωτική οδό πλάτους 6 μέτρων Περίπου και πέραν αυτής με ιδιοκτησία Μ. χήρας Π. Δ., το γένος Π. Λ. και νότια με ιδιοκτησία Ι. συζ. Γ. Ο. Όπως δε αποτυπώνεται η σημερινή κατάσταση στο με αριθ. πρωτ. .../20-11-2007 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του Κτηματολογικού Γραφείου Γυθείου και στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, το ανωτέρω επίδικο ακίνητο συνορεύει ολόγυρα Βόρεια και δυτικά με δημοτικό δρόμο (ΚΑΕΚ 30048ΕΚ00052/0/0), νότια με διεκδικούμενη από το Ελληνικό Δημόσιο ιδιοκτησία Ι. Ο. (ΚΑΕΚ 3004821010041/0/0) και ανατολικά με δημοτικό δρόμο (ΚΑΕΚ 30048ΕΚ00062/0/0), δηλαδή όπως κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορίζεται από τρεις πλευρές με δημοτικούς δρόμους που σχηματίζουν το γράμμα Π. Το ανωτέρω ακίνητο αποτελούσε τμήμα μείζονος εκτάσεως συνολικού εμβαδού 231 στρεμμάτων στην ίδια Θέση ... του Δήμου Γυθείου, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από το εκκαλούν, συναγόμενης αναφορικά με αυτό ομολογίας του τελευταίου (άρθ. 262 ΚΠολΔ), αποτυπώθηκε δε μετά νεώτερη καταμέτρηση στο από Ιουλίου 1973 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Δ. Π., που έχει προσαρτηθεί στο με αριθ. .../17-9-1973 συμβόλαιο διανομής που θα αναφερθεί παρακάτω. Η προαναφερόμενη αρχική έκταση των 231 στρεμμάτων, γνωστή ως "κτήμα Δ.", η οποία σύμφωνα με παλαιότερη (προ του έτους 1973) καταμέτρηση είχε εμβαδόν 195 στρεμμάτων περίπου βρισκόταν από αμνημονεύτων χρόνων και πάντως προ του 1821 συνεχώς και αδιακόπως στη νομή των δικαιοπαρόχων (γονέων, παππούδων, κλπ.) της ενάγουσας και εν συνεχεία της τελευταίας, την οποία (νομή) αυτοί ασκούσαν, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, με καλή πίστη. Αρχικός κύριος της ανωτέρω μείζονος έκτασης και απώτατος δικαιοπάροχος της ενάγουσας υπήρξε ο Τ. Ν. Δ., η δε ύπαρξη της οικογένειας αυτού στο χωριό τότε Μαυροβούνιο σημειώνεται τουλάχιστον από του έτους 1809 (βλ. συμφωνητικό του έτους αυτού σε σχέση με τον έκτοτε υφιστάμενο ανεμόμυλο). Η ύπαρξη του ανωτέρω Τ. Δ., ο οποίος, όπως ενόρκως βεβαιώνει ο προαναφερθείς μάρτυρας Π. Π., πληροφορήθηκε από τους προγόνους του κατοίκους της περιοχής αλλά και από άλλους κατοίκους του Γυθείου ότι έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821, σημειώνεται και από άλλο έγγραφο μνημείο και συγκεκριμένα από την αφιερωματική επιγραφή επί παλιάς εικόνας του Αγίου Γεωργίου, που είναι πλέον τοποθετημένη εντός του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος κτισμένου παραπλεύρως του Νεκροταφείου ..., κείμενος εντός της ανωτέρω μεγαλύτερης έκτασης. Η έκταση που καταλαμβάνει το νεκροταφείο, όπως και ο ίδιος ο ναός, αποτελούσε τμήμα της προαναφερόμενης ευρύτερης έκτασης, ιδιοκτησίας της ανωτέρω οικογένειας, την οποία να σημειωθεί το έτος 1916 ο Δ. Τ. Δ. (πρόγονος της ενάγουσας), δώρισε στην τότε Κοινότητα ..., δυνάμει του με αριθ. .../16-1-1916 δωρητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Γυθείου Παν. Μαντζάκου, επί της ανατολικομεσημβρινής πλευράς αυτής, εμβαδού 3 στρεμμάτων (βλ. σχετ. φωτογραφία της αφιερωματικής πλάκας). Τη δωρεά μάλιστα αυτή αποδέχθηκε ο εκπροσωπήσας στο ανωτέρω συμβόλαιο την Κοινότητα ... Πρόεδρος αυτής, δυνάμει της υπ' αριθ. ../15- 1-1916 πράξεως του Κοινοτικού της Συμβουλίου, από την οποία συνάγεται ότι η ανωτέρω Κοινότητα αναγνώριζε ανεπιφύλακτα την οικογένεια Δ. ιδιοκτήτρια της μείζονος αυτής εκτάσεως. Τέκνο του εν λόγω Τ. Ν. ή Δ., υπήρξε ο Γ. Ν. Δ. Ο τελευταίος απεβίωσε προ του έτους 1880 και με την υπ' αριθ. .../22-5-1878 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον του τότε συμβολαιογράφου Γυθείου Γρηγορίου Παπαδάκου εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους του κατ' ισομοιρία τους γιους του Τ. Δ. και Σ. Δ., με την παραγγελία να διανείμουν όλη την περιουσία του σε δύο ίσα μερίδια και να λάβει ο καθένας από ένα. Στην ανωτέρω διαθήκη δεν προσδιορίζονται επακριβώς τα περιουσιακά (κληρονομιαία) του στοιχεία, πλην όμως ο ανωτέρω διαθέτης κάνει σ' αυτήν ρητή αναφορά για την τύχη ενός "ανεμόμυλου" που βρίσκεται στο άκρο του χωριού ..., πλησίον του Ναού Αγ. Σπυρίδωνος". Πρόκειται ακριβώς για τον ανεμόμυλο, ο οποίος υπήρχε από παλαιότατων χρόνων στην έκταση που οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, όπως θ' αναφερθεί πιο κάτω, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως με το υπ' αριθ. .../14-8-1972 συμβόλαιο του Συμβ/φου Γυθείου Θεόδωρου Λιακάκου (βλ. κατάθεση του στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γυθείου (τόμος … και αριθμός …), στη Γαλλίδα υπήκοο S. M. τον οποίο κατεδάφισε η τελευταία. Στο συμβόλαιο αυτό η ανωτέρω έκταση περιγράφεται ως "αγρός" (βοσκότοπος), που βρίσκεται στη Θέση ... της κτηματικής περιφέρειας ... του Δήμου …, ειδικώς ονομαζόμενος ... εκτάσεως ενός (1) στρέμματος περίπου μετά του εντός αυτού ερειπίου ανεμόμυλου, στον οποίο κατά την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, Συμβ/φου που συνέταξε το ανωτέρω συμβόλαιο, άλεθαν τα κριθάρια και τα σιτάρια οι κάτοικοι της περιοχής. Στην συνέχεια, οι με την ανωτέρω δημόσια διαθήκη εγκατασταθέντες κληρονόμοι του Γ. Ν. ή Δ. με το υπ' αριθ. .../1880 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Γυθείου Γρηγορίου Παπαδάκου, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμος … και αριθ…) προέβησαν σε διανομή της υπ' αυτών κληρονομηθείσας μεγάλης πατρικής ακίνητης περιουσίας, στην οποία περιλαμβανόταν - μεταξύ άλλων - και η ανωτέρω ευρύτερη έκταση που, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο συμβόλαιο αυτό, αποτελούνταν από τους με αριθ. 5 και 6 "αγρούς" κείμενους στην ίδια ως άνω Θέση ... του ορίου ... και μάλιστα ο με αριθ. 5 "εκ στρεμμάτων 150 συνορευόμενος (κατ' ακριβή μεταφορά) γύρωθεν με ομοίους του Απ. Δ., Π. Δ. και άμμου θαλάσσης" και ο με αριθ. 6 "έτερος όμοιος αγρός εις την αυτή θέσιν και όριον, τοιχογυρισμένος, εκ στρεμμάτων 40, συνορευόμενος γύρωθεν με οποίους των Β., Δ. και κήπους της επομένης οικίας...". Από τους ανωτέρω δύο συγκληρονόμους, ο μεν Τ. Δ. που πέθανε το έτος 1884, κληρονομήθηκε από τον γιό του Δ., που υπεισήλθε έτσι στο 1/2 εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω μείζονος έκτασης, ο δε Σ. Δ. ο οποίος απεβίωσε το 1893, κληρονομήθηκε από τους γιους του Π. και Γ., οι οποίοι απέκτησαν το 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας της προαναφερόμενης ευρύτερης έκτασης, Τμήμα της οποίας αποτελεΙ η επίδικη. Στη συνέχεια ο Γ. Δ. με το υπ' αριθ. .../1931 πωλητήριο συμβόλαιο του τότε Συμβ/φου Γυθείου Δημ. Σκουρομίχαλου μεταβίβασε το ανωτέρω μερίδιο του στον αδελφό του Π. Δ. και έτσι κατέστη αυτός συγκύριος της έκτασης αυτής κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, κατά δε το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου κατέστη συγκύριος ο προαναφερθείς εξάδελφος του Δ. Τ. Δ.. Ο Π. Δ. που απεβίωσε το έτος 1953 κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του Μ. Μ., το γένος Π. και Ε. Λ. και τα τέκνα του Σ., Δ., Π., Β., Γ., Ε., Ε., Ι., Σ. και Α. (ενάγουσα) Δ., ενώ ο έτερος των συγκυρίων Δ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1967, κληρονομήθηκε από τους υιούς του Θ., Η. και Κ. Οι ως άνω συγκληρονόμοι του Π. και Δ. Δ., αφού αποδέχθηκαν τις σ' αυτούς επαχθείσες κληρονομιές με τις υπ' αριθ. .../1970 και .../1973 πράξεις αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεόδωρου Λιακάκου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Γυθείου (τόμος .. και αριθ…η πρώτη και τόμος … και αριθ…η δεύτερη, αντίστοιχα), προέβησαν σε διανομή του μείζονος κοινού κτήματος με το υπ' αριθ. .../1973 συμβόλαιο διανομής ακινήτων του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμος …και αριθμός …). Με το συμβόλαιο αυτό οι μεν κληρονόμοι του Δ. Δ. έλαβαν το ήμισυ τούτου (κατατμηθέν σε περισσότερα αγροτεμάχια), οι δε κληρονόμοι του Π. Δ., το υπόλοιπο ήμισυ, επίσης κατατμηθέν σε περισσότερα αγροτεμάχια, ένα εκ των οποίων είναι και το υπ' αριθ. 2 αγροτεμάχιο, εκτάσεως 9.220 τ.μ., τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο ακίνητο, όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Τέλος, οι συγκληρονόμοι του Π. Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως προεκτέθηκε, και η ενάγουσα, με το υπ' αριθ. .../27-9-1973 συμβόλαιο διανομής ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών Φλωρεντίας Αθανασάκη, νομίμως μεταγραφέντος, προέβησαν σε περαιτέρω διανομή των αντιστοιχούντων στο μερίδιο τους ανωτέρω αγροτεμαχίων, τα οποία κατατμήθηκαν ακόμη περαιτέρω, από την οποία διανομή έλαβε η ενάγουσα (μεταξύ άλλων) και το περιγραφόμενο ως άνω ακίνητο, εκτάσεως 1.602,85 τ.μ. Καθ' όλη την αναφερόμενη μακρόχρονη περίοδο, όλοι οι κατά σειρά προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι της εφεσίβλητης προ του έτους 1821, κατείχαν και ασκούσαν πράξεις νομής σε ολόκληρη τη μεγαλύτερη έκταση των 231 στρεμμάτων, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίων και καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν εμπράγματα δικαιώματα τρίτου επ αυτής και στην προκειμένη περίπτωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Οι ειδικότερες πράξεις νομής τους στην ανωτέρω έκταση συνίσταντο στην καλλιέργεια με αξίνες και με άροτρο παραδεδεγμένου στη Μάνη τρόπου καλλιέργειας λόγω του ιδιαίτερα πετρώδους χαρακτήρα του εδάφους της, των τμημάτων εκείνων της όλης έκτασης που ήταν επιδεκτικά αυτής με κριθάρι και λούπινα, για την παραγωγή των οποίων δεν απαιτούνταν ιδιαίτερες καλλιεργητικές φροντίδες, στην εκμίσθωση των μη καλλιεργήσιμων τμημάτων της ως βοσκότοπων με αντάλλαγμα τυρί, στην εκμετάλλευση του προαναφερόμενου ανεμόμυλου, στην ανέγερση οικίσκων και αποθηκευτικών χώρων, στην κατασκευή μανδριών που για πάρα πολλά χρόνια βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα της ευρύτερης αυτής έκτασης και εν συνεχεία μεταφέρθηκαν στο νότιο τμήμα αυτής καθώς και στην κατασκευή μανδρότοιχων για την οριοθέτηση της έκτασης στις πλευρές της (βόρεια και δυτικά) που δεν συνόρευαν με θάλασσα. Η ύπαρξη ιχνών καλλιέργειας, όπως παλιές αναβαθμίδες (πεζούλια), που χρησίμευαν για να συγκρατούν τα χώματα στα καλλιεργημένα τμήματα καθώς και θεμέλια παλιών οικίσκων αναφέρονται και στις καταθέσεις των δασικών υπαλλήλων (μαρτύρων ανταπόδειξης) κατά την εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Γυθείου της από 17-10-1978 ανακοπής των κληρονόμων της εν γένει οικογένειας Δ. (μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η ενάγουσα) κατά του υπ' αριθμ. ../1978 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Γυθείου, ενώ την ύπαρξη τέτοιων ιχνών σε τμήμα της μείζονος αυτής εκτάσεως εμβαδού 40 - 50 στρεμμάτων βεβαιώνει και ο επιθεωρητής δασών Πελοποννήσου με το με αριθ. .../2-9-1978 έγγραφο του. Παράλληλα, προέβησαν στη διάνοιξη δρόμων, στην κατάτμηση της ευρύτερης έκτασης, καθώς και σε μεταβιβάσεις τμημάτων αυτής προς άλλα μέλη της οικογένειας Δ. ή τρίτα πρόσωπα, όπως στην αναφερθείσα ανωτέρω S. M., η οποία ανήγειρε μάλιστα εντός του αγορασθέντος από αυτήν τμήματος οικία. Με τον τρόπο αυτό, οι προαναφερθέντες δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, ο καθένας από αυτούς κατά το αναφερόμενο αντίστοιχο χρονικό διάστημα, δια των αναφερθεισών πράξεων νομής και των αναφερθέντων τρόπων διαδοχής κατείχαν και νέμονταν διαδοχικά, με διάνοια κυρίων και καλή πίστη (τεκμαιρόμενη εκ της υπάρξεως διαθηκών και της καταρτίσεως διαφόρων συμβολαίων, όπως δωρεάς, πώλησης, κλπ.), την ευρύτερη έκταση των 231 στρεμμάτων, τμήμα της οποίας, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί το επίδικο ακίνητο, καλλιεργώντας τα καλλιεργήσιμα τμήματα, εκμισθώνοντας τα μη καλλιεργήσιμα τματα αυτής ως βοσκοτόπια και εν γένει ενεργώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, συνεχώς και αδιαλείπτως, προ του έτους 1821 τουλάχιστον μέχρι τις 11-9-1915, αλλά και κατά το πραν της ημερομηνίας αυτής χρονικό διάστημα. Με τον τρόπο αυτό με τη συμπλήρωση αδιάλειπτης, καλόπιστης νομής επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας μέχρι τις 11-9-1915, αυτοί απέκτησαν σε κάθε περίπτωση με έκτακτη χρησικτησία, την κυριότητα ολόκληρης της μείζονος εκτάσεως, επομένως και του επίδικου ακινήτου, το οποίο έκτοτε, ως ιδιωτική ιδιοκτησία, κατέστη δεκτικό μεταβίβασης και συνέχισε να είναι δεκτικό χρησικτησίας και μετά την ως άνω ημερομηνία. Εξάλλου σε βάρος ορισμένων κληρονόμων του αρχικού κυρίου μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν και η ενάγουσα, εκδόθηκε όπως προαναφέρθηκε το με αριθ…/1978 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Γυθείου, που αφορούσε την ίδια ως άνω μείζονα έκταση, το οποίο ακυρώθηκε τελεσίδικα με τις υπ αριθμ. 1/1979 και 19/1979 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου και Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου αντίστοιχα, που εκδόθηκαν επί της σχετικής ανακοπής αυτών, που δέχθηκαν τα ίδια. Μάλιστα ο Ειρηνοδίκης Γυθείου από την αυτοψία που διενήργησε διαπίστωσε ίχνη παλιάς καλλιέργειας (μανδρότοιχοι, αναβαθμίσεις, υπολείμματα παλιού κτίσματος. Επίσης, το έτος 1979 επί ασκηθείσης ποινικής δίωξης κατά των παραπάνω κληρονόμων της οικογένειας Δ., στους οποίους περιλαμβανόταν και η ήδη εφεσίβλητη - ενάγουσα για αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου κτήματος, αφορώσα έκταση 194,5 στρεμμάτων εκδόθηκε το υιτ' αριθ. 8/1979 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γυθείου με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν η εφεσίβλητη έγινε κυρία του επιδίκου ακινήτου με παράγωγο τρόπο, αφού νόμιμα απέκτησε αυτό από κληρονομιά και στη συνέχεια με τη διανομή στην οποία προέβη, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, με τους λοιπούς κληρονόμους του πατέρα της, ασκεί δε στο ακίνητο της αυτό από του χρόνου της συμβολαιογραφικής αυτής διανομής (27-9-1973) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής κάθε προσιδιάζουσα στη φύση και στον προορισμό του πράξη νομής και κατοχής και ειδικότερα το επιβλέπει, το οριοθετεί και το προστατεύει από καταπατήσεις τρίτων, έχοντας καταστεί έτσι αποκλειστική κυρία αυτού και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού προσμετρηθεί ο χρόνος χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, στο δικό της χρόνο νομής. Τα ανωτέρω σχετικά με την πραγματική κατάσταση του επιδίκου ακινήτου πλήρως αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, όπως αυτές εκτιμήθηκαν ξεχωριστά, αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, αλλά και από τα έγγραφα που προαναφέρθηκαν και δεν αναιρούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες από μέρους του εκκαλούντος εκθέσεις φωτοερμηνείας των ετών 1945 και 1960, καθόσον μόνο το βραχώδες κατά ένα μέρος της μορφής του εδάφους του επιδίκου και η αναπτυχθείσα θαμνώδης βλάστηση δεν είναι (αρκετά για να προσδώσουν στο επίδικο δασικό χαρακτήρα, ούτε συνάγεται εξ αυτών άσκηση νομής από το εκκαλούν επί του επιδίκου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας (άρθρα 18 και 21 του ν. 21.6Ι3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων"). Κατ' ακολουθίαν, η ενάγουσα έγινε κυρία του εν λόγω ακινήτου, με παράγωγο τρόπο [κληρονομιά την οποία αποδέχθηκε και διανομή], αλλά και με πρωτότυπο [έκτακτη χρησικτησία], συνυπολογιζομένου του δικού της χρόνου χρησικτησίας σ' εκείνο των δικαιοπαρόχων της. Τα ίδια, επομένως, που έκρινε και το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο και με τη εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος - εναγομένου περί του ότι νεμόταν το επίδικο από την απελευθέρωση του Ελληνικού κράτους και μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν έσφαλε, με αποτέλεσμα ο σχετικός λόγος έφεσης να πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι στην περιοχή της Μάνης, όπου βρίσκεται και το επίδικο, ίσχυε κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας ιδιότυπο νομικό καθεστώς, γιατί η περιοχή αυτή ουδέποτε είχε υποταγεί στους Τούρκους, αλλά διατήρησε την ανεξαρτησία της. Κατά τα τελευταία δε έτη της Τουρκοκρατίας ήταν ανεξάρτητη ηγεμονία διοικούμενη από Έλληνα Ηγεμόνα [Μπέη], τον οποίο διόριζε ο Σουλτάνος, στον όποιο έπρεπε να καταβάλει ετησίως μικρό φόρο υποτέλειας αλλά "επί τω όρω όπως οι Τούρκοι επ' ουδενί λόγω θέτουσι τον πόδα αυτών επί του εδάφους της Μάνης". Επομένως στην Μάνη δεν ίσχυαν οι Οθωμανικοί νόμοι και δεν υπήρχαν περιουσίες που να ανήκουν στο Οθωμανικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους και όσα αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλούν Δημόσιο είναι αβάσιμα και πρέπει ν' απορριφθούν, (βλ Α. Δασκαλάκη Η Μάνη και η οθωμανική Αυτοκρατορία, σελ. 36-37 και 213-218, σε συνδ. το έργο του ειδικού συμβούλου του Υπουργείου Γεωργίας "ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΓΑΙΑ" Ν.Π Ελευθεριάδη, σελ. 131-132, ο οποίος σημειωτέον δέχεται μεν τα περί αυτονομίας της Μάνης, αλλά από την ύπαρξη τινών ταπίων καταλήγει συμπερασματικά ότι το σύστημα περί δημοσίων γαιών πιθανόν να ίσχυε και στην περιοχή αυτή). Τα ίδια επομένως που έκρινε και στο σημείο αυτό το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο και με την εκκαλουμένη απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι η επίδικη έκταση ανήκε κατ' αρχήν στο Τουρκικό Δημόσιο και μετά την ανεξαρτησία, σύμφωνα με την συνθήκη της Κων/λεως της 9/7/1932 "Περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος)> και τα από 6-6 και 7-7-1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, "περιήλθε σ' αυτό (Ελληνικό Δημόσιο)", αλλιώς ότι αυτή είχε εγκαταλειφθεί από τους τέως κυρίους της Οθωμανούς και χωρίς να καταληφθεί από άλλους περιήλθε στην νομή τούτου (εκκαλούντος) μετά την απελευθέρωση, δεν έσφαλε, γι' αυτό και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, το επίδικο ακίνητο, αλλά και το μεγαλύτερο ακίνητο, του οποίου αποτελεί τμήμα, ήταν αγροτογεωργική έκταση και η χρήση του συνεχώς από τον προηγούμενο αιώνα και εφεξής για τον εκάστοτε κύριο τούτου συνίστατο στην καλλιέργεια μικρής έκτασης όσης ήταν επιδεκτικής προς τούτο και βόσκηση ζώων, ενώ ήδη είναι αστική κειμένη εντός των ορίων του οικισμού ..., προϋφισταμένου του 1923 και όχι δάσος καλυπτόμενο εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά πριν από το έτος 1836, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν- εναγόμενο. Η επίδικη έκταση παρουσιάζει σήμερα χαμηλή και αραιή θαμνώδη βλάστηση κυρίως δασική της διαπλάσεως των αείφυλλων πλατύφυλλων (σχίνο, κλπ.), όχι όμως και από δενδρώδη τέτοια, λόγω της μη καλλιέργειας της κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ δεν προέκυψε από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία ότι αυτή έφερε το χαρακτήρα δασικής πριν από το έτος 1915, ενώ τα προσκομιζόμενα από το εκκαλούν (εναγόμενο) στοιχεία αφορούν το χρονικό διάστημα μετά το έτος 1945. Αλλά και αν ακόμη το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είχε οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα επί του επιδίκου, αυτό (δικαίωμα) απωλέσθη με τη συμπλήρωση στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας αδιάλειπτης καλόπιστης νομής επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας μέχρι τις 11-9-1915, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν. Τα ίδια επομένως που έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δασική έκταση, για την οποία κανένας, μέχρι την έναρξη της ισχύος του Β. Δ/τος της 17-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών", δεν παρουσίασε, μέσα σε ένα έτος από την δημοσίευση του [ΦΕΚ 69/1-12-1836], τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώριση του ως κυρίου, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις κι εφάρμοσε το νόμο, με αποτέλεσμα και ο λόγος αυτός της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακολούθως, το Εφετείο κατ' επικύρωση της πρωτόδικης αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, έκρινε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την αγωγή της αναιρεσίβλητης με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του περιγραφομένου εκεί ακινήτου κειμένου στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Γυθείου. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο και με αυτά που δέχθηκε, δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση της κυριότητας επί του επιδικού ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ευθέως ή εκ πλαγίου διαλαμβάνοντας στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες για την κτήση κυριότητας από την αναιρεσίβλητη επί του επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Δεν ήταν δε απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας και η περαιτέρω εξειδίκευση των επί μέρους πράξεων νομής σε κάθε μέρος της μείζονος εκτάσεως αφού πρόκειται περί ενιαίας εκτάσεως και ο φυσικός εξουσιασμός της αναιρεσίβλητης και των δικαιοπαρόχων της ως και το πνευματικό στοιχείο της νομής επεκτείνεται σε όλη την έκταση ως και η περαιτέρω εξειδίκευση των περιστατικών από τα οποία το Εφετείο συνήγαγε τη δικανική του κρίση περί της συνδρομής του στοιχείου της καλής πίστης υπό την προαναφερομένη έννοια. Ούτε προϋπόθεση για την καλή πίστη υπό την προεκτεθείσα έννοια είναι η ύπαρξη νομίμου τίτλου στον νομέα της έκτασης. Κατ' ακολουθία, οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. λόγοι αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι αυτοί λόγοι αναίρεσης κατά τα λοιπά προσβάλλουν τις ως άνω παραδοχές του Εφετείου ως εσφαλμένες γι' αυτό και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι διότι ανάγονται σε εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης κατά το νόμιμο αίτημά της μειωμένη κατά τα άρθρα 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 Εισ.ΝΑΚ, 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και 2 της ΥΑ 134.423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης) (άρθρα 183 και 176 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28 Σεπτεμβρίου 2010 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 55/2010 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη λόγων από άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ., 559 άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.
Χρησικτησία έκτακτη
Χρησικτησία έκτακτη.
0
Αριθμός 1184/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να αποφανθεί επί της από 22/3/2013 αίτησης - κλήσης των 1) Π. Δ. του Ι. και 2) Γ. Δ. του Ι. για μεταφορά της μετ' αναβολής δικασίμου της υπόθεση μεταξύ των: Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1) Β. χήρας Γ. Δ., το γένος Δ. Λ., 2) Δ. Δ. του Γ. και 3) Ν. Δ. του Γ., κατοίκων .... Η 1η δεν παραστάθηκε και οι 2ος και 3ος εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βασιλεία Σεϊτανίδου. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Π. Δ. του Ι. και 2) Γ. Δ. του Ι., κατοίκων Η.Π.Α., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχάλη Παπαζήση. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο ορίστηκε εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, στο άρθρο 309 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: "Οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης κι όχι αυτοτελώς να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η απόφαση του δικαστηρίου που διατάσσει την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης (ως μη αποφαινόμενη επί της ουσίας αυτής) είναι μη οριστική και ως τοιαύτη δύναται να ανακληθεί είτε με αίτηση του διαδίκου είτε αυτεπαγγέλτως. Εωσότου η εν λόγω απόφαση ανακληθεί, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί της ουσιαστικής έρευνας της υπόθεσης, ενώ εξάλλου η αίτηση περί ανακλήσεώς της είναι παραδεκτή μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης, όπως όταν εισάγεται κλήση για τη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, διότι μόνο στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση της δίκης (ΑΠ 420/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 22.3.2013, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αίτηση- κλήση των 1) Π. Ι. Δ. και 2) Γ. Ι. Δ. (αναιρεσιβλήτων), ιστορείται ότι κατά τη δικάσιμο της 20.3.2013, κατά την οποία είχε προσδιοριστεί προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η από 16.11.2007 αίτηση των καθ' ων η αίτηση -κλήση για αναίρεση της 150/2007 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου, το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτών- καθών η αίτηση - κλήση αναιρεσειόντων, ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης με σχετική σημείωση στο πινάκιο για τη δικάσιμο, της 22.1.2014. Επικαλούμενοι, περαιτέρω, οι αναιρεσίβλητοι αιτούντες, ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου παρατεινόμενη επί μακρόν επιδικία αποτρέπει την πώληση του επίδικου ακινήτου, τον προσπορισμό των αναγκαίων χρημάτων και έτσι κινδυνεύουν να υποστούν τεράστια οικονομική ζημιά από επαπειλούμενη κατάσχεση του Δημοσίου, ζητούν, ως έχοντες προς τούτο έννομο συμφέρον, όπως, ανακαλουμένης της ως άνω αναβλητικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορισθεί συντομότερη δικάσιμος για την εκδίκαση της ειρημένης αίτησης αναίρεσης. Η αίτηση αυτή, μη δημιουργούσα στάση δίκης, ότε και μόνον επιτρέπεται η ανάκληση μη οριστικής απόφασης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22.3.2013 αίτηση των 1) Π. Ι. Δ. και 2) Γ. Ι. Δ.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων περί νομής ή κατοχής δεν προσβάλλεται με αναίρεση.
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης.
1
Αριθμός 1176/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Μ. του Δ. και 2) Π. Μ. του Π., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Π. Ν., το γένος Σ. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο Κασιμάτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/9/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 848/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 185/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/10/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 24/10/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1,2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί κα, δεν λάβε, μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποίος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με το τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 δε. 3 και 4 Κ.Πολ.Δ., αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδριάσεως να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, όταν ο απολειπόμενος κατά την μετ' αναβολή νέα δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση ή είχε παραστεί νομίμως κατά την ίδια δικάσιμο και επομένως με τη νόμιμη παράσταση του και τη μη εναντίωσή του καλύφθηκε η μη νόμιμη κλήτευσή του κατά την αρχική δικάσιμο. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι αναιρεσείοντες. Από τις 3704γ/29-2-2012 και 3705γ/29-2-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων ..., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσίβλητη, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 7-11-2012, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας διάσιμο της 17-4-2013, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά τους από το πινάκιο, ενόψει του ότι δεν απαιτείται νέα κλήτευση των κατά την μετ'αναβολή δικάσιμο, αφού η αναβολή από το πινάκιο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να προχωρήσει παρά την απουσία τους. Σύμφωνα με το άρθρο 288 παρ.1 και 2 του Αγροτικού Κώδικα (Β.Δ/τος της 29-10/6-12-1949 περί κωδικοποιήσεως των αγροτικών νόμων), αντίστοιχο του άρθρου 283 του κωδικοποιηθέντος με το Δ/μα της 9/10 Ιουλίου 1941 Αγροτικού Νόμου "η μεταβίβασις της κυριότητος των κλήρων των δημοσίων κτημάτων της Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας (Ιμλιάκα), τα οποία παρεχωρήθησαν εις τους συνεταιρισμούς των κληρονομικών νομέων (μπασταινούχων) κατά το άρθρο 24 του Αγροτικού Νόμου 2052 και 27 του Νομού 2922, γίνεται μετά την ολοσχερή εξόφληση του καθορισθέντος τιμήματος δια παραχωρητηρίου εγγράφου υπό του αρμοδίου προϊσταμένου εποικισμού, "το παραχωρητήριον τούτο, συντεταγμένον κατά τύπον εγκεκριμένον υπό του Υπουργού Γεωργίας, μεταγράφεται επιμέλεια του ενδιαφερομένου εις τα οικεία βιβλία των μεταγραφών και αποτελεί τον οριστικόν τίτλον κυριότητος του κλήρου". Περαιτέρω κατά το άρθρο 290 παρ.1 του ιδίου Αγροτ. Κώδικα "εις απαλλοτριούμενα κτήματα αι μεν καλλιεργούμεναι, επ' εμφυτεύσει γαίαι παραχωρούνται κατά προτίμησιν εις τους κληρούχους εμφυτευτάς αυτών, αι δε καλλιεργούμεναι κατά το κρατούν εν Ηπείρω και Μακεδονία σύστημα της κληρονομικής νομής (μπάσταινα) εις τους κληρονόμους νομής (μπασταινούχους) ...". Εξάλλου κατά το άρθρο 79 παρ.2 του Αγροτ. Κώδικα "οι κατά τον Αγροτικόν Νόμον ως και οι υπό της Επιτροπής Αποκαταστάσεως προσφύγων ή του Δημοσίου ως διαδόχου ταύτης εν γένει αποκατασταθέντες και αποκαθιστάμενοι κληρούχοι γηγενείς και πρόσφυγες από της εγκαταστάσεως των εις τον χορηγηθέντα ή χορηγούμενον αυτοίς κλήρον θεωρούνται? ως καλής πίστεως νομής του κλήρου τούτου και προστατεύονται κατά πάσης διαταράξεως ή αποβολής είτε διοικητικώς ... είτε και δια των περί νομής παραγγελμάτων και αγωγών ασκουμένων υπό του κληρούχου". Επακολούθησε ο ν. 431/1968 (που άρχισε να ισχύει από της δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από της 23/5/1968), και σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 "από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, επιφυλασσομένης της ισχύος του άρθρου 27 του ν.δ. 2185/... ... επιτρέπεται εις τους κατά την επικοιστικήν εν γένει νομοθεσίαν κληρούχους η δια δικαιοπραξιών εν ζωή εκποίησις ή οπωσδήποτε διάθεσις των πάσης φύσεως κλήρων των (γαιών, οικοπέδων κλπ) υπό τον περιορισμόν μόνον της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, όστις ισχύει και επί πάσης περαιτέρω μεταβιβάσεως" του ν. ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που εκδόθηκαν σ' εκτέλεση του νόμου αυτού, του άρθρου 21 του από 22.4/16.5.1926 ν.δ/τος "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" και του άρθρου 4 του α.ν. 1539 1938, βάσει των οποίων αποκλείεται η χρησικτησία επί δημοσίων κτημάτων, σαφώς προκύπτει: α) ότι υπό την ισχύ των άνω διατάξεων οι κατά τον αγροτικό Νόμο ή τον Αγροτικό Κώδικα αποκατασταθέντες κληρονομικοί νομείς (μπασταινούχοι) καθίστανται κύριοι του παραχωρηθέντος, σ' αυτούς κλήρου από της μεταγραφής του παραχωρητηρίου, β) ότι προ του χρόνου τούτου, εφόσον πρόκειται περί δημόσιων κτημάτων, ήταν υπό την ισχύ των άνω διατάξεων αδύνατη η κτήση της κυριότητος των απαρτιζόντων τον κλήρο αγροτεμαχίων υπό του αποκατασταθέντος κληρονομικού νομέως (μπασταινούχου) ή των κληρονόμων του ή των ειδικών διαδόχων αυτών, με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο δέχτηκε τα εξής: "Με την υπ' αριθμ. 33/1925 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ιωαννίνων έγινε διανομή του αγροκτήματος Σερβιανών Ιωαννίνων και ειδικότερα καθορίστηκαν οι προς διανομή εκτάσεις του εν λόγω αγροκτήματος, καθώς και οι δικαιούχοι των ακινήτων που προέκυψαν με τη διανομή. Στη συνέχεια εκδόθηκαν παραχωρητήριοι τίτλοι των εν λόγω εκτάσεων. Έτσι. με τον υπ' αριθμ. 119816/1958 τίτλο της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, που μεταγράφηκε νόμιμα, παραχωρήθηκε κλήρος, αποτελούμενος από 18 ακίνητα, συνολικής έκτασης 38.312 στρεμμάτων, κατ' ισομοιρίαν, στους Ν. Μ., K. Μ. του Φ., (παππού της ενάγουσας) και τον Π. Μ.. πρώτο των εναγομένων. Με την ανωτέρω υπ' αριθμ. 33/1925 απόφαση δεν ορίστηκε η τύχη των κτημάτων, τα οποία ήταν μπασταινουχικά, καλλιεργούνταν δηλαδή από την εποχή της Τουρκοκρατίας με το σύστημα της κληρονομικής νομής, μεταξύ δε αυτών και του υπ' αριθμ. ... αγρού, το οποίο ως μπάσταινα δεν είχε περιληφθεί στον ανωτέρω με αριθμό 119816/1958 τίτλο. Το υπ' αριθμ. ... ακίνητο (μπάσταινα), το οποίο αποτελεί και το επίδικο, βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας Σερβιανών, έχει έκταση 6.000 τ.μ. και ήδη συνορεύει περιμετρικά με ακίνητα επί πλευράς Α-Β μήκους 44,97 μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ. Χ., επί πλευράς Β-Γ μήκους 87,29 μ. εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Α. Κ. και εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Κ. Φ., επί πλευρών Δ-Ε μήκους 45,31 μ. και Ε-Ζ μήκους 44,69 μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Ε. Μ. και επί πλευράς Ζ-Α μήκους 58,35 μ. με ακίνητο ιδιοκτησίας Χ. Μ.. Το ανωτέρω κληροτεμάχιο καλλιεργούσε ήδη από το 1925 ως μπασταινούχος καλλιεργητής (κληρονομικός νομέας) ο Κ. Μ. του Φ., παππούς της ενάγουσας, ο οποίος με τον τρόπο αυτό θεωρείτο νομέας του κλήρου, παραχωρήθηκε δε σ" αυτόν δυνάμει της υπ' αριθμ. 15/1998 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ιωαννίνων, η οποία επανήλθε μετά από την υπ' αριθμ. 7775/27.08.1998 απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων, που ανέπεμψε την υπ' αριθμ. 33/1925 αρχική απόφαση της ίδιας ως άνω Επιτροπής προς συμπλήρωση των κενών της και καθορισμό των μπασταινουχικών κτημάτων. Στο μεταξύ ο Κ. Μ. απεβίωσε το έτος 1965, καταλείποντας την υπ' αριθμ. .../03.07.1962 δημόσια διαθήκη, συνταχθείσα ενώπιον του άλλοτε συμβολαιογράφου Ιωαννίνων, Χριστόφορου Γκαστή, η οποία δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα υπ' αριθμ. 15/25.01.1978 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Με την ανωτέρω διαθήκη ο διαθέτης, αφού περιόρισε κατά κύριο λόγο τα τέκνα του στη νόμιμη μοίρα τους, πλην της θυγατέρας του Γ., στην οποία κατέλειπε δύο αγρούς, όλη την υπόλοιπη περιουσία του άφησε τον υιό του, Σ. Μ., πατέρα της ενάγουσας. Ο τελευταίος μετά το θάνατο του αρχικού κληρούχου, το 1965, εγκαταστάθηκε, ως κληρονόμος του μπασταινούχου, στη νομή, μεταξύ άλλων, και του εν λόγω κληροτεμαχίου (με αριθμό ...). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Σ. Μ., ο όποιος συνέχισε να νέμεται το εν λόγω κληροτεμάχιο ως κληρονόμος του μπασταινούχου, παραχώρησε άτυπα το έτος 1968, ως προίκα, το εν λόγω ακίνητο στην θυγατέρα του, Α. συζ. Π. Χ. (ενάγουσα), έκτοτε η τελευταία το καλλιεργούσε. Η ανωτέρω, όμως, δεν απέκτησε τη νομή του πιο πάνω κληροτεμαχίου, καθώς, όπως, εκτέθηκε στη νομική σκέψη, μόνον ο κληρούχος και οι κληρονόμοι του θεωρούνταν πλασματικοί νομείς του κληροτεμαχίου (άρθρα 79, 26, 74,180, 203 και 290 Αγροτικού Κώδικα) και συνεπώς αυτό ήταν ανεπίδεκτο νομής άλλου, έστω κι αν έλαβε χώρα ειδική διαδοχή, ενώ δεν απέκτησε τη νομή του ούτε μετά τη θέση σε ισχύ του α.ν. 431/1968, ήτοι την 23.05.1968, οπότε έπαυσαν ο κληρούχος και οι κληρονόμοι του να θεωρούνται πλασματικοί νομείς του κλήρου, διότι πριν την απόκτηση της κυριότητας του κλήρου από τον κληρούχο ο τελευταίος δεν μπορεί να διαθέσει τον κλήρο σε τρίτο και, επομένως, ο τρίτος δεν μπορεί να αποκτήσει τη νομή του κλήρου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω παρά την προαναφερθείσα άτυπη αυτή μεταβίβαση του κλήρου στην ενάγουσα, νομέας αυτού εξακολουθούσε να είναι ο πατέρας της (κληρονόμος του αρχικού κληρούχου της μπάσταινας), καθώς αυτός δεν είχε εισέτι καταστεί κύριος (του ακινήτου) με την έκδοση και μεταγραφή του σχετικού παραχωρητηρίου. Ο τελευταίος, ο οποίος απεβίωσε στις 30.06.2006. άφησε την από 07.04.1997 ιδιόγραφη διαθήκη, δημοσιευθείσα με τα υπ' αριθμ. 10/2001 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και κηρυχθείσα κυρία με την υπ' αριθμ. 1/2001 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Στην εν λόγω διαθήκη μνημονεύεται ότι ο διαθέτης καταλείπει στην θυγατέρα του (ενάγουσα) τα με αριθμ. 61 και 62 ακίνητα, καθώς και "όσα άλλα της έδωσε κατά το γάμο της και μεταγενέστερα". Μεταξύ των ακινήτων που ο διαθέτης είχε παραχωρήσει εν ζωή στη θυγατέρα του με αφορμή το γάμο της (προίκα) ήταν και το επίδικο κληροτεμάχιο, στο οποίο, όμως ήταν κατά νομικό πλάσμα νομέας. Για τους λόγους που εκτενώς αναφέρθηκαν (έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του κληρούχου), η ανωτέρω εν ζωή διάθεση ήταν ανίσχυρη, επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη διαθήκης, με την οποία ο διαθέτης κατέλειπε στην θυγατέρα του τη νομή επί του επίδικου κλήρου (εφόσον δεν είχε εισέτι αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας) είναι ισχυρή, καθότι δεν αφορά περιουσιακό στοιχείο που κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης και επαγωγής της κληρονομιάς ανήκε στην ενάγουσα, απορριπτόμενου του επαναφερόμενου με τον πρώτο λόγο εφέσεως σχετικού ισχυρισμού των εκκαλούντων. Συνακόλουθα. με την εν λόγω διάταξη ο Σ. Μ. περιέλαβε και το επίδικο κληροτεμάχιο (με αριθμό ...), εγκαθιστώντας τοιουτοτρόπως την ενάγουσα θυγατέρα του εκ διαθήκης κληρονόμο και ως προς αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, και εφόσον δεν καταλείπεται αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι με την εν λόγω διάταξη ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο του την ενάγουσα και ως προς το επίδικο περιουσιακό στοιχείο (νομή επί του κλήρου), δεν τίθεται θέμα προσφυγής του Δικαστηρίου στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ και αναζήτησης της αληθούς βούλησης του διαθέτη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ' αριθμ. 7775/27.08.1997 απόφαση του ο Νομάρχης Ιωαννίνων ανέπεμψε στην Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Νομού Ιωαννίνων την υπ' αριθμ. 33/1925 απόφαση για συμπλήρωση των κενών και προκειμένου να καθορίσει αυτή (Επιτροπή) τα μπασταινουχικά τμήματα που αναγράφονται στον πίνακα της οριστικής διανομής του έτους 1935 του αγροκτήματος "Σερβιανά" καθώς και τους δικαιούχους αυτών. Έτσι, η εν λόγω Επιτροπή με την υπ' αριθμ. 15/1998 απόφαση της χαρακτήρισε ως μπασταινουχικό το επίδικο με αριθμό ... κληροτεμάχιο. το οποίο και παραχώρησε προνομιακά στον κληρονομικό νομέα αυτού, Κ. Μ. του Φ. (παππού της ενάγουσας), κατ' εφαρμογή και της διάταξης του άρθρου 290 Αγροτικού Κώδικα, καθότι διαπιστώθηκε ότι κατά το έτος 1925 το κατείχε και το καλλιεργούσε ως κληρονομικός νομέας (μπασταινούχος). Ακολούθως εκδόθηκε ο υπ' αριθμ. 16395/1999 τίτλος της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, με τον οποίο παραχωρήθηκε το υπ' αριθμ. ... κληροτεμάχιο στον αρχικό κληρούχο Κ. Μ. του Φ., ο τίτλος δε αυτός μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων στις 29.06.2006 (στον τόμο ... και α.α 6). Ο ως άνω υπ' αριθμ. 16395/1999 τίτλος, ο οποίος εκδόθηκε στο όνομα του αρχικού νομέα (Κ. Μ.) και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων στις 25.06.2006 (στον τόμο ... και αριθμ. 6), αποτελεί και τον οριστικό τίτλο κυριότητας του επίδικου ακινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 288 επ. του Αγροτικού Κώδικα, που διέπουν το καθεστώς των δημοσίων κτημάτων (ιμλιακίων) της Ηπείρου. Περαιτέρω, με την υπ' αριθμ. .../2006 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Σταματικής Φράγκα - Ζαχαρία, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιωαννίνων (στον τόμο ... και αριθμό 8), η ενάγουσα αποδέχθηκε την επαχθείσα από τον πατέρα της κληρονομιά (μεταξύ δε των κληρονομιαίων περιλαμβάνεται και το υπ' αριθμ. ... κληροτεμάχιο), προηγουμένους δε αποδέχθηκε με την υπ' αριθμ. .../2006 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα (στον τόμο ... και αριθμό 7), για λογαριασμό του πατέρα της, την επαχθείσα στον τελευταίο δυνάμει της με αριθμ. .../1962 δημόσιας διαθήκης, κληρονομία. Μετά την έκδοση και μεταγραφή, επομένως, του οριστικού τίτλου κυριότητας στο όνομα του αρχικού κληρονομικού νομέα (μπασταινούχου), Κ. Μ., αυτός κατέστη κύριος του επιδίκου (πριν δε την ημερομηνία αυτή ο ίδιος και ο κληρονόμος του, ήτοι ο υιός του Σ. Μ. και μετέπειτα η κληρονόμος του, ενάγουσα, είχαν πλασματική νομή επ' αυτού), ενώ μετά την αποδοχή κληρονομίας εκ μέρους της ενάγουσας και την σχετική μεταγραφή της πράξης αποδοχής, η τελευταία κατέστη κυρία αυτού κατά τρόπο παράγωγο. Περαιτέρω και σε σχέση με τον επαφερόμενο με τον τρίτο λόγο εφέσεως ισχυρισμό των εκκαλούντων περί συγκυριότητάς τους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου, την οποία απέκτησαν με τη συνεχή και αδιάλειπτη άσκηση διακατοχικών πράξεων διάνοια κυρίου από το 1950 μέχρι και το 2006 (καλλιέργεια σε τμήμα του επιδίκου εκτάσεως τριών στρεμμάτων), δηλονότι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, τούτος αλυσιτελώς προβάλλεται, καθώς ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην ένδικη υπόθεση. Και τούτο, διότι, αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω επικαλούμενα, μέχρι την ημερομηνία μεταγραφής του εκδοθέντος υπέρ του απώτατου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας οριστικού τίτλου κυριότητας (16395/1999) της Διεύθυνσης Γεωργίας της Ν. Α. Ιωαννίνων την 25.06.2006, το επίδικο ακίνητο ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο (ιμλιάκιο) και δεν μπορούσε ως τότε να χρησιδεσποθεί από τους εναγομένους". Ακολούθως το Εφετείο, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την ένδικη διεκδικητική αγωγή της αναιρεσίβλητης. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που ήσαν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, η δε περιεχομένη στον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ με την οποία ψέγεται το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, ότι παραβίασε τις διατάξεις των νόμων που αναγράφονται στο ανωτέρω παραχωρητήριο και την απόφαση του Υπουργού που κύρωσε την οριστική διανομή του αγροκτήματος, Σερβιανών Ιωαννίνων, είναι απορριπτέα, πέραν της αοριστίας της, αφού δεν αναφέρονται οι διατάξεις αυτές και δεν είναι δυνατή η παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ως αβάσιμη, αφού οι αορίστως φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα δεν ήσαν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου ..., 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ..., 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα και 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Από την αμέσως πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι η απαρίθμηση των λόγων αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων είναι περιοριστική. Οι λόγοι αναίρεσης είναι μόνο τέσσερις και αντιστοιχούν προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5 και 7, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Έτσι, δεν ιδρύεται ο λόγος όταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα ή απαράδεκτο. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παράγραφος 1 στοιχ. α' και β' ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της - αγωγής-, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου απαιτείται για το ορισμένο αυτής, από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, ο καθορισμός κατά τρόπο σαφή της θέσεως στην οποία κείται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων του, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητάς του. Η έλλειψη των αμέσως πιο πάνω στοιχείων στην αναγνωριστική και διεκδικητική αγωγή κυριότητας ακινήτου καθιστά το δικόγραφο της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η αοριστία δε αυτή δεν είναι νομική, ως συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε η παραβίαση της ελέγχεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αλλά είναι ποσοτική, εφόσον στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της - αγωγής, οπότε η παραβίαση της ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' επίφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με το να δεχτεί την ένδικη διεκδικητική αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, αφού ο ενάγων δεν ενσωμάτωσε στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα που αναφέρει σ' αυτήν για την περιγραφή του επιδίκου ακινήτου, αναφερόμενη σε ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία, ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στην νομική αοριστία της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-10-2010 αίτηση των Π. Μ. κλπ για αναίρεση της 185/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που δίκασε ως Εφετείο. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας. Λόγοι αναίρεσης: Πρώτος από 560 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. Δεύτερος: αναφέρεται σε ποσοτική αοριστία της αγωγής. Απαράδεκτος
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Αοριστία αγωγής, Κυριότητα.
0
Αριθμός 1170/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Σ. του Σ. και 2) Ν. Σ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Σ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Σοφία Γκόνη. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Στο σημείο αυτό ο Προεδρεύων ανέγνωσε την από 10/4/2013 αίτηση παραίτησης από το δικόγραφο της από 12/12/2011 αίτησης για αναίρεση της 3832/2011 αποφάσεως Εφετείου Αθηνών, την 2704Β/11-4-2013 έκθεση επίδοσης της ως άνω αίτησης παραίτησης προς τον αναιρεσίβλητο, η οποία συντάχθηκε από τον δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ... και την από 10/4/2013 πράξη κατάθεσης της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου. Η πληρεξουσία του αναιρεσίβλητου ζήτησε την έκδοση απόφασης που να εκκαθαρίζει τα δικαστικά του έξοδα. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε με τη συμμετοχή και της Γραμματέως και επιφυλάχθηκε να αποφασίσει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ.1, 97, 98, 188 παρ.1, 189 παρ.2, 190, 191 παρ.2, 192, 294, 295 παρ.1, 297, 299, 573 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων μπορεί με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης χωρίς τη συναίνεση του αντιδίκου του, εφόσον δεν προχώρησε στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, ενώ η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο αναιρεσίβλητος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με την έκδοση οριστικής απόφασης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, για την οποία αρκεί η ύπαρξη γενικής μόνο πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δικηγόρου του παραιτουμένου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και η δίκη καταργείται χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργηση της. Στην περίπτωση αυτή η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων γίνεται κατά τη διαδικασία των αρθρ. 679 επ. ΚΠολΔ από το μονομελές πρωτοδικείο. Δεν αποκλείεται όμως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, το οποίο δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από κατάλογο των εξόδων (ΑΠ 1287/2011). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1, 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 10.4.2013 έκθεση της γραμματέως του Αρείου Πάγου Ελένης Κοκκίνη κατατέθηκε σ' αυτήν από τους αναιρεσείοντες Ι. Σ. και Ν. Σ. η από 10-4-2013 δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο της από 12-12-2011 αίτησής τους για αναίρεση της 3832/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Αντίγραφο της ως άνω δήλωσης παραίτησης επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο, όπως προκύπτει από την 2704β/11.4.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... . Η παραίτηση αυτή είναι έγκυρη και επέφερε τα αποτελέσματα της δηλ. θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε η αίτηση αναίρεσης και η δίκη καταργείται. Ο παριστάμενος αναιρεσίβλητος με δήλωση, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου τούτου ζητεί την καταδίκη των αναιρεσειόντων στα δικαστικά του έξοδα. Όμως οι αναιρεσείοντες κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού για τν περίπτωση που επέσπευσαν τη συζήτηση οι αναιρεσείοντες, δεν προσκομίζεται από τον παριστάμενο αναιρεσίβλητο επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση κατ' αυτήν, που να έχει επιδοθεί σ' αυτόν με επιμέλεια των αναιρεσειόντων, για δε την περίπτωση που η συζήτηση επισπεύδεται από τον παριστάμενο αναιρεσίβλητο δεν προσκομίζονται εκθέσεις επιδόσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή από τις οποίες να προκύπτει η κλήτευση των αναιρεσειόντων, για να παραστούν κατά την ως άνω δικάσιμο. Επομένως δεν μπορεί να προχωρήσει παρά την απουσία των αναιρεσειόντων η συζήτηση του αιτήματος του αναιρεσιβλήτου για καταδίκη των αναιρεσειόντων στα δικαστικά του έξοδα, η δε εκκαθάριση των εξόδων θα γίνει πλέον από τον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η από 12.12.2011 αίτηση του Ι. Σ. κλπ για αναίρεση της 3832/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από 1 άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ.
Παραίτηση από δικόγραφο
Παραίτηση από δικόγραφο.
0
Αριθμός 1173/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Μ. χήρα Κ. Μ. και 2) Θ. Μ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Αικατερίνη Καπούδα. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Μ. του Α., 2) Α. Μ. του Α., κατοίκων ..., 3) Ι. συζ. Σ. Κ., το γένος Α. Μ., και 4) Δ. συζ. Κ. Κ., το γένος Α. Μ., κατοίκων ... . Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Κρανιδιώτη, ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, η 3η και η 4η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Χατζηγιάννη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/12/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6144/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 5309/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 13/1/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 8/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξουσία των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 131 Α.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 16 του ν. 2447/1996 "η δήλωση βούλησης είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο, που έγινε το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική ταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του (εδ. 1). Οι κληρονόμοι μπορούν, μέσα σε μία πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για έναν από τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες, που έγιναν από τον κληρονομούμενο ή προς αυτόν τότε μόνο: 1. αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομούμενου σε δικαστική συμπαράσταση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία. 2. αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας. 3. αν η κατάσταση, που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία, που προσβάλλεται" (εδ. 2). Όσον αφορά την τελευταία ως άνω περίπτωση, πρέπει η απόδειξη της φρενοβλάβειας να προκύπτει από αυτό τούτο το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας και όχι από το σύνολο των συνθηκών, που περιβάλλουν την κατάρτισή της (ΑΠ 352/2003). Τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες έχουν δικαίωμα να προσβάλουν μόνο οι εξ αδιαθέτου και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του ψυχικά ή διανοητικά διαταραγμένου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ,Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες, άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1-12-2007 (αριθ. κατ. δικ. 11.621/2007) αγωγή, με την οποία ισχυρίστηκαν ότι στις 17-4-1997 πέθανε ο πεθερός της πρώτης και παππούς της δεύτερης εξ αυτών Α. Κ. Μ., που κατέλειπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς του τα παιδιά του: Κ. Μ. (σύζυγο και πατέρα τους, αντίστοιχα), Α. Μ., Δ. Μ., Ι. Μ.. Ότι ο Α. Μ. είχε εγκαταστήσει μοναδικούς κληρονόμους του, δυνάμει της υπ' αριθ. .../21-10-1994 δημόσιας διαθήκης ενώπιον του Συμ/φου Τριπόλεως Κων/νου Μητροπούλου, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, την τρίτη και τέταρτη εναγόμενες καθεμία στο μισό εξ αδιαιρέτου σε δύο αγρούς στη θέση "Παλαιά Επισκοπή" Αρκαδίας, τον δε δικαιοπάροχο των εναγουσών Κ. Μ. και τον δεύτερο εναγόμενο Α. Μ., καθέναν στο μισό εξ αδιαιρέτου μιας οικίας με το συνεχόμενο περιβόλι στην "Παλαιά Επισκοπή" Αρκαδίας και οποιαδήποτε άλλη περιουσία ευρεθεί κατά το χρόνο του θανάτου του στην κυριότητά του. Ότι δια του υπ' αριθ. .../17-3-1997 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Αθηνών Αριστομένους Δέδε, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβιβάστηκε από τον ως άνω Α. Μ. του Κ. στον εγγονό του Α. Μ. του Α. -πρώτο εναγόμενο - η οικία με το συνεχόμενο περιβόλι στην "Παλαιά Επισκοπή" Αρκαδίας, που αναφέρεται στην ως άνω δημόσια διαθήκη, καθώς και έτερο αγροτεμάχιο στην ίδια θέση, επιφανείας 2.750 τ.μ., που δεν ανήκε ολόκληρο στον πωλητή αλλά είχε κληρονομήσει το ένα τέταρτο αυτού από την προαποβιώσασα σύζυγο του Σ., η δε αξία των μεταβιβασθέντων κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ανέρχεται σε 198.890 Ε. Ότι κατά το χρόνο καταρτίσεως της ως άνω δικαιοπραξίας ο αναφερθείς πωλητής δεν είχε συνείδηση των πράξεων του, λόγω διανοητικής διαταραχής από πολλαπλά προβλήματα υγείας και από γεροντική άνοια, η διανοητική δε διαταραχή προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία, καθόσον η αυθαίρετη από αυτόν συνένωση στο πωλητήριο συμβόλαιο του δικού του ακινήτου, με την οικία με το ακίνητο, που κληρονόμησε από τη σύζυγο του Σ. μόνο σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου (και όχι ολόκληρο) σε ένα ενιαίο ακίνητο 5.000 τ.μ., είναι δείγμα της παράνοιας του. Ακολούθως ζητούσαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω πωλήσεως. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι μη νόμιμη, αφού τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά της διανοητικής διαταραχής του κληρονομουμένου δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, αφού η μεταβίβαση πράγματος που δεν ανήκει αποκλειστικά στον πωλητή δεν περιέχει από μόνη της ανικανότητα προς δικαιοπραξία λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του. Επομένως το Εφετείο που απέρριψε την ένδικη αγωγή ως νόμω αβάσιμη δεν υπέπεσε στην επικαλούμενη στον πρώτο λόγο αναίρεσης πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και κατ' ακολουθία ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Η περιεχόμενη στον ίδιο λόγο αναίρεσης πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή κατά τη βάση της από το άρθρο 131 Α.Κ. ως μη νόμιμη με ανεπαρκή, ασαφή και εσφαλμένη αιτιολογία, είναι απαράδεκτη, αφού για την ίδρυση του λόγου αυτού προϋποτίθεται ότι το Δικαστήριο εξέτασε την ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, πράγμα που δε συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αφού η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείουσες αποδίδουν αιτιάσεις από τους αριθ. 1 και 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι το εφετείο απορρίπτοντας την αναγνωριστική της κυριότητας τους αγωγή ως αόριστη, επειδή δεν αναφερόταν σ' αυτήν ότι ο δικαιοπάροχος τους Κ. Μ. ήταν κύριος των επιδίκων ακινήτων μετά από αποδοχή της κληρονομιάς του πατέρα του Α. Μ. και μεταγραφή αυτής, ενώ στην αγωγή τους οι αναιρεσείουσες εξέθεταν ότι αυτές αποδέχθηκαν και την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους και μετέγραψαν αυτή και αυτό προκύπτει ότι ανέφεραν στην αγωγή τους ότι η αποδοχή τους μεταγράφηκε στον τόμο 203 και με αριθμό ..., ... και ..., παραβίασε τις διατάξεις περί αποδοχής κληρονομιάς, ερμηνεύοντας αυτές εσφαλμένως και δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που περιέχει την αιτίαση από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 κ.Πολ.Δ. είναι αόριστος, αφού στο αναιρετήριο δεν αναφέρονται ενάριθμα oι παραβιασθείσες διατάξεις, πως πρέπει και δεν αρκεί η αόριστη αναφορά ότι παρέβη τις διατάξεις περί αποδοχής κληρονομιάς, ενώ κατά το μέρος που περιέχει την αιτίαση από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ο ανωτέρω αγωγικός ισχυρισμός των αναιρεσειουσών που απετέλεσε και λόγο έφεσης το Εφετείο τον έλαβε υπόψη και τον απέρριψε. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι το Εφετείο απορρίπτοντας ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την βάση της ένδικης αγωγής κατά το άρθρο 147 Α.Κ. (ακύρωση λόγω απάτης), δεχόμενο ότι κανένας μάρτυρας δεν κατέθεσε ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος εξαπάτησε τον κληρονομούμενο, ενώ από το σύνολο των μαρτυρικών καταθέσεων και τα διδάγματα της κοινής πείρας προέκυψε η ένδικη απάτη, υπέπεσε στις από τους αριθ. 1 και 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο των αποδείξεων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι το Εφετείο με το αιτιολογικό ότι δεν προκύπτει κοινοποίηση κλήσης στους αντιδίκους για να παραστούν κατά τη λήψη τους, δεν έλαβε υπόψη 11 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, τις οποίες οι αναιρεσείουσες είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει στο Εφετείο με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της έφεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της βάσης της αγωγής που στηριζόταν στο άρθρο 131 εδ. 2 Α.Κ., ενώ κλήση στους αντιδίκους προέκυπτε από τις εκθέσεις επιδόσεως που οι αναιρεσείουσες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος, αφού μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη της ένδικης αγωγής κατά τη βάση της στο άρθρο 131 Α.Κ. ως μη νόμιμης, ήταν μάταιη η προσκόμιση των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων για την απόδειξη της ιστορικής βάσης αυτής. Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθ. 11β και 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τις 884/2008, 2/2009 και 12894/2008 ένορκες βεβαιώσεις τις οποίες όμως δεν είχαν επικαλεστεί οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από τις προτάσεις του πρώτου αναιρεσιβλήτου στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσης αυτός επικαλέστηκε τις ένορκες βεβαιώσεις με τις προτάσεις του στο Εφετείο (βλ. 20 σελ. αριθ. 16) με παραπομπή στις πρωτόδικες προτάσεις του, που περιείχετο επίκληση των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες αυτών. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση με την από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, διότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 179 και 189 Κ.Πολ.Δ. αφού δεν συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των αναιρεσειουσών και των αναιρεσιβλήτων λόγω βαθμού συγγένειας και άλλως δεν επιδίκασε μία και μόνο δικαστική δαπάνη υπέρ όλων των αναιρεσιβλήτων, αφού δεν ήταν αναγκαία η χωριστή δια πληρεξουσίων δικηγόρων εκπροσώπηση τους. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού ο συμψηφισμός των εξόδων κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ. είναι δυνητικός και εναπόκειται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου καθώς και η κρίση του δικαστηρίου για το αναγκαίο των εξόδων κατά το άρθρο 189 Κ.Πολ.Δ. είναι επίσης αναιρετικά ανέλεγκτη. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι κατηγορηθείσες αναιρεσείουσες να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το βάσιμο αυτών αίτημα (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13-1-2012 αίτηση των Μ. Μ. κλπ για αναίρεση της 5309/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω φρενοβλαβίας. Λόγοι αναίρεσης: Πρώτος: από 1 και 19, Δεύτερος: από 1 και 8β, Τρίτος: από 1 και 8, Τέταρτος: από 11γ, Πέμπτος: 11β και 10, Έκτος: από 1 ως προς τα δικαστικά έξοδα
Ακύρωση δικαιοπραξίας
Αγωγή αναγνωριστική, Ακύρωση δικαιοπραξίας.
0
Αριθμός 1175/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Η. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Τσαβδαρίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. χήρας Ν. Α., το γένος Δ. Κ., και 2) Α. Α. του Ν., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Πετρόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/7/1991 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 32/1992 μη οριστική, 101/2009 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 124/2011 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Χίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/12/2011 αίτηση και τους από 14/3/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 2/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει με κύρια παρέμβαση για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη ή παρεμβαίνει με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση με το μοναδικό λόγο αναίρεσης του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, διότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο τον ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων, που το πρώτον προτάθηκε στο Εφετείο με τις προτάσεις τους, για εκμίσθωση του επιδίκου ακινήτου από το δικαιοπάροχό τους Σ. Α. στο δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντος Ι. Α., ο οποίος και προέκυπτε από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 14-3-1967 ιδιωτικό συμφωνητικό του οποίου δεν αμφισβητείται η γνησιότητα, που καταρτίσθηκε μεταξύ των αδελφών Σ. και Ι. Α.. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού ο ανωτέρω ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων δεν αποτελεί νέο ισχυρισμό, αλλά διευκρινιστικό της ένστασης ιδίας κυριότητάς τoυς, σε κάθε δε περίπτωση εφ' όσον αποδεικνυόταν εγγράφως, ήταν παραδεκτή η προβολή του το πρώτον στο Εφετείο κατά το άρθρο 527 σε συνδυασμό με το άρθρο 269 παρ. 2 περ. δ' ΚΠολΔ και επομένως το Εφετείο που δεν κήρυξε τον ισχυρισμό αυτόν απαράδεκτο, δεν υπέπεσε στην ως άνω επικαλουμένη πλημμέλεια. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι αποδείχθηκε ότι ο Ν. Α. του Δ. με άτυπη δωρεά πριν το θάνατό του δώρισε το επίδικο ακίνητο στον υιό του Σ. Α., καθόσον αυτός στήριξε οικονομικά την μέχρι το θάνατο του Ν. Α. άγαμη αδελφή του Α., αλλά και τη χήρα αδελφή του Σ. Π. και τα τρία τέκνα της Ν., Κ. και Α., έσφαλε αφού ουδέποτε αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, ενώ αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο Σ. Α. προίκισε την Α. Π. το έτος 1932. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης ψέγεται η προσβαλλομένη απόφαση διότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι αποδείχθηκαν τα αναφερόμενα στον αμέσως ανωτέρω λόγο αναίρεσης περιστατικά, που αναφέρονται σε άτυπη δωρεά, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8α ΚΠολΔ, αφού έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν από τους αναιρεσιβλήτους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από το εφετήριο οι αναιρεσίβλητοι με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνταν για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προταθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας με το να δεχθεί ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο Σ. Α. απέκτησε το επίδικο με άτυπη δωρεά της ψιλής κυριότητας από τον πατέρα του κατά το έτος 1926. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει την από τον αριθ. 11α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, επειδή το Εφετείο έλαβε υπόψη του το από 1-11-1975 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, το οποίο το πρώτον προσκομίσθηκε από τους αναιρεσιβλήτους με τις προτάσεις στο Εφετείο προς απόδειξη της ένστασης ιδίας κυριότητάς τους. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού στην κατ' έφεση δίκη κατά το άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ είναι επιτρεπτή η προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, εκτός αν αποκρουστεί η προσκομιδή του κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, πράγμα που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει ο ηττηθείς αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-12-2011 αίτηση και τους από 14.3.2013 πρόσθετους λόγους αυτής του Ι. Η. για αναίρεση της 124/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Χίου). Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας. Τρόπος κτήσης κυριότητας – παράγωγος –πρωτότυπος. Λόγοι αναίρεσης: ο μοναδικός του κυρίου δικογράφου αίτησης αναίρεσης: από 14, πρώτος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 10, δεύτερος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 8α , τρίτος του δικογράφου προσθέτων λόγων: από 11α
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 1177/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. χήρας Ε. Κ., το γένος Α. Β., 2)Α. Κ. του Σ., 3) Σ. Κ. του Ε., 4) Κ. συζ. Ε. Λ., το γένος Ε. Κ., 5) Ι. Β. του Κ. και 6) Γ. Β. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Χαρίκλεια Απαλαγάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Κ. Ψ., το γένος Σ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Πήττα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 8/8/2006 (με αριθμούς κατάθεσης: 340/2006, 346/2006, 348/2006 και 349/2006) αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 43/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 373/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/1/2010 αίτηση και τους από 12/9/2011 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 5/10/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης και των προσθέτων λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 980, 981, 984 επ. και 994 ΑΚ, που εφαρμόζονται για την ταυτότητα του λόγου και επί κληρονομιαίων ακινήτων, σαφώς συνάγεται, ότι ο συγκληρονόμος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή προτού τους καταστήσει γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό ως κύριος. Τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκληρονόμοι προβαίνουν σε άτυπη διανομή μεταξύ τους των στοιχείων της κληρονομιάς και καθένας παίρνει ως αποκλειστικώς νομέας στοιχεία αυτής, διότι έκτοτε με γνώση όλων των συγκληρονόμων ο καθένας νέμεται αποκλειστικώς για τον εαυτό του τα περιελθόντα σ' αυτόν στοιχεία της κληρονομίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ, για τη κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει το χρόνο τη δικής του νομής και την όμοια νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Νομέας δε, κατά το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν εμφανείς υλικές πράξεις επ' αυτού που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα προορισμό του πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογές της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Τα επίδικα ακίνητα είναι πέντε οικόπεδα, που βρίσκονται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως των Χανίων. Το πρώτο βρίσκεται στο υπ' αριθ. ... Ο.Τ., νοτίως της οδού Α. Μ., επί της συμβολής της οδού αυτής με την οδό ... και την οδό ..., έχει εμβαδό 3.551,16 τ.μ. και συνορεύει βόρεια και σε πλευρά 90,83 μ. με την οδό ..., δυτικά και σε πλευρά 29,27 μ. με την οδό ..., ανατολικά και σε πλευρά 3,85 μ. όπως και νοτιοανατολικά σε πλευρά 81,83 μ. με την οδό ... και νοτιοδυτικά σε πλευρά 51,91 μ. με μελλοντικά διανοιχθησόμενη δημοτική οδό. Το δεύτερο βρίσκεται στο υπ' αριθ. 70 Ο.Τ., ανατολικά της οδού ..., επί της συμβολής της οδού αυτής με την οδό ... και τη μη διανοιγείσα εισέτι ανώνυμη δημοτική οδό, έχει εμβαδό 1.705,80 τ.μ. και συνορεύει βορειοανατολικά και σε πλευρά 47,15 μ. με διανοιχθησόμενη δημοτική οδό, νοτιοανατολικά και σε πλευρά 46,19 μ. με την οδό ..., νότια και σε πλευρά 8,83 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν. Α., νοτιοδυτικά και σε πλευρά 24,50 μ. με ιδιοκτησία Ν. και δυτικά επί πλευρών 17,05 και 24,32 μ. με την οδό .... Το τρίτο βρίσκεται στο υπ' αριθ. 77 Ο.Τ., νοτίως της οδού ..., έχει εμβαδό 745,94 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά και σε πλευρά 30,46 μ. με την οδό ..., δυτικά και βορειοδυτικά επί πλευρών 24,05 και 11,29 μ. με την οδό ... . Το τέταρτο βρίσκεται στο υπ' αριθ. 78 Ο.Τ., νοτίως της οδού ..., έχει εμβαδό 123,63 τ.μ. και συνορεύει βορειοδυτικά και σε πλευρά 16,23 μ. με την οδό ..., βορειοανατολικά και σε πλευρά 16,07 μ. με την οδό ... και νότια επί πλευρών 8,97 μ. και 15,77 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Ν. Α.. Το πέμπτο βρίσκεται στο υπ' αριθ. 72 Ο.Τ., βορείως της οδού Α. Μ., επί της συμβολής της οδού αυτής με την οδό ... και την πάροδο ..., έχει εμβαδό 3.423 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά με πάροδο οδού ..., εν μέρει με ιδιοκτησία ενάγουσας και εν μέρει με πολυκατοικία αγνώστων ιδιοκτητών, δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Ν. και οδό ..., βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησία Ε. Β., εν μέρει με ιδιοκτησία ενάγουσας και εν μέρει με πολυκατοικία αγνώστων ιδιοκτητών και νότια με οδό Α. Μ.. Τα ακίνητα αυτά, πριν από την ένταξη τους στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο πόλης, αποτελούσαν τμήματα ενός ενιαίου ακινήτου (αγροκτήματος), συνολικού εμβαδού 12.125,46 τ.μ., το οποίο βρισκόταν επί της παλαιάς οδού ... και συνόρευε με ιδιοκτησίες κληρονόμων Γ. Β. και Ν. Α. και βόρεια με παλαιά οδό ... και .... Το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο ανήκε στην κυριότητα του-Σ. Κ. του Ε., ο οποίος ήταν πατέρας της ενάγουσας, του δευτέρου εναγομένου και του συζύγου της πρώτης εναγομένης Ε. Κ.. Ο ανωτέρω, Σ. Κ., απεβίωσε στις 15-7-1950 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαιθέτου ισομερώς από τη σύζυγο του Κ. και τα τρία τέκνα του, την ενάγουσα, τον δεύτερο εναγόμενο και τον Ε. Κ., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομία με την νομίμως υπ' αριθ. .../1956 μεταγραφείσα δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του τότε συμβολαιογράφου Χανίων Θρασύβουλου Γαλάνη, καταστάντες έτσι οι ανωτέρω συγκύριοι της ως άνω ευρύτερης οικοπεδικής έκτασης των 12.125,46 τ.μ. κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Στις 8-12-1967 απεβίωσε και η Κ. χήρα Ε. Κ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, κληρονομηθείσα ισομερώς από τα τρία τέκνα της, την ενάγουσα, τον δεύτερο εναγόμενο και τον Ε. Κ., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομία, η μεν ενάγουσα με την υπ' αριθ. .../6-8-2003 νομίμως μεταγραφείσα δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων Ειρήνης Βρεττουδάκη-Γαλανάκη και οι λοιποί με την υπ' αριθ. .../23-8-2002 νομίμως μεταγραφείσα δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη. Με τον τρόπο αυτό οι ανωτέρω κληρονόμοι έγιναν συγκύριοι του ανήκοντος στη μητέρα τους ποσοστού του 1/4 επί της ανωτέρω ευρύτερης οικοπεδικής έκτασης των 12.125,46 τ.μ. κατά ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και μετά ταύτα, προστιθεμένου του ποσοστού αυτού στο ποσοστό που είχαν αποκτήσει από την κληρονομία του πατέρα τους, έκαστος εξ αυτών κατέστη συγκύριος της ανωτέρω οικοπεδικής έκτασης και συνακόλουθα των επιδίκων οικοπέδων που αποτελούν τμήματα αυτής, κατά ποσοστό 8/24 εξ αδιαιρέτου. Μετά το θάνατο του Σ. Κ., οι ανωτέρω κληρονόμοι του (σύζυγος και τρία τέκνα) συνέχισαν τις πράξεις νομής και κατοχής που εκείνος ασκούσε επί του ανωτέρω ακινήτου και συγκεκριμένα διέμεναν στην υπάρχουσα εντός αυτού παλαιά οικία, καλλιεργούσαν τούτο με κηπευτικά και προέβαιναν στην καλλιέργεια, συγκομιδή και πώληση των καρπών από τις υπάρχουσες εκεί πορτοκαλιές, μανταρινιές, ελαιόδενδρα και αμπέλι. Το έτος 1959 η ενάγουσα, τελώντας γάμο με τον Κ. Ψ., ο οποίος υπηρετούσε στη Χωροφυλακή, αποχώρησε από το ανωτέρω ακίνητο και εγκαταστάθηκε σε άλλη οικία που βρισκόταν σε παρακείμενο οικόπεδο επί της οδού ..., πριν όμως γίνει αυτό και προκειμένου να τελεστεί ο γάμος της, οι αδελφοί της Ε. και Α. Κ., καθώς και η ζώσα τότε μητέρα της Κ. Κ. συνέστησαν υπέρ αυτής προίκα δυνάμει των υπ' αριθ. .../1956 και .../1957 συμβολαίων του τότε συμβολαιογράφου Χανίων Θρασύβουλου Γαλάνη, μεταβιβάζοντας της το εξ αδιαιρέτου ποσοστό τους (3/4) επί του ομόρου ως άνω οικοπέδου, κειμένου επί της οδού ..., καθώς και επί ενός καταστήματος επί της οδού ..., ακίνητα τα οποία περιλαμβάνονταν στην κληρονομιαία περιουσία του Σ. Κ.. Έκτοτε η ενάγουσα έπαυσε να συμμετέχει στις ως άνω πράξεις νομής επί του ανωτέρω ακινήτου, συνέχισαν δε να νέμονται αυτό οι αδελφοί της και η μητέρα της και μετά το θάνατο της τελευταίας μόνο οι αδελφοί της, χωρίς ποτέ οι τελευταίοι να αντιποιηθούν τη σύννομη της, αφού ποτέ δεν της γνωστοποίησαν ότι νέμονται τούτο αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Για πρώτη φορά εκδήλωσαν την πρόθεση τους να νέμονται πλέον για τον εαυτό τους τα επίδικα ακίνητα το έτος 2005. Ειδικότερα, ο Ε. Κ., που απεβίωσε στις 6-5-2005, λίγες ημέρες πριν από το θάνατο του, στις 27-4-2005, με την υπ' αριθ. .../27-4-2005 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη, αφήνοντας στην πρώτη εναγομένη σύζυγο του Α. χήρα Ε. Κ. το 1/2 εξ αδιαιρέτου του δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των επιδίκων ακινήτων και τα 4/24 εξ αδιαιρέτου του πρώτου και πέμπτου, προέβαλε σε βάρος της ενάγουσας χρησικτησία κατά τα 4/24 εξ αδιαιρέτου επί όλων των επιδίκων, ο δε Α. Κ. (δεύτερος εναγόμενος), στις 30-12-2005, κατά την πώληση του ιδανικού του μεριδίου επί του πρώτου επιδίκου οικοπέδου προς τους εναγομένους Σ. Κ. και Ι. Β., περιέλαβε στο υπ' αριθ. .../2005 σχετικό πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Χανίων δήλωση ότι τα 4/24 εξ αδιαιρέτου του ιδανικού μεριδίου της ενάγουσας επί όλων των επιδίκων απέκτησε αυτός με έκτακτη χρησικτησία. Όμως, η με τον πιο πάνω τρόπο εκδήλωση της πρόθεσης των αδελφών της ενάγουσας να νέμονται τα επίδικα για τον εαυτό τους δεν περιήλθε τότε (2005) σε γνώση της τελευταίας, παρά μόνο στις 4-8-2006, όταν βλέποντας χωματουργικά μηχανήματα να εκτελούν εργασίες στο πρώτο από τα επίδικα πληροφορήθηκε ότι τούτο γινόταν με εντολή του πέμπτου εναγομένου Ι. Β.. Έως τότε (2006) η ενάγουσα βρισκόταν στη σύννομη των επιδίκουν ως πλασματική συννομέας εκ κληρονομικής διαδοχής, την οποία ασκούσε μέσω των συννομέων αδελφών της, χωρίς να απωλέσει εκ του γεγονότος αυτού την κατά τα ως άνω κτηθείσα συγκυριότητα της. Ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι το έτος 1956 οι κληρονόμοι του απώτερου δικαιοπαρόχου τους Σ. Κ. προέβησαν σε άτυπη ανταλλαγή των ποσοστών τους επί της κληρονομιαίας περιουσίας του, λαμβάνοντας η ενάγουσα ως δήθεν προίκα το εξ αδιαιρέτου ποσοστό (3/4) των δυο αδελφών της και της μητέρας της επί των ακινήτων που αναφέρονται στα πιο πάνω προικοσύμφωνα, εκείνοι δε τα υπόλοιπα κληρονομιαία ακίνητα, μεταξύ των οποίων και το πιο πάνω αγροτεμάχιο των 12.125,46 τ.μ., το οποίο έκτοτε νέμονταν αυτοί αποκλειστικά για τον εαυτό τους, γεγονός που γνωστοποίησαν στην ενάγουσα με την από 10-11-1966 αγωγή τους ενώπιον του Πρωτοδικείου Χανίων. Με την αγωγή αυτή, που με επίκληση προσκομίζεται και από τις δυο διάδικες πλευρές, οι αδελφοί της ενάγουσας Ε. και Α. Κ., καθώς και η μητέρα της Κ. Κ., ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα των ως άνω δυο προικοσυμφώνων, ως υποκρυπτόντων δήθεν εξώδικη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας, ζητούσαν δηλαδή να αναγνωριστεί ότι με τα συγκεκριμένα προικοσύμφωνα είχε συντελεστεί άτυπη διανομή της πατρικής κληρονομιαίας περιουσίας, με βάση τα οποία η ενάγουσα περιοριζόταν στα ως προίκα δοθέντα ακίνητα και δεν συμμετείχε στην υπόλοιπη κληρονομιά του πατέρα της, όμως σε κανένα σημείο της εν λόγω αγωγής δεν αναφέρεται ιδία νομή των εκεί εναγόντων στα επίδικα ούτε καν πρόθεση τους να αποβάλλουν από τη νομή την ενάγουσα. Εξάλλου, η αγωγή αυτή απορρίφθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 659/1967 απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων ως ουσιαστικά αβάσιμη, γενομένου δεκτού ότι η ενάγουσα συμμετείχε στην κληρονομιά του πατέρα της με την υποχρέωση συνεισφοράς κατά το άρθρο 1895 ΑΚ. Μετά απ' αυτή την απόφαση, εύλογα η ενάγουσα δεν μπορούσε να θεωρήσει τους αδελφούς της ως αντιποιούμενους το δικό της μερίδιο νομής επί των επιδίκων. Άλλωστε και οι ίδιοι, το έτος 2005, κατά την αποδοχή της κληρονομιάς της μητέρας τους Κ. Κ., δήλωσαν με την προς τούτο συνταχθείσα ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη πράξη, ότι αποδέχονται την κληρονομιά της μητέρας τους (ιδανικό μερίδιο 1/4 εξ αδιαιρέτου) επί των επιδίκων κατά ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, πράξη στην οποία δεν θα προέβαιναν εάν είχαν αποκτήσει τα επίδικα με έκτακτη χρησικτησία. Το γεγονός ότι στην υπ' αριθ. 3444/14-10-1985 απόφαση του Νομάρχη Χανίων "περί κυρώσεως της με αριθ. 8/84 πράξης αναλογισμού και προσκύρωσης σε τμήμα της οδού ... ανατολικά της Πλατείας ..." αναφέρεται ότι οι αδελφοί της ενάγουσας υπέβαλαν ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι είναι οι μοναδικοί ιδιοκτήτες του ακινήτου, δεν αποδεικνύει αντιποίηση της νομής και γνώση της ενάγουσας, καθόσον στην απόφαση αυτή δεν βεβαιώνεται ούτε καν αναφέρεται διηγηματικά ότι η εν λόγω απόφαση και η μνημονευόμενη σ' αυτήν ένσταση περιήλθαν σε γνώση της ενάγουσας, αλλά και αν ακόμη περιέρχονταν σε γνώση, της δεν θα στοιχειοθετούνταν και γνώση της αντιποίησης της νομής, αφού στην ένσταση οι αδελφοί της ισχυρίζονται ότι είναι οι "μοναδικοί ιδιοκτήτες", δηλαδή κύριοι, όχι όμως και "μοναδικοί νομείς". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι δυο πρώτοι εναγόμενοι, Α. χήρα Ε. Κ. και Α. Κ., επικαλούμενοι ότι είναι συγκύριοι του ιδανικού μεριδίου της ενάγουσας επί του πρώτου, δευτέρου και πέμπτου των επιδίκων ακινήτων, κατά ποσοστό 4/24 εξ αδιαιρέτου έκαστος, κτηθέντος δήθεν με έκτακτη χρησικτησία, στις 30-12-2005 προέβησαν μαζί με τους λοιπούς εναγομένους, οι οποίοι νομίμως είχαν αποκτήσει τη συγκυριότητα κατά υπόλοιπα ποσοστά, σε κατάτμηση τούτων δημιουργώντας περισσότερα οικόπεδα, τα οποία διένειμαν μεταξύ τους. Ειδικότερα: α) με το υπ' αριθ. .../2005 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίου Νικηφοράκη οι εναγόμενοι της πρώτης αγωγής κατέτμησαν το πρώτο οικόπεδο σε τρία επί μέρους οικόπεδα και έλαβαν τα υπό στοιχεία Ε2.1 και Ε2.3 οικόπεδα οι δυο πρώτοι εξ αυτών και το υπό στοιχεία Ε2.2 ο δεύτερος και ο πέμπτος, β) με το υπ' αριθ. 6353/2005 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου οι εναγόμενοι της δεύτερης αγωγής κατέτμησαν το δεύτερο οικόπεδο σε δυο επί μέρους οικόπεδα και έλαβαν το υπό στοιχεία Ε3.1 οικόπεδο η πρώτη, τρίτος, τέταρτη, πέμπτος και έκτος εξ αυτών και το υπό στοιχεία Ε3.2 οι δυο πρώτοι εξ αυτών και γ) με το υπ' αριθ. .../2005 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου οι εναγόμενοι της τέταρτης αγωγής κατέτμησαν το πέμπτο από τα επίδικα σε τρία επί μέρους οικόπεδα και έλαβαν, το υπό στοιχεία Ε 1.1 οικόπεδο οι δυο πρώτοι εξ αυτών και τα υπό στοιχεία Ε 1.2 και Ε 1.3 οι δυο τελευταίοι. Με αυτόν τον τρόπο οι εναγόμενοι, παρότι γνώριζαν ότι οι δυο πρώτοι απ' αυτούς δεν είχαν δικαίωμα συγκυριότητας στο ανήκον στην ενάγουσα ιδανικό μερίδιο των 8/24 εξ αδιαιρέτου επί των ως άνω τριών οικοπέδων, έτσι ώστε με τα πιο πάνω συμβόλαια να προβούν στην κατάτμηση και διανομή τους, προσέβαλαν τη συγκυριότητα της ενάγουσας επ' αυτών κατά το ανήκον σ' εκείνη ποσοστό και στις 4-8-2006 κατέλαβαν τα εν λόγω οικόπεδα, αποβάλλοντας την ενάγουσα από αυτά κατά το ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της. Με βάση τα παραπάνω, η ένσταση ιδίας κυριότητας των δυο πρώτων εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από το έτος 2006, που η ενάγουσα έλαβε γνώση της πρόθεσης του δευτέρου εξ αυτών και του δικαιοπαρόχου της πρώτης Ε. Κ. να νέμονται πλέον για τον εαυτό τους τα επίδικα ακίνητα, μέχρι την άσκηση των αγωγών δεν συμπληρώνεται ο χρόνος της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας. Ακολούθως το Εφετείο δεχόμενο την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία είχαν απορριφθεί οι ένδικες αγωγές και έκανε δεκτές τις ένδικες αγωγές αναγνωρίζοντας την ενάγουσα συγκυρία των επιδίκων ακινήτων κατά 8/24 εξ αδιαιρέτου και υποχρεώνοντας τους εναγομένους να της αποδώσουν το ανήκον ως άνω ποσοστό της στα περιγραφόμενα στις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη αγωγές επίδικα ακίνητα. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη κτήσης της κυριότητας από τους εναγομένους αναιρεσείοντες στα επίδικα ακίνητα με έκτακτη χρησικτησία, περιέλαβε πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, αφού το Εφετείο δέχτηκε ότι δεν είχε λάβει μεταξύ των συγκληρονόμων εξώδικη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας και αφού οι εναγόμενοι δεν γνωστοποίησαν πριν από το 2006 την πρόθεση τους να νέμονται αποκλειστικά εξ ολοκλήρου για τον εαυτό τους τα επίδικα ακίνητα, δεν χρησιδέσποσαν το μερίδιο της ενάγουσας και η αποδιδόμενη αντίφαση και ανεπάρκεια στην προσβαλλόμενη απόφαση με το να δεχτεί το Εφετείο ότι η ενάγουσα συμμετείχε στην κληρονομιά του πατέρα της με την υποχρέωση συνεισφοράς κατά το άρθρο 1895 ΑΚ στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, αφού τέτοια κρίση δεν εξέφερε το Εφετείο, αλλά αυτό δέχτηκε το Πρωτοδικείο Χανίων με την 659/1967 απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής των αναιρεσειόντων κατά της αναιρεσίβλητης με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα δύο προικοσυμφώνων ως εικονικών ως υποκρυπτόντων εξώδικη διανομή της πατρικής κληρονομιαίας περιουσίας. Επομένως το Εφετείο δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 980-982, 984, 1113, 1884, 1045 του ΑΚ και συνακόλουθα ο περί του αντιθέτου πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από τους αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο από τον αριθ.11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Στην έννοια των αποδεικτικών μέσων δεν περιλαμβάνονται οι γνωμοδοτήσεις επί νομικών ζητημάτων, τις οποίες επικαλούνται οι διάδικοι και λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο για την ερμηνεία των διατάξεων του νόμου και όχι προς απόδειξη ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επομένως ο πρώτος, μέρος πρώτο λόγος αναίρεσης, που διαλαμβάνει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη του αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος και συγκεκριμένα την από 9-3-2009 γνωμοδότηση του καθηγητή Ι. Σ. με τις επιστημονικές παρατηρήσεις του γνωμοδοτούντος, την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις της η αναιρεσίβλητη στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσής της κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η ως άνω γνωμοδότηση δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο. Κατά το άρθρο 559 αριθ.11β ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έγινε επίκληση τους. Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο, μέρος δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.11β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη του την .../29-11-2005 ένορκη βεβαίωση της συμ/φου Χανίων Κωνσταντίνας Μετζιδάκη-Γιατζιτζίδου, της οποίας όμως δεν έγινε επίκληση από κανένα διάδικο μέρος. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος έλαβε υπόψη του "την υπ' αριθ. .../25-9-2007 .../29-11-2005 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμ/φου Χανίων Κωνσταντίνας Μετζιδάκη-Γιατζιτζίδου, η οποία έχει ληφθεί νόμιμα κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 270 παρ.2 ΚΠολΔ". Έτσι δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη την .../25-9-2007 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε νομότυπα την οποία είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει με τις προτάσεις τους στο Εφετείο οι αναιρεσείοντες και από γραφική παραδρομή στον αριθμό αυτής αναφέρθηκε ως .../25-9-2007 .../29-11-2005. Άλλη ένορκη βεβαίωση δεν πρέπει να προσκομίστηκε στο Εφετείο και δή η αναφερόμενη στο αναιρετήριο .../29-11-2005, αφού τέτοια δεν μπορούσε να ληφθεί υπό τις διατυπώσεις του άρθρου 270 παρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι ένδικες τέσσερις αγωγές ασκήθηκαν μεταγενέστερα το έτος 2006. Μετά απ' αυτά ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους δεύτερο, κύριο λόγο και με το δεύτερο πρόσθετο λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 11γ του ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως, προσάπτουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα τα οποία οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν προς απόδειξη του ισχυρισμού τους περί ιδία κυριότητα στα επίδικα και τα έγγραφα αυτά είναι: 1) η υπ'αριθ.2/78 πράξη αναλογισμού και τακτοποιήσεως μαζί με το τοπογραφικό διάγραμμα, 2) η 443/1987 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων, 3) η 299/1990 απόφαση του Π.Π. Χανίων, 4) η 4/85 πράξη αναλογισμού και προσκύρωσης του Δήμου Χανίων, 5) οι 70/1995 και 28/1993 αποφάσεις του Μ.Πρ. Χανίων, 6) αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων των αναιρεσειόντων και ελαιοκομικού μητρώου της αναιρεσίβλητης και 7) την 115/2003 ένορκη βεβαίωση, η οποία δεν μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι αφού από το ως άνω περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τους κρισίμους ισχυρισμούς των διαδίκων έλαβε υπόψη και τα ως άνω έγγραφα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία αυτών και δη της 115/2003 ένορκης βεβαίωσης, η οποία είχε ληφθεί πριν από τη δίκη και χωρίς τις διατυπώσεις του άρθρου 270 παρ.2 ΚΠολΔ και εκτιμήθηκε ως δικαστικό τεκμήριο. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, όταν, η προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και η εξ αυτής δημιουργηθείσα κατάσταση, δεν δικαιολογεί και καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ιδίως εφόσον εκ τούτων δημιουργήθηκε εύλογα στον υπόχρεο η πεποίθηση, ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, του οποίου η άσκηση επιφέρει σ' αυτόν επαχθείς συνέπειες, δημιουργώντας του εύλογα αίσθημα αδικίας (Ολ.ΑΠ 17/1995). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" δε κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ 3/1997). Συνεπώς δεν είναι πράγματα με την πιο πάνω έννοια, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανακοπής κλπ ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων και τα από τους διαδίκους προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. (Ολ.ΑΠ 469/1984). Περαιτέρω, επί ενστάσεως, καταχρήσεως δικαιώματος, κάθε ένα από τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την έννοια της καταχρηστικής άσκησης, αποτελεί αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό με την έννοια της λέξεως πράγμα, και για τη θεμελίωση αυτή της ενστάσεως λαμβάνεται υπόψη, προκειμένης μεταβιβάσεως του ακινήτου, και η συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου του αποκτώντας, η δε παράλειψη της έρευνας των περιστατικών αυτών θεμελιώνει τον λόγο αυτόν αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο, μέρος πρώτο λόγο της αίτησης προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' του Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα περιστατικά της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως που οι αναιρεσείοντες είχαν προτείνει πρωτοδίκως και παραδεκτά επίσης πρότειναν στο Εφετείο με τις προτάσεις τους προς αντίκρουση της έφεσης. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων των αναιρεσειόντων ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της έφεσης της αναιρεσίβλητης οι αναιρεσείοντες προς αντίκρουση των ενδίκων τεσσάρων αγωγών πρόβαλαν για τη θεμελίωση της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως και εξής περιστατικά: "η ενάγουσα έλαβε τα έτη 1956 και 1957 τα καλύτερα, τα πλέον αποδοτικά και μεγάλης αξίας ακίνητα και οι άλλοι δυο αδελφοί της Ε. και Α. Κ. έλαβαν το - ουσιαστικά - αγροτικό ακίνητο που δεν είχε τακτοποιηθεί πολεοδομικά και μόνο σήμερα κατάφεραν να το ξεμπερδέψουν. Αντίθετα η ενάγουσα η οποία έλαβε εκτός από την αγροτική περιουσία στο χωριό ... το κατάστημα επί της οδού ... και το οικόπεδο επί της οδού ... ωφελήθηκε τα μέγιστα από την άμεση απόδοση και αξιοποίηση τους. Η συμπεριφορά της έκτοτε, από το έτος 1956 μέχρι την άσκηση της αγωγής ήταν ότι δεν θα ασκήσει καμία αξίωση σε βάρος των αδελφών της Α. και Ε. αφού είχε ωφεληθεί πολύ περισσότερο από το εξ αδιαιρέτου μερίδιο της στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα της, είχε λάβει δηλαδή περιουσία πολύ μεγαλύτερη από το 1/3 που τελικά θα ελάμβανε. Έτσι ούτε εμφανίσθηκε ούτε, παντάπασιν, ενδιαφέρθηκε γι' αυτό το ακίνητο που έλαβαν οι αδελφοί της Ε. και Α. από το έτος 1956 και εντεύθεν με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σε όλους εμάς η πεποίθηση ότι δεν υφίσταται τέτοια αξίωση αφού επί 50 έτη δεν άσκησε κανένα δικαίωμα ούτε κατέθεσε κανένα δικόγραφο, ούτε προέβη σε καμία "επιθετική" πράξη αναζήτησης τέτοιου δικαιώματος. Η μετά 50 έτη άσκηση της κρινόμενης αγωγής, εν όψει όλων των παραπάνω και ιδία: α) Ότι έλαβε ακίνητα της κληρονομιάς πολύ μεγαλύτερης αξίας από το κληρονομικό της μερίδιο, με νόμιμα συμβολαιογραφικά έγγραφα (προικοσύμφωνα). β) Τα ακίνητα που έλαβε τότε ήταν άμεσης απόδοσης. γ) Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το επίδικο ακίνητο, ούτε έλαβε ποτέ μέρος σε κανένα δικαστικό αγώνα. δ) Δεν εισήλθε ποτέ ούτε ως επισκέπτρια εντός του επιδίκου ακινήτου". Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: Στην προκείμενη περίπτωση, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα της, διότι αυτή κατά τα έτη 1956 και 1957 έλαβε από την πατρική τους κληρονομιά ακίνητα μεγαλύτερης αξίας από το κληρονομικό της μερίδιο, ενώ έκτοτε και για πενήντα περίπου έτη ουδέποτε επέδειξε ενδιαφέρον για τα επίδικα με αποτέλεσμα να τους δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα εκ της συγκυριότητας της δικαιώματα, όμως τα περιστατικά αυτά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για την θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά περί του ότι η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος επιδίωξη ανατροπής μιας κατάστασης, που έχει δημιουργηθεί, να συνεπάγεται επαχθείς για τους υπόχρεους συνέπειες. Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως μη νόμιμη. Έτσι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και επομένως δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.8β ΚΠολΔ και ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης με το μέρος δεύτερο του ιδίου λόγου προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα περιστατικά που πρότειναν οι αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους στο Εφετείο για τη θεμελίωση της ένστασης ιδίας κυριότητας και συγκεκριμένα ότι μετά την εξώδικη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας αυτοί ασκούσαν αποκλειστικά για τον εαυτό τους πράξεις νομής σ' ολόκληρο το ακίνητο των 12.125 τμ. από την κατάτμηση του οποίου προήλθαν τα επίδικα ακίνητα έχοντας περιφράξει αυτό, καλλιεργώντας το και συλλέγοντας τους καρπούς και η αναιρεσίβλητη ουδέποτε άσκησε οιαδήποτε πράξη νομής, ενώ προσκόμισαν και επικαλέστηκαν προς απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο και στον εξεταζόμενο λόγο έγγραφα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού το Εφετείο εξέτασε τον ισχυρισμό, διά κυριότητας και τον απέρριψε ως εκ του πράγματος με το να δεχθεί ότι δεν είχε γίνει άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας και οι εναγόμενοι δεν γνωστοποίησαν στην ενάγουσα την πρόθεση τους να νέμονται αποκλειστικά για τον εαυτό τους ολόκληρο το ακίνητο και έτσι θεωρούνται ότι νέμονται αυτό επ' ονόματι και για λογαριασμό της συγκληρονόμου τους ενάγουσας. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432-465 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της με αριθ. πρωτ. 469/12-12-1966 αγωγής των αναιρεσειόντων ενώπιον του Πρωτοδικείου Χανίων, την οποία είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της έφεσης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι είχε γίνει άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας με την ενάγουσα, αφού κατά την ανάγνωση του εγγράφου αυτού παραλείφθηκαν οι κρίσιμες φράσεις "όπως λάβη το μερίδιο της εκ της ακίνητης περιουσίας ην αφήκεν ο εν έτει 1950 αποβιώσας άνευ διαθήκης σύζυγος και πατήρ μας κειμένης εν Χανίοις και εξέλθη αύτη της κοινωνίας" με αποτέλεσμα το Εφετείο να δεχτεί ότι δεν είχε γίνει άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας και να απορρίψει την ένσταση ιδίας κυριότητας των αναιρεσειόντων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν αν και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα διαγνωστικό κατά την ανάγνωση του παραπάνω εγγράφου, το έγγραφο αυτό δεν παρείχε άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου περιέχον απλώς σχετική δήλωση των αναιρεσειόντων για άτυπη διανομή, που δεν αποτελεί εξώδικη ομολογία αυτών. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το βάσιμο αυτής αίτημα (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-1-2010 αίτηση και τους από 12-9-2011 πρόσθετους λόγους αυτής, των Α. Κ. κλπ για αναίρεση της 373/2009 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή. Τρόπος κτήσης κυριότητας κληρονομική διαδοχή. Ένσταση ιδίας κυριότητας. Έκτακτη χρησικτησία. Γνωστοποίηση στους κοινωνούς. Λόγοι αναίρεσης: πρώτος πρόσθετος: από 1 και 19, Πρώτος μέρος πρώτο από 11α, Πρώτος μέρος δεύτερο από 11β, Δεύτερος κύριος και δεύτερος πρόσθετος από 11γ, Τρίτος μέρος πρώτο από 8β, Τέταρτος κύριος από 20
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Κληρονομία , Χρησικτησία.
2
Αριθμός 1179/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - (ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 και 25ης Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου R. S. του W., Πολωνού υπηκόου, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο, κατά της υπ' αριθμ. 96/2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του υπ'αριθμ. ΙΙ Κop 26/11 από 20-5-2011 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης των Πολωνικών Αρχών που εκδόθηκε δυνάμει της υπ'αριθμ. II K 97/97 από 18-4-1997 απόφασης του Πρωτοδικείου GORLICE Πολωνίας. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του υπ'αριθμ. ΙΙ Κop 26/11 από 20-5-2011 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης των Πολωνικών Αρχών που εκδόθηκε δυνάμει της υπ'αριθμ. II K 97/97 από 18-4-1997 απόφασης του Πρωτοδικείου GORLICE Πολωνίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό 16 και ημερομηνία 24 Ιουλίου 2013 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Ευγενίας Καλλιντέρη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 945/13. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο εκζητούμενος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, υπέβαλε, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, αίτημα αναβολής της υπόθεσης, για το λόγο ότι, η παρισταμένη στο ακροατήριο, συνήγορός του, Ελένη Κομπότη, απέχει από τα καθήκοντά της, λόγω της αποχής που έχει κηρύξει ο δικηγορικός της σύλλογος. Ως προς το αίτημα αυτό, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ.2 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ... και άλλες διατάξεις", που ρυθμίζει τις προθεσμίες και τη διαδικασία της απόφασης για την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης, η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του εντάλματος λαμβάνεται εντός εξήντα ημερών από τη σύλληψη του εκζητουμένου, ενώ κατά την παρ.3 της ίδιας διάταξης σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ένταλμα δεν μπορεί να εκτελεστεί στην ως άνω προθεσμία, αυτή μπορεί να παραταθεί μέχρι τριάντα ημέρες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, ο εκζητούμενος συνελήφθη στις 7-7-2013 με βάση την με αριθμό 61/2013 Εισαγγελική εντολή (βλ. την από 7-7-2013 έκθεση σύλληψης του Αστυφύλακα Μ. Ι. του Τ.Α. Αγίου Παντελεήμονα). Συνεπώς από του χρόνου της συλλήψεώς του (7-7-2013) μέχρι του χρόνου συζήτησης της προκειμένης υπόθεσης (18-9-2013), είχαν συμπληρωθεί εβδομήντα και πλέον ημέρες, ήτοι είχε συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από την παρ.2 της παραπάνω διάταξης προθεσμία των εξήντα ημερών, και επίκειται η συμπλήρωση και του προβλεπόμενου από την παρ.3 της ίδιας διάταξης απωτάτου ορίου προθεσμίας των ενενήντα ημερών. Συνεπώς, το αίτημα αναβολής κρίνεται απορριπτέο, ενόψει και του ότι, κατά το μήνα Σεπτέμβριο δεν υπάρχει άλλη δικάσιμος ώστε να προσδιοριστεί σε αυτήν η υπόθεση, σε περίπτωση αναβολής της. Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του προαναφερθέντος ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ... και άλλες διατάξεις ", κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, που διέταξε την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δικαιούται να ασκήσει έφεση, στον Άρειο Πάγο, ο καθού το ένταλμα και ο Εισαγγελέας, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της αποφάσεως, συντασσόμενης εκθέσεως από το γραμματέα εφετών. Συνεπώς η κρινόμενη, από 24-7-2013 έφεση, με αριθμό εκθέσεως 16/2013, του , S. R. του W. και W., κατά της υπ' αριθ. 96/24-7-2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του κατ' αυτού εκδοθέντος από 20-5-2011 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως των Πολωνικών Αρχών, που εκδόθηκε δυνάμει της με αριθμό Π Κ 97/97 απόφασης του Πρωτοδικείου GORLICE Πολωνίας, όπως τροποποιήθηκε εν μέρει, με την από 24-6-1997 με αριθμό II Κα 350/1997 απόφαση του Νομαρχιακού δικαστηρίου στο Nowy Sacz Πολωνίας, ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον της Γραμματέως του ανωτέρω Εφετείου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ως άνω Ν. 3251/2004, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκδόσεως του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προκειμένου α) να ασκηθεί ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που έχει ήδη αποδοθεί σ' αυτό ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που περιέχει, ειδικότερα, α) ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής κ.λπ. σύνδεσης της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, του εντάλματος συλλήψεως ή της συναφούς διατάξεως δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τελέσεως του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τελέσεως, καθώς και τη μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειες της και, περαιτέρω, ορίζεται ότι το ένταλμα μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτελέσεως του. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 του νόμου αυτού, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκτελείται εφόσον α) η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και β) τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζονται οι περιπτώσεις που απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και στο άρθρο 12 οι περιπτώσεις που η δικαστική αρχή, η οποία αποφασίζει για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του. Ο Έλληνας δικαστής, λοιπόν, ως δικαστική αρχή εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, αφού αρχικά ελέγξει τη νομιμότητα του εντάλματος, δηλαδή την εξωτερική (νομότυπη έκδοση) (π.χ. έκδοση του εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (π.χ. έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου), οφείλει, στη συνέχεια, να ερευνήσει, αν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του ν. 3251/2004 λόγους υποχρεωτικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου ή αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, και όσα εξέθεσε προφορικά στο ακροατήριο ο παραστάς εκκαλών, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την εκκαλούμενη απόφαση του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αποφάσισε την εκτέλεση του από 20-5-2011 ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως των Πολωνικών Αρχών, που εκδόθηκε δυνάμει της με αριθμό II Κ 97/97 απόφασης του Πρωτοδικείου GORLICE Πολωνίας, όπως τροποποιήθηκε εν μέρει με την από 24- 6-1997 με αριθμό Π Κα 350/1997 απόφαση του Νομαρχιακού δικαστηρίου στο Nowy Sacz Πολωνίας, κατά του εκκαλούντα S. R. του W. και W., ο οποίος γεννήθηκε στις 15-6-1974 στην πόλη ... Πολωνίας και κατοικεί στην ..., προκειμένου να παραδοθεί ο εκζητούμενος στην εκδόσασα το ως άνω ένταλμα, Πολωνική Αρχή, ώστε να εκτιθεί η ποινή φυλάκισης των δύο (2) ετών που του επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση, για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, σε κατάσταση μέθης. Το ένταλμα αυτό περιέχει όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του Ν. 3251/2004, που προαναφέρθηκε, στοιχεία, εκδόθηκε δε, προκειμένου να εκτελεστεί κατά του ανωτέρω εκκαλούντα, η ποινή φυλακίσεως των 2 ετών που επιβλήθηκε σ' αυτόν, με την ως άνω απόφαση, για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, σε κατάσταση μέθης. Ειδικότερα ο εκζητούμενος καταδικάστηκε γιατί, στις 29 Νοεμβρίου 1996, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης (2,4 χιλιοστά, οδηγώντας ένα επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας Fiat 126ρ, παραβίασε τους κανόνες ασφαλείας στην χερσαία κυκλοφορία, ήτοι κινούμενος με υπερβολική ταχύτητα δεν πρόσεχε τον δρόμο και χτύπησε τον πεζό M. A., προκαλώντας σ' αυτόν συντριπτικά κατάγματα μηρών άμφω, κνήμης, θλάση κεφαλιού και σπονδυλικής στήλης, με κάκωση νωτιαίου μυελού, δηλαδή τραυματισμούς οι οποίοι αποτελούν βαριά σωματική βλάβη. Η ανωτέρω πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο εκζητούμενος στην προαναφερόμενη ποινή, προβλέπεται από το άρθρο 145 παρ. 2, 3 του από 1969 Πολωνικού Ποινικού Κώδικα (όπως αντικ. με το άρθρο 177 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 178 παρ. 1), είναι δε αξιόποινη και κατά την Ελληνική Ποινική νομοθεσία (άρθρα 314 παρ. 1 του Π.Κ. και 37 παρ. 8α του Ν. 4055/2012). Με τα δεδομένα αυτά, το ως άνω ένταλμα περιέχει όλα τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 3251/2004 στοιχεία τυπικής νομιμότητας αυτού και επί πλέον συντρέχουν οι -προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 5 ιδίου νόμου σχετικά με το επιτρεπτό της εκδόσεως του εντάλματος (καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών) καθώς και από το άρθρο 10 του εν λόγω νόμου για να επιτραπεί η εκτέλεσή του. Περαιτέρω, δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ανωτέρω νόμου περιπτώσεις απαγορεύσεως της εκτελέσεως ή δυνατότητας να απαγορευθεί η εκτέλεση του εντάλματος ούτε η προβλεπόμενη από το άρθρο 11 περ. δ' του Ν. 3251/2004 περίπτωση απαγόρευσης εκτέλεσης του εν λόγω εντάλματος. Ο εκκαλών- εκζητούμενος με σχετικό λόγο της εφέσεως του, ισχυρίζεται, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, ότι η ποινή που του έχει επιβληθεί, με την εκκρεμή σε βάρος του απόφαση, έχει παραγραφεί σύμφωνα με την Ελληνική Ποινική Δικονομία. Ο ισχυρισμός του αυτός, δεν ασκεί έννομη επιρροή εν προκειμένω, και είναι απορριπτέος, συνακόλουθα δε και ο σχετικός λόγος έφεσης, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 περ. δ' του Ν. 3251/2004,η παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής, που κωλύει την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, λαμβάνεται υπόψη όταν η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, (άρθρ. 5,6,7 και 8 του ΠΚ με τα οποία ορίζονται τα τοπικά όρια ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων), γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού η αξιόποινη πράξη τελέστηκε από αλλοδαπό στην Πολωνία και η ποινή για την οποία ζητείται η εκτέλεση του εντάλματος επιβλήθηκε από τα δικαστήρια της Πολωνίας. Επίσης απορριπτέος είναι και ο λόγος έφεσης, κατά τον οποίο, δεν έπρεπε να αποφασιστεί η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, καθόσον, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν είκοσι δύο (22) ετών και προσέτι ζητεί συγνώμη για τη νεανική του απερισκεψία, καθόσον, στην εξεταζόμενη περίπτωση, δεν συγχωρείται στο Δικαστικό Συμβούλιο του Κράτους που επιλαμβάνεται της έρευνας της σχετικής αιτήσεως, να προβεί στην εξέταση της βασιμότητας της αποδιδόμενης στον εκζητούμενο κατηγορίας ή της συνδρομής τυχόν ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπό του. Περαιτέρω, οι προβληθέντες στην έφεσή του λόγοι, αναγόμενοι στην οικογενειακή του κατάσταση στην Πολωνία, ότι δηλαδή δεν έχει πλέον δεσμούς με τη γενέτειρά του, καθόσον οι γονείς του απεβίωσαν και τα τρία αδέλφια του έχουν μεταναστεύσει, δεν ασκούν νόμιμη επιρροή επί του αντικειμένου της προκειμένης εκδόσεως, η οποία αποφασίστηκε με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις. Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφαση γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς δεν έσφαλε και συνακολούθως ο σχετικός λόγος έφεσης και η έφεση στο σύνολο της, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα αναβολής. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία την υπ' αριθμό 16/24-7-2013, έφεση, κατά της υπ' αριθμό 96/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αυτό αποφάσισε την έκδοση, στις Πολωνικές Αρχές, του εκζητουμένου - εκκαλούντος S. R. του W. και W., Πολωνού υπηκόου, που γεννήθηκε στην πόλη ... της Πολωνίας, στις 15-6-1974, κρατούμενου στο Κ.Κ. Κορυδαλλού. Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλλοδαποί. Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εις βάρος Πολωνού υπηκόου εκδοθέν από τις Πολωνικές αρχές για έκτιση ποινής που του έχει επιβληθεί για την αξιόποινη πράξη της βαριάς σωματικής βλάβης. Έφεση ενώπιον του ΑΠ. κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, βάσει της οποίας διατάσσεται η εκτέλεση του εντάλματος. Περιεχόμενο και τύπος εντάλματος. Τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εκτέλεσης του εντάλματος. Ένσταση παραγραφής. Η παραγραφή θα κρινόταν κατά το ελληνικό δίκαιο, μόνο εφόσον η αξιόποινη πράξη θα υπαγόταν στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών. Η πράξη (ωστόσο τελέστηκε από αλλοδαπό στην αλλοδαπή και δεν συντρέχει τέτοια αρμοδιότητα. Απορρίπτει την έφεση.
Παραγραφή
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Παραγραφή.
0
Αριθμός 1179/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλυομένου του αρχαιοτέρου της συνθέσεως Αρεοπαγίτη Βασιλείου Φούκα), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Δ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ανδρέου. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Φωτάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-3-1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άμφισσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 57/ΤΠ/2000 μη οριστική, 69/ΤΠ/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 232/2010 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-4-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά διάβασε την από 26-3-2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 1033 για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1045 Α.Κ. εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ιδίου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα είναι νομέας αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 980 Α.Κ., η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου. Άσκηση νομής προκειμένου για ακίνητο συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 Α.Κ. και 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι ο κατά της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον όμως τα περιστατικά που προτείνονται αληθή υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτά είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή (Α.Π.1882/1999). Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι τα μέσα αμύνης και επιθέσεως δηλαδή οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια όπως είναι και εκείνοι που τείνουν στην κατάλυση του καταγομένου σε δίκη δικαιώματος με την μορφή ενστάσεως κατά της αγωγής πρέπει με ποινή απαραδέκτου να προτείνονται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας εκτός εάν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που ώφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο με λόγο περιεχόμενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων και έτσι δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 201/2008). Εξάλλου δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, απαράδεκτο ή έκπτωση από δικαίωμα που προέρχεται από παραβίαση δικονομικής διατάξεως και όχι ουσιαστικού δικαίου διατάξεως. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. γιατί το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο αναιρεσίβλητος ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη επειδή δεν εξειδίκευε το χρόνο και τον τρόπο κτήσεως της νομής του επιδίκου από την δικαιοπάροχό του ούτε τις υλικές πράξεις νομής που την εκδηλώνουν στοιχεία αναγκαία για την πληρότητα του ισχυρισμού του περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, ενώ με το δεύτερο μέρος του ίδιου πρώτου λόγου, μέμφεται την απόφαση αυτή για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ. α' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. γιατί το Εφετείο με το να δεχθεί ως αληθή πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν και εξειδικεύουν την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσιβλήτου στο επίδικο και ειδικότερα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη νομή χρησικτησίας και τον τρόπο κτήσης του δικαιώματος κυριότητας της δικαιοπαρόχου του που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς αυτά να διαλαμβάνονται στην έφεσή του και στις προτάσεις του, δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, των προτάσεων του αναιρεσιβλήτου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και της εφέσεως αυτού, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την από 5-3-1999 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, ισχυρίστηκε ότι είναι κύριος ενός ακινήτου από κληρονομία του αποβιώσαντος το έτος 1976 πατέρα του Δ. Σ. την οποία νόμιμα αποδέχθηκε, ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ενέμετο το ακίνητο αυτό διανοία κυρίου από του έτους 1940 μέχρι του θανάτου του και μετέπειτα ενέμετο τούτο ο ίδιος διανοία κυρίου ασκώντας έκαστος τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής καταστάς έτσι κύριος τούτου με έκτακτη χρησικτησία αλλά και με παράγωγο τρόπο. Ζήτησε δε με την αγωγή αυτή να αναγνωρισθεί κύριος και νομέας του επιδίκου ακινήτου. Ο αναιρεσίβλητος προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με τις προτάσεις που υπέβαλε ενώπιον αυτού, ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου ισχυριζόμενος ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του αιτία πωλήσεως και δωρεάς, με δύο συμβόλαια αντίστοιχα, τους έτους 1980, εκ μέρους της μητέρας του Κ. Σ. στην οποία είχε περιέλθει τούτο με έκτακτη χρησικτησία αφού αυτή το ενέμετο διανοία κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως από του έτους 1940 μέχρι το έτος 1980 ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, ο ίδιος δε συνέχισε να το νέμεται διανοία κυρίου από τους έτους 1980 και εντεύθεν μέχρι την έγερση της αγωγής ασκώντας και αυτός προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής δηλαδή διατηρώντας επ' αυτού ορνιθώνα και καλλιεργώντας λαχανόκηπο κατ' αρχήν δια της αντιπροσώπου μητέρας του και μετά το θάνατο αυτής το έτος 1998 ο ίδιος αναζητώντας αγοραστές για την εκποίησή του και προβαίνοντας σε εμβαδομετρήσεις τούτου και σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, αποκτήσας το ακίνητο αυτό και με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας με την προσμέτρηση και του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου του. Με την υπ' αριθ. 57/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων σε απόδειξη των συγκροτούντων την ιστορική βάση της αγωγής του πραγματικών περιστατικών και ο αναιρεσίβλητος σε απόδειξη των συγκροτούντων την ιστορική βάση της ως άνω ενστάσεώς του πραγματικών περιστατικών. Με την υπ' αριθμ. 69/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας έγινε δεκτή η αγωγή του αναιρεσείοντος και απερρίφθη ως ουσιαστικά αβάσιμη η ως άνω ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο αναιρεσίβλητος. Κατά της αποφάσεως αυτής ο τελευταίος άσκησε έφεση παραπονούμενος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη της ως άνω ενστάσεώς του επαναφέροντας, κατ' εκτίμηση του όλου περιεχομένου της, όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που είχε προτείνει, προς θεμελίωσή της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκανε δεκτή την ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο αναιρεσίβλητος ως και ουσιαστικά βάσιμη και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή δεχόμενο κατ' ουσίαν την έφεση. Συνεπώς, το Εφετείο όχι παρά το νόμο δέχθηκε την με τον ως άνω τρόπο προβληθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσιβλήτου στο επίδικο ακίνητο και δεν έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και συνεπώς ο πρώτος λόγος αναίρεσης και κατά τα δύο σκέλη του με τον οποίον ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση χωρίς να έχει προσκομιστεί καμμία απόδειξη γι' αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη για τα εν λόγω πράγματα. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτει ο αναιρεσείων στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ. ως εκ του ότι η παραδοχή της αποφάσεως αυτής περί διαθέσεως χρημάτων από την εκποίηση ακινήτων της Α. Σ. για την αγορά της μείζονος έκτασης στην οποία περιλαμβάνεται το επίδικο, δεν διαλαμβάνεται στους ισχυρισμούς του αναιρεσιβλήτου, έγινε δε δεκτή χωρίς απόδειξη αφού ούτε μάρτυρας αναφέρει κάτι σχετικό σε κατάθεσή του ούτε έγγραφα προσκομίστηκαν για την απόδειξή της. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος καθόσον ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα" υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια αλλά συνιστά πραγματικό επιχείρημα προς ενίσχυση της ενστάσεως ιδίας κυριότητας που προέβαλε νομίμως ο αναιρεσίβλητος. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα τέλος των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση γιατί στερείται νομίμου βάσεως ως εκ του ότι περιλαμβάνει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και συγκεκριμένα, διότι α) το Εφετείο, κατά τρόπο αντίθετο προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, της λογικής και με άγνοια του τρόπου ζωής της μέσης ελληνικής οικογένειας, δέχθηκε ότι η μητέρα των διαδίκων, που μέχρι το έτος 1976 ζούσε με τον σύζυγό της και την οικογένειάς της και μέχρι το θάνατό της με τον αναιρεσείοντα, ασκούσε πράξεις νομής διανοίας κυρίου επί του επιδίκου ακινήτου χωρίς να ενοχληθεί, β) παραγνωρίζει και αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι στο σχεδιάγραμμα που είναι συνημμένο στο συμβόλαιο το οποίο έχει υπογράψει ο αναιρεσίβλητος, το επίδικο ακίνητο αναφέρεται ως ιδιοκτησία του πατέρα τους, γ) παραγνωρίζει το γεγονός ότι στη δήλωση φόρου κληρονομίας του έτους 1976 που υπογράφει η μητέρα τους ως κληρονόμος του συζύγους της, το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στο δηλωθέν ως οικόπεδο της οικίας, δ) δέχεται αναιτιολόγητα και αναπόδεικτα τη διάθεση χρημάτων από τη μητέρα του, από την πώληση ακινήτων της για την κατασκευή της οικίας του συζύγου της και του αδελφού του πριν τη διανείμουν, αν και αυτός απέδειξε ότι το μοναδικό ακίνητο της μητέρας του ήταν στο προικοσύμφωνο που έγινε στον πατέρα του το έτος 1937 και δεν το είχε πωλήσει. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού οι περιλαμβανόμενες σε αυτόν αιτιάσεις ανάγονται οι μεν τρεις πρώτες σε επιχειρήματα του αναιρεσείοντος που συνέχονται με την αξιολόγηση των αποδείξεων, η δε τέταρτη ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος κατά το νόμιμο αίτημα του αναιρεσίβλητου στη δικαστική του δαπάνη (άρθρα 183 και 176 Κ.Πολ.Δ.)όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20 Απριλίου 2011 αίτηση του Α. Σ. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 232/2010 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση: Λόγοι εκ του 559 αρ. 8, 554 αρ. 10 και 559 αρ.19 Κ.Πολ.Δ. Απορριπτέοι.
Κυριότητα
Κυριότητα.
1
Αριθμός 1126/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Χ. του Ε., 2) Α. Χ. του Σ., 3) Ε. Χ. του Σ. και 4) Κ. Κ. του Α., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Σταυρούλη. Της αναιρεσίβλητης: Χ. Κ. συζ. Γ., το γένος Ε. Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο Αλεπάκο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/7/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτης και την από 6/11/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 115/2011 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/9/2011 αίτηση και τους από 2/1/2013 πρόσθετους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 25/1/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικώς και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 1740/2012). Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 91/2011). Σε κάθε περίπτωση τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν συνιστούν ή όχι κατάχρηση δικαιώματος με την προαναφερθείσα έννοια (ΑΠ 191/2013). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης, καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ.ΑΠ 10/2001, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 609/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΑΠ 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο ως προς την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας στην από 5-7-2006 αγωγή και εναγομένης στην από 6-11-2006) που οι αναιρεσείοντες (εναγόμενοι στην από 5-7-2006 αγωγή και ενάγοντες στην από 6-11-2006) είχαν υποβάλλει πρωτόδικα και επανέφεραν με λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο (Ολ.ΑΠ 14-15-16/2005), δέχθηκε επί λέξει τα εξής: "Επιπρόσθετα αποδείχθηκε ότι από το έτος 1961 ο πρώτος εναγόμενος - ενάγων - εκκαλών χρησιμοποιούσε την παλιά οικία και την μετέπειτα ανεγερθείσα στο οικόπεδο διώροφη οικοδομή ως κύρια κατοικία του, αλλά και ως επαγγελματική τους στέγη. Περί το έτος 1973 εκδόθηκε άδεια στο όνομά του και ανεγέρθηκε η παραπάνω διώροφη οικοδομή, έκτασης 135 τ.μ. ο κάθε όροφος, εν γνώσει της ενάγουσας, η οποία ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε. Από την από 7-10-2006 εκτίμηση του αγρονόμου τοπογράφου - μηχανικού Π. Σ. η διώροφη αυτή οικοδομή έχει ανεγερθεί στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου, που αντιστοιχεί στο 50% εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου, δεδομένου ότι έχει συσταθεί κάθετη ιδιοκτησία στο όλο οικόπεδο. Για το τμήμα αυτό του οικοπέδου, ήτοι το 50% εξ αδιαιρέτου, στο οποίο αντιστοιχεί η διώροφη οικοδομή, η ενάγουσα στην από 5-7-2006 αγωγή επέδειξε μακροχρόνια αδράνεια και ανοχή και δημιούργησε εύλογα στον πρώτο εναγόμενο την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα. Για το τμήμα όμως που δεν αντιστοιχεί στη διώροφη οικοδομή, ήτοι για το υπόλοιπο ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα στην από 5-7-2006 αγωγή θεωρούσε καλόπιστα ότι ο ενάγων -εναγόμενος αναγνωρίζει τη συγκυριότητα της στο επίδικο οικόπεδο. Μόνο όταν ο πρώτος ενάγων στην από 6-11-2006 αγωγή αποδέχθηκε το έτος 2002 την κληρονομιά, ως προς όλο το οικόπεδο, ήγειρε για πρώτη φορά αξίωση σ' αυτό και μόνο τότε έλαβε γνώση αυτής της πρόθεσης του να αντιποιηθεί και το κληρονομικό της μερίδιο στο επίδικο οικόπεδο (βλ. ένορκες βεβαιώσεις Α. Κ. και Δ. Π.). Από τον χρόνο αυτό όμως (2002) που πράγματι ο πρώτος εναγόμενος στην από 5-7-2006 αγωγή εκδήλωσε τη βούληση του να κατέχει αποκλειστικά σαν δικό του όλο το οικόπεδο μέχρι την άσκηση της αγωγής (2006) δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τόσο, ώστε να δημιουργήσει εύλογα την πεποίθηση στους εναγομένους ότι η ενάγουσα δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της στο επίδικο". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, κατά το μέρος που απορρίπτει την ένσταση αυτή και ως προς το οποίο και μόνο πλήττεται με τον κρινόμενο αναιρετικό λόγο, αφού το δικαστήριο δεχθέν ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι εφαρμογής της διατάξεως αυτής, δεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της, καθόσον τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν κατάχρηση υπό την εκτιθεμένη στη νομική σκέψη έννοια, αφού το διάστημα που μεσολάβησε από το 2002 που η ενάγουσα-εναγομένη (αναιρεσίβλητη) δικαιούχος έλαβε γνώση ότι ο πρώτος εναγόμενος - ενάγων (αναιρεσείων) αντιποιείται το κληρονομικό της μερίδιο μέχρι την άσκηση της αγωγής το 2006, δεν είναι τόσο μεγάλο, ώστε να δημιουργείται εύλογα η πεποίθηση ότι το ένδικο δικαίωμα δεν θα ασκηθεί. Ενόψει τούτων ο περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 559 αρ.1 εδ.α ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται (ΑΠ 92/2013) ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο λόγος αυτός πάντως δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρημάτων, γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα του ακυρωτικού ελέγχου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 567/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 87/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι ενώ δέχθηκε ορθά ότι για το 50% εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, στο οποίο αντιστοιχεί η διώροφη οικοδομή, η ενάγουσα (της από 5-7-2006 αγωγής), ήτοι η αναιρεσίβλητη επέδειξε μακροχρόνια αδράνεια και ανοχή και δημιούργησε στον πρώτο εναγόμενο - αναιρεσείοντα την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα, αντίθετα για το υπόλοιπο τμήμα του επιδίκου δέχθηκε εσφαλμένα ότι η ενάγουσα - αναιρεσίβλητη θεωρούσε καλόπιστα ότι ο πρώτος αναιρεσείων αναγνωρίζει τη συγκυριότητά της. Ότι το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο γιατί η συμπεριφορά του πρώτου αναιρεσείοντος "συνισταμένη στην άσκηση διακατοχικών πράξεων ήδη από το έτος 1961, οι οποίες δεν περιορίζονται στο ήμισυ μόνο του επιδίκου ακινήτου, αλλά αντιθέτως καταλάμβαναν και την υπόλοιπη έκταση - την αναγνώριση της κυριότητας της οποίας επιδιώκει η αντίδικος - αναιρεσίβλητη - εκδηλούμενες, ως επί το πλείστον, εμφανώς με ενέργειες οι οποίες συνεπάγονται την εκμετάλλευση και συνακόλουθα την αύξηση, ως σύνολο, της αξίας του επιδίκου, δεν καταλείπουν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθώς και της συναλλακτικής πρακτικής, καμιά αμφιβολία αναφορικά με την πρόθεση κατοχής όλου του ακινήτου με διάνοια κυρίου". Ότι η "αδρανής επί μακρώ συμπεριφορά της αντιδίκου εύλογα δημιούργησε την πεποίθηση της σιωπηράς εκ μέρους της αποδοχής της διαμορφωθείσας κατάστασης, η οποία διήρκησε από το 1961, ήτοι επί τέσσερεις δεκαετίες έως την άσκηση της αγωγής της το 2006 και ότι η συμπεριφορά αυτή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, θα οδηγούσε οποιοδήποτε μέσο, χρηστό και εχέφρονα άνθρωπο στο συμπέρασμα που και οι αναιρεσείοντες κατέληξαν περί παραιτήσεως της αναιρεσίβλητης από το επί του επιδίκου δικαίωμα κυριότητάς της". Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, γιατί πλήττει, την ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά ούτε στον κανόνα ουσιαστική δικαίου που χρήζει ερμηνείας με καταφυγή στα διδάγματα της κοινής πείρας, ούτε ποιά είναι τα διδάγματα αυτά. Η επίκληση πραγματικών περιστατικών που έρχονται σε αντίθεση με αυτά που είχαν γίνει ανελέγκτως δεκτά και που αναφέρονται παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο πλήττει την μη υποκείμενη σε αναίρεση εκτίμηση των αποδείξεων και δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 846/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν σ'αυτό οι διάδικοι, δέχθηκε μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υποθέσεως και τα ακόλουθα: "Η κληρονομική ιδανική μερίδα του καθένα από τους ως άνω κληρονόμους, που αφορά η άκυρη διάταξη είναι ανάλογη προς την αξία του τμήματος που καταλήφθηκε σ' αυτούς. Με βάση το ότι η ενάγουσα στην από 5-7-2006 αγωγή, στην οποία καταλήφθηκε το μεγαλύτερο τμήμα του οικοπέδου, έκτασης 800 τ.μ., ζητεί την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος σε μικρότερο ποσοστό εξ αδιαιρέτου, ήτοι σε 1/2 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, πρέπει να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα στο μικρότερο αυτής ποσοστό εξ αδιαιρέτου (άρθρο 106 του ΚΠολΔ). Το ποσοστό δε εξ αδιαιρέτου, που απέκτησε με παράγωγο τρόπο ο πρώτος εναγόμενος, δηλαδή την κληρονομιά, την οποία αποδέχθηκε με τη με αριθμό .../15-11-2002 δήλωση αποδοχής του συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Χαράλαμπου Καρυωτάκη του Κων/νου και μετέγραψε στις 18-11-2002 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης στον τόμο ... και αριθμό 39 και ανήκει στην κυριότητα του, αντιστοιχεί, με βάση όσα εκτέθηκαν παραπάνω, στην αξία του καταληφθέντος σε αυτόν τμήματος με την παλαιά οικία σε σχέση με την αξία του όλου οικοπέδου. Όμως η αγωγή του θα πρέπει να γίνει δεκτή για μεγαλύτερο ποσοστό, ήτοι για το 1/2 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, αφού η ενάγουσα -εναγομένη αδελφή του ζητεί μόνο το 1/2 εξ αδιαιρέτου και συνεπώς με βάση το αίτημα της αγωγής και τα όσα εκθέτει στις προτάσεις της αναγνωρίζει και συνομολογεί την κυριότητα του πρώτου ενάγοντα στο υπόλοιπο ποσοστό. Επιπρόσθετα αποδείχθηκε ότι από το έτος 1961 ο πρώτος εναγόμενος - ενάγων - εκκαλών χρησιμοποιούσε την παλαιά οικία και τη μετέπειτα ανεγερθείσα στο οικόπεδο διώροφη οικοδομή ως κύρια κατοικία του, αλλά και ως επαγγελματική του στέγη. Περί το έτος 1973 εκδόθηκε άδεια στο όνομα του και ανεγέρθηκε η παραπάνω διώροφη οικοδομή, έκτασης 135 τ.μ. ο κάθε όροφος, εν γνώσει της ενάγουσας, η οποία ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε. Από την από 7-10-2006 εκτίμηση του αγρονόμου τοπογράφου - μηχανικού Π. Σ. η διώροφη αυτή οικοδομή έχει ανεγερθεί στο δυτικό τμήμα του οικοπέδου, που αντιστοιχεί στο 50% εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου, δεδομένου ότι έχει συσταθεί κάθετη ιδιοκτησία στο όλο οικόπεδο. Για το τμήμα αυτό του οικοπέδου, ήτοι το 50% εξ αδιαιρέτου, στο οποίο αντιστοιχεί η διώροφη οικοδομή, η ενάγουσα στην από 5-7-2006 αγωγή επέδειξε μακροχρόνια αδράνεια και ανοχή και δημιούργησε εύλογα στον πρώτο εναγόμενο την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα. Για το τμήμα όμως που δεν αντιστοιχεί στη διώροφη οικοδομή, ήτοι για το υπόλοιπο ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα στην από 5-7-2006 αγωγή θεωρούσε καλόπιστα ότι ο ενάγων - εναγόμενος αναγνωρίζει τη συγκυριότητα της στο επίδικο οικόπεδο. Μόνο όταν ο πρώτος ενάγων στην από 6-11-2006 αγωγή αποδέχθηκε το έτος 2002 την κληρονομιά, ως προς όλο το οικόπεδο, ήγειρε για πρώτη φορά αξίωση σ' αυτό και μόνο τότε έλαβε γνώση αυτής της πρόθεσης του να αντιποιηθεί και το κληρονομικό της μερίδιο στο επίδικο οικόπεδο (βλ. ένορκες βεβαιώσεις Α. Κ. και Δ. Π.). Από τον χρόνο αυτό όμως (2002) που πράγματι ο πρώτος εναγόμενος στην από 5-7-2006 αγωγή εκδήλωσε τη βούληση του να κατέχει αποκλειστικά σαν δικό του όλο το οικόπεδο μέχρι την άσκηση της αγωγής (2006) δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τόσο, ώστε να δημιουργήσει εύλογα την πεποίθηση στους εναγομένους ότι η ενάγουσα στην προαναφερόμενη αγωγή δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της στο επίδικο". Με βάση της παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι ορθά ερμηνεύθηκε η διαθήκη και απορρίφθηκε εν μέρει η ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που κρίνοντας ομοίως, είχε αναγνωρίσει το κληρονομικό δικαίωμα της αναιρεσίβλητης κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στο κληρονομιαίο οικόπεδο των 886,14 τ.μ. και τους αναιρεσίβλητους συγκυρίους κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στο ίδιο οικόπεδο, ενώ κατά τις παραδοχές του σκεπτικού που συμπληρώνουν το διατακτικό, η μερική απόρριψη ως προς την αναιρεσίβλητη της ενστάσεως του άρθρου 281 ΑΚ την εμποδίζει από τη χρήση του ακινήτου που έχει ανεγερθεί στο οικόπεδο από τον πρώτο αναιρεσείοντα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281 και 173 ΑΚ (ως προς την ερμηνεία της διαθήκης), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενώ δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, ερμήνευσε την υποτιθέμενη βούληση του διαθέτη και δέχθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ ως προς το κληρονομιαίο ακίνητο της αναιρεσίβλητης λόγω του μικρού χρόνου που μεσολάβησε από τότε που έλαβε γνώση της αντιποιήσεως του κληρονομικού της δικαιώματος και της ασκήσεως της αγωγής. Ενόψει τούτων ο εκ της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ η επικαλούμενη από τον πρώτο αναιρεσείοντα ακυρότητα της συμβολαιογραφικής πράξεως συστάσεως καθέτου ιδιοκτησίας που ο ίδιος κατάρτισε, δεν αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής έρευνας της προσβαλλομένης αποφάσεως ώστε να τίθεται θέμα αιτιολογιών ως προς το ζήτημα αυτό, καθόσον ως αίτημα της αγωγής της αναιρεσίβλητης κρίθηκε τελεσίδικα ως νομικά αβάσιμο, ενώ ως αντίθετο αίτημα της αγωγής των αναιρεσειόντων, ήτοι ως αίτημα περί αναγνωρίσεως της εγκυρότητας της πράξεως αυτής, απορρίφθηκε τελεσίδικα ως αόριστο, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι ο πρώτος αναιρεσείων επιχειρεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης επικαλούμενος δικές του πράξεις πράγμα το οποίο δεν επιτρέπεται, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για αιτίαση που αφορά στη δημόσια τάξη (αρθρ.562 παρ.3 ΚΠολΔ). Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.8 περ.β ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στην γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία αποτελεί ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013). "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ.ΑΠ 3/2008, ΑΠ 88/2011, ΑΠ 854/2011). Για την ίδρυση δηλ. του λόγου πρέπει να αγνοήθηκαν λόγοι εφέσεως, που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και όχι σε επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τους αναφερομένους στην έφεση ισχυρισμούς που αφορούσαν στις πράξεις νομής που ασκούσε στο επίδικο ο πρώτος αναιρεσείων, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από την αναιρεσίβλητη και ότι λόγω της παραλείψεως αυτής απέρριψε τον οικείο λόγο εφέσεως περί αποδοχής, στο σύνολό της, της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αξίωσης της αναιρεσίβλητης. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι επικαλούμενοι "ισχυρισμοί" δεν είναι αυτοτελείς υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά συνιστούν επιχειρήματα που στηρίζουν τον λόγο εφέσεως, ο οποίος μετά από εξέτασή του απορρίφθηκε. Η αιτίαση ότι αν τα επιχειρήματα αυτά εγίνοντο δεκτά, θα γινόταν δεκτός και ο λόγος εφέσεως, πλήττει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και δεν ιδρύει τον ερευνώμενο από τον αριθμό 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, που, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αφορά σε "πράγματα" που δεν εξετάστηκαν και όχι σε πράγματα που δεν έγιναν δεκτά. Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι οι αναιρεσείοντες με λόγο εφέσεως απέδωσαν στην εκκαλουμένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση τους "περί παραιτήσεως της αναιρεσίβλητης από την περί κλήρου αγωγή" και ότι η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε τον λόγο αυτό. Η αιτίαση αυτή, όπως και η προηγούμενη δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο αναιρέσεως, γιατί δεν αναφέρεται σε ισχυρισμό που περιεχόταν σε λόγο εφέσεως και δεν εξετάστηκε, αλλά σε ισχυρισμό που δεν έγινε δεκτός. Επειδή, από τη διάταξη του αριθμού 11 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και την χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη, αυτοψία, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.) - ΑΠ 495/2013 -. Οι κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ γνωμοδοτήσεις που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο που ρυθμίζεται "ειδικά" και που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά τους στην απόφαση, η δε μνεία ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα" καλύπτει και αυτές (Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 481/2013). Περαιτέρω μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 179/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη την προσκομισθείσα το πρώτον στη δευτεροβάθμια δίκη από 1.10.2008 τεχνική έκθεση των τοπογράφων μηχανικών της ΟΕ "Π.Α. και Σ. Π..", στην οποία αναφέρεται ότι "σε κανένα διάγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας και σε κανένα επίσημο έγγραφο δεν γίνεται αναφορά στη θέση τοπωνύμιο "...". Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) που ρητά αναφέρει (φύλλο 6β) ότι λήφθηκαν υπόψη "τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων" σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το αποδεικτικό αυτό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις, από το ότι δε στην απόφαση αναφέρεται ότι η ανυπαρξία του τοπωνυμίου "..." στα έγγραφα τοπογραφικής υπηρεσίας προκύπτει από την από 21.12.2007 τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού Κ.Π., δεν συνάγεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη η αναφερομένη στην από 1.8.2008 τεχνική έκθεση όμοια βεβαίωση, καθώς και το υπόλοιπο περιεχόμενο του εγγράφου αυτού. Ειδικότερα στην έκθεση αυτή, που προσκομίζεται στο δικαστήριο τούτο αναφέρεται ότι "σε κανένα επίσημο έγγραφο δεν γίνεται αναφορά στο τοπωνύμιο "...". Εξάλλου για το έγγραφο αυτό, που είναι γνωμοδότηση προσώπου με ειδικές γνώσεις δεν χρειαζόταν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ιδιαίτερη αναφορά και τούτο περιλαμβάνεται "στα έγγραφα" που, κατά την προσβαλλομένη λήφθηκαν υπόψη. Εξάλλου η άποψη των αναιρεσειόντων ότι διαφορετική εκτίμηση του αποδεικτικού αυτού μέσου, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός και συνακόλουθα στο σύνολό της η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-9-2011 αίτηση και τους από 2-1-2013 προσθέτους λόγους των Σ. Χ. του Ε., Α. Χ. του Σ., Ε. Χ. του Σ. και Κ. Κ. του Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 115/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
281 ΑΚ. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος Άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ: Δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του. Διδάγματα κοινής πείρας. Απαράδεκτος ο λόγος γιατί αφορά σε κακή εκτίμηση αποδείξεων. 559 αρ. 19 Έλλειψη νόμιμης βάσης. Δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν υφίστανται ελλείψεις στην εκτίμηση των αποδείξεων 8 περ. β άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. «Πράγμα» και ο λόγος εφέσεως. Δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν λήφθηκε υπόψη ο λόγος εφέσεως και απορρίφθηκε 559 αρ.11 περ. β Κ.Πολ.Δ. Προϋποθέσεις ιδρύσεως του λόγου. Οι κατά το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δ. γνωμοδοτήσεις είναι έγγραφα και δεν απαιτείται ειδική αναφορά στην απόφαση.
Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας
Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας.
0
Αριθμός 1127/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΣΕΡΡΩΝ" και έδρα τις Σέρρες που εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Αμαξόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Ο. συζύγου Ν. Φ., το γένος Κ. Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γκολέμη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/11/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 41/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 396/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/6/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔικ, το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 842/2013, ΑΠ 490/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 553 παρ.1, 524 παρ.1, 531 παρ.1 και 272 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το Ν. 2915/2001, τα οποία κατά το άρθρο 22 του νόμου αυτού, εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η πρώτη επί της αγωγής συζήτηση είχε προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 19-1-1996, προκύπτει ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Δηλαδή, κατά προσαρμογή προς τα οριζόμενα στο άρθρο 271 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ, η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως κατ' αυτήν. Η απόρριψη της εφέσεως, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ' ουσία και όχι κατά τύπους. Τούτο δε γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς τα παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης απόφασης, περί παραδοχής τους (ΑΠ 187/2012). Επομένως εάν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απορριφθεί λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, είναι μόνο η τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, δηλαδή αυτή που δεν υπόκειται πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρ. 553 παρ.1 ΚΠολΔικ), στην οποία ενσωματώνεται έκτοτε η πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 265/2012). Έτσι τα τυχόν σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης που με την έννοια αυτή επικυρώνεται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την αίτηση αναίρεσης ως σφάλματα της Εφετειακής απόφασης, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτά προβαλλόμενους (Ολ.ΑΠ 16/1990, ΑΠ 361/2011, ΑΠ 1099/2011). Η απόδειξη της τελεσιδικίας της Εφετειακής αποφάσεως, που πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο ασκήσεως και όχι συζητήσεως της αναιρέσεως, γίνεται με την προσκομιδή των σχετικών εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ή με τη βεβαίωσή του στο δικόγραφο που επιδόθηκε ότι έγινε επίδοση της απόφασης (ΑΠ 325/2012). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 58 παρ.1 εδ.α' και 72 παρ.1 εδ.γ' και 2 του Ν. 3852/4/7.6.2010 περί "Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης", που κατά το άρθρο 286 αυτού ισχύουν από 1.1.2011 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, κατά την διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 25 παρ.2 ΕισΝ ΚΠολΔικ, ως ισχύοντα κατά τον χρόνο άσκησης της αιτήσεως αναίρεσης (21.2.2011) - ΑΠ 842/2013, ΑΠ 1395/2009 - "ο Δήμαρχος εκπροσωπεί το Δήμο στα Δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή - άρθρ. 58 παρ.1 εδ.α'-" "Η Οικονομική Επιτροπή είναι όργανο παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας του Δήμου. Ειδικότερα έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες ..., ιγ) αποφασίζει για την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων - άρθρ. 72 παρ.1 εδ. γ' ". "Για τις περιπτώσεις ... ιγ) της προηγουμένης παραγράφου η απόφαση λαμβάνεται, ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής απόφασης - άρθρ. 72 παρ.2-". Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι για το τυπικά παραδεκτό, εκτός άλλων, και του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως από το Δήμαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, απαιτείται απαραιτήτως η ύπαρξη άδειας της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται με απόφαση αυτής, επί της αδείας δε αυτής θεμελιώνεται και η αντιπροσωπευτική εξουσία του Δημάρχου για τη διεξαγωγή της δίκης, ως αντιπροσώπου του Δήμου (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 842/2013). Εξάλλου κατά την παρ. 2 του προαναφερθέντος άρθρου 58 του Ν. 3852/2010 "όταν δημιουργείται άμεσος και προφανής κίνδυνος ή απειλείται άμεση ζημία των δημοτικών συμφερόντων από την αναβολή λήψης απόφασης, ο δήμαρχος μπορεί να αποφασίσει για θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της οικονομικής επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή οφείλει να υποβάλει προς έγκριση τη σχετική απόφασή του κατά την επόμενη συνεδρίαση της Επιτροπής". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αναφερόμενη ως άνω απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής για το παραδεκτό της ασκουμένης από το Δήμο αίτησης αναίρεσης, νομίμως λαμβάνεται και μετά την άσκηση της αίτησης μέχρι τη συζήτηση αυτής, εγκρινομένης με αυτή της ήδη ασκηθείσας αίτησης, πρέπει δε να προσκομίζεται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 842/2013, ΑΠ 1733/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, από την από 6-5-2011 επισημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή, επί του προσκομιζομένου από τον αναιρεσείοντα Δήμο αντιγράφου της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι αυτή είχε τελεσιδικήσει κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως στις 14-6-2011, εφόσον είχε παρέλθει η οριζόμενη στο άρθρο 503 παρ.1 ΚΠολΔικ 15ήμερη προθεσμία, από της επιδόσεως της αποφάσεως προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Υπό τα ως άνω εκτιθέμενα η αίτηση αναίρεσης, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμ. 396/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε λόγω της ερημοδικίας του, την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα Δήμο έφεση κατά της υπ' αριθμ. 41/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών είναι παραδεκτή και ερευνάται ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, καθόσον ο αναιρεσείων Δήμος για το παραδεκτό αυτής προσκομίζει την από 25-7-2011 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του, από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω Επιτροπή, μετά την άσκηση (στις 14-6-2011) της αίτησης, αφού έλαβε υπόψη τη γνωμοδότηση του δικηγόρου του, ενέκρινε ομόφωνα την άσκησή της. Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως ως "καλή πίστη" θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας, ενώ ως κριτήριο των "χρηστών ηθών" χρησιμοποιούνται οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστών και εμφρόνως σκεπτομένου ανθρώπου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί κατ' αρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ' αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ' ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω ή συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων, αναγομένων στην συμπεριφορά του δικαιούχου όσο και του υποχρέου, εφόσον όμως αυτή τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτή, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στο περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 1740/2012, ΑΠ 1068/2012). Όσον αφορά την αδράνεια του δικαιούχου, η διάρκειά της είναι άσχετη με τη συμπλήρωση ή όχι του χρόνου παραγραφής, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο λόγο αποσβέσεως του δικαιώματος, που πρέπει να προτείνεται ειδικώς (Ολ.ΑΠ 17/1995, ΑΠ 1292/2011). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγος για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013). Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 481/2013) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος ή τις έκρινε ως αόριστες (αγωγή ή ένσταση) αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζονται (ΑΠ 1103/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι απέρριψε ως αόριστη την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση του αναιρεσείοντος εναγομένου Δήμου, δεχθέν ότι γινόταν επίκληση μόνο αδρανείας της δικαιούχου αναιρεσίβλητης ενάγουσας, ενώ γινόταν επίκληση και άλλων περιστατικών, που καθιστούσαν ορισμένη την ένσταση, υφισταμένης, ως εκ τούτου, ευθείας παραβιάσεως της εν λόγω, μη εφαρμοσθείσας διατάξεως. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως (άρθρ. 562 παρ.1 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-εναγόμενος Δήμος, με τις προτάσεις του στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβαλε επικουρικά προς την ένσταση ιδίας κυριότητας-κοινοχρησίας των ενδίκων δρόμων και την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, εκθέτοντας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που συμπληρώνονται και από το περιεχόμενο της κυρίας ενστάσεως, κατά το οποίο ο δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης-ενάγουσας Α. Ο., αφού κατάτμησε το μεγαλύτερο και εκτός σχεδίου πόλεως οικόπεδό του, σε άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα, με βάση τα επικαλούμενα τοπογραφικά διαγράμματα, άφησε δρόμους μεταξύ των οικοπέδων, σύμφωνα με το εγκεκριμένο με τα από 21-8-1920 και 19-8-1925 Διατάγματα, Σχέδιο της Πόλεως των Σερρών και στη συνέχεια τα πούλησε σε τρίτους στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ότι οι δρόμοι αυτοί έκτοτε είχαν αφεθεί, τόσο από τον δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης (Α. Ο.), όσο και από την ίδια στην κοινή χρήση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στους τρίτους, αλλά και στον αναιρεσείοντα Δήμο "η πεποίθηση ότι οι ιδιοκτήτες τους ποτέ δεν θα ασκήσουν τα από την κυριότητά τους δικαιώματα, αφού επί τριάντα και πλέον χρόνια τα επίδικα αποτελούν διανοιγμένους δρόμους και ο Δήμος Σερρών ασκεί τις πράξεις νομής και κατοχής πάνω σ' αυτά, οι οποίες πράξεις αφορούν στη συντήρηση και την κατασκευή υποδομών των οδών αυτών, στην έκδοση οικοδομικών αδειών με πρόσοψη τις διανοιγμένες αυτές οδούς, στην από δεκαετίας θέση των οδών αυτών στην κυκλοφορία" και ότι η αναιρεσίβλητη ασκεί καταχρηστικά "τα δικαιώματα που απορρέουν από την κυριότητά της, αφού ο δικαιοπάροχός της, τα άφησε στην κοινή χρήση από το έτος 1970 τουλάχιστον και ενσωμάτωσε την αξία των τμημάτων αυτών, στην αξία των πωληθέντων από αυτόν, ως αρτίων και οικοδομησίμων οικοπέδων, επί των οποίων κτίστηκαν οικοδομές με νόμιμες οικοδομικές άδειες και με δεδομένο τους αφεθέντες στην κοινή χρήση και διανοιγμένους δρόμους. Ένας λόγος για τον οποίο μάλιστα δεν εξεδόθησαν πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεων για τα επίδικα τμήματα ήταν ότι αυτά ήταν ήδη κοινόχρηστα (δρόμος). Μάλιστα η αντίδικος το έτος 2007 θυμήθηκε για πρώτη φορά ότι τα επίδικα αποτελούν τμήματα της κληρονομίας και προέβη σε διόρθωση των αποδοχών κληρονομίας". Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της ενστάσεως αυτής προκύπτει ότι πέραν της αδρανείας της δικαιούχου-αναιρεσίβλητης, δεν εκτίθενται άλλα πραγματικά περιστατικά, ενώ η επικαλούμενη ωφέλεια της ίδιας και του δικαιοπαρόχου της δεν σχετίζεται με βλάβη του αναιρεσείοντος τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ωφέλεια αυτή, ούτε γίνεται αναφορά των απειλουμένων εις βάρος του αναιρεσείοντα συνεπειών σε σχέση με το αναμενόμενο όφελος της αναιρεσίβλητης από την ικανοποίηση του δικαιώματός της ή την τυχόν βλάβη από τη ματαίωση της ικανοποιήσεως αυτής. Ενόψει τούτων, εφόσον πέραν της αδρανείας της αναιρεσίβλητης δεν γινόταν επίκληση άλλων περιστατικών, δεν συνέτρεχαν τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της κατά το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος και συνακόλουθα με την απόρριψη, από την προσβαλλομένη απόφαση της οικείας ενστάσεως, ως αόριστης, δεν παραβιάστηκε η εν λόγω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, αφού δεν αξιώθηκαν περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωσή της, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, μόνο η επίκληση αδράνειας δεν αρκεί για την πλήρωση του ορισμένου της επικλήσεώς της. Πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η επιχειρούμενη με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου θεραπεία της εν λόγω αοριστίας, με την επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής και των "γνωστών τοις πάσι" [πασιδήλων] ως προς τις επαχθείς για τον αναιρεσείοντα Δήμο συνέπειες από την ικανοποίηση του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, είναι απαράδεκτος, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔικ, του οποίου καμία από τις προϋποθέσεις και ιδιαίτερα εκείνη του εδ.γ' δεν συντρέχει, καθόσον η ένσταση αυτή, που υποβάλλεται και κατά διατάξεων δημοσίας τάξης (Ολ.ΑΠ 2/2011, Ολ.ΑΠ 33/2005), αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση στην προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων του Δήμου κατά τη διαχείριση της περιουσίας του (FISCUS) και όχι άλλου ανωτέρου σκοπού (ΑΠ 192/2013, ΑΠ 193/2013). Τούτο ανεξάρτητα από το ότι και αν ακόμη ο ισχυρισμός αφορούσε στη δημόσια τάξη, θα έπρεπε και πάλι τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν να είχαν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γινόταν στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ.ΑΠ 15/2000, ΑΠ 834/2013). Περαιτέρω οι συνέπειες της ρυμοτομίας δεν είναι δίδαγμα της κοινής πείρας, αφού αυτές δεν συνάγονται "επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας", αλλά προβλέπονται στο νόμο και το Σύνταγμα και σε κάθε περίπτωση η επίκλησή τους στην προκειμένη περίπτωση γίνεται για τη συναγωγή συμπερασμάτων από αυτά ως προς πραγματικά περιστατικά και όχι για την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς (κανόνες δικαίου) πραγματικών περιστατικών, μη στοιχειοθετουμένου εντεύθεν του επικαλουμένου αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 1 εδ.β' ΚΠολΔικ (Ολ.ΑΠ 8-13/2005, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 87/2013). Επειδή στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή των παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 7/2006, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 568/2013). Έτσι με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 481/2013). Εξ ετέρου, κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού εκτίθενται περιστατικά που αντιφάσκουν μεταξύ τους, ως προς τις υπαγόμενες στον εφαρμοστέο κανόνα παραδοχές τους (ΑΠ 193/2013, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 833/2013). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 609/2013, ΑΠ 835/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις, καθόσον ενώ δέχεται ότι οι επίδικοι δρόμοι βρίσκονται εντός του σχεδίου της πόλεως των Σερρών και ότι ρυμοτομούνται για τη διάνοιξη των οδών ... και ..., στη συνέχεια δέχεται αντιφατικά ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι στο συγκεκριμένο σχέδιο πόλης οι δρόμοι αυτοί προβλέπονται ως κοινόχρηστοι. Ότι ακόμη η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι δεν προέκυψε θέληση του αρχικού ιδιοκτήτη (και δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης) ρητή ή σιωπηρή να παραχωρήσει στην κοινή χρήση τους επίδικους δρόμους, ενώ το αντίθετο προκύπτει τόσο από τα συμβόλαια που ο αναιρεσείων Δήμος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας, στα οποία ως σύνορο των πωλουμένων από τον εν λόγω απώτερο ιδιοκτήτη οικοπέδων αναφέρεται "υπό διάνοιξη οδός" και ότι τα πωλούμενα είναι ελεύθερα ρυμοτομίας, όσο και από τα τοπογραφικά σχεδιαγράμματα, όπου αποτυπώνονται οι προβλεπόμενοι από το Σχέδιο Πόλεως δρόμοι και η πρόσοψη των παραπάνω οικοπέδων σε δημοτικό δρόμο. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι αόριστος, γιατί δεν αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση κανένα σφάλμα για ευθεία παράβαση νόμου και δη των περί κοινοχρησίας διατάξεων που αναφέρονται στην αρχή του αναιρετηρίου (966-968, 971 ΑΚ κλπ), ενώ ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος, καθόσον οι επικαλούμενες αιτιολογίες δεν αντιφάσκουν, αφού οι προβλεπόμενοι στο σχέδιο πόλεως δρόμοι δεν είναι κοινόχρηστοι πριν από τον σχηματισμό τους και την τήρηση των οριζομένων στους οικείους νόμους και το Σύνταγμα προϋποθέσεων, ενώ η ρυμοτόμηση και η συντέλεση της απαλλοτριώσεως είναι προαπαιτούμενα της κοινοχρησίας των δρόμων, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ήταν αδιαμόρφωτοι τουλάχιστον μέχρι το 1984 και δεν βρίσκονταν στην κοινή χρήση (και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχε η περίπτωση του άρθρου 28 του Ν. 1337/83). Κατά το δεύτερο σκέλος του ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί οι αιτιάσεις του ανάγονται αποκλειστικά στη στάθμιση των αποδείξεων και ιδιαίτερα στην εκτίμηση του περιεχομένου των επικαλουμένων εγγράφων και των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, που κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 περ.β' το ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένο λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία αποτελεί ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013), έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996). Περαιτέρω από τη διάταξη του αριθμού 11 περ.β' του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη, αυτοψία, ένορκες βεβαιώσεις κλπ) (ΑΠ 495/2013). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 179/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ' αυτόν, με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 8 περ.β' και 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι για υποβληθέντα από τον αναιρεσείοντα-εναγόμενο αυτοτελή και καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό δεν έλαβε υπόψη τα προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού προσκομισθέντα και προσδιοριζόμενα 11 έγγραφα και ότι γι' αυτό κατέληξε σε αντίθετο με τον ισχυρισμό αυτό αποδεικτικό πόρισμα. Ειδικότερα εκτίθεται στον λόγο αυτό ότι ο αναιρεσείων Δήμος υπέβαλε τον ισχυρισμό ότι "οι αφεθέντες ιδιωτικοί δρόμοι από τον απώτερο δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Α. Ο. κατέστησαν κοινόχρηστοι με την αληθινή βούλησή του, προκειμένου να δυνηθεί να κατατμήσει το εντός σχεδίου της πόλεως Σερρών, ενιαίο κτήμα του, σε μικρότερα και να τα πωλήσει σε τρίτους, οι οποίοι αγοράζοντας οικόπεδα άρτια και οικοδομήσιμα έβγαλαν και νόμιμες άδειες, οι οποίες δεν θα έβγαιναν εάν δεν υπήρχε πρόσοψη σε διανοιγμένο δρόμο". Ότι ο αναιρεσείων προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού επικαλέστηκε και προσκόμισε τα αναφερόμενα οκτώ μεταβιβαστικά συμβόλαια και δύο τοπογραφικά διαγράμματα, τα οποία, καθώς και δύο ακόμη έγγραφα, ήτοι των υπ' αριθμ. .../1978 άδεια οικοδομής και το υπ' αριθμ. 231/3.2.2011 έγγραφο της ΔΕΗ αν λάμβανε υπόψη η προσβαλλομένη απόφαση θα έκανε δεκτό τον ισχυρισμό αυτό πράγμα το οποίο δεν συνέβη, αφού αυτή δέχθηκε ότι "οι εν λόγω σημερινές οδοί ... και ..., ήταν αδιαμόρφωτες, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι δεν βρίσκονταν στην κοινή χρήση". Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι απαράδεκτος και αυτοαναιρούμενος, αφού η επικαλούμενη αιτίαση δεν αφορά στο ότι ο υποβληθείς ισχυρισμός δεν λήφθηκε υπόψη, αλλά στο ότι δεν έγινε δεκτός, οι δε αιτιάσεις ως προς το αντίθετο προς τον ισχυρισμό αυτό αποδεικτικό πόρισμα πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμό 11 περ.γ' του ίδιου άρθρου είναι κατά μεν τα δύο τελευταία έγγραφα (άδεια οικοδομής και έγγραφο ΔΕΗ) απαράδεκτος, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) του αναιρεσείοντος στο δικαστήριο της ουσίας δεν έχει γίνει σαφής και ορισμένη επίκλησή τους (ΑΠ 481, 495/2013), κατά δε τα υπόλοιπα έγγραφα ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον από την αναφορά της απόφασης στα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα (φύλλο 2β), σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της, όπου μάλιστα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα συμβόλαια (φύλλο 5β) δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι τα έγγραφα αυτά, στα οποία περιλαμβάνονται χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αναφορά και τα τοπογραφικά διαγράμματα (άρθρ. 390 ΚΠολΔικ -ΑΠ 495/2013-) λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με λοιπές αποδείξεις. Η αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό των ενδίκων δρόμων είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 495/2013). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, με τον τελευταίο λόγο της αναίρεσης γίνεται επίκληση από τον αναιρεσείοντα Δήμο, αποδείξεων που υπέπεσαν στην αντίληψή του μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και συγκεκριμένα α)της υπ' αριθμ. .../10.4.2009 πράξεως ανακλήσεως πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Χρυσάνθης Σουτζή, σύμφωνα με την οποία ομόδικος στην πρωτοβάθμια δίκη αδελφός της αναιρεσίβλητης Γ. Α., ανακαλεί το πληρεξούσιο που είχε δώσει στο σύζυγό της Ν. Φ., β) της υπ' αριθμ. .../2008 ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σερρών και της όμοιας σε περιεχόμενο 40/2010 ένορκης βεβαίωσης του εν λόγω Γ. Α., που έχουν δοθεί στα πλαίσια συναφών δικών, που έχει η αναιρεσίβλητη με αντι συμβληθέντες με τον δικαιοπάροχό της Α. Ο. προς αγορά οικοπέδων, που συνορεύουν με τους επίδικους δρόμους και γ) της υπ' αριθμ. 1716/2010 απόφασης του Αρείου Πάγου, που έχει εκδοθεί επί συναφούς με την ένδικη υπόθεση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν αποδίδει πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε αφορά σε μη προταθέντες ισχυρισμούς, ώστε να εξετασθεί η τυχόν βασιμότητά τους, στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔικ, αλλά αφορά σε νέα, κρίσιμα, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος αποδεικτικά στοιχεία, των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, η προσκομιδή των οποίων όμως στον Άρειο Πάγο είναι ανεπίτρεπτη και δεν ιδρύει κάποιο αναιρετικό λόγο. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων Δήμος, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), μειωμένη όμως κατά το άρθρο 281 παρ.2 του Ν. 3463/2006 (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 842/2013), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-6-2011 αίτηση του ΟΤΑ - "Δήμος Σερρών" κατά της Ο. συζ. Ν. Φ., το γένος Κ. Α., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 396/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. Παραδεκτό αναίρεσης. Αναίρεση κατά αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη. Προσβλητή με αναίρεση η απόφαση του Εφετείου ως ενσωματώνουσα την πρωτόδικη. Πώς αποδεικνύεται η τελεσιδικία δια το παραδεκτό της ασκήσεως από το Δήμο αναιρέσεως απαιτείται προσκομιδή απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται και μετά την άσκηση ως εξωτερική αυτής. Άρθρ. 559 αρ.1 νομική αοριστία αγωγής ή ενστάσεως 281 στοιχεία. Διδάγματα κοινής πείρας. Οι συνέπειες της ρυμοτομίας προβλέπονται από το Νόμο και δεν αποτελούν δίδαγμα κοινής πείρας, ενώ σε κάθε περίπτωση η επίκλησή του γίνεται για τη συναγωγή συμπερασμάτων για πραγματικά περιστατικά 559 αρ.19 αντιφατικές αιτιολογίες. 561 παρ.1 αιτιάσεις που αφορούν σε εκτίμηση αποδείξεων απαράδεκτες 8 εδ. β 559 πράγματα. Αν ο ισχυρισμός εξετάστηκε δεν στοιχειοθετείται ο λόγος. 11 περ. γ Προϋποθέσεις. Προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία.
Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας
Αοριστία αγωγής, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας, Αποδείξεων εκτίμηση.
1
Αριθμός 1128/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Τ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Λάλα. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Kωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Κοινοποιούμενης της αίτησης αναίρεσης προς τους: 1) Δήμο Αχιλλείων Κέρκυρας, νόμιμα εκπροσωπούμενου και 2) Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.) Νομού Κέρκυρας", νόμιμα εκπροσωπούμενου, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/9/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, τις από 14/5/2003 πρόσθετες παρεμβάσεις των Νομικών Προσώπων προς τις οποίες κοινοποιείται η προκειμένη αίτηση αναίρεσης και την από 15/5/2003 πρόσθετη παρέμβαση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κέρκυρας, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 67/2004 του ιδίου Δικαστηρίου και 221/2007 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7/7/2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 24/1/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 7/7/2008 αίτησης για αναίρεση της 221/2007 απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 81 παρ.3 εδ.α' του ΚΠολΔ ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από τον διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, κατά δε το άρθρο 82 εδ.γ' του ίδιου κώδικα αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να καλούνται εκείνοι που είχαν παρέμβει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας υπέρ κάποιου (κύριου) διαδίκου, προκειμένου ο παρεμβάς να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση της αναιρέσεως και να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματα του. Στην αντίθετη περίπτωση και εφόσον ο παρεμβάς δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της αιτήσεως, η συζήτηση αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.3 του ΚΠολΔ, που έχει και εδώ εφαρμογή (ΑΠ 1328/2012). Εν προκειμένω, με την από 19-12-2011 κλήση του αναιρεσείοντος φέρεται προς συζήτηση η από 7-7-2008 αίτησή του για αναίρεση της υπ' αριθμ. 221/2007 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας, ύστερα από ματαίωσή της σε προηγούμενη δικάσιμο. Όπως δε προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχαν παρέμβει προσθέτως υπέρ του αναιρεσιβλήτου - εναγομένου ελληνικού δημοσίου οι Δήμος Αχιλλείων Κερκύρας και Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.) Ν. Κέρκυρας, οι οποίοι είχαν παραστεί και στο Εφετείο, ως εφεσίβλητοι. Οι τελευταίοι δεν παραστάθηκαν στο δικαστήριο τούτο κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε αναιρεσείων, που επισπεύδει τη δίκη, δεν τους έχει καλέσει να παραστούν κατ' αυτήν, αφού ούτε προκύπτει ούτε ο ίδιος επικαλείται τέτοια κλήση. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσης, η συζήτηση της αιτήσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, και αυτεπαγγέλτως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 7-7-2008 αιτήσεως για αναίρεση της υπ' αριθμ. 221/2007 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως αν δεν έχουν κληθεί οι προσθέτως παρεμβάντες στο δικαστήριο της ουσίας, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν κατά την συζήτηση της αιτήσεως.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 1129/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Η. Α. του Χ., κατοίκου Μικρόβρυσης Μουριών, και 2) Χ. Α. του Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Πικραμένο. Της αναιρεσίβλητης: Σ. χήρας Θ. Α., το γένος Χ. Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Χαρίκλεια Απαλαγάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/1/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και την από 10/9/2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 13632/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 2666/2008 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/3/2009 αίτηση και τους από 15/12/2009 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/12/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων δήλωσε ότι οι αναιρεσείοντες παραιτούνται από το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.-Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτήν προκύπτει, και με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, το Εφετείο α) απέρριψε την από 18-1-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί το εκ διαθήκης κληρονομικό τους δικαίωμα επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος την 3-8-2002 αδελφού τους και συζύγου της αναιρεσίβλητης Θ. Α., β) δέχθηκε την από 10-9-2004 αγωγή της αναιρεσίβλητης, και αα) ακύρωσε την επίδικη από 5-5-1966 ιδιόγραφη διαθήκη του ανωτέρω θανόντος Θ. Α. - συζύγου της, που είχε δημοσιευθεί νόμιμα και στην οποία οι αναιρεσείοντες στηρίζουν το επικαλούμενο κληρονομικό τους δικαίωμα, ως μόνοι από αυτήν κληρονόμοι, και ββ) αναγνωρίστηκε η αναιρεσίβλητη εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομίας του ειρημένου Θ. Α.. Την αναίρεση της απόφασης αυτής του Εφετείου ζητούν οι αναιρεσείοντες με την υπό κρίση αίτησή τους. Ως προς δε το από 15-12-2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, το οποίο κατέθεσαν οι ίδιοι αναιρεσείοντες, οι τελευταίοι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά παραιτήθηκαν από το δικόγραφο αυτό με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, μαζί με τον οποίο παραστάθηκαν, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Επομένως και σύμφωνα με τα άρθρα 294, 295 παρ. 1α', 297, 299 και 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι θεωρείται ότι δεν ασκήθηκαν. ΙΙ.- Από την αναφορά στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα", τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, και το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου αποδεικτικά μέσα (έγγραφα) που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες για την απόδειξη της αγωγής τους. Επομένως τα αντίθετα τα οποία υποστηρίζουν οι τελευταίοι με τον πέμπτο αυτόν, από το άρθρο 559 αρ. 11 του Κ.Πολ.Δ., λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. ΙΙΙ.- Ο έκτος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 14 του Κ.Πολ.Δ. οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή της αναιρεσίβλητης λόγω αοριστίας (αντιφατικότητας), είναι απαράδεκτος κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., αφού, όπως προκύπτει από την έφεση των αναιρεσειόντων, οι τελευταίοι δεν είχαν προτείνει στο Εφετείο ισχυρισμό για αοριστία της αγωγής, πράγμα άλλωστε που ούτε οι ίδιοι επικαλούνται με την αίτησή τους, καθιστώντας έτσι τον λόγο αυτόν και αόριστο. IV.- Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να απορρίψει ως μη νόμιμη την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης που οι ίδιοι είχαν προτείνει πρωτοδίκως και κατ' έφεση με την αιτιολογία ότι τα επικαλούμενα περιστατικά δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους της αναιρεσίβλητης κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του Α.Κ., παραβίασε τη διάταξη αυτή ευθέως, με την μη εφαρμογή της αλλά και πλαγίως, με ανεπαρκείς αιτιολογίες. Ο πρώτος από τους ανωτέρω λόγους, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος, αφού τα περιστατικά που επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους, όπως από αυτές προκύπτουν, και τα οποία αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλομένη, δεν είναι ικανά πράγματι να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, ως υπερβαίνουσα, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που θέτει η προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. στην άσκηση του δικαιώματος. Ο δεύτερος από τους ίδιους λόγους, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος, αφού ο λόγος αυτός προϋποθέτει την ουσιαστική έρευνα του προβληθέντος ισχυρισμού εκ μέρους του δικαστηρίου, η οποία μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς για ανεπαρκείς κ.λ.π. αιτιολογίες, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, κατά τα αμέσως προεκτεθέντα. V.- Κατά το άρθρο 1710 παρ. 1 του Α.Κ. κατά τον θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από τον νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι), κατά δε το άρθρο 1879 του Α.Κ. εφόσον δεν έχει παραγραφεί η αγωγή περί κλήρου ο νομέας της κληρονομίας δεν μπορεί να επικαλεστεί έναντι του κληρονόμου τη χρησικτησία πράγματος το οποίο έχει στη νομή του ως ανήκον στην κληρονομία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι α) πράγμα που κατά τον θάνατο του κληρονομουμένου έχει εκφύγει της περιουσίας του και δεν ανήκει σ' αυτόν δεν αποτελεί στοιχείο της κληρονομίας και δεν περιέρχεται στους κληρονόμους του, και ότι β) ο νομέας του πράγματος αυτού μπορεί να επικαλεστεί τη χρησικτησία του έναντι του κληρονόμου, αφού τούτο δεν ανήκει στην κληρονομία και αυτός δεν το νέμεται ως κληρονόμος. Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες είχαν προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στο Εφετείο, προς απόκρουση της αγωγής της αναιρεσίβλητης, μεταξύ των άλλων ότι οι ίδιοι νέμονταν το αναφερόμενο οικόπεδο, εμβαδού 295,40τ.μ., τμήμα μείζονος ακινήτου, εμβαδού 552,28 τ.μ. που ανήκε σ' αυτούς και στον κληρονομούμενο αδελφό τους εξ αδιαιρέτου, από το έτος 1974 και μετά την άτυπη παραχώρηση προς αυτούς από τον κληρονομούμενο και της δικής του (συν-) νομής, μέχρι τον κατά τα ανωτέρω θάνατο του τελευταίου (3-8-2002), έχοντας κτίσει ήδη στο οικόπεδο αυτό πολυώροφη οικοδομή, και ότι επομένως, ισχυρίστηκαν οι αναιρεσείοντες, το εν λόγω οικόπεδο, φερόμενο, κατόπιν συμφωνίας των τριών αδελφών, ως αγορασθέν (εν έτει 1952) μόνο στο όνομα του μετέπειτα θανόντος αδελφού τους, κατά τον θάνατο του τελευταίου είχε εκφύγει της περιουσίας του και δεν ήταν κληρονομιαίο ακίνητο, αφού ήδη από το έτος 1994, οπότε συμπληρώθηκε εικοσαετής νομή των ιδίων (αναιρεσειόντων) επί του ειρημένου ακινήτου, τούτο είχε περιέλθει στην αποκλειστική κυριότητα των τελευταίων οι οποίοι και το νέμονταν μέχρι την άσκηση της αγωγής της αναιρεσίβλητης ως κύριοι και όχι ως κληρονόμοι του θανόντος αδελφού τους. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την απόφασή του, απέρριψε ως μη νόμιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, οι οποίοι ζητούσαν, επικουρικώς, να εξαιρεθεί το προαναφερθέν ακίνητο από το κληρονομικό δικαίωμα της αναιρεσίβλητης, απορριπτομένης κατά τούτο της αγωγής, με την αιτιολογία ότι, όπως εκτίμησε τον ισχυρισμό αυτόν το Εφετείο, οι αναιρεσείοντες νέμονταν το ακίνητο ως κληρονόμοι του θανόντος αδελφού τους (κληρονομιαίο ακίνητο) αλλά δεν επεκαλούντο παραγραφή της περί κλήρου αγωγής της αναιρεσίβλητης, η οποία άλλωστε και δεν είχε συμπληρωθεί. Οι προπαρατεθέντες ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων, κατ' ορθήν εκτίμησή τους, δεν υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 1879 του Α.Κ. για την χρησικτησία έναντι του κληρονόμου που προαναφέρθηκε, αλλά σ' εκείνην του άρθρου 1045, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1710 παρ. 1 και 1879, του Α.Κ. Ενόψει όμως του ότι η αναιρεσίβλητη ζητούσε απλώς την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος στην επίδικη κληρονομία, χωρίς να διεκδικεί τα κληρονομιαία αντικείμενα ή να τα προσδιορίζει ατομικώς, ο ανωτέρω ισχυρισμός προβλήθηκε πρόωρα και αλυσιτελώς στην ένδικη διαφορά, και ήταν απορριπτέος γι' αυτόν τον λόγο και όχι ως μη νόμιμος. Επομένως και αφού αντικατασταθεί η ως άνω εσφαλμένη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης με την παρούσα, σύμφωνα με το άρθρο 578 του Κ.Πολ.Δ., πρέπει να απορριφθούν οι τρίτος και τέταρτος, από το άρθρο 559 αρ. 1 (όχι και 19, αφού πρόκειται για νομική και μόνο παραδοχή του Εφετείου) του Κ.Πολ.Δ., λόγοι του αναιρετηρίου με τους οποίους πλήττεται η ανωτέρω παραδοχή του Εφετείου, ως αβάσιμοι. VI.- Κατά το άρθρο 1786 του Α.Κ. η διαθήκη είναι ακυρώσιμη και όταν ο διαθέτης παρέλειψε μεριδούχο που γεννήθηκε ή έγινε μεριδούχος μετά τη σύνταξή της, κατά δε το άρθρο 1787 του Α.Κ. στην περίπτωση αυτή του άρθρου 1786 την ακύρωση της διαθήκης μπορεί να τη ζητήσει μόνο ο μεριδούχος που παραλείφθηκε. Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η προστασία του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος του παραλειφθέντος μεριδούχου, ο οποίος άλλωστε και μόνον, κατά τα προεκτεθέντα, δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της διαθήκης. Παρέπεται ότι στην ανωτέρω περίπτωση δεν ακυρώνεται ολόκληρη η διαθήκη, αλλά μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την προστασία της εξ αδιαθέτου μερίδας του παραλειφθέντος μεριδούχου. Υπό την αντίθετη εκδοχή η ακύρωση αυτή θα ευνοούσε όχι μόνο τον τελευταίο (παραλειφθέντα) αλλά και άλλα πρόσωπα που ο διαθέτης, κατά την εκπεφρασμένη, εμμέσως πλην σαφώς, στη διαθήκη βούλησή του δεν τα ήθελε ως κληρονόμους, όπως συμβαίνει ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι των οποίων την ύπαρξη γνώριζε ο διαθέτης κατά τη σύνταξη της διαθήκης και παρά ταύτα επέλεξε να μην τους τιμήσει. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με το αιτητικό της αγωγής της αναιρεσίβλητης, η οποία (αναιρεσίβλητη), ως μετέπειτα (1975) σύζυγος του κληρονομουμένου, έγινε νόμιμος μεριδούχος του (άρθρ. 1820, 1825 του Α.Κ.) μετά τη σύνταξη της διαθήκης (1966), το Εφετείο ακύρωσε την εν λόγω διαθήκη μόνον κατά το μέρος της που αφορά το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα της αναιρεσίβλητης επί της κληρονομίας του θανόντος συζύγου της και κατά το οποίο και μόνο θίγεται, με την ακύρωση αυτή, το εκ της ιδίας διαθήκης κληρονομικό δικαίωμα των αναιρεσειόντων. Επομένως οι έβδομος και όγδοος λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη η αναιρετική πλημμέλεια των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. για την καθ' ολοκληρίαν ακύρωση της επίδικης διαθήκης, στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι αβάσιμοι. VII.- Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων κατά τα άρθρα 179 τελ. περ., 183 εδ. β' του Κ.Πολ.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2009 αίτηση των Η. Α. και Χ. Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2666/2008 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Ακυρωσία διαθήκης λόγω παραλείψεως μεριδούχου που δεν ήταν γνωστός του διαθέτη ή έγινε μεριδιούχος μεταγενέστερα. Έκταση ακυρώσεως. Εκτίμηση χρησικτησίας νομέα της κληρονομιάς έναντι κληρονόμου. Προϋποθέσεις. Παραίτηση από το δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Θεωρεί ότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν ασκήθηκαν. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 562 § 2 Κ.Πολ.Δ. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμ. 1 και 11 άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Θεσσ. 2666/2008).
Χρησικτησία
Διαθήκη, Κληρονομία , Παραίτηση από δικόγραφο, Χρησικτησία.
1
Αριθμός 1133/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών - καθών η κλήση: 1)Α. συζ. Ε. Π., το γένος Ι. Χ. Χ., η οποία όπως αναφέρεται στην από 19/9/2012 κλήση, απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: α)Ε. Π. του Α. και )Α. Π. του Ε., κατοίκων ... 2)Δ. συζ. Σ. Β., το γένος Ι. Χ. Χ., κατοίκου ... 3)Ζ. συζ. Ν. Κ., το γένος Ι. Χ. Χ., κατοίκου ... 4)Α. συζ. Κ. Π., το γένος Ι. Χ. Χ., κατοίκου ... και 5)Ε. συζ. Ε. Κ., το γένος Ι. Χ. Χ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχάλη Βεργανελάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., πλην της 5ης η οποία δεν παραστάθηκε. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1)Ν. συζ. Π. Π., το γένος Ι. Χ. Χ., κατοίκου ... 2)Π. Π. του Α., κατοίκου ... 3)Ν. συζ. Ζ. Π., το γένος Π. Π., κατοίκου ... και 4)Ε. συζ. Ε. Κ., το γένος Π. Π., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Δημήτριο Ποντικάκη και Παναγιώτη Ψυλλάκη, οι οποίοι δήλωσαν με τις από 27/8/2012 προτάσεις τους ότι διορθώνουν το όνομα της 3ης αναιρεσίβλητης στο ορθό "Μ." από το εσφαλμένο "Ν.". Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/6/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 98/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 321/2011 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/10/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 8/2/2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ.α', 287, 290 και 291 Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από την γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Η γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη. Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Ο αντίδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί προσκαλώντας τον για τον σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου. Μπορούν να κοινοποίησουνν την πρόσκληση και πριν από τη γνωστοποίηση του γεγονότος που προκάλεσε τη διακοπή θεωρώντας ότι αυτή επήλθε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα μετά την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης της υπ' αριθμ. 321/2011 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης με κατάθεσή της στη Γραμματεία του Εφετείου Κρήτης, απεβίωσε στις 26-1-2012 στα …η αναιρεσείουσα Α. συζ. Ε. Π., κληρονομηθείσα εξ αδιαθέτου από το σύζυγό της Ε. Π. και τον γυιό της Α. Π.. Ο εκ των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιωσάσης Α. Π., Α. Π., με την από 14-9-2012 δήλωση περί βιαίας διακοπής της δίκης που κατατέθηκε στις 6-9-2012 στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου και επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των αναιρεσιβλήτων δικηγόρο Χανίων Δημήτριο Ποντικάκη, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. .../14-9-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων …, γνωστοποίησε το θάνατο της αναιρεσείουσας μητέρας του Α. Π. στους αναιρεσιβλήτους και τη βίαιη διακοπή της δίκης. Ήδη οι αναιρεσίβλητοι με την από 19-9-2011 κλήση, προκάλεσαν την επανάληψη της δίκης που έχει βιαίως διακοπεί προσκαλώντας τους αναιρεσείοντες για επανάληψη συζητήσεως της υποθέσεως με την επίδοση αντιγράφου της κλήσεως σε αυτούς.- Επειδή, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους αναιρεσίβλητους υπ' αριθμ. .../5-3-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χανίων …, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων, στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των αναιρεσειόντων μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα Ε. συζ. Ε. Κ., Μ. Β., δικηγόρο Χανίων, ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο της 19-9-2012 και κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε. Όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. .../15-11-2012 έκθεση επιδόσεως του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή Χανίων … επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των αναιρεσείοντων μεταξύ των οποίων και η Ε. συζ. Ε. Κ. δικηγόρο Χανίων Μιχαήλ Βεργανελάκη, ακριβές αντίγραφο της από 19-9-2012 κλήσης των αναιρεσιβλήτων με την επ' αυτής πράξη ορισμού δικασίμου για τη συζήτηση της υποθέσεως κατά την εις την αρχή της παρούσης σημειουμένη δικάσιμο καλουμένων όλων των αναιρεσειόντων να παρασταθούν κατά την ως άνω συζήτηση της υποθέσεως. Επομένως, αφού η αναιρεσείουσα Ε. συζ. Ε. Κ. δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου στην πιο πάνω δικάσιμο ούτε υπέβαλε την κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. δήλωση παράστασης στο ακροατήριο, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία της σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.- Επειδή, κατά το άρθρο 444 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ., ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση. Η επίκληση και η προσκομιδή μαγνητοταινίας ως ιδιωτικού εγγράφου, κατά το άρθρο 444 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να συνοδεύεται με ποινή, στο πλαίσιο ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 454 Κ.Πολ.Δ., απαραδέκτου, από έγγραφο κείμενο το οποίο να περιέχει τις αποτυπωθείσες στη μαγνητοταινία ομιλίες, από κοινού με πιστοποίηση αρμόδιου οργάνου, όπως είναι ο δικηγόρος (άρθρο 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων) που να βεβαιώνει την ακρίβεια της μεταφοράς και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο υπό τις προϋποθέσεις που λαμβάνεται υπόψη κάθε έγγραφο (Α.Π. 381/1987). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά. Βέβαια, δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 11 γ' Κ.Πολ.Δ. υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.Α.Π. 14/2005). Το αποδεικτικό μέσο θα πρέπει να είχε προσκομισθεί στο δικαστήριο από οποιοδήποτε διάδικο παραδεκτά (Α.Π. 1034/1993). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 11γ' άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια ότι το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι η επίδικη δημόσια διαθήκη δεν είναι άκυρη επειδή συνετάγη ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, μαγνητοταινία που αυτοί προσκόμισαν περιέχουσα συνομιλία σε ανύποπτο χρόνο του φερομένου ως παραστάντος μάρτυρος Γ. Ν. με τους Γ. Κ., Ι. Α., Γ. Μ., Α. Π. και Ν. Χ., κατά την οποία ο μάρτυρας αυτός παραδεχόταν ότι δεν ήταν παρών όταν συντασσόταν η διαθήκη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, η ως άνω μαγνητοταινία δεν ελήφθη υπόψη από το Εφετείο και δεν συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, διότι προσκομίσθηκε απαράδεκτα καθόσον δεν συνοδευόταν από έγγραφο κείμενο το οποίο να περιέχει την αποτυπωθείσα στη μαγνητοταινία συνομιλία από κοινού με πιστοποίηση αρμοδίου οργάνου που να βεβαιώνει την ακρίβειά της μεταφοράς ως και γιατί δεν συναγόταν συναίνεση τούτου για την καταγραφή της συνομιλίας αλλά αντίθετα η συνομιλία αυτή κατεγράφη εν αγνοία του. Με τον δεύτερο λόγο, της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο παραπάνω αποδεικτικό του πόρισμα, δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Γ. Κ. συνομιλητού του Γ. Ν. κατά την κρίσιμη ως άνω συνομιλία. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού από την υπάρχουσα στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαίωση ότι τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων, και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν με την επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα υπ' αριθμ. 98/2008 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν καταλείπεται καμμία αμφιβολία ότι το δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε και συνεκτίμησε και την ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση.- Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1724 Α.Κ., η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση από το διαθέτη της τελευταίας βούλησής του ενώπιον του συμβολαιογράφου ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας κατά τις διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737 Α.Κ. Κατά τον παράτιτλο του άρθρου 1725 Α.Κ., ως πρόσωπα που συμπράττουν, νοούνται κατ' αντιδιαστολή προς τον "δηλούντα την τελευταία αυτού βούληση διαθέτη", ο συμβολαιογράφος και οι τρεις μάρτυρες ή ο δεύτερος συμβολαιογράφος και ο ένας μάρτυρας, η συμμετοχή των οποίων είναι απαραίτητη σύμφωνα με το άρθρο 1724 Α.Κ. για τη σύνταξη έγκυρης δημόσιας διαθήκης. Ο συμβολαιογράφος που συντάσσει την πράξη της δημόσιας διαθήκης αποδέχεται τη δήλωση βουλήσεως του διαθέτη και έχει καθήκον να την αποτυπώσει κατά τέτοιο τρόπο, φραστικό και νοητικό, ώστε να αποδίδεται η αληθινή θέληση αυτού (διαθέτη). Οι μάρτυρες που συμπράττουν κατά τη σύνταξη της διαθήκης και ο τυχόν δεύτερος συμβολαιογράφος έχουν ως πρωταρχικό ρόλο τον έλεγχο της τηρήσεως της νόμιμης διαδικασίας εκ μέρους του συντάσσοντος αυτή συμβολαιογράφου και δευτερευόντως τη μαρτυρία για τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της συντάξεως της δημόσιας διαθήκης και κυρίως για τη δήλωση της βουλήσεως του διαθέτη και το περιεχόμενό της. Περαιτέρω, η δημόσια διαθήκη έχει την αυξημένη αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου, την οποία ρυθμίζουν τα άρθρα 438, 440 και 441 Κ.Πολ.Δ. Σύμφωνα με το άρθρο 438 Κ.Πολ.Δ., έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νομίμως τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνον με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Τέτοια γεγονότα που βεβαιώνονται στο δημόσιο έγγραφο της διαθήκης που συντάσσεται στο συμβολαιογράφο, είτε ως γενόμενα από το συμβολαιογράφο που συνέταξε τη διαθήκη, είτε ενώπιόν του, κατά των οποίων ανταπόδειξη μπορεί να γίνει μόνον με προσβολή αυτής ως πλαστής, είναι όσα αναφέρονται στην τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στα άρθρα 1725 έως 1737 Α.Κ. και μάλιστα, πλην άλλων, και α) ότι έγινε η δήλωση της τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη και μάλιστα προφορικά β) ότι η διαθήκη αναγνώσθηκε γ) ότι παραστάθηκαν και υπέγραψαν ενώπιον του συμβολαιογράφου ο διαθέτης και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί απ' αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα τέλος των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στις 14-9-2000, απεβίωσε άγαμος σε ηλικία 76 ετών ο Κ. Χ. του Ι. και της Ε., συνταξιούχος του ΤΕΒΕ ... Ο θανών κατέλειπε κατά το χρόνο του θανάτου του ως πλησιεστέρους συγγενείς του, τις έξι (6) αδελφές του και συγκεκριμένα τις ενάγουσες και την πρώτη εκ των εναγομένων. Με την υπ' αριθμ. .../10-7-2000 δημόσια διαθήκη του που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων Μαρίας Μυλωνάκη - Κακαβελάκη και δημοσιεύθηκε νομότυπα με τα υπ' αριθμ. 374/16-11-2000 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, εγκατέστησε ως κληρονόμους του τους εναγομένους και συγκεκριμένα την πρώτη εξ αυτών Ν. Χ., σύζυγο Π. Π., αδελφή του, τον Π. Π., επ' αδελφή γαμβρό του, δεύτερο εκ των εναγομένων και τις ανηψιές του Ν. Π. και Ε. Π., τρίτη και τέταρτη εκ των εναγομένων, αντίστοιχα, τέκνα των δύο πρώτων εναγομένων ... Επί πλέον, από το από 4-7-2006 απολογητικό υπόμνημα ενώπιον του Ανακριτή Χανίων και το από 17-2-2005 υπόμνημα ενώπιον της Πταισματοδίκη Χανίων της συμβολαιογράφου Χανίων Μαρίας Μυλωνάκη - Κακαβελάκη αλλά και από τη σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρος της ανταποδείξεως Ε. Κ., αποδεικνύεται ότι ο άνω διαθέτης που ήταν γείτονας της προαναφερθείσης συμβολαιογράφου και την εγνώριζε από ετών, αφού την επισκέφθηκε ο ίδιος περί τις αρχές του μηνός Ιουλίου του έτους 2000, της γνωστοποίησε ότι επιθυμεί να συντάξει τη διαθήκη του, τη ρώτησε τι απαιτείται προς τούτο, ότι ο ίδιος ζήτησε από τον Ε. Κ. να παραβρεθεί ως μάρτυρας κατά τη σύνταξή της - οι λοιποί μάρτυρες ειδοποιήθηκαν από το περιβάλλον των εναγομένων - ότι κατά την 10-7-2000 ημεροχρονολογία συντάξεως της ένδικης διαθήκης, ο άνω διαθέτης, παρότι ήταν φανερά αδυνατισμένος, μετέβη πεζός, μαζί με τον άνω μάρτυρα, από την οικία του, στο ευρισκόμενο σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από την τελευταία, γραφείο της άνω συμβολαιογράφου, όπου ενώπιον τριών μαρτύρων και της τελευταίας δήλωσε νηφάλια τη θέλησή του κατανοώντας πλήρως τη σημασία και τις συνέπειες της εν λόγω δηλώσεώς του και ότι επιστρέφοντας μαζί με τον άνω μάρτυρα στην οικία του, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του τελευταίου, του είπε ότι αφήνει το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην οικογένεια των δύο πρώτων εναγομένων διότι των φρόντιζαν και ότι υπήρχε και άλλη περιουσία για να λάβουν και οι λοιπές αδελφές του, από το οποίο καταδεικνύεται ότι η επιλογή του διαθέτη είχε λογικά αίτια και κριτήρια και έγινε εν γνώσει των συνεπειών της". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού διέλαβε σ' αυτήν, πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συντάξεως δημοσίας διαθήκης του διαθέτη Κ. Χ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων Μαρίας Μυλωνάκη - Κακαβελάκη με παρόντες τρεις (3) μάρτυρες όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 1724 Α.Κ., μη απαιτουμένης της ονομαστικής μνείας των παρόντων κατά τη σύνταξη της διαθήκης μαρτύρων. Επομένως, ο τρίτος εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως με τον οποίον οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλομένη απόφαση ότι στερείται νομίμου βάσεως λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το ανωτέρω ζήτημα, είναι αβάσιμος. Τέλος, ο από το άρθρο 559 αρ. 9 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα απ' όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Η διάταξη αυτή, αποτελεί έκφαυση της αρχής της διαθέσεως. Ως αίτηση νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης δηλαδή το αίτημα ή η βάση της αγωγής, ανταγωγής, κύριας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ενδίκου μέσου, αντεφέσεως, ανακοπής ή τριατανακοπής. Την παράβαση προτείνει αυτός που υπέβαλε την αίτηση και όχι ο αντίδικός του. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος αν δεν καθορίζεται ποια αίτηση έμεινε αδίκαστη καθώς και ότι αυτή υποβλήθηκε παραδεκτώς και νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας. Ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος αν από την απόφαση προκύπτει ότι η αίτηση εξετάσθηκε και απορρίφθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 9 Κ.Πολ.Δ. ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο το αίτημα των αναιρεσειόντων να κηρυχθεί άκυρη η επίμαχη διαθήκη εκ του ότι δεν είχε υπογραφεί ευθύς ως συνετάγη στο χώρο του συμβολαιογραφείου της συμβολαιογράφου Χανίων Μαρίας Μυλωνάκη - Κακαβελάκη και τριών μαρτύρων, μεταξύ των οποίων και του μάρτυρος Γ. Ν.. Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ως προς την ως άνω αίτηση, τα ακόλουθα: "Κατόπιν αυτών, η αγωγή, κατά τη βάση της περί ακυρότητος της διαθήκης λόγω απουσίας του μάρτυρος Γ. Ν. του Ι. κατά τη σύνταξή της, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθόσον η μνεία στη διαθήκη ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στα άρθρα 1729-1731 Α.Κ. και ειδικότερα ότι ο άνω μάρτυρας παρέστη από την αρχή μέχρι το τέλος της συντάξεως της ένδικης δημόσιας διαθήκης, αποτελεί εξ ιδίας αντιλήψεως βεβαίωση της συμβολαιογράφου, με συνέπεια να υπάρχει πλήρης απόδειξη περί αυτής και να μη χωρεί σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του Κ.Πολ.Δ. ανταπόδειξη χωρίς να προσβάλλεται ως πλαστή η διαθήκη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε παραδεκτή τη σχετική βάση της αγωγής και ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη έσφαλε. Επομένως, αφού το δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως (χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου) το παραδεκτό και το νόμιμο της αγωγής, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, μπορεί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, έστω και αν ο ενάγων εκκαλεί και παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψή της". Συνεπώς το Εφετείο, εξέτασε την ως άνω αίτηση των αναιρεσειόντων και απέρριψε αυτή. Ακολούθως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 9 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθία πρέπει να απορριφθεί η αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 321/2011 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης και να καταδικασθούν οι ηττώμενοι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων κατά το νόμιμο αίτημα τούτων (άρθρα 183 και 186 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Οκτωβρίου 2011 αίτηση των Α. Π. το γένος Ι. Χ. Χ. στη θέση της οποίας ήδη αποβιωσάσης υπεισήλθαν οι μοναδικοί κληρονόμοι της Ε. Π. του Α. και Α. Π. του Ε., Δ. συζ. Σ. Β. το γένος Ι. Χ. Χ., Ζ. συζ. Ν. Κ., Αθηνάς συζ. Κ. Π. και Ε. συζ. Ε. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 321/2011 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.- Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βίαιη διακοπή της δίκης, απορριπτέοι λόγοι αναίρεσης από 559 αρ. 11 γ, 559 αρ. 19, 559 αρ.9 Κ.Πολ.Δ.
Επανάληψη βίαια διακοπείσας δίκης
Επανάληψη βίαια διακοπείσας δίκης.
0
Αριθμός 1136/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Μ. συζ. Θ. Β., και 2. Γ. Β. του Κ.-Δ., ως κληρονόμοι του Κ. - Δ. Β., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Της καλούσας: Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "Smenter Limited" και έδρα την ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Κανελλόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι οι αρχικοί αναιρεσίβλητοι απεβίωσαν και η ως άνω εταιρία συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη ως ειδικής διάδοχος τους (όπως αναφέρεται και στην από 3/12/2012 κλήση). Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/5/1997 αγωγή του αρχικού διαδίκου Κ. - Δ. Β., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 212/1998 μη οριστική του ιδίου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο λόγω αρμοδιότητας, 55/2001, 117/2004 μη οριστικές και 2/2006 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, 534/2009 μη οριστική και 15/2011 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 19/9/2011 αίτησή του και η καλούσα με την από 3/12/2012 κλήση της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναίρεσης και να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της καλούσας ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 568 παρ.1 ΚΠολΔ, για να προσδιρι8σθεί δικάσιμος επί αιτήσεως αναιρέσεως, ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση προσάγει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, επικυρωμένο αντίγραφο της αναίρεσης της προσβαλλομένης αποφάσεως, των εισαγωγικών εγγράφων της κυρίας δίκης ή των παρεμπιπτουσών δικών και των προτάσεων του ίδιου και των άλλων διαδίκων, αν είναι απαραίτητες για να διαγνωστεί η βασιμότητα των λόγων της αναίρεσης που περιέχονται στο κύριο δικόγραφο ή στο πρόσθετο αναιρετήριο. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 572 παρ.1 ΚΠολΔ, οι διατάξεις των άρθρων 568 έως 571 εφαρμόζονται και όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή ο Εισαγγελέας Εφετών ή ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (ΑΠ 1591/2003) ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη, κληρονόμος αυτού (ΑΠ 644/2000). Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, διαδίκου, ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολομ.ΑΠ 1/1996, ΑΠ 302/2011, ΑΠ 1475/2010). Συνεπώς, εάν εκείνος που έγινε ειδικός διάδοχος του διαδίκου δεν άσκησε παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να επισπεύσει με κλήση τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, η οποία έχει ασκηθεί από κάποιο διάδικο, αφού όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 568 παρ.1 ΚΠολΔ, δικαιούνται να επισπεύσουν τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης μόνον οι διάδικοι. Η κλήση προς συζήτηση της αίτησης αναίρεσης που γίνεται εκ μέρους του ειδικού διαδόχου διαδίκου, ο οποίος δεν άσκησε παρέμβαση, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και συναφώς κηρύσσεται απαράδεκτη και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης εφόσον η υπόθεση φέρεται να συζητηθεί με την κλήση αυτή (ΑΠ 1920/2006, ΑΠ 1345/2009). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς κρίση η από 19-9-2011 αίτηση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των αναιρεσιβλήτων Μ. συζ. Θ. Β., κατοίκου ... και Γ. Β. του Κ.-Δ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ' αριθμό 15/2011 τελεσίδικης αποφάσεως του Εφετείου Πατρών με την από 3-12-2012 κλήση της εδρεύουσας στη ... εταιρείας περιορισμένης ευθύνης "SMENTER LIMITED" με την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου των αναιρεσιβλήτων Μ. συζ. Θ. Β. και Γ. Β., μοναδικών κληρονόμων του αρχικώς ενάγοντος Κ.-Δ. Β.. Με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 15/2001 απόφαση του Εφετείου Πατρών απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των μόνων εφεσιβλήτων Μ. συζ. Θ. Β. και Γ. Β. του Κ. -Δ. και κατά της υπ' αριθμ. 2/2006 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη αγωγή του αρχικώς ενάγοντος Κ.- Δ. Β. κατά του μόνου εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου, περί αναγνωρίσεως του αρχικώς ενάγοντος ως κυρίου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 1.445,79 στρεμμάτων, κειμένου στην Κτηματική Περιφέρεια της Κοινότητας ... . Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο από τη σειρά της στο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσης εταιρείας "SMENTER LIMITED", δήλωσε στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συζητήσεως της υποθέσεως, ότι απεβίωσαν οι αναιρεσίβλητοι Μ. συζ. Θ. Β. και Γ. Β. και ότι η ίδια (καλούσα εταιρεία "SMENTER LIMITED") συνεχίζει τη διακοπείσα δίκη ως ειδική διάδοχος αυτών. Στην ένδικη κλήση ισχυρίζεται η καλούσα εταιρεία ότι επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως ως ειδική διάδοχος των αναιρεσιβλήτων Μ. Β. και Γ. Β., καθώς και του αρχικώς ενάγοντος, δυνάμει των υπ' αριθμ. .../2005 και .../2005 πωλητηρίων συμβολαίων του συμβολαιογράφου Μαραθώνος Σταύρου Παπαδεογεωργή, με τα οποία αγόρασε την επίδικη έκταση και τα οποία έχουν νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιθάκης. Δηλαδή, η συζήτηση της υποθέσεως επισπεύδεται από την ειδική διάδοχο των αναιρεσιβλήτων, στην οποία, με πράξη εν ζωή, μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα το επίδικο ακίνητο. Η καλούσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης "SMENTER LIMITED", με μόνη τη μεταβίβαση αυτή, χωρίς να επικαλείται ότι έχει ασκήσει παρέμβαση στη δίκη, δεν απέκτησε την ιδιότητα του διαδίκου ούτε μετά το θάνατο των αναιρεσιβλήτων, εφόσον επικαλείται μόνον ειδική διαδοχή των αναιρεσιβλήτων και όχι καθολική διαδοχή τούτων ως μοναδικής κληρονόμου των και δεν νομιμοποιείται να επαναλάβει, στη θέση εκείνων, τη δίκη. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 3-12-2012 κλήση της καλούσης εταιρείας "SMENTER LIMITED" και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της από 19-9-2011 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της υπ' αριθμό 15/2011 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-12-2012 κλήση της καλούσης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που εδρεύει στη ... με την επωνυμία "SMENTER LIMITED". Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 19-9-2011 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της υπ' αριθμό 15/2011 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταβίβαση επιδίκου πράγματος μετά την εκκρεμοδικία είναι δυνατή υπό τους όρους του ουσιαστικού δικαίου αλλά δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης. Ο ειδικός διάδοχος μόνον παρέμβαση μπορεί να ασκήσει ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση θανάτου κάποιον εκ των αρχικών διαδίκων.
Μεταβίβαση επιδίκου πράγματος
Μεταβίβαση επιδίκου πράγματος.
1
Αριθμός 1115/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Ζιάκα και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Βαρβάρας Κριτσωτάκη), Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Μαΐου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", που εδρεύει στη Ν. Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Κ. του Γ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ρήγο και 2) Α. συζ. Ι. Κ., κατοίκου ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Γαβαλά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 27-6-2000, 27-12-2000, 12-4-2001 και 18-6-2003 αντίθετες αγωγές των διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1862/2002 μη οριστική και 479/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4511/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-9-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 30-4-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους, δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το, κατά νόμο, αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 669 του ΑΚ, προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν η διάρκειά της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί συνάγεται από το σκοπό και το είδος της, από δε τη διάταξη του άρθρου 672 Α.Κ., προκύπτει, ότι όταν ο εργοδότης, πριν της λήξη της, καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς σπουδαίο λόγο, η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρ. 174, 180 ΑΚ), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υφίσταται η εργασιακή σύμβαση, οπότε ο εργοδότης αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού οφείλει να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας. Περαιτέρω, σπουδαίο λόγο αποτελούν τα περιστατικά εκείνα ή ακόμη και το μεμονωμένο εκείνο περιστατικό, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ' αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να αξιωθεί από οποιοδήποτε εκ των συμβαλλομένων μερών η συνέχιση της σύμβασης μέχρι τη συμφωνημένη ή την εκ του νόμου υποχρεωτική λήξη της. Τέτοιο λόγο καταγγελίας, μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνο η ποινική καταδίκη αλλά ακόμη και η υποψία τέλεσης ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατείχε θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης, μεταξύ των συμβαλλομένων, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν ο μισθωτός παραβαίνει την υποχρέωση πίστης έναντι του εργοδότη, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία, λόγω συνδρομής ορισμένων περιστατικών, που μπορεί να ανάγονται στο πρόσωπο η τις σχέσεις του εργοδότη, η συνέχιση της εργασιακής σχέσης αποβαίνει, με βάση τα παραπάνω αντικειμενικά κριτήρια, μη ανεκτή προς αυτόν. Στην περίπτωση δε επίκλησης από τον καταγγέλλοντα περισσότερων περιστατικών, αρκεί η έρευνα του ενός από αυτά, εφόσον αυτό δικαιολογεί πράγματι την πρόωρη λύση της σύμβασης, διαφορετικά ερευνάται το σύνολο αυτών και αν αθροιστικά αυτά επιβαρύνουν την εργασιακή σχέση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται για τον καταγγέλλοντα μη ανεκτή η συνέχισή της. Εξάλλου, η άσκηση του δικαιώματος της προβλεπόμενης, από το άρθρο 672 ΑΚ, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, η καταγγελία δε της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζόμενου. Τέλος, η πρόβλεψη στον κανονισμό, που έχει συμβατική ισχύ, πειθαρχικών παραπτωμάτων και αντίστοιχων ποινών, δεν αφαιρεί από τον εργοδότη το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, χωρίς προηγουμένη τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας, διότι επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί με την πειθαρχική διαδικασία και την καταγγελία για σπουδαίο λόγο της εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσης επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί, ως επαχθής για τον εργοδότη. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα (ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη), Α. Κ., προσλήφθηκε από την εταιρεία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΕΕΓΑ" στις 13.1.1985, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως υπάλληλος και από 5.8.1987 η εργασιακή της σχέση μεταβιβάσθηκε στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ (ΑΕΕΖΥ)". Από 15.2.1989 παρείχε τις υπηρεσίες της, ως προϊσταμένη του γραφείου εισπράξεων κεντρικού, του Τμήματος Ρευστοποίησης Ασφαλίστρων έως τις 8.7.1997 και ακολούθως ως Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Τμήματος Διαχείρισης Υλικών Μέσων έως τις 29.5.2000. Ο ενάγων (ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος) Σ. Κ. προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία στις 16.11.1987, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως υπάλληλος. Από 17.2.1992 έως 22.12.1995 εργάσθηκε ως Προϊστάμενος του Τμήματος Ρευστοποίησης Ασφαλίστρων και Προμηθειών και από 23.12.1995 ως Προϊστάμενος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης Δικτύου έως τις 30.5.2000. Το ΔΣ της ασφαλιστικής εταιρείας, το έτος 1996, με αφορμή την παρατήρηση των Ορκωτών Ελεγκτών στο "Πιστοποιητικό Ελέγχου" της χρήσης 1995 για ύπαρξη διαφοράς στους λογαριασμούς χρεωστών ασφαλίστρων και δικαιούχων προμηθειών μεταξύ Γενικής Λογιστικής και Αναλυτικού Αρχείου, έδωσε εντολή στον ορκωτό ελεγκτή Κ. Μ., να ενεργήσει ειδικό έλεγχο αρχικά για την περίοδο 1994-1996 και στη συνέχεια για την περίοδο από τη σύσταση της εναγομένης εταιρείας (1987) έως το έτος 1993. Από αυτόν προέκυψε ότι, συνεπεία πράξεων και παραλείψεων υπαλλήλων, υπηρετούντων στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της ασφαλιστικής εταιρείας, υπέστη η τελευταία σημαντική ζημία. Ένεκα τούτου η ασφαλιστική εταιρεία συγκρότησε από στελέχη της δύο Επιτροπές εσωτερικού ελέγχου καθώς και μία Ειδική Ανακριτική Επιτροπή, για τη διερεύνηση του θέματος, τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και τον καταλογισμό ευθυνών. Σύμφωνα με τα πορίσματα των Επιτροπών αυτών προέκυψαν απαιτήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας από μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα ασφαλισμένων της και από προκαταβολές μετρητών σε συνεργάτες της ασφαλιστές, ύψους 155.807.636 ευρώ, οι οποίες διαγράφηκαν από τα βιβλία της παράτυπα και παράνομα με ζημία της και ότι η ζημία αυτή συντελέστηκε με λογιστικά τεχνάσματα του Α. Ι., Οικονομικού Διευθυντή, και με την άμεση συνέργεια των υπαλλήλων της Α. Κ. και Σ. Κ. Με βάση τα πορίσµατα αυτά και κατόπιν των από 16.7.1996 και 21.12.2000 μηνύσεων της ασφαλιστικής εταιρείας, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος µεν του Α. Ι. για υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νοµικού προσώπου, µε ιδιαίτερα τεχνάσματα, από τα οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζηµία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχµών (14.675,5 ευρώ), απιστία κατ' εξακολούθηση και υπεξαγωγή εγγράφων, σε βάρος δε των Α. Κ. και Σ. Κ. για άµεση συνέργεια σε υπεξαίρεση. Ακολούθως η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία προέβη στις 29.5.2000 στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της Α. Κ., µε την ταυτόχρονη καταβολή σ' αυτήν της νόμιμης αποζημίωσης, επικαλούµενη τους εξής "σπουδαίους" λόγους καταγγελίας, οι οποίοι κλόνισαν, κατά τους ισχυρισµούς της, την εµπιστοσύνη της προς το πρόσωπο αυτής και συγκεκριµένα, ότι η Α. Κ., με την προαναφερθείσα ιδιότητά της: α) δεν εξέδωσε γραμμάτια είσπραξης για (3) τρεις επιταγές έκδοσης του ασφαλιστικού πράκτορα της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, Δ. Α. και για είκοσι (20) επιταγές του ασφαλιστικού συνεργάτη αυτής Α. Σ., συνολικού ποσού 16.343.600 δραχμών, οι οποίες είχαν σταλεί απ' αυτούς σε συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες, για την εξόφληση συγκεκριμένων ασφαλίστρων και τις οποίες παρέλαβε η Α. Κ., χωρίς να εκδώσει, όπως είχε υποχρέωση, γραμμάτια είσπραξης γι' αυτές στο όνομα του κομιστή τους, ώστε να αποδεικνύεται η είσοδός του στο ταμείο της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, με αποτέλεσμα να μην εξοφληθούν τα ασφάλιστρα, για τα οποία προορίζονταν οι εν λόγω επιταγές, αλλά να εξοφληθούν αυτά πλασματικά, με τη χρήση ειδικής λογιστικής συναλλαγής (ΕΕ). Συγκεκριμένα με τις ως άνω επιταγές εξοφλήθηκαν ισόποσης αξίας ασφάλιστρα άλλων συνεργατών της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, οι οποίοι, κατά τις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες, είχαν καταθέσει στο γραφείο εισπράξεων Κεντρικού μετρητά τα οποία αφαιρέθηκαν από το ταμείο της ασφαλιστικής εταιρείας, β) δεν μερίμνησε για να εκδοθούν από το Τμήμα Ρευστοποιήσεων Ασφαλίστρων γραμμάτια είσπραξης για ήδη εισπραχθέντα ασφάλιστρα ύψους 10.930.381 δραχµών (ασφάλιστρα "καθ' οδόν" της 31.12.1996), γ) κατά τη σύνταξη των γραμματίων εισπράξεων µετρητών ή επιταγών που παρελάμβανε σε εξόφληση ασφαλίστρων, δεν διαχώριζε επ' αυτών τις επιταγές από τα µετρητά, ούτε προσδιόριζε σ' αυτά ποιος ήταν ο εκδότης των επιταγών και ποια συγκεκριµένα ασφάλιστρα εξοφλούντο κάθε φορά, µε συνέπεια, µε τον τρόπο αυτό, να διευκολύνεται η παράνοµη αντικατάσταση των µετρητών µε επιταγές, δ) δεν µερίµνησε για τη δηµιουργία και την τήρηση πλήρους αρχείου µε όλα τα παραστατικά έγγραφα για τις συναλλαγές που πραγµατοποιούντο από το γραφείο της και ε) µε πράξεις και παραλείψεις της συνέβαλε στη διαμόρφωση διαφοράς µεταξύ των δεδοµένων του Αναλυτικού Αρχείου και της Γενικής Λογιστικής. Περαιτέρω στις 30.5.2000, η ασφαλιστική εταιρεία προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του Σ. Κ., µε την ταυτόχρονη καταβολή σ' αυτόν της νόμιμης αποζηµίωσης, επικαλούµενη τους εξής "σπουδαίους" λόγους καταγγελίας, οι οποίοι κλόνισαν, κατά τους ισχυρισµούς της, την εµπιστοσύνη της ως προς το πρόσωπό του. Συγκεκριμένα, ότι με την προαναφερθείσα ιδιότητά του: α) προέβη στη διαγραφή από τα λογιστικά της βιβλία απαιτήσεών της από ασφάλιστρα, ποσού 90.437.702 δραχμών, με τη χρήση ειδικής λογιστικής συναλλαγής και ότι από το ανωτέρω ποσό των 90.437.702 δραχμών, ποσό 16.343.660 δραχμών αφορά τις επιταγές των συνεργατών της Δ. Α. και Α. Σ., οι οποίες εισήλθαν στο ταμείο, χωρίς να εκδοθεί την ημέρα προσκόμισής τους, γραμμάτιο είσπραξης και με τη λογιστική συναλλαγή (ΕΕ) διαγράφηκαν απαιτήσεις άλλων υπολόγων, (υπό στοιχείο α' περίπτωση Α. Κ.), β) στις 31.12.1993 και 31.12.1994 προέβη στη λογιστική διαγραφή απαιτήσεών της ποσού 54.439.981 δραχμών, από ασφάλιστρα ενεργών συμβολαίων, με μεταφορά αυτών στα αποτελέσματα χρήσης, χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία είσπραξής τους και χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη απόφαση της Διοίκησής της, για τη διαγραφή αυτών, γ) για το ποσό των 10.930.381 δραχμών προέβη σε παράτυπο συμψηφισμό του σε τραπεζικό λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας με ίσου ποσού "καθ' οδόν" ασφαλίστρων, για το οποίο δεν εκδόθηκε το απαραίτητο γραμμάτιο είσπραξης, προκειμένου να εισαχθεί στο ταμείο της και δ) δεν μερίμνησε για τη δημιουργία και την τήρηση πλήρους αρχείου µε όλα τα παραστατικά έγγραφα για τις συναλλαγές που πραγµατοποιούντο από το Τµήµα Ρευστοποίησης Ασφαλίστρων του οποίου προΐστατο. Όμως, δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισµοί της ασφαλιστικής εταιρείας, σχετικά µε την, εκ δόλου, πρόκληση ζηµίας σε βάρος της περιουσίας της από τους Α. Κ. και Σ. Κ., ούτε οι ανωτέρω επικαλούµενοι "σπουδαίοι λόγοι" καταγγελίας των συµβάσεων εργασίας των υπαλλήλων της, συνεπεία των οποίων επήλθε κλονισµός της εµπιστοσύνης της προς το πρόσωπό τους. Ειδικότερα, όσον αφορά την εφεσίβλητη Α. Κ. και για τον πρώτο επικαλούμενο από την ασφαλιστική εταιρεία λόγο καταγγελίας, δηλαδή ότι η Α. Κ. δήθεν δεν εξέδωσε γραµµάτια είσπραξης για επιταγές συνολικού ύψους 16.343.660 δραχµών (επιταγές Δ. Α. και Α. Σ.), αποδείχθηκε ότι δεν ήταν στις αρµοδιότητες της συγκεκριµένης υπαλλήλου να προβαίνει σε τέτοιο έλεγχο, αφού δεν ήταν ταµίας της εταιρείας, ούτε είχε αρμοδιότητα για τη "συμφωνία" των τραπεζικών λογαριασμών ή για εγγραφές σε τραπεζικούς λογαριασµούς ή για εγγραφές ελέγχου (το δικαίωµα χρήσης των εγγραφών ελέγχου αποδεδειγμένα παρείχετο µόνο στη Διεύθυνση Ελέγχου), πέραν του ότι δεν είχε την ιδιότητα της λογίστριας και δεν γνώριζε τις λογιστικές εγγραφές και διαδικασίες. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αρµόδιοι για την έκδοση των γραµµατίων είσπραξης ήταν ο Ταµίας και ο Προϊστάμενος Ταμιακής Διαχείρισης της ασφαλιστικής εταιρείας, οι οποίοι όφειλαν να προβούν στην καταχώρηση του αριθµού της επιταγής επί του γραμματίου είσπραξης, καθώς και όλα τα στοιχεία της επιταγής στο βιβλίο παραλαβής. Άλλωστε αποδείχθηκε, ότι η διαδικασία που ακολουθείτο στο Γραφείο Εισπράξεων στο οποίο προΐστατο η Α. Κ., δεν επέτρεπε την αντικατάσταση μετρητών µε επιταγές, διότι οι εισπράκτορες της εναγοµένης εταιρείας προσκόμιζαν την ηµερήσια είσπραξη στο Γραφείο Εισπράξεων, το οποίο είχε την ευθύνη του ελέγχου των επιταγών και της συµφωνίας των µετρητών µε τις αποδείξεις και ακολούθως επιστρέφονταν στον εισπράκτορα υπογεγραμμένες οι συγκεντρωτικές καταστάσεις εισπράξεων, το δε Γραφείο Εισπράξεων συνέτασσε (συμπλήρωνε) απλώς ένα γραµµάτιο είσπραξης στο οποίο αναγραφόταν το συνολικό ποσό και οι αριθμοί των καταστάσεων που αφορούσε η είσπραξη, πληρώνοντας εν συνεχεία στο Ταμείο της εταιρείας τις καταστάσεις του κάθε εισπράκτορα, παραδίδοντάς του ένα γραμμάτιο είσπραξης. Ο ταµίας είχε την αρμοδιότητα αρίθμησης, ελέγχου και υπογραφής τού γραμματίου είσπραξης, ήτοι αυτός εξέδιδε το γραµµάτιο είσπραξης, ενώ τέλος ακολουθούσε έλεγχος µε διασταύρωση στοιχείων από τα αρµόδια ελεγκτικά όργανα της εναγοµένης. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται κατηγορηµατικά από τους µάρτυρες Ά. Χ. (πρώην Οικονοµικό Διευθυντή της εναγοµένης) και Γ. Β. (εισπράκτορα). Πέραν τούτων η ασφαλιστική εταιρεία δεν αναφέρει συγκεκριµένα, πότε παραδόθηκαν οι επιταγές ύψους 16.343.660 δραχµών στο Γραφείο Εισπράξεων, σε ποιόν υπάλληλο παραδόθηκαν, ποια ασφάλιστρα αντιπροσώπευαν οι ανωτέρω επιταγές, ποιοι πελάτες - συνεργάτες της και πότε είχαν παραδώσει τα µετρητά τα οποία ισχυρίζεται ότι αφαιρέθηκαν από το ταµείο της. Ο ειδικότερος ισχυρισµός της εναγοµένης ότι µεταξύ άλλων και τρεις (3) επιταγές, έκδοσης Δ. Α. εστάλησαν στην εταιρεία για εξόφληση συγκεκριµένων αποδείξεων ασφαλίστρων ασφαλιστηρίων συµβολαίων που καταγράφονται σε καταστάσεις, οι οποίες (επιταγές και καταστάσεις) παρελήφθησαν από την Α. Κ. καθώς και ότι τα ασφάλιστρα αυτά εξοφλήθηκαν πραγµατικά µε τη χρήση ειδικής λογιστικής συναλλαγής (ΕΕ) ουδόλως αποδείχθηκε, εφόσον από την προσκοµιζόµενη "Συγκεντρωτική Κατάσταση Αποδείξεων Εισπραχθέντων Ασφαλίστρων Ζωής" της 31.12.1993 του Δ. Α., συνολικού ποσού 6.684.062 δραχµών, προκύπτει ότι η Κατάσταση αυτή δεν φέρει την υπογραφή της Α. Κ., ούτε άλλου υπαλλήλου του Γραφείου Εισπράξεων στη θέση του "ΠΑΡΑΛΑΒΟΝΤΟΣ", πράγµα που σημαίνει ότι η συγκεκριμένη κατάσταση δεν παρελήφθη από το Γραφείο Εισπράξεων, ούτε φέρει ηµεροµηνία ή αύξουσα αρίθμηση, όλες δε οι επί µέρους καταστάσεις είναι χαρακτηρισμένες µε την ένδειξη "ΛΕ" (λογιστική εγγραφή) και όχι "ΕΕ", ήτοι είχαν όλες εξοφληθεί µε τις προσκομισθείσες επιταγές και όχι µε "ΕΕ". Το ίδιο ισχύει και για την "Συγκεντρωτική Κατάσταση Αποδείξεων Εισπραχθέντων Ασφαλίστρων Ζωής", που αφορά τις είκοσι (20) επιταγές του ασφαλιστικού συνεργάτη της εναγοµένης Α. Σ. Στις µηχανογραφικές καταστάσεις που προσκόµισε η ασφαλιστική εταιρεία και επισυνάπτει στην αγωγή της, ως ενάγουσα, εµφανίζεται στη δεύτερη (από αριστερά) στήλη ο αριθµός 901231, ο οποίος ωστόσο είναι ο ίδιος σε όλα τα παραστατικά (ΕΕ), χωρίς δηλαδή να προκύπτει ότι πρόκειται για "αριθµό σειράς", ούτε όµως η ασφαλιστική εταιρεία προσκόµισε το πινάκιο εισαγωγής των επιταγών (από το Κεντρικό Ταµείο), προκειµένου να αποδείξει ότι, κατά τις συγκεκριμένες ηµεροµηνίες που επικαλείται, οι επιταγές ήταν πολύ λιγότερες των µετρητών, ενώ περαιτέρω αποδεικνύεται ότι: α) το γραµµάτιο είσπραξης, µε αριθµό (350,) δεν προκύπτει ότι αφορά στο αναφερόμενο σε µία από τις καταστάσεις ποσό των 2.000.000 δραχµών, β) για τα γραµµάτια είσπραξης, µε αριθµούς 347, 348, 349, 247, 340, 341, 342, 343, 344, 345, που είναι γραµµάτια επαρχίας, είχαν κατατεθεί ισόποσες επιταγές, γ) το γραµµάτιο είσπραξης, µε αριθµό 339, αφορά σε πληρωµή οµαδικών συµβολαίων ήτοι του εκδοτικού οίκου … και της εταιρείας "ΝΟΜΙΚΟΣ ΑΕ", ήτοι συµβολαίων που πληρώνονται µε επιταγές, και δεν προσκοµίσθηκε η σχετική κατάσταση, δ) το γραµµάτιο είσπραξης, µε αριθµό 447, που αφορά σε εισπράκτορα Αθηνών (και δη το µοναδικό της συγκεκριµένης ηµεροµηνίας) µε σύνολο 291.113 δραχµών, δεν αποδεικνύει τους ισχυρισµούς της ασφαλιστικής εταιρείας, ε) τα γραµµάτια είσπραξης, µε αριθµούς 441, 442, 443, 444 και 445, αφορούν σε εισπράξεις επαρχίας, πλην του τελευταίου που αφορά σε πράκτορα, ισόποσες δε επιταγές είχαν διατρηθεί την αντίστοιχη ηµεροµηνία, στ) τα γραµµάτια είσπραξης, µε αριθµούς 392 και 394, αφορούν σε εισπράξεις από …και …αντίστοιχα, µε ισόποσες επιταγές, που βρίσκονταν στη µηχανογραφική κατάσταση επιταγών, την αντίστοιχη ηµεροµηνία και ζ) το γραµµάτιο είσπραξης, µε αριθµό 393, αφορά σε είσπραξη τεσσάρων εισπρακτόρων Αθηνών, οι οποίοι εκείνη την ημέρα είχαν προσκομίσει επιταγές και μετρητά (με σύνολο καταστάσεων, μετρητών και επιταγών 1.247.298 δραχμών). Αναφορικά με το δεύτερο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της Α. Κ., δηλαδή ότι, ως Προϊσταμένη του Γραφείου Εισπράξεων, δεν μερίμνησε για να εκδοθούν γραμμάτια είσπραξης, για ασφάλιστρα που είχαν εισπραχθεί "καθ' οδόν", ύψους 10.930.381 δραχμών, προκειμένου να εισαχθούν τα ισόποσα μετρητά στο ταμείο της εταιρείας, αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω ποσό δεν αφορούσε ασφάλιστρα "καθ' οδόν" αλλά αποζημιώσεις που είχε πληρώσει η Αγροτική Τράπεζα το έτος 1992 (τακτοποίηση ζημιών) και δεν είχε ενημερώσει τις Οικονομικές Υπηρεσίες της εναγομένης εταιρείας. Τούτο προκύπτει και από την "ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΕΕΖΥ", του ορκωτού ελεγκτή, Κων/νου Μπουντούνη, ο οποίος, κάτω από το γενικό τίτλο "ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ", αναφέρει "Πρόκειται για μεταφορά ποσού 10.930.381 δραχμών στον παρόντα λογαριασμό με πίστωση του λογαριασμού 38906200000 "Λογαριασμός Ταυτοποίησης Καταθέσεων".... Με τις κινήσεις αυτές μεταφέρθηκε από και προς τον ανωτέρω λογαριασμό, με χρεοπίστωση του παρόντος λογαριασμού, τραπεζική διαφορά ποσού 10.930.381 δραχµών.... Το εν λόγω ποσό αφορά αποζημιώσεις οι οποίες πληρώθηκαν από την ΑΤΕ το έτος 1992, ενώ από την εναγοµένη εταιρεία λογιστοποιήθηκαν το 1993. Οι κινήσεις αυτές δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο λογιστικό ενδιαφέρον και ότι τα έξοδα της εταιρείας ενημερώθηκαν ετεροχρονισμένα, όσον αφορά στις εν λόγω αποζημιώσεις. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η Α. Κ., στα πλαίσια των εργασιακών της καθηκόντων, δεν µερίµνησε για τον ευδιάκριτο διαχωρισµό των µετρητών από τις επιταγές που παρελάµβανε σε εξόφληση των απαιτήσεων της ασφαλιστικής εταιρείας από ασφάλιστρα, ούτε ότι δεν επιδείκνυε επιµέλεια για τον σχηµατισµό, τήρηση και διαφύλαξη αρχείου µε όλα τα παραστατικά έγγραφα των συναλλαγών του γραφείου της, ενώ τέλος, δεν αποδείχθηκε, ότι η τελευταία µε πράξεις ή παραλείψεις της, συνέβαλε στη διαµόρφωση διαφοράς µεταξύ των δεδοµένων του Αναλυτικού Αρχείου και της Γενικής Λογιστικής. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η Α. Κ. υπήρξε, κατά τη διάρκεια της 15ετούς υπηρεσίας της στην ασφαλιστική εταιρεία, άριστη υπάλληλος και ευσυνείδητη, συγκεντρώνοντας στις επιµέρους βαθµολογίες της στα φύλλα ποιότητος το βαθµό "Άριστα" (δηλαδή 116 βαθµούς µε άριστα το 116) από όλους τους Προϊσταµένους της και σε όλα τα έτη εργασίας της. Περαιτέρω, όσον αφορά τον εφεσίβλητο Σ. Κ. και για τον πρώτο επικαλούμενο από την ασφαλιστική εταιρεία λόγο καταγγελίας δηλαδή ότι διέγραψε από τα λογιστικά βιβλία της ασφαλιστικής εταιρείας απαιτήσεις αυτής από ασφάλιστρα ύψους 90.437.702 δραχµών, αποδείχθηκε ότι το χρηµατικό αυτό ποσό εισπράχθηκε από διάφορους συνεργάτες αυτής, οι οποίοι δεν της το απέδωσαν, η δε τελευταία ουδέποτε διερεύνησε αν οι ασφαλισµένοι της είχαν καταβάλει στους συνεργάτες της τα ασφάλιστρα. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τις ένορκες καταθέσεις (στα πλαίσια της ποινικής δίκης) των µαρτύρων Ν. Ζ., Κ. Χ., Ε. Ρ. και Θ. Κ., οι οποίοι αναφέρουν ότι "η ασφαλιστική εταιρεία όσον αφορά την οικονοµική διαχείριση χρησιμοποιούσε σύστηµα και διαδικασίες διάτρητες, οι οποίες από µόνες τους συνετέλεσαν στην εκκαλούµενη ζηµία της, ότι είχε ενηµερωθεί ο Διευθύνων Σύµβουλος αυτής για τις διαφορές του λογιστικού και µηχανογραφικού αρχείου, πλην όµως ο τελευταίος δεν επιθυμούσε να "ξεκαθαρίσει" τα αρχεία για να µην µειωθεί ο "τζίρος" της εταιρείας, ότι κάποιες εγγραφές γίνονταν καθυστερηµένα και ότι µέχρι να ολοκληρωθεί το µηχανογραφικό σύστηµα υπήρχαν πολλά προβλήµατα και σηµαντικές αποκλίσεις στα δύο αρχεία". Όσον αφορά την καταγγελόµενη ατασθαλία ποσού 54.439.941 δραχµών, το οποίο µεταφέρθηκε στα αποτελέσµατα χρήσης, αποδείχθηκε ότι την αποκλειστική ευθύνη της µεταφοράς του εν λόγω ποσού είχε ο Οικονοµικός Διευθυντής της ασφαλιστικής εταιρείας, κατά τον κρίσιµο χρόνο, Α. Ι. και όχι ο Σ. Κ., η δε διαγραφή αυτού ήταν εν γνώσει της Διοίκησής της. Για το ποσό των 16.343.660 δραχµών το οποίο εισήλθε στο Ταµείο της ασφαλιστικής εταιρείας µε τις επιταγές των συνεργατών της Δ. Α. και Α. Σ. αποδείχθηκε ότι δεν ήταν στα εργασιακά καθήκοντα του Σ. Κ. η έκδοση γραµµατίων είσπραξης, ούτε ότι αυτός είχε οποιαδήποτε σχέση ή συναλλαγή µε τους ασφαλιστικούς πράκτορες της εταιρείας, ούτε ότι είχε φέρει ποτέ επιταγές ή χρήµατα στο Ταµείο της, ούτε ότι είχε ασχοληθεί µε την έκδοση γραµµατίων είσπραξης, ενώ για το ποσό των 10.930.381 δραχµών, όπως επισηµαίνεται ανωτέρω για την Α. Κ., τούτο δεν αποτελούσε "ασφάλιστρα καθ' οδόν", αλλά αποζημιώσεις που πληρώθηκαν από την Αγροτική Τράπεζα το έτος 1992 και λογιστοποιήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρεία το έτος 1993. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ο Σ. Κ. δεν µερίµνησε για το σαφή διαχωρισµό των µετρητών από τις επιταγές που παραλάµβανε στο Τµήµα του, σε εξόφληση των απαιτήσεων της εταιρείας από ασφάλιστρα, εφόσον η εν λόγω εργασία δεν ήταν της αρµοδιότητάς του, ούτε όµως αποδείχθηκε ότι αυτός δεν µερίµνησε για το σχηµατισµό, τήρηση και διαφύλαξη αρχείου µε τα παραστατικά έγγραφα των συναλλαγών του Τµήµατός του, ούτε ότι προέβη σε κακή και ηµιτελή χρήση της συναλλαγής (ΕΕ). Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο Σ. Κ. υπήρξε κατά τη διάρκεια της 12ετούς υπηρεσίας του στην ασφαλιστική εταιρεία συνετός υπάλληλος και ότι εκτελούσε µε επιµέλεια τις εντολές και τις οδηγίες των Προϊσταμένων του και της Διοίκησης της εταιρείας, καθώς και ότι ουδέν χρηµατικό ποσό αποκόµισε, ούτε περιήλθε στην κατοχή του κάποιο από τα προαναφερθέντα χρηµατικά ποσά. Με βάση τα ανωτέρω, καταλήγει το Εφετείο, δεν αποδεικνύονται οι επικαλούµενοι από την ασφαλιστική εταιρεία "σπουδαίοι λόγοι" καταγγελίας των επίδικων συµβάσεων εργασίας των υπαλλήλων της, Α. Κ. και Σ. Κ., ούτε επίσης ο επικαλούμενος "ανεπανόρθωτος κλονισµός" της σχέσης εµπιστοσύνης αυτής προς το πρόσωπό τους, αν ληφθεί µάλιστα υπόψη ότι οι ανωτέρω υπάλληλοι διατηρούσαν µεν υπεύθυνη θέση Προϊσταµένου, πλην όµως δεν ήταν διευθυντικά ή επιτελικά στελέχη της ασφαλιστικής εταιρείας, µε καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων για την οικονοµική και διαχειριστική πολιτική της εταιρείας. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι από 29.5.2000 και 30.5.2000 καταγγελίες των συµβάσεων εργασίας, αντίστοιχα, της Α. Κ. και του Σ. Κ., έγιναν χωρίς σπουδαίους λόγους, ενισχύεται και από το γεγονός, ότι µε την 1223/2008 αµετάκλητη απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Κακουργηµάτων Αθηνών, οι ανωτέρω υπάλληλοι αθωώθηκαν, οµόφωνα, της αποδιδομένης σ' αυτούς κατηγορίας για άµεση συνέργεια σε κακουργηματική υπεξαίρεση (µε αυτουργό τον Α. Ι.), σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία συνίσταται στις προαναφερθείσες πράξεις αυτών, που επιστηρίζουν τους δήθεν "σπουδαίους λόγους" καταγγελίας των συµβάσεων εργασίας τους. Πέραν των ανωτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν αποδείχθηκε ότι η Α. Κ. και ο Σ. Κ. κλήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου να παράσχουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 εδάφ. δ' του έχοντος συμβατική ισχύ Κανονισμού Εργασίας της, που προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία για την αναγνώριση της συνδρομής του σπουδαίου λόγου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου των υπαλλήλων της, η δε εξέταση της Α. Κ. στις 4.10.1999 ως μάρτυρος (και όχι ως πειθαρχικώς ελεγκτέας) κατά τη διάρκεια της διαταχθείσας από την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία ΕΔΕ, ήτοι ένα έτος πριν από την απόλυσή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή υποκαθιστά το δικαίωμα ακρόασής της από τα αρμόδια όργανα της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, ούτε εφαρμόσθηκε, ως προς αυτούς, (Α. Κ. - Σ. Κ.) το άρθρο 41 του Κανονισμού Εργασίας αυτής περί θέσεως προηγουμένης των ανωτέρω δύο υπαλλήλων της στη διάθεση της εργοδότριας ασφαλιστικής εταιρείας μέχρις ότου ολοκληρωθεί η τυχόν αρξάμενη πειθαρχική διαδικασία σε βάρος τους ή μέχρις ότου αποφανθεί το αρμόδιο Δικαστήριο επί της συνδροµής ή µη σπουδαίου λόγου καταγγελίας των συµβάσεων εργασίας αυτών. Αντίθετα και οι δύο υπάλληλοι απολύθηκαν το έτος 2000, για τις αναφερθείσες αντισυμβατικές και αδικοπρακτικές ενέργειες που, κατά τους ισχυρισµούς της ασφαλιστικής εταιρείας, είχαν διαπράξει κατά τα έτη 1992 - 1995, χωρίς ωστόσο η τελευταία να εξηγεί επαρκώς τους λόγους για τους οποίους δεν είχε κινητοποιήσει, σε προγενέστερο της απόλυσής τους χρονικό διάστηµα, τις αρµόδιες Ελεγκτικές Υπηρεσίες της για τη διερεύνησή των. Εποµένως, οι ένδικες καταγγελίες των συµβάσεων εργασίας έγιναν στην πραγµατικότητα από λόγους εµπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπο των ανωτέρω υπαλλήλων από την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία και συγκεκριµένα όσον αφορά την Α. Κ., διότι είχε καταθέσει ως µάρτυρας ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιµο της 22.10.1999 επί αγωγής του πρώην Οικονοµικού Διευθυντή της εκκαλούσας, Ά. Χ. κατ' αυτής καθώς και ενώπιον του Ανακριτή στις 17.6.1999 επί μήνυσης του Ά. Χ. κατά των Προέδρου και Διευθύνοντος Συµβούλου της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, Π. Λ. και Τ. Λ., αντίστοιχα, όσον δε αφορά το Σ. Κ. λόγω των αντιπαραθέσεων που είχε με τη Διοίκηση της ασφαλιστικής εταιρείας, για την κριτική που είχε συστηματικά ασκήσει τόσο προφορικώς όσο και εγγράφως σε αποφάσεις και πολιτικές αυτής, ιδιαίτερα δε κατά του Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής Π. Λ. και οι οποίες (κριτικές), απέβλεπαν στην προστασία των συμφερόντων της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας. Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ένδικες καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων των Α. Κ. και Σ. Κ. από την ασφαλιστική εταιρεία που, έγιναν χωρίς τους σπουδαίους λόγους που επικαλέσθηκε η τελευταία και χωρίς να τηρηθούν γι' αυτές οι προϋποθέσεις του κανονισμού της, οφείλονταν δε, αποκλειστικά, σε εμπάθεια και εκδικητικότητα, ήταν καταχρηστικές (άρθρο 281 ΑΚ), και άκυρες. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, ότι, από την ακυρότητα των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των Α. Κ. - Σ. Κ., η ασφαλιστική εταιρεία κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας των και υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτούς το μισθό τους, για το επίδικο χρονικό διάστημα από την απόλυσή τους μέχρι την αιτούμενη ημερομηνία ήτοι στην μεν Α. Κ. τους μισθούς υπερημερίας εννέα μηνών, που εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από 30.5.2000 έως 28.2.2001, ανερχόμενους στο ποσό των 11.933,84 ευρώ, στο δε Σ. Κ. τους μισθούς υπερημερίας δέκα επτά μηνών, που εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από 30.5.2000 έως 31.10.2001, ανερχόμενους στο ποσό των 32.621,30 ευρώ. Ακόμη, δέχθηκε, ότι η ασφαλιστική εταιρεία, δια των εκπροσώπων της, με την ανωτέρω συμπεριφορά τους, προσέβαλε την προσωπικότητα των αναιρεσίβλητων, ως ατόµων και εργαζοµένων, µε αποτέλεσµα να προξενηθεί σ' αυτούς ηθική βλάβη. Έτσι, έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει τη ζηµία που έχει προκληθεί σ' αυτούς, από την άδικη αυτή πράξη, στην οποία περιλαµβάνεται και η χρηµατική ικανοποίηση, η οποία αν ληφθούν υπόψη η σοβαρότητα της προσβολής, οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέσθηκε, ο χρόνος που διήρκεσε, ο βαθµός του πταίσματος των οργάνων της εκκαλούσας, η προσωπικότητα των εφεσιβλήτων και η οικονοµική κατάσταση των διαδίκων, πρέπει να αποτιµηθεί στο ποσό των 3.000 ευρώ, για τον καθένα. Με βάση τις παραδοχές αυτές, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά ένα μέρος, τις αγωγές των αναιρεσίβλητων και επιδίκασε τα παραπάνω ποσά, απέρριψε δε την αγωγή της αναιρεσείουσας, διότι δεν αποδείχθηκαν οι αποδιδόμενες στους αναιρεσίβλητους παραβιάσεις των συμβατικών τους υποχρεώσεων και οι άδικες πράξεις, στις οποίες αυτή θεμελιώνει την ασκηθείσα με την αγωγή της αξίωση αποζημίωσης. Για τη κρίση του αυτή το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του, ως προς την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 672 Α.Κ., 281 και 914, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των και δεν υπέπεσε στην, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια που του αποδίδεται με τους, συναφείς, πρώτο και τέταρτο (κατά το πρώτο μέρος του) λόγους της αναίρεσης. Συγκεκριμένα το Εφετείο, σαφώς δέχεται, 1) όσον αφορά τους ανωτέρω λόγους καταγγελίας, ότι, σε αντίθεση με όσα είχε υποστηρίξει η αναιρεσείουσα, δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αυτή επιχειρεί να τους θεμελιώσει και συνεπώς είναι αναληθείς, 2) ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι αναιρεσίβλητοι είχαν επιδείξει επαγγελματική επάρκεια και ικανοποιητική διοικητική ικανότητα και 3) ότι οι ίδιοι δεν υπέπεσαν στις πλημμελείς ενέργειες και παραλείψεις, ούτε τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται, ούτε βαρύνονται με κάποιας μορφής υπαιτιότητα, η οποία να συνετέλεσε στις οικονομικές ατασθαλίες και τη ζημία που επικαλείται η αναιρεσείουσα. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, οι οποίες προβάλλονται με τους παραπάνω λόγους αναίρεσης, ότι το Εφετείο α) δεν αιτιολογεί για ποιο λόγο αποδίδει βαρύτητα, στο γεγονός ότι "δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί δεν κλήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρεία να παράσχουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 εδ. δ' του έχοντος συμβατική ισχύ Κανονισμού Εργασίας", β) αν και δέχεται ότι, "με βάση τα αναφερόμενα πορίσματα των Επιτροπών Ελέγχου", ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του Α. Ι., για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και σε βάρος των αναιρεσίβλητων, για άμεση συνέργεια στην υπεξαίρεση, όμως, αντιφατικά, δέχεται και ότι δεν απεδείχθησαν οι ισχυρισμοί της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας "σχετικά με τη εκ δόλου πρόκληση ζημίας", σε βάρος της περιουσίας της, από τους Α. Κ. και Σ. Κ., δίχως μάλιστα και να αιτιολογεί για ποιο λόγο τα πορίσματα δεν αποτελούν μέρος του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, ή γιατί δεν λαμβάνει υπόψη του την αμέλεια των αναιρεσίβλητων, γ) αν και δέχεται, δίχως μάλιστα να αιτιολογεί την κρίση του, ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν ήταν ταμίες και ότι δεν είχαν αρμοδιότητα να εκδώσουν τα παραπάνω γραμμάτια, όμως δέχεται και ότι η πρώτη ήταν Προϊσταμένη του Γραφείου Εισπράξεων Κεντρικού και Τμήματος Ρευστοποίησης και ακολούθως από 8-7-1989 Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του τμήματος διαχείρισης υλικών, και ο δεύτερος Προϊστάμενος του Τμήματος Ρευστοποίησης Ασφαλίστρων και Προμηθειών και από 23-9-1995 Προϊστάμενος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης Δικτύου, δ) αν και δέχεται την ύπαρξη αμέλειας των αναιρεσίβλητων, ως προς την υπεξαίρεση, όμως δεν δέχεται, δίχως μάλιστα να αιτιολογεί την κρίση του, ότι αυτή θεμελιώνει σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης, είναι απορριπτέες. Συγκεκριμένα, α) η δεύτερη και τρίτη, κατά το μέρος που με αυτές προβάλλεται η αντιφατική αιτιολογία της απόφασης, ως αβάσιμες, διότι οι επικαλούμενες, ως άνω, παραδοχές δεν είναι αντιφατικές, β) η πρώτη και τέταρτη, ως απαράδεκτες, αφού το Εφετείο, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών του, σαφώς δέχεται, ότι για τις επικαλούμενες ατασθαλίες και την πρόκληση ζημίας στην αναιρεσείουσα, δεν βαρύνει τους αναιρεσίβλητους υπαιτιότητα (στην οποία, προδήλως, περιλαμβάνεται και η αμέλεια) και γ) όλες, κατά το υπόλοιπο μέρος τους, ως απαράδεκτες, διότι αναφέρονται στην ανέλεγκτη, επί της ουσίας, κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, οι ανωτέρω λόγοι είναι αβάσιμοι, στο σύνολό τους. Εξάλλου, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται από την αναιρεσείουσα και η πλημμέλεια από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστη την αγωγή της, για αποζημίωση, στηριζομένη σε υπαιτιότητα των εναγομένων (αμέλεια), είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο, απέρριψε την αγωγή, στο σύνολό της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε, ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε, ως ανύπαρκτη. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε και ότι "η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι, από 29.5.2000 και 30.5.2000, καταγγελίες των συµβάσεων εργασίας, αντίστοιχα, της Α. Κ. και του Σ. Κ., έγιναν χωρίς σπουδαίους λόγους, ενισχύεται και από το γεγονός, ότι µε την υπ' αριθµ. 1223/2008 αµετάκλητη απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Κακουργηµάτων Αθηνών, οι ανωτέρω υπάλληλοι αθωώθηκαν, οµόφωνα, της αποδιδόμενης σ' αυτούς κατηγορίας για άµεση συνέργεια σε κακουργηματική υπεξαίρεση (µε αυτουργό τον Α. Ι.), σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία συνίσταται στις προαναφερθείσες πράξεις αυτών (οικονοµικές ατασθαλίες), που επιστηρίζουν τους δήθεν "σπουδαίους λόγους" καταγγελίας των συµβάσεων εργασίας τους". Συνεπώς, από αυτήν προκύπτει ότι το Εφετείο κατέληξε στην παραπάνω κρίση του, όχι με βάση δεδικασμένο, που προκλήθηκε από την 1223/2008 απόφαση, αλλά συνεκτιμώντας το περιεχόμενο της απόφασης αυτής και εκείνο των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Κατ' ακολουθίαν δεν υπέπεσε στην παραπάνω πλημμέλεια και ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος, λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340, 341 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι ο δικαστής, για να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλως η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 γ' του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, εφόσον από την απόφαση αποδεικνύεται, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισαν οι διάδικοι με επίκληση. Αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια από αυτά προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, αν από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και ιδίως έγγραφο. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του, α) το 3883/2001 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έπαυσε η ποινική δίωξη σε βάρος όλων των εναγομένων, για την πράξη της απιστίας και 2) την 1223/2008 απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, είναι αβάσιμος διότι με την απόφαση βεβαιώνεται, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που προσκόμισαν οι διάδικοι με επίκληση, από τη βεβαίωση δε αυτή, σε συνδυασμό με την αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι λήφθηκαν υπόψη και τα συγκεκριμένα έγγραφα. Ειδικότερα δε, όσον αφορά την 1223/2008 απόφαση, είναι και απαράδεκτος, αφού αντιφάσκει με τον προηγούμενο, από τον αρ. 16 του άρθρου 559, λόγο. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 24-9-2012, αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 4511/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο 1) διέλαβε στην απόφασή του6, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 672 Α.Κ., 281 και 914, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των 2) κατέληξε στην κρίση του, όχι με βάση δεδικασμένο, που προκλήθηκε από την 1223/2008 απόφαση, αλλά συνεκτιμώντας το περιεχόμενο της απόφασης αυτής και εκείνο των λοιπών αποδεικτικών μέσων και 3) έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Απορρίπτει αίτηση.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 1116/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Ζιάκα και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Βαρβάρας Κριτσωτάκη), Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Μαΐου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Θ. Β. του Π., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Μανούσου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΑΕΕΕ - ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ - ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΙΝΩΝ - ΠΟΤΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΑΕΕΕ", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπαδημητρόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-3-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1217/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5974/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-10-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 30-4-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ, 6 Α.Ν. 765/1943 που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι ο παραγωγός πωλήσεων (περιοδεύων πωλητής) συνδέεται με τον εργοδότη του με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας όταν α) αμείβεται με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και του τρόπου καταβολής του και β) οι παρεχόμενες από τον εργοδότη του οδηγίες, αναφορικά με τον τόπο και χρόνο απασχόλησής του, είναι δεσμευτικές γι' αυτόν, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τις οδηγίες και τις υποδείξεις του, αλλά και να δέχεται τον έλεγχο για την εκτέλεση της εργασίας του. Αν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και ειδικότερα αν ο παρέχων την εργασία δεν υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη, πρόκειται για σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Έτσι ο παραγωγός πωλήσεων, που παρέχει την εργασία του με μισθό, ο οποίος συνίσταται είτε σε πάγιο, κατά μήνα, μισθό, είτε σε ορισμένο ποσοστό επί των πωλήσεων ή και σε συνδυασµό αμφοτέρων, συνδέεται µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, όταν παρέχει την εργασία του, σύµφωνα µε τους όρους της σύµβασης, κάτω από τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη. Ο τρόπος δε υπολογισµού της αµοιβής του δεν ασκεί επίδραση στο χαρακτήρα της σύμβασης ως εξαρτηµένης εργασίας, ούτε αλλάζει από το γεγονός ότι ο µισθωτός, λόγω της φύσης της εργασίας του, ως περιοδεύων πωλητής, αναπτύσσει πρωτοβουλία, ως προς τον τρόπο εκτέλεσής της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 § 1 Ν. 3239/1955, ατοµική σύµβαση εργασίας, που καταρτίζεται από εκείνο που δεσμεύεται από Σ.Σ.Ε., θεωρείται ότι περιέχει, αυτοδικαίως, τους καθορισθέντες με τη συλλογική σύμβαση όρους, με αποτέλεσμα να είναι άκυρες οι τυχόν αντίθετες συμφωνίες. Όροι των ατοµικών συµβάσεων εργασίας ευνοϊκότεροι για το µισθωτό εκείνων που περιέχονται στη Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι και οι περιοδεύοντες πωλητές, εγκύρως, συμφωνούν µε τον εργοδότη τους η αµοιβή τους να απαρτίζεται, α) από τις αποδοχές που προβλέπονται από τις εκάστοτε ΣΣΕ ή ΔΑ για τους περιοδεύοντες πωλητές και β) από την καταβολή σ' αυτούς, επί πλέον των άνω αποδοχών και ποσοστού επί των πραγματοποιούμενων εκάστοτε πωλήσεων. Εφόσον υπάρχει τέτοια συμφωνία, ο εργοδότης οφείλει τόσο τον προβλεπόμενο από τις ΣΣΕ ή τις ΔΑ μισθό, όσο και τα συμφωνημένα ποσοστά επί των πωλήσεων που πραγματοποιεί ο περιοδεύων πωλητής και δεν επιτρέπεται σ' αυτόν να καταβάλει μικρότερο μισθό του προβλεπομένου από τις εκάστοτε ΣΣΕ ή ΔΑ στις οποίες παραπέμπει η ατομική σύμβαση εργασίας και για συμπλήρωση του ελλείποντος να φέρει προς συμψηφισμό, τα ποσά που καταβάλλει από συμφωνημένο ποσοστό επί των πωλήσεων. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 §§ 1 και 2 του ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέραν από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια διάρκειας της ημερήσιας εργασίας δικαιούνται αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, που είναι ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, αυξημένο κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί, που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα πέραν των απαιτήσεών τους από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και πρόσθετη αποζημίωση, ίση προς το 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου τους. Κατά δε το άρθρο 6 της από 14.2.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κηρύχτηκε εκτελεστή με την Υ.Α. 11770/2030/1984, η εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως την συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασίας) καταβάλλεται αµοιβή σύµφωνα µε το άρθρο 9 της 1/1982 ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχτηκε εκτελεστή µε την ΥΑ 11245/1982, η οποία κυρώθηκε µε το άρθρο 29 του ν. 1346/1983, δηλαδή µε το ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 25%, το οποίο κατά το άρθρο 5 της από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε µε τον ν. 133/ 1975, υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου µισθού. Ειδικά για τους εργαζόµενους µε το σύστηµα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπως είναι οι υπάλληλοι των εµπορικών επιχειρήσεων, για τους οποίους µε το άρθρο 42 § 4 του v. 1876/1990 καθιερώθηκε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία µε διάρκεια 40 ωρών, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιµες πέντε (5) ηµέρες της εβδομάδος απασχόληση πέραν των 40 και µέχρι τη συµπλήρωση 45 ωρών εργασίας εβδοµαδιαίως. Έτσι, για τους εργαζόµενους µε το σύστηµα της πενθήµερης εβδοµαδιαίας εργασίας: α) η εργασία που παρέχεται πέρα από το εβδοµαδιαίο ωράριο, που έχει καθοριστεί µε ατοµική συµφωνία ή µε συλλογική σύµβαση εργασίας ή µε διαιτητική απόφαση για κάθε κατηγορία εργαζοµένων, η οποία ανέρχεται γενικά σε 40 ώρες και µέχρι τη συµπλήρωση του ανώτατου νοµίµου ωραρίου των 45 ωρών, ήτοι η 41η έως 45η ώρες την εβδοµάδα αποτελούν υπερεργασία, η οποία αµείβεται µε το ωροµίσθιο και προσαύξηση 25%, β) η εργασία που παρέχεται πέραν των 45 ωρών, ήτοι οι 46η, 47η, 48η ώρες, απoτελoύν ιδιόρρυθμη υπερωρία, η οποία αμείβεται με το ωρομίσθιο και προσαύξηση 25% και γ) η εργασία που παρέχεται πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως αποτελεί υπερωρία, η οποία όταν είναι νόμιμη αμείβεται σύμφωνα με το άρθρο 1 §§ 1 και 2 του ν. 435/1976, ήτοι οι 60 πρώτες ώρες με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, οι 60 επόμενες με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% και πέραν των 120 ωρών με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. Για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση οφείλεται στο μισθωτό, κατά τα άρθρα 904 επομ. ΑΚ, το ποσό που ο εργοδότης θα κατέβαλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές περιστάσεις του τελευταίου, όπως προϋπηρεσία, οικογενειακά επιδόματα κ.λπ., αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται πλουσιότερος ο εργοδότης από την υπερωριακή απασχόληση του απασχοληθέντος μισθωτού καθώς και πρόσθετη αποζημίωση, ίση προς το 100% του ωρομισθίου. Από 1-4-2001 όμως η υπερεργασία καταργήθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2874/2000, οπότε η μεν απασχόληση πέρα από τις 40 ώρες και μέχρι τις 43 ώρες την εβδομάδα θεωρείται "ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση", η οποία αµείβεται µε το ωροµίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, η δε απασχόληση πέραν των 43 ωρών εβδοµαδιαίως θεωρείται υπερωριακή, ως προς όλες τις νόµιµες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης για την οποία οφείλεται, α) µέχρι τις 120 ώρες το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο προσαυξηµένο κατά 50%, β) για τις πέραν των 120 ωρών το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο προσαυξηµένο κατά 75% και γ) για κάθε ώρα παράνοµης υπερωρίας το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο προσαυξηµένο κατά 150%, δηλαδή συνολική αµοιβή ίση µε το 250% του καταβαλλόµενου ωροµίσθιου, που πλέον στηρίζεται στη διάταξη της § 5 του άρθρου 4 του άνω νόµου και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 §§1 και 3 αν. 539/1945 και 1 § 2 του ν. 1082/1980, ως τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται oι αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι δίδεται σταθερά και μόνιμα, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερεργασία και από παράνομη υπερωριακή απασχόληση πρέπει ν' αναφέρονται σ' αυτή πέραν των άλλων και η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης, αν πρόκειται για υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου, άλλως κατά εβδομάδα, από την οποία θα προκύπτουν οι ώρες εργασίας και συνεπώς οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, καθόσον για τη συνδροµή υπερεργασίας κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδοµαδιαία απασχόληση των µισθωτών και µάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιµες ηµέρες της εβδοµάδος, ενώ για τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.7.1975 Ε.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975) έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου. Αντίθετα, για να υπάρχει υπερεργασία πρέπει να υπάρχει υπέρβαση του εβδομαδιαίου ωραρίου και δεν ενδιαφέρει η μεμονωμένη υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου. Είναι όμως επιτρεπτό να προσδιορίζονται οι ώρες αυτές και κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα. Απαιτείται επίσης να εκτίθενται στην αγωγή οι συνολικές κατά μήνα συνήθεις αποδοχές του μισθωτού, με βάση τις οποίες καθορίζεται η πρόσθετη αμοιβή και η αποζημίωση της παρασχεθείσας υπερεργασίας και υπερωρίας, χωρίς όμως να απαιτείται και ανάλυση των επί μέρους κονδυλίων των εν λόγω αποδοχών. Περαιτέρω, η αγωγή με την οποία επιδιώκει η ικανοποίηση της αξίωσης αμοιβής για παρασχεθείσα υπερωριακή απασχόληση, εφόσον πρόκειται για μισθωτό που αμείβεται με μικτό σύστημα, δηλαδή με πάγιο μισθό και με ποσοστά επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων, πρέπει να αναφέρει και, 1) το ύψος των πραγματοποιηθεισών από αυτόν πωλήσεων κατά τακτά χρονικά διαστήµατα ή ετησίως για να διαπιστωθεί και το ύψος των δικαιουµένων από αυτόν ποσοστών και στη συνέχεια το σύνολο των αποδοχών του, καθόσον ο υπολογισµός της παράνοµης υπερωριακής εργασίας των συνδεομένων µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου και αµειβόµενων µε µικτό σύστηµα, δηλαδή µε το νόµο ή µε συµβατικό µισθό και µε ποσοστά επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων, γίνεται µε βάση το σταθερό µισθό και τα ποσοστά επί των πωλήσεων που καταβάλλονται τακτικά και περιοδικά και 2) αν πρόκειται για περιοδεύοντα πωλητή, που απασχολείται εκτός του τόπου της κατοικίας του, αν κατά τη σύµβαση θα αποτελούσε χρόνο εργασίας και ο χρόνος μετάβασής του στους τόπους, που θα µετέβαινε εκτός της έδρας του για να εργασθεί, καθώς και ο χρόνος της επιστροφής του στον τόπο της έδρας του, καθόσον ο χρόνος της µετάβασής του από την κατοικία του δεν αποτελεί, αν δεν συµφωνήθηκε αλλιώς, χρόνο εργασίας. Απαραίτητο είναι επίσης να προσδιορίζονται οι νόμιμες και οι καταβαλλόμενες αποδοχές, για τον υπολογισμό του ωρομισθίου. Δεν αποτελεί στοιχείο της ανωτέρω αγωγής ότι ο ενάγων υποχρεώθηκε να παράσχει υπερεργασία και υπερωριακή εργασία από τον εργοδότη και ακόμη, επί αγωγής με την οποία ζητείται αμοιβή υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής εργασίας περιοδεύοντος πωλητή, κατά την σύμβαση του οποίου ο χρόνος μετάβασης στους εκτός έδρας τόπους και η επιστροφή του στην έδρα του, δεν αποτελεί χρόνο εργασίας, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει για το ορισμένο αυτής τα πραγματοποιούμενα εβδομαδιαίως δρομολόγια εκτός της έδρας του, προκειμένου, αφαιρουμένου του χρόνου αυτού να εξευρεθεί ο χρόνος πραγματικής απασχόλησης αυτού. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της, με ποινή το απαράδεκτο, επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, σχετικά με τη νομική ανεπάρκεια της αγωγής, αξίωσε περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος, ή αν, αντιθέτως, αρκέσθηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική όμως, ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, ελέγχεται κατά τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα οι δικονομικές της ελλείψεις, που καθιστούν άκυρο ή απαράδεκτο το δικόγραφό της, ελέγχονται κατά τον αρ. 14 του άνω άρθρου 559. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, με την κρινομένη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει, ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης στις 12.6.1995, προκειμένου να απασχοληθεί ως περιοδεύων πωλητής στην επιχείρησή της, που δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων και στο εμπόριο οίνων και ποτών. Ότι το αντικείμενο της εργασίας του συνίστατο αφενός σε εργασία εντός του καταστήματος της επιχείρησής της και αφετέρου στην πώληση και προώθηση των προϊόντων της σε πελάτες που του υπεδείκνυε η ίδια, δια του νομίμου εκπροσώπου της, δια περιοδειών, κατ' αρχήν εντός του Ελλαδικού χώρου και εν συνεχεία και σε χώρες του εξωτερικού. Ότι, κατά την πρόσληψή του, συμφωνήθηκε να παράσχει την εργασία του επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή και επί οκτάωρο (8ωρο) ημερησίως, δηλαδή από 8.00' πμ μέχρι 16.00' μμ. Ότι, κατά τη σύμβαση, ο χρόνος μετάβασής του για εργασία εκτός έδρας και ο χρόνος επιστροφής στον τόπο της έδρας δεν προσµετρούνταν στις ώρες εργασίας του. Ότι η εναγόµενη τον απασχολούσε υπερωριακά παράνομα, χωρίς άδεια της αρχής, καθηµερινά και καθ' όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, από 8.00' πµ έως 21.00' µµ, ήτοι επί 13 ώρες ηµερησίως και 65 ώρες εβδοµαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, από τις οποίες, για το από 1.1.2000 µέχρι 3.3.2001 χρονικό διάστηµα, οι 40 ώρες συνιστούν νόµιµη απασχόληση, οι 5 επόµενες συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 20 ώρες παράνοµη υπερωρία και για το από 1.4.2001 και εντεύθεν χρονικό διάστηµα µέχρι τη λύση της εργασιακής του σχέσης (31.12.2004), οι 40 ώρες συνιστούν νόµιµη απασχόληση, οι 3 επόµενες συνιστούν ιδιόρρυθµη υπερωρία και οι υπόλοιπες 22 ώρες παράνοµη υπερωρία. Ότι συµφωνήθηκε να αµείβεται µε το µικτό σύστηµα αµοιβής, η οποία συνίστατο αφενός µεν σε βασικό µισθό µε ελάχιστο όριο το προβλεπόµενο από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ και ΔΑ για τους περιοδεύοντες πωλητές προστιθέμενων και των νοµίµων επιδοµάτων, αφετέρου δε σε προµήθειες επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων ποσοστού 2% επί του τιμήματος του προϊόντος στα επώνυμα και ευρέως γνωστά στο αγοραστικό κοινό πωλούμενα είδη, 3,5% στα ανώνυμα είδη που εισήγαγε η εναγομένη, και 1 % στα είδη παράλληλης αγοράς, για τις οποίες έλαβε τα παρατιθέμενα στην αγωγή ποσά, ανά μήνα, της επίδικης εργασιακής του σχέσης. Ότι με βάση τις ΣΣΕ "Για του όρους αμοιβής των περιοδευόντων πωλητών όλης της χώρας" οι τακτικές αποδοχές του μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων ανήρχοντο για τα έτη 2000, 2002, 2003 και 2004 στα παρατιθέμενα στην αγωγή, ανά μήνα, τα έτη αυτά ποσά. Ότι τα ποσά αυτά υπολείπονταν των παρατιθέμενων σ' αυτή (αγωγή) ως καταβληθέντων τα αντίστοιχα έτη μηνιαίων αυτού αποδοχών. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή ήταν ορισμένη, κατά τα αγωγικά κονδύλια τα σχετικά µε την επιδίκαση στον ενάγοντα των αναφερόμενων σ' αυτή ποσών για υπερωριακή αυτού απασχόληση, με τις προεκτεθείσες διακρίσεις, αφού σε αυτήν γίνεται σαφής αναφορά περί της ημερήσιας, αλλά και της εβδομαδιαίας απασχόλησης του ενάγοντα, αλλά και της μεταξύ των συμφωνίας με βάση την οποία στις ώρες εργασίας του δεν συμπεριλαμβάνονταν ο χρόνος της εκτός έδρας μετάβασης και επιστροφής του, αλλά και των αποδοχών που ελάμβανε μηνιαίως και εκείνων που εδικαιούτο να λάβει, με βάση τις οικείες Σ.Σ.Ε. και του ποσού που ελάμβανε κάθε μήνα ως προμήθεια πραγματοποιούμενων πωλήσεων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν η εργασία του, υπερέβαινε τις 40 ή τις 48 ώρες εβδομαδιαίως και κατά πόσες ώρες και επομένως αν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα παρέσχε στην εναγόμενη υπερεργασία ή νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή εργασία ή ιδιόρρυθµη υπερωριακή εργασία, και να υπολογισθεί η οφειλόµενη για τις αιτίες αυτές αµοιβή του. Επίσης, εφόσον σε αυτήν προσδιορίζεται επακριβώς ο χρόνος απασχόλησης του ενάγοντα στην εναγόµενη ανώνυµη εταιρία, καθώς και το ύψος των µηνιαίων αυτού αποδοχών (καταβαλλόμενων και προβλεπόµενων από τις οικείες ΣΣΕ) και του ποσού που ελάµβανε κάθε µήνα ως προμήθεια επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων, είναι ορισµένη και σε σχέση µε τα αγωγικά κονδύλια µε τα οποία ο ενάγων ζητεί την επιδίκαση διαφορών επιδοµάτων εορτών και αδείας (καταβληθέντων και νοµίµων), αφού µε τους σχετικούς µαθηµατικούς υπολογισµούς, μπορεί να διαπιστωθεί το ποσό των οφειλόμενων κάθε επίδικο έτος της εργασιακής του σχέσης επιδοµάτων εορτών και αδείας και εντεύθεν, η τυχόν υπάρχουσα διαφορά. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή είναι αόριστη: α) ως προς το αίτημα για καταβολή αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, διότι δεν προσδιορίζονται στην αγωγή τα δρομολόγια που ο ενάγων πραγµατοποιούσε κάθε εβδομάδα κατά το επίδικο χρονικό διάστηµα και ο χρόνος που απαιτείτο κάθε φορά για τη μετάβασή του στους τόπους προορισµού του και για την επιστροφή στην έδρα του, β) ως προς το αίτηµα καταβολής διαφορών επιδοµάτων εορτών και αδείας, διότι δεν προσδιορίζονται στην αγωγή αν τα αναγραφόμενα ποσά των αποδοχών αφενός αφορούν τις αποδοχές που του καταβλήθηκαν ή τις αποδοχές που θα έπρεπε να του καταβληθούν µε βάση τις ΣΣΕ και αφετέρου από το αναγραφόμενο συνολικό ποσό των αποδοχών του δεν προσδιορίζει ποίο το ποσό των πάγιων µηνιαίων αποδοχών του και ποίο το ποσό των προμηθειών του από το οποίο προκύπτει ο µέσος όρος των µηνιαίων αποδοχών του. Κρίνοντας, όμως, την αγωγή ως αόριστη και απορρίπτοντάς την ως απαράδεκτη, υπέπεσε, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα πρόταση, στην πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ο σχετικός, πρώτος, λόγος αναίρεσης, είναι βάσιμος. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη διαδικασία των εργατικών διαφορών, στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται οι διάδικοι να επικαλεσθούν και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι ένορκες βεβαιώσεις, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, διότι κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Για το παραδεκτό του αποδεικτικού αυτού μέσου το Εφετείο δεν απαιτείται να διαλάβει ειδική αιτιολογία, αν δε το έλαβε υπόψη, σημαίνει ότι απέκρουσε σιωπηρά την περίπτωση πρόθεσης στρεψοδικίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, καταλογίζεται στο Εφετείο ότι απαραδέκτως έλαβε υπόψη τις, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, δοθείσες 1832 και 1833/2008 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης Ν. και Κ., καίτοι η αναιρεσίβλητη είχε τη δυνατότητα να εξετάσει αυτούς, κατά την πρωτόδικη δίκη, είναι απαράδεκτος. Σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ και ΔΑ, για τους όρους αμοιβής και εργασίας των περιοδευόντων πωλητών όλης της χώρας, για τον υπολογισμό των αποδοχών των εργαζομένων αυτών, λαμβάνεται υπόψη και η προϋπηρεσία τους. Ως τέτοια νοείται η υπηρεσία που διανύθηκε με την ίδια ειδικότητα σ' οποιοδήποτε εργοδότη, καθώς και εκείνη που διανύθηκε στον ίδιο εργοδότη, με οποιαδήποτε υπαλληλική ιδιότητα. Εξάλλου, από τις ίδιες ΣΣΕ και ΔΑ, προβλέπεται ακόμη και η χορήγηση του Διευθυντικού Επιδόματος, ποσοστού 10%, επί του βασικού μισθού, στους μισθωτούς εκείνους που εκτελούν καθήκοντα προϊσταμένου πωλήσεων. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η εναγοµένη ανώνυµη εταιρεία διατηρεί επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται στο εµπόριο οίνων και ποτών. Για την προώθηση των προϊόντων της συνεργάζεται µε πωλητές, οι οποίοι προσπαθούν να προωθήσουν τα προϊόντα της εταιρείας, τόσο εντός της Ελλάδος όσο και στο εξωτερικό. Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγοµένη, στις 12.06.1995 δυνάµει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να εργασθεί ως περιοδεύων πωλητής στην ανωτέρω επιχείρηση της εναγοµένης. Το αντικείµενο εργασίας του συνίστατο στην προώθηση και πώληση των προϊόντων της σε πελάτες που του υποδείκνυε ο νόµιµος αντιπρόσωπός της. Η προώθηση των προϊόντων πραγματοποιείτο με περιοδείες κυρίως στην Ελλάδα, στις περιοχές ευθύνης του. Οι περιοχές που του είχαν ανατεθεί και περιόδευε ήταν (πλην της Αττικής) τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, Κυκλάδες, Κρήτη, Κέρκυρα, Μακεδονία και η Θεσσαλία, πέραν δε των περιοχών αυτών μετέβαινε και σε χώρες του εξωτερικού. Ρητά συμφωνήθηκε ότι ο χρόνος μετάβασής του εκτός έδρας για να εργασθεί και ο χρόνος επιστροφής του στην έδρα του δεν συνιστούσε χρόνο εργασίας και ότι θα αμείβεται με μικτό σύστημα αμοιβής που συνίστατο, αφενός στον εκάστοτε προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ βασικό μισθό, με τα προσωπικά επιδόματα και αφετέρου σε προμήθειες επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων και δη 1% ή 3,5% επί του τιμήματος αναλόγως του είδους του πωλουμένου προϊόντος, οι αποδοχές του δε αυτές θα του καταβάλλονταν στο τέλος κάθε μήνα. Συμφωνήθηκε, επίσης, να του καταβάλλει η εναγομένη αρχικά τα έξοδα καυσίμων του αυτοκινήτου του και να του χορηγήσει στη συνέχεια ΙΧ της για τις περιοδείες του, τα έξοδα συντήρησης και κίνησης του οποίου θα κάλυπτε η ίδια. Η εναγομένη κάλυπτε τα οδοιπορικά έξοδα του ενάγοντος και τα έξοδα διαµονής και διατροφής του, επιπλέον δε του χορήγησε επαγγελµατικό κινητό τηλέφωνο, από το οποίο πραγµατοποιούσε τις επαγγελµατικές τηλεφωνικές κλήσεις. Σύµφωνα µε το σύστηµα πωλήσεων που είχε καθιερώσει η εναγοµένη, ο ενάγων, κάθε Δευτέρα πρωί µετέβαινε στα γραφεία της, όπου παρέδιδε τις εισπράξεις και τις παραγγελίες που είχε λάβει την προηγούμενη εβδοµάδα, και στην συνέχεια ο νόµιµος εκπρόσωπός της του ανακοίνωνε το εβδοµαδιαίο πρόγραµµα πωλήσεων, τις προγραμματισμένες περιοδείες του και την πολιτική της εταιρείας ως προς τις πωλήσεις. Ο ενάγων κατά τον χρόνο πρόσληψής του, είχε γνωστοποιήσει στην εργοδότριά του ότι είχε ήδη τριετή προϋπηρεσία, την οποία άλλωστε η ίδια γνώριζε από το ασφαλιστικό του βιβλιάριο, το οποίο της προσκόμισε. Επίσης της γνωστοποίησε ότι ήταν διαζευγμένος και συνεπώς δικαιούται επιδόματος γάμου. Καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του ήταν απλός περιοδεύων πωλητής και δεν κατείχε θέση προϊσταμένου πωλήσεων, ώστε να δικαιούται διευθυντικό επίδομα. Σύμφωνα με την από 5.12.2000 ΣΣΕ "Για τους όρους αμοιβής των περιοδευόντων πωλητών όλης της χώρας" (η ισχύς της οποίας άρχεται από 1.1.2000), ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει τις κατωτέρω μηνιαίες αποδοχές: Α) Για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2000, που είχε 6-8 έτη προϋπηρεσίας, ο βασικός του μισθός ανέρχονταν στο ποσό των 544,09 ευρώ. Επιπλέον, εδικαιούτο επίδομα γάμου 10% επί του βασικού μισθού, και επίδοµα διαχειριστικών λαθών, συνολικά 624,91 ευρώ, µηνιαίως, έναντι του οποίου ελάµβανε 713,95 ευρώ µηνιαίως. Β) Για το από 1.7.2000 µέχρι 31.12.2000, χρονικό διάστημα, οπότε και τα κατώτατα όρια των βασικών µισθών αυξάνονται κατά ποσοστό 1,5% κατά την ανωτέρω συλλογική σύµβαση, έπρεπε να λαµβάνει 552,26 ευρώ, επίδοµα γάµου 10%, ήτοι 55,23 ευρώ και επίδοµα διαχειριστικών λαθών 26,41 ευρώ και συνολικά 633,90 ευρώ µηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού έλαβε 713,95 ευρώ µηνιαίως. Γ) Για το διάστηµα από 1-1-2002 μέχρι 30-6-2002, που αναπροσαρμόστηκαν οι αποδοχές των περιοδευόντων πωλητών και η προϋπηρεσία του ήταν 8-10 έτη, έπρεπε να λαµβάνει 638,81 ευρώ, βασικό µισθό, επίδοµα γάµου 10%, ήτοι 63,88 ευρώ και επίδοµα διαχειριστικών λαθών 35 ευρώ και συνολικά 737,69 ευρώ µηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού ελάµβανε 733,68 ευρώ µηνιαίως, ήτοι ελάµβανε αποδοχές µειωµένες από τις νόµιµες κατά 4,01 ευρώ το µήνα. Ειδικά για το μήνα Ιανουάριο του 2002, που επαναπροσλήφθηκε και παρείχε την εργασία του για 6 εργάσιµες ηµέρες, εδικαιούτο να λάβει το ποσό των 177,05 ευρώ, ενώ η εναγοµένη του κατέβαλε 176,08 ευρώ, ήτοι 0,97 ευρώ λιγότερα και συνεπώς, οι καταβληθείσες αποδοχές του για το διάστηµα αυτό υπολείπονταν των νοµίµων κατά το ποσό των 21,02 ευρώ, το οποίο του οφείλει η εναγοµένη. Δ) Για το διάστηµα από 1.7.2002 µέχρι 31.12.2002, που αναπροσαρµόστηκαν οι αποδοχές των περιοδευόντων πωλητών, έπρεπε να λαµβάνει 651,59 ευρώ βασικό µισθό, επίδοµα γάµου 10%, ήτοι 65,16 ευρώ και επίδοµα διαχειριστικών λαθών 35 ευρώ και συνολικά 751,75 ευρώ µηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού, ελάµβανε 733,68 ευρώ µηνιαίως, ήτοι αποδοχές µειωµένες από τις νόµιµες κατά 18,07 ευρώ το µήνα και συνεπώς συνολικά, για το δεύτερο εξάµηνο του 2002, οι καταβληθείσες αποδοχές του υπολείπονταν από τις νόµιµες κατά το ποσό των 108,42 ευρώ, το οποίο του οφείλει η εναγοµένη. Ε) Για το έτος 2003, που αναπροσαρµόστηκαν οι αποδοχές των περιοδευόντων πωλητών και µε έτη προϋπηρεσίας 10-12, έπρεπε να λαµβάνει 686,09 ευρώ βασικό µισθό, επίδοµα γάµου 10% ήτοι 68,62 ευρώ και επίδομα διαχειριστικών λαθών 35 ευρώ και συνολικά 789,70 ευρώ µηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού, έλαβε το ποσό των 733,68 ευρώ µηνιαίως, ήτοι ελάµβανε αποδοχές µειωµένες από τις νόµιµες κατά 56,02 ευρώ το µήνα και συνολικά για το έτος 2003, οι καταβληθείσες αποδοχές του υπολείπονταν από τις νόµιµες κατά το ποσό των 672,23 ευρώ, το οποίο του οφείλει η εναγοµένη. Και ΣΤ) για το έτος 2004, που αναπροσαρµόστηκαν οι αποδοχές των περιοδευόντων πωλητών ο ενάγων έπρεπε να λαµβάνει 690,50 ευρώ βασικό µισθό, επίδοµα γάµου 10%, ήτοι 69,05 ευρώ και επίδοµα διαχειριστικών λαθών 35 ευρώ και συνολικά 794,55 ευρώ μηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού, ελάμβανε το ποσό των 733,68 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ελάμβανε αποδοχές μειωμένες από τις νόμιμες κατά 60,87 ευρώ το μήνα και συνεπώς συνολικά για τους ανωτέρω μήνες, οι καταβληθείσες αποδοχές του υπολείπονταν από τις νόμιμες κατά το ποσό των 243,48 ευρώ, για το μήνα Αύγουστο 2004 έλαβε το ποσό των 756 ευρώ, δηλαδή οι αποδοχές του ήταν μειωμένες κατά 38,55 ευρώ και συνολικά για το έτος 2004 κατά το ποσό των 282,03 ευρώ, το οποίο του οφείλει η εναγομένη. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.083,70 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διότι, με τις ανέλεγκτες, επί της ουσίας παραδοχές της απόφασης, "ο ενάγων κατά τον χρόνο πρόσληψής του από την εναγομένη το έτος 1995, ως περιοδεύων πωλητής, είχε γνωστοποιήσει στην εργοδότριά του ότι είχε ήδη τριετή προϋπηρεσία, την οποία άλλωστε η εναγομένη γνώριζε από το ασφαλιστικό του βιβλιάριο, το οποίο της προσκόμισε", και "καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του ήταν απλός περιοδεύων πωλητής και δεν κατείχε θέση προϊσταμένου πωλήσεων", ο ενάγων δεν δικαιούται, πράγματι, το διευθυντικό επίδομα και προσαύξηση μισθού, επί πλέον από την επιδικασθείσα, λόγω προϋπηρεσίας. Επομένως, ο, από τον αρ. 1 του ΚΠολΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η παραβίαση των παραπάνω διατάξεων, είναι αβάσιμος, κατά το μέρος δε, ειδικότερα, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι εσφαλμένα δέχθηκε το δικαστήριο ότι, κατά την πρόσληψή του, είχε τριετή υπηρεσία, ενώ είχε μεγαλύτερη, είναι απαράδεκτος, διότι αναφέρεται στην, επί της ουσίας, ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 655 του Α.Κ., επί σύμβασης εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση, γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 522 του KΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, κατά δε το άρθρο 536 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' ουσία μπορεί να εκδώσει απόφαση δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και χωρίς την άσκηση από τον εφεσίβλητο δικής του έφεσης ή αντέφεσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνο κατά τα προσβαλλόμενα "κεφάλαια" και ότι ως προς τα "κεφάλαια" αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην εκ του άρθρου 536 του KΠολΔ αρχή της "μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος". "Κεφάλαιο" θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης και εκκρεμοδικίας και για την οποία εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Οι τόκοι, που αποτελούν "παρεπόμενη" της κύριας απαίτησης αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό "κεφάλαιο" και είναι ζήτημα εκτίμησης του δικογράφου της έφεσης, υποκείμενης, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του KΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το περί τόκων κεφάλαιο. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια όμως του "αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου" που προβλέπεται μόνο επί πρόσθετων λόγων έφεσης (άρθ. 520 παρ. 2) και αντέφεσης (αρθ. 523), δεν αφορά, κατά το άρθρο 522 του KΠολΔ και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Επομένως, το Εφετείο, αν μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, δικάζοντας την αγωγή, επιδικάσει τόκους επί του κεφαλαίου, που δεν επιδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη και το κεφάλαιο αυτό δεν είχε μεταβιβασθεί ενώπιόν του με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, υποπίπτει στην από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα εξής: Με την αγωγή του κατά της αναιρεσίβλητης, ο αναιρεσείων ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει το αναφερόμενο σ' αυτή ποσό, νομιμοτόκως από τους αναφερόμενους σ' αυτήν χρόνους. Με τη 1217/2006 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έγινε δεκτή, κατά ένα μέρος, ως βάσιμη κατ' ουσίαν, δεχθέντος του δικαστηρίου ότι η αναιρεσίβλητη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ως κεφάλαιο το ποσό των 21.847,33 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, όσον αφορά, ειδικότερα, τις διαφορές δεδουλευμένων τακτικών αποδοχών, από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν εφέσεις οι διάδικοι. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε την έφεση του ενάγοντος, δέχθηκε την έφεση της εναγομένης και εξαφάνισε την εκκαλουμένη, δικάζοντας δε την αγωγή, δέχθηκε αυτήν, κατά ένα μέρος, ως βάσιμη κατ' ουσίαν και επιδίκασε στον ενάγοντα, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, ως κεφάλαιο, το ποσό των 1083,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1η Ιανουαρίου του εποµένου έτους, όπως δέχτηκε και η εκκαλουµένη απόφαση, δεχθέν, ότι το κεφάλαιο των τόκων δεν προσβάλλεται µε λόγο έφεσης. Με τον τρίτο από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, ο αναιρεσείων προβάλλει, ότι το Εφετείο. παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 341 και 655 ΑΚ. Όμως ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, εφόσον ο αναιρεσείων δεν επικαλείται και σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύει ότι, με ειδικό λόγο έφεσης, προσεβλήθη η εκκαλουμένη και ως προς το κεφάλαιο των τόκων. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 270, 335, 338 έως 341 και 346 του KΠολΔ. το δικαστήριο της ουσίας υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για την απόδειξη όσων ισχυρισµών τους ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος, από το άρθρο 559 αριθ. 11. Η απόφαση µπορεί να περιορίζεται σε γενική μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμώνται, χωρίς την ανάγκη εξειδίκευσης και για καθένα χωριστά αρκεί να προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι όντως το δικαστήριο εκτίµησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι, ενώ προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του, ότι 1) είχε προϋπηρεσία ως περιοδεύων πωλητής, 2) κατείχε θέση Προϊσταμένου Πωλήσεων, 3) εργαζόταν τουλάχιστον δύο Σάββατα και μία Κυριακή το μήνα, επί οκτάωρο, 4) είχε ζητήσει την ετήσια άδεια αναψυχής και 5) τα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης τον εξώθησαν στην αποχώρηση από την εργασία του και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας οφείλεται στην υπαιτιότητά της, επικαλέστηκε και προσκόµισε, και τα παρακάτω έγγραφα, ήτοι α) τα … δελτία ασφαλιστικής ταυτότητας, β) το …/ 2004 αντίγραφο του πίνακα προσωπικού, γ) τις αποδείξεις μισθοδοσίας και βεβαιώσεις αποδοχών των ετών 2000 - 2004, δ) έγγραφα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε χρόνο εκτός του νομίμου ωραρίου του, ε) έγγραφα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας κατά τις ημέρες του Σαββάτου και Κυριακής, στ) αποδεικτικά έγραφα ταξιδιών, που πραγματοποίησε κατ' εντολή της αναιρεσίβλητης, ζ) τα ευρετήρια πελατών του, η) έγγραφα με προσφορές προμηθευτών της αναιρεσίβλητης, θ) λοιπά έγγραφα και ι) τις …/2006 και …/2006 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων και την κατάθεση του μάρτυρά του στο ακροατήριο, όμως δεν τα έλαβε υπόψη του. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την απόφασή του, βεβαιώνει ότι, για το σχηµατισµό της κρίσης του, σχετικά µε το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του ενάγοντος και το ύψος των οφειλομένων αποδοχών, έλαβε υπόψη του, τις ένορκες καταθέσεις των µαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις …και …/1-2-2006 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, την …/2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις … /26-9-08 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, από τη ρητή δε και σαφή διαβεβαίωση αυτή, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, συνάγεται, αναμφίβολα, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισµα, έλαβε υπόψη του τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα, μη αναιρουμένου τούτου, ειδικά ως προς τα έγγραφα, εκ του ότι δεν γίνεται ειδικότερη αναφορά γι' αυτά. Εποµένως, ο, από τον αριθµό 11 του άρθρου 559 KΠολΔ, τέταρτος λόγος αναίρεσης, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, ως προς τα με στοιχ. δ, ε, στ, η και θ, μέρη του και της αντιφατικότητάς του με τον πέμπτο λόγο, είναι αβάσιµος, στο σύνολό του. Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στο Εφετείο η, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη του, τους ισχυρισμούς του, ότι 1) είχε προϋπηρεσία ως περιοδεύων πωλητής, 2) κατείχε θέση Προϊσταμένου Πωλήσεων, 3) εργαζόταν τουλάχιστον δύο Σάββατα και μία Κυριακή το μήνα επί οκτάωρο, 4) δεν είχε λάβει την ετήσια άδεια αναψυχής, αν και τη ζήτησε και 5) τα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης τον εξώθησαν να αποχωρήσει από την εργασία του και ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας οφείλεται σε λόγους, που ανάγονται στην υπαιτιότητά της. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο, έλαβε υπόψη του τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, προκύπτει ότι τους απέρριψε, ως αβάσιμους. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα κεφάλαιά της, που αναφέρονται, α) στο αίτημα για καταβολή αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και β) στο αίτηµα για καταβολή διαφορών επιδοµάτων εορτών και αδείας, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, ως προς το αντίστοιχο μέρος της, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την ως άνω απόφαση και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (178, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 5974/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1200) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αγωγή ήταν ορισμένη, κατά τα αγωγικά κονδύλια για υπερωριακή απασχόληση και την καταβολή διαφοράς δώρων, αφού σε αυτήν γίνεται σαφής αναφορά περί της ημερήσιας, αλλά και της εβδομαδιαίας απασχόλησης. Για το παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου, για πρώτη φορά ενώπιον του, το Εφετείο δεν απαιτείται να διαλάβει ειδική αιτιολογία, αν δε το έλαβε υπόψη, σημαίνει ότι απέκρουσε σιωπηρά την περίπτωση πρόθεσης στρεψοδικίας. Αν μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, το Εφετείο, δικάζοντας την αγωγή, επιδικάσει τόκους επί του κεφαλαίου, που δεν επιδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη και το κεφάλαιο αυτό δεν είχε μεταβιβασθεί ενώπιον του, με λόγο έφεσης ή αντέφεσης , υποπίπτει στην από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0